Γ ΓΕΛ 29 / 04 / 2018 Αρχαία Ελληνικά ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α. Από το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε τα αποσπάσματα: «Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας» και «Ἐπεὶ δ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης». (Mονάδες: 10) ΑΠΑΝΤΗΣΗ «Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινωνία έχει συσταθεί για την επίτευξη κάποιου αγαθού (γιατί όλοι οι άνθρωποι κάνουν τα πάντα για χάρη αυτού που θεωρούν ότι είναι καλό), είναι φανερό ότι όλες βέβαια (οι κοινωνίες) επιδιώκουν κάποιο αγαθό, και μάλιστα (επιδιώκει) το ανώτερο απ όλα (τα αγαθά) αυτή που είναι ανώτερη από όλες (τις κοινωνίες) και η οποία κλείνει μέσα της όλες τις άλλες. «Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που το καθένα τους είναι ένα όλον αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη, προφανώς πρέπει πρώτα να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης γιατί η πόλη είναι ένα σύνολο πολιτών. Επομένως ποιον πρέπει να ονομάζουμε πολίτη και ποιος είναι ο πολίτης πρέπει να εξετάσουμε. Γιατί για τη λέξη πολίτης διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες δεν υπάρχει δηλαδή μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης γιατί κάποιος που είναι σ ένα δημοκρατικό πολίτευμα πολίτης σ ένα ολιγαρχικό πολίτευμα πολλές φορές δεν είναι πολίτης». Β1. Στην αρχή των «Πολιτικῶν» του ο Αριστοτέλης αποτιμώντας την αξία της πόλεως στη ζωή των ανθρώπων διατυπώνει μία από τις θεμελιώδεις θέσεις της πολιτικής φιλοσοφίας του. Αφού την καταγράψετε και αναλύσετε τη συλλογιστική πορεία του με την οποία καταλήγει σε αυτή, στη συνέχεια να βρείτε τα σημεία του κειμένου που παρουσιάζεται η τελεολογική αντίληψη του φιλοσόφου. (Mονάδες: 10) Σελίδα 1 από 12
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Στην αρχή της πραγματείας του ο Αριστοτέλης διατυπώνει την άποψη ότι η πόλις, η πολιτικά συγκροτημένη κοινωνία, αποσκοπεί με τη συγκρότησή της στην πραγμάτωση του ανώτατου ανθρώπινου αγαθού, την ευδαιμονία. Για να φτάσει σ αυτή τη διαπίστωση, η σκέψη του φιλοσόφου ακολουθεί την εξής συλλογιστική πορεία: α. κάθε «πόλις» αποτελεί μια μορφή κοινωνικής συμβίωσης β. κάθε μορφή κοινωνικής συμβίωσης έχει συγκροτηθεί για την πραγμάτωση κάποιου αγαθού, που έχει είτε πραγματική είτε φαινομενική αξία 1 ο ενδιάμεσο συμπέρασμα Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες, επομένως και η «πόλις», αποσκοπούν στην πραγμάτωση κάποιου αγαθού. γ. η «πόλις» είναι η αξιολογικά ανώτερη / τελειότερη μορφή κοινωνικής συμβίωσης, η οποία μάλιστα εμπεριέχει όλες τις άλλες, άρα : δ. το αγαθό το οποίο επιδιώκει να πραγματώσει με τη σύστασή της η εδαφικά εκτενέστερη και τελειότερη από όλες τις συμβιωτικές κοινότητες είναι το ύψιστο / ανώτατο αγαθό Τελικό συμπέρασμα: Η πόλις αποσκοπεί στην πραγμάτωση της ευδαιμονίας. Ο Αριστοτέλης θεμελιώνει το συλλογισμό του κυρίως στη λογική. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα προσεγγίζει το θέμα μέσω ενός παραγωγικού συλλογισμού. Σύμφωνα μ αυτή τη μέθοδο η σκέψη ξεκινά από τα συνολικά και γενικά και προχωρά στα μερικά και ειδικά. Αρχίζει από γενικές διαπιστώσεις, κρίσεις και καταλήγει σε συμπεράσματα για το μερικό. Συγκεκριμένα εδώ διαπλέκει τρεις έννοιες: (α) την κοινωνία (β) την πολιτεία (γ) το αγαθόν. Αναλυτικότερα στην αρχή του συλλογισμού του υποστηρίζει ότι κάθε πόλη αποτελεί μια μορφή κοινωνίας, δηλαδή είναι μια συμβιωτική κοινότητα. Η συγκεκριμένη προκείμενη είναι αυταπόδεικτη, εφόσον βασικό γνώρισμα κάθε τέτοιας οντότητας είναι η ύπαρξη συλλογικών μορφών δράσης για την επίτευξη ενός κοινού στόχου και η πόλις ανήκει σ αυτή την κατηγορία. Η συγκρότηση κάθε κοινωνίας βασίζεται είτε σε κάποια φυσική παρόρμηση να συνευρεθούν και να συμβιώσουν τα μέλη μεταξύ τους π.