ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Τµήµα ΝΟΜΙΚΗΣ Τοµέας ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ Μάθηµα Εξαµήνου: Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα ιδάσκων καθηγητής: Ανδρέας ηµητρόπουλος Εργασία µε θέµα: Τα Συνταγµατικά δικαιώµατα στις Συναλλακτικές σχέσεις Επιµέλεια εργασίας: ΕΙΡΗΝΗ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΚΟΝΤΡΑΦΟΥΡΗ ΑΜ :1340200400193 Αθήνα,Μάϊος 2006
Περιεχόµενα Σελίδες Γενικά για τα συνταγµατικά δικαιώµατα 1-3 (Ορισµός,Περιεχόµενο,Συνταγµατική κατοχύρωση,αποστολή,πυρήνας, ιακρίσεις) Παραδοσιακή και Σύγχρονη Θεωρία 4-6 Εισαγωγικά Η συνταγµατική κατοχύρωση της οικονοµικής ελευθερίας 7 Ειδικές πλευρές της οικονοµικής ελευθερίας 8-10 Γενικοί περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας Το άρθρο 5 του Συντάγµατος 11 Οι ειδικοί περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας Το άρθρο 106 του Συντάγµατος 12-16 Συναλλακτικός χώρος 17 Μορφές συναλλακτικής εξουσίας 18-20 Το «οικονοµικό Σύνταγµα» 21 Ενδεικτική Περιπτωσιολογία 22 Περιλήψεις Αποφάσεων 23-24 Βιβλιογραφία 25
Γενικά για τα συνταγµατικά δικαιώµατα Ορισµός, Περιεχόµενο, Συνταγµατική κατοχύρωση, Αποστολή, Πυρήνας, ιακρίσεις Ορισµός Συνταγµατικά δικαιώµατα είναι τα παρεχόµενα στα άτοµα και ως µέλη του κοινωνικού συνόλου θεµελιώδη, πολιτικά, κοινωνικά και οικονοµικά δικαιώµατα, τα οποία αποτελούν τις κατά την αντίληψη του συντακτικού νοµοθέτη βασικές εξειδικεύσεις της ανθρώπινης αξίας και των οποίων το αµυντικό περιεχόµενο στρέφεται κατά της κρατικής και κάθε άλλης εξουσίας, το προστατευτικό περιεχόµενο στρέφεται µόνο προς το κράτος αξιώνοντας την παροχή βοήθειας για την απόκρουση κάθε απειλής, το δε εξασφαλιστικό, εφόσον αναγνωρίζεται, στρέφεται επίσης προς το κράτος αξιώνοντας την παροχή των απαραίτητων µέσων για την άσκηση του δικαιώµατος. Περιεχόµενο Η έννοια του συνταγµατικού δικαιώµατος δεν διαφέρει από την έννοια του κοινού δικαιώµατος, του παρεχόµενου µε την κοινή νοµοθεσία. Όπως το κοινό έτσι και το συνταγµατικό δικαίωµα αποτελεί εξουσία παρεχόµενη στο άτοµο από το δίκαιο που αποσκοπεί στην η ικανοποίηση συµφέροντος. Το δικαίωµα απονέµει στον άνθρωπο εξουσία, δηλ. νοµική ικανότητα επιβολής της θέλησής του, η οποία µπορεί να αφορά την εξουσία του φορέα στο ίδιο το άτοµο (αυτεξουσία) είτε την εξουσία του φορέα πάνω σε άλλα άτοµα (κυριαρχία) ή ακόµα και την εξουσία πάνω σε πράγµατα (ιδιοκτησία). Βέβαια στην έννοµη τάξη του κοινωνικού ανθρωπισµού αναγνωρίζεται µόνο η εξουσία του ατόµου πάνω στον εαυτό του και όχι η εξουσία του πάνω σε άλλα άτοµα. Σχετικά µε την εξουσία πάνω σε πράγµατα,δεν επιτρέπεται αυτή να οδηγεί στην κυριαρχία πάνω σε άλλους ανθρώπους. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα αποτελούν συνταγµατικές εξειδικεύσεις της ανθρώπινης αξίας, αποτελούν δηλαδή µερικότερες πλευρές της
ανθρώπινης υπόστασης και δραστηριότητας, τις οποίες ο συντακτικός νοµοθέτης έκρινε ότι έπρεπε να προστατεύσει. Οι εξουσίες παρέχονται κατά βάση στα άτοµα, γι αυτό και τα συνταγµατικά δικαιώµατα λέγεται ότι έχουν ατοµικό χαρακτήρα, είναι δηλαδή ατοµικά δικαιώµατα. Ο όρος «ατοµικό δικαίωµα» είναι δισήµαντος. Καταρχήν σηµαίνει ότι τα συνταγµατικά δικαιώµατα παρέχονται στα άτοµα, δηλώνει δηλαδή τον ατοµικό χαρακτήρα των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Η ατοµική διάσταση εµπεριέχεται σε όλα τα συνταγµατικά δικαιώµατα, τόσο στα «κοινωνικά» όσο και στα «πολιτικά».με την έννοια αυτή χρησιµοποιείται ο όρος κυρίως «ατοµικά δικαιώµατα» στο παρόν. Όµως ο όρος έχει και ιστορικό περιεχόµενο. Σηµαίνει δηλαδή µια οµάδα συνταγµατικών δικαιωµάτων, τα δικαιώµατα του «κλασικού καταλόγου», του status negativus, τα οποία είναι και τα µόνα δικαιώµατα κατά την κλασική θεωρία. Με την έννοια αυτή τα ατοµικά δικαιώµατα διακρίνονται από τα πολιτικά και τα κοινωνικά. εν κρίνεται εποµένως ορθή η χρησιµοποίηση του όρου «ατοµικά δικαιώµατα» ως όρου γενικής και συνολικής αναφοράς στα συνταγµατικά δικαιώµατα. Συνταγµατική κατοχύρωση Η συνταγµατική κατοχύρωση είναι το βασικό στοιχείο του συνταγµατικού δικαιώµατος, που το διαφοροποιεί από τα δικαιώµατα του κοινού δικαίου. Συνταγµατικό είναι δηλαδή το δικαίωµα που παρέχεται στους πολίτες απευθείας από το Σύνταγµα. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα ενσωµατωµένα στις συνταγµατικές διατάξεις, δεν µπορούν να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν µε τη συνήθη διαδικασία και παρέχουν επιπλέον εγγυήσεις στους πολίτες.το κριτήριο εποµένως για τον χαρακτηρισµό ενός δικαιώµατος ως συνταγµατικού, είναι ακριβώς, αν το δικαίωµα αυτό περιέχεται ή όχι στο συνταγµατικό κείµενο. Για το λόγο αυτό ο όρος «συνταγµατικά δικαιώµατα» είναι και ο ορθότερος και ο ακριβέστερος καθώς µε αυτόν αφενός επιδιώκεται γενική αναφορά στα παρεχόµενα από το Σύνταγµα δικαιώµατα και αφετέρου δηλώνεται σαφώς η σύνδεση µε το ισχύον δίκαιο. Αποστολή
