FOGLIA / NOVELLO. καί. ή έκδοση προδικαστικής ἀποφάσεως, ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τῶν ἄρθρων 177 καί 95 τῆς συνθήκης ΕΟΚ,

Σχετικά έγγραφα
AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 1ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ SIR GORDON SLYNN ΠΟΥ ΑΝΕΠΤΥΧΘΗΣΑΝ ΣΤΙΣ 18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 53/81

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ κ. CAPOTORTI ΥΠΟΘΕΣΗ 283/81

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

της 3ης Απριλίου 1968*

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 60/81

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 148/78 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 5ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 53/80

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ SIR GORDON SLYNN ΠΟΥ ΑΝΕΠΤΥΧΘΗΣΑΝ ΣΤΙΣ 30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 96/80

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 286/81

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Μαΐου 1980 *

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

Χάρης Αλεξανδράτος και Μαρία Παναγιώτου κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Transcript:

FOGLIA / NOVELLO Ορου 177 γιά σκοπούς μή ηθελημένους ἀπό την συνθήκη. 5. Οι προϋποθέσεις ὑπό τίς όποιες τό Δικαστήριο επιτελεί τήν ἀποστολή του στό πλαίσιο τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, εἶναι ἀνεξάρτητες ἀπό τήν φύση καί τό σκοπό τῶν διαφορών ἀμφισβητούμενης δικαιοδοσίας πού ἀναφύονται ενώπιον τῶν εθνικών δικαστηρίων. Τό άρθρο 177 ἀναφέρεται στην «ἀπόφαση» πού πρέπει νά εκδώσει ὁ εθνικός δικαστής χωρίς νά προβλέπεται ειδική ρύθμιση ἀνάλογα μέ τήν ενδεχομένως ἀναγνωριστική φύση αυτής. Στην υπόθεση 244/80, πού ἔχει ὡς ἀντικείμενο αίτηση τοῦ pretura τῆς Bra, κατ' εφαρμογή τοῦ άρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, μέ τήν ὁποία ζητείται, στό πλαίσιο τῆς διαφορᾶς πού ἐκκρεμεί ενώπιον τοῦ δικαστηρίου αὐτοῦ μεταξύ PASQUALE FOGLIA, κατοίκου S. Vittoria d'alba, καί MARIELLA NOVELLO, κατοίκου Magliano Alfieri, ή έκδοση προδικαστικής ἀποφάσεως, ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τῶν ἄρθρων 177 καί 95 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ συγκείμενο ἀπό τους J. Mertens de Wilmars, πρόεδρο, τους G. Bosco, Α. Touffait καί Ο. Due, προέδρους τμήματος, καί τους Ρ. Pescatore, Mackenzie Stuart, Α. O'Keeffe, Τ. Koopmans καί U. Everling, δικαστές, γενικός εἰσαγγελεύς: Sir Gordon Slynn γραμματεύς: A. Van Houtte εκδίδει τήν ἀκόλουθη 3047

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 16. 12. 1981 ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80 ΑΠΟΦΑΣΗ Περιστατικά Ή διάταξη παραπομπῆς και οἱ παρατηρήσεις πού κατετέθησαν δυνάμει τοῦ άρθρου 20 τοῦ Πρωτοκόλλου περί τοῦ Ὀργανισμοῦ τοῦ Δικαστηρίου ΕΟΚ, ἔχουν συνοπτικῶς ὡς έξης: Ι Πραγματικά περιστατικά καί έγγραφη διαδικασία Μέ διάταξη τῆς 6ης 'Ιουνίου 1979, ὁ pretore τῆς Bra ἀνέβαλε την έκδοση ὁριστικῆς ἀποφάσεωςἐπί τῆς διαφοράς μεταξύ τοῦ Foglia καί τῆς Novello ἡ ὁποία ἔθετε ὑπό ἀμφισβήτηση τό γαλλικό σύστημα φορολογίας οἴνων τύπου vins de liqueur (ἡδυπότων) καί υπέβαλε στό Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ὡς πρός τήν ερμηνεία των άρθρων 92 καί 95 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Μέ τήν ἀπόφαση του τῆς 11ης Μαρτίου 1980 (Foglia, 104/79, Rec. σ. 745) τό Δικαστήριο ἀπήντησε στόν pretore τῆς Bra ὅτι δέν ήταν ἁρμόδιο νά ἀποφανθεί ἐπί των ερωτημάτων πού έθεσε τό εθνικό δικαστήριο. «Ἡ ἀποστολή πού έχει ἀνατεθεῖ στό Δικαστήριο ἀπό τό άρθρο 177 τῆς συνθήκης συνίσταται στην παροχή πρός ὅλα τά δικαιοδοτικά ὄργανα τῆς Κοινότητος τῶν στοιχείων ερμηνείας τοῦ κοινοτικού δικαίου πού τους εἶναι ἀναγκαῖα γιά τήν ἐπίλυση πραγματικών διαφορών πού υποβάλλονται ενώπιόν τους. Ἄν, μέσω συμφωνιών ὁπως εκείνες πού περιεγράφησαν ἀνωτέρω, τό Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο νά ἀποφανθεῖ, ἡ ἀπόφαση του θά ἔθιγε τό ὅλα σύστημα τῶν μέσων παροχῆς ενδίκου προστασίας πού διαθέτουν οἱ Ιδιώτες γιά νά προστατευθούν κατά της εφαρμογής φορολογικῶν νόμων οἱ όποιοι ἀντίκεινται στίς διατάξεις της συνθήκης.» Κατόπιν τῆς ἀποφάσεως αὐτης, ἡ εναγομένη στην κυρία δίκη υπεστήριξε, ἐνώπιον τοῦ εθνικού δικαστού, ὅτι μέ τήν ἀπόφαση του αύτη τό Δικαστήριο τῆς ΕΟΚ ἔκρινε ὅτι ἠδύνατο νά ἐκτιμήσει τά συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τῆς διαφοράς, ὅπως εξετέθησαν ενώπιον τοῦ pretore τῆς Bra γιά νά καθορίσει τίς δικές του ἁρμοδιότητες, κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 177 της συνθήκης περί Ιδρύσεως τῆς ΕΟΚ, καί νά ἀσκήσει έτσι κατόπιν τήν δική του ερμηνευτική λειτουργία. Τό Δικαστήριο, μετά τήν διαπίστωση ὅτι οι Ή εναγομένη συνήγαγε ἐξ αυτού ὅτι τό διάδικοι τῆς κυρίας δίκης ἀπέβλεπαν «στην Δικαστήριο τῆς ΕΟΚ ἀντεποιήθη άμεσα καταδίκη τοῦ γαλλικού φορολογικού συστήματος τῶν οἴνων liqueur, μέσω μιᾶς διαδιστοῦ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν εκτίμηση τοῦ ἄν ή τήν διακριτική εξουσία τοῦ ἰταλοῦ δικακασίας ενώπιον ιταλικού δικαστηρίου καί διαφορά εἶναι πραγματική, εξουσία πού μεταξύ δύο ιδιωτών οἱ οποίοι συμφωνούν τοῦ ἀπονέμεται ἀπό τους κανόνες τοῦ ισχύοντος δικαιοδοτικοῦ συστήματος. Κατόπιν ὡς πρός τό επιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα καί οἱ ὁποιοι περιέλαβαν στην σύμβαση τους τούτου ἡ εναγομένη προέβαλε, κατά κύριο ρήτρα μέ σκοπό νά ωθήσουν τό ιταλικό λόγο, ρητώς τήν ένσταση ὅτι ὁ νόμος τῆς δικαστήριο νά ἀποφανθεῖἐπί τοῦ σημείου 14ης Ὀκτωβρίου 1957 περί επικυρώσεως αὐτοῦ, κατέληξε μέ τήν ἀπόφαση του στό καί ἐκτελέσεως τῆς συνθήκης περί ιδρύσεως τῆς Ευρωπαϊκῆς Οικονομικής ὅτι: Κοι- 3048

FOGLIA / NOVELLO νότητος, καθώς καί ὁ νόμος τῆς 13ης Μαρτίου 1958 περί επικυρώσεως καί εκτελέσεως τοῦ Πρωτοκόλλου περί τοῦ Ὀργανισμοῦ τοῦ Δικαστηρίου ΕΟΚ, εἶναι ἀντισυνταγματικοί, ὑποστηρίζουσα ὅτι, λόγω τοῦ άρθρου 177 τῆς συνθήκης αυτής, ὅπως τό ἑρμήνευσε καί τό εφήρμοσε τό Δικαστήριο, οἱ ὡς άνω νόμοι παραβιάζουν τά άρθρα 11, 24,101καί 108 τοῦ ιταλικοῦ συντάγματος. δικαστής πού εἶναι υποχρεωμένος ἀπό τό εθνικό του δίκαιο νά εκδώσει ὁπωσδήποτε ἀπόφαση, δύναται, καί ἄν ναί, εντός ποίων ὁρίων καί σύμφωνα μέ ποια κριτήρια, νά προβεί ὁ 'ίδιος στην ερμηνεία τοῦ κοινοτικού δικαίου ή ἀντίθετα ὀφείλει νά ἀποφασίσει ἀπόκλειστικά ὑπό τό φῶς τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου; Μέ διάταξη τῆς 18ης 'Οκτωβρίου 1980, ή ὁποία περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 5 Νοεμβρίου 1980, ò pretore τῆς Bra ανέβαλε τήν έκδοση ὁριστικής ἀποφάσεως καί υπέβαλε στό Δικαστήριο τά ἀκόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «1. Ποία εἶναι ἡ έννοια τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, σέ σχέση πρός τήν εξουσία τοῦ Δικαστηρίου νά εκτιμήσει τήν διατύπωση τῶν ερωτημάτων περί ἑρμηνείας πού τοῦ υποβάλλονται καθώς καί τήν σπουδαιότητα τους εντός τῆς ὅλης οἰκονομίας τῆς κυρίας υποθέσεως ειδικότερα, ποιες εἶναι ἀντιστοίχως οἱ ἁρμοδιότητες τοῦ Δικαστηρίου καί τῶν δικαστῶν πού προβαίνουν στίς προδικαστικές παραπομπές λαμβανομένων κυρίως ὑπ' ὄψη τῶν εξουσιῶν πού παρέχουν στους τελευταίους τά ἀντίστοιχα εθνικά τους συστήματα ὡς πρός τήν εκτίμηση ὅλων τῶν πραγματικών καί νομικών περιστατικών πού ἀναφέρονται στή διάσταση ἀπόψεωνἐπί τῆς ουσίας, καθώς καί τῶν ζητημάτων πού τίθενται, ὅταν ἰδίως στην συγκεκριμένη διαδικασία ζητείται ἡ έκδοση ἀναγνωριστικών ἀποφάσεων; 2. Στην περίπτωση κατά τήν ὁποία τό Δικαστήριο, στό πλαίσιο μιᾶς προδικαστικής παραπομπής, κρίνει, γιά ένα ὁποιοδήποτε λόγο, ὅτι εἶναι ἀναρμόδιο νά ἀποφανθείἐπί τῶν ερωτημάτων πού τοῦ υπεβλήθησαν ὁ παραπέμπων 3. Υπάρχει μήπως στό κοινοτικό σύστημα, στό πλαίσιο τῶν ερμηνευτικών κριτηρίων τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, μία γενικής φύσεως ἀρχή, πού νά ἐπιβάλει ἡ νά επιτρέπει στους εθνικούς δικαστές οἱ όποιοι επιλαμβάνονται διαφορών κατά τήν πορεία τῶν ὁποίων ἀνακύπτουν προβλήματα ερμηνείας τοῦ κοινοτικού δικαίου πού θέτουν ὑπό ἀμφισβήτηση εθνικούς κανόνες, οἱ όποιοι ενδεχομένως ἀνήκουν σέ συστήματα διαφορετικά ἀπό ἐκεῖνο στό ὁποῖο ἀνήκει ὁ δικάζων δικαστής νά ἀποφασίζουν, πρίν ἀπό τήν προδικαστική παραπομπή στό Δικαστήριο, τήν προσεπίκληση τῶν άρχων τοῦ ενδιαφερομένου Κράτους μέλους; 4. 'Εν πάση περιπτώσει, κάθε φορά πού εγείρεται σέ μία μεταξύ Ιδιωτών δίκη ενώπιον τῶν εθνικών δικαστηρίων ή τίθεται ἀπό τά ἐν λόγω δικαστήρια ζήτημα ερμηνείας πού έχει ἀπ' ευθείας συνέπειες ἐπί τῶν υποκειμενικών έννόμων καταστάσεων πολιτών ἡ επιχειρηματιών ἑνός Κράτους μέλους, οἱ έννομες αυτές καταστάσεις ουσιαστικοῦ κοινοτικοῦ δικαίου ἀπολαύουν μήπως ἑνός βαθμοῦ προστασίας διαφορετικού καί πάντως ἀσθενέστερου ἀπό τόν βαθμό προστασίας πού δύνανται τύχουν οἱ ἴδιες υποκειμενικές καταστάσεις στην περίπτωση πού οἱ διοικητικές ἀρχές τῶν Κρατών μελών, οἱ νομικές διατάξεις τῶν οποίων ἀποτελούν τό ἀντικείμενο τῶν περί ερμηνείας ερωτημάτων πού ἀφορούν τό συμβιβαστό τους μέ τήν συνθήκη ΕΟΚ, παρί 3049

