ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ & ΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Της Σαραντώνη Κικής Αρ.Μητρώου 433Μ2009002 ΘΕΜΑ: «Ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ» Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Μανώλη Παναγιώτα Α Μέλος: Τσάκωνας Παναγιώτης Β Μέλος: Κεφαλά Παρασκευή ΡΟ ΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ 2011
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ σελ.3 1. Βασικές πτυχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων σελ.5 1.1 Η ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών.. σελ.6 1.2 Η διαφορετική οπτική των δύο χωρών για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.. σελ.15 2. Παράγοντες που επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές οικονοµικές σχέσεις σελ.22 3. Κατανοώντας τις οικονοµίες των δύο χωρών 3.1 Η αναδυόµενη οικονοµία της Τουρκίας. σελ.34 3.2 Η οικονοµία της Ελλάδας: Ανάπτυξη και κρίση σελ.42 4. Σηµαντικοί τοµείς των ελληνοτουρκικών οικονοµικών σχέσεων. σελ.49 4.1 Εµπόριο.... σελ.50 4.2 Επενδύσεις σελ.53 4.3 Τουρισµός...σελ.56 4.4 Ενέργεια σελ.59 5. Προβλήµατα και Προοπτικές των ελληνοτουρκικών οικονοµικών σχέσεων 5.1 Προβλήµατα..σελ.66 5.2 Προοπτικές σελ.70 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.σελ.76 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.σελ.80 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..σελ.91 2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις υπήρξαν τρικυµιώδεις κατά τον 20 ο αιώνα. Η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν καταγραφεί στην ιστορία ως «άσπονδοι εχθροί». Πριν από ογδόντα περίπου χρόνια, από την ίδρυση του τουρκικού κράτους, το 1923, οι δύο λαοί χώρισαν οριστικά, κάτι που ήταν αναπόφευκτο λόγω του κύµατος εθνικισµού και εθνικής ολοκλήρωσης που χαρακτήριζε την Ευρώπη στις αρχές του προηγούµενου αιώνα. 1 Από τότε οι δύο χώρες άλλοτε φίλες και άλλοτε εχθροί διαµόρφωσαν τις σχέσεις τους µέσα από πολέµους ή συµµαχίες. Έχει ενδεικτικά υποστηριχθεί, ότι σε σαράντα περίπου χρόνια συνεργασίας, αντιστοιχούν εβδοµήντα χρόνια συγκρούσεων και ανταγωνισµού. 2 Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ενυπάρχουν έντονα στοιχεία σύγκρουσης και ανταγωνισµού που συχνά συνδέονται µε ζητήµατα κρατικής κυριαρχίας. Τα εθνικά συµφέροντα µε τις εκατέρωθεν θέσεις φαίνονται ασυµβίβαστες και οι διαφορές των δύο χωρών, αφορούν επιγραµµατικά τόσο διµερή θέµατα όπως την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της αιγιαλίτιδας ζώνης, του εθνικού εναέριου χώρου στο Αιγαίο αλλά και διεθνή θεσµικά ζητήµατα όπως η στρατικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, ο εναέριος επιχειρησιακός έλεγχος στο Αιγαίο και η Περιοχή Πληροφόρησης Πτήσεων (FIR) στο Αιγαίο. Το Κυπριακό αποτελεί για πολλά χρόνια σοβαρή διαφορά των δύο χωρών και είναι ένα σύνθετο ζήτηµα µε τέσσερα εµπλεκόµενα µέρη: Ελλάδα, Τουρκία, Κυπριακή ηµοκρατία και Τουρκοκύπριους. Επίσης το ζήτηµα της ελληνικής και µουσουλµανικής µειονότητας στην Κωνσταντινούπολη και στη Θράκη αντίστοιχα, τα περιουσιακά ζητήµατα και το καθεστώς του Οικουµενικού Πατριαρχείου, δεν αφορούν απλά σύγκρουση συµφερόντων, αλλά αποτελούν σηµεία τριβής που έχουν τις ρίζες τους σε ιστορικές µνήµες και τραυµατικές εµπειρίες. Πρέπει να επισηµάνουµε ότι οι παραπάνω διαφορές δεν ορίζονται µε τον ίδιο τρόπο και από τις δύο πλευρές και αυτό καθιστά πιο δύσκολη την επίλυσή τους. Συγκεκριµένα η Ελλάδα αναγνωρίζει ως διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ενώ τα υπόλοιπα θέµατα (όπως είναι οι «γκρίζες» ζώνες σχετικά µε το νοµικό καθεστώς ελληνικών νησιών και βραχονησίδων, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, το FIR και το στρατιωτικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου) αποτελούν µονοµερείς τουρκικές αµφισβητήσεις. 3 1 Αλέξης Ηρακλείδης, Η Ελλάδα και ο Εξ Ανατολών Κίνδυνος (Αθήνα : Εκδόσεις Πόλις, 2001), 29. 2 Mustafa, Aydin, and Kostas Ifantis, Turkish-Greek Relations. The Security Dilemma in the Aegean (London : Routledge 2004), 67. 3 Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών http://www.mfa.gr 3
Η παρούσα εργασία κάνοντας µια µικρή µόνο αναφορά - καταγραφή των εξελίξεων στο πολιτικό πεδίο, εστιάζεται στη διάσταση των οικονοµικών και εµπορικών σχέσεων των δύο χωρών. Πρώτα γίνεται µια αναφορά στις οικονοµίες τους εστιάζοντας ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια και λαµβάνοντας υπόψη την παγκόσµια οικονοµική και χρηµατοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008 και επηρέασε τις οικονοµίες όλων των χωρών και κυρίως της Ελλάδας δηµιουργώντας νέα δεδοµένα για την παγκόσµια οικονοµία και εµπόριο. Η επίδραση της οικονοµίας στις πολιτικές σχέσεις των κρατών είναι επιστηµονικά παραδεκτή και αποτελεί πολύ συχνά θέµα διεθνολογικής ανάλυσης κυρίως από τη νεοφιλελεύθερη σκοπιά. 4 Έτσι, µεταξύ άλλων, µελετάται η επίδραση του (εµπορικού) προστατευτισµού στις διεθνείς σχέσεις, ο ρόλος των οικονοµικών συµφερόντων στη διαµόρφωση εθνικών πολιτικών αλλά και η σηµασία της οικονοµικής συνεργασίας και διάδρασης για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών και σταθερότητα στην περιοχή. Σήµερα στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, οι οικονοµικές σχέσεις, αποτελούν την κινητήριο δύναµη της προσπάθειας βελτίωσης των σχέσεων των δύο χωρών και σε πολιτικό επίπεδο. Οι δύο χώρες κατάφεραν να δηµιουργήσουν δίκτυα οικονοµικών επαφών και συνεργασίας και να αναπτύξουν εµπορικές σχέσεις, µεθοδεύοντας την εξεύρεση κοινού τόπου ανάπτυξης. Η ολοένα και συχνότερη χρήση των εννοιών όπως οικονοµίαπολιτική, γεωπολιτική, γεωοικονοµία, γεωπολιτισµός και γεωστρατηγική είναι δυναµικά αλληλοεπηρεαζόµενα στοιχεία 5 και αποτελούν παράγοντες αλληλεξάρτησης των δύο χωρών. Κύριο µέληµα είναι η µελέτη να συµβάλει - στο ποσοστό που της αναλογεί - στην εποικοδοµητική εξαγωγή συµπερασµάτων για το πόσο ο οικονοµικός παράγοντας µπορεί να επηρεάσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σε ένα µεταβαλλόµενο περιβάλλον, σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Θα χρησιµοποιηθούν κυρίως πηγές από την ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία, αποσπάσµατα από συνεντεύξεις και άρθρα καθώς και ηλεκτρονικές πηγές εγνωσµένου κύρους και εγκυρότητας. 4 Spyros Economides & Peter Wilson, The Economic Factor In International Relations, (London-New Work: I.B.Tauris Publishers, 2001) http://www.amazon.com/economic-factor-international-relations- Introduction/dp/1860646638/ref=sr_1_1?s=books&ie=UTF8&qid=1310479547&sr=1-1#reader_1860646638 5 Αχµέτ Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό Βάθος. Η ιεθνής Θέση της Τουρκίας, µετάφρ., Νικόλαος Ραπτόπουλος, επιστ.επιµ., Νεοκλής Σαρρής (Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα,2010), 47-48. 4
