Πανελλήνιες Εξετάσεις Γ Τάξης Λυκείου Παρασκευή, 24 Μαΐου 2013 Ιστορία Κατεύθυνσης Προτεινόµενες Απαντήσεις θεµάτων Α1 α. σ. 216 «Το πιο σηµαντικό κατά την περίοδο της αρµοστείας του Αλέξανδρου Ζαϊµη (1906-1908) είναι ότι των µουσουλµάνων της νήσου» β. σ. 93 «Τα αριστερά κόµµατα στους Φιλελευθέρους» σ. 89 «Στις εκλογές της 8 ης Αυγούστου 1910 σε κάποιες εκλογικές Κοινωνιολογική Εταιρεία» γ. σ. 140 «Το Νοέµβριο του 1919 πριν από την υπογραφή της συνθήκης» Α2 α. 4 β. _ γ. 1 δ. 5 ε. 3 ζ. 2 στ. _ Β1 σσ. 85-87 «Ο ελληνοτουρκικός πόλεµος του 1897 µέσω της Βουλής» Β2 σ. 249 «Οι Έλληνες της ιασποράς από το Κρασνοντάρ» σ. 250 «Στην Ευρώπη πρωτεργάτης του αγώνα της Σοβιετικής Ένωσης»
Γ1 α. Στον ελληνικό χώρο το πρόβληµα της έγγειας ιδιοκτησίας δε γνώρισε τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν σε άλλα ευρωπαϊκά ή βαλκανικά κράτη. Η προοδευτική διανοµή των εθνικών γαιών που προέκυψαν από τον επαναστατικό αγώνα του 1821-1828 δηµιούργησε πλήθος αγροτών µε µικρές ή µεσαίες ιδιοκτησίες. Τα λίγα εναποµείναντα τσιφλίκια στην Αττική και την Εύβοια δεν προκαλούσαν ιδιαίτερο πρόβληµα. Αργότερα όµως η διεύρυνση του ελληνικού κράτους µε τα Επτάνησα το 1864 και κυρίως µε την Άρτα και τη Θεσσαλία το 1881 έφερε στο προσκήνιο το ζήτηµα της µεγάλης ιδιοκτησίας. Τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας σχεδόν αµέσως µετά την προσάρτηση της περιοχής στο ελληνικό κράτος αγοράστηκαν από πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού οι οποίοι διατήρησαν τον αναχρονιστικό θεσµό των κολίγων. Όµως, αν και διατηρήθηκε ο εν λόγω θεσµός, παρατηρούνται ορισµένες διαφοροποιήσεις στο νέο γαιοκτητικό καθεστώς σε σχέση µε το προηγούµενο, γεγονός που επιδείνωσε τη θέση των κολίγων. Συγκεκριµένα κατά την περίοδο της οθωµανοκρατίας οι κολίγοι θεωρούνταν συµπλήρωµα της γης που καλλιεργούσαν και ήταν προσδεµένοι σε αυτή. Ακόµα και το σπίτι όπου έµεναν θεωρείτο ότι τους ανήκε. Σύµφωνα όµως µε τα νέα δεδοµένα, όπως επισηµαίνεται και στην εφηµερίδα «Αιών», οι κολίγοι ανάµεσα στα άλλα οφείλουν να πληρώνουν ενοίκιο στον ιδιοκτήτη των τσιφλικιών για το σπίτι που µένουν, καθώς τα συµβόλαια αγοραπωλησίας που συνήφθησαν µε τους Έλληνες του εξωτερικού δεν αφορούσαν µόνο τα τσιφλίκια αλλά και τις οικίες που βρίσκονταν στην περιοχή τους. Εποµένως, οι διαµαρτυρίες και οι ενστάσεις των κολίγων έµεναν χωρίς αποτέλεσµα, καθώς προσέκρουαν σε αυτή τη νοµική βάση. Επιπλέον οι νέοι ιδιοκτήτες των θεσσαλικών τσιφλικιών άσκησαν πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις, για να κερδοσκοπήσουν από την παραγωγή του σιταριού. Επιδίωξαν δηλαδή την επιβολή υψηλών δασµών στο εισαγόµενο από τη Ρωσία σιτάρι, ώστε να µπορούν να καθορίζουν όσο το δυνατόν υψηλότερες τιµές για το εγχώριο, προκαλώντας µάλιστα µερικές φορές και τεχνητές ελλείψεις. β. Βασικός στόχος της πολιτικής του Τρικούπη, που αντικατοπτρίζεται στο πολιτικό του πρόγραµµα ήδη από το 1875, είναι η οικονοµική ανάπτυξη του κράτους και ο εκσυγχρονισµός της χώρας µε κάθε κόστος. Για την χρηµατοδότηση και υλοποίηση του αναπτυξιακού του προγράµµατος ο Τρικούπης προσπάθησε να προσελκύσει το
