Και Πάλι Φοιτητής Εξωτερικού



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Εικόνες: Eύα Καραντινού

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Modern Greek Beginners

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Μάθημα 1. Ας γνωριστούμε λοιπόν!!! Σήμερα συναντιόμαστε για πρώτη φορά. Μαζί θα περάσουμε τους επόμενους

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Modern Greek Beginners

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Ο Φώτης και η Φωτεινή

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Μια φορά κι έναν καιρό

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

9 απλοί τρόποι να κάνεις μία γυναίκα να μην μπορεί να σε βγάλει από το μυαλό της

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Έτσι, αν το αγόρι σου κάνει τα παρακάτω, αυτό σημαίνει ότι είναι αρκετά ανασφαλής. #1 Αμφιβάλλει για τα κίνητρα σου

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Λόγια αποχαιρετισμού ενός τελειόφοιτου μαθητή

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Transcript:

Και Πάλι Φοιτητής Εξωτερικού

Πάνος Κολιόπουλος Και Πάλι Φοιτητής Εξωτερικού (Ας πούμε μυθιστόρημα) MIDNIGHT PUBLISHING Ύδρα 2008

Copyright 2008 Panos Coliopoulos Σ. Δούσμανη 44 Κέρκυρα 49100 e-mail: panflynn@otenet.gr

Τα 11 Βήματα 1...11 Όπου ο αιώνιος φοιτητής αφικνείται στην «Πόλη του Φωτός», όπου τον περιμένει γνωριμία του καλοκαιριού, φιλοξενείται από διανοούμενους της Αριστεράς, συναντά την ιδανική γυναίκα και καταλήγει να μοιράζεται διαμέρισμα μετά κοινωνιολόγου γεροντοκόρης στο Quartier Latin. 2...25 Όπου ο νεοφερμένος Έλληνας τρέχει από κλίνης εις κλίνην, προσπαθεί ν ανταποκριθεί στα φοιτητικά του καθήκοντα, κάνει τη γνωριμία Ελλήνων αντιστασιακών διανοούμενων, μυείται στα μυστήρια της κινεζικής κουζίνας και δέχεται μερικά μαύρα, πλην αναμενόμενα, μαντάτα εκ Γενεύης. 3...41 Όπου ο ήρωάς μας αποφασίζει να διαχωρίσει τα πρόβατα από τα ερίφια, δέχεται μια απροσδόκητη επίσκεψη και πρόσκληση σε γεύμα, έχει μια συνάντηση με το παρελθόν κι αναπολεί ευτυχισμένα Χριστούγεννα άλλων εποχών. 4...55 Όπου ο ήρωάς μας υποκύπτει σταδιακά στην πολιορκία αδίστακτης πλην γοητευτικής Γαλλίδας, συναντά μια παλιά αγαπημένη, κι άλλους Έλληνες διανοούμενους, αποφασίζει να περιορίσει τις κραιπάλες και καταλήγει να διαπράξει επιτέλους και μια θεάρεστη πράξη. 5...69 Όπου ο παραζαλισμένος Έλλην πηγαίνει σώγαμπρος, περνά στιγμές τραγικής αδεκαρίας, κάνει την επώδυνη γνωριμία επιστήθιας φίλης της φίλης του και προσπαθεί, με παταγώδη αποτυχία, να λάβει μέρος σε αθλητικούς αγώνες. 6...85 Όπου ο πρωταγωνιστής παρασπονδεί ενθουσιωδώς μετά τσακίρισσας παραδουλεύτρας, παρακολουθεί εκδηλώσεις επαναστατικού περιεχομένου και συναντά κάτι άτακτα παιδιά από τα παλιά. 7...101 Όπου ο ταλαίπωρος Έλληνας περνά από ακόμη περισσότερες ταλαιπωρίες για να καταλήξει σε καταστάσεις απείρου κάλλους και να αποδείξει, για μία ακόμη φορά, τη δύναμη της γυναικείας φιλίας. 8...119 Όπου ο άπελπις νέος έχει να διαλέξει μεταξύ ξεφτίλας και κινδύνου, μαθαίνει πώς λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία και επηρεάζει εκών-άκων την άνοδο των μετοχών στο Χρηματιστήριο εντρυφώντας συγχρόνως στην Παριζιάνικη ηθική των ανοιχτών σχέσεων.

9...131 Όπου παίρνονται κοσμοϊστορικές αποφάσεις, γίνονται αποφασιστικές κινήσεις και ο έως τώρα άτυχος παίκτης τραβάει επιτέλους τον τέταρτο άσσο από την τράπουλα κι ετοιμάζεται να τινάξει τη μπάνκα στον αέρα. 10...145 Όπου το έως τώρα εχθρικό Παρίσι αλλάζει όψη, ως δια μαγείας, και ο Έλλην μέτοικος ζει στιγμές εξωπραγματικές και αλησμόνητες. 11...159 Όπου Έλλην αιώνιος φοιτητής υποδύεται τον τσιτσερόνε, ξεναγεί συμπατριώτες του εθνοσωτήρες στα άδυτα της νυχτερινής Παρισινής ζωής κι ετοιμάζεται να επιστρέψει επιτέλους στα πάτρια εδάφη. 8

1 Όπου ο αιώνιος φοιτητής αφικνείται στην «Πόλη του Φωτός», όπου τον περιμένει γνωριμία του καλοκαιριού, φιλοξενείται από διανοούμενους της Αριστεράς, συναντά την ιδανική γυναίκα και καταλήγει να μοιράζεται διαμέρισμα μετά κοινωνιολόγου γεροντοκόρης στο Quartier Latin. Ο Orson Welles είχε πει κάποτε πως οι Αμερικάνοι πιστεύουν ότι: «Όταν ένας καλός Αμερικάνος πεθάνει, για ανταμοιβή πάει γραμμή στο Παρίσι». Δεν ξέρω αν αυτό είναι όντως ανταμοιβή ή τιμωρία, σε ότι με αφορά πάντως ήταν η μόνη λύση που είχα. Μια εικόνα με κράτησε ζωντανό στη διάρκεια της ατελείωτης ταλαιπωρίας μου στον στρατό των «Ελλήνων Χριστιανών». Μια εικόνα που είχα φτιάξει στο μυαλό μου κι έπαιζα κάθε φορά που ο παραλογισμός, η ασχήμια και η αθλιότητα έφταναν την αντοχή μου στα ακραία της όρια. Μόλις είχα πάρει το απολυτήριο, λέει, και πήδαγα στο πρώτο αεροπλάνο για τη Γενεύη. Εκεί, στην αίθουσα υποδοχής του Cointrin, τα φλογάτα μαλλιά της Βικτόρια έλαμπαν σαν ήλιος και το άρωμά της, Eau Sauvage του Dior, ήταν διάχυτο παντού. Μου χαμογελούσε... Με πλησίαζε... Την αγκάλιαζα... Πόσες φορές είχα παίξει αυτή τη σωτήρια σκηνή; Χιλιάδες. Και ούτε για μια στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό, όλον αυτό τον καιρό, πως θα μπορούσε να έμενε απλά μια φαντασίωση ανεκπλήρωτη, όπως τόσες και τόσες άλλες. Ωστόσο, μόλις βρέθηκα με το πολυπόθητο χαρτί στο χέρι και πέταξα από πάνω μου τα άθλια χακί τσουβάλια, δείλιασα. Από τη μέρα που επέστρεψα στην Ελλάδα, με την ουρά στα σκέλια ένα χρόνο πριν, έναν αιώνα; η Γενεύη είχε πάρει μέσα μου μυθικές διαστάσεις. Όταν έλεγα «σπίτι μου», τη Résidence Henri Dunant σκεφτόμουν. Όταν έλεγα «οι φίλοι μου», τον Χασάν, τη Μπάρμπαρα, την Ιζαμπέλ, την Ελπίδα και τους άλλους εννοούσα. Όταν έκλεινα τα μάτια μου βρισκόμουν στο Café d Orient, στη Brasserie Landault, στην École des Beaux Arts, στο Grand Théâtre, βολτάριζα στους ήσυχους δρόμους, στο πάρκο της Promenade des Bastions, στη λίμνη, στην Παλιά Πόλη... Κι όταν σκεφτόμουν αγάπες χαμένες η μορφή της Ιρέν ερχόταν μπροστά μου και κάποτε, πιο αχνή, αυτή της Βικτόρια που (αυτή τουλάχιστον) με περίμενε. Η Γενεύη, αυτή η κοιμισμένη πόλη των κούκων, των φοιτητών και των τραπεζών είχε γίνει ο μακρινός Κή- 11

