9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος ΙΙ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΤΗΣΙΟΥ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΤΣΙΠΟΥΡΑΣ Κούκου Κ. 1, Ράμφος Α. 1, Κουτσικόπουλος Κ. 2, Κατσέλης Γ. 1 1 Τμήμα υδατοκαλλιεργειών και αλιευτικής διαχείρισης, ΤΕΙ Μεσολογγίου, 30200, gkatsel@teimes.gr 2 Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών, ckoutsi@upatras.gr Περίληψη Η θερμοκρασία του νερού και το μέσο ατομικό βάρος του οργανισμού αποτελούν βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν το ρυθμό αύξησης αλλά και την απόδοση της τροφής στις ιχθυοκαλλιέργειες. Στην παρούσα εργασία αναπτύσσεται ένα μοντέλο αύξησης και απόδοσης τροφής το οποίο ενσωματώνει το μέσο βάρος της τσιπούρας και τη θερμοκρασία του νερού. Το μοντέλο βαθμονομήθηκε με στοιχεία εκτροφής της περιοχής της δυτικής Ελλάδας (Ιόνιο). Από τις τιμές προσομοίωσης οι οποίες λήφθηκαν φαίνεται ότι η μέση ετήσια θερμοκρασία της περιοχής εκτροφής έχει θετική επίδραση τόσο στην αύξηση όσο και στην απόδοση της τροφής, αποτελώντας τον πιο κρίσιμο παράγοντα. Το εύρος διακύμανσης της ετήσιας θερμοκρασίας παρουσιάζει αρνητική σχέση με τη σωματική αύξηση και με την απόδοση της τροφής, ωστόσο όμως η επίδραση είναι σχετικά μικρή. Τέλος, η επίδραση του μήνα εισόδου είναι αρνητική από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο και ακολούθως ανακάμπτει για τη σωματική αύξηση και την απόδοση της τροφής αντίστοιχα. Μεγαλύτερη επίπτωση παρατηρείται στο τελικό βάρος έναντι της απόδοσης της τροφής. Οι αλγεβρικές σχέσεις των παραπάνω αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο για την αποτίμηση και σύγκριση της επίπτωσης του θερμοκρασιακού προτύπου των περιοχών εγκατάστασης (υπαρχόντων ή μελλοντικών) των μονάδων αλλά και για το σχεδιασμό επενδυτικών στρατηγικών. Keywords: τσιπούρα, υδατοκαλλιέργεια, μοντέλο αύξησης, μέση θερμοκρασία, θερμοκρασιακή διακύμανση. A model το ASSESS the annual temperature cycle and stock timing effects on growth of rearing sparus aurata in cages Koukou Κ. 1, Ramfos A 1., Koutsikopoulos C 2., Κatselis G. 1 1 Department of Aquaculture and Fishery Management, Technological Educational Institute of Messolonghi, gkatsel@teimes.gr 2 Department of Biology, University of Patras, ckoutsi@upatras.gr Abstract This paper presents a growth model for gilthead seabream (Sparus aurata), which is one of the most cultured species in the Mediterranean area. The model is designed by means of stochastic equations, based on previous research and is calibrated by commercial data from farms located on the Western Greece coast. Fish growth is assumed to be influenced by two fundamental factors: fish weight and water temperature. Simulated data was used to assess the effects of mean annual water temperature, annual temperature variation and stocking month on both, mean individual weight and food efficiency after one year of rearing. The analysis revealed the strong positive effect of mean water temperature on the individual mean