ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙ Α

Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)


Εικόνες: Eύα Καραντινού

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

«Η νίκη... πλησιάζει»

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

Ο Φώτης και η Φωτεινή

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Κατανόηση προφορικού λόγου

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Transcript:

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙ Α

Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Απαγορευμένη πατρίδα» Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2015 Ελένη Λόππα e-book ISBN: 978-960-6813-99-3 Έργο εξωφύλλου: Κατάσταση ΙΙ, 1969 (Situation II), Βάσω Κατράκη Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Κηφισίας 5, 11523 Αθήνα, τ: 2103315186, 2130229425 Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα, τ: 2262100795, f: 2262027275 url: www.batsioulas.gr e: info@batsioulas.gr

ΕΛΕΝΗ ΛΟΠΠΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙ Α

Στους αγαπημένους, ημοκλή, Βλάσιο και Κυριάκο

Υπάρχει μνήμη στο κέντρο της γης. Ήλιος στον ουρανό Και ουτοπίες. Μάρκος Μέσκος, «Από τον ενικό στον πληθυντικό ψίθυρο»

Και τις ερήμους χαρτογράφησε για να ορίσει κράτη. Κάποιος την είδε να μονολογεί μα δεν την άκουσε καθόλου. Άλλος, την ώρα που ετράβαγε γραμμές, εδιάβασε στα χείλη της: «Όπως αναίμακτα χαράζω τώρα σύνορα, μακάρι και αυτοί που ορίστηκε μέσα σ αυτά να ζουν να μην πενθήσουν από αίμα». { } Χρόνια μετά την πράξη των ορίων, μια μέρα που τα σύνορα από παντού υποχωρούσαν και μέσα τους και ο εμφύλιος πήγαινε κι ερχόταν, την είδα να μονολογεί την άκουσα να λέει: { } «Τώρα το εσπούδασα καλά πως κάθε όριο που υποχωρεί έχει κι έναν εμφύλιο έτοιμο εντός του». Τότε επρόσεξα ότι στεκόταν ολομόναχη στο πουθενά κι απέναντί της πρόσεξα το πένθος άβατο να μην υποχωρεί σαν όριο καθόλου. Σπύρος Βρεττός, Γερτρούδη Μπελ, («Συνέβη», 2007)

1. Η καταδίωξη και το καταφύγιο { } «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας. Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές Είναι γιατί τ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος.{ } «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε» Γιώργος Σεφέρης, Τελευταίος Σταθμός { } «Μας σκότωναν ολοένα μας σκότωναν εν έχουμε καταφύγιο Μια κρυμμένη πόρτα Ένα κλεισμένο σπίτι Ν αναθρέψουμε τα παιδιά που γεννήσαμε». Αλέξης Τραϊανός, «Η ενέδρα» Η βροχή έπεφτε απαλά και τους μούσκευε. Την έσυρε σε μια μικρή σπηλιά που σχημάτιζαν δύο κατακόρυφοι βράχοι. Εκείνη δεν έφερε καμιά αντίσταση. Κρατούσε το μωρό της αγκαλιά κι 13

Ελένη Λόππα εκείνο έψαχνε το στήθος της. Όπως ήταν νηστική δυο μέρες, το γάλα της είχε στερέψει. Το μωρό έβγαλε μια σπαραχτική φωνή. Τότε εκείνος της είπε άγρια: «Κάντο να σωπάσει επιτέλους! Αλλιώς θα το πετάξω στη χαράδρα. Θα μας πιάσουν, δεν καταλαβαίνεις; Σαν τα σκυλιά έχουν ξαμοληθεί πίσω μας». Εκείνη σώπασε. Κατάπιε αμίλητη τα δάκρυά της, κι έσφιξε πάνω της το παιδί της. Κάτω αχνόφεγγε η λίμνη. Τρεμόσβηναν τα φώτα των γύρω χωριών. Μέσα στη διαπεραστική ησυχία, ακουγόταν κάπου κάπου ένα σκυλί να αλυχτά ή κάποιο αγρίμι να ουρλιάζει. Τους έψαχναν μέρες τώρα. Εκείνος αντάρτης, λένε πως είχε σκοτώσει σε μια ενέδρα σκόπιμα ή θελημένα τον άντρα της, αξιωματικό του εθνικού στρατού. Κανείς δεν ξέρει αν η Φανή έμαθε ποτέ ποιος σκότωσε τον άντρα της. Μαζί του είχε αποκτήσει δύο παιδιά και με τον εραστή της αυτό το κοριτσάκι. Ένα βράδυ, με ολόγιομο φεγγάρι, του είχε πει να το ονομάσουν Φεγγαρένια. «Τι αστείο όνομα!», είπε αυτός. «εν μου αρέσει». Αυτή πάλι δεν μίλησε. Μα απόψε, όταν άρχισαν πάλι να μαζεύονται τα σύννεφα, το αποφάσισε: θα την πει Νεφέλη. Ναι, Νεφέλη! Άλλωστε, ποια θα είναι η ζωή της με κυνηγημένους και τους δυο γονείς της; Νεφελώδης, το πιο ανώδυνο. Άρχισε να τη νανουρίζει σιγανά, μήπως και την πάρει ο ύπνος και σταματήσει το κλάμα. Εκείνος αγρίεψε. Την έπιασε από τους ώμους και την τράνταξε. «Άκου», της είπε, σιγανά, μα με ένταση: «εν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Το παιδί θα μας προδώσει. Πρέπει να χωρίσουν οι δρόμοι μας. Πήγαινε σε κάποιο από τα γύρω χωριά και βρες καταφύγιο. Εγώ θα συνε- 14

Απαγορευμένη πατρίδα χίσω την πορεία στο βουνό και θ ανταμώσω με τους άλλους. εν μπορώ να σας σέρνω μαζί μου. Κάποτε θα ξανασμίξουμε. Μα τώρα δε γίνεται αλλιώς. Μόλις αρχίσει να χαράζει, κατέβα στα χωριά. Κάποιος θα σε λυπηθεί, θα σου ανοίξει την πόρτα, θα σου δώσει ένα πιάτο φαΐ. Έχεις το παιδί, δεν θα προκαλέσεις υπόνοιες. Κοίτα να τακτοποιήσεις και τα άλλα σου παιδιά, βρες μια δουλειά, ένα σπίτι» Εκείνη εξακολούθησε να μην μιλά, έσφιξε μόνο τα δόντια. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια. «Σ αγαπώ», του είπε. «Μαζί σου είμαι έτοιμη να φτάσω μέχρι το τέλος του κόσμου. Έχεις δίκιο όμως, πρέπει να φύγω, για να μην προδοθούμε. Είμαστε εμπόδιο. Να ξέρεις όμως πως δεν θα σε χάσω. Θα βρω εγώ τον τρόπο». Μιλούσε αποφασιστικά. Άλλωστε, ήταν δυναμική γυναίκα κι ας μην της φαινόταν. Μέτρια στο ανάστημα, μαλλιά σκούρα καστανά, μάτια μαύρα μικρά, αλλά που κοίταζαν πυρετικά. εν ήταν όμορφη. Μια απλή, συνηθισμένη γυναίκα ήταν. Ωστόσο, διακινδύνευε τα πάντα για τον εραστή της. Είχε αφήσει στη μάνα της τα δύο άλλα παιδιά της για να τον ακολουθήσει. Τα πράγματα όμως ολοένα και αγρίευαν. Άνοιξη του 1949. Οι συμπλοκές ήταν καθημερινές, ο τρόμος διάχυτος παντού, στα χωριά και στις πόλεις. Οι αγριότητες γίνονταν και από τις δύο πλευρές. Εμφύλιος. Από τη μεριά της θάλασσας άρχισε αχνά να χαράζει. Η Φανή τον αγκάλιασε σφιχτά. εν είπε λέξη. Πήρε σιωπηλή την κατηφόρα, κρατώντας με κόπο τα δάκρυά της και σφίγγοντας στην αγκαλιά της το παιδί. Εκείνος την κοίταξε για λίγο και έπειτα πήρε το μονοπάτι σκυφτός, σαν αγρίμι, να συναντήσει τους δικούς του, πριν τον πάρουν είδηση οι διώκτες του. 15

Ελένη Λόππα Η Φανή περιπλανήθηκε σχεδόν δύο ώρες, κατεβαίνοντας προσεκτικά την πλαγιά του βουνού, μέσα από σκίνα, βάτους και αγκάθια. Ευτυχώς η μικρή είχε αποκοιμηθεί. Όταν έφτασε στους πρόποδες, αποφεύγοντας τον κεντρικό δρόμο, πήρε ένα πλαϊνό μονοπάτι που έβγαζε σε κάποια αμυδρά φώτα. Έφτασε ξέπνοη σε ένα προσφυγικό χωριό και χτύπησε την πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά της. Ήταν τυχερή ή το κοριτσάκι μάλλον ήταν τυχερό. Της άνοιξε η θεία Λασκαρίνα, η αδελφή της γιαγιάς μου. Μια ψηλή, καλοκάγαθη γυναίκα, που όταν μικρό κοριτσάκι με έβαζε στη σκάφη, για να με πλύνει με τις χερούκλες της, νόμιζα πως θα με λιώσει. Στα παιδικά μάτια μας φάνταζε τότε σαν τον αγαθό γίγαντα. Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αν και ήταν πολύ κουρασμένη. Το καντήλι τρεμόπαιζε μπροστά στα εικονίσματα και το αμυδρό του φως σκορπούσε γύρω μια παράξενη γαλήνη. Είχε πια χαράξει και ήταν ακόμη άυπνη. Ο χτύπος στην πόρτα την ξάφνιασε. Ποιος να ήταν άραγε τόσο πρωί; Οι αντάρτες κατέβαιναν συχνά για τρόφιμα Τα έχασε. Φοβήθηκε. Αυτό όμως το χτύπημα ήταν διαφορετικό. ιστακτικό και επίμονο. Άκουσε και μια φωνή, με τόνο σιγανό και παρακλητικό: «Ανοίξτε μου! Σας παρακαλώ, είναι ανάγκη!» Αποφάσισε να ανοίξει. Μια γυναίκα στεκόταν στην πόρτα της έτοιμη να σωριαστεί. «Τι θέλεις, κόρη μου;» της είπε κοιτάζοντάς την εξεταστικά. Συγχρόνως, έριχνε φοβισμένες ματιές γύρω της, μην ακούσει κανένας από τη γειτονιά. «Βοηθήστε με, έχω μωρό παιδί», επανέλαβε η Φανή, πιο επίμονα αυτήν τη φορά Στη θέα του κοιμισμένου παιδιού, η καρδιά της δι- 16

