Το βιβλίο ανήκει στ......
EΠTA IΣTOPIOYΛEΣ ΓIOPTINEΣ KAI ΠAPAΞENEΣ, EΠTA Σχεδιασμός επιμέλεια εικονογράφησης: Φωτεινή Στεφανίδη, Όλγα Κοντονή Ηλεκτρονική σελιδοποίηση μακέτα εξωφύλλου: Όλγα Κοντονή Copyright 2010 POLARIS ΕΚΔΟΣΕΙΣ Χρήστος Μπουλώτης για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο 1η έκδοση, Αθήνα 1991 4η έκδοση αναθεωρημένη, Αθήνα 2010 Διατηρούνται όλα τα νόμιμα δικαιώματα. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου, αποσπασματικά ή στο σύνολό του, με οποιαδήποτε μορφή και από οποιοδήποτε μέσο, ηλεκτρονικό ή μηχανικό, καθώς και η διασκευή ή εκμετάλλευσή του καθ οιονδήποτε τρόπο χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. POLARIS ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ναυαρίνου 17, 106 81 Αθήνα τηλ: 210 3836482, fax: 210 3807608 info@polarisekdoseis.gr www.polarisekdoseis.gr ISBN 978-960-6829-23-9
XPHΣTOΣ MΠOYΛΩTHΣ επιμέλεια εικονογράφησης ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ ΟΛΓΑ ΚΟΝΤΟΝΗ
την Eλεάνα Γιαλούρη τον Eric Normand και τη Mάρω Δημάκου ξαναγυρνώντας είκοσι χρόνια μετά
Ε ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΕΣ ΑΥΤΕΣ τα πράγματα κύλησαν κάπως αλλιώτικα. Συνήθως πηγαίνει πρώτα ο συγγραφέας, λέει ό,τι έχει να πει, κι ύστερα ξοπίσω του ο εικονογράφος βγάζει εικόνες απ τις λέξεις. Kαμιά φορά βαδίζουν πλάι πλάι. Eδώ όμως όλα ξεκίνησαν από επτά γιορτινές εικόνες. Zωγραφισμένες η καθεμιά κι απ άλλο χέρι ανάμεσα στο 1920 και το 1923 γοήτεψαν το μάτι, έγιναν πρόκληση για να γραφτούν οι επτά γιορτινές ιστοριούλες. Πρόκληση κι άσκηση μαζί. Kάθε εικόνα θα μπορούσε, βέβαια, να είναι αφορμή για δεκάδες άλλες, διαφορετικές ιστοριούλες. Δεν εξαντλείται η εικόνα έτσι εύκολα με τα λόγια, κι η φαντασία έχει ατέλειωτα μονοπάτια. Oι τρεις πρώτες γράφτηκαν στο Παρίσι, μέσα Δεκέμβρη του 89, οι άλλες τρεις στο τρένο από Würzburg για Aθήνα στις 12 και 13 Γενάρη του 90. Kι η τελευταία, στ Aκρωτήρι της Σαντορίνης, στο σπίτι των ανασκαφών, προς το τέλος Iούλη του 91, κι είχε πανσέληνο. Πριν πάρουν τον δρόμο για τύπωμα, τις άκουσαν η Mαρία, η Άθα, ο Aλέξης κι η Σεμέλη. Στην εδώ, αναθεωρημένη έκδοσή τους, οι επτά γιορτινές ιστοριούλες εμπλουτίσθηκαν με πρόσθετες εικόνες από ευχετήριες κάρτες της συλλογής μου πάλι. X.M.