πος της Εδέμ κι εγώ, τιμωρημένος πρωτόπλαστος έψαχνα να βρω το κουράγιο να γυρίσω πίσω. Όμως το κουράγιο δεν το βρισκα. Δεν ξέρω τι φοβόμουν. Δεν ήταν που θα πρεπε ν αρχίσω πάλι από την αρχή αυτό παλευόταν. Ίσως φοβόμουν μήπως, επιστρέφοντας, διαπιστώσω πως όλα αυτά τα ιδανικά, τα ονειρικά που είχα σκαρώσει σαν άμυνα στην ασχήμια και τις αναποδιές που με περιτριγύριζαν δεν ήταν παρά μια επινόηση δική μου, μια ονείρωξη που θα έσβηνε με το πρώτο φως της ημέρας αφήνοντάς με έκθετο κι απογοητευμένο. Πώς θα βρισκα τα πράγματα εκεί άραγε; Από τα γράμματα της Βικτόρια και της Ελπίδας φαινόταν τίποτα να μην έχει αλλάξει. Ναι, αλλά για κείνες που συνέχιζαν να ζουν εκεί. Για μένα; Έτσι, αντί για το αεροπλάνο, μπήκα στο πλοίο της γραμμής και μια ζεστή μέρα του Οκτώβρη πάτησα στο αρχαίο καλντερίμι της Ύδρας. Για ένα Σαββατοκύριακο πήγαινα, κόντευα να κλείσω χρόνο όταν καμιά φορά τα μάζεψα να φεύγω. Δεν θυμάμαι τι δικαιολογίες βρήκα του εαυτού μου για να μπω και πάλι σε λάθος μέσο μεταφοράς. Να ταν οι πολλά υποσχόμενες Γαλλιδούλες, γνωριμίες μιξοπλατωνικές του τέλους του καλοκαιριού; «On t attend à Paris» μου είχαν πει κι εγώ χαμογέλασα γιατί ήταν σαν να μου μιλούσαν για την άκρη της Γης. Η Ανθή; Η αγαπημένη των σχολικών μου χρόνων, που με ξαπέστειλε μ ένα σύντομο γράμμα σκορπισμένο σε μικρά κομμάτια σε μια ρεματιά του Γράμμου; Η Λουίζα, η αδερφή της; Η ιδανική γυναίκα, μέτρο σύγκρισης άπιαστο για όλες της γυναίκες που γνώρισα πριν και μετά; Ποιος ξέρει; Ίσως όλα αυτά και άλλα πολλά να ήταν οι αιτίες που μ έκαναν να πάρω την ακαριαία απόφαση. Κυριακή πρωί ξύπνησα στην Ύδρα. Το ίδιο απόγευμα κουβαλιόμουν σύσκαρος στην Αθήνα. Δευτέρα τακτοποίησα τα του συναλλάγματος και τηλεφωνούσα στην επιτροπή υποδοχής. Τρίτη πρωί αποχαιρέτησα την αποσβολωμένη μητέρα μου κι επιβιβαζόμουν με αποσκευές μια βαλίτσα όλη κι όλη στο αεροπλάνο της Air France. Για μια ακόμα φορά, βλέποντας την άθλια τσιμεντούπολη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου ένιωσα την ανακούφιση του φυλακισμένου που τον αφήνουν ξαφνικά ελεύθερο με προεδρική χάρη. Κι ας μην είχε πού να πάει. Στο Orly περίμενε η Μιρέϊγ. Αυτό ήταν καλό σημάδι. Ένα γνώριμο πρόσωπο όμορφο πρόσωπο ήταν μια κάποια παρηγοριά για τον αγριεμένο τζομπάνο που είχε να βρεθεί ανάμεσα σε πολιτισμένους τόσον καιρό. Te voila finalement! είπε φιλώντας με στο μάγουλο. Me voila. Κοίταξα γύρω μου... Άνθρωποι καλοντυμένοι, που παραμέριζαν για να περάσεις, χαμηλόφωνες ομιλίες, αρώματα... Όταν έρχεσαι από ένα μέρος όπου οι άνθρωποι ξουρίζονται κάθε Σάββατο, πλένονται κάθε Πάσχα (αν...) και ουρλιάζουν για να σκεπάσουν τη φωνή των άλλων, αυτά σου κάνουν εντύπωση. Παραδίπλα μια κυρά με κοφίνι αγκάλιαζε θορυβωδώς τον γιο της που είχε έρθει να την υποδεχτεί. Θύμιο μου! Καμάρι μου!... Αδυνάτισες... Δεν τρως; Πήρα τη Μιρέϊγ αγκαζέ και την παρέσυρα προς την έξοδο. Έχω το αυτοκίνητό μου στο πάρκινγκ, μου είπε. 12

Το αυτοκίνητο ήταν ένα σπορ ανοιχτό διθέσιο κόκκινο Triumph Spitfire! Για ν αγοράσεις τέτοιο στην Ελλάδα θα πρεπε να σαι εφοπλιστής ή συνταγματάρχης, που είναι το ίδιο πράγμα αυτές τις μέρες. Στράφηκα και την κοίταξα καθώς οδηγούσε με τον άνεμο να της παίρνει τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της. Μου ανταπέδωσε το βλέμμα και χαμογέλασε. Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω πως είσαι εδώ, είπε. Αμ εγώ!... Στην Ύδρα είχε έρθει με τέσσερις φίλες της. Τη γνώρισα τελείως από σπόντα κι αυτό γιατί ο Στέλιος, από τους εγχώριους κάμακες, στον οποίο «ανήκε» δεν σκάμπαζε γρυ γαλλικά και μου ζήτησε να κάνω τον δραγουμάνο όταν προέκυψε μια κρίση στο ζευγαράκι. Αυτό ήταν όλο. Μερικές κουβέντες, ένα ποτό στο Σιρόκο του Angelface, ένας καφές στο Σούκου-Σούκου, κάποιες τυχαίες συναντήσεις στο λιμάνι. Το βράδυ πριν φύγουν καθόμασταν σ ένα τραπεζάκι όλοι μαζί και παρακολουθούσαμε τον Στέλιο και τον Τεντ να ρίχνουν τις βόλτες τους στην πίστα χορεύοντας ένα είδος ντίσκο-ζεϊμπέκικου, που ξετρέλαινε περιττό να πω τους έκθαμβους τουρίστες. Σε μια στιγμή η Μιρέϊγ στράφηκε προς το μέρος μου. Φαντάζομαι τι γνώμη θα χεις για μένα! είπε. Pardon? Εννοώ... με όλη αυτή την ιστορία... Χαζοτουρίστριες που πέφτουν στα τυφλά έτσι και τους γνέψει ένας Έλληνας θεός. Σήκωσα τους ώμους μου. Ο καθένας τη ζωή του την κάνει ότι θέλει, είπα. Ποιος είμαι εγώ να κρίνω τους άλλους και μάλιστα όταν καλά-καλά δεν τους γνωρίζω; Αναστέναξε. Μακάρι τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, είπε. Μακάρι να χαμε αναγνωριστεί κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Μακάρι, αλλά δεν... Εσύ όμως είσαι αλλιώτικος, συνέχισε η Μιρέϊγ. Πώς και κάνεις παρέα με τούτους εδώ; Δεν «κάνω παρέα», γέλασα. Απλά, έτυχε να τους γνωρίζω και μου ζήτησαν να βοηθήσω στη συνεννόηση μαζί σας. Κι έτσι έμαθες όλα τα ρεζιλίκια μας. Αυτό ήταν σπόντα για κάτι σκηνές απείρου κάλλους που είχαν διαδραματιστεί τη απουσία μου βέβαια με χαστούκια και τα σχετικά, επειδή τα ζόρικα αντράκια, που δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους έκριναν ότι οι χαζογκόμενες δεν τους ήταν αρκετά αφοσιωμένες κι έκαναν νερά. Μπα, έχω αδύνατη μνήμη, είπα γελώντας. Ώρες-ώρες ούτε τ όνομά μου δεν θυμάμαι. Με κοίταξε για κάμποσο και χαμογέλασε. Πολύ θα θελα να σε ξαναδώ, είπε ξαφνικά. Θα ρθεις καθόλου στο Παρίσι; Και να μαι που ήρθα. Τι σκέφτεσαι; με ρώτησε. 13

Την Ύδρα. Σου λείπει κιόλας; Ακριβώς το αντίθετο. À propos, έχεις πολλούς χαιρετισμούς από τον Στέλιο. Θα προσπαθήσει, λέει, να σ επισκεφτεί τα Χριστούγεννα. Κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε. Με το καλό να ρθει, είπε. Κι αν με βρει, ας μου γράψει. Έπιασε το ερωτηματικό μου βλέμμα. Μόλις διορίστηκα σ ένα γαλλικό σχολείο στο Μιλάνο, εξήγησε. Φεύγω σε μια βδομάδα. Ωραία! Πάει κι αυτή! Έχουμε όμως μια ολόκληρη βδομάδα μπροστά μας, συμπλήρωσε γελώντας. Θαυμάσια! Πήγαμε για φαγητό σ ένα ιταλικό εστιατόριο και μετά κάναμε ένα περίπατο χέρι- -χέρι στις αποβάθρες του Σηκουάνα. Comme la vie est bizarre des fois! είπε σε μια στιγμή. Γιατί το λες αυτό; Σε γνωρίζω τόσο λίγο, αλλά σε περίμενα με τόση ανυπομονησία! Φιληθήκαμε για πρώτη φορά κάτω από μια γέφυρα ενώ ένα τσούρμο Γιαπωνέζων μας φωτογράφιζαν από ένα περαστικό bateau-mouche. Ah, Paris! L amour! L amour! Με άφησε αργά το απόγευμα έξω από το σπίτι του Πατρίκ και της Κλαιρ, στο Quartier Latin. Ένα τελευταίο φιλί... Αύριο; Αύριο. Θα σου τηλεφωνήσω λοιπόν. Το ζευγάρι των Παρισινών διανοούμενων, φίλων της Λουίζας, το είχα φιλοξενήσει στο τέλος της Άνοιξης στην Ύδρα. Μου ανταπέδιδαν λοιπόν τη φιλοξενία, για λίγες μέρες, έως ότου τακτοποιηθώ κάπου. Χάρηκαν που με είδαν, με ρώτησαν για τα σχέδιά μου, μου έδωσαν συμβουλές, άλλες πρακτικές κι άλλες του κώλου, ήπιαμε κι ένα Pernod για τα καλωσορίσματα... Άρχισα να ρίχνω κλεφτές ματιές στο ρολόι μου, ενώ οι παλάμες μου ίδρωναν και ξε-ίδρωναν όταν το τηλέφωνο επιτέλους χτύπησε... Η Λουίζα! Ήρθες λοιπόν; Λουίζα μου!... Τακτοποιήθηκες; Με φροντίζουν μια χαρά, μην ανησυχείς. Κουταμάρα... Θα πρεπε να ρθεις σε μας. Μακάρι να μπορούσα! Μια άλλη φορά. Γιατί, σκέφτεσαι να ξαναφύγεις; γέλασε η ιδανική γυναίκα. 14

