Τα νερά στις Μαριές Η τεχνητή λίμνη των Μαριών
Το χωριό περιορίζεται βόρεια από την ογκώδη οροσειρά του Άη Μάτη 86 και νότια από τον ορμητικό χείμαρρο, το γνωστό ως Μαριώτικο Λάκκο. Η βλάστηση στην κοίτη του χειμάρρου είναι οργιώδης: σχίνα, μυρτιές, κουμαριές, ρείκια, κισσοί, αγριομηλιές, οξιές, δρύες, καστανιές, πλατάνια, φτέρες όλα μαζί περιπλέκονται σε μια μαγευτική αρμονία και, σε συνδυασμό με το βουητό των μικρών καταρρακτών, δίνουν ένα θαυμάσιο τόπο αναψυχής στον κουρασμένο από τις σύγχρονες έγνοιες επισκέπτη. Τα πεύκα στην πλευρά του βουνού, που άλλοτε δημιουργούσαν προστατευτική ασπίδα από τον καλοκαιρινό καύσωνα, άρχισαν και πάλι να φυτρώνουν κατά συστάδες μετά την τελευταία καταστροφική πυρκαγιά (1989). Όπου και αν στρέψεις το βλέμμα σου μένεις εκστατικός μπροστά σε μια φύση ανόθευτη, παρθένα ακόμη από τη λαίλαπα της παράλογης εκμετάλλευσης. Ο χείμαρρος κατεβαίνοντας από το Ψαριό συναντά και άλλα μικρά ρυάκια, σχηματίζοντας έτσι ένα πλούσιο ποταμάκι, που το καλοκαίρι φτάνει αρκετά πιο κάτω από το χωριό, χαρίζοντας στις Μαριές μοναδική ομορφιά. Στο μαγευτικό αυτό φυσικό περιβάλλον μικροί αλλά θορυβώδεις καταρράκτες σχηματίζουν τέσσερις πανέμορφες λιμνούλες που στα καθάρια νερά τους η λαϊκή φαντασία έβαλε ωραίες νεράιδες (στοίχινες) με τη ζωηράδα τους και την ομορφιά τους να εξάπτουν και να προκαλούν τη φαντασία των παλικαριών. Πολλοί είναι αυτοί που μας βεβαιώνουν ότι στα νιάτα τους τις έχουν δει να παίζουν στα νερά των λιμνών κάποια καλοκαιρινά μεσημέρια. Μπορεί και να λένε αλήθεια, ποιος ξέρει Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω από το χωριό μέσα σε ένα μαγευτικό τοπίο έχει κατασκευαστεί τεχνητή λιμνούλα, η οποία με τα νερά της αρδεύει σημαντικό μέρος του ελαιοκάμπου των Μαριών. Στις φυσικές λιμνούλες, ομβρούς στη ντόπια λαλιά, τα ζεστά καλοκαιρινά μεσημέρια οι νέοι του χωριού δροσιζόντουσαν, μια και η θάλασσα απέχει 12 χιλιόμ. περίπου. Οι ομβροί αυτοί φέρουν τα ονόματα: Αφαράδινας, του Σωτήρη, της Σφίγγαινας, του Μάντου. 86. Άης Μάτ ς<άης Μάτης<Άγιος Ασώματος (με αποβολή).
116 Γιώργος Αυγουστίδης Των Θεοφανείων όλο το χωριό μαζεύονταν στις λιμνούλες αυτές όπου γινόταν και ο αγιασμός των υδάτων. Στον πιο μεγάλο ομβρό ο ιερέας έριχνε το σταυρό και τα παλικάρια του χωριού αψηφώντας το φοβερό κρύο έπεφταν στα παγωμένα νερά της λίμνης για να τον σηκώσουν. Έπειτα όλοι μαζί, αγαπημένοι, γυρνούσαν στα σπίτια, εισπράττοντας το καθιερωμένο φιλοδώρημα. Αφαράδινας, ένας από τους τέσσερις ομβρούς δίπλα στο χωριό Μαριές.