παροικιακό κεφάλαιο. Γι αυτό δεν προέβη σε απαλλοτρίωση και αναδιανοµή της θεσσαλικής γης σε ακτήµονες. Αντίθετα αποφάσισε να την πουλήσει σε εύπορους Έλληνες του εξωτερικού, καθώς κατά τη γνώµη του προς όφελος του κράτους ήταν να επενδύσουν τα χρήµατά τους οι κεφαλαιούχοι οµογενείς της ιασποράς στην πατρίδα τους. Συνεπώς, στα εδάφη της Θεσσαλίας, στα οποία συνεχίζει να επικρατεί η µεγάλη ιδιοκτησία, οι τρικουπικοί υποστήριζαν τους µεγαλογαιοκτήµονες. Από την άλλη ο Θ. ηλιγιάννης, ο οποίος σε µεγάλο βαθµό εξέφραζε πολιτικές απόψεις αντίθετες από εκείνες του Χ. Τρικούπη, επέκρινε το κοινωνικό κόστος του εκσυγχρονισµού και υποστήριζε ένα κράτος κοινωνικής αλληλεγγύης. Το κόµµα του απεχθανόταν το τυχοδιωκτικό χρηµατιστικό κεφάλαιο και υποστήριζε µία αργή οικονοµική ανάπτυξη που θα βασιζόταν σε παραδοσιακές παραγωγικές δραστηριότητες. Έτσι, οι δηλιγιαννικοί στη Θεσσαλία προσπάθησαν, χωρίς τελικά να το καταφέρουν, να χορηγήσουν γη στους αγρότες και να λάβουν κάποια µέτρα για την βελτίωση της θέσης τους. Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση νοµοσχεδίου στην ελληνική βουλή από τον ηλιγιάννη το 1896 σχετικά µε την απαλλοτρίωση µέρους των τσιφλικιών της Θεσσαλίας. Η προσπάθεια όµως αυτή, όπως προειπώθηκε, έµεινε ατελέσφορη. Ήταν η πρώτη επίσηµη αναγνώριση εκ µέρους της ελληνικής πολιτείας του «θεσσαλικού προβλήµατος», της µεγάλης δηλαδή έγγειας ιδιοκτησίας στη βόρεια Ελλάδα. γ. Η νέα κατάσταση, όπως διαµορφώθηκε στη Θεσσαλία µετά την πώληση των τσιφλικιών στους Έλληνες του εξωτερικού, επιδείνωσε τη θέση των κολίγων. Στο εξής δεν έχουν δικαίωµα κυριότητας επί της γης που καλλιεργούν ούτε επί της οικίας όπου διαµένουν. Επιπλέον, ολόκληρες οικογένειες κολίγων µαζί µε τα κινητά τους υπάρχοντα εξαναγκάζονται συχνά να περιφέρονται από χωριό σε χωριό σαν να ήταν νοµάδες. Επίσης, ο αγροτικός πληθυσµός ελαττώνεται λόγω των δύσκολων συνθηκών ζωής αλλά και της ελονοσίας. Παράλληλα, η αγροτική οικονοµία υποβαθµίζεται, ενώ η τοκογλυφία ακµάζει. Και όλα αυτά συµβαίνουν, όπως επισηµαίνεται σε υπόµνηµα της πανθεσσαλικής επιτροπής αγώνα (υπέρ των κολίγων) προς τον βασιλιά Γεώργιο Α, σε µία παραµεθώριο περιοχή, οπότε έµµεσα τίθεται και ζήτηµα εδαφικής και εθνικής ακεραιότητας. Στο συγκεκριµένο υπόµνηµα οι κολίγοι πέρα από τα παράπονά τους εκφράζουν έµµεσα και τις διεκδικήσεις τους, όπως είναι η κατάργηση της δουλοπαροικίας κατά το παράδειγµα της ανίας- άλλωστε ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α Γλύξγκµπουργκ κατάγεται από την βασιλική
