Το Ιερό της ωδώνης Η θέση Το Ιερό της ωδώνης είναι ο σηµαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της βορειοδυτικής Ελλάδας. Η θέση του, στην πλαγιά χαµηλού λόφου, ανάµεσα από τον επιβλητικό όγκο του όρους Τόµαρος, δυτικά, και της ταπεινής οροσειράς της Μανωλιάσας, ανατολικά (εικ. 1), εντυπωσιάζει αµέσως τον επισκέπτη. Την εντύπωση επιτείνει η ιδιαίτερου φυσικού κάλλους κοιλάδα της ωδώνης που εκτείνεται νότια (εικ. 2), η οποία απαντά στην έξοδο της φυσικής διάβασης του ποταµού Λούρου, από όπου ήταν και η κύρια οδός επικοινωνίας κατά την αρχαιότητα. Σήµερα η πρόσβαση γίνεται από βόρεια, µέσω του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων, από τα οποία η ωδώνη απέχει 22 χλµ. Ελάχιστα χιλιόµετρα από το Ιερό απέχουν τα σύγχρονα χωριά ραµεσοί, ωδώνη, Μαντείο και Μελιγγοί, τα οποία είναι χτισµένα στους ανατολικούς πρόποδες του Τοµάρου. Η µεγάλη φήµη του Ιερού στην αρχαιότητα, την οποία µαρτυρεί η αρχαία ελληνική παράδοση, προσήλκυσε το ενδιαφέρον πολλών ξένων και ελλήνων περιηγητών, µελετητών και λογίων του 18 ου αι. π.χ., οι οποίοι αναζήτησαν επίµονα το περίφηµο µαντείο στα ερείπια των αρχαίων ακροπόλεων της Ηπείρου. Οι Hughes, Holland, Pouqueville, Αραβαντινός και Λαµπρίδης επιχείρησαν να ταυτίσουν τη θέση του αρχαίου ιερού, χωρίς όµως επιτυχία, ενώ ο Leake αµφιταλαντεύτηκε µεταξύ των ερειπίων της ωδώνης και της Καστρίτσας. Το 1832, πρώτος ο Lincoln, και έπειτα ο Wordsworth, εντόπισαν τη σωστή θέση της ωδώνης. εικ. 1 Η ανασκαφική έρευνα Τη θέση του Ιερού της ωδώνης βεβαίωσε πρώτος µε ανασκαφές ο Κ. Καραπάνος το 1875. Οι ανασκαφές του Κ. Καραπάνου επικεντρώθηκαν στο χώρο των λατρευτικών κτισµάτων, στο ανατολικό τµήµα του Ιερού, καθώς και στον υπαίθριο χώρο, εν είδει τεµένους, νότια από αυτά. Οι έρευνες αυτές, αν και πλούσιες σε ευρήµατα, υπήρξαν φτωχικές σε συµπεράσµατα, όπως άλλωστε και οι περισσότερες παλιές ανασκαφές που παρέβλεψαν τη στρωµατογραφία. Όπως διαπιστώθηκε µε τις νεότερες έρευνες, οι ανασκαφές του Καραπάνου, εκτεταµένες στο χώρο, αποκάλυψαν µόνον επιφανειακά την τοιχοποιία των µνηµείων και, ως εκ τούτου, δεν εξήντλησαν την ανασκαφή ως το φυσικό έδαφος. Είναι όµως σηµαντικό ότι τα αποκαλυφθέντα ερείπια, σε συνδυασµό µε τα εν µέρει ορατά τότε αρχιτεκτονικά λείψανα, αποτέλεσαν τη βάση για την πρώτη τοπογραφική αποτύπωση του Ιερού. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, το 1913, τις ανασκαφές ανέλαβε η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία µε τους καθηγητές Γ. Σωτηριάδη (1920) και. Ευαγγελίδη (1929-1932). Μετά µακρόχρονη διακοπή, εικ. 2 εξαιτίας του Β Παγκοσµίου πολέµου, ο τελευταίος επανέρχεται στην έρευνα του Ιερού το 1952 και από το 1955 συνεργάζεται µε τον τότε Επιµελητή Αρχαιοτήτων Σ. άκαρη. Οι έρευνες του Γ. Σωτηριάδη και οι πρώτες έρευνες του. Ευαγγελίδη απέβλεψαν κυρίως στην αποκάλυψη των οικοδοµηµάτων που είχαν ανασκαφεί από τον Καραπάνο, είχαν όµως καλυφθεί εν τω µεταξύ από τις προσχώσεις του Τοµάρου. Ο. Ευαγγελίδης ενδιαφέρθηκε και για την ανασκαφή των βαθύτερων στρωµάτων, τα οποία δεν είχαν διαταραχθεί από τις έρευνες του Καραπάνου, µε αποτέλεσµα να έχουµε για πρώτη φορά σηµαντικές πληροφορίες για τη στρωµατογραφία και την προϊστορία του Ιερού.
Οι έρευνες του. Ευαγγελίδη µε τον Σ. άκαρη, από το 1955 έως το 1959, ολοκλήρωσαν την ανασκαφή κυρίως στο ναό του ιός, γνωστό ως Μαντείο, και στα ναόσχηµα οικοδοµήµατα που τον περιβάλλουν. Με τις έρευνες των Ευαγγελίδη- άκαρη διαπιστώθηκε καταρχήν ότι ο ναός του ιός µε την προφητική βαλανιδιά (Ε1) δεν βρισκόταν στην παλαιοχριστιανική βασιλική (Β), όπως είχε υποθέσει ο πρώτος ανασκαφέας της ωδώνης Κ. Καραπάνος, αλλά στα δυτικά της, στο µέσον των ναών της Θέµιδας, της Αφροδίτης και του Ηρακλή. Ο Σ. άκαρης, που διαδέχθηκε τον. Ευαγγελίδη στην έρευνα του ιερού της ωδώνης, συνέχισε την ανασκαφή της Αρχαιολογικής Εταιρείας έως το 1995. Με τις έρευνες του άκαρη οι ανασκαφές επεκτάθηκαν στο χώρο των δηµόσιων οικοδοµηµάτων που εξυπηρετούσαν τις πολιτιστικές εκδηλώσεις και τις πολιτικές δραστηριότητες και των Ηπειρωτικών φύλων: το θέατρο, το στάδιο, το βουλευτήριο και το πρυτανείο. Με την αποκάλυψη των κτιρίων αυτών, και την ορθή ταύτιση των δυο τελευταίων, το Ιερό της ωδώνης αναδείχθηκε, εκτός από πανελλήνιο θρησκευτικό ιερό, και ως το πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο των Ηπειρωτικών φύλων. Εξάλλου, µε την αναστήλωση του θεάτρου από το Σ. άκαρη, το 1960, η ωδώνη ευτύχησε να καταστεί και πάλι κέντρο πολιτισµού. εικ. 3 Από το 1996 οι υπογράφουσες, Χρ. Σούλη, Α. Βλαχοπούλου και Κ. Γραβάνη, συνεχίζουµε την ανασκαφή της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας στη ωδώνη ολοκληρώνοντας την έρευνα του καθηγητή άκαρη στο Πρυτανείο. Παράλληλα, επεκτείνουµε σταδιακά την ανασκαφή στο χώρο ανατολικά και νότια του οικοδοµήµατος µε στόχο την ανασύσταση της εικόνας της κύριας πρόσβασης στο Ιερό από την κοιλάδα της ωδώνης, µέσω µνηµειακών στοών και αναθηµάτων, τα οποία σταδιακά αποκαλύπτουµε. Η συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας αναµένεται να συµβάλλει, εκτός των άλλων, στην περαιτέρω διερεύνηση των σχέσεων των οικοδοµηµάτων του Ιερού µεταξύ τους και της θέσης τους στον αρχιτεκτονικό του σχεδιασµό, ο οποίος σήµερα δεν αναδεικνύεται µε την είσοδο των επισκεπτών στον αρχαιολογικό χώρο από δυτικά, µέσω του σταδίου. 2
