Σχετικά έγγραφα
ΙΙ. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καθιέρωση του ευρώ /* COM/96/0499 ΤΕΛΙΚΟ - CNS 96/0250 */

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Ιανουαρίου 2007

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

* Φ.Π.Α. * Νο. 13

Φ) ΠAPAPTHMA 3 TO NOMIKO ΠΛAIΣIO TOY EYPΩ KANONIΣMOI

ΙΙΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Σύσταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ. Δρ Νικόλαος Λυμούρης

Αρ. Πρωτ.: Ζ Αθήνα 26 Οκτωβρίου 2000

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε τον οριστικό χαρακτήρα του διακανονισµού και τη σύσταση ασφαλειών

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98, αναφορικά με την εισαγωγή του ευρώ στη Λιθουανία

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 974/98 αναφορικά µε την εισαγωγή του ευρώ στην Εσθονία

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 όσον αφορά την εισαγωγή του ευρώ στη Λετονία

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Αυγούστου 2001

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Οκτωβρίου σχετικά με περιορισμούς στις πληρωμές με χρήση μετρητών (CON/2017/40)

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2008 (20.05) (OR. en) 9192/08 ιοργανικός φάκελος: 2008/0096 (CNB) UEM 110 ECOFIN 166

ΘΕΜΑ : Ενιαίο Νόμισμα Ευρωπαϊκής Ένωσης - ΕΥΡΩ - Τρόπος τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων.

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 373/1. (Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 10ης Οκτωβρίου 2005

"Ο ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ (ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004" (α) εναρµόνισης µε τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας µε τίτλο-

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ερωτήσεις-Απαντήσεις για το Ευρώ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

Κωδικοποιηµένο ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 13ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΚΤ/2010/29) (2011/67/ΕΕ)

Αριθμ.Πρωτ.: Κ * ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 10

Ευρωπαϊκό Νοµισµατικό Σύστηµα

PE-CONS 17/1/15 REV 1 EL

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 27ης Ιανουαρίου 2006

(β)): ). ο Thomas Wieser.

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λιθουανία την 1η Ιανουαρίου 2015

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 11ης Ιουλίου 2006

1. Στο τέλος του άρθρου 1 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: (*) ΕΕ L 275 της , σ. 39.» 2. Στο άρθρο 2 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΣΘΗΚΗ. στην έκθεση. Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. Εισηγητής: Andrzej Duda A8-0017/2015

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

, , . 6, 7, 8, , . 3,

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

RESTREINT UE. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή σύµφωνα µε το άρθρο 189 Α παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

Κωδικοποιηµένο ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΣΘΗΚΗ. στην έκθεση

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 18 Οκτωβρίου 1996) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

PE-CONS 23/1/16 REV 1 EL

***I ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λετονία την 1η Ιανουαρίου 2014

Η δύναμη της Ενιαίας Αγοράς

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Δεκεμβρίου 2010

EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Στρασβούργο, 26 Φεβρουαρίου 2014 (OR. en) 2013/0449 (COD) LEX 1448 PE-CONS 9/1/14 REV 1 EF 12 ECOFIN 34 CONSOM 11

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

SJ DIR 4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 13 Μαΐου 2015 (OR. en) 2014/0199 (COD) PE-CONS 18/15 CODIF 46 ECO 40 INST 98 MI 192 CODEC 419

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

LEGAL INSIGHT. Γιώργος Ψαράκης ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2015

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 17ης Ιουνίου 2004

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Λογιστική ΙΙ. Τι θα δούμε σε αυτή την ενότητα

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ref. Ares(2014) /07/2014

(EE L 337 της , σ. 52)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14796/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0078 (NLE) SOC 818 ME 8 COWEB 155

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2001/914/ΕΚ)

PE-CONS 16/1/15 REV 1 EL

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

L 347/56 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Transcript:

EΝΟΤΗΤΑ IΙΙ: Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Όπως αναφέρθηκε στην προηγούµενη ενότητα της παρούσας µελέτης (υπό Β 3.6), µια από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να προβεί το Συµβούλιο αµέσως µετά τη λήψη της Απόφασης για την έναρξη του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ ήταν, σύµφωνα µε τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 123 της ΣΕΚ, η λήψη των αναγκαίων µέτρων για την ταχεία εισαγωγή του ενιαίου ευρωπαϊκού νοµίσµατος, του ευρώ. Το περιεχόµενο των πράξεων του παραγώγου δικαίου που εξέδωσε σχετικά το Συµβούλιο διαµορφώθηκε µέσα στο πλαίσιο αρχών που είχαν καθοριστεί µε τις πολιτικές πρωτοβουλίες των κοινοτικών οργάνων κατά τη διάρκεια του 1995, βάσει των οποίων προσδιορίστηκε το χρονοδιάγραµµα εισαγωγής του ευρώ 208 (βλέπε κατωτέρω, υπό Β). Για την υλοποίηση της εν λόγω διάταξης της ΣΕΚ, το Συµβούλιο προχώρησε στην έκδοση τριών (3) Κανονισµών (βλέπε κατωτέρω, υπό Γ 1). 209 Συναφείς υπήρξαν και πέντε (5) Συστάσεις της Επιτροπής που αφορούσαν διάφορες διαστάσεις της εισαγωγής του ευρώ (υπό Γ 2). Στις πηγές του ευρωπαϊκού νοµισµατικού δικαίου που αναφέρονται στην εισαγωγή του ευρώ εντάσσεται επίσης µια σειρά νοµικών πράξεων που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 1998-2001 αναφορικά µε τη θέση σε κυκλοφορία των κερµάτων και τραπεζογραµµατίων τόσο στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση όσο και σε ευρώ. Με την εξαίρεση του Κανονισµού 975/98 του Συµβουλίου «για την ονοµαστική αξία και τις τεχνικές προδιαγραφές των κερµάτων σε ευρώ που πρόκειται να κυκλοφορήσουν» (όπως ισχύει µετά την τροποποίησή του µε τον Κανονισµό 423/1999), όλες οι λοιπές συναφείς νοµικές πράξεις εκδόθηκαν από την ΕΚΤ (βλέπε κατωτέρω, υπό Γ 3). Οι εν λόγω πράξεις δεν είχαν ως νοµική βάση την παρ. 4 του άρθρου 123, αλλά το άρθρο 106 της ΣΕΚ που αφορούσε το εκδοτικό προνόµιο της ΕΚΤ. Τέλος, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου εκδόθηκαν ορισµένες νοµικές πράξεις του Συµβουλίου που αφορούσαν τις νοµισµατικές σχέσεις µε τρίτες χώρες και τη χρήση του ευρώ σε κράτη, υπερπόντια εδάφη και νοµισµατικές ενώσεις που µέχρι τα τέλη του 1998 είχαν υιοθετήσει ως εθνικό νόµισµα τη νοµισµατική µονάδα ενός κράτους µέλους της ευρωζώνης (βλέπε κατωτέρω, υπό Γ 4). 208 Αξίζει να επισηµανθεί ότι η ΣΕΚ, αναφερόµενη στο ενιαίο νόµισµα, έκανε λόγο για «ECU». Αυτό είναι εύλογο, καθώς η επιλογή της ονοµασίας «ευρώ» για το ενιαίο νόµισµα έγινε στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της Μαδρίτης, το 1995, ενώ η χρησιµοποίηση του συµβόλου για το ευρώ καθορίστηκε σε Ανακοίνωση της Επιτροπής της 23ης Ιουλίου 1997. 209 Με σκοπό, εξάλλου, τη διευθέτηση των θεµάτων που αφορούσαν την κοινή αγροτική πολιτική, εκδόθηκαν κατά την ίδια περίοδο και οι Κανονισµοί του Συµβουλίου 2799/98 «για τη θέσπιση του γεωργονοµισµατικού καθεστώτος του ευρώ», 2800/98 «σχετικά µε τα µεταβατικά µέτρα για την εισαγωγή του ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική» και 2808/98 «περί λεπτοµερειών εφαρµογής του γεωργονοµισµατικού καθεστώτος του ευρώ στο γεωργικό τοµέα». 83

