ΘΕΜΑ: ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΤΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ



Σχετικά έγγραφα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ & ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

σχέσης εξαρτημένης εργασίας, προσλαμβάνεται προσλαμβάνεται οι συνθήκες πραγματικής απασχόλησης bareboat charter skippered charter

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΚΩΝ ΠΛΟΩΝ ΑΠΟ ΠΛΟΙΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΙΜΕΝΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Α.Π ΓΧ/ΠΚ/ΜΣ 30 Αυγούστου 2013

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ...2 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗΣ;...5 ΠΟΙΑ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΤΗΡΕΙΤΑΙ;...5

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

ΜΕΡΟΣ 1 Ο ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ... 2 ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ... 5 ΦΥΣΗ ΣΣΕ...

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Άρθρο 6ο Καταβολή αποδοχών

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3611, 14/6/2002

Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας / 823 /

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Έως 12/2010 (Ν. 3871/2010 και Ν.3899/2010)

Πράξη 6 της (ΦΕΚ Α 38/ ) Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. «Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των πτυχιούχων µηχανικών κλωστοϋφαντουργών ΤΕΙ»

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΜΑΙΟΣ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Βιολόγων που απασχολούνται στις κλινικές και στα Ιατρικά Διαγνωστικά Κέντρα όλης της Χώρας»


ΑΔΑ: 45Ψ1Λ-ΝΧ4 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Ι

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Άρθρο 19 Ναυτολόγηση

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 43/2005

Αριθμ. Φ.80000/οικ.46214/1903/2017 Αναλυτική Περιοδική Δήλωση και καταβολή εισφορών Ναυτικών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 Ο ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ, ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ,ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Π.Κ. 68/ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΧΗΜΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των καθηγητών που εργάζονται στ α Φροντιστ ήρια Μέσης Εκπαίδευσης Νοµού Αττικής

ΣΥΛΛOΓlKH ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ των Οινολόγων όπως αυτοί ορίζονται από τον 1697/87, που απασχολούνται σε Επιχειρήσεις όλης της χώρας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αθήνα, 19 Μαρτίου 1988 ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Π.Κ. 50/ ΑΡΘΡΟ 1 ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των αισθητικών συμβούλων όλης της Χώρας»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

Εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα της γυναίκας εν μέσω οικονομικής κρίσης

Εργασιακά Θέματα. Επιχειρήσεις Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3623, 19/7/2002

(Φ.Ε.Κ. 79/Α/ )

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Εργασιακά Θέματα. Δώρο Πάσχα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εργατικό ατύχημα Γενικά Προϋποθέσεις Υποχρέωση για πρόνοια... 3 Πηγές... 5 Συντακτική ομάδα...

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΝΟΜΟΣ 2819/2000(ΦΕΚ 84 Α /15 Mαρτίου 2000)

ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 45/2003

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

ΠΥΣ 6/ Πράξη 6 της Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012.

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Αθήνα, 06 Φεβρουαρίου Κυρία Διαλεκτή ΖΩΤΑΚΗ Πρόεδρο Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Κιλκίς Κιλκίς. Κυρία Ζωτάκη,

Ο Δήμαρχος, ως εκπρόσωπος του Δήμου, βάσει του άρθρου 58 παρ.1 α Ν.3852/2010, και έχοντας υπόψη:

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Π.Κ. 140/ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 51/2005. Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Μουσικών της Φιλαρμονικής του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης

Ενημερωτικό Σημείωμα

2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης (ή 24/12 x μήνες απασχόλησης)(στρογγυ λοποίηση του

Πρόλογος. αξιολόγησή τους.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

«Παροχή ιατρικών υπηρεσιών ιατρού και νοσηλευτή με συμβάσεις. Οι εν λόγω συμβάσεις δεν αποτελούν συμβάσεις μίσθωσης έργου, καθόσον

2. Σχετικά με τους ειδικευμένους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., οι οποίοι είναι Δημόσιοι Λειτουργοί, παρά τις θεωρητικές κατασκευές για τις ιδιαιτερότητες

Π.Κ. 137/ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΑΣΟΛΟΓΩΝ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Ρύθµιση θεµάτων για την εφαρµογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012. ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΚΤΟΠΛΟΪΑΣ ΚΑΙ CABOTAGE ΜΑΘΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΣΑΛΙΚΙΔΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΣΟΓΚΑ ΜΑΡΙΑ 30/10/2009

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντάκτης ομάδας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΘΕΜΑ: Πρόγραμμα επιχορήγησης μικρών επιχειρήσεων που απασχολούν 0-3 άτομα για την μερική απασχόληση ανέργων ηλικίας έως 50 ετών

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ (ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Απαλλαγή Πληρωμής Ασφαλίστρων λόγω Ανικανότητας

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 2008 ΤΗΣ ΠΕΜ-ΟΤΑ

εργασίας του προσωπικού των κινηματογραφικών επιχειρήσεων όλης της χώρας.

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 165/2000 (ΦΕΚ 149/τ. Α / )

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΧΗΜΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

. -Ένωση Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Τηλέφωνο:

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Transcript:

Τ.Ε.Ι ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΤΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΚΑΛΑΜΠΟΥΚΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή.σελ.1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1.1 Ατομική σχέση εργασίας...σελ.6 1.2 Η θεωρία για την ατομική σχέση εργασίας...σελ.6 1.3 Ατομικές εργασιακές σχέσεις υπό ευρεία έννοια..σελ.9 1.3.1 Νομικές σχέσεις..σελ.9 1.3.2 Παροχή έργου ή εργασίας..σελ.9 1.3.3 Προστασία της παροχής εργασίας.σελ.9 1.3.4 Κατηγορίες εργασιακών σχέσεων.σελ.10 1.4 Σχέσεις εξαρτημένης και ανεξάρτητης εργασίας.σελ.10 1.4.1 Η διαίρεση.σελ.10 1.5 Νομική φύση της σχέσεις εργασίας.σελ.11 1.5.1 Ορισμός σελ.11 1.5.2 Σχέση ιδιωτικού δικαίου, ατομική...σελ. 11 1.5.3 Σχέση κυρίως ενοχική..σελ. 11 1.5.4 Διαρκής ενοχική σχέση σελ. 12 1.6 Γένεση και εξέλιξη της σχέσης εργασίας σελ. 12 1.6.1 Γένεση.σελ. 12 1.6.2 Όροι εργασίας και ρύθμισής τους...σελ. 12 1.6.3 Πρωτογενείς συμβατικές υποχρεώσεις...σελ. 12 1.6.4 Ανώμαλη λειτουργία της σχέσης σελ.12 1.6.5 Εξωσυμβατική ευθύνη σελ. 12 1.6.6 Αναστολή και λύση της σχέσης..σελ. 13 1.7 Ορισμένη και αόριστη διάρκεια της σχέσης εργασίας..σελ. 13 1.7.1 Ορισμένη διάρκεια.σελ. 13 1.7.2 Αόριστη διάρκεια...σελ.14 1.8 Δικαιολογημένη πρόβλεψη της ορισμένης διάρκειας σελ.14 1.8.1 Προστασία μισθωτών...σελ. 14 1.8.2 Συμβατική πρόβλεψη..σελ. 14 1.8.3 Κανονιστική πρόβλεψη..σελ. 15 1.9 Συνδυασμοί ορισμένης και αόριστης διάρκειας σελ. 15 1.9.1 Μονιμότητα και όριο ηλικίας.σελ. 16 1.9.2 Παράταση και ανανέωση της σχέσης.σελ. 16 1.9.3 Σύμβαση δοκιμαστικής εργασίας σελ. 16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 2.1 Εύρεση ναυτικής εργασίας σελ. 16 2.2 Σύμβαση εργασίας.σελ. 17 2.3 Η σύμβαση ναυτικής εργασίας.σελ. 18 2.4 Πως καταρτίζεται..σελ. 22 2.5 Πότε υπάρχει σύμβαση ναυτικής εργασίας..σελ. 24 2.6 Τα πρόσωπα στη ναυτιλιακή επιχείρηση..σελ. 24 2.7 Σύμβαση ναυτολογήσεως πλοιάρχου σελ. 28 1

