Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 209. 209 σουθύρ



Σχετικά έγγραφα
1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ. λ.)

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

ΓΙΝΕ ΗΡΩΑΣ ΜΆΘΕ ΠΏΣ ΜΠΟΡΕΊΣ ΝΑ ΓΊΝΕΙΣ ΉΡΩΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΒΙΒΛΊΟ ΜΕ ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ ΌΝΟΜΑ:

ζάλα (τα) (σπάνια στον ενικό το ζά- ζαλούρα (η) < ζάλ-η + μεγεθυντ. ζαμάνια (τα) < τουρκ. zaman (χρό-

Λίγα λόγια... Περιεχόμενα

«Του πιδούδ' μι ντ πίτα»

Τοποθεσία: Σπίτι του κυρίου Μάριου

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Το αγαπημένο μου ζώο

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Hug4Dogs.com. Μωρά και Σκυλιά

Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου

Θεμιστοκλέους 80, Αθήνα, Tηλ. Fax: , Κομνηνών 23, Θεσσαλονίκη, Τηλ.

Το αγαπημένο μας παιχνίδι

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

Το παραμύθι της αγάπης

αρχεία Πηγεσ γνωσησ, πηγεσ μνημησ Τα αρχεία στις ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας Ασκήσεις στον πηλό

...Μια αληθινή ιστορία...

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 5 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΑΤΥΠΑ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων

Modern Greek Beginners

Μετεωρολογία. Αν σήμερα στις 12 τα μεσάνυχτα βρέχει, ποια είναι η πιθανότητα να έχει λιακάδα μετά από 72 ώρες;

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»


6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Παρουσίαση Αποτελεσμάτων Online Έρευνας για τα Χριστούγεννα

Ποιο από τα δύο κάθετα τµήµατα είναι µεγαλύτερο; Σίγουρα η κόκκινη γραµµή στα δεξιά σας φαίνεται διπλάσια από την αριστερή κι όµως είναι ίσες.

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ΕΠΙΠΕΔΟ 3-4 ( )

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ. Αλεξανδρος Δημήτρης

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

γεφύρια, τα οποία φέρνουν στην μνήμη από την χώρα καταγωγής τους, βρίσκοντας κοινούς τόπους στην διαπραγμάτευση του θέματος.

Κατανόηση προφορικού λόγου

Ρώτα το νερό... τι τρέχει

Το κυνηγί της φώκιας νέο index Το κυνήγι της φώκιας...2 Λεξιλόγιο...2 Ερωτήσεις...4 Κείμενο...5 Το κυνήγι της φώκιας...5

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

ΗΧΟΣ indb /2/2013 3:35:01 μμ

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΙΝΤΣΕΡ Ύψος: 41-48cm Βάρος: 11-16kg ιάρκεια ζωής: περίπου 13 χρόνια ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΑ ΠΙΝΤΣΕΡ Βάρος αρσενικό: 3Kg µέχρι 5Kg Βάρος

Κατανόηση γραπτού λόγου

THE G C SCHOOL OF CAREERS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ Δ ΤΑΞΗ

ια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ Απόδοση στα ελληνικά ως ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑ

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

Μέλισσες και Κηφήνες

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

για παιδιά (8-12 ετών) Κατανόηση γραπτού λόγου

Το παιχνίδι και η κίνηση αποτελεί ζωτική ανάγκη για κάθε νεαρή ζωή μέσα στη φύση. Το συναντάμε στα ζώα που τρέχουν, πηδούν, παίζουν μεταξύ τους, με


Γλυκοχαράζει ο Αυγερινός :: Τατασόπουλος Ι. - Νίνου Μ. :: Αριθμός δίσκου: Lib-210.

ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ 8-12 ΕΤΩΝ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Co-funded by the European Union Quest. Quest

Ορισμοί γραμμών : Μεσοστιχίδα : Όγκος + Μάζα = Ε-Μ / Ε2

Διάλογος 1: Πρόγευμα και ψώνια Διάλογος 2: Λιχουδιές και κεράσματα Διάλογος 3: Επίσκεψη στο εστιατόριο Διάλογος 4: Βοήθεια στο φαγητό, σερβίρισμα

Ένας πρόλογος που με φέρνει μεταξύ Σκύλου και Χάρυβδης και αφήνει εσάς να προσπαθείτε να μαντέψετε ποιο απ τα δύο θα διαλέξω

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ indb 69 25/2/2013 3:34:20 μμ

Transcript:

(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 209 209 σουθύρ ο κορεσμός, το χόρτασμα μέχρι σκασμού: «έφαγη τουν πηρίδρουμου τσι σ νεικασμό εν έχ» σ νέρχουμι ρ. < αρχ. συνέρχομαι ξαναβρίκω τις αισθήσεις μου, που από κάποια αιτία (π.χ. λιποθυμία) είχα χάσει: «μόλις τουν ρίξαν κουμμάτ νηρό, σ νήρτη» σ νί (το) < τουρκ. sini μεγάλο χάλκινο, αβαθές ταψί: «πήγη στ πηθηρά τ ς ένα σ νί μπακλαβού» σ νιτσ (το) < σινίκι, άγν. ετυμ. κυλινδρικό δοχείο για τη μέτρηση του όγκου των σιτηρών. Αντί δηλαδή να ζυγίζουν τα προϊόντα τους, μετρούσαν τον όγκο τους με το σινίκι. Ένα σινίκι σιτηρών ισοδυναμούσε συνήθως με 5-6 οκάδες δηλ. με 6,5-7,5 κιλά περίπου σ νουρίζουμι ρ. (και σ νουριέμι) < αρχ. συν + ἐρίζω (συνερίζομαι και ξεσυνερίζομαι): πειράζομαι, ενοχλούμαι, θυμώνω με τη συμπεριφορά ή τα λόγια κάποιου, που τα θεωρώ προσβλητικά: «μη σ νουρίζησι τα λόγια τ! μουρό είνι, ε ξέρ τι λέγ!» σ νουρσιό (το) (και σ νουρ σιά) < συνέρισ-α (συνερίζω) + επθμ. -ιό το να συνερίζεσαι κάποιον, το μάλωμα, έριδα, ανταγωνισμός: «πιάσαν του σ νουρ σιό ποιος θα πάρ του χουράφ!» σ ντρουφιά (η) < μσν. συντροφιά < μτγν. συντροφία < σύντροφος συνεργασία, συνεταιρισμός: «ψόφ ση του βόδ μας, πάει η σ ντρουφιά μας» (παροιμ.) σ νώρ σ (η) < συν + αρχ. ἐρίζω συνερισιά, παρεξήγηση, θυμός: «εν έχιν σ νώρ σ τα λόγια τ» (μην παίρνεις στα σοβαρά και μην εξοργίζεσαι με τα λόγια του) σουβηλίκ (το) < πιθ. από το αρχ. (ἔσω) ὀβελ-ός + -ίκι πέτρινη πελεκητή τετράεδρη κολονίτσα στις πόρτες και στα παράθυρα των σπιτιών. Γωνιές και σουβηλίκια έφτιαχναν οι πελεκάνοι στα νταμάρια του χωριού. σουγιάς (ο) < τουρκ. caki (σουγιάς) μικρό μαχαίρι με πτυσσόμενη λεπίδα και ξύλινη ή κοκάλινη λαβή: «κολοκοτρωναίικος σουγιάς» υποκορ.: σουγιαδέλ : «α μη φέρ ς απ τ ν Αγιάσου ένα σουγιαδέλ ;» σουθύρ (το) < πιθ. από το έσω + θύρα (το μέρος που βρίσκεται μέσα από τη θύρα)