Β. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες 1. Η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής (1995) Με στόχο την υλοποίηση της διαδικασίας µετάβασης στο καθεστώς του ενιαίου νοµίσµατος, η Επιτροπή εξέδωσε το 1995 την Πράσινη Βίβλο «για τις πρακτικές ρυθµίσεις σχετικά µε την καθιέρωση του ενιαίου νοµίσµατος». Οι προτάσεις της βασίστηκαν σε εκείνες της προαναφερθείσας (στην ενότητα Ι της παρούσας µελέτης, υπό Α) έκθεσης της Επιτροπής Delors, και, συνεπώς, στην εκτίµηση ότι δεν έπρεπε να συµπέσει χρονικά η έναρξη του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ µε την αντικατάσταση από το ευρώ των τραπεζογραµµατίων και κερµάτων που ήταν εκφρασµένα στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση. Με την απόρριψη, λοιπόν, της προοπτικής για αυτόµατη µετάβαση στο φυσικό νόµισµα ευρώ (στην αγγλική ορολογία big bang approach ), η Επιτροπή πρότεινε ένα χρονοδιάγραµµα µετάβασης σε τρεις διαδοχικές φάσεις (σύµφωνα µε όσα θα αναφερθούν κατωτέρω, υπό 2). Οι προτάσεις της αφορούσαν επίσης: το νοµικό καθεστώς του ενιαίου νοµίσµατος, το ρόλο που έπρεπε να διαδραµατίσουν κατά τη διάρκεια του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ τα πιστωτικά ιδρύµατα και οι άλλες κατηγορίες ενδιάµεσων χρηµατοπιστωτικών φορέων, η δηµόσια διοίκηση, οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές, και τις µεθόδους επικοινωνίας που έπρεπε να υιοθετηθούν, ώστε να διασφαλιστεί η υποστήριξη της κοινής γνώµης στο εγχείρηµα της υιοθέτησης του ευρώ. 2. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της Μαδρίτης (1995) Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην προηγούµενη ενότητα της παρούσας µελέτης (υπό Β 1.2), µια σηµαντική απόφαση που έλαβε το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της Μαδρίτης, το εκέµβριο του 1995, ήταν ότι η έναρξη του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ πρέπει να γίνει την 1η Ιανουαρίου του 1999 και όχι νωρίτερα. Το ίδιο Συµβούλιο αποφάσισε επίσης ότι η θέση σε κυκλοφορία των τραπεζογραµµατίων και κερµάτων που θα είναι εκφρασµένα στο ενιαίο νόµισµα πρέπει να καθυστερήσει για τρία (3) ακόµα χρόνια από την ηµεροµηνία αυτή. Βάσει αυτών των αξόνων δράσης, το Συµβούλιο υιοθέτησε ένα συγκεκριµένο «σενάριο για τη µετάβαση στο ενιαίο νόµισµα», µε το οποίο καθιερώθηκε το χρονοδιάγραµµα µετάβασης στο καθεστώς του ενιαίου νοµίσµατος σε τρεις διαδοχικές φάσεις σε απόλυτη συµφωνία µε τις προτάσεις της Πράσινης Βίβλου της Επιτροπής (βλέπε σχετικά κατωτέρω τον Πίνακα 10). Ειδικότερα: (α) Η πρώτη φάση του χρονοδιαγράµµατος µετάβασης (1η Ιανουαρίου 1996-31η εκεµβρίου 1998), η οποία εντάσσεται χρονικά στο δεύτερο στάδιο της ΟΝΕ, προβλέφθηκε ως µια προπαρασκευαστική περίοδος, στη διάρκεια της οποίας έπρεπε να ληφθούν τα αναγκαία µέτρα για την οµαλή µετάβαση στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ και το σχεδιασµό του τρόπου λειτουργίας της ΕΚΤ και του ΕΣΚΤ. (β) Η έναρξη της δεύτερης φάσης του χρονοδιαγράµµατος (1η Ιανουαρίου 1999-31η εκεµβρίου 2001) αποφασίστηκε να συµπέσει χρονικά µε την έναρξη του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ. Από την 1η Ιανουαρίου 1999 το ενιαίο νόµισµα ευρώ θα αποτελεί το επίσηµο νόµισµα των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση, ενώ οι εθνικές νοµισµατικές µονάδες θα αποτελούν, κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου, υποδιαιρέσεις του βάσει της αρχής της νοµικής ισοδυναµίας (σύµφωνα µε όσα θα αναφερθούν αναλυτικά κατωτέρω στην παρούσα ενότητα της µελέτης, υπό 1.3). 84

(γ) Τέλος, η θέση σε κυκλοφορία των τραπεζογραµµατίων και κερµάτων ευρώ από την ΕΚΤ, τα κράτη µέλη χωρίς παρέκκλιση και τις εθνικές κεντρικές τράπεζές τους (κατά την τρίτη φάση του χρονοδιαγράµµατος) αποφασίστηκε να γίνει από την 1η Ιανουαρίου του 2002, µε ταυτόχρονη σταδιακή απόσυρση των τραπεζογραµµατίων και κερµάτων στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες, η οποία έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο µέσα σε έξι (6) µήνες. ΠΙΝΑΚΑΣ 10 Συγκριτική παράθεση της χρονικής διάρκειας των σταδίων της ΟΝΕ και των φάσεων εισαγωγής του ευρώ Χρονική διάρκεια Στάδια ΟΝΕ Φάσεις εισαγωγής ευρώ 1 η Ιουλίου 1990 31η εκεµβρίου 1993 1 η Ιανουαρίου 1994 31η εκεµβρίου 1995 1ο στάδιο 2ο στάδιο 1η Ιανουαρίου 1996 31η εκεµβρίου 1998 1η Ιανουαρίου 1999 31η εκεµβρίου 2001 Από την 1η Ιανουαρίου 2002 3ο στάδιο 1η φάση 2η φάση 3η φάση 85

1. Κανονισµοί του Συµβουλίου Γ. Το παράγωγο δίκαιο (α) Στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Άµστερνταµ, τον Ιούνιο του 1997, οριστικοποιήθηκε το περιεχόµενο δύο Κανονισµών του Συµβουλίου, οι διατάξεις των οποίων αποτελούν τον πυρήνα του κανονιστικού πλαισίου που διέπει τη χρήση του ευρώ ως ενιαίου νοµίσµατος στην Ένωση από την 1η Ιανουαρίου 1999. Ο πρώτος Κανονισµός (1103/97) «σχετικά µε ορισµένες διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή του ευρώ» υιοθετήθηκε µάλιστα αµέσως µετά την ολοκλήρωση των εργασιών του Συµβουλίου. Η έκδοσή του πριν από τη λήψη της Απόφασης αναφορικά µε το ποια κράτη πληρούν τα κριτήρια νοµικής και οικονοµικής σύγκλισης κρίθηκε σκόπιµη για λόγους ασφάλειας δικαίου, ώστε να ρυθµιστούν έγκαιρα ορισµένα επείγοντα θέµατα που συνδέονταν µε τη µετάβαση στο ενιαίο νόµισµα. 210 Ο Κανονισµός αυτός, στον οποίο επήλθαν οριακές προσθήκες µε τον Κανονισµό 2595/2000 που εκδόθηκε µετά την Απόφαση για την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, 211 εφαρµόζεται σε όλα τα κράτη µέλη, µε ή χωρίς παρέκκλιση, 212 και οι διατάξεις του αφορούν τρεις ενότητες: την αντικατάσταση της λογιστικής µονάδας ECU από το ευρώ την 1η Ιανουαρίου 1999, µε την έναρξη δηλαδή του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ (βλέπε αναλυτικά κατωτέρω στην παρούσα ενότητα της µελέτης, υπό 1.1.2), την καθιέρωση κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου της αρχής της συνέχειας των συµβάσεων και των άλλων νοµικών πράξεων που ήταν συνοµολογηµένες σε ECU και τις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση, ως προς τους λοιπούς όρους πέραν του νοµίσµατος στο οποίο είναι συνοµολογηµένες (υπό 1.4), και τους κανόνες µετατροπής των χρηµατικών ποσών από τις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση σε ευρώ και αντίστροφα καθώς και τους κανόνες στρογγυλοποίησης κατά τη µεταβατική περίοδο (υπό 1.5). (β) Ο δεύτερος Κανονισµός το περιεχόµενο του οποίου οριστικοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Άµστερνταµ ήταν ο Κανονισµός 974/98 του Συµβουλίου «για την εισαγωγή του ευρώ». Η νοµική αυτή πράξη εκδόθηκε, βάσει της παρ. 4 (γ εδάφιο) του άρθρου 123 της ΣΕΚ, την 3η Μαΐου 1998, αµέσως δηλαδή µετά τη λήψη της Απόφασης για την πρώτη οµάδα των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση. Οι διατάξεις του εν λόγω Κανονισµού, ο οποίος συµπληρώθηκε µε τον Κανονισµό 2596/2000 που εκδόθηκε µετά την Απόφαση για την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, 213 ισχύουν: 210 Για το λόγο αυτό δεν ήταν νοµοτεχνικά δυνατό να χρησιµοποιηθεί ως νοµική του βάση το γ εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 123 της ΣΕΚ, το οποίο µπορούσε να ενεργοποιηθεί µόνον εφόσον είχε ληφθεί η σχετική Απόφαση, και επελέγη το άρθρο 308. Βλέπε σχετικά το 5ο σηµείο του αιτιολογικού του Κανονισµού 1103/97. 211 Νοµική βάση αυτού του Κανονισµού είναι η παρ. 5 του άρθρου 123 της ΣΕΚ (in finem), σύµφωνα µε την οποία αν καταργηθεί για ένα κράτος µέλος το καθεστώς παρέκκλισης, το Συµβούλιο «αποφασίζει τα λοιπά µέτρα που είναι αναγκαία για την εισαγωγή του ECU ως ενιαίου νοµίσµατος στο ενδιαφερόµενο κράτος µέλος». 212 Κανονισµός 1103/97, ακροτελεύτιο εδάφιο. 213 Ο Κανονισµός αυτός εκδόθηκε επίσης βάσει της παρ. 5 του άρθρου 123 της ΣΕΚ για τα κράτη µέλη µε παρέκκλιση. 86

από την 1η Ιανουαρίου 1999 214 στα έντεκα (11) πρώτα κράτη µέλη χωρίς παρέκκλιση, από την 1η Ιανουαρίου 2001 στην Ελλάδα, 215 σήµερα δε επιπλέον σε άλλα πέντε (5) κράτη µέλη: τη Σλοβενία (από την 1 η Ιανουαρίου 2007), την Κύπρο και τη Μάλτα (από την 1 η Ιανουαρίου 2008), τη Σλοβακία (από την 1 η Ιανουαρίου 2009), και την Εσθονία (από την 1 η Ιανουαρίου 2011). Οι διατάξεις του έχουν ως βάση το προαναφερθέν χρονοδιάγραµµα µετάβασης του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της Μαδρίτης και αφορούν τις διαστάσεις της εισαγωγής του ευρώ ως ενιαίου νοµίσµατος που δεν είχαν καλυφθεί από τον Κανονισµό 1103/1997, και συγκεκριµένα: την αντικατάσταση των εθνικών νοµισµάτων των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση από το ευρώ την 1η Ιανουαρίου 1999 (βλέπε αναλυτικά κατωτέρω, υπό 1.1.1), το καθεστώς του ευρώ και των εθνικών νοµισµατικών µονάδων των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου 1999-2001 (υπό 1.2 και 1.3), και το καθεστώς του ευρώ µετά τη λήξη αυτής της µεταβατικής περιόδου, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου 2002 (υπό 2). (γ) Η παρ. 4 (γ εδάφιο) του άρθρου 123 της ΣΕΚ υπήρξε η νοµική βάση και για την έκδοση του Κανονισµού 1338/2001 του Συµβουλίου «σχετικά µε τον καθορισµό των αναγκαίων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία». Οι διατάξεις του, οι οποίες επεκτάθηκαν και στα κράτη µέλη µε παρέκκλιση µε τον Κανονισµό 1339/2001, 216 συµπλήρωσαν εκείνες της Aπόφασης-πλαίσιο του Συµβουλίου (2000/383/ ΕΥ) της 29ης Μαΐου 2000 «για ενίσχυση της προστασίας από την παραχάραξη εν όψει της εισαγωγής του ευρώ µε την επιβολή ποινών και άλλων κυρώσεων». 217 2. Συστάσεις της Επιτροπής (α) Στα τέλη Απριλίου 1998, η Επιτροπή υιοθέτησε τρεις (νοµικά µη δεσµευτικές) Συστάσεις, οι διατάξεις των οποίων αφορούσαν ορισµένα πρακτικής φύσεως θέµατα που σχετίζονταν µε την εισαγωγή και τη χρήση του ευρώ στις συναλλαγές κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου, µεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1999 και 31ης εκεµβρίου 2001, όταν το ευρώ υπήρχε µόνο σε λογιστική µορφή: 214 Κανονισµός 974/98, άρθρο 17. 215 Ibid, ακροτελεύτια διάταξη. 216 Νοµική βάση αυτού του Κανονισµού ήταν η παρ. 1 του άρθρου 106 της ΣΕΚ (άρθρο 16 του Καταστατικού). 217 Νοµική βάση αυτής της πράξης ήταν τα άρθρα 31 (στοιχείο ε) και 34 (παρ. 2, στοιχείο β) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 87