χ. οικογένεια - είτε σε μια συμφωνία π.χ. σύλλογος ιππέων - ενώ η πόλη περιέχει όλες αυτές. Προέκυψε από άλλα κοινωνικά μορφώματα, τον οίκο και την κώμη. Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι κάθε μορφή κοινωνίας συγκροτείται για την πραγμάτωση κάποιου αγαθού, άποψη που θεμελιώνεται στην αριστοτελική τελεολογία, σύμφωνα με την οποία κάθε τι που υπάρχει ή γίνεται στο σύμπαν υπάρχει ή γίνεται για την επίτευξη κάποιου στόχου. Για τον Αριστοτέλη δηλαδή κάθε συνειδητή ανθρώπινη ενέργεια - και τέτοια είναι και η συγκρότηση κοινωνίας - είναι εξ ορισμού σκόπιμη. Επομένως όλες οι «κοινωνίαι» (άρα και η «πόλις») αποσκοπούν στην πραγμάτωση κάποιου αγαθού. Συνεχίζοντας την επιχειρηματολογία του με ένα δεύτερο συλλογισμό διατείνεται ότι κάθε κοινωνία αποσκοπεί στην πραγμάτωση ενός αγαθού Σελίδα 2 από 12
αντίστοιχου με την αξία της, ανάλογου δηλαδή με τη θέση της στην κλίμακα ιεράρχησης των ανθρώπινων κοινωνιών. Η συγκεκριμένη βέβαια προκείμενη δεν διατυπώνεται ρητά, αλλά εννοείται από τα συμφραζόμενα. Σύμφωνα με αυτή, αν μια κοινωνία στοχεύει σε ένα αγαθό και παρουσιαστεί μια αξιολογικά ανώτερη κοινωνία, τότε η δεύτερη θα στοχεύει και σε ένα αξιολογικά ανώτερο αγαθό. Η πόλις είναι η αξιολογικά ανώτερη μορφή κοινωνίας και συνάμα εμπεριέχει όλες τις άλλες επομένως είναι λογικό να επιδιώκει να πραγματώσει το ανώτερο απ όλα τα ανθρώπινα αγαθά, δηλαδή την ευδαιμονία. Η ανωτερότητα της πόλης ως συμβιωτικής κοινωνίας σε σχέση με τις κοινωνίες που εμπεριέχει (φυσικές ή συμβατικές) εκφράζεται με τον υπερθετικό βαθμό «κυριωτάτη» και συνοδεύεται από τη γενική «πασῶν». Ο Αριστοτέλης δηλαδή εννοεί ότι η πόλη, αφού είναι ανώτερη αξιολογικά, στοχεύει και στο υπέρτατο αγαθό, αποβλέποντας και στην συλλογική ευδαιμονία όλων των κοινωνικών ομάδων. Ο Αριστοτέλης λοιπόν, προβάλλει την άποψη ότι κάθε κοινωνία συγκροτείται για την επίτευξη ενός σκοπού. Σκοπός ύπαρξης της πόλης είναι το αγαθό, για το οποίο πάντα πράττουσι πάντες. Έτσι ήδη από το σημείο αυτό συνδέει ο φιλόσοφος τον άνθρωπο / πολίτη (πάντες) με την πόλη, δηλαδή την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού όλων των ανθρώπων με την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της πόλης». Εδώ λοιπόν εξετάζει τελεολογικά την έννοια «πόλις» καθώς και τις άλλες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης, θέλοντας να επισημάνει τον σκοπό για τον οποίο υπάρχουν και τον οποίο προσπαθούν να επιτύχουν. Σύμφωνα με την τελεολογική αντίληψη του φιλόσοφου καθετί έχει δημιουργηθεί για να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο σκοπό («τέλος») και να φτάσει στην τελείωση, την ολοκλήρωσή του. Έτσι και η πολιτική κοινωνία, όπως και κάθε κοινωνική ομάδα, συστάθηκε και υπάρχει για να επιτύχει έναν στόχο. Ο στόχος μάλιστα της πολιτικής κοινωνίας είναι ο ανώτερος, η ευδαιμονία όλων των πολιτών της. Συνδέει στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης τον άνθρωπο-πολίτη («πάντες») με την πόλη, δηλαδή την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού όλων των ανθρώπων με την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της πόλης. Συγκεκριμένα, σ αυτό το κείμενο το «τελικό αίτιο» υποδηλώνεται με τις εξής φράσεις: «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν» και «πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται», δηλαδή όλες οι κοινωνικές οντότητες, φυσικές ή συμβατικές, συγκροτούνται θεμελιωμένες σε μια κοινή επιδίωξη που ενώνει όλα τα μέλη τους, για την επίτευξη ενός σκοπού, του αγαθού. «τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες», δηλαδή όλοι κάνουν τα πάντα για έναν σκοπό, το αγαθό. Κάθε πολίτης (μέρος), που αποτελεί το συστατικό στοιχείο της πόλης (όλον) συνεργάζεται από κοινού με άλλους πολίτες αποδεχόμενος κοινούς νόμους και κανόνες για μια κοινή επιδίωξη. Σελίδα 3 από 12
«μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη»: η πόλη ως ανώτερη συμβιωτική κοινωνία έχει συγκροτηθεί για την επίτευξη του ανώτερου αγαθού, δηλαδή, την ευδαιμονία. Μόνο λοιπόν μέσα στα πλαίσια της πόλης, του ανώτατου κοινωνικού μορφώματος, ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει το στόχο του και να ολοκληρωθεί τόσο σε προσωπικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Β2. Ποια ζητήματα διατείνεται ο Αριστοτέλης ότι ανακύπτουν στην επισκόπηση «περὶ πολιτείας» και για ποιους λόγους; Ποια μέθοδο εφαρμόζει ο φιλόσοφος προκειμένου να διερευνήσει τη συγκεκριμένη έννοια; (Mονάδες: 10) ΑΠΑΝΤΗΣΗ Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι για να καταστεί δυνατή η επισκόπηση «περὶ πολιτείας», είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί πρώτα το περιεχόμενο της έννοιας «πόλις», να δοθεί δηλαδή ένας σαφής και ακριβής ορισμός της. Οι λόγοι που κατά την άποψή του επιβάλλουν κάτι τέτοιο, είναι οι ακόλουθοι: Οι διαφοροποιήσεις οι οποίες παρατηρούνται στα πρόσωπα που η πόλις αντιπροσωπεύει, όταν μέσω των συντεταγμένων οργάνων της λαμβάνει συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις. Πολλές φορές δηλαδή διατυπώνονται διαφορετικές και αντικρουόμενες απόψεις για το ποιος έχει την ευθύνη για τη λήψη και την τέλεση μιας πολιτικής πράξης, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή την πλειοψηφία. Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι την ευθύνη την έχουν όλοι οι πολίτες, ενώ άλλοι ότι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις αυτές είναι οι εκάστοτε φορείς εξουσίας, οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή ένας τύραννος. Στην πρώτη περίπτωση, ως δρων πολιτικό υποκείμενο, ως φορέας άσκησης των εξουσιών ορίζονται οι πολίτες (οἱ μὲν φάσκοντες τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν), οπότε οι αποφάσεις τους δεσμεύουν νομικά, πολιτικά και ηθικά όλους. Στη δεύτερη περίπτωση οι εκάστοτε κρατούντες φέρουν την ευθύνη για την τέλεση κάθε πολιτικής πράξης είναι (οἱ δ οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰ τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον), κατά συνέπεια οι αποφάσεις τους δεν έχουν δεσμευτική ισχύ για τους πολίτες. Η «αμφισβήτηση» αυτή του όρου «πολιτεία» γίνεται πιο φανερή και πιο απτή, όταν κάποια στιγμή αλλάζει σε έναν τόπο το καθεστώς. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο το νέο καθεστώς να μην αναγνωρίζει τις συμφωνίες που είχε συνάψει το προηγούμενο καθεστώς. Η δικαιολογία - εξήγηση που προβάλλεται τότε είναι ότι «τις συμφωνίες δεν τις έκανε η πόλις αλλά ο συγκεκριμένος, κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, φορέας της εξουσίας». Ο Αριστοτέλης εκφράζοντας αυτές τις απόψεις φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των Ιστοριών του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται Σελίδα 4 από 12
ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η ξύμπασα πόλις που έπραξε τούτο, αλλά η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν που τότε εἶχε τὰ πράγματα», που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Με τα παραπάνω προβάλλεται η διαχρονική νοοτροπία των πολιτών να επιρρίπτουν ευθύνες σ αυτούς που κατέχουν ή κατείχαν προηγουμένως την εξουσία για πράξεις για τις οποίες και οι ίδιοι οι πολίτες ευθύνονται. Πρόκειται, φυσικά, για μια νοοτροπία που δεν προωθεί, αλλά αντίθετα εμποδίζει τη διευθέτηση των προβλημάτων και προξενεί συγκρούσεις. Ανάλογες περιπτώσεις με αυτές των Θηβαίων έχουν υπάρξει πολλές στην ιστορία. Όταν, για παράδειγμα, η ηττημένη Γερμανία του Β Παγκοσμίου πολέμου έπρεπε να πληρώσει μεγάλες πολεμικές αποζημιώσεις, αλλά ήταν υποχρεωμένη να φέρει και το βάρος των εγκληματικών ενεργειών, κάποιοι υποστήριζαν ότι υπεύθυνη δεν ήταν η Γερμανία και ολόκληρος ο γερμανικός λαός, αλλά ο Χίτλερ και οι συνεργάτες του. Στην αρχαία Αθήνα, επίσης, οι τριάκοντα τύραννοι, που εγκαθίδρυσαν τυραννικό καθεστώς στην πόλη, δανείστηκαν χρηματικά ποσά από τη Σπάρτη. Όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, οι Αθηναίοι δεν ήθελαν, αρχικά, να επιστρέψουν τα χρήματα αυτά στους Σπαρτιάτες, καθώς υποστήριζαν ότι δεν ήταν η πόλη που τα είχε δανειστεί, αλλά η ηγετική παράταξη των τριάκοντα τυράννων. Εδώ καταγράφεται μια πρακτική αμφισβήτησης των κρατών και των πολιτευμάτων: δεν είναι καθόλου σπάνιο, ένα νέο καθεστώς να μην εγκρίνει και συνεπώς να μην εφαρμόζει συμφωνίες, αποφάσεις ή δεσμεύσεις του προηγούμενου. Με αυτόν τον τρόπο ακολουθεί εντελώς δική του πολιτική πορεία. Η δικαιολογία που προβάλλεται τότε είναι ότι τις συμφωνίες δεν τις έκανε η πόλις αλλά ο συγκεκριμένος για εκείνη την περίοδο φορέας εξουσίας, ο άρχοντας δηλαδή που αυτονομήθηκε από τα συλλογικά όργανα της εξουσίας και ακολούθησε εντελώς δική του πολιτική. Σήμερα, σύμφωνα με το δίκαιο που επικρατεί οι νόμοι αναγνωρίζουν την αρχή ότι η συνέχεια του κράτους δε διακόπτεται ακόμη και σε περιπτώσεις πολιτειακής εκτροπής. Αυτές είναι οι αρχές του ενιαίου κράτους και της ασφαλείας του δικαίου. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές οι πράξεις ενός κράτους είναι έγκυρες ανεξάρτητα από το εκάστοτε καθεστώς και την πολιτική εκπροσώπηση. Επομένως διαπιστώνουμε ότι υπάρχει συνέχεια στις ενέργειες ενός κράτους, αλλά η κάθε κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων της προηγούμενης εξουσίας. Μπορεί να καταδικάζει κάθε επιζήμια πράξη, αλλά νομικά οφείλει να διαχειριστεί τις υποχρεώσεις που προκύπτουν απ αυτήν. Επομένως η αμφισβήτηση για την ευθύνη μέσα σε μια κοινωνία γίνεται ιδιαίτερα αισθητή όταν αλλάζουν τα καθεστώτα. Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης παραθέτει τον δεύτερο λόγο, με βάση τον οποίο πρέπει να προσδιοριστεί πρώτα η «φύσις» της πόλεως, προκειμένου να οριστεί η έννοια του πολιτεύματος. Το γεγονός δηλαδή ότι η δραστηριότητα τόσο των πολιτικών όσο και των νομοθετών αφορά στο σύνολό της την «πόλιν», καθιστώντας έτσι αναγκαία τη Σελίδα 5 από 12
διερεύνηση της ουσίας της προκειμένου να κατανοηθούν πλήρως ο ρόλος και η δράση εκείνων («τοῦ δὲ πολιτικοῦ... οὖσαν περὶ πόλιν»). Λογικά από την αριστοτελική διατύπωση συνάγεται ότι το έργο και η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη μέσα στην ευρύτερη οργάνωση της πόλης και στον καταμερισμό της εργασίας έχουν την ιδιαιτερότητα ότι περιστρέφονται γύρω από την πόλη. Έτσι αν κάθε χειρώνακτας και επαγγελματίας ασχολείται με τον ειδικό τομέα της εργασίας του, ο πολιτικός και ο νομοθέτης ασχολούνται με την πόλη, δηλαδή με τη συλλογική οντότητα και τα ζητήματα που την αφορούν. Αφού, λοιπόν, η πόλη αποτελεί το επίκεντρο κάθε λειτουργίας του πολιτικού και του νομοθέτη, δεν είναι δυνατό να κατανοηθούν πλήρως ο ρόλος και