ημιτελησ εκτελεση ΙΗʹ Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω ούτε μια στάλα. Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα. Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα, δεν έχω άλλη συντροφιά. Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου. ΙΘʹ Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ τα κυπαρίσσια κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά μας βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 9
χρηστοσ θ. παπαδημητριου 10
ημιτελησ εκτελεση ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ Κάποια στιγμή, έτσι όπως τρέχεις ανέμελος μες στ όνειρό σου, ανοίγεται μπροστά σου ένας γκρεμός. Το πρώτο συναίσθημα που σε κατακλύζει είναι ο πανικός. Πεθαίνω, σκέφτεσαι, και θα ήθελες το καρέ να σταματήσει εκεί. Εσύ μετέωρος στο κενό. Καλύτερα ετοιμοθάνατος παρά νεκρός. Ποιος σου έστησε την παγίδα, ποτέ δε θα μάθεις. Το ξέρεις όμως, ήσουν εσύ ο ίδιος που άλλαξες το σκηνικό. Στέρεο χώμα κάτω από τα πόδια σου και ξαφνικά το κενό. Να όμως που τώρα βρίσκεσαι ένα βήμα πριν από τη συντριβή, οσμίζεσαι ήδη το θάνατο, μια μικρή καθυστέρηση δε θα σου σώσει τη ζωή. Ποτέ δε θα γίνεις θεατής του θανάτου σου. Απόδειξη ότι δεν κατάφερες να γλιτώσεις. 11
χρηστοσ θ. παπαδημητριου Ξυπνάς τη στιγμή που η καρδιά, γλιστρώντας μέσα από το σώμα, καταλήγει στο στομάχι. Τη γλίτωσα για άλλη μια φορά, σκέφτεσαι. Είναι όμως η πολλοστή φορά που έπεσες νεκρός... 12
ημιτελησ εκτελεση ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Λειψία, 28 Ιουλίου 1750, 20:15 μ.μ. 1 Είδε φως, απέραντο φως. Για πρώτη φορά μετά από ένα χρόνο. Στην αρχή νόμισε πως ήταν όνειρο. Κι έπειτα διέκρινε το γραφείο του απέναντι από το κρεβάτι του. Το δωμάτιο ήταν άδειο κι εκείνος ολομόναχος. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές και δεν μπορούσε να καταλάβει την ώρα. Προς στιγμήν σκέφτηκε πως ο γιατρός Τζον Τέιλορ, που τον είχε εγχειρήσει δύο αλλεπάλληλες φορές ένα χρόνο πριν, τελικά τα είχε καταφέρει. Ναι, μετά από ένα χρόνο απόλυτης τύφλωσης, έβρισκε και πάλι το φως του. Όπως του είχε υποσχεθεί. Όταν όμως ανασηκώθηκε, ένιωσε έναν αβάσταχτο πόνο στο στήθος, που τον έκανε να αφήσει μια κραυγή. Για μια στιγμή περίμενε παγωμένος. Φοβήθηκε ότι η Άννα Μαγκνταλένα ή κάποιο από τα παιδιά του τον είχαν ακούσει. Ευτυχώς, μόνο ο χτύπος του επιτραπέζιου ρολογιού έσπαζε τη σιωπή στο τετράγωνο δωμάτιο. Λάτρευε αυτές τις στιγμές της νύχτας. Η σιωπή δεν κρατούσε πολύ. Μετά την έμπνευση και την επικοινωνία με το Θεό, άρχιζαν να ρέουν 13
χρηστοσ Θ. παπαδημητριου οι νότες σαν ορμητικοί χείμαρροι, και το δωμάτιό του μετατρεπόταν σε φανταστική ορχήστρα. Κι όταν η μελωδία έβρισκε το θέμα της, ένιωθε σαν Θεός. Ο πόνος στο στήθος του συνέχισε να τον βασανίζει ακατάπαυστα. Ήταν μια αφόρητη αίσθηση που δεν είχε δοκιμάσει ποτέ ως τότε. Δυσκολευόταν να πάρει ανάσα και νόμιζε πως θα πέθαινε από ασφυξία, αλλά κάθε φορά που κατόρθωνε με κόπο να αναπνεύσει, ένιωθε, αντί για οξυγόνο, ένα μαχαίρι να μπήγεται στο λάρυγγά του. Μαζεύοντας κάθε ικμάδα δύναμης, σύρθηκε μέχρι το γραφείο του κι άρχισε να γράφει. Ένα χρόνο τώρα πάλευε στα σκοτάδια για να τελειοποιήσει τη μουσική αλληλουχία. Κι επιτέλους, ο Ύψιστος του χάριζε το φως του και τον άφηνε να την αποτυπώσει σε πεντάγραμμο. Έπρεπε να βιαστεί. Οι στιγμές ήταν μετρημένες. Ένιωθε το τέλος να πλησιάζει αδυσώπητο. Παρά τον ανείπωτο πόνο, χαμογέλασε στη σκέψη πως ο Ιησούς συμφωνούσε μαζί του. Διαφορετικά, δε θα του έδινε την όρασή του και πάλι. Ο ύμνος στον άνθρωπο έπρεπε να γραφτεί. Οι σαράντα μία νότες σημειώθηκαν καίρια. Σειρά είχε η επιστολή. Είχε αποστηθίσει τα λόγια όλο αυτό το διάστημα που περιφερόταν αποκλεισμένος στο δωμάτιό του. Τώρα όμως που έβλεπε και μπορούσε να τα καταγράψει, είχε την εντύπωση πως έχανε τον ειρμό, και εντέλει έγραψε κάτι διαφορετικό. Δεν πειράζει, σκέφτηκε, σημασία έχει η Σύνθεση. Κάθε χτύπος του ρολογιού τον έκανε να γράφει ολοένα και πιο γρήγορα, σε σημείο που φοβόταν ότι ο γραφικός του χαρακτήρας δε θα ήταν ευανάγνωστος. Μόλις τελείωσε, υπέ- 14
ημιτελησ εκτελεση γραψε με τα αρχικά του, Γ.σ. Μπαχ, και δίπλωσε προσεκτικά την παρτιτούρα και το γράμμα. Γονατισμένος σύρθηκε μέχρι το κρεβάτι του. Σκαρφάλωσε στα σκεπάσματα και ξάπλωσε αγκομαχώντας. Έπρεπε να ξεκουραστεί για να βρει τη δύναμη να αναθέσει την αποστολή στον Γιόχαν Κρίστιαν. Ξαφνικά τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο. Ο γιος του έτρεξε κοντά του. Ο κάντορας τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Σήκωσε το χέρι του και ακούμπησε την επιστολή και την παρτιτούρα στην παλάμη του γιου του. Μα, πατέρα, εσύ δε βλέπεις... Εδώ και λίγα λεπτά, αναπάντεχα, γιε μου, βλέπω και πάλι. Δεν έχουμε όμως χρόνο. Νιώθω το στήθος μου σαν να είναι γεμάτο πυρίτιδα έτοιμη να εκραγεί. Σε παρακαλώ, κάνε κουράγιο. Σε έχουμε όλοι ανάγκη. Εσύ μας έμαθες το μεγαλείο της μουσικής μας δίδαξες την τέχνη του απείρου. Μακριά σου δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου. Είσαι το σημείο αναφοράς μου. Ο άνθρωπος που θαυμάζω όσο κανείς. Με συγκινείς, γιε μου, κι αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζομαι. Ένιωσε το κουρασμένο χέρι του πατέρα του να του πιέζει την παλάμη δείχνοντάς του τη σύνθεση. Αυτό το γράμμα και την παρτιτούρα θα τα κρατήσεις επτασφράγιστο μυστικό από όλους! Είναι ό,τι σημαντικότερο έχω γράψει. Για την ακρίβεια, είναι η πιο υπέροχη μουσική του κόσμου, αλλά την έχω μόνο ονειρευτεί, δεν πρόλαβα παρά να γράψω το θέμα της. 15
χρηστοσ Θ. παπαδημητριου Ένας έντονος βήχας τού πήρε τη φωνή. Μαζεύοντας κάθε στάλα κουράγιου, συνέχισε να μιλά, αν και πονούσε ανυπόφορα. Όταν συναντήσεις κάποιο συνθέτη που θεωρείς ικανό να κάνει πραγματικότητα αυτό το όνειρό μου και να γράψει τη σημαντικότερη σύνθεση στην ιστορία της μουσικής, το Ρέκβιεμ του ίδιου του Ανθρώπου, τότε να του τα παραδώσεις. Ρέκβιεμ του Ανθρώπου; Δηλαδή σκοπός της είναι να δοξαστεί ο ίδιος ο άνθρωπος και όχι ο Θεός; Μην ξεχνάς ποτέ, γιε μου, ότι έγραψα εκατοντάδες καντάτες, ορατόρια και ύμνους για να δοξάσω τον Κύριο. Έπειτα μελοποίησα τα Πάθη του κατά τα τέσσερα ευαγγέλια. Και τώρα που πεθαίνω, νιώθω ότι λησμόνησα να υμνήσω τα δημιουργήματά του, τους ανθρώπους. Αυτούς που τον σταύρωσαν; Κάποιοι από μας σταύρωσαν τον Ιησού, είναι αλήθεια. Υπάρχουν όμως κι άλλοι αναρίθμητοι που τον λάτρεψαν και σταυρώθηκαν γι αυτόν, με πρώτους τους αποστόλους, τον Πέτρο και τον Ανδρέα. Κουράστηκα να ακούω για τους αμαρτωλούς ανθρώπους. Ναι, υπάρχουν κι αυτοί. Όμως ο απλός, ανώνυμος άνθρωπος είναι ένας ήρωας, ένας μικρός Θεός. Παλεύει σε όλη του τη ζωή να επιβιώσει, να αποκτήσει παιδιά, να τα μεγαλώσει, να τα προστατεύσει, γνωρίζοντας τη ματαιότητα του γήινου κόσμου. Καλούμαστε όλοι να δώσουμε μια μάχη ενάντια στο χρόνο, με προαποφασισμένο νικητή το θάνατο. Αυτό ακριβώς θέλει να 16
