ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η Σχέση Πειθαρχικής Ποινικής Δίκης ΜΑΓΑΛΙΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ UNIVERSITY OF ATHENS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ

Σχετικά έγγραφα
ΜΕΛΕΤΗ. Το πειθαρχικό δίκαιο του δημοσίου υπαλλήλου.

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

[1] ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ Οργανισμός Ασφάλισης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

1. ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΣΕ ΑΡΓΙΑ

ΑΔΑ: ΒΛΒΠΧ-ΔΛΓ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 24 Απριλίου 2018 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

KAJI. 328/ Εξουσία του Επιτρόπου προς είσοδο και έρευνα. Διαδικασία εισόδου και έρευνας και επιβολή διοικητικού προστίμου.

Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.

Ν. 4057/2012 ΦΕΚ 54 τ. Α

Θέμα: Πειθαρχικό δίκαιο δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων.

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ (Ν.4057/2012 & Ν.4093/2012)

Άρθρο 96. Τιμητική απονομή τίτλων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ H ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. Άρθρο H1. Γενικές αρχές πειθαρχικού δικαίου

Πειθαρχία και Διαχείριση Παραπόνων στην Επιχείρηση

ΘΕΜΑ: Διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου-λήψης διοικητικών μέτρων σε δημοτικούς υπαλλήλους

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΕΝΤΟΛΕΣ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΩΝ

Με τον πρόσφατο Νόμο 4057/2008 μεταρρυθμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του πειθαρχικού δικαίου των νοσηλευτών και των δημοσίων υπαλλήλων γενικότερα, που

Θέμα: Αυτοδίκαια Αργία.

ΠΡΟΦΕΔΙΟ ΝΟΜΟΤ ΑΡΘΡΟ ΠΡΨΣΟ. Το κεφάλαιο ΣΤ του μέρους Δ του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007, 26 Α) αντικαθίσταται ως εξής:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Άρθρο 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΝΟΜΟΣ 4325/2015 Αποκατάσταση του τεκμηρίου αθωότητας στην πειθαρχική διαδικασία

ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΘΕΜΑ: ΠΑΡΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥΝ. 4235/2015«ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ- ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΕΡΓΑΝΗ. Ορθή Χρήση. Πληροφοριακού Συστήματος. 3η Συμμετοχή ΔΩΡΕΑΝ. Επίκαιρη Ημερίδα. ΑΘΗΝΑ Forum Training Center. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Κεντρικό Ξενοδοχείο

1438 Κ.Δ.Π. 215/2004

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΠΟΚ/ΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛ. ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΕΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3939, 31/12/2004 O ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

Ατομική γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 196/2017 Αποδοχές υπαλλήλου του ΕΦΚΑ, μετά την άρση της δυνητικής αργίας

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ Β ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΔΑΣΚΑΛΩΝ & ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΣΩΜΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.)

1. Οι πολιτικοί υπάλληλοι µε σχέση εργασίας δηµοσίου δικαίου που υπάγονται στον Υπαλληλικό Κώδικα (άρθρο 2 του ν. 3528/2007).

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΔΗΜΩΝ & ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

2. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

817 Ν. 65/87. E.E., Παρ. I, Αρ. 2226,

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

ΘΕΜΑ: Ακύρωση της αριθμ. 809/2016 απόφασης (ορθή επανάληψη) της Εκτελεστικής Επιτροπής του Περιφερειακού Συνδέσμου ΦΟΔΣΑ Κεντρικής Μακεδονίας.

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 120 (ΦΕΚ Α ) Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνοµικού Προσωπικού. *** Διόρθωση σφαλµάτων στα ΦΕΚ Α 201/2008 και 3/2008.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

Βιβλίο IV του Ν.4412/2016. Εισηγήτρια: Καλλιόπη Παπαδοπούλου, Νομική Σύμβουλος ΔήμοςΝΕΤ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.


Πρωτοβάθμιο & Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ Ελληνικής Iστιοπλοϊκής Oμοσπονδίας

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα Ιεραρχικός έλεγχος - εποπτεία

ΣΧΕΔΙΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ Ελληνικής Iστιοπλοϊκής Oμοσπονδίας

ΑΙΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΗ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟ

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

\ >ευδών ή παραπλανητικών αναφορικά με την πείρα ή την τάξη τους ή γενικά με το επάγγελμα τους.

3(I)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2011 ΕΩΣ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΟIΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005)

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Πειθαρχικό Δίκαιο Δηµοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νοµικών Προσώπων Δηµοσίου Δικαίου

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ Αθήνα, 9 Απριλίου 2008

Πρόταση νόμου: «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις»

Διοικητικό Προσωπικό Κανονισμοί 1990 και 1992

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 7ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4092, 20/10/2006 Ο ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2006

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ UNIVERSITY OF ATHENS SCHOOL OF ECONOMICS AND POLITICAL SCIENCE DEPARTMENT OF POLITICAL SCIENCE AND PUBLIC ADMINISTRATION ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η Σχέση Πειθαρχικής Ποινικής Δίκης ΜΑΓΑΛΙΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ

Αθήνα [2017] ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Η Σχέση Πειθαρχικής Ποινικής Δίκης» ΜΑΓΑΛΙΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ Α.Μ.: 1342... Σύμβουλος Καθηγητής: Χαράλαμπος Χρυσανθάκης ii

Αθήνα (Σεπτέμβριος 2017) iii

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Βασική επιδίωξη αυτής της εργασίας είναι η μελέτη της σχέσης της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική δίκη. Για το λόγο αυτό, η εργασία ξεκινά με κάποιους βασικούς ορισμούς, όπως είναι ο ορισμός του υπαλλήλου τόσο στο Ποινικό όσο και στο Διοικητικό Δίκαιο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο Πειθαρχικό Δίκαιο και στα επιμέρους ζητήματα, όπως προκύπτουν από αυτό. Ειδικότερα, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση της πειθαρχικής δίκης, γίνεται αναφορά στο υποκείμενο και στις ποινές αυτής, αλλά και στα πειθαρχικά παραπτώματα. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται συνοπτικά τα πειθαρχικά όργανα. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται, επίσης, στην πειθαρχική διαδικασία, η οποία διακρίνεται στα εξής στάδια: στο στάδιο της προδικασίας, στην εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης και, τελικά, στην εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η σχέση ανάμεσα στο Ποινικό και στο Διοικητικό Δίκαιο εν γένει. Πληθώρα κανόνων και αρχών, που συναντώνται στο πρώτο, εφαρμόζονται αναλόγως και στο δεύτερο. Αντιθέτως, γίνεται αναφορά και σε διατάξεις που ουδέποτε θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν σε αυτό. Ακόμη, εξετάζεται η «υπόσταση» κι η εφαρμογή διαφόρων σημαντικών αρχών, όπως η αρχή «nullum crimen nulla poena sine lege», η αρχή «nullum crimen nulla poena sine praevia lege» κι η αρχή «non bis in idem» στο Πειθαρχικό Δίκαιο. Απώτερος στόχος της ανάλυσης όλων των παραπάνω στοιχείων, είναι η καλύτερη κατανόηση της εξεταζόμενης σχέσης της πειθαρχικής με την ποινική δίκη. Για το λόγο αυτό, παρουσιάζονται ζητήματα, όπως η ανεξαρτησία κι η αυτοτέλεια της πρώτης έναντι της δεύτερης, η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, το κολάσιμο του πειθαρχικού παραπτώματος, καθώς κι η παραγραφή, μέσω των οποίων αντανακλώνται οι ομοιότητες, οι διαφορές και τα συνδετικά στοιχεία των δύο δικών. Λέξεις Κλειδιά: Πειθαρχική Διαδικασία, Ποινική Δίκη, Ανεξαρτησία Αυτοτέλεια - Επανάληψη πειθαρχικής διαδικασίας, Πειθαρχικό Παράπτωμα, Ποινικό Αδίκημα, Παράβαση Καθήκοντος iv

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ...і ⅴ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ...ⅴ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ...ⅵі ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ...ⅷ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ...2 1.2 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ...3 2 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.1 ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ...5 2.2 ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑ...6 2.3 ΟΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ...8 2.4 ΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ...8 2.5 Η ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ...9 2.5.1 Το στάδιο της προδικασίας...10 2.5.2 Η εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης...12 2.5.3 Η εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης...13 3 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.1 Η ΣΧΕΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ...15 3.2 Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ...18 3.3 ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ...21 3.4 Η ΑΡΧΗ NULLUM CRIMEN NULLA POENA SINE LEGE ΣΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ...22 3.5 Η ΑΡΧΗ NULLUM CRIMEN NULLA POENA SINE PRAEVIA LEGE ΣΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ...24 3.6 Η ΑΡΧΗ NON BIS IN IDEM ΣΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ...25 v

4 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Η ΣΧΕΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ... 28 4.1 Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ... 30 4.2 Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ... 32 4.3 ΤΟ ΚΟΛΑΣΙΜΟ ΤΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΟΣ... 34 4.4 Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ... 35 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 36 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 38 vi

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Διάγραμμα 1: Η Σχέση της Πειθαρχικής Διαδικασίας με την Ποινική Δίκη (Άρθρο 114 του ΥΚ) σς. 28-29 vii

