Ο ΝΟΥΣ ΣΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΟΥ ΑΝ ΜΕΙΝΕΙ ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Σπουδή πάνω στη ΣΙΒΥΛΛΑ του Άγγελου Σικελιανού 1



Σχετικά έγγραφα
ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Τηλ./Fax: , Τηλ: Λεωφόρος Μαραθώνος &Χρυσοστόµου Σµύρνης 3,

1 ο ΓενικόΛύκειοΚοζάνης Σχολική Βιβλιοθήκη. Υπεύθυνη Βιβλιοθήκης Ελπίδα Ματιάκη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ΤΡΩΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΞΗΣ: ΜΑΝΤΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΗ ΘΟΔΩΡΗ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΕΛΛΑΡΗΣ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Ι. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Το μενταγιόν που θύμιζε μισοφέγγαρο. Περάσανε κάποιοι μήνες. Ο Μάρκος, από την ώρα της ανατολής κι όσην ώρα

Α. ΚΕΙΜΕΝΑ 1 «ΤΟ ΧΕΡΙ»

Ιερα Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ

ΤΡΩΑΔΕΣ ΕΚΑΒΗ-ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ. 306 κεξ. Εκ. Όχι. Δεν είναι πυρκαγιά. Είναι η κόρη μου η Κασσάνδρα.

Παραγωγή γραπτού λόγου

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

«Η μάνα Ηπειρώτισσα» - Γράφει η Πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών Νομού Τρικάλων Νίκη Χύτα

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Τζιορντάνο Μπρούνο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Το παραμύθι της αγάπης


Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

«ΕΛΕΝΗ» ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Λίγα λόγια για την προσευχή με το κομποσχοίνι.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Όσο μπορείς, Κ. Π. Καβάφη ( Παράλληλο κείμενο: Τριαντάφυλλα στο παράθυρο, Α. Εμπειρίκου)

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

ΜΑΘΗΜΑ 11 Ο Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΧΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ. στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ Λυκείου

5 Μαρτίου Το μυστήριο της ζωής. Θρησκεία / Θεολογία. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979)

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Να λες στη γυναίκα. σου ότι την αγαπάς και να της το δείχνεις.

Τ ρ ί τ η, 5 Ι ο υ ν ί ο υ Το τελευταίο φως, Ιφιγένεια Τέκου

Μιχάλης Κοκοντίνης. 1 Πειραματικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ε'1 τάξη Οι Ρωμαίοι κυβερνούν τους Έλληνες

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ [ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ. Μελέτη Ελληνισμού

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ εμείς.

Οι ρίζες του δράματος

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Γι αυτό και εμείς, ενωμένοι με τους Αγγέλους και τους αγίους, διακηρύττουμε τη δόξα σου αναφωνώντας και λέγοντας (ψάλλοντας):

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Το φως αναφέρεται σε σχετικά έντονο βαθμό στη μυθολογία, τόσο στην ελληνική όσο και στη μυθολογία άλλων αρχαίων λαών που το παρουσιάζουν σε διάφορες

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου,

Naoki HigasHida. Γιατί χοροπηδώ. Ένα αγόρι σπάει τη σιωπή του αυτισμού. david MiTCHELL. Εισαγωγή:

Μιλώντας με τα αρχαία

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο.

3 πνοές της Άνοιξης. Ε 1 τάξη. 2 ο Δημ. Σχολ. Υμηττού

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΒΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Παραγωγή γραπτού λόγου Ε - Στ τάξη Σύνθεση ποιήµατος

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Εμείς τα παιδιά θέλουμε να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του τόπου μας και όλου του κόσμου.

Ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

ραµατική Ποίηση Το δράµα - Η τραγωδία - Το αρχαίο θέατρο Ερωτήσεις κλειστού τύπου ή συνδυασµός κλειστού και ανοικτού τύπου 1. Αφού λάβετε υπόψη σας τι

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

2 Μαρτίου Η Δύναμη της Αγάπης. Θρησκεία / Θρησκευτική ζωή. Μίνα Μπουλέκου, Συγγραφέας-Ποιήτρια

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Διδακτικοί Στόχοι. Να διαµορφώσουµε µια πρώτη εικόνα για τον Μενέλαο, τον άλλο βασικό ήρωα του δράµατος.

Αγγελική Βαρελλά, Η νίκη του Σπύρου Λούη

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ

Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία

Μητρ. Δημητριάδος: Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. μέρος Πρώτο ο ρολοσ ΤοΥ ελληνα ανδρα μεσα στουσ αιωνεσ. κεφάλαιο 1. οι συνθηκεσ Τησ ανδρικησ απουσιασ... 39

Transcript:

1 Ο ΝΟΥΣ ΣΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΟΥ ΑΝ ΜΕΙΝΕΙ ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Σπουδή πάνω στη ΣΙΒΥΛΛΑ του Άγγελου Σικελιανού 1 Του Τηλέμαχου Μουδατσάκι Στη σπουδή μου αυτή μελετώ τη Σίβυλλα του Άγγελου Σικελιανού. Αρχίζω με την ανάγνωση του εκτενέστατου μονολόγου του Οσίου Τελεσφόρου στην Α Σκηνή απαντώντας στην αποστροφή «Ο νους σας μοναχός του αν μείνει, ψεύτικος είναι βασιλιάς» ενώ συνεχίζω με μιαν ανάλυση για την κατανόηση της Σίβυλλας εφ όλης της ύλης. Επιμένω στους προηγούμενους στίχους: «Ο νους σας βασιλιάς», γιατί η ανάγνωση αναγνώρισή του, απαντά στην καλλιέργεια της μαντικής, ως έκτακτης αίσθησης που συνιστά το θεμέλιο της Δελφικής ιδέας. Η άγονη επί χρόνια «αγρύπνια» (πρβ. αναμονή) για την εν λόγω ιδέα, έχει αποβεί, κατά τον ποιητή, νύστα: Κρατάει τόσους αιώνες η αγρύπνια η Δελφική και πώς μιαν ώρα να μη βαρύνουν τα ματόκλαδά μας ; Και συνεχίζει ο Όσιος Τελεσφόρος με μιαν έγκαιρη διδαχή: Δεν φτάνει των στοχασμών η δύναμη κι η πίστη να τα κρατήσει ολάνυχτα (τα μάτια). Αυτό που απαιτείται είναι η συντροφιά του νου, του νου βασιλιά, αφού βασιλιάς χωρίς υπηκόους δεν είναι βασιλιάς. Απαιτείται, λοιπόν, ένας «εποικισμένος» νους, ένας νους συν-αγωνιστής συνάλληλος της κοσμικής δύναμης, της δύναμης που συνέχει τον κόσμο, τη σφαίρα Με τούτην αν δεν σμίξει κι ο νους από τον ίδιο τον σκοπό του ξεπέφτει, που ναι ακοίμητα να δένει της γης το χτυποκάρδι με τη λάμψη τ ανέφελου ουρανού. Αυτή η δύναμη είναι ο κοσμικός πλούτος, ως κλήρος του ποιητή, ως πρωτογενής πηγή έμπνευσης για τον ίδιο. Και συνεχίζει ο Όσιος Τελεσφόρος στη Σίβυλλα: Τι μοναχός του συχνά, απ το ίδιο το φως του θαμπωμένος ο νους αποξεχνιέται σ όσα λάμπουν σιμότερα του πιότερο, ενώ μέσα 1 Η σπουδή αυτή βασίζεται στα άπαντα του Άγγελου Σικελιανού και ιδιαιτέρως στη «ΘΥΜΕΛΗ» (τα θεατρικά του έργα) από τις εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, χ.χ.).