2.7.1 εξουσίες πλοιάρχου και δημοσίου δικαίου.σελ. 30 2.7.2 Εξουσίες πλοιάρχου σελ. 32 2.7.3 Ειδικές υποχρεώσεις πλοιάρχου τεχνικής και οικονομικής φύσεως.σελ.34 2.7.4 Ευθύνη πλοιάρχου..σελ. 35 2.8 Σύμβαση ναυτολογήσεως πληρώματος.σελ. 36 2.9 Υποχρεώσεις δικαιώματα ναυτικού σελ. 37 2.9.1 Παρεπόμενες υποχρεώσεις ναυτικού..σελ. 37 2.9.2 Δικαιώματα ναυτικού δικαίωμα για μισθό..σελ.40 2.9.3 Το δικαίωμα αποζημίωσης για απώλεια προσωπικών αντικειμένων..σελ. 42 2.9.4 Δικαίωμα για νοσηλεία...σελ. 43 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 3.1 Γενικά σελ. 45 3.2 Ώρες εργασίας και ώρες ανάπαυσης ναυτικών.σελ. 46 3.2.1 Τροφοδοσία ναυτικού σελ. 47 3.2.2 Έλεγχος τροφοδοσίας και εδεσματολογίου σελ. 48 3.3 Μέτρα προστασίας νέων ναυτικών σελ. 48 3.4 Ωράριο νέων ναυτικών..σελ. 50 3.5 Επιδότηση..σελ. 52 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 4.1 Λύση σύμβασης ναυτολόγησης πλοιάρχου σελ. 55 4.2 Λύση σύμβασης ναυτολογήσεως...σελ. 56 4.2.1 Προδιάθεση.σελ. 56 4.2.2 Λόγοι αυτόματης λύσης σύμβασης ναυτολόγησης.σελ. 57 4.2.3 Λύση σύμβασης ναυτολόγησης με θέληση των μερών...σελ. 59 4.2.4 Δικαιώματα του ναυτικού σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως. Δικαίωμα για αποζημίωση σελ. 63 4.2.5 Δικαιώματα του ναυτικού σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως. Δικαίωμα για παλιννόστηση και για παραμονή και διατροφή στο πλοίο..σελ. 65 4.3 Συνταξιοδότηση...σελ. 68 4.4 Ναυτικό ατύχημα - αποζημίωση για ναυτικό ατύχημα.σελ.70 4.4.1 Η θέση ζητήματος σελ. 70 4.4.2 Διάφορες απόψεις.σελ. 72 4.4.3 Δίκαιο τόπου του ατυχήματος..σελ. 72 4.4.4 Δίκαιο Σύμβασης ναυτικής εργασίας σελ. 73 4.4.5 Δίκαιο κράτους σημαίας πλοίου..σελ. 74 4.5 Lex Loci Accident και Lex Contractus..σελ. 75 2

4.5.1 Lex Loci Accident σελ. 75 4.5.2 Lex Contractus σελ. 76 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ σελ. 80 3

ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι «εργασιακές σχέσεις» άρχισαν να αποτελούν πεδίο επιστημονικής έρευνας από τα τέλη του 19 ου αιώνα, όταν η βιομηχανική κοινωνία είχε ήδη αναπτυχθεί. Σε μια πρώτη περίοδο η θεωρητική αυτή προσπάθεια κατευθυνόταν κυρίως στην έρευνα ζητημάτων σχετικών με το εργατικό κίνημα και τη δομή των συνδικάτων, στη συνέχεια το επιστημονικό ενδιαφέρον επεκτάθηκε στα ζητήματα που δημιουργεί το ζεύγος «εργασιακή ειρήνη» - «εργασιακές συγκρούσεις, για να περάσει από τα μέσα του 20 ου αιώνα και μετά οπότε άρχισε ραγδαία να αυξάνει ο επιστημονικός προβληματισμός και το ενδιαφέρον για τον αριθμό των εργασιακών σχέσεων στην έρευνα του σημαντικότατου ζητήματος των «συλλογικών διαπραγματεύσεων» και ακολούθως της λεγόμενης βιομηχανικής δημοκρατίας, δηλαδή του νέου θεσμού της «συμμετοχής των εργαζομένων» στη λήψη των αποφάσεων μέσα στην επιχείρηση. Ο όρος «συλλογικές εργασιακές σχέσεις» χρησιμοποιείται από νομικούς με το περιεχόμενο που έχει αποκτήσει στα πλαίσια του δικαστικού κλάδου, ο οποίος τον έχει επεξεργαστεί και αναπτύξει, δηλαδή του κλάδου του «συλλογικού εργατικού δικαίου». Και τούτο γιατί οι συλλογικές εργασιακές σχέσεις αποτελούν αντικείμενο έρευνας στα πλαίσια κι άλλων επιστημονικών χώρων, όπως και στην οικονομία, την πολιτική επιστήμη, την κοινωνιολογία της εργασίας, τη βιομηχανική ψυχολογία, ενώ οι συλλογικές εργασιακές σχέσεις αποτελούν ήδη προ πολλού αντικείμενο και διεπιστημονικής έρευνας. Πρέπει εξάλλου να παρατηρήσουμε ότι αντί του όρου «συλλογικές εργασιακές σχέσεις» συχνά χρησιμοποιούνται οι όροι «επαγγελματικές σχέσεις ή «βιομηχανικές σχέσεις». Μπορούμε όμως να πούμε ότι στη χώρα μας και ιδίως στη χώρα του εργατικού δικαίου έχει επικρατήσει ο όρος «εργασιακές σχέσεις». Αναφέρονται καταρχήν στη μισθωτή εργασία και ανάλογα με την επιλογή της προσέγγισης η αναφορά να περιορίζεται αυστηρά στην εξαρτημένη μισθωτή εργασία που διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο ή να επεκτείνεται και σε άλλους τύπους εργασιακών σχέσεων, όπως για παράδειγμα, στις δημοσιοϋπαλληλικές σχέσεις ή στο χώρο της αγροτικής παραγωγής. Αντικείμενο έρευνας των συλλογικών εργασιακών σχέσεων συνιστά το σύνολο των επίσημων και ανεπίσημων σχέσεων μεταξύ οργανωμένων μισθωτών, εργοδοτών και κράτους, που έχουν ως βάση κανόνες δικαίου κρατικής προέλευσης, είτε επαγγελματικής προέλευσης αλλά και οποιαδήποτε πρακτική κινείται στο περιθώριο του δικαίου, που αναφέρονται στα ζητήματα συλλογικής φύσης τα οποία θέτει το καθεστώς της μισθωτικής εργασίας, ανεξάρτητα εάν οι ρυθμίσεις αυτές αναφέρονται σε θέματα ουσίας ή θέματα διαδικασίας. Εδώ κατατάσσονται όλα τα επιμέρους ζητήματα που 4

