Ο τίτλος του βιβλίου είναι μια αναφορά στον Φινλανδό συνθέτη Σιμπέλιους, τον οποίον ο συγγραφέας θαύμαζε. VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Πρωτοτύπου: Valses Tristes/Valsuri Triste Από τις εκδόσεις Ars Longa, Ιάσιο Ρουμανία 2016. Τίτλος Βιβλίου: Θλιμμένα Βαλς Συγγραφέας: Denis Emorine Μετάφραση: Ανδρονίκη Δημητριάδου Επιμέλεια - Διορθώσεις: Ιωσήφ Αρνές, Αρετή Βάνα Σελιδοποίηση: Μαρία Σταμπουλή Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν Denis Emorine 2016 Για την ελληνική γλώσσα, 2017 Εκδόσεις Βακχικόν Μετάφρασης: Ανδρονίκη Δημητριάδου Πίνακα Εξωφύλλου: Σοφία Παπαδοπούλου ISBN: 978-618-5286-22-4 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ξένη Λογοτεχνία Αριθμός Σειράς: 70/1 Πρώτη Έκδοση: Σεπτέμβριος 2017 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867
Η ΣΥΝΟΜΙΛIA Ε κείνο το πρωί, μετά από μια ανήσυχη νύχτα, σηκώθηκα νωρίς ενοχλημένος που δεν με είχε πάρει ο ύπνος, για τον οποίο συνηθίζουν να λένε ότι είναι αναζωογονητικός. Η συζήτηση με την Αλίσια ερχόταν και πάλι στο μυαλό μου αποσπασματικά. Η γυναίκα μου με κατέπλησσε πάντα με την ικανότητά της να μαντεύει τις σκέψεις μου. Έτσι ήταν πάντα. Μερικές φορές ένιωθα μπροστά της σαν ένα παιδί που το τσάκωσαν να κάνει λάθος, ή μάλλον ανυπεράσπιστο, γιατί είχε εκείνο το χάρισμα να βλέπει μέσα μου, να σκέφτεται ήρεμα δεν λέω ψυχρά για τα πάντα. Να μην κάνει κανένα λάθος, αυτό το προνόμιο, πώς να το πω; Αυτή της η ικανότητα να αναλύει, αυτή η δύναμη της συζύγου μου πάνω μου, δεν με ενοχλούσε διόλου, απλώς με έβρισκε πάντα απροετοίμαστο κάθε φορά που μου ασκούνταν με τον ίδιο τρόπο σε διαφορετικές περιστάσεις. Για να κυριολεκτήσω δεν επρόκειτο για κυριαρχία. Τουλάχιστον αυτό προσπαθούσα να πιστέψω... Η Αλίσια είχε πάει στο νοσοκομείο πολύ νωρίς, περίπου από τις τέσσερις το πρωί, ίσως κάποια στιγμή όταν με είχε πάρει επιτέλους ο ύπνος. Υπάρχει μια τάση να λένε: «δεν έχω κοιμηθεί όλη νύχτα», που είναι λανθασμένη. Είναι αλήθεια ότι ο ύπνος κατά διαστήματα δίνει αυτή την εντύπωση: μια
4 ΝΤΕΝΊ ΕΜΟΡΊΝ κούραση που πέφτει πάνω σου σαν φορτίο και σε αφήνει εντελώς ανήμπορο το πρωί. Στην κουζίνα η καφετιέρα άναψε με μια ακόμα γερή δόση από το πολύτιμο ρόφημα. Παρά την κατάσταση της καρδιάς μου, δεν μπόρεσα να εγκαταλείψω τον μαύρο καφέ που έπινα πάντα σε μεγάλες ποσότητες. Η Αλίσια δεν είχε επιμείνει. Σκεφτόταν ότι η στέρηση, έστω και εν μέρει, του καπνού και του αλκοόλ αποζημιωνόταν σε μεγάλο βαθμό. Ένα φαινόμενο