ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Β ΕΤΟΣ ΜΑΘΗΜΑ : ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΚΙΩΤΗΣ (Α.Ε.Μ. 600705) ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΟΝ Κ.Π.Δ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Συντομογραφίες σελ. 5 Εισαγωγή..σελ. 9 1. Η Κατοχύρωση των Ενδίκων Μέσων από κείμενα υπέρτερης τυπικής ισχύος σελ. 10 2. Η αναγνώριση της δυνατότητας χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος ως αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της ίδιας της φύσης των ενδίκων μέσων.σελ. 14 3. Η Θεμελίωση του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων σε διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος..σελ. 16 3.1. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 παρ. 1 Σ και το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων σελ. 16 3.2. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α) σελ. 18 3.3 Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και η σημασία του για το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων σελ. 18 4. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά απόφασης σελ. 22 4.1. Συνοπτική ιστορική αναδρομή σελ. 22 4.2. Γενικές παρατηρήσεις..σελ. 24 1
4.3. Αυτοδίκαιη επέλευση του ανασταλτικού αποτελέσματος..σελ. 26 4.4. Εξάρτηση της χορήγησης του ανασταλτικού αποτελέσματος από την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου..σελ. 30 4.5. Επιμέρους Ζητήματα.σελ. 32 5. Η Δυνατότητα χορήγησης αναστολής εκτελέσεως της ποινής από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.σελ. 38 5.1. Βασικές τυπικές προυποθέσεις για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης..σελ. 38 5.2. Αναφορικά με το προισχύσαν του Ν. 3904/2010 καθεστώς:. σελ. 41 5.3 Τα ισχύοντα σήμερα ουσιαστικά κριτήρια μετά την τροποποίηση του άρθρου 497 ΚΠΔ με το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010 σελ.46 6. Η Διαδικασία της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης (497 παρ. 7 ΚΠΔ) σελ. 49 6.1. Η απόρριψη της αίτησης αναστολής και η δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης..σελ. 52 6.2. Δυνατότητα αναστολής (ανασταλτικού αποτελέσματος - αναστολής εκτέλεσης) με την επιβολή περιοριστικών όρων σελ. 54 6.3. Υποχρέωση του δικαστηρίου για αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου κατά τη συζήτηση της αίτησης αναστολής εκτέλεσης..σελ. 58 6.4. Δυνατότητα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο κατά της συζήτηση της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της απόφασης σελ. 58 2
7. Οι ειδικές μορφές αναστολής εκτέλεσης της απόφασης των άρθρων, 497 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε (497 παρ. 2 ΚΠΔ) πριν την τροποποίησή του με το Ν. 3904/2010, και 429 παρ. 3 ΚΠΔ. σελ. 59 7. 1. Η ρητά διατυπωμένη στην παρ. 2 εδ. τελευταίο του άρθρου 497 ΚΠΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 3904/2010, δυνατότητα χορήγησης αναστολής εκτέλεσης κατά την αναβολή εκδίκασης της υπόθεσης..σελ. 59 7.2. Η ειδική μορφή αναστολής του άρθρου 429 παρ. 3 ΚΠΔ...σελ. 64. 8. Τελικά συμπεράσματα στο άρθρο 497 ΚΠΔ..σελ. 65 9. Προισχύουσες του Ν. 3904/2010 διατάξεις, αποκλείουσες το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης.. σελ. 68 10. Αμφισβήτηση της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου (472 ΚΠΔ) και αναστολή εκτέλεσης (497 παρ. 7 ΚΠΔ)..σελ. 74 11. Ανασταλτικό Αποτέλεσμα και Μικτό Ορκωτό σελ. 81 11.1 Αρμοδιότητα για την αναστολή εκτέλεσης του άρθρου 471 παρ. 2 ΚΠΔ (ανασταλτική δύναμη της αναίρεσης κατά απόφασης)-η προβληματική της «λήξης της συνόδου».σελ. 87 12. Μη ανακλητός χαρακτήρας της απόφασης του δικαστηρίου που χορηγεί αναστολή εκτέλεσης..σελ. 91 13. Διόρθωση απόφασης κατά το άρθρο 145 ΚΠΔ και αναστολή εκτέλεσης..σελ. 93 3
14. «Συρροή» του ανασταλτικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά απόφασης με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του άρθρου 99 ΠΚ..σελ. 94 15. Ανασταλτικό αποτέλεσμα και χρηματικές ποινές σελ. 97 16. Η σχέση ανασταλτικού και επεκτατικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων σελ. 99 17. Η διασταύρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος με το θεσμό της απόλυσης υπό όρο (αρ. 105 επ. ΠΚ)...σελ. 105 18. Η παράλειψη της ειδικής υποχρέωσης του εκκαλούντος κατά το άρθρο 498 ΚΠΔ και το ανασταλτικό αποτέλεσμα σελ. 106 Επίλογος..σελ. 110 Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία σελ. 112 4
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠ Αρμ Βλ. Γνμδ ΔικΑνηλ ΔΣΑΠΔ εδ. ΕΕΕυρΔ Εις εκδ. ΕλλΔικ επ. ερμ ΕΣΔΑ Εφ ΚΠΔ ΚΠολΔ ΜΟΔ ΜΟΕ Άρειος Πάγος Αρμενόπουλος βλέπε Γνωμοδότηση Δικαστήριο Ανηλίκων Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα εδάφιο Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου Εισαγγελέας εκδόσεις Ελληνική Δικαιοσύνη επόμενα ερμηνεία Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εφετείο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο N. Νόμος ΝοΒ Ολ. ο.π. παρ. Πεντ. περ. Νομικό Βήμα Ολομέλεια όπως παραπάνω παράγραφος Πενταμελές περίπτωση 5
ΠΚ ΠΛογ ΠοινΔικ Πρβλ π.χ. ΠοινΧρ Σ Τριμ σελ. Υπερ υποσημ. Ποινικός Κώδικας Ποινικός Λόγος Ποινική Δικαιοσύνη Παρέβαλε παραδείγματος χάρη Ποινικά Χρονικά Σύνταγμα Τριμελές σελίδα Υπεράσπιση υποσημείωση 6
Qui haeret in litera, haeret in tenebris 1 (Αυτός που εμμένει στο γράμμα, εμμένει στο σκοτάδι.) 1 Παραλλαγή «από εμάς» του Λατινικού γνωμικού: «qui haeret in litera, haeret in cortice» (όποιος «μένει» στο γράμμα, «μένει» στην επιφάνεια) 7
8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το ανασταλτικό αποτέλεσμα αποτελεί αναμφισβήτητα το σημαντικότερο αποτέλεσμα που παράγει η άσκηση των ενδίκων μέσων αφού διακύβευμά του αποτελεί η προσωπική ελευθερία του κατηγορουμένου μέχρι την εξέταση του ενδίκου μέσου. Η οργάνωση ενός ορθολογικού νομοθετικού πλαισίου που εξισορροπεί μεταξύ των δικαιωμάτων του ατόμου και της κρατικής ισχύος συνδέεται σε σημαντικό βαθμό με τη λειτουργία του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων στην ποινική δίκη. Η δυσκολία ανεύρεσης ενός σημείου ισορροπίας που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις ενός κράτους δικαίου αποτυπώνεται ανάγλυφα στις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις των διατάξεων που ρυθμίζουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η διαρκής αυτή κινητικότητα σε επίπεδο νομοθεσίας αποτελεί την σημαντικότερη επιβεβαίωση για την σημασία του ζητήματος. 2 Όπως θα φανεί ειδικότερα και παρακάτω το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων διασταυρώνεται με ολόκληρο πλέγμα από δικαιώματα και αρχές συνταγματικής περιωπής των οποίων κατά την ορθότερη εκτίμηση αποτελεί αναγκαία επιμέρους έκφραση. Πρόκειται ειδικότερα για τα δικαιώματα δικαστικής προστασίας και ακρόασης που κατοχυρώνονται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος 1975, την αρχή της δίκαιης δίκης που συνάγεται από την αρχή του κράτους Δικαίου και βρίσκει γραπτή αποτύπωση στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το τεκμήριο της αθωότητας που εγγράφεται ρητά στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Η συσχέτιση του ανασταλτικού αποτελέσματος με τις διατάξεις που θεσπίζουν τα παραπάνω δικαιώματα και αρχές έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την κανονιστική κατάστρωση στο επίπεδο της κοινής δικονομικής ρύθμισης, όσο και για την ορθή κατανόηση, ερμηνεία και εφαρμογή των επιμέρους διατάξεων που το αφορούν. 3 2 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος: Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων στην Ποινική Δίκη σελ. 24. 3 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο.π. υποσημ. 2 σελ. 26. 9
