ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΩΝ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΩΝ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΖΩΪΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, ΙΧΘΥΟΛΟΓΙΑΣ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΖΩΟΤΕΧΝΙΑΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012

2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 4 Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ... 6 Α.1. ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΩΝ... 6 Α.1.1 ΚΟΙΝΟΥΡΩΣΗ... 6 Α.1.2 ΤΡΟΜΩΔΗΣ ΝΟΣΟΣ (SCRAPIE)... 8 Α.1.3 ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΑΠΟ LENTI-ΙΟΥΣ Α.1.4 ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ Α.1.5 ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΑΛΑΚΥΝΣΗ Α.1.6 ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗ ΑΛΚΑΛΩΣΗ Α.1.7 ΔΙΑΜΑΡΤΙΕΣ ΔΙΑΠΛΑΣΗΣ Α.1.8 ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΗ ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΙΤΙΔΑ - ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΑ ΑΠΟΣΤΗΜΑΤΑ Α.1.9 ΕΝΤΕΡΟΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ Α.1.10 ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΝΩΤΙΑΙΟΥ ΜΥΕΛΟΥ - ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΩΝ ΝΕΥΡΩΝ Α.1.11 ΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ Α.1.12 ΣΑΡΚΟΚΥΣΤΩΣΗ Α.1.13 ΑΙΘΟΥΣΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ Α.1.14 ΨΕΥΔΟΛΥΣΣΑ Α.2. ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ Β. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Β.1. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Β.2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Β.3. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Β.4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

3 ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑΔΙΝΗΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ (ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ) ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΟΛΥΖΟΠΟΥΛΟΥ ΖΩΗ 2

4 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα μελέτη χωρίζεται σε δύο μέρη, το γενικό και το ειδικό. Στο γενικό μέρος αναφέρονται μερικά από τα συχνότερα νοσήματα του νευρικού συστήματος των μικρών μηρυκαστικών που οφείλονται σε λοιμογόνους παράγοντες, παρασιτώσεις, μεταβολικές διαταραχές, νεοπλάσματα και νευροτοξικώσεις. Αναλύεται, επίσης, η μεθοδολογία της διαγνωστικής τους προσέγγισης που βασίζεται στο ιστορικό, στη διεξοδική κλινική και νευρολογική εξέταση και στις απαιτούμενες εργαστηριακές εξετάσεις. Η τελική διάγνωση, συνήθως επιβεβαιώνεται με τα μακροσκοπικά ευρήματα της νεκροτομής και την ιστοπαθολογική εξέταση. Στο ειδικό μέρος γίνεται εκτίμηση της συχνότητας εμφάνισης των νευρολογικών προβλημάτων σε ελληνικές εκτροφές αιγοπροβάτων. Χρησιμοποιούνται τα δεδομένα από τα αρχεία της Κλινικής των Παραγωγικών Ζώων του ΑΠΘ για το διάστημα Ιανουάριος Μάϊος Τα νοσήματα του νευρικού συστήματος αποτελούν το 38% και το 19% των παθολογικών προβλημάτων στις εκτροφές προβάτων και αιγών, αντίστοιχα. Η χρόνια κοινούρωση, η τρομώδης νόσος και η Visna διαγνώστηκαν στο 78% περίπου των εκτροφών προβάτων με νευρολογικά προβλήματα. Η λιστερίωση, η πολιοεγκεφαλομαλάκυνση και η εντεροτοξιναιμία διαγνώστηκαν στο 45% των εκτροφών αιγών με νευρολογικά προβλήματα. Τα νευρολογικά νοσήματα μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές οικονομικές απώλειες. Κάποια από αυτά αποτελούν ζωοανθρωπονόσους. Η εμφάνισή τους συνδέεται στενά με την ανεπάρκεια των μεθόδων διαχείρισης των εκτροφών. Η αντιμετώπισή τους θα πρέπει να βασίζεται, κυρίως στην πρόληψη. The paper is divided into two parts, the general and the specific one. The general part of this study focuses on the most common neurologic disorders of small ruminants, which include infectious, parasitic, traumatic, toxic, neoplastic and metabolic diseases. The methodology for their diagnostic approach, leading to the etiologic diagnosis, is also discussed. Accurate diagnosis is based on history, physical and neurological examination, routine and/or specific diagnostic tests and it is usually confirmed by the findings of necropsy and histopathological examination. The second part of this study reports an extensive review of the epidemiologic data regarding the occurrence of neurologic diseases in the Greek sheep and goat herds. The survey was based on data retrieved from the archives of the Clinic of Farm Animals, AUTh for the period between January May Diseases of the nervous system represent 38% and 19% of the total caseload in the clinical practice of sheep and goat herds, respectively. A further evaluation of the frequency of the most common neurological diseases was also done. According to this, chronic coenurosis, scrapie and visna have been diagnosed in almost 78% of the sheep herds, which encountered neurologic diseases. Listeriosis, polioencephalomalakia and enterotoxaemia have been diagnosed in 45% of the goat herds, which have to deal with neurologic diseases. Neurologic diseases could be the cause of major economic loss. Some of them are zoonotic. Their occurrence is strongly related to herds management deficiencies. Preventive measures should be important for limiting or avoiding neurologic diseases. 3

5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στην Ελλάδα, η αιγοπροβατοτροφία αποτελεί το σημαντικότερο κλάδο της ζωϊκής παραγωγής, συμβάλλοντας κατά 18% στο αγροτικό εισόδημα (Σκιαδάς, 2007). Ο δυναμικός αυτός κλάδος έχει προσαρμοστεί στις εδαφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας (Δημαρέλη, 2011). Ο συνολικός αριθμός των αιγοπροβάτων στην Ελλάδα είναι περίπου 13,6 εκατομμύρια ζώα. Το 90% περίπου είναι διασταυρώσεις μεταξύ των διαφόρων ελληνικών φυλών (Σκιαδάς, 2007). Τα πρόβατα αποτελούν το 38% του συνολικού ζωϊκού πληθυσμού της χώρας, ενώ οι αίγες το 19% (πηγή Eurostat, 2007). Η κύρια παραγωγική κατεύθυνση είναι η γαλακτοπαραγωγή. Αυτή συνδυάζεται, κυρίως, με την παραγωγή κρέατος αμνοεριφίων, ενώ η παραγωγή ερίου είναι πλέον ήσσονος σημασίας. Στη χώρα μας παράγεται το 30% περίπου της συνολικής, παραγόμενης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ποσότητας αιγοπρόβειου γάλακτος. Όμως, η εγχώρια παραγωγή αιγοπρόβειου κρέατος μόλις που αντιστοιχεί στο 11-12% της αντίστοιχης συνολικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αιγοπροβατοτροφία προσφέρεται σαν μια διέξοδος της σύγχρονης αγροτικής οικονομίας, καθώς συμμετέχει κατά 45% περίπου στη συνολική ακαθάριστη αξία της ζωϊκής παραγωγής (Σκιαδάς, 2007). Ο διεθνής ανταγωνισμός, ιδιαίτερα στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς εντείνεται και, συνεπώς, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ζωτικού αυτού κλάδου της ζωϊκής παραγωγής αποτελεί προτεραιότητα. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΚΑΠ) αποσκοπεί στην αειφόρο αγροτική ανάπτυξη με την παραγωγή ασφαλών για τον καταναλωτή προϊόντων, με παράλληλο σεβασμό στην ευζωία των ζώων και την προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον, στις σημερινές συνθήκες της διεθνούς οικονομικής κρίσης και της παγκοσμιοποίησης της αγοράς γίνεται επιτακτική για τη χώρα μας η διαφοροποίηση με έμφαση στην παραγωγή ασφαλών παραδοσιακών προϊόντων τοπικού χαρακτήρα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και υψηλή ποιότητα, όπως είναι τα ΠΟΠ προϊόντα της αιγοπροβατοτροφίας (Σωτηράκη, 2011). Η αιγοπροβατοτροφία ενισχύεται με την αύξηση των αποδόσεων των ζώων, τη βελτίωση της ποιότητας και τη διασφάλιση της υγιεινής των παραγόμενων προϊόντων (Ψηφίδη, 2010). Τα νοσήματα του νευρικού συστήματος αποτελούν σημαντικό τμήμα της παθολογίας των μικρών μηρυκαστικών. Σήμερα, το ενδιαφέρον για αυτά είναι αυξημένο, γιατί αφενός με τις απώλειες που προκαλούν επηρεάζουν την παραγωγικότητα των εκτροφών, και αφετέρου κάποια από αυτά αποτελούν ζωοανθρωπονόσους. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ομάδα των λεγόμενων σπογγιόμορφων εγκεφαλοπαθειών, στις οποίες συγκαταλέγεται και η τρομώδης νόσος των μικρών μηρυκαστικών (Schenk et al, 2004). Στην παρούσα μελέτη γίνεται μια προσπάθεια να καταγραφεί ο αριθμός των εκτροφών αιγοπροβάτων, στις οποίες εμφανίστηκαν νοσήματα με νευρολογικά συμπτώματα. Το δείγμα των εκτροφών προέρχεται από τα αρχεία της Κλινικής των Παραγωγικών Ζώων, της Κτηνιατρικής Σχολής του ΑΠΘ. Σκοπός είναι να εξακριβωθεί η συχνότητα εμφάνισης των νευρολογικών νοσημάτων στις ελληνικές εκτροφές αιγοπροβάτων. Εμπειρικά, είναι γνωστό στους κτηνιάτρους ότι τα νευρολογικά προβλήματα είναι συνήθη στα αιγοπρόβατα. Επίσης, η μελέτη στοχεύει στη διακρίβωση των πιο συχνών νοσημάτων του νευρικού συστήματος στα πρόβατα και τις αίγες. Στο γενικό μέρος που ακολουθεί αναφέρονται αναλυτικά στοιχεία που αφορούν στην παθογένεια και στις κλινικές εκδηλώσεις ορισμένων από το πιο συχνά νευρολογικά νοσήματα των μικρών μηρυκαστικών. Γίνεται, επίσης, λεπτομερής 4

6 αναφορά στη μεθοδολογία διάγνωσης των νευρολογικών νοσημάτων. Τέλος, στο ειδικό μέρος αναπτύσσονται τα υλικά και οι μέθοδοι της μελέτης, παρατίθενται και σχολιάζονται τα αποτελέσματα και αναφέρονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν. 5

7 Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Α.1 ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΩΝ Α.1.1 ΚΟΙΝΟΥΡΩΣΗ Η κοινούρωση είναι από τα πιο συχνά νοσήματα του νευρικού συστήματος του προβάτου στην Ελλάδα. Προκαλείται από το μετακεστώδες (προνυμφική μορφή) Coenurus cerebralis της ταινίας Taenia multiceps που παρασιτεί στο λεπτό έντερο σαρκοφάγων ζώων. Στη χρόνια μορφή της χαρακτηρίζεται από την παρουσία κύστεων, κυρίως στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Οι κύστεις περιέχουν μέχρι αρκετές εκατοντάδες σκώληκες, ορατούς ως άσπρες πλάκες πάνω στα διαφανή τοιχώματα της κύστης. Το αυξημένο παρασιτικό φορτίο των βοσκοτόπων, από τα κόπρανα των μολυσμένων σκύλων τελικών ξενιστών, αυξάνει την πιθανότητα μόλυνσης των προβάτων από τις προνύμφες. Ακολουθεί η εισβολή των προνυμφών στο κεντρικό νευρικό σύστημα και η εκδήλωση συμπτωμάτων (Blood, 2000). Ο βιολογικός κύκλος του παρασίτου ολοκληρώνεται με την κατανάλωση από τα σαρκοφάγα (τελικούς ξενιστές-σκύλους) των μολυσμένων εγκεφάλων των προβάτων (Clarkson, 2004). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Η κοινούρωση εμφανίζεται με δύο κλινικές μορφές, την οξεία μορφή και την χρόνια. Η χρόνια μορφή αναφέρεται πιο συχνά (Aitken, 2007). Η οξεία κοινούρωση συνοδεύεται από τα συμπτώματα της οξείας μηνιγγοεγκεφαλίτιδας (Smith, Shermann, 2009), και εκδηλώνεται ως οξεία νευρολογική διαταραχή με υψηλή θνησιμότητα (10-100%). Τα κύρια νευρολογικά συμπτώματα είναι η αταξία, η κατάπτωση, η τύφλωση, η σκολίωση, η δυσμετρία και το κώμα (Giadinis et al, 2011). Θάνατοι παρατηρούνται 3-5 ημέρες μετά την έναρξη των νευρολογικών συμπτωμάτων (Doherty, 1989). Στην οξεία κοινούρωση που συμπίπτει με τη φάση μετανάστευσης των προνυμφών, προκαλούνται γραμμοειδείς νεκρώσεις κιτρινέρυθρου χρώματος στο νευρικό ιστό (Καλδρυμίδου, 2010). Η οξεία κοινούρωση έχει περιγραφεί σε κοπάδι προβάτων που οδηγήθηκαν σε βοσκότοπο με έντονο παρασιτικό φορτίο από τα κόπρανα σκύλων (Doherty, 1989), σε αμνούς ηλικίας 6-8 εβδομάδων (Scott, 2007) και σε 11 εκτροφές γαλακτοπαραγωγών προβάτων, στην Ελλάδα (Giadinis et al, 2011). Στα περιστατικά οξείας κοινούρωσης που επιβιώνουν διαπιστώνεται μετά 3-6 μήνες η ανάπτυξη των χαρακτηριστικών κύστεων της χρόνιας κοινούρωσης (Giadinis et al, 2011). Η χρόνια κοινούρωση που συναντάται συνήθως σε πρόβατα, και σπανιότερα σε αίγες, ηλικίας 6-18 μηνών είναι μια εντοπισμένη αλλοίωση του κεντρικού νευρικού συστήματος και εξελίσσεται σταδιακά (Skerritt, 1987). Η χρόνια κοινούρωση σπάνια εμφανίζεται σε πρόβατα ηλικίας μεγαλύτερης των 3 ετών. Ο χρόνος επώασης της νόσου κυμαίνεται μεταξύ 2-6 μηνών (Aitken, 2007). Στο 80% των περιπτώσεων, η παρασιτική κύστη εντοπίζεται στο ένα εγκεφαλικό ημισφαίριο, σε ποσοστό 10% εντοπίζεται στην παρεγκεφαλίδα, ενώ πολλαπλή εντόπιση αναφέρεται στο 8% των περιστατικών (Skerritt, 1987). Έχουν αναφερθεί και κάποιες σποραδικές περιπτώσεις εντόπισης της κύστης στον νωτιαίο μυελό (Buswell, 1997). Εδώ πρέπει να αναφερθεί, ότι στις αίγες ο σχηματισμός των κύστεων γίνεται κυρίως στο κεντρικό νευρικό σύστημα, αλλά συχνά και στους σκελετικούς μύες και 6

8 στην καρδιά (Smith, Sherman, 2009), ενώ κύστεις έχουν βρεθεί και στους μεσεντέριους λεμφαδένες και στους οφθαλμούς (Islam et al, 2006). Τα συμπτώματα της νόσου σχετίζονται με την εντόπιση των αλλοιώσεων. Τα πιο συχνά παρατηρούμενα συμπτώματα είναι η κατάπτωση, οι αναγκαστικές κυκλικές κινήσεις, η πίεση της κεφαλής (Scott, 2007), η τύφλωση με απώλεια του αντανακλαστικού της απειλής και οι διαταραχές της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας (Aitken, 2007). Κλίση της κεφαλής και στρεψαυχενισμός παρατηρείται όταν η κύστη έχει τέτοια εντόπιση, ώστε να επηρεάζει το αιθουσαίο σύστημα και την παρεγκεφαλίδα. Η εμπλοκή της παρεγκεφαλίδας συνοδεύεται από δυσμετρία και αταξία (Braund, 1985). Η κλινική εικόνα του ζώου επιδεινώνεται πιο γρήγορα, όταν οι κύστεις εντοπίζονται στην παρεγκεφαλίδα (Scott, 2007). Στο τελικό στάδιο τα ζώα κατακλίνονται και εκδηλώνουν κινήσεις ποδηλατισμού των οπισθίων άκρων. Η κλινική πορεία της νόσου διαρκεί 1 μήνα ή περισσότερο (Saikia et al, 1987). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση, τόσο της χρόνιας, όσο και της οξείας κοινούρωσης θα βασιστεί στο ιστορικό και τα συμπτώματα. Στη χρόνια κοινούρωση, με την ενδελεχή νευρολογική εξέταση επιδιώκεται να εντοπιστεί η ακριβής θέση της κύστης. Πολλές φορές παρατηρείται μαλάκυνση και λέπτυνση του μετωπιαίου οστού, ως αποτέλεσμα της αυξημένης ενδοκρανιακής πίεσης. Αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή και με ψηλάφηση, αλλά δεν αποτελεί αξιόπιστο εύρημα για την ακριβή εντόπιση της κύστης. Και αυτό γιατί η λέπτυνση του οστού μπορεί να είναι στην ίδια ή στην αντίθετη πλευρά από την θέση εντόπισης της κύστης. Άλλοτε, πάλι, παρατηρείται αμφοτερόπλευρη λέπτυνση των κρανιακών οστών, παρά την ετερόπλευρη εντόπιση της κύστης (Aitken, 2007). Στην ακριβή εντόπιση της θέσης της κύστης μπορεί να βοηθήσει και η υπερηχοτομογραφική εξέταση (Doherty, 1989). Η παρουσία και η ακριβής θέση της παρασιτικής κύστης επιβεβαιώνεται κατά τη χειρουργική επέμβαση ή τη νεκροψία (Aitken, 2007). Στην οξεία κοινούρωση η διάγνωση επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της νεκροτομικής και ιστοπαθολογικής εξέτασης. Νεκροτομικά, διαπιστώνεται εστιακή ή πολυεστιακή πάχυνση και θολερότητα των μηνίγγων, με παρουσία μικρών (διαμέτρου 0,5-1 cm, σπάνια έως 2 cm ) κυστικών σχηματισμών. Οι κυστικοί αυτοί σχηματισμοί έχουν διαφανή τοιχώματα και εντοπίζονται ελεύθεροι πάνω στις λεπτομήνιγγες ή διεισδύουν κατά ένα μέρος στον εγκεφαλικό ιστό. Συνηθέστερη θέση εντόπισης είναι η επιφάνεια του βρεγματικού λοβού, λιγότερο συχνές η περιοχή μεταξύ παρεγκεφαλίδας και εγκεφαλικών ημισφαιρίων και η επιφάνεια των μετωπιαίου και των ινιακού λοβού, και σπανιότερα η επιφάνεια του κροταφικού λοβού. Σχεδόν πάντα, παρατηρούνται εστιακές ή περισσότερο εκτεταμένες περιοχές με πυώδες εξίδρωμα, σε στενή συσχέτιση με τις θέσεις εντόπισης των κυστικών σχηματισμών (Giadinis et al, 2011). Ιστοπαθολογικά, διαπιστώνεται πολυεστιακή πυώδης ή πυοκοκκιωματώδης μηνιγγοεγκεφαλίτιδα με διήθηση εωσινόφιλων. Σπανιότερα, στο εγκεφαλικό παρέγχυμα είναι δυνατό να διαπιστωθεί και η παρουσία μικροσκοπικών κύστεων. Παρατηρούνται, επίσης, γλοίωση, σπογγίωση, κενοτοπίωση, περιαγγειακές διηθήσεις, εστίες νευρονοφαγίας και νέκρωσης του νευρικού ιστού (Giadinis et al, 2011). Και στις δύο μορφές, κατά τη βυθοσκόπηση του οφθαλμού παρατηρείται οίδημα της οπτικής θηλής (Smith, Shermann, 2009) και μέτρια έως σοβαρή συμφόρηση και διόγκωση των φλεβιδίων του αμφιβληστροειδούς, που εμφανίζουν έντονη ελικοειδή πορεία. Οι 7

9 παράμετροι όμως των αιματολογικών εξετάσεων είναι συνήθως εντός των φυσιολογικών ορίων (Giadinis et al, 2011). Η διαφορική διάγνωση της οξείας κοινούρωσης περιλαμβάνει την λιστερίωση, την πολιοεγκεφαλομαλάκυνση και την ιογενή νόσο Louping ill (Aitken, 2007). Η οξεία κοινούρωση θα πρέπει, επίσης, να διαφοροποιηθεί από την βακτηριακή μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, την εντεροτοξιναιμία και την τοξίκωση από χαλκό (Giadinis et al, 2011). Σε κάποιες περιπτώσεις τα συμπτώματα της τοξιναιμίας της εγκυμοσύνης μοιάζουν με αυτά της οξείας κοινούρωσης (Scott, 1993). Η χρόνια κοινούρωση θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από τα αποστήματα (Aitken, 2007), τα αιματώματα, τα νεοπλάσματα του κεντρικού νευρικού συστήματος και τις χρόνιες εγκεφαλοπάθειες, Visna και Scrapie (Giadinis et al, 2011). ΘΕΡΑΠΕΙΑ-ΠΡΟΛΗΨΗ Σε πολλές περιπτώσεις επιλέγεται να γίνει η χειρουργική εξαίρεση της παρασιτικής κύστης. Το ποσοστό επιτυχία της είναι συνήθως γύρω στο 74%, αν και μπορεί να φτάσει στο 85% με την ακριβή εντόπιση της θέσης της κύστης (Aitken, 2007). Σύμφωνα με μια ελληνική μελέτη το ποσοστό επιτυχίας της χειρουργικής επέμβασης είναι 92%, αλλά μόνο το 83% των προβάτων είναι σε θέση να επιστρέψουν στο κοπάδι. Στο 6% των ζώων δεν ήταν δυνατή η νευροανατομική εντόπιση της κύστης και η νεκροτομική εξέταση έδειξε ότι αυτή εντοπίζονταν είτε στην παρεγκεφαλίδα, είτε σπανιότερα στο στέλεχος του εγκεφάλου. Στο 9% των προβάτων, η κλινική εικόνα επιδεινώθηκε μετά την χειρουργική επέμβαση, εξαιτίας της παρουσίας περισσότερων της μίας κύστης (Komnenou et al, 2000). Μετά την επιτυχή χειρουργική εξαίρεση, η ανάρρωση είναι γρήγορη και η πλήρης νευρική λειτουργία επανέρχεται σε 1 εβδομάδα (Scott, 2007). Στα προληπτικά μέτρα περιλαμβάνεται η τακτική χορήγηση (κάθε 6-8 εβδομάδες) ενός αποτελεσματικού ταινιοκτόνου σε όλα τα σκυλιά της εκτροφής. Τα πτώματα των ζώων δεν θα πρέπει να καταλώνονται από τα σκυλιά της εκτροφής ή και από αδέσποτα ζώα, τα οποία επιπρόσθετα δεν λαμβάνουν και ανθελμινθική αγωγή (Aitken, 2007). Η διάθεση των πτωμάτων των ζώων θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς (Κανονισμός 1069/2009). Α.1.2 ΤΡΟΜΩΔΗΣ ΝΟΣΟΣ (SCRAPIE) Η τρομώδης νόσος των μικρών μηρυκαστικών ανήκει στην οικογένεια των μεταδοτικών σπογγιόμορφων εγκεφαλοπαθειών. Είναι μια θανατηφόρος νευροεκφυλιστική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα πρόβατα και, λιγότερο συχνά, τις αίγες. Υπάρχουν δύο μορφές της νόσου, η κλασσική και η άτυπη Scrapie, που διαφέρουν μεταξύ τους σε ότι αφορά στην εντόπιση των παθολογοανατομικών αλλοιώσεων στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στα ανοσοβιοχημικά χαρακτηριστικά τους. Τόσο στα πρόβατα, όσο και στις αίγες εντοπίζονται και οι δύο μορφές της νόσου (Pugh, Baird, 2011). Όμως, έχουν αναφερθεί και δύο περιστατικά φυσικής μόλυνσης αιγών από την σπογγιόμορφη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (Eloit et al, 2005). Στην Ελλάδα, η τρομώδης νόσος είναι ενδημική. Μέχρι σήμερα, στη χώρα μας εντοπίστηκαν 223 θετικές στην τρομώδη νόσο εκτροφές αιγοπροβάτων, μέσα από το πρόγραμμα ενεργητικής και παθητικής επιτήρησης των ΜΣΕ των μικρών 8

10 μηρυκαστικών. Εκατόν σαράντα (140) θετικές εκτροφές που ήταν σε λειτουργία μέχρι το τέλος του 2008, φαίνονται στο παρακάτω χάρτη και σε αυτές εφαρμόζεται το πρόγραμμα επιτήρησης της νόσου (Μουττωτού, 2009). Γεωγραφική κατανομή των θετικών ως προς την τρομώδη νόσο εκτροφών, όπως διαμορφώθηκε μέχρι το τέλος του 2008 (Πηγή: ΥΠΑΑΤ, 2009). Ο αιτιολογικός παράγοντας της τρομώδους νόσου πιστεύεται ότι είναι μια μεταδοτική και με ικανότητα αυτοαναπαραγωγής πρωτεΐνη. Ο μολυσματικός αυτός παράγοντας ονομάσθηκε prion (proteinaceous infectious particle), έχει πολύ μικρό μέγεθος και δεν είναι ιός διότι δεν περιέχει DNA ή RNA. Πιστεύεται, επίσης ότι για να προκαλέσει βλάβη θα πρέπει να «ενεργοποιηθεί» από κάποιον γενετικό παράγοντα (Pugh, Baird, 2011). Παρουσιάζει εξαιρετική ανθεκτικότητα στα συνήθη μέσα αδρανοποίησης μικροβίων και ιών. Είναι ανθεκτικός στη φορμαλδεΰδη, την αιθυλική αλκοόλη και την ακτινοβολία, ανθεκτικός στη δράση ενζύμων, όπως η DNAάση και η RNΑάση και αντέχει στις συνήθεις συνθήκες αποστείρωσης. Αδρανοποιείται με θέρμανση σε κλίβανο στους 138 C, με πίεση 3 bar για 20 λεπτά. Καταστρέφεται μόνο με τη χρήση συγκεκριμένων απολυμαντικών, όπως του καυστικού νατρίου (2M) ή του υποχλωριώδους νατρίου ( ppm ελεύθερου χλωρίου) (Μουττωτού, 2009). Επιβιώνει, επίσης για μήνες ή και χρόνια στους βοσκότοπους, 9

11 στην περίπτωση που αποβάλλεται από μολυσμένα πρόβατα ή αίγες (Smith, Sherman, 2009). Την πιο συνήθη πηγή μόλυνσης αποτελούν ο πλακούντας και τα εμβρυϊκά υγρά. Θεωρείται ότι ο μολυσματικός παράγοντας μεταδίδεται από τις άρρωστες προβατίνες και αίγες στα αμνοερίφια, κατά την περίοδο των τοκετών. Πλακούντες και εμβρυϊκά υγρά μολύνουν επίσης τους βοσκοτόπους και την στρωμνή των χώρων της εκτροφής, διευκολύνοντας την οριζόντια μετάδοση μεταξύ των ευαίσθητων ζώων. Η διασπορά του παθογόνου παράγοντα γίνεται καθόλη τη διάρκεια της μακράς περιόδου επώασης και η οριζόντια μετάδοση γίνεται από τη πεπτική οδό (Van Keulen, 2008). Τα νεαρά αιγοπρόβατα φαίνεται ότι είναι πιο ευαίσθητα στη μόλυνση (Hamir et al, 2009). Η στενή επαφή των αιγών (όπου η νόσος είναι σπανιότερη) με μολυσμένα πρόβατα φαίνεται να σχετίζεται (χωρίς, όμως να είναι απαραίτητη) με την εμφάνιση της νόσου στις αίγες. Η παλαιότερη θεωρία της ενδομητρικής μετάδοσης σήμερα αμφισβητείται. Αμφισβητείται, επίσης και η κάθετη μετάδοση με την σεξουαλική επαφή. Περαιτέρω έρευνες απαιτούνται για να αποσαφηνιστεί ο ρόλος του σπέρματος ή και η μετάδοση της νόσου με την τεχνική της μεταφοράς εμβρύων (Smith, Sherman, 2009). Ο μολυσματικός παράγοντας βρίσκεται στα επιθηλιακά κύτταρα του πεπτικού συστήματος, των μαστικών και σιελογόνων αδένων (Detweiler, Baylis, 2003). Οι αποδείξεις για την απέκκριση του με το γάλα, το σίελο, τα ούρα και τα κόπρανα συνεχώς αυξάνονται (Terry, 2011). Στα πρόβατα, η ευαισθησία στη Scrapie καθορίζεται από γενετικούς παράγοντες, και συγκεκριμένα από τον πολυμορφισμό των γονιδίων που ρυθμίζουν τη σύνθεση των πρωτεϊνών του prion. Πειραματικά, έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν διαφορετικές μορφές της πρωτεΐνης prion. Μερικές από αυτές είναι πιο επιρρεπείς από άλλες στην δομική μετατροπή τους από την φυσιολογική στην παθολογική ισομορφή, ενώ άλλες είναι ιδιαίτερα ανθεκτικές. Τα γονίδια αποτελούνται από κωδικόνια. Η αναδίπλωση του DNA του κωδικονίου αποκαλύπτει μια σειρά από αμινοξέα. Η πρωτεΐνη prion, στην άωρη μορφή της αποτελείται από 256 αμινοξέα. Σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα, τέσσερα κωδικόνια είναι πολύ σημαντικά, εκείνα που βρίσκονται στις θέσεις 171, 154, 136, 141. Έτσι, η παρουσία της αργινίνης (R) στο κωδικόνιο 171 της πρωτεΐνης prion υποδηλώνει ανθεκτικότητα, ενώ η παρουσία της γλουταμίνης (Q) και της ιστιδίνης (H) στο ίδιο κωδικόνιο έχει ως αποτέλεσμα υψηλή ευαισθησία στη νόσο. Η παρουσία της βαλίνης (V) στο κωδικόνιο 136 μπορεί να έχει αποτέλεσμα υψηλή ευαισθησία σε δομικές αλλαγές της πρωτεΐνης prion (Goldmann, 2008). Στις αίγες η ευαισθησία στην τρομώδη νόσο επηρεάζεται, επίσης, από τον πολυμορφισμό των γονιδίων της PrP πρωτεΐνης. Φαίνεται, ότι στις αίγες σημαντικό ρόλο για την ανθεκτικότητα στην κλασσική μορφή της νόσου έχουν τα κωδικόνια 142, 154, 211 και 222 (Vaccari et al, 2009). Υπάρχουν, όμως ακόμη πολλά ασαφή στοιχεία και σίγουρα απαιτούνται περαιτέρω έρευνες (Pugh, Baird, 2011). Το 1998 διαγνώσθηκε στη Νορβηγία περίπτωση τρομώδους νόσου σε πρόβατα, η οποία διέφερε από την κλασσική Scrapie, ως προς τα συμπτώματα και την ανατομική κατανομή της PrP sc στον εγκέφαλο, αλλά και σε μοριακό επίπεδο το γλυκοσυλιωμένο προφίλ της PrP sc ήταν διαφορετικό από το αντίστοιχο της κλασσικής Scrapie. Η νέα αυτή μορφή ονομάσθηκε Nor98 (άτυπη μορφή Scrapie). Με την εφαρμογή του προγράμματος επιτήρησης ΜΣΕ στα 10

12 μικρά μηρυκαστικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2002, αναγνωρίσθηκαν σε διάφορες χώρες αρκετές περιπτώσεις άτυπης μορφής της Scrapie, οι περισσότερες των οποίων παρουσίαζαν ομοιότητες με τη Νορβηγική Nor98. Το 2006 διαπιστώθηκε για πρώτη φορά και στην χώρα μας σε δύο διαφορετικές εκτροφές. Στις άτυπες μορφές της Scrapie έχουμε ελάχιστο ή καθόλου σχηματισμό κενοτοπίων στο μοχλό της 4ης κοιλίας της γέφυρας του εγκεφάλου (obex). Αντίθετα, παρατηρείται εναπόθεση και συσσώρευση της παθολογικής ισομορφής της PrP sc στην παρεγκεφαλίδα, στους πυρήνες του τριδύμου νεύρου, αλλά όχι στον ραχιαίο κινητικό πυρήνα του πνευμονογαστρικού (Benestad et al, 2003). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Η Scrapie είναι μια χρόνια προϊούσα εγκεφαλοπάθεια που χαρακτηρίζεται από απώλεια βάρους, κνησμό, αλλαγές της συμπεριφοράς και διαταραχές στη στάση και τη βάδιση. Η νοσηρότητα σε μία εκτροφή κυμαίνεται από 2% έως 10% ή και περισσότερο. Οι περισσότερες περιπτώσεις της νόσου εμφανίζονται σε ζώα ηλικίας 2 έως 5 ετών (Smith, Sherman, 2009), ενώ σπάνια εμφανίζονται συμπτώματα σε νεαρά ζώα, με ηλικία μικρότερη του έτους. Στο πρόβατο, η κλινική πορεία της νόσου διαρκεί 2-12 μήνες, ενώ στις αίγες 2-24 εβδομάδες (Radostits et al, 2007). Τα αρχικά συμπτώματα μπορεί να περάσουν απαρατήρητα. Τα ζώα που νοσούν παρουσιάζουν ανορεξία και σταδιακή μείωση του σωματικού τους βάρους που καταλήγει σε απίσχανση. Η ανορεξία προδιαθέτει στην εμφάνιση τοξιναιμίας της εγκυμοσύνης στα έγκυα ζώα. Παρατηρούνται, επίσης διαταραχές της συμπεριφοράς με επιθετικότητα ή κατάπτωση. Τα πρόβατα συχνά καταδιώκουν τους σκύλους της εκτροφής, ανθρώπους ή αντικείμενα, εμφανίζουν απλανές βλέμμα ή αρνούνται το άρμεγμα. Τα ζώα μπορεί να είναι νευρικά και φοβισμένα, να τρομάζουν εύκολα με ξαφνικούς θορύβους ή ακόμα και στην παρουσία του κτηνοτρόφου. Άλλα ζώα μπορεί να είναι απαθή, με μειωμένη αντίδραση στο περιβάλλον, είναι απρόθυμα να εγερθούν και παρουσιάζουν τριγμό των δοντιών. Τα προσβλημένα ζώα συχνά αδυνατούν να ακολουθήσουν το κοπάδι στις μετακινήσεις του (Pugh, Baird, 2011). Συχνά, τα ασθενή πρόβατα στα αρχικά στάδια της νόσου παρουσιάζουν μια χαρακτηριστική διαταραχή της συμπεριφοράς, που εκδηλώνεται μετά από καταπόνηση. Συγκεκριμένα, λαμβάνουν την στερνική κατάκλιση, με έκταση του τραχήλου και στήριξη της κεφαλής στο έδαφος. Η διαταραχή αυτή της συμπεριφοράς διαρκεί 10 λεπτά περίπου και τα ζώα ανεγείρονται στη συνέχεια από μόνα τους (Scott, 2007). Άλλοτε πάλι (όχι, όμως πάντα) τα ασθενή ζώα εμφανίζουν κνησμό. Αυτός εντοπίζεται, κυρίως στη βάση της ουράς, στους γλουτούς, στους μηρούς και στην οσφύ και εκδηλώνεται με έντονο ξύσιμο του ζώου πάνω σε αντικείμενα του στάβλου. Το ζώο λόγω του κνησμού συχνά ανακουφίζεται ξύνοντας τη περιοχή της οσφύος με τα δόντια και τη περιοχή του τραχήλου με τα πίσω πόδια (Pugh, Baird, 2011). Συχνές είναι και οι αυτοτραυματικές αλλοιώσεις, που μπορεί να επιπλακούν δευτερογενώς από βακτήρια. Άσκηση πίεσης στις περιοχές του κνησμού προκαλεί αντανακλαστικά την εμφάνιση έντονων κινήσεων των χειλιών, ταλάντευσης των οπισθίων άκρων και ρυθμικών κινήσεων της κεφαλής (nibble test). Η αντίδραση αυτή όμως, δεν είναι παθογνωμονική της Scrapie γιατί παρατηρείται και σε εξωπαρασιτώσεις (Scott, 2007). Τα άρρωστα ζώα εκδηλώνουν ιδιόμορφες στάσεις του σώματος, δυσκολία στην ανέγερση, αταξία και υπερμετρία των πρόσθιων άκρων. Οι διαταραχές της βάδισης επιδεινώνονται 11

13 προοδευτικά μέχρι την εκδήλωση τετραπληγίας (Pugh, Baird, 2011). Εμφανίζεται, επίσης μυϊκός τρόμος (τρομώδης νόσος) και υπεραισθησία σε απτικά, οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα (Scott, 2007). Μπορεί, επίσης να παρατηρηθούν τύφλωση, νυσταγμός, διαταραχές της φωνής, μετεωρισμός και αδυναμία κατάποσης, ανάλογα με την ανατομική εντόπιση των αλλοιώσεων. Με την επιδείνωση της νόσου τα τετραπληγικά ζώα εκδηλώνουν τονικοκλονικούς σπασμούς ή οπισθότονο και πεθαίνουν (Pugh, Baird, 2011). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό, την κλινική εικόνα και τις εργαστηριακές εξετάσεις. Η υποψία της Scrapie, που τίθεται με βάση το ιστορικό και την κλινική εξέταση, επιβεβαιώνεται με την ανίχνευση της τροποποιημένης PrP sc prion πρωτεΐνης στον εγκέφαλο ή στους λεμφικούς ιστούς με ανοσολογικές δοκιμές ή την ιστοπαθολογική εξέταση εγκεφαλικού ιστού (Gavier Widen et al, 2005). Οι εργαστηριακές μέθοδοι για την διάγνωση των ΜΣΕ των μικρών μηρυκαστικών περιλαμβάνουν τις ταχείες διαγνωστικές/ανοσολογικές δοκιμές. Σε αυτές συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων η ανοσολογική δοκιμή τύπου σάντουιτς για την ανίχνευση της PrP Res (Bio-Rad TeSeE Sheep/Goat rapid test) και η δοκιμή ανοσοκαθήλωσης Western blotting για την ανίχνευση του ανθεκτικού στην πρωτεϊνάση K τμήματος της PrP Res. Για την εξέταση δειγμάτων θετικών στις ταχείες δοκιμές και δειγμάτων που προέρχονται από ζώα ύποπτα για ΜΣΕ, προκειμένου να επιβεβαιωθούν ή να αποκλειστούν οι ΜΣΕ, εφαρμόζονται ιστοπαθολογικές ή άλλες διαγνωστικές μέθοδοι, όπως η ανοσοϊστοχημεία, η ανοσοκαθήλωση και η άμεση παρατήρηση των χαρακτηριστικών ινιδίων SAF με ηλεκτρονική μικροσκοπία (Μουττωτού, 2009). Ιστοπαθολογικά, παρατηρούνται αμφοτερόπλευρα συμμετρικές εκφυλιστικές αλλοιώσεις, κυρίως σε πυρήνες του στελέχους του εγκεφάλου (πυρήνες του προμήκους μυελού και στον ερυθρό πυρήνα). Αυτές συνίστανται σε κενοτοπιώδη εκφύλιση, τόσο των σωμάτων των νευρικών κυττάρων, όσο και των δενδριτών και των νευραξόνων, με αποτέλεσμα την σπογγίωση. Επίσης, μπορεί να παρατηρηθεί υπερτροφία και πολλαπλασιασμός των αστροκυττάρων (αντιδραστική αστροκύττωση) και εναποθέσεις αμυλοειδούς περιαγγειακά στο φλοιό του εγκεφάλου και στην παρεγκεφαλίδα (Καλδρυμίδου, 2010). (Πηγή: ΥΠΑΑΤ, 2009). Οι αλλοιώσεις εντοπίζονται κυρίως στο μοχλό (obex) της 4ης κοιλίας της γέφυρας του εγκεφάλου. Το δείγμα που προορίζεται για εξέταση, όσον αφορά την ύπαρξη ΜΣΕ στα 12

14 αιγοπρόβατα, θα πρέπει να περιλαμβάνει το εγκεφαλικό στέλεχος και την παρεγκεφαλίδα (Μουττωτού, 2009). Ανοσοϊστοχημικά, ανιχνεύεται η συσσώρευση της PrP sc. Η δοκιμή είναι περισσότερο ευαίσθητη από την κλασσική ιστοπαθολογική εξέταση (Μουττωτού, 2009). Η παθολογική ισομορφή της Prion πρωτεΐνης μπορεί να ανιχνευθεί σε δείγματα εγκεφαλικού ιστού στη μορφή χαρακτηριστικών ινιδίων (SAF), ορατών με αρνητική χρώση ηλεκτρονικής μικροσκοπίας (Μουττωτού, 2009). Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την τοξιναιμία της εγκυμοσύνης, την λιστερίωση, τα αποστήματα του κεντρικού νευρικού συστήματος και την κοινούρωση. Σε περίπτωση εκδήλωσης έντονου κνησμού θα πρέπει να γίνει διαφοροποίηση και από την ψωροπτική ψώρα. Αυτή μπορεί να συνοδεύεται από απώλεια βάρους και τριχώματος, αλλά απουσιάζουν τα νευρολογικά συμπτώματα (Scott, 2007). Διαφορική διάγνωση θα πρέπει επίσης, να γίνει και από την παρασίτωση από φθείρες, την εγκεφαλονωτιαία νηματωδίωση (Parelaphostrongylus tenuis, Elaphostrongylus rangiferi, Elaphostrongylus cervi), την ψευδολύσσα, την υπομαγνησιαιμία, την σαρκοκύστωση, την Visna και την αρθρίτιδα εγκεφαλίτιδα στις αίγες (Smith, Sherman, 2009). ΠΡΟΛΗΨΗ Στη χώρα μας, για την πρόληψη από την τρομώδη νόσο εφαρμόζεται Πρόγραμμα Επιτήρησης, Ελέγχου και Εξάλειψης των Μεταδοτικών Σπογγιόμορφων Εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) στα μικρά μηρυκαστικά, σύμφωνα με τους Κανονισμούς (ΕΚ) αρ. 999/2001, (EK) αρ. 163/2009, (EK) αρ. 220/2009 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει την ενεργητική (έλεγχος των υγιών ζώων, που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση ή νεκρών ζώων, ανεξάρτητα από την αιτία θανάτου) και την παθητική επιτήρηση (δήλωση όλων των ζώων για τα οποία υπάρχει υποψία ότι έχουν προσβληθεί από ΜΣΕ) όλων των εκτροφών αιγοπροβάτων. Στις εκτροφές προβάτων συνδυάζεται με την εφαρμογή προγράμματος γονοτυπικού ελέγχου, για την επιλογή γενετικά ανθεκτικών ζώων (ΥΠΑΑΤ, 2009). Σε περίπτωση θετικού κρούσματος, ακολουθούνται οι παρακάτω ενέργειες: Κρούσμα ΜΣΕ Αποκλεισμός ΣΕΒ Κλασσική Τρομώδης Νόσος Αποκλεισμός ΣΕΒ 'Ατυπη Τρομώδης Νόσος ΣΕΒ Πρόγραμμα γονοτυπικού ελέγχου Πρόγραμμα εντατικής επιτήρησης Ολική Θανάτωση και καταστροφή της μολυσμένης εκτροφής Πρόγραμμα Θανάτωσης και ολοσχερούς καταστροφής 13

15 Στις αίγες, στην κλασσική τρομώδη νόσο εφαρμόζονταν μέχρι τώρα αποκλειστικά πρόγραμμα θανάτωσης και ολοσχερούς καταστροφής (ΥΠΑΑΤ, 2009). Σύμφωνα, όμως με το επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Επιτήρησης, Ελέγχου και Εξάλειψης των Μεταδοτικών Σπογγιόμορφων Εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) των μικρών μηρυκαστικών, τόσο σε αμιγείς εκτροφές προβάτων ή αιγών, όσο και σε μικτές εκτροφές αιγοπροβάτων μπορεί να εφαρμοστεί και το πρόγραμμα εντατικής επιτήρησης (ΥΠΑΑΤ, 2011). Α.1.3 ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΑΠΟ LENTI-ΙΟΥΣ Οι Lenti-ιοί των μικρών μηρυκαστικών περιλαμβάνουν ιούς, οι οποίοι προσβάλλουν τους πνεύμονες, το κεντρικό νευρικό σύστημα, τους μαστικούς αδένες και τις αρθρώσεις στα πρόβατα και τις αίγες. Ανήκουν στο γένος Lentivirus της οικογένειας Retroviridae (Φθενάκης et al, 2011). Οι Lenti-ιοί των μικρών μηρυκαστικών ταξινομούνται σε τέσσερις ομάδες (A, B, C και D), με βάση τη φυλογενετική ανάλυση της γενετικής ακολουθίας τους. Η ομάδα Α ταξινομείται περαιτέρω σε επτά υποομάδες, από τις οποίες η υποομάδα Α1 περιλαμβάνει τους ιούς που προκαλούν την προϊούσα πνευμονία στα πρόβατα. Η Visna οφείλεται σε Lentivirus, που είναι σχεδόν ταυτόσημoς με εκείνον που προκαλεί τη Maedi. Η ομάδα Β, η οποία ταξινομείται σε δύο υποομάδες, περιλαμβάνει τους ιούς που προκαλούν το σύνδρομο αρθρίτιδας-εγκεφαλίτιδας των αιγών. Μεταξύ των διαφόρων στελεχών Lenti-ιών των μικρών μηρυκαστικών παρατηρείται διαφόρου βαθμού γενετική ανομοιογένεια (Φθενάκης et al, 2011). Οι λοιμώξεις από Lenti-ιούς των μικρών μηρυκαστικών προκαλούν σημαντικές παθολογικές καταστάσεις στα ζώα αυτά. Κατατάσσονται στην ομάδα των λεγόμενων βραδέων λοιμώξεων. Οι λοιμώξεις από Lenti-ιούς παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1930 σε πρόβατα στην Ισλανδία. Στην Ελλάδα διαγνώστηκαν για πρώτη φορά το 1967 και σήμερα παρατηρούνται σε πολλές εκτροφές, σε όλες τις περιοχές της χώρας (Φθενάκης et al, 2011). ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ Η μόλυνση ενηλίκων μικρών μηρυκαστικών γίνεται μάλλον από την αναπνευστική οδό, μέσω εισπνοής μολυσμένων μικροσταγονιδίων, τα οποία προέρχονται από τις αναπνευστικές εκκρίσεις των μολυσμένων ζώων (Φθενάκης et al, 2011). Σε περίπτωση φλεγμονής της γεννητικής οδού του κριού ή του τράγου (π.χ. επιδυδιμίτιδα, ορχίτιδα), το σπέρμα αποτελεί, επίσης, πηγή μόλυνσης, γιατί στις περιπτώσεις αυτές ο Lenti-ιός ανευρίσκεται σε αφθονία στα λευκοκύτταρα του σπέρματος (Bermejillo, 1996). Τα νεογέννητα αρνιά και ερίφια μολύνονται πίνοντας πρωτόγαλα ή γάλα από μολυσμένα θηλυκά ζώα και πιο σπάνια γεννιούνται μολυσμένα, ως συνέπεια της ενδομητριαίας μόλυνσης τους μέσω του πλακούντα. Η άμεση ή η μέσω του πρωτογάλακτος ή του γάλακτος μετάδοση είναι οι πιο συχνές οδοί μόλυνσης, ενώ η κάθετη μετάδοση παρατηρείται σπάνια (Brodie, 1994). Τα νοσήματα που προκαλούνται από τους Lenti-ιούς των μικρών μηρυκαστικών δεν έχει αποδειχθεί ότι μεταδίδονται μέσω του αίματος. Τα ζώα μολύνονται συχνότερα ως αμνοί ή ερίφια και η πορεία της λοίμωξης επηρεάζεται και εξαρτάται από το φαινότυπο του ιού, την μολύνουσα δόση, την παρουσία αντισωμάτων 14

16 στο πρωτόγαλα, την ηλικία και από γενετικούς παράγοντες του ξενιστή (Snowder, 1992). Σημαντικό ρόλο στην μετάδοση φαίνεται να παίζουν επίσης η διάρκεια της έκθεσης στους ιούς και ο στενός συγχρωτισμός των ζώων (Froeling, 1992). Ο ιός βρίσκεται στα μολυσμένα μονοκύτταρα και μακροφάγα και μπορεί να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση για πολλά χρόνια (Cheevers, 1988). Πιο συγκεκριμένα, ο ιός προσβάλλει τα μονοκύτταρα, όπου όμως ο πολλαπλασιασμός του περιορίζεται σε παραγωγή DNA προϊού και ενσωμάτωση του στο γονιδίωμα του κυττάρου ξενιστή. Όταν τα μολυσμένα μονοκύτταρα φτάσουν σε συγκεκριμένους ιστούς (πνεύμονες, κεντρικό νευρικό σύστημα, μαστικοί αδένες, αρθρώσεις) και διαφοροποιηθούν σε μακροφάγα, τότε ο πολλαπλασιασμός του ιού συνεχίζεται και παράγονται πλέον ώριμα λοιμογόνα σωματίδια του, με αποτέλεσμα επίμονη λοίμωξη των ιστών-στόχων και ανάπτυξη αλλοιώσεων λεμφοϋπερπλαστικού χαρακτήρα. Παρά την ανάπτυξη ανοσολογικής αντίδρασης, τόσο χυμικού, όσο και κυτταρικού τύπου, ο ιός δεν εξουδετερώνεται, λόγω της αντιγονικής παρέκκλισης που είναι μια ιδιότητα χαρακτηριστική για όλους τους ιούς του γένους Lentivirus. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια της ζωής κάποιου μολυσμένου ζώου, ο ιός υπάρχει στους ιστούς του ταυτόχρονα με την παρουσία αντισωμάτων στον ορό του. Η κυτταρική ανοσία δεν μπορεί να δράσει, καθώς στα μονοκύτταρα του ζώου υπάρχει μόνο ο προϊός, αλλά όχι λοιμογόνα σωματίδια του ιού. Όποιο ζώο μολυνθεί, ανεξάρτητα αν εμφανίσει ή όχι κλινικές εκδηλώσεις, παραμένει φορέας και αποτελεί συνεχή πηγή μόλυνσης για τα υγιή ζώα της εκτροφής (Φθενάκης et al, 2011). Εξαιτίας της μακράς περιόδου επώασης (2-4 χρόνια), τα νοσήματα των μικρών μηρυκαστικών που προκαλούνται από Lenti-ιούς παρατηρούνται σε ενήλικα ζώα ηλικίας μεγαλύτερης των 2 ετών (Cutlip, 1992). Ο ιός της Maedi-Visna συνδέεται στενά αντιγονικά με τον ιό της αρθρίτιδας εγκεφαλίτιδας των αιγών (CAE). Εντούτοις, σπάνια προσβάλλει τις αίγες (Cutlip, 1991). Ο ιός επίσης της Maedi-Visna (OvLV) έχει την ικανότητα να μεταλλάσεται και το αποτέλεσμα των μεταλλάξεων που υφίσταται είναι η παραγωγή νέων στελεχών του ιού. Σε αυτή ακριβώς την ικανότητα του ιού οφείλονται οι διαφορετικές κλινικές μορφές των νοσημάτων που προκαλεί, οι οποίες αποδίδονται σε διαφορετικά στελέχη του ιού OvLV (Watt, 1995). Σε εκτροφές, όπου συνυπάρχουν μολυσμένες και μη μολυσμένες προβατίνες, περίπου το 40% των απογόνων των μολυσμένων και το 20% των απογόνων των μη μολυσμένων προβατίνων εμφανίζουν οροθετικότητα μέσα στον πρώτο χρόνο της ζωής τους (Smith, 1991). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Οι λοιμώξεις από τους Lenti-ιούς των μικρών μηρυκαστικών εκδηλώνονται κλινικά με τέσσερις μορφές, την μαστική, την αρθρική, την πνευμονική (Maedi) και την νευρική μορφή (Visna). Καθεμιά από τις τέσσερις μορφές της νόσου μπορεί να εμφανίζεται μεμονωμένα σε κάποια εκτροφή ή να συνυπάρχει με τις άλλες μορφές της νόσου στο ίδιο ζώο ή σε άλλα ζώα της εκτροφής (Φθενάκης et al, 2011). Η εκδήλωση των συμπτωμάτων συνήθως σχετίζεται με περιόδους καταπόνησης, έντονης σωματικής δραστηριότητας και ευνοείται από τις κακές καιρικές συνθήκες. Η κλινική πορεία των λοιμώξεων αυτών είναι κατά κανόνα ύπουλη, με αργή προοδευτική εξέλιξη και χρόνιες εκφυλιστικές αλλοιώσεις (DeMartini, 1993). Η νευρική μορφή (Visna) εκδηλώνεται ως θανατηφόρος χρόνια εκφυλιστική πάθηση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η περίοδος επώασης είναι μεγάλη και τα συμπτώματα 15

17 εμφανίζονται συνηθέστερα σε ζώα ηλικίας 4-5 ετών (Scott, 2007). Στο αρχικό στάδιο, χαρακτηρίζεται από αδυναμία των οπισθίων άκρων (Φθενάκης et al, 2011). Παρατηρείται, επίσης αταξία, αδυναμία του ζώου για πλήρη έκταση των άκρων, έτσι ώστε αυτά να μην ακουμπούν σωστά στο έδαφος κατά τη βάδιση και το ζώο να δίνει την εντύπωση ότι θα πέσει. Μπορεί να παρατηρηθούν επίσης ετερόπλευρες διαταραχές της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας (Brodie, 1997). Προοδευτικά, αυτή εξελίσσεται μέσα σε εβδομάδες ή μήνες σε πάρεση ή και παράλυση. Τα ασθενή ζώα εμφανίζουν προοδευτική απίσχνανση και περιστασιακά, τρομώδεις κινήσεις των μυών της κεφαλής και του προσώπου (Φθενάκης et al, 2011). Συχνά, παρατηρείται επίσης, κλίση της κεφαλής (Καλδρυμίδου, 2010). Στις εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να διαπιστωθεί ήπιου βαθμού και υπόχρωμη αναιμία και λευκοκυττάρωση και σε προχωρημένες περιπτώσεις της νόσου υπεργαμμασφαιριναιμία. Το ποσοστό θνησιμότητας είναι 100% και ο θάνατος συμβαίνει μέσα στον χρόνο από την εμφάνιση των συμπτωμάτων (Cutlip, 1995). Κατά άλλους συγγραφείς διακρίνονται ουσιαστικά δύο μορφές της Visna: η εγκεφαλική μορφή και η μορφή που αφορά στο νωτιαίο μυελό. Η εγκεφαλική μορφή χαρακτηρίζεται από κλίση της κεφαλής, κατά προσέγγιση από το κάθετο επίπεδο και από κυκλικές κινήσεις με κατεύθυνση προς την προσβεβλημένη πλευρά. Τα συμπτώματα είναι το αποτέλεσμα των αλλοιώσεων που εντοπίζονται στις πλάγιες κοιλίες. Κάποια ασθενή ζώα μπορεί να παρουσιάσουν υπερμετρία και αταξία των οπισθίων άκρων. Παρατηρείται αργή επιδείνωση των νευρολογικών συμπτωμάτων. Στη μυελική μορφή τα αρχικά νευρολογικά συμπτώματα είναι η υπομετρία, η ατελής έκταση των οπισθίων άκρων, η ελαττωμένη ικανότητα στήριξης του βάρους στο προσβλημένο οπίσθιο άκρο και οι διαταραχές της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας. Καθώς η νόσος εξελίσσεται, οι αισθητικές αυτές διαταραχές επιδεινώνονται με τελική κατάληξη την παράλυση των οπισθίων άκρων (Scott, 2007). Σε όλες τις παραπάνω μορφές της νόσου τα ζώα διατηρούν την όρεξή τους, δεν έχουν πυρετό ή κατάπτωση, αλλά παρουσιάζουν συνεχή απώλεια βάρους. Η βαρύτητα των κλινικών εκδηλώσεων των νοσημάτων αυτών εξαρτάται από το γενετικό υπόβαθρο του ζώου, το οποίο καθορίζει την ευαισθησία του, αλλά και από το στέλεχος του ιού. Η εξέλιξή τους είναι χρόνια, διαρκεί ως δύο έτη και έχει κατάληξη το θάνατο. Έτσι, η σημαντική επίπτωση των λοιμώξεων αυτών σε μια εκτροφή είναι η μείωση της αναπαραγωγικής ζωής των ζώων κατά ένα ως δύο έτη (Φθενάκης et al, 2011). ΠΑΘΟΛΟΓΟΑΝΑΤΟΜΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ Στην νευρική μορφή της νόσου, συνήθως, δεν διαπιστώνονται μακροσκοπικές αλλοιώσεις στο νευρικό σύστημα. Όμως, σπανίως μπορεί να εντοπισθούν φαιοκίτρινες περιοχές στη λευκή ουσία γύρω από τις κοιλίες του εγκεφάλου. Μικροσκοπικά, παρατηρούνται διάχυτες αλλά και περιαγγειακές διηθήσεις λεμφοκυττάρων, μονοκυττάρων και πλασμοκυττάρων στη λευκή ουσία, κυρίως περιφερειακά των κοιλιών του εγκεφάλου (Καλδρυμίδου, 2010). Ιστοπαθολογικά, μπορεί επίσης να παρατηρηθεί λεμφοκυτταρική μηνιγγίτιδα, χοριοειδίτιδα και λευκοεγκεφαλίτιδα (Pugh, 2002). Χαρακτηριστική στη Visna είναι η προσβολή των κινητικών πυρήνων και η συγκέντρωση λεμφοειδών κυττάρων στο χοριοειδές πλέγμα (Καλδρυμίδου, 2010). 16

