ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ. Οδός Θησέως. Μυθιστόρημα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.


Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Modern Greek Beginners

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Ο Ray Mesterio είναι ένας εξαιρετικός παλαιστής που ξέρει πολλές τεχνικές. Φοράει συνέχεια μια χρωματιστή μάσκα κι έτσι δεν ξέρουμε πώς είναι το

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Το παραμύθι της αγάπης

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

σόκ. Σιώπησε και έφυγε μετανιωμένος χωρίς να πει τίποτα, ούτε μια λέξη.» Σίμος Κάρμιος Λύκειο Λειβαδιών Σεπτέμβριος 2013

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Μάθημα 1. Ας γνωριστούμε λοιπόν!!! Σήμερα συναντιόμαστε για πρώτη φορά. Μαζί θα περάσουμε τους επόμενους

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών μέσα από την εικονογράφηση και επεξεργασία (σελίδα-σελίδα) ενός βιβλίου

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Down. Πηγή: kosmos/item/ down- syndrome- pos- eipa- ston- gio- mou- pos- exei- syndromo- down

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Κατερίνα Κατράκη. Παράθυρο. Ποίηση

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Η δικη μου μαργαριτα 1

Transcript:

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ Οδός Θησέως Μυθιστόρημα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Copyright Αλέξης Σταμάτης - Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2003

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 10678, Αθήνα 210-330.12.08-210.330.1327 FAX: 210.384.24.31 info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 960-03-3566-4

ΠEPIEXOMENA MΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Engineered Life ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ α. Ρόζα ρότα β. Intrathink γ. QWERTY δ. Atticart ε. maria.danai Ελένη [1] ΑΦΡΟΔΙΤΗ α. Το αντίθετο του Big Brother β. Confusion will be my epitaph γ. The House of Fame [2] ΕΡΙΚΟΣ α. Η διορία β. Η μήνι του Μπιλ γ. Κινήσου όπως δουλεύεις [3] ΠΑΤΕΡΑΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ α. Άγιος Νείλος ο Καλαβρός β. Άχθος αρούρης γ. Μήνυμα ελήφθη δ. Τρία διπλά εσύ

ε. Το στρινγκ της Κάιλι Μινόγκ [4] EIΡΗΝΗ ΔΑΜΥΡΑΝΘΟΥ α. Pacific Beauty β. Ανυψωμένη προοπτική γ. Το δάκρυ της βελανιδιάς δ. Ένα ποδήλατο για δύο [5] ΔΙΟΝΥΣΗΣ Ζ. XΡΙΣΤΙΤΗΣ α. Ουδείς προφήτης στον τόπο του β. Είμαι αλλού γ. Deus Lad δ. «Αλφαβίλ» ε. Το μηδέν και το ένα [6] ΜΑΝΟΣ ΔΑΜΥΡΑΝΘΟΣ α. Δεν είστε της Μεθόδου β. Υδρογόνο δύο, οξυγόνο γ. Άλογα [7] ΡΩΣ ΜΑΝΙΤΟΥ α. Why? β. Οι τίγρεις της οργής γ. Monstrum biformis

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Άλγεβρα και Φωτιά α. Το τέλος της οδού Θησέως β. Δύο φορές εννιά γ. Ρόζα ρότα

Ευχαριστίες Ευχαριστώ τη Λούλα Aναγνωστάκη, την Ελένη Kαρρά, την Πέγκυ Kουνενάκη, την Eλένα Kουτριάνου, την Nτόρα Tσιμπούκη, τον πατέρα Aρσένιο, τον Nίκο Δήμου, τον Bασίλη Δούβλη, τον Bύρωνα Λεοντάρη, τον Aντώνη Pάμφο και τον Kωνσταντίνο Pήγο για την πολύτιμη βοήθειά τους.

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληρώσεις μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, Ερωτικός Λόγος

MEPOΣ ΠPΩTO ENGINEERED LIFE

And the way up is the way down, the way forward is the way back. T.S. ELIOT, The Four Quartets, «The Dry Salvages» Κι ο δρόμος προς τα πάνω είναι ο δρόμος προς τα κάτω, ο δρόμος προς τα εμπρός είναι ο δρόμος προς τα πίσω.

Μέρος πρώτο Υπάρχουν στιγμές στη ζωή ενός άντρα όπου ό,τι θεωρεί ως δεδομένο, η οικειότητα της εικόνας του σ έναν καθρέφτη, η αντίληψη του χρόνου, η σχέση με το σώμα του, ο τρόπος πρόσληψης των γεγονότων της ζωής γύρω του, αλλά εκείνο ειδικά το παράξενο, υπόγειο πλάσμα που ονομάζει «ο χαρακτήρας» μου, ή «η συνείδησή μου», παύει να υπάρχει. Εξαφανίζεται, οπισθοχωρώντας με γιγάντια βήματα, πίσω, στην Αλταμίρα της ψυχής του. Και τότε, μ έναν παράξενο τρόπο, σαν να γυρνούν ανάποδα οι ραφές της ύπαρξης, κι εκείνο το παράδοξο ον χαράζεται στο σπήλαιο του υποσυνείδητου, στο σχήμα ενός φοβερού βίσωνα. Και μένει εκεί, παράσταση στο βράχο, να υπενθυμίζει την τρομερή καταγωγή του. Στα βάθη εκείνα, όπου υπάρχει, αγνοημένο μέσα μας, κάτι που πραγματικά υπήρξε. Εκείνες τις στιγμές ο Στέφανος ένιωθε ένα παράξενο αίσθημα, και η μόνη λέξη που θα μπορούσε να το περιγράψει ήταν «επιστροφή». Ένιωθε ένα υγρό να τον περιλούει, ένα υγρό φιλικό, παχύρρευστο, να τον βαπτίζει με μια ευεργετική ενέργεια. Μια ενέργεια που δεν εκπορευόταν από καμιά γνωστή πηγή. Και τότε, ο Στέφανος ήταν ικανός για όλα. Κι όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Τα πάντα. Στην περίπτωσή του υπήρχε μόνο ένα μικρό πρόβλημα. Τις στιγμές αυτές τις είχε νιώσει στη φαντασία του. Στην πραγματικότητα οι στιγμές αυτές δεν είχαν έρθει. Ακόμα.

Μέρος πρώτο α. Ρόζα ρότα Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου. Με μια ελαφριά κλίση εμπρός. Ήταν πρωί, ξυριζόταν. Με αφρό σαπουνιού και πινέλο, όπως συνήθιζε. Όσοι είναι βυθισμένοι στην τεχνολογία αγαπούν τα παλιά εργαλεία. Ανορθογραφία το ξυραφάκι - ό,τι πιο προχωρημένο. Mach 3 με τρεις λεπίδες. Πάει βαθιά, ως τη βάση της τρίχας. Ξυριζόταν δύο φορές τη μέρα - αξύριστος ένιωθε άσχημα, βρόμικος, ανέτοιμος για τις καθημερινές συναλλαγές του με τον υπόλοιπο κόσμο. Κάποια στιγμή, μια άγαρμπη κίνηση. Οι λεπίδες ξέφυγαν, κόβοντας ένα αιμοφόρο αγγείο. Λίγες σταγόνες αίμα έσταξαν κι έπεσαν στο νιπτήρα. Το DNA διασκορπίστηκε στο άσπρο φόντο. Άνοιξε τη βρύση και δείγματα από το γενετικό υλικό του παρασύρθηκαν, στροβιλίστηκαν λίγο γύρω από το πώμα και χάθηκαν για πάντα στα έγκατα του δικτύου ύδρευσης. Έμεινε ακίνητος, με το πρόσωπο στον καθρέφτη, το ξυραφάκι στο χέρι κι ένα κόκκινο σημάδι να μεγαλώνει στο σαγόνι. Απρόσεχτος, συνέχεια απρόσεχτος. Τρίτη φορά που κοβόταν αυτή τη βδομάδα. Ο εγκέφαλος δίνει τη διαταγή, οι μύες εκτελούν. Το μυαλό του... Τι διάολο συνέβαινε; Αυτά σκεφτόταν το πρωινό μιας Δευτέρας του Απριλίου, μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου του ο Στέφανος Καλοθέου. Ότι κάτι είχε αλλάξει στη ζωή του. Πότε αλλάζει κάτι; Όταν κάτι νέο έρχεται να

ταράξει το παλιό. Ποιο ήταν το καινούργιο στην περίπτωσή του; Η απάντηση έσταξε κι άπλωσε, σαν σταγόνα κρασί σε λευκό τραπεζομάντιλο. Ένα τρίφθογγο όνομα. Ελένη. Από τότε ήταν. Από τότε που τη γνώρισε. Πριν, όλα ήταν τακτοποιημένα, μεθοδικά κι οργανωμένα. Και τώρα αίμα. Απροσεξία και αίμα. Πίδακας αιμοσφαιρίων. Ανοιχτό κόκκινο που έβαφε τη λευκή πορσελάνη. Πού πήγαν οι παλιοί καιροί; Όταν αφοσιωνόταν ευλαβικά σε ό,τι έκανε, όταν απολάμβανε την κάθε λειτουργία; Το κάθε γεγονός στη σειρά του. One game at a time, παιχνίδι το παιχνίδι, όπως έλεγαν στην αθλητική γλώσσα οι καλοί προπονητές. Κυριακή πρωτάθλημα, Τετάρτη Ευρώπη. Οι υποχρεώσεις, τα γεγονότα στη σειρά. Ταξινομημένα. Το ένα μετά το άλλο. Όταν ακολουθούσε αυτή τη σοφή πρακτική, όλα δούλευαν ρολόι, τα πάντα συντονίζονταν μόνα τους, διέσχιζε το ποτάμι του χρόνου πάνω σε μια σχεδία που ακολουθούσε τον κυματισμό της καθημερινότητας. Η ζωή γλιστρούσε αρμονικά στην επιφάνεια των στιγμών, έδενε γαλήνια στο λιμάνι της διάρκειας. Ένιωθε ασφαλής, ήρεμος, ισορροπημένος. Τον τελευταίο καιρό όμως, πράγματα τα οποία έως τότε λειτουργούσαν αβίαστα, μηχανικά, σαν να χαν χάσει τον εσωτερικό συντονισμό τους. Ο Στέφανος, από μικρός, πίστευε ακράδαντα πως η ζωή είναι ένας μηχανισμός που λειτουργεί με βάση την αλληλουχία των γεγονότων. Όλα είναι γεγονότα. Μικρές κάθετες τομές στην καθημερινότητα που δίνουν την αίσθηση του πριν και του μετά. Χωρίς γεγονότα δεν υπάρχει παρελθόν, δεν υπάρχει

