ΠΡΩΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΙΑΧΥΤΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΑΣ Kρέστου Α 1, Τριανταφύλλου Α 1, Γκάρας Σ 1., ιαµαντόπουλος Χ 1, Παυλουδάκης Φ 2. (1) Εργαστήριο Ατµοσφαιρικής Ρύπανσης και Περιβαλλοντικής Φυσικής, ΤΕΙ υτικής Μακεδονίας, 50200 Κοίλα, Κοζάνη, E-mail: atria@airlab.edu.gr (2) ιεύθυνση Λιγνιτικού Κέντρου υτικής Μακεδονίας, ΕΗ A.E ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η διάχυτη σκόνη αποτελεί µία από τις σηµαντικές πηγές εκποµπής ΑΣ και κατά συνέπεια η ποσοτικοποίηση της είναι απαραίτητη στην ανάπτυξη κάθε ολοκληρωµένου συστήµατος διαχείρισης ποιότητας αέρα. Σήµερα, είναι διαθέσιµα περιορισµένα δεδοµένα µετρήσεων χαρακτηριστικών παραµέτρων των διάχυτων εκποµπών σκόνης µε αποτέλεσµα η έλλειψη αυτή να οδηγεί σε µεγάλες αβεβαιότητες στις µελέτες απογραφής πηγών, αλλά και στα αποτελέσµατα των προσοµοιώσεων µε µοντέλα διασποράς ιδιαίτερα αναφορικά µε τα ΑΣ10 και ΑΣ2.5. Στην εργασία αυτή επιχειρείται ο πειραµατικός υπολογισµός χαρακτηριστικών παραµέτρων σε σηµαντικές διάχυτες πηγές εκποµπής ΑΣ στην περιοχή Κοζάνης Πτολεµαΐδας και συγκεκριµένα του ποσοστού ιλύος και ποσοστού υγρασίας. Σε αριθµό δειγµάτων που συλλέχθηκαν από σηµαντικές διάχυτες πηγές εκποµπής της περιοχής ενδιαφέροντος έγινε προσδιορισµός του ποσοστού ιλύος και της περιεκτικότητας της υγρασίας επιφανειακών χωµάτων µε βάση πρότυπες µεθόδους. Τα αποτελέσµατα αυτά σε συνδυασµό µε άλλα χαρακτηριστικά πηγών πρόκειται να χρησιµοποιηθούν µελλοντικά για τον προσδιορισµό του ρυθµού εκποµπής ΑΣ από τις αντίστοιχες πηγές εκποµπής τους. FIRST EXPERIMENTAL RESULTS OF PARTICULATE MATTER EMISSION SOURCES CHARACTERISTIC PARAMETERS Krestou Α 1, Triantafyllou Α 1, Garas S 1., Diamantopoulos C 1, Pavloudakis F 2. (1) Laboratory of Atmospheric Pollution and Environmental Physics, TEI of W. Macedonia, 50200 Koila, Kozani, E-mail: atria@airlab.edu.gr (2) West Macedonia Lignite Centre, PPC S.A ABSTRACT Fugitive dust comprises one of the most important sources of PM emissions and as a result its quantification is essential for the development of an integrated air quality management system. Up to date, only limited measurement data of the characteristic parameters of fugitive dust emission are available, causing uncertainties not only in sources inventory studies but also in the results of simulation models concerning the dispersion of PM10 and PM2.5. The current work aims at calculating characteristic parameters of fugitive dust sources in the area Kozani - Ptolemaida, and especially humidity and silt content, using experimental data. The samples collected were analyzed in terms of their silt content and humidity, applying standard methods. The results obtained, together with other characteristics of the fugitive dust sources, will be used in the future for the determination of PM emission rate from the corresponding sources.