προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 148/78 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

REGINA ΚΑΤΑ THOMPSON κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

της 21ης της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του με δικαστηρίου αιτούντος Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης,

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1980 *

της 3ης Απριλίου 1968*

ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παράπέμποντος

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

θεσπίσεως κοινής πολιτικής δομών στον τομέα της αλιείας και κοινής οργανώσεως Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 3/76, 4/76 και 6/76, 6/76) αντιστοίχως,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 34/79 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

της 17ης Δεκεμβρίου 1970<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

Οικονομικής Κοινότητας, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, παράγραφος 1, 12, 13, παράγραφος 2, 92, 93 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Μαΐου 1980 *

Συνθήκης ΕΟΚ, Δικαστήριο, της 8ης. Στην υπόθεση 43/75, εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4136, 25/7/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΝΟΜΟ

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 13 Φεβρουαρίου 1985 '

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

Υπόθεση C-309/99. J. C. J. Wouters κ.λπ. κατά Algemene Raad van die Nederlandse Orde van Advocaten

της 18ηςΜαρτίου 1970<appnote>*</appnote>

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους νομικούς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Ιουλίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3939, 31/12/2004 O ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 6ης Ιουνίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4076, 17/3/2006

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Γνώμη 7/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Ελλάδας. για

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4092, 20/10/2006 Ο ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2006

Transcript:

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ * της 7ης Ιουλίου 1976 Στην υπόθεση, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του PRETORE του Μιλάνου προς το Δικαστήριο, εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστή κατά των Lynne Watson και Alessandro Belmann, η έκδοση προδικαστικής απόφασης ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου περί απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών και ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, καθώς και ως προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους R. Lecourt, πρόεδρο, Η. Kutscher και Α. O'Keeffe, προέδρους τμήματος, J. Mertens de Wilmars, P. Pescatore, Μ. Sørensen και A. J. Mackenzie Stuart, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: A. Trabucchi γραμματέας: Α. Van Houtte εκδίδει την ακόλουθη * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική. 426

σ' WATSON ΚΑΙ BELMANN Απόφαση (To μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται) Σκεπτικό 1 Με Διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 1975, που περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τη 1η Δεκεμβρίου 1975, ο PRETORE του Μιλάνου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα ερωτήματα που αφορούν κυρίως την ερμηνεία των άρθρων 7 και 48 ως 66 της εν λόγω συνθήκης. 2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής δίωξης κατά βρετανίδας υπηκόου αφενός, η οποία μετέβη στην Ιταλία για διαμονή μερικών μηνών και, αφετέρου, κατά του ιταλού υπηκόου ο οποίος τη φιλοξένησε. 3 Στην εν λόγω βρετανίδα υπήκοο προσάπτεται ότι δεν εμφανίστηκε, όπως είχε υποχρέωση, εντός τριών ημερών από της εισόδου της στο έδαφος της Ιταλικής Δημοκρατίας, στην αστυνομική αρχή του τόπου όπου βρισκόταν, «προκειμένου να παρουσιαστεί και να δηλώσει τα απαιτούμενα στοιχεία για τη διαμονή όλους τους αλλο της», υποχρέωση την οποία επιβάλει η ιταλική νομοθεσία δαπούς με εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες μισθωτών εργαζομένων των άλλων κρατών μελών και η μη τήρηση της οποίας επισύρει ποινή προστίμου 80 000 λιρών ανώτατο όριο ή φυλακίσεως τριών μηνών και αφετέρου ενδεχόμενη, απέλαση από το εθνικό έδαφος η ανώτατο όριο αφενός οποία συνεπάγεται την απαγόρευση της εισόδου στο μέλλον χωρίς την άδεια του Υπουργού Εσωτερικών. 4 Ο ιταλός υπήκοος κατηγορείται ότι δεν κοινοποίησε στην εν λόγω αρχή, εντός 24 ωρών, τα στοιχεία ταυτότητας της εν λόγω βρετανίδας υπηκόου, όπως έχει την υποχρέωση δυνάμει οποιαδήποτε ιδιότητα στεγάζει ή φιλοξενεί αλλοδαπό υπήκοο ή άπατρι... οποιο της ιταλικής νομοθεσίας «οποιοσδήποτε και με ή για δήποτε λόγο τον προσλαμβάνει στην υπηρεσία του», η μη τήρηση της οποίας επισύρει την ποινή προστίμου 240 000 λιρών έξι μηνών ανώτατο όριο. ανώτατο όριο και φυλακίσεως 5 Με τα υποβληθέντα ερωτήματα ερωτάται στην ουσία αν η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 7 και 18 μέχρι 66 της Συνθήκης καθότι εισάγει διάκριση λόγω ιθαγένειας και συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων εντός της Κοινότητας. 427