μέλλον. Γι αυτό, όταν συνέπιπταν, προσπαθούσε να τα ταξινομεί το ένα μετά το άλλο, διαδοχικά. Η ζωή του ήταν μια σκυταλοδρομία προτεραιοτήτων αξιολογικά αρχειοθετημένων σε μια αυτόματη εσωτερική λίστα. Έτσι δούλευε το μυαλό του. Ορθολογικά. Όλα, πίστευε, ακόμα και τα πιο περίπλοκα πράγματα, είναι εξηγήσιμα. Ένιωθε πως τώρα πια, που είχε φτάσει σε μια άλφα ηλικία -θεωρούσε ότι τα επερχόμενα τριάντα ήταν μια άλφα ηλικίαμπορούσε να το πει ξεκάθαρα. Όλα στη φύση, στον άνθρωπο είναι ερμηνεύσιμα. Όλα είναι κατασκευασμένα, engineered, όπως έλεγαν και στο σινάφι του. Κακή λέξη, αλλά δεν είχε βρει καλύτερη. Μπορεί σήμερα να μη γνωρίζουμε τις εξηγήσεις για τα πάντα, αλλά κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο, χρόνια αινίγματα βρίσκουν τη λύση τους, μυστήρια του οργανισμού αιτιολογούνται, το μπλεγμένο κουβάρι του κόσμου ξεδιαλύνεται με τη σοφία ενός πανάρχαιου κύκλου εργασιών. Τα πράγματα στη ζωή μοιάζουν απίστευτα πολύπλοκα, σχεδόν χαοτικά, αλλά πίσω από αυτή τη φαινομενική αταξία υπάρχει πάντοτε μια απλή εξήγηση. Αρκεί να διδαχτείς τη δομή τους. Να ανακαλύψεις τους κρυφούς κανόνες που τα διέπουν. Να τα αποσυναρμολογήσεις για να τα κατανοήσεις. O Στέφανος δεν ήταν από εκείνα τα παιδιά που διασκεδάζουν παίζοντας με τα παιχνίδια τους. Ήταν από εκείνα που τα χαλάνε για να δουν τι γίνεται μέσα. Σαν αυτή την απλή σταγόνα αίμα. Για τους περισσότερους δεν θα ήταν παρά το αποτέλεσμα

μιας κοινότατης απροσεξίας, που αντιμετωπιζόταν μ ένα γαμώτο κι ένα κομματάκι χαρτί βρεγμένο με οινόπνευμα. Για εκείνον όμως, η σταγόνα αυτή, από τη στιγμή που έσταξε και ξεκίνησε τη διαδρομή της στο νιπτήρα, ήταν πια ένας μεταφορέας του γονιδιώματός του, ένα όχημα που ταξίδευε την ταυτότητά του γεμάτη άπειρες κωδικοποιημένες πληροφορίες, στα άδυτα του δικτύου της ΕΥΔΑΠ, κι από κει στο υπόγειο ρυάκι, στη μεγάλη αποθήκη του κόσμου. Στην άγνωστη αφετηρία όπου κρύβονται οι μαθηματικοί τύποι που προσδιόρισαν τη γέννησή του, την εξέλιξή του και, που κάποτε, θα καθόριζαν και το θάνατό του. Ο Στέφανος, τουλάχιστον ως τη στιγμή που γνώρισε την Ελένη, ήταν ένας ακραιφνής ορθολογιστής. Εξακολουθούσε όμως να είναι; Η αλήθεια ήταν πως ύστερα από επτά μήνες, αν και είχε αρχίσει να νιώθει κάποιες ανεπαίσθητες ρωγμές στα δεδομένα της ζωής του, παρ όλο που γύρω από τον γνώριμό του κόσμο είχε ξεκινήσει να σχηματίζεται ένα -αρχικά λιλιπούτειο- αλλά σταδιακά όλο και μεγαλύτερο ερωτηματικό, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να το απαντήσει. Η σημαία «Engineered» κρατιόταν ακόμα γερά από το ξύλινο ιστίο της. Ωστόσο τα βακτηρίδια της αληθινής ζωής, έκαναν, αργά μεν αλλά σταθερά, τη δουλειά τους στη βάση, σταλάζοντας μικρές σταγόνες ρίγους στην προγραμματισμένη καθημερινότητα, κατατρώγοντας υπόγεια την έως τώρα βεβαιότητά του για έναν κατασκευασμένο κόσμο. Όλα αυτά όμως συνέβαιναν κρυφά, υπόγεια. Ο Στέφανος άλλαζε χωρίς να αντιλαμβάνεται, χωρίς να το ξέρει.

Τέλειωσε το ξύρισμα κι άπλωσε στο πρόσωπό του την ευεργετική Nivea. Ο νιπτήρας, σχεδόν αποκαθαρμένος από τα ερυθρόλευκα αιμοσφαίριά του, τραβούσε πλέον κατά βάση υδρογόνο, οξυγόνο και τα άλατα της Υλίκης. Το βλέμμα του έπεσε στο παράθυρο. Η γαλάζια κουρτίνα ήταν κλειστή. Την τράβηξε? το μπάνιο φωτίστηκε άπλετα. Το παράθυρο έβλεπε στο διπλανό οικόπεδο, το οποίο έμενε παραδόξως άκτιστο από τότε που είχε μετακομίσει σ αυτό το διαμέρισμα. Το τζάμι ήταν βαμμένο μπλε και κόκκινο κι έτσι όπως το κοίταζε από την εσωτερική πλευρά, το φως δημιουργούσε ένα γνώριμο σχήμα: τον τροχό της τύχης. Άνοιξε το παράθυρο σχεδόν εκατόν ογδόντα μοίρες προς το εσωτερικό του χώρου. Στην εξωτερική πλευρά τα ανάγλυφα διακοσμητικά κομμάτια σχημάτιζαν ένα διαφορετικό, ακόμα πιο αναγνωρίσιμο σχήμα: ένα λαμπερό τριαντάφυλλο. Το τζάμι ήταν ειδική παραγγελία. Το χε δει σε μια εκκλησία σ ένα επαγγελματικό ταξίδι του στη Βερόνα. Ρόζα ρότα. Το τριαντάφυλλο τροχός. Του άρεσε και το παρήγγειλε αμέσως από το μαγαζάκι στην πλατεία San Zeno που ειδικευόταν στην παραγωγή αντιγράφων. «Κοίτα φίλε, ο σχεδιασμός αυτού του παράθυρου παντρεύει δύο διαφορετικά μοτίβα, τα κάνει αδιαχώριστα: τα διακοσμητικά στοιχεία εξωτερικά σχηματίζουν την εικόνα ενός ρόδου, του συμβόλου της ομορφιάς, ενώ τα διάτρητα ανοίγματα, έτσι όπως τα διαπερνά το φως, δημιουργούν στο εσωτερικό τη rota fortunae, τον τροχό της τύχης, το σύμβολο της μοίρας. Η σύνθεση

βασίζεται στο τελειότερο σχήμα, τον κύκλο. Απλό και μεγαλοφυές» του χε πει ο Αλεσάντρο, ο Ιταλός τεχνίτης. Το είχε τοποθετήσει στο μπάνιο. Ο τροχός της τύχης, η μοίρα, προς τα μέσα. Το τριαντάφυλλο το είχε στρέψει προς τα έξω, προς τον κόσμο, σαν να περίμενε τη στιγμή του. Τη στιγμή του ρόδου. Σκουπίστηκε κι έβαλε κολόνια. Aramis. Την είχε πάρει από το duty free, όπως κάθε φορά που ταξίδευε. Ξαφνικά, του φάνηκε πως άκουσε μια φωνή από μέσα. Σαν κάποιος να λεγε το όνομά του. «Στέφανε». Πήγε στο δωμάτιό του. Φυσικά, δεν υπήρχε κανείς. Αφού η Ελένη είχε φύγει το προηγούμενο βράδυ, δεν είχαν κοιμηθεί μαζί. Περνώντας από το σαλόνι για να πάει στην κουζίνα παρατήρησε πως η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή. Ο αέρας, σκέφτηκε. Κούνησε το κεφάλι του και ξαναγύρισε στο μπάνιο. Το παραθυρόφυλλο είχε ξαναγυρίσει στη θέση του. Έκλεισε το χερούλι και τράβηξε την κουρτίνα. Ο τροχός της τύχης έσβησε στο γαλάζιο φως. Η ώρα ήταν οκτώ και δέκα. Μια χαρά. Σε καμιά ώρα θα βρισκόταν στην Παιανία, στην Intrathink, στην εταιρεία όπου εργαζόταν. Ο Στέφανος ήταν προγραμματιστής, υπεύθυνος σε ένα μεσαίου μεγέθους έργο πληροφορικής. Ήταν από τους καλύτερους στην ηλικία του, με αλματώδη εξέλιξη στην ιεραρχία. Την προηγούμενη μέρα παρέδωσε ένα πρότζεκτ, για το οποίο η ομάδα του είχε εργαστεί πολλούς μήνες. Σύστημα Διαχείρισης Πρακτικών Ελληνικού Κοινοβουλίου. Δεκάδες

χιλιάδες ώρες με ό,τι άρθρωσαν για δεκαετίες στην αίθουσα της Βουλής οι πατέρες του Έθνους είχαν βρει επιτέλους το ηλεκτρονικό τους κατάλυμα. Ύστερα από τρεις συνεχείς μέρες ύπνο στους ξενώνες της Παιανίας, είχε κοιμηθεί επιτέλους σπίτι του. Με την Ελένη είχαν βρεθεί το βράδυ, έστω και για ένα τρίωρο, το οποίο πέρασαν σχεδόν αποκλειστικά στο κρεβάτι. Aυτή την περίοδο ολόκληρος ο κόσμος του Στέφανου συνοψιζόταν σε δύο λέξεις: Μία με τεράστια γεωμετρικά bold γράμματα -μόνιμη επιγραφή της καθημερινότητάς του- κι από κάτω μία άλλη, με καλλιγραφική γραμματοσειρά, που μεγεθυνόταν μέρα τη μέρα. Intrathink και Ελένη. Όσο περνούσε ο καιρός η δεύτερη άρχιζε να φτάνει σε μέγεθος την πρώτη. Άνοιξε τη βρύση στο τέρμα για να παρασύρει το νερό και το τελευταίο κύτταρο αίματος κι ένιωσε σαν κάποιος να του ηλέκτριζε ένα ένα τα εναπομείναντα ερυθρά αιμοσφαίρια στις φλέβες. β. Intrathink «Στέφανε, πήρε ο Γιάννης...» «Ο βασάς ή ο Αθήνα 2004;» «Ο Αθήνα 2004». «Τι θέλει;» «Κάτι για το σύστημα Ηλεκτρονικής Κράτησης Θέσεων. Για την ασφάλεια μεταφοράς πληρωμών. Χτες έσπασαν κι άλλους κωδικούς. Ήθελε και...» «Θα τους γαμήσουν τελευταία στιγμή τους Αγώνες» διέκοψε ο Στέφανος. «Γιατί πήρε εμάς; H

