Νομολογία 1507/2003 Εφετείο



Σχετικά έγγραφα
Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 10: Προστασία της προσωπικότητας και τύπος. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2012

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

... ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ *****

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΡΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 147/2011

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΤΡΙΤΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 16/2012

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

Δικαστής ο Εφέτης κ. Παναγιώτης Μπολτέτσος Δικηγόροι οι κ.κ. Γ. Δημόπουλος, Θ. Σαρατσιώτης η κυρία Θεοδώρα Κόλλια- Κορογιάννου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2011

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ (ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΜονΠρωτΑθ 2438/1997

ΠΟΡΙΣΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ. Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Δ.Ν. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου Ειδικοί Επιστήμονες: Γιάννης Κωστής, Έλενα Σταμπουλή, Τασούλα Τοπαλίδου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/65-2/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 143/2011

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 56/2012

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΕΙΞΗΣ

ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΥΜΕ ΣΤΟ ΣΕΠΕ ΤΗΝ ΕΚΔΟΤΡΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜ. «ESPRESSO» & «ATHENS NEWS»

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2012

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΟΙΝΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

ΠΕΚΑΠ: Επιστολή προς Υπουργό για οργανική οριστική τοποθέτηση των μεταταχθέντων στην Π.Ε.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2012

Εργασιακά Θέματα. «Η Υποχρέωση Πρόνοιας του Εργοδότη»

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Εισήγηση: «Παρενόχληση στην εργασία και διακρίσεις λόγω φύλου: οι επιπτώσεις στο εργασιακό περιβάλλον»

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 63/2012

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

Εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα της γυναίκας εν μέσω οικονομικής κρίσης

ΑΝΑΓΡΑΦΗ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΠΟΙΕΣ ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΣΕΥΠ-ΠΕΔΥ (ΕΟΠΥΥ) ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ-Β.ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΠΕΔΥ( ΕΟΠΥΥ) ΠΡΩΗΝ ΣΕΥΠΙΚΑ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 161/2011

Transcript:

Νομολογία 1507/2003 Εφετείο Υπόθεση πραγματικής απασχόλησης εργαζομένου Σχολιασμός:Καρκούλας Παναγιώτης Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών επιστημών Τμήμα Νομικής, Τομέας Δημοσίου Δικαίου ----------------------------------------------------- Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Δημοσίου Δικαίου 2004-2005 Μάθημα «Συνταγματικό Δίκαιο» Διδάσκων: Καθηγητής κ. Α. Γ. Δημητρόπουλος ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ Επιμέλεια Εργασίας: Kαρκούλας Παναγιώτης Εφετείο Θεσσαλονίκης 1507/2003 Πρόεδρος: Χ.Η. Δικαστές: Χ. Α., Α. Τ. (εισηγητής). Δικηγόροι: Γ. Τ. - Α. Τ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652, παρ. 1, 361 του Αστικού Κώδικα

