ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: Ασφάλιση ζωής Εισηγητής: Βασίλειος Α. Καρέτσος Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ράνια Χατζηνικολάου-Αγγελίδου Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 2015 1
Περιεχόμενα Συντομογραφίες... 4 Α. Εισαγωγή... 6 i) Ασφάλιση και ασφάλιση ζωής... 6 ii) Σύντομη ιστορική επισκόπηση της ασφάλισης ζωής... 7 Β. Ασφάλιση ποσού... 9 i) Ασφάλιση ποσού και ασφάλιση ζημιών... 9 ii) Έλλειψη ασφαλιστικού συμφέροντος... 10 iii) Ονομαστικό ασφαλιστήριο... 11 iv) Ασφάλισμα... 12 v) Τα πρόσωπα που συμμετέχουν... 12 vi) Ασφαλιστικά βάρη... 13 Γ. Ασφάλιση ζωής... 15 i) Γενικά... 15 ii) Σχέση ιδιωτικής ασφάλισης ζωής κοινωνικής ασφάλισης... 16 iii) Ο καταναλωτικός χαρακτήρας της ασφάλισης ζωής... 18 iv) Διακρίσεις της ασφάλισης ζωής... 20 v) Ορισμός δικαιούχου στην ασφάλιση θανάτου... 25 vi) Η ανάκληση της γραπτής δήλωσης περί ορισμού δικαιούχου... 27 vii) Εκχώρηση ή ενεχύραση του ασφαλίσματος από τον δικαιούχο του ασφαλίσματος... 31 viii) Δήλωση στοιχείων του ασφαλισμένου.... 32 ix) Το δικαίωμα εξαγοράς στην ασφάλιση ζωής... 36 x) Αυτοκτονία θανάτωση του ασφαλισμένου... 40 xi) Ασφαλίσεις ζωής και προστασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων... 43 Δ. Εγγυητικό Κεφάλαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής (ΕΚΙΑΖ)... 46 i) Γενικά... 46 ii) Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην ελληνική ασφαλιστική αγορά... 47 iii) Ειδικότερα... 48 α) Σκοπός... 48 β) Μέλη... 49 γ) Κάλυψη... 49 δ) Διασφάλιση διατήρησης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου... 51 2
ε) Εισφορές... 52 στ) Διοίκηση... 54 ζ) Διαχειριστική Επιτροπή... 54 η) Λύση... 55 Ε. Ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις (unit linked)... 56 - Οι ρυθμίσεις του άρθρου 13γ, παρ. Α ν.δ. 400/1970... 59 ΣΤ. Ομαδικά Συνταξιοδοτικά Προγράμματα... 64 Ζ. Ομαδική ασφάλιση... 67 i) Γενικά... 67 ii) Ομαδική ασφάλιση εργαζομένων... 67 iii) Σύναψη ομαδικής ασφαλιστικής σύμβασης ως ασφάλεια ζωής... 68 Η. Φερεγγυότητα ΙΙ (Solvency II)... 71 i) Γενικά... 71 ii) Κατευθυντήριες Γραμμές... 72 iv) Οι τρεις πυλώνες της Φερεγγυότητα II (Solvency II)... 73 Θ. Επίλογος... 74 Βιβλιογραφία... 76 Γνωμοδοτήσεις - Μελέτες... 78 Ιστοσελίδες... 79 3
Συντομογραφίες ΑΕΔΑΚ Α.Κ. ΑΠ ΑΠΔΠΧ αρ. αρθ. Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Αστικός Κώδικας Άρειος Πάγος Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα αριθμός άρθρο Ασφ.Ν. Ασφαλιστικός Νόμος (Νόμος 2496/1997) βλ. Γ.Α.Ο. Γ.Ο.Σ. γνωμ. ΔΕΕ Δ.Σ. δημ. βλέπε Γενικοί Ασφαλιστικοί Όροι Γενικοί όροι Συναλλαγών γνωμοδότηση Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών (περιοδ.) Διοικητικό Συμβούλιο δημοσίευση Ε7 Έψιλον 7 Ε.Α.Ε.Ε. Ε.Ε. ΕΕΝ Ε.Εμπ.Δ. ΕισΝΑΚ ΕΚΙΑΖ Ε.Ο.Χ. επ. ΕΠΙ.ΔΙΚ.ΙΑ Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος Ευρωπαϊκή Ένωση Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών (περιοδ.) Επιθεώρηση του Εμπορικού Δικαίου (περιοδ.) Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα Εγγυητικό Κεφάλαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής Ενιαίος Οικονομικός Χώρος επόμενα Επιθεώρηση Δικαίου Ιδιωτικής Ασφαλίσεως (περιοδ.) 4
ΕρμΑσφΝ Εφ.Αθ. Ερμηνεία Ασφαλιστικού Νόμου Εφετείο Αθηνών ν. νόμος ν.δ. ΝοΒ Ν.Π.Ι.Δ. ό.π. παρατ. Π.Δ. περ. περιθ. ΠΠρΑθ σελ. ΣτΕ Φ.Ε.Κ. Χρ.ΙΔ νομοθετικό διάταγμα Νομικό Βήμα (περιοδ.) Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου όπως παραπάνω παρατηρήσεις Προεδρικό Διάταγμα περίπτωση περιθωρίου Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών σελίδα Συμβούλιο της Επικρατείας Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου (περιοδ.) 5
Α. Εισαγωγή i) Ασφάλιση και ασφάλιση ζωής Η επέλευση του κινδύνου μπορεί να επιφέρει δυσβάστακτες συνέπειες και ιδίως να δημιουργήσει οικονομικές δυσχέρειες στον παθόντα. Ο άνθρωπος κατάλαβε ότι η προετοιμασία για την αντιμετώπιση μιας μέλλουσας οικονομικής ανάγκης θα γινόταν καλυτέρα όταν εκτός από τον ίδιο, συμμετείχαν και βοηθούσαν και άλλα πρόσωπα. 1 Δίνοντας έναν ορισμό της ασφάλισης, μπορούμε να πούμε ότι ασφάλιση είναι η κοινωνία ομοίων κινδύνων που παρέχει στα μέλη της αυτόνομη αξίωση για ασφαλιστική κάλυψη έναντι ανταλλάγματος. Στη σημερινή κοινωνία, ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος και εκτίθεται καθημερινά σε διάφορους κινδύνους, τους οποίους δεν μπορεί να αποτρέψει παρά την κρατική πρόνοια και τα μέτρα ασφαλείας. Θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο για κάθε άτομο μεμονωμένα να ανταπεξέλθει οικονομικά στις δυσμενείς συνέπειες επέλευσης ενός κινδύνου. Εδώ έγκειται ο ρόλος και η μεγάλη σημασία της ιδιωτικής ασφάλισης, Η ιδιωτική ασφάλιση βοηθάει τον άνθρωπο στην αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών που προκύπτουν από την πραγματοποίηση του κινδύνου. 2 Γενικότερα, η ιδιωτική ασφάλιση αποτελεί θεσμό ο οποίος συμβάλλει στη διατήρηση συνθηκών σταθερότητας και προστασίας για τους πολίτες, ενώ παράλληλα στηρίζει την οικονομική ανάπτυξη. Στην παρούσα εργασία, θα εξεταστεί η ασφάλιση ζωής (άρθρα 28-30 Ασφ.Ν.), η οποία κατατάσσεται στις ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων και αποτελεί μάλιστα την σημαντικότερη μορφή τους. Ασφάλιση προσωπικών κινδύνων είναι η ασφάλιση που αναφέρεται στη διάρκεια, σε καταστάσεις ή σε γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου. 3 Η ασφάλιση προσωπικών κινδύνων ρυθμίζεται στο τρίτο τμήμα του Ασφ. Ν. και συγκεκριμένα στα άρθρα 27-32 Ασφ.Ν. Οι άλλες δύο μορφές ασφάλισης προσωπικών κινδύνων είναι η ασφάλιση ατυχημάτων (άρθρο 31 Ασφ.Ν.) και η ασφάλιση ασθενειών (άρθρο 32 Ασφ.Ν.). Η ασφάλιση ζωής είναι συνδεδεμένη με το σημαντικότερο αγαθό του ανθρώπου, τη ζωή, η οποία περικλείει τον μεγαλύτερο κίνδυνο που κανένας δεν μπορεί να αποφύγει, τον κίνδυνο 1 βλ. Ζ. Σκουλούδη, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, Γ έκδοση, 1999, σελ. 5 2 βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Γ έκδοση, 2012, σελ. 2 3 Αντίθετα, η ασφάλιση μη προσωπικών ή περιουσιακών κινδύνων καλύπτει κινδύνους που απειλούν την περιουσία του ασφαλισμένου και όχι το πρόσωπό του, π.χ. κίνδυνος κλοπής αυτοκινήτου. 6
