ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Σπύρο ρος Τσιπίδη δης Γεω -- Οπτικοποίηση Χωροχρονικών Αρχαιολογικών εδοµένων ιδακτορική ιατριβή ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

2

3 ΣΠΥΡΟΥ ΤΣΙΠΙ Η ΓΕΩ-ΟΠΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ Ε ΟΜΕΝΩΝ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στο Τµήµα Αγρονόµων Τοπογράφων Μηχανικών, Τοµέας Κτηµατολογίου, Φωτογραµµετρίας και Χαρτογραφίας Ηµεροµηνία Προφορικής Εξέτασης: Τριµελής Συµβουλευτική Επιτροπή Αν. Καθ. Αλεξάνδρα Κουσουλάκου, Επιβλέπουσα Καθ. Κώστας Κωτσάκης, Μέλος Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής Καθ. Πέτρος Πατιάς, Μέλος Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής Επταµελής Εξεταστική Επιτροπή Καθ. Κώστας Κωτσάκης Καθ. Πέτρος Πατιάς Καθ. Ευάγγελος Λιβιεράτος Καθ. Χρυσούλα Μπούτουρα Καθ. Στέλιος Ανδρέου Αν. Καθ. Αλεξάνδρα Κουσουλάκου Αν. Καθ. Μαρία Παπαδοπούλου

4 Σπύρος Τσιπίδης Α.Π.Θ. Γεω-Οπτικοποίηση Χωροχρονικών Αρχαιολογικών εδοµένων ISBN «Η έγκριση της παρούσης ιδακτορικής ιατριβής από το Τµήµα Αγρονόµων Τοπογράφων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωµών του συγγραφέως» (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2)

5

6 Σε όλη την (πρόσφατα διευρυµένη) οικογένειά µου

7 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η διδακτορική αυτή διατριβή δεν θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς την συνεχή ενασχόληση, το γνήσιο και ειλικρινές ενδιαφέρον της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Αλεξάνδρας Κουσουλάκου. Την ευχαριστώ θερµά όχι µόνο για την ανάθεση του θέµατος αλλά για την αδιάκοπη επιστηµονική της παρουσία, την πολύτιµη και καίρια καθοδήγηση και τη συµπαράσταση της όλα αυτά τα χρόνια. Καθοριστική υπήρξε επίσης η καθοδήγηση του Καθηγητή Κώστα Κωτσάκη. Μου εµπιστεύτηκε τα δεδοµένα της προϊστορικής ανασκαφής των Παλιαµπέλων Κολινδρού, πίστεψε στο αποτέλεσµα της παρούσας έρευνας, µου έδωσε την ευκαιρία να συµµετάσχω ενεργά στην ανασκαφή, και φυσικά µε µύησε µε την εµπειρία και τις γνώσεις του στην ( χαοτική στην αρχή για µένα) φιλοσοφία της ανασκαφικής διαδικασίας. Τον Καθηγητή Πέτρο Πατιά ευχαριστώ για τη συµµετοχή του στη τριµελή µου επιτροπή. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω τα µέλη της επταµελούς εξεταστικής µου επιτροπής για την αποδοχή της συµµετοχής τους στη διαδικασία αυτή και τις εύστοχες παρατηρήσεις τους. Ένα ειλικρινές ευχαριστώ στον Andy Bevan από το πανεπιστήµιο του Λονδίνου που µου παρείχε πραγµατικά πολύτιµες συµβουλές και γνώµες στη διάρκεια της εργασίας αυτής. Νιώθω πολύ τυχερός που από το 2001 γνωρίζω και συνεργάζοµαι µε τον φίλο Μάρκο Κατσιάνη. Ό,τι και να πω θα είναι λίγο τόσο για την συνεισφορά του, όσο και για την στήριξη, την φιλία, τις συζητήσεις την θετική ενέργεια και τα διαλλείµατα.. Για την ψυχολογική και ενθουσιώδη υποστήριξη και πραγµατική συνεισφορά τους ευχαριστώ ιδιαίτερα τη Ρένα Βεροπουλίδου και τον Νίκο Βαλασιάδη. Τελειώνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω την Ακριβή και όλη την οικογένειά µου για την αµέριστη κατανόηση, την συµπαράσταση και την αγάπη τους.

8

9 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία συνιστά µια χαρτογραφική εφαρµογή µε επίκεντρο την αρχαιολογική ανασκαφή, επιδιώκοντας τον σχεδιασµό ενός λειτουργικού και χρηστικού αρχαιολογικά προσανατολισµένου χαρτογραφικού περιβάλλοντος. Ο γενικότερος στόχος του εγχειρήµατος δεν περιορίζεται στην χαρτογραφική απόδοση των χωρικών οντοτήτων που συγκροτούν µια ανασκαφική θέση. Αντίθετα, απώτερος σκοπός αποτελεί η συνδροµή της αρχαιολογικής ανάλυσης και ερµηνείας, µε το προτεινόµενο χαρτογραφικό περιβάλλον να αποτελεί το µέσο για την οπτική ανάλυση της ανασκαφικής πληροφορίας, την εναλλακτική απόδοση των χωρικών, χρονικών και θεµατικών χαρακτηριστικών των ανασκαφικών οντοτήτων, τη διατύπωση και απάντηση ερωτηµάτων µε επίκεντρο την ανασκαφική έρευνα και τον σχεδιασµό ειδικών εργαλείων που εξυπηρετούν την αρχαιολογική ανάλυση. Σε αυτό το πλαίσιο, η θεµατολογία των χαρτών δεν περιορίζεται στα χωρικά αντικείµενα που συγκροτούν µια αρχαιολογική θέση, αλλά στο σύνολο των πληροφοριών παρατηρήσεων που καταγράφουν συστηµατικά οι αρχαιολόγοι και συγκροτούν το σύνθετο και πολύπλοκο ανασκαφικό αρχείο. Το ανασκαφικό αρχείο και οι άξονες του χώρου και του χρόνου αποτέλεσαν κυρίαρχα δοµικά στοιχεία που επηρέασαν όλα τα επιµέρους στάδια επεξεργασίας της ανασκαφικής πληροφορίας. Τα ανασκαφικά χωρικά αντικείµενα µοντελοποιούνται στις τρεις χωρικές διαστάσεις µέσα από πλήρως αυτοµατοποιηµένες µεθοδολογίες που επιτρέπουν την άµεση και µε ευνοϊκούς οικονοµικούς όρους αναπαράσταση της αρχαιολογικής θέσης. Οι µεθοδολογίες αυτές εφαρµόζονται σε πραγµατικές συνθήκες και αντιµετωπίζουν σε µεγάλο βαθµό τις πραγµατικές ανάγκες της ανασκαφικής πρακτικής. Κατάλληλες λύσεις προτείνονται και ως προς την απόδοση της χρονικότητας των ανασκαφικών τεκµηρίων και των µεταξύ τους χρονικών σχέσεων. Για τον σκοπό αυτό, εντοπίζονται οι διάφοροι τύποι χρόνου που εµπεριέχονται σε µια αρχαιολογική ανασκαφή και χαρακτηρίζουν τα δοµικά της στοιχεία. Εντοπίζονται επίσης κατάλληλοι τρόποι απόδοσής τους, ενώ ταυτόχρονα προσφέρεται η δυνατότητα αποθήκευσης των αποτελεσµάτων χρονολόγησης του ανασκαφικού υλικού. Λύσεις προτείνονται και ως προς την βέλτιστη απόδοση των ανασκαφικών τεκµηρίων και πληροφοριών, διερευνώντας την καταλληλότητα οπτικών µεταβλητών να αποδώσουν µε ευκρίνεια τα χαρακτηριστικά και τις σχέσεις µεταξύ των ανασκαφικών αντικειµένων και παράγοντας κατανοητές, για τους αρχαιολόγους, αναπαραστάσεις της αρχαιολογικής θέσης. Το τελικό χαρτογραφικό περιβάλλον λειτουργεί ως το µέσο µεταξύ αρχαιολόγων και χαρτών, επιτρέποντας στον αρχαιολόγο να έρχεται σε επαφή µε τον ψηφιακό ανασκαφικό χώρο, να διαµορφώνει σύµφωνα µε τις ανάγκες του τη θεµατολογία του χάρτη, να συνθέτει ερωτήµατα και να αποθηκεύει τα

10 συµπεράσµατά του. Με τον τρόπο αυτό, ο αρχαιολόγος αποφεύγει οποιαδήποτε επαφή µε το σύνθετο και δύσχρηστο Σύστηµα Γεωγραφικών Πληροφοριών που αποτελεί την ενιαία πλατφόρµα υλοποίησης της εφαρµογής. Το χαρτογραφικό προϊόν της παρούσας προσέγγισης εφαρµόστηκε στην προϊστορική ανασκαφή των Παλιαµπέλων Κολινδρού όπου η χρηστικότητα και λειτουργικότητά του αποτιµήθηκε διεξοδικά, επιτρέποντας την ολοκληρωµένη απόδοση της ανασκαφής και υποβοηθώντας την αρχαιολογική ανάλυση και ερµηνεία. Επέκταση της παρούσας µεθοδολογίας και σε άλλες αρχαιολογικές ανασκαφές είναι εφικτή, καθώς ο όλος σχεδιασµός δεν γίνεται µε γνώµονα τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριµένου ανασκαφικού προγράµµατος, αλλά αντίθετα συνυπολογίζοντας βασικές και γενικές ανάγκες της αρχαιολογικής ανάλυσης και τοποθετώντας στο επίκεντρο του σχεδιασµού τον αρχαιολόγο, ως χρήστη ενός δυναµικού και διαδραστικού συστήµατος. Μέρος της έρευνας της παρούσας διατριβής χρηµατοδοτήθηκε από το πρόγραµµα ΠΕΝΕ 2003 της Γενικής Γραµµατείας Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, στα πλαίσια του έργου Ψηφιακό Σύστηµα ιαδραστικής Ερµηνείας και Χωροχρονικής Οπτικοποίησης Αρχαιολογικών εδοµένων.

11

12

13 i ΠΕΡΙΕΧΟ ΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΚΟΠΟΣ ΤΟ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Γενικά Κατασκευή Χάρτη Χρήση Χάρτη Ψηφιακή Χαρτογραφία Από την Αναλογική στην Ψηφιακή Χαρτογραφία Γεωοπτικοποίηση Περιβάλλοντα Επικοινωνίας Χρήστη (ΠΕΧ) Επίλογος ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΣΚΑΦΗ Χωρικός Χαρακτήρας Ανασκαφικής έρευνας Ανασκαφικά Χωρικά δεδοµένα και χωρικός χαρακτήρας ανασκαφικού αρχείου Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα Χωρική τεκµηρίωση και Αρχαιολογική ανασκαφή Χρήση αναλογικών χαρτών σχεδίων Ψηφιακή χαρτογραφία ΣΓΠ Συµπεράσµατα ΤΡΙΤΗ ΧΩΡΙΚΗ ΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Ψηφιακά περιβάλλοντα τρισδιάστατης απόδοσης ΣΓΠ: Απαιτήσεις-Προϋποθέσεις Τύποι 3 δεδοµένων Αξιολόγηση 3 ΣΓΠ και διαφορές µε περιβάλλοντα 3 οπτικοποίησης 52 47

14 ii Ζητήµατα οπτικοποίησης στον τρισδιάστατο χώρο Η ενσωµάτωση της τρίτης χωρικής διάστασης σε αρχαιολογικές χαρτογραφικές εφαρµογές Τρισδιάστατα Ενδοανασκαφικά Συστήµατα Κατάλληλοι τύποι 3 δεδοµένων για τη µοντελοποίηση ανασκαφικών αντικειµένων ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Χρόνος στη Χαρτογραφία Χρόνος και Γεωγραφία Χαρτογραφική απόδοση χρόνου Χρόνος και βάσεις δεδοµένων Χρόνος και ΣΓΠ Χρόνος και Αρχαιολογία Χρονολόγηση στην αρχαιολογική έρευνα Χρονικά χαρακτηριστικά Ανασκαφικών δεδοµένων Κατάλληλος τύπος χρονικού χάρτη αρχαιολογικής ανασκαφής ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΑ ΚΟΛΙΝ ΡΟΥ Το αρχαιολογικό πρόγραµµα στα Παλιάµπελα Κολινδρού ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΑ ΚΟΛΙΝ ΡΟΥ Μονάδες Παρατήρησης Μεθοδολογία καταγραφής γεωµετρικών χαρακτηριστικών Προβολικό Σύστηµα Κλίµακα Ανάκτηση θέσης ειγµάτων, Κινητών Ευρηµάτων, Ανασκαφικών Ενοτήτων και Ακίνητων Ευρηµάτων Ανάκτηση θέσης σχεδίων και παρειών σκαµµάτων Ανασκαφική Τεκµηρίωση Θέµατα προς χαρτογράφηση

15 iii Τυπολογία αρχαιολογικών ερωτηµάτων Προσέγγιση των ιδιαίτερων αναλυτικών-διαχειριστικών αναγκών των αρχαιολόγων ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ Πλατφόρµα Υλοποίησης Παραµετροποίηση µε τη χρήση ArcObjects Συγκρότηση Βάσης εδοµένων Τοποθέτηση µονάδων παρατήρησης στον τρισδιάστατο ανασκαφικό χώρο Το ευρύτερο τοπίο Μοντελοποίηση µη ογκοµετρικών αντικειµένων ανασκαφής Κινητών Ευρηµάτων, ειγµάτων και Σκαµµάτων Σχέδια-Παρειές Μοντελοποίηση ογκοµετρικών αντικειµένων ανασκαφής Επιλογή του κατάλληλου µοντέλου αναπαράστασης ορίων Ανασκαφικές Ενότητες Ακίνητα Ευρήµατα Συνολική αποτίµηση µεθοδολογιών ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟ ΟΣΗ Τύποι ιδιοτήτων και Βαθµίδες κατάταξης Χρονικά ερωτήµατα Θεµατικά, Χωρικά και Ιεραρχικά ερωτήµατα Καταλληλότητα οπτικών µεταβλητών ανά τύπο χωρικών δεδοµένων Υλοποίηση Απόδοση Σχέσεων ιαφοράς-οµοιότητας Απόδοση σχέσεων ιάταξης και Αναλογίας 163

16 iv ΤΟ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Επιλογή κατάλληλου µεθοδολογικού πλαισίου Εννοιολογικό επίπεδο Λειτουργικό επίπεδο Επίπεδο Υλοποίησης ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

17

18

19 1. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΚΟΠΟΣ Βασικός στόχος της διατριβής είναι ο σχεδιασµός ενός ψηφιακού χαρτογραφικού περιβάλλοντος µέσα από το οποίο οι αρχαιολόγοι να µπορούν να αποκτούν µια ολοκληρωµένη εικόνα σχετικά µε µια ανεσκαµµένη αρχαιολογική θέση και τα επιµερους δοµικά της στοιχεία. Ο στόχος αυτός δεν περιορίζεται µόνο στην αναζήτηση κατάλληλων τροπων χαρτογραφικής απόδοσης των αρχαιολογικών εγκλεισµάτων, αλλά και στην παροχή των κατάλληλων µέσων που θα επιτρέπουν τη δυναµική τους διερεύνηση και σύνθεση. Το τελικό χαρτογραφικό περιβάλλον επιδιώκεται να λειτουργεί ως το ενδιάµεσο περιβάλλον επικοινωνίας µεταξύ αρχαιολόγου και ανασκαφικού χώρου, προσφέροντας εναλλακτικούς τρόπους διερεύνησης των χωρο-χρονικών ιδιοτήτων του ανασκαφικού υλικού και δυνατότητες διεξαγωγής στοχευµένης αρχαιολογικής ανάλυσης (όπως η στρωµατογραφική ανάλυση), εξυπηρετώντας µε τον τρόπο αυτό τη πολυδιάστατη και σύνθετη διαδικασία της αρχαιολογικής ερµηνείας. Η ερευνητική πρόταση που υλοποιήθηκε µε την εργασία αυτή, µπορεί να εντοπιστεί ως το πεδίο συνάντησης τριών ευρύτερων επιστηµονικών κατευθύνσεων, αυτών της Χαρτογραφίας, της Αρχαιολογίας και της Πληροφορικής. Η συνάντηση

20 2 των τριών αυτών επιστηµονικών πεδίων αντιπροσωπεύει και τη θέση της ερευνητικής προσπάθειας στο ευρύτερο πεδίο της έρευνας. Ουσιαστικά κάθε επιµέρους επιστηµονικό πεδίο προσεγγίζει µε διαφορετικές µεθόδους τον αρχαιολογικό χώρο, µετασχηµατίζοντας διαδοχικά τις πληροφορίες που τον συγκροτούν έως ότου οι πληροφορίες αυτές µεταφραστούν σε ευκρινείς για τους αρχαιολόγους χαρτογραφικές αναπαραστάσεις. Συγκεκριµενοποιώντας τα διαδοχικά στάδια µετασχηµατισµού, η αρχαιολογική ανασκαφή (Αρχαιολογία) παρατηρεί αναλυτικά τον αρχαιολογικό χώρο και επιλέγει καταγράφει πληροφορίες και ιδιότητές αρχαιολογικής σηµασίας, διαµορφώνοντας το αρχείο πληροφοριών στο οποίο θα στηριχτεί η αρχαιολογική ανάλυση. Το αρχείο αυτό, στοιχειοθετεί το πρωτογενές υλικό το οποίο αρχικά µετασχηµατίζεται και οργανώνεται σε ψηφιακή βάση δεδοµένων (Πληροφορική). Η οργανωµένη πλέον πληροφορία, µετασχηµατίζεται εκ νέου επεξεργάζεται και αποδίδεται κατάλληλα µέσα από τον χαρτογραφικό σχεδιασµό (Χαρτογραφία) µε γνώµονα την αρχαιολογική θεωρία και ανασκαφική µεθοδολογία. Κοινό πεδίο υλοποίησης και των δύο επιπέδων µετασχηµατισµού της αρχαιολογικής πληροφορίας (οργάνωση σε βάση δεδοµένων και χαρτογραφικός σχεδιασµός), αποτελούν τα Συστήµατα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ), που ενσωµατώνοντας ψηφιακές χωρικές βάσεις δεδοµένων και προσφέροντας πληθώρα τεχνικών επεξεργασίας και χωρικής ανάλυσης, επιτρέπουν την υλοποίηση και των δυο προσεγγίσεων στο πλαίσιο µιας κοινής διαχειριστικής ψηφιακής πλατφόρµας. Τα ΣΓΠ όµως, αποτελούν ταυτόχρονα σύνθετα χαρτογραφικά περιβάλλοντα, στο πλαίσιο των οποίων ένας ανειδίκευτος χρήστης θα δυσκολευόταν να αξιοποιήσει το σύνολο των αναλυτικών τους δυνατοτήτων. Προκειµένου λοιπόν ο χαρτογραφικός σχεδιασµός να επικεντρώσει στις ιδιαίτερες αναλυτικές και διερευνητικές ανάγκες των αρχαιολόγων, απαιτείται (εκτός από την κατάλληλη επεξεργασία και απόδοση της αρχαιολογικής πληροφορίας) η διαµόρφωση ενός προσαρµοσµένου στον αρχαιολόγο χρήστη χαρτογραφικού περιβάλλοντος, που θα λειτουργεί ως το κατάλληλο υπόβαθρο για την µελέτη και ανάλυση του αρχαιολογικού υλικού. Το θεωρητικό ρεύµα της Γεωοπτικοποίησης και το σύνολο των τεχνικών και θεωρητικών προσεγγίσεων που την στοιχειοθετούν, συνιστούν το κατάλληλο πλαίσιο µε βάση το οποίο οι αρχαιολογικές διαχειριστικές και αναλυτικές ανάγκες µπορούν αποτελεσµατικά να διευκρινιστούν και τελικώς να µεταφραστούν σε ευκρινείς για τους αρχαιολόγους γραφικές χαρτογραφικές συµβάσεις. Ο λόγος για την ανάληψη όλων των προαναφερθεισών σχεδιαστικών δράσεων προκύπτει κατ αρχήν από την ίδια τη φύση της ανασκαφικής πρακτικής. Η αρχαιολογική ανασκαφή συνιστά «ένα πείραµα που δεν είναι δυνατό να επαναληφθεί» (Κωτσάκης 1998), καθώς ο ανασκαφικός χώρος διαρκώς µετασχηµατίζεται µέσα από την συστηµατική αφαίρεση αρχαιολογικού ιζήµατος που η ανασκαφική πρακτική στο πεδίο επιβάλλει. Υπό αυτή την έννοια, µετά το

21 Εισαγωγή 3 πέρας των ανασκαφικών εργασιών, η επαναπροσέγγιση της αρχαιολογικής θέσης δεν γίνεται µέσω του φυσικού αρχαιολογικού χώρου, αλλά µέσα από τις παρατηρήσεις που οι αρχαιολόγοι κατέγραψαν σχετικά µε αυτόν. Για τον λόγο αυτό σηµαντικό µέρος της αρχαιολογικής ανασκαφής συνίσταται στην λεπτοµερή παρατήρηση της αρχαιολογικής θέσης και συστηµατική καταγραφή των παρατηρήσεων αυτών. Κάθε τέτοια παρατήρηση συνιστά πληροφορία µε συγκεκριµένη χωρική αναφορά, και αφορά ανασκαφικά αντικείµενα µε πραγµατική χωρική υπόσταση. Οι χωρικές σχέσεις µεταξύ των ανασκαφικών αντικειµένων όπως και η διερεύνηση της διασποράς των ιδιοτήτων τους στον χώρο, αντιπροσωπεύουν σηµαντικές αρχαιολογικές πληροφορίες µε ιδιαίτερη ερµηνευτική σηµασία. Αυτό που µένει λοιπόν µετά την ανασκαφή είναι ακριβώς το σύνολο αυτών των καταγεγραµµένων παρατηρήσεων που αποθηκεύονται σε αναλογικά ανασκαφικά ηµερολόγια. Το ανασκαφικό ηµερολόγιο µαζί µε διδιάστατες στατικές κατόψεις, που αποτυπώνουν διάφορες φάσεις της ανασκαφικής διαδικασίας, αποτελούν το µέσο µε βάση το οποίο ο αρχαιολόγος προσπαθεί να ανασυνθέσει τον ανασκαφικό χώρο, να συνδυάσει τις αρχαιολογικές µαρτυρίες και να διατυπώσει ερµηνευτικά συµπεράσµατα. Η αναλυτική αυτή προσέγγιση των πρωτογενών παρατηρήσεων και το ερµηνευτικό αποτέλεσµά της µελέτης αυτής, εµπεριέχονται στην έννοια της αρχαιολογικής ερµηνείας. Η αρχαιολογική ερµηνεία αντιπροσωπεύει µια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί την σύνθεση αντιπαραβολή και συσχέτιση κάθε είδους πληροφοριών παρατηρήσεων του ανασκαφικού αρχείου, τον εντοπισµό χωροχρονικής και τυπολογικής συνάφειας µεταξύ αρχαιολογικών σχηµατισµών και τον συνδυασµό όλων των παραπάνω µε κάθε είδους συµπεράσµατα εξειδικευµένης αρχαιολογικής ανάλυσης (αρχαιοβοτανολογική, µικροµορφολογική, γεωµορφολογική, αρχαιοζωλογική κτλ). Συνιστά µια διαδικασία που δεν υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες, δεν είναι δυνατόν να προτυποποιηθεί και προϋποθέτει την ελεύθερη σύνθεση πληροφοριών κάθε τύπου µε αναφορά την ευρύτερη αρχαιολογική θέση. Είναι φανερό πως µια τέτοια σύνθετη αναλυτική προσέγγιση, δεν µπορεί να εξυπηρετηθεί ικανοποιητικά µέσα από την αποσπασµατική και χρονοβόρα αναζήτηση πληροφοριών στις σελίδες των αναλογικών ανασκαφικών ηµερολογίων. Η µελέτη, επιπλέον, των πληροφοριών παρατηρήσεων αποκοµµένων από το χωρικό πλαίσιο αναφοράς τους, δεν βοηθάει στην ολοκληρωµένη ανάλυση του υλικού και δεν συνδράµει την αρχαιολογική ερµηνευτική διαδικασία. Συνοψίζοντας: η αδυναµία επαναπροσέγγισης του ανασκαφικού χώρου, η πολυδιάστατη φύση της αρχαιολογικής µαρτυρίας, οι πολύπλοκες σχέσεις µεταξύ των αρχαιολογικών µαρτυριών και των σχετικών καταγεγραµµένων παρατηρήσεων,

22 4 η ανάγκη σύνδεσης των παρατηρήσεων µε τον ανασκαφικό χώρο όπως και η σύνθετη λογική της αρχαιολογικής ανάλυσης και ερµηνείας, καθιστούν αναγκαία την αναζήτηση ενός πιο δυναµικού τρόπου διερεύνησης και στοχευµένης ανάλυσης της πληροφορίας, µέσα από ένα χωρο-κεντρικό πλαίσιο οργάνωσης και αναπαράστασης του καταγεγραµµένου στα ανασκαφικά ηµερολόγια αρχείου πληροφοριών. Στην παραπάνω διαπίστωση εντοπίζεται και ο τελικός στόχος της παρούσας προσέγγισης που συνοψίζεται στον σχεδιασµό ενός ειδικά διαµορφωµένου - αρχαιολογικά προσανατολισµένου χαρτογραφικού περιβάλλοντος, που συνδυάζοντας την σύγχρονη αρχαιολογική θεωρία µε τρέχουσες ερευνητικές τάσεις στο πεδίο της χαρτογραφικής οπτικοποίησης, να ενισχύει την αρχαιολογική ανάλυση και να διευκολύνει την αρχαιολογική ερµηνευτική διαδικασία.

23 Ενότητα Α: Θεωρία

24 6

25 2. 2. ΤΟ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Γενικά Ένας χάρτης συνιστά µια γραφική αναπαράσταση του χώρου και των δοµικών στοιχείων που τον συγκροτούν (Robinson & Petchenik 1976). Σκοπός ενός χάρτη είναι να απεικονίσει, να περιγράψει, να συµβολίσει και να αναδείξει µε γραφικό τρόπο χωρικές δοµές και σχέσεις και να ενηµερώσει µε τον τρόπο αυτό τον αναγνώστη του χάρτη. Υπό αυτή την έννοια, η χαρτογραφική διαδικασία µπορεί κατ αρχήν να ιδωθεί ως µια πρακτική µετάδοσης πληροφοριών από τον χαρτογράφο στον αναγνώστη, µε την όλη διαδικασία να διακρίνεται σε δύο γενικά 1 Σκοπός του κεφαλαίου δεν αποτελεί η ολοκληρωµένη αναδιατύπωση χαρτογραφικής θεωρίας, αλλά η συνοπτική παράθεση βασικών χαρτογραφικών εννοιών για την διευκόλυνση των µη εξοικειωµένων αναγνωστών του κειµένου µε τη σχετική ορολογία. Εκτενέστερη αναφορά πραγµατοποιείται στους Bertin 1967 & 1983, Robinson et.all 2002, Παρασχάκης κ.α. 1990

26 8 επίπεδα, αυτό της κατασκευής και αυτό της χρήσης ή ανάγνωσης του χάρτη (Koussoulakou 1990). Πρακτικά, ο χαρτογράφος εµπλέκεται κυρίως στο επίπεδο της κατασκευής του χάρτη, µε το σύνολο όµως των δράσεών του να έχουν αντίκτυπο στην τελική αποτελεσµατικότητα του χάρτη κατά τη χρήση του. Κατά την κατασκευή του χάρτη, ο χαρτογράφος προσπαθεί να µεταδώσει πληροφορίες του περιβάλλοντος µε τρόπο αποτελεσµατικό και κατανοητό για τον αναγνώστη. Αυτό επιτυγχάνεται µέσα από τον διαρκή µετασχηµατισµό της πρωτογενούς πληροφορίας που συλλέγεται επιλέγεται από το πεδίο, µεταβάλλοντας διαρκώς τη µορφή της έως ότου τελικά αποδοθεί στην καταλληλότερη (σύµφωνα µε τις ανάγκες του αναγνώστη) γραφική µορφή. Ο µετασχηµατισµός της πληροφορίας συνεχίζεται όµως και κατά την χρήση του χάρτη. Ο χρήστης, αναγνωρίζει επιµέρους στοιχεία, δοµές και σχέσεις στον χάρτη και προβαίνει σε ερµηνείες που εξυπηρετούν την κατανόηση του χαρτογραφηµένου πεδίου και των φαινοµένων που εξελίσσονται σε αυτό. Υπό αυτή την έννοια, η χαρτογραφηµένη πληροφορία µετασχηµατίζεται και πάλι, λαµβάνοντας αυτή τη φορά τη µορφή µιας ερµηνείας ενός συµπεράσµατος. Εικόνα 2.1 Η χαρτογραφική διαδικασία και τα διαδοχικά στάδια µετασχηµατισµού της πληροφορίας

27 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 9 Αναλύοντας λοιπόν µε µεγαλύτερη λεπτοµέρεια τα δύο βασικά επίπεδα της χαρτογραφικής διαδικασίας, τόσο η κατασκευή όσο και η χρήση του χάρτη µπορεί να ιδωθεί ως µια αλληλουχία µετασχηµατισµών της πληροφορίας που περιλαµβάνει διαδοχικά την συλλογή-επιλογή, επεξεργασία και απόδοση της πληροφορίας από τον χαρτογράφο και στη συνέχεια την ανάγνωση, αναγνώριση και ερµηνεία της πληροφορίας από τον αναγνώστη του χάρτη (Εικόνα 2.1). Όλα αυτά τα επιµέρους στάδια µετασχηµατισµών της πληροφορίας που στοιχειοθετούν τη χαρτογραφική διαδικασία, µπορούν να συνοψιστούν σε τέσσερα ερωτήµατα που διατυπώνονται ως εξής: «Τι παρουσιάζεται;», «Πώς παρουσιάζεται;», «Σε ποιόν παρουσιάζεται;» και «Είναι αποτελεσµατικό;» (Koeman 1971). Το ερώτηµα «Τι παρουσιάζεται;», συνιστά το πρώτο επίπεδο µετασχηµατισµού και αφορά την επιλογή των στοιχείων της πραγµατικότητας που θα χρησιµοποιηθούν στη χαρτογραφική διαδικασία. Εικόνα 2.2 Τα τέσσερα βασικά ερωτήµατα και η σύνδεσή τους µε τα επίπεδα µετασχηµατισµού της πληροφοριας Το ερώτηµα «Πώς παρουσιάζεται;», αντιπροσωπεύει την όλη πρακτική κατασκευής του χάρτη και περιλαµβάνει δυο διαδοχικά στάδια µετασχηµατισµού της πληροφορίας. Στο πρώτο στάδιο, η επιλεγµένη πληροφορία αποθηκεύεται, οργανώνεται και επεξεργάζεται, ενώ στο δεύτερο στάδιο η επεξεργασµένη (πλέον) πληροφορία τελικώς αποδίδεται γραφικά στο πλαίσιο του χάρτη. Το ερώτηµα «Σε ποιόν παρουσιάζεται;», αναφέρεται στον χρήστη αναγνώστη του χάρτη και έχει σχέση µε τις ιδιαίτερες ανάγκες του, τα ερευνητικά του ερωτήµατα και τον βαθµό

28 10 εξοικείωσής του µε το χαρτογραφικό περιβάλλον ή µε τα συγκεκριµένα συµβολικά µοτίβα. Τέλος, µε το ερώτηµα «Είναι αποτελεσµατικό;» κρίνεται η συνολική επάρκεια του χαρτογραφικού περιβάλλοντος να απαντήσει τα ιδιαίτερα αυτά ερωτήµατα του χρήστη και να καλύψει τις ερευνητικές και αναλυτικές του ανάγκες (Εικόνα 2.2). Στη βάση αυτού του πλαισίου ερωτηµάτων διαρθρώνεται η ακόλουθη ενότητα, παρουσιάζοντας βασικές χαρτογραφικές αρχές, µε έµφαση σε ζητήµατα οπτικοποίησης και χρήσης του χάρτη Κατασκευή Χάρτη Επιλογή συλλογή πληροφορίας Ο χάρτης αποτελεί το βασικό µέσο οπτικής απόδοσης του περιβάλλοντος και των χωρικών δεδοµένων που περιλαµβάνει. Ο στόχος ενός χάρτη είναι να οδηγήσει τον αναγνώστη στην εξαγωγή συµπερασµάτων για τη διαµόρφωση του περιβάλλοντος και των χωρικών φαινοµένων, µέσω νοηµατικά συνεκτικών αναπαραστάσεων του χώρου. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται αρχικά η λήψη αποφάσεων σχετικά µε τον προσδιορισµό των κατάλληλων προς χαρτογράφηση στοιχείων της πραγµατικότητας. Επειδή σε ένα χάρτη δεν είναι δυνατόν να πραγµατοποιηθεί πιστή αναπαράσταση της πραγµατικότητας, ανεπιθύµητες ή µη αναγκαίες λεπτοµέρειες αποκρύπτονται ενώ συγκεκριµένα σηµαντικά στοιχεία τονίζονται, ανάλογα µε το θέµα απεικόνισης και το σκοπό του χάρτη. Καθοριστικό επίσης στοιχείο για την επιλογή αυτή είναι ο βαθµός λεπτοµέρειας και αξιοπιστίας που επιθυµείται να παρουσιάζει ο χάρτης. Το γεγονός αυτό σχετίζεται µε την απόφαση κατά πόσο θα σµικρυνθεί ο πραγµατικός χώρος που θα αποδοθεί γραφικά στον τελικό χάρτη (Λιβιεράτος 1985, σελ.7), δηλαδή ποια θα είναι η κλίµακα στην οποία θα κατασκευαστεί ο χάρτης. Σε γενικές γραµµές, όσο η κλίµακα µεγαλώνει τόσο η αναπαράσταση των δεδοµένων προσεγγίζει αυτήν της πραγµατικότητας και κατά συνέπεια τόσο περισσότερα στοιχεία του πραγµατικού χώρου απαιτείται να συλλεχθούν. Αντίθετα, όσο µικραίνει η κλίµακα τόσο απλουστεύεται η µορφή του πραγµατικού σχήµατος των χωρικών δεδοµένων που αναπαρίστανται και κατά συνέπεια τόσο µειώνονται οι απαιτήσεις για λεπτοµερή καταγραφή και συλλογή στοιχείων στο πεδίο. Η επιτυχία εποµένως της συλλογής δεδοµένων για χαρτογραφικούς σκοπούς «στηρίζεται στη γνώση του τι δεν πρέπει (ή δεν χρειάζεται) να συλλεχθεί» (Λιβιεράτος 1985, σελ.11). Η γνώση αυτή αποκτάται και διαµορφώνεται µέσα από τον λεπτοµερή προσδιορισµό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της έρευνας, των γενικότερων ερωτηµάτων τα οποία η χαρτογραφική εφαρµογή επιθυµεί να απαντήσει και από την κλίµακα της εφαρµογής.

29 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 11 Τα δεδοµένα τα οποία συλλέγονται και επεξεργάζονται για τη συγκρότηση ενός χάρτη χωρίζονται σε ευρύτερες κατηγορίες ανάλογα µε τον τύπο και την προέλευσή τους. Σε σχέση µε τον τύπο τους, τα δεδοµένα διακρίνονται σε γεωµετρικά και µη-γεωµετρικά ή θεµατικά (Λιβιεράτος 1985, σελ.31). Αναφορικά µε την προέλευσή τους, τα γεωµετρικά και θεµατικά δεδοµένα ταξινοµούνται στα παρατηρούµενα (µε αναφορά σε συγκεκριµένα φαινόµενα του χώρου) και στα αφηρηµένα (µε αναφορά σε αφηρηµένα φαινόµενα του χώρου) (Παρασχάκης κ.α. 1990, σελ.3). Με τις παρατηρήσεις γεωµετρικού τύπου, πραγµατοποιείται η ανάκτηση των γεωµετρικών χαρακτηριστικών των δεδοµένων (όπως η µέτρηση πλευρών, γωνιών ή διευθύνσεων) που επιτυγχάνεται µε τη χρήση γεωδαιτικών, τοπογραφικών και φωτογραµµετρικών οργάνων και µεθόδων τηλεπισκόπησης. Το εύρος αυτών των µετρήσεων εξαρτάται και πάλι από την φύση της έρευνας και τις προϋποθέσεις που θέτει ως προς τον βαθµό λεπτοµέρειας-ακρίβειας µε την οποία τα δεδοµένα θα αναπαρίστανται στο τελικό χαρτογραφικό περιβάλλον. εδοµένα από επινοήσεις γεωµετρικού τύπου εξυπηρετούν στη χαρτογραφική µοντελοποίηση αφηρηµένων εννοιολογικών χωρικών φαινοµένων, όπως για παράδειγµα οι ισαριθµικές καµπύλες ή ο κάνναβος. Τα δεδοµένα από παρατηρήσεις θεµατικού τύπου, συλλέγονται από τη τηλεπισκόπηση, τη φωτογραµµετρία αλλά και από το σύνολο των φυσικών και ανθρωπιστικών επιστηµών, συγκροτώντας ένα σύνολο από οικονοµικά, κοινωνικά, ιστορικά αλλά και γεωφυσικά ή γεωλογικά δεδοµένα και πληροφορίες. Από την άλλη, δεδοµένα από επινοήσεις θεµατικού τύπου εξυπηρετούν στον προσδιορισµό και την περιγραφή πιο αφηρηµένων φαινοµένων στο χώρο όπως για παράδειγµα µελέτη φαινοµένων πολιτισµικής διάχυσης. Κάθε χάρτης συγκροτείται από το συνδυασµό των τύπων δεδοµένων που αναφέρθηκαν, µε την αναλογία γεωµετρικών και θεµατικών δεδοµένων να ποικίλει ανάλογα µε το είδος ή τον σκοπό του χάρτη. Οργάνωση και επεξεργασία πληροφορίας Τα γεωµετρικά και θεµατικά χαρακτηριστικά της επιλεγµένης πρωτογενούς πληροφορίας στη συνέχεια αποθηκεύονται και οργανώνονται, µε τη διαδικασία αυτή να πραγµατοποιείται συνήθως στο πλαίσιο βάσεων δεδοµένων. Αν και ο σχεδιασµός µιας βάσης δεδοµένων δεν αντιπροσωπεύει µια κλασική χαρτογραφική πρακτική, τα τελευταία χρόνια τείνει να αποτελέσει αναπόσπαστο κοµµάτι της χαρτογραφικής διαδικασίας, µε άµεση την εµπλοκή του χαρτογράφου. Η οργάνωση της πληροφορίας στις βάσεις δεδοµένων πραγµατοποιείται µε γνώµονα τις εκάστοτε ανάγκες της χαρτογραφικής εφαρµογής και τους ερευνητικούς αναλυτικούς στόχους του τελικού αναγνώστη του χάρτη. Σύµφωνα µε τις ανάγκες αυτές, η

30 12 πληροφορία οργανώνεται και οι σχέσεις µεταξύ των καταγεγραµµένων πληροφοριών και των ιδιοτήτων τους διαµορφώνονται ανάλογα. Τα γεωµετρικά χαρακτηριστικά της αποθηκευµένης πληροφορίας αποτελούν τη βάση για την περαιτέρω επεξεργασία µε σκοπό την τοποθέτηση των πληροφοριών και φαινοµένων στον χώρο. Μια πληθώρα πρακτικών και τεχνικών συνεισφέρουν σε αυτό το στάδιο όπως χαρτογραφική παρεµβολή, εξοµάλυνση, γενίκευση, φασµατική ανάλυση κτλ. Απόδοση πληροφορίας Με την παραπάνω επεξεργασία της πληροφορίας επιτυγχάνεται η ανάκτηση της γεωγραφικής θέσης των χωρικών δεδοµένων και φαινοµένων. Η αναπαράσταση των γεωγραφικών θέσεων των φαινοµένων σε ένα χάρτη µπορεί να βοηθήσει στην ανάλυση των µεταξύ τους σχέσεων θέσης, όπως για παράδειγµα τον υπολογισµό της απόστασης ή τον εντοπισµό κατανοµών στο χώρο. Η πολύπλοκη όµως φύση των γεωγραφικών φαινοµένων δεν µπορεί να κατανοηθεί µόνο µέσα από τις σχέσεις θέσης (βλ. π.χ Robinson et al 2002 σελ.334). Αντίθετα απαιτείται η κατάταξη ή ταξινόµησή των φαινοµένων µε βάση τις πληροφορίες που τα συνοδεύουν και τις επιµέρους διαφορές τους (οπ. π.). Τα γεωγραφικά φαινόµενα λοιπόν µπορούν να ταξινοµηθούν στη βάση τριών βαθµίδων-επιπέδων επιπέδων: Την ονοµαστική βαθµίδα, όπου κατατάσσονται όλα τα φαινόµενα για τα οποία γνωρίζουµε µόνο τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και δεν έχουµε καµία πληροφορία ποσοτικού χαρακτήρα (π.χ ελαιώνας, αµπελώνας, οπωρώνας) Την τακτική βαθµίδα, όπου τα φαινόµενα µπορούν να ταξινοµηθούν µε βάση κάποιο γενικό ποσοτικό, µη αριθµητικό, τους γνώρισµα που επιτρέπει κατάταξη κατά αύξουσα ή φθίνουσα σειρά (π.χ. µικρό, µεσαίο, µεγάλο) Την βαθµίδα διαστήµατος και βαθµίδα λόγου, που εφαρµόζεται σε περιπτώσεις όπου γνωρίζουµε την ακριβή αριθµητική τιµή του γνωρίσµατος και εποµένως το ακριβές διάστηµα που µεσολαβεί ανάµεσα στα διακριτά επίπεδα κατάταξης (π.χ 100kg, 200kg, 300kg) Μέσα από την αναγωγή στις τρεις αυτές βαθµίδες κατάταξης διευκρινίζονται οι σχέσεις µεταξύ των γεωγραφικών φαινοµένων. Οι σχέσεις αυτές µπορούν να διακριθούν σε: Σχέσεις διαφοροποίησης, όπου εκφράζονται σχέσεις οµοιότητας ή διαφοράς που ανάγονται στην ονοµαστική βαθµίδα Σχέσεις ταξινόµησης/διάταξης, όταν µια ιεραρχία, µια διάταξη ή µια διαδοχή υπάρχει φυσιολογικά µεταξύ των φαινοµένων και ανάγεται στην τακτική βαθµίδα

31 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 13 Σχέσεις ποσότητας, όταν εκφράζεται αριθµητική σχέση µεταξύ των φαινοµένων µέσα από την αναγωγή στην βαθµίδα λόγου ή διαστήµατος (Bertin 1967, 1983) Στο πεδίο της χαρτογραφικής απόδοσης, ιδιαίτερη σηµασία έχουν τα γραφικά µέσα που θα αξιοποιηθούν προκειµένου αυτές οι διακρίσεις, συσχετίσεις ή διαφοροποιήσεις να γίνουν εύκολα αντιληπτές από τον αναγνώστη του χάρτη. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος απαιτείται η χρήση συµβόλων. Σε γενικές γραµµές, χρησιµοποιούνται σηµειακά, γραµµικά ή επιφανειακά σύµβολα - γνωστά και ως θεµελιώδη γραφικά στοιχεία (Robinson et al 2002, σελ.394) - για να απεικονιστούν δεδοµένα που συνδέονται µε σηµειακά, γραµµικά, επιφανειακά και ογκοµετρικά φαινόµενα. Οι διαφοροποιήσεις στις ιδιότητες των χωρικών αντικειµένων εκφράζονται µέσα από τις παραλλαγές στη µορφή των συµβόλων (οπ. π.), προσαρµόζοντας τις γραφικές τους ιδιότητες ανάλογα µε τις έννοιες ή χαρακτηριστικά των δεδοµένων που απεικονίζουν. Καθώς οι παραλλαγές αυτές µπορεί να είναι άπειρες, προκύπτει η ανάγκη προσδιορισµού των γραφικών µορφών στη βάση των οποίων µπορούµε να έχουµε τα καλύτερα οπτικά αποτελέσµατα. Εικόνα 2.3 Σηµειακά, Γραµµικά και επιφανειακά σύµβολα σε σχέση µε τις έξι οπτικές µεταβλητές, πηγή (Bertin 1983)

32 14 Μια τέτοια συστηµατοποίηση της διαδικασίας συµβολισµού πραγµατοποιήθηκε από τον Jacques Bertin ήδη από το 1967 (Bertin 1967, 1983). Σύµφωνα λοιπόν µε τον Bertin, διακρίνονται οκτώ γενικοί τύποι οπτικών µεταβλητών (retinal variables) µε βάση τις οποίες τα θεµελιώδη γραφικά στοιχεία µπορούν να διακρίνονται µε ευκρίνεια στον χάρτη. Στις οπτικές αυτές µεταβλητές κατ αρχάς περιλαµβάνονται οι δύο διαστάσεις του (δισδιάστατου) χώρου x και y, µε βάση τις οποίες προσδιορίζονται οι θέσεις και οι σχέσεις φαινοµένων στον χώρο. Περιλαµβάνονται επίσης άλλες έξι οπτικές µεταβλητές που επιγραµµατικά είναι: το σχήµα, το µέγεθος, το χρώµα, η υφή, ο τόνος (ή ένταση) και ο προσανατολισµός. Η γραφική µορφή της κάθε κατηγορίας συµβόλων (σηµειακά, γραµµικά, επιφανειακά) σε σχέση µε τις οπτικές µεταβλητές µπορεί να φανεί από το ακόλουθο σχήµα (Εικόνα 2.3). Παρόλα αυτά, δεν είναι κάθε οπτική µεταβλητή κατάλληλη να αποδώσει ευκρινώς τις διαφοροποιήσεις µεταξύ των χαρακτηριστικών των δεδοµένων. Έτσι για παράδειγµα, η εφαρµογή της οπτικής µεταβλητής του σχήµατος για την απόδοση ποσοτικών διακυµάνσεων δεν οδηγεί σε κατανοητά οπτικά αποτελέσµατα. Αντίθετα, η χρήση διαβαθµούµενου µεγέθους θα πετύχαινε το επιθυµητό αποτέλεσµα (Εικόνα 2.4). Εικόνα 2.4 Ακατάλληλη χρήση οπτικής µεταβλητής µπορεί να έχει επίπτωση στην τελική ευκρίνεια του χαρτογραφηµένου θέµατος, πηγή (Bertin 1983)

33 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 15 Η καταλληλότητα ή µη της κάθε οπτικής µεταβλητής να αποδώσει µε κατανοητό τρόπο τις διακρίσεις των θεµατικών ιδιοτήτων των δεδοµένων στην κάθε βαθµίδα κατάταξης, αποτελεί ένα ιδιαίτερα κρίσιµο ζήτηµα από την άποψη της οπτικής αντίληψης του χρήστη του χάρτη. Στο σχήµα που ακολουθεί αποτυπώνεται συνοπτικά η καταλληλότητα της κάθε µεταβλητής σε σχέση µε την κάθε κλίµακα χαρτογραφικής µέτρησης (Εικόνα 2.5). Εικόνα 2.5 Βαθµίδες κατάταξης και καταλληλοτητα οπτικών µεταβλητών, πηγή (Bertin 1983) Το παραπάνω σχήµα δεν θα πρέπει πάντως να χρησιµοποιείται µε απόλυτο τρόπο. Ο χαρτογράφος, πρέπει να διακρίνει κατά περίπτωση την αποτελεσµατικότητα µε την οποία κάθε οπτική µεταβλητή µπορεί να συµβολίσει τα χαρακτηριστικά των δεδοµένων στην κάθε βαθµίδα κατάταξης. Η επιλογή αυτή έχει να κάνει κατ αρχάς µε τον ίδιο τον αποδέκτη-χρήστη-αναγνώστη του χάρτη και τα παγιωµένα συµβολικά µοτίβα του ερευνητικού πεδίου στο οποίο εµπίπτει.

34 16 Μια άλλη επίσης σηµαντική παράµετρος αποτελεί ο αριθµός των τιµών ή του βαθµού ανάλυσης που περιλαµβάνονται στην κάθε βαθµίδα κατάταξης. Έτσι για παράδειγµα, ενώ η οπτική µεταβλητή του χρώµατος θεωρείται κατάλληλη για την απόδοση διακρίσεων στην ονοµαστική βαθµίδα, έχει παρατηρηθεί ότι η περίληψη άνω των 12 διαφορετικών τιµών χρώµατος δεν οδηγεί σε ευκρινή οπτικά αποτελέσµατα (Brewer 2005) Χρήση Χάρτη Η µέχρι τώρα ανάλυση επικεντρώθηκε στην συζήτηση των ζητηµάτων που αφορούν τη συλλογή επεξεργασία και γραφική απόδοση της χωρικής πληροφορίας σε ένα χαρτογραφικό περιβάλλον και εντάσσονται στην όλη διαδικασία κατασκευής ενός χάρτη. Ο σκοπός όµως της γραφικής απόδοσης, αλλά και του ίδιου χάρτη σαν σύνολο, είναι το τελικό χαρτογραφικό προϊόν να αποτελέσει ένα χρήσιµο εργαλείο - ένα µέσο εξαγωγής ερµηνευτικών συµπερασµάτων - για τον αναγνώστη του χάρτη. Εσωτερική/Εξωτερική Αναγνώριση Ο τελικός αποδέκτης-αναγνώστης, προσεγγίζει το απεικονισµένο υλικό διαβάζοντάς το και αναγνωρίζοντας σταδιακά τα χαρακτηριστικά στοιχεία του χάρτη. Η διαδικασία αυτή ξεκινάει από την αναζήτηση των γενικών ή εξωτερικών γνωρισµάτων του χάρτη, όπως το θέµα, ο τίτλος ή το µέγεθός του, η κλίµακα, το προβολικό σύστηµα ή η γενικότερη διάρθρωση του χαρτογραφικού περιβάλλοντος (θέσεις υποµνήµατος, χαρτογραφικού πλαισίου ή των εργαλείων). Η ανάγνωση του χάρτη σε αυτό το επίπεδο ονοµάζεται εξωτερική αναγνώριση και οδηγεί στην εξακρίβωση της ποιότητας και των δυνατοτήτων του χαρτογραφικού περιβάλλοντος µέσα από τα γενικά - εξωτερικά του γνωρίσµατα (Bertin 1967 & 1983, Λιβιεράτος 1985 σελ.82). Μια πιο αναλυτική ανάγνωση του χάρτη, οδηγεί στην αναγνώριση των εσωτερικών ή πιο λεπτοµερών χαρακτηριστικών που περικλείονται στο περιεχόµενο του και δεν γίνονται άµεσα αντιληπτά (όπως συµβαίνει µε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά). Στα πλαίσια της εσωτερικής αναγνώρισης, εντοπίζονται αναλυτικότερα τα γνωρίσµατα του χαρτογραφικού περιβάλλοντος που έχουν να κάνουν µε την ίδια την χαρτογραφική αναπαράσταση, τα χαρακτηριστικά ακρίβειας και γενίκευσης της χαρτογραφικής πληροφορίας, όπως και του βαθµού επιτυχίας της επικοινωνίας του χάρτη µε τον χρήστη (οπ. π.). Επίπεδα Ανάγνωσης Ο τρόπος µε τον οποίο κάποιος χρησιµοποιεί έναν χάρτη µπορεί γίνει αντιληπτός ως µια διαρκής διατύπωση ερωτηµάτων και απαντήσεων. Ο αναγνώστης λοιπόν, χρησιµοποιεί έναν χάρτη θέτοντας ερωτήµατα, µε την γραφική πληροφορία

35 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 17 να αποτελεί την απάντηση στα ερωτήµατα αυτά. Ο εκ των προτέρων προσεκτικός προσδιορισµός των πιθανών ερωτηµάτων (από τον χαρτογράφο), διευκολύνει τη σκιαγράφηση του γενικότερου πλαισίου ανάλυσης και βοηθάει στον προσδιορισµό των κατάλληλων εργαλείων και τεχνικών µε βάση τα οποία ο ερευνητής θα εξάγει τα ερµηνευτικά του συµπεράσµατα. Ένα γενικό πλαίσιο τυπολογίας ερωτηµάτων προτείνεται από τον Bertin (1967 & 1983). Σύµφωνα µε αυτό, κάθε ερώτηση µπορεί να διατυπωθεί υπό το πρίσµα τριών διαφορετικών επιπέδων ανάγνωσης: το τοπικό, το ενδιάµεσο και το γενικό. Στο τοπικό επίπεδο το ερώτηµα αφορά ένα µεµονωµένο φαινόµενο ή χαρακτηριστικό ενός φαινοµένου. Στο ενδιάµεσο επίπεδο, το ερώτηµα τίθεται στη βάση µιας οµάδας φαινοµένων ή χαρακτηριστικών ενός φαινοµένου, ενώ στο γενικό επίπεδο, το ερώτηµα αφορά το σύνολο των φαινοµένων και των ιδιοτήτων που απεικονίζονται στον χάρτη. Έτσι για παράδειγµα, για ερωτήµατα που αφορούν τον πληθυσµό πόλεων στην Ελλάδα, το ερώτηµα στο τοπικό επίπεδο µπορεί να διατυπωθεί ως εξής: «Ποιος είναι ο πληθυσµός της Θεσσαλονίκης;». Αντίστοιχα στο ενδιάµεσο και το γενικό επίπεδο τα ερωτήµατα θα µπορούσαν να διατυπωθούν ως εξής: «Ποιες πόλεις έχουν από έως κατοίκους;» και «Ποιες πόλεις εµφανίζουν τη µεγαλύτερη ετήσια αύξηση πληθυσµού;» Ψηφιακή Χαρτογραφία Από την Αναλογική στην Ψηφιακή Χαρτογραφία Η µετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή χαρτογραφία σηµατοδότησε σηµαντικές αλλαγές σε όλα τα προαναφερθέντα επίπεδα κατασκευής και χρήσης των χαρτών. Κατ αρχήν µε τη χρήση των νέων τεχνολογιών αυξήθηκαν οι δυνατότητες ανάκτησης και µέτρησης της χωρικής πληροφορίας στο πεδίο (Παρασχάκης κ.α 1990, σελ.1). Νέες τεχνικές αναπτύχθηκαν αυξάνοντας τον αριθµό και το εύρος των καταγραφών, βελτιώνοντας την ακρίβεια των µετρήσεων και µειώνοντας το οικονοµικό και χρονικό κόστος των διαδικασιών. Ως αποτέλεσµα, τα χωρικά φαινόµενα µπόρεσαν να περιγραφούν στη βάση πιο αναλυτικών παρατηρήσεων γεγονός που δηµιούργησε την ανάγκη αναζήτησης νέων τρόπων διαχείρισης, απόδοσης και ανάλυσης του συνόλου και της πολυπλοκότητας των πληροφοριών.

36 18 Στα πλαίσια των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ευρεία ανάπτυξη γνώρισε και ο τοµέας των υπολογιστικών γραφικών (Computer Graphics), ιδιαίτερα µετά τη δεκαετία του 70. Ο συγκεκριµένος τοµέας που εστιάζει στη µελέτη και ανάλυση της γραφικής και γεωµετρικής πληροφορίας χρησιµοποιώντας τεχνολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών (Foley et.al 1995), δεν άργησε να αξιοποιηθεί από τη ψηφιακή χαρτογραφία για την δυναµική µοντελοποίηση και ρεαλιστική απόδοση των χωρικών φαινοµένων (Moellering 1975). Η ενσωµάτωση της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών στη χαρτογραφική διαδικασία δεν έδωσε ώθηση µόνο στο πεδίο των γραφικών και την ανάπτυξη νέων τεχνικών αναπαράστασης, αλλά επηρέασε συνολικά τον τρόπο απόδοσης της χωρικής πληροφορίας. Οι στατικοί αναλογικοί χάρτες έδωσαν τη θέση τους σε ψηφιακά χαρτογραφικά περιβάλλοντα µε κύριο χαρακτηριστικό την δυναµικότητα και τη διαδραστικότητα. Ο χάρτης δεν αντιπροσωπεύεται πια από µια θεµατική αναπαράσταση σε ένα φύλλο χαρτί. Τα ψηφιακά χαρτογραφικά περιβάλλοντα συγκροτούνται πλέον από παράλληλα και επικοινωνούντα πεδία απεικόνισης, στα οποία τα δεδοµένα µπορούν να απεικονίζονται µε διαφορετικούς - εναλλακτικούς τρόπους και οι ιδιότητες τους να αναλύονται διεξοδικά. Οι διαδικασίες της αποθήκευσης, διαχείρισης, επεξεργασίας και απόδοσης της χωρικής πληροφορίας ενσωµατώθηκαν σε ενιαία εξειδικευµένα ψηφιακά χαρτογραφικά περιβάλλοντα που ονοµάστηκαν Συστήµατα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ). Μέσω των συστηµάτων αυτών, έγινε δυνατή η σύνδεση της γραφικής χαρτογραφικής απεικόνισης του κάθε χωρικού αντικειµένου µε συνοδευτικές πληροφορίες σχετικές µε τα θεµατικά χαρακτηριστικά του αντικειµένου ή τις παρατηρήσεις του µελετητή που διατηρούνται σε µια βάση δεδοµένων. Ειδικές τεχνικές χωρικής ανάλυσης αναπτύχθηκαν και ενσωµατώθηκαν στα συστήµατα αυτά, προσφέροντας δυνατότητες ανάκτησης χωρικών σχέσεων µέσα από τη διατύπωση χωρικών και τοπολογικών ερωτηµάτων. Ταυτόχρονα, ένα ευρύ φάσµα εργαλείων χωρικής ανάλυσης αναπτύχθηκε, πολλές φορές µε σκοπό να καλυφθούν οι ιδιαίτερες ανάγκες συγκεκριµένων ερευνητικών πεδίων (όπως οι περιβαλλοντικές επιστήµες που κυριαρχούν στις αρχικές εφαρµογές). Με αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα, τα ΣΓΠ επιδιώκουν την ενεργό συµµετοχή σε όλα τα στάδια της χαρτογραφικής διαδικασίας από την επεξεργασία της πληροφορίας έως και την τελική χρήση του ψηφιακού χάρτη.

37 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 19 Η ανάγνωση του χάρτη και η επικοινωνία χάρτη - αναγνώστη άλλαξε επίσης ριζικά. Ουσιαστικά, η ανάγνωση του χάρτη µετατράπηκε σε δυναµική χρήση του χαρτογραφικού περιβάλλοντος. Η πληροφορία αποδίδεται µε ποικίλους τρόπους στα πλαίσια δυναµικών περιβαλλόντων, όπου ο «χρήστης» πλέον δύναται να διαµορφώνει τον τρόπο µε τον οποίο τα δεδοµένα παρουσιάζονται, ανάλογα µε τα ερωτήµατα που θέτει (Haug et. al. 2001). Από την σκοπιά του χαρτογράφου, αυξήθηκε δραµατικά το εύρος και η πολυπλοκότητα της σχεδιαστικής στρατηγικής και µεθοδολογίας ανάπτυξης του χάρτη. Ουσιαστικά, ο χαρτογράφος υποχρεώνεται να ερευνήσει διεξοδικά τις αναλυτικές ανάγκες του χρήστη, και να προβλέψει τους διαφορετικούς τρόπους απόδοσης της πληροφορίας, τους οποίους ο χρήστης καλείται να χρησιµοποιήσει σύµφωνα µε τις επιθυµίες και τα ερωτήµατά του. Τα επίπεδα εµπλοκής του χαρτογράφου στην χαρτογραφική διαδικασία στην ουσία επεκτείνονται. Εκτός από την ανάληψη δράσεων για την επεξεργασία και απόδοση της πληροφορίας (στα οποία εξαντλούνταν η συµµετοχή του στην κλασική χαρτογραφία), ο χαρτογράφος καλείται πλέον να προσδιορίσει διεξοδικά τις πιθανές ενέργειες του αναγνώστη-χρήστη κατά την επαφή του µε το χαρτογραφικό περιβάλλον. Σηµαντικό λοιπόν κοµµάτι της χαρτογραφικής διαδικασίας συνίσταται στην συνδροµή-διευκόλυνση του χρήστη, µε τον προσδιοριµό ενναλακτικών τρόπων απόδοσης της πληροφορίας που να αποκαλύπτουν κρυµένες πτυχές και σχέσεις µεταξύ των δεδοµένων και µε απώτερο στόχο το τελικό χαρτογραφικό περιβάλλον να οδηγεί στην εξαγωγή χρήσιµων ερµηνευτικών συµπερασµάτων Γεωοπτικοποίηση Ο µεγάλος όγκος και η ποικιλοµορφία των διαθέσιµων χωρικών δεδοµένων και η συνεπαγόµενη δυσκολία αποτελεσµατικής χαρτογραφικής σύνθεσης και απόδοσής τους, οδήγησαν στην ανάπτυξη νέων θεωρητικών ρευµάτων µε άξονα τη χαρτογραφική οπτικοποίηση. Οι προσπάθειες αυτές επικεντρώνουν στη συστηµατοποίηση των διαδικασιών δυναµικής αναπαράστασης, αναζητώντας αποτελεσµατικά µεθοδολογικά πλαίσια χαρτογραφικού σχεδιασµού και προτείνοντας τεχνικές χαρτογραφικής απόδοσης προσαρµοσµένα στις νέες συνθήκες (Buckley et. al. 2004). Η πιο πρόσφατη προσπάθεια διαµόρφωσης ενός τέτοιου θεωρητικά τεκµηριωµένου µεθοδολογικού πλαισίου µε επίκεντρο την χαρτογραφία, εκφράζεται µέσω της επονοµαζόµενης Γεωοπτικοποίησης. Βασικός στόχος της Γεωοπτικοποίησης είναι η διατύπωση θεωρίας για την οπτική διερεύνηση, ανάλυση, σύνθεση και απόδοση γεω-χωρικών πληροφοριών, ενσωµατώνοντας µεθόδους από τα επιστηµονικά πεδία της Επιστηµονικής Οπτικοποίησης

38 20 (Scientific Visualization) 2, της Χαρτογραφίας, της ιερευνητικής Ανάλυσης εδοµένων (Exploratory Data Analysis) 3, της Ανάλυσης Εικόνας (Image Analysis) και των ΣΓΠ (Kraak 2003). Η Γεωοπτικοποίηση προσεγγίζει τον χρήστη, προσπαθώντας να αξιοποιήσει την πιο ισχυρή αναλυτική του αίσθηση, αυτήν της ανθρώπινης οπτικής αντίληψης (McEachren et al. 1999). Σύµφωνα µε τις πιο σύγχρονες τάσεις (), η Γεωοπτικοποίηση εστιάζει στον σχεδιασµό δυναµικών χαρτών και χαρτογραφικών τεχνικών µε σκοπό την υποστήριξη της οπτικής ανάλυσης (visual analysis) σύνθετων στη δοµή, µεγάλων σε όγκο και ετερογενών αρχείων πληροφοριών, που εµπεριέχουν µετρήσεις τόσο στον χώρο όσο και τον χρόνο. Οι χάρτες αυτοί επιδιώκεται να λειτουργούν ως ευέλικτα ενδιάµεσα χωρικά περιβάλλοντα επικοινωνίας µεταξύ χρήστη και πληροφορίας, βοηθώντας στην δυναµική διερεύνηση της πληροφορίας, τη διαµόρφωση ερευνητικών ερωτηµάτων (Kraak 2003), την αποκάλυψη χωρικών συναφειών ή ασυνεχειών, την λήψη αποφάσεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η γεωοπτικοποίηση δεν αντιµετωπίζεται απλά ως ένα σύνολο µεθοδολογιών παρουσίασης της χωρικής πληροφορίας, αλλά ως µια εγγενής ανθρώπινη δραστηριότητα (Edsall 2005) µέσα από την οποία δηµιουργείται ή συντίθεται γνώση (Kraak 2003, McEachren et al. 1999). Συνολικά λοιπόν, ο χρήστης τοποθετείται στο επίκεντρο του χαρτογραφικού σχεδιασµού. Πράγµατι, έντονη είναι η τάση στις σύγχρονες χαρτογραφικές εφαρµογές να εστιάζουν στις ιδιαίτερες ανάγκες των χρηστών και των ερευνητικών τους πεδίων, δίνοντας έµφαση στα ιδιαίτερα αναλυτικά ερωτήµατα, κατασκευάζοντας ειδικά εργαλεία ανάλυσης και µελετώντας τους τρόπους που ο χρήστης επιθυµεί να βλέπει την πληροφορία και να πλοηγείται στο δυναµικό χαρτογραφικό περιβάλλον. Η έννοια του χάρτη, ως µέσο επικοινωνίας του αναγνώστη µε τα χωρικά δεδοµένα, αναπτύχθηκε ήδη από τα χρόνια της κλασσικής χαρτογραφίας. Με την εισαγωγή όµως των Η/Υ στο ζήτηµα επικοινωνίας αναγνώστη χάρτη παρεµβάλλεται αυτό της επικοινωνίας χρήστη υπολογιστή. Ο σχεδιασµός λοιπόν του χαρτογραφικού περιβάλλοντος, σχετίζεται άµεσα µε το γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο που ονοµάστηκε Αλληλεπίδραση Ανθρώπου - Υπολογιστή (ΑΑΥ) [Human 2 ιεπιστηµονικός κλάδος που βασίζεται σε εφαρµογές και τεχνικές από συναφή πεδία όπως: επεξεργασία εικόνας, γραφικά Η/Υ και τρισδιάστατα γραφικά, σχεδιασµός περιβαλλόντων επικοινωνίας µε τον χρήστη (User Interface) 3 Η ιερευνητική Ανάλυση εδοµένων, αποτελεί µια προσέγγιση ανάλυσης δεδοµένων µε κυρίαρχη τη χρήση γραφικών και οπτικών µεθόδων. Κύριος στόχος της προσέγγισης αποτελεί ο εντοπισµός γενικών τάσεων και µοτίβων και η διατύπωση υποθέσεων σχετικά µε τη διαµόρφωσηεξέλιξη των φαινοµένων και στατιστικού ελέγχου των υποθέσεων αυτών.

39 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 21 - Computer Interaction (HCI)] και άρχισε να διαµορφώνεται ήδη από τα πρώτα χρόνια της εισαγωγής των υπολογιστών στη καθηµερινή ζωή Περιβάλλοντα Επικοινωνίας Χρήστη (ΠΕΧ) 4 Ο βασικότερος στόχος της ΑΑΥ είναι ο προσδιορισµός των κατάλληλων µεθόδων µε τις οποίες ο υπολογιστής µετατρέπεται σε ένα εύχρηστο σύστηµα, συγχρονισµένο µε τις ιδιαίτερες ανάγκες του ανθρώπου που τον χρησιµοποιεί. Το πλαίσιο εργασίας στο οποίο αυτές οι µέθοδοι επικοινωνίας εφαρµόζονται, περιγράφεται γενικά µε τον όρο Περιβάλλον επικοινωνίας χρήστη (User Interface). Ένα περιβάλλον επικοινωνίας χρήστη αποτελεί ένα µικρό µόνο κοµµάτι του ευρύτερου συστήµατος µε το οποίο ο χρήστης έρχεται σε επαφή και επικοινωνεί µε τα ψηφιακά δεδοµένα. Στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης υπολογιστικών συστηµάτων η επικοινωνία υπολογιστή και χρήστη εκφραζόταν µέσω της οθόνης και του πληκτρολόγιου µε το οποίο ο χρήστης διατύπωνε τις απαιτήσεις του σε ειδικές γλώσσες εντολών (π.χ DOS) και ο υπολογιστής ανταποκρινόταν εµφανίζοντας τα αποτελέσµατα στην επιφάνεια της οθόνης. Καθώς η τεχνολογία εξελίσσονταν, νέοι τύποι ΠΕΧ καθιερώθηκαν. Τα ΠΕΧ αυτά, στηρίζονται στην αλληλεπίδραση υπολογιστή και χρήστη µέσω γραφικού περιβάλλοντος στο οποίο ενσωµατώνονται εικονίδια, γραφικά όργανα ενδείξεων και πλοήγησης και εξειδικευµένα γραφικά στοιχεία, όπως µενού, ψηφιακές σελίδες και παράθυρα (pages - windows), διαµορφώνοντας πιο εύχρηστα και κατανοητά περιβάλλοντα επικοινωνίας. Ο νέος αυτός τύπος ΠΕΧ ονοµάστηκε Γραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας Χρήστη (Graphical User Interface 4 Με τον όρο Περιβάλλον επικοινωνίας χρήστη αναφερόµαστε στον διεθνή όρο User Interface. Η κατά λέξη µετάφραση του αγγλικού όρου που έχει επικρατήσει µέχρι σήµερα είναι ιεπαφή Χρήστη και συναντάται σε ελληνικά τεχνικά άρθρα που αφορούν κυρίως εφαρµογές κατασκευής ιστοσελίδων. Παρόλα αυτά, θεωρήθηκε πως ο όρος ιεπαφή Χρήστη, θα λειτουργούσε περισσότερο αποπροσανατολιστικά για τους αναγνώστες της συγκεκριµένης διατριβής µε ανθρωπιστικό υπόβαθρο και για αυτό επιλέχθηκε ο πιο περιφραστικός αλλά πιο κατανοητός, κατά την άποψή µας, όρος Περιβάλλον επικοινωνίας χρήστη (εννοείται µε τον υπολογιστή).

40 22 - GUI) και εφαρµόζεται από όλα τα γνωστά λειτουργικά συστήµατα (όπως Macintosh ή Windows) και λογισµικά. Περιβάλλον επικοινωνίας χρήστη στα ΣΓΠ Η ανάπτυξη των υπολογιστικών συστηµάτων, επηρέασε σηµαντικά και τη σύγχρονη χαρτογραφική έρευνα, σηµατοδοτώντας την µετάβαση από την κατασκευή στατικών αναλογικών χαρτών στη δυναµική ανάλυση χωρικών δεδοµένων και φαινοµένων (Cartwright et. al. 2001), µέσα από τη συγκρότηση δυναµικών ΠΕΧ. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα ΠΕΧ στη σύγχρονη ψηφιακή χαρτογραφία αποτελούν τα περιβάλλοντα που υιοθετούνται από τα εµπορικά Συστήµατα Γεωγραφικών Πληροφοριών. Η ανάπτυξη των συστηµάτων αυτών οδήγησε σε παράλληλη εξέλιξη και των ΠΕΧ που εφαρµόζουν. Σταδιακά, από τα αρχικά σχήµατα ΠΕΧ που περιορίζονταν στην πληκτρολόγηση καθορισµένων εντολών από τον χρήστη (π.χ αρχικές εκδόσεις ArcInfo ESRI και GRASS Open Source Geospatial Foundation), οδηγηθήκαµε στη διαµόρφωση περιβαλλόντων όπου η αναζήτηση, οργάνωση και ανάλυση της χωρικής πληροφορίας καθοδηγείται από πιο κατανοητά γραφικά µοτίβα (µενού, εργαλεία «οδηγοί» - wizards κτλ). Παρόλα αυτά, η καθιέρωση των ΣΓΠ ως αναλυτικών εργαλείων σε διάφορα επιστηµονικά πεδία, είχε αναπόφευκτα ως αποτέλεσµα την χρήση τους από µη εξειδικευµένους χρήστες. Ένα βασικό ζήτηµα που προέκυψε από αυτή την συνύπαρξη ήταν µια σαφής έλλειψη λειτουργικής επικοινωνίας µεταξύ των νέων χρηστών και των εξελιγµένων ψηφιακών χαρτογραφικών συστηµάτων. Η έλλειψη εξοικείωσης των νέων χρηστών σε σύνθετες χωρικές και χαρτογραφικές έννοιες είχε ως αποτέλεσµα την περιορισµένη αξιοποίηση των αναλυτικών δυνατοτήτων που τα συστήµατα αυτά προσφέρουν. Τα σύγχρονα εµπορικά πακέτα ΣΓΠ αν και ενσωµατώνουν γραφικά περιβάλλοντα επικοινωνίας χρήστη είναι, όπως διαπιστώνεται (European Commission 1998 ch.2, Traynor & Williams 1995), ιδιαίτερα δύσχρηστα, προσφέροντας ένα ευρύτατο πλαίσιο λειτουργικών δυνατοτήτων που ένας µη ειδικός χρήστης αδυνατεί να αξιοποιήσει κατάλληλα. Ταυτόχρονα, δεν έχει καθιερωθεί µια καθολικά αποδεκτή ορολογία όσον αφορά συνήθεις ΣΓΠ έννοιες και λειτουργίες 5 γεγονός που αποπροσανατολίζει ιδιαίτερα τους µη ειδικούς χρήστες. Οι βασικές αυτές προβληµατικές προεκτάσεις οδήγησαν στην υιοθέτηση µιας συγκεκριµένης µεθοδολογίας που τοποθετεί τον χρήστη του συστήµατος στο 5 Για παράδειγµα, ο όρος Layer προσδιορίζει στα πακέτα Grass και Quantum GIS το ίδιο το ψηφιακό αντικείµενο και τον τύπο του (δυανυσµατικό, ψηφιδωτό), ενώ στο ArcGIS αποτελεί ειδικό δυαδικό τύπο αρχείου στο οποίο αποθηκεύονται συµπληρωµατικές για το ψηφιακό αντικείµενο πληροφορίες όπως ο συµβολισµός του.

41 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 23 κέντρο της διαδικασίας σχεδιασµού ΠΕΧ (European Commission 1998 ch.3), διαµορφώνοντας µια προσέγγιση του σχεδιασµού που επικεντρώνει στις ανάγκες του χρήστη (User Centered). Σύµφωνα µε τη µεθοδολογία αυτή, το ΠΕΧ θα πρέπει να καλύπτει τις αναλυτικές ανάγκες και τις απαιτήσεις του χρήστη χωρίς να επιδιώκει την προσαρµογή του στις συνθήκες λειτουργίας ενός ΣΓΠ. Ο βασικός άξονας σχεδιασµού αυτού του είδους ΠΕΧ συνίσταται στον προσδιορισµό των ιδιαίτερων ερευνητικών ερωτηµάτων που απασχολούν τον χρήστη, τη διαµόρφωση οµάδας ειδικών εργαλείων ανάλυσης της χωρικής πληροφορίας και την αποτίµηση της λειτουργικότητας των εργαλείων αυτών (Adrienko et. al. 2007). Ο αποτελεσµατικός συνδυασµός τους στα πλαίσια ενός εύχρηστου ΠΕΧ, µπορεί να οδηγήσει τη διαµόρφωση ενός πιο κατάλληλου πεδίου αλληλεπίδρασης, χωρίς να απαιτείται η άµεση επαφή του χρήστη µε το δύσχρηστο περιβάλλον ΣΓΠ. Γεωοπτικοποίηση και περιβάλλοντα επικοινωνίας χρήστη Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγµατα χαρτογραφικών ΠΕΧ, υλοποιήθηκαν κάτω από το θεωρητικό πλαίσιο της Γεωοπτικοποίησης. Η συγγένεια ανάµεσα στα επιστηµονικά πεδία Μελέτης Αλληλεπίδρασης Ανθρώπου - Υπολογιστή και της Γεωοπτικοποίησης είναι εµφανής (Aditya & Kraak 2005). Η φιλοσοφία σχεδιασµού της γραφικής απόδοσης των δεδοµένων και η προσπάθεια κάθε απόδοση να γίνεται εύκολα κατανοητή προάγοντας την αντίληψη του χρήστη, ουσιαστικά συµβαδίζει µε τη φιλοσοφία των ΠΕΧ και στοιχειοθετεί χαρτογραφικά περιβάλλοντα αλληλεπίδρασης. Επινοώντας κατάλληλους τρόπους οπτικοποίησης πληροφοριών µε χωρική αναφορά, τα περιβάλλοντα που σχεδιάζονται σύµφωνα µε τις αρχές της γεωοπτικοποίησης επιχειρούν να αποτελέσουν το κατάλληλο µέσο επικοινωνίας µεταξύ χρήστη-αναγνώστη του χάρτη και οπτικοποιηµένης πληροφορίας. Σε αυτά τα περιβάλλοντα, το αντικείµενο ή φαινόµενο που αναπαρίσταται χαρτογραφικά, αποτελεί επίσης και το µέσο πλοήγησης του χρήστη. Με άλλα λόγια, ο χρήστης µπορεί µέσω της αναπαράστασης ενός αντικειµένου ή φαινοµένου να πλοηγηθεί τόσο στον χώρο, όσο και στην σύνθετη «γεωγραφία» που το αντικείµενο αυτό αντιπροσωπεύει (Cartwright et. al. 2001). Παρότι λοιπόν ο σχεδιασµός ΠΕΧ δεν αναφέρεται ως ο πρωταρχικός στόχος της γεωοπτικοποίησης, η προσέγγιση του χάρτη, ως σύνθετο περιβάλλον χρήστη (Kraak 2003), απασχολεί έντονα την σύγχρονη έρευνα στο πεδίο της γεωοπτικοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, άρχισαν να αναπτύσσονται ορισµένες τάσεις και έννοιες που προέρχονται από διάφορα επιστηµονικά πεδία, όπως των Γραφικών ΠΕΧ, ή της επιστηµονικής οπτικοποίησης και προσεγγίζουν το όλο ζήτηµα του χαρτογραφικού ΠΕΧ από διαφορετικές αλλά αλληλοσυνδεόµενες οπτικές γωνίες. Η θεµελιώδης έννοια, που διέπει ολόκληρη τη διαδικασία σχεδιασµού ΠΕΧ, είναι αυτή της χρηστικότητας (usability). Σε γενικούς όρους, η έννοια της χρηστικότητας αφενός αναφέρεται στην επίτευξη του σωστού προσδιορισµού των

42 24 στόχων του χρήστη και των τρόπων µε τους οποίους οι ανάγκες του µπορούν να προσεγγιστούν µέσα από τον σχεδιασµό κατάλληλων εργαλείων. Αφετέρου εστιάζει στην ευκολία χρήσης των εργαλείων που σχεδιάζονται για τον σκοπό αυτό. Συµπερασµατικά, σύµφωνα µε τον Fuhrmann et al. (2005), δύο είναι τα άµεσα µε τη χρηστικότητα σχετιζόµενα θέµατα: η ο σχεδιασµός που επικεντρώνει στις ανάγκες του χρήστη και η αποτίµηση της χρηστικής αποτελεσµατικότητας των δράσεων και εργαλείων που προκύπτουν από τον σχεδιασµό αυτό. Σχεδιασµος µε άξονα τις ανάγκες του χρήστη Όπως αναφέρεται (Edsall 2005), ο σχεδιασµός συστηµάτων γεωοπτικοποίησης στηρίζεται στην κατανόηση των τρόπων µε τους οποίους ο χρήστης συµπεριφέρεται, σκέφτεται, αντιλαµβάνεται το ψηφιακό περιβάλλον και αφοµοιώνει τις χωρικές πληροφορίες. Κρίνοντας από τις σύγχρονες εφαρµογές γεωοπτικοποίησης που επιχειρούν να ενσωµάτωσουν το µοντέλο σχεδιασµού µε άξονα τις ανάγκες του χρήστη (Weaver 2006, Aditya & Kraak 2005, Lloyd et. al 2007), προκύπτουν δύο βασικά αναλυτικά βήµατα που ακολουθούνται και αφορούν: Τον προσδιορισµό προδιαγραφών χρηστικότητας (Usability specification), που περιλαµβάνει την προσέγγιση των χρηστών και την αποσαφήνιση των στόχων και των αναγκών τους Την εφαρµογή πλαισίου «ανάλυσης εργασιών» (Task Analysis) που να καλύπτει τις ιδιαίτερες αυτές αναλυτικές ανάγκες του χρήστη (Aditya & Kraak 2005, Fabrikant 2001, Robinson 2005) Ορισµένοι τρόποι που προτείνονται για τον προσδιορισµό προδιαγραφών χρηστικότητας αφορούν τη σύσταση ερωτηµατολογίων, την συνεχή επαφή και συζήτηση µε τους χρήστες ή την ενεργό συµµετοχή στις δραστηριότητές τους (Lloyd et. al 2007). Παρόλα αυτά, επισηµαίνεται ότι ένας ολοκληρωµένος τέτοιος προσδιορισµός είναι πολύ συχνά αδύνατος λόγω της διερευνητικής και διαδραστικής φύσης της γεωοπτικοποίησης (Slocum et al. 2001, p. 71), που συχνά υποχρεώνει τον σχεδιαστή στην ενσωµάτωση µη αναγκαίων ή πολύπλοκων για τον χρήστη πρακτικών. Έχοντας σκιαγραφήσει τις βασικές ανάγκες των χρηστών, ακολουθεί η εφαρµογή πλαισίου ανάλυσης εργασιών. Η µεθοδολογία αυτή στηρίζεται αρχικά στην καταγραφή των βασικών εργασιών, που σαν σύνολο θα πρέπει να καλύπτουν τις αναλυτικές ανάγκες του χρήστη. Η κάθε εργασία αναλύεται σε επιµέρους εργασίες που περιγράφουν µε µεγαλύτερη λεπτοµέρεια τις δράσεις που ο χρήστης επιθυµεί να εκπληρώσει µέσω του περιβάλλοντος. Στη συνέχεια, η κάθε επιµέρους εργασία αναλύεται εκ νέου σε τρία βήµατα που συνοπτικά περιλαµβάνουν: 1) την λεπτοµερειακή περιγραφή της εργασίας, 2) τους τρόπους µε τους οποίους εξασφαλίζονται οι στόχοι της εργασίας στο ΠΕΧ, µέσω προτεινόµενων εργαλείων ή αναπαραστάσεων και 3) τις ενέργειες που απαιτείται να κάνει ο χρήστης

43 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 25 προκειµένου να ενεργοποιήσει τα εργαλεία αυτά και να εκπληρώσει αυτούς τους αναλυτικούς του στόχους (Lewis & Rieman 1993). Ωστόσο, από την οπτική γωνία της γεωοπτικοποίησης, δεν εντοπίζονται πιο θεωρητικές προσεγγίσεις που να επικεντρώνουν στην λεπτοµερή αποσαφήνιση ή κατάταξη σχεδιαστικών πρακτικών ή διαδικασιών. Μια από τις λίγες προσπάθειες κατηγοριοποίησης βασικών τύπων εργασιών σε ένα ψηφιακό χαρτογραφικό περιβάλλον (Koua 2005), προτείνεται από τους Keller και Keller (1992), που εστιάζουν σε επτά γενικές διαδικασίες: 1. Σύγκριση αντικειµένων µε βάση την θέση ή τις πληροφορίες που τα συνοδεύουν 2. ιάκριση µεταξύ διαφόρων τύπων αντικειµένων ή τιµών 3. Επισήµανση κατεύθυνσης προσανατολισµού 4. Εντοπισµός αντικειµένων στον χάρτη 5. Συσχέτιση τιµών, πληροφοριών και αντικειµένων 6. Αναπαράσταση τιµών (αριθµητικών και αλφαριθµητικών) 7. Ανάδειξη αντικειµένων Αποτίµηση της χρηστικής αποτελεσµατικότητας Όσον αφορά την αποτίµηση της χρηστικής αποτελεσµατικότητας του ΠΕΧ, στη βιβλιογραφία παρουσιάζεται πληθώρα τεχνικών, µε τον σχεδιαστή να συµµετέχει είτε παθητικά (π.χ µέτρηση του αριθµού των κινήσεων που απαιτείται από τον χρήστη για να ενεργοποιήσει ένα εργαλείο), είτε πιο ουσιαστικά µελετώντας τις αντιδράσεις του χρήστη και επιτρέποντας του να εκφράσει ελεύθερα και µε δικούς του όρους τις παρατηρήσεις του (Robinson 2005). Στο σηµείο αυτό εµπλέκεται και η έννοια της νοητικής αντίληψης του χρήστη και των νοητικών προεκτάσεων της οπτικοποίησης. Εφαρµογές που ενσωµατώνουν την έννοια της νοητικής αντίληψης στη διαδικασία σχεδιασµού, κρίνονται πολύ χρήσιµες κατά την προσπάθεια προσδιορισµού των καταλληλότερων µορφών των εργαλείων ή αναπαραστάσεων, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες ή τα αισθητικά κριτήρια των χρηστών (Andrienko & Andrienko 2006). Στις περιπτώσεις αυτές, έµφαση δίνεται στη µελέτη των νοητικών αντιδράσεων του χρήστη πάνω σε συγκεκριµένα µοτίβα αναπαραστάσεων (MacEachren & Kraak 2001, Slocum et al. 2001) και την αναζήτηση µεθόδων ελέγχου µε σκοπό την καταγραφή του βαθµού νοητικής επιδεκτικότητας του χρήστη πάνω στα µοτίβα αυτά (Haug et.al. 2001) Η έννοια της ιαδραστικότητας Ο βαθµός καταλληλότητας των εργαλείων, της αποδοτικότητας των χρηστών κατά τη χρήση των εργαλείων αυτών αλλά και της γενικής χρησιµότητας (usefulness) του σχεδιαζόµενου περιβάλλοντος, επηρεάζεται σηµαντικά από τη αποτελεσµατική ενσωµάτωση της διαδραστικότητας στο συνολικό ΠΕΧ. Η έννοια

44 26 της διαδραστικότητας, αποτελεί δοµικό στοιχείο της γεωοπτικοποίησης και η ιδιαίτερή της σηµασία τονίζεται ήδη από τα πρώτα στάδια διαµόρφωσης αυτού του επιστηµονικού πεδίου (Kraak 2003, Buckley et. al. 2004). Στην γεωοπτικοποίηση µπορούµε να εντοπίσουµε δύο αλληλοσυσχετιζόµενες περιοχές εφαρµογής της διαδραστικότητας. Η πρώτη αφορά το βαθµό ενσωµάτωσης διαδραστικότητας στο γραφικό ΠΕΧ και καλύπτεται από τη γενική θεωρία κατασκευής γραφικών ΠΕΧ. Συνοπτικά, ορισµένες βασικές έννοιες που εντοπίζονται αφορούν (Dennis et al 2001) την διάταξη (layout) της οθόνης, της φόρµας ή των αναφορών την ενηµερότητα ως προς το περιεχόµενο (content awareness) του ΠΕΧ, την αισθητική (aesthetics) του περιβάλλοντος τη συνέπεια (consistency), έτσι ώστε ο χρήστης να µπορεί να προβλέπει τι θα συµβεί έπειτα από κάποια ενέργειά του την ελαχιστοποίηση των ενεργειών του χρήστη (minimal user effort) κατά την χρήση εργαλείων την απλότητα την ευκαµψία και την προσαρµοστικότητα του περιβάλλοντος Για κάθε µία από αυτές τις έννοιες προτείνονται πρακτικοί κανόνες σχεδιασµού που προκύπτουν µέσα από την πλούσια εµπειρία εφαρµογών γραφικών ΠΕΧ σε διάφορα ερευνητικά και εµπορικά πεδία (Johnson 2000). Η δεύτερη κατηγορία αφορά τον βαθµό ενσωµάτωσης διαδραστικότητας στο χαρτογραφικό περιβάλλον απεικόνισης και τις διαφορετικές µορφές απόδοσης των χωρικών φαινοµένων. Μια πρόσφατη προσπάθεια τυπολογικού προσδιορισµού αυτής της κατηγορίας διαδραστικότητας στην γεωοπτικοποίηση επιχειρείται από τον Crampton (2002), ο οποίος εντοπίζει τρία βασικά επίπεδα διαδραστικότητας του χρήστη µε άξονα: τα οπτικοποιηµένα δεδοµένα στον χάρτη τη διάσταση του χρόνου και τη βάση δεδοµένων ενώ προσθέτει και µια τέταρτη κατηγορία που ονοµάζει διαδραστικότητα συµφραζοµένων (Contextualizing Interaction) και αφορά την πιο σύνθετη ανάλυση των δεδοµένων, µε τον συνδυασµό πληροφοριών, τη σύνδεση ή και τη δηµιουργία νέων αντικειµένων. Κάθε τέτοιο επίπεδο διαδραστικότητας συνοδεύεται από µια σειρά κατάλληλων τεχνικών όπως η οπτική ανάδειξη (highlighting), οι πολλαπλές αναπαραστάσεις, η ταξινόµηση (sorting), το φιλτράρισµα (filtering) ή το ξεκαθάρισµα (brushing) της πληροφορίας, η επιµέρους αποτελεσµατικότητα των οποίων συζητείται από άλλους ερευνητές σε πιο εξειδικευµένα άρθρα (για παράδειγµα η τεχνική οπτικής ανάδειξης στο άρθρο (Robinson 2006).

