ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΟΔΟΣ ΘΗΣΕΩΣ Μυθιστόρημα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Copyright Αλέξης Σταμάτης - Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2009 Έτος 1ης έκδοσης: 2003 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα T: 210-330.12.08 210-330.13.27 F: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5055-5
Ευχαριστώ τη Λούλα Aναγνωστάκη, την Ελένη Kαρρά, την Πέγκυ Kουνενάκη, την Eλένα Kουτριάνου, την Nτόρα Tσιμπούκη, τον πατέρα Aρσένιο, τον Nίκο Δήμου, τον Bασίλη Δούβλη, τον Bύρωνα Λεοντάρη, τον Aντώνη Pάμφο και τον Kωνσταντίνο Pήγο για την πολύτιμη βοήθειά τους.
Pόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληρώσεις μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, Eρωτικός Λόγος
MEPOΣ ΠPΩTO ENGINEERED LIFE And the way up is the way down, the way forward is the way back. T.S. ELIOT, The Four Quartets, «The Dry Salvages» Κι ο δρόμος προς τα πάνω είναι ο δρόμος προς τα κάτω, ο δρόμος προς τα εμπρός είναι ο δρόμος προς τα πίσω.
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή ενός άντρα όπου ό,τι θεωρεί ως δεδομένο, η οικειότητα της εικόνας του σ έναν καθρέφτη, η αντίληψη του χρόνου, η σχέση με το σώμα του, ο τρόπος πρόσληψης των γεγονότων της ζωής γύρω του, αλλά εκείνο ειδικά το παράξενο, υπόγειο πλάσμα που ονομάζει «ο χαρακτήρας» μου, ή «η συνείδησή μου», παύει να υπάρχει. Εξαφανίζεται, οπισθοχωρώντας με γιγάντια βήματα, πίσω, στην Αλταμίρα της ψυχής του. Και τότε, μ έναν παράξενο τρόπο, σαν να γυρνούν ανάποδα οι ραφές της ύπαρξης, κι εκείνο το παράδοξο ον χαράζεται στο σπήλαιο του υποσυνείδητου, στο σχήμα ενός φοβερού βίσωνα. Και μένει εκεί, παράσταση στο βράχο, να υπενθυμίζει την τρομερή καταγωγή του. Στα βάθη εκείνα, όπου υπάρχει, αγνοημένο μέσα μας, κάτι που πραγματικά υπήρξε. Εκείνες τις στιγμές ο Στέφανος ένιωθε ένα παράξενο αίσθημα, και η μόνη λέξη που θα μπορούσε να το περιγράψει ήταν «επιστροφή». Ένιωθε ένα υγρό να τον περιλούει, ένα υγρό φιλικό, παχύρρευστο, να τον βαπτίζει με μια ευεργετική ενέργεια. Μια ενέργεια που δεν εκπορευόταν από καμιά γνωστή πηγή. Και τότε, ο Στέφανος ήταν ικανός για όλα. Κι όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Τα πάντα. Στην περίπτωσή του υπήρχε μόνο ένα μικρό πρόβλημα. Τις στιγμές αυτές τις είχε νιώσει στη φαντασία του. Στην πραγματικότητα οι στιγμές αυτές δεν είχαν έρθει. Ακόμα.
α. Ρόζα ρότα Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου. Με μια ελαφριά κλίση εμπρός. Ήταν πρωί, ξυριζόταν. Με αφρό σαπουνιού και πινέλο, όπως συνήθιζε. Όσοι είναι βυθισμένοι στην τεχνολογία αγαπούν τα παλιά εργαλεία. Ανορθογραφία το ξυραφάκι - ό,τι πιο προχωρημένο. Mach 3 με τρεις λεπίδες. Πάει βαθιά, ως τη βάση της τρίχας. Ξυριζόταν δύο φορές τη μέρα - αξύριστος ένιωθε άσχημα, βρόμικος, ανέτοιμος για τις καθημερινές συναλλαγές του με τον υπόλοιπο κόσμο. Κάποια στιγμή, μια άγαρμπη κίνηση. Οι λεπίδες ξέφυγαν, κόβοντας ένα αιμοφόρο αγγείο. Λίγες σταγόνες αίμα έσταξαν κι έπεσαν στο νιπτήρα. Το DNA διασκορπίστηκε στο άσπρο φόντο. Άνοιξε τη βρύση και δείγματα από το γενετικό υλικό του παρασύρθηκαν, στροβιλίστηκαν λίγο γύρω από το πώμα και χάθηκαν για πάντα στα έγκατα του δικτύου ύδρευσης. Έμεινε ακίνητος, με το πρόσωπο στον καθρέφτη, το ξυραφάκι στο χέρι κι ένα κόκκινο σημάδι να μεγαλώνει στο σαγόνι. Απρόσεχτος, συνέχεια απρόσεχτος. Τρίτη φορά που κοβόταν αυτή τη βδομάδα. Ο εγκέφαλος δίνει τη διαταγή, οι μύες εκτελούν. Το μυαλό του... Τι διάολο συνέβαινε; Αυτά σκεφτόταν το πρωινό μιας Δευτέρας του Απριλίου, μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου του ο Στέφανος Καλοθέου. Ότι κάτι είχε αλλάξει στη ζωή του. Πότε αλλάζει κάτι; Όταν κάτι νέο έρχεται να ταράξει το παλιό. Ποιο ήταν το καινούργιο στην περίπτωσή του; Η απάντηση έσταξε κι άπλωσε, σαν σταγόνα κρασί σε λευκό τραπεζομάντιλο. Ένα τρίφθογγο όνομα. Ελένη. Από τότε ήταν. Από τότε που τη γνώρισε. Πριν, όλα ήταν τακτοποιημένα, μεθοδικά κι οργανωμένα. Και τώρα αίμα. Απροσεξία και αίμα. Πίδακας αιμοσφαιρίων. Ανοιχτό κόκκινο που έβαφε τη λευκή πορσελάνη.