θανάτου, αλλά και τον κίνδυνο επιβίωσης και συνταξιοδότησης. Η ασφάλιση ζωής παρουσιάζει σπουδαία κοινωνική συμβολή, ενώ η μεγάλη σημασία που της αποδίδεται αποδεικνύεται και από την εντονότερη κρατική εποπτεία που επιφυλάσσει ο νόμος στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κλάδου ζωής. 4 Λειτουργεί συμπληρωματικά ή παράλληλα με την κοινωνική ασφάλιση και η σημασία της καθίσταται ακόμα σημαντικότερη σήμερα, όπου το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης παρουσιάζει πολλά προβλήματα εν μέσω της οικονομικής κρίσης. Απαραίτητη καθίσταται η λεπτομερής ανάλυση των βασικών χαρακτηριστικών της ασφάλισης ζωής καθώς και των διάφορων διακρίσεών της με κριτήρια τον καλυπτόμενο κίνδυνο και το πρόσωπο του ασφαλισμένου. Ειδική κατηγορία των ασφαλίσεων ζωής αποτελούν οι ασφαλίσεις που συνδέονται με επενδύσεις (unit linked). Στα προγράμματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και ευελιξία, το ασφαλιστήριο συμβόλαιο χωρίζεται σε δύο μέρη, στο ασφαλιστικό και στο επενδυτικό. Επίσης, από την ανάλυση της ασφάλισης ζωής δε θα μπορούσε να λείπει η αναφορά στα ομαδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, τα οποία αποτελούν επενδυτικής φύσεως εργασία που αφορά τη διαχείριση συλλογικών κεφαλαίων. ii) Σύντομη ιστορική επισκόπηση της ασφάλισης ζωής Προχωρώντας σε μία σύντομη ιστορική επισκόπηση της ασφάλισης ζωής, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιους σημαντικούς σταθμούς στο πέρασμα του χρόνου 5 : - Στην αρχαία Ρώμη περίπου το 220 μ.χ ο Domitius Ulpianus συνέταξε πίνακα για την αποτίμηση κληροδοτημάτων σε ισόβιες ράντες για τη συνταξιοδότηση των συζύγων και των παιδιών των στρατιωτών. Ο θεσμός μάλιστα ήταν σε εφαρμογή στην Ιταλία ως το 1860. - Στα μέσα του 17 ου αιώνα, στην Φλωρεντία της Ιταλίας ο γιατρός Lorenzo Tonti ίδρυσε την πρώτη Τοντίνα, η οποία αποτελούσε εταιρία πώλησης ασφάλισης επιβίωσης. Η Τοντίνα πήρε 2 μορφές, καθώς μπορούσε να διαμορφωθεί είτε ως ορισμένου, είτε ως αορίστου χρόνου. Οι Τοντιακές Εταιρίες πήραν μεγάλη έκταση στη Γαλλία και καταργήθηκαν το 1770 ως ανήθικες. - Το 1693 ο άγγλος αστρονόμος και μαθηματικός Edmond Halley κατήρτισε τον πρώτο επιστημονικό πίνακα θνησιμότητας, υπολογίζοντας έτσι ακριβή ασφάλιστρα ζωής. Αυτό το 4 βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Δ έκδοση, 2014, σελ. 319 5 βλ. Α. Ανδριτσάκη, Οι ιδιωτικές Ασφαλίσεις, 2005, σελ. 15 επ. 7
πέτυχε χρησιμοποιώντας στατιστικά στοιχεία από τα μητρώα θανάτων της πόλης Breslau. Με την κίνησή του αυτή ουσιαστικά έδωσε το έναυσμα για την ασφαλιστική κάλυψη από τον κίνδυνο θανάτου. Όμως η μέθοδός του αυτή είναι δύσκολη στην εφαρμογή της και απαιτεί ετήσια αναπροσαρμογή. - Το 1755, ο Dadson (Άγγλος μαθηματικός) εφάρμοσε για πρώτη φορά το σταθερό ενιαίο ασφάλιστρο για όλη τη διάρκεια μιας ασφάλισης ζωής. Στην περίπτωση αυτή, η μόνη διαφοροποίηση του ασφαλίστρου οφείλεται στην αρχική ηλικία του ασφαλισμένου. Η ασφάλιση ζωής γενικά γνώρισε μεγάλη άνθιση στην Αγγλία, στις Η.Π.Α. και στην Ελβετία. Ειδικότερα, οι ασφαλίσεις ζωής γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη στην Αγγλία την περίοδο του 17 ου και 18 ου αιώνα και μάλιστα απέκτησαν τον χαρακτήρα στοιχήματος. Όσον αφορά τον ελληνικό χώρο, το 1891 στην Αθήνα η Εθνική Τράπεζα ίδρυσε την Εθνική Ασφαλιστική, η οποία αποτέλεσε την πρώτη και μόνη ασφαλιστική εταιρία της εποχής η οποία έκανε και ασφάλειες ζωής. 8
Β. Ασφάλιση ποσού Περνώντας στην κατ' ουσία ανάλυση της ασφάλισης ζωής, χρήσιμο είναι να αναφέρουμε αρχικά κάποια γενικότερα πράγματα και συγκεκριμένα να αναφερθούμε στην έννοια της ασφάλισης ποσού. i) Ασφάλιση ποσού και ασφάλιση ζημιών Η ασφαλιστική κάλυψη διακρίνεται γενικά σε συγκεκριμένη και αφηρημένη. Στη συγκεκριμένη ασφαλιστική κάλυψη (ασφάλιση ζημίας), αποκαθίσταται η συγκεκριμένη εκείνη ζημία που προκλήθηκε από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου. Αντίθετα, όταν η ασφαλιστική κάλυψη είναι αφηρημένη, ο ασφαλιστής σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου, είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, είτε εφάπαξ, είτε σε δόσεις (άρθρο 27, παρ.1 Ασφ.Ν). Στην περίπτωση αυτή, η παροχή του ασφαλιστή κατά την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου εξαρτάται μόνο από τη συμφωνία των μερών. Όταν η ασφαλιστική κάλυψη είναι αφηρημένη λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ασφάλιση ποσού, η οποία καλύπτει πάντοτε προσωπικούς κινδύνους. Στην ασφάλιση ποσού, το ποσό που θα καταβληθεί ως ασφάλισμα αναγράφεται στην ασφαλιστική σύμβαση και καταβάλλεται στον δικαιούχο ανεξάρτητα αν η πραγματοποίηση του κινδύνου προκάλεσε ζημία ή αν με το ποσό αυτό καλύπτεται οικονομική ανάγκη. Στην ασφάλιση ποσού, δεν εφαρμόζεται η αποζημιωτική αρχή, 6 αλλά η ασφάλιση αυτή έχει αποταμιευτικό ή επενδυτικό χαρακτήρα. Η ασφάλιση προσωπικών κινδύνων μπορεί να εμφανισθεί είτε ως ασφάλιση ποσού, είτε ως ασφάλιση ζημιών, όπως φαίνεται άλλωστε και στο άρθρο 27, παρ. 1 Ασφ.Ν. Από τις τρεις κατηγορίες της ασφάλισης προσωπικών κινδύνων, η ασφάλιση ζωής είναι καθαρά ασφάλιση ποσού και δεν μπορεί να συναφθεί ως ασφάλιση ζημίας. Αντίθετα, οι άλλες δύο μορφές ασφάλισης προσωπικών κινδύνων (ασφάλιση ατυχημάτων και ασφάλιση ασθενειών) αποτελούν μικτές μορφές ασφάλισης, καθώς λειτουργούν άλλοτε ως ασφαλίσεις ποσού και άλλοτε ως ασφαλίσεις ζημιών ή και τα δύο μαζί. 6 Σύμφωνα με την αποζημιωτική αρχή (αρχή απαγόρευσης πλουτισμού), ο ασφαλισμένος αποζημιώνεται για τη συγκεκριμένη ζημία που υπέστη από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου και δεν πρέπει η ασφάλιση να οδηγεί στον πλουτισμό του. 9
ii) Έλλειψη ασφαλιστικού συμφέροντος Επίσης, αξίζει να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις όσον αφορά το ασφαλιστικό συμφέρον. Ασφαλιστικό συμφέρον είναι η σχέση ενός προσώπου προς ένα αγαθό. Στην ασφάλιση προσωπικών κινδύνων, που έχει συμφωνηθεί ως ασφάλιση ποσού, όπως φαίνεται και στην παρ. 5 του άρθρου 27 Ασφ.Ν., η καταβολή του ασφαλίσματος δεν εξαρτάται από την πρόκληση ζημίας στον ασφαλισμένο (ή δικαιούχο του ασφαλίσματος) ή από το ύψος της ζημίας που προκλήθηκε. Όπως ειπώθηκε και ανωτέρω, στην ασφάλιση ποσού κυριαρχεί ο αποταμιευτικός και επενδυτικός χαρακτήρας και επίσης ο επενδυτικός κίνδυνος είναι διαφορετικής φύσης από τον ασφαλιστικό κίνδυνο και δεν συνάδει με το ασφαλιστικό συμφέρον. 7 Στην ασφάλιση ζωής (κατηγορία της ασφάλισης προσωπικών κινδύνων) οι συνέπειες επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης για τον δικαιούχο του ασφαλίσματος όσον αφορά το οικονομικό κομμάτι ποικίλλουν, είναι αβέβαιες και εξαρτώνται από τις εκάστοτε περιστάσεις. Δηλαδή, είναι πιθανό από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης να προκύψει αρνητικό οικονομικό αποτέλεσμα για τον δικαιούχο του ασφαλίσματος. Για παράδειγμα, σε περίπτωση ασφάλισης θανάτου, αν ο θανών είχε υποχρέωση διατροφής προς τον δικαιούχο, τότε η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης (δηλ. ο θάνατος του υπόχρεου) μπορεί να επιφέρει την έκλειψη της αξίωσης του δικαιούχου και να δημιουργήσει σ αυτόν οικονομική ανάγκη. Δεν αποκλείεται όμως να προκύψει και θετικό οικονομικό αποτέλεσμα για τον δικαιούχο, π.χ. σε περίπτωση ασφάλισης θανάτου, από την επαγωγή της κληρονομιάς του θανόντα. Οι συνέπειες δηλαδή της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες και από συγκεκριμένες περιστάσεις. 8 Σημαντικό είναι όμως σ αυτό το σημείο να τονιστεί ότι η ασφάλιση ζωής συνάπτεται έγκυρα ανεξάρτητα από το εκάστοτε εμπειρικό πόρισμα. Το κύρος δηλαδή της ασφάλισης ζωής δεν επηρεάζεται και δεν βλάπτεται από την τυχόν δυσμενή ή ευμενή επιρροή που μπορεί να έχει στην οικονομική κατάσταση του δικαιούχου η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Συμπερασματικά, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η ύπαρξη οποιαδήποτε ζημίας ή οποιαδήποτε οικονομικής ανάγκης από την ασφαλιστική περίπτωση. Συνάγεται λοιπόν ότι στην ασφάλιση προσωπικών κινδύνων που συνάπτεται ως ασφάλιση ποσού, δεν είναι 7 βλ. Γ. Ψαρουδάκη σε Ι. Ρόκα, ΕρμΑσφΝ, άρθ. 27, αρ. περιθ. 8, σελ. 494 8 βλ. Γ. Ψαρουδάκη, Ασφαλιστικό Συμφέρον, 2014, σελ. 20 10