Η αρχιτεκτονική σύνθεση Το Ιερό της ωδώνης γνώρισε µακρά προοικοδοµική περίοδο, κατά την οποία δεν υπήρχαν µνηµειακά οικοδοµήµατα στο χώρο και η λατρεία τελούνταν στο ύπαιθρο. Το υπαίθριο Ιερό αναπτύχθηκε σταδιακά γύρω από την προφητική βαλανιδιά και κατά τους ιστορικούς χρόνους απέκτησε αρχιτεκτονική µορφή. Με εξαίρεση την παλαιοχριστιανική βασιλική στο ανατολικό τµήµα του Ιερού, τα υπόλοιπα οικοδοµήµατα που ήρθαν στο φως µε τις ανασκαφές χρονολογούνται κυρίως στον 4ο και 3ο αι. π.χ. και κατασκευάστηκαν στα πλαίσια µεγάλων και εµπνευσµένων οικοδοµικών προγραµµάτων της Συµµαχίας των Ηπειρωτών, του βασιλιά Πύρρου, και του Κοινού των Ηπειρωτών. Τα χρόνια αυτά η ωδώνη, εκτός από θρησκευτικό Ιερό µε πανελλήνια ακτινοβολία, ήταν και το θρησκευτικό, το πολιτικό και το πολιτιστικό κέντρο των Ηπειρωτικών φύλων. Το αρχαίο Ιερό είναι διατεταγµένο σε τρία επίπεδα (εικ. 3). Στο χαµηλότερο επίπεδο, ανατολικά, απαντούν τα λατρευτικά οικοδοµήµατα. Στους πρόποδες του λόφου, δυτικά, είναι κτισµένα τα δηµόσια οικοδοµήµατα για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις και τις πολιτικές δραστηριότητες. Βόρεια, στην κορυφή του λόφου, δεσπόζει η ακρόπολη, που χρησίµευε ως καταφύγιο του ιερατείου και των περιοίκων. Το λατρευτικό, αρχικό πυρήνα του Ιερού περιέβαλε µνηµειακός περίβολος, ο οποίος σταδιακά επεκτάθηκε προς τα δυτικά για να συµπεριλάβει τα νεότερα δηµόσια οικοδοµήµατα. Στο νότιο άκρο του περιβόλου ήταν η κύρια είσοδος, η πρόσβαση στην οποία γινόταν µέσω µνηµειακών στωικών οικοδοµηµάτων που έρχονται στο φως µε την έρευνα των τελευταίων χρόνων. Στο Ιερό εισέρχεται κανείς σήµερα από τα δυτικά, αφού διασχίσει κατά µήκος την κονίστρα του αρχαίου σταδίου ( ΣΤ ), ενός από τα ελάχιστα αρχαία στάδια µε λίθινα καθίσµατα που είναι γνωστά. Βόρεια ατενίζει ο επισκέπτης το θέατρο (εικ. 4), το εντυπωσιακότερο οικοδόµηµα του Ιερού και συγχρόνως ένα από τα µεγαλύτερα θέατρα της αρχαιότητας, µε τρία διαζώµατα και χωρητικότητα 17.000 περίπου θεατών. Και τα δυο παραπάνω οικοδοµήµατα είναι συνδεδεµένα µε τα Νάια, τους δραµατικούς και αθλητικούς αγώνες που τελούνταν στη ωδώνη κάθε τέσσερα χρόνια προς τιµήν του Νάιου ία, οι οποίοι από το 2ο αι. π. Χ. γίνονται και πανελλήνιοι. Πιθανότατα για τους ιππικούς αγώνες, που παραδίδεται ότι επίσης λάµβαναν χώρα εδώ, υπήρχε και ιππόδροµος, ο οποίος δεν εντοπίστηκε ακόµη από την αρχαιολογική σκαπάνη. Μετά το θέατρο, προς τα ανατολικά, δεσπόζει το µνηµειακό βουλευτήριο (Ε2), στο οποίο συνεδρίαζαν οι εκπρόσωποι των εικ. 4 Ηπειρωτικών φύλων στη Συµµαχία και αργότερα στο Κοινό των Ηπειρωτών. Στο εσωτερικό του σώζεται ο βωµός του Νάιου ία, της ιώνης και του ία Βουλέα, όπου τελούνταν οι θυσίες και η ορκωµοσία των βουλευτών. Απέναντι από το βουλευτήριο, προς νότο, το συγκρότηµα κτιρίων που ανασκάπτεται είναι το πρυτανείο. Αποτελείται από την αίθουσα µε την εστία και την περίστυλη αυλή, στο κέντρο (Ο), και εκατέρωθεν τους δηµόσιους ξενώνες (Ο1-Ο2), όπου διέµεναν οι επώνυµοι άρχοντες και οι επίσηµοι προσκεκληµένοι. Στο ίδιο συγκρότηµα υπάρχουν ενδείξεις ότι λειτουργούσε επίσης το αρχείο και το νοµισµατοκοπείο. Το οικοδόµηµα Μ, που αποκόπτεται από τον ανατολικό πύργο του θεάτρου, συνδέεται επίσης µε το πρυτανείο και πιθανότατα χρησίµευσε κατά την πρώτη φάση του ως δηµόσιο ενδιαίτηµα. Στην ανατολική πλευρά της στοάς του βουλευτηρίου και κατά µήκος της ανατολικής στοάς του πρυτανείου απαντούν βάθρα χάλκινων ανδριάντων, τα οποία διασώζουν ψηφίσµατα ιδιαίτερα σηµαντικά για την ιστορία της αρχαίας Ηπείρου. Οι σειρές των βάθρων συνεχίζονται µπροστά από τη µεγάλη δυτική στοά του Ιερού, η οποία συνέχεται προς νότον µε τη στωική πρόσοψη του πρυτανείου και πλαισιώνει από δυτικά την κύρια είσοδο στο Ιερό από την κοιλάδα της ωδώνης. ιακόπτονται µόνον από την ιερά οδό, η οποία διέρχεται ανάµεσα από το βουλευτήριο και το πρυτανείο και οδηγεί στο ανατολικό τµήµα του ιερού, όπου τα λατρευτικά οικοδοµήµατα. 3
Στο κέντρο των λατρευτικών οικοδοµηµάτων δεσπόζει ο ναός του ία (Ε1) ή µαντείο, ένα τετράγωνο κτίριο µε τη σπάνια µορφή µνηµειακού ιδιωτικού σπιτιού, εξαιτίας της οποίας ονοµάστηκε και ιερά οικία. Στη θέση της αρχαίας, µαντικής φηγού, στον ανατολικό υπαίθριο χώρο της ιεράς οικίας, έχει φυτευθεί µια νέα βαλανιδιά. Κατά την προοικοδοµική περίοδο του Ιερού, ο ίας κατοικούσε, «έναιε», στις ρίζες της ιερής βαλανιδιάς, «εν πυθµένι φηγού», γι αυτό και ονοµάστηκε νάιος και φηγωνάιος. Εκατέρωθεν του ναού του ία απαντούν τα θεµέλια µικρότερων ναών και άλλων οικοδοµηµάτων. Αριστερά είναι ιδρυµένοι οι ναοί της Αφροδίτης (Λ) και της Θέµιδας (Ζ) και ανάµεσά τους ένα κτίσµα ρωµαϊκών χρόνων (Η2). εξιά ο αρχαιότερος (Γ) και ο νεότερος (Θ) ναός της ιώνης και ο ναός του Ηρακλή (Α), που βρίσκεται εν µέρει κάτω από τα ερείπια µεγάλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής (Β), η οποία κτίστηκε τον 6 ο αι. µ. Χ., όταν το αρχαίο Ιερό έπαψε να λειτουργεί. Η όλη διάταξη των παραπάνω προχριστιανικών µνηµείων επαναλαµβάνει την αµφιθεατρική µορφή του θεάτρου. Έτσι, ο προσκυνητής που έφτανε από τα νότια, από το βάθος της κοιλάδας, αντίκριζε δυτικά τον όγκο του θεάτρου και ανατολικά το ναό του ιός µε την αιωνόβια βαλανιδιά, στο κέντρο ενός αµφιθεατρικά διατεταγµένου συνόλου κτιρίων, πάνω σε ένα υπερυψωµένο και ευρύχωρο άνδηρο. Η εντυπωσιακή αυτή αρχιτεκτονική σύνθεση, συµπληρωµένη στο µέσον µε το µνηµειακό βουλευτήριο και το συγκρότηµα του πρυτανείου, πλαισιωµένη µε στοές και εξωραϊσµένη µε αγάλµατα, υπό την σκέπη της ακρόπολης, ήταν ιδιαίτερα επιβλητική και υποβλητική για τον αρχαίο προσκυνητή. Το ίδιο έντονα υποβάλλουν το σύγχρονο επισκέπτη τα αρχαία µνηµεία που αποκαλύφθηκαν µε τις ανασκαφές, ενταγµένα µε σοφία µέσα στο απαράµιλλης οµορφιάς δωδωναίο τοπίο. Η οικοδοµική εξέλιξη του Ιερού µπορεί να διαγραφεί εν συντοµία ως εξής: Στο α µισό του 4 ου αι. π.