Η ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής.

Σχετικά έγγραφα
E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Πολιτική Κατηγοριοποίησης Πελατών

Οι διατάξεις της εμπορικής αντιπροσωπείας και το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής τους στη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η εισήγηση του Δρος. Δημ. Β. Κουτσούκη ( με θέμα

Σχέδιο Υπουργικής Απόφασης. «Κώδικας Προµήθειας σε Πελάτες» Ο Υπουργός Ανάπτυξης

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΞΟΥΣΙΟΟΤΗΜΕΝΟΥ ΠΩΛΗΤΟΥ. Στην Αθήνα σήµερα την... του µηνός...του έτους... ηµέρα... µεταξύ των :

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

Ο διαχειριστής της γερμανικής ΕΠΕ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ. ΑΜΟΙΒΗ: ,00 (με Φ.Π.Α. 24%) Στη Σαμοθράκη σήμερα 30/05/2018 ημέρα Τετάρτη και ώρα 13:00 μεταξύ:

Ο Δήμαρχος, ως εκπρόσωπος του Δήμου, βάσει του άρθρου 58 παρ.1 α Ν.3852/2010, και έχοντας υπόψη:

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΡΥΘΜΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΥ ΑΦΜ

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ATHOS ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ. Πολιτική Αποφυγής Σύγκρουσης Συμφερόντων

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Στην Αθήνα σήμερα την. μεταξύ των κάτωθι συμβαλλόμενων:

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

15SYMV

ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΚΟΙΝ: α) Γρ. κ. Υπουργού β) Γρ. κ. Υφυπουργού γ) Γρ. κας Γεν. Γραμματέως

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο σύμβασης

15SYMV

Αριθμός 20 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ 207 ΤΟΥ 1989

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

ημερολογιακό τρίμηνο. Κατ εξαίρεση η σταθερότητα των τιμών περιορίζεται μόνο στο ημερολογιακό τρίμηνο εκκίνησης όταν πρόκειται για έργα οποιασδήποτε

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΝ

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

Γεράσιμος Θεοδόσης «Συμφωνίες πλαίσιο και διοικητικές συμβάσεις»

Σχέδιο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της [ ]

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Α.Λ.Ε.

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΟΥ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΒΛΕΨΗΣ

ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. Αθήνα, 2 Μαρτίου 2006 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2008 Αριθ. πρωτ.: 1627

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Σ Υ Μ Β Α Σ Η ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΔΥΟ (2) ΘΕΣΕΩΝ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΜΕ ΒΕΝΖΙΝΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ Στην Αθήνα σήμερα την 22 του μήνα Νοεμβρίου του

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ (Π.Α.Ο.Δ.ΗΛ) - ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ. Κέντρο Διεθνούς & Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου (ΚΔΕΟΔ) Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων (ΜοΚΕ)

Αριθμός 21 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟ Υ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΣ 207 ΤΟΥ 1989)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΤΟΠΟΥ

ΙΑΚΗΡΥΞΗ Ν/ 50130/ ΦΥΛΑΞΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ε ΡΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΤΗΣ Ν ΣΥΜΒΑΣΗ Ν/

Μονογραφή από όλους τους συνδικαιούχους σε κάθε σελίδα. Γνήσιο υπογραφής στην τελευταία σελίδα από Αστυνομία ή ΚΕΠ από όλους τους συνδικαιούχους

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, στοιχείων της Εταιρείας με την επωνυμία ΑΦΟΙ Μ. ΠΑΚΑΤΑΡΙΔΗ Ο.Ε., το

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ. Η επιχείρηση με την επωνυμία «ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ

Θέμα : Η αρνητική αναθεώρηση ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δημοσίων συμβάσεων στα έργα. Απαιτείται νομοθετική ρύθμιση.

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Θέμα: Δημόσια διαβούλευση της ΡΑΕ για τον Κώδικα Προμήθειας Φυσικού Αερίου σε Επιλέγοντες πελάτες

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: 3) «αιτούν κράτος-μέλος»: το κράτος-μέλος από το έδαφος του οποίου έχει

11917/1/12 REV 1 IKS+ROD+GA/ag,alf DG C1

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Σ Υ Μ Β Α Σ Η ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟ ΜΕ ΒΕΝΖΙΝΗ ΤΡΙΩΝ (3) ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΤΟΥ ΟΑΕΕ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III. Δικαιώματά του υποκειμένου των δεδομένων. Τμήμα 1. Διαφάνεια και ρυθμίσεις. Άρθρο 12

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΡΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 211,

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ UHY ΑΞΩΝ ΟΡΚΩΤΟI ΕΛΕΓΚΤΕΣ AE ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΑΘΗΝΑ. The Innovating Partner you need. Ανεξάρτητο μέλος της UHY International

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

Ε.Ε. Παρ. III(I) Αρ. 3168, Κ.Δ.Π. 210/97. Αριθμός 210 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΣ 207 του 1989)

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Δίκαιο Εμπορικών Δικαιοπραξιών Διδάσκοντες καθηγητές: Χατζηνικολάου-Αγγελίδου Ουρανία Ελευθεριάδης Νικόλαος Δεσποτίδου Άννα Η ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Στέφανος Ν. Πούλιος ΑΕΜ:400713 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α) Εισαγωγή σελ.4 Τμήμα πρώτο Κεφάλαιο Α Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας 1)Νομοθετικό πλαίσιο. σελ.6 2)Εμπορική αντιπροσωπεία και ασυμβίβαστα του π.δ. 219/1991 σελ.7 3)Χαρακτηριστικά σύμβασης νομική φύση τύπος..σελ.8 4)Δικαιώματα και υποχρεώσεις σελ.13 5)Λύση της σύμβασης σελ.24 Κεφάλαιο Β Η σύμβαση διανομής 1)Νομοθετικό πλαίσιο έννοια.σελ.29 2) Χαρακτηριστικά σύμβασης νομική φύση τύπος..σελ.30 3) Δικαιώματα και υποχρεώσεις σελ.31 4)Περιεχόμενο της σύμβασης μορφές εμφάνισης. σελ.32 5)Διαφορές από τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας..σελ.35 6)αναλογική εφαρμογή π.δ. 219/1991.. σελ.37 7)Λύση της σύμβασης σελ.40 Τμήμα Δεύτερο Κεφάλαιο Α Ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού 1.Εισαγωγικά σελ.41 2.Απαγόρευση ανταγωνισμού κατά το συμβατικό στάδιο. Α.Γενικά.σελ.43 Β.Κατά τη διάρκεια σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.σελ.43 1)θεμελίωση..σελ.45 2)περιεχόμενο της απαγόρευσης..σελ.47 3)έκταση απαγόρευσης όρια..σελ.50 4)συνέπειες παραβίασης της υποχρέωσης.σελ.52 5)Ρήτρα μη ανταγωνισμού ως δευτερεύων περιορισμός..σελ.53 6)Στο δίκαιο περιορισμών του ανταγωνισμού.σελ.55 Γ.Απαγόρευση ανταγωνισμού στη σύμβαση διανομής.σελ.59 Κεφάλαιο Β Η ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού. Εισαγωγικά σελ.64 Στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. 1)Λειτουργία..σελ.65 2)θεμελίωση στο άρθρο 10 π.δ. 219/1991..σελ.67 3)Προυποθέσεις για τη σύναψη έγκυρης ρήτρας σελ.68 -έγγραφος τύπος...σελ.68 -ρητή αναφορά σε συγκεκριμένο γεωγραφικό τομέα..σελ.72 -ταυτότητα εμπορευμάτων...σελ.74 Διάρκεια απαγόρευσης ανταγωνισμού..σελ.75 2