απαραίτητη η συνδρομή ασφαλιστικού συμφέροντος. 9 Τίθεται στη συνέχεια ο προβληματισμός σχετικά με την τυχόν ψυχική επιβάρυνση του δικαιούχου του ασφαλίσματος, η οποία προέρχεται από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Η νομοθεσία αναγνωρίζει την ψυχική οδύνη ως περίπτωση μη περιουσιακής ζημίας (άρθρο 932 εδ. γ ΑΚ). Με γνώμονα αυτή τη διαπίστωση, μπορούμε να αποδεχτούμε την ψυχική οδύνη ως τη βάση ενός ασφαλιστικού συμφέροντος ηθικής φύσεως, για την αντιμετώπιση μιας μη οικονομικής ανάγκης. Ψυχική οδύνη λοιπόν είναι πιθανό να υπάρχει 10, όπως όμως συμβαίνει και με την οικονομική ανάγκη, δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει. Δεν εξετάζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση και δεν απαιτείται για την καταβολή του ασφαλίσματος. 11 Ως γενικό συμπέρασμα λοιπόν μπορεί να αναφερθεί ότι στις ασφαλίσεις προσώπων οι οποίες συνάπτονται ως ασφαλίσεις ποσού, δεν αποτελεί εννοιολογικό στοιχείο της ασφάλισης η ύπαρξη ασφαλιστικού συμφέροντος. Στις ασφαλίσεις αυτές, δεν απαιτείται η ύπαρξη οικονομικής ή άλλης ανάγκης του δικαιούχου του ασφαλίσματος. Οι έννοιες του ασφαλιστικού συμφέροντος και της ασφαλιστικής αξίας δε βρίσκουν εφαρμογή στις ασφαλίσεις ποσού. iii) Ονομαστικό ασφαλιστήριο Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 27, Ασφ.Ν. : το ασφαλιστήριο είναι ονομαστικό και δεν μπορεί να εκδοθεί σε διαταγή ή στον κομιστή. Επομένως, το ασφαλιστήριο στην ασφάλιση πoσού είναι πάντα ονομαστικό, κατ εξαίρεση από τη γενική διάταξη του άρθρου 2, παρ. 1 Ασφ.Ν., σύμφωνα με την οποία το ασφαλιστήριο μπορεί να εκδοθεί και σε διαταγή ή στον κομιστή. 12 Πάντως, πρέπει να διαχωρίσουμε την ανωτέρω περίπτωση της ακυρότητας του ασφαλιστηρίου στον κομιστή από τη δυνατότητα σύναψης ασφάλισης για λογαριασμό στην οποία δε γίνεται αναφορά στο όνομα του ασφαλισμένου (άρθρο 27, παρ. 4), αλλά και από την περίπτωση του άρθρου 28, παρ. 3 Ασφ.Ν., κατά την οποία είναι δυνατή στην ασφάλιση ζωής για την περίπτωση θανάτου η ανάκληση του δικαιούχου και ο ορισμός άλλου από τον λήπτη της ασφάλισης. Συμπεραίνουμε λοιπόν από τις ανωτέρω διατάξεις ότι γίνεται προσπάθεια να 9 βλ. Γ. Ψαρουδάκη σε Ι. Ρόκα, ΕρμΑσφΝ, άρθ. 27, αρ. περιθ. 6, σελ. 493 10 Στην ασφάλιση θανάτου μόνο, γιατί δε συνάδει με την ασφάλιση για τον κίνδυνο επιβίωσης 11 βλ. Γ. Ψαρουδάκη, Ασφαλιστικό Συμφέρον, 2014, σελ. 23-24 12 Πάντως, σε ένα ασφαλιστήριο σε διαταγή, θα μπορούσε να θεωρηθεί άκυρη μόνο η ρήτρα εις διαταγήν και να διασωθεί τελικά το ασφαλιστήριο κατ' άρθρο 182 ΑΚ ως ονομαστικό, βλ. Γ. Ψαρουδάκης σε Ι. Ρόκα, ΕρμΑσφΝ, άρθ. 27, αρ. περιθ. 9, σελ. 494 και Β. Κιάντο, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 9 η έκδοση, 2005, σελ. 549 11
καταπολεμηθεί η άνετη οριζόντια κυκλοφορία της αξίωσης στο ασφάλισμα μεταξύ δικαιούχων, η οποία οδηγεί στην εμπορευματοποίηση της ασφάλισης ζωής, αν και επιτρέπεται από το νόμο η αλλαγή δικαιούχου από το λήπτη της ασφάλισης. 13 iv) Ασφάλισμα Όπως, αναφέρθηκε και ανωτέρω, στην ασφάλιση προσώπων που έχει συμφωνηθεί ως ασφάλιση ποσού ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλλει το ασφάλισμα ανεξάρτητα με το αν η πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου επέφερε ζημιά στον ασφαλισμένο ή στο δικαιούχο του ασφαλίσματος και ανεξάρτητα από το ύψος της ζημιάς που προκλήθηκε. Αυτό ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 27, Ασφ.Ν. Αυτή είναι άλλωστε και μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ ασφαλίσεων ποσού και ασφαλίσεων ζημίας. Το ποσό που καταβάλλεται ως ασφάλισμα εξαρτάται αποκλειστικά από τη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών και είναι ίσο με το ασφαλιστικό ποσό ή με ποσοστό αυτού. v) Τα πρόσωπα που συμμετέχουν Σε μια ασφάλιση ποσού τα πρόσωπα που συμμετέχουν είναι τα εξής: καταρχάς η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται μεταξύ του ασφαλιστή και του λήπτη της ασφάλισης, ο οποίος αποτελεί τον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή. Ασφαλισμένος σε μια ασφάλιση ποσού είναι το πρόσωπο εκείνο που πλήττεται από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου, όταν κινδυνεύει η ζωή του από θάνατο, ατύχημα ή ασθένεια. Όταν λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος είναι το ίδιο πρόσωπο, τότε πρόκειται για ασφάλιση για ίδιο λογαριασμό. Μπορεί όμως ο λήπτης της ασφάλισης να ενεργεί για λογαριασμό τρίτου προσώπου, οπότε τότε λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος είναι διαφορετικά πρόσωπα. 14 Δικαιούχος, δηλαδή το πρόσωπο που δικαιούται να εισπράξει το ασφάλισμα σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου, μπορεί να είναι τρίτο πρόσωπο διαφορετικό από τον ασφαλισμένο. Τον δικαιούχο μπορεί να ορίσει στην ασφάλιση ζωής ο λήπτης της ασφάλισης με γραπτή δήλωση του, κατά τρόπο ανακλητό ή μη (βλ. άρθρο 28, παρ. 3 Ασφ.Ν.). Σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρόκειται για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. 13 βλ. Γ. Ψαρουδάκη σε Ι. Ρόκα, ΕρμΑσφΝ, άρθ. 27, αρ. περιθ. 9, σελ. 494 14 βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Γ έκδοση, 2012, σελ. 327 επ. 12
vi) Ασφαλιστικά βάρη Ειδική μνεία θα γίνει για τα ασφαλιστικά βάρη και τις εξαιρέσεις που ισχύουν στις ασφαλίσεις ποσού. Τα ασφαλιστικά βάρη είναι κανόνες συμπεριφοράς του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή άλλων προσώπων που προκύπτουν από το νόμο ή από τη σύμβαση και η μη τήρηση τους επιφέρει συνήθως την απώλεια των συμβατικών δικαιωμάτων. Το άρθρο 3 του Ασφαλιστικού Νόμου 2496/1997 (προσυμβατικό βάρος της περιγραφής του κινδύνου) ορίζει ότι κατά τη σύναψη της συμβάσεως ασφαλίσεως ο λήπτης της ασφαλίσεως υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. 15 Το προσυμβατικό βάρος της περιγραφής του κινδύνου ισχύει και στην ασφάλιση προσωπικών κινδύνων, δεν εφαρμόζονται όμως στις ασφαλίσεις ζωής και ασθενειών οι κυρώσεις από την ανυπαίτια ή από αμέλεια παράβαση του βάρους αυτού 16. Δηλαδή δεν εφαρμόζονται στις ασφαλίσεις ζωής και ασθενειών οι κυρώσεις από την ανυπαίτια ή από αμέλεια μη γνωστοποίηση των περιστατικών που είναι αντικειμενικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου. Απεναντίας, εφαρμόζονται κανονικά οι κυρώσεις που αφορούν την εκ δόλου παράβαση του προσυμβατικού αυτού βάρους. Επίσης, στην ασφάλιση ζωής και ασθενειών δεν εφαρμόζεται το ασφαλιστικό βάρος της επίτασης του κινδύνου (άρθρο 4, παρ 3 Ασφ.