Η αποστολή των συνταγµατικών δικαιωµάτων δεν είναι άλλη από τον καθορισµό ενός συνταγµατικού προτύπου του πολίτη και γενικότερα του ανθρώπου. Έτσι οι συνταγµατικοί κανόνες προσδιορίζουν το πρότυπο του κράτους και καθορίζουν το συνταγµατικό πρότυπο του πολίτη, από το οποίο απορρέουν δικαιώµατα και υποχρεώσεις. Πυρήνας Η έννοια του συνταγµατικού δικαιώµατος αποτελεί πραγµατικά το θεµέλιο λίθο πάνω στον οποίο οικοδοµείται όλη η θεωρία της εφαρµογής των συνταγµατικών δικαιωµάτων. Στα στοιχεία του δικαιώµατος ανήκουν το υποκείµενο, το αντικείµενο, το προστατευόµενο αγαθό, η κτήση, η παραίτηση, η λειτουργία και η άσκηση του δικαιώµατος. ιακρίσεις Από την άποψη του ουσιαστικού περιεχοµένου τα συνταγµατικά δικαιώµατα διακρίνονται σε τρεις µεγάλες κατηγορίες: στα δικαιώµατα του κοινωνικού χώρου, στα πολιτικά δικαιώµατα και στα οικονοµικά δικαιώµατα. Ωστόσο δεν πρόκειται για τρεις διακρινόµενες µεταξύ τους κατηγορίες µιας και τα συνταγµατικά δικαιώµατα αποτελούν µία ενότητα, συνιστούν ένα ενιαίο σύστηµα βασιζόµενο στην ανθρώπινη αξία. Είναι πάντως δυνατή και απαραίτητη η βασιζόµενη στις συνταγµατικές διατάξεις (Σ άρθρ.5παρ.1) διάκριση των συνταγµατικών δικαιωµάτων σε δικαιώµατα του κοινωνικού χώρου (κοινωνικά), οικονοµικά και πολιτικά. Με τους όρους αυτούς αποδίδονται τα δικαιώµατα που κατατάσσονται αντίστοιχα στον κοινωνικό, οικονοµικό και πολιτικό χώρο. Σε σύγκριση µε την παραδοσιακή θεωρία ο όρος «οικονοµικά» δικαιώµατα είναι σχετικά νέος.
Παραδοσιακή και Σύγχρονη Θεωρία: Προς την αντικειµενικοποίηση των συνταγµατικών δικαιωµάτων Η παραδοσιακή θεωρία είναι κατεξοχήν υποκειµενική ενώ η σύγχρονη θεωρία έχει έντονο αντικειµενικό χαρακτήρα. Υποκειµενική παραδοσιακή θεωρία Τα ατοµικά, δηµόσια αµυντικά δικαιώµατα στρέφονται κατά του κράτους. Το ατοµικό δικαίωµα έχει δεδοµένο µέγεθος, είναι στατικό και εφαρµόζεται µόνο στην κυριαρχική σχέση κράτους-πολιτών. Ο υποκειµενισµός στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά προς το υποκειµενικό στοιχείο, προς το δικαίωµα και αγνοεί την αντικειµενική πλευρά. Οι λόγοι της αποκλειστικής κατά του κράτους κατεύθυνσης των ατοµικών δικαιωµάτων είναι βασικά λόγοι ιστορικοί. Η κατεύθυνση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι το κράτος εµφανιζόταν την εποχή της απολυταρχίας ως η µεγαλύτερη απειλή της ελευθερίας του ανθρώπου, αφετέρου στην επικράτηση της αστικής τάξης που βασίστηκε στην ατοµοκρατία και στην αντίληψη του απεριόριστου και χωρίς φραγµούς κοινωνικοοικονοµικού ανταγωνισµού. Μετεξέλιξη της παραδοσιακής θεωρίας υπήρξε ο δυαδισµός κράτους και κοινωνίας, ο οποίος προήλθε µέσα από την ανάγκη για ελευθερία του εµπορίου και για την ιδιωτική οικονοµική δραστηριοποίηση. Η κοινωνία έγινε έτσι ο χώρος της ελεύθερης δράσης και ανάπτυξης των ατόµων, µέσα στην οποία το κράτος δεν είχε από συνταγµατική άποψη, δικαίωµα επέµβασης. Τα ατοµικά δικαιώµατα χαράζουν τα νοµικά σύνορα ανάµεσα στην κρατική και στην κοινωνική περιοχή, βάζουν τα διαχωριστικά όρια κράτους-κοινωνίας, λογική στην οποία ανταποκρίθηκε µε πληρότητα το δίκαιο µε τη διάκρισή του σε δηµόσιο και ιδιωτικό. Το δηµόσιο δίκαιο ρυθµίζει τις σχέσεις κράτους-πολιτών ενώ το ιδιωτικό δίκαιο ρυθµίζει τις σχέσεις των ιδιωτών µεταξύ τους. Αντικειµενική σύγχρονη θεωρία Το δικαίωµα δεν ασκείται µεµονωµένα, αποµονωµένα, αλλά σε ένα ευρύτερο αντικειµενικό θεσµικό νοµικό περιβάλλον, µέσα σε κάποια
έννοµη σχέση ή θεσµό από τον οποίο και επηρεάζεται έντονα. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα ως αµυντικά δικαιώµατα στρέφονται erga omnes, ενώ παράλληλα έχουν αποκτήσει και προστατευτικό (προς το κράτος) αλλά και διασφαλιστικό (εξασφαλιστικό-διεκδικητικό) περιεχόµενο. Έτσι εφαρµόζονται σε όλες τις έννοµες σχέσεις και τους θεσµούς δηµοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Η αναγωγή των συνταγµατικών δικαιωµάτων σε αντικειµενικές συνταγµατικές αρχές δεν σηµαίνει την απώλεια του υποκειµενικού τους χαρακτήρα. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα εξακολουθούν να είναι υποκειµενικό δίκαιο, «δικαιώµατα» στην κυριολεξία του νοµικού όρου. Η µεγάλη διαφορά ατοµικισµού, ετατισµού, και κοινωνικού ανθρωπισµού γίνεται εµφανής σε συνδυασµό µε το ζήτηµα της αµφισβήτησης αυτής της ίδιας της ύπαρξης του δικαιώµατος. Α. Ο νοµικός ατοµικισµός ξεκινώντας από το πρότυπο του µεµονωµένου ατόµου, οικοδοµήθηκε στην έννοια του δικαιώµατος Η έννοια «δικαίωµα» ή «δίκαιο εξ υποκειµένου» βασίστηκε στην ατοµικιστική αρχή και διαπλάστηκε υποκειµενικά ατοµικιστικά. Το δικαίωµα υπήρξε το «νοµικό λάβαρο»του νοµικού ατοµικισµού. Έτσι δεν αποδόθηκε η απαιτούµενη σηµασία στις αντικειµενικές σχέσεις και καταστάσεις, στους θεσµούς κ.λ.