1. Η Κατοχύρωση των Ενδίκων Μέσων από κείμενα υπέρτερης τυπικής ισχύος. Η αναγκαιότητα της πρόβλεψης δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Η σπουδαιότητα του λειτουργικού τους ρόλου, εγγυητικού για τον κατηγορούμενο, το δημόσιο συμφέρον για την έκδοση αντικειμενικά δίκαιης απόφασης, καθώς μέσω αυτών σκοπείται η ανατροπή δικαστικών πλανών και σφαλμάτων και ο έλεγχος της σωστής αιτιολογίας των αποφάσεων, η δυνατότητα επανόρθωσης από τους διαδίκους παραλείψεων κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία, η ενίσχυση του κύρους της δικαιοδοτικής λειτουργίας, η τόνωση του αισθήματος ευθύνης των προσώπων, που εκδίδουν απόφαση, η οποία υπόκειται σε ένδικο μέσο, και η ενοποίηση της νομολογίας, δεν μπορεί να υπερκεραστεί από δεδομένα μειονεκτήματα, όπως η χρονική επιμήκυνση, η οικονομική επιβάρυνση της δικαστικής διαδικασίας και οι ελλοχεύοντες κίνδυνοι ανατροπής μιας ορθής δικαστικής απόφασης. Ωστόσο σύμφωνα με την άποψη που επικρατεί τόσο στην ελληνική θεωρία 4 όσο και στη νομολογία 5 από το δημόσιο δικονομικό δικαίωμα κάθε πολίτη να προσφεύγει στα δικαστήρια για να του παρασχεθεί έννομη προστασία δεν συνάγεται κατ ανάγκην υποχρέωση καθιέρωσης ενδίκων μέσων. Γενικότερα γίνεται δεκτό ότι η καθιέρωση ενδίκων μέσων κατά των δικαστικών αποφάσεων δεν κατοχυρώνεται ρητά ούτε απορρέει δεσμευτικά από συνταγματική διάταξη, ούτε από τις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. και εναπόκειται αποκλειστικά στη ρυθμιστική αρμοδιότητα του κοινού δικονομικού νομοθέτη. Η παραπάνω άποψη έχει ως βασικά επιχειρήματά της τα εξής: 4 Καλφέλης, Η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως (1990) σελ. 185, Αλεξιάδης Το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου ΕΕΕυρΔ 1986 σ. 35 επ. Κεραμέα Αστικό Δικονομικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος 1986 σελ. 18. 5 ΟλΑΠ 1178/1986, ΠοινΧρ 1986, σελ. 1005, ΑΠ 957/1992, ΠοινΧρ 1992,σελ. 663=Υπεράσπιση 1992, σελ. 1399 (όπου προτάσεις Μαργαρίτη), ΑΠ 886/1993, ΠοινΧρ 1993, σελ. 544, ΑΠ 1522/1998, Υπεράσπιση 1999, σελ. 348, ΟλΑΠ 27/2002, ΝοΒ 2003, σελ. 845, ΑΠ 1404/2003, ΕλλΔνη 2003, σελ. 1448 10
Η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος εξασφαλίζει μόνον το δικαίωμα προσφυγής στα διάφορα δικαιοδοτικά όργανα, όχι όμως και το δικαίωμα ελέγχου των αποφάσεων αυτών. 6 Στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται δηλαδή η πρωτογενής και όχι η δευτερογενής έννομη προστασία. Το Σύνταγμα παρέχει δικαστική προστασία έναντι της διοικήσεως και των ιδιωτών όχι όμως και έναντι των δικαστηρίων (πρωτοβάθμιων). Πρόκειται για προστασία «μέσω και όχι εναντίον του δικαστή» ή διαφορετικά την προστασία «δια των δικαστηριών και όχι από τα δικαστήρια». Δεν υπάρχει στο Σύνταγμα ρητή ή ειδική διάταξη που να εγγυάται το δικαίωμα άσκησης των ενδίκων μέσων ενώ κατά τη συγκεκριμένη αντίληψη δεν υφίσταται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη για καθιέρωση ενδίκων μέσων ούτε από την αρχή του κράτους δικαίου. 7 Η κριτική αντιμετώπιση των παραπάνω παραδοχών οδήγησε σημαντική μερίδα της θεωρίας να υποστηρίξει την αντίθετη παραδοχή. Σύμφωνα με αυτή τα ένδικα μέσα κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο ενός σύγχρονου κράτους δικαίου. Στο επίκεντρο δε της άποψης αυτής βρίσκεται κυρίως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 παρ. 1 Σ και η αρχή της δίκαιης δίκης. Οι επιταγές αυτές αξιώνουν τη δικαστική προστασία πλήρη και αποτελεσματική. Πλήρης όμως και αποτελεσματική δεν μπορεί να είναι μια δικαστική προστασία, αν δεν έχει ως περιεχόμενο το δικαίωμα ασκήσεως των ενδίκων μέσων κατά της πρωτοβάθμιας δικαιοδοτικής κρίσεως. 8 Σύμφωνα επομένως με την παραπάνω άποψη τα ένδικα μέσα 6 Βλ. Μαργαρίτη, Ένδικα Μέσα Ι εκδ. 2005, σελ. 36 επ., Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 714,, Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο.π. υποσημ. 2. σελ. 47 επ. 7 Βλ. και Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος, 1986, σελ. 18, σημ. 3 όπου χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «το Κράτος Δικαίου (Rechtsstaat) κορυφαία εκδήλωση του οποίου συνιστά το άρθρο 20 παρ. 1 του Σ δεν είναι κατ' ανάγκην και κράτος ενδίκων μέσων (Rechtsmittelstaat)»). 8 Την ανάγκη αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας επισημαίνουν και οι Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, τομ. γ/1, 1981, σελ. 43 επ., Κονταξής, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ΙΙ, έκδοση Γ', 1993, σελ. 1952 επ. και ο Συμεωνίδης ο.π., υποσημ. 1 σελ. 47 Για μια αναλυτική προσέγγιση του ζητήματος με περαιτέρω αναφορές στις θέσεις της επιστήμης και της νομολογίας βλ Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα Ι 2012, σελ. 16-18. 11
είναι σύμφυτα με την έννοια της πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. 9 Σε κάθε περίπτωση δεν υφίσταται στο Σύνταγμα ρητή επιταγή για γενική αναγνώριση του δικαιώματος των ενδίκων μέσων. Χαρακτηριστική είναι η πρόταση του Φαφούτη στην ΟλΑΠ 168/1984 10 «αν ο συνταγματικός νομοθέτης ήθελε να περιλάβει εις το άρθρο 20 του Συντάγματος και την κατοχύρωσιν των ενδίκων μέσων θα εξεφράζετο ρητώς» όπως και έκανε στα άρθρα 95 παρ. 1 β Σ (αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου) και 96 παρ. 2 Σ (έφεση στο αρμόδιο τακτικό δικαστήριο κατά των αποφάσεων αστυνομικών αρχών και αρχών αγροτικής ασφάλειας), ενώ αναφέρει ότι η αρχή της ελεύθερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη που κατοχυρώνει το άρθρο 20 του Σ δε συνεπάγεται και αυτόματα και υποχρεωτική καθιέρωση των ενδίκων μέσων. Από τις παραπάνω απόψεις πειστικότερη φαίνεται η άποψη, η οποία δεν δέχεται δέσμευση του κοινού νομοθέτη, που να απορρέει από το Σύνταγμα η από την ΕΣΔΑ, για γενική καθιέρωση δικαιώματος ασκήσεως ενδίκων μέσων. Ως εκ τούτου το ζήτημα θέσπισης ενδίκων μέσων τοποθετείται στο επίπεδο του τυπικού νόμου αποτελώντας αντικείμενο ελεύθερης ρύθμισης του κοινού δικονομικού νομοθέτη. Τη μόνη αναντίρρητη νομική βάση για τη θεμελίωση του δικαιώματος επανεξέτασης μιας υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο παρέχει ρητά το αρ. 2 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν. 1706/1987, και το αρ. 14 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, αν και γίνεται δεκτό, πως στις 9 Μαργαρίτη Λ. Ποινική Δικονομία Ενδικά μέσα Ι Νομική Βιβλιοθήκη 2012 σελ. 17 υποσημ. 52 όπου: «Την αντίληψη ότι το Σύνταγμα παρέχει προστασία «μέσω και όχι εναντίον του δικαστή» η άποψη αυτή θεωρεί ως «σύνθημα απολιθωμένου ισχυρισμού» βλ. Lerche ο.π. σελ. 9 Lorenz ο.π. Για το όλο ζήτημα βλέπε εκτενώς Απαλαγάκη, Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων στην Πολιτική δίκη, 1989 σελ 165 επ., Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη 1989 σελ. 18 επ.». 10 ΠοινΧρ 1984, σελ 737 επ. 12