Απαγορευμένη πατρίδα αλύθηκε. Παραμέρισε αμέσως και πήρε τη Φανή με το μωρό μέσα. Η ίδια ήταν άτεκνη, λάτρευε τα παιδιά και είχε πάρει μια ψυχοκόρη από το χωριό, που τη μεγάλωνε με περισσή φροντίδα. εν ρώτησε πολλά. Έβλεπε ότι η Φανή ήταν κατάκοπη, άυπνη, πεινασμένη. Ετοίμασε γρήγορα λίγο τραχανά, της έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα, δυνάμωσε τη φωτιά στο μαγκάλι. Την έβαλε στο τραπέζι σαν να την ήξερε χρόνια. Η Φανή έτρωγε λαίμαργα και κοιτούσε τη μικρή που την είχαν απιθώσει στο ντιβάνι. Σιγά σιγά άρχισε να συνέρχεται. Είπε μέσες-άκρες την ιστορία της, κοιτάζοντας φοβισμένα έξω από το παράθυρο, μην ακούσει κανείς περαστικός και έχει τραβήγματα με την ασφάλεια όχι μόνο αυτή, αλλά και η οικογένεια που τη φιλοξενούσε. Παρακάλεσε να μείνει λίγες μέρες στο σπίτι ή τουλάχιστον να τους αφήσει τη μικρή, ώσπου να βρει κάποια δουλειά στην πόλη. Η θεία Λασκαρίνα ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Ξαφνικά ο Θεός της έφερε στην πόρτα της κι άλλο ένα παιδί, για να διοχετεύσει και σ αυτό όλη την τρυφερότητα και την καλοσύνη της. Έτσι το ερμήνευσε εκείνη, με την αγαθή της ψυχή: Το κοριτσάκι, που τόσο αναπάντεχα βρέθηκε στο σπίτι της, ήταν δώρο Θεού. Εκείνος εισάκουσε τις προσευχές της, διέβλεψε τις ψυχικές της ανάγκες και της το έστειλε. εν μπορούσε να αρνηθεί ένα τέτοιο δώρο. εν σκέφτηκε τίποτε άλλο. Ούτε τις περιπέτειες που θα μπορούσε να είχε, ούτε τον κόπο, ούτε τις ευθύνες. Πήρε με λαχτάρα το μωρό στην αγκαλιά της, φώναξε την ψυχοκόρη της και της είπε ότι θα γίνει η νονά του παιδιού. Η Άννα, που ήταν ήδη κοπελίτσα, δέχτηκε με χαρά. Έτσι, εγκαταστάθηκε η Φανή στο σπίτι. Στις γειτόνισσες είπαν πως ήταν μακρινή συγγενής τους. Αποφά- 17

Ελένη Λόππα σισαν την ερχόμενη κιόλας Κυριακή να βαφτίσουν το παιδί, γιατί, έλεγε η θεία Λασκαρίνα, δεν ήταν σωστό να μένει αβάφτιστο. Το μυστήριο έγινε στην εκκλησία του χωριού και η νονά του έδωσε το όνομα που είχε διαλέξει μυστικά η Φανή: Νεφέλη. Η Φανή ένιωθε από την πρώτη στιγμή σαν να ήταν στο δικό της σπίτι. Βασανιζόταν όμως από τις σκέψεις της για την τύχη του Μάνου. Πού βρίσκεται; Κι αν τον πιάσουν; Της είχε πει πως η ομάδα του θα προωθούταν προς το Γράμμο να ενωθεί με τους άλλους συντρόφους του ΣΕ. Και πως, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, θα κοιτάξει να διαφύγει στην Αλβανία. Ήδη, πολλές γυναίκες αντάρτισσες ή γυναίκες ανταρτών και παιδιά είχαν φύγει κρυφά ή είχαν φυγαδευτεί στη Γιουγκοσλαβία. Τι περιπέτεια και αυτή! Και πώς η ίδια ενέδωσε στο πάθος της γι αυτόν τον άντρα; Θυμόταν το βράδυ εκείνο που έκαναν έφοδο στο χωριό της. Έτσι νόμιζε αρχικά, δεν ήξερε ακόμη πως ήταν κυνηγημένοι. Ήταν 10 Φεβρουαρίου του 1948. Αξέχαστη μέρα Αλλά πώς έφτασαν τα πράγματα έως αυτό το σημείο; Ήδη από τα τέλη Μαρτίου του 1946 οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν και έγιναν ακόμη πιο βίαιες. Ιδίως μετά την επίθεση των ανταρτών, με εντολή του Ν. Ζαχαριάδη, στο Σταθμό Χωροφυλακής Λιτόχωρου, στην Πιερία, όπου σκοτώθηκαν εννέα χωροφύλακες, δύο λοχίες και ένας οπλίτης της Εθνοφυλακής, σε αντίποινα για τις διώξεις και εκτελέσεις πολιτών που ανήκαν στο ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το κυνηγητό των ανταρτών από τον εθνικό στρατό έγινε ανελέητο, όπως βέβαια και τα αντίποινα των ανταρτών. 18

Απαγορευμένη πατρίδα Τον επόμενο Μάρτιο, του 1947, ο Χάρι Τρούμαν, αγορεύοντας στο Αμερικανικό Κογκρέσο δεσμεύτηκε ότι η χώρα του θα παρείχε οικονομική βοήθεια στα κράτη που «θα αντιστέκονταν σε απόπειρες καθυπόταξης από οπλισμένες μειοψηφίες ή από ξένες πιέσεις». Οι θέσεις αυτές, το δόγμα του Τρούμαν, όπως ονομάστηκε, απηχούσαν τη διάθεση των Αμερικανών, μέσω του σχεδίου Μάρσαλ, αφενός να τονώσουν τις κατεστραμμένες από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οικονομίες των κρατών της Ευρώπης, αφετέρου αποσκοπούσαν στην καταστολή των κομμουνιστικών απειλών και την αποφυγή του κινδύνου να περιέλθουν οι χώρες αυτές στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Οι όροι βέβαια τέθηκαν από την αμερικανική πλευρά και περιλάμβαναν την έμμεση πλην σαφή περιστολή της ανεξαρτησίας των δικαιούχων κρατών (πρώτα κράτη ήταν η Ελλάδα και η Τουρκία), αφού με την απειλή του μπλοκαρίσματος των πιστώσεων, η αμερικανική ηγεσία μπορούσε να πιέσει τις κυβερνήσεις, σε περίπτωση που δεν ανταποκρινόταν στις επιθυμίες της. Με τον τρόπο αυτό, έχουμε την πρώτη επέμβαση των ΗΠΑ στα εσωτερικά της χώρας μας, τη στιγμή ακριβώς που οι Βρετανοί το Φεβρουάριο του ίδιου έτους ανακοίνωσαν ότι θα διέκοπταν κάθε βοήθεια προς την Ελλάδα. Η Αμερική αντέδρασε τότε άμεσα, θεωρώντας ότι, αν η Ελλάδα έπεφτε στα χέρια των κομμουνιστών, τότε όλη η Μέση Ανατολή και ένα μέρος της Βόρειας Αφρικής θα περνούσε στον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης. Το εκέμβριο του 1947 οι επιχειρήσεις των ανταρτών ξεκίνησαν από τα Άγραφα, Κόζιακα, Τζουμέρκα, Πίνδο και έφτασαν ως τον Όλυμπο και τα Πιέρια. Στις 24 μάλιστα εκεμβρίου ίδρυσαν κυβέρνηση στις ανταρτο- 19

Ελένη Λόππα κρατούμενες περιοχές, με στόχο να κάνουν έδρα τους την Κόνιτσα. Η επίθεσή τους στην πόλη της Κόνιτσας απέτυχε και στις 27 του εκέμβρη η κυβέρνηση εξέδωσε τον Αναγκαστικό νόμο 502, που έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη. Τα γεγονότα πια του αδελφοκτόνου πολέμου γίνονται ολοένα και πιο δραματικά. Τούτη η εποχή του εμφυλίου σπαραγμού δεν είναι εποχή για ποίηση και άλλα παρόμοια: Σαν πάει κάτι να γραφή είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου {...} 1 Εκείνη τη μοιραία νύχτα θυμόταν η Φανή. Ήταν μεσάνυχτα 9 προς 10 Φεβρουαρίου του 1948, όταν μια δύναμη των ανταρτών που προερχόταν από τα Κρούσια όρη, έφτασε σε απόσταση αναπνοής από τη Θεσσαλονίκη, στο ερβένι, και έριξε οβίδες προς την πόλη της Θεσσαλονίκης. Τα ξημερώματα της επομένης στρατός και χωροφυλακή εξαπέλυσαν άγριο ανθρωποκυνηγητό κατά των ανταρτών που συμμετείχαν στην επιχείρηση. Ανάμεσα σ αυτούς ήταν και ο Μάνος. Ξέπνοος 1 Ν. Εγγονόπουλος, Ποίηση 1948 20