προκύπτει ότι, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως εργασίας, ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να καθορίζει, σύμφωνα με τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του και τις δυνατότητες του μισθωτού, το είδος, τον τόπο, το χρόνο, τις συνθήκες και γενικά τους όρους παροχής της εργασίας για την επίτευξη των σκοπών της επιχείρησής του, δεν μπορεί όμως να μεταβάλλει μονομερώς τους όρους της εργασιακής σχέσεως χωρίς να έχει δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση. Έτσι, δεν μπορεί μονομερώς να τον υποβιβάζει με την ανάθεση σ` αυτόν καθηκόντων κατώτερης φύσεως, ή να προβαίνει σε δυσμενή μεταχείρισή του ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο της παροχής της εργασίας του. Και αν ακόμη η σύμβαση ή ο νόμος παρέχουν στον εργοδότη δικαίωμα αναθέσεως καθηκόντων στον εργαζόμενο και άλλης φύσεως, το διευθυντικό αυτό δικαίωμα υπόκειται στους περιορισμούς που θέτουν τα αντικειμενικά κριτήρια του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα (βλέπε ΑΠ 224/1990 ΔΕΝ 47.710, ΑΠ 751/1990 ΔΕΝ 47.220). Επομένως, κάθε τροποποίηση των όρων της εργασιακής σχέσεως που δεν εμπίπτει στα προαναφερόμενα πλαίσια και γίνεται από τον εργοδότη μονομερώς, εφόσον θίγει άμεσα ή έμμεσα, υλικά ή ηθικά τα συμφέροντα του μισθωτού, αποτελεί βλαπτική μεταβολή σε βάρος του τελευταίου. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 656, 349-351, 361 του Αστικού Κώδικα, 1, 3, 7, 8 ν. 2112/1920, όπως αυθεντικά ερμηνεύθηκαν με τα άρθρα 11 παρ. 1 του α.ν. 547/1937 και 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για τον εργαζόμενο εκ μέρους του εργοδότη δεν συνεπάγεται τη λύση της εργασιακής σχέσεως, αλλά παρέχει το δικαίωμα στο μισθωτό ή να θεωρήσει τη μεταβολή ως καταγγελία της συμβάσεως (άρθρου 7 του ν. 2112/1920) και να αποχωρήσει από την εργασία του, ζητώντας τη νόμιμη αποζημίωση, ή να απαιτήσει την τήρηση των όρων της συμβάσεως, όπως ίσχυαν πριν από τη βλαπτική μεταβολή, να δηλώσει ότι προσφέρεται στην παροχή εργασίας υπό τους παραπάνω όρους και, εφόσον ο εργοδότης δεν την αποδέχεται, να ζητήσει την καταβολή του μισθού και την ικανοποίηση κάθε άλλης αξιώσεώς του (βλέπε ΑΠ 539/1990 ΔΕΝ 47.580, ΑΠ 672/1983, ΕΕργΔ 42.935, ΕφΑθ 5672/1992 ΔΕΝ 49.243). Περαιτέρω, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, ο εργοδότης έχει δικαίωμα και όχι υποχρέωση για να απασχολήσει πραγματικά τον εργαζόμενο και μόνο όταν η άρνησή του αντίκειται στις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών συνιστά κατάχρηση δικαιώματος και μπορεί να υποχρεωθεί να απασχολεί πραγματικά το μισθωτό του. Ως καταχρηστική χαρακτηρίζεται η