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΕΙ: Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα ΓΕΔΔ: Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης ΔΕΑ: Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ΔΕΠ: Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό ΔΕφΑ: Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ΔΕφΑθ: Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ΔιΔικ: Διοικητική Δίκη ΔΝΠ: Δημόσιο Νομικό Πρόσωπο ΔΣ: Διοικητικό Συμβούλιο εδ: εδάφιο ΕΔΔΔ: Επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου ΕΔΕ: Ένορκη Διοικητική Εξέταση επ: επόμενα ΕΣ: Ελεγκτικό Συνέδριο ΕΣΔΑ: Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΚΠΔ: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΚΚΔΚΥ: Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων ΝΠΔΔ: Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου Ν: Νόμος ΟΤΑ: Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης Ολ: Ολομέλεια Παρ: παράγραφος ΠΔ: Προεδρικό Διάταγμα περ: περίπτωση ΠΚ: Ποινικός Κώδικας ΠτΔ: Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σ: Σύνταγμα ΣτΕ: Συμβούλιο της Επικρατείας ΤΕΙ: Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα ΥΚ: Υπαλληλικός Κώδικας ΦΕΚ: Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως viii

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Είναι γνωστό πως όλοι οι κλάδοι του Δικαίου εμπλέκονται περισσότερο ή λιγότερο μεταξύ τους. Στην παρούσα εργασία, λοιπόν, μελετάται η ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στο Ποινικό και στο Διοικητικό Δίκαιο με την προϋπόθεση ότι κοινές παράνομες συμπεριφορές και πράξεις τιμωρούνται τόσο από τον Ποινικό όσο κι από τον Υπαλληλικό Κώδικα ως ποινικά και πειθαρχικά αδικήματα. Ειδικότερα, εξετάζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες συναντάται παράβαση καθήκοντος από δημόσιο υπάλληλο. Η παράβαση αυτή μπορεί να λάβει δύο διαστάσεις: την ποινική και την πειθαρχική. Σύμφωνα με την πρώτη, το υπηρεσιακό έγκλημα τιμωρείται κατά τις διατάξεις του Άρθρου 259 του ΠΚ, ενώ η πειθαρχική διάσταση λαμβάνεται ως παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος, 1 η οποία και τιμωρείται από τον ΥΚ ή ακόμη, ως παράβαση καθήκοντος κατά τον ΠΚ ή άλλους επιμέρους ποινικούς νόμους 2. (Γιαρένη, 2012 σ. 167) Είναι επόμενο, λοιπόν, να γίνεται λόγος τόσο για ποινική όσο και για πειθαρχική ποινή. Η σχέση των δύο δικών γίνεται φανερή μέσα από την εξέταση διάφορων επιμέρους θεμάτων, όπως η ανεξαρτησία και η αυτοτέλεια της πειθαρχικής διαδικασίας έναντι της ποινικής δίκης, η επανάληψη της πρώτης, το κολάσιμο του πειθαρχικού παραπτώματος, καθώς, επίσης, κι η παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία, συγχρόνως, αποτελούν και ποινικά αδικήματα. Η εργασία γενικεύει το ζήτημα, δίνοντας έμφαση, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στην ιδιαίτερη σχέση των δύο δικαίων. Με αυτό τον τρόπο, γίνεται φανερός ο απώτερος στόχος του Πειθαρχικού Δικαίου, ο οποίος συνίσταται στη διατήρηση της εμπιστοσύνης προς τον κρατικό μηχανισμό και στην ειλικρινή εξυπηρέτηση του πολίτη. Η μελέτη της πειθαρχικής διαδικασίας κατέχει κεντρικό ρόλο, καθώς το ζήτημα προσεγγίζεται περισσότερο από την πλευρά του Πειθαρχικού Δικαίου και λιγότερο του Ποινικού. 1 Άρθρο 107 παρ. 1 περ. β του Ν. 3528/2007, ο οποίος τροποποιήθηκε με το Ν. 4057/2012 (ΦΕΚ Α 54/14.3.2012) 2 Άρθρο 107 παρ. 1 περ. γ του Υ.Κ., στο οποίο αναφέρονται περιοριστικά τα πειθαρχικά παραπτώματα. 1

1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ Ένα κοινό σημείο στον ορισμό τόσο του υπηρεσιακού εγκλήματος όσο και του πειθαρχικού παραπτώματος είναι η ύπαρξη υπαλληλικής ιδιότητας του δράστη. Βάσει του Ποινικού Κώδικα, 3 υπάλληλος είναι «εκείνος, στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Κρίσιμο στοιχείο σε αυτόν είναι η ανάθεση δημόσιας υπηρεσίας, έστω κι αν αυτή είναι προσωρινή. Έκτος από δημόσια, η υπηρεσία πρέπει να είναι νόμιμη, καθώς δεν νοείται υπαλληλική σχέση, χωρίς την ύπαρξη της νομιμότητας. Ιδιαίτερη σύγχυση έχει προκληθεί γύρω από το ζήτημα του άκυρου διορισμού του υπαλλήλου. Η επικρατούσα άποψη είναι πως η ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου δεν υφίσταται, εάν ο διορισμός είναι άκυρος, τόσο ως αντικειμενικό στοιχείο του εγκλήματος όσο κι ως επιβαρυντική της ποινής αιτία. Ακόμη, η υπαλληλική ιδιότητα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όρος του αξιοποίνου ή ως όρος του καταδιωκτού της πράξης. Είναι επόμενο, λοιπόν, να μην μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη, αφού η πράξη του διορισμού είναι άκυρη κι άρα δεν μπορεί να επιφέρει ουδεμία έννομη συνέπεια. Από την άλλη πλευρά, ο υπάλληλος, ο οποίος παράνομα διορίσθηκε, προβαίνει σε έγκυρες πράξεις, ακόμη και μετά την ανάκληση του διορισμού του. Η λογική αυτής της διάταξης στηρίζεται στην άποψη ότι ο υπάλληλος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ενεργεί προς όφελος της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας, όπως θα έπραττε κι αν είχε νομίμως διορισθεί. Ειδικότερα, ο υπάλληλος με θητεία ή με σύμβαση διατηρεί την υπαλληλική του ιδιότητα και μετά τη λήξη της, εφόσον ασκεί κανονικά τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί, ακόμη κι αν ο διορισμός του είναι άκυρος. Από όλα τα παραπάνω, λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε πως στη συγκεκριμένη περίπτωση, η νομιμότητα εντοπίζεται στην εξωτερική υπόσταση μιας νόμιμης υπηρεσιακής δράσης του υπαλλήλου. Αρκεί, δηλαδή, η άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων με πράξη, η οποία μπορεί να έχει εκδοθεί και παρανόμως. Βασική προϋπόθεση, όμως, είναι η ανάθεση να μην έχει ανακληθεί. Καθοριστικό καθίσταται, λοιπόν, το είδος της ανατιθέμενης υπηρεσιακής δραστηριότητας στο Ποινικό Δίκαιο. Ακόμη κι αν η πράξη έχει ανατεθεί με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, είναι νόμιμη η δραστηριότητα του υπαλλήλου, εφόσον εξυπηρετεί τους σκοπούς του Κράτους ή της Δημόσιας Διοίκησης. 3 Άρθρο 13 περ. α του ΠΚ 2

1.2 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Οι δημόσιοι υπάλληλοι ορίζονται ως «τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο ΔΝΠ του Κράτους, διότι συνδέονται προς αυτό με μία ειδική νομική σχέση που έχει συναφθεί προαιρετικά, συνεπάγεται ιεραρχική εξάρτηση και πειθαρχική ευθύνη και διέπεται αποκλειστικά ή εν μέρει από ειδικούς κανόνες του διοικητικού δικαίου». (Σπηλιωτόπουλος, και συν., 2013 σ. 4) Ο παλαιότερος νόμος 1811/1951 «Περί Κώδικος Καταστάσεως των Δημοσίων Υπαλλήλων», υιοθετούσε τον πρώτο ορισμό του δημοσίου υπαλλήλου, όπως εκείνος διατυπώθηκε από τον καθηγητή Θ. Αγγελόπουλο 4 και πρόσθετε απλώς το οικονομικό στοιχείο του μισθού. Ο ορισμός αυτός φαίνεται να συνάδει περισσότερο με το περιεχόμενο του ΥΚ, χωρίς, βέβαια, να διατυπώνεται άμεσα στα άρθρα του. Παρόλα αυτά, ο μισθός φαίνεται να μην αποτελεί τόσο καθοριστικό στοιχείο, καθώς συναντώνται περιπτώσεις δημοσίων υπαλλήλων που δεν λαμβάνουν μισθό, όπως οι άμισθοι πρόξενοι. Η ειδοποιός διαφορά του δημοσίου υπαλλήλου από τα άλλα φυσικά πρόσωπα είναι η ειδική νομική σχέση, η οποία συνδέει τον υπάλληλο με το ΔΝΠ του Κράτους. Η σχέση αυτή διαθέτει τέσσερα βασικά γνωρίσματα, όπως αυτά προκύπτουν από τον ορισμό των δημοσίων υπαλλήλων. (Σπηλιωτόπουλος, και συν., 2013 σσ. 5-7) Αρχικά, η σχέση αυτή συνάπτεται προαιρετικά, ύστερα από αίτηση ή σιωπηρή δήλωσή εκ μέρους του υπαλλήλου. Το ίδιο το πρόσωπο επιθυμεί να δημιουργήσει αυτή τη σχέση, η οποία μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε εκείνος το αποφασίσει, εκτός κι αν συντρέχουν ειδικές συνθήκες. Έτσι, δεν λαμβάνουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, φυσικά πρόσωπα τα οποία προσφέρουν υποχρεωτικά τις υπηρεσίες τους στο Κράτος. Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά στην παροχή υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να εκτελεί συγκεκριμένα καθήκοντα ή ορισμένη εργασία σε μία υπηρεσία του Κράτους. Οι παρεχόμενες υπηρεσίες σχετίζονται είτε με την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας είτε με την διοικητική εργασία σε υπηρεσίες της δικαστικής λειτουργίας. Το συγκεκριμένο στοιχείο καθίσταται καθοριστικό στη διάκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων κι άλλων προσώπων, τα οποία συνάπτουν ειδική έννομη σχέση με το ΔΝΠ του Κράτους. Βάσει αυτής, μπορεί να παρέχουν συγκεκριμένες υπηρεσίες σε αυτό ή να το προμηθεύουν με κινητά πράγματα ή να αναλαμβάνουν την κατασκευή ορισμένου έργου, όμως, δεν θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι. Επιπροσθέτως, ο υπάλληλος οφείλει να ακολουθεί την ιεραρχική δομή της υπηρεσίας. Ο ίδιος, όντας υφιστάμενος, υποχρεούται να ακολουθεί τις εντολές και τις οδηγίες των προϊσταμένων του, οι οποίοι, με τη σειρά τους, οφείλουν να τον ελέγχουν. Ακόμη, ο υπάλληλος έχει πειθαρχική ευθύνη για τις πράξεις του. Μία τυχόν παράβαση μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων. Ο υπάλληλος, λοιπόν, αποτελεί «κομμάτι» της οργανικής δομής του κρατικού 4 Ο Θ. Αγγελόπουλος στο έργο του «Δίκαιον των Πολιτικών Υπαλλήλων εν Ελλάδι», που εκδόθηκε για 2 η φορά το 1923, ορίζει τους δημοσίους υπαλλήλους ως «τα έμμεσα, έμμισθα όργανα του κράτους, τα διατελούντα εν προαιρετική, αμέσω, υπηρεσιακή και πειθαρχική προς αυτό σχέσει». 3