18 ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η κλινική διάγνωση είναι δύσκολη. Υπόνοια λοίμωξης από Lenti-ιούς των μικρών μηρυκαστικών θα πρέπει να ανακύπτει σε κάθε περίπτωση απώλειας βάρους σε ζώα ηλικίας μεγαλύτερης των δύο ετών. Τα νεκροτομικά ευρήματα, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούν να ενισχύσουν την υποψία λοίμωξης από Lenti-ιούς των μικρών μηρυκαστικών (Φθενάκης et al, 2011). Η εργαστηριακή διάγνωση των λοιμώξεων αυτών γίνεται κυρίως με την ανίχνευση αντισωμάτων με ανοσοδιάχυση σε άγαρ (AGID) ή με ELISA (Φθενάκης et al, 2011). Η μέθοδος ELISA που χρησιμοποιείται συνηθέστερα βασίζεται σε μια ανασυνδυασμένη πρωτεΐνη του περιβλήματος των Lenti-ιών. Έχει μεγαλύτερη ευαισθησία, σε σύγκριση με την τεχνική της ανοσοδιάχυσης σε άγαρ και ταυτόχρονα είναι περισσότερο οικονομική σε σχέση με την Western blot ή την ELISA στην οποία χρησιμοποιείται ως αντιγόνο ολόκληρο το σωματίδιο του ιού (Kwang, 1992). Η μη ανεύρεση αντισωμάτων δεν αποδεικνύει ότι το ζώο δεν είναι μολυσμένο και αυτό γιατί αφενός το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για την εμφάνιση των αντισωμάτων είναι μεγάλο, αφετέρου γιατί κάποιο ποσοστό ζώων δεν θα εμφανίσει ποτέ αντισώματα. Για την ανίχνευση του νουκλεϊνικού οξέος του ιού με την τεχνική της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης (PCR) απαιτούνται είτε λευκοκύτταρα αίματος ή γάλακτος από ζωντανά ζώα, είτε ιστοτεμάχια πνευμόνων, εγκεφάλου, μαστικών αδένων ή αρθρικών υμένων από νεκρά ζώα. Για την απομόνωση του ιού μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν τα παραπάνω δείγματα ιστών, τα οποία καλλιεργούνται μαζί με επιθηλιακά κύτταρα από το χοριοειδές πλέγμα εγκεφάλου υγιούς μικρού μηρυκαστικού. Απαιτείται, όμως μεγάλο χρονικό διάστημα για τη λήψη των αποτελεσμάτων, και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο μειονέκτημα της μεθόδου (Φθενάκης et al, 2011). Η ευαισθησία της AGID και της PCR είναι περίπου 95%-96%, που σημαίνει ότι χάνουν ένα ποσοστό θετικών ζώων. Η PCR από την άλλη είναι περισσότερο ευαίσθητη και οικονομική μέθοδος για την ανίχνευση του γονιδιώματος του ιού, σε σχέση με την απομόνωση του ιού σε δείγματα ιστών. Μπορεί, επίσης να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο των αμνοεριφίων πριν τη μείωση του επιπέδου των μητρικών αντισωμάτων (Barlough, 1994). Η νευρική μορφή θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από την τρομώδη νόσο, την κοινούρωση, τη λιστερίωση, την τοξιναιμία της εγκυμοσύνης, την υπομαγνησιαιμία, τη νόσο Louping ill και την πολιοεγκεφαλομαλάκυνση (Φθενάκης et al, 2011). Επιπλέον, η εγκεφαλική μορφή θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από τα εγκεφαλικά αποστήματα και η μυελική μορφή από τα αποστήματα του σπονδυλικού σωλήνα, τις παθήσεις των αρθρώσεων των οπισθίων άκρων, την παράλυση του περονιαίου νεύρου και την σαρκοκύστωση (Scott, 2007). ΠΡΟΛΗΨΗ Καθώς δεν υπάρχουν εμβόλια για την προστασία των ζώων, τα μέτρα πρόληψης αποσκοπούν στην εκρίζωση της νόσου. Ο έλεγχος βέβαια της νόσου μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολος (Pugh, 2002). Τα προγράμματα εκρίζωσης στηρίζονται στην εργαστηριακή εξέταση όλων των ζώων της εκτροφής και στην άμεση απομόνωση και θανάτωση των μολυσμένων (οροθετικών) ζώων. Στη συνέχεια, πραγματοποιούνται κάθε έξι μήνες, επαναληπτικές εξετάσεις των ζώων που δεν είχαν βρεθεί μολυσμένα στην προηγούμενη εξέταση και ακολουθεί άμεση απομόνωση ή θανάτωση των μολυσμένων ζώων. Η εκτροφή θεωρείται απαλλαγμένη, όταν μετά από τρεις διαδοχικές, ανά εξάμηνο 17

19 εξετάσεις, δεν βρίσκεται κανένα μολυσμένο-οροθετικό ζώο σε αυτήν (Φθενάκης et al, 2011). Η εξυγίανση μιας εκτροφής με την παραπάνω πρακτική μπορεί να απαιτήσει αρκετά χρόνια (Pugh, 2002). Στα πλαίσια της εξυγίανσης μιας μολυσμένης εκτροφής λαμβάνονται επίσης, και άλλα μέτρα, όπως η απομάκρυνση των νεογέννητων αμνών και εριφίων, που προέρχονται από μολυσμένα θηλυκά ζώα, αμέσως μετά την γέννησή τους, πριν ακόμα θηλάσουν πρωτόγαλα. Για την διατροφή τους χορηγείται σε αυτά πρωτόγαλα, το οποίο έχει υποστεί ειδική θερμική επεξεργασία (θέρμανση στους 56 ο C για 60 λεπτά) ή πρωτόγαλα από άλλα θηλυκά ζώα της εκτροφής που είχαν δώσει αρνητικό αποτέλεσμα στις εργαστηριακές εξετάσεις. Στη συνέχεια εφαρμόζεται σε αυτά τεχνητός θηλασμός με σκόνη γάλακτος. Στα νεαρά ζώα αναπαραγωγής γίνονται επίσης εργαστηριακές εξετάσεις κάθε έξι μήνες, όπως και σε όλα τα ενήλικα ζώα της εκτροφής, με απομόνωση και θανάτωση των οροθετικών. Για να θεωρηθεί η εκτροφή απαλλαγμένη από τη νόσο θα πρέπει για τα επόμενα δύο χρόνια να μην ανιχνεύονται μολυσμένα ζώα, με βάση τις ανά εξάμηνο εργαστηριακές εξετάσεις (Φθενάκης et al, 2011). Μετά την εξυγίανση της εκτροφής, όλα τα νεοεισερχόμενα σε αυτή ζώα θα πρέπει να ελέγχονται ορολογικά και να γίνονται δεκτά μόνο οροαρνητικά ζώα. Θα πρέπει επίσης, να λαμβάνεται υπόψη ότι ο τίτλος των αντισωμάτων μπορεί να είναι ιδιαίτερα χαμηλός ή μη ανιχνεύσιμος λίγο πριν και μετά τον τοκετό, λόγω της υψηλής συγκέντρωσης των αντισωμάτων στο πρωτόγαλα. Εξαιτίας της μεταλλαξιογόνου ικανότητας των Lenti-ιών, η παραγωγή εμβολίου φαντάζει αδύνατη ή οπωσδήποτε μια μακρινή υπόθεση. Έτσι, έμφαση θα πρέπει να δίνεται στην πρόληψη και τα μέτρα διαχείρισης θα πρέπει να αποσκοπούν στη μείωση του ποσοστού των οροθετικών ζώων και στην παρεμπόδιση της μετάδοσης των Lenti-ιών στα υγιή ζώα (Pugh, 2002). Ειδικότερα στις αίγες ένας μη ογκογόνος ιός της οικογένειας Retroviridae (υποοικογένεια Orthoretrovirinae) του γένους Lentivirus προκαλεί την αρθρίτιδα-εγκεφαλίτιδα των αιγών (Caprine Arthitis Encephalitis - CAE). Πρόκειται για μια πολυσυστηματική νόσο, αρκετά διαδεδομένη, με κυριότερη κλινική εκδήλωση την χρόνια πολυαρθρίτιδα στις ενήλικες αίγες και λιγότερο συχνά την προϊούσα πάρεση (λευκοεγκεφαλομυελίτιδα) στα ερίφια (Crawford, 1981). Η φυλογενετική ανάλυση έχει δείξει ότι υπάρχει στενή συγγένεια μεταξύ των ιών που προκαλούν τη Maedi-Visna και την CAE. Ανασυνδυασμοί μεταξύ των Lentivirus της ομάδας Α που προκαλούν τη Maedi-Visna και της ομάδας Β που προκαλούν τη CAE των αιγών έχουν διαπιστωθεί σε αίγες μολυσμένες και με τους δύο ιούς (Gjerset, 2006). Η μόλυνση των προβάτων με τον ιό CAEV έχει επιτευχθεί πειραματικά, αλλά δεν έχει παρατηρηθεί στη φύση (Banks, 1983). Η μόλυνση συμβαίνει με την επαφή ενός μη μολυσμένου ζώου με υγρά που περιέχουν μολυσμένα μακροφάγα. Η πιο συχνή οδός μετάδοσης είναι από τη μητέρα στο νεογέννητο ερίφιο με τη κατανάλωση πρωτογάλακτος ή γάλακτος από μολυσμένες αίγες (Adams, 1983). Έχει επίσης διαπιστωθεί η οριζόντια μετάδοση του ιού CAEV με την άμεση επαφή ή με την έκθεση σε μολυσμένα με τον ιό αντικείμενα στις ταΐστρες και τις ποτίστρες. Ένα σημαντικό ποσοστό μη μολυσμένων αιγών, που συσταβλίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα με μολυσμένες αίγες, εμφανίζει τελικά οροθετικότητα. Η ορομετατροπή αυτή είναι μάλιστα πιο γρήγορη, όταν μη μολυσμένες αίγες αρμέγονται μαζί με μολυσμένες, πιθανότατα ως αποτέλεσμα της μεταφοράς του ιού κατά την αλμεκτική διαδικασία (Adams, 1983). Η γενετήσια μετάδοση είναι δυνατή, ιδιαίτερα όταν ένα από τα δύο ζώα εμφανίζει 18

20 κλινική νόσο (Rowe, 1997). Διαπιστωμένη είναι ακόμη η μετάδοση από την μητέρα στο νεογέννητο πριν ή κατά τη διάρκεια του τοκετού ή και με την εφαρμογή της τεχνικής της μεταφοράς εμβρύων. Πιθανή είναι και η ιατρογενής μετάδοση (π.χ. με τον εξοπλισμό αποκεράτωσης, με βελόνες κτλπ). Αντίθετα, δεν υπάρχουν στοιχεία για τη μετάδοση της νόσου μέσω εντόμων φορέων (East, 1993). ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ Η νόσος είναι το αποτέλεσμα της φλεγμονής που προκαλείται από την αντίδραση του ανοσολογικού συστήματος στον ιό. Σημαντικό ρόλο στη φλεγμονή παίζουν οι κυτταροκίνες που παράγονται από τα Τ λεμφοκύτταρα, τα οποία ενεργοποιούνται από τα αντιγόνα (ιϊκές πρωτεΐνες) του μείζονος συμπλέγματος ιστοσυμβατότητας. Οι αίγες συνήθως εμφανίζουν ορομετατροπή σε 2-8 εβδομάδες, αλλά μπορούν να παραμείνουν φορείς για χρόνια, πριν εκδηλώσουν κλινική νόσο (Pugh, 2002). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Ο ιός CAEV μπορεί να προκαλέσει χρόνια νόσο σε πολλά συστήματα του οργανισμού. Τα περισσότερα, όμως μολυσμένα ζώα παραμένουν ασυμπτωματικοί φορείς. Στις μολυσμένες αίγες, όπως και στα αντίστοιχα νοσήματα των προβάτων, έχουν περιγραφεί τέσσερα κλινικά σύνδρομα: λευκοεγκεφαλομυελίτιδα, αρθρίτιδα, διάμεση πνευμονία και μαστίτιδα (Pugh, 2002). Στις ενήλικες αίγες παρουσιάζεται συνήθως το σύνδρομο της αρθρίτιδας. Η εγκεφαλομυελίτιδα παρατηρείται κυρίως σε ερίφια ηλικίας 2-4 μηνών, μπορεί όμως να παρατηρηθεί και σε ερίφια μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά και σε ενήλικες αίγες (Merck, 1997). Ο ιός CAEV προκαλεί απομυελινωτική λευκομυελίτιδα στη θωρακοοσφυϊκή μοίρα του νωτιαίου μυελού, που μπορεί να επεκταθεί και στο στέλεχος του εγκεφάλου (λευκοεγκεφαλομυελίτιδα). Τα νευρολογικά συμπτώματα ξεκινούν ως σπαστική μονοπάρεση ή παραπάρεση, που εξελίσσεται σε παραπληγία και σε περίπτωση προσβολής του στελέχους του εγκεφάλου παρατηρείται και αταξία, κλίση της κεφαλής και ραιβόκρανο (Καλδρυμίδου, 2010). Μπορεί να παρατηρηθούν επίσης υπεραισθησία, οπισθότονος, κυκλικές κινήσεις και κλονικοί σπασμοί (Merck, 1997). ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ Οι παθολογικές αλλοιώσεις στη λοίμωξη από τον ιό CAEV περιγράφονται γενικά ως λεμφοϋπερπλαστικές με εκφυλιστική διήθηση μονοκυττάρων. Στη λευκοεγκεφαλομυελίτιδα παρατηρούνται μακροσκοπικά ασύμμετρες ροζ έως καφετιές διογκωμένες περιοχές, κυρίως στην αυχενική και την οσφυοϊερή μοίρα του νωτιαίου μυελού. Ιστοπαθολογικά, αυτές οι περιοχές χαρακτηρίζονται από πολυεστιακή διήθηση μονοπύρηνων κυττάρων και διαφόρου βαθμού απομυελινοποίηση (Merck, 1997). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Αρχικά, η διάγνωση θα βασιστεί στο ιστορικό, τα συμπτώματα και τις νεκροτομικές αλλοιώσεις (Merck, 1997). Οι αιματολογικές και βιοχημικές εξετάσεις στον ορό του αίματος δεν αποκαλύπτουν κάτι ιδιαίτερο, εκτός ίσως από ήπια αναιμία σε κάποιες περιπτώσεις (Crawford, 1981). Οι ορολογικές εξετάσεις στα ζωντανά ζώα θα ενισχύσουν τη διάγνωση, ενώ η ιστοπαθολογική εξέταση στα νεκρά ζώα θα την επιβεβαιώσει (Merck, 1997). Οι 19

21 ορολογικές μέθοδοι που εφαρμόζονται είναι η ανοσοδιάχυση σε άγαρ (AGID) και η ELISA. Η AGID έχει χαμηλό κόστος, καλή ειδικότητα και αποδεκτή ευαισθησία, όμως η ELISA είναι περισσότερο ευαίσθητη μέθοδος από την AGID και μπορεί να ανιχνεύσει τη λοίμωξη σε πιο πρώϊμα στάδια (Rowe, 1997). Θετικό αποτέλεσμα στις ορολογικές εξετάσεις υποδηλώνει λοίμωξη, αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα συμπτώματα οφείλονται στη λοίμωξη από τον ιό CAEV. Στα ερίφια που μολύνονται αμέσως μετά τον τοκετό, τίτλος αντισωμάτων ανιχνεύεται αρχικά στο διάστημα μεταξύ των 4-10 εβδομάδων από την μόλυνση. Εντούτοις, σε ερίφια ηλικίας μικρότερης των 90 ημερών ο θετικός τίτλος αποδίδεται συνήθως στη μεταφορά μητρικών αντισωμάτων μέσω του πρωτογάλακτος ή του γάλακτος. Αρνητικό αποτέλεσμα στις ορολογικές δοκιμές δεν αποκλείει την διάγνωση, αφενός γιατί απαιτείται κάποιος χρόνος (μέχρι και αρκετοί μήνες) για την εμφάνιση θετικού τίτλου που μπορεί να ποικίλλει ατομικά σε κάθε ζώο, και αφετέρου σε κάποια ζώα ο τίτλος αντισωμάτων διατηρείται χαμηλός και μη ανιχνεύσιμος. Χαμηλός τίτλος αντισωμάτων παρατηρείται συχνά κατά την προχωρημένη εγκυμοσύνη (Merck, 1997). Ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να διαπιστωθούν στα αρχικά στάδια της λοίμωξης (Hanson, 1996). Η PCR μπορεί να ανιχνεύσει τις πρωτεΐνες του ιού στο αίμα, γάλα ή σε δείγματα ιστών και να επιτρέψει έτσι τη διάγνωση σε πρώϊμα στάδια της λοίμωξης. Η απομόνωση του ιού απαιτεί 3-4 εβδομάδες (Smith, 1988). Η λευκοεγκεφαλομυελίτιδα των εριφίων, με την προοδευτική πάρεση και παράλυση θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από την ενζωοτική αταξία, τα αποστήματα του νωτιαίου μυελού, την νηματωδίωση του νευρικού συστήματος, τις τραυματικές αλλοιώσεις και τις συγγενείς ανωμαλίες του νωτιαίου μυελού ή της σπονδυλικής στήλης. Αν η νευρολογική εξέταση θέτει την υποψία εντόπισης των αλλοιώσεων και στον εγκέφαλο, τότε η διαφορική διάγνωση θα πρέπει να περιλαμβάνει και την πολιοεγκεφαλομαλάκυνση και την λιστερίωση (Merck, 1997). ΘΕΡΑΠΕΙΑ-ΠΡΟΛΗΨΗ Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία. Τα προσβλημένα ζώα αποτελούν πηγή μόλυνσης για τα υγιή και τα συμπτώματά τους επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου. Τα περισσότερα ζώα με κλινική νόσο τελικά θανατώνονται εξαιτίας της χωλότητας, της κατάκλισης, της απώλειας βάρους και της μειωμένης παραγωγικότητας (Pugh, 2002). Η υποστηρικτική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει ατομικά κάποια ζώα. Τα υποστηρικτικά μέτρα περιλαμβάνουν τη χορήγηση καλής ποιότητας, εύπεπτης και εύγεστης τροφής. Σε ζώα σε κατάκλιση ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την στρωμνή (Merck, 1997). Δεν υπάρχει διαθέσιμο εμβόλιο. Τα μέτρα πρόληψης για τη δραστική μείωση του επιπολασμού της νόσου σε ένα κοπάδι είναι τα ίδια με αυτά που ήδη αναφέρθηκαν στην πρόληψη των λοιμώξεων από τους Lenti-ιούς των μικρών μηρυκαστικών. Έτσι, τα νεογέννητα ερίφια θα πρέπει να απομακρύνονται αμέσως από τις μητέρες τους. Θεωρείται ότι ακόμη και το λείξιμο των μικρών από τις μητέρες τους μπορεί να επιτρέπει τη μετάδοση του ιού CAEV, πιθανώς μέσω του σιέλου. Η θέρμανση του πρωτογάλακτος στους 56 ο C για 1 ώρα αδρανοποιεί τον ιό, χωρίς να επηρεάζει τις ανοσοσφαιρίνες (Rowe, 1997). Εφαρμόζεται το πρόγραμμα των ορολογικών εξετάσεων και της απομάκρυνσης των οροθετικών (Rowe, 1992). Συνιστάται ο διαχωρισμός των οροθετικών από τα οροαρνητικά ζώα με στερεό τοίχο, ύψους 2 μέτρων και η απολύμανση του εξοπλισμού που 20

22 χρησιμοποιείται με φαινολικά απολυμαντικά ή με ενώσεις του τεταρτοταγούς αμμωνίου (Rowe, 1997). Α.1.4 ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ Η λιστερίωση είναι νόσημα που προκαλείται από το βακτήριο Listeria monocytogenes. Από τα οκτώ είδη που ανήκουν στο γένος Listeria, της οικογένειας Listeriaceae, το είδος Listeria monocytogenes θεωρείται ως το πλέον παθογόνο για πολλά είδη θηλαστικών ζώων, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου. Μεταξύ των παραγωγικών ζώων φαίνεται ότι τα πλέον ευπαθή είναι οι αίγες και τα πρόβατα (Φθενάκης et al, 2011). Η συνηθέστερη μορφή της νόσου στα μηρυκαστικά είναι η εστιακή εγκεφαλίτιδα. Μπορούν, όμως επίσης να παρατηρηθούν σηψαιμία, αποβολές ή προσβολή σπλαχνικών οργάνων. Συγκεκριμένα, εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγοεγκεφαλίτιδα εκδηλώνεται σε ενήλικα μηρυκαστικά, σηψαιμία με εστιακές νεκρώσεις στο ήπαρ εκδηλώνεται στα νεαρά μηρυκαστικά και στα μονογαστρικά ζώα και αποβολές και λοιμώξεις νεογέννητων εκδηλώνονται σε όλα τα είδη των ζώων. Ο μικροοργανισμός έχει την ικανότητα να επιβιώνει για μεγάλο διάστημα σε μια ποικιλία περιβαλλοντικών συνθηκών. Επίσης, παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση στα ζώα φορείς. Αποβάλλεται με τα κόπρανα, το γάλα, το ρινικό έκκριμα και τα εκκρίματα της μήτρας τόσο των ασθενών, όσο και των φαινομενικά υγιών αιγών (Pugh, 2002). H Listeria monocytogenes είναι ένα μικρό κινητό αερόβιο και δυνητικά αναερόβιο βακτήριο, θετικό κατά Gram. Εμφανίζεται με 16 οροτύπους (Finley, 1999). Για τα μικρά μηρυκαστικά περισσότερο παθογόνοι είναι οι ορότυποι 1/2a, 1/2b, 3 και 4b, οι οποίοι απομονώνονται και από κλινικά περιστατικά της νόσου σε ανθρώπους (Φθενάκης et al, 2011). Στην Ελλάδα οι πιο συχνοί ορότυποι είναι ο 4b (90%) και ο 1/2a (10%) (Παπαδόπουλος, 1987). Είναι πολύ διαδεδομένο στο περιβάλλον και μπορεί να επιβιώσει για χρόνια στο έδαφος, στα κόπρανα και στις φυτικής προέλευσης ζωοτροφές σε μεγάλο εύρος τιμών θερμοκρασιών. Η Listeria monocytogenes είναι ανθεκτική σε χαμηλές θερμοκρασίες, αλλά δεν μπορεί να επιβιώσει σε ph μικρότερο του 5, όπως στο καλά συντηρημένο ενσίρωμα. Συνηθέστερα, εμφανίζεται σε ζώα στα οποία χορηγείται ενσίρωμα, αλλά έχει παρατηρηθεί και σε ζώα που βόσκουν. Πηγές μόλυνσης μπορούν να αποτελέσουν οι χονδροειδείς τροφές σε σήψη, το κακής ποιότητας ενσίρωμα ή το ενσίρωμα από τα άκρα του σιρού ενσιρώματος, καθώς και το άχυρο από τη βάση των μεγάλων στρογγυλών αχυροδεματίων (Dennis,1993). Τα μικρά μηρυκαστικά είναι πιο ευαίσθητα στη λιστερίωση από τα βοοειδή. Επίσης, οι αίγες είναι πιο ευαίσθητες από τα πρόβατα. Η νόσος εμφανίζεται συχνότερα το χειμώνα, αν και κρούσματα μπορούν να παρατηρηθούν καθόλη τη διάρκεια του χρόνου. Είναι, επίσης, συχνότερη σε ζώα που βόσκουν σε ελώδεις περιοχές (Pugh, 2002). Η είσοδος του μικροοργανισμού στον ξενιστή πιστεύεται ότι γίνεται από λύσεις της συνεχείας του στοματικού βλεννογόνου. Στη συνέχεια, ο μικροοργανισμός κινείται κεντρομόλα προς το στέλεχος του εγκεφάλου μέσω των ριζών του τριδύμου νεύρου (αισθητική και κινητική ρίζα). Αυτός ο τρόπος μόλυνσης είναι συχνός σε ενήλικα ζώα που τρέφονται με μολυσμένο ενσίρωμα. Λύσεις συνέχειας του στοματικού βλεννογόνου και λοίμωξη των εγκεφαλικών συζυγιών παρατηρούνται και κατά την αντικατάσταση των κοπτήρων, αλλά και σε περιοδοντική νόσο. Έτσι, η νόσος είναι συχνότερη σε ζώα ηλικίας μεγαλύτερης των έξι μηνών (Smith, 1993). Το βακτήριο μπορεί να επιβιώνει και να 21

23 πολλαπλασιάζεται εντός των μακροφάγων κυττάρων και ασκεί την παθογόνο δράση του κυρίως μέσω της λιστεριολυσίνης Ο (Φθενάκης et al, 2011). Προδιαθετικοί παράγοντες στην λιστερίωση θεωρούνται το στρες, η χορήγηση σκληρών τροφών ή συμπύκτων (pellets), οι απότομες αλλαγές του σιτηρεσίου και βέβαια η ταυτόχρονη παρουσία λύσεων συνεχείας στο βλεννογόνο της στοματικής κοιλότητας (Bulgin, 1998). Στην Ελλάδα παρατηρήθηκε ότι η εγκεφαλίτιδα παρουσιάζεται συχνότερα στις αίγες, παρά στα πρόβατα και κυρίως, κατά τους χειμερινούς μήνες, γιατί τότε τα ζώα αυτά διατρέφονται με πουρνάρι (Quercus coccifera), το οποίο προκαλεί τραυματισμούς στο στοματικό βλεννογόνο. Η είσοδος, δηλαδή του μικροβίου γίνεται από τον φάρυγγα και όσον αφορά την εγκεφαλίτιδα, η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η λοίμωξη επεκτείνεται κατά μήκος των τριδύμων ή προσωπικών νεύρων προς το κεντρικό νευρικό σύστημα (Παπαδόπουλος, 1987). Θεωρείται ενδεχόμενη και η υπερανάπτυξη του μικροβίου στο πεπτικό σύστημα, καθώς μπορεί να αποτελεί μέρος της εντερικής χλωρίδας του ζώου. Η υπερανάπτυξη του μικροβίου παρατηρείται σε περίπτωση μείωσης των αμυντικών μηχανισμών του ζώου (π.χ. σε εγκυμοσύνη), οπότε το βακτήριο διαπερνά το εντερικό επιθήλιο, πολλαπλασιάζεται στα μακροφάγα και προκαλεί βακτηριαιμία. Αν οι αμυντικοί μηχανισμοί του ζώου δεν είναι επαρκείς, μπορεί να επακολουθήσει σηψαιμία. Επίσης, υπάρχουν κάποιες αναφορές για αερογενή μετάδοση του μικροβίου, καθώς και για είσοδό του μέσω της θηλής του μαστού κατά το άρμεγμα, με τα χέρια του αρμεκτή (Φθενάκης et al, 2011). Η λιστερίωση είναι ζωονόσος και μπορεί να προκαλέσει αποβολές και σηψαιμία στους ανθρώπους (Smith, 1993). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Τα συμπτώματα διαφέρουν ανάλογα με την εντόπιση των πολυεστιακών μικροαποστηματίων στο εγκεφαλικό στέλεχος. Γενικά, τα πρόβατα και οι αίγες με λιστερίωση εμφανίζουν κατάπτωση, αδιαφορία, ελαττωμένη ανταπόκριση στα εξωτερικά ερεθίσματα και τον πόνο, απροθυμία ανέγερσης, μειωμένη όρεξη, πίεση κεφαλής, προωθητικές αναγκαστικές κινήσεις, εξαιτίας της προσβολής του στελέχους του εγκεφάλου ή της παρουσίας μηνιγγίτιδας και εγκεφαλίτιδας. Η κατάπτωση εν μέρει οφείλεται και στην αδυναμία λήψης τροφής και νερού, που οδηγούν σε αφυδάτωση και σε διαταραχές της οξεοβασικής ισορροπίας. Συχνά, στα πρώτα στάδια της λιστερίωσης τα ζώα εμφανίζουν μόνο κατάπτωση και μείωση της όρεξης και έτσι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να αναγνωριστούν τα πρώϊμα νευρολογικά συμπτώματα (Bulgin, 1998). Ο πυρετός δεν αποτελεί σταθερό εύρημα και όταν υπάρχει παρατηρείται συνήθως τις πρώτες 3 με 4 ημέρες της λοίμωξης. Στα πρόβατα η νοσηρότητα είναι μικρή, αλλά η θνησιμότητα μεγάλη. Αντίθετα, οι αίγες κατά την πρώτη κλινική εξέταση βρίσκονται συνήθως, ήδη σε κατάκλιση και κωματώδη κατάσταση με αφύσικη στάση της κεφαλής. Συχνό, επίσης, εύρημα στις αίγες είναι η εξέλκωση του κερατοειδούς εξαιτίας της κερατοεπιπεφυκίτιδας (Bulgin, 1998). Τα νευρολογικά συμπτώματα συνήθως συνδέονται με την προσβολή των εγκεφαλικών συζυγιών (εγκεφαλικές συζυγίες V έως XII). Το βακτήριο ανέρχεται κατά μήκος του τριδύμου νεύρου. Περισσότερο συχνή είναι η μονόπλευρη βλάβη του τριδύμου νεύρου (εγκεφαλική συζυγία V) που εκδηλώνεται με δυσφαγία, ψευδοσιαλόρροια, πτώση της κάτω γνάθου και αναισθησία του προσώπου. Επίσης, συχνή είναι η βλάβη του απαγωγού νεύρου (εγκεφαλική συζυγία VI) που εκδηλώνεται με συγκλίνοντα στραβισμό ή του προσωπικού νεύρου (εγκεφαλική συζυγία VIΙ) με πτώση του άνω χείλους ή του πτερυγίου του αυτιού, 22

24 παραλυτική πτώση του άνω βλεφάρου, απουσία του βλεφαριδικού αντανακλαστικού και του αντανακλαστικού απειλής και κερατίτιδα από έκθεση. Σε βλάβη του ακουστικού νεύρου (εγκεφαλική συζυγία VIII) εκδηλώνονται κυκλικές κινήσεις, νυσταγμός, στροφή και κλίση της κεφαλής, ενώ σε προσβολή του γλωσσοφαρυγγικού (εγκεφαλική συζυγία ΙΧ) και του πνευμονογαστρικού νεύρου (εγκεφαλική συζυγία Χ) παρατηρούνται πάρεση του φάρυγγα, δυσφαγία, απόφραξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού και ροχγώδης, θορυβώδης αναπνοή. Η πιθανή βλάβη του υπογλώσσιου νεύρου (εγκεφαλική συζυγία ΧΙΙ) εκδηλώνεται με πάρεση της γλώσσας, αδυναμία επαναφοράς της και δυσφαγία (Finley, 1999). Πολλά νεύρα ταυτόχρονα μπορεί να προσβληθούν, αλλά η αμφοτερόπλευρη προσβολή τους είναι σπάνια (Dennis,1993). Έτσι, στην εγκεφαλίτιδα, εκτός από την κατάπτωση (πρόδρομο σύμπτωμα), μπορούν να παρατηρηθούν αστάθεια στο βάδισμα, κρίσεις υπερδιέγερσης, πλάγια κατάκλιση, μυϊκοί σπασμοί, οπισθότονος, πλαγιότονος, τριγμοί δοντιών, στραβισμός, κλονικοί σπασμοί και ακόμα, σιελόρροια και διαυγές ρινικό έκκριμα (Παπαδόπουλος, 1987). Συχνή, επίσης είναι η τύφλωση και η μονόπλευρη παράλυση του προσωπικού νεύρου, η οποία οδηγεί στην πρόπτωση της γλώσσας και του αυτιού (Καλδρυμίδου, 2010). Όχι σπάνια, χαρακτηριστικό σύμπτωμα της κλινικής ασθένειας στα πρόβατα είναι η εμφάνιση στρεψαυχενισμού και κυκλικών κινήσεων (Φθενάκης et al, 2011). Η νόσος καταλήγει σε παράλυση και θάνατο μέσα σε 1-4 ημέρες. ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η κλινική διάγνωση για την εγκεφαλική μορφή της λιστερίωσης δεν είναι πάντοτε δυνατή. Θα βασιστεί βέβαια στη λεπτομερή νευρολογική εξέταση. Η εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) μπορεί να συμβάλλει στη διάγνωση. Τα συνηθήστερα ευρήματα της ανάλυσης του ΕΝΥ είναι η αύξηση της συγκέντρωσης των ολικών πρωτεϊνών (>40 mg/dl) και η πλειοκυττάρωση (περισσότερα από 5 λευκοκύτταρα/μl). Τα λευκοκύτταρα αυτά αποτελούνται σε ποσοστό τουλάχιστον 50% από μονοπύρηνα κύτταρα, το δε υπόλοιπο ποσοστό από ουδετερόφιλα. Τα ευρήματα αυτά, όμως, δεν διαπιστώνονται σταθερά στην λιστερίωση (Finley, 1999). Το βακτήριο δεν εντοπίζεται στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, παρά μόνο σε περίπτωση μηνιγγίτιδας. Επομένως, η καλλιέργεια του εγκεφαλονωτιαίου υγρού σε αιματούχο άγαρ δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση μηνιγγίτιδας. Η καλλιέργεια αίματος και γάλακτος σε περιπτώσεις σηψαιμίας μπορεί να συμβάλλει στην επιβεβαίωση της διάγνωσης, αλλά και στον εντοπισμό των φορέων του βακτηρίου. Οι πιθανότητες απομόνωσης του μικροοργανισμού αυξάνονται με την εφαρμογή μικροαερόφιλων τεχνικών (Bulgin, 1998). Σε νεκρά ζώα το βακτήριο μπορεί να ταυτοποιηθεί με την εφαρμογή της τεχνικής του ανοσοφθορισμού (FA). Η δοκιμασία αυτή είναι και η περισσότερο ειδική για την επιβεβαίωση της διάγνωσης σε νεκρά ζώα (Finley, 1999). Οι ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις στον εγκέφαλο είναι χαρακτηριστικές και παθογνωμονικές (Φθενάκης et al, 2011). Στη νευρική μορφή οι αλλοιώσεις είναι μικροσκοπικές και εντοπίζονται κυρίως στη γέφυρα και τον προμήκη (Παπαδόπουλος, 1987). Κατά την νεκροψία μπορεί να παρατηρηθούν σε εγκάρσιες τομές του εγκεφάλου, στη γέφυρα και τον προμήκη μυελό, φαιοκίτρινες εστίες, οι οποίες συχνά μαλακύνονται. Μικροσκοπικά, παρατηρείται μηνιγγοεγκεφαλίτιδα με διηθήσεις περιαγγειακά, αλλά και γύρω από διάσπαρτες εστίες μικροβιακής ανάπτυξης στη φαιά ή στη λευκή ουσία και στις μήνιγγες 23

25 (μικροαποστημάτια), λεμφοκυττάρων, μονοκυττάρων, πλασμοκυττάρων και λιγοστών ουδετερόφιλων κυττάρων (Καλδρυμίδου, 2010). Η εργαστηριακή διάγνωση βασίζεται στην απομόνωση του βακτηρίου από τον εγκέφαλο (εγκεφαλίτιδα) ή το ήπαρ και άλλα όργανα. Επειδή στον εγκέφαλο η λοίμωξη είναι εντοπισμένη σε ορισμένες εστίες, γίνεται λειοτρίβημα από διάφορα τμήματα και από αυτό σπορά σε κατάλληλο θρεπτικό υπόστρωμα. Το λειοτρίβημα διατηρείται σε θερμοκρασία 4 0 C και αν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό, η καλλιέργεια επαναλαμβάνεται με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, μετά από μερικές εβδομάδες. Η μόλυνση του εμβρύου διαπιστώνεται με μικροβιολογική εξέταση δειγμάτων νεφρού και ομφάλιου λώρου από το κύημα που αποβλήθηκε. Αν και η απομόνωση του μικροοργανισμού είναι σχετικά εύκολη, για ταχύτερη διάγνωση μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν και ορολογικές δοκιμές (Σιάρκου, 2010). Η διαφορική διάγνωση της λιστερίωσης περιλαμβάνει, αφενός παθολογικές καταστάσεις με νευρολογικά συμπτώματα και αφετέρου, όλα τα αίτια αποβολής. Σε έγκυα ζώα, διαφορική διάγνωση της νευρικής μορφής πρέπει να γίνει από την τοξιναιμία της εγκυμοσύνης, την υπασβεστιαιμία και την κοινούρωση (Φθενάκης et al, 2011). ΘΕΡΑΠΕΙΑ Επειδή η Listeria monocytogenes είναι δυνητικά ενδοκυτταρικό βακτήριο, απαιτούνται υψηλές δόσεις αντιβιοτικών, ώστε να επιτευχθεί η ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωσή τους στα μακροφάγα, αλλά και για μπορέσουν αυτά να διέλθουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Ο μικροοργανισμός είναι ευαίσθητος σε αρκετά αντιβιοτικά (πενικιλλίνη, αμπικιλλίνη, τετρακυκλίνες, γενταμυκίνη). Αυτά, όμως που χρησιμοποιούνται συνηθέστερα είναι η πενικιλλίνη ( μονάδες/kg IM BID), η οξυτετρακυκλίνη (5-10 mg/kg IV BID) και η φλορφενικόλη (20 mg/kg IM/48 ώρες). Συνιστάται η θεραπεία να χορηγείται για τουλάχιστον ημέρες. Αν χρειαστεί παράταση της θεραπείας, τότε τα αντιβιοτικά χορηγούνται ΙΜ ή υποδόρια (Smith, 1993). Η συμπτωματική θεραπεία περιλαμβάνει τη χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (φλουνιξίνη μεγλουμίνη 1 mg/kg) και η υποστηρικτική αγωγή την αντιμετώπιση της αφυδάτωσης και των ηλεκτρολυτικών / οξεοβασικών διαταραχών (Finley, 1999). Για την αντιμετώπιση της κερατίτιδας ή της επιπεφυκίτιδας μπορούν να χορηγηθούν οφθαλμική αλοιφή ευρέως φάσματος αντιβιοτικών (π.χ. τετρακυκλίνη) και ατροπίνη τοπικά. Η χορήγηση υγρών από το στόμα συντελεί στην ρευστοποίηση του περιεχομένου της μεγάλης κοιλίας και μπορεί να βοηθήσει στην τόνωση των συσπάσεών της (Smith, 1993). Τα ασθενή ζώα θα πρέπει να διατηρούνται περιορισμένα σε ήσυχο χώρο με άφθονη στρωμνή. Αν βρίσκονται σε κατάκλιση θα πρέπει να φροντίζουμε για την συχνή αλλαγή πλευράς κατάκλισης, την υποστήριξη τους σε στερνική κατάκλιση και τη χορήγηση υποστηρικτικής αγωγής (Dennis, 1993). Τα ζώα, στα οποία χορηγείται θεραπεία έγκαιρα, πριν εμφανίσουν τετραπληγία έχουν καλές πιθανότητες επιβίωσης (μέτρια έως καλή πρόγνωση), με την προϋπόθεση ότι θα χορηγηθούν τα κατάλληλα αντιβιοτικά και η συνιστώμενη υποστηρικτική αγωγή. Η θεραπεία φαίνεται ότι είναι περισσότερο αποτελεσματική στις αίγες, σε σύγκριση με τα πρόβατα (Dennis,1993). 24

26 ΠΡΟΛΗΨΗ Όλα τα άρρωστα ζώα θα πρέπει να απομονώνονται, τα νεκρά ζώα θα πρέπει να απομακρύνονται άμεσα και οι σταβλικές εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός θα πρέπει να απολυμαίνονται (Finley, 1999). Ζώα που απέβαλαν, συνήθως απεκκρίνουν το μικροοργανισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα, διασπείροντας τη μόλυνση, οπότε πρέπει να απομακρύνονται από την εκτροφή (Φθενάκης et al, 2011). Ενσίρωμα με ph μεγαλύτερο από 5,5 ή με δυσάρεστη οσμή δεν θα πρέπει να χορηγείται στα ζώα. Σε εκτροφές στις οποίες έχουν εκδηλωθεί κρούσματα ή στις εκτροφές, όπου τα ζώα βόσκουν σε εδάφη βαλτώδη, με υψηλό ph η συνεχής χορήγηση χλωροτετρακυκλίνης (6-12 mg/kg ΡΟ) μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη (Finley, 1999). Η Listeria monocytogenes, ως γνωστόν βρίσκεται στα κόπρανα πολλών υγιών προβάτων. Έτσι, θα πρέπει να αποφεύγεται η ρύπανση με κόπρανα των ταϊστρών και γενικότερα του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για τη χορήγηση της τροφής (Dennis, 1993). Γενικά, τα υγειονομικά μέτρα θα πρέπει να αποβλέπουν στην εξάλειψη ή στη μείωση της μόλυνσης του περιβάλλοντος των ζώων από λιστέριες (Σιάρκου, 2010). Προσπάθειες ανοσοποίησης με νεκρά εμβόλια δεν έδωσαν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Τα ζωντανά εξασθενημένα εμβόλια που δοκιμάστηκαν, έδωσαν καλή ανοσία, απαιτείται όμως περισσότερη μελέτη όσον αφορά την ασφάλεια τους (Gudding, 1985). Σήμερα, όμως είναι δυνατή η χρησιμοποίηση εμβολίων, τα οποία παρασκευάζονται στο Ινστιτούτο Λοιμωδών και Παρασιτικών Νοσημάτων Θεσσαλονίκης του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Αυτά εφαρμόζονται για την ανοσοποίηση των αιγοπροβάτων ηλικίας άνω των τριών μηνών, που διαρκεί για έξι μήνες περίπου. Εφόσον, χρειαστεί μπορεί να γίνει επανεμβολιασμός των ζώων. Συνιστάται να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση του εμβολίου σε ζώα που βρίσκονται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη (Δημαρέλη, 2010). Α.1.5 ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΑΛΑΚΥΝΣΗ Η πολιοεγκεφαλομαλάκυνση (ΡΕΜ) εμφανίζεται συχνότερα σε αμνούς και ερίφια ηλικίας 2-6 μηνών, στα οποία χορηγείται σιτηρέσιο πλούσιο σε συμπυκνωμένες τροφές (Miller, 1999). Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, είναι συχνό νευρολογικό νόσημα των απογαλακτισμένων αμνών και εριφίων ηλικίας 4-8 μηνών, ενώ σποραδικά εμφανίζεται και σε ενήλικα ζώα (Scott, 2007). Η νόσος είναι συχνότερη σε παχυνόμενα αμνοερίφια, αλλά έχει παρατηρηθεί και σε εκτροφές ημιεντατικές ή εκτατικές. Η πιο ευάλωτη ηλικία είναι αυτή των γρήγορα αναπτυσσόμενων αμνοεριφίων, στα οποία χορηγούνται σε μεγάλη αναλογία καρποί δημητριακών. Σε αυτά η νοσηρότητα μπορεί να φτάσει στο 19% (Merck, 1997). Οι απότομες αλλαγές του σιτηρεσίου, η χορήγηση μελάσσας σε υψηλό ποσοστό, οι κακής ποιότητας μουχλιασμένες χονδροειδείς τροφές, η δυσπεπτική οξέωση και το στρες του απογαλακτισμού αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της νόσου (Pugh, 2002). Στα μηρυκαστικά, τα βακτήρια της μεγάλης κοιλίας παράγουν φυσιολογικά ποσότητες θειαμίνης (βιταμίνης Β 1 ) επαρκείς για την κάλυψη των απαιτήσεών τους. Όμως, η δυσπεπτική οξέωση (που προκαλείται από τη χορήγηση υπερβολικών ποσοτήτων συμπυκνωμένων τροφών) μειώνει τον αριθμό των βακτηρίων που παράγουν θειαμίνη, αυξάνει τον αριθμό των βακτηρίων που παράγουν θειαμινάση και προδιαθέτει 25

27 έτσι στην εμφάνιση της πολιοεγκεφαλομαλάκυνσης (Scott, 2007). Συγκεκριμένα, η κατανάλωση τροφών πλούσιων σε υδατάνθρακες που ζυμώνονται γρήγορα, όπως τα σάκχαρα, διαταράσσει την σύνθεση και την οικολογία της μικροχλωρίδας της μεγάλης κοιλίας, με αποτέλεσμα την κυριαρχία των Gram+ βακτηρίων, διαφόρων κόκκων και κοκκοβακίλλων που παράγουν θειαμινάση, μειώνοντας έτσι τη συγκέντρωση της θειαμίνης στο πεπτικό περιεχόμενο. Αρκετά βακτήρια της μεγάλης κοιλίας έχει αποδειχθεί ότι παράγουν θειαμινάση, όπως Bacillus thiaminolyticus, Clostridium sporogenes και Megasphaera elsdenii. Το ίδιο έχει αποδειχθεί και για ορισμένους μύκητες (Merck, 1997). Επιπλέον, οι συνθήκες οξέωσης (χαμηλό ph) αυξάνουν τη δραστικότητα της θειαμινάσης (Rammell, 1986). Η κατανάλωση φτέρης (Pteridium aquilinum) που περιέχει υψηλά επίπεδα θειαμινάσης Ι, η οποία καταστρέφει την θειαμίνη που λαμβάνεται με τη τροφή ή συντίθεται στη μεγάλη κοιλία, προκάλεσε πειραματικά σε πρόβατα την εμφάνιση των συμπτωμάτων και των νεκροτομικών αλλοιώσεων της πολιοεγκεφαλομαλάκυνσης. Στην πράξη, η κατανάλωση φτέρης δεν αποτελεί συχνή αιτία της ΡΕΜ, γιατί τα φυτά αυτά δύσκολα καταναλώνονται από τα ζώα (Pugh, 2002). Η θειαμίνη είναι ένα σημαντικό συνένζυμο της τρανσκετολάσης και της πυρουβικής αποκαρβοξυλάσης και εμπλέκεται στο μεταβολισμό των υδατανθράκων. Ο εγκέφαλος αντλεί ενέργεια από τη γλυκόζη, μέσα από μια μεταβολική οδό που απαιτεί διφωσφορική θειαμίνη, ως συνένζυμο της τρανσκετολάσης. Όταν η παραγωγή ενέργειας στους νευρώνες παρεμποδίζεται από την ανεπάρκεια της θειαμίνης, τότε δεν μπορεί να διατηρηθεί η φυσιολογική κυτταρική οσμωτική πίεση και το επακόλουθο κυτταροτοξικό εγκεφαλικό οίδημα οδηγεί στην εκδήλωση της ΡΕΜ (Scott, 2007). Η υψηλή συγκέντρωση του σιτηρεσίου σε θειϊκά άλατα μπορεί επίσης να προκαλέσει συμπτώματα και νεκροτομικές αλλοιώσεις, παρόμοιες με την ΡΕΜ (τοξίκωση από θειϊκές ενώσεις) (Scott, 2007). Η πρόσληψη μεγάλων ποσοτήτων θειϊκών ενώσεων με τη τροφή μπορεί να οφείλεται σε σφάλματα ανάμιξης, σε υψηλή περιεκτικότητα σε θειϊκά άλατα του νερού, στην προσθήκη θειϊκού ασβεστίου (γύψου) για τον περιορισμό της κατανάλωσης τροφής ή στην προσθήκη θειϊκού αμμωνίου, ως μέσου οξίνισης των ούρων για την αποφυγή σχηματισμού ουρολίθων (Pugh, 2002). Άλλη πηγή θείου θεωρείται το θειϊκό οξύ που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία του καλαμποκιού, με σκοπό την παραγωγή διαφόρων παραπροϊόντων, όπως η γλουτένη (Merck, 1997). Τοξίκωση από θειϊκά άλατα έχει επίσης παρατηρηθεί σε πρόβατα που βοσκούσαν σε περιοχές, στις οποίες είχαν εφαρμοστεί ψεκασμοί με θειούχα διαλύματα (Bulgin, 1996). Οι νευροτοξικοί μηχανισμοί των θειϊκών ενώσεων, παρότι δεν είναι ακόμη πλήρως γνωστοί, φαίνεται να σχετίζονται με την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων θειούχων ενώσεων (π.χ. υδρόθειου) στη μεγάλη κοιλία. Οι υψηλές συγκεντρώσεις θειούχων αναστέλλουν τη δράση της οξειδάσης του κυτοχρώματος, η οποία συμμετέχει στην αλυσίδα της μεταφοράς των ηλεκτρονίων για την τελική παραγωγή ΑΤΡ. Με αυτό τον τρόπο παρεμποδίζεται η παραγωγή ενέργειας στον εγκέφαλο. Η πολιοεγκεφαλομαλάκυνση έχει προκληθεί σε πρόβατα που κατανάλωναν τροφή που περιείχε θειϊκά άλατα σε ποσοστό 0,43% ή και μεγαλύτερο (Low, 1996). Σε πρόβατα και αίγες, πολιοεγκεφαλομαλάκυνση προκαλούν επίσης η τοξίκωση από μόλυβδο και η τοξίκωση από νάτριο, με ταυτόχρονη στέρηση νερού. Ανεξάρτητα από τους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς που οδηγούν στην ενδοκυτταρική συγκέντρωση νατρίου 26

28 και νερού και προκαλούν κυτταροτοξικό οίδημα των νευρώνων τα συμπτώματα είναι τα ίδια (Cebra et al, 2004). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Η πολιοεγκεφαλομαλάκυνση χαρακτηρίζεται από την απώλεια νευρώνων του εγκεφάλου. Στα αμνοερίφια τα συμπτώματα εμφανίζονται περίπου δύο εβδομάδες μετά την αλλαγή του σιτηρεσίου ή την χορήγηση ανθελμινθικής θεραπείας. Εκδηλώνεται ως οξεία νευρολογική διαταραχή και στα αρχικά στάδια τα ζώα εμφανίζουν κατάπτωση, τύφλωση, απομονώνονται από το υπόλοιπο κοπάδι και εμφανίζουν αναγκαστικές κινήσεις προώθησης. Μπορεί, ακόμη, να παρατηρηθεί σπαστική υπερέκταση του τραχήλου, με τα ζώα να δίνουν την εντύπωση όταν στέκονται, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι «κοιτούν τα άστρα». Η κατάσταση επιδεινώνεται στις επόμενες ώρες και τα ζώα παρουσιάζουν πλευρική κατάκλιση και οπισθότονο (Scott, 2007). Κάποιες φορές, ως πρόδρομα συμπτώματα τα ζώα παρουσιάζουν σιελόρροια, ανορεξία ή διάρροια (Pugh, 2002). Τα προβλημένα ζώα παρουσιάζουν επίσης υπεραισθησία στα ακουστικά και αισθητικά ερεθίσματα, στραβισμό, οριζόντιο νυσταγμό, αταξία και τονικοκλονικούς σπασμούς (Scott, 2007). Το αντανακλαστικό της απειλής απουσιάζει, ενώ τα αντανακλαστικά του έσω κανθού και της κόρης είναι φυσιολογικά. Ειδικότερα, στις αίγες είναι χαρακτηριστικό το στάδιο υπερδιέγερσης (Merck, 1997). Αν τα ζώα μείνουν χωρίς θεραπεία, τότε πέφτουν σε κωματώδη κατάσταση και πεθαίνουν σε 3-5 ημέρες (Scott, 2007). Τα μεγαλύτερης ηλικίας ζώα τείνουν να επιζούν περισσότερο (Merck, 1997). Πολιοεγκεφαλομαλάκυνση που οφείλεται σε ανεπάρκεια θειαμίνης προσβάλλει συνήθως ατομικά κάποια ζώα της εκτροφής, ενώ η τοξίκωση από θειϊκές ενώσεις αφορά κατά κανόνα, σε μεγάλους αριθμούς ζώων (Low, 1996). Στην τοξίκωση από θειϊκές ενώσεις απουσιάζουν επίσης, η υπεραισθησία, ο νυσταγμός και ο οπισθότονος που παρατηρούνται στην ΡΕΜ από ανεπάρκεια θειαμίνης (Scott, 2007). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση της πολιοεγκεφαλομαλάκυνσης βασίζεται συνήθως στα συμπτώματα και στην ανταπόκριση στη θεραπευτική δοκιμή (Pugh, 2002). Η διάγνωση μπορεί να επιβεβαιωθεί με τη μέτρηση της συγκέντρωσης της θειαμίνης στο αίμα και της δραστηριότητας της τρανσκετολάσης των ερυθροκυττάρων, αλλά οι μέθοδοι αυτές σπάνια χρησιμοποιούνται στην καθημερινή κλινική πράξη. Οι φυσιολογικές συγκεντρώσεις θειαμίνης στο αίμα είναι nmol/l και nmol/l στο πρόβατο και την αίγα αντίστοιχα (Hill, 1988). Σε πρόβατα με πολιοεγκεφαλομαλάκυνση η αύξηση της δραστηριότητας της τρανσκετολάσης είναι % (Εdwin, 1979). Πάντως η συγκέντρωση της θειαμίνης και η δραστηριότητα της τρανσκετολάσης είναι φυσιολογικές στην περίπτωση της τοξίκωσης από θειϊκές ενώσεις (Jeffrey, 1994). Συνήθως, η εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού δεν αποκαλύπτει κάτι το παθολογικό, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μια ήπια αύξηση στη συγκέντρωση των πρωτεϊνών και στον αριθμό των μονοκυττάρων. Αν υπάρχει υπόνοια τοξίκωσης από θειϊκές ενώσεις, τότε μπορούν να μετρηθούν οι συγκεντρώσεις των θειϊκών αλάτων στη τροφή των ζώων και στο νερό. Η εξέταση του περιεχομένου της μεγάλης κοιλίας αποκαλύπτει αυξημένο αριθμό Gram + βακτηρίων (Pugh, 2002). Στη νεκροτομή διαπιστώνεται μαλάκυνση και οίδημα του εγκεφαλικού φλοιού, του οποίου το χρώμα διαφέρει από το φυσιολογικό και έχει γκριζοκίτρινη απόχρωση (Pugh, 27