κατάργησή ΥΠΟΘΕΣΗ 6 Ερωτάται περαιτέρω αν οι προαναφερθέντες κοινοτικοί κανόνες αποτελούν θεμελιώδεις αρχές που ιδρύουν δικαιώματα υπέρ των αντιθέτων εθνικών διατάξεων. των ατόμων και υπερισχύουν 7 1. Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να εξεταστούν ως σύνολο. 8 Το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρει το λόγο της διαμονής στην Ιταλία της κατηγορούμενης στην κύρια δίκη ούτε χαρακτηρίζει την κατάστασή της από τη σκοπιά των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που έχουν ενδεχομένως εφαρμογή στην περίπτωσή της αλλά αναφέρεται αδιακρίτως στα τρία πρώτα κεφάλαια του τίτλου III του δεύτερου μέρους της Συνθήκης, τα οποία αφορούν αντιστοίχως τους εργαζόμενους, το δικαίωμα εγκαταστάσεως και τις υπηρεσίες. 9 Ωστόσο, ο συσχετισμός των διαφόρων αυτών διατάξεων δείχνει ότι, εφόσον έχουν εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη, στηρίζονται στις ίδιες αρχές και όσον αφορά την είσοδο και διαμονή στο έδαφος των κρατών μελών των προσώπων που εμπίπτουν στο κοινοτικό δίκαιο και όσον αφορά την απαγόρευση κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας εις βάρος τους. 10 Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν, και ενδεχομένως υπό ποία ιδιότητα, η κατηγορούμενη στην κύρια δίκη υπάγεται στις ευεργετικές διατάξεις του ενός ή του άλλου από τα προαναφερθέντα κεφάλαια. 11 2. Σύμφωνα με το άρθρο 48, εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητας. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει το δικαίωμα των εργαζομένων να εισέρχονται, να διακινούνται ελεύθερα, να διαμένουν προς το σκοπό ασκήσεως ορισμένης εργασίας και να παραμένουν μετά την άσκησή της στο έδαφος των κρατών μελών. Σύμφωνα με τα άρθρα 52 και 59, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός της Κοινότητας καταργούνται προοδευτικά, η δε της μεταβατικής περιόδου. τους πρέπει να έχει ολοκληρωθεί κατά τη λήξη 12 Οι διατάξεις αυτές, που απαγορεύουν στα κράτη μέλη να περιορίζουν την είσοδο των υπηκόων των άλλων κρατών μελών στο έδαφός τους, έχουν ως αποτέλε- 428