(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 210 σουθυριάζου 210 1. περιφραγμένο αγρόκτημα, κυρίως για βόσκηση ζώων 2. περιφραγμένο κτήμα ενδεικτικό πλούτου: «εν έχου γω τ ς ακκλησιάς τα σουθύρια» σουθυριάζου ρ. < σουθύρ + κατάλ. -ιάζω περιφράζω αγροτική έκταση, για να την κάνω σουθύρ (βλ. λ.) σουϊλής (ο) < τουρκ. soylu (ευγενής) αυτός που είναι από σόι, από τζάκι, από ευγενή καταγωγή για ζώα (σοϊλίδικα): ζώα ράτσας σουλτάν μηρημέτ (το) < τουρκ.sultan + meremet (σουλτάνος + μερεμέτι) μεταφορική σημασία: ποινή που επιβάλλεται από τον ίδιο τον σουλτάνο και άρα πολύ αυστηρή: άγριο ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός: «έφαγη ένα σουλτάν μηρημέτ, που θα του θ μάτι σ ούλ υτ τ ζουή» σουμάδα (η) < πιθ. από το ινδικό σόμ-α (είδος ποτού) + -άδα είδος ποτού από αποφλοιωμένα και κοπανισμένα αμύγδαλα σουπαντήρα (η) < άγν. ετυμ. μακρύ ξύλο για ποικίλες χρήσεις (π.χ. ζύγισμα με το καντάρι, βασταγαριά (βλ. λ.) κ.ά.): «θα πάρου μια σουπαντήρα να ση κάνου μαύρα τα πληυρά σ!» σουπάς (ο) < τουρκ. sipa (πουλάρι) το νεαρό μουλάρι, που ακόμα δεν του έχουν φορέσει σαμάρι σουρουντί (το) < τουρκ. surunti αδύνατη, κακοντυμένη και βρώμικη γυναίκα: «τι του κ βάν σης έδγιου πέρα έφτου του σουρουντί;» σουρουμαλλιάζου ρ. < σύρω + μαλλί σέρνω κάποιον από τα μαλλιά, τραβώ βίαια τα μαλλιά καποιου: «θα ση πιάσου, μουρή, να ση σουρουμαλλιάσου» σουρουσούγ λα επίρ. < τουρκ. sürü + usul + ile όπως ήταν, όλο το σόι, χωρίς να λείπει κανένας: «κ βαν θήκαν έδιου πέρα σουρουσούγ λα, να φαν τσι να πιουν» σουρτουκλημές (ο) < σουρουκλεμές < τουρκ. sürüklemek (σέρνω, τραβολογώ) αυτός που δε συμμαζεύεται, που γυρίζει μέσα στους δρόμους, απρόκοπος, αχαΐρευτος σουρτούκ ς - σα < σουρτούκ-ης, σουρτούκα < τουρκ. surtuk (τσούλα, σκύλα) αυτός που γυρίζει στους δρόμους, ο