Ν.) και οι επακόλουθες συνέπειες του. Δικαιολογητική βάση αυτής της εξαίρεσης είναι το ότι δεν αρμόζει σε αυτές τις κατηγορίες ασφαλίσεων (ζωής και ασθενειών) να επιβάλλονται κυρώσεις για ένα περιστατικό ή μια συμπεριφορά του ασφαλισμένου που οδηγεί σε επιβάρυνση της υγείας του. Είναι δυνατόν όμως να συμφωνηθεί από πριν ο αποκλεισμός από την ασφαλιστική κάλυψη ορισμένων κινδύνων, π.χ. κίνδυνοι που προέρχονται από τη διεξαγωγή επικίνδυνων σπορ, ώστε να μην παρέχεται ασφαλιστική κάλυψη στην περίπτωση επέλευσης του αντίστοιχου κινδύνου. Αν όμως δεν υπάρξει συμφωνία αποκλεισμού αυτών των κινδύνων, δε μπορεί ο ασφαλιστής να ισχυριστεί ότι οι κίνδυνοι αυτοί εμφανίστηκαν μετά τη σύναψη της σύμβασης και τείνουν στην αύξηση του ασφαλιστικού κινδύνου, καταγγέλλοντας τη σύμβαση ή ζητώντας αύξηση 15 Σύμφωνα με την ΑΠ 830/2004: «Το αν ένα περιστατικό είναι ουσιώδες από την άποψη αυτή, κρίνεται όχι κατά τις αντιλήψεις του συγκεκριμένου ασφαλιστή, αλλά σύμφωνα με τις αρχές της ενδεδειγμένης ασφαλιστικής τεχνικής, τουτέστιν αντικειμενικά. Είναι δε ουσιώδες το περιστατικό αυτό όταν συμβάλλει στην ορθή εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή της δυνατότητας να επέλθει η οικονομική ανάγκη που καλύπτει η ασφάλιση, πράγμα το οποίο, στη συνέχεια, είναι αναγκαίο για τον καθορισμό ενός δίκαιου ασφαλίστρου ή για τον περιορισμό της ζημίας.» 16 βλ. άρθρο 3, παρ. 8 Ασφ.Ν. 13
του ασφαλίστρου ή προβάλλοντας ένσταση απαλλαγής. 17 Επίσης, δεν εφαρμόζεται στην ασφάλιση ζωής και ασθενειών το ασφαλιστικό βάρος της μείωσης του κινδύνου (άρθρο 5, παρ. 1 Ασφ.Ν.), σε περίπτωση μεταβολής της υγείας του ασφαλισμένου. Πάντως και τα δύο αυτά ασφαλιστικά βάρη (επίτασης και μείωσης του κινδύνου) βρίσκουν εφαρμογή στην ασφάλιση ατυχημάτων. Επιπλέον στην ασφάλιση προσωπικών κινδύνων τυγχάνει μεν εφαρμογής το ασφαλιστικό βάρος της γνωστοποίησης επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης (άρθρο 7, παρ. 1 Ασφ.Ν.), δεν εφαρμόζεται όμως η επαπειλούμενη κύρωση σε περίπτωση παραβίασης αυτού του βάρους. (άρθρο 7, παρ. 2 σε συνδυασμό με άρθρο 7, παρ. 8 Ασφ.Ν.) Τέλος, στις ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων, δεν εφαρμόζεται το ασφαλιστικό βάρος της λήψης κατάλληλων μέτρων αποφυγής ή μείωσης της ζημίας του άρθρου 7 παρ. 3 Ασφ.Ν., όπως ρητά διατείνεται η παρ. 8 του άρθρου 7 Ασφ.Ν., καθώς δεν προσιδιάζει στη φύση των ασφαλίσεων αυτών. 17 βλ. Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο - Εισηγήσεις, 3η έκδοση, 2014, σελ. 170 14
Γ. Ασφάλιση ζωής i) Γενικά Η κυριότερη μορφή ασφάλισης προσωπικών κινδύνων είναι η ασφάλιση ζωής. Στην ασφάλιση ζωής, ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση, έναντι ασφαλίστρου, να καταβάλει στον δικαιούχο, με τη συνδρομή διαφόρων περιστατικών σχετικών με την ζωή του, ένα εφάπαξ ή τμηματικά καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό. Κατά το άρθρο 28, παρ. 1 Ασφ.Ν., ασφάλιση ζωής είναι εκείνη η ασφαλιστική σύμβαση, η οποία καλύπτει τον κίνδυνο θανάτου ή/και επιβίωσης του λήπτη της ασφάλισης ή τρίτου προσώπου. Όπως φαίνεται λοιπόν, η ασφάλιση ζωής έχει άμεση σχέση με το πολύτιμο αγαθό της ζωής, το οποίο εμπεριέχει τον κίνδυνο θανάτου, δηλαδή τον μεγαλύτερο και μάλιστα αναπόφευκτο κίνδυνο που απειλεί τον άνθρωπο, καθώς επίσης και τον κίνδυνο επιβίωσης και συνταξιοδότησης. 18 Η κοινωνική συμβολή της είναι μεγάλη, καθώς προστατεύει τους ασφαλισμένους, αλλά και τα συγγενικά τους πρόσωπα από τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες που επιφέρει η απώλεια της ανθρώπινης ζωής. Η προσπάθεια για εξασφάλιση του ίδιου του ενδιαφερόμενου, αλλά και των αγαπημένων του προσώπων οδήγησε τις ασφαλίσεις ζωής σε αλματώδη ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικοί ότι ολόκληροι οικονομικοί κολοσσοί δημιουργήθηκαν από την καταβολή ασφαλίστρων ζωής. 19 Συχνά με τον όρο «ασφάλιση ζωής» εννοείται η ασφάλιση προσωπικών κινδύνων γενικότερα. Αυτό συμβαίνει γιατί η ασφάλιση προσώπων αναφέρεται σε γεγονότα που μπορούν να συμβούν στη ζωή των ανθρώπων. Κάτι ανάλογο συμβαίνει κατά την ταξινόμηση των κινδύνων (άρθρο 13, ν.δ. 400/1970). Συγκεκριμένα, η παράγραφος 2 τιτλοφορείται ως «ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΖΩΗΣ», αν και εμπεριέχει τις ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων γενικότερα. Στην ευρύτερη κατηγορία των ασφαλίσεων ζωής λοιπόν (κατά την ορολογία του άρθρου 13, παρ. 2 ν.δ. 400/1970) περιλαμβάνεται και ο κλάδος της κατά κυριολεξία ασφάλισης ζωής (Ι. Κλάδος ζωής). Αυτός ο κλάδος είναι ο πρώτος από τους εννέα που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 ν.δ.400/1970. Ο συγκεκριμένος κλάδος περιλαμβάνει: 1. Κυρίως τις ασφαλίσεις επιβίωσης, θανάτου, τις μικτές (θανάτου και επιβίωσης) και την ασφάλιση ζωής με επιστροφή του ασφαλίστρου. 18 βλ. Ι. Βελέντζα, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, δεύτερη έκδοση, 2007, σελ. 226 19 βλ. Άλκη Αργυριάδη, Ράνια Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Λευτέρη Σκαλίδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 5 η έκδοση, 2007, σελ. 165 15
2.Τις ασφαλίσεις προσόδων. 3.Τις ασφαλίσεις σωματικών βλαβών (στις οποίες περιλαμβάνεται και η ανικανότητα για ε- παγγελματική εργασία), θανάτου ένεκα ατυχήματος, αναπηρίας ένεκα ατυχήματος και ασθενείας, εφόσον οι πιό πάνω ασφαλίσεις συνάπτονται συμπληρωματικά στις ασφαλίσεις ζωής των κλάδων Ι1 και Ι2. Η κατά κυριολεξία ασφάλιση ζωής ρυθμίζεται από τα άρθρα 28-30 Ασφ.Ν. Τα άρθρα αυτά ανήκουν στο δεύτερο κεφάλαιο ( Ασφάλιση ζωής ) του τρίτου τμήματος ( Ασφάλιση προσώπων ) του Ασφαλιστικού Νόμου. Αλλά και σε άλλα σημεία του Ασφαλιστικού Νόμου και ιδίως στο πρώτο τμήμα ( Γενικές διατάξεις ) συναντώνται διατάξεις που αφορούν και εφαρμόζονται στην ασφάλιση ζωής. 20 ii) Σχέση ιδιωτικής ασφάλισης ζωής κοινωνικής ασφάλισης. Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται μόνο η ιδιωτική ασφάλιση ζωής, όχι η κοινωνική ασφάλιση. Εντούτοις χρήσιμο είναι να δούμε τι ρόλο μπορεί να παίξει η ιδιωτική ασφάλιση σε σχέση με τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση, καθώς και να επισημανθούν κάποιες διαφορές τους. Σαν μια πρώτη παρατήρηση, μπορούμε να πούμε ότι η ιδιωτική ασφάλιση κλάδου ζωής θα μπορούσε να συνδεθεί με τον «τρίτο πυλώνα ασφάλισης», που συμπληρώνει τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση και την επαγγελματική ασφάλιση. 21 Οι δύο ασφαλίσεις (κοινωνική και ιδιωτική) μπορούν να συνυπάρχουν, δεν βρίσκονται σε σχέση αντιπαράθεσης και η ύπαρξη της μίας δεν εμποδίζει την ύπαρξη της άλλης. Η κοινωνική ασφάλιση, με τις συνταξιοδοτικές και εφάπαξ παροχές της, αλλά και με τις παροχές κατά ασθενειών και ατυχημάτων συμβάλλει στην εξασφάλιση των ασφαλισμένων, ειδικά των οικονομικά ασθενέστερων από διάφορους κινδύνους και στη λήψη μέτρων που εξασφαλίζουν το μέλλον τους. Προς αυτή την κατεύθυνση, σημαντική παράμετρος είναι η υποχρεωτικότητα της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς σε διαφορετική περίπτωση, δε θα μπορούσε να «σταθεί όρθιο» το ασφαλιστικό σύστημα. Καθίσταται φανερό λοιπόν ότι ο νομοθέτης, εγκαθιστώντας την υποχρεωτικότητα της κοινωνικής ασφάλισης, δίνει μεγάλη σημασία στις παροχές που αυτή εξασφαλίζει στους ασφαλισμένους. Σήμερα, η κοινωνική ασφάλιση «βάλλεται» λόγω της οικονομικής κρίσης 20 π.χ. άρθρο 3 παρ. 8, άρθρο 5, παρ. 1 εδ. γ, άρθρο 8, παρ. 3 κ.α. 21 βλ. Γ. Ψαρουδάκη, Ασφαλιστικό Συμφέρον, 2014, σελ. 55 16