προκείμενες διατάξεις θεμελιώνεται μόνο το δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά αποφάσεων. 11 Κατά την οριοθέτηση της έννοιας «επανεξέταση από ανώτερο δικαστήριο» θα πρέπει να επισημάνουμε τα παρακάτω: α) Η παραπάνω διάταξη αναφέρεται αποκλειστικά στην ποινική δίκη και όχι σε άλλης φύσεως διαδικασίες, β) Επιβάλλεται η χορήγηση δικαιώματος επανεξέτασης μόνο στον κατηγορούμενο και όχι στον εισαγγελέα και στον πολιτικώς ενάγοντα, γ) δεν κατοχυρώνεται η επανεξέταση στο χώρο της προδικασίας (ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων) δ) δεν κατοχυρώνεται το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων από τον κατηγορούμενο κατά αποφάσεων μη καταδικαστικών. 12 Όπως παραπάνω αναφέρθηκε στην έννοια της «επανεξέτασης» υπάγεται μόνο το δικαίωμα άσκησης έφεσης και αυτό γιατί μόνο με την έφεση που έχει τη μορφή της γενικής αμφισβήτησης της πρωτόδικης κρίσης, η υπόθεση έρχεται προς επανεκδίκαση επανεξέταση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (εφετείο) όπου εν τέλει λαμβάνει χώρα μια «δεύτερη πρωτοβάθμια διαδικασία». Αντίθετα στην αναίρεση ζητείται η ακύρωση (αναίρεση) της αποφάσεως για συγκεκριμένη νομική παράβαση, προκειμένου στη συνέχεια να λάβει χώρα η εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης από το ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε τη νομικά εσφαλμένη απόφαση. 13 Εξάλλου από τη ρητή επιφύλαξη ως προς τα καθοριζόμενα από το άρθρο 489 ΚΠΔ όρια εκκλητού η οποία υπάρχει στο Ν. 1705/1987 με τον οποίο κυρώθηκε το 7ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α προκύπτει ότι ο νομοθέτης ταυτίζει την «επανεξέταση» με το ένδικο μέσο της έφεσης. 11 Ανδρουλάκη Ν. Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2012, σελ. 235 επ. Παπαδαμάκης Α., Ποινική δικονομία, Θεωρία-Πράξη-Νομολογία, 2012, σελ. 583 επ., Μαργαρίτη Λ. ο.π, υποσημ. 9 σελ. 21-22 επ. 12 Παπαδαμάκης Αδάμ ο.π. υποσημ. 11 σελ 585 13 Παπαδαμάκης Αδάμ ο.π. υποσημ. 11 σελ 585, Ανδρουλάκης ο.π. υποσημ 8 σελ. 235, Μαργαρίτη Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ. σελ. 42, Αηδονά Τα ελάχιστα όρια εφέσιμης ποινής μετά την κύρωση του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» Αρμ. 1989. 215 επ. Ζαχαριάδη Περάτωση ανακρίσεως στα εγκλήματα του Ν. 1608/1950, Υπεράσπιση 1993. 1433 contra Μυλωνά Η αιτιολογία των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων, η ΕΣΔΑ και το ακυρωτικό, Υπεράσπιση 1992, σ. 1013, ΟλΑΠ 724/1992 ΠοινΧρ 1992.656 (που δεν δέχθηκε κατοχύρωση της αναίρεσης από την Ε.Σ.Δ.Α). 13
Συμπερασματικά μόνο η χορήγηση δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας επί αποφάσεων συνιστά υποχρέωση της πολιτείας κατοχυρωμένη με διάταξη νόμου αυξημένης τυπικής ισχύος. 2. Η αναγνώριση της δυνατότητας χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος ως αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της ίδιας της φύσης των ενδίκων μέσων. Το αν η ύπαρξη δικαιώματος άσκησης ενδίκου μέσου κατά ποινικής απόφασης πρέπει να συνοδεύεται υποχρεωτικά από ανασταλτική δύναμη και σε ποιο μέτρο, θα πρέπει να απαντηθεί καταφατικά με το απλό σκεπτικό ότι η παρεχόμενη στον κατηγορούμενο με τα ένδικα μέσα προστασία καθίσταται ουσιαστική μόνο όταν παρέχεται τουλάχιστον δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Διαφορετικά το πραγματικό εγγυητικό αντίκρυσμα των ενδίκων μέσων μειώνεται δραστικά αν δεν εξαφανίζεται πλήρως. 14 Αθώωση του κατηγορουμένου από το Εφετείο μετά την έκτιση της ποινής του, συνεπάγεται ακύρωση της προστατευτικής λειτουργίας του ενδίκου μέσου και ουσιαστική απονεύρωση του δικαιώματος άσκησής του. 15 Η ίδια η παραχώρηση του ενδίκου μέσου από τον νομοθέτη φανερώνει το σκοπό του για ενίσχυση της υπερασπιστικής θέσης του κατηγορουμένου μη αποσκοπώντας μόνο σε μια μεταγενέστερη ηθική και συμβολική δικαίωσή του χωρίς το παραμικρό ουσιαστικό περιεχόμενο. Εξάλλου κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αυτοαναίρεση του ίδιου του νομοθέτη και εμπαιγμό του κατηγορουμένου καθιστώντας έκδηλη την ανακολουθία. Επομένως η ταυτόχρονη καθιέρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων υπαγορεύεται από λόγους εσωτερικής συνέπειας προς τη φιλοσοφία και τη λογική της ίδιας της ύπαρξης των ενδίκων μέσων. 16 14 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο.π. υποσημ. 2 σελ 39-40 15 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο.π. υποσημ. 2 σελ 40 16 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο.π. υποσημ. 2 σελ 39-40, Μαργαρίτης, Υπεράσπιση 1991 σελ. 1227 που σημειώνει ότι «η άμεση εκτελεστότητα μίας ποινικής απόφασης είναι καταρχήν ασυμβίβαστη με τους λόγους που ουσιαστικά επιβάλλουν την καθιέρωση του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας». 14
Ανεξαρτήτως, ωστόσο, του ζητήματος της κατοχύρωσης ή μη του δικαιώματος άσκησης ενδίκων μέσων σε διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος, σε όσες περιπτώσεις το νομικό θεμέλιο χορήγησης του ενδίκου μέσου παραμένει μόνο στο επίπεδο του κοινού νόμου και επομένως η θέσπιση και η κατάργησή τους επαφίεται στην εκτίμηση του κοινού νομοθέτη τίθεται το ζήτημα αν αυτός δύναται να αποκλείσει εντελώς το ανασταλτικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου παρά τη χορήγηση δικαιώματος άσκησής του (του ενδίκου μέσου). Καταρχήν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι κάτι τέτοιο είναι επιτρεπτό, με το σκεπτικό ότι εφόσον επιτρέπεται στον νομοθέτη ακόμα και η μη χορήγηση ή η κατάργηση του ίδιου του ενδίκου μέσου, a majori (ακόμη περισσότερο) έχει αυτός την εξουσία να διαρρυθμίσει κατά βούληση το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Mε αυτήν τη λογική, επιτρεπτή θα εμφανιζόταν η χορήγηση ενδίκου μέσου χωρίς καμία ανασταλτική δύναμη, άρα ακόμα και ο απόλυτος νομοθετικός αποκλεισμός του ανασταλτικού αποτελέσματος. 17 Ωστόσο η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή αφού το ανασταλτικό αποτέλεσμα αποτελεί συστατικό της ουσιαστικής λειτουργίας κάθε ενδίκου μέσου ακόμη και όταν το νομικό θεμέλιο της άσκησής του εντοπίζεται μόνο στο επίπεδο του κοινού δικονομικού δικαίου. 18 Επομένως η τυχόν αναγνώριση συνταγματικής κατοχύρωσης συγκεκριμένων ενδίκων μέσων επιπροσδιορίζει αυτόματα και τη θέση του σύμφυτου με αυτά ανασταλτικού αποτελέσματος. Από την άλλη πλευρά η τυχόν παραδοχή ότι συγκεκριμένο ένδικο μέσο δεν έχει συνταγματικό θεμέλιο, άρα συνιστά δικαίωμα που παραχωρήθηκε από τον δικονομικό νομοθέτη ελεύθερα, με δική του πρωτοβουλία-επιλογή, δεν προεξοφλεί ότι επιτρέπεται χορήγησή του άνευ ανασταλτικής δύναμης. Εφόσον ο νομοθέτης, σταθμίζοντας τις ουσιαστικές υπερασπιστικές ανάγκες συγκεκριμένων περιπτώσεων, έκρινε αναγκαία τη χορηγήση του ίδιου του βασικού δικαιώματος (για άσκηση ενδίκου μέσου), για λόγους κατ 17 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 50 18 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 1 σελ 50 15
