Η ακτινοβολία των ελληνικών δικαιικών ιδεών και θεσµών στο ευρωπαϊκό στερέωµα ΜΑΡΙΑΝΟΥ. ΚΑΡΑΣΗ Οµότ. καθηγητή ΑΠΘ Αντεπ. µέλους Ακαδηµίας Αθηνών Ι. Ενας από τους λάτρεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισµού, ο Nietzsche, λέει στην Γέννηση της τραγωδίας ότι το ελληνικό πνεύµα "γεννήθηκε όπως τα τριαντάφυλλα ξεπετιούνται µέσα από τον αγκαθωτό θάµνο". Ετσι, µέσα από το ελληνικό πνεύµα, γεννήθηκε και το δίκαιο το δίκαιο όχι όπως το εννοούµε σήµερα, ως νοµική επιστήµη, αλλά ως ιδέα του δικαίου. Οι Ελληνες δεν ανέπτυξαν νοµική επιστήµη µε την σηµερινή έννοια. Ασκησαν την νοµική σκέψη µε έναν τρόπο που προσιδίαζε στο πνεύµα και την ιδιοσυγκρασία τους, αλλά και στις συνθήκες της εποχής τους. Το πνεύµα τους στρεφόταν όχι προς το µερικό και το ειδικό αλλά προς το γενικό και το καθολικό, στρεφόταν προς την θεωρία (όχι µε την έννοια της δικής µας "ισχνής" θεωρίας αλλά µε την έννοια µιας θεωρητικής ενατένισης του κόσµου στην καθολική αλληλεξάρτηση των µερών του έως τα έσχατα αίτια της ύπαρξής του). Νοµική επιστήµη δεν ανέπτυξαν ούτε οι Ρωµαίοι. Η συµβολή των Ρωµαίων συνίσταται στην επινόηση της τεχνικής και όχι της επιστήµης του δικαίου. Η συστηµατική νοµική επιστήµη, που στηρίζεται στην νοµική κατασκευή, είναι δηµιούργηµα µόλις του 11 ου αι., όταν µε την ανακάλυψη του Πανδέκτη χρησιµοποιήθηκε για πρώτη φορά µια συστηµατική µέθοδος κατανοήσεως της ιουστινιάνειας νοµοθεσίας ως ratio scripta. Η συµβολή των Ελλήνων στο δίκαιο συνίσταται στο ότι καλλιέργησαν την δικαιική συνείδηση. Η καλλιέργεια αυτή ήταν τόσο βαθιά και ουσιαστική που κατόρθωσαν να περάσουν το δίκαιο από την διονυσιακή µέθη του Μύθου στην απολλώνεια οµορφιά του Λόγου. Το "πέρασµα από τον Μύθο στον Λόγο" (αυτό το µέγα και πρώτο "ελληνικό θαύµα") συνετελέσθη και στο πεδίο του δικαίου, όπου εκδηλώνεται ως µετάβαση από το άλογο στο έλλογο στοιχείο του δικαίου. Πώς πραγµατοποιήθηκε η µετάβαση αυτή; Πριν µπούµε στο ερώτηµα αυτό, πρέπει να διευκρινίσουµε ότι µετάβαση από τον Μύθο στον Λόγο δεν σηµαίνει εξαφάνιση του Μύθου (Μύθος και Λόγος είναι µόνιµα στοιχεία της ανθρώπινης ψυχής, συνυφασµένα µε την
2 ιστορική υπόσταση του ανθρώπου). Μύθος και Λόγος, σαν ένα αρχαίο ζεύγος παλαιστών, συµπλέκονται και αναµετριούνται διαρκώς, και στις µεν αρχαιότερες περιόδους αναδεικνύεται νικητής ο Μύθος, στην δε τελευταία περίοδο της κλασικής Αθηναϊκής ηµοκρατίας ο Λόγος, χωρίς όµως ούτε στην µία ούτε στην άλλη περίπτωση να εξαφανίζεται το αντίθετο στοιχείο. Με την έννοια αυτή η µετάβαση από τον Μύθο στον Λόγο του δικαίου πραγµατοποιείται σε δύο παράλληλα επίπεδα: στο επίπεδο των ιδεών και στο επίπεδο των θεσµών. ΙΙ. Στο επίπεδο των ιδεών, η δικαιική συνείδηση στρέφει την προσοχή της προς την ιδέα του δικαίου, την έννοια της δικαιοσύνης, την οποία προσπαθεί να συλλάβει τόσο µε τις άλογες δυνάµεις της ψυχής, δηλαδή µε την ποιητική φαντασία, όσο και µε τις έλλογες, δηλαδή µε τον φιλοσοφικό στοχασµό. 