προσωπικού κι ως τέτοιο, διακρίνεται από άλλα πρόσωπα, όπως τα άμεσα όργανα του νομικού προσώπου του Κράτους ή εκείνα που προσφέρουν υπηρεσίες βάσει σύμβασης έμμισθης εντολής ή μίσθωσης έργου ή εργασίας παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Τέλος, η ειδική αυτή έννομη σχέση διέπεται, αποκλειστικά ή εν μέρει, από κανόνες του διοικητικού δικαίου. Οι κανόνες αυτοί ποικίλλουν και σε κάποιες περιπτώσεις, κρίνονται καθοριστικοί στη διάκριση των δημοσίων υπαλλήλων σε ορισμένες κατηγορίες. Για παράδειγμα, θέτοντας ως κριτήριο τους κανόνες του διοικητικού δικαίου, οι τακτικοί υπάλληλοι διακρίνονται στις εξής περιπτώσεις: σε εκείνους που υπάγονται στον ΥΚ, σε εκείνους που δεν υπάγονται και σε εκείνους που μεν υπάγονται στον ΥΚ, αλλά κατά συμπληρωματικό τρόπο. (Σπηλιωτόπουλος, και συν., 2013 σ. 23) 4

2 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.1 ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ Όπως συνάγεται κι από τα παραπάνω στοιχεία, το υποκείμενο της πειθαρχικής δίκης πρέπει οπωσδήποτε να κατέχει τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα. Το ίδιο το Σύνταγμα 5 ορίζει τους δημοσίους υπαλλήλους ως τους «εκτελεστές της θέλησης του Κράτους», ενώ εκείνοι υποχρεούνται να «υπηρετούν το Λαό, οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα». Στη συνέχεια, αναφέρεται πως «κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη», 6 καθώς, επίσης, κι ότι «οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι, εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν». 7 Ο ορισμός αυτός εξειδικεύεται τόσο στον ΥΚ 8 όσο και στον ΚΚΔΚΥ. 9 Ειδικότερα, ως δημόσιος υπάλληλος, ορίζεται το πρόσωπο, το οποίο κατέχει οργανική θέση στο ΔΝΠ του Κράτους ή σε άλλο ΝΠΔΔ και παρέχει τις υπηρεσίες του υπό καθεστώς μονιμότητας. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν όσοι υπάλληλοι του Κράτους, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ διέπονται από ειδικότερες διατάξεις. Άρα, οι διατάξεις αυτές δεν προστατεύουν τους στρατιωτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς. (Μακρυδημήτρης, και συν., 2012 σσ. 495-496) Οι υπάλληλοι εργάζονται με σύμβαση δημοσίου δικαίου, καθώς εκείνη καταρτίζεται μετά από μονομερή πράξη της διοίκησης, δηλαδή, μετά από προσφορά διορισμού. Την προσφορά αυτή, εάν επιθυμεί, την αποδέχεται ο υπάλληλος. Η αποδοχή αυτή εκδηλώνεται, έμμεσα, μέσω της ορκωμοσίας. 10 5 Άρθρο 103 παρ. 1 του Σ. 6 Άρθρο 103 παρ. 2 του Σ. 7 Άρθρο 103 παρ. 4 του Σ. 8 Άρθρα 2 και 39 του ΥΚ 9 Άρθρα 1 και 3 του ΚΚΔΚΥ 10 Άρθρο 18 του ΥΚ 5

2.2 ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑ Εκτός από την αστική και την ποινική, ο δημόσιος υπάλληλος έχει και την πειθαρχική ευθύνη των πράξεων ή των παραλείψεων του κατά την άσκηση των καθηκόντων του. 11 Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των κανόνων, που ρυθμίζουν τον πειθαρχικό κολασμό των δημοσίων υπαλλήλων κι ουσιαστικά, τον διαφοροποιούν από τον ποινικό κολασμό, όπως θα αναλυθεί εκτενώς σε επόμενη ενότητα της εργασίας. Το πρώτο χαρακτηριστικό συνδέεται με το σκοπό που επιδιώκει ο δημόσιος υπάλληλος, ενώ το δεύτερο αφορά στη φύση των κυρώσεων. Το τρίτο γνώρισμα είναι η διαδικασία της επιβολής τους ως απόρροια της «πειθαρχίας» με την οποία ρυθμίζονται οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων μέσα στην υπηρεσία. Αξιοσημείωτη είναι κι η διάκριση του Πειθαρχικού Δικαίου σε δύο επιμέρους τμήματα: το «διαδικαστικό» πειθαρχικό δίκαιο και το «ουσιαστικό» πειθαρχικό δίκαιο. (Σπηλιωτόπουλος, και συν., 2013 σσ. 84-88) Το πρώτο περιλαμβάνει τους κανόνες βάσει των οποίων καθορίζονται τα όργανα κι η διαδικασία επιβολής των ποινών. Από την άλλη πλευρά, το ουσιαστικό πειθαρχικό δίκαιο περιλαμβάνει τους κανόνες με τους οποίους καθορίζονται τα πειθαρχικά παραπτώματα κι οι πειθαρχικές ποινές. Ως πειθαρχικό παράπτωμα ορίζεται «κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη και μπορεί να καταλογισθεί στον υπάλληλο». 12 Ο νομικός χαρακτηρισμός αυτής, όμως, ως πειθαρχικού παραπτώματος εξαρτάται από την κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Το όργανο αυτό αποφασίζει, με την επιφύλαξη του δικαστικού ελέγχου, την ποινή που τελικώς θα επιβληθεί. Τα πειθαρχικά παραπτώματα είναι συγκεκριμένα και παρουσιάζονται αναφορικά στο Άρθρο 107 του ΥΚ. Θέλοντας να οριοθετήσουμε την έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος, απαραίτητη είναι η αναφορά τεσσάρων βασικών στοιχείων. Το πρώτο είναι η πράξη ή η παράλειψη, η οποία αντανακλά την «αντικειμενική υπόσταση» του παραπτώματος. Αφορά ορισμένη παράβαση των καθηκόντων των δημοσίων υπαλλήλων, όπως εκείνα προσδιορίζονται στον ΥΚ ή στον ΠΚ ή σε άλλες επιμέρους διατάξεις. Αναγκαία προϋπόθεση είναι η κατοχή της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας με μοναδική εξαίρεση πράξεις ή παραλείψεις του υπαλλήλου κατά τη διάρκεια προηγούμενης θητείας του στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ που δεν έχουν παραγραφεί. 13 Το δεύτερο χαρακτηριστικό του πειθαρχικού παραπτώματος είναι η υπαιτιότητα, η οποία αποτελεί την «υποκειμενική υπόσταση» αυτού και προέρχεται είτε από δόλο είτε από αμέλεια. Στην πρώτη περίπτωση, ο διωκόμενος γνωρίζει και συνειδητά πράττει την πράξη ή την παράλειψη. Αντιθέτως, αμέλεια υπάρχει όταν ο υπάλληλος δεν δείχνει την απαιτούμενη προσοχή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι θα υποπέσει σε πειθαρχικό αδίκημα. Η υπαιτιότητα δεν ισχύει, όταν ο υπάλληλος ενεργεί κάτω από συνθήκες βίας. 11 Άρθρα 106 κι επ. του ΥΚ 12 Άρθρο 106 παρ. 1 του ΥΚ 13 Άρθρο 110 παρ. 5 του ΥΚ 6