Απαγορευμένη πατρίδα και κυνηγημένος έφτασε νύχτα μαζί με μερικούς άλλους στο χωριό της Φανής. Αυτή ήταν μόνη στο σπίτι, όταν έσπασαν την πόρτα και μπήκαν βίαια μέσα. Η Φανή τρομοκρατήθηκε, νόμισε πως κάποιον έψαχναν. Τον άντρα της; Ακούμπησε έντρομη με την πλάτη στον τοίχο, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ο Μάνος την κοίταξε από πάνω ως κάτω, έκανε κάποιο νόημα στους άλλους να φύγουν. Λαχανιασμένος ακόμη, τη στρίμωξε στη γωνία. Τα μάτια του έκαιγαν. Η ανάσα του στο πρόσωπό της. Πριν προλάβει να φέρει καμιά αντίσταση, την πήρε σαν πεινασμένο αγρίμι. Η φλόγα του μεταδόθηκε και στο δικό της σώμα και του παραδόθηκε με μια ηδονή, σαν βαθιά, γλυκιά ανακούφιση. Εκείνος άλλα περίμενε: Οργή, αηδία, αποστροφή. Η άνευ όρων παράδοσή της τον ξάφνιασε. Γι αυτό, πριν φύγει, πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του, σχεδόν με τρυφερότητα, και της είπε με πάθος: «Θα ξανάρθω»! Από τότε, όταν κατέβαινε από το βουνό, περνούσε σαν σίφουνας από το σπίτι, της ξέσχιζε από λαχτάρα τα ρούχα και ρίχνονταν επάνω της με πυρετώδη ορμή. Αυτή ανταποκρινόταν με το ίδιο πάθος, στερημένη καθώς ήταν από τον άντρα της που καταδίωκε τους αντάρτες με τον εθνικό στρατό. Βέβαια, αν μάθαινε ποτέ τι συμβαίνει, θα την είχε σκοτώσει, θα την είχε σφάξει αλύπητα στο κατώφλι. Η Φανή όμως δεν ένιωθε φόβο ούτε τύψεις. Από χρόνια τώρα, μετά τη γέννηση και του δεύτερου παιδιού της, δεν είχαν πια καμιά επαφή. Αυτός ήταν ένας κλασικός καραβανάς, αυταρχικός και δυνάστης. Χρόνια τον υπηρετούσε και του έκανε τα χατίρια. Τώρα ξανάνιωθε επιτέλους γυναίκα. Κάθε φορά περίμενε τον Μάνο με ολοένα μεγαλύτερη επιθυμία. Φοβήθηκε όμως μήπως το χωριό αντιληφτεί τι συμβαίνει και τα σχόλια 21

22 Ελένη Λόππα φτάσουν στον άντρα της. Έτσι, ένα βράδυ εγκατέλειψε το χωριό της, πέρασε από το σπίτι της μάνας της στη Θεσσαλονίκη να δει τα παιδιά της και εγκαταστάθηκε σε ένα άλλο χωριό που το είχαν καταλάβει οι αντάρτες, πιο κοντά στο βουνό και στον αγαπημένο της. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού αυτού, όπως και όλης της περιοχής, είχαν ήδη μεταφερθεί το 1947 ως πρόσφυγες, με εντολή της κυβέρνησης, στο Καραβάν Σαράι της Θεσσαλονίκης και στριμώχτηκαν εκεί, όπωςόπως, ολόκληρες οικογένειες, οριοθετώντας η καθεμία το χώρο της με πρόχειρα παραπετάσματα από κουβέρτες και κιλίμια. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση κατόρθωσε να είναι αποκομμένος ο.σ. από τις τοπικές κοινωνίες και να μην μπορεί να ανεφοδιαστεί. Πολλές φορές ήθελε η Φανή να ρωτήσει το Μάνο γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. «Γιατί σκοτώνονται οι Έλληνες μεταξύ τους και δημιουργούνται τόσα οικογενειακά δράματα. Ένα σωρό παιδιά», του είπε, «από τριών ως δεκατεσσάρων χρονών, που δήθεν οικειοθελώς τα παραδίδουν οι μανάδες τους, τα μαζεύουν οι αντάρτες δεν το ξέρεις; Αφού αναγγέλθηκε επίσημα το Μάρτιο από το Μάρκο Βαφειάδη, μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού των ανταρτών στο Βελιγράδι και τα στέλνουν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, γεγονός που η εθνική κυβέρνηση θεωρεί παιδομάζωμα. Έκανε μάλιστα και σχετική καταγγελία στον ΟΗΕ, αλλά και αυτή, η κυβέρνηση δηλαδή, με παρόμοιο τρόπο, μεταφέρει χιλιάδες ορφανά παιδιά των ανταρτών στις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης. Και οι δύο πλευρές ισχυρίζονται ότι το κάνουν για «ανθρωπιστικούς» λόγους. Πες μου, λοιπόν, πού βρίσκεται η αλήθεια; Γιατί γίνονται όλα αυτά, γιατί να πληρώνουν τα παιδιά και ο άμαχος πληθυσμός τα λάθη των μεγάλων, γιατί να

Απαγορευμένη πατρίδα σκοτώνονται μεταξύ τους;» Εκείνος όμως ποτέ δεν είχε χρόνο για συζητήσεις. Μια δυο φορές μονάχα, καπνίζοντας ένα τσιγάρο τής είπε πως όλα γίνονται για το λαό, για να ζήσουν κάποτε καλύτερες μέρες και πως η Ρωσία θα είναι βοηθός στον αγώνα τους. Η Φανή όμως άλλα είχε ακούσει από τον άντρα της. Ποιος είχε τελικά δίκιο; Ήταν μπερδεμένη, όπως και ο κόσμος γύρω της. Έκλεινε τα αυτιά της στις αγριότητες που μάθαινε καθημερινά να γίνονται και από τους αντάρτες και από τον εθνικό στρατό. Ήθελε να του πει να τα παρατήσει όλα και να έρθει να ζήσουν μαζί. Εκείνος όμως ήταν απόλυτα προσηλωμένος στην ιδεολογία του και στο κόμμα. εν σήκωνε κουβέντα. Παρόλα αυτά, μια μέρα, της έστειλε ένα ποίημα του Μπρεχτ, σαν να ήθελε να της δώσει κάποια απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματά της: «Άκου, μιλώ σε σένα. Λες: Τα πράγματα πάνε άσχημα για εμάς, το σκοτάδι μας τυλίγει, η δύναμη εξαντλείται, στα θέματα εργασίας είμαστε σε πιο δύσκολη κατάσταση από ποτέ, ο εχθρός μοιάζει ανίκητος. Έχουμε κάνει λάθη που δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Είμαστε όλο και λιγότεροι, τα λόγια μας είναι μπερδεμένα, ο εχθρός έχει διαστρεβλώσει κάποια λόγια μας και τα έχει κάνει αγνώριστα. Τι είναι λάθος, ψέμα, στα όσα είπαμε; Κάτι; Τα πάντα; Σε τι μπορούμε ακόμα να βασιστούμε; Μας παρασέρνει το ρεύμα, πρέπει να στηριχτούμε στην καλή τύχη; Αυτό ρωτάς Μην περιμένεις απάντηση, παρά μόνο τη δική σου». Αυτό την μπέρδεψε ακόμη περισσότερο. Κατάλαβε, πάντως, ότι και ο ίδιος προβληματιζόταν για κάποια θέματα, που όμως δεν ήθελε να τα ομολογήσει, ούτε να τα ερευνήσει βαθύτερα. Έτσι, η Φανή διαμόρφωσε σιγά σιγά τη δική της αντίληψη για την κατάσταση, που ήταν αντίθετη από αυτή του Μάνου. Άλλωστε, 23

Ελένη Λόππα εκείνη δεν ήταν δέσμια του κόμματος, μπορούσε επομένως να βλέπει και να κρίνει τα πράγματα με πιο αντικειμενική ματιά. Ο καιρός περνούσε μέσα στην αγωνία και την παρανομία. Την άνοιξη μάλιστα, μετά τη δολοφονία στο κέντρο της Αθήνας του Χρ. Λαδά, Υπουργού ικαιοσύνης και του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, που είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη για να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη, η κατάσταση οξύνθηκε ακόμη περισσότερο και επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας τις βραδινές ώρες. Μια από αυτές τις σκοτεινές μέρες η Φανή έμαθε πως ο άντρας της σκοτώθηκε σε ενέδρα από τους αντάρτες. εν ήθελε να μάθει περισσότερα, δεν ρώτησε πού, ποιος και γιατί. Το γεγονός αυτό όμως δεν έκαμψε το πάθος της για το Μάνο, που ανήκε ιδεολογικά στο αντίθετο στρατόπεδο από τον άντρα της. Πολύ αργότερα μαθεύτηκε πως ανάμεσα στους αντάρτες που στήσανε την ενέδρα ήταν και ο Μάνος. Κανείς όμως δεν ξέρει αν ποτέ το έμαθε και η ίδια η Φανή. Όλη η ζωή της τώρα επικεντρώθηκε στο Μάνο. Ζούσε μόνο με τη σκέψη του και με τη λαχτάρα της νέας συνάντησής τους. Για να ζήσει, έκανε ψευτοδουλειές, πότε έβαζε ενέσεις σε αρρώστους, πότε στα χωράφια, πότε στα καπνά. Μια μέρα, ενώ δούλευε στα χωράφια, γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε στη γη. Κάποιες γυναίκες έτρεξαν να τη σηκώσουν. Είχε γίνει κατάχλωμη. «εν είναι τίποτε», είπε. «Ήμουν νηστική, ζαλίστηκα, θα περάσει». Όμως μέσα της θορυβήθηκε. Κι αν είναι έγκυος; Πώς 24