Οι Νερόμυλοι Λ ίγο έξω από το χωριό κοντά στο ποταμάκι διακρίνει κανείς τους νερόμυλους μέσα σε κισσούς, καρυδιές και φτέρες. Πόσες ιστορίες αλήθεια δεν φτιάχτηκαν στις ατέλειωτες νύχτες από τους μυλωνάδες, όταν το νερό με ορμή κινούσε τη φτερωτή κι αυτή στη συνέχεια τις δυο μυλόπετρες, που ρυθμικά γυρνούσαν και άλεθαν την αγιασμένη ελιά Ο ήχος αυτός της μυλόπετρας ακουγόταν για πολλούς μήνες και ήταν ήχος αρμονίας, που τίποτε δεν μπορούσε να τον διαταράξει. Όσο ακουγόταν τόσο οι χωρικοί, οι μυλωνάδες και οι εργάτες ήταν βέβαιοι πως το ευλογημένο λάδι έβγαινε από τον καρπό. Τα παιδιά του χωριού κυλιόντουσαν στο σωρό από το πυρηνόξυλο που το έβγαζαν οι εργάτες έξω από το μύλο, οι φωνές τους έσμιγαν με τις φωνές των μυλωνάδων, τον ιερό ήχο της μυλόπετρας και το βουητό του ορμητικού χειμάρρου σε μια ανεπανάληπτη μουσική συναυλία. Όταν τα παιδιά αποκαμωμένα σταματούσαν το παιχνίδι τους, έβγαζαν από την τσέπη τους ένα κομμάτι ξερό ψωμί που τους είχε εφοδιάσει η μάνα τους, την πάξα, το βουτούσαν στο αχνιστό λάδι κι ήταν αυτό το καλύτερο γλύκισμα Τις ελιές οι εργατικοί Μαριώτες τις άφηναν μέσα στους μπλοκούς, περιμένοντας πότε θα έρθει η σειρά τους για να βγάλουν το ευλογημένο λάδι στο μύλο. Η μέρα αυτή ήταν μέρα μεγάλης χαράς για το νοικοκύρη. Η γυναίκα του ετοίμαζε γλυκά και τσίπουρο για τους μυλωνάδες και στο σπίτι όλοι είχαν γιορτή. Συνέβαινε, όμως, πολλές φορές να έχει αρχίσει η νέα ελαιοσυγκομιδή και οι ελιές να μην έχουν ακόμη μεταφερθεί στο μύλο για να εξαχθεί το λάδι. Αυτό αποτελούσε καταστροφή για την ούτως ή άλλως ισχνή οικογενειακή οικονομία.
118 Γιώργος Αυγουστίδης Πολλοί θρύλοι έχουν δημιουργηθεί για τους νερόμυλους, φυσική συνέπεια αφού ήταν άρρηκτα δεμένοι με την κοινωνική και οικονομική ζωή του χωριού. Έναν τέτοιο θρύλο μου διηγήθηκε ο Δρακόντης Δρακόντης από τις Μαριές: Στο χωριό ζούσε και ο γέρο Σταύρος που το ένα του μάτι ήταν διαφορετικό από το άλλο στο χρώμα και φημιζόταν για τη δύναμη που είχε το ένα από αυτά τα διαφορετικά μάτια να προκαλεί κακό. Πλησίαζαν οι μέρες που θα έμπαινε σε λειτουργία ο καινούργιος νερόμυλος, όλα ήταν έτοιμα, η βαράδα γεμάτη νερό, η ροδάνα, ο αγωγός που θα διοχέτευε το νερό στη φτερωτή κι αυτός έτοιμος. Έλειπε μόνο η βαριά μυλόπετρα που την περίμεναν από τα μέρη της Καβάλας. Ήταν Κυριακή του Σταυρού μετά την εκκλησία θα γίνονταν τα εγκαίνια και η μυλόπετρα με τη βοήθεια των καλύτερων παλικαριών του χωριού