(i) (ii) τις χρεώσεις που είχαν δικαίωµα να επιβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύµατα που ήταν εγκατεστηµένα στα κράτη µέλη χωρίς παρέκκλιση κατά τη µετατροπή χρηµατικών ποσών από τις εθνικές νοµισµατικές τους µονάδες σε ευρώ και αντίστροφα (Σύσταση 98/286/ΕΚ), την αναγραφή διπλών τιµών στα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρονταν στο καταναλωτικό κοινό (Σύσταση 98/287/ΕΚ), και (iii) το διάλογο, τη διαδικασία παρακολούθησης καθώς και την ενηµέρωση και εκπαίδευση των πολιτών αναφορικά µε την εισαγωγή του ευρώ, ώστε να διευκολυνθεί η καθιέρωσή του (Σύσταση 98/288/ΕΚ). (β) Η Επιτροπή προέβη, επίσης, στην έκδοση της Σύστασης 1999/ 63/ΕΚ «όσον αφορά τα συλλεκτικά κέρµατα, τα µετάλλια και τις µάρκες», µε την οποία συνιστούσε, κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου που το ευρώ δεν κυκλοφορούσε ακόµα σε φυσική µορφή: στα µεν κράτη µέλη να µην εκδώσουν συλλεκτικά κέρµατα σε ευρώ (ή σε ευρώ και την εθνική νοµισµατική µονάδα τους), στις δε επιχειρήσεις να µην πωλήσουν, παράσχουν, εκδώσουν, αποθεµατοποιήσουν, εισάγουν και διανείµουν συλλεκτικά κέρµατα, µετάλλια και µάρκες σε ευρώ. (γ) Τέλος, στις 11 Οκτωβρίου 2000 η Επιτροπή εξέδωσε τη Σύσταση 2000/C 303/05 «σχετικά µε τα µέτρα για διευκόλυνση της προετοιµασίας των οικονοµικών φορέων στο ευρώ». Οι διατάξεις αυτής της πράξης αφορούσαν πέντε (5) ενότητες: την πληροφόρηση του κοινού αναφορικά µε τα τραπεζογραµµάτια και τα κέρµατα σε ευρώ, που θα ετίθεντο σε κυκλοφορία την 1 η Ιανουαρίου 2002, την παροχή υποστήριξης στο κοινό, ώστε αυτό να εξοικειωθεί µε το φυσικό χρήµα ευρώ, την παρότρυνση των οικονοµικών µονάδων να αποκτήσουν µέσα στο 2001 εµπειρία στη χρήση του ευρώ, τη σταδιακή µείωση του όγκου των συναλλαγών που καταρτίζονταν και εκτελούνταν στις νοµισµατικές µονάδες των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση, και τη διευκόλυνση της µετάβασης στο καθεστώς του φυσικού χρήµατος ευρώ. 3. Νοµικές πράξεις της ΕΚΤ Όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας ενότητας της µελέτης (υπό Α), κατά τη διάρκεια της περιόδου 1998-2001 η ΕΚΤ εξέδωσε µια σειρά νοµικών πράξεων αναφορικά µε τη θέση σε κυκλοφορία των κερµάτων και τραπεζογραµµατίων τόσο στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση όσο και σε ευρώ. Σε ορισµένες από αυτές τις νοµικές πράξεις θα επανέλθουµε αναλυτικά κατωτέρω στην ενότητα VΙΙΙ της παρούσας µελέτης, υπό ΣΤ. 88

4. Αποφάσεις του Συµβουλίου σχετικά µε νοµισµατικές σχέσεις µε τρίτες χώρες 4.1 Αποφάσεις που αφορούν συµφωνίες περί νοµισµατικών σχέσεων µε τρίτες χώρες (α) Το Συµβούλιο εξέδωσε, την 31η εκεµβρίου 1998, τρεις Αποφάσεις σχετικά µε τη θέση που πρέπει να λάβει η Κοινότητα, µε την έναρξη του τρίτου σταδίου, αναφορικά µε τις νοµισµατικές σχέσεις µε τρία (3) ανεξάρτητα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία πριν από την έναρξη του τρίτου σταδίου είχαν υιοθετήσει ως εθνικό τους νόµισµα εκείνο ενός κράτους µέλους χωρίς παρέκκλιση (στην πρώτη περίπτωση το γαλλικό φράγκο και στις επόµενες περιπτώσεις την ιταλική λιρέτα), και συγκεκριµένα: το Πριγκιπάτο του Μονακό (Απόφαση 1999/96/ΕΚ), τη ηµοκρατία του Αγίου Μαρίνου (Απόφαση 1999/97/ΕΚ), και την Πόλη του Βατικανού (Απόφαση 1999/98/ΕΚ). 218 Σύµφωνα µε τις εν λόγω Αποφάσεις, στα εν λόγω κράτη επετράπη, από την 1η Ιανουαρίου 1999, να χρησιµοποιούν το ευρώ ως επίσηµο νόµισµά τους, και από την 1η Ιανουαρίου 2002 να χορηγήσουν την ιδιότητα του χρήµατος µε αναγκαστική κυκλοφορία στα κέρµατα και τραπεζογραµµάτια σε ευρώ. 219 (β) Η Ανδόρρα, η οποία από τη σύστασή της ως ανεξάρτητου κράτους δεν διέθετε δικό της εθνικό νόµισµα, και πριν από την υιοθέτηση του ευρώ είχε ως εθνικό νόµισµα το γαλλικό φράγκο και την ισπανική πεσέτα, χρησιµοποιεί από την 1η Ιαναουρίου 1999 de facto ως τέτοιο το ευρώ. Το 2003, το εν λόγω κράτος ζήτησε επίσηµα τη σύναψη νοµισµατικής συµφωνίας µε την Κοινότητα, ώστε να του επιτραπεί η επίσηµη χορήγηση στο ευρώ της ιδιότητας του εθνικού νοµίσµατος, καθώς και η έκδοση τραπεζογραµµατίων, κερµάτων και συλλεκτικών κερµάτων σε ευρώ. Αποτέλεσµα αυτής της αίτησης ήταν η έκδοση των Αποφάσεων 2004/548/ΕΚ και 2004/750/ΕΚ του Συµβουλίου, µε τις οποίες τέθηκαν οι βάσεις για τις σχετικές διαπραγµατεύσεις. 220 Επισηµαίνεται, επίσης, ότι το ευρώ χρησιµοποιείται de facto ως εθνικό νόµσιµα: στο Κοσσυφοπέδιο και το Μαυροβούνιο, στις ανεξάρτητες βάσεις της εκέλειας και του Ακρωτηρίου µετά την υιοθέτηση του ευρώ από την Κύπρο, και στα ανεξάρτητα κράτη Saint Barthélemy και Saint Marin. 218 Η εν λόγω Απόφαση του Συµβουλίου τροποποιήθηκε το 2003 µε την Απόφαση 2003/738/ΕΚ. 219 Το 2001 συνοµολογήθηκαν, επίσης, νοµισµατικές συµφωνίες µεταξύ της Γαλλίας, για λογαρισµό της Κοινότητας, και του Πριγκιµάτου του Μονακό, καθώς καθώς και µεταξύ της Ιταλίας, εκ νέου για λογαριασµό της Κοινότητας, και της ηµοκρατίας του Αγίου Μαρίνου και της Πόλης του Βατικανού. 220 Μέχρι το Μάρτιο του 2013 οι εν λόγω διαπραγµατεύσεις δεν είχαν ολοκληρωθεί. 89