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εκτίµηση της διάχυτης σκόνης σε µια περιοχή αποτελεί µέτρο της ποιότητας του αέρα, καθώς είναι µία από τις σηµαντικές πηγές εκποµπής Αιωρούµενων Σωµατιδίων (ΑΣ) και επηρεάζει σηµαντικά την υγεία των ανθρώπων της περιοχής, προκαλώντας αναπνευστικά προβλήµατα, καταστροφή των πνευµόνων ακόµα και πρόωρο θάνατο [1,2]. Η διάχυτη σκόνη, και πιο συγκεκριµένα η ποσοτικοποίηση της, είναι απαραίτητη στην ανάπτυξη κάθε ολοκληρωµένου συστήµατος διαχείρισης ποιότητας αέρα. Η µέτρηση χαρακτηριστικών παραµέτρων των διάχυτων πηγών εκποµπής σκόνης (fugitive dust sources) βοηθάει στην παραµετροποίηση των εκποµπών αυτών και κατά συνέπεια στην ανάπτυξη εµπειρικών σχέσεων για την ακριβέστερη ποσοτικοποίηση των εκποµπών τους, αλλά και τον υπολογισµό των συγκεντρώσεων στους αποδέκτες µε την εφαρµογή κατάλληλων µοντέλων διασποράς [3]. Ωστόσο µόνο περιορισµένα δεδοµένα µετρήσεων χαρακτηριστικών παραµέτρων των διάχυτων εκποµπών σκόνης είναι διαθέσιµα. Η έλλειψη αυτή οδηγεί σε µεγάλες αβεβαιότητες στις µελέτες απογραφής πηγών, αλλά και στα αποτελέσµατα των προσοµοιώσεων µε µοντέλα διασποράς ιδιαίτερα αναφορικά µε τα ΑΣ10 και ΑΣ2.5. Η διάχυτη σκόνη προέρχεται τόσο από βιοµηχανικές δραστηριότητες (π.χ. λατοµεία, ορυχεία) όσο και από µηχανήµατα που δραστηριοποιούνται σε µια περιοχή (π.χ. φορτηγά που κινούνται σε χωµατόδροµο), ακόµα και από τον άνεµο. Σε κάθε περίπτωση, η κατανοµή των σωµατιδίων ενός επιφανειακού χώµατος επί ξηρού καθορίζει την επιδεκτικότητα του στο να παρασυρθεί είτε από µηχανική δραστηριότητα είτε από τον άνεµο [4]. Η µέγιστη διάµετρος σωµατιδίων που είναι δυνατό να αιωρηθούν στον αέρα είναι τα 75µm, η οποία είναι και η ελάχιστη διάµετρος σωµατιδίων που µπορεί να αναλυθεί µε τη µέθοδο ξηρής κοσκίνισης κατά ASTM C-136 [5,6]. Τα σωµατίδια που περνούν από κόσκινο µε πλέγµα 200-mesh (άνοιγµα 74µm) κατά την ξηρή κοσκίνιση έχει καθιερωθεί να ονοµάζονται ιλύς (silt) [4]. Το ποσοστό της υγρασίας που περιέχει το επιφανειακό χώµα επηρεάζει επίσης την εκποµπή σκόνης, καθώς το περιεχόµενο νερό δηµιουργεί ένα συνεκτικό φιλµ µεταξύ των κόκκων της σκόνης που µειώνει την αιώρησή τους στην ατµόσφαιρα. Η περιεχόµενη υγρασία σε ένα επιφανειακό χώµα εξαρτάται από την ένταση των βροχοπτώσεων, την εξάτµισή της στην ατµόσφαιρα, καθώς και από την ικανότητα της υποκείµενης επιφάνειας να την απορροφά. Και τα δύο προαναφερθέντα χαρακτηριστικά των επιφανειακών χωµάτων αποτελούν σηµαντικές παραµέτρους κατά την εκτίµηση των εκποµπών αιωρούµενης σκόνης από τις διάφορες δραστηριότητες. Προκειµένου να προσδιοριστεί ο ρυθµός εκποµπής σκόνης από κάθε δραστηριότητα, θα πρέπει να βρεθεί η σχέση µεταξύ των κυρίαρχων παραµέτρων (περιεκτικότητα ιλύος, περιεχόµενη υγρασία, µετεωρολογικές παράµετροι, είδος πηγής εκποµπών σκόνης) και του ρυθµού αυτού [7]. Στην εργασία αυτή γίνεται