ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ : Ε. Εφραίμ, Π.Ε.Δ. Ν. Γερολέμου, Α.Ε.Δ. Σ. Χριστοδουλίδου - Μέσσιου, Α.Ε.Δ. Υποθ. αρ.: 23648/15 Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α v. 1. Ευθύμιου Μπουλούτα 2. Παναγιώτη Κουννή 3. Νεοκλή Λυσάνδρου 4. Μάρκου Φόρου Κατηγορουμένων ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 21 Μαρτίου 2018 ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ: Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ε. Παπαγαπίου-Χρίστου για Γενικό Εισαγγελέα Για τον Κατηγορούμενο 1: κ. Α. Χαβιαράς με κ. Ν. Θρασυβούλου και κ. Μ. Παναγίδη Για τον Κατηγορούμενο 2: κ. Α. Μαππουρίδης με κ. Σ. Σπύρου Για τον Κατηγορούμενο 3: κ. Θ. Κορφιώτης με κ. Χ. Σταυρινό Για τον Κατηγορούμενο 4: κ. Μ. Πικής Κατηγορούμενοι 1-4 παρόντες Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η Οι Κατηγορούμενοι 1-4 αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, κατά παράβαση του άρθρου 19, ως εξειδικεύεται από το άρθρο 20(1)(γ), και του άρθρου 23(3)(α) και (β) και (4)(α) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές
2 Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Ν.116(Ι)/05, καθώς επίσης και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, οι Κατηγορούμενοι, μαζί με τη Marfin Popular Bank Public Co Ltd, μεταξύ 29.11.11 και 28.2.12, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά, δηλαδή ενώ αυτοί ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της προαναφερόμενης εταιρείας, της οποίας οι τίτλοι ήταν εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, διέδωσαν πληροφορίες στο Χ.Α.Κ. και στο κοινό που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις, δηλαδή ενώ γνώριζαν ότι υπήρχε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της προαναφερόμενης εταιρείας στην Ελλάδα, Marfin Egnatia Bank, η οποία ανερχόταν στα 330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να την περιλάβουν στη Συνοπτική Ενδιάμεση Ενοποιημένη Οικονομική Κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο η οποία έληξε στις 30.9.11, της προαναφερόμενης εταιρείας και η οποία δημοσιεύτηκε στις 29.11.11. Η δεύτερη κατηγορία αφορά το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης, κατά παράβαση του άρθρου 40(1), (3), (4) και (6) του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Ν.190(Ι)/07. Όπως αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος, οι Κατηγορούμενοι, μαζί με τη Marfin Popular Bank Public Co Ltd, μεταξύ 29.11.11 και 28.2.12, στη Λευκωσία, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της προαναφερόμενης εταιρείας, προέβηκαν σε παραπλανητική ανακοίνωση, δηλαδή στις 29.11.11 δημοσιοποίησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου τη Συνοπτική Ενδιάμεση Ενοποιημένη Οικονομική Κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο η οποία έληξε στις 30.9.11, αποκρύβοντας την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της προαναφερόμενης εταιρείας στην Ελλάδα, Marfin Egnatia Bank, η οποία ανερχόταν στα 330 εκ. τουλάχιστον. Όλοι οι Κατηγορούμενοι δήλωσαν μη παραδοχή στις κατηγορίες και η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση. Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν συνολικά 15 μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή, καθώς επίσης κατατέθηκε πολύ μεγάλος αριθμός τεκμηρίων. Μετά το πέρας της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή υπεβλήθη εισήγηση εκ μέρους όλων των Κατηγορουμένων πως δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους ούτως ώστε αυτοί θα πρέπει να απαλλαγούν και στις δύο
