(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 209 209 σουθύρ ο κορεσμός, το χόρτασμα μέχρι σκασμού: «έφαγη τουν πηρίδρουμου τσι σ νεικασμό εν έχ» σ νέρχουμι ρ. < αρχ. συνέρχομαι ξαναβρίκω τις αισθήσεις μου, που από κάποια αιτία (π.χ. λιποθυμία) είχα χάσει: «μόλις τουν ρίξαν κουμμάτ νηρό, σ νήρτη» σ νί (το) < τουρκ. sini μεγάλο χάλκινο, αβαθές ταψί: «πήγη στ πηθηρά τ ς ένα σ νί μπακλαβού» σ νιτσ (το) < σινίκι, άγν. ετυμ. κυλινδρικό δοχείο για τη μέτρηση του όγκου των σιτηρών. Αντί δηλαδή να ζυγίζουν τα προϊόντα τους, μετρούσαν τον όγκο τους με το σινίκι. Ένα σινίκι σιτηρών ισοδυναμούσε συνήθως με 5-6 οκάδες δηλ. με 6,5-7,5 κιλά περίπου σ νουρίζουμι ρ. (και σ νουριέμι) < αρχ. συν + ἐρίζω (συνερίζομαι και ξεσυνερίζομαι): πειράζομαι, ενοχλούμαι, θυμώνω με τη συμπεριφορά ή τα λόγια κάποιου, που τα θεωρώ προσβλητικά: «μη σ νουρίζησι τα λόγια τ! μουρό είνι, ε ξέρ τι λέγ!» σ νουρσιό (το) (και σ νουρ σιά) < συνέρισ-α (συνερίζω) + επθμ. -ιό το να συνερίζεσαι κάποιον, το μάλωμα, έριδα, ανταγωνισμός: «πιάσαν του σ νουρ σιό ποιος θα πάρ του χουράφ!» σ ντρουφιά (η) < μσν. συντροφιά < μτγν. συντροφία < σύντροφος συνεργασία, συνεταιρισμός: «ψόφ ση του βόδ μας, πάει η σ ντρουφιά μας» (παροιμ.) σ νώρ σ (η) < συν + αρχ. ἐρίζω συνερισιά, παρεξήγηση, θυμός: «εν έχιν σ νώρ σ τα λόγια τ» (μην παίρνεις στα σοβαρά και μην εξοργίζεσαι με τα λόγια του) σουβηλίκ (το) < πιθ. από το αρχ. (ἔσω) ὀβελ-ός + -ίκι πέτρινη πελεκητή τετράεδρη κολονίτσα στις πόρτες και στα παράθυρα των σπιτιών. Γωνιές και σουβηλίκια έφτιαχναν οι πελεκάνοι στα νταμάρια του χωριού. σουγιάς (ο) < τουρκ. caki (σουγιάς) μικρό μαχαίρι με πτυσσόμενη λεπίδα και ξύλινη ή κοκάλινη λαβή: «κολοκοτρωναίικος σουγιάς» υποκορ.: σουγιαδέλ : «α μη φέρ ς απ τ ν Αγιάσου ένα σουγιαδέλ ;» σουθύρ (το) < πιθ. από το έσω + θύρα (το μέρος που βρίσκεται μέσα από τη θύρα)
(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 210 σουθυριάζου 210 1. περιφραγμένο αγρόκτημα, κυρίως για βόσκηση ζώων 2. περιφραγμένο κτήμα ενδεικτικό πλούτου: «εν έχου γω τ ς ακκλησιάς τα σουθύρια» σουθυριάζου ρ. < σουθύρ + κατάλ. -ιάζω περιφράζω αγροτική έκταση, για να την κάνω σουθύρ (βλ. λ.) σουϊλής (ο) < τουρκ. soylu (ευγενής) αυτός που είναι από σόι, από τζάκι, από ευγενή καταγωγή για ζώα (σοϊλίδικα): ζώα ράτσας σουλτάν μηρημέτ (το) < τουρκ.sultan + meremet (σουλτάνος + μερεμέτι) μεταφορική σημασία: ποινή που επιβάλλεται από τον ίδιο τον σουλτάνο και άρα πολύ αυστηρή: άγριο ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός: «έφαγη ένα σουλτάν μηρημέτ, που θα του θ μάτι σ ούλ υτ τ ζουή» σουμάδα (η) < πιθ. από το ινδικό σόμ-α (είδος ποτού) + -άδα είδος ποτού από αποφλοιωμένα και κοπανισμένα αμύγδαλα σουπαντήρα (η) < άγν. ετυμ. μακρύ ξύλο για ποικίλες χρήσεις (π.χ. ζύγισμα με το καντάρι, βασταγαριά (βλ. λ.) κ.