θα έμπαινε στη θέση της. Η εκκλησία σχόλασε και οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα καλώντας όλο το χωριό στο μύλο που ήταν κοντά στο ποταμάκι, ο μυλωνάς τούς είχε καλέσει όλους εκτός από έναν, το γέρο Σταύρο. Τον παρακάλεσε με ευγένεια να μην παρευρεθεί μέχρι τη στιγμή που θα τοποθετούσαν τη μυλόπετρα στη θέση της. Ο καλός ιερέας, ο προεστός, οι μουχταροδημογέροντες, πλήθος από γυναίκες και παιδιά και οι άνδρες του χωριού με τα καλά τους όλοι ήταν εκεί. Αφού διαβάστηκαν οι σχετικές ευχές, τα παλικάρια του χωριού τράβηξαν τα σχοινιά για να βάλουν τη μυλόπετρα στη θέση της. Κανείς δεν πρόσεξε το γέρο Σταύρο, που έχοντας τοποθετήσει την παλάμη του στο μάτι που ο ίδιος γνώριζε ότι είχε την παράξενη αυτή ιδιότητα, προχώρησε κι αυτός για να χαρεί το σπουδαίο για το χωριό γεγονός. Τον αντιλήφθηκε ο μυλωνάς και ανήσυχος του υπενθύμισε τη συμφωνία που είχαν κάνει. Ο αγαθός γέρο Σταύρος του έδειξε το μάτι που το κάλυπτε με την παλάμη του, δηλώνοντας έτσι πως πήρε τα μέτρα του ώστε τίποτε κακό να μη συμβεί. Τα παλικάρια με πολύ κόπο τράβηξαν προς τα πάνω τη μυλόπετρα και όταν τοποθετήθηκε στη θέση της, ένας χαρούμενος αλαλαγμός ακούστηκε. Ο μυλωνάς πήγε προς τον αγωγό να διοχετεύ-
ΜΑΡΙΕΣ ΘΑΣΟΥ Οι Νερόμυλοι 119 σει το νερό στη ροδάνα και η μυλόπετρα να γυρίσει. Την ίδια στιγμή και ο γέρο Σταύρος πήρε την παλάμη από το μάτι του πιστεύοντας πως τίποτε πια δεν κινδύνευε από αυτόν. Το νερό με δύναμη έτρεξε στον αγωγό, η ροδάνα γύρισε με ορμή υποχρεώνοντας τη μυλόπετρα να αρχίσει τη ζωογόνα κυκλική πορεία της. Όμως ένας ανατριχιαστικός ήχος ακούστηκε και η μυλόπετρα ράγισε στη μέση, καταστροφή για το χωριό. Όλοι γύρισαν τα κεφάλια τους αναζητώντας το γέρο Σταύρο. Σε ένα τέτοιο μαγευτικό περιβάλλον σίγουρα δημιουργήθηκαν πολλές φανταστικές ιστορίες. Αυτοί που τις διηγούνται τις πιστεύουν, μπορεί και δικαιολογημένα, αφού το φυσικό κάλλος που περιβάλλει το χωριό σε κάτι θα υπολειπόταν χωρίς τις διηγήσεις αυτές.
Μύλοι και ελαιοτριβεία Σ την περιοχή των Μαριών λειτούργησαν αρκετοί υδρόμυλοι. Οι περισσότεροι βρίσκονταν κοντά στο χείμαρρο που το χειμώνα, ιδιαίτερα, είναι πάντα γεμάτος νερό και έτσι μπορούσαν εύκολα να κινήσουν τον αλεστικό μηχανισμό. Οι μύλοι των Μαριών ανήκουν και στους δύο τύπους που λειτούργησαν στην πατρίδα μας: α) στον ανατολικό ή ελληνικό με τη φτερωτή οριζόντια και εσωτερική και β) στον ρωμαϊκό με τη φτερωτή κατακόρυφη και