4.2 Αποφάσεις που αφορούν τα υπερπόντια εδάφη της Γαλλίας Με την Απόφαση 1999/95/ΕΚ του Συµβουλίου «για τις νοµισµατικές ρυθµίσεις στις γαλλικές εδαφικές ενότητες Saint-Pierre-et-Miquelon και Mayotte» ορίστηκε ότι στα εν λόγω υπερπόντια εδάφη (collectivités territoriales) της Γαλλίας (το πρώτο στα ανοικτά των ακτών του Καναδά, και το δεύτερο στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανατολικά της Αφρικής), οι οποίες αποτελούν µεν αναπόσπαστο τµήµα της Γαλλίας, αλλά όχι τµήµα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: το ευρώ αποτελεί εθνικό νόµισµα από την 1 η Ιανουαρίου 1999, και τα κέρµατα και τραπεζογραµµάτια σε ευρώ έχουν από την 1η Ιανουαρίου 2002 την ιδιότητα του χρήµατος µε αναγκαστική κυκλοφορία. Σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα, το ευρώ αποτελεί το επίσηµο εθνικό νόµισµα είκοσι δύο (22) ανεξαρτήτων κρατών: δεκαεπτά (17) κρατών µελών της Ένωσης (µε τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις ως προς ορισµένα εδάφη τους), και των προαναφερθέντων πέντε (5) κρατών, δηλαδή του Πριγκιπάτου του Μονακό, της ηµοκρατίας του Αγίου Μαρίνου, της Πόλης του Βατικανού, και των γαλλικών εδαφικών ενοτήτων Saint-Pierre-et-Miquelon και Mayotte. 4.3 Αποφάσεις που αφορούν διεθνείς συναλλαγµατικές σχέσεις Σύµφωνα µε την Απόφαση 98/683/ΕΚ του Συµβουλίου «αναφορικά µε το φράγκο CFA και το φράγκο Κοµορών», µετά την αντικατάσταση του γαλλικού φράγκου από το ευρώ, η Γαλλία µπορεί να συνεχίσει (και όντως συνέχισε) την εφαρµογή των συµφωνιών που έχει συνάψει για συναλλαγµατικά ζητήµατα µε: τη υτικοαφρικανική Οικονοµική και Νοµισµατική Ένωση ('West African Economic and Monetary Union, στη γαλλική ορολογία γνωστή µε το ακρωνύµιο 'UEMOA'), 221 την Οικονοµική και Νοµισµατική Κοινότητα της Κεντρικής Αφρικής ('Economic and Monetary Union of Central Africa', στη γαλλική ορολογία γνωστή µε το ακρωνύµιο 'CEMAC'), 222 και 221 Πρόκειται για µια τελωνειακή και νοµισµατική ένωση µεταξύ οκτώ (8) κρατών της υτικής Αφρικής (Benin, Burkina Faso, Ακτή Ελεφαντοστού, Μάλι, Νίγηρας, Σενεγάλη, Togo και Guinea-Bissau), που ιδρύθηκε µε τη διεθνή σύµβαση του Dakar το 1994. Το δυτικοαφρικανικό φράγκο CFA αποτελεί κοινό και όχι ενιαίο νόµισµα. Το 2000, ορισµένα άλλα κράτη της περιοχής, µέλη και αυτά της Οικονοµικής Κοινότητας των υτικοαφρικανικών Κρατών (Νιγηρία, Γκάνα, Gambia, Guinea, Sierra Leone) ίδρυσαν τη υτικοαφρικανική Νοµισµατική Ζώνη ('West African Monetary Zone'), µε στόχο την άµεση δηµιουργία µιας νέας νοµισµατικής ένωσης στην περιοχή, και µε κοινό νόµισµα το 'Eco'. 222 Η εν λόγω τελωνειακή και νοµισµατική ένωση ιδρύθηκε, επίσης το 1994 µε διεθνή σύµβαση. Το κεντροαφρικανικό φράγκο CFA αποτελεί, επίσης, κοινό και όχι ενιαίο νόµισµα της εν λόγω ένωσης, στην οποία συµµετέχουν έξι (6) κράτη (Καµερούν, Τσάντ, Κονγκό, Γκαµπόν, ηµοκρατία της Κεντρικής Αφρικής και Equatorial Guinea). 90

τις Κοµόρες. 223 Κατ' εφαρµογή της εν λόγω Απόφασης, το ευρώ δεν απέκτησε ούτε στις Κοµόρες ούτε στα κράτη µέλη των δύο εν λόγω νοµισµατικών ενώσεων την ιδιότητα του εθνικού νοµίσµατος. Πάντως, η συναλλαγµατική ισοτιµία τόσο του δυτικοαφρικανικού και του κεντρικοαφρικανικού φράγκου CFA όσο και του φράγκου Κοµορών είναι συνδεδεµένη ('pegged') µε το ευρώ. Αντίστοιχες ρυθµίσεις υιοθετήθηκαν και µε την Απόφαση 98/744/ΕΚ του Συµβουλίου «για ορισµένα συναλλαγµατικά θέµατα που αφορούν το εσκούδο του Πράσινου Ακρωτηρίου». 223 Πρόκειται για ένα σύµπλεγµα νήσων στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανατολικά της Αφρικής, πρώην γαλλικές αποικίες, µε επίσηµο όνοµα 'Union of the Commoros'. Επίσηµο νόµισµα είναι το φράγκο Κοµορών. Επισηµαίνεται ότι η προαναφερθείσα νήσος Mayotte, η οποία συνεχίζει να αποτελεί υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας, βρίσκεται γεωγραφικά πολύ κοντά στις Κοµόρες (νοτιοανατολικά). 91

Θεµατική 1. Το ευρώ ως εθνικό νόµισµα κρατών µελών της Ένωσης 2. Το ευρώ ως εθνικό νόµισµα άλλων κρατών 3. De facto χρήση του ευρώ ως εθνικού νοµίσµατος 4. Ελεγχόµενα κυµαινόµενη διακύµανση της συναλλαγµατικής ισοτιµίας των νοµισµάτων κρατών µελών προς το ευρώ ('ERM II') (βλέπε κατωτέρω ενότητα ΧΙ, υπό (Γ) ΠΙΝΑΚΑΣ 11 Η διεθνής χρήση του ευρώ (Μάϊος 2013) εκαεπτά (17) κράτη µέλη Πριγκιπάτο του Μονακό Κράτη ηµοκρατία του Αγίου Μαρίνου Πόλη του Βατικανού Saint-Pierre-et-Miquelon, και Mayotte Πριγκιπάτο της Ανδόρρας Κοσσυφοπέδιο Μαυροβούνιο ανεξάρτητες βάσεις της εκέλειας και του Ακρωτηρίου (µετά την υιοθέτηση του ευρώ από την Κύπρο) Saint Barthélemy Saint Marin ανική κορώνα Λετονικό λάτς Λιθουανική λίτας 5. 'Pegging' προς το ευρώ Βουλγαρικό λέβ φράγκο CFA υτικοαφρικανικής Οικονοµικής και Νοµισµατικής Ένωσης φράγκο CFA Οικονοµικής και Νοµισµατικής Κοινότητας της Κεντρικής Αφρικής φράγκο Κοµορών εσκούδο του Πράσινου Ακρωτηρίου µετατρέψιµο µάρκο Βοσνίας και Ερζεγοβίνης 92

. Ειδικά: οι διατάξεις των Κανονισµών 1103/97 και 974/98 του Συµβουλίου 1. Το νοµισµατικό καθεστώς κατά τη µεταβατική περίοδο (1999-2001) 1.1 Η αντικατάσταση των εθνικών νοµισµάτων των συµµετεχόντων κρατών µελών και του ECU από το ευρώ 1.1.1 Η αντικατάσταση των εθνικών νοµισµάτων Την 1η Ιανουαρίου 1999 το ευρώ κατέστη το επίσηµο νόµισµα των έντεκα (11) πρώτων συµµετεχόντων 224 κρατών µελών 225 και αντικατέστησε τα εθνικά τους νοµίσµατα. 226 Η αντικατάσταση έγινε σύµφωνα µε τις τιµές µετατροπής που καθορίστηκαν αµετάκλητα από το Συµβούλιο την 31η εκεµβρίου 1998 µε τον Κανονισµό 2866/1998 σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα. 227 Οι εν λόγω διατάξεις του Κανονισµού 974/1998, οι οποίες βρίσκονται σε απόλυτη συµφωνία µε τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 123 της ΣΕΚ, αποτέλεσαν τη νοµική βάση αφενός µεν για την καθιέρωση της αρχής της νοµισµατικής συνέχειας των συµβάσεων (και των άλλων νοµικών πράξεων) που ήταν εκφρασµένες στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών και αφετέρου για την εκ µέρους τους υιοθέτηση της νοµιναλιστικής αρχής. 228 Από την 1η Ιανουαρίου 1999 στα έντεκα συµµετέχοντα κράτη µέλη (και από το 2011, πλέον, σε δεκαεπτά (17) κράτη µέλη) νοµισµατική µονάδα είναι το ένα ευρώ. 229 Το ευρώ, το οποίο υποδιαιρείται σε 100 λεπτά, 230 αποτελεί τη λογιστική µονάδα της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών των συµµετεχόντων κρατών µελών. 231 224 Στην παρούσα υπο-ενότητα της µελέτης χρησιµοποιείται, κατ εξαίρεση, αντί των όρων «κράτη µέλη µε νόµισµα το ευρώ» ή «κράτη µέλη χωρίς παρέκκλιση» ο συνώνυµος όρος «συµµετέχοντα κράτη µέλη», ο οποίος υιοθετήθηκε στους εξεταζόµενους Κανονισµούς (Κανονισµός 1103/97, άρθρο 1, δεύτερο στοιχείο, και Κανονισµός 974/98, άρθρο 1, πρώτο στοιχείο). 225 Κανονισµός 974/98, άρθρο 2, α εδάφιο. 226 Ibid, άρθρο 3. Επισηµαίνεται σχετικά ότι ο Κανονισµός κάνει λόγο για αντικατάσταση των νοµισµάτων των κρατών µελών από το ευρώ και όχι για κατάργησή τους. Η διατύπωση αυτή επελέγη, ώστε να καθιερωθεί ο αναγκαίος σύνδεσµος ( recurrent link ) ανάµεσα στα παλιά, εθνικά νοµίσµατα και το νέο ευρωπαϊκό νόµισµα. 227 Πρακτική συνέπεια αυτής της ρύθµισης είναι ότι, ακόµα και κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου που οι εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών αποτελούσαν υποδιαιρέσεις του ευρώ, µόνον το ευρώ είχε συναλλαγµατική ισοτιµία έναντι των νοµισµάτων των κρατών εκτός ευρωζώνης (κρατών µελών µε παρέκκλιση και τρίτων χωρών). 228 Για την έννοια της νοµιναλιστικής αρχής, βλέπε Καλλιµόπουλο (1993), σελ. 92-117, και Mann (1986), σελ. 97-102. 229 Κανονισµός 974/98, άρθρο 2, γ εδάφιο. 230 Ibid, άρθρο 2, δ εδάφιο. 231 Ibid, άρθρο 4. Σύµφωνα µε το 9ο σηµείο του αιτιολογικού του Κανονισµού, η διάταξη του άρθρου 4 δεν συνεπάγεται ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δεν είχαν εξουσία, κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου, να τηρούν λογαριασµούς στην εθνική νοµισµατική τους µονάδα, ιδίως για το προσωπικό τους και για τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. 93