45 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 27 Γεωοπτικοποίηση και περιβάλλοντα επικοινωνίας χρήστη: Γενική κριτική Η πολυπλοκότητα και το εύρος των δεδοµένων που διαµορφώνουν ένα χωρικό φαινόµενο και οι πολλαπλές οπτικές από τις οποίες το φαινόµενο αυτό προσεγγίζεται από τη σύγχρονη έρευνα, καθιστούν ιδιαίτερα σύνθετη κάθε προσπάθεια διαµόρφωσης κατάλληλου ψηφιακού χαρτογραφικού περιβάλλοντος επικοινωνίας χρήστη. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται σε πολλές περιπτώσεις όπου διάφορες εφαρµογές κρίθηκαν ανεπαρκείς είτε ως προς τις συνθήκες ανάλυσης που εµπεριείχαν, είτε ως προς την χρηστικότητα του τελικού περιβάλλοντος (Lloyd et. al 2007, Adrienko et. al. 2007) (κριτική πάνω στην αποτελεσµατικότητα τέτοιων εφαρµογών γίνεται από τον Lloyd στο Lloyd et. al 2007). Οι προσδοκίες λοιπόν που εκφράζονται για τη χρησιµότητα τέτοιων διαδραστικών περιβαλλόντων ως µέσων παραγωγής-σύνθεσης γνώσης, δεν επιβεβαιώθηκαν (τουλάχιστον όχι σε ικανοποιητικό βαθµό) µέσα από το ευρύ πλαίσιο των πρακτικών τους εφαρµογών. Παράλληλα, οι περισσότερες προσεγγίσεις θεωρητικού χαρακτήρα που προτείνονται δεν γίνονται καθολικά αποδεκτές. Αντίθετα, η κύρια πρακτική που παρατηρείται είναι µια συνεχής διαφοροποίηση και προσαρµογή των θεωριών αυτών σύµφωνα µε τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε εφαρµογής και η εκ νέου παράθεση εναλλακτικών µεθοδολογιών. Από την ευρύτερη επισκόπηση της βιβλιογραφίας, παρατηρείται πληθώρα αλληλοσυσχετιζόµενων θεωρητικών εννοιών, ορισµών και παραλλαγών τους που διέπουν τα επιµέρους στάδια του σχεδιασµού. Ταυτόχρονα είναι εµφανής η αδυναµία πρακτικής εφαρµογής και λειτουργικού συνδυασµού των προσεγγίσεων εντός µιας καθολικά αποδεκτής πρότασης κατασκευής περιβαλλόντων επικοινωνίας χρήστη στο πλαίσιο της γεωοπτικοποίησης. Το γεγονός αυτό δεν µπορεί παρά να προκαλεί σύγχυση στον ερευνητή που αναζητεί ένα στιβαρό θεωρητικό υπόβαθρο για να εντάξει την εφαρµογή του. Σε συγκεκριµένες µόνο περιπτώσεις, όπως των Lindholm και Sarjakoski (1994) ή των Howard και MacEachren (1996), εντοπίζονται τέτοιου είδους προσπάθειες συγκρότησης ευρύτερων µεθοδολογικών πλαισίων οδηγών. Αντλώντας εµπειρίες από µεθοδολογικά σχήµατα ΠΕΧ που εφαρµόζονται σε άλλα επιστηµονικά πεδία (όπως περιβάλλοντα για υπολογιστικά γραφικά συστήµατα ή ΣΓΠ), εστιάζουν κυρίως στον εντοπισµό των κατάλληλων επιπέδων ανάλυσης και σχεδιαστικών πρακτικών. Αυτές οι προσπάθειες, θέτουν το όλο ζήτηµα των περιβαλλόντων επικοινωνίας µέσα από ένα πιο γενικευµένο φάσµα σχεδιασµού, χωρίς να εµβαθύνουν σε επιµέρους λεπτοµέρειες και αποφεύγοντας µια συστηµατοποίηση της όλης διαδικασίας. Η προσέγγιση αυτή, σηµατοδοτεί µια πιο ορθή αντιµετώπιση των σχεδιαστικών ζητηµάτων, αποδεχόµενη πως οι ιδιαιτερότητες της κάθε εφαρµογής µπορεί να είναι τόσο σηµαντικές, ώστε να ακυρώνουν πολλές φορές τα αυστηρώς δοµηµένα και αναλυτικά σχεδιαστικά πλαίσια που προτείνονται.

46 28 Το ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο που αναλύθηκε µπορεί να γίνει πιο προσιτό και κατ επέκταση αξιοποιήσιµο µέσα από τη σκιαγράφηση ορισµένων βασικών γραµµών σχεδιασµού, υπό τη µορφή γενικών κανόνων. Η υιοθέτηση αυτού του γενικού τρόπου διατύπωσης, επιτρέπει την ιεράρχηση, επιµέρους ανάλυση και παραµετροποίηση του κάθε κανόνα µε βάση τις ιδιαιτερότητες της κάθε εφαρµογής. Έτσι µπορούµε να αποµονώσουµε τέσσερις τέτοιους γενικούς κανόνες: Προσέγγιση του χρήστη και των αναγκών του. Οριοθέτηση των ερευνητικών ενδιαφερόντων και κατανόηση του τρόπου µε τον οποίο προσεγγίζει τα δεδοµένα µέσα από τα ερωτήµατά που θέτει Λειτουργική ενσωµάτωση διαδραστικότητας, µε τρόπο που να προάγει την χωρική αντίληψη του χρήστη χωρίς να τον αποπροσανατολίζει Υιοθέτηση ορολογίας και «αναλογιών» που να προέρχονται από το επιστηµονικό πεδίο του χρήστη Εκτίµηση της χρηστικότητας του περιβάλλοντος και των προτεινόµενων εργαλείων Ανεξάρτητα από το θεωρητικό πλαίσιο ή τους γενικούς κανόνες που υιοθετούνται, το τελικό αποτέλεσµα επηρεάζεται, ίσως περισσότερο από όλα, από τον ίδιο τον σχεδιαστή-δηµιουργό και την προσωπικότητά του. Στηριζόµενοι στη διατύπωση του Robinson (1952) πως ο χάρτης λειτουργεί ως µέσο επικοινωνίας µεταξύ των ανθρώπων (Montello 2002), µπορούµε να ταυτίσουµε τις διαδικασίες σχεδιασµού ψηφιακών χαρτογραφικών περιβαλλόντων επικοινωνίας µε τις πρακτικές που διέπουν την κατασκευή χαρτών, στην κλασική αναλογική τους µορφή. Υπό αυτό το πρίσµα, τόσο η κατασκευή ενός χάρτη, όσο και ο σχεδιασµός τέτοιων περιβαλλόντων αποτελεί µια κατά βάση νοητική διαδικασία που επηρεάζεται από τις σαφείς και ορατές, αλλά και από τις υποσυνείδητες µη ορατές επιλογές του σχεδιαστή χαρτογράφου (Montello 2002). Ως αποτέλεσµα, η τελική αποτελεσµατικότητα και χρησιµότητα του ψηφιακού περιβάλλοντος επικοινωνίας, αποτελεί συνάρτηση που διαµορφώνεται τόσο από τις ιδιαιτερότητες του χαρτογραφικού θέµατος και τους τρόπους απόδοσης των χωρικών φαινοµένων, όσο και από το δηµιουργικό, αισθητικό και καλλιτεχνικό κριτήριο του δηµιουργούχαρτογράφου αλλά και την επιδεκτικότητα του αναγνώστη-χρήστη Επίλογος Ένα σηµαντικό κοµµάτι του χαρτογραφικού σχεδιασµού συνίσταται στον προσδιορισµό των τρόπων µε τους οποίους η πληροφορία µπορεί να αποδοθεί γραφικά στα πλαίσια των χαρτών. Η έννοια του χάρτη ως µέσο επικοινωνίας χρήστη-αναγνώστη και χωρικής πληροφορίας είναι πολύ παλιά και συνυφασµένη µε τη χαρτογραφική έρευνα. Με την εισαγωγή των Η/Υ στην χαρτογραφική

47 Το Χαρτογραφικό πλαίσιο 29 επιστήµη, νέοι τρόποι οπτικοποίησης της πληροφορίας γίνονται διαθέσιµοι. Η ποικιλοµορφία και το εύρος όµως των πληροφοριών που ο χαρτογράφος πρέπει να ενσωµατώσει σε ένα σύγχρονο ψηφιακό χαρτογραφικό περιβάλλον, αλλά και οι ιδιαίτερες ανάγκες του χρήστη και του ερευνητικού πεδίου που εκφράζει, αναγκάζουν τον χαρτογράφο να αναζητήσει τους καταλληλότερους τρόπους αποθήκευσης, διαχείρισης ανάλυσης και απόδοσης της πληροφορίας στα πλαίσια ψηφιακών χαρτογραφικών περιβαλλόντων. Τα ΣΓΠ αποτελούν ψηφιακές χαρτογραφικές πλατφόρµες που συγκροτήθηκαν µε σκοπό την καλύτερη διαχείριση και απόδοση χωρικών φαινοµένων και πληροφοριών, ενσωµατώνοντας µε αποτελεσµατικό τρόπο βάσεις δεδοµένων, περιβάλλοντα απεικόνισης και εργαλεία χωρικής ανάλυσης. Τα ΣΓΠ λοιπόν συγκροτούν τα κατάλληλα περιβάλλοντα για την ολοκληρωµένη διαχείριση και επεξεργασία των χωρικών και συνοδευτικών µε αυτά πληροφοριών, αποτελώντας όµως κατά γενική οµολογία δύσχρηστα περιβάλλοντα για τους µη εξειδικευµένους χρήστες. Από την άλλη, η γεωοπτικοποίηση επιχειρεί να απλοποιήσει ή/και διευκολύνει τους τρόπους µε τους οποίους ο χρήστης έρχεται σε επαφή µε την πληροφορία αυτή, να αποδοµήσει την πολύπλοκη πληροφορία και να την αποδώσει στο χαρτογραφικό περιβάλλον µε τρόπους κατανοητούς για τον χρήστη. Υπό αυτή την έννοια, τεχνικές γεωοπτικοποίησης µπορούν να εφαρµοστούν στα πλαίσια ΣΓΠ καλύπτοντας το κενό που τα περιβάλλοντα αυτά αφήνουν σε επίπεδο χρηστικότητας. Η αποτελεσµατική ενσωµάτωση τεχνικών γεωοπτικοποίησης µε επίκεντρο τις ανάγκες του χρήστη στα πλαίσια ΣΓΠ συγκροτούν το κατάλληλο πλαίσιο και για την παρούσα εφαρµογή, που θέτει ως στόχο τη δυναµική χαρτογραφική απόδοση µιας αρχαιολογικής ανασκαφής και την παροχή των κατάλληλων εργαλείων ανάλυσης µε σκοπό την συνδροµή της αρχαιολογικής ανασκαφικής έρευνας και ερµηνείας. Ως πρώτο βήµα, πριν από την αναζήτηση των εξειδικευµένων λύσεων µε βάση το σκεπτικό αυτό, είναι απαραίτητη µια εισαγωγή στην ίδια την αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα. Στο επόµενο κεφάλαιο ακολουθεί η περιγραφή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών µιας αρχαιολογικής ανασκαφής υπό το πρίσµα της χαρτογραφικής οπτικοποίησης µε σκοπό: 1. τον εντοπισµό των βασικών προς χαρτογράφηση δεδοµένων που τη συγκροτούν και 2. την αποσαφήνιση των δοµικών γνωρισµάτων που το χαρτογραφικό περιβάλλον πρέπει να ενσωµατώνει προκειµένου να καθίσταται χρήσιµο για την ανασκαφική έρευνα.

48 30

49 3. 3. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΣΚΑΦΗ Η αρχαιολογία αποτελεί την επιστήµη της µελέτης των κοινωνιών του παρελθόντος µέσω της συστηµατικής συλλογής και ανάλυσης των υλικών κατάλοιπων της ανθρώπινης δραστηριότητας (Renfrew & Bahn 2001, σελ.10). Οι πρωταρχικοί στόχοι της επιστήµης είναι η αποκάλυψη, η καταγραφή, η ανάλυση και η ερµηνεία του αρχαιολογικού υλικού ή αρχαιολογικής µαρτυρίας. Η συγκέντρωση του αρχαιολογικού υλικού έχει πραγµατοποιηθεί µε πολλούς τρόπους και µεθοδολογίες, αλλά σε µεγάλο βαθµό υλοποιείται στα πλαίσια της αρχαιολογικής ανασκαφής, η οποία µε αυτόν τον τρόπο τροφοδοτεί την αρχαιολογική έρευνα µε τις πρωτογενείς πληροφορίες τις οποίες ο αρχαιολόγος καλείται στη συνέχεια να συσχετίσει και να ερµηνεύσει. Η έννοια της ανασκαφής στις πρώιµες απόπειρες του παρελθόντος, υπήρξε άµεσα συνυφασµένη µε µεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις 6. Αντίθετα σήµερα, δεν έχει ως πρωταρχικό στόχο την Bahn Αναλυτική περιγραφή της ιστορίας της αρχαιολογίας γίνεται στο κεφ. 1 του Renfrew &

50 32 ανακάλυψη σηµαντικών αρχαιολογικών ευρηµάτων, αλλά τη συστηµατική συγκέντρωση µαρτυριών και την παραγωγή γνώσης σχετικά µε την ανθρώπινη δραστηριότητα στο παρελθόν (Κωτσάκης 1998). Σε αυτό το πλαίσιο, ο αρχαιολογικός χώρος θεωρείται φορέας της ανθρώπινης δραστηριότητας του παρελθόντος, µε την αρχαιολογική ανασκαφή να λειτουργεί ως το µέσο ανάκτησης της πληροφορίας αυτής, µέσα από τη µελέτη των υλικών καταλοίπων της ανθρώπινη δραστηριότητας. Παρόλα αυτά, η αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα δεν είναι µια προτυποποιηµένη διαδικασία (Lock 2003, p.79). Οι µέθοδοι µε τις οποίες πραγµατοποιείται η ανασκαφική διαδικασία, ο τρόπος καταγραφής και οργάνωσης της πληροφορίας που συλλέγεται, αλλά και η µετέπειτα ερµηνευτική προσέγγιση του αρχαιολόγου, αποτελούν ζητήµατα που εµφανίζουν ποικιλία από πρακτικές και µεθόδους. Οι λόγοι για αυτή την ποικιλοµορφία µπορούν να εντοπιστούν τόσο στις ιδιαιτερότητες της κάθε αρχαιολογικής θέσης που πολλές φορές οδηγούν στην υιοθέτηση ιδιαίτερων ανασκαφικών πρακτικών, όσο και τις διαφορετικές προσεγγίσεις που επιχειρούνται από τις διάφορες ανά τον κόσµο αρχαιολογικές ερευνητικές οµάδες, κυρίως εξαιτίας των διαφορετικών παραδόσεων έρευνας αλλά και των διαφορετικών θεωρητικών σχολών. Παρόλες όµως τις επιµέρους διαφοροποιήσεις, κάθε αρχαιολογική ανασκαφή αποτελεί µια διαδικασία παρατήρησης που συγκροτεί ένα, κατά κύριο λόγο, πλούσιο αρχείο πληροφοριών. Το αρχείο αυτό, διαµορφώνεται από τη συστηµατική καταγραφή ενός συνόλου παρατηρήσεων που σχετίζονται µε τα χαρακτηριστικά των αρχαιολογικών µαρτυριών. Συγχρόνως περιλαµβάνει φωτογραφίες που αποτυπώνουν τα αποκαλυφθέντα ευρήµατα και τις αρχιτεκτονικές κατασκευές, όπως επίσης και σχέδια που αποτυπώνουν µε λεπτοµέρεια τις διαφορετικές φάσεις ανασκαφής της αρχαιολογικής θέσης (Lock 2003, p.85). Η έµφαση της ανασκαφικής έρευνας στη συστηµατική καταγραφή και τεκµηρίωση κάθε µορφής µαρτυρίας εξηγείται από το γεγονός ότι η ανασκαφή ουσιαστικά αποτελεί «ένα πείραµα που δεν είναι δυνατό να επαναληφθεί» (Κωτσάκης 1998), µε το σύνολο των παρατηρήσεων των αρχαιολόγων σε συνδιασµό µε τις αποτυπώσεις (φωτογραφοικές, τοπογραφικές) του ανασκαφικού πεδίου, να συνιστούν ουσιαστικά ότι αποµένει µετά την λήξη των ανασκαφικών δραστηριοτήτων. Η σύνθεση λοιπόν των πληροφοριών αυτών σε συνδιασµό µε τη µελέτη των αρχαιολογικων τεχνουργηµάτων, συνιστούν το πλαίσιο µε βάση το οποίο ο αρχαιολόγος επιχειρεί να ανασυνθέσει την εικόνα της αρχαιολογικής θέσης πριν την ανασκαφική παρέµβαση (Κωτσάκης 1998).

51 Αρχαιολογία Αρχαιολογική ανασκαφή Χωρικός Χαρακτήρας Ανασκαφικής έρευνας Ένα σηµαντικό µέρος του ανασκαφικού αρχείου αποτελείται από πληροφορίες µε τις οποίες επιχειρείται να περιγραφεί το χωρικό πλαίσιο του αρχαιολογικού υλικού. Η έµφαση στη συλλογή αυτών των πληροφοριών ήδη από τις πρώιµες ανασκαφικές απόπειρες, καταδεικνύει τον έντονο χωρικό χαρακτήρα της αρχαιολογικής ανασκαφής που είναι έκδηλος σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Κατ αρχήν, µια αρχαιολογική ανασκαφή πρέπει να έχει περιορισµένη έκταση υπό την έννοια ότι οριοθετείται σε µια συγκεκριµένη περιοχή και λαµβάνει χώρα µέσα σε αυτή. Επίσης, η ανασκαφή, για λόγους µεθοδολογικούς και δεοντολογικούς, δεν πρέπει να αναπτύσσεται κατά µήκος ολόκληρης της επιφάνειας της αρχαιολογικής θέσης, αλλά περιορίζεται σε επιµέρους χωρικές ενότητες µέσα από την οριοθέτηση σκαµµάτων ή ενός ανασκαφικού καννάβου. Υπό αυτή την έννοια, η ανασκαφική δραστηριότητα αποτελεί µια δειγµατοληψία σαφώς οριοθετηµένη στο χώρο. Η έννοια του χώρου έχει ιδιάζουσα σηµασία και στον τρόπο µε τον οποίο οι αρχαιολόγοι προσεγγίζουν τις αρχαιολογικές µαρτυρίες σε µια αρχαιολογική θέση. Η διερεύνηση του αρχαιολογικού υλικού, γίνεται υπό το πρίσµα της διαπίστωσης πως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα αφήνει τα ίχνη της στον αρχαιολογικό χώρο. Όπως το θέτει ο Κωτσάκης (1983): «Ο αρχαιολογικός χώρος είναι στην πραγµατικότητα η αποτύπωση της σκόπιµης ή αυθόρµητης ανθρώπινης συµπεριφοράς. Όσο κι αν τα γνωστικά πρότυπα των προϊστορικών ανθρώπων εξαφανίζονται µαζί µε τη φυσική εξαφάνιση των φορέων τους, οι σχέσεις των ανθρώπων που σε κάποιο σηµείο υλοποιούνται σε συµπεριφορά αφήνουν ανεξίτηλο ίχνος». Τα ίχνη αυτά, αποκαλύπτονται σχεδόν πάντα θαµµένα σε επάλληλα στρώµατα ιζηµάτων που αποτελούν «το αθέλητο αποτέλεσµα της ανθρώπινης επέµβασης στον χώρο» (Κωτσάκης 1999). Κάθε διακριτό αρχαιολογικό στρώµα συνδέεται µε ένα συγκεκριµένο µεταποθετικό επεισόδιο στην ιστορία της ανασκαφικής θέσης. Με άλλα λόγια, ένα αρχαιολογικό στρώµα ενσωµατώνει την ανθρώπινη δραστηριότητα (ή ότι απέµεινε από αυτή) που εκφράστηκε κατά τη διάρκεια ενός (έστω και µη σαφώς προσδιορισµένου) χρονικού διαστήµατος στο παρελθόν. Το σύνολο των επάλληλων αυτών στρωµάτων, συγκροτεί τη στρωµατογραφία της αρχαιολογικής θέσης. Στην στρωµατογραφία εποµένως αποτυπώνονται οι δραστηριότητες των υπό µελέτη πληθυσµών «µε την χρονική σειρά µε την οποία έχουν συµβεί» (Κωτσάκης 1999). Ο αρχαιολόγος προσπαθεί να ανασυνθέσει την ιστορία της αρχαιολογικής θέσης µέσα από την κατανόηση της διαδοχής αυτών των στρωµάτων και της µελέτης των αρχαιολογικών µαρτυριών που εντοπίζονται στα πλαίσιά τους. Το κάθε αντικείµενο που αποκαλύπτεται, δεν µελετάται αυτόνοµα - αποµονωµένο από το χωρικό περιβάλλον που το πλαισιώνει. Αντίθετα, οι

52 34 αρχαιολόγοι προσπαθούν να εντοπίσουν το νόηµα των αντικειµένων που αποκαλύπτουν, εξετάζοντας τη συµφωνία µε το συνολικό τους χωρικό περιβάλλον και τα υπόλοιπα συναφή αρχαιολογικά ευρήµατα (Κωτσάκης 1998). Υπό αυτή την έννοια, ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην κατανόηση της φυσικής διάταξης των αντικειµένων στον χώρο, την αναζήτηση των ορίων µεταξύ διαφορετικών ανθρωπογενών στρωµάτων και τη διερεύνηση της χωρικής συνάφειας των µαρτυριών στα πλαίσια των στρωµατογραφικών ενοτήτων Ανασκαφικά Χωρικά δεδοµένα και χωρικός χαρακτήρας ανασκαφικού αρχείου Από τα προηγούµενα αναδεικνύεται η σηµασία της ανάκτησης και συστηµατικής καταγραφής των χωρικών χαρακτηριστικών των αρχαιολογικών µαρτυριών. Πριν όµως αναφερθούµε στα χωρικά χαρακτηριστικά που οι αρχαιολόγοι καταγράφουν στο πεδίο, είναι απαραίτητο να απαντήσουµε στο ερώτηµα: «Τί χαρακτηρίζουµε αρχαιολογική µαρτυρία και ποια είναι τα χωρικά αντικείµενα που τη συγκροτούν;». Καταρχήν στον όρο «αρχαιολογική µαρτυρία» περιλαµβάνονται όλα εκείνα τα αντικείµενα που υπέστησαν κατεργασία από τον άνθρωπο στο παρελθόν (Κωτσάκης 1999). Τα αντικείµενα αυτά, που καλούνται και τεχνουργήµατα, µπορούν να είναι είτε κινητά (όπως εργαλεία, αγγεία ή κοσµήµατα), είτε ακίνητα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ή κατασκευές (όπως οικήµατα, φούρνοι ή τάφοι). Στον όρο όµως αρχαιολογική µαρτυρία εντάσσονται όλα τα παράγωγα της ανθρώπινης δραστηριότητας, ακόµα και αυτά που δεν δηµιουργήθηκαν ως αποτέλεσµα συνειδητής πράξης ή δράσης. Σε αυτή την κατηγορία µαρτυριών ανήκουν τα οργανικά και ανόργανα κατάλοιπα (όπως τµήµατα φυτών ή λείψανα ζώων) που αποτελούν το έµµεσο αποτέλεσµα της ανθρώπινης συµπεριφοράς στον χώρο (Renfrew & Bahn 2001, σελ.45). Όλα τα αντικείµενα που αποκαλύπτονται σε µια αρχαιολογική ανασκαφή, παρότι αποτελούν το βασικό υλικό µελέτης, δεν αποτελούν τα µοναδικά χωρικά δεδοµένα που ο αρχαιολόγος θα συµπεριλάβει στην ανάλυσή του. Κάθε αρχαιολογικό αντικείµενο αποκαλύπτεται στα πλαίσια ευρύτερων ανθρωπογενών στρωµατογραφικών ενοτήτων. Το κάθε αρχαιολογικό στρώµα περιέχει αντικείµενα, και λόγω της θέσης του στη συνολική στρωµατογραφία, αντιπροσωπεύει µια περίοδο χρήσης στην ιστορία του οικισµού. Κατ επέκταση αποτελεί ένα αρχαιολογικό χωρικό αντικείµενο ιδιαίτερης σηµασίας για την ανασκαφική µελέτη και ανάλυση. Χωρικά αντικείµενα προκύπτουν επίσης µέσα από την ίδια την ανασκαφική διαδικασία και µεθοδολογία πλαισιώνοντας τα προαναφερθέντα χωρικά δεδοµένα. Σε αυτό το πλαίσιο, καθιερωµένη πρακτική σε µια αρχαιολογική ανασκαφή πρέπει

53 Αρχαιολογία Αρχαιολογική ανασκαφή 35 να αποτελεί η συλλογή δειγµάτων χώµατος που προορίζονται για µικροµορφολογικές αναλύσεις ή µετρήσεις απόλυτης χρονολόγησης (όπως η ραδιοχρονολόγηση). Οι περιοχές στις οποίες αναπτύσσεται η ανασκαφή, συστηµατικά φωτογραφίζονται απεικονίζοντας την κατάσταση των ανασκαµµένων επιφανειών. Με βάση τις φωτογραφίες αυτές κατασκευάζονται ανασκαφικά σχέδια- κατόψεις στα οποία συνήθως αποτυπώνονται οι λεπτοµέρειες των ανασκαµµένων επιφανειών. Νέες χωρικές ενότητες προκύπτουν τέλος, καθώς η αρχαιολογική έρευνα προχωράει τόσο σε επίπεδο ανασκαφής όσο και ανάλυσης ή ερµηνείας του αρχαιολογικού υλικού. Έτσι, στην πορεία της ανασκαφής αποκαλύπτεται η αλληλουχία των διαδοχικών στρωµάτων σε κατακόρυφη τοµή (στρωµατογραφία στρωµατογραφία) στα πλαίσια των σκαµµάτων ή του καννάβου (Εικόνα 3.1). Εικόνα 3.1 Η στρωµατογραφία αποκαλύπτεται στις παρειές των σκαµµάτων, πηγή: Επίσης κατά τη διάρκεια της ερµηνείας των δεδοµένων, τα ανθρωπογενή στρώµατα οµαδοποιούνται συγκροτώντας διευρυµένες στρωµατογραφικές ενότητες που σηµατοδοτούν ευρύτερους ορίζοντες δραστηριότητας στα πλαίσια του οικισµού. Συµπερασµατικά, τα χωρικά δεδοµένα που συγκροτούν µια αρχαιολογική ανασκαφή, µπορούν να ταξινοµηθούν σε δυο γενικές κατηγορίες: 1) σε αυτά που προκύπτουν από την ανασκαφική διαδικασία και αναφέρονται σε πτυχές της ανθρώπινης επέµβασης ή δράσης του παρελθόντος και 2) σε αυτά που αποτελούν παράγωγα της ανασκαφικής µεθοδολογίας και προκύπτουν από την ανάγκη συστηµατοποίησης και οργάνωσης του υπό έρευνα χώρου, µε σκοπό την διευκόλυνση της αρχαιολογικής µελέτης.

54 36 Για όλα αυτά τα ανασκαφικά χωρικά δεδοµένα κρίνεται απαραίτητη σε κάθε σύγχρονη ανασκαφική έρευνα, η καταγραφή των χωρικών χαρακτηριστικών ή χωρικών πτυχών τους. Κατά την αποκάλυψη λοιπόν οποιασδήποτε αρχαιολογικής µαρτυρίας, απαραίτητη θεωρείται πρώτα από όλα η καταγραφή της θέσης αποκάλυψης. Συχνά, εκτός από τη θέση καταγράφεται και ο προσανατολισµός τους καθώς µπορεί να δώσει στοιχεία, σε σύγκριση µε άλλα δεδοµένα, για τη χρήση τους ή τις µεταξύ τους σχέσεις (Wheatley & Gillings 2002, p.3). Επίσης, για κάθε στρωµατογραφική ενότητα που ανασκάπτεται, καταγράφονται συστηµατικά τα όρια της περιοχής αφαίρεσης ούτως ώστε να µπορεί να αποδοθεί µε λεπτοµέρεια η έκταση που καλύπτει ή να υπολογιστεί ο όγκος της. Με συστηµατικότητα τέλος καταγράφεται και η µορφή, το σχήµα και η έκταση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων που αποκαλύπτονται. Όλες αυτές οι χωρικού χαρακτήρα πληροφορίες, προστίθενται στο σύνολο των παρατηρήσεων που συγκροτούν το αρχαιολογικό ανασκαφικό αρχείο αποτελώντας ένα σηµαντικό κοµµάτι του. Με την καταγραφή των χωρικών χαρακτηριστικών των ανασκαφικών αντικειµένων επιτυγχάνεται η σύνδεση του συνόλου των ανασκαφικών παρατηρήσεων µε τον ανασκαφικό χώρο. Για παράδειγµα, ένα εύρηµα αποκαλύπτεται σε µια συγκεκριµένη θέση του αρχαιολογικού χώρου, αλλά και οι παρατηρήσεις του αρχαιολόγου σχετικά µε αυτό το εύρηµα µπορούν να οριοθετηθούν χωρικά µε βάση αυτή τη θέση Χρήση Η/Υ στην ανασκαφική έρευνα Το σύνολο αυτών των πληροφοριών που συγκροτεί το ανασκαφικό αρχείο καλείται ο αρχαιολόγος να αναγνώσει, να αναλύσει, να συνθέσει και να οργανώσει σε ερµηνευτικά σύνολα που αναφέρονται στο παρελθόν. Η διαδικασία αυτή µπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα πολύπλοκη, καθώς απαιτεί ιδιαίτερες συνδυαστικές και αναλυτικές ικανότητες από τη µεριά του αρχαιολόγου που επιχειρεί την ερµηνεία. Η εισαγωγή της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών (κυρίως µετά το 1970) δηµιούργησε νέες προοπτικές ως προς την διευκόλυνση επισκόπησης και ανάλυσης αυτού του ιδιαίτερα σύνθετου αρχείου. Η απαρχή της εισαγωγής των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην ανασκαφική τεκµηρίωση εντοπίζεται στην προσπάθεια οργάνωσης των γραπτών πληροφοριώνπαρατηρήσεων (του λεκτικού ή περιγραφικού αρχείου) σε βάσεις δεδοµένων. Οι βάσεις δεδοµένων που συγκροτήθηκαν για τον σκοπό αυτό, εµφάνιζαν παρόµοια δοµή µε αυτή των ανασκαφικών αναλογικών ηµερολογίων (Lock 2003, p.86) που συµπληρώνονταν από τους αρχαιολόγους στο πεδίο. Ουσιαστικά λοιπόν, στα πρώιµα στάδια οι βάσεις δεδοµένων αποτέλεσαν την ψηφιακή εξέλιξη του αναλογικού ανασκαφικού ηµερολόγιου, προσφέροντας όµως νέες δυνατότητες ως προς την αποθήκευση και διαχείριση των θεµατικών-περιγραφικών πληροφοριών

55 Αρχαιολογία Αρχαιολογική ανασκαφή 37 του αρχείου. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας στο πεδίο των βάσεων δεδοµένων, η έµφαση µεταφέρθηκε από την απλή αποθήκευση και παράθεση της πληροφορίας, στην αναζήτηση των καταλληλότερων τρόπων οργάνωσης των δεδοµένων σε επιµέρους πίνακες, ιδιότητες και συσχετισµούς. Νέες προοπτικές έδωσε και η ενσωµάτωση της γλώσσας σύνταξης ερωτηµάτων SQL (Structured Query Language) στο πλαίσιο των ψηφιακών βάσεων δεδοµένων. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε η δυνατότητα στον αρχαιολόγο να θέτει ερωτήµατα στη βάση και να λαµβάνει απαντήσεις ακόµα και µε τη µορφή γραφηµάτων ή ιστογραµµάτων (Lock 2003). Ιδιαίτερη επίσης ανάπτυξη γνώρισαν και οι υπολογιστικές εφαρµογές στρωµατογραφικής ανάλυσης 7 που άρχισαν να εµφανίζονται µετά την διατύπωση της σχετικής µεθοδολογίας, συσχέτισης στρωµατογραφικής ακολουθίας και χρόνου, από τον E. C. Harris το 1975 (Harris 1975). Ο Harris ουσιαστικά προσάρµοσε την αρχή της στρωµατογραφικής επαλληλίας 8, που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της επιστήµης της γεωλογίας, στην αρχαιολογική ανασκαφική πρακτική. Συνέλαβε την έννοια του ανασκαφικού συγκείµενου ως τη βασική αρχαιολογική στρωµατογραφική µονάδα 9 και προχώρησε στον προσδιορισµό των πιθανών τοπολογικών σχέσεων µεταξύ των αρχαιολογικών στρωµάτων-ανασκαφικών πλαισίων. Έτσι, διέκρινε ότι ένα στρώµα µπορεί να έχει τρεις δυνατές τοπολογικές σχέσεις µε ένα άλλο στρώµα: 1. να µην έχει άµεση επαφή 2. να είναι προγενέστερο ή µεταγενέστερο από αυτό 3. να είναι ισοδύναµο Με τη διατύπωση της ανάλυσης αυτής, η διάκριση και αναγνώριση της διαδοχής των στρωµάτων στο πεδίο και η συστηµατική καταγραφή των τοπολογικών τους σχέσεων τοποθετήθηκε στο επίκεντρο της ανασκαφικής πρακτικής. Για την οργάνωση και την οπτικοποίηση αυτών των σχέσεων ο Harris πρότεινε ένα συγκεκριµένο πλαίσιο απόδοσης µε τη µορφή διαγράµµατος που ονοµάστηκε διάγραµµα Harris. Στο διάγραµµα Harris, η διαδοχή των στρωµατογραφικών πλαισίων αναπαρίσταται ως ένα δισδιάστατο διάγραµµα µε τις αρχαιότερες χαµηλά στη βάση του και τις νεότερες στην κορυφή (Εικόνα 3.2). Με το διάγραµµα αυτό κατέστη δυνατή η οργάνωση των στρωµατογραφικών σχέσεων που σε συνδυασµό µε αναλύσεις των ευρηµάτων του κάθε στρώµατος µπορεί να 7 Η αρχή έγινε µε το πρόγραµµα STRATA το Σύµφωνα µε την αρχή της επαλληλίας, σε µια σειρά αλλεπάλληλων στρωµάτων, τα στρώµατα που εντοπίζονται πιο κοντά στην γήινη επιφάνεια είναι νεότερα (σχηµατίστηκαν πιο προσφατα) σε σχέση µε τα στρώµατα που βρίσκονται κάτω από αυτά. 9 που µπορεί να αποτελεί ένα στρώµα ή την νοητή επιφάνεια ανάµεσα σε δύο στρώµατα (interface)

56 38 οδηγήσει στην οµαδοποίηση των ανασκαφικών πλαισίων σε ευρύτερες χρονολογικές φάσεις. Εικόνα 3.2 Στρωµατογραφική ακολουθία που µεταγράφεται υπο τη µορφή διαγράµµατος Harris, πηγή: Harris 1989, pp.62 Τα διαγράµµατα Harris αποτέλεσαν τον πυρήνα των υπολογιστικών εφαρµογών στρωµατογραφικής ανάλυσης. Με τις εφαρµογές αυτές 10, κατέστη δυνατή η σχεδίαση της στρωµατογραφικής αλληλουχίας και των συσχετισµών µεταξύ των διαφορετικών στρωµάτων σε ψηφιακό περιβάλλον, βοηθώντας τους αρχαιολόγους στη χρονολογική οµαδοποίησή τους και επισηµαίνοντας πιθανά λάθη στην καταγραφή ή αρχική ερµηνεία στο πεδίο. Στις υπολογιστικές εφαρµογές διαγραµµάτων Harris Matrix είναι ευδιάκριτη η προσπάθεια σύνδεσης της θεµατικής πληροφορίας του ανασκαφικού αρχείου µε τη χωρική πληροφορία (πιο συγκεκριµένα µε τα αρχαιολογικά στρώµατα). Ωστόσο ο χώρος ενσωµατώνεται και απεικονίζεται στις προσπάθειες αυτές µε µια αφαιρετική σχηµατική µορφή. Ο αρχαιολόγος µελετάει το στρωµατογραφικό φαινόµενο χωρίς να µπορεί να εξετάσει την έκταση ή τη µορφή του κάθε στρώµατος ή τη διασπορά του υλικού που εντοπίστηκε στα πλαίσιά του. Στην περίπτωση των βάσεων δεδοµένων, η απουσία της έννοιας του χώρου είναι ακόµα πιο εµφανής. Στην πραγµατικότητα, το ανασκαφικό αρχείο οργανώνεται και αναλύεται στις βάσεις δεδοµένων ξεχωριστά από το χωρικό πλαίσιο στο οποίο 10 Ενδεικτικά αναφέρονται τα: ArchEd ( Jnet (Ryan 2001, Stratify (

57 Αρχαιολογία Αρχαιολογική ανασκαφή 39 αποκαλύφθηκε και µε βάση το οποίο µελετάται σύµφωνα µε την αρχαιολογική ερµηνευτική λογική Χωρική τεκµηρίωση και Αρχαιολογική ανασκαφή Η σύνδεση ανασκαφικού χώρου και ανασκαφικού αρχείου ακολούθησε ανεξάρτητη πορεία από τις προαναφερθείσες υπολογιστικές εφαρµογές. Η χωρική φύση των αρχαιολογικών µαρτυριών αλλά και ο τρόπος µελέτης τους από τους αρχαιολόγους, οδήγησε από πολύ νωρίς στην αναζήτηση των κατάλληλων µέσων για την αποτελεσµατική αποτύπωση και χωρική ανάλυση τους (Wheatley & Gillings 2002, p.3) Χρήση αναλογικών χαρτών σχεδίων Ξεκινώντας από την προ-ψηφιακή εποχή και µέχρι περίπου το 1970, η ανάγκη για χωρικό-κεντρική προσέγγιση της αρχαιολογικής πληροφορίας ικανοποιούνταν µέσα από τη κατασκευή αναλογικών χαρτών, κυρίως µε τη µορφή ανασκαφικών σχεδίων. Παρότι οι χαρτογραφικές αυτές αποδόσεις παρείχαν δυνατότητες συστηµατικότερης γραφικής απόδοσης των ανασκαφικών δεδοµένων, δεν ήταν δυνατόν να υποστηρίξουν πολύπλοκες µεθόδους χωρικής ανάλυσης και συσχετισµού της αρχαιολογικής πληροφορίας, λόγω των περιορισµών που εµπεριέχει η χρήση του µέσου του χαρτιού (Aldenderfer 1990, Marble 1990: 9-12). Ουσιαστικά λοιπόν, µε αυτόν τον τρόπο ο αρχαιολόγος µελετά το αρχαιολογικό υλικό µέσα από τις καταγεγραµµένες στα ανασκαφικά ηµερολόγια πληροφορίες, ενώ ο χάρτης χρησιµοποιείται µόνο ως συµπληρωµατική πληροφορία εξυπηρετώντας αποκλειστικά την οπτική διερεύνηση µέρους του αρχαιολογικού υλικού (Barcelo & Vicente 2004, Wheatley & Gillings 2002, p.5) Ψηφιακή χαρτογραφία ΣΓΠ Κατά τη δεκαετία του 80 και έχοντας ήδη καθιερωθεί σε εφαρµογές γεωγραφικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα, τα ΣΓΠ εισάγονται σταδιακά στην αρχαιολογική έρευνα. Τα ΣΓΠ άνοιξαν νέες προοπτικές όσον αφορά την αποθήκευση, οργάνωση, ανάλυση και οπτικοποίηση της χωρικής αρχαιολογικής πληροφορίας. Η ενσωµάτωση βάσεων δεδοµένων στα πλαίσια των ΣΓΠ, δεν προσέφερε µόνο τη δυνατότητα αποθήκευσης και διαχείρισης του συνόλου της αρχαιολογικής θεµατικής πληροφορίας, αλλά και τη λειτουργική σύνδεσή της µε τα αρχαιολογικά χωρικά αντικείµενα που απεικονίζονται στο ψηφιακό χαρτογραφικό περιβάλλον. Σε αντίθεση µε τους αναλογικούς χάρτες, ο αρχαιολόγος

58 40 έχει τη δυνατότητα να αναπροσαρµόσει τα ψηφιακά χαρτογραφικά δεδοµένα και να διαµορφώνει τα δοµικά του στοιχεία (κλίµακα, συµβολισµός) κατασκευάζοντας θεµατικούς χάρτες που ανταποκρίνονται στα ερευνητικά του ερωτήµατα. Με άλλα λόγια, τα ΣΓΠ προσέδωσαν την ευελιξία στον χρήστη (αρχαιολόγο ή όχι) να διαχειρίζεται και να συνθέτει τη χωρική και θεµατική αρχαιολογική πληροφορία σύµφωνα µε τις ανάγκες και τα ερωτήµατά του. Τα εργαλεία χωρικής ανάλυσης που ενσωµατώνονται επίσης στα πλαίσια των ΣΓΠ επέτρεψαν τη διενέργεια πολύπλοκων χωρικών και στατιστικών αναλύσεων δηµιουργώντας νέα δεδοµένα ως προς τη διερεύνηση των χωρικών σχέσεων µεταξύ των αρχαιολογικών δεδοµένων και την κατανόηση σύνθετων αρχαιολογικών φαινοµένων. Οι δυνατότητες που προσέφεραν τα ΣΓΠ, άλλαξαν τον τρόπο προσέγγισης της αρχαιολογικής πληροφορίας από τον αρχαιολόγο. Στο επίκεντρο της αρχαιολογικής ανάλυσης δεν βρίσκεται πια το ανασκαφικό ηµερολόγιο αλλά ο ψηφιακός χάρτης. Σε αντίθεση λοιπόν µε την προ-ψηφιακή εποχή, ο αρχαιολόγος ξεκινάει µε τον εντοπισµό της αρχαιολογικής πληροφορίας στον χάρτη και στη συνέχεια προχωράει στην επισκόπηση των ιδιοτήτων του ή στη διενέργεια χωρικών αναλύσεων. Ενδοανασκαφικά αρχαιολογικά ΣΓΠ Οι δυνατότητες που η τεχνολογία των ΣΓΠ προσέφερε, είχε ως αποτέλεσµα τα ΣΓΠ να θεωρηθούν η ιδανική πλατφόρµα για την ενσωµάτωση διαχείριση και ανάλυση του συνόλου του αρχαιολογικού αρχείου (Allen et. Al. 1990). Παρόλα αυτά, οι πρώιµες ΣΓΠ αρχαιολογικές εφαρµογές επικεντρώθηκαν σε έρευνες τοπίου και χαρακτηρίστηκαν από την τάση υιοθέτησης θεωριών και µεθοδολογιών που αναπτύχθηκαν για τη µελέτη γεωγραφικών και περιβαλλοντικών φαινοµένων. Αντίθετα, στο επίπεδο της ανασκαφής δεν παρατηρείται ανάλογη δραστηριότητα. Αν και τα τελευταία χρόνια αρχίζει να αναπτύσσεται ο τοµέας των ΣΓΠ ανασκαφικών εφαρµογών συγκροτώντας ένα πολλά υποσχόµενο ερευνητικό πεδίο, διαπιστώνεται (Wheatley & Gillings 2002, p.235) πως ο κύριος όγκος των αρχαιολογικών ΣΓΠ εφαρµογών (όπως και τρεις περίπου δεκαετίες πριν), συνεχίζει να επικεντρώνεται σε µελέτες τοπίου. Ακόµα όµως και στις περιορισµένες σε αριθµό ενδοανασκαφικές εφαρµογές, τα ΣΓΠ αξιοποιούνται κυρίως ως µέσα αποθήκευσης και διαχείρισης του τεράστιου όγκου της πληροφορίας που η ανασκαφή παράγει, ενώ η απόδοση των ανασκαφικών πεπραγµένων περιορίζεται κατά κύριο λόγο στην δισδιάστατη αποτύπωση ανασκαφικών σχεδίων-κατόψεων. Ουσιαστικά, τα ΣΓΠ στην ανασκαφική έρευνα χρησιµοποιούνται κυρίως µόνο ως ένα µέσο χαρτογράφησης που επιτρέπει απλά την καλύτερη διαχείριση του σχεδιαστικού αρχείου της ανασκαφής. Ενδοανασκαφικά ΣΓΠ - Περιοριστικοί παράγοντες

59 Αρχαιολογία Αρχαιολογική ανασκαφή 41 Ποιοι είναι οι λόγοι όµως που εµποδίζουν την ανάπτυξη ή περιορίζουν την χρησιµότητα τέτοιων ενδοανασκαφικών ΣΓΠ εφαρµογών; Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει µε τις δυσκολίες απεικόνισης της ανασκαφικής χωρικής πληροφορίας και τον τρόπο µε τον οποίο αυτή επιχειρείται από τις περισσότερες σύγχρονες εφαρµογές. Η ανασκαφική διαδικασία µε την αποκάλυψη και αφαίρεση του αρχαιολογικού υλικού, προκαλεί συνεχείς αλλαγές στη µορφή του ανασκαφικού χώρου. Αυτό σηµαίνει πως ο αρχαιολόγος στερείται της δυνατότητας επαναπροσέγγισης του αρχαιολογικού χώρου ή επανάληψης της ανασκαφικής διαδικασίας µετά την αφαίρεση του υλικού στο πεδίο. Το γεγονός αυτό, εκτός από την ανάδειξη της σηµασίας της τεκµηρίωσης του συνόλου των ανασκαφικών πεπραγµένων, αναδεικνύει επίσης την ανάγκη αναζήτησης κατάλληλων τρόπων οπτικοποίησης του ανασκαµένου υλικού. Το βασικό ζήτηµα εποµένως που προκύπτει, είναι η ρεαλιστική απόδοση των χωρικών αντικειµένων που αφαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας. Στις περισσότερες ενδοανασκαφικές ΣΓΠ εφαρµογές η απόδοση της ανασκαφικής χωρικής πληροφορίας γίνεται µέσω διδιάστατων ανασκαφικών σχεδίων-κατόψεων 11. Ενώ λοιπόν ο αρχαιολόγος ανασκάπτει στον τρισδιάστατο χώρο, στις περισσότερες περιπτώσεις απεικονίζει και ερµηνεύει την πληροφορία σε διδιάστατα σχέδια (Conolly & Lake 2006, p.38). Από το γεγονός αυτό, προκύπτουν δύο βασικά προβλήµατα. Κατ αρχάς (1), η πολυπλοκότητα στη µορφολογία των αρχαιολογικών κατασκευών αλλά και η κατακόρυφη δοµή του στρωµατογραφικού φαινοµένου, καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο το εγχείρηµα της διδιάστατης ρεαλιστικής τους απόδοσης. Επίσης (2), σε κάθε διδιάστατο σχέδιο εµπεριέχεται πλήθος χωρικών αντικειµένων που συνυπάρχουν ως αδιαίρετο σύνολο. Η πρωτογενής πληροφορία στην οποία στηρίζεται η κατασκευή ενός σχεδίου αποτελεί συνήθως µια φωτογραφία ενός τµήµατος του ανασκαφικού χώρου. Ουσιαστικά, το ανασκαφικό σχέδιο προκύπτει µέσα από την αποκωδικοποίηση των δοµικών στοιχείων αρχαιολογικής σηµασίας που απεικονίζονται στην φωτογραφία και έχουν αρχαιολογική σηµασία. Ωστόσο, στα σχέδια δεν απεικονίζεται η πραγµατική µορφή των αντικειµένων αλλά η µορφή που ο ανασκαφικός χώρος είχε σε µια δεδοµένη χρονική στιγµή. Στην πράξη, τα αντικείµενα που απεικονίζονται σε ένα σχέδιο δεν έχουν σαν σύνολο αποκαλυφθεί πλήρως, µε αποτέλεσµα για 11 Εξαίρεση στην αδυναµία τρισδιάστατης απόδοσης της αρχαιολογικής ανασκαφής αποτελεί το σύστηµα Archave (Acevedo et al. 2001, Vote et al. 2002). Σχεδιασµένο στη λογική εφαρµογών εικονικής πραγµατικότητας, το σύστηµα Archave αποτελεί ένα διαδραστικό περιβάλλον στο οποίο ο αρχαιολόγος µπορεί να περιηγηθει στην τρισδιάστατη εικονική αρχαιολογική ανασκαφή. Παρόλα αυτά, η έµφαση στο σύστηµα αυτό δίνεται σε ζητήµατα πλοήγησης και διαδραστικότητας του χρήστη µε τον εικονικό ανασκαφικό χώρο, µε αποτέλεσµα να υστερεί στην ενσωµάτωση εργαλείων αρχαιολογικής ανάλυσης και σύνθεσης της αρχαιολογικής πληροφορίας.

60 42 κάποια από αυτά να µην αποδίδεται ολοκληρωµένα η µορφή, το σχήµα ή η έκτασή τους. Επίσης, η κατασκευή ανασκαφικών σχεδίων δεν είναι τόσο συχνή ούτως ώστε να µπορούν να αποδοθούν σε αυτά τα διαδοχικά στάδια αποκάλυψης των αντικειµένων που απεικονίζουν. Το ανασκαφικό σχέδιο λοιπόν επικεντρώνει στην ανασκαφική επιφάνεια ως σύνολο τεκµηρίων-αντικειµένων αρχαιολογικής σηµασίας και όχι στο κάθε µεµονωµένο αντικείµενο. Με τον τρόπο αυτό, στερεί από τον αρχαιολόγο τη δυνατότητα να εστιάσει σε µεµονωµένα ανασκαφικά χωρικά αντικείµενα ή να προχωρήσει στην επιλεκτική σύνθεση πληροφοριών και ανάλυση χωρικών σχέσεων. Αντίθετα, µε την ενσωµάτωση της τρίτης χωρικής διάστασης και την τρισδιάστατη απόδοση των ανασκαφικών αντικειµένων, ο αρχαιολόγος αποκοµίζει σηµαντικά οφέλη όσον αφορά τόσο την οπτικοποίηση, όσο και την ανάλυση της αρχαιολογικής πληροφορίας. Η επισκόπηση της αρχαιολογικής ανασκαφής από όλες τις οριζόντιες και κατακόρυφες οπτικές γωνίες µπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στην κατανόηση των σχέσεων µεταξύ πολύπλοκων χωρικών αντικειµένων (Day et.al 2005), καθώς και στην πληρέστερη παρακολούθηση του συνόλου του αρχαιολογικού υλικού. Μέσα από την 3 ανάλυση µπορούν να υπολογιστούν αποστάσεις µεταξύ αντικειµένων, να διερευνηθούν οι τοπολογικές σχέσεις και να προσδιοριστούν συγκεντρώσεις κατηγοριοποιηµένων αντικειµένων ή να υπολογιστεί ο όγκος της κάθε στρωµατογραφικής ενότητας, διαδικασίες που δεν είναι δυνατόν να πραγµατοποιηθούν µέσω της ανάλυσης στις δύο διαστάσεις. Η ερµηνεία επίσης µπορεί να υποβοηθηθεί σηµαντικά εφόσον ο αρχαιολόγος αποκοµίζει µια πληρέστερη εικόνα της µορφολογίας της αρχαιολογικής θέσης και της διαστρωµάτωσης του αρχαιολογικού υλικού. Ο τρόπος λοιπόν µε τον οποίο ο αρχαιολόγος προσεγγίζει τα ανασκαφικά χωρικά αντικείµενα, η πολυπλοκότητα της µορφολογίας των αρχαιολογικών αντικειµένων αλλά και η δοµή του στρωµατογραφικού φαινοµένου, προτάσσουν τη µετατόπιση του ενδιαφέροντος από το διδιάστατο σχέδιο στο κάθε µεµονωµένο και τρισδιάστατο χωρικό ανασκαφικό αντικείµενο, κάτι που δεν ακολουθείται στην πράξη από τις περισσότερες ενδοανασκαφικές ΣΓΠ εφαρµογές. Ένας δεύτερος λόγος της περιορισµένης ανάπτυξης ΣΓΠ ανασκαφικών εφαρµογών είναι η αδυναµία τους να ενσωµατώσουν στο πλαίσιό τους τη διάσταση του χρόνου. Η επιστήµη της αρχαιολογίας είναι άµεσα συνυφασµένη µε την έννοια του χρόνου. Ο προσδιορισµός της ηλικίας των αρχαιολογικών µαρτυριών, της χρονικής διαδοχής των στρωµατογραφικών ενοτήτων και αποτελούν στοιχειώδη ζητούµενα που αποσκοπούν στην ανασύνθεση της ιστορίας της αρχαιολογικής θέσης και αποτελούν ουσιαστικά το ζητούµενο της αρχαιολογικής έρευνας. Στην ανασκαφική έρευνα δηλαδή, η ηλικία ή χρονολόγηση των αρχαιολογικών µαρτυριών δεν υποδηλώνεται άµεσα κατά τη στιγµή αποκάλυψής τους, αλλά προσδιορίζεται ουσιαστικά µέσα από την αρχαιολογική ανάλυση και ερµηνεία. Κατ

61 Αρχαιολογία Αρχαιολογική ανασκαφή 43 επέκταση, ένα χαρτογραφικό περιβάλλον το οποίο επιδιώκει να συνδράµει στην αρχαιολογική ανάλυση και ερµηνευτική διαδικασία, είναι απαραίτητο να ενσωµατώνει δυναµικά κάθε ένδειξη, πληροφορία ή ερµηνεία σχετικά µε τη χρονολόγηση των ανασκαφικών δεδοµένων. Στις σύγχρονες όµως ΣΓΠ εφαρµογές, λείπουν τόσο οι λύσεις στον τρόπο οργάνωσης της χρονικής πληροφορίας όσο και στην απεικόνιση της χρονικής αλλαγής. Σε ορισµένες µόνο περιπτώσεις ανασκαφικών συστηµάτων (Intrasis 12 ) δίνεται η δυνατότητα οµαδοποίησης χωρικών αντικειµένων (ως επί το πλείστον στρωµάτων) µε βάση τις χρονικές τους ιδιότητες. Επίσης, παρόλη την σηµαντική εξέλιξη που εµφάνισαν από νωρίς υπολογιστικές εφαρµογές που αφορούν την ψηφιακή σχεδίαση διαγραµµάτων Harris (βλ. 3.2), τα προγράµµατα αυτά λειτουργούν αυτόνοµα και µόνο σε ορισµένες περιπτώσεις, συνδέονται µε περιβάλλοντα απεικόνισης 13 της στρωµατογραφικής πληροφορίας (Day et.al 2005). Ακόµα όµως και αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούν προσπάθειες λειτουργικής ενσωµάτωσης διαγραµµάτων Harris στα πλαίσια ενός αρχαιολογικά προσανατολισµένου ΣΓΠ αλλά µάλλον το αντίθετο. Επιπλέον, οι χρονικές παράµετροι που προκύπτουν από την ανάλυση της στρωµατογραφικής διάρθρωσης αποτελούν µέρος µόνο της χρονικής συλλογιστικής που εµπεριέχεται στην αρχαιολογική ανασκαφή και ανάλυση. Ένα πλήθος µεθόδων χρονολόγησης (όπως χρονολόγηση µε βάση τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των ευρηµάτων ή µε την εφαρµογή τεχνικών ραδιοχρονολόγησης-δενδροχρονολόγησης) εφαρµόζονται σε κάθε αρχαιολογική ανασκαφή, συγκροτώντας ένα ευρύ φάσµα χρονικών παραµέτρων µε διαφορετικά γνωρίσµατα που συνοδεύουν κάθε αρχαιολογική µαρτυρία. Η αποτελεσµατική ενσωµάτωση της πλούσιας χρονικής πληροφορίας σε χωρικές βάσεις δεδοµένων και η οπτική απόδοση των χρονικών ιδιοτήτων και σχέσεων, αποτελούν ζητήµατα που δεν έχουν αντιµετωπιστεί ικανοποιητικά µέχρι σήµερα στα πλαίσια µιας ψηφιακής ΣΓΠ πλατφόρµας. Ένας τρίτος λόγος, αποτελεί η αδυναµία των ΣΓΠ αρχαιολογικών συστηµάτων να συγκροτήσουν ένα ψηφιακό µέσο που βοηθάει την αρχαιολογική ερµηνευτική διαδικασία. Με άλλα λόγια, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να συµπεριληφθούν στα πλαίσια ενός ΣΓΠ τα πολλαπλά πεδία (Witmore 2004) στα οποία η αρχαιολογική ερµηνεία λαµβάνει χώρα. Πιο συγκεκριµένα, στην ανασκαφική πρακτική µια πρώτη ερµηνεία του αρχαιολογικού υλικού πραγµατοποιείται κατά την αποκάλυψή του στο πεδίο από τον αρχαιολόγο ανασκαφέα και καταγράφεται µε τη µορφή παρατηρήσεων στα ανασκαφικά όπως στην περίπτωση του Proleg Stratigraf 3.5 ( ή την προσπάθεια σύνδεσης των προγραµµάτων jnet (πρόγραµµα σχεδίασης διαγραµµάτων τύπου Harris Matrix) και Strat tool (πρόγραµµα τρισδιάστατης απεικόνισης στρωµάτων)

62 44 ηµερολόγια. Το αρχαιολογικό υλικό µεταφέρεται στη συνέχεια στα εργαστήρια της ανασκαφής όπου εξειδικευµένοι αρχαιολόγοι (αρχαιοβοτανολόγοι, αρχαιοζωολόγοι, ειδικοί κεραµικής κτλ) το αναλύουν και διατυπώνουν τα δικά τους ειδικά συµπεράσµατά. Τα αποτελέσµατα αυτών των µελετών από µόνα τους δεν µπορούν να εξηγήσουν το σύνθετο φαινόµενο της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Αυτός ο στόχος επιτυγχάνεται µόνο µέσα από τη σύνθεση των επιµέρους αποτελεσµάτων της έρευνας, τον συνδυασµό τους µε κάθε άλλη σχετική καταγεγραµµένη πληροφορία και την ένταξή τους στο ευρύτερο χωρικό και χρονολογικό πλαίσιο της θέσης που ερευνάται. Ουσιαστικά λοιπόν, η διαδικασία της ερµηνείας αποτελεί ένα συνεχώς εξελίξιµο, δυναµικό γεγονός, κατά το οποίο τα αρχικά δεδοµένα φιλτράρονται, µεταγράφονται και αναβαθµίζονται οδηγώντας συνεχώς σε νέες παρατηρήσεις και ερµηνευτικά συµπεράσµατα. Ένα υπολογιστικό χαρτογραφικό περιβάλλον φυσικά, θα ήταν αδύνατον να εµπεριέχει όλες εκείνες τις νοητικές και αναλυτικές διαδικασίες που οδηγούν τον αρχαιολόγο στην συγκρότηση γνώσης για το παρελθόν. Το χαρτογραφικό ΣΓΠ περιβάλλον, µπορεί να ιδωθεί ορθότερα «ως η µεσολαβητική πλευρά της γνώσης» (Κωτσάκης 1999). Χωρίς λοιπόν το ψηφιακό χαρτογραφικό περιβάλλον να παράγει γνώση, µπορεί να µεσολαβεί για την ανάκτησή της. Η έµφαση λοιπόν πρέπει να δίνεται στη όσο το δυνατόν λεπτοµερέστερη απόδοση και διάκριση της αρχαιολογικής πληροφορίας, µε το υπολογιστικό περιβάλλον να επιτρέπει στον ερευνητή να δηµιουργήσει τις δικές του διαδροµές στην αναζήτηση και σύνθεση της πληροφορίας. Ιδανικά, το περιβάλλον πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στον αρχαιολόγο να παρατηρεί και να συνθέτει τις πληροφορίες ελεύθερα και να αποθηκεύει τα ερµηνευτικά συµπεράσµατά του. Αυτό µεταφράζεται στην ανάγκη σχεδιασµού περιβαλλόντων που να περιλαµβάνουν εργαλεία, η µορφή και η δοµή των οποίων να προκύπτει µέσα από την αρχαιολογική µεθοδολογία. Το συγκεκριµένο εγχείρηµα, δεν µπορεί να πραγµατοποιηθεί στα πλαίσια των σηµερινών εµπορικών ΣΓΠ πακέτων. Σε γενικές γραµµές, τα ΣΓΠ συγκροτούν σύνθετα περιβάλλοντα, η πλήρης αξιοποίηση των αναλυτικών δυνατοτήτων των οποίων, απαιτεί ειδίκευση στη χρήση και εξοικείωση µε την αντίστοιχη ορολογία. Σε ό,τι αφορά την αρχαιολογία, η αυξανόµενη υιοθέτηση των ΣΓΠ στην αρχαιολογική έρευνα δε συνοδεύτηκε από αντίστοιχη εξοικείωση των αρχαιολόγων µε το ΣΓΠ περιβάλλον και τη χρήση του (Wheatley & Gillings 2002, p.1). Υπό αυτή την έννοια, οι αρχαιολόγοι συνεχίζουν να αποτελούν µια µη εξειδικευµένη στη χρήση των συστηµάτων αυτών οµάδα χρηστών. Το εγχείρηµα σχεδιασµού ενός χρηστικού ΣΓΠ µε αρχαιολογικούς προσανατολισµούς γίνεται ακόµα πιο δύσκολο µέσα από την προσπάθεια ενσωµάτωσης της τρίτης χωρικής διάστασης, και της χρονικής διάστασης. Τα ΣΓΠ λοιπόν δεν µπορούν να αξιοποιηθούν ως µέσα απεικόνισης, ανάλυσης και σύνθεσης της ανασκαφικής πληροφορίας εάν δεν

63 Αρχαιολογία Αρχαιολογική ανασκαφή 45 διαµορφωθούν κατάλληλα έτσι ώστε ο αρχαιολόγος χρήστης να µπορεί µε ευκολία να πλοηγείται σε αυτά. Από τα παραπάνω προκύπτει η ανάγκη παραµετροποίησης και απλοποίησης του ΣΓΠ περιβάλλοντος µε τέτοιο τρόπο ώστε να προάγεται η όσο το δυνατό πιο απλή περιήγηση του αρχαιολόγου στον ψηφιακό ανασκαφικό χώρο και να προσφέρονται οι πιο ουσιαστικές αναλυτικές δυνατότητες µέσα από τον σχεδιασµό εξειδικευµένων εργαλείων αρχαιολογικής ανάλυσης και σύνθεσης Συµπεράσµατα Μέσα από την ανάλυση των αδυναµιών που οι σύγχρονες ΣΓΠ αρχαιολογικές ανασκαφικές εφαρµογές παρουσιάζουν, µπορεί να προκύψουν οι προϋποθέσεις που είναι απαραίτητο να καλυφθούν µε σκοπό τον σχεδιασµό ενός λειτουργικού και χρηστικού ΣΓΠ περιβάλλοντος ανασκαφικής ανάλυσης και σύνθεσης της αρχαιολογικής πληροφορίας. Συνοπτικά, οι προϋποθέσεις αυτές µπορούν να διατυπωθούν ως εξής: 1. Σχεδιασµός του ΣΓΠ περιβάλλοντος µε γνώµονα την ανασκαφική µεθοδολογία και τις ανάγκες των ανειδίκευτων στη χρήση ΣΓΠ αρχαιολόγων 2. Απόδοση των ανασκαφικών χωρικών δεδοµένων στις τρεις χωρικές διαστάσεις µε έµφαση στο κάθε µεµονωµένο αντικείµενο 3. Ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόδοση των χρονικών ιδιοτήτων και σχέσεων της αρχαιολογικής πληροφορίας Καθώς η ερµηνεία του αρχαιολογικού υλικού επιχειρείται µέσα από τη δηµιουργική σύνθεση πληροφοριών και την εξαγωγή συµπερασµάτων που µε τη σειρά τους λειτουργούν ως επιπρόσθετη πληροφορία, ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στην αναζήτηση τεχνικών οπτικοποίησης και απόδοσης του συνόλου των πληροφοριών ή παρατηρήσεων που παράγει η αρχαιολογική ανασκαφή µέσα από την 4. δυναµική παράθεση πληροφοριών, παρατηρήσεων και ερµηνειών που σχετίζονται µε κάθε χωρικό ανασκαφικό αντικείµενο και την 5. αντιπαραβολή και σύγκριση µεταξύ των θεµατικών, χωρικών και χρονικών ιδιοτήτων των δεδοµένων µε στόχο την συνδροµή της ερµηνευτικής διαδικασίας

64 46

65 4. 4. ΤΡΙΤΗ ΧΩΡΙΚΗ ΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Στο προηγούµενο κεφάλαιο έγινε µια εισαγωγή στις γενικές αρχές της αρχαιολογικής ανασκαφικής έρευνας και εντοπίστηκαν οι προβληµατικές πτυχές των σύγχρονων ενδοανασκαφικών ΣΓΠ εφαρµογών. Σαν συµπέρασµα προέκυψε η αναγκαιότητα ενσωµάτωσης τόσο της τρίτης χωρικής διάστασης όσο και της διάστασης του χρόνου σε κάθε προσπάθεια συγκρότησης ψηφιακού χαρτογραφικού περιβάλλοντος που να προσφέρει αναλυτικές δυνατότητες στην ανασκαφική έρευνα. Προτού καταλήξουµε στην διατύπωση συγκεκριµένων σχεδιαστικών πρακτικών, πρέπει να αναλύσουµε τις προεκτάσεις που θέτουν στην οπτικοποίηση η ενσωµάτωση της τρίτης διάστασης του χώρου και του χρόνου. Στο κεφάλαιο αυτό καθώς και στο επόµενο, γίνεται διεξοδική ανάλυση των δύο αυτών θεµάτων. Το κάθε επιµέρους ζήτηµα αναλύεται πρώτα από την χαρτογραφική σκοπιά παρουσιάζοντας τις καθιερωµένες αντιλήψεις και πρακτικές στη σύγχρονη χαρτογραφική έρευνα. Στη συνέχεια η προσπάθεια επικεντρώνεται στην αναζήτηση των καταλληλότερων λύσεων για την αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα.

66 48 Όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. 3.2), σε ελάχιστες µόνο περιπτώσεις αρχαιολογικά προσανατολισµένα ΣΓΠ ενσωµατώνουν στη δοµή τους την τρίτη χωρική διάσταση. Το συγκεκριµένο πρόβληµα, δεν εντοπίζεται βέβαια µόνο στις αρχαιολογικές εφαρµογές αλλά αποτελεί τον κανόνα και για περισσότερες εφαρµογές ΣΓΠ ανεξάρτητα από το πεδίο εφαρµογής. Θα επιχειρήσουµε λοιπόν αρχικά µια πιο σφαιρική προσέγγιση του ζητήµατος, κατευθύνοντας τη συζήτηση στη συνέχεια στην αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα και τις ιδιαιτερότητές της Ψηφιακά περιβάλλοντα τρισδιάστατης απόδοσης Κάνοντας µια γενική επισκόπηση της σηµερινής κατάστασης, µπορούµε να εντοπίσουµε δυο διαφορετικές κατηγορίες ψηφιακών συστηµάτων απόδοσης φαινοµένων και χωρικών αντικειµένων στις τρεις χωρικές διαστάσεις. Η πρώτη κατηγορία αφορά τα τρισδιάστατα ΣΓΠ, ενώ η δεύτερη περιβάλλοντα τρισδιάστατης οπτικοποίησης µε εξειδικευµένο συνήθως πεδίο εφαρµογής. Τα τρία κρίσιµα σηµεία που διαφοροποιούν ένα ΣΓΠ από ένα περιβάλλον οπτικοποίησης είναι αυτά (α) της παροχής δυνατοτήτων χωρικής ανάλυσης, (β) της σύνδεσης µε βάσεις δεδοµένων όπου οργανώνονται οι περιγραφικές πληροφορίες και τα µεταδεδοµένα και (γ) της ανάκτησης των τοπολογικών σχέσεων µεταξύ των χωρικών οντοτήτων. Η λειτουργία και η δοµή ενός ΣΓΠ έχει ταυτιστεί µε τις παραπάνω συνθήκες, που αποτέλεσαν και τη βασική αιτία για την ευρεία εφαρµογή τους σε ποικίλα ερευνητικά πεδία. Από την άλλη, τα περιβάλλοντα 3 οπτικοποίησης είτε περιορίζονται στην κατασκευή και οπτικοποίηση 3 αντικειµένων, είτε παρέχουν περιορισµένου εύρους αναλυτικές δυνατότητες που εξειδικεύονται στις ανάγκες του ερευνητικού αντικειµένου που επικεντρώνουν. Παρόλες τις διαφορές, πολλές φορές 3 ΣΓΠ και 3 περιβάλλοντα οπτικοποίησης συµµετέχουν ταυτόχρονα σε προσπάθειες ρεαλιστικής απόδοσης και διαχείρισης της τρισδιάστατων χωρικών δεδοµένων. Καθώς η παρούσα εφαρµογή δεν περιορίζεται µόνο στην απεικόνιση της αρχαιολογικής πληροφορίας αλλά επιδιώκει την ανάπτυξη τεχνικών ανάλυσης της πληροφορίας αυτής στον τρισδιάστατο χώρο, κρίνεται σκόπιµο η παρούσα ενότητα να ξεκινήσει µε την ανάλυση των προϋποθέσεων που ένα 3 ΣΓΠ πρέπει να καλύπτει και την περιγραφή των διαθέσιµων τύπων 3 δεδοµένων που µπορούν να διαχειριστούν στα πλαίσιά τους. Αξιολογώντας τις εξελίξεις στους τοµείς αυτούς, στη συνέχεια της ενότητας επιχειρείται σύγκριση-αντιπαραβολή µε τα σηµερινά διαθέσιµα 3 περιβάλλοντα οπτικοποίησης.

67 Τρίτη Χωρική ιάσταση και Ανασκαφική Έρευνα ΣΓΠ: Απαιτήσεις παιτήσεις-προϋποθέσεις Ιδανικά, ένα ολοκληρωµένο 3 ΣΓΠ θα πρέπει να προσφέρει δυνατότητες απεικόνισης και ανάλυσης της χωρικής πληροφορίας κατά τον ίδιο τρόπο όπως και τα σηµερινά και ευρέως διαδεδοµένα 2 ΣΓΠ (Ellul & Haklay 2006). Πιο συγκεκριµένα, η λειτουργικότητα ενός 3 ΣΓΠ εµπλέκει αρχικά τα ζητήµατα: I) κατασκευής τρισδιάστατων αντικειµένων, II) απεικόνισης τους σε τρισδιάστατο περιβάλλον και III) οργάνωσης της πληροφορίας αυτής σε γεω-βάσεις (Zlatanova et. al. 2002). Επιπλέον, σε ένα 3 ΣΓΠ θα πρέπει να υποστηρίζονται: IV) µέθοδοι 3 χωρικής ανάλυσης που προϋποθέτουν την ανάκτηση της τοπολογίας του κάθε τρισδιάστατου αντικειµένου και V) η διεξαγωγή τοπολογικών ερωτηµάτων. Ένα τελευταίο, αλλά εξίσου σηµαντικό ζήτηµα που σχετίζεται άµεσα µε την λειτουργικότητα ενός 3 ΣΓΠ αφορά την: VI) ευκολία µε την οποία ο χρήστης µπορεί να κατανοήσει τρισδιάστατους χάρτες και να πλοηγηθεί σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Καθώς µέχρι σήµερα είναι ακόµα παγιωµένη η διδιάστατη αποτύπωση του χώρου και των φαινοµένων που αναπτύσσονται σε αυτόν, απαιτείται η εξεύρεση λύσεων που να προάγουν τη διαδραστικότητα µεταξύ του χρήστη και του 3 συστήµατος και να διασφαλίζουν τη λειτουργικότητά του Τύποι 3 δεδοµένων Ο τρόπος µε τον οποίο αποδίδεται στις τρεις διαστάσεις ένα αντικείµενο ή ένα φαινόµενο αποτελεί ένα κρίσιµο ζήτηµα άµεσα συσχετιζόµενο τόσο µε την κατασκευή όσο και µε τη διαχείριση της 3 πληροφορίας στα πλαίσια ενός ΣΓΠ. Για την κατανόηση του συγκεκριµένου ζητήµατος κρίνεται απαραίτητη η συνοπτική αναφορά πάνω στους διαθέσιµους τύπους 3 δεδοµένων που συναντώνται σήµερα. Οι κατηγορίες 3 δεδοµένων που διακρίνονται συνοψίζονται στις εξής τρεις: Κατασκευαστική Γεωµετρία Στερεών (Constructive Solid Geometry) - CSG, Ογκοµετρική Αναπαράσταση Στερεών (Volume Representation) Voxel και Αναπαράσταση Ορίων (Boundary Representation ή b-rep). Αντλώντας εµπειρία από τις τεχνολογίες CAD, η Κατασκευαστική Γεωµετρία Στερεών αναπαριστά τα αντικείµενα ως συµπαγείς οντότητες. Οι οντότητες αυτές κατασκευάζονται, ενσωµατώνοντας ορισµένα βασικά 3

68 50 γεωµετρικά αντικείµενα µε κανονική γεωµετρία όπως κύλινδροι, σφαίρες, κύβοι, κώνοι κτλ. Τα αντικείµενα αυτά µπορούν να συνδυαστούν µεταξύ τους µε βάση κάποιες λογικές λειτουργίες όπως η ένωση, η συγχώνευση, η διαφορά, η τοµή ή η αποκοπή, προσεγγίζοντας σε τελικό στάδιο το πραγµατικό αντικείµενο αναπαράστασης (Shimada et al. 1998, Jarroush and Even-Tzur 2004). (Εικόνα 4.1) Εικόνα 4.1 Ένα ζάρι µοντελοποιείται µε την Κατασκευαστική Γεωµετρία Στερεών µε βάση τις σχέσεις κύβου-σφαίρας, πηγή: Οι ογκοµετρικές αναπαραστάσεις στερεών, αποτελούν κυψελοειδή µοντέλα στα οποία το τρισδιάστατο αντικείµενο κατακερµατίζεται σε τρισδιάστατες ψηφίδες ορισµένου µεγέθους που ονοµάζονται voxels. Τα voxels διευθετούνται σε κανονικό χωρικό πλέγµα και αντιπροσωπεύονται από τις συντεταγµένες του κέντρου του κάθε κελιού. Καθώς είναι γνωστές και σταθερές οι διαστάσεις της κάθε ψηφίδας, αυτή η µέθοδος είναι κατάλληλη για τον υπολογισµό του όγκου ενός αντικειµένου ή ενός χωρικού φαινοµένου, όπως επίσης και στη διεξαγωγή πιο πολύπλοκων υπολογισµών στον τρισδιάστατο χώρο όπως προσθέσεις ή αφαιρέσεις ογκοµετρικών οντοτήτων ή φαινοµένων (Παρµενόπουλος 2003). (Εικόνα 4.2). Εικόνα 4.2 Ογκοµετρική γεωλογική επιφάνεια µοντελοποιηµένη µε voxels, πηγή:

69 Τρίτη Χωρική ιάσταση και Ανασκαφική Έρευνα 51 Tα χωρικά αντικείµενα, στην περίπτωση των Αναπαραστάσεων ορίων, αναπαρίστανται µε βάση το εξωτερικό τους περίβληµα το οποίο κατασκευάζεται µε τον συνδυασµό 0, 1 και 2 ή και 3 γραφικών αντικειµένων µε γνωστή τοπολογία όπως σηµεία ή κορυφές, γραµµές ή ακµές, πολύγωνα ή όψεις και σώµατα (bodies) ή τετράεδρα. Υπάρχουν τέσσερα µοντέλα αναπαράστασης τρισδιάστατων αντικειµένων µε τη µορφή Αναπαράστασης ορίων: 1. µοντέλα νέφους σηµείων (point cloud), 2. µοντέλα πλαισίου σκελετού (wire-frame models), 3. µοντέλα επιφανειών (surface models) και 4. ογκοµετρικά µοντέλα (volumetric models). (Εικόνα 4.3) Εικόνα 4.3 Ένα σπίτι µοντελοποιηµένο µε βάση τα τέσσερα µοντέλα αναπαράστασης ορίων, πηγή: Παρµενόπουλος 2003 Στα µοντέλα νέφους σηµείων το τελικό αντικείµενο αντιπροσωπεύεται µόνο από τις καταγεγραµµένες κορυφές του, ενώ στα µοντέλα πλαισίου-σκελετού προστίθενται και οι ακµές µεταξύ των κορυφών. Στην περίπτωση των µοντέλων επιφανειών στο τελικό αντικείµενο προστίθενται και οι διδιάστατες όψεις µε αποτέλεσµα την δηµιουργία απλών ή σύνθετων πολυέδρων. Οι σχέσεις µεταξύ των κορυφών-vertices (V), των ακµών-edges (E) και των όψεων-faces (F), στην περίπτωση των απλών πολυέδρων, µπορούν να αναλυθούν µε βάση τη φόρµουλα Euler: V - E + F = 2 (Raper, 2000, σελ. 147). Τέλος, σε ένα ογκοµετρικό µοντέλο, το τελικό τρισδιάστατο αντικείµενο διαµορφώνεται από µια σειρά µη επικαλυπτόµενων τετραέδρων (Εικόνα 4.4), δηλαδή πολυέδρων µε τέσσερις τριγωνικές όψεις (Penninga et al. 2006). Εικόνα 4.4 Επικαλυπτόµενα ογκοµετρικά τετράεδρα

70 52 Η κατασκευή αυτών των επιµέρους τετραέδρων από σηµεία-κορυφές, πραγµατοποιείται µε την εφαρµογή 3 τριγωνισµού ή τετραεδροποίησης Delaunay (Pilouk 1996). Για τον 3 τριγωνισµό, έχουν προταθεί διάφορες παραλλαγές αλγορίθµων µε συγκριτικά πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα ανάλογα µε τη φύση της εφαρµογής και των αντικειµένων προς µοντελοποίηση (Choi 2002). Το συνολικό θέµα συνεχίζει να βρίσκεται σήµερα υπό διερεύνηση χωρίς να προτείνεται κάποια παγιωµένη µεθοδολογία (Yanbing et al. 2007) Αξιολόγηση 3 ΣΓΠ και διαφορές µε περιβάλλοντα 3 οπτικοποίησης Παρόλη την εκτεταµένη έρευνα των τελευταίων ετών, ελάχιστες εφαρµογές προσπαθούν να προσεγγίσουν το σύνολο των προϋποθέσεων και να ενσωµατώσουν λειτουργικά τους τύπους 3 δεδοµένων που περιγράφησαν στις προηγούµενες παραγράφους. 3 ΣΓΠ εµφανίζονται µόνο σε επίπεδο πρότυπων εφαρµογών (prototype) µε αναµφισβήτητα περιορισµένη χρήση. Πιο αναλυτικά, η κατασκευή 3 χωρικών αντικειµένων και οι δυνατότητες που προσφέρονται προς αυτή την κατεύθυνση από τα σύγχρονα εµπορικά ΣΓΠ, είναι ιδιαίτερα περιορισµένες. Στα περισσότερα από τα σύγχρονα ΣΓΠ εµπορικά λογισµικά, η τρίτη διάσταση, παρέχεται ως ιδιότητα (attribute) των χωρικών αντικειµένων. Κάνοντας χρήση των «περιγραφικών» αυτών υψοµετρικών πληροφοριών κατασκευάζονται Ψηφιακά Μοντέλα Εδάφους (DTMs) µε τα οποία επιτυγχάνεται η καλύτερη απόδοση του ανάγλυφου του εδάφους. Επίσης, διανυσµατικά (vector) χωρικά αντικείµενα ή ψηφιδωτές (raster) 2 επιφάνειες µπορούν να επενδυθούν στα ανάγλυφα αυτά εδάφους, προσδίδοντας µεγαλύτερη ρεαλιστικότητα στην αναπαράστασή τους. Παρόλα αυτά, τα αντικείµενα που κατασκευάζονται µε αυτόν τον τρόπο δεν αποτελούν πραγµατικά 3 στερεά, δηλαδή δεν αποτελούν κλειστά 3 αντικείµενα από τα οποία µπορούµε να εξάγουµε ογκοµετρικές πληροφορίες. Για τον λόγο αυτό αποκαλούνται 2.5 ή ψευδό-3 και η εφαρµογή τους περιορίζεται στη µοντελοποίηση απλών επιφανειών και όχι πολύπλοκων ογκοµετρικών οντοτήτων. Με εξαίρεση το ΣΓΠ λογισµικό GRASS που υποστηρίζει την δηµιουργία τρισδιάστατων ογκοµετρικών επιφανειών τύπου voxel, κανένα άλλο εµπορικό ΣΓΠ πακέτο δεν προσφέρει την άµεση δυνατότητα κατασκευής πραγµατικών 3 αντικειµένων. Για να υπερκαλυφθεί αυτή η αδυναµία, η κατασκευή των 3 αντικειµένων γίνεται συνήθως στα πλαίσια εξειδικευµένων λογισµικών 3 οπτικοποίησης που αφορούν ποικίλα πεδία εφαρµογών από τη Γεωλογία έως την Εικονική Πραγµατικότητα (Virtual Reality) (Losier et al. 2007, σελ.:274). Τα 3 αντικείµενα κατασκευάζονται στα ειδικά αυτά λογισµικά και στη συνέχεια εξάγονται µε µια µορφή αναγνωρίσιµη από το εµπορικό ΣΓΠ πακέτο. Καθώς οι

71 Τρίτη Χωρική ιάσταση και Ανασκαφική Έρευνα 53 αναγνωρίσιµες αυτές µορφές αρχείων δεν είναι δεδοµένες για όλα τα ΣΓΠ εµπορικά πακέτα, το ζητούµενο εστιάζεται στη συµβατότητα µεταξύ ΣΓΠ και εξειδικευµένου 3 λογισµικού οπτικοποίησης. Παρότι αδυνατούν να κατασκευάσουν 3 αντικείµενα, τα εµπορικά ΣΓΠ πακέτα στην πλειοψηφία τους προσφέρουν δυνατότητες 3 απεικόνισης µέσα από συµπληρωµατικά ειδικά περιβάλλοντα που ενσωµατώνουν. Στα περιβάλλοντα αυτά είναι δυνατόν να εφαρµοστούν τεχνικές που βελτιώνουν την οπτική απόδοση των αντικειµένων. Η εφαρµογή υφής (texture) και σκίασης (shading) στο τρισδιάστατο αντικείµενο ή η δυνατότητα εικονικών πτήσεων στο τρισδιάστατο ψηφιακό περιβάλλον εντάσσονται στις τεχνικές αυτές. Μια δυνατότητα που επίσης συνήθως παρέχεται είναι αυτή της χρήσης τρισδιάστατων συµβόλων. Και πάλι όµως στις περισσότερες περιπτώσεις τα 3 σύµβολα είναι απαραίτητο να κατασκευαστούν µε τη βοήθεια ενός ανεξάρτητου 3 λογισµικού. Εάν λοιπόν η 3 πληροφορία στα ΣΓΠ δηµιουργείται µε τη βοήθεια συµπληρωµατικών 3 περιβαλλόντων αναπαράστασης, ποια είναι η διαφορά τους από τα εξειδικευµένα 3 λογισµικά οπτικοποίησης στα οποία τα 3 αντικείµενα κατασκευάζονται; Υπενθυµίζουµε και πάλι ότι τα τρία κρίσιµα σηµεία που διαφοροποιούν ένα ΣΓΠ από ένα περιβάλλον οπτικοποίησης είναι αυτά (α) της παροχής δυνατοτήτων χωρικής ανάλυσης, (β) της σύνδεσης µε βάσεις δεδοµένων όπου οργανώνονται οι περιγραφικές πληροφορίες και (γ) της ανάκτησης των τοπολογικών σχέσεων µεταξύ των χωρικών οντοτήτων. Όταν µόνο οι δύο διαστάσεις λαµβάνονται υπόψη, µια τέτοια διάκριση είναι εύκολο να γίνει καθώς τεχνικές χωρικής και τοπολογικής ανάλυσης, όπως και βάσεις δεδοµένων µε χωρικό προσανατολισµό, έχουν πλήρως ενσωµατωθεί στα 2 ΣΓΠ συγκροτώντας τα βασικά χαρακτηριστικά τους γνωρίσµατα. Υπό το πρίσµα όµως των τριών διαστάσεων ένας τέτοιος διαχωρισµός γίνεται πιο δύσκολος. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη σχετικά περιορισµένη βιβλιογραφία πάνω σε ζητήµατα σύνδεσης 3 συστηµάτων και τεχνικών χωρικής ανάλυσης (Ellul & Haklay 2006) καθώς επίσης και από τη γενικότερη πεποίθηση ότι τα σηµερινά εµπορικά ΣΓΠ αδυνατούν να διεξάγουν προηγµένη χωρική ανάλυση στις τρεις διαστάσεις (Apel 2004). Η βασική αιτία για αυτό εντοπίζεται στο γεγονός πως η ενσωµάτωση της τρίτης διάστασης στην ανάλυση, οδηγεί αναπόφευκτα στη µεγέθυνση της πολυπλοκότητας των χωρικών σχέσεων µεταξύ των αντικειµένων για την ανάκτηση των οποίων καθίσταται αναγκαία η εφαρµογή πολύπλοκων γεωµετρικών αλγόριθµων (Breunig 1999). Σε ορισµένες µόνο ερευνητικές προσπάθειες (και όχι στα πλαίσια εµπορικών ΣΓΠ πακέτων) εντοπίζονται εξελίξεις ως προς την 3 χωρική ανάλυση, περιορισµένη όµως στην ενσωµάτωση µετρητικών σχέσεων, όπως υπολογισµός της απόστασης ανάµεσα σε δυο τοποθεσίες στον τρισδιάστατο χώρο (Nigro et al. 2003), ή σχεδιασµού τρισδιάστατων ζωνών επιρροής [buffer zones] (Kim et al. 1998). Οι τοπολογικές επίσης σχέσεις µεταξύ χωρικών

72 54 οντοτήτων στις τρεις διαστάσεις δεν µπορούν να περιγραφούν πάντα µε σαφήνεια (Lee 2004). Παρόλη την έρευνα και στο πεδίο αυτό, οι λύσεις που προτείνονται ικανοποιούν κυρίως τις συγκεκριµένες ανάγκες της κάθε έρευνας µε αποτέλεσµα να µην έχει αποκρυσταλλωθεί ακόµη η δοµή ενός 3 τοπολογικού µοντέλου (λειτουργικά ενσωµατωµένου σε βάση δεδοµένων), µε καθολική εφαρµογή. Υπό αυτή την έννοια, εφόσον τα σηµερινά ΣΓΠ αδυνατούν να διεξάγουν χωρική και τοπολογική ανάλυση στις τρεις διαστάσεις, το µόνο στοιχείο που τα διαχωρίζει από 3 συστήµατα οπτικοποίησης είναι αυτό της ύπαρξης βάσης δεδοµένων και της σύνδεσης του κάθε 3 αντικειµένου µε περιγραφικές πληροφορίες. Παρότι το συγκεκριµένο ζήτηµα αντιµετωπίζεται από τα σηµερινά εµπορικά ΣΓΠ πακέτα, και πάλι η πολυπλοκότητα της δοµής των 3 αντικειµένων περιπλέκει την κατάσταση. Πιο συγκεκριµένα, κάθε χωρικό αντικείµενο συγκροτείται από τη συνάθροιση πολλών µικρών (αριθµός ανάλογα µε την ποιότητα του τελικού αντικειµένου), δοµικών στοιχείων (π.χ σηµεία γραµµές - όψεις για breps, κύλινδροι - κύβοι για CSG, τρισδιάστατες ψηφίδες στα voxels). Η σύνδεση λοιπόν του αντικειµένου µε τις περιγραφικές πληροφορίες συνεπάγεται και τη σύνδεση του κάθε ενός από τα χωρικά δοµικά του στοιχεία. Αυτό προκαλεί τις περισσότερες περιπτώσεις υπερ-µεγέθυνση της βάσης δεδοµένων καθώς οι ίδιες πληροφορίες επαναλαµβάνονται πολλές φορές (όσες και ο αριθµός των δοµικών αντικειµένων) στη βάση δεδοµένων. Αξιολογώντας συνολικά τη σηµερινή κατάσταση, ένα πρώτο συµπέρασµα που µπορούµε να βγάλουµε είναι ότι η κατασκευή 3 αντικειµένων, η οργάνωση της 3 πληροφορίας και η διεξαγωγή χωρικής ανάλυσης δεν αντιµετωπίζονται ενιαία, µέσα από τη χρήση ενός και µόνο 3 ΣΓΠ, αλλά αποσπασµατικά (Pullar & Tidey 2001). Σε ελάχιστες περιπτώσεις η διαδικασία κατασκευής πραγµατοποιείται σε περιβάλλον ΣΓΠ (Nigro et al. 2003) και σε ακόµα πιο λίγες η κατασκευή, οργάνωση και διαχείριση των 3 αντικειµένων πραγµατοποιούνται µε τη χρήση ενός και µόνο λογισµικού. Αυτό έχει οδηγήσει στον κατακερµατισµό της έρευνας σε εξειδικευµένα στον κάθε τοµέα ερευνητικά πεδία (Zlatanovaet.al 2002), γεγονός που δυσχεραίνει την ανάπτυξη µιας ολοκληρωµένης θεωρίας µε επίκεντρο τα ΣΓΠ. Τα σηµερινά εµπορικά ΣΓΠ πακέτα παρέχουν δυνατότητες χωρικής ανάλυσης στις δύο διαστάσεις αλλά, όσον αφορά τις τρεις διαστάσεις, περιορίζονται στο πεδίο της αναπαράστασης - οπτικής απόδοσης. Τα 3 αντικείµενα µπορούν να οπτικοποιηθούν και να συνδεθούν µε περιγραφικές βάσεις δεδοµένων αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις χωρικά και τοπολογικά ερωτήµατα δεν µπορούν να τεθούν και να απαντηθούν από τα σηµερινά εµπορικά πακέτα ΣΓΠ (Lee 2004). Όλα αυτά συνηγορούν πως παρόλες τις ανάγκες για ενσωµάτωση της τρίτης διάστασης στη σύγχρονη έρευνα, η ανάπτυξη ενός λειτουργικού 3 ΣΓΠ που θα εξυπηρετούσε τον σκοπό αυτό είναι ακόµα πολύ µακριά.