10/305 Πού πήγαν οι παλιοί καιροί; Όταν αφοσιωνόταν ευλαβικά σε ό,τι έκανε, όταν απολάμβανε την κάθε λειτουργία; Το κάθε γεγονός στη σειρά του. One game at a time, παιχνίδι το παιχνίδι, όπως έλεγαν στην αθλητική γλώσσα οι καλοί προπονητές. Κυριακή πρωτάθλημα, Τετάρτη Ευρώπη. Οι υποχρεώσεις, τα γεγονότα στη σειρά. Ταξινομημένα. Το ένα μετά το άλλο. Όταν ακολουθούσε αυτή τη σοφή πρακτική, όλα δούλευαν ρολόι, τα πάντα συντονίζονταν μόνα τους, διέσχιζε το ποτάμι του χρόνου πάνω σε μια σχεδία που ακολουθούσε τον κυματισμό της καθημερινότητας. Η ζωή γλιστρούσε αρμονικά στην επιφάνεια των στιγμών, έδενε γαλήνια στο λιμάνι της διάρκειας. Ένιωθε ασφαλής, ήρεμος, ισορροπημένος. Τον τελευταίο καιρό όμως, πράγματα τα οποία έως τότε λειτουργούσαν αβίαστα, μηχανικά, σαν να χαν χάσει τον εσωτερικό συντονισμό τους. Ο Στέφανος, από μικρός, πίστευε ακράδαντα πως η ζωή είναι ένας μηχανισμός που λειτουργεί με βάση την αλληλουχία των γεγονότων. Όλα είναι γεγονότα. Μικρές κάθετες τομές στην καθημερινότητα που δίνουν την αίσθηση του πριν και του μετά. Χωρίς γεγονότα δεν υπάρχει παρελθόν, δεν υπάρχει μέλλον. Γι αυτό, όταν συνέπιπταν, προσπαθούσε να τα ταξινομεί το ένα μετά το άλλο, διαδοχικά. Η ζωή του ήταν μια σκυταλοδρομία προτεραιοτήτων αξιολογικά αρχειοθετημένων σε μια αυτόματη εσωτερική λίστα. Έτσι δούλευε το μυαλό του. Ορθολογικά. Όλα, πίστευε, ακόμα και τα πιο περίπλοκα πράγματα, είναι εξηγήσιμα. Ένιωθε πως τώρα πια, που είχε φτάσει σε μια άλφα ηλικία -θεωρούσε ότι τα επερχόμενα τριάντα ήταν μια άλφα ηλικία- μπορούσε να το πει ξεκάθαρα. Όλα στη φύση, στον άνθρωπο είναι ερμηνεύσιμα. Όλα είναι κατασκευασμένα, engineered, όπως έλεγαν και στο σινάφι του. Κακή λέξη, αλλά δεν είχε βρει καλύτερη. Μπορεί σήμερα να μη γνωρίζουμε τις εξηγήσεις για τα πάντα, αλλά κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο, χρόνια αινίγματα βρίσκουν τη λύση τους, μυστήρια του οργανισμού αιτιολογούνται, το μπλεγμένο κουβάρι του κόσμου ξεδιαλύνεται με τη σοφία ενός πανάρχαιου κύκλου εργασιών. Τα πράγματα στη ζωή μοιάζουν απίστευτα πολύπλοκα, σχεδόν χαοτικά, αλλά πίσω από αυτή
11/305 τη φαινομενική αταξία υπάρχει πάντοτε μια απλή εξήγηση. Αρκεί να διδαχτείς τη δομή τους. Να ανακαλύψεις τους κρυφούς κανόνες που τα διέπουν. Να τα αποσυναρμολογήσεις για να τα κατανοήσεις. O Στέφανος δεν ήταν από εκείνα τα παιδιά που διασκεδάζουν παίζοντας με τα παιχνίδια τους. Ήταν από εκείνα που τα χαλάνε για να δουν τι γίνεται μέσα. Σαν αυτή την απλή σταγόνα αίμα. Για τους περισσότερους δεν θα ήταν παρά το αποτέλεσμα μιας κοινότατης απροσεξίας, που αντιμετωπιζόταν μ ένα γαμώτο κι ένα κομματάκι χαρτί βρεγμένο με οινόπνευμα. Για εκείνον όμως, η σταγόνα αυτή, από τη στιγμή που έσταξε και ξεκίνησε τη διαδρομή της στο νιπτήρα, ήταν πια ένας μεταφορέας του γονιδιώματός του, ένα όχημα που ταξίδευε την ταυτότητά του γεμάτη άπειρες κωδικοποιημένες πληροφορίες, στα άδυτα του δικτύου της ΕΥΔΑΠ, κι από κει στο υπόγειο ρυάκι, στη μεγάλη αποθήκη του κόσμου. Στην άγνωστη αφετηρία όπου κρύβονται οι μαθηματικοί τύποι που προσδιόρισαν τη γέννησή του, την εξέλιξή του και, που κάποτε, θα καθόριζαν και το θάνατό του. Ο Στέφανος, τουλάχιστον ως τη στιγμή που γνώρισε την Ελένη, ήταν ένας ακραιφνής ορθολογιστής. Εξακολουθούσε όμως να είναι; Η αλήθεια ήταν πως ύστερα από επτά μήνες, αν και είχε αρχίσει να νιώθει κάποιες ανεπαίσθητες ρωγμές στα δεδομένα της ζωής του, παρ όλο που γύρω από τον γνώριμό του κόσμο είχε ξεκινήσει να σχηματίζεται ένα -αρχικά λιλιπούτειο- αλλά σταδιακά όλο και μεγαλύτερο ερωτηματικό, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να το απαντήσει. Η σημαία «Engineered» κρατιόταν ακόμα γερά από το ξύλινο ιστίο της. Ωστόσο τα βακτηρίδια της αληθινής ζωής, έκαναν, αργά μεν αλλά σταθερά, τη δουλειά τους στη βάση, σταλάζοντας μικρές σταγόνες ρίγους στην προγραμματισμένη καθημερινότητα, κατατρώγοντας υπόγεια την έως τώρα βεβαιότητά του για έναν κατασκευασμένο κόσμο. Όλα αυτά όμως συνέβαιναν κρυφά, υπόγεια. Ο Στέφανος άλλαζε χωρίς να αντιλαμβάνεται, χωρίς να το ξέρει. Τέλειωσε το ξύρισμα κι άπλωσε στο πρόσωπό του την ευεργετική Nivea. Ο νιπτήρας, σχεδόν αποκαθαρμένος από τα