αναφέρονται στους ίδιους τους φορείς των συλλογικών εργασιακών σχέσεων (μισθωτούς εργοδότες ) στις μεταξύ τους συγκρούσεις (απεργία ανταπεργία ) στην επίλυση των συγκρούσεων αυτών με συλλογικές διαπραγματεύσεις ή με την παρέμβαση τρίτων (συμφιλίωση, μεσολάβηση, διαιτησία) και στο θεσμό της συμμετοχής των φορέων στα διάφορα κέντρα λήψης αποφάσεων και ιδίως της συμμετοχής των εργαζομένων στο επίπεδο της επιχείρησης. 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1:ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1.1 ΑΤΟΜΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ατομική σχέση εργασίας είναι η έννομη και ειδικότερα η ενοχική σχέση που συνδέει δυο πρόσωπα, από τα οποία το ένα (που λέγεται μισθωτός) υποχρεώνεται να παρέχει με αντάλλαγμα ορισμένη αμοιβή στο άλλο (που λέγεται εργοδότης) την εργασία του σε κατάσταση εξάρτησης απέναντι στον τελευταίο. Η ατομική σχέση εργασίας έχει βέβαια βασικά, ακόμη και σήμερα, ως παραγωγική αιτία της την σύμβαση εργασίας. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο γεγονός ότι και η άκυρη σύμβαση εργασίας μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, κατά τη θεωρία και τη νομολογία, στη θεμελίωση της εργασιακής σχέσης αλλά και στο γεγονός ότι το περιεχόμενο της τελευταίας διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες εξωσυμβατικούς. Η γενική θεώρηση της ατομικής σχέσης εργασίας επιβάλλει κατά πρώτο λόγο την ανάλυση των αντικειμενικών μορφολογικών στοιχείων που τη συνθέτουν. Τα στοιχεία αυτά είναι ανταλλασσόμενες παροχές, δηλαδή, η παροχή εργασίας και ειδικότερα η φύση της εργασίας αυτής ως «εξαρτημένης» από τη μια μεριά η αμοιβή της εργασίας από την άλλη. Επίσης προϋποθέτει και τη μελέτη του προβλήματος του γενεσιουργού λόγου της. 1.2 Η ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Τα στοιχεία που συνθέτουν την ατομική σχέση εργασίας είναι: Η παροχή εργασίας και η ετοιμότητα για εργασία Θεμελιώδες μορφολογικό στοιχείο της ατομικής σχέσης εργασίας είναι η παροχή, από το μισθωτό, εργασίας και μάλιστα σε κατάσταση εξάρτησης απέναντι στον εργοδότη, δηλαδή εξαρτημένης εργασίας. Ο όρος εργασία στη γενικότητά του περιλαμβάνει βέβαια σε κάθε περίπτωση που συνίσταται στην ανάλωση ανθρώπινων δυνάμεων, είτε είναι σωματικές, είτε πνευματικές. Είναι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία ικανοποιεί τις οικονομικές ανάγκες ενός άλλου προσώπου, οποιοδήποτε κι αν είναι το είδος τους. Αυτό που προκύπτει λοιπόν είναι ότι δυο είναι τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν τη νομική έννοια της εργασίας: η ύπαρξη ανθρώπινης δραστηριότητας και η χρησιμοποίησή της για την ικανοποίησή μιας ξένης ανάγκης, δηλαδή της ανάγκης ενός άλλου προσώπου. 1 1. Βλ. Ιωάννης Δ. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ, Θεσσαλονίκη, Β έκδοση, σελ. 191 192. 6

Ανθρώπινη δραστηριότητα Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ανεξάρτητα από το είδος της είναι η εμφανής θετική ανθρώπινη ενέργεια αλλά και οι περιπτώσεις καλυμμένης θετικής ενέργειας, όπως είναι η σκόπιμη ακινησία και ο περιορισμός του ελεύθερου χρόνου. Απλή παράληψη δεν αποτελεί εργασία ακόμη και αν αμείβεται. Στη σκόπιμη ακινησία η συμπεριφορά παρουσιάζεται εξωτερικά ως παθητική, ενώ στην πραγματικότητα περιέχει κάποια θετική προσπάθεια που η φύση της είναι ψυχική ή πνευματική για να μπορέσει το πρόσωπο κατανικώντας εσωτερικά εμπόδια να αποφύγει κινήσεις ή ορισμένες θετικές ενέργειες. Ετοιμότητα για εργασία ως ανθρώπινη δραστηριότητα Ετοιμότητα για εργασία υπάρχει όταν κάποιο άλλο πρόσωπο δέχεται να περιορίσει χρονικά την ελευθερία του για χάρη κάποιου άλλου προσώπου με σκοπό να του προσφέρει εργασία κάθε φορά που θα του ζητηθεί. Άλλοτε το πρόσωπο αυτό πρέπει να βρίσκεται για ορισμένο χρόνο στον τόπο εργασίας, για να παρέχει τις υπηρεσίες του μόλις παρουσιαστεί ανάγκη. Άλλοτε υποχρεούνται να βρίσκονται σε οποιαδήποτε τόπο, αρκεί να δηλώνεται έτσι ώστε να ανευρίσκονται εγκαίρως και να προσφέρουν την εργασία τους μόλις τους ζητηθεί. Τέλος ο απασχολούμενος πρέπει να βρίσκεται σωματικά στον τόπο της εργασίας περιορίζοντας έτσι την ελευθερία του χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένος να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις. Μπορεί δηλαδή ακόμη και να κοιμάται ή να βρίσκεται για ορισμένα διαστήματα έξω από τον τόπο εργασίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει κάποιος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας για χάρη ενός άλλου προσώπου. Διαφέρει όμως κάθε φορά ο βαθμός ετοιμότητας. Στην περίπτωση της γνήσιας ετοιμότητας υπάρχει εγρήγορση των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων. Στις άλλες δυο αυτές τις περιπτώσεις λείπει αυτή η εγρήγορση, υπάρχει όμως αυτός ο περιορισμός του ενδιαφερόμενου στην ελευθερία του να διαθέτει τον χρόνο του, για να ανταποκριθεί στην πιθανότητα κανονικής απασχόλησής του. Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν παρέχεται οπωσδήποτε, κατά τον χρόνο της δέσμευσης των ενδιαφερομένων, ενεργός εργασία ούτε υπάρχει υποχρέωση εγρήγορσης των δυνάμεων τους. Όλοι μας συμφωνούν ότι υπάρχει απασχόληση που οφείλεται στη δέσμευση ορισμένου προσώπου ως προς τη διάθεση του χρόνου του. Στην πρώτη περίπτωση, της γνήσιας ετοιμότητας, η ετοιμότητα εξομοιώνεται ολότελα με την κανονική εργασία, γιατί υπάρχει, πέρα από τη δέσμευση του προσώπου και εγρήγορση των δυνάμεών του. Στις υπόλοιπες όμως περιπτώσεις η ετοιμότητα δεν 7

