Η Συµµετοχή των Μεταναστών στη ηµόσια Ζωή. Εµπειρίες από την Ελλάδα και την Ευρώπη ΕΛΙΑΜΕΠ (Αθήνα, Ξενοδοχείο Titania, 31/05/2007) «Η Συµµετοχή των µεταναστών στο συνδικαλιστικό κίνηµα» κ. Άγγελος Φραγκόπουλος, Γενική Συνοµοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) 1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Το ζήτηµα της κοινωνικής ένταξης των µεταναστών και γενικότερα των µελών των µειονοτικών οµάδων του πληθυσµού εξακολουθεί να απασχολεί όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και κυρίως αυτές των χωρών οι οποίες µόλις πρόσφατα µετατράπηκαν σε χώρες µαζικής υποδοχής αλλοδαπών πολιτών. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει και η περίπτωση της Ελλάδας, στην οποία κατοικούν πλέον, επίσηµα τουλάχιστον 800.000 αλλοδαποί, αριθµός που αντιστοιχεί περίπου στο 7% του συνολικού πληθυσµού της χώρας. Στα 15 χρόνια που µεσολάβησαν από την εµφάνιση των πρώτων κυµάτων της σύγχρονης µετανάστευσης προς την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 90, η επιστηµονική µελέτη των αιτίων και των διαστάσεων του κοινωνικού αποκλεισµού των µειονεκτουσών οµάδων του πληθυσµού οδηγεί σε διπλό συµπέρασµα. Αφενός, όπως ακριβώς και στις χώρες οι οποίες βίωσαν παρόµοιες καταστάσεις σε προηγούµενες δεκαετίες, η κοινωνική ένταξη είναι ένα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο φαινόµενο µε νοµικές, κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτιστικές πτυχές. Αφετέρου, τόσο η κοινωνική όσο και η πολιτισµική ενσωµάτωση προϋποθέτουν την οικονοµική ενσωµάτωση και ειδικότερα την ένταξη στην αγορά εργασίας. Είναι αλήθεια ότι η δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά εργασίας, οι διαδροµές αναζήτησης µιας θέσης απασχόλησης, οι όροι και οι συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό τη δυνατότητα ή την αδυναµία συµµετοχής στις κοινωνικές και πολιτιστικές διαδικασίες της χώρας υποδοχής. Για τους λόγους αυτούς είναι συχνή και αναπόφευκτη η αναφορά στα «µοντέλα» πολιτικών ένταξης και στον ιδιαίτερο ρόλο του ιδιωτικού τοµέα σε ευρωπαϊκές χώρες µε παράδοση στη µετανάστευση.
2.Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ: Στην Ελλάδα η µετανάστευση εκδηλώθηκε, κυρίως, µε τη µορφή της µαζικής και αρρύθµιστης εισόδου µη προσκεκληµένων αλλοδαπών από τις γειτονικές χώρες µε βασικό σκοπό την αναζήτηση εργασίας. Το µεγάλο ποσοστό απορρόφησης τους στην αγορά εργασίας µαρτυρά αφενός, τις ανάγκες της ελληνικής οικονοµίας σε νέα εργατικά χέρια και αφετέρου, την γεωγραφική και επαγγελµατική κινητικότητα των αλλοδαπών και την προσαρµοστικότητά τους σε αυτές τις ανάγκες. Η µέτρηση της οικονοµικής ένταξης γίνεται διεθνώς µε τη συνδροµή συγκεκριµένων µετρήσιµων κριτηρίων. Τέτοιες «µεταβλητές» είναι κυρίως το εισόδηµα, το µέγεθος συµµετοχής στην άτυπη αγορά εργασίας, το ποσοστό ανεργίας και το ποσοστό συµµετοχής του πληθυσµού στο εργατικό δυναµικό. Το εύρος της πιθανής απόκλισης των προηγούµενων µεταβλητών µεταξύ των δύο οµάδων, των ελλήνων και των αλλοδαπών εργαζοµένων, καθορίζει τον (µικρό ή µεγάλο) βαθµό της κοινωνικής ενσωµάτωσης των µεταναστών. Από πολλές µελέτες προκύπτει σαφώς ότι τα ποσοστά απασχόλησης των