12/305 ερυθρόλευκα αιμοσφαίριά του, τραβούσε πλέον κατά βάση υδρογόνο, οξυγόνο και τα άλατα της Υλίκης. Το βλέμμα του έπεσε στο παράθυρο. Η γαλάζια κουρτίνα ήταν κλειστή. Την τράβηξε? το μπάνιο φωτίστηκε άπλετα. Το παράθυρο έβλεπε στο διπλανό οικόπεδο, το οποίο έμενε παραδόξως άκτιστο από τότε που είχε μετακομίσει σ αυτό το διαμέρισμα. Το τζάμι ήταν βαμμένο μπλε και κόκκινο κι έτσι όπως το κοίταζε από την εσωτερική πλευρά, το φως δημιουργούσε ένα γνώριμο σχήμα: τον τροχό της τύχης. Άνοιξε το παράθυρο σχεδόν εκατόν ογδόντα μοίρες προς το εσωτερικό του χώρου. Στην εξωτερική πλευρά τα ανάγλυφα διακοσμητικά κομμάτια σχημάτιζαν ένα διαφορετικό, ακόμα πιο αναγνωρίσιμο σχήμα: ένα λαμπερό τριαντάφυλλο. Το τζάμι ήταν ειδική παραγγελία. Το χε δει σε μια εκκλησία σ ένα επαγγελματικό ταξίδι του στη Βερόνα. Ρόζα ρότα. Tο τριαντάφυλλο τροχός. Του άρεσε και το παρήγγειλε αμέσως από το μαγαζάκι στην πλατεία San Zeno που ειδικευόταν στην παραγωγή αντιγράφων. «Κοίτα φίλε, ο σχεδιασμός αυτού του παράθυρου παντρεύει δύο διαφορετικά μοτίβα, τα κάνει αδιαχώριστα: τα διακοσμητικά στοιχεία εξωτερικά σχηματίζουν την εικόνα ενός ρόδου, του συμβόλου της ομορφιάς, ενώ τα διάτρητα ανοίγματα, έτσι όπως τα διαπερνά το φως, δημιουργούν στο εσωτερικό τη rota fortunae, τον τροχό της τύχης, το σύμβολο της μοίρας. Η σύνθεση βασίζεται στο τελειότερο σχήμα, τον κύκλο. Απλό και μεγαλοφυές» του χε πει ο Αλεσάντρο, ο Ιταλός τεχνίτης. Το είχε τοποθετήσει στο μπάνιο. Ο τροχός της τύχης, η μοίρα, προς τα μέσα. Το τριαντάφυλλο το είχε στρέψει προς τα έξω, προς τον κόσμο, σαν να περίμενε τη στιγμή του. Τη στιγμή του ρόδου. Σκουπίστηκε κι έβαλε κολόνια. Aramis. Την είχε πάρει από το duty free, όπως κάθε φορά που ταξίδευε. Ξαφνικά, του φάνηκε πως άκουσε μια φωνή από μέσα. Σαν κάποιος να λεγε το όνομά του. «Στέφανε». Πήγε στο δωμάτιό του. Φυσικά, δεν υπήρχε κανείς. Αφού η Ελένη είχε φύγει το προηγούμενο βράδυ, δεν είχαν κοιμηθεί μαζί. Περνώντας από το σαλόνι για να πάει στην κουζίνα παρατήρησε πως
13/305 η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή. Ο αέρας, σκέφτηκε. Κούνησε το κεφάλι του και ξαναγύρισε στο μπάνιο. Το παραθυρόφυλλο είχε ξαναγυρίσει στη θέση του. Έκλεισε το χερούλι και τράβηξε την κουρτίνα. Ο τροχός της τύχης έσβησε στο γαλάζιο φως. Η ώρα ήταν οκτώ και δέκα. Μια χαρά. Σε καμιά ώρα θα βρισκόταν στην Παιανία, στην Intrathink, στην εταιρεία όπου εργαζόταν. Ο Στέφανος ήταν προγραμματιστής, υπεύθυνος σε ένα μεσαίου μεγέθους έργο πληροφορικής. Ήταν από τους καλύτερους στην ηλικία του, με αλματώδη εξέλιξη στην ιεραρχία. Την προηγούμενη μέρα παρέδωσε ένα πρότζεκτ, για το οποίο η ομάδα του είχε εργαστεί πολλούς μήνες. Σύστημα Διαχείρισης Πρακτικών Ελληνικού Κοινοβουλίου. Δεκάδες χιλιάδες ώρες με ό,τι άρθρωσαν για δεκαετίες στην αίθουσα της Βουλής οι πατέρες του Έθνους είχαν βρει επιτέλους το ηλεκτρονικό τους κατάλυμα. Ύστερα από τρεις συνεχείς μέρες ύπνο στους ξενώνες της Παιανίας, είχε κοιμηθεί επιτέλους σπίτι του. Με την Ελένη είχαν βρεθεί το βράδυ, έστω και για ένα τρίωρο, το οποίο πέρασαν σχεδόν αποκλειστικά στο κρεβάτι. Aυτή την περίοδο ολόκληρος ο κόσμος του Στέφανου συνοψιζόταν σε δύο λέξεις: Μία με τεράστια γεωμετρικά bold γράμματα -μόνιμη επιγραφή της καθημερινότητάς του- κι από κάτω μία άλλη, με καλλιγραφική γραμματοσειρά, που μεγεθυνόταν μέρα τη μέρα. Intrathink και Ελένη. Όσο περνούσε ο καιρός η δεύτερη άρχιζε να φτάνει σε μέγεθος την πρώτη. Άνοιξε τη βρύση στο τέρμα για να παρασύρει το νερό και το τελευταίο κύτταρο αίματος κι ένιωσε σαν κάποιος να του ηλέκτριζε ένα ένα τα εναπομείναντα ερυθρά αιμοσφαίρια στις φλέβες. β. Intrathink «Στέφανε, πήρε ο Γιάννης...» «Ο βασάς ή ο Αθήνα 2004;»