το έργο τους σχετικά με το πολίτευμα αν δεν αποσαφηνιστεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της οντότητας (πόλις) στην οποία εκείνοι ενεργοποιούνται. Ολοκληρώνοντας την αιτιολόγηση της αρχικής του τοποθέτησης ο φιλόσοφος υπογραμμίζει ότι το πολίτευμα είναι ένα σύστημα οργάνωσης που διέπει τις σχέσεις όσων διαβιούν σε μια «πόλιν» και που, κατά συνέπεια, για να καθοριστεί η ουσία του, θα πρέπει πρώτα να αποσαφηνιστούν η ουσία και το περιεχόμενο εκείνης («ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις»). Άλλωστε σε μια πρώτη προσέγγιση στον απλό αυτόν ορισμό του πολιτεύματος φαίνεται η βασική διαφορά της πόλης από το πολίτευμα, αλλά και η οργανική τους σχέση. Η πόλη αφορά το γεγονός της συνύπαρξης των ανθρώπων με σκοπό την αυτάρκεια και την ευδαιμονία, ενώ το πολίτευμα αφορά την οργάνωση, το πολιτικό καθεστώς, τη μορφή που καθιστά το τυχαίο σύνολο πόλη. Ακόμη ο Αριστοτέλης συνδέει τη δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη με το πολίτευμα, αφού το πολίτευμα ανάλογα με τη μορφή που έχει υπαγορεύει και το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Βέβαια η σχέση μπορεί να εννοηθεί και αντίστροφα ως ένα σημείο, δηλαδή η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη να είναι ρυθμιστικός παράγοντας του πολιτεύματος. Είναι φανερό ότι το επιχείρημα αυτό λέγεται κυρίως σε σχέση με την κατανομή της πολιτικής δύναμης. Η πόλις (κράτος) βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με το πολιτικό καθεστώς που ισχύει κάθε φορά, το πολίτευμα. Ο Αριστοτέλης ορίζει ως πολίτευμα τη μορφή της ρυθμιστικής τάξης των διαφόρων εξουσιών μιας πόλης και ιδίως αυτής που κυριαρχεί περισσότερο ανάμεσα στις άλλες. Απ' αυτό προκύπτει ότι η κυβέρνηση αποτελεί μία επιμέρους περίπτωση μεταξύ πολλών άλλων ασκούμενων εξουσιών στην πόλη και ότι ένα καθεστώς δεν είναι πολίτευμα, αν όλοι δε βρίσκονται σε σχέσεις εξουσίας, την οποία ο καθένας θα ασκεί έναντι των άλλων. Η λέξη τάξις φανερώνει την έννοια της διάταξης των πολιτών στα πλαίσια της πόλης και συσχετίζεται άμεσα με την κατανομή της πολιτικής εξουσίας. Στη συνέχεια, ο Αριστοτέλης διατυπώνει την άποψη ότι, για να καταστεί δυνατός ο ορισμός της έννοιας «πόλις», θα πρέπει πρώτα να καθοριστεί το περιεχόμενο της έννοιας «πολίτης». Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, αυτό είναι απαραίτητο να γίνει για δύο λόγους: Σελίδα 6 από 12
α. η «πόλις» ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, αποτελεί δηλαδή ένα σύνολο («ὅλον») που απαρτίζεται από επιμέρους στοιχεία («μέρη»), από τα οποία το μικρότερο και στοιχειωδέστερο είναι ο «πολίτης». Είναι λοιπόν φυσικό και επόμενο ότι, για να γνωρίζει κανείς τι είναι το σύνολο, θα πρέπει πρώτα να γνωρίζει τι είναι τα μέρη από τα οποία αποτελείται («ἡ πόλις τῶν συγκειμένων... πλῆθός ἐστιν») β. δεν υπάρχει μια κοινά παραδεκτή άποψη για το τι είναι «πολίτης», καθώς σε κάθε πολίτευμα ισχύουν διαφορετικά κριτήρια για να αποδοθεί σε ένα άτομο η συγκεκριμένη ιδιότητα («καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται... οὐκ ἔστι πολίτης»). Διαπιστώνουμε επομένως ότι ο Αριστοτέλης εφαρμόζει την αναλυτική μέθοδο προκειμένου να ορίσει την έννοια «πολιτεία»: σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, για να διερευνηθεί το περιεχόμενο μιας σύνθετης έννοιας ή οντότητας, θα πρέπει πρώτα να διερευνηθεί το περιεχόμενο των επιμέρους στοιχείων από τα οποία αυτή αποτελείται. Έτσι, για να οριστεί η έννοια «πολιτεία», θα πρέπει πρώτα να οριστεί η έννοια «πόλις» (αφού η «πολιτεία» / το πολίτευμα είναι κάτι που εφαρμόζεται σε μια «πόλιν»), και