ημιτελησ εκτελεση υμνήσει η σύνθεση που εμπνεύστηκα. Και μην ξεχνάς ποτέ: είμαστε πλασμένοι κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν του ίδιου του Θεού. Εντάξει, πατέρα, καταλαβαίνω. Σου ορκίζομαι ότι θα προσπαθήσω σε όλη μου τη ζωή να βρω έναν μουσικό αντάξιό σου για να συνεχίσει το έργο σου. Όμως δεν είμαι σίγουρος πως θα τον συναντήσω. Κανείς από όσους ξέρω σήμερα δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου. Μην υπερβάλλεις. Υπάρχουν μουσικοί καταπληκτικοί, ο Βιβάλντι, ο Τέλεμαν, ο Χέντελ. Είναι όμως γέροι σαν εμένα και κουρασμένοι. Αυτή η πρόκληση απαιτεί μια ιδιοφυΐα που νιώθω πως δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Αν, λοιπόν, ουδέποτε κατορθώσεις να βρεις κάποιον αντάξιο αυτού του τιτάνιου έργου, θα πρέπει πάση θυσία να αναθέσεις σε συνθέτη έμπιστό σου να συνεχίσει αυτή την έρευνα μετά το θάνατό σου. Εντάξει, πατέρα, μείνε ήσυχος. Θα γίνει σκοπός της ζωής μου η αποστολή αυτή. Είμαι ήσυχος, γιατί πιστεύω σε σένα. Θα τα καταφέρεις. Και συγγνώμη αν θεωρείς ότι εσύ ή ο Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ θα μπορούσατε να αντεπεξέλθετε... Ξέρετε πόσο σας αγαπώ και θαυμάζω τα έργα σας. Όμως αυτή η σύνθεση είναι κάτι ξεχωριστό... Πατέρα, σε παρακαλώ, μην κουράζεσαι άλλο. Είσαι για μένα ο φάρος και το φως μου. Σε χρειαζόμαστε όλοι, η οικογένεια και οι μαθητές σου. Προσπάθησε να ξεκουραστείς. 17
χρηστοσ Θ. παπαδημητριου Του έσφιξε δυνατά το χέρι. Εκείνη τη στιγμή είδε μια κατάλευκη λάμψη κι έπειτα βυθίστηκε και πάλι στο σκοτάδι. Άσε με μόνο μου, γιε μου, σε παρακαλώ... Εντάξει, πατέρα, θα έρθω σε λίγο. Υποσχέσου μου μόνο ότι θα κοιμηθείς και δε θα ταλαιπωρήσεις άλλο τον εαυτό σου με αυτή την ιδέα. Σε όλη μου τη ζωή σε θυμάμαι να δουλεύεις από το χάραμα του ήλιου μέχρι τη δύση του, χωρίς σταματημό να μετουσιώνεις σε νότες την αγάπη σου για το Θεό και τους ανθρώπους. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, Κρίστιαν. Ένιωθα πάντα ένα βάρος μέσα μου που έπρεπε να μετατραπεί σε μουσική. Ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις δυνάμεις μου και δεν το επιδίωξα ποτέ. Σου ζητώ συγγνώμη που δεν ήμουν δίπλα σου κάποιες φορές που με χρειάστηκες. Είχα όμως τόσα να γράψω. Μη μιλάς άλλο, πατέρα. Θα φύγω τώρα, και εσύ θα κοιμηθείς. Και μετά θα φωνάξουμε τη μητέρα και τα αδέρφια μου για να τους ανακοινώσουμε το χαρμόσυνο νέο ότι η όρασή σου επανήλθε. Αντίο, γιε μου. Ο Κρίστιαν βγήκε προσεκτικά από το δωμάτιο κι έκλεισε σιγά την πόρτα πίσω του. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος του ρολογιού για τα τρία τέταρτα της ώρας. Το μυαλό του πλημμύρισαν χιλιάδες σκέψεις ανακατεμένες με νότες. Βιολιά τέσσερα έπαιζαν τη σύνθεση, το ένα μετά το άλλο, το ίδιο θέμα, σε άλλη δίεση, κι έπειτα πνευστά και το αγαπημένο του όμποε. 18