14/305 «Ο Αθήνα 2004». «Τι θέλει;» «Κάτι για το σύστημα Ηλεκτρονικής Κράτησης Θέσεων. Για την ασφάλεια μεταφοράς πληρωμών. Χτες έσπασαν κι άλλους κωδικούς. Ήθελε και...» «Θα τους γαμήσουν τελευταία στιγμή τους Αγώνες» διέκοψε ο Στέφανος. «Γιατί πήρε εμάς; H ευθύνη τώρα είναι στους δίπλα». «Oκέι, του λέω να πάρει τον Δημήτρη. Ρε συ, ήδη σε βλέπω καλύτερα. Την είδες χτες;» Έκανε πως δεν άκουσε. Το μόνο που δεν ήθελε εκείνο το πρωί ήταν συζητήσεις με τον Αλέκο Χριστοδούλου περί έρωτος. «Τι άλλο είπε ο βασάς;» ρώτησε αφηρημένα. «Μα σου πα, δεν ήταν ο Γιάννης ο βασάς, ο άλλος ο Γιάννης ήταν, από τον Αθήνα 2004». «Τέλος πάντων, τι...» «Καλά, αλλού ξημερωμένος...» Ναι, αλλού... Της είχε στείλει μήνυμα στο κινητό το πρωί. Καμιά απάντηση ως τώρα. Tο μηχάνημα σιωπούσε. Βέβαια μπορεί και να μην είχε τελειώσει ακόμα από το εξεταστικό κέντρο. Αλλά και χτες, τίποτα; Το βράδυ, καμιά ώρα αφού έφυγε από το σπίτι του την πήρε στο σταθερό, βγήκε ο τηλεφωνητής. Ύστερα δοκίμασε στο κινητό, το χε κλειστό. Ήταν αργά βέβαια και μάλλον θα κοιμόταν. Ήξερε πως έπρεπε να ξυπνήσει πρωί πρωί για να κάνει μια εξέταση στο Biocheck. Τσουξίματα, δύσοσμα υγρά. Επιρρεπής στους μύκητες. Ήταν κι αυτά τα στενά παντελόνια που φορούσε συνέχεια... Έστω να κοιμόταν λοιπόν. Αλλά δεν είδε τις αναπάντητες το πρωί; Δεν άκουσε το μήνυμα στον τηλεφωνητή; Η ουσία ήταν ότι το φακελάκι δεν είχε κάνει την εμφάνισή του στον ψηφιακό ορίζοντα του Nokia. Το γνώριμο φακελάκι που εμφανιζόταν μαζί με την αποθηκευμένη της μορφή. LNI. Την είχε αποθηκεύσει ο Στέφανος την Ελένη. Όχι όμως με τον ίδιο τρόπο όπως τις άλλες. Την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα -έγινε γρήγορα, στο δεύτερο ραντεβού, σπίτι της- προχώρησε στο
15/305 αναμενόμενο, την ενέταξε στη λίστα. Αριθμός τριάντα τέσσερα. Προχώρησε και σε μια πρώτη καταγραφή. Μέρα γνωριμίας, τόπος ραντεβού, τι έκαναν, πού το καναν... Όμως στο τρίτο ραντεβού μπήκε στο αρχείο και τα σβησε όλα. Ο κάδος ανακυκλώσεων -αυτός ο ψηφιακός Άδης- κατάπιε με μία μπουκιά τη στατιστική της γνωριμίας. Oι αληθινές μνήμες δεν γινόταν να αποθηκευτούν Ο Στέφανος είχε ερωτευτεί άλλες δύο φορές. Λάθος όρος. Είχε κινητοποιηθεί συναισθηματικά, το αποδίδει μάλλον καλύτερα. Η πρώτη ήταν στην Κρήτη, στο Πανεπιστήμιο, όταν ήταν είκοσι ενός ετών. Μια πληθωρική, μελαχρινή φοιτήτρια από το Ηράκλειο. Η δεύτερη, ήταν πέντε χρόνια αργότερα: μια Ιρλανδέζα νοσοκόμα στην Αγγλία. Εκρηκτικό ταμπεραμέντο και θύελλα στο κρεβάτι. Κι οι δύο σχέσεις κράτησαν πέντε μήνες. Το ζήτημα έρωτας, ως είδος συμπεριφοράς, δεν ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό του. Φυσικά δεν έφτανε στο σημείο να υποστηρίζει τα αποτελέσματα της έρευνας του Πανεπιστήμιου του Κορνέλ ότι πρόκειται για μια χημική ουσία και συγκεκριμένα ένα κοκτέιλ φαινυλαιθαμύνης, οξυτοκίνης και ντοπαμίνης που κυκλοφορεί στο αίμα και προκαλεί μια ιδιαίτερη αντίδραση, αλλά ήταν ένα από τα φαινόμενα της ζωής που δεν του ήταν εύκολο να ορίσει. Πότε μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι είναι ερωτευμένος; Το χε διαβάσει κάπου -σ ένα non fiction, γιατί η λογοτεχνία βρισκόταν στο τέλος της λίστας των ενδιαφερόντων του- και το υποστήριζε για ένα διάστημα: όταν είναι έτοιμος να διαφοροποιηθεί, όταν μπορεί να εγκαταλείψει μια κεκτημένη εμπειρία που έχει ήδη φθαρεί και νιώθει την παρόρμηση ν αλλάξει ζωή. Αυτά στη θεωρία. Γιατί στην πράξη η κεκτημένη εμπειρία ζωής του Στέφανου είχε οικοδομήσει μια εξαιρετικά ισχυρή βάση. Οι αντιστάσεις της στη διαφοροποίηση ήταν γιγάντιες. Η παρόρμηση μπορεί κατά καιρούς να εμφανιζόταν, αλλά όταν τολμούσε να σηκώσει το κεφαλάκι της, κατέφθανε ένα τεράστιο αρχείο από το εσωτερικό του σκληρού του δίσκου και την κονιορτοποιούσε.