4)η εύλογη ανταμοιβή ως επιπλέον προυπόθεση του κύρους της σελ.79 -θέση υπέρ της αντιπαροχής.σελ.80 -εφαρμογή της ΑΚ 178, ΑΚ 179 σελ.82 -θέση κατά της ύπαρξης αντιπαροχής.σελ.85 -ενδιάμεσο συμπέρασμα.σελ.87 5)Έννομες συνέπειες παραβίασης σελ.89 Α)παράβαση εγκύρως συναφθείσας ρήτρας..σελ.89 Β)συνέπειες παραβίασης ορίων του νόμου.σελ.91 Στη σύμβαση διανομής 1)Γενικά..σελ.92 2)Θεμελίωση της ρήτρας Α)στο νόμο.σελ.95 Β)απαγόρευση με ρητή πρόβλεψη.σελ.97 - η υποχρέωση καταβολής εύλογου ανταλλάγματος ως προυπόθεση..σελ.99 Γ)Αναλογική εφαρμογή π.δ. 219/1991...σελ.101 3)Σύνέπειες παράβασης έγκυρης ρήτρας..σελ.104 Το ειδικότερο ζήτημα της αποζημίωσης πελατείας σελ.105 Επίλογος σελ.113 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.σελ.115 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ σελ.119 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας, η προώθηση των καταναλωτικών αγαθών σε διευρυμένο γεωγραφικό πλαίσιο συνέβαλε στη γιγάντωση της. Στην αυξανόμενη προσφορά προϊόντων που διατίθενται από τους παραγωγούς, οι καταναλωτές ανταποκρίνονται με την ολοένα και αυξανόμενη ζήτηση τους. Σε πολλές περιπτώσεις (αν όχι στις περισσότερες) οι καταναλωτές αγοράζουν περισσότερα από αυτά που χρειάζονται, θέλοντας να καλύψουν επίπλαστες ανάγκες, ενώ, πολλές φορές, αυτό συμβαίνει ακόμα και ξεπερνώντας κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες τους. Συνυπολογίζοντας δε τον παράγοντα της απλοποίησης των διαδικασιών παραγωγής και προώθησης των προϊόντων, την εξάλειψη σε σημαντικό βαθμό της δυσκολίας μεταφοράς αγαθών από ένα μέρος στο άλλο (λόγω κόστους, καθυστέρησης των μέσων μεταφοράς κ.λ.π.), βρισκόμαστε ενώπιον μίας οικονομίας με υπερεθνικό χαρακτήρα, η οποία εμφανίζει συνεχώς αυξητικές τάσεις. Έτσι, οι εμπορικές πράξεις πλέον χαρακτηρίζονται από όγκο και μεγάλη συχνότητα δημιουργώντας το εμπορικό χαρακτηριστικό της μαζικότητας. 1 Αυτό το γεγονός θέλουν να εκμεταλλευτούν οι επιχειρηματίες, οι οποίοι επιδιώκουν την επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους στα πλαίσια της δραστηριότητας τους, προσπαθώντας να εξαπλωθούν πέρα από τα στενά γεωγραφικά όρια της έδρας της επιχείρησης τους. Φυσικά, αυτό σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συνδρομή τρίτων προσώπων τα οποία εντασσόμενα στο δίκτυο προώθησης των προϊόντων τους συμβάλλουν στην μεγέθυνση της επιχείρησης τους. Χάρη σε αυτό το δίκτυο διανομής το προϊόν του επιχειρηματία παραγωγού, περνώντας δια μέσου άλλων προσώπων, διοχετεύεται στην αγορά και μάλιστα, πλέον, σε εξαιρετικά διευρυμένη έκταση 2 και όχι μόνο σε στενά εντοπισμένα γεωγραφικά όρια. 1 Βλ.Ψυχομάνη Σπυρίδων, Εμπορικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, εκδόσεις Σάκκουλα 2004 σελ. 15 2 Βλ. Παμπούκη Κωνσταντίνου, Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμ. 1999 σελ 301επ., 302. Χαρακτηριστικά μάλιστα αναφέρει: «ο επιχειρηματίας χρειάστηκε τη συνεργασία του εμπορικού αντιπροσώπου από την εποχή που άρχισε να προσφέρει μαζικά στην αγορά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του.» 4

Τα πρόσωπα που συμβάλλονται σε διαρκή ή ευκαιριακή βάση με τον επιχειρηματία, χαρακτηρίζονται ως "βοηθητικά" της εμπορίας του και μεσολαβούν στη διανομή των εμπορευμάτων μεταξύ της επιχείρησης και των πελατών της. 3 Η εμπλοκή όμως των προσώπων αυτών στην επιχειρηματική δραστηριότητα τους παραγωγού επιχειρηματία, δεν είναι και εντελώς απαλλαγμένη από κινδύνους. Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους. Καταρχήν ο παραγωγός είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να διοχετεύσει πληροφορίες σε πολλές περιπτώσεις και ευαίσθητες- σχετικά με την φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος το οποίο προμηθεύει στον αντιπρόσωπο ή διανομέα του, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις ανάγκες ενημέρωσης και υποστήριξης των καταναλωτών που επιθυμούν την αγορά του. Επιπρόσθετα ο διανομέας ή εμπορικός αντιπρόσωπος σε πολλές περιπτώσεις, λόγω της άμεσης επαφής του με το καταναλωτικό κοινό, μπορεί να εμφανίζεται, είτε συνειδητά είτε και ασυνείδητα στους καταναλωτές ως ο παραγωγός του προϊόντος. Είναι σύμφυτη με την ψυχολογία του καταναλωτικού κοινού η παραδοχή ότι αγοράστηκε ένα προϊόν από κάποια συγκεκριμένη επιχείρηση, χωρίς την διάκριση αν αυτή λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του πραγματικού κατασκευαστή του προϊόντος δηλαδή του παραγωγού επιχειρηματία 4. Για αυτούς του λόγους δημιουργούνται de facto συνθήκες ανταγωνισμού μέσα στα όρια του ίδιου του δικτύου διανομής, τις οποίες κλήθηκε να διαχειριστεί ο ενωσιακός και ο εθνικός νομοθέτης μέσω ρητρών. Αυτές θα αναλύσουμε στην παρούσα διπλωματική εργασία εστιάζοντας στην λειτουργία τους μέσα στις συμβάσεις διανομής και αποκλειστικής αντιπροσωπείας, τόσο κατά τη διάρκεια της σύμβασης όσο και μετά τη λήξη τους. 3 Βλ. Ε.Περάκης/Ν.Ρόκας, Εισαγωγή στο εμπορικό δίκαιο, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 2011,σελ.245. 4 Βλ. Ν. Τέλλης, η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, εκδόσεις Σάκκουλα, 1997, σελ. 163 5

ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ Κεφάλαιο Α Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. 1.Νομοθετικό πλαίσιο Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας διέπεται από το Προεδρικό Διάταγμα 219/1991, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και ισχύει με τα Π.Δ. 249/1993, 88/1994, 312/1995 και με τον νόμο 3557/2007. Ο Έλληνας νομοθέτης εναρμονίστηκε έτσι με την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά στους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) 5. Με το άρθρο 14 του Ν. 3557/2007 προβλέφθηκε η εφαρμογή των διατάξεων για την εμπορική αντιπροσωπεία αναλογικά, όχι μόνο στην πώληση και στην αγορά προϊόντων όσο και στην παροχή υπηρεσιών 6. 5 Κατά άλλη άποψη «αντί της εναρμόνισης επιτεύχθηκε η σχεδόν αυτούσια ενσωμάτωση της οδηγίας στο Ελληνικό Δίκαιο». Βλ. Ψυχομάνη Σπυρίδων, Εμπορικό Δίκαιο Γενικό Μέρος εκδόσεις Σάκκουλα 2004 σελ. 120 6 Βλ. ΑΠ 1786/2014 Δημοσίευση Τράπεζα Νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ και ΕΕμπΔ. 2015, σελ. 61 η οποία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ήδη ορίστηκε με το άρθρ. 14 4 του ν. 3557/2007 ότι οι διατάξεις του π.δ/τος 219/1991 "περί εμπορικών αντιπροσώπων", όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ/τα 249/1993, 88/1994 και 312/1995, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις αντιπροσωπείας για την παροχή υπηρεσιών, καθώς και στις συβάσεις αποκλειστικής διανομής, εφόσον στο πλαίσιο αυτών, ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή, που κυρίως σημαίνει ότι ακολουθεί τις οδηγίες του ως προς τις τεχνικές προώθησης των πωλήσεων και την εμφάνιση των προϊόντων, δικαιούμενος να χρησιμοποιεί τα σήματά του, αλλά και υποχρεούμενος να παρέχει σ`αυτόν πληροφορίες σχετικά με το πελατολόγιό του και τις εξελίξεις στην αγορά ευθύνης του. Αποκλείεται έτσι και μετά το ν. 3557/2007 η ευθεία εφαρμογή των διατάξεων του π.δ/τος 219/91 στις παραπάνω συμβάσεις, η οποία βέβαια αποκλειόταν και προηγουμένως. Ειδικότερα οι διατάξεις του π.δ/τος 219/1991,που εκδόθηκε σε συμμόρφωση με την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχουν ευθεία και άμεση εφαρμογή μόνον στον εμπορικό αντιπρόσωπο και δεν αφορούν άλλα πρόσωπα που διαμεσολαβούν στην λειτουργία του εμπορίου, αφού η κοινοτική αυτή Οδηγία αποσκοπεί στην εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών μόνον ως προς τους εμπορικούς αντιπροσώπους, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1(2) της Οδηγίας και είναι τα πρόσωπα που ενεργούν πράξεις πώλησης ή αγοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό, αλλά και στο όνομα απ`ευθείας εκείνου που αντιπροσωπεύουν. Επομένως η παραπάνω Οδηγία, η οποία δεν εμποδίζει κατά τα λοιπά τον εθνικό νομοθέτη να θεσπίσει παρόμοιες διατάξεις και για παρεμφερείς τύπους επαγγελματιών, που μεσολαβούν με το δικό τους όνομα ή και για δικό τους λογαριασμό στην λειτουργία του εμπορίου, χωρίς η θέσπιση τέτοιων διατάξεων, με τις οποίες γίνεται υπέρβαση 6