αρχήν συνέπειας και συνέχειας οφείλει να προβλέψει και την αναστολή, έστω ως δυνατότητα. 19 3. Η Θεμελίωση του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων σε διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος. 3.1. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 παρ. 1 Σ και το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Σ διασταυρώνεται άμεσα με το ζήτημα της θέσης του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων. Σύμφωνα με την ορθότερη και απόλυτα κρατούσα άποψη, το επίμαχο συνταγματικό δικαίωμα θεμελιώνει όχι μόνο τυπικό δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια αλλά και ουσιαστική αξίωση για πραγματικά αποτελεσματικό και ποιοτικό δικαστικό έλεγχο ο οποίος οφείλει να τείνει στην έκδοση ορθής απόφασης. 20 Η δε επιφύλαξη υπέρ του νόμου «όπως νόμος ορίζει» η οποία υπάρχει στο άρθρο 20 παρ. 1 Σ δεν έχει περιοριστική λειτουργία για το δικαίωμα, αλλά ρυθμιστική. Σε ό,τι αφορά τον κατηγορούμενο ως υποκείμενο-φορέα του, το συνταγματικό δικαίωμα του άρθρου 20 παρ. 1 Σ εκδηλώνεται στα ποινικά δικαστήρια με τη μορφή του γενικού δικαιώματος αποτελεσματικής υπεράσπισης. Η δε προστασία του κατηγορούμενου σε κάθε στάδιο της ποινικής δίκης 19 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 51 20 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο.π. υποσημ. 2 σελ 58-59, όπου και υποσήμ. (43) : «Βλ. χαρακτ. Μανωλεδάκη, Επτά θέσεις... οπ., σ.56(«προστασία αυθεντική και αποτελεσματική») και σ.125 (σημ. 33),καθώς και του ιδίου, Σκέψεις για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, σε Μελέτες για εμβάθυνση στο Ποινικό Δίκαιο (1990) σ.426, που επισημαίνει ότι "το δικαίωμα για δικαστική προστασία έχει ουσιαστικότερο περιεχόμενο σε σχέση με το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη". Ιδιαίτερη έμφαση στην αποτελεσματικότητα βλ. σε Κλαμαρή, οπ. σ. 213, Παπαδημητρίου, οπ. σ. 607, Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα τ.β, σ. 1208, βλ. επίσης και τον έργο "Δραστικότητα της απονομής δικαιοσύνης" του Ερευνητικού Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών (1991)' επίσης, για το τρίπτυχο δικαστικής προστασίας πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής, Σοϊλεντάκη, οπ..σ. 91 επ. (ιδίως σελ. 95). Οτι το δικαίωμα εγγυάται «πλήρως αποτελεσματική και όχι μόνο χάρτινη δικαστική προστασία» βλ. χαρακτ. Lerche, οπ. σ.3, Schmidt-Assmann, οπ., Διονυσάτο, οπ. (οππ. στα πορίσματα της γερμαν ικής νομολογίας), D.Lorenz, Derg r u n d r e c h t l i c h e Anspruch auf e f f e k t i v e n Rechtsschutz, AOR 105(1980) σ.624επ.» 16
οφείλει να είναι πλήρης και αποτελεσματική, όπως μονοσήμαντα υπαγορεύει η τελολογική ερμηνεία του επίμαχου άρθρου 20 παρ. 1 Σ στο πλαίσιο ενός σύγχρονου ουσιαστικού Κράτους Δικαίου. 21 Προβάλλοντας τις προηγούμενες σκέψεις στον χώρο του ανασταλτικού αποτελέσματος αυτό σημαίνει ειδικότερα, ότι σύμφωνα με την ορθότερη σύλληψη του πράγματος, από το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε αποτελεσματική και ουσιαστική δικαστική προστασία-υπεράσπιση συνάγεται θετική υποχρέωση του κοινού νόμου να προβλέπει ανασταλτικότητα για όλα τα ένδικα μέσα που εν πάση περιπτώσει παραχωρεί σ' αυτόν στο κοινό νομοθετικό επίπεδο σε όλες δηλαδή τις περιπτώσεις άσκησης έφεσης και αναίρεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου που επιτρέπονται με βάση τον ισχύοντα ΚΠΔ. 22 Επομένως η εκ των προτέρων άρνηση του ανασταλτικού αποτελέσματος καθιστά αυτόματα την παρεχόμενη με τα ένδικα μέσα δικαστική προστασία ανεπαρκή και αναποτελεσματική. Συμπερασματικά, η ανασταλτική όψη των υφιστάμενων ενδίκων μέσων έχει καταρχήν συνταγματική κατοχύρωση. Τη θέση αυτή ενισχύει και η ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 1 Σ σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ο κατηγορούμενος ως μέσο για σκοπούς γενικοπροληπτικούς και για την άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής. 23 Βάσει των ανωτέρω η πρόβλεψη ανασταλτικού αποτελέσματος τουλάχιστον ως δικαστική δυνατότητα θεμελιώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Σ και είναι σύμφυτη με το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου. 24 21 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 61, όπου και υποσημ. (46) : «Για τη σαφή διαφορά ουσιαστικού (Κράτος Δικαιοσύνης) και τυπικού Κράτους Δικαίου (Κράτος του Νόμου) βλ. χαρακτ. Brinkmann, Grundrechtskommentar zum Grundgesetz (1967), άρθρο 20 I, lod, σ.34. Πρβλ. επισ. και Bottke, Materielle und formelle Verfahrensgerechtigkeit ira demokratischen Rechtsstaat, (Berlin 1991). Η έννοια του Κράτους Δικαίου είναι ιστορική, άρα δυναμική η ολοκλήρωσή της επέρχεται μόνο όταν οι τυπικές εγγυήσεις αποκτούν πλήρες, ουσιαστικό περιεχόμενο.» 22 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 62 23 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 64-65 24 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 67 17
3.2. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α) Από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α προκύπτει σαφής αξίωση να διατηρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας καθ όλη τη διάρκεια της ποινικής δίκης, άρα και σε όλα ανεξαίρετα τα υφιστάμενα στάδια της διαδικασίας και βέβαια το στάδιο των ενδίκων μέσων-εφόσον πάντως προβλέπεται τέτοιο-ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση. Άμεση εκτέλεση (μη-αμετάκλητης) καταδικαστικής απόφασης όσο εκκρεμούν ένδικα μέσα εναντίον της δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο εναρμονίζεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. 25 Σε κάθε περίπτωση η απόλυτη έλλειψη δυνατότητας τουλάχιστον να χορηγηθεί αναστολή όπου εν πάση περιπτώσει προβλέπεται ένδικο μέσο κατά καταδικαστικής απόφασης, παραβλέπει τις προηγούμενες αξιώσεις, άρα δεν συμβιβάζεται με τις επιταγές της δίκαιης δίκης. Ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ο κατηγορούμενος οφείλει να υποστεί σε κάθε περίπτωση εκ των προτέρων τις δυσμενείς και ανεπανόρθωτες συνέπειες μιας καταδίκης που είναι πιθανό να ανατραπεί. Ούτε βέβαια συμβιβάζεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ η χορήγηση ενδίκων μέσων χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. 26 3.3 Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και η σημασία του για το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων. Το θεμέλιο του τεκμηρίου αθωότητας εντοπίζεται σήμερα στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α που ορίζει ότι «κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα, τεκμαίρεται ότι είναι αθώο μέχρι να αποδειχθεί νόμιμα η ενοχή του». Επιπροσθέτως το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται και από το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα το οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997. Στο αποδεικτικό επίπεδο το κύριο περιεχόμενο του τεκμηρίου αθωότητας 25 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 74 26 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 75 18