και δεν εμπνέει αίσθημα σιγουριάς και ασφάλειας στους ασφαλισμένους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις συνταξιοδοτικές παροχές που μειώνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Παρ όλα αυτά, η σημασία και η λειτουργία της, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, είναι μεγάλη. Είναι φανερό λοιπόν ότι και οι δύο κατηγορίες ασφάλισης (κοινωνική και ιδιωτική ασφάλιση ζωής) εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, την πρόνοια για το μέλλον και γι αυτό η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να καταστεί πολύ σημαντική καθώς συμπληρώνει το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως κατά το συνταξιοδοτικό κομμάτι. 22 Η ιδιωτική ασφάλιση ζωής συνδέεται λειτουργικώς κατά κύριο λόγο με το συνταξιοδοτικό κομμάτι και με τις εφάπαξ παροχές της κοινωνικής ασφάλισης. Ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης ζωής γίνεται ακόμα σημαντικότερος μάλιστα τη σημερινή εποχή, στην οποία το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης παρουσιάζει πολλά προβλήματα λόγω και της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της χώρα μας. Αφού λοιπόν ο νομοθέτης, εγκαθιστώντας την υποχρεωτικότητα της κοινωνικής ασφάλισης, δίνει μεγάλη σημασία στις παροχές που αυτή εξασφαλίζει στους ασφαλισμένους, καθίσταται εύλογη και η εύνοια του προς ένα εθελοντικό και συμπληρωματικό του υποχρεωτικού, σύστημα ασφάλισης που υποβοηθάει στην επίτευξη του ίδιου σκοπού. 23 Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε όμως και τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά τα δύο συστήματα ασφάλισης. Καταρχάς, την κοινωνική ασφάλιση την ασκούν δημόσιοι φορείς, κρατικοί ή ημικρατικοί, π.χ. ΙΚΑ, ενώ αντίθετα η ιδιωτική ασφάλιση διενεργείται από πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. 24 Επίσης, οι όροι που διέπουν μια σύμβαση ιδιωτικής ασφάλισης εξαρτώνται και καθορίζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη και μπορεί να ποικίλλουν ανά σύμβαση. Αντίθετα, το περιεχόμενο των κοινωνικών ασφαλίσεων είναι διαμορφωμένο σε ενιαία βάση από το νόμο και σύμφωνα με τους όρους που αυτός θέτει, χωρίς να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να επηρεάσουν το περιεχόμενό τους. Περαιτέρω και σε συνέχεια των ανωτέρω σκέψεων, στις ιδιωτικές ασφαλίσεις, το ύψος των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών διαμορφώνεται σύμφωνα με τη βούλησή τους, σε συνάρτηση πάντα και με τον κίνδυνο που ασφαλίζεται. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Εκεί, τόσο οι παροχές που καταβάλλει ο ασφαλιστής, όσο και οι εισφορές που καταβάλλονται από το λήπτη της ασφάλισης καθορίζονται από τη νομοθεσία και μάλιστα ανεξαρτήτως του ασφαλισμένου 22 Χωρίς όμως να μπορεί να το υποκαταστήσει εντελώς 23 βλ. Γ. Ψαρουδάκη, Ασφαλιστικό Συμφέρον, 2014, σελ. 54-56 24 βλ. Ζ. Σκουλούδη, ό.π., σελ. 7 17
κινδύνου. Μάλιστα, στην κοινωνική ασφάλιση, δεν μπορούν να χαρακτηρίσουμε τις εισφορές ως αντάλλαγμα για την ασφαλιστική παροχή που καταβάλλεται, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις, οι εισφορές αυτές επιβαρύνουν άλλα τρίτα πρόσωπα, που δεν έχουν σχέση με την ασφάλιση. Επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ η ιδιωτική ασφάλιση σκοπεύει κυρίως στην εξασφάλιση και ανακούφιση των ασθενέστερων οικονομικά πολιτών, στην ιδιωτική ασφάλιση δικαιούχος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος. Τέλος, μια ακόμη βασική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ασφαλίσεων είναι το νομοθετικό καθεστώς από το οποίο διέπονται. Η ιδιωτική ασφάλιση ρυθμίζεται από το εμπορικό δίκαιο, το οποίο αποτελεί κλάδο του ιδιωτικού δικαίου, ενώ αντίθετα η κοινωνική ασφάλιση, χάρη στην οποία προάγεται το δημόσιο συμφέρον, εξετάζεται νομοθετικά στα πλαίσια του Διοικητικού Δικαίου, το οποίο αποτελεί κλάδου του Δημοσίου Δικαίου. iii) Ο καταναλωτικός χαρακτήρας της ασφάλισης ζωής Η ασφάλιση ζωής έχει έντονο καταναλωτικό χαρακτήρα. Άλλωστε οι ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων ανήκουν από τη φύση τους στις καταναλωτικές ασφαλίσεις, δηλαδή στις α- σφαλίσεις που συνάπτονται για ιδιωτικούς και όχι για επαγγελματικούς σκοπούς. 25 Για αυτό το λόγο, εφαρμόζονται εκτός από τις διατάξεις του Ασφαλιστικού Νόμου και οι προστατευτικές αρχές και διατάξεις του δικαίου προστασία καταναλωτών προς προστασία του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου. Έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνες οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην καταχρηστικότητα των ασφαλιστικών όρων. Οι ασφαλιστικοί όροι έχουν μεγάλη σημασία στην κατάρτιση και λειτουργία της ασφαλιστικής σύμβαση και αποτελούν συμβατική πηγή δικαίου. Ασφαλιστικοί όροι είναι οι όροι που συμφωνούν τα μέρη να ισχύσουν σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις, όταν δεν παραβιάζονται κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Οι ασφαλιστικοί όροι διακρίνονται σε γενικούς και ειδικούς. Και οι γενικοί και οι ειδικοί ασφαλιστικοί όροι ανήκουν στην κατηγορία των γενικών όρων των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) και αποτελούν κανόνες συμβατικού δικαίου. Ο έλεγχος του κύρους των Γενικών Ασφαλιστικών όρων στις ασφαλιστικές συμβάσεις θα γίνει με βάση τις ρυθμίσεις του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 περί καταχρηστικότητας των γενικών όρων των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές. Ο ανωτέρω νόμος πάντως (ν. 2251/1994) δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά στον τομέα της ασφάλισης, αλλά ισχύει γενικά για κάθε σύμβαση στην οποία 25 Αντίθετα, εμπορικές ή μη καταναλωτικές είναι οι ασφαλίσεις που συνάπτονται για εμπορικούς ή επαγγελματικούς λόγους. 18