Ο καταλογισμός αποτελεί, επίσης, συστατικό στοιχείο του πειθαρχικού παραπτώματος και συναντάται όταν η πράξη ή η παράλειψη εξαρτάται από τη βούληση του υπαλλήλου. Ο υπάλληλος μπορεί να επηρεάσει τόσο αρνητικά όσο και θετικά. Ο καταλογισμός μπορεί να αρθεί σε περιπτώσεις ψυχικών διαταραχών ή μέθης και γενικότερα σε ψυχικές καταστάσεις που ακούσια επηρεάζουν τη βουλητική ικανότητα του υπαλλήλου. Η δίωξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων ασκείται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια. Οι πειθαρχικοί προϊστάμενοι των υπαλλήλων είναι οι αρμόδιοι Υπουργοί, οι γενικοί ή ειδικοί Γραμματείς των υπουργείων και των αυτοτελών δημοσίων υπηρεσιών, ο Ελεγκτής Νομιμότητας, καθώς κι οι Γενικοί Διευθυντές και οι Διευθυντές των δημοσίων υπηρεσιών. Τέλος, πειθαρχική εξουσία μπορουν να ασκήσουν γενικότερα στους υπαλλήλους το διοικητικό συμβούλιο ΝΠΔΔ για τους υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτό, το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, ο ΓΕΔΔ, το ΣτΕ και το διοικητικό εφετείο. (Μακρυδημήτρης, και συν., 2012 σ. 531) 7

2.3 ΟΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ Για τα προηγούμενα παραπτώματα, επιβάλλονται συγκεκριμένες ποινές στον υπάλληλο, ο οποίος είναι υπαίτιος. Οι ποινές αυτές αναφέρονται στον ΥΚ 14 κατά σειρά βαρύτητας και είναι οι ακόλουθες. (Μακρυδημήτρης, και συν., 2012 σσ. 530-531) Την πιο ελαφριά ποινή αποτελεί η έγγραφη επίπληξη του υπαλλήλου, ενώ ακολουθεί το πρόστιμο, το οποίο μπορεί να αφορά αποδοχές έως 12 μηνών, η στέρηση του δικαιώματος προαγωγής από 1 έως 5 χρόνια, καθώς κι η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για το ίδιο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται ως πειθαρχικές ποινές, η αφαίρεση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου, ο υποβιβασμός έως 2 βαθμούς κι η προσωρινή παύση, η οποία μπορεί να διαρκέσει από 3 έως 12 μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών. Τέλος, ως η βαρύτερη ποινή χαρακτηρίζεται η οριστική παύση, η οποία επιβάλλεται στους υπαλλήλους που διαπράττουν καθ επανάληψη πειθαρχικά παραπτώματα. 2.4 ΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ Τα πειθαρχικά διοικητικά όργανα διακρίνονται σε μονομελή και συλλογικά. (Σπηλιωτόπουλος, και συν., 2013 σσ. 91-93) Τα μεν πρώτα, χαρακτηρίζονται, στο στάδιο της προδικασίας, ως «πειθαρχικώς προϊστάμενοι» 15 και είναι ο Υπουργός, οι γενικοί γραμματείς των Υπουργείων και των αυτοτελών υπηρεσιών ή των Γενικών Γραμματειών και των αποκεντρωμένων διοικήσεων, ο Ελεγκτής Νομιμότητας, οι ειδικοί γραμματείς, οι γενικοί διευθυντές και οι διευθυντές των δημοσίων υπηρεσιών, οι αρχηγοί κι οι διοικητές στις σχολές και μονάδες των ένοπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, ο διοικητής του Αγίου Όρους, καθώς κι οι προϊστάμενοι των ανεξαρτήτων αρχών. Ακόμη, όσον αφορά τους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ, τα μονομελή πειθαρχικά όργανα αποτελούν ο διοικητής ή ο πρόεδρος του συλλογικού οργάνου, ο υποδιοικητής, ο γενικός γραμματέας ή ο αναπληρωτής του, ο Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, ο πρύτανης των ΑΕΙ, ο κοσμήτορας, ο πρόεδρος κι ο Αντιπρόεδρος του ΤΕΙ, ο διευθυντής παραρτήματος ή σχολής κι ο προϊστάμενος τμήματος του ΤΕΙ, όπως κι ο γενικός διευθυντής και ο διευθυντής. Γενική αρμοδιότητα κατέχει μόνο ο Υπουργός κι αφορά όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου, των κεντρικών και των περιφερειακών υπηρεσιών. Αντιθέτως, ειδική αρμοδιότητα έχουν όλοι οι υπόλοιποι πειθαρχικοί προϊστάμενοι κι εκτείνεται σε συγκεκριμένους υπαλλήλους. 16 14 Άρθρο 109 παρ. 1 του ΥΚ 15 Άρθρο 117 του ΥΚ 16 Άρθρο 117 παρ. 4 του ΥΚ 8

Τα δε συλλογικά όργανα διακρίνονται στα πειθαρχικά συμβούλια και στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Αρχικά, τα πειθαρχικά συμβούλια αποτελούνται από 3 μέλη και συνεδριάζουν δημόσια. 17 Πρώτο μέλος είναι ο Πρόεδρος, ο οποίος πρέπει να είναι πάρεδρος του ΕΣ ή εφέτης ή πρόεδρος πρωτοδικών ή πρωτοδίκης των διοικητικών ή των πολιτικών δικαστηρίων ή αντιεισαγγελέας εφετών ή εισαγγελέας ή αντιεισαγγελέας πρωτοδικών με τον αναπληρωτή του. Το πειθαρχικό συμβούλιο αποτελείται, επίσης, από ένα μέλος, το οποίο είναι είτε πάρεδρος είτε δικαστικός αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τον αναπληρωτή του και τέλος, από ένα ακόμη μέλος, που είναι μόνιμος υπάλληλος, προϊστάμενος διεύθυνσης Υπουργείου ή Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή Περιφέρειας ή ΝΠΔΔ. Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτείται από 8 μέλη. 18 Πιο συγκεκριμένα, αποτελείται από: 1 Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο οποίος ορίζεται και Πρόεδρος, 4 Νομικούς Συμβούλους του Κράτους με τους αναπληρωτές τους, 2 εν ενεργεία προϊσταμένους γενικών διευθύνσεων του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με τους αναπληρωτές τους και τον προϊστάμενο της γενικής διεύθυνσης, ο οποίος είναι αρμόδιος για θέματα προσωπικού του Υπουργείου, στο οποίο υπάγεται η υπηρεσία ή το οποίο ασκεί εποπτεία στην υπηρεσία ή το ΝΠΔΔ, όπου διαπράχθηκε το παράπτωμα με τον αναπληρωτή του. 2.5 Η ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Θέλοντας να δώσουμε έναν ορισμό στην έννοια της πειθαρχικής διαδικασίας, θα μπορούσαμε να πούμε πως εκείνη «περιλαμβάνει τους κανόνες άσκησης της «πειθαρχικής εξουσίας», δηλαδή τους κανόνες που ρυθμίζουν: τα διοικητικά όργανα που είναι αρμόδια για τη δίωξη και την εξακρίβωση της τέλεσης ενός πειθαρχικού παραπτώματος, την επιβολή των πειθαρχικών ποινών και την εκτέλεση των πειθαρχικών αποφάσεων και τις πράξεις (προπαρασκευαστικές και εκτελεστικές διοικητικές πράξεις) που είναι αναγκαίες για τις ενέργειες αυτές καθώς και τις σχετικές πράξεις του διωκόμενου υπαλλήλου». (Σπηλιωτόπουλος, και συν., 2013 σ. 91) Η προσαρμογή προς την ποινική δικονομία αποτελεί βασικό γνώρισμα της πειθαρχικής διαδικασίας, με απώτερο στόχο την προστασία του διωκομένου. Η προστασία αυτή επιτυγχάνεται μέσω της διαδικασίας εξακρίβωσης της τέλεσης του παραπτώματος, την παροχή της δυνατότητας υπεράσπισης στο διωκόμενο και την αντικειμενικότητα στην κρίση των αρμόδιων πειθαρχικών οργάνων. 17 Άρθρο 146Β του ΥΚ 18 Άρθρο 146Α του ΥΚ 9

