ἀνα-δαίομαι, βλ. ἀναδατέομαι. ἀνα-δαίω, ποιητ. ἀν-δαίω, μόνο στον ενεστ., ανάβω, σε Αισχύλ. ἀνα-δάσασθαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀναδατέομαι.

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ἀνα-δαίομαι, βλ. ἀναδατέομαι. ἀνα-δαίω, ποιητ. ἀν-δαίω, μόνο στον ενεστ., ανάβω, σε Αισχύλ. ἀνα-δάσασθαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀναδατέομαι."

Transcript

1 ἀνα-δαίομαι, βλ. ἀναδατέομαι. ἀνα-δαίω, ποιητ. ἀν-δαίω, μόνο στον ενεστ., ανάβω, σε Αισχύλ. ἀνα-δάσασθαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀναδατέομαι. ἀνα-δασθῆναι, απαρ. αορ. αʹ του ἀναδατέομαι. ἀναδασμός, ὁ, αναδιανομή ή κατανομή της γης ανάμεσα στους αποίκους, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. ἀνάδαστος, -ον, I. αναδιανεμημένος, ανακατανεμημένος, ἀν. γῆν ποιεῖν (πρβλ. ἀναδασμός), σε Πλούτ. II. ἀν. ποιεῖν τι, μεταβάλλει, ακυρώνει, σε Λουκ. ἀνα-δᾰτέομαι, αόρ. αʹ ἀν-εδασάμην διανέμω εκ νέου, ανακατανέμω, ξαναμοιράζω, σε Θουκ. Παθ., ἀναδαίομαι, διανέμομαι, σε Χρησμ. παρά Ηροδ. ἀνα-δέδρᾰκον, αόρ. βʹ του ἀναδέρκομαι. ἀνα-δέδρομα, παρακ. του ἀνατρέχω. ἀνάδειγμα, -ατος, τό, είδος επιστομίου, «ντουντούκα» για τους δημόσιους κήρυκες, σε Ανθ. ἀνα-δείκνῡμι και -ύω, μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω I. ανασηκώνω και επιδεικνύω, πύλας ἀναδεικνύναι, παρουσιάζω με το άνοιγμα των θυρών, δηλ. ανοίγω διάπλατα τις πύλες, σε Σοφ. (ομοίως στην Παθ., μυσταδόκος δόμος ἀναδείκνυται, σε Αριστοφ.) ἀναδέξαι ἀσπίδα, κρατώ ασπίδα ως σινιάλο, σύμβολο, σε Ηρόδ. ἀνέδειξε σημήιον τοῖςἄλλοις ἀνάγεσθαι, τους έκανε σινιάλο για να ανοιχτούν στη θάλασσα, στον ίδ. II. καθαγιάζω, αφιερώνω, σε Ανθ. ἀνάδειξις, -εως, ἡ, I. προκήρυξη εκλογών, ορισμός, τοποθέτηση, Λατ. designatio, σε Πλούτ. II. (από την Παθ.), εμφάνιση, εκδήλωση, σε Κ.Δ. ἀνα-δέκομαι, Ιων. αντί ἀναδέχομαι. ἀν-άδελφος, -ον, αυτός που δεν έχει αδέλφια, σε Ευρ. ἀνάδεμα, ποιητ. ἄνδεμα, -ατος, τό = ἀνάδημα, σε Ανθ. ἀνα-δέξαι, Ιων. αντί -δεῖξαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀναδείκνυμι. ἀνα-δέρκομαι, αποθ. με Ενεργ. αορ. βʹ -δέδρᾰκον, αναβλέπω, κοιτάζω προς τα πάνω, σε Ομήρ. Ιλ. ἀνα-δέρω, ποιητ. ἀνδ-, μέλ. -δερῶ, αόρ. αʹ -έδειρα γδέρνω το δέρμα, μεταφ. απογυμνώνω, εκθέτω, τι, σε Λουκ. ομοίως στη Μέσ. ἀναδέρεσθαι, σε Αριστοφ. ἀνάδεσις, -εως, ἡ (ἀναδέω), 1. περιδέσιμο, στεφάνων, σε Πλούτ. 2. πιάσιμο και δέσιμο των μαλλιών, τῆς κόμης, σε Λουκ. ἀνα-δέσμη, ἡ, ταινία για τα μαλλιά, κεφαλόδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. ομοίως, ἀνά-δεσμος, ὁ (ἀναδέω), σε Ανθ. ἀνάδετος, -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ. ἀνα-δεύω, μέλ. -σω, υγραίνω, λιπαίνω μεταφ., εμποτίζω, σε Πλούτ. ἀνα-δέχομαι, μέλ. -δέξομαι, αόρ. αʹ ἀνεδεξάμην, Επικ. αορ. βʹ ἀνεδέγμην παρακ. ἀναδέδεγμαι αποθ. I. περιλαμβάνω, δέχομαι, σε Ομήρ. Ιλ. II. παίρνω επάνω μου, παραδέχομαι, υποκύπτω, ὀϊζύν, σε Ομήρ. Οδ. ἀν. τι ἐφ' ἑαυτόν, σε Δημ. 2. αποδέχομαι, υπόσχομαι να κάνω, με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ., Ξεν. ομοίως, ἀν.τοὺς δανειστάς, αναλαμβάνω να ικανοποιήσω αυτούς, σε Πλούτ. είμαι εγγυητής για κάποιον, τινι, σε Θουκ. ἀνα-δέω, Αττ. μτχ. ἀναδῶν μέλ. -δήσω, αόρ. αʹ ἀνέδησα Μέσ. και Παθ. Αττ. συνηρ. ἀναδοῦνται, ἀναδούμενος παρακ. Παθ. -δέδεμαι I. 1. σφίγγω ή δένω, σε Πίνδ. Μέσ., ἀναδέεσθαι τὰς κεφαλάς, να δένουν τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ.

2 κρώβυλον ἀναδεῖσθαι τῶν τριχῶν, δένω τα μαλλιά κάποιου σε κόμπο, σε Θουκ. 2. με αιτ. προσ., στεφανώνω, σε Πίνδ., Θουκ. εὐαγγέλια ἀναδεῖν τινα, τον στεφανώνει για τις καλές ειδήσεις, σε Αριστοφ. μεταφ. στην Παθ., τροφῇ ἀναδοῦνται, είναι καλά εφοδιασμένοι με φαγητό, σε Πλάτ. II. ἀναδῆσαι τὴν πατρίην ἔς τινα, συνδέω την οικογένειά μου με τον θεμελιωτή της, ανιχνεύω τις απαρχές της, βρίσκω το γενεαλογικό μου δέντρο, σε Ηρόδ. III. Μέσ., λέγεται για πλοίο, ἀναδούμενος ἕλκειν, ρυμουλκώ, σε Θουκ. IV.μεταφ. στην Παθ., ἀναδεδέσθαι ἔκ τινος ή εἴς τι, είμαι εξαρτημένος από, σε Πλούτ. ἀνάδημα, ποιητ. ἄνδημα, τό = ἀναδέσμη, σε Πίνδ., Ευρ. ἀνα-δῐδάσκω, μέλ. -διδάξω, I. διδάσκω με διαφορετικό τρόπο ή καλύτερα, Λατ. dedocore, σε Ηρόδ. Παθ., διδάσκομαι καλύτερα, αλλάζω τη γνώμη μου, στον ίδ. II. καθιστώ πασιφανές, σε Θουκ. ερμηνεύω, εξηγώ, λόγια ἀν. τινά, τα εξηγώ, τα ερμηνεύω σε κάποιον, σε Αριστοφ. ἀνα-δίδωμι, ποιητ. ἀν-δίδωμι, μέλ. -δώσω κ.λπ. I. κρατώ ψηλά και παραδίδω, σε Πίνδ., Ξεν. II. παράγω, αναδίδω, καρπόν, σε Ηρόδ. κ.λπ. λέγεται για ποτάμι, βουλιάζω, υφίσταμαι καθίζηση, ἀναδιδόναι ἄσφαλτον, στον ίδ. 2. αμτβ., για πηγές και φωτιά, εξορμώ, εξέρχομαι, στον ίδ. III. διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω, σε Πλούτ. IV.αμτβ., οπισθοχωρώ, σε Αριστ. ἀνά-δῐκος, -ον (δίκη), αυτός που δικάζεται από την αρχή, σε Ανδ., Πλούτ. ἀνα-διπλόομαι, Παθ., γίνομαι διπλός, σε Ξεν. ἀνάδοσις, -εως, ἡ (ἀναδίδωμι), ανάπτυξη, αύξηση, σε Πολύβ. μεταφ. λέγεται για γνώση, σε Πλούτ. ἀνάδοτος, -ον (ἀναδίδωμι), αυτός που παραδίδεται πίσω, σε Θουκ. ἀναδοχή, ἡ (ἀναδέχομαι), ανάληψη, επιχείρηση, δέσμευση, υπόσχεση, πόνων, σε Σοφ. ἀνα-δρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἀνατρέχω. ἀνα-δύνω[ῡ], ανέρχομαι στην επιφάνεια του νερού, σε Βατραχομ. ἀνα-δύομαι, Επικ. γʹ ενικ. ἀνδύεται [ῠ], μέλ. -δύσομαι [ῡ] αόρ. αʹ ἀνεδῡσάμην, Επικ. γʹ ενικ. -ατο ή -ετο αποθ. με Ενεργ. αορ. βʹ ἀνέδῡν, γʹ ενικ. υποτ. ἀναδύῃ ή ευκτ. ἀναδύη [ῡ], απαρ. ἀναδῦναι, παρακ. ἀναδέδῡκα I. ανέρχομαι, σηκώνομαι, εμφανίζομαι από τη θάλασσα, με γεν., σε Όμηρ. ομοίως με αιτ., ἀνεδύσατο κῦμα θαλάσσης, σε Ομήρ. Ιλ. II. αποσύρομαι, αποχωρώ, οπισθοχωρώ, σε Όμηρ. συστέλλομαι, διστάζω, σε Αριστοφ. λέγεται για πηγές, εκλείπω, σε Πλούτ. 2. με αιτ. αποσύρομαι, αποφεύγω, πόλεμον, σε Ομήρ. Ιλ. ἀνάδῠσις, -εως, ἡ, οπισθοχώρηση, υποχώρηση, διαφυγή, σε Πλάτ. διαφυγή από την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας, σε Πλούτ. ἀνά-εδνος, ἡ (ἔδνα), αυτός που δεν έχει γαμήλια δώρα, σε Ομήρ. Ιλ. ἀν-αείρω, μόνο στον ενεστ. και παρατ. ανασηκώνω, λέγεται για παλαιστή, σε Ομήρ. Ιλ. μεταφέρω, απομακρύνω, τάλαντα, στο ίδ. ἀνά-ελπτος, -ον (ἔλπομαι), απροσδόκητος, αναπάντεχος, σε Ησίοδ. ἀν-αερτάωήἀναερτάζω, επιτετ. τύπος αντί ἀν-αείρω, σε Ανθ. ἀνα-ζάω, απαρ. -ζῆν, επανέρχομαι στην ζωή, ξαναζωντανεύω, σε Κ.Δ. ἀναζείω, Επικ. αντί ἀναζέω. ἀνα-ζεύγνῡμι και -ύω, μέλ. -ζεύξω, 1. ξαναζεύω, ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν, μετακινώ το στράτευμα, σε Ηρόδ. ἀν. τὸ στρατόπεδον, διαλύω τη στρατοπέδευση, στον ίδ. ἀν. τὰς νῆας, τα κινώ προς τα πίσω, στον ίδ. 2. απόλ., διαλύω, εγκαταλείπω και μετακινούμαι από τη θέση μου, σε Θουκ., Ξεν.