καταγραφή και ανάλυση των µετρήσεων του ποσοστού ιλύος µε τη µέθοδο ASTM C- 136 (ξηρή µέθοδος) [8] και της περιεκτικότητας της υγρασίας επιφανειακών χωµάτων [7] στην περιοχή της Κοζάνης, από διάφορες πηγές εκποµπής σκόνης, όπως µη στρωµένους και στρωµένους δρόµους στην ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης καθώς και κείµενου ορυχείου λιγνίτη (ορυχείο Καρδιάς), όπως και παλιές αποθέσεις στο ίδιο ορυχείο. Παρόµοιες µετρήσεις δεν υπάρχουν για την περιοχή, ενώ και στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει έλλειψη ή περιορισµένος αριθµός παρόµοιων µετρήσεων. Τα αποτελέσµατα αυτά θα εµπλουτιστούν και µε µετρήσεις από τις ίδιες πηγές κατά τις τέσσερις εποχές του χρόνου, στο πλαίσιο προγράµµατος για τον προσδιορισµό του ρυθµού εκποµπής σκόνης από πηγές διαφεύγουσας σκόνης. 2. ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ
2.1 Περιγραφή Περιοχής Στην περιοχή της υτικής Μακεδονίας, ειδικότερα στη λεκάνη Αµυνταίου Πτολεµαΐδας Κοζάνης, είναι συγκεντρωµένο από τα µέχρι τώρα γνωστά το µεγαλύτερο λιγνιτικό κοίτασµα της χώρας µας, από την εκµετάλλευση του οποίου παράγεται στην περιοχή το µεγαλύτερο ποσοστό της παραγόµενης ηλεκτρικής ενέργειας. Λειτουργούν µέχρι σήµερα πέντε ατµοηλεκτρικοί σταθµοί (ΑΗΣ), µε συνολική εγκατεστηµένη ισχύ ανερχόµενη σε 4,5 GW. Οι ΑΗΣ χρησιµοποιούν ως καύσιµο λιγνίτη που εξορύσσεται σε κοντινά λιγνιτωρυχεία και µεταφέρεται στους σταθµούς παραγωγής µε φορτηγά, βαγόνια και ταινίες µεταφοράς. Στην περιοχή υπάρχουν κατά συνέπεια σηµαντικές πηγές διαφεύγουσας σκόνης, ο υπολογισµός του ρυθµού εκποµπής των οποίων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Υψηλές συγκεντρώσεις ΑΣ10 στην περιοχή σχετίστηκαν µεταξύ άλλων και µε την επαναιώρηση επιφανειακού χώµατος και εποµένως διάχυτης σκόνης [9]. 2.2 ειγµατοληψίες είγµατα συλλέχθηκαν από µια παλιά απόθεση µεταξύ του ορυχείου Καρδιάς και Νότιου Πεδίου, περιοχή Λαιµός (3 δείγµατα από 3 διαφορετικά σηµεία), από ένα µη στρωµένο δρόµο και ένα στρωµένο από το ορυχείο Καρδιάς, από 1 µη στρωµένο δρόµο από την περιοχή Χαραυγή, Κοζάνη, και 1 µη στρωµένο δρόµο από την ευρύτερη περιοχή του ΤΕΙ. Μακεδονίας. Οι περιοχές αυτές επιλέχθηκαν καθώς παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ως προς τις δραστηριότητες καθώς και επειδή σε αυτές πραγµατοποιούνται καθηµερινές µετεωρολογικές µετρήσεις. Τα δείγµατα συλλέχθηκαν κατά την περίοδο Νοέµβριος εκέµβριος 2010, ακολουθώντας τις πρότυπες µεθόδους δειγµατοληψίας που περιγράφονται για κάθε κατηγορία (απόθεση, µη στρωµένος δρόµος, στρωµένος δρόµος) από EPA 454-R-93-037 [10]. Κατά τη δειγµατοληψία, καταγράφονταν και τα µετεωρολογικά δεδοµένα (θερµοκρασία, σχετική υγρασία, ταχύτητα ανέµου). Κάθε δείγµα ήταν βάρους περίπου 5kg, ποσότητα επαρκής για την ανάλυση υγρασίας και ποσοστού ιλύος. 