Απαγορευμένη πατρίδα θα το πει στο Μάνο; Τι θα γίνει με το παιδί; Πώς θα το πει στη μάνα της που, αν και ηλικιωμένη, είχε τη φροντίδα και των άλλων δύο παιδιών της; Κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. Όμως από την άλλη, πόσο λαχταρούσε ένα παιδί από εκείνον! Να είναι αγόρι και να πάρει την κορμοστασιά και την τόλμη του! Κάθε φορά που τον έβλεπε ντυμένο με τα φυσεκλίκια, να έρχεται στο χωριό καβάλα πάνω στο άλογο, η καρδιά της χτυπούσε τρελά από θαυμασμό και έρωτα. Ένα βράδυ που ήρθε μέσα στη βροχή, του ανακοίνωσε πως μάλλον ήταν έγκυος. Εκείνος έδειξε έκπληξη κι ύστερα της απάντησε ψυχρά: «Και τι θα γίνει με το παιδί; Τα πράγματα έχουν αγριέψει κι εγώ δεν πρόκειται να παρατήσω τον αγώνα. Φεύγω σε λίγο για το Βίτσι. Εκεί ή στο Γράμμο θα κριθεί η κατάσταση. Μη λογαριάζεις, λοιπόν, επάνω μου. Κοίτα τι θα κάνεις». Εκείνη δεν μίλησε. Της ερχόταν τρέλα. Σκέφτηκε την άλλη μέρα κιόλας να κατέβει στη Θεσσαλονίκη, να συμβουλευτεί τη μάνα της. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Από τα ξημερώματα που έφυγε ο Μάνος, ετοιμάστηκε για το ταξίδι. «Μάνα, καλημέρα! Πώς είναι τα παιδιά; Ρώτησε μόλις μπήκε στο σπίτι της μητέρας της». «Μπα, σε καλό σου! Πώς τόσο πρωί;» της είπε, κοιτάζοντάς την εξεταστικά. «Είσαι χλωμή και ταλαιπωρημένη. Συμβαίνει κάτι σοβαρό;» Η Φανή χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της, μην ακούσουν τα παιδιά που κοιμούνταν στο διπλανό δωμάτιο και είπε, αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια: «Μάνα, είμαι έγκυος και το θέλω πολύ αυτό το παιδί. Τι να κάνω; Πώς θα τα βγάλω πέρα;» 25

Ελένη Λόππα Η μάνα της έπεσε από τα σύννεφα, αλλά γρήγορα βρήκε την ψυχραιμία της. «Άκου, Φανή, της είπε. Εγώ γέρασα πια, δεν έχω άλλες δυνάμεις. Αυτές τις μέρες μάλιστα σκεφτόμουν ότι κάτι πρέπει να κάνω με τα παιδιά. Την Έλλη μού τη ζητά ένα ζευγάρι, που είναι άκληροι και ευκατάστατοι. Ε, είναι πια στα δεκατρία, κοπελίτσα σωστή, θα βοηθάει στις δουλειές κι αυτοί αργότερα θα την αποκαταστήσουν. Όσο για το Νίκο, θα τον βάλω να δουλέψει. εν μπορώ πια να τα ζήσω Οι καιροί είναι σκοτεινοί, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, ούτε κι εγώ πόσο ακόμη θα ζήσω». «Έχεις δίκαιο, μάνα, σε παρακούρασα. Μα τώρα δεν μπορώ να παρατήσω το Μάνο, ούτε να πάρω τα παιδιά στο χωριό. Πώς θα τα ζήσω; Μόλις και τα φέρνω βόλτα. Εκείνος λείπει συνεχώς στο βουνό, έρχεται λίγο σαν κλέφτης. εν μπορώ να βασιστώ επάνω του. Αλλά από την άλλη, τον αγαπώ, δεν μπορώ, δεν έχω τη δύναμη να τον εγκαταλείψω, ό,τι κι αν γίνει. Ίσως, είναι σωστή η σκέψη σου, να δώσουμε την Έλλη μας σ αυτό το ζευγάρι. Θα ζήσει καλύτερα από εδώ. Όσο για τον Νίκο, δεν τον φοβάμαι. Είναι έξυπνος και κάτι θα βρει να κάνει. Τουλάχιστον θα έχω την έγνοια μόνο αυτού του παιδιού. Θα δούμε τι θα γίνει! Ίσως αυτό είναι πιο τυχερό και ζήσει σε καλύτερες μέρες. Φοβάμαι κι εγώ για τη ζωή μου. Με έχουν μάλλον σταμπάρει. Το μόνο που με έσωζε ως τώρα είναι ότι με θεωρούσαν γυναίκα στρατιωτικού. Αλίμονό μου, αν αντιληφθούν τι συμβαίνει!» «Τι να σου πω, κόρη μου! Πώς έμπλεξες έτσι τη ζωή σου και σε τέτοιους καιρούς; Αν σε πιάσουν, ξέρεις τι σε περιμένει; Φυλακή, βασανιστήρια, εξορία. Γεμάτη εί- 26

Απαγορευμένη πατρίδα ναι η Μακρόνησος. Αξίζει για έναν άντρα, έναν αντάρτη, να χάσεις τη ζωή σου, τα παιδιά σου, τη μάνα σου;» «Αχ, μάνα, ό,τι και να πεις έχεις δίκιο. εν ερωτεύτηκες όμως. Ξέρω, έχω χάσει το μυαλό μου Αλλά, δεν μπορώ να κάνω πίσω. Ή αυτός ή καλύτερα να πεθάνω». Η μάνα της τρόμαξε με την αποφασιστικότητα και το ύφος της. Τα μάτια της έλαμπαν από ένα πάθος που πρώτη φορά έβλεπε στην κόρη της. Κατάλαβε ότι ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια να την μεταπείσει. Τα παιδιά πετάχτηκαν από το διπλανό δωμάτιο, έτρεξαν και αγκάλιασαν τη μάνα τους. Εκείνη τα φίλησε στοργικά και τα έσφιξε στην αγκαλιά της. Ένιωσε τις τύψεις να την πνίγουν για την εγκατάλειψή τους. Αλλά το αίσθημά της την ξεπερνούσε. Άνοιξε την τσάντα της και τους έδωσε λίγα καρύδια και ένα δυο φρούτα που είχε φυλάξει. Πού τα άφηνε; Την κατέκλυσε ένα κύμα αβεβαιότητας. Τι πάει να κάνει; Ποιοι είναι αυτοί που θα πάρουν την Έλλη; Κι αν την κακομεταχειρίζονται; Και ο Νίκος πώς θα τα βγάλει πέρα; Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της, τα μηνίγγια της να βουίζουν, το στομάχι της να δένεται κόμπος. Ύστερα ένα αίσθημα ναυτίας την πλημμύρισε, έφυγε τρέχοντας στην τουαλέτα, κρατήθηκε από τον νιπτήρα να μην λιποθυμήσει. Τα παιδιά τα έχασαν, χίμηξαν πίσω της, η Έλλη έβαλε τα κλάματα. εν καταλάβαιναν τι συμβαίνει. Η Φανή έπλυνε το πρόσωπό της, έβρεξε και το κεφάλι, για να συνέλθει και βγήκε έξω κατάχλωμη. Τους είπε ότι δεν είναι τίποτε, μια μικρή αδιαθεσία. Θα περάσει. Έριξε ένα βλέμμα ικετευτικό στη μάνα της, να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. Εκείνη πάλι ένιωθε συνένοχη. Τι να πει στα παιδιά; «Η μάνα σας πρέπει να φύγει», ψέλλισε. «Έχει δου- 27

Ελένη Λόππα λειά, δεν πρέπει να αργήσει. Άντε, κόρη μου, στο καλό. Όποτε μπορέσεις, έλα πάλι να σε δούμε». Εκείνη φίλησε τα παιδιά της και κατέβηκε τις σκάλες γρήγορα, φορτωμένη με τύψεις. Μια παγωμένη νύχτα του εκέμβρη γέννησε ολομόναχη, ανεβαίνοντας στο βουνό να συναντήσει το Μάνο. Οι πόνοι την έπιασαν ξαφνικά, όταν ήδη είχε απομακρυνθεί από το χωριό. Σύρθηκε σε ένα σύδεντρο, σαν πληγωμένο αγρίμι και κάθισε στα γόνατα, παίρνοντας γρήγορες ανάσες και πιέζοντας τη λεκάνη προς τα κάτω. Προσπαθούσε να πνίξει τις κραυγές της, οι οδύνες γινόταν ολοένα πιο ανυπόφορες. Άρπαξε τότε από κάτω ένα σπασμένο κλαδί, το έβαλε ανάμεσα στα χείλη της και έμπηξε με δύναμη τα δόντια της πάνω του. Έτσι, μόνο αυτή άκουγε τα πνιχτά βογγητά της. Λαχανιασμένη από την προσπάθεια και την ένταση της στιγμής, τράβηξε απαλά από μέσα της το κεφαλάκι του μωρού και ύστερα σιγά σιγά τους ώμους, το σώμα ολόκληρο. Καθώς το σήκωσε ψηλά, έλαμψε μέσα στη νύχτα το σωματάκι του, γυμνό και απροστάτευτο, και το πρώτο λυτρωτικό του κλάμα έσκισε τη σιωπή. Η Φανή, πριν το τυλίξει στο πανωφόρι της, πρόλαβε να διακρίνει μέσα στο ασημένιο φεγγαρόφωτο το φύλο του. Ήταν κοριτσάκι. εν ήταν ο γιος που ονειρευόταν, αυτός που θα έμοιαζε στον πατέρα του στη λεβεντιά. Κατάπιε την απογοήτευσή της και ευχήθηκε τουλάχιστον να είναι γερό και τυχερό. Έβγαλε έπειτα το μαχαίρι που είχε πάντα μαζί της και ψύχραιμα έκοψε τον ομφάλιο λώρο. Κουλουριάστηκε αποκαμωμένη δίπλα στο μωρό, για να το ζεστάνει με την ανάσα της και του έδωσε το στήθος της. Θα πρέπει να την πήρε 28