ταυτίζεται με πραγματική εργασία. Είναι ζήτημα πραγματικό ο βαθμός ετοιμότητας από τον οποίο εξαρτάται η κρίση για το αν υπάρχει κανονική απασχόληση ή ετοιμότητα κλήσης. Εφόσον αποδειχθεί το τελευταίο, κατά τη νομολογία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, όπως π.χ. εκτός αντίθετης συμφωνίας, οι διατάξεις για το ελάχιστο όριο αμοιβής, για την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας ή της κυριακάτικης εργασίας ή της νυχτερινής εργασίας. Δημιουργεί όμως οπωσδήποτε την υποχρέωση για κάποια αμοιβή και, αν συνδυάζεται με κάποια ενεργό υπηρεσία, δημιουργεί υποχρέωση για πρόσθετη αμοιβή. Πιο σωστό είναι να δεχθούμε ότι δεν εφαρμόζονται εκείνες οι διατάξεις που δεν συμβιβάζονται με τον ιδιότυπο χαρακτήρα της ετοιμότητας, (ελάχιστα όρια αμοιβής χρονικά όρια εργασίας), γιατί η ετοιμότητα δεν αποτελεί κανονική εργασία. Οι άλλες όμως διατάξεις (π.χ. οι διατάξεις για τις άδειες, δώρα εορτών, υποχρέωση για πρόνοια) μπορούν να εφαρμοστούν με αναλογικό τρόπο. Ως γενική αρχή θα μπορούσαμε να δεχτούμε την εξομοίωση του χρόνου μη γνήσιας ετοιμότητας με χρόνο υπηρεσίας και του χρόνου πραγματικής προσφοράς εργασίας με χρόνο εργασίας. Έτσι πρέπει να δεχτούμε ότι, εφόσον επικολλείται κάποιος την ετοιμότητα κλήσης, αυτή αναφέρεται στο γεγονός δέσμευσης της ελευθερίας του. Όμως, τις χρονικές στιγμές στις οποίες προσφέρει πραγματική εργασία, η ετοιμότητα μετατρέπεται σε κανονική απασχόληση. Αν λοιπόν κλήθηκε να εργαστεί κάποιος Κυριακή θα πρέπει να αμειφτεί κανονικά για την εργασία του αυτή. Αν η ετοιμότητα κλήσης συνδυάζεται με ενεργό υπηρεσία, με την έννοια ότι μετά την κανονική εργασία υπάρχει δέσμευση στη διάθεση του ελεύθερου χρόνου, δεν οφείλεται αμοιβή για υπερωριακή εργασία για το γεγονός της δέσμευσης γιατί δεν πρόκειται για κανονική εργασία. Με το ίδιο πάλι πνεύμα θα πρέπει να γίνει δεκτή η εγκυρότητα της ρήτρας «υποαπασχόληση», δηλαδή η δέσμευση του μισθωτού να προσφέρει πραγματική απασχόληση τις ημέρες που το επιτρέπουν ορισμένες συνθήκες ενώ για τις υπόλοιπες να διατηρείται σε ετοιμότητα. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μορφή απασχόλησης που συνδέεται με την μερική απασχόληση και την απασχόληση με κυμαινόμενο ωράριο μετά από ειδοποίηση, γεγονός που οδηγεί στην ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης για την πρόβλεψη ορισμένων προστατευτικών ρητρών. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ετοιμότητα δε συνδέεται απλώς με κάποιο έκτακτο γεγονός, αλλά αποτελεί εναλλασσόμενη μορφή κανονικής απασχόλησης και μη απασχόλησης ανάλογα με τις οικονομικές ανάγκες της επιχείρησης. Ήδη σε εμάς για τη μερική απασχόληση υπάρχει μερική ρύθμιση. Περιστασιακά το θέμα έχει στο παρελθόν απασχολήσει και τη νομολογία που δέχεται ότι για τις μέρες πραγματικής απασχόλησης ο μισθωτός θα αμειφθεί σύμφωνα με νόμιμο μισθό και για τις υπόλοιπες το συνηθισμένο. 8

1.3 ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΥΠΟ ΕΥΡΕΙΑ ΕΝΝΟΙΑ 1.3.1 ΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Οι νομικές σχέσεις μεταξύ δυο τουλάχιστον προσώπων η οποία παράγει νομικά δικαιώματα και νομικές υποχρεώσεις λέγεται νομική ή έννομη σχέση. Μεταξύ των ποικίλων κατηγοριών των νομικών σχέσεων, περιλαμβάνονται οι ατομικές που συνδέουν μόνο δυο πρόσωπα και οι συλλογικές που συνδέουν είτε τα μέλη μιας ομάδας προσώπων που έχουν κοινά δικαιώματα ή συμφέροντα, είτε αυτή την ομάδα με ένα άλλο πρόσωπο ή με μια άλλη τέτοια ομάδα. 1.3.2 ΠΑΡΟΧΗ ΕΡΓΟΥ Ή ΕΡΓΑΣΙΑΣ Όταν κάποιος αναλαμβάνει τη νομική υποχρέωση να συμβάλλει με την εργασία του στην παραγωγή ενός ή περισσοτέρων οικονομικών αποτελεσμάτων, δηλαδή έργων, τα οποία να είναι ολοκληρωμένα και μη ελαττωματικά και να τα προσπορίσει σε άλλο πρόσωπο έναντι αμοιβής, η νομική σχέση που δημιουργείται μεταξύ των δυο αυτών προσώπων λέγεται σύμβαση έργου. Διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία αναλαμβάνει κάποιος την νομική υποχρέωση να συμβάλλει με την εργασία του στην παραγωγή ενός ή περισσοτέρων παραγωγικών έργων που θα ανήκουν σε άλλο πρόσωπο, δικαιούμενος ή όχι αμοιβή για την παροχή της εργασίας. Στην περίπτωση αυτή η σχέση που δημιουργείται μεταξύ του φορέα της εργασίας και του λήπτη της εργασίας έχει ως αντικείμενο την παροχή εργασίας καθ αυτήν και όχι την παροχή του αποτελέσματός της. Αυτή η ατομική νομική σχέση χαρακτηρίζεται ως εργασιακή υπό ευρεία έννοια και εμφανίζεται με ποικίλες μορφές, οι οποίες, εκτός από τις διαφορές τους, έχουν και τις εξής ομοιότητες: ο δότης της εργασίας είναι υποχρεωμένος να παρέχει την εργασία υπό τους όρους που προβλέπουν οι σχετικοί παράγοντες ρύθμισης της σχέσης και πάντως με επιμέλεια, ενώ ο λήπτης της εργασίας δικαιούται να προσδιορίζει μονομερώς τους επιδιωκόμενους με της εργασία τελικούς σκοπούς, είναι δε ο άμεσος δικαιούχος του παραγομένου έργου και υφίσταται τις συνέπειες της μη πραγματοποίησης αυτού του έργου. 1.3.3 ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Από φυσική άποψη, η εργασιακή δύναμη συνδέεται άρρηκτα με το πρόσωπο του φορέα της και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να τίθεται στη διάθεση άλλου προσώπου χωρίς ταυτόχρονα να τίθεται στη διάθεση του άλλου και η προσωπικότητα του εργαζομένου. Ωστόσο, το ισχύον δίκαιο αναγνωρίζει μεν την προσωπικότητα του ανθρώπου ως ενιαίο και αμεταβίβαστο σύνολο και ως υπέρτατη αξία, πλην όμως επιτρέπει ή επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα της προσωπικότητα όταν οι περιορισμοί αυτοί δεν είναι απαραίτητοι για την κοινωνική συμβίωση και δεν θίγουν τον πυρήνα της ελευθερίας 9

αυτοπροσδιορισμού του ατόμου. Έτσι, το δίκαιο δέχεται ότι η εργασία είναι μεν στοιχείο της προσωπικότητας του φορέα της, αλλά αποτελεί και οικονομικό αγαθό, το οποίο επιτρέπεται να παρέχεται σε όλους, με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα, αρκεί να εξασφαλίζεται ο σεβασμός της προσωπικότητας του εργαζομένου. Επομένως, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο οι νομικές σχέσεις παροχής εργασίας δεν είναι απλώς περιουσιακές αλλά έχουν και προσωπικό χαρακτήρα, ο οποίος καθίσταται τόσο εντονότερος όσο εντονότερη είναι η εξάρτηση του φορέα της εργασίας από τον λήπτη της, γι αυτό και πρέπει να διέπονται από κανόνες που να προστατεύουν αναλόγως τον εργαζόμενο. 1.3.4 ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Βασικά κριτήρια κατάταξης σε κατηγορίες των ατομικών σχέσεων που έχουν ως αντικείμενο την παροχή εργασίας αποτελούν: πρώτον ο χαρακτήρας τους ως σχέσεων ιδιωτικού δικαίου ή ως σχέσεων δημοσίου δικαίου και δεύτερον ο χαρακτήρας της εργασίας ως «εξαρτημένης» ή ως «ανεξάρτητης». 1.4 ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1.4.1 Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ Με κριτήριο το ουσιαστικό περιεχόμενο των προαναφερθέντων όρων (εξαρτημένη ανεξάρτητη εργασία), οι εξεταζόμενες νομικές σχέσεις μπορούν να διαιρεθούν σε ατομικές εξαρτημένης εργασίας υπό ευρεία έννοια και σε ατομικές σχέσεις ανεξάρτητης εργασίας υπό ευρεία έννοια. Στις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας οι όροι απασχόλησης καθορίζονται με κανόνες του δικαίου ή και από μόνο τον λήπτη της εργασίας, ενώ ο λήπτης δικαιούται να ελέγχει στενά τον εργαζόμενο ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Αντίθετα στις σχέσεις ανεξάρτητης εργασίας οι συνθήκες απασχόλησης καθορίζονται βασικά με κανόνες δικαίου και με συμφωνία των συμβαλλόμενων, σε μεγάλο ή σε μικρό βαθμό μόνο από τον εργαζόμενο και ελάχιστα μόνο από τον λήπτη της εργασίας, ενώ ο έλεγχος που ασκείται από τον τελευταίο στον εργαζόμενο δεν είναι στενός. 2 2. Βλ. Χαρίλαος Γ. Γκούτος, Εργατικό Δίκαιο (Εισαγωγή Ατομικής Σχέσης Εργασίας) Εκδόσεις Ε&Α. Αναστασίου, Αθήνα 1999, σελ. 26 28, 34 35. 10