2.3 Αναλύσεις Κάθε δείγµα χωρίστηκε σε υπο-δείγµατα του 1kg περίπου, µε τη µέθοδο κώνου και υποδιαίρεσης στα τέσσερα (cone and quartering) [10]. Στη συνέχεια, τα δείγµατα κωδικοποιήθηκαν και ακολούθησε η ανάλυση της περιεκτικότητάς τους σε υγρασία καθώς και του ποσοστού ιλύος που περιέχουν (silt content). Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η ανάλυση της ιλύος πραγµατοποιήθηκε αµέσως µετά την ανάλυση υγρασίας. Οι κωδικοί που δόθηκαν στα δείγµατα ήταν της µορφής ΑΒΗΗΜΜΧΧ, όπου Α η περιοχή δειγµατοληψίας, Β σηµείο δειγµατοληψίας, ΗΗ ηµεροµηνία, ΜΜ µήνας και ΧΧ χρόνος (π.χ ο κωδικός ΛΑ03112010 αντιστοιχεί στο δείγµα στην περιοχή Λαιµός από Απόθεση, που λήφθηκε στις 3/11/2010). 2.3.1 Ανάλυση υγρασίας Η ανάλυση της περιεχόµενης υγρασίας έγινε σύµφωνα µε την αντίστοιχη πρότυπη µέθοδο [7] και περιλαµβάνει τα ακόλουθα στάδια: 1. Θερµαίνουµε το φούρνο στους 110 ο C και καταγράφουµε τη θερµοκρασία. 2. Ζυγίζουµε ένα άδειο δοχείο και καταγράφουµε το βάρος του. Αν έχει καπάκι, το ζυγίζουµε µαζί µε αυτό.
3. Τοποθετούµε το δείγµα στο δοχείο και ζυγίζουµε ξανά. Καταγράφουµε το µικτό βάρος. 4. Τοποθετούµε το δοχείο µε το δείγµα στο φούρνο και το αφήνουµε για ένα βράδυ. 5. Αποµακρύνουµε το δοχείο από το φούρνο και α) ζυγίζουµε αµέσως αν δεν έχει καπάκι, β) τοποθετούµε το καπάκι και αφήνουµε το δοχείο να κρυώσει πριν τη ζύγιση. Καταγράφουµε το µικτό βάρος. 6. Υπολογίζουµε την περιεχόµενη υγρασία ως το αρχικό µικτό βάρος µειον το µικτό βάρος µετά τη ζύγιση, δια το αρχικό βάρος του δείγµατος. Υπολογίζουµε το βάρος του δείγµατος που θα χρησιµοποιηθεί για ανάλυση ιλύος, ως το µικτό βάρος µετά την ξήρανση µειον το βάρος του δοχείου. 2.3.2 Περιεκτικότητα ιλύος Η ανάλυση ιλύος πραγµατοποιήθηκε σύµφωνα µε την πρότυπη µέθοδο ξηρής κοσκίνισης [8] και περιλαµβάνει τα ακόλουθα στάδια: 1. Από το ξηρό δείγµα, παίρνουµε µε δειγµατοληψία κώνου 400-1600g. 2. Επιλέγουµε τα κόσκινα. Τα κόσκινα που προτείνονται είναι 3/8in., Νο4, Νο40, Νο100, Νο140, Νο200, καπάκι και ταψάκι. Τα κόσκινα Νο20 (750µm άνοιγµα σήτας) και Νο200 (75µm άνοιγµα σήτας) είναι υποχρεωτικά. Τα υπόλοιπα µπορούν να διαφέρουν ανάλογα µε αυτά που είναι διαθέσιµα. 3. Καθαρίζουµε τα κόσκινα µε πεπιεσµένο αέρα και/ή µια µαλακή βούρτσα. Οποιοδήποτε υλικό που έχει σφηνώσει στο κόσκινο ή έχει κολλήσει θα πρέπει να αποµακρυνθεί, χωρίς να βάζουµε πολύ δύναµη στη σήτα. 4. Ζυγίζουµε τα κόσκινα και το ταψάκι και καταγράφουµε το καθαρό βάρος. 5. Τοποθετούµε τα κόσκινα το ένα πάνω στο άλλο από αυτό µε το µεγαλύτερο άνοιγµα σήτας προς το µικρότερο και µε το ταψάκι στο τέλος. Προσθέτουµε το ξηρό δείγµα (κατά προτίµηση αµέσως µετά τη µέτρηση της υγρασίας του) στο ανώτερο κόσκινο, δηλαδή αυτό µε το µεγαλύτερο άνοιγµα, βουρτσίζουµε τα τοιχώµατά του και τοποθετούµε το καπάκι. 6. Τοποθετούµε τα κόσκινα στο δονητή και κοσκινίζουµε για 10 λεπτά. Αποµακρύνουµε το ταψάκι και το ζυγίζουµε. Επαναλαµβάνουµε τις 10λεπτες κοσκινίσεις µέχρι η διαφορά βάρους µεταξύ δυο συνεχόµενων κοσκινίσεων (αφαιρώντας το βάρος του ταψιού) να είναι µικρότερη από 3%. Αποφεύγουµε να κοσκινίσουµε πάνω από 40 λεπτά. 