1.1.2 Η αντικατάσταση του ECU Με το άρθρο 2 του Κανονισµού 1103/1997 καθιερώθηκαν ειδικές ρυθµίσεις για τις συµβάσεις και τις υπόλοιπες νοµικές πράξεις που ήταν εκφρασµένες σε ECU, µε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1999. Ειδικότερα: (α) Σε όσες νοµικές πράξεις γινόταν αναφορά στην επίσηµη λογιστική µονάδα ECU, η αντικατάστασή του από το ευρώ, σε αναλογία 1 προς 1, ήταν αυτόµατη. Με τη διάταξη του β εδάφιου του άρθρου 118 της ΣΕΚ ορίστηκε ότι, από την έναρξη του τρίτου σταδίου, η αξία του ενιαίου ευρωπαϊκού νοµίσµατος δεν θα προκύπτει πλέον βάσει του καλαθιού ECU, αλλά θα καθοριστεί σε σχέση µε τις συναλλαγµατικές ισοτιµίες των εθνικών νοµισµάτων των κρατών µελών που θα ενταχθούν στην ευρωζώνη σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 123. Κατά συνέπεια, µε την υιοθέτηση του ενιαίου ευρωπαϊκού νοµίσµατος η λογιστική µονάδα ECU έπαψε να υφίσταται. (β) Αντίθετα, για τις νοµικές πράξεις στις οποίες γινόταν αναφορά στην ιδιωτική ECU, η αντικατάσταση από το ευρώ δεν ήταν αυτόµατη αλλά τεκµαιρόταν. Αυτό σηµαίνει ότι τα µέρη συµβάσεων συνοµολογηµένων στην ιδιωτική ECU είχαν δικαίωµα να αποδείξουν ότι δεν επιθυµούσαν τη χρήση της επίσηµης λογιστικής µονάδας, αλλά ενός συγκεκριµένου καλαθιού νοµισµάτων µε σταθερό περιεχόµενο. Στην περίπτωση αυτή, αν αποδεικνυόταν η σχετική βούληση, η προαναφερθείσα αντικατάσταση δεν επερχόταν. 1.2 Χρήµα µε αναγκαστική κυκλοφορία Μολονότι το ευρώ απέκτησε την ιδιότητα του νοµίσµατος στα έντεκα (11) πρώτα συµµετέχοντα κράτη µέλη την 1η Ιανουαρίου 1999 (και στην Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου 2001), την ιδιότητα του νόµιµου χρήµατος µε αναγκαστική κυκλοφορία συνέχισαν κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου να έχουν στα εδαφικά όρια των εν λόγω κρατών µελών τα τραπεζογραµµάτια και κέρµατα που ήταν εκφρασµένα στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες τους. 232 Κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου όλες οι πληρωµές σε µετρητά συνέχισαν να πραγµατοποιούνται µε τραπεζογραµµάτια και κέρµατα εκφρασµένα στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες. 1.3 Η χρήση του ευρώ και των εθνικών νοµισµατικών µονάδων 1.3.1 Η αρχή της νοµικής ισοδυναµίας ανάµεσα στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών και τη νοµισµατική µονάδα ευρώ Κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου ίσχυσε η αρχή της νοµικής ισοδυναµίας ανάµεσα στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών και τη νοµισµατική µονάδα ευρώ. 233 Κατ εφαρµογή της, µέχρι την 31η εκεµβρίου 2001 οι εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών αποτελούσαν υποδιαιρέσεις του ευρώ σύµφωνα µε τις τιµές µετατροπής. 234 232 Ibid, άρθρο 9. Ως εθνικές νοµισµατικές µονάδες νοούνται (ibid, άρθρο 1, πέµπτο στοιχείο) οι µονάδες των νοµισµάτων των συµµετεχόντων κρατών µελών, όπως αυτές ορίζονταν την παραµονή της ηµεροµηνίας κατά την οποία το ευρώ αντικατέστησε το νόµισµά τους. 233 Κανονισµός 974/98, 8ο σηµείο αιτιολογικού. 234 Ibid, άρθρο 6, παρ. 1, α εδάφιο. Επισηµαίνεται σχετικά ότι οι εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών αποτελούσαν υποδιαιρέσεις του ευρώ σε όλη την ευρωζώνη και όχι µόνο, όπως στην περίπτωση των τραπεζογραµµατίων και κερµάτων, στα εδαφικά όρια κάθε συµµετέχοντος κράτους µέλους. 94

Συνεπώς, κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου το ευρώ είχε τόσες υποδιαιρέσεις όσες και τα συµµετέχοντα κράτη µέλη, επιπρόσθετα στη δική του υποδιαίρεση, τα λεπτά. Ταυτόχρονα, οι υποδιαιρέσεις των εθνικών νοµισµατικών µονάδων διατηρήθηκαν 235 κατά τα προβλεπόµενα στη νοµοθεσία των συµµετεχόντων κρατών µελών. Επιπλέον, κατ εφαρµογή αυτής της αρχής, η παρ. 6 του άρθρου 8 του Κανονισµού όριζε ότι οι εθνικές νοµισµατικές διατάξεις των συµµετεχόντων κρατών µελών που επιτρέπουν ή επιβάλλουν το συµψηφισµό αµοιβαίων απαιτήσεων ή άλλες τεχνικές µε ισοδύναµο αποτέλεσµα, εφαρµόζονταν και στην περίπτωση που µια απαίτηση ήταν εκφρασµένη σε ευρώ και η άλλη σε εθνική νοµισµατική µονάδα συµµετέχοντος κράτους µέλους. 1.3.2 Η αρχή της προαιρετικότητας αναφορικά µε τη χρήση του ευρώ 1.3.2.1 Περιεχόµενο Από την 1η Ιανουαρίου 1999 που το ευρώ κατέστη το νόµισµα των έντεκα πρώτων συµµετεχόντων κρατών µελών, οι συµβαλλόµενοι είχαν δικαίωµα να καταρτίζουν συµβάσεις συνοµολογηµένες σε ευρώ ή να µετατρέπουν τις εκκρεµείς συµβάσεις τους στο ενιαίο νόµισµα. εδοµένου όµως ότι κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου το ευρώ ήταν µόνο λογιστικό χρήµα, υπήρξε αναγκαία η υιοθέτηση ρυθµίσεων µε τις οποίες να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση δύο αντικρουόµενων αιτηµάτων: 236 αφενός µεν η καθιέρωση της όσο το δυνατόν πιο εκτεταµένης χρήσης του λογιστικού χρήµατος ευρώ στις συναλλαγές, αφετέρου δε η διασφάλιση ότι δεν υπάρχει υποχρέωση χρησιµοποίησης στις συναλλαγές ενός νοµίσµατος που δεν υπάρχει ακόµα σε φυσική µορφή. Η επιδιωκόµενη ισορροπία επιτεύχθηκε µε την καθιέρωση της αρχής της προαιρετικότητας αναφορικά µε τη χρήση του ευρώ στις συναλλαγές κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου. 237 Νοµική βάση αυτής της αρχής ήταν η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 του Κανονισµού, σύµφωνα µε την οποία «όταν σε µία νοµική πράξη 238 γίνεται αναφορά σε εθνική νοµισµατική µονάδα, η αναφορά αυτή είναι το ίδιο έγκυρη όπως εάν αφορούσε το ευρώ σύµφωνα µε τις τιµές µετατροπής». 239 235 Ibid, άρθρο 6, παρ. 1, β εδάφιο. 236 Βλέπε σχετικά τα σηµεία αιτιολογικού 10-14 του Κανονισµού. 237 Η αρχή αυτή είναι γνωστή και ως «αρχή της µη απαγόρευσης και του µη εξαναγκασµού» ( principle of no prohibition and no compulsion ). 238 Για τις ανάγκες εφαρµογής των διατάξεων τόσο του Κανονισµού 974/98 όσο και του Κανονισµού 1103/97, ως νοµικές πράξεις νοούνται οι κάθε µορφής συµβάσεις, νοµοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, διοικητικές πράξεις, δικαστικές αποφάσεις, µονοµερείς δικαιοπραξίες, τα µέσα πληρωµών (εκτός από τα τραπεζογραµµάτια και τα κέρµατα) και οι άλλες πράξεις που παράγουν έννοµες συνέπειες (άρθρο 1, δεύτερο και πρώτο στοιχείο, αντίστοιχα). 239 Η διάταξη αυτή αποτελεί, επίσης, και µία από τις νοµικές βάσεις της αρχής της νοµισµατικής συνέχειας των συµβάσεων (και των άλλων νοµικών πράξεων) σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα, υπό 1.1.1. 95