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 16. 12. 1981 ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80 στανται καί εἶναι διάδικοι στην δίκη, εἴτε ενώπιον τῶν εθνικών δικαστηρίων εἴτε ἐνώπιον τοῦ Δικαστηρίου ΕΟΚ; 5. Μήπως τό ἄρθρο 95 ΕΟΚ 'έχει την έννοια ὅτι ἡ ἀπαγόρευση ενός εσωτερικοῦ φόρου, ὁ όποιος διαφοροποιείται σύμφωνα μέ την καταγωγή καί τήν προέλευση ενός προϊόντος, άφορα επίσης περιπτώσεις ἀνάλογες μέ αυτήν τοῦ γαλλικοῦ φορολογικοῦ συστήματος τῶν οἴνων τύπου vins de liqueur (ἡδυπότων), ὅπως έχει λεπτομερώς περιγραφεί στην υπόθεση 104/92;» συμφώνως πρός τά αιτήματα καί τίς ἐνστάσεις τῶν διαδίκων. Μέ άλλες λέξεις, τό γεγονός ὅτι ἡ ἐναγομένη ἀντιτάσσει στό καταψηφιστικό αίτημα πού προβάλλει ὁ ἐνάγων, αίτημα περί εκδόσεως ἀναγνωριστικής ἀποφάσεως, συνεπάγεται ήδη έναν ἀκριβή χαρακτηρισμό τοῦ είδους τῆς διαφοράς καί τῆς διαδικασίας, καθώς καί ἕνα ἐξ ἴσου ἀκριβή χαρακτηρισμό τῶν νομικών ζητημάτων πού τίθενται κατά τρόπο αυτόνομο ἐπ' ευκαιρία τῆς διαφοράς καί κατά συνέπεια ένα ἐπίσης ἀκριβή καθορισμό τοῦ είδους τῆς ἀποφάσεως πού υποχρεούται νά ἐκδώσει ὁ δικαστής τῆς ουσίας. Στό σκεπτικό τῆς διατάξεως περί παραπομπής ὁ pretore τῆς Bra ἀναφέρει λεπτομερέστερα ὡς πρός τά πραγματικά περιστατικά τῆς υποθέσεως ὅτι: «πρέπει νά τονισθεί τό γεγονός ὅτι ἡ προκειμένη διαφορά αποτελεί μία δικονομική περίπτωση, ἡ ὁποία άλλωστε δέν εἶναι ἀσυνήθης στό Ιταλικό δίκαιο, κατά τήν ὁποία, στό αίτημα τοῦ ενάγοντος νά εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, ἀντιτάσσεται ένα αἴτημα τοῦ εναγομένου ὁ όποιος δέν περιορίζεται νά ζητήσει ἀπόρριψη τῆς ἀρχικής ἀγωγής, άλλα υποβάλλει αυτοτελώς ἐντός ὡρισμένων ὁρίων αίτημα περί εκδόσεως ἀναγνωριστικῆς ἀποφάσεως ὡς πρός τίς υποκειμενικές καί τίς αντικειμενικές έννομους καταστάσεις. Είναι περιττό νά τονισθεί ὅτι στην συγκεκριμένη περίπτωση, ἡ εναγομένη υιοθέτησε τήν στάση αυτή ἀπό τήν πρώτη συνεδρίαση στην ὁποία παρέστη, προφανῶς, γιά νά επισύρει τήν προσοχή σ' αυτό πού υπήρξε καί πού θά ήθελε νά είναι, ἡ στάση τοῦ ενάγοντος κατά τήν πορεία τῆς δίκης, ἀποβλέπουσα μεταξύ άλλων στην ἀπόφαση τοῦ δικαστοῦ ὡς πρός τά δικαστικά έξοδα. Αυτή εἶναι ἡ νομική πλευρά τῆς προκειμένης υποθέσεωςἐπί τῆς ὁποίας πρέπει νά στηριχθεί ἡ προσπάθεια ὁριοθετήσεως καί ὀρθῆς επιλύσεως τόσο τῆς διαφορᾶς ὅσο καί τῶν πραγματικῶν καί νομικών ζητημάτων πού ἀνακύπτουν ἐξ αὐτῆς 3050 Ὡς πρός τήν ουσία, ἡ ἐναγομένη έδωσε ένα χαρακτηρισμό τῆς υποθέσεως ἀπό τό πρώτο ήδη στάδιο τῆς διαδικασίας κατά τό όποιο ἐφάνη καθαρά ἡ ουσιώδης σημασία ὄχι τόσο τῆς διαφοράς ἡ τῆς διαδικασίας, ὅσο τῶν νομικών καί πραγματικών ζητημάτων πού θά ἐπελύοντο σέ μία ἀναγνωριστική ἀπόφαση, ἄν οἱ ἀπόψεις τῆς εναγομένης εύρισκαν ευνοϊκή ἀπήχηση.» 'Εξετάζοντας κατόπιν τήν ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 11ης Μαρτίου 1980, ὁ pretore τῆς Bra ευρίσκει σ' αυτήν τρεις διαπιστώσεις: Τήν σιωπηρή διαπίστωση ὅτι τό άρθρο 177 ἀπονέμει στό Δικαστήριο ἁρμοδιότητες έλέγχου τῆς ουσίας καί εξουσίες έλέγχου τῶν πράξεων τοῦ ἐθνικοῦ δικαστοῦ. Τήν διαπίστωση ὅτι ἡ διαφορά στό πλαίσιο τῆς ὁποίας ἀπεφασίσθη ή παραπομπή εἶναι τεχνητή. Τέλος, τήν εκδήλωση τῆς προθέσεως νά ἀποκλεισθεί ἡ δυνατότης υποβολῆς, στό πλαίσιο μιᾶς υποθέσεως περί ερμηνείας κατά τό άρθρο 177, ερωτημάτων περί ερμηνείας πού συνεπάγονται θετική ή ἀρνητική κρίση περί τῶν κανόνων τῆς συμπεριφοράς ἡ τῆς πρακτικής ενός Κράτους μέλους διαφορετικοί) ἀπό εκείνο τοῦ παραπέμποντος δικαστοῦ.

Κατόπιν εξετάσεως τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου τῆς 11ης Μαρτίου 1980 καθώς καί τῶν επιχειρημάτων πού διετύπωσε ή εναγομένη στην κυρία δίκη γιά νά υποστηρίξει την ένσταση ἀντισυνταγματι κότητος, ὁ pretore τῆς Bra συμπεραίνει ὅτι: FOGLIA / NOVELLO «Το νόημα καί ἡ σημασία τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου εἶναι τέτοιας φύσεως, ώστε βασίμως νά επιτρέπουν τήν σκέψη, ὅτι ἡ ερμηνεία καί ἡ εφαρμογή στην συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ ἄρθρου 177, συνεπάγονται την άσκηση ἁρμοδιότητοςἐπί τῆς ουσίας ἐκ μέρους τοῦ ἑρμηνεύοντος δικαστού, καθώς καί ένα σιωπηρό έλεγχο τῆς ἀσκήσεως τῆς διακριτικής εξουσίας τήν ὁποία ὁ παραπέμπων δικαστής ἀρύεται κατά τρόπο αυτόνομο ἀπό τό εθνικό του σύστημα καί ἡ ὁποία τοῦ έχει συνταγματικώς παραχωρηθεί» καί οτι: «ή σημασία τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου δημιουργεί έστω καί έμμεσα, ἄν ὄχι ένα καθαρό εμπόδιο, τουλάχιστον σημαντικές δυσκολίες στην υποστήριξη τῆς δικονομικής ἀξιώσεως τῆς εναγομένης πού ἀποβλέπει στην έκδοση ἀναγνωριστικής ἀποφάσεως. Τέτοιου είδους δυσκολίες πού περιορίζουν τά δικαιώματα τῆς υπερασπίσεως συνιστοῦν επίσης προσβολή συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.» Ὡστόσο, καί πρίν ἀποτανθεῖ στό ιταλικό συνταγματικό δικαστήριο, ὁ pretore τῆς Bra έκρινε προτιμότερο νά υποβάλει στό Δικαστήριο τά ἀνωτέρω ἀναφερθέντα ερωτήματα μέ σκοπό νά έχει «μία επακριβή καί βέβαιη ἐκτίμηση τῆς σημασίας καί τοῦ νοήματος τῆς ἀποφάσεως τῆς 11ης Μαρτίου 1980 τοῦ Δικαστηρίου». καί Paolo de Caterini, ἡ Novello εκπροσωπούμενη ἀπό τόν δικηγόρο Ρώμης Giovanni Motzo καί τόν δικηγόρο τοῦ Τορίνο Maurilio Fratino, ἡ κυβέρνηση τῆς Γαλλικής Δημοκρατίας εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Thierry Le Roy, ἡ δανική κυβέρνηση εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Lachmann, καί ή 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμένη ἀπό τόν νομικό τῆς σύμβουλο Antonio Abate. Κατόπιν εκθέσεως τοῦ εἰσηγητοῦ δικαστοῦ καί μετ' ἀκρόαση τοῦ γενικοῦ εισαγγελέως, τό Δικαστήριο ἀπεφάσισε τήν έναρξη τῆς προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγουμένη διεξαγωγή ἀποδείξεων. ΙΙ Γραπτές παρατηρήσεις πού κατετέθησαν ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου 1. Παρατηρήσεις τῆς 'Επιτροπής Κατά τήν 'Επιτροπή, ἡ δευτέρα αυτή διάταξη περί παραπομπής τοῦ pretore τῆς Bra φέρνει σέ φως μία σειρά στοιχείων τοῦ δικονομικοῦ δικαίου τῆς ιταλικής έννόμου τάξεως, τά ὁποῖα, ἄν εἶχαν τεθεί ὑπ' ὄψη τοῦ Δικαστηρίου στην προδικαστική υπόθεση 104/79 θά εἶχαν ὁπωσδήποτε ὁδηγήσει σέ έκδοση διαφορετικής ἀποφάσεως. Σύμφωνα μέ τήν 'Επιτροπή, διαφαίνεται τώρα κατά τρόπο ἀναμφισβήτητο ὅτι κατά τήν πορεία τῆς ἐκκρεμοῦς ενώπιον τοῦ δικαστού τῆς ουσίας δίκης, ἐξεδηλώθη μεταξύ τῶν διαδίκων τῆς κυρίας δίκης σύγκρουση συμφερόντων, τό περιεχόμενο τῆς ὁποίας εἶναι εντελώς νέο. Σύμφωνα μέ τό άρθρο 20 τοῦ Πρωτοκόλλου περί τοῦ 'Οργανισμού τοῦ Δικαστηρίου ΕΟΚ, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ὁ Foglia εκπροσωπούμενος ἀπό τους δικηγόρους Ρώμης Emilio Cappelli Ἡ 'Επιτροπή θεωρεί ὡς ἐκ τούτου, ὅτι δέν συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις πού ἐπεκα λέσθη τό Δικαστήριο κατά τήν πρώτη ἀπόφαση Foglia γιά νά κρίνει ὅτι εἶναι ἀναρμόδιο. 3051