ή μάλλον ένα αίνιγμα και πάλι σκοντάφτω στις λέξεις με εντυπωσίαζε πάντα: ο τρόπος με τον οποίο η γυναίκα μου κατοικούσε στα δωμάτια του σπιτιού μας. Θέλω να πω ότι όλα τα δωμάτια ήταν ποτισμένα από την παρουσία της όταν έλειπε. Στην κουζίνα, στο μπάνιο, παντού... έβρισκα τη μυρωδιά του αρώματός της, του σαπουνιού που προτιμούσε και αυτή του κορμιού της, ήταν εντυπωσιακό. Φαινόταν ότι η Αλίσια κυριολεκτικά ζούσε στο σπίτι για να το κάνει δικό της, όχι σαν ένα προστατευτικό περίβλημα, αλλά σαν να ανέπνεε το σπίτι στον δικό της ρυθμό. Είναι παράξενο που το λέω, ήταν δύσκολο να το εξηγήσω, αλλά νομίζω ότι ένας ψυχίατρος θα μπορούσε να με βοηθήσει να κατανοήσω αυτή την ανησυχητική αίσθηση. Αναρωτιόμουν αν η γυναίκα μου μερικές φορές με διαπερνούσε έτσι, με όλη της την ύπαρξη. Σηκώθηκα με κακή διάθεση να δουλέψω ένα μυθιστόρημα. Στο γραφείο μου, επάνω στο τραπέζι, που με απομόνωνε από τον κόσμο και ειδικά από την Αλίσια, δεν κατάφερνα να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου. Η Αλίσια ήταν εκεί, σ αυτό τον στενό κύκλο που της ήταν απαγορευμένος. Αισθανόμουν την παρουσία της, το βλέμμα της, ακόμα και τη σιωπή της. Το έχω ήδη πει, κατʼ αρχάς, το γραφείο αυτό ήταν το φρούριό μου. Εκεί ένιωθα ελεύθερος και δυνατός. Αυτή τη φορά όμως η μαγεία είχε χαθεί. Ήταν η πρώτη φορά. Η Αλίσια ήταν εδώ μαζί μου, παρακούοντάς με. Τσαλάκωνα τη σελίδα θυμωμένα.
ΘΛΙΜΜΈΝΑ ΒΑΛΣ 5 Ήθελα να κυνηγήσω την παρουσία της από το μυαλό μου και ειδικά από αυτό το δωμάτιο όπου δεν είχε πρόσβαση. Ήταν η πρώτη φορά που είχα αυτή την εντύπωση: η Αλίσια έμπαινε εδώ κρυφά, ενάντια στη θέλησή μου. Ήταν μια γοητεία στην έντονη αίσθηση που με απέτρεπε από το γράψιμο, να είμαι ο εαυτός μου, ένας εργατικός συγγραφέας και όχι ένας άνθρωπος που μαστίζεται από ενοχές. Σηκώθηκα, έκανα μερικά βήματα. Αντιστάθηκα στην επιθυμία να ανάψω πίπα: ήταν η πρώτη φορά που έδινα αυθόρμητα προσοχή στην υγεία μου. Ξανακάθισα. Όχι, πραγματικά, τίποτα δεν συνέβαινε, τίποτα δεν θα συνέβαινε σήμερα το πρωί. Πήγαινε! ψιθύρισε μια από τις εσωτερικές φωνές μου. Γιατί αντιστέκεσαι; Το έχεις τόσο ανάγκη! Ήταν ανώφελο να επιμείνω, η κατάσταση αυτή είχε διαρκέσει πάρα πολύ. Δεν θα τα κατάφερνα μόνος μου. Αποφάσισα να πάω για πρώτη φορά στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν η Αλίσια. Έπρεπε να της μιλήσω. Έπρεπε να πάω εκεί. Τίποτα πιο απλό φαινομενικά, ακόμη και αν έπρεπε να διασχίσω ένα απαγορευμένο κατώφλι. Στο μέρος αυτό η