χ. υπήρχαν λίγα, ταπεινά οικοδοµήµατα, όπως ο µικρός ναός του ία (Ε1) και η λεγόµενη κατοικία των ιερέων (Μ). Το Ιερό απέκτησε µνηµειακότητα από το β µισό του 4 ου αι. π.χ. µε την κατασκευή του εξωτερικού περιβόλου του, της ακρόπολης, του ναού της Θέµιδας (Ζ), του αρχαιότερου ναού της ιώνης (Γ), και πιθανόν της Αφροδίτης (Λ), και στη συνέχεια, στα τέλη του 4 ου µε αρχές του 3 ου αι. π.χ., µε την ίδρυση του ναού του Ηρακλή (Α), την ανακατασκευή της ιεράς οικίας του ία (Ε1), καθώς και την κατασκευή του βουλευτηρίου (Ε2), του πρυτανείου (Ο-Ο1-Ο2), και του θεάτρου και, στα τέλη του 3 ου αι. π.χ., µε την κατασκευή του σταδίου (ΣΤ). Η ανοικοδόµηση του Ιερού µετά την καταστροφή από τους Αιτωλούς το 219 π.χ. έδωσε µνηµειακότητα και αµφιθεατρική διάταξη στο σύνολο των λατρευτικών οικοδοµηµάτων. Την περίοδο αυτή χρονολογείται και η ίδρυση του νεότερου ναού της ιώνης (Θ). Ο ναός του ία µε την «υψίκοµο δρύ» αποτελούσαν το κέντρο της σύνθεσης. Το βαθµιδωτό ανάληµµα (Κ), επάνω στο οποίο ήταν χτισµένοι οι ναοί, και οι στοές κατά µήκος των εσωτερικών πλευρών του περιβόλου πρόβαλλαν ακόµη περισσότερο τους λατρευτικούς χώρους. Στα δυτικά των ναών το πρυτανείο και το βουλευτήριο µε στοές στις προσόψεις τους, κτίρια πολιτικού χαρακτήρα, όριζαν την ιερά οδό και την είσοδο από τη δυτική πύλη. υτικότερα το θέατρο µε τα µνηµειακά αναλήµµατα και τους πύργους µε άνοιγµα επίσης στα νοτιοανατολικά, και µε τη σκηνή µε τη στοά στην πρόσοψή της ολοκλήρωναν το σύνολο. Πίσω και πιο ψηλά από τους ναούς το τείχος της ακρόπολης δηµιουργούσε το «βάθος» στο οποίο προβάλλονταν τα λατρευτικά οικοδοµήµατα. Οι επισκευές των οικοδοµηµάτων µετά την καταστροφή από τους Ρωµαίους το 167 π.χ. και η προσθήκη νέων κατασκευών (Η2) δεν αλλοίωσαν σε γενικές γραµµές την ανωτέρω αρχιτεκτονική σύνθεση. Τα µνηµεία Ο ναός του ία (ιερά οικία) Από την έρευνα των Ευαγγελίδη και άκαρη διαπιστώθηκε ότι ο ναός του ία ή ιερά οικία (Ε1), παρουσιάζει όχι λιγότερες από τέσσερις οικοδοµικές φάσεις και µία ή δύο τουλάχιστον προοικοδοµικές (εικ. 5). 4
εικ. 5 Η προοικοδοµική περίοδος του Ιερού της ωδώνης είναι µακρά και διαρκεί ως τις αρχές του 4 ου αι. π.χ. Ως τότε, ο ναός του ία είχε τη µορφή υπαίθριου Ιερού και η γραπτή παράδοση τον αναφέρει ως «τοίχους µη έχοντα». Η λατρεία γινόταν στο ύπαιθρο και ο θεός κατοικούσε (έναιε) «εν πυθµένι φηγού». Γύρω από τη βαλανιδιά υπήρχε ένας κύκλος από χάλκινους λέβητες επάνω σε τρίποδες. Οι λέβητες εφάπτονταν µεταξύ τους και όταν κάποιος χτυπούσε έναν, παραγόταν ένας συνεχής ήχος. Από τον τρόπο που ηχούσαν οι λέβητες χρησµοδοτούσαν οι µάντεις του Ιερού. Άλλοι τρόποι χρησµοδότησης ήταν το θρόισµα των φύλλων της ιερής βαλανιδιάς, το πέταγµα των πουλιών που φώλιαζαν σ αυτήν, ενώ στην παράδοση γίνεται λόγος και για µαντικά «σύµβολα» και «σηµεία» των οποίων αγνοούµε τη σηµασία. Είναι επίσης πιθανόν να δίνονταν χρησµοί µε κλήρωση από κάλπη. Από τον 6 ο και 5 ο αι. π.χ. οι ερωτήσεις υποβάλλονταν γραπτές σε µολύβδινα ελάσµατα. Ο συνεχής ήχος των λεβήτων έµεινε παροιµιώδης και η φράση «δωδωναίον χαλκείον» λεγόταν «επί των ακαταπαύστως και πολλά λαλούντων». Οι λέβητες, σκεύη οικιακά για τη φωτιά, είχαν αποτροπαϊκή, καθαρτική ιδιότητα, και µε τον ήχο που παρήγαγαν έδιωχναν το µίασµα. Από τους λέβητες της ωδώνης έχουν διασωθεί ορισµένα τµήµατα που χρονολογούνται από το α µισό του 8 ου έως τον 7 ο αι. π.χ. Από τις οικοδοµικές φάσεις του ναού του ία έχουν διακριθεί µε ασφάλεια οι τέσσερις: Α. Η πρώτη οικοδοµική φάση του ναού του ία συνδέεται µε την κατάληψη του Ιερού της ωδώνης από τους Μολοσσούς, στις αρχές του 4 ου αι. π.χ. Τότε κατασκευάστηκε ένας απλός ναός, µε πρόναο και σηκό, διαστάσεων 4 Χ 6,50 µ. Ο ναός προοριζόταν για τα αναθήµατα καθώς ο ίας λατρευόταν στην ύπαιθρο. Από το ναό αυτό έχουν σωθεί λίγα τµήµατα κεραµίδων και σίµης. Β. Στο β µισό του 4 ου αι. π.χ., πιθανότατα στα χρόνια της επιστροφής της Ολυµπιάδας στη Μολοσσία, κατασκευάστηκε ένας ισοδοµικός περίβολος 13 Χ 11,80 µ. µε είσοδο στη νοτιοανατολική πλευρά, ο οποίος περιέκλεισε τη φηγό και ενώθηκε µε την πρόσοψη του µικρού ναού που εξακολούθησε να υφίσταται µε κάποιες επισκευές (κυρίως στη στέγη). Ο περίβολος αυτός κατάργησε τον περίβολο µε τους λέβητες, στη θέση του οποίου τοποθετήθηκε ένα ανάθηµα των Κερκυραίων που αποτελούνταν από δύο κιονίσκους. Στον ένα κιονίσκο υπήρχε το αγαλµατίδιο ενός παιδιού που κρατούσε µάστιγα από χάλκινους αστραγάλους και στον άλλον ένας χάλκινος λέβητας. Οι µάστιγες αιωρούνταν, χτυπούσαν από τον άνεµο στο λέβητα και παρήγαγαν ήχο από τον οποίο χρησµοδοτούσαν οι ιερείς. Ο ήχος ήταν συνεχής καθώς οι άνεµοι στη ωδώνη είναι συχνοί µε αποτέλεσµα η φράση «Κερκυραίων µάστιξ» να δηλώνει τον φλύαρο. Ο περίβολος έχει τον κύριο άξονά του µε κατεύθυνση ανατολικά - δυτικά, ώστε να συµπεριλαµβάνει την ιερή φηγό. Γ. Κατά τη βασιλεία του Πύρρου, στις αρχές του 3 ου αι. π.χ., ο περίβολος αντικαταστάθηκε από έναν πιο ευρύχωρο (20,80 Χ 19,20 µ.), στον ίδιο άξονα και είσοδο µε παραστάδες στο µέσο της νότιας πλευράς. Νέο στοιχείο είναι το ιωνικό στωικό µέτωπο που περιβάλλει από τα δυτικά, νότια και βόρεια την ιερή βαλανιδιά, η οποία υψωνόταν στην ελεύθερη από στοές ανατολική πλευρά. Στις στοές αυτές εικ. 6 ανάρτησε ο Πύρρος ρωµαϊκές ασπίδες, λάφυρα πολέµου από τη νίκη του στην Ηράκλεια της Ιταλίας (280 π.χ.), και µακεδονικές (εικ. 6) από τη νίκη του εναντίον του Αντιγόνου στα Στενά του Αώου (274 π.χ.). Οι ανασκαφές διέσωσαν τµήµα ρωµαϊκής ασπίδας µε αναθηµατική επιγραφή «Βασιλεύς Πύρρος και Ηπειρώται καί Ταραντίνοι από Ρωµαίων καί συµµάχων ιί Ναΐω» και µακεδονικής µε τµήµα επιγραφής «Βα[σι]λεύς» που µπορεί να αποκατασταθεί ανάλογα «Βα[σι]λεύς [Πύρρος και Ηπειρώται από Μακεδόνων ιί Ναΐω]». Στις στοές πρέπει να φυλασσόταν και το αρχείο µε τα ψηφίσµατα της Συµµαχίας και του Κοινού. Ο ναός και οι 5