16/305 Αυτά ως τη στιγμή που γνώρισε την Ελένη. Εκεί όμως που η υπόθεση θα ακολουθούσε τη γνώριμη μοίρα, συνέβη το αναπάντεχο. Ο Στέφανος άρχισε να νιώθει όσα του ήταν οικεία, τις συνήθειές του, τη διαχείριση του χρόνου του, τις εμμονές του, με λίγα λόγια το σύμπαν του ολόκληρο να διολισθαίνει, να κυλά σαν νερό μέσα απ τα δάχτυλα. Έπιανε τον εαυτό του να θέλει να σταματήσει τη ροή, να προσπαθεί ν αποκτήσει και πάλι τον έλεγχο και να μην τα καταφέρνει. Για πρώτη φορά ένιωθε το σύστημα «Στέφανος» να λειτουργεί απρόβλεπτα, να τρέχει μόνο του, χύμα. Ωστόσο έντεκα χρόνια μιας παγιωμένης μεθόδου συμπεριφοράς δεν ανατρέπονται εν μια νυκτί. Η δουλειά, η καριέρα, ήταν για τον Στέφανο το βασικό του στήριγμα, η λυδία λίθος της προσωπικότητάς του. Όχι, αυτό το κάστρο δεν είχε πέσει ακόμα. Όλα τα υπόλοιπα, η Ελένη τα είχε επηρεάσει, διαβρώνοντας σταδιακά το βράχο των συνηθειών του μέσα από ένα αόρατο αυλάκι που κατέτρωγε αθόρυβα τα επάλληλα στρώματα του εγώ του. Έρωτας; Τη φοβόταν τη λέξη. Δεν είχε τρόπο, δεν είχε μέθοδο να την ερμηνεύσει. Κι όμως η πραγματικότητα ήταν αυτή. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Στέφανος ήταν στ αλήθεια ερωτευμένος. Κι ας μην είχε ακριβώς καταλάβει τι του συνέβαινε. Η Ελένη δούλευε στην Atticart, στη διαφημιστική του πατέρα του, στο ατελιέ. Tη γνώρισε ένα πρωί που είχε περάσει να ελέγξει κάτι στο Photoshop. Ήταν μόλις η τρίτη μέρα εργασίας της κι εκείνος την επομένη άρχιζε το πρότζεκτ. Είχαν πάει κι οι δύο νωρίς και δεν ήταν κανείς άλλος στο γραφείο. Τα μάτια. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε. Κάτι στην ίριδα, κάτι ακόμα πιο βαθύ κι απ το καστανό, τον μαγνήτισε αμέσως. Αυτά τα μάτια έμοιαζαν να μην ανήκουν στον εικοστό πρώτο αιώνα. Ένιωθε ότι τον κοίταζαν μέσα από έναν αναγεννησιακό πίνακα, με το βλέμμα να διατρυπά το μουσαμά, ν αυτονομείται και να ακυρώνει ακαριαία όλα όσα τον είχαν αντικρίσει. Το δεύτερο ήταν το χρώμα των μαλλιών
17/305 της. Κόκκινο, μιας απόχρωσης εντελώς ξεχωριστής, σαν να βγαινε από την καρδιά ενός λουλουδιού. Το τρίτο ήταν μια μικρή ελιά που είχε πάνω από τη μύτη και την έκανε να μοιάζει με Ινδή πριγκίπισσα, και το τέταρτο, μια κίνηση που έκανε με το λαιμό της έτσι όπως έσκυβε στον υπολογιστή, ένα τέντωμα των μυών παραπάνω, μια έκταση προς κάπου... Κάτι του θύμιζε αυτή η κίνηση, κάτι πολύ παλιό, πολύ οικείο, κάτι το οποίο κανένας υποθάλαμος του εγκεφάλου δεν ήταν σε θέση να του φέρει στο νου. Κάποια στιγμή η Ελένη φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου της προς το πρόσωπό του κι εκείνος το ερμήνευσε σαν κάλεσμα, όπως άλλωστε και ήταν. Κι έτσι όπως μιλούσαν -εκείνη με τη δροσερή, τραγουδιστή φωνή της- για θέματα άσχετα, της δουλειάς, ο Στέφανος αισθάνθηκε κάτι πρωτόγνωρο. Δεν είχε ετικέτα αυτή η αίσθηση. Ήταν σαν μια νέα γλώσσα, σκέφτηκε στην αρχή, μια καινούργια σειρά κανόνων που όφειλε να επεξεργαστεί. Προσπάθησε να της δώσει όνομα, να την κατατάξει, αλλά εις μάτην. Αρχικά θύμωσε που δεν κατάφερνε να την ορίσει. Ύστερα όμως, την άφησε ελεύθερη να τρέχει. Κι όπου τον πήγαινε. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Mια καινούργια αίσθηση, μια άγνωστη λογική είχε αρχίσει δειλά δειλά να ξεγλιστρά μέσα από τις λίστες δεδομένων, τα αρχεία και τα προγράμματα. Με την Ελένη κάθισαν μαζί για καμιά ώρα, ώσπου ήρθε η Κάτια, η γραμματέας του ατελιέ, να του πει πως τον ζητούσε ο πατέρας του. Η ίδια Κάτια, η οποία του είχε ήδη επαναλάβει δύο φορές εκείνο το πρωί: «Στέφανε, δεν έχει έρθει. Κάτι θα της έτυχε. Μην ανησυχείς. Όλα καλά στο ατελιέ, το πρόγραμμα τρέχει ρολόι». Η Κάτια νόμιζε πως ανησυχούσε για το πρόγραμμα... Ήταν μόλις η τρίτη φορά όλους αυτούς τους επτά μήνες που είχε πάρει τηλέφωνο στο τμήμα της. Είχαν αποφασίσει από κοινού ότι κανείς από την εταιρεία δεν θα μάθαινε το παραμικρό για τη σχέση τους. Και πρώτος απ όλους ο πατέρας του.