(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 211 211 σπουρδούλ αλήτης σουρτούκ σα: η χωριογύρα, που δε συμμαζεύεται στο σπίτι, αλλά γυρίζει αλητεύοντας εδώ κι εκεί ανήθικη γυναίκα σουσούμ (το) < μσν. σουσούμι < σουσούμιον < συσσήμιον, υποκορ. του μτγν. σύσσημον (αναγνωριστικό σημείο) η όψη, η έκφραση, η όλη εμφάνιση του προσώπου: «ε του ήξηρα πους είνι γιος υτ! απ του σουσούμ υτ τουν γνώρ σα» το καθένα από τα χαρακτηστικά σημεία του προσώπου: «ε τουν άφ ση σουσούμ του πατέρα τ» (πήρε όλα τα χαρακτηριστικά του, είναι ολόιδιος) σουσουμιάζου ρ. < σουσούμ-ι + -ιάζω αναγνωρίζω από το σουσούμι, αναγνωρίζω το σουσούμι ενός στο σουσούμι κάποιου άλλου: «είδα έφτου του παλ κάρ τσι του σουσούμιασα μη του γιο μ» σουφάς (ο) < τουρκ. sofa (καναπές) μικρή ξύλινη εξέδρα στο βάθος του σπιτιού, όπου κοιμόταν η οικογένεια σουφράς (ο) < τουρκ. sofra (τραπέζι, τάβλα) μικρό, ξύλινο, πολύ χαμηλό, στρογγυλό τραπέζι, γύρω από το οποίο στρωνόταν σταυροπόδι για φαγητό η οικογένεια τα επιτραπέζια σκεύη με τα φαγητά: «βάλη σουφρά να κάτσουμη να φάμη» σουφρώνω ρ. < σούφρ-α + κατάλ. -ώνω μαζεύω, ζαρώνω, στραβώνω: «μόλις τ άκ ση, σούφρουση τ αχείλια τ μτφ.: κλέβω χωρίς να με πάρουν είδηση, τσεπώνω: «σούφρουση ό,τ είχη τσι δεν είχη μέσα του παγκάρ» σπαργώνου ρ. < αρχ. σπαργῶ (είμαι γεμάτος, σφριγώ, φουσκώνω) είμαι γεμάτος υγρά οι μαστοί είναι γεμάτοι γάλα, έτοιμοι για άρμεγμα: «σπάργουση η κατσίκα! θέλ άρμηγμα!» (μτχ. παθητ. πρκμ. σπαργουμένους -η -ου) «η προυβατίνα είνι σπαργουμέν! όπ να νι, θα γηννήσ!» σπετσαρία (η) < ιταλ. spezieria το φαρμακείο σπετσιέρης (ο) < ιταλ. spezieri ο φαρμακοποιός: «... το γιατρό και το σπετσέρη με τα φάρμακα στο χέρι...» (δημοτ.) σπουρδούλ (το) < α-σφουδ-ούλι (ασφοδέλι, ασφοδίλι) < υποκ. του αρχ. ἀσφόδελος

(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 212 σταλίζου 212 αυτοφυές φυτό των αγρών, ο ασφόδελος. Οι ψυχές πριν φτάσουν στον Άδη περνούσαν από λιβάδια γεμάτα ασφοδίλια. σταλίζου ρ. αμετ. (και σταλιάζου) < σταλίζω < μτγν. σταλίζομαι < σταλός (μαντρί) ξεκουράζομαι το μεσημέρι σε σκιά: «τα πρόβατα σταλιάζiν κάτου απ του πεύκου» στάλ σμα (το) < στάλισμα < σταλίζω (βλ. λ.) η παραμονή των προβάτων το μεσημέρι σε σκιερό μέρος σταλτός -ή -ό: < σταλ- (στέλνω, παθ. αόρ. στάλ-θηκα) + -τός απεσταλμένος, αυτός που τον έχουν στείλει για κάποιο συγκεκριμένο λόγο στανιέρνου ρ. <(αμετ., αόρ. στάνιαρα και στανιάρ σα) < στανιάρω < ιταλ. stagnare (κολλάω, κλείνω ερμητικά) απορροφώ υγρό (νερό, κρασί), διογκώνομαι και κλείνουν τα σημεία μου από τα οποία γινόταν διαρροή υγρού: «γέμ σα του βαρέλ νηρό τσι στανιάρ ση», «βάλη τουν κασμά στου νηρό να στανιάρ του στειλιάρ» είμαι σε κατάσταση κορεσμού, έχω χορτάσει, δεν μπορώ να φάω ή να πιω περισσότερο: «- α πιούμη ένα πην νταρέλ (βλ. λ.) ακόμα; - ε μπουρώ να πιω άλλου! στανιάρ σα!» στανιό (το) < μσν. στανιό σε εκφράσεις «με το στανιό» (με το ζόρι, χωρίς τη θέληση, βίαια): «τουν κουρέψαν μη του στανιό», «μη του στανιό γαμπρός ε γίνησι» σταρ κό (το) < στάρ-ι + ικό κόσκινο για το κοσκίνισμα του σιταριού σταρουπούλ (το) < σιτάρι + πουλί το πουλί σιταρήθρα, που τα συναντάμε σε χωράφια σπαρμένα με σιτάρι και στ αλώνια στ βάζου ρ. < μτγν. στοιβάζω < στοιβή 1. τοποθετώ σε σειρές (στοίβες) πράγματα το ένα πάνω στο άλλο: «στ βάζου μπάλης άχυρου» 2. χτυπώ με τη χορδή του δοξαριού το βαμβάκι, δημιουργώντας παχύ στρώμα ξασμένου βαμβακιού 3. μτφ. σε γ προσωπο: «στ βάζ τ αφτί μ» (συσπάται, πονάει, σουβλίζει το αφτί μου) στειλιάρ (το) < μσν. στειλειάριον