Δεν ξέρεις ποτέ... Τι θα κάνεις αύριο; Στη Σορβόννη... Στη Beaux-Arts μετά... Για τα χαρτιά... Ξέρεις. Το βράδυ είσαι δικός μου. Μακάρι για πάντα... Αλλά αυτό φυσικά δεν θα το μάθεις ποτέ. Κοιμήθηκα άσχημα κείνο το βράδυ στο μικρό δωματιάκι που μου παραχώρησαν οι νοικοκυραίοι. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν εικόνες, λόγια, μουσικές... μνήμες του πριν και του τώρα... στοιχειώνοντάς με. Η Βικτόρια... δυο βήματα απ εδώ... Η Ιρέν... στην ίδια πόλη πιθανώς... Η Ελπίδα... Η Μιρέϊγ... Στη Σορβόννη μου έδωσαν ένα μάτσο χαρτιά να συμπληρώσω ο Μάης έφερε αλλαγές, έφερε όμως και γραφειοκρατία. Έριξα μια ματιά στο χαρτομάνι και πελάγωσα. Καλά που είχα και τον Πατρίκ με την Κλαιρ, να δώσουν χείρα βοηθείας... Στη Beaux-Arts όπου παρουσιάστηκα με την ψυχή στο στόμα, γιατί υπήρχε περίπτωση να συναντήσω την Ιρέν (ευσεβείς πόθοι!) τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Είχα φροντίσει να προμηθευτώ από τη Γενεύη μια βεβαίωση σπουδών καθώς και ότι άλλα ντοκουμέντα θεώρησα χρήσιμα. Pas de problème, monsieur, μου ανακοίνωσε η ευγενική γραμματέας. Vous pouvez effectuer votre inscription tout de suite. Quel atelier? Peinture ou Sculpture? Peinture..., ψέλλισα κεραυνοβολημένος από την ευκολία του όλου εγχειρήματος. Μέσα σ ένα τέταρτο της ώρας βρισκόμουν εφοδιασμένος με φοιτητική κάρτα, βεβαίωση εγγραφής και όλα τα συμπαραμαρτούμενα. Ρε τι γίνεται εδώ! Το μόνο που μου χρειαζόταν ακόμα να κάνω ήταν να παρουσιαστώ σε καμιά βδομάδα στον καθηγητή αρμόδιο του ατελιέ ζωγραφικής ώστε να μου δώσει το πρόγραμμά μου. Στο αμήν βρέθηκα να ρωτήσω για την Ιρέν, αλλά κρατήθηκα. Ας μην προκαλούμε την τύχη όταν όλα μας πάνε δεξιά. Υπήρχε χρόνος, αργότερα, να το διερευνήσω αυτό. Έτσι, με ένα πρόβλημα λυμένο ήδη και με το κεφάλι μου ήσυχο, μιας και θα μπορούσα αμέσως κιόλας να τακτοποιήσω τα του συναλλάγματος που εξακολουθούσε να βρίσκεται στα απελπιστικά χαμηλά επίπεδα της εποχής της Γενεύης βγήκα στο ηλιόλουστο Παρίσι να χαζέψω και να πάρω μια πρώτη γεύση από τον καινούργιο μου περίγυρο, όπου, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα ζούσα για τα υπόλοιπα τέσσερα, τουλάχιστον χρόνια. Δεν μου χρειάστηκε πολλή ώρα για να συνειδητοποιήσω πως τούτη εδώ η πόλη σε τίποτα δεν έμοιαζε με την αγαπημένη μου Γενεύη, τον δικό μου επίγειο παράδεισο. Και πρώτα απ όλα ήταν αχανής! Οι αποστάσεις στη Γενεύη ήταν όλες κοντινές. Σπάνια χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει κανείς τραμ ή λεωφορείο, ειδικά στον χώρο που εμείς κινούμασταν, γύρω από το Πανεπιστήμιο, την Παλιά Πόλη και τη Σχολή. Εδώ, μπορούσες να περπατάς ώρες και να μη φτάνεις πουθενά. Μόνο το μετρό έλυνε το πρόβλημα της μετακίνησης, μια λύση καθόλου ελκυστική, για μένα τουλάχιστον που μισούσα να βρίσκομαι κάτω από την επιφάνεια της γης, σαν τυφλοπόντικας. Ωστόσο, αναγκάστηκα να το παραδεχτώ, με μισή καρδιά, ήταν όμορφη πόλη η άτιμη! Με τα παμπάλαια κτίρια της, όπου οι ρυθμοί ανακατεύονταν άναρχα, με τους δρόμους στρωμένους με καλντερίμι, με τις γέφυρες, τα πάρκα, τα άπειρα Café κι εστιατόρια, απόπνεε μεγαλείο και ατμόσφαιρα παρωχημένων εποχών που, ήθελες δεν ήθελες, σ επηρέαζε. Οι μυρωδιές ήταν αλλιώτικες βέβαια. Ούτε Eau Sauvage πλανιόταν στην 15

ατμόσφαιρα, αλλά ούτε κι εκείνη η άλλη, η μυρωδιά του μπαρουτιού και των δακρυγόνων, που είχα συνδέσει με την αξέχαστη εμπειρία της Ιρέν. Οι γυναίκες πάλι ήταν διαφορετικές από κείνες της Γενεύης. Πιο μικροκαμωμένες, πολύ πιο φτιασιδωμένες, σαφώς πιο επιθετικές παρουσίες, διαγωνίζονταν λες μεταξύ τους ποια θα ξεπερνούσε τις άλλες σε ενδυματολογικές εμπνεύσεις, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα μια εικόνα τσίρκου κάθε άλλο παρά ελκυστική, για τα δικά μου γούστα τουλάχιστον. Κατέβηκα στο Saint Germain des Prés, διάσημο από τα διαβάσματά μου και τις ταινίες του σινεμά και πήρα να χαζεύω τα ιστορικά café, όπως το Deux Magots, το Café Flore, La Rhumerie, με τα τραπεζάκια τους γεμάτα χασομέρηδες «διανοούμενους» και μανεκέν τυχάρπαστα, που έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να τα προσέξουν. Στο απέναντι πεζοδρόμιο δέσποζε το εκτρωματικό Drugstore, μοντέρνα νότα σε μια πόλη που ψαχνόταν να μιμηθεί αμερικάνικα πρότυπα. Ένα ζευγάρι ακαθόριστου φύλου, ντυμένο με σαλβάρια και πολύχρωμες μπλούζες πέρασε από δίπλα μου αγκαλιασμένο σέρνοντας ξωπίσω του δυο λευκά πεκινουά. Γυναίκες ήταν, άντρες ήταν, τραβεστί ήταν, θα σας γελάσω. Κάθισα σ ένα τραπεζάκι σε μια άκρη και παράγγειλα έναν renversé. Το σκουντούφλικο γκαρσόνι με κοίταξε λοξά. Qu est ce que vous voulez qu on vous renverse? γρύλισε. Και φυσικά θυμήθηκα πως ο renversé της Γενεύης εδώ ήταν café-au-lait. Διόρθωσα λοιπόν το λάθος μου και βάλθηκα να μελετώ την άκρως ενδιαφέρουσα κι εξωτική ανθρωπογεωγραφία. Στο διπλανό τραπεζάκι δυο κουστουμαρισμένοι επιχειρηματίες κουβέντιαζαν, με τον έντονο τρόπο που έχουν οι Γάλλοι, για δουλειές. Λίγο παραπέρα κάτι Βιετναμέζοι του νοτίου συγκροτήματος εννοείται χαριεντίζονταν μ ένα σμάρι μοδάτες πιτσιρίκες. Παραπέρα μια παρέα από αδερφές αστειεύονταν μεταξύ τους θορυβωδώς... Κόσμος πήγαινε, κόσμος ερχόταν... Χαιρετούρες, φιλιά, χειραψίες... «Ça va bien?»... «Ça va...» Μια πλατεία Κολωνακίου, στο ασύγκριτα πιο ευρωπαϊκό και γκλαμουράτο. Ένιωθα σαν τη μύγα μες στο γάλα! Τελείως έξω από τα νερά μου! Dépaysé, όπως θα λεγαν οι γείτονες αν ήξεραν. Συναντήθηκα με τη Μιρέϊγ στο Pont Alexandre III, με τα παλιά φανάρια, διάσημη σ όλους τους τουριστικούς οδηγούς. Φορούσε ένα μακό μπλουζάκι και τζηνς και φάνταζε στα μάτια μου σαν νεράιδα μετά από τις μοδάτες σουρτούκες του Saint Germain. Φιληθήκαμε και με κοίταξε χαμογελώντας. Φαίνεσαι παραζαλισμένος, παρατήρησε. Πήρα την πρώτη δόση Παρισιού, αναστέναξα. Αγκαλιαστήκαμε, σαν τους παραδοσιακούς ερωτευμένους της «Πόλης του Φωτός» κι αρχίσαμε να βαδίζουμε, χωρίς σκοπό κατά μήκος της αριστερής όχθης χαζεύοντας πού και πού στους πάγκους των υπαίθριων bouquinistes. Τι θες να κάνουμε; με ρώτησε σε μια στιγμή. Εσύ; Χαμογέλασε. Τι θα λεγες να πηγαίναμε στην εξοχή; Ξέρω ένα πολύ ωραίο μέρος, όχι πολύ μακριά από το Παρίσι, όπου θα μπορούσαμε να περάσουμε τη νύχτα... 16

Αυτό ήταν σαφής νύξη για τις προθέσεις της. Η σχέση μας, της μια ημέρας, είχε ωριμάσει τόσο που ήμασταν έτοιμοι να περάσουμε σε μια κάπως πιο σοβαρή φάση. Σε άλλη περίπτωση θα πέταγα φυσικά τη σκούφια μου, να βρεθώ μόνος μ αυτό το όμορφο κορίτσι, απόψε όμως θα βλεπα τη Λουίζα... Και καμιά γυναίκα, στον κόσμο ολόκληρο, δεν θα μπορούσε να με κάνει να το ξεχάσω ή έστω να το αναβάλω. Απόψε θα δω την αδερφή μου, είπα. Με κοίταξε ξαφνιασμένη. Έχεις αδερφή; Εδώ, στο Παρίσι! Τι να της εξηγούσα; Σάματι μπορούσα να βγάλω νόημα ο ίδιος; Θετή αδερφή, είπα. Έχω να τη δω χρόνια. Κρίμα!... Ήλπιζα να βρεθούμε μαζί... Αύριο ίσως; Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Έχω ορισμένα πράγματα να τακτοποιήσω για το ταξίδι... Καταλήξαμε σ ένα Café και μετά στο Jardin de Luxemburg, όπου μια κυρά ήρθε να μας κόψει εισιτήριο για τις καρέκλες στις οποίες καθόμασταν. Αθάνατο Γαλλικό πνεύμα! Τίποτα να μην αφήσεις ανεκμετάλλευτο! Δεν ήξερα πως θα ρχόταν ο διορισμός μου τόσο γρήγορα, αναστέναξε η Μιρέϊγ σε μια στιγμή. Και μάλιστα τώρα που ήρθες εσύ! Δεν με βλέπεις για πρώτη φορά, δεν μπόρεσα να μην πετάξω τη σπόντα μου εγώ. Ήμουν και στην Ύδρα, αν θυμάσαι... Χαμογέλασε. Αν είχα μυαλό τότε... Αν είχε μυαλό τότε θα ρχόταν μαζί μου, αντί να πάει με τον κάμακα; Δηλαδή το ένα με τ άλλο; Τι ο Στέλιος, τι εγώ; Δεν πειράζει, μουρμούρισα. Αυτά έχει η ζωή. Μπορώ όμως να ρχομαι τα Σαββατοκύριακα. Αν έχεις το κουράγιο... Je veux être avec toi, ψιθύρισε ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο μου. Ωραία! Θα έχουμε μια σχέση Σαββατοκύριακου, θα βλεπόμαστε λίγο παραπάνω στις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα και μετά, το καλοκαίρι, πίσω στην Ύδρα; Και στις ζεϊμπεκιές του Στέλιου; Οι ώρες μέχρι το ραντεβού με τη Λουίζα κυλούσαν απελπιστικά αργά. Άλλαξα εφτά φορές ρούχα και στο τέλος, μην μπορώντας ν αντέξω την αναμονή, πήρα τους δρόμους. Rue Saint Jacques, ο δρόμος με τα οδοφράγματα, τότε, σε μια περασμένη ζωή, με την Ιρέν. Στη γωνία το βιετναμέζικο παντοπωλείο απ όπου είχα αγοράσει προμήθειες, το tabac... Κοίταξα ψηλά, ψάχνοντας για το παράθυρό της... Σκοτεινό. Πού να βρίσκεται αυτή η κοπέλα τώρα; Πού διάβολο να βρίσκεται; Μια ώρα αργότερα ανέβαινα και πάλι τα σκαλιά του σπιτιού του Πατρίκ. Η Λουίζα κατέφθασε λίγο αργότερα. Δεν είχε αλλάξει στο παραμικρό. Ίσως πιο όμορφη... 17