7. Ζυγίζουµε κάθε κόσκινο καθώς και το ταψάκι µε το υλικό που περιέχει (µέγεθος σωµατιδίων <75µm) και καταγράφουµε το βάρος. 8. Υπολογίζουµε την % περιεκτικότητα σε υλικό µεγέθους <75µm (περιεκτικότητα ιλύος). Στις συγκεκριµένες µετρήσεις, το τελευταίο κόσκινο που χρησιµοποιήθηκε ήταν αυτό µε άνοιγµα σήτας 63µm, καθώς σε πρόσφατες εργασίες [11,12] αυτό θεωρείται ως οριακό µέγεθος σωµατιδίων κάτω από το οποίο το υλικό αποτελεί την ιλύ. 3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Τα αποτελέσµατα των µετρήσεων παρουσιάζονται στον ακόλουθο Πίνακα 1, ενώ οι φωτογραφίες των δειγµάτων πριν την ξήρανσή τους στην Εικόνα 1.
Πίνακας 1. Ποσοστό υγρασίας και ιλύος σε δείγµατα από την περιοχή της Κοζάνης Μετεωρολογικές παράµετροι Κωδικός δείγµατος % υγρασία δείγµατος % ιλύς Μέση Τ C Υγρασία, % Ταχύτητα ανέµου, (m/s) ΛΑ03112010 10,59 25,49 12,7 72,17 1,25 ΛΑ15112010 26,26 18,91 16,15 62 0,72 ΛΑ19112010 31,18 22,07 13,65 66 1,88 ΟΡΧ15122010 4,67 2,24-6,63 73,67 4,7 ΟΡΣ 15122010 10,62 18,91-6,63 73,67 4,7 ΧΧ15122010 0,5 0,04-6,63 73,67 4,7 ΤΧ15122010 0,85 2,64-6,63 73,67 4,7 (α) (β) (γ) Σχήµα 1. Φωτογραφίες από τα δείγµατα που ελήφθησαν α) από την περιοχή Λαιµός στις 03 και 15/11/2010, β) από το ορυχείο Καρδιάς στις 15/12/2010 και γ) από το ΤΕΙ και την περιοχή Χαραυγή στις 15/12/2010 Από τον Πίνακα 1 φαίνεται πως το δείγµα ΛΑ19112010 παρουσίασε την υψηλότερη περιεχόµενη υγρασία, ενώ το ΧΧ15122010 τη χαµηλότερη. Όσον αφορά στην περιεχόµενη ιλύ, το δείγµα ΛΑ03112010 παρουσίασε τη µεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ιλύ (25,49%) ενώ το ΧΧ15122010 το χαµηλότερο ποσοστό ιλύος (0,04%). Για το δείγµα αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι παρουσίασε το µεγαλύτερο µέγεθος κόκκων (µορφή χαλικιών), κάτι που φαίνεται στο Σχήµα 1γ και επίσης προέκυψε κατά τη µέτρηση της περιεχόµενης ιλύος, όπου το 82% του υλικού βρέθηκε να έχει µέγεθος µεγαλύτερο από 800µm. Είναι εποµένως αναµενόµενο το δείγµα ΧΧ15122010 να περιέχει το µικρότερο ποσοστό περιεχόµενης υγρασίας αλλά και ιλύος. Συγκρίνοντας το δείγµα αυτό µε αντίστοιχα δείγµατα από χωµατόδροµο άλλης περιοχής (δείγµατα ΟΡΧ15122010 και ΤΧ15122010) που λήφθηκαν την ίδια ηµέρα κάτω από τις ίδιες µετεωρολογικές συνθήκες (Πίνακας 1) φαίνεται ότι το δείγµα
ΟΡΧ15122010, το οποίο από το Σχήµα 1β φαίνεται να είναι το πιο λεπτοµερές από τα τρία, περιέχει µεγαλύτερα ποσοστά υγρασίας και ιλύος, µε τα ΤΧ15122010 και ΧΧ15122010 να ακολουθούν. Φαίνεται λοιπόν, πως η φύση του υλικού παίζει σηµαντικό ρόλο στο ποσοστό υγρασίας και ιλύος που περιέχει. Εποµένως, η χρήση των µετρούµενων τιµών υγρασίας και ιλύος στην εκτίµηση των εκποµπών αιωρούµενης σκόνης φαίνεται να είναι περισσότερο αξιόπιστη σε σχέση µε τη χρήση αντίστοιχων τιµών από τη