αλλοδαπών είναι υψηλά και µάλιστα παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια. Επίσης, σε όλες τις περιφέρειες και σε όλα τα έτη το ποσοστό συµµετοχής των αλλοδαπών στο εργατικό δυναµικό είναι αναλογικά µεγαλύτερο του ποσοστού των ελλήνων. Σε ό,τι αφορά στην ανεργία, σύµφωνα µε την απογραφή του 2001, άνεργοι δήλωσαν µόλις το 5,3% των απασχολουµένων αλλοδαπών (21.953/413.241), ενώ διπλάσιο ήταν το ποσοστό στις τάξεις των ελλήνων δηλαδή 10,4% (491.426/4.715.222) και αυτό έχει να κάνει µε το ότι οι αλλοδαποί δεν παρουσιάζονται «επιλεκτικοί» στην αναζήτηση εργασίας και δέχονται ευκολότερα οποιαδήποτε θέση εργασίας. Όµως σε επιστηµονικές µελέτες οικονοµικής διερεύνησης της µετανάστευσης στην Ελλάδα, προκύπτει ότι τα ποσοστά ανεργίας, στις τάξεις των αλλοδαπών είναι υψηλότερα. Παρόλα αυτά σε αναγωγή σε εθνικό επίπεδο οι αποκλίσεις αυτές είναι πολύ µικρές και κυµαίνονται από+2,6% το 1998 έως +0,5% το 2000. Προς το παρόν οι µετανάστες της χώρας, αποδεχόµενοι να εργαστούν µε επαχθείς όρους εργασίας και αµοιβής σε θέσεις απασχόλησης αναντίστοιχες και υποδεέστερες του µορφωτικού και επαγγελµατικού υπόβαθρού τους, µετακινούµενοι όποτε και όπου κάθε φορά απαιτείται δεν αντιµετωπίζουν σοβαρά προβλήµατα αποκλεισµού κατά την πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Σε αυτό συνετέλεσαν οι ανάγκες της ελληνικής οικονοµίας σε νέα και ευέλικτα εργατικά χέρια, τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στα µεγάλα αστικά κέντρα και ιδίως στην πρωτεύουσα µε αφορµή τα ολυµπιακά έργα. 2
Αντιθέτως το πρόβληµα είναι ότι αυτή η οικονοµική ενσωµάτωση αφορά σε δύο «ειδικές διαδροµές», δηλαδή σε δύο πιθανές διαδικασίες. Είτε πρόκειται για την ένταξη σε µια παράλληλη αγορά εργασίας µε ξεχωριστούς και ιδιόρρυθµους κανόνες λειτουργίας, είτε, τις περισσότερες φορές, για την πρόσβαση στη µαύρη αγορά εργασίας. Και στις δύο πιθανές εκδοχές, οι µεταβλητές που χρησιµοποιούνται συνήθως αποκλίνουν αισθητά ανάµεσα στους έλληνες και τους µετανάστες εργαζοµένους, σε ό,τι αφορά για παράδειγµα στο ύψος του εισοδήµατος, τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώµατα, την προσβολή της υγείας και της σωµατικής ακεραιότητας. Σε αντίθεση µε ό,τι παρατηρήθηκε παλαιότερα στις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, αφετηρία αυτών των διαδικασιών κοινωνικού αποκλεισµού είναι ακριβώς η πολιτεία και οι θεσµοί της. Οι βραχείας διάρκειας άδειες εργασίας και διαµονής, η δύσκολη και έντονα γραφειοκρατική πορεία απόκτησής τους, η ουσιαστική απουσία της δυνατότητας οικογενειακής συνένωσης ή απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας, αποτελούν τα κυριότερα θεσµικής φύσης εµπόδια στην πλήρη οικονοµική ένταξη των αλλοδαπών. Το κυριότερο, από αυτά τα εµπόδια είναι η µετατόπιση της «ευθύνης» για την καταπολέµηση της πλήρους ή της µερικής αδήλωτης απασχόλησης στα ίδια τα θύµατα αυτής της µάστιγας. Η υποχρεωτική απόδειξη ενός καθορισµένου αριθµού ενσήµων σε ετήσια βάση, έχει ως αποτέλεσµα να τιµωρούνται όσοι δεν κατάφεραν να τα συγκεντρώσουν µε την οριστική και επίσηµη αφαίρεση του δικαιώµατός τους στην νόµιµη εργασία. Εντούτοις το καίριο ζήτηµα της προσβασιµότητας στην