εξωτερική. Ο μηχανισμός των νερόμυλων με οριζόντια φτερωτή ήταν κατά πολύ απλούστερος από τον αντίστοιχο ρωμαϊκό. Αποτελούνταν από τον κινητικό μηχανισμό που ήταν εγκατεστημένος σε ένα μικρό χώρο κάτω από το μύλο με τη φτερωτή και τα βοηθητικά συστήματα ρύθμισης της λειτουργίας, και από τον αλεστικό με τις μυλόπετρες και το σύστημα τροφοδοσίας τους. Ο ρωμαϊκός ήταν περίπλοκος, με τα γρανάζια, τους ιμάντες και τα εξαρτήματα. Η ροδάνα βρισκόταν πάντα έξω από το μύλο σε ειδική θέση που σχεδόν ακουμπούσε σε κάποιον τοίχο του υδρόμυλου. Έξω από το μύλο και αρκετά ψηλότερα από αυτόν βρισκόταν η βαράδα, μεγάλη ξύλινη δεξαμενή στην οποία διοχετευόταν με ειδικό υδαταύλακα το νερό από το χείμαρρο. Από τη βαράδα το νερό περνούσε μέσα σε ξύλινο σωλήνα και έπεφτε με ορμή στη ροδάνα θέτοντάς την σε κυκλική κίνηση. Ειδικός οριζόντιος άξονας μετέφερε την κυκλική κίνηση της ροδάνας στον αλωνιστικό μηχανισμό, εκεί συναντούσε άλλον κατακόρυφο άξονα μέσα στο αλώνι και τον έθετε σε κίνηση. Η κίνηση αυτή μεταδιδόταν στις δυο μυλόπετρες που γύριζαν ρυθμικά αλέθοντας τις ελιές. Όταν ήθελαν να σταματήσουν τις μυλόπετρες για να πάρουν τον πολτό, το χαμούρι, την κίνηση της ροδάνας τη μετέφεραν σε τροχαλία που γύριζε άσκοπα και έτσι οι μυλόπετρες σταματούσαν σταδιακά τη κίνησή τους.
ΜΑΡΙΕΣ ΘΑΣΟΥ Μύλοι και ελαιοτριβεία 121 Αλεστικός μηχανισμός ανατολικού τύπου. Πηγή: «Θράκη Ιστορική και Λαογραφική Προσέγγιση του Λαϊκού Πολιτισμού της», εκδόσεις Αλήθεια, ΑΘΗΝΑ 2006, 139.
122 Γιώργος Αυγουστίδης Η ροδάνα του μύλου της Λακάνης.
ΜΑΡΙΕΣ ΘΑΣΟΥ Μύλοι και ελαιοτριβεία 123 Αφού σταματούσαν οι μυλόπετρες το άλεσμα, οι εργάτες γέμιζαν τα τσιπιά (μυλοτροβάδες) με το χαμούρι και τα στοίβαζαν στο πιεστήριο. Το πιεστήριο ήταν ξύλινο και κατασκευαζόταν από ντόπιους τεχνίτες, είχε σχήμα Π καμωμένο από χοντρά δοκάρια. Στη μέση του οριζόντιου δοκαριού υπήρχε οπή ικανής διαμέτρου, που στο εσωτερικό έφερε ραβδώσεις. Από την οπή αυτή περνούσε κάθετος άξονας σε σχήμα κοχλία περίπου δύο μέτρων ύψους. Ο κάθετος αυτός άξονας μπορούσε με τις ραβδώσεις του να κινηθεί και προς τα πάνω και προς τα κάτω οπότε σφίγγονταν τα τσιπιά και έτρεχε ο λιόσμος μέσα Το ξύλινο πιεστήριο. Πηγή: μουσείο Παπαγεωργίου. 87 87. Η μαρμάρινη λεκάνη που φαίνεται στη βάση του πιεστηρίου δεν έχει καμιά σχέση με την εξαγωγή του λαδιού, είναι η φιάλη καθαρμού που αποσπάστηκε από την εκκλησία του χωριού του θρύλου. Βλ. σελ. 36.