στοές, σύµφωνα µε τον Πολύβιο (4. 67. 3), δεν κάηκαν από τους Αιτωλούς (219 π.χ.), για να µην θιγεί πιθανότατα η βαλανιδιά, αλλά κατεδαφίστηκαν.. Από τα λάφυρα που απέσπασαν οι Ηπειρώτες από το Θέρµο (218 π.χ.) ανοικοδόµησαν τους κατεστραµµένους ναούς στη ωδώνη (όπως οι σύµµαχοί τους Μακεδόνες στο ίον). Ο µικρός ναός καταργήθηκε και στη θέση του, λίγο πιο ανατολικά στον άξονα της εισόδου του περιβόλου, κατασκευάστηκε ένας πρόστυλος τετράστυλος ιωνικός ναός. Οι στοές ανοικοδοµήθηκαν και στην είσοδο κατασκευάστηκε ένα τετράστυλο ιωνικό πρόπυλο. Ο χώρος απέκτησε έτσι µνηµειακότητα και συµµετρία. Η ανατολική πλευρά του περιβόλου εξακολούθησε να µην έχει στοά λόγω της ύπαρξης της φηγού. Όλη η σύνθεση θύµιζε ελληνικό σπίτι και δικαιολογεί την ονοµασία «ιερά οικία» που δίνει ο Πολύβιος. Επίσης οι όροι «ιερά οικία», «ιερός οίκος» προσιδιάζουν σε λατρεία µε χθόνιο χαρακτήρα. Στη ωδώνη η ιερά οικία ήταν η οικία του ζεύγους ία - ιώνης που περιέκλεινε τη φηγό, στις ρίζες της οποίας κατοικούσε (έναιε) ο ίας παίρνοντας έτσι το επίθετο Νάιος. Μετά την καταστροφή του Ιερού από τους Ρωµαίους (167 π.χ.) ο ναός πρέπει να επισκευάστηκε. Ο αρχαιότερος ναός της ιώνης εικ. 7 Βόρεια της ιεράς οικίας διατηρούνται τα θεµέλια ενός τετράγωνου ναού (Γ) µε τετράστυλο ιωνικό πρόναο µε κίονες από ψαµµιτόλιθο, διαστάσεων 9,80 Χ 9,40 µ. (εικ. 7). Στο βάθος του ναού υπήρχε βάθρο για το λατρευτικό άγαλµα, το «Έδος» της ιώνης. Η ανωδοµή ήταν από ωµές πλίνθους. Οι Αθηναίοι, σύµφωνα µε χρησµό της ωδώνης (Υπερείδης, Υπέρ Ευξενίππου 24-25, ηµοσθένης, Κατά Μειδίου 53), έστελναν κάθε χρόνο «θεωρία» στη ωδώνη µε πλούσια δώρα για να τιµήσουν το «Έδος» της ιώνης, ενέργεια που δυσαρέστησε την Ολυµπιάδα. Ο ναός πρέπει να οικοδοµήθηκε λίγο µετά τα µέσα του 4 ου αι. π.χ. Στον τοίχο που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο διατηρείται ένα λίθινο κατώφλι δίφυλλης θύρας. Ο νεότερος ναός της ιώνης Κατά την ανοικοδόµηση του Ιερού της ωδώνης µετά τη αιτωλική καταστροφή του 218 π.χ., κατασκευάστηκε ένας νέος ναός προς τιµήν της ιώνης (Θ), λίγο πιο νότια από τον αρχαιότερο ναό. Πρόκειται για πρόστυλο, τετράστυλο ιωνικό ναό µε πρόναο και σηκό, διαστάσεων 9,60 Χ 6,35 µ. (εικ. 8). Στο βάθος του σηκού διατηρείται βάθρο για το λατρευτικό «Έδος». Οι κίονες από κροκαλοπαγή λίθο έφεραν επίχρισµα κονιάµατος, ενώ οι αναβαθµοί της πρόσοψης ήταν από λευκό ασβεστόλιθο. Η τοιχοδοµία του ήταν επιµεληµένη από µεγάλους ορθοστάτες. Σον τοίχο, που χώριζε τον σηκό από τον πρόναο, διατηρείται λίθινο κατώφλι δίφυλλης θύρας. εικ. 8 Ο ναός της Θέµιδας υτικά της ιεράς οικίας και συµµετρικά προς το ναό της ιώνης βρίσκεται 6
ένας πρόστυλος τετράστυλος ιωνικός ναός µε πρόναο και σηκό (Ζ), διαστάσεων 10,30 Χ 6,25 µ. (εικ. 9). Ο ναός, µε βάση επιγραφή, αποδίδεται στη Θέµιδα, η οποία µαζί µε τη ιώνη ήταν οι σπουδαιότερες µετά το ία θεότητες στη ωδώνη, πάρεδροι του θεού. Η λατρεία της Θέµιδας στη ωδώνη είναι ευνόητη καθώς σχετίζεται επίσης και µε την προϋπάρχουσα του ία λατρεία της θεάς Γης. Μπροστά στην είσοδο του ναού της Θέµιδας διατηρούνται ίχνη ενός µεγάλου βωµού, διαστάσεων 2,60 Χ 1,80 µ., και ένα αναθηµατικό βάθρο. Οι κίονες από µαλακό αµµόλιθο δίνουν µία πιθανή χρονολόγηση στα χρόνια της συµµαχίας των Ηπειρωτών (340-233/2 π.χ.). Νοτιοδυτικά του ναού εικ. 9 υπάρχει ένα τετράγωνο κτίσµα 4,70 µ., άγνωστης χρήσης και χρόνου κατασκευής. Ο ναός του Ηρακλή Ο ναός στο ανατολικό άκρο του ανδήρου των λατρευτικών οικοδοµηµάτων (Α) έχει αποδοθεί στον Ηρακλή µε βάση αναθήµατα, όπως παραγναθίδες από κράνη µε ανάγλυφη διακόσµηση της φιλονικίας του Απόλλωνα µε τον Ηρακλή για τον τρίποδα, καθώς και από ασβεστολιθικό ανάγλυφο µε παράσταση του Ηρακλή και της Λερναίας Ύδρας. Το βορειοανατολικό τµήµα των θεµελίων του ναού που αποδίδεται στον Ηρακλή καλύπτεται από την παλαιοχριστιανική βασιλική (Β). Ο ναός, µε διαστάσεις 16,50 Χ 9,50 µ., είναι ο δεύτερος σε µέγεθος ναός της ωδώνης και από τους ελάχιστους δωρικούς ναούς του Ιερού (στοιχεία δωρικού ρυθµού έχει και ο ναός της Αφροδίτης). Αποτελείται από πρόστυλο τετράστυλο ή εξάστυλο πρόναο και σηκό (εικ. 10). Οικοδοµήθηκε στις αρχές του 3 ου αι. π.χ., ίσως στο πλαίσιο των πολιτικών σκοπιµοτήτων του Πύρρου, για να τιµηθεί ο Ηρακλής, προγονικός ήρωας των Μακεδόνων, µε τους οποίους συνδέθηκε ο οίκος των Αιακιδών µε το γάµο της Ολυµπιάδας µε τον Φίλιππο Β, αλλά και µε το γάµο του Πύρρου µε τη Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών Αγαθοκλή που θεωρούνταν απόγονος του Ηρακλή. Ο ναός, όπως προκύπτει από αµµολιθικά εντοιχισµένα αρχιτεκτονικά µέλη, καταστράφηκε το 219 π.χ. από τους Αιτωλούς και ανοικοδοµήθηκε λίγο αργότερα από τα λάφυρα του Θέρµου. Ανατολικά του διατηρείται η βάση βωµού διαστάσεων 5,70 Χ 3,20 µ Η χριστιανική βασιλική εικ. 10 Στο ανατολικό άκρο του ανδήρου των λατρευτικών οικοδοµηµάτων, εν µέρει πάνω από τα οικοδοµικά λείψανα ναού του Ηρακλή, διατηρούνται τα ερείπια τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής (εικ. 11). Η τοιχοποιία της αποτελείται από πέτρες και ασβέστη µε ενσωµατωµένο αρχαίο δοµικό υλικό σε δεύτερη χρήση. 7