άρνηση ιδίως όταν από τις ειδικές περιστάσεις ή από το είδος της εργασίας προσβάλλεται η προσωπικότητα του μισθωτού ή ματαιώνεται η αξιοποίηση της ειδικότητάς του, ή παρεμποδίζεται η απόκτησή της ή επέρχεται ηθική μείωση του μη απασχολουμένου που εκτίθεται στα μάτια των συναδέλφων του ή του κοινωνικού περιβάλλοντός του. Όταν η άρνηση του εργοδότη για πραγματική απασχόληση του εργαζομένου είναι καταχρηστική, προσβάλλεται η προσωπικότητα του τελευταίου και υφίσταται ηθική μείωση, εφόσον ο αργόμισθος σύμφωνα με τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις θεωρείται κοινωνικό παράσιτο, με συνέπεια ο εργαζόμενος να έχει δικαίωμα αφενός μεν να αξιώσει την πραγματική του απασχόληση, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του εργοδότη και αφετέρου αποζημίωση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω της ηθικής του βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του από την παράλειψη της πραγματικής απασχολήσεώς του (βλέπε ΑΠ 652/1982 ΕΕργΔ 41.651, Λ. Ντάσιο, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδοση 1991, τομ. Α/Ι, παρ. 138, σελίδες 784 επόμενες)... Την 17.3.1987 η εναγόμενη ξυλεμπορική επιχείρηση προσέλαβε την ενάγουσα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί ως βοηθός λογιστή και υπάλληλος γραφείου με το νόμιμο μισθό. Η ενάγουσα εργάσθηκε στην άνω επιχείρηση μέχρι την 9.2.2001 που αποχώρησε από την εργασία της, ισχυριζόμενη ότι είχε επέλθει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της και ότι θεωρούσε την αποχώρησή της ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την πλευρά της εναγομένης. Ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας δεν αποδεικνύεται όμως βάσιμος και δεν επιβεβαιώνεται από τα αποδεικτικά μέσα. Και τούτο γιατί αποδείχθηκε ότι αρχικά και μέχρι το έτος 1998 οι σχέσεις των διαδίκων ήταν αρμονικές. Στη συνέχεια η ενάγουσα διατείνεται ότι άρχισε να αντιμετωπίζει μια εχθρική συμπεριφορά από την πλευρά κυρίως της νόμιμης εκπροσώπου της εναγομένης Θ.Λ. και αυτή την αποδίδει στην άρνησή της να χορηγήσει δάνειο στην εναγομένη για τις ανάγκες της επιχείρησής της. Η μάρτυρας της ενάγουσας, που εργαζόταν μαζί της μέχρι το έτος 1998, δεν καταθέτει κάτι σχετικό γι` αυτό το έτος, αλλά εντοπίζει την υφιστάμενη ψυχρότητα και τη διαταραχή στις σχέσεις των διαδίκων κυρίως το έτος 2000, που αυτή δεν εργαζόταν πλέον και έτσι μεταφέρει τις κρίσεις της ενάγουσας. Η ίδια η ενάγουσα στην ανώμοτη κατάθεσή της καταθέτει ότι πληρωνόταν κανονικά και δεν άλλαξε ειδικότητα ούτε μετατέθηκε σε άλλο τμήμα της επιχείρησης και επιχειρεί να στηρίξει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας

της στο ότι η άνω εκπρόσωπος της μίλαγε προσβλητικά, την αγνοούσε και της έλεγε να ασχοληθεί και με την καθαριότητα του χώρου εργασίας της. Από την άλλη πλευρά η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα είχε αρχίσει να παραμελεί την εργασία της το τελευταίο διάστημα και μάλιστα απουσίασε αδικαιολόγητα από την εργασία της, χωρίς να ενημερώσει κανένα γι` αυτό. Ο τελευταίος ισχυρισμός βεβαιώνεται από μία ιατρική γνωμάτευση του περιφερειακού ιατρείου Ν. Επιβατών που δεν προσκόμισε η ενάγουσα, ούτε ενημέρωσε τηλεφωνικώς γι` αυτό την εναγομένη και μάλλον δόθηκε για να δικαιολογηθεί εκπροθέσμως η απουσία της. Στην πραγματικότητα, από το σύνολο των προσκομιζόμενων αποδείξεων και των αλληλοσυγκρουόμενων καταθέσεων όλων των μαρτύρων των διαδίκων μερών, το Δικαστήριο κρίνει ότι πραγματικά υπήρξε μία ένταση των σχέσεων των διαδίκων στο διάστημα πριν από την αποχώρηση της ενάγουσας. Αυτή όμως η ένσταση και οι προστριβές της νόμιμης εκπροσώπησης της εναγομένης και της ενάγουσας, γεγονός που πολλές φορές είναι συνηθισμένο φαινόμενο στις παρόμοιες εργασίες μεταξύ εργοδοτών και υπαλλήλων και μάλιστα όταν οι τελευταίοι εργάζονται πολλά χρόνια στην ίδια επιχείρηση και πιστεύουν ίσως ευλόγως ότι δικαιούνται καλύτερης αντιμετώπισης και συμπεριφοράς, δεν έφθασαν στο γεγονός που επικαλείται η ενάγουσα, δηλαδή στο να μεταβληθούν μονομερώς οι όροι εργασίας της, αφού κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε ότι συνέβη, αφού και η ίδια η ενάγουσα δεν καταθέτει για πραγματική αλλαγή των όρων εργασίας της και μάλιστα βλαπτικών, ώστε να δικαιολογείται η αποχώρησή της. Στην πραγματικότητα φαίνεται πως αληθεύει ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι η ενάγουσα ήθελε να διακόψει τη συνεργασία της με την τελευταία, αφού ήδη είχε βολιδοσκοπήσει να εργασθεί σε ανταγωνιστική εταιρία, δηλαδή στην επιχείρηση ξυλείας των Α.Π. Ο.Ε, γεγονός που πράγματι έγινε μετά την αποχώρησή της. Το άνω γεγονός ενισχύεται από το ότι η ενάγουσα έλαβε επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ στο διάστημα από 26.6.2000 και 13.1.2001, ημερομηνία που ήδη εργαζόταν σε άλλη επιχείρηση λογιστικής μορφής, ενώ δεν το έπραξε μόλις έφυγε από την επιχείρηση της εναγομένης, αφού κατ` αυτήν την απέλυσε και δεν είχε καμία εργασία. Τέλος, και στην προσφυγή της η ενάγουσα στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας την 9.2.01 αορίστως αναφέρεται σε ανάρμοστη συμπεριφορά και εξαναγκασμό σε παραίτηση, χωρίς να αναφέρει, όπως ήδη ειπώθηκε, συγκεκριμένα στοιχεία και ποια ήταν η κατ` αυτήν σοβαρή βλαπτική μεταβολή, πέρα από τις επικαλούμενες φραστικές και συνήθεις διενέξεις ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας που θέλει να παρέχεται ο εργοδότης, κατά την άσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος. Πρέπει δε να σημειωθεί πως, ενώ η εναγομένη, μετά την αποχώρηση της ενάγουσας και την αποστολή του εξωδίκου της από 12.2.2001, την κάλεσε να επανέλθει στην εργασία της με εξώδικη πρόσκληση της 15.2.2001, η ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε θετικά, γιατί προφανώς είχε αποφασίσει να εργασθεί αλλού. Ενόψει των παραπάνω αναφερομένων δεν υφίσταται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης, τόσο ως προς την ανάθεση άλλων καθηκόντων υποδεέστερων, αφού κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, ούτε και ως προσβλητική συμπεριφορά εκ μέρους της νόμιμης εκπροσώπου, που να είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία τέτοιων συνθηκών, που να παρίσταται κατ` αντικειμενική κρίση αφόρητη για την εργαζόμενη ενάγουσα η συνέχιση της εργασιακής της σχέσης, ούτε δε υπήρξε τέτοια διατάραξη των σχέσεων των δύο διαδίκων, ώστε να επέφερε τέτοια μείωση της προσωπικότητας της ενάγουσας που να καθιστούσε αδύνατη τη συνέχιση της εργασίας της. Συνεπώς η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσία αβάσιμη στο σύνολό της, τόσο ως προς το κονδύλιο καταβολής αποζημίωσης όσο και ως προς το κονδύλιο επιδίκασης ηθικής βλάβης. Άρα, αφού και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε. Συνακόλουθα, οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους, όπως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας θα επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, γιατί ηττήθηκε (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ: Την 17.3.1987 η ενάγουσα προσελήφθη από ξυλεμπορική εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως βοηθός λογιστή και υπάλληλος γραφείου με το νόμιμο μισθό. Οι σχέσεις των διαδίκων, ενάγουσας και εναγομένης, έως και το 1998 υπήρξαν άριστες. Την 9.2.2001, ισχυρίστηκε ότι είχε επέλθει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, σταμάτησε να εργάζεται και αποχώρησε από την εργασία της. Υποστήριξε ότι η αποχώρησή της συνιστά άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την πλευρά της εναγομένης (!). Η ενάγουσα προέβαλλε ισχυρισμούς περί εχθρικής