είναι αρνητικό και συνίσταται στο ότι η αθωότητα δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο απόδειξης. 27 Προφανής συνέπεια της ισχύος του τεκμηρίου είναι εξάλλου η οριοθέτηση της επιβολής (δυσανάλογων) μέτρων δικονομικού καταναγκασμού ή οποιασδήποτε μορφής «προποινής». Το δε άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ υποδηλώνει τη μεταχείριση που αρμόζει στον κατηγορούμενο σε αντιδιαστολή με αυτήν του αμετάκλητα βεβαιωμένα ενόχου. Από αυτή την οπτική το τεκμήριο αθωότητας διασταυρώνεται με τη συνταγματική επιταγή της απαγόρευσης του υπερμέτρου, η οποία συνεπάγεται πως με βάση μία ex post θεώρηση κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης και υποθέτοντας (θεωρώντας) ως δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος τελικά αθωώνεται η επιβάρυνσή του και οι δυσμενείς συνέπειες που υφίσταται δεν πρέπει να εμφανίζονται υπέρμετρεςανεπανόρθωτες. 28 Όσον αφορά την συναγωγή από το τεκμήριο αθωότητας συμπερασμάτων σχετικά με τη θέση του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων απαραίτητη προυπόθεση συνιστά η κατάφαση της συνεχούς και αδιάλειπτης ισχύος του μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Στη θέση αυτή συγκλίνει ανεπιφύλακτα το σύνολο σχεδόν των απόψεων που έχουν διατυπωθεί. 29 27 Στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο υποστηρίζεται ότι η παραβίαση της αρχής ότι ο κατηγορούμενος δεν φέρει το βάρος απόδειξης της αθωότητας συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ και θεμελιώνει λόγο αναίρεσης (510. 1 ΚΠΔ) βλ. έτσι Αλεξιάδη Το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου (άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ) ΕΕΕυρΔ 1986 οπ. σ.53, πρβλ. όμως και ΑΠ 745/87 ΠΧρ 1987 σ.632. Διατυπώνονται πάντως ισχυρές αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί γενικότερα να γίνεται λόγος για "βάρος απόδειξης" στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, ενόψει του ανακριτικού συστήματος που τη διέπει και της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας βλ. ιδιαιτ. Γιαννίδη, Το βάρος αποδείξεως στην ποινική δίκη, ΠΧρ 1986 σ. 128, Α. Κωνσταντινίδη, Υπάρχει βάρος απόδειξεως στην ποινική δίκη;, ΠΧρ 1986 σ.542., Ανδρουλάκης ο.π. υποσημ 11 σελ. 224-230. 28 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 80, 83 29 Παπαδαμάκης Αδάμ ο.π. υποσημ. 11 σελ 655-656 όπου και διατυπώνεται η θέση ότι: «η μη αμετάκλητη καταδίκη συνυπάρχει (ακόμη) με το τεκμήριο αθωότητας»., Καρρά Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 1998 δελ 738, Μαργαρίτη Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι 2005 σελ. Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 82, Επίσης Μαργαρίτη Ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων και νομοθετικά πισωγυρίσματα: ο πρόσφατος νόμος για τους λαθρομετανάστες. ΠοινΔικ. 2006 σελ. 636 επ., Βλ. όμως και την ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα άποψη του Δ. Πρωτόπαπα, ο οποίος με ένα ιδιαίτερα αξιόλογο σκεπτικό καταλήγει στη θέση, ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν συντηρείται μετά την έκδοση οριστικής καταδικαστικής απόφασης, Το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, 2006, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα σελ. 339 επ. 19
Ενόψει της πλήρους ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας σε όλη τη διάρκεια της ποινικής δίκης μέχρι το αμετάκλητο, είναι αυταπόδεικτο ότι δεν επιτρέπεται κατ αρχήν η άμεση εκτέλεση μη αμετάκλητης απόφασης. Ο δε βαθμός της πιθανολογούμενης ενοχής του κατηγορουμένου δεν ενδιαφέρει, εφόσον το τεκμήριο αθωότητας δεν επιδέχεται διαβαθμίσεις. 30 Επομένως η ανασταλτική λειτουργία του ενδίκου μέσου απορρέει κατ αρχήν άμεσα και δεσμευτικά από το τεκμήριο αθωότητας. 31 Το ερώτημα το κατά πόσο το τεκμήριο αθωότητας επιδέχεται εξαιρέσεις απαντιέται μέσα από το ίδιο το κείμενο της Ε.Σ.Δ.Α και ιδιαίτερα το άρθρο 5 παρ. 4. Εφόσον ρητά στη Σύμβαση προβλέπεται έστω υπό συγκεκριμένες συνθήκες δυνατότητα επιβολής προσωρινής κράτησης (άρθρο 5) αυτό δηλώνει πολλά για την έκταση και το είδος της ανασταλτικότητας που παράγουν τα ένδικα μέσα. Στο μέτρο που, όταν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι γίνεται ανεκτή και επιτρέπεται-έστω κατ εξαίρεση για τις ανάγκες της διαδικασίας η κράτηση του κατηγορουμένου πριν την έκδοση καταδικαστικής απόφασης κατά μείζονα λόγο είναι επιτρεπτή η κράτησή του μετά την καταδίκη του από το δικαστήριο, παρά το ότι εκκρεμούν τακτικά ένδικα μέσα. 32 Από τις προαναφερθείσες αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 Σ και 6 παρ. 1 και 2 της Ε.Σ.Δ.Α συνάγεται σαφής υποχρέωση του νομοθέτη να θεσπίσει πλήρες σύστημα αναστολής εκτέλεσης για όλες τις αποφάσεις που απαγγέλουν επαχθείς συνέπειες για τον κατηγορούμενο μέχρι αυτές να γίνονται αμετάκλητες. Η παραχώρηση αναστολής τουλάχιστον δυνητικής δηλαδή μετά από in concreto δικαστική κρίση, αποτελεί τη μόνη αντιμετώπιση που εναρμονίζεται με τα δικαιώματα αποτελεσματικής υπεράσπισης και δίκαιης δίκης καθώς και με το τεκμήριο αθωότητας. 30 Αλεξιάδης, Το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου (άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ) ΕΕΕυρΔ 1986 οπ. υποσημ. 24. σ.56, 31 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ. 271-272, Ανδρουλάκης Ν. Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2012 σελ. 474 επ. 32 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 84-85 20
Σε κάθε περίπτωση βάσει των αναφερομένων παραπάνω, τον κανόνα πρέπει να συνιστά η χορήγηση της αναστολής ενώ η άρνησή της την εξαίρεση, πράγμα που πρέπει να επιβεβαιώνεται και έμπρακτα. Και αντίρροπα : η ερμηνεία των διατάξεων που περιορίζουν την αναστολή ή επιβαρύνουν τη χορήγησή της λειτουργώντας σε βάρος της ελευθερίας επιβάλλεται να είναι συσταλτική. Οι δε αμφιβολίες οφείλουν να λειτουργούν υπέρ της αναστολής, ενώ εν όψει της αρχής της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 25 του Σ. παρ. 1 εδ. τελ. γεννάται υποχρέωση του δικαστηρίου να επιλέγει κάθε φορά το ηπιότερο εναλλακτικό του εγκλεισμού μέτρο. 33 Τέλος, ως γενικό συμπέρασμα μπορούμε να πούμε πως εν όψει της κατοχύρωσης από διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος (Βλ. το κυρωθέν με το Ν. 1705/1987 7ο συμπληρωματικό πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α και το κυρωθέν με το Ν. 2467/1997 Διεθνές σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων) του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, το ανασταλτικό αποτέλεσμα τουλάχιστον της έφεσης κατά καταδικαστικής απόφασης είναι πλέον κατοχυρωμένο. Σε κάθε δε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, το δικαστήριο που την εξέδωσε, ή είναι αρμόδιο να δικάσει το ένδικο μέσο, πρέπει να μπορεί (δυνητική αναστολή) να διατάξει την αναστολή εκτελέσεώς ανεξάρτητα αν προβλέπεται αυτό ρητά ή απαγορεύεται. Στα πλαίσια μιας τέτοιας κρίσης άμεση εκτελεστότητα (όχι ανασταλτική δύναμη στο ένδικο μέσο) είναι δυνατή εφόσον συντρέχουν οι προυποθέσεις στης προσωρινής κράτησης. 34,35 33 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο.π. υποσημ. 2 σελ 90, Δαλακούρας, αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού 1993 34 Μαργαρίτη Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ. 273 όπου υποσημ. 89: από τη θέση αυτή συνάγεται ότι δεν είναι ανίσχυρες οι διατάξεις που τυχόν απαγορεύουν τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση, στο μέτρο που και σε τούτες τις περιπτώσεις είναι δυνατή η αναστολή εκτελέσεως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. 35 Μαργαρίτη ο.π. υποσημ. 9 σελ. 273 21
4. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά απόφασης. 4.1. Συνοπτική ιστορική αναδρομή. Η προισχύουσα ποινική δικονομία δεν είχε διάταξη που να αντιμετωπίζει με τρόπο συστηματικά διαρθωμένο το θέμα του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων. Για πρώτη φορά έγινε λόγος για ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση κατά αποφάσεων στο διάγραμμα του σχεδίου Κώδικος Ποινικής Δικονομίας (Ιανουάριος 1932) και δη στο τμήμα αυτού επί του Βιβλίου ΣΤ του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας «περί ενδίκων μέσων» (Εισηγητής Μπουρόπουλος). Στη βάση των εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν από τον Μπουρόπουλο διαμορφώθηκε το άρθρο 505 («ανασταλτική δύναμις της έφεσης») του Σχεδίου ΚΠΔ 1934. 36 Στις συζητήσεις που έγιναν στα πλαίσια των Αναθεωρητικών Επιτροπών, οι ουσιώδεις μεταβολές που επήλθαν αφορούν δύο σημεία: αφενός μεν το αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα περιορίστηκε σε ποινές φυλάκισης κάτω των έξι μηνών, αντί των έξι μηνών και κάτω του Σχεδίου (η κατάληξη οδηγεί τη φυλάκιση ακριβώς έξι μηνών στην κρίση του δικαστηρίου και όχι, όπως στο σχέδιο, στο αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα) αφετέρου δε προστέθηκε (ρητή) πρόβλεψη για ένταξη στο αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα των παρεπόμενων στερήσεων δικαιωμάτων, εκπτώσεων και ανικανοτήτων. Έτσι, στις 1.1.1951 ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να εφαρμόζεται ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, φτάσαμε στην αρχική μορφή της αντίστοιχης ρύθμισης του άρθρου 497 («ανασταλτική δύναμη της εφέσεως») του ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 37 Το άρθρο 497 ΚΠΔ έκτοτε δέχτηκε πολλές τροποποιήσεις οι σημαντικότερες εκ των οποίων είναι οι εξής: 36 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ. 283-284 37 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ. 285 22
1. Με το άρθρο 26 του Ν. 1868/1989 προστέθηκε στο άρθρο 497 ΚΠΔ η παρ. 7 για την αίτηση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης από το δευτεροβάθμιο εφετείο. 2.Με το άρθρο 13 παρ. 5,6,7 του Ν. 1941/1991 έγιναν επεμβάσεις στις παραγράφους 2 και 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ ενώ προστέθηκε και παράγραφος 8. σχετικά με την κλήτευση του κατηγορουμένου και τη δυνατότητα εκπροσώπησής του από συνήγορο κατά τη συζήτηση της αίτησης αναστολής εκτέλεσης. 3. Με το άρθρο 3 παρ. 11 του Ν. 2145/1993 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παρ. 6 του άρθρου 497 ΚΠΔ σχετικά με τη δυνατότητα του δικαστηρίου όταν επιβάλει ποινή φυλάκισης να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην ασκηθησόμενη έφεση. 4. Με το άρθρο 34 παρ. 14 του Ν. 2172/1993 η παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 6 του Ν. 1941/1991 τροποποιήθηκε εκ νέου, ενώ με το άρθρο 34 παρ. 15 του ίδιου νόμου (Ν. 2172/1993) αντικαταστάθηκε η παρ. 8 του άρθρου 497 ΚΠΔ που προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. 7 του Ν. 1941/1991. 5. Με το άρθρο 2 παρ. 20 περ. α του Ν. 2408/1996 αντικαταστάθηκε το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 497 ΚΠΔ που προστέθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 3 του Ν. 2145/1993. Επίσης με το άρθρο 2 παρ. 20 του ίδιου νόμου (2408/1996) η παρ. 15 του άρθρου 34 του Ν. 2172/1993 καταργήθηκε και επανήλθε σε ισχύ η παρ. 8 του άρθρου 497 ΚΠΔ όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 13 παρ. 7 του Ν. 1941/1991. 6. Με το άρθρο 47 του Ν. 3160/2003 προστέθηκε στο τέλος της παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ εδάφιο με το οποίο προβλέφθηκε η υποχρεωτική πάροδος ενός μηνός (από την προηγούμενη) για την υποβολή νέας αίτησης αναστολής εκτέλεσης. 7. Με το άρθρο 14 του Ν. 3346/2005 στο άρθρο 340 ΚΠΔ προστέθηκε τέταρτη παράγραφος με την οποία δόθηκε η δυνατότητα εκπροσώπησης του κατηγορούμενου από συνήγορο μεταξύ άλλων και στην αίτηση αναστολής εκτέλεσης. 23
Με τις παραπάνω τροποποιήσεις η διάταξη απέκτησε το έτος 2005 με την έκδοση του Ν.3346/2005 εντελώς διαφορετική από την αρχική της μορφή. Με την τελευταία της μορφή η διάταξη ίσχυσε ως το Δεκέμβριο του 2010 οπότε και με το άρθρο 27 του Ν. 3904/2010 απέκτησε την ισχύουσα σήμερα εικόνα που καταγράφεται στο κείμενο του νόμου. Τελευταία δε τροποποίηση έλαβε χώρα με το Ν. 4205/2013 όπου προστέθηκε στην παρ. 7 εδάφιο, το οποίο αναφέρεται στη δυνατότητα επιβολής του περιοριστικού όρου του κατ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση. 4.2. Γενικές παρατηρήσεις. Το άρθρο 497 σε συνδυασμό με το αρ. 471 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ αποτελεί τη βασική διάταξη όσον αφορά τη ρύθμιση του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης στο χώρο των αποφάσεων. Στην πρώτη παράγραφο του αρ. 497 ΚΠΔ ορίζεται, κατά παρέκκλιση του κανόνα, ο οποίος τίθεται από το αρ. 471 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, πως ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνον η έφεση, που ασκήθηκε παραδεκτά, και όχι η προθεσμία για την άσκησή της. Επομένως, όσο διαρκεί η προθεσμία για άσκηση έφεσης η απόφαση εκτελείται. 38 Η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία δεν αναγνωρίζει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην προσθεσμία παρά μόνο στην άσκηση της έφεσης κατά απόφασης μπορεί να αποδοθεί σε προσπάθεια αποτροπής του ενδεχομένου να καταστεί φυγόποινος ο καταδικασθείς. Ωστόσο ενόψει του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ με το οποίο θεσμοθετήθηκε απεριόριστο δικαίωμα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου η συγκεκριμένη ρύθμιση εμφανίζεται εντός του ΚΠΔ ως συστηματικά ανακόλουθη. 39 Σύμφωνα δε με το άρθρο 546 παρ. 1 ΚΠΔ «Η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις». Το δε άρθρο 497 ΚΠΔ όσον αφορά το ανασταλτικό 38 Παπαδαμάκης Αδάμ ο.π. υποσημ. 11 σελ. 661 39 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ. 292. 24