weight and food efficiency. On the other hand the effects of annual temperature variation and stocking month on both individual mean weight and food efficiency were negative but lower than the effect of mean water temperature. The algebraic relationships of these parameters are very useful for comparison of a site s thermal efficiency on sea bream aquaculture (sites typology according their thermal efficiency) as well as on the designing of focused enterprise. Keywords: sea bream, aquaculture, growth model, mean temperature, temperature variation. 1.Εισαγωγή Η τσιπούρα (Sparus aurata) είναι θαλάσσιο είδος με υψηλούς ρυθμούς αύξησης, συγκεντρώνει υψηλή τεχνογνωσία αναπαραγωγής και καλλιέργειας σε συνθήκες αιχμαλωσίας, με αναγνώριση και υψηλή τιμή στην ευρωπαϊκή αγορά (Oliva-Teles, 2000). Η παραγωγή της Μεσογείου ήταν 91x10 3 tn -1135-
-1136-9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume ΙΙ το 2004 και η Ελλάδα καλύπτει περίπου το μισό της μεσογειακής ετήσιας παραγωγής. Η εκτροφή της επίσης αποτελεί αντικείμενο σε περιοχές εκτός της Μεσογείου όπως το Κουβέιτ και τα Κανάρια νησιά (http://www.fishbase.org/report/fao). Η ελληνική θαλασσοκαλλιέργεια ξεκινώντας τη δεκαετία του 1980, βασιζόμενη στην τσιπούρα και το λαβράκι σε μια αναλογία 55:45%, αύξησε την παραγωγή της από τους 2 x10 3 tn το 1984 στους 100 x10 3 tn το 2004. Από το 1995 και μετά η ελληνική θαλασσοκαλλιέργεια βρίσκεται στην επιχειρηματική φάση της ωρίμανσης με βασικό χαρακτηριστικό τον περιορισμό του περιθωρίου κέρδους και συνέπεια αυτού τη γιγάντωση των επιχειρήσεων αλλά και την ανάπτυξη και βελτίωση διαδικασιών παραγωγής (Theodorou, 2000). Η εξέλιξη του βάρους των εκτρεφόμενων οργανισμών αλλά και η κατανάλωση τροφής είναι από τις βασικές παραμέτρους στην υδατοκαλλιέργεια οι οποίες παρακολουθούνται συστηματικά. Η αύξηση του βάρους εξαρτάται από μια ποικιλία παραγόντων με κύριους το μέσο βάρος, τη θερμοκρασία του νερού, το ρυθμό διατροφής, τη σύνθεση τροφής, την ιχθυοφόρτιση, την ποιότητα νερού και περιβαλλοντικούς παράγοντες (Brett, 1979). Η προσομοίωση της σωματικής αύξησης με την εφαρμογή μαθηματικών μοντέλων αποτελεί μια κοινή πρακτική για την ανάλυση και μελέτη διαφόρων περιπτώσεων της εκτροφής. Διάφορα μοντέλα που αναπτύχθηκαν για την περιγραφή της αύξησης του σωματικού βάρους της τσιπούρας (Petridis & Rogdakis 1995; Gasca-Leyva et al., 2002; Hernández et al., 2003; Leon et al., 2006; Hernández, et al., 2007; Libralato & Solidoro, 2008), ενσωματώνουν τη θερμοκρασία του νερού και το μέσο ατομικό βάρος. Αν και η θερμοκρασία του νερού αποτελεί βασική παράμετρο στα παραπάνω μοντέλα υποδηλώνοντας ουσιαστικά τη σημαντικότητα του ετήσιου θερμοκρασιακού κύκλου στην ανάπτυξη της τσιπούρας, σε μερικές μόνο περιπτώσεις (Gasca-Leyva et al., 2002; Hernández et al., 2003; Leon et al., 2006; Hernández et al., 2007) εξετάζεται η επίδραση αυτή περιοριζόμενη σε μερικά εναλλακτικά σενάρια περιπτώσεων ετήσιου θερμοκρασιακού κύκλου. Σε κάθε όμως περίπτωση αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλο της θερμοκρασίας αλλά και της εποχής εισόδου στην εκτροφή στη διαμόρφωση της τελικής απόδοσης της εκτροφής. Στην παρούσα εργασία αναπτύσσεται ένα μοντέλο το οποίο αποτελεί τροποποίηση και επέκταση αυτού που χρησιμοποιήθηκε από τους Petridis & Rogdakis (1996). Η τροποποίηση αφορά στην ενσωμάτωση της επίδρασης της θερμοκρασίας στο μοντέλο του ρυθμού αύξησης και του ρυθμού διατροφής με τέτοιο τρόπο ώστε να αντανακλά σε βασικές αρχές της φυσιολογίας των ψαριών. Η επέκταση από την άλλη αφορά στην αποτίμηση της επίδρασης του ετήσιου θερμοκρασιακού κύκλου και της εποχής εισόδου στην εκτροφή, στην κατά βάρος αύξηση της τσιπούρας και στην απόδοση της τροφής. Το μοντέλο ενσωματώνει ένα ευρύ φάσμα εναλλακτικών ετήσιων θερμοκρασιακών κύκλων που καλύπτει θεωρητικά όλες τις πιθανές περιπτώσεις θέσεις εκτροφής του είδους. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν σημαντικό εργαλείο για τη σύγκριση περιοχών εκτροφής της τσιπούρας, αλλά και για στρατηγικές επένδυσης και εκτροφής. 2. Υλικά και Μέθοδοι 2.1 ΠΕΡΙΓΡΑΦH ΤΟΥ ΜΟΝΤEΛΟΥ Οι παράμετροι που ελέγχουν την ανάπτυξη αφορούν στην αλληλεπίδραση του περιβάλλοντος, του γενοτύπου και του φαινοτύπου του οργανισμού. Όταν ο ρυθμός διατροφής του οργανισμού γίνεται με την όρεξη του μέχρι κορεσμού, οι τρεις παράγοντες ενσωματώνονται στις παρακάτω σχέσεις (Petridis & Rogdakis, 1996): [1], [2] όπου SGR είναι ο ειδικός ρυθμός αύξησης, R είναι ο ρυθμός διατροφής, dfood είναι η ποσότητα
9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος ΙΙ της τροφής ανά άτομο μέσου βάρους w τη χρονική στιγμή t, A s, b s, c s, Α fe, b fe και c fe σταθερές, η f(w) είναι η συνάρτηση του βάρους και f(θ) η συνάρτηση της θερμοκρασίας, οι οποίες αντανακλούν σε βασικές αρχές της φυσιολογίας των ψαριών (Brett 1979; Ricker 1979). Η σχέση των SGR και R με το ατομικό βάρος είναι λογαριθμική της μορφής: όπου w t το μεσο ατομικό βάρος τη χρονική στιγμή t όπου b i σταθερά με i=s και fe για τον ειδικό ρυθμός αύξησης και ρυθμό διατροφής αντίστοιχα (Petridis & Rogdakis, 1996). Ο ρυθμός αύξησης του ατομικού βάρους είναι μέγιστος σε ένα περιορισμένο εύρος τιμών της θερμοκρασίας ενώ πριν και μετά ο ρυθμός αύξησης μειώνεται σταδιακά μέχρι το μηδενισμό του (Brett, 1979; Ricker, 1979). Η παρακάτω συνάρτηση θερμοκρασίας περιγράφει μια καμπύλη η οποία ακολουθεί το παραπάνω πρότυπο (Hernández et al., 2003):, όπου k και z σταθερές, θ mx η μέγιστη θερμοκρασία όπου μηδενίζεται ο ρυθμός αύξησης και θ t η θερμοκρασία του νερού τη χρονική στιγμή t. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παραπάνω σχέση δεν αποδίδει τις μικρότερες θερμοκρασίες όπου η ανάπτυξη επίσης σταματά αλλά τις προσεγγίζει ικανοποιητικά. Επειδή ο ρυθμός αύξησης του ατομικού βάρους συνδέεται με το ρυθμό διατροφής μέσω του μέσου ατομικού βάρους (σχέσεις [1] και [2]), αναμένεται ανάλογο πρότυπο επίδρασης της θερμοκρασίας στο ρυθμό απόδοσης της τροφής. Η παραπάνω σχέση αφορά στην τροποποίηση του μοντέλου των Petridis & Rogdakis (1996), στο οποίο η θερμοκρασία