1. Βασικές πτυχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων Άραγε, αν µπορούσαν οι δύο χώρες, Ελλάδα-Τουρκία, να µετακινηθούν από το γεωγραφικό τους στίγµα, για να µην είναι γείτονες, θα το επιχειρούσαν; Αυτή την απορία δηµιουργεί η διαιώνιση των προβληµάτων και οι χρονίζουσες διαφορές ανάµεσα στις δύο χώρες, που βασίζονται κυρίως σε ιστορικές, τραυµατικές µνήµες. Οι µνήµες αυτές, συνιστούν τα πιο µεγάλα εµπόδια στις σχέσεις των δύο χωρών: τον φόβο και την αίσθηση απειλής, που έχουν ως συνέπεια την αµοιβαία καχυποψία και δαιµονοποίηση. Όπως προ δεκαετίας ανέφερε ο Αλ. Ηρακλείδης, η ελληνική πλευρά φαίνεται να µη θέλει να γνωρίζει κανένα γείτονά της, ίσως να ήθελε να ζούσε αλλού, ενώ η Τουρκία θεωρεί ότι όλοι οι γείτονες την εχθρεύονται και την επιβουλεύονται. 6 Ακόµα κι αν οι ίδιοι οι λαοί προσπαθούν να ξεχάσουν ότι από το παρελθόν τους χωρίζει, φροντίζουν να τους το θυµίζουν, διαρκώς και αδιάλειπτα, πολιτικοί, δηµοσιογράφοι 7 αλλά και οι τρίτοι, οι «µεγάλοι» του σύγχρονου κόσµου, που υποδαυλίζουν τις εντάσεις, λόγω των τεράστιων συµφερόντων που έχουν στην περιοχή. Οι δύο χώρες βρίσκονται διαρκώς σε µια «ένοπλη ειρήνη». Επειδή όµως αν επιθυµούµε την ειρήνη πρέπει να εργαζόµαστε γι αυτήν, η στερέωση της «πραγµατικής ειρήνης» ανάµεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, είναι µια σύνθετη διαδικασία όχι µόνο ισορροπίας ισχύος αλλά και συστηµατικής καλλιέργειας φιλικών αισθηµάτων και αναζήτησης σηµείων σύµπτωσης συµφερόντων και κοινών οριζόντων για το αύριο. 8 Οι περισσότερες αναλύσεις που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καταπιάνονται µε τις πολιτικές σχέσεις και διαφορές, χρησιµοποιώντας τις κλασικές θεωρίες των διεθνών σχέσεων, όπως τη ρεαλιστική ή την ιδεαλιστική. Η µεν ρεαλιστική σχολή συνδέει τον ορισµό της ισχύος των εθνών-κρατών, µε τις έννοιες του συµφέροντος και της κυριαρχίας και υποστηρίζει ότι το διεθνές σύστηµα µπορεί να βασιστεί στις ρεαλιστικές ισορροπίες δυνάµεως. Η δε ιδεαλιστική σχολή προσδίδει µία νοµική και αξιακή διάσταση στις διεθνείς σχέσεις και αντιλαµβάνεται τα έθνη-κράτη ως αντικείµενα στα οποία απευθύνεται το δίκαιο. Ο καθορισµός της ισχύος των κρατών έγινε πιο πολύπλοκος λόγω της επίδρασης των οικονοµικοπολιτικών παραγόντων που δηµιουργούν αλληλεξάρτηση. 9 Η θεωρία της αλληλεξάρτησης προσεγγίζει τις διεθνείς σχέσεις υπό το πρίσµα των οικονοµικών και εµπορικών σχέσεων, η εντατικοποίηση των οποίων, ενδεχοµένως να 6 Αλέξης Ηρακλείδης, Η Ελλάδα και ο «Εξ Ανατολών Κίνδυνος», (Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2001), 31. 7 Ibid., 25. 8 Λεωνίδας Κύρκος, Προλεγόµενα στο Η Ελλάδα και ο «Εξ Ανατολών Κίνδυνος», του Αλέξη Ηρακλείδη, (Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2001), 13-14. 9 Αχµέτ Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό Βάθος. Η ιεθνής Θέση της Τουρκίας, µετάφρ., Νικόλαος Ραπτόπουλος, επιστ.επιµ., Νεοκλής Σαρρής (Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα,2010), 47. 5
επιφέρει τη µείωση των κρίσεων και της πιθανότητας χρήσης βίας, τη βελτίωση ακόµα και την επίλυση των πολιτικών και στρατιωτικών διαφορών, όπως θα µπορούσε να συµβεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η σχέση της Ελλάδας µε την Τουρκία φαίνεται να συνδράµει δραµατικά στην ευµάρεια των κατοίκων τους µε την υπέρβαση του σχήµατος νίκη ήττα. Με άλλα λόγια µε την ανάδειξη και καθιέρωση µιας win win σχέσης. Η κατάρτιση της ατζέντας των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν σηµαίνει απαραίτητα αποδοχή ότι τα θέµατα αυτά υπάρχουν για τη µία ή την άλλη πλευρά. Αποκαλύπτει απλά τι έχει κατά νου κάθε πλευρά, µε σκοπό τις θετικές εξελίξεις. 10 1.1 Η ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν κλασική περίπτωση «αντίπαλης δυάδας». 11 Είναι γεγονός ότι ιστορικοί λόγοι και η σηµαντική διαφορά απόψεων µεταξύ των δύο χωρών ως προς τη διεθνή νοµιµότητα, προσδιορίζουν τις ελληνοτουρκικές αντιπαραθέσεις. Η εκδήλωση µονοµερών ενεργειών από πλευράς Τουρκίας κυρίως µε την κατάλυση της Κυπριακής ηµοκρατίας και την αναθεώρηση του διεθνούς νοµικού καθεστώτος του Αιγαίου, αποτελούν τα σηµεία τριβής των δύο χωρών. Μια απόπειρα σύντοµης ιστορικής ανασκόπησης των γεγονότων και ενεργειών των δύο χωρών θα µας βοηθήσει στην κατανόηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αφού πρώτα κάνουµε σαφές ότι οι διαφορές και οι εντάσεις διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: Στο πρόβληµα του Κυπριακού, στο πλέγµα των διαφορών του Αιγαίου και στο θέµα των µειονοτήτων Θράκης και Κωνσταντινούπολης. 12 Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους υφίσταται η αντιπαλότητα Ελλήνων και Οθωµανών (λέµε Οθωµανών γιατί η ίδρυση του επίσηµου Τουρκικού κράτους τοποθετείται χρονολογικά από τους ίδιους τους Τούρκους το 1923) κατά µία άποψη αφενός λόγω της Μεγάλης Ιδέας των Ελλήνων και αφετέρου λόγω της παρακµάζουσας Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι έβλεπαν και βλέπουν τα θέµατα των σχέσεών τους µε την Ελλάδα κάτω από το πρίσµα της Μεγάλης Ιδέας ανεξάρτητα αν για τους Έλληνες έπαψε να υπάρχει σαν όραµα από το 1922. 10 Λεωνίδας Κύρκος, Προλεγόµενα στο Η Ελλάδα και ο «Εξ Ανατολών Κίνδυνος», του Αλέξη Ηρακλείδη, (Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2001), 19-21. 11 Αλέξης Ηρακλείδης, Ελληνοτουρκική ιένεξη: Από το Ελσίνκι στις ελληνικές καλένδες, ΒΗΜΑ Ι ΕΩΝ, Τεύχος 01 Ιανουαρίου 2009 http://www.vimaideon.gr//article.aspx?d=20090101&nid=11084528&&sn=κυριο 12 Αλέξης Ηρακλείδης, Η Ελλάδα και ο «Εξ Ανατολών Κίνδυνος», (Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2001), 199-200. 6
Η Οθωµανική Αυτοκρατορία παρά τις µεταρρυθµίσεις και τις προσπάθειες των Οθωµανιστών δεν κατάφερε να µεταλλαχθεί σ ένα δηµοκρατικό, σύγχρονο κράτος. Οπότε µε αυτά τα δεδοµένα η διάλυσή της ήταν αναπόφευκτη, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και ο Α' Παγκόσµιος Πόλεµος. Το 1923 η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης τακτοποίησε µε οριστικό τρόπο τις εδαφικές διαφορές Ελλάδας-Τουρκίας. Παρέµειναν µόνο τρεις εδαφικές εκκρεµότητες για την Ελλάδα: το νότιο τµήµα της Αλβανίας (Βόρεια Ήπειρος), τα ωδεκάνησα και η Κύπρος και για την Τουρκία µία εκκρεµότητα που καµία σχέση δεν είχε µε την Ελλάδα: αφορούσε το Χατάι (περιοχή της Αλεξανδρέττας) που το διεκδικούσε η Συρία. Οι άριστες σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας επικράτησαν από το 1930 και για τριάντα περίπου χρόνια µε το ελληνοτουρκικό σύµφωνο φιλίας που υπογράφτηκε στην Άγκυρα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κεµάλ Ατατούρκ και αφορούσε τον σεβασµό του εδαφικού status quo µεταξύ τους. Μάλιστα το 1932 η Τουρκία έγινε µέλος της Κοινωνίας των Εθνών, το 1933 υπογράφτηκε συµφωνία του κοινού συνόρου Ελλάδας-Τουρκίας και αφορούσε µόνο στη Θράκη, το 1934 οδηγήθηκαν στην Βαλκανική Συνεννόηση µε συµπληρωµατική συνθήκη, το 1938 όπου ανάµεσα στα άλλα, συµφωνήθηκε, ότι η κάθε χώρα σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της από µία ή περισσότερες δυνάµεις να εµποδίσει µε κάθε µέσο τη διέλευση στρατού και πολεµικού υλικού από το έδαφός της. Το 1938 έχουµε τη συνθήκη του Μοντρέ όπου η διεθνής επιτροπή των Στενών απέδωσε πλήρη κυριαρχία στην Τουρκία των εδαφών αυτών µε τη συµπαράσταση της Αγγλίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1942 η Τουρκία θέτει σε εφαρµογή τον φόρο κεφαλαίου Varlik Vergisi κυρίως σε µη µουσουλµάνους, µε καταβολή φόρων 50%-75% των κερδών των επιχειρήσεών τους, σύµφωνα µε τον οποίο σε περίπτωση αργοπορίας της καταβολής τους επέβαλλαν στον υπόχρεο καταναγκαστικά έργα, δηµεύσεις περιουσιών κ.