2 στα σκοτεινά, που δεν τα φτάνει η Μοίρα γουρμάζει μοναχός του, ως την ώρα που ξαφνικά κοιλοπονά Αυτή την συγκατοίκηση στη μήτρα του κόσμου στο σκότος όπου σαρώνει μια δύναμη, μια θύελλα, ένα θυελλώδες πνεύμα, ζητά ο Άγγελος Σικελιανός στη Σίβυλλα. Στη μήτρα αυτή θα ωριμάσει και εδώ θα «κοιλοπονέσει», δηλαδή θα δημιουργήσει, ο νους. Ο νους και η κοσμική αυτή δύναμη ως ενεργητής, συνιστούν μιαν οντότητα που προκύπτει ως «υμέναιος», γάμος του γόνιμου σκότους με το φως! Ο νους (προ)διαθέτει αυτό το φως, αλλά για να φέξει χρειάζεται οξύμωρος συνδυασμός το σκότος. Το «μητρικό» σκότος (το σκότος της «μήτρας» του κόσμου), όπου επικρατεί μια θυελλώδης δύναμη. Φαίνεται όμως ότι για τον γάμο αυτό, τον συμπαντικό υμέναιο, απαιτείται ένας χρόνος διατριβής, παραμονής, συγκατοίκησης του νου με το σκότος (το πάμφωτο σκότος) και αυτό για να έχει καρπούς η συζυγία, για να «κοιλοπονέσει» ο πρώτος. Ο ποιητής θα επιμείνει (πρβ. παραμείνει) στη μήτρα του σκότους, θα ζεσταθεί από τη δύναμη των όντων που το συνιστούν ως «σπορές», ως παντοδύναμοι θυελλώδεις κόκκοι της ύπαρξης και θα γεννήσει. Ο γάμος του ποιητή (του νου) στην ίδιο γενεσιουργό μήτρα του θα είναι μια συνουσίωση του ίδιου με τους «κόκκους», τις αρχές της πνευματικής ύλης που κοάζουν στο σκότος, όπως ο «σπόρος» στη γη που περιμένει να πνευματισθεί για να βλαστήσει. Όμως ο Όσιος Τελεσφόρος (μετωνυμία του ποιητή) προχωρεί ακόμη περισσότερο, σ αυτή τη συνύπαρξη νου βασιλιά με την ίδια κοσμική, συμπαντική δύναμη, εν όψει μάλιστα της ποιητικής δημιουργίας. Είναι μια Δελφική σχέση, μια μαντική, η πιο ανατριχιαστική σχέση, που μπορεί να έχει ο νους με τα πράγματα. Σ ένα τέτοιο βάθος κοσμικό ο Άγγελος Σικελιανός ενοφθαλμίζει την Δελφική ιδέα, με την πρόφαση του αειθαλούς «τέλους» της Τραγωδίας, την οποία ο ίδιος θεωρεί ως το αποκορύφωμα του Αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Συνεχίζει ο Όσιος Τελεσφόρος, ο «μεμυημένος», οδηγώντας στο προσκήνιο τη Σίβυλλα, της οποίας τους τρόπους προτείνει ως πρότυπο για τον ποιητή. Ποιόν; Εκείνον που είναι προικισμένος με την έκτακτη αυθυπερβατική αισθαντικότητα, τον μέγα «φρουρό». (Ας μην λησμονεί κανείς την έννοια του στην Πλατωνική Πολιτεία). Σας δίνω για σημάδι την άσπιλη γυναίκα, που η παρθενία της κι η άσβηστη λαχτάρα του θείου υμέναιου την υψώνει κόρη και μάνα όλων αντάμα των ανθρώπων να σπαρταρά, μ αδούλωτη φροντίδα ψυχή μαζί και σώμα, από τον ένα παλμό του θεού να βυθάτε τη σκέψη Σας στο σπλάχνο της για να ναι κι ο νους σας πάντα ζωντανός Αν θα πρέπει να ξεχωρίσει κανείς, προς το παρόν, ένα ιδιάζον ιδίωμα της Σίβυλλας στους προηγούμενους στίχους, αυτό είναι το «σπαρτάρισμά» της από τον παλμό του θεού.

3 Όμως, ο Όσιος Τελεσφόρος, μόλις άρχισε και ο ποιητής ταξινομεί την εμφάνισή της, πριν την πραγματική είσοδό της στη σκηνή. Έτσι περιγράφει το μένος της Γυναικός ως εγερτήριο, καθολικό, για τους μύστες, αφού πρώτα ομολογεί ότι: Κι εμένα ο νους δεν νύσταξε, να νιώθω τόσον καιρό της προφητείας το νάμα να χάνεται μουγκά. Γιατί δεν νύσταξε; Γιατί; Τα μάτια και το πνεύμα (μου) αρπαχτήκαν από τους τρόπους της Σιβύλλας! Ο τρόπος εδώ ας ληφθεί ως κοινός παρανομαστής όλων των σημαινομένων της δράσης της Σιβύλλας. Και συνεχίζει ο Όσιος: Είδες τα μάτια της πώς φλέγονται ως κοιτάζουνε; Έτσι λέω πριχού του ολέθρου να ρθει η μέρα, η Τροία βαθιά στο μάτι μέσα της Κασσάνδρας καθρεφτιζόταν όλη, σα μια δάδα να καίεται βιαστικά! Αυτός ο τρόπος της Σιβύλλας, τα φλεγόμενα μάτια, τα μάτια δηλαδή που καίνε την ύλη της συνήθειας και βλέπουν ό, τι υπάρχει πίσω από αυτήν, συνιστά μιαν άλλη όραση. Μιαν ενδόμυχη όραση, η οποία δεν βλέπει απλώς, αλλά αγγίζει, γεύεται, ακούει τον εσωτερικό τριγμό των όντων, μια όραση που περιέχει όλες τις άλλες αισθήσεις. Η όραση ως ολικευμένη αίσθηση. Αυτή άλλωστε συνιστά το ιδεώδες (Σιβυλλικό, μαντικό) για τον όσιο ποιητή, τους όσιους ποιητές. Ο «νους» δεν θα είναι έτσι μόνος (ψεύτικος βασιλιάς), αλλά συντροφευμένος εποικισμένος από όλες τις αισθήσεις! Αφού ο ποιητής μίλησε, με το στόμα του Οσίου Τελεσφόρου, για την υπέρτατη φλεγόμενη όραση της Σιβύλλας, συνεχίζει τώρα με τους εξωτερικούς της τρόπους στον ίδιο εκτεταμένο διδακτικό μονόλογο: Στου ναού την άκρη κάθεται ωσά βράχος με κλειδωμένα ωσά νεκρού τα χείλη με τα βλέφαρα ασάλευτα αφημένα, σαν όλη η Γη να ναι ανοιχτή μπροστά της! κι εκεί απ το μαύρο της δισάκι τις άγιες βίβλους των χρησμών τραβώντας αρχινάει να τους γεύεται βαθιά της βουβά στο στόμα κι ο νους της κινάει βαρύς, αργός αλέθοντας τα λόγια και τότε ξάφνου βγαίνει μέσαθε της σα βρουχισμός, ο στεναγμός