2.5.1 Το στάδιο της προδικασίας Η πειθαρχική διαδικασία ξεκινά με το στάδιο της προδικασίας, το οποίο περιλαμβάνει συγκεκριμένες ενέργειες. Πρώτη εξ αυτών των ενεργειών είναι η προκαταρκτική έρευνα που ορίζεται ως «η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του» 19 και διεξάγεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο. Η προθεσμία για την διεξαγωγή της προκαταρκτικής έρευνας είναι 1 μήνας, από όταν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση των περιστατικών. Η έρευνα μπορεί να ξεκινήσει κι από υπάλληλο, μετά από εντολή του πειθαρχικώς προϊσταμένου εντός της ίδιας προθεσμίας, από όταν κοινοποιήθηκε σε αυτόν η απόφαση ανάθεσης. 20 Η δεύτερη ενέργεια είναι η ένορκη διοικητική εξέταση, 21 η οποία διενεργείται μόνο με την προϋπόθεση ύπαρξης σοβαρών υπονοιών ή ενδείξεων πειθαρχικού παραπτώματος. Η συγκεκριμένη εξέταση αποσκοπεί τόσο στη συλλογή των απαραίτητων στοιχείων όσο και στον προσδιορισμό των ύποπτων προσώπων, ενώ δίνεται έμφαση και στις συνθήκες κατά τις οποίες μπορεί να διαπράχθηκε το παράπτωμα. Διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο και ενεργείται από υπάλληλο βαθμού Γ και ποτέ κατώτερου του ενεχομένου, ο οποίος υποβάλλει αιτιολογημένη έκθεση και μέσω αυτής ολοκληρώνεται η ένορκη εξέταση. Η δίωξη ξεκινά από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη του πειθαρχικού παραπτώματος. (Σπηλιωτόπουλος, και συν., 2013 σ. 95) Στη συνέχεια, ακολουθεί η πειθαρχική ανάκριση, εφόσον κριθεί πως απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση των συμβάντων. Η πειθαρχική ανάκριση ενώπιον του πειθαρχικώς προϊσταμένου μπορεί να είναι προαιρετική, όμως, η ανάκριση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου είναι πάντοτε υποχρεωτική. Το άρθρο 127 του ΥΚ αναφέρει συνοπτικά ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή δεν καθίσταται υποχρεωτική. 22 Στην πρώτη περίπτωση, η ανάκριση διενεργείται κι από υπάλληλο, τον οποίο έχει ορίσει ο πειθαρχικώς προϊστάμενος ή στη δεύτερη περίπτωση, από 19 Άρθρο 125 παρ. 1 του ΥΚ 20 Άρθρο 125 παρ. 2 του ΥΚ 21 Άρθρο 126 του ΥΚ 22 Άρθρο 127 παρ. 1 του ΥΚ: «Κατ εξαίρεση δεν είναι υποχρεωτική η ανάκριση στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο, β) όταν ο υπάλληλος ομολογεί με την απολογία του κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα, γ) όταν ο υπάλληλος συλλαμβάνεται επ αυτοφώρω κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που αποτελεί συγχρόνως και πειθαρχικό παράπτωμα, δ) όταν έχει προηγηθεί ανάκριση ή προανάκριση συμφώνως με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για ποινικό αδίκημα που αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα, ε) όταν έχει διενεργηθεί, πριν την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου, Ε.Δ.Ε. ή άλλη ένορκη εξέταση κατά την οποία διαπιστώθηκε διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο. Το ίδιο ισχύει όταν η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει από έκθεση δικαστικού οργάνου ή άλλου ελεγκτικού οργάνου της διοίκησης». 10

υπάλληλο, που έχει οριστεί από το συμβούλιο, 23 ο οποίος πάντοτε πρέπει να είναι, τουλάχιστον, ομοιόβαθμος του εγκαλουμένου. Η ανάκριση είναι απαραιτήτως μυστική και διενεργείται με βάση συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις: την αυτοψία, την εξέταση μαρτύρων, την πραγματογνωμοσύνη και την εξέταση του διωκόμενου. 24 Ακόμη, δεν είναι δυνατή η επιβολή πειθαρχικής ποινής, εάν ο διωκόμενος δεν κληθεί σε απολογία. 25 Πιο συγκεκριμένα, εφόσον διαπιστώθηκε η ύπαρξη του αδικήματος κατά τις προηγούμενες ενέργειες, ο διωκόμενος υπάλληλος καλείται σε απολογία από τον αρμόδιο πειθαρχικώς προϊστάμενο. Βασικά στοιχεία αυτής είναι το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και η προθεσμία που επιβάλλεται, η οποία «δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από δύο ημέρες, όταν ο υπάλληλος καλείται σε απολογία από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο και από τρεις ημέρες όταν αυτός καλείται από συμβούλιο. Η προθεσμία για απολογία μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά και έως το τριπλάσιο της αρχικής προθεσμίας μετά από αιτιολογημένη έγγραφη αίτηση του διωκομένου». 26 Μία τυχόν παράλειψη της κλήσης σε απολογία μπορεί να καλυφθεί με την υποβολή εγγράφου απολογίας ή την προσέλευση του ενδιαφερομένου στον πειθαρχικό δικαστή. Αξιοσημείωτο είναι πως η ενέργεια αυτή λειτουργεί υπέρ του διωκομένου, γι αυτό και πρέπει να περιλαμβάνει τα ακριβή πραγματικά περιστατικά, τα οποία και να δικαιολογούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος. Μία επιπλέον υποχρεωτική ενέργεια είναι η έγερση της πειθαρχικής δίωξης, η οποία απαιτεί σχετική αιτιολογημένη πρόταση της υπηρεσίας. 27 Σε αυτήν, πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνονται όλα τα πραγματικά περιστατικά, καθώς και τα στοιχεία, κατά τόπο και κατά χρόνο, βάσει των οποίων πιθανολογείται η ενοχή του υπαλλήλου. 28 Ύστερα από την έγερση αυτή, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να απαιτήσει συμπληρωματική ανάκριση. Εάν δεν χρειασθεί αυτή ή εάν υποβληθεί το σχετικό πόρισμα, το συμβούλιο μπορεί να απαλλάξει τον υπάλληλο που διώκεται ή να τον καλέσει σε απολογία. 29 Το στάδιο της προδικασίας ολοκληρώνεται με την απολογία του διωκόμενου υπαλλήλου, η οποία κατ αρχήν είναι έγγραφη. 30 Πριν την απολογία του, ο υπάλληλος έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση, αλλά κι αντίγραφα των στοιχείων που βρίσκονται στο φάκελο της πειθαρχικής υπόθεσης, εφόσον εκείνος αναλάβει το οικονομικό κόστος. Τέλος, μπορεί να ζητήσει εύλογη προθεσμία, ώστε να υποβάλλει τα σχετικά έγγραφα. 23 Με εξαίρεση τα πρόσωπα του Άρθρου 127 παρ. 3: «α) τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται το πειθαρχικό παράπτωμα, β) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι που έχουν εκδώσει την πειθαρχική απόφαση η οποία κρίνεται κατ ένσταση, γ) τα πρόσωπα που έχουν ενεργήσει ένορκη διοικητική εξέταση και δ) τα πρόσωπα που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη». 24 Άρθρο 128 του ΥΚ 25 Άρθρο 134 του ΥΚ 26 Άρθρο 134 παρ. 2 του ΥΚ 27 Άρθρο 123 παρ. 1 του ΥΚ 28 Άρθρο 124 παρ. 1 του ΥΚ 29 Άρθρο 133 παρ. 2 του ΥΚ 30 Άρθρο 135 του ΥΚ 11

2.5.2 Η εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης Στο δεύτερο στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας, δηλαδή, στο στάδιο της εκδίκασης της πειθαρχικής υπόθεσης, συναντάται ο προσδιορισμός της ημερομηνίας της συνεδρίασης και η παράσταση του διωκόμενου. Πιο αναλυτικά, στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση δεν έχει παραπεμφθεί στο πειθαρχικό συμβούλιο, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος εκτιμά τις αποδείξεις. Στη συνέχεια, προχωρά στην έκδοση της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον αποδείχθηκε προηγουμένως η ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών, αλλά κι η υπαιτιότητα κι ο καταλογισμός. Η απόφαση καθορίζει την ποινή, όπως έχει προκύψει από την κρίση του πειθαρχικώς προϊσταμένου. 31 Από την άλλη πλευρά, εάν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στον πειθαρχικό δικαστή, ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου προσδιορίζει την ημερομηνία της πειθαρχικής δίκης με πράξη του, η οποία πάντα κοινοποιείται στον υπάλληλο. Ως προς την παράσταση του διωκομένου, ο ίδιος μπορεί να ζητήσει την αυτοπρόσωπη παρουσία του ή μπορεί να παραστεί διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον του συμβουλίου. 32 Ύστερα από την ακρόασή του, το πειθαρχικό συμβούλιο, όπως κι ο πειθαρχικώς προϊστάμενος, μελετά τα αποδεικτικά στοιχεία κι εκδίδει τελικά την πειθαρχική απόφαση, με την οποία είτε απαλλάσσεται ο υπάλληλος είτε του επιβάλλεται ποινή. Απαραίτητο συστατικό στοιχείο της απόφασης είναι η πλήρης κι ειδική αιτιολογία, 33 η οποία να περιλαμβάνει όλα τα πραγματικά γεγονότα, που επιβεβαιώνουν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, την υπαιτιότητα και την ενοχή του υπαλλήλου, καθώς και το νομικό χαρακτηρισμό του. Η απόφαση πάντοτε κοινοποιείται στον υπάλληλο. Ένσταση μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου κατά των πράξεων των πειθαρχικώς προϊσταμένων, με εξαίρεση τις αποφάσεις των Υπουργών, των προϊσταμένων των ανεξαρτήτων αρχών, του μονομελούς οργάνου που διοικεί ΝΠΔΔ και του Διοικητή του Αγίου Όρους. Σε αυτή την περίπτωση, η ένσταση ασκείται από τον υπάλληλο, ο οποίος τιμωρήθηκε, κατά της απόφασης 34 με την οποία προβλέπεται η ποινή του, αλλά κι από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο ή από Υπουργό ή πρόεδρο του ΔΣ ενός ΝΠΔΔ ή ΓΕΔΔ, εφόσον εκείνος άσκησε πειθαρχική 31 Άρθρο 140 του ΥΚ 32 Άρθρο 136 παρ. 1,2 του ΥΚ 33 Στο Άρθρο 140 παρ. 2 του ΥΚ καθορίζονται ορισμένα αναγκαία στοιχεία της πειθαρχικής απόφασης, τα οποία είναι τα εξής: «α) ο τόπος και ο χρόνος έκδοσής της, β) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του μονομελούς πειθαρχικού οργάνου ή των μελών του συλλογικού πειθαρχικού οργάνου, γ) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του κρινόμενου, δ) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, προσδιορισμένα κατά τόπο και χρόνο, ε) η υποβολή ή όχι απολογίας, στ) η αιτιολογία της απόφασης, ζ) η γνώμη των μελών του συλλογικού οργάνου που μειοψήφησαν και η) η απαλλαγή του κρινόμενου ή η ποινή που του επιβάλλεται». 34 «καταγνωστική» απόφαση 12