εργασία θα τεθεί σίγουρα όταν ενηλικιωθούν τα παιδιά των πρώτων αλλοδαπών, οι µετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, όπως ακριβώς συνέβη στην Γαλλία, τη Γερµανία, το Βέλγιο και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι «µετανάστες» αυτοί θα έχουν µεγαλώσει και εκπαιδευθεί στην Ελλάδα, θα διεκδικούν πλέον τις ίδιες ευκαιρίες απασχόλησης µε τους γηγενείς και δεν θα δέχονται µε την ίδια ευκολία θέσεις ασύµβατες µε τη µόρφωση ή την επαγγελµατικής εµπειρίας τους. εν αποκλείεται όµως να συµβεί το ίδιο και µε τους σηµερινούς αλλοδαπούς εργαζοµένους αν οι οικονοµικές συγκυρίες δυσκολέψουν τη σηµερινή απορροφητικότητα τους από την επίσηµη ή ανεπίσηµη αγορά εργασίας. Πρέπει, παρόλα αυτά, να διευκρινιστεί ότι όσες καλές πρακτικές, έχουν εφαρµοστεί στο θέµα της απορρόφησης στην αγορά εργασίας. στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι βέβαιο ότι µπορούν να ακολουθηθούν και στην Ελλάδα. Η πλειοψηφία των αλλοδαπών δεν εργάζεται σε µεγάλες (βιοµηχανικές), αλλά σε µικρές και µικροµεσαίες επιχειρήσεις, ή αναλαµβάνει ανεξάρτητες οικονοµικές δραστηριότητες. 3
Αν η κρατική παρέµβαση µε την µορφή διαρκών ελέγχων στις επιχειρήσεις, δεν είναι ουσιαστική, δεν θα µπορέσει να συµβάλει στην κοινωνική ένταξη των µεταναστών. 3. ΣΥΝ ΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Η στάση των συνδικαλιστικών οργανώσεων απέναντι στα δικαιώµατα των οικονοµικών µεταναστών και των προσφύγων δεν διαφέρει από τη στάση τους απέναντι στα δικαιώµατα των γηγενών εργαζοµένων. Από τη στιγµή που ένας οικονοµικός µετανάστης εργάζεται σε µια χώρα, ανεξάρτητα αν έχει άδεια παραµονής ή άδεια εργασίας, τα συνδικάτα υπερασπίζονται τα εργασιακά και κοινωνικά του δικαιώµατα, όπως και το δικαίωµά του να παραµείνει στη χώρα αυτή αν το επιθυµεί. Ο πρόσφυγας που φθάνει σε µια χώρα κυνηγηµένος από το φόβο ή τη φτώχεια, πρέπει να προστατεύεται και να του αναγνωρίζονται τα ανθρώπινα αλλά και τα κοινωνικά του δικαιώµατα, ώστε να µπορεί να επιβιώσει µε αξιοπρέπεια. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις βρίσκονται σήµερα αντιµέτωπες µε µια διαδικασία διεθνοποίησης της αγοράς εργασίας, η οποία οφείλεται στην εκτεταµένη προλεταριοποίηση του πληθυσµού σε διεθνές επίπεδο, στη θεαµατική διεύρυνση των οικονοµικών και κοινωνικών ανισοτήτων στο επίπεδο του πλανήτη και στην αυξηµένη κινητικότητα όλων των συντελεστών παραγωγής, του κεφαλαίου, της εργασίας και της τεχνολογίας. Το αποτέλεσµα δεν είναι µόνο ότι διεθνοποιείται η προσφορά εργασίας, αλλά και ότι διεθνοποιείται η ζήτηση. Ότι µε τον ίδιο τρόπο που κάθε χώρα αντλεί κεφάλαια και γνώση από το διεθνή χώρο, αναζητεί εργατικό δυναµικό, διαφόρων επιπέδων ειδίκευσης, στη διεθνοποιηµένη αγορά εργασίας. Απέναντι στη νέα αυτή πραγµατικότητα, δεν µπορούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να αγνοήσουν τα προβλήµατα των µετακινούµενων ατόµων, είτε αυτοί είναι πρόσφυγες και υποψήφιοι εργαζόµενοι, είτε είναι εργαζόµενοι που απασχολούνται πραγµατικά, χωρίς να αναγνωρίζονται τα δικαιώµατά τους. Το γεγονός ότι τα άτοµα που µετακινούνται σε µια άλλη χώρα από επείγουσα ανάγκη ή λόγω µιας προσφοράς εργασίας, παρακάµπτουν ή παραβιάζουν εθνικές νοµοθεσίες, δεν µπορεί να θεωρηθεί αιτία ώστε να µην υποστηριχθούν τα δικαιώµατά τους, διότι αυτό θα σηµαίνει ότι θα γίνει δεκτή η δηµιουργία σε παγκόσµιο επίπεδο µιας εκτεταµένης αγοράς εργασίας, όπου δεν θα ισχύουν ούτε τα ανθρώπινα, ούτε τα κοινωνικά δικαιώµατα. Τα συνδικάτα δεν µπορούν να δεχθούν µια τέτοια εξέλιξη, διότι κάτι τέτοιο θα σηµαίνει ότι µέσω της διαδικασίας θα υπονοµεύονται όλες οι κατακτήσεις των εργαζοµένων στον σηµερινό κόσµο. 4