2.Εμπορικός αντιπρόσωπος και ασυμβίβαστα του π.δ. 219/1991. Σύμφωνα με το Π.Δ. 219/1991 «εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητα του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής «αντιπροσωπευόμενος», την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.» Με τη σχετική σύμβαση ο παραγωγός ή χονδρέμπορος αναθέτει, σε μόνιμη βάση, στον εμπορικό του αντιπρόσωπο, έναντι αμοιβής (προμήθειας), τη, συνήθως για ορισμένη περιοχή, μέριμνα των υποθέσεων του, η οποία, ως υποχρέωση του αντιπροσώπου, κατευθύνεται είτε στη διαπραγμάτευση είτε στη σύναψη σύμβασης πώλησης ή αγοράς εμπορευμάτων στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου 7. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει την υποχρέωση εγγραφής στο οικείο επιμελητήριο 8. Βέβαια το κύρος της σύμβασης δεν είναι δυνατόν να επηρεάζεται από την εγγραφή η μη του αντιπροσώπου στο Επιμελητήριο. Αυτό θα είχε την υπέρμετρα επαχθή του ρυθμιστικού εύρους της Οδηγίας (uberschiessende Umsetzung), να θίγει την εφαρμογή του κοινοτικού και ήδη ενωσιακού δικαίου, στο μέτρο που δεν υπάρχει αντίστοιχο δίκαιο ως προς τους επαγγελματίες αυτούς, δεν καλύπτει πάντως η ίδια την δραστηριότητα των επαγγελματιών αυτών και ούτε μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά σε συμβατικές σχέσεις διαφορετικές από αυτή του εμπορικού αντιπροσώπου, αφού στο επίπεδο του ενωσιακού δικαίου δεν γίνεται γενικώς δεκτή η δυνατότητα νομολογιακής εναρμόνισης του δικαίου των κρατών μελών. Αντίστοιχα και το π.δ/γμα 219/1991,που ενσωμάτωσε την παραπάνω Οδηγία, αφορά μόνον τους εμπορικούς αντιπροσώπους, με αντικείμενο μάλιστα δραστηριότητας αποκλειστικά την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων και όχι και την παροχή υπηρεσιών προς τον εντολέα τους.», για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ 219/1991 βλ. και ΟλομΑΠ 15/2013 και 16/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. 7 Μ. Βαρελά Λ. Γρηγοριάδης σε Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου (επιμέλεια Γεώργιου Τριανταφυλλάκη), Νομική Βιβλιοθήκη 2014 Β έκδοση, σελ. 98 καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία. 8 Για την υποχρέωση εγγραφής του εμπορικού αντιπροσώπου και τις προϋποθέσεις βλ. άρθρο 1 παρ. 3 π.δ. 219/1991 και άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Δ. 249/1993. Σύμφωνα με τον Ψυχομάνη «ο εμπορικός αντιπρόσωπος λόγω της αυξημένης βαρύτητας επαγγελματικής δραστηριότητας που ασκεί, εξαρτά την άσκηση της δραστηριότητας του και την απόκτηση εμπορικής ιδιότητας από την εγγραφή του στο Επιμελητήριο». Βλ. ο.π. σε Ψυχομάνη Σ. Εμπορικό Δίκαιο Γενικό Μέρος 2004 σελ. 110 επ., βλ. επίσης Παμπούκης Κωνσταντίνος, Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμ. 1999 σελ 303-304 7

συνέπεια να μην προστατεύεται ο εμπορικός αντιπρόσωπος από το Π.Δ. 219/1991, κάτι που θα αντέβαινε και στην ίδια την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ. 9 Ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 1 παρ. 4 του Π.Δ. 219/1991 ασυμβίβαστα ως προς την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου. Έτσι εμπορικοί αντιπρόσωποι δεν μπορούν να είναι ιδίως: α) τα πρόσωπα τα οποία υπό την ιδιότητα του οργάνου έχουν την εξουσία να δεσμεύουν μία εταιρία ή ένωση προσώπων, β) οι εταίροι οι οποίοι έχουν νόμιμη εξουσία να δεσμεύουν τους άλλους εταίρους, γ) οι διαχειριστές που ορίζονται από το Δικαστήριο, οι εκκαθαριστές ή οι σύνδικοι πτωχεύσεως. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Π.Δ. 219/1991 οι διατάξεις του εν λόγω διατάγματος δεν έχουν εφαρμογή στους μη αμειβόμενους με προμήθεια εμπορικούς αντιπροσώπους και στους εμπορικούς αντιπροσώπους, εφόσον συναλλάσσονται στα Χρηματιστήρια εμπορευμάτων ή στις αγορές πρώτων υλών. 3. Χαρακτηριστικά της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας νομική φύση- τύπος. Μέχρι την εισαγωγή του Π.Δ. 219/1991, η νομολογία των δικαστηρίων για τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ακολουθούσε αναλογικά τις διατάξεις περί εντολής του ΑΚ (713 επ.) σε συνδυασμό με το άρθρο 91 του Εμπορικού Νόμου 10. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής δικαιολογείται, 9 Βλ. ΔΕΚ C 215/1997, Bellone κατά Yokohama, σκ. 11-18 στην οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται πως: «Εθνική ρύθμιση που εξαρτά το κύρος συμβάσεως πρακτορείας από την εγγραφή του εμπορικού πράκτορα σε προβλεπόμενο προς τούτο μητρώο αντιβαίνει προς την οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες)», ΔΕΚ C 456/1998, Centrosteel Srl, σκ. 13-19, ΔΕΚ C 485/2001 (διάταξη), Caprini, αμφότερες με παρόμοιο σκεπτικό και απόφαση, όλες στο: www.curia.europa.eu. 10 Βλ. ενδεικτικά ΕφΛαρ. 254/2004 που αναφέρει ρητά τον εμπορικό αντιπρόσωπο ως εντολοδόχο: «Μπορεί, όμως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος, ως εντολοδόχος, προς εξασφάλιση της απαίτησής του, να προβεί σε επίσχεση κατά της απαίτησης του αντιπροσωπευομένου εντολέα του και να αρνηθεί να αποδώσει τα χρήματα που εισέπραξε για λογαριασμό του, 8

επίσης, και από τη γενική θέση της νομολογίας να τις εφαρμόζει στις συμβάσεις έργου και παροχής υπηρεσιών, στις οποίες κυρίαρχο ρόλο στις δημιουργούμενες σχέσεις διαδραματίζει η παραγόμενη σχέση εμπιστοσύνης και η καλή πίστη (άρθρ. 281 και 288 ΑΚ). Ειδικότερα, λοιπόν, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρ. 722 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται να απαιτήσει ό, τι έχει δαπανήσει για την καλή εκτέλεση της αντιπροσωπείας, αλλά και η διάταξη του άρθρ. 723 ΑΚ, που του παρέχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη ζημία που έχει υποστεί, χωρίς υπαιτιότητά του, για την εκτέλεση της σύμβασης αντιπροσωπείας και μάλιστα κάθε θετική και αποθετική ζημία (αρθρ. 298 ΑΚ), ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπαιτιότητας ή μη του αντιπροσωπευόμενου 11. Κατά άλλη άποψη (μάλλον ορθότερη) πρόκειται περί συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών 12. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της εντολής του ΑΚ είναι ο άμισθος χαρακτήρας, ενώ στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας για τις υπηρεσίες που παρέχονται από πλευράς του αντιπροσώπου ο τελευταίος δικαιούται αμοιβής (προμήθεια) 13. Έτσι, το ένα συμβαλλόμενο μέρος (παραγωγός - αντιπροσωπευόμενος) διαθέτει τα προϊόντα του στην κατανάλωση μέσω του έτερου συμβαλλόμενου μέρους (εμπορικός αντιπρόσωπος), ο οποίος διαπραγματεύεται για λογαριασμό του παραγωγού - αντιπροσωπευόμενου, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε εφόσον έχει και κατά το μέτρο που έχει ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά του εντολέα του από αμοιβή ή έξοδα, μέχρις ότου ο εντολέας ικανοποιήσει τη δική του απαίτηση για την αμοιβή και τα έξοδα που δικαιούται.» 11 Βλ. Ψυχομάνης Σ. Εμπορικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, εκδόσεις Σάκκουλα 2004, σελ. 122-123. 12 Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη έκδοση 2000, σελ 403 επ., Ρόκα Ν. Στοιχεία Εμπορικού Δικαίου, Αθήνα Κομοτηνή 1998 σελ 63, Μπαμπέτα σε Συμβάσεις Διανομής (επιμέλεια Ε. Περάκης), Νομική Βιβλιοθήκη 2009 σελ.5, 13 Το άρθρο 713 ΑΚ ορίζει: «Με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας». Σε αντιδιαστολή με τον άρθρο 6 του Π.Δ. 219/1991 που ορίζει: «για εμπορική πράξη ου έχει συναφθεί κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια». βλ. και παρακάτω κεφάλαιο για την προμήθεια. 9