Αγκαλιές, φιλιά, οι διαδικασίες της συνάντησης. Μια χαρά μου φαίνεσαι, είπε χαμογελώντας. Κούνησα το κεφάλι μου ανήμπορος να μιλήσω. Αυτός ο κόμπος στον λαιμό. Με άρπαξε από το μπράτσο και κατρακυλήσαμε τις σκάλες. Λοιπόν, πώς σου φαίνεται το Παρίσι; Δεν είναι Γενεύη. Γέλασε. Αυτό ξαναπές το! Με πήγε σ ένα παλιό κουτούκι, ένα είδος μπιστρό-εστιατόριο, με τους τοίχους γεμάτους αφίσες της Belle Époque. Πιάσαμε ένα τραπεζάκι σε μια γωνιά και καθίσαμε αντικριστά. Είχα να τη δω πόσα χρόνια; Χαμογελούσε. Λοιπόν; Πες μου για σένα. Τι θα μπορούσα να της πω για μένα; Από πού ν άρχιζα και πού να τελείωνα! Έγιναν τόσα πολλά στο διάστημα που είχαμε να βρεθούμε! Έμαθα τόσα πολλά, έχασα τόσα πολλά... Γενεύη, Αθήνα, ο στρατός... Τίποτα το συνταρακτικό. Πώς ήταν ο στρατός; Πώς να είναι ο στρατός σ ένα καθεστώς σαν αυτό των κολονέλων; «Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών... Κάτω, κάτω ο κομμουνισμός»... Instructif, είπα χαμογελώντας. Πάει, πέρασε κι αυτό. Και τα πράγματα στην Ελλάδα; Όπως τα φαντάζεσαι. Όπερα μπούφα. Η σερβιτόρα κατέφθασε με τις παραγγελίες μας. Et voila pour les amoureux, είπε σερβίροντας μας. Κοιταχτήκαμε... Χαμογελάσαμε. Πού να ξέρει η φουκαριάρα ποια ήταν η σχέση μας; Εδώ, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που βρίσκονται μαζί δεν μπορεί παρά να είναι ερωτευμένοι. Παρίσι βλέπεις. Όλα εδώ μετρούν διαφορετικά. Κουβεντιάζαμε τρώγοντας για κοινούς γνωστούς και φίλους, για το Παρίσι, τη Γενεύη, την Αθήνα... Σε μια στιγμή πρόσεξε πως με το ζόρι τσιμπούσα κάτι από το πιάτο μου. Δεν πεινάς; ρώτησε. Πώς να σου πω τώρα ότι το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος έτσι που κάθεσαι κοντά μου, μετά από τόσα χρόνια; Όχι πολύ, είπα. Αν και το φαγητό είναι περίφημο... Έχεις αδυνατίσει, παρατήρησε. Μπα, είναι το φως... Τη ρώτησα αν είχε νέα της Ελπίδας. Μου είπε πως είχαν ιδωθεί πρόσφατα. Μιλήσαν για μένα... Η Ελπίδα μ αγαπούσε πολύ και με νοιαζόταν. Κι εγώ το ίδιο... Κι εγώ. Αλληλογραφούσαμε; Ναι, αραιά, αλλά κρατούσαμε την επαφή. 18

Πώς και δεν γύρισες στη Γενεύη; με ρώτησε σε μια στιγμή. Με σκανάριζε προσεκτικά με κείνο το διεισδυτικό της βλέμμα του επαγγελματία ψυχολόγου. Ζύγιαζε τις εκφράσεις μου, όχι τα λόγια. Η Γενεύη βρίσκεται σε μια άλλη διάσταση, είπα αποφεύγοντας να την κοιτάζω. Καλύτερα να μένει έτσι λοιπόν. Μια ιδανική κατάσταση; ρώτησε χαμογελώντας. Ένα απόλυτο σημείο αναφοράς; Κούνησα το κεφάλι μου. Ας πούμε μια δικλείδα ασφαλείας, είπα. Το είχα ανάγκη. Νομίζεις πως θα κάνεις το ίδιο και με το Παρίσι; ρώτησε. Όχι. Το Παρίσι βρίσκεται απ την εδώ μεριά του γνωστού σύμπαντος, χαμογέλασα. Δεν χρειάζεται μαστόρεμα. Έτσι λες, ε; Έτσι μου φάνηκε... Και τι σκοπεύεις να κάνεις; Της είπα. Δεν το σχολίασε. Και η Ανθή; ρώτησα ξαφνικά. Με κοίταξε. Είναι καλά, είπε. Πολύ καλά. Βρήκε τον δρόμο της...τα πάει περίφημα στην Arts et Métiers. Βρήκε τον δρόμο της μόλις απαλλάχτηκε από μένα. Τουλάχιστον της βγήκε σε καλό. Χαίρομαι που το ακούω, κατάφερα να πω. Θες να τη δεις; με ρώτησε. Είμαι σίγουρη πως θα χαρεί... Ξέρει πως βρίσκομαι στο Παρίσι; Ναι, της το πα. Μάλιστα. Κάποια στιγμή..., ψιθύρισα. Μόλις τακτοποιηθώ... Άλλαξε κουβέντα με περίτεχνο τρόπο. Τι σκέφτεσαι για σπίτι; ρώτησε. Θ αρχίσω να ψάχνω από αύριο... Είναι δύσκολο να βρεις κάτι καλό, με προειδοποίησε. Τα ενοίκια είναι παρανοϊκά. Κάτι θα βρεθεί... Με κοίταξε χαμογελώντας. Σε φαντάζομαι δύσκολα να ζεις σε μια τρύπα χωρίς τουαλέτα και μπάνιο, είπε. Κι εγώ, αλλά μια και είχα μπει στον χορό δεν μου μενε παρά να χορέψω. Έχω μια γνωστή, συνέχισε η Λουίζα. Μοιραζόταν ένα μεγάλο διαμέρισμα με μια κοπέλα που έφυγε προχθές και ψάχνει για αντικαταστάτη. Η γειτονιά είναι ιδανική. Boulevard Saint Germain... Στο κέντρο της δράσης. Ίσως να είναι βολική λύση για σένα, προσωρινά έστω. Της τηλεφώνησα χθες. Στην αρχή μου έφερε αντιρρήσεις... Ξέρεις, πρόκειται για μια θεούσα, αρκετά συντηρητική και η ιδέα να βάλει άντρα στο σπίτι τη φόβιζε... Όμως τη διαβεβαίωσα πως είσαι πρώτης τάξεως κύριος κι έτσι δέχτηκε να σε 19