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 16. 12. 1981 ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80 Ἡ 'Επιτροπή τονίζει, ἐν πάση περιπτώσει, τόν κίνδυνο πού δημιουργείται κατά την γνώμη της, ὅταν ἀφήνεται στά εθνικά δικαστήρια, τά όποια έχουν τήν υποχρέωση νά ἀποφανθούν ἀκόμα καίἐπί ζητημάτων ἀρχῆς, ἡ ἑρμηνεία τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Μία τέτοια κατάσταση θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀλλοιώσει ἀνεπανόρθωτα τήν ἑνότητα τῆς νομολογίας καί κατά συνέπεια καί τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, τήν ὁμοιόμορφη ερμηνεία του, τήν εφαρμογή καί τήν υπεροχή του καί θά ἀπεδυνάμωνε κατά συνέπεια τά δικαιώματα τῶν πολιτῶν. Ή 'Επιτροπή τονίζει ἀκόμα ὅτι ἄν τό Δικαστήριο κρίνει ενδεχομένως ὅτι εἶναι ἀναρμόδιο, θά άφηνε νά πλανάται ή ἀβεβαιότηταἐπί τῶν ἀπόφασεων πού ἐξεδόθησαν έως τώρα σέ δίκες ἀνάλογες καί θά υπέσκαπτε τό κύρος τῆς νομολογίας αυτής. Σέ ὅ,τι άφορᾶ τήν ερμηνεία τοῦ ἄρθρου 95, ή 'Επιτροπή εμμένει στίς ἀπόψεις πού υπεστήριξε στην υπόθεση 104/79, ἀναφέρει δέ συμπληρωματικῶς τίς ἀποφάσεις τῆς 27ης Φεβρουαρίου 1980 περί φορολογικών συστημάτων στόν τομέα τῶν ἀποσταγμάτων. 2. Παρατηρήσεις τον Foglia, ενάγοντος οτήν κυρία δίκη: Ὁ ενάγων ἀναφέρει, κατ' ἀρχάς, τό ἱστορικό τῆς υποθέσεως μέ σκοπό νά ἀποδείξει τήν ὕπαρξη πραγματικής διαφοράς μεταξύ τῶν διαδίκων τῆς κυρίας δίκης. Ή διαφορά αυτή άφορᾶ τήν καταβολή ποσοῦ 148 300 λιρετών, τό όποιο ἀντιπροσωπεύει τό ποσό πού κατεβλήθη στό γαλλικό τελωνείο ἀπό τόν μεταφορέα τοῦ Foglia, ὁ όποιος ἐν συνεχεία τό ἀνεζήτησε ἀπό τήν Novello. Στά πλαίσια τῆς διαφοράς αυτής, ὁ Foglia δέν υπεστήριξε ποτέ, ενώπιον τοῦ pretore τῆς Bra, ὅτι ὁ γαλλικός φόρος ήταν παράνομος. Μόνο στό πλαίσιο τῆς διαδικασίας 3052 περί ἑρμηνείας ὁ Foglia ἐδήλωσε ὅτι οἱ συνέπειες μιας ερμηνείας τοῦ ἄρθρου 95 ἀπό τήν ὁποία θά προέκυπτε ὁ παράνομος χαρακτήρας τοῦ γαλλικού φόρου, τοῦ εἶναι σχετικά ἀδιάφορες, διότι έστω καί ἄν έχανε τήνἐπί τῆς ουσίας δίκη, εἶχε τήν δυνατότητα νά ζητήσει ἀπό τόν μεταφορέα του τήν ἀπόδοση τῶν ὅσων εἶχε καταβάλει. Εἶναι, ἀντιθέτως, ἀνακριβές τό συμπέρασμα στό όποιο κατέληξε ὁ γενικός εἰσαγγελεύς στην υπόθεση 104/79 ὅτι στην θέση αυτή τήν ὁποία υπεστήριξε κατά τήν διάρκεια τῆς περί ερμηνείας διαδικασίας, ἀντιστοιχεί μία δικονομικώς «ουδέτερη» θέση πού υπεστήριξε κατά τήν διάρκεια τῆς ἐπί τῆς ουσίας δίκης. Ἀπό νομικής, ἐξ άλλου, ἀπόψεως ἡ στάση πού υἱοθέτησε ὁ Foglia κατά τήν διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής ἀποφάσεως, στηρίζεται στην πεποίθηση ὅτι ἡ ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου διαδικασία είναι καθαρά νομική διαδικασία, χωρίς διαδίκους, κατά τήν πορεία τῆς ὁποίας ἀναπτύσσονται παρατηρήσεις, οἱ όποιες κατά τό δυνατό, πρέπει νά ἀποχωρίζονται ἀπό συγκεκριμένα περιστατικά. Ὅσον άφορα τήν μή προσεπίκληση τοῦ μεταφορέως, ὁ ενάγων στην κυρία δίκη υποστηρίζει ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ pretore νά θεωρήσει τό ερώτημα περί ἐρμηνείας ὡς προδικαστικό σέ σχέση μέ ενδεχομένη προσεπίκληση, δέν εἶναι άτοπη δεδομένου ὅτι, ἄν τό ερώτημα περί ερμηνείας ἐπελύετο υπέρ τῆς νομιμότητος τοῦ φόρου, μία τέτοια προσεπίκληση θά ἀπεδεικνύετο περιττή. Ό ενάγων εξετάζει κατόπιν τό πρώτο ερώτημα πού υπέβαλε ὁ pretore τῆς Bra, ὡς πρός τήν εξουσία τοῦ Δικαστηρίου νά προβαίνει σέ εκτίμηση τῶν ερωτημάτων πού τοῦ υποβάλλονται. Κατά τήν άποψη τοῦ Foglia, εἶναι ἀδύνατον νά στηριχθεί μία ἀπόφαση ἐπί μόνου τοῦ κειμένου τοῦ ἄρθρου 177. Δέν χωρεῖ πάντως ἀμφιβολία ὅτι τό ὅλο σύστημα εμπνέεται ἀπό τήν ἀρχή τῆς μεγαλυτέρας δυνατής αυτονομίας μεταξύ τῶν δύο διαδι-

FOGLIA / NOVELLO κασιῶν. Τό Δικαστήριο ἑρμηνεύει τους κοινοτικούς κανόνες, στόν δέ εθνικό δικαστή ἐναπόκειται νά εξατομικεύσει τίς διαφορές πού πρέπει νά επιλυθούν βάσει τοῦ δικαίου αυτού καί νά εκτιμήσει σέ κάθε περίπτωση τήν σκοπιμότητα ἡ τήν υποχρέωση (ἄν δικάζει σέ τελευταίο βαθμό) νά ζητήσει ἑρμηνεία ἀπό τό Δικαστήριο. Γιά νά υποστηρίξει τήν διακριτική εξουσία τοῦ ἐθνικοῦ δικαστού πρός εκτίμηση τοῦ ἄν ενδεχομένως πρέπει νά ὑποβληθοῦν προδικαστικά ερωτήματα, ὁ Foglia επικαλείται τήν εθνική πρακτική, κυρίως τήν γαλλική καί τήν ιταλική, καθώς καί τήν ὁμοφωνία τῆς θεωρίας καί τῆς προηγουμένης νομολογίας τοῦ Δικαστηρίου, μέ πιό πρόσφατη τήν ἀπόφαση του τῆς 14ης Φεβρουαρίου 1980 (ΟΝΡΤS, υπόθεση 53/79, Racc. σ. 273). Κατά τόν ενάγοντα στην κυρία δίκη, ή ἑρμηνεία πού έχει δώσει μέχρι στιγμής τό Δικαστήριο στό άρθρο 177 επέτρεψε: νά καταστούν οἱ εθνικοί δικαστές πρωτοστάτες τῆς ἐφαρμογής τοῦ κοινοτικού δικαίου νά συμπεριληφθοῦν οἱ ιδιώτες στους ὁποίους τό άρθρο 177 έδωσε τήν δυνατότητα νά υποστηρίζουν τά συμφέροντα τους ἀπ' ευθείας στό κοινοτικό επίπεδο. τό γεγονός ὅτι ὁ προσανατολισμός τοῦ Δικαστηρίου θά τό ὁδηγήσει, ὑπό τήν πίεση τῶν παρεμβαινόντων Κρατών μελῶν, νά επανεξετάζει ἀκόμα περισσότερο σέ βάθος τήν εκτίμηση τοῦ ἐθνικοῦ δικαστοῦ περί τοῦ ἄν πρέπει νά ἀπευθυνθεί στό Δικαστήριο καί ειδικότερα τήν κρίση περί τοῦ ἄν ἡ ἀρχική διαφορά είναι πραγματική. Κατά τόν ενάγοντα στην κυρία δίκη, πέρα τῶν ἀντικειμενικών δυσχερειών καί τῶν κινδύνων τραγικών παρανοήσεων πού συνεπάγονται τέτοιοι προσανατολισμοί, κάτι τέτοιο ἀντιβαίνει πρός τήν ἀρχή τῆς εξειδικεύσεως τῶν δικαστηρίων καί παραβλέπει τήν δυσχερή θέση στην ὁποία θά βρεθεί καί τίς τεχνικές δυσκολίες πού θά έχει νά ἀντιμετωπίσει ὁ παραπέμπων δικαστής ἐν ὄψει ἐνδεχομένων εκτιμήσεων τοῦ Δικαστηρίου, τίς όποιες θά ήταν δύσκολο νά ενσωματώσει στην εθνική δικονομική πραγματικότητα. Μία επανεξέταση σέ κοινοτικό επίπεδο τοῦ ἄν τά ερωτήματα έχουν σχέση μέ τήν επίλυση τῆς διαφοράς δέν θά επέτρεπε έξ άλλου, κατά τόν ενάγοντα στην κυρία δίκη, παρά τήν επαναφορά τῆς δικογραφίας στόν εθνικό δικαστή γιά νά διευκρινίσει καλύτερα τό ἄν τά ερωτήματα έχουν τήν σχέση αυτή. Πράγματι, βάσει τῆς γενικής ἀρχής δυνάμει τῆς ὁποίας ή ἀκυρότητα στό δικονομικό δίκαιο εἶναι ἀθεράπευτη, δέν δύναται κανείς νά συναγάγει, χωρίς άλλο, τήν ἀκυρότητα, ἀπό τήν έλλειψη σχέσεως τοῦ προδικαστικού ερωτήματος πρός τήν επίλυση τῆς διαφοράς Στά πλεονεκτήματα αυτά, ὁ ενάγων στην κυρία δίκη, ἀντιτάσσει τους κινδύνους πού εγκυμονεί ὁ νέος προσανατολισμός τοῦ Δικαστηρίου, δηλαδή: ὁ κίνδυνος νά υπονομευθεῖ τό κλίμα εμπιστοσύνης καί ἀμοιβαίας συνεργασίας πού έχει δημιουργηθεί μεταξύ τοῦ Δικαστηρίου καί τῶν εθνικών δικαστῶν καί τό γεγονός ὅτι θά υποχρεώσει τό Δικαστήριο νά διακρίνει μεταξύ εἰκο νικῶν καί πραγματικών προσφυγών, πράγμα πού θά κατέληγε σέ «βυζαντινισμό», πρόσχημα γιά ἀνωφελείς θεωρητικές κατασκευές καί πηγή νομικής ἀνασφαλειας. Πολύ περισσότερο δέ, πού τό μεγαλύτερο μέρος τῶν περιπτώσεων πού υπεβλήθησαν στην κρίση τοῦ Δικαστηρίου έως σήμερα, ἄν δέν ήταν ἀκριβώς εικονικές διαφορές, ήταν πάντως «test cases». 3053