Η εξειδίκευση της αρχής της προαιρετικότητας έγινε στα άρθρα 7 και 8 του Κανονισµού. Ρητά προβλεπόταν εκεί ότι η αντικατάσταση των νοµισµάτων των συµµετεχόντων κρατών µελών από το ευρώ δεν συνεπαγόταν υποχρέωση µεταβολής της αναφοράς του νοµίσµατος στις νοµικές πράξεις που είχαν ισχύ κατά την ηµεροµηνία αντικατάστασης. 240 Κατά συνέπεια (και µε την επιφύλαξη ότι τα µέρη δεν είχαν συµφωνήσει διαφορετικά 241 ) ίσχυσαν τα ακόλουθα: (i) Ενέργειες που όφειλαν να εκτελεστούν δυνάµει νοµικών πράξεων που ήταν εκφρασµένες σε εθνική νοµισµατική µονάδα συµµετέχοντος κράτους µέλους ή στις οποίες προβλεπόταν η χρήση της, δεν επιτρεπόταν να εκτελούνται σε ευρώ αλλά έπρεπε να εκτελούνται στην οικεία εθνική νοµισµατική µονάδα. 242 (ii) Αντίστοιχα, ενέργειες που όφειλαν να εκτελεστούν δυνάµει νοµικών πράξεων που ήταν εκφρασµένες σε ευρώ ή πρόβλεπαν τη χρήση αυτής της µονάδας, εκτελούνταν στο ενιαίο νόµισµα. 243 Αν σε µια νοµική πράξη ή στη νοµοθεσία προβλεπόταν όµως ότι η εκπλήρωση της οφειλής πρέπει να γίνει µε την καταβολή µετρητών, 244 ο δανειστής ήταν υποχρεωµένος να δέχεται τραπεζογραµµάτια ή/και κέρµατα εκφρασµένα στην οικεία εθνική νοµισµατική µονάδα. 245 1.3.2.2 Εξαιρέσεις Στην προαναφερθείσα αρχή της προαιρετικότητας ως προς τη χρήση του ευρώ είχαν εισαχθεί τέσσερις εξαιρέσεις: (α) Κατ αρχήν, ο οφειλέτης χρηµατικού ποσού εκφρασµένου στην εθνική νοµισµατική µονάδα συµµετέχοντος κράτους µέλους είχε δικαίωµα να εκπληρώσει την υποχρέωσή του σε ευρώ, εφόσον η εκπλήρωση επιτρεπόταν να γίνει, σύµφωνα µε τους όρους της σχετικής σύµβασης, µε πίστωση λογαριασµού του δανειστή (ο οποίος τηρείτο στην επικράτεια του κράτους µέλους όπου είναι πληρωτέα η οφειλή). 246 Η ρύθµιση αυτή ίσχυε και αντίστροφα, όταν δηλαδή η οφειλή ήταν εκφρασµένη σε ευρώ και ο οφειλέτης επιθυµούσε να εκπληρώσει σε εθνική νοµισµατική µονάδα, εφόσον πληρούνταν οι ίδιες προϋποθέσεις. 240 Κανονισµός 974/98, άρθρο 7. 241 Ibid, άρθρο 8, παρ. 2. 242 Ibid, άρθρο 8, παρ. 1, β εδάφιο. 243 Ibid, άρθρο 8, παρ. 1, α εδάφιο. 244 Εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συµφωνία των µερών, σύµφωνα µε το ενοχικό δίκαιο όλων των συµµετεχόντων κρατών µελών, η εκπλήρωση των χρηµατικών ενοχών πρέπει να γίνεται µε χρήµα µε αναγκαστική κυκλοφορία, δηλαδή µε µετρητά. Εξαίρεση αποτελεί µόνο η Ολλανδία, όπου η απαλλαγή από µια χρηµατική ενοχή µπορεί να γίνει νόµιµα, χωρίς να απαιτείται συµφωνία των µερών, και µε τραπεζική επιταγή. 245 Κανονισµός 974/98, άρθρο 6, παρ. 1, γ εδάφιο. 246 Ibid, άρθρο 8, παρ. 3, α εδάφιο. 96

Η διάταξη αυτή εφαρµοζόταν µόνον αν η εκπλήρωση της υποχρέωσης επιτρεπόταν να γίνει µε πίστωση τραπεζικού λογαριασµού του δανειστή. Ρητά προβλεπόταν, επίσης, ότι σε περίπτωση εφαρµογής αυτής της διάταξης, οι φορείς που δέχονταν την εντολή πληρωµής σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα, όφειλαν να µετατρέψουν το πιστούµενο ποσό στη νοµισµατική µονάδα στην οποία γινόταν η τήρηση του λογαριασµού. 247 (β) Κάθε συµµετέχον κράτος µέλος είχε την εξουσία από την έναρξη της µεταβατικής περιόδου να λάβει τα αναγκαία µέτρα, ώστε να γίνει επαναπροσδιορισµός του εκκρεµούς χρέους της κεντρικής του κυβέρνησης, υπό την προϋπόθεση ότι το χρέος ήταν εκφρασµένο στην εθνική νοµισµατική µονάδα του και η δανειακή σύµβαση διεπόταν από την εθνική του νοµοθεσία. 248 Ως επαναπροσδιορισµός ορίζεται (ibid, άρθρο 1, έβδοµο στοιχείο) «η αλλαγή της µονάδας στην οποία εκφράζεται το ποσό εκκρεµούς χρέους από µια εθνική νοµισµατική µονάδα σε ευρώ, χωρίς όµως αυτή η πράξη επαναπροσδιορισµού να έχει ως αποτέλεσµα τη µεταβολή οποιουδήποτε άλλου όρου του χρέους, δεδοµένου ότι το θέµα αυτού εµπίπτει στη σχετική εθνική νοµοθεσία». εδοµένου ότι ο εν λόγω ορισµός είναι αρκετά περιοριστικός, είναι προφανές ότι δεν κάλυπτε την περίπτωση της πλήρους επανέκφρασης της σύµβασης από το παλαιό νόµισµα στο νέο. (γ) Όσες επιχειρήσεις είχαν εκδώσει χρεωστικούς τίτλους, βραχυχρόνιους ή µακροχρόνιους, διαπραγµατεύσιµους (στις αγορές χρήµατος και κεφαλαίου) 249 είχαν δικαίωµα να προβούν µονοµερώς, χωρίς δηλαδή να απαιτείται η έγκριση (της οµάδας) των οµολογιούχων δανειστών, σε επαναπροσδιορισµό του χρέους τους σε ευρώ, εφόσον συνέτρεχαν δύο προϋποθέσεις: 250 οι τίτλοι ήταν εκφρασµένοι στην εθνική νοµισµατική µονάδα συµµετέχοντος κράτους µέλους που έχει λάβει µέτρα για τον επαναπροσδιορισµό σε ευρώ, µερικά ή ολικά, του εκκρεµούς χρέους της κεντρικής του κυβέρνησης σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα, 251 ο επαναπροσδιορισµός δεν απαγορευόταν σύµφωνα µε τους όρους της δανειακής σύµβασης. (δ) Τέλος, τα συµµετέχοντα κράτη µέλη είχαν εξουσία να λάβουν τα µέτρα που ήταν αναγκαία για τη διευκόλυνση της µετατροπής από τις εθνικές νοµισµατικές µονάδες σε ευρώ της λογιστικής µονάδας που χρησιµοποιούταν για τις λειτουργικές διαδικασίες στις οργανωµένες αγορές χρήµατος και κεφαλαίου και στα καθιερωµένα συστήµατα για την ανταλλαγή, το συµψηφισµό και το διακανονισµό των πληρωµών (όπως π.χ. τα διατραπεζικά συστήµατα πληρωµών). 252 247 Ibid, άρθρο 8, παρ. 3, β εδάφιο. 248 Ibid, άρθρο 8, παρ. 4, πρώτο στοιχείο, α εδάφιο. Επισηµαίνεται ότι, σύµφωνα µε το προαναφερθέν «σενάριο για τη µετάβαση στο ενιαίο νόµισµα» του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της Μαδρίτης, όλες οι νέες εκδόσεις τίτλων του ηµοσίου έπρεπε, από την ένταξη ενός κράτους µέλους στην ευρωζώνη, να γίνονται υποχρεωτικά σε ευρώ. 249 Επισηµαίνεται ότι η διάταξη αυτή δεν ίσχυε για τις µετοχές, για τις οποίες ίσχυε η προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 8 του Κανονισµού. 250 Ibid, άρθρο 8, παρ. 4, πρώτο στοιχείο, β εδάφιο. 251 Ibid, 14ο σηµείο αιτιολογικού. Επισηµαίνεται, σχετικά, ότι το κρίσιµο κριτήριο ήταν ο επαναπροσδιορισµός να έχει γίνει από το συµµετέχον κράτος µέλος στην εθνική νοµισµατική µονάδα του οποίου ήταν εκφρασµένο το χρέος και όχι από το κράτος µέλος του οποίου κάτοικος είναι ο εκδότης των τίτλων. 252 Ibid, άρθρο 8, παρ. 4, δεύτερο στοιχείο. 97