δίωξη είτε υπέρ του υπαλλήλου 35 είτε υπέρ της Διοίκησης. 36 (Σπηλιωτόπουλος, και συν., 2013 σ. 98) Επιπροσθέτως, σε ένσταση εκ μέρους του υπαλλήλου ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου υπόκεινται οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων, με τις οποίες επιβάλλεται η ποινή του προστίμου αποδοχών 4 μηνών κι άνω κι όλων των βαρύτερων. Αντίθετα, η απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου για ποινή με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο από 1 έως 4 μήνες υπόκειται σε ένσταση υπέρ της διοίκησης. Η ένσταση ασκείται «μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ή την πλήρη γνώση αυτής από τον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για εκείνους που διαμένουν στο εξωτερικό». 37 2.5.3 Η εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης Η «τελεσίδικη» πειθαρχική απόφαση καθίσταται υποχρεωτικά εκτελεστή από τη Διοίκηση. Η εκτέλεση διενεργείται είτε από την υπηρεσία είτε από το αρμόδιο ΝΠΔΔ. 38 Για να καταστεί «τελεσίδικη» μια πειθαρχική απόφαση, πρέπει να τηρείται μία από τις δύο βασικές προϋποθέσεις: πρέπει η απόφαση να έχει εκδοθεί από πειθαρχικώς προϊστάμενο και να μην ασκήθηκε ένσταση στο πειθαρχικό συμβούλιο εντός της νόμιμης προθεσμίας ή πρέπει να έχει εκδοθεί από το πειθαρχικό συμβούλιο, έπειτα από έγερση πειθαρχικής δίωξης ή ύστερα από ένσταση. Δεν αναστέλλεται η εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης κατά την προθεσμία για την άσκηση καθώς και κατά την άσκηση προσφυγής ενώπιον του ΣτΕ, με εξαιρέσεις τις ποινές της οριστικής παύσης και του υποβιβασμού. Αναστολή εκτέλεσης, κατ αρχήν, επιτρέπεται σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις πειθαρχικών ποινών, με δικαστική απόφαση. 39 Όσον αφορά την εκτέλεση των πειθαρχικών αποφάσεων, συναντάται ένα σταθερό και ένα μεταβλητό στοιχείο. (Σπηλιωτόπουλος, και συν., 2013 σσ. 100-101) Το μεν πρώτο είναι η καταχώριση της απόφασης στο «προσωπικό μητρώο» του υπαλλήλου, 40 ένα στοιχείο κοινό σε όλες τις αποφάσεις. Η καταχώριση αυτή καθίσταται ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς παίζει κρίσιμο ρόλο στην κατάληψη της θέσης του προϊσταμένου σε διεύθυνση, τμήμα, αυτοτελές γραφείο ή σε αντίστοιχο επίπεδο οργανικής μονάδας, διότι επηρεάζει την κρίση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου. Όποιαδήποτε πειθαρχική ποινή θα εκτιμηθεί κατά αρνητικό τρόπο. Αξιοσημείωτο είναι πως προβλέπεται κι η διαγραφή των πειθαρχικών ποινών από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου, με μοναδική εξαίρεση, όπως είναι λογικό, την ποινή της οριστικής παύσης. Ειδικότερα, ο ίδιος ο Κώδικας 41 αναφέρει πως: 35 Κατά της καταγνωστικής απόφασης 36 Κατά της καταγνωστικής και της απαλλακτικής απόφασης 37 Άρθρο 141 παρ. 4 του ΥΚ 38 Άρθρο 144 παρ. 1 του ΥΚ 39 Άρθρο 142 παρ. 5 του ΥΚ 40 Άρθρο 23 παρ. 2 του ΥΚ 41 Άρθρο 145 παρ. 1 του ΥΚ 13

«Διαγράφονται αυτοδικαίως η ποινή της επίπληξης μετά τρία (3) έτη, του προστίμου μετά οκτώ (8) έτη και οι λοιπές ποινές, εκτός από τις ποινές της οριστικής και προσωρινής παύσης και του υποβιβασμού, μετά δέκα (10) έτη, εφόσον κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ο υπάλληλος δεν τιμωρήθηκε με άλλη ποινή. Ο χρόνος της διαγραφής υπολογίζεται από την εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής». Το δε μεταβλητό στοιχείο 42 της εκτέλεσης των πειθαρχικών αποφάσεων διαφοροποιείται με γνώμονα την επιβαλλόμενη ποινή. Για παράδειγμα, όσον αφορά την πειθαρχική ποινή του προστίμου, η παρακράτηση των σχετικών ποσών από τις αποδοχές του τιμωρηθέντος θεωρείται ως το μεταβλητό στοιχείο. Εάν, δηλαδή, το ποσό ξεπερνά το 1/5 των μηνιαίων αποδοχών, τότε η παρακράτηση επεκτείνεται και στις αποδοχές περισσότερων μηνών. Το ποσό, όμως, ποτέ δεν μπορεί να ξεπερνά το 1/5 των αποδοχών ενός μηνός. Ακόμη, ως προς τη διακοπή του δικαιώματος σε προαγωγή, καθίσταται η παράλειψη του υπαλλήλου από τις προαγωγές ή τη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, ακόμη κι αν υφίστανται οι τυπικές προϋποθέσεις για αυτό. Αντιστοίχως, για τον υποβιβασμό, ως μεταβλητό στοιχείο καθίσταται η έκδοση της σχετικής διοικητικής πράξης, με την οποία καθορίζεται ο νέος βαθμός του υπαλλήλου. Πάντοτε, γίνεται λόγος, φυσικά, για κατώτερο βαθμό. Η προαγωγή του συντελείται κατά το εκ νόμου οριζόμενο χρονικό διάστημα για αυτήν. Αναλόγως, για την ποινή της προσωρινής παύσης, είναι η έκδοση της σχετικής διοικητικής πράξης, δηλαδή, η αποχή του υπαλλήλου από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, που συνεπάγεται τη μη προσμέτρηση του σχετικού χρόνου στο χρόνο πραγματικής υπηρεσίας. Τέλος, μεταβλητό στοιχείο της εκτέλεσης της οριστικής παύσης αποτελεί η έκδοση πράξης απόλυσης του τιμωρηθέντος από τον αρμόδιο Υπουργό. Εάν απορριφθεί η προσφυγή του υπαλλήλου, η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ. 42 Άρθρο 144 παρ. 2-6 του ΥΚ 14