συναντήσει. Το ενοίκιο είναι λογικό. Κοντά τετρακόσια φράγκα και θα χεις μπάνιο, κουζίνα στη διάθεσή σου. Πώς σου φαίνεται; Άθλιο μου φαινόταν, αλλά δεν ήμουν σε θέση να κάνω δυσκολίες με τα πενιχρά οικονομικά μου. Ούτε μπορούσα να φορτώνομαι στους ξένους ανθρώπους επ άπειρο. Μια χαρά, είπα. Σ ευχαριστώ που το φρόντισες. Ωραία. Τι θα λεγες να πηγαίναμε να το δούμε αύριο το απόγευμα; Κι έτσι, την επομένη στις τέσσερις χτυπούσαμε το κουδούνι του τετάρτου ορόφου στο νούμερο 45 του Boulevard Saint Germain. Η οικοδέσποινα, μια ακαθόριστης ηλικίας ξερακιανή, μας δέχτηκε συγκρατημένα. Έγιναν οι συστάσεις, τη λέγαν Λιζέτ, μας πρόσφερε ένα άθλιο νερομπλούτσι που πέρναγε για τσάι και μετά από μια σύντομη ανταλλαγή απόψεων μας ξενάγησε στο διαμέρισμα. Τρία δωμάτια. Το δικό της, που έβλεπε στον δρόμο, το «σαλόνι», που ήταν για κοινή χρήση όπως μου εξήγησε, το «δικό μου», ένα μικρό μπάνιο, ένας χωριστός καμπινές και η κουζίνα. Σκοτεινό και συφοριασμένο ήταν καμιά σχέση με τα πεντακάθαρα, μοντέρνα στούντιο της Résidence Henri Dunant αλλά τι μπορούσα να πω; Η γεροντοκόρη το παρουσίασε σχεδόν σαν προσωπική χάρη που έκανε στη Λουίζα. Το «δωμάτιό μου» ήταν ακόμα πιο συφοριασμένο. Ένα κουβούκλιο τρία επί τέσσερα, με θέα στον ακάλυπτο, περιείχε ένα ντιβάνι, ένα παλιό τραπέζι, μια καρέκλα, μια παμπάλαια πολυθρόνα κι ένα ντουλάπι. Να σε πιάνει ψυχοπλάκωμα και μόνο που το βλέπεις, όχι να ζεις εκεί μέσα! Ωστόσο υπήρχε τηλέφωνο, που ήταν μεγάλη υπόθεση, και η κουζίνα θα με γλίτωνε από το πανάκριβο φαγητό των εστιατορίων. Δώσαμε λοιπόν τα χέρια κι αφού κατέθεσα προκαταβολικά το ενοίκιο του τρέχοντος μηνός συμφωνήσαμε να μετακομίσω την επομένη. Επιτέλους είχα μια στέγη δική μου, κι ας είχε το μαύρο της το χάλι! Ελπίζω να μη σ έβαλα σε μπελάδες μ αυτή τη μυστήρια, μου είπε η Λουίζα όταν βρεθήκαμε στον δρόμο. Μπα, προσαρμόζομαι εύκολα, γέλασα. Ευχαριστώ, Λουίζα μου. Μόλις τακτοποιηθείς να ρθεις να φάμε σπίτι ένα βράδυ. Ο Γιάννης θα χαρεί πολύ να σε ξαναδεί. Εγώ να δεις! Το ίδιο βράδυ η Κλαιρ με βοήθησε να συμπληρώσω το χαρτομάνι των ερωτηματολογίων της εγγραφής μου στο Πανεπιστήμιο και την επομένη το πρωί ταχυδρομούσα τον χοντρό φάκελο στη Γραμματεία (κοίτα να δεις προόδους οι Ευρωπαίοι!) και μετακόμιζα στο καινούργιο μου σπίτι. Η Λιζέτ έλειπε κι έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να εξερευνήσω με μεγαλύτερη άνεση τα κατατόπια. Πέντε λεφτά αργότερα κατρακυλούσα τις σκάλες πανικόβλητος. Πού πήγα κι έπεσα πάλι! Το ίδιο βράδυ εγκαινίαζα το καινούργιο μου κρεβάτι συντροφιά με μια πανευτυχή Μιρέϊγ. Η συγκάτοικος είχε κλειστεί στο δικό της και δεν βγήκε παρά για να πάει στο μπάνιο. Σίγουρα καταριόταν την τύχη της που στραβώθηκε κι έμπασε έναν τέτοιον αμαρτωλό στο σεπτό της σπίτι. Δυο μέρες αργότερα η Μιρέϊγ με αποχαιρετούσε με δάκρυα στα μάτια και την υπόσχεση να μ επισκεφτεί το συντομότερο ίσως και το ερχόμενο Σαββατοκύριακο. Τη διαβεβαίωσα πως θα την περίμενα με ανυπομονησία και μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω της άφησα ένα στεναγμό ανακούφισης. Γιατί, καλό να μην κοιμάται κανείς μόνος του, όμως 20

όταν λείπει τελείως το συναίσθημα η ψυχή κλωτσάει. Και η Μιρέϊγ, κακά τα ψέματα, δεν μίλαγε στην ψυχή μου, όσο κι αν πάσχιζα να με πείσω για το αντίθετο. Με τη Λιζέτ συναντηθήκαμε στην κουζίνα το ίδιο βράδυ. Votre fiancée est partie? με ρώτησε ευγενικά. Ma fiancée? απόρησα. Ah, mais elle n est pas ma fiancée. Une simple amie. Je vois. Κι αυτό ειπώθηκε κοφτά κι επικριτικά. Τηλεφώνησα στην Ανέτ που έκανε χαρές να μ ακούσει. Tu es à Paris! αναφώνησε. C est parfait! Quand est ce qu on se voit? Κανονίσαμε για την επομένη το απόγευμα. Θα ερχόταν απ εδώ. Αμέσως μετά πήρα την τρίτη της παρέας, τη Φρανσουάζ. Αυτή ήταν ελεύθερη απόψε και πολύ θα χαιρόταν αν ήθελα να περάσω από το σπίτι της πάραυτα, να με δεξιωθεί. Η Φρανσουάζ έμενε στο Jussieu, όχι πολύ μακριά από μένα. Με το μετρό και λίγο ψάξιμο τη βρήκα εύκολα. Quelle surprise! αναφώνησε βλέποντάς με. Quelle plaisir de te revoir! Η Φρανσουάζ ήταν η μόνη από τις τέσσερις της συντροφιάς που είχε παραμείνει στα αζήτητα στην Ύδρα. Μάλλον άχρωμη, καθόλου εντυπωσιακή, ήταν ωστόσο η πιο έξυπνη απ όλες τους και η πιο ενδιαφέρουσα να κουβεντιάζει κανείς μαζί της. Περάσαμε λοιπόν ένα ευχάριστο βράδυ ανταλλάσσοντας νέα και απόψεις κι ετοιμαζόμουν να αποχωρήσω όταν μου πέταξε τη χειροβομβίδα. Δεν μένεις να κοιμηθείς εδώ απόψε; είπε χαμογελώντας με σημασία. Όπερ και εγένετο. Επιστρέφοντας στο σπίτι την επομένη η Λιζέτ με παρατήρησε. Δεν κοιμηθήκατε εδώ χθες, είπε ξερά. Σωστά. Εγώ όμως ανησύχησα. Λίγο ακόμη και θα καλούσα την Αστυνομία. Με απέτρεψε τη τελευταία στιγμή η Λουίζα. Τηλεφωνήσατε στη Λουίζα; απόρησα εγώ. Φυσικά. Μπορεί να σας είχε συμβεί κάτι. Βρε πού μπλέξαμε! Ούτε παντρεμένοι να μασταν! γέλασα. Με κατακεραύνωσε με μια αυστηρή ματιά. Δεν είναι αστεία αυτά, monsieur! Συγγνώμη, απολογήθηκα. Την επόμενη φορά θα σας ειδοποιήσω. Α, γιατί σκοπεύετε να ξενοκοιμάστε συχνά; Κατά τις περιστάσεις, αγαπητή μου, είπα διασκεδάζοντάς το. Κατά τις περιστάσεις. Η συνάντηση με την Ανέτ υπήρξε μνημειώδης. Τούτη εδώ ήταν σαφώς η πιο αισθησιακή της παρέας. Ψηλή, γεμάτη, με μεγάλα στήθη και φιλήδονα χαρακτηριστικά, ήταν φτιαγμένη λες για έρωτα. Στην Ύδρα ανήκε στη 21

σφαίρα επιρροής του Τεντ, αλλά είχε δείξει σαφή σημεία προτίμησης (και) για το άτομό μου. Σε πέντε λεφτά τα ρούχα μας είχαν σκορπιστεί στο πάτωμα, ενώ το δωμάτιο γέμιζε βυζιά. Μόλις όμως έκανα να προχωρήσω η μουσαφίρισσα με σταμάτησε. Δεν μπορούμε, είπε. Είναι αυτές οι μέρες βλέπεις... Συνεχίσαμε λοιπόν τα παιχνίδια και τους αυτοσχεδιασμούς ώσπου η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Η Ανέτ, πεπειραμένη σε κάτι τέτοια φαίνεται, το κατάλαβε και ξαπλώνοντάς με στο ντιβάνι έσκυψε πάνω μου. Σε δυο λεφτά είχα ξεχάσει και πού βρισκόμουν και γιατί. Μόλις που βρήκα τη δύναμη να τραβηχτώ, όταν κατάλαβα πως έφτανε το πλήρωμα του χρόνου, αλλά δεν μ άφησε. Μ ένα νόημα μου δωσε να καταλάβω πως δεν θα πρεπε να ανησυχώ για κάτι τέτοιες λεπτομέρειες και συνέχισε το θεάρεστο έργο της μέχρι την τελική έκρηξη. Μετά ξάπλωσε δίπλα μου και μ αγκάλιασε σκεπάζοντάς με με τα πολύπαθα στήθια της. Θα περάσουμε έναν πολύ ωραίο χειμώνα, προφήτεψε. Έτσι μου φαίνεται κι εμένα, συμφώνησα. Αργότερα τη συνόδεψα ως το σταθμό του μετρό και μετά πήρα τον δρόμο για το Jussieu και τη Φρανσουάζ, που έκανε χαρές να με δει έτσι απρόοπτα. Κρίμα μόνο που δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε έρωτα απόψε, ψιθύρισε φιλώντας με. Ξέρεις... Οι «δύσκολες μέρες»... Τι να γίνει... Θα κάνουμε υπομονή, αναστέναξα. Μου δάγκωσε τον λοβό του αυτιού και χαμογέλασε κατεργάρικα. Ε, δεν χρειάζεται ν απέχουμε και τελείως..., μου είπε διφορούμενα. Κάποιον τρόπο θα βρούμε. Ah, les petites femmes de Paris! 22