λ.π. οδηγώντας κυρίως τον ελληνικό πληθυσµό της Κωνσταντινούπολης σε συρρίκνωση και εξαθλίωση. 13 Το 1954 η ελληνοτουρκική διένεξη αναζωπυρώθηκε µε επίκεντρο την Κύπρο αυτή τη φορά και τέσσερεις δρώντες: Έλληνες-Τούρκους-Ελληνοκύπριους-Τουρκοκύπριους. Η επιφυλακτικότητα της Ελλάδας (κυβέρνηση Πλαστήρα) να υιοθετήσει το ενωτικό αίτηµα των Ελληνοκυπρίων, που τέθηκε µε δηµοψήφισµα της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, εκδηλώθηκε µε την απόσυρσή του από τον Αλέξανδρο Παπάγο, το 1954. Οι Βρετανοί κατάφεραν να εµπλέξουν τους Τουρκοκύπριους και τελικά να αναδείξουν την Τουρκία ως ενδιαφερόµενη για την τύχη της κυπριακής µουσουλµανικής µειονότητας. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος 13 Θάνος Βερέµης, Ιστορία των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων 1453-2005, ΕΛΙΑΜΕΠ, (Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005), 114-134. 7
ζητούσε την αυτοδιάθεση της Κύπρου προσφεύγοντας στον ΟΗΕ µε αίτηµα το οποίο συζητήθηκε τον εκέµβριο του 1954 και αποσύρθηκε επί του παρόντος, ενώ η Τουρκία εγκαινίασε την εµπλοκή της στο κυπριακό ζήτηµα µε τις συνέπειες που γνωρίζουµε σήµερα. Οι Ελληνοκύπριοι µάχονταν για την ένωση µε την Ελλάδα µέσω της αυτοδιάθεσης, ενώ οι Τουρκοκύπριοι υπερασπίζονταν τη βρετανική κατοχή ή πρόκριναν τη διχοτόµηση του νησιού και τη διπλή ένωση των δύο τµηµάτων µε την Τουρκία και την Ελλάδα αντίστοιχα. Παρά το ασυµβίβαστο των στόχων το 1959 επιτεύχθηκε ελληνοτουρκική συµφωνία µε τη συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου, που εξασφάλιζε στην Κύπρο ανεξαρτησία υπό την εγγύηση της Ελλάδας, Τουρκίας και Αγγλίας και στην Αγγλία παρείχε το δικαίωµα διατήρησης των κυριαρχικών δικαιωµάτων της στις δυο µεγάλες βάσεις του νότου. Μεσολαβητικό ρόλο έπαιξε και εξακολουθεί να παίζει η Αµερική. Τον Αύγουστο του 1960 η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος µε Πρόεδρο Ελληνοκύπριο και Αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο, τον καθένα εκλεγµένο από την κοινότητά του µε δικαίωµα αρνησικυρίας (veto) σε θέµατα εξωτερικής πολιτικής, άµυνας και εσωτερικής ασφάλειας. Η συµφωνία της Ζυρίχης ουσιαστικά κατέρρευσε το 1963 µετά από αλλαγές που επιχείρησε να κάνει ο Μακάριος µε τα γνωστά 13 σηµεία στο Σύνταγµα της ηµοκρατίας σε βάρος των Τουρκοκυπρίων. Αυτό προκάλεσε εσωτερικές συγκρούσεις µε αιµατηρά επεισόδια στο νησί. Στη συνέχεια (1964-1974) οι µητέρες-πατρίδες κλήθηκαν να παίξουν ενεργό ρόλο στο Κυπριακό ως αντίπαλοι. Έγιναν πολλές αποτυχηµένες προσπάθειες συνεννόησης κυρίως όµως λόγω της πάγιας στάσης του Μακάριου, µιας και δεν ήταν διατεθειµένος να δεχθεί µια συµβιβαστική λύση, παρά επεδίωκε τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου απ' τους Ελληνοκύπριους και τον χαρακτηρισµό των Τουρκοκυπρίων σαν απλή µειονότητα και όχι σαν κοινότητα όπως προβλεπόταν στις Συµφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. ύο φορές το 1964 και το 1967 η κρίση κορυφώθηκε αλλά αποσοβήθηκε η τουρκική απόβαση η πρώτη µε προειδοποίηση του Προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Ινονού ότι η χώρα του δεν θα επενέβαινε σε περίπτωση σοβιετικής εµπλοκής και η δεύτερη µε ταπεινωτικές υποχωρήσεις της ελληνικής δικτατορίας. Όµως στις 15 Ιουλίου 1974 η Εθνική Φρουρά της Κύπρου µε εντολή του Ταξίαρχου Ιωαννίδη της στρατιωτικής δικτατορίας των Αθηνών, µαζί µε την ΕΟΚΑ Β, ανέτρεψε την κυβέρνηση του Μακάριου και ανέθεσε το αξίωµα του Προέδρου στον Σαµψών Νίκο. Το πραξικόπηµα και η διασάλευση της τάξης έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει καταλαµβάνοντας αρχικά το 7% του εδάφους. Μετά την αποτυχία της πενταµερούς ιάσκεψης της Γενεύης των τριών εγγυητριών (Ελλάδα-Τουρκία-Αγγλία) για επίλυση, η Τουρκία, παρά την κατάπαυση 8
του πυρός, εξαπέλυσε δεύτερη επίθεση καταλαµβάνοντας το 36% του νησιού και προχώρησε στην de facto διχοτόµησή του. 14 Η Τουρκία προσπαθώντας να προσδώσει κάποια «νοµιµότητα» στη στρατιωτική εισβολή, επικαλέστηκε τη Συνθήκη Εγγυήσεως, µε βάση την οποία ως µία από τις τρεις «εγγυήτριες δυνάµεις» είχε υποχρέωση να παρέµβει αµέσως, µετά την καταφανή παραβίαση του συντάγµατος από πλευράς Ελλάδας µε το πραξικόπηµα της 15 ης Ιουλίου του 1974 και την διατήρηση της ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων, αγνοώντας το άρθρο 1 της Συνθήκης Εγγυήσεως, που προνοεί σαφώς ότι «είναι απαγορευµένη πάσα δραστηριότης δυναµένη να ευνοήση αµέσως ή εµµέσως τόσο την ένωση όσον και την διχοτόµησιν της Νήσου». Με δυσκολία τότε αποφεύχθηκε µια γενικευµένη ελληνοτουρκική σύρραξη. Σηµαντικές ηµεροµηνίες που σηµάδεψαν την ιστορία της Κύπρου και οδήγησαν και την Ελλάδα στο σύνθετο αυτό πρόβληµα, του Κυπριακού, το οποίο παραµένει ακόµα άλυτο παρά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., παρατίθενται στην αρχή του Παραρτήµατος της παρούσας εργασίας. Από το 1974 και µετά έχουν πραγµατοποιηθεί αλλεπάλληλοι γύροι συνοµιλιών για τη «διευθέτηση» και όχι «επίλυση» του Κυπριακού. 15 Η Τουρκία µετά το 1974 πέρασε στην κορυφή της λίστας των εθνικών κινδύνων που αντιµετώπιζε ο Ελληνισµός. 16 Οι µεταχουντικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο επέλεξαν την πολιτική του «µη πολέµου». Μεγάλες κρίσεις ξέσπασαν στο Αιγαίο, η πρώτη το 1976 µε το Sismik 1 (Hora) να κάνει έρευνες στο Αιγαίο για τους Τούρκους, το 1987 η δεύτερη όταν έγινε µερική επιστράτευση αλλά τελικά αποφεύχθηκε η στρατιωτική αντιπαράθεση και το 1996 η κρίση των Ιµίων. Η Ελλάδα και η Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα πολέµου, µε την Κύπρο δυστυχώς σε κατάσταση τουρκικής οµηρίας. Στην Ελλάδα ξεκίνησε µία κούρσα εξοπλισµών για την ανάπτυξη της εσωτερικής της εξισορρόπησης, µέσω της γενναίας ενίσχυσης των ενόπλων δυνάµεων και της στρατιωτικής της ικανότητας, για την αποτροπή της τουρκικής επιθετικότητας. Μετά την κρίση των Ιµίων το 1996 και τη σύλληψη του Αµπντουλάχ Οτσαλάν το 1999, η Αθήνα και η Λευκωσία εγκατέλειψαν τη στρατηγική των κυρώσεων (αµερικανικό εµπάργκο και ελληνικά veto στην Ε.Ε.) υπέρ µιας πολιτικής αµοιβών. Το µεγάλο έπαθλο για την Τουρκία ήταν η προοπτική της ένταξής της στην Ε.Ε. που προϋπέθετε τη σύµφωνη 14 Ibid.,134-159. 15 Βασίλης Φούσκας, Ζώνες Πολέµου, (Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα, 2003),207. 16 Θεόδωρος Κουλουµπής, Η Τουρκία και οι προκλήσεις ασφαλείας για Ελλάδα-Κύπρο, Καθηµερινή,26 Απριλίου 2009, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/4dcgi/_w_articles_civ_11_26/04/2009_312316 9