1) Η ποιητική φαντασία ανέδειξε τρεις θεµελιακές έννοιες δικαιοσύνης: την οντολογική, την ηθική και την τραγική έννοια. Και οι τρεις κινούνται στον χώρο του Μύθου. Η οντολογική έννοια εκφράζεται από την Θέµιδα. Η Θέµις, κυρίαρχη µορφή στον Οµηρο (Ιλιάδα), είναι η προσωποποιηµένη ιδέα της υπέρτατης δικαιοσύνης, που δεν είναι άλλη από την θεϊκή και εγκόσµια τάξη η τάξη αυτή καθ εαυτή, ανεξάρτητα από την ηθική της ποιότητα. Η ηθική έννοια της δικαιοσύνης εκφράζεται από την ίκη. Η ίκη, κόρη της Θέµιδας (µαζί µε την Ευνοµία και την Ειρήνη), κυρίαρχη µορφή στον Ησίοδο, είναι η προσωποποιηµένη µορφή της ηθικής δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη τρέπεται τώρα προς την ηθική της φάση ο κόσµος διασπάται σε ένα βασίλειο του "Είναι" και σε ένα βασίλειο του " έοντος". Η οντολογική και ηθική έννοια της δικαιοσύνης ενυπάρχει και στους τραγικούς. Αλλά εδώ κυρίαρχη είναι µια άλλη ιδέα: της τραγικής δικαιοσύνης. Με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή εισάγεται ο δυαδισµός θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης και η αρχή της υπεροχής του θεϊκού δικαίου, ενώ µε τον Ευριπίδη η σύγκρουση µεταφέρεται σε ανθρώπινο επίπεδο. Η σύγκρουση θείου και ανθρώπινου δικαίου µπορεί να εξελιχθεί σε " Υβρη". Ο άνθρωπος αµαρτάνει κατά του θεού, όταν µέσα στην µέθη της αλαζονείας ξεπερνά τα όρια που του
3 έχουν ορισθεί και ο υβριστής προκαλεί τότε την µήνιν των θεών η Νέµεσις και η Ατη θα επιφέρουν την συντριβή του. Στους Πέρσες του Αισχύλου η προπέτεια του Ξέρξη να δέσει στις τεράστιες αλυσίδες του τον Ελλήσποντο, θέλοντας να µετατρέψει την θάλασσα σε στεριά, κλονίζει την τάξη του κόσµου και τιµωρείται µε την συντριπτική ήττα των Περσών στην Σαλαµίνα. Όµως η τραγική σύγκρουση είναι εγκατεστηµένη ακόµη πιο βαθιά, στην ίδια την ανθρώπινη φύση, στην οποία εκβάλλει και η τραγωδία του δικαίου. Πρόκειται για την "τραγική ενοχή". Η "τραγική ενοχή" ορίζεται σε αντίθεση προς την "ηθική ενοχή". "Ηθική ενοχή" είναι η ενοχή που προκαλείται από υπαίτια παράβαση ηθικής υποχρεώσεως. "Τραγική ενοχή" είναι η ενοχή χωρίς πταίσµα, για την οποία κανείς δεν µπορεί να κατηγορήσει κανένα, και στην οποία ο τραγικός ήρωας περιπίπτει αναπότρεπτα, ακόµη και αν επιλέγει την συγκριτικά "καλύτερη συµπεριφορά" (δεν πηγαίνει εκείνος στην ενοχή, αλλά η ενοχή έρχεται σε αυτόν!). Η τραγική ενοχή εµφανίζεται είτε ως "τραγική