για να οριστεί η έννοια «πόλις», θα πρέπει πρώτα να οριστεί η έννοια «πολίτης» (αφού η «πόλις» είναι μια οντότητα που απαρτίζεται από «πολίτες»). Για να έχουμε λοιπόν ολόπλευρη θεώρηση του πολιτεύματος χρειάζεται μελέτη της γενικότερης φιλοσοφίας που το διαπνέει και την ιδεολογία που το χαρακτηρίζει. Η πόλη δηλαδή αφορά το γεγονός της συνύπαρξης των ανθρώπων με σκοπό την αυτάρκεια και την ευδαιμονία, ενώ το πολίτευμα αφορά την οργάνωση, το πολιτικό καθεστώς, τη μορφή που καθιστά το τυχαίο σύνολο πόλη. Β3. Αφού αναφέρετε τα νέα στοιχεία που προσκομίζει ο Αριστοτέλης για την «πόλιν» στο μεταφρασμένο απόσπασμα που ακολουθεί να βρείτε πώς αυτά συνδέονται με τον τελικό σκοπό συγκρότησής της, όπως αποτυπώνεται στην αρχή της πραγματείας του. Στη συνέχεια να συνθέσετε έναν ορισμό της πόλης διευκρινίζοντας το προσεχές γένος και τις ειδοποιούς διαφορές της. Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α 2, 5) «Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή. Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, όπως ακριβώς και οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων κι αφού αυτό που λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολoκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως είναι τελικά η φύση του κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του σπιτιού, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία; Επίσης: Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο». (Mονάδες: 10) Σελίδα 7 από 12
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Στην αρχή του έργου του ο Αριστοτέλης επιδιώκει να ορίσει την πόλη παρουσιάζοντας το προσεχές γένος της -«κοινωνίαν», δηλαδή μια συγκροτημένη ομάδα ανθρώπων που εργάζονται συλλογικά για την εξασφάλιση της συνολικής ευδαιμονίας. Είναι ανώτερη από όλες τις κοινωνίες, αφού εμπεριέχει όλες τις άλλες. Η διαφορά της πόλης όμως σε σχέση με τις κοινωνίες που εμπεριέχει είναι και αξιολογική, ποιοτική σε σχέση με την ανώτερη αξία του αγαθού στο οποίο στοχεύει η πολιτική κοινωνία, την συλλογική ευδαιμονία. Ωστόσο η ειδοποιός διαφορά μεταξύ πόλης και επιμέρους κοινωνιών δεν είναι τόσο φανερή, αλλά αποσαφηνίζεται στην επόμενη ενότητα. Η πολιτική κοινωνία αποτελεί την έσχατη μορφή ανθρώπινης κοινωνίας καθώς χαρακτηρίζεται τέλεια, είναι το τέλος της εξελικτικής πορείας της ανθρώπινης κοινωνίας. Με τη λέξη τέλεια δηλώνεται η ολοκλήρωση του εξελικτικού κύκλου, το τέλος της εξέλιξης, η οποία όμως δεν οδηγεί σε μια τελική φθορά, αλλά σε μια τελική ολοκλήρωση. Η πόλη δηλαδή είναι μια κοινωνική οντότητα τέλεια, γιατί αποτελεί εξέλιξη και ολοκλήρωση της οικογένειας και του χωριού, αποτελεί το τέλος της συνένωσης των φυσικών κοινωνιών, γι αυτό και η ίδια είναι φυσική οντότητα και όχι μια σύμβαση όπως υποστήριζαν οι σοφιστές. Ο στόχος που πραγματώνεται στην πολιτική κοινότητα είναι η αυτάρκεια των πολιτών που αποτελεί προϋπόθεση της ευδαιμονίας. Η λέξη «αυτάρκεια» παράγεται από το επίθετο «αὐτάρκης», το οποίο είναι σύνθετο από την αντωνυμία «αὐτὸς» και το ρήμα «ἀρκέω -ῶ». Η ετυμολογία της, λοιπόν, δηλώνει αυτόν που αρκείται σε όσα έχει ο ίδιος, αυτόν που ζει άνετα από τη δική του μόνο περιουσία, επομένως αυτόν που έχει οικονομική ανεξαρτησία. Στα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης είπε ότι χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως κάτι είναι και μοναχό του τέλειο αγαθό, ότι και μόνο του κάνει τη ζωή άξια να τη ζήσει κανείς, έχοντας το αίσθημα ότι δεν έχει ανάγκη από τίποτε άλλο. Στην ενότητα αυτή η λέξη «αυτάρκεια» αποδίδεται στην πόλη. Η πόλη λοιπόν, χαρακτηρίζεται τέλεια, γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτή ο πολίτης, αφού η πόλη είναι αυτάρκης, μπορεί δηλαδή και μόνη της να του χαρίσει το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι το «εὖ ζῆν», η ευδαιμονία, η καλή ζωή. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση, η αναγκαία συνθήκη για την ικανοποίηση των πνευματικών και ηθικών αναγκών του ανθρώπου και ως εκ τούτου για την ενάρετη ζωή των μελών της πόλης. Στην «αυτάρκεια» εντοπίζεται και η αξιολογική, ποιοτική υπεροχή της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Η αυτάρκεια, λοιπόν, της πόλης και η ευδαιμονία της είναι δύο έννοιες απόλυτα ταυτόσημες. Μια πόλη, λοιπόν, είναι αυτάρκης: αν η γεωγραφική της θέση της εξασφαλίζει άφθονα τα υλικά αγαθά και τη βοηθά στην εμπορική της ανάπτυξη, αν έχει τις απαραίτητες αμυντικές δυνατότητες, αν διαθέτει σύστημα χρηστής διοίκησης και απονομής της δικαιοσύνης και αν είναι ανεξάρτητη ή δεν χρειάζεται εξωτερική βοήθεια, για να καλύψει τις υλικές, ηθικές, πνευματικές και κοινωνικές της ανάγκες. Συνεχίζοντας ο φιλόσοφος αναφέρει ότι η πόλη συγκροτήθηκε για την εξασφάλιση ενός πολιτισμένου τρόπου ζωής καθώς ο Σελίδα 8 από 12
άνθρωπος αναπτύσσει και άλλες ανάγκες εκτός της επιβίωσης, όπως ηθικοπνευματικές εξαιτίας του φυσικού χαρίσματος του λόγου. Έτσι, λοιπόν, ένας πιο ολοκληρωμένος ορισμός της θα περιελάμβανε τα ακόλουθα: η πόλη είναι μια τέλεια μορφή κοινωνικής οντότητας, που υπάρχει εκ φύσεως και προήλθε από τη συνένωση άλλων κοινωνικών οντοτήτων, τις οποίες εμπεριέχει. Είναι ανώτερη από όλες τις άλλες, γιατί είναι το τέλος τους, η εξέλιξη, η ολοκλήρωσή τους. Αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά, αφού συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή των ανθρώπων, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή τους. Είναι μια οργανωμένη πολιτειακά κοινωνία η οποία έχει αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία, θεσμούς και πολίτευμα. Είναι η γνωστή για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο πόλη - κράτος. Β4. Ποια είναι τα μέρη της ψυχής κατά τον Πλάτωνα και σε ποια σχέση πρέπει να βρίσκονται μεταξύ τους για να θεωρείται ο άνθρωπος δίκαιος; Ο Αριστοτέλης με τη σειρά του σε ποια μέρη διακρίνει την ψυχή του ανθρώπου και πώς τα συσχετίζει με τις αρετές; (Mονάδες: 10) ΑΠΑΝΤΗΣΗ Σχολικό βιβλίο σελ. 90-91: «Εφόσον λοιπόν το όλον τοποθετεί στην θέση που του αρμόζει.» και σελ. 139: «Πριν από όλα ο Αριστοτέλης. να διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοητικές». Β5. Αφού βρείτε τους λεκτικούς τύπους του πρωτότυπου κειμένου με τους οποίους παρουσιάζουν ετυμολογική συγγένεια οι επόμενες λέξεις, στη συνέχεια να σχηματίσετε για κάθε μία από αυτές μία περίοδο λόγου, χρησιμοποιώντας την αναφορική λειτουργία τους: 1. παράκληση, 2. διοικητής, 3. κειμήλιο, 4. μερίδα 5. ζητιάνος. (Mονάδες: 10) ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1. παράκληση: καλουμένη Σας απευθύνω μία θερμή παράκληση: μην κάνετε φασαρία! 2. διοικητής: οἰκούντων Ο διοικητής του οργανισμού θα μας επισκεφτεί αύριο. 3. κειμήλιο: συγκειμένων Αυτό το δακτυλίδι είναι οικογενειακό μας κειμήλιο. 4. μερίδα: μορίων Θα παραγγείλω μια μερίδα κοτόπουλο. 5. ζητιάνος: ζητητέος Κάθε Κυριακή πρωί ένας ζητιάνος κάθεται στα σκαλιά της ενορίας μας. Σελίδα 9 από 12