3 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.1 Η ΣΧΕΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Τόσο το Ποινικό όσο και το Διοικητικό Δίκαιο αποτελούν επιμέρους κλάδους του Δημοσίου Δικαίου, στο οποίο ενυπάρχουν τόσο το Συνταγματικό όσο και το Διεθνές Δίκαιο. Παρ όλα αυτά, παρατηρείται μία ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των δύο πρώτων, καθώς στον ίδιο τον ΠΚ προβλέπονται ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται λόγω μη τήρησης διοικητικών νόμων και αστυνομικών διατάξεων. 43 Ακόμη, πολλά αδικήματα δημοσίων υπαλλήλων μπορούν, ταυτοχρόνως, να χαρακτηρισθούν ως ποινικά και πειθαρχικά. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η παράβαση καθήκοντος, σύμφωνα με τον ΠΚ ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους. Για τη διάκριση μεταξύ των δύο αδικημάτων, του ποινικού και του πειθαρχικού, χρησιμοποιούνται δύο κριτήρια. Το πρώτο κριτήριο είναι ποσοτικό και δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο ενδιαφέρον του Πειθαρχικού Δικαίου προς την αληθινή εμπιστοσύνη που αποπνέει η Δημόσια Διοίκηση στον εκάστοτε πολίτη. Ως Πειθαρχικό Δίκαιο ορίζεται «το σύνολο των κανόνων που προβλέπουν ποινές, καθώς και τη διαδικασία επιβολής τους, για παράβαση κανόνων του Διοικητικού Δικαίου, το οποίο διέπει τους δημοσίους υπαλλήλους». (Γιαρένη, 2012 σ. 178) Οι δημόσιες υπηρεσίες ως μέρος του κρατικού μηχανισμού οφείλουν να διευκολύνουν ουσιαστικά τους πολίτες του κράτους. Αυτή η ευχαρίστηση κι η ικανοποίηση της κοινής γνώμης είναι που το ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Το δεύτερο κριτήριο είναι ποιοτικό και βασίζεται στην ύπαρξη ενός ειδικότερου έννομου συμφέροντος, το οποίο να δικαιολογεί την ποινική προστασία. Το Ποινικό Δίκαιο δίνει έμφαση, λοιπόν, στην πράξη ως επενέργεια σε ένα έννομο αγαθό. (Γιαρένη, 2012 σ. 178) Από όλα τα παραπάνω, είναι εμφανές ότι το Πειθαρχικό Δίκαιο χαρακτηρίζεται από μία εσωστρέφεια, καθώς τιμωρεί ένα δημόσιο υπάλληλο στοχεύοντας στην εύρυθμη λειτουργία της ίδιας της δημόσιας διοίκησης. Αντιθέτως, το Ποινικό Δίκαιο παρουσιάζεται να ενδιαφέρεται για την κοινωνία συνολικά και να προστατεύει όλους τους πολίτες. Μάλιστα, η ποινική δίκη συχνά συνοδεύεται από ένταση, συναισθηματική φόρτιση κι άλλες εξωτερικές παρεμβάσεις που, όμως, την επηρεάζουν άμεσα. Στον αντίποδα αυτής της διάκρισης, τοποθετείται μία άποψη κατά την οποία «το έννομο αγαθό που προστατεύεται στην περίπτωση των υπηρεσιακών εγκλημάτων...είναι η χρηστή, εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας». (Γιαρένη, 2012 σ. 179) Υπό αυτή την έννοια, το αντικείμενο προστασίας του Πειθαρχικού Δικαίου είναι ακριβώς αυτό το έννομο αγαθό κι άρα υπάρχει ταύτιση. Όμως, η ειδοποιός διαφορά των δύο έγγειται στο φορέα του αγαθού αυτού. Πιο αναλυτικά, ως προς τα υπηρεσιακά εγκλήματα του Ποινικού Δικαίου, φορέας καθίσταται η κοινωνία ως μία οργανωμένη, με νόμους Πολιτεία. Από την άλλη πλευρά, φορέας είναι μία συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία, η εύρυθμη λειτουργία της οποίας θίγεται από το πειθαρχικό αδίκημα. Στη δεύτερη περίπτωση, υπεύθυνος καθίσταται ο 43 Άρθρο 459 του ΠΚ 15

δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος πάντοτε πλήττεται κατά την ιδιότητά του αυτή. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως ενώ οι δημόσιες υπηρεσίες ενδιαφέρονται για τη δική τους καλή εσωτερική λειτουργία, το Ποινικό Δίκαιο εστιάζει στη γενικότερη πρόληψη των εγκλημάτων. Επιπροσθέτως, η πειθαρχική εξουσία αφορά μόνο τον κρατικό μηχανισμό κι άρα δρα μέσα σε μία οριοθετημένη και περιορισμένη έκταση. Η διαπίστωση ύπαρξης ή μη ενός πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει μετά από την κρίση μόνο του αρμόδιου πειθαρχικού οργάνου κι εστιάζει στο εάν υπήρξε παράβαση καθήκοντος ή όχι. Εφόσον επιβληθεί ποινή, εκείνη λαμβάνει τη μορφή της αποδοκιμασίας κατά του υπαλλήλου κι έχει ως αιτίες την παράνομη, παράτυπη ή αντιυπηρεσιακή συμπεριφορά του υπαλλήλου. Τόσο εντός όσο κι εκτός της δημόσιας υπηρεσίας, ο υπάλληλος πρέπει να παραμένει αξιοπρεπής και να εμπνέει σεβασμό κι εκτίμηση στους συμπολίτες του. (Γιαρένη, 2012 σ. 180) Μία άλλη σημαντική διάκριση εντοπίζεται ανάμεσα στην πειθαρχική και στην ποινική εξουσία και βασίζεται σε ορισμένα χαρακτηριστικά. (Γιαρένη, 2012 σσ. 180-184) Αρχικά, η πειθαρχική εξουσία δεν δεσμεύεται από τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων. 44 Ειδικότερα, ασκείται μόνο επί των δημοσίων υπαλλήλων που εργάζονται στη Δημόσια Διοίκηση, ανεξάρτητα από το εάν βρίσκονται εντός ή εκτός της ελληνικής επικράτειας. Διαφορές εντοπίζονται και στο εύρος των ποινών που αποδίδονται μεταξύ των δύο δικαίων, με μοναδική ομοιότητα την ποινή του προστίμου. Για να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, αναγκαία είναι η κατοχή της ιδιότητας του δημοσίου υπαλλήλου. Κανένας υπάλληλος που απώλεσε την ιδιότητά του αυτή δεν μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά. Όμως, εάν έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία, συνεχίζεται κι αφού λύεται η υπαλληλική σχέση. 45 Κοινό σημείο ανάμεσα στις δύο διώξεις είναι πως παύουν να ισχύουν μετά το θάνατο του υπαλλήλου, ενώ καμία ευθύνη δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους. Όποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση δεν εκτελείται. 46 Η ύπαρξη δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας είναι απαραίτητη και για την απόδοση ποινικής ευθύνης, όμως, σε αντίθεση με την πειθαρχική, η ποινική εξουσία ασκείται κι ύστερα από την απώλεια αυτής. Ακόμη, η διάταξη του Συντάγματος που αναφέρει πως «έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της» 47 δεν ισχύει στο Πειθαρχικό Δίκαιο, καθώς το πειθαρχικό αδίκημα μπορεί να προβλέπεται κι από κανονιστική πράξη της Διοίκησης, η οποία να εξουδιοδοτείται ως τυπικός νόμος ή να θεμελιώνεται ως παράβαση εγκυκλίου ή εντολής προϊστάμενης αρχής. Η διάταξη αυτή,όμως, εφαρμόζεται πλήρως στα ποινικά αδικήματα για τα οποία πρέπει ρητά να προβλέπεται τυπικός νόμος, ψηφισμένος από τη Βουλή. Η αναδρομικότητα ισχύει μόνο στην πειθαρχική εξουσία. Μία ακόμη καίρια διαφορά είναι πως το ποινικό αδίκημα δεν ευσταθεί εάν δεν προσδιορίζεται ακριβώς η αντικειμενική του υπόσταση σε νόμο, σε αντίθεση με το πειθαρχικό, στο οποίο κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει. Εκ φύσεως, το πειθαρχικό αδίκημα δεν είναι συγκεκριμένο, αφού διαμορφώνεται έπειτα από παράβαση του 44 Άρθρα 5 κι επ. του ΠΚ 45 Άρθρο 113 του ΥΚ 46 Άρθρο 31 του Π.Δ. 18/1989 47 Άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α του Σ. 16

υπαλλήλου, όπως αυτή προκύπτει μέσα από τις υποχρεώσεις, τις οδηγίες και τις εντολές που του επιβάλλονται. 48 Κατ αρχήν, η ποινική δίκη δεν μπορεί να αναστείλει την πειθαρχική, με μοναδική εξαίρεση την αναστολή για εξαιρετικούς λόγους μετά από απόφαση του πειθαρχικού δικαστή. Η περίπτωση αυτή θα αναλυθεί περαιτέρω σε επόμενη ενότητα της εργασίας. Επιπλέον, η ποινική δίωξη μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να ασκηθεί μόνο κατόπιν αιτήματος. 49 Η άσκηση της είναι υποχρεωτική. Αντίθετα, η πειθαρχική δίωξη ασκείται πάντοτε αυτεπάγγελτα και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του πειθαρχικώς προϊσταμένου. Ως προς την επιλογή των επιβλητέων ποινών, ο ποινικός δικαστής δεσμεύεται πλήρως από τις διατάξεις του νόμου για την ποινή που θα επιβάλλει σε συνάρτηση με το μέγεθος του αδικήματος που έχει τελεσθεί. Από την άλλη πλευρά, ο πειθαρχικός δικαστής έχει την ευχέρεια να επιλέξει την ποινή, που εκείνος κρίνει κατάλληλη, επιλέγοντας μία από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές. Ο Ν. 4057/2012 ήλθε να αλλάξει τα όσα ίσχυαν μέχρι τότε και τα οποία αφορούσαν, κυρίως, την ποινή της οριστικής παύσης. 50 Θέσπισε νέες και πιο αυστηρές πειθαρχικές ποινές, όπως η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής στην εκλογή των προϊσταμένων οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου από 1 έως 5 χρόνια ή η αφαίρεση της δυνατότητας άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου. Σκοπός των αλλαγών ήταν η ουσιαστική αντιμετώπιση της διαφθοράς στους δημοσίους υπαλλήλους. Τέλος, με την πιο πρόσφατη τροποποίηση 51 δόθηκε στο πειθαρχικό όργανο η κατ ουσίαν ευχέρεια να αποφασίζει το είδος της ποινής για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, χωρίς καμία δέσμευση. 48 Άρθρο 107 παρ. 1 περ. β του ΥΚ 49 Άρθρα 118 κι επ. του ΠΚ 50 Παλαιότερα, στο Άρθρο 109 παρ. 2 του Ν. 3528/2007, η ποινή της οριστικής παύσης μπορούσε να διαταχθεί σε συγκεκριμένα πειθαρχικά αδικήματα. Αυτά ήταν τα εξής: η μη τήρηση του άρθρου 107 παρ. 1 περ. α του Σ., η παράβαση καθήκοντος κατά τον ΠΚ ή άλλους επιμέρους νόμους, η οικονομική απολαβή ή η αποδοχή ανταλλάγματος δημοσίου υπαλλήλου από τρίτο πρόσωπο του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται εκείνος κατά τη διάρκεια άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων του, η αναξιοπρεπής συμπεριφορά υπαλλήλου εντός ή εκτός υπηρεσίας, η παραβίαση απόρρητων εγγράφων της υπηρεσίας, η αδικαιολόγητη αποχή από τα υπηρεσιακά καθήκοντα πάνω από 22 εργάσιμες συνεχείς ημέρες ή πάνω από 30 εργάσιμες ημέρες μέσα σε 1 χρόνο, η σοβαρή απείθεια, η άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε δημοπρασία από αρχή με την οποία συνδέεται ο ίδιος ο υπάλληλος κι η συνεχής άρνηση προσέλευσης της υγειονομικής αρχής προς εξέταση, κατά το άρθρο 56 παρ. 8 του ΥΚ. Στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου οριζόταν πως η οριστική παύση μπορούσε να επιβληθεί για οποιοδήποτε παράπτωμα με δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη ανέφερε ότι μπορεί να διαταχθεί η οριστική παύση εάν είχαν επιβληθεί στον υπάλληλο πάνω από 3 πειθαρχικές ποινές, ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός μήνα, μέσα στα τελευταία 2 έτη. Η δεύτερη αφορά τον τελευταίο χρόνο, πριν την τέλεση του αδικήματος κι ειδικότερα, εάν μέσα σε αυτόν, ο υπάλληλος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο αδίκημα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών για 1 μήνα. 51 Άρθρο 109 του Ν. 4057/2012 17