4 Μέσα από τα «κλειδωμένα χείλη», τα «ασάλευτα βλέφαρα» καίρια εξωτερικά χαρακτηριστικά της Σιβύλλας αίφνης ακούγεται ο βρουχισμός, ο στεναγμός ως πάνσοφο απόσταγμα σιωπής! Η μαντεία βρουχάται, στενάζει, η δελφική προφητεία είναι θορυβώδης! Τα εξωτερικά λοιπόν χαρακτηριστικά της μάντιδος (η σωματική της μάσκα), τα «κλειδωμένα χείλη» καταλήγουν στην κορυφαία στιγμή της πορείας της, στον βρουχισμό στεναγμό! Και αυτό ως πάνσοφο ηχηρό απόσταγμα της άηχης εξωτερικής της στάσης. Η δελφική προφητεία που εκφωνείται με κλειδωμένα χείλη ή ασάλευτα βλέφαρα (μάτια δηλαδή προσηλωμένα στην εστία των πραγμάτων, στην κρυμμένη φύση των όντων) φαίνεται ότι είναι θορυβώδης αν και εκπηδά από μια τελετουργική σιωπή. Σιωπή, όπου ο «νους» συνοικεί με τις αισθήσεις, με την αρχέγονη δύναμη των όντων στο ενδότατο σημείο της κοσμικής μήτρας, το οποίο αν και σκοτεινό και αόρατο συμπίπτει με το πάμφωτο ορατό. Σ ένα επόμενο σημείο, στον ίδιο εκτενή του μονόλογο, ο Όσιος Τελεσφόρος εξειδικεύει τον εν λόγω βρουχισμό της μάντιδος, τον στεναγμό της που προκύπτει από μιαν έλλειψη στέρηση, της οποίας την πλήρωση ικετεύει: Ούτως ή άλλως προορισμός του μάντεως νου είναι να φέρει στο φως ό, τι κυοφορείται στον γνόφο, στο σκότος, όπου πνέει μια θυελλώδης δύναμη και που μόνο με τα «ασάλευτα βλέφαρα» μπορεί να διαβάσει ο ποιητής, ο μύστης διαπερνώντας το με τις ακτίνες της εσωτερικής όρασης. Οι ίδιοι στίχοι υποβάλλουν, άλλωστε, μεταφορικά την άκρα αυτοσυγκέντρωση του μύστη «νου» ή του νου «μύστη» στη βυθοσκόπηση των όντων: Σας δίνω την άσπιλη γυναίκα να βυθάτε τη σκέψη σας στο σπλάχνο της. Πρόκειται για την ολοτελή εγρήγορση του νου, που «αγωνίζεται» με τους εταίρους του, τις αισθήσεις, στην πιο οξυμένη φυσιολογική τους ένταση. Είναι ακριβώς η στιγμή της άκρας βασιλείας του νου, της άκρας συντροφίας του με την αίσθηση των όντων μια δηλαδή δελφική νοησιαρχία, μια παμμαγεία. Ο «νους» αποβαίνει τοιουτο-τρόπως «βασιλιάς»! Και ιδού η σπαραχτική προσευχή της Σιβύλλας στον Διόνυσο, μετά τους παρασκηνιακούς τρόπους της, όπως τους εμφάνισε ο Όσιος Τελεσφόρος: Μεγάλε θεέ ποιος θα πασκίσει να μαζέψει τάχα τα μέλη σου όπου ναι σκορπισμένα στα πέρατα της γης; των περασμένων ακόμα η στάχτη είναι ζεστή κι αν ψάξω βαθιά, μπορεί να βρω μια σπίθα ακόμα της μεγάλης φωτιάς Μα που η πνοή ναι που θα φυσήξει φτάνει τάχα βαθιά μου να συντηρώ το λόγο Σου; Κι α! πότε ο χρησμός θ αλαφρώσει την καρδιά μου, μεγάλε Απόλλωνα. Με τους προηγούμενους στίχους ο Όσιος Τελεσφόρος καταδηλώνει την πενία από τον διαμελισμό του Διονύσου, του Θεού της Τραγωδίας, την πενία από την απουσία των Διονυσιακών ποιητών.

5 Η Σίβυλλα μαστίζεται από αυτή την πενία στέρηση και γι αυτό στενάζει (και τότε βγαίνει μέσαθέ της σα βρουχισμός, ο στεναγμός), γι αυτό μοιρολογά, γι αυτό θρηνεί θρήνο: που πότε σα νανούρισμα ήταν μωρού παιδιού απ τα σπλάχνα της και πότε νυχτοπουλιού κλαημός Η προσδοκία, όμως, παραμένει για την αναβίωση των χρηστηρίων τελετών, για την αναθέρμανση αναζωπύρωση της τέχνης της μαντείας, για την επανοίκηση των Μαντείων, για την επιστροφή των ιερέων (Δελφίων) στα Μαντεία, για την επιστροφή του Διονύσου στην πλήρη σωματικότητά του. Την επανένωση δηλαδή των τεμαχίων του, των οποίων η διασπορά κατέλυσε την τέχνη της Τραγωδίας αφ ης ήδη από τις απαρχές της, τον διθύραμβο, ως την εντελή μορφή της (τον τριλογικό σχηματισμό) αφορούσε στον Διόνυσο. Στον εκτενή, τέλος, μονόλογο του, ο Όσιος Τελεσφόρος, αφού πρώτα τιμωρεί τον αναγνώστη με τη διδαχή: «Ο νους σας μοναχός του αν μείνει/ψεύτικος είναι βασιλιάς», του υπενθυμίζει πως ο ίδιος εν εγρηγόρσει νους θα παραμείνει βασιλιάς, αληθινός βασιλιάς, δελφικός βασιλιάς. Πώς με την προσταχτική εμβύθιση ή την προσταγή εμβύθισης στα σπλάχνα του κόσμου, ο ποιητής στον γάμο του με τις δυνάμεις του αγαθού σκότους (την συντροφία με τις αισθήσεις) θα φέρει τα μυστικά της φύσης στο φως, τον κρυμμένο λόγο των όντων, στο φως. Ο ποιητής εμφανίζει έτσι τη Σίβυλλα σε δύο φάσεις. Στην πρώτη δείχνει τους τρόπους της (εσωτερικούς και εξωτερικούς), στη δεύτερη τον λόγο της ως μοιρολογική ρήση για τη σιωπή της μαντικής. Συνδέει έτσι το πένθος για τη σιγή των Τραγικών και τον διαμελισμό του Διονύσου με την σύμπλαση της Δελφικής ιδέας, στην οποία ο ποιητής αφιερώνει τη ΘΥΜΕΛΗ του, ενώ συλλύβδην τον Λυρικό του βίο. ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΒΥΛΛΑ Αυτό που προέχει στο θέατρο του Άγγελου Σικελιανού, ως θέατρο ιδεών, είναι η διαπάλη των νοημάτων, όπως αυτά εμφανίζονται μέσα από τα πρόσωπα που τα υπηρετούν, χωρίς όμως και να υπηρετούνται αντιστοίχως. Ένα νόημα, μια ιδέα εδώ, δεν δίνει πρόσωπα (πρβ. ήρωες) με εντελώς διακριτή ταυτότητα, γιατί αυτό που λέει ο ένας μπορεί απαράλλαχτα να το πει και ένας άλλος. Ωστόσο, το θέατρο παραμένει καθηλωμένο στο βιβλίο. Τόσο ως προς τον μύθο, όσο και ως προς τη δομή του μύθου. Τόσο δηλαδή η πλοκή όσο και η μορφολογική του τάξη, παραμένει δυσκίνητη και εξηγούμαι: Ο μύθος είναι μόλις εμφανής, τα πρόσωπα δεν εξελίσσονται, δεν διανύουν μια πορεία με ανδραγαθίες ή επιτεύγματα. Ό, τι ζητείται είναι η επιβολή μιας ιδέας (όχι αναγκαστικά της Δελφικής ή και όχι μόνον αυτής) με όλα τα ποιητικά παραφυήματα. Σε ορισμένα μάλιστα περάσματα το ύφος γίνεται προπαγανδιστικό, μυστικό που παραπέμπει στον Nietzche ή στον Καζαντζάκη: Λέει ο Ορφέας στον Διθύραμβο του Ρόδου: Ήλιε, από σένα εγύρεψα βοήθεια, τι σαι αδερφός μου, κι είμαι εγώ δικός Σου τι πρώτα Συ γεννήθης από μένα,