κατάσταση" είτε ως "τραγικό δίληµµα". Κορυφαίο παράδειγµα του πρώτου είδους ενοχής είναι ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλέους και του δευτέρου είδους η Ορέστεια του Αισχύλου. Ο Οιδίπους τιµωρείται χωρίς να ευθύνεται προσωπικά για τα κρίµατά του. Εγινε πατροκτόνος και αιµοµίκτης, αλλά χωρίς να φταίει σε τίποτε προσωπικά. Απεναντίας, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να µην κριµατίσει. Αιτία της συµφοράς δεν είναι ένα "αδίκηµα" αλλά µια "αµαρτία", δηλαδή η άγνοια των συνθηκών της πράξεως. Ο Οιδίπους δρα µέσα σε έναν χώρο που δεν µπορεί να ελέγξει. Η υποκειµενική ενοχή είναι ανύπαρκτη και εν τούτοις ο πόνος συντριπτικός. Το ρήγµα είναι βαθύ και αγεφύρωτο. Οσο µικρότερη είναι η ενοχή, τόσο µεγαλύτερος είναι ο πόνος. Η "τραγική κατάσταση" αποτελεί στοιχείο της ίδιας της πράξεως και ανήκει στους όρους της ανθρώπινης υπάρξεως. ιαφορετική η περίπτωση του Ορέστη στην Αισχυλική Ορέστεια. Ο Ορέστης σκοτώνει την µητέρα του όχι, όπως ο Οιδίπους τον πατέρα του, εν αγνοία. Γνωρίζει ότι σκοτώνει την µητέρα του. Την σκοτώνει για να εκδικηθεί την δολοφονία του πατέρα του, υπακούοντας στην εντολή του Απόλλωνα. Αλλά και αν ενεργούσε διαφορετικά, θα είχε παραβεί την θεϊκή προσταγή και δεν θα απέφευγε τις συνέπειες της παραβάσεως ("τραγικό δίληµµα"). Ο Ορέστης, µετά από φοβερή καταδίωξη των Ερινύων, τελικά απαλλάσσεται, έστω µε ισοψηφία, γιατί δεν καταλογίσθηκε σε αυτόν η πράξη, αφού δεν µπόρεσε να την
4 αποφύγει. Οι µύθοι οµιλούν υπαινικτικά. Είµαστε τάχα ένα παιχνίδι στα χέρια των θεών, ή εκφράζουµε µια ποιότητα; Το τραγικό δράµα µάς διδάσκει ότι οι σφαίρες του λογικού, της τάξης και της ανθρώπινης δικαιοσύνης είναι τροµακτικά πεπερασµένες, και ότι καµµιά πρόοδος δεν κατορθώνει να µεταθέσει τα περιορισµένα τους όρια. Οι τρεις αυτές έννοιες δικαιοσύνης -οντολογική, ηθική και τραγική- δεν χάθηκαν µέσα στα βάθη του Μύθου. Αλλά πέρασαν την πύλη της ιστορίας, διήνυσαν αιώνες και έφθασαν έως τις ηµέρες µας, γιατί και στην σύγχρονη φιλοσοφία του δικαίου γίνεται λόγος για οντολογική θεµελίωση του δικαίου, για ηθική θεµελίωση, αλλά και για τραγική σύλληψη της δικαιοσύνης είτε στο επίπεδο των αντινοµιών του δικαίου είτε στο βαθύτερο στρώµα της ανθρώπινης υποστάσεως, εκεί όπου το δίκαιο διαδραµατίζεται πίσω από το βλέµµα του ανθρώπου και κάτω από τα µάτια ενός αόρατου θεού. 2) Περνάµε τώρα από τον χώρο της ποιητικής φαντασίας στον χώρο του φιλοσοφικού στοχασµού. Ο φιλοσοφικός στοχασµός ανέδειξε περισσότερες έννοιες δικαιοσύνης: την µαθηµατική έννοια, που εκπροσωπείται από τους Πυθαγορείους την διαλεκτική έννοια, που αντιπροσωπεύεται από τον Ηράκλειτο τις σοφιστικές