ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον M. Desantes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 26ης Οκτωβρίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Ιανουαρίου 1995 *

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 11ης Ιουλίου 2006 *

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-234/02 Ρ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ολομέλεια) της 23ης Μαρτίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 26ης Ιουνίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 15ης Ιανουαρίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 25ης Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 12ης Μαρτίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Φεβρουαρίου 1994 *

Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2012

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ. ΥΠΟΘΕΣΗ Α.Μ. ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ (Προσφυγή αριθ /10) ΑΠΟΦΑΣΗ

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

«Αίτηση αναιρέσεως Ανταγωνισμός Απόρριψη καταγγελίας από την Επιτροπή Σημαντικές δυσλειτουργίες στην κοινή αγορά Έλλειψη κοινοτικού συμφέροντος»

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 13ης Ιουνίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 6ης Ιουνίου 1996 *

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr)

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 22ας Μαρτίου 2007 *

Η απόφαση αυτή είναι οριστική. Ενδέχεται να υποστεί τυπικές αλλαγές.

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΕΙΞΗΣ

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 5981/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2017 (*)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση]

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3073-4/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 92 /2014

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 25ης Ιουλίου 2002 *

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Καλλιθέα

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

Transcript:

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9.1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-257/98 Ρ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 * Στην υπόθεση C-257/98 Ρ, Arnaldo Lucaccioni, πρώην μόνιμος υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Παρισιού (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τους Georges Vandersanden, Laure Levi και Olivier Eben, δικηγόρους Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούγο τα γραφεία της fiduciaire Myson SARL, 30, rue de Cessange, αναιρεσείων, η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1998, Τ-165/95, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-203 και 11-627), και με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής, όπου ο έτερος διάδικος είναι: η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Julian Currall, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Jean-Luc Fagnart, δικηγόρο * Γλώσοα δΐλοικαοί«ς: η γαλλική. Ι - 5276

LUCACCIONI κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούγο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg, καθής στην πρωτόδικη δίκη, ΤΟ ΔΙΚΑΠΉΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους Ρ. Jann, πρόεδρο τμήματος, D. Α. Ο. Edward και L. Sevón (εισηγητή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: S. Alber γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου, αφού άκουσε τους διαδίκους που ανέπτυξαν προφορικώς τις θέσεις τους κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαρτίου 1999, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Απριλίου 1999, εκδίδει την ακόλουθη Ι - 5277

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-257/98 Ρ Απόφαση ι Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Ιουλίου 1998, ο Α. Lucaccioni άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανικών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, Τ-165/95, Lucaccioni κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-203 και 11-627, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή αποζημιώσεως που ο Α. Lucaccioni είχε ασκήσει κατά της Επιτροπής. 2 Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσείων υπέβαλε, το 1990, αίτηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθενείας. Η Επιτροπή υπέβαλε, κατ' αρχάς, την περίπτωση του στην κρίση της επιτροπής αναπηρίας του άρθρου 78 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής : ΚΥΚ) και, στη συνέχεια, κίνησε την προβλεπομένη στο άρθρο 73 του ΚΥΚ διαδικασία αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθενείας. 3 Η βάσει του άρθρου 78 του ΚΥΚ διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα τη συνταξιοδότηση του αναιρεσείοντος και την απονομή σ' αυτόν συντάξεως αναπηρίας ίσης προς το 70 % του βασικού μισθού του. 4 Η βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ διαδικασία, που διεξήχθη παραλλήλως προς την προηγούμενη διαδικασία, είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, την αναγνώριση του ότι ο αναιρεσείων υπέφερε από επαγγελματική ασθένεια και, αφετέρου, τον καθορισμό ποσοστού ολικής μόνιμης αναπηρίας 130 %, όπου το επιπλέον 30 % αντιστοιχούσε, κυρίως, στις σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές που ο αναιρεσείων είχε υποστεί. Η Επιτροπή κατέβαλε στον αναιρεσείοντα, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΥΚ, ποσό ύψους 25 794 194 βελγικών φράγκων (BFR). J Ωστόσο, ο αναιρεσείων θεώρησε ότι το ποσό αυτό δεν αρκούσε προς αποκατάσταση στο ακέραιο της ζημίας που είχε υποστεί, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες είχε Ι - 5278