ευθύνη τώρα είναι στους δίπλα». «Oκέι, του λέω να πάρει τον Δημήτρη. Ρε συ, ήδη σε βλέπω καλύτερα. Την είδες χτες;» Έκανε πως δεν άκουσε. Το μόνο που δεν ήθελε εκείνο το πρωί ήταν συζητήσεις με τον Αλέκο Χριστοδούλου περί έρωτος. «Τι άλλο είπε ο βασάς;» ρώτησε αφηρημένα. «Μα σου πα, δεν ήταν ο Γιάννης ο βασάς, ο άλλος ο Γιάννης ήταν, από τον Αθήνα 2004». «Τέλος πάντων, τι...» «Καλά, αλλού ξημερωμένος...» Ναι, αλλού... Της είχε στείλει μήνυμα στο κινητό το πρωί. Καμιά απάντηση ως τώρα. Tο μηχάνημα σιωπούσε. Βέβαια μπορεί και να μην είχε τελειώσει ακόμα από το εξεταστικό κέντρο. Αλλά και χτες, τίποτα; Το βράδυ, καμιά ώρα αφού έφυγε από το σπίτι του την πήρε στο σταθερό, βγήκε ο τηλεφωνητής. Ύστερα δοκίμασε στο κινητό, το χε κλειστό. Ήταν αργά βέβαια και μάλλον θα κοιμόταν. Ήξερε πως έπρεπε να ξυπνήσει πρωί πρωί για να κάνει μια εξέταση στο Biocheck. Τσουξίματα, δύσοσμα υγρά. Επιρρεπής στους μύκητες. Ήταν κι αυτά τα στενά παντελόνια που φορούσε συνέχεια... Έστω να κοιμόταν λοιπόν. Αλλά δεν είδε τις αναπάντητες το πρωί; Δεν άκουσε το μήνυμα στον τηλεφωνητή; Η ουσία ήταν ότι το φακελάκι δεν είχε κάνει την εμφάνισή του στον ψηφιακό ορίζοντα του Nokia. Το γνώριμο φακελάκι που εμφανιζόταν μαζί με την αποθηκευμένη της μορφή. LNI. Την είχε αποθηκεύσει ο Στέφανος την Ελένη. Όχι όμως με τον ίδιο τρόπο όπως τις άλλες. Την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα -έγινε γρήγορα, στο

δεύτερο ραντεβού, σπίτι της- προχώρησε στο αναμενόμενο, την ενέταξε στη λίστα. Αριθμός τριάντα τέσσερα. Προχώρησε και σε μια πρώτη καταγραφή. Μέρα γνωριμίας, τόπος ραντεβού, τι έκαναν, πού το καναν... Όμως στο τρίτο ραντεβού μπήκε στο αρχείο και τα σβησε όλα. Ο κάδος ανακυκλώσεων -αυτός ο ψηφιακός Άδης- κατάπιε με μία μπουκιά τη στατιστική της γνωριμίας. Oι αληθινές μνήμες δεν γινόταν να αποθηκευτούν Ο Στέφανος είχε ερωτευτεί άλλες δύο φορές. Λάθος όρος. Είχε κινητοποιηθεί συναισθηματικά, το αποδίδει μάλλον καλύτερα. Η πρώτη ήταν στην Κρήτη, στο Πανεπιστήμιο, όταν ήταν είκοσι ενός ετών. Μια πληθωρική, μελαχρινή φοιτήτρια από το Ηράκλειο. Η δεύτερη, ήταν πέντε χρόνια αργότερα: μια Ιρλανδέζα νοσοκόμα στην Αγγλία. Εκρηκτικό ταμπεραμέντο και θύελλα στο κρεβάτι. Κι οι δύο σχέσεις κράτησαν πέντε μήνες. Το ζήτημα έρωτας, ως είδος συμπεριφοράς, δεν ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό του. Φυσικά δεν έφτανε στο σημείο να υποστηρίζει τα αποτελέσματα της έρευνας του Πανεπιστήμιου του Κορνέλ ότι πρόκειται για μια χημική ουσία και συγκεκριμένα ένα κοκτέιλ φαινυλαιθαμύνης, οξυτοκίνης και ντοπαμίνης που κυκλοφορεί στο αίμα και προκαλεί μια ιδιαίτερη αντίδραση, αλλά ήταν ένα από τα φαινόμενα της ζωής που δεν του ήταν εύκολο να ορίσει. Πότε μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι είναι ερωτευμένος; Το χε διαβάσει κάπου -σ ένα non fiction, γιατί η λογοτεχνία βρισκόταν στο τέλος της λίστας των ενδιαφερόντων του- και το υποστήριζε

για ένα διάστημα: όταν είναι έτοιμος να διαφοροποιηθεί, όταν μπορεί να εγκαταλείψει μια κεκτημένη εμπειρία που έχει ήδη φθαρεί και νιώθει την παρόρμηση ν αλλάξει ζωή. Αυτά στη θεωρία. Γιατί στην πράξη η κεκτημένη εμπειρία ζωής του Στέφανου είχε οικοδομήσει μια εξαιρετικά ισχυρή βάση. Οι αντιστάσεις της στη διαφοροποίηση ήταν γιγάντιες. Η παρόρμηση μπορεί κατά καιρούς να εμφανιζόταν, αλλά όταν τολμούσε να σηκώσει το κεφαλάκι της, κατέφθανε ένα τεράστιο αρχείο από το εσωτερικό του σκληρού του δίσκου και την κονιορτοποιούσε. Αυτά ως τη στιγμή που γνώρισε την Ελένη. Εκεί όμως που η υπόθεση θα ακολουθούσε τη γνώριμη μοίρα, συνέβη το αναπάντεχο. Ο Στέφανος άρχισε να νιώθει όσα του ήταν οικεία, τις συνήθειές του, τη διαχείριση του χρόνου του, τις εμμονές του, με λίγα λόγια το σύμπαν του ολόκληρο να διολισθαίνει, να κυλά σαν νερό μέσα απ τα δάχτυλα. Έπιανε τον εαυτό του να θέλει να σταματήσει τη ροή, να προσπαθεί ν αποκτήσει και πάλι τον έλεγχο και να μην τα καταφέρνει. Για πρώτη φορά ένιωθε το σύστημα «Στέφανος» να λειτουργεί απρόβλεπτα, να τρέχει μόνο του, χύμα. Ωστόσο έντεκα χρόνια μιας παγιωμένης μεθόδου συμπεριφοράς δεν ανατρέπονται εν μια νυκτί. Η δουλειά, η καριέρα, ήταν για τον Στέφανο το βασικό του στήριγμα, η λυδία λίθος της προσωπικότητάς του. Όχι, αυτό το κάστρο δεν είχε πέσει ακόμα. Όλα τα υπόλοιπα, η Ελένη τα είχε επηρεάσει, διαβρώνοντας σταδιακά το βράχο των συνηθειών του μέσα από ένα αόρατο αυλάκι που

κατέτρωγε αθόρυβα τα επάλληλα στρώματα του εγώ του. Έρωτας; Τη φοβόταν τη λέξη. Δεν είχε τρόπο, δεν είχε μέθοδο να την ερμηνεύσει. Κι όμως η πραγματικότητα ήταν αυτή. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Στέφανος ήταν στ αλήθεια ερωτευμένος. Κι ας μην είχε ακριβώς καταλάβει τι του συνέβαινε. Η Ελένη δούλευε στην Atticart, στη διαφημιστική του πατέρα του, στο ατελιέ. Tη γνώρισε ένα πρωί που είχε περάσει να ελέγξει κάτι στο Photoshop. Ήταν μόλις η τρίτη μέρα εργασίας της κι εκείνος την επομένη άρχιζε το πρότζεκτ. Είχαν πάει κι οι δύο νωρίς και δεν ήταν κανείς άλλος στο γραφείο. Τα μάτια. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε. Κάτι στην ίριδα, κάτι ακόμα πιο βαθύ κι απ το καστανό, τον μαγνήτισε αμέσως. Αυτά τα μάτια έμοιαζαν να μην ανήκουν στον εικοστό πρώτο αιώνα. Ένιωθε ότι τον κοίταζαν μέσα από έναν αναγεννησιακό πίνακα, με το βλέμμα να διατρυπά το μουσαμά, ν αυτονομείται και να ακυρώνει ακαριαία όλα όσα τον είχαν αντικρίσει. Το δεύτερο ήταν το χρώμα των μαλλιών της. Κόκκινο, μιας απόχρωσης εντελώς ξεχωριστής, σαν να βγαινε από την καρδιά ενός λουλουδιού. Το τρίτο ήταν μια μικρή ελιά που είχε πάνω από τη μύτη και την έκανε να μοιάζει με Ινδή πριγκίπισσα, και το τέταρτο, μια κίνηση που έκανε με το λαιμό της έτσι όπως έσκυβε στον υπολογιστή, ένα τέντωμα των μυών παραπάνω, μια έκταση προς κάπου... Κάτι του θύμιζε αυτή η κίνηση, κάτι πολύ παλιό, πολύ οικείο, κάτι το οποίο κανένας