6 μα ανθρωπομίμητος είναι, όσο και να ναι μεγάλοι, οι δρόμοι Σου, τρανέ αδελφέ μου. (στ. 290 294, βλ. και σελ. 42) Το βασικό ωστόσο μορφολογικό/χαρακτηριστικό στο θέατρο του Άγγελου Σικελιανού είναι ο σχοινοτενής μονόλογος, στον οποίο αποδύονται τα πρόσωπα για να διδάξουν τις ιδέες τους. Ένας μονόλογος σαφώς ποιητικός, λογοτεχνικός, αλλά που ενσωματώνει πλαγίως λόγους άλλων προσώπων. Έτσι ένα πρόσωπο δεν είναι ποτέ μόνο του στη σκηνή, είναι μαζί με ένα άλλο, που παρ όλα αυτά απουσιάζει. Δεν είμαι, σε ορισμένες περιπτώσεις, εντελώς βέβαιος αν σ ένα τέτοιο μονόλογο το πρόσωπο δεν πιέζεται περισσότερο να εμφανίσει τον λόγο του, τις προθέσεις του, αλλά και τον λόγο τα χαρακτηριστικά ενός άλλου ή ταυτοχρόνως άλλων προσώπων. Το μορφικό αυτό σύνδρομο δεν είναι διόλου σπάνιο στο θέατρο. Στον Άγγελο Σικελιανό πάντως ο αναγνώστης (ίσως και ο θεατής, αν ο σκηνοθέτης δεν προβεί σε δραστικές συμπυκνώσεις) χάνει συχνά τον ειρμό για να τον ξαναβρεί επιστρέφοντας στο ίδιο κείμενο. Που σημαίνει ότι χάνει το πρόσωπο που έχει εμπρός του. Στον μονόλογο της Α Πράξης στη Σίβυλλα, ο Όσιος Τελεσφόρος ως πρόσωπο, υποκείμενο έκφρασης, παραθέτει τον διδακτικό λόγο του Θεού για τον «εποικισμό» του νου, τη σύμπνοια του νου με τις αισθήσεις σε 30 στίχους (στ. 119 149). Στον ίδιο μονόλογο παρουσιάζει τη Σίβυλλα στο Άδυτο, τον θρήνο της για τον Διόνυσο σε 17 στίχους (στ. 204 221). Και ενώ ενδιαφέρει να ακούσουμε τη Σίβυλλα πριν τη δούμε στη σκηνή, ο μονόλογος, με την σκληρή ελαστικότητά του, μας αναγκάζει να επιστρέψουμε στον λόγο του υποκειμένου έκφρασης εφ όσον ο αναγνώστης κρατεί στο χέρι το βιβλίο. Στην παράσταση, ωστόσο, δεν υπάρχει τέτοια επιστροφή, αφού δεν το επιτρέπει η οντολογία του καλλιτεχνήματος. Βέβαια υπάρχει η πρόνοια της σκηνοθεσίας, που αποκαθιστά τις ισορροπίες. Η συνδρομή των προσώπων ή του λόγου ενός εξωσκηνικού προσώπου στον λόγο μονόλογο ενός σκηνικού, παρά το μορφικό ενδιαφέρον δεν ευνοεί πάντα το τελευταίο. Ο Νεωκόρος στον σύντομο μονόλογό του, στη Β Πράξη (στ. 293 313) της Σιβύλλας εμφανίζει τρία πρόσωπα (και ένας ο ίδιος τέσσερα): την ίδια τη Σίβυλλα, πριν πάντα την είσοδό της στη σκηνή, που παίρνει το λόγο (στη μήτρα του λόγου του Νεωκόρου) για να εμφανίσει τον Φοίβο, τον λόγο του Φοίβου (από τη γνωστή διατριβή του ως υπηρέτη στα ανάκτορα του Αδμήτου, στις Φερρές) και να επιστρέψει πάλι στον εαυτό της, παραχωρώντας την νοητή «θέση» της στον σκηνικό Νεωκόρο. Ο ίδιος όμως στους προηγούμενους 30 στίχους δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τον λόγο του, τώρα μάλιστα θα δώσει ένα κρίσιμο μήνυμα για την κατανόηση της ελεύσεως του Νέρωνος στους Δελφούς. Εισάγει έτσι ένα ακόμη πρόσωπο, τον Όσιο Πυθίο (αργότερα εμφανίζεται αυτοπροσώπως και εκείνος) για να δώσει πλαγίως το μήνυμα. Αντιγράφω τους στίχους 293 313: ΝΕΩΚΟΡΟΣ Η Σιβύλλα ανακραύγασε: «Στο χώμα πιάνουν τα χόρτα ρίζα και κρατιώνται. Κι εσύ, της γης ολοζωίς που οργώνεις, ρίζα στη γη δεν έπιασες! Στου Αδμήτου κατέβη ωστόσο ο Φοίβος τα χωράφια,

7 δούλος ανάμεσα στους δούλους, κι είπε: τα περασμένα είναι τα περασμένα Γη κι ουρανός ειν ένα. Κι ένας να ναι εδώ και πέρα ο μόχτος Σας. Σκωθήτε πλάσματα νέα, στο νέο π αστράφτει Λόγο! Τι η Γη για Σας να σμίξει με τ αστέρια μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι, στάχυα να θρέψει κι ουρανός Δικός Σου θα να ναι ο κόσμος κάποτε, ξωμάχε» Έτσι είπε καθαρά. Κι ο Πύθιος τότε, απ το χρηστήριο βγαίνοντας, με κράζει και μου λέει: «Τώρα πήγαινε στους άλλους τους Οσίους, και να πεις: Η προμαντεία, που τη ζητούσε ο Νέρωνας, εδόθη στης Μάνας Γης το σκλάβο. Αν θέλει τώρα κι ο Νέρωνας, σειρά του είναι να πάρει κι αυτός χρησμό» Συμβαίνει έτσι σ έναν μονόλογο που από τη φύση του είναι στατικός (με την έννοια της ακινησίας της μορφής αφ ης καθυστερεί τον διάλογο, την κίνηση του λόγου ανάμεσα στα πρόσωπα, να συνωστίζονται ακόμη και τέσσερις φωνές, όπως στον προηγούμενο μονόλογο του Νεωκόρου, με διακριτή άλλωστε στίξη. Ονομάζω εδώ προσωρινά τον λόγο ενός β, γ ή δ προσώπου, που εμφανίζεται στον λόγο ενός α, ενός δηλαδή σκηνικού προσώπου (αυτός είναι το υποκείμενο έκφρασης) ενδομήτριο ή ενδοπαγή λόγο. Και είναι προφανές ότι θα έχει ερευνητικό ενδιαφέρον για έναν ηθοποιό να χειρισθεί διαφορετικούς ήχους για να αρθρώσει τον λόγο του άλλου ή των άλλων που εξ ανάγκης οικειοποιείται. Είναι απαραίτητο ο σκηνοθέτης να προβεί σε δραστικές ποσοτικές μειώσεις, ιδίως των στίχων που δεν έχουν οριστική έννοια για την εξέλιξη της δράσης και την κατανόηση του δραματικού μύθου. Το πρόβλημα ωστόσο στο θέατρο του Άγγελου Σικελιανού, όπως το διαβάζω στη Σίβυλλα, αφορά στην οικονομία της δράσης, άρα της σύστασης του δραματικού μύθου, της συν-τομίας (πρβ. παρουσίας) των προσώπων. Εδώ π.χ. ο ποιητής κινεί πέντε τουλάχιστον χορικά σύνολα, όπου προστίθεται και η φωνή του λαού. Τους λειτουργικούς χορούς των Μουσικών, που είναι: Οι Φορμιγκτές του Απόλλωνα. Οι Αυλητές του Διονύσου. Οι Θυιάδες με τα σείστρα και τα κρόταλα. Οι Αυγουσταίοι (για τον Νέρωνα) και ο λαός των Ρωμαίων. Ο Χορός των Ανδρών. Ο Χορός των νεοτέρων, στο τέλος. Η υπόθεση στη Σιβύλλα εστιάζεται στην αναβίωση των χρηστηρίων τελετών στο Δελφικό μαντείο, με την δοξαστική έλευση του Νέρωνος, που έρχεται να μεταλάβει και την «πρωτομαντεία». Η έλευση αυτή καταλήγει σε κομπαστικό παραλήρημα του αυτοκράτορος, ο οποίος αντί για τη λήψη της εύφορης μαντείας από την Σίβυλλα (η οποία διαμαρτύρεται θρηνώντας για την απώλεια του Τρίποδος) εκπονεί αλαζόνα απειλή, κακέκτυπη μαντεία αντικαθιστώντας τον Απόλλωνα. Αφού κατά τις σχοινοτενείς προρρήσεις του ρωμαίου αξιωματούχου Κλούβιου Ρούφου, το πεπερασμένο καθεστώς των Ολυμπίων θεών είναι έτοιμο να «εκπέσει» στην Νέα Τάξη, σε χέρια πιο άξια, σε νέους θεούς όπως ο Νέρων! (στ. 1105-1106). Ο Κλούβιος