Αρχικά το εγκάρσιο κλίτος της τρίκλιτης βασιλικής εξείχε πλευρικά σε σχήµα σταυρού ή Τ. Κατά τη διάρκεια του 6 ου αι. µ.χ., ίσως µετά από σεισµούς στα χρόνια του Ιουστινιανού, η βασιλική ανοικοδοµήθηκε και επεκτάθηκε προς ανατολάς µε την προσθήκη ενός τρίκογχου ιερού. Η είσοδος στο ναό γινόταν από στενόµακρο νάρθηκα που είχε δύο πύλες στη δυτική και τρεις στην ανατολική πλευρά. Τον κυρίως ναό διαιρούν σε τρία κλίτη δύο κιονοστοιχίες από επτά κροκαλοπαγείς κίονες, που προέρχονται πιθανότατα από το εικ. 11 βουλευτήριο. Στο διµερές πρόσκτισµα, που εκτείνεται στη βόρεια πλευρά του νάρθηκα, ο Καραπάνος ανέσκαψε έναν αρχαίο αποθέτη. Εξαιτίας αυτού του ευρήµατος, κυρίως, ο πρώτος ανασκαφέας της ωδώνης είχε ταυτίσει την παλαιοχριστιανική βασιλική µε το ναό του ία. Ο ναός της Αφροδίτης Στο νοτιοδυτικό άκρο του ανδήρου των λατρευτικών οικοδοµηµάτων, συµµετρικά προς το ναό του Ηρακλή, είναι ιδρυµένος ένας απλός, δίστυλος εν παραστάσι δωρικός ναός, µε πρόναο και σηκό (Λ), διαστάσεων 8,50 Χ 4,70 µ. (εικ. 12). Ο ναός αποδίδεται στην Αφροδίτη µε βάση πήλινα ειδώλια γυναικείας θεότητας µε περιστέρι (σύµβολο έρωτα και γονιµότητας) και πιθανόν µικρό µαρµάρινο τµήµα λατρευτικού αγάλµατος. Τα αναθήµατα, το γεγονός ότι έχει χρησιµοποιηθεί αµµόλιθος για τα κιονόκρανα των οκτάπλευρων στύλων και η εικ. 12 οικοδόµηση των τοίχων µε µικρού µεγέθους λίθους κάνουν πιθανή µία χρονολόγηση στα τέλη του 4 ου και στις αρχές του 3 ου αι. π.χ., χωρίς όµως να αποκλείεται προγενέστερη λατρεία. Η λατρεία της Αφροδίτης, η οποία µαρτυρείται και από µολύβδινες επιγραφές, ίσως να είναι παλαιότερη των χρόνων του Πύρρου αλλά απέκτησε νέο νόηµα στις αρχές του 3 ου αι. π.χ. µε την συγχώνευσή της µε αυτήν της Αφροδίτης Αινειάδας που εισήγαγε ο Πύρρος από την Έγεστα της δυτικής Σικελίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δύο οκτάπλευροι στύλοι και το µονόφυλλο λίθινο κατώφλι µεταξύ του προνάου και του σηκού. Οικοδοµικό υλικό, όπως δύο σπόνδυλοι των στύλων, έχει εντοιχιστεί σε ένα γειτονικό τετράγωνο κτίσµα άγνωστης χρήσης. 8
Το βουλευτήριο Το βουλευτήριο (Ε2), προσαρµοσµένο πλήρως στη φυσική κατωφέρεια του εδάφους (εικ. 13), αποτελείται από µια µεγάλη ορθογώνια αίθουσα, διαστάσεων 43,60 Χ 32,35 µ., µε τον επιµήκη άξονα από βορρά προς νότον, και από µια συνεχόµενη δωρική στοά στην πρόσοψη (εικ. 14). Για την κατασκευή του κτιρίου, καθώς και του γειτονικού πρυτανείου, στα τέλη του 4 ου ή στις αρχές του 3 ου αι. π.χ., χρειάστηκε να µετατεθεί πιο δυτικά ο περίβολος και η δυτική πύλη του Ιερού. Η ανασκαφή του βουλευτηρίου δεν έχει ολοκληρωθεί. Από τις µέχρι τώρα έρευνες όµως διαπιστώθηκε ότι η κύρια, ορθογώνια, αίθουσα διαιρείται σε δύο µέρη. Έναν χαµηλότερο και επίπεδο χώρο προς νότον και έναν ανηφορικό προς βορράν, ο οποίος έφερε εδώλια για τους συνέδρους. ύο µικρές πλευρικές κλίµακες οδηγούσαν στο κεκλιµένο τµήµα του, ενώ στο κατώτερο επίπεδο τµήµα βρισκόταν ο βωµός, η λίθινη κάλπη, όπου τοποθετούνταν ξύλινα κιβώτια για την ψηφοφορία, και πιθανότατα µία ξύλινη εικ. 14 εξέδρα για τους οµιλητές. Οι τοίχοι ήταν κατασκευασµένοι µε µεγάλες λιθοπλίνθους κατά το ισοδοµικό σύστηµα και η ανωδοµή από ωµές πλίνθους µε συνδετικό υλικό. Οκτώ ιωνικοί κίονες σε τρεις σειρές (3, 3, 2) και αρκετές αντηρίδες στους εξωτερικούς τοίχους υποβοηθούσαν στη στήριξη της στέγης. Όπως αποκάλυψαν οι έρευνες του άκαρη (1965-1971), η υψοµετρική διαφορά µεταξύ του βόρειου αµφιθεατρικού χώρου και του νότιου επίπεδου τµήµατος του κτιρίου είχε προκαλέσει κατολισθήσεις τµηµάτων της τοιχοποιίας και του εδάφους, µε αποτέλεσµα, εκτός από τα στατικά προβλήµατα, στη στρωµατογραφία του να µην διακρίνονται µε ασφάλεια οι τέσσερις πιθανότατα οικοδοµικές φάσεις που διαπιστώθηκαν. Αρχικά, στο εσωτερικό της ορθογώνιας αίθουσας πρέπει να υπήρχαν δύο σειρές από τρεις ιωνικούς κίονες, πιθανότατα κτιστοί µε τοξοειδείς πλίνθους. Μετά την πυρπόληση του κτιρίου από τους Αιτωλούς, για την καλύτερη στήριξη της στέγης, προστέθηκαν νοτιότερα άλλοι δυο κίονες από κροκαλοπαγές πέτρωµα, οι οποίοι περιβλήθηκαν από πειόσχηµο αναληµµατικό τοίχο. Η είσοδος στο βουλευτήριο γινόταν µέσω της δωρικής στοάς µε δύο θύρες, δεξιά και αριστερά, από τις οποίες διατηρούνται οι χάλκινες υποδοχές για τη στερέωση και την περιστροφή τους, καθώς και τα λίθινα κατώφλια µε ίχνη τριβής από τη χρήση. Κοντά στις εισόδους βρέθηκαν επίσης τα περισσότερα από τα χάλκινα εξαρτήµατα των θυρών (διακοσµητικοί ήλοι, λαβές, ασπιδίσκη). Η δωρική στοά στην πρόσοψη είχε κίονες από κροκαλοπαγές πέτρωµα (αρχικά ίσως από άλλο υλικό). Κάτω από το ελληνιστικό δάπεδο της στοάς εντοπίστηκαν ίχνη κατοίκησης από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1550-1200/1100 π.χ.) έως τον 4 ο αι. π.χ. Μεταξύ των κιόνων της στοάς σε κάποια µεταγενέστερη φάση κατασκευάστηκε ένα χαµηλό κτιστό θωράκιο. Μπροστά στην ανατολική πλευρά της στοάς βρέθηκαν έξι βάθρα, στα τρία από τα οποία διατηρούνται ορθοστάτες µε ψηφίσµατα του Κοινού των Ηπειρωτών. Τα βάθρα έφεραν χάλκινους ανδριάντες Ηπειρωτών στρατηγών από τους οποίους διασώθηκαν λίγα τµήµατα (τµήµατα από τους θώρακες, τµήµα τελαµώνα µε διακόσµηση «Ωκυπτέρων», δύο λαβές από ξίφη που έχουν σχήµα κεφαλής αετού και λέοντα αντίστοιχα, ένας σαυρωτήρας µε ένθετη αργυρή διακόσµηση κ.ά.). Το βουλευτήριο καταστράφηκε από τους Ρωµαίους το 167 π.χ. Επισκευάστηκε πρόχειρα, πιθανότατα µετά το 148 π.χ. και πρέπει να λειτούργησε έως τα χρόνια του Αυγούστου. Στον 4 ο αι. µ.χ. εγκαταστάθηκε στο εσωτερικό του εργαστήριο πορφύρας. Μετά την οριστική του εγκατάλειψη κατασκευάστηκαν εδώ κιβωτιόσχηµοι τάφοι του 5 ου και 6 ου αι. µ.χ. Την ανασύσταση της εικόνας του βουλευτηρίου φωτίζει η νεότερη ανασκαφική έρευνα στο γειτονικό πρυτανείο, µε τη λειτουργία του οποίου και συνδέεται. 9