Ὁ ενάγων στην κυρία δίκη, ἀποκρούει επίσης τά επιχειρήματα τοῦ γενικοῦ εισαγγελέως, γιά νά στηρίξει τόν νέο αυτό προσανατολισμό. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 16. 12. 1981 ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80 Ἀφ'ενός μέν, μέ την διαπίστωση ὅτι δέν υπάρχει διαφορά μεταξύ τῶν ενώπιον τοῦ εθνικού δικαστού διαδίκων ως πρός τήν ἑρμηνεία πού πρέπει νά δοθεί στην επίμαχη διάταξη καί τό συμπέρασμα στό όποιο καταλήγει περί τοῦ ὅτι δέν υπάρχει ζήτημα ερμηνείας, ὁ γενικός εἰσαγγελεύς ὄχι μόνο συγχέει τίς ἀπόψεις τῶν διαδίκων στην διαφορά πού ἀποτελεί τό ἀντικείμενο τῆς κυρίας δίκης καί τίς ἀπόψεις πού διετύπωσαν στό πλαίσιο τῆς προδικαστικής διαδικασίας, άλλα παραβλέπει καί τό ὅτι «τό ουσιῶδες στην διαδικασία παραπομπής τοῦ ἄρθρου 177 δέν εἶναι οἱ ἀπόψεις ἡ ή συμπεριφορά τῶν διαδίκων, άλλα ή πεποίθηση τοῦ ἐθνικοῦ δικαστοῦ». Ἀφ' ἑτερου, σέ ὅ,τι άφορᾶ τόν κίνδυνο, πού υπάρχει σύμφωνα μέ τόν γενικό εισαγγελέα, νά θίγουν οἱ δικονομικές εγγυήσεις τίς όποιες πρέπει νά ἀπολαύουν τά Κράτη μέλη ἡ νομοθεσία τῶν ὁποίων τίθεται ὑπό ἀμφισβήτηση, ὁ ενάγων στην κυρία δίκη θεωρεί ὅτι εἶναι κυρίως τά άτομα πού ἔχουν «προστατευόμενα έννομα συμφέροντα έναντι τῶν εθνικών ἀρχων» καί ὄχι τό ἀντίστροφο. 'Εξ άλλου, δέν εἶδε νά εκδηλώνεται ἡ ἰδία αυτή μέριμνα πρός διασφάλιση τῶν δικονομικών εγγυήσεων σέ μία υπόθεση παρόμοια μέ τήν προκειμένη καί ὅπου τό Δικαστήριο ἀπεφάνθηἐπί ενός ἀφορῶντος τήν γαλλική νομοθεσία προδικαστικοῦ ερωτήματος πού εἶχε υποβάλει ιταλικό δικαστήριο (ἀπόφαση τῆς 14ης Φεβρουαρίου 1965, Albatros, 20/64, Rec. ΧΙ-3, σ. 1). Τέλος, ἡ νομολογία τοῦ Δικαστηρίου πού ἀνέφερε ὁ γενικός εἰσαγγελεύς στίς προτάσεις τουἐπί τῆς υποθέσεως 104/79, δέν έχει σχέση μέ τήν προκειμένη περίπτωση, διότι άφορᾶ τήν ἐφαρμογή τοῦ ἄρθρου 177, στό πλαίσιο μιᾶς ειδικής διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πού συνιστά ιδιομορφία τοῦ ιταλικού δικαίου καί στην ὁποία ἡ έλλειψη εκατέρωθεν ἀκροάσεως ἀποτελεί ἀφετηρία συζητήσεων ὡς πρός τό παραδεκτό τῆς προδικαστικής παραπομπής σέ τέτοιες περιπτώσεις. Ό ενάγων στην κυρία δίκη, εξετάζει κατόπιν τό δεύτερο ερώτημα καί υποστηρίζει ὅτι ὁ εθνικός δικαστής, υποχρεούμενος ἐν πάση περιπτώσει νά επιλύσει τήν διαφορά ὀφείλει νά ἑρμηνεύσει καί νά εφαρμόσει μόνος του τό κοινοτικό δίκαιο, ἄν τό Δικαστήριο κρίνει ὅτι εἶναι ἀναρμόδιο. Τό συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ἀκόμη περισσότερο ἀπό τόν λόγο ὅτι δέν ἀποφαίνεται σέ τελευταίο βαθμό. 'Ως πρός τήν προσεπίκληση τοῦ κράτους εκείνου, τοῦ ὁποίου επικρίνεται ἡ νομοθεσία, παρουσιάζονται δυσκολίες δεδομένων τῶν εμποδίων πού υπάρχουν γενικώς κατά τῆς προσεπικλήσεως ξένων κρατών, υπάρχει δέ πιθανώς προσβολή τοῦ «δόγματος» τῆς κρατικής κυριαρχίας. Τέλος, ἀφοῦ ἀπήντησε στό τέταρτο ερώτημα τοῦ pretore τῆς Bra ὅτι οἱ υποκειμενικές καταστάσεις τῶν ιδιωτών χρήζουν τοῦ αὐτοῦ βαθμού προστασίας ὅπως καί οι ἀρχές πού ευθύνονται γιά τίς προσβαλλόμενες πράξεις, εἴτε εἶναι εἴτε ὄχι διάδικοι, ὁ ενάγων στην κυρία δίκη παραπέμπει στίς παρατηρήσειςἐπί τῆς υποθέσεως 104/79 ὡς πρός τήν ερμηνεία τοῦ ἄρθρου 95 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. 3. Παρατηρήσεις τῆς Novello, ἐναγομένης στην κυρία δίκη 3054 Κατά τήν Novello, ἡ άρνηση τοῦ Δικαστηρίου νά ἀποφανθείἐπί τῆς αιτήσεως περί ερμηνείας πού τοῦ υπέβαλε ὁ pretore τῆς Bra, εμποδίζει τήν άσκηση τῆς δικαιοδοτικῆς εξουσίας τοῦ ἰταλοῦ δικαστοῦ καί ταυτόχρονα εμποδίζει μία ἀτομική υποκειμενική κατάσταση πού γεννᾶται ἐκ τοῦ

FOGLIA / NOVELLO κοινοτικοί) δικαίου, νά εὕρει στό μέλλον ὁριστική προστασία μέ την χρησιμοποίηση μέσων παροχής ενδίκου προστασίας βάσει τοῦ ἰταλικοῦ δικαίου. Ή άρνηση αύτη έχει επίσης ἀντανακλαστικό ἀποτέλεσμα στίς σχέσεις πού γεννῶνται στά πλαίσια τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου, ἀλλά οἱ όποιες προϋποθέτουν τό ενδεχόμενο νά ἀνατεθεί ἐν μέρει ή προστασία τους στον κοινοτικό δικαστή. Κατά τήν άποψη τῆς Novello, οἱ προτάσεις τοῦ γενικού εισαγγελέως καί τό σκεπτικό τοῦ Δικαστηρίου στην υπόθεση 104/79, προβαίνοντας στην διαπίστωση τοῦ τεχνητού χαρακτῦρος τῆς διαφοράς, υποκρύπτουν τήν πρόθεση τοῦ Δικαστηρίου νά αποκλείσει τήν περίπτωση, κάθε φορά πού κινεί ἡ 'Επιτροπή τήν διαδικασία παραβάσεως κατά Κράτους μέλους κατά τό άρθρο 169 καί προστίθενταιἐπί τοῦ ιδίου θέματος προδικαστικά ερωτήματα πού υποβάλουν οἱ δικαστές άλλων Κρατῶν μελῶν, τῆς ἐκ τῶν προτέρων δημιουργίας ἀποτελεσμάτων ἐκ τῆς ερμηνείας πού δίδεται εἰς βάρος τοῦ Κράτους μέλους κατά τοῦ ὁποίου κινείται ή διαδικασία. θέσει τό πρόβλημα περί υπάρξεως τέτοιας σχέσεως σέ συμπληρωματική καί διαδοχική έρευνα. Στό πλαίσιο τῆς έρευνας αυτής, τό Δικαστήριο έκρινε ὀρθό νά ἀποφανθεί ὅτι μία εκκρεμούσα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου διαφορά πρέπει νά θεωρείται τεχνητή κάθε φορά πού οἱ διάδικοι επιλέγουν νά προτείνουν στό τελευταίο αυτό (παρά στό Δικαστήριο τῆς Κοινότητος) μία λύση ἀνάλογη ή ἀκόμα καί ταυτόσημη ὡς πρός τήν ερμηνεία τῶν κανόνων τῆς συνθήκης. Κατά τήν Novello ὅμως, έστω καί ἄν ἀνεγνωρίζετο στό Δικαστήριο ἡ εξουσία νά ελέγχει τό ἄν είναι σχετική ἡ υποβολή ερωτήματος περί ερμηνείας, ἡ δικονομική έννοια τῶν ζητημάτων περί ἑρμηνείας δέν δύναται μέ κανένα τρόπο νά συνδυασθεί μέ ἀπόκλιση άλλα μᾶλλον μέ σύμπτωση τῶν ἀπόψεων τῶν διαδίκων καί ἐξ άλλου, πράγμα πού εἶναι καί σημαντικότερο, ἡ δικονομική έννοια τῆς διαφορᾶς εἶναι διαφορετικότερη ἀπό τήν έννοια τοῦ ερωτήματος περί ἑρμηνείας. Γιά νά καταλήξει στό ἀποτέλεσμα αυτό, τό Δικαστήριο στηρίζει τήν ἀναρμοδιότητα του στην ἀξίωσή του νά εκτιμήσει κατ'οὐσία τήν εκκρεμούσα ενώπιον τοῦ εθνικού δικαστού διαφορά, καθώς καί στην ἀξίωση νά εκτιμήσει τά πραγματικά συμφέροντα τῶν διαδίκων ενώπιον τοῦ ἐν λόγω δικαστηρίου. 'Αντιποιείται έτσι τήν διακριτική εξουσία τοῦ ἰταλοῦ δικαστοῦ (πού στηρίζεται στό σύνταγμα του), ἡ ὁποία συνίσταται στην εκτίμηση τοῦ ἄν, γιά τήν πληρότητα τῆς ἀποφάσεως ἡ ὁποία εκδίδεταιἐπί τῆς εσωτερικής διαφορᾶς, εἶναι σχετική ἡ ενδεχομένη υποβολή ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου ερωτημάτων περί ἑρμηνείας καί δέχεται τήν εξουσία τοῦ κοινοτικοῦ δικαστοῦ, εξουσία τῆς ὁποίας κανένα ίχνος δέν δύναται νά ἀνευρεθεῖ στίς συνθήκες, νά Κατά τήν εναγομένη στην κυρία δίκη, ή στάση τοῦ Δικαστηρίου ὁδηγεί τόν ευρωπαῖο καταναλωτή νά ἀναρωτηθεί ἄν δύναται, κατά τήν άσκηση τῆς αυτονομίας του στην διαμόρφωση δικαιοπρακτικῆς βουλήσεως, νά υπολογίζει στην προστασία πού τοῦ εγγυώνται οἱ κανόνες τῆς συνθήκης ἡ ἐν πάση περιπτώσει οἱ νομοθετικές πράξεις τῶν κοινοτικών ὀργάνων πού «ἐφαρμόζονται άμεσα» στην έννομη τάξη τῶν Κρατών μελών καί επίσης ἄν δύναται ἀκόμα νά θεωρήσει ὅτι οἱ υποκειμενικές καταστάσεις ἐκ τοῦ οὐσιαστικοῦ κοινοτικοῦ δικαίου πού προβάλλει ενώπιον δικαστηρίου καί ἀπαιτοῦν τήν συνεργασία μεταξύ τοῦ Δικαστηρίου ΕΟΚ καί τῶν εθνικών δικαστών, ἀπολαύουν πραγματικῆς προστασίας στηριζομένηςἐπί ἀποφάσεων περί ἑρμηνείας τοῦ Δικαστηρίου ΕΟΚ. 3055