8 υπόσχεται όλα τα αγαθά της pax romana, της κυρίαρχης Ρώμης καθώς και τις «εύνοιες» (στ. 1127 1130) που στρέφονται, μετά την «απορριπτική» στάση της Σιβύλλας, σε απειλές του κατακτητή για σφαγές, διώσεις, αρπαγή των αγαλμάτων, γενικό εκρωμαϊσμό. Ιδού οι τρεις προτάσεις χρησμούς τους ονομάζει ο Νέρων καθώς ήδη έχει υψωθεί Πυθιονίκης: α) Ο πρώτος φαύλος χρησμός απειλή: Με δίκοπο μαχαίρι θα χωρίσουν σε λίγο τα κεφάλια από τους ώμους αυτών, της προμαντείας πόχεις χαρίσει Σιβύλλα το προνόμοιο! Και με τούτα τα διαλεκτά κεφάλια τους, θα κλείσει το στόμιο του Μαντείου, ώσπου να λιώσουν και να μπει μέσα η βρώμα τους (στ. 1263 1270) β) Ο δεύτερος δεν είναι απλώς φαύλος χρησμός, αλλά ληστρική απειλή. Τέτοιες απειλές τις γνωρίζει καλά ο Έλληνας στην Ιστορία του, όπως την αρπαγή των θησαυρών του ελληνικού πνεύματος και την επάνδρωση των μουσείων της ξένης: Τ αγάλματα όλα τα πιο λαμπρά, που στόλιζαν ως τώρα το Δελφικό ιερό, θα να κοπούνε από το χώμα αυτό κι αμέσως θα να σταλθούν στη Ρώμη. (στ. 1275 1280) γ) Ο τρίτος ψευδοχρησμός είναι άρρηκτα συνδεμένος με τον έκκλητο αυτοκρατορικό και καθ ημέραν ρωμαϊκό βίο. Αυτός ο χρησμός αφορά στο τσούρμο του Νέρωνος, τους Αυγουσταίους. Την Κίρρα, Σας τη χαρίζω ακέρια με τα όσα κλει φαγιά, κρασιά, γυναίκες να τα γλεντήστε διάπλατα. (στ. 1281 1285) Προκειμένου ωστόσο να αναδειχτεί ο πλούτος, αλλά και τα ερωτήματα που θέτει η Σίβυλλα, την διακρίνω στις εξής πέντε Σκηνές: Α) Την επικοινωνία και τον κατηχητικό λόγο των Οσίων, με επίκεντρο τον εκτενέστατο μονόλογο του Τελεσφόρου, όπως άλλωστε τον ανέπτυξα στο πρώτο μέρος της μελέτης μου. Β) Την επίδοση της προμαντείας στον ξωμάχο και την ταυτόχρονη στέρηση των ευνοιών που αυτό συνεπάγεται στον αυτοκράτορα. Την ανυπακοή και την απολογία της Σιβύλλας βραχύ υπόμνημα για τον ευθαλή βίο της. Αν έκλεισαν τα Μαντεία, είναι γιατί ο χρησμός απέβη εμπορικό στοίχημα και όχι ιερή ανάγκη, όπως ήταν εξαρχής.

9 Γ) Τα εισόδια των Αγγέλων. Τις ειδήσεις για τις κινήσεις του Νέρωνος και των Αυγουσταίων κολάκων του στην Κίρρα, εν όψει της άφιξής του στους Δελφούς. Δ) Την είσοδο και θεωρία του Νέρωνος στους Δελφούς, τον θυμό του από τον ανάρμοστο και αλλοπρόσαλλο λόγο (μοιρολόγι) της Σιβύλλας, θυμό που ακολουθείται από τις τρεις ψευδομαντείες απειλές του και την οργίλη αναχώρηση του ρωμαϊκού πλήθους. Ε) Τον αγκομαχητό λόγο της Σιβύλλας, την αμείλικτη κριτική της στον υπνώτοντα λαό και στους Οσίους. Την πτώση και τον θάνατο της μαντικής ιεροσύνης. Η Α Σκηνή πλατιάζει με τους διάδοχους εκτενείς μονολόγους. Τόσο που το ένα πρόσωπο, ο ένας Όσιος σχεδόν αγνοεί τον άλλο. Εσκύπτει όμως στην κυρίαρχη ιδέα που διορίζει και δωρίζει τη δράση, αυτή της επανεκ-κίνησης της Μαντικής. Ο Νίκαντρος π.χ. απευθύνει πυκνές ερωτήσεις (Δεν είδες/δεν άκουσες; στ.1 4) στον Τελεσφόρο αλλά και προστακτικές (Στοχάσου στ.11/ιδές στ.22) χωρίς ανταπόκριση. Ο δεύτερος αποκρίνεται στις δύο τελευταίες ερωτήσεις του πρώτου (στ.53), αφού ο πρώτος έχει μακροσκελίσει πενήντα στίχους. Ωστόσο, αυτή η πρώτη σκηνή επέχει τη θέση προλόγου, εισαγωγής στον δραματικό μύθο. Ουδείς άλλωστε λόγος για την τέχνη του στίχου, τον φιλόσοφο (πρβ. ιερό) στοχασμό αλλά και το ψυχολογικό σκιαγράφημα των δύο προσώπων (Κι εμέ το χτυποκάρδι μου στοχάσου στ. 28) που διαλέγονται προλογίζοντας στην ίδια σκηνή. Λέει ο Όσιος Νίκανδρος: Α! τώρα ιδές, ξανάφεξεν η μέρα που θα γιομίσει αυτός ο τόπος ξάφνου με διάνεμα λαών που θ ανεβούνε τη δίψα που τους έκαιε τόσο χρόνια να ξεδιψάσουν πίνοντας και πάλι στης προφητείας, αχόρταγοι, το ρέμα! (στ. 22 27) Η Β Σκηνή παρότι και αυτή στηρίζεται αμέτρως σε μονολογικές δομές και ο διάλογος καθυστερεί, η επαφή (σε άλλη περίπτωση θα έλεγα η αμεσότητα) δεν χάνεται. Οι ήρωες είναι παρόντες ο ένας στον λόγο του άλλου. Το ίδιο το θέμα, η ανυπακοή της Σιβύλλας, που χαρίζει το προμάντευμα στον Ξωμάχο (πρβ. λαό) και στερεί από τον ελαύνοντα ρωμαίο αυτοκράτορα την τιμή να επανεγκαινιάσει το Μαντείο, οδηγεί σε διένεξη της ιέρειας με τους Οσίους. Και ενώ ο Όσιος Νίκανδρος διαμαρτύρεται: Το Δελφικό ιερό, που ταν κλεισμένο χρόνια τώρα ποιος τ ανοίγει; ο λαός ή ο αυτοκράτορας; (στ. 549 551) Εκείνη στηρίζει ευθαρσώς την άποψή της: Ποιος πρώτος, ποιος τελευταίος μπρος στον Απόλλωνα, Όσιε; όσοι μοχτούν, σωστό ναι