διαπραγματεύεται και συνάπτει τις πράξεις αυτές επ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Ακόμη, η σύμβαση χαρακτηρίζεται ως επιμέλειας των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου στην οποία κυριαρχεί το στοιχείο της σταθερότητας 14. Η υποχρέωση του αντιπροσώπου να επιμελείται τα συμφέροντα του αντισυμβαλλομένου του μνημονεύεται πανηγυρικώς στην αναγκαστικού δικαίου παρ. 1 του άρθρου 4 Π.Δ. 219/1991, διατρέχει και χαρακτηρίζει τη σύμβαση ως τέτοια, αποτελούσα ουσιώδες στοιχείο αυτής. 15 Τα κύρια χαρακτηριστικά της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας όπως προκύπτουν από το γράμμα του νόμου είναι: 1)ο αμφοτεροβαρής χαρακτήρας της, 2)η σταθερότητα της σχέσης μεταξύ αντιπροσωπευόμενου και αντιπροσώπου, 3)η διάρκεια της παροχής εκ μέρους του εμπορικού αντιπροσώπου 4)η αυτοτέλεια και η ανεξαρτησία της παροχής του εμπορικού αντιπροσώπου, 5)η ενέργεια του εμπορικού αντιπροσώπου στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου 16, 17. Τα κύρια χαρακτηριστικά της σύμβασης όπως παραπάνω αναφέρονται στα στοιχεία 1-5 γίνονται παγίως δεκτά και από την νομολογία τόσο των Δικαστηρίων ουσίας όσο και του Αρείου Πάγου 18. 14 Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη έκδοση 2000, σελ 403 επ. Βέβαια ο ίδιος συγγραφέας τονίζει πως «η συμπληρωματική εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων (ΑΚ 713) δεν αποκλείεται, αν αρμόζει στη φύση της σχέσης (π.χ. ΑΚ 726 )», Το ΑΚ 726 Λύση της εντολής ορίζει ότι: «Η εντολή λύνεται αν δεν ορίστηκε το αντίθετο, με το θάνατο του εντολέα ή του εντολοδόχου, καθώς επίσης με την υποβολή τους σε δικαστική συμπαράσταση ή την πτώχευση τους. Το ίδιο αποτέλεσμα επιφέρει, σε περίπτωση νομικού προσώπου η διάλυση του.». 15 Βλ. Μπαμπέτα, Η εμπορική αντιπροσωπεία στο δίκαιο κατά των περιορισμών του ελεύθερου ανταγωνισμού, Σάκκουλας 2003 σελ. 12-13. 16 Βλ. Μπαμπέτα σε Συμβάσεις Διανομής (επιμέλεια Ε. Περάκης), Νομική Βιβλιοθήκη 2009 σελ.6, 17 Βλ ενδεικτικά ΑΠ 539/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ 10

Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας χαρακτηρίζεται και από την διάρκεια αλλά και τη σταθερότητα. Είναι δηλαδή διαρκής και συνάπτεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο 19. Η ευκαιριακή ανάθεση αντιπροσωπευτικής εργασίας σε κάποιον δεν ιδρύει σχέση εμπορικής αντιπροσωπείας 20. Υποστηρίζεται όμως και η άποψη ότι το στοιχείο της σταθερότητας/μονιμότητας συντρέχει ακόμη και εάν ανατεθεί στον εμπορικό αντιπρόσωπο η κατάρτιση μίας μόνον σύμβασης, υπό την επιφύλαξη ότι ο αντιπροσωπευόμενος του έχει αναθέσει τη διαπραγμάτευση/κατάρτιση των διαδοχικών ανανεώσεων της μοναδικής αυτής σύμβασης 21, 22. Η θέση του εμπορικού αντιπροσώπου είναι αυτοτελής κάτι που σημαίνει πως ο εμπορικός αντιπρόσωπος εμφανίζεται στις συναλλαγές ως ανεξάρτητος επαγγελματίας, που διαθέτει δική του οργάνωση γραφείου, 18 Βλ ενδεικτικά: ΑΠ 1805/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 863/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 1567/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. 19 Στο άρθρο 8 παρ. 2 του ΠΔ 219/1991 ορίζεται ότι: «Σύμβαση ορισμένου χρόνου, την οποία τα μέρη συνεχίζουν να εκτελούν μετά τη λήξη της, θεωρείται ότι μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου.» 20 Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη έκδοση 2000, σελ 403 επ., 21 Βλ. ο.π. Μπαμπέτα σε Συμβάσεις Διανομής (επιμέλεια Ε. Περάκης), Νομική Βιβλιοθήκη 2009 σελ.6 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία του ΔΕΚ C-3/2004, Poseidon Chartering BV, εις: www.europa.eu σκ. 24-27 22 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Β. Κιάντου στο ζήτημα της σταθερότητας και διάρκειας της σύμβασης αντιπροσωπείας. Ενδεικτικά αναφέρει: «ακόμη η έλλειψη σταθερότητας θα μπορούσε ίσως να προκύψει από το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει, ανεξάρτητα αν μία παρόμοια συμφωνία είναι περιττή ή όχι, τη δυνατότητα καταγγελίας της εμπορικής αντιπροσωπείας είτε εκ μέρους του αντιπροσώπου είτε εκ μέρους του αντιπροσωπευόμενου. Βέβαια, αν δεν ασκηθεί το δικαίωμα αυτό καταγγελίας, υπάρχει σταθερότητα της σχέσεως αντιπροσωπείας. Η δυνατότητα καταγγελίας σε κάθε στιγμή της σχέσεως τη εμπορικής αντιπροσωπείας οδηγεί αναπόφευκτα στο ίδιο συμπέρασμα.» Ο ίδιος συγγραφέας επισημαίνει επίσης στην αυτή μελέτη του πως «μία παρόμοια σταθερότητα όταν εκτείνεται σε μεγάλα χρονικά διαστήματα, μπορεί να μην υπηρετεί τα συμφέροντα των συμβαλλομένων. Αυτοί δεν θα πρέπει ίσως να δεσμεύονται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα.» εις: Κιάντο Σχετικά με τη «σταθερότητα» και «διάρκεια» της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ΕπισκΕΔ 2003, σελ 371 επ. 11

ρυθμίζει σύμφωνα με τη βούληση του την ανάπτυξη της δραστηριότητας και φέρει δική του ευθύνη 23. Το στοιχείο της ενέργειας του εμπορικού αντιπροσώπου στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, αφού τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά δεν είναι ούτε σταθερά ούτε ακριβή 24. Από το στοιχείο αυτό συνάγεται ότι ιδεοτυπικό χαρακτηριστικό της σύμβασης είναι η μη ανάληψη από τον εμπορικό αντιπρόσωπο των κινδύνων που συνέχονται με την πώληση του αγαθού (διοχέτευσης, μεταφοράς, αποθήκευσης, μη διάθεσης του κ.λ.π.) 25. Σημαντικό είναι να τονιστεί πως ιδιαίτερα αυτό το χαρακτηριστικό, της ενέργειας δηλαδή του εμπορικού αντιπροσώπου στον όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, αποτελεί το κύριο διακριτό γνώρισμα της σύμβασης με λοιπές συμβάσεις (σύμβαση διανομής, franchising). Η κατανομή λοιπόν του κινδύνου μεταξύ των συμβαλλομένων είναι το κρίσιμο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης. Δεν διαπιστώνεται δε in abstracto, αλλά μόνον in concreto 26. Όσον αφορά τον τύπο της σύμβασης το άρθρο 8 του Προεδρικού Διατάγματος 219/1911 προβλέπει ότι: α) «Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος δεν απαιτείται η τήρηση έγγραφου τύπου» β) «κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο, αφού το ζητήσει, ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της σύμβασης καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της» 27. Η διατύπωση αυτή τέθηκε με το 23 Βλ ενδεικτικά ΕφΛαρ 254/2004 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. 24 Βλ. Μ.Βαρελά Λ. Γρηγοριάδης σε Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου (επιμέλεια Γεώργιου Τριανταφυλλάκη), Νομική Βιβλιοθήκη 2014, σελ 99. 25 Βλ. Μπαμπέτα, Η εμπορική αντιπροσωπεία στο δίκαιο κατά των περιορισμών του ελεύθερου ανταγωνισμού, Σάκκουλας 2003, σελ 22-29., Ε.Περάκη, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη έκδοση 2000, σελ 412-413 26 Βλ. Μπαμπέτα σε Συμβάσεις Διανομής (επιμέλεια Ε. Περάκης), Νομική Βιβλιοθήκη 2009 σελ.7. 27 ΑΠ 364/2014 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1277/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4436/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ 12

άρθρο 14 παρ. 3 του Ν.3557/2007 και είχε ως συνέπεια την εξάλειψη των αμφιβολιών που δημιουργήθηκαν σχετικά με την ανάγκη εγγράφου τύπου λόγω της αρχικής διατύπωσης του άρθρου 8 από τον Έλληνα νομοθέτη 28. 4. Δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών Όπως προελέχθη, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αμφοτεροβαρής και δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις για τα συμβαλλόμενα μέρη. Στη συμβατική σχέση που γεννάται, ο αντιπροσωπευόμενος και ο αντιπρόσωπος, μπορούν να καθορίσουν το πλαίσιο και τους όρους της συνεργασίας τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα μέσα από αυτήν. Η ελευθερία των συμβάσεων που διέπει και την σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας δίνει κάποια περιθώρια ευελιξίας. Έτσι, τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να ορίσουν την εδαφική περιοχή ή/και τον κύκλο πελατών στον οποίο θα δραστηριοποιείται ο αντιπρόσωπος, την απαγόρευση δραστηριοποίησης από τον αντιπρόσωπο σε άλλη περιοχή, την υποχρέωση του αντιπροσωπευόμενου να μην διορίζει άλλον αντιπρόσωπο για συγκεκριμένη περιοχή ή πελατεία (αποκλειστικός εμπορικός αντιπρόσωπος), τη διάρκεια της σύμβασης (αυτή μπορεί να είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου), το ύψος της προμήθειας, τον τρόπο και χρόνο καταβολής της κ.λ.π.. Το άρθρο 4 του Π.Δ. 219/1991 ρυθμίζει με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών. Είναι δηλαδή τα ελάχιστα όρια μέσα στα οποία οφείλουν να κινηθούν τα μέρη κατά την κατάρτιση της 28 «Δια την εφαρμογή του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας πρέπει να συνολογηθεί εγγράφως.». Για τον τύπο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας βλ. μεταξύ άλλων: Παμπούκη Κωνταντίνου Το έγγραφο στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ΕπισκΕΔ Α/2001 σελ. 21 επ, (25 επ.), καθώς και τις αποφάσεις ΕΑ 8326/1999 και ΕΘ 1686/2000, βλ. επίσης Τέλλης, Τροποποίηση της νομοθεσίας περί εμπορικών αντιπροσώπων με το προεδρικό διάταγμα 312/1995, ΕπισκΕΔ Α/1995, σελ. 657 επ., Δ. Κουτσούκης, Περί του ατύπου των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και παρεμφερών συμβάσεων, ΔΕΕ 2008, 294 επ., βλ επίσης Μάλος Γεώργιος, Η αποζημίωση πελατείας στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και στις λοιπές εμπορικές συμβάσεις, Νομική Βιβλιοθήκη 2014 σελ. 11 επ., βλ. και ΕφΛαρ. 165/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ 13