απόψεις για το φυσικό δίκαιο την πλατωνική, την αριστοτελική και την στωική έννοια. Ολες αυτές οι έννοιες δεν απολέσθησαν, αλλά (όπως οι αντίστοιχες από τον χώρο του Μύθου), ως περιούσιοι καρποί, παρέµειναν νωποί ανά τους αιώνες και δηµιούργησαν παράδοση στον νεώτερο νοµικό πολιτισµό. Στους Πυθαγορείους οφείλεται η µαθηµατική σύλληψη της δικαιοσύνης ως αριθµητικής αναλογίας ("αντιπεπονθός"), που θεµελιώνεται στην κανονικότητα, τάξη και αρµονία που υπάρχει στον φυσικό κόσµο και µεταφέρεται στον κόσµο της κοινωνίας π.χ. το κακό της αδικίας ανταποδίδεται αναλογικώς µε το κακό της ποινής. Στον Ηράκλειτο, που εισήγαγε την διαλεκτική αρχή της αρµονίας των αντιθέτων, ανάγονται οι θεωρίες (εγελιανές - νεοεγελιανές, µαρξιστικές - νεοµαρξιστικές) για την διαλεκτική θεµελίωση και λειτουργία του δικαίου. Στους Σοφιστές οφείλεται η θέση του κεντρικότερου ίσως προβλήµατος της φιλοσοφίας του δικαίου: η διάκριση φυσικού και θετικού δικαίου (στους Νέους Χρόνους πρώτος ξαναθέτει το πρόβληµα του φυσικού δικαίου,
5 αναγόµενος στην αρχαία παράδοση, ο Hugo Grotius, 1583-1645), καθώς και οι ειδικότερες απόψεις για το περιεχόµενο του φυσικού δικαίου ως του δικαίου του ισχυροτέρου (Καλλικλής, Κριτίας ίσως και Θρασύµαχος) ή -αντιθέτωςτου ασθενεστέρου (Λυκόφρων, Αλκιδάµας, Φαλέας), µε ισχυρές απηχήσεις στην νεώτερη φιλοσοφία (Hobbes και Nietzsche αφ ενός και θεωρίες του κοινωνικού συµβολαίου αφ ετέρου). Πλάτων και Αριστοτέλης είναι οι κυριαρχούσες φυσιογνωµίες της παγκόσµιας φιλοσοφίας. Από τον Πλάτωνα πηγάζουν οι βασικότερες κατευθύνσεις του φιλοσοφικού στοχασµού. Ο Πλάτων µε την σύλληψη της ιδεατής πολιτείας του, την οποία οικοδοµεί στην ιδέα της δικαιοσύνης, ενέπνευσε το όραµα για µια καλύτερη κοινωνία ανθρώπων, την ατέρµονη αναζήτηση της ουτοπίας, όπως στα έργα του Αυγουστίνου (Πολιτεία του Θεού, 413-428), του Γεωργίου Γεµιστού-Πλήθωνος, του Thomas Moore (Ουτοπία, 1516), του Montaigne (Για τους κανίβαλλους, 1580), του T. Campanella (Πολιτεία του Ηλίου, 1625), του Fr. Bacon (Νέα Ατλαντίδα, 1624-29) και άλλων. Σηµαντική είναι και η επίδραση της πλησιέστερης στην πραγµατικότητα πολιτείας των Νόµων. Από εδώ εµπνεύστηκε π.χ. και ο Montesquieu το έργο του Το πνεύµα των νόµων. Ο Αριστοτέλης, εκτός από την Λογική του, που αποτελεί την βάση και της νοµικής λογικής, συνέβαλε και στην θεωρία του δικαίου, ιδίως µε το µνηµειώδες Ε Κεφάλαιο των Ηθικών Νικοµαχείων, όπου µεταξύ άλλων και η διάσηµη διάκριση της δικαιοσύνης σε διανεµητική και διορθωτική, και του δικαίου σε νόµιµο και επιεικές, και ο ορισµός της επιείκειας ως "επανορθώµατος νόµου" (Ηθ. Νικ. 1137 b 26), που δίνει την λύση στην συγκεκριµένη περίπτωση, την