29 2002). Πρόκειται για νεκρώσεις στη φαιά ουσία του εγκεφάλου, ορατές και μακροσκοπικά (Καλδρυμίδου, 2010). Οι αλλοιώσεις εντοπίζονται κυρίως στο μετωπιαίο, βρεγματικό και ινιακό λοβό του εγκεφάλου (Merck, 1997). Χαρακτηριστικά, οι προσβεβλημένες περιοχές του φλοιού (σε εγκάρσιες τομές) παρουσιάζουν φθορισμό και εμφανίζονται λευκές, αν εξεταστούν σε υπεριώδες φως, με τη βοήθεια λυχνίας Wood, σε μήκος κύματος 365 nm. Η ιδιότητα αυτή αποδίδεται στη συσσώρευση λιποφουσκίνης στα μακροφάγα. Ο φθορισμός, όμως, αυτός δεν παρατηρείται σταθερά σε όλα τα περιστατικά ΡΕΜ (Scott, 2007). Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί πρόπτωση του σκώληκα της παρεγκεφαλίδας διαμέσου του ινιακού τρήματος (Pugh, 2002). Ιστοπαθολογικά, παρατηρείται ενδοκυτταρικό οίδημα των νευρώνων και των αστροκυττάρων (συχνά η πρώτη ανιχνεύσιμη δομική μεταβολή), στο οποίο αποδίδεται η διογκωμένη εμφάνιση των εγκεφαλικών ημισφαιρίων (Merck, 1997). Η αμφοτερόπλευρη πεταλοειδής νέκρωση είναι εμφανής σε τομές του εγκεφάλου, όπου παρατηρείται και διαχωρισμός της φαιάς από τη λευκή ουσία. Οι νευρώνες εμφανίζουν εωσινοφιλικό κυτόπλασμα και είναι εκφυλισμένοι και συρρικνωμένοι (Pugh, 2002). Τα αστροκύτταρα χάνουν τις προεκβολές τους και είναι διογκωμένα, δίνοντας την εντύπωση των κενοτοπίων γύρω από τους συρρικνωμένους νευρώνες (Merck, 1997). Χαρακτηριστικά είναι το περικυτταρικό οίδημα, η πυρηνική χρωματόλυση και η κενοτοπίωση (Pugh, 2002). Υπάρχει σπογγιόμορφη εκφύλιση, υπερτροφία του ενδοθηλίου των αγγείων και αυξημένη συγκέντρωση μακροφάγων. Συχνά, και ιδιαίτερα, στο πρόβατο υπάρχουν αλλοιώσεις σε νευρώνες και υποφλοιωδών περιοχών, αλλά και σε εγκεφαλικούς πυρήνες (Merck, 1997). Στην τοξίκωση από θειϊκές ενώσεις οι νεκρωμένες (μαλάκυνση) περιοχές είναι εκτεταμένες και σαφώς περιγεγγραμένες. Εντοπίζονται, επίσης και στον θάλαμο και στο μεσεγκέφαλο, αλλά απουσιάζουν από την παρεγκεφαλίδα και τον ιππόκαμπο (Scott, 2007). Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την τοξιναιμία της εγκυμοσύνης, την οξεία κοινούρωση, την λιστερίωση, την ηπατική εγκεφαλοπάθεια από ανεπάρκεια κοβαλτίου (Scott, 2007). Ακόμη, την τοξίκωση από μόλυβδο, την υπομαγνησιαιμία, την αβιταμίνωση Α, τα εγκεφαλικά αποστήματα, την τοξίκωση από νιτροφουράνια και την εντεροτοξιναιμία από Clostridium perfringens τύπου D (Merck, 1997). ΘΕΡΑΠΕΙΑ-ΠΡΟΛΗΨΗ Η έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση, μέσα σε λίγες ώρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων είναι σημαντική για την έκβαση της θεραπείας. Τα ασθενή ζώα θα πρέπει να απομονώνονται από το υπόλοιπο κοπάδι (Merck, 1997). Η θεραπεία βασίζεται στη χορήγηση θειαμίνης (υδροχλωρικής θειαμίνης) στη δόση των 10mg/kg. Η δόση εφόδου θα πρέπει να δίνεται IV, ενώ οι επόμενες δόσεις μπορούν να χορηγηθούν SC ή IM, με μεσοδιάστημα μεταξύ των δόσεων τις 6 ώρες για την πρώτη μέρα θεραπείας. Η θεραπεία με θειαμίνη (10 mg/kg, SC, IM ή IV), με μεσοδιαστήματα χορηγήσεων 6-12 ώρες θα πρέπει να συνεχίζεται και για τις επόμενες 2 ημέρες. Η συχνότητα των χορηγήσεων μπορεί στη συνέχεια να μειώνεται βαθμιαία, καθώς η κατάσταση του ζώου βελτιώνεται και το ζώο επανακτά τη φυσιολογική του όρεξη (Miller, 1999). Πολλά ζώα παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση της κατάστασής τους, μέσα σε 24 ώρες από την αρχική χορήγηση θειαμίνης. Συγκεκριμένα, τα ζώα ανεγείρονται και αρχίζουν να τρώνε (Scott, 2007). Σε σοβαρές περιπτώσεις, το εγκεφαλικό οίδημα μπορεί να υποχωρήσει με την χορήγηση φουροσεμίδης (μέχρι 1 mg/kg), μαννιτόλης (1-2 g/kg IV) ή δεξαμεθαζόνης (1,1 mg/kg, IV, SC ή IM). Οι σπασμοί μπορούν να αντιμετωπιστούν με χορήγηση διαζεπάμης (0,5-1,5 mg/kg IV) (Pugh, 28

30 2002). Παράλληλα, τα ασθενή ζώα τοποθετούνται σε σκοτεινό, ήσυχο χώρο, με άφθονη στρωμνή και υποβοηθούνται να παραμείνουν σε στερνική κατάκλιση. Αν δεν είναι δυνατή η παραμονή σε στερνική κατάκλιση, τότε λαμβάνουμε μέριμνα για την τακτική αλλαγή της θέσης κατάκλισης (Scott, 2007). Αν τα ζώα δεν ανταποκριθούν στη θεραπεία μέσα σε 3 ημέρες, τότε ίσως η ευθανασία ή η αξιοποίηση του ζώου αποτελεί το επόμενο βήμα. Θα πρέπει, όμως να λάβουμε υπόψη ότι για κάποια ζώα μπορούν να απαιτηθούν μέχρι και 7 ημέρες για την πλήρη ίαση. Σε σοβαρές περιπτώσεις η τύφλωση μπορεί να είναι μόνιμη, εξαιτίας της εκτεταμένης νέκρωσης του εγκεφαλικού φλοιού (Pugh, 2002). Η χορήγηση από το στόμα ουσιών, λιγότερο υδατοδιαλυτών, που προκαλούν την παραγωγή θειαμίνης στη μεγάλη κοιλία και δεν καταστρέφονται από τη θειαμινάση, όπως είναι διάφορες ενώσεις της θειαμίνης (thiamine propyl disulfide ή thiamine tetrafurfurylsulfide) έχει επίσης προταθεί. Αυτή εφαρμόζεται για την θεραπεία συντήρησης των προσβεβλημένων ζώων, αλλά και για την πρόληψη εμφάνισης της νόσου στα υπόλοιπα ζώα της εκτροφής. Από το στόμα μπορεί να χορηγηθεί και η υδροχλωρική θειαμίνη (1g), αν οι παραπάνω ενώσεις δεν είναι διαθέσιμες (Merck, 1997). Η θνησιμότητα στα ζώα χωρίς θεραπεία μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει το 50%. Τα περιστατικά που οφείλονται στη περίσσεια θειϊκών αλάτων στην τροφή ή το νερό δεν ανταποκρίνονται στη χορήγηση θειαμίνης (Pugh, 2002). Στα ζώα αυτά η όρεξη μπορεί να επανέλθει στο φυσιολογικό, αλλά παραμένουν άτονα και οι διαταραχές της όρασης δεν αποκαθίστανται (Scott, 2007). Όμως, η εμφάνιση τέτοιων περιστατικών μπορεί να προληφθεί με την απομάκρυνση των πηγών της τοξίκωσης από θειϊκές ενώσεις (Merck, 1997). Ιδιαίτερη μέριμνα, σε ότι αφορά στα θειϊκά άλατα, θα πρέπει να λαμβάνεται κατά τη κατάρτιση των σιτηρεσίων σε εντατικές εκτροφές παχυνόμενων αμνών (Scott, 2007). Τα μέτρα πρόληψης θα πρέπει να αποσκοπούν στην αποφυγή έκθεσης των ζώων στους παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με την εμφάνιση του νοσήματος. Έτσι, θα πρέπει να αποφεύγονται οι απότομες αλλαγές του σιτηρεσίου, ειδικά όταν αυξάνεται η περιεκτικότητα σε συμπυκνωμένες τροφές, δηλαδή το ενεργειακό περιεχόμενο του σιτηρεσίου (Pugh, 2002). Η προσθήκη θειαμίνης στο σιτηρέσιο (3-10 mg/kg/ημέρα), όταν υπάρχουν απότομες αλλαγές του σιτηρεσίου ή απότομες μεταβολές των καιρικών συνθηκών, μπορεί να δράσει προληπτικά (George, 1996). Άλλα προληπτικά μέτρα για τη μείωση της συχνότητας της ΡΕΜ περιλαμβάνουν τη χορήγηση καλής ποιότητας συμπληρωμάτων και βιταμινών, τον έλεγχο των πηγών θειϊκών αλάτων στη τροφή και το νερό και την ελεύθερη πρόσβαση σε καλής ποιότητας χονδροειδείς τροφές (Pugh, 2002). Α.1.6 ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗ ΑΛΚΑΛΩΣΗ Μεταβολικές διαταραχές και διαταραχές της οξεοβασικής ισορροπίας, όπως η δυσπεπτική αλκάλωση συνοδεύονται από νευρολογικά συμπτώματα. Οξεία δυσπεπτική αλκάλωση παρατηρείται στην τοξίκωση από ουρία, η οποία χαρακτηρίζεται επίσης από την παρουσία νευρολογικών συμπτωμάτων. Η ουρία χορηγείται ως μη πρωτεϊνική πηγή αζώτου. Οι μικροοργανισμοί της μεγάλης κοιλίας έχουν την ικανότητα να το μετατρέπουν σε πρωτεΐνες, με την προϋπόθεση, ότι το σιτηρέσιο δεν είναι ανεπαρκές σε ενέργεια. Η ουρία που βρίσκεται στο πλάσμα του αίματος, είτε αυτή που απορροφήθηκε από το γαστρεντερικό σύστημα, είτε αυτή που παράχθηκε στο ήπαρ, επιστρέφει στη μεγάλη κοιλία 29

31 με το σίελο (Smith, Sherman, 2009). Η τοξίκωση από ουρία παρατηρείται συνήθως στα ζώα, στα οποία χορηγείται για πρώτη φορά (Pugh, 2002). Τοξίκωση παρατηρείται, όταν χορηγούνται g ουρίας / 100 kg ΣΒ σε ένα μόνο γεύμα. Από την ουρία παράγεται αμμωνία και η περίσσεια της μη ιονισμένης αμμωνίας διέρχεται από την μεγάλη κοιλία στην κυκλοφορία του αίματος (Smith, Sherman, 2009). Αυτό συμβαίνει, γιατί όταν το ph της μεγάλης κοιλίας είναι υψηλό, εξαιτίας της κακής ποιότητας των χονδροειδών τροφών (αυξημένη δράση της ουρεάσης) ή η ποσότητα των εύκολα αποδομήσιμων υδατανθράκων (δημητριακοί καρποί) είναι μικρή (μειωμένη παροχή άνθρακα), η ικανότητα των μικροοργανισμών να παράγουν πρωτεΐνες από την αμμωνία καταστέλλεται (Pugh, 2002). Η συγκέντρωση της αμμωνίας αυξάνεται σε τοξικά επίπεδα όταν πια το ήπαρ αδυνατεί να την μετατρέψει και πάλι σε ουρία. Έτσι, παρατηρείται αλκάλωση και εγκεφαλοπάθεια (Smith, Sherman, 2009). Η αύξηση της συγκέντρωσης του CO 2 στο αίμα, με σοβαρή διαταραχή στην ανταλλαγή των αερίων, συνοδεύεται επίσης από αλκάλωση και εκφυλιστικές αλλοιώσεις στο νευρικό σύστημα (Καλδρυμίδου, 2010). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Η τοξίκωση στα μικρά μηρυκαστικά εμφανίζεται συνήθως μέσα σε μια ώρα από την λήψη της ουρίας, και ο θάνατος σε 4 ώρες (Ortolani et al, 2000). Εκδηλώνεται μυϊκός τρόμος, συσπάσεις των μυών του προσώπου, σιελόρροια, αταξία, τύφλωση, σπασμοί, υπεραισθησία, δύσπνοια, μετεωρισμός, κατάκλιση και θάνατος (Pugh, 2002). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση θα βασιστεί στο ιστορικό και τα συμπτώματα (Smith, Sherman, 2009). Στο αίμα και το ΕΝΥ παρατηρείται συνήθως, αύξηση της συγκέντρωσης του ουρικού αζώτου. Στο αίμα είναι δυνατό να παρατηρηθούν και αυξημένες συγκεντρώσεις καλίου και φωσφόρου (Pugh, 2002). Κάποιες φορές, αλλά όχι πάντα το ph της μεγάλης κοιλίας ξεπερνά το 7,5 και η συγκέντρωση της αμμωνίας στα υγρά της μεγάλης κοιλίας τα 500 ppm (Ortolani et al, 2000). Στο κεντρικό νευρικό σύστημα διαπιστώνονται εκφυλιστικές αλλοιώσεις (Καλδρυμίδου, 2010). ΘΕΡΑΠΕΙΑ Το καλύτερο αντίδοτο της τοξίκωσης από ουρία είναι η χορήγηση 0,5-1 λίτρου, διαλύματος 5% οξικού οξέος. Χορηγείται με στομαχικό καθετήρα για τη μείωση του ph της μεγάλης κοιλίας. Σε χαμηλότερες τιμές ph, τα κατιόντα αμμωνίου διαχέονται πιο εύκολα από την μεγάλη κοιλία στην κυκλοφορία του αίματος, ενώ η ελεύθερη στο αίμα αμμωνία επιστρέφει στη μεγάλη κοιλία. Βελτιώνεται έτσι, η οξεοβασική ισορροπία του αίματος και επιβραδύνεται η βακτηριακή παραγωγή αμμωνίας. Μπορούν να χορηγηθούν επίσης, ενδοφλέβια οροί που περιέχουν διττανθρακικά και βιταμίνες του συμπλέγματος Β (Smith, Sherman, 2009). ΠΡΟΛΗΨΗ Οι διάφορες τροποποιήσεις του σιτηρεσίου ή η προσθήκη ουρίας στο σιτηρέσιο θα πρέπει να γίνονται σταδιακά (Pugh, 2002). 30

32 Α.1.7 ΔΙΑΜΑΡΤΙΕΣ ΔΙΑΠΛΑΣΗΣ Μεταξύ των κυριότερων συγγενών παθήσεων του ΚΝΣ περιλαμβάνονται ο υδροκέφαλος, η υδρανεγκεφαλία και η απλασία ή υποπλασία της παρεγκεφαλίδας. Διαμαρτίες διάπλασης μπορεί να παρατηρηθούν σε περίπτωση αβιταμίνωσης Α. Γενικά, οι αλλοιώσεις του ΚΝΣ εξαιτίας της έλλειψης βιταμίνης Α είναι άμεσες και έμμεσες. Οι άμεσες σχετίζονται με την επίδρασή της στα επιθήλια και στην προκειμένη περίπτωση στο επιθήλιο του κερατοειδή χιτώνα και στα κωνιοφόρα κύτταρα του αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού, προκαλώντας ξηρότητα του κερατοειδή και ημεραλωπία. Οι έμμεσες αλλοιώσεις εξαρτώνται κυρίως από τη δυσμορφογένεση των οστών του κρανίου (Καλδρυμίδου, 2010). Υδροκέφαλος ονομάζεται η συγκέντρωση εγκεφαλονωτιαίου υγρού στις κοιλότητες του εγκεφάλου. Διακρίνεται στον εσωτερικό, εξωτερικό και μικτό υδροκέφαλο. Ο εσωτερικός υδροκέφαλος με τη σειρά του διακρίνεται στον συγγενή και στον επίκτητο (Καλδρυμίδου, 2010). Οι περισσότερες περιπτώσεις υδροκέφαλου στα αιγοπρόβατα είναι συγγενείς (De Lahunta, 1983). Ο συγγενής εσωτερικός υδροκέφαλος χαρακτηρίζεται από αύξηση του μεγέθους του κρανίου, επειδή κατά τη δημιουργία του δεν έχει πραγματοποιηθεί η συνοστέωση των ραφών των κρανιακών οστών. Ο εσωτερικός υδροκέφαλος δημιουργείται από την απόφραξη του υδραγωγού του εγκεφάλου και τη συγκέντρωση του ΕΝΥ στις κοιλίες (Καλδρυμίδου, 2010). Συνήθως, είναι το αποτέλεσμα στένωσης κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη (George, 1996). Ο επίκτητος εσωτερικός υδροκέφαλος δεν χαρακτηρίζεται από αύξηση των διαστάσεων της κεφαλής, επειδή δημιουργείται μετά την συνοστέωση των ραφών των κρανιακών οστών. Η υπερβολική πίεση του ΕΝΥ στον εγκέφαλο, έχει ως αποτέλεσμα την συμπίεσή του και την εξαφάνιση των ελίκων. Ο εξωτερικός υδροκέφαλος δημιουργείται από την υπερβολική παρουσία ΕΝΥ στον υπαραχνοειδή χώρο, με αποτέλεσμα την ατροφία του εγκεφάλου από περιφερειακή πίεση. Στο μικτό υδροκέφαλο υπάρχει επικοινωνία του εγκεφαλονωτιαίου υγρού των κοιλιών με εκείνο στον υπαραχνοειδή χώρο. Η επίδραση στον εγκέφαλο είναι ανάλογη με εκείνη του εξωτερικού υδροκέφαλου (Καλδρυμίδου, 2010). Στα πρόβατα της φυλής Suffolk υπάρχει γενετική προδιάθεση για την ανάπτυξη υδροκέφαλου, σε συνδυασμό με την υποπλασία της παρεγκεφαλίδας. Είναι το λεγόμενο σύνδρομο Dandy-Walker (Pritchard, 1994). Κάποια τοξικά φυτά, όπως τo Conium maculatum, όταν καταναλωθούν σε μεγάλες ποσότητες από έγκυες προβατίνες μπορεί να έχουν τερατογόνο επίδραση στα αναπτυσσόμενα έμβρυα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση υδροκέφαλου (James, 1994). Ο επίκτητος υδροκέφαλος είναι γενικά σπάνιος στα μικρά μηρυκαστικά και μπορεί δυνητικά να είναι το αποτέλεσμα φλεγμονής της αραχνοειδούς μήνιγγας. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις αβιταμίνωσης Α ή μηνιγγίτιδας, επειδή αυτές οι καταστάσεις εμπλέκονται στην απορρόφηση του ΕΝΥ από τις αραχνοειδείς λάχνες. Επίσης, τραύματα ή νεοπλασματικές μάζες που προκαλούν στένωση ή απόφραξη μπορούν να αποτελέσουν την αιτία για την εμφάνιση επίκτητου υδροκέφαλου (Pugh, 2007). Η υδρανεγκεφαλία χαρακτηρίζεται από νέκρωση της λευκής ουσίας των ημισφαιρίων και την παρουσία μεγάλης κύστης που είναι γεμάτη με ΕΝΥ. Διαφοροποιείται από την πορεγκεφαλία (αποτέλεσμα κυκλοφοριακών διαταραχών), επειδή στις κύστεις δεν υπάρχουν δοκίδες με αγγεία (Καλδρυμίδου, 2010). Τα αίτια της υδρανεγκεφαλίας ποικίλλουν και μπορεί να σχετίζονται με τη δυσμορφία των οστών του κρανίου, την εκφύλιση του νευρικού ιστού λόγω ισχαιμίας και διαφόρων τραυμάτων και φλεγμονών που 31

33 προκαλούν καταστροφή του νευρικού ιστού (Pugh, 2007). Η εγκεφαλομαλάκυνση, ιδιαίτερα στα νεαρά ζώα μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση πορεγκεφαλίας και υδρανεγκεφαλίας. Η εγκεφαλομαλάκυνση είναι συνήθως εστιακή και εκτός από τη νέκρωση και ρευστοποίηση του νευρικού ιστού μπορεί να δηλώνει και την απομυελίνωση, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια δημιουργίας της (Καλδρυμίδου, 2010). Σε πρόβατα και αίγες με πολιοεγκεφαλομαλάκυνση, η θρόμβωση της μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας προκαλεί έμφρακτο που αφορά σε μεγάλη περιοχή του εγκεφάλου, η οποία νεκρώνεται (ισχαιμική νέκρωση), και στη συνέχεια πληρούται με εγκεφαλονωτιαίο υγρό (Pugh, 2007). Συχνότερα, η εγκεφαλομαλάκυνση στα νεαρά μικρά μηρυκαστικά είναι το αποτέλεσμα της μόλυνσης κατά την ενδομήτρια ζωή από τον ιό του καταρροϊκού πυρετού του προβάτου. Εμφανίζεται επίσης, σε περιπτώσεις εντεροτοξιναιμίας. Το Clostridium perfrigens τύπου D προκαλεί οίδημα και μαλάκυνση του εγκεφάλου και βλάβες στο τοίχωμα των αγγείων του κεντρικού νευρικού συστήματος. Σε μια μελέτη, η ταυτόχρονη μόλυνση εμβρύου αμνού με Toxoplasma gondii και E. coli οδήγησε σε εκδήλωση υδρανεγκεφαλίας (Woods, 1992). Η E.coli προκαλεί αυξημένη διαπερατότητα του τοιχώματος των αγγείων και οίδημα στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Υδρανεγκεφαλία παρατηρείται επίσης στη νόσο Border και στην ενζωοτική αταξία των αμνών (Καλδρυμίδου, 2010). Διαμαρτίες διάπλασης σε νεογέννητα αμνοερίφια έχουν παρατηρηθεί σε περιπτώσεις μολύνσεων από Toxoplasma gondii. Η τοξοπλάσμωση είναι, ίσως το συχνότερο από τα πρωτοζωϊκά νοσήματα των αιγοπροβάτων και προκαλεί, κυρίως αποβολές στον 3 ο 5 ο μήνα της εγκυμοσύνης, μουμιοποίηση εμβρύων, διαμαρτίες διάπλασης (υδροκέφαλο, σκολίωση) και γέννηση θνησιγενών αμνοεριφίων (Dubey, 1987). Σε ποσοστό 26,2% των προβάτων και 26,4% των αιγών ανιχνεύονται στον ορό του αίματος τα ειδικά αντιπρωτοζωϊκά αντισώματα. Το παράσιτο εμφανίζεται με τρεις μορφές, της ώριμης ωοκύστης, που περιέχει 2 σποροκύστεις και 4 σποροζωΐδια και είναι η μορφή με την οποία απαντάται στο εξωτερικό περιβάλλον, της κυστικής μορφής, που απαντάται στους ιστούς του τελικού και του ενδιάμεσου ξενιστή και περιέχει περίπου μεροζωΐδια (κυστοζωΐδια ή βραδυζωΐδια) και του τροφοζωϊδίου (μεροζωΐδιο ή ταχυζωΐδιο) που απαντάται στο τελικό ή ενδιάμεσο ξενιστή. Η γάτα και τα άγρια είδη της οικογένειας των Felidae είναι οι τελικοί ξενιστές του παρασίτου. Τα αιγοπρόβατα μολύνονται με την κατάποση μολυσμένης τροφής ή νερού που περιέχουν τις ωοκύστεις του παρασίτου (Dubey, 1987). Σε περίπτωση εγκυμοσύνης τα έμβρυα μολύνονται με την διέλευση των τροφοζωϊδίων από τον πλακούντα κατά την οξεία φάση της μόλυνσης (στάδιο παρασιταιμίας). Μετά την άφιξη τους στο έντερο του ενδιάμεσου ξενιστή, τα σποροζωΐδια εισβάλλουν στα τριχοειδή αγγεία του εντέρου και εισέρχονται στα λευκά αιμοσφαίρια, και κυρίως στα μονοκύτταρα. Πολλαπλασιάζονται με πολλαπλή διαίρεση και εκβλάστηση και παράγονται μεροζωΐδια. Τα μεροζωΐδια, με τη σειρά τους προκαλούν την ρήξη του κυττάρου, και αφού απελευθερωθούν, εισβάλλουν σε νέα κύτταρα και πολλαπλασιάζονται εκ νέου. Η καταστροφή των κυττάρων από το παράσιτο επαναλαμβάνεται για 1-2 εβδομάδες και μετά, τα μεροζωΐδια εισβάλλουν σε κύτταρα του κεντρικού νευρικού συστήματος, του αμφιβληστροειδούς, των σκελετικών μυών, του μυομητρίου, όπου πολλαπλασιάζονται και παράγουν «κύστεις», οι οποίες παραμένουν μολύνουσες σε ολόκληρη την ζωή του ενδιάμεσου ξενιστή (Χαραλαμπίδης, 1995). Η εισβολή και ο πολλαπλασιασμός του Toxoplasma gondii στον πλακούντα και στη συνέχεια, η προσβολή 32

34 του εμβρύου ακολουθούνται από τις εκδηλώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. Οι αποβολές είναι το αποτέλεσμα της νέκρωσης του πλακούντα, και ιδιαίτερα των κοτυληδόνων. Αν και το Toxoplasma gondii μπορεί να βρεθεί και στο σπέρμα των τράγων, θεωρείται απίθανη η αφροδίσια μετάδοση (Dubey, 1987). Οι αίγες θεωρούνται πιο ευαίσθητες από τα πρόβατα στη λοίμωξη από το Toxoplasma gondii. Εμβρυϊκοί θάνατοι, μουμιοποίηση και διαμαρτίες διάπλασης εκδηλώνονται, όταν η μόλυνση γίνεται μεταξύ 30 ης -90 ης ημέρας της εγκυμοσύνης. Οι περισσότερες αποβολές συμβαίνουν, όταν η μόλυνση γίνεται στο δεύτερο μισό της εγκυμοσύνης (Roberts, 1986). Σε εκτροφή προβάτων παρατηρήθηκαν μαζικές αποβολές (60%) την 110 η -130 η ημέρα της εγκυμοσύνης (Giadinis et al, 2010). Σε περίπτωση ανοσοκαταστολής, είναι δυνατό να εμφανιστεί η νευρική μορφή της νόσου (Dubey, 1987). Επίσης, το Toxoplasma gondii απομονώνεται από τις κοτυληδόνες, τον εγκέφαλο, την καρδιά, τους πνεύμονες, το ήπαρ, τον μυϊκό ιστό και τον νωτιαίο μυελό των θνησιγενών εριφίων. Μικροσκοπικά, διαπιστώνεται διάμεση μη πυώδης πνευμονία, ηπατική νέκρωση, μη πυώδης μυΐτιδα, μυοκαρδίτιδα και εγκεφαλομυελίτιδα (Dubey, 1982). Στον εγκέφαλο των εμβρύων που αποβάλλονται, μπορεί να διαπιστωθούν λευκές νεκρωτικές εστίες (νεκρώσεις, περιβαλλόμενες από μικρογλοιακά κύτταρα), και συχνά, εξαιτίας της υποξίας, εστιακή λευκοεγκεφαλομαλάκυνση (Aitken, 2007). Μια πιθανή διάγνωση θα βασιστεί στην μακροσκοπική και ιστοπαθολογική εξέταση των εμβρυϊκών υμένων. Στη διάγνωση συμβάλλει η ανίχνευση αντισωμάτων στο αίμα των νεογέννητων ζώων, πριν την κατανάλωση πρωτογάλακτος και στις μητέρες, όπου κυρίως αξιολογείται η απουσία αντισωμάτων. Η επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται με την απομόνωση του Toxoplasma gondii από τους εμβρυϊκούς υμένες, τον εγκέφαλο, τους πνεύμονες ή τον μυϊκό ιστό των εμβρύων (Dubey, 1987). Προληπτικά, μπορούν να διενεργηθούν εμβολιασμοί (Giadinis et al, 2010). Ο ιός του καταρροϊκού πυρετού του προβάτου είναι ένας RNA ιός του γένους Orbivirus, της οικογένειας των Reoviridae. Η λοίμωξη των προβατίνων κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει σαν αποτέλεσμα αποβολές ή την γέννηση αμνών με εγκεφαλικές δυσμορφίες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η υδρανεγκεφαλία. Η μετάδοση του ιού γίνεται με τη μεσολάβηση φορέων φλεβοτόμων του γένους Culicoides (Pugh, 2007). Η κλινική εκδήλωση της νόσου στα πρόβατα συνήθως ακολουθεί τον πολλαπλασιασμό του ιού στα βοοειδή και τη διασπορά του από τα βοοειδή στα πρόβατα. Έτσι, η νόσος μπορεί να μην γίνει αντιληπτή παρά 1 ή 2 μήνες αφότου στέλεχος του ιού με παθογόνο δράση εισέλθει σε μια περιοχή. Τα συμπτώματα ποικίλλουν από υποκλινικά έως υπεροξέα. Μετά από περίοδο επώασης 4-8 ημερών εκδηλώνονται πυρετός, υπεραιμία του βλεννογόνου του στόματος και των ρινικών κοιλοτήτων, οίδημα των χειλέων και της γλώσσας, έντονη ερυθρότητα και πετέχειες στην περιοχή της στεφάνης των χηλών κ.α. Το σύμπτωμα από το οποίο ονομάστηκε η νόσος είναι η έντονα κυανωτική γλώσσα, παρατηρείται όμως σε μικρό αριθμό περιστατικών (ΥΠΑΑΤ, 2003). Το είδος των δυσπλασιών που παρατηρούνται στα έμβρυα εξαρτάται από το στάδιο της εγκυμοσύνης, στο οποίο επισυμβαίνει η λοίμωξη των προβατίνων. Στην η ημέρα της εγκυμοσύνης η διαφοροποίηση των νευρικών κυττάρων σε νευρώνες και νευρογλοία στα έμβρυα δεν έχει ολοκληρωθεί, και η μόλυνση των αδιαφοροποίητων αυτών κυττάρων από τον κυτταροτρόπο RNA ιό έχει ως αποτέλεσμα την νεκρωτική εγκεφαλοπάθεια με την εμφάνιση υδρανεγκεφαλίας, καθώς και τη δυσπλασία του αμφιβληστροειδούς. Λοίμωξη μεταξύ της ης ημέρας της εγκυμοσύνης 33

35 συνεπάγεται την ανάπτυξη υδρανεγκεφαλίας, χωρίς όμως την πρόκληση οφθαλμικών αλλοιώσεων. Μετά την 100 η ημέρα η λοίμωξη οδηγεί στην εμφάνιση εστιακών αλλοιώσεων μηνιγγοεγκεφαλίτιδας, χωρίς την ανάπτυξη διαμαρτιών (Osborn, 1994). Οι αίγες προσβάλλονται σπανιότερα σε σχέση με τα πρόβατα και όταν προσβληθούν τα συμπτώματα δεν είναι τόσο έντονα. Στην Ελλάδα ο καταρροϊκός πυρετός του προβάτου είναι νόσημα υποχρεωτικής δήλωσης. Στα προληπτικά μέτρα περιλαμβάνονται η καταπολέμηση των εντόμων φορέων και η εφαρμογή ενός Εθνικού (Κοινοτικού) Σχεδίου επείγουσας δράσης κατά του καταρροϊκού πυρετού του προβάτου (Καν. 1266/2007). Το πρόγραμμα επιτήρησης περιλαμβάνει την μηνιαία δειγματοληψία και τον ορολογικό έλεγχο αίματος βοοειδών-μαρτύρων, αφού η μόλυνση των βοοειδών έχει μεγάλη επιδημιολογική σημασία (ΥΠΑΑΤ, 2003). Η λοίμωξη των έγκυων προβατίνων από ιούς του γένους Pestivirus έχει επίσης, ως αποτέλεσμα τη γέννηση αμνών με υδρανεγκεφαλία. Ενοχοποιούνται και ο ιός της νόσου Border και ο ιός της ιογενούς διάρροιας-νόσου των βλεννογόνων των βοοειδών. Εκτός από διαμαρτίες διάπλασης στους αμνούς προκαλούν, επίσης, και αποβολές και αγονιμότητα στα ενήλικα ζώα. Μετά την μόλυνση, τα πρόβατα αναπτύσσουν παροδική ιαιμία (διάρκειας 7 ημερών) και στη συνέχεια η λοίμωξη φαινομενικά αυτοπεριορίζεται και τα ζώα αποκτούν ανοσία στις επαναμολύνσεις. Η νόσος μεταδίδεται τόσο κάθετα, όσο και οριζόντια (πεπτικό-αναπνευστικό) με τις εκκρίσεις των μολυσμένων οροαρνητικών ζώων, τα οποία λειτουργούν ως δεξαμενές του ιού (Pugh, 2007). Η επίπτωση της ενδομήτριας μόλυνσης στο έμβρυο εξαρτάται από την λοιμογόνο δύναμη του ιού, τη φυλή του ζώου και άλλους παράγοντες με κυριότερο το στάδιο της εγκυμοσύνης. Το έμβρυο παρουσιάζει μια πρώτη ικανότητα ανταπόκρισης σε αντιγονικά ερεθίσματα μεταξύ της ης ημέρας της εγκυμοσύνης. Έτσι, αν η μόλυνση γίνει πριν την 60 η ημέρα της εγκυμοσύνης, αυτή ακολουθείται από μη ελεγχόμενο πολλαπλασιασμό του ιού και ο θάνατος του εμβρύου είναι η συνηθέστερη συνέπεια (50-75% σε πειραματικές μολύνσεις). Ο θάνατος του εμβρύου ακολουθείται από αποβολή, μουμιοποίηση ή απορρόφηση. Μπορεί, όμως, να παρατηρηθεί και γέννηση θνησιγενών αμνών. Αν οι αμνοί επιβιώσουν, τότε παρουσιάζουν επίμονη λοίμωξη (ζώα ισόβιοι φορείς του ιού, χωρίς ανιχνεύσιμα αντισώματα) και αλλοιώσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα και το δέρμα (hairy shaker). Αν η μόλυνση γίνει μεταξύ της η ημέρας της εγκυμοσύνης, το αποτέλεσμα είναι μη προβλέψιμο. Κάποιοι αμνοί μπορεί να είναι οροθετικοί με μη ανιχνεύσιμο ιϊκό αντιγόνο και άλλοι οροαρνητικοί με ανιχνεύσιμα ιϊκά αντιγόνα. Παρατηρούνται νεκρωτικές και φλεγμονώδεις αλλοιώσεις στο ΚΝΣ του εμβρύου με αποτέλεσμα υποπλασία και δυσπλασία της παρεγκεφαλίδας, υδρανεγκεφαλία και πορεγκεφαλία, έντονα νευρολογικά συμπτώματα με κινητικές διαταραχές και αρθρογρύπωση. Μόλυνση, τέλος, μετά την 85 η ημέρα της εγκυμοσύνης οδηγεί στη γέννηση φαινομενικά υγιών αμνών, με αντισώματα έναντι του ιού. Όμως, μπορούν να διαπιστωθούν μικροσκοπικές αλλοιώσεις (οζώδης περιαρτηριΐτιδα των μικρών και μέσου μεγέθους αρτηριδίων), κυρίως στο ΚΝΣ. Οι αλλοιώσεις αυτές παραμένουν ανιχνεύσιμες τουλάχιστον για το 1 ο χρόνο της ζωής του ζώου (Menzies, 1999). Γενικά, οι διαμαρτίες διάπλασης που παρατηρούνται στην περίπτωση λοίμωξης από ιό του γένους Pestivirus, περιλαμβάνουν την υποπλασία της παρεγκεφαλίδας, την υδρανεγκεφαλία και τις διαταραχές σχηματισμού των τριχών, που συνοδεύονται από υπερχρωματισμό, κυρίως στην περιοχή της κεφαλής και των ώμων. Το πιο χαρακτηριστικό 34

36 νευρολογικό σύμπτωμα είναι ο μυϊκός τρόμος, που μπορεί να ποικίλλει από βίαιες ρυθμικές συσπάσεις των μυών των οπισθίων άκρων και της πλάτης, έως μόλις ανιχνεύσιμες συσπάσεις των μυών της κεφαλής, των αυτιών και της ουράς. Άλλα ζώα εμφανίζουν αναγκαστικές στάσεις και θέσεις, τύφλωση, νυσταγμό και διαταραχές της βάδισης. Αμνοί χωρίς εμφανή νευρολογικά συμπτώματα ή διαταραχές του ερίου, μπορεί να παρουσιάζουν υπερβολικά επιμήκη άκρα (άκρα καμήλας) και στενό θώρακα. Παρουσιάζουν, όμως, διαταραχές της συμπεριφοράς: περιπλανιούνται άσκοπα, δεν επιζητούν να θηλάσουν και πεθαίνουν σε 1-2 ημέρες. Κάποια από αυτά όμως μπορεί να εμφανίζουν αρθρογρύπωση, βραχυγναθισμό, καθυστερημένη έκφυση και διαταραχές στο χρωματισμό των κοπτήρων. Στους αμνούς που θα επιβιώσουν, η βαρύτητα των νευρολογικών συμπτωμάτων υποχωρεί με τον χρόνο, αν και η ταλάντευση του οπισθίου τμήματος του σώματος μπορεί να επανεμφανιστεί μετά από καταπόνηση των ζώων. Παρουσιάζουν, επίσης καθυστέρηση της ανάπτυξης, σκληρό, τραχύ και ξηρό τρίχωμα και μπορεί να πεθάνουν, συνήθως κατά την περίοδο του απογαλακτισμού (Aitken, 2007). Νεκροσκοπικά, παρατηρείται υδροκεφαλία, με αποτέλεσμα τα εγκεφαλικά ημισφαίρια να παρουσιάζονται εξαιρετικά λεπτά σαν μεμβράνες. Οι οσφρητικοί βολβοί, τα βασικά γάγγλια, ο ιππόκαμπος και ο μεσεγκέφαλος μπορεί να είναι φυσιολογικά. Οι αλλοιώσεις αυτές που παρατηρούνται είναι το αποτέλεσμα της φλεγμονής και της νέκρωσης στο επένδυμα. Ιστοπαθολογικά, διαπιστώνεται υπομυελινογένεση. Αυτή πιστεύεται ότι οφείλεται στο γεγονός ότι η μόλυνση των πρόδρομων κυττάρων από τον ιό δεν τα επιτρέπει να διαφοροποιηθούν σε ολιγοδενδρογλοιακά κύτταρα, τα οποία είναι υπεύθυνα για το σχηματισμό της μυελίνης στο ΚΝΣ. Επιπρόσθετα, ο ιός της νόσου Border εμποδίζει την παραγωγή των ορμονών του θυρεοειδούς αδένα, οι οποίες είναι απαραίτητες για το σχηματισμό της μυελίνης. Η διάγνωση βασίζεται στα συμπτώματα, στην ανίχνευση αντισωμάτων ή αντιγόνων του ιού και στην απομόνωση του ιού. Οι αίγες παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στην ασθένεια. Τα προληπτικά μέτρα περιλαμβάνουν τη θανάτωση όλων των μολυσμένων ζώων, τον ορολογικό έλεγχο των αμνών αντικατάστασης και των νεοεισερχόμενων ζώων και την αποφυγή συσταβλισμού βοοειδών και προβάτων (Pugh, 2007). Ο ιός της νόσου Akabane προκαλεί επίσης αρθρογρύπωση με υδροκεφαλία και υδρανεγκεφαλία στους αμνούς. Είναι ένας RNA ιός που μεταδίδεται με αρθρόποδα. Η εμφάνιση των αλλοιώσεων εξαρτάται, κυρίως, από το στάδιο της εγκυμοσύνης, στο οποίο βρίσκεται η έγκυος προβατίνα, όταν μολύνεται. Το έμβρυο αναπτύσσει ανοσοανοχή μεταξύ της ης ημέρας της εγκυμοσύνης. Έτσι, μολύνσεις που λαμβάνουν χώρα πριν την ανάπτυξη ανοσοανοχής, και κυρίως γύρω στην η ημέρα της εγκυμοσύνης οδηγούν στην ανάπτυξη των βαρύτερων αλλοιώσεων. Είναι αλλοιώσεις που εξελίσσονται στα πρώϊμα στάδια της οργανογένεσης. Τα νεογέννητα εμφανίζουν μη πυώδη εγκεφαλομυελίτιδα και πολυμυΐτιδα (Charles, 1994). Ένας ακόμη ιός που προκαλεί την εμφάνιση υδροκεφαλίας, υδρανεγκεφαλίας και αρθρογρύπωσης σε αμνούς είναι ο ιός της κοιλάδας Cache (Cache valley virus - Bunyavirus), ο οποίος παρατηρείται στις ΗΠΑ (Edwards, 1989). Τα συμπτώματα στα ζώα με υδροκεφαλία και υδρανεγκεφαλία ποικίλλουν και εξαρτώνται από την σοβαρότητα των αλλοιώσεων και την ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη κατανομή τους. Τα νεογέννητα συχνά γεννιούνται νεκρά ή πεθαίνουν αμέσως μετά την γέννησή τους. Αν γεννηθούν ζωντανά παρουσιάζουν συνήθως αδυναμία στήριξης. Συχνά, υποκύπτουν 35

37 από σηψαιμία, καθώς είναι αδύνατο να τραφούν. Αν επιβιώσουν για κάποιο διάστημα, συνήθως παρουσιάζουν διαταραχές στην ανάπτυξη και αδυναμία ένταξης στο κοπάδι. Μπορεί να παρουσιάζουν κατάπτωση ή και να βρίσκονται σε κωματώδη κατάσταση. Οι κινητικές διαταραχές περιλαμβάνουν την αταξία και την σπαστική πάρεση. Παρατηρούνται επίσης, μυϊκές συσπάσεις, διαταραχές της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας, στραβισμός και τύφλωση. Η ετερόπλευρη εντόπιση των αλλοιώσεων μπορεί να συνοδεύεται από κυκλικές κινήσεις και υπεραισθησία της αντίθετης πλευράς (Pugh, 2007). Οι λοιμώξεις από τους ιούς που αναφέρθηκαν παραπάνω, προκαλούν επίσης και την εμφάνιση παρεγκεφαλιδικής αταξίας. Στη δυσπλασία αυτή παρατηρούνται ανωμαλίες, όπως η απλασία ή υποπλασία της παρεγκεφαλίδας ή τμήματος αυτής. Τα ζώα που επιζούν παρουσιάζουν ασυντόνιστες κινήσεις. Τα έμβρυα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα κατά το χρόνο της οργανογένεσης. Αιτιολογικά, ενοχοποιούνται επίσης και κληρονομικοί παράγοντες. Μακροσκοπικά, η παρεγκεφαλίδα είναι οιδηματική. Μικροσκοπικά, οι αλλοιώσεις εντοπίζονται κυρίως στη λευκή ουσία και χαρακτηρίζονται από έλλειψη μεγάλου αριθμού νευραξόνων και ελύτρων της μυελίνης (Καλδρυμίδου, 2010). Στις συγγενείς νευροπάθειες θα μπορούσε να ταξινομηθεί και η ενζωοτική αταξία. Η ενζωοτική αταξία (swayback) είναι μια συγγενής νόσος, η οποία προσβάλλει τα νεογέννητα αμνοερίφια. Συνηθέστερα, όμως εμφανίζεται με την καθυστερημένη μορφή της σε αμνοερίφια ηλικίας 2-4 μηνών. Η χαρακτηριστική εκδήλωση της νόσου είναι η ταλάντευση (sway) των ζώων στα οπίσθια άκρα τους (Αitken, 2007). Η ενζωοτική αταξία σχετίζεται με τις χαμηλές συγκεντρώσεις χαλκού, τόσο στα ενήλικα αιγοπρόβατα, όσο και στα αναπτυσσόμενα αμνοερίφια. Η ανεπάρκεια χαλκού (Cu) μπορεί να είναι πρωτογενής, ως αποτέλεσμα της μειωμένης πρόσληψής του ή δευτερογενής, οφειλόμενη συνήθως στις υψηλές συγκεντρώσεις μολυβδαινίου, θειϊκών αλάτων, σιδήρου ή και άλλων ουσιών στο σιτηρέσιο των ζώων. Στη μεγάλη κοιλία ο χαλκός, το μολυβδαίνιο και ο σίδηρος σχηματίζουν σύμπλοκα (thiomolybdates), τα οποία μειώνουν τη διαθεσιμότητα του χαλκού (Scott, 2007). Ο χαλκός συμμετέχει στη δομή αρκετών ενζύμων, τα οποία είναι απαραίτητα για εξειδικευμένες βιοχημικές αντιδράσεις του οργανισμού. Έτσι, σε περίπτωση ανεπάρκειας χαλκού, μειώνεται η δραστικότητα αυτών των ενζύμων σε επίπεδα ανεπαρκή να ανταποκριθούν στις μεταβολικές απαιτήσεις για τη δομή, την ανάπτυξη και τη λειτουργία των κυττάρων. Συγκεκριμένα, ο Cu συμμετέχει στη δομή δέκα τουλάχιστον σημαντικών μεταλλοενζύμων. Έτσι, η ενζωοτική αταξία μπορεί να σχετίζεται με την ανεπάρκεια του ενζύμου οξειδάση του κυτοχρώματος, η οποία προκαλεί ανοξία και χρωματόλυση των νευρώνων ή με την ανεπάρκεια του ενζύμου ντοπαμίνη-β-υδροξυλάση που οδηγεί σε συσσώρευση κατεχολαμινών στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Οι διαταραχές στον σχηματισμό του οστίτη ιστού μπορεί να σχετίζονται με την ανεπαρκή δράση της οξειδάσης του κυτοχρώματος στους οστεοβλάστες ή της οξειδάσης της λυσίνης στους χονδροβλάστες. Η καθυστέρηση της ανάπτυξης μπορεί να αποδοθεί στην απουσία του Cu από τον εντερικό βλεννογόνο, η οποία επηρεάζει την πέψη, την κινητικότητα του εντέρου, αλλά και την ανοσολογική ανταπόκριση στα εντερικά παράσιτα. Η μειωμένη αντίσταση στις λοιμώξεις εξηγείται, ίσως, από το γεγονός ότι σε ανεπάρκεια χαλκού τα ουδετερόφιλα παρουσιάζουν μειωμένη δραστηριότητα του ενζύμου υπεροξειδάση της δισμουτάσης και αυτό συνδυάζεται με την μειωμένη ικανότητα θανάτωσης των μικροβίων (Αitken, 2007). Άλλοι παράγοντες, οι οποίοι μειώνουν την απορρόφηση του χαλκού είναι οι υψηλές 36

38 συγκεντρώσεις καδμίου, σεληνίου, ψευδαργύρου και βιταμίνης C στο σιτηρέσιο των ζώων. Η βόσκηση επίσης σε αλκαλικά εδάφη μειώνει τη διαθεσιμότητα του χαλκού. Οι χονδροειδείς τροφές που προέρχονται από εδάφη, όπου έχουν χρησιμοποιηθεί λιπάσματα ή ενώσεις ασβεστίου, ως βελτιωτικά, είναι πολύ πιθανόν να παρουσιάζουν χαμηλές συγκεντρώσεις χαλκού. Και αυτό γιατί πολλά λιπάσματα περιέχουν μολυβδαίνιο, ενώ και το ασβέστιο μειώνει την πρόσληψη του χαλκού από τα φυτά. Αίγες, στις οποίες χορηγούνται ισορροπιστές που προορίζονται για πρόβατα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν ανεπάρκεια χαλκού. Σε αυτούς τους ισορροπιστές δεν προστίθεται χαλκός, ενώ αντίθετα προστίθεται συνήθως μολυβδαίνιο (Scott, 2007). Στα πρόβατα, τα αποθέματα του χαλκού στο ήπαρ επαρκούν για περίπου 6 μήνες. Η ανεπάρκεια χαλκού στα ενήλικα ζώα εκδηλώνεται κυρίως με υπόχρωμη αναιμία (μικροκυτταρική στους αμνούς και μακροκυτταρική στις προβατίνες, με σχηματισμό σωματίων του Heinz), πτώση της γαλακτοπαραγωγής, κακή ποιότητα και αποχρωματισμό του τριχώματος, καρδιακή ανεπάρκεια, αγονιμότητα, ευπάθεια σε λοιμώξεις, καθυστέρηση της ανάπτυξης, διόγκωση των αρθρώσεων, χωλότητα, γαστρικά έλκη και διάρροια. Ορισμένες φορές διαπιστώνονται κατάγματα των μακρών οστών μακροσκοπικά, και μικροσκοπικά οστεοπόρωση και εναποθέσεις αιμοσιδηρίνης στον σπλήνα και στο ήπαρ. Τα συμπτώματα είναι κατά κανόνα, εντονότερα σε πρωτογενείς ανεπάρκειες χαλκού, σε σχέση με την μείωση της αναλογίας χαλκού/μολυβδαινίου στο σιτηρέσιο. Τα αναπτυσσόμενα αμνοερίφια είναι περισσότερο ευαίσθητα στην ανεπάρκεια χαλκού. Στη συγγενή μορφή τα νεογέννητα αμνοερίφια γεννιούνται από μητέρες που παρουσιάζουν ανεπάρκεια σε χαλκό (Scott, 2007). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Στη συγγενή μορφή τα νεογέννητα αμνοερίφια είναι μικρού μεγέθους και αδύναμα. Συχνά, αδυνατούν να σταθούν στα πόδια τους ή να διατηρηθούν σε στερνική κατάκλιση. Εκδηλώνεται προδευτική ανιούσα παράλυση. Κάποια από τα ασθενή αμνοερίφια μπορεί να παρουσιάζουν συσπάσεις των μυών της κεφαλής, οι οποίες γίνονται εντονότερες μετά από μυϊκή προσπάθεια που καταβάλλουν, όπως κατά τη λήψη τροφής (Αitken, 2007). Έχει αναφερθεί μείωση των αντανακλαστικών του κερατοειδούς και της κόρης, καθώς και τύφλωση σε κάποια ζώα (Mayhew, 1989). Δεν είναι σπάνια επίσης και η κώφωση (Καλδρυμίδου, 2010). Τα περισσότερα νεογέννητα πεθαίνουν σε 3-4 ημέρες. Σε λιγότερο έντονες περιπτώσεις, τα νεογέννητα γεννιούνται με φυσιολογικό βάρος, παρουσιάζουν όμως, μειωμένη ικανότητα συντονισμού των κινήσεων και δυσκολία στην εύρεση της θηλής, γεγονός που τα οδηγεί στον υποσιτισμό. Η ανεπαρκής λήψη πρωτογάλακτος (μειωμένη παθητική ανοσία) προδιαθέτει στην εμφάνιση λοιμώξεων του γαστρεντερικού, του ήπατος, των αρθρώσεων και των μηνίγγων, καθώς και σε σηψαιμία (Αitken, 2007). Στην καθυστερημένη μορφή της νόσου, τα νεογέννητα αμνοερίφια εμφανίζονται φυσιολογικά μετά την γέννησή τους, αλλά εκδηλώνουν προοδευτική αδυναμία των οπισθίων άκρων στην ηλικία των 2-4 μηνών. Η αδυναμία αυτή γίνεται, αρχικά, αντιληπτή κατά την μετακίνηση των ζώων. Τα ασθενή ζώα δεν μπορούν να ακολουθήσουν το υπόλοιπο κοπάδι. Τα οπίσθια άκρα τους είναι αδύναμα, με μειωμένο μυϊκό τόνο και αντανακλαστικά, ενώ εμφανίζουν και μυϊκή ατροφία (Αitken, 2007). 37

39 ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση θα βασιστεί στα συμπτώματα και θα επιβεβαιωθεί με τα νεκροτομικά ευρήματα και κυρίως, την ιστοπαθολογική εξέταση του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. Τα μακροσκοπικά ευρήματα δεν είναι σταθερά. Στη συγγενή μορφή της ενζωοτικής αταξίας σε κάποια ζώα μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη υδρανεγκεφαλίας ή υδροκεφαλίας. Περισσότερο παθογνωμονικές είναι οι μικροσκοπικές αλλοιώσεις στο στέλεχος του εγκεφάλου και στο νωτιαίο μυελό. Οι αλλοιώσεις των νευρικών κυττάρων εντοπίζονται κυρίως στους μεγάλους νευρώνες του ερυθρού και των αιθουσαίων πυρήνων, του δικτυωτού σχηματισμού και στους κινητικούς νευρώνες του νωτιαίου μυελού (Αitken, 2007). Στα ερίφια, αλλοιώσεις εντοπίζονται και στο φλοιό της παρεγκεφαλίδας, συχνότερα σε σύγκριση με τους αμνούς (Wouda, 1986). Οι αλλοιώσεις αρχικά χαρακτηρίζονται από οίδημα, κενοτοπίωση και χρωματόλυση και εξελίσσονται σε υαλοειδή νέκρωση. Στο νωτιαίο μυελό, οι αλλοιώσεις εντοπίζονται κυρίως περιφερειακά στη κοιλιακή και ραχιαία δέσμη και είναι αμφοτερόπλευρες και συμμετρικές. Διαπιστώνεται βαλεριανή εκφύλιση της μυελίνης, καθώς και μειωμένη σύνθεσή της (Αitken, 2007). Ιστοπαθολογικά, δηλαδή κυριαρχεί η χρωματόλυση κυρίως των νευρικών κυττάρων στη φαιά ουσία του νωτιαίου μυελού, η απομυελίνωση των νευραξόνων και η δημιουργία κενών χώρων (υδρανεγκεφαλία) στη λευκή ουσία του εγκεφάλου (Καλδρυμίδου, 2010). Οι αλλοιώσεις στη συγγενή μορφή εντοπίζονται κυρίως στον εγκέφαλο, ενώ στην καθυστερημένη μορφή της νόσου στον νωτιαίο μυελό και ταυτίζονται χρονικά με τις κύριες περιόδους σχηματισμού της μυελίνης στις παραπάνω περιοχές του ΚΝΣ. Η ανεπάρκεια χαλκού παρεμποδίζει σημαντικά τη σύνθεση της μυελίνης (Αitken, 2007). Στη διάγνωση συμβάλλει ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης του χαλκού στο ήπαρ. Συγκεντρώσεις μικρότερες από 80 mg/kg ΞΟ υποδηλώνουν χαλκοπενία (Scott, 2007). Ανεπάρκεια υποδηλώνουν και συγκεντρώσεις μικρότερες από 100 mg/kg ΞΟ στους νεφρούς των αμνών. Θα πρέπει να διερευνάται αν έχει γίνει χορήγηση συμπληρωμάτων χαλκού, πριν από την μέτρηση της συγκέντρωσής του στο ήπαρ (Αitken, 2007). Στη συγγενή μορφή η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την σηψαιμία, την υπογλυκαιμία/υποθερμία και την ιογενή νόσο Border. Στην καθυστερημένη μορφή, διαφορική διάγνωση θα πρέπει να γίνει από συμπιεστικές αλλοιώσεις της θωρακοοσφυϊκής μοίρας του νωτιαίου μυελού (Θ2-Ο3). Σε αμνοερίφια ηλικίας 2-4 μηνών είναι συχνά τα αποστήματα της θωρακοοσφυϊκής μοίρας του νωτιαίου μυελού που προκαλούν πάρεση των οπισθίων άκρων, η οποία εξελίσσεται προοδευτικά σε 4-7 ημέρες σε παράλυση. Στο εμπύημα παρατηρείται συνήθως αύξηση της συγκέντρωσης των πρωτεϊνών στο ΕΝΥ που λαμβάνεται με οσφυϊκή παρακέντηση του υπαραχνοειδή χώρου. Πάρεση των οπισθίων άκρων μπορεί επίσης, να εκδηλωθεί και στην κοινούρωση και την παρασιτική μυελίτιδα από Sarcocystis spp της θωρακοοσφυϊκής μοίρας του νωτιαίου μυελού (Scott, 2007). ΘΕΡΑΠΕΙΑ-ΠΡΟΛΗΨΗ Είναι αμφίβολο, αν η χορήγηση χαλκού σε αμνοερίφια με ενζωοτική αταξία μπορεί να επιβραδύνει την πορεία της νόσου. Έτσι, συνιστάται η ευθανασία ή η αξιοποίηση των προσβλημένων ζώων (Scott, 2007). Η χορήγηση συμπληρωμάτων χαλκού για την πρόληψη της ενζωοτικής αταξίας, αν τελικά αποφασιστεί, θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, λόγω της τοξικότητας του. Οι 38