18/305 Λίγο πριν μπει στην Intrathink, εννιά και πέντε, την ξαναπήρε στο κινητό. Τίποτα, δεν μπορούσε να συνδεθεί. Έστειλε ένα γραπτό μήνυμα: «Πού είσαι;». Η αναφορά δεν έφτασε. Το κινητό της ήταν νεκρό. Ή το χε κλείσει -κάτι που δεν έκανε ποτέ- ή είχε πέσει η μπαταρία, ή τι; «Πού είσαι;» Ο Αλέκος. «Τι;» «Τι τι; Τον ήπιαμε, Στέφανε, έτσι;» «Τι ήπιαμε, δεν...» «Ερωτεύτηκες ρε;» «Μη λες μεγάλες κουβέντες...» «Όχι, ρε συ, θετικά το λέω, μπράβο, χαίρομαι, σ έχει αλλάξει ξέρεις...» «Τι εννοείς;» «Το πρόσωπό σου... Έχει σπάσει κάτι που είχες. Πώς να σ το πω... Δεν είμαι καλός σ αυτά. Κάτι... Κάτι που χουμε όλοι σ αυτή τη δουλειά». Η εικόνα του αίματος να τρέχει στο νιπτήρα. «Όλοι στον προγραμματισμό έχουμε κάτι στο πρόσωπο;» «Ε, δεν έχουμε; Σαν ποδοσφαιριστές που βγαίνουν φωτογραφία πριν απ τον αγώνα είμαστε. Δεν έχουν όλοι την ίδια φάτσα; Δε διακρίνεται κάποια... Πώς το λένε; Κάποια ειδοποιός διαφορά». «Μη μου πεις πως έχω την ίδια φάτσα με σένα» είπε ο Στέφανος κοιτάζοντας το πρόσωπο του συνομίληκού του φίλου. Το κεφάλι του ήταν δυσανάλογα μεγάλο, τα αυτιά ελαφρώς πεταχτά, η μύτη γαμψή, κι ευτυχώς που υπήρχε το θεληματικό πιγούνι και διέσωζε κάπως την κατάσταση. Όσο για το σώμα του, ήταν πλαδαρό, παραμελημένο, διαμορφωμένο στην τύχη, κάτι που ποτέ δεν θα επέτρεπε ο ίδιος στον εαυτό του. Ο Στέφανος ήταν άλλης κοπής. Ψηλότερος, γύρω στο ένα ογδόντα πέντε, μελαχρινός, με αθλητικό σώμα, αριστοκρατική, λεπτή
19/305 μύτη, μαλλιά λίγο σπαστά, χτενισμένα προς τα πίσω, μάτια καστανά, μικρά και ελαφρώς σκιστά -μελαγχολικά τα έλεγε η Ελένη- φρύδια πυκνά, δέρμα σταρένιο, στόμα καλοσχηματισμένο, σαγόνι λεπτό, ψηλό λαιμό. Το πρόσωπό του ανέδιδε μια αθωότητα, μια παιδικότητα, αν και πάνω του υπήρχε μια παραφωνία, μια απροσδόκητη νότα ωρίμανσης. Κάποιοι έντονοι για την ηλικία του κύκλοι κάτω από τα μάτια, χαρακτηριστικό το οποίο τον ακολουθούσε περιέργως από τα πρώτα κιόλας μετεφηβικά χρόνια. Ο Αλέκος ήταν ο καλύτερός του φίλος στην Intrathink. Η ζωή του ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα της καθημερινότητας ενός τριαντάχρονου προγραμματιστή σε εταιρεία. Ήταν τύπος που λάτρευε το junk food και την trash τηλεόραση του 90. Καθόταν στα chat1 ως τα χαράματα κι ήταν μέλος διαφόρων discussion groups2 για θέματα πληροφορικής. Αγαπημένο του ναρκωτικό, όπως στους περισσότερους συνάδελφους, η καφεΐνη. Έπινε δέκα τουλάχιστον καφέδες τη μέρα. Στιγμιαίους! Οδηγούσε ένα γκολφάκι, πήγαινε διακοπές στη Σαμοθράκη κι είχε αφόρητη πιτυρίδα. Με τον Αλέκο είχαν πολλά κοινά σαν χαρακτήρες, με εξαίρεση το αυτοκίνητο -εκείνος οδηγούσε Λάντσια- και την αγάπη του φίλου του για τις Σοβιετικές του 090. Ο Στέφανος σχεδόν αναγνώριζε τον εαυτό του στον συνεργάτη του. Από τότε όμως που γνώρισε την Ελένη, πράγματα που στον Αλέκο του φαίνονταν ανέκαθεν οικεία, άρχισαν σταδιακά να μπαίνουν στο μικροσκόπιο, να αμφισβητούνται. Ο καφές ωστόσο και η πιτυρίδα παρέμεναν σταθερά κοινά γνωρίσματα. Ο Στέφανος βέβαια, εκτός από πιτυρίδα, κουβαλούσε κι ένα έκζεμα στις παλάμες και στο λαιμό που κάθε τόσο υποτροπίαζε. Το δέρμα του ξεραινόταν, γινόταν τραχύ κι είχε έντονο κνησμό με κοκκινίλες. «Άγχος», είχε αποφανθεί ο δερματολόγος κι όπως ήταν φυσικό ο Στέφανος το πάλευε ορθολογικά: με ενυδατικές και κορτικοστεροειδή. Αποτέλεσμα: μηδέν.