λύση που θα έδινε ο ίδιος ο νοµοθέτης αν ήταν εκεί παρών και είχε υπ όψιν τα συγκεκριµένα περιστατικά ("ό καν ο νοµοθέτης αυτός αν είπεν εκεί παρών και ει ήδει, ενοµοθέτησεν αν", Ηθ. Νικ. 1137 b 27). Επ αυτών καίριες είναι οι συµβολές του Ακαδηµαϊκού κ. Κων. εσποτοπούλου. Η Μέση Στοά, µε αρχηγέτη τον Παναίτιο τον Ρόδιο, συνέβαλε καθοριστικά στην διαµόρφωση του πνεύµατος του Ρωµαϊκού δικαίου µέσω της ιδέας της humanitas, την οποία ο Παναίτιος διέπλασε στα πλαίσια της σωκρατικής και πλατωνικής παραδόσεως. Η επίδραση αυτή εκφράζεται γλαφυρά στον ορισµό του δικαίου από τον Κέλσο, που αναφέρει ο Ουλπιανός
6 στην αρχή του πρώτου βιβλίου των Πανδεκτών (D. 1,1,1 pr.): "ius est ars boni et aequi" ("έστι γαρ νόµος τέχνη του καλού και του ίσου", όπως αποδόθηκε στα Βασ. 2,1,1). ΙΙΙ. Από το επίπεδο των ιδεών περνάµε τώρα στο επίπεδο των θεσµών. Η λέξη "θεσµός" προέρχεται από το τίθηµι και, ως ουσιαστικό παράγωγο από ρήµα µε παραγωγική κατάληξη (σ)µός, σηµαίνει το αποτέλεσµα της ενέργειας, το τεθειµένον. Σηµειωτέον ότι οι αρχαίοι οµιλούν για θεσµούς και όχι για δικαίωµα το δικαίωµα είναι νεώτερη "ανακάλυψη" (που ως δηµόσιο δικαίωµα οφείλεται στον αγγλογαλλικό ιαφωτισµό και ως ιδιωτικό δικαίωµα στον γερµανό Windscheid). Οι θεσµοί κάνουν την πρώτη εµφάνισή τους στην Ελλάδα µε την κλοπή της "φωτιάς" από τους θεούς, όπως την περιγράφει ο Ησίοδος στο 11 ο κεφάλαιο της Θεογονίας του και ο Αισχύλος στον Προµηθέα εσµώτη. Με τους θεσµούς ο άνθρωπος εξέρχεται από την χώρα των Κυκλώπων και εισέρχεται στον κόσµο του ανθρώπινου πολιτισµού. Μέτρο του πολιτισµού είναι το δίκαιο το δίκαιο των θεσµών. Το πρώτο παράδειγµα θεσµού στους Ελληνες είναι ο γάµος ο γάµος ως η αρχέγονη τάξη του βίου, η κυψέλη της όλης ανθρώπινης συµβιώσεως και κοινωνικής οργανώσεως. ότειρα και προστάτιδα του γάµου και της γυναίκας, θεά της γης, της γεωργίας και της γονιµότητας είναι η "θεσµοφόρος" ήµητρα. ύο είναι οι πηγές (λόγοι ισχύος) του θεσµού: το έθιµο και ο νόµος. Το έθιµο είναι έκφραση της µυθικής σκέψεως ο νόµος έκφραση της λογικής σκέψεως. Η σχέση εθίµου και νόµου είναι άρα σχέση Μύθου και Λόγου. Η ιστορία του δικαίου κινείται και εδώ -όπως στο πεδίο των ιδεών- σταδιακά αλλά σταθερά από τον Μύθο στον Λόγο, από το έθιµο στον νόµο. 1) Το έθιµο είναι η κύρια πηγή του δικαίου κατά τις τρεις πρώτες περιόδους του αρχαίου ελληνικού δικαίου. Κατά την πρώτη περίοδο (που περιλαµβάνει κυρίως την µυκηναϊκή εποχή) πηγή του εθιµικού δικαίου είναι η ίκη, µε την οποία ο βασιλεύς (θεσµοπόλος, δικασπόλος) απονέµει δικαιοσύνη µε βάση τις εντολές της Θέµιδος, τις περίφηµες "θέµιστες", δηλαδή τον ιερό κώδικα που περιέχει τους θεµελιακούς κανόνες της κοινωνικής ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της (θρησκευτική, πολιτική, νοµική). Αργότερα η ίκη αποκτά την µορφή διαιτησίας, που ήταν θεσµός προαιρετικός. Κατά την
