Γιώργος Αλβανός ΣΕΛΙ ΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΣΚΑΛΟΥ Η Τακατούκα Σαν πήγε στο σχολειό να γράψει την εγγονή της, τη Βάσω,στην πρώτη τάξη του ηµοτικού, η θεια - Βασιλική παρακάλεσε τον δάσκαλο : - άσκαλε, το µωρό δεν είναι στα καλά του Κάνει παλαβάδες και δε σηκώνει ζόρια. Έχε το µε το καλό και µην το δέρνεις - Έννοια σου, θεια- Βασιλική! Οι δάσκαλοι τ αγαπούν τα παιδιά. Τα συµβουλεύουν και τα βοηθούν. ε δέρνουν πια σήµερα. Τη Βάσω θα την προσέχουµε και θα την αγαπάµε µε το παραπάνω Η θεια Βασιλική έφυγε από το σχολειό κάνοντας τον σταυρό της και ευχαριστώντας τον Θεό, που έστειλε στο χωριό τους δάσκαλο ένα τόσο καλό παλικάρι. Η Βάσω δεν ήταν σαν τ άλλα παιδιά του χωριού. Από τα πέντε της τα χρόνια γέµιζε τις τσέπες της µε πέτρες, κρυβόταν στα χαλάσµατα και πετροβολούσε όποιον τύχαινε να περάσει από µπροστά της. Η Λένα, που τέλειωνε πια το ηµοτικό, κοπελούδα δώδεκα χρονών, σαν έβλεπε τη Βάσω, έτρεχε να κρυφτεί, µην της έρθει καµιά πετροβολιά στο κεφάλι. Η Βάσω έσκαγε στα γέλια, τη µούντζωνε µε τα δυο της χέρια και φώναζε : - Να, µωρή παλαβή! Ένα µωρό φοβάσαι, µωρή!.. Κοκαλιάρα, µαυροκαλιασµένη, στραβολαίµα κι αλλήθωρη η Βάσω, ξυπόλυτη µε βρώµικα ρούχα, σωστό αλητάκι, γύριζε όλες τις ώρες στα τρίστρατα του χωριού, χωρίς κανείς να νοιάζεται να την περιµαζέψει Την πρώτη κιόλας µέρα, όταν χτύπησε το κουδούνι και τα παιδιά µπήκανε στη γραµµή, η Βάσω κοίταζε πώς να ξεφύγει. Αλάφιαζε, ιδροκοπούσε, έσπρωχνε αριστερά και δεξιά και µουρµούριζε µε σφιγµένα δόντια : - Άντε ρε, που θα µπω στη γραµµή εν πάτε να πνιγείτε Στο πρώτο διάλειµµα πήδησε τη µάντρα και το σκασε απ το σχολειό. Έτρεξε να εξαφανιστεί στ αγαπηµένα της ληµέρια : Στο Βαθύ Λαγκάδι να κυνηγάει πεταλούδες, στο Περδικοβούνι να ψάχνει για περδικοφωλιές, στα χαλάσµατα του χωριού ν αναζητά 1
κουκουβαγιόπουλα και νυχτερίδες, να ρίχνει και καµιά πέτρα σε κάποιον ανύποπτο περαστικό. Ο δάσκαλος έκανε κάθε λίγο στα παιδιά «έλεγχο καθαριότητας».τα παιδιά έρχονταν πάντα µε πεντακάθαρα τα µπαλωµένα ρουχαλάκια τους, λουσµένα, µε κοµµένα τα νυχάκια και λαµπερά αυτιά. Ήταν µεγάλη ντροπή για τη µάννα ν ακουστεί στο χωριό πως ο δάσκαλος γύρισε το παιδί στο σπίτι, γιατί δεν το βρήκε εντάξει στον έλεγχο καθαριότητας. Η Βάσω δεν καταλάβαινε από τέτοια. ε νοιαζότανε αν η ποδιά της ήτανε βρώµικη ή σκισµένη, αν τα νύχια της πενθοφορούσαν, αν στα