π. Β. Αντίθετα, ο ετατισµός παίρνοντας ως βάση το αντικειµενικό δίκαιο οδηγεί στην αµφισβήτηση ή και στην κατάργηση του δικαιώµατος. Τονίζεται έτσι η προτεραιότητα των αντικειµενικών καταστάσεων αλλά παραβλέπεται η σπουδαιότερη αντικειµενική αξία που είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Η διάκριση του δικαίου σε ατοµικιστικό και σε κοινωνικό ή ανθρωπιστικό δίκαιο είναι ουσιαστικού περιεχοµένου. Αντίθετα η διάκριση σε δίκαιο εξ υποκειµένου (δικαίωµα) και δίκαιο εξ αντικειµένου είναι νοµικοτεχνικής σηµασίας. Τα δικαιώµατα βασίζονται στην ανώτατη αρχή της ανθρώπινης αξίας. Τα θεµελιώδη δικαιώµατα είναι οι συνταγµατικές εξειδικεύσεις της ανθρώπινης αξίας. Ο προσανατολισµός αυτός του δικαιώµατος προς στην αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας και όχι στην ατοµικιστική αρχή του προσδίνει νέο περιεχόµενο και λειτουργικότητα. Στην έννοµη τάξη του κοινωνικού ανθρωπισµού ασφαλώς υπάρχουν δικαιώµατα, όχι όµως ατοµικιστικά αλλά κοινωνικά προσανατολισµένα δικαιώµατα( Σ. άρθρ. 25 παρ.1) βασιζόµενα στο συνταγµατικό πρότυπο του κοινωνικού ανθρώπου. Η ανθρωπιστική αρχή αποτελεί την πηγή της δηµιουργίας αλλά και του προσδιορισµού των δικαιωµάτων.
Καρπός της αντικειµενικής αυτής ανάλυσης είναι η θεσµική εφαρµογή η οποία βασίζεται στην αλληλοσύνδεση δικαιώµατος και θεσµού, αλληλοσύνδεση που υπάρχει στην πραγµατικότητα και στο παραγόµενο απ αυτή δίκαιο. Για τη θεσµική εφαρµογή είναι απαραίτητες 1.Η αντιπαράθεση δικαιώµατος και θεσµού, δηλ. εντοπισµός της αντίθεσης. 2.Η ανάλυση των µερών της αντίθεσης, δηλ. η ανάλυση του φυσικού περιεχοµένου και θεσµού. 3.Ο προσδιορισµός της φυσικής σχέσης δικαιώµατος και θεσµού, δηλ. η σύνθεση των αντιθέτων µε το δεσµό της αιτιώδους συνάφειας.
Εισαγωγικά Η συνταγµατική κατοχύρωση της οικονοµικής ελευθερίας Η παραγωγή και κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών είναι συστατικό στοιχείο και χαρακτηριστικό γνώρισµα της ανθρώπινης κοινωνίας. Ανάλογη είναι η σηµασία της οικονοµικής ελευθερίας η οποία κατοχυρώνεται στο σύνταγµα στο άρθρο 5 παράγραφ.1:«καθένας έχει το δικαίωµα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συµµετέχει στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγµα ή τα χρηστά ήθη.» Το Σύνταγµα κατοχυρώνει κατ αρχήν την ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία στο άρθρο 106 παραγραφ.1 και 2: «...το Κράτος προγραµµατίζει και συντονίζει την οικονοµική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονοµική ανάπτυξη όλων των τοµέων της εθνικής οικονοµίας.» και «Η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας». Εκτός όµως από τη γενική κατοχύρωση του δικαιώµατος συµµετοχής στην οικονοµική ζωή της χώρας και της ελευθερίας της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας, το Σύνταγµα κατοχυρώνει δικαιώµατα που περιέχουν σπουδαίες ειδικές πλευρές της οικονοµικής ελευθερίας όπως το δικαίωµα εργασίας ως ελευθερία εργασίας και επαγγελµατική ελευθερία (άρθρο 22 παρ.1), η συνδικαλιστική ελευθερία(άρθρο 23 παρ.1) και τα δικαιώµατα εκ της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 και 18). οι ειδικές αυτές διατάξεις προηγούνται στην εφαρµογή από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1 και 106 παρ.2 που είναι εφαρµοστέες µόνο σε αντικείµενα µη ρυθµιζόµενα από το Σύνταγµα,όπως προπάντων στην ελευθερία των συµβάσεων,την ελευθερία των κερδοσκοπικών ενώσεων και την ελευθερία του ανταγωνισµού.
Ειδικές πλευρές της οικονοµικής ελευθερίας Ελευθερία εργασίας Το άρθρο 22 του Συντάγµατος κατοχυρώνει το δικαίωµα στην εργασία και το δικαίωµα ίσης αµοιβής για εργασία ίσης αξίας και θεσπίζει την υποχρέωση του Κράτους να µεριµνά για τη δηµιουργία «συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών»,για την «ηθική και υλική ανύψωση» του εργαζόµενου αγροτικού και αστικού πληθυσµού και για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζοµένων. Επιπλέον απαγορεύει την αναγκαστική εργασία εκτός από περιπτώσεις ανάγκης ή στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο όρος «δικαίωµα εργασίας» έχει πάντως µια στενή και µία ευρεία έννοια. Υπό την πρώτη σηµαίνει την ελευθερία εργασίας και υπό τη δεύτερη την αξίωση εργασίας. Στο πλαίσιο των ατοµικών ελευθεριών εξετάζεται µόνο η πρώτη ενώ η δεύτερη αναπτύσσεται στο πλαίσιο των κοινωνικών δικαιωµάτων. Συνδικαλιστική ελευθερία Υπό τον όρο «συνδικαλιστική ελευθερία» εννοούµε συνεκδοχικά την ελευθερία ίδρυσης συνδικαλιστικής οργάνωσης και συµµετοχής σε αυτήν καθώς και την ελευθερία λειτουργίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Πράγµατι το Σύνταγµα υποχρεώνοντας το Κράτος να διασφαλίζει τη συνδικαλιστική ελευθερία και την ακώλυτη άσκησή της (άρθρο 23 παραγραφ.1) αφενός κατοχυρώνει το ατοµικό δικαίωµα ως ελευθερία τόσο του ατόµου (ατοµικό δικαίωµα υπό τη στενή έννοια του όρου δικαίωµα του συνδικαλίζεσθαι) όσο και της συνδικαλιστικής οργάνωσης (συλλογικό δικαίωµα). Η συνδικαλιστική ελευθερία του ατόµου σηµαίνει την ελευθερία του να συµµετάσχει στην ίδρυση µιας συνδικαλιστικής οργάνωσης να προσχωρήσει και να µετάσχει σ αυτήν και να απόσχει ή να αποχωρήσει από αυτήν. Η ελευθερία της συνδικαλιστικής οργάνωσης κατοχυρώνει την υπόσταση, την αυτονοµία και τη λειτουργία της.
