βάτραχος: «σα τ βαθρακού πητάξαν όξου τα μάτια τ» βακέτα (η) < ιταλ. vacchetta (δαμάλι)



Σχετικά έγγραφα
1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ. λ.)

Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Το χρυσαφένιο στάρι: από το όργωμα στο ψωμί

ΜΑΘΗΤΕΣ Δ1 7 ου Δ.Σ. ΛΑΜΙΑΣ

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Το αγαπημένο μου ζώο

Είμ ένα μικρό παιδάκι Έχω κόκκινο μαλλάκι Μπλε βουλάτο φουστανάκι. Με λένε Ζωζώ Και βρίσκομαι εδώ Μουσική να σας μάθω Στο βιβλίο να γράφω Που είν

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ - ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΣ. Μια ιστορία σαν όνειρο...

ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

1ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ Γ ΤΑΞΗ. Υπεύθυνη δασκάλα: Καρακάση Μαρία Σχολικό Έτος:

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Φωλιές η φύση κατοικίες οι άνθρωποι!

ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΟ ΣΚΑΣΜΟΣ και πότε τον βγάζουμε. σκασμός

Το Τριώδιο ή αλλιώς Αποκριά είναι μια περίοδος 3 εβδομάδων που γιορτάζουμε κάθε χρόνο πριν από τη Σαρακοστή του Πάσχα.

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

2 Aγαπώ τα ζώα. Δείτε και δείξτε. η γάτα ο σκύλος το καναρίνι. η κατσίκα η αγελάδα το πρόβατο. το γουρούνι το άλογο το γαϊδούρι

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Σπίτι με λίμνη. Κι εξάπαντος εκατοντάδες από εκείνα τα συμπαθητικά πτηνά τα κάτασπρα περιστέρια να τα βλέπω να γεύονται το γλυκό δροσερό νεράκι.

Εργασίες παιδιών 3 ης τάξης µε θέµα «Ένα σπίτι στην πόλη»

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Το ατσαλένιο μέρος να είναι πρώτης ποιότητας: και αρκετά βαρύ για να μας εξυπηρετεί στη δουλεία μας.

Προστατευόμενα Ζώα της Κύπρου!

«Η νίκη... πλησιάζει»

Τοποθεσία: Σπίτι του κυρίου Μάριου

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Αναρτήθηκε από τον/την Βασιλειάδη Γεώργιο Παρασκευή, 01 Μάρτιος :33 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 01 Μάρτιος :54

κεφάλαιο 2 β Ββ βιβλίο 23

Το παραμύθι της αγάπης

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ. Ένας «χάρτης» από λέξεις. αρθρώσεις. σκελετό. είναι γερό όταν. φροντίζουμε. για τη διατροφή μας. προσέχουμε.

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Το αγαπημένο μου ζώο. παπαγάλος. μου το πήρε η μαμά τα Χριστούγεννα έχει χρώμα μπλε και κόκκινο και το κεφάλι του είναι πράσινο.

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Kangourou Greek Competition 2015

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

Καλάβρυτα. 13 εκεµβρίου 1943

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Ζούσε στην άκρη ενός χωριού που το έλεγαν Κεφαλοχώρι. Το Κεφαλοχώρι βρισκόταν στην κορυφή ενός βουνού και είχε λογής λογής κατοίκους.

29 Μαΐου 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ!

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Tα Ατσιποπουλάκια!!! Για παιδιά από 5 εώς 105 ετών...

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Επιμέλεια: Χριστίνα Τσώτα

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

ΑΤΥΠΑ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων

"Δωράκια στη μητέρα φύση" Έφυγε τώρα το ζεστό, γλυκό καλοκαιράκι κι η θάλασσα η γαλανή έμεινε πια μονάχη.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

6ο Διαπολιτισμικό Δημ. Σχ. Ευόσμου Θεσ/νίκης


ΚΕΙΜΕΝΟ: Ιστορία μιας φώκιας

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Ενδυμασία και Μόδα από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεώτερους χρόνους

ΔΗΜΟΣΙΟ ΕΙΔΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Ο ΤΖΕΪΚ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ» ΤΟΥ ΓΙΟ ΣΟΜΕΪ (ΕΚΔ. ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ)

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

''Ρωτώ για να μαθαίνω''

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ. 1.4 Αλληλεπιδράσεις και προσαρμογές

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Test Unit 1 Match 4 Match 3 Example: Complete: η, το 3 Example:

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Δοκίμιο Αρχικής Διάγνωσης Γνώσεων Ελληνικών ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ

Το κυνηγί της φώκιας νέο index Το κυνήγι της φώκιας...2 Λεξιλόγιο...2 Ερωτήσεις...4 Κείμενο...5 Το κυνήγι της φώκιας...5

Εθνικό δασικό πάρκο Πέτρας του Ρωμιού

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ

για παιδιά (8-12 ετών) Κατανόηση γραπτού λόγου

Θα φύγω :: Παπαϊωάννου Ι. - Ευγενικός Α. :: Αριθμός δίσκου: GA

ΕΠΙΠΕΔΟ 3-4 ( )

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Caroline Pluvier & Ruud Schreuder 1

ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ 8-12 ΕΤΩΝ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΙΝΤΣΕΡ Ύψος: 41-48cm Βάρος: 11-16kg ιάρκεια ζωής: περίπου 13 χρόνια ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΑ ΠΙΝΤΣΕΡ Βάρος αρσενικό: 3Kg µέχρι 5Kg Βάρος

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας

Transcript:

B (63-70):Layout 1 3/3/2011 1:13 μμ Page 63 βαβά (το) < λέξη πλαστή στην παιδική γλώσσα πληγή, τραύμα, αρρώστια: «του μουρό έχ βαβά!» βάγια (η) < τα βάγια πληθ. ουδετ., που θεωρήθηκε όνομα γένους θηλυκού και αριθμ. ενικού (η βάγια) το δέντρο δάφνη βαγιό (το): < μτγν. το βά-ιον (κλαδί φοινικιάς) γεν. πληθ. των βαΐων - βαγιών - αγιώ 1. δεμάτι από κλαδιά βάγιας 2. η γιορτή των αΐων (το αγιό): «βάγια, βάγια, του αγιό τρώνη ψάρια τσι κουλιό...» (δημοτ.) 3. θρησκευτικό έθιμο, αντίστοιχο της αρχαίας ειρεσιώνης βαζγηστίζου ρ. < τουρκ. vazgecmek (αόρ. vazgestim) βάτραχος: «σα τ βαθρακού πητάξαν όξου τα μάτια τ» βακέτα (η) < ιταλ. vacchetta (δαμάλι) χοντρό κατεργασμένο δέρμα βοδιού, χρησιμοποιούμενο κυρίως για κατασκευή αρβυλών βακούφ (το) < βακούφι < τουρκ. vakif κτήμα χαρισμένο (συνήθως με διαθήκη) σε εκκλησία, μοναστήρι ή φιλανθρωπικό ίδρυμα βακούφ κου (το) (ουσιαστικ. επίθ.) < βακούφ-ι (βλ. λ.) + -ικο ακίνητο που είναι βακούφι, που ανήκει σε βακούφι: «β(μ)ακούφ κα ν απομείνιν» (Η φρ. είναι κατάρα και σημαίνει να πεθάνει κάποιος χωρίς ν αφήσει απογόνους-κληρονόμους και τα υπάρχοντά του να περιέλθουν κουράζομαι, δυσανασχετώ, έχω στην εκκλησία ως βακούφια) αποκάμει και δεν αντέχω άλλο: «βαζγέστ σα να γυρίζου ούλ τ μέρα μη του καλάθ στου μηρουκάματου» βαθρακός (ο) < μτγν. βάθρακος < αρχ. βάτραχος βαλάδια (τα) < άγν. ετυμ. χρωματιστά κουρελάκια, που έδιναν οι μοδίστες στα παιδιά, για να στολίσουν το «ρουμάνι» (βλ. λέξη) βαλάν (το) < αρχ. βάλανος (η κεφαλή του πέους)

B (63-70):Layout 1 3/3/2011 1:13 μμ Page 64 βαραίνου 64 ο καρπός της βελανιδιάς, το βελανίδι βαραίνου ρ. (αόρ. βάρυνα) < αρχ. βαρύνω < βαρύς γίνομαι βαρύτερος για έγγυο: «βάρυνη του Μαρίγ. είνι στουν μήνα τ ς» για άρρωστο: «η γέρους βάρυνη πουλύ. είνι στα στηρνά τ» βαριά (η) < μσν. βαρέα < επίθ. βαρύς μεγάλο βαρύ σφυρί των λατόμων για σπάσιμο βράχων και χτύπημα σφηνών υποκορ. η βαριοπούλα βαρταλαλιώ ρ. < πιθ. από το βαταλαλώ φλυαρώ ακατάσχετα, λέω τα ίδια και τα ίδια, μωρολογώ βαρταλαμίδ (το) < παραθαλαμίδ < παρά + θαλαμ-ίδι < αρχ. θάλαμος (με μετατροπή των π και θ αντίστοιχα σε β και τ) στενή θήκη στο εσωτερικό του σεντουκιού, μέσα στην οποία τοποθετούσαν χρυσαφικά ή άλλα μικροαντικείμενα: «έβαλα του βραχιόλ υμ μες του βαρταλαμίδ τσι τώρα ε του βρίσκου» βασ λές (ο) < αρχ. βασιλεύς ο βασιλιάς: «του δώρου τσι η βασ λές του θέλ» (παροιμ.) βασταγαριά (η) < βασταγ-ή < αρχ. βαστάζω χοντρό μακρύ ραβδί που το τοποθετούσαν οριζόντια στον ώμο και από τις δυο άκρες του κρεμούσαν με σκοινί δυο βάρη (π.χ. δυο ντενεκέδες γεμάτους νερό) και τα μετέφεραν σε ορισμένη απόσταση. Δε συγχέεται με τη «φουρτουτήρα» (βλ. λ.) (πρβλ. βαστάζος: ο αχθοφόρος, χαμάλης) βαστώ -ιέμι ρ. < μσν. βαστώ είμαι καλά στην υγεία μου: «η γέρους βαστιέτι ακόμα» είμαι σε καλή οικονομική κατάσταση: «έχ του μαγαζί τσι βαστιέτι καλά» βάτους (ο) < αρχ. η βάτος ο γνωστός αγκαθωτός θάμνος: «έμπληξα απά στου βάτου, μήδ απάνου μήδη κάτου» (παροιμ.) βατσίδ (το) < πιθανόν υποκορ. του μσν. βάτσινον (καρπός του βάτου) καταπράσινος άγουρος καρπός (αχλάδι, μήλο, κτλ.): «τι τα μάζηψης τ αργκό-μπλα; βατσίδια είνι ακόμα» βγαλτό (το) (ως ουσ.) < βγαλ- (βγάζω, έ-βγαλ-α) + -τό εξόγκωμα, απόστημα, λίπωμα, σπυρί: «βγαλτό να βγάλ ς!» (κατάρα)

B (63-70):Layout 1 3/3/2011 1:13 μμ Page 65 65 β λω β ζαστάρ κου (το) < βυζαστάρικο < υποκορ. του μσν. βυζαστάρ -ης μωρό που ακόμα θηλάζει: «άσ την να πηράσ μπρουστά, τσι έχ μουρό β ζαστάρ κου» βηρέμ ς - σα - κου < βερέμης τουρκ. veremli (φθισικός) φυματικός, ασθενικός, καχεκτικός (και κακόψυχος) άνθρωπος βίκα (η) < αρχ. βίκος πήλινο δοχείο με σχήμα κανάτας: «ήπιη μια βίκα γάλα!» βιράν (το) < τουρκ. viran (ερειπωμένος) κάτι το πολύ κατεστραμμένο, ερείπιο, κουρέλι για άνθρωπο: σωματικό και ψυχικό ράκος, αξιολύπητος βιρβιτσίλα (η) (και βιρβιτσ λιά) < λατιν. vervella (μικρό πρόβατο) + τσίλα (διάρροια) περιττώματα αιγοπροβάτων ή λαγών βίτσα (η) < μσν. βίτσα < σλαβ. vitsa λεπτή βέργα συνήθως από κλαδί λυγαριάς ή αγριελιάς, που χρησιμοποιούσαν οι αναβάτες για να χτυπούν τα υποζύγια β λάρ (το) < υποκορ. του μσν. βήλ-ον (κομμάτι πανί) + κατάλ. -άριον τόπι υφάσματος ολόκληρο το ύφασμα που έχει υφανθεί στον αργαλειό και βρίσκεται περιτυλιγμένο πάνω στο αντί: «φέτου του χ μώνα έφανα τρίγια β λάρια πανί» βλουγητό (το) < ως ουσ. από το επίθ. ευλογητός-ή-ό η αρχή ακολουθίας με τη φράση «ευλογητός ο Θεός» φρ. : «βάλαμη βλουγητό» (αρχίσαμε μια ενέργεια, μια δουλειά κτλ., π.χ. να τρώμε, να θερίζουμε) βλουγιά (η) < αρχ. ευλογία (ευφημισμός) 1. εξανθηματική νόσος 2. πρόσφορο για την εκκλησία βλουγιουκουμμένους -η -ο < βλογιά + κομμένος αυτός που έμεινε με σημάδια στο πρόσωπο από βλογιά βλουγώ ρ. < μσν. βλογώ < μτγν. εὐλογῶ ευλογώ: «πρώτα η παπάς βλουγά τα θ κά τ τα γένια» μτφ.: παντρεύω: «ποιος παπάς θα τ ς βλουγήσ ;» μεσ.: βλουγιέμι: παντρεύομαι «φέτους βλουγ θήκαν» β λω ρ. < πιθ. από το μσν. βουλ-ίζω βουλώ, λυγίζω από το πολύ βάρος, χαμηλώνω, βυθίζομαι, βουλιάζω:

B (63-70):Layout 1 3/3/2011 1:13 μμ Page 66 β νάρ 66 «φέτους έχ πουλύ μαξούλ! τα δέντρα β λουν απ τ ς ηλιές», «απού του χιόν βούλ ση του δώμα στου ντάμ» β νάρ (το) < βουν-άρι < υποκορ. του βουνό < αρχ. βουνός χαμηλό βουνό, βουναλάκι β νιά (η) (και σβουνιά) < βουνιά < βουνία < βοωνία < αρχ. βοών (στάβλος βοδιών) κοπριά βοδιών β νίτ ς (ο) < βουνίτης < βουν-ό + -ίτης βουνίσιος, άξεστος, αγροίκος, αυτός «που ζει πα στα β νά»,«απ τα β να κατηβασμένους» βόθνυακας (ο) < βόθνυ (αρχ. βόθυν-ος = κοίλωμα, λάκκος) + μεγεθ. επίθημα -ακας υπόγειο, ανήλιαγο μέρος: «χαρά στου σπίτ! ένας βόθνιακας είνι!» βόλτα (η) < ιταλ. volta στροφή δρόμου, καμπύλη, περιστροφή, γύρος, περίπατος: «άμα δε σ αρέσ, πάρη τ βόλτα σ» βουβαρίσια (τα) < ουβάρι (λατ. vivarium = ιχθυοτροφείο), τοπωνύμιο στην Αχλαδερή Λέσβου, οι εκβολές του ούβαρη ποταμού ψάρια (κεφαλόπουλα) αλιευμένα στις εκβολές του ούβαρη ποταμού, φημιζόμενα για τη νοστιμιά τους βουβόδηντρου (το) < βουβό + δέντρο ανύπαρκτο βουβό δέντρο, μόνο στη φράση: «μόνι τα θ κά μ τα λόγια γινήκαν βουβόδηντρου» (μόνο τα δικά μου λόγια ενόχλησαν) βουβόστσ λους (ο) < βουβός + σκύλος σκύλος που δεν γαυγίζει είναι επικίνδυνος, γιατί δαγκώνει απροειδοποίητα άνθρωπος αμίλητος, σιωπηλός, κρυψίνους βουγή (η) < βουή < αρχ. βοή (με ανάπτυξη ευφων. γ) κατακραυγή, οργή, κακό, συμφορά: «βουγή να σ εύρ» (κατάρα) βουδουστόματα (τα) < βόδι + στόματα πλεκτά φίμωτρα από χόρτο, που τα έβαζαν στο στόμα των βοδιών κατά το αλώνισμα, για να μην τρώνε τα στάχυα βούζ νας (ο) < μεγεθ. του μσν. βουζούνι < βυζ-ί + -ούνι σπυρί με πύον, καλόγηρος, μαύρη: «να βγάλ ς ένα βούζ να πα στ μύτ σ!» βουλά (η) < βολά < πιθ. από το αρχ. βολή (με επίδραση της λ. φορά)

B (63-70):Layout 1 3/3/2011 1:13 μμ Page 67 67 βουλουσύρ σμα φορά: «μια βουλά» (μια φορά, πάντως, ωστόσο), «ηγώ μια βουλά σ είπα να μη πας...», «του είπα δέκα βουλές, μ αυτός ε μ άκ ση» βουλάδα (η) < βόλ-ος + μεγεθ. κατάλ. -άδα μεγάλη πέτρα, κοτρόνα: «α πάρου μια βουλάδα, α σπάσου του τσηφάλ ς!» (απειλή) βουλαδιά (η) < βουλάδ-α + -ιά η πετροβολιά, το πετροβόλημα με μεγάλες πέτρες «άμα τουν είδαν, τουν πήραν στ βουλαδιά» (άρχισαν να τον πετροβολούν) βουλάζου ρ. < βολάζω < βόλ-ος + -άζω φτιάχνω, τακτοποιώ, πιάνω, θέτω, σηκώνω, ασχολούμαι συνεχώς: «ώρης κάτι (κάθεται) τσι βουλάζ να ρίξ τα ψουμιά μες του φούρνου» «βόλασμα»: χτύπημα της επιφάνειας της θάλασσας με βόλους (πέτρες), προκειμένου να τρομάξουν τα ψάρια και να οδηγηθούν σε περιοχή που είναι ζωσμένη με δίχτυα βουλεί ρ. < μσν. βολεί (γ εν. προσ. του βολώ) < μτγν. εὐβολῶ βολεύει, έρχεται βολικά: «πέραση όπουτη ση βουλεί» (πέρασε όποτε σε βολεύει) βουλή (η) < αρχ. βουλή (απόφαση, σχέδιο) σκέψη, θέληση, αμετάκλητη απόφαση: «έβαλη βουλή η Θιος να μας καταστρέψ!» βουλίτσ (το) < βολίκι < βόλ-ος + -ίκι μειωτικά ο στρογγυλός σαν βόλος άνθρωπος, ο παχύσαρκος βουλουδέρνου ρ. < βόλος + δέρνω ενεργ. μετ.: δέρνω (χτυπώ και σπάζω) τους σβόλους χώματος σε οργωμένο χωράφι μτφ. αμετ.: γυρίζω εδώ κι εκεί υποφέροντας, αγωνίζομαι να επιβιώσω, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: «έχαση τουν άντρα τ ς τσι βουλουδέρν σα τ ν άδ τσια (άδικη) τ κατάρα» βουλουσυρίζου ρ. < βουλόσυρ-ου (βλ. λ.) + -ίζω σέρνω το βολόσυρο σε οργωμένο χωράφι, σβαρνίζω βουλόσυρου (το) < βόλος + σύρω γεωργικό εργαλείο, που έσερναν τα ζώα (βόδια ή άλογα) στο οργωμένο χωράφι,για να σπάσουν τους σβόλους, η σβάρνα βουλουσύρ σμα (το) < βουλουσυρίζου (βλ. λ.) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βουλουσυρίζου

B (63-70):Layout 1 3/3/2011 1:13 μμ Page 68 για το νοίκιασμα του βουστσιάτ κου (συνήθως σε είδος: τυρί, μαλλί κ.ά): «εν έχου άλλου τυρί, του δώκα για βουστσιάτ κα» βούτ λου (το) < πιθ. βους + αρχ. τύλος (κάλος, ρόζος) εξόγκωμα, βόλιασμα: «χτύπ ση του τσηφάλ υτ τσι έκανη ένα βούτ λου ίσιαμη καρύδ» βόχα επιφων. < άγν. ετυμ. επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που σκοντάφτει (βλέπε! στραβομάρα!): «ε φτάν που πέφτ ς κάτου, ση λέν τσι βόχα» (παροιμ.) βραζούμηνους -η -ου < μτχ. παθ. ενεστ. του ρ. βράζ-ω + -ούμενος ο πολύ βραστερός, που βράζει πολύ γρήγορα: «πουλύ βραζούμηνα είνι τα κ τσιά» βρακουζών (η) < μτγν. βράκα + αρχ. ζώνη λεπτό πλεκτό κορδόνι, περασμένο σε σούρα, που χρησίμευε ως ζώνη στις βράκες και στα εσώρουχα: «να μη λύσ η βρακουζών σ!» (κατάρα: να μείνεις ανύπαντρη, να μη γνωρίσεις άντρα) βράσ (η) < μτγν. βράσις το σημείο βρασμού: «ακόμα εν ηπήβουρ 68 βουρ μόριο (προτρεπτικό) < τουρκ. vur, προστακτ. ενεστ. του ρ. vurmak (χτυπώ) όρμα του, πάνω του: «βουρ στουν πατσιά» μτφ.: μη χάνεις καιρό, εκμεταλλεύσου την ευκαιρία βουρλίζου ρ. < μσν. βουρλίζω < βούρλον < μτγν. βρούλον θυμώνω, εξαγριώνω, τρελαίνω: «μη τουν βουρλίγ ς παραπάνου, μη σκουθεί τσι παγαίν» παθ. βουρλίζομαι, τρελαίνομαι, παθιάζομαι, εξαγριώνομαι, γίνομαι έξω φρενών μεσ. βουρλίζουμι: βασανίζομαι, υποφέρω, δεινοπαθώ: «μη διώξαν απ τη δ λειά τσι βουρλίζουμι να τα βγάλου πέρα» βουρτσιάζου ρ. < βουρκιάζω < βούρκ-ος + -ιάζω μεταβάλλομαι σε βούρκο, αποκτώ τις ιδιότητες του βούρκου (χρώμα, δυσοσμία κτλ.): «τόσης μέρης του νηρό μες τ γούρνα, βούρτσιαση!» βουστσιάτ κου (το) (ως ουσ.) < βοσκιάτικο < αρχ. βοσκ-ή + κατάλ. -ιάτικο ενοικιασμένο χωράφι για βόσκηση ζώων: «ε θα του σπείρου του χουράφ, του δώκα βουστσιάτ κου» πληθ. τα βουστσιάτ κα: η πληρωμή

B (63-70):Layout 1 3/3/2011 1:13 μμ Page 69 69 βρουμούσα ρη βράσ του φαγί» το σημείο πυράκτωσης του σιδήρου: «πα στ βράσ κουλλά του σίδηρου» (παροιμ.) το σημείο αποκορύφωσης του θυμού: «ξέχασή του! πα στ βράσ υτ είπη μια κουβέντα» μεγάλη ζέστη, κάψα: «κάτη (κάθεται) τσι δ λεύγ μες τ βράσ» βράσμα (το) < μτγν. βράζω - έβρασα + -μα πετιμέζι (από το βράσιμο μούστου σταφυλιών ή σύκων). Με βράσμα έφτιαχναν τηγανίτες, λουκουμάδες και ρητσέλ (βλ. λ.) βρατσινιάζου ρ. < (πιθ. από βρώση, βρώμα = τροφή, φαγητό, αρχ. ρ. βιβρώσκω = τρώγω, καταβροχθίζω) τρώγω αχόρταγα μέχρι σκασμού, περιδρομιάζω: «βρατσιένιασης πλια;» (κορέστηκες; πρήστηκες πια από το πολύ φαγητό;) βρηχτουκούτσια (τα) < μσν. βρεκτός (βρεγμένος) + κουκιά βρεγμένα κακής ποιότητας κουκιά, για τάισμα ζώων βρεγμένα καλής ποιότητας κουκιά για φαγητό σε περίοδο αυστηρής νηστείας βρηχτούρα (η) < μσν. βρεκτός + ούρα ματσάκι από κλαδιά βασιλικού, με το οποίο ραντίζει ο παπάς τον αγιασμό, αγιαστούρα: «τρέξητη να τρέξουμη τσι έρχητι η ζουρλόπαπας μη την αγιαστούρα του τσι μη τη βρηχτούρα του» (λένε οι καλικάντζαροι, που τρέμουν τον αγιασμό) βρισκάμηνους -η -ου < μτχ. παθ. ενεστ. βρίσκ-ομαι (υπάρχω) + κατάλ. -άμενος αυτό (το λίγο) που βρίσκεται, που υπάρχει: «- α μη δώγ ς μ σό ψουμί δαν κό; - εν έχου μ σό... α ση δώσου ένα παξ μάδ (ένα τέταρτο) απού του βρισκάμηνου...» βρουλιά (η) μσν. βούρλον < μτγν. βρούλ-ον + -ιά 1. συστάδα βούρλων 2. σκοινί φτιαγμένο από βούρλα, χρήσιμο για το δέσιμο ζώων: «αγάπη είχα τσι έχασα/μη τη βρουλιά δημένη/όποιους τη βρει να τη χαρεί/ μόν τη βρουλιά να φέρει» (δίστιχο Κλήδονα) βρουλίδα (η) < βρούλ-ο + κατάλ. -ίδα πλεξούδα μαλλιών: «χτέν ση τα μαλλιά τ ς βρουλίδης» βρουμούσα (η) < μετοχή ενεστ. του αρχ. ρήμ. βρωμῶ (μυρίζω άσχημα)

B (63-70):Layout 1 3/3/2011 1:13 μμ Page 70 βρουτίδα 70 1. είδος χόρτου που τα φύλλα του έχουν δυσάρεστη οσμή 2. έντομο που μυρίζει άσχημα βρουτίδα (η) < δρουτίδα < ιδρωτίδα < ιδρώτας (με ανομοίωση, όπως διουλί < βιουλί) σπυράκια στο πρόσωπο, στο λαιμό και στα χέρια, από τη ζέστη και τον ιδρώτα β τίνα (η) < αρχ. βυτίνη μεγάλο πιθάρι για αποθήκευση λαδιού υποκορ. β τνάρ (το) < βυτινάριο β τώ < μσν. βουτώ < βουτίζω < βυθίζω βυθίζω μέσα σε υγρό: «ποιος β τά του δαχτύλ υτ μες του μέλ τσι ε του γλείφτ» (παροιμ.)