LUCACCIONl κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ υποχρεωθεί να εργασθεί. Κατά συνέπεια, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή αποζημιώσεως. 6 Με την προσβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι ο ενάγων δεν απέδειξε ότι η ζημία που είχε υποστεί δεν είχε αποκατασταθεί με το ποσό που του χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ, οπότε απέρριψε την αγωγή του. 7 Η αίτηση αναιρέσεως στηρίζεται σ' έναν και μοναδικό λόγο, αντλούμενο από παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε τέσσερα σκέλη. Το πρώτο σκέλος αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών της ευθύνης εκ πταίσματος, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο απέφυγε να εξετάσει τα στοιχειοθετούντα την ευθύνη στοιχεία και, ειδικότερα, το πταίσμα της Επιτροπής. Το δεύτερο αντλείται επίσης από εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών περί ευθύνης εκ πταίσματος, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθώς την υλική ζημία και ηθική βλάβη που είχε υποστεί ο ενάγων. Το τρίτο αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο προέβη αυθαίρετα, χωρίς την ενδεδειγμένη αιτιολογία, στη συμπερίληψη της υλικής ζημίας και ηθικής βλάβης που είχε υποστεί ο ενάγων στο κεφάλαιο που του καταβλήθηκε στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφαλίσεως των κοινοτικών υπαλλήλων. Το τέταρτο σκέλος αντλείται από το γεγονός ότι κακώς το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η Επιτροπή δεν είχε προβεί σε κατακριτέα χρήση της σχετικής εξουσίας της εκτιμήσεως μη ζητώντας από την επιτροπή αναπηρίας να αποφανθεί επί της επαγγελματικής αιτίας προελεύσεως της ασθενείας του ενάγοντος. Επί τον πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως s Με το πρώτο μέρος του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Πρωτοδικείο το ότι κακώς εφάρμοσε, στη σκέψη 57 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους κανόνες περί ευθύνης εκ πταίσματος, στο μέτρο που Ι - 5279

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9.1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-257/98 Ρ περιορίστηκε στην εξέταση της ζημίας του, για τον λόγο ότι, «έστω και σε περίπτωση που θα αποδεικνυόταν πταίσμα της Επιτροπής, ευθύνη της Κοινότητας υφίσταται μόνον εάν ο ενάγων μπορέσει να αποδείξει το υποστατό της ζημίας του». 9 Σύμφωνα με τον αναιρεσείοντα, το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή που έχει θεσπίσει το Δικαστήριο με την απόφαση του της 8ης Οκτωβρίου 1986, 169/83 και 136/84, Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 2801, σκέψεις 18 έως 20), αρχή με την οποία καθιερώνεται η υποχρέωση να κρίνεται πρώτα η ευθύνη του οργάνου και, στη συνέχεια, τα λοιπά στοιχεία της αγωγής αποζημιώσεως όπως, μεταξύ άλλων, η τυχόν αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας από τις χορηγούμενες βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ παροχές. ίο Η Επιτροπή απαντά, κατ' ουσίαν, ότι οι τρεις προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης της Επιτροπής, στο πλαίσιο του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), είναι σωρευτικές, οπότε ευθύνη του οργάνου δεν υφίσταται εφόσον ελλείπει μία από τις τρεις προϋποθέσεις. Το Δικαστήριο δεν παρεξέκλινε του κανόνα αυτού στην προπαρατεθείσα απόφαση Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής, αλλά εξέτασε και τα τρία συστατικά της ευθύνης στοιχεία απλώς και μόνον επειδή, στην τελευταία αυτή απόφαση, η εκ του ΚΥΚ αποζημίωση δεν αρκούσε για την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών του υπαλλήλου που είχε υπάρξει θύμα ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας. n Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπέμνησε ότι, κατά πάγια νομολογία, για να υφίσταται ευθύνη της Επιτροπής απαιτείται η συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα των προσαπτομένων στα όργανα ενεργειών, το υποστατό της προβαλλόμενης ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ενεργειών και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 Ρ, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. 1-1981, σκέψη 42, και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίυ 1995, Τ-36/93, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. Ι-Α-161 και Π-497, σκέψη 130). π Στη σκέψη 57 της αποφάσεως του, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι με βάση τα ανωτέρω, ακόμα και στην περίπτωση που θα αποδεικνυόταν πταίσμα της Επιτροπής, ευθύνη Ι - 5280