3 ἀνάζευξις, -εως, ἡ, βηματισμός του στρατού, επιστροφή στην πατρίδα, σε Πλούτ. ἀνα-ζέω, μέλ. -ζέσω, 1. βράζω ή κοχλάζω, σε Σοφ. 2. ἀναζ. εὐλάς, είμαι κατάμεστος από σκουλήκια, έχω το συγκεκριμένο είδος ασθένειας, σε Πλούτ. επίσης, εὐλαὶ ἀναζέουσιν, στον ίδ. ἀνα-ζητέω, μέλ. -ήσω, ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω ενδελεχώς, τὰ ὑπὸ γῆς, σε Πλάτ. Παθ., σε Ηρόδ. κ.λπ. ἀνα-ζωγρέω, μέλ. -ήσω, επαναφέρω στην ζωή, σε Ανθ. ἀνα-ζώννῡμι ή -ύω, μέλ. -ζώσω, ξαναζώνω Μέσ., ἀν. τὰς ὀσφύας, περιζώνω τα πλευρά κάποιου, σε Κ.Δ. ἀνα-ζωπῠρέω, μέλ. -ήσω, ξανανάβω, αναζωοπυρώνω, σε Ευρ. Παθ., αποκτώ καινούρια ζωή και δύναμη, καινούριο σθένος, σε Πλάτ., Ξεν. ομοίως αμτβ. στην Ενεργ., σε Πλούτ. ἀνα-θάλλω, αόρ. αʹ ἀν-έθηλα, αναβλασταίνω, ξανανθίζω ομοίως στον Μέσ. μέλ., ἀναθαλήσεται, σε Ανθ. ἀνα-θαρσέω, Αττ. -θαρρέω, μέλ. -ήσω, ανακτώ δύναμη, σε Αριστοφ., Θουκ. τινί, σε κάτι, σε Θουκ. πρός τι, σε Πλούτ. ἀνα-θαρσύνω[ῡ], Αττ. -θαρρύνω, μέλ. -ῠνῶ, 1. γεμίζω με καινούρια δύναμη, με νέο θάρρος, εμβάλλω θάρρος ξανά, σε Ξεν. 2. αμτβ. = το προηγ., σε Πλούτ. ἀνάθεμα, ποιητ. ἄνθεμα, -ατος, τό (ἀνατίθημι) I. 1. = ἀνάθημα, σε Θεόκρ., Ανθ. 2. ιδίως οτιδήποτε είναι συνδεδεμένο με το κακό, καταραμένο, αφορισμένο πράγμα, σε Κ.Δ. II. κατάρα, στο ίδ. ἀναθεμᾰτίζω, μέλ. -σω, I. αφιερώνω, ἀναθέματι ἀν. ἑαυτούς, συνδέθηκαν με κατάρα, σε Κ.Δ. II. αμτβ., καταριέμαι, βλασφημώ, σε Ανθ. ἀνα-θερμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, ξαναζεσταίνω, αναθερμαίνω, σε Ανθ. ἀναθετέον, ρημ. επίθ. του ἀνατίθημι, αυτό που πρέπει να αποδώσει κάποιος, τί τινι, σε Πλάτ. ἀνα-θηλέω, μέλ. -ήσω (θάλλω), ξαναβλασταίνω, φυτρώνω εκ νέου, σε Ομήρ. Ιλ. ἀνάθημα, -ατος, τό (ἀνατίθημι), 1. αφιέρωμα πιστού που προσφέρεται σε ναό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. ευφροσύνη, κόσμημα, στολίδι, σε Ομήρ. Οδ. ἀνα-θλίβω[ῑ], μέλ -ψω, πιέζω δυνατά, συμπιέζω, σε Ανθ. ἄν-αθλος, -ον, αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό, μη πολεμοχαρής, απόλεμος, σε Λουκ. ἀνα-θορεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἀναθρῴσκω. ἀνα-θορῠβέω, μέλ. -ήσω, I. κραυγάζω, εκφράζω δυνατά την επιδοκιμασία μου, σε Πλάτ., Ξεν. II. με αιτ., επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, σε Πλάτ. ἀνάθρεμμα, -ατος, τό (ἀνατρέφω), βρέφος, νήπιο, σε Θεόκρ. ἀν-αθρέω, μέλ. -ήσω, ερευνώ, εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά, σε Ευρ., Πλάτ. Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε σύγκριση με τα λόγια τους, σε Θουκ. ἀνα-θρῴσκω, ποιητ. και Ιων. ἀν-θρῴσκω αόρ. βʹ -έθορον αναπηδώ, εκτινάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. ἀναθρώσκει ἐπὶτὸν ἵππον, αναπηδά, ανεβαίνει πηδώντας πάνω του, σε Ηρόδ. ἀνα-θῡμιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], σηκώνω αναθυμιάσεις Παθ., σηκώνομαι ως καπνός ή ατμός, σε Αριστ., Λουκ. ἀναίδειᾰ, Επικ. και Ιων. -είη, Αττ. επίσης -είᾱ (ἀναιδής) ξεδιαντροπιά, αυθάδεια, αναισχυντία, θρασύτητα, σε Όμηρ., Πλάτ. κ.λπ. ἀναιδεύομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, σε Αριστοφ.

4 ἀν-αιδής, -ές (αἰδώς), I. 1. αδιάντροπος, σε Όμηρ., Σοφ. 2. με γεν., ἀναιδέα δηϊοτῆτος, ακόρεστος για μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για πράγματα, λᾶας ἀναιδής, ο ανηλεής βράχος, λέγεται για τον Σίσυφο, σε Ομήρ. Οδ. ἔργ' ἀναιδῆ, σε Σοφ. τὸ ἀναιδές, συνηρ. τἀνειδές = ἀναίδεια, σε Ευρ. ἐπὶ τὸ ἀναιδέστερον τραπέσθαι, σε Ηρόδ. III. επίρρ. -δῶς, σε Σοφ. κ.λπ. ἀν-αιθύσσω, μέλ. -ξω, ερεθίζω, εγείρω, ξεσηκώνω, σε Σοφ., Ευρ. ἀν-αίθω, μόνο στον ενεστ. και παρατ. I. ανάβω, βάζω φωτιά, σε Ευρ. κινώ σε θερμή αγάπη, σε Μόσχ. II. αμτβ., αναλάμπω, φλογίζω, σε Αισχύλ. ἀν-αίμακτος, -ον (αἱμάσσω), μη στιγματισμένος με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ. ἀν-αίμᾰτος, -ον = ἄναιμος, αποτραγγισμένος από αίμα, σε Αισχύλ. ἄν-αιμος, -ον (αἷμα), αυτός που δεν έχει αίμα, σε Πλάτ. κ.λπ. ἀν-αίμων, -ον = ἄναιμος, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ. ἀν-αιμωτί (αἱμόω), επίρρ., χωρίς να χυθεί αίμα, σε Ομήρ. Ιλ. ἀν-αίνομαι παρατ. ἠναινόμην, Επικ. ἀναινόμην αόρ. αʹ ἠνηνάμην, γʹ ενικ. υποτ. ἀνήνηνται, απαρ. ἀνήνασθαι αποθ. (ἀν- στερητικό αἶνος) I. 1. με αιτ., απορρίπτω μετά βδελυγμίας, περιφρονώ, απορρίπτω, σε Όμηρ. επίσης απλώς, αρνούμαι, απορρίπτω, δεν αποδέχομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. 2. αποποιούμαι, παραιτούμαι, αποκηρύσσω, σε Αισχύλ., Ευρ. II. με απαρ., αρνούμαι, δεν αποδέχομαι να κάνω, σε Ομήρ. Ιλ. και με πλεοναστική άρνηση ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι, αρνήθηκε, δεν αποδέχτηκε τίποτα, στο ίδ. III. απόλ., αρνούμαι, αποκρούω, σε Όμηρ. ἀν-αΐξας, μτχ. αορ. αʹ του ἀναΐσσω. ἀναίρεσις, -εως, η, I. περισυλλογή νεκρών σωμάτων (πτωμάτων) για ταφή, σε Ευρ., Θουκ. ομοίως, σε ναυμαχία, ναυαγίων ἀν., σε Θουκ. II. καταστροφή, σε Ξεν., Δημ. κατάργηση των νόμων, σε Πλούτ. ἀν-αιρέω, μέλ. -ήσω, παρακ. -ῄρηκα, αόρ. βʹ ἀν-εῖλον Α. I. 1. σηκώνω, μαζεύω, Λατ. tollere. 2. μεταφέρω, σηκώνω και κομίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 3. περισυλλέγω πτώματα για ταφή, σε Αριστοφ., Ξεν. είναι συνηθέστερο στη Μέσ. II. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. λέγεται για πράγματα, καταλύω, ακυρώνω, διαγράφω, εξαλείφω, σε Ξεν. κ.λπ. 3. καταρρίπτω επιχείρημα, ανατρέπω, σε Πλάτ. II. ορίζω, διατάσσω, λέγεται για χρησμό, με απαρ., ἀνεῖλε παραδοῦναι, σε Θουκ. επίσης με αιτ. και απαρ. ἀνεῖλέ μιν βασιλέα εἶναι, σε Ηρόδ. 2. απόλ., απαντώ, αποκρίνομαι, στον ίδ., Αττ. Β. I. 1. παίρνω για τον εαυτό μου, σηκώνω και έπειτα, κερδίζω, νικώ, αποκτώ, κατορθώνω, σε Όμηρ. κ.λπ. ποινήν τινος ἀν., απαιτώ τιμωρία από κάποιον, σε Ηρόδ. 2. αρπάζω, παίρνω για τον εαυτό μου και απέρχομαι, σε Ομήρ. Οδ. 3. συλλέγω πτώματα για ταφή, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 4. παίρνω στα χέρια μου, σε Ομήρ. Ιλ. απ' όπου, αναλαμβάνω νεογέννητα παιδιά, αναγνωρίζω ως δικά μου, αποκτώ, Λατ. dollere, suspicere, σε Πλούτ. 5. συλλαμβάνω στη μήτρα, όπως το ίδιο το συλλαμβάνω, σε Ηρόδ. II. αναλαμβάνω, δεσμεύομαι, πόνους, στον ίδ. πόλεμόν τινι, πόλεμος εναντίον κάποιου, στον ίδ. ἀν. δημόσιον ἔργον, αναλαμβάνω την περάτωσή του, σε Πλάτ. 2. αποδέχομαι ως δικό μου, γνώμην, σε Ηρόδ. ἀν. φιλοψυχίην, έχω αγάπη προς την ζωή, στον ίδ. III. αποσύρω, λύνω, διαγράφω, ακυρώνω, σε Δημ. ἀν-αίρω, μέλ. -ᾰρῶ, υψώνω, σηκώνω στη Μέσ., σε Ευρ. στην Παθ., ἀναρθείς, αυτός που έχει μεταφερθεί, σε Ανθ. ἀναισθησία, ἡ, έλλειψη αίσθησης ή αντίληψης αναισθησία ως προς την ευχαρίστηση ή τον πόνο, σε Αριστ. ἀναισθητέω, μέλ. -ήσω, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.

5 ἀν-αίσθητος, -ον, I. 1. αναίσθητος, σε Ξεν. κ.λπ. επίρρ. ἀναισθήτως ἔχειν, είμαι αδιάφορος, σε Ισοκρ. 2. ανόητος, ασυναίσθητος, χωρίς λεπτότητα, σε Θουκ., Δημ. τὸ ἀναίσθητον, αναισθησία, σε Θουκ. II. Παθ., μη αισθητός, ανεπαίσθητος, θάνατος, στον ίδ. ἀν-αισῐμόω, παρατ. ἀναισίμουν γʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ ἀναισιμώσωσι Παθ. αόρ. αʹ ἀναισιμώθην, παρακ. ἀναισίμωμαι (αἴσιμος;) Ιων. Ρήμα = Αττ. ἀναλίσκω, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, σε Ηρόδ. Παθ., ἀναισιμοῦσθαι ἔς τι, χρησιμοποιούμαι για ένα σκοπό ή ξοδεύομαι για κάτι, στον ίδ. ποῦ ταῦτα ἀναισιμοῦται; που (δηλ. πώς) ξοδεύθηκαν αυτά; στον ίδ. ἀναισίμωμα, -ατος, τό, κατανάλωση, ξόδεμα, δαπάνη, στον Ηρόδ. ἀν-αΐσσω[ᾰνᾱ-], συνηρ. ἀν-ᾴσσω μέλ. -αΐξω, -ᾴξω, αόρ. αʹ -ήιξα, -ῇξα 1. αναπηδώ, ξεκινώ, αυξάνω γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ. λέγεται για σκέψη, στο ίδ. λέγεται για πηγή, ξεπηδώ, αναβλύζω, στο ίδ. 2. με αιτ., πηδώ πάνω σε ἅρμα, στο ίδ. ἀναισχυντέω, μέλ. -ήσω, είμαι αναίσχυντος, συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, σε Θουκ. πρός τινα, σε Ξεν. ἀναισχυντία, ἡ, αναίδεια, ξεδιαντροπιά, σε Αριστοφ., Πλάτ. ἀν-αίσχυντος, -ον (αἰσχύνω), I. αναιδής, αδιάντροπος, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. τὸ ἀναίσχυντον = ἀναισχυντία, σε Ευρ. επίρρ. -τως, σε Πλάτ. II. λέγεται για πράγματα, βδελυκτός, αποστρεφής, σε Ευρ. ἀν-αίτιος, -ον και -α, -ον, 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν αποτελεί την αιτία κάποιου πράγματος, αθώος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με γεν. πράγμ., μη ένοχος για κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, με απαρ., είναι επιλήψιμο να κάνω, σε Ξεν.