73 Τρίτη Χωρική ιάσταση και Ανασκαφική Έρευνα Ζητήµατα οπτικοποίησης στον τρισδιάστατο χώρο Γραφικές συµβάσεις προοπτικού βάθους (Depth Cues) Το πρώτο ζήτηµα που προκύπτει σχετικά µε την αναπαράσταση στις τρεις χωρικές διαστάσεις, αφορά στο πως θα αποδοθεί η αίσθηση του βάθους (της τρίτης διάστασης) σε απεικονίσεις που σχεδιάζονται στα πλαίσια επίπεδων επιφανειών. Οι ρίζες αυτού του προβλήµατος της προοπτικής απεικόνισης στα πλαίσια επίπεδης επιφάνειας είναι πολύ παλιές. Ανάγονται ήδη από την εποχή της Αναγέννησης και αντιµετωπίστηκαν µε την εφαρµογή ειδικών τεχνικών γραµµικής προοπτικής σχεδίασης που υιοθετήθηκαν από αρχιτέκτονες και ζωγράφους της εποχής (Pfautz 2002). Στη σύγχρονη εποχή, µια σειρά από διδιάστατες γραφικές συµβάσεις εφαρµόζονται για προβολή των τριών χωρικών διαστάσεων στην επίπεδη οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι γραφικές αυτές συµβάσεις ονοµάζονται Depth Cues, και ορισµένες από τις πιο γνωστές αποτελούν: το σχετικό µέγεθος, η σκιά και η σκίαση, η υφή, το χρώµα, η προοπτική απεικόνιση, η επικάλυψη (Kraak 1988), η εστίαση, η θέση σε σχέση µε τον ορίζοντα, η ατµόσφαιρα, η σχετική φωτεινότητασκίαση και η εστίαση (Pfautz 2002) (Εικόνα 4.5). Εικόνα 4.5 Γραφικές συµβάσεις προοπτικού βάθους (depth cues), πηγή: Pfautz 2002 Η υιοθέτηση των depth cues κρίνεται απαραίτητη κατά τον σχεδιασµό ενός τρισδιάστατου περιβάλλοντος απεικόνισης, ενώ είναι ενσωµατωµένα στο σύνολο των εµπορικών τρισδιάστατων περιβαλλόντων (είτε στα πλαίσια ΣΓΠ είτε ως ανεξάρτητες πλατφόρµες 3 οπτικοποίησης). Έτσι ο χρήστης ενός ψηφιακού 3 περιβάλλοντος οπτικοποίησης, δεν συναντά ιδιαίτερα προβλήµατα ως προς την

74 56 αντίληψη του τρισδιάστατου σχήµατος των ογκοµετρικών αντικειµένων, την σχετική απόσταση µεταξύ των αντικειµένων ή την συνολική διαµόρφωση του τρισδιάστατου χώρου. Οπτικές µεταβλητές στις τρεις χωρικές διαστάσεις Το σύνολο των θεωρητικών κανόνων και τεχνικών αναπαράστασης της γεωγραφικής πληροφορίας που αναπτύχθηκε από τον Bertin το 1967, στο πλαίσιο του οποίου ορίστηκε η έννοια των οπτικών µεταβλητών, αφορούσε µόνο τις διδιάστατες χαρτογραφικές αναπαραστάσεις. Υπήρξε µε άλλα λόγια θεωρητικό κενό ως προς την αξιολόγηση της καταλληλότητας των οπτικών µεταβλητών να αποδώσουν διακρίσεις µεταξύ των γεωγραφικών πληροφοριών σε τρισδιάστατα χαρτογραφικά περιβάλλοντα αναπαράστασης. Το θεωρητικό αυτό έλλειµµα επιχείρησε να καλύψει ο Kraak (Kraak 1988) µε την διερεύνηση τρόπων εξέλιξης-προσαρµογής των οπτικών µεταβλητών προκειµένου να καταστούν χρήσιµες σε τρισδιάστατες χαρτογραφικές αναπαραστάσεις. Στην προσέγγισή του αυτή ο Kraak, διερεύνησε κατά πόσο οι οπτικές µεταβλητές του Bertin µπορούν να εφαρµοστούν στις τρεις χωρικές διαστάσεις και επιχείρησε να συνδυάσει οπτικές µεταβλητές και depth cues µε σκοπό τον εντοπισµό των κατάλληλων συνδυασµών που βελτιώνουν την οπτική αντίληψη του χρήστη ενός τρισδιάστατου χαρτογραφικού περιβάλλοντος. Ωστόσο η έρευνά του δεν κατέληξε σε σαφή συµπεράσµατα ως προς την αποτελεσµατικότητα της ενσωµάτωσης των depth cues για την βελτίωση της οπτικής αντίληψης και ερµηνείας από την πλευρά των χρηστών (Blok 2000). Επιπλέον, δεν υπήρξε ανάλογη ερευνητική προσπάθεια πάνω στη συσχέτιση οπτικών µεταβλητών και depth cues µέχρι σήµερα. Παρόλες τις δυνατότητες που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών, περιορισµένες είναι οι προσπάθειες εµπεριστατωµένης ανάλυσης πάνω στον προσδιορισµό και την χρήση οπτικών µεταβλητών για τρισδιάστατες χαρτογραφικές αναπαραστάσεις. Ακόµα όµως και σε αυτές τις περιπτώσεις, η ανάλυση δεν προχωράει - πέρα από την απλή αναφορά - στη διευκρίνιση της καταλληλότητας ή µη της κάθε οπτικής µεταβλητής να αποδώσει µε κατανοητό τρόπο τις διακρίσεις των θεµατικών ιδιοτήτων των τρισδιάστατων δεδοµένων στην κάθε κλίµακα χαρτογραφικής µέτρησης. Στην πλειοψηφία τους, οι προτεινόµενες µεθοδολογίες τρισδιάστατης απόδοσης κατευθύνονται περισσότερο από τις δυνατότητες γραφικής σχεδίασης που η σύγχρονη τεχνολογία προσφέρει, παρά από τις πραγµατικές ανάγκες και ιδιοµορφίες της χαρτογραφικής οπτικοποίησης στις τρεις διαστάσεις (Maas et al 2007). Κάνοντας µια γενική ανασκόπηση, διαπιστώνεται πως οι οπτικές µεταβλητές που προτείνονται για την οπτικοποίηση ογκοµετρικών οντοτήτων σε τρισδιάστατα χαρτογραφικά περιβάλλοντα παρουσιάζουν οµοιότητες µε τις

75 Τρίτη Χωρική ιάσταση και Ανασκαφική Έρευνα 57 καθιερωµένες οπτικές µεταβλητές που χρησιµοποιούνται στην κλασσική διδιάστατη χαρτογραφία. Πιο συγκεκριµένα, οι µεταβλητές αυτές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τις «απτικές» (tactual) και τις αµιγώς οπτικές (pure visual) µεταβλητές (Hardisty et al 2001). Οι απτικές µεταβλητές αναλύονται στο σχήµα, το µέγεθος, την θέση και τον προσανατολισµό. Το σχήµα αφορά περισσότερο τις µεθοδολογικές επιλογές που έχουν γίνει για την µοντελοποίηση ογκοµετρικών αντικειµένων και σχετίζεται µε τον βαθµό ρεαλιστικότητας και γενίκευσης της αναπαράστασης (Haeberling 2002). Με το µέγεθος προσδιορίζεται τόσο ο όγκος ενός αντικειµένου όσο και η απόσταση από το σηµείο οπτικής θεώρησης. Έτσι, το αντικείµενο φαίνεται πιο µικρό όσο πιο µακριά βρίσκεται από το σηµείο θέσης του χρήστη στο ψηφιακό περιβάλλον. Κατά αντίστοιχο τρόπο, η θέση ενός αντικειµένου µπορεί να αποδίδεται τόσο µε τη µορφή συντεταγµένων (x,y,z), όσο και ως απόσταση από κάποιο οριοθετηµένο σηµείο αναφοράς. Τέλος ο προσανατολισµός αφορά την περιστροφή σε σχέση µε τους άξονες x,y και z. Οι αµιγώς οπτικές µεταβλητές αναλύονται στο χρώµα, την υφή, και τον βαθµό διαφάνειας. Η µεταβλητή του χρώµατος µπορεί να χρησιµοποιηθεί ακριβώς µε τον ίδιο τρόπο όπως και στους διδιάστατους χάρτες. Η εφαρµογή υφής κρίνεται ως µια από τις πιο χρήσιµες οπτικές µεταβλητές στην τρισδιάστατη απόδοση ογκοµετρικών δεδοµένων. Τα γραφικά στοιχεία που συγκροτούν την υφή, µπορούν να παραµετροποιηθούν προσφέροντας ποικιλία δυνατοτήτων διάκρισης των ογκοµετρικών αντικειµένων. Αυτό µπορεί να επιτευχθεί µέσα από την αυξοµείωση του µεγέθους τους ή του διαστήµατος µεταξύ τους, της διάταξης ή του προσανατολισµού τους. Επίσης ως υφή µπορούν να χρησιµοποιηθούν εικόνες (raster) ή και ψηφιακές φωτογραφίες, οι οποίες τοποθετηµένες στις εξωτερικές επιφάνειες των ογκοµετρικών αντικειµένων προσδίδουν µεγαλύτερη ρεαλιστικότητα στην αναπαράσταση (Εικόνα 4.6). Εικόνα 4.6 Ψηφιακές φωτογραφίες τοποθετηµένες στις εξωτερικές επιφάνειες των ογκοµετρικών αντικειµένων, πηγή: (Hardisty et al 2001) Τέλος, αυξοµειώνοντας τον βαθµό διαφάνειας, ένα αντικείµενο µπορεί να αποδοθεί από αόρατο, επιτρέποντας την εµφάνιση χωρικών αντικειµένων που ενδεχοµένως να περιέχονται στο εσωτερικό του, ως και αδιαφανές-στερεό (Εικόνα 4.7).

76 58 Εικόνα 4.7 Αυξάνοντας τον βαθµό διαφάνειας, πηγή: (Haeberling 2002) Ο προσδιορισµός οπτικών µεταβλητών για την απόδοση ογκοµετρικών αντικειµένων σε ένα τρισδιάστατο πεδίο αναπαράστασης, δεν αποτελεί την µοναδική παράµετρο στο σύνολο της διαδικασίας τρισδιάστατης απόδοσης. Ιδιαίτερη σηµασία έχουν και ρυθµίσεις που αφορούν το σηµείο θέασης και τις πηγές διάχυσης του φωτός στο τρισδιάστατο ψηφιακό περιβάλλον. Και για τις δύο αυτές παραµέτρους µπορούν να αναγνωριστούν οπτικές µεταβλητές (Hardisty et al 2001), συγκροτώντας το πεδίο της ουσιαστικότερης διαφοροποίησης σε σχέση µε τις αντίστοιχες µεταβλητές που εφαρµόζονται στους δισδιάστατους χάρτες. Τρεις είναι οι µεταβλητές που αφορούν το σηµείο θέασης, και αναφέρονται ως η θέση, η κατεύθυνση και η γωνία θέασης (το άνοιγµα της γωνίας) (Hardisty et al 2001). Η γωνία θέασης αφορά το τµήµα του ορατού ψηφιακού τρισδιάστατου χώρου, ενώ η απόσταση επηρεάζει µε τον βαθµό γενίκευσης της οπτικοποιηµένης ογκοµετρικής πληροφορίας (Εικόνα 4.8). Εικόνα 4.8 Ρυθµίσιες κάµερας, πηγή: (Haeberling 2002) Οι µεταβλητές της παραµέτρου διάχυσης του φωτός επιγραµµατικά ορίζονται ως η θέση, η κατεύθυνση και η γωνία της δέσµης φωτός, όπως και η απόχρωση και η ένταση του φωτός (Haeberling 2002). Όλες αυτές οι σχετικές µε το φως µεταβλητές κρίνονται ιδιαίτερα σηµαντικές καθώς µπορούν να επηρεάσουν κάθε µία από τις αµιγώς οπτικές µεταβλητές που αναφέρθηκαν παραπάνω.

77 Τρίτη Χωρική ιάσταση και Ανασκαφική Έρευνα 59 Τρισδιάστατη οπτικοποίηση και περιβάλλοντα χρήσης Στις σύγχρονες τρισδιάστατες χαρτογραφικές εφαρµογές, οι πρακτικές οπτικοποίησης και συµβολισµού της πληροφορίας δεν µπορούν να ιδωθούν ανεξάρτητα από τον σχεδιασµό του περιβάλλοντος επικοινωνίας χρήστη (Maas et al 2007). Όπως ήδη αναφέραµε, η µετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή χαρτογραφία είχε ως αποτέλεσµα να αυξηθεί η πολυπλοκότητα και το εύρος της πληροφορίας που συλλέγεται και µοντελοποιείται. Η εισαγωγή λοιπόν της τρίτης διάστασης αυξάνει ακόµα πιο πολύ τον βαθµό πολυπλοκότητας τόσο από την πλευρά του χαρτογράφου όσο και του χρήστη του χάρτη. Πιο συγκεκριµένα οι χρήστες συναντούν προβλήµατα κατά την πλοήγησή τους στο τρισδιάστατο περιβάλλον, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις είναι περισσότερο εξοικειωµένοι µε τους κλασικούς διδιάστατους χάρτες. υσκολίες συναντούν επίσης και στη διερεύνηση-επισκόπηση των χωρικών δεδοµένων και των συνοδευτικών µε αυτά πληροφοριών στα σύνθετα τρισδιάστατα περιβάλλοντα. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει την ανάληψη συγκεκριµένων σχεδιαστικών πρακτικών από την πλευρά του χαρτογράφου µε απώτερο στόχο την βελτιστοποίηση της επικοινωνίας µεταξύ χρήστη και τρισδιάστατου χάρτη. Η πλοήγηση του χρήστη µπορεί να υποβοηθηθεί µέσα από την συνεχή ενηµέρωσή του για τον προσανατολισµό και την κλίµακα θέασης αλλά και τη θέση των χωρικών αντικειµένων. Ο προσανατολισµός του χρήστη, διευκολύνεται συνήθως µέσα από την ενσωµάτωση ειδικών συµβόλων προσανατολισµού στο πλαίσιο του τρισδιάστατου χάρτη. Ο χρήστης επίσης µπορεί να ανακτά πληροφορίες σχετικά µε την κλίµακα, τη θέση και το υψόµετρο/βάθος των οπτικοποιηµένων αντικειµένων µέσω της παρουσίασης των συντεταγµένων, είτε µε τη µορφή ετικέτας στον χάρτη είτε σε ξεχωριστό ειδικό πλαίσιο εκτός του χάρτη. Ο υποµνηµατισµός (annotation) της χωρικής πληροφορίας µε τη χρήση διδιάστατων ή τρισδιάστατων ετικετών αποτελεί µια πάγια πρακτική που κατευθύνει τον χρήστη κατά την περιήγησή του στο τρισδιάστατο περιβάλλον (Dudek & Blaise 2004) και την άµεση ενηµέρωσή του για την ταυτότητα των τρισδιάστατων αντικειµένων. Η ενηµέρωση του χρήστη σε σχέση µε τα χαρακτηριστικά και τις σχέσεις µεταξύ των οπτικοποιηµένων δεδοµένων, επιχειρείται κυρίως µέσα από την ενσωµάτωση εναλλακτικών-συµπληρωµατικών και επικοινωνούντων πεδίων απόδοσης της χωρικής και περιγραφικής πληροφορίας. Τα ίδια χωρικά δεδοµένα µπορεί να οπτικοποιούνται ταυτόχρονα στις δύο και στις τρεις διαστάσεις και να συνοδεύονται από περιγραφικές πληροφορίες, φωτογραφίες ή γραφήµατα (Εικόνα 4.9) βελτιώνοντας την οπτική αντίληψη του χρήστη ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά των οπτικοποιηµένων αντικειµένων.

78 60 Εικόνα 4.9 Εναλλακτικά πεδία απόδοσης της πληροφορίας, πηγή: (Dudek & Blaise 2004) Η χρήση επίσης τρισδιάστατων συµβόλων επιτρέπει την χωρική οπτικοποίηση θεµατικών πληροφοριών στο πλαίσιο του χάρτη. Τρισδιάστατα σύµβολα µπορούν να κατασκευαστούν σε µια σειρά από εξειδικευµένες πλατφόρµες τρισδιάστατης σχεδίασης (π.χ Google SketchUp) και να συγκροτήσουν στη συνέχεια βιβλιοθήκες συµβόλων που µπορούν να ανακτώνται κατά περίπτωση για τον καλλίτερο συµβολισµό της χωρικής πληροφορίας. Τα σύµβολα αυτά µπορούν να κατασκευαστούν σύµφωνα µε τα καθιερωµένα συµβολικά µοτίβα του εκάστοτε πεδίου εφαρµογής, δηµιουργώντας έτσι πιο κατανοητές συµβάσεις της πραγµατικότητας για τον χρήστη. Σε γενικές γραµµές, η δυσκολία του όλου εγχειρήµατος έγκειται στην αποτελεσµατική ενσωµάτωση διαδραστικότητας στο συνολικό περιβάλλον. Με άλλα λόγια, ο χαρτογράφος πρέπει να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους µε τους οποίους τα εναλλακτικά-συµπληρωµατικά αυτά πεδία απόδοσης θα συνδυάζονται και θα αναπροσαρµόζονται ανάλογα µε τις επιλογές του χρήστη στο ψηφιακό περιβάλλον. Το γεγονός αυτό φυσικά προϋποθέτει τόσο την λεπτοµερή ανάλυση των αναγκών του χρήστη, όσο και τον ακριβή προσδιορισµό των πιθανών του δράσεων στο τρισδιάστατο ψηφιακό περιβάλλον Η ενσωµάτωση της τρίτης χωρικής διάστασης σε αρχαιολογικές χαρτογραφικές εφαρµογές Μέσα από τη γενικότερη προβληµατική που αναπτύχθηκε όσον αφορά την ενσωµάτωση της τρίτης χωρικής διάστασης σε περιβάλλοντα ΣΓΠ, µπορούµε πλέον να προσεγγίσουµε το ζήτηµα από την άποψη της αρχαιολογικής ανασκαφικής έρευνας. Αρχικά σχολιάζοντας τις σύγχρονες τάσεις στις σχετικές εφαρµογές και στη συνέχεια εντοπίζοντας τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της ανασκαφικής έρευνας

79 Τρίτη Χωρική ιάσταση και Ανασκαφική Έρευνα 61 όσον αφορά την κατασκευή και αναπαράσταση της αρχαιολογικής πληροφορίας στις τρεις διαστάσεις Τρισδιάστατα Ενδοανασκαφικά Συστήµατα Κάνοντας µία επισκόπηση της παρούσας κατάστασης, διαπιστώνεται µια αυξητική τάση στην εµφάνιση 3 ενδοανασκαφικών εφαρµογών σε σχέση µε το παρελθόν. Οι προσεγγίσεις αυτές µπορούν να ενταχθούν σε τρεις γενικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά την παρουσίαση αρχαιολογικών ανασκαφικών δεδοµένων µέσα από περιβάλλοντα εικονικής πραγµατικότητας. Παρότι οι πρώιµες εφαρµογές εικονικής πραγµατικότητας αντιµετωπίστηκαν µε έκδηλη επιφυλακτικότητα από την ευρύτερη αρχαιολογική κοινότητα (Forte 2008), τα τελευταία χρόνια γνωρίζουν ιδιαίτερη ανάπτυξη. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι η πρόσφατη έκδοση δύο βιβλίων στα οποία παρουσιάζεται πλήθος εφαρµογών εικονικής πραγµατικότητας µε επίκεντρο την αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα (Barcello et al. 2000, Renfrew 1997). Παρά όµως τη πρόσφατη αυτή δηµοτικότητα, παραµένει ακόµα υπό αµφισβήτηση η χρησιµότητα αυτού του είδους προσεγγίσεων στην αρχαιολογική ανάλυση και ερµηνεία. Οι περισσότερες από αυτές τις εφαρµογές επικεντρώνουν κυρίως σε ζητήµατα αναπαράστασης, µε τη χρησιµότητά τους να περιορίζεται συνήθως στα πλαίσια δηµοσίευσης-παρουσίασης αποτελεσµάτων και επικοινωνίας µε το ευρύ κοινό (Karasik 2008). Η επικέντρωση στο ευρύ µη αρχαιολογικό και επιστηµονικό κοινό έχει ως αποτέλεσµα στις περισσότερες των περιπτώσεων η έµφαση να δίνεται σε ζητήµατα διαδραστικής πλοήγησης και επισκόπησης του ανασκαφικού-αρχαιολογικού χώρου και όχι ανάλυσης και σύνθεσης της αρχαιολογικής πληροφορίας. Ακόµα όµως και σε περιπτώσεις όπου ο αρχαιολόγος-µελετητής τοποθετείται στο επίκεντρο (Lee et al 2001, Acevedo et al. 2001), ο σχεδιασµός των συστηµάτων δεν γίνεται µε άξονα την αρχαιολογική ερµηνεία αλλά και πάλι τη διαδραστική εποπτεία του ανασκαφικού περιβάλλοντος και των περιεχοµένων του. Η δεύτερη κατηγορία, αφορά εφαρµογές τρισδιάστατης µοντελοποίησης του στρωµατογραφικού φαινοµένου. Μια σειρά από προσεγγίσεις µετά το 2000 εστιάζουν στο ζήτηµα αυτό (Barcelo et al 2003, Losier et al 2007, Cattani et al 2004, Nigro et al 2003, Zhukovsky 2002), διερευνώντας τους διαθέσιµους τρόπους κατασκευής τρισδιάστατων στρωµατογραφικών ενοτήτων και συγκρίνοντας πρακτικές και µεθοδολογίες προς αυτή την κατεύθυνση. Στο σύνολο των προσπαθειών αυτών, τα ανθρωπογενή στρώµατα µιας αρχαιολογικής θέσης αναπαρίστανται από τρισδιάστατα αντικείµενα που κατασκευάζονται σε ανεξάρτητα λογισµικά µε εξειδίκευση κυρίως στην γεωλογική έρευνα (RockWare, Gocad, SDRC Surfer, Voxel Analyst-Intergraph). Σε ορισµένες περιπτώσεις, τα

80 62 τρισδιάστατα ψηφιακά αντικείµενα εξάγονται (Barcelo et al 2003, Cattani et al 2004, Nigro et al 2003) σε περιβάλλοντα ΣΓΠ (Manifold, ESRI-ArcGIS ) που προσφέρουν καλύτερες συνθήκες διαχείρισής τους. Παρόλα αυτά, στο σύνολο των περιπτώσεων αυτών, η έµφαση δίνεται στην κατασκευή και οπτικοποίηση των στρωµατογραφικών ενοτήτων και την απόδοση της στρωµατογραφικής αλληλουχίας. Η στρωµατογραφική διάρθρωση αντιµετωπίζεται µέσα από την αναζήτηση οµοιοτήτων ή διαφοροποιήσεων (discontinuities) µε βάση το σχήµα, τη µορφοποίηση και τη διάταξη των στρωµατογραφικών ενοτήτων, ενώ απουσιάζει η σύνδεση των στρωµάτων µε τις υπόλοιπες πληροφορίες που συγκροτούν το ανασκαφικό αρχείο. Στην τρίτη κατηγορία, κατατάσσονται εφαρµογές που εντάσσουν στα πλαίσιά τους ζητήµατα σύνδεσης των τρισδιάστατων ανασκαφικών αντικειµένων µε βάσεις δεδοµένων, προσεγγίζοντας τις αναλυτικές ερµηνευτικές ανάγκες των αρχαιολόγων ερευνητών. Το 3D-Murale (Cosmas et al 2001) αποτελεί µια 3 εφαρµογή η οποία παρότι δεν στηρίζεται σε κάποιο εµπορικό πακέτο ΣΓΠ, παρέχει ικανοποιητικό εύρος εργαλείων αρχαιολογικής ανάλυσης για την καταγραφή, διαχείριση δεδοµένων, οπτικοποίηση και εικονική αναπαράσταση. Ωστόσο, η έµφαση δίνεται στην µοντελοποίηση της ανασκαφής συγκροτώντας περισσότερο ένα περιβάλλον αναπαράστασης παρά αρχαιολογικής ανάλυσης και ερµηνείας. Στο Hanbali et al 2006 τα τρισδιάστατα αντικείµενα κατασκευάζονται σε εξειδικευµένο για φωτογραµµετρικές εφαρµογές λογισµικό (SOCET SET BAE Systems) και στη συνέχεια εισάγονται σε ΣΓΠ περιβάλλον (ArcGIS ESRI). Τα 3 αντικείµενα συνδέονται µε βάση δεδοµένων παρέχοντας δυνατότητες επισκόπησης θεµατικών τους ιδιοτήτων αλλά και υποβολής ερωτηµάτων. Το µειονέκτηµα της συγκεκριµένης εφαρµογής εστιάζεται στον σχεδιασµό του περιβάλλοντος πλοήγησης και ανάλυσης που παρέχεται. Το περιβάλλον αυτό δεν είναι διαµορφωµένο κατάλληλα ώστε να διευκολύνεται η χρήση του από τους µη εξοικειωµένους στα ΣΓΠ περιβάλλοντα αρχαιολόγους. Τέλος, το Archaeopackpro! (Tasic et. al 2003) χρησιµοποιεί γραφικό περιβάλλον οπτικοποίησης και ανάλυσης της ανασκαφικής πληροφορίας µε τα τρισδιάστατα αντικείµενα να συνδέονται επίσης µε σχεσιακή βάση δεδοµένων. Ωστόσο, οι αναλυτικές λειτουργίες που προσφέρει περιορίζονται στη σύνθεση ερωτηµάτων µε χωρικούς ή περιγραφικούς περιορισµούς και την αναπαράστασή τους στο ψηφιακό περιβάλλον. Επίσης, αποτελεί ένα «κλειστό σύστηµα» χωρίς να προσφέρονται δυνατότητες επικοινωνίας µε άλλα εµπορικά ΣΓΠ πακέτα ή εφαρµογές.

81 Τρίτη Χωρική ιάσταση και Ανασκαφική Έρευνα Κατάλληλοι τύποι 3 δεδοµένων για τη µοντελοποίηση ανασκαφικών αντικειµένων Η ενότητα που ακολουθεί αποτελεί µια αναλυτική συζήτηση πάνω στην καταλληλότητα των διαθέσιµων τύπων τρισδιάστατων δεδοµένων (βλ 4.1.2) να αναπαραστήσουν τα τρισδιάστατα χωρικά αντικείµενα µιας αρχαιολογικής ανασκαφής. Ο τρόπος κατασκευής 3 αντικειµένων και κατ επέκταση ο τύπος 3 δεδοµένων που θα υιοθετηθεί αποτελεί κρίσιµο ζήτηµα σε οποιαδήποτε προσπάθεια απεικόνισης και διαχείρισης της αρχαιολογικής πληροφορίας µιας ανασκαφής. Ορισµένοι αλληλοσυνδεόµενοι παράγοντες, πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη για την επιλογή του κατάλληλου τύπου 3 δεδοµένων. Η πρώτη βασική παράµετρος αφορά την ποιότητα του τελικού γραφικού προϊόντος και τον βαθµό λεπτοµέρειας µε την οποία το 3 γραφικό αντικείµενο αναπαριστά το πραγµατικό αντικείµενο. Κατά κανόνα η ποιότητα του τελικού προϊόντος είναι ανάλογη µε το εύρος των µετρήσεων στο πεδίο. Από την άλλη, η διαχείριση ενός πλούσιου πρωτογενούς υλικού συνοδεύεται συνήθως και από πολύπλοκες διαδικασίες επεξεργασίας του, γεγονός που µε τη σειρά του επηρεάζει άµεσα τόσο µέγεθος των παραγοµένων αρχείων όσο και τον απαιτούµενο χρόνο κατασκευής. Εκτός από τις απαιτήσεις αποθήκευσης, τα µεγάλου µεγέθους αρχεία επίσης δυσχεραίνουν και κάθε µελλοντική προσπάθεια αποτελεσµατικής οργάνωσης της αρχαιολογικής πληροφορίας σε βάσεις δεδοµένων, αλλά και στη διαχείριση και οπτικοποίηση της σε περιβάλλον ΣΓΠ. Το όλο εγχείρηµα επίσης επηρεάζεται και από την επιλογή της πλατφόρµας στην οποία τα 3 ανασκαφικά αντικείµενα κατασκευάζονται, όπως επίσης και από το περιβάλλον απεικόνισης της 3 πληροφορίας. Όσον αφορά τα Constructive Solid Geometries, η εφαρµογή τους κρίνεται ακατάλληλη λόγω της πολυπλοκότητας και της πολυµορφίας των αρχαιολογικών στρωµατογραφικών ενοτήτων και των αρχαιολογικών κατασκευών που δεν µπορεί εύκολα να περιγραφεί µε τον συνδυασµό κύβων, κυλίνδρων, σφαιρών, κώνων ή πυραµίδων (Raper, 2000). Πολλοί ερευνητές προτείνουν τα voxels ως τον πιο κατάλληλο τύπο δεδοµένων για την διαχείριση ογκοµετρικών οντοτήτων (όπως είναι οι ανασκαφικές ενότητες ή τα στρώµατα) και την αναπαράσταση αρχαιολογικών χωρικών φαινοµένων (Zambulis 2003, Pelfer et. al 2004: 2098, Cattani et al. 2004, Bezzi et al. 2006, Lieberwirth U. 2008). Παρόλα αυτά, η ενσωµάτωσή τους σε περιβάλλον ΣΓΠ τόσο σε επίπεδο διαχείρισης όσο και απεικόνισης χαρακτηρίζεται προβληµατική. Κατ αρχήν, για την παραγωγή υψηλής ανάλυσης 3 voxel αντικειµένων απαιτείται η συλλογή µεγάλου αριθµού δειγµατοληπτικών σηµείων (πρωτογενούς πληροφορίας) στο πεδίο (Cattani et al. 2004, Losier et al. 2007: 282). Επίσης, η εφαρµογή της µεθοδολογίας αυτής έχει ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία

82 64 ιδιαίτερα µεγάλων ψηφιακών αρχείων που δυσχεραίνουν τόσο την απεικόνιση όσο και κάθε προσπάθεια διαχείρισης και ανάλυσης. Το µέγεθος των αρχείων είναι ανάλογο µε την ποιότητα του τελικού αντικειµένου γεγονός που καθιστά την συγκεκριµένη µεθοδολογία ακατάλληλη προς το παρόν για εφαρµογές που έχουν στόχο ρεαλιστικές αναπαραστάσεις πραγµατικών αντικειµένων. Από την άλλη, όταν η ανάλυση είναι µικρή και κατ επέκταση οι ψηφίδες µεγάλες, το σχήµα του 3 γραφικού αντικειµένου αλλοιώνεται σηµαντικά, γενικεύοντας τις τυχόν καµπυλωτές επιφάνειες του πραγµατικού αντικειµένου σε µια ακολουθία «αναβαθµίδων». Το κάθε αντικείµενο που κατασκευάζεται, όπως ήδη αναφέραµε, αποτελείται από έναν αριθµό ψηφίδων που κάθε µια τους αντιµετωπίζεται και συµπεριφέρεται ως αυτόνοµη χωρική οντότητα. Το γεγονός αυτό αποτελεί επιπλέον ανασταλτικό παράγοντα σε περιπτώσεις που απαιτείται η σύνδεση του χωρικού αντικειµένου µε ένα πλήθος αλληλοσυνδεόµενων περιγραφικών πληροφοριών (κατά κανόνα στην αρχαιολογία), αφού για να πραγµατοποιηθεί αυτό απαιτείται η σύνδεση της κάθε ψηφίδας υποσύνολου του αντικειµένου - µε κάθε σχετική πληροφορία του ανασκαφικού αρχείου καταγεγραµµένης στη βάση δεδοµένων (Apel 2004: 27-32, Stoter and Zlatanova 2003). Οι αναπαραστάσεις ορίων, παρουσιάζουν ορισµένα σηµαντικά πλεονεκτήµατα όσον αφορά την κατασκευή τους αλλά και την διαχείρισή τους σε περιβάλλοντα ΣΓΠ. Η κατασκευή των χωρικών αντικειµένων δεν απαιτεί πολύ µεγάλο αριθµό πρωτογενών µετρήσεων στο πεδίο. Το µέγεθος των τελικών αρχείων είναι και πάλι συγκριτικά πολύ µικρότερο και δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από την ανάλυση ή την ποιότητα του γραφικού αντικειµένου. Σε σύγκριση µε τα voxels, το ογκοµετρικό µοντέλο αναπαράστασης ορίων πλεονεκτεί από άποψη ποιότητας γραφικού προϊόντος ενώ ταυτόχρονα προσφέρει δυνατότητες ανάκτησης ογκοµετρικών πληροφοριών µε βάση τα τετράεδρα που απαρτίζουν τα τρισδιάστατα αντικείµενα (Losier et al. 2007: 282). Τέλος, τα αντικείµενα αυτά µπορούν να ενσωµατωθούν και να οπτικοποιηθούν στα περισσότερα εµπορικά ΣΓΠ όπως και CAD πακέτα.

83 5. 5. ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Η ενότητα που ακολουθεί έχει ως τελικό στόχο την αναζήτηση του κατάλληλου τρόπου ενσωµάτωσης της χρονικής διάστασης σε ένα αρχαιολογικά προσανατολισµένο χαρτογραφικό περιβάλλον. Για να καταλήξουµε όµως σε αυτό κρίνεται απαραίτητο να γίνει αρχικά αναλυτική συζήτηση ως προς την έννοια του χρόνου στην χαρτογραφία και τους διαθέσιµους τρόπους χαρτογραφικής απόδοσης της διάστασης του χρόνου. Η σηµασία της έννοιας του χρόνου στην επιστήµη της αρχαιολογίας, οι τρόποι µε τους οποίους οι αρχαιολόγοι υπολογίζουν και οργανώνουν τον χρόνο και προσδιορίζουν τη χρονικότητα του αρχαιολογικού υλικού, αποτελούν τα στοιχεία που αναλύονται στη συνέχεια και οδηγούν στον προσδιορισµό του καταλληλότερου µοντέλου χρονικής απόδοσης για την αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα.

84 Χρόνος στη Χαρτογραφία Χρόνος και Γεωγραφία Ο χρόνος γίνεται αντιληπτός περισσότερο σαν έννοια παρά σαν φυσική διάσταση. Καθώς το ανθρώπινο µάτι δεν µπορεί να τον αποµονώσει και να τον σχηµατοποιήσει, η υποκειµενική µας διαίσθηση µας ωθεί να τον βιώνουµε µέσα από τις µεταβολές στις οποίες υπόκεινται τα υλικά αντικείµενα του περιβάλλοντος (Βαρβογλης & Σειραδακης 1994). Στην ουσία λοιπόν, παρατηρούµε τον χρόνο µέσα από το αποτέλεσµα της δράσης του στον υλικό κόσµο ή µε άλλα λόγια µέσα από τις αλλαγές που επιβάλει στον χώρο και τα δοµικά του στοιχεία. Ακριβώς αυτή η περιγραφή και ερµηνεία της αλλαγής και της διαχρονικής διαµόρφωσης της σχέσης µεταξύ ανθρώπου και χώρου, στοιχειοθετεί ένα από τα βασικότερα ερευνητικά αντικείµενα της επιστήµης της Γεωγραφίας. Παρόλα αυτά, ο χρόνος στη γεωγραφική θεωρία µέχρι τα µέσα του 20 ου αιώνα, αντιµετωπιζόταν ως ιδιότητα του χώρου και των χωρικών αντικειµένων, ως ένας εξωτερικός παράγοντας, σχετικός µε το υπό µελέτη φαινόµενο, αλλά όχι και ιδιαίτερα σηµαντικός (Pred 1977). Η θεωρητική τεκµηρίωση της σχέσης χώρου και χρόνου στη γεωγραφική έρευνα παρατηρείται µόνο µετά τη δεκαετία του 50 (Vasiliev 1997). Σε αυτό το διάστηµα, επιχειρείται µια εκτεταµένη συζήτηση σχετικά µε την έννοια του χρόνου και του γενικότερου ρόλου της στην γεωγραφική έρευνα. Η γεωγραφική πληροφορία επαναπροσεγγίζεται µέσα από το πρίσµα της χρονικής διάστασης (Berry 1964), γίνεται προσπάθεια καταγραφής των τρόπων µε τους οποίους ο χρόνος εµπεριέχεται στα διάφορα στάδια της γεωγραφικής ανάλυσης (Dally 1972, Norton 1984) και προσδιορίζονται οι διάφορες κατηγορίες τύποι χρόνου και τα χαρακτηριστικά τους (Couclelis 1994). Χώρος και χρόνος αντιµετωπίζονται ως ενιαίο αδιαίρετο σύνολο (Blaut 1961, Hägerstrand 1970), γεγονός που εισάγει νέα δεδοµένα στους κλάδους της Ιστορικής και πολιτισµικής γεωγραφίας (Vasiliev 1997) και οδηγεί στην δηµιουργία της Χρονικής Γεωγραφίας (Time Geography), που επικεντρώνεται στη χωροχρονική µελέτη της ανθρώπινης συµπεριφοράς (σχετικά µε τον Torsten Hägerstrand και την Χρονική Γεωγραφία Time Geography βλ. Pred 1981) Χαρτογραφική απόδοση χρόνου Απόδοση χρόνου στην αναλογική χαρτογραφία Η σχέση χαρτογραφίας και χρόνου µπορεί να θεωρηθεί ουσιαστικά εγγενής. Κάθε χάρτης αποτυπώνει τον χώρο και τα φαινόµενα που αναπτύσσονται σε αυτόν όπως διαµορφώνονται κάποια στιγµή (ή και διάστηµα) στον χρόνο. Επίσης,

85 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα 67 κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις της εποχής κατασκευής του χάρτη εκφράζονται και φανερώνονται µέσα από τους τρόπους αναπαράστασης του χώρου και της συνολικής απόδοσης του υπό χαρτογράφηση ζητήµατος. Υπό αυτό το πρίσµα, κάθε χάρτης εµπεριέχει έστω και έµµεσα τη διάσταση του χρόνου είναι φορέας δηλαδή χρόνου. Παρόλα αυτά, µόλις µετά την δεκαετία του 50 αρχίζει η διεξοδική έρευνα της σχέσης χρόνου και χαρτογραφίας και η αναζήτηση τρόπων ενσωµάτωσης της διάστασης αυτής σε χαρτογραφικά περιβάλλοντα. Σε αυτό το πλαίσιο τονίζεται από τους περισσότερους ερευνητές η ανάγκη αναζήτησης νέων αποτελεσµατικών τρόπων απόδοσης της διάστασης του χρόνου και φαινοµένων αλλαγής µέσα από χαρτογραφικά περιβάλλοντα. Από το πεδίο της γεωγραφίας, ορισµένοι ερευνητές προχωρούν ένα βήµα παραπέρα από τη θεωρητική προσέγγιση του χρόνου, προτείνοντας και εναλλακτικούς τρόπους αναπαράστασης του. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του Torsten Hägerstrand, που υποστήριξε πως οποιαδήποτε δράση - οποιοδήποτε συµβάν εµπεριέχει ταυτόχρονα χωρικές και χρονικές ιδιότητες (Hallin 1991) και µπορεί να αναλυθεί σε µια αλληλουχία χώρο-χρονικών συντεταγµένων που συγκροτούν χώρο-χρονικά µονοπάτια (Space-Time-Paths) (Diaz-Munoz et al 1999). Με τον τρόπο αυτό, προσπάθησε να αποτυπώσει τους τρόπους που ο άνθρωπος κινείται στο χώρο και να εστιάσει στους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν τις δραστηριότητές του. Από την πλευρά της κλασσικής αναλογικής χαρτογραφίας, η πιο εµπεριστατωµένη διερεύνηση της σχέσης χρόνου-χάρτη εκφράστηκε από τη θεωρητική προσέγγιση του Jacque Bertin. Η χαρτογραφική απόδοση της αλλαγής σύµφωνα µε τον Bertin (1967, 1983) µπορεί να γίνει µε τρεις τρόπους: 1. Μέσω σειράς διαδοχικών χαρτών 2. Μέσω αναπαράστασης της διαδροµής και της κατεύθυνσης κίνησης του υπό µελέτη φαινοµένου 3. Μέσα από την αξιοποίηση οπτικών µεταβλητών στο πλαισιο ενός στατικού χάρτη Στην πρώτη περίπτωση (1), το κάθε επιµέρους χαρτογραφικό πλαίσιο, εκφράζει την κατάσταση των δεδοµένων σε µια συγκεκριµένη χρονική στιγµή. Ο κάθε χάρτης δηλαδή αποτυπώνει µια κατάσταση όπου ο χρόνος αποτελεί σταθερή µεταβλητή. Με την ταυτόχρονη παράθεση των διαδοχικών αυτών χαρτών, είναι δυνατή η παρακολούθηση των αλλαγών ή της κίνησης των χωρικών αντικειµένωνφαινοµένων κατά την πάροδο του χρόνου. Στη δεύτερη περίπτωση (2) το υπό µελέτη φαινόµενο οπτικοποιείται µε τις µορφές που παίρνει κατά τη διάρκεια ενός ορισµένου χρονικού διαστήµατος στα πλαίσια ενός χάρτη. Σε αυτής της µορφής τις οπτικοποιήσεις, η έµφαση δίνεται στην απόδοση της αλλαγής της θέση των χωρικών αντικειµένων ή της κατεύθυνσης κίνησης ενός φαινοµένου. Στην τρίτη περίπτωση (3), το χαρτογραφικό πλαίσιο οπτικοποίησης της πληροφορίας είναι και

86 68 πάλι χρονικά στατικό. Η χρονική πληροφορία εδώ καταδεικνύεται µέσα από τη χρήση οπτικών µεταβλητών µε τις οποίες τα χωρικά δεδοµένα διαχωρίζονται ή οµαδοποιούνται στη βάση των χρονικών τους ιδιοτήτων (Εικόνα 5.1). Εικόνα 5.1 Απόδοση χρόνου σε στατικούς χάρτες: α) µέσω σειράς διαδοχικών χαρτών, β) σε ενιαίο χάρτη µέσω αναπαράστασης διαδροµής και κατεύθυνσης κίνησης, γ) σε ενιαίο χάρτη µε την αξιοποίηση οπτικών µεταβλητών, πηγή Bertin 1967, 1983 Απόδοση χρόνου στην ψηφιακή χαρτογραφία Βέβαια, τα τεχνολογικά µέσα της εποχής πριν την καθιέρωση της ψηφιακής χαρτογραφίας, δεν διευκόλυναν τις όποιες καινοτόµες προσπάθειες δυναµικής απόδοσης της χρονικής διάστασης, περιορίζοντας τις δυνατότητες γραφικής αναπαράστασης και υπαγορεύοντας µια στατική χαρτογραφική απόδοση των χώροχρονικών φαινοµένων (Peuquet 2001). Η µετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή χαρτογραφία σηµατοδότησε την µεταστροφή από την στατικότητα στη δυναµικότητα. Νέες τεχνικές γραφικής απόδοσης έγιναν προσιτές, ενώ σηµαντικό στοιχείο αποτελεί η ενεργός συµµετοχή του αναγνώστη του χάρτη στη διαµόρφωση των τελικών χαρτογραφικών αναπαραστάσεων. Όπως επισηµαίνεται όµως (Langran & Chrisman 1988), οι προσπάθειες αποτελεσµατικής ενσωµάτωσης της χρονικής πληροφορίας σε χαρτογραφικά περιβάλλοντα δεν παρουσίασαν αξιόλογα αποτελέσµατα, ούτε όταν οι τεχνολογικές εξελίξεις επέτρεψαν την αξιοποίηση πολύπλοκων υπολογιστικών τεχνικών (Campbell & Egbert 1990). Ο χρόνος στις περισσότερες ψηφιακές χαρτογραφικές εφαρµογές συνεχίζει να αποτελεί ιδιότητα των χωρικών αντικειµένων και να αντιπροσωπεύεται από τιµές στη βάση δεδοµένων, χωρίς να αποτελεί ξεχωριστή διάσταση. Έτσι, η χαρτογραφική απόδοση της αλλαγής µέσα από σειρά διαδοχικών χαρτών, συνεχίζει να αποτελεί ένα δηµοφιλή τρόπο οπτικοποίησης της χρονικής πληροφορίας σε περιπτώσεις όπου η σύγκριση και η αναζήτηση διαφορών µεταξύ δύο ή περισσότερων καταστάσεων αποτελεί το κύριο ερευνητικό µέληµα (π.χ Slocum et al 2001). Η κύρια διαφοροποίηση στην αναπαράσταση του χρόνου στην

87 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα 69 σύγχρονη ψηφιακή σε σχέση µε την αναλογική χαρτογραφία εντοπίζεται κυρίως στην ανάπτυξη των δυναµικών χαρτών κίνησης (animation). Στην περίπτωση του animation, τα χαρτογραφικά δεδοµένα αναπαρίστανται σε ένα µόνο χαρτογραφικό πλαίσιο, ως µια σειρά διαδοχικών καταστάσεων (καρέ) που προβάλλονται µε καθορισµένη ταχύτητα ακολουθώντας µια γραµµική φορά από το παρελθόν στο παρόν. Η τεχνική αυτή συγκέντρωσε από νωρίς µεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον και δηµιούργησε ιδιαίτερες προσδοκίες ως προς την χωροχρονική χαρτογραφική αναπαράσταση (Tobler 1970). Ήδη γύρω στο 1940, φαινόµενα όπως η κίνηση, η διάρκεια, η επέκταση ή η συρρίκνωση, σχεδιάζονται µε αναλογικά µέσα και αναπαρίστανται µέσω κινηµατογραφικών ταινιών, συνιστώντας έναν πιο κατανοητό τρόπο παρουσίασης στο ευρύ κοινό (Εικόνα 5.2). Εικόνα 5.2 H εισβολή των Γερµανών στην Βαρσοβία (1939) σε καρέ από ταινία της Disney Studios του 1940, Πηγή: Η ανάπτυξη της τεχνολογίας των Η/Υ συνέβαλε στην ευρύτερη εφαρµογή της τεχνικής από τα πρώτα χρόνια της ψηφιακής χαρτογραφίας (Koussoulakou & Kraak 1992). Οι Η/Υ αποτέλεσαν το βασικό µέσο ανάπτυξης τεχνικών και κατασκευής κινούµενων (animated) χαρτών, σηµατοδότησαν νέες προσεγγίσεις για την οργάνωση και αποθήκευση χωροχρονικών πληροφοριών και αποτέλεσαν το µέσο για την προβολή και την διάδοση της χρήσης τους από το ευρύ κοινό (Harrower 2004). Σήµερα, η κατασκευή δυναµικών χαρτών κίνησης αποτελεί µια συνηθισµένη πλέον πρακτική στην οπτικοποίηση χωροχρονικών δεδοµένων που προσφέρει έναν άµεσο τρόπο παρακολούθησης των προοδευτικών αλλαγών που συντελούνται στην υπόσταση ενός αντικειµένου ή φαινοµένου κατά την πάροδο του χρόνου 14. Παρόλα αυτά, ο τρόπος µε τον οποίο ενσωµατώνεται ο χρόνος σε έναν τέτοιο χάρτη, δεν συµβαδίζει µε το ζητούµενο της συνύπαρξης των διαστάσεων του χώρου και του χρόνου ως αδιαίρετο σύνολο, όπως εκφράστηκε από την σύγχρονη γεωγραφική θεωρία. Εναλλακτικές προσεγγίσεις προτείνονται από ορισµένες σύγχρονες προσπάθειες µε χαρακτηριστικό παράδειγµα τον χωροχρονικό κύβο - Space-time Cube (Kraak & Koussoulakou 2004, Gatalsky et al 2004, Li & Kraak 2005) ή το χωροχρονικό πρίσµα - Space-time Prism (Carlstein 1978, Miller 1991). Στα ιδιαίτερα αυτά χαρτογραφικά πλαίσια, απεικονίζεται συνήθως η κίνηση-πορεία 14 Χαρακτηριστικό παράδειγµα εφαρµογής κινούµενων χαρτών µε επίκεντρο την αρχαιολογία αποτελεί το TimeMap project ( του πανεπιστηµίου του Sydney

88 70 ενός αντικειµένου στον χώρο κατά την πάροδο του χρόνου. Η διαδικασία της κίνησης εδώ εκφράζεται µέσα από χωρο-χρονικά µονοπάτια που αποτυπώνονται στο εσωτερικό ενός κύβου, όπου οι άξονες της βάσης του (x και y) αφορούν τις συντεταγµένες του δισδιάστατου χώρου ενώ ο τρίτος άξονας (z) αντιπροσωπεύει τον χρόνο (Kraak & Kousoulakou 2004) (Εικόνα 5.3). Ωστόσο, η εφαρµογή τους περιορίζεται (σχεδόν αποκλειστικά) σε περιπτώσεις σηµειακών µετακινήσεων µεµονωµένων (ή περιορισµένου αριθµού) ανθρώπων ή φαινοµένων. Εικόνα 5.3 Απόδοση ανασκαφικών θέσεων στην Ποτίδαια µέσω χωρο-χρονικού κύβου. Το ύψος το στηλών καταδεικνύει την χρονολόγηση των ευρηµάτων ανα θέση (600π.Χ έως 300µ.Χ), ενώ µε διαφορετικά χρώµατα αποδίδονται οι ιστορικές εποχές, πηγή: Kraak & Koussoulakou 2004 Χρονικές οπτικές µεταβλητές Η µετάβαση από τον αναλογικό-στατικό στον ψηφιακό-δυναµικό χάρτη, σηµατοδότησε την ανάπτυξη της έρευνας πάνω στην αναζήτηση νέων τύπων δυναµικών οπτικών µεταβλητών καταλληλων για την απόδοση των φαινοµένων αλλαγής. Εκτός λοιπόν από τις κλασσικές οπτικές µεταβλητές που προτείνει ο Bertin (στους στατικούς χάρτες για την απόδοση αλλαγών), ο Dibiase το 1991 προτείνει την προσθήκη των µεταβλητών της διάρκειας (duration), χρονικής διάταξης (order) και ρυθµού αλλαγής (rate of change) (Blok 2000). Ο MacEachren προσθέτει επίσης τις οπτικές µεταβλητές της συχνότητας (frequency), του συγχρονισµού (synchronization) και της χρονικής παράθεσης (display time).

89 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα 71 Ωστόσο, οι οπτικές αυτές µεταβλητές επινοήθηκαν υπό το πρίσµα της απόδοσης του χρόνου µε την τεχνική της κινούµενης εικόνας (animation). Κατ επέκταση, η εφαρµογή τους περιορίζεται µόνο σε περιπτώσεις όπου η αλλαγή εκφράζεται µέσα από διαδοχικά καρέ που συγκροτούν µια αναπαράσταση µε τη µορφή κινούµενης εικόνας. Τεχνικές χρονικής διερεύνησης και ανάλυσης Εκτός από τις χρονικές οπτικές µεταβλητές, ενα πλήθος τεχνικών αναπτύχθηκαν αξιοποιώντας τη δυναµικότητα των ψηφιακών χαρτογραφικών περιβαλλόντων και δίνοντας έµφαση στην αναζήτηση κατάλληλων τεχνικών γραφικής απεικόνισης και τον σχεδιασµό εργαλείων για την οπτική-διερευνητική ανάλυση της χωροχρονικής πληροφορίας. Ένα γενικό χαρακτηριστικό των προσπαθειών αυτών είναι η απόδοση όσο το δυνατόν περισσότερων εναλλακτικών όψεων των δεδοµένων και των ιδιοτήτων τους, διευκολύνοντας µε τον τρόπο αυτό την οπτική αντίληψη του ερευνητή και βοηθώντας στην αποκόµιση µιας πιο ολοκληρωµένης εικόνας για τη διαµόρφωση της «χρονική συµπεριφοράς» των δεδοµένων ή φαινοµένων. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία παρατηρείται πλήθος τέτοιων τεχνικών που σχεδιάστηκαν ανεξάρτητα και αυτόνοµα για να καλύψουν τις ιδιαίτερες ανάγκες των εκάστοτε εφαρµογών (Daassi et al 2006). Ο µεγάλος αριθµός και η ποικιλοµορφία των τεχνικών αυτών, οδήγησε ορισµένους ερευνητές στην προσπάθεια σκιαγράφησης των βασικών τους χαρακτηριστικών µε στόχο την γενική κατηγοριοποίησή τους (Chi 2000, Müller & Schumann 2003, Shneiderman 1996, Silva & Catarci 2000, Adrienko et al 2003). Στην προσέγγιση των Andrienko, Andrienko και Gatalsky (2003), οι τεχνικές προσδιορίζονται µε βάση την καταλληλότητα τους να αναπαραστήσουν τις αλλαγές στις οποίες υπόκεινται τα δεδοµένα. Οι αλλαγές αυτές µπορούν να ταξινοµηθούν, σύµφωνα µε την Block (1999) σε: «αλλαγές υπόστασης» (όπως η εµφάνιση ή εξαφάνιση ενός αντικειµένου ή µιας σχέσης µεταξύ αντικειµένων), «αλλαγές στις χωρικές ιδιότητες» των αντικειµένων (π.χ επέκταση, συρρίκνωση, αλλαγή θέσης κτλ) και «αλλαγές στις θεµατικές ιδιότητες» των αντικειµένων (π.χ αλλαγή θερµοκρασίας ενός σώµατος) Με άξονα τους γενικούς αυτούς τύπους αλλαγών, οι Andrienko, Andrienko και Gatalsky εντοπίζουν τις εξής κατηγορίες τεχνικών: Γενικές τεχνικές, εφαρµόσιµες για κάθε τύπο δεδοµένων και τύπο αλλαγής Τεχνικές κατάλληλες για τη µελέτη «αλλαγών υπόστασης» των δεδοµένων αντικειµένων (όπως η εµφάνιση/γέννηση ή εξαφάνιση/θάνατος)

90 72 Τεχνικές κατάλληλες για τη µελέτη κίνησης αντικειµένων Τεχνικές κατάλληλες για τη µελέτη αλλαγών στις θεµατικές ιδιότητες των αντικειµένων Ενδεικτικά, µερικές από τις πιο συχνά εφαρµοζόµενες τεχνικές συνοψίζονται στις εξής: Υποβολή Χωροχρονικών ερωτηµάτων: Αποτελεί βασικό εργαλείο διαθέσιµο στις περισσότερες εφαρµογές χωροχρονικής διαχείρισης. Για την υποβολή χωροχρονικών ερωτηµάτων σε µια βάση δεδοµένων, αναπτύχθηκαν ειδικές γλώσσες (όπως TSQL), µέσω των οποίων δόθηκε η δυνατότητα σύγκρισης ή υπολογισµού χρονικών επικαλύψεων µεταξύ χρονικών διαστηµάτων, προσδιορισµού και ανάλυσης των χρονικών µοτίβων ή ασυνεχειών, πρόσθεσης ή αφαίρεσης χρονικών περιόδων κτλ (Ott & Swiaczny 2001). Το ενδιαφέρον εδώ, από την άποψη της οπτικοποίησης, εστιάζεται στον τρόπο µε τον οποίο ο χρήστης διατυπώνει τα ερωτήµατά του (Εικόνα 5.4). Έτσι, εκτός από τον κλασσικό τρόπο υποβολής µέσω κάποιας εξειδικευµένης γλώσσας (π.χ τύπου SQL), προτείνονται εναλλακτικές λύσεις όπως η χρήση ελεύθερης γλώσσας (Sing Goh et al 2007), η υποβοήθηση µε ηχητικά σήµατα (περισσότερα στο Cano et al 2006) ή (πιο συχνά) η χρήση ειδικών γραφικών αναπαραστάσεων (Edsall & Peuquet 1996). Εικόνα 5.4 ιατύπωση ερωτήµατος σε δυναµικό γραφικό περιβάλλον, πηγή: Zlatanova 1999 Οι προσεγγίσεις αυτές στοχεύουν στην γρήγορη και εύκολη κατασκευή των ερωτηµάτων, αποφεύγοντας δυσνόητες διατυπώσεις και βοηθώντας στη συνολικότερη κατανόηση του χωροχρονικού υλικού. Για παράδειγµα οι Hochheiser και Shneiderman (Hochheiser & Shneiderman 2001), εφαρµόζουν την τεχνική των «γραφικών χρονικών πλαισίων» (timeboxes) (Εικόνα 5.5), όπου οι επιθυµητές τιµές για τη διατύπωση των ερωτηµάτων ορίζονται µέσα από τον σχεδιασµό γραφικών πλαισίων απευθείας στο περιβάλλον χρονικών γραφηµάτων.

91 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα 73 Εικόνα 5.5 Τεχνική των «γραφικών χρονικών πλαισίων» (timeboxes), πηγή: Hochheiser & Shneiderman 2001 Τεχνική επικέντρωσης (Focusing) και ξεκαθαρίσµατος (Brushing): Με την τεχνική της χρονικής επικέντρωσης (Εικόνα 5.6), επιτυγχάνεται η χρονική οριοθέτηση των υπό οπτικοποίηση πληροφοριών µε τον προσδιορισµό από τον χρήστη ενός χρονικού διαστήµατος (συνήθως δηλώνονται δύο τιµές που αντιστοιχούν στον χρόνο έναρξης και τον χρόνο λήξης) (Harrower et al 1999). Όλα τα χωρικά αντικείµενα που εµπίπτουν σε αυτό το χρονικό διάστηµα οπτικοποιούνται ή συµµετέχουν σε περαιτέρω αναλυτικές διαδικασίες. Εικόνα 5.6 Τεχνική επικέντρωσης και τεχνική ξεκαθαρίσµατος, πηγή: Harrower et al 1999 Η τεχνική του χρονικού ξεκαθαρίσµατος (Εικόνα 5.6) εφαρµόζεται όταν υπάρχουν ενδείξεις για ύπαρξη συγκεκριµένων χρονικών µοτίβων κατά την εξέλιξη ενός φαινοµένου (Harrower et al 1999). Σε αυτές τις περιπτώσεις, µε την τεχνική αυτή προσδιορίζονται οι ακριβείς χρονικές τιµές που θα πρέπει τα δεδοµένα να έχουν προκειµένου να οπτικοποιηθούν ή εκ νέου να επεξεργαστούν. Τεχνική συσχέτισης (Interactive linking): Με την τεχνική αυτή εξασφαλίζεται η επικοινωνία µεταξύ των διαφορετικών πλαισίων αναπαράστασης της χωροχρονικής πληροφορίας. Έτσι, ένα χωρικό αντικείµενο που αναπαρίσταται σε ένα χάρτη µπορεί να συσχετιστεί οπτικά µε τις τιµές που εκπροσωπεί σε ένα

92 74 διάγραµµα (Εικόνα 5.7). Η τεχνική αυτή θεωρείται ιδιαίτερα αποτελεσµατική καθώς συσχετίζοντας τις διαφορετικές αναπαραστάσεις, προάγεται µια πιο συνθετική προσέγγιση της χωροχρονικής πληροφορίας και ενισχύεται η αντίληψη του χρήστη σχετικά µε τη διαµόρφωση των χωροχρονικών φαινοµένων (Kapler & Wright 2005). Εικόνα 5.7 Τεχνική συσχέτισης, πηγή: Robinson 2006 Τεχνικές σύγκρισης: η τεχνική αυτή στηρίζεται στη λογική της παρουσίασης της κατάστασης των τιµών που εµφανίζουν τα ίδια φαινόµενα σε διαφορετικές χρονικές στιγµές ή περιόδους (Εικόνα 5.8). Η απεικόνιση της πληροφορίας γίνεται µέσω µιας σειράς διαδοχικών στατικών χρονικά αναπαραστάσεων έτσι ώστε να επιτρέπεται η µεταξύ τους σύγκριση και να διευκολύνεται ο εντοπισµός των επιµέρους διαφοροποιήσεων. Εικόνα 5.8 Τεχνική σύγκρισης, Πηγή: Andrienko & Andrienko 2004

93 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα 75 Τεχνικές animation: Όπως ήδη αναφέραµε στην περίπτωση των δυναµικών χαρτών κίνησης, η τεχνική της κινούµενης χαρτογραφικής εικόνας µπορεί να χαρακτηριστεί από τις πιο ενδεδειγµένες όταν αυτό που ενδιαφέρει είναι η συνολική-διαχρονική παρακολούθηση των αλλαγών που συντελούνται σε ένα χωρικό περιβάλλον. Με τη χρήση κίνησης, δίνεται η δυνατότητα να καθορίσουµε τη ροή της αναπαράστασης µετακινούµενοι από το παρελθόν στο παρόν (ή και το αντίστροφο) έχοντας µια γενική εποπτεία της διαµόρφωσης των χωρικών φαινοµένων κατά την πάροδο του χρόνου (Müller & Schumann 2003). Χρήση γραφηµάτων: Για την πληρέστερη παρακολούθηση των µεταβολών στις αριθµητικές ποσοτικές ιδιότητες των δεδοµένων, συνηθισµένη είναι η χρήση χρονικών γραφηµάτων (Εικόνα 5.9). Η καταλληλότητα του τύπου γραφήµατος εξαρτάται φυσικά από τον τύπο των διαθέσιµων δεδοµένων. Έτσι για την γραφική απόδοση µεταβλητών που αφορούν συγκεκριµένες στιγµές στον χρόνο, εφαρµόζονται σηµειακά γραφήµατα. Αντίστοιχα, δεδοµένα µε καταγεγραµµένες ποσοτικές διακυµάνσεις στον χρόνο αποδίδονται καλλίτερα µε γραµµικά γραφήµατα ή ραβδογράµµατα (Bar charts) (Müller & Schumann 2003). Εικόνα 5.9 Παραδείγµατα χρονικών γραφηµάτων, πηγή: Müller & Schumann 2003 Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά χρονικά γραφήµατα αποτελεί το γράφηµα χρονικής αλληλουχίας - Time-series Graph (Edsall & Peuquet 1996, Hochheiser & Shneiderman 2001). Στo γράφηµα αυτό, οι χρονικές τιµές (που αναπαρίστανται στον ένα άξονα), αντιπαραβάλλονται µε τις αριθµητικές τιµές που το κάθε αντικείµενο εµφανίζει σε κάθε χρονική στιγµή. ιαβάζοντας ένα τέτοιο γράφηµα, ο χρήστης µπορεί εύκολα να προσδιορίσει τις χρονικές στιγµές κατά τις οποίες οι θεµατικές τιµές εµφανίζουν τις ελάχιστες ή µέγιστες διακυµάνσεις (Adrienko et al 2003). Η ταυτόχρονη διαγραµµατική απόδοση των ποσοτικών διακυµάνσεων πολλών αντικειµένων στο ίδιο γράφηµα, εξυπηρετεί επιπλέον την διεξοδικότερη µεταξύ τους σύγκριση (Εικόνα 5.10).

94 76 Εικόνα 5.10 Γράφηµα χρονικής αλληλουχίας, πηγή: Müller & Schumann 2003 Τρισδιάστατα γραφήµατα (Εικόνα 5.11) τέλος εφαρµόζονται όταν το ζητούµενο είναι η αντιπαραβολή δύο αριθµητικών µεταβλητών µε την διάσταση του χρόνου. Εικόνα 5.11 Τρισδιάστατο γράφηµα, πηγή: Lin Kuo et al Χρόνος και βάσεις δεδοµένων δ δοµένων Ένα σηµαντικό κοµµάτι της ψηφιακής χαρτογραφίας εκφράζεται σήµερα µέσα από την τεχνολογία των Συστηµάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών, µε τη λειτουργική διαχείριση και απόδοση χωροχρονικών πληροφοριών να αποτελεί κρίσιµο ζήτηµα της σύγχρονης έρευνας στο πεδίο αυτό, ήδη από τα µέσα της δεκαετίας του 80 (Langran & Chrisman 1988). Βασικό στοιχείο και γνώρισµα ενός ΣΓΠ αποτελεί η βάση δεδοµένων. εν είναι τυχαίο λοιπόν πως πολλές προσπάθειες συγκρότησης χρονικών ΣΓΠ ξεκίνησαν από την αναζήτηση τρόπων ενσωµάτωσης της χρονικής πληροφορίας σε βάσεις δεδοµένων.

95 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα 77 Ο βασικός στόχος µιας χρονικής βάσης δεδοµένων είναι η αποτελεσµατική αποθήκευση και οργάνωση του συνεχώς αυξανόµενου αριθµού διαθέσιµων χώροχρονικών δεδοµένων και των ιδιοτήτων τους. Οι περισσότερες από τις εφαρµογές αυτές στηρίζονται στο, επαρκώς τεκµηριωµένο και υποστηρίξιµο από τα περισσότερα λογισµικά, σχεσιακό µοντέλο βάσεων δεδοµένων (Relational database model). Ήδη από τη δεκαετία του 80, η ερευνητική δραστηριότητα εντοπίζεται στην αναζήτηση τρόπων επέκτασης του σχεσιακού µοντέλου προκειµένου να ενσωµατώσει την χρονική διάσταση (Peuquet 2001). Οι προσπάθειες αυτές υποστηρίζονται και από έρευνες που στοχεύουν στην τροποποίηση υφιστάµενων γλωσσών υποβολής ερωτηµάτων στις σχεσιακές βάσεις δεδοµένων (τύπου SQL), έτσι ώστε να συµπεριλαµβάνουν και τύπους χρονικών ερωτηµάτων (TSQL, SQL/Temporal) (Snodgrass 1995). Παρόλα αυτά, στις εφαρµογές αυτές ο χρόνος αντιµετωπίζεται ως µέρος µόνο του συνόλου των θεµατικών ιδιοτήτων του κάθε χωρικού αντικειµένου. Οι αλλαγές που συντελούνται σε ένα αντικείµενο ή χωρικό φαινόµενο (σε χωρικό ή θεµατικό επίπεδο) καταγράφονται στις βάσεις µόνο υπό το πρίσµα µιας αλληλουχίας χρονικών στιγµών (µε συχνά προκαθορισµένο χρονικό εύρος). Στην ουσία λοιπόν στην βάση δεδοµένων αποτυπώνεται µια σειρά από στιγµιότυπα όπου ανάµεσα στα στιγµιότυπα αυτά η κατάσταση του χωρικού φαινοµένου ή αντικειµένου παραµένει ασαφής (Erwig et al 1999). Το γεγονός αυτό περιορίζει την εφαρµογή των συγκεκριµένων µοντέλων είτε σε περιπτώσεις όπου είναι αδύνατη η καταγραφή των όποιων αλλαγών σε πραγµατικό χρόνο, είτε σε περιπτώσεις όπου οι αλλαγές δεν πραγµατοποιούνται µε µεγάλη συχνότητα (π.χ επέκταση ιδιοκτησίας σε εφαρµογή κτηµατολογίου). Αντίθετα, εναλλακτικοί τρόποι οργάνωσης της χωροχρονικής πληροφορίας έχουν αναπτυχθεί σε εφαρµογές που εστιάζουν στη µελέτη της διαρκούς αλλαγής ή κίνησης. Εξειδικευµένες αντικειµενοστρεφείς βάσεις δεδοµένων (Raza & Kainz 1999) όπως και σύγχρονες βάσεις πραγµατικού χρόνου (Real-time database) προτείνονται στις περιπτώσεις αυτές. Ο τεράστιος όµως όγκος πληροφορίας που συγκεντρώνεται στις περιπτώσεις αυτές, καθώς και η αδυναµία λειτουργικής ενσωµάτωσής αυτού του τύπου βάσεων σε περιβάλλοντα ΣΓΠ, δυσχεραίνει τη µετέπειτα αναγκαία ανάλυση των δεδοµένων (Peuquet 2001) Χρόνος και ΣΓΠ Οι προσπάθειες αυτές οργάνωσης σε βάσεις δεδοµένων δεν άργησαν να συσχετιστούν και να αξιοποιηθούν από την συνεχώς αναπτυσσόµενη τεχνολογία των Συστηµάτων των Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ). Η έµφαση στις περιπτώσεις αυτές δόθηκε στην αναζήτηση του καταλληλότερου µοντέλου χωροχρονικών δεδοµένων που θα µπορούσε να αποθηκευτεί εντός των ΣΓΠ, διαµορφώνοντας τις κατάλληλες συνθήκες για την λειτουργική διαχείριση και την ανάλυσή τους.

96 78 Σταθµός υπήρξε το έργο της Langran (1988, 1992) που αποτέλεσε την πρώτη τεκµηριωµένη προσπάθεια σύνδεσης χωρικών και χρονικών δεδοµένων για τη δηµιουργία ενός µοντέλου χωρο-χρονικής οργάνωσης και αναπαράστασης. Παρόλα αυτά, οι εξελίξεις ως προς την ανάπτυξη εµπορικών χρονικών ΣΓΠ είναι περιορισµένες. Στο σύνολο των εµπορικών πακέτων ΣΓΠ, η χρονική πληροφορία ενσωµατώνεται µε τη µορφή θεµατικής ιδιότητας (Ott & Swiaczny 2001), γεγονός που περιορίζει τις αναλυτικές δυνατότητες στους άξονες του χώρου και του χρόνου. Επίσης, παρόλες τις εξελίξεις στον τοµέα των χρονικών βάσεων δεδοµένων, φανερό είναι το πρόβληµα της µη συνεργασίας ανάµεσα στους κλάδους των χρονικών βάσεων δεδοµένων και ΣΓΠ. Μόλις την τελευταία δεκαετία οι δύο αυτοί ερευνητικοί κλάδοι έχουν αναπτύξει κάποιας µορφής κοινή προγραµµατική (π.χ πρόγραµµα CHOROCHRONOS (Koubarakis et al. 2003). Επιπλέον, η έρευνα πάνω στην ανάπτυξη χρονικών ΣΓΠ, προβάλλεται ως ένα ιδιαίτερο και εξειδικευµένο ερευνητικό πεδίο. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα η όλη έρευνα πάνω στα χρονικά ΣΓΠ να εµφανίζεται αποκοµµένη και να µην συµβαδίζει τελικά µε τις γενικότερες εξελίξεις στο ευρύτερο πεδίο των ΣΓΠ (Ott & Swiaczny 2001). Πιο ολοκληρωµένες προσπάθειες ενσωµάτωσης και ανάλυσης της χωροχρονικής πληροφορίας συναντάµε µόνο σε πρότυπες εφαρµογές (Blok 1999) όπου οι συνθήκες χρονικής οπτικοποίησης και ανάλυσης προσαρµόζονται στον τύπο των δεδοµένων και τα ιδιαίτερα ερευνητικά ερωτήµατα της εκάστοτε εφαρµογής. Η γενικότερη αυτή τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια για µικρού µεγέθους και χαµηλού κόστους εξειδικευµένων-πρότυπων ΣΓΠ εφαρµογών, αποµακρύνει την έρευνα από τη διαµόρφωση ενός πιο γενικού µοντέλου υλοποίησης που να καλύπτει εφαρµογές από διαφορετικά πεδία (Frank 1998) και περιορίζει τις πιθανότητες εµφάνισης ενός λειτουργικού εµπορικού χρονικού ΣΓΠ στο άµεσο µέλλον. Κάνοντας µια γενική επισκόπηση των µέχρι σήµερα υλοποιηµένων εφαρµογών, διαπιστώνεται πως ο κύριος όγκος της έρευνας πάνω στα χρονικά ΣΓΠ αφορούν ερευνητικά πεδία και απαντούν ερευνητικά ερωτήµατα µε πολύ διαφορετική φιλοσοφία από αυτά που προτάσσει η αρχαιολογία και η ανασκαφική έρευνα. Οι κυριότερες εφαρµογές αφορούν την µοντελοποίηση δυναµικών φαινοµένων που εξελίσσονται στο παρόν. Ο χρόνος σε αυτές τις προσεγγίσεις αποτελεί δεδοµένη πρωτογενή πληροφορία, κατά κύριο λόγο µετρήσιµη, που συνήθως ανακτάται ταυτόχρονα µε τις σχετικές θεµατικές και χωρικές πληροφορίες. Οι χρονικές τιµές αντιπροσωπεύουν σαφείς χρονικές στιγµές ή χρονικά διαστήµατα και εκφράζονται ως επί το πλείστον µέσω αριθµητικών µεταβλητών. Όλα τα παραπάνω στοιχεία έρχονται σε αντίθεση µε την έννοια του χρόνου όπως αυτή εµπεριέχεται στην αρχαιολογική έρευνα και ανασκαφική ανάλυση και ως εκ τούτου µόνο υπό συγκεκριµένες προϋποθέσεις θα µπορούσαν να

97 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα 79 αξιοποιηθούν για την οργάνωση της ανασκαφικής πληροφορίας στο πλαίσιο ενός αρχαιολογικά προσανατολισµένου ΣΓΠ Χρόνος και Αρχαιολογία Η αρχαιολογία επικεντρώνει στη µελέτη των κοινωνιών του παρελθόντος και του περιβάλλοντός τους µέσω της συστηµατικής συγκέντρωσης, ανάλυσης και ερµηνείας των υλικών τους καταλοίπων. Οι αρχαιολόγοι µέσα από δράσεις στο παρόν προσπαθούν να βγάλουν συµπεράσµατα για την καθηµερινή ζωή των ανθρώπων που έδρασαν κατά το παρελθόν και τη δοµή των κοινωνιών τους. Η επικέντρωση της έρευνας στο παρελθόν, υπογραµµίζει την άµεση σχέση µεταξύ αρχαιολογίας και της έννοιας του χρόνου, και καθιστά τον προσδιορισµό των χρονικών ιδιοτήτων ενός αντικειµένου ή µιας δράσης ως ένα από τα κεντρικότερα ζητήµατα της αρχαιολογικής έρευνας. ύο διαφορετικές προσεγγίσεις του χρόνου εντοπίζονται στην αρχαιολογική έρευνα. Η πρώτη αφορά τους τρόπους µε τους οποίους αντιµετώπιζαν και αντιλαµβάνονταν τον χρόνο οι υπό µελέτη παρελθούσες κοινωνίες (Εικόνα 5.12). Εδώ, ο χρόνος εστιάζεται µέσα από ένα πιο συµβολικό, ανθρωπολογικό κοινωνιολογικό πρίσµα. Είναι ελαστικός, συνήθως κυκλικός και συνδέεται µε κοινωνικές αντιλήψεις, θρησκευτικές δοξασίες και την καθηµερινή ζωή του ατόµου. Η δεύτερη προσέγγιση, αφορά τον τρόπο µε τον οποίο οι αρχαιολόγοι σήµερα θεωρούν, υπολογίζουν, οργανώνουν τον χρόνο και τον χρησιµοποιούν για να ερµηνεύουν συµπεριφορές και δοµές το παρελθόντος. Στην περίπτωση αυτή, η έννοια του χρόνου αποδεσµεύεται από τις προηγούµενες αφηρηµένες έννοιες και παίρνει µια γραµµική µορφή (Peuquet 1994). Η ανθρώπινη δραστηριότητα τοποθετείται στην γραµµική αυτή χρονική αλληλουχία (παρελθόν παρόν) και το ζητούµενο είναι ο προσδιορισµός της θέσης στην χρονική γραµµή της κάθε δράσης στο παρελθόν (Εικόνα 5.13). Η δεύτερη αυτή προσέγγιση, αποτελεί την βάση για τις παραγράφους που ακολουθούν και έχουν ως στόχο τη γενική περιγραφή της έννοιας του χρόνου, όπως χρησιµοποιείται ή γίνεται αντιληπτή στην αρχαιολογική έρευνα.