40 παράγοντες, γενικά που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν από τη χορήγηση συμπληρωμάτων χαλκού, περιλαμβάνουν τη συχνότητα εμφάνισης κρουσμάτων ενζωοτικής αταξίας, τη φυλή, την τυχόν χορήγηση συμπληρωμάτων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τη γεωγραφική περιοχή και την ανάλυση του εδάφους (Αitken, 2007). Ο μεταβολισμός του χαλκού διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στις διάφορες φυλές προβάτων, γεγονός που επηρεάζει και την ευαισθησία τους στην ενζωοτική αταξία. Επίσης, η τοξικότητα του χαλκού είναι πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα στα πρόβατα, παρά στις αίγες. Στα πρόβατα το περιθώριο ασφαλείας μεταξύ ανεπάρκειας χαλκού και χάλκωσης είναι σχετικά μικρό. Αν υπάρχει υποψία ή επιβεβαιωμένα κρούσματα ενζωοτικής αταξίας, τότε θα πρέπει να προσδιορίζονται οι συγκεντρώσεις χαλκού, μολυβδαινίου, θειϊκών αλάτων και σιδήρου στο σιτηρέσιο. Η συγκέντρωση του Cu στο σιτηρέσιο των προβάτων θα πρέπει να βρίσκεται μεταξύ 4-15 ppm. Η αναλογία χαλκού/μολυβδαινίου θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 5:1-10:1. Για την επιβεβαίωση της χαλκοπενίας θα πρέπει να προσδιοριστούν οι συγκεντρώσεις του Cu στους ιστούς των ζώων. Αυτό μπορεί να γίνει στον ορό ή καλύτερα στο πλάσμα του αίματος, γιατί σχετικά μεγάλη ποσότητα Cu δεσμεύεται στο πήγμα του αίματος. Προτιμότερο, όμως είναι η μέτρηση της συγκέντρωσης του Cu να γίνεται στον ηπατικό ιστό. Μπορεί, επίσης, να προσδιοριστεί η δραστηριότητα ενζύμων, σχετικών με τον χαλκό, όπως της δισμουτάσης του υπεροξειδίου. Σε περιοχές με πρόβλημα ανεπάρκειας χαλκού και σε εκτροφές αιγών μπορεί να χορηγηθεί συμπλήρωμα ιχνοστοιχείων που να περιέχει 0,5% θειϊκό χαλκό. Αυτή η συγκέντρωση χαλκού είναι, όμως τοξική στα πρόβατα (Scott, 2007). Η τοξίκωση από χαλκό (χάλκωση) είναι συχνό πρόβλημα στα πρόβατα. Είναι συνήθως το αποτέλεσμα χορήγησης συμπληρωμάτων που προορίζονται για άλλα είδη ζώων (άλογα, χοίρους ή πτηνά) ή σφαλμάτων ανάμιξης. Πηγή χαλκού μπορεί να αποτελέσουν και τα διαλύματα θειϊκού χαλκού που χρησιμοποιούνται στα θεραπευτικά ποδόλουτρα. Στη χάλκωση οι συγκεντρώσεις χαλκού στο ήπαρ είναι μεγαλύτερες από 350 ppm ξηράς ουσίας και στους νεφρούς μεγαλύτερη από 100 ppm. Η νόσος εκδηλώνεται μετά την ξαφνική και μαζική απελευθέρωση χαλκού από το ήπαρ στο αίμα και εκδηλώνεται με αναιμία, αιμοσφαιρινουρία και οξεία νεφρική ανεπάρκεια (οξεία αιμολυτική κρίση). Η απελευθέρωση αυτή συχνά πυροδοτείται από παράγοντες που προκαλούν καταπόνηση στα πρόβατα. Τα ασθενή ζώα παρουσιάζουν ανορεξία, κατάπτωση, διάρροια, κοιλιακό πόνο, αδυναμία, ίκτερο. Τα ούρα παρουσιάζουν ένα βαθύ ερυθροκαστανό χρώμα (χρώμα κρασιού), λόγω της παρουσίας αιμοσφαιρίνης. Διαπιστώνεται αύξηση των ηπατικών ενζύμων και αζωθαιμία (Scott, 2007). Στη σοβαρού βαθμού ηπατοπάθεια παρατηρείται τοξίνωση του ΚΝΣ, εξαιτίας διαταραχών στη γλυκονεογένεση και μείωση της γλυκόζης - που αποτελεί το μοναδικό προμηθευτή ενέργειας στον εγκέφαλο - στο αίμα. Οι σοβαρού βαθμού νεφροπάθειες προκαλούν ουραιμική εγκεφαλοπάθεια λόγω των ενδοτοξινών που κυκλοφορούν στο αίμα. Αυτές μπορεί να είναι φαινόλες, ινδόλες, γουανίνες, κάλιο, παραθορμόνη κλπ (Καλδρυμίδου, 2010). Η νευρική μορφή της χάλκωσης δεν έχει θεραπεία. Α.1.8 ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΗ ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΙΤΙΔΑ - ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΑ ΑΠΟΣΤΗΜΑΤΑ Οι μηνιγγίτιδες γενικά, διακρίνονται σε παχυμηνιγγίτιδες της σκληρής μήνιγγας και σε λεπτομηνιγγίτιδες της χοριοειδούς μήνιγγας. Οι παχυμηνιγγίτιδες της σκληρής μήνιγγας χαρακτηρίζονται από τη συγκέντρωση πυώδους εξιδρώματος μεταξύ κρανίου και σκληρής 39

41 μήνιγγας ή την παρουσία μικροαποστημάτων. Οι παχυμηνιγγίτιδες προκύπτουν από αιματογενή ή άμεση επινέμηση της λοίμωξης από την πρωτογενή εστία (π.χ. μολυσμένα τραύματα, πυώδης μέση - έσω ωτίτιδα κτλπ). Ειδικότερα, η νωτιαία πυώδης παχυμηνιγγίτιδα είναι αποτέλεσμα ρήξης αποστημάτων στο νωτιαίο μυελό ή επέκτασης τραυματικής φλεγμονής. Οι λεπτομηνιγγίτιδες οφείλονται σε ιούς και βακτηρίδια και ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του εξιδρώματος χαρακτηρίζονται ως ορώδεις, οροϊνιδώδεις, πυώδεις, αποστηματώδεις, λεμφοκυτταρικές και κοκκιωματώδεις. Η ορώδης λεπτομηνιγγίτιδα θεωρείται απαρχή πολλών φλεγμονωδών καταστάσεων του ΚΝΣ και λόγω της εξαγγείωσης ορώδους υγρού η επιφάνεια του εγκεφάλου εμφανίζεται υγρή. Η κοκκιωματώδης λεπτομηνιγγίτιδα παρατηρείται στη φυματίωση και σε άλλες κοκκιωματώδεις φλεγμονές και εκδηλώνεται με την παρουσία κοκκιωμάτων (φυματίων). Αυτά αποτελούνται από μια κεντρική νεκρωμένη εστία, η οποία φιλοξενεί το λοιμογόνο παράγοντα, από ζώνη επιθηλιοειδών κυττάρων και γιγαντοκυττάρων τύπου Langhans και τέλος ζώνη λεμφοκυττάρων και ινοβλαστών, όταν υπάρχει περιχαράκωση των κοκκιωμάτων. Η πυοϊνιδώδης λεπτομηνιγγίτιδα χαρακτηρίζεται από θολερή επιφάνεια του εγκεφάλου και στην περίπτωση συμμετοχής στη φλεγμονή του Actinomyces pyogenes η αλλοίωση έχει πρασινωπή χροιά. Η πυοϊνιδώδης λεπτομηνιγγίτιδα επεκτείνεται και δημιουργεί μηνιγγοεγκεφαλίτιδα. Κύριοι αιτιολογικοί παράγοντες πυοϊνιδώδους λεπτομηνιγγίτιδας στα αμνοερίφια είναι διάφορα βακτήρια, όπως η E. coli και είδη των γενών Pasteurella, Streptococcus και Mycoplasma (Καλδρυμίδου, 2010). Από κλινικά περιστατικά μηνιγγοεγκεφαλίτιδας έχουν επίσης απομονωθεί Staphylococcus pyogenes και Arcanobacterium pyogenes (Scott, 2007). Στα μικρά μηρυκαστικά, οι βακτηριακές μηνιγγίτιδες /μηνιγγοεγκεφαλίτιδες εμφανίζονται συχνά ως συνέπεια χειρουργικών επεμβάσεων, όπως η αποκεράτωση, το κόψιμο της ουράς, ως συνέπεια σηψαιμίας, πνευμονίας, γαστρεντερίτιδας, ομφαλοφλεβίτιδας, ωτίτιδας και μαστίτιδας (Divers, 1999). Η βακτηριακή μηνιγγοεγκεφαλίτιδα προσβάλλει πιο συχνά αμνοερίφια ηλικίας 2-4 εβδομάδων, αλλά η συχνότητά της δεν ξεπερνά το 0,5%. Η ανεπαρκής παθητική ανοσία προδιαθέτει σε βακτηριαιμία και σε συνακόλουθη μηνιγγίτιδα (Scott, 2007). Η Pseudomonas aeruginosa μπορεί να προκαλέσει δευτερογενώς μηνιγγίτιδα σε ενήλικες αίγες, με αρχική εστία εντόπισης τον μαστό. Το Mycoplasma mycoides subsp mycoides μπορεί να προκαλέσει μηνιγγίτιδα σε ερίφια που καταναλώνουν γάλα ή πρωτόγαλα από μολυσμένες αίγες (George, 1996). Τα εγκεφαλικά αποστήματα προκαλούνται από διάφορους πυογόνους μικροοργανισμούς. Οι συνηθέστεροι από αυτούς είναι ο Actinomyces (Corynebacterium) pseudotuberculosis, Actinomyces pyogenes και ο Staphylococcus pyogenes. Τα βακτήρια, όπως και στην περίπτωση της μηνιγγοεγκεφαλίτιδας, φτάνουν στον εγκέφαλο, είτε αιματογενώς σε περίπτωση σηψαιμίας, είτε από τοπικές εστίες λοιμώξεων, όπως παρατηρείται σε περιστατικά τυρώδους λεμφαδενίτιδας ή σε λοιμώξεις που αναπτύσσονται μετά από τοπικές επεμβάσεις, όπως π.χ. μετά από επεμβάσεις αποκεράτωσης (Pringle, 1998). Σε περίπτωση προσβολής των ζώων από οίστρωση (Oestrus ovis) είναι δυνατό, σπάνια βέβαια, να προκληθεί δευτερογενής βακτηριακή μηνιγγίτιδα ή και σχηματισμός εγκεφαλικών αποστημάτων (Βλέμμας, 2010). Συνήθως, τα εγκεφαλικά αποστήματα διαγιγνώσκονται περιστασιακά σε αμνούς ηλικίας 2-4 μηνών (Scott, 2007). 40

42 ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Η μηνιγγίτιδα που αναπτύσσεται ως συνέπεια του ακρωτηριασμού της ουράς εκδηλώνεται συνήθως ως προοδευτική ανιούσα παράλυση. Σε νεογέννητα αμνοερίφια, στα οποία η νόσος είναι αποτέλεσμα σηψαιμίας μπορούν να παρατηρηθούν πυρετός (αν και όχι πάντοτε), διάρροια, κατάπτωση, νυσταγμός, τονικοκλονικοί σπασμοί και θάνατος (Smith, 1993). Συγκεκριμένα, στα αρχικά στάδια της νόσου παρατηρείται κατάπτωση και λήθαργος. Τα ζώα απομακρύνονται από τις μητέρες τους και εμφανίζουν απώλεια βάρους. Συνήθως, εμφανίζουν σπασμό των αυχενικών μυών και αναγκαστικές θέσεις της κεφαλής (Scott, 2007). Η οποιαδήποτε κίνηση του τραχήλου προκαλεί πόνο που συνοδεύεται από έντονο βέλασμα (George, 1996). Τα αμνοερίφια εμφανίζουν υπεραισθησία σε απτικά και ακουστικά ερεθίσματα και η ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση σπασμών. Σταθερά ευρήματα της κλινικής εξέτασης αποτελούν η συμφόρηση του σκληρού χιτώνα του οφθαλμού και των βλεννογόνων και ο στραβισμός. Το αντανακλαστικό της απειλής μπορεί να είναι μειωμένο ή να απουσιάζει, αν και δύσκολα αυτό αξιολογείται σε ζώα που βρίσκονται σε κατάπτωση. Σε προχωρημένα στάδια της νόσου εμφανίζονται πλευρική κατάκλιση, τονικοκλονικοί σπασμοί, οπισθότονος και τριγμός των οδόντων (Scott, 2007). Στην περίπτωση των αποστημάτων, τα συμπτώματα εξαρτώνται από το μέγεθος και την εντόπισή τους. Εξελίσσονται, κατά κανόνα, προοδευτικά και με βραδύ ρυθμό (Pugh, 2007). Τα ζώα ενδεχομένως να παρουσιάσουν πυρετό και διαταραχές της αναπνοής και του καρδιακού ρυθμού. Η κατάπτωση, οι κυκλικές κινήσεις, η αταξία, και η τύφλωση είναι μερικά από τα νευρολογκά συμπτώματα που μπορεί να παρατηρηθούν (Linkleter, 1993). Στους αμνούς, συνήθως παρατηρείται κατάπτωση και στερνική κάμψη της κεφαλής. Είναι δυνατό να παρουσιάζουν κυκλικές κινήσεις ή να παραμένουν ακίνητα και να εκδηλώνουν αναγκαστικές στάσεις. Συνήθως, η εντόπιση του αποστήματος είναι στο ένα εγκεφαλικό ημισφαίριο, οπότε τα ζώα παρουσιάζουν ετερόπλευρη τύφλωση (με φυσιολογικό αντανακλαστικό της κόρης) και ετερόπλευρες διαταραχές των ιδιοδεκτικής αισθητικότητας. Σε ενήλικα ζώα διαπιστώνεται σπάνια η δημιουργία αποστήματος στην περιοχή της υπόφυσης. Εκδηλώνεται με κατάπτωση, ανορεξία, αταξία, αναγκαστικές θέσεις της κεφαλής, δυσφαγία και τύφλωση (Scott, 2007). Η ρήξη των αποστημάτων, αν και σπάνια, οδηγεί σε αιφνίδιο θάνατο (Linkleter, 1993). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η αρχική διάγνωση τίθεται με βάση το ιστορικό και τα συμπτώματα. Στη βακτηριακή μηνιγγοεγκεφαλίτιδα παρατηρείται στο ΕΝΥ αύξηση του αριθμού των λευκοκυττάρων και της συγκέντρωσης των πρωτεϊνών (George, 1996). Μάλιστα, η αύξηση του αριθμού των λευκοκυττάρων (κυρίως ουδετερόφιλων) είναι 100 φορές ή μεγαλύτερη του φυσιολογικού και η αύξηση της συγκέντρωσης των πρωτεϊνών τουλάχιστον 5 φορές μεγαλύτερη (Scott, 2007). Το εγκεφαλονωτιαίο υγρό μπορεί επίσης να έχει όψη θολερή και αφρώδη (σαν αφρός μπύρας, μετά την ελαφριά ανακίνηση του δείγματος), εξαιτίας της παρουσίας εξιδρώματος, ενώ στα επιχρίσματα από το ίζημα του ενδέχεται να παρατηρηθούν οι μικροοργανισμοί, μετά από χρώση κατά Gram (George, 1996). Η καλλιέργεια του ΕΝΥ σπάνια αποβαίνει θετική (Scott, 2007). Νεκροτομικά, διαπιστώνεται υπεραιμία των μηνίγγων. Τα αγγεία των μηνίγγων αποκαλύπτονται συμφορημένα, με σκοτεινό ερυθρό 41

43 χρώμα. Παρατηρούνται επίσης, διαπιδυτικές αιμορραγίες (πετέχειες) και οίδημα και πάχυνση των μηνίγγων (Smith, 1993). Οι αιματολογικές εξετάσεις, συνήθως, είναι φυσιολογικές ή μπορεί να αποκαλύψουν κάποια λευκοκυττάρωση. Στα εγκεφαλικά αποστήματα, η οριστική διάγνωση γίνεται μόνο με τον εντοπισμό του αποστήματος στον εγκέφαλο κατά την νεκροτομική εξέταση. Διαφορική διάγνωση της βακτηριακής μηνιγγοεγκεφαλίτιδας θα πρέπει να γίνει από την υποπλασία ή απλασία της παρεγκεφαλίδας (λοίμωξη από τον ιό της νόσου Border), την ηπατική νεκροβακίλλωση, την σηψαιμία και τη νέφρωση (Scott, 2007). Διαφορική διάγνωση των εγκεφαλικών αποστημάτων θα πρέπει να γίνει, κυρίως, από τη λιστερίωση (Pugh, 2007), και στους αμνούς από την πολιοεγκεφαλομαλάκυνση, η οποία όμως έχει πιο οξεία κλινική διαδρομή και την κοινούρωση, η οποία εμφανίζεται σπάνια σε αμνούς ηλικίας μικρότερης των 6 μηνών (Scott, 2007). ΘΕΡΑΠΕΙΑ Η θεραπεία της βακτηριακής μηνιγγοεγκεφαλίτιδας περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιβιοτικών. Ιδανικά, η επιλογή του αντιβιοτικού βασίζεται στα αποτελέσματα της καλλιέργειας και του αντιβιογράμματος. Όμως, στην πράξη σπάνια είναι διαθέσιμα τα παραπάνω αποτελέσματα κατά την έναρξη της θεραπείας (George, 1996). Η χορήγηση κεφαλοσπορινών είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική. Μπορεί να χορηγηθεί κεφτιοφούρη (4-5 mg/kg, IV, QID) (Divers, 1999). Άλλα αντιμικροβιακά που θα μπορούσαν να χορηγηθούν είναι η φλορφενικόλη και ο συνδυασμός σουλφοναμίδης-τριμεθοπρίμης (Scott, 2007). Ταυτόχρονα, για την μείωση της φλεγμονής χορηγούνται και γλυκοκορτικοειδή (δεξαμεθαζόνη: 1 mg/kg, IV) (George, 1996). Η χορήγηση, όμως των κορτικοστεροειδών παραμένει αμφιλεγόμενη (Scott, 2007). Αν το ζώο εκδηλώνει σπασμούς μπορεί να χορηγηθεί διαζεπάμη (0,01-0,4 mg/kg) (George, 1996). Η θεραπεία μπορεί να αποδώσει αν χορηγηθεί έγκαιρα, στα αρχικά στάδια της νόσου, αν είναι επιθετική και συνεχιστεί για ημέρες. Αποτυχία της θεραπείας, όπως π.χ. αδυναμία του αντιβιοτικού να φτάσει σε θεραπευτικές συγκεντρώσεις στις μήνιγγες, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τις υποτροπές, την παραμονή φλεγμονωδών εστιών ή το σχηματισμό αποστημάτων (George, 1996). Γενικά, όμως λίγα αμνοερίφια ανταποκρίνονται στη θεραπεία. Έτσι, αν τα ζώα παρουσιάζουν σπασμούς και η διάγνωση επιβεβαιωθεί με την εξέταση του ΕΝΥ, τότε συνιστάται η ευθανασία (Scott, 2007). Η πρόγνωση, στην περίπτωση των εγκεφαλικών αποστημάτων, είναι πολύ δυσμενής και σε γενικές γραμμές συνιστάται η αξιοποίηση του ζώου (Smith, 1993). ΠΡΟΛΗΨΗ Εκείνο που είναι πιο σημαντικό να γίνει είναι η ταυτοποίηση του αιτιολογικού παράγοντα, έτσι, ώστε, να ληφθούν τα αναγκαία διαχειριστικά μέτρα που θα αποτρέψουν την εμφάνιση νέων κρουσμάτων (Pugh, 2007). Η πρόληψη βασίζεται στην εξασφάλιση της λήψης από τα νεογέννητα αμνοερίφια έγκαιρα, επαρκούς ποσότητας πρωτογάλακτος. Στα διαχειριστικά μέτρα περιλαμβάνονται και η τήρηση των κανόνων υγιεινής στους χώρους τοκετού και ενσταβλισμού των αμνοεριφίων (Scott, 2007). Θα πρέπει να αποφεύγεται η εκτεταμένη καταστροφή των ιστών κατά τη διενέργεια των διαφόρων χειρουργικών επεμβάσεων (αποκεράτωση, κόψιμο ουράς). Ο εξοπλισμός και τα υλικά που 42

44 χρησιμοποιούνται θα πρέπει να είναι αποστειρωμένα και οι επεμβάσεις να γίνονται κάτω από άσηπτες συνθήκες (Pugh, 2007). Α.1.9 ΕΝΤΕΡΟΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ Τα Clostridium perfringens τύπου C και D και, πιθανόν, και τύπου E αποτελούν σημαντικά παθογόνα βακτήρια για τα αιγοπρόβατα. Προκαλούν νοσήματα που εκδηλώνονται, κυρίως, με συμπτώματα από το πεπτικό σύστημα και με αιφνίδιους θανάτους. Αυτά, όμως, συχνά συνοδεύονται και από νευρολογικές διαταραχές (Pugh, Baird, 2011). Για παράδειγμα, το Clostridium perfringens τύπου D στις αίγες προκαλεί συνήθως αιμορραγική εντερίτιδα και ξαφνικούς θανάτους. Όμως, κυρίως στους αμνούς σχετίζεται και με την εμφάνιση νευρολογικών συμπτωμάτων, όπως είναι ο οπισθότονος και οι επιληπτικοί σπασμοί (Rings, 2004). Ο μικροοργανισμός βρίσκεται παντού στο περιβάλλον και τα κόπρανα των ζώων. Το Clostridium perfringens τύπου C παράγει α και β-τοξίνες, οι οποίες δεν διασπώνται στο έντερο των νεαρών ζώων, ηλικίας μικρότερης των 10 ημερών, γιατί οι συγκεντρώσεις των πρωτεολυτικών ενζύμων είναι πολύ μικρές. Η β-τοξίνη διαταράσσοντας τον μηχανισμό ανταλλαγής των ιόντων στις κυτταρικές μεμβράνες των νευρικών κυττάρων, προκαλεί μη αναστρέψιμη εκπόλωση και την εκδήλωση νευρολογικών συμπτωμάτων (Shatursky et al, 2000). Εντεροτοξιναιμία από Clostridium perfringens τύπου D παρατηρείται συνήθως σε νεαρούς αμνούς και σχετίζεται με διατροφικά σφάλματα (κατανάλωση πλούσιας τροφής νόσος υπερσιτισμού) που επιτρέπουν την υπερανάπτυξη των κλωστηριδίων και την παραγωγή α και ε-τοξινών στο λεπτό έντερο. Έτσι, είναι συχνή σε μονάδες παχυνόμενων. Σε εκτροφές, όπου δεν εφαρμόζεται εμβολιασμός μπορεί να παρατηρηθεί και σε νεογέννητους αμνούς. Σποραδικά, εμφανίζεται και σε ενήλικα ζώα (Scholes et al, 2007). Το Clostridium perfringens τύπου D παράγει α και ε-τοξίνες (Παπαδόπουλος, 1987). Η ενεργοποίηση της ε-τοξίνης γίνεται με την επίδραση των εντερικών πρωτεασών. Η ενεργοποιημένη ε-τοξίνη προκαλεί ρήξη των κυτταρικών δεσμών στο ενδοθήλιο των αγγείων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση οιδημάτων σε διάφορα όργανα, όπως στον εγκέφαλο, στους πνεύμονες και στους νεφρούς (Watson-Scholes, 2009). Η δραστηριότητα των β-τοξινών στον εντερικό σωλήνα διευκολύνει την δράση της ε-τοξίνης (Uzal et al, 2008). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Συνήθως, η πορεία της νόσου είναι υπεροξεία και δεν παρατηρούνται άλλα συμπτώματα, παρά αιφνίδιοι θάνατοι. Κοιλιακός πόνος που συνοδεύεται από τριγμό των οδόντων και συνεχή βελάσματα μπορεί να παρατηρηθούν σε κάποια ζώα (Pugh, Baird, 2011). Σε αίγες, σε κάποια περιστατικά έχει αναφερθεί και αιμορραγική διάρροια από Clostridium perfringens τύπου D (Songer, 1996). Η διάρροια, όμως είναι συχνότερη στα πρόβατα. Αν τα ζώα επιβιώσουν της υπεροξείας φάσης της εντεροτοξιναιμίας, τότε μπορεί να παρουσιάσουν νευρολογικά συμπτώματα από τη δράση των εντεροτοξινών (Mayhew, 2009). Παρατηρούνται κατάπτωση, αταξία, οπισθότονος, επιληπτικές κρίσεις και κώμα. Όλα αυτά τα νευρολογικά συμπτώματα εμφανίζονται αιφνίδια (Rings, 2004). Στην εντεροτοξιναιμία από Clostridium perfringens τύπου D, αναπτύσσεται εστιακή εγκεφαλομαλάκυνση, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται κλινικά από άσκοπη περιπλάνηση, τύφλωση, αναγκαστικές στάσεις και θέσεις της κεφαλής (Songer, 1996). Στα πρόβατα που επιβιώνουν μετά την εμφάνιση νευρολογικών συμπτωμάτων, έχει αναφερθεί και χρόνιο 43

45 σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από διαταραχές της συνείδησης. Αυτό, πιθανότατα οφείλεται στη χαμηλότερη συγκέντρωση των τοξινών και σχετίζεται με την εμφάνιση εστιακών εκφυλιστικών αλλοιώσεων στην εσωτερική κάψα, στους βασικούς πυρήνες, στην παρεγκεφαλίδα και στο στέλεχος του εγκεφάλου (Finnie, 2003). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Το ιστορικό και τα συμπτώματα θέτουν την υποψία της νόσου, που ενισχύεται με την ανεύρεση πολυάριθμων κλωστηριδίων σε επιχρίσματα κοπράνων. Κατά την νεκροτομική εξέταση, η παρουσία εντερίτιδας και μεγάλου αριθμού κλωστηριδίων, κυρίως στο ανώτερο τμήμα του λεπτού εντέρου ενισχύει τη διάγνωση. Στην περίπτωση εντεροτοξιναιμίας τύπου D, διαπιστώνεται επίσης και η παρουσία οιδημάτων σε διάφορα όργανα (Pugh, Baird, 2011). Στους αμνούς παρατηρείται, επίσης υπεργλυκαιμία που οδηγεί σε γλυκοζουρία και νέφρωση. Η εμφάνιση επομένως του χαρακτηριστικού πολτώδους νεφρού, οφείλεται στις αυτολυτικές αλλοιώσεις των νεφρικών σωματίων. Συνοδεύεται από κάποια στοιχεία σωληναριακής νέκρωσης και είναι το αποτέλεσμα της γλυκοζουρίας και όχι της δράσης των τοξινών στο νεφρό. Ιστοπαθολογικά, στο κεντρικό νευρικό σύστημα διαπιστώνεται μικροαγγειοπάθεια, περιαγγειακό οίδημα και εστιακή, συμμετρική λευκοεγκεφαλομαλάκυνση (Mayhew, 2009). Η ταυτοποίηση των τοξινών μπορεί να γίνει με PCR ή ELISA (Pugh, Baird, 2011). ΘΕΡΑΠΕΙΑ-ΠΡΟΛΗΨΗ Θεραπεία δεν εφαρμόζεται, γιατί τα ζώα πεθαίνουν πολύ γρήγορα. Η χορήγηση αντιτοξινών των τύπων C και D έχει προληπτικό, παρά θεραπευτικό αποτέλεσμα και προσφέρει προστασία σε νεογέννητα αμνοερίφια για 2 περίπου εβδομάδες. Η πρόληψη βασίζεται σε πρόγραμμα εμβολιασμού για την εντεροτοξιναιμία των μικρών μηρυκαστικών. Ο συστηματικός εμβολιασμός αποτελεί σημαντική παράμετρο σε κάθε πρόγραμμα διαχείρισης των εκτροφών αιγοπροβάτων (Pugh, Baird, 2011). Α.1.10 ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΝΩΤΙΑΙΟΥ ΜΥΕΛΟΥ - ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΩΝ ΝΕΥΡΩΝ Γενικά, οι τραυματικές και λοιμώδους αιτιολογίας παθήσεις του νωτιαίου μυελού είναι συχνές στα μικρά μηρυκαστικά. Τα τραύματα του νωτιαίου μυελού μπορεί να είναι το αποτέλεσμα τραυματισμών που προκαλούνται από άλλα ζώα ή να οφείλονται σε άλλα αίτια (π.χ. κτύπημα από αυτοκίνητο) (Pugh, 2002). Οι τραυματισμοί της αυχενικής μοίρας του νωτιαίου μυελού είναι συχνοί σε κριούς και τράγους κατά τις μεταξύ τους μονομαχίες που γίνονται την περίοδο των συζεύξεων (Aitken, 2007). Συχνά, οι βλάβες του ΚΝΣ από τραυματισμούς δεν είναι ορατές, επειδή δεν υπάρχει λύση της συνέχειας του δέρματος, όταν ο τραυματισμός οφείλεται σε κτύπημα με αμβλύ όργανο ή σε πρόσκρουση του ζώου σε σκληρό εμπόδιο (Pugh, 2002). Ο τραυματισμός μπορεί να προκαλέσει διάσειση, θλάση ή μωλωπισμό του ΚΝΣ. Η διάσειση είναι παροδική, επειδή οι αλλοιώσεις που δημιουργούνται είναι μικρές αιμορραγίες των μηνίγγων. Ο μωλωπισμός, όμως καταλείπει μόνιμες βλάβες. Οι αλλοιώσεις στον μωλωπισμό συνίστανται σε αιμορραγίες διαφόρου βαθμού. Η οξεία προβολή του μεσοσπονδύλιου δίσκου προκαλεί έντονο οίδημα, υποξία και στη συνέχεια μαλάκυνση του νωτιαίου μυελού. Αν υπάρξει ρήξη της μέσης νωτιαίας αρτηρίας, η αιμορραγία προκαλεί επιπωματισμό του ΝΜ και τετραπληγία. Η χρόνια, όμως προβολή του 44

46 μεσοσπονδύλιου δίσκου είναι λιγότερο δραματική και προκαλεί τοπική ατροφία από πίεση του ΝΜ (Καλδρυμίδου, 2010). Περιστασιακά, σε αναπτυσσόμενα αμνοερίφια παρατηρούνται παθολογικά κατάγματα των σπονδύλων που οφείλονται σε διαταραχές που σχετίζονται με το μεταβολισμό του Ca. Παρατηρούνται, δηλαδή, σε ζώα που λαμβάνουν σιτηρέσια ελλειμματικά σε Ca και βιταμίνη D (Pugh, 2002). Τα νεοπλάσματα του ΝΜ (λεμφοσάρκωμα, μηνιγγίωμα) παρατηρούνται σποραδικά (Watt, 1995). Τέλος, οι μυελίτιδες παρατηρούνται συχνότερα σε αμνούς ηλικίας 1-4 μηνών. Τα αποστήματα του σπονδυλικού σωλήνα είναι συνήθως αποτέλεσμα διασποράς της λοίμωξης από κάποιο άλλο όργανο ή σύστημα του οργανισμού. Έτσι, μπορεί να παρατηρηθούν σε περίπτωση τυρώδους λεμφαδενίτιδας ή να είναι το αποτέλεσμα ομφαλοφλεβίτιδας ή σηψαιμίας. Συχνά, από τέτοια αποστήματα απομονώνονται Arcanobacterium pyogenes και Staphylococcus spp (Scott, 2007). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Η εντόπιση των αλλοιώσεων στο νωτιαίο μυελό βασίζεται στην εκτίμηση των νωτιαίων αντανακλαστικών, στον έλεγχο του μυϊκού τόνου και στον έλεγχο της αίσθησης του άλγους. Με τα νωτιαία αντανακλαστικά ελέγχεται η ακεραιότητα των ανάλογων νευροτομίων του νωτιαίου μυελού, των νωτιαίων νεύρων που εκφύονται από αυτά και έμμεσα η λειτουργία των άνω κινητικών νευρώνων (εξωπυραμιδική οδός) (Κουτίνας, Πολυζοπούλου, 2003). Τα νωτιαία αντανακλαστικά ελέγχονται με το ζώο σε πλάγια κατάκλιση. Ελέγχονται τα δύο άνω άκρα και στη συνέχεια ο εξεταστής αλλάζει την πλευρά κατάκλισης του ζώου για να ελέγξει και τα ετερόπλευρα. Τα νωτιαία αντανακλαστικά περιλαμβάνουν το αντανακλαστικό της επιγονατίδας, το αντανακλαστικό της κάμψης, το δερματομυϊκό και το περινεϊκό ανατανακλαστικό (Γιαδίνης, 2006). Τα νωτιαία αντανακλαστικά έχουν μεγαλύτερη ένταση στα νεογέννητα μικρά μηρυκαστικά, σε σύγκριση με τα ενήλικα (Costable, 2004). Η εκτίμηση του αντανακλαστικού τόξου αποτελεί τη βάση της εξέτασης του νωτιαίου μυελού (Scott, 2007). Γίνεται προσπάθεια να εκτιμηθεί, αν η βλάβη αφορά στους άνω ή τους κάτω κινητικούς νευρώνες. Οι άνω κινητικοί νευρώνες (ΑΚΝ) είναι υπεύθυνοι για την έναρξη της κίνησης, για τη διατήρηση του τόνου των εκτεινόντων μυών και τη ρύθμιση της λειτουργίας των κάτω κινητικών νευρώνων. Οι κάτω κινητικοί νευρώνες (ΚΚΝ) αποτελούν το εκτελεστικό όργανο των άνω κινητικών νευρώνων και είναι υπεύθυνοι για τη διατήρηση των νωτιαίων αντανακλαστικών. Η βλάβη των ΑΚΝ χαρακτηρίζεται από διατήρηση ή αύξηση του μυϊκού τόνου και της έντασης των νωτιαίων αντανακλαστικών. Η βλάβη των ΚΚΝ χαρακτηρίζεται, αντίθετα από μείωση έως εξάλειψη των νωτιαίων αντανακλαστικών και του μυϊκού τόνου (Koutinas and Polizopoulou, 2003). Σε συνθήκες εκτροφής μπορεί όμως να αποδειχθεί δύσκολη η ικανοποιητική νευρολογική εξέταση βαρύσωμων κριών ή έγκυων προβατίνων που βρίσκονται σε κατάκλιση (Aitken, 2007). Τα συμπτώματα εξαρτώνται από τη θέση και το βαθμό συμπίεσης του νωτιαίου μυελού. Αναλυτικότερα, στο αυχενικό σύνδρομο (νευροτόμια Α 1 -Α 6 ) παρατηρείται αυξημένος μυϊκός τόνος σε όλα τα άκρα και φυσιολογική ή αυξημένη ένταση των νωτιαίων αντανακλαστικών (Mayhew, 1989). Σε ήπιες συμπιεστικές αλλοιώσεις των παραπάνω νευροτομίων παρατηρούνται αταξία και αδυναμία και των τεσσάρων άκρων, αν και ο βαθμός προσβολής των οπισθίων άκρων είναι μεγαλύτερος. Παρατηρούνται διαταραχές των αντανακλαστικών θέσης που υποδηλώνουν διαταραχές της ιδιοδεκτικής 45

47 αισθητικότητας, δηλαδή της ικανότητας του ζώου να αναγνωρίζει τη θέση του σώματος και των άκρων του στο χώρο. Τα σοβαρά προσβεβλημένα ζώα είναι πιθανό να μην μπορούν να διατηρηθούν σε στερνική κατάκλιση (Scott, 2007). Σε αλλοιώσεις των Α 6 -Θ 2 νευροτομίων ο μυϊκός τόνος και τα νωτιαία αντανακλαστικά είναι φυσιολογικά ή αυξημένα στα οπίσθια άκρα, ενώ αντίθετα παρατηρείται μείωσή τους στα πρόσθια άκρα. Σε αλλοιώσεις των Θ 3 -Ο 3 νευροτομίων (θωρακοοσφυϊκό σύνδρομο) διαπιστώνεται σπαστική παραπάρεση ή παραπληγία, ενώ τα πρόσθια άκρα είναι φυσιολογικά (Mayhew, 1989). Συχνά, τα ζώα υιοθετούν τη στάση του «καθιστού σκύλου» με κάμψη των ισχίων και έκταση των οπισθίων άκρων προς τα εμπρός, παραπλεύρως των κοιλιακών τοιχωμάτων. Τα νωτιαία αντανακλαστικά είναι αυξημένα. Οι αλλοιώσεις των Ο 4 -Ι 2 νευροτομίων συνοδεύονται από χαλαρή πάρεση ή παράλυση των οπισθίων άκρων, με μείωση ή απουσία των αντανακλαστικών και του μυϊκού τόνου. Τέλος, σε αλλοιώσεις των Ι 1 -Ι 3 παρατηρείται υποτονία της ουράς και ακράτεια κοπράνων και ούρων (Scott, 2007). Σε ζώα που εμφανίζουν παραπληγία ή τετραπληγία θα πρέπει να εξετάζεται η βαθειά αίσθηση του άλγους. Η βαθειά αίσθηση του άλγους θεωρείται πιο αξιόπιστη από την επιφανειακή αίσθηση του άλγους και για τον έλεγχο της πιέζονται με αιμοστατική λαβίδα τα δάκτυλα του ζώου. Το ζώο αντιδρά έντονα σε περίπτωση διατήρησης της αισθητικότητας. Η απώλεια της βαθειάς αίσθησης του άλγους, η οποία μεταδίδεται με το νωτιαιοθαλαμικό δεμάτιο του νωτιαίου μυελού, υποδηλώνει λειτουργική ή και ανατομική διατομή του νωτιαίου μυελού και η πρόγνωση για την αποκατάστασή της είναι πολύ δυσμενής (Machen et al, 2002). Διαφορική διάγνωση θα πρέπει να γίνει από παθολογικές καταστάσεις που προκαλούν κατάκλιση, όπως η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης και η υπασβεστιαιμία σε θηλυκά ζώα στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης. Κατάκλιση μπορεί να προκληθεί και από άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως τα κατάγματα των άκρων και οι παθήσεις των αρθρώσεων (βακτηριακή πολυαρθρίτιδα, οστεαρθρίτιδα κλπ) (Scott, 2007). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η λεπτομερής νευρολογική εξέταση θα βοηθήσει στον καθορισμό της θέσης εντόπισης των αλλοιώσεων στο νωτιαίο μυελό. Η διάγνωση θα βασιστεί επίσης σε πληροφορίες που αφορούν στην ταχύτητα εμφάνισης των συμπτωμάτων, στη διάρκεια και την εξέλιξή τους. Θα πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη η ηλικία των ασθενών ζώων και τα μέτρα διαχείρισης που εφαρμόζονται στην εκτροφή (π.χ. ανάμιξη γενετικά ώριμων κριών ή τράγων) (Aitken, 2007). Σε αλλοιώσεις λοιμώδους αιτιολογίας (π.χ. αποστήματα) που προβάλλουν στον σπονδυλικό σωλήνα και προκαλούν συμπίεση του νωτιαίου μυελού, μπορεί να παρατηρηθεί αύξηση της συγκέντρωσης των πρωτεϊνών στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (>1,5 g/l). Η ακτινογραφία και η μυελογραφία μπορούν να βοηθήσουν στη διάγνωση, αλλά το κόστος τους δικαιολογεί την εφαρμογή τους μόνο στην περίπτωση ζώων μεγάλης αξίας. Με τις ακτινογραφίες μπορεί να γίνει διάγνωση της οστεομυελίτιδας, της παρουσίας αποστημάτων ή καταγμάτων της σπονδυλικής στήλης (Sweeney, 1999). Η κυτταρολογική εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση νεοπλασματικών αλλοιώσεων (μελάνωμα, λεμφοσάρκωμα κλπ.) (Pugh, 2002). 46

48 ΘΕΡΑΠΕΙΑ Η χορήγηση αντιβιοτικών παραμένει χωρίς αποτέλεσμα στην λοιμώδους αιτιολογίας συμπίεση του νωτιαίου μυελού. Έτσι, συνιστάται η ευθανασία ή η αξιοποίηση των ασθενών ζώων. Περιστατικά από κακώσεις της σπονδυλικής στήλης και αλλοιώσεις του νωτιαίου μυελού εμφανίζονται σποραδικά και, έτσι, δεν υπάρχουν εξειδικευμένα μέτρα πρόληψης (Scott, 2007). Α.1.11 ΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ Η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης (ketosis, twin lamb disease) είναι η πιο συχνή μεταβολική ασθένεια των έγκυων μικρών μηρυκαστικών. Παρατηρείται στο τελικό στάδιο της εγκυμοσύνης σε ζώα υποσιτισμένα, εκτεθειμένα σε παράγοντες καταπόνησης και οφείλεται σε διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων και των λιπών (Aitken, 2007). Η νόσος εμφανίζεται πιο συχνά σε ζώα που κυοφορούν δύο ή περισσότερα έμβρυα και χαρακτηρίζεται από υπογλυκαιμική εγκεφαλοπάθεια, η οποία εκδηλώνεται με ανορεξία, απάθεια και άλλα νευρολογικά συμπτώματα (Scott, 2007). Η θνησιμότητα είναι υψηλή και η θεραπεία δεν είναι πάντοτε αποτελεσματική. Έτσι, έμφαση θα πρέπει να δίνεται στην πρόληψη εμφάνισης της νόσου, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με τα κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα (Aitken, 2007). Στην Ελλάδα, η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης θεωρείται ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα στις εκτροφές προβάτων. Γενικά, εκδηλώνεται συχνότερα σε πρόβατα παρά σε αίγες (Φθενάκης, 2011). ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ Η νόσος οφείλεται σε διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων και των λιπών. Παρατηρείται, πιο συχνά, τις τελευταίες 8 έως 6 εβδομάδες της εγκυμοσύνης, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των εγκυμονούντων ζώων να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες (ανάγκες σε γλυκόζη). Η ασθένεια παρατηρείται συχνότερα σε ζώα που κυοφορούν δύο ή περισσότερα έμβρυα. Σπανιότερα, μπορεί να παρατηρηθεί και σε ζώα που κυοφορούν ένα έμβρυο μεγάλου μεγέθους (Fetcher, 1983). Είναι γεγονός ότι το συνολικό βάρος της μήτρας ενός προβάτου που κυοφορεί τρίδυμα μπορεί να αποτελεί ως και το 27% του σωματικού του βάρους κατά την περίοδο των συζεύξεων (Robinson, 1977). Επίσης προβατίνες που κυοφορούν δίδυμα έχουν ενεργειακές απαιτήσεις αυξημένες κατά 180%, σε σχέση, με αυτές που κυοφορούν ένα μόνο έμβρυο, ενώ σε αυτές που κυοφορούν τρίδυμα οι απαιτήσεις αυξάνονται κατά 240% (Rowe, 1998). Οι ενεργειακές απαιτήσεις των προβάτων και των αιγών, που κυοφορούν δίδυμα ή τρίδυμα αυξάνονται σημαντικά στους τελευταίους 2 μήνες της εγκυμοσύνης, επειδή, τότε είναι που συμβαίνει το 70-80% της ανάπτυξης του εμβρύου (Pugh, 2007). Συνήθως προσβάλλονται αδύνατα ή παχύσαρκα ζώα. Τα αδύνατα ζώα είναι επιρρεπή στην ασθένεια, επειδή δεν έχουν αποθέματα περιφερειακού λίπους για κινητοποίηση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στα παχύσαρκα ζώα από την άλλη, εξαιτίας των μεγάλων αποθεμάτων ενδοκοιλιακού λίπους, μειώνεται ο διαθέσιμος για την μεγάλη κοιλία χώρος με αποτέλεσμα την μείωση της ικανότητας κατανάλωσης τροφής. Στη μείωση του διαθέσιμου για την μεγάλη κοιλία χώρου συμβάλλει και το συνεχώς αυξανόμενο μέγεθος της μήτρας. Επιπρόσθετα, ο μεταβολισμός του ενδοκοιλιακού λίπους των ζώων αυτών οδηγεί σε αύξηση της συγκέντρωσης των κετονικών σωμάτων στο αίμα (Φθενάκης, 2011). 47

49 Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες (έντονο κρύο, βροχοπτώσεις, άνεμοι) προδιαθέτουν στην νόσο, επειδή τα ζώα προτιμούν να προστατευθούν παρά να βόσκουν. Έτσι, η νόσος εμφανίζεται συνήθως σε εκτροφές, όπου οι τοκετοί λαμβάνουν χώρα το χειμώνα και ιδιαίτερα όταν η παροχή τροφής είναι ανεπαρκής ή όταν η ποιότητα της συμπυκνωμένης τροφής ή του ενσιρώματος είναι κακή. Σε αντίξοες καιρικές συνθήκες (π.χ. χιονοπτώσεις), οι κτηνοτρόφοι μπορεί να παραμελήσουν το τακτικό εφοδιασμό των εκτροφών τους με ζωοτροφές, κάτι που μπορεί να έχει αντίκτυπο στην τακτική παράθεση επαρκούς τροφής στα ζώα. Επίσης, αν υπάρχει παγετός, οπότε παγώνουν οι σωληνώσεις παροχής νερού, διακόπτεται η λήψη νερού και συνακόλουθα η κατανάλωση τροφής (Φθενάκης, 2011). Η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης συχνά παρατηρείται σε συνδυασμό με την ανορεξία που προκαλείται από διάφορες ασθένειες (λοιμώδης ποδοδερματίτιδα, λοιμώξεις από Lentiιούς) και με παράγοντες καταπόνησης (απότομες αλλαγές σιτηρεσίου, εμβολιασμοί, κακές συνθήκες ενσταβλισμού, πιθανές επιθέσεις από αρπακτικά). Η χωλότητα εμποδίζει τα ζώα να βοσκήσουν, ενώ η απότομη αλλαγή στο σιτηρέσιο ή η μεταφορά των ζώων ελαττώνουν την πρόσληψη τροφής και προδιαθέτουν στη νόσο (Sargison, 1995). Οι οδοντικές ανωμαλίες και τα τραύματα της στοματικής κοιλότητας εμποδίζουν την πρόσληψη τροφής και προδιαθέτουν επίσης στη νόσο. Οι παρασιτώσεις (ιδιαίτερα οι τρηματωδώσεις) και η παραφυματίωση, επειδή εξαντλούν τα αποθέματα λίπους, προδιαθέτουν στην ασθένεια. Γενικά, στην τοξιναιμία της εγκυμοσύνης προδιαθέτουν παράγοντες που σχετίζονται με την εκτροφή και παράγοντες που σχετίζονται ατομικά με το κάθε ζώο. Στους τελευταίους περιλαμβάνονται και η σοβαρή χωλότητα, η πρόπτωση του κόλπου, αλλά και άλλες διαταραχές, όπως η οξέωση της μεγάλης κοιλίας ή η υπασβεστιαιμία, οι οποίες προκαλούν παροδική μείωση της όρεξης (Scott, 2007). Οι παθογενετικοί μηχανισμοί στην τοξιναιμία της εγκυμοσύνης είναι πολύπλοκοι και αλληλένδετοι και σχετίζονται με τη δημιουργία υπογλυκαιμίας και υπερκετοναιμίας. Μετά την η εβδομάδα της εγκυμοσύνης το βάρος των εμβρύων αυξάνεται κατά 65-75% και κατά συνέπεια αυξάνονται ανάλογα και οι ανάγκες τους σε ενέργεια και πρωτεΐνες. Έτσι, αυξάνονται κατακόρυφα και οι ανάγκες των έγκυων ζώων. Κάθε έμβρυο απαιτεί ποσότητα g γλυκόζης καθημερινά και η κάλυψη αυτών των αναγκών αποτελεί προτεραιότητα για το έγκυο ζώο, που διαθέτει το 40% της γλυκόζης για τις απαιτήσεις των αναπτυσσόμενων εμβρύων, οι οποίες μάλιστα προοδευτικά αυξάνονται (Φθενάκης, 2011). Μόνο το 10% των απαιτήσεων των μηρυκαστικών σε γλυκόζη καλύπτεται από τη γλυκόζη που προσλαμβάνεται ως έχει με την τροφή. Για την κάλυψη των υπολοίπων αναγκών τα αιγοπρόβατα, όπως όλα τα μηρυκαστικά βασίζονται στη γλυκονεογένεση, δηλ. στη σύνθεση γλυκόζης στο ήπαρ από πρόδρομες ουσίες (Aitken, 2007). Οι κυριότερες από αυτές είναι το προπιονικό οξύ, που προσφέρει το 50-70% των αναγκών σε γλυκόζη. Το προπιονικό οξύ παράγεται στη μεγάλη κοιλία κατά τη ζύμωση του αμύλου, των κυτταρινών και των πρωτεϊνών και στο μεγαλύτερο μέρος μεταφέρεται στο ήπαρ για τη σύνθεση της γλυκόζης, το δε υπόλοιπο μεταβολίζεται αμέσως για παραγωγή ενέργειας. Άλλη πρόδρομη ουσία είναι το γαλακτικό οξύ, το οποίο με την γλυκονεογένεση καλύπτει έως και το 10% των απαιτήσεων σε γλυκόζη. Ο καταβολισμός των αμινοξέων της τροφής ή των σκελετικών μυών αποτελεί επίσης σημαντική πηγή γλυκόζης, όταν το παραγόμενο προπιονικό και γαλακτικό οξύ δεν επαρκούν. Η γλυκόζη οξειδώνεται για παραγωγή ενέργειας στο κύκλο του τρικαρβοξυλικού οξέος (κύκλος του Krebs) και συμμετέχει στη διαδικασία 48

50 γλυκογονόλυσης-γλυκονεογένεσης (μεταβολική οδός Embden-Meyerhof) στα μιτοχόνδρια των ηπατικών κυττάρων (Φθενάκης, 2011). Στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης οι ορμονικές μεταβολές που παρατηρούνται επιδεινώνουν την έλλειψη ενέργειας. Οι ορμόνες επιδρούν στον ενδιάμεσο μεταβολισμό λιπών και υδατανθράκων, προδιαθέτοντας σε υπογλυκαιμία, υπερλιπιδαιμία και υπερκετοναιμία. Παρατηρούνται, μεταξύ των άλλων, μείωση της έκκρισης ινσουλίνης και αύξηση της έκκρισης προλακτίνης και αυξητικής ορμόνης. Η αύξηση της έκκρισης της προλακτίνης και της αυξητικής ορμόνης αναστέλλει τη δράση της ινσουλίνης στο λιπώδη ιστό και επηρεάζει την κατανομή των αμινοξέων μεταξύ ήπατος και εξωηπατικών ιστών. Το αποτέλεσμα είναι η αδυναμία σύνθεσης και κινητοποίησης γλυκόζης και η ελλιπής ανταπόκριση του λιπώδους και του μυϊκού ιστού στη δράση της ινσουλίνης. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την ανορεξία, η οποία μειώνει την πρόσληψη τροφής και επιτείνει την υπογλυκαιμία (Φθενάκης, 2011). Στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης οι ενεργειακές ανάγκες των μικρών μηρυκαστικών δεν καλύπτονται από την τροφή. Έτσι, τα ζώα καταφεύγουν στην κινητοποίηση του λίπους από τα περιφερειακά αποθέματα του λιπώδους ιστού για την παραγωγή ενέργειας. Η αυξημένη λιπόλυση προκαλεί αύξηση της συγκέντρωσης των NEFA (μη εστεροποιημένων λιπαρών οξέων), αλλά και αύξηση της πρόσληψης τους από το ήπαρ. Στα ηπατικά κύτταρα τα NEFA είτε εστεροποιούνται σε τριγλυκερίδια, τα οποία αποθηκεύονται ή απεκκρίνονται ως χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες (VLDL) για περαιτέρω μεταβολισμό σε εξωηπατικούς ιστούς, είτε οξειδώνονται πλήρως σε διοξείδιο του άνθρακα ή ατελώς σε ακετυλοσυνένζυμο-α, το οποίο εισέρχεται στον κύκλο του Krebs ή μετατρέπεται σε κετονικά σώματα (ακετοξικό οξύ, ακετόνη, β-υδροξυβουτυρικό οξύ) ως υποπροϊόντα (Aitken, 2007). Το ποιο μεταβολικό δρόμο θα ακολουθήσουν τα NEFA, εξαρτάται από τη διαθέσιμη ενέργεια. Υπό φυσιολογικές συνθήκες τα ζώα διαθέτουν αρκετή ενέργεια, ώστε τα NEFA να οξειδώνονται πλήρως ή να αποβάλλονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό ως VLDL, με αποτέλεσμα την αποφυγή υπερπαραγωγής κετονικών σωμάτων και υπερσυσσώρευσης τριγλυκεριδίων στα ηπατικά κύτταρα. Για τη είσοδο του ακετυλοσυνενζύμου-α στον κύκλο του Krebs (η οποία συνεπάγεται την μη παραγωγή κετονικών σωμάτων), είναι απαραίτητο το οξαλοξικό οξύ σε επαρκείς ποσότητες. Το οξαλοξικό οξύ παράγεται με γλυκονεογένεση από το προπιονικό οξύ της μεγάλης κοιλίας και το γαλακτικό και το πυροσταφυλικό οξύ, που προέρχονται από τον αναερόβιο μεταβολισμό της γλυκόζης. Στις κρίσιμες, όμως εβδομάδες της εγκυμοσύνης η αύξηση της γλυκονεογένεσης δημιουργεί συνθήκες ανεπάρκειας του οξαλοξικού οξέος στα μιτοχόνδρια των ηπατικών κυττάρων, εμποδίζει την είσοδο του ακετυλοσυνενζύμου-α στον κύκλο του Krebs και συντελεί στην αυξημένη συσσώρευση τριγλυκεριδίων στα ηπατικά κύτταρα. Έτσι, το ακετυλοσυνένζυμο-α που δεν διοχετεύεται στον κύκλο του τρικαρβοξυλικού οξέος, μετατρέπεται τελικά σε κετονικά σώματα. Τα μηρυκαστικά παρουσιάζουν επιπλέον μια μικρή εγγενή ικανότητα σύνθεσης και απέκκρισης VLDL από το ήπαρ. Η συνακόλουθη, έτσι υπερσυσσώρευση τριγλυκεριδίων στο ήπαρ διαταράσσει τη λειτουργία του (με ελάττωση της ικανότητας γλυκονεογένεσης) και οδηγεί σε λιπώδη εκφύλιση (fatty liver syndrome). Δημιουργείται κατά αυτόν τον τρόπο ένας φαύλος κύκλος ανορεξίας, αύξησης της λιπόλυσης και της συγκέντρωσης NEFA στο αίμα, υπερσυσσώρευσης τριγλυκεριδίων στο ήπαρ, υπερπαραγωγής κετονικών σωμάτων και υπογλυκαιμίας (Φθενάκης, 2011). 49

51 Οι πηγές των κετονικών σωμάτων στα μηρυκαστικά είναι η ηπατική και η πεπτική κετονογένεση. Η πεπτική κετονογένεση προκύπτει από τον μεταβολισμό του οξικού και του βουτυρικού οξέος των τροφών σε ακετοξικό και β-υδροξυβουτυρικό οξύ και από το μεταβολισμό των σακχάρων σε ακετοξικό οξύ στη μεγάλη κοιλία. Ενώ, η ηπατική κετονογένεση οφείλεται, κυρίως, σε έλλειψη ενέργειας και γλυκόζης. Λόγω της αύξησης της συγκέντρωσης των NEFA, αυξάνεται και η ηπατική κετονογένεση, ιδιαίτερα όταν οι απαιτήσεις σε ενέργεια είναι αυξημένες. Τα κετονικά σώματα, σε περιόδους αυξημένων ενεργειακών αναγκών (γαλακτοπαραγωγή, τελικό στάδιο εγκυμοσύνης), προσφέρονται σαν πηγή ενέργειας (με οξείδωση στον κύκλο του τρικαρβοξυλικού οξέος) σε διάφορους ιστούς (καρδιά, νεφροί, μαστικοί αδένες, σκελετικοί μύες). Αντίθετα, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγή ενέργειας στο ήπαρ (Φθενάκης, 2011). Συμπερασματικά, στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης μεταβολικοί και ορμονικοί παράγοντες στα μικρά μηρυκαστικά, προδιαθέτουν σε υπογλυκαιμία και υπερκετοναιμία. Η έλλειψη γλυκόζης οδηγεί σε αύξηση της κινητοποίησης του λίπους για παραγωγή ενέργειας, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση τριγλυκεριδίων στο ήπαρ, τη λιπώδη εκφύλιση του ήπατος και την παρεμπόδιση της φυσιολογικής του λειτουργίας. Κατά το καταβολισμό του λιπώδους ιστού, η β-οξείδωση των λιπαρών οξέων παρέχει ακετυλοσυνένζυμο-α για τον κύκλο του τρικαρβοξυλικού οξέος. Ως υποπροϊόντα της β-οξείδωσης σχηματίζονται τα κετονικά σώματα. Η μείωση της διαθέσιμης ενέργειας οδηγεί σε αύξηση της ατελούς οξείδωσης των λιπαρών οξέων και σε υπερπαραγωγή κετονικών σωμάτων (Aitken, 2007). Η υπογλυκαιμία οδηγεί σε υπογλυκαιμική εγκεφαλοπάθεια και σε εκδήλωση νευρολογικών συμπτωμάτων. Θεωρείται ότι τα νευρολογικά συμπτώματα οφείλονται και στην απευθείας τοξική δράση των κετονικών σωμάτων στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Στα επόμενα στάδια της νόσου παρατηρούνται μεταβολική οξέωση, αφυδάτωση και νεφρική ανεπάρκεια (Φθενάκης, 2011). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Τα αρχικά στάδια της ασθένειας συνήθως διαφεύγουν της προσοχής του κτηνοτρόφου. Τα ασθενή ζώα εμφανίζουν αποπροσανατολισμό, απομακρύνονται από το κοπάδι και απομονώνονται. Όταν οδηγούνται στις ταΐστρες στέκονται (πολλές φορές με την κεφαλή ανορθωμένη και με απλανές βλέμμα) ανάμεσα στα υπόλοιπα ζώα, αλλά δεν τρώνε (Scott, 2007). Δεν αισθάνονται απειλή και δεν απομακρύνονται, όταν κάποιος τα πλησιάζει. Είναι ικανά να μετακινηθούν, αλλά απρόθυμα και δίνουν την εντύπωση ότι δεν αντιλαμβάνονται το περιβάλλον τους (Aitken, 2007). Περιστασιακά, κάποια ζώα στα αρχικά στάδια της νόσου μπορεί να βελάζουν επίμονα, εξαιτίας πιθανότατα της τύφλωσής τους και της απομόνωσής τους από το κοπάδι (Scott, 2007). Χαρακτηριστικό της ασθένειας θα μπορούσε να θεωρηθεί η επιλεκτική και προοδευτικά επιδεινούμενη ανορεξία. Αρχικά, τα ζώα σταματούν την κατανάλωση συμπυκνωμένης ζωοτροφής και προσλαμβάνουν μόνο χονδροειδείς τροφές (σανό μηδικής και άχυρο). Στη συνέχεια σταματούν την κατανάλωση και των χονδροειδών τροφών και τελικά, εγκαθίσταται πλήρης ανορεξία (Φθενάκης, 2011). Σε ώρες από την έναρξη της ασθένειας τα ασθενή ζώα εμφανίζουν έντονη ατονία και κατάπτωση και συλλαμβάνονται εύκολα, αν και η συγκράτησή τους για την χορήγηση π.χ. κάποιας θεραπείας είναι προβληματική, γιατί παρουσιάζουν υπεραισθησία σε απτικά και ακουστικά ερεθίσματα. Συνήθως, επίσης τα προσβεβλημένα ζώα είναι σε κακή θρεπτική 50