10 να παν μπροστά. (στ. 552 555) Η ίδια υπενθυμίζει, σ ένα επίσης μακροεπή ποιητικό μονόλογο, τα πρώτα μαντικά σκιρτήματα, τη μαθητεία της πλάι στους Οσίους. Στέρεο μοτίβο εδώ παραμένει η συνουσία του νου με τις αισθήσεις (αυτό που πρόβαλε ήδη στην Α Σκηνή ο Όσιος Τελεσφόρος και που εδώ αποκάλεσα εποικισμό του νου, που μόνος του αν μείνει ψεύτικος είναι βασιλιάς), αυτή που καταλήγει στην έκτακτη αισθαντικότητα του μάντη προφήτη, ειδάλλως ποιητή. Η Σίβυλλα, στον ίδιο μονόλογο, που μπορεί να αρθεί από το σύνολο έργο και να αποτελέσει εντελές αφηγηματικό ταχύδραμα, προβαίνει, στο όνομα του ποιητή, σε μια δοκιμιακή διάκριση του λόγου, σ αυτόν όπου κανείς πιστεύει (πρβ. μαθητεύει) σε ό, τι οι άλλοι του βάζουνε στ αφτί και σ αυτόν όπου ο νους «βιγλίζει ακοίμητος ολοένα» (στ. 439), σ αυτόν που τέμνει το αισθητό από το νοητό και μαζί το παντρεύει. Ο πρώτος λόγος είναι της σκλαβιάς, βαρύς, πικρός (στ. 441) ο δεύτερος «του απέραντου κατώφλι» είναι βαθύς, πλατύς (στ. 443), είναι αυτός που σε εισάγει «στ άδυτα του θεού» (στ. 444). Γι αυτόν τον λόγο, για την μαθητεία (πρβ. την Πλατωνική περιαγωγή στην «Έβδομή επιστολή») σ αυτόν τον λόγο, που υπερβαίνει τις αισθήσεις, αλλά τις συγκρατεί όλες μέσα του σε μίαν, τη διαίσθηση, είναι που έχει ανατραφεί η Σίβυλλα, όπως το υπενθυμίζει τώρα στον επιτιμητή της, τον Όσιο Νίκανδρο (στ. 445 446), ο οποίος και ευθύνεται για τη διατριβή της στη μαντική: η δική Σας η φροντίδα, τότε, δε σήκωνε άγρυπνη ένα τείχος, να μη μαζέψει την ακοή μου ο άλλος ο λόγος που πληθαίνει απ την οκνάδα του νου του ανθρώπου (στ. 459 463) Και συνεχίζει για την ίδια διατριβή της, η Σίβυλλα: σαν οι φτωχοί γονιοί μου μ οδηγούσαν στην κορυφή της Ανεμώρειας μόνη, και στου γκρεμού μ αφήνουνε την άκρη, να δαμάζω τον ίλιγγο - - Εσείς τη μοναξιά μου κρυφά δεν εφρουρούσατε, ως την ώρα οπού η ματιά μου ελεύθερη απ την εύνοια του κορμιού μου έμενεν γυμνή, να βλέπει όσα μέσα στην ίδια (ενν. ματιά) απάντεχα ανατέλλαν οράματα του θεού; (στ. 467 482 αποσπάσματα) Κι ενώ η ίδια Σκηνή, τηρεί τον αγωνιστικό της χαρακτήρα, χάρη στην απολογία αντίδραση της Σιβύλλας, στην ήπια κατά τα άλλα μομφή του Οσίου, για την άκαιρη επίδοση της προμαντείας στον Ξωμάχο και όχι επισήμως στον Νέρωνα, με ό, τι η κίνηση αυτή συνεπάγεται (πρβ. ηθικοδιδακτικά, πολιτικά σημαινόμενα), η Γ Σκηνή, με τις ελεύσεις των Αγγέλων, έχει ενδιαφέρον καθώς καταγράφει μιαν εξωσκηνική δράση, αυτή της χλιδηρής διαγωγής του Νέρωνος στην Κίρρα, πριν την άφιξή του

11 στους Δελφούς. Η ρήση του πρώτου Αγγέλου είναι εντελώς εικαστική, καθώς συλλαμβάνει τον αυτοκράτορα «στην αψηλή σαν ένα κάστρο τριήρη» (στ. 615) που έχει αράξει στο επίνειο: βαμμένη από την πλώρα ώσμε την πρύμνα με πορφυρά κι ολόχρυσα στολίδια, με πανιά μεταξωτά κι ακέρια. (στ. 617 619) Ο πρώτος Άγγελος συμπληρώνει το περιβάλλον του Νέρωνος με τους άντρες της κουστωδίας του, ανάμεσά τους και ο Σπόρος: όπου νύφη με πέπλο νυφικό τον έχει στήσει στο πλευρό του, γυναίκα του. (στ. 630 632) Ο ίδιος Άγγελος όμως θα επιμείνει στην ιδιάζουσα ιδιότητα του Νέρωνος ως αοιδού. Ένας μάλιστα ακόλουθός του, ο Τέρπνος τονίζει: ακοίμητος φροντίζει τη φωνή του, το απ όλα πιο μεγάλο τ αυτοκράτορα καύχημα. (στ. 633 635) Ενώ ο ίδιος ο imperator νηστεύει τη στιγμή που μάγερος και δούλοι «για τα τραπέζια εγνοιάζονταν» (στ. 650) για να χει πιο καθαρή φωνή, γιατί όπως λέγαν, αν τα σημάδια είναι καλά σαν πάρει την προμαντεία, στο θέατρο θα ν ανέβει το Δελφικό, να τραγουδήσει (στ.652 656) Στην «φωνή» θα επανέλθει ο Άγγελος, με μιαν εξαιρετική σε σύλληψη εικόνα, όπου ο Νέρων καθώς πορεύεται στο τέθριππο άρμα του «με άλογα συρμένο, πιο άσπρα/κι απ το χιόνι» (στ. 759 761), με «ολόχρυση στολή και με γαλάζια/χλαίνα αστροκέντητη, όρθιος και κρατώντας/ τα ηνία με το να χέρι» (στ. 765) με το άλλο φέρει: Ένα μικρό τριανταφυλλί μαντίλι στο στόμα του μπροστά, μην πάει και βλάψει το πρωινό το αγιάζι τη φωνή του. (στ. 766 768) Με την απομόνωση της μικρίστης αυτής κίνησης, όπου το ευπαθές χρώμα ανταγωνίζεται το αντικείμενό του, το «μαντίλι» και όπου η κίνηση έχει ένα λεπταίσθητο προορισμό, την προστασία της φωνής του Ρωμαίου, ο ποιητής αναδείχνει, στο σκηνοθετημένο στίχο, το ιδίωμα του Νέρωνος, ως καλλιφώνου, που κατά τις προρρήσεις του Κλούβιου Ρούφου, όπως τις ενσωματώνει ο πρώτος Άγγελος στον λόγο του:

12 Σε χίλια κι άλλα οχτακόσια, σήμερα μετριούνται του τραγουδιού τ ατίμητα στεφάνια που στην Ελλάδα εκέρδισε. Ο Κλούβιος (όνομα με εμφανή συνδήλωση) στο ίδιο σημείο θα επιμείνει μεγαλοποιώντας τις μουσικές δεξιότητες του αφεντός του: η θεία ιερή φωνή Του, όχι να φέρει μόνο την τάξην, αλλ ακέρια να μαγέψει την πλάση στ άκουσμά της. (στ. 693 696) Σε λίγο μόνον αυτή τη φωνή, την ιερή μάλιστα, δεν θα ακούσει από τον Νέρωνα ο λαός! Η Δ και η Ε Σκηνή είναι κατ εξοχήν δραματικές, τόσο για τη σύσταση του μύθου, όσο και για τον ίδιο τον στίχο, παρ όλο που και εδώ ο θεωρητικός μονόλογος παραμένει σχοινοτενής και ο θεατής καλείται εκ νέου να προσαρμοστεί στις ιδέες. Στην Δ Σκηνή οι ιερείς μεταφέρουν έξω τον Τρίποδα, ως κινητή εικόνα του Αδύτου, το εφαλτήριο δηλαδή της ιερής φαντασίας για τις ανάγκες της ημέρας, για τα «εγκαίνια» της νέας προφητικής εποχής. Ο Άγγελος Σικελιανός συντάσσει λεπτομερείς και άκρως θεατρικές διδασκαλίες για τη διαγωγή του Αυτοκράτορος, αλλά και των συνόλων που κατακλύζουν τους Δελφούς. Ο Όσιος Αργίλαος ανοίγει τον τυλιχτό κώδικα και διαβάζει τις εξ ανάγκης συνταγμένες κολακείες για τον Νέρωνα: Αναγαλλιάζει κι ο Όλυμπος στον ερχομό Σου! κι απ τις κορφές του οι δώδεκα θεοί του, αντάμα Τι όλοι τους πάλι αρχίσαν οι βωμοί να καίνε χάρη σ εσένα (στ. 1073 1078) Ο Κλούβιος δεν θα παραλείψει στον λόγο του τους κομπασμούς αλλά και την επίμονη, άλλωστε, αποστροφή στον Τρίποδα: Για τούτο μόνο ζητήσαμε τον Τρίποδα για να βγει στο φως, τη νέα να διακηρύξει τάξη του κόσμου. (στ. 1123 1127) Ωστόσο η σύγκρουση επίκειται, η Σίβυλλα εμφανίζεται «μαινόμενη» για την έξοδο του Τρίποδος, για την τύχη του βάθρου της αρχαίας θρησκευτικής τάξης, προβαίνει σε ηχηρές προφητείες με επιθετικές εικόνες και μοιρολόι για την τύχη της και για την τύχη του Απόλλωνα (ο Νέρων θα πάρει τώρα την θέση του ως νέος θεός) αγνοώντας το πρωτόκολλο της ημέρας που προέβλεπε την επίδοση της προμαντείας στον Νέρωνα. Ιδού, μια πρώτη γεύση στον λόγο της Σιβύλλας:

13 Να βρέχει δεν αρχίζει; Ακώ στα χέρια τις στάλες και, σε φέρετρο, βαμμένο πρόσωπο νέο κοιτάζω, που ξέβαφε, από φτιασίδι που γλιστρά ολοένα στα χλωμιασμένα μάγουλα σα δάκρυο πηχτό πηχτό (στ. 1213-1218) Στον ίδιο μονόλογο ο ποιητής «ταυτίζει» τη Σίβυλλα με την Κασσάνδρα διατυπώνοντας στο βάθος μιαν ιστορία της «μαντοσύνης» (βλ. σελ. 61) και μια προειδοποίηση στους στίχους 160 164 καθώς η πρώτη αναζητά τα χνάρια του Ορέστη στις Μυκήνες, ενώ προφέρει τον λόγο της Κλυταιμνήστρας, πρόκληση αρά για τον μητροκτόνο: Χτύπα, χτύπα μες στην κοιλιά, και να μπει το μαχαίρι βαθιά κι ώσμε το κόκαλο, να σκίσει τη μήτρα το πικρό θεριό που εγέννα!... (στ. 1229 1232) Ο Νέρων, σύμφωνα με τις τρεις οδηγίες του ποιητή (σελ. 118, 120, 121 122) ταράζεται, οργίζεται, ενώ η Σίβυλλα ολοκληρώνει τον αμφίσημο λόγο της, έμμεσο οστρακισμό στην παρουσία του αυτοκράτορος, προσηλωμένη πάντα στον Απόλλωνα: Απόλλων δεν είναι η άγια σου αστραπή π ανοίγει το δρόμο μου, είναι δάδες πίσσα αλειμμένες, κι απ την καθεμιά τους, ως καίονται, βγαίνει μια κραυγή από πόνο τους ουρανούς που πάει να σκίσει! Βόηθα, βόηθα με Απόλλων, την κραυγήν ετούτη να μην ακούω. (στ. 1238 1246) Το δράμα πάραυτα κορυφώνεται, καθώς ο Νέρων που «βράζει», αποδύεται στις τρεις μεγάλες απειλές (μαντείες τις θεωρεί): α) Τα κεφάλια όσων έλαβαν το προμάντευμα (Ξωμάχος λαός) θα κοπούν και μ αυτά θα εγερθεί νέο θύρωμα στον ναό. β) Τα αγάλματα, ο ιερός πνευματικός μόχθος των Ελλήνων, θα «ξεριζωθεί» και θα ταξιδέψει στη Ρώμη. Ενώ οι Ρωμαίοι θα επιστρέψουν στην οικεία ασωτεία και το όργιο βεβηλώνοντας την Κίρρα. Η Ε Σκηνή είναι εντελώς θεατρική: ο σχοινοτενής μονόλογος επιμένει και εδώ, αλλά περιορισμένος στο ουσιώδες που είναι η μαντεία: ο πυκνός λόγος της Σιβύλλας, η οποία εξ αρχής ξεσπά στα οράματα που ρέουν, μετά την αναχώρηση του όφεως Νέρωνος, ενώ απευθύνεται στον Απόλλωνα: Από μπροστά μου γλίστρησε, ξάφνου το ερπετό κι εχάθη που μού φραξε το δρόμο μου

14 (στ. ) Η ίδια Σκηνή, που συστήνει μιαν ιεροεξεταστία ανάμεσα στους Οσίους, τον Λαό και την Ιέρεια, οικονομείται με την αρχή της ερωτοαπόκρισης. Της απορίας δηλαδή και της ενθουσιώδους απόκρισης του πτοημένου, από τις απειλές του Νέρωνος Λαού και τους κομμούς, τις προφητείες της Σιβύλλας, της οποίας το πνεύμα ξεσπά: Εσωτερική ενέργεια που ξεχύνεται από μέσα της να συναντήσει το ομόρροπο μ εκείνη φως του Φοίβου. Μέσα στην αναρχία αυτή, το ρίγος της φαντασίας, η Σίβυλλα, αφού εξατμιστεί, αφού όλο της το ταμιευμένο πνεύμα εξορμήσει πετάξει, η ίδια χωρίς αυτό δεν «είναι», δεν υπάρχει, σβήνει, πεθαίνει ως πρόσωπο μαζί της και η ιστορία, ο χρόνος της μαντικής τέχνης. Οι 6 λόγοι της (οι 3 μονόλογοι) οδηγούν σκαλωτά στην απελευθέρωση του πνεύματός της, που ως τη στιγμή εκείνη (με την στομωτική παρουσία του αυτοκράτορος) παρέμενε πιεσμένο στην αυταρχία του σκότους. Αντιγράφω το πιο χαρακτηριστικό όραμα μάντευμα στην τρίτη απόκριση της Σιβύλλας: Νότος, Βοριάς, Ανατολή και Δύση, μέγας σταυρός, κι απάνω του τού Ανθρώπου το Πνεύμα βλέπω τώρα καρφωμένο. Μα θα λυθεί. (στ. 1443 1446) Η μάντις περνά την αγωνία της για τα δεσμά του πνεύματος (πρβ. τη νωχέλεια, την ασκεψία). Η αγωνία της σχεδόν προμηθεϊκή αφορά στον υπνώτοντα για τα όντα λαό, στην παρακμή της έκτακτης αισθαντικότητας, και όταν μια φωνή την κατηγορεί ότι κοιμάται κι ονειρεύεται (στ. 1464), εκείνη απαντά (ιδού η τέταρτη απόκριση): Είσαστε εσείς όπου κοιμάστε τόσον καιρό και πέφτετε στον ύπνο με την κοιλιά, και δίπλα σας περνάνε οι θεοί και δεν τους βλέπετε, και κράζουν φωνές και δεν ακούτε, και μπροστά σας μυριάδες χέρια υψώνονται, απ ολούθε, και τα δικά σας είναι κολλημένα στα πλευρά σας ως είναι του Δαιδάλου τα πρώτα αγάλματα άσειστα δεμένα! (στ. 1464 1473) Οι προηγούμενοι στίχοι είναι ίσως οι πιο άμεσα εγερτήριοι στον λόγο της μάντιδος, η οποία συνεχίζει τη γαλουχία στον ίδιο τόνο: Άμοιρη κλήρα, εσύ σαι που κοιμάσαι και δεν ακούς στον όρθρο το τσαπί σου, πώς αντηχεί ο αθάνατός του κτύπος παντού στη γη (στ. 1474 1476)

15 Στην επόμενη απόκριση, την πέμπτη, όταν ο «νους (της) ξαναφουσκώνει / σαν ζωντανός κατακλυσμός» (στ. 1490 1491), η Σίβυλλα θα προκαλέσει καθολική δίψα για γνώση επίγνωση στους Οσίους και τον λαό με το ρηξικέλευθο προοίμιο της, που την φέρει αποφασισμένη να ανακτήσει τον μαντικό της οίστρο και να «τελειωθεί»: Πετώ απ την όψη μου του χρόνου την προσωπίδα, κι όλο πετώ το ντύμα του καιρού, για να βγει από τη θήκη ετούτην η ψυχή μου γυμνή σα σπάθα αντίκρυ σας και, μ όλο το μυστικόν αθέρα της, τη Μνήμη ν ανοίξει ως δίστομη πληγή βαθιά σας. (στ. 1515 1521) Ο Όσιος Τελεσφόρος κάνει προσκλητήριο εγρήγορσης στους ιερείς και τον λαό: Τώρα π ανοίγουνε οι κρουνοί του Λόγου ωσάν υδρίες πιθώστε τις ψυχές Σας (στ. 1522 1523) Και συμπληρώνει μ ένα συνεπή μεταφορικό λόγο: Φτάνει ο πηλός (τους) ξάφνου να ευωδιάσει απ τη δροσιά κι όσο μπορέσει ας πάρει μέσα η ψυχή που ξεδιψά (στ. 1530 1532) Για να κλείσει επειγόντως το προσκλητήριο καθώς παρατηρεί τον κατακλυσμό στα μάτια της ιέρειας: Μα, ως βλέπουμε στα μάτια σου, της μπόρας το μήνυμα, όλοι αντάμα καρτερούμε Ρίξε τη μπόρα στις καρδιές, Σιβύλλα! (στ. 1544 1546) Η Σίβυλλα θα αποταμιεύσει το «είναι» της στο κοσμικό βάραθρο, «καθώς στη μήτρα ο σπόρος» (στ. 1549) με την ελπίδα πάλι ότι μια μέρα «με σπασμούς θα τη φέρει/ στο φως, η γη, ακέραιη την ψυχή (της)» (στ. 1550 1552). Προβλέπει έτσι την επιστροφή του Απολλώνιου φωτός, την αναβλάστηση της μαντικής τέχνης. Οραματίζεται την ελευθερία, όπου σ αυτήν μόνο μέσα μπορεί να ανθίσει η τέχνη, η ποίηση, ο πολιτισμός: Να τη, να τη της Λευτεριάς η θάλασσα να τα στις όχτες τις άφθαρτες τα ολάσπρα τρανά πουλιά που φτερουγάνε, να τα τα θεία ψηλά λουλούδια κι α, να την η ίδια η Λευτεριά! (στ. 1580 1588)

16 Η Σίβυλλα «θνήσκει σιγαθείσα». Συμπέρασμα: Στις πέντε Σκηνές της Σιβύλλας, όπως τις διακρίνω εδώ, η Δ και η Ε συνιστούν κείμενα υψηλής ποιητικής διαίσθησης. Στην Δ ανθεί το εύρημα του ποιητή με την αμφίσημη παρουσία του Νέρωνος, το οποίο και δημιουργεί το μέτρο της ρήξης ανάμεσα σ εκείνον και τη Σίβυλλα, με την άρνηση επίδοσης της προμαντείας στον ίδιο. Η Ε Σκηνή είναι μελαγχολική, αλλά και θριαμβική, θάνατος και επικείμενη ανάσταση της μαντικής ως έκτακτης αίσθησης. Η ίδια σκηνή συνιστά υπέρτατη νύψη κάθαρση, στην οποία αποδύεται η Σίβυλλα με την απόρριψη του έγχρονου προσωπίου της, φυλάσσοντας την άσπιλη ψυχή της στον βυθό του μέλλοντος αιώνος άλλος τρόπος απελευθέρωσης του εαυτού από την χοϊκή ουσία και η είσοδός του στο κράτος της Ελευθερίας, όπου όλα είναι πνεύμα ή αποβαίνουν πνεύμα. Η Α Σκηνή παραμένει δύσκαμπτη (καθώς ο ποιητής είναι συνεχώς παρών στα πρόσωπά του, τους Οσίους που αποδύονται σε σχοινοτενείς διδακτικούς μονολόγους), αλλά ευνοϊκή για τις ιδέες που προπέμπει. Η Β έχει αφηγηματικό ενδιαφέρον, χωρίς και εδώ να εκπίπτει η λογοτεχνικότητα, ενώ η Γ, με τις εξαγγελίες, οξύνει τη φιλαναγνωσία και προφανώς τη φιλοθέαση. Οφείλω, τέλος, να καταθέσω ως πρακτικός του θεάτρου ότι με τις σύγχρονες τεχνικές, όπου προηγείται το σώμα, όπως αυτές που ανέπτυξα στις παραστάσεις μου: «ΑΛΚΗΣΤΙΣ», «ΟΡΕΣΤΗΣ», «ΠΕΡΣΕΣ» στο Φεστιβάλ της Avignon κ.α., ο ρόλος της Σιβύλλας, τα υπόγεια ρεύματά του, το ίδιο το μαντικό θέμα (άκρως ελληνικό: μανία, μένος), ο σπαραγμός, η ίδια ενδογενής ποίηση μπορούν να καταλήξουν σ ένα ενδιαφέρον ή σ ένα μείζον θέατρο. Και αυτό με μιαν οικονομία τέτοια του κειμένου που να εξασφαλίζει μια συμπαγή σκηνική δημιουργία. Πέρα, ωστόσο, από κάθε ανάλυση, το μήνυμα της Σιβύλλας για την κατάκτηση της άκρας, έκτακτης αισθαντικότητας αποτελεί αφετηρία για μια παιδαγωγική του θεάτρου, μια μέθοδο υποκριτικής τέχνης βασισμένη σ ένα ελληνικής ιστορικής προέλευσης δίδαγμα. Γιατί η μορφή της Σιβύλλας, της μάντιδος, είναι συνδεμένη με την έκσταση, τον διονυσιασμό στον οποίο καλείται να αποδυθεί ο ηθοποιός (και δη ο μαθητευόμενος ηθοποιός) σε μια παράσταση. Προληπτικά εδώ θα ονόμαζα Σιβυλλικό έναν τέτοιο ηθοποιό