Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα
Εκδόσεις Λευκή Σελίδα ΠΑΡΑΜΥΘΙ Κέλλυ Παντελίδη Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα Διορθώσεις: Ελένη Ζαφειρούλη Σελιδοποίηση: Γιάννης Χατζηχαραλάμπους Μακέτα εξωφύλλου: Γιάννης Χατζηχαραλάμπους Εικονογράφηση: Ζαφειρούλα Σιμοπούλου Copyright Εκδόσεις Λευκή Σελίδα και Κέλλυ Παντελίδη, Αθήνα 2013 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Λευκή Σελίδα, Αθήνα 2013 ISBN 978-960-9745-31-4 Εκδόσεις Λευκή Σελίδα Σταδίου 10, 105 64, Αθήνα Τηλ. & Fax: 2103232870 www.lefkiselida.gr e-mail: info@lefkiselida.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις «Λευκή Σελίδα» προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωσή του σε χαρτί προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων.
Κέλλυ Παντελίδη Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα [ παραμύθι ]
ια φορά κι έναν καιρό σ έναν κόσμο πολύ μακρινό και διαφορετικό από τον δικό μας, σ έναν κόσμο όπου όλα τα παράξενα και τα θαυματουργά μπορούσαν να συμβούν, ζούσε ένας μοναχικός δράκος που τον λέγαν Φου, επειδή κάθε φορά που έκανε φου έβγαζε φωτιά από το στόμα του. Αν και ο Φου ήταν μοναχικός δράκος, δεν του άρεσε καθόλου η μοναξιά. Πάντα ήθελε να έχει πολλούς φίλους και παρέες, να κάνει μαζί τους πλάκες, ταξίδια και πολλά-πολλά παιχνίδια. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Ο Φου περνούσε τις νύχτες και τις μέρες του μοναχούλης μέσα 6 στη σπηλιά του, που ήταν στην κορυφή ενός βουνού. Έξω έβγαινε μόνο μία φορά τη μέρα, για να βρει κάτι να φάει. Τώρα θ αναρωτιέστε γιατί ένας δράκος που δεν του αρέσει καθόλου η μοναξιά είναι τόσο μα τόσο μόνος. Η απάντηση, φίλοι μου, είναι πολύ απλή. Κανείς δεν ήθελε για φίλο του έναν δράκο. Βέβαια, ο Φου μας είχε κάνει πολλές προσπάθειες κοινωνικοποίησης. Είχε προσπαθήσει να παίξει κρυφτό με τα παιδιά του χωριού, αλλά ήταν πολύ μεγάλος και καμιά κρυψώνα δεν τον χωρούσε. Είχε προσπαθήσει να κολυμπήσει με τους υπόλοιπους στη λίμνη, αλλά μόλις βούτηξε
άδειασε όλο το νερό. Το χειρότερο, όμως, συνέβη μια Πρωτομαγιά. Όλοι είχαν μαζευτεί σε έναν ολάνθιστο κάμπο, για να γιορτάσουν την άνοιξη. Οι άνθρωποι χαρούμενοι χόρευαν, τραγουδούσαν και έπλεκαν στεφάνια. Ο Φου, όμως, με το που μύρισε ένα λουλούδι φταρνίστηκε τόσο δυνατά, που έβγαλε φωτιά από το στόμα του και έκαψε όλο τον κάμπο. Το γλέντι διαλύθηκε και οι άνθρωποι θύμωσαν πολύ μαζί του. Έτσι, ο καημένος ο δράκος μας, περιφρονημένος και χωρίς φίλους, περνούσε τον καιρό του μαραζώνοντας στη σπηλιά του. Είχε καταλάβει πως ποτέ 7 δεν θα έβρισκε κάποιον φίλο. Πάντα ή θα έκανε γκάφες ή θα τον φοβούνταν. Όμως, μια μέρα τού ήρθε στο μυαλό η πιο τρελή σκέψη. Μια σκέψη που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί, που έκανε τις φολίδες του ν αστράφτουν, τα φτερά του να σπαρταρούν και την καρδιά του να χτυπά δυνατά όλο ελπίδα. Τι θα γινόταν αν κάπου υπήρχε άλλος ένας δράκος; Ο Φου ήξερε καλά πως οι δράκοι είχαν από καιρό εξαφανιστεί και πως αυτός ήταν ένας από τους τελευταίους. Αν, όμως, υπήρχε κάπου άλλος ένας; Κάποιος που ένιωθε μόνος κι έρημος, όπως ο ίδιος; Δεν έπρεπε ο Φου να ψάξει ως τα πέρατα της γης να τον ανακαλύψει; Όμως, τι θα