98 80 Εικόνα 5.12 Ο χρόνος των αρχαίων Αιγυπτίων (πηγή: Εικόνα 5.13 Ιστορικά γεγονότα σε γραµµική χρονική αλληλουχία, πηγή: Χρονολόγηση στην αρχαιολογική έρευνα Κοιτώντας τα διάφορα αρχαιολογικά παραδείγµατα, διαπιστώνει κανείς πως ο χρονικός προσδιορισµός µιας δράσης του παρελθόντος διατυπώνεται στην αρχαιολογική έρευνα µε πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Έτσι για παράδειγµα η κλασική εποχή εντοπίζεται περίπου από το 500 π.χ έως το 320 π.χ, η ίδρυση της Θεσσαλονίκης συµπίπτει µε την αρχή της ελληνιστικής εποχής, συγκεκριµένοι τύποι αγγείων παραπέµπουν σε διαφορετικές εποχές ή φάσεις εξέλιξης ενός

99 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα 81 οικισµού, ένα ανθρωπογενές στρώµα χρήσης είναι αρχαιότερο ή νεότερο από ένα άλλο, ενώ µε βάση µέτρηση ραδιοχρονολόγησης ένα εύρηµα έχει ηλικία ~3600 ετών. Όλες αυτές οι χρονικές αναφορές παραπέµπουν σε διαφορετικές µεθόδους προσδιορισµού του χρόνου στην αρχαιολογική έρευνα που εντάσσονται στην γενικότερη έννοια της «χρονολόγησης». Η ακριβής χρονολόγηση όµως µιας διαδικασίας, δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση ιδιαίτερα όταν µιλάµε για µακρινές εποχές στο παρελθόν όπου απουσιάζουν γραπτές µαρτυρίες. Ο περιορισµένος αριθµός, η κακή κατάσταση των υλικών καταλοίπων και η γενικότερη έλλειψη γραπτών πληροφοριών για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους, κάνουν τον ακριβή χρονικό προσδιορισµό µιας δράσης του παρελθόντος σχεδόν αδύνατο. Ο περιορισµός αυτός δεν επηρεάζει την γενικότερη κατανόηση του παρελθόντος, όπως επιχειρείται από την αρχαιολογική έρευνα. Αντικείµενο µελέτης της αρχαιολογίας αποτελούν φαινόµενα µετασχηµατισµού στα οποία η ακριβής χρονική στιγµή δεν έχει σηµασία. Για παραδειγµα, δεν είναι δυνατόν αλλά ούτε και έχει νόηµα να προσδιοριστεί πότε «τελειώνει» ο Μεσαίωνας. Γνωρίζουµε όµως πότε «τελειώνει» το Βυζάντιο καθώς εκεί είναι δυνατή η αντιστοίχιση µε το γεγονός της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης. Υπάρχει λοιπόν µια σαφής διάκριση γεγονότος και διαδικασίας και κατ επέκταση διάκριση ιστορίας των γεγονότων από την ιστορία των διαδικασιών. Η έµφαση στην αρχαιολογική έρευνα δίνεται στην κατανόηση της εξέλιξης - της διαδοχής από µια κατάσταση µε αναγνωρίσιµα χαρακτηριστικά σε µια άλλη όπου τα χαρακτηριστικά αυτά διαφοροποιούνται. Με αυτή τη λογική, επιχειρείται η κατάτµηση του χρόνου και η συγκρότηση (εννοιολογικών) χρονικών ακολουθιών, που κάθε µια αντιπροσωπεύει µια χρονική περίοδο µε οµοιογενή πολιτισµικά χαρακτηριστικά. Με βάση τις «σχετικές» αυτές χρονικές περιόδους 15, οργανώνεται η ανθρώπινη συµπεριφορά σε πολιτισµικά πλαίσια µε έµµεση χρονική αντιστοίχηση και γενικά οµοιογενή χαρακτηριστικά. Το πόσο διαρκεί η κάθε περίοδος ή πότε ακριβώς παρατηρείται η µετάβαση από το ένα στάδιο εξέλιξης στο άλλο, αποτελούν διαφορετικά ζητήµατα τα οποία δεν επιδέχονται σαφή προσδιορισµό (π.χ σε όρους ετών για την προϊστορία) και µπορεί να υπόκεινται σε διαρκείς αναθεωρήσεις όσο η έρευνα εξελίσσεται και προστίθενται νέα δεδοµένα. Ουσιαστικά λοιπόν οι αρχαιολόγοι δεν προσδιορίζουν χρονικά µια διαδικασία µε ακρίβεια ηµέρας ή έτους αφού αυτό είναι αµετάκλητα χαµένο. Αντίθετα ο χρόνος προσεγγίζεται µέσα σε κάποια όρια, χαλαρότερα ή στενότερα, µέσα στα όρια των πολιτισµικών περιόδων (Κωτσάκης 1983). 15 αποτελούν ουσιαστικά εννοιολογικά κατασκευάσµατα των σηµερινών µελετητών

100 82 Ο τρόπος χρονολόγησης που µόλις αναφέρθηκε και στηρίζεται στην κατάτµηση του χρόνου στη βάση µη αριθµητικών - εννοιολογικών µονάδων µε γενικευµένα και σχετικά ευµετάβλητα όρια, αναφέρεται ως σχετική χρονολόγηση. Στην αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα, εντοπίζεται και άλλος ένας τύπος χρονολόγησης, η απόλυτη χρονολόγηση, που µαζί µε τη σχετική χρονολόγηση συγκροτούν τις δύο βασικές µεθόδους προσέγγισης του χρόνου από την αρχαιολογική έρευνα. Στην απόλυτη χρονολόγηση, πραγµατοποιείται η κατάτµηση του χρόνου µε βάση αριθµητικές µονάδες και πιο συγκεκριµένα µε βάση τα έτη. Σε αντίθεση όµως µε αυτό που το όνοµα της µεθόδου υποδηλώνει, ο αριθµητικός χρονικός προσδιορισµός που επιτυγχάνεται δεν είναι απόλυτα ακριβής. Τα αποτελέσµατα απόλυτης χρονολόγησης συνοδεύονται σχεδόν πάντα από µια εκτίµηση πιθανού λάθους µε την χρονική ασάφεια να εκφράζεται µε ένα εύρος χρονικών τιµών (+/-) µέσα στο οποίο τοποθετείται χρονικά η κατασκευή ενός αρχαιολογικού ευρήµατος ή η χρήση µιας επιφάνειας (Renfrew & Bahn 2001, σελ.128). Στηριζόµενοι σε αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή και οι δύο µέθοδοι αποτελούν προσεγγίσεις και δεν αντικατοπτρίζουν µε βεβαιότητα την ηλικία ενός αντικειµένου ή ενός χώρου, ορισµένοι ερευνητές χαρακτήρισαν λανθασµένη τη διαφοροποίηση µεταξύ σχετικής και απόλυτης χρονολόγησης (Ramenofsky 1998). Η σχετική και απόλυτη χρονολόγηση διαφέρουν ουσιαστικά στο επίπεδο της χρονικής ανάλυσης, καθώς µε την απόλυτη χρονολόγηση προσεγγίζεται µε µεγαλύτερη λεπτοµέρεια (µεγαλύτερη ανάλυση) η χρονικότητα ενός αντικειµένου σε αντίθεση µε τις πιο χονδρικές-γενικές προσεγγίσεις των σχετικών χρονολογήσεων. Έτσι αντί για τη διάκριση ανάµεσα στη σχετική και απόλυτη χρονολόγηση, προτείνεται η διάκριση ανάµεσα στις τακτικές (µη αριθµητικές - ordinal) και τις διαστηµικές (αριθµητικές- interval) προσεγγίσεις αντίστοιχα (Ramenofsky 1998). Στις παραγράφους που ακολουθούν γίνεται µια πιο αναλυτική περιγραφή των τύπων αυτών χρονολόγησης, µε αναφορά στα πεδία εφαρµογής τους στην αρχαιολογική έρευνα. Στη σχετική-τακτική χρονολόγηση, η ηλικία ενός αντικειµένου εκφράζεται σε σχέση και σε σύγκριση µε άλλα αντικείµενα ή δράσεις (Lucas 2005, σελ. 3). Σε αυτή την περίπτωση, απαιτείται η σύγκριση µεταξύ δύο τουλάχιστον συµβάντων, όπου το ένα θεωρείται νεότερο ή παλαιότερο από το άλλο, χωρίς όµως να προσδιορίζεται ακριβώς η χρονική απόσταση µεταξύ αυτών των δύο συµβάντωνγεγονότων (Ramenofsky 1998). Η στρωµατογραφική ανάλυση αποτελεί µια από τις πιο χαρακτηριστικές µεθόδους σχετικής χρονολόγησης που εφαρµόζεται στην αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα ήδη από τον 19 ο αιώνα (Castleford 1992). Η στρωµατογραφική ανάλυση στηρίζεται στον νόµο της «επικάλυψης των στρωµάτων» που έχει διατυπωθεί στα πλαίσια της επιστήµης της γεωλογίας. Σύµφωνα λοιπόν µε τον νόµο αυτόν, τα στρώµατα της Γης είναι διατεταγµένα το ένα πάνω στο άλλο διαδοχικά, µε τα

101 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα 83 κατώτερα να αποτελούν τα αρχαιότερα στρώµατα. Με βάση τον νόµο αυτόν 16 και σε συνδυασµό µε τα αρχαιολογικά τεκµήρια που αποκαλύπτονται στο κάθε διαφορετικό στρώµα, είναι δυνατός ο προσδιορισµός των χρονικών ακολουθιών επεισοδίων χρήσης, µιας αρχαιολογικής θέσης. Σε περιπτώσεις κοντινών, σε όρους απόστασης και πολιτισµικής εξέλιξης, αρχαιολογικών θέσεων, η έρευνα µπορεί να προχωρήσει στη χρονική συσχέτιση των αρχαιολογικών στρωµάτων µεταξύ των θέσεων και τον προσδιορισµό των τυπολογικών τους χαρακτηριστικών (Castleford 1992) (για παράδειγµα χρώµα, υφή, συνεκτικότητα χώµατος ή ποσοστό περιεκτικότητας σε όστρεα/κεραµική/οστά) (Εικόνα 5.14). Εικόνα 5.14 Χρονική συσχέτιση αρχαιολογικών στρωµάτων µεταξύ διαφορετικών θέσεων Τα τεχνουργήµατα 17 αποτελούν το βασικό υλικό µε βάση το οποίο επιχειρούνται τυπολογικές οµαδοποιήσεις-κατατάξεις, συγκροτώντας µια επίσης χαρακτηριστική µέθοδο σχετικής χρονολόγησης. Η µέθοδος αυτή χρησιµοποιεί τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των τεχνουργηµάτων, βασιζόµενη στην παραδοχή πως «προϊόντα µιας δεδοµένης περιόδου κι ενός συγκεκριµένου χώρου έχουν µια αναγνωρίσιµη τεχνοτροπία και υπό αυτή την έννοια χαρακτηρίζουν την κοινωνία που τα παρήγαγε» (Renfrew & Bahn 2001, σελ.120). Η τεχνοτροπία εξελίσσεται στο χρόνο και διαφοροποιείται στο χώρο (όπ. π.). Μελετώντας λοιπόν το σχήµα, την τεχνική κατασκευής, το υλικό ή τη διακόσµηση ενός τεχνουργήµατος και συγκρίνοντάς το µε αντίστοιχα χαρακτηριστικά τεχνουργηµάτων της ίδιας κατηγορίας, οι αρχαιολόγοι προχωρούν στην κατάρτιση τυπολογικών οµαδοποιήσεων - κατατάξεων. Κάθε τυπολογική οµάδα, ταυτίζεται µε µια 16 αν και δεν έχει απόλυτη εφαρµογή για ανθωπογενή στρώµατα που αποτελούν το αντικείµενο έρευνας της αρχαιολογικής ανασκαφικής έρευνας 17 Τεχνούργηµα: αντικείµενο που χρησιµοποιήθηκε, τροποποιήθηκε ή κατασκευάστηκε από ανθρώπους στο παρελθόν (Renfrew & Bahn 2001, σελ..45)

102 84 συγκεκριµένη πολιτισµική περίοδο, ενώ η τροποποίηση των τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών σηµατοδοτεί την µετάβαση από τη µια πολιτισµική περίοδο στην άλλη. Μεταπολεµικά, νέες τεχνολογίες βοήθησαν στον πιο λεπτοµερή προσδιορισµό της ηλικίας των αρχαιολογικών τεκµηρίων. Η εισαγωγή των τεχνικών της δενδροχρονολόγησης και της ραδιοχρονολόγησης στην αρχαιολογική έρευνα επέτρεψαν την εκτίµηση της ηλικίας µε όρους ετών και όχι σχετικών προσδιορισµών, συγκροτώντας τις τεχνικές απόλυτης χρονολόγησης18. Το χαρακτηριστικό αυτού του τύπου χρονολόγησης είναι πως ο προσδιορισµός της ηλικίας ενός αντικειµένου γίνεται µεµονωµένα και ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα ευρήµατα ή τις πληροφορίες που το πλαισιώνουν (Lucas 2005, σελ. 3). εν απαιτείται δηλαδή, όπως στην περίπτωση της σχετικής χρονολόγησης, ο συσχετισµός ή η σύγκριση µεταξύ διαφορετικών αντικειµένων µε βάση τα τυπολογικά ή στρωµατογραφικά χαρακτηριστικά τους. Αντίθετα, αυτό που συµβαίνει είναι πως ο απόλυτος προσδιορισµός της ηλικίας ενός αντικειµένου, χαρακτηρίζει τα υπόλοιπα αντικείµενα µε οµοιογενή τυπολογικά χαρακτηριστικά, προσδίδοντας στην σχετική - πολιτισµική χρονική περίοδο που αντιστοιχούν πιο σαφή (µε µονάδες χρόνου τα έτη ή αιώνες) χρονικά όρια (Lucas 2005, σελ. 5). Τόσο τα αποτελέσµατα τυπολογικών αναλύσεων όσο αυτά των απόλυτων χρονολογήσεων, καταδεικνύουν (έστω και κατά προσέγγιση) το χρόνο κατασκευής ενός αντικειµένου ή µιας κατασκευής. Ο χρόνος κατασκευής αντιπροσωπεύει όµως µόνο µία διάσταση της χρονικότητας των αρχαιολογικών µαρτυριών. Όπως συµβαίνει και στην σηµερινή εποχή, ο χώρος δράσης µας συγκροτείται από κατασκευές και αντικείµενα που παραπέµπουν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Κατ αντιστοιχία, σε ένα ανθρωπογενές στρώµα που έχει χρονολογηθεί σε µια συγκεκριµένη περίοδο, δεν είναι απαραίτητο να ανακαλύψουµε ευρήµατα µόνο της συγκεκριµένης περιόδου. Μια κατασκευή ή ένα τεχνούργηµα µπορεί για διάφορους λόγους να συνεχίσει να χρησιµοποιείται για πολύ µεγάλα χρονικά διαστήµατα, ακόµα και όταν τα τυπολογικά µοτίβα ή οι τεχνικές κατασκευής έχουν ριζικά τροποποιηθεί. Το γεγονός αυτό µας εισάγει στην έννοια της πολύ-χρονικής φύσης του αρχαιολογικού υλικού και κάνει αναγκαία την ενσωµάτωση της έννοιας της χρονικής διάρκειας σε συνδυασµό µε αυτήν της χρονικής ακολουθίας-διαδοχής (Lucas 2005, σελ. 38). 18 Εκτός από τις πιο διαδεδοµένες τεχνικές της ραδιοχρονολόγησης και δενδροχρονολόγησης, ορισµένες άλλες τεχνικές απόλυτης χρονολόγησης που χρησιµοποιούνται στην αρχαιολογική έρευνα είναι: Χρονολόγηση µε κάλιο-αργό, Ενυδάτωση του Οψιανού, Χρονολόγηση µε τροχιές σχάσης, Αρχαιοµαγνητική χρονολόγηση, Χρονολόγηση µε θερµοφωτάυγεια (Renfrew & Bahn, σελ )

103 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα Χρονικά χαρακτηριστικά Ανασκαφικών δεδοµένων Η περιγραφή των βασικών αντιλήψεων περί χρόνου που διέπουν γενικότερα την αρχαιολογική έρευνα, λειτουργεί ως προκαταρκτικό στάδιο για την ενότητα που ακολουθεί και εστιάζει πλέον στην ανασκαφική διαδικασία και τις διαφορετικές κατηγορίες χρόνου που εµπεριέχονται στα διάφορα στάδιά της. Ο χρόνος διέπει την αρχαιολογική διαδικασία ήδη από τα αρχικά στάδιά της στο πεδίο της ανασκαφής. Η ανασκαφική διαδικασία ξεκινάει κάποια συγκεκριµένη ώρα και ηµέρα και έχει δεδοµένη διάρκεια. Κατά το χρονικό αυτό διάστηµα, οι αρχαιολόγοι προχωρούν στην ανάκτηση του αρχαιολογικού υλικού (οργανικά και ανόργανα κατάλοιπα, τεχνουργήµατα) και την αποκάλυψη κατασκευών. Η πράξη της αποκάλυψης ενός ευρήµατος ή του εντοπισµού κάποιου ορίζοντα ανθρώπινης δραστηριότητας του παρελθόντος, συνοδεύεται από δύο διαφορετικούς τύπους χρόνου. Ο πρώτος αφορά τον «ανασκαφικό χρόνο», δηλαδή την ηµέρα και ώρα αποκάλυψης ή αφαίρεσης που έχει ηµερολογιακή µορφή. Έτσι για παράδειγµα, ένα αγγείο αποκαλύπτεται στις 30/04/08 και ώρα 12:31. Ο δεύτερος τύπος χρόνου που εντοπίζεται είναι ο «στρωµατογραφικός χρόνος». Ο εντοπισµός και η αφαίρεση κάθε ξεχωριστού αρχαιολογικού στρώµατος ως τα όριά του 19, αποτελεί την καθιερωµένη πρακτική που ακολουθείται στις ανασκαφές αρχαιολογικών θέσεων. Το κάθε στρώµα σύµφωνα µε την αρχή της στρωµατογραφικής επαλληλίας (βλ. 3.2) µπορεί να είναι αρχαιότερο, νεότερο ή σύγχρονο µε τα υπόλοιπα συσχετιζόµενα διαφορετικά στρώµατα που ανασκάπτονται. Εποµένως, κάθε επιφάνεια που εντοπίζεται αποτελεί ένα ευρύτερο αρχαιολογικό στρώµα (ή µέρος αυτού) που παραπέµπει σε ένα χρονικό διάστηµα χρήσης. Οποιοδήποτε οργανικό ή ανόργανο εύρηµα ή τεχνούργηµα που αποκαλύπτεται, αποτελεί µέρος των περιεχοµένων του ανθρωπογενούς στρώµατος και κατ αυτή την έννοια στιγµατίζεται και αυτό από τον «στρωµατογραφικό χρόνο». Όλες οι πληροφορίες σχετικά µε το κάθε εύρηµα ή το στρώµα που αφαιρείται καταγράφονται από τους αρχαιολόγους στα ηµερολόγια της ανασκαφής στο πεδίο. Στις σύγχρονες αρχαιολογικές έρευνες η πληροφορία αυτή στη συνέχεια ψηφιοποιείται και αποθηκεύεται σε βάσεις δεδοµένων. Η στιγµή αυτή της αποθήκευσης ψηφιοποίησης (που είναι διαφορετική από αυτήν της αποκάλυψης - «ανασκαφικός χρόνος»), συνιστούν έναν επιπλέον τύπο χρόνου που µπορούµε να ονοµάσουµε «Χρόνο Βάσης εδοµένων» και έχει τις ίδιες ιδιότητες µε τον «ανασκαφικό χρόνο». 19 Είτε ενιαία σε όλο το µήκος της θέσης είτε τµηµατικά µέσα στα όρια σκαµµάτων ή καννάβου

104 86 Το κάθε ανθρωπογενές στρώµα αντιπροσωπεύει και ένα διαφορετικό µεταποθετικό επεισόδιο στην ιστορία µιας αρχαιολογικής θέσης. Ένα βασικό ερευνητικό αντικείµενο της αρχαιολογική έρευνας αποτελεί η κατανόηση της αλληλουχίας των διαφορετικών αυτών επεισοδίων και η οργάνωσή τους σε ευρύτερες επιφάνειες χρήσης που σηµατοδοτούν τις κυριότερες φάσεις εξέλιξης του αρχαίου οικισµού. Η οργάνωση αυτή γίνεται µέσα από την ενοποίηση ανθρωπογενών στρωµάτων µε οµοιογενή χαρακτηριστικά σε ευρύτερα στρώµατα- «φάσεις» 20. Η κάθε «φάση» λοιπόν παραπέµπει σε ένα χρονικό διάστηµα στην ιστορία του οικισµού, και συνιστά κατ αυτήν την έννοια µια διαφορετική κατηγορία χρόνου, τον «Οικιστικό Χρόνο». Κάθε εύρηµα, τεχνούργηµα ή κατασκευή που έχει ανακαλυφθεί εντός των στρωµάτων που αναφέρονται σε µια φάση, θεωρείται ότι κατασκευάστηκαν ή χρησιµοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που αντιπροσωπεύει η φάση αυτή. Οι σχέσεις µεταξύ των διαφορετικών φάσεων είναι παρόµοιες µε τις σχέσεις των στρωµάτων. Έτσι σε µια αρχαιολογική θέση, µια φάση µπορεί να είναι νεότερη ή παλαιότερη από µία άλλη, ενώ µεταξύ διαφορετικών θέσεων µπορούν να εντοπιστούν φάσεις που παραπέµπουν σε πολιτισµικά διαστήµατα του παρελθόντος που είναι σύγχρονα. Η µελέτη της τεχνοτροπίας, της τεχνικής και της τεχνολογίας που αποτυπώνονται σε επεξεργασµένα υλικά και τεχνουργήµατα και η οργάνωσή τους σε τυπολογικές οµάδες, µπορεί να οδηγήσει στον προσδιορισµό της ηλικίας κατασκευής ενός αντικειµένου µε πολιτισµικούς όρους. Έτσι για παράδειγµα µε βάση τη µορφή, το σχήµα, τη διακόσµηση και το υλικό ενός αγγείου, είναι δυνατός ο σχετικός προσδιορισµός της ηλικίας κατασκευής του, καθώς µπορεί να παραπέµπει σε µια συγκεκριµένη πολιτισµική περίοδο (π.χ Νεολιθική ή πιο συγκεκριµένα Μέση Νεολιθική). Ο σχετικός αυτός χρονικός προσδιορισµός συνιστά τον «Αρχαιολογικό Χρόνο». Τέλος, το αποτέλεσµα µιας τεχνικής απόλυτης χρονολόγησης παραπέµπει σε ένα σαφέστερα οριοθετηµένο χρονικό διάστηµα του παρελθόντος και συνιστά τον «Απόλυτο Χρόνο» 21. Η ραδιοχρονολόγηση για παράδειγµα ενός ευρήµατος δίνει ως αποτέλεσµα ένα έτος στο παρελθόν (5300 π.χ.) µε απόκλιση κάποια χρόνια ή και αιώνες ( π.χ). 20 κάτι που προϋποθέτει η ανασκαφική διαδικασία να είναι σε προχωρηµένο στάδιο και να καλύπτει µεγάλο ποσοστό της συνολικής έκτασης της θέσης 21 Ο όρος «απόλυτος χρόνος» απορρέει από την κατηγορία χρονολόγησης που βασίζεται στην «απόλυτη χρονολόγηση».

105 Χρόνος και ανασκαφική έρευνα Κατάλληλος ληλος τύπος χρονικού χάρτη αρχαιολογικής ανασκαφής Έχοντας σκιαγραφήσει τους τρόπους µε τους οποίους ο χρόνος ενσωµατώνεται στην ανασκαφική έρευνα, µπορούµε να προχωρήσουµε στην αναζήτηση του καταλληλότερου τρόπου χαρτογραφικής απόδοσης της αρχαιολογικής χρονικής πληροφορίας, µε βάση τους τύπους που περιγράφηκαν στην Η τεχνική του animation έχει χρησιµοποιηθεί µε ιδιαίτερη επιτυχία στην αρχαιολογία για την µοντελοποίηση φαινοµένων ιστορικού ενδιαφέροντος που σχετίζονται µε κίνηση ή αλλαγή. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του TimeMap Project 22, όπου φαινόµενα όπως µεταβολή των συνόρων, εξάπλωση συρρίκνωση αυτοκρατοριών, αλλαγές ιστορικών τοπίων ή κίνηση στρατευµάτων (Johnson 1997) παρουσιάζονται δυναµικά, επιτρέποντας την βελτίωση της αντίληψης πάνω στη γενική διαµόρφωση των φαινοµένων αυτών. Παρόλα αυτά, η εφαρµογή της συγκεκριµένης τεχνικής στην ανασκαφική έρευνα δεν κρίνεται το ίδιο αποτελεσµατική. Ο λόγος για την µη καταλληλότητα της τεχνικής αυτής στην ανασκαφική έρευνα έγκειται κυρίως στην έλλειψη αναλυτικών δεδοµένων που προϋποθέτει η εφαρµογή αυτής της τεχνικής. Πιο συγκεκριµένα, τα αποτελέσµατα των δράσεων που διαµόρφωσαν έναν αρχαίο οικισµό στο παρελθόν, αποκαλύπτονται από τους αρχαιολόγους σε ένα στατικό χωρικό πλαίσιο, ενώ οι επιµέρους αλλαγές στη συγκρότηση του οικιστικού χώρου είναι κατά κύριο λόγο δύσκολο να εντοπιστούν µε ακρίβεια όπως και να τεκµηριωθούν µε σαφήνεια πριν την ολοκλήρωση της αρχαιολογικής ανάλυσης. Κατ επέκταση, οι χρονικές πληροφορίες που συγκροτούν τα απαραίτητα αναλυτικά δεδοµένα, δεν επαρκούν και δεν είναι αρκετά ακριβείς (χρονική ασάφεια) για την εφαρµογή της τεχνικής αυτής 23. Εξαίρεση αποτελεί η ίδια ανασκαφική διαδικασία που, ως πράξη (αφαίρεσης ποσοτήτων χώµατος) στο πεδίο καταγράφεται µε λεπτοµέρεια χρονικά και µπορεί να µοντελοποιηθεί µε τη χρήση της τεχνικής animation. Οπτικοποιώντας τις επιφάνειες και τα ευρήµατα που αφαιρούνται όπως και τις κατασκευές που αποκαλύπτονται σε ηµερήσια βάση µε την τεχνική του animation, καθίσταται δυνατή η διαχρονική απόδοση των ανασκαφικών πεπραγµένων. Παρόλα αυτά, µε τον τρόπο αυτό µοντελοποιούνται οι ενέργειες των αρχαιολόγων στη σύγχρονη εποχή και όχι οι δράσεις του παρελθόντος, που αποτελούν το αντικείµενο µελέτης Εκτός και αν η αρχαιολογική µελέτη έχει ολοκληρωθεί και έχει καταλλήξει σε ασφαλή και αναλυτικά συµπεράσµατα ως προς τη χρονολόγιση του ανασκαφικού υλικού και τη συνολική διαµόρφωση της αρχαιολογικής θέσης

106 88 της ανασκαφικής έρευνας. Με άλλα λόγια από την αρχαιολογική αναλυτική σκοπιά η συγκεκριµένη µέθοδος δεν βοηθάει την αρχαιολογική ερµηνεία και την κατανόηση των τρόπων συγκρότησης του ιστορικού χώρου. Καθώς η ανασκαφική διαδικασία προχωράει, διαδοχικά ανθρωπογενή στρώµατα αποκαλύπτονται και οι µεταξύ τους σχέσεις προσδιορίζονται. Αποτελέσµατα τυπολογικών αναλύσεων παρέχουν ενδείξεις για τον χρόνο κατασκευής των τεχνουργηµάτων και µετρήσεις απόλυτης χρονολόγησης εµπλουτίζουν τις διαθέσιµες χρονικές πληροφορίες. Η αρχαιολογική ανάλυση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και οι αρχαιολόγοι προχωρούν σε ερµηνείες που δηµιουργούν νέα δεδοµένα και οδηγούν σε νέες χρονολογικές προσεγγίσεις. Στο στάδιο αυτό, η αρχαιολογική ανάλυση απαιτεί τον συσχετισµό κάθε διαθέσιµης χρονικής πληροφορίας. Από την άποψη της οπτικοποίησης, το γεγονός αυτό προϋποθέτει την ταυτόχρονη απεικόνιση και αντιπαραβολή δεδοµένων από διάφορες χρονικές περιόδους, όπως επίσης και την ταυτόχρονη απόδοση όλων των διαφορετικών τύπων χρόνου που εµπεριέχονται στην ανασκαφική διαδικασία. Έτσι, το βασικό χαρτογραφικό περιβάλλον δεν πρέπει να θέτει χρονικούς περιορισµούς στην απεικόνιση των αρχαιολογικών δεδοµένων. Κατά συνέπεια, το µοντέλο του στατικού χάρτη (κατηγοριοποίηση µε βάση τον Bertin) κρίνεται ως το καταλληλότερο χαρτογραφικό περιβάλλον για αυτό το στάδιο της ανασκαφής, καθώς επιτρέπει την ταυτόχρονη οπτικοποίηση δεδοµένων που παρουσιάζουν διαφορετικά χρονικά χαρακτηριστικά. Το ενδιαφέρον λοιπόν σε µια τέτοια περίπτωση εστιάζεται στο πως θα εντοπίζονται και θα τονίζονται οι διαφορετικές χρονικές ιδιότητες των δεδοµένων στο ενιαίο χρονικά στατικό χαρτογραφικό περιβάλλον. Με άλλα λόγια, το ερευνητικό ενδιαφέρον από την σκοπιά της οπτικοποίησης εστιάζεται στην λειτουργική αξιοποίηση οπτικών µεταβλητών για την απόδοση της χρονικότητας των ανασκαφικών δεδοµένων στα πλαίσια ενός ενιαίου-άχρονου χάρτη.

107 Ενότητα Β: Εφαρµογή

108 90

109 6. 6. ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΑ ΚΟΛΙΝ ΡΟΥ Η µεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την χαρτογραφική απόδοση της αρχαιολογικής ανασκαφής των Παλιαµπέλων Κολινδρού ανάγεται στα βασικά στάδια της χαρτογραφικής διαδικασίας, όπως περιγράφτηκαν κεφάλαιο 2. Τα επιµέρους επίπεδα µετασχηµατισµού της πληροφορίας αναπροσαρµόστηκαν για τις ανάγκες της παρούσας εφαρµογής, µε κριτήριο τις ιδιαιτερότητες της αρχαιολογικής πληροφορίας και της ανασκαφικής µεθοδολογίας που ακολουθείται στην προϊστορική ανασκαφή των Παλιαµπέλων. Ακολουθώντας αυτή τη λογική, το γενικό σχήµα περιγραφής της χαρτογραφικής διαδικασίας και των επιµέρους επίπεδων µετασχηµατισµού της πληροφορίας, µπορεί να αποδοθεί σύµφωνα µε το ακόλουθο σχήµα (Εικόνα 6.1) που αποτελεί και τον οδηγό της όλης εφαρµογής.

110 92 Εικόνα 6.1 Χαρτογραφικός σχεδιασµός µε επίκεντρο την αρχαιολογική ανασκαφή Πεδίο (Milieu ( Milieu) Αρχαιολογική Θέση Η προς χαρτογράφηση αρχαιολογική πληροφορία ενυπάρχει (µε τη µορφή ιζήµατος) στην αρχαιολογική θέση που αποτελεί το πεδίο (milieu) άντλησης πληροφοριών. Η αρχαιολογική θέση, στην περίπτωσή µας ο λόφος της προϊστορικής θέσης των Παλιαµπέλων, συνιστά έναν σύνθετο φορέα πληροφοριών µε αναφορά στις δράσεις ανθρώπων που έζησαν και χρησιµοποίησαν τον χώρο κατά το παρελθόν. Το πρώτο λοιπόν κεφάλαιο της ενότητας της εφαρµογής (κεφάλαιο 6), αφορά την περιγραφή της προϊστορικής θέσης των Παλιαµπέλων Κολινδρού και την εισαγωγή στις ιδιαιτερότητες του αρχαιολογικού χώρου. Μετασχηµατισµός 1 ος : επιλογή πληροφορίας αρχαιολογικής σηµασίας από την αρχαιολογική θέση θ Η αρχαιολογική θέση από αρχαιολογικής σκοπιάς µπορεί να ιδωθεί ως ένα σύνθετο «ίζηµα» που έχει διαµορφωθεί κατά την πάροδο του χρόνου µέσα από την ταυτόχρονη επίδραση φυσικών και ανθρωπογενών δράσεων. Σκοπός της αρχαιολογικής ανάλυσης είναι ο εντοπισµός και η ερµηνεία των επιµέρους αυτών δράσεων, η αντιστοίχησή τους µε διαδοχικά επεισόδια χρήσης του ανασκαφικού χώρου και η χρονική αναγωγή τους στο παρελθόν. Από το σύνολο των ιδιοτήτων που συνιστούν το σύνθετο αυτό ίζηµα, ένα µόνο µέρος αντιπροσωπεύει πληροφορίες αρχαιολογικής σηµασίας που συνεισφέρουν στην αρχαιολογική ερµηνεία και ανάλυση. Η επιλογή από το σύνολο, των πληροφοριών µε αρχαιολογική σηµασία (που συνιστά το πρώτο επίπεδο

111 Το αρχαιολογικό πρόγραµµα στα Παλιάµπελα 93 µετασχηµατισµού της πληροφορίας), πραγµατοποιείται µέσω της αρχαιολογικής ανασκαφής. Η αρχαιολογική ανασκαφή ως µια πρακτική παρατήρησης, αποδοµεί το σύνθετο ίζηµα της αρχαιολογικής θέσης σε επιµέρους µονάδες παρατήρησης για τις οποίες καταγράφονται οι χωρικές, χρονικές και θεµατικές τους ιδιότητες. Οι µονάδες αυτές παρατήρησης, οι ιδιότητες και οι µεταξύ τους σχέσεις συγκροτούν ένα πολύπλοκο αρχείο πληροφοριών, που αποτελεί τη βάση για οποιαδήποτε αρχαιολογική ανάλυση και ερµηνεία. Υπό αυτή την έννοια, το ανασκαφικό αρχείο και οι επιµέρους µονάδες παρατήρησης που το συγκροτούν αποτελούν ουσιαστικά τα θέµατα προς χαρτογράφηση της παρούσας εφαρµογής. Το κεφαλαίο 7 ουσιαστικά αφορά την περιγραφή της ανασκαφικής µεθοδολογίας που ακολουθείται στα Παλιάµπελα και των µονάδων παρατήρησης που αποτελούν τους φορείς της αρχαιολογικής πληροφορίας. Το κεφάλαιο αυτό συνεχίζει µε την αναζήτηση των κατάλληλων προς χαρτογράφηση ζητηµάτων µέσα από την προσέγγιση των διαφόρων τύπων αρχαιολογικών ερωτηµάτων αλλά και αναλυτικών αναγκών των αρχαιολόγων. Μετασχηµατισµός 2 ος : Επεξεργασία πληροφοριών ανασκαφικού αρχείου Για τη χαρτογραφική απόδοση του ανασκαφικού αρχείου, απαιτούνται µια σειρά από αναλυτικά βήµατα οργάνωσης και επεξεργασίας των πληροφοριών που το συνθέτουν. Οι δράσεις αυτές συνιστούν το δεύτερο επίπεδο µετασχηµατισµού της αρχαιολογικής πληροφορίας και αποτελούν το αντικείµενο του κεφαλαίου 8. Αρχικά, το ανασκαφικό αρχείο που βρίσκεται σε αναλογική µορφή (στα ανασκαφικά ηµερολόγια) ψηφιοποιείται και αποθηκεύεται σε ψηφιακή βάση δεδοµένων. Η βάση δεδοµένων οργανώνεται µε άξονα τις επιµέρους µονάδες παρατήρησης για τις οποίες καταγράφονται και αποθηκεύονται τα χωρικά, χρονικά και θεµατικά τους χαρακτηριστικά. Κάθε µονάδα παρατήρησης αντιπροσωπεύει µια σειρά αντικειµένων µε καταγεγραµµένα γεωµετρικά χαρακτηριστικά 24. Με βάση τα γεωµετρικά αυτά χαρακτηριστικά αναπτύσσονται µεθοδολογίες αναπαράστασης της θέσης και του σχήµατος του κάθε επιµέρους ανασκαφικού αντικειµένου στις τρεις χωρικές διαστάσεις. Μετασχηµατισµός 3 ος : απόδοση επεξεργασµένης πληροφορίας Το κάθε επιµέρους χωρικό ανασκαφικό αντικείµενο λειτουργεί ως το πλαίσιο ανάκτησης των θεµατικών και χρονικών πληροφοριών που είναι καταγεγραµµένες στη βάση δεδοµένων. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η χωρική αναφορά κάθε πληροφορίας που καταγράφηκε στο ανασκαφικό πεδίο και συγκροτεί το ανασκαφικό αρχείο. Η διάκρισή των ανασκαφικών αντικειµένων στη βάση αυτών 24 π.χ το εύρηµα ως µονάδα παρατήρησης, αντιπροσωπεύει µια σειρά αντικειµένων ευρηµάτων. Για κάθε εύρηµα είναι γνωστές οι συντεταγµένες που αποκαλύφθηκε στον ανασκαφικό χώρο

112 94 των χωρικών, θεµατικών και χρονικών τους ιδιοτήτων, πραγµατοποιείται µε τη χρήση κατάλληλων οπτικών µεταβλητών. Ως αποτέλεσµα, η αρχαιολογική πληροφορία µετασχηµατίζεται εκ νέου, λαµβάνοντας µορφή κατάλληλη για απόδοση στο χαρτογραφικό περιβάλλον. Η µεθοδολογία που ακολουθείται στο τρίτο αυτό στάδιο µετασχηµατισµού της πληροφορίας περιγράφεται αναλυτικά στο κεφάλαιο 9. Μετασχηµατισµός 4 ος : κατασκευή περιβάλλοντος επικοινωνίας µε τον χρήστη Με τους παραπάνω µετασχηµατισµούς των πληροφοριών και µε επίκεντρο τις επιµέρους µονάδες παρατήρησης, τα χωρικά αντικείµενα που τις αντιπροσωπεύουν και τις µεταξύ τους σχέσεις, διαµορφώνεται η θεµατολογία του υπό σχεδιασµό χαρτογραφικού περιβάλλοντος. Η αρχαιολογική όµως ερµηνεία συνιστά µια διαδικασία που δεν υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες και προϋποθέτει την ελεύθερη σύνθεση πληροφοριών κάθε τύπου που καταγράφονται στο ανασκαφικό αρχείο. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι δυνατός ο εντοπισµός σειράς συγκεκριµένων θεµατικών χαρτών που να καλύπτουν τις αναλυτικές ανάγκες των αρχαιολόγων ερευνητών. Επιπρόσθετα, η τρισδιάστατη απόδοση των ανασκαφικών αντικειµένων και η ανάγκη σύνδεσης τους µε το σύνολο των θεµατικών και χρονικών πληροφοριών που καταγράφονται στο ανασκαφικό αρχείο, οδηγούν σε ιδιαίτερα πολύπλοκες χαρτογραφικές αποδόσεις που είναι δύσκολο να αξιοποιηθούν από τους αρχαιολόγους. Για τον λόγο αυτό, στην παρούσα χαρτογραφική διαδικασία εντάσσεται και ο σχεδιασµός ενός προσαρµοσµένου χαρτογραφικού περιβάλλοντος τος, το οποίο λειτουργεί ως ενδιάµεσο πλαίσιο επικοινωνίας µεταξύ του σύνθετου χάρτη και του χρήστη-αρχαιολόγου. Στο περιβάλλον αυτό ο αρχαιολόγος µπορεί να προσδιορίσει το είδος της πληροφορίας και να συγκροτήσει σύµφωνα µε τις ανάγκες του προσαρµοσµένες χαρτογραφικές αναπαραστάσεις της αρχαιολογικής θέσης. Η όλη µεθοδολογία που ακολουθήθηκε για τον σχεδιασµό του αρχαιολογικά προσανατολισµένου δυναµικού χαρτογραφικού περιβάλλοντος περιγράφεται διεξοδικά στο κεφάλαιο 10. Μετασχηµατισµός 5 ος : Προσαρµοσµένη προσέγγιση ανασκαφικού αρχείου Το περιβάλλον αυτό ουσιαστικά λειτουργεί ως ένα νέο επίπεδο µετασχηµατισµού της ανασκαφικής πληροφορίας. Ο αρχαιολόγος προσεγγίζει το ανασκαφικό αρχείο µέσα από το ειδικά διαµορφωµένο χαρτογραφικό περιβάλλον όπου µπορεί να διεξάγει στοχευµένη ανάλυση και να δηµιουργεί νέες ερµηνευτικές χωρικές οντότητες που µε τη σειρά τους συνδέονται µε χρονικά και θεµατικά χαρακτηριστικά. Ένα παράδειγµα µιας τέτοιας ανάλυσης παρουσιάζεται στο τελευταίο κεφάλαιο 11. Η διάρθρωση των κεφαλαίων σύµφωνα µε το προσαρµοσµένο στην αρχαιολογική ανασκαφή πλαίσιο χαρτογραφικής διαδικασίας φαίνεται στο ακόλουθο σχήµα (Εικόνα 6.2).

113 Το αρχαιολογικό πρόγραµµα στα Παλιάµπελα 95 Εικόνα 6.2 Η διάρθρωση των κεφαλαίων 6.1. Το αρχαιολογικό πρόγραµµα στα Παλιάµπελα Κολινδρού Η έρευνα που διεξάγεται στα Παλιάµπελα Κολινδρού αποτελεί ένα διεθνές ανασκαφικό πρόγραµµα µε άξονα τη συστηµατική διερεύνηση, τη διαχείριση και την αξιοποίηση του προϊστορικού οικισµού των Παλιαµπέλων του ήµου Κολινδρού, Πιερίας. Η ανασκαφή της θέσης ξεκίνησε το 2000 και συνεχίζεται µέχρι σήµερα. ιεξάγεται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, υπό τη διεύθυνση του καθ. Κώστα Κωτσάκη σε συνεργασία µε την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή και το Πανεπιστήµιο του Sheffield του Ηνωµένου Βασιλείου µε επικεφαλής τον καθ. Paul Halstead. Στο πρόγραµµα συµµετέχει µεγάλος αριθµός συνεργατών που περιλαµβάνει ερευνητές από αρκετά πανεπιστήµια του εσωτερικού και της αλλοδαπής (Ιστοσελίδα Παλιαµπέλων Κολινδρού).

114 96 Εικόνα 6.3 Η τούµπα της ανασκαφής Η καίρια τοποθεσία του οικισµού ανάµεσα σε δυο αρκετά διερευνηµένες περιοχές, όπως η Θεσσαλία και η Κεντρική Μακεδονία, έδωσε την ευκαιρία για την αποκατάσταση των τοπικών ακολουθιών νεολιθικής κεραµικής, που παρουσιάζει σηµαντικές ιδιαιτερότητες, σε σχέση µε τις δύο περιοχές. Πέρα από τις συνέπειες ως προς τη χρονολογική συσχέτιση µεταξύ των δύο περιοχών, η µελέτη της κεραµικής αποσκοπεί σε ευρύτερες παρατηρήσεις σχετικά µε την καθηµερινή ζωή και την οικονοµία των νεολιθικών κατοίκων του οικισµού. Ανάλογη σηµασία ως προς τη µελέτη της νεολιθικής αγροτικής οικονοµίας, αλλά και την ανασύνθεση του νεολιθικού περιβάλλοντος στην ευρύτερη περιοχή, είχε και η µεθοδική συγκέντρωση ενός σηµαντικού για την περιοχή συνόλου βιοαρχαιολογικών και παλαιοπεριβαλλοντικών δεδοµένων. Ο αρχαιολογικός χώρος των Παλιαµπέλων εντοπίζεται δίπλα στο σηµερινό χωριό προς τα ανατολικά. Ο οικισµός αναπτύχθηκε σε ένα χαµηλό έξαρµα στη µέση µιας κοιλάδας που διατρέχεται από δύο ρέµατα προς τα ανατολικά εκατέρωθεν του λόφου. Αν και προσοµοιάζει τις γνωστές από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία τούµπες, η διακριτότητά της σε σχέση µε το γύρω τοπίο είναι αρκετά µικρότερη [Ιστοσελίδα Παλιαµπέλων Κολινδρού]. Τα Παλιάµπελα αναφέρονται για πρώτη φορά από τον αρχαιολόγο. Γραµµένο (1991) στο πλαίσιο µιας προσπάθειας εντοπισµού και καταγραφής προϊστορικών θέσεων στην Κεντρική Μακεδονία. Με βάση τα διαγνωστικά επιφανειακά ευρήµατα η θέση χρονολογήθηκε στη Νεολιθική εποχή ( π.χ.). Το ουσιαστικό βήµα για την αρχή της αρχαιολογικής µελέτης έγινε µε το χαρακτηρισµό της θέσης ως αρχαιολογικό χώρο το 1995 από τους αρχαιολόγους Μ. Μπέσιο και Μ. Παππά [Ιστοσελίδα Παλιαµπέλων Κολινδρού]. Πριν από την ανασκαφή πραγµατοποιήθηκε εντατική έρευνα επιφάνειας µε συλλογή και µελέτη υλικού, γεωµαγνητική έρευνα και επιλεκτική εκπυρήνωση του γεωλογικού υπόβαθρου της τούµπας. Η έρευνα επιφάνειας αποκάλυψε εκτεταµένες διασπορές νεολιθικού υλικού, µε µικρές ποσότητες πιο πρόσφατης

115 Το αρχαιολογικό πρόγραµµα στα Παλιάµπελα 97 κεραµικής κυρίως στην κορυφή και το δυτικό τµήµα της τούµπας. Η εκπυρήνωση έδειξε ότι οι αρχαιολογικές επιχώσεις κατά µέσο όρο εκτείνονται στο 2,5 µ. βάθος, ενώ κατά τόπους φτάνουν τα 5 µ. Τέλος, η γεωµαγνητική έρευνα πρότεινε µια σειρά οµόκεντρων τοίχων και τάφρων γύρω από την τούµπα (Βλάχος 2000). Τα προκαταρκτικά αποτελέσµατα της έρευνας έχουν παρουσιαστεί σε διάφορες ανακοινώσεις, κυρίως στα ετήσια συνέδρια του Αρχαιολογικού Έργου στη Μακεδονία και τη Θράκη [ΑΕΜΘ] (Κωτσάκης & Halstead 2002) και τις ετήσιες συνόψεις των Archaeological Reports σχετικά µε το αρχαιολογικό έργο στην ελληνική επικράτεια (Halstead & Kotsakis 2001, 2002, 2003, 2005, 2006, 2007). Συνοπτικά, η αρχαιολογική θέση αντιπροσωπεύει µια πρώιµη αγροτική εγκατάσταση του τέλους της 7 ης και της 6 ης χιλιετίας. Οι κύριες οικιστικές φάσεις αντιστοιχούν στη Μέση Νεολιθική [ π.χ.] και τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο [ π.χ.]. Ωστόσο, ενδείξεις πρωιµότερων φάσεων που αντιστοιχούν στο τέλος της Αρχαιότερης και την αρχή της Μέσης Νεολιθικής έχουν επίσης επισηµανθεί. Ίχνη µυκηναϊκής παρουσίας [13 ος -12 ος αι. π.χ.] έχουν εντοπιστεί σε µεµονωµένους τάφους, ενώ ενδείξεις για πιο πρόσφατες δραστηριότητες που εντάσσονται στη βυζαντινή και τη µεταβυζαντινή περίοδο πιστοποιούνται στα επιφανειακά στρώµατα υπό µορφή αποθηκευτικών και απορριµµατικών λάκκων ή ανθρώπινων ταφών. Τα µέχρι στιγµής ευρήµατα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον. Η κεραµική, που αποτελεί το κυριότερο όγκο ευρηµάτων, υποδηλώνει στενές σχέσεις µε τη Θεσσαλία τόσο κατά τη διάρκεια της Μέσης, αλλά και ιδιαίτερα κατά τη Νεότερη Νεολιθική. Η µελέτη της κεραµικής κυρίως σε σχέση µε τροφοπαρασκευαστικές δραστηριότητες δίνει ενδείξεις για ένα ευρύ φάσµα µαγειρικών, τροφοκαταναλωτικών και αποθηκευτικών χρήσεων. Τα υπόλοιπα ευρήµατα σχετίζονται µε εργαλεία για διάφορες καθηµερινές δραστηριότητες, όπως σφονδύλια και υφαντικά βάρη, οστέινους οπείς, τριπτήρες και πελέκια, καθώς και πλήθος άλλων. Ιδιαίτερη σηµασία έχουν τα ευρήµατα που αποτελούν ενδείξεις συµβολικών εκφάνσεων της καθηµερινής ζωής, όπως ειδώλια, κοσµήµατα, σφραγίδες κτλ. Σηµαντικές πληροφορίες έχει προσφέρει επίσης η συλλογή και η µελέτη του βιοαρχαιολογικού υλικού, και συγκεκριµένα των οστών των ζώων, των απανθρακωµένων σπόρων και των οστρακοειδών, ως προς τη διατροφή και την οικονοµία των νεολιθικών κατοίκων του οικισµού. Παράλληλα η διενέργεια ανθρακολογικών µελετών συµπληρώνει την εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος της θέσης στις συγκεκριµένες περιόδους, τόσο σε σχέση µε τη διαµόρφωσή του όσο και σε σχέση µε τις πρακτικές εκµετάλλευσης των νεολιθικών κατοίκων. Στο πλαίσιο της λειτουργίας της ανασκαφής από την αρχή δόθηκε έµφαση στη χρήση σύγχρονων ανασκαφικών τεχνικών µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις τεχνικές δειγµατοληψίας, ενώ επιδιώχθηκε αφ ενός η εφαρµογή ειδικών

116 98 εργαστηριακών αναλύσεων του αρχαιολογικού υλικού και αφετέρου η επέκταση της ψηφιακής τεχνολογίας στο επίπεδο της ανασκαφικής τεκµηρίωσης (Κωτσάκης & Halstead 2002).

117 7. 7. ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΑ ΚΟΛΙΝ ΡΟΥ Η µεθοδολογία συγκρότησης του ανασκαφικού αρχείου που εφαρµόζεται στην προϊστορική ανασκαφή των Παλιαµπέλων Κολινδρού αποτελεί µέρος µιας ευρύτερης προσέγγισης που εφαρµόζεται από διάφορα αρχαιολογικά προγράµµατα στη βόρεια Ελλάδα. Είναι αποτέλεσµα µακράς διεργασίας και πειραµατισµών στους τρόπους ανασκαφής, που ξεκίνησε πολύ πριν την εµφάνιση στο προσκήνιο των νέων µεθόδων ηλεκτρονικής τεκµηρίωσης. Το σύστηµα χρησιµοποιήθηκε, αρχικά στις έρευνες της προϊστορικής θέσης στο Μάνδαλο και κατόπιν κατά την ανασκαφή στην Τούµπα Θεσσαλονίκης και το Catal Höyük στην Τουρκία. Η συγκεκριµένη µεθοδολογία διαµορφώθηκε µε στόχο την αντιµετώπιση των θεωρητικών και πρακτικών δυσκολιών κατά την ανασκαφή θέσεων µε βαθιές επιχώσεις και πολύπλοκη στρωµατογραφική διάρθρωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις

118 100 είναι δύσκολος ο ακριβής εντοπισµός των ορίων µεταξύ των διαφορετικών αρχαιολογικών στρωµάτων που αντιπροσωπεύουν τα διαφορετικά επεισόδια χρήσης της θέσης. Παρόλα αυτά, σε πολλές στρωµατογραφικές ανασκαφικές έρευνες, το κάθε διαφορετικό αρχαιολογικό στρώµα επιχειρείται να αφαιρεθεί ενιαία ως τα όριά του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ερµηνεία του αρχαιολόγου στο πεδίο αποκτά ιδιαίτερα κρίσιµη σηµασία καθώς οποιοδήποτε λάθος κατά την προσπάθεια αναγνώρισης της συνολικής έκτασης των στρωµάτων έχει σηµαντικές επιπτώσεις κατά τη µετέπειτα ανάλυση και ερµηνεία του αρχαιολογικού υλικού. Για την αντιµετώπιση αυτού του προβλήµατος στα Παλιάµπελα, µια ευρύτερη επίχωση που αντιπροσωπεύει ένα αρχαιολογικό στρώµα, δεν αφαιρείται ενιαία αλλά υποδιαιρείται σε µικρότερες µονάδες παρατήρησης τεκµηρίωσης. Η βαθµιαία αυτή αφαίρεση των αρχαιολογικών στρωµάτων (Εικόνα 7.1) προσφέρει συγκεκριµένα πλεονεκτήµατα όσον αφορά την ευκολότερη διαχείριση του ανασκαµµένου υλικού και τον περιορισµό των λαθών κατά την προσπάθεια αναγνώρισης των αρχαιολογικών στρωµάτων στο πεδίο. Κυρίως όµως προσφέρει τη δυνατότητα επαναξιολόγησης της ανασκαφικής διαδικασίας σε µεταγενέστερα στάδια της αρχαιολογικής ανάλυσης. Εικόνα 7.1 Σταδιακή αφαίρεση ανασκαφικών ενοτήτων που σαν σύνολο αντιπροσωπεύουν ένα ενιαίο στρώµα ταφής ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) Η ανασκαφική λοιπόν διαδικασία και τεκµηρίωση στο πεδίο νοείται ως µια πρωτογενής ερµηνεία του αρχαιολογικού χώρου. Κατά την ερµηνεία αυτή, το ίζηµα που στοιχειοθετεί το γενικό υπό µελέτη αρχαιολογικό υλικό, αποδοµείται σε επιµέρους πρωτογενείς µονάδες παρατήρησης που αποτελούν τους βασικούς φορείς της αρχαιολογικής πληροφορίας. Κάθε µονάδα παρατήρησης αντιπροσωπεύει µια οµάδα ανασκαφικών χωρικών αντικειµένων µε οµοιογενή γεωµετρικά χαρακτηριστικά για τα οποία καταγράφονται συγκεκριµένες θεµατικές και

119 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 101 χρονικές πληροφορίες 25. Οι πληροφορίες αυτές µπορούν να ιδωθούν και ως οι ιδιότητες του κάθε χωρικού ανασκαφικού αντικειµένου. Πριν όµως την αναφορά στις συγκεκριµένες ανά µονάδα παρατήρησης χωρικές, θεµατικές και χρονικές ιδιότητες είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν ακριβώς ποιες είναι οι µονάδες παρατήρησης Μονάδες Παρατήρησης Η ανασκαφική δραστηριότητα αναπτύσσεται στο πλαίσιο οριοθετηµένων επιφανειών που καλούνται Σκάµµατα ή Ανασκαφικοί Τοµείς (Εικόνα 7.2). Το σκάµµα λοιπόν ως φορέας ανάπτυξης της ανασκαφικής πρακτικής περιλαµβάνει όλα τα ανασκαφικά αντικείµενα που αποκαλύπτονται και αποτελεί µια πρώτη διακριτή µονάδα παρατήρησης. Για τις ανάγκες του ανασκαφικού προγράµµατος των Παλιαµπέλων έχουν οριστεί µέχρι στιγµής 29 σκάµµατα διαστάσεων 5x3µ µε προσανατολισµό Β προς Ν. Εικόνα 7.2 Τα 29 σκάµµατα της ανασκαφής των Παλιαµπέλων, εικόνα από το παρόν χαρτογραφικό περιβάλλον (κεφ.10) ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) Η σταδιακή αφαίρεση ανθρωπογενών επιχώσεων πραγµατοποιείται στο πλαίσιο των Ανασκαφικών Ενοτήτων. Κάθε λοιπόν διακριτή επιφάνεια χώµατος που αφαιρείται, καταγράφεται ως αυτόνοµη Ανασκαφική Ενότητα (Εικόνα 7.3). Η Ανασκαφική Ενότητα συνιστά τη βασική µονάδα παρατήρησης-τεκµηρίωσης της 25 Για παράδειγµα, η µονάδα παρατήρησης κινητών ευρηµάτων στα Παλιάµπελα περιλαµβάνει 4500 ευρήµατα, κάθε ένα από τα οποία αποτελεί διακριτό χωρικό αντικείµενο

120 102 ανασκαφής αφού ο µεγαλύτερος όγκος της πληροφορίας αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που καταγράφεται στο πεδίο αφορά στα χαρακτηριστικά και τα περιεχόµενά της. Στο πλαίσιο ανασκαφικών ενοτήτων αποκαλύπτονται µικρά ευρήµατα, λαµβάνονται δείγµατα, περιγράφονται οι ανασκαφικές εργασίες, αναλύονται τα χαρακτηριστικά της επίχωσης και καταγράφονται συνοδευτικές ερµηνευτικές παρατηρήσεις των αρχαιολόγων. Μέχρι στιγµής στα Παλιάµπελα έχουν αφαιρεθεί περισσότερες από 4000 ανασκαφικές ενότητες. Εικόνα 7.3 Η οριοθετηµένη αφαίρεση χώµατος στην ανασκαφική επιφάνεια καταγράφεται στα πλαίσια µιας ανασκαφικής µονάδας ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) Κατά την διάρκεια της ανασκαφής αποτελεί συνηθισµένη πρακτική η αποτύπωση της ανασκαµµένης επιφάνειας (εντός του σκάµµατος) ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου έχουν αποκαλυφθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ή όταν ο αρχαιολόγος κρίνει ότι στην ανασκαµµένη επιφάνεια αποτυπώνεται µια κατάσταση χρήσης µε αρχαιολογική σηµασία. Η αποτύπωση αυτή πραγµατοποιείται στα αρχαιολογικά Σχέδια όπου αρχικά η συνολική ανασκαµµένη επιφάνεια φωτογραφίζεται. Ακολουθεί η αρχαιολογική ερµηνεία της κάθε φωτογραφίας κατά την οποία διακριτά στοιχεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντας εντοπίζονται και κατηγοριοποιούνται 26 (Εικόνα 7.4). Οι ανασκαφικές επιφάνειες που έχουν αποτυπωθεί στα Παλιάµπελα υπό τη µορφή σχεδίων ξεπερνούν τις Για παράδειγµα, ερµηνεύοντας ένα σχέδιο ο αρχαιολόγος εντοπίζει στην φωτογραφία αρχαιολογικά ευρήµατα που εµφανίζονται στην ανασκαφική επιφάνεια και τα κατηγοριοποιεί µε βάση το υλικό τους (πηλός, οστό, πέτρα, κεραµικό κτλ)

121 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 103 Εικόνα 7.4 Ένα σχέδιο µε τη µορφή φωτογραφίας όπου έχουν εντοπιστεί πήλινα (πορτοκαλί), κεραµικά (κόκκινα) και λίθινα (άσπρα) ευρήµατα ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) Ως αποτέλεσµα της ανασκαφικής πρακτικής, αποκαλύπτονται στον ανασκαφικό χώρο ανθρωπογενείς κατασκευές αρχαιολογικής σηµασίας. Οποιαδήποτε ανθρωπογενής κατασκευή εντοπίζεται στο χώρο ονοµάζεται Ακίνητο Εύρηµα (ΑΕΧ) και συνιστά αυτόνοµη µονάδα παρατήρησης για την οποία καταγράφεται πλήθος χαρακτηριστικών (Εικόνα 7.5). Η µορφή ενός ΑΕΧ ποικίλλει και µπορεί να έχει υλική υπόσταση [π.χ. τοίχος] ή όχι [π.χ. όρια λάκκου]. Περίπου 300 ακίνητα ευρήµατα, κυρίως λάκκοι, λιθόστρωτα και κατασκευές, έχουν αποκαλυφθεί µέχρι στιγµής στην ανασκαφή των Παλιαµπέλων.

122 104 Εικόνα 7.5 Ακίνητα ευρήµατα της ανασκαφής των Παλιαµπέλων ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) Κατά την ανασκαφή, αποκαλύπτονται επίσης Κινητά Ευρήµατα (π.χ αγγεία, λεπίδες κτλ) (Εικόνα 7.6). Τα κινητά ευρήµατα διαχωρίζονται σε δύο είδη, τα µαζικά και τα µεµονωµένα ευρήµατα. Τα πρώτα αναφέρονται σε ευρήµατα που συλλέγονται µαζικά σε κάθε ανασκαφική ενότητα λόγω του αριθµού τους, όπως τα θραύσµατα της κεραµικής, τα οστά, τα όστρεα, το οικοδοµικό υλικό και θεωρούνται ουσιαστικά µέρος της επίχωσης. Τα µαζικά ευρήµατα δεν αποτελούν διακριτή µονάδα παρατήρησης και αντιµετωπίζονται ως ιδιότητα-περιεχόµενα των ανασκαφικών ενοτήτων. Αντίθετα, τα µεµονωµένα ευρήµατα εντοπίζονται, περισυλλέγονται και καταγράφονται ξεχωριστά συνιστώντας διακριτές µονάδες παρατήρησης. Τα κινητά ευρήµατα που έχουν αποκαλυφθεί στα πλαίσια της ανασκαφής των Παλιαµπέλων υπολογίζονται περίπου στα Εικόνα 7.6 Σειρά ευρηµάτων της ανασκαφής των Παλιαµπέλων ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) Πάγια τακτική κατά την ανασκαφική διαδικασία αποτελεί και η συλλογή σειράς ειγµάτων από τον ανασκαφικό χώρο. Η συστηµατική συλλογή δειγµάτων

123 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 105 αποσκοπεί στη παρακολούθηση των συστατικών της επίχωσης που δεν µπορούν να γίνουν εύκολα ορατά µε γυµνό µάτι. Οι µονάδες αυτές παρατήρησης αποτελούν δείγµατα χώµατος ή οργανικού υλικού που προορίζονται για εξειδικευµένη µικρο- µορφολογική ανάλυση και ραδιοχρονολογήσεις και εξυπηρετούν στην αναγνώριση βιοαρχαιολογικών και γεωαρχαιολογικών καταλοίπων. Περισσότερα από 4000 δείγµατα έχουν µέχρι στιγµής ληφθεί από την ανασκαφή των Παλιαµπέλων. Για κάθε µια από τις παραπάνω µονάδες παρατήρησης καταγράφονται από τους αρχαιολόγους µια σειρά από χωρικά, θεµατικά και χρονικά χαρακτηριστικά, µε τα χαρακτηριστικά αυτά να διαφοροποιούνται στα πλαίσια της κάθε διαφορετικής µονάδας παρατήρησης. Σε γενικές γραµµές, η όλη διαδικασία καταγραφής των παρατηρήσεων-χαρακτηριστικών και συγκρότησης του ανασκαφικού αρχείου µε επίκεντρο τις ανασκαφικές µονάδες παρατήρησης, διακρίνεται σε δύο βασικά µέρη που αφορούν: την µεθοδολογία καταγραφής των γεωµετρικών χαρακτηριστικών των ανασκαφικών αντικειµένων στο πεδίο, που έχει ως αποτέλεσµα τη διαµόρφωση των χωρικών ιδιοτήτων των ανασκαφικών αντικειµένων και την ανασκαφική τεκµηρίωση, που συνιστά τη µέθοδο καταγραφής των παρατηρήσεων των αρχαιολόγων σχετικά µε τα µη γεωµετρικά, δηλαδή τα θεµατικά και χρονικά χαρακτηριστικά της αρχαιολογικής πληροφορίας (Εικόνα 7.7). Εικόνα 7.7 Η Αρχαιολογική ανασκαφή αποδοµεί την αρχαιολογική θέση σε πρωτογενείς µονάδες παρατήρησης. Το σύνολο των παρατηρήσεων µε επίκεντρο αυτές τις µονάδες συνιστούν το ανασκαφικό αρχείο

124 Μεθοδολογία καταγραφής γεωµετρικών χαρακτηριστικών Ένα από τα σηµαντικότερα ζητήµατα που τέθηκαν από το ξεκίνηµα της προϊστορικής ανασκαφής των Παλιαµπέλων, αποτέλεσε η αναζήτηση µιας κατάλληλης µεθοδολογίας καταγραφής της θέσης των δοµικών στοιχείων της αρχαιολογικής ανασκαφής, που θα συνδυάζει αποτελεσµατικά τόσο την ακρίβεια και την ταχύτητα καταγραφής, όσο και το συνεπαγόµενο οικονοµικό κόστος. Οι βασικές ανάγκες που το µεθοδολογικό αυτό πλαίσιο καλείται να καλύψει οριοθετούνται επιγραµµατικά ως εξής: συστηµατική αποθήκευση των συντεταγµένων όλων των κινητών και ακίνητων ευρηµάτων, δειγµάτων και ανασκαφικών ενοτήτων λεπτοµερής και γρήγορη παραγωγή ψηφιακών ανασκαφικών σχεδίων και κατόψεων Αξιοποιώντας τις εµπειρίες που αποκοµίστηκαν από αντίστοιχες προβληµατικές που αναπτύχθηκαν στο παρελθόν στην προϊστορική θέση της Τούµπας Θεσσαλονίκης και επεκτείνοντας την µεθοδολογία που εφαρµόστηκε εκεί, έτσι ώστε να καλύπτει τις ιδιαίτερες ανάγκες της θέσης των Παλιαµπέλων, υιοθετήθηκε ένα λειτουργικό πλαίσιο καταγραφής που εφαρµόζεται µε επιτυχία στο πεδίο έως σήµερα. Η µεθοδολογία αυτή, βασίζεται στη συστηµατική καταγραφή της θέσης και των ορίων των αρχαιολογικών αντικειµένων που απαρτίζουν την ανασκαφή µε χρήση Total Station, σε συνδυασµό µε την εφαρµογή φωτογραµµετρικών µεθόδων για την αποτύπωση των ανασκαµµένων επιφανειών. Το αποτέλεσµα της µεθοδολογίας αυτής είναι ο σχηµατισµός της πρωτογενούς γεωµετρικής πληροφορίας, που µε τις κατάλληλες επεξεργασίες (περιγράφονται στην 8.5), θα συγκροτήσει το τρισδιάστατο περιβάλλον οπτικοποίησης του συνόλου της ανασκαφής Προβολικό Σύστηµα Στην ανασκαφή Παλιαµπέλων Κολινδρού χρησιµοποιείται το προβολικό σύστηµα Hatt. Το σύστηµα αυτό, βασίζεται στην Ισαπέχουσα Αζιµουθιακή προβολή µε αφετηρία το Αστεροσκοπείο Αθηνών [λο=23 ο 42'58''.815]. Αρχικά χρησιµοποιήθηκε από το Γαλλικό στρατό σε υδρογραφικές έρευνες σε νησιωτικές περιοχές και υιοθετήθηκε από την Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού κατά την συστηµατική χαρτογράφηση της ελληνικής επικράτειας στην κλίµακα 1: Σύµφωνα µε την απεικόνιση Hatt, ο ελληνικός χώρος υποδιαιρείται σε 130 σφαιροειδή τραπέζια πλευρών 30 κατά φ και λ (~55km X 45km) σε κάθε ένα από

125 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 107 τα οποία ορίζεται κέντρο Τ0 (Λιβιεράτος & Φωτίου, 1986, σελ.229). Κάθε σφαιροειδές τραπέζιο έχει το δικό του σύστηµα απεικόνισης, που εξαρτάται από το κέντρο Τ0 του τραπεζίου. Η απεικόνιση Hatt έχει το πλεονέκτηµα της αµελητέας παραµόρφωσης των γραµµικών και γωνιακών µεγεθών σε αποστάσεις µικρότερες των περίπου 50km από το Τ0. Ακόµα όµως και σε µεγαλύτερες αποστάσεις από το κέντρο οι παραµορφώσεις κρίνονται µικρές, καθώς υπολογίζεται πως ένα µήκος στις κορυφές των τραπεζίων παραµορφώνεται κατά 5x10-6 της τιµής του (οπ. π. σελ.230). Προβλήµατα εντοπίζονται στις περιπτώσεις όπου οι εργασίες επικεντρώνονται σε παραπάνω από ένα τραπέζιο και όπου επιβάλλεται η εφαρµογή µιας σειράς µετασχηµατισµών αλλαγής κέντρων φύλλου. Η υιοθέτηση της Hatt για την ανασκαφική τεκµηρίωση στα Παλιάµπελα Κολινδρού δικαιολογείται από τον τοπικό χαρακτήρα της αρχαιολογικής έρευνας. Όταν το 1999 αποφασίστηκε η υιοθέτησή της, το σηµαντικότερο ζήτηµα που κλήθηκε να αντιµετωπίσει ήταν η ακρίβεια των τοπογραφικών µετρήσεων κατά τη διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας πεδίου. Μέχρι τότε οι τοπογραφικές µετρήσεις στην πλειοψηφία των ανασκαφικών ερευνών στην Ελλάδα ήταν εξαρτηµένες από αυθαίρετα σηµεία, συχνά χωρίς αυτά να έχουν γεωγραφική αναφορά. Κριτήριο υιοθέτησής της επίσης αποτέλεσε τότε το γεγονός ότι µε βάση αυτή την απεικόνιση είναι σχεδιασµένοι οι χάρτες µεγάλων κλιµάκων 27 που συνήθως χρησιµοποιούνται σαν γεωγραφικά υπόβαθρα σε αρχαιολογικές ανασκαφές. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1990 το επίσηµο κρατικό προβολικό σύστηµα είναι αυτό του ΕΓΣΑ87 (προβολή TM87, ελλειψοειδές GRS80, λ0 =24 ο ). Μετασχηµατισµός συντεταγµένων µεταξύ Hatt και TM87, αποτελεί σήµερα συνήθη πρακτική Κλίµακα Ένα εύρος διαφορετικών κλιµάκων κρίνονται κατάλληλες για την ικανοποιητική χαρτογραφική απόδοση, διερεύνηση και ολοκληρωµένη ανάλυση του αρχαιολογικού υλικού µιας αρχαιολογικής ανασκαφής. Η καταλληλότητα των διαφορετικών αυτών κλιµάκων κρίνεται από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η αρχαιολογική ανάλυση, µε τα αναλυτικά ερωτήµατα (εκτενής αναφορά στην 7.4.1) να επηρεάζουν και ουσιαστικά διαµορφώνουν την κατά περίπτωση βέλτιστη κλίµακα του χάρτη. Πιο συγκεκριµένα, σε πρώιµα στάδια ανάλυσης το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως σε µεµονωµένα ανασκαφικά αντικείµενα (όπως οι ανασκαφικές ενότητες), µε τους αρχαιολόγους να διερευνούν τις ιδιότητές ή και τις σχέσεις του αντικειµένου µε άµεσα γειτνιάζουσες χωρικές οντότητες. Στην περίπτωση αυτή, η 27 Όπως οι χάρτες 1:5000 της ΓΥΣ, καθώς και της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του υπουργείου Γεωργίας (π.χ χάρτες διανοµών και αναδασµών)

126 108 περιοχή εστίασης είναι πολύ περιορισµένης έκτασης (ουσιαστικά λίγο µεγαλύτερη από το χωρικό αντικείµενο µελέτης), ενώ απαιτείται λεπτοµερής και ακριβής περιγραφή του υπό διερεύνηση αντικειµένου και του σχήµατός του. Από την άλλη, κατά την εξέλιξη της αρχαιολογικής ανάλυσης οι αρχαιολόγοι προχωρούν στη συσχέτιση πληροφοριών και αντικειµένων που καλύπτουν ευρύτερες εκτάσεις του αρχαιολογικού χώρου, µε το ερευνητικό ενδιαφέρον στα τελικά στάδια της ανάλυσης να επικεντρώνεται στο σύνολο της ανασκαφικής θέσης. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο ακριβές σχήµα των ανασκαφικών οντοτήτων, αλλά στην παρακολούθηση της διαµόρφωσης ευρύτερων αρχαιολογικών φαινοµένων που καλύπτουν τη συνολική ανασκαφική επιφάνεια. Με βάση τα παραπάνω, µπορούµε να πούµε πως ένας (ψηφιακός) χάρτης για να είναι σε θέση να απαντάει στα ερωτήµατα που η αρχαιολογική ανάλυση και ερµηνεία θέτει, πρέπει να αναπροσαρµόζεται ανάλογα µε το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η αρχαιολογική ανάλυση, µε την κλίµακα του χάρτη να µικραίνει όσο η αρχαιολογική έρευνα εξελίσσεται. Υπό αυτή την έννοια, σε ένα ψηφιακό περιβάλλον αναπαράστασης κινούµαστε σε ένα εύρος κλιµάκων, οι οποίες καθορίζονται από την έκταση που -κάθε φορά- καλύπτει η εφαρµογή και από τις διαστάσεις του «χαρτογραφικού παραθύρου». Στην πράξη -και ιδιαίτερα στην περίπτωση της τρισδιάστατης οπτικοποίησης, όπου η κλίµακα είναι µεταβαλλόµενη ακόµη και µέσα σε κάθε ένα «χαρτογραφικό παράθυρο»- οι διαφορετικές αυτές κλίµακες µεταφράζονται σε διαφορετικά «επίπεδα λεπτοµέρειας» της πληροφορίας που κάθε φορά επιλέγεται να απεικονιστεί (Goodchild & Proctor 1997) Ανάκτηση θέσης ειγµάτων, Κινητών Ευρηµάτων, Ανασκαφικών Ενοτήτων και Ακίνητων Ευρηµάτων Πριν από την έναρξη αφαίρεσης µιας ανασκαφικής ενότητας στα Παλιάµπελα, ο αρχαιολόγος-ανασκαφέας καθορίζει τα όριά της στην επιφάνεια του σκάµµατος. Κάθε ενότητα λοιπόν, ορίζεται από 3 µε 4 (συνήθως) ή και περισσότερα σηµεία (ανάλογα µε την πολυπλοκότητα του σχήµατος της) για τα οποία συλλέγονται µε το Total Station οι συντεταγµένες τους xi,yi,zi (π.χ x1ε, y1ε, z1ε για το σηµείο 1 στην επιφάνεια). Η σειρά µε την οποία καταγράφονται τα σηµεία ακολουθεί πάντα τη φορά των δεικτών του ρολογιού, µε πρώτο σηµείο αυτό που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά (Ν ). Όταν ολοκληρωθεί η αφαίρεση της ανασκαφικής ενότητας, καταγράφονται στα ίδια σηµεία ορίων τα νέα βάθη (x1β,y1β,z2β για το σηµείο 1 στο τελικό βάθος, όπου

127 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 109 x1β= x1ε και y1β= y1ε) παρέχοντας την σχετική πληροφορία για το πάχος της αφαιρεµένης επιφάνειας. Αντίστοιχα, όταν κατά τη διάρκεια της ανασκαφής αποκαλυφθεί κάποιο κινητό εύρηµα ή όταν αποφασιστεί να ληφθεί κάποιο δείγµα εντός του σκάµµατος, η ακριβής θέση ανακάλυψης του ευρήµατος ή λήψης του δείγµατος αποθηκεύεται και πάλι µε τη χρήση του Total Station. Τέλος, στην περίπτωση των ακίνητων ευρηµάτων (π.χ κατασκευές, τοίχοι), ακολουθείται η ίδια στρατηγική µε τη διαφορά πως προκειµένου να αποτυπωθεί µε σαφήνεια το σχήµα τους απαιτείται η λήψη µεγάλου αριθµού σηµείων κατά µήκος των ορίων τους. Η διαδικασία αυτή µπορεί να χαρακτηριστεί χρονοβόρα, αλλά ταυτόχρονα και αναγκαία καθώς τα αντικείµενα αυτά αποτελούν βασικά δοµικά στοιχεία της ανασκαφής και η ρεαλιστική απεικόνιση τους κρίνεται ως εκ τούτου ιδιαίτερα σηµαντική. Όλα αυτά τα σηµεία συντεταγµένες καταγράφονται επιτόπου στα αντίστοιχα πεδία των ηµερολογίων της ανασκαφής αλλά επίσης, για λόγους ασφάλειας των δεδοµένων, αποθηκεύονται και στη µνήµη του Total Station προσλαµβάνοντας κωδικούς ενδεικτικούς µε την ταυτότητα των αντικειµένων που αντιπροσωπεύουν. Για παράδειγµα η αρχική θέση του νοτιοδυτικότερου σηµείου της ανασκαφικής ενότητας 5001 έχει κωδικό U5001_1, (U: Unit) ενώ αντίστοιχα οι συντεταγµένες του ευρήµατος 553 αποθηκεύονται µε τον κωδικό SF553 (SF: Small find) Ανάκτηση θέσης σχεδίων και παρειών σκαµµάτων Η ανάκτηση της θέσης των σχεδίων και των παρειών των σκαµµάτων πραγµατοποιείται µε βάση µια συγκεκριµένη µεθοδολογία διδιάστατης φωτογραµµετρίας (Patias et.al 1999) που αναπτύχθηκε µε επίκεντρο τις ιδιαίτερες ανάγκες προϊστορικών ανασκαφών και εφαρµόστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του αρχαιολογικού προγράµµατος της Τούµπας Θεσσαλονίκης. Η µεθοδολογία αυτή προσαρµόστηκε στις ανάγκες της ανασκαφής των Παλιαµπέλων και εφαρµόζεται ήδη από τα πρώτα χρόνια του αρχαιολογικού προγράµµατος. Το πρώτο σκέλος της διαδικασίας περιλαµβάνει την ψηφιακή φωτογράφηση της περιοχής ενδιαφέροντος που συνήθως καλύπτει τµηµατικά όλη την επιφάνεια του σκάµµατος. Η περιοχή αυτή, χωρίζεται επί τόπου σε µικρότερες υπό-περιοχές µε κριτήριο την υψοµετρική συνάφεια, έτσι ώστε εντός της κάθε υπό-περιοχής να µην διακρίνονται σηµαντικές υψοµετρικές διαφοροποιήσεις. Τοποθετώντας µια µικρή σκάλα συνήθως έξω από το σκάµµα, προκειµένου οι λήψεις να είναι όσο το δυνατόν κατακόρυφες, µια σειρά από φωτογραφίες λαµβάνονται αποτυπώνοντας σταδιακά τις οριοθετηµένες υπό-περιοχές. Κατά µήκος της κάθε φωτογραφηµένης επιφάνειας έχει προηγουµένως τοποθετηθεί ένα πλέγµα φωτοσταθερών σηµείων µε

128 110 γνωστές συντεταγµένες που ακολουθεί σχετικά κανονική κατανοµή κάλυψης και που είναι απαραίτητο για την µετέπειτα φωτογραµµετρική επεξεργασία των ψηφιακών εικόνων. Για την ενσωµάτωση όµως των ανασκαφικών σχεδίων σε 3 περιβάλλον ( 8.5.2) απαιτείται η συµπληρωµατική λήψη µιας νέας σειράς σηµείων (µε χρήση Total Station), µε σκοπό την λεπτοµερή περιγραφή του ανάγλυφου και κατ επέκταση, την κατασκευή Ψηφιακού Μοντέλου Εδάφους (DTM). Τα νέα συµπληρωµατικά σηµεία ακολουθούν τυχαία κατανοµή εντός της ανασκαµµένης επιφάνειας, γεγονός που προϋποθέτει την προσεκτική ανάγνωση του χώρου τόσο από τοπογραφική όσο και αρχαιολογική σκοπιά. Έτσι, σε περιπτώσεις όπου η επιφάνεια παρουσιάζεται οµαλή το πλέγµα επιπρόσθετων σηµείων είναι αραιό, σε αντίθεση µε περιπτώσεις όπου διακρίνονται σηµαντικές υψοµετρικές διαφορές και όπου το πλέγµα σηµείων είναι πυκνό έτσι ώστε να ακολουθηθεί το πολύπλοκο ανάγλυφο. Επιπλέον, όπου εντοπίζονται από τους ανασκαφείς κατασκευές µε ιδιαίτερη αρχαιολογική σηµασία, το πλέγµα των χαρακτηριστικών αυτών σηµείων πρέπει να είναι ακόµα πιο πυκνό ούτως ώστε η µορφή τους να αποτυπωθεί µε την απαιτούµενη ρεαλιστικότητα στο τελικό ψηφιακό µοντέλο εδάφους. Με το σύνολο των τοπογραφικών και φωτογραµµετρικών τεχνικών που αναφέρθηκαν, επιτυγχάνεται η ανάκτηση της θέσης των χωρικών αντικειµένων που συγκροτούν την αρχαιολογική ανασκαφή και εµπίπτουν στις επιµέρους µονάδες παρατήρησης. Αυτό δεν επιτρέπει µόνο την τοποθέτηση των χωρικών αντικειµένων στον ευρύτερο ανασκαφικό χώρο, αλλά και την χωρική αναφορά όλων των σχετικών µε αυτά πληροφοριών θεµατικού και χρονικού χαρακτήρα. Το σύνολο αυτών των παρατηρήσεων θεµατικού και χρονικού χαρακτήρα, στοιχειοθετούν την έννοια της ανασκαφικής τεκµηρίωσης και περιγράφονται αναλυτικά στην ακόλουθη ενότητα Ανασκαφική Τεκµηρίωση Εκτός λοιπόν από την καταγραφή των γεωµετρικών χαρακτηριστικών, ο ανασκαφέας προχωράει στην καταγραφή ενός συνόλου παρατηρήσεων σχετικά µε τα θεµατικά και χρονικά χαρακτηριστικά των επιµέρους µονάδων παρατήρησης. Οι παρατηρήσεις αυτές καταγράφονται συστηµατικά σε προτυπωµένα ανασκαφικά δελτία κατά τη διάρκεια της ανασκαφής στο πεδίο. Για κάθε διαφορετική µονάδα παρατήρησης αντιστοιχούν συγκεκριµένα πεδία που απαιτούνται να συµπληρωθούν, µε τα πεδία αυτά να συγκροτούν τα ειδικά χαρακτηριστικά του κάθε επιµέρους ανασκαφικού αντικειµένου. Ουσιαστικά λοιπόν, οι φόρµες αυτές εξειδικεύουν την διαδικασία παρατήρησης και καθοδηγούν τον αρχαιολόγο να επικεντρώσει σε συγκεκριµένα χαρακτηριστικά και ιδιότητες του ιζήµατος, διαφορετικά για κάθε µονάδα παρατήρησης.

129 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 111 Σε γενικές γραµµές, όσον αφορά τα θεµατικά χαρακτηριστικά, οι παρατηρήσεις που καταγράφονται µπορούν να διακριθούν σε: 1. Γενικές παρατηρήσεις που περιλαµβάνουν κατ αρχήν τη συµπλήρωση πεδίων που αφορούν την ταυτότητα (όνοµα) του αντικειµένου και την ένταξή του σε ένα ευρύτερο ανασκαφικό πλαίσιο (σκάµµα, χώρος). Επίσης περιλαµβάνουν παρατηρήσεις που αφορούν τις συνθήκες εργασίας όπως π.χ κλιµατολογικές συνθήκες ή τεχνική ανασκαφής. 2. Παρατηρήσεις σχετικές µε τα χαρακτηριστικά της επίχωσης που καταγράφονται στο πλαίσιο της κάθε ανασκαφικής ενότητας και περιλαµβάνουν αναλυτική περιγραφή του ιζήµατος π.χ. εδαφολογική συνοχή, σύσταση, χρώµα, υγρασία, συνεκτικότητα χώµατος κτλ. 3. Ερµηνευτικές παρατηρήσεις, που αντιπροσωπεύουν την αρχική ερµηνεία του ανασκαφικού χώρου και των επιµέρους του στοιχείων από τους ανασκαφείς κατά την εξέλιξη της ανασκαφικής διαδικασίας π.χ. ερµηνεία χώρου, ερµηνεία στρώµατος 4. Περαιτέρω παρατηρήσεις, σκέψεις και ερµηνευτικά σχόλια που καταγράφονται σε µορφή ελεύθερου κειµένου και ουσιαστικά περιγράφουν τόσο το σκεπτικό λήψης των αποφάσεων, όσο και τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στο πεδίο της ανασκαφής 5. Παρατηρήσεις σχετικές µε τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των µονάδων π.χ υλικό (πηλός, κεραµική, οστό), τύπος ακίνητου (λάκκος-τοίχος) ή κινητού ευρήµατος (λεπίδα-αγγείο) Αντίθετα µε τα θεµατικά, τα χρονικά χαρακτηριστικά των ανασκαφικών αντικειµένων που καταγράφονται στο πεδίο είναι ιδιαίτερα περιορισµένα. Γενικότερα οι ανασκαφείς περιορίζονται στην καταγραφή της ηµεροµηνίας αποκάλυψης/αφαίρεσης και τον προσδιορισµό των στρωµατογραφικών σχέσεων, όπου αυτό είναι δυνατόν να διευκρινιστεί µε ασφάλεια 28. Ο λόγος για τον οποίο οι ανασκαφείς περιορίζουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά µε τα χρονικά χαρακτηριστικά των ανασκαφικών αντικειµένων, έχει σχέση µε την ίδια τη φύση της αρχαιολογικής ανάλυσης και ερµηνείας. Πιο συγκεκριµένα, η διαδικασία χρονολόγησης µε βάση την οποία προσάπτονται χρονικές τιµές στις µονάδες παρατήρησης, αποτελεί κατά κανόνα το αποτέλεσµα της αρχαιολογικής ερµηνείας, που προκύπτει αφού έχει προηγηθεί εµπεριστατωµένη ανάλυση του αρχαιολογικού υλικού. Εκτός όµως από τις παρατηρήσεις χωρικού, χρονικού και θεµατικού χαρακτήρα που καταγράφονται στα ανασκαφικά δελτία, σηµαντικό µέρος της 28 Για παράδειγµα, σηµαντικό µέρος των πληροφοριών που καταγράφονται στα ανασκαφικά δελτία των Ακίνητων Ευρηµάτων αφορούν τον προσδιορισµό των στρωµατογραφικών σχέσεων µεταξύ του αποκαλυφθέντος Ακίνητου Ευρήµατος και των υπολοίπων γειτονικών κατασκευών.