2 Όπου ο νεοφερμένος Έλληνας τρέχει από κλίνης εις κλίνην, προσπαθεί ν ανταποκριθεί στα φοιτητικά του καθήκοντα, κάνει τη γνωριμία Ελλήνων αντιστασιακών διανοούμενων, μυείται στα μυστήρια της κινεζικής κουζίνας και δέχεται μερικά μαύρα, πλην αναμενόμενα, μαντάτα εκ Γενεύης. Μ ου πήρε κάμποσες μέρες μέχρι να αφομοιώσω τις γεωγραφικές συντεταγμένες της καινούργιας μου γειτονιάς. Κατάπληκτος διαπίστωσα πως η θρυλική και γεμάτη αναμνήσεις rue Saint Jacques, βρισκόταν δυο βήματα από το σπίτι μου. Αυτό με γέμισε καινούργιες ελπίδες για μια τυχαία συνάντηση με την Ιρέν. Αμέσως διαμόρφωσα τα καθημερινά μου δρομολόγια έτσι ώστε να περνάω κάτω από το σπίτι της εφτά κι οχτώ φορές την ημέρα. Το διαμέρισμα όμως φαινόταν ακατοίκητο. Τα παράθυρα κλειστά και σκοτεινά, προς μεγάλη μου απογοήτευση. Αλλά δεν το βαζα κάτω. Έψαξα και βρήκα εκεί γύρω διάφορα café όπου άρχισα να συχνάζω, καθώς κι ένα κινέζικο εστιατόριο, Le Dragon Noir, που εκτός του ότι βρισκόταν μερικές δεκάδες μέτρα από την εξώπορτα του σπιτιού της είχε και το μεγάλο προσόν να είναι και πολύ φτηνό. Έτσι, με πέντε φράγκα το μενού, κατέληξα να μαι ένας από τους πιο συχνούς πελάτες. Καθόμουν πάντα σ ένα τραπέζι κοντά στην πόρτα και περίμενα να εμφανιστεί, όπως γίνεται στα έργα. Δυστυχώς όμως το σενάριο εδώ δεν γραφόταν από φιλικά σε μένα κείμενο συγγραφέα κι έτσι, το μόνο κέρδος που απεκόμισα απ όλη αυτή την ιστορία ήταν μια ικανή γνώση της κινέζικης κουζίνας, που έμαθα ν αγαπώ. Κατά τα άλλα η ζωή μου κυλούσε ειδυλλιακά, μπορώ να πω, με τρεις παράλληλες σχέσεις κι ακόμα καλύτερες μελλοντικές προοπτικές. Το αστείο στην ιστορία αυτή ήταν πως καμιά από τις περιστασιακές ερωμένες μου δεν είχε μιλήσει στις άλλες, τις φίλες της, για τη σχέση μας. Λες και με κράταγαν κρυφό. Μόνο η τέταρτη της συντροφιάς δεν είχε προσχωρήσει στο χαρούμενο κλαμπ μας ακόμα, η Τερέζ, κι αυτό γιατί ζούσε στη Μασσαλία. Με είχε όμως διαβεβαιώσει γραπτώς πως σύντομα θα ερχόταν να με επισκεφθεί. Τώρα, η καημένη η συνένοικος, η Λιζέτ, κόντευε να χάσει τα αυγά και τα πασχάλια με την κατάσταση αυτή. Τη μια έπεφτε πάνω στη Μιρέϊγ, που ερχόταν για το Σαββατοκύριακο, την άλλη στην πληθωρική Ανέτ, την επομένη στη Φρανσουάζ. Σίγουρα είχε κάνει τα παράπονά της στη Λουίζα, αλλά εκείνη, διακριτική, δεν μου είπε ποτέ τίποτα άλλωστε μόνο στο τηλέφωνο μιλούσαμε. 25

Μ άρεσε αυτό το αλαλούμ; Κάπου θα μ άρεσε για να το συνεχίζω, όμως υπήρχαν και στιγμές που βυθιζόμουν στην πιο μαύρη μελαγχολία. Μου λειπε η αγάπη της Βικτόρια, η φιλία της Ελπίδας, η γκρίνια της Ιζαμπέλ, η απόμακρη φιγούρα της Μαρυβόν, η φοιτητική ζωή της Γενεύης, το «σπίτι μου»... Μου λειπε ακόμα και η παρουσία-απουσία, η τυραννική, της Ιρέν, μια ψύχωση που δεν έλεγε να μ αφήσει. Πάνω απ όλα όμως νομίζω πως μου λειπε η ζεστασιά της Ανθής. Η σιγουριά που μου δινε η σχέση μας, η τόσο βαθιά και ουσιαστική. Η αίσθηση πως κάποιος σε περιμένει να γυρίσεις. Κάποιος που σε σκέφτεται. Ήξερα πως για την απώλεια της Ανθής δεν έφταιγε άλλος από μένα κι ας είχα ενστάσεις για τον τρόπο και ιδίως τη στιγμή που διάλεξε να φύγει. Ήξερα επίσης πως αυτή ήταν μια σελίδα που γύρισε οριστικά. Η Ανθή είχε τραβήξει τον δρόμο της, και καλά έκανε. Είχε ανοίξει πια τα δικά της φτερά, σπούδαζε, έκανε όνειρα στα οποία δεν είχα πλέον θέση κοίταζε να φτιάξει μια καινούργια ζωή. Δεν θα γύριζε πίσω θα ήταν κουταμάρα της αν το κανε κι αυτό ήταν κάτι που προσπαθούσα πολύ καιρό τώρα να συνειδητοποιήσω. Με σκεφτόταν άραγε κάποτε; Θυμόταν αυτά που θυμόμουν; «Θα χαρεί να σε δει» είχε πει η Λουίζα. Ναι, αλλά πώς; Όπως βλέπουμε έναν παλιό γνώριμο; Και ήμουν εγώ έτοιμος να αντιμετωπίσω αξιοπρεπώς ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Συχνά μου είχε συμβεί στο δρόμο να νομίσω πως τη διέκρινα ανάμεσα στον κόσμο και τότε άλλαζα γρήγορα κατεύθυνση. Τι θα της έλεγα; Τι είχα να της πω; Με τη Μιρέϊγ, την Ανέτ ειδικά μ αυτή και με τη Φρανσουάζ τέτοιο πρόβλημα δεν υπήρχε. Βρισκόμασταν για να βγάλουμε τα μάτια μας και κανείς δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις για τις προθέσεις και τα κίνητρα του άλλου. Απλά πράγματα, νοικοκυρεμένα, χωρίς επιπλοκές. Αλλά τότε, γιατί γκρίνιαζα; Η πρώτη μέρα στην École des Beaux Arts ήταν πραγματική αποκάλυψη. Βρισκόμουν στην πιο διάσημη σχολή του κόσμου κι αντί να με πιάσει δέος έπαθα κατάθλιψη. Ένα χάος απερίγραπτο, ένα σκουπιδαριό και μια εγκατάλειψη, να σου σηκώνεται η τρίχα. Οι διάδρομοι γεμάτοι επαναστατικά γκράφιτι, τα πατώματα γεμάτα χαρτιά κι αποτσίγαρα, παράθυρα σπασμένα, έπιπλα ξεχαρβαλωμένα... Κάτι μαλλιάδες βρώμικοι, απερίγραπτοι, έσουρναν τα μαστουρωμένα βήματά τους από δω κι από κει, ρούχλες απαίσιες με το τσιγάρο στο στόμα και κομμώσεις αφρο-πάνκ... Κάτι άλλοι γρατζούνιζαν κιθάρες καθισμένοι κατάχαμα, ένας-δυο έστριβαν τσιγαριλίκια... Ήταν φανερό πως ο Μάης του 68 είχε αφήσει σημάδια πίσω του. Παρουσιάστηκα στη Γραμματεία και τρόμαξα να βρω κάποιον να μου δώσει πληροφορίες. Aujourd hui c est la fête, μου είπε ένας παραζαλισμένος γραμματέας Cela va prendre quelque temps avant que les leçons commencent. Combien de temps? ρώτησα Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Dieu seul le sait, είπε. Εκείνη τη στιγμή μια ομάδα γενειοφόρων όρμησαν στο χωλ της Σχολής κραδαίνοντας κάτι κακότεχνα πανώ. Liberté au peuple Argentin! κραύγαζε ο κράχτης. Κι όλοι μαζί επαναλάμβαναν την επωδό. Videla assassin n espère plus rien... Μάλιστα. 26

Μου έμενε βέβαια η Σορβόννη. Η faculté d Histoire. Κι εκεί όμως με περίμενε μια έκπληξη. Τα χαρτιά μου, που έφτασαν ταχυδρομικώς, με πληροφορούσαν πως η σχολή μου ανήκε πλέον στο Université de Paris I, Pantheon Sorbonne, και πολλά από τα μαθήματα θα λάβαιναν χώρα στο Censier, μιας και οι ιθύνοντες αποφάσισαν να κατακερματίσουν τη Σορβόννη σε πολλά μικρά κομμάτια για ν αποφύγουν στο μέλλον παρατράγουδα τύπου Μάη του 68 πάλι ο Μάης! Το Censier ήταν ένα άθλιο, μοντέρνο χτίσμα, σαν στρατώνας, βρώμικο και ελεεινό με τους εξωτερικούς και εσωτερικούς του τοίχους καλυμμένους με αφίσες και γκράφιτι. Κι εδώ η ίδια εικόνα εγκατάλειψης και προχειρότητας, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό από αυτή της Beaux Arts. Τουλάχιστον οι φοιτητές δεν ήταν τόσο βρώμικοι.. Πήρα το πρόγραμμα μαθημάτων από τη Γραμματεία και κάθισα σ έναν πάγκο προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω το περιεχόμενο. Μερικά από τα μαθήματα λάβαιναν χώρα εδώ, άλλα από δω κι από κει. Δεν έβγαινε νόημα. Πάλι, υπήρχε μια δέσμη μαθημάτων που ήταν υποχρεωτικά, άλλα ήταν προαιρετικά κι άλλα ακόμα της επιλογής του φοιτητή. Μου πήρε τρεις μέρες μέχρι να βγάλω άκρη και πάλι δεν ήμουν σίγουρος αν είχα καταλάβει καλά. Έπρεπε για παράδειγμα να διαλέξω ανάμεσα σε λατινικά, ισπανικά ή γεωγραφία για το μάθημα επιλογής του πρώτου εξαμήνου. Τα λατινικά δεν τα συζητάμε, τα ισπανικά τα ξεχνάμε, άρα μένει η γεωγραφία. Έπρεπε λοιπόν, καθώς με πληροφόρησαν, να πάω στου διαόλου τη μάνα, να εγγραφώ και να πάρω το πρόγραμμα. Χύμα πράγματα. Ρώτησα για εναλλακτικές λύσεις. Μου είπαν να κοιτάξω τι γίνεται στο Écoles des Langues Orientales Antiques. Αυτό ακουγόταν ενδιαφέρον. Αρχαίες ανατολικές γλώσσες! Δηλαδή Σανσκριτικά, Χμερ και τα λοιπά. Τρέχω πίσω στη Σορβόννη... Λυπούμεθα. Η Σχολή δεν θα λειτουργήσει φέτος. Πώς το λεγαν οι επαναστάτες στα οδοφράγματα; «Η φαντασία στην εξουσία»; Η Ανέτ έκανε πάρτυ στο σπίτι της. Κάπου στα προάστια. Άλλαξα δυο μετρό για να φτάσω. Κόσμος και κοσμάκης! Οι «φιλενάδες» ευτυχώς πουθενά. Χορέψαμε, φάγαμε, ήπιαμε, σαχλαμαρίσαμε, στριμωχτήκαμε... Ο κόσμος άρχισε να αραιώνει. Η Ανέτ με πήρε παράμερα. Μη διανοηθείς να φύγεις, μου σφύριξε. Θα κοιμηθείς εδώ. Έφριξα. Τι λες, βρε τρελή; αναφώνησα. Και η μητέρα σου; Οι γονείς της ήταν χωρισμένοι. Η Ανέτ έμενε με τη μητέρα της. Την είδα να χαμογελάει μυστήρια. Δεν υπάρχει πρόβλημα, είπε. Της έχω μιλήσει για σένα. Αυτό θα πει προχωρημένη Δύση! Όπου ο γκόμενος της νύφης πάει σώγαμπρος στο πατρικό και δεν τρέχει τίποτα! Να δεις που είχα αρχίσει να το βλέπω κι εγώ για φυσιολογικό. Είσαι σίγουρη; ρώτησα για να σιγουρευτώ. Ναι, ναι... Μην ανησυχείς. Να μην ανησυχώ μια κουβέντα είναι. Γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα θα μας γράφαν οι εφημερίδες. Έλα όμως που η όλη ιστορία με είχε ερεθίσει! Το πολύ-πολύ να την πάρεις κι αυτή..., συμπλήρωσε η Ανέτ γελώντας. Δεν ήταν για γέλια όμως. 27