Απαγορευμένη πατρίδα λίγο ο ύπνος. ιάφοροι παράξενοι ήχοι του δάσους και ο παγωμένος αέρας την έκαναν να ανατριχιάσει. Τότε συνειδητοποίησε ότι κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος και ότι έπρεπε να κινηθεί γρήγορα είτε προς τα πάνω, στις κρυψώνες των ανταρτών, είτε προς το χωριό, για να φροντίσει το μωρό. Προτίμησε να ανηφορίσει, αν και ήξερε ότι διακινδύνευε όχι μόνο τη δική της ζωή, αλλά και του παιδιού της. Ωστόσο, ήταν τόσο μεγάλη η λαχτάρα της να δείξει στο Μάνο τον καρπό του έρωτά τους, που δεν λογάριασε τίποτε. Προχωρούσε σκυφτή, όλο και πιο δύσκολα, καθώς το βουνό είχε απότομες ανηφοριές και σε κάθε θρόισμα, σε κάθε άγνωστο ήχο ανασκιρτούσε γεμάτη αγωνία. Το σκοτάδι ήταν ακόμη πηχτό και μόνο στα ξέφωτα το φεγγάρι έδινε στα δέντρα και στους όγκους των βουνών υπερφυσικές, ασημένιες διαστάσεις. Η Φανή κάπου κάπου σήκωνε τα μάτια και κοίταζε έκθαμβη τον διάστικτο με αστέρια ουρανό, τη μικρή και τη μεγάλη άρκτο και τον φωτεινό γαλαξία που έλαμπαν μέσα στην ξάστερη νύχτα. Η μύτη, τα αυτιά και τα χέρια της είχαν κυριολεκτικά ξεπαγιάσει, το σώμα όμως και η ψυχή της φλεγόταν από την υπερένταση και από το θαύμα της δημιουργίας. Είχε γίνει για τρίτη φορά μάνα και τώρα μάλιστα από τον αγαπημένο της. Άραγε εκείνος πώς θα δεχτεί το παιδί; Θα αντιδράσει που δεν είναι γιος ή θα χαρεί που για πρώτη φορά έγινε πατέρας; Ξαφνικά μέσα στο μισοσκόταδο ένιωσε πως κάποιος τη σημάδευε με το όπλο του. Είχε φτάσει πολύ κοντά στο λημέρι των ανταρτών. Φώναξε πως είναι η Φανή του Μάνου, το όπλο μεμιάς κατέβηκε και κάποιος την οδήγησε σε μια σπηλιά. Ο Μάνος καθάριζε, τραβηγμένος στο βάθος, την καραμπίνα του. Εκείνη όρμησε επάνω του, ξε- 29

Ελένη Λόππα κούμπωσε τη χοντρή ζακέτα της και του έδειξε το μωρό, τυλιγμένο ακόμη με το πανωφόρι της. Αυτός στην αρχή δεν μπορούσε να αρθρώσει λόγο από την έκπληξη. «Και πώς ήρθες ως εδώ επάνω; Τρελάθηκες; Πώς έφερες εδώ το παιδί; εν φοβήθηκες τα αγρίμια; εν φοβήθηκες μήπως ξεπαγιάσετε; εν σκέφτηκες ότι το κλάμα του μπορεί να προδώσει το λημέρι μας;» «Ήρθα για να δεις το παιδί. Είναι κορίτσι! Κοίτα τι όμορφο είναι! Ξανθό, σαν εσένα! Ξέρω πως προτιμούσες να είναι αγόρι. Όμως κάθε παιδί με την τύχη του». Εκείνος το κοίταζε και δεν πίστευε στα μάτια του. Άφησε για λίγο το όπλο και το πήρε αδέξια στην αγκαλιά του. «Πράγματι, είναι ομορφούλα. εν μπορείς όμως τώρα να μείνεις εδώ πάνω. Μόλις ξημερώσει να κατέβεις στο χωριό. Το παιδί θέλει ζεστασιά και ηρεμία. Αν μετακινηθούμε, θα στείλω κάποιον σύνδεσμο, θα σε ειδοποιήσω Τα πράγματα δυσκολεύουν μέρα με τη μέρα. Άλλοτε νικάμε εμείς, να τώρα ο στρατός μας κατέλαβε την Καρδίτσα και στρατολόγησε άντρες, άλλοτε όμως νικούν αυτοί και τότε αναγκαζόμαστε να υποχωρήσουμε. Βλέπεις και στο κόμμα μερικές φορές υπάρχει διάσταση απόψεων. Στο σημείο αυτό χαμήλωσε τον τόνο της φωνής, για να μην τον ακούσει κανένας σύντροφος. Είμαι σίγουρος όμως ότι τελικά θα τα καταφέρουμε», είπε σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. Την κοίταξε σκεφτικός, δεν ήξερε τι άλλο να της πει. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Εκείνη ήθελε να γύρει κάπου να κοιμηθεί. Ήταν εντελώς εξαντλημένη. Το μωρό όμως αναστέναξε βαθιά στον ύπνο του και τότε εκείνη συνειδητοποίησε την ευθύνη της. Το κουκούλωσε καλά και ετοιμάστηκε για την επιστροφή. Πριν φύγει, κοίταξε το Μάνο με λατρεία. Ήξερε ότι θα έκανε τα πάντα για χάρη του. 30

Απαγορευμένη πατρίδα Η ζωή της έγινε τώρα με το μωρό ακόμη πιο δύσκολη. Οι μετακινήσεις της στην πόλη, στο σπίτι της μάνας της αραίωσαν και φυσικά ακόμη περισσότερο στο βουνό. Κάπου κάπου ο Μάνος έστελνε μυστικά κάποιον σύνδεσμο για να της μεταφέρει νέα του ή για να του στείλει λίγα τρόφιμα. Η κατάσταση χειροτέρευε ολοένα και περισσότερο. Η αστυνομία έκανε εφόδους, έρευνες στα σπίτια, οι καταδότες οργίαζαν. Φόβος και τρόμος παντού. Τα ξερονήσια γέμιζαν από ανθρώπους που δεν ήθελαν να προδώσουν την ιδεολογία τους, παρά τις πιέσεις να υπογράψουν δήλωση εθνικοφροσύνης. Ανάμεσα σε αυτούς, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, που οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις και δημιουργούσαν έργα τέχνης, παρά τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης και τα βασανιστήρια. Τον Ιανουάριο του 1949 η κυβέρνηση Σοφούλη ανέθεσε στον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο τη γενική αρχιστρατηγία, με πλήρη εξουσία και των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων και της χωροφυλακής, για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων κατά του.σ. Στα τέλη του ίδιου μήνα η 5 η ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ επικύρωσε την καθαίρεση του Μάρκου Βαφειάδη και υιοθέτησε τη θέση για την αυτονομία της Μακεδονίας, γεγονότα που στοίχισαν πολύ ακριβά στο.σ. και στην όλη πορεία των εξελίξεων. Επιπλέον, η ήττα του.σ. στο Λεωνίδιο και την Κυνουρία σηματοδότησε το τέλος των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο. Τα πλήγματα ήταν πολύ σοβαρά, αν σκεφτεί μάλιστα κανείς ότι ήδη από τον Φεβρουάριο του 1948, ο Στάλιν είχε μιλήσει για την ανάγκη αναδίπλωσης του.σ., εγκαταλείποντας στην ουσία στην τύχη του το αντάρτικο 31