µαλλιά της αρµένιζαν οι ψείρες και οι κόνιδες χτίζανε αποικίες. Αυτή από µικρό παιδί πετροβολούσε τη ζωή. Τα παιδιά δεν την παίζανε. Τα κορίτσια την περιφρονούσαν και τ αγόρια τη βρίζανε και τη χτυπούσαν. Εκείνη δεν έλεγε τίποτα, τα κατάπινε όλα κι ας έβραζε µέσα της. Μονάχα τα βράδια, σαν κούρνιαζε στην αγκαλιά της γιαγιάς της, άφηνε βουβό το δάκρυ να κυλήσει στις ροζιασµένες από τη δούλεψη παλάµες της γριούλας και να της πει τότε για τα κακά παιδιά που θέλανε να της βγάλουν το βρακί και να την πετάξουν έτσι ξεβράκωτη στα γαϊδουράγκαθα και στους βάτους. Η γριούλα σκούπιζε µε τα χείλη της τα ξεραµένα αίµατα από τα χέρια και τα πόδια της Βάσως και τη γλυκοκοίµιζε στην ποδιά της µε παραµύθια και νανουρίσµατα, να σβήσει τον πόνο της ψυχής και του κορµιού της. Και κάθε φορά που η Βάσω το σκαγε από το σχολείο, η θεια Βασιλική έτρεχε και παρακαλούσε τον δάσκαλο: - Μην το µαλώνεις, δάσκαλε, το µωρό εν καταλαβαίνει το καηµένο - Έννοια σου, θεια- Βασιλική! την καθησύχαζε ο δάσκαλος. Μονάχα µην πάθει τίποτα κακό εκεί που γυρίζει και βρούµε όλοι τον µπελά µας - Φτύσε στον κόρφο σου, γιε µου! έλεγε η γριούλα κι έκανε τρεις φορές το σταυρό της να ξορκίσει το κακό. Πατέρα και µάννα είχε η Βάσω, αλλά µονάχα κατ όνοµα. Αυτοί όλη τη µέρα τσακώνονταν σαν τα κοκόρια και ήταν έτοιµοι ο ένας να βγάλει τα µάτια του αλλουνού. Ο πατέρας ανεπρόκοπος, ακαµάτης, αχαΐρευτος : Πιοτό, χαρτιά και φιγούρα. Η µάννα ελαφρόµυαλη, σκορπαλευρού και σουρτούκα : Όλη τη µέρα γύριζε από σπίτι σε σπίτι, να πει το φλιτζάνι, να ρίξει τα χαρτιά, να ξεγελάσει κάποια άµυαλη σαν κι αυτήν, που ήθελε να µάθει της τύχης τα γραµµένα. Η Βάσω δεν είχε πάρε δώσε µε τους γονείς της. Έµενε στο σπιτάκι της γιαγιάς της. Αυτήν µονάχα εµπιστευότανε, σ αυτήν µονάχα καυχιότανε σαν τύχαινε να ξεµαλλιάσει κανένα από τα ξιπασµένα κορίτσια ή να ανοίξει το κεφάλι κανενός από τα σιχαµένα αγόρια. Η γριούλα ήταν το µόνο πρόσωπο που καταλάβαινε τα παράπονα και τους 2
φόβους της εγγονής της, που µεγάλωναν όσο µεγάλωνε κι εκείνη και κόντευε πια να κλείσει τα δώδεκά της χρόνια. Είχε λίγα σπίτια το χωριό της Βάσως, αλλά δεν ήταν κακό χωριό. Οι κάτοικοι ειρηνικοί και φιλήσυχοι,εργατικοί σαν µυρµήγκια, δούλευαν από το ξηµέρωµα µέχρι το ηλιοβασίλεµα στα χωράφια, να κάνουν τη γη να καρπίσει, να θρέψουν τη φαµελιά τους. Οι άντρες, σαν γύριζαν το βράδυ απ τη δουλειά, αραδιάζονταν