συμπεριφοράς της νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας από το 1998 και έπειτα και απέδωσε τη στάση αυτή σε προηγούμενη άρνησή της να χορηγήσει δάνειο στην επιχείρηση. Η εχθρική συμπεριφορά μεταφραζόταν, σύμφωνα πάντα με την ενάγουσα, σε προσβλητικά λόγια, περιφρονητική συμπεριφορά και αιχμές περί της προσωπικής καθαριότητάς της. Στην αντίπερα όχθη η επιχείρηση επικαλείται παραμέληση καθηκόντων της ενάγουσας και αδικαιολόγητη απουσία από την εργασία της, η οποία και αποδείχθηκε. Ωστόσο η μισθοδοσία της ενάγουσας συνέχισε να διεξάγεται ομαλά και δεν έλαβε χώρα ούτε αλλαγή ειδικότητας ή μετάθεση σε άλλο τμήμα της επιχείρησης. Η ενάγουσα επανέλαβε τους παραπάνω ισχυρισμούς της και στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας την 9.2.01. Η δε εναγόμενη εταιρία μετά την αποχώρηση της ενάγουσας και την αποστολή εξωδίκου της στις 12.2.01, κάλεσε χωρίς αποτέλεσμα την ενάγουσα να επανέλθει στη εργασία της με εξώδικη πρόσκληση στις 15.2.01. Το κρίσιμο ζήτημα εντοπίζεται στο εάν η προαναφερθείσα αλλαγή συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή όρων εργασίας της ενάγουσας ώστε να νομιμοποιείται να αποχωρήσει διατηρώντας τις αξιώσεις που ο νόμος τις παρέχει σε τέτοιες περιπτώσεις. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Επί τη βάσει των διατάξεων των άρθρων 648, 652, παρ. 1, 361 του Αστικού Κώδικα, ο εργοδότης διατηρεί, κατά τη λειτουργία της σύμβασης εργασίας, το δικαίωμα να καθορίζει τους όρους παροχής της εργασίας από κάθε μισθωτό που απασχολεί. Το δικαίωμά του αυτό περιορίζεται από τις ανάγκες της επιχείρησης, τις δυνατότητες του μισθωτού και την επίτευξη των σκοπών της επιχείρησής του. Η μονομερής μεταβολή των όρων της εργασίας (ανάθεση καθηκόντων κατωτέρας φύσεως, δυσμενής μεταχείριση ως προς προϋποθέσειςσυνθήκες παροχής εργασίας) πρέπει να θεμελιώνεται σε διάταξη νόμου ή σε σύμβαση. Ακόμη κι σε περίπτωση ύπαρξης σχετικού νόμου ή σύμβασης, το διευθυντικό δικαίωμα υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα. Αν οι περιορισμοί αυτοί δεν τηρηθούν και θίγονται τα συμφέροντα του μισθωτού, υφίσταται βλαπτική μεταβολή σε βάρος του τελευταίου. Η δε μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για τον εργαζόμενο εκ μέρους του εργοδότη δεν συνεπάγεται τη λύση της εργασιακής σχέσεως. Ωστόσο δίνει στο μισθωτό δύο επιλογές: Aφενός το δικαίωμα να θεωρήσει τη μεταβολή ως καταγγελία της συμβάσεως (άρθρου 7 του ν. 2112/1920) και να αποχωρήσει από την εργασία του, ζητώντας τη νόμιμη αποζημίωση, αφετέρου το δικαίωμα να απαιτήσει την τήρηση των όρων της συμβάσεως, όπως ίσχυαν πριν από τη βλαπτική μεταβολή, να δηλώσει ότι προσφέρεται στην παροχή εργασίας υπό τους παραπάνω όρους και, εφόσον ο εργοδότης δεν την αποδέχεται, να ζητήσει την καταβολή του μισθού και την ικανοποίηση κάθε άλλης αξιώσεώς του. Επιπλέον ο εργοδότης έχει δικαίωμα και όχι υποχρέωση πραγματικής απασχόλησης του εργαζόμενου. Αν ωστόσο θεωρηθεί ότι άρνησή του προσβάλλει την αρχή της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών υφίσταται καταχρηστική άσκηση του περί ου ο λόγος δικαιώματος και τίθεται σε ισχύ υποχρέωσή του για πραγματική απασχόληση του μισθωτού του. «Ως καταχρηστική χαρακτηρίζεται η άρνηση ιδίως όταν από τις ειδικές περιστάσεις ή από το είδος της εργασίας προσβάλλεται η προσωπικότητα του μισθωτού ή ματαιώνεται η αξιοποίηση της ειδικότητάς του, ή παρεμποδίζεται η απόκτησή της ή επέρχεται ηθική μείωση του μη απασχολουμένου (ο αργόμισθος σύμφωνα με τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις θεωρείται κοινωνικό παράσιτο) που εκτίθεται στα μάτια των συναδέλφων του ή του κοινωνικού περιβάλλοντός του». Στην υπό κρίση περίπτωση το Δικαστήριο, αν και διαπιστώνει ότι οι σχέσεις των διαδίκων στο προγενέστερο της αποχώρησης της ενάγουσας διάστημα ήταν τεταμένες, κρίνει ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί ισχυρισμός ως προς μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας, του ισχυρισμού τούτου μη αποδειχθέντος ως αληθούς (τόσο ως προς την ανάθεση άλλων καθηκόντων υποδεέστερων και ως προς την προσβλητική συμπεριφορά εκ μέρους της νόμιμης εκπροσώπου, όσο και ως προς τέτοιας έντασης διατάραξη των σχέσεων των δύο διαδίκων, ώστε να επέφερε τέτοια μείωση της προσωπικότητας της ενάγουσας που να καθιστούσε αδύνατη τη συνέχιση της εργασίας της). Συνεπώς απορρίπτει την αγωγή ως κατ` ουσία αβάσιμη στο σύνολό της. ΣΧΟΛΙΟ: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού». Το άρθρο 22 του Συντάγματος ορίζει ρητά ότι η εργασία αποτελεί δικαίωμα. Ο όρος