130 112 ανασκαφικής τεκµηρίωσης καταλαµβάνει η συγκρότηση πλούσιου φωτογραφικού υλικού που αποτυπώνει τα διάφορα στάδια της ανασκαφικής διαδικασίας και το αρχαιολογικό υλικό. Η απόφαση λήψης µιας φωτογραφίας στο πεδίο είναι µια διαδικασία στενά συνδεδεµένη µε την ανασκαφική ερµηνεία. Ο αρχαιολόγος αποφασίζει να φωτογραφίσει ένα αντικείµενο ή µια κατάσταση, εφόσον κρίνει ότι αυτό µπορεί να τον βοηθήσει στην µετέπειτα προσπάθεια ερµηνείας. Στα Παλιάµπελα, η ψηφιακή φωτογράφηση χρησιµοποιείται σε τρεις γενικά περιπτώσεις. Κατ αρχήν, τα ακίνητα ευρήµατα κατασκευές που ανακαλύπτονται φωτογραφίζονται συστηµατικά τόσο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής τους, όσο και στα τελικά στάδια αποκάλυψης ή αφαίρεσής τους. Το φωτογραφικό υλικό που συλλέγεται, µπορεί να αξιοποιηθεί στα επόµενα στάδια της ερµηνείας συµπληρώνοντας τις περιγραφικές πληροφορίες που έχουν καταγραφεί και παρέχοντας πληροφορίες για την θέση, την κατάσταση, την αρχιτεκτονική του ευρήµατος ή την πορεία αποκάλυψής του. Επίσης, στη ψηφιακή φωτογράφηση ανασκαφικών ενοτήτων προχωρούν οι αρχαιολόγοι σε ιδιαίτερες περιπτώσεις. Με αυτές τις φωτογραφίσεις, µπορούν να απεικονιστούν µε ευκρίνεια λεπτοµέρειες της ανασκαφικής ενότητας και των εγκλεισµάτων της όπως το χρώµα εδάφους, η κατανοµή της κεραµικής, των οστών ή των οστρέων κατά τα διάφορα στάδια αφαίρεσής της. Αυτό κρίνεται ιδιαίτερα χρήσιµο σε περιπτώσεις όπου η επιφάνεια της ανασκαφικής ενότητας δεν αποτυπώνεται σε ανασκαφικά σχέδια και εποµένως δεν υπάρχει δυνατότητα µετέπειτα οπτικής ανασύνθεσής της. Τέλος, τα σηµαντικά κινητά ευρήµατα που ανακαλύπτονται στην ανασκαφή, µεταφέρονται στο εργαστήριο και αφού καθαριστούν και αρχειοθετηθούν φωτογραφίζονται. Με τον τρόπο αυτό, το αντικείµενο µπορεί να φωτογραφηθεί από διάφορες όψεις και να αποτυπωθούν µε µεγάλη ευκρίνεια όλες οι λεπτοµέρειες της επιφάνειάς τους Θέµατα προς χαρτογράφηση Η παρούσα εφαρµογή επιδιώκει την δυναµική χαρτογραφική αναπαράσταση του ανασκαφικού αρχείου της αρχαιολογικής ανασκαφής των Παλιαµπέλων µε στόχο την υποβοήθηση της αρχαιολογικής ανάλυσης και ερµηνείας. Όπως όµως αναφέρθηκε, το ανασκαφικό αρχείο αποτελεί ένα ιδιαίτερα σύνθετο σύµπλεγµα αλληλοσυνδεόµενων πληροφοριών. Η αρχαιολογική επίσης ερµηνεία προϋποθέτει την ελεύθερη σύνθεση πληροφοριών κάθε τύπου που καταγράφονται στο ανασκαφικό αρχείο και την απάντηση σειράς ερωτηµάτων που αφορούν τα χαρακτηριστικά της αρχαιολογικής πληροφορίας. Ο στόχος λοιπόν της συνδροµής της ερµηνευτικής διαδικασίας δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί µέσα από την επιλεκτική παράθεση επιµέρους

131 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 113 πληροφοριών του ανασκαφικού αρχείου ή τον προσδιορισµό συγκεκριµένων θεµάτων και την παραγωγή σειράς στατικών θεµατικών χαρτών. Κάτι τέτοιο θα στερούσε τη δυνατότητα πολυδιάστατης σύνθεσης των πληροφοριών που προτάσσει η αρχαιολογική ερµηνευτική λογική. Αντίθετα, ο στόχος αυτός µπορεί να προσεγγιστεί τοποθετώντας το ανασκαφικό αρχείο ως το γενικότερο θέµα προς χαρτογράφηση και επιδιώκοντας την διαµόρφωση ενός δυναµικού χαρτογραφικού περιβάλλοντος όπου ο αρχαιολόγος θα µπορεί να συνθέτει, σύµφωνα µε τις απαιτήσεις του, τη θεµατολογία του χάρτη. Καθώς ο αρχαιολόγος προχωράει στην ερµηνεία της αρχαιολογικής πληροφορίας µέσα από την ανάλυση των πρωτογενών µονάδων παρατήρησης, προβαίνει στη διατύπωση νέων παρατηρήσεων και συµπερασµάτων που αποτελούν τη βάση για τις µετέπειτα ερµηνευτικές του προσεγγίσεις. Εκτός λοιπόν από τις πρωτογενείς µονάδες παρατήρησης που περιγράφτηκαν παραπάνω, νέες - δευτερογενείς µονάδες παρατήρησης προκύπτουν καθώς η αρχαιολογική έρευνα εξελίσσεται τόσο σε επίπεδο ανασκαφής όσο και ανάλυσης ή ερµηνείας του αρχαιολογικού υλικού (Εικόνα 7.8). Όπως αναφέρθηκε, ο ανασκαφέας στα Παλιάµπελα δεν επιδιώκει απαραίτητα τον ακριβή εντοπισµό των ορίων ενός αρχαιολογικού στρώµατος στο πεδίο, αλλά προχωράει στην προσεκτική σταδιακή αφαίρεσή του µέσα από την ανασκαφή διαδοχικών Ανασκαφικών Ενοτήτων. Η ενοποίηση των επιµέρους αυτών ανασκαφικών ενοτήτων σε ευρύτερα στρώµατα, πραγµατοποιείται έξω από τα πλαίσια της ανασκαφικής πρακτικής, στο στάδιο της µετέπειτα ανάλυσης και ερµηνείας του αρχαιολογικού υλικού. Σε αυτό το πλαίσιο, ανασκαφικές ενότητες µε οµοιογενή χαρακτηριστικά οµαδοποιούνται, συγκροτώντας ευρύτερα ανθρωπογενή στρώµατα ή στρωµατογραφικές οµάδες που σηµατοδοτούν/οριοθετούν την συνολική επιφάνεια χρήσης (στα πλαίσια ενός σκάµµατος) που δεν εντοπίστηκε ως ενιαίο σύνολο κατά την ανασκαφή στο πεδίο. Οι στρωµατογραφικές οµάδες µπορούν µε τη σειρά τους να οµαδοποιηθούν σε ευρύτερες διασκαµµατικές στρωµατογραφικές οµάδες, συνδέοντας οµοιογενή στρωµατογραφικά σύνολα από διαφορετικά σκάµµατα. Ακίνητα ευρήµατα που αντιπροσωπεύουν τµήµατα µιας ευρύτερης αρχαιολογικής οντότητας ή κατασκευής µπορούν επίσης να ενοποιηθούν συγκροτώντας οµάδες ακίνητων ευρηµάτων 29. Για τη συνδροµή, εποµένως, της ερµηνευτικής διαδικασίας κρίνεται επίσης απαραίτητη η ενσωµάτωση στο χαρτογραφικό περιβάλλον και των νέων αυτών ερµηνειών µονάδων παρατήρησης. 29 Για παράδειγµα έστω ότι τοίχοι αρχαίας κατοικίας έχουν αποκαλυφθεί στον αρχαιολογικό χώρο τµηµατικά και έχουν καταγραφεί ως ανεξάρτητα ακίνητα ευρήµατα. Με την ενοποίηση των επιµέρους αυτών ακίνητων ευρηµάτων δηµιουργείται µια οµάδα ακίνητων ευρηµάτων που αντιπροσωπεύει πλέον την αρχαία κατοικία.

132 114 Εικόνα 7.8 Μέσω της Αρχαιολογικής ανάλυσης διαµορφώνονται οι δευτερογενείς µονάδες παρατήρησης της ανασκαφής Συγκεκριµενοποιώντας τις παραπάνω τοποθετήσεις, η χαρτογράφηση της αρχαιολογικής ανασκαφής και η συνδροµή της αρχαιολογικής ερµηνείας µπορεί να προσεγγιστεί µέσα από τη χαρτογράφηση δύο βασικών ζητηµάτων: Των πρωτογενών ερµηνειών των αρχαιολόγων, σχετικά µε τα χαρακτηριστικά του ιζήµατος (της αρχαιολογικής θέσης), όπως καταγράφονται υπό τη µορφή παρατηρήσεων στο πλαίσιο των επιµέρους πρωτογενών µονάδων παρατήρησης Των δευτερογενών ερµηνειών των αρχαιολόγων, που αποτελούν τα ερµηνευτικά συµπεράσµατα που προκύπτουν από την απάντηση των ερωτηµάτων που οι αρχαιολόγοι θέτουν κατά την ανάλυση των πρωτογενών παρατηρήσεων. Και πάλι όµως, η διαµόρφωση των δευτερογενών µονάδων παρατήρησης πραγµατοποιείται µετά από τη συστηµατική ανάλυση και ερµηνεία των πρωτογενών µονάδων παρατήρησης. Κατ επέκταση, εκτός από την απόδοση στο χαρτογραφικό περιβάλλον των δευτερογενών ερµηνειών των αρχαιολόγων, το

133 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 115 χαρτογραφικό περιβάλλον απαιτείται να ενσωµατώνει και τις ίδιες τις διαδικασίες διερεύνησης και ανάλυσης του αρχαιολογικού υλικού µε βάση τις οποίες οι δευτερογενής µονάδες παρατήρησης συγκροτούνται. Κάτι τέτοιο µπορεί να γίνει τόσο µέσα από την διευκρίνιση των ερωτηµάτων που οι αρχαιολόγοι θέτουν στο ανασκαφικό αρχείο, όσο και από την αποσαφήνιση των ιδιαίτερων αναλυτικών τους αναγκών. Τα ζητήµατα αυτά περιγράφονται αναλυτικά στις δύο ακόλουθες ενότητες Τυπολογία αρχαιολογικών ερωτηµάτων Στην ανασκαφή ο απώτερος σκοπός της ερµηνευτικής διαδικασίας είναι η δηµιουργία µιας συνολικής εικόνας για την ανασκαφική θέση µέσα από τη σταδιακή συσχέτιση των επιµέρους παρατηρήσεων. Ο ερµηνευτικός συλλογισµός ουσιαστικά αποτελεί µια αναγωγή από το µέρος στο σύνολο, µε την κατανόηση της συνολικής διαµόρφωσης της αρχαιολογικής θέσης να επιτυγχάνεται στα τελικά στάδια της αρχαιολογικής ανάλυσης. Σε σχέση µε τα επίπεδα ανάγνωσης του Bertin ( 2.1.2), η αρχαιολογική ανάλυση ξεκινάει θέτοντας ερωτήµατα στο Τοπικό επίπεδο (π.χ ανάλυση κεραµικής ενός µεµονωµένου στρώµατος), συνεχίζει θέτοντας ερωτήµατα στο Ενδιάµεσο επίπεδο (π.χ διάκριση τυπολογικών χαρακτηριστικών κεραµικής µεταξύ των στρωµάτων ενός σκάµµατος) και καταλήγει σε ερωτήµατα που αντιστοιχούν στο Γενικό επίπεδο (προσδιορισµός χρονικών φάσεων χρήσης του οικισµού) (Εικόνα 7.9). Εικόνα 7.9 Επίπεδα ανάγνωσης (Bertin) και εξέλιξη ανασκαφικής έρευνας Το σύνολο των ερωτηµάτων που διατυπώνονται και στα τρία επίπεδα ανάγνωσης-στάδια εξέλιξης της ανασκαφής, εµπίπτουν σε τέσσερις γενικές κατηγορίες που διαµορφώνουν: τα θεµατικά, τα χωρικά, τα ιεραρχικά και τα χρονικά ερωτήµατα που θα αποτελέσουν και το αντικείµενο των ακόλουθων ενοτήτων. Θεµατικά Ερωτήµατα Οι θεµατικές ιδιότητες των ανασκαφικών αντικειµένων που καταγράφονται στο πλαίσιο των επιµέρους µονάδων παρατήρησης, συγκροτούν ένα ευρύ πλαίσιο πληροφοριών µε βάση τις οποίες τα ανασκαφικά αντικείµενα συσχετίζονται, διαφοροποιούνται ή οµαδοποιούνται. Σε γενικές γραµµές, εντοπίζεται πλήθος

134 116 θεµατικών ιδιοτήτων που καταγράφονται για τον κάθε τύπο ανασκαφικού αντικειµένου από τους αρχαιολόγους στα ανασκαφικά ηµερολόγια και σχετίζεται µε την µονάδα παρατήρησης στην οποία το αντικείµενο εµπίπτει. Ο αριθµός λοιπόν των πιθανών θεµατικών ερωτηµάτων που µπορούν να διατυπωθούν είναι εξαιρετικά µεγάλος καθώς περιλαµβάνει κάθε πιθανή πληροφορία που καταγράφεται στα ηµερολόγια της ανασκαφής. Με τα θεµατικά ερωτήµατα επιτυγχάνεται κατ αρχήν ο εντοπισµός ανασκαφικών αντικειµένων µε συγκεκριµένα θεµατικά χαρακτηριστικά. Έτσι για παράδειγµα µε τη διατύπωση της ερώτησης Ποια είναι τα λίθινα ευρήµατα;, επιλέγονται τα αντικείµενα (της µονάδας παρατήρησης των ευρηµάτων) που στην θεµατική κατηγορία «υλικό κατασκευής» εµφανίζουν την τιµή «λίθινο». Τα ανασκαφικά αντικείµενα µπορούν επίσης να διακριθούν σαν σύνολο στη βάση µιας θεµατικής τους ιδιότητας. Έτσι για παράδειγµα µε το αίτηµα της διάκρισης των ευρηµάτων µε βάση το υλικό κατασκευής τους, όλα τα ευρήµατα εντάσσονται σε κατηγορίες ανάλογα µε την τιµή που εµφανίζουν στην θεµατική κατηγορία «υλικό κατασκευής» (λίθινο, οστέινο, πήλινο, κεραµικό, µεταλλικό κτλ). Χωρικά Ερωτήµατα Τα ανασκαφικά αντικείµενα µπορούν να διακριθούν στον χάρτη και µέσα από τη διατύπωση χωρικών ερωτηµάτων. Τα χωρικά ερωτήµατα µπορούν να χωριστούν σε µετρητικά και τοπολογικά. Με τα µετρητικά χωρικά ερωτήµατα, η πληροφορία διακρίνεται µε βάση την απόσταση από ένα σηµείο ή από µια οµάδα σηµείων του τρισδιάστατου χώρου. Για παράδειγµα, ο αρχαιολόγος θα µπορούσε να διατυπώσει το ερώτηµα: Ποια είναι τα ευρήµατα που βρίσκονται σε απόσταση 1µ από την κατασκευή Α, ή να επιχειρήσει την Οπτική διάκριση όλων των ευρηµάτων µε βάση την απόσταση από το σηµείο Α. Με τα τοπολογικά ερωτήµατα διερευνώνται οι τοπολογικές σχέσεις µεταξύ των χωρικών αντικειµένων. Ορισµένα παραδείγµατα των ερωτηµάτων αυτών µε επίκεντρο την αρχαιολογική ανασκαφή διατυπώνονται ως εξής: Ποια κατασκευή εφάπτεται του τοίχου Α ; Ποια ευρήµατα βρίσκονται εντός/εκτός του δωµατίου Α; Ποια στρώµατα εντοπίζονται πάνω/κάτω από το στρώµα Α; Ιεραρχικά Ερωτήµατα Η ιεραρχική δοµή των µονάδων παρατήρησης αποτελεί ένα ακόµα πεδίο µε βάση το οποίο τα αρχαιολογικά αντικείµενα µπορούν να διακριθούν. Σύµφωνα µε την ιεραρχική αυτή δοµή, µια οικιστική φάση συγκροτείται µετά από την ενοποίηση µιας οµάδας στρωµάτων και κάθε στρώµα συγκροτείται απ τη συνάθροιση µιας σειράς ανασκαφικών ενοτήτων µε γενικά οµοιογενή χαρακτηριστικά. Έτσι ο αρχαιολόγος µπορεί να ενδιαφέρεται για το Ποια

135 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 117 ανασκαφικά αντικείµενα σχετίζονται (ιεραρχικά) µε το στρώµα Α. Η απάντηση σε αυτό το ερώτηµα θα µπορούσε να συµπεριλαµβάνει µια σειρά από ανασκαφικές ενότητες καθώς και το σύνολο των ευρηµάτων και δειγµάτων που αποκαλύφτηκαν/λήφθηκαν στα πλαίσιά τους. Χρονικά Ερωτήµατα Ενώ οι χρονικές τιµές που αφορούν ένα αντικείµενο ή ένα φαινόµενο αποτελούν µέρος των πρωτογενών πληροφοριών σε πολλές µη αρχαιολογικές εφαρµογές, στην αρχαιολογία ο λεπτοµερής χρονικός προσδιορισµός αποτελεί συνήθως το τελικό αποτέλεσµα της έρευνας. Για τον εντοπισµό των κατάλληλων τύπων χρονικών ερωτηµάτων στα πλαίσια της αρχαιολογικής ανασκαφικής έρευνας, κρίνεται χρήσιµο να φέρουµε αρχικά ένα παράδειγµα. Ένα εύρηµα αποκαλύπτεται µια συγκεκριµένη µέρα (Πραγµατικός χρόνος) και οι ιδιότητές του αποθηκεύονται στη βάση δεδοµένων δύο ώρες µετά (Χρόνος Βάσης εδοµένων). Τα τυπολογικά του χαρακτηριστικά παραπέµπουν στην Nεότερη Νεολιθική εποχή (Αρχαιολογικός χρόνος). Ανακαλύφθηκε κατά την αφαίρεση του στρώµατος 5 που είναι αρχαιότερο του στρώµατος 4 (Στρωµατογραφικός Χρόνος) και σχετίζεται µε τη δεύτερη φάση χρήσης του νεολιθικού οικισµού (Οικιστικός Χρόνος), καθ όλη τη διάρκεια της οποίας χρησιµοποιήθηκε. Τέλος τα στοιχεία µε βάση τη ραδιοχρονολόγηση του µας δείχνουν ότι κατασκευάστηκε µεταξύ 5000 και 5500 π Χ. Με βάση το προηγούµενο παράδειγµα µπορούν να εξαχθούν δύο βασικά συµπεράσµατα: Ι) Κάθε αρχαιολογικό αντικείµενο µπορεί να σχετίζεται µε όλους τους παραπάνω τύπους χρόνου που περιγράφησαν ΙΙ) Ο προσδιορισµός της χρονικότητας (είτε χρόνος κατασκευής είτε διάρκεια χρήσης) ενός αντικειµένου, βοηθάει στην προσέγγιση της χρονικότητας άλλων, συσχετιζόµενων µε αυτό, αντικειµένων. Τα χρονικά ερωτήµατα που ένας αρχαιολόγος µπορεί να θέσει πρέπει λοιπόν µε βάση το πρώτο συµπέρασµα (1), να καλύπτουν όλους τους διαφορετικούς τύπους χρόνου. Αυτό προϋποθέτει τη δυνατότητα διατύπωσης µε τη χρήση τόσο ποσοτικών (αριθµητικών) όσο και ποιοτικών (µη αριθµητικών - εννοιολογικών) µεταβλητών. Για παράδειγµα: Ποιες κατασκευές αποκαλύφτηκαν στις 05/05/08; (Ανασκαφικός Χρόνος) Ποια ευρήµατα χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική; (Αρχαιολογικός χρόνος) Ποιες κατασκευές αποκαλύφτηκαν στο στρώµα 5; (Στρωµατογραφικός χρόνος) Ποια ευρήµατα κατασκευάστηκαν το ~5000 π.χ; (Απόλυτος χρόνος)

136 118 Επίσης σηµαντική θεωρείται η δυνατότητα υποβολής των ερωτηµάτων µε βάση τον προσδιορισµό διαστηµάτων χρόνου. Έτσι κατ αντιστοιχία µε τα προηγούµενα παραδείγµατα µπορούµε να έχουµε τα εξής ερωτήµατα: Ποιες κατασκευές αποκαλύφτηκαν στο διάστηµα από 05/05/08 έως 08/05/08 (Ανασκαφικός Χρόνος) Ποια ευρήµατα χρονολογούνται στη Μέση και τη Νεότερη Νεολιθική (Αρχαιολογικός χρόνος) Ποιες κατασκευές αποτελούν τµήµα της Φάσης 2; (Οικιστικός χρόνος) Ποια ευρήµατα κατασκευάστηκαν µεταξύ 5500 και 5000 π.χ; (Απόλυτος χρόνος) Αντί για την χρήση χρονικών διαστηµάτων, είναι επίσης δυνατή η χρήση των εκφράσεων πρωιµότερο/νεότερο/πριν, αρχαιότερο/παλαιότερο/µετά ή σύγχρονο/ταυτόχρονα: ποια ευρήµατα είναι προϊµότερα/κατασκευάστηκαν πριν της/τη Μέση Νεολιθική; Οι χρονικές αυτές εκφράσεις µπορούν όµως πιο ουσιαστικά να χρησιµοποιηθούν για τη σύγκριση µεταξύ αρχαιολογικών αντικειµένων: Ποια στρώµατα είναι παλαιότερα/νεότερα από το στρώµα 5; Ποια ευρήµατα είναι σύγχρονα του ευρήµατος Α; Εφόσον κάθε αρχαιολογικό αντικείµενο µπορεί να χαρακτηρίζεται από όλους τους προαναφερθέντες τύπους χρόνου δίνεται η δυνατότητα υποβολής συνδυαστικών χρονικών ερωτηµάτων, όπως: Ποια είναι τα τεχνουργήµατα που ανακαλύφθηκαν στις 05/05/08 (Ανασκαφικός χρόνος) και χρονολογούνται στην Μέση Νεολιθική (Αρχαιολογικός Χρόνος); Με βάση το δεύτερο συµπέρασµα (2) («Ο προσδιορισµός της χρονικότητας (είτε χρόνος κατασκευής είτε διάρκεια χρήσης) ενός αντικειµένου, βοηθάει στην προσέγγιση της χρονικότητας άλλων, συσχετιζόµενων µε αυτό, αντικειµένων»), εντοπίζονται τρεις διαφορετικοί τύποι συσχετισµών που µπορούν να συνδράµουν στη χρονολόγηση του αρχαιολογικού υλικού. Ο πρώτος τύπος αφορά χωρικούς και τοπολογικούς συσχετισµούς. Τα ερωτήµατα αυτά εξυπηρετούν την αναγνώριση πιθανών χωρικών-τοπολογικών σχέσεων µεταξύ των ανασκαφικών αντικειµένων που µπορεί να αποτελούν ενδείξεις για πιθανές χρονικές σχέσεις 30. Ο δεύτερος τύπος, περιλαµβάνει συσχετισµούς που αφορούν τις θεµατικές ιδιότητες των 30 Ένα κεραµικό σκεύος που εντάσσεται τοπολογικά «µέσα σε» ένα οριοθετηµένο δωµάτιο σπιτιού ή που απέχει λιγότερο από 5 εκατοστά από µια εστία, είναι πιθανό να σχετίζεται και χρονολογικά µε την εποχή χρήσης του δωµατίου ή της εστίας.

137 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 119 αρχαιολογικών δεδοµένων µε βάση τις οποίες µπορεί να επιχειρηθούν τυπολογικές συσχετίσεις του αρχαιολογικού υλικού. Η αναγνώριση τυπολογικών µοτίβων µε οµοιογενή χαρακτηριστικά ενδέχεται να αποτελεί επίσης ένδειξη χρονολογικών αντιστοιχίσεων 31. Ο τρίτος τύπος, περιλαµβάνει ερωτήµατα που σχετίζονται µε την ιεραρχική δοµή των αρχαιολογικών αντικειµένων. Η ιεραρχική σχέση µεταξύ των αρχαιολογικών αντικειµένων συνήθως συνεπάγεται και χρονολογική σχέση 32. Υπό αυτή την έννοια, η χρονικότητα κληρονοµείται και µεταβιβάζεται µεταξύ των ιεραρχικά συσχετιζόµενων αντικειµένων. ιαπιστώνουµε λοιπόν πως τα χωρικά, θεµατικά και ιεραρχικά ερωτήµατα, µπορούν να διατυπώνονται είτε αυτόνοµα, ανεξάρτητα από τη χρονολογική ανάλυση είτε ως µέρος αυτής. Με τα χωρικά, θεµατικά και ιεραρχικά ερωτήµατα, µπορούν να καταδεικνύονται οι χρονολογικές σχέσεις µεταξύ των αρχαιολογικών αντικειµένων στη βάση µη χρονικών ιδιοτήτων. Με την απάντηση των ερωτηµάτων αυτών δεν αποκτούµε άµεση γνώση για την ηλικία ή χρονικότητα των αρχαιολογικών δεδοµένων. Αντίθετα, τα αποτελέσµατα αυτών των ερωτηµάτων µπορούν να αξιοποιηθούν από τους αρχαιολόγους και να συνδυαστούν µε άλλα ερµηνευτικά αποτελέσµατα βοηθώντας στη γενικότερη προσπάθεια χρονολόγησης µιας αρχαιολογικής ανασκαφής και των εγκλεισµάτων της Προσέγγιση των ιδιαίτερων αναλυτικών-διαχειριστικών αναγκών των αρχαιολόγων Ο τρόπος µελέτης και ερµηνείας που οι αρχαιολόγοι ακολουθούν αποτέλεσε την βάση για τον προσδιορισµό των ιδιαίτερων αναλυτικών και διαχειριστικών τους αναγκών. Η αποσαφήνιση των αναγκών αυτών επιτεύχθηκε µέσα από την συµµετοχή και την τεχνική υποστήριξη της ανασκαφικής διαδικασίας από το 2002 έως το Η καταγραφή των απαιτήσεων των αρχαιολόγων που εκφράστηκαν σε αυτό το διάστηµα, οι αναλυτικές συζητήσεις µε τους ειδικούς αρχαιολόγους αλλά και η µελέτη των ανακεφαλαιωτικών αναφορών των αρχαιολόγων που κατατίθενται στο τέλος της κάθε ανασκαφικής περιόδου, αποτέλεσαν τον οδηγό για τον λεπτοµερή προσδιορισµό των αναγκών τους και την σκιαγράφηση των τρόπων µε τους οποίους προτιµούν να έρχονται σε επαφή µε την ανασκαφική πληροφορία. 31 Κεραµικά αγγεία µε οµοιογενή χαρακτηριστικά τεχνολογίας και διακόσµισης µπορεί να υποδηλώνουν χρονολογικές σχέσεις 32 Έτσι για παράδειγµα, η χρονολόγηση ενός στρώµατος µπορεί να προκύψει από την χρονολόγηση της κεραµικής που αποκαλύφθηκε στα πλάισιά του και µε την οποία έχει ιεραρχική σχέση.

138 120 Με βάση αυτή την εµπειρία διαπιστώθηκε ότι η αναλυτική διαδικασία που ακολουθείται, στηρίζεται στη συσχέτιση ενός συνήθως µεγάλου αριθµού επιµέρους παρατηρήσεων σχετικά µε τα χαρακτηριστικά, τη µορφή, το σχήµα, τη θέση κάθε αντικειµένου και τη σχέση του µε τα υπόλοιπα (συνήθως γειτνιάζοντα) αντικείµενα. Η παρατήρηση της θέσης των χωρικών αντικειµένων και των µεταξύ τους χωρικών σχέσεων µπορεί να ικανοποιηθεί σε µεγάλο βαθµό µέσα από την τρισδιάστατη, ρεαλιστική τους απεικόνιση (εκτενέστερη συζήτηση στην 4.2). Μια ολοκληρωµένη όµως απόδοση της αρχαιολογικής ανασκαφής και των εγκλεισµάτων της δεν µπορεί να επιτευχθεί µόνο µέσα από την τρισδιάστατη απεικόνιση. Η ρεαλιστική απόδοση των ανασκαφικών δεδοµένων πρέπει να συνδυάζεται µε τη διαρκή και λεπτοµερή ενηµέρωση σχετικά µε χωρικά, χρονικά και περιγραφικά χαρακτηριστικά του κάθε καταχωρηµένου ανασκαφικού αντικειµένου όπως επίσης και από τη δυνατότητα υποβολής ερωτηµάτων µε άξονα τα χαρακτηριστικά αυτά. Με τον τρόπο αυτό, ο αρχαιολόγος ανακτά την πλήρη εικόνα του κάθε οπτικοποιηµένου αντικειµένου και µπορεί να ενηµερωθεί σχετικά µε τις αποφάσεις που λήφθηκαν από τους αρχαιολόγους κατά την διάρκεια της ανασκαφής στο πεδίο. Με τη διατύπωση ερωτηµάτων ( 7.4.1), έχει επίσης τη δυνατότητα να οµαδοποιήσει την ανασκαφική πληροφορία, να αποµονώσει ή να επικεντρώσει σε χωρικά ανασκαφικά αντικείµενα µε συγκεκριµένα χαρακτηριστικά. Σε αυτό το πλαίσιο, η κατηγοριοποίηση των δεδοµένων και η απόδοση των διαφορετικών κατηγοριών µε έµφαση στην µεταξύ τους οπτική διακριτότητα, αποτελεί ένα στοιχείο του οποίου η κρισιµότητα τονίστηκε αρκετές φορές από τους αρχαιολόγους. Ο αρχαιολόγος δεν επιχειρεί να αναλύσει ταυτόχρονα το σύνολο των αντικειµένων που συγκροτούν την αρχαιολογική ανασκαφή κάτι που θα ήταν και πρακτικά αδύνατο καθώς ο αριθµός των αντικειµένων αυτών συνήθως αγγίζει τις αρκετές χιλιάδες. Ο ερµηνευτικός συλλογισµός ουσιαστικά αποτελεί µια αναγωγή από το µέρος στο σύνολο (βλ ). Από τη χαρτογραφική-αναλυτική σκοπιά, το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ανάγκη του φιλτραρίσµατος της επιλεκτικής παράθεσης του αρχαιολογικού υλικού. Το φιλτράρισµα της ανασκαφικής πληροφορίας γίνεται σύµφωνα µε τις απαιτήσεις του αρχαιολόγου-µελετητή, που µε βάση τα ερωτήµατα που θέλει να απαντήσει προχωράει στον προσδιορισµό κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών-συνθηκών που τα δεδοµένα πρέπει να ακολουθούν. Με τον τρόπο αυτό µπορεί να εστιάσει σε οµάδες ανασκαφικών αντικειµένων που ανταποκρίνονται σε συγκεκριµένα τυπολογικά µοτίβα, που αντιστοιχούν σε συγκεκριµένους χώρους περιοχές της ανασκαφής ή που ανάγονται σε συγκεκριµένα χρονικά διαστήµατα στο παρελθόν. Τα αντικείµενα αυτά συγκροτούν την οµάδα δεδοµένων από το σύνολο της καταχωρηµένης ανασκαφικής πληροφορίας στην οποία ο αρχαιολόγος ουσιαστικά επιθυµεί να εστιάσει την ανάλυσή του.

139 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 121 Σηµαντική θέση στην όλη προσπάθεια µελέτης και ερµηνείας του αρχαιολογικού υλικού καταλαµβάνει η στρωµατογραφική ανάλυση. Όπως αναφέρθηκε (βλ. 3.1), τα διαδοχικά (χρονικά) επεισόδια χρήσης µιας αρχαιολογικής θέσης εκφράζονται µέσα από αλλεπάλληλα στρώµατα, που σαν σύνολο συγκροτούν την στρωµατογραφία της θέσης. Η ανασκαφική πρακτική που ακολουθείται από το σύνολο σχεδόν των προϊστορικών ανασκαφών συνίσταται στον εντοπισµό των διαφορετικών αυτών στρωµάτων και την σταδιακή διερεύνησή τους στο πεδίο. Παρόλα αυτά, ο εντοπισµός αυτός δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, καθώς διαφορετικά στρώµατα µπορεί να έχουν παρόµοια χαρακτηριστικά διαφεύγοντας πολλές φορές από την αντίληψη του ανασκαφέα στο πεδίο. Τα ίχνη των στρωµάτων, είναι πιο ευδιάκριτα στις κατακόρυφες τοµές των σκαµµάτων (παρειές) όταν η ανασκαφή έχει προχωρήσει σε βάθος. Στις παρειές των σκαµµάτων ο αρχαιολόγος είναι πιο εύκολο να διακρίνει τις διαφορές µεταξύ των στρωµάτων, τα όρια, την έκταση και την επαλληλία τους κατακόρυφα στον χώρο. Παρόλα αυτά, στις παρειές η στρωµατογραφία αποτυπώνεται αποσπασµατικά, στα πλαίσια ενός µεµονωµένου κατακόρυφου επιπέδου (που συµπίπτει µε τα όρια-πλευρές του κάθε σκάµµατος). Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τους αρχαιολόγους είναι το πώς δοµούνται τα στρώµατα αυτά στο εσωτερικό ολόκληρου του σκάµµατος. Ο προσδιορισµός αυτός, επιτυγχάνεται µέσα από τον συσχετισµό του ίχνους των στρωµάτων που αποκαλύπτονται στις παρειές, µε τα στρώµατα ανασκαφικές ενότητες που αφαιρέθηκαν από τους ανασκαφείς στα πλαίσια του κάθε σκάµµατος. Το αποτέλεσµα αυτής της διαδικασίας είναι ο εντοπισµός ενός συνόλου ανασκαφικών ενοτήτων, µε γενικά οµοιογενή χαρακτηριστικά, που συµπίπτουν χωρικά µε τα όρια ενός στρώµατος που διαγράφονται στις παρειές του σκάµµατος. Οι ανασκαφικές αυτές ενότητες ταυτίζονται µε το συγκεκριµένο στρώµα και αντιµετωπίζονται από τους αρχαιολόγους στην συνέχεια της ανάλυσης ως ένα ενιαίο στρώµα. Στο παρακάτω σχήµα (Εικόνα 7.10) παρακολουθούµε ένα παράδειγµα της διαδικασίας αυτής. Η παρειά ενός σκάµµατος (α) µελετάται από αρχαιολόγους ειδικούς οι οποίοι εντοπίζουν τα διαδοχικά στρώµατα (στρωµατογραφία) που αποτυπώνονται στην επιφάνειά της (β). Ακολουθεί στρωµατογραφική ανάλυση κατά την οποία τα ίχνη λάκκου που εντοπίστηκαν στην µια άκρη της παρειάς (µε κόκκινο πλαίσιο) (γ), αντιστοιχίζονται µε µια οµάδα ανασκαφικών ενοτήτων που εµφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά και σαν σύνολο συγκροτούν τον τρισδιάστατο λάκκο στο εσωτερικό του σκάµµατος (δ). Μια επίσης χρήσιµη διαδικασία κατά τη διεξαγωγή της στρωµατογραφικής ανάλυσης αποτελεί η σύγκριση της κατακόρυφης διαδοχής των ανασκαφικών ενοτήτων στον τρισδιάστατο χώρο, µε τα αναγνωρισµένα επιµέρους στρώµατα που αποτυπώνονται στις παρειές των σκαµµάτων. Η απεικόνιση της κατακόρυφης διαδοχής των ανασκαφικών ενοτήτων επιχειρείται µέσω των Πασοδιαγραµµάτων µάτων.

140 122 Ουσιαστικά, ένα πασοδιάγραµµα αποτελεί κάτι σαν την «στρωµατογραφία των ανασκαφικών ενοτήτων» αφού σε αυτό προβάλλονται τα ίχνη των ανασκαφικών ενοτήτων που τέµνονται από ένα νοητό κατακόρυφο επίπεδο. Από την αντιπαραβολή πασοδιαγραµµάτων και στρωµατογραφιών µπορούν να εξαχθούν χρήσιµα συµπεράσµατα και να οδηγήσουν στον εντοπισµό οµάδων ανασκαφικών ενοτήτων που ταυτίζονται µε τα πραγµατικά στρώµατα που αποτυπώνονται στις παρειές 33 (Εικόνα 7.11). Εικόνα 7.10 Παράδειγµα στρωµατογραφικής ανάλυσης ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) 33 Στο σηµείο αυτό είναι χρήσιµο να διευκρινιστεί ότι τόσο οι στρωµατογραφίες όσο και τα πασοδιαγράµµατα, δεν συνιστούν νέες µονάδες παρατήρησης. Αντίθετα εµπίπτουν στις προαναφερθείσες µονάδες παρατήρησης των Στρωµάτων και των Ανασκαφικών Ενοτήτων (αντίστοιχα) και αποτελούν ουσιαστικά εναλλακτικούς τρόπους αναπαράστασής τους.

141 Συγκρότηση ανασκαφικού αρχείου στα Παλιάµπελα 123 Εικόνα 7.11 Η τοµή των τρισδιάστατων ανασκαφικών ενοτήτων µε ένα κατακόρυφο επίπεδο συγκροτεί ένα πασοδιάγραµµα ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) Συνολικά, το αποτέλεσµα κάθε ερµηνείας ανάλυσης µπορεί να ποικίλει από τον εντοπισµό κάποιου λάθους κατά την ανασκαφική διαδικασία, την χρονολόγηση ενός ευρήµατος, τον προσδιορισµό της χρήσης ενός αντικειµένου ή µιας επιφάνειας ή την οµαδοποίηση αντικειµένων µε κοινά οµοιογενή χαρακτηριστικά. Τα συµπεράσµατα αυτά απαιτείται να αποθηκεύονται και να ανακτώνται ανά πάσα στιγµή καθώς αποτελούν την ουσία της αναλυτικής διαδικασίας αλλά και την αφετηρία νέων αναλύσεων. Με βάση τα προηγούµενα µπορεί να προκύψει µια λίστα γενικών αναγκών που το χαρτογραφικό περιβάλλον απαιτείται να καλύψει προκειµένου να αποτελέσει χρήσιµο διαχειριστικό και αναλυτικό εργαλείο για τους αρχαιολόγους µελετητές. Οι ανάγκες αυτές µπορούν να συνοψιστούν στις εξής: Ρεαλιστική αναπαράσταση στις τρεις χωρικές διαστάσεις του συνόλου των αρχαιολογικών ανασκαφικών χωρικών αντικειµένων που εµπίπτουν στις διακριτές µονάδες παρατήρησης υναµική ενηµέρωση του αρχαιολόγου σχετικά µε τις θεµατικές, χωρικές και χρονικές ιδιότητες των ανασκαφικών αντικειµένων υναµική αναζήτηση-φιλτράρισµα ανάµεσα στον τεράστιο όγκο αρχαιολογικών δεδοµένων και πληροφοριών, επιτρέποντας την ελεύθερη διαµόρφωση της θεµατολογίας του χάρτη Υποβολή σύνθετων ερωτηµάτων µε στόχο την συνδροµή της ερµηνευτικής διαδικασίας. ιεξαγωγή στρωµατογραφικής ανάλυσης επιτρέποντας την ενοποίηση ανασκαφικών ενοτήτων και τη συγκρότηση νέων στρωµατογραφικών αντικειµένων

142 124 Η απάντηση σε κάθε αρχαιολογικό ερώτηµα αποτελεί ουσιαστικά και ένα ιδιαίτερο ζήτηµα προς χαρτογράφηση. Επίσης κάθε δράση των αρχαιολόγωνχρηστών, στο πλαίσιο των προαναφερθεισών αναγκών, έχει ως αποτέλεσµα την αλλαγή της θεµατολογίας ή την εναλλακτική απόδοση των θεµάτων που απεικονίζονται στον χάρτη. Έχοντας λοιπόν προσδιορίσει τους διάφορους τύπους ερωτηµάτων που οι αρχαιολόγοι υποβάλουν στο ανασκαφικό αρχείο, τους τρόπους µε τους οποίους επιθυµούν να έρχονται σε επαφή µε την αρχαιολογική πληροφορία και τις ιδιαίτερες αναλυτικές και διαχειριστικές τους ανάγκες, έχουµε ουσιαστικά σκιαγραφήσει το γενικό πλαίσιο ζητηµάτων που πρέπει να περιλαµβάνονται στο δυναµικό χαρτογραφικό περιβάλλον. Πριν όµως από την αναζήτηση κατάλληλων τρόπων απόδοσης των ζητηµάτων αυτών, απαιτείται η επεξεργασία της πληροφορίας του ανασκαφικού αρχείου προκειµένου οι µονάδες παρατήρησης να τοποθετηθούν στον τρισδιάστατο χώρο της ανασκαφικής θέσης.

143 8. 8. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ Η επεξεργασία της αρχαιολογικής πληροφορίας όπως επιχειρείται από την παρούσα εφαρµογή διακρίνεται σε δύο διαδοχικά στάδια. Αυτό της αποθήκευσης και οργάνωσης της πληροφορίας στο πλαίσιο ενιαίας βάσης δεδοµένων και αυτό της µοντελοποίησης των χωρικών αντικειµένων (των επιµέρους µονάδων παρατήρησης) τοποθέτησης στις τρεις χωρικές διαστάσεις (γεωγραφικής αναφοράς), της αναπαράστασης της θέσης και του σχήµατος τους. Η υλοποίηση και των δύο αυτών σταδίων επεξεργασίας της πληροφορίας επιδιώχτηκε να γίνει στα πλαίσια µίας ενιαίας πλατφόρµας υλοποίησης τόσο για λόγους οικονοµίας όσο και για λόγους βελτιστοποίησης επικοινωνίας µεταξύ χωρικών αντικειµένων και βάσης δεδοµένων. Πριν λοιπόν την αναλυτική

144 126 περιγραφή των δύο σταδίων επεξεργασίας της πληροφορίας, κρίνεται σκόπιµη η αναφορά στην ενιαία πλατφόρµα υλοποίησης της εφαρµογής Πλατφόρµα Υλοποίησης Η υλοποίηση της εφαρµογής πραγµατοποιήθηκε στα πλαίσια της ΣΓΠ πλατφόρµας ArcGIS 9.1 της εταιρίας ESRI. Αξιοποιώντας τις αναλυτικές δυνατότητες του συγκεκριµένου λογισµικού, εφαρµόστηκαν οι µεθοδολογίες κατασκευής και οπτικοποίησης των τρισδιάστατων ανασκαφικών αντικειµένων της ανασκαφής των Παλιαµπέλων. Το περιβάλλον του ArcGIS στη συνέχεια παραµετροποιήθηκε κατάλληλα οδηγώντας στον σχεδιασµό ενός ανεξάρτητου, από την κλασσική ΣΓΠ πλατφόρµα, περιβάλλοντος προσαρµοσµένου στις ανάγκες των αρχαιολόγων. Μια σειρά από σηµαντικές παραµέτρους που παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω οδήγησαν στην επιλογή του συγκεκριµένου ΣΓΠ: 1. αποτελεί πρότυπο ΣΓΠ σύστηµα (industry standard) τα τελευταία χρόνια κάτι που εξασφαλίζει την αξιοπιστία και λειτουργικότητα του σε βάθος χρόνου 2. περιλαµβάνει ένα λειτουργικό τρισδιάστατο περιβάλλον απεικόνισης (ArcScene), 3. δίνει τη δυνατότητα οργάνωσης των δεδοµένων σε χωρική βάση δεδοµένων µε αντικείµενο-στρεφή (object oriented) χαρακτηριστικά 4. εξασφαλίζει καλή επικοινωνία µε άλλα σχετικά λογισµικά που µπορούν να χρησιµοποιηθούν βοηθητικά σε ενδιάµεσα στάδια επεξεργασίας (RockWare,C Tech EVS, AutoDesk AutoCAD, Google SketchUp ) (Smith and Friedman 2004) και 5. επιδέχεται παραµετροποίηση µέσω προγραµµατισµού σε COM γλώσσες 34 Παρότι το λογισµικό αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση στην γενικότερη αναποτελεσµατικότητα ενσωµάτωσης διαδικασιών 3 χωρικής ανάλυσης των σύγχρονων ΣΓΠ, οι δυνατότητες παραµετροποίησης που προσφέρει προσέδωσαν την απαιτούµενη ευελιξία για τον υπερκερασµό αυτών των ελλείψεων. 34 Αποτελεί τη βασική αρχιτεκτονική του λειτουργικού συστήµατος Windows. Κύριος στόχος του είναι να καθορίσει τον τρόπο επικοινωνίας µεταξύ τµηµάτων λογισµικού, µε τέτοιο τρόπο ώστε αυτά να µπορούν να επικοινωνούν µέσω ενός µεγάλου αριθµού συµβατών γλωσσών προγραµµατισµού και χωρίς την ύπαρξη κάποιου ενδιάµεσου εργαλείου.

145 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου Παραµετροποίηση µε τη χρήση ArcObjects Η παραµετροποίηση του ΣΓΠ ArcGIS πραγµατοποιείται µέσα από την αξιοποίηση µιας πλούσιας βιβλιοθήκης αντικειµένων που καλούνται ArcObjects. Τα ArcObjects ουσιαστικά συγκροτούν τη βιβλιοθήκη αντικειµένων - «συστατικών ΣΓΠ στοιχείων» (GIS components), µε βάση τα οποία µοντελοποιούνται όλες οι επιµέρους λειτουργίες ενός ΣΓΠ της ESRI. Κάθε µεµονωµένο αντικείµενο της βιβλιοθήκης, έχει συγκεκριµένες ιδιότητες και συµπεριφορές ή µεθόδους, οι οποίες µπορούν να ρυθµιστούν κατάλληλα. Ας πάρουµε για παράδειγµα ένα βασικό τέτοιο αντικείµενο των ArcObjects που αντιπροσωπεύει το διδιάστατο χαρτογραφικό πλαίσιο (Map). Όπως φαίνεται από το ακόλουθο σχήµα (Σχήµα 8.1), το αντικείµενο Map εµφανίζει µια σειρά από ιδιότητες (όνοµα- Name, µονάδες µέτρησης-distanceunits, κλίµακα-mapscale, περιοχή ενδιαφέροντος- AreaOfInterest, ενεργό χωρικό αντικείµενο- ActiveGraphicLayer κτλ) που µπορούν να διευκρινιστούν, καθώς και µια σειρά από µεθόδους (εισαγωγή/διαγραφή χωρικών δεδοµένων-add-clear Layer, υπολογισµός απόστασης Compute Distance, επιλογή δεδοµένων SelectFeature κτλ) που µπορούν να ενεργοποιηθούν. Ρυθµίζοντας τις παραµέτρους των επιµέρους αυτών αντικειµένων, καθίσταται δυνατή η παραµετροποίηση κάθε δοµικού στοιχείου του ΣΓΠ περιβάλλοντος, η Σχήµα 8.1 Ιδιότητες και µέθοδοι του µοντελοποίηση συγκεκριµένων διαδικασιών αντικειµένου Map και ο σχεδιασµός ειδικών εργαλείων που να ανταποκρίνονται στις εκάστοτε χρηστικές ανάγκες. Οι ρυθµίσεις αυτές, πραγµατοποιούνται µέσα από τον προγραµµατισµό µε τη χρήση κάποιας αντικειµενοστρεφούς γλώσσας προγραµµατισµού. Τα ArcObjects έχουν σχεδιαστεί χρησιµοποιώντας τεχνολογία Microsoft Component Object Model (COM). Το γεγονός αυτό επιτρέπει την αξιοποίηση τους µέσω µιας οποιαδήποτε COM-συµβατής γλώσσας προγραµµατισµού (Visual Basic, Visual C++). Η γλώσσα προγραµµατισµού που επιλέχθηκε για την παρούσα εφαρµογή είναι η MS Visual

146 128 Basic 6 καθώς εντάσσεται στις COM συµβατές γλώσσες ενώ, στο ξεκίνηµα της σχεδιαστικής προσπάθειας (το 2004) ο κύριος όγκος παρόµοιων προσπαθειών παραµετροποίησης ΣΓΠ της ESRI γίνονταν µε τη χρήση Visual Basic 6. Το γεγονός αυτό φάνηκε χρήσιµο καθώς επέτρεψε την αναζήτηση λύσεων σε τεχνικάπρογραµµατιστικά ζητήµατα µέσα από ειδικούς δικτυακούς τόπους επικοινωνίαςσυζήτησης 35. Εκτός από µοντελοποίηση των τρισδιάστατων ανασκαφικών αντικειµένων, µε τη συστηµατική χρήση της βιβλιοθήκης ArcObjects και της γλώσσας Visual Basic επιτεύχθηκε επίσης ο σχεδιασµός του αρχαιολογικά προσανατολισµένου περιβάλλοντος, µε την αναλυτική περιγραφή των µεθοδολογιών που ακολουθήθηκαν να καταλαµβάνουν σηµαντικό µέρος του κεφαλαίου Συγκρότηση Βάσης εδοµένων Ο σχεδιασµός της βάσης δεδοµένων όπου αποθηκεύτηκε και οργανώθηκε το ανασκαφικό αρχείο της προϊστορικής ανασκαφής των Παλιαµπέλων, πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής του υποψήφιου διδάκτορα του τµήµατος Ιστορίας και Αρχαιολογίας (Φιλοσοφική Σχολή) του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης Μάρκου Κατσιάνη, µε τίτλο «Ανασκαφική µεθοδολογία και σχεδιασµός πληροφοριακού συστήµατος για τη διαχείριση αρχαιολογικών τεκµηρίων». Ο σχεδιασµός του εννοιολογικού µοντέλου της βάσης δεδοµένων ακολουθεί το πρότυπο του διαγράµµατος κλάσεων της UML. Η εν λόγω σχεδιαστική προσέγγιση, επιχειρεί την οργάνωση των ανασκαφικών δεδοµένων µέσα από την ταξινόµηση της πληροφορίας του ανασκαφικού αρχείου σε χωρικές, θεµατικές και χρονικές κλάσεις αντικειµένων. Οι χωρικές κλάσεις αντιπροσωπεύουν τις πρωτογενής µονάδες παρατήρησης (Ανασκαφικές ενότητες, σχέδια, ανασκαφικοί τοµείς, δείγµατα, κινητά ευρήµατα, ακίνητα ευρήµατα) και περιλαµβάνουν τα γεωµετρικά τους χαρακτηριστικά, που ανακτήθηκαν στο πεδίο µέσα από την εφαρµογή των τοπογραφικών και φωτογραµµετρικών µεθόδων. Οι θεµατικές κλάσεις αφορούν και πάλι τις πρωτογενείς µονάδες παρατήρησης, µε τη διαφορά ότι εδώ καταγράφονται όλα τα θεµατικά χαρακτηριστικά παρατηρήσεις των αρχαιολόγων υπό τη µορφή ιδιοτήτων. Στις προηγούµενες θεµατικές κλάσεις, προστίθενται και οι δευτερογενείς µονάδες παρατήρησης µε τη µορφή κλάσεων συνάθροισης που επιγραµµατικά αποτελούνται από: στρωµατογραφικές οµάδες, διασκαµµατικές στρωµατογραφικές οµάδες, οµάδες ΑΕΧ. 35 ArcObjects Forum:

147 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 129 Οι χρονικές ιδιότητες των αντικειµένων δεν αποτελούν µέρος των θεµατικών ιδιοτήτων των µονάδων παρατήρησης. Αντίθετα, στο εννοιολογικό µοντέλο της ανασκαφής προτιµήθηκε η δηµιουργία µιας ξεχωριστής χρονικής κλάσης, η οποία µπορεί να συνδεθεί µε τα διαφορετικά αντικείµενα. Στην χρονική κλάση εµπεριέχονται έξι κατηγορίες χρόνου: Ανασκαφικός χρόνος, χρόνος βάσης δεδοµένων, αρχαιολογικός χρόνος, οικιστικός χρόνος, στρωµατογραφικός χρόνος και απόλυτος χρόνος. Σε όλες τις περιπτώσεις αντικειµένων που περιλαµβάνουν χρονική πληροφορία, οι χρονικές τιµές αποδίδονται ως χρονοσήµατα που προσδιορίζουν διαφορετικές χρονικές ταυτότητες ενός αντικειµένου και µπορούν να καθοριστούν ή να κληρονοµηθούν από αντιστοίχως συνδεόµενα αντικείµενα. Η οντολογική προτυποποίηση του µοντέλου κρίθηκε χρήσιµο να λάβει χώρα ήδη από τα πρώτα στάδια (εννοιολογικό επίπεδο) της σχεδιαστικής προσπάθειας, αποσκοπώντας στη ρητή περιγραφή των σηµασιολογικών εννοιών και των σχέσεων που υπάρχουν µεταξύ των δεδοµένων. Τα στοιχεία του µοντέλου προτυποποιήθηκαν χρησιµοποιώντας το οντολογικό πρότυπο CIDOC-CRM ISO Τοποθέτηση µονάδων παρατήρησης στον τρισδιάστατο ανασκαφικό χώρο Μια σηµαντική παράµετρος όσον αφορά την τοποθέτηση των χωρικών αντικειµένων της ανασκαφής στον τρισδιάστατο χώρο και την ρεαλιστική αναπαράσταση του σχήµατός τους, αποτελεί η ταξινόµησή τους ως ογκοµετρικά ή µη γεωγραφικά αντικείµενα-φαινόµενα. Tα γεωµετρικά χαρακτηριστικά που καταγράφονται στο πεδίο, το σχήµα των πραγµατικών ανασκαφικών οντοτήτων που αντιπροσωπεύουν αλλά και ο τρόπος προσέγγισης της κάθε κατηγορίας µονάδων παρατήρησης από τους αρχαιολόγους, στοιχειοθετούν τους παράγοντες που επηρεάζουν την κατάταξη των ανασκαφικών αντικειµένων στις δύο αυτές γενικές κατηγορίες. Έτσι, τόσο τα ευρήµατα όσο και τα δείγµατα, ενώ στην πραγµατικότητα αποτελούν ογκοµετρικές οντότητες 36, καταγράφονται στο πεδίο ως σηµειακά αντικείµενα. Θεωρείται λοιπόν ότι αποκαλύπτονται/λαµβάνονται σε/από ένα συγκεκριµένο σηµείο του ανασκαφικού χώρου και αντιπροσωπεύονται από τις συντεταγµένες x, y και z του σηµείου αυτού. Υπό αυτή την έννοια, τα πρωτογενή γεωµετρικά δεδοµένα της καταγραφής στο πεδίο, δεν βοηθούν στην αναπαράστασή τους ως ογκοµετρικά αντικείµενα. Επίσης ο τρόπος µε τον οποίο επιχειρεί να 36 κάθε αγγείο έχει συγκεκριµένο και µετρήσιµο όγκο, ενώ τα δείγµατα συγκροτούνται από τη λήψη ποσότητων χώµατος που εκφράζονται σε µονάδες όγκου

148 130 µελετήσει ο αρχαιολόγος ευρήµατα και δείγµατα στον ευρύτερο ανασκαφικό χώρο 37 ενισχύει τη λογική αντιµετώπισης τους ως σηµειακά αντικείµενα στον τρισδιάστατο χώρο. Από την άλλη, κατά τη µελέτη στο εργαστήριο, ο αρχαιολόγος προσεγγίζει τα ευρήµατα µε διαφορετική λογική. Εκεί, το σχήµα, το µέγεθος, τα σχεδιαστικά µοτίβα, οι ενδείξεις χρήσης στην επιφάνεια αλλά και ο όγκος τους αποτελούν σηµαντικά στοιχεία της ανάλυσης. Κατ επέκταση σε αυτό το στάδιο της ανάλυσης τα ευρήµατα είναι χρήσιµο να αντιµετωπίζονται ως ογκοµετρικά αντικείµενα µε τα µορφολογικά τους χαρακτηριστικά να εκφράζονται µε σαφήνεια. Την πρακτική αυτή ακολουθούν συγκεκριµένες εφαρµογές (Schindler et al 2003) 38, οι οποίες όµως σχετίζονται µε την κατασκευή ψηφιακών αρχείων των ευρηµάτων χωρίς να ενδιαφέρονται για το χωρικό πλαίσιο αποκάλυψης τους και την συνολική αναπαράσταση του ανασκαφικού χώρου και των εγκλεισµάτων της (που αποτελεί το βασικό µέληµα της παρούσας προσέγγισης). Τα σκάµµατα, ορίζονται πριν την έναρξη της ανασκαφικής διαδικασίας πάνω στην επιφάνεια του εδάφους. Υπό αυτή την έννοια, δεν συγκροτούν ογκοµετρικά χωρικά αντικείµενα αλλά ανάγλυφες επιφάνειες που µπορούν να αποδοθούν είτε ως επιφανειακά, είτε ως γραµµικά αντικείµενα µε τα επιµέρους διανύσµατα να αντιπροσωπεύουν τις τέσσερις πλευρές του σκάµµατος επί της επιφάνειας του εδάφους. Συγκριτικά, η απόδοση των σκαµµάτων µε τη µορφή γραµµικών αντικειµένων κρίνεται καταλληλότερη καθώς κρίνεται πιο ουσιαστική η οριοθέτηση της ανασκαφικής δραστηριότητας στο ευρύτερο χωρικό πλαίσιο της αρχαιολογικής θέσης, παρά η απόδοση της ανώτατης επιφάνειας του εδάφους, που έτσι κι αλλιώς αφαιρείται σχεδόν µε τον ορισµό του σκάµµατος. Η ανασκαφή όµως εξελίσσεται κατακόρυφα εντός των σκαµµάτων. Στην περίπτωση λοιπόν που η ανασκαφική διαδικασία εντός ενός σκάµµατος έχει ολοκληρωθεί, το σκάµµα θα µπορούσε να αναπαρασταθεί και ως τρισδιάστατο ογκοµετρικό αντικείµενο µε την ανώτερή του επιφάνεια να αποτελεί την αρχική επιφάνεια του εδάφους και την κατώτερη επιφάνεια να συγκροτείται από την τελική σε βάθος ανασκαµµένη επιφάνεια. Στο ανασκαφικό σχέδιο αποτυπώνονται στοιχεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που αποκαλύπτονται σε µια ανασκαφική επιφάνεια και υπό αυτή την έννοια, ένα σχέδιο δεν µπορεί να αποδοθεί ως ογκοµετρικό φαινόµενο. Τα ανασκαφικά σχέδια αποθηκεύονται στο ανασκαφικό αρχείο υπό τη µορφή φωτογραφιών που απεικονίζουν την συνολική ανασκαµµένη επιφάνεια. Εποµένως, 37 Συγκεντρώσεις ή διασπορά σηµειακών οντοτήτων στον χώρο &CFTOKEN=

149 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 131 ένας τρόπος απόδοσής τους είναι µέσω της τοποθέτησης στον τρισδιάστατο χώρο των φωτογραφιών αυτών, αντλώντας υψοµετρικές πληροφορίες από το ανάγλυφο της ανασκαµµένης επιφάνειας. Από την άλλη, τα στοιχεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που εντοπίζονται µετά από την αρχαιολογική ερµηνεία των φωτογραφιών, µπορούν να αποδοθούν ως γραµµικά φαινόµενα που αντλούν και πάλι υψοµετρικές πληροφορίες από το ανάγλυφο της επιφάνειας (Εικόνα 8.1). Εικόνα 8.1 Στοιχεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ως γραµµικά φαινόµενα µε υψοµετρικές πληροφορίες ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) Τέλος, οι ανασκαφικές ενότητες και τα ακίνητα ευρήµατα, αντιπροσωπεύουν τα πιο σύνθετα ανασκαφικά αντικείµενα. Το σχήµα τους εµφανίζει µεγάλες διαφοροποιήσεις στις τρεις χωρικές διαστάσεις ενώ ο όγκος που καταλαµβάνουν (κυρίως στην περίπτωση των ανασκαφικών ενοτήτων) αξιολογείται συνήθως ως ιδιαίτερα σηµαντική πληροφορία από την αρχαιολογική αναλυτική σκοπιά. Υπό αυτή την έννοια µπορούν να αναπαρασταθούν µόνο ως τρισδιάστατα ογκοµετρικά αντικείµενα στο ψηφιακό χαρτογραφικό περιβάλλον. Με βάση τις παραπάνω τοποθετήσεις, µπορεί να επιχειρηθεί η γεωγραφική κατάταξη των ανασκαφικών µονάδων παρατήρησης (Πίνακας 8.1), ο προσδιορισµός δηλαδή των τρόπων αντιπροσώπευσής τους στο τρισδιάστατο περιβάλλον µε τη µορφή σηµειακών, γραµµικών, επιφανειακών ή ογκοµετρικών χωρικών φαινοµένων.

150 132 Πίνακας 8.1 Γεωγραφική κατάταξη ανασκαφικών µονάδων παρατήρησης Ογκοµετρικά Μη Ογκοµετρικά φαινόµενα φαινόµενα 3 Σηµειακά Γραµµικά Επιφανειακά Ευρήµατα είγµατα Σχέδια Ανασκαφικές Ενότητες Ακίνητα Ευρήµατα Σκάµµατα * *µόνο στην περίπτωση που η ανασκαφική διαδικασία έχει ολοκληρωθεί στο πλαίσιο του σκάµµατος Η κατάταξη αυτή αποτέλεσε και τον οδηγό για την υιοθέτηση κατάλληλων µεθοδολογιών µοντελοποίησης των ανασκαφικών χωρικών αντικειµένων που εµπίπτουν στις διακριτές µονάδες παρατήρησης. Ανεξάρτητα από τη διαφορετική προσέγγιση που επιλέχθηκε για την κάθε περίπτωση, όλες οι υιοθετηµένες µεθοδολογίες σχεδιάστηκαν µε γνώµονα τρεις βασικές ανάγκες που συνοπτικά αποτελούν: Ανάγκη ρεαλιστικής αναπαράστασης των ανασκαφικών αντικειµένων Ανάγκη εξοικονόµησης χρόνου κατασκευής µοντελοποίησης Ανάγκη εξοικονόµησης απαραίτητου χώρου για την αποθήκευση των παραγόµενων ψηφιακών δεδοµένων Οι µεθοδολογίες περιγράφονται αναλυτικά στις ακόλουθες ενότητες Το ευρύτερο τοπίο Μια αρχαιολογική ανασκαφή δεν µπορεί να µελετηθεί αποκοµµένη από το τοπίο που την περιβάλλει. Με βάση αυτή την λογική, επιχειρήθηκε η ενσωµάτωση στο ίδιο ψηφιακό περιβάλλον στοιχείων του ευρύτερου τοπίου, αν και οι συγκεκριµένες ενέργειες δεν εµπίπτουν στο άµεσο ερευνητικό αντικείµενο της παρούσας διατριβής. Με βάση τα στοιχεία ισοϋψών από χάρτες της ΓΥΣ σε κλίµακα 1:5000, κατασκευάστηκε ψηφιακό µοντέλο εδάφους. Η κατασκευή του συγκεκριµένου ψηφιακού µοντέλου εδάφους έγινε µε τη χρήση του εργαλείου topogrid της ESRI που παρέχει την δυνατότητα αξιοποίησης υψοµετρικών δεδοµένων υπό τη µορφή ισοϋψών καµπύλων. Από τους ίδιους χάρτες της ΓΥΣ, αποµονώθηκε το υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής και αποθηκεύτηκε ως ξεχωριστό διανυσµατικό

151 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 133 (polyline) αρχείο. Επίσης, από σύγχρονα τοπογραφικά σχέδια του χωριού και της κοντινής περιοχής ψηφιοποιήθηκαν και στοιχεία του σηµερινού χωριού, όπως σπίτια, ιδιοκτησίες και δρόµοι, όπως επίσης και τα οριοθετηµένα αγροτεµάχια γύρω από το χωριό. Η ενσωµάτωση αεροφωτογραφιών της περιοχής βοήθησε στην ρεαλιστικότερη απεικόνιση του ευρύτερου χώρου. Συγκεκριµένα, δυο γεωαναφερµένες ορθοφωτογραφίες της ΓΥΣ µε χρονολογίες λήψης 1940 και 1990 αποκτήθηκαν και ενσωµατώθηκαν στο υπάρχον ψηφιακό υλικό, προσθέτοντας επιπλέον δυνατότητες σύγκρισης και εντοπισµού των αλλαγών που συντελέστηκαν στο σύγχρονο τοπίο. Το ψηφιακό υπόβαθρο του γύρω τοπίου που δηµιουργήθηκε, αναµένεται να επιτρέψει το συσχετισµό των ανασκαφικών πληροφοριών µε παρατηρήσεις από την ευρύτερη περιοχή (π.χ. γεωµορφολογικές µελέτες), αλλά και να συµβάλλει σε απόπειρες αρχαιολογικών αναπαραστάσεων σε εκτεταµένη κλίµακα. Τα προαναφερθέντα επεξεργασµένα στοιχεία παρότι δεν συµµετέχουν στη διαµόρφωση της θεµατολογίας των χαρτών του προτεινόµενου χαρτογραφικού περιβάλλοντος, είναι παρόλα αυτά διαθέσιµα για απεικόνιση σε οποιαδήποτε ΣΓΠ πλατφόρµα σε περίπτωση που οι αρχαιολόγοι θελήσουν να απεικονίσουν πληροφορίες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος από την ευρύτερη περιοχή. Σε επίπεδο επεξεργασίας, ουσιαστικά µόνο το ψηφιακό µοντέλο εδάφους του λόφου της ανασκαφής αξιοποιήθηκε για τη µοντελοποίηση χωρικών αντικειµένων της ανασκαφής, προσφέροντας τις απαραίτητες υψοµετρικές πληροφορίες στα µοντελοποιηµένα σκάµµατα (βλ. ακόλουθη ενότητα) Μοντελοποίηση µη ογκοµετρικών αντικειµένων ανασκαφής Κινητών Ευρηµάτων, ειγµάτων και Σκαµµάτων Τα κινητά ευρήµατα και τα δείγµατα αποδίδονται ως σηµειακά φαινόµενα στον τρισδιάστατο χώρο. Η διαδικασία µετατροπής των συντεταγµένων (x,y,z) θέσης τους σε σηµειακά διανυσµατικά αντικείµενα είναι απλή. Οι συντεταγµένες θέσης εισάγονται στη πλατφόρµα ΣΓΠ µε τη µορφή πινάκων, όπου µε την ενεργοποίηση ειδικού εργαλείου, µετατρέπονται σε διανυσµατικά σηµειακά αρχεία τύπου shapefile. Τα σκάµµατα στα Παλιάµπελα αποφασίστηκε να αποδοθούν ως γραµµικά φαινόµενα, καθώς σε λίγα µόνο από αυτά έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφική δραστηριότητα. Τα επιµέρους διανύσµατα ορίζονται από τα σηµεία που αντιπροσωπεύουν τις τέσσερις γωνίες του κάθε σκάµµατος, ενώ οι υψοµετρικές πληροφορίες, που απαιτούνται για την απόδοση του γραµµικού αντικειµένου στις

152 134 τρεις χωρικές διαστάσεις, ανακτώνται από το ψηφιακό µοντέλο εδάφους του λόφου της ανασκαφής Σχέδια-Παρειές Μια πιο πολύπλοκη µεθοδολογία ακολουθείται για την απόδοση των σχεδίων και παρειών στον τρισδιάστατο χώρο. Οι επιµέρους ψηφιακές φωτογραφίες που έχουν ληφθεί κατά τη διάρκεια της καταγραφής στο πεδίο ( 7.2.4) και αποτελούν την αποτύπωση µιας κάτοψης-σχεδίου ή µιας παρειάς ενός σκάµµατος, υπόκεινται σε φωτογραµµετρική επεξεργασία. Αρχικά, ακολουθείται η διαδικασία της ψηφιακής αναγωγής των φωτογραφιών που αντιπροσωπεύουν τις διάφορες υπόπεριοχές µη σηµαντικά µεταβλητού υψοµέτρου. Η κάθε τέτοια υπο-περιοχή, παρά τις εντός της µικρές υψοµετρικές διαφοροποιήσεις, θεωρείται επίπεδη επιφάνεια και ανάγεται ψηφιακά µε στόχο την απαλοιφή των σφαλµάτων-παραµορφώσεων που προκύπτουν λόγω της µη κατακόρυφης γωνίας λήψης των φωτογραφιών. Με άλλα λόγια, η επεξεργασία αυτή εξυπηρετεί την ανάκτηση της σχέσης µεταξύ της εικόνας που αποτυπώνεται από τον δέκτη της ψηφιακής κάµερας και της πραγµατικής επιφάνειας που αντιπροσωπεύει (Tsioukas 2007). Στη συνέχεια, οι επιµέρους εικόνες ενοποιούνται µε βάση τα κοινά τους φωτοσταθερά σηµεία, δηµιουργώντας ένα ψηφιακά ανηγµένο φωτοµωσαϊκό (Patias et.al 1999). Η τελική ψηφιακή εικόνα στη συνέχεια µεταφέρεται στο ΣΓΠ περιβάλλον και όλα τα αντικείµενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που απεικονίζονται σε αυτήν ψηφιοποιούνται και µετατρέπονται σε διανυσµατικά χωρικά αντικείµενα (µε την µορφή πολυγώνων ή πολυγραµµών (polygons-polylines). Τα ψηφιοποιηµένα αυτά αντικείµενα ταξινοµούνται ανάλογα µε την τυπολογία τους (οστά, κεραµική, πηλός κτλ) και αποθηκεύονται σε αρχείο µορφής shapefile έτσι ώστε όλα τα αντικείµενα της κάθε κατηγορίας να εµφανίζονται σαν µια εγγραφή στον πίνακα δεδοµένων του αρχείου. Με τον τρόπο αυτό έχουµε την δυνατότητα να συµβολίσουµε διαφορετικά την κάθε κατηγορία εγκλεισµάτων, αλλά και να διατυπώσουµε ερωτήµατα του τύπου: «Να απεικονιστούν όλα τα οστά της περιοχής Α». Το επόµενο στάδιο της µεθοδολογίας συνίσταται στην κατασκευή του Ψηφιακού Μοντέλου Εδάφους (DTM) µε βάση τα σηµεία επιλεκτικής δειγµατοληψίας που λήφθηκαν στο πεδίο για τον σκοπό αυτό. Το Ψηφιακό Μοντέλο Εδάφους, αποτελεί την πηγή από την οποία το διορθωµένο φωτοµωσαϊκό και το διανυσµατικό σχέδιο (που προέκυψε από το φωτοµωσαϊκό) θα αντλήσουν τις απαιτούµενες υψοµετρικές πληροφορίες. Η φύση της δειγµατοληψίας, οι ιδιαιτερότητες που εµφανίζει η µορφολογία των ανασκαπτόµενων επιφανειών, αλλά και ο τρόπος χρήσης του τελικού 2.5 διάστατου σχεδίου από τους αρχαιολόγους, διαµορφώνουν µια σειρά από παραµέτρους που επηρέασαν την επιλογή της µεθοδολογίας κατασκευής του

153 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 135 ψηφιακού αναγλύφου. Πιο συγκεκριµένα, το τελικό µοντέλο εδάφους απαιτείται να είναι «πιστό», καθώς κρίνεται σηµαντική η διατήρηση των µετρήσεων που λήφθηκαν στο πεδίο επί της ανασκαφικής επιφάνειας. Ο χαρακτήρας της παρεµβολής επίσης απαιτείται να είναι «τοπικός», να στηρίζεται δηλαδή σε γειτονικά παρά σε αποµακρυσµένα σηµεία γνωστού υψοµέτρου (Παρασχάκης κα 1990, σελ.211), αφού στην περίπτωσή µας δεν ενδιαφέρει τόσο η εξοµάλυνση της τελικής επιφάνειας αλλά η ακρίβεια σε τοπικό χωρικό επίπεδο. Η µορφή της ανασκαφικής επιφάνειας κατά κανόνα διακόπτεται απότοµα µε την παρεµβολή των διαφόρων αρχαιολογικών κατασκευών (τοίχοι ή λάκκοι). Κατά συνέπεια, η διάκριση των οµοιογενών υψοµετρικά υποπεριοχών στο σύνολο της ανασκαφικής επιφάνειας, η οριοθέτηση «χαρακτηριστικών γραµµών» και η ενσωµάτωσή τους στη διαδικασία παρεµβολής, κρίνεται ιδιαίτερα κρίσιµη προκειµένου οι υψοµετρικές διαφοροποιήσεις εντός της κάθε υποπεριοχής να αποδοθούν µε σαφήνεια. Τέλος, πολύ σηµαντική παράµετρο αποτελεί ο λόγος για τον οποίο κατασκευάζεται το ψηφιακό ανάγλυφο και ο τρόπος µε τον οποίο οι αρχαιολόγοι θα το αξιοποιούν. Ουσιαστικά, η συγκεκριµένη προσέγγιση έχει καθαρά εποπτικό σκοπό προσδοκώντας να «θυµίσει» στον αρχαιολόγο την µορφή µια επιφάνειας που ανασκάφτηκε στο παρελθόν και δεν µπορεί πλέον να επαναπροσεγγίσει. Το τελικό αποτέλεσµα δεν θα χρησιµοποιηθεί για την όποια διεξαγωγή µετρήσεων (π.χ αποστάσεις µεταξύ σηµείων στο ανάγλυφο) και εποµένως δεν πρέπει κατ ανάγκη να είναι απόλυτα ακριβές. Ιδιαίτερη βαρύτητα ωστόσο πρέπει να δοθεί σε ζητήµατα ρεαλιστικής απόδοσης των αρχαιολογικά σηµαντικών σχηµατισµών που αποτυπώνονται στις επιφάνειες των σχεδίων. Ο εντοπισµός και η χάραξη των «χαρακτηριστικών γραµµών» πραγµατοποιήθηκε µέσα από την αξιοποίηση των ανασκαφικών σχεδίων, στα οποία οι αρχαιολόγοι εκτός από τα στοιχεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, σχεδιάζουν µε ευκρίνεια και τα σηµεία στα οποία παρατηρούνται απότοµες υψοµετρικές διακυµάνσεις. Τα σηµεία αυτά αποµονώθηκαν, ψηφιοποιήθηκαν και ενσωµατώθηκαν στην µέθοδο µε τη µορφή γραµµής. Αρχικά το κάθε ανάγλυφο επιχειρήθηκε να µοντελοποιηθεί µέσω ενός Triangular Irregular Network (TIN), µέσω δηλαδή της εφαρµογής τριγωνισµού Delaunay (βλ. de Berg et. al. 2008, Zhilin Li 2007) µε βάση τα σηµεία µετρήσεων που λήφθηκαν στο πεδίο. Με τον τρόπο αυτό, το τελικό ψηφιακό µοντέλο διατηρεί την πιστότητά του ως προς τα σηµεία δειγµατοληψίας ενώ στην διαδικασία µπορούν να ενσωµατωθούν και οι απαραίτητες χαρακτηριστικές γραµµές. Παρόλα αυτά, το αποτέλεσµα της εφαρµογής αυτής της µεθόδου δεν κρίθηκε ικανοποιητικό καθώς το τελικό TIN δεν κατάφερε να αποδώσει µε ρεαλιστικότητα τις απότοµες υψοµετρικές διακυµάνσεις που παρατηρούνται στις επιφάνειες των σκαµµάτων, οριοθετούνται από το σύµπλεγµα των χαρακτηριστικών γραµµών και οφείλονται στην ιδιαιτερότητα των αρχαιολογικών κατασκευών.

154 136 Για τον λόγο αυτό, επιχειρήθηκε διαφορετική προσέγγιση µε βάση την µέθοδο παρεµβολής Inverse Distance Weighted (IDW) (βλ. Shepard 1968). Η επιφάνεια που δηµιουργείται µε τη µέθοδο αυτή είναι τοπική και µπορεί να περνάει ακριβώς από τα σηµεία δειγµατοληψίας (πιστή), ενώ στη διαδικασία παρεµβολής επιτρέπεται η ενσωµάτωση χαρακτηριστικών γραµµών. Για την εφαρµογή αυτής της µεθοδολογίας παρεµβολής απαιτείται η ρύθµιση δύο παραµέτρων. Της δύναµης (pοwer), µε την οποία δίνεται κάποιο βάρος στις διαθέσιµες γνωστές τιµές και της απόστασης (distance) ή του αριθµού των σηµείων (number of points) (µε επίκεντρο το σηµείο υπολογισµού) µε βάση τα οποία υπολογίζονται οι τιµές υψοµέτρου σε µη γνωστές θέσεις. Οι επιλογές που έγιναν και στις δύο περιπτώσεις ενίσχυσαν τον τοπικό χαρακτήρα της παρεµβολής, δίνοντας µεγαλύτερη έµφαση στα τοπικά χαρακτηριστικά του αναγλύφου. Το τελευταίο βήµα της διαδικασίας µοντελοποίησης ανασκαφικών σχεδίων περιλαµβάνει την εξάρτηση των φωτοµωσαϊκών και των διανυσµατικών σχεδίων µε τα αντίστοιχα ψηφιακά µοντέλα εδάφους µε αποτέλεσµα τα, πλέον 2.5 σχέδια, να µπορούν να απεικονιστούν και να συνδυαστούν µε τα υπόλοιπα ψηφιακά δεδοµένα στο 3 ΣΓΠ περιβάλλον. Σε σύγκριση µε την προηγούµενη µέθοδο κατασκευής TIN, η παρεµβολή IDW εµφάνισε προφανή πλεονεκτήµατα ως προς την ρεαλιστικότητα απόδοσης της ανασκαφικής επιφάνειας και (κυρίως) των αρχαιολογικών κατασκευών. Στην παρακάτω εικόνα οι λάκκοι (σε πορτοκαλί πλαίσιο) και τα «σκαλοπάτια» πάνω στο φυσικό βράχο (σε πράσινο πλαίσιο) είναι εµφανώς πιο ευδιάκριτα στην περίπτωση του αναγλύφου που κατασκευάστηκε µε τη συγκεκριµένη µέθοδο (Εικόνα 8.3) σε σχέση µε το TIN (Εικόνα 8.2). Εικόνα 8.2 TIN ανάγλυφο ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων)

155 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 137 Εικόνα 8.3 IDW ανάγλυφο ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) 8.6. Μοντελοποίηση ογκοµετρικών αντικειµένων ανασκαφής Η απεικόνιση ανασκαφικών ενοτήτων (και κατ επέκταση στρωµάτων) και ακίνητων ευρηµάτων, αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήµατα στην προσπάθεια της ολοκληρωµένης αποτύπωσης µιας αρχαιολογικής ανασκαφής καθώς συνιστούν ογκοµετρικά χωρικά αντικείµενα µε ακανόνιστο σχήµα. Η υιοθέτηση οποιασδήποτε µεθοδολογίας τρισδιάστατης µοντελοποίησης τους επηρεάζεται σηµαντικά από τον τύπο τρισδιάστατων δεδοµένων µε βάση τον οποίο ανασκαφικές ενότητες και ακίνητα ευρήµατα θα αντιπροσωπεύονται στον τρισδιάστατο ψηφιακό χώρο. Κρίνεται λοιπόν απαραίτητος ο προσδιορισµός του κατάλληλου τύπου τρισδιάστατων δεδοµένων στον οποίο θα στηριχθεί η µεθοδολογία µοντελοποίησης. Στην ενότητα έγινε εκτενής αναφορά τόσο στους διαθέσιµους τύπους τρισδιάστατων δεδοµένων, όσο και στα πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα του κάθε διαφορετικού τύπου όσον αφορά την απόδοση αρχαιολογικών φαινοµένων και ανασκαφικών αντικειµένων. Ως συµπέρασµα και σχετικά µε τα ανασκαφικά χωρικά φαινόµενα, η ενότητα κατέληξε στο ότι «οι αναπαραστάσεις ορίων, παρουσιάζουν σηµαντικά συγκριτικά πλεονεκτήµατα 39 όσον αφορά την κατασκευή των αντικειµένων αλλά και την διαχείρισή τους σε περιβάλλοντα ΣΓΠ». Επεκτείνοντας 39 έναντι της Κατασκευαστικής Γεωµετρίας Στερεών (CSG) και της Ογκοµετρικής Αναπαράστασης Στερεών (Voxels)

156 138 αυτή τη συζήτηση, στην ακόλουθη ενότητα πραγµατοποιείται η παράθεση επιχειρηµάτων µε σκοπό τον εντοπισµό του καταλληλότερου τρόπου µοντελοποίησης, για την περίπτωση των ανασκαφικών ενοτήτων και ακίνητων ευρηµάτων της ανασκαφής των Παλιαµπέλων, στη βάση των τεσσάρων µοντέλων αναπαράστασης ορίων που (υπενθυµίζουµε) συνοψίζονται στα: 1. µοντέλα νέφους σηµείων (point cloud), 2. µοντέλα πλαισίου σκελετού (wire-frame models), 3. µοντέλα επιφανειών (surface models) και 4. ογκοµετρικά µοντέλα (volumetric models) Επιλογή του κατάλληλου µοντέλου αναπαράστασης ορίων Η επιλογή αυτή στηρίχθηκε τόσο στις ιδιαιτερότητες της µεθοδολογίας καταγραφής που εφαρµόζεται στην αρχαιολογική ανασκαφή, όσο και τις ανάγκες συνύπαρξης του συνόλου των µοντελοποιηµένων ανασκαφικών αντικειµένων στο πλαίσιο ενός ενιαίου τρισδιάστατου χαρτογραφικού περιβάλλοντος. Σε σχέση µε την καταλληλότητα των επιµέρους µοντέλων ορίων, τα µοντέλα νέφους σηµείων και πλαισίου-σκελετού απορρίφθηκαν, καθώς κρίθηκε πως η απεικόνιση ανασκαφικών ενοτήτων ή κατασκευών µόνο µε βάση τα σηµεία ή και τις ακµές που τις οριοθετούνε δεν είναι ικανοποιητική από την άποψη της οπτικής διακριτότητας του κάθε αντικειµένου στον τρισδιάστατο χώρο. Η απόδοση µε τη µορφή νέφους σηµείων δεν κρίνεται κατάλληλη καθώς κατ αρχήν θα παρεµπόδιζε την εύκολη διάκριση της ανασκαφικής ενότητας από τα υπόλοιπα σηµειακά ανασκαφικά αντικείµενα (όπως τα ευρήµατα και τα δείγµατα). Για τον ίδιο λόγο ακατάλληλο κρίνεται και το µοντέλο σκελετού (Εικόνα 8.4), καθώς θα µπορούσε να δηµιουργηθεί σύγχυση στην προσπάθεια διάκρισης των γραµµών που οριοθετούν µια ανασκαφική ενότητα σε σχέση µε τις γραµµές που ορίζουν το σκάµµα ή τα γραµµικά στοιχεία των ανασκαφικών σχεδίων. Οι ανασκαφικές ενότητες επίσης στην πραγµατικότητα εφάπτονται η µία στην άλλη και η οπτικοποίηση τους µόνο µε βάση τα όριά τους (και όχι τις όψεις τους) θα αποπροσανατόλιζε την οποιαδήποτε ανάγνωση του αρχαιολογικού χώρου. Με την ίδια λογική, η αναγνώριση των, πολυπλοκότερων όσον αφορά την µορφολογία τους, ακίνητων ευρηµάτων ως αραιό νέφος σηµείων ή ακµών στο ψηφιακό περιβάλλον θα ήταν σχεδόν αδύνατη.