έξω από τα καφενεία στην αγορά του χωριού, πίνανε τον καφέ τους και κουβεντιάζανε πόσο θα πουληθούνε φέτος το σιτάρι, το λάδι, το γάλα,το τυρί και το κρέας. Σαν τύχαινε να περάσει από την αγορά κάποιος ξένος, έσκαγαν από περιέργεια να µάθουν ποιος είναι, τι ήρθε να κάνει, λεύτερος είναι για παντρεµένος, θα κάτσει για θα φύγει Οι γυναίκες,όταν χτύπαγε εσπερινός κι άναβαν το καντήλι στο εικονοστάσι, παίρνανε το σκαµνάκι τους κι έβγαιναν στη γειτονιά να κουβεντιάσουν µε τις γειτόνισσες, ν ανταλλάξουν τα νέα που είχανε µάθει, να ξοµπλιάσουν τη µια και την άλλη ώσπου να κλείσουν τα καφενεία, να συµµαζευτούν στο σπίτι τα παιδιά, να γυρίσει ο πατέρας από την αγορά για το βραδινό φαγητό. Ήτανε η βραδιά που το χωριό είχε το πανηγύρι του Αϊ Γιωργιού. Κόσµος πολύς είχε κατέβει από τα γύρω χωριά, το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Οι µουσικές στα καφενεία συναγωνίζονταν η µια την άλλη, ο χορός και το τραγούδι δεν έλεγαν να σταµατήσουν. Μα εκεί κατά τα µεσάνυχτα µια παγωµάρα απλώθηκε τριγύρω. Τα τραγούδια σταµάτησαν, οι µουσικές σώπασαν και από στόµα σε στόµα, από αφτί σε αφτί ψιθυριστά πέρασε το µυστικό : Στο γιαπί του Νιοχωρίτη, εκειδά καταµεσής στο χωριό, λίγη ώρα πιο πριν, βιάσανε τη Βάσω! ράστης ήταν ο µοναχογιός του µεγαλοαφεντικού από το γειτονικό κεφαλοχώρι, αυτουνού που είχε τους απέραντους ελαιώνες, τις αποθήκες,τα µηχανήµατα και τα πολλά λεφτά. Βγήκε η θεια-βασιλική στον δρόµο, ξέσκιζε µε τα νύχια τα µάγουλά της, ξερίζωνε τα λίγα άσπρα µαλλιά της και στερνοκοπιότανε: -Πάει το κορίτσι! Το χάλασε ο άτιµος!φωτιά να τον κάψει, να µη δει χαΐρι και προκοπή!... Έβαλε λυτούς και δεµένους ο πατέρας του νεαρού, να µείνει το πράµα εκεί, να µην πέσουνε σε δικηγόρους και σε δικαστήρια. Από τη µια έταζε λαγούς µε πετραχήλια, πως θα το αποκαταστήσει το κορίτσι σαν έρθει η ώρα του και βρεθεί κανένα φτωχόπαιδο να το πάρει. Από την άλλη φοβέριζε πως θα τους καταστρέψει, αυτός είχε να πληρώνει, ο γιος του ήταν ανήλικος, το φταίξιµο ήταν δικό τους, που δε συµµάζευαν την παλαβή τους. 3