ικαίωµα της ιδιοκτησίας Το Σύνταγµα θέτει την ιδιοκτησία «υπό την προστασία του Κράτους»,όπως προβλέπει το άρθρο 17 παραγραφ.1.το ατοµικό δικαίωµα της ιδιοκτησίας έγκειται στην ελευθερία του ατόµου να χρησιµοποιεί (απολαµβάνει) και να διαθέτει την ιδιοκτησία του, δικαίωµα που αποτελεί µία από τις σπουδαιότερες εκφάνσεις της οικονοµικής ελευθερίας. Στην έννοια της ιδιοκτησίας του άρθρου 17 του Συντάγµατος ανήκουν όλα τα περιουσιακά δικαιώµατα, εµπράγµατα ή ενοχικά, δηλαδή όχι µόνο τα δικαιώµατα επί αλλά και εκείνα εκ της µετοχής καθώς και τα δικαιώµατα της πνευµατικής, βιοµηχανικής ή εµπορικής ιδιοκτησίας, όλα τα οικονοµικώς αποτιµητά δικαιώµατα. εν ανήκουν όµως στην έννοια της ιδιοκτησίας τα απλά οικονοµικά συµφέροντα, οι απλές προσδοκίες κέρδους και η αποτίµησή τους στην αγορά. Ελευθερία των συµβάσεων Από την οικονοµική ελευθερία που κατοχυρώνει το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγµατος απορρέει η ελευθερία των συµβάσεων, που είναι το σπουδαιότερο τµήµα της ιδιωτικής αυτονοµίας, της νοµικής δηλαδή αυτοδιάθεσης του ιδιώτη. Η ελευθερία των συµβάσεων περιλαµβάνει καταρχήν τη ελευθερία αν θα συναφθεί ή θα καταγγελθεί µια σύµβαση (ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της σύµβασης), µε ποιον θα συναφθεί (ελευθερία επιλογής του αντισυµβαλλοµένου) και τι περιεχόµενο θα έχει (καθορισµός του τιµήµατος, τρόπου, χρόνου κτλ. ελευθερία διαµόρφωσης της σύµβασης). Μέσα στα όρια του άρθρου 5,µπορεί καθένας να αρνηθεί να συνάψει µια σύµβαση. Η ιδιωτική βούληση πάντως δεν µπορεί να αποκλείσει την εφαρµογή κανόνων δηµόσιας τάξης (άρθρο 3 ΑΚ). Παρεκκλίσεις από την ελευθερία συµβάσεων παρουσιάζονται κυρίως στις περιπτώσεις των φυσικών ή νοµικών µονοπωλίων και στο εργατικό και κοινωνικό ασφαλιστικό δίκαιο.
Ελευθερία των κερδοσκοπικών οργανώσεων Η οικονοµική ελευθερία προστατεύει πάντως και την ελευθερία, σύστασης, οργάνωσης και λειτουργίας κερδοσκοπικών ενώσεων (κυρίως εµπορικών εταιρειών). Οι ενώσεις αυτές µε εξαίρεση τους συνεταιρισµούς κατοχυρώνονται στο επικουρικής εφαρµογής άρθρο 5 παρ.1.με την ελευθερία των κερδοσκοπικών ενώσεων δεν συµβιβάζονται η διοικητική ή νοµοθετική έστω επέµβαση του Κράτους µε την οποία τροποποιείται αναγκαστικώς το καταστατικό ή αντικαθίσταται η διοίκηση ή απαγορεύεται η επωνυµίας της εταιρείας. Ελευθερία του ανταγωνισµού Το Σύνταγµα καθιερώνει τον ελεύθερο ανταγωνισµό τόσο ως υποκειµενικό ατοµικό δικαίωµα όσο και ως (αντικειµενική )θεσµική εγγύηση. Η κατά το άρθρο 5 παρ.1 ελευθερία «καθενός» να συµµετέχει στην οικονοµική ζωή της χώρας και η απαγόρευση της προσβολής των «δικαιωµάτων των άλλων» προϋποθέτουν λογικά και απαιτούν εποµένως την ελευθερία ανταγωνισµού ως ατοµικό δικαίωµα. Στη θεσµική εγγύησης του ελεύθερου ανταγωνισµού ανήκουν η ελευθερία πρόσβασης στην αγορά και η ελευθερία ανταγωνισµού εντός της αγοράς. Στην ελευθερία ανταγωνισµού αντιστοιχεί η απαγόρευση του αθέµιτου ανταγωνισµού. εδοµένης της διπλής αυτής συνταγµατικής θεµελίωσης του ελεύθερου ανταγωνισµού δεν υπάρχει αµφιβολία για την κατ αρχήν συνταγµατικότητα της σχετικής νοµοθεσίας.