υποθάλαμος του εγκεφάλου δεν ήταν σε θέση να του φέρει στο νου. Κάποια στιγμή η Ελένη φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου της προς το πρόσωπό του κι εκείνος το ερμήνευσε σαν κάλεσμα, όπως άλλωστε και ήταν. Κι έτσι όπως μιλούσαν -εκείνη με τη δροσερή, τραγουδιστή φωνή της- για θέματα άσχετα, της δουλειάς, ο Στέφανος αισθάνθηκε κάτι πρωτόγνωρο. Δεν είχε ετικέτα αυτή η αίσθηση. Ήταν σαν μια νέα γλώσσα, σκέφτηκε στην αρχή, μια καινούργια σειρά κανόνων που όφειλε να επεξεργαστεί. Προσπάθησε να της δώσει όνομα, να την κατατάξει, αλλά εις μάτην. Αρχικά θύμωσε που δεν κατάφερνε να την ορίσει. Ύστερα όμως, την άφησε ελεύθερη να τρέχει. Κι όπου τον πήγαινε. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Mια καινούργια αίσθηση, μια άγνωστη λογική είχε αρχίσει δειλά δειλά να ξεγλιστρά μέσα από τις λίστες δεδομένων, τα αρχεία και τα προγράμματα. Με την Ελένη κάθισαν μαζί για καμιά ώρα, ώσπου ήρθε η Κάτια, η γραμματέας του ατελιέ, να του πει πως τον ζητούσε ο πατέρας του. Η ίδια Κάτια, η οποία του είχε ήδη επαναλάβει δύο φορές εκείνο το πρωί: «Στέφανε, δεν έχει έρθει. Κάτι θα της έτυχε. Μην ανησυχείς. Όλα καλά στο ατελιέ, το πρόγραμμα τρέχει ρολόι». Η Κάτια νόμιζε πως ανησυχούσε για το πρόγραμμα... Ήταν μόλις η τρίτη φορά όλους αυτούς τους επτά μήνες που είχε πάρει τηλέφωνο στο τμήμα της. Είχαν αποφασίσει από κοινού ότι κανείς από την εταιρεία δεν θα μάθαινε το παραμικρό για

τη σχέση τους. Και πρώτος απ όλους ο πατέρας του. Λίγο πριν μπει στην Intrathink, εννιά και πέντε, την ξαναπήρε στο κινητό. Τίποτα, δεν μπορούσε να συνδεθεί. Έστειλε ένα γραπτό μήνυμα: «Πού είσαι;». Η αναφορά δεν έφτασε. Το κινητό της ήταν νεκρό. Ή το χε κλείσει -κάτι που δεν έκανε ποτέ- ή είχε πέσει η μπαταρία, ή τι; «Πού είσαι;» Ο Αλέκος. «Τι;» «Τι τι; Τον ήπιαμε, Στέφανε, έτσι;» «Τι ήπιαμε, δεν...» «Ερωτεύτηκες ρε;» «Μη λες μεγάλες κουβέντες...» «Όχι, ρε συ, θετικά το λέω, μπράβο, χαίρομαι, σ έχει αλλάξει ξέρεις...» «Τι εννοείς;» «Το πρόσωπό σου... Έχει σπάσει κάτι που είχες. Πώς να σ το πω... Δεν είμαι καλός σ αυτά. Κάτι... Κάτι που χουμε όλοι σ αυτή τη δουλειά». Η εικόνα του αίματος να τρέχει στο νιπτήρα. «Όλοι στον προγραμματισμό έχουμε κάτι στο πρόσωπο;» «Ε, δεν έχουμε; Σαν ποδοσφαιριστές που βγαίνουν φωτογραφία πριν απ τον αγώνα είμαστε. Δεν έχουν όλοι την ίδια φάτσα; Δε διακρίνεται κάποια... Πώς το λένε; Κάποια ειδοποιός διαφορά». «Μη μου πεις πως έχω την ίδια φάτσα με σένα» είπε ο Στέφανος κοιτάζοντας το πρόσωπο του συνομίληκού του φίλου. Το κεφάλι του ήταν δυσανάλογα μεγάλο, τα αυτιά ελαφρώς πεταχτά, η μύτη γαμψή, κι ευτυχώς που υπήρχε το θεληματικό

πιγούνι και διέσωζε κάπως την κατάσταση. Όσο για το σώμα του, ήταν πλαδαρό, παραμελημένο, διαμορφωμένο στην τύχη, κάτι που ποτέ δεν θα επέτρεπε ο ίδιος στον εαυτό του. Ο Στέφανος ήταν άλλης κοπής. Ψηλότερος, γύρω στο ένα ογδόντα πέντε, μελαχρινός, με αθλητικό σώμα, αριστοκρατική, λεπτή μύτη, μαλλιά λίγο σπαστά, χτενισμένα προς τα πίσω, μάτια καστανά, μικρά και ελαφρώς σκιστά -μελαγχολικά τα έλεγε η Ελένη- φρύδια πυκνά, δέρμα σταρένιο, στόμα καλοσχηματισμένο, σαγόνι λεπτό, ψηλό λαιμό. Το πρόσωπό του ανέδιδε μια αθωότητα, μια παιδικότητα, αν και πάνω του υπήρχε μια παραφωνία, μια απροσδόκητη νότα ωρίμανσης. Κάποιοι έντονοι για την ηλικία του κύκλοι κάτω από τα μάτια, χαρακτηριστικό το οποίο τον ακολουθούσε περιέργως από τα πρώτα κιόλας μετεφηβικά χρόνια. Ο Αλέκος ήταν ο καλύτερός του φίλος στην Intrathink. Η ζωή του ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα της καθημερινότητας ενός τριαντάχρονου προγραμματιστή σε εταιρεία. Ήταν τύπος που λάτρευε το junk food και την trash τηλεόραση του 90. Καθόταν στα chat1 ως τα χαράματα κι ήταν μέλος διαφόρων discussion groups2 για θέματα πληροφορικής. Αγαπημένο του ναρκωτικό, όπως στους περισσότερους συνάδελφους, η καφεΐνη. Έπινε δέκα τουλάχιστον καφέδες τη μέρα. Στιγμιαίους! Οδηγούσε ένα γκολφάκι, πήγαινε διακοπές στη Σαμοθράκη κι είχε αφόρητη πιτυρίδα. Με τον Αλέκο είχαν πολλά κοινά σαν χαρακτήρες, με εξαίρεση το αυτοκίνητο -εκείνος

οδηγούσε Λάντσια- και την αγάπη του φίλου του για τις Σοβιετικές του 090. Ο Στέφανος σχεδόν αναγνώριζε τον εαυτό του στον συνεργάτη του. Από τότε όμως που γνώρισε την Ελένη, πράγματα που στον Αλέκο του φαίνονταν ανέκαθεν οικεία, άρχισαν σταδιακά να μπαίνουν στο μικροσκόπιο, να αμφισβητούνται. Ο καφές ωστόσο και η πιτυρίδα παρέμεναν σταθερά κοινά γνωρίσματα. Ο Στέφανος βέβαια, εκτός από πιτυρίδα, κουβαλούσε κι ένα έκζεμα στις παλάμες και στο λαιμό που κάθε τόσο υποτροπίαζε. Το δέρμα του ξεραινόταν, γινόταν τραχύ κι είχε έντονο κνησμό με κοκκινίλες. «Άγχος», είχε αποφανθεί ο δερματολόγος κι όπως ήταν φυσικό ο Στέφανος το πάλευε ορθολογικά: με ενυδατικές και κορτικοστεροειδή. Αποτέλεσμα: μηδέν. «Άνθρωποι που ζούμε μπροστά σε μία οθόνη, μέσα στα προγράμματα, στα data,1 τι περίμενες, να μαστε αλλιώτικοι; Όπως κοιτάξεις την οθόνη θα σε κοιτάξει. Tι είναι ρε συ; Ένας καθρέφτης είναι. Σκέψου πόσες ώρες σιωπής έχεις περάσει μπροστά σ αυτό το κουτί. Μπροστά στο χάος» είπε ο Αλέκος. «Το χάος, ναι, το οποίο...» «...και πρέπει...» «...να βρει τη θέση του». «Να, τώρα μιλάς! Σαν να λες, αυτή είναι η δουλειά μας!» «Μα αυτή δεν είναι; Βιβλιοθηκάριοι. Το δίκτυο είναι ένα τεράστιο υπόγειο με χύμα πληροφορίες, σκεφτείτε εκατομμύρια βιβλία πεταμένα στην τύχη στο πάτωμα. Κάποιος πρέπει να τα ταξινομήσει. Όλα

αυτά τα διασκορπισμένα, τα χαμένα, τα ορφανά, θα τα βάζετε στη θέση τους, θα τους βρίσκετε ράφι, σπίτι. Ο καθηγητής μου στην Αγγλία. Taxonomy» είπε ο Στέφανος κι έδειξε το ομώνυμο βιβλίο στη βιβλιοθήκη του γραφείου του. «Χυμένα bytes, μηδενικά και άσοι» σχολίασε ο Αλέκος. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο γραφείο η Τίνα, μια συνάδελφός τους από το διπλανό τμήμα. Ψηλή, με μεγάλο στήθος, λεπτό στόμα και στρογγυλά γυαλιά. Αμίλητη, έψαξε για μερικά δευτερόλεπτα κάποιους φακέλους κι όταν βρήκε εκείνο που ήθελε, έφυγε, ρίχνοντας στους δυο άντρες ένα φευγαλέο βλέμμα και ψιθυρίζοντας «καλές διακοπές». «Τα θηλυκά της Itrathink. Γυναίκες με...» μουρμούρισε ο Αλέκος κάνοντας τη χειρονομία του χουφτώματος. «Γυναίκες με πέος, θες να πεις». «Κι εγώ που έκανα όνειρα...» «Όνειρα... Θόρυβος στους νευρώνες...» είπε ο Στέφανος κι έκλεισε τον υπολογιστή του δείχνοντας ότι βιάζεται να φύγει. «Α ρε φιλόσοφε! Άντε να την κάνουμε. Κοντεύω να γίνω ένα με τους τοίχους εδώ μέσα». «Τι θα την κάνεις την άδεια, Αλέκο;» «Δύο βδομάδες δε φτάνουν ούτε για ζήτω... Θ αράξω. Θα λειώσω στο DVD και στο αλκοόλ. Θα φέρνω μια Ρωσίδα τη μέρα». Ο Αλέκος είχε αδυναμία στον πληρωμένο έρωτα. «Άντε, επιτέλους! Το αξίζεις μεγάλε...» είπε χαμογελώντας ο Στέφανος.