157 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 139 Εικόνα 8.4 Ανασκαφικές ενότητες µε τη µορφή µοντέλου σκελετού ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) Υπό αυτή την έννοια, τα ογκοµετρικά µοντέλα και τα µοντέλα επιφανειών θεωρήθηκαν καταλληλότερα από την πλευρά της αναπαράστασης. Με τη µορφή του µοντέλου επιφανειών µπορούν να ξεπεραστούν τα προβλήµατα αυτά οπτικής διάκρισης σε µια εφαρµογή τρισδιάστατης απόδοσης του συνόλου της αρχαιολογικής πληροφορίας, µε τις ανασκαφικές ενότητες ή τις κατασκευές να οριοθετούνται σαφώς από τις εξωτερικές τους όψεις (Εικόνα 8.5). Εικόνα 8.5 Ανασκαφικές ενότητες µε τη µορφή µοντέλου επιφανειών ( Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων) Παρόλ αυτά, από τα επιφανειακά µοντέλα δεν είναι δυνατόν να εξαχθούνυπολογιστούν ογκοµετρικές πληροφορίες, µε το συγκεκριµένο ζήτηµα να αντιµετωπίζεται από το ογκοµετρικό µοντέλο. Με βάση το µοντέλο αυτό, η κάθε

158 140 ανασκαφική ενότητα ή κατασκευή αναπαρίσταται στον τρισδιάστατο χώρο ως ενιαία οντότητα, σαφώς διακριτή από τα υπόλοιπα ανασκαφικά αντικείµενα, ενώ ογκοµετρικές πληροφορίες είναι δυνατόν να εξαχθούν µέσω υπολογισµών στη βάση των τετραέδρων που συγκροτούν το τελικό αντικείµενο. Ωστόσο, στην ανασκαφή των Παλιαµπέλων ο όγκος της κάθε ανασκαφικής ενότητας, που αποτελεί την βασική ανασκαφική µονάδα από την οποία προκύπτουν τα διάφορα ανθρωπογενή στρώµατα, υπολογίζεται πρωτογενώς µε συµβατικές µεθόδους στο πεδίο και καταγράφεται συστηµατικά στα ηµερολόγια ανασκαφής. Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει άµεση ανάγκη υπολογισµού του όγκου των πασών µέσω του τρισδιάστατου µοντέλου. Η βασική ανάγκη που προκύπτει µέσα από την ανασκαφική διαδικασία, είναι η εύκολη και γρήγορη απεικόνιση του πολύ µεγάλου αριθµού πασών που αφαιρούνται κατά τη διάρκεια κάθε ανασκαφικής ηµέρας, µε το µικρότερο δυνατό κόστος σε αποθηκευτικούς όρους. Κατ επέκταση, η ίδια η φύση των ανασκαφικών ενοτήτων, που απορρέει από την µεθοδολογία καταγραφής, αλλά και οι ιδιαιτερότητες της ανασκαφικής διαδικασίας, προκρίνουν τη λογική του µοντέλου επιφανειών (βλ ) το οποίο καθιστά δυνατή τη ρεαλιστική αναπαράσταση της κάθε ανασκαφικής ενότητας, παρακάµπτοντας την ενσωµάτωση πολύπλοκων αλγορίθµων (3 τριγωνισµού), υπολογισµού όγκου και χρονοβόρων τεχνικών µοντελοποίησης Ανασκαφικές Ενότητες Στην προσπάθεια ανεύρεσης του πιο κατάλληλου τρόπου ψηφιακής απόδοσης των ανασκαφικών ενοτήτων µε το µοντέλο επιφανειών, πραγµατοποιήθηκαν διάφοροι πειραµατισµοί τόσο µεθοδολογιών κατασκευής, όσο και ψηφιακών πλατφορµών υλοποίησης. Στην ενότητα που ακολουθεί περιγράφονται δυο εναλλακτικοί τρόποι κατασκευής τρισδιάστατων πασών και οι προβληµατισµοί που ανέκυψαν από την εφαρµογή τους. Η ενότητα καταλήγει µε την περιγραφή µιας τρίτης µεθοδολογίας που θεωρείται η αρτιότερη και υιοθετήθηκε προκειµένου να ξεπεραστούν τα προβλήµατα αυτά. Στην πρώτη µεθοδολογία, το λογισµικό που χρησιµοποιείται προκειµένου να κατασκευαστούν 3 πάσες είναι το Environmental Visualization System Professional (EVS-Pro) της εταιρίας C-Tech. Το EVS-Pro είναι ένα πρόγραµµα καθαρά προσανατολισµένο σε γεωλογικές εφαρµογές και επικεντρώνεται σε τρισδιάστατες αναπαραστάσεις γεωλογικών σχηµατισµών. Οι πρωτογενείς πληροφορίες που απαιτούνται από το EVS για την κατασκευή τρισδιάστατων ψηφιακών αντικειµένων πρέπει να έχουν µια αυστηρά συγκεκριµένη µορφή που προκύπτει από τη µεθοδολογία καταγραφής που εφαρµόζεται από γεωλογικές έρευνες στο πεδίο. Η µεθοδολογία αυτή συνίσταται στην λήψη µετρήσεων µε τη µορφή γεωτρήσεων (γεωλογικά καρότα ) (Εικόνα 8.6) που λαµβάνονται

159 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 141 κατακόρυφα από ορισµένα σηµεία της επιφάνειας και έχουν ως στόχο την αποκάλυψη της αλληλουχίας των διαφορετικών γεωλογικών στρωµάτων. Εικόνα 8.6 Γεωλογικά καρότα στο λογισµικό Ctech EVS Οι συντεταγµένες των επιφανειακών σηµείων των γεωτρήσεων και τα βάθη στα οποία εντοπίζονται τα διαφορετικά γεωλογικά στρώµατα αποτελούν τις απαραίτητες πληροφορίες που απαιτεί το συγκεκριµένο λογισµικό προκειµένου να κατασκευαστεί ένα τρισδιάστατο αντικείµενο - γεωλογικό στρώµα. Στην περίπτωση της αρχαιολογίας και κατ επέκταση στην προϊστορική ανασκαφή των Παλιαµπέλων, οι µέθοδοι καταγραφής που εφαρµόζονται ( 7.2) διαφέρουν κατά πολύ από αυτή την φιλοσοφία. Για την εισαγωγή λοιπόν των αρχαιολογικών δεδοµένων στο EVS-Pro κρίθηκε αναγκαία µια γεωλογική προσέγγιση του αρχαιολογικού υλικού. Με άλλα λόγια, οι καταγεγραµµένες πληροφορίες σχετικές µε τη θέση των αρχαιολογικών αντικειµένων, µετατράπηκαν µε τέτοιο τρόπο ώστε να µοιάζουν µε γεωλογικά δεδοµένα που προέρχονται από γεωλογικές δειγµατοληπτικές γεωτρήσεις. Για τον σκοπό αυτό, το κάθε ζεύγος σηµείων (µε ίδιες συντεταγµένες Χ και Υ αλλά διαφορετικό Ζ), που ορίζει το πάχος µιας ανασκαφικής ενότητας σε κάποιο άκρο της, θεωρήθηκε ως αυτόνοµη γεώτρηση (Εικόνα 8.7). Εικόνα 8.7 Κάθε κατακόρυφο ζεύγος σηµείων αντιµετωπίζεται ως αυτόνοµη γεώτρηση

160 142 Το ανώτερο υψοµετρικά σηµείο ορίστηκε ως το σηµείο εκκίνησης της γεώτρησης ή επιφανειακό στρώµα (Ζ Top), ενώ το κατώτερο υψοµετρικά σηµείο (Ζ Bottom) θεωρήθηκε ως το όριο στο οποίο συναντάται το επόµενο γεωλογικό στρώµα. Έχοντας προσαρµόσει µε αυτόν τον τρόπο τα δεδοµένα έγινε δυνατή η διεξαγωγή τρισδιάστατης παρεµβολής (3D interpolation) µεταξύ των σηµείων - «γεωτρήσεων». Η διαδικασία αυτή πραγµατοποιήθηκε µε την βοήθεια του αλγόριθµου Krig 3D Geology του EVS και είχε ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία ενός τρισδιάστατου b-rep αντικείµενου που αναπαριστά την κάθε ανασκαφική ενότητα. Το EVS όπως έχει ήδη αναφερθεί είναι ένα πρόγραµµα προσαρµοσµένο κυρίως στις απαιτήσεις τρισδιάστατων απεικονίσεων και οι όποιες αναλυτικές του δυνατότητες περιορίζονται στα πλαίσια των γεωλογικών εφαρµογών (υπολογισµός όγκου στρωµάτων, δηµιουργία οριζόντιων και κάθετων τοµών, οµαδοποιήσεις και οπτικοποιήσεις µε βάση τη χηµική σύσταση του κάθε στρώµατος). Κατά αυτή την έννοια διαφέρει σηµαντικά από ένα ΣΓΠ. Οι πίνακες που συνοδεύουν τα αρχεία που διαχειρίζεται (τύπου: Chemistry, Groundwater Chemistry, Geology, Pregeology, Geologic Multifile) είναι πολύ απλές (ASCII files) και δεν δίνουν ουσιαστική δυνατότητα προσαρµοσµένης οργάνωσης των δεδοµένων ή σύνδεσης µε µεταδεδοµένα (metadata). Επίσης, η διεξαγωγή βασικών τεχνικών χωρικής ανάλυσης και η διατύπωση ερωτηµάτων χωρικού χαρακτήρα δεν είναι εφικτή στα πλαίσιά του, γεγονός που περιορίζει τη χρήση του κυρίως σε επίπεδο οπτικοποίησης και όχι ανάλυσης. Για τον λόγο αυτό αποφασίστηκε η παραγωγή των τρισδιάστατων αντικειµένων στο περιβάλλον του EVS και η µετέπειτα µεταφορά τους σε περιβάλλον ΣΓΠ για περαιτέρω ανάλυση. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό µιας και το EVS είναι συµβατό µε εµπορικά ΣΓΠ πακέτα. Μπορεί να αναγνωρίσει και να εισάγει αρχεία τύπου *.dxf (AutoCAD) και *.shp (ESRI) όπως επίσης έχει τη δυνατότητα να µετατρέψει αρχεία που έχουν δηµιουργηθεί στα πλαίσιά του σε αυτές τις µορφές αρχείων. Έτσι, τρισδιάστατα αντικείµενα κατασκευασµένα στο EVS µπορούν να µετατραπούν και να αποθηκευτούν µε απλό τρόπο ως 3D shapefiles και να απεικονιστούν σε ένα από τα προγράµµατα του ArcGIS µέσω ενός ειδικού εργαλείου µετατροπής. Τα τρισδιάστατα αντικείµενα που προκύπτουν από τη διαδικασία αυτή, αποτελούνται από ένα πλέγµα συνδεδεµένων πολυγώνων µε καταχωρηµένη υψοµετρική πληροφορία (polygons Z) (Εικόνα 8.8). Η διάσπαση του χωρικού αντικειµένου σε πολύγωνα µε γνωστή γεωµετρία προσέφερε τη δυνατότητα διερεύνησης τοπολογικών σχέσεων στις τρεις χωρικές διαστάσεις µεταξύ των αντικειµένων αυτών µέσα από τη διατύπωση τοπολογικών ερωτηµάτων εντός του ΣΓΠ περιβάλλοντος.

161 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 143 Εικόνα 8.8 Η ανασκαφική ενότητα ως πλέγµα συνδεδεµένων πολυγώνων Η διάσπαση βέβαια των τρισδιάστατων αντικειµένων σε µικρότερα υποαντικείµενα µπορεί να προσφέρει δυνατότητες χωρικής ανάλυσης, εµπεριέχει όµως ταυτόχρονα και κάποιες προβληµατικές πτυχές που επηρεάζουν σηµαντικά την προσπάθεια λειτουργικής διαχείρισης των δεδοµένων. Η κάθε ανασκαφική ενότητα δεν αντιµετωπίζεται ως ένα ενιαίο αντικείµενο στο οποίο εύκολα θα µπορούσαµε να επισυνάψουµε πρόσθετες περιγραφικές ή χρονικές πληροφορίες. Υπό αυτή την µορφή, οι όποιες επιπρόσθετες πληροφορίες πρέπει να συνδεθούν µε κάθε ένα από τα πολύγωνα γεγονός που δυσχεραίνει πολύ την διαχείρισή τους στη βάση δεδοµένων (ιδιαίτερα αν λάβουµε υπόψη τον τεράστιο αριθµό πασών που µπορεί να συγκροτούν µια αρχαιολογική ανασκαφή, αριθµός που µπορεί να κυµαίνεται σε αρκετές χιλιάδες). Επίσης, το µέγεθος (σε αποθηκευτικούς όρους) της κάθε ψηφιακής ανασκαφικής ενότητας δεν είναι ικανοποιητικά µικρό καθώς το µέγεθος των ψηφιακών αρχείων δεν µπορεί να µειωθεί περισσότερο από 1MB. Η αποθήκευση της κάθε ανασκαφικής ενότητας σε ξεχωριστό αρχείο shapefile επίσης µπορεί να χαρακτηριστεί ως µη ενδεδειγµένη λύση. Ως ιδανικός τρόπος αποθήκευσης θα µπορούσε να προταθεί η συγχώνευση όλων των πασών σε ένα ενοποιηµένο αρχείο όπου η κάθε ανασκαφική ενότητα θα αντιπροσωπεύεται από µια και µόνο εγγραφή στη βάση δεδοµένων. Μια ακόµη προβληµατική πτυχή αφορά το οπτικό αποτέλεσµα και τον βαθµό ευκρίνειας µε τον οποίο το ψηφιακό αντικείµενο αναπαριστά το πραγµατικό αντικείµενο. Πιο συγκεκριµένα, λόγω της διαδικασίας παρεµβολής, η τρισδιάστατη ανασκαφική ενότητα εµφανίζει καµπυλώσεις στις οριζόντιες επιφάνειές της γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Τέλος η όλη µεθοδολογία, µε τα στάδια προσαρµογής των δεδοµένων, δηµιουργίας ψηφιακών αρχείων τύπου EVS και µετατροπής τους σε 3D shapefile, µπορεί να χαρακτηριστεί χρονοβόρα ιδιαίτερα αν λάβουµε υπόψη τον

162 144 όγκο της πληροφορίας που πρέπει καθηµερινά να ψηφιοποιείται κατά τη διάρκεια µιας ανασκαφής. Στην προσπάθεια επίλυσης των προβληµάτων αυτών, µια δεύτερη µεθοδολογία κατασκευής τρισδιάστατων πασών αναπτύχθηκε, αυτή τη φορά µε τη χρήση του λογισµικού Google SketchUp. Το SketchUp αποτελεί ένα δυναµικό και διαδραστικό πρόγραµµα τρισδιάστατης σχεδίασης που εστιάζει κυρίως σε αρχιτεκτονικές εφαρµογές. Τα αντικείµενα που κατασκευάζονται στο περιβάλλον αυτό µπορούν να γεωαναφερθούν και να αγκιστρωθούν σε πραγµατικές συντεταγµένες αλλά και να µετατραπούν σε µια µορφή αρχείων (multipatch) που είναι αναγνωρίσιµη από την πλατφόρµα του ArcGIS. Η µεθοδολογία που ακολουθήθηκε µπορεί να χωριστεί σε τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο, κατασκευάζονται στο ArcGIS δύο ψηφιακές επιφάνειες που αντιπροσωπεύουν την πάνω και κάτω πλευρά της ανασκαφικής ενότητας. Χρησιµοποιώντας τα ανώτερα και κατώτερα (υψοµετρικά) σηµεία που οριοθετούν την ανασκαφική ενότητα, οι επιφάνειες αυτές κατασκευάζονται µε τη µορφή TIN (Triangulated Irregular Networks). Τα TINs αποτελούν µια διανυσµατική ψηφιακή δοµή δεδοµένων που στηρίζεται στην παραγωγή δικτύου τριγώνων (τριγωνισµός Delaunay) προκειµένου να αναπαραστήσει επιφάνειες τύπου 2.5D (π.χ DTM) και υποστηρίζονται από τα περισσότερα ΣΓΠ πακέτα. Η µεθοδολογία κατασκευής των TINs για τις πάσες αυτοµατοποιήθηκε µε τη βοήθεια ενός εργαλείου που κατασκευάστηκε στο περιβάλλον του ArcGIS µε τη χρήση MS Visual Basic και της βιβλιοθήκης της ESRI ArcObjects, µε αποτέλεσµα ο χρόνος κατασκευής τους να ελαχιστοποιηθεί. Οι επιφάνειες αυτές, στο δεύτερο στάδιο της µεθοδολογίας, εισάγονται στο πρόγραµµα SketchUp όπου επιχειρείται, µε τη χρήση των διαθέσιµων εργαλείων σχεδίασης, η χειρωνακτική σχεδίαση και προσθήκη των κατακόρυφων επιφανειών της ανασκαφικής ενότητας. Κατόπιν, στο τρίτο στάδιο, το αντικείµενο µε όλες τις οριζόντιες και κατακόρυφες επιφάνειές του ενοποιείται και αποθηκεύεται µε τη µορφή multipatch σε ένα Feature Class. Οι δυο αυτές µορφές δεδοµένων (multipatch και Feature Class) έχουν αναπτυχθεί από την εταιρία ESRI. Το αρχείο multipatch αντιπροσωπεύει ένα τύπο δεδοµένων ο οποίος έχει την ιδιότητα να συνδυάζει και να ενοποιεί χωρικές οντότητες µε απλή γεωµετρία (τρίγωνα, σηµεία, πολύγωνα) δηµιουργώντας πολύπλοκα τρισδιάστατα αντικείµενα (ESRI 1998). Αντίστοιχα, ένα Feature Class αποτελεί µια συλλογή χωρικών αντικειµένων µε ίδια γεωµετρία και ίδια χαρακτηριστικά. Στην περίπτωσή µας, όλες οι πάσες που κατασκευάζονται µπορούν να αποθηκεύονται ως συλλογή αντικειµένων και κάθε ανασκαφική ενότητα να αποτελεί αυτόνοµη εγγραφή µέσα σε ένα Feature Class. Με τη µεθοδολογία αυτή βελτιώθηκαν τέσσερα βασικά σηµεία: 1) ο χρόνος κατασκευής των αντικειµένων περιορίστηκε ακολουθώντας µια πιο απλοποιηµένη µεθοδολογία, 2) µειώθηκε σε µεγάλο βαθµό το µέγεθος των

163 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 145 τρισδιάστατων αντικειµένων, γεγονός που κατέστησε εφικτή τη διαχείριση του συνόλου των πασών της ανασκαφής, 3) η κάθε ανασκαφική ενότητα αντιµετωπίζεται ως ενιαίο αντικείµενο και όχι ως σύνολο µικρότερων χωρικών οντοτήτων γεγονός που επέτρεψε τη λειτουργική σύνδεση της κάθε ανασκαφικής ενότητας µε τη βάση δεδοµένων, 4) το γραφικό αποτέλεσµα κρίνεται ικανοποιητικό καθώς µε τη χρήση των TINs αποφεύγεται το φαινόµενο της εξοµάλυνσης των πάνω και κάτω επιφανειών που παρατηρούνταν µε τη χρήση του αλγόριθµου Krig 3D Geology του EVS. Από την άλλη, αν και ο χρόνος κατασκευής βελτιώθηκε, δεν έφτασε σε επίπεδα κατάλληλα για την εφαρµογή της µεθοδολογίας αυτής σε πραγµατικές ανασκαφικές συνθήκες, όπου απαιτείται συστηµατική µοντελοποίηση µεγάλου αριθµού ανασκαφικών ενοτήτων. Μια εναλλακτική µεθοδολογία υιοθετήθηκε µε στόχο τη βελτίωση, κυρίως ως προς τον απαιτούµενο χρόνο εφαρµογής, της προηγούµενης διαδικασίας. Η µεθοδολογία αυτή βασίζεται στην προγραµµατιστική κατασκευή πασών µε τη µορφή multipatch αρχείων µέσω ενός εργαλείου που αναπτύχθηκε εντός του ArcGIS µε χρήση της γλώσσας προγραµµατισµού MS Visual Basic και της βιβλιοθήκης ArcObjects της ESRI. Έχοντας ως βάση τα σηµεία ορίων που καταγράφονται στο πεδίο για κάθε ανασκαφική ενότητα και εφαρµόζοντας τριγωνισµό Delaunay, κατασκευάζονται οι οριζόντιες και κατακόρυφες όψεις των τρισδιάστατων πασών ως ανεξάρτητα 3 πολύγωνα. Στη συνέχεια, αυτά τα πολύγωνα ενσωµατώνονται υπό τη µορφή ενός 3 πολύ-πολυγώνου (multipolygon) που στο ArcGIS ονοµάζεται multipatch. Πιο συγκεκριµένα τα βήµατα που ακολουθούνται αναλύονται ως εξής: 1) Τριγωνισµός Delaunay Αλγόριθµος τριγωνισµού Delaunay εφαρµόζεται στο ArcGIS κατά τη δηµιουργία Triangular Irregular Networks (TINs). Έτσι, στην περίπτωσή µας κατασκευάζονται διαδοχικά δυο TINs που αντιπροσωπεύουν την πάνω και κάτω επιφάνεια της κάθε ανασκαφικής ενότητας. Στη συνέχεια το κάθε TIN διασπάται στα επιµέρους τρίγωνα που το απαρτίζουν και αποθηκεύονται προσωρινά ως 3 πολύγωνα (Εικόνα 8.9).

164 146 Εικόνα 8.9 Τα TINs που αντιπροσωπεύουν την πάνω και κάτω επιφάνεια της κάθε ανασκαφικής ενότητας 2) Κατασκευή των κατακόρυφων πλευρών Κάθε κατακόρυφη πλευρά µιας ανασκαφικής ενότητας ορίζεται από δύο ζεύγη σηµείων της άνω και κάτω επιφάνειας που εµφανίζουν ίδιες συντεταγµένες χ και y αλλά διαφορετικό z. Για κάθε µια πλευρά κατασκευάζεται 3 πολύγωνο που ορίζεται από αυτά τα τέσσερα σηµεία (Εικόνα 8.10). Εικόνα 8.10 Κατασκευή κατακόρυφων πλευρών

165 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 147 3) Ενοποίηση σε multipatch Τα 3 πολύγωνα που έχουν δηµιουργηθεί από τα τρίγωνα των οριζόντιων και τα πολύγωνα των κατακόρυφων επιφανειών ενοποιούνται υπό τη µορφή αρχείου multipatch αποτελώντας τις όψεις της τελικής τρισδιάστατης ανασκαφικής ενότητας (Εικόνα 8.11). Εικόνα 8.11 Ενοποίηση σε multipatch Η διαδικασία αυτή είναι πλήρως αυτοµατοποιηµένη και ο χρόνος κατασκευής τρισδιάστατων πασών ελαχιστοποιείται. Τα multipatch αρχεία που κατασκευάζονται αποθηκεύονται απευθείας σε αντίστοιχο Feature Class όπου επίσης αποθηκεύεται και ο αριθµός ενότητας - η ταυτότητα της ανασκαφικής ενότητας. Με την µεθοδολογία αυτή είναι δυνατόν να λυθεί επίσης και το πρόβληµα διεξαγωγής τοπολογικής ανάλυσης. Το κάθε τρίγωνο και κατακόρυφο πολύγωνο, µε γνωστή γεωµετρία, σώζεται αυτόνοµα (πριν την ενοποίησή τους σε multipatch) σε νέο Feature Class (UnitsGeometry Feature Class) και για κάθε ένα από αυτά αποθηκεύεται ο αριθµός ενότητας. Όταν διατυπώνουµε ένα τοπολογικό ερώτηµα (στις τρείς χωρικές διαστάσεις) το σύστηµα µε αυτοµατοποιηµένο τρόπο αναζητά εάν η τοπολογική συνθήκη καλύπτεται από κάποιο από τα αντικείµενα αυτά. Τέλος, οι αριθµοί ενότητας των αντικειµένων που καλύπτουν την τοπολογική συνθήκη απεικονίζονται σε πίνακα. Παρόλα αυτά, η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα καθώς για κάθε ερώτηµα πρέπει να εξετάζονται διαδοχικά οι γεωµετρίες όλων των αντικειµένων (αριθµός πολλαπλάσιος των χιλιάδων πασών) που έχουν αποθηκευτεί στο Feature Class. Κατασκευή Πασοδιαγραµµάτων Για τη διευκόλυνση της στρωµατογραφικής ανάλυσης, αποφασίστηκε η εναλλακτική αναπαράσταση των ανασκαφικών ενοτήτων µέσω πασοδιαγραµµάτων (παρότι η αναπαράσταση αυτή δεν εντάσσεται στις µοντελοποίησης ογκοµετρικών

166 148 αντικειµένων, η συγκεκριµένη µεθοδολογία κατασκευής παρατίθεται σε αυτό το σηµείο για λόγους καλλίτερης συνοχής του κειµένου). Για τον σκοπό αυτό, επιχειρήθηκε η κατασκευή συγκεκριµένων πασοδιαγραµµάτων που να αντικατοπτρίζουν τις επιφάνειες τοµής των ανασκαφικών ενοτήτων σε επίπεδα παράλληλα µε την κάθε πλευρά (παρειά) του κάθε σκάµµατος. Έτσι, ορίστηκαν τέσσερα νοητά επίπεδα για κάθε σκάµµα παράλληλα µε την κάθε παρειά και σε απόσταση 20εκ (η απόσταση αυτή κρίθηκε ιδανική για την ταυτόχρονη ανάγνωση και αντιπαραβολή στρωµατογραφίας και πασοδιαγραµµάτων) προς το εσωτερικό του σκάµµατος. Η όλη µεθοδολογία κατασκευής πασοδιαγραµµάτων συνίσταται στον εντοπισµό των σηµείων τοµής των ανασκαφικών ενοτήτων µε το κάθε ορισµένο επίπεδο. Αυτό µπορεί να προκύψει από την συνάθροιση των σηµείων τοµής των ευθύγραµµων τµηµάτων, που ορίζονται από τα από τα άνω και κάτω σηµεία της ανασκαφικής ενότητας, µε το επίπεδο. Από τα σηµεία λοιπόν της κάθε ανασκαφικής ενότητας ορίζονται ευθύγραµµα τµήµατα και για κάθε ευθύγραµµο τµήµα ελέγχεται εάν τέµνει το επίπεδο σε κάποιο σηµείο. Στην ακόλουθη εικόνα, εµφανίζεται επίπεδο (Επίπεδο Ε) και τα ευθύγραµµα τµήµατα που ορίζονται από τα σηµεία µιας ανασκαφικής ενότητας. Το επίπεδο τέµνει τα ευθύγραµµα τµήµατα σε συγκεκριµένα σηµεία τοµής (κόκκινα σηµεία) (Εικόνα 8.12). Εικόνα 8.12 Σηµεία τοµής (κόκκινα) που προκύπτουν από την τοµή επιπέδου και ευθύγραµων τµηµάτων ογκοµετρικού αντικειµένου Κάθε ευθύγραµµο τµήµα ανήκει σε µια ευθεία που καλείται φορέας ευθύγραµµου τµήµατος. Συνολικά, η διαδικασία υπολογισµού του σηµείου τοµής

167 Επεξεργασία Ανασκαφικού Αρχείου 149 ενός ευθύγραµµου τµήµατος µε ένα επίπεδο χωρίζεται σε τρία επιµέρους στάδια. Τα επιµέρους στάδια µοντελοποιήθηκαν µε τη χρήση γλώσσας προγραµµατισµού Visual Basic και της βιβλιοθήκης της ESRI ArcObjects και συγκροτούν µια πλήρως αυτοµατοποιηµένη διαδικασία που αναλύεται διεξοδικά στο Παράρτηµα Α Ακίνητα Ευρήµατα Τα ΑΕΧ αποτελούν τα πιο σύνθετα τρισδιάστατα αντικείµενα της ανασκαφής, καθώς οι διαστάσεις, το σχήµα και η µορφή τους δεν ακολουθεί κάποιους σταθερούς- γενικούς κανόνες όπως συµβαίνει στην περίπτωση των πασών. Για τον λόγο αυτό, η µεθοδολογία που αναπτύχθηκε για την κατασκευή τρισδιάστατων πασών δεν βρίσκει ικανοποιητική εφαρµογή στη συγκεκριµένη κατηγορία αρχαιολογικών αντικειµένων. Καθώς η ρεαλιστική οπτικοποίηση ανθρωπογενών κατασκευών αποτελεί ιδιαίτερα κρίσιµο ζήτηµα για την συνολική τρισδιάστατη απόδοση της αρχαιολογικής ανασκαφής, η συµµετοχή και πάλι του 3D CAD λογισµικού SketchUp (βλ. δεύτερη µεθοδολογία κατασκευής τρισδιάστατων πασών) αποφασίστηκε. Στα πλαίσια αυτού του περιβάλλοντος κατασκευάζονται χειροκίνητα οι εξωτερικές όψεις των αντικειµένων δηµιουργώντας και στη συνέχεια ενοποιώντας µια σειρά τρισδιάστατων πολυγώνων, που οριοθετούνται από τα σηµεία ορίων των αντικειµένων που λήφθηκαν στο πεδίο. Το τελικό αντικείµενο, εξάγεται στο περιβάλλον του ArcGIS υπό τη µορφή αρχείου multipatch Συνολική αποτίµηση µεθοδολογιών Η συνολική αποτίµηση των µεθοδολογιών εξετάζεται εδώ σε συνάρτηση µε τις τρεις βασικές ανάγκες που από την αρχή ορίστηκαν και αποτέλεσαν τους βασικούς άξονες σχεδιασµού τους. Ανάγκη ρεαλιστικής αναπαράστασης των ανασκαφικών αντικειµένων Ανάγκη εξοικονόµησης χρόνου κατασκευής µοντελοποίησης Ανάγκη εξοικονόµησης απαραίτητου χώρου για την αποθήκευση των ψηφιακών αντικειµένων Με άξονα τις µεθοδολογίες που περιγράφτηκαν στις προηγούµενες ενότητες του κεφαλαίου, κατέστη δυνατή η µοντελοποίηση σχεδόν του 50% των καταγεγραµµένων από το έτος 2000 στα (αναλογικά) ηµερολόγια, ανασκαφικών χωρικών αντικειµένων. Πιο συγκεκριµένα, µοντελοποιήθηκαν τα 15 από τα 29 συνολικά σκάµµατα, οι 2500 από τις 4500 ανασκαφικές ενότητες, το σύνολο των ευρηµάτων και των δειγµάτων καθώς και 30 από τα 130 συνολικά ανασκαφικά

168 150 σχέδια. Τα µοντελοποιηµένα ανασκαφικά αντικείµενα που κατασκευάστηκαν προσεγγίζουν µε ικανοποιητικό βαθµό ρεαλιστικότητας την µορφή των πραγµατικών ανασκαφικών αντικειµένων, ικανοποιώντας κατ αρχήν τη βασική ανάγκη της αναγνώρισης στον ψηφιακό χώρο των βασικών χωρικών οντοτήτων που συγκροτούν την αρχαιολογική θέση των Παλιαµπέλων. Το σύνολο των µεθοδολογιών που αναπτύχθηκαν για την µοντελοποίηση των κύριων ανασκαφικών αντικειµένων, υλοποιούνται στο πλαίσιο ενός µόνο λογισµικού ΣΓΠ, µε εξαίρεση την περίπτωση κατασκευής πολύπλοκων αρχαιολογικών κατασκευών όπου χρησιµοποιήθηκε επιπρόσθετα το λογισµικό τρισδιάστατης σχεδίασης Google SketchUp. Παρόλα αυτά, η εµπλοκή του δεύτερου (εκτός του ArcGIS ) λογισµικού στην όλη µεθοδολογία, δεν επιβαρύνει την όλη προσπάθεια τρισδιάστατης απόδοσης της ανασκαφής. Κατ αρχήν, η έκδοση του προγράµµατος που χρησιµοποιείται είναι ελεύθερης χρήσης (freeware) και έτσι δεν επιβαρύνει οικονοµικά το όλο εγχείρηµα. Έπειτα, ο αριθµός των ακίνητων ευρηµάτων σε κάθε προϊστορική ανασκαφή είναι πολύ µικρότερος συγκριτικά µε αυτόν των ανασκαφικών ενοτήτων. Υπό αυτή την έννοια, χαρακτηρίζεται πολύ πιο κρίσιµη η διαµόρφωση µιας πλήρως αυτοµατοποιηµένης µεθοδολογίας κατασκευής τρισδιάστατων πασών από την ανάπτυξη κάποιας αντίστοιχης για τα ακίνητα ευρήµατα. Επιπλέον, σε πραγµατικές συνθήκες ανασκαφής, από τη στιγµή που ανακαλυφθεί ένα ΑΕΧ έως τη στιγµή της πλήρους αποκάλυψής ή αφαίρεσής του µεσολαβούν συνήθως αρκετές ηµέρες. Η χειρωνακτική λοιπόν σχεδίαση των ΑΕΧ στα πλαίσια του SketchUp δεν επιβαρύνει ούτε χρονικά το εγχείρηµα της ψηφιακής τρισδιάστατης απόδοσης της ανασκαφής ακόµα και κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της ανασκαφικής έρευνας. Η αυτοµατοποίηση των µεθοδολογιών, ελαχιστοποίησε τον χρόνο µοντελοποίησης µε αποτέλεσµα η συνολική διαδικασία να ανταποκρίνεται τελικά στις καθηµερινές πρακτικές ανάγκες της αρχαιολογικής ανασκαφής. Έτσι, η εφαρµογή της µεθοδολογίας σε πραγµατικές συνθήκες κατά την εξέλιξη της ανασκαφικής περιόδου του 2006, είχε ως αποτέλεσµα την ψηφιοποίηση του ~75% των πληροφοριών που καταγράφονται στα ανασκαφικά ηµερολόγια και την µοντελοποίηση του συνόλου σχεδόν των αποκαλυφθέντων στο πεδίο χωρικών αντικειµένων. Τέλος, ο αποθηκευτικός χώρος που απαιτήθηκε για την αποθήκευση του συνόλου των µοντελοποιηµένων αντικειµένων και των ψηφιοποιηµένων πληροφοριών στα πλαίσια της βάσης δεδοµένων, δεν ξεπερνάει τα 35MB

169 9. 9. ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟ ΟΣΗ Στην προηγούµενη ενότητα κατέστη δυνατή η τοποθέτηση στον χώρο των ανασκαφικών αντικειµένων - µονάδων παρατήρησης, στα πλαίσια των οποίων καταγράφονται οι πληροφορίες που στοιχειοθετούν το ανασκαφικό αρχείο. Με τον τρόπο αυτό επιτεύχθηκε η σύνδεση του συνόλου των πληροφοριών θεµατικού και χρονικού χαρακτήρα του ανασκαφικού αρχείου, µε τον ίδιο τον χώρο της αρχαιολογικής θέσης. Με άλλα λόγια, οι θεµατικές και χρονικές παρατηρήσεις των αρχαιολόγων µπορούν πλέον να προσεγγίζονται µέσα από τα ίδια τα µοντελοποιηµένα χωρικά ανασκαφικά αντικείµενα. Κάθε χωρικό αντικείµενο που µοντελοποιήθηκε, εµπίπτει σε µια συγκεκριµένη κατηγορία ανασκαφικής µονάδας παρατήρησης και χαρακτηρίζεται

170 152 από µια σειρά χρονικών και ιδιαίτερων θεµατικών ιδιοτήτων. Με τη διερεύνηση των ιδιοτήτων αυτών, ο αρχαιολόγος µπορεί να προχωρήσει σε συσχετίσεις και οµαδοποιήσεις και να εντοπίσει επιµέρους διαφοροποιήσεις µεταξύ των ανασκαφικών αντικειµένων που συγκροτούν την ανασκαφή. Για την διευκόλυνση αυτής της διερευνητικής διαδικασίας, απαιτείται ο προσδιορισµός κατάλληλων τρόπων απόδοσης των χωρικών αντικειµένων της ανασκαφής µε άξονα τις θεµατικές και χρονικές τους ιδιότητες, ούτως ώστε οι επιµέρους αυτές διαφοροποιήσεις ή συγκλίσεις να γίνονται εύκολα αντιληπτές. Αυτό αποτελεί και το κύριο ζήτηµα της παρούσας ενότητας, που εστιάζει στη βελτιστοποίηση της απόδοσης των ανασκαφικών αντικειµένων µε στόχο την ολοκληρωµένη ενηµέρωση και την βελτιστοποίηση της οπτικής αντίληψης του αρχαιολόγου κατά την επαφή του µε την ανασκαφική πληροφορία στο τρισδιάστατο χαρτογραφικό περιβάλλον. Τα µοντελοποιηµένα χωρικά δεδοµένα της ανασκαφής (αναλυτική περιγραφή στις 8.5 και 8.6) αντιπροσωπεύονται στον τρισδιάστατο ψηφιακό χώρο µε τη µορφή σηµειακών, γραµµικών, επιφανειακών και ογκοµετρικών αντικειµένων. Όπως είδαµε στην ενότητα για κάθε τύπο γεωγραφικού φαινοµένου (σηµείο, γραµµή, επιφάνεια ή ογκοµετρικό αντικείµενο) αντιστοιχούν συγκεκριµένες οπτικές µεταβλητές µε τις οποίες µπορεί να επιτευχθεί βελτιστοποίηση της οπτικής τους απόδοσης. Συγκεκριµένοι όµως τύποι γεωγραφικών αντικειµένων, αναπαριστούν συγκεκριµένους τύπους ανασκαφικών αντικειµένων 40. Αυτό συνεπάγεται ότι εκτός από την αναζήτηση των κατάλληλων οπτικών µεταβλητών, απαιτείται η υιοθέτηση ιδιαίτερων πρακτικών συµβολισµού για κάθε τύπο γεωγραφικών αντικειµένων προκειµένου η απεικόνισή τους να παραπέµπει εννοιολογικά - συµβολικά στα πραγµατικά ανασκαφικά αντικείµενα που αντιπροσωπεύουν. Οι προηγούµενες αναφορές έχουν να κάνουν περισσότερο µε τη διάκριση µεταξύ αντικειµένων διαφορετικού τύπου (σηµειακών, γραµµικών, επιφανειακών, ογκοµετρικών). Μια επίσης όµως σηµαντική παράµετρος αφορά την απόδοση και διάκριση µεταξύ οµάδας αντικειµένων του ιδίου τύπου. Τα αντικείµενα που εντάσσονται σε µια συγκεκριµένη κατηγορία 41, µπορούν να διακριθούν µε βάση τις χωρικές, χρονικές και θεµατικές τους ιδιότητες και τις µεταξύ τους σχέσεις. Με τον προσδιορισµό κατάλληλων οπτικών µεταβλητών και πρακτικών συµβολισµού στο επίπεδο του χώρου, του χρόνου και των θεµατικών χαρακτηριστικών, είναι δυνατή η διαφοροποίηση, οµαδοποίηση ή ταξινόµηση της οπτικοποιηµένης πληροφορίας συµβάλλοντας στην γενικότερη βελτίωση της ανάγνωσης του ανασκαφικού χώρου. δείγµατα 40 Για παράδειγµα τα τρισδιάστατα σηµεία αντιπροσωπεύουν ανασκαφικά ευρήµατα ή 41 Για παράδειγµα µια οµάδα ευρηµάτων

171 Χαρτογραφική Απόδοση 153 Η διάκριση στη βάση αυτών των ιδιοτήτων και η υιοθέτηση συγκεκριµένων πρακτικών συµβολισµού αποτελεί όµως το οπτικό αποτέλεσµα - την απάντηση - στα ερωτήµατα που ο αρχαιολόγος θέτει. Η ανάλυση λοιπόν που ακολουθεί, πραγµατοποιείται ουσιαστικά µε άξονα τους τέσσερις τύπους αρχαιολογικών ερωτηµάτων που αναλύθηκαν στην 7.4.1, µε τη βελτιστοποίηση της απόδοσης της αρχαιολογικής πληροφορίας να επιχειρείται µε δύο τρόπους: Τον σχεδιασµό ειδικών συµβόλων, έτσι ώστε η απεικόνισή τους να παραπέµπει εννοιολογικά - συµβολικά στο πραγµατικό ανασκαφικό αντικείµενο που αντιπροσωπεύει Την χρήση οπτικών µεταβλητών για τη διάκριση των αντικειµένων και την παρουσίαση οµαδοποιήσεων, σχέσεων και διαφορών µε βάση τις χωρικές, χρονικές και θεµατικές τους ιδιότητες και µεταξύ τους σχέσεις Τύποι ιδιοτήτων και Βαθµίδες κατάταξης Ακολουθώντας την γενική ανάλυση των τεσσάρων τύπων αρχαιολογικών ερωτηµάτων, η ενότητα αυτή εστιάζει στους τρόπους διαφοροποίησης των ανασκαφικών αντικειµένων µε βάση τα θεµατικά και χρονικά τους χαρακτηριστικά και τον προσδιορισµό της κατάλληλης κατά περίπτωση βαθµίδας κατάταξης. Ο προσδιορισµός αυτός κρίνεται ιδιαίτερα χρήσιµος καθώς διαφορετικές οπτικές µεταβλητές κρίνονται κατάλληλες για την κάθε βαθµίδα κατάταξης Χρονικά ερωτήµατα Σε γενικές γραµµές, η διάκριση των ανασκαφικών αντικειµένων µε βάση τις χρονικές τους ιδιότητες µπορεί να γίνει σε δύο επίπεδα και µε γνώµονα: 1. τις µεταξύ τους χρονολογικές σχέσεις και 2. τις χρονικές τους ιδιότητες Οι χρονολογικές σχέσεις µεταξύ των δεδοµένων προσδιορίζονται µέσω ποιοτικών µη αριθµητικών συσχετίσεων. Στη βάση του στρωµατογραφικού, του οικιστικού, του αρχαιολογικού και του απόλυτου χρόνου, ένα ανασκαφικό αντικείµενο µπορεί να είναι: αρχαιότερο, σύγχρονο ή νεότερο, σε σχέση µε κάποιο άλλο αντικείµενο ή οµάδα αντικειµένων. Αντίστοιχα, µε βάση τον πραγµατικό χρόνο, ένα αντικείµενο µπορεί να έχει αποκαλυφθεί (ή αφαιρεθεί ή ληφθεί): πριν, την ίδια ηµέρα ή µετά από την αποκάλυψη (ή αφαίρεση ή λήψη) ενός άλλου αντικειµένου. Πάντως, είτε στη µία είτε στην άλλη περίπτωση, εκφράζονται τρεις διαφορετικές χρονικές τάξεις, µε αποτέλεσµα τα εµπλεκόµενα αντικείµενα να µπορούν να ταξινοµηθούν στην τακτική βαθµίδα κατάταξης.

172 154 Η διάκριση µε βάση τις χρονικές ιδιότητες, πραγµατοποιείται στη βάση τόσο αριθµητικών όσο και µη αριθµητικών χρονικών ιδιοτήτων. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται ο τύπος των ιδιοτήτων που εµπεριέχονται στους διαφορετικούς τύπους αρχαιολογικού χρόνου. Οι ποιοτικές (µη αριθµητικές) διακρίσεις στη βάση του οικιστικού και αρχαιολογικού χρόνου, παραπέµπουν σε µετρήσιµα (έστω και µε ασάφεια) χρονικά διαστήµατα του παρελθόντος, που µπορούν να τοποθετηθούν σε χρονολογική σειρά. Πιο συγκεκριµένα, οι τιµές του αρχαιολογικού 42 και του οικιστικού χρόνου 43, µπορούν να µεταφραστούν σε χρονικά διαστήµατα 44 και σαν σύνολο να µπουν σε µια χρονολογική σειρά 45. Κατ επέκταση, σε αυτές τις περιπτώσεις διάκρισης, τα ανασκαφικά αντικείµενα µπορούν να ταξινοµηθούν στην τακτική βαθµίδα κατάταξης. Κάτι αντίστοιχο δεν συµβαίνει και για τον στρωµατογραφικό χρόνο. Ο στρωµατογραφικός χρόνος συντίθεται κατά την ανασκαφή στο πεδίο και χαρακτηρίζει τα αρχαιολογικά στρώµατα κατά τη σειρά αποκάλυψής τους (στρώµα1, στρώµα2). Οι ποιοτικές διακρίσεις µε βάση τον στρωµατογραφικό χρόνο αντιπροσωπεύουν λοιπόν περισσότερο τη διαδικασία ανασκαφής παρά διαδοχικά χρονικά συµβάντα, καθώς η σειρά αποκάλυψης στο πεδίο δεν συνεπάγεται απαραίτητα και ιστορική-χρονολογική διαδοχή. Συµπερασµατικά, η ταξινόµηση των ανασκαφικών αντικειµένων µε βάση τις τιµές στρωµατογραφικού χρόνου είναι πιο ορθό να γίνεται στην ονοµαστική βαθµίδα κατάταξης. Η τελική κατάταξη ανασκαφικών αντικειµένων µε βάση τα χρονικά χαρακτηρισιτκά διακρίνεται στον ακόλουθο Πίνακας π.χ Εποχή Χαλκού, Νεολιθική περίοδος, Βυζαντινή εποχή, Εποχή Σιδήρου 43 π.χ Φάση Β, Φάση Α, Φάση Γ 44 Εποχή Χαλκού: 3300 έως 1100π.Χ, Νεολιθική περίοδος: 8000 έως 3300 π.χ, Βυζαντινή εποχή: µ.χ, Εποχή Σιδήρου: 11 ος έως 8 ος π.χ ή Φάση Β: π.χ, Φάση Α: π.χ, Φάση Γ: π.χ 45 Νεολιθική περίοδος > Εποχή Χαλκού > Εποχή Σιδήρου > Βυζαντινή εποχή ή Φάση Α > Φάση Β > Φάση Γ

173 Χαρτογραφική Απόδοση 155 Πίνακας 9.1. Κατάταξη αντικειµένων µε βάση χρονικά χαρακτηριστικά Τύποι αρχαιολογικού χρόνου Στρωµατογραφικός χρόνος Οικιστικός χρόνος Αρχαιολογικός χρόνος Ανασκαφικός χρόνος Απόλυτος χρόνος Βαθµίδα κατάταξης Ονοµαστική Τακτική Τακτική ιαστήµατος ιαστήµατος Θεµατικά, Χωρικά και Ιεραρχικά ερωτήµατα Τα αρχαιολογικά αντικείµενα µπορεί να διακρίνονται µε βάση Θεµατικά ερωτήµατα τόσο στη βάση ποιοτικών όσο και ποσοτικών τους χαρακτηριστικών. Για παράδειγµα, κεραµικά αγγεία µπορεί να διακρίνονται τόσο µε βάση τον τύπο διακόσµησης όσο και µε το βάρος του κάθε αγγείου. Η συντριπτική πλειοψηφία παρόλα αυτά των θεµατικών χαρακτηριστικών έχουν ποιοτικό χαρακτήρα καθώς συνιστούν είτε περιγραφικές, είτε τυπολογικές περιγραφές 46. Εποµένως η διάκριση των αντικειµένων µε βάση αυτά τα χαρακτηριστικά µπορεί να γίνει κυρίως µέσα από την ονοµαστική τους κατάταξη. Σε αρκετές όµως περιπτώσεις τα ποιοτικά χαρακτηριστικά µπορούν να ταξινοµηθούν σε κατηγορίες που ακολουθούν σειρά λογικά παραδεκτή, αύξουσα η φθίνουσα 47. Στις περιπτώσεις αυτές επιλέγεται η κατάταξη των αντικειµένων στην τακτική βαθµίδα. Στα ιεραρχικά ερωτήµατα η διάκριση είναι πιο απλή καθώς τα αντικείµενα µπορούν να διακριθούν µόνο µε βάση το αν έχουν ή δεν έχουν ιεραρχική σχέση µε ένα άλλο αντικείµενο. Οι σχέσεις αυτές µπορούν να αποδοθούν ταξινοµώντας τα ανασκαφικά αντικείµενα στην ονοµαστική βαθµίδα κατάταξης και στη βάση δύο τιµών «ύπαρξης» και «µη ύπαρξης» σχέσης. Σύµφωνα µε τα παραπάνω προκύπτει ο ακόλουθος Πίνακας 9.2 προσδιορισµού των κατάλληλων βαθµίδων ταξινόµησης των ανασκαφικών αντικειµένων στη βάση θεµατικών και ιεραρχικών ερωτηµάτων. 46 Για παράδειγµα κατηγορίες ευρηµάτων: αγγείο, σφραγίδα, νόµισµα, εξάρτηµα ύφανσης, εξάρτηµα ψαρέµατος, απολεπισµένο, αποκρουσµένο, ειδώλιο κτλ 47 Για παράδειγµα, Υρασία χώµατος: Ξηρό, Υγρό, ιαποτισµένο ή Παρουσία οστών: Καθόλου, Λίγα, Μέτρια, Πολλά

174 156 Πίνακας 9.2. Κατάταξη αντικειµένων µε βάση θεµατικές ιδιότητες και ιεραρχικές σχέσεις Ονοµαστική Βαθµίδα Τακτική Βαθµίδα Βαθµίδα ιαστήµατος Θεµατικά ερωτήµατα Ιεραρχικά ερωτήµατα 9.2. Καταλληλότητα οπτικών µεταβλητών ανά τύπο χωρικών δεδοµένων Στο κεφάλαιο 8 περιγράφτηκε η µεθοδολογία µοντελοποίησης τεσσάρων διαφορετικών τύπων ανασκαφικών χωρικών δεδοµένων που σαν σύνολο συγκροτούν την ψηφιακή αναπαράσταση της ανασκαφής των Παλιαµπέλων. Πιο συγκεκριµένα αναφερόµαστε στα: Σηµειακά αντικείµενα, που αναπαριστούν αρχαιολογικά ευρήµατα και ανασκαφικά δείγµατα, 2.5 διάστατα γραµµικά αντικείµενα, µε τα οποία µοντελοποιούνται τα γραµµικά στοιχεία του ανασκαφικού σχεδίου, 2.5 διάστατα επιφανειακά αντικείµενα µε τα οποία µοντελοποιούνται αρχαιολογικές επιφάνειες Τρισδιάστατα ογκοµετρικά αντικείµενα, µε τα οποία µοντελοποιούνται οι ανασκαφικές ενότητες - αρχαιολογικά στρώµατα και ακίνητα ευρήµατακατασκευές Όπως επίσης είδαµε στην 4.1.4, οι αµιγώς οπτικές µεταβλητές για την διάκριση ογκοµετρικών οντοτήτων σε τρισδιάστατο περιβάλλον αποτελούν το χρώµα, την υφή και τον βαθµό διαφάνειας. Οι µεταβλητές αυτές δεν αρκούν για τη διάκριση του συνόλου της ανασκαφικής πληροφορίας στην περίπτωση της ανασκαφής των Παλιαµπέλων καθώς, από το σύνολο των µοντελοποιηµένων χωρικών αντικειµένων, µόνο οι ανασκαφικές ενότητες και τα ακίνητα ευρήµατα συνιστούν πραγµατικά ογκοµετρικά αντικείµενα. Για τη διάκριση λοιπόν και των υπολοίπων (µη ογκοµετρικών) ανασκαφικών οντοτήτων µπορούν να χρησιµοποιηθούν επιπρόσθετα οι οπτικές µεταβλητές του µεγέθους, του τόνου και του σχήµατος. Όπως είδαµε από τις προηγούµενες παραγράφους, µε άξονα τα ερωτήµατα που ο αρχαιολόγος θέτει, τα χωρικά ανασκαφικά αντικείµενα µπορούν να ταξινοµηθούν και στις τρεις βαθµίδες κατάταξης (ονοµαστική, τακτική και διαστήµατος). Με άλλα λόγια, οι απαντήσεις στα ερωτήµατα πρέπει να εκφράζονται γραφικά στον χάρτη κάνοντας κατανοητές σχέσεις διαφοράς-οµοιότητας (ονοµαστική βαθµίδα), αναλογιών (βαθµίδα διαστήµατος) και διάταξης (τακτική

175 Χαρτογραφική Απόδοση 157 βαθµίδα) στα πλαίσια της κάθε µίας από τις τέσσερις κατηγορίες σηµειακών, γραµµικών επιφανειακών και ογκοµετρικών χωρικών ανασκαφικών δεδοµένων. Η γραφική αποτελεσµατικότητα της κάθε µιας από τις πέντε οπτικές µεταβλητές να αποδώσουν διακριτά σχέσεις διαφοράς, αναλογιών και διάταξης για την κάθε κατηγορία ανασκαφικού αντικειµένου στον τρισδιάστατο χάρτη, φαίνεται στον παρακάτω Πίνακας 9.3. Στο σχήµα δεν συµπεριλαµβάνεται η οπτική µεταβλητή του βαθµού διαφάνειας. Ο βαθµός διαφάνειας µπορεί να χαρακτηριστεί χρήσιµη οπτική µεταβλητή µόνο σε περιπτώσεις ταξινόµησης αντικειµένων στη βάση µόνο δύο ποιοτικών χαρακτηριστικών (π.χ ύπαρξη/απουσία) και αυτό γιατί άµεσα οπτικά κατανοητή είναι µόνο η διάκριση ανάµεσα σε διαφανή και µη διαφανή αντικείµενα, µε τις ενδιάµεσες διαβαθµίσεις διαφάνειας να µην γίνονται εύκολα αντιληπτές. Επίσης δεν συµπεριλαµβάνεται, από τις κλασσικές οπτικές µεταβλητές, αυτή του προσανατολισµού καθώς η χρήση της κρίνεται γενικότερα αναποτελεσµατική στις τρεις χωρικές διαστάσεις. Η οπτική αυτή µεταβλητή, µπορεί να αξιοποιηθεί µόνο ως µέρος υφής, µε τα επιµέρους στοιχεία που συγκροτούν την υφή να αποδίδονται µε διαφορετικό προσανατολισµό. Πίνακας 9.3.Γραφική αποτελεσµατικότητα οπτικών µεταβλητών για την απόδοση σχέσεων µεταξύ των µοντελοποιηµένων ανασκαφικών αντικειµένων Ανασκαφικά Χωρικά Αντικείµενα Σηµειακά Γραµµικά Επιφανειακά Ογκοµετρικά Χρώµα Οπτικές Μεταβλητές Υφή X X Q O Q Μέγεθος Σχήµα X X Ο X X Τόνος O X X Q O Κατάλληλη χρήση οπτικής µεταβλητής, X Ακατάλληλη χρήση οπτικής µεταβλητής Σχέσεις διαφοράς (ονοµαστική βαθµίδα), O Σχέσεις διάταξης (τακτική βαθµίδα), Q Σχέσεις αναλογίας (βαθµίδα διαστήµατος)

176 Υλοποίηση Έχοντας περιγράψει το πλαίσιο ερωτηµάτων, τα χαρακτηριστικά µε βάση τα οποία πραγµατοποιούνται οι διακρίσεις µεταξύ των χωρικών αντικειµένων, τις κατάλληλες βαθµίδες κατάταξης και τις κατάλληλες ανά τύπο χωρικού ανασκαφικού αντικειµένου οπτικές µεταβλητές, µπορούµε πλέον να προχωρήσουµε σε µια ειδικότερη ανάλυση-αναζήτηση πρακτικών συµβολισµού. Η ενότητα αυτή αφορά την υλοποίηση της παραπάνω προσέγγισης για την οπτική απόδοση στο τρισδιάστατο χαρτογραφικό περιβάλλον των ανασκαφικών χωρικών αντικειµένων µε την χρήση οπτικών µεταβλητών. Η υλοποίηση πραγµατοποιήθηκε στα πλαίσια των ίδιων λογισµικών που χρησιµοποιήθηκαν και για την µοντελοποίηση των ανασκαφικών χωρικών αντικειµένων όπως περιγράφτηκε στο κεφάλαιο 8. Πιο συγκεκριµένα, έγινε χρήση του ΣΓΠ λογισµικού ESRI ArcGIS, αξιοποιώντας τις δυνατότητες γραφικής απόδοσης που προσφέρει η συνοδευτική πλατφόρµα τρισδιάστατης απόδοσης ArcScene, όπως και του λογισµικού τρισδιάστατης σχεδίασης Google SketchUp Απόδοση Σχέσεων ιαφοράς-οµοιότητας Σχέσεις διαφοράς-οµοιότητας µπορούν να αποδοθούν στο τρισδιάστατο χαρτογραφικό περιβάλλον µε την χρήση των οπτικών µεταβλητών του χρώµατος, της υφής και του σχήµατος (σύµβολα). Με Χρώµα Με τη χρήση της οπτικής µεταβλητής του χρώµατος είναι δυνατή η απόδοση σχέσεων διαφοράς-οµοιότητας µεταξύ των χωρικών δεδοµένων όλων των κατηγοριών (σηµειακά, ογκοµετρικά, γραµµικά, επιφανειακά). ύο γενικές πρακτικές ακολουθήθηκαν για την διάκριση µε βάση το χρώµα. Αρχικά, αναζητήθηκαν οι κατάλληλοι χρωµατικοί συνδυασµοί που να προάγουν µε τον καλλίτερο δυνατό τρόπο την οπτική διακριτότητα των δεδοµένων. Οι συγκεκριµένες χρωµατικές ακολουθίες (και οι αντίστοιχες τιµές RGB), ανακτήθηκαν από την ιστοσελίδα /ColorBrewer/ColorBrewer_intro.html στην οποία παρουσιάζονται τα ερευνητικά αποτελέσµατα της Cynthia Brewer σχετικά µε τις εφαρµογές θεωρίας χρώµατος στην χαρτογραφία (Harrower & Brewer 2003). Οι χρωµατικές ακολουθίες που υιοθετήθηκαν (Εικόνα 9.1) µπορούν να χρησιµοποιηθούν για τη διάκριση στη βάση έως και 12 κλάσεων, και παρουσιάζονται στο παρακάτω σχήµα (µε τις αντίστοιχες για το κάθε χρώµα τιµές RGB).

177 Χαρτογραφική Απόδοση 159 Εικόνα 9.1 Ορισµένες από τις χρωµατικές ακολουθίες που χρησιµοποιούνται Η κάθε χρωµατική ακολουθία ανά αριθµό κλάσεων, ενσωµατώθηκε και αποθηκεύτηκε µε τη µορφή βιβλιοθήκης συµβόλων, κάνοντας εύκολη την µελλοντική ανάκτησή τους. Στις περιπτώσεις όπου η διάκριση αφορά πάνω από 12 διαφορετικές κλάσεις, αποφασίστηκε η χρησιµοποίηση τυχαίας χρωµατικής ακολουθίας που προσφέρει το ArcScene. Η προηγούµενη πρακτική εφαρµόστηκε σε περιπτώσεις όπου το χρώµα δεν παραπέµπει, υποδηλώνει ή επιδιώκει να περιγράψει την ιδιότητα µε βάση την οποία επιχειρείται η διάκριση. ιαφορετική προσέγγιση ακολουθήθηκε σε περιπτώσεις χαρακτηριστικών που παραπέµπουν εννοιολογικά ή συµβολικά σε κάποια συγκεκριµένα χρωµατικά µοτίβα. Πιο συγκεκριµένα, για τη διάκριση των ευρηµάτων µε βάση το υλικό κατασκευής έγινε αντιστοίχιση κάθε τύπου υλικού µε το κατάλληλο χρώµα (Εικόνα 9.2). Εικόνα 9.2 Χρωµατική αντιστοίχιση υλικού κατασκευής ευρηµάτων Σε ορισµένες περιπτώσεις και όπου το ίζηµα της αρχαιολογικής θέσης έχει διαταραχθεί σε µεγάλο βαθµό από την επίδραση ανθρωπογενών (έντονη άρωση) ή φυσικών επιδράσεων (έντονη διάβροση, λαγούµια ζώων) είναι πιθανό µαζί µε την αποκάλυψη αρχαιολογικών ευρηµάτων να αποκαλύπτονται και σύγχρονα αντικείµενα όπως πλαστικό.

178 160 Ειδική µεθοδολογία ακολουθήθηκε για την χρωµατική αναπαράσταση των ιδιοτήτων χώµατος. Στο πεδίο της ανασκαφής και για κάθε ανασκαφική ενότητα, καταγράφεται το χρώµα του χώµατος στην χρωµατική κλίµακα Munsell. Κάθε πιθανή τιµή Munsell εκφράστηκε σε τιµές RGB και δηµιουργήθηκε ειδική λίστα χρωµάτων/τιµών Munsell που αποθηκεύτηκε και πάλι µε τη µορφή βιβλιοθήκης συµβόλων (Εικόνα 9.3). Εικόνα 9.3 Χρωµατική διάκριση µε βάση την κλίµακα Munsell Για την χρωµατική διάκριση µε βάση την υφή του χώµατος, εφαρµόστηκε η µεθοδολογία της φασµατικής αποκωδικοποίησης υφής χώµατος (Byron 1994) µέσω της οποίας, κάθε τιµή υφής αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριµένο ποσοστό χρωµάτων κόκκινου, πράσινου και µπλε (Εικόνα 9.4).

179 Χαρτογραφική Απόδοση 161 Εικόνα 9.4 Χρωµατική διάκριση µε βάση την υφή του χώµατος Με Σχήµα Ειδικά σύµβολα χρησιµοποιήθηκαν µόνο για τα 3 σηµειακά αντικείµενα. Τα τρισδιάστατα ογκοµετρικά αντικείµενα δεν επιδέχονται συµβολισµό καθώς αντιπροσωπεύουν µε ρεαλιστικότητα πραγµατικές ανασκαφικές χωρικές οντότητες. Ειδικά σύµβολα θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν για την πιο ολοκληρωµένη αναπαράσταση των ανασκαφικών σχεδίων. Η πολύχρονη συµµετοχή του γραµµικού σχεδίου στην ανασκαφική πρακτική, έχει οδηγήσει στη διαµόρφωση συγκεκριµένων γραφικών µοτίβων-γραµµικών συµβόλων που αντιπροσωπεύουν τις διάφορες κατηγορίες αντικειµένων που µπορεί να απεικονίζονται στο σχέδιο. Υπό αυτή την έννοια δεν θα ήταν δύσκολη η συγκρότηση και αποθήκευση µιας εξειδικευµένης βιβλιοθήκης γραµµικών συµβόλων µε αναφορά το ανασκαφικό σχέδιο. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν επιχειρήθηκε καθώς διαπιστώθηκε αδυναµία της πλατφόρµας ArcGIS ArcScene να οπτικοποιήσει στις τρεις διαστάσεις οποιοδήποτε γραµµικό σύµβολο εκτός της διαβαθµούµενου πάχους κανονικής-µη διακοπτόµενης γραµµής. Τα τρισδιάστατα σηµειακά σύµβολα ανακτήθηκαν από τις ελεύθερες προς χρήση βιβλιοθήκες συµβόλων του Google ScetchUp. Παρότι δεν υπάρχει συγκεκριµένη βιβλιοθήκη µε εξειδικευµένα σύµβολα που να αναπαριστούν αρχαιολογικά ανασκαφικά αντικείµενα, εντοπίστηκαν, από τη µεγάλη γκάµα διαθέσιµων συµβόλων, ορισµένα που παραπέµπουν στις γενικές κατηγορίες αρχαιολογικών ευρηµάτων (Εικόνα 9.5).

180 162 Εικόνα 9.5 Ορισµένα από τα σύµβολα που παραπέµπουν σε κατηγορίες αρχαιολογκών ευρηµάτων Φυσικά δεν ήταν δυνατή η αντιστοίχιση συµβόλων µε την κάθε διαφορετική κατηγορία ή υποκατηγορία τύπων ευρηµάτων, καθώς κάθε τέτοιος τύπος παραπέµπει σε πολύ εξειδικευµένα συµβολικά µοτίβα. Η συγκρότηση µιας ολοκληρωµένης βιβλιοθήκης τρισδιάστατων συµβόλων για την ανασκαφή θα µπορούσε να επιτευχθεί µόνο µέσα από την κατά περίπτωση χειρωνακτική σχεδίαση του κάθε τύπου ευρηµάτων. Κάτι τέτοιο όµως αποφεύχθηκε λόγω της εκτίµησης του χρονικού κόστους που η διαδικασία αυτή απαιτεί, καθώς και της έλλειψης των απαραίτητων γνώσεων όσον αφορά τα εξειδικευµένα συµβολικά µοτίβα που η κάθε κατηγορία ευρήµατος υπαγορεύει. Με Υφή Υφές χρησιµοποιούνται κυρίως για τα ογκοµετρικά και επιφανειακά αντικείµενα. Οι υφές επικολούνται στις εξωτερικές όψεις των αντικεµένων διαφοροποιώντας ανασκαφικά αντικείµενα µε βάση τα τυπολογικά και θεµατικά τους χαρακτηριστικά. Στην ακόλουθη Εικόνα 9.6, παρουσιάζονται κατάλληλες υφές για την ιδιότητα «ερµηνεία επίχωσης» των ανασκαφικών ενοτήτων.

181 Χαρτογραφική Απόδοση 163 Εικόνα 9.6 Υφές κατάλληλες για την απόδοση της ιδιότητας «ερµηνεία επίχωσης» των ανασκαφικών ενοτήτων Απόδοση σχέσεων ιάταξης και Αναλογίας Το χρώµα και το σχήµα, αποτελούν οπτικές µεταβλητές που απλώς διαφοροποιούν τα στοιχεία µεταξύ τους, αλλά δεν επιτρέπουν την αντίληψη διάταξης. Από την άλλη, οι καταλληλότερες οπτικές µεταβλητές όταν τα χαρακτηριστικά είναι ποσοτικά, είναι το µέγεθος και ο τόνος καθώς δηµιουργούν µια οπτική ιεραρχία (visual hierarchy), προσδίδοντας διαφορετικό οπτικό βάρος σε κάθε χαρακτηριστικό ανάλογα µε τις τιµές της µεταβλητής ή τη θέση της µεταβλητής στη σειρά των τάξεων. Με Μέγεθος Το µέγεθος των γραφικών στοιχείων αποτελεί ίσως τον καλλίτερο τρόπο για να εκφραστούν οι διαφορετικές ποσοτικές διακυµάνσεις των ανασκαφικών αντικειµένων (Εικόνα 9.7). Παρόλα αυτά, αλλαγές µεγέθους µπορούν να εφαρµοστούν µόνο στην περίπτωση των τρισδιάστατων σηµειακών και 2.5 διάστατων γραµµικών στοιχείων (διαβάθµιση πάχους γραµµής), καθώς τα υπόλοιπα µοντελοποιηµένα αντικείµενα αντιπροσωπεύουν πραγµατικά ανασκαφικά αντικείµενα και επιδιώκουν να προσεγγίζουν (στην κλίµακα απεικόνισης) το πραγµατικό τους µέγεθος. Από τα τρισδιάστατα σηµεία και τις 2.5 διάστατες γραµµές, ποσοτικές ιδιότητες αποθηκεύονται στο ανασκαφικό αρχείο των Παλιαµπέλων µόνο για τα τρισδιάστατα σηµεία µε τη µορφή ποσοτικών

182 164 χαρακτηριστικών που συνοδεύουν ευρήµατα και δείγµατα (αν και πάλι οι περιπτώσεις αυτές είναι περιορισµένες). Εικόνα 9.7 ιαφορετικά µεγέθη τρισδιάστατων σηµειακών συµβόλων Αντίθετα για τα 2.5 διάστατα γραµµικά αντικείµενα, που αντιπροσωπεύουν επιµέρους στοιχεία του ανασκαφικού σχεδίου, δεν καταγράφονται ποσοτικές πληροφορίες. Για την οπτική αναγνώριση των τρισδιάστατων σηµείων και την αποφυγή επιλογής ακατάλληλων µεγεθών (πολύ µεγάλων ή πολύ µικρών), ορίστηκαν η µέγιστη και ελάχιστη τιµή µεγέθους που ένα τρισδιάστατο σηµείο µπορεί να λάβει ούτως ώστε είναι ευδιάκριτο στο συνολικό χαρτογραφικό περιβάλλον. Οι ποσοτικές πληροφορίες αποδίδονται µέσω του όγκου τρισδιάστατων σφαιρών, µε την ακτίνα της κάθε σφαίρας να υπολογίζεται κατά τα γνωστά από την κυβική ρίζα της ποσοτικής τιµής που αντιπροσωπεύει. Με Τόνο Η οπτική µεταβλητή του τόνου µπορεί να αξιοποιηθεί για τη διάκριση τόσο σχέσεων διάταξης όσο και αναλογίας. Αν και δεν εµφανίζει την ίδια αποτελεσµατικότητα στην ανάδειξη ποσοτικών διακυµάνσεων (σε σύγκριση µε αυτή του µεγέθους), πλεονεκτεί στο γεγονός ότι µπορεί να εφαρµοστεί σε όλους σχεδόν τους τύπους µοντελοποιηµένων χωρικών αντικειµένων της ανασκαφής των Παλιαµπέλων (Εικόνα 9.8). Εικόνα 9.8 Χρήση οπτικής µεταβλητής τόνου σε σηµειακά και ογκοµετρικά ανασκαφικά αντικείµενα

183 Χαρτογραφική Απόδοση 165 Ακολουθίες τόνου ανακτήθηκαν και πάλι από την ιστοσελίδα Οι συγκεκριµένες ακολουθίες που προτείνονται αφορούν έως 9 διαφορετικές τιµές τα ονου (έντασης) (Εικόνα 9.9) καθώς θεωρείται ότι περισσότερες διαβαθµίσεις δεν ευνοούν την οπτική διακριτότητα µεταξύ των γραφικών στοιχείων. Εικόνα 9.9 Ακολουθίες τόνου ανα διαφορετικό αριθµό κλάσεων Παρόλα αυτά, κάνοντας µια γρήγορη επισκόπηση των ποσοτικών χαρακτηριστικών που καταγράφονται στα ηµερολόγια της ανασκαφής και των διακυµάνσεών τους, διαπιστώθηκε πως σε πολλές περιπτώσεις πάνω από 9 διαβαθµίσεις θα είναι απαραίτητο να χρησιµοποιηθούν. Για τις περιπτώσεις αυτές, αποφασίστηκε να χρησιµοποιούνται οι προτεινόµενες από το περιβάλλον ArcScene ακολουθίες τόνου που δίνουν τη δυνατότητα συµπερίληψης έως και 32 διαβαθµίσεων (αν και δεν έχουν την ίδια αποτελεσµατικότητα σε επίπεδο απεικόνισης-οπτικής αντίληψης). Με Υφή Η οπτική µεταβλητή της υφής, αν και δεν είναι η καταλληλότερη, µπορεί να αξιοποιηθεί σε ορισµένες περιπτώσεις για την απόδοση σχέσεων διάταξης µεταξύ των οπτικοποιηµένων δεδοµένων. Αυτό µπορεί να επιτευχθεί µέσω της αυξοµείωσης των διαστάσεων ή της πυκνότητας ενός δεδοµένου στοιχείου που συγκροτεί την υφή. Έτσι για παράδειγµα η συνεκτικότητα του εδάφους µπορεί να συµβολιστεί µε τον τρόπο που παρουσιάζεται στην παρακάτω (Εικόνα 9.10).

184 166 Εικόνα 9.10 Χρήση υφής για την απόδοση της ιδιότητας συνεκτικότητα εδάφους

185 ΤΟ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Στα δύο προηγούµενα κεφάλαια πραγµατοποιήθηκε εκτενής αναφορά πάνω στις µεθοδολογίες µοντελοποίησης των τρισδιάστατων ανασκαφικών αντικειµένων και οπτικής απόδοσής τους στο τρισδιάστατο χαρτογραφικό περιβάλλον. Η ενότητα που ακολουθεί, αποτελεί το τελευταίο µέρος της υλοποίησης που εστιάζει στο σχεδιασµό και περιγραφή του παραµετροποιηµένου-αρχαιολογικά προσανατολισµένου ΣΓΠ περιβάλλοντος.

186 Επιλογή κατάλληλου µεθοδολογικού πλαισίου Το µεθοδολογικό πλαίσιο που υιοθετήθηκε για τον σχεδιασµό του περιβάλλοντος, οργανώνει την όλη διαδικασία σε τρία διαδοχικά επίπεδα ανάλυσης: το εννοιολογικό επίπεδο, το λειτουργικό επίπεδο και το επίπεδο υλοποίησης (Howard & MacEachren 1996) Πιο συγκεκριµένα, στο πρώτο επίπεδο - το εννοιολογικό (conceptual), τίθενται ορισµένα σηµαντικά ερωτήµατα που απαιτείται να απαντηθούν πριν από την ανάληψη κάθε συγκεκριµένης σχεδιαστικής προσπάθειας. Τα ερωτήµατα αυτά διατυπώνονται ως εξής: Για ποιόν σχεδιάζεται το σύστηµα; Τι ιδιαίτερες ανάγκες καλείται να καλύψει το σύστηµα; Με ποιόν τρόπο µπορεί να το πραγµατοποιήσει αυτό; Ποια θα έπρεπε να είναι τα αποτελέσµατα δουλεύοντας µε το σύστηµα αυτό; Στο δεύτερο, λειτουργικό επίπεδο (operational), η ανάλυση εστιάζει στη σκιαγράφηση των κατάλληλων λειτουργιών που είναι απαραίτητες για την πραγµατοποίηση των στόχων και την κάλυψη των αναγκών που έχουν οριοθετηθεί στο προηγούµενο επίπεδο. Οι επιλογές αυτές γίνονται χωρίς ακόµα να λαµβάνονται υπόψη οι πρακτικές συνιστώσες της υλοποίησής των λειτουργιών-διαδικασιών. Το τελευταίο επίπεδο Υλοποίησης, αναφέρεται σε όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν το περιβάλλον και βοηθούν τον χρήστη να αλληλεπιδρά µε το σύστηµα. Περιλαµβάνει την αναλυτική περιγραφή του περιβάλλοντος, των τεχνικών διαχείρισης των δεδοµένων καθώς και των πρακτικών παραµετροποίησηςπρογραµµατισµού. Τα τρία αυτά επίπεδα ανάλυσης συγκροτούν τους βασικούς άξονες µε βάση τους οποίους διαρθρώνεται η ακόλουθη ενότητα περιγραφής του προτεινόµενου περιβάλλοντος Εννοιολογικό επίπεδο Το εννοιολογικό επίπεδο καλύφτηκε από τις και όπου έγινε εκτενής αναφορά τόσο πάνω στις αναλυτικές ανάγκες των αρχαιολόγων-χρηστών, όσο και στα ερωτήµατα που υποβάλουν την αρχαιολογική πληροφορία. Ως συµπέρασµα αυτής της συζήτησης προέκυψαν ορισµένες συγκεκριµένες ανάγκες που το χαρτογραφικό περιβάλλον απαιτείται να περιλαµβάνει και παραθέτονται για άλλη µια φορά εδώ.

187 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 169 Ρεαλιστική αναπαράσταση στις τρεις χωρικές διαστάσεις του συνόλου των αρχαιολογικών ανασκαφικών χωρικών αντικειµένων που εµπίπτουν στις διακριτές µονάδες παρατήρησης υναµική αναζήτηση-φιλτράρισµα ανάµεσα στον τεράστιο όγκο αρχαιολογικών δεδοµένων και πληροφοριών, επιτρέποντας την ελεύθερη διαµόρφωση της θεµατολογίας του χάρτη υναµική ενηµέρωση του αρχαιολόγου σχετικά µε τις θεµατικές, χωρικές και χρονικές ιδιότητες των ανασκαφικών αντικειµένων Υποβολή σύνθετων ερωτηµάτων µε στόχο την συνδροµή της ερµηνευτικής διαδικασίας. ιεξαγωγή στρωµατογραφικής ανάλυσης επιτρέποντας την ενοποίηση ανασκαφικών ενοτήτων και τη συγκρότηση νέων στρωµατογραφικών αντικειµένων Παρόλα αυτά, η ενσωµάτωση της τρίτης χωρικής διάστασης στο σχεδιαζόµενο χαρτογραφικό περιβάλλον εµπεριέχει µια σηµαντική προβληµατική διάσταση. Οι αρχαιολόγοι δεν είναι εξοικειωµένοι στη φιλοσοφία χρήσης περιβαλλόντων τρισδιάστατης απόδοσης, καθώς η οπτικοποίηση της ανασκαφικής πληροφορίας έχει επικρατήσει να πραγµατοποιείται στις δύο χωρικές διαστάσεις (κυρίως υπό τη µορφή ανασκαφικών σχεδίων). Το γεγονός αυτό µπορεί να δηµιουργήσει προβλήµατα εάν ο σχεδιασµός δεν επικεντρώσει στην διασφάλιση της απλής πλοήγησης στον ψηφιακό τρισδιάστατο χώρο. Εποµένως, για τη βελτίωση της λειτουργικότητας του σχεδιαζόµενου περιβάλλοντος απαιτείται η ανάληψη επιπρόσθετων δράσεων µε στόχο την ιευκόλυνση της περιήγησης-πλοήγησης πλοήγησης του αρχαιολόγου, στο τρισδιάστατο ψηφιακό περιβάλλον Λειτουργικό επίπεδο Στο επίπεδο αυτό οι γενικές ανάγκες που προσδιορίστηκαν παραπάνω αποδοµούνται και περιγράφονται µε µεγαλύτερη λεπτοµέρεια αποσκοπώντας στη συγκεκριµενοποίηση των βασικών λειτουργιών που το σύστηµα απαιτείται να συµπεριλαµβάνει. Όσον αφορά την ρεαλιστική αναπαράσταση της ανασκαφής απαιτείται η παροχή της δυνατότητας ταυτόχρονης απεικόνισης στο τρισδιάστατο περιβάλλον κάθε τύπου µοντελοποιηµένου ανασκαφικού αντικειµένου έτσι ώστε να επιτρέπεται η απόδοση µιας ολοκληρωµένης εικόνας της αρχαιολογικής ανασκαφής. Το σύστηµα πρέπει να παρέχει στον χρήστη τη δυνατότητα εισαγωγήςοπτικοποίησης αντικειµένων, προσθήκης νέων αντικείµενα στα ήδη

188 170 οπτικοποιηµένα ή διαγραφής απεικονισµένων αντικείµενων από τον τρισδιάστατο χάρτη. Ο τρόπος απόδοσης των διαφόρων κατηγοριών ανασκαφικών αντικειµένων στον ψηφιακό χάρτη, αποτελεί πολύ σηµαντική παράµετρο. Το προκαθορισµένο χρώµα των αντικειµένων που εισάγονται, πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να έρχεται σε αντίθεση µε το χρώµα στο υπόβαθρο του χάρτη, ενώ κάθε ξεχωριστή κατηγορία αντικειµένου µπορεί να αποδίδεται µε διαφορετικό χρώµα ενισχύοντας την µεταξύ τους διακριτότητα. Όπου είναι δυνατόν ειδικά σύµβολα µπορούν να εφαρµόζονται διευκολύνοντας την άµεση αναγνώριση του κάθε τύπου αντικειµένου από τον αρχαιολόγο στο ψηφιακό περιβάλλον. Συνοψίζοντας οι λειτουργίες που αφορούν την τρισδιάστατη οπτικοποίηση είναι οι εξής: Εισαγωγή απεικόνιση δεδοµένων Προσθήκη δεδοµένων ιαγραφή από τον χάρτη δεδοµένων Εφαρµογή προκαθορισµένων χρωµάτων και συµβόλων Η επαφή του αρχαιολόγου µε το τρισδιάστατο ψηφιακό περιβάλλον µπορεί να διευκολυνθεί µέσα από την παροχή συγκεκριµένων λειτουργιών πλοήγησης. Η δυνατότητα περιστροφής (rotation) των αντικειµένων, η µεγέθυνση σµίκρυνση (zoom in zoom out) σε συγκεκριµένα σηµεία, αλλά και η µετακίνηση στον ψηφιακό χάρτη (pan tool), συγκροτούν τις βασικότερες υποτυπώδεις λειτουργίες που πρέπει να ενσωµατωθούν. Η περιήγηση του αρχαιολόγου, µπορεί να βελτιωθεί και από την παροχή δυνατοτήτων εστίασης σε κάποιο συγκεκριµένο-επιθυµητό ανασκαφικό αντικείµενο, όπως και από την χρήση ετικετών στον τρισδιάστατο χάρτη που να ενηµερώνουν τον χρήστη σχετικά µε την ταυτότητα του αντικειµένου στο οποίο επικεντρώνει. Ο προσανατολισµός του χρήστη αποτελεί ένα επίσης κρίσιµο στοιχείο καθώς είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος την κατεύθυνση θέασης κατά την πλοήγηση στον τρισδιάστατο χώρο. Για τον λόγο αυτό σύµβολα προσανατολισµού µπορούν να εµφανίζονται στον τρισδιάστατο χώρο, ενώ ένα παράθυρο γενικής επισκόπησης µπορεί να κατατοπίζει τον χρήστη σχετικά µε την περιοχή της ανασκαφής που εστιάζει κάθε φορά ή την θέση και το σχήµα (στις δύο χωρικές διαστάσεις) του κάθε οπτικοποιηµένου αντικειµένου. Τα αντικείµενα που οπτικοποιούνται στο περιβάλλον πρέπει επίσης να µπορούν να καθίστανται ορατά και µη ορατά ανάλογα µε την επιθυµία του χρήστη. Με αυτόν τον τρόπο, µπορεί να υποβοηθηθεί η αναγνώριση αντικειµένων που είτε καλύπτονται είτε εµπεριέχονται σε ευρύτερες χωρικές οντότητες στον τρισδιάστο χάρτη (π.χ εντοπισµός ευρηµάτων που βρίσκονται εντός µιας ανασκαφικής ενότητας). Ενδεικτικά, οι λειτουργίες αυτές συνοψίζονται στις εξής: Μετακίνηση στον χάρτη (pan tool) Μεγέθυνση Σµίκρυνση, zoom in zoom out

189 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 171 Εστίαση σε συγκεκριµένο αντικείµενο Χρήση ετικετών στον τρισδιάστατο χάρτη Προσανατολισµός στο 3 περιβάλλον Παράθυρο γενικής επισκόπησης ανασκαφικού χώρου Ορατά/µη ορατά αντικείµενα Όπως ήδη αναφέρθηκε, στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν ενδιαφέρει η απεικόνιση ολόκληρης της ανασκαφής και του συνόλου των ανασκαφικών αντικειµένων. Ο αρχαιολόγος συνήθως εξετάζει συγκεκριµένες περιοχές του ανασκαφικού χώρου µε σκοπό να διερευνήσει τα αντικείµενα που αποκαλύφτηκαν εκεί. Η δυναµική αναζήτηση επιλογή της επιθυµητής πληροφορίας, µπορεί να επιτευχθεί µέσα από τη δυνατότητα υποβολής χωρικών, χρονικών και θεµατικών περιορισµών στο σύνολο της καταγεγραµµένης πληροφορίας. Ουσιαστικά, ο αρχαιολόγος ορίζει το χωρικό και χρονικό πλαίσιο καθώς και τις συγκεκριµένες θεµατικές ιδιότητες που επιθυµεί. Τα αντικείµενα που εµπίπτουν που παρουσιάζουν τα συγκεκριµένα χαρακτηριστικά είναι και αυτά που τελικά οπτικοπούνται στο τρισδιάστατο περιβάλλον και υπόκεινται οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση-επεξεργασία. Συνολικά η όλη διαδικασία δυναµικής αναζήτησης συνίσταται στη διευκρίνιση και υποβολή: Χωρικών περιορισµών Χρονικών περιορισµών και Θεµατικών περιορισµών Το κάθε µοντελοποιηµένο αντικείµενο συνοδεύεται από ένα πλήθος χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που έχουν καταγραφεί και αποθηκευτεί στη βάση δεδοµένων. Η δυναµική ενηµέρωση του αρχαιολόγου σχετικά µε τις ιδιότητες αυτές µπορεί να πραγµατοποιηθεί µέσα από τον σχεδιασµό ειδικών και επικοινωνούντων πλαισίων στα οποία κάθε τέτοια πληροφορία να παρουσιάζεται µε τον καλλίτερο δυνατό τρόπο. Τα πλαίσια αυτά µπορούν γενικά να χωριστούν σε αυτά που παρουσιάζουν τις θεµατικές, τις χωρικές και τις χρονικές ιδιότητες των αντικειµένων. Ειδικά πλαίσια πρέπει επίσης να ενσωµατωθούν παρουσιάζοντας κάθε λεκτική-περιγραφική πληροφορία ή συσχετιζόµενη µε το αντικείµενο φωτογραφία, σχέδιο ή σκαρίφηµα. Οι ιεραρχικές σχέσεις µεταξύ των αντικειµένων (βλ ) είναι χρήσιµο να αποδίδονται σε αυτόνοµο πλαίσιο από το οποίο ο αρχαιολόγος να µπορεί να ανακτά πληροφορίες για κάθε επιµέρους συσχετιζόµενο αντικείµενο. Η περιγραφή του αντικειµένου µέσα από την παρουσίαση αυτών των πληροφοριών στα ειδικά πλαίσια επιβάλλεται να συνδυάζεται µε την προβολήανάδειξη του σχετικού χωρικού αντικειµένου στον τρισδιάστατο χάρτη. Τέλος, η κατηγοριοποίηση µιας οµάδας αντικειµένων σε σχέση µε µια συγκεκριµένη ιδιότητα µπορεί να παρουσιάζεται µέσα στον τρισδιάστατο χάρτη, µε την εφαρµογή οπτικών µεταβλητών, βελτιώνοντας την αντίληψη του χρήστη και παρέχοντας µια

190 172 ολοκληρωµένη εικόνα σχετικά µε τη διασπορά της κάθε κατηγορίας αντικειµένων στον τρισδιάστατο χώρο. Το σύνολο των αλληλοσυνδεόµενων πλαισίων και σχετικών λειτουργιών που αναφέρθηκαν, συνοψίζονται στα εξής: Πλαίσιο επισκόπησης Χωρικών ιδιοτήτων Πλαίσιο επισκόπησης Χρονικών ιδιοτήτων Πλαίσιο επισκόπησης Θεµατικών ιδιοτήτων Πλαίσιο επισκόπησης Ιεραρχικά συσχετιζόµενων αντικειµένων Πλαίσιο επισκόπησης κείµενων περιγραφών από το ανασκαφικό πεδίο Πλαίσιο επισκόπησης Φωτογραφικού υλικού και σκαριφηµάτων Ανάδειξη αντικειµένων αναφοράς στον χάρτη Κατηγοριοποίηση αντικειµένων µε χρήση οπτικών µεταβλητών Ιδιαίτερη έµφαση απαιτείται να δοθεί στην παροχή κατάλληλων µέσων υποβολής σύνθετων ερωτηµάτων χωρικού, χρονικού ή θεµατικού χαρακτήρα. Τα ερωτήµατα αυτά, αφορούν το σύνολο των κάθε φορά οπτικοποιηµένων αντικειµένων, σε αντίθεση µε το φιλτράρισµα που επιχειρείται κατά την δυναµική αναζήτηση και εφαρµόζεται στο σύνολο της καταγεγραµµένης στη βάση δεδοµένων πληροφορίας. Τα αποτελέσµατα του κάθε ερωτήµατος θα πρέπει να είναι ορατά στον τρισδιάστατο χάρτη, µέσα από την ανάδειξη των αντικειµένων που εµπίπτουν στις συγκεκριµένες συνθήκες που ορίζονται από τα ερωτήµατα. Τα αποτελέσµατα αυτά µπορούν επίσης να παρουσιάζονται σε ειδικούς πίνακες ή λίστες. Συνοψίζοντας η υποβολή σύνθετων ερωτηµάτων περιλαµβάνει την: ιατύπωση Θεµατικών ερωτηµάτων ιατύπωση Χρονικών ερωτηµάτων ιατύπωση Χωρικών ερωτηµάτων Ανάδειξη των αντικειµένων-αποτέλεσµα ερωτήµατος στον χάρτη Συγκρότηση λίστας µε τα αντικείµενα που πληρούν τις συνθήκες των ερωτηµάτων Η στρωµατογραφική ανάλυση µπορεί να διευκολυνθεί µέσα από την παροχή συγκεκριµένων λειτουργιών και την κατασκευή στοχευµένων εργαλείων. Κατ αρχήν σηµαντική κρίνεται η παροχή της δυνατότητας ταυτόχρονης οπτικοποίησης των στρωµατογραφιών στις παρειές και των τρισδιάστατων ανασκαφικών ενοτήτων που αφαιρέθηκαν στα πλαίσια των σκαµµάτων. Η ταυτόχρονη αυτή απόδοση δίνει την δυνατότητα οπτικής αντιπαραβολής και συσχέτισης στρωµατογραφιών µε συγκεκριµένες οµάδες ανασκαφικών ενοτήτων. Η οπτική αντιπαραβολή µπορεί να υποβοηθηθεί µέσα από τη διαδικασία απεικόνισης «διαγραµµάτων ανασκαφικών ενοτήτων» ή «πασοδιαγραµµάτων» (Unit-Sections) (βλ ) προσφέροντας τον κατάλληλο τρόπο σύγκρισης των αναγνωρισµένων επιµέρους στρωµάτων στις παρειές µε τα ίχνη των ανασκαφικών ενοτήτων στο επίπεδο του πασοδιαγράµµατος.

