ΛΕΥΚΩΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Δ. ΙΛΙΟΥ ΑΡ. 19 λέξεις 1.996 Η τοπική αγορά τις πρώτες δεκαετίες από τη δημιουργία του οικισμού Μοιάζει παράξενο κι όμως δεν είναι. Οι πρώτοι κάτοικοι των Νέων Λιοσίων, που στα μέσα της δεκαετίας του 1850, δεν ξεπερνούσαν τις 150 με 200 ψυχές, ήσαν αγροτοϋπάλληλοι. Αγρότες μεν όμως όχι ανεξάρτητοι παραγωγοί αλλά καλλιεργητές, κολίγοι στο βασιλικό αγρόκτημα, με εργοδότριά τους τη νεαρή βασίλισσα. Δεν είχαν λοιπόν κάποιον ιδιαίτερο λόγο να ανησυχούν για το αν θα πάει καλά η σοδειά τους, ούτε κινδύνευαν να μείνουν νηστικοί στο δρόμο, αρκεί βεβαίως να έκαναν καλά τη δουλειά τους μέσα στο αγρόκτήμα. Όχι κολίγοι μ όποιον κι όποιον λοιπόν αλλά υπάλληλοι της υπερδραστήριας νεαρής άνασσας που δοκίμαζε το επιχειρείν της σε κάθε γωνιά του τεράστιου αγροκτήματος, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που κάλυπταν όλο το φάσμα της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής, γιατί δεν ήσαν μόνο οι πλούσιοι αμπελώνες, οι δενδρώνες με τις φυστικιές, οι ελαιώνες και τα μορεόδενδρα, αλλά και τα σπαρτά, οι λαχανόκηποι, τα βουστάσια, οι ορνιθώνες, τα ποιμνιοστάσια, τα μελίσσια και ένα σωρό άλλες ασχολίες, όλες σωστά οργανωμένες και επιστημονικά μελετημένες, από τις οποίες η βασίλισσα περίμενε το άριστο δυνατό αποτέλεσμα. Αυτή η ετερόκλητη σχέση των αγροτών με τη βασίλισσα που επισκεπτόταν τακτικά το κτήμα της παρείχε ασφάλεια στο χωριό κάνοντας ακόμη πιο ξέγνοιαστη τη ζωή και την καθημερινότητά του. Οι αγρότες είχαν ένα μικρό αλλά σίγουρο εισόδημα ως καλλιεργητές του βασιλικού αγροκτήματος και κάποιο συμπληρωματικό από την καλλιέργεια των μικρών λαχανόκηπων που είχαν δημιουργήσει κοντά στα σπίτια και στα υποστατικά τους, για αυτοκατανάλωση, ανταλλαγή ίσως και για εμπορία. Η ζωή κυλούσε αργά, χωρίς άγχος, καθώς η απασχόληση θύμιζε κάτι από αυτό που σήμερα θα λέγαμε Δημόσιος Τομέας, και μάλιστα με τη σιγουριά που προσέφερε η προστασία του βασιλικού ζεύγους. Αν οι καιρικές συνθήκες βοηθούσαν τα πράγματα θα πήγαιναν κατ ευχήν και η σοδειά θα ήταν ακόμη καλύτερη. Τα ρέματα της Γιαννούλας και της Εσχατιάς έφερναν άφθονο νερό μέσα στο κτήμα, τόσο που περίσσευε και για τους γειτονικούς αγρούς. Η γη ήταν εύφορη και οι σπόροι, από εκλεκτές ποικιλίες, φερμένοι από μακριά, από χώρες με πλούσια γεωργική παράδοση, ήσαν εγγύηση για παραγωγικές χρονιές και πλούσια συγκομιδή. Όλα πέρασαν σαν ένα γλυκό παραμύθι, που κράτησε επτά ολόκληρα χρόνια, από τη δημιουργία του χωριού των Νέων Λιοσίων μέχρι την έξωση του βασιλικού ζεύγους. Όταν ο Όθων και η Αμαλία αναχώρησαν εσπευσμένα ύστερα από τη αντιμοναρχική εξέγερση τον Οκτώβρη του 1862, οι χωρικοί βρήκαν την ευκαιρία, μπήκαν μέσα στο κτήμα και το λεηλάτησαν. Το ασταθές πολιτικό κλίμα και το κενό εξουσίας που υπήρξε το επόμενο διάστημα έγινε το υπόβαθρο για κάθε λογής έκνομες πράξεις εκ μέρους των χωρικών στο κτήμα που μέχρι τότε καλλιεργούσαν. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο: μεταλλικά άροτρα, γεωργικά εργαλεία, ποτίστρες, ζωοτροφές, σπόροι, λιπάσματα, όλα «απαλλοτριώθηκαν» αφού μέσα στην κοσμοχαλασιά κανείς δεν υπήρχε για να τα φυλάξει. Αντιμέτωποι με τη νέα πραγματικότητα οι χωρικοί των Λιοσίων άρχισαν να αναζητούν άλλες εργασίες και προοπτικές απασχόλησης. Αυτή η αναζήτηση του «τι δέον γενέσθαι» από τον Οκτώβρη του 1862 σηματοδοτεί την έναρξη της λειτουργίας της τοπικής αγοράς, οι άνθρωποι της οποίας θα έπρεπε στο εξής να σχεδιάζουν, να παράγουν, να μεταφέρουν και να διαθέτουν από μόνοι τους στην αγορά της μικρής Πρωτεύουσας τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα τoυς. Έτσι το χωράφι άρχισε να καλλιεργείται εντατικότερα και πιο συστηματικά, οι αμπελώνες να επεκτείνονται, η καλλιέργεια των λαχανόκηπων να οργανώνεται σε
ετήσια βάση, τα δημητριακά και οι ζωοτροφές να καλύπτουν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα από τη διαθέσιμη γη. Στο γύρισμα του 19 ου προς τον 20 ο αιώνα έχουμε πληροφορίες για τα πρώτα μαγαζιά που άνοιξαν στα Νέα Λιόσια. Είναι οι φούρνοι του Παππού, του Ψαρόπουλου και του Μπουραϊμη, το εμπορικό του Σουπίδη με όλα τα είδη του νοικοκυριού, κάτι σαν «Σούπερ Μάρκετ» για τα δεδομένα της εποχής του βεβαίως, και η μπακαλοταβέρνα του Ξενοφώντα Γκίκα. Την αγορά συμπλήρωναν μια σειρά επαγγέλματα και δραστηριότητες, που διαχωρίζονται από τις παραδοσιακές γεωργοκτηνοτροφικές ασχολίες. Στον «Οδηγό της Αθήνας και των Περιχώρων» του 1915 παρουσιάζονται στοιχεία για την αγορά των Νέων Λιοσίων, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον 16 εμπορικά καταστήματα και στέκια: Τα αρτοποιεία των Γ. Κουφού (πρώην Παππού), Ι. Καπετάνιου, το καφείο (καφενείο) του Γ. Καπετάνιου, τα κουρεία των Ι. Καρακίτσου, Σ. Λιόση, τα οινοπωλεία (μπακαλοταβέρνες) των Γ. Βασιλείου, Γ. Γαβαθά, Ι. Κιουρκατιώτη, Ξ. Γκίκα, Γ. Μπίμπιζα, Φ. Παππού, και Π. Τσίγκου, το οπωροπωλείο του Χ. Αποστολόπουλου και τα παντοπωλεία των Ι. Βασιλείου, Α. Πέππα και Π. Ψαρόπουλου. Οι περισσότεροι από τους καταστηματάρχες και επαγγελματίες αυτούς, λίγα χρόνια πριν ζούσαν αποκλειστικά από τις γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες. Το άνοιγμα του μαγαζιού δεν σημαίνει κατ ανάγκη ότι τις εγκαταλείπουν. Τα καινούρια σπίτια του χωριού κατασκευάζονται όχι πια με την προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη και των συγγενών του αλλά από επαγγελματίες μαστόρους, που χτίζουν «σωστά», με καλύτερα υλικά που αγοράζουν από τις μάνδρες οικοδομικών υλικών της Ιεράς οδού, των Σεπολίων και της οδού Λιοσίων αλλά και με άμμο που βγάζουν από τα ρέματα της περιοχής Παρόλα αυτά στο εσωτερικό του σπιτιού η κατάσταση παραμένει