4. ΡΟΛΟΣ ΚΕ.Π.Ε.Α.: Στο ΚΕ.Π.Ε.Α. λειτουργεί Γραφείο Οικονοµικών Μεταναστών και ήδη διανύει το έβδοµο έτος λειτουργίας του. Τα θέµατα που απασχόλησαν το Γραφείο και κυριάρχησαν ήταν η διαδικασία νοµιµοποίησης των οικονοµικών µεταναστών αλλά και η ενηµέρωση για τα εργασιακά τους δικαιώµατα που µε θάρρος πλέον διεκδικούν, γεγονός που οφείλεται σε σηµαντικό βαθµό στη στήριξη του γραφείου µας. Στο πλαίσιο αυτών µας των δράσεων στο γραφείο απευθύνθηκε σηµαντικός αριθµός ανέργων αλλοδαπών. Παράλληλα και µε τη συνεργασία της Γραµµατείας Οικονοµικών Μεταναστών της Γ.Σ.Ε.Ε. αναπτύχθηκαν πολλές δραστηριότητες προς όφελος των αλλοδαπών. Ύστερα από αλλεπάλληλες συναντήσεις µε εκπροσώπους των αλλοδαπών αλλά και µε τους υπόλοιπους εµπλεκόµενους φορείς, τόσο κρατικούς όσο και µη κυβερνητικές οργανώσεις µέσω διεξοδικών συζητήσεων που ακολούθησαν, διαµορφώθηκαν και προτάθηκαν θέσεις από τη ΓΣΕΕ για τον Ν.3386/2005 ο οποίος αφορούσε είσοδο, διαµονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια. Επίσης, προωθήθηκαν θέσεις και ως προς τη βελτίωση του καθεστώτος των προσφύγων στην Ελλάδα. Το Γραφείο Μεταναστών, συµµετείχε σε διάφορες πολιτιστικές, αντιρατσιστικές εκδηλώσεις των αλλοδαπών συµπολιτών µας. Τέλος το Γραφείο Οικονοµικών Μεταναστών του ΚΕ.Π.Ε.Α. µαζί µε την Γραµµατεία Μεταναστών της ΓΣΕΕ διαπιστώνοντας το τεράστιο κενό σε επίπεδο υποδοµών για την µετανάστευση. συνέβαλε στην προσπάθεια της Συνοµοσπονδίας να αναπτυχθεί ένας δίαυλος επικοινωνίας µε τις κοινότητες των αλλοδαπών. εν έκανε δηλαδή το αυτονόητο: να αφουγκράζεται τα προβλήµατά της καθηµερινότητας τους και να προσπαθεί συνεχώς για την οµαλή ένταξη τους στην ελληνική κοινωνία. 5. ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝ ΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ: Πρώτα- πρώτα, θα ήταν χρήσιµο να αποφευχθούν τα λάθη και οι παραλείψεις που εντοπίστηκαν στα παραδείγµατα άλλων χωρών και να γίνει το συντοµότερο και επίσηµα παραδεκτό ότι η Ελλάδα γνωρίζει και τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισµό σε ευρεία κλίµακα. Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Eurostat του 2001, χωρίς να συνυπολογίζονται εκατοντάδες χιλιάδες ανεπίσηµοι µετανάστες, το ποσοστό φτώχειας στη χώρα µας είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 (21%). Τα υπαρκτά κρούσµατα περιθωριοποίησης και κοινωνικού αποκλεισµού δεν αποκλείεται να τροφοδοτήσουν σύντοµα φαινόµενα γκετοποίησης, «ξεχωριστής» ανάπτυξης και έξαρσης του ρατσισµού και της ξενοφοβίας. Είναι αναγκαίο µέσα από έναν γόνιµο διάλογο να αναληφθούν 5