Τα συµµετέχοντα κράτη µέλη είχαν απλώς την εξουσία να λάβουν µέτρα για τη διευκόλυνση των προαναφερθεισών (υπό β-δ) µετατροπών. Αντίθετα, αν δεν υπήρχε σχετική κοινοτική ρύθµιση, δεν είχαν δικαίωµα να επιβάλουν στις συναλλαγές τη χρησιµοποίηση του ευρώ. 253 1.4 Η αρχή της συνέχειας των νοµικών πράξεων ως προς τους λοιπούς όρους τους, πέραν του νοµίσµατος στο οποίο ήταν συνοµολογηµένες 1.4.1 Νοµικές πράξεις διεπόµενες από το δίκαιο συµµετέχοντος κράτους µέλους Όπως έχει ήδη αναφερθεί, µε τα άρθρα 2, 3, 8 και 14 του Κανονισµού 974/1998 καθιερώθηκε η αρχή της νοµισµατικής συνέχειας των συµβάσεων, σύµφωνα µε την οποία η αντικατάσταση των εθνικών νοµισµάτων των συµµετεχόντων κρατών µελών από το ευρώ δεν είχε επίδραση στη συνέχεια των συµβάσεων που ήταν συνοµολογηµένες στα εν λόγω νοµίσµατα. Την ίδια αρχή καθιέρωσε το άρθρο 2 του Κανονισµού 1103/1997 αναφορικά µε την αντικατάσταση του ECU από το ευρώ. Ένα επιπλέον ζήτηµα που απαιτούσε επίλυση ήταν αν η εισαγωγή του ευρώ πληροί κάποιο από τα εξαιρετικά περιστατικά που δικαιολογούν, σύµφωνα µε τα ισχύοντα στο δίκαιο όλων των συµµετεχόντων κρατών µελών, την τροποποίηση των όρων µιας σύµβασης (ή άλλων νοµικών πράξεων) ή την καταγγελία της. Μολονότι η δηµιουργία της ΟΝΕ και η εισαγωγή του ευρώ δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι συνιστούσαν σηµαντική µεταβολή των συνθηκών ή ότι αποτελούσαν απρόβλεπτο γεγονός, µε το άρθρο 3 (α εδάφιο ) του Κανονισµού 1103/1997 καθιερώθηκε ρητά η αρχή της συνέχειας των συµβάσεων (και άλλων νοµικών πράξεων) ως προς τους όρους τους: «η καθιέρωση του ευρώ δεν µεταβάλλει τους όρους των νοµικών πράξεων, ούτε απαλλάσσει ούτε δικαιολογεί τη µη εκτέλεση των υποχρεώσεων δυνάµει νοµικών πράξεων, ούτε παρέχει µονοµερώς το δικαίωµα σε έναν συµβαλλόµενο να µεταβάλει ή να καταργήσει µια νοµική πράξη». Η σηµαντικότερη συνέπεια από την εφαρµογή της εν λόγω αρχής, η οποία ίσχυσε υπό την επιφύλαξη της ελευθερίας των συµβάσεων, 254 ήταν ότι στις δανειακές συµβάσεις σταθερού επιτοκίου η εισαγωγή του ευρώ δεν είχε ως αποτέλεσµα, αν δεν υπήρχε ρητή περί του αντιθέτου συµφωνία των µερών, τη µεταβολή του ύψους του συµβατικά καθορισµένου επιτοκίου. 255 Αντίθετα, στις συµβάσεις κυµαινόµενου επιτοκίου η ανατιµολόγηση πραγµατοποιείτο µε τα τρέχοντα επιτόκια του ευρώ κατά την ηµεροµηνία ανατιµολόγησης που προβλεπόταν στη σύµβαση. 1.4.2 Νοµικές πράξεις διεπόµενες από το δίκαιο τρίτης χώρας Μια ειδική προβληµατική που αναδείχθηκε σε σχέση µε τις διατάξεις του Κανονισµού (και µάλιστα τόσο κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου όσο και µετά τη λήξη της) ήταν αν η αντικατάσταση των εθνικών νοµισµάτων των συµµετεχόντων κρατών µελών από το ευρώ έχει επίδραση και σε κράτη που δεν συµµετέχουν στην ευρωζώνη (είτε πρόκειται για κράτη µέλη µε παρέκκλιση και το Ηνωµένο Βασίλειο είτε πρόκειται για τρίτες χώρες). Στο επίκεντρο της σχετικής συζήτησης βρέθηκε το ζήτηµα της νοµικής µεταχείρισης των συµβάσεων (και άλλων νοµικών πράξεων), οι οποίες: 253 Ibid, άρθρο 8, παρ. 5. Η διάταξη αυτή δεν ενεργοποιήθηκε από τα κράτη µέλη. 254 Κανονισµός 1103/97, άρθρο 3, β εδάφιο. 255 Ibid, 7ο σηµείο αιτιολογικού. 98

διέποντο από το δίκαιο ενός τέτοιου κράτους και είχαν συνοµολογηθεί στο νόµισµα συµµετέχοντος κράτους µέλους που αντικαταστάθηκε από το ευρώ σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα. Επισηµαίνεται σχετικά ότι, σύµφωνα µε τη διεθνώς καθιερωµένη αρχή της lex monetae, αν από την εφαρµογή του δικαίου που διέπει µια σύµβαση προκύπτει ότι υφίσταται οφειλή σε ξένο νόµισµα, τότε ο προσδιορισµός του νοµίσµατος γίνεται σύµφωνα µε το δίκαιο του κράτους, στο νόµισµα του οποίου είναι εκφρασµένη η οφειλή. 256 Κατά συνέπεια, αν στο εν λόγω κράτος υπάρξει αντικατάσταση του νοµίσµατός του (όπως στην περίπτωση των συµµετεχόντων κρατών µελών), η αντικατάσταση δεσµεύει τον εφαρµοστή του δικαίου στα εν λόγω κράτη. Στο 8ο σηµείο αιτιολογικού του Κανονισµού 1103/1997 ορίζονται τα ακόλουθα: «Η καθιέρωση του ευρώ αποτελεί µεταβολή της νοµοθεσίας περί νοµίσµατος κάθε συµµετέχοντος κράτους µέλους,. η αναγνώριση της νοµοθεσίας περί νοµίσµατος ενός κράτους αποτελεί αρχή παγκοσµίως αποδεκτή η ρητή επιβεβαίωση της αρχής της συνέχειας θα πρέπει να οδηγήσει στην αναγνώριση της συνέχειας των συµβάσεων και των άλλων νοµικών πράξεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τρίτων χωρών». Για την άρση τυχόν αµφισβητήσεων και τη διαµόρφωση συνθηκών ασφάλειας δικαίου, αρκετές τρίτες χώρες καθιέρωσαν ρητές διατάξεις µε τις οποίες επιβεβαιωνόταν ότι η µετάβαση στο καθεστώς του ενιαίου νοµίσµατος δεν θα είχε επίδραση στις εκκρεµείς συµβάσεις, οι οποίες: διέποντο από το δίκαιό τους, και είχαν συνοµολογηθεί στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών (ή/και σε ECU). 257 1.5 Κανόνες µετατροπής χρηµατικών ποσών και στρογγυλοποίησης Για τη µετατροπή χρηµατικών ποσών από τις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών είτε σε ευρώ είτε στην εθνική νοµισµατική µονάδα ενός άλλου συµµετέχοντος κράτους µέλους και για τη στρογγυλοποίηση των ποσών που προέκυπταν από τις εν λόγω µετατροπές, ο Κανονισµός 1103/1997 καθιέρωσε επτά κανόνες. Οι κανόνες αυτοί ίσχυσαν µόνο κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου και, για το φυσικό χρήµα ευρώ, κατά τη διάρκεια της δίµηνης περιόδου παράλληλης κυκλοφορίας (βλέπε σχετικά κατωτέρω, υπό 2.2). (α) Οι τιµές µετατροπής καθιερώθηκαν ως ένα ευρώ εκφρασµένο σε αντιστοιχία µε κάθε εθνική νοµισµατική µονάδα των συµµετεχόντων κρατών µελών και όχι αντίστροφα. 258 256 Για την αρχή της lex monetae, βλέπε Γεωργιάδη (1999), σελ. 23-27, και Wiegand (1998), σελ. 139. 257 Ενδεικτικά αναφέρεται η τροποποίηση του τίτλου 16 του άρθρου 5 του General Obligations Law της Νέας Υόρκης «για την αρχή της συνέχειας των συµβάσεων µετά την εισαγωγή του ευρώ». 258 Κανονισµός 1103/97, άρθρο 4, παρ. 1, α εδάφιο. 99

(β) Οι τιµές µετατροπής είχαν έξι (6) χαρακτηριστικά ψηφία που λαµβάνονταν υπόψη σε κάθε µετατροπή. 259 Ως χαρακτηριστικά ψηφία νοούνταν τόσο οι ακέραιοι αριθµοί όσο και τα δεκαδικά ψηφία. 260 Κατ εξαίρεση, αν στην τιµή µετατροπής υπήρχαν µόνο δεκαδικά ψηφία (όπως στην περίπτωση της λίρας Ιρλανδίας), ως χαρακτηριστικά στοιχεία λαµβάνονταν υπόψη τα έξι δεκαδικά ψηφία. (γ) Οι τιµές µετατροπής δεν επιτρεπόταν να στρογγυλοποιούνται, ενώ κατά τη µετατροπή δεν επιτρεπόταν να παραλείπονται δεκαδικά ψηφία. 261 (δ) Οι τιµές µετατροπής χρησιµοποιούνταν για µετατροπές τόσο από ευρώ προς τις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών όσο και από τις εν λόγω εθνικές νοµισµατικές µονάδες σε ευρώ. 262 Αντίθετα, δεν επιτρεπόταν η χρήση των αντίστροφων συντελεστών που προέκυπταν από τις τιµές µετατροπής. 263 (ε) Για τη µετατροπή ενός χρηµατικού ποσού από την εθνική νοµισµατική µονάδα συµµετέχοντος κράτους µέλους σε αυτήν άλλου συµµετέχοντος κράτους µέλους, έπρεπε να ακολουθείται η εξής διαδικασία: 264 πρώτα, το οφειλόµενο χρηµατικό ποσό µετατρεπόταν σε ένα ενδιάµεσο ποσό εκφρασµένο σε ευρώ σύµφωνα µε την τιµή µετατροπής, και στη συνέχεια, το ενδιάµεσο ποσό µετατρεπόταν στην άλλη εθνική νοµισµατική µονάδα µε την αντίστοιχη τιµή µετατροπής. (στ) Τα ενδιάµεσα ποσά που προέκυπταν κατά τη µετατροπή ενός χρηµατικού ποσού από µια εθνική νοµισµατική µονάδα σε άλλη (σύµφωνα µε τον αµέσως προηγούµενο κανόνα) επιτρεπόταν να στρογγυλοποιούνται σε όχι λιγότερα από τρία δεκαδικά ψηφία. 265 (ζ) Τέλος, για την καταβολή ή τον καταλογισµό χρηµατικών ποσών µετά τη µετατροπή τους σε ευρώ επιτρεπόταν η στρογγυλοποίηση στο πλησιέστερο λεπτό. 266 2. Το νοµισµατικό καθεστώς µετά τη λήξη της µεταβατικής περιόδου 2.1 Οι µεταβολές σε σχέση µε τη µεταβατική περίοδο Από την 1η Ιανουαρίου 2002, µε τη λήξη δηλαδή της µεταβατικής περιόδου, επήλθαν τρεις σηµαντικές µεταβολές στο ευρωπαϊκό νοµισµατικό δίκαιο αναφορικά µε τη χρήση του ευρώ: 259 Ibid, άρθρο 4, παρ. 1, β εδάφιο. 260 Ibid, 12ο σηµείο αιτιολογικού. 261 Ibid, άρθρο 4, παρ. 2. 262 Ibid, άρθρο 4, παρ. 3, α εδάφιο. 263 Ibid, άρθρο 4, παρ. 3, β εδάφιο. 264 Ibid, άρθρο 4, παρ. 4. 265 Ibid. 266 Ibid, άρθρο 5. 100