παραδοσιακή. Τραπεζοκαθίσματα, καναπέδες, κρεβάτια, κλινίδια, κούνιες για τα μωρά, εικονοστάσια, λυχνάρια, λάμπες πετρελαίου, νιπτήρες, σκεύη μαγειρικής και κάπου στην αυλή ο φούρνος της νοικοκυράς για το ψωμί της οικογένειας. Κάθε νοικοκυριό έχει τον αργαλειό του, που φτιάχνει το μεγαλύτερο μέρος της προίκας. Όμως σιγά σιγά οι νέες κοπέλες αλλά και οι «μιας κάποιας ηλικίας» κοσμοπολίτισσες κυρίες ράβουν τα ρούχα τους με ευρωπαϊκά υφάσματα. Οι πρώτες μοδίστρες έρχονται από την Αθήνα. Όταν όμως οι λιοσιώτισες μαθαίνουν την τέχνη της ραπτομηχανής κάνουν χρυσές δουλειές. Ο Θεόδωρος Μπερτζελέτος, ο τσαρουχάς του χωριού, βλέπει τους πελάτες του να αραιώνουν, αφού όλο και περισσότεροι προτιμούν υποδήματα ευρωπαϊκού τύπου. Στην απογραφή του 1920 καταγράφονται στα Νέα Λιόσια 1.121 κάτοικοι. Στο δυναμικό της τοπικής αγοράς προστίθενται συνεχώς νέα επαγγέλματα, τεχνίτες, σιδηρουργοί, ξυλουργοί, αχθοφόροι, κανατάδες, πεταλωτές, έμποροι ζωοτροφών, καρομεταφορείς, που όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα αποκτήσουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή του χωριού τα επόμενα χρόνια, κ. ά. Υπάρχουν βέβαια και οι πλανόδιοι πραματευτές και μικροεπιτηδευματίες (στρωματάδες, καρεκλάδες, γανωτήδες, καρβουνάδες, ακονιστές, ασπριτζήδες, αλμπάνηδες κ.α.), που διαλαλούν στους δρόμους του χωριού την τέχνη και την πραμάτεια τους. Για τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη βουστασιακή αγελαδοτροφία και την πτηνοτροφία που αποτελούσαν βασικές ενασχολήσεις των ντόπιων αναφερθήκαμε ήδη στο κεφάλαιο για την αγροτική οικονομία. Μια άλλη, εξίσου σημαντική δραστηριότητα, που συμβάλλει στον εκχρηματισμό της λιοσιώτικης οικονομίας είναι οι καρομεταφορές. Με την είσοδο των μικρασιατών προσφύγων στην περιφέρεια της Πρωτεύουσας, στην αρχή της δεκαετίας του 20, εκτελείται ένα ευρύ πρόγραμμα έργων οδοποιίας
σε ολόκληρο το Λεκανοπέδιο, που διευκολύνει τον κλάδο των μεταφορών. Ασφαλτοστρώνονται πολλοί δρόμοι, που ενώνουν την Αθήνα με τα περίχωρα, όπως η Ιερά Οδός, η Πατησίων, η Αχαρνών, η Συγγρού, η Λιοσίων, η Μενιδίου, κ. α. Όμως τα αυτοκίνητα μεταφορικά μέσα είναι ελάχιστα. Δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση, που προκύπτει από τη ραγδαία ανοικοδόμηση και την αύξηση των μεταποιητικών και εμπορικών δραστηριοτήτων. Τα κάρα εξακολουθούν να κυριαρχούν. Οι λιοσιώτες διαθέτουν 30, 40, και περισσότερα ίσως τετράτροχα ιπποκίνητα, που μπαίνουν στη μάχη της μεταφοράς. Η ζήτηση είναι τεράστια και τα αγώγια καλοπληρώνονται. «Εκτελούνται παντός είδους μεταφορές». Ό,τι μπορεί να μεταφερθεί: είδη διατροφής, οικοδομικά υλικά, ζωοτροφές, κάρβουνο, προϊόντα μεταποίησης, σκουπίδια, μπαίνει στο κάρο. Φυσικά, όπως παντού, έτσι και στον κλάδο των καραγωγέων υπάρχουν οι μεγαλομεταφορείς και οι μικροί. Οι δεύτεροι αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στις συμφωνίες που κλείνουν οι πρώτοι. Ο Παναγιώτης Μπίμπιζας, ο Όθων Γκιόκας, ο Φάνης Πηλιχός και ο Κώτση Μάρκου κλείνουν χρυσές δουλειές. Αύξηση των καρομεταφορών σημαίνει περισσότερες ανάγκες σε ζωοτροφές. Κι εδώ οι λιοσιώτες που συμμετέχουν και σε άλλες επιχειρηματικές και επαγγελματικές δραστηριότητες (βουστάσια, χοιροστάσια, λαχανόκηπους) δεν αφήνουν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ο κλάδος της εμπορίας ζωοτροφών αποδεικνύεται εξίσου κερδοφόρος. Οι Λιόσηδες διατηρούν τις μεγάλες αποθήκες του χωριού: ο Xρήστος Λιόσης, ο Γιώργος Λιόσης, ο Θανάσης Λιόσης, ο Βασίλης Λιόσης και ο Στέφος Λιόσης όλες κοντά, σε μια ακτίνα 200 μέτρων στο νότιο τμήμα του Κέντρου της πόλης. Μία ακόμη σιταποθήκη στο ρέμα της Φλέβας του Χρήστου Λιόση επιβεβαιώνει την κυριαρχία της οικογένειας στον τομέα της εμπορίας ζωοτροφών. Οι Λιόσηδες αναλαμβάνουν προμήθειες του στρατού και του Δήμου Αθηναίων. Ένας μεγάλος αριθμός καραγωγέων της περιοχής δουλεύει «με το αγώγι» για λογαριασμό τους. Τα κέρδη από τις καρομεταφορές και την εμπορία ζωοτροφών είναι μεγάλα. Ένα μέρος τους διοχετεύεται σε «παράλληλες» χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, για να επενδυθεί στη συνέχεια σε ακίνητα, που αγοράζονται σε κεντρικά σημεία του χωριού. Οι Εμπορικοί Οδηγοί των πρώτων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα περιείχαν πολύτιμα στοιχεία και πληροφορίες που περιγράφουν με πολλές λεπτομέρειες την κοινωνική, οικονομική και εμπορική ζωή των τοπικών κοινωνιών. Ο Εμπορικός Οδηγός του Ν. Γ. Ιγγλέση (έκδ. 1924) δίνει μια εικόνα του χωριού των Νέων Λιοσίων ένα χρόνο πριν γίνει κοινότητα, κι ενώ ανήκει διοικητικά στο Δήμο Αθηναίων. Βεβαίως υπάρχουν ελλείψεις σε ότι αφορά στους κατοίκους όμως ένας ιδιωτικός εμπορικός οδηγός δεν μπορεί να έχει την ακρίβεια της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας. Το σχετικό κείμενο έχει ως εξής: 1923-1924: ΝΕΑ ΛΙΟΣΙΑ (κατ. 1.800) Ευρίσκονται ημίσειαν ώραν αριστερά των Αθηνών επί γραφικής υψηλής θέσεως με δενδροφυτείαν, κήπους και άφθονους αμπέλους. Εκτίσθησαν επί όλως νεωτάτου σχεδίου, με ρυμοτομίας, δενδροστοιχίας και δύο πλατείας. Παράγουν δημητριακούς καρπούς και οίνον ρητινίτην. Εις απόστασιν 15 λεπτών υψώνεται ο παλιός Πύργος της Βασιλίσσης. Συγκοινωνεί δια του Σιδηρ. Πελοποννήσου. Εισιτ. α θέσεως δρ. 8, β 6, γ 4 και δι αυτοκινήτων δραχ. 5. Εκκλησίαi: Ναός Ευαγγελιστρίας (ενορ.), Αγίας Βαρβάρας, Αγίου Βασιλείου, Αγίου Γεωργίου, Αγίων Θεοδώρων (νεκροταφείον) και παρεκκλήσιον Άγιοι Ανάργυροι. Ιερείς Β. Γκανίδης. «Εκπαίδευσις» Δημ. Σχολή Αρρένων: Διδασκ. Π. Σακελλαρίου, Λέανδρ. Δραγάτσης. Δημ. Σχολή Θηλέων: Διδασκαλ. Ελένη Μαρκοπούλου. «Σταθμοί» : Σταθμ. Αστυνομικός. Σταθμάρ. Θ. Μπογδανέας ενωμοτ. τηλ. 12-24. Σταθμ. Σιδηροδρομικός, Σταθμάρχης Γεωργ. Παυλίδης.