1.5 ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1.5.1 ΟΡΙΣΜΟΣ Σχέση εργασίας λέγεται η σχέση ιδιωτικού δικαίου που δημιουργείται με τη σύναψη έγκυρης ή την εφαρμογή άκυρης ενοχικής σύμβασης, βάσει της οποίας ένα άτομο αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει εργασία στον αντισυμβαλλόμενο, έναντι οικονομικού ανταλλάγματος και υπό τον στενό έλεγχο του δευτέρου, χωρίς να επιλέγει μόνο του τους κυριότερους όρους της σχέσης. 1.5.2 ΣΧΕΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΑΤΟΜΙΚΗ Η σχέση εργασίας είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου και ατομική, εφόσον εργαζόμενος και εργοδότης ικανοποιούν ατομικά συμφέροντά τους σύμφωνα με τα δικαιώματά τους. Η σχέση εργασίας ακόμη και όταν είναι κατ εξαίρεση τριμερής ή ομαδική επειδή συμμετέχει σε αυτή τρίτο πρόσωπο ή ακόμα και περισσότερα, δεν μετατρέπεται σε συλλογική σχέση (ομαδική) ή δημοσίου δικαίου. 1.5.3 ΣΧΕΣΗ ΚΥΡΙΩΣ ΕΝΟΧΙΚΗ Η ορθότερη γνώμη, η οποία επικρατεί κιόλας αναφέρει ότι, η σχέση εργασίας είναι κυρίως ενοχική. Και αυτό γιατί παράγεται από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, παράγει ενοχικές υποχρεώσεις, η γέννηση και εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του ενός εξαρτάται από τη γέννηση και εκπλήρωση της υποχρέωσης του άλλου. Ωστόσο η ενοχική σχέση έχει και προσωπικό χαρακτήρα διότι πράγμα που σημαίνει ότι ο μισθωτός παρέχει εξαρτημένη εργασία που αποτελεί εκδήλωση της προσωπικότητάς του και όχι υλικά αγαθά. 1.5.4 ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΝΟΧΙΚΗ ΣΧΕΣΗ Στις διαρκείς ενοχικές σχέσεις ενδιαφέρει κυρίως η συνολική χρονική διάρκεια εκπλήρωσης της κύριας παροχής σε αντίθεση με τις στιγμιαίες ή παροδικές ενοχικές σχέσεις, στις οποίες ενδιαφέρει περισσότερο το αποτέλεσμα των ενεργειών για την εκπλήρωση της κύριας παροχής. Η διάρκεια της σχέσης εργασίας μπορεί να είναι ορισμένη ή και αόριστη. 3 3. Βλ. Χαρίλαος Γ. Γκούτος, Εργατικό Δίκαιο (Εισαγωγή Ατομικής Σχέσης Εργασίας) Εκδόσεις Ε&Α. Αναστασίου, Αθήνα 1999, σελ. 191 193, 193 197, 197 200. 11

1.6 ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1.6.1 ΓΕΝΕΣΗ Η σχέση εργασίας δημιουργείται με έγκυρη σύμβαση εργασίας ή ακόμα με άκυρη σύμβαση εργασίας. Στην περίπτωση που έχουμε έγκυρη σύμβαση τότε παράγονται όλες οι συνέπειες, όταν είναι στη φάση ακύρωσης παράγονται οι ίδιες συνέπειες μέχρι να γίνει δικαστήριο και να μετατραπεί σε άκυρη, ενώ όταν είναι από την αρχή άκυρη αλλά έχει λειτουργήσει, τότε παράγει ελάχιστες από αυτές τις συνέπειες. Μέσω της σύμβασης εργασίας γεννιούνται επίσης τρεις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων καθώς και άλλα ενοχικά στοιχεία, όπως: η υποχρέωση αποζημίωσης λόγω αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης, τα διαπλαστικά δικαιώματα και οι έννομες καταστάσεις. 1.6.2 ΟΡΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥΣ Όροι της σχέσης εργασίας λέγονται οι επί μέρους εκφάνσεις του νομικού και πραγματικού περιεχομένου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που παράγονται από τη σχέση εργασίας. Οι όροι εργασίας που αφορούν τον μισθό ονομάζονται τυπικοί ενώ όλοι οι άλλοι ονομάζονται ουσιαστικοί. 1.6.3 ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ Η σύμβαση εργασίας αφού τροποποιηθεί παράγει κάποιες υποχρεώσεις του εργοδότη και του μισθωτού που λέγονται συμβατικές και πρωτογενείς και πρωτογενείς γιατί διακρίνονται σε κύριες και παρεπόμενες. Οι κύριες εκφράζουν την ουσία και τον χαρακτήρα της σχέσης εργασίας. Γενικά όταν μιλάμε για πρωτογενείς συμβατικές υποχρεώσεις πρόκειται για την υποχρέωση παροχής εργασίας από τον μισθωτό και για την υποχρέωση παροχής μισθού από τον εργοδότη. Οι παρεπόμενες υποχρεώσεις εξυπηρετούν την προσήκουσα εκπλήρωση των κύριων υποχρεώσεων. Σε αυτές τις υποχρεώσεις ανήκουν: α) η υπακοή στις εργοδοτικές διαταγές, β) ο σεβασμός προς τα συμφέροντα του εργοδότη, γ) η παροχή στον εργοδότη των πνευματικών έργων που παράγει με την εργασία του, δ) η εκπλήρωση των παροχών που συμφωνήθηκαν. Επίσης παρεπόμενες συμβατικές υποχρεώσεις αποτελούν: α) ο σεβασμός προς τα συμφέροντα του μισθωτού, β) η προαγωγή του μισθωτού σε ανώτερη θέση, γ) η αποδοχή της προσφερόμενης αξίας από τον μισθωτό εργασίας και δ) η εκπλήρωση άλλων παροχών που έχουν συμφωνηθεί. 12