ε θέλανε και πολύ οι γονείς της Βάσως για να καλογνωµίσουν. έχτηκαν τις σαράντα χιλιάδες δραχµές, που έδινε για αποζηµίωση ο πατέρας του νεαρού - µια ασπρόµαυρη τηλεόραση ή ένα ψυγείο αγόραζες τότε µ αυτά -, τόσο ξετίµησαν την τιµή της Βάσως. Μήνυσαν κιόλας στο αφεντικό πως ο πατέρας της κοπέλας θα ήταν πρόθυµος να πάει στη δούλεψή του, αν εκείνος τον καλούσε. Μονάχα η θεια Βασιλική κουνούσε το κεφάλι της κι έλεγε λυπηµένη: - Σαν το νερό να φύγουν από τα χέρια σας! Σκόνη και στάχτη να γίνουν! Μα ποιος την άκουγε την καηµένη Η Βάσω δεν ξαναπάτησε στο σχολείο. Τα χρόνια πέρασαν, µεγάλωσε, έγινε κοπέλα δεκαπέντε, δεκαοχτώ, είκοσι χρονών. Άλλαξε τρόπους και συµπεριφορά, έγινε άλλος άνθρωπος. εν ήταν πια το ξυπόλυτο, αχτένιστο και βρώµικο κοριτσάκι, που κρυβόταν στα χαλάσµατα και πετροβολούσε τους περαστικούς. Περνούσε από τη γειτονιά σοβαρή και αµίλητη, καληµέρα έλεγε µοναχά σε καµιά γειτόνισσα, ποτέ δε σήκωνε βλέµµα σε άντρα. Τα λαγόνια της είχανε στρογγυλέψει, ο κόρφος της φούσκωσε, ο στραβός λαιµός της ίσιωσε και το αλλήθωρο βλέµµα της έγινε µια ειρωνική, προκλητική και τσαχπίνικη µατιά. Άλλαξε και το ντύσιµό της. Πέταξε τις µακριές και φόρεσε µίνι φούστες. Τα σκουρόχρωµα φαρδιά πουκάµισα έγιναν εφαρµοστά ανοιχτόχρωµα µπλουζάκια µε τολµηρό ντεκολτέ και τα λιγδιασµένα αχτένιστα µαλλιά µια µακριά µέχρι τη µέση της κοτσίδα. Φόρεσε ψηλοτάκουνα παπούτσια, που τα χτυπούσε προκλητικά απ όπου περνούσε, για να κάνει πιο αισθητή την παρουσία της, γι αυτό και τα γραΐδια του χωριού δεν άργησαν να της κολλήσουν το παρατσούκλι «Τακατούκα» εξαιτίας του κρότου των παπουτσιών της. Όταν περνούσε ακατάδεχτη από µπροστά τους, κουνούσαν το κεφάλι, κάνανε το σταυρό τους και λέγανε πως ο Εξαποδώ µπήκε µέσα της. Ο Νικολής ήταν ο παλιός φούρναρης του χωριού. Προχωρηµένης πια ηλικίας, χήρος από πολλά χρόνια, µε παιδιά στην ώρα της παντρειάς. Όλη του τη ζωή στον φούρνο, στο σπίτι, στα χωράφια. Κανένας δεν είχε να πει κακό λόγο σε βάρος του. Το σταρένιο ψωµί που έφτιαχνε γινόταν ανάρπαστο στα γύρω χωριά και περιζήτητο στη Χώρα. Τις Κυριακές άναβε τον φούρνο µόνο για ψησίµατα και οι νοικοκυρές τρέχανε να πάνε τα φουρνιστά τους, ταψιά, ταβάδες και τσουκάλια. Κάποια Κυριακή πρωί πέρασε η ώρα, κόντευε πια ν απολύσει η εκκλησιά, κι ο Νικολής δεν έλεγε να φανεί ν ανοίξει τον φούρνο. Οι νοικοκυρές σχολιάζανε πως αυτό δεν είχε ξαναγίνει και πως σίγουρα κάτι έπαθε ο άνθρωπος. Από την έγνοια τις έβγαλε ο παλαβός ο Μπότης ο Μύταρος, που βόσκαγε τα πρόβατά του τσίτσιδος και χόρευε µε τις ανεραγίδες και τις ξωθιές τα φεγγαρόλουστα βράδια του καλοκαιριού : 4