ενσωματώνεται με λογαριθμική ή γραμμική σχέση στις σχέσεις υπολογισμού των SGR και R ([1] και [2]) αντίστοιχα. Η ετήσια διακύμανση της θερμοκρασίας του νερού για θαλάσσια συστήματα όπου παρατηρείται ένας ετήσιος κύκλος περιγράφεται από τη σχέση:, όπου m η μέση ετήσια θερμοκρασία, α η ετήσια διακύμανση της θερμοκρασίας η οποία αντιστοιχεί στο μισό του ετήσιου εύρους της θερμοκρασίας και φ η ημέρα του έτους (Ιουλιανό ημερολόγιο) όπου παρατηρείται η μέγιστη θερμοκρασία νερού. Η μέση απόδοση της τροφής σε δεδομένο χρονοδιάστημα είναι το ποσοστό της ποσότητας της τροφής που μετατρέπεται σε βιομάζα και υπολογίζεται από τη σχέση:, όπου Δw η μεταβολή του μέσου ατομικού βάρους (g) για το δεδομένο χρονοδιάστημα και food το σύνολο της τροφής ανά άτομο (g) που καταναλώθηκε στο συγκεκριμένο χρονοδιάστημα. Υποθέσεις: (α) Η ποιότητα των νερού είναι ίδια σε όλες τις περιοχές εφαρμογής του μοντέλου, (β) σε όλες οι ιχθυοπαραγωγικές μονάδες που εφαρμόζεται το μοντέλο, η ιχθυοφόρτιση είναι η βέλτιστη, (γ) η σύνθεση της τροφής και το επίπεδο διατροφής (διατροφή μέχρι κορεσμό) είναι ίδιος σε όλες τις μονάδες που εφαρμόζεται το μοντέλο και (δ) δεν παρατηρείται απώλεια βάρους του αναπαραγωγικά ενεργού πληθυσμού την περίοδο της αναπαραγωγής με αποβολή αναπαραγωγικών προϊόντων. Βαθμονόμηση του μοντέλου Οι σταθερές Α s, b s, c s, Α fe, b fe και c fe, εκτιμήθηκαν με την εφαρμογή γραμμικής πολυμεταβλητής παλινδρόμησης (Zar, 1999) από στοιχεία εκτροφής τσιπούρας ιχθυοκαλλιεργητικής μονάδας η οποία είναι εγκατεστημένη στην παράκτια περιοχή της δυτικής Ελλάδας (Ιόνιο). Τα στοιχεία αφορούν σε 4 διαφορετικές παρτίδες τσιπούρας που μπήκαν σε διαφορετικά αρχικά βάρη και διαφορετικό μήνα για εκτροφή σε κλωβούς. Οι σταθερές υπολογίστηκαν σε: Α s =0.0247, b s =-0.0059, c s =0.6465 και Α fe =0.0308, b fe =-0.0062 και c fe =0.5509 (R 2 >0.84). Η μέγιστη θερμοκρασία του νερού κατά μέσο όρο -1137-
9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume ΙΙ παρατηρείται τον Αύγουστο οπότε η παράμετρος φ έλαβε την τιμή 228 (15 Αυγούστου). Οι σταθερές k και z έλαβαν τιμές -0.12 και -0.15 αντίστοιχα (Muller-Feuga, 1990), ικανοποιώντας τις συνθήκες ότι για την τσιπούρα ο μέγιστος ρυθμός ανάπτυξης λαμβάνει χώρα μεταξύ 24 o C και 26 o C ενώ σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες του 32.9 o C η ανάπτυξη σταματά (Ravagnan, 1984; Barnabé, 1991). Προσομοιώσεις Με την εφαρμογή του μοντέλου υπολογίσθηκαν τιμές τελικού ατομικού μέσου βάρους και απόδοσης τροφής για περίοδο εκτροφής ενός έτους, με αρχικές τιμές μέσου ατομικού βάρους (w it ) 2 g, μήνα εισόδου στην εκτροφή από τον 1 ο έως τον 12 ο μήνα, μέση ετήσια θερμοκρασία νερού (m) από 11 έως 28 o C και ετήσια διακύμανση της θερμοκρασίας (α) από 1 έως 11 o C. 3. Αποτελέσματα - Συζήτηση Οι μέγιστη τιμή του μέσου ατομικού βάρους ύστερα από μια εκτροφή ενός έτους με αρχικό βάρος εισόδου 2 g υπολογίζεται στα 418 g σε μέση ετήσια θερμοκρασία 25-26 o C, ετήσια διακύμανση θερμοκρασίας 1 o C και μήνα εισόδου τον Ιανουάριο. Η μέγιστη απόδοση της τροφής