3 κατηγορίες σε αυτό το στάδιο. Η εισήγηση εκ μέρους των Κατηγορουμένων 1 και 4 ήταν κοινή και αφορούσε δύο βασικούς άξονες, πρώτον τη μη απόδειξη συστατικών στοιχείων των αδικημάτων και δεύτερον την εφαρμογή του ηπιότερου νόμου (lex mitior) καλώντας το Δικαστήριο να απαλλάξει τους Κατηγορούμενους 1 και 4 σε αυτό το στάδιο. Εκ μέρους του Κατηγορουμένου 2 υπεβλήθη εισήγηση πως δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και ειδικότερα η γνώση του Κατηγορουμένου 2 για το θέμα της απομείωσης το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν ενέπιπτε εντός της δικής του ευθύνης. Ήταν η θέση του Κατηγορουμένου 2 ότι τόσο η ιδιότητα του όσο και η προσαχθείσα μαρτυρία δεν καταδεικνύουν την όποια γνώση, ευθύνη ή και συνεννόηση του μαζί με τους υπόλοιπους Κατηγορούμενους για κοινό προσχεδιασμό για τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων. Ο συνήγορος του Κατηγορουμένου 3 εισηγήθηκε πως οι δύο βασικοί Νόμοι στους οποίους στηρίζονται οι επίδικες κατηγορίες δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση. Ανεξαρτήτως της πιο πάνω εισήγησης, ήταν η θέση εκ μέρους του Κατηγορουμένου 3 ότι δεν έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και ειδικότερα η όποια γνώση του Κατηγορουμένου 3 για το θέμα της απομείωσης. Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής εξέφρασε αντίθετη άποψη. Συγκεκριμένα, με παραπομπή στη μαρτυρία και στην ιδιότητα και εμπλοκή του κάθε Κατηγορουμένου ξεχωριστά, ισχυρίστηκε πως σε αυτό το στάδιο υπάρχει επαρκής μαρτυρία ούτως ώστε όλοι οι Κατηγορούμενοι θα πρέπει να κληθούν σε απολογία. Οι αρχές που διέπουν το θέμα της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι πολύ καλά γνωστές. Σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, ένας κατηγορούμενος καλείται σε απολογία μόνο όταν η προσαχθείσα από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής μαρτυρία, κρινόμενη αντικειμενικά στο απόλυτο απόγειο της, δημιουργεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του. Αντιθέτως, εάν από αντικειμενική θεώρηση της μαρτυρίας προκύψει (α) ότι δεν στοιχειοθετείται ένα ή περισσότερα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή (β) ότι η μαρτυρία έχει κλονισθεί σε τέτοιο μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης ή είναι τόσο έκδηλα αβάσιμη ή αντινομική που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα
4 μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα ενοχής στηριζόμενη σ αυτή, η δίκη διακόπτεται και ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Όπως ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση. Ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Χρήσιμη ανάλυση του όρου "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" γίνεται στην απόφαση της ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν, (α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και
5 (β) οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου. Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού δικαστηρίου. Στην υπόθεση Azina (ανωτέρω), το δικαστήριο επεσήμανε ότι η προγενέστερη κυπριακή απόφαση Rex v. Mustafa Kara Mehmed, 16 C.L.R. 46 συσχετίζεται με την ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσης της, δηλαδή, των Άρθρων 143 και 144 της Περί των Κυπριακών Δικαστηρίων Διαταγής του 1927, η οποία δέσμευε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορίας, κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής για να υποστηρίξει την καταδίκη. Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία (Βλέπε μεταξύ άλλων: (α) Wiseman & Another v. Bomeman & Others [1967] 3 All E.R. 1045. (b) Cozens v. Brutus [1972] 2 All E.R. 1. (c) Ellis v. Jones [1973] 2 All E.R. 893. (d) R. v. Galbraith [1981] 2 All E.R. 1061. (e) R. v. Barker (Note [1975] 65 Cr.App.R. 287) οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Η συνταύτιση του έργου του κριτή του δικαίου και των γεγονότων στο πρόσωπο του δικαστή στην Κύπρο, δεν μεταβάλλει το πλαίσιο καθορισμού της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφαση του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα
6 κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.» Αναφορικά με το δεύτερο κριτήριο και τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας σε αυτό το στάδιο, χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρει η υπόθεση Παναγιώτου v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα: «Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, που δεν είναι η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του. Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.» Στην πιο πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Δράκου κ.ά., Ποιν. Έφ. 5-9/12. ημ. 11.12.12, τονίστηκε πως η Αγγλική υπόθεση R. v. Galbraith (1981) 2 All. E.R. 1060, η οποία υιοθετήθηκε στην Κυπριακή νομολογία, «καθιστά την κατ εξοχή καθοδηγητική αυθεντία» από την οποία γίνεται παραπομπή στο ακόλουθο απόσπασμα: «How then should be judge approach a submission of no case? (1) If there is no evidence that the crime alleged has been committed by the defendant, there is no difficulty. The judge will of course stop the case. (2) The difficulty arises where there is some evidence but it is of a tenuous character, for example because of inherent weakness or vagueness or because it is inconsistent with other evidence. (a) Where the judge comes to the conclusion that the prosecution evidence, taken
7 at its highest, is such that a jury properly directed could not properly convict upon it, it is his duty, upon a submission being made, to stop the case. (b) Where however the prosecution evidence is such that its strength or weakness depends on the view to be taken of a witness s reliability, or other matters which are generally speaking within the province of the jury and where on one possible view of the facts there is evidence upon which a jury could properly come to the conclusion that the defendant is guilty, then the judge should allow the matter to be tried by the jury» Έχουμε μελετήσει με προσοχή τις εισηγήσεις όλων των πλευρών. Καθοδηγούμενοι από τις πιο πάνω νομικές αρχές, και με γνώμονα ότι στο στάδιο αυτό η απόφαση του κατά πόσον θα κληθούν ή όχι σε απολογία οι Κατηγορούμενοι θα γίνει στη θεώρησηόψη της μαρτυρίας, αναφέρουμε τα ακόλουθα. Θεωρούμε πως οι δύο Νόμοι, ήτοι ο Ν.116(Ι)/05 και ο Ν.190(Ι)/07, στους οποίους οι δύο κατηγορίες βασίζονται αντίστοιχα τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο των σχετικών άρθρων στα οποία βασίζονται οι δύο κατηγορίες, τα συστατικά των αδικημάτων, το τι αποδίδεται στους Κατηγορούμενους με βάση τις λεπτομέρειες του κάθε αδικήματος καθώς επίσης και την προσαχθείσα μαρτυρία, ιδωμένη στην όψη της, ικανοποιούμαστε πως σε αυτό το στάδιο υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία η οποία να στοιχειοθετεί τα συστατικά των αδικημάτων εναντίον όλων των Κατηγορουμένων. Επιπλέον θεωρούμε πως αυτή δεν είναι τόσο αντινομική ούτε και στερείται πειστικότητας σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει την καταδίκη των Κατηγορουμένων σε αυτή. Όσον αφορά την εισήγηση περί της εφαρμογής της αρχής του ηπιότερου Νόμου, λαμβάνουμε υπόψιν τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Συντάγματος, τις πρόνοιες του άρθρου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς επίσης τη σχετική νομολογία και θεωρούμε πως η εφαρμογή της δεν είναι τέτοια που να οδηγεί σε αυτό το στάδιο σε απαλλαγή των Κατηγορουμένων από οποιαδήποτε ποινική ευθύνη ούτως ώστε αυτοί να μην υποχρεώνονται να προβάλουν την υπεράσπιση τους.
8 Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, ικανοποιούμαστε πως η Κατηγορούσα Αρχή έχει καταφέρει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον όλων των Κατηγορουμένων αναφορικά και με τις δύο κατηγορίες ούτως ώστε αυτοί καλούνται να προβάλουν την υπεράσπιση τους. (Υπ.)... Ε. Εφραίμ, Π.Ε.Δ. (Υπ.) Ν. Γερολέμου, Α.Ε.Δ. (Υπ.)... Σ. Χριστοδουλίδου - Μέσσιου, Α.Ε.Δ. Πιστόν Αντίγραφο Πρωτοκολλητής Ε.Ε./Α.Λ.Ο.