συμμετέχει καταναλωτής. Άρα, κατά την εφαρμογή του στους ασφαλιστικούς όρους, πρέπει να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του Ασφαλιστικού Δικαίου. Συνεπώς για τον έλεγχο του κύρους των ασφαλιστικών όρων μιας ασφαλιστικής σύμβασης θα εφαρμοστεί το άρθρο 281 ΑΚ, εξειδίκευση του οποίου αποτελεί το άρθρο 2, παρ. 6 ν. 2251/1994. 26 Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι κατά το άρθρο 2, παρ. 8 ν. 2251/1994, το βάρος απόδειξης της καταχρηστικότητας των γενικών ασφαλιστικών όρων βαρύνει αυτόν που διατείνεται την ακυρότητα του όρου. Μεταξύ άλλων έχουν κριθεί καταχρηστικοί οι εξής όροι: - έχει κριθεί καταχρηστικός ο γενικός όρος σε ασφάλιση ζωής και ασθένειας, ο οποίος δίνει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να προβαίνει μονομερώς στην αύξηση ασφαλίστρου ή στη μείωση του ασφαλίσματος με ασαφή κριτήρια (Εφ.Αθ. 1407/2002 Ε.Εμπ.Δ. 2004, σελ. 553). Παρεμφερώς, σε ασφάλιση ζωής και νοσοκομειακής περίθαλψης έχει κριθεί καταχρηστικός και επομένως άκυρος ο γενικός όρος της αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων, διότι παρέχει στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία το δικαίωμα της χωρίς σπουδαίο λόγο, μονομερούς τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης χωρίς εύλογα για τον καταναλωτή κριτήρια. (Εφ.Αθ. 4108/2012 Α δημ. ΝΟΜΟΣ ) - Επίσης, σε ασφάλιση ζωής, κρίθηκε καταχρηστικός και άκυρος ΓΟΣ, ο οποίος εξαιρεί από την ασφαλιστική κάλυψη κάθε επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, που οφείλεται σε αεροπορικό ατύχημα, εκτός εάν πρόκειται για τακτική πτήση ανεγνωρισμένης αεροπορικής εταιρίας. Κρίθηκε ότι ο όρος αυτός σαφώς διαταράσσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων (ασφαλισμένου και εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας), που κατήρτισαν τη σύμβαση ασφάλισης, εις βάρος του ασφαλισμένου και επί πλέον διαταράσσεται η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου. 27 - Έχουν επίσης κριθεί ως καταχρηστικοί γενικοί όροι ασφαλιστηρίου, οι οποίοι με κεκαλυμμένο τρόπο προβλέπουν ότι τα δύο πρώτα έτη το συμβόλαιο δεν έχει καμία αξία εξαγοράς. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι οι όροι αυτοί προσκρούουν στην επιταγή της διαφάνειας και είναι καταχρηστικοί σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, καθώς δεν ενημερώνουν τον λήπτη της ασφάλισης για τα οικονομικά μειονεκτήματα που συνεπάγεται η 26 βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Γ έκδοση, 2012, σελ. 52, επίσης βλ. ΑΠ 561/2014 Α δημ. ΝΟΜΟΣ, Χρ.ΙΔ 2014, σελ. 622, Ε.Εμπ.Δ. 2014, σελ. 892 και ΑΠ 1495/2006 ΔΕΕ 2006, σελ. 1307 27 βλ. Εφ.Αθ. 3210/2008 Δ/ΝΗ 2010, σελ. 144 19
άσκηση των δικαιωμάτων εξαγοράς και ελευθεροποίησης του συμβολαίου από την περαιτέρω καταβολή ασφαλίστρων και ειδικότερα ότι, εάν ασκήσουν πρόωρα το δικαίωμα εξαγοράς ή το δικαίωμα ελευθεροποίησης, το συμβόλαιο τους κατά τα δυο πρώτα έτη ισχύος της ασφαλίσεως δεν θα έχει αξία εξαγοράς. 28 - Περαιτέρω αξίζει να τονιστεί ότι στα πλαίσια ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής, ο «Πίνακας Αξιών» που βρίσκεται πριν από το τμήμα των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που περιέχουν τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών, αν και δεν αποτελεί γενικό όρο συναλλαγών, εντούτοις είναι προδιατυπωμένος, δεν έχει καταστεί αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και επομένως υπόκειται στον ίδιο έλεγχο καταχρηστικότητας και αδιαφάνειας όπως και οι ΓΟΣ. 29 iv) Διακρίσεις της ασφάλισης ζωής Η ασφάλιση ζωής διακρίνεται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τα κριτήρια που χρησιμοποιούμε. Με κριτήριο τον καλυπτόμενο κίνδυνο, η ασφάλιση ζωής διακρίνεται σε: α) ασφάλιση θανάτου, β) ασφάλιση επιβίωσης, γ) μικτή ασφάλιση δ) ασφάλιση ειδικού κινδύνου θανάτου-δήλης ημέρας. α) Ασφάλιση θανάτου Η ασφάλιση θανάτου αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή ασφάλισης ζωής. Ασφαλισμένος κίνδυνος στην περίπτωση αυτή είναι ο θάνατος του ασφαλισμένου όποτε και αν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της ασφάλισης. Ασφαλισμένος μπορεί να είναι είτε ο ίδιος ο λήπτης της ασφάλισης, οπότε γίνεται λόγος για ασφάλιση ίδιας ζωής είτε κάποιο τρίτο πρόσωπο, οπότε έχουμε να κάνουμε με ασφάλιση ζωής τρίτου. Στόχος της ασφάλισης αυτής είναι η προστασία και η εξασφάλιση τρίτων προσώπων μετά το θάνατο του ασφαλισμένου. Σε μια ασφάλιση θανάτου, είναι βέβαιο ότι ο θάνατος του ασφαλισμένου θα πραγματοποιηθεί και αβέβαιο μόνο το πότε θα πραγματοποιηθεί. Ακολούθως, είναι βέβαιο ότι ο ασφαλιστής κάποτε θα καταβάλλει το ασφάλισμα και αβέβαιο το πότε θα το καταβάλλει. β) Ασφάλιση επιβίωσης Η ασφάλιση επιβίωσης του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου αποσκοπεί στη 28 βλ. ΠΠρΑθ 840/2008 Α δημ. ΝΟΜΟΣ 29 βλ. ΑΠ 561/2014 Α δημ. ΝΟΜΟΣ, ΧρΙΔ 2014, σελ. 622, Ε.Εμπ.Δ. 2014, σελ. 892 και Εφ.Αθ. 3880/2010 Ε.Εμπ.Δ. 2011, σελ. 629 20
συμπλήρωση μιας ορισμένης ηλικίας, η οποία έχει συμφωνηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση ή στην επέλευση ενός συγκεκριμένου χρονικού σημείου. Η συμπλήρωση της προκαθορισμένης αυτής ηλικίας ή η επέλευση του χρονικού αυτού σημείου αποτελούν την ασφαλιστική περίπτωση και έκτοτε ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλλει το ασφάλισμα. Στην ασφάλιση αυτή είναι αβέβαιο το αν θα επιζήσει ο ασφαλισμένος μέχρι την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Μάλιστα, πρέπει να τονιστεί ότι αν ο ασφαλισμένος δεν φτάσει στη συγκεκριμένη αυτή ηλικία, λόγω πρόωρου θανάτου, ο ασφαλιστής δεν οφείλει να καταβάλλει το ασφάλισμα. Το ασφάλισμα μπορεί να καταβάλλεται εφάπαξ ή σε δόσεις (ασφάλιση προσόδου). Οι δόσεις συνήθως είναι μηνιαίες και έχουν τη μορφή ιδιωτικής σύνταξης στον ασφαλισμένο ως πρόσθετο οικονομικό βοήθημα. 30 Συνηθέστερος σκοπός αυτής της ασφάλισης είναι η εξασφάλιση του ασφαλισμένου για την περίοδο των γηρατειών του. Η ασφάλιση αυτή όμως μπορεί και να στοχεύει στην εξασφάλιση τρίτων, π.χ. μέσω της καταβολής ενός χρηματικού βοηθήματος στο παιδί που ενηλικιώνεται, όταν το χρονικό σημείο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης είναι η ενηλικίωση του παιδιού. 31 γ) Μικτή ασφάλιση Μια τρίτη κατηγορία της ασφάλισης ζωής είναι η μικτή ασφάλιση. Η μικτή ασφάλιση είναι ένας συνδυασμός της ασφάλισης θανάτου και της ασφάλισης επιβίωσης. Συγκεκριμένα, το ασφάλισμα θα καταβληθεί από τον ασφαλιστή είτε όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει μια συγκεκριμένη ηλικία, είτε όταν ο ασφαλισμένος αποβιώσει πριν από τη συμπλήρωση της καθορισμένης αυτής ηλικίας. 32 Στην πρώτη περίπτωση, η παροχή του ασφαλιστή θα είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με την δεύτερη περίπτωση, καθώς στο μεταξύ θα έχει δημιουργηθεί απόθεμα αποταμίευσης και θα μπορούν να ασκηθούν τα αντίστοιχα δικαιώματα. 33 Η συγκεκριμένη ασφάλιση στοχεύει στην εξασφάλιση του ίδιου του ασφαλισμένου, αλλά και τρίτων προσώπων. δ) Ασφάλιση ειδικού κινδύνου θανάτου δήλης ημέρας Η ασφάλιση ειδικού κινδύνου θανάτου αφορά την περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, είτε από ειδική αιτία, π.χ. από ένα αεροπορικό ατύχημα, είτε μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, π.χ. κατά τη διάρκεια ενός πολέμου ή ενός αεροπορικού ταξιδιού. Στη 30 βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Δ έκδοση, 2014, σελ 321 31 βλ. Ι. Βελέντζα, ο.π., σελ. 227 32 βλ. Εφ.Αθ 363/1937 ΕΕΝ 1938. 73 33 βλ. Ζ. Σκουλούδη, ό.π., σελ. 403 21