Το πρυτανείο Ήδη από το 1972, µε την επέκταση της ανασκαφικής έρευνας του καθηγητή άκαρη στη ιερά οδό, νότια του βουλευτηρίου, είχε αποκαλυφθεί ο ισοδοµικός τοίχος της µετέπειτα πτέρυγας Ο1 του πρυτανείου. Με τη δοκιµαστική ανασκαφή του 1974 διαπιστώθηκε ότι η πτέρυγα Ο1 συνέχεται µε την ανατολική στοά του πρυτανείου, την οποία είχε εντοπίσει ο Καραπάνος, µαζί µε τα προκείµενα βάθρα. Η συστηµατική έρευνα στο πρυτανείο άρχισε από τον άκαρη το 1981 µε τη συνεργασία µας. Το οικοδόµηµα αποκαλύφθηκε σταδιακά και, µετά τις νεότερες έρευνες που διενεργούµε από το 1996, η κάτοψή του έγινε γνωστή σχεδόν στο σύνολό της (εικ. 15). Το πρυτανείο, κτισµένο σε επίπεδο χώρο, διατήρησε µοναδική για το Ιερό της ωδώνης αλληλουχία ανασκαφικών στρώσεων από την κατασκευή, χρήση και καταστροφή των τεσσάρων τουλάχιστον οικοδοµικών φάσεων που παρουσιάζει, οι οποίες χρονολογούνται από τα τέλη του 4 ου αι. π.χ. έως τα τέλη του 4 ου αι. µ.χ. Ως εκ τούτου, παρόλο που η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί, η στρωµατογραφία του είναι αποκαλυπτική για τις αλλαγές που παρουσιάζει. εικ. 15 Με βάση τα δεδοµένα της νεότερης έρευνας καθώς και νέες παρατηρήσεις επί παλαιών ζητηµάτων διαπιστώθηκαν τα εξής: Α. Ο αρχικός πυρήνας του πρυτανείου είναι το κτίριο O, διαστάσεων περί τα 32 Χ 14µ. Αποτελείται από δυο αίθουσες που επικοινωνούν στο µέσον: µια ορθογώνια αίθουσα στα ανατολικά και µια τετράγωνη στα δυτικά. Η ορθογώνια αίθουσα είναι περίστυλη, µε 4 Χ 5 κίονες σε συνεχή στυλοβάτη, και διασώζει βωµό στην υπαίθρια αυλή. Η τετράγωνη αίθουσα διασώζει κάτω από τα εδώλια του µεταγενέστερου συνεδρίου διπλό αναβαθµό, εν είδει εξέδρας, ο οποίος περιέτρεχε το δωµάτιο σε επαφή µε τον τοίχο. Στο κέντρο του δωµατίου αυτού υπάρχουν ενδείξεις ότι έκαιγε το «άσβεστον πυρ», όπως υποδηλώνει η ύπαρξη των 10
δύο αυτών αναβαθµών στο δωµάτιο της εστίας και σε άλλα πρυτανεία, οι οποίοι εξυπηρετούσαν την καλύτερη θέαση των τελετουργιών από τους θεατές. Από τη µελέτη της στρωµατογραφίας προκύπτει ότι το κτήριο O κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου µε αρχές του 3ου αι. π. X., συγχρόνως µε το γειτονικό βουλευτήριο, δηλ. στην περίοδο της Συµµαχίας των Hπειρωτών (340-234/33 π. X Tην κοινή αρχιτεκτονική αντίληψη µαρτυρεί εξάλλου και η τοιχοποιία των δύο κτιρίων µε τη χαρακτηριστική κύφωση εξωτερικά και τις λίθινες αντηρίδες. Από άποψη χωροταξίας, τα δυο παρόδια, σύγχρονα οικοδοµήµατα, αποκλίνουν από το ανατολικό σκέλος του εγκάρσιου άξονα του Iερού προς τα βόρεια και νότια αντίστοιχα, περισσότερο το πρυτανείο, πιθανότατα εξαιτίας της διατήρησης τµήµατος του αρχαιότερου περιβόλου στο µεσότοιχο των δυο αιθουσών. H διάταξη αυτή δηµιουργεί προοπτικό βάθος, το οποίο επιτρέπει στον επισκέπτη, που εισέρχεται από τα δυτικά, ελεύθερη τη θέα της ιεράς οικίας µε τη µαντική φηγό, σύλληψη που φανερώνει ενιαίο αρχιτεκτονικό σχεδιασµό. Kατά την πρώτη οικοδοµική φάση η πρόσβαση στο πρυτανείο πρέπει να γινόταν από βόρεια, από την ιερά οδό, προς την αίθουσα του περιστυλίου, ενδεχοµένως µε δύο εισόδους κατ αναλογίαν προς το γειτονικό ισοµήκες στην πρόσοψη βουλευτήριο. H θέση των εισόδων προς την περίστυλη αίθουσα δεν εντοπίστηκε, εξαιτίας της κατεδάφισης του βόρειου τοίχου της κατά τη δεύτερη οικοδοµική φάση του κτιρίου. Β. Kατά τη δεύτερη οικοδοµική φάση, βόρεια και νότια του αρχικού πυρήνα Ο του πρυτανείου κατασκευάστηκαν οι πτέρυγες O1 και Ο2 αντίστοιχα. H προσθήκη του κτιρίου O1 απέκοψε την επικοινωνία του πρυτανείου µε την Iερά οδό, γι αυτό και η κύρια είσοδός του µεταφέρθηκε στην ανατολική πλευρά της περίστυλης αίθουσας. Συγχρόνως, η πρόσοψη του οικοδοµήµατος διαµορφώθηκε σε στοά µε ιωνικό µέτωπο και κλειστό το βόρειο άκρο. Η προσθήκη ιωνικής στοάς προσέδιδε σκηνική υπόσταση στον εκ πρώτης όψεως αδιαµόρφωτο, κατά την περίοδο αυτή, χώρο νότια του Iερού, ο οποίος τώρα µεταβάλλεται οπτικά προς χάριν των εισερχόµενων προσκυνητών από την κοιλάδα. Την ίδια σκηνογραφική διάθεση αποπνέει το στωικό µέτωπο του βουλευτηρίου, το οποίο επαναλαµβάνει αυτό του θεάτρου για τον εισερχόµενο από τη δυτική είσοδο. Όµως µε την ένταξη του πρυτανείου στο χώρο αποτυπώνεται ήδη η τάση για την µνηµειακή ανάδειξη της κύριας εισόδου στο Ιερό από νότον. Οι πτέρυγες O1και Ο2, έχουν αντίστοιχη διαρρύθµιση και σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις, χρησίµευαν ως καταγώγιο για την διαµονή και τη σίτιση των αρχόντων και άλλων επίσηµων προσώπων. Tο σκοπό αυτό εξυπηρετούσαν οι τρεις συνεχόµενοι, ανδρώνες, δ, ε, ζ, και οι δυο βοηθητικοί χώροι α, β, οι οποίοι επικοινωνούσαν µεταξύ τους µέσω του διαδρόµου γ. Σχετική µε την παραπάνω χρήση ήταν και η κατασκευή εστίας στη θέση του κυκλικού πλακόστρωτου δαπέδου που