γνώµη της Αθήνας, αποσυνδέοντας την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών µε την ενταξιακή της πορεία. Η µεγάλη επιτυχία της ελληνικής πλευράς ήταν η εξασφάλιση της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. το 2004, µε το Κυπριακό πρόβληµα όµως να παραµένει άλυτο. 17 Τη λύση του Κυπριακού µέχρι τα µέσα Ιουλίου του 2012, προτού η Κύπρος αναλάβει την Προεδρία της Ε.Ε., προωθούν τα Ηνωµένα Έθνη δια στόµατος του ειδικού συµβούλου του ΓΓ του ΟΗΕ, Αλεξάντερ Ντάουνερ σε συνέντευξή του, στο Reuters. Η Τουρκία από το 1973 µέχρι σήµερα αµφισβητεί κυριαρχικά δικαιώµατα της Ελλάδας και επιδιώκει την αναθεώρηση του νοµικού καθεστώτος στο Αιγαίο. 18 Ειδικότερα αµφισβητούνται: Αιγιαλίτιδα Ζώνη ( Χωρικά Ύδατα) Χωρικά ύδατα είναι οι θάλασσες που βρίσκονται κοντά στις ακτές ενός κράτους και στο θαλάσσιο αυτό τµήµα κάθε κράτος ασκεί εξουσία σε ζητήµατα αλιείας, αστυνόµευσης, τελωνειακού ελέγχου κ.λ.π. Η αιγιαλίτιδα ζώνη καθορίζεται σε 3-12 ν.µ. από την ξηρά. Μετά την απόσταση αυτή οι θάλασσες είναι ελεύθερες για όλους. Το πρόβληµα αφορά την πιθανή προέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων σε 12 ν.µ., τη µη οριοθέτηση θαλάσσιων συνόρων των δύο χωρών από Έβρο µέχρι Καστελόριζο και τη διαφορετική µέθοδο χάραξης. Τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας εκτείνονται στα 6 ν.µ. από τη φυσική ακτογραµµή. Σύµφωνα µε το ιεθνές ίκαιο, εθιµικό και συµβατικό και του άρθρου 3 της Σύµβασης του ικαίου της Θάλασσας (1982) που κυρώθηκε µε το άρθρο 2 του Ν.2321/1995, η Ελλάδα έχει το δικαίωµα επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.µ., ενδεχόµενο που η Τουρκία φέρνει αντίρρηση γιατί το θεωρεί κατάχρηση δικαιώµατος από την Ελλάδα και casus belli. Εναέριος Χώρος FIR- Επιχειρησιακός έλεγχος του Αιγαίου Το εν λόγω πρόβληµα έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά µε την αιγιαλίτιδα ζώνη. Στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα έχει τον έλεγχο εναέριου χώρου πλάτους 10 ν.µ. για τα θέµατα αεροπλοΐας και αστυνόµευσης. Αυτό καθιερώθηκε µε το Π.. 6/18 Σεπτεµβρίου 1931 «περί καθορισµού πλάτους χωρικών υδάτων, όσον αφορά τα ζητήµατα της αεροπορίας και αστυνοµίας αυτής». Το παράδοξο φαινόµενο, που αποτελεί παγκόσµια πρωτοτυπία, είναι ότι ο εναέριος χώρος της Ελλάδας είναι µεγαλύτερος από τα χωρικά της ύδατα. Η Τουρκία άρχισε να αµφισβητεί την υπάρχουσα κατάσταση µετά το 1974 και προκαλεί συνεχώς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, δείχνοντας µ αυτόν τον τρόπο τη δυσαρέσκειά της επιζητώντας τη µετατροπή της. 17 Ibid. 18 Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, Παράµετροι ελληνοτουρκικών σχέσεων http://www.mfa.gr/www.mfa.gr/el- GR/Policy/Geographic+Regions/South-Eastern+Europe/Turkey/In+Bief/ 10
Στη Σύµβαση του Σικάγο (1944) που αφορά στους αεροναυτικούς χάρτες του ICAO ( ιεθνής Οργανισµός Πολιτικής Αεροπορίας), οριοθετήθηκαν µεταξύ των κρατών τα όρια των περιοχών ευθύνης καθενός για τον έλεγχο του εναέριου χώρου. Κατά τις Περιοχικές Συνδιασκέψεις των Παρισίων (1952) και Γενεύης (1958) για την Πολιτική Αεροπορία καθορίστηκαν τα όρια του FIR (Flight Information Region) Αθηνών που περιλαµβάνουν όλο το Αιγαίο µέχρι τα σύνορα µε την Τουρκία και τις άλλες βαλκανικές χώρες. Γίνεται σαφής αναφορά στους ελληνικούς αεροναυτικούς χάρτες που κοινοποιήθηκαν στον ICAO που απεικονίζουν τα όρια του ελληνικού εναέριου χώρου στα 10 ν.µ. Για λόγους ασφαλείας των πολιτικών πτήσεων απαιτούνται από όλα τα αεροσκάφη σχέδια πτήσης πριν την είσοδο στο FIR. Η Τουρκία που στις αρχές δεν είχε αντιδράσει στη συγκεκριµένη κατάσταση, άρχισε να φέρνει αντιρρήσεις και να ζητά αναθεώρηση του καθεστώτος, κάτι που δεν έχει αποσύρει έως και σήµερα. 19 Υφαλοκρηπίδα Υφαλοκρηπίδα έχουν όλα τα ηπειρωτικά εδάφη και τα νησιά και ονοµάζεται το τµήµα της ξηράς το οποίο αποτελεί οµαλή προέκταση της ακτής κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ως το σηµείο στο οποίο αυτή διακόπτεται απότοµα. Είναι δηλαδή ο βυθός µετά το εξωτερικό όριο του βυθού της αιγιαλίτιδας ζώνης (γεωλογικά φανερό σηµείο) όπως φαίνεται στο Σχήµα 1. ΣΧΗΜΑ 1 19 Αλέξης Ηρακλείδης, Η Ελλάδα και ο «Εξ Ανατολών Κίνδυνος», (Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2001), 202-225, επίσης Θάνος Βερέµης, Ιστορία των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων 1453-2005, ΕΛΙΑΜΕΠ, (Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005), 137-155. 11
Από το 1945 θεωρείται ότι στην ανοιχτή θάλασσα είναι κοινή η χρήση και όποιος φτάσει πρώτος σε µια περιοχή µπορεί να την εκµεταλλευτεί. Το 1958 κωδικοποιήθηκε το υπάρχον εθιµικό δίκαιο για την υφαλοκρηπίδα. Από το 1973 στην 3 η ιάσκεψη για το ίκαιο της Θάλασσας, η υφαλοκρηπίδα θεωρείται ότι εκτείνεται ως 200 ν.µ. από τις ακτές. Τα παράκτια κράτη έχουν κυριαρχικά δικαιώµατα στους πόρους της υφαλοκρηπίδας όπως πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.λ.π. και όχι στα ευρήµατα όπως θησαυρούς. εν ισχύει το καθεστώς της ανοιχτής θάλασσας στην υφαλοκρηπίδα, ούτε η αρχή της ανοιχτής θάλασσας για τους φυσικούς της πόρους. Ισχύει γενικά η αβλαβής διέλευση των πλοίων. 20 Το ζήτηµα της υφαλοκρηπίδας πρωτοεµφανίστηκε το 1970, αρχικά µε τις ελληνικές έρευνες στη Θάσο. Ακολούθησε η άδεια σε τουρκική κρατική εταιρία πετρελαίων (ΤΡΑΟ) από Άγκυρα το 1973, για έρευνα σε υποθαλάσσιες περιοχές κοντά σε ελληνικά νησιά. Το 1974 και το 1976 πάλι η Τουρκία πραγµατοποίησε έρευνες στο Αιγαίο µε τα ωκεανογραφικά σκάφη Τσανταρλί και το Χόρα, που µε το Πρακτικό της Βέρνης το 1976, ως αποτέλεσµα συνοµιλιών αποφεύχθηκε η ένταση, έως ότου υποβληθεί στο ιεθνές ικαστήριο της Χάγης. Το 1981 πραγµατοποιήθηκαν ελληνικές έρευνες για σεισµική δραστηριότητα, παραβιάζοντας κατά τους Τούρκους την Συνθήκη της Βέρνης, σταµατώντας έτσι τις διαπραγµατεύσεις. Αποκορύφωση της κρίσης θεωρείται το 1987 όπου το Σισµίκ 1 (Χόρα) µαζί µε τουρκικά πολεµικά πλοία πραγµατοποίησε κάθοδο στο Αιγαίο για έρευνες έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη των ελληνικών νησιών. Εδώ θα πρέπει να αναφερθούµε στην Αποκλειστική Οικονοµική Ζώνη (ΑΟΖ). Ο όρος της Υφαλοκρηπίδας είναι γεωλογικός, όπως προαναφέρθηκε, ενώ της Αποκλειστικής Οικονοµικής Ζώνης (ΑΟΖ) οικονοµικός και νεότερος. Υιοθετήθηκε από τη ιάσκεψη του ΟΗΕ για το ίκαιο της Θάλασσας το 1982, µε επικύρωση της νέας συνθήκης από 130 κράτη, ενώ µειοψήφησαν 4: ΗΠΑ, Ισραήλ, Βενεζουέλα και Τουρκία. Η βασική τους διαφορά είναι ότι η υφαλοκρηπίδα περιλαµβάνει το βυθό και το υπέδαφος της θάλασσας και µπορεί να επεκταθεί υπό προϋποθέσεις σε απόσταση µεγαλύτερη των 200 ν.µ. από τις ακτές, ενώ η ΑΟΖ εκτείνεται έως 200 ν.µ από τις ακτές και περιλαµβάνει εκτός από το βυθό και το υπέδαφος και τα υπερκείµενα ύδατα. Επίσης η ΑΟΖ δεν αφορά αποκλειστικά την εκµετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών αλλά συνδέεται και µε την προστασία και τον περιβαλλοντικό έλεγχο αυτών των πηγών καθώς και την επιστηµονική έρευνα. 21 Η ανακήρυξη ΑΟΖ εξασφαλίζει τα αποκλειστικά δικαιώµατα επί των πλουτοπαραγωγικών 20 Γρηγόρης Τσάλτας, Μ.Κλάδη-Ευσταθοπούλου, Το διεθνές καθεστώς των θαλασσών και των ωκεανών, τόµος 1ος, (Αθήνα: Εκδόσεις Σιδέρης, 2003), 29-34. 21 Άγγλος Συρίγος, ΑΟΖ: ύο εξαιρετικές Συνεντεύξεις, στο defence-point.gr την 11 Ιουνίου 2011 http://www.defence-point.gr/news/?p=9864 12
