ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Νοεμβρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 148/78 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1997 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Μαΐου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) της 15ης Μαρτίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-108/98. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 *

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

Συλλογή της Νομολογίας

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1998*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουλίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Φεβρουαρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Απριλίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1990 *

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

της 3ης Απριλίου 1968*

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Ιουλίου 1992 *

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 11ης Οκτωβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 70/83

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1992 *

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ MICHAEL Β. ELMER της 14ης Μαρτίου 1996 *

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 6ης Ιουνίου 2000 *

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Οκτωβρίου 2004 *

Transcript:

PRETORE DI SALÒ / X ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 * Στην υπόθεση 14/86, που έχει ως αντικείμενο αίτηση της Pretura του Salò προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και που κινήθηκε από τον Pretore του Salò αγνώστων, κατ' η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 78/659/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1978, περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 172), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα ) συγκείμενο από τους Υ. Galmot, πρόεδρο τμήματος, G. Bosco, U. Everling, R. Joliét και J. C. Moitinho de Almeida, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν: η ιταλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον E. Traversa, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 25ης Νοεμβρίου 1986, * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική. 2565

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 11. 6. 1987 - ΥΠΟΘΕΣΗ 14/86 αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 1987, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Με Διάταξη της 13ης Ιανουαρίου 1986, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιανουαρίου 1986, ο Pretore του Salò υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 78/659 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1978, περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 172). 2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατ' αγνώστων για πλημμελήματα και πταίσματα διαπραχθέντα κατά παράβαση διαφόρων διατάξεων του νόμου σχετικών με την προστασία των υδάτων. 3 Η δίκη αυτή κινήθηκε κατόπιν μηνύσεως που κατέθεσε μια ένωση αλιέων κατόπιν του παρατηρηθέντος θανάτου μεγάλου αριθμού ψαριών στον ποταμό Chiese, που οφειλόταν κατ' ουσία στην κατασκευή πολυαρίθμων φραγμάτων για υδροηλεκτρική και αρδευτική χρήση, τα οποία προκαλούν έντονες και απότομες διακυμάνσεις της παροχής ύδατος. Και άλλες ενώσεις αλιέων είχαν καταγγείλει στο παρελθόν τα ίδια περιστατικά, καθώς και την απόρριψη επιβλαβών ουσιών στον ίδιο ποταμό, οι μηνύσεις τους όμως είχαν τεθεί στο αρχείο. 4 Στο πλαίσιο της ποινικής ανάκρισης την οποία κίνησε, ο Pretore του Salò έκρινε αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «1) Το σημερινό πλέγμα νομοθετικών ρυθμίσεων της Ιταλικής Δημοκρατίας περί της προστασίας των υδάτων από τη ρύπανση ανταποκρίνεται στις αρχές και τους ποιοτικούς στόχους που ορίζονται με την οδηγία 78/659/ΕΟΚ, της 18ης Ιουλίου 1978, περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων; 2566

PRETORE DI SALÒ / X 2) Οι ποιοτικοί στόχοι, όπως ορίζονται με την οδηγία, προϋποθέτουν τη συνολική αντιμετώπιση της διαχείρισης των υδάτων, άρα τη διασφάλιση του συστήματος παροχής και ποσότητας και επομένως την ανάγκη να υπάρχουν κανόνες αναφερόμενοι σε υδάτινες μάζες ή υδάτινα ρεύματα, κατάλληλοι για την προστασία της σταθερότητας της ροής, έτσι ώστε να διατηρείται η ελάχιστη ποσότητα ύδατος που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των ειδών των ιχθύων;» 5 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατέθεσαν η ιταλική κυβέρνηση και η Επιτροπή. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω, παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο. 6 Η ιταλική κυβέρνηση, χωρίς να προβάλει ρητά ένσταση περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου να απαντήσει στα υποβαλλόμενα ερωτήματα, εφιστά την προσοχή του Δικαστηρίου στη φύση των καθηκόντων που ασκεί εν προκειμένω ο Pretore, τα οποία είναι ταυτόχρονα καθήκοντα εισαγγελικής αρχής και ανακριτή δικαστή. Ο Pretore διενεργεί προκαταρκτική εξέταση υπό την ιδιότητα της εισαγγελικής αρχής και, σε περίπτωση αρνητικού πορίσματος, εκδίδει διάταξη περί θέσεως της υποθέσεως στο αρχείο αντί του ανακριτή δικαστή. Η διάταξη αυτή δεν αποτελεί δικαιοδοτική πράξη, εφόσον δεν μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο ή να διαμορφώσει αμετάκλητη διαδικαστική κατάσταση και δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη, ενώ τέτοια υποχρέωση επιβάλλεται από το άρθρο 111 του ιταλικού Συντάγματος για τις δικαιοδοτικές πράξεις. 7 Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Pretori είναι δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι, σε δίκες σαν αυτή στην οποία αναφέρεται η υπό κρίση υπόθεση, συγκεντρώνουν τα καθήκοντα εισαγγελικής αρχής και ανακριτή δικαστή. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, εφόσον αυτή προέρχεται από δικαιοδοτικό όργανο που ενήργησε στο γενικό πλαίσιο της αποστολής του να κρίνει, με ανεξαρτησία γνώμης και σύμφωνα με το δίκαιο, διαφορές, για τις οποίες ο νόμος τού έχει απονείμει αρμοδιότητα, έστω και αν ορισμένα από τα καθήκοντα, τα οποία οφείλει να ασκήσει κατά τη διαδικασία που έδωσε αφορμή για την προδικαστική παραπομπή, δεν έχουν αυστηρά δικαιοδοτικό χαρακτήρα. 8 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η ιταλική κυβέρνηση υποστήριξε επίσης ότι, ενόψει του παρόντος σταδίου της διαδικασίας, όπου τα πραγματικά περιστατικά δεν έχουν επαρκώς διαλευκανθεί, ούτε έχει προσδιοριστεί η ταυτότητα των ενδεχομένων υπαιτίων, η προδικαστική παραπομπή είναι πρώιμη. 2567

