ARGOMENTI DEL TEST 1. Terza declinazione cfr. schede pp. 269-270; 293 + scheda in fot. es. n. 3,4 pp. 281-2; n.11 p. 287; n.16 p. 291 esercizio di competenza p. 293 2. Aggettivi della seconda classe + μέγας πολύς οὗτος 3. Lessico: schede πόλις pp. 284-285; felice-infelice pp. 313-4; saggio-stolto AGGETTIVI SECONDA CLASSE GR. pp. 100-113 AGGETTIVI A 3 USCITE 1. in - ντ πᾶς πᾶσα πᾶν : tutto - ogni + composti ἅπας σύμπας posizione attributiva e predicativa πᾶσα ἡ πόλις, ἡ πᾶσα πόλις ἑκών - οῦσα- όν ἄκων ουσα ον - πᾶσα πόλις, πᾶς ἀνήρ (-όντος-ούσης-όντος) (ἄκοντος - ἀκούσης - ἄκοντος) χαρίεις χαρίεσσα χαρίεν (χαρίεντος χαριέσσης- εντος) voc. m.n. χαρίεν dat. pl. m-n. χαρίεσι cfr. p. 234 Lab. cfr. τίθημι τιθείς
2. in ν- e -ρ- -ανμέλας μέλαινα - μέλαν gen. μέλανος μελαίνης μέλανος voc. μέλαν - μέλαινα μέλαν dat. pl. μέλασι - μελαίναις - μέλασι τάλας τάλαινα τάλαν (*τλάω sopporto, resisto) infelice, sventurato ὦ τάλας ἐγώ - τάλαν povero caro! πολύτλας α che molto sopporta, paziente cfr. Ὀδυσσεύς -εντέρην τέρεινα - τέρεν gen. τέρενος τερείνης τέρενος voc. τέρεν τέρεινα τέρεν dat. pl. τέρεσι - τερείναις - τέρεσι -ρμάκαρ μάκαιρα - μάκαρ gen. μάκαρος μακαίρας μάκαρος dat. pl. μάκαρσι - μακαίραις - μάκαρσι 3. in υ- / - ευ cfr. Lessico Lab. p. 286 + scheda fot. βαρύς - βαρεῖα βαρύ ἐλαχύς - ἐλάχεια-ἐλαχύ θῆλυς-θήλεια-θῆλυ (femminile)
gen. βαρέος βαρείας βαρέος dat. βαρεῖ βαρείᾳ βαρεῖ acc. βαρύν - - βαρύ voc. βαρύ - - βαρύ nom. βαρεῖς βαρεῖαι βαρέα gen. βαρέων βαρειῶν βαρέων dat. pl. βαρέσι βαρέσι acc. βαρεῖς βαρέα voc. βαρεῖς βαρέα 1. in - ον - / -εν- AGGETTIVI A 2 USCITE M. - F. N. εὐδαίμων εὔδαιμον εὐδαίμον-α εὐδαίμονος εὐδαίμονι εὔδαιμον εὔδαιμον M. - F. N. εὐδαίμονες εὐδαίμον-α εὐδαίμονας εὐδαίμονες εὐδαιμόνων εὐδαίμοσι (ν) εὐδαίμονα εὐδαίμονα ἄρρην - ἄρρεν, ἄρρενος dat. plurale ἄρρεσι (maschile) 2. in -ες- cfr. Lessico Lab. p. 262 + scheda fot. M. - F. N. ἀσεβής - ές ἀσεβοῦς ἀσεβεῖ ἀσεβῆ ἀσεβές ἀσεβεῖ / ῆ DUALE - οῦς - εῖ - ές - ές ἀσεβοῖν M. - F. N. ἀσεβεῖς - ῆ ἀσεβεῖς ἀσεβεῖς ἀσεβῶν ἀσεβέσι (ν) - ῆ - ῆ
ἀληθής - ές cfr. τἀληθές - τἀληθῆ 3. ΤΕΜΙ VARI a due uscite ἄχαρις -ι gen. ἀχάριτος (acc. ἄχαριν) εὔελπις - ι gen. εὐέλπιδος τρίπους ουν gen. τρίποδος cfr. δίπους / τετράπους acc. τετράποδα / τετράπουν μονόδους ουν gen. μονόδοντος ἀπάτωρ - ορ gen. ἀπάτορος εὐπάτωρ - ορ ἴδρις ι ἄπολις (ι) εὔπηχυς υ ἄδακρυς - υ gen. ἴδριος gen ἀπόλιος - ἀπόλιδος gen. εὐπήχεος gen. ἀδάκρυος AGGETTIVI AD 1 USCITA ἄρπαξ - αγος φυγάς - άδος πένης - ητος ἄπαις - ἄπαιδος ἀγνώς - ἀγνῶτος μακρόχειρ, μακρόχειρος ἀκάμας, -αντος ὑπερκύδας, -αντος ἀνδροδάμας, - αντος