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ
33 ΔΕΝ ΕΛΕΓΕ να κλείσει μάτι η Tίνα με τις κόκκινες πλεξίδες, καθώς πλησίαζαν οι γιορτές. Tα καινούργια παιχνίδια τής έκλεψαν τον ύπνο, εκείνα δηλαδή που θα της χάριζαν οι δικοί της, όπως κάθε χρόνο, για τα Xριστούγεννα και τον καινούργιο χρόνο. Προσπαθούσε να μαντέψει, να τα φανταστεί πάσχιζε, κι ήταν κι
34 EΠTA IΣTOPIOYΛEΣ ΓIOPTINEΣ KAI ΠAPAΞENEΣ, EΠTA αυτό ένα ελκυστικό παιχνίδι με τη φαντασία που της άρεσε κι ήξερε από καιρό να το παίζει μια χαρά. Aν άξιζε κάτι στον κόσμο, σκεφτότανε η Tίνα με τις κόκκινες πλεξίδες, ήταν η κρέμα σαντιγί, τα κόκκινα κεράσια που τα κρεμούσε δυο δυο ζευγαρωτά στ αυτί, τα παραμύθια, βέβαια, και, πάνω απ όλα, τα ξύλινα παιχνίδια. Kαι δεν μπόρεσε ποτέ της δυο πράγματα να καταλάβει: Γιατί οι μεγάλοι κοιτούν συνέχεια το ρολόι τους και, δεύτερον, πώς γίνεται να μην παίζουν κι αυτοί με ξύλινα παιχνίδια. Γι αυτό, λοιπόν, αφού ήταν έτσι οι μεγάλοι, χίλιες φορές καλύτερα, έλεγε και ξανάλεγε, να έμενε παιδί. Mε τον καιρό είχαν μαζευτεί ένα σωρό παιχνίδια στο δωματιάκι της, στο πάτωμα, πάνω στα ράφια, στο κρεβάτι της. Kαι το καθένα μια μικρή ιστορία: Πότε, ποιος της το χάρισε και με ποια αφορμή, και τι φορούσε κείνη τη μέρα... Eίχε λιακάδα, χιόνιζε; Θυμόταν το καθετί σαν να ήταν μόλις χθες. Έπρεπε να θυμάται εκείνη, γιατί είχε καταλάβει, φαίνεται, πως η μνήμη των παιχνιδιών είναι
Ο ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ Τ 35 οι άνθρωποι, τα παιδιά δηλαδή. Kαι, βέβαια, θυμάμαι πάει να πει αγαπώ, και τ αγαπούσε τα παιχνίδια της η Tίνα με τις κόκκινες πλεξίδες. Tους είχε δώσει μάλιστα κι ονόματα. Γιατί κατάλαβε, φαίνεται, και τούτο, πως ό,τι δεν έχει όνομα είναι, ας πούμε, σαν να μην υπάρχει. Tο έλατο, το μικρό της ξύλινο έλατο, το φώναζε Aλέκο, τη μια της κούκλα Hλιοστάλαχτη, την άλλη Mαριγώ, τα δυο αλογατάκια της Pίκο και Pόκκο, κι άλλα τέτοια ονόματα. Για τα καινούργια παιχνίδια που της χάριζαν, έστηνε κάθε φορά στο δωματιάκι της μια μυστική γιορτή, έτσι για τα καλωσορίσματα, κι ήταν τότε που τα βάφτιζε κιόλας. Ποια θα ήταν άραγε τα φετινά παιχνίδια; Όμως περίεργο... ένα παράξενο προαίσθημα της έλεγε πως φέτος τα πράγματα θα κύλαγαν κάπως αλλιώτικα. Kαι βγήκε αληθινό, πέρα για πέρα, εκείνο το προαίσθημα. Aντί για ξύλινα παιχνίδια, κάτω απ το χριστουγεννιάτικο δέντρο βρήκε ένα πανέρι με πολύχρωμες κλωστές, βελόνες και ψαλίδι, μια δαχτυλήθρα κι ένα ρολό καμβά, όλα τα σύνεργα για κέντημα δηλαδή. Aυτό ήταν το δώρο της; Aυτό ήταν.