συγκεκριμένη κατηγορία ασφάλισης ζωής είναι αβέβαιο το αν θα πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος θανάτου. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, το ασφάλιστρο υπολογίζεται ανάλογα με τη φύση του κινδύνου, χωρίς να παίζει ρόλο ο αποταμιευτικός χαρακτήρας της ασφάλισης ζωής, ο οποίος μάλιστα στην προκειμένη ασφάλιση δεν υπάρχει. 34 Όσον αφορά την ασφάλιση δήλης ημέρας, είναι η ασφάλιση στην οποία συμφωνείται να καταβληθεί το ασφάλισμα μία ορισμένη ημέρα, ανεξάρτητα αν ο λήπτης της ασφάλισης ζει ή έχει πεθάνει. Στη συγκεκριμένη κατηγορία ασφάλισης ζωής, υπάρχει αβεβαιότητα μόνο σχετικά με το χρόνο καταβολής του ασφαλίστρου, μιας και η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρου παύει κατά τη στιγμή του θανάτου του λήπτη της ασφάλισης. 35 Προχωράμε τώρα στη διάκριση της ασφάλισης ζωής με βάση το πρόσωπο του ασφαλισμένου. Με βάση αυτό το κριτήριο, γίνεται η εξής διάκριση: α) Ασφάλιση ίδιας ζωής Ασφάλιση ίδιας ζωής συντρέχει όταν λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος είναι το ίδιο πρόσωπο, είτε έχουμε να κάνουμε με ασφάλιση θανάτου, είτε με ασφάλιση επιβίωσης, όπως ορίζει άλλωστε και το άρθρο 28, παρ. 1 Ασφ.Ν. Στην ασφάλιση αυτή, δικαιούχος είναι ο ίδιος ο λήπτης της ασφάλισης στην ασφάλιση επιβίωσης και οι κληρονόμοι του στην ασφάλιση θανάτου, αν δεν έχει οριστεί κάποιο τρίτο πρόσωπο ως δικαιούχος (άρθρο 28, παρ. 4 Ασφ.Ν,). Μάλιστα, δικαιούχος του ασφαλίσματος μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο και από οποιαδήποτε αιτία, π.χ. χαριστική ή επαχθή. 36 Αν το τρίτο πρόσωπο που ορίστηκε δικαιούχος αποποιηθεί το ασφάλισμα, δικαιούχοι του ασφαλίσματος καθίστανται οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος ασφαλισμένου. Η αποποίηση έχει το χαρακτήρα σιωπηρής παραίτησης από το δικαίωμα επί του ασφαλίσματος. 37 β) Ασφάλιση ζωής τρίτου Στην ασφάλιση ζωής τρίτου (άρθρο 28, παρ. 1 Ασφ.Ν.), ο λήπτης της ασφάλισης και ο ασφαλισμένος είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα. Στην ασφάλιση αυτή, ο λήπτης ασφαλίζει τον κίνδυνο θανάτου ενός τρίτου, του ασφαλισμένου δηλαδή. Ο ασφαλισμένος, ο οποίος είναι 34 βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Δ έκδοση, 2014, σελ 322 35 βλ. Ι. Βελέντζα, ο.π., σελ. 228 36 βλ. Ι. Βελέντζα, ο.π., σελ. 229 υποσημείωση 729 37 βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Δ έκδοση, 2014, σελ 322-323 22
το πρόσωπο του κινδύνου είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον λήπτη της ασφάλισης, ο οποίος συμβάλλεται με τον ασφαλιστή στην κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης. Η ασφάλιση ζωής τρίτου βρίσκει εφαρμογή και στην ασφάλιση επιβίωσης και στην ασφάλιση θανάτου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ασφάλισης ζωής τρίτου που λειτουργεί στην ασφάλιση επιβίωσης είναι η περίπτωση που ο πατέρας ως λήπτης της ασφάλισης καταρτίζει σύμβαση ασφάλισης επιβίωσης του παιδιού του μετά την ηλικία των 18 ετών για να καλύψει τα έξοδα των σπουδών του. 38 Και στην ασφάλιση ζωής τρίτου μπορεί να προβλεφθεί από τον λήπτη της ασφάλισης ότι δικαιούχος του ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης θα είναι κάποιο άλλο πρόσωπο, ακόμα και ο ίδιος ο λήπτης της ασφάλισης. 39 Η ασφάλιση ζωής τρίτου αποτελεί ειδική περίπτωση και ομοιάζει με την ασφάλιση για λογαριασμό. Όπως συμβαίνει στις ασφαλίσεις για λογαριασμό, έτσι και στην ασφάλιση ζωής τρίτου, το όφελος της ασφάλισης, δηλ. το ασφάλισμα δεν θα το αποκομίσει ο τρίτος, αλλά το πρόσωπο που ορίστηκε δικαιούχος. Περαιτέρω, η ασφάλιση ζωής τρίτου, στην οποία ο λήπτης της ασφάλισης έχει το δικαίωμα να ορίζει (πάντα με τη συναίνεση του ασφαλισμένου) και να ανακαλεί τον δικαιούχο, δεν αποτελεί γνήσια ασφάλιση θανάτου για λογαριασμό. Αντίθετα, η ασφάλιση ζωής τρίτου, στην οποία δεν ορίζει ο λήπτης της ασφάλισης τον δικαιούχο, αλλά είτε δεν ορίζεται κανένας δικαιούχος και συνεπώς δικαιούχοι είναι οι κληρονόμοι του ασφαλισμένου, είτε τον δικαιούχο τον ορίζει ο ασφαλισμένος και μόνο αυτός (ο ασφαλισμένος) μπορεί να τον αντικαταστήσει, αποτελεί γνήσια ασφάλιση θανάτου για λογαριασμό. 40 Για να είναι έγκυρη όμως μια ασφάλιση ζωής τρίτου, θα πρέπει να υπάρχει η έγγραφη συναίνεση του τρίτου σύμφωνα με το άρθρο 28, παρ. 2, εδ. α Ασφ.Ν. Η έγγραφη συναίνεση καθίσταται απαραίτητη, καθώς στην ασφάλιση αυτή τίθεται πρόβλημα προστασίας του τρίτου, για την περίπτωση επιβουλής της ζωής του. 41 Ο έγγραφος τύπος της συναίνεσης, είναι συστατικός και απαιτείται για λόγους ευχερέστερης απόδειξης της συναίνεσης. 42 Ασφαλιστικός Νόμος καθιερώνει λοιπόν το συναινετικό σύστημα, το οποίο απαιτεί την έγγραφη συναίνεση του τρίτου και διαφοροποιεί τη σχετική ρύθμιση που ίσχυε στο παρελθόν. 38 βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Δ έκδοση, 2014, σελ 323 39 Αρκεί βέβαια να υπάρχει η γραπτή συναίνεση του προσώπου του κινδύνου. 40 βλ. Ι. Ρόκα, ιδιωτική ασφάλιση - δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης και της ασφαλιστικής επιχείρησης, ενδέκατη έκδοση, 2006, σελ. 484, του ιδίου, Ασφαλιστικό Δίκαιο - Εισηγήσεις, 3η έκδοση, 2014, σελ. 174 41 βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Δ έκδοση, 2014, σελ 323, Ι. Ρόκα, ιδιωτική ασφάλιση - δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης και της ασφαλιστικής επιχείρησης, ενδέκατη έκδοση, 2006, σελ. 484 42 βλ. Β. Κιάντο, ό.π., σελ. 553 Ο 23
Το προηγούμενο νομικό καθεστώς ακολουθούσε το σύστημα του συμφέροντος, καθώς έτασσε ως προϋπόθεση για την έγκυρη κατάρτιση ασφάλιση ζωής τρίτου την ύπαρξη συμφέροντος του λήπτη της ασφάλισης για την ύπαρξη του τρίτου (άρθρο 221, παρ. 1 ΕΝ). Το συμφέρον αυτό μπορούσε να είναι οικονομικό ή ηθικό και πάντως δεν έχει καμία συνάφεια με το ασφαλιστικό συμφέρον στην ασφάλιση ζημίας. Το συναινετικό σύστημα θεωρήθηκε πιο σύγχρονο και πιο ασφαλές για την επιβουλή της ζωής του τρίτου. Σχετικά με τον χρόνο παροχής αυτής της συναίνεσης, η έγγραφη συναίνεση του τρίτου κανονικά πρέπει να δίνεται πριν από και μέχρι το χρόνο κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης ζωής τρίτου. Αυτό συνάγεται άλλωστε και από το κείμενο του νόμου που χρησιμοποιεί τη λέξη «συναίνεση». Στο ίδιο μήκος κύματος, υποστηρίζεται ότι η έγκριση του τρίτου που δίνεται μετά την σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης δεν ισχυροποιεί αναδρομικά την ήδη άκυρη ασφάλιση. 43 Έχει υποστηριχθεί όμως και διαφορετική άποψη, η οποία υποστηρίζει ότι για λόγους επιείκειας αρκεί ο έγγραφος τύπος της συναίνεσης να έχει τηρηθεί έστω και μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης και μέχρι τον θάνατο του τρίτου. 