υπολογίζεται αντίστοιχα στα 0.83 σε ετήσια θερμοκρασία 27-28 o C, ετήσια διακύμανση θερμοκρασίας 1 o C και μήνα εισόδου τον Ιανουάριο. Η γενική εικόνα είναι ότι το σημαντικότερο ρόλο στην αύξηση αλλά και στην απόδοση της τροφής τον παίζει η μέση ετήσια θερμοκρασία. Αυτό είναι αναμενόμενο δεδομένου ότι πρόκειται για έναν ποικιλόθερμο οργανισμό (Brett, 1979; Ricker, 1979). Στο εύρος μέσης ετήσιας θερμοκρασίας από 16-28 o C το τελικό βάρος ύστερα από ένα έτος εκτροφής αυξάνει σταδιακά από το 0.6 του μεγίστου τελικού βάρους στους 16 o C δηλαδή 250g (418g x 0.6=250 g) στο 1 του μεγίστου τελικού βάρους στους 26 o C. Από την άλλη η FE στο τέλος της εκτροφής ενός έτους εκτιμάται στο 0.81 της μεγίστης τιμής της, δηλαδή 0.67 (0.81x0.83=0.67) στους 16 o C, αυξάνοντας σταδιακά μέχρι τη μεγίστη τιμή της στους 28 o C της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας (Εικ. 1). Βέβαια οι τιμές αυτές αναμένεται να είναι σχετικά υπερεκτιμημένες σε σχέση με τις πραγματικές, δεδομένου ότι το μοντέλο δεν ενσωματώνει αλλαγές στο μέσο βάρος των ατόμων πχ από την απώλεια γεννητικών προϊόντων. Το εύρος διακύμανσης της ετήσιας θερμοκρασίας επηρεάζει αρνητικά την απόδοση σε βάρος και απόδοση τροφής (Εικ. 2). Για εύρος διακύμανσης της ετήσιας θερμοκρασίας 11 o C, το τελικό βάρος ύστερα από ένα έτος εκτροφής εκτιμάται στο 0.95 του μεγίστου τελικού βάρους δηλαδή 397g (418g x 0.95=397 g), ενώ η απόδοση της τροφής μειώνεται στο 0.90 της μέγιστης τελικής απόδοσης. Οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι σε συμφωνία με τα αποτελέσματα άλλων μελετών όπου φαίνεται ότι η αρνητική επίδραση του εύρους διακύμανσης της ετήσιας θερμοκρασίας στην απόδοση σε βάρος της τσιπούρας (Hernández et al., 2003). Εικ. 1: Συντελεστής επίδρασης της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας στο τελικό βάρος ύστερα από εκτροφή ενός έτους της τσιπούρας (x) και στην απόδοση της τροφής (τετράγωνα). -1138-
9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος ΙΙ Εικ. 2: Συντελεστής επίδρασης της ετήσιας διακύμανσης της θερμοκρασίας στο τελικό βάρος ύστερα από εκτροφή ενός έτους της τσιπούρας (x) και στην απόδοση της τροφής (τετράγωνα). Εικ. 3: Συντελεστής επίδρασης του μήνα εισόδου στο τελικό βάρος ύστερα από εκτροφή ενός έτους της τσιπούρας (x) και στην απόδοση της τροφής (τετράγωνα). Η μέγιστη απόδοση σε βάρος αλλά και σε απόδοση τροφής μειώνεται μέχρι το 0.9 και 0.94 των μεγίστων τιμών τους αντίστοιχα σε σχέση με το μήνα εισόδου στην εκτροφή (Εικ. 3). Η σταδιακή μείωση από τον Ιανουάριο μέχρι το Σεπτέμβριο και η μετέπειτα αύξηση της απόδοσης σε βάρος είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του μέσου βάρους και της θερμοκρασίας στην αύξηση, η οποία υποδηλώνει ως βέλτιστη τακτική την είσοδο στην εκτροφή των μικρότερων μεγεθών σε περιόδους μικρών θερμοκρασιών. Τα παραπάνω είναι σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες (Petridis & Rogdakis 1996; Gasca-Leyva et al., 2002; Hernández et al. 2003; Leon et al., 2006; Hernández et al., 2007; Libralato & Solidoro, 2008), αλλά συμβαδίζει επίσης με το βιολογικό κύκλο των άγριων πληθυσμών του είδους, ο οποίος περιλαμβάνει αναπαραγωγή τους χειμερινούς μήνες (Δεκέμβριο-Φεβρουάριο) (Zohar et al., 1995) και πρώτη εμφάνιση νεαρών ατόμων στην παράκτια ζώνη τους πρώτους ανοιξιάτικους μήνες (Δημητρίου, 2007). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, για την τσιπούρα οι θερμοκρασίες που παρατηρείται ο μέγιστος ρυθμός ανάπτυξης είναι μεταξύ 24 o C και 26 o C ενώ σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες του 32.9 o C η ανάπτυξη σταματά (Ravagnan, 1984; Barnabé, 1991). Η παραπάνω τάση καταγράφεται στη σχέση μέσης θερμοκρασίας και απόδοσης βάρους (Εικ. 1). Αν και δεν έχουμε διαθέσιμα στοιχεία εκτροφής σε τέτοια θερμοκρασιακά περιβάλλοντα, σε θεωρητικό επίπεδο φαίνεται ότι η τροποποίηση του μοντέλου των Petridis & Rogdakis (1996) αποδίδει πιο ρεαλιστικές τιμές απόδοσης βάρους και τροφής σε σχέση με την αρχική μορφή του. Η λογαριθμική και γραμμική σχέση της θερμοκρασίας με τον SGR και R αντίστοιχα, προ των 15 o C (Εικ. 1) και μετά τους 25 o C (μέγιστο αύξησης) υποτιμούν και υπερεκτιμούν αντίστοιχα με εκθετικό τρόπο τις αποδόσεις βάρους και τροφής. Μεγαλύτερη βέβαια αναμένεται να είναι η επίδραση στην απόδοση του βάρους (Εικ. 1). Το γεγονός αυτό περιορίζει τη χρήση του αρχικού μοντέλου σε περιοχές με θερμοκρασιακό εύρος από 15 έως 25 o C. Ωστόσο όμως και το τροποποιημένο μοντέλο παρουσιάζει αδυναμία μεγάλης προσέγγισης σε χαμηλές θερμοκρασίες, αφού δεν προβλέπει το γεγονός ότι σε θερμοκρασίες μικρότερες των 12 o C η ανάπτυξη σταματά και σε θερμοκρασίες -1139-
-1140-9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume ΙΙ μικρότερες των 5 o C παρατηρείται ολική θνησιμότητα (Ravagnan, 1984; Barnabé, 1991). Τα μοντέλα αύξησης και απόδοσης τροφής έχουν βαθμονομηθεί με στοιχεία μονάδας της περιοχής της δυτικής Ελλάδας και η προσαρμογή τους είναι αρκετά υψηλή (R 2 >0.84). Αν και η βαθμονόμηση του εμπεριέχει μια πιθανή γεωγραφική επίδραση στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος περιορίζοντας σχετικά τις δυνατότητες γενίκευσης, δεν παύει να αποτελεί σημαντικό εργαλείο εκτίμησης της επίδρασης στην αύξηση και της απόδοσης της τροφής του θερμοκρασιακού προτύπου μιας περιοχής. Λαμβάνοντας υπόψη τη γιγάντωση των επιχειρήσεων αλλά και τις ανάγκες για νέα πεδία εγκαταστάσεων των μονάδων, το προτεινόμενο μοντέλο αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό εργαλείο για τη σύγκριση περιοχών εγκατάστασης αλλά και το σχεδιασμό των μετεγκαταστάσεων ή επεκτάσεων τους. Παραδείγματος χάριν μια μονάδα που είναι εγκατεστημένη σε περιοχή με μέση ετήσια θερμοκρασία 19 o C και ετήσια διακύμανση 6 o C η μετεγκατάστασης της σε μια περιοχή με μέση ετήσια θερμοκρασία 20 o C και την ίδια ετήσια διακύμανση (6 o C) αυξάνει κατά 24 g το μέσο τελικό βάρος και η απόδοση της τροφής βελτιώνεται κατά 2.4%. Σε άλλο παράδειγμα, η επένδυση σε μια περιοχή με ετήσια θερμοκρασία 27.5 o C και ετήσια διακύμανση 7.5 o C (π,χ. Κουβέιτ) σε σχέση με την προηγούμενη, έχει αύξηση της απόδοσης σε βάρος κατά 86 g ενώ η απόδοση της τροφής βελτιώνεται κατά 27%. Σε άλλη περίπτωση το παραπάνω μοντέλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύγκριση των λιμνοθαλάσσιων περιοχών οι οποίες είναι πεδία διαβίωσης του είδους με βάση το θερμοκρασιακό τους πρότυπο και την απόδοση στην κατά βάρος αύξηση του είδους. 