ά.): «θα πάρου μια σουπαντήρα να ση κάνου μαύρα τα πληυρά σ!» σουπάς (ο) < τουρκ. sipa (πουλάρι) το νεαρό μουλάρι, που ακόμα δεν του έχουν φορέσει σαμάρι σουρουντί (το) < τουρκ. surunti αδύνατη, κακοντυμένη και βρώμικη γυναίκα: «τι του κ βάν σης έδγιου πέρα έφτου του σουρουντί;» σουρουμαλλιάζου ρ. < σύρω + μαλλί σέρνω κάποιον από τα μαλλιά, τραβώ βίαια τα μαλλιά καποιου: «θα ση πιάσου, μουρή, να ση σουρουμαλλιάσου» σουρουσούγ λα επίρ. < τουρκ. sürü + usul + ile όπως ήταν, όλο το σόι, χωρίς να λείπει κανένας: «κ βαν θήκαν έδιου πέρα σουρουσούγ λα, να φαν τσι να πιουν» σουρτουκλημές (ο) < σουρουκλεμές < τουρκ. sürüklemek (σέρνω, τραβολογώ) αυτός που δε συμμαζεύεται, που γυρίζει μέσα στους δρόμους, απρόκοπος, αχαΐρευτος σουρτούκ ς - σα < σουρτούκ-ης, σουρτούκα < τουρκ. surtuk (τσούλα, σκύλα) αυτός που γυρίζει στους δρόμους, ο
(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 211 211 σπουρδούλ αλήτης σουρτούκ σα: η χωριογύρα, που δε συμμαζεύεται στο σπίτι, αλλά γυρίζει αλητεύοντας εδώ κι εκεί ανήθικη γυναίκα σουσούμ (το) < μσν. σουσούμι < σουσούμιον < συσσήμιον, υποκορ. του μτγν. σύσσημον (αναγνωριστικό σημείο) η όψη, η έκφραση, η όλη εμφάνιση του προσώπου: «ε του ήξηρα πους είνι γιος υτ! απ του σουσούμ υτ τουν γνώρ σα» το καθένα από τα χαρακτηστικά σημεία του προσώπου: «ε τουν άφ ση σουσούμ του πατέρα τ» (πήρε όλα τα χαρακτηριστικά του, είναι ολόιδιος) σουσουμιάζου ρ. < σουσούμ-ι + -ιάζω αναγνωρίζω από το σουσούμι, αναγνωρίζω το σουσούμι ενός στο σουσούμι κάποιου άλλου: «είδα έφτου του παλ κάρ τσι του σουσούμιασα μη του γιο μ» σουφάς (ο) < τουρκ. sofa (καναπές) μικρή ξύλινη εξέδρα στο βάθος του σπιτιού, όπου κοιμόταν η οικογένεια σουφράς (ο) < τουρκ. sofra (τραπέζι, τάβλα) μικρό, ξύλινο, πολύ χαμηλό, στρογγυλό τραπέζι, γύρω από το οποίο στρωνόταν σταυροπόδι για φαγητό η οικογένεια τα επιτραπέζια σκεύη με τα φαγητά: «βάλη σουφρά να κάτσουμη να φάμη» σουφρώνω ρ. < σούφρ-α + κατάλ. -ώνω μαζεύω, ζαρώνω, στραβώνω: «μόλις τ άκ ση, σούφρουση τ αχείλια τ μτφ.: κλέβω χωρίς να με πάρουν είδηση, τσεπώνω: «σούφρουση ό,τ είχη τσι δεν είχη μέσα του παγκάρ» σπαργώνου ρ. < αρχ. σπαργῶ (είμαι γεμάτος, σφριγώ, φουσκώνω) είμαι γεμάτος υγρά οι μαστοί είναι γεμάτοι γάλα, έτοιμοι για άρμεγμα: «σπάργουση η κατσίκα! θέλ άρμηγμα!» (μτχ. παθητ. πρκμ. σπαργουμένους -η -ου) «η προυβατίνα είνι σπαργουμέν! όπ να νι, θα γηννήσ!» σπετσαρία (η) < ιταλ. spezieria το φαρμακείο σπετσιέρης (ο) < ιταλ. spezieri ο φαρμακοποιός: «... το γιατρό και το σπετσέρη με τα φάρμακα στο χέρι...» (δημοτ.) σπουρδούλ (το) < α-σφουδ-ούλι (ασφοδέλι, ασφοδίλι) < υποκ. του αρχ. ἀσφόδελος