(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 213 213 στσ λουκατουρίτ ς υποκορ. του μτγν. στειλειός < (αρχ. στελεός) -άριον ξύλινη λαβή μεταλλικών εργαλείων (τσεκουριού, τσάπας κτλ.) αλλιώς σαπλίκ (βλ. λ.) ξυλοφόρτωμα, δάρσιμο: «θέλ ς ένα στειλιάρ να του θ μάσι σ ούλ τ ζουή σ» στειλιαρώνου ρ. < στειλιάρ-ι (βλ. λ.) + -ώνω μτφ.: δέρνω, ξυλοκοπώ: «κάτση καλά! θα ση στειλιαρώσου!» στηλ τά (τα) < μσν. στέλνω < αρχ. στέλλω (στάλ-μένος, σταλ-τός) δώρα που στέλνονται κυρίως στα αρραβωνιάσματα στηρνός -ή -ό < μσν. υστερνός < υστερινός ο έσχατος, ο τελευταίος: «αυτός είνι στηρνός λουγαριασμός», «στηρνή κουβέντα», «έφαγη του στηρνό τ» τα στηρνά (ως ουσιαστ.): τα τελευταία χρόνια της ζωής, τα γηρατειά: «καλά στηρνά!» στραβουλουγιάζου ρ. < στραβά (λοξά) + λουγιάζου (βλέπω, κοιτάζω) αγριοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω, κοιτάζω κάποιον με καχυποψία, εχθρότητα, απειλητικά: «μη στραβουλόγιαξη, λέγ ς τσι σκότουσα τουν πατέρα τ» στράφ επίρ. < στράφι < τουρκ. israf (σπατάλη) άδικα, τζάμπα, στα χαμένα: «δούληυγα τόσα χρόνια να σπουδάσου τουν γιο μ τσι οι κόπ υμ πήγαν στράφ» στρέγου ρ. < αρχ. στέργω συγκατατίθεμαι, επιτρέπω: «ε του στρέγ η πατέρας σ να πας στ θάλασσα μουναχός» στσ λάρ (το) < σκύλ-ος + υποκορ. κατάλ. -άρι(ο) νεογέννητο σκυλάκι, κουτάβι στσ λαρέλ (το) σκυλάρ-ιο + υποκορ. κατάλ. -έλ(ι) αγαπημένο σκυλάκι: «άμα γηννήσ η στσύλα σ, α μη δώγ ς τσι μένα ένα στσ λαρέλ ;» στσ λουγαβγίζου ρ. < σκύλο-ς + γαβγίζω γαβγίζω πένθιμα, λυπητερά, προμηνύοντας θανατικό ή άλλη συμφορά: «θα στσ λουγαβγίξ νάβγ η ψ χή τ»(λέγεται για τους κακούς και αμαρτωλούς) στσ λουγάβγισμα (το) < σκύλο-ς + γάβγισμα το κλάψιμο του σκύλου, για το οποίο πιστεύεται ότι προμηνύει κάποια συμφορά στσ λουκατουρίτ ς (ο) < σκύλο-ς +