γινόταν αν έψαχνε και δεν ανακάλυπτε κανέναν; Τότε σίγουρα η απογοήτευσή του θα ήταν μεγάλη. Πολλές μέρες και νύχτες άγρυπνες ο δράκος μας σκεφτόταν ξανά και ξανά τι έπρεπε να κάνει, ώσπου τελικά πήρε την απόφασή του. Θα ξεκινούσε ένα μεγάλο ταξίδι αναζήτησης! Στην τελική, και δράκο να μην έβρισκε, θα είχε ξεσκάσει λιγάκι. Όπως και να το κάνουμε, ένα ταξιδάκι πάντα μας ανανεώνει. Έτσι, ένα όμορφο καλοκαιρινό πρωινό ξεκίνησε για τη μεγάλη του περιπέτεια. Πέταξε κι άφησε πίσω τη σπηλιά, το 8 βουνό και το χωριό. Πέρασε πολλούς τόπους, μεγάλα ποτάμια, απέραντους κάμπους, χωράφια γεωργών, θάλασσες και δάση. Όσο όμως κι αν ταξίδευε, δεν έβλεπε και δεν άκουγε πουθενά κάτι για κάποιον δράκο. Δεν έχανε, όμως, την ελπίδα του. Έτσι, μια μέρα, καθώς ξεκουραζόταν κρυμμένος σ ένα δάσος, άκουσε κάποιους ανθρώπους που περνούσαν από εκεί κοντά να συζητάνε κάτι πολύ θυμωμένοι. Μιλούσαν για ένα τέρας φοβερό, που τρόμαζε το χωριό τους, έβαζε φωτιά στα σπίτια τους και έτρωγε τα κοπάδια τους.
9
Στην αρχή ο Φου σκέφτηκε πως αυτό το τέρας ήταν πολύ απαίσιο και πως ήταν ντροπή του να προκαλεί τόσο κακό στο κακόμοιρο χωριό. Μετά από λίγο, όμως, μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του! «Μωρέ λες;» σκέφτηκε. «Λες να μην είναι κάποιο κακό τέρας; Λες να είναι κάποιος δύστυχος και παρεξηγημένος δράκος, όπως εγώ;» Στη σκέψη αυτή τα φτερά του πετάρισαν και τα πόδια του άρχισαν να χτυπάνε χαρούμενα το έδαφος σαν να χόρευαν κλακέτες. Γρήγορα άρχισε να πετά ψηλά γύρω τριγύρω, προσπαθώντας να διακρίνει ποια θα ήταν η καταλληλότερη κρυψώνα για έναν δράκο. 10 Τότε είδε σ ένα βουνό μια πολύ μεγάλη σπηλιά και άρχισε να πετάει προς τα εκεί. Μόλις έφτασε έξω από το άνοιγμα του σπηλαίου, άρχισε να φωνάζει χαρούμενα: Είναι κανείς εδώ; Όμως, δεν έλαβε καμιά απάντηση. Κύριε δράκεεεεεε Και πάλι τίποτα. Ο Φου σκέφτηκε πως ο δράκος μπορεί να κοιμόταν, οπότε αποφάσισε να μπει μέσα στη σπηλιά και να τον ξυπνήσει. Σίγουρα θα
ευχαριστιόταν πολύ μόλις τον έβλεπε. Τι χαρές θα έκαναν που δεν θα ήταν πια μόνοι τους, αλλά θα είχαν ο ένας την παρέα του άλλου! με δυσκολία κρατήθηκε για να μην τα κάνει πάνω του. Τότε δύο κατακόκκινα και πελώρια μάτια άστραψαν στο σκοτάδι. Άρχισε να προχωράει διστακτικά μέσα στη σπηλιά. Το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό και φοβόταν μη σκοντάψει. Καθώς όμως προχωρούσε σιγά-σιγά, άκουσε ένα φοβερό μουγκρητό. Ο Φου πήδησε από τον πανικό του. Κύ κύ κύριε δράκε, εσείς είστε; Ποιος ενοχλεί την ησυχία μου; είπε μια απαίσια και τραχιά φωνή. Ο Φου έτρεμε από τον φόβο του, αλλά προσπάθησε να φανεί γενναίος. Γεια σας, λέγομαι Φου και είμαι δράκος. Εσείς δράκος είστε; Ξάφνου ακούστηκε άλλο ένα ακόμη πιο δυνατό και τρομερό μουγκρητό. Ο Φου άρχισε να τρέμει από τον φόβο του και 11 Τότε όλη η σπηλιά και το βουνό σείστηκαν από ένα ακόμη πιο δυνατό και τρομερό μουγκρητό.