σ' σ' WATSON ΚΑΙ BELMANN σμα ότι παρέχουν απευθείας δικαιώματα όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής των εν λόγω άρθρων, όπως διευκρινίστηκαν μεταγενέστερα με ορισμένες διατάξεις που θέσπισε το Συμβούλιο εφαρμογή της Συνθήκης. 13 Έτσι, το άρθρο 1 του κανονισμού 1612/68 της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (EE ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33) ορίζει ότι κάθε υπήκοος κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής του, έχει «το δικαίωμα να αναλαμβάνει μισθωτή δραστηριότητα και να την ασκεί στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους». 14 Το άρθρο 4 της οδηγίας 68/360, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στην διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητος (όπ. π., σ. 43) ορίζει ότι τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν «το δικαίωμα διαμονής στην επικρατειά τους» στα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η οδηγία, προσθέτει δε ότι το εν λόγω δικαίωμα «βεβαιώνεται» με την έκδοση ειδικής άδειας διαμονής. 15 Εξάλλου, η οδηγία 73/148 της 21ης Μαΐου περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των υπηκόων των κρατών μελών 1973, περί καταργήσεως των εσω στο τερικό της Κοινότητας στον τομέα της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών (EE ειδ. έκδ. 06/001, σ. 144), αναφέρει στο προοίμιο ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως μπορεί να πραγματοποιηθεί πλήρως μόνο «αν αναγνωρίζεται το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στα πρόσωπα που πρόκειται να κάνουν χρήση της ελευθερίας αυτής» και ότι εξασφά η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών συνεπάγεται την λιση στον παρέχοντα τις υπηρεσίες και στον αποδέκτη αυτών «δικαιώματος διαμονής κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών». 16 Οι προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης και του παράγωγου κοινοτικού δικαίου συνιστούν εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει το άρθρο 3, στοιχείο γ της Συνθήκης, όπου διαλαμβάνεται ότι η δράση της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 2, περιλαμβάνει την εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών. Οι διατάξεις αυτές υπερισχύουν κάθε εθνικού κανόνα αντιθέτου περιεχομένου. 17 Το κοινοτικό δίκαιο, καθιερώνοντας την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και παρέχοντας όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του το δικαίωμα να εισέρχονται στο έδαφος των κρατών μελών για τους σκοπούς που αναγνωρίζει η Συνθήκη, δεν απέκλεισε την αρμοδιότητα των κρατών μελών 429

ΥΠΟΘΕΣΗ όσον αφορά τα μέτρα που θα επιτρέπουν στις εθνικές αρχές να επακριβώς τις κινήσεις του πληθυσμού στο οικείο γνωρίζουν έδαφος. 18 Σύμφωνα με τα άρθρα 8, παράγραφος 2 της οδηγίας 63/36 και 4, παράγραφος 2 της οδηγίας 73/148, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν επιβάλλουν στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών την γνωστο να υποχρέωση να ποιούν την παρουσία τους στις αρχές του ενδιαφερομένου κράτους. Η υποχρέωση αυτή καθαυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση των κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Τέτοια παράβαση μπορεί όμως να προκύψει από τις εν λόγω διατυπώσεις που προβλέπει ο νόμος αν οι λεπτομέρειες διενέργειας του ελέγχου στον οποίο αποσκοπούν έχουν διαμορφωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιορίζεται η ελευθερία διακινήσεως που επιθυμεί η Συνθήκη ή το δικαίωμα που παρέχει στους υπηκόους των κρατών μελών να εισέρχονται και να διαμένουν στο έδαφος κάθε άλλου κράτους μέλους για τους σκοπούς που αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο. 19 Όσον αφορά ειδικότερα την προθεσμία που τάσσεται για τη δήλωση αφίξεως των αλλοδαπών, οι διατάξεις της Συνθήκης παραβιάζονται μόνο εφόσον η προθεσμία αυτή δεν καθορίζεται εντός ευλόγων ορίων. 20 Μεταξύ των κυρώσεων τις οποίες επισύρει η μη τήρηση των υποχρεωτικών διατυπώσεων δηλώσεως και εγγραφής, η απέλαση είναι βεβαίως ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις της Συνθήκης, για τα πρόσωπα που προστατεύονται από το κοινοτικό δίκαιο, δεδομένου ότι αποτελεί άρνηση αυτού τούτου του δικαιώματος που παρέχει και εξασφαλίζει η Συνθήκη, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο σε άλλες περιπτώσεις. 21 Όσον αφορά τις άλλες κυρώσεις, όπως το πρόστιμο και η φυλάκιση, οι εθνικές αρχές μπορούν μεν να επιβάλλουν για την παράβαση των διατάξεων περί γνωστοποιήσεως της παρουσίας των αλλοδαπών κυρώσεις παρόμοιες με τις επιβαλλόμενες για εθνικού χαρακτήρα παραβάσεις της ίδιας βαρύτητας, πλην όμως δεν δικαιολογείται η επιβολή κυρώσεων τόσο δυσαναλόγων προς τη βαρύτητα της παράβασης ώστε να συνιστούν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. 22 Εφόσον οι εθνικές διατάξεις περί ελέγχου των αλλοδαπών δεν περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και το δικαίωμα που παρέχει η Συνθήκη 430