LUCACCIONI κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της Κοινότητας θα υφίστατο μόνον εάν ο ενάγων μπορούσε να αποδείξει το υποστατό της ζημίας του. ΐ3 Όπως έχει υπογραμμίσει ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 41 των προτάσεων του, ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου ούτε η νομολογία του Πρωτοδικείου επιτρέπουν να συναχθεί υποχρέωση εξετάσεως των προϋποθέσεων της ευθύνης ενός οργάνου με συγκεκριμένη σειρά. u Πράγματι, δεδομένου ότι αυτές οι τρεις προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, η έλλειψη της μιας απ' αυτές αρκεί για την απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως. ΐ5 Η προπαρατεθείσα απόφαση Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεσπίζει την αρχή της κατά προτεραιότητα εξετάσεως της σχετικής με το πταίσμα προϋποθέσεως. Το γεγονός ότι, στην απόφαση εκείνη, η προϋπόθεση αυτή εξετάστηκε πρώτη δεν οφειλόταν σε νομικό εξαναγκασμό. ΐ6 Ορθώς επομένως το Πρωτοδικείο έκρινε ότι έπρεπε να εξεταστεί πρώτα το ζήτημα εάν ο ενάγων είχε αποδείξει την ύπαρξη ζημίας μη εισέτι αποκατασταθείσας από την αποζημίωση που του είχε χορηγηθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 73 του ΚΥΚ. ΐ7 Με το δεύτερο μέρος του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Πρωτοδικείο το γεγονός ότι έκανε σύγχυση μεταξύ δύο όλως ανεξαρτήτων συστημάτων αποζημιώσεως, υποκειμένων σε διαφορετικά κριτήρια και αποτελούντων το αντικείμενο διαφορετικού τρόπου αποκαταστάσεως της ζημίας: αφενός, ενός συστήματος κατ' αποκοπήν εκτιμήσεως (άρθρο 73 του ΚΥΚ) και, αφετέρου, ενός συστήματος ευθύνης του κοινού δικαίου στηριζόμενου στην καταλληλότητα της αποκαταστάσεως της ζημίας ενόψει των διαπραχθέντων από Ι-5281

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-257/98 Ι» την υπεύθυνη αρχή πταισμάτων. Σύγκριση των δύο ζημιών μπορεί να γίνει μόνον εφόσον έχουν, προηγουμένως, διαπιστωθεί τα αποτελούντα τη βάση της ζημίας στοιχεία, δηλαδή ολική μόνιμη αναπηρία στην περίπτωση του άρθρου 73 του ΚΥΚ και εξέταση των βαρυνόντων την Επιτροπή πταισμάτων στο πλαίσιο της συστήματος των ευθυνών. Πράγματι, μόνον υπό το πρίσμα των διαπραχθέντων από την Επιτροπή πταισμάτων θα εκτιμούνταν το συσχετιστικό αποτέλεσμα και η ζημία που υπέστη το θύμα. ís Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αίτηση αναιρέσεως στερείται λογικού ειρμού, στο μέτρο που, αφενός, προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι παραβίασε τις αρχές της προπαρατεθείσας αποφάσεως Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής, όπου προβλέπεται αποζημίωση του κοινού δικαίου συμπληρωματική προς το σύστημα του ΚΥΚ και, αφετέρου, προέβη σε σύγκριση δύο όλως διαφορετικών συστημάτων αποζημιώσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή αμφισβητεί τις αρχές της ευθύνης του κοινού δικαίου, όπως τις περιγράφει ο αναιρεσείων. ΐ9 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κάλυψη από κινδύνους επαγγελματικής ασθενείας και ατυχήματος, που προβλέπεται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ και στη ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση έναντι των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ρύθμιση περί ασφαλίσεως), επιτρέπει κατ' αποκοπήν αποζημίωση στον υποστάντα βλάβες υπάλληλο δαπάναις του οργάνου που τον απασχολεί. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται βάσει του ποσοστού αναπηρίας και του βασικού μισθού του υπαλλήλου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ευθύνη του προκαλέσαντος το ατύχημα ή η ευθύνη του οργάνου το οποίο επέβαλε τις συνθήκες εργασίας που συνετέλεσαν στην επέλευση της επαγγελματικής ασθενείας. 20 Ωστόσο, αυτή η κατ' αποκοπήν αποζημίωση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα διπλή αποζημίωση για την επενεχθείσα ζημία. Άλλωστε, αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο, όταν υπεύθυνος για ατύχημα ή ασθένεια είναι τρίτος, το άρθρο 85α του ΚΥΚ προβλέπει υποκατάσταση των Κοινοτήτων στα δικαιώματα και στις αγωγές Ι - 5282

