Εγώ κι εσύ, Φαντασία χωρίς λόγο



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Modern Greek Beginners

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Το παραμύθι της αγάπης

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Η. Διαδικασία διαμεσολάβησης

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

9 απλοί τρόποι να κάνεις μία γυναίκα να μην μπορεί να σε βγάλει από το μυαλό της

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Κατανόηση γραπτού λόγου

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

«Tα 14 Πράγματα που Κάνουν οι Καταπληκτικοί Γονείς», από την ψυχολόγο-συγγραφέα Dr. Λίζα Βάρβογλη!

Οι προσωπικοί στόχοι καθενός μπορούν κατά καιρούς να αποτελούν και να καθορίζουν το success story της ζωής του για μια μικρή ή μεγάλη περίοδο.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Έτσι, αν το αγόρι σου κάνει τα παρακάτω, αυτό σημαίνει ότι είναι αρκετά ανασφαλής. #1 Αμφιβάλλει για τα κίνητρα σου

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Modern Greek Beginners

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Naoki HigasHida. Γιατί χοροπηδώ. Ένα αγόρι σπάει τη σιωπή του αυτισμού. david MiTCHELL. Εισαγωγή:

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

2. Από προς Τι κάνουν ο Αλέξανδρος και ο Δημήτρης στα δωμάτιά τους; Εσύ τι κάνεις με τον υπολογιστή;

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Transcript:

1

2

3 Εγώ κι εσύ, Φαντασία χωρίς λόγο

4

5 Γεράσιμος Μηνάς Εγώ κι εσύ, Φαντασία χωρίς λόγο Διηγήματα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ 2007-2008

6

7 1 Ραντεβού στα τυφλά Καθόταν στο γραφείο του, με το όμορφο λαμπατέρ, που απέπνεε ένα χρώμα, που ομοίαζε με την ευγένεια του χαμηλού φωτισμού, και την ιδιαίτερη χριστουγεννιάτικη, διακόσμηση: αντί για δέντρο, τα φωτάκια κρέμονταν στο καλώδιο τους, σαν στολισμός πλοίου, στο λιμάνι εδώ, αλλάζοντας πλευρό-τοίχο, ως ένα τρίγωνο στον αέρα- χωρίς βάση. Ο άντρας ακούει, μουσική, με αυξομειωμένη ένταση, ανά μέρη. Ευχαριστημένος για το μεγάλο του σπίτι, με τέσσερα υπνοδωμάτια, στα οποία διακτινίστηκαν τέσσερις τύποι, γυναικών. Κοντεύει 10 και κάτι. Κάνει να σηκωθεί, όμως τον πλησιάζει μια νέα γυναίκα, που το παρουσιαστικό της είναι το εξής: γύρω στο 1.72μ με ξανθοπορτοκαλί, μακριά κατσαρά, μαλλιά, υποτίθεται οπτικό αποτέλεσμα ως προς τα ρούχα, για έξοδο. Αν δεν είχε θυμωμένο ύφος, ίσως και να τη συμπαθούσες. Πλησίασε ξαφνικά, από τον στενό διάδρομο, που πιο μέσα, έστριβε δεξιά. Με αιφνιδιάζει. Πιστεύει πως αν είναι ξυπόλητη, θα με κάνει να τη συμπαθήσω. Θα πρέπει να είναι από τους ανθρώπους που θεωρούν ζωντάνια, να μην έχουν για τίποτα, ενδοιασμούς. Πως ταιριάζουν οπουδήποτε. Εσύ πρέπει να τους ανεχτείς. Είναι ένα ραντεβού στα τυφλά, που οι μοίρες, μου επιβάλλουν, γιατί άρχισε να μυρίζει η μοναξιά και η απαξίωση για ολοκλήρωση όχι ουδέτερα πράγματα, όλο απάθεια. Έχε χάρη που έχω καλή όρεξη, και σήμερα. Κάτι μου προσφέρει και μένα, πίσω, η ζωή. Δε γεράσαμε ακόμη. Το να σαι χαρούμενος, δεν υποκύπτει σε ώρες μη κοινής ησυχίας. Η χαρά κείνη τη στιγμή, δεν κομπλεξάρεται. Έτσι είναι ο αιώνας μας. Το σπίτι μας είναι ολόκληρη η πόλη, όπου οι γείτονες είναι απλά, υπάλληλοι μας. Οπότε λοιπόν κι εγώ, θ αρχίσω να θορυβώ. Ωραία που είναι σε βολεμένο βίο. Χαμός! - Θα έκανες κάτι; Ρωτά. - Με περίμενες; Αντιρωτώ.

8 (Γιατί είσαι μουτρωμένη; Που πήγε το θάρρος της γενιάς σου;) - Τι σκέπτεσαι; Ρωτά. - Πως για κάποιο λόγο, βρίσκεις ενδιαφέρον στην παρουσία σου εδώ, γι αυτό και έφτασες. Ή κάνω λάθος; Ευτυχώς που διατηρείται η τονωμένη μου ενέργεια, χάρη στη κατανάλωση του φραπέ. Το διανοούμενο περιβάλλον, - Τόση ησυχία. Την αντέχεις; (το ύφος της εμπεριέχει ένταση). - Θα προτιμούσες περισσότερο κόσμο; Ρωτώ, και αμέσως προσθέτω: Δεν κάνουμε πάρτι εργασίας εδώ, όπου όλοι υποτίθεται, περνάνε καλά. - Έτσι θα μίλαγες σε μια άγνωστη σου; - Η ζωή για μένα δεν είναι γυαλιστερές σελίδες, περιοδικών, κι έχω περάσει δύσκολα χρόνια, για να απολαμβάνω τώρα, αυτή την ομορφιά. Σα να κοκκίνισε, ή μου φάνηκε. Δεν μιλώ γι αυτή αλλά για ένα περιποιημένο, στοιχειωδώς, διαμέρισμα. - Τι πρόσωπα ήρθαν εδώ; Ακούγεται ξαφνικά. - Δεν ξέρω ακόμα. - Νομίζεις ότι είσαι διαφορετικός από τους άλλους άντρες; - Απλά επιλέγω ποια άτομα μπαίνουν εδώ μέσα. Άρα αισθάνομαι φιλικά, μαζί σου. - Αλήθεια; -εξακολουθεί όρθια. - Αν χαμογελούσες λίγο κάνω την αρχή. - Εντάξει αισθάνεται πιο άνετα. Σηκώνομαι να κεράσω κάτι. - Δική σου η ιδέα με τα φωτάκια; - Ναι, ιδέα της στιγμής. Δεν κάθεσαι; - Ευτυχώς δεν θυμίζει δωμάτιο αναμονής, μιλά. - Τι εννοείς; - Εκείνο το τυπικό, περιμένοντας στη σειρά, για γιατρό, αποκρίνεται. - Ευτυχώς χαμογελώ. Της ρίχνω μια ματιά, και προσθέτω: η ημίλευκη πολυθρόνα δίνει ένα τόνο. - Ομορφιάς, συμπληρώνει τη σκέψη μου. - Ησυχία, έ; ρωτά τώρα. Φέρνω ένα χυμό, με κομμάτια κέϊκ στο πιατάκι τους. Δύο γεύσεις, ως μια ανάμεικτη προσφορά. Με ήρεμο βήμα, ξανά στη συνέχεια,

9 πλησιάζω ένα σύγχρονο σύστημα ήχου, ξεκινώντας σε χαμηλή ένταση, μουσική. Εκείνη ξεφορτώνεται το καφέ ανοιχτό, παλτό της. Σιάζει τις μπούκλες στα μαλλιά. Επιλέγει να καθίσει στην αγαπημένη μου, ημίλευκη, πολυθρόνα. (Μήπως θέλει να με επηρεάσει, αφού εκεί προτιμώ να τοποθετώ το σώμα μου, πάντα) - Πως σε λένε; Κάθομαι περίπου κοντά της, στον διθέσιο καναπέ που εφάπτεται με τον εξωτερικό τοίχο. - Οφηλία, απαντά, ανέκφραστη ίσως. - Μοναδικό, αντιδρώ αυτόματα. - Γλυκιά ηρεμία, ακούγεται. - Μήπως θα ένοιωθες άνετα, αν υπήρχε κι άλλος κόσμος εδώ; Ρωτώ κάτι ίδιο. - Εσύ θέλεις να καλέσουμε; - Όχι τώρα το βλέμμα μου είναι απλό. Ελάχιστα άνετο. - Τι μαγείρεψες σήμερα; -φαίνεται δεν της μυρίζει φαγητό. Είναι περίεργη μήπως; - Τίποτα. Είπα να μην έχω μια φορά, να πλύνω πιάτα μερικώς είναι ψέματα, γιατί πεινώ. Περιεργάζομαι τη φιγούρα της. - Μου φαίνεσαι δύσκολη ως άνθρωπος, και συγνώμη για το θάρρος. - Γιατί το λες αυτό; - Θαρρώ σα να -αλλάζω την αρχή της φράσης- σα σε πρωτοείδα, μου φάνηκες ενοχλημένη. - Κι αυτό τι σου προκάλεσε; - Να μείνω μακριά. - Πίστεψες πως εσύ έφταιγες; - Όχι, απλά δεν ήθελα προβλήματα. - Εσύ δεν έχεις; -γέρνει εμπρός, συγκλίνοντας οι παλάμες, ακουμπώντας τα πόδια της. - Έχω όπως όλοι, αποκρίνομαι. - Φαντάζεσαι; - Τι πράγμα; - Το αυτονόητο. - Είπα. Έχω όπως όλοι. Απλά, δεν θεωρώ σωστό, να βαρυστομαχιάζει και τον άλλο. Παρομοίως το ύφος που δεν καταλαβαίνεις, τι πρεσβεύει. Σκέφτεσαι, αλήθεια τώρα, έχεις συναισθήματα εσύ;

10 - Η εμπιστοσύνη είναι δύσκολη, σήμερα. - Δεν δικαιολογείται όμως η παγωμάρα, να πρέπει να μαντέψεις το θέλω του άλλου. - Πρέπει; Ρωτά. - Αν είμαστε αφελείς, να μην διαθέτει, κανείς, ξεγνοιασιά, μια φορά στο τόσο, επικοινωνώντας με άλλο πρόσωπο. - Ζωντάνια χρειάζεται -δηλώνει. - Εξωτερικεύεται. - Πιθανόν και χωρίς καφέ, υπολογίζω. - Εσύ είσαι ευχαριστημένη; - Απλά ευχαριστώ που είμαι ζωντανή. Εξάλλου, το πρέπον είναι να έχεις ατομική ζωή. - Αρκεί να μην κουράζει να πρέπει να παίζεις με τους όρους του άλλου. - Όπως τώρα μαζί σου με καρφώνει με το βλέμμα. - Με συγχωρείς για λίγο σηκώνομαι. Αισθάνομαι ότι πρέπει να κάνω το χοντρό μου στον καμπινέ. - Ευχαρίστως, χαμογελά. Γιατί; Βγαίνοντας από την τουαλέτα, προσπαθώ μόλις, ν αφουγκραστώ τι τύποι γυναικών, βρίσκονται πιθανόν, στις άλλες τρεις, κρεβατοκάμαρες. Χαμογελώ. Αυθόρμητα, εγκάρδια, ρίχνω μια ματιά στο σαλόνι, με τα φωτάκια που αναβοσβήνουν. Ακούγεται ένα όμορφο Χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Περίεργο να μ επισκέπτονται. Πρέπει να το συνηθίσω. Πλησιάζω την Οφηλία. Αισθάνομαι αλήθεια, ευχάριστα. Της χαμογελώ, αγνά. - Αισθάνεσαι άνετα μαζί μου; Ρωτά. - Είναι θεμιτή η φιλική επίσκεψη σου. Εξάλλου, - Είμαι κι εγώ άνθρωπος; Μαντεύει ξανά, -τι ήθελα να πω. - Μπράβο, ενθουσιάζομαι. Έχω και μπισκότα αν θέλεις. - Δεν πίνεις; - Όχι. - Μάλιστα απλό το βλέμμα της. Αλήθεια έχεις φιλικά αισθήματα; - Απ το να μην έχω καθόλου. - Η παγωμάρα που ανέφερες, έ;