μεσοτομέω, μέλ. -ήσω, κόβω στη μέση, κόβω στα δύο, χωρίζω στη μέση, σε Πλάτ., Ξεν. μεσό-τομος, ποιητ. μεσσ-, -ον (τέμνω), κομμένος στη μέση, σε Ανθ.

μεσοτομέω, μέλ. -ήσω, κόβω στη μέση, κόβω στα δύο, χωρίζω στη μέση, σε Πλάτ., Ξεν. μεσό-τομος, ποιητ. μεσσ-, -ον (τέμνω), κομμένος στη μέση, σε Ανθ. μεσοτομέω, μέλ. -ήσω, κόβω στη μέση, κόβω στα δύο, χωρίζω στη μέση, σε Πλάτ., Ξεν. μεσό-τομος, ποιητ. μεσσ-, -ον (τέμνω), κομμένος στη μέση, σε Ανθ. μεσ-ουράνημα, τό (οὐρανός), ο χώρος μεταξύ γης και ουρανού,

Διαβάστε περισσότερα

ὑπ-εκδέχομαι, αποθ., δέχομαι από κάτω μου, λέγεται για αγελάδα, πόρτιν μαστῷ ὑπεκδέχεται, δέχεται, έχει ένα μοσχαράκι κάτω από τον μαστό της, σε Ανθ.

ὑπ-εκδέχομαι, αποθ., δέχομαι από κάτω μου, λέγεται για αγελάδα, πόρτιν μαστῷ ὑπεκδέχεται, δέχεται, έχει ένα μοσχαράκι κάτω από τον μαστό της, σε Ανθ. ὑπ-εκδέχομαι, αποθ., δέχομαι από κάτω μου, λέγεται για αγελάδα, πόρτιν μαστῷ ὑπεκδέχεται, δέχεται, έχει ένα μοσχαράκι κάτω από τον μαστό της, σε Ανθ. ὑπ-εκδρᾰμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ὑπεκτρέχω. ὑπ-εκδύομαι,

Διαβάστε περισσότερα

ἀνθο-κόμος, -ον (κόμη), στολισμένος με λουλούδια, ποικιλόχρωμος, ευανθής, σε Ανθ. ἀνθο-κρᾰτέω, μέλ. -ήσω, κυβερνώ, εξουσιάζω στα λουλούδια, σε Λουκ.

ἀνθο-κόμος, -ον (κόμη), στολισμένος με λουλούδια, ποικιλόχρωμος, ευανθής, σε Ανθ. ἀνθο-κρᾰτέω, μέλ. -ήσω, κυβερνώ, εξουσιάζω στα λουλούδια, σε Λουκ. ἀνθο-κόμος, -ον (κόμη), στολισμένος με λουλούδια, ποικιλόχρωμος, ευανθής, σε Ανθ. ἀνθο-κρᾰτέω, μέλ. -ήσω, κυβερνώ, εξουσιάζω στα λουλούδια, σε Λουκ. ἀνθό-κροκος, -ον (κρέκω), επεξεργασμένος με λουλούδια

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΗΣ ΣΤΟΥΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ΑΕΝΑΟΝ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. 11 Αυγούστου 2016 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕΝΑΩΣ ΕΝΗΜΕΡΟΥΜΕΝΕΣ

ΑΡΗΣ ΣΤΟΥΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ΑΕΝΑΟΝ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. 11 Αυγούστου 2016 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕΝΑΩΣ ΕΝΗΜΕΡΟΥΜΕΝΕΣ ΑΡΗΣ ΣΤΟΥΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΑΕΝΑΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕΝΑΩΣ ΕΝΗΜΕΡΟΥΜΕΝΕΣ 217 11 Αυγούστου 2016 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ειδος υπο εξαφανιση! Παλαιοτατης αρχης και προελευσεως. Την συνατουμε στους πρωτοπλαστους

Διαβάστε περισσότερα

δια-βουκολέω, μέλ. -ήσω, εξαπατώ με φρούδες ελπίδες, σε Λουκ. δια-βουλεύομαι, αποθ., συζητώ τα υπέρ και τα κατά, συζητώ διεξοδικά, συλλογίζομαι,

δια-βουκολέω, μέλ. -ήσω, εξαπατώ με φρούδες ελπίδες, σε Λουκ. δια-βουλεύομαι, αποθ., συζητώ τα υπέρ και τα κατά, συζητώ διεξοδικά, συλλογίζομαι, δια-βουκολέω, μέλ. -ήσω, εξαπατώ με φρούδες ελπίδες, σε Λουκ. δια-βουλεύομαι, αποθ., συζητώ τα υπέρ και τα κατά, συζητώ διεξοδικά, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, σε Θουκ. διαβούλιον, τό, περίσκεψη, στοχασμός,

Διαβάστε περισσότερα

σχεδία, Ιων. -ίη, ἡ, 1. σχεδία, κατασκευασμένο πρόχειρα πλοιάριο (πρβλ. σχέδιος II), σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. γενικά, βάρκα, πλοίο, σε Ευρ., Θεόκρ. 2.

σχεδία, Ιων. -ίη, ἡ, 1. σχεδία, κατασκευασμένο πρόχειρα πλοιάριο (πρβλ. σχέδιος II), σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. γενικά, βάρκα, πλοίο, σε Ευρ., Θεόκρ. 2. σχεδία, Ιων. -ίη, ἡ, 1. σχεδία, κατασκευασμένο πρόχειρα πλοιάριο (πρβλ. σχέδιος II), σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. γενικά, βάρκα, πλοίο, σε Ευρ., Θεόκρ. 2. πλωτή γέφυρα που αποτελείται από σχεδίες ή πλοία, λέγεται

Διαβάστε περισσότερα

χορδεύω, μέλ. -σω, φτιάχνω λουκάνικα μεταφ., χορδεύω τὰ πράγματα, φτιάχνω κρεατόπιτα, από διάφορα κομμάτια κρέατος, σε Αριστοφ. χορδή, ἡ, I.

χορδεύω, μέλ. -σω, φτιάχνω λουκάνικα μεταφ., χορδεύω τὰ πράγματα, φτιάχνω κρεατόπιτα, από διάφορα κομμάτια κρέατος, σε Αριστοφ. χορδή, ἡ, I. χορδεύω, μέλ. -σω, φτιάχνω λουκάνικα μεταφ., χορδεύω τὰ πράγματα, φτιάχνω κρεατόπιτα, από διάφορα κομμάτια κρέατος, σε Αριστοφ. χορδή, ἡ, I. χορδή από έντερο, χορδή λύρας, Λατ. chorda, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Διαβάστε περισσότερα

φθείρω ( ΦΘΕΡ, ΦΘΑΡ), μέλ. φθερῶ, Ιων. φθερέω, Επικ. φθέρσω, αόρ. αʹ ἔφθειρα, παρακ. ἔφθαρκα, Μέσ. μέλ. φθεροῦμαι (με Παθ. σημασία) Παθ., μέλ.

φθείρω ( ΦΘΕΡ, ΦΘΑΡ), μέλ. φθερῶ, Ιων. φθερέω, Επικ. φθέρσω, αόρ. αʹ ἔφθειρα, παρακ. ἔφθαρκα, Μέσ. μέλ. φθεροῦμαι (με Παθ. σημασία) Παθ., μέλ. φθείρω ( ΦΘΕΡ, ΦΘΑΡ), μέλ. φθερῶ, Ιων. φθερέω, Επικ. φθέρσω, αόρ. αʹ ἔφθειρα, παρακ. ἔφθαρκα, Μέσ. μέλ. φθεροῦμαι (με Παθ. σημασία) Παθ., μέλ. φθᾰρήσομαι, αόρ. βʹ ἐφθάρην [ᾰ], ποιητ. γʹ πληθ. ἔφθαρεν,

Διαβάστε περισσότερα

ἑλκεσί-πεπλος, -ον, αυτός που φορά ένδυμα με μακριά ουρά, πέπλο που κυλιέται και σύρεται κάτω, σε Ομήρ. Ιλ. ἑλκεσί-χειρος, -ον, αυτός που τραβά το

ἑλκεσί-πεπλος, -ον, αυτός που φορά ένδυμα με μακριά ουρά, πέπλο που κυλιέται και σύρεται κάτω, σε Ομήρ. Ιλ. ἑλκεσί-χειρος, -ον, αυτός που τραβά το ἑλκεσί-πεπλος, -ον, αυτός που φορά ένδυμα με μακριά ουρά, πέπλο που κυλιέται και σύρεται κάτω, σε Ομήρ. Ιλ. ἑλκεσί-χειρος, -ον, αυτός που τραβά το χέρι, σε Ανθ. ἑλκε-χίτων[ῐ], -ωνος, ὁ, αυτός που σέρνει

Διαβάστε περισσότερα

ἐπ-ανερωτάω, μέλ. -ήσω, 1. λέγεται για πρόσωπα, ξαναρωτώ, σε Ξεν. 2. λέγεται για πράγματα, ρωτώ πάλι για κάτι, σε Πλάτ. ἐπ-ανέχω, μέλ.

ἐπ-ανερωτάω, μέλ. -ήσω, 1. λέγεται για πρόσωπα, ξαναρωτώ, σε Ξεν. 2. λέγεται για πράγματα, ρωτώ πάλι για κάτι, σε Πλάτ. ἐπ-ανέχω, μέλ. ἐπ-ανερωτάω, μέλ. -ήσω, 1. λέγεται για πρόσωπα, ξαναρωτώ, σε Ξεν. 2. λέγεται για πράγματα, ρωτώ πάλι για κάτι, σε Πλάτ. ἐπ-ανέχω, μέλ. -ανέξω, διακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, σε Πλούτ. ἐπανήκω, επανέρχομαι,

Διαβάστε περισσότερα

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019. 39 Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019. Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων Μτθ. 10, 32 33, 37 38, καί 19, 27 30. «ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;» (Μτθ. 19,

Διαβάστε περισσότερα

ἀργῠρικός, -ή, -όν (ἄργυρος), αυτός που προέρχεται ή προορίζεται να κοπεί σε ασήμι, ο χρηματικός, σε Πλούτ. ἀργύριον[ῠ], τό I. κέρμα από ασήμι, μικρό

ἀργῠρικός, -ή, -όν (ἄργυρος), αυτός που προέρχεται ή προορίζεται να κοπεί σε ασήμι, ο χρηματικός, σε Πλούτ. ἀργύριον[ῠ], τό I. κέρμα από ασήμι, μικρό ἀργῠρικός, -ή, -όν (ἄργυρος), αυτός που προέρχεται ή προορίζεται να κοπεί σε ασήμι, ο χρηματικός, σε Πλούτ. ἀργύριον[ῠ], τό I. κέρμα από ασήμι, μικρό ασημένιο νόμισμα, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. περιληπτικώς,

Διαβάστε περισσότερα

ἀπ-ᾰθᾰνᾰτίζω ἀπάθεια ἀ-πᾰθής -ές πάθος II. ἀπαί ἀπ-αιγειρόομαι ἀ-παιδᾰγώγητος -ον ἀπαιδευσία I. 1. II. ἀ-παίδευτος -ον I. 1. II.

ἀπ-ᾰθᾰνᾰτίζω ἀπάθεια ἀ-πᾰθής -ές πάθος II. ἀπαί ἀπ-αιγειρόομαι ἀ-παιδᾰγώγητος -ον ἀπαιδευσία I. 1. II. ἀ-παίδευτος -ον I. 1. II. ἀπ-ᾰθᾰνᾰτίζω, μέλ. σω, στοχεύω, κλίνω προς την αθανασία, σε Πλάτ., Αριστ. ἀπάθεια, ἡ, έλλειψη συναίσθησης ή αίσθησης, αναισθησία, έλλειψη παθών, σε Αριστ. ἀ-πᾰθής, -ές (πάθος), I. αυτός που δεν υποφέρει

Διαβάστε περισσότερα

ἐξ-ᾱΐσσω, Αττ. -ᾴσσω και -ᾴττω, μέλ. -ξω, εξορμώ, ξεκινώ από, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. ἐκτοῦ νεώ, σε Αριστοφ. ομοίως και στην Παθ., σε Ομήρ. Ιλ.