LUCACCIONI κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ του αποζημιωθέντος υπαλλήλου κατά του υπευθύνου τρίτου, κυρίως όσον αφορά παροχές χορηγηθείσες βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ. 2ΐ Ομοίως, αν η αιτία ενός ατυχήματος ή μιας ασθενείας μπορεί να καταλογισθεί στο όργανο που απασχολεί τον υπάλληλο, ο τελευταίος δεν μπορεί να αξιώσει διπλή αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, τη μια φορά βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ και την άλλη βάσει του άρθρου 215 της Συνθήκης. Υπό την έννοια αυτή, τα δύο συστήματα αποζημιώσεως δεν είναι, αντίθετα προς ό,τι διατείνεται ο αναιρεσείων, ανεξάρτητα το ένα του άλλου. 22 Επειδή ακριβώς έλαβε υπόψη την ανάγκη πλήρους, και όχι διπλής, αποζημιώσεως, το Δικαστήριο αναγνώρισε, στη σκέψη 13 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής, το δικαίωμα στον υπάλληλο να ζητήσει συμπληρωματική αποζημίωση στην περίπτωση που το όργανο είναι υπεύθυνο για το ατύχημα σύμφωνα με το κοινό δίκαιο, οι δε παροχές βάσει του συστήματος του ΚΥΚ δεν αρκούν για την πλήρη αποκατάσταση της επενεχθείσας ζημίας. 23 Επομένως, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, στη σκέψη 72 προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με τη θεσπισθείσα με την προπαρατεθείσα απόφαση Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής αρχή, πρέπει, για την εκτίμηση της προς αποκατάσταση ζημίας, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας από υπάλληλο λόγω πταίσματος συνεπαγομένου την ευθύνη του εργοδότη οργάνου, να λαμβάνονται υπόψη από το Πρωτοδικείο οι παροχές που έχουν χορηγηθεί βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ λόγω ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας, προέβη σε ορθή εφαρμογή των άρθρων 215 της Συνθήκης και 73 του ΚΥΚ. 24 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Ι - 5283

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9.1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-257/98 Ρ Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως 25 Με χο πρώτο μέρος του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, ο Lucaccioni προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε, στις σκέψεις 73 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το χορηγηθέν βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ ποσό αποτελούσε την κατάλληλη αποζημίωση για τις επενεχθείσες ζημίες. Πράγματι, το υποβληθέν από τον Lucaccioni αίτημα ήταν διαφορετικό από ένα βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ αίτημα. Επρόκειτο για συμπληρωματικό αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας, στηριζόμενο σε άλλη αιτία και υποκείμενο σε άλλα κριτήρια αποζημιώσεως. Επομένως, κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 74 αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 1979,152/77, Β. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/ Π, σ. 393), αφορούσε διαφορετικό ζήτημα και δεν ήταν δυνατή η επίκληση της προκειμένου να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της προπαρατεθείσας αποφάσεως Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής, και τούτο εφόσον, στην απόφαση εκείνη Β. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο προσδιόρισε, υπό μορφήν αρχής, το περιεχόμενο και τον σκοπό των παροχών που επιτρέπονται από το άρθρο 73 του ΚΥΚ, δηλαδή παροχών σκοπουσών αποκλειστικώς στην αποκατάσταση της προσβληθείσας σωματικής ή ψυχικής υγείας του υπαλλήλου, και όχι της υλικής ζημίας για την οποία ο ενάγων αξιώνει αποζημίωση. 26 Η Επιτροπή θεωρεί ότι, με την προπαρατεθείσα απόφαση Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής, καταδικάστηκε η σώρευση του καταβληθέντος βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ κεφαλαίου με τη ζητηθείσα βάσει αγωγής για ευθύνη από πταίσμα του κοινού δικαίου αποζημίωση. Επομένως, αυτό το σκέλος του λόγους αναιρέσεως είναι νομικώς αστήρικτο δεδομένου ότι ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τη θεσπισμένη με την προπαρατεθείσα απόφαση Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής αρχή. 27 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο μέτρο που ο αναιρεσείων προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκανε σύγχυση μεταξύ του υποβληθέντος αιτήματος με αίτημα αποζημιώσεως στηριζόμενο στο άρθρο 73 του ΚΥΚ, το πρώτο μέρος του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως είναι, κατ' ουσίαν, όμοιο προς το δεύτερο μέρος του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, το οποίο έχει ήδη εξετασθεί. 28 Όπως το Δικαστήριο έχει διασαφηνίσει στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, με την προπαρατεθείσα απόφαση Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής έγινε δεκτή η αρχή της πλήρους, αλλ' όχι διπλής, αποζημιώσεως του υπαλλήλου που έχει υποστεί ζημία Ι-5284