(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 214 στσύβαλου 214 κατουρ-ίτης < μσν. κάτουρον φουσκάλα, που νομίζεται ότι βγάζεις στο πέλμα των ποδιών, όταν περπατάς ξυπόλυτος και πατήσεις κόπρανα σκύλου είδος μανιταριού, που δεν τρώγεται στσύβαλου (το) <μτγν. σκύβαλον ό,τι απομένει από το κοσκίνισμα του σιταριού (με σκύβαλα τάιζαν τις κότες) μτφ.: άτομο χωρίς υπόληψη και αξία συδαυλίζου ρ. < συν + δαυλ-ός + -ίζω φέρνω τους δαυλούς τον έναν κοντά στον άλλο, για ν ανάψει περισσότερο η φωτιά μτφ.: αναμοχλεύω και συντηρώ τα πάθη σύθημα (το) < μτγν. σύνθεμα < συν + θέτω (θέτω, τοποθετώ κάτι κοντά σε άλλο) ό,τι προήλθε από συσσώρευση πολλών (ανόμοιων) πραγμάτων: «μαζευτ τση ούλου του σύθημα» (πρβλ. μαζεύτηκε κάθε καρυδιάς καρύδι) συνατοί (οι) (μας, σας, τουν) < συν + ατοί (πληθ. του ατός βλ. λ.) οι ίδιοι, μόνοι, μεταξύ (μας, σας, τους): «συνατοί τουν βγάλαν τα μάτια τουν» σύξ λους -η -ου < σύξυλος < συν + ξύλο μτφ.: κατάπληκτος, άφωνος, αποσβολωμένος, άναυδος: «μόλις τ άκ ση απόμ νη σύξ λους» συράνα (η) < σύρω μεταλλικό φαράσι, με το οποίο απομάκρυναν (έσερναν) στάχτη και αναμμένα κάρβουνα από τη γωνιά (τζάκι) σύργιασμα (το) < συργιάζου (βλ. λ.) η βοήθεια για το τέλειωμα μιας δουλειάς σφαλιώ ρ. < μσν. σφαλίζω < αρχ. ἀσφαλίζω κλείνω: «σφαλιώ τα μάτια μ, να μη βλέπου τα παράναγκα!» «να τα σφαλίξ ς τσι να μη τ ανοίξ ς» (να πεθάνεις) σφηντιγόνα (η) < αρχ. σφενδόνη σφεντόνα: «πήρη τ σφηντιγόνα τσι πάγ τση να τσ νηγά π λιά» σφητζιά (η) < σφήκ-α + -ιά (με τσιτακισμό) σφηκοφωλιά μτφ.: άντρο κακοποιών σφλούγκους (ο) < άγν. ετυμ. το άσπρο συκώτι ο μικροκαμωμένος και ασθενικός άνθρωπος φρ. περιφρονητικά: «άντη, ρε σφλούγκη!» σφουγγάτου (το) < μσν. σφουγγάτον < σφόγγος

(200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 215 215 σχουρώ φαγητό με βάση χτυπημένα αβγά, ομελέτα μτφ.: «σπας αβγό για χύνησι για σφουγγάτου γίνησι;» σχαντάδα (η) < σχαντ-ός (βλ. λ.) + -άδα το γνώρισμα του σχαντού, ασχήμια, δυσμορφία σχαντός -ή -ό < σ(ι)χαντός < σιχα- (σιχαίνομαι) -(ν)τός άσχημος, που προκαλεί αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός: «μόνου που τουν βλέπου έφτουν τουν σχιαντό, γυρίζιν τα σκώτια μ άνου κάτου» σχουρώ ρ. < αρχ. συγχωρώ συγχωρώ: «Θιος σχουρέσ τα πηθαμένα σας!» «δε μη σχουράς;» (πρβλ.: δε με παρατάς; άσε με ήσυχο!) παθ. αόρ. σχουρέθ τση (πέθανε), μτχ. παθ. πρκμ. η σχουρημένους (ο συγχωρεμένος, ο μακαρίτης)