11 - Κακό πράγμα οι άνθρωποι που δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. - Παρομοίως η ευγνωμοσύνη, -συγκρατεί κάτι άλλο που ήθελε να ξεστομίσει. - Όμορφο Σαββατόβραδο, έ; - Καλό, ακούγεται φιλική, πια. - Έτσι φλερτάρεις εσύ; Προσθέτει τούτη την απορία. - Πως; ξαφνιάζομαι. - Είναι δυνατά τα συναισθήματα της μουσικής. Εκτός, αν δεν σε αγγίζουν. - Απλά, βαρυστομαχιασμένος. - Απλά. Μάλιστα. Ξεκινά ένα ζωηρό, Χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Αυτόματα στέκεται όρθια, χορεύοντας με ένταση, στριφογυρίζοντας με: «ξέρει αν ήσουν καλός». Ούπς. Ξεσάλωσε! «Ο Άγιος Βασίλης έρχεται στην πόλη». Γελά. Πλάκα έχει, τούτο της το παραδέχομαι. Ώπ!! με άρπαξε! Σηκώνομαι. Άαααα, ουρλιάζει χαρούμενα. Τρέχουμε πάνω κάτω. Λες να πηδήξουμε και από το μπαλκόνι; Διακοπή. Μου πιάνει τα χέρια, ώχ, πάμε ξανά. Γυρίζουμε σβούρα, για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Εκσφενδονίζεται στον καναπέ. - Αυτό μου χρειαζόταν, χαμογελά. - Εγώ δεν το περίμενα, γελώ μόλις. - Κάψαμε θερμίδες, έ; σουλουπώνεται μόλις. - Όσο γι αυτό. - Θαρρώ έχω όρεξη για βραδινό περίπατο, ακούγεται. - Μια άλλη φορά. - Θα υπάρξει; - Αν είσαι πιο χαρούμενη. - Στο απέδειξα. - Καλά, θα το σκεφτώ, αποκρίνομαι. Ώχ, ένας ξαφνικός πόνος στην κοιλιά. Πορεία προς αφόδευση, πάλι. - Λοιπόν γειά, μιλώ. - Θα φύγω μαζί με τα φωτάκια, χαμογελά. (Η στιγμή φορές, δεν καταφέρνει να σε δημιουργεί, έξυπνο) Τέλεια είναι η εικόνα, γιατί η κάμερα έχει καθαρό φακό, μα εγώ, αμέσως, αδυνατώ σε μηδέν χρόνο, να ευχαριστήσω για την

12 απλότητα της επικοινωνίας, ως φυσιογνωμία. Μια αύρα σιωπής με τυλίγει, σα να ξέχασα κάποιο φως, στο χώρο, σβηστό. Ικανό διαφορετικά να φωτίσει κείνο που ανέμενε μια τέτοια τόνωση. Η στιγμή έφυγε. Αφήνω τα κακά μου, στη στωικότητα των σωλήνων. Πλένω τα χέρια παρόλο που ποτέ, δεν αγγίζω τίποτα. Αγνοώ την ψυχική μετακίνηση, σε δρόμους και πεζοδρόμια. Θαρρώ, η Οφηλία ήταν ηλεκτρική ενέργεια, και πάει. Την κάλεσαν να φορτίσει αλλού, πινακίδες νέον ή περιβάλλοντα, φιλόξενων καφέ. Είναι όπως η αύρα του ατόμου, που φεύγει από χώρο που προκαλεί κατάθλιψη. Απολαμβάνεις φορές, μόνο φωτιστικούς συνδυασμούς, ενόσω ο ρεαλισμός πλησιάζει απρόσκλητος. Μια σκέψη μου ρχεται τώρα, μα θα τη φιλτράρω αργότερα. Ενόσω απομακρύνομαι, μετά τη τέλεση μιας συνηθισμένης, φυσικής ανάγκης, μια μυρουδιά, ποτίζει τα ρουθούνια. Ανάμεικτη με καπνό; Δεν ξέρω αν έφυγε η Οφηλία, γιατί δεν άκουσα πόρτα. Καπνίζει κιόλας; Σκέπτομαι να επιστρέψω στο γραφείο-έπιπλο μου, προς συνέχιση μίας επιπλέον, βαρετής εργασίας. Δεν είναι όμως δυνατόν, να μην προσέξω στο σαλόνι, μια νέα θαρρώ, γυναικεία παρουσία! Στέκεται όρθια, παρατηρώντας τον μοναδικό πίνακα που έχω κρεμάσει: Ποτάμι κατά μήκος, με μια βάρκα, με δυό άτομα, μέσα. Πιθανόν Ευρωπαϊκή πόλη. Κτίρια που δείχνουν ογκώδη, 5 ή 6 όλα κι όλα, στις όχθες. Αριστερά βρίσκεται μια εκκλησία, νομίζω, με τη μύτη του καμπαναριού, να θέλει ίσως, να φτάσει ή να ανοίξει, κι άλλο ουρανό: να φανεί το γαλάζιο. Ανάμεσα από λευκά, ως περισσότερα, άλλα σκούρα, γκρι επίσης, σύννεφα. Ο πίνακας απλώς, έδενε με το σύνολο ενός λιτά περιποιημένου, σαλονιού. Παρόλη την αγάπη μου για τη τέχνη, μόνο ένα αντικείμενο. Σαστίζω ένα μέτρο μακριά, εμπρός σε μια τόσο όμορφη, κοπέλα: Το πρόσωπο της είναι οβάλ, αν τούτο σημαίνει περίπου στρογγυλό. Μελαχρινή. Φορά ένα μακρύ φόρεμα, που είναι γυαλιστερό, ως ένα ακαθόριστο εκ πρώτης- σημείο, πάνω από τα γόνατα. Γόβες στο ίδιο, σκούρο, χρώμα. Το παλτό, επενδυμένο με γούνα, σε τακτικές θέσεις. Κάνει τη διαφορά μια τέτοια παρουσία. Έρχομαι προ εκπλήξεως.

13 - Καλησπέρα, ακούγομαι εγκάρδιος. - Καλησπέρα σου, αποκρίνεται δεν έχει ανάγκη να χαμογελά, αφού το εκπέμπει το λαμπερό της πρόσωπο. Αυτόματα κομπλάρω! (Εσύ με βραδινό, επίσημο ένδυμα, ο ίδιος με φόρμα, λες και θα πήγαινα για γυμναστική). - Ωραίος πίνακας πάλλονται οι φωνητικές της χορδές. - Έ ναι -πραγματοποιώ αργά βήματα. - Σα να κάθομαι σε κάποιο μπαλκόνι, κοιτώντας έξω, σ ένα χειμωνιάτικο πιθανόν, θέαμα. Αν είχα και κάτι να πιω. - Μπορώ να πάω να πάρω! Αν θέλεις δηλαδή να περιμένεις. Λίγο δηλαδή, μιλώ με φυσικότητα, σχεδόν..αδημονώντας, για τη συνέχεια τούτης της ξαφνικής έκπληξης; - Αν δε σου κάνει κόπο. - Κανένα. Με συγχωρείς. Οπισθοχωρώ, με πλάγιο περίπου, βηματισμό. - Άκουσε μουσική τη προτρέπω. Αν αισθάνεσαι άνετα. Πάνω που πάω ν απομακρυνθώ περισσότερο, την ακούω: - Μπορείς; Θέλει να τη βοηθήσω να βγάλει το παλτό της. Πλησιάζω σχεδόν τρέχοντας, εξυπηρετώντας τη, με χαμόγελο. - Ευχαριστώ που είσαι εδώ, λέω, χωρίς να το σκεφτώ. Εκείνη κάθεται, κουνώντας καταφατικά, το κεφάλι, ανάβοντας τσιγάρο. Πατώ το play στο στερεοφωνικό. Πισωπατώ ξανά, με ευγένεια. Στο διάδρομο, χάνομαι τάχιστα. Τι φοράνε τώρα; Το λευκό παντελόνι, με ένα υπέροχο πλεκτό -ζεστό είναι- φεύγει λίγο χαμηλότερα από τη μέση αγκαλιάζοντας το σώμα, ανάγλυφα. Παρατηρείς κεντημένες παραστάσεις, λευκό όμως ως επί τω πλείστον. Διαλέγω, τα καφέ παπούτσια που με χτυπούν δυστυχώς στο περπάτημα μετά από μισή ώρα ή ένα απλό περίπατο. - Δεν αργώ, μιλώ απλά, προλαβαίνοντας με στη πόρτα. - Δεν ήταν ανάγκη να αλλάξεις για μένα. - Θέλω να αισθάνομαι ότι ταιριάζω. Είναι εκθαμβωτική,, όμως δε μου κάνει κλίκ. Μη βιάζεσαι, συλλογίζομαι. Πω πω ένα κρύο που κάνει απόψε. Ο χειμώνας έβαλε τις μπότες του, και παίζει με τη φύση, ταλαιπωρώντας.