LUCACCIONI κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ εκ πταίσματος οργάνου. Η προπαρατεθείσα απόφαση Β. κατά Επιτροπής, σχετικά με την εκτίμηση του ποσοστού αναπηρίας που πρέπει να αναγνωρίζεται σ' έναν υπάλληλο, αφορά πράγματι διαφορετικό ζήτημα και ουδόλως κλονίζει την αρχή που έχει γίνει δεκτή από το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση του Leussink κ.λπ. κατά Επιτροπής. 29 Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ουδείς βάσιμος λόγος υφίστατο ώστε να μη ληφθούν υπόψη, κατά την εκτίμηση της αποκαταστάσιμης υλικής ζημίας, σε μια περίππωση όπως η προκείμενη, δηλαδή της απώλειας αμοιβής, οι παροχές που είχαν χορηγηθεί βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ. 30 Με το δεύτερο μέρος του δεύτερου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αμφισβητεί την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση της ζημίας. Κατ' αυτόν, η υλική ζημία που προέκυψε από τη διαφορά μεταξύ της συντάξεως του αναπηρίας και του μισθού του ως υπαλλήλου (αποκατάσταση στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν είχε συμβεί το ζημιογόνο γεγονός) δεν έχει αποκατασταθεί με το 100 % που χορηγήθηκε για την ολική και μόνιμη αναπηρία. 3ΐ Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει, δυνάμει των άρθρων 168 Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 225 ΕΚ) και 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, να στηρίζεται μόνο σε λόγους έχοντες σχέση με την παράβαση κανόνων δικαίου, αποκλειόμενης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1991, C-283/90 Ρ, Vidrányi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. 1-4339, σκέψη 12, και τη διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C-19/95 Ρ, San Marco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. 1-4435, σκέψη 39). 32 Εξάλλου, το Δικαστήριο όχι μόνο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά αλλά ούτε καν είναι, κατ' αρχήν, αρμόδιο να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., σκέψη 66). 33 Πράγματι, εφόσον τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία έχουν νομίμως ληφθεί υπόψη και έχουν τηρηθεί οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που εφαρμόζονται όσον αφορά το βάρος και τη διεξαγωγή των αποδείξεων, στο Πρωτοδικείο Ι - 5285

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9.1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-257/98 Ρ και μόνον εναπόκειται να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδίδεται στα υποβαλλόμενα στην κρίση του στοιχεία. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως στρεβλώσεως της εννοίας των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα, υποκείμενο, ως τέτοιας φύσεως, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 28ης Μαΐου 1998, C-7/95 Ρ, Deere κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. 1-3111, σκέψη 22). 34 Για τους ίδιους, ακριβώς, λόγους, εφόσον το Πρωτοδικείο έχει διαπιστώσει την ύπαρξη ζημίας, αυτό και μόνον είναι αρμόδιο να εκτιμήσει, εντός των ορίων της αγωγής αποζημιώσεως, την πλέον ενδεδειγμένη αποκατάσταση της ζημίας (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., σκέψη 66, καθώς και την απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, C-259/96 Ρ, Συμβούλιο κατά De Nil και Impens, Συλλογή 1998, σ. 1-2915, σκέψη 32). 35 Όμως, προκειμένου να μπορεί το Δικαστήριο να ασκεί τον δικαστικό έλεγχο του επί των αποφάσεων του Πρωτοδικείου, πρέπει αυτές να είναι αρκούντως αιτιολογημένες και, προκειμένου περί της εκτιμήσεως μιας ζημίας, να αναφέρουν τα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού της αποζημιώσεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Συμβούλιο κατά De Nil και Impens, σκέψεις 32 και 33). 36 Για να δοθεί κάποια χρησιμότητα στο δεύτερο μέρος του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, πρέπει αυτό να ερμηνευθεί ως έχον ως αντικείμενο ελλείψεις στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τα κριτήρια προσδιορισμού του ποσού που κρίθηκε από το Πρωτοδικείο ως το κατάλληλο για την πραγματική αποκατάσταση της επενεχθείσας στον ενάγοντα υλικής ζημίας. 37 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε στο ποσό των 8 400 000 BFR που αντιστοιχεί στο αποτέλεσμα του αναλογιστικού υπολογισμού που πραγματοποιήθηκε από τον ενάγοντα και περιγράφεται στις σκέψεις 59 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης Ι - 5286