1.6.4 ΑΝΩΜΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ Η λειτουργία της σχέσης εργασίας είναι ανώμαλη. Εν τω μεταξύ δεν έχουν λυθεί ούτε μία από τις πρωτογενείς συμβατικές υποχρεώσεις, εξαιτίας κάποιας αδυναμίας στην εκπλήρωση ή κάποιας καθυστέρησης, παράβασης και οτιδήποτε άλλο. Όλο αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ορισμένες συνέπειες οι οποίες προβλέπονται από ειδικές διατάξεις για την ανώμαλη εξέλιξη που θα έχουν οι συμβάσεις και την ενοχή. Τους συνιστούν να αναστείλουν τις σχέσεις και να δημιουργήσουν νέες υποχρεώσεις όπως η υποχρέωση του εργοδότη ή του μισθωτού να πληρώσει για τη ζημιά που θα προκαλέσει. 1.6.5 ΕΞΩΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Εξωσυμβατικές υποχρεώσεις που παράγει ο νόμος είναι οι εξής: Α) η υποχρέωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας: δηλαδή για παράδειγμα αν ο εργοδότης ή ο μισθωτός παρανομήσει ή προσβάλει κάποια δικαιώματα τότε είναι υποχρεωμένος να το αποζημιώσει ή να αποκαταστήσει τη ζημιά, έστω και αν δεν έχει αθετήσει παραλλήλως και τις συμβατικές υποχρεώσεις του. Β) Υποχρέωση απόδοσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού: σε περίπτωση που κάποιος εργοδότης ή μισθωτός χωρίς να έχει νόμιμα δικαιολογητικά, έχει ωφεληθεί ή έχει πλουτύνει, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η περιουσία του και να αποφεύγει να τη μειώσει, είναι υποχρεωμένος από τον νόμο να δώσει πίσω, σε χρήμα ή αυτούσια, αυτή την αδικαιολόγητη ωφέλεια. 1.6.6 ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ Η σχέση εργασίας μπορεί να ανασταλεί σε περίπτωση που δεν έχει λυθεί κυρίως όταν δεν παρέχει ο μισθωτός εργασία ή αν παρέχει δεν γίνεται αποδεκτή από τον εργοδότη ή εάν αθετηθούν οι σχετικές υποχρεώσεις τους μετά από δικά τους αιτία. Μπορεί ακόμη και να λυθεί μια σχέση εργασίας. Η λύση προκαλείται όταν παρουσιάζονται ορισμένοι λόγοι, όπου ο καθένας από τη μεριά του, εργοδότης ή μισθωτός, μπορεί να καταγγείλει τη σχέση, εφόσον υπάρχουν σοβαρές αιτίες. Αν γίνει η λύση της σχέσης χωρίς να θέλει ο μισθωτός, τότε αυτό θεωρείται απόλυση, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μελλοντικά και τα δυο μέλη είναι αποδεσμευμένα από τις συμβατικές υποχρεώσεις. 1.7 ΟΡΙΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α. ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ 1.7.1 ΟΡΙΣΜΕΝΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ 13

H σχέση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν οι κανόνες του δικαίου ή η σύμβαση καθορίζουν την χρονολογία της αυτόματης λύσης της είτε με ακρίβεια, όταν για παράδειγμα ορίζεται ότι η σχέση θα λυθεί αυτομάτως σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, ακόμα και όταν ο μισθωτός συμπληρώσει κάποια χρόνια, είτε με κατά προσέγγιση, που σημαίνει ότι η σχέση εργασίας θα λυθεί μετά την επίτευξη οποιουδήποτε έργου ή θα έχει τη διάρκεια σαν αυτή των εργοστασίων με εποχική λειτουργία. 1.7.2 ΑΟΡΙΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ Μια σχέση εργασίας είναι αορίστου χρόνου όταν κανόνες του δικαίου τη χαρακτηρίζουν έτσι. Επίσης όταν δεν έχει οριστεί η ημερομηνία λύσης σύμβασης με ακρίβεια ή κατά προσέγγιση, δηλαδή ότι θα έχει συγκεκριμένη διάρκεια ή ότι η σχέση θα λυθεί αυτόματα μετά από κάποιο χρόνο ή δεν έχει πλέον δουλειά στην επιχείρηση ή ο εργαζόμενος φανεί ανίκανος για αυτή την εργασία. Τέλος, όταν η χρονολογία της λύσης σύμβασης καθορίζεται αδικαιολόγητα. 1.8 ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΤΗΣ ΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ 1.8.1 ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ Για τον μισθωτό, είναι προτιμότερο η σχέση εργασίας να έχει αόριστη διάρκεια, διότι τότε η απόλυσή του εξαρτάται από την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η παροχή σε αυτόν αποζημίωσης, ενώ όταν η σχέση έχει ορισμένη διάρκεια και αυτή λήξει ο μισθωτός δεν δικαιούται αποζημίωση. 1.8.2 ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ Για να είναι έγκυρη η συμφωνία ότι η σχέση εργασίας θα έχει ορισμένη διάρκεια, πρέπει αυτή η συμφωνία να δικαιολογείται από τις λειτουργικές και από τις εργασιακές συνθήκες τις επιχείρησης ή από το συμφέρον του μισθωτού. Στη συνέχεια θα αναφερθούν διάφορες περιπτώσεις οι οποίες δικαιολογούν λειτουργικές και εργασιακές συνθήκες για τη συμφωνία. Μια είναι όταν ο μισθωτός προσλαμβάνεται για να εξυπηρετήσει ανάγκες της επιχείρησης που δεν έχουν μεγάλη διάρκεια. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να έχει αύξηση παραγγελιών η επιχείρηση ή να χρειάζεται προσωπικό για να καλύψει ορισμένα κενά από άτομα που έχουν άδεια. Ένα ακόμα είναι όταν πρόκειται για θέση εργασίας, στην οποία λόγω της φύσης της πρέπει κατά περιόδους να αντικαθίσταται ο μισθωτός από άλλον. Επίσης όταν πρόκειται για μια περίοδο δοκιμασίας του μισθωτού πριν από την οριστική πρόσληψη. Αν αδικαιολογήτως συμφωνήθηκε ότι η σχέση θα έχει ορισμένη διάρκεια, ο μισθωτός δικαιούται να ισχυρισθεί ότι αυτή η 14

συμφωνία είναι άκυρη ως παράνομη και ότι η διάρκεια της σχέσης είναι αόριστη. Το ίδιο συμβαίνει και αν συμφωνήθηκε ότι η πρόωρη απόλυση επιτρέπεται να γίνει και χωρίς σπουδαίο λόγο, καθώς και αν συμφωνήθηκε αδικαιολογήτως ότι η ήδη υπάρχουσα σχέση αόριστης διάρκειας μετατρέπεται σε σχέση ορισμένης διάρκειας. 1.8.3 ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ Με κανόνες του δικαίου ορίζονται κατηγορίες μισθωτών για τις σχέσεις εργασίας ότι αυτές είναι ορισμένου χρόνου ή έχουν συγκεκριμένη διάρκεια. Αυτές οι ρυθμίσεις έχουν γίνει με έκτακτους υπαλλήλους του δημοσίου ή και με αλλοδαπούς που δεν είναι υπήκοοι της ευρωπαϊκής ένωσης. Αυτές οι ρυθμίσεις αν δεν δικαιολογούνται από ιδιαίτερους αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι αντισυνταγματικές και αυτό έχει σαν συνέπεια οι μισθωτοί να έχουν το δικαίωμα να ισχυριστούν ότι οι σχέσεις εργασίας τους είναι αορίστου χρόνου. 1.9 ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ 1.9.1 ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΡΙΟ ΗΛΙΚΙΑΣ Όταν γίνεται λόγος για μόνιμο ή τακτικό άτομο, εννοείται ότι, ανεξαρτήτως αν η σχέση εργασίας είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου, η απόλυση επιτρέπεται μόνο για ορισμένους σπουδαίους λόγους και αφού τηρηθεί ορισμένη διαδικασία. Συνήθως προβλέπεται ότι ο μισθωτός είναι μόνιμος μέχρι να συμπληρωθεί κάποιο ανώτατο χρονικό διάστημα και ιδίως κάποια ηλικία του. Όταν η απόλυση πριν από την συμπλήρωση αυτού του χρονικού ορίου επιτρέπεται μόνο για σπουδαίους λόγους, η σχέση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου. Όταν ο μισθωτός απολυθεί πρόωρα τότε εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργοδοτικής καταγγελίας της σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ αν δεν έχει απολυθεί ο μισθωτός μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία που έχει καθορίσει τότε η σχέση λύνεται αυτομάτως κατά τη συμπλήρωση αυτής της διάρκειας εκτός και αν η συμπλήρωσή της έχει προβλεφθεί σαν λόγος απόλυσης, οπότε η σχέση είναι αορίστου χρόνου. 1.9.2 ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ Βάση κανόνων επιτρέπεται συμφωνηθεί ότι αν λήξει η διάρκεια μιας σχέσης ορισμένου χρόνου μπορεί να παραταθεί πάλι για ορισμένο χρόνο ή και αόριστο. Τέτοια συμφωνία θεωρείται ότι έγινε και όταν ο μισθωτός εξακολουθούσε να εργάζεται με τους ίδιους όρους χωρίς η παράταση της απασχόλησης του να δικαιολογείται από βραχύχρονη ανάγκη και εφόσον ο εργοδότης δεν εναντιώθηκε εντός ευλόγου χρόνου. Όταν η εν λόγω παράταση απαγορεύεται ή συμφωνήθηκε προφορικώς, ενώ 15