14 Ελπίζω να μη φαίνομαι χλωμός. Σα να μου γεννιέται η επιθυμία να φάω δύο από εκείνα τα εύγεστα, κίτρινα μήλα, εποχής. Αρχίζω να απολαμβάνω τη θέα των πάντων. Ο νυχτερινός ουρανός, Όσα αστέρια φαίνονται. Επιστρέφω με ένα καλάθι με γλυκά και ποτά, σε σελοφάν. Τυλιγμένο εορταστικό στήσιμο: Μεταφορά από ράφι τοπικού σούπερ μάρκετ. Ξηροί καρποί. Ένα διαφορετικό είδος ποτού, είχα επιλέξει, που μου πρότεινε μια φίλη πωλήτρια. Με παρατηρεί το όμορφο θηλυκό στο σαλόνι μου, που χαμογελώ με τα πράγματα στα χέρια. Στην ακοή μου φτάνουν ακούσματα τροπικών ρυθμών, σε σύγχρονη εκδοχή, όπως εκείνα στη ταινία: ακόμη 48 ώρες. Τακτοποιώ σε σύντομο χρόνο, τα του καλαθιού, ερχόμενος εδώ πίσω από το ξύλινο εμπόδιο που μου έρχεται ως κάτω από το στήθος, το υψηλότερο του επίπεδο. Ο χώρος που αν και ανοιχτός, ενωμένος με το σαλόνι, εδώ πίσω, θεωρείται κουζίνα. Την κοιτώ συχνά. - Δεν έχεις τηλεόραση εδώ. - Όχι ακόμα, εξηγούμαι. - Καλά κάνεις. - Θαρρώ είναι πιο ωραίο να διατηρείς το ποιοτικό σενάριο, αγαπημένων ταινιών, πρακτικά στη ζωή, όμως -αποκαλύπτω. - Να μη την υποτιμάμε. Ωραίο ακούγεται τακτοποιεί μια φράντζα από τα μαλλιά. - Τι πίνεις; Ρωτώ. - Κάτι γλυκό. Και που ξέρω εγώ, ποιο απ όλα αυτά τα μπουκάλια, διοχετεύει νοστιμάδα; Μια ζεστή ανατριχίλα με τυλίγει. Διαλέγω ένα στη τύχη. Αν, μήπως αυτό το που θυμάμαι να είναι δημοφιλές στη γεύση: σε μαύρο μπουκάλι, σαν αμφορέας θαρρώ. Λέω να δοκιμάσω δυο δάκτυλα. Έτσι για τη παρέα. Κάθομαι πλάι της, απέναντι από τον πίνακα. - Μήπως θέλεις να καθίσουμε εκεί, ή ντρέπεσαι μήπως, μας βλέπουν; (τα πατζούρια είναι ανοιχτά, με μόνη μια κουρτίνα να καλύπτει στο μέγιστο δυνατό, περί ενημέρωσης, του τι βρίσκεται ή συμβαίνει στο φωτισμένο δωμάτιο). - Ότι θέλεις, προσθέτει. - Αν χρειαστεί, καθόμαστε κι εκεί.

15 - Αγαπάς την τέχνη, έ; - Οτιδήποτε όχι στημένο, μιλώ. Πίνει λίγο από το ποτό της. Αισθάνομαι πως η επικοινωνία μας, φαντάζει όπως η ανυπομονησία, προτού αγοράσεις κάτι. Δεν με ενδιαφέρουν τα εξωτερικά βλέμματα, οι συνομιλίες ατόμων που θεωρούν κοινωνικότητα, το κουτσομπολιό. Εμένα με τυλίγει μια αύρα απελευθέρωσης. Ενηλικίωσης: με σταθερότητα. - Ωραία μουσική φωτίζονται χαμογελώντας, τα μάτια μου. - Μμμμμ την ακούω. - Δεν θα θελες να ήσουν κάπου αλλού, τώρα; ρωτά. - Χρησιμοποιώ το μυαλό μου για κάτι τέτοιο. - Αλήθεια τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι; Ρίχνει άλλη μια απορία. - Σενάρια. - Επιτυχημένα; Ενθουσιάζεται, στρέφοντας σ εμένα. - Πιστεύω. - Καλό είναι να χρησιμοποιείς το μυαλό σου. - Μόνο αυτό κάνω. - Δεν σε βλέπω να πίνεις. - Για να σου πω την αλήθεια, δεν πίνω, αλλά ας σου κάνω παρέα. Γυροφέρνει στον ουρανίσκο της μια φράση, μα δεν την αποκαλύπτει. - Αυτό είναι το περιβάλλον εργασίας σου; Κουνώ καταφατικά το κεφάλι. - Δεν κουράζεσαι ποτέ. - Έ πότε πότε, χρειάζομαι μια τόνωση. - Να θυμώνεις ν απελευθερώνεις ενέργεια, χαμογελά εγκάρδια. - Καλή φάση, της εμπιστεύομαι. - Όχι με κάθε φράση του άλλου, μιλά. - Ναι, αλήθεια ενθουσιάζομαι. Τι αρρώστια είναι αυτή, έ; - Εμμονή όντως, αντί να ναι ελεύθερος, κανείς. - Έχεις δίκιο. Μου χαμογελά. Σηκώνομαι και φέρνω ξηρούς καρπούς. - Οι άνθρωποι έχουμε μανία, ν απολογούμαστε για τα πάντα, μου λέει. - Έχουμε; Ρωτώ. (Το μουσικό ρεπερτόριο αλλάζει σε Αραβικές νύχτες). - Διόρθωσε το. Όποιοι.

16 - Μου αρέσει να συζητώ μαζί σου την κοιτώ, βαθιά, στα μάτια. - Χαίρομαι ούτε που κοκκινίζει. - Έτσι εύκολα που συζητούμε. - Αλήθεια τι εμμονή ενθουσιάζεται- να πρέπει να κρατιέσαι με αγνώστους, να πεις τη γνώμη σου το βλέμμα της παρατηρεί τις πλέξεις στο μάλλινο μου. Κολακεύομαι. - Θέλει όμως λίγο κράτει μιλώ. Συμφωνεί, πνίγοντας το, με μια κίνηση του ποτού, καταπίνοντας. - Θες να ρθείς κάπου; Προτείνει. - Τώρα; Χαμογελώ. - Γιατί; (Δεν το περίμενε;). - Άγριο πράγμα ο χειμώνας. Σου τσιτώνει το δέρμα. Μπρρ. - Όχι τα αισθήματα; Ρωτά. - Φαντάζομαι και αυτά, εξακολουθεί η πρόσχαρη διάθεση μου. -Δεν καθόμαστε περισσότερο, εδώ, ν ακούσουμε μουσική; Ξεφεύγεις με τη φαντασία, λέω στη συνέχεια. - Καλά, όπως θέλεις, αποκρίνεται σοβαρή. - Θύμωσες; - Γιατί αυτό; Απορεί. - Επειδή είπες, πως πρέπει να θυμώνουμε πότε πότε. Δοκιμάζει ξανά, το ποτό της. Μου φαίνεται πως στραβώνει. Σα τα βιβλία που βρίζουμε, χωρίς να τα έχουμε διαβάσει. Σα τα φωτάκια που αναβοσβήνουν σε φωτεινό δωμάτιο. Κανείς δεν τα προσέχει. Αυτόματα, η ελκυστική παρουσία, σηκώνεται, λικνίζοντας το κορμί της, στον ρυθμικό τόνο της Αραβικής μουσικής, σα γνήσια τσιγγάνα ή κόρη, φυλής, που αγαπάει απεριόριστα, τις απέραντες εκτάσεις της ερήμου. Απολαμβάνω την κίνηση της. Ξέρει αλήθεια να χορεύει. Δεν με προετοίμασε. Δεν τη ρώτησα καν, πως λέγεται. Εμείς οι ανατολικοί λαοί, εκφραζόμαστε με τη γλώσσα του σώματος. Θαυμάζω το θάρρος της. Το χεις, το χεις. Δυναμώνω τη μουσική. Μερικοί άνθρωποι, πράγματι χαίρονται να ναι νέοι. Ζωντανοί. Να κάναμε το χόμπι μας, ζωή.

17 Βαρώ παλαμάκια, στα γόνατα, εμπρός της. Από Oriental χορό, σκίζει. Παρόλ αυτά, εξακολουθεί το προηγούμενο συναίσθημα: η αύρα της επικοινωνίας μας να θυμίζει, ανυπομονησία, προτού αγοράσεις κάτι. Ίσως η ιδέα της φυγής στα άγνωστα μονοπάτια του νου, σε σύγχρονη εκδοχή, ως ονειροπόλο ντοκιμαντέρ, ανθρώπου χωρίς κακία στη ψυχή, ως απεικόνιση χωρίς λόγια ως βοήθημα. Μόνο η εικόνα από τα έλη ή τις πεδιάδες της πατρίδας μου, με τους φυσικούς ήχους στην όποια δυναμικότητα τους. Ώρες και ώρες. Συναντώντας ομίχλη, ή αγκαλιάζοντας το βλέμμα τη κίνηση όποιων έμβιων, πλασμάτων. Η όμορφη ροή της ζωής. Εδώ, μια δόση κρύου που σα να τρύπωσε εσωτερικά, θέλει τώρα να πλέξει άλλου είδους πλεκτό. Σα να σταμάτησε ο χρόνος. Οι νότες σε διώχνουν στης Κούβας τα απάτητα σοκάκια, που φτωχές οικογένειες διώχνουν εαυτό, σα τα μποφόρ που χτυπάνε με ορμή, τα παράλια. Δυστυχώς ναι, δεν μπορείς να ζεις, κλεισμένος, με το φανάρι της φαντασίας. Άραγε θα ταξιδέψω. Κλείνω τα βλέφαρα. Εκεί, στα γόνατα, σχεδόν ακίνητος, σ ένα Ελληνικό τοπίο που φεύγει στης ομίχλης τις χωμάτινες διαδρομές. Μήπως οσφρηνθώ κάτι αληθινό. Κάτι που θυμίζει φτώχεια και Ελλάδα. Σεβασμό. Μεροκάματο. Κάτι παλαιό, ανακατεμένο με αναμνήσεις. Δικές μας. Όχι τουριστών που φεύγουν σαν ηλιοβασίλεμα. Εδώ. Που το μπουζούκι σπαρταρά στα μπράτσα αντρών που αγαπούν την εργασία, την αξιοπρέπεια. Σα να ψάχνεις ξεθωριασμένες φωτογραφίες του πατέρα σου, στη νεότητα του. Ενόσω η δουλειά δεν ήταν ντροπή. Ενόσω δεν είχαν ανοίξει ακόμη, τα σύνορα. Κι είχε θέρμη η κρίση. Ευθύνη. Κάτι τοπικό. Ελληνικό. Καμία σχέση με μαλλιάδες και στριγκλιές, που ποτέ δεν ταίριαξαν ας πούμε, με το καθημερινό πήγαιν έλα, των λιγοστών νησιωτών κατοίκων. Κάπου ήσυχα. Ειρηνικά. Σα ζεστή κούπα, σοκολάτα. Χειμώνα, με χνουδωτές παντόφλες κι ανάγκη για δύο, αρμονικά, χωρίς γκρίνια. Επιθυμώ τώρα, να ξαπλώσω στον τριθέσιο καναπέ, κάτω από τον πίνακα. Βλέποντας στη συνέχεια, ένα από εκείνα τα περίεργα όνειρα, που αποκόβεσαι κάπου, αδημονώντας. Χωρίς μουσική υπόκρουση, παράλληλα χωρίς εχθρότητα. Απλά μια αβεβαιότητα που αχνά μόλις, διαβάζεις στα πρόσωπα των ξυπνητών ανθρώπων.