πηγών σε µια ευρεία περιοχή έξω από τις ακτές του ενδιαφερόµενου κράτους και η παρεµπόδιση τρίτων κρατών, να ερευνήσουν και να εκµεταλλευτούν πηγές που βρίσκονται µπροστά από τις ακτές άλλου κράτους. Αν και δεν µπορεί να χαρακτηριστεί ακόµα ως ελληνοτουρκική διαφορά, η ανακήρυξη και οριοθέτηση της ΑΟΖ, µπορεί να δηµιουργήσει πρόβληµα διότι και εδώ υπάρχουν «γκρίζα σηµεία», π.χ. το νησιωτικό σύµπλεγµα του Καστελόριζου που περιλαµβάνει και νησιά τα οποία ανήκουν στην Τουρκία. Εάν η Ελλάδα ανακηρύξει ΑΟΖ, η αµφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας µε τον γεωλογικό τύπο από την Άγκυρα, δεν θα µπορεί να προβληθεί. Σύµφωνα µε το διεθνές δίκαιο, ένα παράκτιο κράτος αποκτάει ΑΟΖ µε µονοµερή δήλωση ανακήρυξης. Στη συνέχεια συνάπτει συµφωνίες οριοθέτησης µε τα γειτονικά κράτη και αν δεν καταστεί δυνατή η συµφωνία οριοθέτησης, τότε οι γειτονικές χώρες λύνουν τις διαφορές τους στο ιεθνές ικαστήριο της Χάγης. Ήδη η Τουρκία προσπαθεί να αποτρέψει την ελληνική διπλωµατία να ανακηρύξει ΑΟΖ, προβαίνοντας σε γεωλογικές υποθαλάσσιες έρευνες και ο Υπουργός Εξωτερικών της, Αχµέτ Νταβούτογλου, επιµένει µε δηλώσεις του, ότι το Καστελόριζο δεν ανήκει στο Αιγαίο αλλά στη Μεσόγειο και ως εκ τούτου, δεν µπορεί να αποτελέσει µέρος µιας συµφωνίας για τον καθορισµό θαλασσίων ζωνών. 22 Αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου Το στρατιωτικό καθεστώς των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, δεν είναι ενιαίο και διέπεται από διαφορετικές ιεθνείς Συµφωνίες: α) Για τα νησιά Λήµνο και Σαµοθράκη από τη Σύµβαση της Λωζάνης για τα Στενά του 1923, η οποία αντικαταστάθηκε µε τη Σύµβαση του Μοντρέ το 1936. β) Για τα νησιά Χίο, Μυτιλήνη, Σάµο και Ικαρία από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάνης το 1923 και για τα ωδεκάνησα από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947. Οι Τούρκοι ζητούν αποστρατικοποίηση των παραπάνω νησιών. Το πρόβληµα ουσιαστικά πηγάζει από το γεγονός ότι Ελλάδα και Τουρκία ερµηνεύουν διαφορετικά τις δύο Συνθήκες και αναφέρονται σε άλλη συνθήκη όταν µιλάνε για την αποστρατικοποίηση ή µη των εν λόγω νησιών. «Γκρίζες ζώνες» - Ίµια Τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» την ανέπτυξαν Τούρκοι αξιωµατούχοι από τις αρχές της δεκαετίας του 90. Είναι µία «επανερµηνεία» των διεθνών Συνθηκών και συνίσταται στην αµφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε µια σειρά βραχονησίδων, νησίδων και νησιών στο Αιγαίο. Ειδικότερα το άρθρο 12 και 14 των Συνθηκών Λωζάνης 1923 και 22 ώρα Αντωνίου, Οι θέσεις Νταβούτογλου για Καστελόριζο, διέλευση πολεµικών πλοίων και υπερπτήσεις, άρθρο στην Καθηµερινή την 13 η Μαρτίου 2011. 13
Παρισίων 1947 αντίστοιχα, είναι απολύτως σαφή σχετικά µε την κυριαρχία των αµφισβητούµενων νησιών. Η περίπτωση της κρίσης των Ιµίων το 1995-96, είναι η έµπρακτη τουρκική αµφισβήτηση επί της κυριαρχίας της Ελλάδας στις λεγόµενες από τους Τούρκους «γκρίζες ζώνες», υποστηρίζοντας ότι είναι σε τουρκικά ύδατα και υψώνοντας την τουρκική σηµαία. Τέλος, η τρίτη κατηγορία διαφορών αποτελείται από ζητήµατα που δεν είναι συγκρούσεις συµφερόντων, αλλά σε σηµεία τριβής, που έχουν τις ρίζες τους σε τραυµατικές εµπειρίες από παραβιάσεις υποχρεώσεων, σε θέµατα µειονοτήτων, της ελληνικής στην Κωνσταντινούπολη και της µουσουλµανικής στη υτική Θράκη. Η Τουρκία συστηµατικά παραβίασε τις υποχρεώσεις που της επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάνης για τις µειονότητες. Η τύχη της ελληνικής µειονότητας της Κωνσταντινούπολης, µας παραπέµπει στις δολοφονίες, βιασµούς και ξυλοδαρµούς της, στα Σεπτεµβριανά το 1955, στον φόρο κεφαλαίου Varlik Vergisi κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσµίου Πολέµου που εξαθλίωσε κυρίως την ελληνική µειονότητα και στο µέχρι σήµερα σοβαρό πρόβληµα της τύχης των ελληνικών περιουσιών, για ορισµένες από τις οποίες έγινε προσφυγή των δικαιούχων στο Συµβούλιο της Ευρώπης. Η δηµιουργία ανοικτής αγροτικής φυλακής στην Ίµβρο το 1964 και οι απαλλοτριώσεις των πλέον έφορων τµηµάτων του νησιού, συνέβαλαν σηµαντικά στην «αποψίλωση» της εκεί ελληνικής µειονότητας, που από 8.200 κάτοικοι στην Ίµβρο και Τένεδο, έµειναν ελάχιστοι ηλικιωµένοι. Οι σηµαντικές πιέσεις σε βάρος του Πατριαρχείου και το κλείσιµο το 1971 της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ήταν άλλη µία ένδειξη της αντιµετώπισης της χριστιανικής µειονότητας στην Κωνσταντινούπολη που από 100.000 κάτοικοι το 1923, έµειναν λιγότεροι από 3.500. 23 Αντίθετα η µουσουλµανική µειονότητα της υτικής Θράκης, το 1923 απαριθµούσε 86.000 άτοµα, ενώ σήµερα φθάνει τα 105.000. Απ αυτούς, το 50% είναι Τουρκογενείς, το 30-35% Ποµάκοι και 15-20% Αθίγγανοι. Η Τουρκία κατηγορεί την Ελλάδα α) για την κατάργηση το 1998, του άρθ.19 (του 1955) που προέβλεπε την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας από όσους αλλογενείς Έλληνες υπηκόους εγκατέλειπαν τη χώρα µε πρόθεση να µην επιστρέψουν β) για το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος διορίζει τους µουφτήδες και τη διοίκηση των βακουφίων, αντί να επιλέγονται από τη µειονότητα και γ) για την επιβολή διακρίσεων διοικητικού χαρακτήρα γενικά, σε βάρος της µειονότητας, µε σκοπό την εκδίωξή 23 Θάνος Ντόκος, Το Αλφαβητάρι των Ελληνο-Τουρκικών Σχέσεων, Κείµενο εργασίας Νο 11/2010, ΕΛΙΑΜΕΠ, Μάιος 2010. 14
τους. Μετά το 1991 η κατάσταση έχει βελτιωθεί µε µια σειρά µέτρων για την ένταξη της µουσουλµανικής µειονότητας στην ελληνική κοινωνία. 24 1.2 Η διαφορετική οπτική των δύο χωρών για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις 25 Στην Ελλάδα κυρίως θεωρείται ότι η ευθύνη για τις κακές ελληνοτουρκικές σχέσεις βαρύνει την Τουρκία. Στην Τουρκία πάλι το αντίστροφο. Είναι µία κλασική περίπτωση αδιεξόδου, µε ιστορικές και πολιτικές καταβολές, που προϋποθέτει αλλαγές πρώτα απ όλα στις κοινές συνειδήσεις και των δύο χωρών. 26 Θα επιχειρηθεί µια αποτύπωση της διαφορετικής οπτικής και των θέσεων των δύο χωρών για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ξεκινώντας από τη γενικότητα ότι για την Ελλάδα, εκτός από την υφαλοκρηπίδα που είναι το µόνο θέµα προς συζήτηση, όλα τα άλλα ανάγονται σε θέµατα εθνικής κυριαρχίας. Επίσης, θεωρείται δεδοµένο ότι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και η παρατεινόµενη κατοχή, είναι το αγκάθι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και παράλληλα οι κακές σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας επιδρούν αρνητικά στο Κυπριακό. Υπάρχει αλληλεπίδραση Κυπριακού και υπόλοιπων ελληνοτουρκικών διαφορών, παρότι η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος, µέλος του ΟΗΕ και της Ε.Ε. πλέον και οι ελληνοτουρκικές διαφορές αφορούν την Ελλάδα και την Τουρκία. Η Ελλάδα για το θέµα της αιγιαλίτιδας ζώνης θεωρεί ότι : δεν είναι διαφορά αλλά τουρκική αµφισβήτηση. Η επέκταση στα 12 ν.µ. είναι νόµιµο δικαίωµα της Ελλάδας σύµφωνα µε το διεθνές δίκαιο και µε τη Σύµβαση του ικαίου της Θάλασσας, η οποία κωδικοποιεί προϋπάρχον εθιµικό δίκαιο. Το casus belli που θέτει η Τουρκία παραβιάζει το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών, που απαγορεύει στα κράτη-µέλη την απειλή ή τη χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις. Υποστηρίζει ότι σαν ναυτική χώρα ενδιαφέρεται για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας και ότι το δίκαιο της θάλασσας δεν µιλά για εξαιρέσεις και διαφοροποιήσεις ανάλογα µε τις συνθήκες που υπάρχουν κατά περίπτωση και δεν αποδέχεται την καθιέρωση ειδικών καθεστώτων. Η Ελλάδα ενηµερώνει ότι δεν έχει προβεί στην επέκταση των 12 ν.µ. για λόγους φιλικών σχέσεων, παρότι το δικαίωµα της επέκτασης των χωρικών υδάτων έχει ασκηθεί ήδη από πολλά κράτη συµπεριλαµβανοµένης και της Τουρκίας, η οποία από το 1964, έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.µ., στον Εύξεινο Πόντο και στη Μεσόγειο. 24 Ibid. 25 Τα περισσότερα στοιχεία πάρθηκαν από τα site των Υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας 26 Λεωνίδας Κύρκος, Προλεγόµενα στο Η Ελλάδα και ο «Εξ Ανατολών Κίνδυνος»,του Αλέξη Ηρακλείδη (Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2001), 20-21. 15