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Γ1. Να μεταφράσετε το κείμενο που σας δίνεται. Μου φαίνεται, άνδρες Αθηναίοι, ότι ο Λεπτίνης (και μην οργισθείς με εμένα στο όνομα του Δία διότι δε θα πω κάτι κακό για εσένα) ή ότι δεν έχει διαβάσει τους νόμους του Σόλωνα, ή ότι δεν τους κατανοεί. Γιατί εάν ο Σόλωνας θέσπισε νόμο να μπορεί να δώσει (κάποιος) τα δικά του σε όποιον τυχόν επιθυμεί, αν δεν έχει γνήσια παιδιά, όχι για να στερήσει από τους κοντινούς συγγενείς (το δικαίωμα της κληρονομιάς), αλλά για να ωφελήσει το κοινό και να κάνει την ευεργεσία μεταξύ τους άμιλλα, εσύ απεναντίας έχεις φέρει (νόμο) να μη μπορεί ο λαός να δώσει από τα δικά του κάτι σε κανέναν, πώς θα πει κάποιος ότι έχεις διαβάσει τους νόμους του Σόλωνα ή ότι τους έχεις κατανοήσει; Εσύ θα απογυμνώσεις το λαό από ανθρώπους οι οποίοι θα τον τιμήσουν προειδοποιώντας και αποδεικνύοντας, ότι σε αυτούς που τον ευεργετούν δε θα υπάρξει η οποιαδήποτε επιείκεια. Έπειτα κι εκείνος είναι από τους νόμους του Σόλωνα που φαίνονται ότι είναι καλοί, να μην κακολογήσει (κάποιος) τον νεκρό, ακόμη κι αν αυτός κακολογείται από τα δικά παιδιά. (Μονάδες: 20) Γ2. Για καθεμία από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου να γράψετε τον τύπο που σας ζητείται: ἀποστερήσῃ: την αιτιατική ενικού αριθμού, ουδετέρου γένους της μετοχής ενεστώτα στην ίδια φωνή: τὸ ἀποστεροῦν τῆς ἀγχιστείας: τη γενική πληθυντικού αριθμού: τῶν ἀγχιστειῶν ἐγγυτάτω: το επίρρημα στο θετικό βαθμό: ἐγγὺς ἐφάμιλλον: την αιτιατική πληθυντικού αριθμού στο θηλυκό γένος: τὰς ἐφαμίλλους ὁτιοῦν: τη γενική ενικού αριθμού στο αρσενικό γένος: οὑτινοσοῦν ἀνεγνωκέναι: το β πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου β : ἀνάγνωτε βούληται: το β ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα: βούλει καταθεὶς: το γ ενικό ευκτικής ενεστώτα στην άλλη φωνή: κατατιθεῖτο εἰσενήνοχας: το α πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής παθητικού αορίστου: εἰσενεχθῶμεν τὸν τεθνεῶτα: το απαρέμφατο του ίδιου χρόνου: τεθνηκέναι / τεθνάναι (Μονάδες: 1 Χ 10) Σελίδα 10 από 12
Γ3.α) Να χαρακτηρίσετε συντακτικά τους παρακάτω όρους: Ἐμοί, πρὸς Διός, δοῦναι, Σόλωνος (το δεύτερο του κειμένου). (Μονάδες: 1 Χ 4) Ἐμοί: δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου από το προσωπικό ρήμα «δοκεῖ» πρὸς Διός: επιρρηματικός εμπρόθετος προσδιορισμός της επίκλησης στο ρήμα «ὀργισθῇς» δοῦναι: τελικό απαρέμφατο, υποκείμενο στο απρόσωπο απαρέμφατο «ἐξεῖναι», (ετεροπροσωπία) Σόλωνος: ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική του δημιουργού στον όρο «νόμων» Γ3.β) «σὺ δὲ τοὐναντίον εἰσενήνοχας μὴ ἐξεῖναι τῷ δήμῳ τῶν ἑαυτοῦ δοῦναι μηδενὶ μηδέν, πῶς σέ τις φήσει τοὺς Σόλωνος ἀνεγνωκέναι νόμους ἢ συνιέναι;»: Να βρείτε και να δικαιολογήσετε συντακτικά το είδος των προτάσεων του παραπάνω απόσπάσματος. Στη συνέχεια η υπογραμμισμένη πρόταση να μετατραπεί στον πλάγιο λόγο με εξάρτηση από τη φράση «Ὁ Δημοσθένης οὐκ ἔγνω». (Μονάδες: 3) «σὺ δὲ τοὐναντίον εἰσενήνοχας μὴ ἐξεῖναι τῷ δήμῳ τῶν ἑαυτοῦ δοῦναι μηδενὶ μηδέν»: δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση. Συνδέεται παρατακτικά αντιθετικά με την προηγούμενη υποθετική πρόταση της περιόδου «Εἰ γὰρ ὁ μὲν Σόλων ἔθηκε νόμον ἐξεῖναι δοῦναι τὰ ἑαυτοῦ». (Μονάδα: 1) «πῶς σέ τις φήσει τοὺς Σόλωνος ἀνεγνωκέναι νόμους ἢ συνιέναι;»: κύρια ευθεία ερωτηματική πρόταση κρίσεως. Εισάγεται με το ερωτηματικό επίρρημα πῶς γι αυτό είναι μερικής άγνοιας. (Μονάδα: 1) Ὁ Δημοσθένης οὐκ ἔγνω ὅπως /πῶς τοῦτον τις φήσοι τοὺς Σόλωνος ἀνεγνωκέναι νόμους ἢ συνιέναι. (Μονάδα: 1 0,5 Χ 2) Σελίδα 11 από 12
Γ3.γ) «ἐὰν μὴ παῖδες ὦσι γνήσιοι»: να μετατραπεί η δευτερεύουσα πρόταση σε αντίστοιχο ρηματικό τύπο. (Μονάδες: 3 1 Χ 3 ) Η δευτερεύουσα υποθετική πρόταση θα μετατραπεί σε αντίστοιχη υποθετική μετοχή, γενική απόλυτη: «μὴ παίδων ὄντων γνησίων». Σελίδα 12 από 12