(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 212 σταλίζου 212 αυτοφυές φυτό των αγρών, ο ασφόδελος. Οι ψυχές πριν φτάσουν στον Άδη περνούσαν από λιβάδια γεμάτα ασφοδίλια. σταλίζου ρ. αμετ. (και σταλιάζου) < σταλίζω < μτγν. σταλίζομαι < σταλός (μαντρί) ξεκουράζομαι το μεσημέρι σε σκιά: «τα πρόβατα σταλιάζiν κάτου απ του πεύκου» στάλ σμα (το) < στάλισμα < σταλίζω (βλ. λ.) η παραμονή των προβάτων το μεσημέρι σε σκιερό μέρος σταλτός -ή -ό: < σταλ- (στέλνω, παθ. αόρ. στάλ-θηκα) + -τός απεσταλμένος, αυτός που τον έχουν στείλει για κάποιο συγκεκριμένο λόγο στανιέρνου ρ. <(αμετ., αόρ. στάνιαρα και στανιάρ σα) < στανιάρω < ιταλ. stagnare (κολλάω, κλείνω ερμητικά) απορροφώ υγρό (νερό, κρασί), διογκώνομαι και κλείνουν τα σημεία μου από τα οποία γινόταν διαρροή υγρού: «γέμ σα του βαρέλ νηρό τσι στανιάρ ση», «βάλη τουν κασμά στου νηρό να στανιάρ του στειλιάρ» είμαι σε κατάσταση κορεσμού, έχω χορτάσει, δεν μπορώ να φάω ή να πιω περισσότερο: «- α πιούμη ένα πην νταρέλ (βλ. λ.) ακόμα; - ε μπουρώ να πιω άλλου! στανιάρ σα!» στανιό (το) < μσν. στανιό σε εκφράσεις «με το στανιό» (με το ζόρι, χωρίς τη θέληση, βίαια): «τουν κουρέψαν μη του στανιό», «μη του στανιό γαμπρός ε γίνησι» σταρ κό (το) < στάρ-ι + ικό κόσκινο για το κοσκίνισμα του σιταριού σταρουπούλ (το) < σιτάρι + πουλί το πουλί σιταρήθρα, που τα συναντάμε σε χωράφια σπαρμένα με σιτάρι και στ αλώνια στ βάζου ρ. < μτγν. στοιβάζω < στοιβή 1. τοποθετώ σε σειρές (στοίβες) πράγματα το ένα πάνω στο άλλο: «στ βάζου μπάλης άχυρου» 2. χτυπώ με τη χορδή του δοξαριού το βαμβάκι, δημιουργώντας παχύ στρώμα ξασμένου βαμβακιού 3. μτφ. σε γ προσωπο: «στ βάζ τ αφτί μ» (συσπάται, πονάει, σουβλίζει το αφτί μου) στειλιάρ (το) < μσν. στειλειάριον
(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 213 213 στσ λουκατουρίτ ς υποκορ. του μτγν. στειλειός < (αρχ. στελεός) -άριον ξύλινη λαβή μεταλλικών εργαλείων (τσεκουριού, τσάπας κτλ.) αλλιώς σαπλίκ (βλ. λ.) ξυλοφόρτωμα, δάρσιμο: «θέλ ς ένα στειλιάρ να του θ μάσι σ ούλ τ ζουή σ» στειλιαρώνου ρ. < στειλιάρ-ι (βλ. λ.) + -ώνω μτφ.: δέρνω, ξυλοκοπώ: «κάτση καλά! θα ση στειλιαρώσου!» στηλ τά (τα) < μσν. στέλνω < αρχ. στέλλω (στάλ-μένος, σταλ-τός) δώρα που στέλνονται κυρίως στα αρραβωνιάσματα στηρνός -ή -ό < μσν. υστερνός < υστερινός ο έσχατος, ο τελευταίος: «αυτός είνι στηρνός λουγαριασμός», «στηρνή κουβέντα», «έφαγη του στηρνό τ» τα στηρνά (ως ουσιαστ.): τα τελευταία χρόνια της ζωής, τα γηρατειά: «καλά στηρνά!» στραβουλουγιάζου ρ. < στραβά (λοξά) + λουγιάζου (βλέπω, κοιτάζω) αγριοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω, κοιτάζω κάποιον με καχυποψία, εχθρότητα, απειλητικά: «μη στραβουλόγιαξη, λέγ ς τσι σκότουσα τουν πατέρα τ» στράφ επίρ. < στράφι < τουρκ. israf (σπατάλη) άδικα, τζάμπα, στα χαμένα: «δούληυγα τόσα χρόνια να σπουδάσου τουν γιο μ τσι οι κόπ υμ πήγαν στράφ» στρέγου ρ. < αρχ. στέργω συγκατατίθεμαι, επιτρέπω: «ε του στρέγ η πατέρας σ να πας στ θάλασσα μουναχός» στσ λάρ (το) < σκύλ-ος + υποκορ. κατάλ. -άρι(ο) νεογέννητο σκυλάκι, κουτάβι στσ λαρέλ (το) σκυλάρ-ιο + υποκορ. κατάλ. -έλ(ι) αγαπημένο σκυλάκι: «άμα γηννήσ η στσύλα σ, α μη δώγ ς τσι μένα ένα στσ λαρέλ ;» στσ λουγαβγίζου ρ. < σκύλο-ς + γαβγίζω γαβγίζω πένθιμα, λυπητερά, προμηνύοντας θανατικό ή άλλη συμφορά: «θα στσ λουγαβγίξ νάβγ η ψ χή τ»(λέγεται για τους κακούς και αμαρτωλούς) στσ λουγάβγισμα (το) < σκύλο-ς + γάβγισμα το κλάψιμο του σκύλου, για το οποίο πιστεύεται ότι προμηνύει κάποια συμφορά στσ λουκατουρίτ ς (ο) < σκύλο-ς +
(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 214 στσύβαλου 214 κατουρ-ίτης < μσν. κάτουρον φουσκάλα, που νομίζεται ότι βγάζεις στο πέλμα των ποδιών, όταν περπατάς ξυπόλυτος και πατήσεις κόπρανα σκύλου είδος μανιταριού, που δεν τρώγεται στσύβαλου (το) <μτγν. σκύβαλον ό,τι απομένει από το κοσκίνισμα του σιταριού (με σκύβαλα τάιζαν τις κότες) μτφ.: άτομο χωρίς υπόληψη και αξία συδαυλίζου ρ. < συν + δαυλ-ός + -ίζω φέρνω τους δαυλούς τον έναν κοντά στον άλλο, για ν ανάψει περισσότερο η φωτιά μτφ.: αναμοχλεύω και συντηρώ τα πάθη σύθημα (το) < μτγν. σύνθεμα < συν + θέτω (θέτω, τοποθετώ κάτι κοντά σε άλλο) ό,τι προήλθε από συσσώρευση πολλών (ανόμοιων) πραγμάτων: «μαζευτ τση ούλου του σύθημα» (πρβλ. μαζεύτηκε κάθε καρυδιάς καρύδι) συνατοί (οι) (μας, σας, τουν) < συν + ατοί (πληθ. του ατός βλ. λ.) οι ίδιοι, μόνοι, μεταξύ (μας, σας, τους): «συνατοί τουν βγάλαν τα μάτια τουν» σύξ λους -η -ου < σύξυλος < συν + ξύλο μτφ.: κατάπληκτος, άφωνος, αποσβολωμένος, άναυδος: «μόλις τ άκ ση απόμ νη σύξ λους» συράνα (η) < σύρω μεταλλικό φαράσι, με το οποίο απομάκρυναν (έσερναν) στάχτη και αναμμένα κάρβουνα από τη γωνιά (τζάκι) σύργιασμα (το) < συργιάζου (βλ. λ.) η βοήθεια για το τέλειωμα μιας δουλειάς σφαλιώ ρ. < μσν. σφαλίζω < αρχ. ἀσφαλίζω κλείνω: «σφαλιώ τα μάτια μ, να μη βλέπου τα παράναγκα!» «να τα σφαλίξ ς τσι να μη τ ανοίξ ς» (να πεθάνεις) σφηντιγόνα (η) < αρχ. σφενδόνη σφεντόνα: «πήρη τ σφηντιγόνα τσι πάγ τση να τσ νηγά π λιά» σφητζιά (η) < σφήκ-α + -ιά (με τσιτακισμό) σφηκοφωλιά μτφ.: άντρο κακοποιών σφλούγκους (ο) < άγν. ετυμ. το άσπρο συκώτι ο μικροκαμωμένος και ασθενικός άνθρωπος φρ. περιφρονητικά: «άντη, ρε σφλούγκη!» σφουγγάτου (το) < μσν. σφουγγάτον < σφόγγος
(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 215 215 σχουρώ φαγητό με βάση χτυπημένα αβγά, ομελέτα μτφ.: «σπας αβγό για χύνησι για σφουγγάτου γίνησι;» σχαντάδα (η) < σχαντ-ός (βλ. λ.) + -άδα το γνώρισμα του σχαντού, ασχήμια, δυσμορφία σχαντός -ή -ό < σ(ι)χαντός < σιχα- (σιχαίνομαι) -(ν)τός άσχημος, που προκαλεί αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός: «μόνου που τουν βλέπου έφτουν τουν σχιαντό, γυρίζιν τα σκώτια μ άνου κάτου» σχουρώ ρ. < αρχ. συγχωρώ συγχωρώ: «Θιος σχουρέσ τα πηθαμένα σας!» «δε μη σχουράς;» (πρβλ.: δε με παρατάς; άσε με ήσυχο!) παθ. αόρ. σχουρέθ τση (πέθανε), μτχ. παθ. πρκμ. η σχουρημένους (ο συγχωρεμένος, ο μακαρίτης)