Γενικοί περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας Το άρθρο 5 του Συντάγµατος Όπως προαναφέρθηκε, η συνταγµατική κατοχύρωση της οικονοµικής ελευθερίας απάντα και στο άρθρο 5 του Συντάγµατος, το οποίο συγχρόνως θεσπίζει την τριάδα των γενικών περιορισµών. Συγκεκριµένα, η οικονοµική ελευθερία περιορίζεται αν η άσκησή της προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων.στα δικαιώµατα των άλλων στο πλαίσιο της οικονοµικής ελευθερίας ανήκει πρώτον το δικαίωµα και αυτών να µετέχουν στην οικονοµική ζωή της χώρας. Η άσκηση της οικονοµικής ελευθερίας από ένα άτοµο δεν επιτρέπεται να παρεµποδίζει την άσκηση της ίδιας της ελευθερίας από ένα άλλο άτοµο. Γι αυτόν το λόγο η καταχρηστική εκµετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά ή η άσκηση αθέµιτου ανταγωνισµού συγκροτεί την «προσβολή των δικαιωµάτων των άλλων» και δεν υπάγεται στην ελεύθερη συµµετοχή στην οικονοµική ζωή της χώρας. Απεναντίας η ελευθερία του ανταγωνισµού σηµαίνει ότι η οικονοµική ελευθερία δεν ανήκει µόνο σε ορισµένους κατ αποκλεισµό των υπολοίπων. Τα δικαιώµατα των άλλων περιλαµβάνουν όλα τα άλλα δικαιώµατα όπως είναι η ελευθερία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και φυσικά δεν αναφέρονται σε απλά συµφέροντα των άλλων που δεν προστατεύονται ειδικά από το δίκαιο. Το Σύνταγµα του άρθρου 5 είναι το «τυπικό σύνταγµα» καθώς µε τη διάταξη αυτή θεσπίζεται η υπεροχή των άλλων συνταγµατικών διατάξεων χωρίς να είναι απαραίτητη η θεµελίωση του «ειδικού» χαρακτήρα τους. Άλλος περιορισµός που προκύπτει από το άρθρο 5 είναι αυτός που αφορά τα «χρηστά ήθη», τα οποία καθορίζονται από τους εκάστοτε ισχύοντες νόµους µέσα στα όρια του Συντάγµατος. ραστηριότητες που απαγορεύονται άµεσα ή έµµεσα από το Σύνταγµα και ρητώς από τους νόµους αποτελούν τους οικονοµικούς περιορισµούς της οικονοµικής ελευθερίας. Επιπλέον η οικονοµική ελευθερία δεν µπορεί να αναπτύσσεται εις βάρος της εθνικής οικονοµίας. εν αρκεί δηλαδή µόνο το συµφέρον του ενός ατόµου, µιας επιχείρησης ή συνδικαλιστικής οργάνωσης ούτε ενός µόνο κλάδου της οικονοµίας. Πότε πάντως θίγεται η εθνική οικονοµία ορίζει η Βουλή και η Κυβέρνηση, η απόφαση τους µόνο σε ακραίες περιπτώσεις υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Οι ειδικοί περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας Το άρθρο 106 του Συνταγµατος Η ιστορία των διατάξεων του άρθρου 106 του Συντάγµατος Οι διατάξεις του άρθρου 106 του Συντάγµατος καθιερώνουν ορισµένους περιορισµούς της οικονοµικής ελευθερίας. Οι διατάξεις αυτές συµπεριλήφθηκαν για πρώτη φορά στο ισχύον Σύνταγµα υπό την επιρροή των άρθρ. 41 και 43 του Συντάγµατος της Ιταλίας και του προοιµίου του Συντάγµατος της Γαλλίας του 1946.Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου καθιερώνουν τον κρατικό παρεµβατισµό στην οικονοµία ενώ η διάταξη της παραγράφου 2 αυτού θεσπίζει ρητά ορισµένους περιορισµούς της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας. Η κατοχύρωση του κρατικού παρεµβατισµού Οι διατάξεις προβλέπουν κυρίως δύο µορφές παρεµβάσης του Κράτους στην οικονοµία και συγκεκριµένα τον οικονοµικό προγραµµατισµό και συντονισµό και την εξαγορά επιχειρήσεων ή αναγκαστική συµµετοχή αυτού ή άλλων δηµόσιων φορέων σε αυτές. Την πρώτη µορφή κρατικού παρεµβατισµού προβλέπει η διάταξη της παραγράφου 1 εδ. ά του άρθρου η οποία ορίζει τα ακόλουθα : «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συµφέροντος το Κράτος προγραµµατίζει και συντονίζει την οικονοµική δραστηριότητα στη Χώρα επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονοµική ανάπτυξη όλων των τοµέων της εθνικής οικονοµίας.» Έτσι, η διάταξη θεωρεί ως σκοπούς του οικονοµικού προγραµµατισµού και συντονισµού την εδραίωση της «κοινωνικής ειρήνης» και την προστασία του «γενικού συµφέροντος». Η ρητή µνεία της εδραίωσης της κοινωνικής ειρήνης είναι περιττή γιατί αυτή περιλαµβάνεται αναµφίβολα στο γενικό συµφέρον. Η διάταξη του εδ. β της παραγράφου 1 του άρθρου καθορίζει και τους άλλους σκοπούς της οικονοµικής πολιτικής του Κράτους:«Λαµβάνει το Κράτος τα επιβαλλόµενα µέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του
εθνικού πλούτου από την ατµόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσµατα για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονοµίας των ορεινών, νησιωτικών και παραµεθόριων περιοχών». Τη δεύτερη µορφή κρατικού παρεµβατισµού στην οικονοµία που είναι και εντονότερη από την πρώτη προβλέπει η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου η οποία ορίζει τα εξής: «Με την επιφύλαξη της προστασίας που παρέχεται από το άρθρο 107 ως προς την επανεξαγωγή κεφαλαίων εξωτερικού µπορεί να ρυθµίζονται µε νόµο τα σχετικά µε την εξαγορά επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συµµετοχή του κράτους ή άλλων δηµόσιων φορέων εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν το χαρακτήρα µονοπωλίου ή ζωτική σηµασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου ή έχουν κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο».έτσι η διάταξη αυτή επιτρέπει δύο σοβαρότατες παρεµβάσεις του Κράτους στην οικονοµική ζωή και συγκεκριµένα την εξαγορά των επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συµµετοχή του Κράτους ή άλλων δηµόσιων φορέων σε αυτές. Με την εξαγορά των επιχειρήσεων καταργείται πλήρως και µε την αναγκαστική συµµετοχή σε αυτές περιορίζεται σοβαρότατα η οικονοµική ελευθερία των ιδιοκτητών τους. Οι εξαγοραζόµενες επιχειρήσεις µπορούν να περιέρχονται είτε απευθείας στο Κράτος είτε σε άλλους δηµόσιους φορείς. Ως δηµόσιοι φορείς οι οποίοι προστέθηκαν στη διάταξη από την Ολοµέλεια της Βουλής, νοούνται προφανώς από τη διάταξη νοµικά πρόσωπα τόσο δηµοσίου όσο και ιδιωτικού δικαίου ελεγχόµενα πλήρως από το Κράτος. Η διάταξη καθορίζει περιοριστικά τις περιπτώσεις εξαγοράς επιχειρήσεων ή της αναγκαστικής συµµετοχής σε αυτές. Ειδικότερα επιτρέπει την εξαγορά ή την αναγκαστική συµµετοχή στις ακόλουθες τρεις περιπτώσεις: 1.όταν οι επιχειρήσεις έχουν το χαρακτήρα του µονοπωλίου. 2. όταν έχουν ζωτική σηµασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου και 3. όταν έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο. Συνεπώς είναι ανεπίτρεπτη η εξαγορά ή η αναγκαστική συµµετοχή για οποιοδήποτε άλλο λόγο γενικού συµφέροντος.