3.2 Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Η αναλογία αποτελεί μία μέθοδο που εφαρμόζεται συχνά στο δίκαιο και ρυθμίζει συγκεκριμένη έννομη σχέση. Ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα, το Πειθαρχικό Δίκαιο διαθέτει ορισμένα «κενά», τα οποία καλύπτονται από το νομοθέτη με τη «βοήθεια» του Ποινικού Δικαίου. Πέραν αυτού, όμως, το Πειθαρχικό Δίκαιο επηρεάζεται από άγραφους κανόνες δικαίου, όπως εκείνοι συνάγονται από το ισχύον γραπτό δίκαιο, το Σύνταγμα και τη νομολογία των δικαστηρίων. Ο ίδιος ο Υπαλληλικός Κώδικας καταγράφει δύο προϋποθέσεις, οι οποίες, εφόσον τηρηθούν, καθίσταται εφικτή η ανάλογη εφαρμογή των κανόνων και των αρχών του Ποινικού Δικαίου στο Πειθαρχικό Δίκαιο. 52 Όπως είναι απολύτως λογικό, οποιαδήποτε ποινική διάταξη δεν μπορεί να είναι αντίθετη προς το περιεχόμενο του Υπαλληλικού Κώδικα. Επίσης, οι κανόνες κι οι αρχές πρέπει «να υπηρετούν» τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. Μάλιστα, στον ίδιο τον Κώδικα 53 γίνεται μία ενδεικτική αναφορά σε κάποιους κανόνες κι αρχές του Ποινικού Δικαίου, που μπορούν αναλογικά να ισχύσουν και στο Πειθαρχικό Δίκαιο. Ειδικότερα, οι κανόνες κι οι αρχές είναι οι εξής: οι αιτίες αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας προς καταλογισμό, οι ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, η έμπρακτη μετάνοια, το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικά διωκομένου, η πραγματική και νομική πλάνη, το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικά διωκομένου κι η προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων εκείνου που διώκεται ή της υπηρεσίας του για τη διατύπωση δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων ή τη διενέργεια εκδηλώσεων εκ μέρους του υπαλλήλου, εάν δεν στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας συμπεριφοράς. (Γιαρένη, 2012 σσ. 185-197) Αρχικά, οι διατάξεις του Ποινικού Δικαίου περί υπαιτιότητας από δόλο ή από αμέλεια 54, κατάστασης ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό 55, άμυνας 56 και διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης 57 εφαρμόζονται αναλόγως και στο Πειθαρχικό Δίκαιο. Στην τελευταία περίπτωση, συμπεριλαμβάνονται περιπτώσεις μέθης, παραφοράς ή ψυχικής ορμής που μπορούν να μειώσουν ή και να εξαλείψουν την πειθαρχική ευθύνη, καθώς ο κατηγορούμενος αδυνατεί να αντιληφθεί την «πειθαρχική σοβαρότητα» της πράξης του. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τη μέθη, εκείνη «δεν στέκεται ικανή» να μηδενίσει την πειθαρχική ευθύνη, αλλά μπορεί να μειώσει το μέγεθος της επιβλητέας ποινής. 58 Σημαντικό στοιχείο, ώστε να υπάρξει επιβολή της ποινής, είναι ο δράστης να έχει την ικανότητα να αντιληφθεί την ενοχή του. Διαφορετικά, η ποινή δεν είναι νόμιμη. 52 Άρθρο 108 του ΥΚ 53 Άρθρο 108 παρ. 2 του ΥΚ 54 Άρθρα 27 και 28 του ΠΚ αντιστοίχως 55 Άρθρο 25 και 32 του ΠΚ 56 Άρθρο 22 του ΠΚ 57 Άρθρο 34 του ΠΚ 58 ΔεφΑ 1301/1991, ΕΔΔΔ 1992,134 18

Έχουν υπάρξει παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων στα οποία απουσιάζει η επιβολή πειθαρχικής ποινής, αλλά ξεκινά διαδικασία απόλυσης του υπαλλήλου εξ αιτίας πνευματικής ανικανότητας. 59 Επιπλέον, οι ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις ασκούν επιρροή κατά την επιβολή της ποινής κι εφαρμόζονται αναλόγως και στο Πειθαρχικό Δίκαιο. Είναι αρκετά σύνηθες να μετριάζονται ή ακόμη και να εξαλείφονται ποινές, όταν οι ανθρώπινες αδυναμίες καταφέρνουν να νικούν τον επαγγελματισμό του δημοσίου υπαλλήλου. Με βάση τη νομολογία των δικαστηρίων, εντοπίζονται ενδεικτικά κάποιες περιπτώσεις κατά τις οποίες αποδίδονται ελαφρυντικά στους υπαλλήλους, όπως το λευκό πειθαρχικό παρελθόν 60, η άριστη υπηρεσιακή εικόνα 61, η ειλικρίνεια και το νεαρό της ηλικίας 62, η θετική στήριξη του προϊσταμένου 63, το ήθος, η καλή διαγωγή κι η υπηρεσιακή του ικανότητα 64. Η ειλικρινής 65 και η έμπρακτη μετάνοια, η αποκάλυψη των αληθινών περιστατικών, η προβληματική ψυχική κατάσταση κατά τη διάρκεια τέλεσης του αδικήματος 66, το ενδιαφέρον για την καλή λειτουργία της υπηρεσίας 67, η κούραση κι ο φόρτος εργασίας 68, η κατάθλιψη ή οι ιδιαίτερες συνθήκες υγείας 69, καθώς, επίσης κι η ύπαρξη προσωπικών κι οικογενειακών ζητημάτων 70 μπορούν «να ελαφρύνουν» την ποινή του υπαλλήλου. Εάν, βέβαια, το πειθαρχικό παράπτωμα είναι εξαιρετικά σοβαρό, η ποινή δεν μετριάζεται λόγω της ύπαρξης οικογένειας ή λόγω μιας δυσμενούς οικονομικής κατάστασης. Από την άλλη πλευρά, συναντώνται οι επιβαρυντικές περιστάσεις, οι οποίες κι υπογραμμίζουν τη σοβαρότητα της ποινής. Η ποινή, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα δικαιολογημένη, εφόσον ο υπάλληλος έχει διαπράξει παλαιότερα κάποιο αδίκημα 71 ή το ίδιο το αδίκημα είναι εξαιρετικά σοβαρό 72 ή οι συνθήκες κι η φύση του εντείνουν την κρισιμότητά του 73 ή ο υπάλληλος έχει δημοσιεύσει αρνητικά σχόλια στον τύπο, προκαλώντας ταραχή στην κοινή γνώμη. 74 Ακόμη, τέτοιες περιστάσεις μπορεί να αφορούν την ιδιότητα, τη θέση κι το βαθμό του υπαλλήλου 75, την ύπαρξη κι άλλων παραπτωμάτων 76, τη καθ υποτροπή τέλεση του ίδιου 59 ΣτΕ 997/2005, ΣτΕ 3355/1995, ΣτΕ 2379/1999, ΣτΕ 2536/2001 και ΣτΕ 2378/1999 60 ΣτΕ 654/1996, ΣτΕ 659/1997 61 ΣτΕ 654/1996, ΣτΕ 1575/1996 62 ΣτΕ 990/1996 63 ΣτΕ 2077/1962 64 ΣτΕ 1191/1988 65 ΣτΕ 990/1996, ΣτΕ 2027/2001 66 ΣτΕ 74/1998 67 ΣτΕ 267/2002 68 ΣτΕ 4151/1996 69 ΣτΕ 1948/1990 70 ΣτΕ 1622/1999 71 ΣτΕ 2868/2000 72 ΣτΕ 4116/1999, ΣτΕ 2868/2000 73 ΣτΕ 2601/1988 74 ΣτΕ 2509/2000 75 ΣτΕ 1601/2000 76 ΣτΕ 2868/2000 19