191 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 173 Η σηµαντικότερη όµως διεργασία και αποτέλεσµα της στρωµατογραφικής ανάλυσης αποτελεί η συγκρότηση νέων στρωµατογραφικών αντικειµένων. Για τον λόγο αυτό, ειδικά εργαλεία πρέπει να προβλεφθούν επιτρέποντας την συγκρότηση στρωµάτων µέσα από την ενοποίηση ανασκαφικών ενοτήτων που εµφανίζουν οµοιογενή χαρακτηριστικά. Κατά τον ίδιο τρόπο, στρώµατα µε οµοιογενή χαρακτηριστικά µπορούν να επιλέγονται από τους αρχαιολόγους και να ενοποιούνται συγκροτώντας στρωµατογραφικές οµάδες. Για κάθε νέο στρωµατογραφικο αντικείµενο, πρέπει να αποδίδονται χαρακτηριστικές ιδιότητες από τον αρχαιολόγο που τα συγκροτεί. Οι ιδιότητες αυτές προκύπτουν ως αποτέλεσµα της συνάθροισης των ιδιοτήτων των επιµέρους αντικειµένων από την ενοποίηση των οποίων έχει προκύψει η νέα στρωµατογραφική ενότητα. Τέλος, για τα νέα αυτά αντικείµενα θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα οπτικοποίησης, διαχείρισης και επισκόπησης των χαρακτηριστικών τους καθώς και ενηµέρωσης τους σε περίπτωση που απαιτείται η αλλαγή των χαρακτηριστικών τους ή των επιµέρους δοµικών τους στοιχείων. Οι λειτουργίες που περιγράφησαν συνοψίζονται στις εξής: Οπτικοποίηση στρωµατογραφιών στις παρειές Οπτική αντιπαραβολή στρωµατογραφιών και ανασκαφικών ενοτήτων Συγκρότηση πασοδιαγραµµάτων ηµιουργία στρώµατος µέσα από την ενοποίηση ανασκαφικών ενοτήτων ηµιουργία στρωµατογραφικής οµάδας, µέσα από την ενοποίηση στρωµάτων ηµιουργία φάσης, µέσα από την ενοποίηση στρωµατογραφικών οµάδων Υποστήριξη διαδικασίας καταχώρησης ιδιοτήτων Ενηµέρωση στρωµάτων, στρωµατογραφικών οµάδων Επίπεδο Υλοποίησης Μέσα από τη συγκεκριµενοποίηση των ιδιαίτερων αναγκών των αρχαιολόγων, έγινε σαφές ότι µια χρήσιµη σχεδιαστική προσπάθεια δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην κατασκευή ορισµένων εξειδικευµένων αρχαιολογικών εργαλείων αλλά στην ανάληψη σχεδιαστικών δράσεων που αφορούν όλα τα στάδια διαχείρισης, διερεύνησης, επισκόπησης και ανάλυσης της πληροφορίας, επεµβαίνοντας δραστικά στο περιβάλλον µε το οποίο ο αρχαιολόγος έρχεται σε επαφή. Για τον λόγο αυτό, αποφεύχθηκε η ήπιας µορφής παραµετροποίηση που θα µπορούσε να είχε πραγµατοποιηθεί εντάσσοντας λειτουργίες αρχαιολογικής ανάλυση µε τη µορφή ειδικών κουµπιών εντός του κλασσικού περιβάλλοντος του ArcGIS. Αντίθετα, επιχειρήθηκε ο σχεδιασµός ενός ανεξάρτητου από την πλατφόρµα του ArcGIS προγράµµατος. Το περιβάλλον εδώ σχεδιάζεται από την

192 174 αρχή, έξω από το περιβάλλον του ArcGIS, µε τον προσαρµοσµένο σχεδιασµό όλων των επιµέρους του δοµικών στοιχείων. Ο σχεδιασµός των στοιχείων του περιβάλλοντος πραγµατοποιήθηκε αξιοποιώντας τα δοµικά αντικείµενα της VisualBasic (φόρµες, λίστες, checkboxes, comboboxes κτλ), ενώ η λειτουργικότητα του ΣΓΠ περιβάλλοντος διαµορφώθηκε µέσα από την παραµετροποίηση των ΣΓΠ δοµικών στοιχείων της βιβλιοθήκης ArcObjects. Γενική Επισκόπηση Περιβάλλοντος Το περιβάλλον έχει τη δοµή µιας συνηθισµένης τύπου Windows εφαρµογής (Εικόνα 10.1) αποτελούµενη από παράθυρα και µενού. Στο πάνω µέρος εντοπίζεται η Γραµµή Μενού (Menu Bar), από όπου ο χρήστης µπορεί να ενεργοποιήσει µια σειρά από λειτουργίες και εργαλεία που αναφέρονται ως: Προσθαφαίρεση εδοµένων - Add/Remove Data (1) Κατηγοριοποίηση εδοµένων Classification (2) Σύνθεση Ερωτηµάτων - Query Data (3) Στρωµατογραφική Ανάλυση - Stratigraphic Analysis (4) Εξαγωγή Export (5) Με τα εργαλεία αυτά εξυπηρετείται ένα σηµαντικό εύρος αναγκών των αρχαιολόγων µε επίκεντρο τη υναµική αναζήτηση-φιλτράρισµα (µενού Add/Remove Data) ανάµεσα στον τεράστιο όγκο αρχαιολογικών δεδοµένων, την υποβολή σύνθετων ερωτηµάτων (µενού Query Data), τη στρωµατογραφική ανάλυση (µενού Stratigraphic Analysis) και τη υναµική ενηµέρωση σχετικά µε τις ιδιότητες των αντικειµένων µέσα από τον συµβολισµό τους στο τρισδιάστατο χαρτογραφικό πλαίσιο (µενού Classification). Το υπόλοιπο τµήµα της εφαρµογής καλύπτεται από ειδικά παράθυραφόρµες που συνοπτικά αναφέρονται ως: ιαχείριση Περιεχοµένων - Table Of Contents, (6) Σχετιζόµενα αντικείµενα - Related Objects (7) Σχόλια - Comments (8) Εικόνες Images (9) Χάρτης - Map Viewer (10) Επισκόπηση Γενικών Ιδιοτήτων - Attribute Viewer (11)

193 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 175 Εικόνα 10.1 Γενική επισκόπηση περιβάλλοντος Οι φόρµες-παράθυρα, µπορούν να χωριστούν σε δύο γενικές κατηγορίες µε άξονα τις χρηστικές ανάγκες που καλύπτουν. Η πρώτη κατηγορία αφορά τις Φόρµες Οπτικοποίησης και διαχείρισης χωρικής πληροφορίας, περιλαµβάνει τα παράθυρα ιαχείρισης Περιεχοµένων - Table Of Contents και Χάρτη - Map Viewer και εξυπηρετεί τη ρεαλιστική αναπαράσταση και πλοήγηση του χρήστη στο τρισδιάστατο χαρτογραφικό περιβάλλον. Η δεύτερη κατηγορία αφορά τις Φόρµες Επισκόπησης Ιδιοτήτων, και περιλαµβάνει τα παράθυρα Επισκόπησης Γενικών Ιδιοτήτων - Attribute Viewer, Σχετιζόµενων αντικείµενων - Related Objects, Σχόλιων Comments και Εικόνων Images, που σαν σύνολο εξυπηρετούν την ανάγκη υναµικής ενηµέρωσης του αρχαιολόγου σχετικά µε τις θεµατικές, χωρικές και χρονικές ιδιότητες των ανασκαφικών αντικειµένων (Εικόνα 10.2).

194 176 Εικόνα 10.2 Οι δύο γενικές κατηγορίες παραθύρων (φόρµες) του περιβάλλοντος Οι περισσότερες λειτουργίες του περιβάλλοντος, ξεκινούν ζητώντας από τον χρήστη να προσδιορίσει τον τύπο του υπό απεικόνιση/επεξεργασία ανασκαφικού αντικειµένου. Αυτό γίνεται καθώς κάθε τύπος αντικειµένου εµφανίζει διαφορετικά θεµατικά, χωρικά και γεωµετρικά χαρακτηριστικά, συµµετέχοντας µε διαφορετικούς τρόπους στην αρχαιολογική ανάλυση και ενεργοποιώντας διαφορετικούς µηχανισµούς προγραµµατιστικής διαχείρισής τους. Για τον λόγο αυτό, η διάκρισή τους είναι σαφής σε όλα τα επιµέρους επίπεδα του περιβάλλοντος. Σε γενικές γραµµές, η λειτουργία του συστήµατος µπορεί να παροµοιαστεί µε µια διαρκή διαδικασία απάντησης σε ερωτήµατα που θέτει ο χρήστης και τα οποία σχετίζονται µε τα δοµικά χαρακτηριστικά της ανασκαφικής πληροφορίας. Σχεδόν µε κάθε ενέργειά του ο χρήστης καταθέτει ένα ερώτηµα στο σύστηµα. Το ερώτηµα αυτό, που τίθεται από τον χρήστη στο γραφικό περιβάλλον (µέσα από επιλογές µεταβλητών, checkboxes, επιλογές κουµπιών κτλ), µεταφράζεται, αναδιατυπώνεται σε µορφή SQL και τίθεται στη βάση δεδοµένων. Τα αποτελέσµατα του ερωτήµατος µεταφέρονται και αποδίδονται στα παράθυρα που συγκροτούν το περιβάλλον εξυπηρετώντας µια πολυδιάστατη απόδοση των διαφορετικών όψεων της ανασκαφικής πληροφορίας. Όλες οι επιµέρους αυτές φόρµες-παράθυρα δεν λειτουργούν αυτόνοµα, αλλά αντίθετα συνδέονται και επικοινωνούν δυναµικά µεταξύ τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα κάθε αλλαγή ή επιλογή σε µια φόρµα να επιφέρει αντίστοιχες αλλαγές αναδιαρθρώσεις και στις υπόλοιπες φόρµες.

195 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 177 Οι Φόρµες Παράθυρα Φόρµες Οπτικοποίησης και διαχείρισης χωρικής πληροφορίας Εικόνα 10.3 Το πλαίσιο Χάρτη (Map Viewer) Η τρισδιάστατη οπτικοποίηση των µοντελοποιηµένων ανασκαφικών αντικειµένων πραγµατοποιείται στο πλαίσιο της βασικής φόρµας Map Viewer (Εικόνα 10.3) που αντιπροσωπεύει τον βασικό και τρισδιάστατο χάρτη. Καθώς η τρισδιάστατη οπτικοποίηση συγκροτεί και το βασικό πεδίο επισκόπησης και διερεύνησης της ανασκαφικής πληροφορίας, κρίθηκε απαραίτητο η φόρµα αυτή να βρίσκεται σε κεντρικό σηµείο και να καταλαµβάνει σηµαντικό ποσοστό της συνολικής επιφάνειας της οθόνης. Η τρισδιάστατη πληροφορία δεν µπορεί να οπτικοποιηθεί σε κάποιο από τους διαθέσιµους µηχανισµούς (components) της Visual Basic. Η απεικόνιση επιτυγχάνεται µε τη χρήση ενός ειδικού αντικειµένου - «µηχανισµού ελέγχου» (control) της ESRI που µπορεί να εισαχθεί και να αξιοποιηθεί εντός του περιβάλλοντος της Visual Basic και ονοµάζεται Μηχανισµός ελέγχου σκηνήςτρισδιάστατου χάρτη (SceneViewer control). Ο συγκεκριµένος µηχανισµός καλύπτει το σύνολο της επιφάνειας της φόρµας Map Viewer και αναπροσαρµόζεται ανάλογα µε τις διαστάσεις της φόρµας. Όταν εισάγεται στον τρισδιάστατο χάρτη γεωγραφική πληροφορία, το πλαίσιο αυτόµατα εστιάζει στο σύνολο των οπτικοποιηµένων αντικειµένων.

196 178 Ως προεπιλεγµένο φόντο της φόρµας επιλέχθηκε το RGB (255,255,220), εξυπηρετώντας την οπτική αντίθεση όταν µοντελοποιηµένα ανασκαφικά αντικείµενα εισάγονται. Ανάλογα µε τον τύπο του, κάθε µοντελοποιηµένο αντικείµενο που εισάγεται χρωµατίζεται κατάλληλα. Πιο συγκεκριµένα οι ανασκαφικές ενότητες εµφανίζονται στο πλαίσιο του τρισδιάστατου χάρτη µε καφέ απόχρωση, καθώς αντιπροσωπεύουν στην ουσία τρισδιάστατες επιφάνειες εδάφους. Αντίστοιχα, τα ευρήµατα εµφανίζονται κόκκινα, τα δείγµατα µπλε, ενώ τα γραµµικά στοιχεία των σχεδίων και τα ακίνητα ευρήµατα-κατασκευές µε γκρι απόχρωση. Για την ενσωµάτωση βασικών λειτουργιών πλοήγησης στο τρισδιάστατο χαρτογραφικό περιβάλλον, δεν χρειάστηκε να ληφθούν κάποιες ιδιαίτερες προγραµµατιστικές δράσεις καθώς ο Μηχανισµός ελέγχου σκηνής-τρισδιάστατου χάρτη (SceneViewer control) επιτρέπει την περιστροφή (rotation), εστίαση (zoom in), σµίκρυνση (zoom out) και µετακίνηση στον χάρτη (pan tool) µέσα από την απλή και συνδυαστική χρήση των κουµπιών του ποντικιού. Πιο συγκεκριµένα, ο χρήστης πλοηγείται χρησιµοποιώντας το κύριο (αριστερό) και δευτερεύον (δεξί) πλήκτρο καθώς και τον τροχό οµαλής κύλισης του ποντικιού. Με το κύριο πλήκτρο ο χρήστης µπορεί να περιστρέφει τα οπτικοποιηµένα αντικείµενα, ενώ µε την ταυτόχρονη επιλογή κύριου και δευτερεύοντος πλήκτρου µπορεί να µετακινείται (pan) στον τρισδιάστατο χάρτη. Ο τροχός κύλισης εξυπηρετεί την εστίαση (κύλιση του τροχού προς τα µπρος) και σµίκρυνση (κύλιση του τροχού προς τα πίσω) µε κέντρο το σηµείο του δείκτη-κέρσορα. Ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να επιλέξει κάποιο αντικείµενο που εµφανίζεται στον χάρτη πατώντας δύο διαδοχικές φορές (double click) το κύριο αριστερό πλήκτρο του ποντικιού. Σε αυτή την περίπτωση, το επιλεγµένο αντικείµενο τονίζεται και αναδεικνύεται σε σχέση µε τα υπόλοιπα αντικείµενα, ενώ τα χαρακτηριστικά και όλα τα συσχετιζόµενα µε αυτό αντικείµενα προβάλλονται στα ειδικά παράθυρα επισκόπησης ιδιοτήτων. Η οπτικοποιηµένη πληροφορία εµφανίζεται ταυτόχρονα και στο ειδικό πλαίσιο «Γενικής Επισκόπησης» - Overview Window στο πάνω δεξί τµήµα της φόρµας που εξυπηρετεί την διδιάστατη προβολή των χωρικών αντικειµένων. Ο «µηχανισµός ελέγχου» που χρησιµοποιείται για την διδιάστατη αυτή απεικόνιση ονοµάζεται MapControl και καλύπτει το σύνολο της επιφάνειας του ειδικού πλαισίου. Μέσα από την επισκόπηση του συγκεκριµένου πλαισίου, ο χρήστης κατατοπίζεται σχετικά µε την ευρύτερη έκταση που καλύπτουν τα οπτικοποιηµένα δεδοµένα σε σχέση µε το σύνολο της ανεσκαµµένης επιφάνειας. Η συνολική έκταση της ανασκαφής, αποδίδεται εδώ µέσα από την απεικόνιση του περιγράµµατος των σκαµµάτων στα οποία λαµβάνει χώρα η αρχαιολογική ανασκαφή. Το πλαίσιο

197 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 179 «Γενικής Επισκόπησης» επικοινωνεί µε το βασικό περιβάλλον τρισδιάστατης απόδοσης έτσι ώστε οι αλλαγές που προκαλούνται κάθε φορά όταν ένα αντικείµενο εισάγεται, διαγράφεται ή τονίζεται να απεικονίζονται ταυτόχρονα στις δύο και τρεις χωρικές διαστάσεις. Για τον προσανατολισµό των χρηστών τόσο στις τρεις όσο και στις δύο χωρικές διαστάσεις, εµφανίζεται βέλος ένδειξης του βορρά, η θέση του οποίου αναπροσαρµόζεται ανάλογα µε τα κάθε φορά οπτικοποιηµένα στους χάρτες αντικείµενα. Ταυτόχρονα, δίπλα στο βέλος ένδειξης του βορρά, εµφανίζεται γραφική κλίµακα της τάξης του ενός µέτρου διευκολύνοντας τον χρήστη να αντιληφθεί το πραγµατικό µέθεθος των οπτικοποιηµένων χωρικών ανασκαφικών οντοτήτων. Στο κάτω δεξί τµήµα της φόρµας είναι ενσωµατωµένο το πλαίσιο ελέγχου (CheckBox): ScreenLabel. Με την επιλογή αυτού του CheckBox ενεργοποιείται η διαδικασία εµφάνισης ετικέτας εντός του τρισδιάστατου χάρτη µέσω της οποίας ο χρήστης µπορεί να ενηµερωθεί σχετικά µε την ταυτότητα των αντικειµένων που έχουν οπτικοποιηθεί. Πιο συγκεκριµένα, εφόσον το συγκεκριµένο checkbox έχει επιλεχθεί, ετικέτα που αναγράφει το όνοµα του κάθε ανασκαφικού αντικειµένου εµφανίζεται κάθε φορά που ο κέρσορας του ποντικιού παραµένει ακίνητος (δύο µε τρία δευτερόλεπτα) πάνω από ένα οπτικοποιηµένο αντικείµενο. Η λειτουργία αυτή πραγµατοποιείται µέσα από την µετάφραση της θέσης του κέρσορα στον τρισδιάστατο χώρο σε συντεταγµένες (x και y). Εφόσον στο σηµείο που ο κέρσορας εστιάζει υπάρχει κάποιο αντικείµενο, το σύστηµα αναγνωρίζει το αντικείµενο αυτό, ανατρέχει στη βάση δεδοµένων και οπτικοποιεί στην ετικέτα που εµφανίζεται το όνοµα µε το οποίο το αντικείµενο έχει καταχωρηθεί. Ταυτόχρονα, οι συντεταγµένες (x,y και z) του σηµείου εστίασης του κέρσορα αναγράφονται σε ειδικό πλαίσιο (textbox) στο κάτω αριστερό τµήµα της φόρµας. Κάθε χωρικό αντικείµενο που οπτικοποιείται µπορεί να διαχειριστεί από τη φόρµα Table Of Contents. Ο βασικός µηχανισµός (component) που συγκροτεί αυτή τη φόρµα είναι ένας δενδροειδής µηχανισµός (Treeview). Το Treeview αποτελείται από εννέα στο σύνολο βασικούς κόµβους που αντιπροσωπεύουν τα εννέα βασικά µοντελοποιηµένα αντικείµενα της ανασκαφής και λειτουργούν ως «κόµβοι προσδιορισµού τύπου των οπτικοποιηµένων αντικειµένων». Πιο συγκεκριµένα οι κόµβοι αυτοί αποτελούν τα: Group Layers-Στρωµατογραφικές Οµάδες, Layers-Στρώµατα, Features-Ακίνητα Ευρήµατα (κατασκευές), Sections-Στρωµατογραφίες (στις παρειές), Excavation Units-Ανασκαφικές Ενότητες,

198 180 Small Finds-Μικρά Ευρήµατα, Samples- είγµατα, Plans-Σχέδια και Plan Photos-2.5 φωτογραφίες Σε περίπτωση που ο χρήστης πατήσει πάνω (αριστερό πλήκτρο) σε έναν κόµβο, το αντίστοιχο οπτικοποιηµένο αντικείµενο εστιάζεται αυτόµατα και τοποθετείται στο κέντρο του τρισδιάστατου χάρτη. Κάθε κόµβος συνοδεύεται και από ένα CheckBox που λειτουργεί ως «βασικός κόµβος προσδιορισµού τύπου αντικειµένου». Όταν ένα αντικείµενο εισάγεται στον τρισδιάστατο χάρτη, το αντίστοιχο CheckBox επιλέγεται αυτόµατα (Εικόνα 10.4) ενηµερώνοντας τον χρήστη για τους τύπους των οπτικοποιηµένων αντικειµένων που συγκροτούν τον χάρτη τους. Εικόνα 10.4 Επικοινωνία πλαισίου Χάρτη (Map Viewer) και πλαισίου ιαχείρισης Περιεχοµένων (Table of Contents) Σε περιπτώσεις όπου ένα σύνολο αντικειµένων ιδίου τύπου κατηγοριοποιούνται µε βάση µια ιδιότητα, οι επιµέρους κατηγορίες εισάγονται σαν υπο-κόµβοι κάτω από τον αντίστοιχο «βασικό κόµβο προσδιορισµού τύπου αντικειµένου». Κάθε υπο-κόµβος συνοδεύεται από τη λεκτική περιγραφή της κατηγορίας, χρωµατισµένη ανάλογα µε το χρώµα που τα αντικείµενα της κατηγορίας απεικονίζονται στον χάρτη. Στην ακόλουθη Εικόνα 10.5 απεικονίζονται ευρήµατα κατηγοριοποιηµένα στη βάση της ιδιότητας «υλικό κατασκευής». Οι επιµέρους κατηγορίες υλικού (πηλός, οστό, λίθος, κεραµική, µέταλλο, υαλώδη υλικά και όστρεα), έχουν εισαχθεί σαν υπο-κόµβοι κάτω από τον βασικό κόµβο «Small Finds» - «Μικρά ευρήµατα».

199 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 181 Εικόνα 10.5 Εµφάνιση κατηγοριών οπτικοποιηµένων αντικειµένων στο πλαίσιο ιαχείρισης Περιεχοµένων (Table Of Contents) Κάθε καινούργιος υπο-κόµβος συνοδεύεται και πάλι από ένα CheckBox. Σε περίπτωση αποεπιλογής του CheckBox ενός κόµβου ή υπο-κόµβου τα αντικείµενα (ή η κατηγορία αντικειµένων) που ο κόµβος αντιπροσωπεύει καθίστανται µη ορατά. Η συγκεκριµένη διαδικασία, απαιτεί την επικοινωνία κόµβων και αντίστοιχων οπτικοποιηµένων αντικείµενων. Ουσιαστικά, όταν ένας κόµβος επιλέγεται, αποεπιλέγεται ή πατιέται, έχει προβλεφθεί µηχανισµός που εξετάζει όλους τους εισαγµένους τύπους αντικειµένων και ανάλογα θέτει περιορισµούς στην απόδοσή τους. Στο προηγούµενο παράδειγµα, η αποεπιλογή του CheckBox των «λίθινων» ευρηµάτων, ουσιαστικά µεταφράζεται σε ερώτηµα που διατυπώνεται σε ελεύθερο κείµενο ως «όλα τα ευρήµατα εκτός των λίθινων ευρηµάτων». Η αναδιατύπωση του ερωτήµατος αυτού σε µορφή SQL, και η εφαρµογή του στο χωρικό αντικείµενο των ευρηµάτων φέρνει το επιθυµητό αποτέλεσµα της Εικόνα 10.6.

200 182 Εικόνα 10.6 Έλεγχος οπτικοποιηµένων αντικειµένων από το πλαίσιο ιαχείρισης Περιεχοµένων (Table of Contents) Όσο και αν αυτή η διαδικασία φαίνεται αρκετά απλή στη σύλληψη, ήταν πολύ δύσκολη στην εφαρµογή της, καθιστώντας την εύρυθµη λειτουργία της ένα από τα πιο δύσκολα προγραµµατιστικά εγχειρήµατα της όλης προσπάθειας. Φόρµες επισκόπησης ιδιοτήτων Η επισκόπηση των χαρακτηριστικών των οπτικοποιηµένων αντικειµένων εξυπηρετείται από µια σειρά δυναµικά επικοινωνούντων παραθύρων που εµφανίζονται περιµετρικά στην επιφάνεια του περιβάλλοντος. Φόρµα «Επισκόπησης Γενικών Ιδιοτήτων» Attribute Viewer Η φόρµα αυτή που εντοπίζεται στο δεξί τµήµα του περιβάλλοντος, εξυπηρετεί την άµεση ενηµέρωση του χρήστη σχετικά µε τις γενικές ιδιότητες των οπτικοποιηµένων αντικειµένων. Η φόρµα αποτελείται από µια σειρά καρτελών που αντιστοιχούν στους διαφορετικούς τύπους ανασκαφικών αντικειµένων. Η φόρµα είναι σχεδιασµένη µε τέτοιο τρόπο έτσι ώστε κάθε φορά που µια καρτέλα επιλέγεται να εµφανίζεται µια λίστα από πεδία, που σαν σύνολο αντιπροσωπεύουν τα γενικά χαρακτηριστικά του κάθε τύπου ανασκαφικής πληροφορίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι διαφορετικά για τον κάθε τύπο αντικειµένων και ανακτώνται από τα αντίστοιχα πεδία στη βάση δεδοµένων. Ειδικότερα για τις ανασκαφικές ενότητες, οι ιδιότητες χωρίζονται σε τέσσερις επιµέρους κατηγορίες που εκφράζουν: τα χωρικά χαρακτηριστικά, τα θεµατικά χαρακτηριστικά, τα χρονικά χαρακτηριστικά, και τα χαρακτηριστικά των εγκλεισµάτων που ανακαλύφθηκαν κατά την αφαίρεση της κάθε ανασκαφικής ενότητας. Οι τέσσερις αυτές κατηγορίες χαρακτηριστικών αντιστοιχούν σε τέσσερις καρτέλες (Spatial,

201 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 183 Temporal, Thematic και Inclusions) που ο χρήστης µπορεί να επιλέξειενεργοποιήσει (Εικόνα 10.7). Εικόνα 10.7 Η φόρµα Επισκόπισης Γενικών Ιδιοτήτων (Attribute Viewer) Ο χρήστης µπορεί να διερευνήσει τις ιδιότητες ενός αντικειµένου επιλέγοντάς το είτε από τον τρισδιάστατο χάρτη, είτε από ειδικές λίστες ενσωµατωµένες στις αντίστοιχες (ανά τύπο αντικειµένου) καρτέλες. Στην περίπτωση που ο χρήστης επιλέξει ένα αντικείµενο από λίστα, το αντικείµενο αυτό τονίζεται και αναδεικνύεται στον τρισδιάστατο χάρτη και τα χαρακτηριστικά του εµφανίζονται στο πλαίσιο γενικής επισκόπησης. Στην περίπτωση που ο χρήστης επιλέξει ένα αντικείµενο από τον χάρτη (πατώντας δυο διαδοχικές φορές το αριστερό κουµπί πάνω σε ένα οπτικοποιηµένο αντικείµενο), η αντίστοιχη καρτέλα τύπου αντικειµένου ενεργοποιείται αυτόµατα και οι ιδιότητές του απεικονίζονται στα ειδικά πεδία. Φόρµες Related Objects, Comments, Images Η επιλογή ενός αντικειµένου (είτε από λίστα είτε από τον χάρτη), ενεργοποιεί ταυτόχρονα και τις υπόλοιπες φόρµες επισκόπησης ιδιοτήτων. Πιο συγκεκριµένα, κάθε σχετικό µε το αντικείµενο περιγραφικό κείµενο σηµειώσεωνπαρατηρήσεων, προβάλλεται αυτόµατα στο παράθυρο Text Viewer στο κάτω τµήµα του περιβάλλοντος. Εάν υπάρχει καταχωρηµένη στη βάση δεδοµένων κάποια σχετική µε το αντικείµενο φωτογραφία, σχέδιο ή σκαρίφηµα, απεικονίζεται στην φόρµα ImageViewer στο κάτω δεξί τµήµα του περιβάλλοντος. Οι διαστάσεις της

202 184 απεικονισµένης εικόνας µπορούν ρυθµιστούν από τον χρήστη µέσα από την απλή αυξοµείωση της διάστασης της φόρµας. Τέλος, κάθε ιεραρχικά συσχετιζόµενο, µε το επιλεγµένο, αντικείµενο εµφανίζεται στη φόρµα Related-Object Viewer. Η φόρµα αυτή έχει παρόµοια δοµή µε αυτή του Table Of Contents, παρουσιάζοντας το κάθε συσχετιζοµένο αντικείµενο, κάτω από κόµβους ενδεικτικούς του τύπου του. Ο αρχαιολόγος έχει τη δυνατότητα να ενηµερωθεί σχετικά µε τα χαρακτηριστικά του κάθε συσχετιζόµενου αντικειµένου µέσα από την απλή επιλογή του (πάτηµα αριστερού κουµπιού). Με την κίνηση αυτή, όλες οι φόρµες (συµπεριλαµβανοµένης και της Related-Object Viewer) αναπροσαρµόζονται παρουσιάζοντας τις ιδιότητες του αντικειµένου αυτού. Σε περίπτωση που το αντικείµενο έχει οπτικοποιηθεί στον τρισδιάστατο χάρτη, τονίζεται και αναδεικνύεται σε σχέση µε τα υπόλοιπα απεικονισµένα αντικείµενα. Τα Εργαλεία Μενού υναµική αναζήτηση-επιλογή της επιθυµητής ανασκαφικής πληροφορίας Η δυναµική αναζήτηση ανάµεσα στον τεράστιο όγκο της µοντελοποιηµένης πληροφορίας, εξυπηρετείται από την φόρµα Add Custom Data (Εικόνα 10.8) που ενεργοποιείται από το µενού Add/Remove Data. Σε αυτή τη φόρµα, εµφανίζονται οι γενικές κατηγορίες των ανασκαφικών δεδοµένων που µπορεί ο χρήστης να επιλέξει για απεικόνιση.

203 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 185 Εικόνα 10.8 Επιλογή ανάµεσα στις γενικές κατηγορίες ανασκαφικών δεδοµένων Με την επιλογή κάποιας από τις κατηγορίες αντικειµένων, µια νέα φόρµα ενεργοποιείται (Εικόνα 10.9). Υπάρχουν δηλαδή στην ουσία εννέα φόρµες που αντιστοιχούν σε όλους τους διαφορετικούς τύπους ανασκαφικών αντικειµένων. Η λειτουργικότητα όλων αυτών των επιµέρους φορµών εστιάζεται στη δυνατότητα προσδιορισµού περιορισµών χωρικού, χρονικού ή θεµατικού χαρακτήρα, µε βάση τους οποίους θα φιλτραριστεί και θα επιλεχθεί η προς απεικόνιση πληροφορία. Κάθε φόρµα αποτελείται από τρεις επικαλυπτόµενες επιφάνειες που ενεργοποιούνται από τρεις αντίστοιχες καρτέλες µε αναφορά στα χωρικά, χρονικά και θεµατικά χαρακτηριστικά. Εικόνα 10.9 Προσδιορισµός χαρακτηριστικών των προς οπτικοποίηση ανατικειµένων Η κάθε καρτέλα περιέχει τα αντίστοιχα για το κάθε αντικείµενο χαρακτηριστικά, τα οποία ο χρήστης καλείται να διευκρινίσει. Για κάθε χαρακτηριστικό-ιδιότητα αντιστοιχεί µια σύνθετη λίστα (ComboBox) όπου ενσωµατώνονται υπό µορφή λίστας όλες οι πιθανές µεταβλητές της ιδιότητας (π.χ Ιδιότητα: «Υλικό», µεταβλητές: «λίθινο», «οστέινο», «πήλινο» κτλ). Εκτιµώντας τις ανάγκες των αρχαιολόγων και παρακολουθώντας τους τρόπους προσέγγισης του ανασκαφικού υλικού, διαπιστώθηκε πως ένα από τα βασικότερα χωρικά κριτήρια-περιορισµούς που θέτουν αποτελεί ο προσδιορισµός

204 186 του ανασκαφικού σκάµµατος (π.χ τα ευρήµατα του σκάµµατος 1). Για τον λόγο αυτό, επιλέχθηκε αντί για τον προσδιορισµό του σκάµµατος µε την απλή δήλωση µιας τιµής (π.χ σκάµµα 2), η εµφάνιση ενός πλαισίου όπου να αποδίδονται οι πραγµατικές θέσεις των σκαµµάτων σε σχέση µε τη συνολική ανασκαφική επιφάνεια. Ο αρχαιολόγος µε τον τρόπο αυτό επιλέγει το επιθυµητό σκάµµα µε βάση τη θέση του και χωρίς να απαιτείται να γνωρίζει τον αριθµό µε τον οποίο το σκάµµα έχει καταχωρηθεί στη βάση δεδοµένων. Με την επιλογή των µεταβλητών από το χρήστη, το σύστηµα θέτει διαδοχικά ερωτήµατα τύπου SQL στoυς πίνακες της βάσης δεδοµένων. Το αποτέλεσµα της εφαρµογής του ερωτήµατος στη βάση δεδοµένων είναι να περιορίζονται οι εγγραφές που εµπίπτουν - δηλαδή τα αντικείµενα που συντάσσονται µε τις συνθήκες που ο χρήστης έχει διαµορφώσει. Για να γίνει πιο κατανοητή αυτή η διαδικασία, θα φέρουµε ένα παράδειγµα. Τα µοντελοποιηµένα ευρήµατα συγκροτούν ένα σύνολο 2130 αντικειµένων. Οι µεταβλητές που αντιστοιχούν στην ιδιότητα «υλικό κατασκευής» (για το σύνολο των ευρηµάτων) είναι οκτώ και αναφέρονται ως: 'κεραµική', 'λίθος', 'µέταλλο', 'οστό', 'πηλός', 'πλαστικό', 'υαλώδη υλικά', 'όστρεο'. Αντίστοιχα, οι µεταβλητές που αντιστοιχούν στην ιδιότητα «Μορφολογία» (και πάλι για το σύνολο των ευρηµάτων) είναι είκοσι µία και αναφέρονται ως: 'ανθρωπόµορφο', 'αποστρογγυλεµένο µε εγκοπές', 'αποστρογγυλεµένο µε οπή', 'αποστρογγυλεµένο', 'δισκόµορφο', 'ζωόµορφο', 'µε αποκρουσµένη επιφάνεια', 'µε αποκρουσµένη περιφέρεια', 'µε αυλακώσεις', 'µε βάθυνση', 'µε βάση', 'µε δευτερογενή επεξεργασία', 'µε δευτερογενή επεξεργασία', 'µε εγκοπές', 'µε εγχαράξεις', 'µε οδοντώσεις', 'µε οπή', 'µε στέλεχος', 'οχτώσχηµο', 'τριγωνική', 'φαλλόσχηµο'. Σε περίπτωση που ο χρήστης επιλέξει ως «υλικό κατασκευής» τον πηλό, οι εγγραφές του πίνακα, δηλαδή τα «πήλινα ευρήµατα», περιορίζονται στις 217. Για τα πήλινα ευρήµατα όµως δεν αντιστοιχούν παρά µόνο οι επτά από τις είκοσι µία κατηγορίες-µεταβλητές «µορφολογίας»: 'ανθρωπόµορφο', 'αποστρογγυλεµένο µε εγκοπές', 'ζωόµορφο', 'µε εγχαράξεις', 'µε οπή', 'οχτώσχηµο', 'τριγωνική'. Ακριβώς αυτή η διαδικασία υποστηρίζεται από το σύστηµα, καθώς κάθε φορά που µια µεταβλητή καθορίζεται, ένα καινούργιο ερώτηµα τίθεται, µε τις λίστες ιδιοτήτων να αναπροσαρµόζονται περιλαµβάνοντας µόνο τις κάθε φορά εµπλεκόµενες µεταβλητές. Ως αποτέλεσµα της όλης διαδικασίας, τα αντικείµενα που πληγούν τις καθορισµένες συνθήκες εισάγονται στον χάρτη. Υπάρχει όµως και η περίπτωση ο χρήστης να επιθυµεί να προσθέσει επιµέρους αντικείµενα - δηλαδή να επαναδιατυπώσει το ερώτηµα προσθέτοντας µια νέα συνθήκη-φράση. Για τον λόγο αυτό, πριν οποιαδήποτε εισαγωγή δεδοµένων στον χάρτη, ενεργοποιείται διαδικασία που ελέγχει αν υπάρχουν ήδη οπτικοποιηµένα αντικείµενα ιδίου τύπου στον τρισδιάστατο χάρτη. Εάν όντως αυτό ισχύει, το σύστηµα δίνει στον χρήστη δύο επιλογές. Είτε να προσθέσει τα υπό απεικόνιση αντικείµενα στα ήδη οπτικοποιηµένα, είτε τη διαγραφή των ήδη οπτικοποιηµένων και επικέντρωση µόνο στις καινούργιες επιλογές.

205 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 187 Τέλος, τα αντικείµενα που έχουν εισαχθεί στον χάρτη µπορούν µε απλό τρόπο να διαγραφούν. Αυτό επιτυγχάνεται µέσα από το µενού Remove Data όπου ο χρήστης καλείται να διευκρινίσει τον τύπο των αντικειµένων που επιθυµεί να διαγράψει. Κατηγοριοποίηση-Ταξινόµηση πληροφορίας (Classification) Η κατηγοριοποίηση και οπτική διάκριση της απεικονισµένης πληροφορίας πραγµατοποιείται µέσα από την ενεργοποίηση του µενού Classification. Τρεις γενικοί τύποι κατηγοριοποίησης προσφέρονται µε αναφορά στα θεµατικά, χρονικά και χωρικά των δεδοµένων και ενεργοποιούνται από τα αντίστοιχα υπό-µενού Thematic, Spatial, Temporal Classification. Στο πρώτο λοιπόν βήµα της διαδικασίας, ο χρήστης επιλέγει ανάµεσα στην θεµατική, χρονική ή χωρική κατηγοριοποίηση των δεδοµένων. Χωρική κατηγοριοποίηση µπορεί να εφαρµοστεί µόνο για τις ανασκαφικές ενότητες και τα ευρήµατα. Με την ενεργοποίησή αυτής της διαδικασίας, όλα τα οπτικοποιηµένα ανασκαφικά αντικείµενα κατηγοριοποιούνται µε βάση την απόστασή τους από συγκεκριµένο αντικείµενο αναφοράς. Ο χρήστης καλείται να προσδιορίσει ορισµένες απαραίτητες συνθήκες. Η πρώτη αφορά την επιλογή του σηµείου αναφοράς που µπορεί να είναι ένα εύρηµα ή µια ανασκαφική ενότητα. Ακολούθως ο χρήστης ορίζει τις τάξεις κατηγοριοποίησης επιλέγοντας ανάµεσα στα 10εκ, 20εκ, 30εκ, 50εκ και 1µ. Με βάση τις συντεταγµένες των ευρηµάτων και των σηµείων που ορίζουν τις ανασκαφικές ενότητες ενεργοποιείται φόρµουλα µε την οποία υπολογίζεται η απόσταση κάθε οπτικοποιηµένου αντικειµένου από το σηµείο αναφοράς. Για τις ανασκαφικές ενότητες υπολογίζεται η απόσταση κάθε σηµείου που την ορίζει από το σηµείο αναφοράς και επιλέγεται από το σύνολο των τιµών η τιµή µικρότερης απόστασης. Ουσιαστικά λοιπόν έχουµε να κάνουµε µε απλή µέτρηση αποστάσεων µεταξύ σηµείων στον τρισδιάστατο χώρο. Η απόσταση µεταξύ ενός σηµείου Α µε συντεταγµένες Ax,Ay,Az από ένα σηµείο Β µε συντεταγµένες Bx,By,Bz µπορεί να υπολογιστεί µε βάση το πυθαγόρειο θεώρηµα: Απόσταση (ΑΒ) = sqrt(dx dx*dx + dy*dy + dz*dz dz) όπου dx = Ax-Bx dy = Ay-By dz = Az-Bz Η συγκεκριµένη διαδικασία, ενσωµατώθηκε και µοντελοποιήθηκε καθώς, παραδόξως, αντίστοιχο εργαλείο µέτρησης αποστάσεων στις τρεις διαστάσεις δεν

206 188 συµπεριλαµβάνεται στα εργαλεία που προσφέρει η βασική πλατφόρµα του ArcGIS ή σε κάποια µέθοδο των αντικειµένων ArcObjects 49. Επιλέγοντας τη θεµατική κατηγοριοποίηση των αντικειµένων ο χρήστης καλείται να επιλέξει ανάµεσα στους διαθέσιµους τύπους ανασκαφικών αντικειµένων. Με κάθε τέτοια επιλογή η φόρµα αναπροσαρµόζεται παρουσιάζοντας τις θεµατικές ιδιότητες που καταγράφονται στη βάση δεδοµένων για τον κάθε τύπο ανασκαφικού αντικειµένου. Σε αντίθεση µε τα υπόλοιπα αντικείµενα, για τις ανασκαφικές ενότητες οι ιδιότητες αυτές διακρίνονται σε τρεις οµάδες που αποτελούν τα: χαρακτηριστικά επίχωσης, χαρακτηριστικά εγκλεισµάτων και ερµηνευτικά χαρακτηριστικά (που αναφέρονται στην ερµηνεία της ανασκαφικής ενότητας που έδωσε ο αρχαιολόγος κατά την ανασκαφή της στο πεδίο). Ίδια λογική ακολουθείται και κατά την χρονική κατηγοριοποίηση µε τη διαφορά ότι ο χρήστης εδώ δεν απαιτείται να προσδιορίσει τον τύπο του προς κατηγοριοποίηση ανασκαφικού αντικειµένου. Αυτό συµβαίνει επειδή οι ίδιες χρονικές ιδιότητες καταγράφονται στη βάση δεδοµένων για όλους σχεδόν τους τύπους ανασκαφικών αντικειµένων (µε εξαίρεση τα σχέδια). Ο χρήστης εποµένως εδώ περιορίζεται στον προσδιορισµό της επιθυµητής χρονικής ιδιότητας µε βάση την οποία θα επιχειρηθεί η κατηγοριοποίηση. Όπως αναφέρθηκε ( 5.2.2) εντοπίζονται πέντε διαφορετικοί τύποι χρόνου που διέπουν µια αρχαιολογική ανασκαφή και παραπέµπουν σε πέντε διαφορετικές χρονικές ιδιότητες του ανασκαφικού υλικού. Παρ όλα αυτά, οι απόλυτες χρονολογήσεις του ανασκαφικού υλικού είναι ελάχιστες καθιστώντας µη χρήσιµη κάποια πιθανή κατηγοριοποίηση του υλικού µε βάση τις απόλυτες τιµές χρόνου. Επίσης, µια κατηγοριοποίηση µε άξονα τον πραγµατικό χρόνο δεν έχει ουσιαστική αναλυτική αξία παρά µόνο κατά τα στάδια διεξαγωγής της ανασκαφής για την παρακολούθηση της ανασκαφικής διαδικασίας. Για τους λόγους αυτούς, µόνο τρεις από τους πέντε τύπους χρόνου εµπεριέχονται στο εν λόγω εργαλείο κατηγοριοποίησης, ο αρχαιολογικός, ο στρωµατογραφικός χρόνος και ο οικιστικός χρόνος. Ο αρχαιολογικός χρόνος υποδιαιρείται σε δύο υπο-κατηγορίες την περίοδο (period) και υπο-περίοδο (sub-period), µε την περίοδο να αναφέρεται στις ευρύτερες χρονικές περιόδους-εποχές (Νεολιθική εποχή, κλασσική εποχή, εποχή σιδήρου κτλ) και την υποπερίοδο να συνιστά τις χρονικές υποδιαιρέσεις της κάθε περιόδου (Αρχαιότερη Νεολιθική, Μέση Νεολιθική, Νεότερη Νεολιθική κτλ). Ο χρήστης λοιπόν καλείται τελικά να επιλέξει ανάµεσα σε τέσσερις χρονικές 49 Ειδικότερα, διαπιστώθηκε πως το εργαλείο µέτρησης απόστασης που προσφέρεται στο ειδικό περιβάλλον τρισδιάστατης οπτικοποίησης ArcScene, υπολογίζει λανθασµένα την απόσταση µεταξύ των αντικειµένων προβάλλοντάς τα στις δύο χωρικές διαστάσεις.

207 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 189 κατηγορίες, την περίοδο (period time), την υπό-περίοδο (sub-period time) την φάση (Phase) και τις στρωµατογραφικές σχέσεις (stratigraphic time). Ως αποτέλεσµα κάθε τύπου κατηγοριοποίησης (θεµατική, χρονική, χωρική), τα αντικείµενα διακρίνονται οπτικά στον τρισδιάστο και διδιάστατο χάρτη µέσα από την εφαρµογή κατάλληλων κατά περίπτωση οπτικών µεταβλητών. Οι πρακτικές αυτές συµβολισµού που ακολουθούνται, µε στόχο την οπτική διακριτότητα µεταξύ των διαφόρων κατηγοριών που προκύπτουν, έχουν περιγραφτεί αναλυτικά στο κεφάλαιο 9. Το σύστηµα προσφέρει µια ακόµα δυνατότητα χρονικής κατηγοριοποίησης του υλικού που συνδυάζεται µε τη διαγραµµατική απόδοση των ανασκαφικών αντικειµένων, µέσα από την ενεργοποίηση του εργαλείου Χρονικού γραφήµατος Temporal Graph. Με την εφαρµογή του χρονικού γραφήµατος, ο αρχαιολόγος µπορεί να αποκοµίσει µια γενική εικόνα χρονολόγησης του ανασκαφικού υλικού. Ενηµερώνεται για το πότε το κάθε αντικείµενο ανακαλύφθηκε, ποια χρονολόγηση έχει λάβει και πόσο σίγουροι είναι οι αρχαιολόγοι για τη χρονολόγηση αυτή. Το γράφηµα δεν λειτουργεί αποµονωµένο από το υπόλοιπο περιβάλλον καθώς επικοινωνεί δυναµικά τόσο µε τις φόρµες επισκόπησης ιδιοτήτων όσο και µε το τρισδιάστατο και διδιάστατο χαρτογραφικό πλαίσιο. Πιο συγκεκριµένα, τα χρονολογηµένα ανασκαφικά αντικείµενα αντιπροσωπεύονται από πλαίσια κουµπιά στο εσωτερικό του διδιάστατου γραφήµατος, όπου ο άξονας x εκφράζει χρονικές τιµές «αρχαιολογικού χρόνου» (period και sub-period time), ενώ ο άξονας y χρονικές τιµές «πραγµατικού χρόνου» (αναλυτική περιγραφή στο κεφάλαιο 11). Τα αντικείµενα συµβολίζονται στον τρισδιάστατο χάρτη κατηγοριοποιηµένα όχι µε βάση τις µεταβλητές χρόνου, αλλά µε βάση το βαθµό βεβαιότητας της χρονολόγησης (chronology confidence). Ο χρήστης µπορεί να επιλέξει κάποιο ανασκαφικό αντικείµενο πατώντας πάνω στο αντίστοιχο πλαίσιο-κουµπί µέσα στο γράφηµα. Με τον τρόπο αυτό, ενεργοποιούνται όλες οι αλληλοσυνδεόµενες φόρµες επισκόπησης ιδιοτήτων, ενώ το επιλεγµένο αντικείµενο τονίζεται και αναδεικνύεται στον τρισδιάστατο και διδιάστατο χαρτογραφικό πλαίσιο. Μια άλλη δυνατότητα που το γράφηµα προσφέρει είναι αυτή της επιλογής οµάδας αντικειµένων που εµπίπτουν σε ένα προσδιορισµένο χρονικό διάστηµα. Το χρονικό αυτό διάστηµα ορίζεται από δύο χρονικές µπάρες στο κάτω µέρος του γραφήµατος που αντιπροσωπεύουν την αρχική και τελική χρονική τιµή. Όλα τα αντικείµενα που χρονολογούνται σε αυτό το χρονικό διάστηµα επιλέγονται, τονίζονται και αναδεικνύονται στο τρισδιάστατο και διδιάστατο χαρτογραφικό πλαίσιο. Υποβολή Ερωτηµάτων Όπως ήδη είδαµε, ο χρήστης υποβάλλει διαρκώς ερωτήµατα στην ανασκαφική πληροφορία είτε στο επίπεδο της οπτικοποίησης-εισαγωγής, είτε σε

208 190 αυτό της κατηγοριοποίησης ή της αναγνώρισης-επιλογής στον χάρτη. Τα συγκεκριµένα εργαλεία που περιγράφονται εδώ έχουν απλά διαφορετικό αποτέλεσµα καθώς τα αντικείµενα που εµπίπτουν στις συνθήκες των ερωτηµάτων τελικά επιλέγονται-αναδεικνύονται στο τρισδιάστατο χαρτογραφικό περιβάλλον και παρουσιάζονται συγκεντρωµένα σε ειδικές λίστες. Και πάλι εδώ η διατύπωση του ερωτήµατος έχει να κάνει τόσο µε τον τύπο του αντικειµένου όσο και µε τα θεµατικά, χρονικά και χωρικά χαρακτηριστικά του. Οι συνθήκες που διατυπώνονται µε άξονα τα θεµατικά και χρονικά χαρακτηριστικά διευκρινίζονται από τον αρχαιολόγο µέσα από την επιλογή των επιθυµητών µεταβλητών ανά κατηγορία ιδιότητας, µε παρόµοιο τρόπο µε αυτόν που περιγράφτηκε στην περίπτωση της θεµατικής και χρονικής κατηγοριοποίησης. Στην περίπτωση των χωρικών ερωτηµάτων, ο χρήστης και πάλι καλείται να προσδιορίσει ένα σηµείο αναφοράς µε βάση το οποίο θα γίνουν όλοι οι υπολογισµοί και να δηλώσει µια τιµή απόστασης (π.χ 2µ). Τα αντικείµενα που βρίσκονται σε απόσταση µικρότερη από αυτή που ορίστηκε, τελικά επιλέγονται, αναδεικνύονται και καταγράφονται στη σχετική λίστα. Στρωµατογραφική ανάλυση Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε έτσι ώστε το περιβάλλον να προσφέρει ένα ικανοποιητικό εύρος εργαλείων που να διευκολύνει την στρωµατογραφική ανάλυση. Τα εργαλεία αυτά ενεργοποιούνται στο περιβάλλον από το µενού Στρωµατογραφηκή Ανάλυση - Stratigraphic Alnalysis, όπου ο χρήστης µπορεί να επιλέξει ανάµεσα σε έξι εξειδικευµένα εργαλεία που αποτελούν τα: Show Actual Stratigraphy, Excavation Unit Section, Create Layer, Create Group Layer, Update Layer Update Group Layer (αναλυτική περιγραφή στο κεφάλαιο 11). Με το εργαλείο Show Actual Stratigraphy, καθίσταται δυνατή η οπτικοποίηση στον τρισδιάστατο χάρτη των στρωµατογραφιών όπως αυτές σκιαγραφούνται στις παρειές των σκαµµάτων. Για την απεικόνισή τους, ο χρήστης απαιτείται να προσδιορίσει το σκάµµα και (προαιρετικά) την πλευρά του σκάµµατος (Νότια, Βόρεια, Ανατολική ή υτική). Η επιλογή του σκάµµατος γίνεται και πάλι (όπως πριν) µέσα από το ειδικά διαµορφωµένο γραφικό πλαίσιο απόδοσης της θέσης των σκαµµάτων στη συνολική ανασκαφική επιφάνεια. Οι στρωµατογραφίες-παρειές που απεικονίζονται στο τρισδιάστατο χαρτογραφικό περιβάλλον αποδίδονται µε ένα βαθµό διαφάνειας της τάξης του 40%, επιτρέποντας την αντιπαραβολή τους µε τις ανασκαφικές ενότητες που µε τον τρόπο αυτό µπορούν εύκολα να διακριθούν στο εσωτερικό των σκαµµάτων. Η απεικόνιση των πασοδιαγραµµάτων υποστηρίζεται από το εργαλείο Excavation Unit Section. Ο χρήστης εδώ έχει δύο επιλογές. Στην πρώτη επιλογή, ο αρχαιολόγος µπορεί να απεικονίσει κάποια από τα ήδη κατασκευασµένα

209 Το Χαρτογραφικό Περιβάλλον Επικοινωνίας 191 πασοδιαγράµµατα (βλ ) προσδιορίζοντας µόνο το σκάµµα. Ως αποτέλεσµα, τέσσερα πασοδιαγράµµατα απεικονίζονται στον χάρτη παράλληλα µε τις τέσσερις πλευρές-παρειές του σκάµµατος. Η δεύτερη επιλογή συνίσταται στην κατασκευή νέων πασοδιαγραµµάτων σε όποιο σηµείο ο αρχαιολόγος επιθυµεί. Ο χρήστης εδώ καλείται να δηλώσει δύο σηµεία (συντεταγµένες x, y και z) µε τα οποία ορίζεται το κατακόρυφο επίπεδο 50 στο οποίο θα προβληθούν οι τοµές των ανασκαφικών ενοτήτων. Ακολούθως ενεργοποιείται η αντίστοιχη ρουτίνα προγραµµατισµού κατασκευής πασοδιαγραµµάτων και το νέο πασοδιάγραµµα απεικονίζεται στον χάρτη. Η κατασκευή νέων στρωµατογραφικών ενοτήτων αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα αποτελέσµατα της ερµηνευτικής διαδικασίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι νέες στρωµατογραφικές οντότητες (στρώµατα και στρωµατογραφικές οµάδες) συγκροτούνται µέσα από την οµαδοποίηση ενός αριθµού µικρότερων στρωµατογραφικών οντοτήτων (ανασκαφικές ενότητες και στρώµατα αντίστοιχα) µε οµοιογενή χαρακτηριστικά. Η διαδικασία πραγµατοποιείται µέσα από την ενεργοποίηση των εργαλείων Create Layer και Create Group Layer και έχουν ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία νέων «Στρωµάτων» και «Στρωµατογραφικών Οµάδων» αντίστοιχα. Η κατασκευή των νέων στρωµατογραφικών οντοτήτων υλοποιείται σε τέσσερα διαδοχικά στάδια. Στο πρώτο στάδιο ο αρχαιολόγος καλείται να προσδιορίσει τα επιµέρους αντικείµενα που θα οµαδοποιηθούν, επιλέγοντάς τα από ειδική λίστα. Στη λίστα αυτή εµφανίζονται όλα τα οπτικοποιηµένα στον τρισδιάστατο χάρτη στρωµατογραφικά αντικείµενα. Στο δεύτερο στάδιο, το νέο αντικείµενο παίρνει ένα χαρακτηριστικό όνοµα µε το οποίο ο αρχαιολόγος θα µπορεί στη συνέχεια να το αναγνωρίζει και να το ανακαλεί. Στο τρίτο στάδιο, ο αρχαιολόγος καλείται να διευκρινίσει τις ιδιότητες του νέου αντικειµένου. Οι ιδιότητες επιλέγονται από ειδικές σύνθετες λίστες (dropdownlists), όπου εµφανίζονται όλες οι πιθανές, ανά χαρακτηριστικό, µεταβλητές. Καθώς όµως οι ιδιότητες του νέου αντικειµένου θεωρητικά προκύπτουν από τις αντίστοιχες ιδιότητες που εµφανίζουν τα επιµέρους χωρικά αντικείµενα που το συγκροτούν, ένας µηχανισµός έχει προβλεφθεί διευκολύνοντας τον αρχαιολόγο σε αυτές του τις επιλογές. Με την ενεργοποίηση ειδικών checkboxes τοποθετηµένων δίπλα σε κάθε τύπο ιδιότητας, εµφανίζεται γράφηµα στο οποίο απεικονίζονται οι ποσοστιαίες διακυµάνσεις των µεταβλητών που εµφανίζει το σύνολο των επιµέρους του δοµικών αντικείµενων. Ουσιαστικά, µε την ανάγνωση του γραφήµατος ο αρχαιολόγος µπορεί εύκολα να αντιληφθεί ποια µεταβλητή είναι αυτή που εµφανίζεται περισσότερες φορές, δηλαδή που κυριαρχεί 50 Το τρίτο σηµείο που απαιτείται για τον ορισµό του επιπέδου ορίζεται αυτόµατα, εµφανίζοντας ίδιες συντεταγµένες x και y µε το πρώτο (από τον χρήστη) προσδιορισµένο σηµείο, αλλά διαφορετικό z

210 192 στα επιµέρους δοµικά στοιχεία. Στο τέταρτο και τελευταίο στάδιο, ο αρχαιολόγος καλείται να προσδιορίσει τις στρωµατογραφικές σχέσεις του νέου αντικειµένου σε σχέση µε τα άλλα στρωµατογραφικά αντικείµενα που έχουν κατασκευαστεί. Το νέο λοιπόν αντικείµενο µπορεί να αποτελεί το ανώτατο - επιφανειακό στρώµα (TOP), το κατώτατο στρώµα (Bottom), ή µπορεί να είναι ισόχρονο (=), προγενέστερό (<) ή µεταγενέστερο (>) σε σχέση µε άλλες καταχωρηµένες στρωµατογραφικές οντότητες. Όλες αυτές οι ιδιότητες και στρωµατογραφικές σχέσεις αποθηκεύονται στη βάση δεδοµένων. Το νέο στρωµατογραφικό αντικείµενο µπορεί στη συνέχεια να οπτικοποιηθει στον τρισδιάστατο χάρτη και ο αρχαιολόγος να ενηµερωθεί ανά πάσα στιγµή σχετικά µε τις ιδιότητες ή τα ιεραρχικά µε αυτό συσχετιζόµενα αντικείµενα µέσα από τις ειδικές φόρµες επισκόπησης ιδιοτήτων. Τα νέα στρωµατογραφικά αντικείµενα µπορούν ανά πάσα στιγµή να ενηµερωθούν σε περιπτώσεις που διαπιστωθούν λάθη και απαιτούνται αλλαγές - προσθήκες ή αφαιρέσεις - στα επιµέρους δοµικά τους αντικείµενα. Τέτοιου είδους αλλαγές µπορούν να πραγµατοποιηθούν µέσα από την ενεργοποίηση των εργαλείων Update Layer, και Update Group Layer. Εδώ ο αρχαιολόγος ερωτάται αρχικά από το σύστηµα εάν επιθυµεί να προσθέσει νέα επιµέρους χωρικά αντικείµενα ή να αφαιρέσει κάποιο από αυτά που ήδη συγκροτούν το στρώµα. Η όλη διαδικασία πραγµατοποιείται µε απλό τρόπο µέσα από λίστες όπου απεικονίζονται επιµέρους δοµικά-στρωµατογραφικά αντικείµενα και έχουν ως αποτέλεσµα την ενηµέρωσηδιόρθωση του τελικού στρωµατογραφικού αντικειµένου. Export - Εξαγωγή πληροφορίας από το περιβάλλον ύο είναι οι δυνατότητες εξαγωγής της απεικονισµένης και επεξεργασµένης πληροφορίας που προσφέρει το σύστηµα. Η πρώτη συνίσταται στην εξαγωγή εικόνας τύπου jpeg που αποθηκεύεται σε συγκεκριµένο φάκελο (όπου είναι αποθηκευµένη και η βάση δεδοµένων) µε το όνοµά της να συντίθεται από την ηµεροµηνία και την ώρα ενεργοποίησης της διαδικασίας (π.χ 18_09_ _03_16.jpg). Η δεύτερη δυνατότητα αποτελεί την εξαγωγή των απεικονισµένων αντικειµένων µε τη µορφή *.lyr, που αντιπροσωπεύει µια ιδιαίτερη µορφή αρχείων τύπου ESRI. Τα χωρικά δεδοµένα που αποθηκεύονται µε τη µορφή αυτή διατηρούν όλες τις πιθανές τροποποιήσεις στις οποίες έχουν υποβληθεί, επιτρέποντας την ανάκληση και οπτικοποίηση τους ανά πάσα στιγµή σε οποιαδήποτε πλατφόρµα ArcGIS της ESRI. Με τον τρόπο αυτό προσφέρεται η δυνατότητα πιο εµπεριστατωµένης ανάλυσης των δεδοµένων (από εξειδικευµένους χρήστες), µέσα από την αξιοποίηση όλων των εργαλείων χωρικής ανάλυσης που προσφέρει το κλασσικό περιβάλλον του ArcGIS.

211 ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Στο παράδειγµα εργασίας που ακολουθεί θα διερευνηθούν τα ανασκαφικά αντικείµενα που αποκαλύφτηκαν στα πλαίσια του σκάµµατος 9 της ανασκαφής των Παλιαµπέλων. Η ακόλουθη ανάλυση δεν επιχειρεί κατ ανάγκη να εξάγει αρχαιολογικά ερµηνευτικά συµπεράσµατα. Κάθε ερµηνευτική προσέγγιση επιβάλλεται να διεξάγεται από ειδικό αρχαιολόγο, καθώς µόνο σε αυτή την

212 194 περίπτωση µπορούν να συνδυαστούν αποτελεσµατικά οι πληροφορίες που είναι καταγεγραµµένες στη βάση δεδοµένων µε στοιχεία από διάφορα επιστηµονικά πεδία όπως εξειδικευµένες µελέτες ευρηµάτων - κεραµικής ή εκθέσεις µικροµορφολογικών αναλύσεων. Αντίθετα, για το ακόλουθο παράδειγµα τα µόνα επιπλέον στοιχεία που χρησιµοποιήθηκαν, εκτός από τις καταγεγραµµένες στη βάση δεδοµένων πληροφορίες, αποτελούν οι ανακεφαλαιωτικές εκθέσεις των επικεφαλής του σκάµµατος 9 για τα έτη 2001 έως Η ανασκαφή του σκάµµατος 9 πραγµατοποιήθηκε µε σκοπό να εντοπιστεί η συνέχεια του περιβόλου καθώς και της τάφρου, τα όρια των οποίων αποκαλύφτηκαν στα γειτονικά σκάµµατα 5 και 8. Σκοπός του παραδείγµατος εργασίας είναι εκτός φυσικά από την λεπτοµερή αναφορά σε θέµατα λειτουργικότητας του περιβάλλοντος, η διεξαγωγή στρωµατογραφικής ανάλυσης χρησιµοποιώντας εργαλεία του περιβάλλοντος και ο εντοπισµός της συνέχειας του στρώµατος του «γεµίσµατος» της τάφρου που αποκαλύφτηκε στα σκάµµατα 5 και 8. Από τα κείµενα ανακεφαλαίωσης προκύπτει ότι µετά την αφαίρεση του επιφανειακού στρώµατος (στρώµα 1), και του διαταραγµένου στρώµατος 2, εµφανίστηκε οµοιογενής επιφάνεια µε υψηλή περιεκτικότητα σε µικρού µεγέθους λίθους, ψαµµίτες, βότσαλα και µε υψηλή συγκέντρωση οστών. Η επιφάνεια αυτή, που θεωρήθηκε ότι καλύπτει το γέµισµα της τάφρου, αφαιρέθηκε από ένα σύνολο ανασκαφικών ενοτήτων που ονοµάστηκε στρώµα 3 από τον υπεύθυνο της τοµής. Το παράδειγµα εργασίας µπορεί λοιπόν να ξεκινήσει µε την Οπτικοποίηση/εισαγωγή στο τρισδιάστατο χαρτογραφικό περιβάλλον των ανασκαφικών ενοτήτων του (καταχωρηµένου από τον ανασκαφέα) στρώµατος 3, τη διερεύνηση των χαρακτηριστικών τους και την προσπάθεια εντοπισµού του στρώµατος επί της στρωµατογραφίας που αποτυπώνεται στην δυτική παρειά του σκάµµατος. I) Οπτικοποίηση ανασκαφικών ενοτήτων στρώµατος 3 Επιλέγεται το υπο-µενού Add Custom Data από το βασικό µενού Add/Remove Data και επιλέγονται ανασκαφικές ενότητες - Units.

213 Παράδειγµα εργασίας 195 Η φόρµα Add Custom Units εµφανίζεται. Από εδώ µπορεί να προσδιοριστεί το σκάµµα που οι προς οπτικοποίηση ανασκαφικές ενότητες ανήκουν, µέσα από την επιλογή της σύνθετης λίστα Trench. Με αυτή την επιλογή ενεργοποιείται η φόρµα Select a Trench. Από τη φόρµα αυτή, επιλέγεται το επιθυµητό σκάµµα, που αποτελεί στην προκειµένη περίπτωση το σκάµµα 9, θέτοντας χωρικό περιορισµό στο σύνολο των καταγεγραµµένων ανασκαφικών ενοτήτων. Οι σύνθετες λίστες της φόρµας Add Custom Units αναπροσαρµόζονται, εµφανίζοντας τιµές (για κάθε πεδίο ιδιότητας) που αντιστοιχούν µόνο στις ενότητες του σκάµµατος 9. Με αυτόν τον τρόπο, µπορεί να επιλέξει από τη σύνθετη λίστα Exc. Layer (Excavation Layer) την τιµή 903 που αντιστοιχεί στο στρώµα 3 του σκάµµατος.

214 196 Πατώντας το κουµπί Draw, τίθεται στη βάση δεδοµένων το ερώτηµα (σε ελεύθερη απόδοση): «Οπτικοποίηση των ανασκαφικών ενοτήτων που ανήκουν στο σκάµµα 9 και αποτελούν µέρος του καταγεγραµµένου από τους ανασκαφείς στρώµατος 3». Το ερώτηµα µεταφράζεται σε SQL και τίθεται στο FeatureClass της Γεωβάσης δεδοµένων όπου είναι αποθηκευµένες όλες οι µοντελοποιηµένες ανασκαφικές ενότητες, αποµονώνοντας µόνο αυτές που πληρούν τις παραπάνω συνθήκες. Οι ενότητες αυτές οπτικοποιούνται στη φόρµα τρισδιάστατης απόδοσης Map Viewer µε καφέ απόχρωση (RGB: 205, 170, 102), ενώ ταυτόχρονα ο βασικός κόµβος Units στο πλαίσιο ιαχείρισης Περιεχοµένων - Table Of Contents τσεκάρεται, ενηµερώνοντας ότι ο χάρτης αποτελείται από ανασκαφικές ενότητες. Επίσης, το Πλαίσιο Γενικής Επισκόπησης εστιάζει στο σκάµµα 9 αποδίδοντας στις δύο διαστάσεις την οπτικοποιηµένη πληροφορία. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων

215 Παράδειγµα εργασίας 197 II) Επισκόπηση ιδιοτήτων ανασκαφικών ενοτήτων στρώµατος 3 Ενεργοποιώντας την ετικέτα Screen Label καθίσταται δυνατή η ενηµέρωση σχετικά µε την ταυτότητα-όνοµα των οπτικοποιηµένων αντικειµένων. Εστιάζοντας µε τον κέρσορα του ποντικιού πάνω σε ένα αντικείµενο, η ταυτότητα του αντικειµένου εµφανίζεται στον χάρτη ταυτόχρονα µε τις συντεταγµένες (x,y,z) του σηµείου εστίασης του κέρσορα που εµφανίζονται στην αριστερή κάτω γωνία του χάρτη. Στην ακόλουθη ενότητα το σύστηµα ενηµερώνει πως η ενότητα στην οποία ο χρήστης εστιάζει είναι η Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Πατώντας δύο διαδοχικές φορές (αριστερό πλήκτρο του ποντικιού) πάνω στην ανασκαφική ενότητα 9015, η ενότητα επιλέγεται και αναδεικνύεται στο τρισδιάστατο και διδιάστατο χαρτογραφικό πλαίσιο, ενώ ενεργοποιούνται όλες οι φόρµες επισκόπησης Ιδιοτήτων. Στη φόρµα Related Objects διακρίνονται τέσσερα ευρήµατα που αποκαλύφτηκαν στα πλαίσια της ενότητας 9015, ενώ στη φόρµα Comments εµφανίζεται το κείµενο-περιγραφή που αποτυπώνει τις εντυπώσεις του ανασκαφέα στο πεδίο. Το όνοµα-ταυτότητα της ενότητας αναγράφεται στον τίτλο της φόρµας. Η φόρµα Images παραµένει κενή καθώς δεν βρέθηκε σχετική µε την ενότητα 9015 φωτογραφία στη βάση δεδοµένων.

216 198 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Τέλος, στη φόρµα Attribute Viewer ο χρήστης ενηµερώνεται για τα χωρικά, χρονικά χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά του χώµατος-επίχωσης και των εγκλεισµάτων της ανασκαφικής ενότητας 9015, επιλέγοντας διαδοχικά τις σχετικές καρτέλες Spatial, Temporal, Deposit, Inclusions. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Επαναλαµβάνοντας τη διαδικασία και για άλλες ανασκαφικές ενότητες, διαπιστώνεται πως το σύνολο σχεδόν των ανασκαφικών ενοτήτων του στρώµατος

217 Παράδειγµα εργασίας 199 εµφανίζουν οµοιογενή γενικά χαρακτηριστικά όπως η χαλαρή συνεκτικότητα και οι τιµές munsell του χώµατος που κυµαίνονται µεταξύ 10 YR 5/2 και 10 YR 5/3. III) Σύγκριση µε τη στρωµατογραφία στη δυτική παρειά Η οπτικοποίηση της δυτικής παρειάς γίνεται µέσα από την ενεργοποίηση του υπο-µενού Show Actual Stratigraphy από το βασικό µενού Stratigraphic Analysis. Η φόρµα Define Section εµφανίζεται και οι τιµές σκάµµα 9 (φόρµα Select a Trench) και υτiκά West επιλέγονται από τη σύνθετες λίστες Define Trench και Section Orientation αντίστοιχα. Επιλέγοντας ΟΚ, η δυτική παρειά µε τα αναγνωρισµένα ίχνη στρωµάτων εισάγεται στη φόρµα Map Viewer. Ταυτόχρονα εισάγεται και το προκατασκευασµένο πασοδιάγραµµα που αντιστοιχεί στην δυτική πλευρά του σκάµµατος. Τα ονόµατα της δυτικής παρειάς και δυτικού πασοδιαγράµµατος εµφανίζονται στη φόρµα Table Of Contents κάτω από τον βασικό κόµβο Section ενηµερώνοντας για την προσθήκη τους στον χάρτη. Αποεπιλέγοντας τους κόµβους που αντιστοιχούν στις ανασκαφικές ενότητες (Units) και το πασοδιάγραµµα (UnSect_T9_W), ο χρήστης παρατηρεί τη στρωµατογραφία στη δυτική παρειά. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Επιλέγοντας τον κόµβο που αντιστοιχεί στο πασοδιάγραµµα (UnSect_T9_W), αντιπαραβάλλεται η στρωµατογραφία της παρειάς µε το πασοδιάγραµµα.

218 200 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Από την οπτική αυτή αντιπαραβολή, διαπιστώνεται γενική αντιστοιχία µεταξύ των ανασκαφικών ενοτήτων µε κόκκινο χρώµα του πασοδιαγράµµατος, και του στρώµατος κάτω από το επιφανειακό όπως αποτυπώνεται στη δυτικά παρειά του σκάµµατος. Ενεργοποιώντας το Screen Label, ο χρήστης ενηµερώνεται ότι τα ίχνη ανασκαφικών ενοτήτων που αποτυπώνονται στο πασοιδιάγραµµα µε κόκκινο χρώµα, αντιπροσωπεύουν το στρώµα 3 όπως καταγράφηκε από τους ανασκαφείς στο πεδίο. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων

219 Παράδειγµα εργασίας 201 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Σύµφωνα µε τα ηµερολόγια της ανασκαφής, µετά την αφαίρεση του στρώµατος 3 (των ανασκαφικών του ενοτήτων δηλαδή), τα χαρακτηριστικά του χώµατος αρχίζουν να διαφοροποιούνται. Σε αυτό συνηγορεί η επισκόπηση του κειµένου της ενότητας 9038 (από τις τελευταίες που καταχωρήθηκαν στο στρώµα 3) όπου στον πυθµένα της το χώµα χαρακτηρίζεται εξαιρετικά µαλακό και θεωρείται ότι από εκεί ξεκινάει το γέµισµα της τάφρου. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων

220 202 Το παράδειγµα εργασίας συνεχίζει µε την επέκταση της στρωµατογραφικής ανάλυσης για τον εντοπισµό του ευρύτερου στρώµατος ««γεµίσµατος» της τάφρου». Η διαδικασία εκτελείται µε µια σειρά από επιµέρους βήµατα που περιγράφονται αναλυτικά στη συνέχεια. IV) Οπτικοποίηση σχετικού σχεδίου και φωτοµωσαϊκού Μια κατάσταση της επιφάνειας του σκάµµατος πριν αποκαλυφτούν τα όρια της τάφρου αποτυπώνεται στο σχέδιο 911. Για την οπτικοποίηση του σχεδίου, επιλέγεται το υπο-µενού Add Custom Data από το βασικό µενού Add/Remove Data και επιλέγονται τα σχέδια Plans. Η φόρµα Add Custom Plans εµφανίζεται. Ο χρήστης προσδιορίζει το σκάµµα από τη σύνθετη λίστα Trench και τη φόρµα Select a Trench. Οι σύνθετες λίστες της φόρµας Add Custom Plans αναπροσαρµόζονται εµφανίζοντας µόνο τις τιµές που αντιστοιχούν στο σκάµµα 9.

221 Παράδειγµα εργασίας 203 Έτσι από τη σύνθετη λίστα Plan Number ο χρήστης επιλέγει το 911 και πατάει στο κουµπί Draw. Μαζί µε τα στοιχεία του γραµµικού σχεδίου, απεικονίζεται στον τρισδιάστατο χάρτη και το αντίστοιχο γεω-αναφερµένο φωτοµωσαϊκό. Στη φόρµα Table of Contents τσεκάρονται αυτόµατα οι κόµβοι που αντιστοιχούν στα σχέδια (Plans) και τα φωτοµωσαϊκά (Plan Photos). Γενικές πληροφορίες για το σχέδιο µπορούν να ανακτηθούν από τη φόρµα Attribute Viewer επιλέγοντας την καρτέλα Plans. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Η κατηγοριοποίηση των γραµµικών στοιχείων του σχεδίου µπορεί να επιτευχθεί µέσα από το µενού Clasification και το υπο-µενού Thematic Classification. Από τη φόρµα που ενεργοποιείται επιλέγεται η κατηγορία των σχεδίων-plans, ενώ ως αντικείµενο της κατηγοριοποίησης επιλέγεται το υλικό- Material.

222 204 Τα γραµµικά στοιχεία του σχεδίου κατηγοριοποιούνται µε βάση τις κατηγορίες: stone (πέτρες), Bone (οστά), Pottery (κεραµική), Pit (λάκκοι), Bedrock (φυσικός βράχος), Breacklines (χαρακτηριστικές γραµµές) και Burrow (λαγούµια). Κάθε κατηγορία αντιπροσωπεύεται µε χαρακτηριστικό χρώµα και το σύνολο των κατηγοριών εισάγονται στη φόρµα Table of Contents ως υπο-κόµβοι κάτω από τον βασικό κόµβο σχεδίων Plans, από όπου µπορούν να διαχειριστούν αυτόνοµα. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Για παράδειγµα, µε επιλεγµένο µόνο τον υπο-κόµβο stones, εµφανίζονται στον τρισδιάστατο χάρτη µόνο τα γραµµικά στοιχεία του σχεδίου που αντιπροσωπεύουν πέτρες.

223 Παράδειγµα εργασίας 205 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων V) Εντοπισµός στρωµάτων που αντιστοιχούν στο γέµισµα της τάφρου Συγκρίνοντας και πάλι τη στρωµατογραφία µε το πασσοδιάγραµµα της δυτικής πλευράς του σκάµµατος, παρατηρείται ότι τα δύο στρώµατα της στρωµατογραφίας, κάτω από το στρώµα που πριν εντοπίστηκε (και ταυτίζεται µε το στρώµα 3 του ανασκαφέα), αντιστοιχούν µε τρεις οµάδες στρωµατογραφικών ενοτήτων που τα ίχνη τους εµφανίζονται στο πασοδιάγραµµα µε χρώµατα γαλάζιο, ροζ και πράσινο. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων

224 206 Με την ενεργοποίηση της ετικέτας Screen Label, διαπιστώνεται ότι οι τρεις αυτές οµάδες ανασκαφικών ενοτήτων αντιστοιχούν στα στρώµατα 8 (γαλάζιο), 22 (ροζ) και 7 (πράσινο) σύµφωνα µε τον ανασκαφέα στο πεδίο. Πατώντας δύο φορές (µε το αριστερό πλήκτρο του ποντικιού) πάνω στα ίχνη της τελευταίας ανασκαφικής ενότητας του στρώµατος 7 (πράσινο) του πασοδιαγράµµατος, οι ιδιότητες της ενότητας (9136) εµφανίζονται στις φόρµες επισκόπησης ιδιοτήτων. Από τις φόρµες αυτές ενηµερωνόµαστε ότι το στρώµα 7 αντιπροσωπεύει έναν λάκκο και κατ επέκταση αποτελεί ένα ξεχωριστό στρώµα. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Εισάγοντας-οπτικοποιώντας τις ανασκαφικές ενότητες των δύο στρωµάτων (8 και 22) και κάνοντας µια γενική επισκόπηση των ιδιοτήτων τους, παρατηρείται µια γενικότερη οµοιογένεια στα χαρακτηριστικά επίχωσης των ανασκαφικών τους ενοτήτων. Πιο συγκεκριµένα οι ανασκαφικές ενότητες αυτών των στρωµάτων συνιστούν επιχώσεις που εµφανίζουν κυρίως αδύνατη συνεκτικότητα χώµατος, τιµές Munsell κυρίως 10 YR 4/2 και 10 YR 4/3, συµπαγής διαστρωµάτωση και υφή Sandy Clay Loam. Τα στρώµατα 8 και 22 αντιστοιχίστηκαν µε το ευρύτερο στρώµα του ««γεµίσµατος» της τάφρου» µετά από την οπτική αντιπαραβολή τους µε τη στρωµατογραφία στην δυτική παρειά. Παρόλα αυτά, είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν και άλλες ενότητες στο εσωτερικό του σκάµµατος που να αποτελούν επίσης τµήµα του «γεµίσµατος» της τάφρου, µόνο που αυτές οι ενότητες δεν µπορούν να αναγνωριστούν µέσα από την αντιπαραβολή µε τη στρωµατογραφία καθώς βρίσκονται µακριά από τις πλευρές του σκάµµατος. Σε κάθε περίπτωση, µια οποιαδήποτε ενότητα που ανήκει στο ευρύτερο στρώµα του «γεµίσµατος» της

225 Παράδειγµα εργασίας 207 τάφρου θα εµφανίζει γενικά οµοιογενή χαρακτηριστικά µε αυτά που εντοπίστηκαν για τις ενότητες των στρωµάτων 8 και 22. VI) Οπτικοποίηση των ανασκαφικών ενοτήτων µε κοινά χαρακτηριστικά µε τις ενότητες των στρωµάτων 8 και 22 Από το µενού Add Custom Data και τη φόρµα Custom Units, προσδιορίζονται οι συνθήκες που πρέπει να πληρούν οι προς οπτικοποίηση ανασκαφικές ενότητες. Με βάση τα χαρακτηριστικά των ενοτήτων των στρωµάτων 8 και 22 οι συνθήκες αυτές διαµορφώνονται ως εξής: Bedding: συµπαγής, Consistency: αδύνατο, Texture: sandy clay loam, Munsell: 4/2 και 4/3. Οι ενότητες µε αυτά τα χαρακτηριστικά εισάγονται στον τρισδιάστατο χάρτη. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Οι ενότητες που οπτικοποιήθηκαν, µπορούν να κατηγοριοποιηθούν µε βάση το στρώµα στο οποίο έχουν καταχωρηθεί από τους ανασκαφείς στο πεδίο. Για τον

226 208 σκοπό αυτό, ενεργοποιείται το υπο-µενού Thematic Classification από το βασικό µενού Classification tools. Η φόρµα Symbolise Data εµφανίζεται και επιλέγεται η κατηγορία ανασκαφικών αντικειµένων ανασκαφικές ενότητες-units. Η φόρµα αναπροσαρµόζεται καλώντας τον χρήστη να διευκρινίσει τις συνθήκες κατηγοριοποίησης των ανασκαφικών ενοτήτων. Από τη σύνθετη λίστα επιλέγουµε ως πεδίο κατηγοριοποίησης τα επιµέρους αναγνωρισµένα από τους ανασκαφείς στρώµατα-layers. Πατώντας το κουµπί ΟΚ, οι ανασκαφικές ενότητες κατηγοριοποιούνται και διαχωρίζονται χρωµατικά στον τρισδιάστατο χάρτη. Οι επιµέρους κατηγορίες (ανασκαφικά στρώµατα), εισάγονται στη φόρµα Table Of Contents ως υπο-κόµβοι κάτω από τον βασικό κόµβο Units. Παρατηρείται ότι έχουν οπτικοποιηθεί ορισµένες πάσες από τα επιφανειακά ανασκαφικά στρώµατα 1 και 2. Επίσης διαπιστώνονται ορισµένες ενότητες από τα ανασκαφικά στρώµατα 13,14 και 17 που βρίσκονται εκτός της γενικότερης περιοχής µελέτης-«γεµίσµατος» τάφρου. Αποεπιλέγοντας τις κατηγορίες αυτές στρωµάτων, οπτικοποιούνται µόνο οι πιο κοντινές στην περιοχή της τάφρου και άρα πιο πιθανές να εντάσσονται στο ευρύτερο στρώµα «γεµίσµατος» της τάφρου ανασκαφικές ενότητες.

227 Παράδειγµα εργασίας 209 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Περιστρέφοντας τα απεικονισµένα αντικείµενα παρατηρείται κενό πάνω από την ανασκαφική ενότητα Εξετάζοντας τα χωρικά της χαρακτηριστικά από τη φόρµα Attribute Viewer, διευκρινίζεται ότι η 9176 είναι κάτω (πεδίο Below) από την ανασκαφική ενότητα 9173.

228 210 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Επιλέγοντας την τιµή 9173 στο πεδίο Below, η ενότητα 9173 τοποθετείται στο επίκεντρο της επισκόπησης ιδιοτήτων. Παρατηρώντας και πάλι τα χωρικά της χαρακτηριστικά διαπιστώνεται ότι ανήκει στο στρώµα που οι ανασκαφείς στο πεδίο ονόµασαν 23.