«Τα μέτρησα. Εννιά μήνες δουλεύαμε. Συνολικά 274 μέρες. Μείον δεκαέξι Κυριακές κι δεκατρείς αργίες, 245. Βάζω μέσο όρο δέκα ώρες δουλειά τη μέρα: Σύνολο 2450 ώρες!» «Δε σ το χα πει από την αρχή; Δυόμισι χιλιάδες ώρες για να βρεις πόσες επερωτήσεις έκανε ο Καρατζαφέρης και πόσες φορές διέκοψε τη συνεδρίαση ο Κακλαμάνης». «Και πόσες φορές είπε "ιμπεριαλισμός" η Παπαρρήγα...» είπε ο Αλέκος κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του. Είχαν έρθει μόνο γι αυτό. Να κλείσουν τα αρχεία, να τα μαζέψουν και να φύγουν. Η Intrathink, η Δια-σκέψις, όπως την έλεγαν μεταξύ τους, ήταν το δεύτερό του σπίτι. Εκεί ζούσε, εκεί δούλευε, εκεί ενίοτε κοιμόταν, εκεί έτρωγε, εκεί αγόραζε τα απαραίτητα για το σπίτι από το σούπερ μάρκετ της εταιρείας. Εκεί επίσης έπαιζε μπάσκετ τις Κυριακές - μια συνήθεια που είχε κοπεί τελευταία λόγω Ελένης. Οι εργαζόμενοι στην Intrathink έμοιαζαν λίγο με προσκόπους, λίγο με μέλη αίρεσης, λίγο με οικογένεια. Ο μέσος όρος ηλικίας των 3125 εργαζομένων στην εταιρεία ήταν 29.8, κατά διαβολική σύμπτωση όσο ακριβώς και η ηλικία του Στέφανου. Γεννημένος στις 24 Ιουλίου 1974. Τη μέρα της μεταπολίτευσης, το ξημέρωμα, την ίδια ώρα που ο Aρχιεπίσκοπος Σεραφείμ όρκιζε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή πρωθυπουργό, παρουσία του στρατηγού της χούντας Φαίδωνα Γκιζίκη. «Ομνύω ομνύω», θυμόταν ο Στέφανος από το μαυρόασπρο βίντεο που του έβαζε παλιά ο πατέρας του. Τον Καραμανλή με το χέρι στο Ευαγγέλιο να

επαναλαμβάνει: «Ομνύω». Με το νι παχύ. «Να, τότε γεννιόσουν». «Ομνύω...» Τι λέξη, να συνδέσεις την ύπαρξή σου μαζί της! Ειδικά για κάποιον σαν τον Στέφανο, για τον οποίο η πολιτική με την τρέχουσα έννοια έπαιζε στη ζωή του τον ίδιο ρόλο με τη λογοτεχνία: μηδαμινό. «Πολιτική είναι η επιστήμη, πολιτική είναι η δουλειά μου», έλεγε και το πίστευε. 24 Ιουλίου 1974. Τρεις μήνες νωρίτερα οι γονείς του είχαν επιστρέψει από το Παρίσι. Δε ζούσαν στο εξωτερικό εξαιτίας της δικτατορίας, δίχως αυτό να σημαίνει ότι ο πατέρας του δεν είχε εμπλακεί με αντιδικτατορικές οργανώσεις, είχε να λέει μάλιστα ότι κάποτε γνώρισε σ ένα σπίτι στη rue Daguerre τον Γιωτόπουλο. Η ουσία ήταν ότι από το 67 ο Άγης Καλοθέου βρισκόταν ήδη δύο χρόνια στη Γαλλία και σπούδαζε διαφήμιση. Με τη Ρέα Καψάσκη γνωρίστηκαν το 72. Ήταν ένα κορίτσι από εύπορη οικογένεια με έξι αδέρφια, τα υπόλοιπα πέντε αγόρια. Το κάθε παιδί έκανε με τη σειρά του την επανάστασή του στο μεγαλοαστικό περιβάλλον. Ένας κατατάχτηκε στη Λεγεώνα των Ξένων, άλλος πήγε σε μια σέχτα στην Ινδία, άλλος έγινε σκηνοθέτης και τριγυρνούσε στην επαρχία με τον Τορνέ, άλλος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ικαρία κι ένας έπεσε στην ηρωίνη. Της μητέρας του της κλήρωσε το Παρίσι. Όταν τη γνώρισε ο Άγης Kαλοθέου, δούλευε σ ένα μπαρ στο Μονπαρνάς, έμενε σ ένα κοινόβιο κι ήταν μέσα στο ροκ, στο διαλογισμό και τη μαριχουάνα. Γοητεύτηκε από αυτό το έντονο πλάσμα που έμοιαζε με Ινδιάνα, με τα τονισμένα ζυγωματικά, τα μακριά μαύρα μαλλιά

και τα αμυγδαλωτά μάτια. Την ερωτεύτηκε. Εκείνη δεν άργησε να μείνει έγκυος, παντρεύτηκαν κι αποφάσισαν να γυρίσουν. Όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, η Ρέα Καλοθέου υπέστη ριζική μεταμόρφωση. Σαν η κυτταρική μνήμη να ανέσυρε όχι μόνο την αστική καταγωγή, αλλά και την υφέρπουσα υστερία της μητέρας της κι η μαγεία ανάμεσα στο ζευγάρι άρχισε να σβήνει. Ο Άγης Kαλοθέου γινόταν σταδιακά όλο και πιο απόμακρος, εκείνη πάθαινε κάθε τόσο κι από μία νευρική κρίση. Το μόνο που απέμεινε να της θυμίζει τις ανέμελες χίπικες μέρες ήταν η αγάπη της για το μαύρο. Τα προβλήματα στη σχέση ήταν πια έντονα. Σίγουρα τα επιδείνωσε και ο θάνατος ενός παιδιού, τέσσερις μόλις μέρες μετά τη γέννησή του. Ένα αγοράκι, που γεννήθηκε με σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά. Ο Στέφανος ήταν τότε δύο ετών. Το έμαθε φυσικά πολύ αργότερα. Κάποια στιγμή ο πατέρας του έμπλεξε με μια μικρούλα, ακολούθησαν άγριοι τσακωμοί που κατέληξαν μέχρι και στα εφημερεύοντα, και τέλη της δεκαετίας του 70 χώρισαν. Ο Στέφανος έμεινε με τη μητέρα του ως τα δώδεκά του, οπότε συνέβη. Η μητέρα του πέθανε. Τη βρήκε η οικιακή βοηθός πεσμένη στο μπάνιο, μπρούμυτα, με τα μαλλιά της να δημιουργούν έναν μαύρο ακτινωτό ήλιο πάνω στα λευκά πλακάκια. Η ιατρική γνωμάτευση ήταν σαφής: ανακοπή. Ήταν 4 Μαΐου του 1986, όταν ο Στέφανος γύρισε στο σπίτι ένα μεσημέρι απ το σχολείο -έμεναν στο Χαλάνδρι σε μονοκατοικία- και το είδε γεμάτο ανθρώπους με άσπρες μπλούζες. Ο πατέρας του, που είχε

ειδοποιηθεί αμέσως, τον πήρε από το χέρι, τον πήγε στο δωμάτιό του και χαϊδεύοντάς του το κεφάλι, του πε: «Τώρα είμαστε οι δυο μας, αγόρι μου». Εκείνος δεν τον κοίταζε, κοίταζε κάτω, στο χαλί, έναν κεντημένο κόκκινο δράκο που έβγαζε φωτιές. Δεν υπήρχε ιστορικό για πρόβλημα στο κυκλοφορικό, με αποτέλεσμα να διαδοθούν φήμες για «ναρκωτικά», ωστόσο όσοι την ήξεραν, μπορούσαν να πιστοποιήσουν πως η Ρέα Καλοθέου δεν το είχε χοντρύνει ποτέ το παιχνίδι. Από τότε που πέθανε η μητέρα του ως το 92, οπότε τέλειωσε το λύκειο, ο Στέφανος έμεινε με τον πατέρα του. Το 88, δύο χρόνια μετά το θάνατό της, στο σπίτι εγκαταστάθηκε η νέα σύντροφος του Άγη Καλοθέου, η Μίνα Καρρά, μια ψηλή, αδύνατη κοπέλα, με πυρόξανθα μαλλιά και λευκή επιδερμίδα. Η Μίνα ήταν δικηγόρος, πανέξυπνη, ετοιμόλογη, με πολύ χιούμορ και στιλ. Τη συμπάθησε από την αρχή κι είχαν πάντοτε πολύ καλές σχέσεις. Aυτά ως το 95, όταν η Mίνα έφυγε ξαφνικά από τη ζωή του πατέρα του. Πέρα από την απώλεια της μητέρας του, κι η ίδια η αλλαγή περιβάλλοντος ήταν σημαντική για τον Στέφανο. Εκείνη ακριβώς την εποχή ήταν που άρχισε να διαβάζει μετά μανίας. Όχι όμως νεανικά μυθιστορήματα και κόμικς, όπως θα περίμενε κανείς από ένα παιδί στην αρχή της εφηβείας, αλλά μαθηματικά και θετικές επιστήμες. Η άλγεβρα και το μικροσκόπιο είχαν επικρατήσει κατά κράτος του Ιβανόη και του Αστερίξ. Ο Στέφανος ήξερε πως θα ασχολιόταν με τους υπολογιστές από τότε που αντίκρισε το πρώτο του Atari. Όταν δε πληκτρολόγησε την πρώτη εντολή και

την είδε να εκτελείται αστραπιαία στην οθόνη, κατάλαβε πως μ αυτό το μηχάνημα, με τη λογική αυτού του μηχανήματος, θα συνδεόταν εφ όρου ζωής. Ο πατέρας του ήταν σύμφωνος. Άνθρωπος διορατικός, είχε πάρει από νωρίς μυρωδιά το χώρο όπου θα παιζόταν η επόμενη επανάσταση. Ο Στέφανος σπούδασε ασφάλεια δικτύου στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης και ειδικεύτηκε στην αυτόματη ταξινόμηση των περιεχομένων των πηγών πληροφορίας του Ίντερνετ. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Λονδίνο, με διδακτορικό στην Ασφάλεια Δικτύου, ενώ ταυτόχρονα τα καλοκαίρια δούλευε ως μαθητευόμενος σε μικρές εταιρείες στην Αθήνα. Στο στρατό, την πέρασε ζωή και κότα, στους υπολογιστές του Γενικού Επιτελείου. Δώδεκα μήνες, ως ορφανός από μητέρα. Μετά, διάνα με την πρώτη οντισιόν. Intrathink, όπου πέρασε διαδοχικά τα στάδια εξέλιξης για να καταλήξει από junior programmer σε υπεύθυνος μεσαίου έργου πληροφορικής, θέση αρκετά υψηλή για την ηλικία του. Ο Στέφανος, ακολουθώντας τον Αλέκο, κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Η Παιανία δεν ήταν Κηφισίας. Εκεί πάνω τα κτίρια δεν είχαν καμία σχέση με μεταμοντέρνους γυάλινους πύργους. Η Intrathink στεγαζόταν σε έξι τετραώροφα συγκροτήματα, ακριβώς όμοια μεταξύ τους. Η μορφολογία τους δήλωνε την ισχύ του αντικειμένου σε συνδυασμό μ ένα φιλικό, «οικολογικό» περιβάλλον. Το γυαλί και το σίδερο παντρεύονταν αρμονικά με το ξύλο. Τα γραφεία ήταν διατεταγμένα

