ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΥΡΩΠΗ 1 Βρέχει στα Τίρανα. Μικροί λέγαμε ότι στην Αλβανία ακόμα και η βροχή είναι θυμωμένη. Στο αεροπλάνο που με έφερε, ιδιοκτησία μιας ελληνοαλβανικής εταιρείας, οι δύο τύποι που κάθονταν πίσω μου δε με άφησαν να κλείσω μάτι. Συζητούσαν ακατάπαυστα για σχέδια για κάποιο χιονοδρομικό κέντρο στη Βόρεια Αλβανία. Μιλούσαν στα ελληνικά, και κάθε τόσο πέταγαν φράσεις στα αλβανικά. Στο διπλανό κάθισμα καθόταν ένας νεαρός που μίλαγε σ όλη τη διάρκεια της πτήσης στο Messenger στο υπερσύγχρονο ipid του. Έμαθα σχεδόν όλες τις υπαρξιακές ανησυχίες, τις δικές του και της φίλης του. Δεν ήταν καλή ιδέα, νομίζω, να επιτρέψουν το Ίντερνετ στα αεροπλάνα. Έριξα ένα βλέμμα έξω από το παράθυρο. Ένα απέραντο γαλάζιο, διαφανές σαν ουτοπία. Θυμήθηκα την Ι., που μου λέει πως τελευταία έχω γίνει ανυπόφορα γκρινιάρης. Πρέπει να είναι η ηλικία, πιστεύω εγώ. Αυτός ο καταραμένος χρόνος που δεν μπορούμε να δαμάσουμε με τίποτα. Ούτε με τη γυμναστική, ούτε με τις ενυδατικές κρέμες, ούτε με τη φι 7
ΓΚΑΖΜΕΝΤ ΚΑΠΛΑΝΙ λαρέσκειά μας. Όσο πιο πολύ η σάρκα χάνει τη σφριγηλότητά της, τόσο πιο πολύ μας ενοχλούν τα πάντα γύρω μας. Η γκρίνια είναι το καμπανάκι που σε προειδοποιεί ότι αρχίζεις να γερνάς. Η μοναδική παρηγοριά, σ αυτές τις περιπτώσεις, είναι η αυτογνωσία. Οι άνθρωποι όμως δεν αρέσκονται στο να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Τους είναι πιο εύκολο και βολικό να παραπονιούνται για τον διπλανό τους. Ερήμην του να τρώγονται με τα ρούχα τους. Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε, ένιωσα ανακούφιση. Στον έλεγχο διαβατηρίων, ο ηλεκτρονικός ελεγκτής περιεργάστηκε εξονυχιστικά την κόρη του νυσταγμένου ματιού μου. Περιμένω τη βαλίτσα μου και χαζεύω το τεράστιο ηλεκτρονικό ρολόι απέναντί μου. Μέσα στο μαύρο πεδίο του έχει γραφτεί με κόκκινα γράμματα το έτος που διανύουμε: 2041. Έξω από το αεροδρόμιο, τα ταξί αραδιασμένα στη σειρά σαν σαλιγκάρια. Κίτρινα, σαν εκείνα της Αθήνας. Μπαίνω στο πρώτο. Λέω στον ταξιτζή τη διεύθυνση του ξενοδοχείου όπου θα μείνω. Ο οδηγός είναι ένας νεαρός Κινέζος που μιλά αλβανικά στη διάλεκτο των Τιράνων. Κάποια στιγμή, μου λέει ότι η βροχή τού προκαλεί θλίψη. Καθώς τον ακούω, παθαίνω ένα μικρό πολιτισμικό σοκ. Τα αλβανικά του μου φαίνονται πιο πλούσια από τα δικά μου. Θυμάμαι τότε τη συνάντηση με τον Κινέζο Ενβέρ στο Λονδίνο, τριάντα χρόνια πριν και βάλε. Δε μου είναι εύκολο να την ξεχάσω. Στάθηκε η αφορμή να γράψω το βιβλίο μου για τη βιβλιοθήκη του Ενβέρ Χότζα. Έβρεχε θυμωμένα εκείνο το απόγευμα στο Λονδίνο, 8
ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΥΡΩΠΗ όταν τον συνάντησα, όπως τώρα στα Τίρανα. Έμενα σε ένα ξενοδοχείο κοντά στην Τραφάλγκαρ Σκουέαρ και τον Τάμεση. Γύρω του pubs του 16ου αιώνα και μεσαιωνικές εκκλησίες. Δεν μπορούσα να συνδεθώ στο Ίντερνετ και ζήτησα βοήθεια στη ρεσεψιόν. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό, όταν εμφανίστηκε στην πόρτα του δωματίου μου ένας ευγενικός κύριος, γύρω στα σαράντα πέντε, με την μπλε στολή του ξενοδοχείου. Είπε «Hello», και σκέφτηκα ότι πρέπει να ήταν κινέζικης καταγωγής. Εκείνος προσπαθούσε να βρει τι έτρεχε με το Ίντερνετ, όταν παρατήρησα, τυχαία, το όνομά του, καρφιτσωμένο στην αριστερή πλευρά της στολής του: Enver. Ένας μικρός κεραυνός διέσχισε τον εγκέφαλό μου. Είναι το Ενβέρ κινέζικο όνομα; είπα μέσα μου. Προσπάθησα να το ξεπεράσω, αλλά δεν τα κατάφερα. Είναι ένα όνομα που έχει ορίσει ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Ξανακοίταξα το όνομα πάνω στη στολή του: Enver. Μα είναι το Ενβέρ κινέζικο όνομα; είπα ξανά μέσα μου. Στο τέλος ενέδωσα στην περιέργεια. «Συγνώμη, είστε από την Κίνα;» τον ρώτησα. «Ναι», απάντησε ευγενικά. «Συγνώμη για την αδιακρισία, αλλά το Ενβέρ είναι κινέζικο όνομα;» Χαμογέλασε και έκανε μια χειρονομία του τύπου «πού να σου εξηγώ τώρα». «Είναι παλιά ιστορία», είπε. «Το όνομά μου προέρχεται από έναν Αλβανό δικτάτορα, τον Ενβέρ Χότζα». Στην αρχή σκέφτηκα ότι είχε μάθει πως είμαι από την 9
ΓΚΑΖΜΕΝΤ ΚΑΠΛΑΝΙ Αλβανία και ήθελε να μου κάνει πλάκα. Είχα ταξιδέψει στο Λονδίνο για να κάνω, την επομένη, μια παρουσίαση του βιβλίου μου. Για να μιλήσω, ανάμεσα στ άλλα, για τα φρικτά σύνορα του ολοκληρωτισμού στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα. Και εκείνη τη στιγμή, ένα βροχερό λονδρέζικο απόγευμα, βρισκόμουν στο δωμάτιο ενός βρετανικού ξενοδοχείου, στον έβδομο όροφο, δίπλα στον Τάμεση, περικυκλωμένος από βικτοριανά κτίρια, και είχα μπροστά μου έναν τύπο από την Κίνα που είχε πάρει το όνομά του από τον Ενβέρ Χότζα. Δεν ξέρω τι ύφος πρέπει να είχε το πρόσωπό μου. Όταν συνήλθα κάπως, παρατήρησα ότι ο Ενβέρ με κοιτούσε με ανήσυχο βλέμμα. Τον ρώτησα αν είχα ακούσει καλά ότι είχε πάρει το όνομά του από τον Ενβέρ Χότζα. Έγνεψε ναι με το κεφάλι. Τότε του εξήγησα την αιτία της μεγάλης μου έκπληξης. «Είμαι από την Αλβανία», του είπα. Ήταν η σειρά του να γουρλώσει τα μάτια από την έκπληξη. «Απίστευτο», είπε. «Απίστευτο», είπα. «Απίστευτο», είπαμε... Ξεχάσαμε τότε το Ίντερνετ και ο Ενβέρ άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία του ονόματός του. Το πλήρες όνομά του ήταν Ενβέρ Τόχτι. Είχε γεννηθεί το 1963 στην επαρχία Ξιανγιάνγκ, που κατοικείται από μουσουλμάνους Ουιγούρους. Όταν εκείνος γεννήθηκε, η Κίνα και η Αλβανία βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της «καθαρής σοσιαλιστικής 10
ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΥΡΩΠΗ αγάπης». Η Κίνα είχε γίνει εχθρός με τη Σοβιετική Ένωση, η Αλβανία με όλο τον κόσμο. Η Αλβανία ήταν για την κομουνιστική Κίνα η μοναδική φίλη χώρα στην Ευρώπη. Η Κίνα ήταν για την Αλβανία του Ενβέρ Χότζα η μοναδική φίλη χώρα στον κόσμο. «Εγώ γεννήθηκα σε μια μικρή πόλη, ανατολικά της Ξιανγιάνγκ, Κομούλ τη λένε. Τον καιρό που γεννήθηκα, το ραδιόφωνο δεν υπήρχαν τηλεοράσεις τότε μιλούσε μέρα νύχτα για τη μεγάλη μας φίλη, την Αλβανία, και το μεγάλο ηγέτη και προσωπικό φίλο του Μάο, τον Ενβέρ Χότζα», μου εξήγησε. Υπήρχε τότε μια έκρηξη του ονόματος Ενβέρ στην Κίνα, ειδικά στην περιοχή των μουσουλμάνων Κινέζων. Έτσι, οι γονείς του, για να είναι πολιτικά trendy, του έδωσαν το όνομα Ενβέρ προς τιμήν του Ενβέρ Χότζα. Τέτοια ήταν η συχνότητα του ονόματος Ενβέρ, μου είπε, ώστε στο δημοτικό σχολείο, από τα δεκαοχτώ αγόρια που ήταν στην τάξη, τα έξι τα έλεγαν Ενβέρ. 11
ΓΚΑΖΜΕΝΤ ΚΑΠΛΑΝΙ 2 Την άλλη μέρα συναντηθήκαμε ξανά με τον Ενβέρ στο φουαγιέ του ξενοδοχείου όπου εργαζόταν. Άκουσα την ιστορία του. Την οδυνηρή ιστορία ενός καλλιεργημένου ανθρώπου, κυνηγημένου από το καθεστώς στην πατρίδα του και εξαπατημένου από αδίστακτους Βρετανούς δημοσιογράφους. Στην Ξιανγιάνγκ η Κίνα έκανε επί δεκαετίες τις πυρηνικές δοκιμές της, με αποτέλεσμα ο καρκίνος και οι «παράξενες αρρώστιες» να σαρώσουν στη συγκεκριμένη επαρχία. Ο Ενβέρ σπούδασε ιατρική, και ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέμα των πυρηνικών δοκιμών, λόγω επαγγέλματος αλλά και επειδή στενοί του συγγενείς είχαν πεθάνει εξαιτίας της ραδιενέργειας. Δε θυμάμαι πώς είχε έρθει σε επαφή με Βρετανούς δημοσιογράφους του Channel 4. Του ζήτησαν να τους βοηθήσει να κάνουν μια έρευνα για τις πυρηνικές δοκιμές της Κίνας στην Ξιανγιάνγκ. Εκείνος δέχτηκε, υπό τον όρο ότι θα διατηρούσαν την ανωνυμία του. Παίζοντας τη ζωή του κορόνα γράμματα, με μια κρυφή κάμερα, μπήκε σε νοσοκομεία, εργαστήρια, σπίτια κατοίκων που είχαν νοσήσει, 12
ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΥΡΩΠΗ τεκμηριώνοντας τη σχέση πυρηνικών δοκιμών, καρκίνου και «παράξενων νοσημάτων». Παρέδωσε το υλικό στους Βρετανούς δημοσιογράφους. Εκείνοι δεν κράτησαν το λόγο τους. Ούτε που τους ενδιέφερε άλλωστε η ζωή του. Τον έδειξαν, ουσιαστικά τον «κάρφωσαν», στο ντοκιμαντέρ που έφτιαξαν. Ο Ενβέρ ευτυχώς κατάφερε να διαφύγει στην Τουρκία πριν τον συλλάβει η κινέζικη αστυνομία. Εάν τον είχαν συλλάβει, πιθανότατα δε θα τον είχα συναντήσει ποτέ εκείνο το βροχερό απόγευμα