52 κατάσταση, παρουσιάζουν κακή ανάπτυξη των μαστικών αδένων και τα κοιλιακά τους τοιχώματα εμφανίζονται περισσότερο διογκωμένα, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ζώα της εκτροφής που βρίσκονται στο ίδιο στάδιο εγκυμοσύνης (Scott, 2007). Τα νευρολογικά συμπτώματα ποικίλλουν. Τα ασθενή ζώα μπορεί να εμφανίζουν αλλαγή της συμπεριφοράς με πίεση της κεφαλής (συνήθως σε μια γωνία του χώρου σταβλισμού), στρεψαυχενισμό, τριγμό των οδόντων, σιελόρροια, υπεραισθησία, αταξία και πάρεση, κυκλικές κινήσεις, μυϊκούς σπασμούς, τετανικές κρίσεις ή χαλαρή παράλυση (Φθενάκης, 2011). Δεν είναι σπάνιος ο μυϊκός τρόμος με συνεχείς συσπάσεις των μικρών μυών του προσώπου που επεκτείνονται από τους μυκτήρες προς τα αυτιά (Scott, 2007). Παρατηρείται ακόμη, έλλειψη συντονισμού των κινήσεων, ενώ χαρακτηριστική είναι η τύφλωση. Τα ζώα προσκρούουν σε εμπόδια και δεν πλησιάζουν τις ταΐστρες (Parson, 1996). Το αντανακλαστικό της απειλής απουσιάζει, ενώ το αντανακλαστικό της κόρης είναι φυσιολογικό (Scott, 2007). Τα αντανακλαστικά θέσης μειώνονται ή απουσιάζουν. Ορισμένα ζώα πέφτουν στο έδαφος και εκδηλώνουν τονικοκλονικές μυϊκές συσπάσεις (Φθενάκης, 2011). Στην εξέλιξη της νόσου, τα ζώα κατακλίνονται σε 3-4 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Ο τόνος των κοιλιακών μυών χάνεται και η κοιλιακή κοιλότητα των ζώων εμφανίζεται να «απλώνεται» προς τα έξω, πλατυσμένη ραχιαιοκοιλιακά. Τα έμβρυα είναι δυνατό να ψηλαφηθούν και από τις δύο πλευρές της κοιλιακής κοιλότητας. Ως συνέπεια της κατάκλισης και της ερεθιστικής επίδρασης των ούρων, τα ζώα εμφανίζουν αλλοιώσεις του δέρματος (π.χ. ερυθρότητα) των οπισθίων άκρων, της περινεϊκής και κοιλιακής χώρας και του μαστού. Οι αλλοιώσεις αυτές εξελίσσονται πολλές φορές σε έλκη (Scott, 2007). Τα ασθενή ζώα είναι πιθανό να αναδύουν κετονική ή ουραιμική οσμή (Pugh, 2007). Αν τα έμβρυα πεθάνουν in utero παρατηρείται προσωρινή βελτίωση της κατάστασης, αλλά οι αυτολυτικές αλλοιώσεις οδηγούν γρήγορα σε σηψαιμία-ενδοτοξιναιμία και το θάνατο σε 2-4 ημέρες (Aitken, 2007). Αν το ζώο φτάσει στο τοκετό, συνήθως παρατηρείται δυστοκία, με ενδεχόμενη επιπλοκή το θάνατό του. Αν ο τοκετός παρόλα αυτά ολοκληρωθεί, παρουσιάζεται κατακράτηση των εμβρυϊκών υμένων, με πιθανή συνέπεια την επιλόχεια μητρίτιδα που μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο του ήδη καταπονημένου ζώου. Αν τα αρνιά ή τα ερίφια γεννηθούν ζωντανά είναι αδύναμα και μικρόσωμα. Οι μητέρες τους παράγουν μικρή ποσότητα πρωτογάλακτος με χαμηλή περιεκτικότητα σε ανοσοσφαιρίνες, και έτσι τα νεογέννητα αυτά είναι ευαίσθητα σε υποθερμία, διαρροϊκό σύνδρομο και νόσο του υγρού στόματος. Η πρόγνωση για τέτοια νεογέννητα δεν είναι καλή (Φθενάκης, 2011). Η κλινική εικόνα της ασθένειας περιπλέκεται, αν συνυπάρχουν υπομαγνησιαιμία, υποκαλιαιμία (εξαιτίας της μείωσης της κατανάλωσης τροφής, της μείωσης της επαναρρόφησης του καλίου από τους νεφρούς) ή υπασβεστιαιμία (εξαιτίας της λιπώδους εκφύλισης του ήπατος, του συνακόλουθου ανταγωνισμού για την υδροξυλίωση της βιταμίνης D και πιθανόν, λόγω της αυξημένης συγκέντρωσης κορτικοστεροειδών στο αίμα). Σε τέτοιες περιπτώσεις, παρατηρούνται επίσης νωθρότητα, στερνική κατάκλιση, κοπιώδης αναπνοή, ατονία της μεγάλης κοιλίας, μετεωρισμός και δυσκοιλιότητα (Φθενάκης, 2011). Τα ζώα που παρουσιάζουν κατάκλιση έχουν κακή πρόγνωση. Αποβολές λόγω τοξιναιμίας της εγκυμοσύνης σπάνια παρατηρούνται. Σε περιστατικά που δεν αντιμετωπίζονται θεραπευτικά, ο θάνατος επέρχεται σε 5-10 ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων 51

53 (Scott, 2007). Η θνητότητα μπορεί να φτάσει το 90%. Η περαιτέρω αναπαραγωγική ικανότητα των ζώων που επιβιώνουν δεν επηρεάζεται, εφόσον γίνει σωστή διαχείρισή τους (Φθενάκης, 2011). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση της τοξιναιμίας της εγκυμοσύνης στηρίζεται στο ιστορικό και στα συμπτώματα (κυρίως, ύπαρξη προοδευτικής, επιλεκτικής ανορεξίας και νευρολογικά συμπτώματα) σε ζώα με υψηλή συνήθως πολυδυμία. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με τα εργαστηριακά και παθολογοανατομικά ευρήματα (Pugh, 2007). Τα πιο χαρακτηριστικά εργαστηριακά ευρήματα είναι η υπογλυκαιμία και η υπερκετοναιμία. Η συγκέντρωση της γλυκόζης στον ορό του αίματος είναι μικρότερη από 1,3 mmol/l (φυσιολογικές τιμές: 2,2-4 mmol/l). Σε περίπτωση θανάτου των εμβρύων, η συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα ανευρίσκεται φυσιολογική ή και μεγαλύτερη του φυσιολογικού (Φθενάκης, 2011). Η συγκέντρωση της γλυκόζης στον ορό του αίματος, σε επιβεβαιωμένα περιστατικά τοξιναιμίας της εγκυμοσύνης σε πρόβατα, βρέθηκε να κυμαίνεται μεταξύ 0,5-7 mmol/l. Ο βαθμός, μάλιστα της υπογλυκαιμίας δεν φάνηκε να σχετίζεται ούτε με την σοβαρότητα των συμπτωμάτων, ούτε με την ικανότητα των ασθενών ζώων να ανταποκριθούν στη θεραπεία (Scott et al, 1995). Οι υψηλότερες από το φυσιολογικό συγκεντρώσεις γλυκόζης που παρατηρούνται σε αρκετά περιστατικά, είναι το αποτέλεσμα των διαταραχών στην έκκριση και δράση της ινσουλίνης (Aitken, 2007). Η συγκέντρωση του β-υδροξυβουτυρικού οξέος στον ορό του αίματος είναι μεγαλύτερη από 2,5-3 mmol/l και η συγκέντρωση του ακετοξικού οξέος μεγαλύτερη από 0,2 mmol/l (Φθενάκης, 2011). Συχνά, η συγκέντρωση του β-υδροξυβουτυρικού οξέος είναι μεγαλύτερη από 7 mmol/l. Στο ούρο επίσης, υπάρχει αυξημένη συγκέντρωση κετονικών σωμάτων ή και πρωτεϊνών (Pugh, 2007). Το εγκεφαλονωτιαίο υγρό παρουσιάζεται μακροσκοπικά φυσιολογικό, με φυσιολογική συγκέντρωση πρωτεϊνών (0,15-0,30 g/l) και φυσιολογικό συνήθως, λευκοκυτταρικό τύπο (ολικά λευκοκύτταρα: 1Χ10 7-6Χ10 7 /L) (Φθενάκης, 2011). Σε κάποιες περιπτώσεις όμως, μπορεί να παρατηρηθεί εωσινοφιλία, ουδετεροπενία και λεμφοκυττάρωση (Pugh, 2007). Η συγκέντρωση της γλυκόζης στο ΕΝΥ είναι μειωμένη, ενώ η συγκέντρωση του β- υδροξυβουτυρικού οξέος είναι μεγαλύτερη από 0,6 mmol/l (Φθενάκης, 2011). Τα ηπατικά ένζυμα μπορεί να είναι στα φυσιολογικά επίπεδα ή να παρουσιάζουν αυξημένη δραστηριότητα, όπως τα ένζυμα ασπαραγινική αμινοτρανσφεράση (>150 u/l), αλκαλική φωσφατάση (>400 u/l) και γλουταμινική αφυδρογονάση. Η συγκέντρωση της ουρίας στο αίμα αυξάνεται, λόγω του αυξημένου καταβολισμού των πρωτεϊνών και της αποσύνθεσης των ιστών του εμβρύου (Φθενάκης, 2011). Στο τελικό στάδιο, παρατηρείται ουραιμία (με υψηλές συγκεντρώσεις αζώτου ουρίας και κρεατίνης), λόγω της αφυδάτωσης και της νεφροπάθειας (Pugh, 2007). Η συγκέντρωση των NEFA στο πλάσμα αυξάνει, ενώ της ινσουλίνης μειώνεται (Φθενάκης, 2011). Σε περίπου 20% των ζώων με τοξιναιμία της εγκυμοσύνης ανευρίσκεται ταυτόχρονα υπασβεστιαιμία (με συγκέντρωση Ca στο πλάσμα του αίματος μικρότερη από 1,9 mmol/l), υπομαγνησιαιμία και υποκαλιαιμία (Aitken, 2007). Κατά την νεκροψία διαπιστώνεται ότι το πτώμα είναι αφυδατωμένο και απισχνασμένο, με μικρή ποσότητα υποδόριου και ενδοκοιλιακού λίπους (Φθενάκης, 2011). Τα παρεγχυματικά 52

54 όργανα και κυρίως το ήπαρ εμφανίζουν λιπώδη εκφύλιση (ήπαρ ωχρό, διογκωμένο, εύθρυπτο, με χρώμα από ωχρορόδινο έως έντονο πορτοκαλί-κίτρινο, όψη λιπαρή, χαρακτηριστικό τριγμό κατά την τομή και, πιθανόν, δυνατότητα επίπλευσης στο νερό) (Scott, 2007). Στη μήτρα ανευρίσκονται νεκρά έμβρυα, πιθανότατα αυτολυμένα (Aitken, 2007). Τα επινεφρίδια είναι συνήθως διογκωμένα, με αιμορραγίες στο φλοιό. Οι νεφροί είναι ωχροί. Στους πνεύμονες παρατηρούνται αλλοιώσεις υποστατικής πνευμονίας, λόγω της προθανάτιας κατάκλισης. Ιστολογικά, διαπιστώνεται η λιπώδης διήθηση των ηπατικών κυττάρων, με τον πυρήνα τους να είναι πιεσμένος και μετατοπισμένος προς την περιφέρεια. Η έκταση της αλλοίωσης ποικίλλει. Σε κάποιες περιπτώσεις, το ηπατικό κύτταρο καταλαμβάνεται πλήρως από λιποσφαίρια (Φθενάκης, 2011). Στην οξεία κέτωση τα νευρολογικά συμπτώματα και το κώμα οφείλονται σε βιοχημικές αλλαγές των νευρώνων και έτσι δεν παρατηρούνται ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Σε χρόνια κέτωση οι αλλοιώσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος δύσκολα διαφοροποιούνται από τις αυτολυτικές (μαλάκυνση και γλοιώδης υφή του εγκεφάλου, και μικροσκοπικά πύκνωση του κυτταροπλάσματος των νευρώνων, εξοίδηση των αστροκυττάρων, δημιουργία κενοτοπίων στη λευκή ουσία του εγκεφάλου και της παρεγκεφαλίδας, αποχωρισμός του νευροπιλήματος από τις κυτταρικές και αγγειακές κατασκευές) (Καλδρυμίδου, 2010). Ανάλογα συμπτώματα παρουσιάζονται σε μια ποικιλία παθολογικών καταστάσεων. Έτσι, διαφορική διάγνωση θα πρέπει να γίνει από την μεταβολική οξέωση, τη λιστερίωση, την υπασβεστιαιμία, μια επερχόμενη αποβολή ή τον αναμενόμενο τοκετό, την πολιοεγκεφαλομαλάκυνση, την χάλκωση, τις λοιμώξεις του μέσου ωτός, την κοινούρωση ή τα αποστήματα του εγκεφάλου και τη σαρκοκύστωση (Scott, 2007). Στην μεταβολική οξέωση υπάρχει το ιστορικό της κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας υδατανθράκων και παρατηρείται ατονία της μεγάλης κοιλίας και διάρροια. Στην λιστερίωση χαρακτηριστικές είναι οι κυκλικές κινήσεις, η μονόπλευρη παράλυση του τριδύμου και του προσωπικού νεύρου, οι αποβολές, οι νεκρωτικές εστίες στο ήπαρ, η αυξημένη συγκέντρωση λευκοκυττάρων στο ΕΝΥ. Στην υπασβεστιαιμία χαρακτηριστικές είναι η χαλαρή παράλυση, η χαμηλή συγκέντρωση του Ca στο αίμα και η άμεση ανταπόκριση στην ενδοφλέβια χορήγηση Ca. Στον αναμενόμενο τοκετό χαρακτηριστικές είναι η απομόνωση του ζώου και η ανορεξία, αλλά αυτό εμφανίζει καλή διάθεση και φυσιολογική όραση (Φθενάκης, 2011). ΘΕΡΑΠΕΙΑ Η χορήγηση θεραπείας θα πρέπει να ξεκινά όσο το δυνατό νωρίτερα, διαφορετικά δεν υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας. Η επιτυχία της θεραπείας εξαρτάται από την ικανότητα να αποκατασταθεί η συγκέντρωση της γλυκόζης στο ΕΝΥ, πριν οι αλλοιώσεις στο ΚΝΣ γίνουν ανεπανόρθωτες (Aitken, 2007). Γενικά, όμως στην τοξιναιμία της εγκυμοσύνης η πρόγνωση είναι κακή, ακόμη και αν η διάγνωση γίνει έγκαιρα (Scott, 2007). Έτσι, η απόφαση για την ανάληψη θεραπείας είναι δύσκολη. Η θεραπευτική αντιμετώπιση βασίζεται αφενός στη χορήγηση πηγών ενέργειας, αφετέρου στην απομάκρυνση των παραγόντων που συμβάλλουν στην αύξηση των ενεργειακών αναγκών των ζώων. Βέβαια, στα ζώα στα οποία παρατηρούνται τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του τελικού σταδίου της νόσου, η χορήγηση θεραπευτικής αγωγής οδηγεί σε παροδική βελτίωση της κατάστασης του ζώου, η οποία όμως στη συνέχεια επιδεινώνεται. Έτσι, σε αυτές τις περιπτώσεις για λόγους ευζωΐας, συνιστάται η ευθανασία του ζώου (Φθενάκης, 2011). 53

55 Τα ασθενή ζώα θα πρέπει να απομονώνονται και να χορηγούνται σε αυτά καλής ποιότητας, πλούσιες σε ενέργεια, εύπεπτες και εύγεστες τροφές, για την ενίσχυση της όρεξης, καθώς και άφθονο καθαρό νερό (Scott, 2007). Για τη θεραπεία μπορούν να χορηγηθούν από το στόμα γλυκοπλαστικές ουσίες, όπως η προπυλενική γλυκόλη (60 ml διαλύματος 600 mg/ml) ή η γλυκερόλη (60 ml) δύο φορές καθημερινά για χρονικό διάστημα 6 ημερών. Ειδικά, την πρώτη ημέρα μπορεί να χορηγηθεί κάθε φορά δόση ml. Η προπυλενική γλυκόλη είναι πρόδρομη ουσία της γλυκόζης και πλεονεκτεί σε σύγκριση με τις άλλες γλυκοπλαστικές ουσίες, γιατί κατά το μεγαλύτερο μέρος της διαφεύγει από τη μεγάλη κοιλία αμετάβλητη, απορροφάται και μεταφέρεται γρήγορα με την πυλαία φλέβα στο ήπαρ, όπου μεταβολίζεται σε γλυκόζη στον κύκλο του τρικαρβοξυλικού οξέος. Επίσης, το υπόλοιπο ποσοστό της μεταβολίζεται στη μεγάλη κοιλία σε προπιονικό οξύ, και έτσι διεγείρεται η έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας. Ως πηγές γλυκόζης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλες ουσίες, όπως το προπιονικό νάτριο, η μελάσσα, το γαλακτικό νάτριο και το γαλακτικό αμμώνιο. Θα πρέπει, όμως να έχουμε υπόψη ότι η υπερδοσία των ουσιών αυτών μπορεί να έχει βλαπτική επίδραση στη μικροβιακή χλωρίδα της μεγάλης κοιλίας, με αποτέλεσμα τη δυσπεπτική οξέωση, την ατονία της μεγάλης κοιλίας και τη διάρροια. Για το λόγο αυτό η χορήγηση αυτών των ουσιών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 6 ημέρες (Φθενάκης, 2011). Συνιστάται, επίσης η χορήγηση περιεχομένου μεγάλης κοιλίας υγιούς ζώου και βιταμινών του συμπλέγματος Β (Β12, νιασίνη, βιοτίνη, θειαμίνη) (Pugh, 2007). Εναλλακτικά της χορήγησης των γλυκοπλαστικών ουσιών, μπορεί να χορηγηθεί ποσότητα 160 ml διαλύματος γλυκόζης (ως 50%) από το στόμα, 3-4 φορές ημερησίως για 6 ημέρες (Φθενάκης, 2011). Το ασθενές ζώο θα πρέπει να ελέγχεται τουλάχιστον δύο φορές ημερησίως για πιθανά σημεία επικείμενου τοκετού ή άμβλωσης. Είναι πολύ αδύναμα για να φέρουν σε πέρας μια τέτοια διαδικασία, με αποτέλεσμα το θάνατο των εμβρύων, την αυτόλυση και τη γρήγορη εγκατάσταση σηψαιμίας που οδηγεί στο θάνατο του ζώου (Scott, 2007). Συνιστάται ακόμα, η διενέργεια αποπαρασιτισμού, με αντιπαρασιτικά ευρέος φάσματος (Φθενάκης, 2011). Σε ζώα που είναι ακόμα ικανά να στέκονται και δεν βρίσκονται σε κατάκλιση, τα ποσοστά επιτυχίας της αγωγής είναι περίπου 30% (Scott, 2007). Για την μείωση των ενεργειακών αναγκών των ζώων θα μπορούσε να αποφασιστεί η απομάκρυνση των εμβρύων. Σε ζώα που βρίσκονται στα αρχικά στάδια της νόσου, ο τοκετός θα μπορούσε να προκληθεί με χορήγηση κορτικοστεροειδών. Στα πρόβατα, από την 135 η ημέρα της εγκυμοσύνης, η χορήγηση 16 mg δεξαμεθαζόνης ή 10 mg βηταμεθαζόνης προκαλεί τοκετό 36 περίπου ώρες αργότερα (Aitken, 2007). Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η χορήγηση 2 mg φλουμεθαζόνης σε πρόβατα και αίγες (Φθενάκης, 2011). Στις αίγες τοκετός μπορεί να προκληθεί και με τη χορήγηση 2,5-10 mg προσταγλαδίνης F 2a ή 0,75 μg/kg κλοπροστενόλης (Pugh, 2007). Εξάλλου, επειδή η συγκέντρωση κορτικοστεροειδών στο αίμα των ζώων με τοξιναιμία είναι ήδη αυξημένη, οπότε η προσπάθεια πρόκλησης τοκετού με τη χορήγηση μόνο στεροειδών μπορεί να αποτύχει, συνιστάται η ταυτόχρονη χορήγηση 0,0375 mg κλοπροστενόλης στα πρόβατα ή 15 mg προσταγλαδίνης F 2a στις αίγες. Η προσπάθεια πρόκλησης τοκετού θα πρέπει να συνοδεύεται από ενδοφλέβια χορήγηση γλυκόζης ( ml/ζώο, δύο φορές καθημερινά, μέχρι τον τοκετό). Επειδή είναι συχνές η δυστοκία και η κατακράτηση των εμβρυϊκών υμένων, τα ζώα θα πρέπει να παρακολουθούνται συνεχώς (Φθενάκης, 2011). 54

56 Σε ζώα κάποιας αξίας που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο της νόσου συνιστάται η διενέργεια καισαρικής τομής για την απομάκρυνση των εμβρύων. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, στο ζώο γίνεται ενδοφλέβια χορήγηση ml διαλύματος δεξτρόζης. Μετεγχειρητικά, χορηγούνται παρεντερικά γλυκόζη και κορτιζόνη και μέχρι την αποκατάσταση της όρεξης χορηγείται per os, καθημερινά προπυλενική γλυκόλη (50-80 ml, διαλύματος 600 mg/ml). Η πρόγνωση, όμως είναι κακή και το ποσοστό θνησιμότητας αυξημένο (Φθενάκης, 2011). Και αυτό, γιατί τα ζώα είναι ήδη σε κατάσταση απίσχνανσης και παρουσιάζουν λιπώδη εκφύλιση του ήπατος, της καρδιάς και των νεφρών (Scott, 2007). Μετά την ολοκλήρωση του τοκετού ή τη διενέργεια καισαρικής τομής, χορηγούνται επίσης αντιβιοτικά ευρέως φάσματος, ωκυτοκίνη (5 iu καθημερινά, για 3 ημέρες) και ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες, για την απομάκρυνση των εμβρυϊκών υμένων και την αποφυγή εκδήλωσης σηπτικής μητρίτιδας. Ζώα που τελικά αναρρώνουν, σπάνια είναι ικανά να θρέψουν τα μικρά τους (Scott, 2007). Παράλληλα με την ατομική θεραπευτική αγωγή, επιβάλλεται η μεταφυλακτική θεραπευτική προσέγγιση στα υπόλοιπα ζώα της εκτροφής. Η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης είναι και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα της εκτροφής (Aitken, 2007). Έτσι, αρχικά εφαρμόζεται αποπαρασιτισμός σε όλα τα ζώα της εκτροφής. Στη συνέχεια, τα ζώα χωρίζονται σε ομάδες, ανάλογα με το δείκτη θρεπτικής κατάστασης και το στάδιο της εγκυμοσύνης και τους χορηγείται ανάλογο σιτηρέσιο. Αν από τις πρακτικές διαχείρισης της εκτροφής αυτό δεν είναι εφικτό, τότε παρέχεται σε όλα τα ζώα της εκτροφής επιπλέον τροφή. Συγκεκριμένα, συνιστάται η χορήγηση υψι-ενεργειακής τροφής, όπως το λίπος φυτικής προέλευσης ή η μελάσσα. Οι ουσίες αυτές χορηγούνται επιπλέον του μίγματος συμπυκνωμένων ζωοτροφών και σε ποσότητα μέχρι 50 g καθημερινά ανά ζώο. Στα ζώα χορηγείται οπωσδήποτε συμπυκνωμένη τροφή και καλής ποιότητας σανός. Η επανεκτίμηση της κατάστασης γίνεται κάθε δεκαπενθήμερο (Φθενάκης, 2011). ΠΡΟΛΗΨΗ Η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης μπορεί να προληφθεί με την κατάλληλη διατροφή και διαχείριση των έγκυων ζώων. Η παρακολούθηση της θρεπτικής κατάστασης των ζώων καθόλη τη διάρκεια του έτους και η προσαρμογή του σιτηρεσίου στις ενεργειακές τους ανάγκες, αποτελούν τα δύο σημεία κλειδιά για την επιτυχία των μέτρων πρόληψης (Pugh, 2007). Η επιτυχής πρόληψη της ασθένειας εντάσσεται ιδανικά σε ένα σύστημα διαχείρισης που περιλαμβάνει την ομαδοποίηση των έγκυων ζώων, ανάλογα με την θρεπτική τους κατάσταση, τον αριθμό των εμβρύων και την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού. Ιδιαίτερα χρήσιμες είναι η διάγνωση της εγκυμοσύνης και η εκτίμηση του αριθμού των εμβρύων (Φθενάκης, 2011). Αυτό μπορεί να γίνει με συσκευή υπερήχων την η ημέρα της εγκυμοσύνης (Scott, 2007). Σε ότι αφορά στην θρεπτική κατάσταση, η ιδανική βαθμίδα θρεπτικής κατάστασης είναι 2 1/2-3 1/2 ένα μήνα πριν τον τοκετό και 2-2 1/2 στον τοκετό. Προς το τέλος της εγκυμοσύνης είναι απαραίτητη η τακτική (ανά 15 ημέρες) παρακολούθηση και καταγραφή της θρεπτικής κατάστασης των ζώων, έτσι ώστε οποιαδήποτε παρέκκλιση να γίνεται αντιληπτή έγκαιρα και να προσαρμόζεται ανάλογα η διατροφή τους. Η παροχή επαρκούς χώρου στις ταΐστρες, η παράθεση της τροφής σε δύο γεύματα την ημέρα και η επιβεβαίωση της κανονικής πρόσληψης τροφής από όλα τα ζώα αποτελούν σημαντικές παραμέτρους (Pugh, 2007). 55

57 Ιδανικά, τα ζώα ανάλογα με την θρεπτική τους κατάσταση θα πρέπει να χωρίζονται σε τρεις ομάδες και να τους παρέχεται ανάλογο σιτηρέσιο. Η κυρίως ομάδα περιλαμβάνει τα ζώα με μέτρια θρεπτική κατάσταση, η δεύτερη τα πιο αδύνατα, στα οποία θα πρέπει να χορηγείται σιτηρέσιο ενισχυμένο σε ενέργεια, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τα υπέρβαρα ζώα, των οποίων το σιτηρέσιο πρέπει να είναι λίγο ελλειμματικό σε ενέργεια και θα πρέπει να υποχρεώνονται σε άσκηση, ώστε να εξασφαλίζεται η καύση των παραγόμενων κετονικών σωμάτων (Φθενάκης, 2011). Οι παρεχόμενες χονδροειδείς τροφές πρέπει να είναι άριστης ποιότητας, καθόσον η ποσότητα που μπορούν να καταναλώσουν τα έγκυα ζώα είναι περιορισμένη. Αν χορηγείται ενσίρωμα, αυτό πρέπει να είναι καλής ποιότητας, εύπεπτο και καλά ζυμωμένο. Εναλλακτικά, μπορεί να χορηγηθεί άριστης ποιότητας σανός μηδικής. Προοδευτικά, πρέπει να μειώνεται η ποσότητα των χονδροειδών τροφών και να αυξάνεται αυτή των συμπυκνωμένων. Πολύ σημαντική είναι και η ελεύθερη πρόσβαση των ζώων σε φρέσκο νερό. Μειωμένη πρόσληψη νερού συνεπάγεται μείωση της πρόσληψης τροφής, γεγονός που προδιαθέτει σε τοξιναιμία της εγκυμοσύνης (Φθενάκης, 2011). Για την παρακολούθηση της κατάστασης των ζώων μπορεί να εφαρμοστεί η περιοδική μέτρηση της συγκέντρωσης του β-υδροξυβουτυρικού οξέος στο αίμα, η οποία στη διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να είναι μικρότερη από 0,8 mmol/l (Aitken, 2007). Τιμές μεταξύ 0,8-1,6 mmol/l υποδηλώνουν αρνητικό ισοζύγιο ενέργειας (Pugh, 2007), ενώ τιμές μεγαλύτερες από 1,6 mmol/l ερμηνεύονται ως σημαντική έλλειψη ενέργειας (Aitken, 2007). Αν η μέτρηση αυτή δεν είναι εφικτή, μπορεί να γίνει ημι-ποσοτικός προσδιορισμός στο ούρο χρησιμοποιώντας τις χρωματογραφικές ταινίες. Συνιστάται η τακτική εξέταση του 10% των ζώων της εκτροφής (Φθενάκης, 2011). Σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της νόσου παίζει και ο αποπαρασιτισμός των έγκυων ζώων, με τον οποίο επιπλέον επιτυγχάνεται και η γέννηση βαρύτερων αμνοεριφίων. Ο αποπαρασιτισμός των ζώων είναι καλύτερο να γίνεται 3-4 εβδομάδες πριν την έναρξη της περιόδου των τοκετών (Φθενάκης, 2011). Θα πρέπει επίσης να υπάρχουν προγράμματα πρόληψης ή έγκαιρης αντιμετώπισης νοσημάτων που προκαλούν ανορεξία, μειωμένη πρόσληψη τροφής ή απώλεια βάρους, όπως η ποδοδερματίτιδα, η παραφυματίωση, οι χρόνιες λοιμώξεις από Lenti-ιούς, οι οδοντικές ανωμαλίες κ.α. και να αποφεύγονται οι παράγοντες καταπόνησης (Pugh, 2007). Α.1.12 ΣΑΡΚΟΚΥΣΤΩΣΗ Τα είδη του γένους Sarcocystis είναι κοκκίδια του σκύλου, της γάτας, αλλά και των άγριων σαρκοφάγων και του ανθρώπου, με ενδιάμεσους ξενιστές τα μηρυκαστικά, το χοίρο, τα ιπποειδή, τα τρωκτικά, τον κόνικλο, τα πτηνά και έχουν παγκόσμια διάδοση. Στην Ελλάδα, σε μία μελέτη αναφέρθηκαν Sarcocystis spp στο 18% των προβάτων (Βλέμμας και συν., 1986). Σε έρευνα που έγινε στα κρεοπωλεία της χώρας, βρέθηκαν στο μυϊκό ιστό των μολυσμένων προβάτων S.arieticanis 16,6%, S.ovicanis 16,6% και Sarcocystis spp 66,6%, και στο μυϊκό ιστό μολυσμένων αιγών S.hircicanis 33,3% και Sarcocystis spp 66,6%. Σποροκύστεις διαφόρων Sarcocystis spp βρέθηκαν στο 6,7% των σκύλων της περιοχής Λαγκαδά (Χαραλαμπίδης, 1995). Πιθανότατα, τα πρωτόζωα αυτά είναι τα πιο κοινά στα μικρά μηρυκαστικά. Συνήθως, δεν προκαλούν συμπτώματα, αλλά κάτω από ορισμένες 56

58 συνθήκες μπορεί να προκαλέσουν θανατηφόρα κλινική νόσο. Επίσης, η επίδραση των υποκλινικών μολύνσεων στην ευζωΐα και την παραγωγικότητα των ζώων δεν έχει διερευνηθεί πλήρως (Aitken, 2007). Ο βιολογικός κύκλος των Sarcocystis spp περιλαμβάνει δύο ξενιστές. Οι τελικοί ξενιστές είναι τα σαρκοφάγα (σκύλος, γάτα κλπ.), ενώ τα μικρά μηρυκαστικά αποτελούν τους ενδιάμεσους ξενιστές (Tenter, 1995). Οι ενδιάμεσοι ξενιστές μολύνονται με την κατάποση των σποροκύστεων από το έδαφος ή την μολυσμένη τροφή ή το νερό. Από τις σποροκύστεις ελευθερώνονται στο έντερο σποροζωΐδια, τα οποία εισβάλλουν στο εντερικό τοίχωμα και μολύνουν τα ενδοθηλιακά κύτταρα των μικρών αρτηριδίων και τριχοειδών. Εκεί εξελίσσονται σε μεροζωΐδια και αναπαράγονται για δύο γενιές αφυλετικά, με μερογονία. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής κάθε παράσιτο εισβάλλει σε ένα ενδοθηλιακό κύτταρο, υφίσταται πολλαπλές διαιρέσεις για να σχηματίσει κύστεις, οι οποίες με τη ρήξη τους απελευθερώνουν μεγάλο αριθμό μεροζωϊτών που μολύνουν άλλα ενδοθηλιακά κύτταρα και επαναλαμβάνεται έτσι η διαδικασία. Μετά τη δεύτερη αναπαραγωγή, οι μεροζωΐτες εισβάλλουν στις γραμμωτές μυϊκές ίνες (αλλά και στα νευρικά κύτταρα για την S.tenella), πολλαπλασιάζονται με ενδοδυογονία και παράγουν άωρες κύστεις που δεν έχουν τοίχωμα. Οι άωρες κύστεις εξελίσσονται σε ώριμες σαρκοκύστεις που έχουν παχύ τοίχωμα και περιέχουν μερικές χιλιάδες βραδυζωΐτες. Μόνο οι ώριμες κύστεις είναι λοιμογόνες για τους τελικούς ξενιστές. Ανάλογα με το είδος της σαρκοκύστης, η διαδικασία ωρίμανσης απαιτεί 2-6 μήνες (Χαραλαμπίδης, 1995). Οι τελικοί ξενιστές μολύνονται με την κατανάλωση κρέατος μολυσμένων ενδιάμεσων ξενιστών, που περιέχει ώριμες σαρκοκύστεις. Στο στομάχι των τελικών ξενιστών, το τοίχωμα των ώριμων σαρκοκύστεων διαλύεται και απελευθερώνονται χιλιάδες βραδυζωΐτες. Τα παράσιτα εισβάλλουν και πολλαπλασιάζονται στα κύτταρα του επιθηλίου του λεπτού εντέρου (παράγονται μεροζωΐδια) και κάτω από το τοίχωμα του εντέρου (παράγονται μακρογαμετοκύτταρα, μικρογαμετοκύτταρα, μακρογαμέτες και μικρογαμέτες). Οι μακρογαμέτες και οι μικρογαμέτες παράγουν στον αυλό του εντέρου το ζυγωτό που εξελίσσεται σε άωρη και ώριμη ωοκύστη. Μετά από μια περίοδο ημερών, η ώριμη ωοκύστη ρήγνυται στον αυλό του εντέρου και οι σποροκύστεις που περιέχει (συνήθως 2, καθεμιά από τις οποίες περιέχει 4 σποροζωΐτες) αποβάλλονται με τα κόπρανα του τελικού ξενιστή στο εξωτερικό περιβάλλον (Χαραλαμπίδης, 1995). Η αποβολή των σποροκύστεων ή σπανιότερα των ωοκύστεων συνεχίζεται για αρκετές εβδομάδες. Οι σποροκύστεις είναι πολύ ανθεκτικές και μπορούν να επιβιώσουν στο εξωτερικό περιβάλλον για μήνες (Tenter, 1995). Το πρόβατο είναι ενδιάμεσος ξενιστής για 5 είδη Sarcocystis. Η S.tenella (ovicanis) και η S.arieticanis παράγουν μικρού μεγέθους κύστεις (με μήκος μικρότερο του 1mm) στο μυϊκό ιστό των προβάτων και έχουν τελικούς ξενιστές τους σκύλους και τις αλεπούδες. Η S.mihoensis σχηματίζει κύστεις με μήκος μέχρι 2 mm και έχει τελικό ξενιστή τον σκύλο. Η S.gigantea (ovifelis) και η S.medusiformis έχουν τελικό ξενιστή τη γάτα και γενικότερα τα αιλουροειδή και σχηματίζουν ογκώδεις κύστεις, ορατές μακροσκοπικά, με διάμετρο μέχρι 10 mm. Οι κύστεις της S.arieticanis εντοπίζονται κυρίως στους σκελετικούς μύες, στη γλώσσα και τον οισοφάγο, της S.tenella στους ίδιους ιστούς, αλλά και στον καρδιακό μυ και στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ενώ της S.mihoensis στους σκελετικούς μύες και συχνότερα στο διάφραγμα. Τέλος, η S.gigantea σχηματίζει κύστεις, συνήθως, στη γλώσσα 57

59 και τον οισοφάγο και η S.medusiformis στους γραμμωτούς κοιλιακούς μύς. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις εγκεφαλομυελίτιδας σε πρόβατα, που οφείλονταν σε άλλο αταυτοποίητο είδος Sarcocystis (Caldow, 2000). Τα δύο είδη Sarcocystis που μπορούν να προκαλέσουν νευρολογική νόσο στα μικρά μηρυκαστικά είναι η S.arieticanis και η S.tenella. Παρά την υψηλή συχνότητα των μολύνσεων από Sarcocystis (μέχρι % για την S.tenella), η νοσηρότητα και η θνησιμότητα είναι εξαιρετικά χαμηλές. Πολλές φορές, η νευρολογική αυτή νόσος δεν διαγνώσκεται, επειδή τα συμπτώματα που την συνοδεύουν μοιάζουν με αυτά που προκαλούνται από την παρουσία αποστημάτων στο νωτιαίο μυελό. Προσβάλλονται πρόβατα κάθε ηλικίας, αλλά νευρολογικά συμπτώματα παρατηρούνται κυρίως σε αμνούς ηλικίας 6-12 μηνών. Σε κάποιες εκτροφές μπορεί να προσβληθούν ως και το 10% των ζώων της παραπάνω ηλικίας (Scott, 2007). Στις αίγες το πιο παθογόνο είδος θεωρείται το S.capracanis (Dubey, 1986). Η πειραματική τους μόλυνση με το παραπάνω είδος προκάλεσε μια ποικιλία συμπτωμάτων. Έτσι, σε ελαφριές μολύνσεις τα ζώα εμφανίζονταν κλινικά φυσιολογικά. Σε βαριές, όμως μολύνσεις παρατηρήθηκαν πυρετός, κατάπτωση, αδυναμία και ξαφνικοί θάνατοι. Μικροσκοπικά, παρατηρήθηκαν παρασιτικές μορφές στα ενδοθηλιακά κύτταρα των αρτηριδίων πολλών οργάνων. Σε πολλές αίγες διαπιστώθηκε επίσης νέκρωση του μυοκαρδίου. Στο κεντρικό νευρικό σύστημα παρατηρήθηκαν νεκρώσεις, εστιακές γλοιώσεις και αγγειΐτιδα (Dubey, 1981). Στις αίγες, όμως για την πρόκληση εγκεφαλομυελίτιδας ενοχοποιείται κυρίως ένα άλλο μέλος της οικογένειας Sarcocystidae, το Toxoplasma gondii (Καλδρυμίδου, 2010). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Γενικά, η βαρύτητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από την ποσότητα των μολυνουσών ώριμων σποροκύστεων, τις οποίες προσλαμβάνει το ζώο. Στα συμπτώματα που συνήθως παρατηρούνται, μετά από πειραματική μόλυνση περιλαμβάνονται ο πυρετός, η μείωση της όρεξης και η ορθόχρωμη και ορθοκυτταρική αναιμία που εμφανίζονται 3-5 εβδομάδες μετά τη μόλυνση και συμπίπτουν χρονικά με το δεύτερο κύκλο αναπαραγωγής (μερογονίας) των μεροζωϊδίων (Dubey, 1988). Έντονες μολύνσεις (με ένα εκατομμύριο σποροκύστεις) είναι δυνατό να προκαλέσουν οξεία θανατηφόρο νόσο και αποβολές σε έγκυες προβατίνες. Προηγούνται μια σύντομη περίοδος αδυναμίας, μειωμένης όρεξης, νευρολογικών διαταραχών, κατάκλισης και ακολουθούν το κώμα και ο θάνατος. Πάντα σε πειραματικό επίπεδο, μολύνσεις με μικρό αριθμό σποροκύστεων προκαλούν σε αμνούς υποκλινικές λοιμώξεις με αναιμία, μείωση της συγκέντρωσης των πρωτεϊνών του ορού και καθυστέρηση της ανάπτυξης (Aitken, 2007). Στον αντίποδα των πειραματικών λοιμώξεων, φυσική κλινική νόσος από Sarcocystis spp σπάνια διαγιγνώσκεται. Στις περιπτώσεις που αυτή επιβεβαιώθηκε, τα συμπτώματα περιελάμβαναν τα ακόλουθα: ανορεξία, απώλεια βάρους, αδυναμία, μυϊκό τρόμο, έλλειψη συντονισμού των κινήσεων και άλλα νευρολογικά συμπτώματα (Fitzerald, 1993). Υπάρχουν, όμως και περιστατικά εγκεφαλομυελίτιδας (idiopathic ovine protozoan myeloencephalitis), όπου κυριαρχούν τα νευρολογικά συμπτώματα και ιδιαίτερα η πάρεση και η παράλυση των οπισθίων άκρων (Caldow, 2000). Σε αυτά τα περιστατικά τα ασθενή ζώα διατηρούν το επίπεδο συνείδησης τους και έχουν φυσιολογική όρεξη. Παρατηρείται αταξία και πάρεση των οπισθίων άκρων, ενώ συχνά τα ζώα παίρνουν την στάση «καθιστού σκύλου». Κάποια 58

60 από τα προσβλημένα ζώα μπορεί να πεθάνουν χωρίς προειδοποιητικά συμπτώματα. Κάποια άλλα με λιγότερο βαριά μόλυνση, μπορεί να αναρρώσουν με την κατάλληλη υποστηρικτική θεραπεία (Scott, 2007). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Σε συνθήκες εκτροφής η διάγνωση της σαρκοκύστωσης είναι δύσκολη, επειδή παρόμοια κλινική εικόνα εμφανίζουν και οι συμπιεστικές μυελοπάθειες (Scott, 2007). Στις εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να διαπιστωθεί αύξηση της δραστηριότητας των ενζύμων κρεατινική κινάση (CPK), αμινοτρανσφεράση της ασπαρτάτης (AST) και γαλακτική δεϋδρογονάση (LDH). Οι ορολογικές εξετάσεις δεν βοηθούν ιδιαίτερα, γιατί τα περισσότερα ζώα παρουσιάζουν κάποιο τίτλο αντισωμάτων έναντι των Sarcocystis spp (Aitken, 2007). Έτσι, η διάγνωση θα επιβεβαιωθεί με την διαπίστωση των χαρακτηριστικών ιστολογικών αλλοιώσεων στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Πρόκειται για μη πυώδη μηνιγγοεγκεφαλομυελίτιδα με πολλαπλές εστίες νέκρωσης κυρίως στο νωτιαίο μυελό, εστιακές γλοιώσεις και περιαγγειακές διηθήσεις μονοπυρήνων κυττάρων. Η ιστοπαθολογική εξέταση του νωτιαίου μυελού αποκαλύπτει διόγκωση και οίδημα των νευραξόνων, χωρίς όμως σημαντική απομυελίνωση (Scott, 2007). Τα σχιστά με τα μεροζωΐδια του πρωτοζώου εντοπίζονται σε αστροκύτταρα, νευρικά κύτταρα και ελεύθερα μέσα στο νευρικό παρέγχυμα. Σπάνια εντοπίζονται άωρες κύστεις (meronts) του πρωτοζώου σε ενδοθηλιακά κύτταρα κάποιου αρτηριδίου ή τριχοειδούς. Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση με ανοσοϊστοχημικές μεθόδους ή με ειδικές μοριακές τεχνικές (PCR) για την ταυτοποίηση των κύστεων (Aitken, 2007). Εκτός από το νευρικό σύστημα, εστίες νέκρωσης που περιβάλλονται από φλεγμονικά κύτταρα (περιαγγειακή διήθηση μονοπύρηνων κυττάρων) ή και κύστεις μπορούν να ανευρεθούν και σε άλλους ιστούς, όπως στους νεφρούς, το μυοκάρδιο, τη γλώσσα και τους σκελετικούς μυς (Dubey, 1988). Οι ώριμες σαρκοκύστεις συνήθως δεν προκαλούν τη φλεγμονώδη αντίδραση του ξενιστή. Κάποτε, όμως υφίστανται εκφύλιση και τότε είναι δυνατό να περιβάλλονται από φλεγμονώδη ζώνη, με διηθήσεις μονοπύρηνων κυττάρων, εωσινόφιλων και ουδετερόφιλων κυττάρων. Στο μυοκάρδιο και τους σκελετικούς μυς, η παραπάνω φλεγμονώδης αντίδραση μπορεί να οδηγήσει στο σχηματισμό χαρακτηριστικών πολυεστιακών εωσινοφιλικών κοκκιωμάτων (Jensen, 1986). ΠΡΟΛΗΨΗ-ΘΕΡΑΠΕΙΑ Γενικά δεν εφαρμόζεται θεραπεία σε φυσικά περιστατικά της νόσου. Βέβαια, κάποια αντικοκκιδιακά είναι αποτελεσματικά έναντι των λοιμώξεων από Sarcocystis spp (Aitken, 2007). Μη δημοσιευμένα στοιχεία αναφέρουν την αποτελεσματικότητα της δικλαζουρίλης, σε καθημερινή από του στόματος χορήγηση για έξι εβδομάδες. Έτσι, εφαρμόζεται κυρίως υποστηρικτική αγωγή. Τα ζώα που παρουσιάζουν παράλυση των οπισθίων άκρων θα πρέπει να περιορίζονται σε χώρο με άφθονη μαλακή στρωμνή και να αλλάζουν τακτικά θέση κατάκλισης. Αν δεν παρατηρηθεί καμιά βελτίωση τις επόμενες 10 ημέρες, τότε συνιστάται η ευθανασία ή η αξιοποίηση των ζώων (Scott, 2007). Η πρόληψη βασίζεται στην αποφυγή της μόλυνσης της τροφής, του νερού, των βοσκοτόπων και της στρωμνής των ζώων από τα κόπρανα σκύλων και γάτων (τελικοί ξενιστές). Επίσης, θα πρέπει να γίνεται σωστή διαχείριση των πτωμάτων των ζώων της εκτροφής. Δεν θα πρέπει αυτά να δίνονται - τουλάχιστον, όχι χωρίς θερμική επεξεργασία - 59

61 ως τροφή στα σαρκοφάγα ζώα ή να αφήνονται να καταναλωθούν από άγρια ζώα. Σκοπός των παραπάνω μέτρων είναι η παρεμπόδιση της ολοκλήρωσης του βιολογικού κύκλου του πρωτοζώου, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι βαριές μολύνσεις από σποροκύστεις, που είναι αυτές που προκαλούν την κλινική νόσο (Scott, 2007). Τα παραπάνω είναι γενικά υγειονομικά μέτρα που εφαρμόζονται για τον έλεγχο και άλλων νοσημάτων, όπως της τοξοπλάσμωσης, της κυστικέρκωσης και της εχινοκοκκίασης (Aitken, 2007). Α.1.13 ΑΙΘΟΥΣΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ Το περιφερικό αιθουσαίο σύνδρομο εμφανίζεται σποραδικά σε πρόβατα και αίγες κάθε ηλικίας, συχνότερα όμως σε αναπτυσσόμενα αμνοερίφια (Scott, 2007). Το ετερόπλευρο περιφερικό αιθουσαίο σύνδρομο συνδέεται συχνότερα με την μέση και έσω ωτίτιδα. Οι λοιμογόνοι παράγοντες που προκαλούν μέση και έσω ωτίτιδα μπορούν να φτάσουν εκεί με τρεις τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι η αιματογενής μετάδοση. Στην περίπτωση αυτή ο τυμπανικός υμένας παραμένει άθικτος (Jensen, 1982). Μπορεί να υπάρχει και ιστορικό πρόκλησης τραυμάτων της κεφαλής, όπως τα τραύματα που παρατηρούνται κατά τις μονομαχίες των κριών και τράγων (Scott, 2007). Ο δεύτερος τρόπος είναι η μετάδοση της λοίμωξης από τον φάρυγγα μέσω της ευσταχιανής σάλπιγγας. Αυτός πιστεύεται ότι είναι και ο συνηθέστερος τρόπος πρόκλησης μέσης ωτίτιδας σε πρόβατα που παρουσιάζουν λοιμώξεις του αναπνευστικού (Jensen, 1982). Τα βακτήρια που συνήθως ενοχοποιούνται για την πρόκληση μέσης και έσω ωτίτιδας είναι τα Manhemia haemolytica, Pasteurella multocida, αιμολυτικοί Streptococci, Arcanobacterium pyogenes, θετικοί στη κοαγκουλάση αιμολυτικοί και μη αιμολυτικοί Staphylococci και η Pseudomonas aeruginosa (Macleod et al, 1972). Η τρίτη οδός λοίμωξης θεωρείται ότι είναι ο έξω ακουστικός πόρος, μετά από ρήξη του τυμπανικού υμένα. Αυτό μπορεί να συμβεί τόσο σε πρόβατα, όσο και αίγες σε περίπτωση προσβολής του έξω ωτός από εξωπαράσιτα Psoroptes cuniculi. Πιστεύεται, ότι η υπερβολική πίεση που ασκείται από τη συσσώρευση των παρασίτων και των εκκρίσεων τους στο τυμπανικό υμένα, προκαλεί τελικά την ρήξη του (Morgan, 1992). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Το αιθουσαίο σύστημα είναι απαραίτητο για τον προσανατολισμό του ζώου στο χώρο, για τη διατήρηση της θέσης του κορμού, των άκρων και των ματιών και για τον έλεγχο της θέσης και των κινήσεων της κεφαλής (διατήρηση της ισορροπίας). Τα συμπτώματα εξαρτώνται από την εντόπιση των αλλοιώσεων (ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη), καθώς και από την προσβολή συγκεκριμένων ανατομικών στοιχείων του αιθουσαίου συστήματος (ημικύκλιοι σωλήνες, αιθουσαίο νεύρο, αιθουσαίοι πυρήνες κλπ.) (Aitken, 2007). Η έσω ωτίτιδα αποτελεί το συχνότερο αίτιο ετερόπλευρου περιφερικού αιθουσαίου συνδρόμου στα μικρά μηρυκαστικά (Pugh, 2002). Σε ετερόπλευρη προσβολή παρατηρείται αναγκαστική κλίση της κεφαλής, συνήθως προς την πλευρά που πάσχει (Machen et al, 2002). Παρατηρείται, επίσης, αποκλίνων στραβισμός. Συχνή είναι η εκδήλωση κυκλικών κινήσεων προς την πλευρά της αλλοίωσης (Scott, 2007). Στο αιθουσαίο σύνδρομο, οι κυκλικές κινήσεις οφείλονται στη διαταραχή της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας των ομόπλευρων άκρων και στον αυξημένο τόνο των ετερόπλευρων (Constable, 2004). Στο αμφοτερόπλευρο αιθουσαίο σύνδρομο παρατηρείται συμμετρική ταλάντευση της κεφαλής και του τραχήλου σε οριζόντιο επίπεδο (Κουτίνας & Πολυζοπούλου, 2003). Η προσβολή του αιθουσαίου 60

62 νεύρου συνοδεύεται από μείωση ή απώλεια της ακοής, πλάγια κλίση της κεφαλής, πλαγιοκίνηση ή κινήσεις βυτίου προς την πλευρά της αλλοίωσης και ασύμμετρη αταξία. Η αιθουσαία αταξία συνοδεύεται από ταυτόχρονη εμφάνιση ημιπάρεσης, όταν η βλάβη αφορά στους αιθουσαίους πυρήνες (κεντρικό αιθουσαίο σύνδρομο) (Machen et al, 2002). Η μειωμένη παροχέτευση των εκκριμάτων από το μέσο και έσω ους, αποτέλεσμα κατά ένα μέρος της ανατομίας του ωτός στα μικρά μηρυκαστικά, αλλά κυρίως του οιδήματος του βλεννογόνου και της παρουσίας εξιδρώματος, οδηγεί σε επίμονη φλεγμονή και πιθανή βλάβη του προσωπικού νεύρου (Jensen, 1982). Η προσβολή του προσωπικού νεύρου προκαλεί ασυμμετρία του προσώπου που χαρακτηρίζεται από ομόπλευρη πτώση του πτερυγίου του αυτιού, του άνω βλεφάρου, του άνω χείλους και απόκλιση του ρινικού διαφράγματος προς την υγιή πλευρά (Radostits et al, 1994). Σπάνια, παρατηρείται έξοδος πυώδους εκκρίματος από τον έξω ακουστικό πόρο, σε περίπτωση ρήξης του τυμπανικού υμένα (Scott, 2007). Διαφορική διάγνωση του περιφερικού αιθουσαίου συνδρόμου, ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται από προσβολή του προσωπικού νεύρου, θα πρέπει να γίνεται από τη λιστερίωση. Σε περίπτωση εκδήλωσης αναγκαστικών κυκλικών κινήσεων το αιθουσαίο σύνδρομο θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από την κοινούρωση και τα εγκεφαλικά αποστήματα (Scott, 2007). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση θα βασιστεί στο ιστορικό και τη νευρολογική εξέταση. Στην ωτοσκόπηση ενδέχεται να διαγνωστεί έξω ωτίτιδα ή ρήξη του τυμπανικού υμένα (Pugh, 2002). ΘΕΡΑΠΕΙΑ Η χορήγηση προκαϊνούχου πενικιλλίνης (44000 iu/kg SID) στα αρχικά στάδια της νόσου μπορεί να έχει καλά θεραπευτικά αποτελέσματα. Εναλλακτικά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλα αντιμικροβιακά, όπως ο συνδυασμός τριμεθοπρίμηςσουλφοναμιδών. Η έγκαιρη διάγνωση και η γρήγορη έναρξη της θεραπείας έχουν ιδιαίτερη σημασία για την τελική έκβαση του περιστατικού (Scott, 2007). Η νόσος εμφανίζεται σποραδικά και δεν υπάρχουν ειδικά προληπτικά μέτρα (Aitken, 2007). Α.1.14 ΨΕΥΔΟΛΥΣΣΑ Η ψευδολύσσα είναι οξεία ιογενής θανατηφόρος νόσος. Είναι γνωστή, επίσης ως νόσος του Aujeszky και προσβάλλει κυρίως το χοίρο, αλλά σπάνια και σποραδικά μπορεί να προσβάλλει και τα μικρά μηρυκαστικά (Callan, Van Metre, 2004). Ο αιτιολογικός παράγοντας είναι ένας α-ερπητοϊός, γνωστός ως χοίρειος ερπητοϊός τύπου 1 (suis herpesvirus type 1 SuHV1). Είναι διπλής αλυσίδας DNA ιός, σχετικά σταθερός στο εξωτερικό περιβάλλον. Μπορεί να επιβιώσει στο σίελο, στα πτώματα και στην υγρή στρωμνή για αρκετούς μήνες το χειμώνα και αρκετές εβδομάδες το καλοκαίρι. Ο ελεύθερος όμως ιός, εκτός βιολογικών υποστρωμάτων παραμένει ζωντανός για 1-2 εβδομάδες (Smith, Sherman, 2009). Δεξαμενή του ιού αποτελεί ο χοίρος. Οι ενήλικοι χοίροι συνήθως εκδηλώνουν υποκλινική ή ήπια νόσο, αν και μπορεί να παρατηρηθούν αποβολές ή πρώϊμοι εμβρυϊκοί θάνατοι. Η νόσος είναι βαρύτερη στα χοιρίδια, στα οποία μπορεί να παρατηρηθούν νευρολογικά συμπτώματα και η θνησιμότητα είναι μεγάλη. Οι μολυσμένοι 61