ἐξ-ᾱΐσσω, Αττ. -ᾴσσω και -ᾴττω, μέλ. -ξω, εξορμώ, ξεκινώ από, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. ἐκτοῦ νεώ, σε Αριστοφ. ομοίως και στην Παθ., σε Ομήρ. Ιλ. ἐξ-ᾱΐσσω, Αττ. -ᾴσσω και -ᾴττω, μέλ. -ξω, εξορμώ, ξεκινώ από, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. ἐκτοῦ νεώ, σε Αριστοφ. ομοίως και στην Παθ., σε Ομήρ. Ιλ. ἐξ-ᾰϊστόω, μέλ. -ώσω, καταστρέφω ολοκληρωτικά, διαλύω ολοσχερώς,

Διαβάστε περισσότερα

ἀπ-ῑπόω, μέλ. -ώσω, αφαιρώ τον χυμό, ξεζουμίζω, αποχυμώνω, σε Ηρόδ. Ἆπις, -ιδος, -εως και Ιων. -ιος, ὁ, I. ο Άπις, ταύρος που λατρευόταν στην

ἀπ-ῑπόω, μέλ. -ώσω, αφαιρώ τον χυμό, ξεζουμίζω, αποχυμώνω, σε Ηρόδ. Ἆπις, -ιδος, -εως και Ιων. -ιος, ὁ, I. ο Άπις, ταύρος που λατρευόταν στην ἀπ-ῑπόω, μέλ. -ώσω, αφαιρώ τον χυμό, ξεζουμίζω, αποχυμώνω, σε Ηρόδ. Ἆπις, -ιδος, -εως και Ιων. -ιος, ὁ, I. ο Άπις, ταύρος που λατρευόταν στην Αίγυπτο, σε Ηρόδ. II.Ἀπίς = Ἀπία γῆ, πρβλ. ἄπιος II. ἀπ-ῐσόω,

Διαβάστε περισσότερα

Υ, υ, ὕψιλον, το, το εικοστό γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, υʹ = 400, υ = 400.000 όπως καλείται ὕψιλoν, διότι η αρχική του προφορά φαίνεται

Υ, υ, ὕψιλον, το, το εικοστό γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, υʹ = 400, υ = 400.000 όπως καλείται ὕψιλoν, διότι η αρχική του προφορά φαίνεται Υ, υ, ὕψιλον, το, το εικοστό γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, υʹ = 400, υ = 400.000 όπως καλείται ὕψιλoν, διότι η αρχική του προφορά φαίνεται ότι ήταν το ου, και μεταγεν. έγινε ψιλότερη όπως το γαλλικό

Διαβάστε περισσότερα

...Μια αληθινή ιστορία...

...Μια αληθινή ιστορία... ...Μια αληθινή ιστορία... Στην αρχή ήταν μια άδεια σελίδα. Την είχε ο Καλός Ζωγράφος, που ήταν γνωστός για την ικανότητά του να ζωγραφίζει τέλειες εικόνες. Μια μέρα ο Ζωγράφος άρχισε να ζωγραφίζει αυτή

Διαβάστε περισσότερα

ἀντι-πέρᾶ, Επικ. -πέρη, αντίπερα όχθη, σε Μόσχ. ἀντι-πέραιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται αντίθετα ἀντιπέραια, οι χώρες που βρίσκονται απέναντι, σε

ἀντι-πέρᾶ, Επικ. -πέρη, αντίπερα όχθη, σε Μόσχ. ἀντι-πέραιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται αντίθετα ἀντιπέραια, οι χώρες που βρίσκονται απέναντι, σε ἀντι-πέρᾶ, Επικ. -πέρη, αντίπερα όχθη, σε Μόσχ. ἀντι-πέραιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται αντίθετα ἀντιπέραια, οι χώρες που βρίσκονται απέναντι, σε Ομήρ. Ιλ. ἀντι-πέρᾱν, Ιων. -ην, επίρρ., = ἀντιπέρᾱς,

Διαβάστε περισσότερα

θεοφορέω, μέλ. -ήσω (θεόφορος), φέρω μέσα μου το θεό Παθ., κατέχομαι από κάποιον θεό, βρίσκομαι υπό την επήρειά του, σε Λουκ. θεο-φόρητος, -ον, αυτός

θεοφορέω, μέλ. -ήσω (θεόφορος), φέρω μέσα μου το θεό Παθ., κατέχομαι από κάποιον θεό, βρίσκομαι υπό την επήρειά του, σε Λουκ. θεο-φόρητος, -ον, αυτός θεοφορέω, μέλ. -ήσω (θεόφορος), φέρω μέσα μου το θεό Παθ., κατέχομαι από κάποιον θεό, βρίσκομαι υπό την επήρειά του, σε Λουκ. θεο-φόρητος, -ον, αυτός που έχει καταληφθεί από θείο πνεύμα, ο θεόπνευστος,

Διαβάστε περισσότερα

δέδρᾱκα, παρακ. του δράω. δεδράμηκα, παρακ. του τρέχω επίσης δέδρομα. δεδύκειν[ῡ], Δωρ. αντί δεδυκέναι, απαρ. παρακ. του δύω.

δέδρᾱκα, παρακ. του δράω. δεδράμηκα, παρακ. του τρέχω επίσης δέδρομα. δεδύκειν[ῡ], Δωρ. αντί δεδυκέναι, απαρ. παρακ. του δύω. δέδρᾱκα, παρακ. του δράω. δεδράμηκα, παρακ. του τρέχω επίσης δέδρομα. δεδύκειν[ῡ], Δωρ. αντί δεδυκέναι, απαρ. παρακ. του δύω. δέελος, -η, -ον, ασυναίρετος τύπος του δῆλος, σε Ομηρ. Ιλ. δέημα, -ατος, τό

Διαβάστε περισσότερα

πενταχοῦ (πέντε), επίρρ., σε πέντε μέρη, σε Ηρόδ. πέντε, Αιολ. πέμπε, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, πέντε, σε Όμηρ. κ.λπ. πεντε-καί-δέκα, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο,

πενταχοῦ (πέντε), επίρρ., σε πέντε μέρη, σε Ηρόδ. πέντε, Αιολ. πέμπε, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, πέντε, σε Όμηρ. κ.λπ. πεντε-καί-δέκα, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, πενταχοῦ (πέντε), επίρρ., σε πέντε μέρη, σε Ηρόδ. πέντε, Αιολ. πέμπε, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, πέντε, σε Όμηρ. κ.λπ. πεντε-καί-δέκα, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, δεκαπέντε, σε Ηρόδ. κ.λπ. πεντεκαιδεκᾰ-νᾱΐα, ἡ (ναῦς),

Διαβάστε περισσότερα

φῑμόω, μέλ. -ώσω, φιμώνω, κλείνω το στόμα με φίμωτρο, φιμόω τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, σε Αριστοφ. μεταφ., φιμώνω, αποστομώνω, επιβάλλω ησυχία, σε Κ.Δ.

φῑμόω, μέλ. -ώσω, φιμώνω, κλείνω το στόμα με φίμωτρο, φιμόω τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, σε Αριστοφ. μεταφ., φιμώνω, αποστομώνω, επιβάλλω ησυχία, σε Κ.Δ. φῑμόω, μέλ. -ώσω, φιμώνω, κλείνω το στόμα με φίμωτρο, φιμόω τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, σε Αριστοφ. μεταφ., φιμώνω, αποστομώνω, επιβάλλω ησυχία, σε Κ.Δ. Παθ., προστ. αορ. αʹ φιμώθητι, σώπασε, στο ίδ. -φιν, βλ.

Διαβάστε περισσότερα

ἐξήφυσσα, Επικ. αντί -ήφῠσα, αόρ. αʹ του ἐξαφύσσω. ἐξ-ηχέω, μέλ. -ήσω, αντηχώ, ακούγομαι προς τα έξω Παθ., διακηρύσσομαι, σε Κ.Δ. ἐξ-ιάομαι, μέλ.

ἐξήφυσσα, Επικ. αντί -ήφῠσα, αόρ. αʹ του ἐξαφύσσω. ἐξ-ηχέω, μέλ. -ήσω, αντηχώ, ακούγομαι προς τα έξω Παθ., διακηρύσσομαι, σε Κ.Δ. ἐξ-ιάομαι, μέλ. ἐξήφυσσα, Επικ. αντί -ήφῠσα, αόρ. αʹ του ἐξαφύσσω. ἐξ-ηχέω, μέλ. -ήσω, αντηχώ, ακούγομαι προς τα έξω Παθ., διακηρύσσομαι, σε Κ.Δ. ἐξ-ιάομαι, μέλ. -άσομαι, Ιων. -ήσομαι, αποθ., θεραπεύω πλήρως, εντελώς,

Διαβάστε περισσότερα

μελαν-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει μελάνι, μελανοδοχείο, σε Ανθ. μελᾰν-είμων, -ον (εἷμαι), μαυροφόρος, αυτός που φορά μαύρα ενδύματα,

μελαν-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει μελάνι, μελανοδοχείο, σε Ανθ. μελᾰν-είμων, -ον (εἷμαι), μαυροφόρος, αυτός που φορά μαύρα ενδύματα, μελαν-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει μελάνι, μελανοδοχείο, σε Ανθ. μελᾰν-είμων, -ον (εἷμαι), μαυροφόρος, αυτός που φορά μαύρα ενδύματα, μελανείμονες ἔφοδοι, οι επιθέσεις των μαυροφόρων (των Ερινύων),

Διαβάστε περισσότερα

παρα-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, παρακ. -δέδεγμαι, αποθ. 1. παίρνω από κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ. λέγεται για παιδιά, παίρνω ως

παρα-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, παρακ. -δέδεγμαι, αποθ. 1. παίρνω από κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ. λέγεται για παιδιά, παίρνω ως παρα-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, παρακ. -δέδεγμαι, αποθ. 1. παίρνω από κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ. λέγεται για παιδιά, παίρνω ως κληρονομιά, κληρονομώ, τὴν ἀρχήν, σε Ηρόδ. ομοίως, τὴν

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ Α Μετάφραση Γιατί είδαμε, λοιπόν, και αυτό ανάμεσα στα φοβερά θεάματα: όταν βρισκόμασταν κοντά στο στόμιο σκοπεύοντας να ανέβουμε, και αφού

ΘΕΜΑ Α Μετάφραση Γιατί είδαμε, λοιπόν, και αυτό ανάμεσα στα φοβερά θεάματα: όταν βρισκόμασταν κοντά στο στόμιο σκοπεύοντας να ανέβουμε, και αφού ΘΕΜΑ Α Μετάφραση Γιατί είδαμε, λοιπόν, και αυτό ανάμεσα στα φοβερά θεάματα: όταν βρισκόμασταν κοντά στο στόμιο σκοπεύοντας να ανέβουμε, και αφού είχαμε υποστεί όλα τα άλλα (όλες τις άλλες δοκιμασίες),

Διαβάστε περισσότερα

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία 2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία Α Μέρος: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ Τα επίπεδα συνείδησης Ύπνος Μισοξύπνιο Αφύπνιση Ελάχιστη εργασία των εξωτερικών αισθήσεων Με εικόνες

Διαβάστε περισσότερα

Είμαι πλήρης Ολοκληρωμένος Τέλειος!