έπρεπε να είναι γραπτή, η συνέχιση της απασχόλησης είναι άκυρη, εκτός και αν οι περιορισμοί είναι συμβατικοί, οπότε η συνέχιση της απασχόλησης δηλώνει την κατάργησή τους. Διαφορετική όμως είναι η συμβατική ανανέωση της σχέσης εργασία ορισμένου και αορίστου χρόνου κατά την οποία τα δυο μέρη δηλώνουν την βούλησή τους και να καταργηθεί η αρχική σχέση και να δημιουργηθεί νέα που θα έχει ορισμένη και αόριστη διάρκεια. 1.9.3 ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Έτσι λέγεται η σχέση εργασίας και σημαίνει πως όταν περάσει ένας ορισμένος χρόνος μετά την πρόσληψη του εργαζομένου, ο εργοδότης ή κάποιος τρίτος θα μπορεί να κρίνει αν είναι κατάλληλος για τη συγκεκριμένη δουλειά ή όχι και ότι η σχέση εργασία αντίστοιχα ή θα συνεχιστεί για ορισμένο ή αόριστο χρόνο ή θα λυθεί αυτόματα αν είναι ορισμένου χρόνου ή θα καταγγελθεί αν είναι αορίστου. Στη σχέση αυτή υπάρχουν κάποιοι όροι δοκιμασίας. Αν η διάρκεια της δοκιμασίας δεν έχει συμφωνηθεί, τότε καθορίζεται από το δικαστήριο, ενώ αν δεν είναι εύλογη τότε η σχέση είναι άκυρη ολικώς ή μερικώς. Όταν επιτρέπεται η απόλυση για οποιονδήποτε λόγο κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, η σχέση είναι αορίστου χρόνου και η απόλυση λόγω ακαταλληλότητας του μισθωτού μπορεί να είναι καταχρηστική. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: 2.1 ΕΥΡΕΣΗ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Κατ αρχήν η εύρεση ναυτικής εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 93 λαμβάνει χώρα στα γραφεία ευρέσεως ναυτικής εργασίας, όπου: Η εύρεση εργασίας στους ναυτικούς ενεργείται υποχρεωτικώς κατά τα οριζόμενα στο Προεδρικό Διάταγμα, μέσω των γραφείων ευρέσεως ναυτικής εργασίας, στους λιμένες που δεν λειτουργεί όμως τέτοιο, μέσω των Λιμενικών Αρχών, που θεωρούνται ως προς την άσκηση της αρμοδιότητος αυτής ως παραρτημάτων του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας στον Πειραιά. Οι ναυτικοί, που απολύθηκαν σε ελληνικό λιμάνι ή επαναπατριζόμενοι, είναι υποχρεωμένοι να εγγραφούν παρά των γραφείων ευρέσεως ναυτικής εργασίας ή των κεντρικών λιμεναρχείων, λιμεναρχείων και υπολιμεναρχείων καταλόγους των μη εργαζομένων ναυτικών. Κατά την εύρεση ναυτικής εργασίας, ο μεν ναυτικός έχει το δικαίωμα της επιλογής του πλοίου, ο δε πλοίαρχος ή πλοιοκτήτης το της επιλογής του πληρώματος. 4 4. Βλ. Σωκράτης Γ. Λεκέας, ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ άρθρο 93 94 Ν.Δ. αριθμός 187 / 1973, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2002, σελ. 478. 16

Αυτά που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των γραφείων ευρέσεως ναυτικής εργασίας ορίζονται με κανονισμούς εγκρινομένων διυπουργικών αποφάσεων. Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου απαγορεύεται η παροχή αμοιβών, και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 94: Για την εύρεση εργασίας σε πλοία απαγορεύεται να καταβάλλονται αμέσως ή εμμέσως αμοιβές προς οποιοδήποτε πρόσωπο. Ανεξαρτήτως των προβλεπομένων ποινικών κυρώσεων, συμφωνίες περί καταβολής αμοιβής για εύρεση εργασίας είναι απολύτως άκυροι. Τώρα στη ναυτική εργασία δεν έχει εφαρμογή η Εργατική νομοθεσία. Ο Ν.3816/58 «Περί κυρώσεως του Κώδικα Ναυτικού Δικαίου» όπως και άλλοι ειδικοί Νόμοι ρυθμίζουν τις ΣΣΕ της Ναυτικής Εργασίας όπως ο ΑΝ 299/36, ΑΝ 327/45 το ΝΔ 304/74 και άλλες σχετικές διατάξεις Νόμων που έχουν τροποποιήσει τους ανωτέρω Νόμους. Η Εργατική Νομοθεσία παράλληλα με τα σχετικά άρθρα ΑΚ συμπληρωματικά μπορεί σε ιδιαίτερες περιπτώσεις να τύχει εφαρμογής σε θέματα που δεν συμπεριλαμβάνονται στη φύση της Ναυτικής Εργασίας, όπως π.χ. επί προσώπων που απασχολούνται στα πλοία, αλλά σύμφωνα με το Ν. 3816/58 δεν υπάγονται στην έννοια του Ναυτικού. (ΑΠ 631/71, ΣΕ 325/79). Ο έλεγχος εφαρμογής του Ναυτικού Δικαίου ανήκει στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τις Λιμενικές Αρχές που εποπτεύονται από αυτό στην έννοια του Ναυτικού υπάγεται κάθε πρόσωπο - μέλος του πληρώματος του πλοίου, που εργάζεται σε οποιοδήποτε πλοίο, εκτός των πολεμικών. 2.2 ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Οι συμβάσεις εργασίας αντιμετωπίζονται διαφορετικά για τους πλοιάρχους από τα μέλη του πληρώματος του πλοίου. Η σύμβαση προσλήψεως ναυτολογήσεως του πλοιάρχου συνάπτεται με τον πλοιοκτήτη, ενώ οι συμβάσεις ναυτολογήσεως ναυτικής εργασίας των Ναυτικών συνομολογούνται με τον πλοίαρχο. Στις συμβάσεις ναυτολογήσεως Ναυτικοί εργαζόμενοι θεωρούνται εκείνοι που αποτελούν πλήρωμα του πλοίου, το οποίο κινείται στη θάλασσα και παρέχει υπηρεσίες που ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ναυτεργατικού Δικαίου (ΑΠ 11/99). Οι ΣΣΕ των εργαζομένων στα πλοία Ναυτικών εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΑΝ 3276/44 «περί συλλογικών συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία» όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί μεταγενέστερα και δύναται να συνάπτονται μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης, κυρώνονται δε με αποφάσεις του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. 5 5. Βλ. Κώστα Ι. Τζιμάνη, Η οργάνωση της εργασίας και το εργατικό δίκαιο, έκδοση 2002, σελ. 504 505. 17