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 16. 12. 1981 ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80 Ἡ εναγόμενη στην κυρία δίκη ἀναμένει ὅτι μέ την ἀπόφαση του τό Δικαστήριο θά κρίνει ὅτι ἡ προστασία αυτή δέν δύναται να ποικίλλει σέ βαθμό καί ἔνταση ἀνάλογα μέ τό ἄν κατά τήν εθνική διαδικασία ἤ κατά τήν διαδικασία ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου ΕΟΚ, οἱ ἀρχές τῶν Κρατών μελών τῶν ὁποίων οἱ νομοθετικές διατάξεις είναι ἀντικείμενο ερωτημάτων περί ερμηνείας ὡς πρός το ἄν συμβιβάζονται μέ τήν συνθήκη ΕΟΚ, παρίστανται καί εἶναι διάδικοι ἀπό τήν ἀρχή. Τέλος ὡς πρός τό άρθρο 95, ἡ εναγομένη στην κυρία δίκη ἀναφέρεται ἐπίσης στά ὅσα ἀνέπτυξε στην υπόθεση 104/79. 4. Παρατηρήσεις τῆς γαλλικῆς κυβερνῆ σεως Κατά τήν γαλλική κυβέρνηση τό πρόβλημα τῆς κατά τό άρθρο 177 ἁρμοδιότητός του τό έχει ήδη ἐξετάσει τό Δικαστήριο κατά τρόπο σαφή καί πλήρη στην ἀπόφαση του τῆς 11ης Μαρτίου 1980. Ή σχετικότης τοῦ δεδικασμένου κωλύει τό Δικαστήριο νά επανεξετάσει τό ζήτημα ἐφ' ὅσον δέν υπάρχει κανένα νέο στοιχείο πού νά δικαιολογεί μία τέτοια επανεξέταση καί πολύ περισσότερο, νά επιλύσει ζητήματα ουσίας, τά όποια εἶχε ἀρνηθεί νά επιλύσει λόγω ἀναρμοδιότητος. Ή ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου δέν συνιστά, άλλωστε, μεταστροφή τῆς νομολογίας. Τό εθνικό δικαστήριο παραμένει τό μόνο ἁρμόδιο νά εκτιμήσει ποιά ερωτήματα θά επιλέξει καί τό ἄν εἶναι σχετικά, ἀλλά ἡ ἀρχή αυτή έχει ἐξαιρέσεις. "Ετσι, ὅπως ὁ μηχανισμός τοῦ άρθρου 177 τῆς συνθήκης δέν ἔχει νόημα παρά μόνο ἄν υπάρχει διαφορά, στό Δικαστήριο εναπόκειται νά κρίνει εαυτό ἀναρμόδιο, ἐλλείψει προφανούς διαφορᾶς. Αυτό δέν συνεπάγεται, λόγω τοῦ προδήλου χαρακτῆρος τῆς ελλείψεως αυτής, καμμία ουσιαστική έρευνα τῶν πραγματικών περιστατικών καί κατά συνέπεια δέν συνιστά κανενός εἴδους ἀντιποίηση ἁρμοδιοτήτων 3056 τοῦ δικαστού στην συγκεκριμένη διαδικασία. Ὡς πρός τήν δυνατότητα νά ἀχθεῖ ξένο κράτος ενώπιον ἐθνικοῦ δικαστηρίου, ή γαλλική κυβέρνηση τονίζει κατ' ἀρχάς, ὅτι μία διαδικασία, ὅπως ἡ προκειμένη, ὅπού δύο ιδιώτες θέτουν ὑπό ἀμφισβήτηση ἕνα γαλλικό νόμο ἐνώπιον ἰταλοῦ δικαστού καί τοῦ ζητούν γιά τόν λόγο αυτό νά παραπέμψει τήν διαφορά στό Δικαστήριο, δύναται κατά τήν γνώμη της, νά προσβάλει τά δικαιώματα υπερασπίσεως τοῦ γαλλικού κράτους. Αυτό ὀφείλεται, ἀφ' ενός μέν, στό γεγονός ὅτι οἱ διάδικοι δέν ἐχρησιμοποίησαν τά ένδικα μέσα πού προσφέρει τό γαλλικό δίκαιο καί, ἀφ' έτερου, στό γεγονός ὅτι ἡ γαλλική κυβέρνηση δέν ἐξε προσωπήθη ενώπιον τοῦ pretore καί δέν ἠδυνήθη νά μετάσχει στίς συζητήσεις ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου ὑπό τήν ιδιότητα πραγματικοῦ διαδίκου. 'Ωστόσο, ἡ γαλλική κυβέρνηση δέν ἀποδέχεται τήν δυνατότητα νά ἀχθεῖ ξένο κράτος ενώπιον ἐθνικοῦ δικαστηρίου. Πρός υποστήριξη τοῦ ἰσχυρισμοῦ της, επικαλείται τήν ἀρχή τοῦ δημοσίου διεθνοῦς δικαίου περί τῆς ετεροδικίας τῶν κρατών, σύμφωνα μέ τήν ὁποία δέν δύναται ένα κράτος νά υποχρεωθεί νά παραστεί ενώπιον ἀλλο δαποῦ δικαστηρίου. Τό ερώτημα πού έθεσε τό παραπέμπον δικαστήριο ἀποτελεί, ἐξ άλλου, ἐρώτημα περί ερμηνείας τοῦ κανόνος αὐτοῦ τοῦ διεθνοῦς δικαίου καί ὄχι κανόνος τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. Κατά συνέπεια, τό Δικαστήριο εἶναι ἀναρμόδιο νά ἀπαντήσει. 5. Παρατηρήσεις τῆς δανικής κυβερνήσεως Ἡ ἐν λόγω κυβέρνηση ἡ ὁποία περιορίζει τίς παρατηρήσεις τῆς στό πρώτο ερώτημα πού υπεβλήθη πρός τό δικαστήριο, θεωρεί ὅτι ναί μέν ἀφ' ενός εναπόκειται στά εθνικά καί μόνο δικαστήρια νά ἐκτιμοῦν,

ἐντελώς ἀνεξάρτητα, την ἀνάγκη χρήσεως της διαδικασίας τοῦ ἄρθρου 177 της FOGLIA / NOVELLO συνθήκης ΕΟΚ, ὅμως, ἀφ' έτερου, ἡ ἁρμοδιότητα τοῦ Δικαστηρίου πρός καθορισμό των ερωτημάτων ἐπό τῶν ὁποίων έχει δικαιοδοσία νά ἀπαντήσει εἶναι ἀποκλειστική. Ἐπειδή, κατά τήν άποψη της, οἱ εγγυήσεις ἀσφαλείας τοῦ δικαίου πού προσφέρει τό κοινοτικό δίκαιο σέ σχέση μέ τήν νομοθεσία τῶν Κρατῶν μελών ἐξασθενίζουν σημαντικῶς, ὅταν πρόκειται γιά προδικαστικές υποθέσεις πού ἀφοροῦν τήν νομοθεσία ἑνός Κράτους μέλους διαφορετικοῦ ἀπό ἐκεῖνο στό όποιο 'έχει τήν έδρα του τό παραπέμπον δικαστήριο, τέτοιες καταστάσεις πρέπει νά ἀποφεύγονται έκτός ἄν, βάσει τῶν κανόνων τοῦ ἰδιωτικοῦ διεθνοῦς δικαίου ένα δικαστήριο εφαρμόζει τό δίκαιο ενός άλλου Κράτους μέλους καί χρειάζεται ὑπό τίς περιστάσεις αὐτές ἑρμηνεία τῶν κανόνων τοῦ κοινοτικοί) δικαίου. Θεωρεί, συνεπώς, ἀπολύτως ενδεδειγμένο νά μήν άπαντᾶ τό Δικαστήριο, χωρίς πάντως νά ἀποφαίνεταιἐπί τῶν ἀμφισβητουμένων πραγματικών περιστατικών, κάθε φορά πού, ὅπως στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει ἀπό τήν δικογραφία ὅτι ή υπόθεση πρέπει ἡ δύναται νά ἀχθεῖ ενώπιον τῶν δικαστηρίων τοῦ κράτους τοῦ ὁποίου ἡ νομοθεσία τίθεται ὑπό ἀμφισβήτηση. ΙΙΙ Προφορική διαδικασία Ὁ Foglia, ενάγων στην κυρία δίκη, εκπροσωπούμενος ἀπό τους δικηγόρους Ρώμης E. Cappelli καί Ρ. De Caterini, ή Novello, εναγομένη στην κυρία δίκη, ἐκπροσωπούμενη ἀπό τόν δικηγόρο Ρώμης G. Motzo, ἡ Ἐπιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμενη ἀπό τόν νομικό τῆς σύμβουλο Α. Abate καί ἡ γαλλική κυβέρνηση εκπροσωπούμενη ἀπό τους Ν. Museux καί Α. Carnelutti ἀνέπτυξαν προφορικώς τίς παρατηρήσεις τους στην συνεδρίαση τῆς 2ας 'Ιουνίου 1981. Ό γενικός εἰσαγγελεύς ἀνέπτυξε τίς προτάσεις του στην συνεδρίαση τῆς 9ης 'Ιουλίου 1981. Σκεπτικό 1 Μέ διάταξη τῆς 18ης 'Οκτωβρίου 1980, ἡ ὁποία περιῆλθε στό Δικαστήριο στίς 5 Νοεμβρίου 1980, ὁ pretore τῆς Bra υπέβαλε, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, πέντε προδικαστικά ερωτήματα ὡς πρός τήν ερμηνεία τοῦ άρθρου 177 καί τοῦ ἄρθρου 95 τῆς συνθήκης. 2 Ή διάταξη αύτη εξεδόθη στά πλαίσια ἐκκρεμοῦς ενώπιον τοῦ pretore διαφορᾶς πού εἶχε ἤδη προκαλέσει τήν υποβολή μιας πρώτης σειρᾶς προδικαστικών ερωτημάτων ὡς πρός τήν ερμηνεία τῶν άρθρων 92 καί 95 τῆς συνθήκης ἐπί των ὁποίων τό Δικαστήριο εξέδωσε τήν ἀπόφαση τῆς 11ης Μαρτίου 1980 (Foglia κατά Novello, 104/79, Racc. σ. 745). 3057