Είμαι πλήρης Ολοκληρωμένος Τέλειος! Είμαι πλήρης Ολοκληρωμένος Τέλειος! Ποιος είναι ο δικός σου θεός; Διαλογισμός Νόμος 1 Ο νόμος της μη κρίσης Νόμος 1 Ο νόμος της μη κρίσης Α-φθονία! Σταματώ να κρίνω και άρχιζω να παρατηρώ. Μένω σιωπηλός

Διαβάστε περισσότερα

Η παθητική σύνταξη και το ποιητικό αίτιο

Η παθητική σύνταξη και το ποιητικό αίτιο Η παθητική σύνταξη και το ποιητικό αίτιο Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Ας δούμε τι συμβαίνει στα νέα ελληνικά. Πολλές φορές μπορούμε να εκφράσουμε το ίδιο νόημα και με την ενεργητική και με την

Διαβάστε περισσότερα

Θ, θ, θῆτα, τό, άκλιτο, το όγδοο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, θʹ = ἐννέα, ἔνατος, αλλά θ = 9.000. Το θ είναι το δασύπνοο άφωνο που

Θ, θ, θῆτα, τό, άκλιτο, το όγδοο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, θʹ = ἐννέα, ἔνατος, αλλά θ = 9.000. Το θ είναι το δασύπνοο άφωνο που Θ, θ, θῆτα, τό, άκλιτο, το όγδοο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, θʹ = ἐννέα, ἔνατος, αλλά θ = 9.000. Το θ είναι το δασύπνοο άφωνο που σχετίζεται με το ψιλόπνοο τ και το μέσο δ. I.Το θ μερικές φορές

Διαβάστε περισσότερα

Τζιορντάνο Μπρούνο

Τζιορντάνο Μπρούνο http://hallofpeople.com/gr/bio/bruno.php Τζιορντάνο Μπρούνο Αποσπάσματα από έργα του (Την εποχή που εκκλησία και επιστήμη θεωρούσε υποδεέστερο το γυναικείο φύλο, ο Μπρούνο έγραψε): Εξετάστε λίγο την αλήθεια,

Διαβάστε περισσότερα

Ε, ε, ἔψιλον, το πέμπτο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, εʹ= πέντε και πέμπτος, αλλά ε = Οι αρχαίοι προέφεραν αυτό το φωνήεν εἶ(όπως

Ε, ε, ἔψιλον, το πέμπτο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, εʹ= πέντε και πέμπτος, αλλά ε = Οι αρχαίοι προέφεραν αυτό το φωνήεν εἶ(όπως Ε, ε, ἔψιλον, το πέμπτο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, εʹ= πέντε και πέμπτος, αλλά ε = 5.000. Οι αρχαίοι προέφεραν αυτό το φωνήεν εἶ(όπως προέφεραν και τα ο, οὖ). Την περίοδο αρχηγίας του Ευκλείδη

Διαβάστε περισσότερα

ὄργᾰνον, τό (*ἔργω), I. 1. όργανο, εργαλείο, σύνεργο για την κατασκευή ή την επίτευξη κάποιου πράγματος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. λέγεται για πρόσωπα,

ὄργᾰνον, τό (*ἔργω), I. 1. όργανο, εργαλείο, σύνεργο για την κατασκευή ή την επίτευξη κάποιου πράγματος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. λέγεται για πρόσωπα, ὄργᾰνον, τό (*ἔργω), I. 1. όργανο, εργαλείο, σύνεργο για την κατασκευή ή την επίτευξη κάποιου πράγματος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. λέγεται για πρόσωπα, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργανον, σε Σοφ. 2. αισθητήριο όργανο,

Διαβάστε περισσότερα

συν-είργω, Αττ. αντί συνέργω. συνείρηκα, χρησιμ. ως παρακ. του σύμφημι. συν-είρω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. I. συνδέω κατά σειρά, αραδιάζω, Λατ.

συν-είργω, Αττ. αντί συνέργω. συνείρηκα, χρησιμ. ως παρακ. του σύμφημι. συν-είρω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. I. συνδέω κατά σειρά, αραδιάζω, Λατ. συν-είργω, Αττ. αντί συνέργω. συνείρηκα, χρησιμ. ως παρακ. του σύμφημι. συν-είρω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. I. συνδέω κατά σειρά, αραδιάζω, Λατ. connectere, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. παραθέτω λέξεις ή φράσεις

Διαβάστε περισσότερα

κατα-δείκνῡμι και -ύω, μέλ. -δείξω Ιων. αόρ. αʹ κατέδειξα Παθ., Ιων. γʹ ενικ. υπερσ., κατεδέδεκτο 1. ανακαλύπτω και δείχνω κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ.

κατα-δείκνῡμι και -ύω, μέλ. -δείξω Ιων. αόρ. αʹ κατέδειξα Παθ., Ιων. γʹ ενικ. υπερσ., κατεδέδεκτο 1. ανακαλύπτω και δείχνω κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ. κατα-δείκνῡμι και -ύω, μέλ. -δείξω Ιων. αόρ. αʹ κατέδειξα Παθ., Ιων. γʹ ενικ. υπερσ., κατεδέδεκτο 1. ανακαλύπτω και δείχνω κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. με απαρ., ανακοινώνω, γνωστοποιώ ότι..., σε Αισχίν.

Διαβάστε περισσότερα

Κ, κ, κάππα, τό, άκλιτο, το δέκατο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, κʹ = 20, αλλά κ = 20.000. Το κ είναι το ψιλό ουρανικό άφωνο, αντίστοιχο του

Κ, κ, κάππα, τό, άκλιτο, το δέκατο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, κʹ = 20, αλλά κ = 20.000. Το κ είναι το ψιλό ουρανικό άφωνο, αντίστοιχο του Κ, κ, κάππα, τό, άκλιτο, το δέκατο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, κʹ = 20, αλλά κ = 20.000. Το κ είναι το ψιλό ουρανικό άφωνο, αντίστοιχο του μέσου γκαι του δασέος χ. Μεταβολές του κ στις διαλέκτους

Διαβάστε περισσότερα

Σπίτι μας είναι η γη

Σπίτι μας είναι η γη Σπίτι μας είναι η γη 1.α. Ο αρχηγός των Ινδιάνων λέει ότι η φύση είναι το σπίτι τους. Τι εννοεί; β. Πώς βλέπει ο λευκός τη φύση, σύμφωνα με τον Ινδιάνο; α. Η πρόταση αυτής της αγοραπωλησίας ήταν εντελώς

Διαβάστε περισσότερα

οὐρᾰνίσκος, ὁ, υποκορ. του οὐρανός απ' όπου, θόλος δωματίου ή σκηνής, στέγαστρο, σε Πλούτ. Οὐρᾰνίωνες, οἱ (οὐρανοί), επουράνιοι, θεοί του ουρανού,

οὐρᾰνίσκος, ὁ, υποκορ. του οὐρανός απ' όπου, θόλος δωματίου ή σκηνής, στέγαστρο, σε Πλούτ. Οὐρᾰνίωνες, οἱ (οὐρανοί), επουράνιοι, θεοί του ουρανού, οὐρᾰνίσκος, ὁ, υποκορ. του οὐρανός απ' όπου, θόλος δωματίου ή σκηνής, στέγαστρο, σε Πλούτ. Οὐρᾰνίωνες, οἱ (οὐρανοί), επουράνιοι, θεοί του ουρανού, Λατ. coelites, με ή χωρίς το θεοί, σε Ομήρ. Ιλ. επίσης,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΩΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΞΗΣ: ΜΑΝΤΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΗ ΘΟΔΩΡΗ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΕΛΛΑΡΗΣ

ΤΡΩΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΞΗΣ: ΜΑΝΤΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΗ ΘΟΔΩΡΗ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΕΛΛΑΡΗΣ ΤΡΩΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΞΗΣ: ΜΑΝΤΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΗ ΘΟΔΩΡΗ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΕΛΛΑΡΗΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Το έργο ξεκινά με το διάλογο Αθηνάς και Ποσειδώνα όπου

Διαβάστε περισσότερα

τέθηπα ( ΘΑΠ), παρακ. με σημασία ενεστ. (κανονικός ενεστ. δεν υπάρχει), Επικ. υπερσ. ἐτεθήπεα, ως παρατ. I. 1. αμτβ., μένω έκθαμβος, κατάπληκτος, σε

τέθηπα ( ΘΑΠ), παρακ. με σημασία ενεστ. (κανονικός ενεστ. δεν υπάρχει), Επικ. υπερσ. ἐτεθήπεα, ως παρατ. I. 1. αμτβ., μένω έκθαμβος, κατάπληκτος, σε τέθηπα ( ΘΑΠ), παρακ. με σημασία ενεστ. (κανονικός ενεστ. δεν υπάρχει), Επικ. υπερσ. ἐτεθήπεα, ως παρατ. I. 1. αμτβ., μένω έκθαμβος, κατάπληκτος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. ως επί το πλείστον στην μτχ. τεθηπώς,

Διαβάστε περισσότερα

Το αντικείμενο [τα βασικά]

Το αντικείμενο [τα βασικά] Το αντικείμενο [τα βασικά] Στην ενότητα αυτή θα ασχοληθούμε με το αντικείμενο στα αρχαία ελληνικά. Παράλληλα θα δίνονται παραδείγματα και στα Νέα Ελληνικά (ΝΕ) Τι είναι το αντικείμενο; Αντικείμενο είναι

Διαβάστε περισσότερα

μετ-ονομάζω, μέλ. -σω, προσφωνώ με καινούριο όνομα, αἰγίδας μετωνόμασαν, τους έδωσαν νέο όνομα, αἰγίδες, σε Ηρόδ. Παθ., λαμβάνω ή δέχομαι ένα νέο

μετ-ονομάζω, μέλ. -σω, προσφωνώ με καινούριο όνομα, αἰγίδας μετωνόμασαν, τους έδωσαν νέο όνομα, αἰγίδες, σε Ηρόδ. Παθ., λαμβάνω ή δέχομαι ένα νέο μετ-ονομάζω, μέλ. -σω, προσφωνώ με καινούριο όνομα, αἰγίδας μετωνόμασαν, τους έδωσαν νέο όνομα, αἰγίδες, σε Ηρόδ. Παθ., λαμβάνω ή δέχομαι ένα νέο όνομα, στον ίδ., σε Θουκ. μετ-όπῐν, επίρρ., = μετόπισθε,

Διαβάστε περισσότερα

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 17 Μαΐου 2014

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 17 Μαΐου 2014 Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 17 Μαΐου 2014 Το Κοινωνικό παιχνίδι 7 Σοφοί: ενεργειακοί δίαυλοι και βέλτιστη ροή, γιατί η ανθρωποενέργεια είναι πιο σημαντική από το πετρέλαιο

Διαβάστε περισσότερα

Άσκηση 3 4. Μια βασική και απαράβατη αρχή της φύσης είναι ότι δεν μπορούμε να πάρουμε ενέργεια από το μηδέν. Με λίγα λόγια, όταν ένα σώμα έχει

Άσκηση 3 4. Μια βασική και απαράβατη αρχή της φύσης είναι ότι δεν μπορούμε να πάρουμε ενέργεια από το μηδέν. Με λίγα λόγια, όταν ένα σώμα έχει 1. Σημειώστε με Σ και Λ αν η πρόταση είναι σωστή ή λάθος αντίστοιχα: a. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «ενέργεια». b. Στη θεωρία της σχετικότητας και στην κβαντική θεωρία η έννοια

Διαβάστε περισσότερα

δεσμεύω, μέλ. -σω (δεσμός), βάζω σε δεσμά, φυλακίζω με αλυσίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. δένω, σφίγγω μαζί, δεματιάζω, όπως τα στάχυα στο δεμάτι, σε

δεσμεύω, μέλ. -σω (δεσμός), βάζω σε δεσμά, φυλακίζω με αλυσίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. δένω, σφίγγω μαζί, δεματιάζω, όπως τα στάχυα στο δεμάτι, σε δεσμεύω, μέλ. -σω (δεσμός), βάζω σε δεσμά, φυλακίζω με αλυσίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. δένω, σφίγγω μαζί, δεματιάζω, όπως τα στάχυα στο δεμάτι, σε Ησίοδ. δεσμέω, μέλ. -ήσω, = δεσμεύω, σε Κ.Δ. δέσμιον, τό,

Διαβάστε περισσότερα

τοὐξημβλωμένον, κράση αντί τὸ ἐξημβλωμένον. τοὐξύθῡμον, κράση αντί ὀξύθυμον. τοὐπέκεινα, κράση αντί τὸ ἐπέκεινα. τοὐπί, κράση αντί τὸ ἐπί.

τοὐξημβλωμένον, κράση αντί τὸ ἐξημβλωμένον. τοὐξύθῡμον, κράση αντί ὀξύθυμον. τοὐπέκεινα, κράση αντί τὸ ἐπέκεινα. τοὐπί, κράση αντί τὸ ἐπί. τοὐξημβλωμένον, κράση αντί τὸ ἐξημβλωμένον. τοὐξύθῡμον, κράση αντί ὀξύθυμον. τοὐπέκεινα, κράση αντί τὸ ἐπέκεινα. τοὐπί, κράση αντί τὸ ἐπί. τοὐπιεικές, κράση αντί τὸ ἐπιεικές. τοὐπιόν, κράση αντί τὸ ἐπιόν.

Διαβάστε περισσότερα

ἄν[ᾰ], Επικ. και Λυρ. κε ή κεν, Δωρ. κα (ᾱ), ως υποθετικό μόριο στην Αττ. δεν συντάσσεται με οριστ. ενεστ. ή παρακ., ούτε με προστ.