LUCACCIONI κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ αποφάσεως, πράγμα που αντιπροσωπεύει το ποσό που επιτρέπει την κάλυψη της απώλειας περιοδικών εσόδων λόγω της διαφοράς μεταξύ της συντάξεως αναπηρίας και του μισθού που θα ελάμβανε ο υπάλληλος μέχρι την ηλικία της συνταξιοδοτήσεως του, που υποτίθεται ότι είναι τα 65 έτη. 38 Επομένως, ότι το Πρωτοδικείο, παραπέμποντας σ' αυτόν το συγκεκριμένο υπολογισμό που έγινε από τον ίδιο τον ενάγοντα και εκτιμώντας, στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβάνοντας έστω υπόψη μόνο μια εκτίμηση αναπηρίας κατά 100 %, το ποσό των 19 841 688 BFR, που καταβλήθηκε στον Lucaccioni, αποτελεί επαρκή αποζημίωση για την επενεχθείσα ζημία, έχει αιτιολογήσει την απόφαση του. 39 Με το τρίτο μέρος του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αμφισβητεί τη λήψη υπόψη από το Πρωτοδικείο πρόσθετου 30 % που του αναγνωρίστηκε βάσει του άρθρου 14 της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως. Σύμφωνα με τον αναιρεσείοντα, αυτό το 30 % αποτελεί απλώς αποζημίωση για σωματική βλάβη και, επομένως, δεν αποτελεί την κατάλληλη ικανοποίηση για την ηθική, σεξουαλική και σχετική με την απώλεια της χαράς της ζωής βλάβη που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί. 40 Ο Α. Lucaccioni επικρίνει επίσης την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στο μέτρο που με αυτή έχει εκτιμηθεί, στη σκέψη 88, ότι αυτός «δεν παρέσχε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ένα τέτοιου ύψους ποσό θα μπορούσε να επιδικαστεί προς ικανοποίηση ανάλογης ηθικής βλάβης, από τα δικαστήρια των κρατών μελών», και τούτο μολονότι ο ενάγων αναφέρθηκε στην απόφαση του γαλλικού Cour de cassation και, προσφέρθηκε, μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας, να προσκομίσει και άλλες αποφάσεις. 4ΐ Προκειμένου περί της εκτιμήσεως της ηθικής βλάβης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ορθώς το Πρωτοδικείο αναφέρεται στο άρθρο 14 της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως προκειμένου να εκτιμήσει το μέγεθος της προβαλλόμενης από τον Α. Lucaccioni ηθικής βλάβης, και τούτο εφόσον η διάταξη αυτή ρητώς παραπέμπει, με την παράγραφο της 2, στο άρθρο 12 της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως, το οποίο, σχετικά με την εκτίμηση σωματικών βλαβών που δεν συνεπάγονται ολική αναπηρία, αναφέρεται σε πίνακα ο οποίος μνημονεύει, στην πρώτη του γραμμή, τις ψυχολο- Ι - 5287

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-257/98 Ρ γικές διαταραχές. Επομένως, αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως δεν είναι βάσιμο στο μέτρο που ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε κακή εφαρμογή του άρθρου 14 της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως. 42 Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο Lucaccioni αξιώνει αποκατάσταση μη οικονομικής φύσεως ζημιών των οποίων ουδέποτε απέδειξε το υποστατό και την έκταση. 43 Τέλος, προκειμένου περί της επικρίσεως της σκέψεως 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επίκριση αυτή αφορά έναν εκ του περισσού και, επομένως, απαράδεκτο λόγο. Έστω και αν ο λόγος αυτός ήταν παραδεκτός, δεν θα ήταν, παρ' όλ' αυτά, βάσιμος, εφόσον καμιά από τις παρατιθέμενες από τον Α. Lucaccioni αποφάσεις δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε εκτίμηση ηθική βλάβης. 44 Για λόγους ανάλογους προς τους αναπτυχθέντες στο πλαίσιο του δευτέρου μέρους του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, αυτό το τρίτο μέρος του δευτέρου σκέλους του λόγου πρέπει να ερμηνευθεί ως αφορών την έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσφαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με τα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη για την εκτίμηση της επενεχθείσας στον Α. Lucaccioni ηθικής βλάβης. 45 Ωστόσο, πριν εξετασθούν τα ληφθέντα υπόψη από το Πρωτοδικείο κριτήρια, πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα εάν, κρίνοντας ότι ο ενάγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι από τα δικαστήρια των κρατών μελών μπορούσε να του επιδικαστεί προς ικανοποίηση ανάλογης ηθικής βλάβης ποσό της τάξεως των 5 950 000 BFR, το Πρωτοδικείο παρερμήνευσε τα προσκομισθέντα από τον ενάγοντα αποδεικτικά στοιχεία. 46 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η εθνική νομολογία την οποία υπαινίσσεται ο αναιρεσείων στην αίτηση του αναιρέσεως απεστάλη απ' αυτόν στο Πρωτοδικείο με Ι - 5288