Ελένη Λόππα στην Ελλάδα, ενώ ο Τίτο, μετά τη διάστασή του με το Στάλιν, το εκέμβριο του ίδιου έτους, εμπόδισε μια φάλαγγα τραυματιών του.σ. να περάσει τα σύνορα της χώρας του. Όλα αυτά προμήνυαν το οικτρό τέλος του εμφυλίου για τον.σ. Η Φανή δεν είχε πια ησυχία. Ο φόβος της για τον Μάνο μεγάλωνε διαρκώς, όσο άκουγε για τις λυσσαλέες μάχες που γίνονταν στα βουνά, ανάμεσα στους αντάρτες και στον κυβερνητικό στρατό. Ήθελε με κάθε τρόπο να βρίσκεται κοντά του. Μια μέρα την ειδοποίησε η μητέρα της πως θα δώσει την Έλλη στο ζευγάρι των άτεκνων και, αν μπορεί, να έρθει να τη χαιρετήσει. Η καρδιά της σφίχτηκε. Ετοίμασε το μωρό ήταν μια ευκαιρία να το δουν και τα παιδιά και κατέβηκε στην πόλη. Όσο εκείνη μιλούσε με τη μάνα της, τα παιδιά ασχολούνταν με το μωρό, παραξενεμένα ακόμη για το νέο μέλος της οικογένειας. Η Φανή πήρε παράμερα την Έλλη και τη ρώτησε αν θέλει να πάει σ αυτή την οικογένεια. Η Έλλη βούρκωσε. «Μάνα, έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε μαζί, δεν σε βλέπω. Η γιαγιά γέρασε. Ως πότε θα ασχολείται μαζί μας; Ίσως, με αυτόν τον τρόπο, την ξεκουράσουμε λίγο. Τι να πω; εν ξέρω τι άνθρωποι είναι αυτοί που θα με πάρουν. Ξέρω μόνο ότι είναι ευκατάστατοι, δεν θα πεινάσω. Εσύ, κοίτα τώρα το μωρό, αυτό σε έχει περισσότερη ανάγκη. Ο Νίκος μας θα κάνει μικροθελήματα. Πιστεύω πως θα τα καταφέρει. Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα Να μπορούσα να συνεχίσω το σχολείο Να έμενες μαζί μας, να μη γινόταν αυτός ο πόλεμος Αλλά» Ξαναβούρκωσε. Η Φανή την έσφιξε στην αγκαλιά της, έκπληκτη από την ωριμότητα της κόρης της, αλλά και από το συγκρα- 32

Απαγορευμένη πατρίδα τημένο παράπονό της. Της είπε ότι θα έρχεται να τη βλέπει, να κοιτάξει να είναι ευγενική με το ζευγάρι με τα αφεντικά της στην ουσία και να είναι πρόθυμη σε ό,τι της ζητούν. Εκείνη την ώρα δεν φανταζόταν πως το αφεντικό της Έλλης θα τη βιάσει στα δεκατρία της και θα την κάνει ερωμένη του, ώσπου αργότερα να της βρει γαμπρό της αρεσκείας του. Η Έλλη σαν να προαισθανόταν τι θα ακολουθήσει, κούνησε μοιρολατρικά το κεφάλι, χωρίς να βγάλει λέξη. Αποχαιρετίστηκαν, καταπίνοντας λυγμούς. Ο χειμώνας του 1949 ήταν βαρύς και μακρόσυρτος. Ο κόσμος υπέφερε ήδη εδώ και τρία χρόνια από τον εμφύλιο, ολόκληρα χωριά ξεσπιτώθηκαν, η φτώχεια και η δυστυχία μάστιζε τους πάντες. Οικογένειες διαλύθηκαν, άλλοι είχαν τραβήξει για το βουνό, άλλοι πήγαν με το μέρος του κυβερνητικού στρατού. Η αντικατάσταση των Βρετανών στην πολιτική και στρατιωτική σκηνή της Ελλάδας από τους Αμερικανούς σηματοδοτεί, την περίοδο αυτή του εμφυλίου πολέμου, όχι μόνο την έναρξη του αμερικανικού παρεμβατισμού στη χώρα μας, αλλά και την επικράτηση της μοναρχικής κυβέρνησης. Ο προηγούμενος εξοπλισμός του εθνικού στρατού με βρετανικά όπλα αντικαταστάθηκε τώρα από τον αμερικανικό. Όλα δείχνουν να βαδίζουν προς το τέλος, προς τη λύση του δράματος. Η μικρή άρχισε τώρα να χαμογελά συνειδητά, όταν την έπαιρνε στην αγκαλιά της η Φανή και τότε ένιωθε πως όλος ο κόσμος φωτιζόταν ξαφνικά από ένα διαφορετικό φως. Έμπαινε ορμητικά η άνοιξη και η ελπίδα άρχιζε να αχνοφέγγει στις καρδιές των ανθρώ- 33

Ελένη Λόππα πων. Από τη μάχη της Φλώρινας το Φεβρουάριο, που στοίχισε στον.σ. 700 νεκρούς, είχε να μάθει νέα από το Μάνο. Ανησυχούσε σοβαρά μήπως ήταν και αυτός ανάμεσά τους. Ύστερα έφτασε στα αυτιά της η είδηση πως οι αντάρτες ξανακατέλαβαν το Γράμμο στις αρχές του Απριλίου και πως ο Μάνος πρωτοστατούσε στην επιχείρηση. Συνήλθε αμέσως. Στα τέλη του μήνα, ο Μάνος την ειδοποίησε να ανεβεί στο βουνό, να τον συναντήσει. Τρελή από χαρά η Φανή ετοίμασε τη μικρή και πήρε την απόφασή της: από εδώ και πέρα θα τον ακολουθεί, όπου και να πάει. Το παιδί είχε πια ξεπεταχτεί, δεν θα ήταν εμπόδιο. Η σκέψη της ήταν παράτολμη και παράλογη, το καταλάβαινε, αλλά δεν άντεχε άλλο να ζει μέσα στην αβεβαιότητα για την τύχη του Μάνου. Να μην ξέρει ποτέ πού ακριβώς βρίσκεται, αν ζει ή αν σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. Καλύτερα κι αυτή μαζί του κι αυτή και το παιδί. Τον επιθυμούσε κιόλας ερωτικά. Της έλειπε αβάσταχτα τόσους μήνες! Την άλλη μέρα πολύ νωρίς το πρωί μια ψιλή, ανοιξιάτικη βροχή τη διαπερνούσε, καθώς ανέβαινε με προφυλάξεις στο βουνό. Έπρεπε να βαδίζει ώρες. Τύλιξε τη μικρή καλύτερα, η υγρασία ήταν διαπεραστική. Ο Μάνος θα την περίμενε σε μια χαράδρα που σχημάτιζαν δύο κάθετοι βράχοι, όπως της είπε ο σύνδεσμός τους. Η Φανή πρόσεχε και τον παραμικρό θόρυβο, μήπως προδώσει άθελά της το κρησφύγετό του. Ήξερε πως παντού στα βουνά καραδοκούσαν οι στρατιώτες και οι καταδρομείς. Ευτυχώς, η μικρή κοιμόταν. Της είχε δώσει λίγο χαμομήλι πριν ξεκινήσουν. Το γάλα της είχε αρχίσει να στερεύει από τις κακουχίες και την έλλειψη τροφής. Βάδιζε όλο και πιο δύσκολα, καθώς τα ρούχα της είχαν αρχίσει να βαραίνουν από τη βροχή 34

Απαγορευμένη πατρίδα και τα παπούτσια της ήταν μέσα στα νερά και τη λάσπη. Τα μαλλιά της έσταζαν, η βροχή κυλούσε στο πρόσωπό της. Άρχισε να χάνει την αίσθηση του δρόμου. Ήταν σωστό το μονοπάτι που ακολουθούσε ή είχε κάνει λάθος; Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη, τα δέντρα και οι πυκνοί θάμνοι τής έκρυβαν τη θέα. Η κούραση χύθηκε σε όλο το σώμα της και ένα αίσθημα απελπισίας την πλημμύρισε. Κάθισε αποκαμωμένη στον κορμό ενός δέντρου, για να συνέλθει λίγο, αλλά και να σκεφτεί πώς θα βαδίσει από εδώ και πέρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Η μέρα ήταν γκρίζα, αλλά γύρω της η φύση ήταν ανοιξιάτικη. Μικρά πολύχρωμα λουλούδια είχαν φυτρώσει παντού και τα πουλιά τιτίβιζαν μέσα στα κλαδιά των δέντρων. εν είχε όμως καιρό να αφήσει να τη μαγέψει η φύση. Έπρεπε να βρει το δρόμο. Σηκώθηκε πιο ψύχραιμη, έσφιξε το μωρό στην αγκαλιά και, σχεδόν διαισθητικά, βρήκε το μονοπάτι. Ήταν προχωρημένο μεσημέρι, όταν από μακριά διέκρινε τους δύο απότομους κάθετους βράχους που σχημάτιζαν μια βαθιά χαράδρα. Ανάμεσά της κυλούσε ένα ορμητικό ποτάμι που, σχηματίζοντας έναν μικρό καταρράχτη, κατέβαινε με θόρυβο προς τα κάτω. Η Φανή είδε τον Μάνο να στέκεται όρθιος με το όπλο του, ψηλός και ξανθός, κοιτάζοντας γύρω του προσεκτικά. Αφουγκραζόταν κάθε ήχο. Η καρδιά της χτύπησε τρελά. Με όση δύναμη της απέμενε, έτρεξε προς το μέρος του. Τον αγκάλιασε, τον ήθελε. Εκείνος έριξε μια γρήγορη ματιά στη μικρή, ύστερα την τράβηξε βίαια επάνω του. Την κύλησε στη μουσκεμένη γη και την πήρε σαν αχόρταγο αγρίμι. Ύστερα την έσυρε στη σπηλιά, που σχημάτιζαν οι βράχοι. «εν έχουμε πολύ καιρό στη διάθεσή μας», της είπε αμέσως. «Νομίζω πως μ έχουν εντοπίσει ή πως αργά ή γρήγο- 35