Επίσης επιτρέπεται να συνάπτονται συμφωνίες μεταξύ της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών και αλλοδαπών σωματείων για την πρόσληψη αλλοδαπών Ναυτικών με αποδοχές κατώτερες από εκείνες που καθορίζονται από τις ελληνικές ΣΣΕ (ΑΠ 754/89). Οι συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας δεν αποβάλουν το χαρακτήρα της Ναυτικής Εργασίας ούτε μετατρέπονται σε συμβάσεις Χερσαίας Εργασίας, αν για οποιοδήποτε λόγο, όπως για συντήρηση ή επισκευή πλοίου, παραμένει το πλοίο αργό στο λιμάνι, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και ευρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα για πλουν, μόλις περατωθεί η συντήρηση ή επισκευή του. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να εργαστεί στο πλοίο ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος έστω και αν δεν παρέχει αμιγή Ναυτική Εργασία όπως π.χ. ηλεκτρολόγος, μουσικός κ.τ.λ. θεωρείται ναυτικός και η σύμβασή του έχει ως αντικείμενο την παροχή Ναυτικής Εργασίας και όχι Χερσαίας. Αν όμως η πρόσληψη του εργαζόμενου γίνεται ειδικά και αποκλειστικά για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο λιμένα για επισκευή, συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και ο εργαζόμενος δεν έχει υποχρέωση σε πλόες του πλοίου, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 179/2000). Στους ανέργους Ναυτικούς παρέχεται από το Κεφάλαιο Ανεργίας και Ασθένειας επίδομα ανεργίας σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 281/2001 για τους εργαζόμενους νέους που απασχολούνται με σχέση Ναυτικής Εργασίας στο ναυτιλιακό και στο αλιευτικό τομέα σε συμμόρφωση με την 94/33 Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδόθηκε τελευταίο το ΠΔ / γμα 407/2001 (ΦΕΚ 289/Β/24-12-2001) που αφορά μέτρα προστασίας των νέων. Η αρμοδιότητα εφαρμογής του ανωτέρω Προεδρικού Διατάγματος ανατίθεται στις λιμενικές αρχές εσωτερικού και εξωτερικού. 2.3 Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Το πλήρωμα συνδέεται προς τη ναυτιλιακή επιχείρηση με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, την οποία αποκαλούμε σύμβαση ναυτικής εργασίας. Το γεγονός όμως ότι το πλήρωμα προσφέρει τις υπηρεσίες του στο πλοίο, προσδίδει ιδιορρυθμίες στη σύμβαση αυτή, τις οποίες φυσικά δεν τις αγνοεί το δίκαιο. Πραγματικά, η σύμβαση ναυτικής εργασίας προσελκύει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της πολιτείας για δυο λόγους: Πρώτον, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας: με το πλοίο, πράγματι, γίνεται μεταφορά προσώπων και πραγμάτων στη θάλασσα και η μεταφορά αυτή, όντας επικίνδυνη, πρέπει να παρέχει εχέγγυα ασφάλεια, τα οποία σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από τη σωστή επάνδρωση του πλοίου (π.χ. άρθρο 111 παρ.1 ΚΙΝΔ). 6 6. Βλ. Αλίκη Παμπούκη, ΝΑΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Τόμος 1, έκδοση 4, σελ. 188-194. 18

Δεύτερον, για την προστασία των ίδιων των εργαζομένων στη θάλασσα, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους κάτω από ιδιαίτερα σκληρές και επικίνδυνες συνθήκες και, επομένως, χρειάζονται ιδιαίτερη μέριμνα. Στις ανάγκες αυτές ανταποκρίνεται η πολιτεία και λαμβάνει μέτρα τόσο για τη σωστή επάνδρωση του πλοίου, ώστε η θαλάσσια μεταφορά να γίνεται με ασφάλεια όσο και για την προστασία των εργαζομένων στη θάλασσα, ώστε οι όροι εργασίας τους να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του ανθρωπισμού. Ειδικότερα: Για να επιτυγχάνεται η ασφαλής μεταφορά προσώπων και πραγμάτων στη θάλασσα, ο νομοθέτης εκτός άλλων, καθορίζει και την απαραίτητη οργανική σύνθεση του πληρώματος. Ο καθορισμός αυτός γίνεται χωριστά για κάθε κατηγορία πλοίων, ανάλογα, δηλαδή, με τον προορισμό τους. Και αφορά τόσο την ποιοτική, όσο και τη ποσοτική σύνθεση των πληρωμάτων. Στην ποιοτική σύνθεση του πληρώματος αποβλέπει η υποχρέωση, να συγκροτούνται τα πληρώματα από πρόσωπα που έχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Αυτό εξασφαλίζεται με το θεσμό της απογραφής και των αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας. Συγκεκριμένα: Κατά το νόμο, δεν μπορεί να εργαστεί κανένας σε ελληνικό πλοίο, με την ιδιότητα του «ναυτικού» ή του «εργάτη θαλάσσης», αν δεν έχει απογραφεί (άρθρα 55 επ. ΚΔΝΔ). Όπως υπαινιχθήκαμε, ο νόμος διακρίνει τους εργαζομένους στη θάλασσα σε ναυτικούς και εργάτες θάλασσας (άρθρο 55 επομ. ΚΔΝΔ). Ναυτικοί είναι όλοι όσοι γράφτηκαν στο ειδικό για αυτούς μητρώο απογραφής. Εργάτες θάλασσας, εξάλλου, είναι όσοι εργάζονται κατ επάγγελμα σε βοηθητικά ναυπηγήματα ή σε πλοία μη εφοδιασμένα με ναυτολόγιο. Επίσης, όσοι εργάζονται ως πλοηγοί, ως αλιεργάτες σε πλοία εφοδιασμένα με ναυτολόγια. Υποχρεωτικώς απογράφονται οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία εφοδιασμένα με ναυτολόγιο και προαιρετικά, σε ειδικό μητρώο, οι εργάτες θάλασσας (άρθρο 56 παρ. 1 και 2 ΚΔΝΔ). Η απογραφή γίνεται από την αρμόδια ναυτική αρχή (άρθρο 56 παρ. 3 ΚΔΝΔ και απόφαση του υπουργού εμπορικής ναυτιλίας 70131/2576/11.5-5.7.1974), με βάση ορισμένα προσόντα (σωματικά, υγείας, ηλικία και άλλα άρθρα 57 επομ. ΚΔΝΔ). Όσοι απογράφονται εφοδιάζονται με ναυτικό φυλλάδιο (άρθρο 62 ΚΔΝΔ), που είναι το επαγγελματικό βιβλιάριο του ναυτικού, όπου σημειώνονται όλα τα στοιχεία που αφορούν τη θαλάσσια υπηρεσία τους. Συνεπώς και η κατάρτιση και η λύση της συμβάσεως της ναυτολογήσεως. Οι εγγραφές αυτές είναι καθαρώς διοικητικές και δεν συνδέονται με το κύρος των πράξεων που εγγράφονται στο ναυτολόγιο. Εν πάση περιπτώσει, όμως έχουν αποδεικτική δύναμη, επειδή ενεργούνται από δημόσια αρχή. Εκτός από την απογραφή για να αναλάβει κανείς υπηρεσία σε πλοίο ή σε πλωτό ναυπήγημα πρέπει να είναι εφοδιασμένος με αποδεικτικά ναυτικής ικανότητας. Τα αποδεικτικά αυτά τα διακρίνει ο νόμος σε διπλώματα, πτυχία ή άδειες, και τα ορίζει ανάλογα με τον κλάδο, την κατηγορία και 19