(α) Κατ αρχήν, έληξε η ισχύς της αρχής της νοµικής ισοδυναµίας ανάµεσα στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών και τη νοµισµατική µονάδα ευρώ. 267 Κατά συνέπεια, οι εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών έπαψαν να αποτελούν υποδιαιρέσεις του ευρώ. (β) Η ισχύς της αρχής της προαιρετικότητας αναφορικά µε τη χρήση του ευρώ έληξε επίσης, και όλες οι νέες νοµικές πράξεις πρέπει έκτοτε να εκφράζονται σε ευρώ. Σε ό,τι αφορά τις εκκρεµείς νοµικές πράξεις (εκείνες που σύµφωνα µε τη διατύπωση του άρθρου 14 του Κανονισµού «υφίσταντο την 1η Ιανουαρίου 2002») στις οποίες γινόταν αναφορά στην εθνική νοµισµατική µονάδα συµµετέχοντος κράτους µέλους: η αναφορά αυτή θεωρήθηκε, αυτοδύναµα, ότι αποτελεί αναφορά σε ευρώ σύµφωνα µε τις τιµές µετατροπής, 268 ενώ επίσης δεν ήταν απαραίτητος ο υλικός επαναπροσδιορισµός των σχετικών ποσών. 269 (γ) Τέλος, τέθηκαν σε κυκλοφορία από την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση τα τραπεζογραµµάτια ευρώ, 270 και από τις κυβερνήσεις των συµµετεχόντων κρατών µελών τα κέρµατα ευρώ. 271 Τα εν λόγω τραπεζογραµµάτια και κέρµατα είναι τα µόνα που έχουν έκτοτε στα συµµετέχοντα κράτη µέλη την ιδιότητα του νοµίµου χρήµατος µε αναγκαστική κυκλοφορία, µε την επιφύλαξη των όσων ίσχυσαν κατά τη διάρκεια της δίµηνης περιόδου παράλληλης κυκλοφορίας. 272 Στη θεµατική αυτή θα επανέλθουµε αναλυτικά στην ενότητα VIII της παρούσας µελέτης, υπό ΣΤ. 2.2 Η περίοδος παράλληλης κυκλοφορίας Για µια περίοδο που διήρκεσε σε κάθε συµµετέχον κράτος µέλος κατά µέγιστο όριο δύο µήνες 273 (γνωστή ως «περίοδος παράλληλης κυκλοφορίας»), την ιδιότητα του νοµίµου χρήµατος µε αναγκαστική κυκλοφορία είχαν στα συµµετέχοντα κράτη µέλη: 267 Επιχείρηµα a contrario από το άρθρο 5 του Κανονισµού 974/98. 268 Ibid, άρθρο 14, α εδάφιο (σε συνδυασµό µε άρθρο 13). Με τη διάταξη αυτή καθιερώθηκε η αρχή της νοµισµατικής συνέχειας των συµβάσεων (και των άλλων νοµικών πράξεων) κατά τη διάρκεια της τελικής περιόδου. Σύµφωνα εξάλλου µε τη διάταξη του β εδαφίου του άρθρου, για τη µετατροπή των ποσών έπρεπε να εφαρµόζονται οι προαναφερθέντες κανόνες µετατροπής και στρογγυλοποίησης. 269 Ibid, 20ό σηµείο αιτιολογικού. Στο ίδιο σηµείο τονίζεται πάντως ότι «για λόγους σαφήνειας θα ήταν σκόπιµο ο υλικός επαναπροσδιορισµός να λάβει χώρα το ταχύτερο δυνατόν». 270 Ibid, άρθρο 10, α εδάφιο. Οι ονοµαστικές αξίες, οι προδιαγραφές και η αναπαραγωγή, ανταλλαγή και απόσυρση των τραπεζογραµµατίων σε ευρώ καθορίστηκαν στην Απόφαση 2001/667/ΕΚ της ΕΚΤ (ΕΚΤ/2001/7, βλέπε σχετικά κατωτέρω την ενότητα VΙΙΙ της παρούσας µελέτης, υπό ΣΤ). 271 Ibid, άρθρο 11, α εδάφιο. Οι ονοµαστικές αξίες και οι προδιαγραφές των κερµάτων σε ευρώ έχουν καθοριστεί µε τον Κανονισµό 975/98 του Συµβουλίου, όπως αυτός τροποποιήθηκε µε τον Κανονισµό 423/1999. 272 Ibid, άρθρα 10 (β εδάφιο) και 11 (β εδάφιο). 273 Η µέγιστη περίοδος παράλληλης κυκλοφορίας είχε οριστεί στον Κανονισµό εξάµηνη (άρθρο 15, παρ. 1), περιορίστηκε όµως στη συνέχεια σε δίµηνη µε κοινή δήλωση του Συµβουλίου της 3ης Νοεµβρίου 1999 µε τη σύµφωνη γνώµη και της ΕΚΤ. 101

τόσο τα κέρµατα και τραπεζογραµµάτια ευρώ, όσο και τα υπό απόσυρση κέρµατα και τραπεζογραµµάτια που ήταν εκφρασµένα στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες. 274 Η λήψη των αναγκαίων µέτρων για τη χρήση των εν λόγω µετρητών στις συναλλαγές και τη διευκόλυνση της απόσυρσής τους βάρυνε τα συµµετέχοντα κράτη µέλη. 275 Οι εκδότες των αποσυρόµενων τραπεζογραµµατίων και κερµάτων (κατά κανόνα η εθνική κεντρική τράπεζα και το Υπουργείο Οικονοµικών, αντίστοιχα) συνεχίζουν να τα ανταλλάσσουν µε µετρητά σε ευρώ στην τιµή µετατροπής, σύµφωνα µε τις οικείες διατάξεις της εθνικής νοµοθεσίας των συµµετεχόντων κρατών µελών ή µε την πρακτική που ισχύει σε αυτά. 276 ΠΙΝΑΚΑΣ 12 Νόµισµα και χρήµα µε αναγκαστική κυκλοφορία στα συµµετέχοντα κράτη µέλη κατά τη διάρκεια του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ Περίοδοι Νόµισµα Χρήµα µε αναγκαστική κυκλοφορία (κέρµατα και τραπεζογραµµάτια) Μεταβατική περίοδος (1.Ι.1999( 1 ) - 31.ΧΙΙ.2001) Περίοδος παράλληλης κυκλοφορίας (1.Ι.2002 28.ΙΙ.2002 2 ) Υπόλοιπη τελική περίοδος (από 1.ΙII.2002) ευρώ εθνικές νοµισµατικές µονάδες ευρώ εθνικές νοµισµατικές µονάδες ευρώ ευρώ ευρώ 1 Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδος, η µεταβατική περίοδος ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 2001. 2 Η εν λόγω ηµεροµηνία ήταν η καταληκτική. Τα κράτη µέλη είχαν δικαίωµα να καθορίσουν βραχύτερη (και ορισµένα πράγµατι καθόρισαν) την περίοδο παράλληλης κυκλοφορίας. 274 Ibid, άρθρο 15, παρ. 1. 275 Ibid, άρθρο 15, παρ. 2. 276 Ibid, άρθρο 16. 102

ΠΙΝΑΚΑΣ 13 Ο Κανονισµός 1103/1997 Από την 1 η Ιανουαρίου 1999 ισχύει (ως µαχητό τεκµήριο) ότι το ευρώ αντικαθιστά την επίσηµη λογιστική µονάδα ECU σε σχέση 1:1 Αν τα µέρη µιας συναλλαγής δεν συµφωνήσουν διαφορετικά, η αντικατάσταση του ECU και των εθνικών νοµισµάτων των συµµετεχόντων κρατών µελών από το ευρώ δεν δίνει στα µέρη το δικαίωµα: ούτε µεταβολής των όρων της σύµβασης, ούτε µη εκπλήρωσης των συµβατικών τους υποχρεώσεων Η µετατροπή σε ευρώ των ονοµαστικών ποσών που είναι εκφρασµένα στα εθνικά νοµίσµατα των συµµετεχόντων κρατών µελών και η στρογγυλοποίηση των ποσών που προκύπτουν κατά τις εν λόγω µετατροπές υπόκεινται σε συγκεκριµένους κανόνες ΠΙΝΑΚΑΣ 14 Ο Κανονισµός 974/1998 Από την 1 η Ιανουαρίου 1999 το ευρώ (το οποίο υποδιαιρείται σε εκατό λεπτά) αντικατέστησε σε όλα τα συµµετέχοντα κράτη µέλη τα εθνικά νοµίσµατα και κατέστη το επίσηµο νόµισµά τους. Η αντικατάσταση πραγµατοποιήθηκε σύµφωνα µε τις τιµές µετατροπής (δηλαδή τις αµετάκλητες συναλλαγµατικές ισοτιµίες) Κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου µεταξύ 1 ης Ιανουαρίου 1999 και 31 ης εκεµβρίου 2001 ισχύουν τα ακόλουθα: οι εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών αποτελούν υποδιαιρέσεις του ευρώ, τα κέρµατα και χαρτονοµίσµατα στην εθνική νοµισµατική µονάδα συνεχίζουν να έχουν στο αντίστοιχο κράτος µέλος την ιδιότητα του νοµίµου χρήµατος µε αναγκαστική Κυκλοφορία (καθώς δεν κυκλοφορούν ακόµα τραπεζογραµµάτια και κέρµατα εκφρασµένα σε ευρώ), και ισχύει η αρχή της «µη υποχρέωσης και ταυτόχρονα µη απαγόρευσης» για πραγµατοποίηση συναλλαγών σε ευρώ Όταν την 1 η Ιανουαρίου 2002 τεθούν σε κυκλοφορία τα τραπεζογραµµάτια και κέρµατα σε ευρώ, αυτά θα αποκτήσουν σε όλα τα συµµετέχοντα κράτη µέλη την ιδιότητα του νοµίµου χρήµατος µε αναγκαστική κυκλοφορία. Παράλληλα, µέχρι την 28η Μαρτίου την ίδια ιδιότητα συνεχίζουν να έχουν σε κάθε κράτος µέλος τα κέρµατα και τραπεζογραµµάτια στην εθνική νοµισµατική µονάδα Από την 1 η Ιανουαρίου 2002 το σύνολο των νοµικών πράξεων που είναι εκφρασµένες στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των συµµετεχόντων κρατών µελών µετατρέπεται, ώστε αναφορά να γίνεται στο ευρώ 103