βιβλιογραφία, καθώς στις τελευταίες δεν περιλαµβάνεται η κοκοµετρία και η φύση του υλικού. Όσον αφορά σε δείγµατα του ίδιου υλικού που ελήφθησαν σε διαφορετικές ηµέρες (δείγµατα ΛΑ03112010 και ΛΑ15112010) φαίνεται πως αύξηση της περιεχόµενης υγρασίας από 15,59% σε 26,26% οδήγησε σε µείωση της περιεκτικότητας ιλύος από 25,49% σε 18,91%, αντίστοιχα. Μια τέτοια µείωση στο ποσοστό ιλύος µε την αύξηση της περιεχόµεης υγρασίας για το ίδιο υλικό ήταν αναµενόµενη, καθώς το περιεχόµενο νερό δηµιουργεί ένα συνεκτικό φιλµ µεταξύ των κόκκων της σκόνης που µειώνει την αιώρησή τους στην ατµόσφαιρα. Από τα µετεωρολογικά δεδοµένα που παρουσιάζονται στον Πίνακα 1 και αντιστοιχούν στα δείγµατα ΛΑ03112010 και ΛΑ15112010, φαίνεται ότι παρ όλο που στις 15/11/2010 η θερµοκρασία της ατµόσφαιρας ήταν υψηλότερη (16,15 C) ενώ η σχετική υγρασία (62%) και η ταχύτητα του ανέµου (0,72Km/h) σε σχέση µε τις 03/11/2010 (12,7 C, 72.17% και 1,25Km/h, αντίστοιχα) χαµηλότερη, το δείγµα ΛΑ15112010 παρουσίασε υψηλότερη περιεκτικότητα σε υγρασία από το ΛΑ03112010, χωρίς να έχει σηµειωθεί βροχόπτωση µεταξύ των δυο αυτών ηµεροµηνιών. Η αύξηση στο ποσοστό της περιεχόµενης υγρασίας πιθανά να οφείλεται στο σηµείο δειγµατοληψίας. Λόγω της µορφολογίας του σηµείου δειγµατοληψίας του δείγµατος ΛΑ15112010, πιθανώς να λίµνασαν όµβρια ύδατα, µε αποτέλεσµα το δείγµα να απορρόφησε µεγαλύτερη υγρασία. Η µορφολογία του σηµείου δειγµατοληψίας µπορεί να εξηγήσει επίσης το αυξηµένο ποσοστό ιλύος του δείγµατος ΛΑ19112010 (22,07%) παρ όλο το υψηλό ποσοστό περιεχόµενης υγρασίας (31,18%). Και σε αυτή την περίπτωση, πιθανώς να λίµνασαν όµβρια λόγω και της υψηλής βροχόπτωσης που παρατηρήθηκε κατά τις 17/11/2010, µε αποτέλεσµα η απορροή των οµβρίων υδάτων να οδηγήσει σε αύξηση της συγκέντρωσης της ιλύος επιφανειακά. Τέλος, συγκρίνοντας τα δείγµατα ΛΑ03112010 και ΟΡΣ 15122010 (Πίνακας 1) φαίνεται πως παρ όλο που παρουσιάζουν την ίδια περιεκτικότητα σε υγρασία (10,6%) έχουν µια διαφορά στην περιεκτικότητα ιλύος της τάξης του 6,5%. Και σε αυτή την περίπτωση, το είδος του υλικού είναι αυτό που καθορίζει το ποσοστό ιλύος, µε αποτέλεσµα να γίνεται ακόµα πιο εµφανές ότι οι µετρήσεις της περιεχόµενης υγρασίας και του ποσοστού ιλύος στα δείγµατα δίνει πιο αξιόπιστα αποτελέσµατα για την εκτίµηση των εκποµπών διαφεύγουσας σκόνης σε σχέση µε τη χρήση βιβλιογραφικών δεδοµένων. 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Τα ποσοστά ιλύος και περιεχόµενης υγρασίας επιφανειακών χωµάτων επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες, όπως µορφολογία και είδος υλικού, τοπογραφία σηµείου δειγµατοληψίας, επικρατούσες µετεωρολογικές συνθήκες. εδοµένης της σηµασίας των παραµέτρων αυτών στην ανάπτυξη εµπειρικών σχέσεων για την ακριβέστερη ποσοτικοποίηση των εκποµπών διαφεύγουσας σκόνης, οι βιβλιογραφικές πηγές δεν µπορούν να δώσουν αξιόπιστες τιµές υγρασίας και ιλύος που να