Σε αντιπαράθεση η Τουρκία θεωρεί casus belli και κατάχρηση την πιθανή επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας στα 12 ν.µ. αφού το Αιγαίο είναι «ηµίκλειστος χώρος». Το 1995 η τουρκική Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ψήφισµα δίνοντας στην κυβέρνηση στρατιωτική αρµοδιότητα για λήψη οποιωνδήποτε µέτρων για τη διατήρηση και υπεράσπιση των ζωτικών συµφερόντων της. Υποστηρίζει ότι µε αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.µ. η Ελλάδα θα έχει 63,9% κυριαρχία στο Αιγαίο, ενώ η Τουρκία 10% από 8,8% και η ανοιχτή θάλασσα θα αποµείνει 26,1%, µε αποτέλεσµα η Τουρκία να αναγκαστεί να πλέει υπό καθεστώς αβλαβούς διέλευσης σε όλες τις περιπτώσεις που θα διέρχεται τα Στενά. Θα επέλθει εγκλωβισµός της Τουρκίας µε εµπορικό και οικονοµικό κόστος και περιορισµό της αρχής της ελευθερίας των θαλασσών. Θέσεις Ελλάδας για Εναέριο Χώρο-FIR: Από το 1931 έχει κηρύξει τον Εναέριο Χώρο στα 10 ν.µ. και παρότι είναι παγκόσµια πρωτοτυπία, η Τουρκία για 44 συνεχή χρόνια µέχρι το 1974- σεβόταν και αναγνώριζε τη ρύθµιση αυτή. Θεωρεί το θέµα τουρκική αµφισβήτηση, καταφεύγοντας σε καταχρήσεις υπερπτήσεων πολεµικών οπλισµένων αεροπλάνων, χωρίς να υποβάλει σχέδια πτήσης όχι µόνο στον ελληνικό εναέριο χώρο αλλά και στον διεθνή. Το 1974, η Τουρκία αυθαίρετα εξέδωσε τη ΝΟΤΑΜ 714 (ειδοποίηση προς αεροναυτιλοµένους), µε την οποία προσπαθούσε να επεκτείνει το χώρο της δικαιοδοσίας της µέχρι το µέσο του Αιγαίου, εντός του FIR Αθηνών, το οποίο οριοθετήθηκε το 1952 από τον ICAO ( ιεθνής Οργανισµός Πολιτικής Αεροπορίας) για λόγους ασφάλειας. Με τη ΝΟΤΑΜ 1157 η Ελλάδα κήρυξε το Αιγαίο επικίνδυνη περιοχή, αναγκάζοντας την Τουρκία να την ανακαλέσει το 1980, αλλά έκτοτε σταµάτησε να υποβάλει σχέδια πτήσης για τα στρατιωτικά της αεροπλάνα, µε το επιχείρηµα ότι η Σύµβαση του Σικάγο δεν αφορά κρατικά αεροσκάφη. Έτσι υποχρεώνει την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας και την ελληνική Πολεµική Αεροπορία να προβαίνει σε έκτακτες ενέργειες και στη δαπάνη σηµαντικών κονδυλίων, προκειµένου να διασφαλιστεί η οµαλή διεξαγωγή της εναέριας κυκλοφορίας. Θέσεις Τουρκίας για Εναέριο Χώρο- FIR: Υποστηρίζει ότι η Σύµβαση του Σικάγο, ορίζει ότι το εύρος του εθνικού εναέριου χώρου πρέπει να είναι ίσο µε το εύρος των χωρικών υδάτων. Θεωρεί το FIR ως τεχνική ευθύνη των χωρών και πιστεύει ότι η Ελλάδα το καταχράται, αφού το χρησιµοποιεί για διεκδίκηση κυριαρχίας, µε απαίτηση σχεδίων πτήσεων και καταγγελίες παραβίασης. Πιστεύει πως η Ελλάδα προσπαθεί να µειώσει τον διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου κατά 50%. Αµφισβητεί το FIR Αθηνών και έχει προβεί σε αίτηµα αναθεώρησης στον ICAO µέχρι σήµερα. Επίσης ζητά επιχειρησιακό έλεγχο του µισού Αιγαίου ή συνυπευθυνότητα λόγω ανεπαρκούς τεχνικής δυνατότητας της Ελλάδας. Πρέπει να σταµατήσει η Ελλάδα τις µονοµερείς αποφάσεις για νέους αεροδιαδρόµους, κλείσιµο περιοχών για ασκήσεις και καθορισµό του κόστους των αεροδιαδρόµων. 16
Ελλάδα και Υφαλοκρηπίδα: Θεωρεί ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στη θαλάσσια προέκταση της συνοριακής γραµµής στη Θράκη και των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου/ ωδεκανήσου, είναι η µόνη διαφορά που υπάρχει µε την Τουρκία και επιθυµεί δικαστική διευθέτηση. Πιστεύει πως πρέπει ο κανόνας της µέσης γραµµής µεταξύ νησιών και τουρκικών παραλίων να αποτελεί την επικρατούσα αρχή του ικαίου της οριοθέτησης και ότι τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώµατα στην υφαλοκρηπίδα. Οι φόβοι της Ελλάδας αφορούν τον εγκλωβισµό των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, µε συνέπεια τη δυσχερή πρόσβαση και επικοινωνία, την επεκτατική πορεία της Τουρκίας επί των νησιών ή την de facto περιορισµένη ελληνική κυριαρχία και την πιθανή δόλια στρατηγική της Τουρκίας για ενσωµάτωση των ελληνικών νησιών. Τουρκία και Υφαλοκρηπίδα: Απαιτεί συµφωνία οριοθέτησης σε ολόκληρο το Αιγαίο, µε τον κανόνα της µέσης γραµµής µεταξύ των ηπειρωτικών ακτών των δύο χωρών. Ισχυρίζεται ότι τα νησιά δεν έχουν δικαιώµατα στην υφαλοκρηπίδα γιατί είναι προέκταση της Ανατολίας και αποτελούν εξάρσεις του βυθού, πάνω στη φυσική προέκταση του τουρκικού εδάφους. Επικαλείται ως «ειδική περίσταση» την εγγύτητα των ελληνικών νησιών στην Τουρκία και θεωρεί ότι δεν αποτελούν παρά εξαίρεση του κανόνα εφαρµογής της µέσης γραµµής. Πιστεύει ότι η Ελλάδα, µε το να σταµατήσει το 1981 τις διαπραγµατεύσεις και µε το να πραγµατοποιήσει έρευνες για σεισµική δραστηριότητα, παραβίασε την Συνθήκη της Βέρνης το 1976, όπου οι δύο χώρες υπέγραψαν το οµώνυµο πρακτικό, που έθετε το πλαίσιο συµπεριφοράς για τον περαιτέρω χειρισµό του ζητήµατος, µέχρι να υποβληθεί στο ιεθνές ικαστήριο. Θεωρεί το Αιγαίο ηµίκλειστο χώρο που χρήζει ειδικών ρυθµίσεων επικαλούµενη την αρχή της ευθυδικίας. Υποστηρίζει ότι δεν ισχύουν για την ίδια οι κανόνες για υφαλοκρηπίδες, διότι δεν είναι µέρος των σχετικών συµβάσεων, ούτε της Γενεύης (1958), ούτε της Σύµβασης για το ίκαιο της Θάλασσας του Μοντέγκο Μπέι (1982). Οι φόβοι της Τουρκίας στηρίζονται στην υιοθέτηση εφαρµογής της µέσης γραµµής µεταξύ νησιών και τουρκικής ακτής, που θα κάνει το Αιγαίο µια ελληνική λίµνη, σε συνδυασµό µε την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας στα 12 ν.µ. και αύξηση των κυριαρχικών δικαιωµάτων της Ελλάδας στο 63,9% της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, µε αποτέλεσµα µεγάλο οικονοµικό πλήγµα λόγω αποµάκρυνσής της από τα κοιτάσµατα πετρελαίου και φυσικά, πλήγµα του γοήτρου της. Θέσεις Ελλάδας για Αποστρατικοποίηση νησιών Ανατολικού Αιγαίου: Θεωρεί το ζήτηµα τουρκική αµφισβήτηση διότι το στρατιωτικό καθεστώς των νησιών διέπεται από διαφορετικές ιεθνείς Συµφωνίες, τις οποίες η Τουρκία ξεχνά και συγχέει το ποιά Συνθήκη αφορά ποιο σύµπλεγµα νησιών. Υποστηρίζει ότι βάσει συνθηκών επιτρέπεται να διατηρεί 17