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 16. 12. 1981 ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80 3 Ὑπενθυμίζεται ὅτι ἡ διαφορά στην κυρία δίκη άφορα τά έξοδα ἀποστολῆς στά όποια ὑπεβλήθη ὁ προσφεύγων Foglia, οἰνέμπορος κάτοικος Santa Vittoria d'alba της επαρχίας Cuneo τοῦ Πεδεμοντίου 'Ιταλίας, γιά την ἀποστολή μερικῶν χαρτοκιβωτίων ιταλικῶν οἴνων τύπου vins de liqueur (ἡδυπότων), τά όποια ἠγο ράσθησαν ἀπό τήν εναγομένη Novello καί ἀπεστάλησαν κατ' ἐντολήν τῆς σέ ἕναν παραλήπτη στό Menton τῆς Γαλλίας. 4 Όπως προκύπτει ἀπό τήν δικογραφία, στην σύμβαση πωλήσεως μεταξύ τοῦ Foglia καί τῆς Novello ὡρίζετο ὅτι ενδεχόμενοι φόροι πού θά ἐπεβάλλοντο ἀπό τίς ιταλικές ἡ γαλλικές ἀρχές καί θά ήσαν ἀντίθετοι πρός τό σύστημα τῆς ελευθέρας κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων μεταξύ τῶν δύο χωρών ή, ἐν πάση περιπτώσει, θά ἐπεβάλλοντο ἀχρεωστήτως, δέν θά ἐβάρυναν τήν Novello. Στην σύμβαση τοῦ Foglia μέ τήν επιχείρηση Danzas, στην ὁποία ἀνέθεσε τήν μεταφορά τῶν χαρτοκιβωτίων οίνου liqueur στό Menton, περιελαμβάνετο ἀνάλογη ρήτρα. Ή ρήτρα αυτή προέβλεπε ὅτι οἱ παράνομοι ἤ ἀχρεωστήτως επιβληθέντες φόροι δέν θά ἐβάρυναν τόν Foglia. 5 Ή πρώτη διάταξη περί παραπομπής, ἡ ὁποία προεκάλεσε τήν έκδοση τῆς προαναφερθείσης ἀποφάσεως τῆς 11ης Μαρτίου 1980, εδέχθη ὅτι τό ἀντικείμενο της διαφορᾶς περιωρίζετο μόνο στό ποσό πού κατεβλήθη ὡς φόρος καταναλώσεως κατά τήν εισαγωγή τῶν οἴνων liqueur στό γαλλικό έδαφος. Ἀπό τήν δικογραφία προέκυπτε ὅτι οἱ φόροι αυτοί καταναλώσεως κατεβλήθησαν ἀπό τήν Danzas πρός τίς γαλλικές ἀρχές χωρίς διαμαρτυρία ἡ ἀντίρρηση καί ὅτι ὁ Foglia έπλήρωσε ἐξ ὁλοκλήρου τόν λογαριασμό τῶν εξόδων ἀποστολής πού τοῦ προσε κόμισε ἡ Danzas στόν όποιο περιελαμβάνετο τό ποσό τῶν ἐν λόγω φόρων, χωρίς νά τῆς ἀντιτάξει τήν ρητώς προβλεπομένη ρήτρα περί «παρανόμων ή ἀχρεωστήτως επιβληθέντων φόρων». Ἀντιθέτως, προκύπτει ὅτι ἡ Novello ἠρνήθη νά καταβάλει τό ἴδιο ποσό στόν Foglia επικαλούμενη τήν ταυτόσημη ρήτρα ἡ ὁποία εἶχε περιληφθεί στην σύμβαση τους. 6 'Επειδή ὁ pretore ἐσχημάτισε τήν ἀντίληψη ὅτι οἱ ισχυρισμοί ἀμύνης πού προέβαλε ἡ Novello ἀνεφέροντο στό κύρος τῆς γαλλικής νομοθεσίας περί τῶν φόρων καταναλώσεως πού επιβάλλονται ἐπί τῶν οἴνων liqueur, σέ σχέση μέ τήν συνθήκη ΕΟΚ, υπέβαλε πρός τό Δικαστήριο σειρά ερωτημάτων ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 95 καί, επικουρικώς, τοῦ ἄρθρου 92. 3058

FOGLIA / NOVELLO 7 Στην προαναφερθείσα ἀπόφαση τῆς 11ης Μαρτίου 1980, τό Δικαστήριο ἀπεφάνθη ὅτι δέν ἦτο ἁρμόδιο νά κρίνει ἐπί τῶν ερωτημάτων πού υπέβαλε τό εθνικό δικαστήριο. Σχετικῶς διέλαβε ὅτι: «Ἡ ἀποστολή πού έχει ἀνατεθεί στό Δικαστήριο ἀπό τό άρθρο 177 της συνθήκης συνίσταται στην παροχή πρός ὅλα τά δικαιοδοτικά ὄργανα τῆς Κοινότητος τῶν στοιχείων ἑρμηνείας τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου πού τους εἶναι ἀναγκαία γιά τήν επίλυση πραγματικῶν διαφορών πού υποβάλλονται ενώπιόν τους. "Αν, μέσω συμφωνιών ὅπως εκείνες πού περιεγράφησαν ἀνωτέρω, τό Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο νά ἀποφανθεί, ἡ ἀπόφαση του θά έθιγε τό ὅλο σύστημα τῶν μέσων παροχής ενδίκου προστασίας πού διαθέτουν οἱ ιδιώτες γιά νά προστατευθοῦν κατά τῆς εφαρμογής φορολογικών νόμων πού ἀντίκεινται στίς διατάξεις τῆς συνθήκης.» 8 Όπως προκύπτει ἀπό τήν διάταξη περί παραπομπής, ἡ εναγομένη στην κυρία δίκη ἀμφισβήτησε τήν ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου μέ τήν σκέψη ὅτι τό Δικαστήριο, κρίνοντας κατά τόν τρόπο αυτό, παρενέβη στην άσκηση τῆς διακριτικής εξουσίας τοῦ ἰταλοῦ δικαστοῦ. Υπεστήριξε ὅτι μία τέτοια εφαρμογή ἀπό τό Δικαστήριο τοῦ ἄρθρου 177 θά ἐδημιούργει, ἐπί εσωτερικοί) επιπέδου, ζήτημα συνταγματικής τάξεως. 'Επικουρικώς, έθεσε ένα ερώτημα ὡς πρός τήν ερμηνεία τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ καί ζήτησε ἐπί πλέον τήν προσεπίκληση τῆς Γαλλικής Δημοκρατίας. 9 Ἐν ὄψει τῶν αιτημάτων αυτών, ὁ pretore έκρινε ἀναγκαίο νά ἀπευθυνθεί ἐκ νέου στό Δικαστήριο καί νά τοῦ υποβάλει ὁρισμένα ερωτήματα ὡς πρός τήν ερμηνεία τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης, γιά νά έχει ἀκριβέστερη καί περισσότερο βεβαία ἀξιολόγηση τῆς εκτάσεως καί τῆς σημασίας τῆς ἀποφάσεως τῆς 11ης Μαρτίου 1980. 10 Θεωρών ὅτι πιθανόν νά ἐγεννήθη παρανόηση ἀπό τήν διατύπωση τῆς πρώτης του διατάξεως, ὁ pretore ἐτόνισε ιδιαιτέρως ένα στοιχείο τό όποῖο, κατά τήν γνώμη του, δέν ἀνεφέρετο σαφώς στην διάταξη εκείνη. Πράγματι, ἡ εναγομένη, ἀπό τήν πρώτη συνεδρίαση στην ὁποία παρέστη, ἠρνήθη νά περιορίσει τό αἴτημά τῆς απλώς καί μόνον στην ἀπόρριψη τῆς ἀγωγής τοῦ ενάγοντος. Διά τῆς χρήσεως μιᾶς συνήθους στό ιταλικό δίκαιο διαδικασίας, υπέβαλε ένα «αυτοτελές, εντός ὁρισμένων ὁρίων, αίτημα περί εκδόσεως ἀναγνωριστικής ἀποφάσεως ὡς πρός τά δικαιώματα καί τίς ἀντικειμενικές έννόμους καταστάσεις». 3059

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 16. 12. 1981 - ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80 11 Διάτους λόγους αυτούς, ὁ pretore τῆς Bra ἀπεφάσισε νά ἀπευθυνθεί ἐκ νέου πρός τό Δικαστήριο καί νά τοῦ υποβάλει τά ἀκόλουθα ερωτήματα: «1. Ποία εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, σέ σχέση πρός τήν εξουσία τοῦ Δικαστηρίου νά εκτιμήσει τήν διατύπωση τῶν ερωτημάτων περί ερμηνείας πού τοῦ υποβάλλονται καθώς καί τήν σπουδαιότητα τους εντός τῆς ὅλης οικονομίας τῆς κυρίας υποθέσεως ειδικότερα, ποιες εἶναι ἀντιστοίχως οἱ ἀρμοδιότητες τοῦ Δικαστηρίου καί τῶν δικαστῶν πού προβαίνουν στίς προδικαστικές παραπομπές λαμβανομένων κυρίως ὑπ' ὄψη των εξουσιών πού παρέχουν στους τελευταίους τά ἀντίστοιχα εθνικά τους συστήματα ως πρός τήν εκτίμηση ὅλων τῶν πραγματικῶν καί νομικών περιστατικών πού ἀναφέρονται στή διάσταση ἀπόψεων ἐπί τῆς ουσίας, καθώς καί τῶν ζητημάτων πού τίθενται, ὅταν ἰδίως στην συγκεκριμένη διαδικασία ζητείται ἡ έκδοση ἀναγνωριστικών ἀποφάσεων; 2. Στην περίπτωση κατά τήν ὁποία τό Δικαστήριο, στό πλαίσιο μιᾶς προδικαστικής παραπομπῆς, κρίνει, γιά ένα ὁποιονδήποτε λόγο, ὅτι εἶναι ἀναρμόδιο νά ἀποφανθεί ἐπί τῶν ερωτημάτων πού τοῦ υπεβλήθησαν ὁ παραπέμπων δικαστής πού εἶναι υποχρεωμένος ἀπό τό εθνικό του δίκαιο νά εκδώσει ὁπωσδήποτε ἀπόφαση, δύναται, καί ἄν ναί, εντός ποίων ὁρίων καί σύμφωνα μέ ποιά κριτήρια, νά προβεί ὁ ἴδιος στην ερμηνεία τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου ἤ ἀντίθετα ὀφείλει νά ἀποφασίσει ἀποκλειστικά ὑπό τό φῶς τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου; 3. Ὑπάρχει μήπως στό κοινοτικό σύστημα, στό πλαίσιο τῶν ερμηνευτικών κριτηρίων τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, μία γενικῆς φύσεως αρχή, πού νά επιβάλει ἡ νά επιτρέπει στους εθνικούς δικαστές οἱ όποιοι επιλαμβάνονται διαφορών κατά τήν πορεία τῶν ὁποίων ἀνακύπτουν προβλήματα ερμηνείας τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου πού θέτουν ὑπό ἀμφισβήτηση εθνικούς κανόνες, οἱ όποιοι ενδεχομένως ἀνήκουν σέ συστήματα διαφορετικά ἀπό ἐκεῖνο στό όποιο ἀνήκει ὁ δικάζων δικαστής νά ἀποφασίζουν, πρίν ἀπό τήν προδικαστική παραπομπή στό Δικαστήριο, τήν προσεπίκληση τῶν άρχων τοῦ ενδιαφερομένου Κράτους μέλους; 4. Ἐν πάση περιπτώσει, κάθε φορά πού εγείρεται σέ μία μεταξύ ιδιωτών δίκη ενώπιον τῶν εθνικών δικαστηρίων ἡ τίθεται ἀπό τά ἐν λόγω δικαστήρια ζήτημα ερμηνείας πού έχει ἀπ' ευθείας συνέπειες ἐπί τῶν υποκειμενικών έννομων καταστάσεων πολιτών ἡ επιχειρηματιών ενός Κράτους μέλους, οἱ έννομες αυτές καταστάσεις ουσιαστικοῦ κοινοτικοί) δικαίου ἀπολαύουν μήπως ενός βαθμοῦ προστασίας διαφορετικοῦ καί πάντως ἀσθενέστερου 3060

