1 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 6 Α. Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που το καθένα τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρώτα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης γιατί η πόλη είναι ένα σύνολο από πολίτες. Επομένως, πρέπει να εξετάσουμε ποιον πρέπει να ονομάζουμε πολίτη και ποιος είναι ο πολίτης. Γιατί για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες δεν υπάρχει δηλαδή μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης με άλλα λόγια κάποιος, ενώ είναι πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, συχνά δεν είναι πολίτης σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα. Ο πολίτης δεν είναι πολίτης με κριτήριο το ότι είναι εγκατεστημένος σε έναν συγκεκριμένο τόπο (γιατί και μέτοικοι και δούλοι μοιράζονται (με τους πολίτες) έναν κοινό τόπο), ούτε (είναι πολίτες) αυτοί που (από όλα τα πολιτικά δικαιώματα) έχουν μόνο το δικαίωμα να εμφανίζονται στο δικαστήριο και ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες (γιατί το δικαίωμα αυτό το έχουν και όσοι μοιράζονται (έναν τόπο) χάρη σε ειδικές συμφωνίες). Β. Β1. Για ποιους λόγους ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι πρέπει να διερευνηθεί το θέμα «τί ἐστι πόλις»; Μονάδες 10 Οι λόγοι για τους οποίους ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι πρέπει να διερευνηθεί η έννοια «πόλις» είναι τρεις: κατ αρχάς παρατηρείται διχογνωμία για τη νομιμότητα της εξουσίας («Νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν τὸν τύραννον»). Διατυπώνονται, δηλαδή, διαφορετικές, και μάλιστα αντικρουόμενες απόψεις
σχετικά με το ποιος έχει την ευθύνη για μια πολιτική πράξη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα σε μη δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών ή την πλειοψηφία. Έτσι, άλλοι ισχυρίζονται ότι την ευθύνη την έχουν όλοι οι πολίτες («τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν»), ενώ άλλοι ότι υπεύθυνοι είναι οι εκάστοτε φορείς εξουσίας, οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις ή ένας συγκεκριμένος τύραννος («ἀλλὰ τὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον»). Επομένως, αυτός που φέρει την ευθύνη είναι η πόλη, η οποία, όμως, ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους κάθε φορά φορείς εξουσίας. Γι αυτό κάθε νέα κυβέρνηση μιας πόλης προσπαθεί να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις της προηγούμενης, υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για ενέργειες της πόλης, αλλά για ενέργειες του ολιγαρχικού ή τυραννικού καθεστώτος. Ο Αριστοτέλης εκφράζοντας αυτές τις απόψεις φαίνεται να έχει υπόψη του το ιστορικό παράδειγμα της διένεξης των Πλαταιέων και των Θηβαίων που καταγράφεται στο τρίτο βιβλίο (ΙΙΙ 62) των «Ἱστοριῶν» του Θουκυδίδη. Εκεί αναφέρεται ότι οι Πλαταιείς κατηγόρησαν τους Θηβαίους για τον «μηδισμό» της πόλης τους κατά τους Περσικούς πολέμους και ότι οι Θηβαίοι απάντησαν στη βαριά αυτή κατηγορία με την εξής φράση: «δεν ήταν η ξύμπασα πόλις που έπραξε τούτο, αλλά «η δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν που τότε εἶχε τὰ πράγματα», που τότε είχε, δηλαδή, την εξουσία στην πόλη. Η «αμφισβήτηση» γίνεται πιο φανερή και πιο απτή, όταν κάποια στιγμή αλλάζει σε έναν τόπο το καθεστώς. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν είναι καθόλου σπάνιο το νέο καθεστώς να μην αναγνωρίζει ούτε τις συμφωνίες που είχε συνάψει το προηγούμενο καθεστώς. Η δικαιολογία εξήγηση που προβάλλεται τότε είναι ότι «τις συμφωνίες δεν τις έκανε η «πόλις» εμείς θα λέγαμε: «το κράτος» αλλά ο συγκεκριμένος, κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, φορέας της εξουσίας». Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο επιβάλλεται να διερευνηθεί η έννοια της λέξης «πόλις» είναι το γεγονός ότι οι 2
δραστηριότητες των πολιτικών και των νομοθετών αφορούν την πόλη («τοῦ δὲ πολιτικοῦ περὶ πόλιν»). Είναι γνωστό ότι οι πολιτικοί και οι νομοθέτες όροι οι οποίοι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους δεν ανήκουν στις λεγόμενες παραγωγικές τάξεις, καθώς το έργο και η δραστηριότητά τους μέσα στην ευρύτερη οργάνωση της πόλης και στον καταμερισμό της εργασίας περιστρέφονται γύρω από την πόλη. Έτσι, εφόσον κάθε χειρώνακτας και επαγγελματίας ασχολείται με τον ειδικό τομέα της εργασίας του, ο πολιτικός και ο νομοθέτης ασχολούνται με την πόλη, δηλαδή με τη συλλογική οντότητα και τα ζητήματα που την αφορούν. Επομένως, η σημασία της για την πολιτική επιστήμη είναι μεγάλη. Τέλος, είναι ανάγκη να διερευνηθεί η έννοια της «πόλεως», διότι η συνεκτική αρχή της πόλης είναι το πολίτευμα («ἡ δὲ πολιτεία τάξις τις»). Για να καταλάβουμε τη σχέση της οργάνωσης της πόλης με βάση τον τρόπο διακυβέρνησής της, δηλαδή για να καταλάβουμε τι σημαίνει πολίτευμα («πολιτεία»), πρέπει να ορίσουμε επακριβώς την πόλη. Το πολίτευμα είναι ένα σύστημα οργάνωσης το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις όλων όσοι ζουν σε μία πόλη («ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις»), όπως και την κατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ τους. Έτσι, πρώτα θα πρέπει να διευκρινιστεί, το περιεχόμενο της πόλης. Ακόμη, στον ορισμό «ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις» φαίνεται τόσο η βασική διαφορά της πόλης από το πολίτευμα όσο και η οργανική τους σχέση: η πόλη αφορά το γεγονός της συνύπαρξης των ανθρώπων με σκοπό την αυτάρκεια και την ευδαιμονία το πολίτευμα αφορά το πολιτικό καθεστώς, τον τρόπο με τον οποίο μετατρέπεται το τυχαίο σύνολο σε πόλη. Επίσης, ο Αριστοτέλης συνδέει τη δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη με το πολίτευμα, αφού βάσει αυτού καθορίζεται και το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Οπωσδήποτε, βέβαια, ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή η δραστηριότητα του πολιτικού και του 3
4 νομοθέτη είναι σε ένα βαθμό ρυθμιστικός παράγοντας του πολιτεύματος. Β2. Τα στοιχεία που δεν κρίνονται ασφαλή για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως πολίτη είναι: α) ο τόπος κατοικίας («οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν») και β) το δικαίωμα εμφάνισης κάποιου στο δικαστήριο ως ενάγοντος ή ως εναγόμενου («οὐδ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες καὶ δικάζεσθαι»). Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος πολίτης ανάλογα με το πού κατοικεί, γιατί στον ίδιο τόπο, και στην προκειμένη περίπτωση στην Αθήνα, μπορούσαν να κατοικούν και μέτοικοι και δούλοι, οι οποίοι όμως δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και συνεπώς, δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολίτες. Οι μέτοικοι ήταν ξένοι και οι δούλοι δεν θεωρούνταν οντότητες αυτόνομες και ελεύθερες, ώστε να αποτελούν μέλη μιας ελεύθερης κοινωνίας, μιας πόλης κράτους. Επιπλέον, δεν μπορεί να θεωρηθεί κάποιος πολίτης, μόνο επειδή έχει το δικαίωμα να εμφανίζεται στο δικαστήριο ως ενάγων ή ως εναγόμενος, διότι πολίτες άλλων πόλεων έχουν αυτό το δικαίωμα χάρη σε ειδικές συμφωνίες («σύμβολα»), γραπτές, δηλαδή, διατάξεις εμπορικού και οικονομικού χαρακτήρα που ορίζουν κυρίως τις εμπορικές συμφωνίες ανάμεσα στους πολίτες διαφορετικών πόλεων. Σύμφωνα με αυτές έχουν το δικαίωμα να μεταβαίνουν σε πόλη διαφορετική αυτής από την οποία κατάγονται, να διαμένουν εκεί και να διεκδικούν από τα δικαστήρια την απονομή δικαίου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Τυρρηνών και των Καρχηδονίων, που δίνει ο Αριστοτέλης σε άλλο σημείο των «Πολιτικῶν» του, οι οποίοι δένονταν με εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες («σύμβολα»), που όμως δεν ήταν αρκετές για να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην ίδια πολιτική κοινωνία.
5 Τέλος, με βάση το επίθετο «ἱκανὸν», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν έπρεπε να ορίζονται ως πολίτες τα παιδιά και όσοι νέοι δεν είχαν ακόμη εγγραφεί στα μητρώα των πολιτών, όσοι γέροντες δεν εκπλήρωναν πια τα πολιτικά τους δικαιώματα («παρηκμακότες») και τέλος, όσοι με δικαστική απόφαση είχαν χάσει τα δικαιώματα του πολίτη («ἄτιμοι»), καθώς και οι εξόριστοι. Β3. Ο Αριστοτέλης δήλωσε πως, για να ορίσει την «πολιτείαν», πρέπει πρώτα να ορίσει την έννοια «πόλις», που είναι «ὅλον». Προκειμένου, όμως, να οριστεί το «ὅλον», πρέπει να προηγηθεί η διερεύνηση της έννοιας του «πολίτη», που είναι το «μέρος» του «ὅλου». Αφού, λοιπόν, έδωσε τον ορισμό του πολίτη, συνθέτει νέο ορισμό για την πόλη σε σχέση όμως με τον πολίτη και τη συμβολή του στο βασικό γνώρισμα της πόλης, στην αυτάρκεια. Η πόλη, επομένως, είναι το σύνολο των πολιτών που έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική και δικαστική εξουσία λαμβάνοντας αποφάσεις και το σύνολο των πολιτών που είναι αρκετοί αριθμητικά και ικανοί στην αρετή (διανοητική και ηθική), ώστε να εξασφαλίζουν αυτάρκεια στην πόλη. Η πόλη, επομένως, είναι ένα σύνολο πολιτών με εξουσίες και έτσι διατηρείται ως ενιαία ολότητα που υπηρετεί τον τελικό της σκοπό, την ευδαιμονία, απαραίτητη προϋπόθεση της οποίας είναι η αυτάρκεια, η οποία, όταν ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες ζωής, είναι συνώνυμη με την ευτυχία, το «εὖ ζῆν». Οι άνθρωποι, ως άτομα και σύνολα, επειδή είναι ελλιπή όντα, είναι δυνατόν να είναι ευτυχείς, μόνο αν είναι σε θέση να έχουν επάρκεια, την οποία βρίσκουν μέσα στην πόλη και από την πόλη. Ο πολιτειακός αυτός σχηματισμός έχει τη δυνατότητα να καλύπτει όλες τις ανάγκες που έχει ένα ανθρώπινο ον: και τις βιοτικές και τις πνευματικές και τις ηθικές. Αυτή η κοινωνική συγκρότηση, η οποία μπορεί να εγγυηθεί το «εὖ ζῆν», είναι αποτέλεσμα της συνειδητής
6 πολιτικής πράξης των πολιτών, διότι αυτοί με τις αποφάσεις τους είναι υπεύθυνοι για την ευημερία της. Σε άλλο σημείο των «Πολιτικῶν» ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι: «ἡ πόλις πλῆθός ἐστιν οὐ τὸ τυχὸν ἀλλὰ πρὸς ζωὴν αὔταρκες, ἐὰν δέ τι τυγχάνῃ τούτων ἐκλεῖπον, ἀδύνατον ἁπλῶς αὐτάρκη τὴν κοινωνίαν εἶναι ταύτην». Το αγαθό της αυτάρκειας αποτελεί την προϋπόθεση για το «εὖ ζῆν», την ευδαιμονία των πολιτών, και αφορά όχι μόνο τα υλικά αγαθά και την εμπορική ανάπτυξη, αλλά και την ύπαρξη ισχυρής άμυνας και συστήματος χρηστής διοίκησης και απονομής δικαιοσύνης. Έτσι, η πόλη καθίσταται αυτόνομη σε όλους τους τομείς. Β4. Στο έργο «Ἠθικὰ Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης μελέτησε τις επιμέρους αρετές του ανθρώπου, είτε αυτές που σχετίζονται με τη γενικότερη συμπεριφορά του ατόμου και με τον χαρακτήρα του, είτε αυτές που σχετίζονται με το μυαλό του, με τη διάνοιά του. Εύλογα γεννάται το ερώτημα για ποιον, στην πραγματικότητα, λόγο χρειάζεται να ψάξουμε να βρούμε τι θα πει «ανδρεία» ή «σωφροσύνη», «δικαιοσύνη» ή «φρόνηση». Η απάντηση του Αριστοτέλη στα ερωτήματα αυτά είναι ίδια με την απάντηση που θα έδινε κάθε αρχαίος Έλληνας: «Μα, φυσικά, για να γίνουμε καλοί «πολίτες» για να λειτουργήσουμε σωστά μέσα στην πόλη, ζώντας δίπλα σε όλους τους άλλους συν-πολίτες μας». Μια τέτοια απάντηση αφήνει να φανεί πως τις αρετές ο αρχαίος Έλληνας (ίδια, επομένως, ήταν και του Αριστοτέλη η αντίληψη) δεν τις επιδίωκε για χάρη του εαυτού του η απόκτηση ή η μη απόκτησή τους από το άτομο δεν ήταν μια αποκλειστικά δική του υπόθεση, κάτι δηλαδή που αφορούσε μόνο τον ίδιο. Εκείνο που είχε σημασία για τον αρχαίο Έλληνα ήταν ότι με την απόκτηση των αρετών (ή με τη μη απόκτησή τους) θα λειτουργούσε τελικά με έναν συγκεκριμένο τρόπο μέσα στην πόλη του: σωστό ή λανθασμένο. Καταλαβαίνουμε έτσι ότι η
7 ηθική φιλοσοφία είναι στην πραγματικότητα μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης το δηλώνει ολοκάθαρα με τον τρόπο που τελειώνει τα «Ἠθικὰ Νικομάχεια»: «Τώρα που μιλήσαμε για όλα αυτά, είναι η ώρα να μιλήσουμε και για νόμους και πολιτεύματα. Τότε θα έχουμε ολοκληρώσει την περὶ τὰ ἀνθρώπινα φιλοσοφία μας. Ας αρχίσουμε λοιπόν τον λόγο μας». Η παράξενη αυτή για τέλος βιβλίου φράση εξηγείται μόνο αν θεωρηθεί πέρασμα σε ένα καινούργιο βιβλίο. Το βιβλίο αυτό είναι τα «Πολιτικά». Σε αυτό, πράγματι, το βιβλίο του Αριστοτέλη ο λόγος είναι για τα θέματα που αυτός εξήγγειλε στο τέλος των «Ἠθικῶν Νικομαχείων» του. Β5. συγκειμένων: κοίτη, αντικειμενικότητα συνεστώτων: ευστάθεια, ιστίο σκεπτέον: διάσκεψη, απερίσκεπτος ἀμφισβητεῖται: βέβηλος, βωμός αὐτάρκειαν: αρκετός, ανεπάρκεια Γ1. Οι αντίπαλοι λοιπόν των προδοτών, οι οποίοι επιβάλλονται στο πλήθος, ώστε να μην ανοιχτούν αμέσως οι πύλες, στέλνουν (αγγελιαφόρους) με τον Ευκλή το στρατηγό, οποίος ήταν διορισμένος από την Αθήνα για αυτούς ως αρχηγός της φρουράς του τόπου, στον άλλο στρατηγό της περιφέρειας της Θράκης, το Θουκυδίδη το γιο του Ολόρου, ο οποίος γράφει αυτά εδώ, που βρισκόταν γύρω στη Θάσο (και το νησί αυτό είναι αποικία των κατοίκων της Πάρου το οποίο απέχει από την Αμφίπολη μισής μέρας ταξίδι από τη θάλασσα), παρακινώντας (τον) να τους βοηθήσει. Κι αυτός όταν άκουσε (αυτό) έπλευσε όσο γινόταν γρηγορότερα με εφτά πλοία που έτυχε να βρίσκονται (μαζί του), και ήθελε να προφτάσει, πρώτα απ' όλα βέβαια την Αμφίπολη, πριν παραδοθεί, διαφορετικά, να καταλάβει πρώτος την Ηιόνα.
8 Γ2. ὃς: ᾗ ἡμίσεος: ἡμίσεα - ἡμίση πλοῦν: πλῷ σφίσι: οὗ ναυσὶν: νεῶν κρατοῦντες: κρατοῖντο πέμπουσι: πεπέμφθαι παρῆν: παραγένῃ ἀπέχουσα: ἀπόσχοι ἐνδοῦναι: ἐνδῷ Γ3. α. τοῦ χωρίου: γενική αντικειμενική στο «φύλαξ» Θουκυδίδην: επεξήγηση στο «τὸν στρατηγόν» πλοῦν: αιτιατική του τόπου στο «ἀπέχουσα», δηλώνεται τοπική έκταση ναυσὶν: δοτική της συνοδείας στο «ἔπλει» παροῦσαι: κατηγορηματική μετοχή από το «ἔτυχον», με υποκείμενο το «αἵ» αναφέρεται στο υποκείμενο του ρήματος «ἔτυχον». Γ3. β. «πρίν τι ἐνδοῦναι»: Δευτερεύουσα επιρρηματική χρονική απαρεμφατική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο περιεχόμενο της πρότασης με ρήμα το «ἐβούλετο». Εισάγεται με το χρονικό σύνδεσμο «πρίν» και εκφέρεται με τελικό απαρέμφατο, γιατί η κύρια πρόταση είναι καταφατική. Σε σχέση με την πρόταση εξάρτησης δηλώνει υστερόχρονο. Γ3. γ. «Βοήθει ἡμᾶς». ΟΡΟΣΗΜΟ ΡΑΦΗΝΑΣ ΛΕΩΦ.ΦΛΕΜΙΓΚ 3 ΡΑΦΗΝΑ orosimo-rafina.com Ρένος Καινουργιάκης