συνήθη αριθµό στρατιωτών για τη θητεία και την εκπαίδευσή τους στα νησιά καθώς και δυνάµεις Αστυνοµίας-Χωροφυλακής, αλλά και σαν φυσικό δικαίωµα άµυνας εφόσον εκδηλωθεί ένοπλη επίθεση. Οι παραβιάσεις άλλωστε του εναέριου χώρου από την Τουρκία, ο υπερεξοπλισµός της, η κήρυξη casus belli, η εισβολή στην Κύπρο, η 4 η τουρκική στρατιά και ο αποβατικός στόλος, δηλώνουν όχι και τις αγαθότερες τουρκικές προθέσεις για τα ελληνικά νησιά, δηµιουργώντας ανασφάλεια, καθιστώντας τα απειλούµενα. Τα ελληνικά επιχειρήµατα έχουν ενδυναµωθεί µετά τις επιθέσεις της 11 ης Σεπτεµβρίου στις ΗΠΑ, διότι πολλά κράτη αποδέχονται πλέον το δικαίωµα προπαρασκευής για νόµιµη άµυνα. Θέσεις Τουρκίας για Αποστρατικοποίηση νησιών Ανατολικού Αιγαίου: Ο στρατός στα νησιά, θεωρείται παράνοµος από την Τουρκία και ζητά την αποστρατικοποίησή τους, επικαλούµενη τις διάφορες συνθήκες, παραβλέποντας ότι τα ελληνικά νησιά διέπονται από ειδικά καθεστώτα, όσον αφορά τους εξοπλισµούς. Αναφέρει ότι τα ωδεκάνησα αφορούν την Τουρκία λόγω εγγύτητας. Τονίζει ότι δικαίωµα άµυνας έχουν µόνο εφόσον εκδηλωθεί ένοπλη επίθεση και υποστηρίζει ότι η στρατικοποίηση των νησιών ξεκίνησε πριν την σύσταση της 4 ης στρατιάς. Η Ελλάδα δεν δέχεται τις «γκρίζες ζώνες». Οι Γκρίζες ζώνες αποτελούν µια καινοφανή θεωρία των Τούρκων αξιωµατούχων της δεκαετίας του 90, που προήλθε από αυθαίρετη «επανερµηνεία» των διεθνών συνθηκών και συνίσταται στην αµφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε µια σειρά νησιών, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο, ενώ το κυριαρχικό καθεστώς είναι απολύτως σαφές και αδιαµφισβήτητο. Ξεκάθαρο πάλι είναι ότι τα τουρκικής κυριαρχίας νησιά είναι αυτά σε απόσταση λιγότερη των 3 ν.µ., σύµφωνα µε το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923. Επίσης σύµφωνα µε το άρθρο 15 της ίδιας Συνθήκης, η Τουρκία παραιτείται, υπέρ της Ιταλίας, παντός δικαιώµατος και τίτλου επί όλων των νησιών της ωδεκανήσου και των νησίδων που εξαρτώνται από αυτά συµπεριλαµβανοµένου και του Καστελόριζου. Μετά µε τη Συνθήκη των Παρισίων το 1947 τα νησιά αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Συγκεκριµένα για τα Ίµια που απέχουν 5,5 ν.µ. από την Κάλυµνο και 3,7 ν.µ. από την Τουρκία, είναι ελληνικά και βάσει ιταλοτουρκικού πρωτοκόλλου του 1932, που διαπιστώνεται από διάφορες τουρκικές επιστολές. Η δε κρίση στα Ίµια το 1995-1996, µε υποστολές σηµαιών από δηµοσιογράφους, παραβιάσεις ελληνικών χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου από τουρκικά πολεµικά πλοία και µαχητικά αεροσκάφη αντίστοιχα, µε αποβιβάσεις Τούρκων στρατιωτών, δεν µπορεί να θεωρηθεί απλή «σύµπτωση» όπως την αποκαλούν οι Τούρκοι. 18
Αντίθετα η Τουρκία θεωρεί την πολιτική της Ελλάδας επεκτατική και υπερασπίζεται το ευαίσθητο οικοσύστηµα των νησίδων. Ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται µόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονοµαστικά στα κείµενα των Συνθηκών µε τις οποίες παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Εµµένει στη θέση ότι στο Αιγαίο υπάρχουν «γκρίζες ζώνες» κυριαρχίας που περιλαµβάνουν τουλάχιστον 100 µικρά νησιά, µερικά εκ των οποίων είναι κατοικηµένα όπως το Αγαθονήσι και το Φαρµακονήσι. Το καθεστώς των νησιών αυτών υποστηρίζει η Άγκυρα, πρέπει να καθοριστεί µέσω διαπραγµατεύσεων. Πιο συγκεκριµένα, αναφέρει για τα Ίµια, δηλαδή τους βράχους Καρντάκ, ότι δεν γίνεται µνεία σε καµία συνθήκη το που ανήκουν. Θεωρεί την κρίση των Ιµίων, «σύµπτωση», µε την Ελλάδα να προκαλεί, µέσω του ηµάρχου της Καλύµνου, το πλοίο που έπλεε κοντά στα Ίµια, υψώνοντας την ελληνική σηµαία και στέλνοντας στρατό. Τούρκοι δηµοσιογράφοι αντέδρασαν υψώνοντας την τουρκική σηµαία στα Ίµια. Η αντίδραση της Τουρκίας χαρακτηρίζεται ήπια. Αντιλαµβανόµαστε από τα παραπάνω, πόσο αδιέξοδη είναι και για τις δύο χώρες αυτή η αντιπαράθεση. Η ανησυχία για την ασφάλεια, η αβεβαιότητα για τις προθέσεις του άλλου, αποτελούν, σε κάποιες κρίσεις, δίληµµα ασφάλειας. 27 Η προσπάθεια για την εξασφάλιση της ασφάλειας, οδηγεί σε αύξηση του εξοπλισµού, µε µεγάλα οικονοµικά κόστη. Ο συσχετισµός των αποφάσεων των δύο χωρών οδηγεί στην αύξηση των δαπανών του εξοπλισµού και από τις δύο χώρες, εντείνοντας τον ανταγωνισµό. 28 Τι καλύτερο, από το να συµφωνούσαν και οι δύο χώρες για µείωση των αµυντικών τους δαπανών ενόψει µάλιστα της επικείµενης οικονοµικής κρίσης. ηµιουργείται η εντύπωση πως δεν υπάρχουν περιθώρια επίλυσης των διαφορών και των προβληµάτων των δύο χωρών, αφού υπάρχουν εντελώς διαφορετικοί τρόποι αντίληψης των γεγονότων, των ενεργειών, διαφορετικές προθέσεις πολλές φορές µε σκοπιµότητες, κρυφές σκέψεις, στρατηγικές και κυρίως µη ύπαρξη διάθεσης σύγκλισης. ιαφορετική στρατηγική πολιτική ακολουθεί και η Ελλάδα στην αντιµετώπιση των διαφόρων κρίσεων. Στην κρίση του 1976, έχουµε την επιθετική στάση του Ανδρέα Παπανδρέου, ως Αρχηγού της Αξιωµατικής Αντιπολίτευσης, µε τη γνωστή φράση «βυθίστε το Χόρα» και την πραγµατολογική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Καραµανλή ως 27 Panayotis Tsakonas, The Security Dilemma in Greek-Turkish Relations: Theory and Practice, Centre for Hellenic Studies and Research-Canada,5-22. 28 Christos Kollias, A Look at the Methodological Issues Involved in the Greek-Turkish Arms Race Hypothesis, Centre for Hellenic Studies and Research-Canada,100-110. 19
Πρωθυπουργού, µε την προσφυγή στο Συµβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο ιεθνές ικαστήριο της Χάγης. Στη συνέχεια κατά τη δεκαετία του 80 είναι χαρακτηριστική η αδιάλλακτη στάση του κ. Ανδρέα Παπανδρέου, ως Πρωθυπουργού της Ελλάδας, επειδή θεωρούσε ότι οι διεκδικήσεις ήταν µονοµερείς από πλευράς της Τουρκίας, µέχρι την κρίση του 1987 που µιλάει για «τον µη πόλεµο» και ζητάει από τον κ. Τουρκούτ Οζάλ, να αποσοβηθεί η σύγκρουση και να αποτραπεί το κλίµα. Γνωστό ως «Πνεύµα Νταβός» µε µια σειρά συµφωνιών χαµηλής πολιτικής. Προς το τέλος της δεκαετίας του 90, το κλίµα πάλι άλλαξε επί κυβέρνησης κ. Κώστα Σηµίτη, ο οποίος πίστευε πως για τις ελληνοτουρκικές διαφορές έπρεπε να ενηµερωθούν οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας και να ξεκινήσει ο διάλογος µε την Τουρκία σε θέµατα χαµηλής πολιτικής. Μεσολάβησε όµως το Φεβρουάριο 1999 η «κρυφή» είσοδος του Κούρδου ηγέτη του ΡΚΚ Αµπτουλάχ Οτσαλάν στην Αθήνα και η φυγάδευσή του στην ελληνική πρεσβεία της Κένυας, επιβεβαιώνοντας την κατηγορία «ο εχθρός του εχθρού µου είναι φίλος µου», µέχρι τη σύλληψη και παράδοσή του στις τουρκικές αρχές. Το κλίµα ανάµεσα στις δύο χώρες έγινε θετικό, αρχικά µε την αλληλοβοήθεια των χωρών στους καταστροφικούς σεισµούς του Αυγούστου-Σεπτεµβρίου του 1999 και µετέπειτα στη Σύνοδο του Ελσίνκι το εκέµβριο του ίδιου έτους, µε την άρση του ελληνικού veto για την ανακήρυξη της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας στην Ε.Ε., µε δύο ανταλλάγµατα: α) την κυπριακή ένταξη, χωρίς την προϋπόθεση επίλυσης του χρόνιου Κυπριακού ζητήµατος και β) τις διµερείς προσπάθειες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, που αν δεν στεφθούν µε επιτυχία µέχρι το 2004, να καταφύγουν στο ιεθνές ικαστήριο της Χάγης. 29 Το 1999 αποτέλεσε χρονιά ορόσηµο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η έναρξη της διαδικασίας του διαπραγµατευτικού πλαισίου της Τουρκίας µε την Ε.Ε. µετά από την ελληνική κίνηση (άρση της αρνησικυρίας) θεωρείται καλός οιωνός. Βέβαια, η σαφής και εµφατική υπενθύµιση των τουρκικών θέσεων και διεκδικήσεων στα διµερή ζητήµατα, µε τις συνεχείς παραβιάσεις εναέριου και θαλάσσιου χώρου, ζητήµατα έρευνας και διάσωσης, «γκρίζες ζώνες», δείχνει ότι η Τουρκία «δοκιµάζει» την Ε.Ε., στα θέµατα ελληνοτουρκικών διαφορών, προσπαθώντας να τα διαχωρίσει από την περαιτέρω πορεία των ευρω-τουρκικών σχέσεων. Η Ελλάδα απ τη µεριά της, έχει στηρίξει την πολιτική της απέναντι στην Τουρκία, στην ελπίδα ότι η ευρωπαϊκή της πορεία, την οποία στηρίζει µέχρι σήµερα, θα τη µεταµορφώσει σταδιακά σε ένα πολύ καλό γείτονα, προωθώντας 29 Θάνος Ντόκος, Αλφαβητάρι των Ελληνο-Τουρκικών Σχέσεων, ΕΛΙΑΜΕΠ, Κείµενο Εργασίας Νο 11/2010, Μάϊος 2010 20