Γιατί η ρήτρα του γενικού συµφέροντος την οποία περιλαµβάνει η διάταξη της παραγράφου 1 εδ. ά του άρθρου καλύπτει ρητά µόνο τον οικονοµικό προγραµµατισµό και συντονισµό και όχι και τέτοιες κρατικές παρεµβάσεις στην οικονοµική ζωή. Εν προκειµένω η έκταση της κρατικής παρέµβασης καθορίζεται σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας. Εφόσον ο δηµόσιος σκοπός πραγµατοποιείται πλήρως µε την αναγκαστική συµµετοχή σε µια επιχείρηση είναι ανεπίτρεπτη η εξαγορά αυτής. Εξάλλου η διάταξη της παραγράφου 4 ρυθµίζει το θέµα του τιµήµατος της εξαγοράς ή του ανταλλάγµατος της αναγκαστικής συµµετοχής κατά τρόπο ανάλογο µε τον καθορισµό της αποζηµίωσης στην περίπτωση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγµατος.Κατά τη διάταξη αυτή το τίµηµα της εξαγοράς ή το αντάλλαγµα της αναγκαστικής συµµετοχής «καθορίζεται απαραιτήτως δικαστικώς και πρέπει να είναι πλήρες, ώστε να ανταποκρίνεται στην αξία της επιχείρησης που εξαγοράζεται ή της συµµετοχής σε αυτήν».η ερµηνευτική δήλωση σχετικά µε τη διάταξη αποσαφηνίζει ότι στην αξία της επιχείρησης δεν περιλαµβάνεται αυτή που οφείλεται στον τυχόν µονοπωλιακό χαρακτήρα» αυτής. Παραπέρα η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου κατοχυρώνει το δικαίωµα του µετόχου, εταίρου ή κυρίου της επιχείρησης, ο έλεγχος της οποίας περιέρχεται στο Κράτος ή σ ελεγχόµενο απ αυτό το φορέα, να ζητήσει την εξαγορά της συµµετοχής του σε αυτή. Οποιαδήποτε παρέµβαση του Κράτους πρέπει να στηρίζεται σε σχετικό νόµο (άρθρ.72 παραγραφ.1 Συντ.). Αυτό ορίζεται άλλωστε ρητά από το Σύνταγµα. Πράγµατι η διάταξη του άρθρου 79 παραγραφ. 8 αυτού ορίζει ότι «Τα προγράµµατα οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης εγκρίνονται από την ολοµέλεια της Βουλής όπως νόµος ορίζει.» Εξάλλου η διάταξη του άρθρ. 106 παραγραφ.3 προβλέπει την έκδοση νόµου περί ρυθµίσεως της εξαγοράς επιχειρήσεων ή της αναγκαστικής συµµετοχής δηµοσίων φορέων σε αυτές.
Η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας Η διάταξη της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση της οικονοµικής πρωτοβουλίας. Ορίζει έτσι :«Η ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας.» Έννοµα αγαθά όπως, οι ατοµικές ελευθερίες που προστατεύονται από το Σύνταγµα, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και η εθνική οικονοµία, καθορίζονται περιοριστικά για την αποφυγή της ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας σε βάρος τους. Οποιοσδήποτε άλλος περιορισµός της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας είναι ανεπίτρεπτος. Λόγοι του γενικού συµφέροντος οι οποίοι δεν αναφέρονται στην εθνική οικονοµία δεν µπορούν να δικαιολογούν τη νοµοθετική καθιέρωση άµεσων περιορισµών του ατοµικού αυτού δικαιώµατος.
Η έκταση των νοµοθετικών περιορισµών της οικονοµικής ελευθερίας Οι νοµοθετικοί περιορισµοί της οικονοµικής ελευθερίας καθιερώνονται κατ εφαρµογή των διατάξεων του άρθρ. 106 παραγραφ.1-3 του Συντάγµατος και δεν µπορούν να προσβάλλουν τον πυρήνα αυτής.h ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία αποτελεί πράγµατι τη βάση του οικονοµικού συστήµατος της χώρας. Ο πυρήνας της οικονοµικής ελευθερίας µπορεί να προσβάλλεται µόνο µε την εξαγορά της επιχείρησης ή την αναγκαστική συµµετοχή δηµοσίων φορέων σε αυτές. Έτσι ρυθµίζεται η εξαγορά επιχειρήσεων και η αναγκαστική συµµετοχή σε αυτές κατά τρόπο ανάλογο µε την αναγκαστική απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας που προβλέπει το άρθρ.17 του Συντάγµατος και η οποία προσβάλλει επίσης την ουσία αυτής. Οι διατάξεις του Ν.1386/1983 οι οποίες προβλέπουν την εξυγίανση ορισµένων επιχειρήσεων δεν είναι αντισυνταγµατικές καθώς καλύπτονται πλήρως από τη διάταξη του άρθρ.5 σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του άρθρου 106 του Συντάγµατος. Είναι αυτονόητο ότι ζήτηµα συµφωνίας των διατάξεων µε την οικονοµική ελευθερία της ενδιαφερόµενης επιχείρησης τίθεται µόνο στην περίπτωση της υπαγωγής της σε αυτές µετά από αίτηση των πιστωτών ή του συνδίκου της πτώχευσης.