Αποσυρθήκαμε στο δωμάτιό της λίγο πριν αποχωρήσουν και οι τελευταίοι καλεσμένοι αυτούς θα τους φρόντιζε η μαμά. Η Ανέτ είχε πιει λίγο παραπάνω κι αυτό την είχε φουντώσει ακόμα περισσότερο από το συνηθισμένο της. Πέσαμε στο κρεβάτι της λοιπόν κι αρχίσαμε να επιδιδόμαστε στο αγαπημένο μας σπορ. Fais le durer, με ορμήνεψε η φίλη μου. Je veux jouir au maximum ce soir! Έτσι κι αλλιώς δεν μας κυνηγούσε κανένας, οπότε τραβήξαμε το σκοινί μέχρι κει που δεν έπαιρνε άλλο. Και ξαφνικά, στη μέση ενός συμπλέγματος, ιδιαίτερα δημιουργικού, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει... η μαμά! Vous vous amusez bien, les enfants? Κόκαλο ο Έλλην επιβήτορας! Η μαμά στεκόταν στο κατώφλι ντυμένη με μια λεπτή, ημιδιάφανη ρόμπα, ανοιχτή ως κάτω μπροστά και... τίποτ άλλο. Την κοίταξα, κοίταξα την Ανέτ, πάλι τη μαμά... Τα χασα. Pardon..., τραύλισα ηλίθια και πήγα να τραβηχτώ, αλλά η μαμά με σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού. Non, non... Ne vous dérangez pas pour moi... je vous en prie... Προ πάντων η γαλατική ευγένεια! Ήρθε και κάθισε δίπλα μας στο κρεβάτι. Άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε στοργικά την κοιλιά της κόρης της. Ça va, mon petit? τη ρώτησε. Tu prends plaisir? Oh oui, maman... Tu devrais l essayer toi même. Mais... je n oserais pas... Mais si... Κι εγώ εις το μέσον δίκην αγάλματος αρχαίου σατύρου εν πλήρη αμηχανία! Η μαμά στράφηκε προς το μέρος μου χαμογελώντας. Je peux?... Je vous en prie..., ψέλλισα τελείως μπουρδουκλωμένος πια. Η μαμά έφερε το χέρι της στη στύση μου κι άρχισε να τη χαϊδεύει. C est bon! αναστέναξε. C est très bon! Tu vois! Je te l ai dit, θριάμβευσε η κόρη. Η κυρία μαμά ήταν απ αυτές τις πενηντάρες που τις σέβεται ο χρόνος. Ελαφρά υπέρβαρη ίσως κάποιο γονίδιο στην οικογένεια φαίνεται αλλά με στήθη αντάξια της κόρης της και καπούλια που έχουν να διηγηθούν ιστορίες, κάθε άλλο παρά αποκρουστική μου ήταν. Εκτός αυτού, λίγο το πιοτό, λίγο το έκφυλο της όλης κατάστασης δεν χρειαζόμουν πολύ για να πάρω φωτιά! Περάσαμε μια νύχτα αξέχαστη, οι τρεις μας, και το πρωί η μαμά σηκώθηκε πρώτη και μας έφερε το πρωινό στο κρεβάτι. Ελπίζω, τώρα που γνωριστήκαμε, να μας επισκέπτεστε συχνά, νεαρέ μου κύριε, μου είπε αργότερα ξεπροβοδίζοντας με μ ένα χαμόγελο. Η Ανέτ μου σας έχει σε μεγάλη εκτίμηση ξέρετε. 28

Έφτασα στο σπίτι ίσα για να μαζέψω τα βιβλία μου και να την κάνω πάλι για το Censier. Η Λιζέτ, για μια ακόμη φορά, δεν έδειχνε καθόλου ευχαριστημένη. Πάλι δεν κοιμηθήκατε εδώ, monsieur, παρατήρησε. Με κράτησαν σ ένα φιλικό σπίτι..., εξήγησα. Δεν με ειδοποιήσατε όμως. Συγγνώμη, μου διέφυγε εντελώς, απολογήθηκα. Δεν θα ξανασυμβεί. Αυτή η κατάσταση είναι απαράδεκτη, μου πέταξε καθώς κλεινόταν στο δωμάτιό της. Τι να της έλεγα της χριστιανής και τι να καταλάβαινε; Ένα μήνα είχα στο Παρίσι και κόντευα να πάρω δίπλωμα συνοικιακού γαμίκουλα! Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Τους Έλληνες διανοούμενους της Αριστεράς, αυτοεξόριστους εμιγκρέδες και φυσικά ορκισμένους εχθρούς της χούντας των κολονέλων και κάθε χούντας, πλην των σοβιετικών τοιούτων, τους γνώριζα ήδη εκ φήμης από τις ενθουσιώδεις διηγήσεις-αναπωλήσεις του Κλεάνθη, του εν Αθήναις αδερφού του Γιάννη και επιστήθιου φίλου μου. Η ευκαιρία να τους γνωρίσω κι από κοντά μου δόθηκε το βράδυ που με κάλεσε η Λουίζα για φαγητό στο σπίτι της. Αν εξαιρέσουμε τον Πατρίκ και την Κλαιρ, όλοι οι υπόλοιποι ήταν πατρίδες κι όλοι βολεμένοι σε κάποια πανεπιστημιακή θέση, απ όπου μετέδιδαν τα φώτα του αθάνατου ελληνικού πνεύματος στις ακατέργαστες ορδές των κάθε φυλής και απόχρωσης φοιτητών τους. Πήγα ήδη αρκετά τρακαρισμένος, όπως κάθε φορά που συναντούσα τη Λουίζα, και η παρουσία τόσων φωστήρων μαζεμένων συγχρόνως στον ίδιο χώρο με αποτέλειωσε. Διάσημος κοινωνιολόγος ο ένας, δεινός διεθνολόγος αναλυτής ο άλλος, πασίγνωστος ποιητής ο τρίτος, με τάπωσαν με το καλησπέρα. Εγώ τι τίτλους είχα ν αντιπαραθέσω; Αιώνιος φοιτητής, περιστασιακός εραστής ή εκ πεποιθήσεως σουλατσαδόρος; Οι άνθρωποι βέβαια με καλοδέχτηκαν και κανείς τους δεν με κοίταξε αφ υψηλού. Τι τα θες όμως, εγώ ήξερα πως δεν έπιανα χαρτωσιά μπροστά τους. Η κουβέντα ήρθε γρήγορα στην «κατάσταση κάτω στην πατρίδα» κι όπως ήμουν εκείνος που είχε τα πιο φρέσκα νέα, σαν νεοφερμένος, με κάθισαν κάτω να με ανακρίνουν. Τι λέει ο κόσμος; Αντιστέκεται; Οι φοιτητές ξεσηκώθηκαν; Ποιος βάζει τις βόμβες; Πώς είναι τα πράγματα; Συνεχίζονται τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ/ΕΣΑ; Υπάρχει κανένα νέο για τους αγωνιστές που σαπίζουν στα μπουντρούμια των φυλακών και στα ξερονήσια; Ξέρει ο κόσμος για τον αγώνα του ΠΑΚ στο εξωτερικό; Τι λένε για τον Αντρέα; Μ άρεσε που έγινα ξαφνικά το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και ήθελα ειλικρινά να ικανοποιήσω την περιέργεια των σημαντικών αυτών, πλην απληροφόρητων, ανθρώπων του πνεύματος, αλλά συγχρόνως βρισκόμουν και σε δύσκολη θέση, αφού αυτά τα τελευταία χρόνια ή στη Γενεύη βρισκόμουν ή μαντρωμένος σε μια στρατώνα. Την Ύδρα την αφήνω απ έξω γιατί ήταν σαν να ζούσα σε άλλον πλανήτη. Ο Γιάννης, που διορατικός όπως πάντα, αντελήφθη το δίλημμά μου ήρθε προς αρωγή μου. Ο Κυριάκος ήταν στον στρατό, τους εξήγησε. 29