Ελένη Λόππα ρα θα μας βρουν. υστυχώς τα πράγματα δεν πάνε καλά στον αγώνα. Έχουμε πιαστεί στο δόκανο και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Αλλά τώρα δεν υπάρχει επιστροφή, εδώ που φτάσαμε. Θα τα παίξουμε όλα για όλα». Κάπνιζε σαν τρελός. Πρώτη φορά η Φανή τον έβλεπε τόσο απελπισμένο, αλλά και τόσο αποφασισμένο. «Θα είμαι μαζί σου, ό,τι κι αν γίνει», του είπε. «εν θα σε αφήσω μόνο». «Αστειεύεσαι, προφανώς! Πού θα έρθεις με ένα βυζανιάρικο; εν μπορώ να έχω την έγνοια σας. Θα μείνουμε εδώ για λίγο στη σπηλιά, ώσπου να ξεκαθαρίσει το τοπίο, γιατί τώρα φοβάμαι, είμαι σχεδόν σίγουρος, ότι βρίσκονται στα ίχνη μου. Έπειτα με περιμένουν οι σύντροφοι, μας περιμένουν μάχες». «Μα είναι τόσες γυναίκες στο βουνό» «Οι γυναίκες πολεμούν, δεν έχουν μωρά μαζί τους! Εσύ δεν ξέρεις ούτε όπλο να κρατήσεις. Και το μωρό πού θα το αφήσεις; Να το φάνε τα αγρίμια;» Εκείνη δεν μίλησε. Καταλάβαινε ότι είχε δίκιο ο Μάνος. Έμειναν στη σπηλιά δυο τρεις μέρες, με λίγο ξερό ψωμί και ελιές. Το γάλα της στέρεψε. Το μωρό άρχισε πια να κλαίει σπαραχτικά, ο κίνδυνος να προδοθούν ήταν ολοφάνερος. Εκείνος εκνευρίστηκε. Της είπε ότι έπρεπε να φύγουν αμέσως. Έτσι, αναγκάστηκε να αποχωριστεί το Μάνο και να βρει καταφύγιο αυτή και το παιδί της, εδώ σ αυτό το προσφυγικό χωριό, στο φιλόξενο σπίτι της θείας Λασκαρίνας. 36

2. Η Φανή στο σπίτι μας «Όταν τυπώνεις ένα όνομα, δεν το αφήνεις να πεθάνει ολοκληρωτικά». Πιερ Ασουλίν, Οι βίοι του Ιώβ «Ο άνθρωπος δεν είναι καθορισμένος, ξεκάθαρα προσδιορισμένος μια για πάντα. Είναι κάτι εν εξελίξει: ένα πείραμα, ένας υπαινιγμός του μέλλοντος, η αναζήτηση και η νοσταλγία της φύσης για νέες μορφές και δυνατότητες». Χέρμαν Έσσε Εκείνες τις μέρες η μητέρα μου, φιλάσθενη όπως ήταν από μια παλιά καλπάζουσα φυματίωση, αρρώστησε πάλι. Πάντα άνοιξη και φθινόπωρο η εύθραυστη υγεία της την έριχνε στο κρεβάτι. Ο πατέρας μου αναζήτησε τότε στα συγγενικά χωριά μια γυναίκα, για να βοηθάει στο σπίτι. Εκτός από τους γονείς μου, στο σπίτι ήμασταν τρία μικρά κορίτσια, ο ετεροθαλής αδελφός μου και η γιαγιά μου η Ελένη, με κλονισμένη επίσης υγεία. Χρειαζόταν απαραίτητα κάποιος άνθρωπος να μας φροντίζει, ώσπου τουλάχιστον η μητέρα μου να ξανασταθεί στα πόδια της. Τότε η θεία Λασκαρίνα πρότεινε να πάρουμε τη Φανή, που ήταν δυνατή και γεροδεμένη γυναίκα και είχε ανάγκη να δουλέψει. 37

Ελένη Λόππα Έτσι, μια μέρα η Φανή παρουσιάστηκε στην είσοδο, ντυμένη με σκούρα ρούχα και εγκαταστάθηκε στο σπίτι μας. Τη θυμάμαι σαν σε όνειρο, σιωπηλή, με κάπως σκληρό και θεληματικό πρόσωπο, χέρια δυνατά και αποφασιστικά. Ακούω ακόμη τις κραυγές μου, όταν με άρπαζε με δύναμη, με αναποδογύριζε βίαια πάνω στα γόνατά της και, παρά τις εκκλήσεις μου: «Μη Φανίκα μου, μη Φανίκα μου», εκείνη πετούσε ατάραχη τη βελόνα στο τρυφερό, αδύνατο κορμάκι μου κι ύστερα έσπρωχνε αργά σαδιστικά λες τη σύριγγα, ώσπου να τελειώσει όλο το φάρμακο. Είχα αρρωστήσει κι εγώ τότε από ένα δυνατό κρυολόγημα και ο οικογενειακός γιατρός επέβαλε μια ατέλειωτη έτσι μου φαινόταν σειρά ενέσεων. Η Φανή, λοιπόν, στα παιδικά μου μάτια είχε συνδεθεί με τη βία και τον πόνο. Μερικές φορές την έβλεπα να ψάχνει επίμονα στο ραδιόφωνο, σε συχνότητες γεμάτες παράσιτα, κι έπειτα να κολλάει σχεδόν επάνω του, ακούγοντας σιγανά και με θρησκευτική προσήλωση την εκφωνήτρια: «Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελεύθερης Ελλάδας». Άλλες φορές πάλι την άκουγα να σιγοτραγουδά αντάρτικα τραγούδια: «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα» ή «Στ άρματα στ άρματα» και άλλα παρόμοια. Τότε η μητέρα μου της έλεγε φοβισμένη: «Σς, Φανή, και οι τοίχοι έχουν αυτιά! Μας φτάνει μια φορά που πέρασε στρατοδικείο ο Βασίλης, να έχουμε πάλι τα ίδια; Όλη την ώρα η αστυνομία πηγαινοέρχεται σπίτι μας, όλη την ώρα με καλεί ο διοικητής στο 8 ο τμήμα για ανάκριση. εν αντέχω τέτοια ψυχική φθορά!». Πού να ήξερε τότε η μητέρα μου τι άλλη έκπληξη μας επιφύλασσε η Φανή, που σιωπούσε για λίγο, μα πάλι ξανάρχιζε το τραγούδι. Ίσως ήταν ένας τρόπος, για να 38

Απαγορευμένη πατρίδα επικοινωνεί νοερά με το Μάνο, που τον φανταζόταν στα βουνά καβαλάρη στ άλογό του να τραγουδά τον ύμνο του ΕΑΜ ή τη ιεθνή. Μια Κυριακή μάς έφερε να γνωρίσουμε τα παιδιά της, την Έλλη και το Νίκο. Η Έλλη ήταν ένα χαριτωμένο κορίτσι με μαύρα σπαστά μαλλιά, λευκό δέρμα και κατάμαυρα σπινθηροβόλα μάτια. Ήταν ευγενική και έλαμπε από καθαριότητα. Ο Νίκος ήταν ζωηρός και ζαβολιάρης. Όλη τη μέρα παίξαμε στο δρόμο, σχοινάκι, γερμανικό, κουτσό. Η Έλλη πήρε μια πέτρα από κάτω, χάραξε το όνομά της με μια άλλη αιχμηρή και μου τη χάρισε. «Για να με θυμάσαι», μου είπε, κοιτάζοντάς με με τα μελαγχολικά μάτια της. Μετά το μεσημεριανό φαγητό, η Φανή τα πήρε και έφυγαν. Έκρυψα την πέτρα σε ένα συρτάρι της σιφονιέρας, ανάμεσα στα ασπρόρουχά μου, για να μην χαθεί. Κάποια μέρα, γύρω στις 2 Ιουλίου, ένας κύριος με ρεπούμπλικα βαθιά κατεβασμένη στο πρόσωπο, σχεδόν ως τα μάτια, χτύπησε την πόρτα μας. Είχε συνωμοτικό ύφος και ζήτησε αμέσως τη Φανή. Η μητέρα μου τρόμαξε, νόμισε πως ήταν κάποιος μυστικός της αστυνομίας. Αυτός όμως, χωρίς να μπει μέσα, έβαλε γρήγορα στο χέρι της Φανής ένα διπλωμένο χαρτί και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Η Φανή το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια. «Από το Μάνο είναι», είπε με χαρά και άρχισε να διαβάζει σιωπηλά. Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε στην αρχή έκπληξη και θαυμασμός, ύστερα ευφορία και συγκίνηση. Όταν όμως έφτασε προς το τέλος, το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Τι είναι, Φανή; Τι συμβαίνει; Τι σου γράφει ο Μάνος;», ρώτησε με αγωνία η μητέρα μου. 39

Ελένη Λόππα «Θα σας το διαβάσω, κ. Γεωργία, δεν είναι κάτι μυστικό. ύο ποιήματα είναι, κάποιου Γάλλου, λέει, ποιητή, του Πωλ Ελυάρ, που τους επισκέφτηκε προχθές στο Βίτσι, για να τους εμψυχώσει. Είναι μέλος, λέει, του Κ.Κ.Γ. Το πρώτο ποίημα, που έγραψε το εκέμβρη του 1944, είναι εμπνευσμένο, λέει, από τον αγώνα του ελληνικού λαού, ενάντια στους Άγγλους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους υποτακτικούς του. Να σας το διαβάσω;» Πριν να περιμένει απάντηση, άρχισε: «Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένε, Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά Τον έρωτά σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνη Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου. Βασιλιά λαέ δε σ απειλεί ο θάνατος Στον έρωτά σου είσ όμοιος είσαι αγαθός Και το κορμί σου κι η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί Και πως σου δίναν τίμια τ άρματα να σηκώσεις Τίμια δικά σου σώζοντας, βάζοντας τον δικό σου νόμο Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο τ άρματα εμπιστέψου Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα. Και την ελπίδα τούτη όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δεν βολεύεται Λαέ απελπισμένε, ήρωα λαέ, Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας. [ ] 40