πολιτικές και συγκεκριµένα µέτρα αποτροπής τέτοιου είδους καταστάσεων στην ελληνική κοινωνία. Μικρή ή ασήµαντη θα ήταν η σπουδαιότητα της εφαρµογής πολιτικών για την προαγωγή της ίσης µεταχείρισης στην εργασίας, για την ισότιµη συµµετοχή σε προγράµµατα επαγγελµατικής κατάρτισης και µετεκπαίδευσης, για την καταπολέµηση των διακρίσεων στο στάδιο της πρόσληψης στην επιχείρηση ή για την επιβολή ποσοστώσεων σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, όταν το νοµικό πλαίσιο για τη µετανάστευση ωθεί σε µόνιµη βάση και µε µαθηµατική ακρίβεια χιλιάδες αλλοδαπούς στο χώρο της µαύρης εργασίας. Χρήσιµη είναι η ευαισθητοποίηση των εργοδοτών και τα προγράµµατα ενηµέρωσης των εργαζοµένων στους χώρους δουλειάς, αλλά περισσότερος επωφελείς είναι οι αποδοτικές επεµβάσεις των ελεγκτικών µηχανισµών για τον περιορισµό της αδήλωτης απασχόλησης. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι δύσκολα εντοπίζονται παραδείγµατα καλών ευρωπαϊκών πρακτικών στον ιδιωτικό τοµέα, επειδή δεν υπάρχει η άµεση ή έµµεση συµµετοχή των συνδικάτων των εργαζοµένων. Στα κλασικά ευρωπαϊκά παραδείγµατα η συνδροµή των συνδικαλιστικών ενώσεων ήταν σηµαντική τόσο για την πρόληψη όσο και για την καταπολέµηση των κρουσµάτων του κοινωνικού αποκλεισµού. Στις περιπτώσεις των κρατών, τα οποία κατάρτιζαν διακρατικές συµβάσεις µε τις χώρες καταγωγής, πολύ συχνά οι κοινωνικοί συνοµιλητές και η πολιτεία υπέγραφαν συλλογικές συµφωνίες για τους όρους και τις διαδικασίες της µετάκλησης των αλλοδαπών και τη διασφάλιση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωµάτων τους. Ταυτόχρονα, τα συνδικάτα των εργαζοµένων στις χώρες προορισµού συνεργάζονταν µε τις οµόλογες οργανώσεις των χωρών προέλευσης µε σκοπό την άρτια και οργανωµένη υποδοχή ενηµέρωση και υποστήριξη των νέων συναδέλφων. Αλλά και στον τοµέα της καταπολέµησης των φαινοµένων ξενοφοβίας ή κοινωνικού αποκλεισµού στην απασχόληση τις τελευταίες δύο δεκαετίες η συνδροµή του συνδικαλιστικού κινήµατος είναι αξιοσηµείωτη. Συµπερασµατικά είναι σαφές ότι και στην Ελλάδα προέχει η θεσµική αναγνώριση του ρόλου του συνδικαλιστικού κινήµατος προκειµένου για ένα ευρύ κοινωνικό διάλογο µε απώτερο στόχο την ανάληψη των ενδεδειγµένων πολιτικών πρόληψης του κοινωνικού αποκλεισµού των µεταναστών από την αγορά εργασίας. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί εάν σε κάθε αναθεώρηση του θεσµικού πλαισίου για τη µετανάστευση η διαβούλευση µε τους κοινωνικούς συνοµιλητές και η τριµερής επίσηµη συνεργασία θεωρούνται περιττές ενέργειες. Είναι πολύτιµο το παράδειγµα της τελευταίας ευρείας καµπάνιας νοµιµοποίησης ανεπίσηµων αλλοδαπών εργαζοµένων στην Ισπανία, όταν µάλιστα προέρχεται από µια χώρα µε όµοια 6
χαρακτηριστικά µετανάστευσης µε την Ελλάδα και θεµελιώνεται στην κοινή συµφωνία εργοδοτών- συνδικάτων- κυβέρνησης. Είναι, επιπλέον, ενδεικτικό της αποτελεσµατικότητας τέτοιου είδους εθνικών συµφωνιών και δράσεων όταν, βεβαίως, προϋπάρχει η σχετική πολιτική βούληση καταπολέµησης της µαύρης εργασίας και κατ επέκταση των διαδροµών του κοινωνικού αποκλεισµού στον τοµέα της απασχόλησης. Στη χώρα µας άραγε υπάρχει η ίδια πολιτική βούληση; Εάν δοθεί θετική απάντηση σε αυτό το καθοριστικό ερώτηµα, τότε ίσως θα γίνει πιο ουσιαστική η συνδροµή του ιδιωτικού τοµέα στην ένταξη των αλλοδαπών στην αγορά εργασίας. 7