Ήθελε να πει πως έκανα τη θητεία μου, ο άνθρωπος, αλλά έτσι όπως το είπε ακούστηκε περίεργα. Μονομιάς, οι σύντροφοι, κουμπώθηκαν κι άρχισαν να παίρνουν αποστάσεις. Στο ναυτικό; ρώτησε με ελπίδα ο κοινωνιολόγος. Το ναυτικό ήταν «καλό», ένεκα οι κινηματίες του «Βέλους» κ.λ.π. Όχι, είπα ανυποψίαστος. Στα ΛΟΚ. Στα ΛΟΚ!!!! Οι μακαντάσηδες αντάλλαξαν ένα βλέμμα συνεννόησης. Πραιτωριανός, δηλαδή μου πέταξε μ ένα φτενό χαμόγελο ο ποέτας. Άρχισα να την ψυλλιάζομαι τη δουλειά. Όχι, βρε παιδιά, είπα γελώντας. Στα σύνορα με είχαν. Πάνω στα βουνά, να κυνηγάω αρκούδες. Άλλο ατόπημα. Κομμουνιστές δηλαδή; ρώτησε ψυχρά ο αναλυτής. Μην ξεχνάμε πως η αρκούδα συμβολίζει τον σοβιετικό κίνδυνο, ε! Πού να τους βρω τους κομμουνιστές στον Σμόλικα! ανέκραξα. Τσακάλια και λύκους έβλεπα. Άνθρωπο πέρναγαν και βδομάδες για να συναντήσω. Πώς και δεν αρνήθηκες τη στράτευση; με ρώτησε μειλίχια ο ποιητής που δεν θα χε περάσει ούτε περιοδεύων. Δεν με ρώτησαν, απάντησα ξερά. Αν με ρωτούσαν θα τους εξέθετα τις αντιρρήσεις μου. Ναι, αλλά δεν σκέφτηκες ότι μπορεί να σου ζητηθεί να σηκώσεις όπλο μια μέρα κατά των αγωνιστών; επέμεινε ο τύπος. Άρχισα να παίρνω ανάποδες. Αυτός ειδικά, ένας χλεμπονιάρης γυαλάκιας με φτενά χείλη και μυτόγκα, μου καθόταν στο λαιμό. Και να μου ζητούσαν δεν θα πείραζε, είπα. Γιατί πού να φτάσουν οι σφαίρες στη Σουηδία, τον Καναδά και το Παρίσι! Ο Γιάννης γέλασε, ελαφρύνοντας την ατμόσφαιρα, και οι άλλοι τον μιμήθηκαν με μισή καρδιά. Ο αναλυτής όμως ανέλαβε να με διαφωτίσει. Καλά, λέμε και καμιά μαλακία μεταξύ μας και γελάμε, είπε. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη σημασία του αντιστασιακού έργου αυτών που αγωνίζονται για την ανατροπή της χούντας από το εξωτερικό. Είναι μια δουλειά που μπορεί να μην έχει άμεσα ορατά αποτελέσματα, θέτει τις βάσεις όμως για μελλοντικές μαζικές κινητοποιήσεις, δήλωσε ο κοινωνιολόγος. Έριχνα απελπισμένες ματιές προς το μέρος της Λουίζας, εκείνη όμως κουβέντιαζε σε μια γωνιά με την Κλαιρ και δεν είχε πάρει είδηση του τι συνέβαινε. Δεν είχα δυνατότητα διαφυγής. Βρε παιδιά, είπα. Καλές είναι οι θεωρίες, όμως στην Ελλάδα, δεν ξέρω αν το έχετε πάρει είδηση, δεν κουνιέται φύλλο. Ο μέσος πολίτης δεν δίνει δεκάρα τσακιστή αν κυβερνάει ο Παπαδόπουλος, ο Καραγκιόζης ή ο Φούφουτος. Ξέρετε τι λένε; «Τουλάχιστον έχουμε την ησυχία μας». Όσο για ελευθερίες και δικαιώματα... Μα σοβαρά τώρα; Πότε τα είχε αυτά για να του λείψουν; 30

Υπάρχει μια απάθεια θες να πεις, με βοήθησε ο Γιάννης. Μια τέλεια αφασία θέλω να πω, διόρθωσα. Ο Παπαδόπουλος έκανε μάθημα στους Ακαδημαϊκούς και δεν βρέθηκε ένας να του πει «κάτσε κάτω, ρε αγράμματε». Όταν έκανε την απόπειρα ο Παναγούλης έπεσε η «κοινή γνώμη» να τον φάει. «Τι φωτιές πήγε να μας ανάψει ο αλήτης!» έλεγαν. Άσε με κάτω. Δεν τους άρεσε η ανάλυσή μου. Κατά τη γνώμη σου δηλαδή τι πρέπει να γίνει; ρώτησε συγκαταβατικά ο Γιάννης. Αν θέλετε αποτελέσματα, πάρτε τα όπλα κι ανεβείτε στο βουνό, είπα. Οτιδήποτε άλλο είναι άλλα λόγια ν αγαπιόμαστε. Γιατί αν περιμένετε να ρίξει τους κολονέλους ο Αντρέας από τον Καναδά, θα περιμένετε μερικές δεκαετίες ακόμα. Τα όπλα δεν είναι λύση, παρατήρησε ο αναλυτής. Αυτό ακριβώς έλεγε κι ο Γρηγόριος ο Ε, μουρμούρισα κακόκεφος. Ο ποιος; Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αυτός που αφόρισε την επανάσταση του 21, εξήγησα. Οι συνομιλητές μου χαμογέλασαν συγκαταβατικά. Απλοϊκές ιδέες που έχει ο πιτσιρικάς! Αλλά τι να ξέρει κι αυτός ο έρμος; Σάματι είναι πολιτικοποιημένος; Αργότερα ο Γιάννης με πήρε με τρόπο παράμερα. Κάποια στιγμή η χούντα είναι μοιραίο να πέσει, μου είπε. Κάποτε οι Αμερικάνοι θα αντιληφθούν πως δεν αποδίδει να ποντάρουν στο καμένο άλογο. Και τότε η κατάσταση θ αλλάξει άρδην. Αυτοί εξ ημών που θα χουν να παρουσιάσουν πολιτική δράση κατά τα χρόνια της δικτατορίας θα κληθούν ν αναλάβουν την τύχη της χώρας στα χέρια τους. Καταλαβαίνεις λοιπόν τώρα γιατί δεν συμφέρουν οι ακρότητες; Δηλαδή, όλοι εσείς εδώ πάτε για υπουργοί; αστειεύτηκα. Ο Γιάννης γέλασε καλόβολα. Καλό! είπε. Όμως, περίμενε και θα με θυμηθείς. Στο μεταξύ δεν θα σ έβλαπτε καθόλου να καλλιεργήσεις μερικές φιλίες που ενδέχεται να σου φανούν χρήσιμες στο μέλλον. Ο άνθρωπος ήταν προφήτης και μακάρι να τον άκουγα, αντί να χω το μυαλό μου μονίμως στις γκόμενες. Και μια και μιλάμε για γκόμενες... Παραλίγο να γίνει το μεγάλο πατατράκ. Βρισκόμουν στο δωμάτιό μου με την Ανέτ όταν ξαφνικά ακούω να χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Συναγερμός! Μπορεί βέβαια να ταν καμιά επίσκεψη για τη Λιζέτ, αλλά μάλλον χλωμό το βλεπα. Τινάζομαι πάνω, βουτάω την Ανέτ, ολόγυμνη όπως ήταν, και την κρύβω στο μπάνιο, μετά σπρώχνω τα ρούχα κάτω από το κρεβάτι και με μια πετσέτα γύρω στη μέση όλα σε μια αστραπιαία κίνηση τρέχω ν ανοίξω ενώ συγχρόνως ξεπρόβαλε και η Λιζέτ από το δωμάτιό της. Με βλέπει, εν (σχεδόν) αδαμιαία, κοντεύει να της έρθει ταμπλάς. Της κάνω νόημα «σουτ», κοιτάζω από τον ιούδα, τι να δω! Η Μιρέϊγ! Είχα χάσει τον λογαριασμό των ημερών ο άχαρος! Τώρα; Νόημα πάλι στην εμβρόντητη Λιζέτ «είναι για μένα», βαθιά αναπνοή και ανοίγω. Χαρές, αγκαλιές, φιλιά... Μου έλειψες, σου έλειψα... Και η Ανέτ ενέχυρο στο μπάνιο! Και η Λιζέτ στα πρόθυρα του εγκεφαλικού! 31

Tu es seul? ρωτάει η Μιρέιγ υποψιάρικα. Comme tu vois... Και τι κάνεις γυμνός εδώ πέρα; Δεν φαντάζομαι να πηδάς τη Λιζέτ! Θεός φυλάξοι, παιδί μου! Από το μπάνιο μ έβγαλες... Δεν σε βλέπω βρεγμένο. Αμ, πρόλαβα; Έτρεξα να σου ανοίξω. Γέλασε και κρεμάστηκε πάνω μου. Καλά είσαι έτσι, είπε. Κερδίζουμε χρόνο... Κάνε μου έρωτα. ΤΩΡΑ;!!! έφριξα εγώ. Γιατί όχι; Αυτό να μου πεις! Σε μισό λεφτό είχε πετάξει τα ρούχα της και με τραβούσε στο κρεβάτι. Η Ανέτ φυγαδεύτηκε χάρη στην απροσδόκητη επέμβαση της Λιζέτ, που της δάνεισε κάτι ρούχα της. Κυριακή βράδυ όμως, μετά την αναχώρηση της Μιρέϊγ, η Λιζέτ μου την είχε στημένη. Monsieur, μου είπε σε τόνο επίσημο. Cette situation devient intolérable. Excusez-moi, Lisette, απάντησα με συντριβή. C était quelque chose d imprévisible. Ναι, αλλά δεν θα καλύπτω εγώ τις επιπολαιότητές σας. Είναι φοβερό πια αυτό που συμβαίνει εδώ μέσα. Η μια μπαίνει, η άλλη βγαίνει. Απορώ πώς το μπορείτε! Ωραία, είπα. Και τι να κάνω; Να ξεκαθαρίσετε τη θέση σας, μου απάντησε. Αποφασίστε ποια απ όλες θέλετε κι αφήστε τις υπόλοιπες να βρουν τον δικό τους δρόμο. Σύμφωνοι, είπα. Διαλέξτε εσείς ποια θέλετε να κρατήσω και να διώξουμε τις άλλες. Με κοροϊδεύετε; Καθόλου. Απαξιώ να σας απαντήσω, monsieur, είπε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της βάζοντας δυναμικά τέλος στην εποικοδομητική αυτή συζήτηση. Είχε δίκιο όμως κι αυτό το τελευταίο κάζο κάπως με ταρακούνησε. Δεν ήταν ζωή αυτή. Κάποια τάξη έπρεπε να βάλω. Πώς όμως; Ο Κλεάνθης ήταν ο μικρότερος αδερφός του Γιάννη. Και φίλος μου. Ο Κλεάνθης έμενε στην Αθήνα, αλλά δεν έπαυε να αναπολεί τον παλιό καλό καιρό του Παρισιού, όταν έκανε το μεταπτυχιακό του. Με τις ώρες μου μιλούσε, συνοδεία κασονιών μπύρας, γιατί το χε αυτό του κουσούρι, για τις παλιές καλές μέρες λοιπόν, μνημονεύοντας δρόμους, πλατείες, αδιέξοδα και αλάνες που μόνο σε εξειδικευμένο τουριστικό οδηγό μπορούσες να βρεις. Αυτό ήταν το άλλο του κουσούρι. Όταν καταπιανόταν με ένα θέμα το εξαντλούσε μέχρι αηδίας. Μια ψιλο-αντιπάθεια που μυστικά έτρεφα για το Παρίσι εκεί θα χει τη ρίζα της. Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά ήθελε να λογίζεται «εξπέρ» σε κάθε τι είχε σχέση με τη διαολεμένη πόλη, τους ανθρώπους και την κουλτούρα της. 32