περιφερειακά γύρω από ένα κεντρικό λόμπι, το οποίο στεγαζόταν με μια γυάλινη δωδεκαγωνική κατασκευή σαν διαμάντι. Τα κτίρια περιβάλλονταν από μια έκταση πρασίνου με ψηλές λεύκες και τα απογεύματα το φως έμπαινε πλάγια δημιουργώντας όμορφες φωτοσκιάσεις. Από τη στιγμή που μπήκε στην εταιρεία ένιωθε προνομιούχος που εργαζόταν σε τέτοιο περιβάλλον. Το γραφείο τους ήταν στον τέταρτο όροφο. Πριν κλείσουν την πόρτα κατέφθασε ασθμαίνουσα η Τίνα φωνάζοντας «Περιμένετε, βιάζομαι». Ο Αλέκος έβαλε το χέρι του στην πόρτα, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στο φίλο του. Η Τίνα μπήκε ελαφρά λαχανιασμένη κι ο Στέφανος πάτησε το κουμπί του ισογείου. Το ασανσέρ άρχισε να κατεβαίνει ώσπου, στο ενδιάμεσο μεταξύ δευτέρου και τρίτου ορόφου, τα φώτα αναβόσβησαν απότομα, ακούστηκε ένας τριγμός και ο θάλαμος ακινητοποιήθηκε. «Ωχ, μείναμε» είπε η Τίνα. «Έπεσε το ρεύμα, μωρέ, σ ένα λεπτό θα μπει μπροστά η γεννήτρια» τους καθησύχασε ο Αλέκος. Δεν ήταν όμως το ρεύμα η αιτία του εγκλωβισμού τους μια και το φως επανήλθε στο θάλαμο δίχως το ασανσέρ να ξαναρχίσει τη λειτουργία του. Ο Στέφανος άρχισε να νιώθει έναν πόνο στην πλάτη, να ιδρώνει, ο σφυγμός του να επιταχύνεται. «Τι είναι ρε συ;» έκανε ο Αλέκος. Ο Στέφανος πήρε βαθιά ανάσα. Αυτό δεν το είχε εκμυστηρευτεί ποτέ στο φίλο του. «Έχω κλειστοφοβία. Όχι έντονη, αλλά δεν είναι

η καλύτερή μου τώρα. Δεν μπορώ να νιώθω ότι δεν υπάρχει διέξοδος». «Να το πάρω αγκαλιά το μωρό μου να μη φοβάται» είπε η Τίνα σαρκαστικά. «Έλα, υπομονή, σε λίγο θα μαστε έξω» είπε ο Αλέκος, και βγάζοντας το κινητό του σχημάτισε το νούμερο της υπηρεσίας ασφαλείας του κτιρίου. Τα δέκα λεπτά που έμειναν εγκλωβισμένοι στο θάλαμο ήταν για τον Στέφανο μια δύσκολη δοκιμασία. Το πρόβλημα είχε τις ρίζες του την παιδική του ηλικία, γύρω στα έξι, όταν κλείστηκε κατά λάθος στην αποθήκη του εξοχικού τους στη Βάρκιζα κι έμεινε τρεις ώρες σ έναν μισοσκότεινο χώρο γεμάτο παλιά έπιπλα, σκόνη και αράχνες. Εκείνο το οποίο δε θα ξεχνούσε ποτέ, ήταν μια σκούπα τοποθετημένη ανάποδα, που μέσα στο ημίφως φάνταζε στα παιδικά του μάτια σαν τέρας. Τρεις ώρες παρέα μ αυτό το πλάσμα ήταν πάρα πολλές για την ευαισθησία του. Ενήλικος πια, επισκέφθηκε κάποτε έναν βιονευρολόγο ο οποίος το πρώτο πράγμα που τον ρώτησε ήταν αν η γέννησή του ήταν φυσιολογική. Ο Στέφανος επανέλαβε όσα είχε ακούσει από τους γονείς του για τη στιγμή που ήρθε στον κόσμο: πως η μητέρα του είχε ταλαιπωρηθεί μισή μέρα και τελικά γεννήθηκε με επείγουσα καισαρική. Ο γιατρός άρχισε τότε να του αραδιάζει διάφορα περισπούδαστα περί μνήμης του τραύματος της γέννας, περί του ενδομήτριου περιβάλλοντος ως μεταφοράς ενός περίκλειστου κόσμου, για να καταλήξει στο βαρύγδουπο συμπέρασμα πως κάθε πυρηνικό άγχος έχει την πηγή του στην ανάμνηση του άγχους της γέννησης.

Το αποτέλεσμα ήταν ο ορθολογισμός του Στέφανου -ο οποίος ζητούσε λύση και όχι θεωρία- να οδηγήσει τη συνεδρία σε πρόωρο τέλος. Στην ενήλικη ζωή του ωστόσο, δεν επέτρεψε στον εαυτό του καμία έντονη κρίση πανικού. Το εργαλείο που χρησιμοποιούσε σε τέτοιες καταστάσεις ήταν η αναπνοή. Mε κάποιες ασκήσεις κατάφερνε και ηρεμούσε σχετικά τον οργανισμό του ενώ ταυτόχρονα επικέντρωνε το μυαλό του σε μία συγκεκριμένη σκέψη. Αυτή τη φορά η προφανής επιλογή ήταν η Ελένη και το πώς θα περνούσαν το διάστημα της άδειας. Είχε φτάσει στην εικόνα τους αγκαλιά σε μια παραλία στην Πάρο, όταν ξαφνικά απ έξω ακούστηκε μια φωνή. «Εντάξει, σας τραβάμε κάτω». Όταν τους απεγκλώβισαν, κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας τους δυο ορόφους από τις σκάλες και βγήκε έξω. Ο απαλός αέρας χάιδεψε ανακουφιστικά τα ερεθισμένα του νεύρα. Άναψε τσιγάρο. Μια συνήθεια που κρατούσε από πολύ νωρίς, απ τα δεκατρία του. Ο Στέφανος κάπνισε πρώτη φορά για να μιμηθεί τη μητέρα του. Ήταν μανιώδης καπνίστρια, τα μαλλιά της, τα ρούχα της, το αυτοκίνητό της, τα σκεπάσματά της, όλα μύριζαν νικοτίνη. Όταν έφυγε, πήρε μαζί και τη μυρωδιά της. Ο Στέφανος τότε αισθάνθηκε πως εκτός από τη φυσική της απουσία, κάτι έλειπε κι από το σύμπαν των οσμών του. Όταν πρωτοκάπνισε, ανακάλυψε πως όταν μύριζε τα νύχια του, ένιωθε ξανά αυτό το οικείο γαργάλισμα στη μύτη, εκείνη τη γλυκόπικρη, ιδιαίτερη οσμή που

συνόδευε τη Ρέα Καλοθέου σαν αόρατο σύννεφο. Η μητέρα του ήταν ξανά παρούσα, έστω και σαν μυρωδιά στα εφηβικά του νύχια. Μόλις πέρασε την κεντρική πύλη με το λογότυπο της εταιρείας πάνω από τη φράση Mundi machinam, κοίταξε την οθόνη του Nokia. Εισερχόμενο μήνυμα. Επιτέλους! O έξω κόσμος χτυπούσε και πάλι στην παλάμη του. Το άνοιξε με αγωνία. Άγης. Ο πατέρας του. «Πώς πάει;» Του έστειλε ένα «irie», ο συνθηματικός κωδικός τους για το «όλα καλά» και κατευθύνθηκε προς το πάρκινγκ. γ. QWERTY Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής ως το σπίτι του στην Αποκαύκων, ένα μικρό δρόμο κάτω από τον Λυκαβηττό, έπαιρνε συνέχεια στο κινητό της. Ήταν κλειστό. Επιχείρησε άλλη μία κλήση στο γραφείο. Μόλις άκουσε τη φωνή του, η Κάτια του είπε «ένα λεπτό». Με άγχος ανάμεικτο με χαρά περίμενε ν ακούσει το γνώριμο ηχόχρωμα. Αντ αυτού, άκουσε ένα ακόμα πιο γνώριμο. Αντρικό. Του πατέρα του. «Τι είναι, Στέφανε; Συμβαίνει κάτι; Μου πε η Κάτια ότι ζητάς μια υπάλληλό μας από το πρωί. Δεν κλείσατε εσείς;» «Ναι, σήμερα. Τίποτα, ήθελα την κοπέλα από το ατελιέ, την Ελένη την Κοντοδήμα, μου χε ζητήσει ένα πρόγραμμα. Δε θα ρθει σήμερα;» «Είναι επείγον; Ακόμα δεν τέλειωσες και πάλι προγράμματα;»