ήρθε στο φως στη νοτιοδυτική γωνία της περίστυλης αίθουσας του κτηρίου O. Για την επικοινωνία των δυο πτερύγων µεταξύ τους και µε το κυρίως πρυτανείο O διαπιστώθηκε ότι ο βόρειος και ο νότιος τοίχος της περίστυλης αίθουσας κατεδαφίστηκαν. Ο βόρειος τοίχος προς την πτέρυγα Ο1 καταργήθηκε εντελώς, ενώ ο νότιος τοίχος προς την πτέρυγα Ο2 αντικαταστάθηκε µε κιονοστοιχία. Από την πτέρυγα Ο2 υπάρχουν ενδείξεις, ότι ενδεχοµένως εδώ στεγάζονταν και διάφορες δηµόσιες υπηρεσίες, πιθανώς νοµισµατοκοπείο ή αρχείο. Tις πολλαπλές λειτουργίες της πτέρυγας Ο2 στηρίζει και η ύπαρξη του ευρύτερου διαδρόµου µεταξύ αυτής και του κτιρίου Ο, το πλάτος του οποίου καθορίστηκε από τη διατήρηση τµήµατος του αρχαιότερου περιβόλου στην ανατολική πλευρά του δωµατίου ζ. Σύµφωνα µε τα στρωµατογραφικά δεδοµένα, η αλλαγή στο πρυτανείο συντελέστηκε κατά την περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών (233/234-168 π.χ.), πριν από την καταστροφή του Iερού από τους Aιτωλούς, το 218 π. X. Όπως διαπιστώνεται, το πρυτανείο της ωδώνης, στα τέλη του 4ου µε αρχές του 3ου αι. π. X., ακολουθεί τον τύπο του ελληνικού ιδιωτικού σπιτιού, που στην απλούστερη µορφή του αποτελείται από έναν ευρύχωρο οίκο µε την εστία στο κέντρο και µε την περίστυλη αυλή στον κεντρικό άξονα. Ήδη από την πρώιµη περίοδο του Κοινού, µε την προσθήκη του καταγωγίου και της ανατολικής στοάς µετατρέπεται σε κτιριακό συγκρότηµα και διαθέτει όλους τους χώρους που χαρακτηρίζουν τα πρυτανεία, όπως είναι γνωστοί από την αρχαία γραµµατεία και έχουν έρθει στο φως µε τις ανασκαφές. Ως εκ τούτου καταδεικνύεται η µνηµειακή κατασκευή του, γεγονός, που, εκτός των άλλων, επιβεβαιώνει και τις µαρτυρίες των γραπτών πηγών για τη µεγάλη συµµετοχή των Ηπειρωτικών φύλων στη νέα διευρυµένη συµµαχία του Κοινού των Ηπειρωτών για τις ανάγκες της οποίας το αρχικό οικοδόµηµα Ο επεκτείνεται και εκσυγχρονίζεται. ( 34 Χ 34 µ. περίπου). 11
Γ. Tο πρυτανείο καταστράφηκε από τους Pωµαίους το 167 π. X., όπως µαρτυρεί το εκτεταµένο στρώµα από φωτιά που απαντά κάτω από την πεσµένη κεράµωση της στέγης. Μετά την ανασύσταση του Kοινού των Hπειρωτών το 148 π. X., από το κτιριακό συγκρότηµα, ανοικοδοµείται µόνον ο αρχικός πυρήνας Ο, χωρίς τις πτέρυγες του καταγωγίου O1 και Ο2 και την ανατολική στοά, οι οποίες έκτοτε εγκαταλείπονται. Στην περίστυλη αίθουσα του κεντρικού κτιρίου, πάνω από τις επιχώσεις της ρωµαϊκής καταστροφής, κατασκευάστηκε ένα ευρύτερο περιστύλιο από 4Χ7 δωρικούς κίονες, σε δεύτερη χρήση, πάνω σε µεµονωµένες βάσεις. Όπως διαπιστώθηκε, οι βάσεις προέρχονται από διαλυµένα βάθρα του Ιερού, που καταστράφηκαν το 167 π.χ. Η ανύψωση των δαπέδων είχε ως συνέπεια την προσθήκη νέων κατωφλιών και την κατασκευή νέου αποχετευτικού δικτύου. Όλα µαρτυρούν για την προχειρότητα της κατασκευής, και κυρίως οι τοιχοποιίες από αργούς λίθους που απέκοψαν την επικοινωνία µε τις πτέρυγες Ο1-Ο2. Τέλος, µε την κατασκευή λίθινων εδωλίων πάνω από τις επιχώσεις της ρωµαϊκής καταστροφής, η εσωτερική διαρρύθµιση και η λειτουργία της τετράγωνης αίθουσας µε την εστία, κατά την τρίτη οικοδοµική φάση, άλλαξε ριζικά. Η µετατροπή της αίθουσας µε την εστία σε συνεδριακό χώρο παρέχει ενδείξεις για τη δυσλειτουργία του γειτονικού βουλευτηρίου και τη µικρή συµµετοχή των Hπειρωτικών φύλων στο νέο Kοινό των Hπειρωτών, το οποίο ανασυστήνεται µετά το 148 π. X. υπό τον έλεγχο των Pωµαίων. Εξάλλου, ο περιορισµός του Πρυτανείου στα αρχικά του όρια δηλαδή στον αρχικό του πυρήνα O, κατά την τρίτη οικοδοµική φάση, υποδηλώνει την παρακµή των θεσµών και την υποτυπώδη λειτουργία του Iερού της ωδώνης ως πολιτικού κέντρου, εξαιτίας της ρωµαϊκής κυριαρχίας.. Η µορφή και η χρήση του οικοδοµήµατος µεταβάλλονται ριζικά κατά τον 4 ο αι. µ. X. Tότε κατασκευάστηκαν εδώ ιδιωτικά σπίτια, από τα οποία διασώθηκαν κυρίως τοιχοποιίες, που σχηµατίζουν δωµάτια, πάνω από τις βάσεις των κιόνων του νεότερου περιστυλίου και πάνω στους εξωτερικούς τοίχους του κεντρικού κτιρίου Ο. Κατά την ιδιωτική χρήση του χώρου, η οποία σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις συνεχίστηκε και στον 5ο αι. µ. X., η επικοινωνία µεταξύ των δυο αιθουσών του κτιρίου διακόπτεται. Όπως µπορεί να δει κανείς, οι περιπέτειες του οικοδοµήµατος είναι ιδιαίτερα εµφανείς στους εξωτερικούς τοίχους της πρώην περίστυλης αίθουσας, οι οποίοι εδράζονται στους αρχικούς τοίχους του ελληνιστικού κτιρίου. Επισηµαίνουµε ότι το πρυτανείο είναι το µοναδικό κτίριο του Ιερού της ωδώνης, στο οποίο αποκαλύπτονται και διασώζονται όλες οι οικοδοµικές φάσεις, από τον 4 ο αι. π. Χ. έως τον 4 ο αι. µ.χ. Ας σηµειωθεί επίσης ότι είναι ένα από τα λίγα πρυτανεία που διασώζουν τόσο πολλά και ασφαλή στοιχεία κάτοψης. Στη συµπλήρωση των στοιχείων της κάτοψης του πρυτανείου συµβάλλει η ανασκαφή του µεγάλου στωϊκού οικοδοµήµατος που απαντά στην προέκταση προς νότον της ανατολικής στοάς του κτιριακού συγκροτήµατος της δεύτερης οικοδοµικής φάσης (Ο-Ο1-Ο2), δηλ. η δυτική στοά του Ιερού. Η δυτική στοά του Ιερού Η επέκταση της ανασκαφής από τις υπογράφουσες στο χώρο νότια και ανατολικά του πρυτανείου έγινε κυρίως µε στόχο την ανασύσταση της εικόνας της κύριας πρόσβασης στο Ιερό από νότον, µέσω της κοιλάδας της ωδώνης. Από τις ανασκαφικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί έως τώρα, έχουν έρθει ήδη στο φως νέα στοιχεία για την περαιτέρω διερεύνηση των σχέσεων των οικοδοµηµάτων του Ιερού µεταξύ τους και της θέσης τους στον αρχιτεκτονικό