συμβάσεως 29. Οι κύριοι πυλώνες των σχέσεων που διαμορφώνονται στηρίζονται στην καλή πίστη και στη συνεργασία μεταξύ των μερών. Α. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ. Το άρθρο 4 παρ. 1 του Π.Δ. 219/1991 προβλέπει τις υποχρεώσεις του Εμπορικού Αντιπροσώπου. Έτσι: «1. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του να μεριμνά για τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου και να δρα νόμιμα με βάση την καλή πίστη. Ιδιαίτερα ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει: α. να ασχολείται με την δέουσα επιμέλεια κατά τη διαπραγμάτευση και ενδεχομένως κατά τη σύναψη των πράξεων οι οποίες του έχουν ανατεθεί. β. να ανακοινώνει στον αντιπροσωπευόμενο κάθε αναγκαία πληροφορία που διαθέτει. γ. να συμμορφώνεται προς τις εύλογες υποδείξεις του αντιπροσωπευόμενου» Βασική λοιπόν υποχρέωση του αντιπροσώπου είναι η μέριμνα της επιμέλειας των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου 30. Στα πλαίσια της υποχρέωσης αυτής, ο αντιπρόσωπος πρέπει να φροντίζει για την διεύρυνση του επαγγελματικού κύκλου του αντιπροσωπευόμενου, μέσα από την συστηματική ενασχόληση του με τις υποθέσεις του αντιπροσωπευόμενου. Η δράση του αυτή πρέπει να είναι νόμιμη και με βάση την καλή πίστη. Υποστηρίζεται η άποψη πως η εισφορά νέων πελατών δεν εντάσσεται στις υποχρεώσεις του εμπορικού αντιπροσώπου, αλλά αποτελεί το «κάτι παραπάνω» το οποίο τελικώς δικαιολογεί την ενδεχόμενη αξίωση του αντιπροσώπου για αποζημίωση πελατείας μετά τη λύση της συμβάσεως 31. Η 29 Η παρ. 4 του άρθρου 4 ΠΔ 219/1991 ορίζει: «τα μέρη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου αυτού». 30 Από την συγκεκριμένη υποχρέωση απορρέει και η υποχρέωση μη ανταγωνισμού για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω, βλ και ενδεικτικά ΑΠ 539/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. 31 Βλ. Μάλος Γεώργιος, Η αποζημίωση πελατείας στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και στις λοιπές εμπορικές συμβάσεις, Νομική Βιβλιοθήκη 2014 σελ93 επ. ο οποίος 14

αντίθετη άποψη, κατά την άποψη του γράφοντος, είναι μάλλον ορθότερη και συνάγεται από τον ίδιο τον ορισμό του εμπορικού αντιπροσώπου καθώς και από τις υποχρεώσεις που τίθενται στο άρθρο 8 του Π.Δ. 219/1991, αφού από την δική του δραστηριότητα και επιμέλεια θα κριθεί εάν προάγει τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου με βάση τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Και φυσικά το βασικό συμφέρον του αντιπροσωπευόμενου είναι η εύρεση νέου πελατειακού κύκλου και η μεγέθυνση του ήδη υφιστάμενου. Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενο κεφάλαιο 32, ο αντιπροσωπευόμενος χρειάζεται τον εμπορικό αντιπρόσωπο για να διευρύνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα, πέρα από στενά τοπικά όρια 33. Έτσι αν υποθέσουμε ότι λ.χ. ένας αποκλειστικός εμπορικός αντιπρόσωπος σε μία συγκεκριμένη περιοχή, αδρανεί και δεν προάγει το προϊόν του αντιπροσωπευόμενου, τότε το ισχυρότερο πλήγμα το δέχεται ο ίδιος ο παραγωγός. Για αυτό, κατά την άποψη μας, η διεύρυνση του πελατειακού κύκλου του αντιπροσωπευόμενου είναι πρωταρχική υποχρέωση του εμπορικού αντιπροσώπου 34. χαρακτηρίζει την άποψη αυτή (ότι δηλαδή η εισφορά νέων πελατών και η προαγωγή των υφιστάμενων πελατών του εντολέα δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας) ως «πάγια δεκτή θέση τόσο των δικαστηρίων ουσίας όσο και του Αρείου Πάγου». Πιο πειστική μας φαίνεται η αντίθετη άποψη όπως αποτυπώνεται στην ΕφΛαρ. 96/2004, Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ η οποία αναφέρει: «κυρίαρχο καθήκον του εμπορικού αντιπροσώπου είναι να επιδιώκει κατά τρόπο συνεχή και σταθερό, για ορισμένο και αόριστο χρόνο και συνήθως σε συγκεκριμένη εδαφική περιοχή, τη διεύρυνση του κύκλου των πελατών της επιχείρησης του αντιπροσωπευόμενου. Η δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου οφείλει να κατευθύνεται στην προσέλκυση νέων πελατών». 32 Βλ. και παραπάνω την εισαγωγή με τις εκεί παραπομπές 33 Βλ. ΑΠ 539/2012 όπου χαρακτηριστικά αναφέρει: «.στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας στην οποία προέχει το στοιχείο της φροντίδας προώθησης των συναλλαγών του εκάστοτε αντιπροσωπευόμενου, που προϋποθέτει στενή σχέση και ιδιαίτερη εμπιστοσύνη» 34 Επί του συγκεκριμένου βλ. αντίλογο σε Μάλο Γεώργιο, Η αποζημίωση πελατείας στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και στις λοιπές εμπορικές συμβάσεις, Νομική Βιβλιοθήκη 2014 σελ93 επ., ο οποίος αναφέρει πως: «η ως άνω θέση (βλ. παραπάνω σελ 16 και υποσημείωση 42), επιρρώνεται από την ίδια την επιλογή του ενωσιακού νομοθέτη να εισαγάγει την ουσιαστική προϋπόθεση περί εισφοράς νέων πελατών ή σημαντικής προαγωγής των ήδη υφιστάμενων πελατειακών σχέσεων για την κατάφαση της αποζημίωσης 15

Τα υπό στοιχεία β και γ του άρθρου 4 Π.Δ. 219/1991 καθιερώνουν δύο ακόμα υποχρεώσεις του εμπορικού αντιπροσώπου. Την υποχρέωση ανακοίνωσης στον αντιπροσωπευόμενο κάθε αναγκαίας πληροφορίας που διαθέτει καθώς και την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις εύλογες υποδείξεις του. Αυτές οι υποχρεώσεις αποτελούν εκδήλωση του διευθυντικού δικαιώματος του αντιπροσωπευόμενου. Όμως η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος από πλευράς του αντιπροσωπευόμενου δεν μπορεί να φτάνει μέχρι την υπερκέραση της ανεξαρτησίας του εμπορικού αντιπροσώπου όπως αυτό εκδηλώνεται από την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία της παροχής του, κάτι που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης 35, 36. Για την υποχρέωση μη ανταγωνισμού του εμπορικού αντιπροσώπου τόσο στο συμβατικό όσο και στο μετασυμβατικό στάδιο θα γίνει εκτενής ανάλυση στο δεύτερο τμήμα της παρούσης Β.ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΟΜΕΝΟΥ Και για τον αντιπροσωπευόμενο ισχύει η γενική υποχρέωση απέναντι στον αντιπρόσωπο να δρα νόμιμα και καλόπιστα. Φυσικά υποχρεούται να του παρέχει πληροφορίες και ενημέρωση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παρ.2 και παρ.3 του Π.Δ. 219/1991. Κυρίως όμως οφείλει να του παρέχει δυνατότητα δράσης, να τον διευκολύνει και να τον υποστηρίζει 37. Ακόμη ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει να παρέχει στον αντιπρόσωπο τα αναγκαία πληροφοριακά έγγραφα που αφορούν τα εμπορεύματα, να παρέχει στον αντιπρόσωπο τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση της πελατείας σύμφωνα με το άρθρο 9, θέτοντας ένα ανώτερο κατώφλι, μη αποδεχόμενος την απλή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, αλλά απαιτώντας κάτι επιπλέον ώστε να δικαιολογείται επαρκώς η επιδίκαση αποζημίωσης πελατείας στον εμπορικό αντιπρόσωπο». 35 Βλ. παραπάνω κεφάλαιο Δ σελ. 10. 36 Βλ. Μπαμπέτα σε Συμβάσεις Διανομής (επιμέλεια Ε. Περάκης), Νομική Βιβλιοθήκη 2009 σελ.10. 37 Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη έκδοση 2000, σελ. 405-406 και την εκεί παραπομπή σε Ανδρουτσόπουλο, Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, Αθήνα, 1968 σελ. 193 16

σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ιδίως δε να ειδοποιεί τον εμπορικό αντιπρόσωπο σε εύλογη προθεσμία για τυχόν πρόβλεψη μειωμένου όγκου πωλήσεων σε σχέση με τον αναμενόμενο, καθώς και για την αποδοχή ή απόρριψη ή μη εκτέλεση εμπορικής πράξης για την οποία μεσολάβησε. Παρεπόμενες υποχρεώσεις του αντιπροσωπευόμενου είναι η μη ανάμειξη του στην επιχειρηματική δραστηριότητα του αντιπροσώπου, η τήρηση εχεμύθειας και η μη αυθαίρετη άρνηση σύναψης σύμβασης 38. Στις υποχρεώσεις του αντιπροσωπευόμενου εντάσσεται και η διαβίβαση στον Εμπορικό Αντιπρόσωπο κατάσταση των οφειλόμενων προμηθειών, το αργότερο την τελευταία μέρα του μηνός που ακολουθεί το τρίμηνο κατά το οποίο γεννήθηκαν οι σχετικές αξιώσεις. Η κατάσταση αυτή πρέπει να αναφέρει όλα τα ουσιώδη στοιχεία βάσει των οποίων έχει υπολογισθεί το ποσό των προμηθειών Επιπρόσθετα, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται να απαιτήσει (και ο αντιπροσωπευόμενος υποχρεούται να παρέχει) να του παρασχεθούν όλες οι πληροφορίες και κυρίως αποσπάσματα εγγράφων των εμπορικών βιβλίων που χρειάζεται για την επαλήθευση του ποσού των οφειλόμενων προμηθειών 39. Παρατηρούμε ότι οι υποχρεώσεις του αντιπροσωπευόμενου αφορούν την εν γένει διευκόλυνση του αντιπροσώπου στο έργο του. Είναι αυτονόητο πως τα συμφέροντα αντιπροσωπευόμενου και αντιπροσώπου είναι κοινά, αφού μεγαλύτερες πωλήσεις σημαίνει περισσότερα κέρδη και για τους δύο. Άρα, ουσιαστικά οι υποχρεώσεις όπως τίθενται από τον νόμο συμβάλλουν άμεσα στην αγαστή συνεργασία των συμβαλλομένων και στην προώθηση του κοινού τους σκοπού. Γ.ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Π.Δ. 219/1991, «1.ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται την ειδικώς συμφωνηθείσα αμοιβή. 2. Ελλείψει ειδικής συμφωνίας 38 Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη έκδοση 2000, σελ. σελ. 406 39 Βλ. παρ. 5 και 6 του άρθρου 7 ΠΔ 219/1991. Μάλιστα στην παράγραφο 7 του αυτού άρθρου ορίζεται πως δεν δύναται να συμφωνηθεί παραίτηση του εμπορικού αντιπροσώπου από τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων. 17

μεταξύ των μερών και ειδικών διατάξεων ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αμοιβή που καθορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας της σύμβασης στην οποία μεσολαβεί ή συνάπτει για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου σύμφωνα με τις συνήθειες που εφαρμόζονται στον τόπο όπου ασκεί την δραστηριότητα του και για την αντιπροσώπευση των εμπορευμάτων τα οποία αφορά η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας». Ως εκ τούτου, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται να απαιτήσει αμοιβή για τις υπηρεσίες που προσφέρει και ο αντιπροσωπευόμενος υποχρεούται να την καταβάλλει. Αυτή έγκειται σε ποσοστό επί της τιμής πώλησης των προϊόντων 40. Το ποσοστό αυτό είθισται στις συναλλαγές να καθορίζεται ρητά στη σύμβαση και είναι αποτέλεσμα συμφωνίας των μερών (εάν δεν καθορίζεται λαμβάνονται υπόψη οι συνήθειες που εφαρμόζονται στον τόπο που ασκεί την δραστηριότητα του ο αντιπρόσωπος) 41. Το δικαίωμα του αυτό μπορεί να εκτείνεται υπό προϋποθέσεις και σε συμβάσεις που έλαβαν χώρα μετά τη λήξη της σύμβασης αντιπροσωπείας. Το άρθρο 6 του Π.Δ. 219/1991 ορίζει ότι: «για εμπορική πράξη που έχει συναφθεί κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια: α. αν η πράξη έχει συναφθεί χάρη στην παρέμβαση του ή β. αν η πράξη έχει συναφθεί με τρίτο με τον οποίο ο αντιπρόσωπος έχει συνάψει προηγουμένως πράξεις του ίδιου είδους ώστε να τον έχει καταστήσει πελάτη ή γ. αν είναι αρμόδιος για έναν καθορισμένο γεωγραφικό τομέα ή για μία καθορισμένη ομάδα προσώπων και η πράξη έχει συναφθεί με πελάτη που ανήκει σε αυτόν τον τομέα ή σε αυτήν την ομάδα». Συνεπώς, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια (αμοιβή) αν η πράξη έχει καταρχήν συναφθεί χάριν στην παρέμβαση του. Η παρέμβαση του αυτή πρέπει να συνέβαλλε μεν στην κατάρτιση της σύμβασης χωρίς να ενδιαφέρει όμως, σε πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση, ποιο είναι το επίπεδο αυτής της συμβολής. Αρκεί με την παρέμβαση του ο αντιπρόσωπος να αίρει 40 Βλ. Ψυχομάνης, Εμπορικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 121, 41 Βλ ενδεικτικά ΑΠ 167/2015 Τράπεζα Νομικών Πληροφορικών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 250/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφορικών ΝΟΜΟΣ ΠΠρΑθ 1446/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφορικών ΝΟΜΟΣ. 18

τις αντιρρήσεις του πελάτη για την κατάρτιση της συμβάσεως 42. Βέβαια κατά το ορθότερο θα πρέπει να γίνεται δεκτό ότι προμήθεια δεν οφείλεται στις περιπτώσεις που η συμβολή του αντιπροσώπου ήταν εντελώς άνευ σημασίας για την κατάρτιση της συμβάσεως. Προμήθεια επίσης οφείλεται στην περίπτωση που η πράξη συνάπτεται με τρίτο πρόσωπο τον οποίο ο αντιπρόσωπος έχει καταστήσει πελάτη, έχοντας συνάψει προηγουμένως μαζί του πράξεις του ίδιου είδους. Η προμήθεια σε αυτήν την περίπτωση δικαιολογείται από την συμβολή του αντιπροσώπου στην καλή προώθηση των εμπορευμάτων της επιχείρησης του αντιπροσωπευόμενου, δημιουργώντας έτσι μία «υπεραξία» της επιχείρησης του που αφορά τη διεύρυνση της πελατειακής βάσης του αντιπροσωπευόμενου. Πρέπει όμως να συντρέχουν και οι κατωτέρω προϋποθέσεις: αφενός ο πελάτης να είναι νέος, δηλαδή πελάτης τον οποίο στρατολόγησε ο αντιπρόσωπος. Ακόμα πρέπει να αφορά πράξεις του ίδιου είδους. Ο χαρακτηρισμός των πράξεων ως πράξεις του ιδίου είδους έχει να κάνει με τις περιστάσεις και με την κάθε περίπτωση ατομικά. Σε κάθε περίπτωση τέτοιες πρέπει να θεωρούνται οι παραγγελίες του ιδίου πράγματος 43. Το Π.Δ. 219/1991 προβλέπει όμως και περίπτωση που ο αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια ανεξάρτητα από την συμβολή του στην κατάρτιση της συμβάσεως. Έτσι, εάν ο αντιπρόσωπος είναι αρμόδιος για συγκεκριμένο γεωγραφικό τομέα ή για μία καθορισμένη ομάδα προσώπων και η πράξη έχει συναφθεί με πελάτη που ανήκει σε αυτόν τον τομέα ή σε αυτήν την ομάδα, ο αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθειας. Βέβαια η αξίωση προμήθειας είναι συνυφασμένη με την προσπάθεια του αντιπροσώπου για την επιτυχή έκβαση μίας συμφωνίας και την συνακόλουθη υπογραφή της συμβάσεως 44. Όμως 42 Βλ. Μπαμπέτας, Συμβάσεις Διανομής (επιμέλεια Ε. Περάκης), Νομική Βιβλιοθήκη 2009 σελ.12-13 43 Βλ. Μπαμπέτα σε Συμβάσεις Διανομής (επιμέλεια Ε. Περάκης), Νομική Βιβλιοθήκη 2009 σελ.12-13, βλ. και Βλ. Τέλλη, Τροποποίηση της νομοθεσίας περί εμπορικών αντιπροσώπων, ΕπισκΕΔ, 1995 σελ. 657 επ.. 44 Μπαμπέτα σε Συμβάσεις Διανομής (επιμέλεια Ε. Περάκης), Νομική Βιβλιοθήκη 2009 σελ.16. 19