63 χοίροι που έχουν αναρρώσει ή εμφανίζουν υποκλινική λοίμωξη δρούν ως φορείς του ιού και τον διασπείρουν με το σίελο και τις ρινικές τους εκκρίσεις (Pugh, Baird, 2011). Η μετάδοση σε άλλα ευπαθή είδη, όπως τα πρόβατα και οι αίγες γίνεται αερογενώς ή από λύσεις συνεχείας του δέρματος ή των βλεννογόνων. Μετάδοση της νόσου μπορεί να γίνει με το δάγκωμα μολυσμένων χοίρων και ιατρογενώς, με τη χρήση μη αποστειρωμένων συρίγγων που είχαν προηγουμένως χρησιμοποιηθεί σε χοίρους. Δυνητική πηγή μεταφοράς και μετάδοσης του ιού αποτελούν και τα μεταφορικά μέσα, εφόσον αυτά είναι κοινά για χοίρους και αιγοπρόβατα (Smith, Sherman, 2009). Στη διεθνή βιβλιογραφία, αναφέρονται περιστατικά ψευδολύσσας σε αίγες που συσταβλίζονταν ή ήταν σε πολύ στενή επαφή με χοίρους (Herweijer and De Jonge, Baker et al, 1982). Στα μικρά μηρυκαστικά η νοσηρότητα είναι υψηλή (ως και 80% σε μια εκτροφή αιγών) και η θνησιμότητα σχεδόν πάντα 100% (Herweijer and De Jonge, 1977). ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Η περίοδος επώασης είναι 1-4 ημέρες. Όταν η είσοδος του ιού γίνεται από λύσεις συνεχείας του δέρματος, τότε ο ιός εισχωρεί στα περιφερικά νεύρα και προκαλεί τοπικά τον χαρακτηριστικό έντονο κνησμό (παροξυστικός κνησμός - mad itch) που παρατηρείται σε ορισμένα περιστατικά ψευδολύσσας. Ο ιός στη συνέχεια κινείται κεντρομόλα προς το κεντρικό νευρικό σύστημα, προκαλώντας οξεία θανατηφόρο εγκεφαλομυελίτιδα. Αν η μετάδοση του ιού γίνει αερογενώς, τότε εκδηλώνονται νευρολογικά συμπτώματα, χωρίς όμως να προηγηθεί κνησμός (Schlipf, 2002). Ο ιός προσβάλλει μικρά μηρυκαστικά κάθε ηλικίας, φυλής και φύλου. Κάποια ζώα μπορεί να βρεθούν νεκρά χωρίς κανένα προειδοποιητικό σύμπτωμα. Άλλα εμφανίζουν έντονο κνησμό στο σημείο εισόδου του ιού. Ο έντονος αυτός εντοπισμένος, νευρογενής κνησμός μπορεί να οδηγήσει σε αυτοτραυματικές αλλοιώσεις, μέχρι και σε αυτοακρωτηριασμό. Τα ασθενή ζώα μπορεί να εμφανίσουν πυρετό (μέχρι 41, 5 ο C), αταξία, κυκλικές κινήσεις, διέγερση και επιθετικότητα ή και κατάπτωση πολλές φορές (Schlipf, 2002). Αναφέρονται, επίσης συνεχές και έντονο βέλασμα και έντονη εφίδρωση. Τα παραπάνω συμπτώματα επιδεινώνονται γρήγορα και οδηγούν σε κατάκλιση, παράλυση με μετεωρισμό και δύσπνοια, κώμα και τελικά στο θάνατο. Ο θάνατος επέρχεται το αργότερο σε 72 ώρες (Smith, Sherman, 2009). ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση θα βασιστεί στο ιστορικό και τα συμπτώματα και θα επιβεβαιωθεί με τα ιστοπαθολογικά ευρήματα και την απομόνωση του ιού. Υποψία ψευδολύσσας τίθεται κάθε φορά που σε αιγοπρόβατα, που βρίσκονται σε επαφή με χοίρους εμφανίζονται έντονος κνησμός και νευρολογικά συμπτώματα (Pugh, Baird, 2011). Σε αντίθεση με τους χοίρους, οι ορολογικές εξετάσεις στα μικρά μηρυκαστικά είναι χωρίς διαγνωστική σημασία, γιατί η εξέλιξη της νόσου είναι ραγδαία και θανατηφόρος και δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την παραγωγή αντισωμάτων (Smith, Sherman, 2009). Μικροσκοπικά, οι αλλοιώσεις που διαπιστώνονται είναι γαγγλιονίτιδα και μη πυώδης μηνιγγοεγκεφαλίτιδα. Η εντόπιση των αλλοιώσεων στα γάγγλια και στο νωτιαίο μυελό είναι συνήθως ετερόπλευρη. Το γάγγλιο και το νευροτόμιο που είναι πλησιέστερα στο σημείο εισόδου του ιού φέρουν τις βαρύτερες αλλοιώσεις, και συγκεκριμένα νέκρωση νευρώνων, γλοίωση, νευρονοφαγία, και διήθηση από φλεγμονικά κύτταρα (κυρίως λεμφοκύτταρα και σποραδικά ουδετερόφιλα και 62

64 εωσινόφιλα). Ιδιαίτερα χαρακτηριστική στη ψευδολύσσα είναι η αντίδραση της νευρογλοίας, η οποία οδηγεί στη δημιουργία νευρογλοιακών οζιδίων, που διαπιστώνονται συχνότερα κοντά στις κοιλίες του εγκεφάλου. Τέτοια οζίδια συναντώνται συχνά και στη φαιά ουσία, τόσο του εγκεφάλου, όσο και του νωτιαίου μυελού. Στα νευρικά κύτταρα, στα αστροκύτταρα και στα ολιγοδενδρογλοιακά κύτταρα διαπιστώνονται βασεόφιλα ενδοπυρηνικά έγκλειστα, τα οποία περιέχουν σωματίδια του ιού (Τσαγγάρης, 1998). Η ταυτοποίηση του ιού SuHV1 γίνεται ανοσοϊστοχημικά (ανοσοφθορισμός, ανοσοϋπεροξειδάση) και με τη μέθοδο PCR (Pugh, Baird, 2011). Σε παρουσία κνησμού, η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει τις εξωπαρασιτώσεις. Νευρογενή κνησμό στα μικρά μηρυκαστικά μπορεί να προκαλέσουν η τρομώδης νόσος, η λύσσα και η εγκεφαλονωτιαία νηματωδίωση. Επίσης, θα πρέπει να αποκλειστούν η υπομαγνησιαιμία και η πολιοεγκεφαλομαλάκυνση. Εξαιτίας της ταχείας εξέλιξης της νόσου σύγχυση μπορεί να υπάρξει με διάφορες τοξικώσεις, όπως από νιτρικά και κυανιούχα άλατα, ουρία, οργανοφωσφορικά και χλωριωμένους υδρογονάνθρακες (Smith, Sherman, 2009). ΘΕΡΑΠΕΙΑ-ΠΡΟΛΗΨΗ Δεν υπάρχει θεραπεία. Η νόσος είναι σχεδόν πάντα θανατηφόρος. Στα ασθενή ζώα μπορεί να γίνει ευθανασία. Τα μικρά μηρυκαστικά δεν θα πρέπει να έρχονται σε επαφή με χοίρους (Smith, Sherman, 2009). Ο ιός είναι ευαίσθητος σε αρκετά απολυμαντικά: υποχλωριώδες νάτριο, φορμαλίνη, φαινολικά και τεταρτοταγείς ενώσεις του αμμωνίου (Brown, 1981). 63

65 Α.2. ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ Η διαγνωστική προσέγγιση των νοσημάτων του νευρικού συστήματος βασίζεται στη νευρολογική εξέταση, η οποία αποσκοπεί από τη μια πλευρά στην επιβεβαίωση της παρουσίας νευρολογικού προβλήματος και από την άλλη στην εντόπιση των αλλοιώσεων στο νευρικό σύστημα (νευροανατομική εντόπιση). Στα μικρά μηρυκαστικά, νοσήματα διαφορετικής αιτιολογίας μπορεί να εκδηλωθούν με παρόμοια ή και ταυτόσημη νευρολογική συμπτωματολογία. Επιπλέον, μεταβολικά και άλλα νοσήματα, όπως η υπασβεστιαιμία, η υπογλυκαιμία, η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης, η δυσπεπτική οξέωση, η ηπατική εγκεφαλοπάθεια και η ενδοτοξιναιμία μπορεί να συνοδεύονται από νευρολογικά συμπτώματα (Pugh, Baird, 2011). Με βάση την εντόπιση των αλλοιώσεων στο νευρικό σύστημα θα προσδιοριστεί η διαφορική διάγνωση, και θα επιλεγεί η διαγνωστική προσέγγιση με σκοπό την πρόγνωση και την επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής (Γιαδίνης και συν., 2006). Η γρήγορη διάγνωση επιτρέπει την έναρξη της θεραπείας στα αρχικά στάδια της νόσου, πριν την εγκατάσταση μη αναστρέψιμων αλλοιώσεων. Θα πρέπει, όμως να έχουμε υπόψη, ότι στις συνήθεις συνιστώμενες δόσεις, λίγα αντιβιοτικά είναι ικανά να πετύχουν την ελάχιστη βακτηριοκτόνο συγκέντρωση στο ΕΝΥ (Scott, 2007). Η λεπτομερής λήψη του ιστορικού και η ενδελεχής κλινική εξέταση ακολουθούνται από την νευρολογική εξέταση για την σχολαστική εκτίμηση της κατάστασης και της λειτουργίας του νευρικού συστήματος (Passler et al, 2011). Η λεπτομερής λήψη του ιστορικού θα πρέπει να γίνεται ατομικά, αλλά και σε επίπεδο εκτροφής. Καταγράφονται στοιχεία που αφορούν στο είδος του ζώου, την ηλικία, τη φυλή και το φύλο. Οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές, γιατί κάποια νοσήματα, όπως η κοινούρωση εμφανίζονται κυρίως στο πρόβατο, ενώ άλλα, όπως η αρθρίτιδα εγκεφαλίτιδα των αιγών αφορούν στις αίγες (Komnenou et al, 2000). Υπάρχουν κληρονομικά και λοιμώδη νοσήματα που παρουσιάζουν διαφοροποίηση στη εμφάνισή τους, ανάλογα με το είδος του ζώου (πρόβατο ή αίγα) (Passler et al, 2011). Οι συγγενείς και κληρονομικές παθήσεις του νευρικού συστήματος, όπως και τα λοιμώδη νοσήματα εμφανίζονται σχεδόν αποκλειστικά στα νεαρά ζώα. Αντίθετα, οι νεοπλασματικές και εκφυλιστικές νόσοι παρατηρούνται, κατά κανόνα, σε ενήλικα ζώα και η συχνότητά τους αυξάνεται με την ηλικία (Aitken, 2007). Σε ότι αφορά στη φυλή, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αβιοτροφία της παρεγκεφαλίδας που εμφανίζεται σε πρόβατα της φυλής Charollais. Το φύλο και η παραγωγική κατάσταση του ζώου σχετίζονται με συγκεκριμένες παθολογικές καταστάσεις, όπως η υπασβεστιαιμία ή η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης (Passler et al, 2011). Κατά την λήψη του ιστορικού, ιδιαίτερα σημαντικές θεωρούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται στην εμφάνιση, τη διάρκεια και την εξέλιξη των συμπτωμάτων. Η εμφάνιση των συμπτωμάτων μπορεί να είναι οξεία, υποξεία ή χρόνια. Σε ότι αφορά στην εξέλιξη μπορεί να παρατηρείται βελτίωση, επιδείνωση ή στασιμότητα. Σε τοξικώσεις και σε τραυματικής, λοιμώδους ή μεταβολικής αιτιολογίας νοσήματα του νευρικού συστήματος, τα συμπτώματα συνήθως, εκδηλώνονται μέσα σε λίγες το πολύ ώρες. Κάποια λοιμώδη νοσήματα όμως και κυρίως ιογενή, μπορεί να έχουν χρόνια εμφάνιση. Στις τραυματικές κακώσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος, τα συμπτώματα εμφανίζονται αιφνίδια και στη συνέχεια σταθεροποιούνται ή βελτιώνονται. Τα εκφυλιστικά και νεοπλασματικά νοσήματα έχουν κατά κανόνα βραδεία εξέλιξη και επιδεινώνονται προοδευτικά (Radostits et al, 1994). Πολύτιμα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από την καταγραφή των 64

66 πληροφοριών, σχετικά με τις μεθόδους διαχείρισης της εκτροφής, τον τύπο της εκτροφής και την κατάσταση ενσταβλισμού, το σιτηρέσιο, το εμβολιακό και αποπαρασιτικό πρόγραμμα της εκτροφής (Passler et al, 2011). Πολλά νοσήματα με νευρολογική συμπτωματολογία οφείλονται σε σφάλματα διατροφής, όπως η εντεροτοξιναιμία, ενώ άλλα οφείλονται στα ελλιπή μέτρα υγιεινής προστασίας των ζώων μετά από επεμβάσεις ρουτίνας, όπως ο τέτανος μετά από αποκεράτωση, κοπή ουράς ή ευνουχισμό (Γιαδίνης και συν., 2006). Αναζητούνται επίσης, στοιχεία σχετικά με τις μετακινήσεις των ζώων της εκτροφής, την πιθανή είσοδο νέων ζώων, το νοσολογικό παρελθόν της εκτροφής. Σε περίπτωση χορήγησης θεραπευτικής αγωγής αξιολογούνται τα αποτελέσματά της. Τέλος, ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δοθεί στον τρόπο με τον οποίο υποβάλλονται οι ερωτήσεις στον κτηνοτρόφο. Οι ερωτήσεις δεν θα πρέπει να είναι ασαφείς ή καθοδηγούμενες, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος οι πληροφορίες που θα συλλεγούν να είναι ανακριβείς (Passler et al, 2011). Μετά την λήψη του ιστορικού ακολουθεί η κλινική εξέταση. Αυτή είναι σημαντική για τον αποκλεισμό πιθανών πολυσυστηματικών νόσων. Νοσήματα του κυκλοφορικού, του αναπνευστικού, του μυοσκελετικού και του ενδοκρινικού συστήματος, αλλά και μεταβολικά νοσήματα μπορεί να συνοδεύονται από νευρολογικά συμπτώματα (Machen et al, 2002). Η θερμομέτρηση του ζώου δεν συμβάλλει ιδιαίτερα στη διάγνωση των λοιμώδους αιτιολογίας νοσημάτων του νευρικού συστήματος. Για παράδειγμα, στην μηνιγγοεγκεφαλίτιδα των νεαρών μικρών μηρυκαστικών, η θερμοκρασία του σώματός τους μπορεί να είναι μικρότερη του φυσιολογικού, όταν τα ζώα βρίσκονται σε κωματώδη κατάσταση. Από την άλλη πλευρά ζώα με έντονους σπασμούς ή οπισθότονο, όπως στην περίπτωση της πολιοεγκεφαλομαλάκυνσης, μπορεί να παρουσιάζουν αύξηση της θερμοκρασίας τους. Επίσης, η αναπνευστική λειτουργία μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά από τις μεταβολές της οξεοβασικής ισορροπίας (Scott, 2007). Ακολουθεί η νευρολογική εξέταση, η οποία ξεκινά με την επισκόπηση. Με την επισκόπηση ελέγχεται ο βαθμός συνείδησης και η συμπεριφορά του ζώου, η θέση της κεφαλής, του κορμού και των άκρων του, οι κινήσεις του, ο τόνος και ο όγκος των μυών του. Αυτή πρέπει να γίνεται με το ζώο ελεύθερο, στο φυσικό περιβάλλον του και πριν από οποιοδήποτε χειρισμό του, ώστε το ζώο να είναι ήρεμο. Παράγοντες καταπόνησης, όπως η μεταφορά και η αλλαγή περιβάλλοντος του ζώου μπορεί να μεταβάλλουν την συμπεριφορά του. Στην περίπτωση αυτή η γνώμη του ιδιοκτήτη είναι σημαντική, γιατί είναι αυτός που γνωρίζει την φυσιολογική συμπεριφορά των ζώων του (Mayhew, 2009). Μεταβολές στην συμπεριφορά εκδηλώνονται με επιθετικότητα, βελάσματα, αναγκαστικές κινήσεις προς τα εμπρός ή κυκλικές κινήσεις, πίεση κεφαλής, μεταβολές στο βλέμμα, αυξημένη ή μη φυσιολογική σεξουαλική δραστηριότητα. Η νευροανατομική εντόπιση των αλλοιώσεων που σχετίζονται με αλλαγές στη συμπεριφορά είναι δύσκολη, γιατί η συμπεριφορά ελέγχεται από πλήθος ανατομικών στοιχείων του κεντρικού νευρικού συστήματος, όπως ο υποθάλαμος, ο ιππόκαμπος, η αμυγδαλή και τμήματα του φλοιού των εγκεφαλικών ημισφαιρίων (Pugh, Baird, 2011). Με την εκτίμηση του βαθμού συνείδησης ελέγχεται η ικανότητα του ζώου να αντιλαμβάνεται και να αντιδρά στα οπτικά, ακουστικά, οσφρητικά ή άλλου είδους αισθητικά ερεθίσματα που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον (Koutinas, Polizopoulou, 2003). Ο βαθμός συνείδησης ενός ζώου δεν θα πρέπει να διαφέρει από 65

67 αυτόν των υπολοίπων ζώων της εκτροφής. Το φυσιολογικό ζώο θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση για κάθε μεταβολή που συμβαίνει στο περιβάλλον του και να αντιλαμβάνεται τον εξεταστή. Θα πρέπει να ακολουθεί τον εξεταστή με το κεφάλι του, τα μάτια του και τα αυτιά του. Θα πρέπει επίσης να αποφεύγει τα επώδυνα ερεθίσματα. Η διατήρηση του φυσιολογικού επιπέδου συνείδησης επιτυγχάνεται με πολύπλοκες συνάψεις μεταξύ του δικτυωτού σχηματισμού του οπισθίου στελέχους του εγκεφάλου, των υποφλοιϊκών πυρήνων και του φλοιού των εγκεφαλικών ημισφαιρίων (Pugh, Baird, 2011). Στις διαταραχές της συνείδησης περιλαμβάνονται η υπερδιέγερση, η κατάπτωση, ο λήθαργος και το κώμα. Στην υπερδιέγερση διαπιστώνεται υπερβολική αντίδραση του ζώου στα εξωτερικά ερεθίσματα. Στην κατάπτωση κυριαρχούν η αδιαφορία προς το περιβάλλον και η υπνηλία, το ζώο όμως εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στα έντονα ακουστικά και οπτικά ερεθίσματα. Στο λήθαργο τα ζώα αντιδρούν στην πρόκληση επώδυνων εξωτερικών ερεθισμάτων, όπως στην συμπίεση των δακτύλων με αιμοστατική λαβίδα. Στο κώμα απουσιάζει κάθε αντίδραση σε εξωτερικά και επώδυνα ερεθίσματα (Passler et al, 2011). Τα διάφορα επίπεδα της συνείδησης φαίνονται και στον Πίνακα που ακολουθεί: ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ & ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Υπερδιέγερση Υπερβολική αντίδραση του ζώου στα εξωτερικά ερεθίσματα. Λακτίσματα, καταδίωξη, υπερβολικά βελάσματα, βίαιη πάλη. Πιθανώς και φυσιολογική συμπεριφορά. Φυσιολογική εγρήγορση Κατάπτωση Λήθαργος Κώμα Ναρκοληψία (Pugh, 2002, τροποποιημένος). Επαφή με το περιβάλλον, φυσιολογική ανταπόκριση στα ερεθίσματα. Αδιαφορία προς το περιβάλλον, υπνηλία, ανταπόκριση σε έντονα ηχητικά και οπτικά ερεθίσματα Απουσία ανταπόκρισης στα εξωτερικά ερεθίσματα, ανταπόκριση σε επώδυνα ερεθίσματα. Απουσία ανταπόκρισης στα εξωτερικά και επώδυνα ερεθίσματα. Επεισόδια λήθαργου, χωρίς κινητική δραστηριότητα Απροθυμία μετακίνησης, θέση κεφαλής χαμηλά. Απροθυμία ανέγερσης, μη αναγνώριση περιβάλλοντος, ανορεξία, πίεση κεφαλής. Κατάκλιση, σπασμοί. Με τη λήξη του επεισοδίου επιστροφή στο φυσιολογικό επίπεδο συνείδησης. Με την επισκόπηση μπορεί να διαπιστωθούν η εκδήλωση αναγκαστικών κινήσεων (κυκλικές, ώθησης), όπως συμβαίνει συχνά στην κοινούρωση, μεταβολές στη χροιά της φωνής, διαταραχές της όρεξης, αλλοτριοφαγία και επιθετικότητα (Mayhew, 2009). 66

68 Με την επισκόπηση ελέγχεται στη συνέχεια, η θέση της κεφαλής, του τραχήλου, του κορμού και των άκρων, η συμμετρία του προσώπου, ο μυϊκός τόνος και ο όγκος των μυών (Γιαδίνης et al, 2006). Στροφή της κεφαλής και του τραχήλου προς την πλευρά της αλλοίωσης παρατηρείται στις ετερόπλευρες αλλοιώσεις των εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Συχνά, συνοδεύεται από αναγκαστικές κυκλικές κινήσεις (π.χ. κοινούρωση, λιστερίωση). Αναγκαστική κλίση της κεφαλής προς την πλευρά που πάσχει παρατηρείται στο αιθουσαίο σύνδρομο (π.χ. λιστερίωση, μέση έσω ωτίτιδα) (Mayhew, 2009). Η κλίση της κεφαλής είναι συνήθως 5-10 ο. Το περιφερικό αιθουσαίο σύνδρομο μπορεί να συνοδεύεται από το σύνδρομο Horner (ελαφριά πτώση του άνω βλεφάρου, συστολή της κόρης και ελαφριά προβολή του τρίτου βλεφάρου, με φυσιολογικά τα αντανακλαστικά της απειλής και της κόρης) και από παράλυση του προσωπικού νεύρου, καθώς οι συμπαθητικές νευρικές ίνες και το προσωπικό νεύρο διέρχονται από την κοιλότητα του μέσου ωτός (Scott, 2007). Στο αμφοτερόπλευρο αιθουσαίο και στο παρεγκεφαλιδικό σύνδρομο παρατηρείται συμμετρική ταλάντευση της κεφαλής και του τραχήλου σε οριζόντιο επίπεδο. Στο παρεγκεφαλιδικό σύνδρομο η ταλάντευση αυτή επιδεινώνεται κατά την κίνηση του ζώου (τρόμος τελικού σκοπού της κεφαλής). Οι μεταβολές στον μυϊκό τόνο των μυών του τραχήλου οδηγούν σε διαταραχή της θέσης της κεφαλής όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην αλλαντίαση με παθητική κάμψη της κεφαλής και του τραχήλου, στον τέτανο με έκταση της κεφαλής και του τραχήλου και σε άλλα νοσήματα (Mayhew, 2009). Η σκολίωση, η λόρδωση και η κύφωση περιλαμβάνονται στις μεταβολές της θέσης του κορμού. Αυτές μπορεί να είναι συγγενείς ή επίκτητες. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εξέταση της σπονδυλικής στήλης με ψηλάφηση επιτρέπει να διαφοροποιηθούν τα ορθοπεδικά προβλήματα, από εκείνα που προκαλούν σπονδυλικό άλγος και κατά συνέπεια σπασμό των παρασπονδυλικών μυών (Constable, 2004). Για την εκτίμηση της θέσης των άκρων το ζώο διατηρείται ήρεμο, σε όρθια θέση. Απαγωγή των άκρων, με σκοπό την βελτίωση της ισορροπίας των ζώων παρατηρείται σε περίπτωση αταξίας. Η αταξία μπορεί να είναι αιθουσαία, παρεγκεφαλιδική ή μυελική και θα πρέπει να διαφοροποιείται από τις ανάλογες μεταβολές που εμφανίζονται σε χωλότητα ορθοπεδικής ή νευρογενούς αιτιολογίας. Προσαγωγή των άκρων προς τον επιμήκη άξονα του κορμού παρατηρείται σε περίπτωση μυϊκής αδυναμίας, όπως για παράδειγμα στα διάχυτα νευρομυϊκά νοσήματα ή σε ορθοπεδικά προβλήματα (Pugh, Baird, 2011). Άλλες διαταραχές της θέσης των άκρων περιλαμβάνουν το χιασμό ή την στήριξη στην πρόσθια επιφάνεια των χηλών (Constable, 2004). Για την εκτίμηση του μυϊκού τόνου και του όγκου των μυών, το ζώο φέρεται σε πλάγια κατάκλιση. Η εξέταση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση μυϊκής ατροφίας. Η μυϊκή ατροφία μπορεί να είναι νευρογενής ή να οφείλεται σε ανενεργησία λόγω μυοπάθειας ή ορθοπεδικού προβλήματος. Στη δεύτερη περίπτωση έχει βραδεία εξέλιξη, ενώ η νευρογενής μυϊκή ατροφία έχει ταχεία εξέλιξη και οφείλεται σε διαταραχή των κάτω κινητικών νευρώνων, λόγω βλάβης κάποιου περιφερικού νεύρου (Γιαδίνης et al, 2006). Ο αυξημένος μυϊκός τόνος οδηγεί επίσης σε διαταραχές της θέσης των άκρων. Ο μυϊκός τρόμος μπορεί να οφείλεται στην καταπόνηση της εξέτασης. Παρατηρείται, όμως και σε μεγάλο αριθμό νοσημάτων, όπως στη λύσσα, στην αρθρίτιδα εγκεφαλίτιδα των αιγών, στις νευροτοξικώσεις κ.α. Οι νευροτοξικώσεις εκδηλώνονται και με επιληπτικές κρίσεις. Οι επιληπτικές κρίσεις στα μικρά μηρυκαστικά, γενικά μπορεί να οφείλονται σε πολλαπλά αίτια, λοιμώδη, παρασιτικά ή μεταβολικά (Smith, Sherman, 2009). 67

69 Η νευρολογική εξέταση περιλαμβάνει και την εξέταση του ζώου σε απλή και σύνθετη κίνηση. Φυσιολογικά, τα μικρά μηρυκαστικά βαδίζουν κάμπτοντας το ένα οπίσθιο άκρο, ταυτόχρονα το σύστοιχο πρόσθιο άκρο και η ίδια διαδικασία γίνεται και στην άλλη πλευρά. Η κίνηση επιτυγχάνεται με τη συνεργασία των κινητικών (άνω και κάτω κινητικοί νευρώνες) και των αισθητικών οδών, της παρεγκεφαλίδας (συντονισμός των κινήσεων), του αιθουσαίου συστήματος (διατήρηση της ισορροπίας και αντιστάθμιση μεταβολών του κέντρου βάρους) και των εγκεφαλικών ημισφαιρίων μέσω της πυραμιδικής οδού (εκούσιες κινήσεις). Η οργάνωση της διαδικασίας της κίνησης γίνεται στο δικτυωτό σχηματισμό του στελέχους του εγκεφάλου. Τα νωτιαία αντανακλαστικά είναι υπεύθυνα για την διατήρηση της έκτασης των άκρων, για την υποστήριξη του βάρους του σώματος και για την έναρξη της διαδικασίας της κίνησης (Mayhew, 2009). Η εξέταση της κίνησης των πρόσθιων άκρων γίνεται καθώς το ζώο βαδίζει προς τον εξεταστή, ενώ η εξέταση των οπισθίων άκρων καθώς το ζώο απομακρύνεται από τον εξεταστή (Pugh, Baird, 2011). Ειδικότερα, στην εξέταση σε κίνηση εκτιμάται η ικανότητα του ζώου να βαδίσει, να τρέξει και να εκτελέσει συγκεκριμένες κινήσεις, όπως η κίνηση σε κύκλο και η μετακίνηση σε ανηφορική και κατηφορική επιφάνεια. Η επανάληψη των παραπάνω κινήσεων μπορεί να γίνει μετά από κάλυψη των οφθαλμών. Στην περίπτωση αυτή, τυχόν υποκλινικές νευρολογικές διαταραχές που αντισταθμίζονται από την όραση επιδεινώνονται, όπως συμβαίνει π.χ. στο παρεγκεφαλιδικό σύνδρομο στην κοινούρωση (Constable, 2004). Η μείωση (πάρεση) ή η απώλεια (παράλυση) της κινητικότητας ενός ή περισσότερων άκρων, οι αναγκαστικές κινήσεις και η δυσαρμονία των κινήσεων (αταξία, υπομετρία, υπερμετρία, δυσμετρία) αποτελούν τις συχνότερες διαταραχές της κίνησης. Η πάρεση ή η παράλυση, η οποία περιορίζεται σε ένα μόνο άκρο υποδηλώνει συνήθως βλάβη των περιφερικών νεύρων. Τέτοια περίπτωση αποτελεί π.χ. η τραυματική κάκωση του περονιαίου νεύρου των αμνοεριφίων, μετά από ενδομυϊκή ένεση. Η διαπίστωση χαλαρής τετραπάρεσης ή τετραπληγίας προσανατολίζει προς τα διάχυτα νευρομυϊκά νοσήματα, όπως η αλλαντίαση (Mayhew, 2009). Αναγκαστικές κυκλικές κινήσεις παρατηρούνται, όταν οι αλλοιώσεις εντοπίζονται στα εγκεφαλικά ημισφαίρια και σπανιότερα στους αιθουσαίους πυρήνες του στελέχους του εγκεφάλου. Στην πρώτη περίπτωση εκδηλώνονται ομόπλευρες κυκλικές κινήσεις, συχνά με στροφή της κεφαλής προς την πλευρά της βλάβης. Στην δεύτερη περίπτωση (εντόπιση των αλλοιώσεων στις πλάγιες κοιλίες και στους υποφλοιώδεις πυρήνες), οι κυκλικές κινήσεις είναι αντίθετες προς την πλευρά της βλάβης. Στο αιθουσαίο σύνδρομο, οι κυκλικές κινήσεις οφείλονται σε διαταραχή της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας των ομόπλευρων άκρων και σε αυξημένο τόνο των ετερόπλευρων άκρων (Constable, 2004). Η αταξία χαρακτηρίζεται από διαταραχή του συντονισμού των κινήσεων των άκρων και του κορμού και διακρίνεται σε παρεγκεφαλιδική, αιθουσαία και μυελική (ιδιοδεκτική) (Pugh, Baird, 2011). Η παρεγκεφαλιδική αταξία δεν συνοδεύεται από πάρεση ή παράλυση (ιδιοδεκτικές διαταραχές), αλλά από υπομετρία, υπερμετρία (εύρος διασκελισμού) και τρόμο τελικού σκοπού της κεφαλής. Η αιθουσαία αταξία συνοδεύεται από κλίση της κεφαλής και είναι ασύμμετρη με ταυτόχρονη εμφάνιση ημιπάρεσης, όταν η αλλοίωση εντοπίζεται στους αιθουσαίους πυρήνες (κεντρικό αιθουσαίο σύνδρομο), όπως μπορεί να συμβεί π.χ. στην βακτηριακή μηνιγγοεγκεφαλίτιδα (Machen et al, 2002). Η μυελική αταξία (π.χ. τραυματικές κακώσεις της σπονδυλικής στήλης και του νωτιαίου μυελού) συνοδεύεται 68

70 από διαταραχές της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας, αλλά απουσιάζουν η κλίση της κεφαλής, οι κυκλικές κινήσεις και άλλα σημεία ενδεικτικά ενδοκρανιακής βλάβης. Αντίθετα, συνοδεύεται από διάφορης έκτασης πάρεση ή παράλυση (προσβολή των άνω κινητικών νευρώνων) και δεν επιδεινώνεται με την κάλυψη των οφθαλμών του ζωού. Από την άλλη πλευρά, η κάλυψη των οφθαλμών του ζώου οδηγεί σε επιδείνωση της αιθουσαίας και παρεγκεφαλιδικής αταξίας (Mayhew, 2009). Οι διαταραχές της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας, δηλαδή της ικανότητας του ζώου να αναγνωρίζει τη θέση του σώματος και των άκρων του στο χώρο, ελέγχονται με τα αντανακλαστικά θέσης, τον έλεγχο της ανόρθωσης του ζώου, τη δοκιμή της ακρωμίας και τη δοκιμή της οσφύος. Τα αντανακλαστικά θέσης είναι τα ακόλουθα: ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΟ Δοκιμή της επαναφοράς. Δοκιμή της μετακίνησης στα πρόσθια ή τα οπίσθια άκρα (δοκιμή χειράμαξας). Δοκιμή της στήριξης και μετακίνησης σε ένα ημιμόριο του σώματος. Δοκιμή της στήριξης και μετακίνησης σε ένα άκρο. (Γιαδίνης και συν., 2006). ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΑ ΘΕΣΗΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ Απαγωγή του άκρου προς τα έξω, πέρα από τον επιμήκη άξονα (αντανακλαστικό του Moscy). Πιο αξιόπιστο σε αμνούς και ερίφια, από ότι σε ενήλικα. ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ - ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΖΩΟΥ Κάμψη του άκρου ποδός, ώστε να ακουμπά στο έδαφος με τη ραχιαία επιφάνεια των δακτύλων. Επαναφορά σε ελάχιστο χρόνο στην κανονική του θέση. Εξαναγκασμός του ζώου να μετακινηθεί μόνο στα πρόσθια ή τα οπίσθια άκρα Το ζώο αναγκάζεται να μετακινηθεί προς τα έξω, με στήριξη μόνο στα αντίστοιχα άκρα. Το ζώο αναγκάζεται να στηρίζεται σε ένα μόνο άκρο και να μετακινείται προς τα έξω. Τα αντανακλαστικά θέσης ελέγχονται με το ζώο ακίνητο και όρθιο. Για να θεωρηθεί το αποτέλεσμά τους αξιόπιστο θα πρέπει να επαναληφθούν 4-5 φορές. Η εκτίμηση τους είναι χρήσιμη για την έγκαιρη διαπίστωση νευρολογικών διαταραχών στα περιστατικά με ήπια κλινική εικόνα (συχνά σε Visna, Scrapie) και τη διαφοροποίησή τους από κινητικές διαταραχές που οφείλονται σε ορθοπεδικά αίτια. Η διαταραχή των αντανακλαστικών θέσης υποδηλώνει ότι πάσχει το ετερόπλευρο ημιμόριο του σώματος, εφόσον οι αλλοιώσεις εντοπίζονται στα εγκεφαλικά ημισφαίρια και το πρόσθιο τμήμα του στελέχους του εγκεφάλου ή το ομόπλευρο, όταν οι αλλοιώσεις εντοπίζονται στο οπίσθιο τμήμα του 69

71 στελέχους. Από μόνα τους όμως, δεν μπορούν να προσανατολίσουν τον εξεταστή στην εκτίμηση της νευροανατομικής εντόπισης των αλλοιώσεων ( Koutinas, Polizopoulou, 2003). Τέλος, για τον έλεγχο της ανόρθωσης του ζώου, το ζώο συγκρατείται σε πλάγια κατάκλιση για λίγα λεπτά και στη συνέχεια αφήνεται απότομα ελεύθερο. Με τη δοκιμή της ακρωμίας και της οσφύος εκτιμάται ο τόνος των εκτεινόντων μυών στα πρόσθια και τα οπίσθια άκρα αντίστοιχα. Για την εκτέλεσή τους, συλλαμβάνεται το δέρμα της αντίστοιχης περιοχής και πιέζεται από τον εξεταστή (Mayhew, 2009). Ο νευρολογικός έλεγχος θα πρέπει να περιλαμβάνει και την εξέταση των εγκεφαλικών συζυγιών. Οι εγκεφαλικές συζυγίες, οι φυσιολογικές λειτουργίες που ελέγχουν και τα συμπτώματα της δυσλειτουργίας τους, φαίνονται στον Πίνακα που ακολουθεί: ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΣΥΖΥΓΙΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΩΝ ΣΥΖΥΓΙΩΝ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ-ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΜΝΗΣΗ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Οσφρητικό νεύρο (Ι) Όσφρηση. Μείωση της όρεξης. Οπτικό νεύρο (ΙΙ) Όραση. Μείωση της όρασης ή τύφλωση. Κοινό κινητικό νεύρο (ΙΙΙ) Κινητικές ίνες για τους άνω, έσω, κάτω ορθούς μυς και κάτω λοξό μυ του οφθαλμικού βολβού. Παρασυμπαθητικές ίνες για το σφιγκτήρα της κόρης. Αποκλίνων στραβισμός. Μυδρίαση. Απουσία αντανακλαστικού της κόρης. Τροχιλιακό νεύρο (IV) Τρίδυμο νεύρο (V) Απαγωγό νεύρο (VI) Προσωπικό νεύρο (VII) Κινητικές ίνες για τον άνω λοξό μυ του οφθαλμικού βολβού. Αισθητικές ίνες για το δέρμα του προσώπου, τον κερατοειδή και τα βλέφαρα. Κινητικές ίνες για τους μασητήριους μυς. Κινητικές ίνες για τον έξω ορθό και τον επισπαστήρα του οφθαλμικού βολβού μυ. Αισθητικές ίνες για το πρόσθιο τμήμα της γλώσσας. Κινητικές ίνες για τους δερματικούς μυς της κεφαλής (πτερύγια αυτιών, βλέφαρα, χείλη). Παρασυμπαθητικές ίνες στους δακρυϊκούς και τους σιελογόνους αδένες. Περιστροφικός στραβισμός. Υποαισθησία ή αναισθησία του προσώπου. Απουσία αντανακλαστικών βλεφαριδικού και κερατοειδούς. Παράλυση της κάτω γνάθου και ατροφία των μασητήρων μυών. Συγκλίνων στραβισμός. Απουσία βλεφαριδικού αντανακλαστικού. Παράλυση του οφθαλμικού βολβού. Υποαισθησία του πρόσθιου τμήματος της γλώσσας. Παράλυση των χειλέων και των πτερυγίων των αυτιών, πτώση του άνω βλεφάρου. Μείωση παραγωγής δακρύων. 70

72 Αιθουσαίο νεύρο (VIII) Ακοή, έλεγχος ισορροπίας. Μείωση ή απώλεια ακοής. Πλάγια κλίση της κεφαλής, πλαγιοκίνηση ή κινήσεις βυτίου προς την πλευρά της αλλοίωσης. Ασύμμετρη αταξία. Νυσταγμός. Γλωσσοφαρυγγικό νεύρο (IX) Πνευμονογαστρικό νεύρο (X) Αισθητικές ίνες για το φάρυγγα και το λάρυγγα. Κινητικές ίνες για το φάρυγγα και το λάρυγγα. Παρασυμπαθητικές ίνες στα όργανα της θωρακικής και της κοιλιακής κοιλότητας. Φαρυγγική δυσφαγία. Δυσφαγία, αναγωγές, αλλαγή της χροιάς της φωνής, ρεγχασμός. Βραδυκαρδία, ατονία στομάχου, παραλυτικός ειλεός, σιελόρροια, ξηροστομία. Παραπληρωματικό νεύρο(xi) Υπογλώσσιο νεύρο (XII) (Koutinas, Polizopoulou, 2003). Κινητικές ίνες για το τραπεζοειδή μυ. Κινητικές ίνες στους μυς της γλώσσας. Εντοπισμένη μυϊκή ατροφία στον τράχηλο. Παράλυση και ατροφία της γλώσσας. Η διέγερση της όρεξης στα μικρά μηρυκαστικά εξαρτάται από τα οσφρητικά ερεθίσματα. Ετσι, η ακεραιότητα του οσφρητικού νεύρου εκτιμάται υποκειμενικά, μετά από παράθεση τροφής. Τα νεοπλάσματα των ρινικών κοιλοτήτων και τα φατνιακά αποστήματα της άνω γνάθου συνοδεύονται συνήθως από διαταραχές της όσφρησης. Διαταραχές της όσφρησης παρατηρούνται επίσης και στα κατάγματα της βάσης του κρανίου (τραυματικές κακώσεις του οσφρητικού νεύρου) (Machen et al, 2002). Η ακεραιότητα του οπτικού νεύρου διαπιστώνεται από την εκτίμηση της λειτουργίας της όρασης. Θα πρέπει όμως, να προηγείται η βασική τουλάχιστον οφθαλμολογική εξέταση. Η όραση είναι δυνατό να ελεγχθεί με την εκτίμηση της ικανότητας κίνησης του ζώου σε άγνωστο χώρο και με εμπόδια, καθώς και με το αντανακλαστικό της απειλής και το αντανακλαστικό της κόρης του οφθαλμού. Με το αντανακλαστικό της κόρης του οφθαλμού ελέγχεται, εκτός από το οπτικό νεύρο και το κοινό κινητικό νεύρο (Γιαδίνης et al, 2006). Με το αντανακλαστικό της απειλής ελέγχεται όλη η οπτική οδός, το προσωπικό νεύρο και η παρεγκεφαλίδα. Για την εκτίμηση του αντανακλαστικού, ο εξεταστής κινεί απότομα το χέρι του προς τον οφθαλμό που εξετάζεται. Φυσιολογικά, ακολουθεί σύγκλιση των βλεφάρων και/ή απομάκρυνση της κεφαλής. Κατά την εκτέλεση της δοκιμασίας, ο εξεταστής θα πρέπει να προσέξει να μην αγγίξει το πρόσωπο του ζώου και να μην προκαλέσει ρεύματα αέρα ή θόρυβο (Pugh, Baird, 2011). Σε περίπτωση βλάβης του προσωπικού νεύρου (ΕΣ VII: κινητικό σκέλος του αντανακλαστικού), παρατηρείται μόνο απομάκρυνση της κεφαλής ή σύσπαση του επισπαστήρα μυ του βολβού (απαγωγό νεύρο) και οπισθοχώρηση του βολβού στην οφθαλμική κόγχη. Το αντανακλαστικό της απειλής (ως εξαρτημένο αντανακλαστικό) είναι μειωμένο ή απουσιάζει στα αμνοερίφια, ηλικίας μικρότερης των 2-3 εβδομάδων, εξαιτίας της ανωριμότητας της παρεγκεφαλίδας (Constable, 2004). Στο 71

73 παρεγκεφαλιδικό σύνδρομο παρατηρείται αμφοτερόπλευρη απώλεια του αντανακλαστικού της απειλής, χωρίς να υπάρχει τύφλωση (Mayhew, 2009). Το κοινό κινητικό νεύρο νευρώνει την κόρη του οφθαλμού, τους άνω, έσω, κάτω ορθούς μυς και τον κάτω λοξό μυ του οφθαλμικού βολβού. Ελέγχεται το μέγεθος και η συμμετρία της κόρης των δύο οφθαλμών. Όμως, μικρού βαθμού ανισοκορία θεωρείται φυσιολογική στα μικρά μηρυκαστικά (Mayhew, 2009). Το αντανακλαστικό της κόρης ελέγχεται σε χώρο με μέτριο φωτισμό. Ο εξεταστής κατευθύνει μια εστιακή δέσμη φωτός στον αντίστοιχο οφθαλμό. Φυσιολογικά, εκδηλώνεται το άμεσο αντανακλαστικό της μύσης (Γιαδίνης et al, 2006). Σε περίπτωση που η βλάβη εντοπίζεται πριν το οπτικό χίασμα, δηλαδή, στον αμφιβληστροειδή χιτώνα ή στο οπτικό νεύρο (όπως, π.χ. στην αβιταμίνωση Α), παρατηρείται ταυτόχρονη απώλεια των αντανακλαστικών της κόρης και της απειλής. Ενώ, σε περίπτωση οπισθοχιασματικών αλλοιώσεων, με εντόπιση στο πρόσθιο στέλεχος του εγκεφάλου (κοινό κινητικό νεύρο), παρατηρείται ομόπλευρη απώλεια του αντανακλαστικού της κόρης, ενώ το αντανακλαστικό της απειλής διατηρείται (Γιαδίνης et al, 2006). Στα μικρά μηρυκαστικά, η βλάβη του κοινού κινητικού νεύρου συνοδεύεται από αποκλίνοντα στραβισμό (ανεξάρτητα από τη θέση της κεφαλής), ο οποίος δεν συνοδεύεται από πτώση του άνω βλεφάρου, όπως στα άλλα είδη ζώων (Pugh, Baird, 2011). Σε βλάβη του τροχιλιακού νεύρου παρατηρείται περιστροφικός στραβισμός. Σε προσβολή του απαγωγού νεύρου σημειώνεται συγκλίνων στραβισμός με ταυτόχρονη απουσία του βλεφαριδικού αντανακλαστικού. Αμφοτερόπλευρος στραβισμός παρατηρείται σε διάχυτες εγκεφαλοπάθειες, όπως η πολιοεγκεφαλομαλάκυνση και η λιστερίωση (Pugh, Baird, 2011). Επίσης, στην τοξίκωση από μόλυβδο, την τοξίκωση από χλωριούχο νάτριο και την οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα των νεογέννητων. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο περιστροφικός στραβισμός δεν είναι αποτέλεσμα της βλάβης του τροχιλιακού νεύρου, αλλά του εγκεφαλικού οιδήματος (Scott, 2007). Το τρίδυμο νεύρο δίνει δύο αισθητικούς κλάδους (άνω γναθικό, οφθαλμικό) και ένα μικτό κλάδο (κάτω γναθικό) (Μιχαήλ, 1986). Η ακεραιότητα των αισθητικών κλάδων του τριδύμου νεύρου ελέγχεται με τα αντανακλαστικά του έσω κανθού, του έξω ακουστικού πόρου και του μυκτήρα. Παρατηρείται η αντίδραση του ζώου ύστερα από διέγερση των αισθητικών απολήξεων των αντίστοιχων περιοχών (σύγκλιση βλεφάρων, κίνηση των πτερυγίων των αυτιών, απομάκρυνση κεφαλής) (Γιαδίνης et al, 2006). Η εκτίμηση της λειτουργικότητας του κινητικού κλάδου του τριδύμου νεύρου, που διαταράσσεται π.χ. στην λιστερίωση, γίνεται με τον έλεγχο του τόνου των μασητήρων μυών (προσπάθεια διάνοιξης του στόματος) (Pugh, Baird, 2011). Το προσωπικό νεύρο είναι μικτό, αν και κυρίως κινητικό. Η εξέτασή του επιτυγχάνεται με τα αντανακλαστικά της απειλής, το βλεφαριδικό και του κερατοειδούς. Αλλοιώσεις που επηρεάζουν το προσωπικό νεύρο συνοδεύονται από ασυμμετρία του προσώπου. Αυτή χαρακτηρίζεται από πτώση των πτερυγίων των αυτιών, των άνω βλεφάρων, του άνω χείλους και από απόκλιση του ρινικού διαφράγματος προς την υγιή πλευρά. Επίσης, μπορεί να παρατηρηθεί σιελόρροια και κατακράτηση τροφής στη στοματική κοιλότητα. Η εικόνα προσβολής του προσωπικού νεύρου παρατηρείται συχνά στη λιστερίωση (Pugh, Baird, 2011). 72

74 Το ακουστικό νεύρο αποτελείται από το κοχλιακό νεύρο, που εξυπηρετεί την αίσθηση της ακοής, και το αιθουσαίο νεύρο, που ως μέρος του αιθουσαίου συστήματος συμβάλλει στη διατήρηση της αίσθησης του χώρου (Μιχαήλ, 1986). Στα μικρά μηρυκαστικά, η ετερόπλευρη κώφωση είναι δύσκολο να εκτιμηθεί κλινικά. Πιο εύκολα εκτιμάται η αμφοτερόπλευρη κώφωση, παρακολουθώντας την αντίδραση του ζώου σε ακουστικά ερεθίσματα που προκαλεί ο εξεταστής από θέση εκτός του οπτικού πεδίου του ζώου (Pugh, Baird, 2011). Οι διαταραχές του αιθουσαίου νεύρου συνοδεύονται από ομόπλευρη πτώση, κινήσεις βυτίου, ασύμμετρη αταξία, απαγωγή των άκρων, ομόπλευρη διαταραχή των αντανακλαστικών θέσης, κυκλικές κινήσεις προς την πλευρά της βλάβης, νυσταγμό, αποκλίνων στραβισμό και κλίση της κεφαλής προς την πλευρά της βλάβης. Θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ κεντρικού (π.χ. λιστερίωση) και περιφερικού αιθουσαίου συνδρόμου (π.χ. μέση έσω ωτίτιδα) (Scott, 2007). Η προσβολή του γλωσσοφαρυγγικού και του πνευμονογαστρικού νεύρου χαρακτηρίζεται από δυσφαγία ή αδυναμία κατάποσης, σιελόρροια (αδυναμία κατάποσης του σίελου), αναγωγή της τροφής και έξοδο από τους ρώθωνες (παράλυση του φάρυγγα), μεταβολές στη φωνή και εισπνευστικό συριγμό (ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη πάρεση ή παράλυση του λάρυγγα και του φάρυγγα). Τέτοια συμπτώματα παρατηρούνται π.χ. στην αλλαντίαση, στη λύσσα κ.α. (Pugh, Baird, 2011). Σε βλάβη του πνευμονογαστρικού νεύρου μπορεί, επίσης, να παρατηρηθεί ατονία της μεγάλης κοιλίας και καρδιακή αρρυθμία. Ο έλεγχος των δύο αυτών νεύρων γίνεται με το αντανακλαστικό της κατάποσης και τη χρήση οισοφαγικού καθετήρα για να ελεγχθεί η παρουσία κινήσεων κατάποσης (Γιαδίνης et al, 2006). Οι αλλοιώσεις των δύο αυτών νεύρων είναι σπάνιες στα αιγοπρόβατα (Pugh, Baird, 2011). Η παράλυση του παραπληρωματικού νεύρου χαρακτηρίζεται από μείωση της αντίστασης στη στροφή της κεφαλής αντίθετα προς την πλευρά της βλάβης και από ατροφία του τραπεζοειδή, του στερνοκεφαλικού και του βραχιονοκεφαλικού μυός (Γιαδίνης et al, 2006). Το υπογλώσσιο νεύρο νευρώνει τους μυς της γλώσσας. Σε προσβολή του παρατηρείται δυσκολία ή αδυναμία λήψης και μάσησης της τροφής. Το υπογλώσσιο νεύρο ελέγχεται έμμεσα, εκτιμώντας τη συμμετρία της γλώσσας (μυϊκή ατροφία) και την κινητικότητά της και άμεσα, εκτιμώντας τον τόνο της με προσπάθεια έλξης της έξω από την στοματική κοιλότητα. Σε ετερόπλευρη παράλυση του νεύρου παρατηρείται απόκλιση της γλώσσας προς την υγιή πλευρά, ενώ σε αμφοτερόπλευρη παράλυση η γλώσσα προβάλλει έξω από τη στοματική κοιλότητα και παρατηρείται στοματική δυσφαγία (Mayhew, 2009). Ακολουθεί η εξέταση των νωτιαίων αντανακλαστικών. Με τα νωτιαία αντανακλαστικά ελέγχεται η ακεραιότητα των ανάλογων νευροτομίων του νωτιαίου μυελού, των νωτιαίων νεύρων που εκφύονται από αυτά και έμμεσα η λειτουργία των άνω κινητικών νευρώνων (εξωπυραμιδική οδός) (Γιαδίνης et al, 2006). Τα νωτιαία αντανακλαστικά, η τεχνική πρόκλησής τους, η φυσιολογική ανταπόκριση, τα υπεύθυνα νευροτόμια και τα υπεύθυνα νεύρα παρατίθενται στον Πίνακα που ακολουθεί: 73

75 ΝΩΤΙΑΙΑ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΑ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΟ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΥΠΕΥΘΥΝΑ ΝΕΥΡΟΤΟΜΙΑ ΥΠΕΥΘΥΝΑ ΝΕΥΡΑ Επιγονατίδας Επίκρουση του μέσου επιγονατιδικού συνδέσμου Έκταση της άρθρωσης του γόνατος. Ο4, Ο5 Μηριαίο. Περινεϊκό Νύξη ή ψαύση του δέρματος του πρωκτού με αιμοστατική λαβίδα. Σύσπαση του έξω σφιγκτήρα του πρωκτού και των χειλέων του αιδοίου και κάμψη της ουράς. Ιππουρίδα. Αιδοιϊκό, πρωκτικό. Κάμψης Ήπια πίεση δακτύλου στα πρόσθια ή οπίσθια άκρα. Κάμψη όλων των αρθρώσεων του άκρου. Α6 - Θ2 και Ο5 - Ι1 Κερκιδικό, ισχιακό. Δερματομυϊκό Νύξη ή ψαύση του δέρματος εκατέρωθεν των ακανθωδών αποφύσεων της σπονδυλικής στήλης στην περιοχή Θ3 - Ο3. Σύσπαση του δερματικού θωρακοκοιλιακού μυός. Α8 - Ο2 Αισθητικά και κινητικά θωρακικά νεύρα. (Koutinas, Polizopoulou, 2003). Τα νωτιαία αντανακλαστικά ελέγχονται με το ζώο σε πλάγια κατάκλιση. Αρχικά, ελέγχονται τα δύο άνω άκρα και στη συνέχεια το ζώο αλλάζει πλευρά κατάκλισης για να ελεγχθούν τα δύο ετερόπλευρα άκρα (Γιαδίνης et al, 2006). Τα νωτιαία αντανακλαστικά έχουν μεγαλύτερη ένταση στα νεογέννητα μικρά μηρυκαστικά, σε σύγκριση με τα ενήλικα (Constable, 2004). Οι άνω κινητικοί νευρώνες είναι υπεύθυνοι για την έναρξη της κίνησης, για τη διατήρηση του τόνου των εκτεινόντων μυών και τη ρύθμιση της λειτουργίας των κάτω κινητικών νευρώνων. Οι κάτω κινητικοί νευρώνες αποτελούν το εκτελεστικό όργανο των ενεργειών των άνω κινητικών νευρώνων και είναι υπεύθυνοι για τη διατήρηση των νωτιαίων αντανακλαστικών (Koutinas, Polizopoulou, 2003). Σε περίπτωση βλάβης των άνω ή κάτω κινητικών νευρώνων παρατηρούνται οι παρακάτω διαταραχές: 74

76 ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΑΝΩ & ΚΑΤΩ ΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΝΕΥΡΩΝΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ Κινητική λειτουργία Αντανακλαστικά Μυϊκή ατροφία Μυϊκός τόνος ΚΑΤΩ ΚΙΝΗΤΙΚΟΙ ΝΕΥΡΩΝΕΣ Παράλυση (χαλαρή) - απώλεια της μυϊκής δύναμης Μείωση ή απουσία Πρώϊμη και έντονου βαθμού Μειωμένος ή απουσία ΑΝΩ ΚΙΝΗΤΙΚΟΙ ΝΕΥΡΩΝΕΣ Πάρεση έως παράλυση, απώλεια των εκουσίων κινήσεων Φυσιολογικά ή αυξημένα (ιδιαίτερα τα μυοτακτικά) Όψιμη και ήπια Φυσιολογικός ή αυξημένος Αισθητικότητα (Pugh, Baird, 2011). Αναισθησία της νευρούμενης περιοχής, παραισθησία ή υπεραισθησία των γειτονικών περιοχών Διαταραχή της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας, μείωση της αίσθησης του επιφανειακού και εν τω βάθει πόνου Ταυτόχρονα με τα νωτιαία αντανακλαστικά ελέγχεται και ο μυϊκός τόνος. Η νευρολογική εξέταση ολοκληρώνεται με τον έλεγχο της αίσθησης του άλγους. Η αίσθηση του άλγους διακρίνεται στην επιφανειακή και στη βαθειά αίσθηση του άλγους. Η επιφανειακή αίσθηση του άλγους ελέγχεται με τη νύξη διαφόρων περιοχών του δέρματος (δερμοτόμια), αλλά δεν θεωρείται αξιόπιστη. Πιο αξιόπιστη θεωρείται η βαθειά αίσθηση του άλγους. Αυτή πρέπει να ελέγχεται σε όλα τα ζώα που εμφανίζουν παραπληγία ή τετραπληγία. Ο έλεγχος της γίνεται με πίεση με αιμοστατική λαβίδα των δακτύλων του ζώου, οπότε σε διατήρηση της αισθητικότητας παρατηρείται έντονη αντίδραση του ζώου (Γιαδίνης et al, 2006). Η βαθειά αίσθηση του άλγους μεταδίδεται με το νωτιαιοθαλαμικό δεμάτιο του νωτιαίου μυελού και η απώλεια της υποδηλώνει ανατομική ή λειτουργική διατομή του νωτιαίου μυελού. Σε αυτές τις περιπτώσεις η πρόγνωση για την αποκατάσταση της βλάβης είναι δυσμενέστατη (Koutinas, Polizopoulou, 2003). Με την ενδελεχή νευρολογική εξέταση επιδιώκεται, όπως αναφέρθηκε η νευροανατομική εντόπιση των αλλοιώσεων. Μια συσχέτιση μεταξύ συμπτωμάτων και ανατομικών περιοχών του νευρικού συστήματος δίνεται στον παρακάτω Πίνακα: 75