Aggettivi irregolari pp. 112 πολύς πολλή πολύ μέγας μεγάλη μέγα gen. πολλοῦ πολλῆς πολλοῦ μεγάλου μεγάλης μεγάλου acc. πολύν πολλήν πολύ πολλοῖ πολλαῖ πολλά πολλοῖς πολλαῖς πολλοῖς μέγαν μεγάλην μέγα μεγάλοι μεγάλαι μεγάλα μεγάλοις μεγάλαις μεγάλοις LESSICO prefissoide e suffissoide -POLI- poli-gono, poli-edrico, poli-grafo, poli-gamo, poli-po acro-poli, Costantino-poli, Na-poli, megalo-poli, penta-poli, calcio-poli, concorso-poli polio-mielite, polio-virus, anti-polio ὁ μυελός midollo mono-polio, oligo-polio, duo-polio, eno-polio, elaio-polio πολύς, πολλή, πολύ πόλις, - εως πωλέω vendo πολιός, -ή, -όν grigio, bianco, canuto cfr. POLICLINICO ted. Poliklinik cfr. πολύς - poly 1. in tedesco = clinica della città πολις, poli 2. in italiano = istituto ospedaliero con più padiglioni per le diverse specialità mediche e chirurgiche
SAGGIO STOLTO/IGNORANTE saggio σώφρων assennato, prudente > moderazione μηδὲν ἄγαν σοφός sapiente, esperto, abile, ingegnoso ἐπιστήμων conoscitore, esperto, saggio > ἐπίσταμαι ἴδρις conoscitore, esperto, abile > οἶδα contrari: insensato, sciocco, stolto - ignorante, inesperto, ignaro ἄφρων ον / ἄσοφος - ἀνεπιστήμων / ἀμαθής Τὸ σοφὸν εἶναι καὶ τὸν σώφρονα εἶναι οὐ ταὐτό ἐστιν. Ὁ σώφρων ἄνθρωπος μνήμων μὲν τῶν εὐεργεσιῶν, ἀμνήμων δὲ τῶν ἀδικιῶν ἐστι. Temi in vocale pp. 85-90 Temi in vocale debole non apofonica -ι- breve / lunga -υ- breve /lunga οἶ-ς < *ὀ ις σῦ-ς μῦς οἰ-ός συ-ός μυ-ός οἰ-ί συ-ί μυ-ί οἶ-ν σῦ-ν μῦ-ν οἶ σῦ / σῦς μῦ οἶ-ε σύ-ε μῦ-ε οἰοῖν συ-οῖν μυ-οῖν οἶ-ες σύ-ες μῦ-ες οἰ-ῶν συ-ῶν μυ-ῶν οἰ-σί συ-σί μυ-σί οἶ-ας / οἶς σύ-ας / σῦς μῦς μύ-ας οἶ-ες σύ-ες μῦ-ες
πρᾶξι-ς -ι- -ει- -ηj- sostantivi femminili πράξεως < πράξηjος πράξει < πράξηjι πρᾶξι-ν Temi in vocale debole apofonica -υ- -ευ- sostantivi maschili, femminili, neutri πρέσβυ-ς vecchio τὸ ἄστυ πρέσβεως ἄστεως πρέσβει πρέσβυ-ν τὸ ἄστυ πρέσβυ τὸ ἄστυ πράξι πράξει / πράξεε πραξέ-οιν πράξεις < πράξεjες πράξεων < πράξηjων πράξε-σι (v) πράξεις πράξεις πρέσβει πρεσβέ-οιν πρέσβεις ambasciatori τὰ ἄστεα/η πρέσβεων πρέσβε-σι (v) πρέσβεις πρέσβεις ὁ ἰχθῦς, -ύος ἡ δρῦς, -υός τὸ δάκρυ, -υος ἡ ἰσχύς, - ύος ὁ πόσις, -ιος ἡ ἔγχελυς, -εως ὁ πέλεκυς, -εως ἡ δάμαλις, -εως ἡ πόσις, εως
Temi in dittongo pp. 91-94 Nomi maschili Nomi femminili Tema βασιλευ- Tema ν υ- ν - N. βασιλεύ-ς βασιλη - N. ἡ ναῦς νη - (α- impuro) G. βασιλέ-ως metatesi -η ο-ς D. βασιλε-ῖ A. βασιλέ- metatesi η - V. βασιλεῦ tema puro G. νε-ώς *νη -ος D. νη-ί *νη -ι A. ναῦ-ν V. ναῦ N.A. βασιλέ-ε / ῆ N.A. νῆ-ε *νη -ε G.D. βασιλέ-οιν G.D. νε-οῖν *νη -οιν N. βασιλεῖς / ῆς G. βασιλέ-ων D. βασιλεῦ-σι A. βασιλέ- ς / βασιλεῖς V. βασιλεῖς / ῆς N. νῆ-ες *νη -ες G. νε-ῶν *νη -ων D. ναυ-σί A. ναῦς V. νῆ-ες ἡ γραῦς, γραός Nomi propri: Ὀδυσσεύς, -έ-ως ; Ζεύς, Δι-ός ὁ, ἡ βοῦς, βοός ἡ Σαπφώ, -οῦς ; ἡ Ἀργώ - οῦς ὁ ἥρως, - ωος / -ως PARTICOLARITA pp. 96-98