στο Λονδίνο. Για δύο χρόνια έμεινε άπατρις. Την τρίτη χρονιά, έπειτα από πολλά βάσανα, κατάφερε να φτάσει στο Λονδίνο. Περίμενε εκεί επί χρόνια να εγκριθεί η αίτηση ασύλου του. Επειδή δεν είχε άδεια εργασίας, δούλευε στη «μαύρη». Και η πρώτη του δουλειά ήταν να κάνει περιτομή σε Αλβανούς αιτούντες άσυλο στην Αγγλία. Ήταν η εποχή του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, όταν χιλιάδες Κοσοβάροι εγκατέλειπαν το Κόσοβο ζητώντας άσυλο σε όποια χώρα της Ευρώπης μπορούσαν. Οι Αλβανοί όμως που πήγαιναν στον Ενβέρ για να τους κάνει περιτομή ήταν κυρίως από την Αλβανία, οι οποίοι είχαν δηλώσει ψευδώς ότι ήταν από το Κόσοβο κι ότι είχαν διωχθεί από τους Σέρβους. Ήταν ένας καλός τρόπος για να αποκτήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στην Αγγλία. Καθώς φαίνεται, όμως, είχε διαδοθεί η φήμη ότι στην Επιτροπή Ασύλου, από όπου έπρεπε να περάσουν για να εξεταστεί η αίτησή τους, οι εξεταστές έριχναν μια ματιά στα πουλιά τους, έτσι ώστε να βεβαιωθούν ότι επρόκειτο για ορίτζιναλ μουσουλμάνους από το Κόσοβο, από αυτούς δηλαδή που 13
ΓΚΑΖΜΕΝΤ ΚΑΠΛΑΝΙ κάνουν περιτομή. Μεγαλωμένοι στο άθεο καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, οι Αλβανοί δεν είχαν κάνει περιτομή. Τώρα, στο Λονδίνο, ένας Κινέζος Ενβέρ, που είχε πάρει το όνομά του από τον Ενβέρ Χότζα, τους έκανε περιτομή για να περάσουν, όπως πίστευαν, με επιτυχία τις εξετάσεις της Επιτροπής Ασύλου. Οι παράλογες φήμες και οι παράλογοι φόβοι με τους οποίους ζουν οι μέτοικοι... Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, η εικόνα αυτή μου έχει μείνει στο μυαλό. Είναι, νομίζω, από τις πιο κατάλληλες για να περιγράψει τη διαδικασία μεταμφίεσης και ακρωτηριασμού απ την οποία περνάει ο μετανάστης. Περιτομή του ονόματος, της ταυτότητας, της θρησκείας, ως μια πράξη ένταξης, περάσματος των συνόρων, μια καινούρια αρχή... Εκείνη τη στιγμή, ο ταξιτζής με βγάζει από τις σκέψεις στις οποίες έχω βυθιστεί. Με ρωτάει αν ήταν άνετο το ταξίδι. «Ναι, πολύ άνετο», απαντώ. Δε λέω τίποτα για τον νεαρό με το ipid και τους δύο τύπους του χιονοδρομικού κέντρου που δε με άφησαν να κλείσω μάτι. Θέλω να είμαι όσο λιγότερο γκρινιάρης μπορώ. Κάθε φορά που επισκέπτομαι την Αλβανία με πιάνει μια επικίνδυνη γκρινιάρικη διάθεση. Κι αυτό δεν έχει σχέση με την ηλικία... 14
ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΥΡΩΠΗ Μαριάνα Το όνομά μου είναι Μαριάνα Σοφία Κούτουλας Βρσάλοβιτς. Ο παππούς μου, από την πλευρά του πατέρα, ήταν Έλληνας που μετανάστευσε στη Χιλή τη δεκαετία του 20. Ήταν από το Κροκύλειο Φωκίδας, τη γενέτειρα του Μακρυγιάννη. Στη Βόρεια Χιλή, στην Αντοφαγάστα, μια πόλη μες στην έρημο, γνώρισε τη γιαγιά μου. Μετανάστρια από την Κροατία. Παντρεύτηκαν, αν και τα σόγια τους δεν ήθελαν. Οι Έλληνες ήθελαν το παιδί τους να παντρευτεί Ελληνίδα. Στους Κροάτες δεν άρεσε που το κορίτσι τους ερωτεύτηκε ένα «μαυριδερό Έλληνα». Παντρεύτηκαν, κι έτσι γεννήθηκε ο πατέρας μου. Στην Αντοφαγάστα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τη μητέρα μου, που έχει κροάτικη, γαλλική και περουβιανή καταγωγή. Ζούσαν ευτυχισμένη ζωή. Μέχρι τη μέρα που ήρθε στην εξουσία ο Σαλβαδόρ Αλιέντε και τους έκανε το βίο αβίωτο. Οι γονείς μου είχαν ένα μικρό εργοστάσιο συσκευασίας αβγών. Οι Αρχές άρχισαν να τους παρενοχλούν, να βάζουν δικούς τους ανθρώπους να βιαιοπραγούν ενάντια σε δήθεν πλουτοκράτες. Παράλληλα, τους εξόντωσαν με φόρους. Η επιχείρηση φαλίρισε. Τότε, μαζί με τα τρία τους παιδιά, πήραν το δρόμο της ξενιτιάς. Εγκαταστάθηκαν στη 15
ΓΚΑΖΜΕΝΤ ΚΑΠΛΑΝΙ Σάλτα, στη Βόρεια Αργεντινή, μια περιοχή με βουνά και άγρια βλάστηση. Οι γονείς μου ήταν φιλελεύθεροι. Αντιπαθούσαν τον Αλιέντε, απεχθάνονταν τον Πινοσέτ. Τους θεωρούσαν καταστροφή για τη Χιλή. Γι αυτό δεν επέστρεψαν στη Χιλή μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Από τους γονείς μου έμαθα να αγαπώ την ελευθερία και να σιχαίνομαι τους λαϊκιστές, τους δικτάτορες και τους ρατσιστές, απ όπου κι αν προέρχονται... Εγώ γεννήθηκα στην Αργεντινή, στη Σάλτα, το 1977. Ένα χρόνο μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα. Έγινα Αργεντινή πολίτης αμέσως. Στις χώρες μας ισχύει το δίκαιο του εδάφους. Μεγάλωσα μέσα σε αντιθέσεις και αντιφάσεις. Ήμουν Αργεντινή με Χιλιανούς αδέλφια και γονείς που είχαν Έλληνες και Κροάτες προγόνους. Άκουγα λίγες ελληνικές και κροάτικες λέξεις. Οι γονείς μου δε μιλούσαν πια τη γλώσσα των γονέων τους. Ανέφεραν όμως συνεχώς την καταγωγή τους. Μεγάλωσα χορεύοντας ελληνικούς χορούς και τραγουδώντας δαλματικά μοτίβα. Ο παράδεισος των παιδικών μου χρόνων έγιναν δύο μακρινές χώρες που ηχούσαν στα αφτιά μου σαν μαγικές λέξεις: «Ελλάδα» - «Κροατία»... Μεγάλωσα στην Αργεντινή, όπου οι Χιλιανοί ήταν ανεπιθύμητοι. Οι γονείς μου κατάφεραν να ορθοποδίσουν οικονομικά, αλλά για τους ντόπιους παρέμειναν «ξένοι» και «παρείσακτοι». Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή μου, η Χιλή και η Αργεντινή βρέθηκαν στα πρόθυρα του πολέμου. Για τρεις βραχονησίδες... Μικρή καθώς ήμουν, απορούσα γιατί η Χιλή και η Αργεντινή μάλωναν μεταξύ τους. Γιατί μισούνταν αντί να αγαπιούνται. Την ώρα της γεωγραφίας, κοιτάζοντας στο χάρτη τη Χιλή και την Αργεντινή, δίπλα δίπλα, φανταζόμουν τη Χιλή σαν έναν ωραίο λιγνό άντρα και την Αργεντινή σαν μια νταρντάνα γυναίκα που 16