20/305 «Άνθρωποι που ζούμε μπροστά σε μία οθόνη, μέσα στα προγράμματα, στα data,1 τι περίμενες, να μαστε αλλιώτικοι; Όπως κοιτάξεις την οθόνη θα σε κοιτάξει. Tι είναι ρε συ; Ένας καθρέφτης είναι. Σκέψου πόσες ώρες σιωπής έχεις περάσει μπροστά σ αυτό το κουτί. Μπροστά στο χάος» είπε ο Αλέκος. «Το χάος, ναι, το οποίο...» «...και πρέπει...» «...να βρει τη θέση του». «Να, τώρα μιλάς! Σαν να λες, αυτή είναι η δουλειά μας!» «Μα αυτή δεν είναι; Βιβλιοθηκάριοι. Το δίκτυο είναι ένα τεράστιο υπόγειο με χύμα πληροφορίες, σκεφτείτε εκατομμύρια βιβλία πεταμένα στην τύχη στο πάτωμα. Κάποιος πρέπει να τα ταξινομήσει. Όλα αυτά τα διασκορπισμένα, τα χαμένα, τα ορφανά, θα τα βάζετε στη θέση τους, θα τους βρίσκετε ράφι, σπίτι. Ο καθηγητής μου στην Αγγλία. Taxonomy» είπε ο Στέφανος κι έδειξε το ομώνυμο βιβλίο στη βιβλιοθήκη του γραφείου του. «Χυμένα bytes, μηδενικά και άσοι» σχολίασε ο Αλέκος. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο γραφείο η Τίνα, μια συνάδελφός τους από το διπλανό τμήμα. Ψηλή, με μεγάλο στήθος, λεπτό στόμα και στρογγυλά γυαλιά. Αμίλητη, έψαξε για μερικά δευτερόλεπτα κάποιους φακέλους κι όταν βρήκε εκείνο που ήθελε, έφυγε, ρίχνοντας στους δυο άντρες ένα φευγαλέο βλέμμα και ψιθυρίζοντας «καλές διακοπές». «Τα θηλυκά της Itrathink. Γυναίκες με...» μουρμούρισε ο Αλέκος κάνοντας τη χειρονομία του χουφτώματος. «Γυναίκες με πέος, θες να πεις». «Κι εγώ που έκανα όνειρα...» «Όνειρα... Θόρυβος στους νευρώνες...» είπε ο Στέφανος κι έκλεισε τον υπολογιστή του δείχνοντας ότι βιάζεται να φύγει. «Α ρε φιλόσοφε! Άντε να την κάνουμε. Κοντεύω να γίνω ένα με τους τοίχους εδώ μέσα». «Τι θα την κάνεις την άδεια, Αλέκο;»
21/305 «Δύο βδομάδες δε φτάνουν ούτε για ζήτω... Θ αράξω. Θα λειώσω στο DVD και στο αλκοόλ. Θα φέρνω μια Ρωσίδα τη μέρα». Ο Αλέκος είχε αδυναμία στον πληρωμένο έρωτα. «Άντε, επιτέλους! Το αξίζεις μεγάλε...» είπε χαμογελώντας ο Στέφανος. «Τα μέτρησα. Εννιά μήνες δουλεύαμε. Συνολικά 274 μέρες. Μείον δεκαέξι Κυριακές κι δεκατρείς αργίες, 245. Βάζω μέσο όρο δέκα ώρες δουλειά τη μέρα: Σύνολο 2450 ώρες!» «Δε σ το χα πει από την αρχή; Δυόμισι χιλιάδες ώρες για να βρεις πόσες επερωτήσεις έκανε ο Καρατζαφέρης και πόσες φορές διέκοψε τη συνεδρίαση ο Κακλαμάνης». «Και πόσες φορές είπε "ιμπεριαλισμός" η Παπαρρήγα...» είπε ο Αλέκος κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του. Είχαν έρθει μόνο γι αυτό. Να κλείσουν τα αρχεία, να τα μαζέψουν και να φύγουν. Η Intrathink, η Δια-σκέψις, όπως την έλεγαν μεταξύ τους, ήταν το δεύτερό του σπίτι. Εκεί ζούσε, εκεί δούλευε, εκεί ενίοτε κοιμόταν, εκεί έτρωγε, εκεί αγόραζε τα απαραίτητα για το σπίτι από το σούπερ μάρκετ της εταιρείας. Εκεί επίσης έπαιζε μπάσκετ τις Κυριακές - μια συνήθεια που είχε κοπεί τελευταία λόγω Ελένης. Οι εργαζόμενοι στην Intrathink έμοιαζαν λίγο με προσκόπους, λίγο με μέλη αίρεσης, λίγο με οικογένεια. Ο μέσος όρος ηλικίας των 3125 εργαζομένων στην εταιρεία ήταν 29.8, κατά διαβολική σύμπτωση όσο ακριβώς και η ηλικία του Στέφανου. Γεννημένος στις 24 Ιουλίου 1974. Τη μέρα της μεταπολίτευσης, το ξημέρωμα, την ίδια ώρα που ο Aρχιεπίσκοπος Σεραφείμ όρκιζε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή πρωθυπουργό, παρουσία του στρατηγού της χούντας Φαίδωνα Γκιζίκη. «Ομνύω ομνύω», θυμόταν ο Στέφανος από το μαυρόασπρο βίντεο που του έβαζε παλιά ο πατέρας του. Τον Καραμανλή με το χέρι στο Ευαγγέλιο να επαναλαμβάνει: «Ομνύω». Με το νι παχύ. «Να, τότε γεννιόσουν». «Ομνύω...» Τι λέξη, να συνδέσεις την ύπαρξή σου μαζί της! Ειδικά για κάποιον σαν τον Στέφανο, για τον οποίο η πολιτική με την τρέχουσα έννοια έπαιζε στη ζωή του τον ίδιο ρόλο με τη λογοτεχνία: μηδαμινό.