ἄν[ᾰ], Επικ. και Λυρ. κε ή κεν, Δωρ. κα (ᾱ), ως υποθετικό μόριο στην Αττ. δεν συντάσσεται με οριστ. ενεστ. ή παρακ., ούτε με προστ. ἄν[ᾰ], Επικ. και Λυρ. κε ή κεν, Δωρ. κα (ᾱ), ως υποθετικό μόριο στην Αττ. δεν συντάσσεται με οριστ. ενεστ. ή παρακ., ούτε με προστ. οποιουδήποτε χρόνου. Στην πράξη τρεις χρήσεις του ἄν πρέπει να διακριθούν:

Διαβάστε περισσότερα

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. '' 1. '' Τίποτα δεν είναι δεδομένο. '' 2. '' Η μουσική είναι η τροφή της ψυχής. '' 3. '' Να κάνεις οτι έχει νόημα για σένα, χωρίς όμως να παραβιάζεις την ελευθερία του άλλου. '' 4. '' Την πραγματική μόρφωση

Διαβάστε περισσότερα

γλᾰφῠρός, -ά, -όν (γλάφω), I. κοίλος, βαθουλός, λέγεται για τα πλοία, σε Όμηρ. χρησιμοποιείται και για τις σπηλιές, στον ίδ. επίσης για τη λύρα, σε

γλᾰφῠρός, -ά, -όν (γλάφω), I. κοίλος, βαθουλός, λέγεται για τα πλοία, σε Όμηρ. χρησιμοποιείται και για τις σπηλιές, στον ίδ. επίσης για τη λύρα, σε γλᾰφῠρός, -ά, -όν (γλάφω), I. κοίλος, βαθουλός, λέγεται για τα πλοία, σε Όμηρ. χρησιμοποιείται και για τις σπηλιές, στον ίδ. επίσης για τη λύρα, σε Ομήρ. Οδ. γλαφυρὸς λιμήν, βαθύ λιμάνι ή όρμος, στο ίδ.

Διαβάστε περισσότερα

συν-ᾰγορεύω (μέλ. σε χρήση συνερῶ, αόρ. βʹ συνεῖπον, παρακ. συνείρηκα) 1. αγορεύω, μιλώ δημόσια, δημηγορώ από κοινού, πραγματεύομαι στην αγόρευσή μου

συν-ᾰγορεύω (μέλ. σε χρήση συνερῶ, αόρ. βʹ συνεῖπον, παρακ. συνείρηκα) 1. αγορεύω, μιλώ δημόσια, δημηγορώ από κοινού, πραγματεύομαι στην αγόρευσή μου συν-ᾰγορεύω (μέλ. σε χρήση συνερῶ, αόρ. βʹ συνεῖπον, παρακ. συνείρηκα) 1. αγορεύω, μιλώ δημόσια, δημηγορώ από κοινού, πραγματεύομαι στην αγόρευσή μου το ίδιο θέμα με κάποιον, τί τινι, σε Θουκ., Ξεν. 2.

Διαβάστε περισσότερα

περιηγητής, -οῦ, ὁ (περιηγέομαι), αυτός που οδηγεί τους ξένους τριγύρω και τους παρουσιάζει τα αξιοθέατα, ξεναγός, παρουσιαστής, σε Λουκ.

περιηγητής, -οῦ, ὁ (περιηγέομαι), αυτός που οδηγεί τους ξένους τριγύρω και τους παρουσιάζει τα αξιοθέατα, ξεναγός, παρουσιαστής, σε Λουκ. περιηγητής, -οῦ, ὁ (περιηγέομαι), αυτός που οδηγεί τους ξένους τριγύρω και τους παρουσιάζει τα αξιοθέατα, ξεναγός, παρουσιαστής, σε Λουκ. αυτός που περιγράφει γεωγραφικές λεπτομέρειες, στον ίδ. περιῄδη,

Διαβάστε περισσότερα

λῃστ-άρχης, -ου, ὁ (ἄρχω), αρχηγός των ληστών, σε Πλούτ. λῃστεία, ἡ, ζωή του ληστή, ληστεία, πειρατεία, Λατ.latrocinium, σε Θουκ., Ξεν. λῃστεύω, μέλ.

λῃστ-άρχης, -ου, ὁ (ἄρχω), αρχηγός των ληστών, σε Πλούτ. λῃστεία, ἡ, ζωή του ληστή, ληστεία, πειρατεία, Λατ.latrocinium, σε Θουκ., Ξεν. λῃστεύω, μέλ. λῃστ-άρχης, -ου, ὁ (ἄρχω), αρχηγός των ληστών, σε Πλούτ. λῃστεία, ἡ, ζωή του ληστή, ληστεία, πειρατεία, Λατ.latrocinium, σε Θουκ., Ξεν. λῃστεύω, μέλ. -εύσω (λῃστής), είμαι ληστής διεξάγω πειρατικό πόλεμο,

Διαβάστε περισσότερα

ἐπι-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, I. πέφτω επάνω ή ορμώ εναντίον κάποιου, με δοτ., σε Θουκ. II. πέφτω επάνω, επιτίθεμαι, προσβάλλω, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ.

ἐπι-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, I. πέφτω επάνω ή ορμώ εναντίον κάποιου, με δοτ., σε Θουκ. II. πέφτω επάνω, επιτίθεμαι, προσβάλλω, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ. ἐπι-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, I. πέφτω επάνω ή ορμώ εναντίον κάποιου, με δοτ., σε Θουκ. II. πέφτω επάνω, επιτίθεμαι, προσβάλλω, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. λέγεται για θύελλες, σε Ηρόδ., Πλάτ. λέγεται για

Διαβάστε περισσότερα

Τρῑτωνιὰς λίμνη, ἡ, η Λιβυκή λίμνη Τριτωνίδα, σε Ευρ. Τρῑτωνίς, -ίδος, ἡ, λίμνη στη Λιβύη περίφημη για τους αρχαίους ελλ. μύθους, σε Πίνδ., Ηρόδ.

Τρῑτωνιὰς λίμνη, ἡ, η Λιβυκή λίμνη Τριτωνίδα, σε Ευρ. Τρῑτωνίς, -ίδος, ἡ, λίμνη στη Λιβύη περίφημη για τους αρχαίους ελλ. μύθους, σε Πίνδ., Ηρόδ. Τρῑτωνιὰς λίμνη, ἡ, η Λιβυκή λίμνη Τριτωνίδα, σε Ευρ. Τρῑτωνίς, -ίδος, ἡ, λίμνη στη Λιβύη περίφημη για τους αρχαίους ελλ. μύθους, σε Πίνδ., Ηρόδ. πρβλ. Τριτογένεια. τρῐφάσιος[ᾰ], -α, -ον (τρεῖς), τριπλός,

Διαβάστε περισσότερα

1 ο ΜΑΘΗΜΑ ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗΣ

1 ο ΜΑΘΗΜΑ ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗΣ 1 ο ΜΑΘΗΜΑ ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗΣ-ΚΑΤΑΡΡΙΧΗΣΗΣ 2012-2013 ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Η αναρρίχηση και η καταρρίχηση ανήκουν στην μεγαλύτερη οικογένεια της ορειβασίας.

Διαβάστε περισσότερα

ἀπόδοσις, -εως, ἡ (ἀποδίδωμι), 1. ανταπόδοση, αποκατάσταση, επιστροφή οφειλομένου πράγματος, σε Ηρόδ., Αττ. 2. απότιση, πληρωμή, τοῦ μισθοῦ, σε Θουκ.

ἀπόδοσις, -εως, ἡ (ἀποδίδωμι), 1. ανταπόδοση, αποκατάσταση, επιστροφή οφειλομένου πράγματος, σε Ηρόδ., Αττ. 2. απότιση, πληρωμή, τοῦ μισθοῦ, σε Θουκ. ἀπόδοσις, -εως, ἡ (ἀποδίδωμι), 1. ανταπόδοση, αποκατάσταση, επιστροφή οφειλομένου πράγματος, σε Ηρόδ., Αττ. 2. απότιση, πληρωμή, τοῦ μισθοῦ, σε Θουκ. ἀποδοτέον, ρημ. επίθ. του ἀποδίδωμι I. αυτό που πρέπει

Διαβάστε περισσότερα

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Τμήμα 5 ης -6 ης Δημοτικού Σάββατο, 27 Οκτωβρίου 2012 Θαλής ο Μιλήσιος 630/635 π.χ. 543 π.χ. Ο πρώτος φιλόσοφος! Ο Θαλής ο Μιλήσιος ανήκει στους προσωκρατικούς

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις. Α ομάδα ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα

Διαβάστε περισσότερα

Ο, ο, ὂμικρόν, μικρό ή βραχύ ο, αντίθ. προς το ὂ μέγα, μεγάλο ή μακρό ο, δηλ. διπλό ο (καθώς το ω γραφόταν αρχικά, δηλ. οο) δέκατο πέμπτο γράμμα του

Ο, ο, ὂμικρόν, μικρό ή βραχύ ο, αντίθ. προς το ὂ μέγα, μεγάλο ή μακρό ο, δηλ. διπλό ο (καθώς το ω γραφόταν αρχικά, δηλ. οο) δέκατο πέμπτο γράμμα του Ο, ο, ὂμικρόν, μικρό ή βραχύ ο, αντίθ. προς το ὂ μέγα, μεγάλο ή μακρό ο, δηλ. διπλό ο (καθώς το ω γραφόταν αρχικά, δηλ. οο) δέκατο πέμπτο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, οʹ = 70, αλλά ο = 70.000.

Διαβάστε περισσότερα

ἀντ-επέξειμι, (εἶμι, ibo), βαδίζω για να συναντήσω εχθρό, πρός τινα, σε Θουκ. απόλ., σε Ξεν. ἀντ-επεξελαύνω, μέλ. -ελῶ, = το προηγ., σε Θουκ.

ἀντ-επέξειμι, (εἶμι, ibo), βαδίζω για να συναντήσω εχθρό, πρός τινα, σε Θουκ. απόλ., σε Ξεν. ἀντ-επεξελαύνω, μέλ. -ελῶ, = το προηγ., σε Θουκ. ἀντ-επέξειμι, (εἶμι, ibo), βαδίζω για να συναντήσω εχθρό, πρός τινα, σε Θουκ. απόλ., σε Ξεν. ἀντ-επεξελαύνω, μέλ. -ελῶ, = το προηγ., σε Θουκ. ἀντ-επεξέρχομαι = ἀντεπέξειμι, σε Θουκ. ἀντ-επηχέω, μέλ. -ήσω,

Διαβάστε περισσότερα

ἀνανδρία, ἡ, έλλειψη ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. 2. δειλία, ανανδρία, σε Αισχύλ. κ.λπ. ἄν-ανδρος, -ον (ἀνήρ) I. ἄνευ ἀνδρός, αγαμία, κατάσταση

ἀνανδρία, ἡ, έλλειψη ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. 2. δειλία, ανανδρία, σε Αισχύλ. κ.λπ. ἄν-ανδρος, -ον (ἀνήρ) I. ἄνευ ἀνδρός, αγαμία, κατάσταση ἀνανδρία, ἡ, έλλειψη ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. 2. δειλία, ανανδρία, σε Αισχύλ. κ.λπ. ἄν-ανδρος, -ον (ἀνήρ) I. ἄνευ ἀνδρός, αγαμία, κατάσταση άνευ συζύγου, σε Τραγ. 2. ἄνευ ἀνδρῶν, χωρίς άνδρες,

Διαβάστε περισσότερα

σῡριστής, -οῦ, ὁ (συρίζω), αυλητής, μουσικός που παίζει το πνευστό μουσικό όργανο σῦριγξ, δηλ. τον αυλό, σε Λουκ. Σῠριστί (Σύρος), επίρρ.

σῡριστής, -οῦ, ὁ (συρίζω), αυλητής, μουσικός που παίζει το πνευστό μουσικό όργανο σῦριγξ, δηλ. τον αυλό, σε Λουκ. Σῠριστί (Σύρος), επίρρ. σῡριστής, -οῦ, ὁ (συρίζω), αυλητής, μουσικός που παίζει το πνευστό μουσικό όργανο σῦριγξ, δηλ. τον αυλό, σε Λουκ. Σῠριστί (Σύρος), επίρρ. στη Συριακή γλώσσα Συριστί ἐπίστασθαι, γνωρίζω καλά τη Συριακή

Διαβάστε περισσότερα

πτολῐ-πόρθιος, -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ. πτολί-πορθος[ῐ], -ον (πέρθω), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ.

πτολῐ-πόρθιος, -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ. πτολί-πορθος[ῐ], -ον (πέρθω), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. πτολῐ-πόρθιος, -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ. πτολί-πορθος[ῐ], -ον (πέρθω), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. πτόλις, -ιος, ἡ, Επικ. αντί πόλις, σε Όμηρ.,

Διαβάστε περισσότερα

προᾰγόρευσις, ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε Αριστ., σε Πλουτ. προ-ᾰγορεύω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα, παρακ. -ηγόρευκα (αλλά, Αττ. μέλ.

προᾰγόρευσις, ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε Αριστ., σε Πλουτ. προ-ᾰγορεύω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα, παρακ. -ηγόρευκα (αλλά, Αττ. μέλ. προᾰγόρευσις, ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε Αριστ., σε Πλουτ. προ-ᾰγορεύω, αόρ. αʹ -ηγόρευσα, παρακ. -ηγόρευκα (αλλά, Αττ. μέλ. προερῶ, αόρ. προεῖπον, παρακ. προείρηκα) Παθ. -εύσομαι

Διαβάστε περισσότερα

ἀ-συγκέραστος, -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ. ἀ-συγκόμιστος, -ον (συγκομίζω), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.