4. Ευχαριστίες Τα δεδομένα της παρούσας μελέτης συλλέχθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος ΠΑΒΕΤ (00BE20), που χρηματοδοτήθηκε από τη ΓΓΕΤ (Υπουργείο Ανάπτυξης). 5. Βιβλιογραφικές Αναφορές Barnabé, G., 1991. Acuicultura, vol. II. Omega, España. Brett, J.R., 1979. Environmental factors and growth. In: Hoar, W.S., Randall, D.J., Brett, J.R. (Eds.), Fish Physiology, vol. 8. Academic Press, London, pp. 599 676. Δημητρίου, E., 2007 Συμβολή στη μελέτη της αύξησης και της ηθολογίας της τσιπούρας (Sparus aurata, L.) στο σύμπλεγμα των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Διδακτορική διατριβή, Παν/μιο Πατρών, 221 σελ. Gasca-Leyva, Ε., Leon, C.J., Hernandez, J.M., Vergara, J.M., 2002. Bioeconomic analysis of production location of sea bream (Sparus aurata) cultivation. Aquaculture 213 219 232 Hernandez, J. M., Gasca-Leyva, E., Leon, C. J. & Vergara, J. M., 2003. A growth model for gilthead sea bream (Sparus aurata), Ecological Modelling, 165, 265 83. Hernandez, J. M., Leon-Santana, M. & Leon, C.J. 2007. The role of the water temperature in the optimal management of marine aquaculture. European Journal of Operational Research 181,872 886 Libralato, S. & Solidoro, C., 2008. A bioenergetic growth model for comparing Sparus aurata s feeding experiments. Ecological modelling 214, 325 337 Leon, C.J., Hernandez, J. M. & Leon-Santana, M. 2006. The effects of water temperature in aquaculture management. Applied Economics, 38, 2159 2168 Muller-Feuga, A., 1990. Modélisation de la croissance des poissons en élevage. Rapports scientifiques et techniques de l IFRE- MER. Institut Français de Recherche pour l Exploitation de la Mer. Oliva-Teles, A., 2000. Recent advances in European sea bass and gilthead sea bream nutrition. Aquac. Int. 8, 477 492. Petridis, D. & Rogdakis, I., 1996. The development of growth and feeding equations for sea bream, Sparus aurata L., culture. Aquac. Res. 27, 413 419. Ravagnan, G., 1984. L élevage du loup et de la daurade en valliculture. In: Barnab, G., Billard, R. (Eds.), L Aquaculture Du Bar Et Des Sparidés. INRA Publications, Paris, pp. 435 446. Ricker, W.E., 1979. Growth rates and models. In: Hoar, W.S., Randall, D.J., Brett, J.R. (Eds.), Fish Physiology, vol. 8. Academic Press, London, pp. 677 749. Theodorou, 2000. Current and Future Technological Trends of European Seabass-Seabream Culture. Reviews in Fisheries Science, 10(3&4): 529 543 Zohar, Y., Harel, M., Hassin, S. & Tandler, A., 1995. Gilt-head sea bream Sparus aurata.. In: Bromage, N.J., Roberts, R.J.ŽEds.., Broodstock Management and Egg and Larval Quality. Blackwell Science, Oxford, pp. 94 117.