δικαίωμα εργασίας ωστόσο έχει δύο έννοιες Περιλαμβάνει από την μια την ελευθερία εργασίας ως ατομική ελευθερία (liberté du travail) και από την άλλη την αξίωση εργασίας ως κοινωνικό δικαίωμα (droit du travail). Το δικαίωμα εργασίας ως ελευθερία εργασίας όπως θεμελιώνεται από το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ελεύθερη και ανεξάρτητη από οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση επιλογή ή αλλαγή ανεξάρτητης ή εξαρτημένης εργασίας, την ελευθερία επαγγελματικής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος (ως προς τον τρόπο, χρόνο και χώρο) και τέλος την ελευθερία της μη εργασίας, δηλαδή την ελευθερία εργασίας στην αρνητική της μορφή. Αντίθετα, το δικαίωμα εργασίας ως αξίωση εργασίας έχει άλλο περιεχόμενο. Είναι ιδιαίτερης σημασίας η κατανόηση της αντιδιαστολής του κοινωνικού δικαιώματος εργασίας από το δικαίωμα εργασίας ως ελευθερία εργασίας ώστε να αποφεύγεται η σύγχυση μεταξύ τους. Οι δύο αυτές όψεις του δικαιώματος εργασίας αποκτούν σημασία και προτεραιότητα ανάλογα με τα εκάστοτε κοινωνικά δεδομένα και πολιτικές συνισταμένες κάθε κράτους. Άλλοτε λοιπόν τίθεται στο επίκεντρο της προσοχής η πρώτη, άλλοτε γίνεται αντικείμενο ισχυρότερης προστασίας η δεύτερη ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου καμία δεν βρίσκεται στο προσκήνιο ούτε ανήκει της επιδιώξεις του κρατικού προγραμματισμού. Mερίδα της θεωρίας κατατάσσει το δικαίωμα εργασίας στα οικονομικά και όχι στα κοινωνικά δικαιώματα χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζει τον οικονομικό και συνάμα κοινωνικό της χαρακτήρα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή «ο οικονομικός της χαρακτήρας, η ιδιότητά της ως συντελεστή της παραγωγής, την καθιστά βιοποριστικό μέσο για την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Ως βιοποριστικό μέσο η εργασία είναι απαραίτητη γι αυτήν την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου. Συνδεόμενη με την ανθρώπινη υπόσταση προσλαμβάνει έντονο κοινωνικό περιεχόμενο. Απαραίτητη για την ύπαρξη, την επιβίωση του ανθρώπου, η εργασία ανήκει στα φύσει κοινωνικά αγαθά, στα αγαθά που από τη σημασία και το περιεχόμενό τους πρέπει να ανήκουν σε όλους. Όμως η εργασία στο υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν ανήκει στα θέσει κοινωνικά αγαθά. Ο προσδιορισμός των θέσεων, των όρων, της αμοιβής εργασίας γίνεται κατά βάση με κριτήρια οικονομικά. Στον εργασιακό χώρο επικρατούν τα οικονομικά κριτήρια που εμποδίζουν τον χαρακτηρισμό του δικαιώματος εργασίας ως κοινωνικού αγαθού. Για τους λόγους αυτούς ορθότερη είναι η κατάταξή του στον οικονομικό χώρο, χωρίς ασφαλώς να παραγνωρίζεται η τεράστια κοινωνική σημασία του. Δεν είναι επομένως κοινωνικό στην κυριολεξία του όρου δικαίωμα η εργασία, παρά το ότι πάρα