ΜΕΛΕΤΗ. Το πειθαρχικό δίκαιο του δημοσίου υπαλλήλου.

Σχετικά έγγραφα
1. ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΣΕ ΑΡΓΙΑ

Άρθρο 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΝΟΜΟΣ 4325/2015 Αποκατάσταση του τεκμηρίου αθωότητας στην πειθαρχική διαδικασία

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

[1] ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ Οργανισμός Ασφάλισης

Άρθρο 96. Τιμητική απονομή τίτλων

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ (Ν.4057/2012 & Ν.4093/2012)

Θέμα: Αυτοδίκαια Αργία.

ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΘΕΜΑ: ΠΑΡΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥΝ. 4235/2015«ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ- ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ

Ν. 4057/2012 ΦΕΚ 54 τ. Α

Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.

ΘΕΜΑ: Διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου-λήψης διοικητικών μέτρων σε δημοτικούς υπαλλήλους

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

ΠΡΟΦΕΔΙΟ ΝΟΜΟΤ ΑΡΘΡΟ ΠΡΨΣΟ. Το κεφάλαιο ΣΤ του μέρους Δ του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007, 26 Α) αντικαθίσταται ως εξής:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΕΝΤΟΛΕΣ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΩΝ

ΑΔΑ: ΒΛΒΠΧ-ΔΛΓ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Ατομική γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 196/2017 Αποδοχές υπαλλήλου του ΕΦΚΑ, μετά την άρση της δυνητικής αργίας

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι. Πειθαρχικά παραπτώματα, Αυτοδίκαιη Αργία. Ν. 3528/2007 όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του ν.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ Β ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΔΑΣΚΑΛΩΝ & ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

ηµητρακόπουλος Γιώργος Πρόεδρος του Συλλόγου της Νίκαιας ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 24 Απριλίου 2018 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Πειθαρχικό Δίκαιο Δηµοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νοµικών Προσώπων Δηµοσίου Δικαίου

ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ H ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. Άρθρο H1. Γενικές αρχές πειθαρχικού δικαίου

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

KAJI. 328/ Εξουσία του Επιτρόπου προς είσοδο και έρευνα. Διαδικασία εισόδου και έρευνας και επιβολή διοικητικού προστίμου.

Θέμα: Πειθαρχικό δίκαιο δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΕΝΤΟΛΕΣ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΩΝ

Πειθαρχικό Δίκαιο Δηµοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νοµικών Προσώπων Δηµοσίου

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΟIΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ

ΑΙΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΗ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

Αρ. πρωτ.: ΔΔΑΔ Δ ΕΞ 2014/ Η πειθαρχική, ποινική. υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ)

ΕΡΓΑΝΗ. Ορθή Χρήση. Πληροφοριακού Συστήματος. 3η Συμμετοχή ΔΩΡΕΑΝ. Επίκαιρη Ημερίδα. ΑΘΗΝΑ Forum Training Center. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Κεντρικό Ξενοδοχείο

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΔΗΜΩΝ & ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Με τον πρόσφατο Νόμο 4057/2008 μεταρρυθμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του πειθαρχικού δικαίου των νοσηλευτών και των δημοσίων υπαλλήλων γενικότερα, που

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/590/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2014

1. Οι πολιτικοί υπάλληλοι µε σχέση εργασίας δηµοσίου δικαίου που υπάγονται στον Υπαλληλικό Κώδικα (άρθρο 2 του ν. 3528/2007).

ΘΕΜΑ: Η πειθαρχική, ποινική και αστική ευθύνη των υπαλλήλων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ)

ΠΟΛ /09/ Παροχή οδηγιών για την

ΘΕΜΑ : Η πειθαρχική, ποινική και αστική ευθύνη των υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΠΟΚ/ΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛ. ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΕΝ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ Ελληνικής Iστιοπλοϊκής Oμοσπονδίας

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΣΩΜΑ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΚΥΠΡΟΥ. Εσωτερικός Κανονισμός. Αντιμετώπιση Παραπτωμάτων

«Η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης της κείμενης νομοθεσίας κατά τη διενέργεια του ελέγχου»

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ Ελληνικής Iστιοπλοϊκής Oμοσπονδίας

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 120 (ΦΕΚ Α ) Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνοµικού Προσωπικού. *** Διόρθωση σφαλµάτων στα ΦΕΚ Α 201/2008 και 3/2008.