77 ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΜΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΙΘΑΝΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ Μύση ή μυδρίαση, σιελόρροια, αύξηση ή ελάττωση της κινητικότητας του εντέρου, διαταραχές στην ούρηση και την αφόδευση, επιφανειακές μυϊκές συσπάσεις ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΑ ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΑ ΠΑΡΕΓΚΕΦΑΛΙΔΑ ΑΙΘΟΥΣΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΕΣ ΣΥΖΥΓΙΕΣ ΝΩΤΙΑΙΟΣ ΜΥΕΛΟΣ, Α1-Α6 ΝΩΤΙΑΙΟΣ ΜΥΕΛΟΣ, Α7-Θ2 ΝΩΤΙΑΙΟΣ ΜΥΕΛΟΣ, Θ3- Ο3 ΝΩΤΙΑΙΟΣ ΜΥΕΛΟΣ, Ο4-Ι2 ΝΩΤΙΑΙΟΣ ΜΥΕΛΟΣ, Ι1-Ι3 ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΑ ΝΕΥΡΑ ΝΕΥΡΟΜΥΪΚΕΣ ΣΥΝΑΨΕΙΣ (Smith, Sherman, 2009). Διαταραχές συνείδησης, διαταραχές της συμπεριφοράς, σπασμοί, οπισθότονος, τριγμός των οδόντων, τύφλωση, αναγκαστικές κινήσεις ώθησης, κυκλικές κινήσεις, ετερόπλευρη διαταραχή της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας. Έλλειψη συντονισμού των κινήσεων χωρίς μυϊκή αδυναμία, υπερμετρία και απαγωγή των άκρων, τρόμος τελικού σκοπού της κεφαλής, απουσία αντανακλαστικού απειλής Ομόπλευρη κλίση κεφαλής, κυκλικές κινήσεις, ημιπάρεση με αταξικό βάδισμα, νυσταγμός Ομόπλευρη αδυναμία, έλλειψη συντονισμού κινήσεων, σπασμοί, διαταραχές της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας Διαταραχές όρασης, ακοής, όσφρησης και κατάποσης, διαταραχές του τόνου και της αισθητικότητας των μυών του προσώπου, μη φυσιολογική θέση της κεφαλής, των οφθαλμών, διαταραχές της ισορροπίας Αταξία των προσβλημένων άκρων με απώλεια της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας - πιο έντονες στα οπίσθια άκρα, φυσιολογικός ή αυξημένος μυϊκός τόνος και ένταση των νωτιαίων αντανακλαστικών σε όλα τα άκρα, απώλεια της επιφανειακής αίσθησης του άλγους των αντίστοιχων δερμοτομίων Μυϊκός τόνος και νωτιαία αντανακλαστικά φυσιολογικά ή αυξημένα στα οπίσθια άκρα, μείωση ή απουσία των παραπάνω στα πρόσθια άκρα, απώλεια της επιφανειακής αίσθησης του άλγους των αντίστοιχων δερμοτομίων, μυελική αταξία Θωρακοοσφυϊκό σύνδρομο, σπαστική παραπάρεση ή παραπληγία, φυσιολογικά πρόσθια άκρα, μυελική αταξία, απώλεια ιδιοδεκτικής αισθητικότητας του ενός ή και των δύο οπισθίων άκρων, απώλεια της επιφανειακής αίσθησης του άλγους των αντίστοιχων δερμοτομίων Μυελική αταξία, χαλαρή παραπάρεση ή παραπληγία, μείωση ή εξαφάνιση του μυϊκού τόνου και των νωτιαίων αντανακλαστικών των οπισθίων άκρων Ακράτεια ούρων και κοπράνων, υποτονία της ουράς Διαταραχές έκτασης, κάμψης, προσαγωγής και απαγωγής των άκρων, μυϊκή ατροφία στο αντίστοιχο άκρο, πιθανή μείωση ή απουσία των αντανακλαστικών στο αντίστοιχο άκρο, απώλεια της επιφανειακής αίσθησης του άλγους Γενικευμένη αδυναμία, συσπάσεις των μυών ή μυϊκός τρόμος 76

78 Η νευροανατομική εντόπιση των αλλοιώσεων είναι σημαντική για τον καθορισμό της πρόγνωσης και της διαχείρισης των ασθενών ζώων, αλλά και της εκτροφής. Στα πρόβατα και τις αίγες τα συμπτώματα και οι παθολογοανατομικές αλλοιώσεις κατανέμονται συχνότερα σε 4 ενότητες (σύνδρομα): των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, της παρεγκεφαλίδας, του εγκεφαλικού στελέχους και των εγκεφαλικών συζυγιών, του νωτιαίου μυελού και των περιφερικών νεύρων (Pugh, Baird, 2011). Στη διάχυτη και συμμετρική προσβολή των εγκεφαλικών ημισφαιρίων η κίνηση σε επίπεδες επιφάνειες εμφανίζεται φυσιολογική. Σε αυτή την περίπτωση οι διαταραχές της κίνησης εκδηλώνονται κατά την μετακίνηση του ζώου σε ανηφορική ή κατηφορική επιφάνεια. Το ίδιο παρατηρείται και κατά την εκτίμηση των αντανακλαστικών θέσης, ενώ τα νωτιαία αντανακλαστικά είναι φυσιολογικά. Συμμετρικές αλλοιώσεις των εγκεφαλικών ημισφαιρίων στα μικρά μηρυκαστικά προκαλούν οι μεταβολικές διαταραχές, η αφυδάτωση, οι διαταραχές της οξεοβασικής ισορροπίας (Constable, 2004). Σε εντοπισμένες αλλοιώσεις των εγκεφαλικών ημισφαιρίων τα συμπτώματα αφορούν στην ετερόπλευρη της αλλοίωσης πλευρά, με εξαίρεση τις κυκλικές κινήσεις και την κλίση της κεφαλής, που συνήθως είναι προς την πλευρά της αλλοίωσης (ετερόπλευρη ημιπάρεση, ετερόπλευρη διαταραχή του αντανακλαστικού της απειλής με φυσιολογικά το βλεφαριδικό και το αντανακλαστικό της κόρης) (Pugh, Baird, 2011). Νεογέννητα αμνοερίφια με συγγενή παρεγκεφαλιδική αταξία μπορεί να παρουσιάζουν κατάπτωση και λήθαργο (διαταραχές της συνείδησης δεν παρατηρούνται στο παρεγκεφαλιδικό σύνδρομο), οι οποίες είναι δευτερογενείς, εξαιτίας της αφυδάτωσης και της υπογλυκαιμίας (Pugh, Baird, 2011). Διαταραχές των εγκεφαλικών συζυγιών, σε συνδυασμό με διαταραχές της συνείδησης υποδηλώνουν ότι οι αλλοιώσεις εντοπίζονται στο εγκεφαλικό στέλεχος (Bagley, 2005). Οι κακώσεις των περιφερικών νεύρων είναι σπάνιες στα αιγοπρόβατα. Εκδηλώνονται με συμπτώματα προσβολής των κάτω κινητικών νευρώνων. Στο πρόσθιο άκρο είναι συχνότερες οι κακώσεις του βραχιονίου πλέγματος και του κερκιδικού νεύρου. Στο οπίσθιο άκρο συχνότερα απαντώνται κακώσεις στο ισχιακό, στο περονιαίο, στο μηριαίο και στο θυροειδές νεύρο. Κακώσεις του κερκιδικού νεύρου μπορεί να προκύψουν, ως αποτέλεσμα καταγμάτων των πλευρών ή του βραχιονίου οστού. Κακώσεις του μηριαίου νεύρου μπορεί να προκύψουν από την υπερβολική έκταση των οπισθίων άκρων ή την φλεγμονή, εξαιτίας μη άσηπτων συνθηκών κατά τη χορήγηση ενέσεων. Η κάκωση του θυροειδούς νεύρου, που εκδηλώνεται ως αδυναμία προσαγωγής των άκρων, είναι συνήθως το αποτέλεσμα δυστοκίας. Η βλάβη του ισχιακού νεύρου είναι το αποτέλεσμα καταγμάτων της πυέλου ή της οσφυοϊεράς μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Τέλος, η κάκωση του περονιαίου νεύρου είναι το αποτέλεσμα αμέλειας κατά τη χορήγηση ενέσεων (Pugh, Baird, 2011). Δύο άλλα σπανιότερα σύνδρομα στα μικρά μηρυκαστικά είναι το σύνδρομο του μεσεγκεφάλου και το υποθαλαμικό σύνδρομο. Το μεσεγκεφαλικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται από κατάπτωση, κώμα, πιθανή ακαμψία των άκρων και οπισθότονο. Στα περισσότερα ζώα η όραση είναι φυσιολογική, ενώ παρατηρείται μυδρίαση και στραβισμός. Το μεσεγκεφαλικό σύνδρομο παρατηρείται συνήθως σε τραύματα του κρανίου και σε ηπατική εγκεφαλοπάθεια. Το υποθαλαμικό σύνδρομο συνοδεύεται από διαταραχές της συμπεριφοράς ή της συνείδησης, όπως υπεραισθησία, επιθετικότητα και αποπροσανατολισμός. Παρατηρούνται επίσης, διαταραχές της όρασης, με διαστολή της κόρης και μείωση ή απουσία του αντανακλαστικού της. Μπορεί να παρατηρηθούν 77

79 διαταραχές της όρεξης και της θερμορρύθμισης. Τα κυριότερα αίτια του υποθαλαμικού συνδρόμου είναι τα αποστήματα και οι όγκοι της υπόφυσης (Scott, 2007). Με την πλήρη νευρολογική εξέταση επιβεβαιώνεται ότι το ζώο πραγματικά πάσχει από κάποιο νόσημα του νευρικού συστήματος και εντοπίζονται στη συνέχεια νευροανατομικά οι αλλοιώσεις που αυτό προκαλεί στο νευρικό σύστημα. Για την ακριβή, όμως αιτιολογική διάγνωση χρειάζεται ενδεχομένως να γίνουν και κάποιες επιπρόσθετες εξετάσεις. Η ακριβής αιτιολογική διάγνωση είναι σημαντική. Ακόμη και αν γίνεται ατομικά σε επίπεδο ασθενούς προβάτου ή αίγας μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ποια νοσήματα επικρατούν σε επίπεδο εκτροφής, έτσι ώστε να εφαρμοστούν οι αναγκαίες διαχειριστικές πρακτικές και να ληφθούν τα απαραίτητα για κάθε περίπτωση προληπτικά μέτρα που θα αποτρέψουν την επέκταση του νοσήματος στα υπόλοιπα ζώα της εκτροφής ή και σε άλλες εκτροφές ή θα συνεισφέρουν στην καταπολέμησή του (Pugh, Baird, 2011). Για την ακριβή αιτιολογική διάγνωση των νευρολογικών νοσημάτων των μικρών μηρυκαστικών μπορούν να εφαρμοστούν διάφορες διαγνωστικές εξετάσεις. Υπάρχουν, βέβαια περιορισμοί που επιβάλλονται από τη διαθεσιμότητα και το κόστος των διαγνωστικών αυτών μέσων. Έτσι, σε επίπεδο καθημερινής πρακτικής μπορούν ουσιαστικά να χρησιμοποιηθούν οι αιματολογικές, ορολογικές και βιοχημικές εξετάσεις σε δείγματα αίματος, οι τοξικολογικές εξετάσεις, η ανάλυση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού και οι απλές ακτινογραφίες απεικόνισης (Francoz, 2009). Συγκεκριμένα, θα πρέπει να γίνονται πλήρης αιματολογική και βιοχημική εξέταση του ορού του αίματος. Οι συμμετρικές και διάχυτες εγκεφαλίτιδες οφείλονται συνήθως σε μεταβολικά νοσήματα. Θα πρέπει επομένως να γίνεται πλήρης έλεγχος για να εξακριβωθεί αν υπάρχει υπασβεστιαιμία, υπογλυκαιμία, διαταραχή της οξεοβασικής ισορροπίας και των ηλεκτρολυτών (Scott, 2004). Η λήψη και ανάλυση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τη αιτιολογική διάγνωση των νευρολογικών νοσημάτων και ιδιαίτερα για την επιβεβαίωση της μηνιγγοεγκεφαλίτιδας (Scott, 2007). Η συλλογή του μπορεί να γίνει, είτε από την ατλαντοϊνιακή άρθρωση, είτε από το οσφυοϊερό διάστημα. Μπορεί να συλλεχθεί μέχρι 1 ml ΕΝΥ/ 5 kg σωματικού βάρους, αλλά για την κυτταρολογική εξέταση αρκούν 1-2 ml συνολικά. Το ΕΝΥ υποβάλλεται, εκτός από την κυτταρολογική εξέταση, σε βιοχημική ανάλυση, σε μικροσκοπική εξέταση ύστερα από χρώση κατά Gram και σε καλλιέργεια για την απομόνωση και ταυτοποίηση πιθανών παθογόνων μικροοργανισμών. Εξετάζεται επίσης, μακροσκοπικά. Φυσιολογικά, είναι διαυγές και άχρωμο. Ο ερυθρωπός χρωματισμός είναι αποτέλεσμα αιμορραγίας, που μπορεί να είναι ιατρογενής (προκαλείται κατά τη διαδικασία συλλογής του δείγματος) ή να οφείλεται σε προηγούμενη αιμορραγία στον υπαραχνοειδή χώρο. Στην ιατρογενή αιμορραγία η ποσότητα του αίματος συνήθως μειώνεται, καθώς συνεχίζεται η συλλογή ΕΝΥ στην σύριγγα, ενώ διαπιστώνεται και η παρουσία θρόμβων. Στην μη ιατρογενή αιμορραγία υπάρχει ομοιόμορφη σχετικά κατανομή του ερυθρωπού χρωματισμού και απουσιάζουν οι θρόμβοι. Η ξανθοχρωμία, με κίτρινο έως πορτοκαλί χρωματισμό του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (από την απελευθέρωση αιμοσφαιρίνης, μετά τη λύση των ερυθρών αιμοσφαιρίων) μπορεί να παρατηρείται μέχρι και 10 ημέρες μετά την υπαραχνοειδή αιμορραγία. Η θολερότητα του ΕΝΥ, συνήθως, υποδηλώνει πλειοκυττάρωση, όπως παρατηρείται π.χ. στη βακτηριδιακή μηνιγγοεγκεφαλίτιδα. Φυσιολογικά, το ΕΝΥ περιέχει λιγότερα από 10 εμπύρηνα κύτταρα ανά μl, και τα περισσότερα από αυτά είναι μονοπύρηνα. Πρέπει να 78

80 γίνεται καταμέτρηση του αριθμού των λευκών και υπολογισμός του λευκοκυτταρικού τύπου. Στις βακτηριακές λοιμώξεις του νευρικού συστήματος διαπιστώνεται συνήθως ουδετεροφιλία. Εξαίρεση αποτελεί η λιστερίωση, στην οποία διαπιστώνεται αυξημένος αριθμός μονοπύρηνων κυττάρων. Αύξηση του αριθμού των μονοπύρηνων κυττάρων μπορεί να διαπιστωθεί, επίσης, στις ιογενείς εγκεφαλίτιδες και στην πολιοεγκεφαλομαλάκυνση. Στην εγκεφαλονωτιαία νηματωδίωση, που προκαλείται από την μετανάστευση των προνυμφών νηματωδών παρασίτων, διαπιστώνεται εωσινοφιλία. Τέλος, ελέγχεται η συγκέντρωση των πρωτεϊνών και της γλυκόζης. Στο ΕΝΥ η συγκέντρωση των πρωτεϊνών είναι μικρότερη από αυτήν στο αίμα (πρόβατο: μέχρι 40 mg/ dl, αίγα: μέχρι 15 mg/ dl). Το ίδιο συμβαίνει και με τη συγκέντρωση της γλυκόζης, που φυσιολογικά στο ΕΝΥ ανέρχεται στο 80% της συγκέντρωσής της στο περιφερικό αίμα. Μείωση της συγκέντρωσης της γλυκόζης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό μπορεί να παρατηρηθεί στις βακτηριακές μηνιγγοεγκεφαλίτιδες, εξαιτίας της κατανάλωσής της από τα βακτήρια (Pugh, Baird, 2011). Η ακτινολογική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει την παρουσία καταγμάτων του κρανίου, της σπονδυλικής στήλης, της πυέλου, εξαρθρώσεων της σπονδυλικής στήλης, μέσης ωτίτιδας, οστεομυελίτιδας. Αν το κόστος το επιτρέπει θα μπορούσαν δυνητικά να χρησιμοποιηθούν η υπερηχογραφία, η αξονική και μαγνητική τομογραφία, η μυελογραφία, η ηλεκτρομυελογραφία και η ηλεκτροεγκεφαλογραφία (Scott, 2004). Στο Παράρτημα Γ δίνονται οι φυσιολογικές τιμές διαφόρων αιματολογικών και βιοχημικών παραμέτρων, οι φυσιολογικές τιμές της ανάλυσης του εγκεφαλονωτιαίου υγρού και του ούρου και οι συγκεντρώσεις βιταμινών, μετάλλων και ιχνοστοιχείων στα μικρά μηρυκαστικά. Στα νεκρά ζώα πολύτιμες πληροφορίες για την αιτιολογική διάγνωση προσφέρουν η νεκροτομική και η ιστοπαθολογική εξέταση. Για την νεκροτομική εξέταση απαιτούνται η διάνοιξη και εξέταση του κρανίου και του σπονδυλικού σωλήνα και η μακροσκοπική εξέταση του κεντρικού νευρικού συστήματος (Mayhew, 2009). Το κενό κρανίο και ο σπονδυλικός σωλήνας εξετάζονται για την παρουσία αιμορραγιών, καταγμάτων, παρασίτων και νεοπλασματικών μαζών. Εξετάζονται, επίσης, οι παραρρινικοί κόλποι και οι οφθαλμοί. Το τουρκικό εφίππιο που περιλαμβάνει το βόθρο της υπόφυσης εξετάζεται για φλεγμονή ή νεοπλασματικές αλλοιώσεις. Αν υπάρχει υποψία για λύσσα, εγκεφαλίτιδα από ερπητοϊό (π.χ. νόσος του Aujeszky), συλλέγονται τα γάγγλια του τριδύμου. Επίσης, μπορούν να αφαιρεθούν για εξέταση οι οφθαλμοί ή το μέσο και έσω ους (αν υπάρχει υποψία μέσης και έσω ωτίτιδας). Ο σπονδυλικός σωλήνας ελέγχεται με ψηλάφηση για την πιθανή προβολή μεσοσπονδύλιου δίσκου. Σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλεται η παρασκευή και μακροσκοπική εξέταση των περιφερικών νεύρων (Καλδρυμίδου, 2010). Ο άθικτος εγκέφαλος εξετάζεται μακροσκοπικά για την περίπτωση ύπαρξης οιδήματος, κήλης αδιαφάνειας της λεπτής μήνιγγας, εξιδρώματος, διαμαρτιών διάπλασης, ενδοεγκεφαλικών ή εξωεγκεφαλικών μαζών και εστιακών ή πολυεστιακών αλλοιώσεων (έμφρακτα, κοκκιώματα, αποστήματα, όγκοι κ.α.) (Mayhew, 2009). Οι διαμαρτίες διάπλασης ή δυσπλασίες του νευρικού συστήματος είναι σχετικά συχνές και μπορεί να οφείλονται σε τερατογόνους εξωγενείς παράγοντες (π.χ. ακτινοβολία), σε ιώσεις κατά την εγκυμοσύνη (ευθύνονται κυρίως για την απλασία ή υποπλασία της παρεγκεφαλίδας και την υδρανεγκεφαλία των εμβρύων), σε αβιταμινώσεις και κληρονομικές ενζυματοπάθειες (θησαυρισμώσεις) (Τσαγγάρης, 1998). Οι κληρονομικές ενζυματοπάθειες είναι γενετικές ανωμαλίες έλλειψης ή ανεπάρκειας συγκεκριμένων λυσσοσωματικών ενζύμων με 79

81 αποτέλεσμα την μη αποδόμηση ουσιών. Παρατηρείται, έτσι, συσσώρευση (θησαυρίσμωση) ουσιών μεταβολιτών (σφιγγολιπιδίων, γλυκοπρωτεϊνών, γλυκογόνου, λιποφουσκίνης) μέσα στα νευρικά κύτταρα, με αποτέλεσμα την εκφύλισή τους και τη δημιουργία νευροπαθειών (Καλδρυμίδου, 2010). Γίνεται εκτίμηση του μεγέθους, της συμμετρίας και της υφής (εστίες μαλάκυνσης, σκλήρυνσης, παρουσία κύστεων, κλυδασμού ή υποχώρησης του ιστού στη ψηλάφηση) των ημισφαιρίων και της παρεγκεφαλίδας. Σε περίπτωση προσβολής της παρεγκεφαλίδας θα πρέπει να υπολογίζεται η αναλογία του βάρους των ημισφαιρίων προς το βάρος της παρεγκεφαλίδας, που φυσιολογικά είναι μεγαλύτερο από 7 (Mayhew, 2009). Σε καταστάσεις σοβαρού υδροκέφαλου, υδρανεγκεφαλίας ή παρασίτωσης το πάχος του φλοιού του εγκεφάλου περιορίζεται και υπάρχει μεγάλη ποσότητα υγρού ή αποκαλύπτεται η παρασιτική κύστη (κοίνουρος). Ο νωτιαίος μυελός και η σκληρή μήνιγγα που τον περιβάλλει εξετάζονται για την παρουσία δυσχρωμίας, εξοίδησης, αιμορραγιών, συμπιεσμένων περιοχών κ.α. (Καλδρυμίδου, 2010). Προσοχή θα πρέπει να δίνεται, ώστε να μην εκτιμώνται ως παθολογικές οι μεταθανάτιες αυτολυτικές αλλοιώσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος. Ο νευρικός ιστός είναι πλούσιος σε λιπίδια και αυτολύεται εύκολα. Για αυτό το λόγο θα πρέπει να μονιμοποιείται το συντομότερο δυνατό μετά το θάνατο του ζώου. Οι κυριότερες αυτολυτικές αλλοιώσεις είναι η υποστατική υπεραιμία και διάχυση του αίματος στην περιφέρεια των αγγείων, η μαλάκυνση και γλοιώδης υφή του εγκεφάλου (1-2 ημέρες από το θάνατο του ζώου), η παρουσία φαιοπράσινου χρώματος (ανάπτυξη σηπτικών βακτηρίων) και η παρουσία ευμεγέθων κενών χώρων στο νευρικό ιστό (εικόνα ελβετικού τυριού από την ανάπτυξη αεριογόνων βακτηρίων). Μικροσκοπικά, παρατηρείται πύκνωση του κυτταροπλάσματος (πυρηνόπλασμα και κυτόπλασμα) των νευρώνων, εξοίδηση των αστροκυττάρων, δημιουργία κενοτοπίων στη λευκή ουσία και αποχωρισμός του νευροπιλήματος από τις κυτταρικές και αγγειακές κατασκευές (Τσαγγάρης, 1998). Για την ιστοπαθολογική εξέταση του νευρικού ιστού θα πρέπει να προηγηθεί η μονιμοποίησή του. Αυτή γίνεται σε τουλάχιστον δεκαπλάσια σε όγκο ποσότητα 10% ουδέτερης ή αλατούχας φορμόλης. Ο εγκάρσιος τεμαχισμός του κεντρικού νευρικού συστήματος σε φέτες πάχους 5-10 mm και η μακροσκοπική εξέτασή του, στις διάφορες περιοχές και τα μορφώματα του, γίνεται από τον ειδικό παθολογοανατόμο στο εργαστήριο 2-3 ημέρες ή καλύτερα 1 εβδομάδα μετά την αρχική εμβάπτιση του ΚΝΣ στη φορμόλη. Ακολουθεί η τελική μονιμοποίηση του ιστού και η έγκλισή του σε παραφίνη για την ιστοπαθολογική εξέταση. Η ιστοπαθολογική εξέταση του νευρικού ιστού θεωρείται απαραίτητη, επειδή μακροσκοπικές αλλοιώσεις του ιστού συχνά δεν παρατηρούνται (Καλδρυμίδου, 2010). Μικροσκοπικά, στους νευρώνες παρατηρείται συνηθέστερα οίδημα ή συρρίκνωση. Το βασεόφιλο οίδημα του κυτοπλάσματος και του πυρήνα είναι, συχνά, το πιο πρώϊμο εύρημα σε περιπτώσεις λοιμώξεων, τοξικώσεων και υπερθερμίας και μπορεί να είναι αναστρέψιμο. Πολλές φορές συνοδεύεται από μεγάλο αριθμό μικρογλοιακών κυττάρων. Η νευρονοφαγία, όμως είναι μη αναστρέψιμη. Συρρίκνωση του σώματος των νευρώνων παρατηρείται στην υπερθερμία, στην υποξία και στις τραυματικές αλλοιώσεις (Mayhew, 2009). Η υπερθερμία από ηλίαση ή θερμοπληξία και η υποξία είναι δύο από τις κυκλοφορικές διαταραχές του ΚΝΣ. Η υποξία είναι η σοβαρότερη κυκλοφορική διαταραχή στα ζώα, προκαλεί ισχαιμία και μπορεί να αποτελεί αιτία αιμορραγικής νέκρωσης (έμφρακτο). Άλλοι αιτιολογικοί παράγοντες των κυκλοφορικών διαταραχών είναι η γενικευμένη αναιμία (μεγάλη απώλεια αίματος, πιροπλάσμωση κ.α.), οι διαταραχές του 80

82 αιματοεγκεφαλικού φραγμού με διαπιδυτικές αιμορραγίες (ενδοτοξίνες, νευροτοξίνες, ιώσεις, σηψαιμίες, δηλητηριάσεις κ.α.), οι τοπικές στενώσεις του αυλού των αγγείων και οι καρδιακές διαταραχές (Καλδρυμίδου, 2010). Συρρίκνωση με απώλεια της ουσίας Nissl, χρωματόλυση του κυτοπλάσματος και ταυτόχρονη συρρίκνωση και βασεόφιλη πύκνωση του πυρήνα είναι ενδεικτική ισχαιμίας, υπογλυκαιμίας ή τοξικών και μεταβολικών νοσημάτων. Ατροφία των νευρώνων, με απώλεια των νευραξόνων παρατηρείται σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις και σε αβιοτροφίες (Mayhew, 2009). Εκφυλιστικές αλλοιώσεις προκαλούνται από τοξικώσεις ή εξωγενείς δηλητηριάσεις, με κυριότερες τις τοξίνες βακτηρίων, όπως του Clostridium tetani (δεσμεύει τη γλυκίνη και προκαλεί συνεχή μυϊκή διέγερση), του Clostridium botulinum (η τοξίνη δρα στο περιφερικό νευρικό σύστημα, αναστέλλει τη σύνθεση της ακετυλοχολίνης και προκαλεί αταξικό βάδισμα και αδυναμία μάσησης) και του Clostridium perfrigens τύπου D (προκαλεί οίδημα και μαλάκυνση του εγκεφάλου και βλάβες στο τοίχωμα των αγγείων του ΚΝΣ). Άλλες τοξικές ουσίες είναι τα δηλητήρια διαφόρων ζωϊκών οργανισμών (φίδια, σκορπιοί), και κυρίως κρότωνες (Ixodes και Dermacenter, των οποίων η τοξίνη μπορεί να προκαλέσει αταξία, μυϊκή παράλυση, ακόμα και παράλυση του κέντρου της αναπνοής). Φυτικές τοξίνες, όπως τα αλκαλοειδή στρυχνίνη (τονικοκλονικοί σπασμοί, θάνατος από ασφυξία) και ατροπίνη (αταξία, σπασμοί) και μυκοτοξίνες, όπως η ερυσιβώδης όλυρα της σίκαλης (διάρροια, κλονικοί σπασμοί) και η αφλατοξίνη (ηπατοπάθεια και οιδήματα του ΚΝΣ) εμπλέκονται στην παθογένεια του ΚΝΣ. Επίσης, τοξικώσεις από βαρέα μέταλλα, όπως ο μόλυβδος (συμπτώματα ανάλογα εκείνων της λύσσας: αταξία, ασυντόνιστες μυϊκές συσπάσεις, υπεραισθησία, διαταραχές της όρασης) και ο υδράργυρος (έμετος, διάρροια, κολικός, αταξικό βάδισμα, τύφλωση, κώμα) προκαλούν εκφυλιστικές αλλοιώσεις στο ΚΝΣ. Στις ενδογενείς τοξινώσεις περιλαμβάνονται η ηπατοπάθεια, η νεφροπάθεια, η πνευμονογενής τοξίνωση, η δυσπεπτική αλκάλωση και η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης (Καλδρυμίδου, 2010). Η βαλεριανή εκφύλιση των νευραξόνων, η οποία συνοδεύεται και από αναγεννητικές διαδικασίες (πολλαπλασιασμός κυττάρων Schwann) παρατηρείται σε τραυματικής, φλεγμονώδους, ανοσολογικής ή άλλης αιτιολογίας προσβολές του νευρικού συστήματος. Τα κύτταρα του Schwann, όπως και τα ολιγοδενδρογλοιακά κύτταρα είναι ευπαθή σε τοξικώσεις και συγγενείς μεταβολικές διαταραχές. Η προσβολή τους πριν ή μετά τη φυσιολογική ανάπτυξη της μυελίνης συνοδεύεται από την ιστοπαθολογική εικόνα που χαρακτηρίζεται ως υπομυελινοποίηση και απομυελινοποίηση αντίστοιχα. Η καταστροφή των κυττάρων του παρεγχύματος δημιουργεί κοιλότητες (π.χ. υδρανεγκεφαλία), οι οποίες πληρώνονται με εγκεφαλονωτιαίο υγρό και περιβάλλονται από ένα πέταλο (στρώμα) αστροκυττάρων. Τα αστροκύτταρα, που βρίσκονται στη φαιά και τη λευκή ουσία του εγκεφάλου αποτελούν σημαντικό συστατικό του νευροπιλήματος και μέρος του αιματοεγκεφαλικού φραγμού. Αντιδραστική υπερπλασία και υπερτροφία των αστροκυττάρων παρατηρείται σε διαφόρου αιτιολογίας νεκρώσεις των νευρώνων. Συρρίκνωση και νέκρωση των αστροκυττάρων συνοδεύει τα έμφρακτα, τις αιμορραγίες και τις εκφυλιστικές αλλοιώσεις. Τα μικρογλοιακά κύτταρα είναι τα κατ εξοχήν μακροφάγα φαγοκύτταρα του νευρικού ιστού. Συμμετέχουν στις νευρονοφαγίες και συσσωρεύονται κυρίως περιαγγειακά, μαζί με άλλα μονοπύρηνα κύτταρα και πολυμορφοπύρηνα σε φλεγμονώδεις και άλλες παθολογικές καταστάσεις του ΚΝΣ (Mayhew, 2009). 81

83 Οι ιώσεις του νευρικού συστήματος δίνουν ιστοπαθολογικά την εικόνα μη πυώδους φλεγμονής, με περιαγγειακή κυρίως διήθηση λεμφοκυττάρων, πλασμοκυττάρων και μονοκυττάρων. Νευροτρόποι ιοί (π.χ. λύσσα, Louping ill κ.α.) προκαλούν εκφύλιση των νευρώνων που συνοδεύονται από νευρονοφαγίες. Οι βακτηριακές λοιμώξεις δίνουν την εικόνα της πυώδους μηνιγγοεγκεφαλίτιδας, ενώ τα αποστήματα προκαλούν συμπίεση και οίδημα των γειτονικών ιστών. Η οστεομυελίτιδα των σπονδύλων προκαλεί συμπίεση του νωτιαίου μυελού, ενώ τα σηπτικά έμβολα ευθύνονται για ισχαιμικά και αιμορραγικά έμφρακτα του ΚΝΣ. Η οξεία σαρκοκύστωση (μεροζωΐδια) προκαλεί νεκρώσεις που συνοδεύονται από αιμορραγίες και φλεγμονή με διήθηση λεμφοκυττάρων, μονοκυττάρων, και μερικές φορές ουδετερόφιλων, εωσινόφιλων και πολυπύρηνων γιγαντοκυττάρων. Τέλος, οι προσβολές από νηματώδη μπορεί να προκαλέσουν εκτεταμένη καταστροφή του νευρικού ιστού με αιμορραγία, εξίδρωμα, αυξημένο αριθμό ουδετερόφιλων, μονοκυττάρων, και ενδεχομένως εωσινόφιλων και γιγαντοκυττάρων (Mayhew, 2009). 82

84 Β. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Β.1. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, θεωρήθηκε ότι θα είχε ενδιαφέρον να εκτιμηθεί η συχνότητα εμφάνισης των νοσημάτων του νευρικού συστήματος ή των νοσημάτων με νευρολογικά συμπτώματα στις ελληνικές εκτροφές. Ενδιαφέρον θεωρήθηκε, επίσης, ότι θα είχε η διακρίβωση των πιο συχνών νευρολογικών νοσημάτων των μικρών μηρυκαστικών. Το δείγμα αποτέλεσαν οι εκτροφές αιγοπροβάτων, οι ιδιοκτήτες των οποίων απευθύνθηκαν στην Κλινική των Παραγωγικών Ζώων του ΑΠΘ. Οι κτηνοτρόφοι αυτοί, είτε προσέρχονταν από μόνοι τους στην Κλινική για πρώτη φορά, είτε παραπέμπονταν σε αυτήν από ιδιώτες κτηνιάτρους ή από κτηνιάτρους των κατά τόπους Αγροτικών Κτηνιατρείων. Στα πλαίσια της μελέτης αυτής εξετάστηκαν οι φάκελλοι όλων των εκτροφών αιγοπροβάτων, που διατηρούνται στα αρχεία της Κλινικής των Παραγωγικών Ζώων. Καταγράφηκαν όλες οι εκτροφές, τόσο αυτές στις οποίες διαγνώστηκαν νευρολογικά νοσήματα, όσο και οι υπόλοιπες, στις οποίες εντοπίστηκαν άλλα νοσολογικά προβλήματα. Η καταγραφή των τελευταίων εκτροφών, δηλαδή των εκτροφών στις οποίες διαγνώστηκαν ασθένειες άλλων συστημάτων (π.χ. πεπτικού, αναπνευστικού, μυοσκελετικού, γεννητικού συστήματος) δεν προχώρησε σε λεπτομέρειες, αλλά απλώς αυτές καταμετρήθηκαν αριθμητικά. Αντίθετα, στις εκτροφές στις οποίες τα ασθενή ζώα είχαν εμφανίσει νευρολογικά συμπτώματα, η καταγραφή των στοιχείων έγινε με περισσότερες λεπτομέρειες και σχολαστικότητα. Η καταγραφή των δεδομένων επεκτάθηκε για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2006 έως και το Μάϊο Συνολικά, δηλαδή για μια περίοδο 5 ετών και 5 μηνών. Στις περισσότερες περιπτώσεις είχε μεσολαβήσει αρκετό διάστημα από την εμφάνιση των νευρολογικών συμπτωμάτων μέχρι την λήψη της απόφασης από τους κτηνοτρόφους να αναζητήσουν τη βοήθεια και την κτηνιατρική συμβουλευτική και καθοδήγηση από την Παθολογική Κλινική. Κατά κανόνα, οι κτηνοτρόφοι είχαν προσκομίσει οι ίδιοι τα ζώα τους στις εγκαταστάσεις της Κλινικής. Σε άλλες όμως περιπτώσεις, η κλινική εξέταση των ζώων, αλλά και η εξέταση σε επίπεδο κοπαδιού είχε γίνει στις ίδιες τις εκτροφές, κατά την επίσκεψη και τον επιτόπιο έλεγχο, ύστερα από πρόσκληση του κτηνοτρόφου. Κατά τον επιτόπιο έλεγχο, είχε εφαρμοστεί συγκεκριμένη μεθοδολογία εξέτασης του κοπαδιού, είχε ληφθεί ο αναγκαίος αριθμός δειγμάτων για αιματολογικές, βιοχημικές και ορολογικές εξετάσεις (ανάλογα και με τις δυνατότητες που υπήρχαν), είχε εξεταστεί το εμβολιακό και το αποπαρασιτικό πρόγραμμα της εκτροφής και τέλος, το ενδιαφέρον είχε επικεντρωθεί στο συγκεκριμένο περιστατικό. Κατά τη διερεύνηση του περιστατικού είχε ακολουθηθεί μια συγκεκριμένη σειρά. Είχε γίνει αρχικά, συζήτηση με τον κτηνοτρόφο ιδιοκτήτη και λήψη του ιστορικού. Είχε ακολουθήσει η ενδελεχής κλινική εξέταση. Σε ζώα με νευρολογικά συμπτώματα είχε γίνει λεπτομερής νευρολογικός έλεγχος (έχει αναπτυχθεί αναλυτικά στο γενικό μέρος (Α.2.: διάγνωση νευρολογικών νοσημάτων). Συγκεκριμένα, ο νευρολογικός έλεγχος είχε ξεκινήσει με την επισκόπηση για την εκτίμηση του βαθμού συνείδησης και της συμπεριφοράς των ζώων, την εξέταση της θέσης της κεφαλής, του κορμού, των άκρων, του τόνου και του όγκου των μυών και της συμμετρίας του προσώπου. Είχε, επίσης, γίνει εκτίμηση της ικανότητας του ζώου να εκτελεί απλές και σύνθετες κινήσεις, έλεγχος των αντανακλαστικών θέσης και των νωτιαίων αντανακλαστικών και εξέταση των εγκεφαλικών συζυγιών. Σκοπός της λεπτομερούς 83

85 κλινικής και νευρολογικής εξέτασης ήταν η διακρίβωση ότι πραγματικά τα ζώα εμφάνιζαν εκδηλώσεις προσβολής του νευρικού συστήματος. Και στην περίπτωση αυτή, ο σκοπός επεκτεινόταν στην εκτίμηση της νευροανατομικής εντόπισης των αλλοιώσεων. Στα περισσότερα, εξάλλου, περιστατικά είχαν ληφθεί δείγματα από ζωντανά ασθενή ζώα για αιματολογικές, βιοχημικές και ορολογικές εξετάσεις. Στα νεκρά ζώα, για την επιβεβαίωση μιας πιθανής αρχικής διάγνωσης, είχαν ακολουθήσει η νεκροτομική εξέταση και η λήψη δειγμάτων νευρικού ιστού για ιστοπαθολογικές εξετάσεις. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών επέτρεψαν σε πολλές περιπτώσεις την ακριβή διάγνωση, την διατύπωση της προγνωστικής εκτίμησης, την εφαρμογή θεραπείας, την εκτίμηση της ανταπόκρισης στη θεραπευτική δοκιμή και την επανεκτίμηση. Τα παραπάνω δεδομένα, αλλά και επιπλέον στοιχεία, όπως η γεωγραφική περιοχή (Νομός ή Περιφερειακή Ενότητα) σταβλισμού των ζώων, το είδος των ζώων (πρόβατο ή αίγα), η φυλή, ο τύπος και ο αριθμός των ζώων της εκτροφής, ο αριθμός και η ηλικία των ζώων που εξετάστηκαν καταγράφηκαν στο EXCEL. Οι περισσότερες εκτροφές εντοπίζονταν στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Λιγότερα περιστατικά προέρχονταν από εκτροφές της Στερεάς Ελλάδας, της Ηπείρου και της Θράκης. Σε ότι αφορά στον τύπο της εκτροφής οι περισσότερες ήταν ημιεντατικές. Λιγότερες ήταν αυτές, στις οποίες τα ζώα παρέμειναν συνεχώς ενσταβλισμένα (εντατικού τύπου). Οι περισσότερες εκτροφές ήταν αμιγείς εκτροφές προβάτων ή αιγών. Υπήρχαν, όμως και αρκετές μικτές εκτροφές αιγοπροβάτων. Για λόγους κτηνιατρικής δεοντολογίας, δεν σημειώθηκαν το ονοματεπώνυμο των κτηνοτρόφων και το Δημοτικό Διαμέρισμα ή ο οικισμός εντόπισης των εκτροφών, παρόλο που τα στοιχεία αυτά υπάρχουν πλήρη στους φακέλλους της Κλινικής των Παραγωγικών Ζώων. Τα παραπάνω στοιχεία αποτυπώθηκαν στη μορφή της φόρμας, όπως παρατίθενται στο Παράρτημα Α (εκτροφές, στις οποίες διαγνώστηκαν νευρολογικά νοσήματα στα πρόβατα) και στο Παράρτημα Β (εκτροφές, στις οποίες διαγνώστηκαν νευρολογικά νοσήματα στις αίγες). Στις φόρμες αυτές συμπεριλαμβάνονται, επίσης οι πληροφορίες από το ιστορικό των εκτροφών. Αυτές αναφέρονταν στο εμβολιακό και αποπαρασιτικό πρόγραμμα των εκτροφών, στο χορηγούμενο σιτηρέσιο και τις πιθανές μεταβολές του, στα συμπτώματα, όπως αυτά έγιναν αντιληπτά από τον κτηνοτρόφο, στην εμφάνιση, στη διάρκεια και την εξέλιξή τους, στη πιθανή προηγούμενη θεραπευτική αντιμετώπιση τους και στα αποτελέσματά της. Καταγράφηκαν, επίσης, τα συμπτώματα (νευρολογικά και άλλα) που παρουσίαζαν τα ζώα που εξετάστηκαν, όπως αυτά είχαν καταγραφεί στους φακέλλους των αντίστοιχων εκτροφών. Άλλες πληροφορίες που συμπεριλήφθηκαν ήταν τα αποτελέσματα της νεκροτομικής εξέτασης και τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων (αιματολογικές, βιοχημικές, ορολογικές, ιστοπαθολογικές) που ενδεχομένως έγιναν για να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση. Σε άλλη στήλη του EXCEL καταγράφηκε η διάγνωση και σε διπλανή στήλη η διαφορική διάγνωση. Ακολούθησε, σε επόμενη στήλη, η καταγραφή των προληπτικών μέτρων που ενδεχομένως συστάθηκαν, όπως και της θεραπείας που έγινε. Αναφέρθηκαν, επίσης τα δεδομένα που υπήρχαν για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας που εφαρμόστηκε. Η επιτυχία του θεραπευτικού πρωτοκόλλου επιβεβαίωνε, κατά κάποιο τρόπο, έμμεσα, την ορθότητα της διάγνωσης. Στην τελευταία στήλη καταγράφηκε το έτος και ο μήνας της κλινικής διάγνωσης. Αυτό έγινε για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί η εποχή του έτους μπορεί, σε κάποιες περιπτώσεις, να σχετίζεται με 84

86 συγκεκριμένα νευρολογικά νοσήματα. Δεύτερον, για λόγους ταχύτερης και αποτελεσματικότερης αναδρομής στους φακέλλους των αρχείων της Κλινικής. Τέλος, τα στοιχεία από τη στήλη των διαγνώσεων χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της συχνότητας εμφάνισης των διαφόρων νευρολογικών νοσημάτων στις ελληνικές εκτροφές. Β.2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφηκαν, εξετάστηκαν πρόβατα με διάφορα παθολογικά προβλήματα από 248 εκτροφές. Σε 94 από τις εκτροφές αυτές διαγνώστηκαν νοσήματα του νευρικού συστήματος ή νοσήματα με νευρολογική συμπτωματολογία. Τα νοσήματα, δηλαδή του νευρικού συστήματος αποτελούσαν το πρόβλημα στο 37,90% των εκτροφών προβάτων, οι ιδιοκτήτες των οποίων ζήτησαν τη συνδρομή της Κλινικής των Παραγωγικών Ζώων. Στις υπόλοιπες 154 εκτροφές διαγνώστηκαν παθολογικές καταστάσεις που αφορούσαν σε άλλα συστήματα του οργανισμού και δεν συνοδεύονταν από νευρολογικά συμπτώματα. Σε ότι αφορά στο πεπτικό σύστημα, συχνές ήταν στα νεαρά ζώα η κρυπτοσποριδίαση, η κοκκιδίαση, η κολιβακίλλωση και η εντεροτοξιναιμία, ενώ σε ενήλικα ζώα, ηλικίας μεγαλύτερης των 2 ετών, η παραφυματίωση και οι παρασιτώσεις από νηματώδη. Συχνές ήταν και οι εξωπαρασιτώσεις (π.χ. σαρκοκοπτική ψώρα), οι αιμοπαρασιτώσεις (πιροπλάσμωση, αναπλάσμωση), η συγγενής μυϊκή δυστροφία των αμνών, οι κλινικές και υποκλινικές μαστίτιδες, η λοιμώδης αγαλαξία, η ψευδοφυματίωση, οι πνευμονίες βακτηριακής και παρασιτικής αιτιολογίας, η προϊούσα πνευμονία, το λοιμώδες έκθυμα, το ενδορρινικό νεόπλασμα (αδενοκαρκίνωμα) και οι αποβολές (τοξόπλασμα, χλαμύδια, E. coli, σεληνιοπενία). Παράλληλα, και στο ίδιο χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2006 έως και τον Μάϊο 2011, εξετάστηκαν αίγες με διάφορα παθολογικά προβλήματα από 104 εκτροφές. Σε 20 εκτροφές, από το σύνολο των 104 διαγνώστηκαν νοσήματα του νευρικού συστήματος. Το ποσοστό, δηλαδή των εκτροφών αιγών με νοσήματα του νευρικού συστήματος κυμάνθηκε στο 19,23%. Στις 84 από τις συνολικά 104 εκτροφές αιγών παρατηρήθηκαν άλλα νοσήματα, χωρίς νευρολογικά συμπτώματα. Μεταξύ αυτών η κοκκιδίαση, η κρυπτοσποριδίαση, η εντεροτοξιναιμία, η παραφυματίωση, το ενδορρινικό αδενοκαρκίνωμα, οι πνευμονίες και πλευροπνευμονίες, οι ενδοπαρασιτώσεις και εξωπαρασιτώσεις (σαρκοκοπτική ψώρα, ψύλλοι), οι μαστίτιδες, η λοιμώδης αγαλαξία, η λοιμώδης ποδοδερματίτιδα, η συγγενής μυϊκή δυστροφία και οι αποβολές στα έγκυα θηλυκά ζώα. Τα παραπάνω δεδομένα καταγραφής συμφωνούν με τη γενικότερη εκτίμηση για την συχνότητα εμφάνισης των νευρολογικών νοσημάτων στις εκτροφές των μικρών μηρυκαστικών (Schenk et al, 2004). Η αριθμητική καταγραφή των εκτροφών προβάτων και αιγών, στις οποίες διαγνώστηκαν νοσήματα με νευρολογικά συμπτώματα, σε σχέση με τον αριθμό των εκτροφών των μικρών μηρυκαστικών, στις οποίες διαγνώστηκαν άλλα νοσήματα, μερικά από τα οποία αναφέρθηκαν, παρατίθεται στον Πίνακα που ακολουθεί: 85

87 ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΤΡΟΦΩΝ (ΠΡΟΒΑΤΑ) ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΤΡΟΦΩΝ (ΑΙΓΕΣ) ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ Η γραφική παράσταση των δεδομένων του προηγούμενου Πίνακα, που επιτρέπει την καλύτερη σύγκριση της αναλογίας εμφάνισης των νοσημάτων του νευρικού συστήματος, σε αντιπαράθεση με την αναλογία διάγνωσης των νοσημάτων που αφορούν σε άλλα συστήματα του οργανισμού, χωρίς νευρολογικά συμπτώματα, παρατίθεται στη συνέχεια. Η γραφική αυτή παράσταση έγινε με τη βοήθεια του EXCEL, χωριστά για τις εκτροφές προβάτων και τις εκτροφές αιγών. Σε αυτές τις παραστάσεις, η αναλογία της συμμετοχής των νοσημάτων του νευρικού συστήματος στρογγυλοποιείται σε 38% για τις εκτροφές προβάτων και σε 19% για τις εκτροφές αιγών (η κατάταξη των μικτών εκτροφών σε μία από τις δύο κατηγορίες: εκτροφές προβάτων ή εκτροφές αιγών, έγινε ανάλογα με το είδος του ζώου, το οποίο εμφάνισε τα νευρολογικά συμπτώματα). Η συμμετοχή των υπολοίπων νοσημάτων διαμορφώνεται στο 62% και 81% περίπου για τις εκτροφές προβάτων και αιγών, αντίστοιχα. 86

88 ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΕΚΤΡΟΦΩΝ ΜΕ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ 38% ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ 62% ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΕΚΤΡΟΦΩΝ ΜΕ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΑΙΓΕΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ 19% ΑΛΛΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ 81% Τα αίτια των νοσημάτων του νευρικού συστήματος είναι πολλά και ποικίλλα. Με βάση τα στοιχεία της καταγραφής από τους φακέλλους των αρχείων της Κλινικής των Παραγωγικών Ζώων, τα νοσήματα με νευρολογικά συμπτώματα που διαγνώστηκαν σε πρόβατα κατανέμονται ως εξής: 87

89 A/A ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΟ ΝΟΣΗΜΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΤΡΟΦΩΝ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΚΤΡΟΦΩΝ (%) 1 ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΙΝΟΥΡΩΣΗ 43 45,74 2 SCRAPIE 24 25,53 3 VISNA 9 9,57 4 ΟΞΕΙΑ ΚΟΙΝΟΥΡΩΣΗ 4 4,26 5 ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ 4 4,26 6 ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗ ΑΛΚΑΛΩΣΗ 3 3,19 7 ΔΙΑΜΑΡΤΙΕΣ ΔΙΑΠΛΑΣΗΣ 2 2,13 8 ΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ 2 2,13 9 ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΚΩΣΕΙΣ (ΝΩΤΙΑΙΟΥ ΜΥΕΛΟΥ, ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΩΝ ΝΕΥΡΩΝ & ΜΥΩΝ..) 2 2,13 10 ΕΝΤΕΡΟΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ 1 1,06 11 ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΙΤΙΔΑ 1 1,06 12 ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΑΛΑΚΥΝΣΗ 1 1,06 13 ΣΑΡΚΟΚΥΣΤΩΣΗ 1 1,06 14 ΧΑΛΚΩΣΗ 1 1,06 15 ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ 1 1,06 Το νευρολογικό νόσημα που απαντάται συχνότερα στα πρόβατα είναι η χρόνια κοινούρωση. Διαπιστώθηκε σε 43 εκτροφές μικρών μηρυκαστικών ή στο 45,74% των εκτροφών με νοσήματα νευρολογικής συμπτωματολογίας. Δεύτερη σε συχνότητα είναι η τρομώδης νόσος του προβάτου, η οποία διαγνώστηκε σε 24 εκτροφές, δηλαδή στο 25,53% των εκτροφών, όπου εμφανίστηκαν νοσήματα του νευρικού συστήματος. Η Visna εντοπίστηκε σε 9 εκτροφές, δηλαδή απασχολεί το 9,57% των εκτροφών με νευρολογικά συμπτώματα στα πρόβατα. Τα τρία αυτά χρόνια νοσήματα του κεντρικού νευρικού συστήματος απασχολούν μαζί το 78% περίπου των εκτροφών με πρόβατα, στις οποίες εμφανίζονται νευρολογικά νοσήματα. Η οξεία κοινούρωση και η λιστερίωση διαγνώστηκαν σε 4 εκτροφές η καθεμιά ή στο 4,26% των εκτροφών. Η χρόνια και οξεία κοινούρωση εμφανίστηκαν συνολικά σε 47 εκτροφές ή στο 50% των εκτροφών προβάτων με νευρολογικά συμπτώματα. Η δυσπεπτική αλκάλωση, ένα μεταβολικό νόσημα με πιθανή νευρολογική συμπτωματολογία ήταν το αίτιο εκδήλωσης νευρολογικών συμπτωμάτων σε 3 εκτροφές ή στο 3,19% των εκτροφών. Ένα άλλο μεταβολικό νόσημα, η τοξιναιμία της εγκυμοσύνης εμφανίστηκε σε 2 εκτροφές, δηλαδή στο 2,13% των εκτροφών προβάτων με 88

90 νευρολογικά νοσήματα. Σε 2 εκτροφές διαγνώστηκαν διαμαρτίες διάπλασης (υποπλασία της παρεγκεφαλίδας, αβιταμίνωση Α), και σε άλλες 2 οι τραυματικές κακώσεις του νευρικού συστήματος (τραύματα σπονδυλικής στήλης νωτιαίου μυελού και τραύματα νεύρων και μυών της πυέλου). Εντεροτοξιναιμία, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, σαρκοκύστωση πολιοεγκεφαλομαλάκυνση, και ηπατική εγκεφαλοπάθεια από πρωτογενή χάλκωση εμφανίστηκαν σε μία εκτροφή η καθεμία ή με συχνότητα περίπου 1% στις εκτροφές προβάτων με νευρολογικά νοσήματα. Τέλος, σε μια περίπτωση και πιο συγκεκριμένα σε μια εκτροφή 185 προβάτων φυλής Ασσάφ, ένα ζώο εμφάνισε αταξία, κλίση κεφαλής δεξιά και πλαγιότονο, αλλά νεκροτομικά δεν διαπιστώθηκε τίποτα ιδιαίτερο. Τελικά, δεν έγινε δυνατή η ακριβής διάγνωση. Όμως, η διαφορική διάγνωση περιελάμβανε την χρόνια κοινούρωση, την εγκεφαλομαλάκυνση και την μηνιγγοεγκεφαλίτιδα. Τα παραπάνω αποτελέσματα μπορούν να παρασταθούν και διαγραμματικά, με τη μορφή διαγράμματος που προκύπτει με χρήση του EXCEL: ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΕΚΤΡΟΦΕΣ ΠΡΟΒΑΤΩΝ Series1 Στην κάθετη στήλη δίνεται ο αριθμός των εκτροφών, στις οποίες διαπιστώθηκαν νευρολογικά νοσήματα στα πρόβατα και στον οριζόντιο άξονα τα συγκεκριμένα νευρολογικά νοσήματα ή τα νοσήματα με νευρολογική συμπτωματολογία, που διαγνώστηκαν. Θα πρέπει, επίσης, εδώ να αναφερθεί ότι σε δύο εκτροφές προβάτων υπήρχαν ταυτόχρονα δυσπεπτική αλκάλωση με νευρολογικά συμπτώματα και χρόνια κοινούρωση, ενώ σε άλλες δύο τρομώδης νόσος (Scrapie) και Visna. Τέλος, σε μια εκτροφή προβάτων συνυπήρχαν η χρόνια κοινούρωση με τη τρομώδη νόσο (Scrapie). Τα παραπάνω μπορούν να παρασταθούν με τη βοήθεια του EXCEL σε διάγραμμα πίττα. Είναι φανερή η υψηλή συχνότητα στην εμφάνιση της χρόνιας κοινούρωσης, της τρομώδους νόσου (Scrapie) και της Visna: 89

91 ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΕΚΤΡΟΦΕΣ ΠΡΟΒΑΤΩΝ ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΙΝΟΥΡΩΣΗ SCRAPIE VISNA ΟΞΕΙΑ ΚΟΙΝΟΥΡΩΣΗ ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ ΔΙΑΜΑΡΤΙΕΣ ΔΙΑΠΛΑΣΗΣ ΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΚΩΣΕΙΣ (ΝΩΤΙΑΙΟΥ ΜΥΕΛΟΥ, ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΩΝ ΝΕΥΡΩΝ & ΜΥΩΝ..) ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗ ΑΛΚΑΛΩΣΗ & ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΙΝΟΥΡΩΣΗ SCRAPIE & VISNA ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΙΝΟΥΡΩΣΗ & SCRAPIE ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗ ΑΛΚΑΛΩΣΗ ΕΝΤΕΡΟΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΙΤΙΔΑ ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΑΛΑΚΥΝΣΗ ΣΑΡΚΟΚΥΣΤΩΣΗ ΧΑΛΚΩΣΗ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ 90

92 Αντίστοιχα, στις αίγες τα διάφορα νευρολογικά νοσήματα, ο αριθμός των εκτροφών αιγών, στις οποίες αυτά διαγνώστηκαν και η συχνότητα εμφάνισής τους, ως ποσοστό των εκτροφών αιγών με νοσήματα νευρολογικής συμπτωματολογίας, παρατίθενται στον παρακάτω Πίνακα: A/A ΑΙΓΕΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΟ ΝΟΣΗΜΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΤΡΟΦΩΝ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΚΤΡΟΦΩΝ (%) 1 ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΑΛΑΚΥΝΣΗ ΑΠΟΣΤΗΜΑΤΑ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΕΝΤΕΡΟΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ CAE ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗ ΑΛΚΑΛΩΣΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΙΝΟΥΡΩΣΗ ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΙΤΙΔΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΟΥ ΣΩΛΗΝΑ (ΔΙΣΚΟΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ Η ΑΠΟΣΤΗΜΑ) ΠΑΡΕΓΚΕΦΑΛΙΔΙΚΗ ΑΤΑΞΙΑ SCRAPIE VISNA 1 5 Από τα δεδομένα του Πίνακα φαίνεται, ότι η λιστερίωση αποτελεί το συχνότερο νευρολογικό νόσημα στις αίγες. Η μηνιγγοεγκεφαλίτιδα από Listeria monocytogenes διαγνώστηκε σε αίγες που προέρχονταν από 4 εκτροφές, δηλαδή στο 20% των εκτροφών αιγών με νευρολογικά συμπτώματα. Δεύτερη σε συχνότητα εμφανίζεται η πολιοεγκεφαλομαλάκυνση, η οποία εντοπίστηκε σε 3 εκτροφές αιγών (15% των εκτροφών με νοσήματα νευρολογικής συμπτωματολογίας). Τα αποστήματα του εγκεφάλου και η εντεροτοξιναιμία, με νευρολογική συμπτωματολογία διαγνώστηκαν σε 2 εκτροφές αιγών η καθεμιά. Αυτό αντιστοιχεί στο 10% των συνολικών εκτροφών αιγών, στις οποίες εντοπίστηκαν νευρολογικά νοσήματα. Στην μια από τις δύο εκτροφές, στην οποία τελικά διαγνώστηκε εντεροτοξιναιμία, η διαφορική διάγνωση περιελάμβανε την εντεροτοξιναιμία και την πολιοεγκεφαλομαλάκυνση. Η ανταπόκριση που παρατηρήθηκε, έπειτα από τη διενέργεια εμβολιασμού για την προστασία από την εντεροτοξιναιμία, βοήθησε στην οριστική διάγνωση της εντεροτοξιναιμίας. Σε δύο εκτροφές αιγών δεν έγινε δυνατή η οριστική διάγνωση. Στην μία από αυτές υπήρχε η υποψία, με βάση τα ευρήματα της 91

93 νεκροτομικής εξέτασης, της αρθρίτιδας εγκεφαλίτιδας των αιγών. Στην άλλη, υπήρχε η ιστοπαθολογική εικόνα της ιογενούς μηνιγγοεγκεφαλίτιδας, πιθανόν Aujezsky, η οποία όμως δεν επιβεβαιώθηκε, καθώς δεν κατέστη δυνατή η ταυτοποίηση ανοσοϊστοχημικά του ιού SuHV1 (Pugh, Baird, 2011). Ακολουθεί η ιογενής αρθρίτιδα εγκεφαλίτιδα των αιγών (χρόνια λοίμωξη από Lenti ιό, βραδείας εξέλιξης), η οποία διαγνώστηκε σε μια εκτροφή αιγών. Η χρόνια κοινούρωση και η τρομώδης νόσος, που συνιστούσαν τα συχνοτέρα νοσήματα στις εκτροφές προβάτων, εντοπίστηκαν σε μια εκτροφή αιγών η καθεμία. Με άλλα λόγια, η συχνότητα εμφάνισής τους είναι 5%, στις εκτροφές όπου παρατηρούνται νευρολογικά νοσήματα στις αίγες. Η ίδια συχνότητα εμφάνισης διαπιστώθηκε και για την βακτηριακή μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, την δυσπεπτική αλκάλωση με νευρολογική συμπτωματολογία, τη Visna, τις διαμαρτίες διάπλασης (παρεγκεφαλιδική αταξία) και τα συμπιεστικά νοσήματα του σπονδυλικού σωλήνα (δισκοσπονδυλίτιδα ή απόστημα). Δηλαδή, το καθένα από τα νοσήματα αυτά διαγνώστηκε σε μια εκτροφή αιγών, στις οποίες παρατηρήθηκαν νευρολογικά συμπτώματα. Με τη βοήθεια του EXCEL, τα αποτελέσματα για την εμφάνιση των νευρολογικών νοσημάτων στις εκτροφές των αιγών μπορούν να παρασταθούν ως εξής: ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΕΚΤΡΟΦΕΣ ΑΙΓΩΝ 4,5 4 3,5 3 2,5 2 1,5 1 0,5 0 Series1 Στην κάθετη στήλη δίνεται ο αριθμός των εκτροφών, στις οποίες διαπιστώθηκαν νευρολογικά νοσήματα στις αίγες και στον οριζόντιο άξονα τα συγκεκριμένα νοσήματα με νευρολογική συμπτωματολογία που διαγνώστηκαν. Σε μια εκτροφή αιγών διαπιστώθηκε, τόσο η παρουσία αποστήματος σε ένα ζώο της εκτροφής, όσο και η Visna. Λαμβάνοντας υπόψη και τη διαπίστωση αυτή, μπορούμε να 92

94 παραστήσουμε τα αποτελέσματα διαγραμματικά με τη μορφή διαγράμματος πίττας. Φαίνεται, ότι στις εκτροφές αιγών τα συχνότερα νευρολογικά νοσήματα αποτελούν η λιστερίωση και η πολιοεγκεφαλομαλάκυνση, ακολουθούμενα από την εντεροτοξιναιμία και τα αποστήματα του εγκεφάλου, ενώ πολλές φορές υπάρχει δυσκολία να τεθεί οριστική διάγνωση: ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΕΚΤΡΟΦΕΣ ΑΙΓΩΝ ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦ/ΝΣΗ ΕΝΤΕΡΟΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΑΠΟΣΤΗΜΑΤΑ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ CAE ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗ ΑΛΚΑΛΩΣΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΙΝΟΥΡΩΣΗ ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΙΤΙΔΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΟΥ ΣΩΛΗΝΑ (ΔΙΣΚΟΣΠΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ Η ΑΠΟΣΤΗΜΑ) ΠΑΡΕΓΚΕΦΑΛΙΔΙΚΗ ΑΤΑΞΙΑ SCRAPIE ΑΠΟΣΤΗΜΑ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ & VISNA 93

Κλινική εξέταση. Πλήρης κλινική εξέταση Πολλά περιστατικά δεν είναι νευρολογικά

Κλινική εξέταση. Πλήρης κλινική εξέταση Πολλά περιστατικά δεν είναι νευρολογικά ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΝΕΥΡΙΚΟΥ Έκταση και σημασία Στα μικρά μηρυκαστικά πολύ συχνές Για 2005 το 50 % στην κλινική Ιάσιμες και μη ιάσιμες Χρόνιες εγκεφαλoπάθειες - εγκεφαλίτιδες Ζωοανθρωπονόσοι Ιστορικό α) Είδος, ηλικία,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑΛΜΟΝΕΛΛΩΣΗ Ασθένεια που προκαλείται από τα είδη του γένους Salmonella,, Salmonella Προσβάλλει όλα τα ζωικά είδη και Χαρακτηρίζεται από ένα ή συνδυασμό από τα ακόλουθα τρία συμπτώματα: σηψαιμία,, οξεία

Διαβάστε περισσότερα

ΨΕΥ ΟΛΥΣΣΑ (AUJESZKY DISEASE)

ΨΕΥ ΟΛΥΣΣΑ (AUJESZKY DISEASE) econteplusproject Organic.Edunet ΨΕΥ ΟΛΥΣΣΑ (AUJESZKY DISEASE) Δρ. Ευτυχία Ξυλούρη Φραγκιαδάκη Κτηνίατρος Υγιεινολόγος, Αναπλ. Καθηγήτρια Υγιεινής Αγρ. Ζώων, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών,

Διαβάστε περισσότερα

Έκταση και σημασία. Νότια Ευρώπη, Ασία, Αφρική Συχνή στην Ελλάδα Σημαντικές οικονομικές απώλειες Νόσημα υποχρεωτικής δήλωσης

Έκταση και σημασία. Νότια Ευρώπη, Ασία, Αφρική Συχνή στην Ελλάδα Σημαντικές οικονομικές απώλειες Νόσημα υποχρεωτικής δήλωσης ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΑΓΑΛΑΞΙΑ Λοιμώδης νόσος των προβάτων και των αιγών, που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδεις εντοπίσεις στο μαστό, στις αρθρώσεις και στους οφθαλμούς Έκταση και σημασία Νότια Ευρώπη, Ασία, Αφρική Συχνή

Διαβάστε περισσότερα

ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ (LISTERIOSIS, CIRCLING DISEASE)

ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ (LISTERIOSIS, CIRCLING DISEASE) econteplusproject Organic.Edunet ΛΙΣΤΕΡΙΩΣΗ (LISTERIOSIS, CIRCLING DISEASE) ρ. Ευτυχία Ξυλούρη Φραγκιαδάκη Κτηνίατρος Υγιεινολόγος, Αναπλ. Καθηγήτρια Υγιεινής Αγρ. Ζώων, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΥΕΛΙΤΙ Α ΧΟΙΡΟΥ (ΕΝΖΩΟΤΙΚΗ ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΥΕΛΙΤΙ Α ΧΟΙΡΟΥ) (TESCHEN DISEASE, TALFAN DISEASE)

ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΥΕΛΙΤΙ Α ΧΟΙΡΟΥ (ΕΝΖΩΟΤΙΚΗ ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΥΕΛΙΤΙ Α ΧΟΙΡΟΥ) (TESCHEN DISEASE, TALFAN DISEASE) econteplusproject Organic.Edunet ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΥΕΛΙΤΙ Α ΧΟΙΡΟΥ (ΕΝΖΩΟΤΙΚΗ ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΟΜΥΕΛΙΤΙ Α ΧΟΙΡΟΥ) (TESCHEN DISEASE, TALFAN DISEASE) Δρ. Ευτυχία Ξυλούρη Φραγκιαδάκη Κτηνίατρος Υγιεινολόγος, Αναπλ.

Διαβάστε περισσότερα

Γενικά για τις μυκοπλασμώσεις

Γενικά για τις μυκοπλασμώσεις Μυκοπλάσμωση 1 Γενικά για τις μυκοπλασμώσεις Τα είδη του γένους Mycoplasma, χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλομορφία επειδή δεν φέρουν κυτταρικό τοίχωμα. Δεν είναι εύκολο να αναδειχθούν. Καλλιεργείται

Διαβάστε περισσότερα

Η εκτροφή προβάτων στη νήσο: αξιόλογη οικονοµική δραστηριότητα δυνατότητες ανάπτυξης

Η εκτροφή προβάτων στη νήσο: αξιόλογη οικονοµική δραστηριότητα δυνατότητες ανάπτυξης Στον Νοµό Λέσβου εκτρέφονται: 7000 βοοειδή 350000 πρόβατα 38000 αίγες 3000 ιπποειδή 350000 ορνιθοειδή 600 κεφαλές χοιρινών σε περίπου 5000 εκµεταλλεύσεις Το Λεσβιακό πρόβατο: χαρισµατικό προσαρµοσµένο

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΣΟΣ MAREK (MAREK s DISEASE)

ΝΟΣΟΣ MAREK (MAREK s DISEASE) econteplusproject Organic.Edunet ΝΟΣΟΣ MAREK (MAREK s DISEASE) Δρ. Ευτυχία Ξυλούρη Φραγκιαδάκη Κτηνίατρος Υγιεινολόγος, Αναπλ. Καθηγήτρια Υγιεινής Αγρ. Ζώων, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών,

Διαβάστε περισσότερα

ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ (INFECTIOUS BRONCHITIS)

ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ (INFECTIOUS BRONCHITIS) econteplusproject Organic.Edunet ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ (INFECTIOUS BRONCHITIS) Δρ. Ευτυχία Ξυλούρη Φραγκιαδάκη Κτηνίατρος Υγιεινολόγος, Αναπλ. Καθηγήτρια Υγιεινής Αγρ. Ζώων, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής

Διαβάστε περισσότερα

Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ

Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ www.printo.it/pediatric-rheumatology/gr/intro Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ Έκδοση από 2016 1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΓΕΝΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ 1.1 Τι είναι; Ο Οικογενής Μεσογειακός Πυρετός (ΟΜΠ) είναι ένα γενετικά

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Η ΝΕΑ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Η ΝΕΑ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΨΟΥΡΗ 4 412 22 ΛΑΡΙΣΑ ΤΗΛ. 2410 627142 FAX 2410 627143 E-MAIL:GEOTEE_L@OTENET.GR Λάρισα 30-04-2009 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Η ΝΕΑ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ Παγκόσμια ανησυχία

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΟΓΟΝΩΝ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΜΕ ΕΜΒΟΛΙΑ ΚΑΙ ΟΡΟΥΣ

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΟΓΟΝΩΝ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΜΕ ΕΜΒΟΛΙΑ ΚΑΙ ΟΡΟΥΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΟΓΟΝΩΝ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΜΕ ΕΜΒΟΛΙΑ ΚΑΙ ΟΡΟΥΣ ΟΝΟΜΑ:ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΠΙΘΕΤΟ:ΠΡΙΦΤΗ ΤΑΞΗ:Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΜΗΜΑ: 4 ΗΜ/ΝΙΑ: 11/10/2013 ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΘΟΓΟΝΟΥΣ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ Ένας μικροοργανισμός

Διαβάστε περισσότερα

Ιός του απλού έρπητα 1 (HSV-1) και συσχέτιση με τη Νόσο Alzheimer. Θεραπευτική προσέγγιση με τη χρήση αντι-ιϊκών φαρμάκων

Ιός του απλού έρπητα 1 (HSV-1) και συσχέτιση με τη Νόσο Alzheimer. Θεραπευτική προσέγγιση με τη χρήση αντι-ιϊκών φαρμάκων Ιός του απλού έρπητα 1 (HSV-1) και συσχέτιση με τη Νόσο Alzheimer. Θεραπευτική προσέγγιση με τη χρήση αντι-ιϊκών φαρμάκων ΔΙΟΝΥΣΊΑ ΔΕΛΛΑΠΌΡΤΑ, ΝΕΥΡΟΛΌΓΟΣ 1, ΜΑΓΔΑΛΗΝΉ ΤΣΟΛΆΚΗ, ΚΑΘ. ΝΕΥΡΟΛΟΓΊΑΣ 1,2 1 ΕΤΑΙΡΕΊΑ

Διαβάστε περισσότερα

Εμβόλιο Ιλαράς-Ερυθράς-Παρωτίτιδας (MMR)

Εμβόλιο Ιλαράς-Ερυθράς-Παρωτίτιδας (MMR) Εμβόλιο Ιλαράς-Ερυθράς-Παρωτίτιδας (MMR) ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ Είστε σίγουροι ότι είστε προστατευμένοι από την ιλαρά, την ερυθρά και την παρωτίτιδα; ΕΝΗΜΕΡΩΣΟΥ! ΕΜΒΟΛΙΑΣΟΥ! ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΟΥ! ΕΜΒΟΛΙΟ MMR

Διαβάστε περισσότερα

ΨΕΥΔΟΠΑΝΩΛΗ (NEWCASTLE DISEASE)

ΨΕΥΔΟΠΑΝΩΛΗ (NEWCASTLE DISEASE) econteplusproject Organic.Edunet ΨΕΥΔΟΠΑΝΩΛΗ (NEWCASTLE DISEASE) Δρ. Ευτυχία Ξυλούρη Φραγκιαδάκη Κτηνίατρος Υγιεινολόγος, Αναπλ. Καθηγήτρια Υγιεινής Αγρ. Ζώων, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών,

Διαβάστε περισσότερα

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 34/11

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 34/11 4.2.2009 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 34/11 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 103/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 3ης Φεβρουαρίου 2009 για την τροποποίηση των παραρτημάτων VII και IX του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΣΟΣ CJ. Απώλεια νευρώνων, αύξηση του αριθµού των ινωδών αστροκυττάρων (αντιδραστική γλοίωση)

ΝΟΣΟΣ CJ. Απώλεια νευρώνων, αύξηση του αριθµού των ινωδών αστροκυττάρων (αντιδραστική γλοίωση) ΝΟΣΗΜΑΤΑ PRION Nόσοι από prion Χαρακτηριστικές, αλλά όχι πάντοτε παρούσες, είναι οι αµυλοειδείς πλάκες, υποστρόγγυλοι σχηµατισµοί µε τις χρωστικές ιδιότητες του αµυλοειδούς και ανοσοϊστοχηµική θετικότητα

Διαβάστε περισσότερα

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων Φ.Ν. Σκοπούλη Καθηγήτρια τον Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών συστηματικός ερυθηματώδης λύκος θεωρείται η κορωνίδα των αυτοάνοσων

Διαβάστε περισσότερα

ΑΔΑ: ΒΛΓΦΒ-ΛΘ1. Πρόγραμμα Επιτήρησης, Ελέγχου και Εξάλειψης των Μεταδοτικών Σπογγωδών Εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) στα μικρά μηρυκαστικά Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΔΑ: ΒΛΓΦΒ-ΛΘ1. Πρόγραμμα Επιτήρησης, Ελέγχου και Εξάλειψης των Μεταδοτικών Σπογγωδών Εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) στα μικρά μηρυκαστικά Α Π Ο Φ Α Σ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 22/10/2013 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ Αρ. Πρωτ. 4133/128633 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ Ταχ. Δ/νση : Αχαρνών

Διαβάστε περισσότερα

Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά µε τις ΜΣΕ στα αιγοειδή

Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά µε τις ΜΣΕ στα αιγοειδή MEMO/05/29 Βρυξέλλες, 28 Ιανουάριος 2005 Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά µε τις ΜΣΕ στα αιγοειδή Τι είναι οι µεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες (ΜΣΕ) Οι ΜΣΕ είναι µια οικογένεια νόσων που προσβάλλουν

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΕΠΙΚΤΗΤΗΣ ΑΝΟΣΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ (AIDS)

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΕΠΙΚΤΗΤΗΣ ΑΝΟΣΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ (AIDS) ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΕΠΙΚΤΗΤΗΣ ΑΝΟΣΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ (AIDS) Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 εμφανίστηκε μία από τις σοβαρότερες ασθένειες ανεπάρκειας του ανοσοβιολογικού συστήματος Ανοσοβιολογική ανεπάρκεια

Διαβάστε περισσότερα

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ Η πρώτη γραπτή αναφορά στο φαινόμενο της ανοσίας μπορεί να αναζητηθεί στον Θουκυδίδη, τον μεγάλο ιστορικό του Πελοποννησιακού Πολέμου Ανάπτυξη και επιβίωση o

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΛΥΣΗ ΚΕΦ. 1ο

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΛΥΣΗ ΚΕΦ. 1ο ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΛΥΣΗ ΚΕΦ. 1ο ΟΜΑΔΑ Α 1. Ένας άνθρωπος μολύνεται από έναν ιό για πρώτη φορά. Το παρακάτω διάγραμμα απεικονίζει τις συγκεντρώσεις αντιγόνων και αντισωμάτων αυτού του ανθρώπου κατά τη διάρκεια

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 24 /12 / 2009 ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 24 /12 / 2009 ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 24 /12 / 2009 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ Αρ. Πρωτ.349702 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ Ταχ. Δ/νση : Αχαρνών

Διαβάστε περισσότερα

Νεανική σπονδυλοαρθρίτιδα/αρθρίτιδα που σχετίζεται με ενθεσίτιδα (jspa/era)

Νεανική σπονδυλοαρθρίτιδα/αρθρίτιδα που σχετίζεται με ενθεσίτιδα (jspa/era) www.printo.it/pediatric-rheumatology/gr/intro Νεανική σπονδυλοαρθρίτιδα/αρθρίτιδα που σχετίζεται με ενθεσίτιδα (jspa/era) Έκδοση από 2016 1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΝΕΑΝΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΟΑΡΘΡΙΤΙΔΑ/ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ

Διαβάστε περισσότερα

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΟΡΟΣΗΜΟ ΘΑΛΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ. Α1. γ Α2. α Α3. β Α4. β Α5. δ

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΟΡΟΣΗΜΟ ΘΑΛΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ. Α1. γ Α2. α Α3. β Α4. β Α5. δ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΘΕΜΑ Α Α1. γ Α2. α Α3. β Α4. β Α5. δ ΘΕΜΑ Β Β1. 1 Β 2 Α 3 Α 4 Β 5 Β 6 Α 7 Α 8 Β Β2. Σελ. 18 Σχολικού βιβλίου Το γενετικό

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ - ΧΛΑΜΥΔΙΑ - ΜΥΚΟΠΛΑΣΜΑ - ΕΡΠΗΣ - ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΑ - ΣΥΦΙΛΗ - HIV - ΓΟΝΟΡΡΟΙΑ

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ - ΧΛΑΜΥΔΙΑ - ΜΥΚΟΠΛΑΣΜΑ - ΕΡΠΗΣ - ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΑ - ΣΥΦΙΛΗ - HIV - ΓΟΝΟΡΡΟΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ - ΧΛΑΜΥΔΙΑ - ΜΥΚΟΠΛΑΣΜΑ - ΕΡΠΗΣ - ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΑ - ΣΥΦΙΛΗ - HIV - ΓΟΝΟΡΡΟΙΑ Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα ή σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες ή αφροδίσια νοσήματα ονομάζονται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ Καθώς η επιστημονική γνώση και κατανόηση αναπτύσσονται, ο μελλοντικός σχεδιασμός βιοτεχνολογικών προϊόντων περιορίζεται μόνο από τη φαντασία μας Βιοτεχνολογία

Διαβάστε περισσότερα

εξουαλικώς t μεταδιδόμενα

εξουαλικώς t μεταδιδόμενα ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ M i / τεχνολογικά χρονικά εξουαλικώς t μεταδιδόμενα της Ε. Βαβουράκη* Τι είναι τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα; Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) είναι ασθένειες που μεταδίδονται

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΙΚΤΕΣ ΗΠΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ. Λ.Β. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής, Π.Θ.

ΔΕΙΚΤΕΣ ΗΠΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ. Λ.Β. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής, Π.Θ. ΔΕΙΚΤΕΣ ΗΠΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Λ.Β. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής, Π.Θ. ΔΕΙΚΤΕΣ ΗΠΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Δείκτες βλάβης ηπατοκυττάρων Δείκτες χολόστασης Δείκτες ηπατικής δυσλειτουργίας ΔΕΙΚΤΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Aποµυελινωτικά νοσήµατα Γεώργιος Καρκαβέλας Καθηγητής Παθολογικής

Aποµυελινωτικά νοσήµατα Γεώργιος Καρκαβέλας Καθηγητής Παθολογικής Aποµυελινωτικά νοσήµατα Γεώργιος Καρκαβέλας Καθηγητής Παθολογικής Ανατοµικής ΑΠΘ ΑΠΟΜΥΕΛΙΝΩΣΗ καταστροφή µυελίνης αποκλείονται παθολογικές καταστάσεις από αποτυχία σχηµατισµού µυελίνης (δυσµυελίνωση) ή

Διαβάστε περισσότερα

ΗΠΑΤΙΤΙ Α C. Ερωτήσεις-Απαντήσεις (μπορεί να υπάρχουν περισσότερες από μια σωστές απαντήσεις, οι σωστές απαντήσεις είναι με bold)

ΗΠΑΤΙΤΙ Α C. Ερωτήσεις-Απαντήσεις (μπορεί να υπάρχουν περισσότερες από μια σωστές απαντήσεις, οι σωστές απαντήσεις είναι με bold) ΗΠΑΤΙΤΙ Α C Ερωτήσεις-Απαντήσεις (μπορεί να υπάρχουν περισσότερες από μια σωστές απαντήσεις, οι σωστές απαντήσεις είναι με bold) 1) Τι είναι λάθος σχετικά με την επιδημιολογία της HCV λοίμωξης: Α. Η μέση

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ E ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 7235 15 Μαρτίου 2017 ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 837 ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Αριθμ. 729/23133 Πρόγραμμα Επιτήρησης, Ελέγχου και Εξάλειψης των Μεταδοτικών Σπογγωδών

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Διάγνωση της HIV λοίμωξης. Δρ. Μαρία Κοτσιανοπούλου Βιολόγος Υπεύθυνη Εργαστηριού Κέντρου Αναφοράς AIDS, ΕΣΔΥ

Εργαστηριακή Διάγνωση της HIV λοίμωξης. Δρ. Μαρία Κοτσιανοπούλου Βιολόγος Υπεύθυνη Εργαστηριού Κέντρου Αναφοράς AIDS, ΕΣΔΥ Εργαστηριακή Διάγνωση της HIV λοίμωξης Δρ. Μαρία Κοτσιανοπούλου Βιολόγος Υπεύθυνη Εργαστηριού Κέντρου Αναφοράς AIDS, ΕΣΔΥ Διάγνωση της HIV λοίμωξης Από το 1985 και μέχρι σήμερα η διαγνωστική διαδικασία

Διαβάστε περισσότερα

2. Τα πρωτόζωα α. δεν έχουν πυρήνα. β. είναι μονοκύτταροι ευκαρυωτικοί οργανισμοί. γ. είναι πολυκύτταρα παράσιτα. δ. είναι αυτότροφοι οργανισμοί.

2. Τα πρωτόζωα α. δεν έχουν πυρήνα. β. είναι μονοκύτταροι ευκαρυωτικοί οργανισμοί. γ. είναι πολυκύτταρα παράσιτα. δ. είναι αυτότροφοι οργανισμοί. 1 ΘΕΜΑΤΑ κεφ 1. Α. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό καθεμιάς από τις παρακάτω ημιτελείς προτάσεις και δίπλα το γράμμα που αντιστοιχεί στη λέξη ή στη φράση η οποία συμπληρώνει σωστά την ημιτελή πρόταση.

Διαβάστε περισσότερα

Ιοί & HPV. Ευστάθιος Α. Ράλλης. Επικ. Καθηγητής Δερματολογίας - Αφροδισιολογίας

Ιοί & HPV. Ευστάθιος Α. Ράλλης. Επικ. Καθηγητής Δερματολογίας - Αφροδισιολογίας Ιοί & HPV Ευστάθιος Α. Ράλλης Επικ. Καθηγητής Δερματολογίας - Αφροδισιολογίας Περί ΙΩΝ Ορισμός Οι ιοί είναι ατελείς, λοιμώδεις οργανισμοί μικρότεροι σε μέγεθος από τα μικρόβια και ορατοί μόνο με το ηλεκτρονικό

Διαβάστε περισσότερα

ΣΟΙΧΕΙΑ ΠΑΙΔΙΑΣΡΙΚΗ ΕΜΒΟΛΙΑ

ΣΟΙΧΕΙΑ ΠΑΙΔΙΑΣΡΙΚΗ ΕΜΒΟΛΙΑ ΕΜΒΟΛΙΑ Σα εμβόλια είναι ένα άλλο πολύ σημαντικό θέμα που αφορά άμεσα την υγεία του παιδιού. Σα τελευταία χρόνια έχουν συμβάλει τα μέγιστα για την βελτίωση της υγείας και την αποφυγή πολλών ασθενειών των

Διαβάστε περισσότερα

«ΜΑΙΕΥΤΙΚΑ» ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΗ ΘΗΛΥΚΗ ΓΑΤΑ. Μαρία Μαλιδάκη, Χαράλαμπος Ν. Βερβερίδης Κτηνιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

«ΜΑΙΕΥΤΙΚΑ» ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΗ ΘΗΛΥΚΗ ΓΑΤΑ. Μαρία Μαλιδάκη, Χαράλαμπος Ν. Βερβερίδης Κτηνιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης «ΜΑΙΕΥΤΙΚΑ» ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΗ ΘΗΛΥΚΗ ΓΑΤΑ Μαρία Μαλιδάκη, Χαράλαμπος Ν. Βερβερίδης Κτηνιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης «ΜΑΙΕΥΤΙΚΑ» ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΗ ΘΗΛΥΚΗ ΓΑΤΑ Ο ωοθηκικός κύκλος και

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1(ΥΓΕΙΑ-ΑΝΘΡΩΠΟΣ)

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1(ΥΓΕΙΑ-ΑΝΘΡΩΠΟΣ) ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΤΜΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1(ΥΓΕΙΑ-ΑΝΘΡΩΠΟΣ) Να βάλετε σε κύκλο το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση ή στη φράση που συμπληρώνει σωστά την πρόταση: 1. Οι ιοί αποτελούνται

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ. Συνήθης ηλικία ζώων που εκδηλώνουν τη νόσο. 2-5 εβδομάδων

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ. Συνήθης ηλικία ζώων που εκδηλώνουν τη νόσο. 2-5 εβδομάδων ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ Αίτιο Clostridium perfringens τύπος Α Νεκρωτική εντερίτιδα των πτηνών Πτηνά κρεοπαραγωγής 2-5 εβδομάδων Διάρροια των χοιριδίων Χοιρίδια 20-30 ημερών

Διαβάστε περισσότερα

Εμβόλιο Ιλαράς-Ερυθράς-Παρωτίτιδας (MMR)

Εμβόλιο Ιλαράς-Ερυθράς-Παρωτίτιδας (MMR) Εμβόλιο Ιλαράς-Ερυθράς-Παρωτίτιδας (MMR) ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ Είστε σίγουροι οτι είστε προσατευμένοι από την ιλαρά, την ερυθρά και την παρωτίτιδα; ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙΤΕ! ΕΜΒΟΛΙΑΣΤΕΙΤΕ! ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΕΙΤΕ! ΕΜΒΟΛΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Παλαιά βλάβη. Περιαγγειακή αποµυελίνωση χωρίς φλεγµονή

Παλαιά βλάβη. Περιαγγειακή αποµυελίνωση χωρίς φλεγµονή Παλαιά βλάβη Περιαγγειακή αποµυελίνωση χωρίς φλεγµονή Απώλεια µυελίνης (LFB/cresyl violet) Μείωση πάχουςαραίωση νευραξόνων (silver stain) αποµυελίνωση και επαναµυελίνωση δντ επανειληµµένα στην ίδια πλάκα

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. Λειτουργία των νεφρών. Συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. Λειτουργία των νεφρών. Συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ Η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια είναι η προοδευτική, μη αναστρέψιμη μείωση της νεφρικής λειτουργίας, η οποία προκαλείται από βλάβη του νεφρού ποικίλης αιτιολογίας. Η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια

Διαβάστε περισσότερα

Στοιχειώδεις παθολογικές μεταβολές του Γεννητικού Συστήματος

Στοιχειώδεις παθολογικές μεταβολές του Γεννητικού Συστήματος Στοιχειώδεις παθολογικές μεταβολές του Γεννητικού Συστήματος του Θήλεος ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Προσοχή: Οι παρουσιάσεις μαθημάτων αποτελούν βοήθημα παρακολούθησης των παραδόσεων

Διαβάστε περισσότερα

Ρευματολογία. Ψωριασική Αρθρίτιδα. Στέφανος Πατεράκης Φυσικοθεραπευτής, καθηγητής φυσ/πείας

Ρευματολογία. Ψωριασική Αρθρίτιδα. Στέφανος Πατεράκης Φυσικοθεραπευτής, καθηγητής φυσ/πείας Ρευματολογία Ψωριασική Αρθρίτιδα Στέφανος Πατεράκης Φυσικοθεραπευτής, καθηγητής φυσ/πείας Τι είναι η ψωριασική αρθρίτιδα; Η ψωριασική αρθρίτιδα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση που προσβάλλει τις αρθρώσεις

Διαβάστε περισσότερα

Με ποια συμπτώματα μπορεί να εκδηλώνεται η κοιλιοκάκη;

Με ποια συμπτώματα μπορεί να εκδηλώνεται η κοιλιοκάκη; ΚΟΙΛΙΟΚΑΚΗ Σαββίδου Αβρόρα Η κοιλιοκάκη είναι η δυσανεξία (κάτι που ο οργανισμός δεν ανέχεται) στη γλουτένη, πρωτεΐνη που υπάρχει στο σιτάρι, το κριθάρι, τη βρώμη και τη σίκαλη. Η αντίδραση του οργανισμού

Διαβάστε περισσότερα

κλινική και εργαστηριακή προσέγγιση των νοσημάτων του Τ. Ράλλης Καθηγητής Παθολογίας Ζώων Συντροφιάς, Τμήμα Κτηνιατρικής, ΑΠΘ

κλινική και εργαστηριακή προσέγγιση των νοσημάτων του Τ. Ράλλης Καθηγητής Παθολογίας Ζώων Συντροφιάς, Τμήμα Κτηνιατρικής, ΑΠΘ Τι είναι κοινό και τι όχι κατά την κλινική και εργαστηριακή προσέγγιση των νοσημάτων του ήπατος στο σκύλο και στη γάτα Τ. Ράλλης Καθηγητής Παθολογίας Ζώων Συντροφιάς, Τμήμα Κτηνιατρικής, ΑΠΘ Η γάτα δεν

Διαβάστε περισσότερα

Το κινητό τηλέφωνο εκπέμπει παλμική ασύρματη ακτινοβολία συχνότητας

Το κινητό τηλέφωνο εκπέμπει παλμική ασύρματη ακτινοβολία συχνότητας ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ Το κινητό τηλέφωνο εκπέμπει παλμική ασύρματη ακτινοβολία συχνότητας 900-2100 MHz την ώρα που μιλάμε. Σε κατάσταση αναμονής, στέλνει ένα περιοδικό σήμα για να επικοινωνήσει με την κοντινότερη

Διαβάστε περισσότερα

ΟΞΕIΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟU ΣΥΣΤHΜΑΤΟΣ

ΟΞΕIΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟU ΣΥΣΤHΜΑΤΟΣ ΟΞΕIΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟU ΣΥΣΤHΜΑΤΟΣ (Σύντομη ενημέρωση από ERS - ELF) Οι οξείες λοιμώξεις κατώτερου αναπνευστικού συστήματος περιλαμβάνουν την πνευμονία (λοίμωξη της κυψελίδας του πνεύμονα),

Διαβάστε περισσότερα

HTLV I & II ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ

HTLV I & II ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ HTLV I & II ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ (HTLV-I) και (HTLV-II) Οι ανθρώπινοι Τ-λεμφοτροπικοί ιοί, τύπου Ι (HTLV-I) και τύπου II (HTLV-II), συνδέονται στενά αλλά έχουν

Διαβάστε περισσότερα

Το γόνατο ως στόχος ρευματικών νοσημάτων

Το γόνατο ως στόχος ρευματικών νοσημάτων Το γόνατο ως στόχος ρευματικών νοσημάτων Χ. Μ. ΜουτσόπουΛος Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών α ρευματικά νοσήματα είναι ασθένειες που προσβάλλουν

Διαβάστε περισσότερα

HIV & Ca τραχήλου μήτρας. Άτομα μολυσμένα με HIV έχουν αυξημένη ροπή για την ανάπτυξη καρκίνου.

HIV & Ca τραχήλου μήτρας. Άτομα μολυσμένα με HIV έχουν αυξημένη ροπή για την ανάπτυξη καρκίνου. HIV & Ca τραχήλου μήτρας Άτομα μολυσμένα με HIV έχουν αυξημένη ροπή για την ανάπτυξη καρκίνου. ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ Πολλαπλοί παράγοντες μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της κακοήθειας σε ασθενείς με AIDS. Οι

Διαβάστε περισσότερα

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ Απαντήσεις του κριτηρίου αξιολόγησης στη βιολογία γενικής παιδείας 1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΘΕΜΑ 1 ο Να γράψετε τον αριθμό καθεμίας από τις ημιτελείς προτάσεις 1 έως και 5, και δίπλα σε αυτόν το γράμμα που αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

να ταράξουν την λειτουργία των ιστών και των οργάνων του; α. τη θέση τους στο ανθρώπινο σώμα β. την γενικευμένη ή εξειδικευμένη δράση

να ταράξουν την λειτουργία των ιστών και των οργάνων του; α. τη θέση τους στο ανθρώπινο σώμα β. την γενικευμένη ή εξειδικευμένη δράση Ερωτήσεις κατανόησης της θεωρίας του 1 ο κεφαλαίου (συνέχεια) 1. Από τι εξαρτάται η επιβίωση του ανθρώπου και ποιοι εξωτερικοί παράγοντες θα μπορούσαν να ταράξουν την λειτουργία των ιστών και των οργάνων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ε. ΠΕΤΕΙΝΑΚΗ Aναπληρώτρια Καθηγήτρια Μικροβιολογίας Διευθύντρια Εργαστηρίου Μικροβιολογίας ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ φάση της κλινικής ιατρικής Η μικροβιολογία

Διαβάστε περισσότερα

Νεανική Δερματομυοσίτιδα

Νεανική Δερματομυοσίτιδα www.printo.it/pediatric-rheumatology/gr/intro Νεανική Δερματομυοσίτιδα Έκδοση από 2016 1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΝΕΑΝΙΚΗ ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΟΣΙΤΙΔΑ 1.1 Τι είδους νόσημα είναι; Η νεανική δερματομυοσίτιδα (ΝΔΜ) είναι ένα σπάνιο

Διαβάστε περισσότερα

Εμβόλιο Ηπατίτιδας Β

Εμβόλιο Ηπατίτιδας Β Εμβόλιο Ηπατίτιδας Β ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ Είστε σίγουροι πως έχετε πάρει τα κατάλληλα μέτρα για να προστατευτείτε από την ηπατίτιδα Β; ΕΝΗΜΕΡΩΣΟΥ! ΕΜΒΟΛΙΑΣΟΥ! ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΟΥ! ΕΜΒΟΛΙΟ ΗΠΑΤΙΤΙΔΑΣ Β Γνωρίζετε

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ ΚΑΙ ΜΑΓΝΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Διευθυντής Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς»

ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ ΚΑΙ ΜΑΓΝΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Διευθυντής Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς» ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ ΚΑΙ ΜΑΓΝΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Διευθυντής Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς» ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ Οι επιπλοκές του διαβήτη στον άκρο πόδα αποτελούν μια από τις συχνότερες αιτίες: νοσηρότητας,

Διαβάστε περισσότερα

Συχνότητα. Άντρες Γυναίκες 5 1. Νεαρής και μέσης ηλικίας

Συχνότητα. Άντρες Γυναίκες 5 1. Νεαρής και μέσης ηλικίας Η αιτιολογία της πάθησης είναι άγνωστη, αν και έχει μεγάλη σχέση με το κάπνισμα καθώς το 90% των ασθενών είναι ενεργείς καπνιστές Συχνότητα Άντρες Γυναίκες 5 1 Νεαρής και μέσης ηλικίας Στο 60% των περιπτώσεων

Διαβάστε περισσότερα

Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ - ΜΑΛΟΥΝΤΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ

Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ - ΜΑΛΟΥΝΤΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ - ΜΑΛΟΥΝΤΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2016-2017 ΓΡΑΠΤΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΒΑΘΜΟΣ:.... /40 ΟΛΟΓΡΑΦΩΣ:... ΥΠΟΓΡ:... ΤΑΞΗ: Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 29.05.2017 ΜΑΘΗΜΑ:

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΛΥΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΛΥΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΛΥΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ Δ/ΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Υπάρχουν κάποια συμπτώματα που τις περισσότερες φορές δηλώνουν κάποια σοβαρή νόσο.

Υπάρχουν κάποια συμπτώματα που τις περισσότερες φορές δηλώνουν κάποια σοβαρή νόσο. Υπάρχουν κάποια συμπτώματα που τις περισσότερες φορές δηλώνουν κάποια σοβαρή νόσο. Τα συμπτώματα αυτά δεν πρέπει ποτέ να τα αγνοούμε γιατί η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου μπορεί να σώσει

Διαβάστε περισσότερα

ΥΔΡΟΚΕΦΑΛΟΣ ΣΕ ΕΝΗΛΙΚΕΣ

ΥΔΡΟΚΕΦΑΛΟΣ ΣΕ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΥΔΡΟΚΕΦΑΛΟΣ ΣΕ ΕΝΗΛΙΚΕΣ Τι είναι ο υδροκέφαλος παθολογική αύξηση της ποσότητας εγκεφαλονωτιαίου υγρού εντός της κρανιακής κοιλότητας που αντανακλά σε αύξηση των διαστάσεων των κοιλιών του εγκεφάλου. Η

Διαβάστε περισσότερα

Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ

Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ www.printo.it/pediatric-rheumatology/gr/intro Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ Έκδοση από 2016 2. ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ 2.1 Πως μπαίνει η διάγνωση; Γενικά ακολουθείται η παρακάτω προσέγγιση: Κλινική υποψία:

Διαβάστε περισσότερα

4. ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥΣ

4. ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥΣ 4.1 Ομοιόσταση 4.2 Ασθένειες 4. ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥΣ 4.3 Αμυντικοί μηχανισμοί του ανθρώπινου οργανισμού 4.4 Τρόποι ζωής και ασθένειες Μάρθα Καρβουνίδου ΠΕ1404

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Χαλάνδρι, 28 / 11 / 2018 ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Α.: 89 ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Χαλάνδρι, 28 / 11 / 2018 ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Α.: 89 ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Χαλάνδρι, 28 / 11 / 2018 ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Α.: 89 ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Δ/νση: Φιλίππου Λίτσα 29 & Αγίου Γεωργίου, Τ.Κ.:15234, Χαλάνδρι ΘΕΜΑ: «Ιός HIV και η σημασία της έγκαιρης

Διαβάστε περισσότερα

Μήπως έχω Σκληρόδερµα;

Μήπως έχω Σκληρόδερµα; Μήπως έχω Σκληρόδερµα; Για να πληροφορηθώ µýëïò ôçò Σπάνιος ναι... Μόνος όχι Η Πανελλήνια Ένωση Σπανίων Παθήσεων (Π.Ε.Σ.ΠΑ) είναι ο μόνος φορέας, μη κερδοσκοπικό σωματείο, συλλόγων ασθενών σπανίων παθήσεων

Διαβάστε περισσότερα

4. Η κίρρωση του ήπατος προκαλείται εξαιτίας της αποθήκευσης στα ηπατικά κύτταρα: Πρωτεϊνών Υδατανθράκων Λιπών Αλκοόλ

4. Η κίρρωση του ήπατος προκαλείται εξαιτίας της αποθήκευσης στα ηπατικά κύτταρα: Πρωτεϊνών Υδατανθράκων Λιπών Αλκοόλ ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΠ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (ΘΕΡΙΝΑ) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 22/10/2017 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΛΑΖΑΡΑΚΗ ΝΟΤΑ ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: 1. Το

Διαβάστε περισσότερα

04/11/2018 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΝΟΤΑ ΛΑΖΑΡΑΚΗ ΘΕΜΑ Α

04/11/2018 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΝΟΤΑ ΛΑΖΑΡΑΚΗ ΘΕΜΑ Α ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 04/11/2018 ΝΟΤΑ ΛΑΖΑΡΑΚΗ ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: 1. Πυρηνική περιοχή διαθέτει: Α. Ο ιός της

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση λυσσύποπτων παραγωγικών ζώων και προϊόντων τους

Διαχείριση λυσσύποπτων παραγωγικών ζώων και προϊόντων τους Διαχείριση λυσσύποπτων παραγωγικών ζώων και προϊόντων τους Κώστογλου Πετρούλα, Κορού Λασκαρίνα-Μαρία, Τζανή Μυρσίνη, Κατσιώλης Αριστομένης, Ντουντουνάκης Σπύρος Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ Α 1 δ 2 β 3 γ 4 β 5 α ΘΕΜΑ Β

ΘΕΜΑ Α 1 δ 2 β 3 γ 4 β 5 α ΘΕΜΑ Β ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β ) ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 30 ΜΑΪΟΥ 2014 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α 1 δ 2 β 3 γ

Διαβάστε περισσότερα

Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ηπατίτιδας

Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ηπατίτιδας Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ηπατίτιδας Η Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ηπατίτιδας εορτάζεται κάθε χρόνο στις 28 Ιουλίου και καθιερώθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας με σκοπό την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΩΝ. Νεκτάριος Δ. Γιαδίνης Λέκτορας

ΑΠΟΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΩΝ. Νεκτάριος Δ. Γιαδίνης Λέκτορας ΑΠΟΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΩΝ Νεκτάριος Δ. Γιαδίνης Λέκτορας Έκταση και σημασία > 2 % αρχίζει να θεωρείται πρόβλημα > 5 % αποτελεί μεγάλο πρόβλημα (αύξηση κόστους παραγωγής λόγω απώλειας αμνοεριφίων)

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ E ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 13695 5 Απριλίου 2018 ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 1247 ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Αριθμ. 1150/46936 Πρόγραμμα Επιτήρησης, Ελέγχου και Εξάλειψης των Μεταδοτικών Σπογγωδών

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΗΛΗ Α Αντιβιοτικό Αντισώματα ιντερφερόνες Τ- Τ- (αντιγόνα) κυτταροτοξικά βοηθητικά Τοξίνες Vibrio cholera

ΣΤΗΛΗ Α Αντιβιοτικό Αντισώματα ιντερφερόνες Τ- Τ- (αντιγόνα) κυτταροτοξικά βοηθητικά Τοξίνες Vibrio cholera Α1. 1. β Βιολογία ΘΕΜΑ Α γενιικής παιιδείίας 2. γ 3. γ 4. γ 5. δ Α2. ΣΤΗΛΗ Α Αντιβιοτικό Αντισώματα ιντερφερόνες Τ- Τ- (αντιγόνα) κυτταροτοξικά βοηθητικά Τοξίνες Vibrio cholera Ηπατίτιδα C + Candida albicans

Διαβάστε περισσότερα

Τι είναι ο HPV; Μετάδοση Η μετάδοση του HPV μπορεί να γίνει με τους παρακάτω τρόπους:

Τι είναι ο HPV; Μετάδοση Η μετάδοση του HPV μπορεί να γίνει με τους παρακάτω τρόπους: Τι είναι ο HPV; Ο HPV (Human Pappiloma Virus) είναι ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων. Είναι μια από τις πιο συχνές σεξουαλικώς μεταδιδόμενες μολύνσεις στον άνθρωπο. Ο HPV είναι ο πιο συχνά σεξουαλικά μεταδιδόμενος

Διαβάστε περισσότερα

Γνωριμία με τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα

Γνωριμία με τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα Γνωριμία με τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα Αντώνης Φανουριάκης Μονάδα Ρευματολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας Δ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν» Αθήνα, 01/02/2016

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β) ΤΕΤΑΡΤΗ 20 ΜΑΪΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β) ΤΕΤΑΡΤΗ 20 ΜΑΪΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 1 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β) ΤΕΤΑΡΤΗ 20 ΜΑΪΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΘΕΜΑ Α Α1. γ (σύφιλη) Α2. α (ερυθρός μυελός των οστών)

Διαβάστε περισσότερα

Θέµατα Πανελληνίων Βιολογίας Γ.Π Άµυνα - Ανοσία

Θέµατα Πανελληνίων Βιολογίας Γ.Π Άµυνα - Ανοσία 2012 Α2. Τα φαγοκύτταρα παράγονται α. στο νωτιαίο µυελό β. στο θύµο αδένα γ. στους λεµφαδένες δ. στον ερυθρό µυελό των οστών. Α3. Το συµπλήρωµα και η προπερδίνη συµβάλλουν στην καταπολέµηση α. των ιών

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΣΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΦΛΕΓΜΟΝΩΝ ΣΤΟ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Διευθυντής Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς»

Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΣΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΦΛΕΓΜΟΝΩΝ ΣΤΟ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Διευθυντής Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς» Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΣΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΦΛΕΓΜΟΝΩΝ ΣΤΟ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Διευθυντής Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς» ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ Η ανάπτυξη φλεγμονής στο διαβητικό άκρο πόδα αποτελεί μια από τις συχνότερες

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 1 ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 1 ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 1 ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Επιλέξτε τη σωστή απάντηση: Το τρυπανόσωμα προκαλεί α. δυσεντερία β. ελονοσία γ. ασθένεια του ύπνου δ. χολέρα Τα ενδοσπόρια σχηματίζονται από β. φυτά γ. ιούς δ. πρωτόζωα Η σύφιλη

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακη διάγνωση Νευροεκφυλιστικων νοσημάτων. Χρυσούλα Νικολάου

Εργαστηριακη διάγνωση Νευροεκφυλιστικων νοσημάτων. Χρυσούλα Νικολάου Εργαστηριακη διάγνωση Νευροεκφυλιστικων νοσημάτων Χρυσούλα Νικολάου Νευροεκφυλιστικά Νοσήματα Νοσολογικές οντότητες, συχνά κληρονομικής αρχής, με προσβολή συγκεκριμένων ανατομικών δομών του Ν.Σ, (επηρεάζουν

Διαβάστε περισσότερα

Ατλαντό-Ινιακή Δυσλειτουργία Δυσλειτουργία στην ένωση του κρανίου με τον κορμό στο νεογέννητο μωρό (Ατλαντό-Ινιακή Δυσλειτουργία)

Ατλαντό-Ινιακή Δυσλειτουργία Δυσλειτουργία στην ένωση του κρανίου με τον κορμό στο νεογέννητο μωρό (Ατλαντό-Ινιακή Δυσλειτουργία) Ατλαντό-Ινιακή Δυσλειτουργία Δυσλειτουργία στην ένωση του κρανίου με τον κορμό στο νεογέννητο μωρό (Ατλαντό-Ινιακή Δυσλειτουργία) Τα νεογέννητα μωρά διαφέρουν από τους ενήλικες, ή ακόμα από τα μεγαλύτερα

Διαβάστε περισσότερα

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 299/17

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 299/17 8.11.2008 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 299/17 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1108/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 7ης Νοεμβρίου 2008 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1266/2007 όσον αφορά τις ελάχιστες

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1 ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α Α1. α Α2. γ Α3. δ Α4. γ Α5. α 3 β 1 γ 6 δ 5

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ Δ/ΝΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΖΩΩΝ ΤΜΗΜΑ ΖΩΟΑΝΘΡΩΠΟΝΟΣΩΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ Δ/ΝΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΖΩΩΝ ΤΜΗΜΑ ΖΩΟΑΝΘΡΩΠΟΝΟΣΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ Δ/ΝΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΖΩΩΝ ΤΜΗΜΑ ΖΩΟΑΝΘΡΩΠΟΝΟΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΛΥΣΣΑ Η Λύσσα επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από 25 χρόνια Ακόμα και

Διαβάστε περισσότερα

Δευτεροπαθης λοίμωξη από CMV στην εγκυμοσύνη. Μπορούμε να τη διαγνώσουμε;

Δευτεροπαθης λοίμωξη από CMV στην εγκυμοσύνη. Μπορούμε να τη διαγνώσουμε; Δευτεροπαθης λοίμωξη από CMV στην εγκυμοσύνη. Μπορούμε να τη διαγνώσουμε; Δρ Ανδρέας Μεντής, Ερευνητής Α Ιατρός Βιοπαθολόγος, Κλινικός Μικροβιολόγος Διαγνωστικό Τμήμα Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς Γρίπης

Διαβάστε περισσότερα

«β-μεσογειακή αναιμία: το πιο συχνό μονογονιδιακό νόσημα στη χώρα μας»

«β-μεσογειακή αναιμία: το πιο συχνό μονογονιδιακό νόσημα στη χώρα μας» Εργαστήριο Κυτταρογενετικής ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» «β-μεσογειακή αναιμία: το πιο συχνό μονογονιδιακό νόσημα στη χώρα μας» Ζαχάκη Σοφία - Ουρανία Βιολόγος, MSc, PhD β μεσογειακή αναιμία Η θαλασσαιμία ή νόσος

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟΥ Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων Διδάσκων - Δρ. Ιωάννης Δρίκος

ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟΥ Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων Διδάσκων - Δρ. Ιωάννης Δρίκος ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤ ΕΞΑΜΗΝΟΥ Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων Διδάσκων - Δρ. Ιωάννης Δρίκος Επιλέξετε τη σωστή απάντηση, θέτοντας σε κύκλο το κατάλληλο γράµµα. 1. Για την παραγωγή ανθρώπινης ινσουλίνης από βακτήρια

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Α ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗΣ ΟΓΚΟΙ ΕΠΙΦΥΣΗΣ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΝΤΖΑΣ Επίκουρος Καθηγητής

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Α ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗΣ ΟΓΚΟΙ ΕΠΙΦΥΣΗΣ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΝΤΖΑΣ Επίκουρος Καθηγητής ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Α ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗΣ ΟΓΚΟΙ ΕΠΙΦΥΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΝΤΖΑΣ Επίκουρος Καθηγητής ΟΓΚΟΙ ΕΠΙΦΥΣΗΣ Επιφυσιοβλάστωµα Επιφυσιοκύττωµα Ογκος

Διαβάστε περισσότερα

Ο ρόλος και η σημασία των μοριακών τεχνικών στον έλεγχο των. μικροβιολογικών παραμέτρων σε περιβαλλοντικά δείγματα για την προστασία

Ο ρόλος και η σημασία των μοριακών τεχνικών στον έλεγχο των. μικροβιολογικών παραμέτρων σε περιβαλλοντικά δείγματα για την προστασία Ο ρόλος και η σημασία των μοριακών τεχνικών στον έλεγχο των μικροβιολογικών παραμέτρων σε περιβαλλοντικά δείγματα για την προστασία της Δημόσιας Υγείας Α. Βανταράκης Εργαστήριο Υγιεινής, Ιατρική Σχολή,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΥΡΟΠΑΘΟΛΟΓΙA Γεώργιος Καρκαβέλας Καθηγητής Παθολογικής Ανατοµικής ΑΠΘ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΥΡΟΠΑΘΟΛΟΓΙA Γεώργιος Καρκαβέλας Καθηγητής Παθολογικής Ανατοµικής ΑΠΘ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΕΥΡΟΠΑΘΟΛΟΓΙA Γεώργιος Καρκαβέλας Καθηγητής Παθολογικής Ανατοµικής ΑΠΘ ΚΝΣ: πολυσύνθετο σύστηµα πολλές από τις λειτουργίες του αδιευκρίνιστες Πρώτες ανατοµικές µελέτες Αριστοτέλης και Γαληνός

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΘΕΜΑ: ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΑΣ

ΥΠΟΘΕΜΑ: ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΑΣ 13 ΓΕΛ ΠΕΙΡΑΙΑ ΜΑΘΗΜΑ:ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ-PROJECT ΘΕΜΑ:ΥΓΕΙΑ-ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2013-14 ΤΑΞΗ Α1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: 1)ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΜΗΤΡΑΣ- ΝΩΤΙΑΙΟΥ ΜΥΕΛΟΥ 2)AIDS 3)ΜΗΝΙΣΚΟΣ 4)ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΑ ΥΠΟΘΕΜΑ: ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Η πρωτογενής ανοσοβιολογική απόκριση ενεργοποιείται κατά την πρώτη επαφή του οργανισμού με ένα αντιγόνο. Περιλαμβάνει τα εξής στάδια:

Η πρωτογενής ανοσοβιολογική απόκριση ενεργοποιείται κατά την πρώτη επαφή του οργανισμού με ένα αντιγόνο. Περιλαμβάνει τα εξής στάδια: Εικόνα 1.24: α) Σύνδεση αντισώματος - αντιγόνου, β) συμπληρωματικότητα αντισώματος - αντιγόνου, γ) ένα αντίσωμα συνδέεται με περισσότερα από ένα αντιγόνα. Στάδια ανοσοβιολογικής απόκρισης Η αντίδραση του

Διαβάστε περισσότερα

Λοιμώδη Νοσήματα Υγιεινή. Αγροτικών Ζώων

Λοιμώδη Νοσήματα Υγιεινή. Αγροτικών Ζώων 1 Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου Λοιμώδη Νοσήματα Υγιεινή Ιωάννης Σκούφος Αγροτικών Ζώων Ενότητα 3 : ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ 2 Ανοιχτά Ακαδημαϊκά

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΛΥΣΣΑ. «Η λύσσα οφείλεται σε ιό, ο οποίος προκαλεί θανατηφόρο λοίμωξη, η οποία μεταδίδεται

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΛΥΣΣΑ. «Η λύσσα οφείλεται σε ιό, ο οποίος προκαλεί θανατηφόρο λοίμωξη, η οποία μεταδίδεται Σωστή ενημέρωση, πρόληψη, επαγρύπνηση, όχι πανικό αλλά και εμβολιασμό ΟΛΩΝ των οικόσιτων και αδέσποτων ζώων συνιστούν ειδικοί επιστήμονες, με αφορμή την επανεμφάνιση του ιού της λύσσας στη χώρα μας μετά

Διαβάστε περισσότερα

KΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο : Άνθρωπος και Υγεία

KΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο : Άνθρωπος και Υγεία KΕΦΑΛΑΟ 1 ο : Άνθρωπος και Υγεία Α. ΕΡΩΤΗΣΕΣ ΚΛΕΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Να βάλετε σε κύκλο το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση ή στη φράση που συμπληρώνει σωστά την πρόταση: 1. Οι ιοί αποτελούνται από: α.

Διαβάστε περισσότερα

Αιμορραγικός πυρετός Ebola

Αιμορραγικός πυρετός Ebola Αιμορραγικός πυρετός Ebola Επιστημονική Συνάντηση SOS Ιατρών 29/11/2014 Φώτιος Π. Πετρόπουλος MD, MHA Ειδικός Παθολόγος Δεν υπάρχει καμία οικονομική ή άλλη εξάρτηση του ομιλούντος που να μπορεί να επηρεάσει

Διαβάστε περισσότερα

Η λοίμωξη από τον ιό HPV

Η λοίμωξη από τον ιό HPV Η λοίμωξη από τον ιό HPV Γενικά Ο ιός HPV ή αλλιώς ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (εικόνα 1) είναι ένας μικρο-οργανισμός που αναπτύσσεται μέσα στα κύτταρα μας, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους ιούς.

Διαβάστε περισσότερα