πολύ συχνά χαρακτηρίζεται με τον όρο αυτό. Ως οικονομικό δικαίωμα η εργασία έχει αμυντική, προστατευτική και διεκδικητική διάσταση». Η πλειοψηφία ωστόσο της θεωρίας αναγνωρίζει το δικαίωμα εργασίας όχι ως οικονομικό αλλά ως κοινωνικό. Ο Γερμανός νομομαθής Georg Jellinek διέκρινε τα ατομικά δικαιώματα σε τρεις κατηγορίες. Η διάκρισή του αυτή, η οποία παρά την αλλαγή των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων έχει πολλούς υποστηρικτές ως σήμερα, περιλαμβάνει δικαιώματα αναφερόμενα στην αποθετική, θετική και ενεργό κατάσταση του ατόμου (status negativus ή status libertatis, status positivus ή status civitatis ή status socialis και status activus αντίστοιχα). Ο Georg Jellinek βασίστηκε για την διάκρισή του στο κριτήριο του περιεχομένου της πράξης του κράτους. Έτσι κατά τον Jellinek κοινωνικά δικαιώματα είναι όσα εξαναγκάζουν το κράτος σε πράξη, δηλαδή όσα περιέχουν θετική αξίωση της πράξη. Το γεγονός ωστόσο ότι στην σύγχρονη νομική ζωή η προστασία της ανθρώπινης αξίας έχει αναχθεί σε προτεραιότητα και ταυτόχρονα υποχρέωση των κρατικών φορέων προσέδωσε σε όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα νέο χαρακτήρα αναγνωρίζοντας απέναντι στο κράτος τόσο αμυντικές και προστατευτικές όσο και διεκδικητικές αξιώσεις. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα και κάτω από αυτές της συνθήκες και εξελίξεις ήταν λογικό να αχρηστευθεί το κριτήριο και η διάκριση του Jellinek και η σύγχρονη νομική επιστήμη να στραφεί σε νέα κριτήρια και διακρίσεις. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής έχει προταθεί η «διάκριση σε αμυντικά, προστατευτικά και διεκδικητικά/εξασφαλιστικά δικαιώματα» και «σε πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα». Η δεύτερη από τις παραπάνω διακρίσεις σχετίζεται και περιστρέφεται γύρω από το περιεχόμενο των δικαιωμάτων και κατατάσσει στα κοινωνικά δικαιώματα όσα δικαιώματα ανήκουν στον κοινωνικό χώρο ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της πράξης του αποδέκτη της ενέργειας του συνταγματικού δικαιώματος καθώς υποχρέωση του κράτους προς πράξη παρουσιάζεται και στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Η υιοθέτηση των παραπάνω αντιλήψεων οδηγεί και στην οριοθέτηση της έννοιας του κοινωνικού δικαιώματος μέσω τριών βασικών του χαρακτηριστικών στοιχείων: α) Τα κοινωνικά δικαιώματα έχοντας ως αντικείμενο προστασίας θεμελιώ-δη ανθρώπινα αγαθά αφορόντα την υπόσταση, ύπαρξη και επιβίωση του ανθρώπου δίκαια θεωρούνται δικαιώματα υπόστασης, στοιχειώδη δικαιώματα. Β) Την ίδια στιγμή τα κοινωνικά δικαιώματα έχουν ως αντικείμενο κοινωνικά αγαθά και κατά συνέπεια απευθύνονται σε όλους τους πολίτες και απολαμβάνονται από αυτούς. Είναι η αναγκαιότητα των κοινωνικών αγαθών, που τα κοινωνικά δικαιώματα προστατεύουν, η