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 11. 6. 1987 - ΥΠΟΘΕΣΗ 14/86 9 Η Επιτροπή φρονεί ότι η προδικαστική παραπομπή είναι απαράδεκτη, διότι, δεδομένου ότι πρόκειται για ποινική δίκη κατ' αγνώστων, είναι πιθανό να μην εκδοθεί ποτέ απόφαση επί της ουσίας. Αυτό θα συμβεί αναπόφευκτα, σε περίπτωση που δεν θα εντοπιστεί ποτέ ο υπαίτιος ή οι υπαίτιοι. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέπτυξε και ένα άλλο επιχείρημα για να υποστηρίξει την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου: σε περίπτωση που οι υπαίτιοι καταστούν γνωστοί μετά την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, θα έχουν πλέον χάσει τη δυνατότητα να υποστηρίξουν ενώπιον του Δικαστηρίου την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που είναι περισσότερο σύμφωνη προς τα συμφέροντά τους. Με αυτόν τον τρόπο θα έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματα της υπερασπίσεως. 10 Πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 10ης Μαρτίου 1981 ( συνεκδικασθείσες υποθέσεις 36 και 71/80, Irish Creamery, Συλλογή σ. 735 ), για να είναι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου χρήσιμη στον εθνικό δικαστή, είναι αναγκαίο να ορίζεται το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να ενταχθεί η αιτούμενη ερμηνεία. Από τη σκοπιά αυτή, μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αποτελεί πλεονέκτημα το να έχουν αποδειχτεί τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και να έχουν επιλυθεί τα προβλήματα που είναι καθαρά εθνικού δικαίου κατά το χρόνο της παραπομπής στο Δικαστήριο, έτσι ώστε να παρέχεται σ' αυτό η δυνατότητα να γνωρίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ενδέχεται να είναι σημαντικά για την αιτούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. 1 1 Εντούτοις, όπως έχει ήδη δεχτεί το Δικαστήριο ( βλέπε την ίδια απόφαση, καθώς και, τελευταία, την απόφαση της 20ής Ιουλίου 1984, υπόθεση 72/83, Campus Oil, Συλλογή σ. 2727 ), οι σκέψεις αυτές δεν περιορίζουν σε τίποτε την ευχέρεια εκτιμήσεως του εθνικού δικαστή, που είναι ο μόνος που έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και των επιχειρημάτων των διαδίκων και ο οποίος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που θα εκδοθεί και είναι, συνεπώς, σε καλύτερη θέση από κάθε άλλον να κρίνει σε ποιο στάδιο της διαδικασίας έχει ανάγκη από προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου. Συνεπώς, η επιλογή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του πρόσφορου χρόνου για την υποβολή αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 177 εξαρτάται από παράγοντες οικονομίας και διευκολύνσεως της δίκης, η εκτίμηση των οποίων δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά μόνο στο εθνικό δικαστήριο. 12 Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας που έχουν για τα εθνικά δικαστήρια οι αποφάσεις του Δικαστηρίου επί προδικαστικής υποθέσεως δεν εμποδίζει τον εθνικό δικαστή, που είναι αποδέκτης μιας τέτοιας απόφασης, να απευθυνθεί εκ νέου στο Δικαστήριο, αν το κρίνει αναγκαίο για να τάμει τη 2568

PRETORE DI SALÒ / X διαφορά στην κύρια δίκη. Η νέα αυτή παραπομπή μπορεί να δικαιολογείται, όταν ο εθνικός δικαστής προσκρούει σε δυσχέρειες κατανοήσεως ή εφαρμογής της αποφάσεως, όταν υποβάλλει στην κρίση του Δικαστηρίου νέο νομικό ζήτημα ή ακόμη όταν του υποβάλλει νέα στοιχεία εκτιμήσεως ικανά να οδηγήσουν το Δικαστήριο να απαντήσει διαφορετικά σε ήδη υποβληθέν ερώτημα (βλέπε, τελευταία, Διάταξη της 5ης Μαρτίου 1986, υπόθεση 69/85, Wünsche, Συλλογή σ. 947 και επ. ). 13 Σε περίπτωση, επομένως, που καθίσταται γνωστή η ταυτότητα των κατηγορουμένων μετά την υποβολή της αίτησης εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, και εφόσον συντρέξει μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται πιο πάνω, ο εθνικός δικαστής θα μπορεί να απευθύνει εκ νέου ερώτημα στο Δικαστήριο, εξασφαλίζοντας έτσι το σεβασμό των δικαιωμάτων της υπερασπίσεως. 14 Υπ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να απορριφθούν οι αντιρρήσεις που διατύπωσαν στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή και η ιταλική κυβέρνηση σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Επί του πρώτου ερωτήματος 15 Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αυτό δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αποφανθεί αν μια διάταξη εθνικού δικαίου συμβιβάζεται ή όχι με το κοινοτικό δίκαιο ( βλέπε, τελευταία, απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1984, υποθέσεις 91 και 127/83, Heineken, Συλλογή σ. 3435 ). 16 Το Δικαστήριο μπορεί ωστόσο να συναγάγει από τα ερωτήματα που διατυπώνει ο εθνικός δικαστής, και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα που αυτός εκθέτει, εκείνα τα στοιχεία που αναφέρονται στην ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, για να δώσει στον εν λόγω δικαστή τη δυνατότητα να επιλύσει το νομικό ζήτημα που τον απασχολεί. Στην υπό κρίση περίπτωση, ωστόσο, ενόψει της γενικότητας του ερωτήματος και ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων που θα παρείχαν τη δυνατότητα να προσδιοριστούν οι αμφιβολίες του παραπέμποντος δικαστή, το Δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να απαντήσει στο υποβαλλόμενο ερώτημα. Επί του δευτέρου ερωτήματος 17 Κατά τη Διάταξη παραπομπής, η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση αφορά τα ποινικού χαρακτήρα ζητήματα που έχουν ανακύψει ενώπιόν του, «τόσο λόγω του χαρακτήρα 2569

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 11. 6. 1987 ΥΠΟΘΕΣΗ 14/86 της ως ουσιώδους κατευθυντήριου κειμένου για τα κριτήρια που πρέπει να προσανατολίσουν την έρευνα, όσο και λόγω της καθοριστικής της σημασίας για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων της ισχύουσας ποινικής ρύθμισης, πέρα από τις αναμφισβήτητες προοπτικές διευρύνσεως της σφαίρας της ποινικής προστασίας που μπορούν να προκύψουν από την οδηγία». 18 Το εθνικό δικαστήριο θέλει δηλαδή κατ' ουσίαν να γνωρίζει αν η οδηγία 78/659 μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, μόνη της και ανεξάρτητα από την εσωτερική νομοθεσία ενός κράτους, τη στοιχειοθέτηση ή την επιβάρυνση της ποινικής ευθύνης των ενεργούντων κατά παράβαση των διατάξεών της. 19 Σχετικώς, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχτεί με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986 (υπόθεση 152/84, Marshall, Συλλογή σσ. 723 και 737) «ότι η οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για τους ιδιώτες και ότι, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθαυτών των διατάξεων οδηγίας κατά των προσώπων αυτών». Από οδηγία που δεν έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη κράτους μέλους δεν μπορούν επομένως να προκύψουν υποχρεώσεις για τους ιδιώτες ούτε έναντι άλλων ιδιωτών, ούτε, κατά μείζονα λόγο, έναντι του ίδιου του κράτους. 20 Πρέπει, συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 78/659 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1978, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, μόνη της και ανεξάρτητα από εσωτερικό νόμο κράτους μέλους εκδιδόμενο προς εφαρμογή της, τη στοιχειοθέτηση ή την επιβάρυνση της ποινικής ευθύνης των ενεργούντων κατά παράβαση των διατάξεών της. Επί των δικαστικών εξόδων 21 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η ιταλική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. 2570

PRETORE DI SALÒ / Χ Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα ), κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 13ης Ιανουαρίου 1986 ο Pretore του Salò, αποφαίνεται: Η οδηγία 78/659 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1978 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 172 ), δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, μόνη της και ανεξάρτητα από εσωτερικό νόμο κράτους μέλους εκδιδόμενο προς εφαρμογή της, τη στοιχειοθέτηση ή την επιβάρυνση της ποινικής ευθύνης των ενεργούντων κατά παράβαση των διατάξεών της. Galmot Bosco Everling Joliet Moitinho de Almeida Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουνίου 1987. Ο γραμματέας Ρ. Heim Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος Υ. Galmot 2571