«Συμβούλιον Κοιν. Επιτροπής» : Πρόεδρ. Τοπ. Επ., Νικ. Νώε, Αντιπρόεδρος Βασ. Χρ. Κώστας, Γεν. Γραμμ. Αλέξ. Ευστρατιάδης. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΙ «Αρτοποιεία»: Κουφού Γ., Κιουρκατιώτη Ι., Μπουραϊμη Κων. «Ζυθεστιατόρια»: Αγγελοπούλου Δημοσθένη, Πετρόπουλου Π., Τσίγγου Κ. (Σημείωση: Το όνομα του καταστήματος του Δημοσθένη Αγγελοπούλου ήταν «Μπομπονιέρα». Tο άνοιξε το 1910 και το διατήρησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80. Τα πρώτα χρόνια λειτουργούσε ως Ζυθεστιατόριο Καφενείο. Αργότερα τα βράδια λειτουργούσε ως ψησταριά με πίστα χορού. Ο ιδιοκτήτης του φανατικός Φιλελεύθερος κσι Βενιζελικός μέχρι το κόκαλο, ερχότανε σε αντίθεση με το σκληρό φιλοβασιλικό κατεστημένο του χωριού, που τον αποκαλούσε «τούρκο», λόγω του ότι καταγόταν από την Ίμβρο. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις έφτασε σε βιαιοπραγίες εναντίον του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της διαπόμπευσής του κατά την περίοδο της αντιβενιζελικής υστερίας όταν κρέμασαν στην πλάτη του το κάδρο του Βενιζέλου και τον περιέφεραν στους κεντρικούς δρόμους του χωριού. «Καφεία»: Κιουρκατιώτη Ιωάν., Πετροπούλου Π., Ψαρόπουλου Π., «Κουρεία»: Καρακίτσου Ιωάν., Σινάνη Δημ. «Οινοπωλεία»: (παραγωγείς) Βασιλείου Αθ., Γκίκα Κ., Ευσταθίου Χρ. Κιουρκατιώτη Ιω., Ψαρόπουλου Παν. «Οπωροπωλεία»: Γονατά Σ., Παλιγγίνη Αφών, Ψαρρόπουλου Π. «Παντοπωλεία»: Αγαθού Α., Λιόση Βασ., Παππού Κ., Πέππα Α., Μάρκου Κ. και Αφών Παλιγγίνη (Σημείωση το παντοπωλείο των Γιάννη & Παναγιώτη Παλιγγίνη λειτουργούσε ως στέκι των βασιλικών. Κατά την περίοδο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, στο θερμό κλίμα της εποχής, οι χωροφύλακες μαζί με κάποιους θερμοκέφαλους του χωριού μπήκαν στο μαγαζί, κατέβασαν τα διακοσμητικά πιάτα με τα πορτραίτα των βασιλέων και ανάγκασαν τους ιδιοκτήτες του να αδειάσουν το καζάνι πάνω σε αυτά), Λίγα χρόνια αργότερα. Η αγορά στα μέσα της δεκαετίας του 30 Αρτοποιεία: Β. Λιόσης, K. Παππούς, Ι. Κιουρκατιώτης, Δ. Φυτάς, Φανιώ Ψαρροπούλου Αυτοκινήτων αντιπρόσωποι: Α. Παπασωτηρίου Δικηγόροι: Αθαν. Γαλάτης, Αλ. Ευστρατιάδης, Αλ. Κομνηνός, Ε. Κομνηνός, Σ. Μοτσενίγκος, Ν. Νώε, Ν. Παπαγρηγορίου. (όλοι είχαν σπίτια στα Νέα Λιόσια και παράλληλα διατηρούσα γραφεία στην Αθήνα) Δικολάβοι: Τιμ. Ράγκος, Απ. Σαμπατουλάκος. Εργολάβοι: Ε. Γουναράκης, Γ. Μαυράκης, Κ. Χριστάκος. Εργοστάσιο Ηλεκτροφωτισμού: Δ. Σουρής, Αφοι Χατζόπουλου,. Ιατροί: Μ. Βερδελή, Ι. Φαμελιάρης. (Παθολόγοι Παιδίατροι),. Καπνοπωλεία: Κ. Καμπόλης, Κων/νος Γεωργάκης Καφενεία: Δ. Αγγελόπουλος, Ιω. Βεργής, Π. Βέρτζος, Ι. Κιουρκατιώτης. Κουρεία: Γ. Αγγελόπουλος, Ι. Καρακίτσος, Κρεοπωλεία: Νικ. Ασλάνης, Αθ. Γιαλκοβανίδης. Οφθαλμίατροι: Π. Λαγάνας Μαία: Φωτ. Κώνστα Μηχανικοί: Δ. Ευστρατιάδης Οινοπωλεία: Χ. Ευσταθίου, Σταμ. Σύρκος Οίνου Εργοστάσια: Φερνάνδος Σερπιέρης Οπωροπωλεία: Π. Βλαχογιάννης, Κων. Λιόσης
Παντοπωλεία: Δ. Λιάκος, Αφοι Παλιγκίνη, Α. Παπίδης, Ε. Παππούς, Α. Πέππας, Β. Χριστοκώστας Υποδηματοποιείο: Ι. Γιαχνής, Πετ. Πολιτάκος. Φαρμακεία: Γ. Σκυφάκος Χασαποταβέρνες: Ευάγγελος Παππούς, Παναγιώτης Παλιγγίνης, Παναγιώτης Μπίμπιζας («Καραμπάτσας») Χημικοί: Λιόσης Ευ. Συνολικά αναφέρονται περί τους 50 επαγγελματίες σε μια πόλη που ο πληθυσμός της δεν ξεπερνά τους 2.500 κατοίκους και σε μια περίοδο που η οικιακή οικονομία είναι κατά βάση αυτοκαταναλωτική.