αποτέλεσμα της έφεσης κατά καταδικαστικών αποφάσεων θεωρείται «ειδική περίπτωση» που «ορίζει διαφορετικά» παρεκκλίνοντας του κανόνα, που τίθεται στο αρ. 546 παρ. 1 ΚΠΔ. 40 Αντίθετα στην περίπτωση αθωωτικής απόφασης βάσει του αρ. 547 ΚΠΔ αυτή εκτελείται μόλις απαγγελθεί, εκτός αν σε ειδικές περιπτώσεις ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Ωστόσο οι προβλέψεις των άρθρων 497 παρ. 1 και 471 παρ. 1 εδ. ά ΚΠΔ έχουν θεσπισθεί προς όφελος του κατηγορουμένου και γι αυτό δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση της αθωωτικής απόφασης αφού το ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει σαφώς εγγυητικό χαρακτήρα για τον κατηγορούμενο, πέραν του γεγονότος ότι σε περίπτωση που αναστελλόταν η εκτέλεση της αθωωτικής απόφασης (οριστικής) θεωρούμε πως δεν θα υπήρχε εκτελεστός τίτλος για την κράτηση του αθωωθέντος μέχρι το αμετάκλητο της (αθωωτικής) απόφασης. 41 Σε αντίθεση με την προσθεσμία η ασκούμενη έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα υπό τον όρο ότι ασκείται παραδεκτά. Πρέπει δηλαδή η έφεση να ασκείται κατά απόφασης υποκείμενης στο ένδικο μέσο της έφεσης (άρθρα 486-493 ΚΠΔ), από πρόσωπο δικαιούμενο στο ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο να έχει έννομο συμφέρον στην άσκηση του ενδίκου μέσου (άρθρο 463 ΚΠΔ), εμπρόθεσμα (άρθρο 473 ΚΠΔ), με τήρηση των διατυπώσεων που ορίζει το άρθρο 465 ΚΠΔ, και να μην έχει γίνει παραίτηση από το ένδικο μέσο κατ άρθρο 475 ΚΠΔ (αρνητική προυπόθεση του παραδεκτού). Σε περίπτωση που ασκηθεί απαράδεκτη έφεση η καταδικαστική απόφαση εκτελείται αμέσως υπό την επίβλεψη του αρμόδιου εισαγγελέα, που ελέγχει την ύπαρξη πλημμελειών ως προς 40 Η άποψη, ότι η ερήμην του κατηγορουμένου εκδιδόμενη εκκλητή καταδικαστική απόφαση μπορεί να εκτελεστεί, αφού πρώτα επιδοθεί σ' αυτόν και παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της έφεσης, εκφράστηκε στη ΓνμδΕισΕφΛαρ 6/1957, ΠΧρ 1958, σελ. 55. Για την αντίκρουσή της βλ. Καστανά, Εκτέλεσις άμεσος, απόφασης εκκλητής, εκδοθείσας εν απουσία του κατηγορουμένου, ΠΧρ 1958, σελ. 116, Μαργαρίτη Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ 292 41 Ρητά ο ΚΠΔ ορίζει ότι η προσωρινή κράτηση αποτελεί θεσμό της προδικασίας (άρθρο 282 ΚΠΔ «Όσο διαρκεί η προδικασία» αλλά και από το άρθρο 287 παρ. 2 ΚΠΔ όπου ορίζεται «Σε κάθε περίπτωση ως την έκδοση οριστικής απόφασης η προσωρινή κράτηση για το ίδιο έγκλημα δεν μπορεί να υπερβεί το έτος» Ως οριστικής νοουμένης της πρωτόδικης απόφασης. Το τεκμήριο αθωότητας δεν επιδέχεται διαβαθμίσεων, ωστόσο μετά την έκδοση αθωωτικής απόφασης στον πρώτο βαθμό εμφανίζεται τρόπον τινά «ενισχυμένο» καθιστώντας αντιφατικό το να κρατείται προσωρινά κάποιος ο οποίος έχει αθωωθεί στον πρώτο βαθμό μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο εφετείο (μετά από άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα). 25
την άσκηση του ενδίκου μέσου, ενώ ενδεχόμενοι δισταγμοίαμφισβητήσεις σχετικά με την ανασταλτική δύναμη της ασκηθείσας έφεσης επιλύονται σύμφωνα με τη διαδικασία του αρ. 472 ΚΠΔ. Από την άλλη πλευρά, η υποχρεωτικά βάσει του αρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ περιλαμβανόμενη διάταξη περί εκτελέσεως της προσβληθείσας απόφασης σε εκείνη, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, δεν σημαίνει, ότι η πρωτοβάθμια απόφαση δεν εκτελείται έως την έκδοση της απορρίπτουσας το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο απόφασης, αλλά έχει την έννοια της επικύρωσης της τυχόν εκτέλεσης, που έλαβε χώρα με πρωτοβουλία του εισαγγελέα. 42 Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εμπρόθεσμα και νομότυπα ασκούμενης έφεσης εναντίον αποφάσεως, άλλοτε επέρχεται αυτοδικαίως εκ του νόμου, άλλοτε εναπόκειται στη κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (πρωτοβάθμιο), άλλοτε εξαρτάται αποκλειστικά από την κρίση του δικαστηρίου που θα δικάσει το ένδικο μέσο (δευτεροβάθμιο), και άλλοτε εξαρτάται από την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου επειδή ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να χορηγήσει ανασταλτική δύναμη στο ένδικο μέσο εντούτοις δεν τη χορήγησε. 4.3. Αυτοδίκαιη επέλευση του ανασταλτικού αποτελέσματος. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τριών ετών (εδώ συμπεριλαμβάνεται και η ποινή φυλάκισης ακριβώς τριών ετών, όπως προκύπτει από την αμέσως επόμενη περίπτωση που κάνει λόγο για ποινή μεγαλύτερη των τριών ετών) τότε το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτοδικαίως από το νόμο όπως προβλέπεται από το άρθρο 497 παρ. 2 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του Ν 3904/2010 και επομένως το δικαστήριο δεν θα χρειαστεί να αποφανθεί για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης. 43 Με το προηγούμενο του Ν. 3904/2010 καθεστώς αντίστοιχη μορφή ήταν η ποινή φυλάκισης μικρότερη των έξι μηνών και υπό την προυπόθεση ότι ο κατηγορούμενος 42 Μαργαρίτη Λ. ο.π υποσημ. 9 σελ 244 43 Παπαδαμάκης Αδάμ ο.π. υποσημ. 11 σελ. 662, Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 143 26
κατά τη δημοσίευση της απόφασης δεν τελούσε σε προσωρινή κράτηση κάτι που δεν συνέτρεχε και στην περίπτωση που η προσωρινή κράτηση είχε αρθεί ή αντικατασταθεί με περιοριστικούς όρους. 44 Σχετικά με την εξαίρεση που ίσχυε σε σχέση με την προσωρινή κράτηση, μετά τον περιορισμό της προσωρινής κράτησης στα κακουργήματα, θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι η εξαίρεση αυτή, δεν είχε ούτε επαρκές δογματικό θεμέλιο, ούτε ιδιαίτερη σημασία. 45 Το αυτοδίκαιο του ανασταλτικού αποτελέσματος στηρίζεται στην εκτίμηση πως μια όχι μεγάλου ύψους ποινή αντανακλά τη μειωμένη απαξία της πράξης ενώ ταυτόχρονα υποδηλώνει έλλειψη επικινδυνότητας του δράστη. Ωστόσο το όριο των έξι μηνών που το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς καθιέρωνε, ενόψει των νομοθετικών εξελίξεων στο χώρο της μετατροπής (82 ΠΚ) και της αναστολής της ποινής (99 ΠΚ) ελεγχόταν ως υπέρμετρα χαμηλό πράγμα που καθιστούσε αναγκαία την υπέρβασή του. 46 Σχετικά με τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες σύμφωνα με το άρθρο 497 παρ. 10 το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται για όλες πάντοτε αυτοδικαίως. Το ζήτημα που είχε τεθεί παλαιότερα πρίν την τροποποίηση της διάταξης από το Ν 3904/2010 αν στο όρο «στερήσεις δικαιωμάτων» που υπήρχε στο εδ. ε της παρ. 2 του άρθρου 497 ΚΠΔ περιλαμβάνονται μόνο οι μνημονευόμενες στο άρθρο 489 παρ. 1 εδ. β και γ ΚΠΔ στερήσεις ή και η παρεπόμενη ποινή του άρθρου 67 ΠΚ, πλέον λύθηκε αφού με τη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 497 ΚΠΔ το ανασταλτικό αποτέλεσμα αφορά όλες τις στερήσεις (άρα και του άρθρου 67 ΠΚ) και επέρχεται πάντοτε, δηλαδή τόσο με την προθεσμία όσο και με την άσκηση της έφεσης, αυτοδικαίως. 47 Εδώ θα πρέπει να υπαχθεί και η παρεπόμενη ποινή (μέτρο ασφαλείας) της δήμευσης του άρθρου 76 παρ. 1 ΠΚ η οποία αποτελεί αποστέρηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας του δημευθέντος πράγματος. Σχετικά με τυχόν παρεπόμενες ποινές οι οποίες 44 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ. 293, Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 147 45 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ 293 46 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ 293 47 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ. 294, Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 150 27