FOGLIA / NOVELLO ἀπό τόν βαθμό προστασίας πού δύνανται τύχουν οἱ ἴδιες υποκειμενικές καταστάσεις στην περίπτωση πού οἱ διοικητικές ἀρχές τῶν Κρατῶν μελῶν, οἱ νομικές διατάξεις τῶν ὁποίων ἀποτελοῦν τό ἀντικείμενο τῶν περί ἑρμηνείας ερωτημάτων πού ἀφοροῦν τό συμβιβαστό τους με τήν συνθήκη ΕΟΚ, παρίστανται καί εἶναι διάδικοι στην δίκη, εἴτε ἐνώπιον τῶν εθνικών δικαστηρίων εἴτε ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου ΕΟΚ; 5. Μήπως τό άρθρο 95 ΕΟΚ έχει τήν έννοια ὅτι ἡ ἀπαγόρευση ενός εσωτερικοί) φόρου, ὁ όποιος διαφοροποιείται σύμφωνα μέ τήν καταγωγή καί τήν προέλευση ενός προϊόντος, άφορᾶ επίσης περιπτώσεις ἀνάλογες μέ αυτήν τοῦ γαλλικοῦ φορολογικοῦ συστήματος τῶν οἴνων τύπου vins de liqueur (ἡδυπότων), ὅπως έχει λεπτομερώς περιγραφεί στην υπόθεση 104/92;» Ἐπί τοῦ 1ου, 3ου καί 4ου ερωτήματος 12 Μέ τό πρώτο του ερώτημα ὁ pretore ἐζήτησε νά καθορισθοῦν τά ὅρια τῆς εξουσίας εκτιμήσεως πού ἡ συνθήκη επιφυλάσσει ἀφ' ενός μέν υπέρ τοῦ ἐθνικοῦ δικαστοῦ, ἀφ' έτερου δέ υπέρ τοῦ Δικαστηρίου, ως πρός τήν διατύπωση τῶν προδικαστικών ερωτημάτων καί τήν εκτίμηση τῶν πραγματικών περιστατικών καί νομικών ζητημάτων τῆς υποθέσεως πού αναφέρονται στην ἐπί τῆς ουσίας διαφορά, στην περίπτωση ιδίως πού ὁ ἐθνικός δικαστής καλείται νά εκδώσει «ἀναγνωριστική ἀπόφαση». 13 Τό τρίτο καί τέταρτο ερώτημα ἀφοροῦν εἰδικότερα τήν περίπτωση πού υποβάλλονται ερωτήματα περί ερμηνείας μέ σκοπό νά επιτρέψουν στόν δικαστή νά επιλύσει διαφορές πού ἀφοροῦν τό ἄν συμβιβάζονται μέ τό κοινοτικό δίκαιο εθνικές νομοθετικές διατάξεις, οἱ όποιες έχουν θεσπισθεί εἴτε ἀπό τό κράτος τοῦ ἐκδικάζοντος δικαστηρίου, εἴτε, ὅπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, ἀπό άλλο Κράτος μέλος. Ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ ερωτάται ἄν, στην περίπτωση πού ενώπιον τῶν δικαστηρίων Κράτους μέλους, τίθενται ὑπό ἀμφισβήτηση νομοθετικές διατάξεις άλλου Κράτους μέλους, υφίσταται στά πλαίσια τοῦ συστήματος τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου γενική ἀρχή πού επιβάλλει ἡ επιτρέπει στόν δικαστή πού επελήφθη τέτοιας διαφοράς νά προσεπι καλέσει τίς ἀρχές τοῦ ενδιαφερομένου Κράτους μέλους πρίν ἀποφανθεί ἐπί της προδικαστικής παραπομπής στό Δικαστήριο 3061

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 16. 12. 1981 ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80 ἄν ὁ βαθμός προστασίας τῶν ἰδιωτών πού ἀπορρέει ἀπό την διαδικασία τοῦ ἄρθρου 177 διαφέρει ἀναλόγως πρός τό ἄν μία τέτοια ἀμφισβήτηση εγείρεται στά πλαίσια δίκης μεταξύ ιδιωτών ἤ δίκης στην ὁποία διάδικος εἶναι ή διοίκηση τοῦ κράτους, ἡ νομοθεσία τοῦ ὁποίου τίθεται ὑπό ἀμφισβήτηση. 14 Σε ὅ,τι άφορᾶ τό πρῶτο ερώτημα επισημαίνεται, ὅπως τό Δικαστήριο εἶχε τήν εὐκαρία νά τονίσει σέ διάφορες περιπτώσεις, ὅτι τό άρθρο 177 στηρίζεται σέ συνεργασία, ἡ ὁποία προϋποθέτει κατανομή τῶν καθηκόντων μεταξύ τοῦ ἐθνικοῦ καί τοῦ κοινοτικοῦ δικαστοῦ μέ σκοπό τήν ὀρθή εφαρμογή καί τήν ὁμοιόμορφη ερμηνεία τοῦ κοινοτικοί) δικαίου σέ ολα τά Κράτη μέλη. 15 Πρός τόν σκοπό αυτό, στόν εθνικό δικαστή εναπόκειται λόγω τοῦ ὅτι 'έχει επιληφθεί τῆς ουσίας τῆς διαφορᾶς καί ὀφείλει νά ἀναλάβει τήν ευθύνη τῆς ὑπό ἔκδοση ἀποφάσεως νά εκτιμήσει σέ σχέση μέ τά πραγματικά περιστατικά τῆς υποθέσεως ἄν, προκειμένου νά αποφανθεί χρειάζεται ἡ επίλυση ενός προδικαστικοί) ερωτήματος. 16 Κατά την ἄσκηση αὐτῆς τῆς εξουσίας εκτιμήσεως, ὁ εθνικός δικαστής, σέ συνεργασία μέ τό Δικαστήριο, εκπληρώνει ἕνα καθήκον πού τοῦ έχει ἀνατεθεί γιά τήν διασφάλιση τῆς τηρήσεως τοῦ δικαίου κατά τήν εφαρμογή καί τήν ερμηνεία της συνθήκης. 'Επομένως, τά προβλήματα πού δημιουργεῖ ἡ άσκηση τῆς εξουσίας του εκτιμήσεως καί οἱ σχέσεις πού διατηρεῖ μέ τό Δικαστήριο, στό πλαίσιο τοῦ άρθρου 177, υπάγονται ἀποκλειστικά στους κανόνες τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου. 1 7 Γιά νά παράσχουν τήν δυνατότητα στό Δικαστήριο νά ἐκπληρώσει τήν ἀποστολή του σύμφωνα μέ τήν συνθήκη εἶναι ἀπαραίτητο τά εθνικά δικαστήρια νά ἐξηγοῦν τους λόγους, ὅταν οἱ λόγοι αυτοί δέν προκύπτουν σαφῶς ἀπό τήν δικογραφία, γιά τους ὁποίους φρονούν ὅτι ἡ ἀπάντηση στά ἐρωτήματά τους εἶναι αναγκαία γιά τήν επίλυση τῆς διαφορᾶς. 18 Πράγματι, πρέπει νά τονισθεί ὅτι τό ἄρθρο 177 δέν ἀναθέτει στό Δικαστήριο τήν ἀποστολή νά διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες ἐπί γενικών ἡ υποθετικών ζητημάτων, ἀλλά νά συμβάλει στην ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης εντός τῶν Κρατών μελών. Δέν εἶναι επομένως ἀρμόδιο νά άπαντᾶ σέ ερωτήματα περί ερμηνείας 3062

FOGLIA / NOVELLO πού τοῦ ὑποβάλλονται στό πλαίσιο διαδικασίας πού εἶναι προκατασκευασμένη ἀπό τους διαδίκους μέ σκοπό νά ἀγάγουν τό Δικαστήριο στό νά λάβει θέση ἐπί ὡρισμένων προβλημάτων κοινοτικοῦ δικαίου, τά όποια δέν ἀνταποκρίνονται σέ ἀντικειμενική ἀνάγκη πού συνδέεται μέ τήν επίλυση διαφορᾶς. "Αν σέ μία τέτοια περίπτωση τό Δικαστήριο κρίνει εαυτό ἀναρμόδιο, αυτό σέ καμμία περίπτωση δέν πρόκειται νά θίξει τά προνόμια τοῦ ἐθνικοῦ δικαστηρίου, ἐνῶ ἀντιθέτως επιτρέπει νά ἀποφευχθεί ἡ χρησιμοποίηση τῆς διαδικασίας τοῦ ἄρθρου 177 γιά σκοπούς διαφορετικούς ἀπό εκείνους πού έχει ἡ συνθήκη. 19 Ἐπί πλέον, επισημαίνεται ὅτι, ἄν καί τό Δικαστήριο ὀφείλει νά επαφίεται κατά τό δυνατόν στήν κρίση τοῦ ἐθνικοῦ δικαστοῦ ὡς πρός τό ἄν τά ερωτήματα πού ὁ ἐν λόγω δικαστής τοῦ ἀπευθύνει εἶναι ἀναγκαία, πρέπει επίσης νά εἶναι σέ θέση νά προβαίνει σέ οιαδήποτε εκτίμηση πού συνδέεται μέ τήν εκπλήρωση της δικής του ἀποστολής, ιδίως γιά νά εξετάσει, ὅπως ὑποχρεοῦται κάθε δικαστήριο, τήν ἁρμοδιότητα του. Συνεπώς, λαμβανομένων ὑπ' ὄψη τῶν επιπτώσεων των ἀποφάσεων του ἐπί τοῦ θέματος, τό Δικαστήριο ὀφείλει νά λάβει ὑπ' ὄψη του κατά τήν άσκηση τῆς δικαιοδοτικῆς εξουσίας πού ἀρύεται ἀπό τό ἄρθρο 177, όχι μόνον τά συμφέροντα τῶν διαδίκων, ἀλλά καί τά συμφέροντα τῆς Κοινότητος καί τῶν Κρατῶν μελών. Δέν δύναται, επομένως, χωρίς νά παραβεί τά καθήκοντα πού τοῦ έχουν ἀνατεθεί, νά παραμείνει ἀδιάφορο έναντι τῶν εκτιμήσεων στίς όποιες έχουν προβεί δικαστήρια τῶν Κρατών μελών στίς εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τίς όποιες οἱ εκτιμήσεις αὐτές δύνανται νά έχουν επίπτωση ἐπί τῆς ομαλής λειτουργίας τῆς διαδικασίας πού προβλέπει τό άρθρο 177. 20 "Αν καί τό πνεῦμα συνεργασίας, πού πρέπει νά διέπει τήν άσκηση τῶν καθηκόντων πού τό άρθρο 177 ἀναθέτει ἀντιστοίχως στόν εθνικό καί τόν κοινοτικό δικαστή, ἐπιβάλλει στό Δικαστήριο τήν υποχρέωση νά σέβεται τίς ιδιαίτερες ευθύνες τοῦ ἐθνικοῦ δικαστοῦ, ἐν τούτοις επιβάλλει συγχρόνως καί στόν εθνικό δικαστή, ὅταν κάνει χρήση τῶν δυνατοτήτων πού τοῦ παρέχει τό άρθρο 177, νά λαμβάνει ὑπ' ὄψη του καί τήν ιδιαίτερη λειτουργία πού επιτελεί στόν τομέα αυτό τό Δικαστήριο. 21 Ή ἀπάντηση λοιπόν στό πρώτο ερώτημα εἶναι ὅτι ἄν καί σύμφωνα μέ τήν οικονομία τοῦ ἄρθρου 177 εναπόκειται στον εθνικό δικαστή νά εκτιμήσει τήν ἀνάγκη επιλύσεως τῶν ζητημάτων ερμηνείας πού ἀνακύπτουν σέ σχέση μέ τά 3063