-Την ώρα σας χάνετε! φώναζε χοροπηδώντας ανάµεσά τους. Ο µπάρµπας µου ο Νικόλας δε θ ανοίξει σήµερα τον φούρνο Τον µπάρµπα µου τον ξελόγιασε η Τακατούκα.Λέει αυτή πως ερχόταν στον φούρνο τα ξηµερώµατα και την κανόνιζε ο µπάρµπας µου και τώρα του γυρεύει να την παντρευτεί και να της γράψει τον φούρνο και το σπίτι. Αλλιώς, λέει, θα τον πάει στα δικαστήρια, γιατί τη βιάστηκε και την ξαναβιάστηκε! -Από µωρό και παλαβό µαθαίνεις την αλήθεια! ψιθύρισαν οι νοικοκυρές και κίνησαν να φύγουν κάνοντας τον σταυρό τους, µη ξέροντας τι να πιστέψουν και για τι ν αναρωτηθούν. Από τη µέρα εκείνη ο φούρνος του Νικολή δεν ξανάνοιξε. Ο άνθρωπος χτυπιόταν κι ορκιζότανε πως όλ αυτά ήτανε ψέµατα, πως η Τακατούκα τα σχεδίασε για να τον εκβιάσει. Ορκιζόταν στο όνοµα της πεθαµένης γυναίκας του, που σε λίγες µέρες πήγε να την ανταµώσει. Από νταµπλά είπαν οι χωριανοί, από οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου είπαν οι γιατροί. Η Τακατούκα δεν είπε τίποτα. Κλείστηκε στο σπιτάκι της γιαγιάς της και σταµάτησε ν ανεβοκατεβαίνει τους δρόµους και να χτυπά τα ψηλοτάκουνά της. Κάποιοι είπανε πως όσα είπε για τον Νικολή, ήταν βαλτή απ τους γονείς της να τα πει, µα πως πήγαν για µαλλί και βγήκαν κουρεµένοι. Όπως και να ταν όµως, το πράµα µε τον καιρό σιγά- σιγά ξεχάστηκε. Στο χωριό εκείνο το διάστηµα είχανε έρθει πολλοί ξένοι, όλοι τους νέα παλικάρια : Ένα συνεργείο του Στρατού, που άνοιγε δρόµους κι έφτιαχνε µόλο στο λιµανάκι του χωριού, και κάποιο συγκρότηµα µε θεριζοαλωνιστικές µηχανές, µια και τα εργατικά χέρια του χωριού δεν επαρκούσαν. Όλοι µένανε στο µαγαζί του Παντελή, ταβέρνα και ξενοδοχείο µαζί, κάτι σαν τα παλιά πανδοχεία. Ο καινούργιος φούρναρης, ο Τζήµης η Μαννούλα, έκανε χρυσές δουλειές. Έκλεισε ο φούρνος του Νικολή, πλάκωσε τώρα και τόσος ξένος κόσµος στο χωριό, δεν προλάβαινε να φουρνίζει και να ξεφουρνίζει. Κοντούλης, φαλακρός, τετραπέρατος, είχε χάσει το ένα του µάτι στο κυνήγι από αδέσποτο σκάγι ωχ, µαννούλα µου! -, τα έβγαζε όλα πέρα µόνος του και δεν άφηνε ούτε τη γυναίκα του ούτε κανένα από τα παιδιά του να έρθουν στον φούρνο, να δώσουν ένα χεράκι. Βρισκόταν στον φούρνο από τα άγρια µεσάνυχτα µέχρι αργά το απόγευµα ώσπου να ξεπουλήσει και το τελευταίο καρβέλι. Κάποιοι από τους χωριανούς, που πήγαιναν χαράµατα να ξεσάσουν τα ζωντανά τους, άρχισαν να βλέπουν την Τακατούκα να γυρίζει κλεφτά στο χωριό µέσα από ισκιώµατα κι απόµερα µονοπάτια. Οι κακές γλώσσες λύθηκαν κι αρχίσανε να λένε πως δεν µπορεί να πάει δα νυχτιάτικα να 5