είναι πρόδηλο πως αυτή η διάταξη σκοπό έχει να προστατεύσει τον αποκλειστικό και τοπικό αντιπρόσωπο, αυτόν δηλαδή που δραστηριοποιείται σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Με αυτόν τον τρόπο περιχαρακώνεται και η πίστη του προς τον αντιπροσωπευόμενο 45. Το ΔΕΚ με την C-104/95 απόφαση απεφάνθη έπειτα από προδικαστικό ερώτημα που ετέθηκε από το ΠΠρΑΘ ότι: «Το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), έχει την έννοια ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όταν έχει αναλάβει ένα γεωγραφικό τομέα, έχει δικαίωμα προμηθείας για τις συναπτόμενες με τους πελάτες που ανήκουν στον τομέα αυτό δικαιοπραξίες, ακόμη και αν καταρτίστηκαν χωρίς την παρέμβαση του» 46, 47. 45 Μάλιστα η Οδηγία 86/653/ΕΟΚ (την οποία ο Έλληνας νομοθέτης μετέφερε στο δίκαιο μας), στο άρθρο 7 παρ. 2.2 ορίζεται το δικαίωμα προμήθειας του αντιπροσώπου «εάν αυτός είναι αρμόδιος για έναν καθορισμένο γεωγραφικό τομέα ή για μία καθορισμένη ομάδα προσώπων». 46 Βλ. ΔΕΚ C-104/95 απόφαση Γεωργίου Κοντόγεωργα κατά Κάρτονπακ ΑΕ. Στα προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν ήταν και ο προσδιορισμός της έννοιας του πελάτη αναφορικά με το άρθρο 6 παρ. 1 περ. γ. εκεί στην αυτή απόφαση εκδόθηκε η εξής απόφαση από το ΔΕΚ: «Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 έχει την έννοια ότι η έννοια του «πελάτη που ανήκει στον τομέα αυτόν» καθορίζεται, στην περίπτωση όπου ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο, από τον τόπο όπου το νομικό αυτό πρόσωπο ασκεί πράγματι τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Όταν η επιχείρηση ασκεί την επαγγελματική της δραστηριότητα σε διαφόρους τόπους ή όταν ο αντιπρόσωπος ασκεί τη δραστηριότητα του σε πολλούς τόπους, άλλα στοιχεία μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του κέντρου βάρους της οικείας δικαιοπραξίας, ιδίως ο τόπος όπου έλαβαν ή έπρεπε κατά το σύνηθες να λάβουν χώρα οι διαπραγματεύσεις με τον αντιπρόσωπο, ο τόπος όπου παραδόθηκε το εμπόρευμα, καθώς και ο τόπος όπου βρίσκεται η επιχείρηση η οποία προέβη στην παραγγελία.»., βλ. αντίθετη ΔΕΚ C-19/2007 Paul Chevassus-Marche κατά Groupe Danone, Société Kro beer brands SA (BKSA), Société Évian eaux minérales d Évian SA (SAEME), Το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), έχει την έννοια ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος στον οποίο έχει ανατεθεί ένας συγκεκριμένος γεωγραφικός τομέας δεν δικαιούται να λάβει προμήθεια για δικαιοπραξίες που συνάπτουν πελάτες ανήκοντες στον τομέα αυτό με τρίτον όταν δεν υφίσταται καμία παρέμβαση, άμεση ή έμμεση, του αντιπροσωπευόμενου». 20

Σε κάθε περίπτωση, η αξίωση προμήθειας του αντιπροσώπου έχει να κάνει με την επιτυχή δραστηριοποίηση του σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Εάν ο αντιπροσωπευόμενος δεν έχει επιχειρηματικά ερείσματα σε έναν γεωγραφικό τομέα, και εάν ο αντιπρόσωπος του δημιούργησε αυτά τα ερείσματα, είναι ορθό να θεωρήσουμε πως δικαιούται της προμήθειας για τη σύναψη της σύμβασης, ακόμα και εάν δεν είχε ενεργό ρόλο σε αυτήν 48. Το Π.Δ. 219/1991 προβλέπει όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αντιπρόσωπος δικαιούται να λάβει προμήθεια και για εμπορική πράξη που έχει συναφθεί μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, «α. εάν η πράξη οφείλεται κυρίως στην δραστηριότητα που αυτός ανέπτυξε κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και έχει συναφθεί σε εύλογη προθεσμία από τη λύση αυτής της σύμβασης.» και «β. εάν, σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 1 του παρόντος (άρθρου 6) η παραγγελία του τρίτου περιήλθε στον Εμπορικό Αντιπρόσωπο ή τον αντιπροσωπευόμενο πριν από τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.». Είναι ορθή η νομοθετική αυτή πρόβλεψη, αφού ο νόμος εδώ προστατεύει ουσιαστικά τον «κόπο» του αντιπροσώπου. Του δίνει την δυνατότητα να αξιώσει προμήθεια λόγω της άυλης αξίας που προσέφερε στον αντιπροσωπευόμενο που δεν είναι άλλη από την μεγέθυνση της επιχείρησης του. Πράγματι, ο παραγωγός αντιπροσωπευόμενος όταν καταρτίζει τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας (η οποιαδήποτε άλλη σύμβαση με χαρακτήρα διανομής), σκοπεύει στην προώθηση των προϊόντων του σε μεγαλύτερη γεωγραφική βάση, στην οποία, στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν έχει πρόσβαση. Όταν λοιπόν επιτυγχάνεται πράγματι αυτός ο σκοπός, χάρη στις κοπιώδεις προσπάθειες του αντιπροσώπου, είναι ορθό και μέσα στο πνεύμα που ορίζουν τα συναλλακτικά ήθη, αυτός να πρέπει να 47 Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη έκδοση 2000, σελ. 406 48 Π.χ. Εάν σε μία χώρα είναι παντελώς άγνωστο το προϊόν Χ ενός παραγωγού και χάρη στην προσπάθειες του εμπορικού αντιπροσώπου το προϊόν αυτό έγινε ευρέως γνωστό στην περιοχή δραστηριοποίησης του, δεν είναι εύλογο να αμειφθεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος και αν ακόμη ο πελάτης για διάφορους λόγους απευθύνθηκε απευθείας στον παραγωγό αντιπροσωπευόμενο για την κατάρτιση της συμβάσεως; 21

αμειφθεί μέσω προμήθειας 49. Φυσικά ο νόμος θέτει ένα χρονικό όριο το οποίο χαρακτηρίζει εύλογο 50, για να διατηρεί ο αντιπρόσωπος αυτό το δικαίωμα, αφού η αποζημίωση πελατείας ρυθμίζεται στο άρθρο 9 του Π.Δ. 219/1991 και αποτελεί ξεχωριστή διάταξη 51. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν δικαιούται προμήθεια κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου εάν αυτή οφείλεται, δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου αυτού, στον προηγούμενο αντιπρόσωπο, εκτός εάν λόγω της δραστηριότητας τους θεωρείται δίκαιο η προμήθεια να διανεμηθεί μεταξύ τους. Για να γεννηθεί η αξίωση προμήθειας πρέπει ο αντιπροσωπευόμενος να εκτέλεσε την πράξη, είτε να όφειλε να έχει εκτελέσει την πράξη δυνάμει της συμφωνίας που είχε συναφθεί με τον τρίτο, είτε ο τρίτος να εκτέλεσε την πράξη. Επίσης η αξίωση προμήθειας γεννάται όταν ο τρίτος έχει εκτελέσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση ή θα έπρεπε να τις έχει εκτελέσει εάν ο αντιπροσωπευόμενος είχε προβεί στην απαραίτητη σύμπραξη για την ολοκλήρωση της σύμβασης. Ουσιαστικά δηλαδή ο νόμος θέτει ως προϋπόθεση για την πληρωμή του αντιπροσώπου την εκπλήρωση της συμβάσεως. Όμως, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα του αντιπροσώπου, η επιλογή αυτή του νομοθέτη εύλογα προκαλεί κάποιον προβληματισμό. Λόγω των καταστάσεων που δημιουργούνται καθημερινά σε μία ζωντανή οικονομική και συναλλακτική πραγματικότητα, το κομμάτι της εκτέλεσης της 49 Εάν ο αντιπρόσωπος δεν δραστηριοποιείται όπως η σύμβαση ορίζει, εφόσον πρόκειται για αμφοτεροβαρή σύμβαση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου ΑΚ 380 επ. ( αρχές για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, υπερημερία εκπλήρωσης του ενός, δικαίωμα αποζημίωσης μαζί με την υπαναχώρηση κ.λ.π.). Με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών επιλύονται τα προβλήματα που ανακύπτουν σε περίπτωση που ο αντιπρόσωπος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση, δηλαδή δεν δραστηριοποιείται. Βλ. Μπαμπέτα σε Συμβάσεις Διανομής (επιμέλεια Ε. Περάκης), Νομική Βιβλιοθήκη 2009 σελ.16. 50 Μάλιστα επειδή ο νόμος κάνει λόγο για εύλογη προθεσμία είναι σύνηθες στις συναλλαγές να προσδιορίζεται επακριβώς από τα μέρη ποιο είναι αυτό το διάστημα μέσα στο οποίο εάν συναφθεί σύμβαση θα δικαιούται ο εμπορικός αντιπρόσωπος προμήθεια. 51 Βλ ενδεικτικά ΑΠ 250/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ. 493/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ. 2898/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ 22