Δρ. Ιωάννης Μάρκοβιτς Οικονομικός Επιθεωρητής Εκπαιδευτής ΕΚΔΔΑ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η Σχέση Πειθαρχικής Ποινικής Δίκης ΜΑΓΑΛΙΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ UNIVERSITY OF ATHENS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ

ΜΕΛΗ. Άρθρο 5ο : Εγγραφή μελών

ΘΕΜΑ: «Διευκρινίσεις σχετικά με τις επιδόσεις και τον χειρισμό δικαστικών προσφυγών κατά αποφάσεων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών»

Published on TaxExperts ( Πίνακας περιεχομένων. Page 1 of 45

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 13/03/2017

ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΛΑ ΣΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ - ΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΤΗΣ ΑΤΙΜΩΡΗ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

2. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Συγκεκριμένα, το σχέδιο απόφασης αναφέρει: Έχοντας υπόψη:

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.Κ.Α.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΕΤΟΣ 2014 / ΤΕΥΧΟΣ 8-9

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ Αθήνα, 9 Απριλίου 2008

ΝΟΜΟΣ 4325/2015. Εκδημοκρατισμός της ιοίκησης - Καταπολέμηση Γραφειοκρατίας και Ηλεκτρονική ιακυβέρνηση. Αποκατάσταση αδικιών και άλλες διατάξεις.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΟΔΗΓΟΣ ΝΕΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ IV. ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Οι νέες ρυθμίσεις αναμορφώνουν θεσμούς του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα και του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Καλλιθέα

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4334, 25/5/2012

Νέο θεσμικό πλαίσιο κινητικότητας των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα- Διαθεσιμότητα και αργία κατάργηση θέσεων ΙΔΑΧ

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Οδηγός Νέων Δημοτικών Αρχών

Α Π Ο Φ Α Σ Η 152/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

ΜΕΛΕΤΗ Το πειθαρχικό δίκαιο του δημοσίου υπαλλήλου. Με το νόμο 2683/1998 (ΦΕΚ, Α, 19/9-2-1999) κυρώθηκε ο ισχύων Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ, ευρύτερα γνωστός ως Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας. Κυρίαρχο δε τμήμα αυτού αποτελεί το λεγόμενο Πειθαρχικό Δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, οι διατάξεις του οποίου, όπως περιγράφονται κατωτέρω, εφαρμόζονται ευθέως σε κάθε περίπτωση παράβασης του υπαλληλικού καθήκοντος από τον υπαίτιο δημόσιο υπάλληλο. Πειθαρχικό παράπτωμα λοιπόν αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη (απαιτείται δόλος ή αμέλεια) και μπορεί να καταλογισθεί στον υπάλληλο, όπως λ.χ. παράβαση καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα, αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, άρνηση υπηρεσίας, αμελής εκπλήρωση του καθήκοντος, ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, αποδοχή οιασδήποτε υλικής εύνοιας που προέρχεται από πρόσωπο του οποίου την υπόθεση χειρίζεται ο υπάλληλος κ.α. (άρθρ. 106 και 107). Συνέπεια των ανωτέρω είναι η επιβολή στον υπάλληλο πειθαρχικών ποινών, οι οποίες είναι : η έγγραφη επίπληξη, το πρόστιμο έως τις αποδοχές τριών μηνών, η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα έως πέντε έτη, ο υποβιβασμός κατά ένα βαθμό, η προσωρινή παύση από τρεις έως έξι μήνες με πλήρη στέρηση αποδοχών και η οριστική παύση. Να σημειωθεί ότι η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις περιπτώσεις διάπραξης συγκεκριμένων παραπτωμάτων, όπως λ.χ. η παράβαση καθήκοντος, η αποδοχή οιασδήποτε υλικής εύνοιας, η αναξιοπρεπής ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή εντός ή εκτός της Υπηρεσίας, η παραβίαση απορρήτων της Υπηρεσίας, η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός έτους, η εξαιρετικώς σοβαρή απείθεια, η εμμονή σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή κ.α. (άρθρ. 109). Πρέπει να τονισθεί ότι για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα επιβάλλεται μία μόνο πειθαρχική ποινή και αν το πειθαρχικό όργανο επιλαμβάνεται για περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, με την πειθαρχική απόφαση επιβάλλεται μία μόνο ποινή σε κάθε υπάλληλο. Επίσης, τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά από δύο έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν, εκτός από τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία

επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης, τα οποία και παραγράφονται μετά από πέντε έτη, ενώ το πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί ταυτόχρονα και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Επιπροσθέτως, η πειθαρχική διαδικασία είναι διοικητική και άρα αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη, ενώ η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί με απόφασή του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει, για εξαιρετικούς λόγους, την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα έτος (άρθρ. 111, 112 και 114). Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή των προαναφερθεισών ποινών είναι η τήρηση, εκ μέρους των πειθαρχικών οργάνων ή του πειθαρχικού δικαστή, της προβλεπόμενης από τον Κώδικα διαδικασίας δίωξης των πειθαρχικών παραπτωμάτων, που είναι υποχρεωτική γι αυτούς, αποτελώντας δηλαδή άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας (άρθρ. 110). Πειθαρχική εξουσία, δηλαδή αρμοδιότητα, ασκούν στους δημοσίους υπαλλήλους οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους, τα υπηρεσιακά συμβούλια και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ως πειθαρχικώς προϊστάμενοι θεωρούνται, ενδεικτικώς : ο υπουργός, ο γενικός γραμματέας υπουργείου, ο γενικός διευθυντής, ο διευθυντής, οι διοικητές μονάδων και σχολών των σωμάτων ασφαλείας, οι διευθυντές καταστημάτων ή οι προϊστάμενοι υπηρεσιών ως προς τους πολιτικούς υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς κ.α., οι οποίοι μπορούν να επιβάλλουν την ποινή της επίπληξης ή ορισμένοι την ποινή του προστίμου επί των αποδοχών. Τα πρωτοβάθμια υπηρεσιακά συμβούλια μπορεί να επιβάλλουν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, κρίνοντας σε πρώτο βαθμό μετά από παραπομπή της υπόθεσης σε αυτά και σε δεύτερο βαθμό μετά από άσκηση ένστασης κατ αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων, ενώ τα δευτεροβάθμια αποφαίνονται, κατά κανόνα, σε δεύτερο βαθμό ύστερα από ένσταση κατ αποφάσεων των πρωτοβαθμίων συμβουλίων. Ως αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο χαρακτηρίζεται εκείνο στο οποίο υπάγεται ο υπάλληλος κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώματος. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του ΣτΕ έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του υπουργού και των δευτεροβάθμιων υπηρεσιακών συμβουλίων που επιβάλλουν τις ποινές του προστίμου αποδοχών ενός μηνός και άνω, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή, του υποβιβασμού και της προσωρινής ή οριστικής παύσης. Περισσότερα δε του ενός πειθαρχικά παραπτώματα του ίδιου υπαλλήλου μπορεί, κατά την κρίση του πειθαρχικού οργάνου, να κρίνονται (συνεκδικάζονται) ενιαίως (άρθρ. 116, 117, 118, 120, 121 και 122). Αφετηρία της πειθαρχικής διαδικασίας αποτελεί η έναρξη της πειθαρχικής δίωξης, είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές

πειθαρχικό όργανο (από προϊστάμενο του υπαλλήλου) είτε με την παραπομπή του, με αιτιολογημένο παραπεμπτήριο έγγραφο (ή αλλιώς πειθαρχική αγωγή), στο υπηρεσιακό συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται στην πρώτη περίπτωση εντός τριμήνου και στη δεύτερη περίπτωση εντός εξαμήνου. Οι τρόποι εφαρμογής της πειθαρχικής αποδεικτικής διαδικασίας και τα αντίστοιχα αρμόδια όργανα προβλέπονται από τον Υπαλληλικό Κώδικα ως ακολούθως : α) η προκαταρκτική έρευνα για την άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του, που μπορεί να διενεργηθεί από κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενο του υπαλλήλου. Αν στην περίπτωση αυτή κριθεί, βάσει των στοιχείων, ότι δεν συντρέχουν λόγοι πειθαρχικής δίωξης περατώνεται η έρευνα με αιτιολογημένη έκθεση. Ειδάλλως, καλείται ο υπαίτιος υπάλληλος σε απολογία. Αν αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική έρευνα κρίνει ότι το παράπτωμα χρειάζεται περαιτέρω έρευνα διατάσσει την ενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης (ΕΔΕ), β) η ΕΔΕ ενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Α του ίδιου υπουργείου ή από τα εκάστοτε καθορισμένα ειδικά όργανα, κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος και ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί προς τον πειθαρχικώς προϊστάμενο που τη διέταξε, ο οποίος και υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη, εφόσον διαπιστώθηκε η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, γ) η πειθαρχική (διοικητική) ανάκριση που διεξάγεται υποχρεωτικά κατά τη διαδικασία ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου, όπου ο υπάλληλος εξετάζεται ανωμοτί και μπορεί να παρίσταται μετά δικηγόρου και η δικαστική ανάκριση που διατάσσεται από το ΣτΕ και δ) οι προβλεπόμενες ανακριτικές πράξεις, όπως η αυτοψία, η εξέταση μαρτύρων, η πραγματογνωμοσύνη και η εξέταση του διωκομένου, που εκτιμούνται ελευθέρως από το πειθαρχικό όργανο. Ο πρόεδρος του υπηρεσιακού συμβουλίου, όταν διαβιβαστεί σε αυτόν το πόρισμα της ανάκρισης, εισάγει την υπόθεση προς συζήτηση σε αυτό, για να αποφασισθεί η κλήση σε απολογία του διωκόμενου υπαλλήλου ή η απαλλαγή του χωρίς αυτή (άρθρ. από 123 έως και 134 και άρθρ. 140). Απαγορεύεται να επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή εάν ο υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η κλήση σε απολογία, που αποτελεί τον απαραίτητο ουσιώδη τύπο της διαδικασίας για την έκδοση απόφασης σε πρώτο βαθμό, είναι πάντοτε έγγραφη, καθορίζει σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τάσσει εύλογη προθεσμία για την απολογία, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από δύο ημέρες, όταν ο υπάλληλος καλείται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο ή από τρεις ημέρες, όταν καλείται

από συμβούλιο. Πριν από την απολογία ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να λάβει γνώση του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης. Η απολογία του υποβάλλεται εγγράφως (κύρια) ή και προφορικώς (συμπληρωματική ενώπιον συλλογικού πειθαρχικού οργάνου, αφού έχει προηγηθεί η έγγραφη ως κύρια), ενώ έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αυτήν εύλογη προθεσμία για να υποβάλει έγγραφα στοιχεία. Να προστεθεί ότι στη διαδικασία ενώπιον υπηρεσιακού συμβουλίου, μετά την υποβολή της απολογίας ο πρόεδρος προσδιορίζει με πράξη του που επιδίδεται εγγράφως στον υπάλληλο την ημέρα κατά την οποία θα κριθεί η υπόθεση, όταν και ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να παραστεί αυτοπροσώπως ή να παρασταθεί διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου. Μετά την κλήση σε απολογία η υπόθεση περατούται με την έκδοση απόφασης. Η πειθαρχική απόφαση διατυπώνεται εγγράφως και υπογράφεται από το όργανο που την εκδίδει, κοινοποιείται στον υπάλληλο και γνωστοποιείται στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η αίτηση για ανάκληση της πειθαρχικής απόφασης υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 60 ημερών από την κοινοποίησή της στον υπάλληλο, ενώ αν η ανάκληση δεν γίνει εντός τριμήνου, λογίζεται ότι το αίτημα της ανάκλησης έχει απορριφθεί (άρθρ. 135, 136, 137, 139 και 141). Οι πειθαρχικές δικαιοδοσίες ουσίας είναι δύο βαθμών. Οι αποφάσεις της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας υπόκεινται σε κύριο έλεγχο νομιμότητας και ουσίας ενώπιον της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας με την άσκηση ενδίκων μέσων. Αυτά διακρίνονται σε τακτικά (ένσταση και προσφυγή) και σε έκτακτο (επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας). Εξάλλου, ένδικο βοήθημα άσκησης ελέγχου μόνο νομιμότητας αποτελεί η αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Εφετείων. Η προθεσμία για την άσκηση ένστασης ή προσφυγής όπως και η άσκηση των ενδίκων αυτών μέσων αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης. Ειδικότερα, α) οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου. Οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων υπηρεσιακών συμβουλίων που έκριναν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου υπηρεσιακού συμβουλίου στις περιπτώσεις επιβολής της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αποδοχών ενός μηνός και άνω, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή, του υποβιβασμού, της προσωρινής και της οριστικής παύσης. Ένσταση ενώπιον του πρωτοβαθμίου ή δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου δικαιούνται να ασκήσουν ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε, καθώς και κάθε ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος υπέρ της διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου. Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα

όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση, β) την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να ζητήσει ο υπάλληλος όταν έχει εκδοθεί αθωωτική ποινική απόφαση, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους. Η αίτηση για την επανάληψη απευθύνεται στο οικείο πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο κατά περίπτωση πειθαρχικό συμβούλιο στο οποίο υπαγόταν ο υπάλληλος κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώματος και γ) το δικαστικό ένδικο μέσο της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 121 ως προελέχθη, δικαιούται να ασκήσει ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε βάσει των οριζομένων στις κείμενες διατάξεις (άρθρ. 142, 143 και 144). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο υπάλληλος που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή δικαστική απόφαση τίθεται αυτοδικαίως σε (υποχρεωτική) αργία. Το αυτό συμβαίνει και στον υπάλληλο στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. Είναι δυνατό, εξάλλου, να τεθεί σε δυνητική αργία ο υπάλληλος κατά του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή πειθαρχική δίωξη για αδίκημα και παράπτωμα αντιστοίχως, που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, ενώ σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, όταν διακυβεύεται το υπηρεσιακό συμφέρον, μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο το μέτρο της αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του. Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας καταβάλλεται, κατά κανόνα, το ήμισυ των αποδοχών του, παρά το ότι αυτός απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του. Θα πρέπει επίσης, να διαχωρίσουμε την έκφραση θέση σε διαθεσιμότητα του υπαλλήλου από την έννοια της πειθαρχικής ποινής, καθόσον η διαθεσιμότητα ως υπηρεσιακή μεταβολή δεν προϋποθέτει υπαιτιότητα του υπαλλήλου, αλλά σκοπεί στην προστασία του και είναι δύο ειδών : θέση σε διαθεσιμότητα ένεκα ασθενείας ή κατάργησης θέσης. Στον υπάλληλο που τελεί σε διαθεσιμότητα καταβάλλονται τα τρία τέταρτα των αποδοχών του, παρά το ότι κατά την διάρκειά της παύει η άσκηση των καθηκόντων του (άρθρ. από 99 έως και 105). Η πειθαρχική απόφαση εκτελείται υποχρεωτικώς εφόσον καταστεί τελεσίδικη, σε περίπτωση όμως που ο υπάλληλος απώλεσε την ιδιότητά του με οποιονδήποτε τρόπο η καταδικαστική απόφαση παραμένει ανεκτέλεστη. Σε περίπτωση δε απόρριψης προσφυγής κατά απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ. Η τυχόν μη εκτέλεση ή καταστρατήγηση της εκτέλεσης από τα αρμόδια όργανα της Υπηρεσίας στην οποία ανήκει ο τιμωρηθείς αποτελεί γι αυτά ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα.

Εξάλλου, η απόφαση καταχωρίζεται πάντοτε στο Προσωπικό Μητρώο του υπαλλήλου. Να σημειωθεί επίσης ότι η ποινή της επίπληξης διαγράφεται αυτοδικαίως (δηλαδή ο φάκελος τίθεται στο αρχείο και δεν αποτελεί εφεξής στοιχείο κρίσης του υπαλλήλου) μετά τρία έτη, του προστίμου μετά πέντε έτη και οι λοιπές ποινές, εκτός από την ποινή της οριστικής παύσης, μετά δέκα έτη, εφόσον κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ο υπάλληλος δεν τιμωρήθηκε με άλλη ποινή (άρθρ. 145 και 146). Θα ήταν βεβαίως, πρακτικά και ουσιαστικά, αδύνατο να αποτυπώσω με απόλυτη πληρότητα στις λίγες, εκ των πραγμάτων, σελίδες του περιοδικού το σύνολο των σχετικών διατάξεων και της νομολογίας που αναφέρονται στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων. Ελπίζω όμως να διαφώτισα, έστω και εν μέρει, τους αναγνώστες αυτής της εξαίρετης εκδοτικής προσπάθειας ως προς τη βασική δομή και διαδικασία του θέματος αυτού, ευχόμενος ωστόσο όλες αυτές οι αναφερόμενες διατάξεις να μη χρειαστεί να εφαρμοσθούν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Πολύτιμος οδηγός μου για τη σύνταξη του ως άνω κειμένου υπήρξε το βιβλίο των Α. Τάχου και Ι. Συμεωνίδη με τον τίτλο Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα (1999) Με τιμή. Ο Νομικός Σύμβουλος της Π.Ο.Υ.Ε.Φ. Νικόλαος Τσώκος