Αλίσια δεν ήταν πια η σύντροφός μου αλλά η γιατρός Ντορμιέ. Τίποτα δεν είχε πια σημασία. Μόλις βρέθηκα στον δρόμο, περπάτησα γρήγορα. Για μια στιγμή σχεδόν έτρεχα. Τόσο το χειρότερο, θα παρατούσε τους ασθενείς της, έπρεπε να το κάνει. Διέκρινα κάποια δευτερόλεπτα το πρόσωπο της Αλίσια, τη σοβαρή της έκφραση, άκουγα τα λόγια της, έβλεπα και πάλι τα γαλάζια της μάτια, πάντα προσεκτικά, καρφωμένα επάνω μου και στον κόσμο. Έτρεξα ακόμη πιο γρήγορα. Θα μπορούσα να είχα πάρει το λεωφορείο, αλλά για ποιον λόγο; Η καρδιά μου χτυπούσε, με κυνηγούσαν οράματα που εδώ και καιρό με στοίχειωναν. Τα πρόσωπα της συζύγου μου και της κόρης μας, που είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια, προβάλλονταν διαδοχικά, μπερδεύονταν μερικές φορές, σκιαγραφώντας τα χαρακτηριστικά ενός άγνωστου πορτρέτου
6 ΝΤΕΝΊ ΕΜΟΡΊΝ που με ανησυχούσε. Οι δρόμοι θάμπωναν, δεν έβλεπα τίποτα πια γύρω μου. Έπρεπε να σταματήσω για ένα λεπτό στο χείλος της ασφυξίας. Το αλκοόλ και τα τσιγάρα είχαν κάνει το καταστροφικό τους έργο. Στα σαράντα πέντε ανάσαινα σαν γέρος, ανίκανος για κάποια παρατεταμένη σωματική προσπάθεια, αλλά λίγο με ενδιέφερε. Ξανάρχισα την παράλογη κούρσα μου. Έφτασα, τέλος, στο νοσοκομείο. Έσπρωξα την πόρτα που άνοιξε με πάταγο και αντίκρισα τα μάτια μιας νοσοκόμας που με κοίταξε με έκπληξη: ξέπνοος, καταιδρωμένος, έπρεπε να είχα την όψη τρελού ή μιας οπτασίας. Ακούμπησα στον τοίχο της εισόδου προσπαθώντας να πάρω ανάσα. Η νοσοκόμα περίμενε ακόμα πίσω από το τζάμι του γραφείου της με ένα βλέμμα ερωτηματικό... «Δεν αισθάνεστε καλά; Είστε άρρωστος; Έχετε κάποια αδιαθεσία;» με ρώτησε. «Όχι, θέλω να δω την Αλίσ εεε τη γιατρό» και πρόφερα το όνομά της σαν να επρόκειτο για μια άγνωστη. «Έχετε ραντεβού;» Δεν απάντησα τίποτα. Πώς να της εξηγήσω; Τελικά, με μια δύναμη που μου φαινόταν απίστευτη, κατάφερα να αρθρώσω: «Είμαι ο σύζυγός της. Πρέπει οπωσδήποτε να τη δω, είναι επείγον!» Έμεινε σκεπτική μια στιγμή και έπειτα, μπροστά στο αποφασιστικό μου ύφος, είπε: «Καθίστε εδώ και περιμένετε. Πάω να κοιτάξω». Η γυναίκα εξαφανίστηκε γρήγορα. Σωριάστηκα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου. Πέρασαν μερικά λεπτά που μου φάνηκαν αιώνας. Ένας ήχος από βήματα με έκανε να σηκώσω το κεφάλι. Ήταν η Αλίσια. Στην αρχή δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω: τα μαλλιά τραβηγμένα, η λευκή μπλούζα και το κάπως λυπημένο πρόσωπο δεν μου ήταν γνωστά. Η αυστηρότητα των λόγων της με χτύπησε σαν μαστίγιο: