ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΛΑΦΤΣΙΔΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΥΡΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ο ΚΕΡΑΜΙΚΟΣ ΚΛΙΒΑΝΟΣ ΠΕΝΤΑΒΡΥΣΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007

2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΦΟΙΤΗΤΗ ΛΑΦΤΣΙΔΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Επιβλέπων καθηγητής : Ι. Μ. ΑΚΑΜΑΤΗΣ Ημερομηνία έγκρισης : Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας του Α. Π. Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007

3 Στους γονείς μου, που χρωστώ τα πάντα «e mn dèsete misqõn e sw ð keramáej deàr' g' 'Aqhna h kaˆ Øpe rece ce ra kam nou, eâ d melanqe en kòtuloi kaˆ p nta k nastra, frucqána te kalîj kaˆ timáj ðnon ršsqai, poll mn e n gorí pwleúmena, poll d' guia j, poll d kerdánai, ¹m n d d¾ éj sfi noásai.» Ψευδο-Ηρόδοτος, Βίος Ομήρου 32

4 Ο ΚΕΡΑΜΙΚΟΣ ΚΛΙΒΑΝΟΣ ΠΕΝΤΑΒΡΥΣΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

5 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ...4 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ...4 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...8 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΕΡΑΜΙΚΟΙ ΚΛΙΒΑΝΟΙ...25 I) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ II) ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ III) ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ IV) ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΚΛΙΒΑΝΩΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Ο ΚΕΡΑΜΙΚΟΣ ΚΛΙΒΑΝΟΣ ΠΕΝΤΑΒΡΥΣΟΥ ΕΥΡΗΜΑΤΑ...43 I) ΑΓΓΕΙΑ α) Αγγεία πόσης Κάνθαροι...43 Σκύφοι...45 β) Οικιακά σκεύη Οινοχόες...48 Αρυτήρες...49 Αμφορείς...51 Αποθηκευτικά αγγεία (σιπύες)...56 Πίθοι και πιθοειδή αγγεία...57 Λεκάνες...61 Υδρίες...62 Σκυφίδια...65 Ηθμός...67 γ) Μαγειρικά σκεύη Χύτρα...70 Λοπάς...72 Τηγανοειδές αγγείο...73 Πώματα...74 δ) Σταμνοειδής πυξίδα ε) Λύχνος II) ΛΟΙΠΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ α) Στηρίγματα για την όπτηση β) Αγνύθες γ) Λίθινη σφαίρα δ) Οστά ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...86 I) ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ

6 α) Πηλός β) Γάνωμα γ) Διακόσμηση δ) Όπτηση II) ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ III) ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΕΡΑΜΙΚΩΝ ΚΛΙΒΑΝΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΜΑΓΝΗΤΙΚΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΠΗΛΩΝ ΧΑΡΤΕΣ ΣΧΕΔΙΑ ΠΙΝΑΚΕΣ 3

7 Κατάλογος Χαρτών και Πινάκων ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ 1 : Χάρτης του Νομού Καστοριάς (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού). 2 : Χάρτης της αρχαίας Ορεστίδος (Ριζάκης Θ.-Τουράτσογλου Γ., Επιγραφές της Άνω Μακεδονίας, Αθήνα 1985). ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ 1 : Πολυγλωσσικό λεξικό των δομικών μερών του κεραμικού κλιβάνου (Hasaki, 2002, Pl. II,1). 2α : Σχεδιαστική αναπαράσταση κεραμικού κλιβάνου (Winter A., Die antike Glanztonkeramik, Mainz 1978, σ. 28, Abb. 9). 2β : Ο κλίβανος Πενταβρύσου κατά την έναρξη της ανασκαφής. Άποψη από Β (προσωπικό αρχείο). 3α : Ο πήλινος πίνακας F 802 από τα Πεντεσκούφια (Hasaki, 2002, Pl. I,5). 3β : Ο πήλινος πίνακας ΜΝΒ 2856 από τα Πεντεσκούφια (Hasaki, 2002, Pl. I,1). 3γ : Η υδρία στο Μόναχο με παράσταση κεραμικού κλιβάνου (Scheibler, 1992, εικόνα εξωφύλλου). 4α : Το πήλινο ομοίωμα κεραμικού κλιβάνου από την Κόρινθο. Σχέδιο (Hasaki, 2002, Pl. I,11a). 4β : Το πήλινο ομοίωμα κεραμικού κλιβάνου από την Κόρινθο. Φωτογραφία (Hasaki, 2002, Pl. I,11a). 5 : Η τυπολογία κεραμικών κλιβάνων της Di Caprio (Hasaki, 2002, Pl. III,1). 6 : Η τυπολογία κυκλικών κλιβάνων της Χασακή (Hasaki, 2002, Pl. III,4). 7 : Η τυπολογία ορθογώνιων κλιβάνων της Χασακή (Hasaki, 2002, Pl. III,8). 8α : Ο κλίβανος Πενταβρύσου. Άποψη από Α (προσωπικό αρχείο). 8β : Ο κλίβανος Πενταβρύσου μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής. Άποψη από Α (προσωπικό αρχείο). 9α : Ο κλίβανος Πενταβρύσου μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής. Άποψη από Δ (προσωπικό αρχείο). 9β : Πλαϊνά τοιχώματα θαλάμου θέρμανσης. ΒΔ πλευρά (προσωπικό αρχείο). 9γ : Πλαϊνά τοιχώματα θαλάμου θέρμανσης. ΒΔ πλευρά (προσωπικό αρχείο). 10α : Ο κεντρικός πεσσίσκος στήριξης (προσωπικό αρχείο). 10β : Ο κεντρικός πεσσίσκος στήριξης (προσωπικό αρχείο). 11α : Το στόμιο πυροδότησης από το εσωτερικό του κλιβάνου (προσωπικό αρχείο). 11β : Πλίνθος με αποτύπωμα ζώου (προσωπικό αρχείο). 12α : Πλίνθος με αποτύπωμα ζώου (προσωπικό αρχείο). 12β : Πλίνθος με αποτύπωμα ζώου (προσωπικό αρχείο). 12γ : Πλίνθος από την εσχάρα (προσωπικό αρχείο). 12δ : Πλίνθος από την εσχάρα (προσωπικό αρχείο). 13α : Πλίνθος από την εσχάρα (προσωπικό αρχείο). 13β : Πλίνθοι με αποτυπώματα δακτύλων (προσωπικό αρχείο). 13γ : Πλίνθος με κομμένη γωνία (προσωπικό αρχείο). 14α : Πλίνθος από βραχίονα της εσχάρας. Άνω όψη (προσωπικό αρχείο). 14β : Πλίνθος από βραχίονα της εσχάρας. Τομή (προσωπικό αρχείο). 14γ : Πλίνθος από βραχίονα της εσχάρας. Τομή (προσωπικό αρχείο). 4

8 Κατάλογος Χαρτών και Πινάκων 14δ : Πλίνθος με καμπύλο προφίλ. Άνω όψη (προσωπικό αρχείο). 14ε : Πλίνθος με καμπύλο προφίλ. Τομή (προσωπικό αρχείο). 15α : Ενδεικτική τοποθέτηση καμπύλων πλιθιών επένδυσης του θαλάμου θέρμανσης (προσωπικό αρχείο). 15β : Ενδεικτική τοποθέτηση καμπύλων πλιθιών επένδυσης του θαλάμου θέρμανσης (προσωπικό αρχείο). 16α : Ο κάνθαρος αρ. 3. Όψη (προσωπικό αρχείο). 16β : Ο κάνθαρος αρ. 2. Όψη (προσωπικό αρχείο). 16γ : Ο κάνθαρος αρ. 2. Τομή (προσωπικό αρχείο). 16δ : Ο κάνθαρος αρ. 1. Όψη (προσωπικό αρχείο). 16ε : Ο κάνθαρος αρ. 1. Τομή (προσωπικό αρχείο). 16στ : Ο σκύφος αρ. 9. Όψη (προσωπικό αρχείο). 17α : Ο σκύφος αρ. 5. Όψη (προσωπικό αρχείο). 17β : Ο σκύφος αρ. 4. Όψη (προσωπικό αρχείο). 17γ : Ο σκύφος αρ. 4. Τομή (προσωπικό αρχείο). 17δ : Ο βαθύς σκύφος αρ. 6. Άνω όψη (προσωπικό αρχείο). 17ε : Ο βαθύς σκύφος αρ. 6. Πλαϊνή όψη (προσωπικό αρχείο). 17στ : Ο βαθύς σκύφος αρ. 7. Όψη (προσωπικό αρχείο). 18α : Ο βαθύς σκύφος αρ. 7. Τομή (προσωπικό αρχείο). 18β : Ο μόνωτος σκύφος αρ. 8. Πλαϊνή όψη (προσωπικό αρχείο). 18γ : Η οινοχόη αρ. 11. Τομή (προσωπικό αρχείο). 18δ : Η οινοχόη αρ. 15. Όψη (προσωπικό αρχείο). 18ε : Η οινοχόη αρ. 15. Τομή (προσωπικό αρχείο). 18στ : Η οινοχόη αρ. 17. Τομή (προσωπικό αρχείο). 19α : Η οινοχόη αρ. 14. Τομή (προσωπικό αρχείο). 19β : Η οινοχόη αρ. 16. Τομή (προσωπικό αρχείο). 19γ : Η οινοχόη αρ. 12. Τομή (προσωπικό αρχείο). 19δ : Η οινοχόη αρ. 13. Τομή (προσωπικό αρχείο). 19ε : Ο αρυτήρας αρ. 24. Τομή (προσωπικό αρχείο). 19στ : Ο αρυτήρας αρ. 23. Τομή (προσωπικό αρχείο). 20α : Ο αρυτήρας αρ. 21. Άνω όψη (προσωπικό αρχείο). 20β : Ο αρυτήρας αρ. 25. Τομή (προσωπικό αρχείο). 20γ : Ο αρυτήρας αρ. 20. Άνω όψη (προσωπικό αρχείο). 20δ : Ο οξυπύθμενος αμφορέας αρ. 28. Όψη (προσωπικό αρχείο). 20ε : Ο οξυπύθμενος αμφορέας αρ. 28. Τομή (προσωπικό αρχείο). 20στ : Ο μακεδονικός αμφορέας αρ. 29. Τομή (προσωπικό αρχείο). 21α : Ο μακεδονικός αμφορέας αρ. 30. Τομή (προσωπικό αρχείο). 21β : Ο μακεδονικός αμφορέας αρ. 31. Άνω όψη (προσωπικό αρχείο). 21γ : Ο μακεδονικός αμφορέας αρ. 31. Τομή (προσωπικό αρχείο). 21δ : Ο μελαμβαφής αμφορέας αρ. 32. Όψη (προσωπικό αρχείο). 21ε : Η σιπύη αρ. 33. Όψη (προσωπικό αρχείο). 21στ : Η σιπύη αρ. 33. Τομή (προσωπικό αρχείο). 22α : Η σιπύη αρ. 35. Τομή (προσωπικό αρχείο). 22β : Η σιπύη αρ. 34. Τομή (προσωπικό αρχείο). 22γ : Ο πίθος αρ. 36. Όψη (προσωπικό αρχείο). 22δ : Ο πίθος αρ. 37. Όψη (προσωπικό αρχείο). 22ε : Το πιθοειδές αγγείο αρ. 39. Όψη (προσωπικό αρχείο). 22στ : Το πιθοειδές αγγείο αρ. 41. Όψη (προσωπικό αρχείο). 23α : Το πιθοειδές αγγείο αρ. 40. Όψη (προσωπικό αρχείο). 23β : Το πιθοειδές αγγείο αρ. 38. Όψη (προσωπικό αρχείο). 5

9 Κατάλογος Χαρτών και Πινάκων 23γ : Το πιθοειδές αγγείο αρ. 42. Όψη (προσωπικό αρχείο). 23δ : Το πιθοειδές αγγείο αρ. 42. Τομή (προσωπικό αρχείο). 23ε : Η λεκάνη αρ. 55. Όψη (προσωπικό αρχείο). 23στ : Η λεκάνη αρ. 55. Τομή (προσωπικό αρχείο). 24α : Η λεκάνη αρ. 62. Τομή (προσωπικό αρχείο). 24β : Η λεκάνη αρ. 63. Τομή (προσωπικό αρχείο). 24γ : Η λεκάνη αρ. 58. Τομή (προσωπικό αρχείο). 24δ : Η λεκάνη αρ. 59. Τομή (προσωπικό αρχείο). 24ε : Η λεκάνη αρ. 54. Τομή (προσωπικό αρχείο). 24στ : Η λεκάνη αρ. 57. Τομή (προσωπικό αρχείο). 25α : Η υδρία αρ. 89. Όψη (προσωπικό αρχείο). 25β : Η υδρία αρ. 73. Τομή (προσωπικό αρχείο). 25γ : Η υδρία αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 25δ : Η υδρία αρ. 76. Όψη (προσωπικό αρχείο). 25ε : Η υδρία αρ. 91. Τομή (προσωπικό αρχείο). 25στ : Η υδρία αρ. 92. Τομή (προσωπικό αρχείο). 26α : Η υδρία αρ. 82. Τομή (προσωπικό αρχείο). 26β : Η υδρία αρ. 90. Τομή (προσωπικό αρχείο). 26γ : Η υδρία αρ. 75. Τομή (προσωπικό αρχείο). 26δ : Η υδρία αρ. 96. Τομή (προσωπικό αρχείο). 26ε : Το σκυφίδιο αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 26στ : Το σκυφίδιο αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 27α : Το σκυφίδιο αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 27β : Το σκυφίδιο αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 27γ : Το σκυφίδιο αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 27δ : Το σκυφίδιο αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 27ε : Το σκυφίδιο αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 27στ : Το σκυφίδιο αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 28α : Το σκυφίδιο αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 28β : Ο ηθμός αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 28γ : Η χύτρα αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 28δ : Η λοπάς αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 28ε : Η λοπάς αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 28στ : Το τηγανοειδές αγγείο αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 29α : Το πώμα αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 29β : Το πώμα αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 29γ : Η σταμνοειδής πυξίδα αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 29δ : Η σταμνοειδής πυξίδα αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 29ε : Ο λύχνος αρ Άνω όψη (προσωπικό αρχείο). 29στ : Ο λύχνος αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 30α : Το στήριγμα αγγείων αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 30β : Το στήριγμα αγγείων αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 30γ : Το στήριγμα αγγείων αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 30δ : Το στήριγμα αγγείων αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 30ε : Το στήριγμα αγγείων αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 30στ : Το στήριγμα αγγείων αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 31α : Το στήριγμα αγγείων αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 31β : Το στήριγμα αγγείων αρ Τομή (προσωπικό αρχείο). 31γ : Το στήριγμα αγγείων αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 31δ : Η αγνύθα αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 6

10 Κατάλογος Χαρτών και Πινάκων 31ε : Η αγνύθα αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 31στ : Η αγνύθα αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 32α : Η αγνύθα αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 32β : Η εγχάρακτη κεραμίδα αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 32γ : Η λίθινη σφαίρα αρ Όψη (προσωπικό αρχείο). 32δ : Ψημένο δείγμα αργιλικού υλικού από την περιοχή του κλιβάνου (προσωπικό αρχείο). 32ε : Ψημένο δείγμα αργιλικού υλικού από τον λόφο της Κίνινας (προσωπικό αρχείο). 32στ : Ψημένο δείγμα από την ανάμειξη αργιλικού υλικού από την περιοχή του κλιβάνου και τον λόφο της Κίνινας (προσωπικό αρχείο). 33α : Γράφημα τυπολογικής κατανομής κλιβάνων Μακεδονίας. 33β : Γράφημα τυπολογικής κατανομής κλιβάνων Μακεδονίας. 33γ : Γράφημα χρονολογικής κατανομής κλιβάνων Μακεδονίας. 34α : Γράφημα ποσοτικής εμφάνισης σχημάτων αγγείων. 34β : Γράφημα ποσοστιαίας εμφάνισης αβαφούς και μελαμβαφούς κεραμικής. 35α : Τα σημεία δειγματοληψίας για αρχαιομαγνητικές αναλύσεις (De Marco, 2007, σ. 103). 35β : Στερεογραφική προβολή χαμηλού ημισφαιρίου των διευθύνσεων της ChRM σε επίπεδο δείγματος (μαύρα σύμβολα), μαζί με την μέση διεύθυνση και τον ημι-κώνο εμπιστοσύνης α 95 (De Marco, 2007, σ. 136). 36α : Γενική όψη του παρασκευάσματος του οστράκου αρ. 1, με οπτικά ανενεργό matrix (αρχείο Δημητριάδη). 36β : Γενική όψη του παρασκευάσματος του οστράκου αρ. 4, με οπτικά ενεργό matrix (αρχείο Δημητριάδη). 36γ : Γενική όψη του παρασκευάσματος του οστράκου αρ. 2, με οπτικά ενεργό matrix. 36δ : Γενική όψη του παρασκευάσματος του οστράκου αρ. 3, με οπτικά ανενεργό 36ε : matrix (αρχείο Δημητριάδη). Γενική όψη του παρασκευάσματος από το δείγμα του λόφου της Κίνινας, με οπτικά ανενεργό matrix (αρχείο Δημητριάδη). 36στ : Γενική όψη του παρασκευάσματος από το δείγμα του λόφου της Κίνινας, με οπτικά ενεργό matrix (αρχείο Δημητριάδη). 37α : Γενική όψη του παρασκευάσματος από το δείγμα της περιοχής εγγύς του κλιβάνου, με οπτικά ενεργό matrix (αρχείο Δημητριάδη). 37β : Γενική όψη του παρασκευάσματος από το δείγμα της περιοχής εγγύς του κλιβάνου, με οπτικά ανενεργό matrix (αρχείο Δημητριάδη). 7

11 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ AAA Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών. ΑΔ Αρχαιολογικό Δελτίον. Αδάμ-Βελένη, Αδάμ-Βελένη Π., «Πέτρες Φλώρινας. Πρώτη 1994 προσέγγιση στην τοπική κεραμική παραγωγή», Δ ΕλλΚερ. (1994), σ Αδρύμη-Σισμάνη Β., «Τύμβος Φερών», ΑΑΑ XVI (1983), σ ΑΕ Αρχαιολογική Εφημερίς. ΑΕΜΘ Το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη. Ακαμάτης Ι.Μ., «Πρωτεύουσα Μακεδόνων Πέλλα. Εμπόριο κρασιού», στο Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε τριήμερο εργασίας, Νάουσα 1993, σ Ακαμάτης, Ακαμάτης Ι.Μ., Πήλινες μήτρες αγγείων από την 1993 Πέλλα. Συμβολή στη μελέτη της ελληνιστικής κεραμικής, Αθήνα Αμητός Αμητός. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο. Ανδρόνικος, 1955 Ανδρόνικος Μ., «Ελληνιστικός τάφος Βέροιας», ΑΕ 1955, σ Ανδρόνικος, 1997 Ανδρόνικος Μ., Βεργίνα. Οι βασιλικοί τάφοι, Αθήνα Αλλαμανή-Σουρή Β., «Ἀπόλλωνι, Ἀσκληπιῷ, Ὑγίειᾳ. Επιγραφική μαρτυρία για το Ασκληπιείο της Βέροιας», ΑΔ 39 (1984), Μελέτες, Α, σ Αλλαμανή-Σουρή Β., «Βέροια», στο ΕλλΚερΜακεδονίας, σ Αλλαμανή-Τζαναβάρη, 1991 Αλλαμανή Β.-Τζαναβάρη Κ., «Σχήματα αγγείων από ταφικά σύνολα της Βέροιας», Γ ΕλλΚερ. (1991), σ Βαβρίτσας Α., ΑΔ 27 (1927), Χρονικά, Β 2, σ Βάλλα, Βάλλα Μ., «Κεραμικός κλίβανος στην Ευρωπό του Νομού Κιλκίς», ΑΑΑ ( ), σ

12 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία Βατάλη Μ., Πολύμυλος Κοζάνης: Ταφικά σύνολα ελληνιστικών χρόνων, ΣΤ ΕλλΚερ. (2000), σ Βοκοτοπούλου Ι.-Δεσποίνη Σίνδος. Κατάλογος της έκθεσης, Αθήνα 1985, σ Α.-Μισαηλίδου Β.- (Τιβέριος Μ.). Τιβέριος Μ., Γιαννικούρη-Πατσιαδά- Φιλήμονος, 1989 Γιαννικούρη Α.-Πατσιαδά Β.-Φιλήμονος Μ., «Χρονολογικά προβλήματα γραπτής κεραμικής από τη Ρόδο», Β ΕλλΚερ. (1989), σ Γιαννοπούλου, Γιαννοπούλου Δ., Η Τεχνολογία των Χειροποίητων 2002 Αποθηκευτικών Αγγείων στον Ελλαδικό Χώρο. Διαχρονική Έρευνα της Τεχνολογίας αυτής με βάση τα Χειροποίητα Αποθηκευτικά Αγγεία στα Νεότερα Εργαστήρια του Μεσσηνιακού Κόλπου, Θεσσαλονίκη 2002 (διδ. διατριβή). Δαβάρας, Δαβάρας Κ., «Κεραμεική κάμινος εις Ιστρώνα 1973α Ανατολικής Κρήτης», ΑΔ 28 (1973), Μελέτες, Α, σ Δαβάρας, 1973β Δαβάρας Κ., «Μινωική κεραμεική κάμινος εις Στύλον Χανίων», ΑΕ 1973, σ Δαβάρας, 1980 Δαβάρας Κ., A Minoan pottery kiln at Palaikastro, BSA 75, σ Δάκαρης Σ.Ι., «Ανασκαφή του ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1966, σ Δεσποίνη, 1982 Δεσποίνη Α., «Κεραμεικοί κλίβανοι Σίνδου», ΑΕ 1982, σ Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1991 Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου Α., «Τα ελληνιστικά λυχνάρια των Φερών», Γ ΕλλΚερ. (1991), σ Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1992 Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου Α., «Εργαστήρια κεραμεικής ελληνιστικής εποχής στην αρχαία πόλη των Φερών», Διεθνές συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη, Αθήνα 1992, σ Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1994 Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου Α., ««Κλειστό» σύνολο φεραϊκής κεραμικής ελληνιστικής εποχής», Δ ΕλλΚερ. 9

13 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία (1994), σ Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 2000 Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου Α., Α. Μαγειρικά σκεύη και αγγεία, ΣΤ ΕλλΚερ. (2000), σ Δρούγου, 1988 Δρούγου Σ., «Πήλινα κτερίσματα μακεδονικού τάφου της Θεσσαλονίκης», ΑΕ 1988, σ Δρούγου, 2005 Δρούγου Σ., Βεργίνα. Τα πήλινα αγγεία της Μεγάλης Τούμπας, Αθήναι Δρούγου Σ., «Βεργίνα Το Μητρώον», ΑΕΜΘ 11 (1997), σ Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980 Δρούγου Σ.-Τουράτσογλου Γ., Ελληνιστικοί λαξευτοί τάφοι Βέροιας, Αθήνα Δρούγου Σ.- Τουράτσογλου Γ., «Τα χρονολογημένα σύνολα ελληνιστικής κεραμικής από τη Μακεδονία», Γ ΕλλΚερ. (1991), σ ΕλλΚερ. Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική. ΕλλΚερΜακεδονίας Ελληνιστική κεραμική από τη Μακεδονία, Δρούγου Σ. (υπευθ. εκδ.), Θεσ/νίκη ΕλλΚερΘεσσαλίας Ελληνιστική κεραμική από τη Θεσσαλία, Κυπραίου Ε. (γεν. επιμ.), Αθήνα Θέμελης Π.Γ., «Αρχαιότητες και μνημεία Ευβοίας», ΑΔ 24 (1969), Χρονικά, Β 1, σ Θέμελης Π.Γ., «Ανασκαφή Ερέτριας», ΠΑΕ 1975, σ Θέμελης-Τουράτσογλου, 1997 Θέμελης Π.-Τουράτσογλου Ι., Οι τάφοι του Δερβενίου, Αθήνα Καλλιπολίτης, 1977 Καλλιπολίτης Β.Γ., «Κεραμεική κλασσικών χρόνων από τη Δυτική Μακεδονία», Αρχαία Μακεδονία ΙΙΙ (1977), σ Καλλιπολίτης-Feytmans, 1949 Καλλιπολίτης Β.-Feytmans D., «Νεκρόπολις κλασσικών χρόνων εν Κοζάνη», ΑΕ , σ Καλτσάς, Καλτσάς Ν., ΑΚΑΝΘΟΣ Ι. Η ανασκαφή στο 1998 νεκροταφείο κατά το 1979, Αθήνα Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ. Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης 1998», ΑΕΜΘ 12 (1998), σ

14 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ. Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης 1999», ΑΕΜΘ 13 (1999), σ Καραμήτρου-Μεντεσίδη, 2000 Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ., «Αιανή: ελληνιστικοί τάφοι στη βασιλική νεκρόπολη», ΣΤ ΕλλΚερ. (2000), σ Κεραμόπουλλος, 1932 Κεραμόπουλλος Α., «Ανασκαφαί και έρευναι εν τη Άνω Μακεδονία», ΑΕ 1932, σ ΚΕΡΑ Κέντρον Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος. Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών. Κόμβου-Ράλλη, 1994 Κόμβου Μ.-Ράλλη Ε., «Αγγεία καθημερινής χρήσης από το πηγάδι της οδού Νικομήδειας στην Επάνω Σκάλα Μυτιλήνης», Δ ΕλλΚερ. (1994), σ Κοντοπούλου, 2002 Κοντοπούλου Π., Ένα εργαστήριο κοροπλαστικής στην Αγορά της Πέλλας, Θεσσαλονίκη 2002 (μτπτ. εργασία). Κουκουβού Α., «Ανασκαφική έρευνα στον άξονα της Εγνατίας οδού: Ασώματα Βεροίας», ΑΕΜΘ 14 (2000), σ Κυριάκου, 2005 Κυριάκου Α., Η στενόμακρη τούμπα της Βεργίνας. Συμβολή στη μελέτη της ταφικής διαδικασίας στη Μακεδονία των ύστερων κλασσικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, Θεσσαλονίκη 2005 (διδ. διατριβή). Κωτσάκης, 1983 Κωτσάκης Κ., Κεραμική τεχνολογία και κεραμική διαφοροποίηση. Προβλήματα της γραπτής κεραμικής της Μέσης Νεολιθικής Εποχής του Σέσκλου, Θεσσαλονίκη 1983 (διδ. διατριβή). Λαμπροπούλου Λ., «Δύο κεραμικοί κλίβανοι στην Αταλάντη Λοκρίδος», ΑΑΑ 16 (1983), σ Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993 Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., «Νέο εργαστήριο κεραμεικής και κοροπλαστικής στην Πέλλα», ΑΕΜΘ 7 (1993), σ Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1994 Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., Λαξευτοί θαλαμωτοί τάφοι της Πέλλας, Αθήνα Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, Λιλιμπάκη-Ακαμάτη M., Το ιερό της Μητέρας των 11

15 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία 2000 Θεών και της Αφροδίτης στην Πέλλα, Θεσσαλονίκη Λυγκούρη-Τόλια Ε., ΑΔ 40 (1985), σ Μαλακασιώτη, 2000 Μαλακασιώτη Ζ., «Ελληνιστική Άλος. Νοτιοανατολικό νεκροταφείο: Ταφικά σύνολα», ΕλλΚερΘεσσαλίας, σ Μισαηλίδου-Δεσποτίδου, 1998 Μισαηλίδου-Δεσποτίδου Β., «Ο κεραμικός κλίβανος της Νέας Φιλαδέλφειας», στο Μνείας Χάριν. Τόμος στη μνήμη της Μαίρης Σιγανίδου, Θεσσαλονίκη 1998, σ Μοσχάκης, Μοσχάκης Κ., «Ο κεραμικός κλίβανος Κ3 στον Φιλώτα Φλώρινας», ΑΑΑ ΧΧΙΧ-ΧΧΧΙ ( ), σ Ορλάνδος, 1960 Ορλάνδος Α., Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων, τομ. Α, Αθήνα ΠΑΕ Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Παντερμαλής, 1972 Παντερμαλής Δ., «Ο νεός μακεδονικός τάφος της Βεργίνας», Μακεδονικά 12 (1972), σ Παπακωνσταντίνου, 1994 Παπακωνσταντίνου Μ.Φ., «Ελληνιστική κεραμική από τη Λαμία», Δ ΕλλΚερ. (1994), σ Παπακωνσταντίνου, Παπακωνσταντίνου Μ.Φ., ««Μακεδονικού τύπου» 2000 αμφορείς από το νοτιοανατολικό νεκροταφείο της Λαμίας», ΕλλΚερΘεσσαλίας, σ Παπαποστόλου, 1978 Παπαποστόλου Ι.Α., «Ελληνιστικοί τάφοι της Πάτρας», ΑΔ 33 (1978), Μελέτες, Α, σ Παππάς, 2001 Παππάς Ν., Ελληνιστική κεραμική από την Αγορά της Πέλλας και την περιοχή της στο Μουσείο Εκμαγείων του Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2001 (μτπτ. εργασία). Περιστέρη - Blondé - Perreault - Brunet, 1985 Περιστέρη Κ.- Blondé F.- Perreault J.Y.- Brunet M., «Θάσος Πρώτη ανασκαφική έρευνα σ ένα εργαστήρι αγγειοπλαστικής στη θέση «Φαρί» Σκάλας Μαρίων», ΑΑΑ 18 (1985), σ Πέτσας Φ., «Ανασκαφή αρχαίου νεκροταφείου Βεργίνης 12

16 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία (1960/61)», ΑΔ 17 ( ), Μελέται, Α, σ Πινγιάτογλου, 2001 Πινγιάτογλου Σ., «Το ιερό της Δήμητρας στο Δίον. Ανασκαφή », ΑΕΜΘ 15 (2001), σ Πινγιάτογλου, 2005 Πινγιάτογλου Σ., Δίον. Το ιερό της Δήμητρος. Οι λύχνοι, Θεσσαλονίκη Πούλιος Β., «Χρονολογημένη ελληνιστική κεραμική από την Ανατολική Μακεδονία», Γ ΕλλΚερ. (1991), σ Σαββοπούλου, 1998 Σαββοπούλου Θ., Αρχαιολογική περιήγηση στο Νομό Κιλκίς, Κιλκίς Σκαφίδα Ε., «ΙΓ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Αποθήκες ΚΥΔΕΠ», ΑΔ 44 (1989), Χρονικά, Β 1, σ Σπαθάρας Β., Αρχαιομαγνητικές και μαγνητικές μετρήσεις σε αρχαιολογικά υλικά στη Μακεδονία και Θράκη, Θεσσαλονίκη 2005 (διδ. διατριβή). Σταϊνχάουερ, 2001 Σταϊνχάουερ Γ., Ο πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα Τζαναβάρη, 1983 Τζαναβάρη Κ., «Λαξευτός τάφος Καλλιθέας Βεροίας», Μακεδονικά 23 (1983), σ Τζουβάρα-Σούλη, 1983 Τζουβάρα-Σούλη Χ., Τεχνική και σχήματα αττικών αγγείων 6 ου -4 ου αι. π.χ., Ιωάννινα Τιβέριος, Τιβέριος Μ., Αρχαία αγγεία, Αθήνα Τσούγγαρης Χ., «Ανασκαφικές έρευνες στο νομό Καστοριάς κατά το 1999», ΑΕΜΘ 13 (1999), σ Τσούγγαρης, 1996 Τσούγγαρης Χ., «Νομός Καστοριάς», ΑΔ 51 (1996), Χρονικά, Β 2, σ Τσούγγαρης, Τσούγγαρης Χ., «Ανασκαφικές έρευνες στο 2004 νεκροταφείο κλασικών χρόνων του νέου υδραγωγείου Πενταβρύσου Καστοριάς ( )», ΑΕΜΘ 18 (2004), σ Φάκλαρης Π., «Εργαστήρια στην Ακρόπολη της Βεργίνας» στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 13

17 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία Χαριτωνίδης, 1958 Χατζή-Σπηλιοπούλου, 1991 Χατζηδάκης, 2000 Χρυσοστόμου Α.-Γεωργιάδου Α.-Πολουκίδου Χ.- Προκοπίδου Α., Χρυσοστόμου Π., «Ανασκαφή κλασσικών τάφων παρά την πλατείαν Συντάγματος», ΑΕ 1958, σ Χατζή-Σπηλιοπούλου Γ., «Ταφικοί πίθοι στην Ηλεία κατά τον 4 ο αι. π.χ. και τους ελληνιστικούς χρόνους» στο Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 13, ΚΕΡΑ, Αθήνα 1991, σ Χατζηδάκης Π.Ι., «Τα μαγειρικά σκεύη στους αρχαίους Έλληνες κωμωδιογράφους και στη Δήλο», ΣΤ ΕλλΚερ. (2000), σ «Ανασκαφικές έρευνες στην επαχιακή οδό Αψάλου- Αριδαίας κατά το 2000», ΑΕΜΘ 14 (2000), σ Μακεδονικοί τάφοι Πέλλας. Ι. Τάφος Β, ο ασύλητος, Θεσσαλονίκη ΑΑ ABV ActPrHistA AJA AK AM Amyx, 1958 Anderson-Stojanović, 2000 AR ARV Archäologische Anzeige. Beazley D.J., Attic Black-figure Vase-painters, Oxford Acta praehistorica et archaeological. American Journal of Archaeology. Antike Kunst. Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts. Athenische Abteilung. Amyx D.A., The Attic Stelai: Part III. Vases and Other Containers, Hesperia XXVII (1958), σ Anderson-Stojanović V.R., Dinner at the Isthmus: Hellenistic Cooking Ware from the Rachi Settlement at Isthmia, ΣΤ ΕλλΚερ. (2000), σ Archaeological Reports Beazley D.J., Attic Red-figure Vase-painters, Oxford

18 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία BCH Bulletin de Correspondance Hellenique. Beazley J.D., Miniature Panathenaics, B.S.A. XL ( ), σ Biers, Biers W., From the Furnace, AAA 4 (1971), σ Blaževska S., Pottery Kilns, στο Vardarski Rid, Vol. I, (ed. Mitrevski D.), Skopje 2005, σ Blondé, Blondé F., Un remblai Thasien du IV e siècle: la 1985 céramique, BCH 109 (1985), σ Boardman, 1995 Boardman J., Αθηναϊκά μελανόμορφα αγγεία, Αθήνα Boardman J.-Kurtz D.C., Greek Burial Customs, London Boulter C., Pottery of the mid-fifth Century from a Well in the Athenian Agora, Hesperia XXII (1953), σ Braun K., Der Dipylon-Brunnen B 1 : Die Funde, AM 85 (1970), σ Bruckner A.-Pernice E, Ein atticher Friedhof, AM XVIII (1893), σ Bruneau, 1970 Bruneau P., Tombes d Argos, BCH 94 (1970), σ BSA Annual of the British School at Athens. Carpenter T.H., Beazley Addenda. Additional References to ABV, ARV and Paralipomena, Oxford Cook R.M., The Homeric Epigram to the Potters, The Classical Review, LXV (1951), σ. 9. Cook R.M., The Double Stoking Tunnel of Greek Kilns, BSA 56 (1961), σ Cook, 1984 Cook R.M., The Calke Wood Kiln, στο Ancient Greek and Related Pottery, σ Cook, 1994 Cook R.M., Ελληνική αγγειογραφία, σ. 283, Αθήνα Crosby M., A Silver Landle and Strainer, AJA 47 (1943), σ Cuomo Di Caprio N., Pottery and Tile-kilns in South Italy and Sicily, στο 15

19 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία Roman Brick and Tile. Studies in Manufacture, Distribution and Use in the Western Empire, (ed. A. Mc Whirr), BAR International Series 68, Oxford 1979, σ Cuomo Di Caprio, 1984 Cuomo Di Caprio N., Pottery Kilns on Pinakes from Corinth, στο Ancient Greek and Related Pottery, σ De Marco, De Marco E., Ολοκληρωμένες μαγνητικές και 2007 αρχαιομαγνητικές μετρήσεις σε αρχαιολογικούς χώρους: συμβολή στις καμπύλες αναφοράς για τον ελληνικό χώρο, Θεσσαλονίκη 2007 (διδ. διατριβή). Drougou-Touratsoglou, 1991 Drougou S.-Touratsoglou I., Hellenistische Keramic aus Macedonien: Chronologische Indizien, AK 34 (1991), σ Ducray P. - Picard O., Recherches à Latô, BCH 93, σ Edwards, 1975 Edwards G.R., Corinthian Hellenistic Pottery, Corinth VII, III, New Jersey Faure P., La vie quotidienne en Crete au temps de Minos (1500 avant J.C.), Paris Gebauer K. Joannes Ausgrabungen im Kerameikos, AA 1937, σ H.J., Grace, 1961 Grace V.R., Amphoras and the Ancient Wine Trade, New Jersey Hampe R., Archäologische Gesellschaft zu Berlin 1961, AA 1962, σ. 815 κ.ε. Hampe R. Winter A., Bei Töpfern und Töpferinnen in Kreta, Messenien und Zypren, Mainz Hasaki E., Rectangular Ceramic Kilns in Greece: Issues of Technology and Production, AJA 105 (2001), σ Hasaki, Hasaki E., Ceramic Kilns in Ancient Greece Technology and Organization of Ceramic Workshops, Cincinnati 2002 (διδ. διατριβή). Hayes J.W., Paphos, Vol. III, The Hellenistic and Roman Pottery, 16

20 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία Nicosia Hesperia Hesperia. Jacopi G., Scavi nella Necropoli di Jalisso , στο Clara Rhodos, Studi e materiali pubblicati a cura dell instituto storico archaeologico di Rodi, vol. III, Rodi JHS Journal of Hellenic Studies. Joffroy R., Le trésor de Vix. Histoire et portée d une grande decouverte, Fayard Kaloyeropoulou, Kaloyeropoulou A., From the Techniques of Pottery, 1970 ΑΑΑ ΙΙΙ (1970), σ Karageorghis, Karageorghis V., Chronique des fuilles à Chypre en , BCH (1982), σ Lacy A., Η ελληνική κεραμική της Εποχής του Χαλκού, Αθήνα 1992, (μτφρ. Ξένος Θ.). Lang, Lang M., Terracotta Well-Heads from the Athenian 1949 Agora, Hesperia 18 (1949), σ Lehmann K.-Hartleben, Preliminary Report on the Second Campaign of Excavation in Samothrace, AJA 44 (1940), σ Leon-Μητσοπούλου B., Keramik der klassischen und nachklassischen aus der Stadt Elis, Γ ΕλλΚερ. (1991), σ Liddell-Scott, Liddell H.G.-Scott R., Μέγα λεξικόν της ελληνικής 2001 γλώσσης, τομ. ΙΙ, Μόσχος Ξ. (μτφρ.), Martin R., Manuel d architecture Greque. I. Materiaux et techniques, Paris MeditArch Mediterranean Archaeology. Metzger I.R., Piraeus-Zisterne, ΑΔ 26 (1971), Μελέται, Α, σ Miller, Miller S., Menon s Cistern, Hesperia 43 (1974), σ Milne, Milne M.J., The Poem Entitled Kiln, στο Noble J.V., 1988 The Techniques of Painted Attic Pottery, Appendix III, London 1988, σ Mlynarczyk, Mlynarczyk J., Between Phoenicia and Galilee: 17

21 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία 2000 Kitchen Pottery from Hellenistic Deposits at Sha Ar Ha-Amakim, ΣΤ ΕλλΚερ. (2000), σ Noble, 1988 Noble J.V., The Techniques of Painted Attic Pottery, London Papadopoulos, 1992 Papadopoulos J.K., Λάσανα, Tuyeres, and Kiln Firing Supports, Hesperia 61 (1992), σ Payne H., Necrocorinthia. A Study of Corinthian Art in the Archaic Period, Oxford Rda Rivista di archeologia. Roma : G. Bretschneider. Reinders, 1988 Reinders R.H., NEW HALOS, a Hellenistic Town in Thessalia, Greece, Utrecht Richter-Milne, 1935 Richter G.M.A.-Milne M.J., Shapes and Names of Athenian Vases, New York Roberts S.R., The Attic Pyxis, Chicago Robinson, 1933 Robinson D., Excavations at Olynthus. Part V. Mosaics, Vases, and Lamps of Olynthus found in 1928 and 1931, London Robinson-Graham, 1938 Robinson D.M.-Graham J.W., Excavations at Olynthus, Part VIII, The Hellenic House. A Study of the Houses Found at Olynthus with a Detailed Account of those Excavated in 1931 and 1934, London Robinson, Robinson D.M., Excavations at Olynthus, Part X, Metal 1941 and Minor Miscellaneous Finds. An Original Contribution to Greek Life, London Robinson, 1950 Robinson D., Excavations at Olynthus. Part XIII. Vases Found in 1934 and 1938, Baltimore Rotroff, 1997 Rotroff S.I., The Athenian Agora, Vol. XIX, Hellenistic Pottery. Athenian and Imported Wheelmade Table Ware and Related Material, New Jersey Rotroff, 2000 Rotroff S.I., Coarse Wares at the Athenian Agora, ΣΤ ΕλλΚερ. (2000), σ Rotroff, 2006 Rotroff S.I., The Athenian Agora, Vol. XXXIII, Hellenistic Pottery. The Plain Wares, New Jersey

22 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία Scheibler, 1992 Scheibler I., Ελληνική κεραμική. Παραγωγή, εμπόριο και χρήση των αρχαίων ελληνικών αγγείων, (μτφρ. Μανακίδου Ε.), Αθήνα Schreiber, 1986 Schreiber T., Dipping as a Glazing Technique in Antiquity, στο Greek Vases in the J. Paul Getty Museum, Vol. 3, Malibu 1986, σ Shepard, Shepard A.O., Ceramics for the Archaeologist, 1985 Washington Snodgrass, 2003 Snodgrass A.M., Τα επιθετικά και αμυντικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων, Σταματοπούλου Β. (μτφρ.), Θεσσαλονίκη Sokolovska V., Isar-Marvinci and the Vardar Valley in Ancient Times, Skopje Sparkes, 1962 Sparkes B.A., The Greek Kitchen, JHS LXXXII (1962), σ Sparkes-Talcott, 1970 Sparkes B.A.-Talcott L., The Athenian Agora, Vol. XII, Black and Plain Pottery of the 6 th, 5 th and 4 th Centuries B.C., New Jersey Technau W., Griechische Keramik in Samischen Heraion, AM 54 (1929), σ Thompson, 1934 Thompson H., Two Centuries of Hellenistic Pottery, Hesperia 3 (1934), σ Ure A.D., Some Provincial Black-Figure Workshops, BSA 41 ( ), σ Walter-Graham, 1933 Walter-Graham J., The Lamps στο Robinson D., Excavations at Olynthus. Part V. Mosaics, Vases, and Lamps of Olynthus Found in 1928 and 1931, London 1933, σ Whitbread, Whitbread I.K., Greek Transport Amphorae. A 1995 Petrological and Archaeological Study, Exeter Wilson, 1930 Wilson L.M., Loom Weights, στο Robinson D., Excavations at Olynthus. Part II. Architecture and Sculpture: Houses and Other Buildings, London 1930, σ. 19

23 Συντομογραφίες-βιβλιογραφία

24 Πρόλογος Πρόλογος Θέμα της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας αποτελεί ο κεραμικός κλίβανος της Πενταβρύσου Καστοριάς, καθώς και η μελέτη των κεραμικών καταλοίπων, που προέκυψαν κατά την ανασκαφή του. (Χάρτ. 1) Η προσφορά της εργασίας έγκειται σε δύο κυρίως σημεία. Το πρώτο είναι ότι διαπραγματεύεται ένα ταπεινό μνημείο ως αυτόνομο εύρημα, υψώνοντας το έτσι στην προεξάρχουσα θέση, που προφανώς κατείχε στη συνείδηση του αρχαίου κεραμέα. Αυτή είναι μία τάση που αρχίζει να επικρατεί τα τελευταία μόλις χρόνια, ενώ παλιότερα η μελέτη των κεραμικών κλιβάνων ερχόταν σε δεύτερη μοίρα, πίσω από τη μελέτη των κεραμικών προϊόντων τους. 1 Δεν φιλοδοξεί, ωστόσο, η παρούσα εργασία να καλύψει όλα τα κατασκευαστικά και λειτουργικά στοιχεία των αρχαίων κεραμικών κλιβάνων, αλλά αφενός να αποτελέσει για τον αμύητο αναγνώστη ένα πρώτο μέσο εξοικείωσης με τα μνημεία αυτά και αφετέρου, με την παρουσίαση και ανάλυση των επιμέρους στοιχείων του κλιβάνου της Πενταβρύσου, να προσφέρει συγκρίσιμα δεδομένα, συμβάλλοντας έτσι στην προώθηση της έρευνας των κλιβάνων στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το δεύτερο σημείο είναι το γεγονός ότι μελετά ένα σύνολο οστράκων, που έχοντας ανευρεθεί στο εσωτερικό του κλιβάνου, μπορούν να θεωρηθούν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κλειστό σύνολο, με ό,τι οφέλη συνεπάγεται αυτό. Η εργασία αρθρώνεται σε έξι κεφάλαια. Το πρώτο, που βρίσκεται αμέσως μετά το σύντομο πρόλογο, περιέχει όλα τα δεδομένα σχετικά με την ανεύρεση και την ανασκαφή του κλιβάνου Πενταβρύσου. Το δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται με τους κεραμικούς κλιβάνους γενικά και υποδιαιρείται σε τέσσερα υποκεφάλαια από αυτά το πρώτο επιχειρεί να καλύψει την ιστορία της έρευνας των κλιβάνων, το δεύτερο παρουσιάζει τη μορφή και τα δομικά μέρη ενός τυπικού αρχαίου κεραμικού κλιβάνου, το τρίτο αναφέρεται στις διάφορες τυπολογίες, που έχουν αναπτυχθεί για να ταξινομηθεί ο μεγάλος αριθμός των ανεσκαμμένων κλιβάνων και το τελευταίο έχει θέμα τους κεραμικούς κλιβάνους, που έχουν ανασκαφεί στην περιοχή της Μακεδονίας με τα σημερινά της όρια, καθώς και την τυπολογική τους κατάταξη. Όλα τα παραπάνω υποκεφάλαια κρίνονται απαραίτητα, για να γίνει, στη συνέχεια, στο τρίτο κεφάλαιο, λεπτομερής λόγος για τον κεραμικό κλίβανο Πενταβρύσου. 1 Hasaki, 2002, σ

25 Πρόλογος Ακολουθεί το τέταρτο κεφάλαιο, που είναι και το εκτενέστερο, καθώς παρουσιάζει και μελετά τα ευρήματα, που προέκυψαν από την ανασκαφή του κλιβάνου. Το κεφάλαιο αυτό χωρίζεται σε δύο υποκεφάλαια, εκ των οποίων το πρώτο αναφέρεται στα αγγεία, τα οποία παρουσιάζονται ενταγμένα σε τρεις μεγάλες κατηγορίες (αγγεία πόσης, οικιακά και μαγειρικά σκεύη), 2 εκτός από τα θραύσματα μίας σταμνοειδούς πυξίδας και ενός λύχνου, που παρουσιάζονται χωριστά, και το δεύτερο στα υπόλοιπα ευρήματα (στηρίγματα για την όπτηση, αγνύθες κ.α.). Το κεφάλαιο των ευρημάτων είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς προσφέρει πολλά στοιχεία για τη χρήση του κλιβάνου, ενώ τα ευρήματα αποτελούν και το μόνο εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας για την προσπάθεια χρονολόγησης του κλιβάνου. Τα συμπεράσματα αποτελούν το πέμπτο κεφάλαιο της εργασίας, το οποίο επίσης χωρίζεται σε τρία υποκεφάλαια το πρώτο από αυτά αναφέρεται στη μορφολογία και την τεχνική κατασκευής των αγγείων, στο δεύτερο γίνεται μία απόπειρα χρονολόγησης των ευρημάτων, αλλά και του ίδιου του κλιβάνου, ενώ στο τρίτο παρατίθενται κάποια γενικά συμπεράσματα, παρατηρήσεις και προβληματισμοί. Η εργασία κλείνει με τον κατάλογο των ευρημάτων και το επίμετρο που περιέχει ένα ευρετήριο των ευρημάτων, έναν πίνακα των κεραμικών κλιβάνων της Μακεδονίας, τους χάρτες, τα σχέδια 3 και τους πίνακες, που πλαισιώνουν και υποστηρίζουν το κείμενο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, καθώς και δύο μικρά υποκεφάλαια, ένα σχετικό με τις αρχαιομαγνητικές μετρήσεις και ένα άλλο αναφορικά με τις αναλύσεις πηλών. Καθώς αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί ένα αδημοσίευτο έως τώρα υλικό, υπήρξε απαραίτητη η μεσολάβηση άλλων ποικίλων εργασιών, άμεσα όμως συνδεδεμένων με την αρχαιολογική έρευνα, έως ότου καταστεί δυνατή η μελέτη του υλικού. Αναφέρομαι, ασφαλώς, στις εργασίες ανασκαφής, καθαρισμού, συντήρησης και σχεδίασης. Θα ήθελα, επομένως, από τη θέση αυτή να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στους ανθρώπους, που επωμίστηκαν το βάρος των εργασιών αυτών. 2 Πρόκειται για το διαχωρισμό που χρησιμοποιεί η Rotroff στις δύο δημοσιεύσεις κεραμικής για την Αγορά της Αθήνας (Rotroff, 1997 και 2006). Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου για την ορθότητα του παραπάνω διαχωρισμού, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι τα μαγειρικά σκεύη δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως μία αυτόνομη κατηγορία σε σχέση με τα οικιακά σκεύη, καθώς εμπεριέχονται μέσα σε αυτά. Ωστόσο, για λόγους ομοιομορφίας, συμβατότητας, αλλά και διευκόλυνσης του αναγνώστη ακολουθείται και εδώ ο ίδιος διαχωρισμός. 3 Παρά το γεγονός, που θα φανεί εναργώς παρακάτω, ότι το κεραμικό υλικό του κλιβάνου είναι ιδιαίτερα αποσπασματικό, τα περισσότερα από τα όστρακα που επιλέχθηκαν για σχεδίαση συμπληρώνονται σε μεγάλο βαθμό ή και ολοκληρωτικά. Πρόκειται για μία συνειδητή επιλογή, ώστε το υλικό να καταστεί περισσότερο κατανοητό, καθώς δεν είναι πάντοτε εύκολο, ειδικά μέσω φωτογραφιών, να αντιληφθεί ο αναγνώστης το σχήμα, από το οποίο προέρχονται τόσο αποσπασματικά όστρακα. 22

26 Πρόλογος Ειδικότερα, στην ανασκαφή του κλιβάνου συμμετείχαν οι εργάτες Σ. Φωτόπουλος, Γ. Καρανικολόπουλος, Σ. Γάκου και ο αρχαιοφύλακας του Ν. Καστοριάς, Π. Γάκος, τους οποίους ευχαριστώ για την άψογη συνεργασία μας και την άρτια ανασκαφή του κλιβάνου, αλλά και για τις κάθε είδους εξυπηρετήσεις που μου προσέφεραν κατά τη διαμονή μου στην Καστοριά. Για τη συντήρηση των αγγείων του κλιβάνου υπεύθυνες είναι οι Α. Κιλιάφη, Θ. Μπινοπούλου, Ι. Κεχαγιά και Χ. Σερπεζούδη. Το σχέδιο του κλιβάνου ανέλαβε η Μ. Γκάτζιου, ενώ τα σχέδια των αγγείων έγιναν από τον Ε. Λιάλη. Η μελέτη των δειγμάτων αργιλικού υλικού πραγματοποιήθηκε από τον καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας του Α.Π.Θ., Σ. Δημητριάδη, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά. Επιπλέον, είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στην Ε. Χασακή, Assistant Professor στο Department of Classics του Πανεπιστήμιου της Arizona, για τις πολύτιμες υποδείξεις και συμβουλές της στα θέματα τα σχετικά με τους κεραμικούς κλιβάνους. Πολλές ευχαριστίες, επίσης, χρωστώ στον τότε υπεύθυνο αρχαιολόγο του Ν. Καστοριάς, Χ. Τσούγγαρη, για την προθυμία του να μου παραχωρήσει τον κλίβανο Πενταβρύσου και το υλικό του για μελέτη, στα πλαίσια μίας μεταπτυχιακής εργασίας, καθώς και για τις ποικίλες διευκολύνσεις που μου παρείχε κατά τη διάρκεια της μελέτης του παραπάνω υλικού. Επιπλέον, πολλές είναι οι ευχαριστίες, που οφείλω στον επιβλέποντα καθηγητή μου, Ι.Μ. Ακαμάτη, για τις χρήσιμες επισημάνσεις και τις πολύτιμες υποδείξεις του, που με βοήθησαν να αποφύγω πολλές κακοτοπιές, αλλά και για τις πάμπολλες διευκολύνσεις του καθ όλη τη διάρκεια συγγραφής της παρούσας εργασίας, καθώς και στα δύο υπόλοιπα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, Σ. Δρούγου και Ε. Μανακίδου, για τη βοήθεια που μου παρείχαν. Τέλος, ευχαριστώ θερμά τους φίλους και συναδέλφους Α. Βουβουλή, Α. Γαρυφαλλόπουλο, Χ. Κακαρίμπα, Κ. Κουρουξού, Α. Μπεκιάρη, Ι. Μπέλλα και Κ. Νατσικόπουλο για την πολυποίκιλη βοήθεια, τις ουσιαστικές συζητήσεις και την ηθική στήριξη που μου προσέφεραν. 23

27 Ανασκαφικά δεδομένα 1. Ανασκαφικά δεδομένα Ο κλίβανος της Πενταβρύσου τοποθετείται στο Ν. Καστοριάς, στην περιοχή της αρχαίας Ορεστίδας. Βρίσκεται 18χλμ. περίπου ΝΔ της πόλης της Καστοριάς, ενώ απέχει 1.800μ. από το χωριό της Πενταβρύσου και 800μ. από το γειτονικό χωριό της Αυγής. Η ακριβής του θέση είναι αμέσως Β του στενού δρόμου, που ενώνει τα δύο παραπάνω χωριά. (Χάρτ. 1-2) Η περιοχή αυτή παρουσιάζει κατοίκηση από τα προϊστορικά μέχρι και τα ελληνιστικά τουλάχιστον χρόνια και έχει προσφέρει πλούσια αρχαιολογικά δεδομένα. Έτσι, σε απόσταση μικρότερη των 200μ. εντοπίζεται ο προϊστορικός οικισμός της Αυγής, 4 ενώ σε γειτονικό λόφο ΝΔ του κλιβάνου ανασκάπτεται νεκροταφείο των αρχαϊκών, κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων. 5 Επιπλέον, από παραδόσεις βεβαιώνεται η ύπαρξη ενός δεύτερου νεκροταφείου ελληνιστικών χρόνων αμέσως ανατολικά της Πενταβρύσου και ενός τρίτου αρχαϊκών και ελληνιστικών χρόνων στα βόρεια του οικισμού της Αυγής. 6 Ο εντοπισμός της θέσης του κλιβάνου έγινε τον Οκτώβριο του 1996 από τον αρχαιοφύλακα του νομού, Παύλο Γάκο, καθώς κατά τη διάρκεια αυτοψίας αντίκρισε στον αγρό ιδιοκτησίας Παύλου Παύλου, μία μεγάλη συγκέντρωση από ψημένες μάζες πηλού. 7 Ακολούθησε διήμερη διερευνητική ανασκαφή, ώστε να διευκρινιστεί το είδος του αρχαίου μνημείου, που κάλυπτε η επίχωση. Μόλις εξακριβώθηκε ότι πρόκειται για κλίβανο, ο χώρος περιφράχτηκε για προστασία και μελλοντική έρευνα. Η συστηματική ανασκαφή του κλιβάνου πραγματοποιήθηκε από τον γράφοντα το καλοκαίρι του 2004 σε τρεις φάσεις (2-3/8, 15-17/9 και 1/10). Η έρευνα στο υπόλοιπο αγροτεμάχιο, για τον εντοπισμό ενδεχομένως κι άλλων κλιβάνων ή άλλων εγκαταστάσεων κεραμικού εργαστηρίου, δεν κατέστη δυνατή, λόγω της απροθυμίας του ιδιοκτήτη να συναινέσει σε αυτήν και παρά το γεγονός ότι η περιοχή αυτή ήταν κατάσπαρτη από όστρακα, όμοια με αυτά που βρέθηκαν στον κλίβανο. 8 4 Για την ανασκαφή του προϊστορικού οικισμού της Αυγής, βλ. Στρατούλη Γ., «Ο νεολιθικός οικισμός στην Αυγή Καστοριάς», ΑΔ 57 (2002), Χρονικά (υπό έκδοση) «Νεολιθική Αυγή Καστοριάς Τα πρώτα βήματα ενός ερευνητικού προγράμματος», ΑΕΜΘ 18 (2004) και «Μεταξύ πηλών, πλίνθων και πασσάλων, μαγνητικών σημάτων και αρχαιολογικών ερωτημάτων: Τάφροι οριοθέτησης και θεμελίωσης στη Νεολιθική Αυγή Καστοριάς», ΑΕΜΘ 19 (2005), σ Τσούγγαρης Χ. «Ανασκαφικές έρευνες στο νομό Καστοριάς κατά το 1999», ΑΕΜΘ 13 (1999), σ , και Τσούγγαρης, 2004, σ Τσούγγαρης, 2004, σ Τσούγγαρης, 1996, σ Τσούγγαρης, 1996, σ

28 Κεραμικοί κλίβανοι 2. Κεραμικοί κλίβανοι i) Ιστορία της έρευνας Ο κεραμικός κλίβανος ήταν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε κεραμικού εργαστηρίου αποτελούσε το επιστέγασμα των προσπαθειών μιας μικρότερης ή μεγαλύτερης ομάδας ανθρώπων ανάλογα με το μέγεθος και τη δυναμική του εργαστηρίου και μπορούσε να καθορίσει, εάν οι κόποι όλων αυτών των ανθρώπων θα ανταμείβονταν με την όπτηση ποιοτικών και χωρίς ίχνος ελαττώματος αγγείων, που θα απέδιδαν κατά την πώλησή τους τα αναμενόμενα, ή θα αποδεικνύονταν μάταιοι. Γι αυτό το λόγο απαιτείτο μεγάλη προσοχή και εμπειρία κατά τη διαδικασία της όπτησης. 9 Ωστόσο, φαίνεται πως η σύγχρονη έρευνα δεν αντιμετώπισε με την ίδια προσοχή και τον ίδιο σεβασμό τα ταπεινά αυτά μνημεία, ενώ, αντίθετα, επικέντρωσε μεγάλο μέρος των προσπαθειών της στη μελέτη των προϊόντων τους, δηλ. τα αγγεία. Και, μολονότι από τις αρχές του 20 ου αι. διερευνήθηκαν και αναλύθηκαν ικανοποιητικά τα διαφορετικά στάδια όπτησης, μέσω των οποίων δημιουργούνταν το μελανό γάνωμα στην επιφάνεια των αγγείων, η έρευνα σχεδόν «απαξιούσε» να ασχοληθεί με την μελέτη των αρχιτεκτονικών καταλοίπων των ίδιων των κλιβάνων, μέσω των οποίων πραγματοποιείτο η όπτηση. 10 Οποιαδήποτε μάλιστα αναφορά στους κεραμικούς κλιβάνους και κάθε προσπάθεια αναπαράστασής τους, 9 Η αγωνία και το άγχος των αρχαίων κεραμέων για την πορεία της όπτησης, καθώς και οι κίνδυνοι που ελλόχευαν κατά τη διάρκειά της φαίνονται ανάγλυφα σε ένα αρχαίο ποίημα, αβέβαιης χρονολόγησης, αλλά και πατρότητας, στο οποίο γίνεται λόγος για ορισμένους δαίμονες, το Σύντριβα, το Σμάραγον, τον Άσβετον και το Σαβάκτην, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για διάφορα ατυχήματα κατά την όπτηση. Για το κείμενο του ποιήματος αυτού, καθώς και τον αναλυτικό σχολιασμό του βλ. Milne, 1966, σ και Hasaki, 2002, σ Επιπλέον, στον κατευνασμό των παραπάνω, βλαβερών για την όπτηση, δαιμόνων στόχευε η ανάρτηση πάνω από την είσοδο του κλιβάνου αποτροπαϊκών μασκών, μορφών δαιμόνων ή κλαδιών ελιάς. Scheibler, 1992, σ. 122 Σαββοπούλου, 1998, σ. 91, εικ. 40 και Βάλλα, , σ , εικ Για τον τρόπο δημιουργίας του μελανού γανώματος, βλ. Tonks O.S., Experiments with the Black Glaze on Greek Vases, AJA 12 (1908), σ Ιακωβίδης Ε.Σ., Περάτη, Το νεκροταφείον Β, Γενικές παρατηρήσεις, Αθήνα 1970, σ και Scheibler, 1992, σ Επιπλέον, σχετικά με την έρευνα και τα άρθρα, που έχουν γραφτεί γύρω από το πρόβλημα δημιουργίας του μελανού γανώματος, βλ. Noble, 1988, σ. 1-12, Είναι χαρακτηριστικό, πως μέχρι τη δεκαετία του 1980, ακόμη και ο όρος «εργαστήριο» αναφερόταν αποκλειστικά σε ομάδες αγγείων, που παρουσίαζαν κοινά τεχνοτροπικά και στυλιστικά στοιχεία και καθόλου στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ενός βιοτεχνικού χώρου για την κατασκευή αγγείων, πυρήνας του οποίου ασφαλώς θα ήταν ο κεραμικός κλίβανος. Hasaki, 2002, σ

29 Κεραμικοί κλίβανοι βασιζόταν αποκλειστικά στις ενδείξεις των πήλινων πλακιδίων από τα Πεντεσκούφια. 11 Η αρχή για τη μελέτη των ίδιων των κλιβάνων ως αρχιτεκτονημάτων έγινε με το πρωτοπόρο έργο της Ninina Cuomo Di Caprio το 1971 στο έργο αυτό μελετήθηκαν συστηματικά και κατατάχθηκαν σε τύπους, ανάλογα με την κάτοψη του θαλάμου καύσης και τον τρόπο στήριξης της εσχάρας, οι κλίβανοι της Ιταλίας από την προϊστορική μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο. 12 Η εργασία αυτή της Di Caprio ήταν πολύ σημαντική, καθώς δημιούργησε το πλαίσιο για τη μελέτη των κεραμικών κλιβάνων και άλλων περιοχών. Όσον αφορά τώρα στη μελέτη των κεραμικών κλιβάνων της Ελλάδας (με τα σύγχρονα όρια της), ακολούθησε το 1973, η δημοσίευση από το Δαβάρα ενός μινωικού κλιβάνου στον Στύλο Χανίων και ενός άλλου εντυπωσιακά σωζόμενου ρωμαϊκού κλιβάνου στην Ιστρώνα της ανατολικής Κρήτης. 13 Σε ένα τρίτο του άρθρο, ο Δαβάρας έκανε μία, ανάλογη με τη Di Caprio, προσπάθεια κατηγοριοποίησης των κεραμικών κλιβάνων σε τύπους, ακολουθώντας ελαφρώς παραλλαγμένα κριτήρια. 14 Επιπλέον, πρώτος το 1961 ο Cook συγκέντρωσε σε μία λίστα όλους τους μέχρι τότε γνωστούς κλιβάνους της Ελλάδας από τη Γεωμετρική μέχρι τη Βυζαντινή περίοδο. 15 Η λίστα αυτή εμπλουτίστηκε από τη Δεσποίνη, το 1982, 16 ενώ μία νέα ανανεωμένη λίστα κλιβάνων δημοσιεύτηκε από την Seifert το Παρόλα αυτά, μόλις από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αυξήθηκε το ενδιαφέρον για τους κεραμικούς κλιβάνους, όπως δηλώνει μία μεγάλη σειρά από άρθρα, κυρίως ανασκαφέων κεραμικών εργαστηρίων ή μεμονωμένων κλιβάνων. 18 Τέλος, όλο τον όγκο των νέων δεδομένων, που προκύπτουν από τα παραπάνω άρθρα οργανώνει και συστηματοποιεί η Χασακή στη διδακτορική της 11 Hasaki, 2002, σ. 8. Πρόκειται για μία σειρά από πήλινα μελανόμορφα πλακίδια, σε αρκετά από τα οποία έχουμε παραστάσεις με κλιβάνους. Βλ. σχετικά Cuomo Di Caprio, 1984, σ Ορλάνδος, 1960, σ. 87 σημ. 3 και Hasaki, 2002, σ , όπου βρίσκεται και η παλιότερη βιβλιογραφία. 12 Cuomo Di Caprio N., Proposta di classificazione delle fornaci per ceramica e laterizi nell area italiana, dalla preistoria a tutta l epoca romana., Sibrium 11, σ Δαβάρας, 1973α, σ β, σ Δαβάρας, 1980, σ Βλ. παρακάτω σ Cook R.M., The Double Stoking Tunnel of the Greek Kilns, BSA 56 (1961), σ Δεσποίνη, 1982, σ σημ Seifert M., Pottery Kilns in mainland Greece and on the Aegean islands, RdA 17, σ Ξεχωρίζει κυρίως το άρθρο της Δεσποίνη, καθώς μέχρι και σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε νέα δημοσίευση κλιβάνου. Βλ. Δεσποίνη, 1982, σ Βλ. ακόμη Papadopoulos J.K., An Early Age Potter s kiln at Torone., MeditArch 2 (1989), σ και Μπατζιωτοπούλου-Βαλαβάνη Ε., «Ανασκαφές σε αθηναϊκά κεραμικά εργαστήρια αρχαϊκών και κλασικών χρόνων», στο The Archaeology of Athens and Attica under the Democracy. Proceedings of an International Conference celebrating 2500 Years since the Birth of Democracy in Athens, held at the American School of Classical Studies at Athens, Dec , edited by W.D.E. Coulson, O. Palagia, T.L. Shear, Jr. H.A. Shapiro and F.J. Frost, Exeter 1994, σ

30 Κεραμικοί κλίβανοι διατριβή, στην οποία μάλιστα ενσωματώνεται και ο τελευταίος και πιο ενημερωμένος κατάλογος κεραμικών κλιβάνων του ελλαδικού χώρου από την εποχή Χαλκού μέχρι και την Βυζαντινή περίοδο. 19 ii) Αρχιτεκτονική μορφή Όλοι οι έως τώρα γνωστοί κεραμικοί κλίβανοι στην Ελλάδα ανήκουν στον γενικότερο τύπο του «κάθετου» (up-draft) κλιβάνου. (Πίν. 1, 2α) Με τον όρο αυτό περιγράφεται η πορεία που ακολουθούσε το ρεύμα του θερμού αέρα μέσα στον κλίβανο και που στην περίπτωση αυτή ήταν κάθετη. Η έλκυση δημιουργούνταν από το άνοιγμα για την τροφοδοσία της φωτιάς χαμηλά και από την οπή αερισμού στην κορυφή του κλιβάνου. Στον τύπο αυτό αντιδιαστέλλεται ο κλίβανος με οριζόντια διαμόρφωση (down-draft), που εντοπίζεται στην Ανατολή και Κίνα, και στον οποίο ο θερμός αέρας κινείται σύμφωνα με έναν φανταστικό οριζόντιο άξονα. Πέρα από τις άλλες διαφορές τους, αυτή που πιθανότατα έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ώστε οι Έλληνες κεραμείς να αρκεστούν στον τύπο του κάθετου κλιβάνου και να μην πειραματιστούν σε κάποιον άλλο, είναι το γεγονός ότι οι θερμοκρασίες που μπορεί να αναπτύξει δεν ξεπερνούν τους C, θερμοκρασίες στις οποίες ο ασβεστούχος μεσογειακός πηλός αρχίζει και υαλοποιείται, ενώ ο οριζόντιος κλίβανος μπορεί να αναπτύξει θερμοκρασίες άνω των C, που είναι ιδανικές για την όπτηση της κινέζικης πορσελάνης. 20 Στην προσπάθεια μας να ανασυνθέσουμε τη μορφή ενός αρχαίου κλιβάνου έχουμε ορισμένους βοηθούς, τους πήλινους πίνακες από τα Πεντεσκούφια (Πίν. 3αβ) στην Κόρινθο, 21 τις παραστάσεις κλιβάνων πάνω σε αγγεία, 22 (Πίν. 3γ) ένα πήλινο ομοίωμα κλιβάνου από την Κόρινθο 23 (Πίν. 4α-β) και, κυρίως, τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των ανεσκαμμένων κλιβάνων. Από την σύνθεση και αξιοποίηση όλων των παραπάνω δεδομένων προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα. Οι κεραμικοί κλίβανοι 19 Hasaki, 2002, όπου και πιο αναλυτικά η ιστορία της έρευνας σχετικά με τους κεραμικούς κλιβάνους, σ. 8-9, Hasaki, 2002, σ και Cuomo Di Caprio, 1984, σ. 74, όπου και περισσότερες λεπτομέρειες για τους κεραμικούς κλιβάνους με οριζόντια διαμόρφωση. 21 Βλ. σ. 25 σημ Πρόκειται ουσιαστικά για μία μελανόμορφη υδρία στο Μόναχο (Staatliche Antikensammlungen 1717), με παράσταση εργαστηρίου στον ώμο. ABV και Carpenter T.H., Beazley Addenda: Additional References to ABV, ARV 2 and Paraleipomena, Oxford 1949, όπου και η παλιότερη βιβλιογραφία. 23 Hasaki, 2002, σ , όπου και η παλιότερη βιβλιογραφία. 27

31 Κεραμικοί κλίβανοι των ιστορικών χρόνων ήταν πάντοτε διώροφοι. Ανοίγονταν στο παρθένο έδαφος ή σε προϋπάρχουσα επίχωση. Ο κάτω θάλαμος και το στόμιο της εισόδου ήταν, συνήθως, υπόγεια, ενώ το κατώτερο τμήμα του άνω θαλάμου βρισκόταν στο επίπεδο περίπου του φυσικού εδάφους. 24 Συχνά, επιλέγονταν κατωφερείς θέσεις, όπως οι πλαγιές λόφων, καθώς η φυσική κλίση του εδάφους διευκόλυνε την κυκλοφορία του αέρα. 25 Παράλληλα, όμως, ο φυσικός λόφος πρόσφερε καλύτερη θερμομόνωση, αλλά και σταθερότητα στα πολλά και έντονα θερμικά κύματα. 26 Τα δομικά, λοιπόν, μέρη ενός αρχαίου ελληνικού κλιβάνου ήταν ο θάλαμος καύσης ή θέρμανσης, η είσοδος με το στόμιο πυροδότησης (στο κάτω μέρος), η εσχάρα και ο θάλαμος όπτησης (άνω όροφος). 27 Ο θάλαμος θέρμανσης είναι ο χώρος, όπου συγκεντρώνονται αρχικά τα αέρια της καύσης και διοχετεύονται, στη συνέχεια, μέσω των οπών της εσχάρας, στο θάλαμο όπτησης. Δεν ήταν, λοιπόν, αυτό το σημείο, όπου λάμβανε χώρα η καύση, αλλά το στόμιο πυροδότησης, και μόνο σταδιακά ο κεραμέας ωθούσε με κάποιο εργαλείο την ήδη πυρακτωμένη καύσιμη ύλη προς το εσωτερικό του θαλάμου θέρμανσης. Όπως προαναφέρθηκε, ο θάλαμος θέρμανσης ήταν συνήθως σκαμμένος στο φυσικό έδαφος για να αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες, που αναπτύσσονταν μέσα σε αυτόν. Για το λόγο αυτό πρόκειται και για το τμήμα του κλιβάνου, που τις περισσότερες φορές διατηρείται καλύτερα, ενώ τα υπέργεια τμήματα, καθώς ήταν περισσότερο εκτεθειμένα, σπάνια σώζονται. 28 Συνήθως, δεν υπήρχε ιδιαίτερο δάπεδο και τα τοιχώματα καλύπτονταν από ένα ή περισσότερα στρώματα πηλού, που στα σωζόμενα παραδείγματα έχουν αποκτήσει, από τις συνεχείς καύσεις, μία πρασινωπή ή υποκίτρινη απόχρωση. Ως προς την κάτοψή του, ο θάλαμος θέρμανσης μπορεί να είναι κυκλικός, ορθογώνιος ή απιόσχημος, 29 ενώ έχει διαστάσεις ελαφρώς μεγαλύτερες από αυτές της ανωδομής Δεσποίνη, 1982, σ Δεσποίνη, 1982, σ Hasaki, 2002, σ Ο Δαβάρας ήταν ο πρώτος που εισήγαγε ελληνικούς όρους για να περιγράψει ορισμένα δομικά μέρη των κλιβάνων, για τα οποία δεν υπήρχε έως τότε όρος στην ελληνική γλώσσα. Οι όροι αυτοί ήταν αντίστοιχα θάλαμος θερμάνσεως, δίαυλος ελκύσματος, εσχάρα και θάλαμος οπτήσεως. Δαβάρας, 1973β, σ. 79. Για ένα πολυγλωσσικό λεξικό ορολογίας των κλιβάνων, βλ. Hasaki, 2002, Pl. II1,3. (εδώ Πίν. 1) 28 Ευτυχή εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του κλιβάνου στην Ιστρώνα Κρήτης, βλ. Δαβάρας, 1973α, σ και ενός κλιβάνου στις Φερές, βλ. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1992, σ. 442, Σχ. 2-4, Πίν. 94δ, οι οποίοι σώζουν σχεδόν ολόκληρη τη θόλο τους. 29 Αυτή η ποικιλία στην κάτοψη του θαλάμου θέρμανσης αποτέλεσε, όπως θα φανεί παρακάτω, το ένα από τα δύο κύρια στοιχεία για την τυπολογική κατάταξη των κλιβάνων. 30 Hasaki, 2002, σ