οποία και καθιστά την απόλαυσή τους συνολική υπόθεση. Γ) Τέλος τα κοινωνικά δικαιώματα λειτουργούν ως δικλείδα εξασφάλισης της ελάχιστης προστασίας πολιτών. «Περιλαμβάνουν συνεπώς ένα minimum, στοιχειώδες περιεχόμενο» το οποίο και έχει κριθεί και αξιολογηθεί ως «απόλυτα αναγκαίο». Με αυτή την έννοια θα εξετασθεί στο παρόν το δικαίωμα εργασίας στην κοινωνική του διάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κοινωνικά δικαιώματα ενίοτε λαμβάνουν τον χαρακτηρισμό μετοχικά ή συμμετοχικά κάτω από τον οποίο υποδηλώνεται το γεγονός ότι στοχεύουν στην εξασφάλιση ισότιμης συμμετοχής των πολιτών στην οικονομική και κοινωνική ζωή μέσω της εφαρμογής ενός κρατικού-κοινωνικού προγραμματισμού οικονομίας που θα συμβάλλει στην προσπάθεια υπέρ της ενίσχυσης των ασθενών οικονομικά τάξεων και στην «κατοχύρωση κοινωνικής ασφάλειας και αξιοπρέπειας των ατόμων παράλληλα με την ικανοποίηση των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών τους». Τα κοινωνικά δικαιώματα με τον έντονα «επανορθωτικό και επινεμητικό», κατά τον Κ.Τσουκαλά, χαρακτήρα τους συμβάλλουν συνεπώς αποφασιστικά και δυναμικά στην υλοποίηση των στόχων του κοινωνικού κράτους. Κοινωνικό κράτος είναι δε εκείνο το οποίο «συνταγματικά υποχρεούται, όχι μόνο να σέβεται, αλλά και να προστατεύει την ανθρώπινη αξία». Το άρθρο 22 παρ. 1, το οποίο δικαίως έχει πολλάκις λάβει τον χαρακτηρισμό «συνταγματικό θεμέλιο του κοινωνικού κράτους», απευθύνεται αρχικά στον κοινό νομοθέτη τον οποίο καλεί να θέσει σε λειτουργία εκείνους τους νομοθετικούς μηχανισμούς και να θεσμοθετήσει εκείνα τα μέτρα που θα συμβάλλουν στην σε πρακτικό πια επίπεδο αποτύπωση του κοινωνικού δικαιώματος εργασίας στα εργασιακά πράγματα. Την ίδια στιγμή υιοθετώντας το νομικό ένδυμα της κατευθυντήριας γραμμής προχωρούμε σε διεύρυνση του ρυθμιστικού πεδίου του κοινωνικού δικαιώματος εργασίας το οποίο περιλαμβάνει και τους φορείς δικαστικής εξουσίας. Δεχόμαστε λοιπόν μία δεσμευτική για τους δικαστές λειτουργία του κοινωνικού δικαιώματος εργασίας κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού και δικαιοπλαστικού έργου τους. Οι δικαστές οφείλουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να προχωρούν σε εξειδίκευση και ερμηνεία των γενικών ρητρών και των αόριστων νομικών εννοιών με κριτήριο την εξυπηρέτηση του κοινωνικού δικαιώματος εργασίας. Ας διευκρινισθεί ωστόσο ότι ταυτόχρονα η κρατική εξουσία σε όποια μορφή κι αν αυτή εκδηλώνεται, οφείλει να μην θίγει με της ενέργειές της τον πυρήνα των επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (άρθρο 17 Συντάγματος) και οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος), τα οποία άλλωστε αποτελούν και τα θεμέλια του ισχύοντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος στην Ελλάδα. Στο κοινωνικό δικαίωμα εργασίας θεμελιώνεται μεταξύ άλλων και το δικαίωμα των εργαζομένων και η αντίστοιχη υποχρέωση των εργοδοτών για πραγματική απασχόληση στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως. Ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι ο εργοδότης έχει δικαίωμα και όχι υποχρέωση να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο, εκτός αν ανέλαβε τέτοια υποχρέωση ρητά ή σιωπηρά (π.χ ΑΠ 835/1972, ΑΠ 652/1982). Ωστόσο ο Άρειος Πάγος φαίνεται να μην λαμβάνει υπ όψιν του ότι η εργασία πέρα από την εξασφάλιση των απαραιτήτων προς το ζην έχει και άλλες προεκτάσεις: Αναπτύσσει την προσωπικότητα του εργαζομένου, καλλιεργεί τις πνευματικές και σωματικές του ικανότητες, ικανοποιεί την έμφυτη ανάγκη για δημιουργία αλλά και θέτει τις βάσεις για περαιτέρω επαγγελματική εξέλιξη και ανέλιξή του, ενώ τέλος βελτιώνει την εκτίμηση που απολαμβάνει ο εργαζόμενος στην κοινωνία. Ακόμη και αν όλα τα παραπάνω μοιάζουν σχετικά αδιάφορα για τα περισσότερα επαγγέλματα, αποκτούν ιδιαίτερο νόημα και σημασία σε άλλα, όπως στους καλλιτέχνες, τους αθλητές, τους δημοσιογράφους κ.α. Το Ακυρωτικό δικαστήριο θεωρεί αναγκαία προϋπόθεση για την θεμελίωση υποχρέωσης για πραγματική απασχόληση την ύπαρξη και επίκληση εξαιρετικών συμφερόντων, τα οποία να επιβάλλουν κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη την απασχόληση του εργαζόμενου. Σε αντίθεση με τον Άρειο Πάγο, τα δικαστήρια ουσίας (ΜονΠρΑθ 260/1988, ΜονΠρΘες 342Ν/1989 κ.α) και η θεωρία υποστηρίζουν ότι ούτως ή άλλως υπάρχει υποχρέωση πραγματικής απασχόλησης που προκύπτει από τα άρθρα 5 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Έτσι, αδικαιολόγητη άρνηση εργοδότη να απασχολήσει τον εργαζόμενο θεμελιώνει σπουδαίο λόγο για καταγγελία (εκ μέρους του εργαζόμενου) με υποχρέωση αποζημίωσης (από τον εργοδότη) ή αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για αδικοπραξίες. Σημαντικό είναι ωστόσο το αν υπάρχουν αιτίες ή σοβαρό συμφέρον που να δικαιολογούν την μη απασχόληση του εργαζόμενου.