LUCACCIONI κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ έγγραφο της 1ης Απριλίου 1998, δηλαδή ύστερα από τη διεξαγωγή, στις 9 Οκτωβρίου 1997, της προφορικής διαδικασίας. 47 Κατά συνέπεια, ορθώς το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία αυτή. 4S Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο ενάγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι από τα δικαστήρια των κρατών μελών θα μπορούσε να επιδικαστεί, προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης ανάλογης προς αυτήν που είχε υποστεί ο ενάγων, ποσό της τάξεως των 5 950 000 BFR. 49 Προκειμένου περί των κριτηρίων που χρησιμοποίησε το Πρωτοδικείο για να ελέγξει αν για την επενεχθείσα στον ενάγοντα ηθική βλάβη είχε δοθεί η κατάλληλη ικανοποίηση, το Πρωτοδικείο έκρινε κατάλληλο, στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ποσό των 5 950 000 BFR που του είχε αναγνωριστεί βάσει του άρθρου 14 της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως και χορηγηθεί, σύμφωνα με την υγειονομική επιτροπή, «ενόψειτων μονίμων σημαδιών (ουλές, παραμόρφωση του αριστερού μαστού, μείωση της μυϊκής δυνάμεως του αριστερού βραχίονος) και των σοβαρών ψυχολογικών διαταραχών από τις οποίες είχε προσβληθεί ο Lucaccioni». 50 Στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώθηκε η ανυπαρξία στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι από τα δικαστήρια των κρατών μελών θα μπορούσε να χορηγηθεί, προς ικανοποίηση ανάλογης ηθικής βλάβης, ένα ποσό της τάξεως αυτής. 5ΐ Επικουρικώς, το Πρωτοδικείο προέβη, στη σκέψη 90, στον υπολογισμό του ποσού που θα αντιπροσώπευε την ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του ενάγοντος εάν από το ποσό των 25 800 000 BFR, που του είχε καταβληθεί από την Επιτροπή, αφαι- Ι - 5289

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-257/98 Ρ ρούνταν το ποσό των 8 400 000 BFR που είχε θεωρηθεί από αυτόν, σύμφωνα με ακριβή αναλογιστικό υπολογισμό, ως αντιπροσωπεύον την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που ισχυριζόταν ότι είχε υποστεί. 52 Διαπιστώνεται ότι το Πρωτοδικείο, κάνοντας χρήση αρκετών και διαφόρων κριτηρίων προκειμένου να εξακριβώσει αν το ληφθέν από τον Α. Lucaccioni ποσό αποτελούσε την κατάλληλη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί, αιτιολόγησε αρκούντως την προσβαλλομένη απόφαση. 53 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι και το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Επί TOD τρίτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως 54 Με το τρίτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, ο Α. Lucaccioni βάλλει κατά των σκέψεων 76, 77 και 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο δεν έδωσε, εκτός από μια «κατά δικαία κρίση» και όλως υποκειμενική εκτίμηση, καμιά αντικειμενική και ελέγξιμη εξήγηση ούτε οποιαδήποτε αιτιολογία επιτρέπουσα να δικαιολογηθεί η συμπερίληψη των επενεχθεισών ζημιών στις παροχές που χορηγήθηκαν βάσει των άρθρων 73 του ΚΥΚ και 14 της ρυθμίσεως περί ασφαλίσεως. 55 Επιβάλλεται, ωστόσο, να επισημανθεί ότι αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την εκτίμηση της ζημίας, είναι κατ' ουσίαν όμοιο προς το δεύτερο και τρίτο μέρος του Ι - 5290