Συναλλακτικός χώρος Ο συναλλακτικός χώρος αποτελεί τµήµα του ευρύτερου οικονοµικού χώρου και διακρίνεται στο συναλλακτικό-επιχειρηµατικό χώρο-δίκαιο και στο συναλλακτικό-καταναλωτικό χώρο-δίκαιο. Πρόκειται για δύο επίπεδα σχέσεων τα οποία αφενός συνδέονται και αφετέρου διαφοροποιοιούνται. Σε αυτήν ακριβώς τη διαφοροποίηση οφείλεται και η ευρεία εφαρµογή των συνταγµατικών δικαιωµάτων στις συναλλακτικές σχέσεις. Όσον αφορά στο συναλλακτικό-επιχειρηµατικό χώρο, θα λέγαµε ότι αφορά τις σχέσεις µεταξύ των επιχειρηµατιών (επιχειρηµατίαεπιχειρηµατικού κοινού) και εµπόρων, για αυτό και αποτελεί µέρος του εµπορικού δικαίου. Ως επιµέρους έκφανση της οικονοµικής ελευθερίας, η εµπορική ελευθερία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 του Συντάγµατος. Σε µια οικονοµία της αγοράς δεσµευµένης από το Σύνταγµα, η εµπορική ελευθερία δεν µπορεί παρά να υπόκειται σε κανονιστικούς περιορισµούς, όπου η εµπορική δράση προσκρούει σε γενικά κοινωνικά συµφέροντα. Οι περιορισµοί είναι εύλογοι και θεµιτοί ιδίως όταν αφορούν το εµπόριο αγαθών ζωτικής σηµασίας για το κοινωνικό σύνολο ή την άσκηση εµπορικής δράσης, επίσης ζωτικής σηµασίας για την κοινωνία. Σχετικά µε το συναλλακτικό-καταναλωτικό χώρο, αφορά τις σχέσεις του επιχειρηµατία µε το καταναλωτικό κοινό. Η αµυντική διάσταση των συνταγµατικών δικαιωµάτων αποκτά ιδιαίτερη σηµασία στον καταναλωτικό χώρο, όπου και παρατηρούνται πληθώρα παραβιάσεων. Η υπόθεση ότι ο ανταγωνισµός λειτουργεί προς όφελος του καταναλωτή αποδείχτηκε ανακριβής. ιαµορφώθηκε έτσι το νοµικοπολιτικό αίτηµα της προστασίας του καταναλωτή.
Μορφές συναλλακτικής εξουσίας Η εξουσία στο συναλλακτικό χώρο είναι εξουσία οικονοµικής φύσης και απορρέει από τη σχέση του προσώπου προς το πράγµα. Περιορίζει τα αµυντικά δικαιώµατα τόσο στο επίπεδο επιχειρηµατιών όσο και στο επίπεδο καταναλωτή και επιχειρηµατία. Για το λόγο αυτό η αµυντική ενέργεια στο χώρο των συναλλαγών στρέφεται κατά των διαφόρων µορφών συναλλακτικής εξουσίας. Οι κυριότερες από αυτές είναι : 1.Το µονοπώλιο 2.Ιδιωτική εξουσία : α. Εξουσία εκµισθωτή β. Εξουσία επιχειρηµατία 1.Το µονοπώλιο Με τον όρο µονοπώλιο αναφέρεται το δικαίωµα της αποκλειστικής διάθεσης στην αγορά ενός προϊόντος ή της παροχής µιας υπηρεσίας µε τον συνακόλουθο έλεγχο στη διαµόρφωση των τιµών από ένα µόνο άτοµο ή οργανισµό (επιχείρηση, Κράτος κτλ). ηλαδή το µονοπώλιο ταυτίζεται µε την αποκλειστική οικονοµική δραστηριότητα ενός µόνο ατόµου ή έστω περιορισµένου αριθµού. έννοια του µονοπωλίου εµπεριέχει φυσικά και την έννοια του µονοψωνίου, την αποκλειστική δηλαδή κατανάλωση από έναν επιχειρηµατία ή από λίγους. Ο θεσµός του µονοπωλίου που µπορεί να αφορά βιοµηχάνους, παραγωγούς,πωλητές και καταναλωτές αντίκειται στην αρχή της ισότητας όλων των πολιτών έναντι του νόµου και των δηµοσίων υπηρεσιών. Πράγµατι, η αρχή της ισότητας εµποδίζει την κατ αυθαίρετο τρόπο άσκηση του ελεύθερου οικονοµικού ανταγωνισµού. Η αρχή της ισότητας συνεπάγεται την παροχή ίσων ευκαιριών οικονοµικής δράσης για όλους και την απαγόρευση µονοπωλιακής οικονοµικής δράσης.
Η παραχώρηση από το Σύνταγµα µονοπωλιακών προνοµίων κατοχυρώνεται στο άρθρο 106 παραγραφ.3-6 και είναι επιτρεπτή µόνο όταν συντρέχουν λόγοι κοινωνικών αναγκών, όπως η περίπτωση σύστασης προνοµίου αποκλειστικής εκµετάλλευσης των αεροπορικών συγκοινωνιών. Βέβαια, ο συντακτικός νοµοθέτης δεν επιτρέπει κατά αυθαίρετη κρίση την επιλογή των αναδόχων στην εκάστοτε µονοπωλιακή κατάσταση. Συµπερασµατικά, η αµυντική ενέργεια των συνταγµατικών δικαιωµάτων εφαρµόζεται κατ εξοχήν στο χώρο των µονοπωλίων, όπου οι προσβολές των δικαιωµάτων παρουσιάζουν την ιδιοµορφία να είναι αποτέλεσµα νόµιµης και όχι παράνοµης δράσης. 2.Ιδιωτική Εξουσία: α.εξουσία Εκµισθωτή Πρόκειται για εξουσία οικονοµικής φύσης η οποία βασίζεται στην εξουσία του προσώπου πάνω στο πράγµα, στην ιδιοκτησία του πράγµατος. Συχνά αναφέρεται και ως εξουσία ex contractu. Οι διατάξεις των νόµων που αφορούν τη µίσθωση (1703/87 και 1898/90) ερµηνεύονται σύµφωνα µε τους γενικούς κανόνες εφαρµογής του δικαίου. Επιπλέον, δεν πρέπει να εφαρµόζονται ούτε ευρέως προς χάρη του µισθωτή αλλά και ούτε στενά σε βάρος του διότι καθιερώνουν εξαιρέσεις δικαίου που περιορίζουν την ιδιοκτησία του εκµισθωτή και τη συναλλακτική ελευθερία. Οι διατάξεις αυτές προστατεύουν την ιδιοκτησία και τη συναλλακτική ελευθερία και αποσκοπούν στην εναρµόνιση αντιτιθέµενων συµφερόντων.
β.εξουσία Επιχειρηµατία Πρόκειται για εξουσία οικονοµικής φύσης η οποία βασίζεται στη σχέση του προσώπου προς το πράγµα ή προς επιτελούµενο έργο. Αναλύεται σε εξουσία καθορισµού των τιµών και εξουσία διάθεσης πράγµατος και εµφανίζεται στις σχέσεις µεταξύ των επιχειρηµατιών ως εκµεταλλευτική δύναµη καθώς επίσης και στις σχέσεις µεταξύ επιχειρηµατιών και κοινού(καταναλωτικές σχέσεις).τα θεµελιώδη δικαιώµατα και οι αγορανοµικές διατάξεις έχουν περιορίσει κατά πολύ αυτήν την εξουσία µε την έννοια ότι ο επιχειρηµατίας δεν είναι πλέον ελεύθερος να κάνει διακρίσεις που αντίκεινται στο Σύνταγµα.