124 Γιώργος Αυγουστίδης σε ειδική θέση που βρισκόταν στη βάση. Η περιστροφή του κάθετου άξονα γινόταν με ειδικό δοκάρι που περνούσε από οπή ανάλογου διαμετρήματος. Για την περιστροφή χρειαζόταν πάντα δύο εργάτες, ο ένας απέναντι από τον άλλο, αφού, όπως βλέπουμε και στη φωτογραφία, το οριζόντιο αυτό δοκάρι δεν μπορούσε να κινηθεί κυκλικά. Όταν σφίγγονταν οι μυλοτροβάδες, ο λιόσμος αρχικά έτρεχε στη βάση του υποτυπώδους αυτού πιεστηρίου και από εκεί σε ξύλινη σκάφη βάθους μέχρι 65 εκατοστών. Στη σκάφη αυτή και σε απόσταση 15 εκατοστών από το πάνω μέρος της υπήρχε οπή από την οποία έτρεχε το λάδι μέσα στο πολήμνι, 88 μια μικρή χτιστή δεξαμενή στην οποία συγκεντρωνόταν το λάδι. Στη συνέχεια με την κρατούνα το έβαζαν σε δερμάτινους ασκούς που δένονταν σφιχτά στην κορυφή. Από τους πρώτους που μετέτρεψαν το ξύλινο πιεστήριο σε μεταλλικό ήταν το Καρακαλλινό μετόχι. Η αναγκαστική, όμως, απαλλοτρίωση του Παπαναστασίου διέκοψε απότομα και τη λειτουργία του μύλου του. Οι νερόμυλοι αυτοί στην αρχή (και μέχρι το 1920) λειτουργούσαν και ως αλευρόμυλοι, ενώ στο τέλος έγιναν κερόμυλοι, όταν πια τα συνεταιριστικά εργοστάσια εδραίωσαν τη θέση τους στη Θάσο. Το μεταλλικό πιεστήριο ονομαζόταν και κρίκος, γιατί πηγαίνοντας δεξιά αριστερά το κλειδί ακουγόταν χαρακτηριστικός θόρυβος κρικ κράκ. Το μεταλλικό πιεστήριο άλλαξε άρδην τα δεδομένα για την εξαγωγή του λαδιού και βελτίωσε την ποιότητά του, αφού είχε τη δυνατότητα για επεξεργασία μεγαλύτερων ποσοτήτων ελαιών. Το τέλος των νερόμυλων στη Θάσο αλλά και σε όλη την Ελλάδα ήρθε μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο, οπότε με το σχέδιο Μάρσαλ 89 οι μύλοι είτε εκσυγχρονίστηκαν είτε εγκαταλείφτηκαν. Στη Θάσο μετά το 1965 γενικεύθηκε η λειτουργία των συνεταιριστικών εργοστασίων με καλύτερο μηχανικό εξοπλισμό, πράγμα που οδήγησε τα ιδιωτικά στο οριστικό κλείσιμό τους. Σήμερα ιδιωτικά εργοστάσια, παράλληλα με τα συνεταιριστικά, λειτουργούν ακόμη στην Παναγιά και στο Ραχώνι. Τελευταία στον Πρίνο λειτουργεί ιδιωτικό εργοστάσιο από το οποίο εξάγεται πιστοποιημένο βιολογικό λάδι. 88. Από το πολήνιο<υπολήνιο, μικρή κτιστή δεξαμενή κάτω από το ληνό. 89. Αμερικανός στρατηγός και πολιτικός, 1880-1959, εμπνευστής του σχεδίου της αμερικανικής βοήθειας για την ανασυγκρότηση της Ευρώπης μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο.
ΜΑΡΙΕΣ ΘΑΣΟΥ Μύλοι και ελαιοτριβεία 125 Το μεταλλικό πιεστήριο στον ερειπωμένο μύλο της Λακάνης, ανάμεσα στους αδελφούς Θωμά και Παναγιώτη Μακεδονόπουλο. Στη φωτογραφία φαίνεται η μετατροπή του σε κερόμυλο. Στην περιοχή των Μαριών υπήρχαν πολλοί νερόμυλοι. Όπως είδαμε στο έγγραφο του 1610, που δημοσιεύουμε στην αρχή του βιβλίου (σελ. 32), η μονή Καρακάλλου είχε στην κατοχή της δύο νερόμυλους εις τον χείμαρρον του χωρίου Μαριαίς. Από τους ιδιωτικούς ως ο πιο παλιός αναφέρεται αυτός του Γεωργίου Κομτζέλη που λειτουργούσε ήδη στα μέσα του 19 ου αιώνα. Σταμάτησε στη δεκαετία του 1920.