44 Με την απαίτηση περί έγγραφης συναίνεσης του τρίτου, όπως ήδη αναφέρθηκε, προστατεύεται ο τρίτος-ασφαλισμένος από τον ενδεχόμενο επιβουλής της ζωής του. Προστατεύεται δηλαδή ο φορέας του εννόμου αγαθού, το οποίο πλήττεται κατά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Γι αυτό, πρέπει να τονιστεί, αν και δεν αναφέρεται ως απαραίτητη προϋπόθεση από το νόμο, ότι πριν από τη συναίνεση του ασφαλισμένου, πρέπει να προηγηθεί πληροφόρηση και ενημέρωσή του για την πράξη για την οποία δίνει τη συναίνεσή του, καθώς και για τις ενδεχόμενες συνέπειές της. Η έγγραφη συναίνεση του τρίτου είναι επίσης απαραίτητη και για τον ορισμό τρίτου δικαιούχου του ασφαλίσματος, καθώς και για την εκχώρηση ή ενεχυρίαση των απαιτήσεων που προέρχονται από την ασφάλιση (άρθρο 28, παρ.2, εδ. β Ασφ.Ν.). Στην περίπτωση που ο τρίτος είναι ανίκανος, τη συναίνεση δεν τη δίνει αυτός, αλλά ο νόμιμος αντιπρόσωπος του (άρθρο 28, παρ. 2, εδ. γ Ασφ.Ν.). Αν όμως ο νόμιμος αντιπρόσωπός του είναι ο λήπτης της ασφάλιση ή ο δικαιούχος του ασφαλίσματος, τότε τη συναίνεση τη δίνει ειδικός επίτροπος του ανικάνου (άρθρο 28, παρ.2 εδ. δ Ασφ.Ν.) 43 βλ. Ζ. Σκουλούδη, ό.π., σελ. 395 44 βλ. Β. Κιάντο, ό.π., σελ. 553, Μ. Δεμοιράκου σε Ι. Ρόκα, ΕρμΑσφΝ, άρθ. 28, αρ. περιθ. 9, σελ. 501 και Α. Σινανιώτη-Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2014, σελ. 255 24
v) Ορισμός δικαιούχου στην ασφάλιση θανάτου Ο λήπτης της ασφάλισης στην ασφάλιση θανάτου έχει τη δυνατότητα να ορίσει με γραπτή δήλωση του κάποιον ως δικαιούχο του ασφαλίσματος (άρθρο 28, παρ. 3 Ασφ.Ν.). Η γραπτή αυτή δήλωση απευθύνεται στον ασφαλιστή και μπορεί να γίνει είτε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, είτε σε κάποιο άλλο χρονικό σημείο μετά τη σύναψη της σύμβασης και έως την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Ο ορισμός του δικαιούχου μπορεί να μην είναι ρητός, αλλά να συνάγεται εμμέσως, πρέπει όμως απαραίτητα να προκύπτει σαφώς και με ασφάλεια το πρόσωπο του κατονομαζόμενου δικαιούχου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναφορά σε έγγραφο ότι η καταβολή του ασφαλίσματος θα διατεθεί με σκοπό τη μόρφωση του εγγονού του λήπτη της ασφάλισης. 45 Ο δικαιούχος υπέρ του οποίου συνάπτεται μια τέτοια σύμβαση δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ονομαστικώς ή και αριθμητικώς, ενώ μπορεί ακόμα να αποτελεί πρόσωπο που θα υπάρξει στο μέλλον, όπως είναι το κυοφορούμενο. Πάντως, όπως ήδη αναφέρθηκε θα πρέπει να καθίσταται διαγνωστό από την σύμβαση υπέρ τίνος προσώπου έχει αυτή συναφθεί. Εφαρμογή θα μπορούσε να έχει εδώ, αν προκύπτει ασάφεια ή κενό ως προς τη δήλωση βουλήσεως, η διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, κατά την οποία κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης, αναζητείται η αληθινή βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, όπως και η διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. 46 Ο ορισμός ενός προσώπου ως δικαιούχου του ασφαλίσματος μπορεί να υπάρχει όχι μόνο στο ασφαλιστήριο, αλλά και σε μια πρόσθετη πράξη ή σε μονομερή δήλωση του λήπτη της ασφάλισης ή ακόμα και σε διαθήκη. 47 Είναι δηλαδή δυνατός ο ορισμός δικαιούχου του ασφαλίσματος με διαθήκη. Γίνεται δεκτό περαιτέρω ότι όταν ο λήπτης κατονομάζει στη διαθήκη του ως δικαιούχο του ασφαλίσματος άλλο πρόσωπο από αυτό που είχε δηλώσει στον ασφαλιστή ως δικαιούχο, πρέπει αυτό να το δεχτούμε ως γραπτή δήλωση ορισμού δικαιούχου σύμφωνα με το άρθρο 28, παρ. 3 Ασφ.Ν. Σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να γνωστοποιηθεί αυτή η αλλαγή δικαιούχου στον ασφαλιστή, ώστε να παράγει αποτελέσματα (168 ΑΚ). Όταν λοιπόν συντρέχει ορισμός δικαιούχου με διαθήκη, ο κατονομαζόμενος στη διαθήκη δικαιούχος, θα μπορεί να απαιτήσει από τον ασφαλιστή το ασφάλισμα, ανακοινώνοντάς του 45 βλ. Β. Κιάντο, ό.π., σελ. 548 και Μ. Δεμοιράκου σε Ι. Ρόκα, ΕρμΑσφΝ, άρθ. 28, αρ. περιθ. 10, σελ. 502 46 βλ. Εφ.Αθ. 120/2002 ΔΕΕ, 8 ος τόμος, 2002, σελ. 505 επ. 47 βλ. Ζ. Σκουλούδη, ό.π., σελ. 396 25
τη διαθήκη. Ο ασφαλιστής όμως θα πρέπει να είναι προσεκτικός και να διασφαλίσει πριν από την καταβολή του ασφαλίσματος ότι πράγματι η διαθήκη ορίζει το συγκεκριμένο πρόσωπο ως δικαιούχο. 48 Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι για τον ορισμό δικαιούχου δεν αρκεί η γενική αναφορά στη διαθήκη ότι ένα πρόσωπο καθίσταται γενικός κληρονόμος του αποθανόντος, αλλά πρέπει να γίνεται ειδική αναφορά στη συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση. 49 Ορισμός δικαιούχου μπορεί να γίνει είτε λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος είναι το ίδιο πρόσωπο, είτε πρόκειται για δύο διαφορετικά πρόσωπα (ασφάλιση ζωής τρίτου). Επισημαίνεται ότι αν δεν έχει ορισθεί δικαιούχος ή αν αυτός αποποιήθηκε το ασφάλισμα, δικαιούχος θεωρείται ο λήπτης της ασφάλισης και το ασφάλισμα μετά το θάνατό του περιλαμβάνεται στην κληρονομία του (άρθρο 28, παρ. 4 Ασφ.Ν.) Στην ασφάλιση ζωής τρίτου, αν ο λήπτης ορίσει ως δικαιούχο ένα άλλο πρόσωπο, τότε θα υπάρχουν τελικά τρία πρόσωπα έναντι του ασφαλιστή (ο λήπτης της ασφάλισης, ο ασφαλισμένος και ο δικαιούχος του ασφαλίσματος). Σε μια τέτοια περίπτωση, για να είναι έγκυρη η ασφαλιστική σύμβαση, είναι απαραίτητο να υπάρχει η έγγραφη συναίνεση του ασφαλισμένου για τον ορισμό τρίτου δικαιούχου. (άρθρο 28, παρ. 2, εδ. 2 Ασφ.Ν.) Όταν λοιπόν σε μια ασφάλιση ζωής, έχει οριστεί τρίτο πρόσωπο ως δικαιούχος του ασφαλίσματος, τότε η ασφάλιση αυτή χαρακτηρίζεται ασφάλιση ζωής υπέρ τρίτου και φέρει το χαρακτήρα γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου (άρθρο 411 ΑΚ). 50 Όταν έχουμε μια τέτοια ασφάλιση, ο τρίτος που ορίστηκε δικαιούχος, μπορεί μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης να ζητήσει την καταβολή του ασφαλίσματος απευθείας στο πρόσωπό του, καθώς αποκτά ίδιο, άμεσο και αποκλειστικό δικαίωμα στο ασφάλισμα. 51 Περαιτέρω, αν ο λήπτης της ασφάλισης αποβιώσει, ο τρίτος δικαιούχος δε θα εισπράξει το ασφάλισμα κατά τους κανόνες της κληρονομικής διαδοχής, αλλά θα αποκτήσει το δικαίωμα στο ασφάλισμα ιδίω δικαίω, καθώς το δικαίωμα του στην περίπτωση αυτή είναι συμβατικό. 52 Ακολούθως, δε θα φέρει ο τρίτος δικαιούχος καμία ευθύνη για τα χρέη της κληρονομιάς, ούτε θα ευθύνεται 48 Στην καθημερινή πρακτική, ο ασφαλιστής για να διασφαλίσει την καταβολή του ασφαλίσματος στο κατάλληλο πρόσωπο, ζητάει τη διαθήκη. 49 βλ. Ι. Ρόκα, Ασφαλιστικό Δίκαιο - Εισηγήσεις, 3η έκδοση, 2014, σελ. 175 50 βλ. Άλκη Αργυριάδη, Ράνια Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Λευτέρη Σκαλίδη, ό.π., σελ. 169 51 βλ. Εφ.Αθ. 2141/2011 Δ/ΝΗ 2012, σελ. 791 52 βλ. Ι. Ρόκα, ιδιωτική ασφάλιση - δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης και της ασφαλιστικής επιχείρησης, ενδέκατη έκδοση, 2006, σελ. 485, Μ. Δεμοιράκου σε Ι. Ρόκα, ΕρμΑσφΝ, άρθ. 28, αρ. περιθ. 13, σελ. 503, Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Δ έκδοση, 2014, σελ 321 26