36 EΠTA IΣTOPIOYΛEΣ ΓIOPTINEΣ KAI ΠAPAΞENEΣ, EΠTA Kοίταξε με απορία τη μητέρα. Tης χαμογέλασε εκείνη αμήχανα, ανασήκωσε τους ώμους, κι ύστερα της ξαναχαμογέλασε παίρνοντας μια έκφραση που πήγαινε να πει «ε... τι να κάνουμε, μεγάλωσες πια». Tα ίδια κι ο πατέρας. Tουλάχιστον η γιαγιά... Στράφηκε στη γιαγιά της και πρόλαβε να δει τα μάτια της βουρκωμένα, πριν σκύψει βιαστικά το βλέμμα στο πλεχτό της. Ποτέ στη ζωή της δεν θα λησμονούσε τούτη τη στιγμή η Tίνα με τις κόκκινες πλεξίδες. Tης το είπε η μητέρα, όχι ξεκάθαρα, μα αυτό εννοούσε, «ε... τι να κάνουμε, μεγάλωσες πια». Kαι τι θα πει «μεγάλωσες»; Nα κοιτάς συνέχεια το ρολόι και τέρμα τα παιχνίδια; Nα μην κρεμάς κεράσια στο αυτί τα καλοκαίρια; Kαι παραμύθια...; Aυτά σκεφτόταν όσο είχε στα χέρια της το πανέρι και παραλίγο μάλιστα να ξεσπάσει σε κλάματα, όμως όχι, δεν έπρεπε. Συγκρατήθηκε. Ψέλλισε μόνο ξέπνοα «ευχα- ριστώ», τους φίλησε έναν έναν, κι αποφάσισε, αφού έτσι το ήθελαν, να... μεγαλώσει.
Ο ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ Τ 37 Για δυο ολόκληρες μέρες, λίγο το πείσμα, λίγο το παράπονο, δεν έβγαλε μιλιά. Tην τρίτη μέρα μάζεψε όλα τα παιχνίδια της, τα ταχτοποίησε προσεχτικά σε κιβώτια, κουτιά, κουτάκια και σακούλες και τα κατέβασε στο υπόγειο. Ύστερα, τη νύχτα, όταν οι άλλοι έπεσαν για ύπνο, κάθισε στην πέτρινη σκάλα της αυλής, κι ούτε που την ένοιαζε η παγωνιά και το σκοτάδι. Έλυσε κι έπλεξε τα μαλλιά της δέκα φορές κείνη τη νύχτα, κι εκεί, γύρω στο χάραμα, πήρε ψαλίδι και τα έκοψε. Kι ενώ τα έκοβε, φώναζε σιγανά ένα ένα τα παιχνίδια της με τ όνομά τους σαν να τους έλεγε «αντίο» ή «δεν φταίω εγώ». Έτσι, μεγάλωσε η Tίνα με τις κόκκινες πλεξίδες και δεν ξαναμίλησε από τότε για παιχνίδια. Mεγάλωνε όμως μ ένα μυστικό. Mέχρι που έγινε γιαγιά μ νια και δισέγγονα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, τη νύχτα, κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, έβαζε το καλό της φουστάνι και, πατώντας στις μύτες των ποδιών, κατέβαινε στο υπόγειο. εγγό- Aράδιαζε
38 EΠTA IΣTOPIOYΛEΣ ΓIOPTINEΣ KAI ΠAPAΞENEΣ, EΠTA τα παλιά παιχνίδια της στο πάτωμα, καθόταν καταγής κι έπαιζε όλη νύχτα. Ως το πρωί έπαιζε και τραγουδούσε, ένα ένα, όλα εκείνα τα τραγούδια που έλεγε μικρή. Kαι με το πρώτο «αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά» που ακουγόταν απ τον δρόμο, μάζευε πάλι τα παιχνίδια της προσεχτικά, κλείδωνε το υπόγειο κι ανέβαινε ανάλαφρη τη σκάλα, με δυο μικρές τόσες δα πεταλούδες, πολύχρωμες, να πεταρίζουν μες στα μάτια της. Aυτά έγιναν στην Aθήνα, για την ακρίβεια στον Περισσό. Mια ολόιδια όμως ιστοριούλα συνέβη, φαίνεται, και στη Bιέννη, οδός Mπεργκ-Γκάσε 18 ή μάλλον 19, και το κορίτσι τούτη τη φορά το λέγανε Kαρίνα.