LUCACCIONI κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως όπως αυτά έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο και στα οποία αυτό έχει ήδη απαντήσει. 56 Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει, για τους ίδιους λόγους, να απορριφθεί. Επί του τετάρτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως 57 Με το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, που φέρει τον τίτλο «μη παροχή τόκων επί του καταβληθέντος βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ κεφαλαίου ως αποζημίωση για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην εξέταση του φακέλου του αναιρεσείοντος», ο Α. Lucaccioni προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι κατέληξε στο συμπέρασμα, στη σκέψη 144, ότι η Επιτροπή «δεν έκανε επικριτέα χρήση της σχετικής εξουσίας της εκτιμήσεως μη ζητώντας από την επιτροπή αναπηρίας να αποφανθεί επί της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθενείας του ενάγοντος» ή, στη σκέψη 147, ότι «δεν υπερέβη, εν προκειμένω, τα όρια αυτού του περιθωρίου εκτιμήσεως». 58 Κατά τον αναιρεσείοντα, ενόψει της αιτήσεως του περί κινήσεως διαδικασίας αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθενείας, ο μόνος προσήκων τρόπος, κατά τον οποίο η Επιτροπή μπορούσε να χρησιμοποιήσει την επιτροπή αναπηρίας, ενόψει του ορισμού του λειτουργήματος της, ήταν να της ζητήσει να αποφανθεί, σύμφωνα με το άρθρο 78, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, επί της τυχόν αιτίας της αναπηρίας του. 59 Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως, στο μέτρο που δεν διασαφηνίζει ούτε τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση ούτε τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν το αίτημα αυτό, είναι απαράδεκτο. Ο Α. Lucaccioni αρκείται στο να επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς και επιχειρήματα που έχει ήδη προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου. 60 Επιβάλλεται να επισημανθεί προκαταρκτικώς ότι η μόνη σχέση που είναι δυνατό να υφίσταται μεταξύ του τίτλου του τετάρτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως και του περιεχομένου του είναι η αναφορά στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης Ι - 5291

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9.1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-2S7/98 Ρ αποφάσεως, όπου το Πρωτοδικείο συνόψισε την επιχειρηματολογία του Α. Lucaccioni κατά την οποία η διαδικασία θα είχε ολοκληρωθεί ταχύτερα αν είχε γίνει προσφυγή στην επιτροπή αναπηρίας με βάση το άρθρο 78, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. 6ΐ Προκειμένου περί του περιεχομένου του λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τα άρθρα 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να μνημονεύει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζεται συγκεκριμένα η αίτηση αυτή (βλ., μεταξύ άλλων, τις διατάξεις της 6ης Μαρτίου 1997, C-303/96 Ρ, Bernardi κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1997, σ. 1-1239, σκέψη 37, και της 9ης Ιουλίου 1998, C-317/97 Ρ, Smanor κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. 1-4269, σκέψη 20). 62 Στο μέτρο που με το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν παρέβη τις διατάξεις των άρθρων 73 και 78 του ΚΥΚ, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται η νομική βάση επί της οποίας το Πρωτοδικείο όφειλε να κρίνει ότι η Επιτροπή είχε παραβεί τις διατάξεις αυτές μη ζητώντας από την επιτροπή αναπηρίας, που συστάθηκε το 1991 βάσει του άρθρου 78 του ΚΥΚ, να αποφανθεί επί της τυχόν επαγγελματικής αιτίας της ασθενείας του αναιρεσείοντος, το σκέλος αυτό πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο. 63 Κατά τα λοιπά, ακόμα και αν το σκέλος αυτό κηρυσσόταν παραδεκτό, θα ήταν, παρ' όλ' αυτά, αλυσιτελές. Πράγματι, για την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω ζημίας απορρέουσας από καταλογιστέα στην Επιτροπή καθυστέρηση όσον αφορά τη διεξαγωγή μιας διαδικασίας, ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως του πταίσματος του οργάνου, της επενεχθείσας ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου, δοθέντος ότι οι τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι σωρευτικές. 64 Όμως, ο αναιρεσείων δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου, οπη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε από την Ι - 5292

LUCACCIONI κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ επιτροπή αναπηρίας να αποφανθεί επί της επαγγελματικής αιτίας της ασθενείας δεν του προξένησε καμιά ζημία, εφόσον ήδη δικαιούνταν του μεγίστου ποσοστού συντάξεως που προβλέπεται στο άρθρο 78, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. 65 Επομένως, αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο. 6Ŕ Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος, οπότε η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Επί των δικαστικών εξόδων 67 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην κατ' αναίρεση διαδικασία βάσει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 70 του εν λόγω κανονισμού, στις υπαλληλικές διαφορές, τα όργανα φέρουν τα έξοδα τους. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 122, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, το άρθρο 70 δεν έχει εφαρμογή επί των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκούνται από μόνιμο ή μη μόνιμο υπάλληλο κατά του οικείου οργάνου. Δεδομένου ότι ο αναιρεσείων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς, Ι - 5293

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9.1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-257/98 Ρ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα) αποφασίζει: 1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. 2) Καταδικάζει τον Α. Lucaccioni στα δικαστικά έξοδα. Jann Edward Sevón Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 1999. Ο Γραμματέας R. Grass Ο Πρόεδρος του πρώτου τμήματος P. Jann Ι - 5294