σύμβασης που έχει συναφθεί με την παρέμβαση του εμπορικού αντιπροσώπου, ίσως καθίσταται και το δυσκολότερο. Το ζήτημα που δημιουργείται εδώ, κατά την άποψη μας, είναι ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος, με την εύρεση του ενδιαφερόμενου πελάτη, εξαντλεί τα όρια μέσα στα οποία κλήθηκε από τον αντιπροσωπευόμενο να λειτουργήσει. Το κομμάτι της μη εκτέλεσης της συμβάσεως μπορεί να ανάγεται σε λόγους που δεν αφορούν πλέον τον εμπορικό αντιπρόσωπο (π.χ. κακοπιστία του τρίτου όσον αφορά την πληρωμή), και να αφορούν γεγονότα που μπορεί να επισυμβούν και σε σημαντικό χρονικό διάστημα μετά τη σύναψη της συμφωνίας. Και ενώ ο νόμος ορίζει στην παράγραφο 4 του άρθρου 7 Π.Δ. 219/1991, ότι «το δικαίωμα της προμήθειας αποσβήνεται μόνο εφόσον αποδεικνύεται ότι η σύμβαση μεταξύ του τρίτου και του εντολέα δεν θα εκτελεστεί και η μη εκτέλεση δεν οφείλεται σε γεγονότα για τα οποία είναι υπαίτιος ο αντιπροσωπευόμενος», δεν γίνεται καμία μνεία για το τι επισυμβαίνει σε μη εκπλήρωση της συμβάσεως υπαιτιότητα του αγοραστή. Θα ήταν λοιπόν εύλογο να τίθενται όροι που να προστατεύουν το δικαίωμα προμήθειας του αντιπροσώπου 52 από την μη εκτέλεση της σύμβασης για λόγους που δεν ανάγονται στην σφαίρα επιρροής του. Έτσι, παρόλο που και ο αντιπροσωπευόμενος και ο αντιπρόσωπος είναι επιχειρηματίες και αναλαμβάνουν επιχειρηματικό κίνδυνο μέσα από την δραστηριότητα τους επιδιώκοντας φυσικά κέρδος αντιμετωπίζοντας συγχρόνως και το ενδεχόμενο ζημίας, ο αντιπρόσωπος βρίσκεται εν προκειμένω σε δυσμενέστερη θέση. Και αυτό γιατί, ενώ και οι δύο αναλαμβάνουν τον κίνδυνο που εντοπίζεται στο αν θα γίνουν οι συναλλαγές που συνιστούν το αντικείμενο της δραστηριότητας τους, ο εμπορικός αντιπρόσωπος αναλαμβάνει και των κίνδυνο συναλλαγών που δεν είναι του ιδίου αλλά ενός άλλου (αντιπροσωπευόμενου). Κατ ακολουθία, αυτός φέρει και τον κίνδυνο στον οποίο ο αντιπροσωπευόμενος μένει αμέτοχος- που εντοπίζεται στην εξέλιξη των συναλλαγών αυτών και, ιδίως, στην καταβολή του τιμήματος από την πλευρά του αγοραστή πελάτη 53. 52 Ίσως ακόμη και μειωμένης προμήθειας από την κυρίως συμφωνηθείσα. 53 Βλ. Παμπούκη Κωνσταντίνου, Εισαγωγή στο Δίκαιο Εμπορικής Αντιπροσωπείας, Αρμ. 1999 σελ.312 23

Σημαντικό είναι σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε στη ρήτρα del credere. Η ρήτρα del credere είναι ρήτρα εγγυήσεως ή πιστασφάλειας, με την οποία ο εμπορικός αντιπρόσωπος αναλαμβάνει την ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχουν οι πελάτες του απέναντι στον αντιπροσωπευόμενο. Ο αντιπρόσωπος δεν ευθύνεται για την εκτέλεση των συμβάσεων στη σύναψη των οποίων παρενέβη, εκτός εάν υπάρχει η συγκεκριμένη ρήτρα. Με αυτήν την ρήτρα ο εμπορικός αντιπρόσωπος αναλαμβάνει μία επιπρόσθετη υπηρεσία για την οποία θα πρέπει να αμείβεται με ξεχωριστή αυξημένη προμήθεια, αφού πλέον αναλαμβάνει σοβαρούς κινδύνους από την επιχειρηματική δραστηριότητα που σε μία σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας θα είχε μόνο ο αντιπροσωπευόμενος 54. Η προμήθεια καταβάλλεται το αργότερο στο τέλος του μηνός που ακολουθεί το τρίμηνο, κατά τη διάρκεια του οποίου γεννήθηκε η αξίωση. Τέλος, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι εάν συμφωνηθεί μεταξύ του αντιπροσώπου και του αντιπροσωπευόμενου η μη παροχή αμοιβής, δεν μπορεί να γίνει λόγος για σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, παρά μόνο για άμισθη εντολή του αστικού δικαίου όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα ΑΚ 713 επ 55. 5.Λύση της συμβάσεως. Η παλαιότερη θεωρία και νομολογία δέχονταν ότι η ανάκληση της εμπορικής αντιπροσωπείας, στηριζόμενης στην εμπιστοσύνη, μπορούσε να γίνει οποτεδήποτε, ακόμα και αν αφορούσε σύμβαση ορισμένου χρόνου. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ορισμένου χρόνου μπορούσε να καταγγελθεί μόνο για σπουδαίο λόγο. Η σύναψη συμφωνίας για το περιορισμένα ανακλητό γινόταν επίσης δεκτή. Γενικά η καταγγελία είχε ως 54 Για την ρήτρα del credere βλ. Παμπούκη Κωνσταντίνου, Εισαγωγή στο Δίκαιο Εμπορικής Αντιπροσωπείας, Αρμ. 1999 σελ.312-313 και στις εκεί παρατιθέμενες παραπομπές. 55 Βλ. και άρθρο 2 ΠΔ 219/1991: «Οι διατάξεις του παρόντος ΠΔ δεν έχουν εφαρμογή για α. τους μη αμειβόμενους εμπορικούς αντιπροσώπους». 24

όριο την κατάχρηση δικαιώματος, κάτι που θεωρήθηκε ανεπαρκές για την προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου 56. Η λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας ρυθμίστηκε ρητά στο π.δ. 219/1991. Καταρχήν, εάν η σύμβαση οριστεί ως «ορισμένου χρόνου», αυτή λύνεται μόνο με την πάροδο αυτού του συμβατικού χρόνου 57. Υφίσταται βέβαια και δικαίωμα καταγγελίας πριν την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου αλλά μόνο για σπουδαίο λόγο. Τη συνδρομή σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία, οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει εκείνος που κατήγγειλε τη σύμβαση 58, 59. 56 Βλ. Ε. Περάκη, ο.π. σελ. 407. 57 Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη έκδοση 2000, σελ. 408, καθώς και την εκεί παρατιθέμενη υπ αριθ. 84 παραπομπή εις: Ν.Ρόκα Στοιχεία ΕμπΔ, 1998 σελ. 65, βλ επίσης Βλ. Μ.Βαρελά Λ. Γρηγοριάδης σε Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου (επιμέλεια Γεώργιου Τριανταφυλλάκη), Νομική Βιβλιοθήκη 2014, σελ. 102. 58 Βλ.ΕφΑθ. 4146/2010 η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει: «Κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του ΠΔ 219/1991, όταν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου χρόνου, καθένας από τους συμβαλλομένους μπορεί να την καταγγείλει με τήρηση της οριζόμενης, κατά περίπτωση, στην παρ. 4 προθεσμίας και κατά την παρ. 8 του ιδίου άρθρου η σύμβαση αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί κατά πάντα χρόνο, και χωρίς την τήρηση προθεσμιών της παρ. 4, σε περίπτωση κατά την οποία ένα των μερών παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και σε περίπτωση έκτακτων περιστάσεων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι προβλέπεται τακτική και έκτακτη καταγγελία, δηλ. αν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου χρόνου, λύεται κατά πάντα χρόνο με την τήρηση προθεσμίας (τακτική καταγγελία), όταν δε είναι ορισμένου χρόνου λύεται ή με την πάροδο του ορισμένου χρόνου ή με καταγγελία, μόνο όμως αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Πάντως τόσο η σύμβαση ορισμένου χρόνου, όσο και η σύμβαση αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί κατά πάντα χρόνο και χωρίς την τήρηση των πιο πάνω προθεσμιών, σε περίπτωση κατά την οποία ένα των μερών παραλείψεων την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των συμβατικών του υποχρεώσεων». Βλ. και ΑΠ 1042/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΚΑΙ ΕφΑΘ 2076/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 4223/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. 59 Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη έκδοση 2000, σελ. 408, καθώς και την εκεί παρατιθέμενη υπ αριθ. 84 παραπομπή εις: Ν.Ρόκα, Στοιχεία ΕμπΔ, 1998 σελ. 65, Γεωργακόπουλος. Συμβάσεις Υπηρεσιών, 1999 σελ. 431, Ανδρουτσόπουλος σελ. 279, Canaris HR, 1995, σελ. 252. 25