18 Πολιτών, εννοείται. Δίχως γενικές ευθύνες κι άλλες τέτοιες, προδοτικές, αηδίες. Σα να λέμε: πάντοτε θα υπάρχει οξυγόνο. Δεν είναι όμως, έτσι. Πάντοτε: κάτω από φορεμένα ρούχα, θα υφίστανται, άνθρωποι. Ξυπνώντας κάποια περίεργη ώρα, αποφασίζω να πάω ν αλλάξω, να φορέσω τι πιτζάμες μου. Δεν ξέρω το ακριβές της ώρας, ούτε με ενδιαφέρει. Με το που ανοίγω τη πόρτα του υπνοδωματίου, σαστίζω. Εμπρός μου το εξής θέαμα: Μια όρθια γυναίκα δείχνει νέαπεριποιείται, πασαλείβοντας με κάτι, στα μπράτσα, κατά μήκος των χεριών μιας άλλης γυναίκας: που η πλάτη της, οριζοντιωμένη όπως είναι, στηρίζεται στο κάθισμα, σε κλίση 40 μοιρών. Το πρόσωπο της ξαπλωμένης δεν φαίνεται, λόγω κάποιας μάσκας, ομορφιάς. Το βλέμμα της κοιτά, στο ταβάνι. Μια μυρουδιά μανταρινιού, ανάμεικτη με κάτι άλλο, εξίσου δροσερό, εισχωρεί στα ρουθούνια. Ο φωτισμός πρέπει να είναι, μια πενηντάρα λάμπα. Που πήγε το κρεβάτι; Τα υπόλοιπα, η συρταριέρα, η ντουλαπιέρα, τα κομοδίνα, στη θέση τους. - Τι συμβαίνει εδώ; Ρωτώ με μια ασάφεια θυμού, στον τόνο της φωνής. - Λίγη εμπειρία σε αυτό το σπίτι, δεν θα χάλαγε, μιλά η..υπάλληλος, χαμογελώντας. - Η ζωή είναι ωραία, σιγοντάρει την προηγούμενη, η διπλανή γυναικεία παρουσία. - Και γλυκιά, εκφράζεται η όρθια, κεφάτη προφανώς, του σπιτιού. - Αν κρίνω από τη μυρουδιά δεν το λέω από μέσα μου. - Τι στέκεσαι εκεί; Ρωτά η πασαλειμμένη με κρέμες. - Δεν θα μ αγκαλιάσεις; Προσθέτει αμέσως. - Μα, κομπιάζω, προσπαθώντας ν αντιληφτώ τι στο καλό, συμβαίνει εδώ. - Λίγη ευγένεια επιτρέπεται, ακούγεται τώρα, το όρθιο θηλυκό. - Έτσι αμέσως; Ξεστομίζω κατευθείαν. Μα δεν σας γνωρίζω. - Εγώ είμαι φιλική.

19 - Φυσικά. Δεν αντιλέγω μετακινούμαι πλάι της, αγκαλιάζοντας την φιλικά. - Όχι σα να παρηγορείς κάποιον, μου λέει. - Αν μας φέρονται έτσι, όσοι θεωρούμε αξιαγάπητους, ακούγεται από την άλλη πλευρά, όπου η υπάλληλος πλέον, πλησιάζει στην κεφαλή του τραπεζιού-καθίσματος, ξεκινώντας να περιποιείται τα μαλλιά της ξαπλωμένης. - Έτσι μπράβο, μιλά η οριζοντιωμένη. - Φαντάζομαι άνθρωποι είμαστε, μιλώ, φέρνοντας τη σπονδυλική μου στήλη, σε ευθεία, πλαϊνά στο πρόσωπο της. - Έλα πιο κει, να σε βλέπω. Είναι κι η μάσκα. Τελειώνεις, καλή μου; - Μάλιστα κυρία. - Πολύ εξυπηρετική. Η ευγένεια κάνει θαύματα, ξέρεις με κοιτά με ένα χαρούμενο, συνάμα απλό, μα φωτεινό, ύφος. - Πως και αυτό, εδώ; Απορώ. - Οι κοπέλες της ηλικίας σου απ ότι δείχνει, δεν κατάφεραν να βρούνε το δρόμο ως εδώ. Λείπει η συνεισφορά τους. - Μυρίζει αντρίλα, έ; ρωτώ. - Μια ελάχιστη τσαπατσουλιά, μα αυτό διορθώνεται καλέ μου. Οι γυναίκες της ηλικίας μου, στα δεύτερα άντα, τα έχουν λύσει αυτά. - Ποια; Παίρνω με τη σειρά μου, το λόγο. - Σιγά, καλή μου! - Συγνώμη κυρία. Μια τούφα σας ήταν μπλεγμένη, μόνο. - Συνέχισε. Που λες Τ ονοματάκι σου; - Σέργιος. - Ματίνα, αν και θα μου άρεσε το Ρεβέκκα. Μου πάει; Ά συγνώμη! Δε φαίνεται το πρόσωπο μου μα μη σκιάζεσαι χαμογελά ξανά. - Η μάσκα σας, κυρία. - Δηλαδή αν ήταν για φάγωμα, τι θα λεγες; Την πειράζει. Λοιπόν, στο προσκείμενο. Και χρόνια πολλά, λόγω ημερών. - Χρόνια πολλά, αποκρίνομαι τυπικός. - Η ζωή είναι γι αυτούς που θα βγουν στην επιφάνεια να περπατήσουν. - Του νερού; -αθώο το βλέμμα μου. - Το φαντάζεσαι να βγαίνανε όλα τα ψάρια απ όλες τις θάλασσες. Θα κατέβαινε η στάθμη του νερού. - Μεταφορικά, τώρα, αυτό;

20 - Όχι Σέργιε. Στ αλήθεια! - Ά, κουβέντα να γίνεται. - Σε πειράζω! Αν βγάζανε όλοι, το κεφάλι, θα μασταν όλοι το ίδιο, δε θα ξεχωρίζαμε. - Οι ξυπνητοί; -κάθομαι σ ένα από τα κομοδίνα. - Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι καθημερινοί διαγωνισμοί, ξέρεις. - Εμένα μου μοιάζει, όπως διαλέγεις θεατρική παράσταση: μόνο εκεί που σα στάμπα, σου λένε, σίγουρα θα γελάσεις. - Το φαντάζεσαι, Σέργιε, να ξυπνάγανε όλοι, επιλέγοντας το ποιοτικό; - Μια χαρούμενη ουτοπία, συμπεραίνω. - Αν παίρνανε όλοι, δώρα. Με παρακολουθείς. - Ναι, βέβαια, γιατί όχι, σηκώνω τα φρύδια, ανοίγοντας ελάχιστα τα χείλη. (Σε αντίθεση με τις συνομήλικες μου, που περιμένουν από τις φίλες τους, να τους πουν, πώς να αισθάνονται με μια σχέση τους). - Γι αυτό θα πρεπε να τα φτιάξεις με μια λίγο μεγαλύτερη σου. - Αμέσως, της κλείνει το μάτι η υπάλληλος, ξεκινώντας να της σκουπίζει τη μάσκα προσώπου. (Για να σιχαθώ το γυναικείο δέρμα; Συλλογίζομαι). - Η ζωή ξέρεις είναι σα τη μυρωδιά του ψωμιού, που παράχθηκε από πρόσωπο που ξέρει τη δουλειά. - Σιτάλευρο; Τη πειράζω. - Γιατί; - Μπορεί να είναι μεταλλαγμένο. - Θαρρώ οι άνθρωποι χρειάζονται μια νέα κατοχή, για να μάθουν να αγαπούν. - Ή ν αποκτήσουν οι γυναίκες αυτοεκτίμηση, κατεβαίνοντας από τα ψηλά τους τακούνια, ακούγομαι. - Είδες που κατάλαβες, για τι είδος διαγωνισμού, ομιλώ! - Δεν νομίζω. - Γιατί; Απορεί. - Το μότο μου είναι: ζήσε όπως θες, αρκεί να μην ξέρω ότι κάνεις έρωτα. - Σε δικαιολογώ αν είσαι από αυτούς, που ζούνε την εφηβεία τους στα πρώτα άντα.

21 - Έ θα υπάρξουν και γυναίκες που θα διώξουν το σύντροφο τους, γιατί δεν θέλουν να τις αγγίζει με το χέρι, ανάμεσα στα πόδια, ξεθαρρεύω σ ετούτη τη συζήτηση. - Αυτό όντως Πετσέτα, καλή μου. Σκουπίζει το πρόσωπο της. ανασηκώνεται στο τραπέζι-κάθισμα. - Μη βιάζεσαι, ακούγεται η υπάλληλος. - Έλα έλα, τελείωνε. Τι λέγαμε, Σέργιε; - Πως η αλήθεια δεν είναι ένα πράγμα. - Ναι, θα υπάρξουν και τυπικές κοπέλες, που προφανώς μόνο πνεύμα είχε, κείνο το σώμα τους, αλλά για πες μου κάτι: εσύ όταν αγκαλιάζεις μια γυμνή γυναίκα, σκέφτεσαι τη συγκεκριμένη στιγμή, να της πεις, σ αγαπώ; - Όχι, Ματίνα, μα όπως είπες κι εσύ, αν βγάζαμε όλοι, το κεφάλι. - Τι θα γινόταν; -πραγματικά απορεί. - Θα καθαρίζανε οι αισθήσεις μας, μα τότε θα γεμίζανε όλες οι χωματερές της γης, από σκουπίδια. - Με κατηγορείς για κάτι; Σα να θυμώνει. - Για να είσαι μόνη σου ακόμα, συμβιβαζόσουν να σε πατάνε, όσων το κεφάλι ήταν έξω από το νερό. Δεν ξέρω βέβαια, για πόσο. - Τώρα εσύ, ή αστροπελέκι είσαι ή υποκριτής, ή και τα δύο. - Απλά ευγενής με το ποιοτικό. - Ουτοπιστής, καλέ μου. Πάμε, εσύ, καλή μου. Τεκνά δόξα το Θεό, πολλά εκεί έξω. (Διαστροφικοί, εννοείς, μιλώ από μέσα μου). Επιτέλους μόνος. Θα μπορέσω να αλλάξω με την ησυχία μου. Νυστάζω περισσότερο. Με κούρασε, τόση σκέψη. Σα να έτρωγα συνέχεια, χωρίς να το χω ανάγκη. Όχι ζυμωμένο ψωμί, από εμπειρίας κόπο, πιθανότερο με αρκετά συντηρητικά. Μερικοί άνθρωποι εκεί έξω, δε θα ξυπνήσουν ποτέ. Νυστάζω. Ξάπλωσε λίγο. Κάνει κρύο. (Εγώ δεν ανάβω καλοριφέρ, σε ώρες κοινής ησυχίας). Όχι, όχι τώρα. Πρέπει να πάω τουαλέτα. Να πλύνω τα δόντια, να το παίξω καλό παιδί, επειδή φροντίζω την υγιεινή μου.