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 16. 12. 1981 ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80 πραγματικά καί νομικά περιστατικά πού ἀφοροῦν τίς διαφορές ἐπί τῆς ουσίας, ἐν τούτοις το Δικαστήριο έχει επίσης ἐν ἀνάγκη, την υποχρέωση νά ερευνήσει, τίς συνθῆκες ὑπό τίς όποιες ἀπηυθύνθη πρός αυτό ὁ εθνικός δικαστής, ἐν ὄψει της ἐρεύνης τῆς δίκης του ἁρμοδιότητος. 22 "Οπως ὀρθῶς ἀνέφερε ὁ pretore στό τρίτο καί τέταρτο ερώτημα του, δύνανται νά ἀνακύψουν ιδιαίτερα προβλήματα ὡς πρός τήν εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 177 ὅταν υποβάλλονται ἀπό τόν εθνικό δικαστή ερωτήματα περί ερμηνείας προκειμένου νά τόν διευκολύνουν νά εκτιμήσει ἄν οἱ νομοθετικές πράξεις ἑνός Κράτους μέλους συμβιβάζονται μέ τό κοινοτικό δίκαιο. Ἐπ' αὐτοῦ, ὁ pretore προβάλλει δύο διαφορετικές κατηγορίες προβλημάτων. 23 Τό τρίτο ἐρώτημα ἀναφέρεται στην περίπτωση κατά τήν ὁποία στό πλαίσιο μιᾶς διαδικασίας μεταξύ ιδιωτῶν ενώπιον δικαστηρίου Κράτους μέλους, ἀνακύπτει διαφορά περί τοῦ ἄν ἡ νομοθεσία ενός Κράτους μέλους, διαφορετικοί) ἀπό εκείνο στό όποιο ἀνήκει ὁ δικάζων δικαστής, συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο. Ό pretore ὑπέβαλε ἐπ'αὐτοο τό ερώτημα ἄν, σέ μιά τέτοια περίπτωση, τό Κράτος μέλος, ἡ νομοθεσία τοῦ ὁποίου ευρίσκεται ὑπό ἀμφισβήτηση, δύναται νά προσεπικληθεῖ ενώπιον τοῦ δικαστηρίου, στό πλαίσιο τῆς ἐκκρεμοῦς ενώπιόν του δίκης. 24 Ἐπ' αὐτοῦ ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ελλείψει σχετικών διατάξεων τοῦ κοινοτικοὺ δικαίου, ἡ δυνατότης προσεπικλήσεως ενώπιον ἐθνικοῦ δικαστηρίου, ενός Κράτους μέλους διαφορετικοί) ἀπό εκείνο στό όποιο ἀνήκει ὁ δικάζων δικαστής, εξαρτᾶται ἀπό τό δίκαιο τοῦ τελευταίου αὐτοῦ κράτους καί ἀπό τίς ἀρχές τοῦ διεθνοῦς δικαίου. 25 Μέ τό τέταρτο ερώτημα ὁ pretore ἐρωτᾶ ἄν ἡ προστασία πού παρέχει στους ιδιώτες ἡ διαδικασία τοῦ ἄρθρου 177 εἶναι διαφορετική, καί μάλιστα ἀσθενέστερη στην περίπτωση πού ἕνα τέτοιο ερώτημα ἀνακύπτει στό πλαίσιο μιᾶς μεταξύ ιδιωτών διαφοράς, σέ ἀντίθεση μέ τίς διαφορές μεταξύ ιδιωτών καί διοικήσεως. 26 Ἐπ' αὐτοῦ, τονίζεται ὅτι κάθε ιδιώτης, τά δικαιώματα τοῦ ὁποίου βλάπτονται ἀπό μέτρα ενός Κράτους μέλους πού εἶναι ἀντίθετα πρός τό κοινοτικό δίκαιο, πρέπει νά έχει τήν δυνατότητα νά ζητήσει τήν προστασία τοῦ ἁρμοδίου δικαστού καί ὅτι ὁ δικαστής αυτός πρέπει επίσης νά έχει τήν εὐχέρεια νά ζητήσει νά διαφωτισθεῖ ἐπί τῆς σημασίας τῶν σχετικών διατάξεων τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου μέσω τῆς διαδικασίας τοῦ ἄρθρου 177. Κατ' ἀρχήν λοιπόν, ὁ βαθμός τῆς δικα- 3064

FOGLIA / NOVELLO στικῆς προστασίας δέν πρέπει νά εξαρτᾶται ἀπό τό ἄν ἕνα τέτοιο ερώτημα ἀνεφύη σέ δίκη μεταξύ ιδιωτών ἤ σέ δίκη στην ὁποία εἶναι διάδικος, ὑπό την μία ἤ την ἄλλη μορφή, τό κράτος εκείνο τοῦ ὁποίου ἡ νομοθεσία τελεί ὑπό ἀμφισβήτηση. 27 Πάντως, ὅπως εδέχθη τό Δικαστήριο στό ἀνωτέρω πρῶτο ερώτημα, σ' αυτό εναπόκειται, προκειμένου νά εξετάσει τήν ἁρμοδιότητα του, νά εκτιμήσει τίς συνθήκες ὑπό τίς όποιες ἀπηυθύνθη πρός αυτό ὁ εθνικός δικαστής. Μέσα σ' αυτή τήν ἀλληλουχία, τό ζήτημα τοῦ ἄν ἡ διαφορά υφίσταται μεταξύ ιδιωτών ή ἄν ἡ προσφυγή στρέφεται κατά τοῦ κράτους, ἡ νομοθεσία τοῦ ὁποίου ἀμφισβητείται, δέν στερείται πάντοτε σημασίας. 28 Ἀφ' ενός μέν, πρέπει νά επισημανθεί τό γεγονός ὅτι ἕνας δικαστής πού έχει επιληφθεῖ, στό πλαίσιο μιας διαφορᾶς μεταξύ ιδιωτών, ἀμφισβητήσεως πού άφορᾶ τό ἄν ἡ νομοθεσία ενός άλλου Κράτους μέλους συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο, δέν εἶναι ὁπωσδήποτε σέ θέση νά παράσχει στους ιδιώτες ἀποτελεσματική νομική προστασία έναντι τῆς νομοθεσίας αὐτής. 29 Ἀφ' έτερου, λαμβανομένης ὑπ' ὄψη τῆς γενικώς ἀνεγνωρισμένης ἀπό τά δίκαια τῶν Κρατών μελών αὐτονομίας τῶν συμβάσεων, δέν δύνανται νά ἀποκλεισθοῦν ενέργειες τῶν διαδίκων πού σκοπεύουν νά καταστήσουν ἀδύνατη γιά τό ενδιαφερόμενο κράτος τήν προσήκουσα υπεράσπιση τῶν συμφερόντων του, θέτοντας τήν κρίση περί τοῦ κύρους τῶν κανόνων τοῦ δικαίου του ενώπιον δικαστηρίου διαφορετικοῦ Κράτους μέλους. Δέν δύναται λοιπόν, σέ τέτοιες δικονομικές περιπτώσεις, νά αποκλεισθεί ὁ κίνδυνος χρησιμοποιήσεως τῆς διαδικασίας τοῦ ἄρθρου 177 ἀπό τους διαδίκους γιά σκοπούς διαφορετικούς ἀπό εκείνους πού προέβλεψε ἡ συνθήκη. 30 Ἀπό τίς ἀνωτέρω σκέψεις προκύπτει ὅτι τό Δικαστήριο ὀφείλει νά επιδεικνύει, ὡς πρός αυτό, ιδιαιτέρα προσοχή, ὅταν επιλαμβάνεται, στό πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, ενός ερωτήματος πού έχει ὡς σκοπό νά παράσχει τήν δυνατότητα στον δικαστή νά εκτιμήσει τό ἄν ἡ νομοθεσία ενός άλλου Κράτους μέλους συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο. 3065

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 16. 12. 1981 ΥΠΟΘΕΣΗ 244/80 31 Ή ἀπάντηση λοιπόν στό τέταρτο ερώτημα πρέπει νά εἶναι ὅτι σέ περίπτωση προδικαστικῶν ερωτημάτων πού έχουν ὡς σκοπό νά παράσχουν στόν εθνικό δικαστή την δυνατότητα νά εκτιμήσει ἄν νομοθετικές ἡ κανονιστικές πράξεις ἑνός ἄλλου Κράτους μέλους συμβιβάζονται μέ τό κοινοτικό δίκαιο, ὁ βαθμός δικαστικής προστασίας δέν πρέπει νά εἶναι διαφορετικός ἀνάλογα μέ τό ἄν τά ερωτήματα αυτά ἀνεφύησαν σέ δίκη μεταξύ ιδιωτῶν ἡ σέ δίκη στην ὁποία διάδικος εἶναι τό κράτος, ἡ νομοθεσία τοῦ ὁποίου τελεί ὑπό ἀμφισβήτηση, άλλα ὅτι ὅμως, στην πρώτη περίπτωση τό Δικαστήριο ὀφείλει νά λαμβάνει ειδική μέριμνα ώστε νά μή χρησιμοποιηθεῖ ἡ διαδικασία τοῦ ἄρθρου 177 γιά σκοπούς μή ηθελημένους ἀπό τήν συνθήκη. 'Επί τοῦ πέμπτου ερωτήματος 32 Μέ τό πέμπτο ερώτημα ὁ pretore τῆς Bra επαναλαμβάνει, μέ συντομότερη διατύπωση, τό πρώτο ερώτημα πού είχε ὑποβάλει μέ τήν πρώτη διάταξη του ὡς προς τήν ερμηνεία τοῦ ἄρθρου 95 τῆς συνθήκης. Στην προαναφερθείσα ἀπόφαση τῆς 11ης Μαρτίου 1980 τό Δικαστήριο εδέχθη ὅτι οἱ διάδικοι κατέληγαν στην ἰδία εκτίμηση ὡς πρός τήν νομιμότητα τῆς ἐν λόγω γαλλικής νομοθεσίας καί ὅτι στην πραγματικότητα εἶχαν ὡς σκοπό νά επιτύχουν, περιλαμβάνοντας ειδική ρήτρα στην σύμβαση τους, τήν καταδίκη τῆς γαλλικής νομοθεσίας ἀπό ιταλικό δικαστήριο, ἄν καί τό γαλλικό δίκαιο παρέχει τά κατάλληλα μέσα παροχής ενδίκου προστασίας. Τό Δικαστήριο κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ἀπαντώντας στά ερωτήματα πού ετέθησαν ὑπό αυτές τίς συνθήκες θά υπερακόντιζε τήν ἀποστολή πού τοῦ ἔχει ἀνατεθεί ἀπό τό άρθρο 177 τῆς συνθήκης καί ἡ ὁποία συνίσταται στό νά παρέχει σέ κάθε δικαστήριο τῆς Κοινότητος τά στοιχεία ερμηνείας τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου πού τοῦ εἶναι ἀναγκαία γιά τήν επίλυση πραγματικών διαφορών πού ὑποβάλλονται ενώπιον του. Ἔκρινε λοιπόν ἑαυτό ἀναρμόδιο νά ἀποφανθεί ἐπί τῶν υποβληθέντων ερωτημάτων. 33 Στην δευτέρα διάταξη περί παραπομπής, ὁ pretore τονίζει ιδιαιτέρως τό γεγονός ὅτι ἡ εναγομένη τοῦ ἐζήτησε νά εκδώσει μία «ἀναγνωριστική ἀπόφαση». Μέ τήν ευκαιρία αυτή, πρέπει νά διευκρινισθεί ὅτι οἱ προϋποθέσεις ὑπό τίς όποιες τό Δικαστήριο επιτελεί ἐπ' αὐτοῦ τήν ἀποστολή του, εἶναι ἀνεξάρτητες ἀπό τήν φύση καί τό σκοπό τῶν διαφορών ἀμφισβητούμενης δικαιοδοσίας πού ἀναφύονται ενώπιον τῶν ἐθνικών δικαστηρίων. Τό άρθρο 177 ἀναφέρεται στην «ἀπόφαση» πού πρέπει νά εκδώσει ὁ εθνικός δικαστής χωρίς νά προβλέπεται ειδική ρύθμιση ἀνάλογα μέ τήν φύση τῆς ἀποφάσεως αὐτής. 3066