7 δεύτερη περίοδο του ελληνικού δικαίου (από το έτος 800 µέχρι το 650 π.χ., περίοδος της αριστοκρατίας), πηγή του εθιµικού δικαίου εξακολουθεί να είναι η ίκη, αλλά µε διαφορετικό περιεχόµενο. ίκη δεν είναι πλέον η ελεύθερη απόφαση του βασιλέως ή η εκούσια διαιτησία είναι η δικαστική απόφαση που εκδίδεται από δηµόσια αρχή, τους άρχοντες (δηλαδή την νέα τάξη της αριστοκρατίας του γένους που αντικατέστησε τον βασιλέα) και γίνεται εξαναγκαστή µε πολιτειακή δύναµη. Η διαιτητική δικαιοσύνη αρχίζει δειλά να µεταβάλλεται σε υποχρεωτική η ιδιωτική δικαιοσύνη σε κρατική. Κατά την επόµενη τρίτη ιστορική περίοδο (από το έτος 600 περίπου µέχρι το 508 π.χ.), που είναι η περίοδος των "θεσµοθετών", το εθιµικό δίκαιο υποχωρεί σταδιακά υπέρ των κωδικοποιήσεων. Αναφέρουµε τον κώδικα του Ζαλεύκου, τον κώδικα του Χαρώντα, τον περίφηµο κώδικα της Γόρτυνος στην Κρήτη και τους κώδικες του ράκωνος (621/20) και του Σόλωνος (594/3) στην Αθήνα. 2) Το µεγάλο άλµα επιτελέσθηκε κατά την τέταρτη και τελευταία περίοδο του ελληνικού δικαίου (από το έτος 508 µέχρι το 146 π.χ.), οπότε σηµειώνεται µετάβαση από το έθιµο στον νόµο. Ο παλαιός θεσµός µεταβάλλεται σε ένα νέο θεσµό, που έχει ως πηγή του όχι πλέον το (άγραφο) κωδικοποιηµένο έθιµο αλλά έναν άλλο πρωτόγνωρο κανόνα δικαίου, τον νόµο, ο οποίος προβλέπει και ρυθµίζει µε σαφήνεια την οργάνωση και λειτουργία του νέου θεσµού. Η λέξη "νόµος" (που προέρχεται από το "νέµω") υπήρχε ήδη µε διαφορετικές χρήσεις, αλλά µε την έννοια του κανόνα δικαίου χρησιµοποιείται για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του Κλεισθένη (507/506). Η µετάβαση από την µία δικαιική φάση στην άλλη είναι ποιοτική. Ο νόµος "θρονιάζεται τώρα στη θέση του βασιλιά στο κέντρο της πόλης!". Είναι ο νόµος της κλασικής Πόλεως, της δηµοκρατικής πόλεως των Αθηνών, που σηµάδεψε την αρχή µιας νέας εποχής στην ιστορία του δικαίου και χαρακτηρίζει την κατοπινή ιστορική εξέλιξη µέχρι σήµερα. Τα βασικά του χαρακτηριστικά συµπίπτουν σχεδόν µε εκείνα του σύγχρονου νόµου, και είναι τα εξής: Ο νόµος είναι γραπτός, αν και στην αρχή δήλωνε χωρίς διάκριση τόσο το γραπτό-νοµοθετηµένο δίκαιο ("νόµος γεγραµµένος") όσο και το άγραφο-εθιµικό δίκαιο ("νόµος άγραφος"). Αποκτά γενική και αφηρηµένη διατύπωση, ώστε να καταλαµβάνει περισσότερες ατοµικές περιπτώσεις, αλλά οι διάφοροι νόµοι δεν εµφανίζουν συνοχή και ενότητα. Είναι όχι αριστοκρατικός αλλά δηµοκρατικός, διότι δεν