22 Στον σκοτεινό διάδρομο, κατευθυνόμενος προς το μέρος, η άκρη του ματιού, πέφτει σε μια σχισμή φωτός, χαμηλά στο έδαφος. Προέρχεται από άλλο υπνοδωμάτιο. Δεν θυμάμαι να άφησα φως, εκεί μέσα. Θαρρώ ξημερώνει αργά αλλά σταθερά. Πως πέρασε η ώρα. Τι άλλη έκπληξη με περιμένει; Ποιος γνωρίζει. Ανοίγω σιγά σιγά, τη πόρτα. Το μόνο που μπορώ να δω, είναι ένα ενεργοποιημένο λαμπατέρ, μια γυναικεία πλάτη, μια ανοιχτή παλάμη, που το εσωτερικό της κοιτά στον ουρανό. Προσπαθώ να δω πως προεκτείνονται στο χώρο, αυτά τα δάκτυλα της, ως εμένα. Προσπαθώ να ράψω χρώματα σε ελλιπείς καταστάσεις, όπου μια γυναικεία παλάμη, μπορεί να χειρίζεται κάτι άλλο, ζωντανό, πλην των καθημερινών αντικειμένων. Όπως το σπουργίτι, μεταχειρίζεται μεν, τις φωνητικές του χορδές, με όποια άνεση ή αντοχή. Όμως επικοινωνεί. Τούτη είναι η φύση του. Την κοιτώ. Τα δάκτυλα, μάτια μου. Τι σθένος. Εκεί όπου τα λόγια ασθενούν. Εκεί που τα μάτια δειλιάζουν. Τα λεπτά που λένε να εμπιστευτείς κάτι ουσιαστικότερο από την ίδια τη κίνηση των λεπτοδεικτών. Μα κάτι σε σταματά. Πιθανόν μια ρωγμή στο σκαρί που σκούριασε εν αγνοία σου και ποια η ψυχή, ξεχνά ν αναλώνεται προς αναζήτηση κατάλληλου νήματος ή μεταλλεύματος, προς επικοινωνία, κει όπου το βλέμμα ντρέπεται. Κει όπου η παλάμη στέκει άδεια. Ξημέρωσε. Θα έχει ήλιο, σήμερα. Όλα φαίνονται απλά, όχι εξημερωμένα. Κάπου υπάρχει κίνηση. Η προσφορά ενός λουλουδιού, όχι από κήπο αφαιρώντας μια ζωή. Ξημέρωσε. Η γυναικεία φυσιογνωμία δεν μπορεί να γίνει πιο όμορφη. Δεν θα το αντέξεις. Γι αυτό. Κοιτώ τη γυναικεία φιγούρα, με την ανάστροφη της παλάμης πάνω στο στρώμα, έτσι όπως είναι τεντωμένος ο βραχίονας του χεριού της. Περιμένοντας με. Άραγε πόση ώρα; Αρκετά εξηντάλεπτα, οπωσδήποτε, ενόσω αναλωνόμουν με την Οφηλία, με το όμορφο μοντέλο, με τη μεσήλικη που ποτέ της απ ότι

23 φάνηκε, δεν έλαβε επιβεβαίωση: τούτο παθαίνει όποιο άτομο θέλει να έχει μόνο ανοιχτά τα πόδια, κι όχι να αποκτήσει μύες το μυαλό. Πάντα αγαπούσα τα χαριτωμένα χέρια των γυναικών, πόσο δε τη κατάληξη τους. Άραγε Πλησιάζω τη νέα γυναίκα, και όρθιος όπως είμαι, απαλά, τοποθετώ το δικό μου, εσωτερικό της παλάμης στη δική της. Μιλώ: - Αυτό θέλω να είμαι: να σου αγγίζω τη παλάμη.

24 2 Εκτελούνται μεταφοραί Λένε, πως τη φωνή που έχουμε ανάγκη, δεν ακούμε. Δεν ξέρω, αν είναι πάνω απ όλα, τα πυροτεχνήματα των βιωμάτων. Τι μαζεύεις ανά περιόδους, για να διατηρήσεις αυτή τη φωνή, θερμή, μόλις σου φανερωθεί. Σα τη νεότητα που δεν επιστρέφει. Η αξία που δίνουμε τη στιγμή, που μας ζητείται. Η αγάπη είναι ένα κουτί, που, μας ζητά να χωρέσουμε. Ενόσω το κουτί, σπίτι, σκέφτεται πως δεν αντέχει άλλο τον ιδιοκτήτη του: συρρικνώνεται με αποφασιστικότητα, ένα βράδυ που δεν το περίμενες. Σαν κάψουλα στο χώρο και το χρόνο, που όπως τα σωματίδια της ύλης στο σύμπαν, κάποια στιγμή θα συγκρουστεί με Το χιούμορ της δύναμης ενός κλειστού χώρου, που..συγχωνεύτηκε. Κάπως έτσι αποδεικνύεται τρυφερή, ξέρεις, η αγάπη. Σαν κάτι που κλείνει, Σπάνιες οι νύχτες που κοιμάσαι όλες τις ώρες, γαλήνια. Πως κοιμάσαι; Εγώ σε κάτι που μοιάζει με στάση εμβρύου. Όταν ξυπνώ, χωρίς ν ανοίξω τα μάτια, θαρρώ αισθάνομαι πως ακουμπώ, σε κάτι μαλακό. Μια νέα αίσθηση. Ανοίγω τα μάτια, μα το σκοτάδι είναι πηχτό, Έχω τα γόνατα λυγισμένα. Αισθάνομαι το χώρο περιορισμένο. - Μη ρίχνεις όλο σου το βάρος, πάνω μου ακούγεται μια γκρινιάρικη, γυναικεία φωνή. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. - Με άκουσες; - Ποιος; Τι συμβαίνει; Ρωτώ. Αισθάνομαι ότι με σπρώχνουν το σώμα μου. Δεν μου αρέσει το σκοτάδι. - Μη με αγγίζεις, λέει αυτή.

25 Σα να αντιλαμβάνομαι πόσο κλειστό είναι το σημείο ετούτο, το χώρου. Σαν..κουτί. Δεν μ αρέσει. Αυτή ξεφυσά. - Που θέλεις να πάω; Ρωτώ. - Πιο κει. - Δεν πάει πιο κει, τη συνοδεύω στα νεύρα. Η φωνή της δείχνει νέο άτομο. - Είσαι σίγουρος; - Αφού εσύ βλέπεις στο σκοτάδι. - Δεν είπα κάτι τέτοιο, μιλά. Μη με αγγίζεις, είπα! - Κι εγώ είπα, δεν πάει πιο κει! - Ελπίζω να πλύθηκες. - Τι σχέση έχει αυτό; Απορώ. Γιατί; Ζεύω; - Δεν ξέρω. Μαζέψου πάντως, κρίνει περαιτέρω. - Εσύ γιατί δεν πας πιο κει; - Δεν έχει χώρο. - Προσπάθησε να μη πανικοβληθείς, τη πειράζω. -μικρή παύση- Ψηλαφίζω με τα χέρια, τις κοντινές μου επιφάνειες. - Κλειστός χώρος, συμπεραίνω -έχω ανάγκη να τεντωθώ. Σιωπή. - Πως λες να βρεθήκαμε εδώ; Πρέπει να ρωτήσω. - Δεν ξέρω. - Ποια είσαι; - Έχει σημασία; - Μ ενοχλεί αυτός ο χώρος. Τουλάχιστον να αισθάνομαι πως δεν είμαι μόνος. - Γιατί πρέπει να λέμε κάτι; Γκρινιάζει. - Για να μη φοβάσαι. - Ποιος σου πε εσένα ότι φοβάμαι, αναστατώνεται ξανά. - Βλέπω πως προσπαθείς να μη μ αγγίζεις. - Γιατί θα πρεπε; Καταντά ενοχλητική. - Αν σου αρέσει το σκοτάδι. - Όχι, δεν μου αρέσει προφέρει κοφτά αυτό που ξεστομίζει. -σιωπή- - Εσύ ποιος είσαι; - Κάποιος που αισθάνεται άβολα. - Με τι;

26 - Με την κατάσταση. Καταλαβαίνεις εσύ τι συμβαίνει; - Όχι. - Είσαι ξυπνητή, ώρα; - Δεν ξέρω. Δεν φόραγα ρολόι στον ύπνο μου! - Καλά. Μη ταράζεσαι. - Μάλιστα. Μετά από 1 δευτερόλεπτο: - Ελπίζω να μην αισθάνεσαι πως σε παρενοχλώ, μιλώ. - Πως; - Που είμαστε στριμωγμένοι. - Φοβάσαι τις γυναίκες, έ; - Πως σου ρθε τώρα, αυτό; - Ξέρω γω φωνάζει σε τόσο στενό, χώρο. Θα σήκωσε τα χέρια, λυγισμένα στους αγκώνες όπως τα είχε. Η άγαρμπη αντίδραση της, προκαλεί, το δεξί της χέρι, να με πετύχει στο πρόσωπο. - Πρόσεχε, αντιδρώ. - Πως; - Με χτύπησες στο πρόσωπο. - Συγνώμη ηρεμεί μάλλον. - Λες να ναι όνειρο; Αισθάνομαι ένα δυνατό τσίμπημα σ ένα πλευρό. - Ώχ! Μη το κάνεις αυτό. - Βεβαιώθηκες; Γελάει. - Ναι, δεν κοιμάμαι, απαντώ. Εσύ δεν ξέρω. - Τι σημαίνει πάλι; Ξεφυσά για άλλη μια φορά. - Έλεγα πως εσύ δεν κοιμάσαι - Τι πράγμα; - Τίποτα, μια χαζή σκέψη. - Έχεις σπίρτα; Προσθέτω. - Όχι. - Κι έλεγα μήπως εννοήσουμε, που βρισκόμαστε. - Κάπου που δεν θες να βρεθείς, λέει. - Με τρομάζεις. Γελά. - Πες πως είναι όνειρο, μιλά. - Αφού με τσίμπησες. - Γιατί εσύ δεν βλέπεις εφιάλτες; - Μερικές φορές.

27 - Για να δούμε μήπως πετύχει μ εσένα. - Τι εννοείς; - Σκέψου ότι ανάβεις ένα σπίρτο. - Με κοροϊδεύεις ενοχλούμαι. - Όχι. - Θαρρώ έφτιαξε η διάθεση σου παρατηρώ. - Προσπαθείς; - Μπα, δεν έχει αποτέλεσμα. - Άρα δεν είναι όνειρ.. - Όπως φαίνεται, όχι συμφωνώ. - Πως είσαι; Σα να γίνεται πιο φιλική, μαζί μου. - Τι εννοείς πως είμαι; Χιουμορίζω. - Οπτικά. - Εσύ πως θες να είμαι; Γελώ μόλις. - Θα μου πεις τώρα; Κάπου πάει να εξωτερικεύσει ένα γέλιο. - Θα σου πω, αλλά δε θα πιάνεις, μιλώ, εξακολουθώντας όλο αυτό το αστείο.. - Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου. - Κάπως έτσι ξεκινάνε τα προβλήματα, μιλώ. - Τι θέλεις να πεις; - Όταν αρχίζουν οι μαντεψιές. Αφού πρέπει. - Πρέπει; Εξηγήσου. - Δεν ξέρω: Φαντάζομαι έτσι ξεκινούν τα ταξίδια. - Λες να μην είμαστε στάσιμοι; Απορεί. - Πιθανόν. -παύση- - Εσύ το προκάλεσες αυτό; Ρωτώ. - Ποιο αυτό; - Εδώ. Εσύ. Εγώ. Ο κλειστός χώρος. - Δεν σε πιάνω, μιλά. - Έλεγα μήπως το ευχήθηκες. - Λες τρέλες. - Μήπως ήθελες να φύγεις, να βρεθείς κάπου, και - Δεν είμαι μάγισσα, εκτονώνει ξανά, μια Α ένταση. - Πες ότι βλέπεις όνειρο! - Κι ακούω μαλακίες. - Δεν είναι ανάγκη να είσαι προσβλητική.