αντιπροσωπεύουν την κάθε περίπτωση. Είναι εποµένως σηµαντικό σε κάθε περιοχή µελέτης να υπάρχουν πραγµατικά δεδοµένα ιλύος και υγρασίας τα οποία θα οδηγήσουν σε πιο ακριβή αποτελέσµατα. Είναι επίσης απαραίτητη για κάθε περιοχή µελέτης, η λήψη µεγάλου αριθµού δειγµάτων ώστε να προκύψουν αξιόπιστα αποτελέσµατα και οι εµπειρικές εξισώσεις που θα αναπτυχθούν να περιγράφουν όσο το δυνατό καλύτερα την περιοχή µελέτης. Στο πλαίσιο αυτό, στο
Εργαστήριο Ατµοσφαιρικής Ρύπανσης και Περιβαλλοντικής Φυσικής είναι σε εξέλιξη η ανάλυση περισσότερων δειγµάτων που να καλύπτουν κατά το δυνατόν το σύνολο των διάχυτων πηγών εκποµπής σκόνης στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης Πτολεµάιδας Κοζάνης. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Schwartz, J., Dockery, D.W. and Neas, L.M. (1996) Is daily morta1ity associated specifically with fine partic1es? Journal of Αir and Waste Management Association 46, 927-939. 2. Ρrichard, R.J., Chio, A.J., Lehmann, J.R., Winsett, D.W., Pork, Ρ., Gilmour, Μ.Ι., Dreher, K. and Costa, D. (1996). Oxidant generation and lung injury after particu1ate air pollutant exposure increases with the concentration of associated metals. Inhalation Toxicology 8, 457-478. 3. Markakis K., Poupkou A., Melas D., Zerefos C. (2010) A GIS based anthropogenic PM 10 emission inventory for Greece, Atmospheric Pollution Research, 1:71-81. 4. C. Cowherd, Jr, (2001), Fugitive Dust Emissions, Aerosol measurements: Principles, Techniques and Applications, (eds. Paul A. Baron and Klaus Willeke), Kansas City, 2001, pp. 845-856. 5. Chang C-T. (2006), Characteristics and Emission Factors of fugitive Dust at Gravel Processing sites, Aerosol and Air Quality Research, 6(1):15-29. 6. V. Etyemezian, H. Kuhns, J. Gillies, J. Chow, K. Hendrickson, M. McGown, M. Pitchford (2003), Vehicle-based road dust emission measurement (III): effect of speed, traffic volume, location, and season on PM10 road dust emissions in the Treasure Valley, ID, Atmospheric Environment (37):4583-4593. 7. U.S. EPA (1995), AP-42/ Compilation of Air Pollutant Emission Factors, 5 th edition. 8. ASTM-C-136, Standard test method for Sieve Analysis of Fine and Coarse Aggregates, 2001. 9. Triantafyllou Α., (2001), PM10 pollution episodes as a function of synoptic climatology in a mountainous industrial area, Environmental Pollution, (112): 491-500. 10. Russel F., (1993), A Review of Methods for Measuring PM10 Emission Rates, EPA 454-R-93-037, Appendix C. 11. Goussens D., Buck B., (2009), Dust dynamics in off-road vehicle trails: Measurements on 16 arid soil types, Nevada, USA, Journal of Environmental Management (90): 3458 3469. 12. Ashbaugha L.L., Carvachoa O.F., Browna M. S., Chowb J.C., Watsonb J.G., Maglianoc K. C., (2003), Soil sample collection and analysis for the Fugitive Dust Characterization Study, Atmospheric Environment (37):1163 1173.