οικογένεια της ανίας. Τελικά οι εντάσεις που δηµιούργησαν οι πρακτικές των Ελλήνων µεγαλοϊδιοκτητών γης στη Θεσσαλία και οι διαµαρτυρίες των κολίγων οδήγησαν στην ψήφιση νόµων το 1907, οι οποίοι επέτρεπαν στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να απαλλοτριώνει µεγάλες ιδιοκτησίες, ώστε να µπορεί να τις διανέµει σε ακτήµονες. Η εφαρµογή τους αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση και οι τριβές που προκλήθηκαν προκάλεσαν συγκρούσεις, η πιο σηµαντική από τις οποίες έγινε στο χωριό Κιλελέρ το 1910. Τελικά, το πρόβληµα της µεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, το οποίο έφερε στο προσκήνιο η προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881, δεν βρήκε την οριστική του λύση µε τους νόµους του 1907. Συνέχισε να ταλανίζει τις ελληνικές κυβερνήσεις κυρίως την περίοδο µετά τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1921-1913, καθώς µέσα στα νέα όρια της χώρας υπήρχαν τώρα και µουσουλµάνοι ιδιοκτήτες τσιφλικιών. (Οι ιστορικές γνώσεις που αντλούµε από το σχολικό βιβλίο για το Θέµα Γ1 περιέχονται στις σελίδες 42-43. Τα χωρία σε κόκκινη απόχρωση είναι οι επεξεργασµένες από τις πηγές πληροφορίες) 1 Την αστική αποκατάσταση ανέλαβε περισσότερο το κράτος και λιγότερο η ΕΑΠ, η οποία πρόσφερε οικονοµική βοήθεια σε περιορισµένο αριθµό επιχειρήσεων, οικοτεχνειών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, όπως η ταπητουργία. Σε αντίθεση µε την αγροτική αποκατάσταση, η αστική περιελάµβανε µόνο στέγαση και όχι πρόνοια για εύρεση εργασίας. Η αστική στέγαση ξεκίνησε από την Αθήνα µε τη δηµιουργία τεσσάρων συνοικισµών: της Καισαριανής, του Βύρωνα, της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα και της Κοκκινιάς στον Πειραιά. Για τη στέγαση των αστών προσφύγων υιοθετήθηκε η δηµιουργία συνοικισµών µε επέκταση των πόλεων στις οποίες αυτοί ήταν προσωρινά εγκατεστηµένοι. Προκρίθηκε- εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις- το σύστηµα της ανέγερσης µικρών κατοικιών, µονοκατοικιών/ διπλοκατοικιών/ τετρακατοικιών, µονοώροφων ή διώροφων, µε ένα ή δύο δωµάτια, κουζίνα και τους αναγκαίους βοηθητικούς χώρους. Το κράτος ή η ΕΑΠ ανέθεταν την ανέγερση των συνοικισµών σε εργολάβους ή φρόντιζαν να εφοδιάζουν τους πρόσφυγες µε τα απαραίτητα µέσα,
για να κατασκευάσουν οι ίδιοι τα σπίτια τους. Παρά την οµοιοµορφία που επικρατούσε, υπήρχε ελαφρά διαφοροποίηση του κατοικιών του ενός συνοικισµού από τις κατοικίες του άλλου, ως προς το εµβαδόν, την ποιότητα κατασκευής και τη λειτουργικότητα. Ιδρύθηκαν ακόµη και προσφυγικοί οικοδοµικοί συνεταιρισµοί και χορηγήθηκαν άτοκα δάνεια σε προσφυγικές οικογένειες για τη στέγασή τους. Συγκεκριµένα, στον προσφυγικό συνοικισµό της Καισαριανής, οι αστοί πρόσφυγες, αφού έµειναν για αρκετό χρονικό διάστηµα σε σκηνές, έπειτα στεγάστηκαν σε 500 ξύλινα παραπήγµατα, όπου συνήθως