«Τίποτα, δεν είναι σημαντικό...» «Οκέι, πότε σε βλέπουμε;» «Λέω να περάσω αύριο». «Άντε, σ έχω χάσει τελείως...» Σπίτι, δεν είχε να κάνει τίποτα. Ήταν μόλις δύο το μεσημέρι και η μέρα απλωνόταν όλο και πιο απειλητική μπροστά του. Η Τατιάνα, η Ουκρανή παραδουλεύτρα, είχε τελειώσει το συγύρισμα κι όλα ήταν στην εντέλεια. Έλεγξε την ντουλάπα του. Τα πουκάμισα στη θέση τους. Τα λευκά σε σειρά απόχρωσης, ύστερα τα γαλάζια, τα μαύρα, τα γκρι... Όπως ακριβώς τα ήθελε. Να ξεκουράζεται το μάτι. Μπήκε στο δίκτυο κι έστειλε ένα e-mail στην Ελένη, στον υπολογιστή του σπιτιού της. Ύστερα σερφάρισε για λίγο κι έγραψε πέντ έξι mail σε φίλους από τα discussion groups. Πέρασε μία ώρα. Καμία απάντηση. Είχε αρχίσει πια να ανησυχεί. Πήρε ξανά στη δουλειά κι αλλάζοντας τη φωνή του για να μην καρφωθεί, ζήτησε στο ατελιέ τη δεσποινίδα Κοντοδήμα. Η ίδια επωδός. «Η δεσποινίς Κοντοδήμα δεν έχει έρθει. Όχι, δεν ειδοποίησε». Είχε φτάσει πέντε το απόγευμα. Το κινητό συνέχιζε να είναι κλειστό. Τα γραπτά μηνύματα να μην παραλαμβάνονται. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Ο νους του άρχισε να πηγαίνει στο κακό. Δεν μπορούσε να βρει εξήγηση. Ξαφνικά θυμήθηκε. Όταν κάποτε είχε πάει ένα Σαββατοκύριακο στο Βόλο, η Ελένη του είχε δώσει το τηλέφωνο της μητέρας της. Κάπου έπρεπε να το χε. Το πιο ασφαλές μέρος ήταν το αρχείο με το πρόγραμμα του μήνα. Ο Στέφανος κατέγραφε τα πάντα στον

υπολογιστή: προγράμματα, σκέψεις, τηλέφωνα, λογαριασμούς, όλα. H μνήμη του μηχανήματος μπορούσε να χωρέσει τα πάντα. H δική του ήταν πιο επιλεκτική. Φυλούσε μόνο όσα μπορούσε ν αντέξει. Μπήκε ξανά, άνοιξε το αρχείο, πληκτρολόγησε στην εύρεση «Ελένη, Βόλος» κι αμέσως βρήκε εκείνο που ήθελε. Ασπασία Κοντοδήμα - 24210 768594. Το σήκωσε μια γυναίκα, που από τη φωνή έμοιαζε αρκετά ηλικιωμένη. Δεν ήταν όμως η μητέρα της Ελένης. «Η κυρά Άσπα απουσιάζει. Στο εξωτερικό, στη Γερμανία, στο γιο της». Α, ναι, του χε πει για κάποιον αδερφό που σπούδαζε χρόνια έξω. Η γυναίκα όμως ποια ήταν; «Είμαι της γειτονιάς, εδώ, βοηθάω την Ασπούλα». Κύριος Κοντοδήμας, το ήξερε, δεν υπήρχε. Είχε πεθάνει εδώ και χρόνια. «Μήπως είδατε καθόλου την Ελένη;» «Η Ελενίτσα δουλεύει στην Αθήνα, παλληκάρι μου». «Έχετε τηλέφωνο της κυρίας Ασπασίας στη Γερμανία;» «Όχι, παιδί μου, δεν ξέρω, εγώ εδώ λίγο σκουπίζω μόνο και ποτίζω τις γλάστρες». Κλείνοντας, συνειδητοποίησε ότι, εκτός από την ύπαρξη της Ασπασίας Κοντοδήμα κι ενός αδερφού στη Γερμανία, δεν ήξερε τίποτε άλλο για το παρελθόν της Ελένης. Του χε πει πως είχε κατέβει μόνη της στην Αθήνα πριν από δέκα χρόνια, πως σπούδασε στη σχολή Βακαλό κι όταν πήρε το πτυχίο δούλεψε για μερικά χρόνια εδώ κι εκεί σε περιοδικά και εταιρείες ώσπου να την προσλάβει η Atticart. Φίλους της δεν ήξερε, μόνο οι δυο τους έβγαιναν. Τα Χριστούγεννα που είχαν πάει εκδρομή στο Πήλιο, περνώντας από το Βόλο του έδειξε το παλιό της σχολείο και χαιρέτισε έναν περαστικό.

Ο Στέφανος αποφάσισε να περιμένει ως την επόμενη μέρα. Κάθισε λίγο ακόμα στον υπολογιστή και το βράδυ βγήκε για μια μπίρα στα Εξάρχεια με τον Αλέκο, ο οποίος δεν κρατιόταν πριν από το μεταμεσονύκτιο ραντεβού του με μια Ουκρανή από το 090. Όταν ο φίλος του άρχισε να τον ρωτάει για την Ελένη, βρήκε μια δικαιολογία κι ύστερα τον άφησε να φλυαρεί περί ανέμων και υδάτων. Γύρισε σπίτι, ξανατηλεφώνησε, έστειλε μήνυμα στο κινητό, έστειλε ένα e-mail. Τίποτα. H τεχνολογία του γύριζε την πλάτη. Έβαλε ένα DVD, μια περιπέτεια με τον Ντέντζελ Γουόσινγκτον, είδε μισή ώρα, βαρέθηκε και το κλεισε. Πήγε στο υπνοδωμάτιο κι έπεσε στο κρεβάτι. Δεν κοιμήθηκε παρά στις τρεις το πρωί. Ξύπνησε μεσημέρι με την οθόνη του κινητού κενή, πρώτη εικόνα. Έκανε άλλη μια απόπειρα στη δουλειά. Τα ίδια. Η επόμενη κίνηση ήταν να πάει σπίτι της. Η Ελένη έμενε στο ισόγειο ενός διώροφου μικρού νεοκλασικού, απέναντι από το λόφο του Φιλοπάππου. Ήταν ένα δυάρι, γύρω στα πενήντα τετραγωνικά. Χτύπησε το κουδούνι. Μία, δύο, τρεις φορές. Κοίταξε την ώρα: 16.15. Καμία απάντηση. Φώναξε «Ελένη, Ελένη, ο Στέφανος είμαι». Μάταια. Στον πάνω όροφο έμενε η σπιτονοικοκυρά της. Ανέβηκε την εξωτερική σκάλα και χτύπησε το κουδούνι. Στο κεφαλόσκαλο ένα ταλαίπωρο μαύρο σκυλί με άσπρα στίγματα τον κοιτούσε κουλουριασμένο. Του άνοιξε μια γυναίκα γύρω στα πενήντα με οξυζεναρισμένα μαλλιά και τα χαρακτηριστικά σημάδια της λεύκης στο πρόσωπο. Από μέσα ακουγόταν η χαρακτηριστική φωνή του

Λογοθετίδη από την τηλεόραση. «Παρακαλώ;» «Καλησπέρα, ψάχνω την κοπέλα που μένει στο ισόγειο, την Ελένη. Είμαι από τη δουλειά της, δεν ήρθε χτες, ούτε σήμερα και ανησυχούμε. Χτύπησα μόλις τώρα αρκετές φορές και δεν άνοιξε κανείς. Μήπως την είδατε;» «Την Ελένη; Όχι, δεν την είδα σήμερα» είπε η γυναίκα. Μιλούσε αργά, σέρνοντας τις λέξεις. «Χτες;» «Ούτε χτες. Τελευταία φορά ήταν προχτές το βράδυ, κατά τις εντεκάμισι, την άκουσα όταν μπήκε». «Χτες το πρωί, όταν έφυγε;» «Το πρωί; Όχι. Ξυπνάω χαράματα εγώ. Πεντέμισι ώρα είμαι στο πόδι. Όχι, όχι, δεν την άκουσα». «Σίγουρα; Γιατί μου είχε πει ότι θα πήγαινε σε έναν γιατρό από νωρίς». «Σίγουρα, αγόρι μου». «Έχετε δεύτερο κλειδί;» «Φυσικά». «Θα σας έκανε κόπο να ανοίγαμε να δούμε;» «Μην ανησυχείς τόσο. Μπορεί να της έτυχε κάτι, κάπου να έπρεπε να πάει». «Θα ειδοποιούσε τότε». «Καλά, ένα λεπτό» είπε η γυναίκα και εξαφανίστηκε στα ενδότερα για να επιστρέψει σχεδόν αμέσως μ ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί ανά χείρας. Κατέβηκαν τις σκάλες, η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και μπήκαν. Το σπίτι της Ελένης το ξερε καλά.

Συναντιόντουσαν συνήθως στο δικό του, αλλά είχαν βρεθεί κι εκεί αρκετές φορές. Ένα σαλόνι, ένα υπνοδωμάτιο, κουζινάκι και μπάνιο. Τα πράγματα, όλα τακτοποιημένα. Το κρεβάτι στρωμένο. Οι ντουλάπες κλειστές, τα πιάτα πλυμένα. Στο ψυγείο φρέσκα τρόφιμα. Ακόμα κι ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα στο γραφείο της. Δίπλα, η κορνίζα με τη φωτογραφία τους στην Πειραϊκή. Στο τασάκι οι γόπες, δαγκωμένες όπως το συνήθιζε. Τίποτα δεν πρόδιδε μια ξαφνική αναχώρηση. Ζήτησε συγνώμη από τη σπιτονοικοκυρά κι άρχισε μια μικρή εξερεύνηση. Δεν υπήρχε τίποτα το αξιοπερίεργο, τίποτα που να εξηγεί την εξαφάνισή της. Ύστερα έκανε κάτι το οποίο είχε σκεφτεί με το που αποφάσισε να πάει σπίτι της. Άνοιξε τον υπολογιστή της και μπήκε στο Ίντερνετ. Tο ποντίκι τρύπωσε στα σωθικά του μηχανήματος κι ανακάλυψε πως η Eλένη είχε αφήσει ένα e-mail στη μέση. Απευθυνόταν σ εκείνον. Δεν είχε αποσταλεί φυσικά. Εξάλλου δεν ανέφερε παρά το όνομά του: «Στέφανε». Ο Στέφανος έριξε μια ματιά στην εισερχόμενη αλληλογραφία. Υπήρχαν δύο μηνύματα που δεν είχαν ανοιχτεί. Το ένα ήταν το δικό του. Κοίταξε τη διεύθυνση του αποστολέα του δεύτερου: maria.danai@ yahoo.com. Ώρα: 15.13.36. Ημερομηνία η χτεσινή. Δευτέρα 12 Απριλίου 2004. Έκανε διπλό κλικ στο φακελάκι και διάβασε: QWERTY-UIOP Ray T Και μια σειρά πιο κάτω:

Αν κατάλαβες, είσαι εσύ στον οποίο απευθύνεται αυτό το μήνυμα. Απάντησέ μου το συντομότερο. Αφορά κάτι που ψάχνεις. Σε πρώτη ανάγνωση, κανείς δε θα έβγαζε νόημα. Κανείς, εκτός από κάποιον που ήξερε ιστορία της πληροφορικής. Για τον Στέφανο το μήνυμα ήταν μια πρόσκληση. «QWERTY-UIOP» ήταν το περιεχόμενο του πρώτου ηλεκτρονικού μηνύματος που στάλθηκε στον κόσμο, ένα μήνυμα το οποίο έστειλε στον ίδιο τον εαυτό του ο μηχανικός υπολογιστών Ρέι Τόμλισον στις αρχές της δεκαετίας του 70. Όσο για το περιεχόμενο του μηνύματος δεν ήταν τίποτε άλλο από την πρώτη σειρά του κλασικού δυτικού πληκτρολογίου. Τα γράμματα που υπάρχουν στη συγκεκριμένη σειρά σε οποιοδήποτε πληκτρολόγιο στον κόσμο. Σημείωσε σ ένα χαρτί τη διεύθυνση του e-mail κι αποχαιρέτησε τη σπιτονοικοκυρά. «Αν τη δείτε, πείτε της να πάρει αμέσως τον Στέφανο. Δώστε μου σας παρακαλώ και το τηλέφωνό σας μήπως το χρειαστώ». «Eντάξει» είπε εκείνη χαμογελώντας, έχοντας κάνει τη σύνδεση με την κορνιζαρισμένη φωτογραφία. Με το που άνοιξε την πόρτα, το σπίτι τού φάνηκε μελαγχολικό, έτσι όπως το είδε τακτοποιημένο, με τις μακριές μαύρες κουρτίνες, τις σιδερένιες βιβλιοθήκες και τον δερμάτινο καναπέ. Άνοιξε αμέσως τον υπολογιστή κι έστειλε ένα e-mail

στη διεύθυνση maria.danai@yahoo.com. Είμαι φίλος της Ελένης Κοντοδήμα. Εδώ και δύο μέρες δεν μπορώ να τη βρω πουθενά. Βρήκα το μήνυμά σας στον υπολογιστή της. Έχω την εντύπωση ότι απευθύνεται σε μένα. Αν έχετε κάποιο νέο της, απαντήστε στην παρούσα διεύθυνση ή τηλεφωνήστε μου στο 6989-786514. Στέφανος Καλοθέου. Παρήγγειλε μια ατομική πίτσα με αντσούγιες κι άνοιξε την τηλεόραση. Ξύπνησε κατά τις τρεις το πρωί, ενώ στο Mega έπαιζε το Wicker man, μια cult ταινία με τον Κρίστοφερ Λι. Είδε το τέλος, με τον πρωταγωνιστή αστυνομικό να θυσιάζεται στις φλόγες, κατά τη διάρκεια μιας παγανιστικής τελετής για το καλό του θερισμού, σε μια βόρεια βρετανική παραθαλάσσια πόλη όπου διερευνούσε την εξαφάνιση ενός μικρού κοριτσιού. Απ έξω ακουγόταν ήχος συναγερμού από κάποιο αυτοκίνητο. Έκλεισε την τηλεόραση και βγήκε στο μπαλκόνι. Απέναντι, το φαρμακείο εφημέρευε. Διακρινόταν η οθόνη μιας μικρής τηλεόρασης. Ο υπάλληλος είχε αποχαυνωθεί μπροστά στους τίτλους λήξης του έργου. Ο συναγερμός σταμάτησε. Ο Στέφανος άναψε τσιγάρο, κάθισε στην πολυθρόνα και κοίταξε τη μικρή μερίδα ουρανού ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Το φεγγάρι, ολόλαμπρο, έφεγγε στον άξονα δυο γκρίζων όγκων. Είχε μια δύναμη πάνω του η σελήνη, τον μαγνήτιζε. Δεν την είχε αφήσει ανεξήγητη την έλξη. Αφού, όταν αδειάζει, οι εγκέφαλοι των ψαριών

μικραίνουν, τα μαργαριτάρια, οι χελώνες και τα καβούρια αυξομειώνουν τον όγκο τους, πώς να μην επηρεάζει και τα ανθρώπινα πλάσματα; Το κομμάτι του ουρανού που αντίκριζε ήταν γεμάτο λαμπρά στίγματα. Και το μαύρο, το κενό; Ψευδαίσθηση είναι, σκέφτηκε, ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια. Απλώς τα περισσότερα είναι τόσο μακριά, που το φως τους δεν έχει φτάσει ακόμη στη γη. Κάποτε θα ρθει μια εποχή που ολόκληρος ο θόλος θα ναι πάμφωτος κι οι νύχτες θα ναι γεμάτες από τη λάμψη μυριάδων ουράνιων σωμάτων. Ξαφνιάστηκε με την τελευταία σκέψη. Την προηγούμενη χρονιά δε θα του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Έσβησε το τσιγάρο και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του. Πριν μπει σταμάτησε, γύρισε πίσω, πήγε στον υπολογιστή και κοίταξε τα mail. Η επιβεβαίωση μιας παραγγελίας από το Amazon κι ένα διαφημιστικό. Tίποτ άλλο. Πήγε για ύπνο, αφήνοντας το κινητό στο κομοδίνο να φορτίζει. δ. Atticart Το πρωί τα ίδια. Ούτε κλήση, ούτε e-mail. Ήταν Τετάρτη πια και δεν είχε νέα της από την Κυριακή τα μεσάνυχτα. Δεν τηλεφώνησε στο γραφείο του πατέρα του. Αποφάσισε να περάσει ο ίδιος από εκεί. Εξάλλου είχε να τον δει τουλάχιστον ενάμιση μήνα με το πρότζεκτ και τα τρεξίματα. Στο ξύρισμα αυτή τη φορά δεν κόπηκε, αλλά πρόσεξε την ξηροδερμία και τις πρώτες κοκκινίλες στη βάση του λαιμού. Φόρεσε ένα μαύρο κοστούμι και μπλε πουκάμισο και

βγήκε. Η Atticart βρισκόταν στο Μαρούσι, στην οδό Γρανικού. Οδήγησε σε μια Κηφισίας πήχτρα με τα διαφημιστικά των Ολυμπιακών σε κάθε φανάρι. Οι μέρες περνούσαν. Το μεγάλο γεγονός πλησίαζε. Το τεράστιο ψηφιακό καντράν στο ύψος της εταιρείας το εξέφραζε και αριθμητικά: Εκατόν είκοσι δύο μέρες ως τους Aγώνες. Το κτίριο ήταν ένα από τα γυάλινα μεγαθήρια της φυλής Βωβού. Δεν ήταν τυχαία η ονομασία του είδους. Πραγματικά ένιωθε μια βουβαμάρα όταν έμπαινε εκεί μέσα. Σαν να έπρεπε κανείς με την είσοδό του να μιλάει πιο σιγά. Ήταν και τα χρώματα, όλα γκρίζα, κι αυτοί οι ανυπόφοροι γρανίτες. Με το που έκλεισε όμως πίσω του την εξώπορτα των γραφείων της Atticart, τα οποία κάλυπταν μέρος του πέμπτου και ολόκληρο τον έκτο όροφο, το τοπίο άλλαξε. Πόστερ, χαρτιά, βιβλία, ένα πολύχρωμο συνονθύλευμα. Σαν ο χώρος να το φώναζε: εδώ δημιουργούμε. Κατά τη γνώμη του, οι προγραμματιστές έμοιαζαν σε πολλά με τους διαφημιστές. Ωστόσο υπήρχε μια βασική διαφορά. Θεωρούσε πως είχαν ένα «δήθεν», κάτι διανοουμενίστικο. Γενικά με τους διανοούμενους και τους ανθρώπους της τέχνης ο Στέφανος δεν τα πήγαινε και πολύ καλά. Εκείνο που τον ενοχλούσε περισσότερο ήταν η πόζα, το υπεράνω. Λες και η γνώση ήταν αποκλειστικός τους τομέας. Εργολαβία. Στον πατέρα του επαναλάμβανε την εξής απορία: Γιατί ο επιστήμονας, ο προγραμματιστής φέρ ειπείν, που δεν έχει διαβάσει Ντοστογιέφσκι και Κάφκα θεωρείται αμόρφωτος,

ενώ ο διανοούμενος, ο καλλιτέχνης που δεν έχει ανοίξει Δαρβίνο και Στίβεν Χόκινγκ διεκδικεί εξ ορισμού το κοπιράιτ της γνώσης; Κι εκείνος τον Δαρβίνο τον είχε ξεκοκαλίσει. Μπορεί το μόνο που ήξερε για τον Άρθουρ Μίλερ να ήταν πως υπήρξε σύζυγος της Μέριλιν, αλλά την Καταγωγή των ειδών και το The Age of Access του Ρίφκιν τα είχε στο προσκεφάλι του. Η μόνη του υποχώρηση σημειώθηκε όταν η Ελένη του χάρισε τις Εκλάμψεις του Ρεμπό. Ωστόσο με το που διάβασε το πρώτο ποίημα εξαφάνισε το βιβλίο στα πάνω ράφια της βιβλιοθήκης, ανάμεσα στον πέμπτο και τον έκτο τόμο της «Πάπυρος Λαρούς» που του είχε αγοράσει ο πατέρας του όταν έγινε δεκατεσσάρων. Ο πατέρας του, για τον Στέφανο, ήταν διανοούμενος παλαιάς κοπής. Γενιά του 60. Ροζ επαναστάτες τους έλεγε για πλάκα. Κι αυτά τα σλόγκαν... «Give peace a chance»... Όποιο μότο περιείχε αίτημα ή προτροπή, το απέρριπτε ως βερμπαλιστικό. Δε ζητάς, βρίσκεις, ψάχνεις και βρίσκεις. Εξάλλου, όλα τους τα συνθήματα τα πήρε η καταναλωτική κοινωνία και τα ξεπουπούλιασε. «Τα πάντα, αμέσως», αντί γκράφιτι σε τοίχο της Σορβόννης θα μπορούσε να είναι το μότο πολυεθνικής. Όταν δε ανέπτυσσε στον πατέρα του τη θεωρία του περί engineered ζωής -οι συζητήσεις περί τεχνολογίας και κοινωνίας ήταν ένα από τα θέματα στα οποία πατέρας και γιος είχαν βρει δίαυλο επικοινωνίας- η στιχομυθία επαναλαμβανόταν σχεδόν απαράλλαχτη. «Engineered, τι φράση είναι αυτή, από αμερικάνικο μπεστ σέλερ εσωτερισμού την πήρες; Η ζωή δεν