Απαγορευμένη πατρίδα Η λευτεριά όμοια με τη λιόλουστη θάλασσα Το ψωμί όμοιο με τους θεούς, το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους, Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ όλα Πιο δυνατό απ τον πόνο και τους εχθρούς μας όλους». «ίκιο δεν έχει; Οι Άγγλοι μάς πούλησαν. Το ίδιο δεν θα κάνουν και οι Αμερικανοί; Αχ, αυτή είναι η μοίρα του λαού και της χώρας μας. Να δούμε τώρα τι θα κάνουν οι Ρώσοι, θα μας βοηθήσουν, θα μας στηρίξουν ή θα μας πουλήσουν και αυτοί; Ο Μάνος, κ. Γεωργία, είναι ιδεαλιστής και ιδεολόγος. Είναι απόλυτα αφοσιωμένος στο κόμμα και στο όραμά του για έναν καλύτερο κόσμο. Ελπίζω να μην προδοθεί. Να σας διαβάσω τώρα και το άλλο ποίημα; Αυτό μοιάζει με ερωτικό. Ίσως να το έστειλε για μας τους δυο. Ή μήπως εγώ θέλω να το βλέπω έτσι; εν ξέρω. Πάλι αυτού του Ελυάρ είναι»: «Ακόμα κι όταν κοιμόμαστε, Αγρυπνούμε ο ένας Στο πλευρό του άλλου. Κι αυτή η αγάπη, Πιο βαριά Από τ ώριμο φρούτο της λίμνης ίχως γέλιο Και δίχως κλάμα, Εδώ και πάντα. Μια μέρα, Μετά μια μέρα και μια νύχτα, μετά από μας». «εν ξέρω πολλά από ποίηση, αλλά μου άρεσαν. 41

42 Ελένη Λόππα Ας είναι καλά ο Μάνος μου, που τα έστειλε. Αλλά εδώ κάτω, κ. Γεωργία, έχει ένα υστερόγραφο που με αναστάτωσε. Λέει να κοιτάξω να φύγω, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, στη Γιουγκοσλαβία. Ο Τίτο αγρίεψε με το ΚΚΕ, είναι στα μαχαίρια με τον Στάλιν και ο Μάνος φοβάται μην κλείσει τα σύνορα με την Ελλάδα. Θα στείλει δικό του άνθρωπο, λέει, να με φυγαδεύσει. Ο Παπάγος είναι αποφασισμένος να διαλύσει τον.σ. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, γράφει, και δεν σκοτωθεί σε κάποια μάχη, θα κοιτάξει κι αυτός να διαφύγει, όπου μπορέσει, γιατί αλλιώς μας περιμένει στρατοδικείο και ξερονήσια». Η μητέρα μου την κοίταξε στοργικά και προσπάθησε να την καθησυχάσει. Εκείνη όμως δεν έβρισκε πια ηρεμία. ίπλωσε προσεκτικά το χαρτί και το έκρυψε ανάμεσα στα πράγματά της. Είπε ότι την άλλη μέρα κιόλας θα πάει να χαιρετήσει τα παιδιά και τη μάνα της κι ύστερα στο χωριό, τη μικρή Νεφέλη. Και θα φύγει θα φύγει, όπως τη συμβούλεψε ο Μάνος. «Μα πού θα πας, Φανή μου; Πού θα αφήσεις τα παιδιά σου, τη μάνα σου; Και πώς θα βρεθείς σε μια ξένη χώρα, χωρίς χαρτιά, χωρίς να ξέρεις τη γλώσσα, χωρίς να ξέρεις τι σε περιμένει εκεί; Είναι παράτολμο και κυρίως παρακινδυνευμένο, μπορεί να σε πιάσουν, πριν τα καταφέρεις να περάσεις τα σύνορα, και τότε ξέρεις τι σε περιμένει!» «Θα το ρισκάρω! Για να το λέει ο Μάνος, κάτι περισσότερο από εμάς θα ξέρει. Ζητώ συγγνώμη που θα φύγω τόσο ξαφνικά και θα σας αφήσω. Αλλά δεν γίνεται να μείνω άλλο. Ευτυχώς, είστε και εσείς λίγο καλύτερα Αλλά, γιατί να φύγω αύριο; Τώρα κιόλας! Όσο γρηγορότερα, τόσο καλύτερα. Πάω στης μάνας μου, κ. Γεωργία, πριν νυχτώσει. Θα ξαναπεράσω αύριο το πρωί, πριν πάω στο χωριό να δω τη Νεφέλη, για να πάρω και τα πράγματά μου».

Απαγορευμένη πατρίδα Φίλησε σταυρωτά τη μητέρα μου και χύθηκε προς τις σκάλες. Την άλλη μέρα η Φανή δεν πέρασε από το σπίτι, ούτε την παρά άλλη. Πέρασε μια εβδομάδα. Η μητέρα μου ανησυχούσε για την τύχη της. Άραγε πρόλαβε να τη φυγαδεύσουν στη Γιουγκοσλαβία, πριν κλείσει τα σύνορα ο Τίτο; Σε επίσημη δήλωσή του, στην πόλη Πόλα της Ίστριας, στις 11 Ιουλίου, ο Τίτο ανέφερε πως θα κλείσει τα σύνορα προοδευτικά. Όμως σύμφωνα με καταγγελίες του.σ., στις 4 Ιουλίου έγινε συνάντηση αξιωματικών του ελληνικού και του γιουγκοσλαβικού στρατού, με στόχο να εμποδίσουν στους «συμμορίτες» την είσοδο στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Ο Γιουγκοσλάβος αξιωματικός διαβεβαίωσε τον Έλληνα ότι είχε ήδη τέτοια οδηγία από τους ανωτέρους του. Η είδηση αυτή μεταδόθηκε στο Επιτελείο από τον Έλληνα αξιωματικό με ασύρματο και οι αντάρτες κατόρθωσαν να την υποκλέψουν. Έτσι έμαθαν ότι ο Τίτο στην πραγματικότητα είχε κλείσει τα σύνορα, πριν από την επίσημη δήλωσή του. Στις 5 Ιουλίου ο κυβερνητικός στρατός πέρασε από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησε πισώπλατα τους αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν, με στόχο να αποκόψει την επικοινωνία των ανταρτών που βρίσκονταν στο Γράμμο και στο Βίτσι με τις υπόλοιπες αντάρτικες δυνάμεις που δρούσαν στον μακεδονικό χώρο. Ο.Σ. θεώρησε τον Τίτο προβοκάτορα και σύμμαχο των Αγγλοαμερικανών και το κλείσιμο των συνόρων ως «πισώπλατο χτύπημα», ως «μαχαιριά από στιλέτο», που επιτάχυνε την ήττα του.σ. Στις 14 Ιουλίου, μάλιστα, οι Τάιμς του Λονδίνου έγραφαν σχετικά: «Τίποτε δεν θα προσέφερε μεγαλύτερη βοήθεια στον ελληνικό στρατό από το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων από τον Τίτο». Ο Τίτο όμως ισχυρίστηκε ότι την ιστορία του πισώπλα- 43

Ελένη Λόππα του χτυπήματος «δεν την είχαν σκαρφιστεί οι Έλληνες σύντροφοι, αλλά τη μηχανεύτηκαν κάπου αλλού», υπονοώντας προφανώς την Κομινφόρμ και την ΕΣΣ. Πάντως, όπως και να έχουν τα πράγματα, η αλήθεια είναι ότι το κλείσιμο των συνόρων στέρησε το.σ. από τη βασική δίοδο ανεφοδιασμού του, τη δυνατότητα ελιγμών στο γιουγκοσλαβικό έδαφος, καθώς και τη μεταφορά σε γιουγκοσλαβικά νοσοκομεία τραυματισμένων ανταρτών. Μια από αυτές τις μέρες, η μητέρα μου, σίγουρη πια πως η Φανή δεν θα ξαναγυρίσει, αποφάσισε να μαζέψει τα πράγματά της και να τα στείλει στο σπίτι της μητέρας της. Άνοιξε ανυποψίαστη το κάτω συρτάρι της σιφονιέρας που της είχε παραχωρήσει και τότε έντρομη, κάτω από τα λιγοστά ρούχα της, ανακάλυψε έναν πομπό με τον οποίο προφανώς επικοινωνούσε με το Μάνο! Τα έχασε. Έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης για το κακό που θα μπορούσε να μας βρει, αλλά αμέσως μετά και έναν αναστεναγμό ανακούφισης που βρήκε την «ωρολογιακή βόμβα», πριν την ανακαλύψει η ασφάλεια και μας «ανατινάξει» όλους στον αέρα. Το γεγονός τάραξε τη γαλήνη της οικογένειας και μέρες ολόκληρες το συζητούσαν ψιθυριστά οι γονείς μου, με το φόβο μήπως μαθευτεί στη γειτονιά και από εκεί φτάσει στα αυτιά της ασφάλειας. Ήδη ο πατέρας μου είχε κατηγορηθεί ότι έστελνε φάρμακα στους Ελασίτες και γλίτωσε από θαύμα καταδίκη στο στρατοδικείο. Ένα άλλο τέτοιο γεγονός θα είχε καταλυτική σημασία για την τύχη ολόκληρης της οικογένειας. Το μοιραίο πέρασμα της Φανής από το σπίτι μας και η υιοθέτηση της κόρης της, της Νεφέλης, από την αδελφή της γιαγιάς μου, υπήρξαν στοιχεία που σφράγισαν τα παιδικά μου χρόνια. 44