με βάση το γράμμα της διάταξης (497 παρ. 10 ΚΠΔ) φαίνεται πως δεν υπάγονται σε αυτή (π.χ. 68 ΠΚ δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης) θα μπορούσαμε με μια τελολογική ερμηνεία να πούμε πως σκοπός του νομοθέτη με την ευρεία διατύπωση στην οποία προέβη στο άρθρο 497 παρ. 10 ΚΠΔ ήταν να περιλάβει το σύνολο των παρεπόμενων ποινών. Ενώ μπορεί να υποστηριχθεί και η άποψη ότι σε κάθε περίπτωση αυτές εμπίπτουν στον κανόνα που καθιερώνεται από το άρθρο 471 παρ. 1 ΚΠΔ. Όσον αφορά το τμήμα της απόφασης που διατάσσει απόδοση των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν ή των πειστηρίων ή τη δήμευση-άρθρο 492 ΚΠΔ θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Αφενός ότι η περί αποδόσεως κατασχεθέντος αντικειμένου διάταξη της (καταδικαστικής ή αθωωτικής) αποφάσεως εκτελείται μόλις αυτή γίνει αμετάκλητη, και αφετέρου ότι το αμετάκλητο της συγκεκριμένης διάταξης οφείλει χρονικά να αποσυνδεθεί από το αμετάκλητο του υπολοίπου μέρους της απόφασης, όταν η διάταξη δεν έχει προσβληθεί αυτοτελώς με ένδικο μέσο (πολύ δε περισσότερο όταν ρητά εξαιρείται με σχετική δήλωση στη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου από την προσβολή). 48 Το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτοδικαίως και ως προς το μέρος της απόφασης με την οποία επιδικάζονται πολιτικές απαιτήσεις υπέρ του πολιτικώς ενάγονται ή αποζημιώσεις και έξοδα υπέρ του αθωωθέντος κατηγορουμένου (άρθρο 71 ΚΠΔ) εν όψει ότι οι πολιτικές αποφάσεις αποτελούν τίτλο εκτελεστό όταν είναι τελεσίδικες (άρθρο 904 παρ. 2 ΚπολΔ). 49 Γίνεται δεκτό ότι λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής όταν η έφεση ασκείται από τον κατηγορούμενο κατά του ποινικού σκέλους της απόφασης θεωρείται συνεκκληθέν και το πολιτικό μέρος της απόφασης εκτός αν αποδέχθηκε ως προς το 48 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ. 294-295, ΕφΠατρ 420/1995 Αρμ. 1996, 383 όπου πρόταση Ζύγουρα, ΓνωμΕισΕφΘρακ (Γ. Κανιαδάκης) 2846α/1995 ΠοινΧρ. 1996, 143 όπου σύμφωνες παρατηρήσεις Χαραλαμπάκη. 49 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ 296, ενώ γενικότερα για την δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να απαγγείλει ως μέσο εκτέλεσης την προσωρινή κράτηση ή την προσωρινή εκτελεστότητα βλ. αναλυτικά Μαργαρίτη Λ. σε Μαργαρίτη Λ. Αδάμπα Β. Απαγόρευση χειροτέρευσης θέσης του κατηγορουμένου Νομική Βιβλιοθήκη 2011 σελ. 434 επ. 28
συγκεκριμένο κεφάλαιο την απόφαση, περιορίζοντας την έφεσή του μόνο στο ποινικό μέρος. 50 Σχετικά με τα δικαστικά έξοδα και τέλη σημαντικές είναι οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 5 του αρ. 588 ΚΠΔ, εκ των οποίων η πρώτη παράγραφος ορίζει, πως «η σχετική διάταξη είναι εκτελεστή από τότε, που είναι εκτελεστή η διάταξη για την ποινή σε κάθε άλλη περίπτωση η διάταξη της απόφασης ή του βουλεύματος για την καταδίκη στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε, που αυτά γίνονται αμετάκλητα». Η δεύτερη ότι «το ανασταλτικό αποτέλεσμα από την άσκηση των ενδίκων μέσων ή από την προθεσμία για την άσκησή τους επεκτείνεται και στη διάταξη για τα έξοδα». Η τρίτη ότι «τα ποσά των εξόδων που έχουν επιβληθεί και δεν έχουν ακόμη εισπραχθεί βεβαιώνονται στο δημόσιο ταμείο μέσα σε ένα μήνα από τότε που οι αποφάσεις γίνονται αμετάκλητες.» Τέλος η πέμπτη ορίζει πως «αν η καταδίκη στα έξοδα έγινε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και η ποινή για αυτή είναι εκτελεστή κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου ο οικείος εισαγγελέας φροντίζει να εκτελεστεί η διάταξη για τα έξοδα» Επομένως η διάταξη της απόφασης η σχετική με την επιβολή των δικαστικών εξόδων, από την άσκηση της έφεσης, αναστέλλεται αυτοδικαίως εφόσον επιβληθεί ποινή φυλάκισης έως τρία έτη, οπότε και η άσκηση έφεσης έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής. Διαφορετικά, εφόσον χορηγηθεί αναστολή για την περίπτωση άσκησης έφεσης ως προς την κύρια ποινή από το δικαστήριο, αναστέλλεται και η διάταξη η σχετική με την επιβολή των δικαστικών εξόδων από την άσκηση της έφεσης. 51 Ενώ λόγω έλλειψης αντίθετης ειδικής πρόβλεψης στο νόμο και βάσει του άρθρου 471 παρ. 1 ΚΠΔ θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εμπρόθεσμα και νομότυπα ασκούμενη έφεση εναντίον απόφασης που 50 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ 296 και εκεί παραπομπή σε Παπασπύρου, Κασίμη Κωνσταντόπουλο, Συμεωνίδη και Τούση και την ΠΠΡΑΘ 10673/1954 ΕΕΝ 1954, 1059 51 Αδάμπα Β. «Αναστολή εκτέλεσης της ποινής κατ' άρθρο 99 επ. ΠΚ, ανάκληση ή άρση αυτής και η επίδρασή της στην εκτελεστότητα της διάταξης επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος του καταδικασθέντα», ΠΧρ 2006, σελ. 567 επ.. 29
επιβάλλει χρηματική ποινή, κράτηση ή πρόστιμο έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα. 52 Τέλος αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί με διαφορετικές αποφάσεις για περισσότερα εγκλήματα σε επιμέρους ποινές κάτω από το όριο των τριών ετών το ανασταλτικό αποτέλεσμα των εφέσεων που θα ασκήσει, θα επέλθει αυτόματα για καθεμία από αυτές. Ενώ ο μεταγενέστερος σχηματισμός συνολικής ποινής ύψους μεγαλύτερου από τρία έτη δεν έχει επίδραση στο αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα των ασκηθεισών εφέσεων, με την έννοια ότι σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί στην εκ των υστέρων ανατροπή του. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης θα πρέπει να επέρχεται αυτόματα και σε περίπτωση καταδίκης για περισσότερες αξιόποινες πράξεις με μία απόφαση όταν οι επιμέρους ποινές για κάθε πράξη είναι τέτοιου ύψους που θα οδηγούσαν μεμονωμένα σε αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα. Αυτό δε φαίνεται να υπαγορεύεται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης όμοιων περιπτώσεων παρά το γεγονός ότι το επιτρεπτό της έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 491 ΚΠΔ κρίνεται με βάση τη συνολική ποινή. 53 4.4. Εξάρτηση της χορήγησης του ανασταλτικού αποτελέσματος από την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα από την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά αποφάσεων δεν επέρχεται πάντοτε αυτοδικαίως, αλλά η επέλευσή του σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οποίες προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4 αρ. 497 ΚΠΔ, εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 497 ΚΠΔ ορίζεται ότι «αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι μεγαλύτερη των τριών ετών η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς» Από το κείμενο του νόμου συνάγεται ότι: Πρώτον, αντιμετωπίζεται η ποινή φυλάκισης που είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, η οποία μπορεί να 52 Μαργαρίτης Λ. ο.π. υποσημ. 9 σελ 296, Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 149 53 Συμεωνίδης Γ. Δημήτριος ο. π. υποσημ. 2 σελ 148-149 30