229 Παράδειγµα εργασίας 211 Από το µενού Add Custom Data, προστίθενται στις ήδη οπτικοποιηµένες οι ενότητες που έχουν καταχωρηθεί στο στρώµα 23. Με τον τρόπο αυτό έχουµε καταλήξει ότι το γέµισµα της τάφρου αποτελείται από τα ανασκαφικά στρώµατα 8, 19, 22, 23, 24, 25, 26 και 27, που εµφανίζουν οµοιογενή χαρακτηριστικά επιχώσεων. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων VII) ) Χρονική Κατηγοριοποίηση οπτικοποιηµένων ενοτήτων Ένας βασικός τρόπος χρονολόγησης των ανασκαφικών ενοτήτων είναι µέσα από τη χρονολόγηση της κεραµικής που αποκαλύφθηκε στο πλαίσιό τους. Η χρονική κατηγοριοποίηση ανασκαφικών ενοτήτων πραγµατοποιείται από το υπο- µενού Temporal Classification του βασικού µενού Classification. Στην φόρµα που εµφανίζεται επιλέγεται η χρονική κατηγορία Sub-Period Time που αποτελεί ουσιαστικά την κατάτµηση του αρχαιολογικού χρόνου (Νεολιθική εποχή στην περίπτωσή µας) σε υποπεριόδους (Αρχαιότερη Νεολιθική, Μέση Νεολιθική και Νεότερη Νεολιθική). Το αποτέλεσµα της χρονική οπτικοποίησης εµφανίζεται στην ακόλουθη εικόνα.

230 212 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Επιχειρώντας µια γενική επισκόπηση, διαπιστώνεται κυριαρχία χρονολογηµένων (µε βάση την κεραµική) ανασκαφικών ενοτήτων Μέσης Νεολιθικής (πράσινο). Ελάχιστες ανασκαφικές ενότητες χρονολογούνται στην Νεότερη Νεολιθική (µπλε), ενώ για αρκετές δεν έχει επιχειρηθεί χρονολόγηση (µαύρο). Εναλλακτικός τρόπος χρονικής κατηγοριοποίησης προσφέρεται από το υπο- µενού Temporal Graph κάτω από το βασικό µενού Classification. Οι ανασκαφικές ενότητες εδώ αντιπροσωπεύονται από κουµπιά σε γράφηµα που δίνει πληροφορίες τόσο για τη χρονολόγησή τους (Αρχαιολογικός χρόνος), όσο και για την ηµεροµηνία ανασκαφής τους (Ανασκαφικός χρόνος).

231 Παράδειγµα εργασίας 213 Οι ανασκαφικές ενότητες στον τρισδιάστατο χάρτη (βλ. επόµενη εικόνα) κατηγοριοποιούνται και χρωµατίζονται µε βάση την κατηγορία υπο-περιόδου στην οποία εντάσσονται. Στην ακόλουθη εικόνα οι ενότητες µε χρώµα αντιπροσωπεύουν ανασκαφικές ενότητες της Μέσης Νεολιθικής περιόδου ενώ οι αντίστοιχες µε χρώµα αντιπροσωπεύουν χρονολογιµένες ανασκαφικές ενότητες της Ύστερης Νεολιθικής περιόδου. Οι ενότητες που εµφανίζονται µε λευκό χρώµα είναι αυτές για τις οποίες δεν έχει επιχειρηθεί χρονολόγηση. Αντίθετα, στην προηγούµενη εικόνα, παρατηρούµε πως τα κουµπιά που αντιπροσωπεύουν τις ανασκαφικές ενότητες στο γράφηµα, εµφανίζονται µε τρείς διαφορετικές υφές. Κάθε υφή υποδηλώνει µια σχετική µε τη χρονολόγιση ιδιότητα, τον: βαθµό βεβαιότητας της χρονολόγησης (chronology confidence). Έτσι, η υφή υποδηλώνει χαµηλό βαθµό βεβαιότητας, ενώ οι υφές και, µεσαίο και υψηλό βαθµό βεβαιότητας χρονολόγησης αντίστοιχα.

232 214 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Από το γράφηµα ο χρήστης µπορεί να επιλέξει µια µεµονωµένη ανασκαφική ενότητα πατώντας το κουµπί στο γράφηµα που αναγράφει το όνοµά της. Ως αποτέλεσµα, η συγκεκριµένη ανασκαφική ενότητα επιλέγεται και αναδεικνύεται στον τρισδιάστατο και διδιάστατο χάρτη και όλες οι φόρµες επισκόπησης ιδιοτήτων ενεργοποιούνται εµφανίζοντας τα διάφορα χαρακτηριστικά της. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων

233 Παράδειγµα εργασίας 215 Από το γράφηµα επίσης είναι δυνατή η επιλογή οµάδας ανασκαφικών ενοτήτων µέσα από τον προσδιορισµό χρονικού διαστήµατος που πραγµατοποιείται από τις δύο µπάρες στο κάτω µέρος του γραφήµατος. Και πάλι ως αποτέλεσµα οι ενότητες που εµπίπτουν στο διαµορφωµένο χρονικό διάστηµα επιλέγονται και αναδεικνύονται στον τρισδιάστατο και διδιάστατο χάρτη. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων VIII) ) Συγκρότηση του ευρύτερου ρου στρώµατος «γεµίσµατος» της τάφρου Από τη µέχρι τώρα διερεύνηση των χαρακτηριστικών των ανασκαφικών ενοτήτων, των εγκλεισµάτων τους, της στρωµατογραφίας και των περιγραφικών σηµειώσεων των ανασκαφέων, διακρίνονται ορισµένα οµοιογενή γενικά χαρακτηριστικά που τα στρώµατα 8, 9, 22, 23, 24, 25, 26 και 27, παρουσιάζουν. Τα στρώµατα αυτά θεωρείται ότι ταυτίζονται µε το γέµισµα της τάφρου και εποµένως συγκροτούν µια ενιαία στρωµατογραφική ενότητα.

234 216 Η ενοποίηση ανασκαφικών ενοτήτων και η συγκρότηση νέων ευρύτερων στρωµατογραφικών ενοτήτων πραγµατοποιείται από το εργαλείο Create Layer που ενεργοποιείται από το βασικό µενού Stratigraphic Analysis. Στην φόρµα που εµφανίζεται, ο χρήστης καλείται να επιλέξει τις ανασκαφικές ενότητες µε τις οποίες θα συγκροτηθεί το νέο στρώµα. Στην περίπτωσή µας επιλέγονται όλες οι οπτικοποιηµένες ενότητες. Στη συνέχεια δίνεται όνοµα στο νέο στρώµα. Στο επόµενο στάδιο, ο χρήστης καλείται να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά του νέου στρώµατος. Στη φόρµα εµφανίζονται τα πεδία που µπορούν να οριστούν και κάθε πεδίο συνοδεύεται από checkbox. Με την επιλογή ενός τέτοιου checkbox, εµφανίζεται σε γράφηµα η διακύµανση των τιµών που οι επιλεγµένες ανασκαφικές ενότητες εµφανίζουν για τη συγκεκριµένη ιδιότητα. Στην παρακάτω εικόνα, το γράφηµα ενηµερώνει ότι το 60% των ενοτήτων που θα συγκροτήσουν το νέο στρώµα, εµφανίζουν αδύνατη συνεκτικότητα χώµατος. Άρα η συγκεκριµένη τιµή είναι η πιο κατάλληλη για να χαρακτηρίσει το νέο στρώµα.

235 Παράδειγµα εργασίας 217 Το γράφηµα είναι δυναµικό καθώς µε επιλογή µιας κατηγορίας ή µπάρας από το γράφηµα, οι ανασκαφικές ενότητες που εµπίπτουν σε αυτή την κατηγορία επιλέγονται και αναδεικνύονται στον τρισδιάστατο χάρτη. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Με τον τρόπο αυτό συµπληρώνονται όλα τα επιµέρους πεδία.

236 218 Επιλέγοντας το κουµπί ΟΚ, το νέο στρώµα µε τα προσδιορισµένα χαρακτηριστικά του δηµιουργείται και αποθηκεύεται στη βάση δεδοµένων. Το νέο στρώµα µπορεί να οπτικοποιηθεί στο περιβάλλον και πάλι από το υπο-µενού Add Custom Data (του βασικό µενού Add/Remove Data) όπου επιλέγονται στρώµατα - Layers. Από τη σύνθετη λίστα Choose Layer επιλέγεται το Ditch_Fill (όνοµα του νέου στρώµατος που δηµιουργήθηκε προηγουµένως) και επιλέγοντας Draw, το στρώµα που αντιπροσωπεύει το γέµισµα της τάφρου οπτικοποιείται στον τρισδιάστατο και διδιάστατο χάρτη. Το όνοµα του στρώµατος εισάγεται στη φόρµα Table of Contents σαν υπο-κόµβος κάτω από τον βασικό κόµβο Layers, ενώ τα χαρακτηριστικά του στρώµατος εµφανίζονται στις φόρµες επισκόπησης ιδιοτήτων.

237 Παράδειγµα εργασίας 219 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων IX) ) Οπτικοποίηση σχετικών Μικρών ευρηµάτων Με τις ενέργειες αυτές ο χρήστης συγκρότησε µια νέα ενοποιηµένη επίχωση-στρώµα που ταυτίζεται µε το γέµισµα της τάφρου. Για το νέο αυτό στρώµα είναι χρήσιµο να οπτικοποιηθούν και τα ευρήµατα που ανακαλύφθηκαν στο χωρικό του πλαίσιο. Η εισαγωγή µικρών ευρηµάτων (όπως και όλων των υπολοίπων µοντελοποιηµένων αντικειµένων), γίνεται από το υπο-µενού Add Custom Data του µενού Add/Remove Data. Στη φόρµα Custom Finds που εµφανίζεται ο χρήστης ορίζει τις συνθήκες που τα προς οπτικοποίηση ευρήµατα επιβάλλεται να πληρούν. Στην περίπτωσή µας από την σύνθετη λίστα Str. Layer (Stratigraphic Layer) επιλέγεται το στρώµα που προηγουµένως κατασκευάστηκε Ditch_Fill. Πατώντας το κουµπί Draw, τα ευρήµατα αυτά οπτικοποιούνται στον τρισδιάστατο και διδιάστατο χάρτη, ενώ ο βασικός κόµβος Finds της φόρµας Table of Contents τσεκάρεται αυτόµατα.

238 220 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Το όνοµα-ταυτότητα του κάθε ευρήµατος µπορεί να αναγνωριστεί µε τη ενεργοποίηση της ετικέτας Screen Label. Όπως και µε τις ανασκαφικές ενότητες, πατώντας δύο φορές πάνω σε ένα τρισδιάστατο σηµείο-εύρηµα, τα χαρακτηριστικά του και η φωτογραφία του εµφανίζονται στις φόρµες AttributeViewer και Image Viewer αντίστοιχα. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Ένα εύρηµα µπορεί (και πάλι όπως οι ανασκαφικές ενότητες) να επιλεχθεί και από τη φόρµα Related Objects. Στην περίπτωσή µας, εµφανίζοντας τις

239 Παράδειγµα εργασίας 221 ιδιότητες του νέου στρώµατος Ditch_Fill, στη φόρµα Related Objects δηµιουργήθηκε µια µεγάλη λίστα των συσχετιζοµενων ανασκαφικών ενοτήτων και µικρών ευρηµάτων. Μια επιλογή ενός αντικειµένου από τη φόρµα έχει ως αποτέλεσµα την ενεργοποίηση των φορµών επισκόπησης ιδιοτήτων και την προβολή των χαρακτηριστικών του. Τα οπτικοποιηµένα ευρήµατα που αποκαλύφτηκαν στο γέµισµα της τάφρου, µπορούν να κατηγοριοποιηθούν µέσα από τη χρήση του υπο-µενού Thematic Classification του βασικού µενού Classification Tools. Στην περίπτωσή µας, επιλέγεται αρχικά µια κατηγοριοποίηση µε βάση το υλικό κατασκευής των ευρηµάτων επιλέγοντας από τη φόρµα Classify Data την τιµή Material (Υλικό). Ως αποτέλεσµα, τα ευρήµατα χωρίζονται σε πέντε γενικές κατηγορίες και οπτικοποιούνται λαµβάνοντας το κατάλληλο ανά κατηγορία χρώµα (πηλόςπορτοκαλί, οστό-κίτρινο, λίθος-γκρι, κεραµική-κόκκινο, µέταλλο σκούρο γκρι). Κάθε κατηγορία επίσης εισάγεται σαν υπο-κόµβος στην φόρµα Table of Contents, κάτω από τον βασικό κόµβο Small Finds.

240 222 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων X) ) ιαγραµµατική απόδοση ιδιοτήτων Εκ πρώτης όψεως, παρατηρείται υψηλό ποσοστό εµφάνισης λίθινων και πήλινων ευρηµάτων. Τα ακριβή ποσοστά για την κάθε κατηγορία µπορούν να αποδοθούν σε γράφηµα µέσα από την ενεργοποίηση ειδικού checkbox της φόρµας θεµατικής κατηγοριοποίησης Thematic Classification που χρησιµοποιήθηκε πριν. Το ζήτηµα βέβαια εδώ είναι κατά πόσο η ποσοστιαία εµφάνιση των ευρηµάτων ανά κατηγορία υλικού στην τάφρο, είναι παρόµοια και για το σύνολο των ευρηµάτων του σκάµµατος 9. Η σύγκριση αυτή και η διαγραµµατική της απόδοση µπορεί να επιτευχθεί µέσα από την ενεργοποίηση της φόρµας Compare Datasets, που ενεργοποιείται από το υπο-µενού Create Chart του βασικού µενού Analysis. Ο χρήστης εδώ καλείται να προσδιορίσει τα δύο προς σύγκριση σύνολα δεδοµένων. Στην περίπτωσή µας, το πρώτο σύνολο δεδοµένων συγκροτείται από τα οπτικοποιηµένα ευρήµατα δηλαδή τα ευρήµατα του «γεµίσµατος» της τάφρου. Από τη σύνθετη λοιπόν λίστα Set Datasets επιλέγεται η τιµή Displayed Finds.

241 Παράδειγµα εργασίας 223 Στη συνέχεια ορίζεται το δεύτερο σύνολο δεδοµένων που δεν είναι οπτικοποιηµένα. Από την ίδια σύνθετη λίστα επιλέγεται Custom Finds και η φόρµα Custom Finds (µε τη βοήθεια της οποίας είχαµε προηγουµένως εισάγει στον χάρτη τα ευρήµατα του στρώµατος Ditch_Fill) εµφανίζεται. Εδώ ο χρήστης προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά του δεύτερου συνόλου δεδοµένων που στην περίπτωσή µας περιορίζονται στην επιλογή του σκάµµατος 9 (δηλαδή όλα τα ευρήµατα του σκάµµατος 9). Τέλος, επιλέγεται το πεδίο µε βάση το οποίο τα δύο σύνολα θα συγκριθούν και εδώ αποτελεί το υλικό Material.

242 224 δεδοµένων. Ως αποτέλεσµα, εµφανίζεται γράφηµα σύγκρισης των δύο συνόλων ιαπιστώνεται πως πραγµατικά στο στρώµα Ditch_Fill υπάρχει µεγαλύτερη συγκέντρωση πήλινων και αντίστοιχα µικρότερη λίθινων ευρηµάτων σε σχέση µε το σύνολο των ευρηµάτων του σκάµµατος. Παρόµοιες συγκρίσεις ανά Τύπο και Κατηγορία ευρηµάτων (Product Category και Product Type), δείχνουν σχεδόν διπλάσια συγκέντρωση ειδωλίων (8% έναντι 4%), αυξηµένη εµφάνιση εξαρτηµάτων ύφανσης (23% έναντι 16%) και µειωµένη συγκέντρωση αγγείων (4% έναντι 9%) στο γέµισµα της τάφρου σε σχέση µε όλο το σκάµµα. XI) ) Υποβολή χωρικού ερωτήµατος Ξαναγυρίζοντας στο στρώµα Ditch_Fill και τις ανασκαφικές του ενότητες, διαπιστώνεται πως στην ανασκαφική ενότητα 9169 εντοπίστηκε µεγάλος αριθµός οστέινων καταλοίπων.

243 Παράδειγµα εργασίας 225 Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Το περιβάλλον δίνει τη δυνατότητα εντοπισµού αντικειµένων στον τρισδιάστατο χώρο µε βάση την απόστασή τους από ένα σηµείο αναφοράς ή ένα αντικείµενο. Μια τέτοια επιλογή ευρηµάτων, πραγµατοποιείται µέσα από τη φόρµα Query Finds που ενεργοποιείται από το βασικό µενού Query. Στην περίπτωσή µας, το αντικείµενο αναφοράς για τη διεξαγωγή µετρήσεων απόστασης αποτελεί η ενότητα 9169 (πιο συγκεκριµένα τα σηµεία που την ορίζουν στον τρισδιάστατο χώρο) και το ζήτηµα που θα εξεταστεί είναι: πόσα οστέινα ευρήµατα βρίσκονται σε µικρή απόσταση από την ενότητα αυτή. Στην φόρµα που εµφανίζεται δηλώνονται αυτές οι συνθήκες στις κατάλληλες σύνθετες λίστες, ενώ η απόσταση ορίζεται στα 0.5µ. Ως αποτέλεσµα, ένα µόνο εύρηµα εντοπίζεται σε αυτή την απόσταση από την ενότητα. Το εύρηµα αυτό αναδεικνύεται στον τρισδιάστατο και διδιάστατο χάρτη και όλες οι ιδιότητες του εµφανίζονται στις φόρµες επισκόπησης ιδιοτήτων που αναπροσαρµόζονται. Τα ευρήµατα (το εύρηµα στην προκειµένη περίπτωση) που πληρούν τις κάθε φορά διαµορφωµένες συνθήκες, µπορούν να εµφανίζονται και σε λίστα από όπου ο χρήστης µπορεί να επιλέξει κάθε εύρηµα, µε τις φόρµες

244 226 επισκόπησης ιδιοτήτων να αναπροσαρµόζονται και πάλι κατάλληλα σε κάθε περίπτωση. Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων Η τελευταία αυτή εικόνα των ευρηµάτων του «γεµίσµατος» της τάφρου και του σχεδίου µπορεί να εξαχθεί µε τη µορφή αρχείου τύπου *.jpeg, µέσα από την επιλογή του υπο-µενού Export Map (*.jpeg) του βασικού µενού Export. Με τον τρόπο αυτό αρχείο τύπου *.jpeg αποθηκεύεται στον σκληρό δίσκο µε όνοµα χαρακτηριστικό της ηµεροµηνίας και ώρας δηµιουργίας του (sx03_10_2008_14_24_04.jpg). Αρχείο ανασκαφής Παλιαµπέλων

245 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η αρχαιολογική ανασκαφή, αντιπροσωπεύει µια πράξη που δεν µπορεί να επαναληφθεί, καθώς οι ανασκαφικές επιφάνειες αφαιρούνται από το φυσικό τους χωρικό πλαίσιο, στερώντας µια οποιαδήποτε µελλοντική επαναπροσέγγιση από τους αρχαιολόγους. Το συγκεκριµένο ζήτηµα στοιχειοθετεί και τη γενικότερη προβληµατική που η παρούσα χαρτογραφική εφαρµογή επιδίωξε να αντιµετωπίσει. Μετασχηµατίζοντας σε επιµέρους στάδια την αρχαιολογική πληροφορία σύµφωνα µε τις απαιτήσεις και ιδιαιτερότητες της αρχαιολογικής ανασκαφής, διαµορφώθηκε το κατάλληλο µεθοδολογικό πλαίσιο που επιτρέπει στον αρχαιολόγο να επαναπροσεγγίζει τον ανασκαφικό χώρο και τις σχετικές µε αυτόν αρχαιολογικές παρατηρήσεις, µε ένα σαφώς δυναµικότερο τρόπο από αυτόν που προσφέρουν τα αναλογικά ηµερολόγια και διδιάστατα ανασκαφικά σχέδια. Η γενική προσέγγιση του ζητήµατος επιχειρήθηκε ανάγοντας την παρούσα διαδικασία, στα τέσσερα αναλυτικά βήµατα-ερωτήµατα χαρτογραφικού σχεδιασµού (Τι παρουσιάζεται;, Πώς παρουσιάζεται;, Σε ποιόν παρουσιάζεται; και Είναι αποτελεσµατικό;), που αντιπροσωπεύουν τα επιµέρους επίπεδα µετασχηµατισµού της αρχαιολογικής πληροφορίας, από την συλλογή στο ανασκαφικό πεδίο, έως και

246 228 την τελική ερµηνεία του χαρτογραφηµένου υλικού από τους αρχαιολόγους χρήστες. Τα ΣΓΠ ενσωµατώνοντας ψηφιακές χωρικές βάσεις δεδοµένων, προσφέροντας πληθώρα τεχνικών επεξεργασίας και δυνατότητες χωρικής ανάλυσης της πληροφορίας, επιλέχθηκαν ως το ιδανικότερο υπόβαθρο για την υλοποίηση της εφαρµογής. Ωστόσο, µε βάση τη διαπίστωση πως τα ΣΓΠ αποτελούν δύσχρηστα περιβάλλοντα για τους µη εξειδικευµένους χρήστες και συνυπολογίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αρχαιολόγων ως τελικών χρηστών του χαρτογραφικού περιβάλλοντος, αναζητήθηκε από την αρχή το κατάλληλο θεωρητικό υπόβαθρο για τον µετασχηµατισµό των χαρτογραφηµένων στα ΣΓΠ θεµάτων, σε ευκρινείς για τους αρχαιολόγους εικόνες, στο πλαίσιο ενός δυναµικού χάρτη. Το θεωρητικό ρεύµα της Γεωοπτικοποίησης θεωρήθηκε το καταλληλότερο, δίνοντας λύσεις ως προς την απόδοση των χαρτογραφηµένων ζητηµάτων µε επίκεντρο τις ανάγκες των αρχαιολόγων-χρηστών. Σε γενικές γραµµές, όπως διαπιστώθηκε, η χαρτογραφική προσέγγιση µιας αρχαιολογικής ανασκαφής και των εγκλεισµάτων της αποτελεί ένα ιδιαίτερα απαιτητικό εγχείρηµα. Η ποικιλία των πληροφοριών που στοιχειοθετούν το ανασκαφικό αρχείο, η σύνθετη µορφή των ανασκαφικών αντικειµένων, η ανάγκη εξάρτησης των ανασκαφικών δεδοµένων τόσο µε το τρισδιάστατο χωρικό, όσο και µε το χρονικό τους πλαίσιο αναφοράς, συνιστούν ορισµένους από τους παράγοντες αύξησης της πολυπλοκότητας του εγχειρήµατος. Επιπρόσθετα, προκειµένου το τελικό χαρτογραφικό περιβάλλον να αποτελέσει χρήσιµο εργαλείο για τους αρχαιολόγους απαιτείται να συµβαδίζει µε τη λογική της αρχαιολογικής ερµηνείας, που προτάσσει την ελεύθερη συσχέτιση των ανασκαφικών πληροφοριών σύµφωνα µε τις εκάστοτε επιθυµίες των αρχαιολόγων ερευνητών. Η ανυπαρξία συγκεκριµένων κανόνων µοτίβων συσχέτισης των πληροφοριών που προκρίνει αυτή η λογική, δηµιούργησε αρκετά προβλήµατα κατά το χαρτογραφικό σχεδιασµό και κυρίως κατά τον προσδιορισµό των κατάλληλων θεµάτων προς χαρτογράφηση που θα εξυπηρετούσαν τις αναλυτικές και διερευνητικές ανάγκες των αρχαιολόγων. Λύση στο σηµαντικό αυτό ζήτηµα δόθηκε µέσα από την ενεργή συµµετοχή στην ανασκαφική διαδικασία, κατά την οποία πολύ χρήσιµες πληροφορίες καταγράφτηκαν αναφορικά µε τους τρόπους µε τους οποίους οι αρχαιολόγοι µελετούν και επιθυµούν να διερευνούν, έξω από το ανασκαφικό πεδίο, την αρχαιολογική πληροφορία. Βασική επιδίωξη από την έναρξη του εγχειρήµατος, αποτέλεσε η ρεαλιστική απόδοση των αρχαιολογικών χωρικών δεδοµένων που συγκροτούν την προϊστορική ανασκαφή των Παλιαµπέλων (Κολινδρού), καθώς µε τον τρόπο αυτό αποκαθίσταται πρωτίστως η σχέση µεταξύ των αρχαιολόγων και του συνεχώς µεταβαλλόµενου (κατά την εξέλιξη της ανασκαφής) ανασκαφικού χώρου. Παρόλα αυτά, η ρεαλιστική απόδοση των ανασκαφικών χωρικών αντικειµένων, ως µοναδικό ζήτηµα προς

247 Συµπεράσµατα 229 χαρτογράφηση, δεν µπορεί να οδηγήσει στην ολοκληρωµένη διερεύνηση του ανασκαφικού υλικού και την εξαγωγή αρχαιολογικών ερµηνευτικών συµπερασµάτων. Ο εντοπισµός των απαραίτητων προς χαρτογράφηση αντικειµένων-θεµάτων που καλύπτουν την παραπάνω συνθήκη, προέκυψε από την ανάλυση των ιδιαιτεροτήτων της ανασκαφικής διαδικασίας και των µεθοδολογιών καταγραφής-συγκρότησης του ανασκαφικού αρχείου. Προέκυψε επίσης από την διευκρίνηση των αναλυτικών και διερευνητικών αναγκών των αρχαιολόγων και τον λεπτοµερή προσδιορισµό των ερωτηµάτων που θέτουν στην ανασκαφική πληροφορία. Από την έρευνα αυτή, διαπιστώθηκε ότι τα ανασκαφικά χωρικά αντικείµενα δεν περιορίζονται µόνο στα προφανή ανθρωπογενή κατάλοιπα (τεχνουργήµατα και κατασκευές), αλλά αντίθετα περιλαµβάνουν ένα σύνολο αντικειµένων µε χωρική αναφορά, που εµπίπτουν σε συγκεκριµένες µονάδες παρατήρησης (βλ. 7.1). Τα αντικείµενα εντάσσονται σε πρωτογενείς µονάδες παρατήρησης που προκύπτουν από την ανασκαφική µεθοδολογία και την ανάγκη συστηµατοποίησης του ανασκαφικού χώρου και σε δευτερογενείς µονάδες παρατήρησης που αντιπροσωπεύουν ερµηνευτικά συµπεράσµατα των αρχαιολόγων µετά από την ανάλυση του υλικού. Κάθε επιµέρους αντικείµενο (της κάθε µονάδας παρατήρησης), συνδέεται µε πλήθος πληροφοριών και παρατηρήσεων θεµατικού, χωρικού και χρονικού χαρακτήρα που σαν σύνολο συγκροτούν το πλούσιο αρχείο πληροφοριών της ανασκαφής. Με τις πληροφορίες αυτές προσδιορίζονται, τόσο τα χαρακτηριστικά του κάθε αντικειµένου, όσο και οι µεταξύ των αντικειµένων σχέσεις. Τα ερωτήµατα που οι αρχαιολόγοι θέτουν διατυπώνονται στη βάση αυτών των ιδιοτήτων και επίσης διακρίνονται σε θεµατικά-τυπολογικά, χωρικά και χρονικά. Έχοντας ως βασικό κριτήριο την ανάγκη ελεύθερης σύνθεσης κάθε µορφής πληροφορίας που επιβάλει η φύση της αρχαιολογικής ερµηνείας, το σύνολο του ανασκαφικού αρχείου µε τις θεµατικού, χωρικού και χρονικού τύπου παρατηρήσεις τοποθετήθηκε ως το γενικό ζήτηµα προς χαρτογράφηση της παρούσας εφαρµογής. Οι άξονες λοιπόν του χώρου και του χρόνου σε συνδυασµό µε τις θεµατικές παρατηρήσεις των αρχαιολόγων, αποτέλεσαν και τα βασικά ερευνητικά ζητήµατα που απασχόλησαν την παρούσα εφαρµογή, επηρεάζοντας καθολικά το κάθε επιµέρους επίπεδο µετασχηµατισµού της αρχαιολογικής πληροφορίας. Αναφορικά µε τον άξονα του χώρου, το ερευνητικό ενδιαφέρον εστιάστηκε στην έννοια του βάθους της τρίτης χωρικής διάστασης, καθώς η σηµασία της έννοιας αυτής είναι φανερή σε όλα τα στάδια της ανασκαφικής διαδικασίας, από την καταγραφή στο πεδίο έως την ανάλυση και ερµηνεία του ανασκαφικού υλικού ( 3.1). Σε αυτό το πλαίσιο, αναζητήθηκε ο καταλληλότερος τύπος τρισδιάστατων δεδοµένων για την µοντελοποίηση των ανασκαφικών αντικειµένων, µε την επιλογή

248 230 αυτή να στηρίζεται στην αξιολόγηση µιας σειράς παραµέτρων που επιγραµµατικά αποτελούν: την ποιότητα του τελικού γραφικού προϊόντος και τον βαθµό λεπτοµέρειας µε την οποία το 3 γραφικό αντικείµενο αναπαριστά το πραγµατικό αντικείµενο το µέγεθος των παραγοµένων αρχείων τον απαιτούµενο χρόνο κατασκευής τις δυνατότητες οργάνωσης και διαχείρισης του τελικού προϊόντος σε περιβάλλον ΣΓΠ αλλά και τις ιδιαιτερότητες της ανασκαφής ως προς: τη µεθοδολογία καταγραφής και το εύρος των µετρήσεων στο πεδίο την αναγκαιότητα εξεύρεσης οικονοµικής λύσης. Η ανάλυση αυτών των απαιτήσεων, κατέδειξε το µοντέλο επιφανειών των αναπαραστάσεων ορίων ως την πιο ενδεδειγµένη λύση για την µοντελοποίηση των ογκοµετρικών αντικειµένων της ανασκαφής. Η συνολική µεθοδολογία µοντελοποίησης των ογκοµετρικών και µη, χωρικών αντικειµένων της ανασκαφής επιτεύχθηκε µέσα από τον σχεδιασµό αυτοµατοποιηµένων διαδικασιών µε τη βοήθεια προγραµµατισµού και µε απώτερο σκοπό την κάλυψη όλων των προαναφερθέντων παραµέτρων-αναγκών. Η εφαρµογή των συγκεκριµένων µεθοδολογιών έδωσαν λύση στο ζήτηµα της συνολικής µοντελοποίησης της αρχαιολογικής ανασκαφής και των ανασκαφικών χωρικών αντικειµένων που την συγκροτούν. Παρόλα αυτά, ένα σηµαντικό ζήτηµα προέκυψε στερώντας τη δυνατότητα ολοκληρωµένης διαχείρισης και ανάλυση των µοντελοποιηµένων αντικειµένων στις τρεις χωρικές διαστάσεις. Το ζήτηµα αυτό έχει να κάνει µε την αδυναµία διεξαγωγής ολοκληρωµένης χωρικής ανάλυσης στις τρεις (χωρικές) διαστάσεις, ένα ζήτηµα που αφορά συνολικά τα σύγχρονα εµπορικά ΣΓΠ. Πιο συγκεκριµένα, η ΣΓΠ πλατφόρµα που χρησιµοποιήθηκε στην παρούσα εφαρµογή (ESRI ArcGIS ) (όπως και το σύνολο των σύγχρονων εµπορικών ΣΓΠ) δεν παρέχει δυνατότητες τρισδιάστατης τοπολογικής ανάλυσης. Βέβαια, µε βάση τη µεθοδολογία κατασκευής τρισδιάστατων αντικειµένων που ακολουθήθηκε, δεν είναι αδύνατη η διερεύνηση τοπολογικών σχέσεων µεταξύ των µοντελοποιηµένων αντικειµένων, καθώς η γεωµετρία των επιµέρους αντικειµένων που συγκροτούν το κάθε τρισδιάστατο αντικείµενο είναι γνωστή και θα µπορούσε να αποθηκευτεί. Ο τεράστιος όµως αριθµός των επιµέρους αυτών αντικειµένων (αριθµός πολλαπλάσιος των χιλιάδων ανασκαφικών ενοτήτων) επιβαρύνουν σε τέτοιο βαθµό τον χρόνο διερεύνησης της εκάστοτε τοπολογικής συνθήκης, που ουσιαστικά καθιστούν αδύνατη ή µη χρηστική (µε τις σηµερινές συνθήκες) τη διεξαγωγή ολοκληρωµένης τοπολογικής ανάλυσης. Η χωρική ανάλυση εποµένως περιορίστηκε στον υπολογισµό αποστάσεων µεταξύ σηµείων στον τρισδιάστατο χώρο.

249 Συµπεράσµατα 231 Η ενσωµάτωση στο χαρτογραφικό περιβάλλον της έννοιας του χρόνου αποδείχθηκε ιδιαίτερα απαιτητική. Από τη χαρτογραφική σκοπιά, η ενσωµάτωση της διάστασης του χρόνου αποτελεί ένα ανοικτό έως και σήµερα ερευνητικό πεδίο στην χαρτογραφία (βλ ). Προβληµατική χαρακτηρίζεται επίσης η σχέση χρόνου και σύγχρονων ΣΓΠ (βλ ). Προσπάθειες ενσωµάτωσης και ανάλυσης της χωροχρονικής πληροφορίας συναντιούνται κυρίως σε πρότυπες ΣΓΠ εφαρµογές, µε τις συνθήκες χρονικής οπτικοποίησης και ανάλυσης να προσαρµόζονται στον τύπο των δεδοµένων και τα ιδιαίτερα ερευνητικά ερωτήµατα της εκάστοτε εφαρµογής. Ο κύριος όγκος των εφαρµογών αυτών, αφορούν την µοντελοποίηση δυναµικών φαινοµένων που εξελίσσονται στο παρόν, µε τον χρόνο να αποτελεί δεδοµένη και µετρήσιµη πρωτογενή πληροφορία και τις χρονικές τιµές να αντιπροσωπεύουν ως επί το πλείστον σαφείς χρονικές στιγµές. Αντίθετα, η έννοια του χρόνου εµφανίζει σηµαντικές ιδιαιτερότητες στην αρχαιολογία σε σύγκριση µε άλλα επιστηµονικά πεδία καθώς αποτελεί µια µεταβλητή που προσδιορίζεται και συνήθως συνιστά το αποτέλεσµα της αρχαιολογικής ανάλυσης (διαδικασία χρονολόγησης). Μπορούν επίσης να εντοπιστούν διάφοροι τύποι χρόνου µε διαφορετικά δοµικά χαρακτηριστικά, ενώ κάθε ανασκαφικό αντικείµενο ενδέχεται να σχετίζεται µε όλους τους διαφορετικούς αυτούς τύπους χρόνου. Ο χρόνος λοιπόν στην αρχαιολογική ανασκαφή είναι σχετικός, δεν προσδιορίζεται µε ακρίβεια, και εκφράζεται από διαστήµατα µε (λίγο έως πολύ) ασαφή όρια. Εντοπίζοντας τους διάφορους τύπους χρόνου που εµφανίζονται στην αρχαιολογική ανασκαφή και σκιαγραφώντας τις αναλυτικές ανάγκες των αρχαιολόγων, προσδιορίστηκε ο κατάλληλος τύπος χρονικού χάρτη που να ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες της αρχαιολογικής ανασκαφής. Οι απαιτήσεις της ταυτόχρονης απεικόνισης και αντιπαραβολής δεδοµένων από διάφορες χρονικές περιόδους όπως και ταυτόχρονης απόδοσης όλων των διαφορετικών τύπων χρόνου που εµπεριέχονται στην ανασκαφική διαδικασία, οδήγησαν στην υιοθέτηση του µοντέλου του στατικού (ενιαίου-άχρονου) χάρτη (κατηγοριοποίηση µε βάση τον Bertin), µε την απόδοση της χρονικότητας των ανασκαφικών δεδοµένων να επιχειρείται µέσα από την αξιοποίηση οπτικών µεταβλητών. Η χρήση οπτικών µεταβλητών δεν περιορίστηκε στην απόδοση των χρονικών χαρακτηριστικών των αρχαιολογικών δεδοµένων. Η συνολική προσπάθεια απόδοσης της ανασκαφικής πληροφορίας επιχειρήθηκε µέσα από τη χρήση οπτικών µεταβλητών, µε τις έννοιες της τρίτης χωρικής διάστασης, του χρόνου και των θεµατικών ιδιοτήτων των ανασκαφικών αντικειµένων να διαµορφώνουν τους βασικούς παράγοντες για τον λεπτοµερή προσδιορισµό τους (βλ. κεφάλαιο 9). Στο πλαίσιο αυτό αξιολογήθηκε η καταλληλότητα της κάθε επιµέρους οπτικής µεταβλητής να αναδεικνύει τις σχέσεις διαφοράς-οµοιότητας, διάταξης και αναλογίας µεταξύ των µοντελοποιηµένων σηµειακών, γραµµικών, επιφανειακών

250 232 και ογκοµετρικών ανασκαφικών αντικειµένων. Με βάση τη µεθοδολογία αυτή, προσδιορίστηκαν συγκεκριµένοι συµβολισµοί µε αρχαιολογική συνάφεια, που να προάγουν την οπτική διακριτότητα µεταξύ της κάθε κατηγορίας µοντελοποιηµένων αντικειµένων. Οι συµβολισµοί αυτοί αποθηκεύτηκαν έτσι ώστε να µπορούν εύκολα να ανακτηθούν σε κάθε περίπτωση που επιχειρείται διάκριση των ανασκαφικών αντικειµένων στη βάση των θεµατικών και χρονικών τους ιδιοτήτων που καταγράφονται στο ανασκαφικό αρχείο. Παρόλα αυτά, η επεξεργασία (οργάνωση σε βάση δεδοµένων και µοντελοποίηση) και απόδοση (µε τη χρήση οπτικών µεταβλητών) της ανασκαφικής πληροφορίας µε γνώµονα τις ανάγκες των αρχαιολόγων χρηστών, δεν εξασφαλίζει απαραίτητα την χρηστικότητα του τελικού χαρτογραφικού προϊόντος. Το ζήτηµα της χαρτογράφησης του ανασκαφικού αρχείου είναι τόσο ευρύ (περιλαµβάνει τεράστιο όγκο αλληλοσυνδεόµενων πληροφοριών και επικαλυπτόµενων στις τρεις χωρικές διαστάσεις αντικειµένων), γεγονός που καθιστά την αξιοποίηση του επεξεργασµένου υλικού µέσα από το κλασικό περιβάλλον ΣΓΠ σχεδόν αδύνατη για τους µη εξειδικευµένους στη χρήση ΣΓΠ αρχαιολόγους. Για την εξασφάλιση της χρηστικότητας του χαρτογραφικού περιβάλλοντος, σχεδιάστηκε ενδιάµεσο περιβάλλον επικοινωνίας µεταξύ του αρχαιολόγου-χρήστη και του κλασσικού ΣΓΠ περιβάλλοντος (βλ. κεφάλαιο 10). Για άλλη µια φορά, ο αρχαιολόγος σαν χρήστης και οι ανάγκες του αποτέλεσαν την αφετηρία των σχεδιαστικών προτάσεων. Οι ανάγκες αυτές προσεγγίστηκαν µέσα από ένα µεθοδολογικό σχήµα απόλυτα συµβατό µε τις γενικές αρχές της Γεωοπτικοποίησης αλλά ταυτόχρονα ευέλικτο αποφεύγοντας την αυστηρή συστηµατοποίηση της όλης διαδικασίας. Σύµφωνα µε το µεθοδολογικό αυτό σχήµα, προέκυψε µια λίστα γενικών αναγκών που το τελικό χαρτογραφικό περιβάλλον απαιτείται να ικανοποιεί και συνοψίζονται στα εξής: Ρεαλιστική τρισδιάστατη αναπαράσταση των ανασκαφικών χωρικών δεδοµένων ιευκόλυνση της περιήγησης-πλοήγησης του αρχαιολόγου στο ψηφιακό περιβάλλον υναµική αναζήτηση-φιλτράρισµα ανάµεσα στον τεράστιο όγκο αρχαιολογικών δεδοµένων και πληροφοριών υναµική ενηµέρωση του αρχαιολόγου σχετικά µε τις θεµατικές, χωρικές και χρονικές ιδιότητες των ανασκαφικών αντικειµένων Υποβολή σύνθετων ερωτηµάτων ιεξαγωγή στρωµατογραφικής ανάλυσης Το χαρτογραφικό περιβάλλον που κατασκευάστηκε αποτελεί παραµετροποίηση της βασικής ΣΓΠ πλατφόρµας που χρησιµοποιήθηκε σε όλα τα στάδια της εφαρµογής (ESRI ArcGIS) µέσα από τον προγραµµατισµό µε τη χρήση

251 Συµπεράσµατα 233 της γλώσσας προγραµµατισµού (Visual Basic 6 και της βιβλιοθήκης ESRI ArcObjects). Ακολουθώντας το γενικό χαρακτήρα των σύγχρονων χαρτογραφικών εφαρµογών, το χαρτογραφικό περιβάλλον συγκροτείται από ένα σύµπλεγµα παράλληλων και δυναµικά επικοινωνούντων πεδίων εναλλακτικής απόδοσης και εξειδικευµένης ανάλυσης της ανασκαφικής πληροφορίας. Συνολικά το χαρτογραφικό περιβάλλον δεν έχει (και φυσικά ούτε θα µπορούσε να έχει) ως στόχο να λειτουργεί ως ένα αυτοµατοποιηµένο µέσο διατύπωσης ερµηνευτικών συµπερασµάτων. Ο ρόλος του περιορίζεται στην συνδροµή της δυναµικής διερεύνησης του αρχαιολογικού υλικού, επιτρέποντας στον αρχαιολόγο να προσεγγίζει µε ποικίλους τρόπους την ανασκαφική πληροφορία, να την αναλύει και να αποθηκεύει τα ερµηνευτικά του συµπεράσµατα. Καθώς η αρχαιολογική ερµηνεία δεν είναι µια διαδικασία που µπορεί να προτυποποιηθεί ή να αναλυθεί σε απόλυτα στάδια ακολουθιών και εργασιών, ο σχεδιασµός του συστήµατος στηρίχτηκε στη λογική της παροχής ελευθερίας κινήσεων στον αρχαιολόγο µελετητή κατά τη συσχέτιση των πληροφοριών και τη διαµόρφωση της θεµατολογίας του χάρτη. Οι αποδόσεις του ανασκαφικού υλικού έγιναν µε γνώµονα τους τρόπους µε τους οποίους οι αρχαιολόγοι επιθυµούν και/ή είναι συνηθισµένοι να έρχονται σε επαφή µε την ανασκαφική πληροφορία. Εξειδικευµένα εργαλεία προσφέρουν δυνατότητες διεξαγωγής αρχαιολογικής στρωµατογραφικής ανάλυσης, βοηθώντας στην αναγνώριση ευρύτερων στρωµατογραφικών ενοτήτων µε οµοιογενή χαρακτηριστικά και την οµαδοποίησή τους υπό τη µορφή νέων ερµηνευτικών χωρικών αντικειµένων. Τα ερµηνευτικά συµπεράσµατα των αρχαιολόγων, αντιπροσωπεύουν νέες χωρικές οντότητες τις οποίες ο αρχαιολόγος µπορεί να ανακαλεί και να ενηµερώνει ανά πάσα στιγµή τα θεµατικά και χρονικά τους χαρακτηριστικά. Με τον τρόπο αυτό, υποβοηθάται η αρχαιολογική ερµηνεία, καθώς ο αρχαιολόγος µπορεί να επαναπροσεγγίζει τις αρχικές παρατηρήσεις του (πρωτογενείς µονάδες παρατήρησης), να τις αντιπαραβάλει µε τις ερµηνείες του (δευτερογενείς µονάδες παρατήρησης) και να προβαίνει στην εκ νέου διαπίστωση της ορθότητάς τους. Οι µεθοδολογίες που ακολουθήθηκαν σε όλα τα επιµέρους στάδια µετασχηµατισµού της αρχαιολογικής πληροφορίας (συλλογή, επεξεργασία, απόδοση) είναι απόλυτα συµβατές και προσαρµοσµένες στην µεθοδολογία της αρχαιολογικής ανασκαφής, µε την παρούσα διατριβή να καλύπτει τα ζητήµατα της επεξεργασίας-µοντελοποίησης, απόδοσης και βελτίωσης της επικοινωνίας µεταξύ του δυναµικού χαρτογραφικού περιβάλλοντος και του χρήστη-αρχαιολόγου. Με τη µεθοδολογία καταγραφής 51 ανακτώνται οι θέσεις και τα γεωµετρικά 51 Λεπτοµερής αναφορά πραγµατοποιείται στην 7.2.4

252 234 χαρακτηριστικά των χωρικών αντικειµένων που συγκροτούν των ανασκαφικό χώρο. Η ανασκαφική µεθοδολογία που εφαρµόζεται στην προϊστορική ανασκαφή των Παλιαµπέλων Κολινδρού 52, αναλύει την αρχαιολογική θέση και συγκροτεί το σύνθετο αρχείο πληροφοριών-παρατηρήσεων της ανασκαφής. Το σύνολο των πληροφοριών αυτών οργανώνονται σε χωρική βάση δεδοµένων στα πλαίσια ΣΓΠ 53, ενώ µε βάση τις γεωµετρικές πληροφορίες επιχειρείται η µοντελοποίηση των ανασκαφικών αντικειµένων. Τα µοντελοποιηµένα αντικείµενα αποδίδονται και παρουσιάζονται τέλος στον αρχαιολόγο µέσω του προσαρµοσµένου περιβάλλοντος επικοινωνίας, µε έµφαση στην απόδοση των χαρακτηριστικών και µεταξύ τους σχέσεων. Με τον τρόπο αυτό, αποκαθίσταται η σχέση µεταξύ αρχαιολόγου και ανασκαφικού χώρου, εξυπηρετώντας την, σύµφωνα µε τις εκάστοτε απαιτήσεις, ανασύσταση της αρχαιολογικής θέσης και την προσαρµοσµένη παρουσίαση των εγκλεισµάτων της, χωρίς να απαιτείται η εµπλοκή του αρχαιολόγου σε ζητήµατα που δεν εµπίπτουν στο άµεσο ερευνητικό του ενδιαφέρον. Οι µεθοδολογίες εφαρµόστηκαν µε επιτυχία σε πραγµατικές συνθήκες στο ανασκαφικό πεδίο των Παλιαµπέλων κατά την ανασκαφική περίοδο του 2007, 52 Λεπτοµερής αναφορά πραγµατοποιείται στο κεφάλαιο 7 53 ιδακτορική ιατριβή του Μάρκου Κατσιάνη µε τίτλο «Ανασκαφική µεθοδολογία και σχεδιασµός πληροφοριακού συστήµατος για τη διαχείριση αρχαιολογικών τεκµηρίων», Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Α.Π.Θ, 2009

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Σπύρος Τσιπίδης Γεω - οπτικοποίηση χωρωχρονικών αρχαιολογικών δεδομένων Περίληψη διατριβής H παρούσα εργασία

Διαβάστε περισσότερα

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Μάρκος Κατσιάνης Ανασκαφική Μεθοδολογία και Σχεδιασμός Πληροφοριακού Συστήματος για τη Διαχείριση Αρχαιολογικών Τεκμηρίων

Διαβάστε περισσότερα

Γραφική απόδοση στοιχείων γεωγραφικού χώρου (φυσικού και ανθρωπογενούς) ή αλληλοσυσχετίσων

Γραφική απόδοση στοιχείων γεωγραφικού χώρου (φυσικού και ανθρωπογενούς) ή αλληλοσυσχετίσων Μαθήµατα Χαρτογραφίας στη ΣΑΤΜ - ΕΜΠ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ I (2 ο ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ II (5 ο ΕΞΑΜΗΝΟ) ΨΗΦΙΑΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ (7 ο ΕΞΑΜΗΝΟ) ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ (5 ο ΕΞΑΜΗΝΟ) Θεµατική Χαρτογραφία Γραφική απόδοση στοιχείων

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ Χαρτογραφία Ι 1 ΟΡΙΣΜΟΙ Φαινόμενο: Ο,τιδήποτε υποπίπτει στην ανθρώπινη αντίληψη Γεωγραφικό (Γεωχωρικό ή χωρικό) φαινόμενο: Ο,τιδήποτε υποπίπτει στην ανθρώπινη αντίληψη

Διαβάστε περισσότερα

Οπτική αντίληψη. Μετά?..

Οπτική αντίληψη. Μετά?.. Οπτική αντίληψη Πρωτογενής ερεθισµός (φυσικό φαινόµενο) Μεταφορά µηνύµατος στον εγκέφαλο (ψυχολογική αντίδραση) Μετατροπή ερεθίσµατος σε έννοια Μετά?.. ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΟΥΜΕ

Διαβάστε περισσότερα

Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήµατα (Geographical Information Systems GIS)

Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήµατα (Geographical Information Systems GIS) Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήµατα (Geographical Information Systems GIS) ρ. ΧΑΛΚΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΣ xalkias@hua.gr Χ. Χαλκιάς - Εισαγωγή στα GIS 1 Ορισµοί ΓΠΣ Ένα γεωγραφικό πληροφοριακό σύστηµα Geographic Information

Διαβάστε περισσότερα

Τι είναι τα Συστήµατα Γεωγραφικών Πληροφοριών. (Geographical Information Systems GIS)

Τι είναι τα Συστήµατα Γεωγραφικών Πληροφοριών. (Geographical Information Systems GIS) Τι είναι τα Συστήµατα Γεωγραφικών Πληροφοριών (Geographical Information Systems GIS) ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ, ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΛΚΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΣ Εισαγωγή στα GIS 1 Ορισµοί ΣΓΠ Ένα σύστηµα γεωγραφικών πληροφοριών

Διαβάστε περισσότερα

µια λειτουργική προσέγγιση στην απεικόνιση του χάρτη σηµασιολογία και και σύνταξη των των χαρτογραφικών σηµάτων

µια λειτουργική προσέγγιση στην απεικόνιση του χάρτη σηµασιολογία και και σύνταξη των των χαρτογραφικών σηµάτων µια λειτουργική προσέγγιση στην απεικόνιση του χάρτη σηµασιολογία και και σύνταξη των των χαρτογραφικών σηµάτων όχηµα-σήµα Σε «λειτουργικό» επίπεδο ανάλυσης, τα σήµατα του χάρτη λειτουργούν ως µεσολαβητής

Διαβάστε περισσότερα

Θεματικός Συμβολισμός Ποιοτικών Χαρακτηριστικών

Θεματικός Συμβολισμός Ποιοτικών Χαρακτηριστικών 5 Θεματικός Συμβολισμός Ποιοτικών Χαρακτηριστικών Όπως έχει τονιστεί ήδη, η σωστή επιλογή συμβολισμού είναι το θεμελιώδες ζητούμενο για την επικοινωνιακή και την τεχνική επιτυχία ενός θεματικού χάρτη.

Διαβάστε περισσότερα

ΗΓενίκευση στη Χαρτογραφία. Λύσανδρος Τσούλος 1

ΗΓενίκευση στη Χαρτογραφία. Λύσανδρος Τσούλος 1 ΗΓενίκευση στη Χαρτογραφία Λύσανδρος Τσούλος 1 Τοποθέτηση του προβλήματος [I] Οι χάρτες αποτελούν το μέσο γραφικής απόδοσης - σε σμίκρυνση - κάποιου τμήματος της γήϊνης επιφάνειας. Θα ήταν δύσκολο - αν

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016 ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016 ΚΕΘΕΑ Τομέας Έρευνας Η ποιοτική έρευνα επιχειρεί να περιγράψει, αναλύσει, κατανοήσει, ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016 ΚΕΘΕΑ Τομέας Έρευνας Η ποιοτική έρευνα επιχειρεί να περιγράψει, αναλύσει, κατανοήσει, ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα,

Διαβάστε περισσότερα

ΟΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ. 10/7/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1

ΟΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ. 10/7/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1 ΟΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ 10/7/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1 Τοποθέτηση του προβλήµατος Ο σχεδιασµός είναι δηµιουργία -- οσχεδιασµός του χάρτη είναι µια δηµιουργική και όχι τυποποιηµένη διαδικασία

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (G.I.S.), επιτυγχάνουν με τη βοήθεια υπολογιστών την ανάπτυξη και τον

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Τομέας Έρευνας ΚΕΘΕΑ Η ποιοτική έρευνα επιχειρεί να περιγράψει, αναλύσει, κατανοήσει, ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα, έννοιες ή συμπεριφορές επιχειρεί να απαντήσει το γιατί

Διαβάστε περισσότερα

Η Γενίκευση στη Χαρτογραφία

Η Γενίκευση στη Χαρτογραφία Η Γενίκευση στη Χαρτογραφία Χαρτογραφία Ι 1 Τοποθέτηση του προβλήματος [I] Οι χάρτες αποτελούν το μέσο γραφικής απόδοσης - σε σμίκρυνση - κάποιου τμήματος της γήινης επιφάνειας. Θα ήταν δύσκολο - αν όχι

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ. μεθόδους οι οποίες και ονομάζονται χαρτογραφικές προβολές. Η Χαρτογραφία σχετίζεται στενά με την επιστήμη της

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ. μεθόδους οι οποίες και ονομάζονται χαρτογραφικές προβολές. Η Χαρτογραφία σχετίζεται στενά με την επιστήμη της ΕΛΕΝΗ ΣΥΡΡΑΚΟΥ ΓΤΠ61 2012 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ Χαρτογραφία ονομάζεται η επιστήμη που περιλαμβάνει ένα σύνολο προσδιορισμένων μελετών, τεχνικών ακόμη και καλλιτεχνικών εργασιών που αφορούν απεικονίσεις, υπό κλίμακα,

Διαβάστε περισσότερα

Οπτικοποίηση και Χαρτογραφικός Σχεδιασµός

Οπτικοποίηση και Χαρτογραφικός Σχεδιασµός ΠΜΣ «Πληροφορική» Τµήµα Πληροφορικής Πανεπιστήµιο Πειραιώς ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ (Introduction to GeoInformatics) Οπτικοποίηση και Χαρτογραφικός Σχεδιασµός Μαργαρίτα Κόκλα Ορισµοί του χάρτη Μια αναπαράσταση,

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. 1 Εισαγωγή...1. 2 Χαρτογραφική Πληροφορία...29

Περιεχόμενα. 1 Εισαγωγή...1. 2 Χαρτογραφική Πληροφορία...29 Περιεχόμενα 1 Εισαγωγή...1 1.1 Χάρτης και Χαρτογραφία... 1 1.2 Ιστορική αναδρομή... 5 1.3 Βασικά χαρακτηριστικά των χαρτών...12 1.4 Είδη και ταξινόμηση χαρτών...14 1.4.1 Ταξινόμηση με βάση την κλίμακα...15

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΗΓΟΣ ΧΡΗΣΗΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΧΡΗΣΗΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΧΡΗΣΗΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Καθηγητής/τρια: Αρ. Μαθητών/τριών : Ημερομηνία: Χρόνος: Τμήμα: Ενότητα & Θέμα Μαθήματος: Μάθημα: ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Απαραίτητες προϋπάρχουσες/προαπαιτούμενες γνώσεις (προηγούμενοι/προαπαιτούμενοι

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ - ΕΝΟΤΗΤΑ 1 7/4/2013 ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Ορισμός

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ - ΕΝΟΤΗΤΑ 1 7/4/2013 ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Ορισμός ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑ 1 : ΕΙΣΑΓΩΓΗ Διάλεξη 1: Γενικά για το ΓΣΠ, Ιστορική αναδρομή, Διαχρονική εξέλιξη Διάλεξη 2 : Ανάλυση χώρου (8/4/2013) Διάλεξη 3: Βασικές έννοιες των Γ.Σ.Π.. (8/4/2013)

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΧΑΡΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΧΡΗΣΗ β. φιλιππακοπουλου 1 Αναλυτικό Πρόγραµµα 1. Εισαγωγή: Μια επιστηµονική προσέγγιση στη χαρτογραφική απεικόνιση και το χαρτογραφικό σχέδιο

Διαβάστε περισσότερα

Στόχοι και Προοπτικές

Στόχοι και Προοπτικές Προς µια ορθολογική αντιµετώπιση των σύγχρονων υδατικών προβληµάτων: Αξιοποιώντας την Πληροφορία και την Πληροφορική για την Πληροφόρηση Υδροσκόπιο: Εθνική Τράπεζα Υδρολογικής & Μετεωρολογικής Πληροφορίας

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ Ανάγκη για την απογραφή, χαρτογράφηση, παρακολούθηση, διαχείριση και αξιοποίηση των φυσικών πόρων βάση ενός μοντέλου ανάπτυξης. Έτσι, είναι απαραίτητος ο συνδυασμός δορυφορικών

Διαβάστε περισσότερα

Οι διαθέσιμες μέθοδοι σε γενικές γραμμές είναι:

Οι διαθέσιμες μέθοδοι σε γενικές γραμμές είναι: Χωρική Ανάλυση Ο σκοπός χρήσης των ΣΓΠ δεν είναι μόνο η δημιουργία μίας Β.Δ. για ψηφιακές αναπαραστάσεις των φαινομένων του χώρου, αλλά κυρίως, η βοήθειά του προς την κατεύθυνση της υπόδειξης τρόπων διαχείρισής

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Κύκλος Ζωής Εφαρμογών ΕΝΟΤΗΤΑ 2. Εφαρμογές Πληροφορικής. Διδακτικές ενότητες 5.1 Πρόβλημα και υπολογιστής 5.2 Ανάπτυξη εφαρμογών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Κύκλος Ζωής Εφαρμογών ΕΝΟΤΗΤΑ 2. Εφαρμογές Πληροφορικής. Διδακτικές ενότητες 5.1 Πρόβλημα και υπολογιστής 5.2 Ανάπτυξη εφαρμογών 44 Διδακτικές ενότητες 5.1 Πρόβλημα και υπολογιστής 5.2 Ανάπτυξη εφαρμογών Διδακτικοί στόχοι Σκοπός του κεφαλαίου είναι οι μαθητές να κατανοήσουν τα βήματα που ακολουθούνται κατά την ανάπτυξη μιας εφαρμογής.

Διαβάστε περισσότερα

Απόδοση θεματικών δεδομένων

Απόδοση θεματικών δεδομένων Απόδοση θεματικών δεδομένων Ποιοτικές διαφοροποιήσεις Σημειακά Γραμμικά Επιφανειακά Ποσοτικές διαφοροποιήσεις Ειδικές θεματικές απεικονίσεις Δασυμετρική Ισαριθμική Πλάγιες όψεις Χαρτόγραμμα Χάρτης κουκίδων

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη Μοντέλου Εκτίμησης της Ποιότητας του Χάρτη

Ανάπτυξη Μοντέλου Εκτίμησης της Ποιότητας του Χάρτη Ανάπτυξη Μοντέλου Εκτίμησης της Ποιότητας του Χάρτη ΜΠΛΑΝΑ Ναταλία 1, ΤΣΟΥΛΟΣ Λύσανδρος 2 (1) Υπ. Διδάκτορας Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Ε.Μ.Π. Εργαστήριο Χαρτογραφίας ΕΜΠ Η. Πολυτεχνείου 9 15780 Ζωγράφου

Διαβάστε περισσότερα

Γιάννης Θεοδωρίδης. Εργαστήριο Πληροφοριακών Συστηµάτων. http://infolab.cs.unipi.gr

Γιάννης Θεοδωρίδης. Εργαστήριο Πληροφοριακών Συστηµάτων. http://infolab.cs.unipi.gr Πανεπιστήµιο Πειραιώς, Τµήµα Πληροφορικής Εισαγωγή στη Γεωπληροφορική Επισκόπηση µαθήµατος Γιάννης Θεοδωρίδης Εργαστήριο Πληροφοριακών Συστηµάτων http://infolab.cs.unipi.gr 13-Μαρ-09 Το κύριο µέροςτωνδιαφανειώνπροέρχεταιαπόταtextbooks

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΙΧΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΠΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΙΧΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΠΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΙΧΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Διαδραστικός ηχητικός χάρτης σε περιβάλλον διαδικτύου. Εφαρμογή: Χάρτης θορύβου της πόλης της Βέροιας

Διαδραστικός ηχητικός χάρτης σε περιβάλλον διαδικτύου. Εφαρμογή: Χάρτης θορύβου της πόλης της Βέροιας Διαδραστικός ηχητικός χάρτης σε περιβάλλον διαδικτύου Εφαρμογή: Χάρτης θορύβου της πόλης της Βέροιας Αλεβιζάκης Αλέξανδρος Νάκος Βύρωνας ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ & ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ GIS ΣΤΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟ ARCGIS 9.3. Α. Τσουχλαράκη, Γ. Αχιλλέως ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ GIS ΣΤΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟ ARCGIS 9.3. Α. Τσουχλαράκη, Γ. Αχιλλέως ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ GIS ΣΤΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟ ARCGIS 9.3. Α. Τσουχλαράκη, Γ. Αχιλλέως ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ να γνωρίσει με λεπτομέρεια την διαδικασία δημιουργίας ενός

Διαβάστε περισσότερα

Εννοιολογικά χαρακτηρισµένα σύµβολα

Εννοιολογικά χαρακτηρισµένα σύµβολα γραφικά χαρακτηριστικά σηµείων σύνδεση χαρακτηριστικά δεδοµένων Εννοιολογικά χαρακτηρισµένα σύµβολα Στόχοι χαρτογραφικής σχεδίασης Χάρτης γενικής αναφοράς απόδοση ποικιλίας γεωγραφικών πληροφοριών Θεµατικός

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ Σκοπός του έργου Σκοπός του έργου είναι: 1. η δημιουργία μιας on line εφαρμογής διαχείρισης ενός επιστημονικού λεξικού κοινωνικών όρων 2. η παραγωγή ενός ικανοποιητικού

Διαβάστε περισσότερα

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας 1. Εισαγωγή Σχολιασµός των εργασιών της 16 ης παράλληλης συνεδρίας µε θέµα «Σχεδίαση Περιβαλλόντων για ιδασκαλία Προγραµµατισµού» που πραγµατοποιήθηκε στο πλαίσιο του 4 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «ιδακτική

Διαβάστε περισσότερα

Σύνθεση και θέαση χαρτών κίνησης σε διαδικτυακό περιβάλλον

Σύνθεση και θέαση χαρτών κίνησης σε διαδικτυακό περιβάλλον Σύνθεση και θέαση χαρτών κίνησης σε διαδικτυακό περιβάλλον Αλεξάνδρα Κουσουλάκου, Καθηγήτρια ΤΑΤΜ ΑΠΘ Χαρτογραφία και διαδίκτυο Το διαδίκτυο την τελευταία δεκαετία και ιδιαίτερα τα τελευταία πέντε χρόνια

Διαβάστε περισσότερα

Διαδραστικότητα και πλοήγηση σε ψηφιακούς χάρτες

Διαδραστικότητα και πλοήγηση σε ψηφιακούς χάρτες Ενότητα 10 η Διαδραστικότητα και πλοήγηση σε ψηφιακούς χάρτες Βύρωνας Νάκος Καθηγητής Ε.Μ.Π. - bnakos@central.ntua.gr Bασίλης Κρασανάκης Υποψήφιος διδάκτορας Ε.Μ.Π. krasvas@mail.ntua.gr Β. Νάκος & Β. Κρασανάκης

Διαβάστε περισσότερα

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Νίκος Ναγόπουλος Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας χρησιμοποιούνται ποσοτικές ή/και ποιοτικές μέθοδοι που έχουν τις δικές τους τεχνικές και

Διαβάστε περισσότερα

Στο στάδιο ανάλυσης των αποτελεσµάτων: ανάλυση ευαισθησίας της λύσης, προσδιορισµός της σύγκρουσης των κριτηρίων.

Στο στάδιο ανάλυσης των αποτελεσµάτων: ανάλυση ευαισθησίας της λύσης, προσδιορισµός της σύγκρουσης των κριτηρίων. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η τεχνική αυτή έκθεση περιλαµβάνει αναλυτική περιγραφή των εναλλακτικών µεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης που εξετάσθηκαν µε στόχο να επιλεγεί η µέθοδος εκείνη η οποία είναι η πιο κατάλληλη για

Διαβάστε περισσότερα

«Αριθμητική και πειραματική μελέτη της διεπιφάνειας χάλυβασκυροδέματος στις σύμμικτες πλάκες με χαλυβδόφυλλο μορφής»

«Αριθμητική και πειραματική μελέτη της διεπιφάνειας χάλυβασκυροδέματος στις σύμμικτες πλάκες με χαλυβδόφυλλο μορφής» ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ «Αριθμητική και πειραματική μελέτη της διεπιφάνειας χάλυβασκυροδέματος στις σύμμικτες πλάκες με χαλυβδόφυλλο μορφής» του Θεμιστοκλή Τσαλκατίδη, Δρ. Πολιτικού Μηχανικού

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟΙΧΕΙΑΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΟΡΟΙ-ΕΝΝΟΙΕΣ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 / Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΗΜΕΡΑ Αναλογική χαρτογραφία Λειτουργίες του χάρτη Ψηφιακή χαρτογραφία

ΣΤΟΙΧΕΙΑΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΟΡΟΙ-ΕΝΝΟΙΕΣ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 / Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΗΜΕΡΑ Αναλογική χαρτογραφία Λειτουργίες του χάρτη Ψηφιακή χαρτογραφία ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 / Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΗΜΕΡΑ Αναλογική χαρτογραφία Λειτουργίες του χάρτη Ψηφιακή χαρτογραφία ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 / Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Αποτελεσµατικότητα χαρτών Ταξινόµηση χαρτών Χάρτης, βασικά χαρακτηριστικά,

Διαβάστε περισσότερα

Οραση - οπτική αντίληψη Οπτική γνώση - οπτική

Οραση - οπτική αντίληψη Οπτική γνώση - οπτική Περιεχόµενα Μαθήµατος Οδηγού Σπουδών (Course Catalog data) Στόχοι του µαθήµατος είναι: Οραση - οπτική αντίληψη Οπτική γνώση - οπτική µνήµη Αντίληψη του χώρου και χάρτες Νοητικές κατηγορίες Αναπαραστάσεις

Διαβάστε περισσότερα

9. Τοπογραφική σχεδίαση

9. Τοπογραφική σχεδίαση 9. Τοπογραφική σχεδίαση 9.1 Εισαγωγή Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει τις παραμέτρους, μεθόδους και τεχνικές της τοπογραφικής σχεδίασης. Η προσέγγιση του κεφαλαίου γίνεται τόσο για την περίπτωση της συμβατικής

Διαβάστε περισσότερα

GIS: Εισαγωγή στα Γεωγραφικά Συστήµατα Πληροφοριών

GIS: Εισαγωγή στα Γεωγραφικά Συστήµατα Πληροφοριών GIS: Εισαγωγή στα Γεωγραφικά Συστήµατα Πληροφοριών Σηµειώσεις Σεµιναρίου ηµήτρης Τσολάκης v1.2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγή... 9 1.1. GIS in Greek...10 1.2. Γιατί GIS;...10 1.3. Τι Είναι τα GIS...12 1.3.1.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΥΔΡΑΥΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΥΔΡΑΥΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΥΔΡΑΥΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ Π. ΛΟΥΚΟΓΕΩΡΓΑΚΗ Διπλωματούχου Πολιτικού Μηχανικού ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ

Διαβάστε περισσότερα

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων Βασίλης Κόμης, Επίκουρος Καθηγητής Ερευνητική Ομάδα «ΤΠΕ στην Εκπαίδευση» Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της

Διαβάστε περισσότερα

τεχνολογιών χαρτοσύνθεσης σε περιβάλλον διαδικτύου

τεχνολογιών χαρτοσύνθεσης σε περιβάλλον διαδικτύου Μία πρόταση για τη διδασκαλία των τεχνολογιών χαρτοσύνθεσης σε περιβάλλον διαδικτύου Ανδριανή Σκοπελίτη, Βύρων Αντωνίου, Λύσανδρος Τσούλος Εργαστήριο Χαρτογραφίας, Ε.Μ.Π. 13ο Εθνικό Συνέδριο Χαρτογραφίας

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Σύνοψη κεφαλαίου Σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης Επεξεργασία ποιοτικών δεδομένων Δεοντολογία και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Αξιολογώντας την ποιότητα των ποιοτικών ερευνών Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση

Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση Κ. Χαλκιά Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών 2 Το διαδίκτυο: αποτελεί ένα νέο διδακτικό

Διαβάστε περισσότερα

Δυναμικοί Χάρτες (Χάρτες Κινούμενων Εικόνων Animations)

Δυναμικοί Χάρτες (Χάρτες Κινούμενων Εικόνων Animations) Ενότητα 9 η Δυναμικοί Χάρτες (Χάρτες Κινούμενων Εικόνων Animations) Βύρωνας Νάκος Καθηγητής Ε.Μ.Π. - bnakos@central.ntua.gr Bασίλης Κρασανάκης Υποψήφιος διδάκτορας Ε.Μ.Π. - krasvas@mail.ntua.gr Β. Νάκος

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ Αθανάσιος Γαγάτσης Τµήµα Επιστηµών της Αγωγής Πανεπιστήµιο Κύπρου Χρήστος Παντσίδης Παναγιώτης Σπύρου Πανεπιστήµιο

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Ανάλυση Ποιότικών Δεδομένων. Καθηγητής Α. Καρασαββόγλου Επίκουρος Καθηγητής Π. Δελιάς

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Ανάλυση Ποιότικών Δεδομένων. Καθηγητής Α. Καρασαββόγλου Επίκουρος Καθηγητής Π. Δελιάς ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Ανάλυση Ποιότικών Δεδομένων Καθηγητής Α. Καρασαββόγλου Επίκουρος Καθηγητής Π. Δελιάς ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ποιοτική ανάλυση Η μη αριθμητική εξέταση και ερμηνεία παρατηρήσεων που σκοπό έχει να ανακαλύψει

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα Σχέδια Εκθέσεων

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΒΥΡΩΝΑΣ ΝΑΚΟΣ ΑΘΗΝΑ 2006 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή 1 2. Μέθοδοι σταθερών

Διαβάστε περισσότερα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Σ Χ Ο Λ Η Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ω Ν Τομέας 1 -Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ ΟΔΟΣ: ΠΑΤΗΣΙΩΝ 42, ΑΘΗΝΑ 10682 ΤΗΛ: 010-772

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

Καταγραφή και Διαχείριση Πολιτιστικής Πληροφορίας με τη χρήση Τεχνολογιών Διαδικτύου: Εφαρμογή για τους Αρχαίους Χώρους Θέασης και Ακρόασης

Καταγραφή και Διαχείριση Πολιτιστικής Πληροφορίας με τη χρήση Τεχνολογιών Διαδικτύου: Εφαρμογή για τους Αρχαίους Χώρους Θέασης και Ακρόασης ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Καταγραφή και Διαχείριση Πολιτιστικής Πληροφορίας με τη χρήση Τεχνολογιών

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ. και ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ. και ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ και ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΚΟΠΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΑΛΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΗΓΕΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ 1o μάθημα: ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τί είναι Γεωπληροφορική

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας 1 Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr Τηλ.: 2810379603 E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/pgrad_omm107/

Διαβάστε περισσότερα

Θέµα ιερεύνησης: Ο καιρός

Θέµα ιερεύνησης: Ο καιρός Θέµα ιερεύνησης: Ο καιρός Αντικείµενο της συγκεκριµένης δραστηριότητας είναι η µεθοδική παρατήρηση των καιρικών συνθηκών για ένα σχετικά µεγάλο χρονικό διάστηµα, η καταγραφή και οργάνωση των παρατηρήσεων

Διαβάστε περισσότερα

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες 2.2.2 Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες 2.2.2 Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ. 2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες Έχει παρατηρηθεί ότι δεν υπάρχει σαφής αντίληψη της σηµασίας του όρου "διοίκηση ή management επιχειρήσεων", ακόµη κι από άτοµα που

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα Earl Babbie Κεφάλαιο 12 Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων 12-1 Σύνοψη κεφαλαίου Σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης Επεξεργασία ποιοτικών δεδομένων Προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή

Διαβάστε περισσότερα

Χαρτογραφική Σύνθεση και Παραγωγή

Χαρτογραφική Σύνθεση και Παραγωγή ΑΠΘ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Χαρτογραφική Σύνθεση και Παραγωγή Μάθημα 4ο 8 ο εξάμηνο, 2018-2019 1 Σχεδιασμός του χάρτη - Σχεδιασμός

Διαβάστε περισσότερα

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (Π.Ι.Ε.)

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία ερευνητικής εργασίας

Μεθοδολογία ερευνητικής εργασίας Μεθοδολογία ερευνητικής εργασίας Σύντομος οδηγός επιβίωσης Μεθοδολογία Ερευνητικής Εργασίας: Γ. Τράπαλης & Ά. Μητρέλης 1 Τι είναι Έρευνα: η παραγωγή πρωτότυπων αποτελεσμάτων μέσω της συστηματικής, ορθολογικής

Διαβάστε περισσότερα

H Συμβολή της Υπολογιστικής Σκέψης στην Προετοιμασία του Αυριανού Πολίτη

H Συμβολή της Υπολογιστικής Σκέψης στην Προετοιμασία του Αυριανού Πολίτη H Συμβολή της Υπολογιστικής Σκέψης στην Προετοιμασία του Αυριανού Πολίτη Κοτίνη Ι., Τζελέπη Σ. Σχ. Σύμβουλοι Κ. Μακεδονίας στην οικονομία, στη τέχνη, στην επιστήμη, στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες.

Διαβάστε περισσότερα

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Βασίλειος Κωτούλας vaskotoulas@sch.gr h=p://dipe.kar.sch.gr/grss Αρχαιολογικό Μουσείο Καρδίτσας Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Η Δομή της εισήγησης 1 2 3 Δυο λόγια για Στόχοι των Ερευνητική

Διαβάστε περισσότερα

Αναλυτικές λειτουργίες ΣΓΠ

Αναλυτικές λειτουργίες ΣΓΠ Αναλυτικές λειτουργίες ΣΓΠ Γενικά ερωτήµατα στα οποία απαντά ένα ΣΓΠ Εντοπισµού (locaton) Ιδιότητας (condton) Τάσεων (trend) ιαδροµών (routng) Μορφών ή προτύπων (pattern) Και µοντέλων (modellng) παραδείγµατα

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Σχεδίαση Λογισμικού

Εισαγωγή στη Σχεδίαση Λογισμικού Εισαγωγή στη Σχεδίαση Λογισμικού περιεχόμενα παρουσίασης Τι είναι η σχεδίαση λογισμικού Έννοιες σχεδίασης Δραστηριότητες σχεδίασης Σχεδίαση και υποδείγματα ανάπτυξης λογισμικού σχεδίαση Η σχεδίαση του

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ...xi ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ...xv ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ARCGIS - ΤΟ ARCMAP... 1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ...xi ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ...xv ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ARCGIS - ΤΟ ARCMAP... 1 ΠΡΟΛΟΓΟΣ...xi ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ...xv ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ARCGIS - ΤΟ ARCMAP... 1 Εισαγωγή στο ArcGIS και τον ArcMap. Περιγραφή των βοηθητικών λογισμικών που χρησιμοποιεί το ArcGIS. Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

2 ο Μάθημα. Χωρικές Βάσεις Δεδομένων και Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήματα

2 ο Μάθημα. Χωρικές Βάσεις Δεδομένων και Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήματα 2 ο Μάθημα Χωρικές Βάσεις Δεδομένων και Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήματα ArcMAP Από το path Programs ArcGIS ArcMAP Επιλέγουμε File Add Data Επιλέγουμε *.jpeg εικόνες και τα σχήματα. Χαρτογραφική Απεικόνιση

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan)

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) On-the-fly feedback, Upper Secondary Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) Τάξη: Β Λυκείου Διάρκεια ενότητας Μάθημα: Φυσική Θέμα: Ταλαντώσεις (αριθμός Χ διάρκεια μαθήματος): 6X90

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα Σχέδια

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ INTRAWAY ΕΠΕ Μετα-ανάλυση των ερευνών που έχουν διεξαχθεί για τη μετανάστευση σε σημαντικά και σχετικά με την ένταξη πεδία (υγεία, κοινωνική ασφάλιση, εργασία, εκπαίδευση

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας Σύντομες οδηγίες συγγραφής της Πτυχιακής Εργασίας

Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας Σύντομες οδηγίες συγγραφής της Πτυχιακής Εργασίας Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας Σύντομες οδηγίες συγγραφής της Πτυχιακής Εργασίας Περίληψη (τυπική έκταση: 2-3 παράγραφοι) Η Περίληψη συνοψίζει την εργασία και τα κύρια ευρήματα αυτής με τέτοιον τρόπο, ώστε

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου Κάποιες έννοιες Επιστήμη : κάθε συστηματικό πεδίο μελέτης ή σύστημα γνώσης που έχει ως σκοπό

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΗ

ΜΕΤΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΗ του Υποπυραγού Αλέξανδρου Μαλούνη* Μέρος 2 ο - Χαρτογραφικοί μετασχηματισμοί Εισαγωγή Είδαμε λοιπόν ως τώρα, ότι η γη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και σφαιρική και αυτό μπορεί να γίνει εμφανές όταν την

Διαβάστε περισσότερα

14 ο Εθνικό Συνέδριο Χαρτογραφίας Η Χαρτογραφία σε ένα Κόσμο που Αλλάζει Θεσσαλονίκη, 2-4 Νοεμβρίου Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

14 ο Εθνικό Συνέδριο Χαρτογραφίας Η Χαρτογραφία σε ένα Κόσμο που Αλλάζει Θεσσαλονίκη, 2-4 Νοεμβρίου Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο 14 ο Εθνικό Συνέδριο Χαρτογραφίας Η Χαρτογραφία σε ένα Κόσμο που Αλλάζει Θεσσαλονίκη, 2-4 Νοεμβρίου 2016 Χ. Χάρχαρος, Μ. Κάβουρας, Μ. Κόκλα, Ε. Τομαή Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Ορίζεται ως η ικανότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΜΑΘΗΜΑ 4 Ο Δ Ε Δ Ο Μ Ε Ν Α ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Δεδομένα ή στοιχεία είναι μη επεξεργασμένα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά

Διαβάστε περισσότερα

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης Αναστασία Χριστοδούλου, Dr. Γεώργιος Δαμασκηνίδης Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας & Φιλολογίας Θεσσαλονίκη, 2015 Ιδιότητες

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός Οικολογικού Διαμεσολαβητή για την εποπτεία και διαχείριση δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας

Σχεδιασμός Οικολογικού Διαμεσολαβητή για την εποπτεία και διαχείριση δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας Σχεδιασμός Οικολογικού Διαμεσολαβητή για την εποπτεία και διαχείριση δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας Σωτηρία Δριβάλου Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μονάδα Εργονομίας Συστήματα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας

Διαβάστε περισσότερα

Αλληλεπίδραση Ανθρώπου- Υπολογιστή & Ευχρηστία

Αλληλεπίδραση Ανθρώπου- Υπολογιστή & Ευχρηστία Αλληλεπίδραση Ανθρώπου- Υπολογιστή & Ευχρηστία Ενότητα 2: Ο Άνθρωπος Σαπρίκης Ευάγγελος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Γρεβενά) Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

Μορφοποίηση της διάταξης ψηφιακού χάρτη

Μορφοποίηση της διάταξης ψηφιακού χάρτη Ενότητα 11 η Μορφοποίηση της διάταξης ψηφιακού χάρτη Βύρωνας Νάκος Καθηγητής Ε.Μ.Π. - bnakos@central.ntua.gr Bασίλης Κρασανάκης Υποψήφιος διδάκτορας Ε.Μ.Π. krasvas@mail.ntua.gr Β. Νάκος & Β. Κρασανάκης

Διαβάστε περισσότερα

Εννοιολογική Ομοιογένεια

Εννοιολογική Ομοιογένεια Ιόνιο Πανεπιστήμιο Τμήμα Αρχειονομίας Βιβλιοθηκονομίας Εργαστήριο Ψηφιακών Βιβλιοθηκών και Ηλεκτρονικής Δημοσίευσης Εννοιολογική Ομοιογένεια Αξιοποίηση Ταξινομικών Συστημάτων Γεωργία Προκοπιάδου, Διονύσης

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΗΣ ΓΗΪΝΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ. 22/5/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΗΣ ΓΗΪΝΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ. 22/5/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1 ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΗΣ ΓΗΪΝΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ 22/5/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1 Τοποθέτηση του προβλήµατος Η γήϊνη επιφάνεια [ανάγλυφο] αποτελεί ένα ορατό, φυσικό, συνεχές φαινόµενο, το οποίο εµπίπτει

Διαβάστε περισσότερα

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή Τα σχέδια μαθήματος αποτελούν ένα είδος προσωπικών σημειώσεων που κρατά ο εκπαιδευτικός προκειμένου να πραγματοποιήσει αποτελεσματικές διδασκαλίες. Περιέχουν πληροφορίες

Διαβάστε περισσότερα

Αικατερίνη Τσούμα Ερευνήτρια Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)

Αικατερίνη Τσούμα Ερευνήτρια Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ ΣΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΙΑΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ Αικατερίνη Τσούμα Ερευνήτρια Κέντρου Προγραμματισμού

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ (Άρθρο 5.2.β) της απόφασης 1400/97/EΚ)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ (Άρθρο 5.2.β) της απόφασης 1400/97/EΚ) VERSION FINALE ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ 2000 (Άρθρο 5.2.β) της απόφασης 1400/97/EΚ) 1. Εισαγωγή Οι δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον

Διαβάστε περισσότερα

Οργάνωση Γεωγραφικών. πληροφοριών

Οργάνωση Γεωγραφικών. πληροφοριών Οργάνωση Γεωγραφικών Οργάνωση γεωγραφικών 1 Ορισµοί - ορολογία εδοµένα (Data) ένα σύνολο από γεγονότα και στοιχεία, τα οποία έχουν συλλεχθεί για κάποιο συγκεκριµένο σκοπό Πληροφορίες (Information) επεξεργασµένα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΕΟ 11. Η χρήση στατιστικών εργαλείων στην εκτιμητική

ΕΕΟ 11. Η χρήση στατιστικών εργαλείων στην εκτιμητική ΕΕΟ 11 Η χρήση στατιστικών εργαλείων στην εκτιμητική 1. Εισαγωγή 2. Προϋποθέσεις χρήσης των Αυτοματοποιημένων Εκτιμητικών Μοντέλων (ΑΕΜ) 3. Περιορισμοί στη χρήση των ΑΕΜ εφόσον έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις

Διαβάστε περισσότερα

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10 ΚΡΙΤΗΡΙΑ Εύρος θέματος Τίτλος και περίληψη Εισαγωγή Βαθμολογία

Διαβάστε περισσότερα

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία 1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία Ο διδακτικός σχεδιασμός (instructional design) εμφανίσθηκε στην εκπαιδευτική διαδικασία και στην κατάρτιση την περίοδο

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία Περιεχόμενα Σχετικά με τους συγγραφείς... ΧΙΙΙ Πρόλογος... XV Eισαγωγή...XVΙΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας Εισαγωγή... 1 Τι είναι η έρευνα;... 2 Τι είναι η έρευνα των επιστημών

Διαβάστε περισσότερα

Χαρτογραφική απόδοση. εθελοντικών γεωγραφικών δεδομένων. Ανδριανή ΣΚΟΠΕΛΙΤΗ Βύρων ΑΝΤΩΝΙΟΥ Λήδα ΣΤΑΜΟΥ

Χαρτογραφική απόδοση. εθελοντικών γεωγραφικών δεδομένων. Ανδριανή ΣΚΟΠΕΛΙΤΗ Βύρων ΑΝΤΩΝΙΟΥ Λήδα ΣΤΑΜΟΥ Χαρτογραφική απόδοση της ποιότητας των εθελοντικών γεωγραφικών δεδομένων Ανδριανή ΣΚΟΠΕΛΙΤΗ Βύρων ΑΝΤΩΝΙΟΥ Λήδα ΣΤΑΜΟΥ Εργαστήριο Χαρτογραφίας ΕΜΠ askop@survey.ntua.gr COST Action TD1202 ο καλαίσθητος

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Ενότητα 09: Σχεδιασμός και Οργάνωση ενός Προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ΙΙ Πολυξένη

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΜΑΘΗΜΑ 6 Ο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ: Είναι η επιστήμη που ασχολείται με την απεικόνιση μιας γεωγραφικής ενότητας σε ένα χαρτί

Διαβάστε περισσότερα

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000) Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000) Πρόκειται για την έρευνα που διεξάγουν οι επιστήμονες. Είναι μια πολύπλοκη δραστηριότητα που απαιτεί ειδικό ακριβό

Διαβάστε περισσότερα

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους του Σταύρου Κοκκαλίδη Μαθηματικού Διευθυντή του Γυμνασίου Αρχαγγέλου Ρόδου-Εκπαιδευτή Στα προγράμματα Β Επιπέδου στις ΤΠΕ Ορισμός της έννοιας του σεναρίου.

Διαβάστε περισσότερα