WATSON ΚΑΙ BELMANN στα πρόσωπα τα οποία προστατεύονται από το κοινοτικό δίκαιο να εισέρχονται και να διαμένουν στο έδαφος των κρατών μελών, η βάσει αντικειμενικών στοιχείων εφαρμογή της δεν μπορεί να αποτελεί «διάκριση λόγω ιθαγενείας», την οποία απαγορεύει το άρθρο 7 της Συνθήκης. 23 Ως προς την υποχρέωση που έχουν οι κάτοικοι του κράτους μέλους υποδοχής να γνωστοποιούν στις αρχές τα στοιχεία φιλο ταυτότητας των αλλοδαπών που ξενούν, οι σχετικές διατάξεις, οι οποίες ανήκουν ουσιωδώς στην εσωτερική τάξη του κράτους, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από πλευράς κοινοτικού δικαίου παρά μόνο εφόσον περιορίζουν έμμεσα την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Επομένως, οι προεκτεθείσες σκέψεις ως προς τις υποχρεώσεις των υπηκόων των άλλων κρατών μελών ισχύουν και ως προς την εν λόγω υποχρέωση. Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε ο PRETORE του Μιλάνου, αποφαίνεται: 1) Τα άρθρα 48 μέχρι 66 της Συνθήκης και οι πράξεις της Κοινότητας που εκδόθηκαν εφαρμογή τους υλοποιούν μια θεμελιώδη αρχή της Συνθήκης, παρέχουν στα πρόσωπα τα οποία αφορούν ατομικά δικαιώματα που οφείλουν να προστατεύουν τα εθνικά δικαστήρια και υπερισχύουν κάθε εθνικού κανόνα αντιθέτου περιεχομένου. 2) Η εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στους υπηκόους των άλλων κρατών απο μελών, οι οποίοι λαύουν των διατάξεων των άρθρων 48 μέχρι 66 της Συνθήκης ΕΟΚ, την υποχρέωση να παρουσιάζονται στις αρχές του εν λόγω κράτους και υποχρεώνει τους κατοίκους, οι οποίοι φιλοξενούν υπηκόους των άλλων κρατών μελών, να κοινοποιούν τα στοιχεία ταυτότητας των τελευταίων στις εν λόγω αρχές. 431

ΥΠΟΘΕΣΗ Συμβιβάζεται αφενός οι προθεσμίες εντός αρχήν με τις εν λόγω διατάξεις, εξυπακούεται όμως ότι, των οποίων πρέπει να εκπληρώνονται οι εν λόγω υποχρεώσεις καθορίζονται εντός ευλόγων ορίων και, αφετέρου, οι κυρώσεις που επισύρει η μη τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεων δεν είναι δυσανάλογες προς τη βαρύτητά της και δεν θα περιλαμβάνουν την απέλαση. 3) Εφόσον η εν λόγω ρύθμιση δεν συνεπάγεται περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, δεν συνιστά διάκριση απαγορευόμενη δυνάμει του άρθρου 7 της Συνθήκης. Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 7 Ιουλίου 1976. Lecourt Kutscher O'Keeffe Mertens de Wilmars Pescatore Sørensen Mackenzie Stuart Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Ιουλίου 1976. Ο γραμματέας Α. Van Houtte Ο Πρόεδρος R. Lecourt 432