του σχεδιασµό, ο οποίος σήµερα δεν αναδεικνύεται µε την είσοδο των επισκεπτών στον αρχαιολογικό χώρο από δυτικά, µέσω του σταδίου. Σύµφωνα µε την κάτοψη του Ιερού που έδωσε ο Καραπάνος, εσωτερικά των δυο µακρών πλευρών του αρχαιότερου περιβόλου του Ιερού (ανατολικού και δυτικού) προς τη νότια, κεντρική πύλη, απαντούν επιµήκη οικοδοµήµατα, προ των οποίων εκτείνονται σειρές βάθρων. Το δυτικό εξ αυτών, που χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως ιερό της Αφροδίτης, ο Καραπάνος θεώρησε ότι διαιρείται από εγκάρσιο τοίχο σε δυο τµήµατα. Όµως, όπως προκύπτει από την έρευνα που διενεργούµε, η τοιχοποιία αυτή είναι µεταγενέστερη και έγινε µετά την εγκατάλειψη του κτιρίου. Ο άκαρης, βαθύς γνώστης του χώρου, ανέγνωσε σωστά τα στοιχεία της κάτοψης του Καραπάνου, και στην αναπαράσταση που επιχείρησε, χωρίς να έχει διενεργήσει ανασκαφή, απέδωσε ορθά δυο στωικά οικοδοµήµατα να πλαισιώνουν εσωτερικά τις δυο µακρές πλευρές του περιβόλου. Από τα δύο στωικά οικοδοµήµατα, το ευρύτερο, δυτικό, το αναπαρέστησε µε δίριχτη στέγη, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη εσωτερικής κιονοστοιχίας. 12
Πρόκειται για το στωικό οικοδόµηµα που ανασκάπτουµε από το 1998, στην προέκταση την ανατολικής στοάς του πρυτανείου, το οποίο πλαισίωνε από δυτικά την είσοδο στο Ιερό. Την πίσω, δυτική όψη της στοάς αποτελεί ο αρχαιότερος περίβολος. Στην πρόσοψη της στοάς, προς ανατολάς, εκτείνονται σειρές βάθρων (εικ. 16). Η δυτική στοά του Ιερού έχει πλάτος 10.50µ., το οποίο διαµοιράζεται µε την ύπαρξη εσωτερικής κιονοστοιχίας από 14 κίονες. Το µήκος της ανέρχεται σε 79 µ. από το σηµείο σύνδεσης του στυλοβάτη της µε την ανατολική στοά του πρυτανείου και διασώζεται ως επί το πλείστον στο επίπεδο του στερεοβάτη. Όπως φαίνεται, το µεγάλο πλάτος της δυτικής στοάς υπαγορεύεται, αφ ενός µεν από το πλάτος της ανατολικής στοάς του πρυτανείου, αφετέρου δε από την ύπαρξη του αρχαιότερου περιβόλου, που αποτέλεσε τον εξωτερικό (οπίσθιο) τοίχο της, και ο οποίος, σε ορισµένα εικ. 16 σηµεία διασώζεται σε ύψος µεγαλύτερο των 3 µ. Στο ανατολικό τµήµα της νότιας στενής πλευράς της στοάς ήρθε στο φως µεγάλη κλίµακα µε έξι αναβαθµούς. Άλλες δυο µικρότερες κλίµακες προ της ανατολικής µακράς πλευράς της, µε προς βορράν µειούµενο αριθµό βαθµίδων, τέσσερις και δύο αντίστοιχα, αποτελούν σηµαντικό στοιχείο για την κλίση του αρχαίου εδάφους, η οποία υποδηλώνεται εξάλλου και από την υψοµετρική διαφορά στην οποία απαντούν τα βάθρα. Αρκετά από τα βάθρα προ της δυτικής στοάς του Ιερού, καθώς και οι κλίµακες είχαν έρθει στο φως από τον Κ. Καραπάνο, όταν το 1875, παρακινούµενος κυρίως από το µεγάλο αριθµό χάλκινων ευρηµάτων που συγκέντρωσε από την περιοχή αυτή, αναµόχλευσε το έδαφος στην πρόσοψη της δυτικής στοάς, ακολουθώντας περιµετρικά την τοιχοποιία της. Όπως προκύπτει όµως από την έρευνα που διενεργούµε, τόσο στο εσωτερικό της δυτικής στοάς, όσο και στο εξωτερικό της, οι επιχώσεις κατασκευής και χρήσης του οικοδοµήµατος έµειναν αδιατάρακτες από τις έρευνες του Καραπάνου. Από τις νεότερες ανασκαφές υπάρχουν στοιχεία, που όµως αποµένει να επιβεβαιωθούν, ότι η δυτική στοά του Ιερού είναι νεότερη από το στωικό µέτωπο του πρυτανείου και δύναται να χρονολογηθεί στην περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τον τρόπο σύνδεσης του στυλοβάτη της ανατολικής στοάς του πρυτανείου µε το στυλοβάτη της δυτικής στοάς του Ιερού, και ενισχύονται από τη στρωµατογραφία του τοµέα στα νοτιοδυτικά της σύνδεσης των δυο οικοδοµηµάτων. Ως εκ τούτου, είναι πιθανές δύο υποθέσεις: Α. Είναι πιθανό κατά την πρώτη οικοδοµική περίοδο του πρυτανείου, ανατολικά του κεντρικού οικοδοµήµατος Ο, να υπήρχε ένας προθάλαµος µε στωικό µέτωπο. Κατά τη δεύτερη οικοδοµική φάση του κτιρίου, όταν προστέθηκαν οι πτέρυγες Ο1-Ο2, το στωικό αυτό µέτωπο αποτέλεσε την ανατολική στοά του πρυτανείου και συνδέθηκε προς βορράν µε ένα κλειστό άκρο και προς νότον µε τη δυτική στοά του Ιερού. Β. Είναι πιθανό, πριν από τη δεύτερη οικοδοµική φάση του πρυτανείου, ανατολικά του συγκροτήµατος Ο-Ο1-Ο2, να εκτείνονταν µια στοά µε δύο και όχι ένα κλειστό άκρο (βόρειο και νότιο), εκατέρωθεν του κεντρικού στωικού µετώπου. Μετά την ενδιάµεση αυτή οικοδοµική φάση, το νότιο κλειστό άκρο της ανατολικής στοάς του πρυτανείου, προ της πτέρυγας Ο2, αποκόπηκε, προκειµένου ο στυλοβάτης του κεντρικού τµήµατός της να συνδεθεί µε το στυλοβάτη της δυτικής στοάς του Ιερού. Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις, τον εξωτερικό, οπίσθιο τοίχο του µνηµειακού αυτού στωικού οικοδοµήµατος, αποτέλεσε ο αρχαιότερος δυτικός περίβολος του Ιερού. Οπωσδήποτε, η ακριβής σχέση, αφενός µεν των οικοδοµηµάτων µε τον αρχαιότερο περίβολο, αφετέρου δε των αναθηµάτων µε τα στωικά κτίσµατα, δεν είναι δυνατόν να αποσαφηνιστεί πριν ολοκληρωθεί η ανασκαφική έρευνα. Προς το παρόν όµως, µπορούµε να είµαστε βέβαιοι ότι η πλαισίωση των µακρών πλευρών του περιβόλου µε τις στοές θα πρέπει να συνδεθεί µε την αρχιτεκτονική διαµόρφωση του Ιερού που βρίσκεται σε εξέλιξη κατά την περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών. Οι στοές αυτές, πέρα από την πρακτική τους χρησιµότητα, απέβλεπαν κυρίως στην τόνωση της εντύπωσης του εσωτερικού χώρου του περιβόλου, ο οποίος αποκτούσε µνηµειώδες στωϊκό µέτωπο, πλήρως εναρµονισµένο µε την τάση της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής και αντάξιο της φήµης και της ακτινοβολίας του Ιερού της ωδώνης. 13