22/305 «Πολιτική είναι η επιστήμη, πολιτική είναι η δουλειά μου», έλεγε και το πίστευε. 24 Ιουλίου 1974. Τρεις μήνες νωρίτερα οι γονείς του είχαν επιστρέψει από το Παρίσι. Δε ζούσαν στο εξωτερικό εξαιτίας της δικτατορίας, δίχως αυτό να σημαίνει ότι ο πατέρας του δεν είχε εμπλακεί με αντιδικτατορικές οργανώσεις, είχε να λέει μάλιστα ότι κάποτε γνώρισε σ ένα σπίτι στη rue Daguerre τον Γιωτόπουλο. Η ουσία ήταν ότι από το 67 ο Άγης Καλοθέου βρισκόταν ήδη δύο χρόνια στη Γαλλία και σπούδαζε διαφήμιση. Με τη Ρέα Καψάσκη γνωρίστηκαν το 72. Ήταν ένα κορίτσι από εύπορη οικογένεια με έξι αδέρφια, τα υπόλοιπα πέντε αγόρια. Το κάθε παιδί έκανε με τη σειρά του την επανάστασή του στο μεγαλοαστικό περιβάλλον. Ένας κατατάχτηκε στη Λεγεώνα των Ξένων, άλλος πήγε σε μια σέχτα στην Ινδία, άλλος έγινε σκηνοθέτης και τριγυρνούσε στην επαρχία με τον Τορνέ, άλλος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ικαρία κι ένας έπεσε στην ηρωίνη. Της μητέρας του της κλήρωσε το Παρίσι. Όταν τη γνώρισε ο Άγης Kαλοθέου, δούλευε σ ένα μπαρ στο Μονπαρνάς, έμενε σ ένα κοινόβιο κι ήταν μέσα στο ροκ, στο διαλογισμό και τη μαριχουάνα. Γοητεύτηκε από αυτό το έντονο πλάσμα που έμοιαζε με Ινδιάνα, με τα τονισμένα ζυγωματικά, τα μακριά μαύρα μαλλιά και τα αμυγδαλωτά μάτια. Την ερωτεύτηκε. Εκείνη δεν άργησε να μείνει έγκυος, παντρεύτηκαν κι αποφάσισαν να γυρίσουν. Όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, η Ρέα Καλοθέου υπέστη ριζική μεταμόρφωση. Σαν η κυτταρική μνήμη να ανέσυρε όχι μόνο την αστική καταγωγή, αλλά και την υφέρπουσα υστερία της μητέρας της κι η μαγεία ανάμεσα στο ζευγάρι άρχισε να σβήνει. Ο Άγης Kαλοθέου γινόταν σταδιακά όλο και πιο απόμακρος, εκείνη πάθαινε κάθε τόσο κι από μία νευρική κρίση. Το μόνο που απέμεινε να της θυμίζει τις ανέμελες χίπικες μέρες ήταν η αγάπη της για το μαύρο. Τα προβλήματα στη σχέση ήταν πια έντονα. Σίγουρα τα επιδείνωσε και ο θάνατος ενός παιδιού, τέσσερις μόλις μέρες μετά τη γέννησή του. Ένα αγοράκι, που γεννήθηκε με σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά. Ο
23/305 Στέφανος ήταν τότε δύο ετών. Το έμαθε φυσικά πολύ αργότερα. Κάποια στιγμή ο πατέρας του έμπλεξε με μια μικρούλα, ακολούθησαν άγριοι τσακωμοί που κατέληξαν μέχρι και στα εφημερεύοντα, και τέλη της δεκαετίας του 70 χώρισαν. Ο Στέφανος έμεινε με τη μητέρα του ως τα δώδεκά του, οπότε συνέβη. Η μητέρα του πέθανε. Τη βρήκε η οικιακή βοηθός πεσμένη στο μπάνιο, μπρούμυτα, με τα μαλλιά της να δημιουργούν έναν μαύρο ακτινωτό ήλιο πάνω στα λευκά πλακάκια. Η ιατρική γνωμάτευση ήταν σαφής: ανακοπή. Ήταν 4 Μαΐου του 1986, όταν ο Στέφανος γύρισε στο σπίτι ένα μεσημέρι απ το σχολείο -έμεναν στο Χαλάνδρι σε μονοκατοικία- και το είδε γεμάτο ανθρώπους με άσπρες μπλούζες. Ο πατέρας του, που είχε ειδοποιηθεί αμέσως, τον πήρε από το χέρι, τον πήγε στο δωμάτιό του και χαϊδεύοντάς του το κεφάλι, του πε: «Τώρα είμαστε οι δυο μας, αγόρι μου». Εκείνος δεν τον κοίταζε, κοίταζε κάτω, στο χαλί, έναν κεντημένο κόκκινο δράκο που έβγαζε φωτιές. Δεν υπήρχε ιστορικό για πρόβλημα στο κυκλοφορικό, με αποτέλεσμα να διαδοθούν φήμες για «ναρκωτικά», ωστόσο όσοι την ήξεραν, μπορούσαν να πιστοποιήσουν πως η Ρέα Καλοθέου δεν το είχε χοντρύνει ποτέ το παιχνίδι. Από τότε που πέθανε η μητέρα του ως το 92, οπότε τέλειωσε το λύκειο, ο Στέφανος έμεινε με τον πατέρα του. Το 88, δύο χρόνια μετά το θάνατό της, στο σπίτι εγκαταστάθηκε η νέα σύντροφος του Άγη Καλοθέου, η Μίνα Καρρά, μια ψηλή, αδύνατη κοπέλα, με πυρόξανθα μαλλιά και λευκή επιδερμίδα. Η Μίνα ήταν δικηγόρος, πανέξυπνη, ετοιμόλογη, με πολύ χιούμορ και στιλ. Τη συμπάθησε από την αρχή κι είχαν πάντοτε πολύ καλές σχέσεις. Aυτά ως το 95, όταν η Mίνα έφυγε ξαφνικά από τη ζωή του πατέρα του. Πέρα από την απώλεια της μητέρας του, κι η ίδια η αλλαγή περιβάλλοντος ήταν σημαντική για τον Στέφανο. Εκείνη ακριβώς την εποχή ήταν που άρχισε να διαβάζει μετά μανίας. Όχι όμως νεανικά μυθιστορήματα και κόμικς, όπως θα περίμενε κανείς από ένα παιδί στην αρχή της εφηβείας, αλλά μαθηματικά και θετικές επιστήμες. Η άλγεβρα και το μικροσκόπιο είχαν επικρατήσει κατά κράτος του Ιβανόη και του Αστερίξ.