28 - Σκέφτεσαι κάτι; -ακούγεται. - Για τι; - Πως βρεθήκαμε εδώ αλλάζει, μιλά πιο ήρεμα. - Όχι, δεν μου πάει ο νους. - Εσύ το ήθελες κάποτε; Ρωτά. - Να φύγω; Όχι. Μα πάλι όταν δεν σε ακούει κανείς. - Είναι λεπτή η γραμμή, έ; - Τι εννοείς; -προσπαθώ να μπω στο μυαλό της. - Μεταξύ σταθερότητας και φτώχειας. - Πάντα δεν συμβαίνει; - Όχι πάντα. - Ήσουν πλούσια; - Δεν έχει σημασία, τι ήμουν...είμαι! - Λες να τελείωσαν όλα; Έχω μια έκλαμψη. - Ποια όλα; - Να συνέβη κάτι. Να είμαστε νεκροί. - Και βρεθήκαμε εδώ, γιατί. - Δεν θέλω να μπω σε αυτή τη διαδικασία. - Ποια διαδικασία; Γίνεσαι κουραστικός. - Να έχω πεθάνει. - Δεν θα σ άρεσε, έ; - Όχι. Εσένα; - Ούτε κάτι άλλο θέλω να της πω, τώρα: - Πως είσαι; -άραγε θα ευθυμήσει η κατάσταση, μ ετούτη την αλλαγή συζήτησης. Δεν την μπορώ να γκρινιάζει. Ξεφυσά. - Μαύρο μαλλί, μακρύ μιλά. Μάτι το ίδιο χρώμα. Πρόσωπο οβάλ. - Έχεις όλα τα δόντια; Ρωτώ. - Ναι. Εσύ; - Άσε με εμένα. - Τ όνομα σου; - Εσύ πες, πρώτη. - Έλμα. Εσύ; - Αγκαλίτσας. - Με δουλεύεις. - Πες πως είναι ιδιότητα χαμογελώ μες το σκοτάδι. Αντιλαμβάνομαι να προσπαθεί να καθίσει πιο άνετα. Αδύνατο.

29 - Ησυχία, ξεστομίζω. Σιωπή. Ξεροβήχω. Καμία αντίδραση. - Συζητάς με καμιά φίλη σου; -ψαρεύω πως αισθάνεται. - Τι θέλεις τώρα; επαναστατεί. - Μες το κεφάλι σου τη πειράζω. - Θέλεις κάτι; Φωνάζει. - Και να θες να αποκοπείς, εξηγώ. Να με αποφύγεις, συμπληρώνω. - Καλά έλεγα εγώ, πως είσαι μισογύνης. - Αγκαλίτσας και μισογύνης; - Που ξέρεις γίνεται εριστική. Ένα ελαφρύ κούνημα, ταράζει το κουτί. - Τι λες να ήταν; Ρωτώ. - Δεν ξέρω βαριέται να μιλήσει. - Γιατί δεν προσπαθείς να κοιμηθείς; Προσθέτει. - Το βρίσκεις σοφό; Ή θέλεις να σ αφήσω ήσυχη; Ξεφυσά. - Εγώ δεν είμαι σάκος να με πετάξεις, της λέω. - Μπλα μπλα, μπλα μπλα, κοροϊδεύει. - Ίσως είσαι ότι κοροϊδεύω, και τα λάθη μου με φέρανε εδώ, μαζί σου, αποκρίνομαι. - Είσαι φιλόσοφος. - Όχι, άνθρωπος μόνο. - Λες ανοησίες για να περνά η ώρα. - Αποφεύγεις..όποιος αποφεύγει μια ιδέα, ίσως χάνει την ευκαιρία, - Ποια ευκαιρία; Με διακόπτει. - Να πάρει απάντηση, από μια ιδέα, που ίσως εξηγεί, εδώ, τώρα, το γιατί. - Συνέχισε με προτρέπει. - Ίσως είναι ένα ταξίδι που πρέπει να κάνουμε μαζί, μιλώ σχεδόν σίγουρος. - Δεν μου ακούγεται ρεαλιστικό, αγκαλίτσα γελά. - Ίσως να σκεφτούμε πως ότι περνάμε τώρα, είναι η κατάληξη από όλες τις φορές που είμαστε κάθετοι σε απόψεις μας. - Και γιατί να τα πω σε εσένα; Ακούγεται υπεροπτική. - Βλέπεις; Ρωτώ αδέκαστα.

30 - Λες μπούρδες. Σα να κουνήθηκε κάτι, ξανά. Γύρω ίσως. Ένα ελαφρύ, δυναμικότητας, φως, σα σε ομίχλη, εισχωρεί από μια χαραμάδα, στο κουτί. - Το βλέπεις κι εσύ; Ρωτώ. - Ίσως. - Ακόμη και τώρα ακούγομαι απογοητευμένος. - Ωχού. Έχεις όρεξη για κουβέντα. - Εγώ μισογύνης. Εσύ μισείς τους πάντες, -γελώ. Σχεδόν ξεκαρδίζομαι. - Προσαρμόζεσαι εύκολα, έ; ρωτά. - Όχι αλήθεια, μιλώ ήρεμος τώρα. - Έχω σταθεί, ναι, Ναζί, πολλές φορές, σε απόψεις μου, προσθέτω. - Γιατί Ναζί; - Γιατί πρέπει να ναι κανείς ένα πράγμα, μέσα σ όλα τα άλλα. - Κακό πράγμα οι κάθετοι, -λέει ετούτη η γυναίκα. - Ο κακός κάθετος ή ο καλός; Προσπαθώ να εκμαιεύσω μια άμεση απάντηση, έστω και από εκείνη. - Όταν δεν βλέπεις τον άλλο, ως παρουσία, μα ως αντίπαλο. Κουνιόμαστε ξανά. - Που λες να πηγαίνουμε; Δεν της απαντώ. - Μου κρατάς μούτρα; -δεν πείθει ότι παραπονιέται. - Όχι. - Καλά, αποκρίνεται. - Το ταξίδι σκέφτεσαι; Ρωτά. - Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι άλλο να συμβαίνει. - Άρα είναι πραγματικότητα. - Τι άλλο, πια. - Σε στενοχωρεί αυτό; Ρωτά. Προτιμώ να μην απαντήσω. Αισθάνομαι να προσπαθεί, ή να καθίσει πιο άνετα ή να με πλησιάσει. - Τι κάνεις; Απορώ μ ετούτη τη μετακίνηση της. - Απλά διαλογίζομαι τι έκφραση έχουν τα μάτια σου, λέει. Νυστάζω. - Αν δοκιμάζαμε να καθίσουμε πιο άνετα; Προτείνει. - Δεν σε εννοώ.

31 - Αν με αγκάλιαζες. Πλάτη μου με θώρακα σου. Έχω πιαστεί. - Δεν ζεύω τώρα; Παραπονιέμαι ελαφρά. - Για προσπάθησε. Έως να δούμε που θα μας βγάλει αυτό το κουτί. Το προσπαθούμε. Με δυσκολία στην αρχή επιφωνήματα ανακατωσούρας. - Μη ρίχνεις όλο σου το βάρος πάνω μου, παραπονιέμαι στ αλήθεια, τώρα. - Έτσι είναι οι αγκαλιές, ξέρεις γελά; - Χαλάρωσες; Προσθέτει άλλη μια ερώτηση. - Τέντωσε τα πόδια σου, εκεί που καθόμουν, παρακινεί αμέσως. Για να δούμε. - Πιο άνετα; - Ναι, συμφωνώ. - Κλείσε τα μάτια. - Γιατί; Έλμα; - Για εξοικείωση. Τι θέλει να μου πει. - Πόσο ετών είσαι; Μου απευθύνεται. - Στα πρώτα άντα. - Η ίδια, πιο λίγο. Κοντά σου πάντως. Ησυχία. - Ωραία μια γλυκάδα διαχέεται. -ηρεμία- - Που λες να μεταφερόμαστε; Ρωτά. - Δεν ξέρω. - Φοβάσαι αγκαλίτσα; - Όχι τώρα. Θαρρώ πως φεύγουν μερικές σανίδες, κάτω, πλαγίως, από το κουτί. Ένας γλυκός αέρας αναζωογονεί το εσωτερικό. - Δεν κάνει κρύο ακούγομαι. - Ευτυχώς, μιλά. Ώπ! ένα ελαφρύ κούνημα του κουτιού. Σαν πάνω σε ράγες. Αφήνουμε τις αισθήσεις μας να εξηγήσουν. Σε λίγο, εκείνο το αχνό σαν μέσα σε ομίχλη, φως, θα δυναμώσει. Δεν φοβόμαστε. Αντίθετα. Διαισθανόμαστε πως επιστρέφουμε στη ζωή. Ότι κι αν σημαίνει ετούτο. Άλλη μια μεταφορά που φτάνει στον αποστολέα του. Αλήθεια; Ούτε που είδα πως ήταν εκείνη.

32 3 Το νούμερο της αγάπης, θέλω 21 Γενάρη. 7:35 απόγευμα. Αλκυονίδες ημέρες. Μια νοητική κατάσταση, να μη βρίσκω ενδιαφέρον σε τίποτα εδώ μέσα. Ο κόσμος έξω, είναι ένας κόσμος, ξέχωρος, σκαμμένος, και θέλω να τον αποφύγω. Δεν βρίσκω ησυχία, στο σπίτι. Μου χρειάζονται χρήματα. Βαριέμαι να σφουγγαρίσω. Σιχαίνομαι τα μαύρα χνούδια στο πάτωμα. Βρωμιά που μαζεύουν οι παντόφλες. Έχω τα τζάμια ανοιχτά στο σαλόνι. Δεν ξέρω τι να κάνω. 7:36 χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν γνωρίζω το νούμερο, μα επιλέγω να σηκώσω το ακουστικό. - Ναι. - Ένα νούμερο ψάχνω, αν μπορείτε να με βοηθήσετε λέει: γυναικεία φωνή. (ας παίξω το παιχνίδι σου). - Πείτε μου. -παύση- -Διαρκεί η διακοπή- - Παρακαλώ παριστάνω τον οξύθυμο. - Έχει ήσυχη φωνή, κι ίσως ξέρει τι θέλει μιλά αυτή. - Ποιος; - Κάποιος που μου άφησε μήνυμα στο κινητό, ύστερα από αγγελία μου που είδε στο teletext. - Ίσως ξέρει τι θέλει, έ; -προκαλώ. - Κάπως έτσι, αποκρίνεται. - Έτσι, για να μην είμαστε σίγουροι, και μας θεωρούν δεδομένους..

33 - Δεν είχες τι να κάνεις, γι αυτό πήρες τηλέφωνο, μιλώ. - Εσύ γιατί άφησες μήνυμα στο κινητό μου; - Δεν θέλω τώρα, αγάπη. - Γιατί; - Έχω βολευτεί σε αυτό που αποκαλώ ζωή. - Σα να μου λες ότι αρνείσαι τον ήλιο. - Ωραίος ο ήλιος, αλλά δεν μου κόβει μισθό. - Ακούγεται ανόητο, αυτό που λες. - Δεν φοβάσαι μη σου κάνω μήνυση. - Εκεί φτάσαμε. - Δεν γίνεσαι κατανοητή. - Εσένα που σου φτάνει μόνο να κοιτάς. - Φαίνεται ζητάτε αρκετά, αλλά από μέρους σας, εγωκεντρισμός. - Τώρα εσύ δεν είσαι κατανοητός! εξωτερικεύει ένα στιγμιαίο γέλιο. (καλύτερα να μην πω το σύνηθες, για το πέος, που τις αναγκάζουν να δέχονται οι γυναίκες, στον κόλπο τους. Αλλά απ ότι φαίνεται, τους αρέσει!). - Περιμένω απάντηση! ακούγεται ξανά, αυτή. - Κάτι σκεφτόμουν (βυζάκια όμορφα). - Τι; (το χέρι σου στο τριχωτό μου στέρνο). -παύση- (το χέρι σου στο σκληρό και μεγάλο φορές και πολύ χοντρό μου, ανάλογα τον ερεθισμό- πέος μου). - Κάτι δικά μου απαντώ. - Κοίτα αλλά μην αγγίζεις, μιλά. - Μερικές μ έχουν βρει χαριτωμένο, μ αυτό μου το χαρακτηριστικό. - Ως πότε; - Ως να βαρεθώ. - Είδες που έχεις χιούμορ προσπαθεί να φέρει μια ευχάριστη διάθεση στο παρόν. - Και τι θα λύσει αυτό; - Να είσαι ανοιχτός σε προτάσεις. - Δηλαδή; Απορώ - Γιατί ακούς συνεχώς, μουσική που σ αρέσει; - Γιατί έχω γούστο;

34 - Μη γίνεσαι επιφανειακός. Γιατί είναι πιστή, και ποτέ, δεν σε εγκαταλείπει. - Όπως εσύ που άργησες να με πάρεις τηλέφωνο. Αισθανόσουν μοναξιά. Δεν είχες, ποιον να σε ενεργοποιήσει. - Μπορώ να πω ότι μου άρεσε η φωνή σου στο μήνυμα. - Και τώρα που δεν είχες τι να κάνεις, σκέφτηκες αυτή η περιπέτεια, τι θα φέρει. Δεν ξέρω τι θα καταφέρεις, αν επιμείνεις. Σου είπα, δεν θέλω, τώρα, αγάπη. - Επιστρέφεις ξανά στα ίδια η φωνή της εκπέμπει μια ελάχιστη ανησυχία. - Ο καθένας έχει τους λόγους του, αποκρίνομαι. - Δεν έχει ήλιο στη δική σου γειτονιά, τώρα. - Είναι νύχτα, αν το πρόσεξες. - Σε εμποδίζει η χαρά, να γίνεις μέρος μας; - Μια όμορφη γυναίκα, μόνο να την κοιτάς, αξίζει. - Γιατί έτσι; - Γιατί δεν σ αναγκάζει να δίνεις απαντήσεις. - Νομίζεις πως είμαι όμορφη; - Ακούγεσαι. Της ξεφεύγει ένα χαμόγελο που λαβαίνω ως αντίκρισμα, λόγω αλλαγής στην αναπνοή της. - Γιατί λοιπόν πήρες; Ρωτώ. Δεν διευκρίνισες. - Όχι για να σε κολακέψω απαντά. - Η εξυπνάδα που διαχέεται στον αέρα. - Μόνο εκεί, της πρέπει, δεν νομίζεις; - Γι αυτό κι εγώ, κοιτώ μόνο. - Την εξυπνάδα; -γελάει. - Το να σας κοιτά, μόνο, κάποιος, με αγάπη, σας φαίνεται λίγο. - Είναι λίγο λοξό, αν με πιάνεις είναι ομιλητική, άρα έξυπνη; (όχι ακόμα, αλλά θάθελα. Εσύ;). - Εσύ πως είσαι; - Εγώ πως είμαι; -ξαφνιάζεται. - Εσύ πες μου, πως είσαι. - Όχι εσύ πες μου πως είσαι νέα της πρόταση. - Μια τυπική Ελληνίδα, με μεσογειακά χρώματα. - Παχιά; - Όχι. Δεν θα πρεπε, έ; - Όχι.

35 - Κι εσύ, τυπικός. - Αφού δεν γνωριζόμαστε. - Τελικά, το βρήκες, λες, το νούμερο της αγάπης; Προσθέτω. - Ένα υπάρχει μόνο; - Αν είναι πιστός, κανείς. Εσύ; (Μ αρέσει η φωνή σου). - Είσαι χαριτωμένη. - Και που να με δεις. (άραγε καλλωπίζεις, τούφες σου, τώρα;). - Λοιπόν; Ξανακούγεται. - Τι λοιπόν; - Είσαι πιστός, εσύ; - Περίμενες ώρα, έ; για να το πεις. - Να δω κι η ίδια τι θα κάνω. - Σκαλοπάτια έχει η ζωή, αρκετά, μιλώ. - Έτσι είναι. - Νομίζεις ότι η αγάπη βρίσκεται, εύκολα, γίνομαι εριστικός - Αρκεί να μην αλλάζει γνώμη, κανείς. Επειδή δεν σε πήρα αμέσως, με το που άφησες μήνυμα. - Θα έδειχνες απελπισμένη. Καταλαβαίνω. - Εσύ δεν ήσουν; - Καλύτερο είναι να μην αναλύει, κανείς. Μόνο να προσπερνά. Να φαντάζεται, γιατί είναι ασφαλές, εκεί. Να μην φαίνεται, κανείς, έξυπνος. Γιατί μόνο το παρουσιαστικό, αρκεί. - Εσύ το έχεις; - Μπορεί και να το έχω. - Μπορεί - Μπορεί. Σα να λέμε, το κρατάω για μια κοντινή επαφή. - Άρα θέλεις κι εσύ, αυτό το, - Εγώ πολλά θέλω, την διακόπτω. - Κάπως έτσι συνεχίζει, κανείς. - Μπορείς να χεις, δίκιο. - Μπορεί Λοιπόν; - Αυτά. - Αλήθεια, αποδέχεσαι τη γυναικεία φυσιολογία; - Φυσικά εξακολουθώ να εκφράζομαι αυθόρμητα. - Μόνο αυτή, τελικά λέει. - Δεν χαίρεσαι;

36 - Δάσκαλε που δίδασκες.. - Έχω τουλάχιστον άλλα ενδιαφέροντα. - Και σε βαστάνε, έ; Διαρκώς. - Δεν μιλάς, έ; - Σε φαντάζομαι αποκαλύπτω. - Νέο είναι αυτό; Ρωτά για άλλη μια φορά. - Αγαπάς πιο εύκολα, από μακριά. - Μακριά κι αγαπημένοι άδικα προσπαθεί να ευθυμήσει. - Δεν έχεις άλλα τηλέφωνα να πάρεις; - Έχω μερικά. - Άργησες κι αυτούς, να τους καλέσεις. - Τι συμβαίνει; Ρωτώ στη συνέχεια. - Κοκκίνησα. (Ναι;). - Είδες που η αλήθεια είναι καλύτερη σα να ξαναβρίσκει το κέφι της. - Οι ατάκες, έ; - Άσε τις περιγραφές για τους άλλους. (Τι εννοεί;). - Κάπως έτσι σ αρέσουν οι άνθρωποι, συμπληρώνει. - Το προτείνεις; (Τώρα εμένα, μου ξεφεύγει ένα χαμόγελο). - Είδες που έχεις τη χαρά; - Είσαι αισιόδοξη. - Δεν αναπνέεις, εσύ; - Αναπνέω. - Πάλι καλά. - Δεν νύσταξες ακόμα; Ρωτώ τώρα. - Όχι, δεν βαρέθηκα. - Είσαι έξυπνη. - Είδες που επικοινωνούμε; -προτείνει. - Ναι, ίσως έρθουμε κοντά κάποια στιγμή. - Είσαι αστείος. - Λες να είμαι;. - Ίσως όταν με κατακτήσει ξανά, η επαφή, εννοώντας η ιδιαίτερη στιγμή που κοιτάς μόνο, κερδίζοντας σεβασμό, μιλώ.

37. Τα λόγια πρέπει να έχουν μια χρήση. Τα λόγια έχουν διάθεση, να χρησιμοποιηθούν. Διαφορετικά, το παρουσιαστικό, δεν φτάνει. Τα λόγια, φέρνουν κοντά, τα δύο φύλα. Κάπως έτσι θα είναι και το φιλί στο στόμα. Κάτι εξηγεί και αυτό. Το θέμα είναι να κολλήσετε οι δυό σας, κι όχι μια αρρώστια.

38 4 Έτσι σ έχω Μα εγώ ακόμη σε συλλογίζομαι, όπως τα λουλούδια δεν σκέφτονται καν, γιατί το ένα είναι πιο ψηλό από τ άλλο, ή γιατί φορές, ο ήλιος ντρέπεται να κοιτάξει προς τα κάτω. Όπου ονειρεύονται οι ερωτευμένοι του κόσμου, που φορές αποφεύγουν να προσπαθήσουν. Έστω και για φιλία. Γιατί ζηλεύω τους φίλους σου, άρα είναι αδύνατο. Τι κρίμα να μην αγαπούν ορισμένοι, τις γυναίκες. Ως άνθρωπο; Ρωτάς; Όσο είμαστε νέοι, γιατί γύρω μας αγχώνονται, πως γερνούν πρόωρα, παραμένοντας τρυφεροί, μόνο στα λόγια. Εγώ σε φαντάζομαι να ρχεσαι, μεσημέρι, να συμπληρώνεις την κενή θέση στο διπλό μου, κρεβάτι. Τόσο τρυφερά, όσο μια αγαπημένη, δύναται. Τα γλυκά σου λόγια, δει ψιθυριστά στ αυτί μου, αδικούν όλους τους υπόλοιπους, που κράτησαν στο χέρι τους, πένα. Θα ρθεις. Ναι. Είναι στο ριζικό σου η αγκαλιά. Σα φούχτες ήρεμων κελαϊδισμών, στα δέντρα που επιτέλους πρασίνισαν. Ξεχνώντας τα μέλλοντα, που μόνο κακό, φέρνουν. Έτσι σ έχω, εδώ, θεατρικά, απαλλαγμένη από περιττά, τσαλακωμένα, βάρη. Κι ότι απασχόλησε τη μνήμη σου ή σαν σου επιτέθηκαν κακοπροαίρετα. Ήρεμα συ, τους ξεχνάς, αληθινοί καλαμοκαβαλάρηδες όπως είναι, γιατί όπως λέει και ο λαός: ότι άξια διαχρονικό, δεν είναι ικανοί να μιμηθούν, το εχθρεύονται. Την ίδια τους τη φύση. Μαζεύοντας 2000 μέλη, γύρω τους, αν και κανείς δεν πρόκειται ποτέ, να τους ψηφίσει Έτσι σ έχω στη σκέψη μου, γιατί σε ερωτεύομαι, μα ελάχιστοι είναι ικανοί να απασχολούν τη σκέψη τους με αγαπημένα, πρόσωπα. Μεσημέρι να ρθείς, να με δεις, σα σελίδες ημερολογίου, που φυλλομετράς με ενδιαφέρον. Ωραίος που είναι ο έρωτας στα χρόνια των παγετώνων. Χάνοντας την ιερότητα η λατρεία. Μεσημέρι να ρθείς. Να παίξεις με τα μακριά σου μαλλιά, στο πρόσωπο μου, ενόσω απολαμβάνω την εμπειρία που γεννάς. Ύστερα θα ρωτήσεις αν χτυπά η καρδιά μου, κι αν έβγαλε

39 ταυτότητα για ν αγαπά. Σ έσφιξα πάνω μου, για να μετρήσει το οξυγόνο, την αλήθεια. Έτσι σ έχω. Τίμια. Γιατί κάτι πρέπει να αγαπάς. Έτσι δεν είναι; Σαν εβδομάδες στο χωριό, παλαιά. Θυμάσαι; Έτσι σ έχω. Τρυφερά, ενόσω ο ήλιος, διακριτικά, στρέφει αλλού. Προσωρινά. Υγεία που είναι να αγαπάς. Αυτό το λίγο, τώρα, γιατί όσα σου λέω, είναι αληθινά, παρόμοια η εκτίμηση, εκεί που εργάζεσαι. Γιατί είσαι νέα, τόσο ώστε να σε σέβομαι. Έτσι σ έχω, δωρεάν, όπως τα χρώματα δεν ρωτούν το δικό τους γιατί. Πράγματα ξεχνούν τη χρήση τους εμπρός σου. Μια ακόμη ημέρα. Χιλιάδες, εφόσον θα γεράσουμε. Να ξεχνάγαμε την ονομασία. Τα πρέπει. Συ θα θέλεις κι άλλο, να καλυφτείς, μέσα μου, σα μαγνητικά πεδία που γίνονται ένα. Συ θα με βαπτίσεις, απ την αρχή, απλά, χαϊδεύοντας μου τη κεφαλή. * - * Έτσι σ έχω, αγκαλιά, για μία ή περισσότερες ώρες, στιγμές που δεν στο πρόσφερε κανείς, γιατί όλο αφιέρωναν ώρες, στον αυτάρκη τους εαυτό. Μη παραδεχόμενοι τη στενοχώρια που κάλυπταν με καθημερινά πήγαιν έλα. Μη ακούγοντας τζαζ ή ορχηστική μουσική, μ ένα διπλανό, ανοιχτό, λίγων κεριών, φως. Κι από το τζάμι να κοιτάς το σκοτάδι έξω, απόγευμα. Παρακολουθώντας πιθανόν, τη ζωή κάποιου συγγραφέα, στο γυαλί. Αγκαλιά. Έχοντας σε αγκαλιά, με όρεξη. Όχι όπως με πιάνει υπνηλία μετά από κατανάλωση φαγητού. Τώρα που με πλημμυρίζει η παρουσία σου, σαν ιδέες που ρέουν σ ένα κατηφορικό ποτάμι, μα λείπει το στυλό, για να περιγράψεις γραπτώς, τα εκφερόμενα των αισθήσεων. Όλα τα χρόνια τα θεατρικά, κι οι άνθρωποι που ξέρουν πως φεύγουν, κι αρνούμενοι το αναπόφευκτο, καταπιέζουν κείνους που μένουν. Ανίκανοι να εξηγήσουν τι αισθάνονται. Θα γείρει ολοένα η μέρα, σα θέα λουλουδιού όμορφου, σα σκαλιστό σε πέτρα, που αγνοείς, σχήμα και χρώμα. Θαρρώ φορές

40 αγαπώ τόσο τη φύση, που καλύπτει κάθε μασκαρεμένη μου στενοχώρια. Οι άνθρωποι. Οι θεωρίες και οι τίτλοι τους. Που υπολείπονται σε απογευματινές, οικιακές, απολαύσεις. Σιωπηλές. Ώρες ελάχιστες, που ακούς από άλλους, τα μικρά σου μυστικά. Μες το νου. Στο παρόν. Στις σελίδες της αναβλητικότητας. Στα λόγια τα ήρεμα. Συζητήσιμα. Να ακούν, τρυφερά αυτιά, που χουν σώματα, σαν πουπουλένια αποκούμπια, που όμως αν δεν ξέρεις να τα κρατήσεις, πονάνε. Τόσοι βίοι γύρω μας, μα κανείς δεν ακούει. Δεν σταματά. Λείπουν τα φανάρια. Η αφοσίωση. Το πρόγραμμα που ακολουθείς κι όμως επιθυμείς να βρεις, μες το σπίτι, πράγματα να πετάξεις. Επειδή δεν τα χρησιμοποιείς. Γλιτώνοντας μόνο, οι πίνακες, τα βαριά έπιπλα, τα εσώρουχα και τα πιατικά. Διατηρώντας σε κάποιο τομέα, κάτι το παραπάνω για να αισθάνεσαι ολοκληρωμένος! Φορές που εκτιμάς, πρόσωπα που δεν γνωρίζεις, κι όλο επιθυμείς να πεις κάπου, κάτι. Παραγράφους που καμία σχέση δεν έχουν με ότι αποστρεφόμαστε ή απασχολούν, μεθόδους επιούσιων, κτηνωδών, αναγκών. Έτσι σ έχω. Σε κάποιο μικρό σπίτι, στο δάσος. Πλαϊνά σε κάποια πιθανόν, κατηφορική πορεία, υδάτινων διαδρόμων. Απλά, ακούς από μακριά. Κι απολαμβάνεις. Δίχως σκέψεις. Μόνο απόλαυση. Ένα ήρεμο απόγευμα, δίχως τα κακά. Με κατεβασμένα, τα καπάκια. Έτσι σ έχω. Αγκαλιά. Γιατί μόνο με κοντινή, σωματική, επαφή, αποδεικνύεται η οικειότητα. Σα προσευχή ίσως. Σημαντική που είναι η ώρα ετούτη. Εδώ. Δίχως περιττούς περιπάτους ή ενασχολήσεις διάφορες. Εδώ μόνο. Μόνος σου, μπορείς να αναπνέεις. Οι συγγενείς υπάρχουν ως συμπαθή δέντρα που κανείς δεν κοιτά. Πόσο, να κλαδέψει.

41 Μη ρωτάς, τι ώρα είναι. Ή γιατί φάνηκε ο φθαρμένος πάτος. Όλο το οξυγόνο, ένα φιλί. Γρήγορα που περάσανε, τα παιδικά χρόνια. της χαρούμενης τεμπελιάς. Όπου στο σπίτι, μύριζε μαγειρεμένο, οικογενειακό, φαγητό. Με φροντίδα. Τότε ήταν κάθε ημέρα, άνοιξη. Όχι όπως φέτος που ερωτεύονται μόνο αν έχει καλό καιρό, ή περιμένουν πρόωρα το καλοκαίρι. Ή είναι 14 Φλεβάρη. Ή πιστεύουν, στα 40, πως θα γυρίσει, σοβαρά, να τους κοιτάξει, ανθρώπινο ον, 10 και 15 χρόνια, νεότερο. Φορές σε σκέπτομαι να θες να κάνεις πως κοιμάσαι, και ένας άντρας να σου χαϊδεύει τα μαλλιά. Αποκλειστικά. Θεά που γίνεσαι. Φορές πρέπει να υπάρξεις στη σκέψη μου, για να δω φως. Κι ότι γύρω μου, δυσκολομεταφερόμενο, συ το αναπαριστάς, γιατί συ το παράγεις. Σα να μην υπήρξε ποτέ, πριν. Έτσι σ έχω. Σα φτερό παγωνιού, που το φερε ο άνεμος από κάποια χαραμάδα. Ανθρωπιάς. * - - * Θα ρθει λοιπόν, κείνη η ώρα, η ιδιαίτερα ώριμη αν και άγριαξημερονωριςώρα, να σε κάνω με τη σκέψη- δική μου, καθισμένοι και οι δύο, στο κρεβάτι: δική μου, ως φίλη, ανθρώπινα, με αγάπη, αποδεχόμενοι τα πρόσωπα, μες την ανθρωπότητα. Κι ήθελα τόσο ν αγγίξω μόλις, το μάγουλο σου. Τόσο γλυκιά, είσαι. Που η φωνή σου, πλησιάζει με στοργή, ακόμη και τους τοίχους. Απορούν οι άνθρωποι, όταν απαντούν: γιατί; Να αγαπάς. Τούτες τις πατημασιές τις επίπεδες βεντάλιες, του χρόνου, που το μόνο που σου χαρίζεται είναι η παρέα. Σα δάκτυλα που ψηλαφίζουν, μόνο, τον αέρα, αντιλαμβανόμενοι, χώρους και χρησιμότητες. Σε γεωγραφικά μήκη και πλάτη, που αναπνέουν, ψυχρό ή θερμό, κλίμα. Καλύπτοντας η άσφαλτος, κι άλλη γη. Ύστερα άπλωσες, απαλά, τη τρυφερή σου παλάμη στον καρπό μου, κοιτώντας με, η ανθρώπινη φύση σου. Όπως εκείνα τα σπάνια

42 τραγούδια, αγάπης, που ανακαλύπταμε, και κανείς, δεν, μας χάρισε. - Πες μου. Νυστάζεις; Κούνησες καταφατικά, το κεφάλι. - Σε λίγο, μίλησες. Στήνω αυτί, ν ακούσω τους παλμούς της νύχτας. Είναι χειμώνας ακόμη. Πρέπει να πατήσει γερά, η νέα ημέρα, με ήλιο ξυπνώντας, τα πάντα. Ν ανοίξεις με θάρρος, τα μάτια. Σε λίγο, με περιμένουν τα σεντόνια. Να ρθείς κι εσύ από κάτω. Και να σαι κοντά, για ασφάλεια. Αναρωτιέμαι αν χαμογελάς κάτω από τα σεντόνια, κι εγώ γιατί δεν το βλέπω. Όλα όσα δεν εξηγούνται, παρά βιώνονται. Θυμάσαι; Θα ξημερώσει, λοιπόν, κυριακή, σα να ταν πάντα, κυριακή. αισιόδοξη που ναι η ζωή, έτσι. Να σηκώνεσαι αυτόματα, δίχως ανάγκη για άλλο, χουζούρεμα. Γιατί λέμε, ότι είμαστε έξυπνοι, οι άνθρωποι. Που απωθούμε..πιστεύουμε, τα στενάχωρα ρούχα του βίου μας. αν πρέπει να μας κάνουν παρέα, γιατί μπορούμε και να μαστε ξεχειλωμένοι γελωτοποιοί, ότι αποκαλούμε αυτοσαρκασμό, την ώρα που οι άλλοι ξημερώνονται, χαρακτηρίζοντας κάθε τι, με διάφορους όρους, γιατί όλα τους πρέπει, να εξηγούνται. Μια κυριακή, που χει την αύρα, στοργής. Έ; Πατέρα, θαρρώ. Η κυριακή, πρέπει να μιλάει στη καρδιά μας. Η κυριακή πρέπει να μυρίζει, τροφική πληρότητα, πνευματική ευτυχία. Φιλική αντιμετώπιση, των πραγμάτων. Μια χαρούμενη καλημέρα. Ελεύθερη. Σαν ανθρώπινο ον, που υφίσταται, χωρίς εξηγήσεις. Ημερομηνία, που δύο συναινούν να μοιραστούν τις οικιακές εργασίες. Μετά το όνειρο του ύπνου, με τους θαυμάσιους στίχους, που θα δημιουργούσαν διαχρονικά τραγούδια μα ανοίγοντας τα μάτια, δεν θυμάσαι καν. Ημερομηνία που θέλεις κι εσύ, να μαστε μόνοι μας, κι είναι καθαρά τα μάτια μας, με τόσο φως το υγιές