8 είναι γνωστός µόνον στους άρχοντες που τον κληρονόµησαν από τους θεούς, αλλά σε όλους, ανήκει σε όλους, και για να ισχύσει πρέπει να ψηφισθεί µε µια ορισµένη διαδικασία από τον λαό. Είναι "πολιτικός" ("νόµος της πόλεως"), διότι ισχύει µόνον για τους πολίτες της πόλεως και όχι για όλους τους κατοίκους της, όχι για τους ξένους και τους δούλους. Είναι ο µέσος όρος, το κοινό µέτρο, που εξυπηρετεί καλύτερα το γενικό (κοινό) συµφέρον, παρέχει το µεγαλύτερο δυνατό βαθµό ισότητας, εξασφαλίζει την ελευθερία του πολίτη, αλλά και αντιτίθεται στις υπερβολές της και συγκρατεί τα ατοµικά και συλλογικά πάθη. Αλλά ως ανθρώπινο έργο δεν είναι αιώνιος και απαραβίαστος παρά ταύτα όµως είναι δεσµευτικός ως έκφραση της θελήσεως της δηµοκρατικής πόλεως. Ανοίγει στην δηµοκρατία τις πύλες της, αλλά και συγχρόνως την ρίχνει στα δεσµά της. Είναι "πανίσχυρος", που µπορεί να τον καταλύσει ο λαός, αλλά ποτέ να παραβιάσει ο µεµονωµένος πολίτης. Την πόλη κυβερνούν όχι "νόµοι", αλλά ο Νόµος, δηλαδή η πολιτειακή σκέψη, ο "νους" (Αναξαγόρας), ως η έκφραση της ιδέας του δικαίου. Ο πινδαρικός λόγος γίνεται αλήθεια µε ένα βαθύτερο νόηµα από εκείνο που το επινόησε ο ίδιος ο ποιητής: "Νόµος ο πάντων βασιλεύς". Οι επιδράσεις είναι καθολικές και επηρεάζουν σχεδόν όλους τους µεταγενέστερους θεσµούς. Περιοριζόµαστε όµως εδώ µόνο στις πηγές. Οι πηγές του δικαίου των θεσµών, που ανέβλυσαν από την αρχαία Ελλάδα, έγιναν νεροµάνες και γονιµοποίησαν το έδαφος ολόκληρου του ευρωπαϊκού δικαίου. Εθιµο και νόµος µπορεί να άλλαξαν περιεχόµενο, αλλά παρέµειναν οι πηγές των θεσµών. Και µεταξύ τους αναµετριούνται το ίδιο, όπως στην αρχαία εποχή. Νικητής αναδεικνύεται ο νόµος, αλλά χωρίς το έθιµο να εξαφανίζεται. Το άλογο στοιχείο εξακολουθεί να υπάρχει. Εκείνο που δεν υπάρχει πια, είναι η ποιητική του πνοή, η ποιητική διάσταση του δικαίου, που τόσο ωραία συνέλαβε ο P. Calamandrei: "Στην Ελλάδα ακόµη και οι νοµικοί θεσµοί εξιδανικεύονται µέσα σε µία ατµόσφαιρα ποίησης βρίσκουν στην ιστορία περιπτώσεις που µετατρέπουν το όποιο δικαστηριακό γίγνεσθαι σε υψηλής ποιότητας ανθρώπινα δράµατα. εν µπορούµε να λησµονούµε ότι τις µυθικές απαρχές του Αρείου Πάγου ο Αισχύλος τις θεώρησε άξιες να υµνηθούν και ότι στο επίκεντρο της ελληνικής ιστορίας βρίσκεται µία δίκη στην οποία ένας αθώος ορθώνει το ανάστηµά του για να υπερασπίσει την αγιότητα µιας αποφάσεως αυτής ακριβώς η οποία τον οδήγησε αδίκως στο θάνατο".
9 Αυτή η ποιητική διάσταση χάθηκε. Αλλά άφησε πίσω της µια λάµψη που -µε άλλους πολλούς τρόπους- ακτινοβολεί και σήµερα στο ευρωπαϊκό στερέωµα. Το τριαντάφυλλο, που ο Nietzsche έβλεπε να "ξεπετιέται µέσα από τον αγκαθωτό θάµνο", δεν ήταν ένα κοινό τριαντάφυλλο ήταν εκατόφυλλο.