ἀ-συγκέραστος, -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ. ἀ-συγκόμιστος, -ον (συγκομίζω), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν. ἀ-συγκέραστος, -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ. ἀ-συγκόμιστος, -ον (συγκομίζω), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν. ἀ-σύγκρῐτος, -ον (συγκρίνω), αυτός που δεν συγκρίνεται, ανόμοιος,

Διαβάστε περισσότερα

καταιγίς Ρηματα Εικόνες Σημασία:

καταιγίς Ρηματα Εικόνες Σημασία: καταιγίς Σάββατο, 14 Ιουλίου 2012 9:38 μμ Σημασία: Κν καταιγίδα : θύελλα. ακραίο καιρικό φαινόμενο. κατά+αιγις. αίγες κατσίκες ήταν τα αρχαία κύματα από παρομοίωση (πβλ. η θάλασσα έχει προβατάκια = κύματα)

Διαβάστε περισσότερα

συγ-κεράννῡμι ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], παρακ. -κέκρᾰκα Παθ., μέλ. - κραθήσομαι, αόρ. αʹ -εκράθην [ᾱ], Ιων. -εκρήθην παρακ. -κέκρᾱμαι I. 1.

συγ-κεράννῡμι ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], παρακ. -κέκρᾰκα Παθ., μέλ. - κραθήσομαι, αόρ. αʹ -εκράθην [ᾱ], Ιων. -εκρήθην παρακ. -κέκρᾱμαι I. 1. συγ-κεράννῡμι ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], παρακ. -κέκρᾰκα Παθ., μέλ. - κραθήσομαι, αόρ. αʹ -εκράθην [ᾱ], Ιων. -εκρήθην παρακ. -κέκρᾱμαι I. 1. αναμειγνύω μαζί με, ανακατεύω μαζί, συνταιριάζω με, κάνω χαρμάνι

Διαβάστε περισσότερα

e-seminars Συνεργάζομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

e-seminars Συνεργάζομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων e-seminars Πρωτοποριακή Συνεχής Επαγγελματική και Προσωπική Εκπαίδευση Προσωπική Βελτίωση Συνεργάζομαι 1 e Seminars Copyright Seminars & Consulting Page 1 Περιεχόμενα 1. Τι είναι Συνεργασία 2. Γιατί χρειάζεται

Διαβάστε περισσότερα

ἀ-θᾰλάσσωτος, Αττ. -ττωτος, -ον (θαλασσόω), ασυνήθιστος στη θάλασσα, χερσαίος, σε Αριστοφ. ἀ-θᾰλής, -ές (θάλλω), λέγεται για τη δάφνη, μη πράσινος,

ἀ-θᾰλάσσωτος, Αττ. -ττωτος, -ον (θαλασσόω), ασυνήθιστος στη θάλασσα, χερσαίος, σε Αριστοφ. ἀ-θᾰλής, -ές (θάλλω), λέγεται για τη δάφνη, μη πράσινος, ἀ-θᾰλάσσωτος, Αττ. -ττωτος, -ον (θαλασσόω), ασυνήθιστος στη θάλασσα, χερσαίος, σε Αριστοφ. ἀ-θᾰλής, -ές (θάλλω), λέγεται για τη δάφνη, μη πράσινος, ξερός, αποξηραμένος, μαραμένος, σε Πλούτ. ἀ-θαλπής, -ές

Διαβάστε περισσότερα

περι-σῡλάομαι, Παθ., περισυλᾶσθαι τὴν οὐσίαν, στερούμαι την περιουσία μου, σε Πλάτ. περι-σύρω[ῡ], μέλ. -σῠρῶ I. σύρω εδώ και εκεί, ἄνω καὶ κάτω, σε

περι-σῡλάομαι, Παθ., περισυλᾶσθαι τὴν οὐσίαν, στερούμαι την περιουσία μου, σε Πλάτ. περι-σύρω[ῡ], μέλ. -σῠρῶ I. σύρω εδώ και εκεί, ἄνω καὶ κάτω, σε περι-σῡλάομαι, Παθ., περισυλᾶσθαι τὴν οὐσίαν, στερούμαι την περιουσία μου, σε Πλάτ. περι-σύρω[ῡ], μέλ. -σῠρῶ I. σύρω εδώ και εκεί, ἄνω καὶ κάτω, σε Λουκ. II. αποσπώ από κάποιον, τί τινος, σε Πολύβ. περισφύριος[ῠ],

Διαβάστε περισσότερα

κατάνυξις, -εως, ἡ, σύγχυση, νάρκη, λήθαργο, σε Κ.Δ. κατα-νύσσομαι, αόρ. βʹ -ενύγην [ῠ], Παθ., κεντώ, τσιμπώ σοβαρά (συγκινούμαι, λυπάμαι βαθιά),

κατάνυξις, -εως, ἡ, σύγχυση, νάρκη, λήθαργο, σε Κ.Δ. κατα-νύσσομαι, αόρ. βʹ -ενύγην [ῠ], Παθ., κεντώ, τσιμπώ σοβαρά (συγκινούμαι, λυπάμαι βαθιά), κατάνυξις, -εως, ἡ, σύγχυση, νάρκη, λήθαργο, σε Κ.Δ. κατα-νύσσομαι, αόρ. βʹ -ενύγην [ῠ], Παθ., κεντώ, τσιμπώ σοβαρά (συγκινούμαι, λυπάμαι βαθιά), κατενύγησον τῇ καρδίᾳ, σε Κ.Δ. II. τελώ, βρίσκομαι σε σύγχυση,

Διαβάστε περισσότερα

«Γκρρρ,» αναφωνεί η Ζέτα «δεν το πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να συμπεριφέρονται έτσι μεταξύ τους!»

«Γκρρρ,» αναφωνεί η Ζέτα «δεν το πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να συμπεριφέρονται έτσι μεταξύ τους!» 26 σχεδιασε μια ΦωτογρΑΦιΑ τήσ προσκλήσήσ που ελαβεσ Απο τον ΔΑσκΑλο σου. παρουσιασε το λογοτυπο και το σλογκαν που χρήσιμοποιει το σχολειο σου για τήν εβδομαδα κατα τήσ παρενοχλήσήσ. ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Ζ, ζ, ζῆτα, τό, άκλιτο, το έκτο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, ζʹ = ἑπτά και ἕβδομος [το απαρχαιωμένο ςʹ («στίγμα»), δηλ. το Ϝ, βαῦ, το οποίο

Ζ, ζ, ζῆτα, τό, άκλιτο, το έκτο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, ζʹ = ἑπτά και ἕβδομος [το απαρχαιωμένο ςʹ («στίγμα»), δηλ. το Ϝ, βαῦ, το οποίο Ζ, ζ, ζῆτα, τό, άκλιτο, το έκτο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, ζʹ = ἑπτά και ἕβδομος [το απαρχαιωμένο ςʹ («στίγμα»), δηλ. το Ϝ, βαῦ, το οποίο συνήθως ονομάζουμε δίγαμμα, διατηρήθηκε για να παριστά

Διαβάστε περισσότερα

Το Jungle Speed είναι ένα παιχνίδι για 2 έως 10 παίκτες (ή και ακόμη περισσότερους!) ηλικίας 7 και άνω.

Το Jungle Speed είναι ένα παιχνίδι για 2 έως 10 παίκτες (ή και ακόμη περισσότερους!) ηλικίας 7 και άνω. Το Jungle Speed είναι ένα παιχνίδι για 2 έως 10 παίκτες (ή και ακόμη περισσότερους!) ηλικίας 7 και άνω. Σκοπός σας είναι να είστε ο πρώτος παίκτης που θα ξεφωρτωθεί όλες του τις κάρτες. Το τοτέμ τοποθετείται

Διαβάστε περισσότερα

Κυριακή 19 Μαΐου 2019.

Κυριακή 19 Μαΐου 2019. 14 Κυριακή 19 Μαΐου 2019. Κυριακή τοῦ παραλύτου Ἰω. 5, 1 15. «... μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ ἴδε ὑγιὴς γέγονας μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰω. 5, 14).

Διαβάστε περισσότερα

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19 ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19 Οἱ δ' Ἀθηναῑοι ἐκ τῆς Σάμου ὁρμώμενοι τὴν βασιλέως κακῶς ἐποίουν, καὶ ἐπὶ τὴν Χίον καὶ τὴν Ἔφεσον ἐπέπλεον, καὶ παρεσκευάζοντο πρὸς ναυμαχίαν, καὶ στρατηγοὺς

Διαβάστε περισσότερα

Μμ, μῦ, τό, άκλιτο, το δωδέκατο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, μʹ = 40, αλλά μ = 40.000. I. Το μ είναι το χειλικό υγρό σύμφωνο, που

Μμ, μῦ, τό, άκλιτο, το δωδέκατο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, μʹ = 40, αλλά μ = 40.000. I. Το μ είναι το χειλικό υγρό σύμφωνο, που Μμ, μῦ, τό, άκλιτο, το δωδέκατο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό, μʹ = 40, αλλά μ = 40.000. I. Το μ είναι το χειλικό υγρό σύμφωνο, που αντιστοιχεί στο β. II. μεταβολές: 1. στις Αιολ. και Λακων. σε

Διαβάστε περισσότερα

συνθηρευτής, -οῦ, ὁ, = συνθηρατής, σε Ξεν. συν-θηρεύω, μέλ. -σω, = συνθηράω, σε Πλάτ. σύν-θηρος, ον (θήρα), 1. αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με

συνθηρευτής, -οῦ, ὁ, = συνθηρατής, σε Ξεν. συν-θηρεύω, μέλ. -σω, = συνθηράω, σε Πλάτ. σύν-θηρος, ον (θήρα), 1. αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με συνθηρευτής, -οῦ, ὁ, = συνθηρατής, σε Ξεν. συν-θηρεύω, μέλ. -σω, = συνθηράω, σε Πλάτ. σύν-θηρος, ον (θήρα), 1. αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με κάποιον, τινι, σε Ξεν. απόλ., αυτός που βγαίνει για κυνήγι

Διαβάστε περισσότερα

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ. ΤΑΞΗ: Α Γυμνασίου. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: Τρίτη, 30 Μαΐου 2017

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ. ΤΑΞΗ: Α Γυμνασίου. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: Τρίτη, 30 Μαΐου 2017 ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2016-2017 ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ ΤΑΞΗ: Α Γυμνασίου ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: Τρίτη, 30 Μαΐου 2017 ΧΡΟΝΟΣ: 2 ώρες ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ: α)

Διαβάστε περισσότερα

ΖΑΝ ΖΑΚ ΡΟΥΣΣΩ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΑΙΜΙΛΙΟΣ ή ΠΕΡΙ ΑΓΩΓΗΣ»

ΖΑΝ ΖΑΚ ΡΟΥΣΣΩ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΑΙΜΙΛΙΟΣ ή ΠΕΡΙ ΑΓΩΓΗΣ» ΖΑΝ ΖΑΚ ΡΟΥΣΣΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΑΙΜΙΛΙΟΣ ή ΠΕΡΙ ΑΓΩΓΗΣ» Αν είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος γεννιέται καλός και γίνεται μοχθηρός μόνο μέσα από την κακή επιρροή της κοινωνίας στην οποία ζει, η μεταρρύθμιση

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ Κατά την κλίση των ρημάτων παρουσιάζονται ορισμένοι όμοιοι τύποι. Ιδιαίτερη προσοχή λοιπόν πρέπει να δοθεί στους εξής: 1. Το γ ενικό πρόσωπο Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής Φωνής

Διαβάστε περισσότερα

ποσσί-κροτος, -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ. ποσταῖος, -α, -ον (πόστος), σε πόσες μέρες; Λατ.