ψάχνει για περδικοφωλιές, όπως έκανε όταν ήταν κοριτσάκι, µα πως κάποιες σκατοδουλειές ξεµπερδεύει πάλι. Κάποιοι άλλοι σχετίζανε τα νυχτοπερπατήµατά της µε την παρουσία των στρατιωτών στο χωριό. Η βόµβα δεν άργησε να σκάσει. Η Τακατούκα ήταν έγκυος και µάλιστα σε προχωρηµένη εγκυµοσύνη, στον τρίτο ή στον τέταρτό της µήνα. Το κακαρίξανε η µάνα της και η γιαγιά της, που βγήκανε στη γειτονιά και θρηνολογούσαν ποιανού να ναι τάχα το µπάσταρδο, ποιος θα το ταΐζει, ποιος θα το αναθρέψει Βρήκαν µαστίχα οι γυναικούλες στις γειτονιές και στον γυναικωνίτη της εκκλησιάς. Βάλανε κάτω τα ηµερολόγια και τους ηµεροδείκτες, λογαριάζανε τους µήνες τις βδοµάδες και τις µέρες, να βρουν µε ποιανού τον ερχοµό ταιριάζει η εγκυµοσύνη, ποιος τάχα να είναι ο πατέρας του µωρού. Λογαριασµό όµως δε βρίσκανε. Το µυστήριο έµενε αξεδιάλυτο. Μα το ξεδιάλυνε η ίδια η Τακατούκα: -Το µωρό είναι του Τζήµη της Μαννούλας! Με όσους πήγαινα, βάζανε προφυλακτικό Μονάχα αυτός δεν ήθελε να βάλει Έτρεξε πάλι η θεια- Βασιλική στον δάσκαλο: - άσκαλε, στον λαιµό σου κρεµόµαστε! Τι θα το κάνουµε το µωρό; Ποιος θα το µεγαλώσει ; Ανασκουµπώθηκε πάλι ο δάσκαλος, έσπασε τα τηλέφωνα, έκανε αναφορές και αιτήσεις σε κρατικές υπηρεσίες, σε φιλανθρωπικά ιδρύµατα. Και βγήκε κάποιο αποτέλεσµα, προτού να είναι αργά : Την Τακατούκα τη βγάλανε νοητικά καθυστερηµένη, ακατάλληλη να µεγαλώσει παιδί. Κάπου την έκλεισαν, για ψυχολογική υποστήριξη είπανε µερικοί, σε άσυλο ψιθύρισαν κάποιοι άλλοι. Το τι απόγινε µε το µωρό, κανένας δεν έµαθε. Άλλοι είπαν πως το πήραν µε έκτρωση, άλλοι πως γεννήθηκε και το δώσανε σε κάποιο ίδρυµα να µεγαλώσει. Μονάχα η Ταπατούκα ήξερε την αλήθεια Ο Τζήµης η Μαννούλα έκλεισε τον φούρνο, πήρε την οικογένειά του κι έφυγε από το χωριό. Η θεια- Βασιλική πέθανε σε λίγο καιρό ψιθυρίζοντας το όνοµα της εγγονής της. Ο δάσκαλος πήρε σύνταξη και πήγε στη Χώρα κοντά στα παιδιά και στα εγγόνια του. Η Τακατούκα γύρισε ύστερα από πολλά χρόνια στο χωριό. Μαυροντυµένη, σκιάχτρο αληθινό του εαυτού της. Κάθε απόβραδο οι χωριανοί τη βλέπανε στο νεκροταφείο, πάνω στον τάφο της γιαγιάς της να υψώνει τα χέρια της στον ουρανό και να ρωτά τι έφταιξε και πήγαν όλα στραβά στη ζωή της. Εκείνη ; Η οικογένειά της ;Το σχολειό; Η κοινωνία; Μα οι νεκροί δεν απαντούν. Και οι ουρανοί είναι πολύ ψηλά και δεν φτάνουν ως εκεί οι φωνές των απελπισµένων 6