ταυτόχρονα την ενίσχυση των διµερών πολιτικών και οικονοµικών δεσµών και τη διαχείριση τυχόν προβληµάτων µέσω διπλωµατίας και µέτρων οικοδόµησης εµπιστοσύνης. 30 Οι δύο χώρες θα πρέπει να εργαστούν για µια διέξοδο που θα εξασφαλίζει στη βάση των κοινών συµφερόντων την ειρήνη, τη δηµοκρατία, τη συνεργασία, την ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη, που µόνο θετικά αποτελέσµατα µπορεί να έχει, ώστε η ένοπλη σύγκρουση να φαίνεται εξωπραγµατική. 30 Θάνος Ντόκος, Τι νευράζει την Άγκυρα, ιεθνείς Οικονοµικές Σχέσεις & ιπλωµατία, Τεύχος 31, 05 Μαρτίου 2010 http://www.diplomatia.gr/modules/article/content_printable.php?aid=906&clid=57 21
2. Παράγοντες που επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές οικονοµικές σχέσεις Η Ελλάδα όπως και η Τουρκία βρίσκονται γεωγραφικά σε µια περιοχή µε σηµαντική γεωστρατηγική σηµασία που χαρακτηρίζεται συχνά από έντονη ρευστότητα, αστάθεια και ανασφάλεια. Αλλά και το διεθνές σύστηµα έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, κυρίως στην µεταψυχροπολεµική εποχή, µε το τέλος του διπολισµού. Το σηµερινό διεθνές σύστηµα απαρτίζεται κυρίως από κράτη, των οποίων κύριο µέληµα είναι η διατήρηση της εθνικής τους κυριαρχίας. Τα κράτη αρνούνται να αναγνωρίσουν οποιαδήποτε ανώτερη πολιτική εξουσία µέσα στα εδαφικά τους σύνορα και λαµβάνουν δράσεις για τη διατήρηση της κυριαρχίας τους, προσδιορίζοντας έτσι τον αναρχικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήµατος, υπό την έννοια της έλλειψης κάποιας πολιτικής εξουσίας ανώτερης εκείνης των ίδιων των κρατών. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία αναζητούν το ρόλο τους σε ένα µεταβαλλόµενο κόσµο όπου αναδύονται νέες προκλήσεις για την εσωτερική, τη διεθνή και περιφερειακή σταθερότητα, κάτι που επηρεάζει και τις µεταξύ των δύο χωρών οικονοµικές σχέσεις. Η Ελλάδα καλείται να αντιµετωπίσει αυτές τις προκλήσεις µε τρόπο που να διασφαλίζει σταθερότητα και ευηµερία. Ανοιχτά µέτωπα «στην άµεση γειτονιά µας», όπως όλοι γνωρίζουµε, υπάρχουν. Ο πυρήνας της ελληνικής πολιτικής δεν αφορά παίγνιο µηδενικού αθροίσµατος, αλλά παίγνιο που όλοι µπορούν να αποκοµίσουν όφελος. Η ενέργεια, το περιβάλλον, ο τουρισµός, η ανταλλαγή τεχνογνωσίας στο επίπεδο της διακυβέρνησης και της οικονοµίας είναι τοµείς που η χώρα µας µπορεί να έχει ρόλο. Τα Βαλκάνια και η Ανατολική Μεσόγειος αποτελούν γεωγραφικούς χώρους που η Ελλάδα δεν πρέπει να ξεχνά ότι ανήκει, η ενασχόλησή της συνεπώς µε τις περιοχές αυτές αποτελεί κύριο µέληµα της πολιτικής της. Οι αποσταθεροποιητικές τάσεις λόγω εθνικιστικών εξάρσεων στο Κόσσοβο και στη Βοσνία, το Σκοπιανό, η επίλυση του Κυπριακού προβλήµατος, αλλά και η ίδια η Τουρκία αποτελούν προκλήσεις στις οποίες η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να ανταποκριθεί µε γνώµονα τα συµφέροντα της, το διεθνές δίκαιο, τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συµµετοχή της στην οργανωµένη διεθνή κοινωνία. Ιδιαίτερα η σχέση της µε την Τουρκία, ανεξάρτητα από τις τρέχουσες εξελίξεις, παραµένει κορυφαία προτεραιότητα και πηγή ανησυχίας για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας της χώρας. Για την αποτροπή απειλών εναντίον της ασφάλειάς της, η Ελλάδα βασίζεται στην εσωτερική εξισορρόπηση, µε ενίσχυση των εξοπλισµών δαπανόντας ένα σηµαντικό ποσοστό του ΑΕΠ για την άµυνα και στην εξωτερική εξισορρόπηση µε τη συµµετοχή σε διεθνείς οργανισµούς, οργανώσεις κλπ. 31 31 Θάνος Ντόκος, επιµ., Ελληνική Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας στον 21 ο αιώνα (Αθήνα: ΕΛΙΑΜΕΠ, 2007),6. 22
Η Ελλάδα είναι µέλος των κυριότερων διεθνών οργανισµών όπως ο Οργανισµός Ηνωµένων Εθνών (ΟΗΕ), η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), το Βορειοατλαντικό Σύµφωνο-ΝΑΤΟ, ο Οργανισµός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), το Συµβούλιο της Ευρώπης, αλλά και µικρότερων περιφερειακών οργανισµών όπως ο οργανισµός Παρευξείνιας Οικονοµικής Συνεργασίας, κ.λ.π. Επιπλέον, έχει υπογράψει και επικυρώσει όλες τις διεθνείς συνθήκες για τον αφοπλισµό και τον έλεγχο των εξοπλισµών (Συνθήκη Ανταρκτικής, Συνθήκη Εξωτερικού ιαστήµατος, Μη ιασποράς Πυρηνικών Όπλων, Σύµβαση για τα Βιολογικά Όπλα, Συνθήκη CFE για τα Συµβατικά Όπλα στην Ευρώπη κ.λ.π.) και συµµετέχει σε όλα τα διεθνή καθεστώτα ελέγχου εξαγωγών (Wassenaar Arrangment, Australia Group, Zangeer Committee, London Club, MTCR-Missile Technology Control Regime). Η Ευρωπαϊκή και η Ατλαντική διάσταση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έχουν βαρύνουσα σηµασία. Η βαθύτερη ενσωµάτωση της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό οικονοµικό και πολιτικό οικοδόµηµα καθώς και στην εξελισσόµενη πολιτική ασφάλειας της ΕΕ, αποτελεί σταθερή προτεραιότητα. Ιδιαίτερη έµφαση δίνει η Ελλάδα στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και Άµυνας της ΕΕ και συµµετέχει στην Ευρωπαϊκή ύναµη Ταχείας Αντίδρασης, αν και η αµερικανική επέµβαση στο Ιράκ κατέδειξε ότι η Ευρώπη έχει να διανύσει πολύ δρόµο µέχρι να διαµορφώσει µια κοινή πολιτική σε θέµατα ασφάλειας και άµυνας. 32 Ταυτόχρονα, για την Ελλάδα παραµένει σηµαντικός στόχος η διατήρηση καλών σχέσεων µε τις ΗΠΑ και η ενεργή συµµετοχή της στη Συµµαχία του ΝΑΤΟ, θεωρώντας ότι έτσι ενισχύεται η ελληνική ασφάλεια όχι µόνο στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διαφορών αλλά και στην ευρύτερη βαλκανική και µεσογειακή αστάθεια και στις «ασύµµετρες απειλές». Η Τουρκία όπως επεσήµανε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών κ. Νταβούτογλου σε οµιλία του στην σύνοδο Τούρκων Πρέσβεων στην Κωνσταντινούπολη, αναφερόµενος στη βαρύνουσα γεωπολιτική θέση της χώρας του δήλωνε ότι «όποιο χάρτη και αν κοιτάξεις η Τουρκία βρίσκεται στο κέντρο. Είναι ίσως πρώιµο να λεχθεί αν η Τουρκία έχει κατακτήσει το ρόλο µιας ισχυρής περιφερειακής δύναµης. Ως θεωρητικός όµως των διεθνών σχέσεων οφείλω προσωπικά να αξιολογώ τις κρατικές συµπεριφορές σε συσχετισµό µε το διεθνή και περιφερειακό περίγυρο. Σ ένα αβέβαιο και ασταθές περιβάλλον όπου η ανάδειξη περιφερειακών παικτών είναι συνάρτηση όχι µιας στρατηγικής στρατιωτικής αντιπαράθεσης, όπως κατά τον Ψυχρό πόλεµο, αλλά επιµέρους απειλών σε τοπική κλίµακα που απαιτούν 32 Ibid.,7. 23