ποσσί-κροτος, -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ. ποσταῖος, -α, -ον (πόστος), σε πόσες μέρες; Λατ. ποσσί-κροτος, -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ. ποσταῖος, -α, -ον (πόστος), σε πόσες μέρες; Λατ. quota die?σε Ξεν. πόστος, -η, -ον (πόσος), ποιος κατά την αριθμητική

Διαβάστε περισσότερα

Παρόμοια νὰ σκεφθῇς ὅτι καὶ ἕνας ποὺ στέκεται κοντὰ σὲ μία μεγάλη πυρκαϊά, διατηρεῖ τὴν θερμότητα γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσί του ἀπὸ τὴν φωτιά. Άραγε ἀπὸ ποιὰ ἄρρητη εὐωδία φιλανθρωπίας, ἀπὸ

Διαβάστε περισσότερα

ἐκ-ζωπῠρέω, μέλ. -ήσω, ξανανάβω, αναζωπυρώνω, σε Αριστοφ., Πλούτ. ἔκηα, Επικ. αόρ. αʹ του καίω. ἑκηβολία, ἡ, η ικανότητα, η τέχνη της τοξευτικής, σε

ἐκ-ζωπῠρέω, μέλ. -ήσω, ξανανάβω, αναζωπυρώνω, σε Αριστοφ., Πλούτ. ἔκηα, Επικ. αόρ. αʹ του καίω. ἑκηβολία, ἡ, η ικανότητα, η τέχνη της τοξευτικής, σε ἐκ-ζωπῠρέω, μέλ. -ήσω, ξανανάβω, αναζωπυρώνω, σε Αριστοφ., Πλούτ. ἔκηα, Επικ. αόρ. αʹ του καίω. ἑκηβολία, ἡ, η ικανότητα, η τέχνη της τοξευτικής, σε Ομήρ. Ιλ. ἑκη-βόλος, Δωρ. ἑκᾰ-βόλος, -ον (ἑκάς, βάλλω),

Διαβάστε περισσότερα

σημαίνω, μέλ. σημᾰνῶ, Ιων. -ᾰνέω αόρ. αʹ ἐσήμηνα και ἐσήμᾱνα Μέσ., αόρ. αʹ ἐσημηνάμην, ἐσημάνθην, παρακ. σεσήμασμαι, επίσης γʹ ενικ.

σημαίνω, μέλ. σημᾰνῶ, Ιων. -ᾰνέω αόρ. αʹ ἐσήμηνα και ἐσήμᾱνα Μέσ., αόρ. αʹ ἐσημηνάμην, ἐσημάνθην, παρακ. σεσήμασμαι, επίσης γʹ ενικ. σημαίνω, μέλ. σημᾰνῶ, Ιων. -ᾰνέω αόρ. αʹ ἐσήμηνα και ἐσήμᾱνα Μέσ., αόρ. αʹ ἐσημηνάμην, ἐσημάνθην, παρακ. σεσήμασμαι, επίσης γʹ ενικ. σεσήμανται, απαρ. σεσημάνθαι (σῆμα) Α. I. 1. δείχνω μέσω ενός σημείου,

Διαβάστε περισσότερα

Καθηγητής: Λοιπόν, εδώ έχουμε δυο αριθμούς α και β. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Λέγε Ελπίδα.

Καθηγητής: Λοιπόν, εδώ έχουμε δυο αριθμούς α και β. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Λέγε Ελπίδα. ΠΕΜΠΤΗ 7 ΦΕΒΡΟΥΡΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Γ4 Καθηγητής: Λοιπόν, εδώ έχουμε δυο αριθμούς α και β. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Λέγε Ελπίδα. Μαθήτρια: Δεν γνωρίζουμε. Ποιος συμφωνεί με την Ελπίδα; Χρύσα, συμφωνείς Χρύσα: Ναι.

Διαβάστε περισσότερα

δῐκαιό-πολις νᾶσος, -εως, ὁ, ἡ, δικαστής πόλεως, πολίτης δικαστής, σε Πίνδ. δῐκαιο-πρᾱγέω, μέλ. -ήσω, ενεργώ δίκαια, με τιμιότητα, σε Αριστ.

δῐκαιό-πολις νᾶσος, -εως, ὁ, ἡ, δικαστής πόλεως, πολίτης δικαστής, σε Πίνδ. δῐκαιο-πρᾱγέω, μέλ. -ήσω, ενεργώ δίκαια, με τιμιότητα, σε Αριστ. δῐκαιό-πολις νᾶσος, -εως, ὁ, ἡ, δικαστής πόλεως, πολίτης δικαστής, σε Πίνδ. δῐκαιο-πρᾱγέω, μέλ. -ήσω, ενεργώ δίκαια, με τιμιότητα, σε Αριστ. δῐκαιοπράγημα, -ατος, τό, δίκαια πράξη, σε Αριστ. δῐκαιοπρᾰγία,

Διαβάστε περισσότερα

καυστηριάζω, καυστήριον, βλ. καυτ-. καυστός ή καυτός, -ή, -όν (καίω), καμμένος, πυροκόκκινος, σε Ευρ. Καΰστριος, -α, -ον, αυτός που ανήκει ή

καυστηριάζω, καυστήριον, βλ. καυτ-. καυστός ή καυτός, -ή, -όν (καίω), καμμένος, πυροκόκκινος, σε Ευρ. Καΰστριος, -α, -ον, αυτός που ανήκει ή καυστηριάζω, καυστήριον, βλ. καυτ-. καυστός ή καυτός, -ή, -όν (καίω), καμμένος, πυροκόκκινος, σε Ευρ. Καΰστριος, -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον ποταμό Καΰστρο (στη Λυδία), σε Αριστοφ. καύσω,

Διαβάστε περισσότερα

προσ-ονομάζω, μέλ. -σω, καλώ κάποιον με το όνομά του, προσονομάζω θεούς, τους αποδίδω το όνομα θεοί, σε Ηρόδ. προσ-οράω, μέλ. -όψομαι, Δωρ.

προσ-ονομάζω, μέλ. -σω, καλώ κάποιον με το όνομά του, προσονομάζω θεούς, τους αποδίδω το όνομα θεοί, σε Ηρόδ. προσ-οράω, μέλ. -όψομαι, Δωρ. προσ-ονομάζω, μέλ. -σω, καλώ κάποιον με το όνομά του, προσονομάζω θεούς, τους αποδίδω το όνομα θεοί, σε Ηρόδ. προσ-οράω, μέλ. -όψομαι, Δωρ. -ποθ-όρημι, απαρ. -ορῆν κοιτάζω, παρατηρώ, σε Μίμνερμ., Σοφ.

Διαβάστε περισσότερα

Ασκήσεις γραμματικής

Ασκήσεις γραμματικής Ασκήσεις γραμματικής ΑΣΚΗΣΗ 1 Να μεταφέρετε καθέναν από τους δοσμένους τύπους στον αντίστοιχο τύπο του παθητικού αορίστου β : Παθητικός αόριστος β ἀπαλλάξεται διαγράφησθε συλλέγειν ἐπίπληξον ἀποτετραμμένοι

Διαβάστε περισσότερα

ἱππόσῠνος, -η, -ον, = ἱππικός, σε Ευρ. ἱππότης, -ου, ὁ, Επικ. ἱππότᾰ, ὁ (ἵππος) I. οδηγός ή ιππέας αλόγων, αναβάτης, Λατ. eques, σε Όμηρ., Ηρόδ.

ἱππόσῠνος, -η, -ον, = ἱππικός, σε Ευρ. ἱππότης, -ου, ὁ, Επικ. ἱππότᾰ, ὁ (ἵππος) I. οδηγός ή ιππέας αλόγων, αναβάτης, Λατ. eques, σε Όμηρ., Ηρόδ. ἱππόσῠνος, -η, -ον, = ἱππικός, σε Ευρ. ἱππότης, -ου, ὁ, Επικ. ἱππότᾰ, ὁ (ἵππος) I. οδηγός ή ιππέας αλόγων, αναβάτης, Λατ. eques, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. II. ως επίθ., ἱππότης λεώς, ιππείς, ιππικό, σε Αισχύλ.,

Διαβάστε περισσότερα

Volley. Προπονητικές ομάδες ΦΑΣΗ 1. Ανάπτυξη των ειδικών κινητικών δεξιοτήτων και τα πρώτα στοιχεία του επιθετικού χτυπήματος

Volley. Προπονητικές ομάδες ΦΑΣΗ 1. Ανάπτυξη των ειδικών κινητικών δεξιοτήτων και τα πρώτα στοιχεία του επιθετικού χτυπήματος PAOLINI final_layout 1 12/17/14 5:52 PM Page 7 Volley Προπονητικές ομάδες ΦΑΣΗ 1 Ανάπτυξη των ειδικών κινητικών δεξιοτήτων και τα πρώτα στοιχεία του επιθετικού χτυπήματος PAOLINI final_layout 1 12/17/14

Διαβάστε περισσότερα

ὑπερ-πωτάομαι, ποιητ. αντί ὑπερπέτομαι. ὑπερ-ράγην[ᾰ], Παθ. αορ. βʹ του ὑπορ-ρήγνυμι. ὑπερ-σεμνύνομαι[ῡ], Μέσ., είμαι υπερβολικά σοβαρός ή πομπώδης,

ὑπερ-πωτάομαι, ποιητ. αντί ὑπερπέτομαι. ὑπερ-ράγην[ᾰ], Παθ. αορ. βʹ του ὑπορ-ρήγνυμι. ὑπερ-σεμνύνομαι[ῡ], Μέσ., είμαι υπερβολικά σοβαρός ή πομπώδης, ὑπερ-πωτάομαι, ποιητ. αντί ὑπερπέτομαι. ὑπερ-ράγην[ᾰ], Παθ. αορ. βʹ του ὑπορ-ρήγνυμι. ὑπερ-σεμνύνομαι[ῡ], Μέσ., είμαι υπερβολικά σοβαρός ή πομπώδης, σε Ξεν. ὑπέρ-σοφος, -ον, υπερβολικά σοφός ή έξυπνος,

Διαβάστε περισσότερα

το αντικείμενο στα αρχαία ελληνικά. Ο.Π

το αντικείμενο στα αρχαία ελληνικά. Ο.Π 1 το αντικείμενο στα αρχαία ελληνικά. 2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΟΙ ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (i) Μονόπτωτα ρήματα (ii) Δίπτωτα ρήματα ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΔΡΟΓΥΝΟ: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΑΝΔΡΟΓΥΝΟ: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Το ερωτικό παιχνίδι του άντρα και της γυναίκας είναι μια μικρή εκδήλωση του παιχνιδιού όλης της ζωής. Το ζευγάρι γνωρίζει και ζει τους κραδασμούς που το διαπερνούν, συμμετέχοντας έτσι στις δονήσεις του

Διαβάστε περισσότερα

Ρ, ρ, ῥῶ, τό, άκλιτο, το δέκατο έβδομο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό ρʹ = 100, ρ = 100.000. I. Διαλεκτικές και άλλες μεταβολές: 1. στην Αιολ.

Ρ, ρ, ῥῶ, τό, άκλιτο, το δέκατο έβδομο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό ρʹ = 100, ρ = 100.000. I. Διαλεκτικές και άλλες μεταβολές: 1. στην Αιολ. Ρ, ρ, ῥῶ, τό, άκλιτο, το δέκατο έβδομο γράμμα του ελλ. αλφαβ. ως αριθμητικό ρʹ = 100, ρ = 100.000. I. Διαλεκτικές και άλλες μεταβολές: 1. στην Αιολ., στο τέλος λέξεων το σ μετατράπηκε σε ρ, όπως στα οὗτορ,

Διαβάστε περισσότερα

ὁλο-πόρφῠρος, -ον (πορφύρα), αυτός που είναι ολόκληρος βαμμένος με πορφύρα, σε Ξεν. ὀλόπτω, μέλ. -ψω, ξεριζώνω, αποσπώ, σε Ανθ.

ὁλο-πόρφῠρος, -ον (πορφύρα), αυτός που είναι ολόκληρος βαμμένος με πορφύρα, σε Ξεν. ὀλόπτω, μέλ. -ψω, ξεριζώνω, αποσπώ, σε Ανθ. ὁλο-πόρφῠρος, -ον (πορφύρα), αυτός που είναι ολόκληρος βαμμένος με πορφύρα, σε Ξεν. ὀλόπτω, μέλ. -ψω, ξεριζώνω, αποσπώ, σε Ανθ. (από το λέπω με ευφωνικό ὀ-). ὀλός, ὁ, = θόλος, λάσπη, θολό υγρό, σε Ανθ.

Διαβάστε περισσότερα

Κυριακή 12 Μαΐου 2019.

Κυριακή 12 Μαΐου 2019. 8 Κυριακή 12 Μαΐου 2019. Κυριακή τῶν μυροφόρων Μρκ. 15, 43 16, 8. Οἱ μεγάλες ἀποφάσεις, τά μεγάλα ἐμπόδια, οἱ μεγάλες νίκες. Αὐτός θά μποροῦσε νά εἶναι ἕνας καλός τίτλος γιά τή σημερινή Κυριακή. Ἡ Ἐκκλησία

Διαβάστε περισσότερα

ΣΟΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ

ΣΟΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ http://hallofpeople.com/gr.php?user=κίρκεγκωρ ΣΟΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ Απόσπασμα από Το κεντρί της ύπαρξης, μετάφραση: Κώστας Νησιώτης «Μια φορά ζούμε», λέει ένας, και θέλει να πάει στο Παρίσι πριν πεθάνει. «Μια

Διαβάστε περισσότερα