Το «οικονοµικό Σύνταγµα» Το Σ ύ ν τ α γ µ α δεν επιτάσσει ένα ορισµένο οικονοµικό σύστηµα. εν υπάρχουν διατάξεις που να διακηρύσσουν δεσµευτικά και απόλυτα την ελεύθερη οικονοµία της αγοράς ή τη διευθυνόµενη οικονοµία. Το Σύνταγµα δεν «παίρνει θέση» γενικά υπέρ ή κατά ενός ορισµένου οικονοµικού συστήµατος, αλλά αφήνει την απόφαση αυτή στο νοµοθέτη, που απολαµβάνει µεγάλη ελευθερία κινήσεων. Το αντίστροφο θα µετέτρεπε άλλωστε το Σύνταγµα σε οικονοµικό πρόγραµµα ενός πολιτικού κόµµατος και θα απέκλειε την οµαλή εναλλαγή των οικονοµικών προγραµµάτων των διαφόρων κυβερνήσεων. Από αυτή την άποψη το Σύνταγµα είναι οικονιµικοπολιτικά ουδέτερο.βέβαια η ουδετερότητα αυτή δεν είναι πλήρης. Υπάρχει µέσα σε όρια που ορίζει το ίδιο το Σύνταγµα.Τα όρια αυτά είναι διπλά. Από τη µια χαράζονται όρια µε την κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων και µάλιστα της ιδιωτικής οικονοµικής πρωτοβουλίας και ιδιοκτησίας και τον αντίστοιχο περιορισµό της κρατικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά τίθενται όρια µε την επιβολή θετικών υποχρεώσεων στο κράτος και τους ιδιώτες, καθώς και µε τον περιορισµό των δικαιωµάτων των τελευταίων. Η προσχώρηση της Ελλάδας το 1981 στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν επηρέασε την οικονοµική ουδετερότητα του Συντάγµατος.Το κοινοτικό δίκαιο αφενός αφήνει στην εξουσία των κρατών µελών τη ρύθµιση των καθεστώτος ιδιοκτησίας και αφετέρου προστατεύει ιδιαίτερα τον ελεύθερο ανταγωνισµό, χωρίς να απαγορεύει τους κοινωνικούς περιορισµούς που δεν περιέχουν δυσµενείς διακρίσεις εις βάρος κοινοτικών αλλοδαπών ή προϊόντων εισαγόµενων από άλλα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βέβαια συγκρινόµενο µε την πατερναλιστική παράδοση του ελληνικού κράτους το κοινοτικό δίκαιο δίνει µεγαλύτερη έµφαση στην οικονοµία της αγοράς.
Ενδεικτική Περιπτωσιολογία 1.Αντίκειται στο ελληνικό Σύνταγµα η ανάρτηση πινακίδων σε ξενοδοχεία ή εστιατόρια µε τις οποίες απαγορεύεται η είσοδος σε άτοµα άλλου χρώµατος ή φυλής. 2.Θεωρείται αντισυνταγµατική η άρνηση εµπόρου λιανικής πώλησης να διαθέσει το προϊόν του σε πελάτες λόγω φυλής ή καταγωγής. 3. εν δικαιούται ο εκµισθωτής να αφαιρέσει από το παράθυρο του µισθίου τις πολιτικές αφίσες που είχε τοποθετήσει ο µισθωτής κατά την προεκλογική περίοδο. 4. εν προσκρούει στο Σύνταγµα η παρεµπόδιση της εισόδου σε κατάστηµα καταναλωτικού συνεταιρισµού προσώπων που δεν είναι µέλη του συνεταιρισµού.
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Απ ΣτΕ 35/1991 Οικονοµική ελευθερία. Θέσπιση περιορισµών επιτρέπεται µόνο για λόγους γενικού δηµοσίου ή κοινωνικού συµφέροντος ακόµη και µέχρι πλήρους απαγόρευσης της άσκησης ορισµένης επαγγελµατικής δραστηριότητας. Εποµένως κρίνεται ως συνταγµατικώς επιτρεπτή η βάσει του άρθρου 54 παρ.2 ν. 1591/86 παύση ισχύος των χορηγηθείσων αδειών λειτουργίας εκδοτηρίων φορτωτικών για λόγους καταπολέµησης της φοροδιαφυγής. Απ ΣτΕ 1909/2001 Η δια νόµου ακύρωση της παράτασης συµβατικής σχέσης αποτελεί εξαιρετικό µέτρο και δικαιολογείται για σοβαρούς λόγους δηµοσίου συµφέροντος πρέπει όµως να προβλέπεται µε βάση γενικά, αντικειµενικά και πρόσφορα κριτήρια και να λαµβάνει χώρα σε εύλογο από την κατάρτιση της σύµβασης χρόνο. Προκειµένου δε να διαπιστωθούν τα πραγµατικά περιστατικά που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητη προηγούµενη έρευνα (Μειοψ.) Απ Α.Π.33/2002 Ελευθερία εργασίας. Μεταγενέστερη επέµβαση του νοµοθέτη περιοριστική της ελευθερίας αυτής αντίκειται στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγµατος. Ιδιωτική σύµβαση, σύµβαση έργου µελών Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών προέβλεπε αποζηµίωση σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας. Η διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του Ν.2246/1994 αντισυνταγµατική.(αντιθ.μειοψ.)
Απ ΣτΕ 1998/1991 Απαγόρευση στους µεσίτες να διατηρούν περισσότερα του ενός γραφεία εν όψει του ότι πρόκειται περί ελεύθερου επαγγέλµατος, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δηµοσίου ή κοινωνικού συµφέροντος, που θα καθιστούσε συνταγµατικά επιτρεπτό τούτο τον περιορισµό της οικονοµικής ελευθερίας. Παραπέµπει στην επταµελή.
Βιβλιογραφία Α. ηµητρόπουλος Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου Α. ηµητρόπουλος Τα αµυντικά δικαιώµατα του ανθρώπου και η µεταβολή της έννοµης τάξης (1981) Α. ηµητρόπουλος Η Συνταγµατική προστασία του ανθρώπου από την ιδιωτική εξουσία Α. ηµητρόπουλος Συνταγµατικά ικαιώµατα- Γενικό µέρος Θ.Λιακόπουλος Η οικονοµική ελευθερία (1980) Λ.Ε.Κοτσίρης ίκαιο του ανταγωνισµού (2000) Κ.Χρυσόγονος Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα Ε. Μπεσίλα-Βήκα Ελεύθερος ανταγωνισµός και οι περιορισµοί του (1998) *** M.Amstutz Konzernorganisationsrecht(1993) G.Teubner Recht als autopoietische System(1989)