έµεναν και δύο οικογένειες µαζί, και σε 1000 πλινθόκτιστα δωµάτια που κατασκευάστηκαν από το κράτος, καθώς και σε 350 σπίτια που κατασκεύασε η ΕΑΠ. Η οικοδόµηση των συνοικισµών ελλείψει χρόνου και χρηµάτων συχνά δε συνδυαζόταν µε έργα υποδοµής, όπως ύδρευση, αποχετευτικό σύστηµα, οδικό δίκτυο, χώροι πρασίνου και άλλα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Καισαριανής, όπου οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων ήταν επιεικώς άθλιες. Η ύδρευση γινόταν είτε µε βυτία του δήµου είτε από υδροπώλες, γνωστοί ως νερουλάδες, οι οποίοι όµως πωλούσαν το νερό στους εξαθλιωµένους πρόσφυγες. Την απελπιστική κατάσταση και διαµονή των προσφύγων στην Καισαριανή έρχονται να συµπληρώσουν οι ακαθαρσίες και τα απόβλητα, οικιακά και βιοτεχνικά. β. Υπήρχαν βέβαια και οι εύποροι πρόσφυγες, που είχαν την οικονοµική δυνατότητα να φροντίσουν µόνοι τους για τη στέγασή τους. Αυτοί στην αρχή ήταν σε θέση να νοικιάσουν ή να αγοράσουν κατοικίες µέσα στις πόλεις και έτσι να αναµειχθούν µε τους γηγενείς. Αργότερα ανέλαβαν οι ίδιοι την πρωτοβουλία για την ίδρυση οικισµών. Η διαδικασία ήταν η ακόλουθη: ίδρυαν έναν οικοδοµικό συνεταιρισµό, αγόραζαν µία έκταση σε προνοµιούχο περιοχή και οικοδοµούσαν αστικές κατοικίες καλής ποιότητας. Το κράτος µε τη σειρά του αναλάµβανε τα έργα υποδοµής στις περιοχές αυτές. Τέτοιοι οικισµοί ήταν η Νέα Σµύρνη στην Αθήνα, η Καλλίπολη στον Πειραιά και η Νέα Καλλικράτεια στο νότιο τµήµα του Πειραιά. Μάλιστα στη Νέα Σµύρνη οι εύποροι πρόσφυγες από την περιοχή της Σµύρνης Μικράς Ασίας οργανώθηκαν το 1923 και πέτυχαν µέσα σε ένα χρόνο την απαλλοτρίωση της περιοχής ανατολικά της λεωφόρου Συγγρού. Εκεί το 1925 άρχισε η οικοδόµηση αστικών κατοικιών, καθώς και η διαπλάτυνση των δρόµων σύµφωνα µε το σχέδιο Καλλιγά.
Στο αντίθετο άκρο βρίσκονταν οι άποροι πρόσφυγες που δεν είχαν κατορθώσει να αποκατασταθούν ακόµα. Εγκαταστάθηκαν σε καλύβες, χαµόσπιτα και άλλες πρόχειρες κατασκευές στις παρυφές παλαιών οικισµών ή δηµιούργησαν παραγκουπόλεις γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισµούς. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τετρακοσίων οικογενειών προσφύγων, δηλαδή περίπου πάνω από δύο χιλιάδες άτοµα, οι οποίοι στεγάστηκαν σε µικρές τενεκεδένιες καλύβες στα προάστεια της Θεσσαλονίκης. Τελικά, οι άποροι πρόσφυγες, αν και µερικώς είχαν λύσει το στεγαστικό τους πρόβληµα, επρόκειτο να ζήσουν σε άθλιες συνθήκες, χειµώνα και καλοκαίρι, για πολλά χρόνια. Συµπερασµατικά, η αποκατάσταση των προσφύγων, εδώ των αστών, αν και συνάντησε δυσκολίες, κατά γενική οµολογία υπήρξε ένα από τα σηµαντικότερα επιτεύγµατα του νέου ελληνικού κράτους. (Οι ιστορικές γνώσεις που αντλούµε από το σχολικό βιβλίο για το Θέµα 1 περιέχονται στις σελίδες 157-159. Τα χωρία σε κόκκινη απόχρωση είναι οι επεξεργασµένες από τις πηγές πληροφορίες)