32 Κεραμικοί κλίβανοι Το στόμιο πυροδότησης (ή όπως συχνότερα λέγεται praefurnium) πρόβαλλε από κάποιο σημείο του κυκλικού ή ορθογώνιου περιγράμματος του θαλάμου θέρμανσης. Το μήκος του ποίκιλλε από λίγα εκατοστά, έως πάνω από ένα μέτρο. Ήταν χτισμένο από πλιθιά, κεραμίδια, λάσπη και όστρακα και έφερε τοξωτή στέγαση. Είχε δύο κύριους λόγους ύπαρξης αφενός βοηθούσε στην καλύτερη έλκυση του θερμού αέρα και αφετέρου δρούσε προστατευτικά για το θάλαμο θέρμανσης, καθώς απορροφούσε μεγάλο μέρος της έκρηξης, που συντελούνταν από την αναζωπύρωση της φωτιάς, κάθε φορά που ο κεραμέας την τροφοδοτούσε με νέα καύσιμη ύλη. 31 Εδώ είναι, λοιπόν, που πραγματοποιείται το μεγαλύτερο μέρος της καύσης, γι αυτό και συνήθως τα τοιχώματα του στομίου πυροδότησης είναι πιο υαλοποιημένα από αυτά του θαλάμου θέρμανσης και, επιπλέον, το στρώμα στάχτης που εντοπίζεται εδώ είναι παχύτερο. Οι ελληνικοί κλίβανοι διέθεταν ένα μόνο στόμιο πυροδότησης, σε αντίθεση με ορισμένους ρωμαϊκούς στη Γαλατία και τη Βρετανία, που είχαν δύο στόμια, σε δυο αντίθετες πλευρές του θαλάμου θέρμανσης. 32 Ορισμένες φορές, αντί για στόμιο πυροδότησης μπορεί να υπήρχε ένας λάκκος τροφοδοσίας, ο οποίος θα είχε σχηματιστεί από τη συνεχή χρήση εκείνου του σημείου, δηλ. από την επανειλημμένη κίνηση του κεραμέα να σπρώχνει με κάποιο εργαλείο ή βέργα την καύσιμη ύλη 33 προς το εσωτερικό του θαλάμου θέρμανσης. Ο λάκκος αυτός μπορεί να αναγνωριστεί από τη μεγάλη συγκέντρωση στάχτης, που έχει επισωρευτεί εκεί από τις συνεχείς καύσεις. 34 Πάνω από το θάλαμο θέρμανσης βρισκόταν η εσχάρα, δηλ. το διάτρητο πάτωμα, το οποίο αποστολή είχε να προστατεύσει τα αγγεία, που ήταν στοιβαγμένα πάνω της, από την άμεση επαφή με την φωτιά, επιτρέποντας όμως παράλληλα τη διέλευση του θερμού αέρα, μέσω των οπών της. 35 Εσχάρα διέθεταν όλοι οι κεραμικοί 31 Cuomo Di Caprio, 1984, σ Ο Cook κάνει λόγο για τέσσερις ρωμαϊκούς κλιβάνους στη Βρετανία, οι οποίοι διαθέτουν από δύο στόμια πυροδότησης ο καθένας. Οι δύο από αυτούς βρίσκονται στο Surrey και οι άλλοι δύο κοντά στο Salisbury. Cook, 1984, σ Η καύσιμη ύλη που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κεραμείς ήταν κυρίως άχυρο, ξύλα, κουκούτσια ελιάς, κελύφη αμυγδάλων, κληματίδες και θάμνοι. Cuomo Di Caprio N., Pottery and tile-kilns in South Italy and Sicily στο Roman Brick and Tile. Studies in Manufacture, Distribution and Use in the Western Empire, (ed. Alan Mc Whirr), BAR International Series 68, Oxford 1979, σ. 91 και Hasaki, 2002, σ Hasaki, 2002, σ Πρόκειται, σύμφωνα με τη Hasaki, 2002, σ. 81, για το τμήμα που είναι χαρακτηριστικό μόνο για τους κεραμικούς κλιβάνους, καθώς λείπει από κάθε άλλη πυροτεχνολογική κατασκευή, όπως οι μεταλλουργικοί ή οι υαλουργικοί κλίβανοι. 29

33 Κεραμικοί κλίβανοι κλίβανοι, παρόλο που σπάνια διατηρείται στα ανεσκαμμένα παραδείγματα. 36 Συχνά, ωστόσο, η παρουσία τους μαρτυρείται από μάζες πηλού, που φέρουν ίχνη οπών και, όχι σπάνια, μπορούν να συγκολληθούν και να σχηματίσουν μία ή περισσότερες από τις οπές της εσχάρας. 37 Σύμφωνα με τα σωζόμενα παραδείγματα, το πάχος της εσχάρας κυμαινόταν από εκατοστά. Οι οπές μοιράζονταν ομοιόμορφα στην επιφάνεια της, σχηματίζοντας ομόκεντρους κύκλους, στην περίπτωση των κυκλικών κλιβάνων, ενώ στα ορθογώνια παραδείγματα είναι ταξινομημένες σε σειρές. Η διάμετρός τους, συνήθως, κυμαίνεται μεταξύ 6 και 10 εκατοστών, ενώ απέχουν η μία από την άλλη τουλάχιστον 10 εκατοστά. Προκύπτει, λοιπόν, πως το 20-30% περίπου της επιφάνειας της εσχάρας καταλαμβανόταν από τις οπές. 38 Η ομοιομορφία στις διαστάσεις των οπών της εσχάρας κάθε κλιβάνου υποδεικνύει πως οι αρχαίοι κεραμείς ίσως χρησιμοποιούσαν κάποιο εργαλείο, όπως κλαδιά ή ξύλινα ραβδιά, για να τρυπήσουν την επιφάνεια της εσχάρας, πριν από το πρώτο ψήσιμο και όσο αυτή ήταν ακόμη υγρή. 39 Ένα από τα σημαντικότερα κατασκευαστικά ζητήματα, που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο αρχαίος κεραμέας, ήταν ο τρόπος, με τον οποίο θα επιτύγχανε την στήριξη της εσχάρας είναι εύκολα κατανοητό, ότι μία πλημμελής στήριξή της θα οδηγούσε στην κατάρρευση της ίδιας και του πολύτιμου φορτίου της και τότε θα αποδεικνύονταν ανώφελοι οι κόποι ημερών ή και εβδομάδων. Το πιο κοινό και απλό σύστημα στήριξης ήταν ένας απλός ορθογώνιος ή κυκλικός πεσσίσκος, τοποθετημένος, συνήθως, στο κέντρο ή περίπου στο κέντρο του θαλάμου θέρμανσης. Ο πεσσίσκος αυτός ήταν κατασκευασμένος από πέτρες, σπασμένα κεραμίδια και 36 Μικρότερα ή μεγαλύτερα τμήματα της εσχάρας βρέθηκαν κατά χώραν σε λίγες περιπτώσεις, όπως στον κλίβανο στην Ιστρώνα Κρήτης, βλ. Δαβάρας, 1973α, σ , στον κλίβανο Κ3 στον Φιλώτα Φλώρινας, βλ. Μοσχάκης, , σ , εικ. 4-6, 9, στον κλίβανο 4 της Σίνδου, βλ. Δεσποίνη, 1982, σ , Πίν. 9α-β, 10α-β, 11β,δ, εικ , καθώς και σε ένα ρωμαϊκό κλίβανο στη Θεσσαλονίκη, βλ. Βαβρίτσας, ΑΔ 27 (1972), Χρονικά, σ. 505 και Δεσποίνη, 1982, σ. 81-2, Πίν. 14α-β, εικ Επίσης, η εσχάρα σώζεται σχεδόν ακέραια στα παραδείγματα των Ασωμάτων Βεροίας, βλ. Κουκουβού Α., «Ανασκαφική έρευνα στον άξονα της Εγνατίας οδού: Ασώματα Βεροίας», ΑΕΜΘ 14 (2000), σ , Σχ. 5, Εικ. 14 και της Αψάλου, βλ. Χρυσοστόμου Α. - Γεωργιάδου Α.-Πολουκίδου Χ. - Προκοπίδου Α., «Ανασκαφικές έρευνες στην επαρχιακή οδό Αψάλου-Αριδαίας κατά το 2000», ΑΕΜΘ 14 (2000), σ , Σχ. 3-4, Εικ Πρβλ. Ducray P.-Picard O., Recherches à Latô, BCH 93 (1969), σ. 803, Fig. 12, οι οποίοι δημοσιεύουν τρία κομμάτια πλιθιών, τα οποία ενώνονται και σχηματίζουν μία οπή διαμέτρου 15 εκατοστών. Παρόλο, που οι ίδιοι την ερμηνεύουν ως τμήμα της καπνοδόχου, είναι πολύ πιθανό, όπως υποστηρίζει η Hasaki, 2002, σ. 83, να πρόκειται για οπή της εσχάρας, λόγω του μικρού μεγέθους της. 38 Hasaki, 2002, σ Hampe R.-Winter A., Bei Töpfer und Töpferinnen in Kreta, Messenien und Zypren, Mainz 1962, σ. 25 και Hampe R., Archäologische Gesellschaft zu Berlin 1961, AA 1962, σ

34 Κεραμικοί κλίβανοι πηλό. 40 Από ένα ορισμένο ύψος του πεσσίσκου ξεκινούν πήλινοι βραχίονες, οι οποίοι διαμορφώνονται ως τόξα, που στηρίζουν την εσχάρα, και καταλήγουν στα κάθετα τοιχώματα του θαλάμου θέρμανσης. Τα τόξα αυτά, συχνά τρισκελή για να καλύψουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιφάνεια της εσχάρας, αποτελούν τον σκελετό της. Τα κενά που αφήνουν οι πλίθρες της εσχάρας καλύπτονται με μικρότερες πλίθρες, με κεραμίδες λακωνικού τύπου γεμισμένες με πηλό, καθώς και με όστρακα ανακατεμένα με χονδρό πηλό. 41 Στους ορθογώνιους κλιβάνους συναντούμε μεγαλύτερη ποικιλία στον τρόπο στήριξης της εσχάρας. Τον ρόλο του στηρίγματος μπορεί να παίζει, ακόμη, εκτός από έναν κεντρικό πεσσίσκο, ένας ραχαίος τοίχος, που βρίσκεται στον άξονα της εισόδου, ή ζεύγη τοιχίων που ακουμπούν στις μακριές πλευρές του θαλάμου θέρμανσης και σχηματίζουν έναν διάδρομο, ο οποίος αποτελεί προέκταση του στομίου πυροδότησης. Και στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, πάντως, η τελική στήριξη της εσχάρας επιτυγχάνεται με τη βοήθεια τόξων, που καταλήγουν στα πλαϊνά τοιχώματα. 42 Όλες οι παραπάνω εναλλακτικές μέθοδοι στήριξης υποδηλώνουν την πρόθεση του αρχαίου κεραμέα, να βρει ένα στήριγμα, που θα είναι σε θέση να αντέξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βάρος, χωρίς παράλληλα να είναι ιδιαίτερα ογκώδες και να καταλαμβάνει έτσι μεγάλο μέρος του θαλάμου καύσης. 43 Η σύντομη αυτή επισκόπηση των δομικών μερών του κλιβάνου κλείνει με τον θάλαμο όπτησης. Αυτός βρισκόταν επάνω ακριβώς από την εσχάρα και, συνήθως, ήταν το μοναδικό υπέργειο τμήμα του κλιβάνου. Εδώ ήταν ο χώρος όπου στοιβάζονταν με προσοχή τα αγγεία και όπου συντελούνταν η όπτησή τους. Η στέγαση του χώρου αυτού ακολουθούσε τον τύπο της θόλου και μπορούσε να έχει προσωρινό ή μόνιμο χαρακτήρα. 44 Η προσωρινή στέγαση γινόταν με τον ακόλουθο 40 Hasaki, 2002, σ. 84. Ωστόσο, εντοπίζονται δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, όπου το ρόλο του κεντρικού στηρίγματος αναλαμβάνει να επιτελέσει τμήμα ενός πηλοσωλήνα, με ενίσχυση μόνο της βάσης του από πηλόχωμα. Κοντοπούλου, 2002, σ. 93 και Δρούγου Σ., «Βεργίνα Το Μητρώον», ΑΕΜΘ 11 (1997), σ. 116, Εικ Δεσποίνη, 1982, σ Hasaki, 2002, σ Cuomo Di Caprio, 1984, σ. 75. Ένα ιδιαίτερο κατασκευαστικό χαρακτηριστικό παρατηρείται σε έναν κυκλικό κλίβανο από το Ιερό της Μητέρας των Θεών και της Αφροδίτης στην Πέλλα, όπου, παράλληλα με τον πεσσίσκο, υπάρχουν στα τοιχώματα του θαλάμου θέρμανσης πέντε κοιλότητες για την τοποθέτηση πλίνθων για τη στερέωση της εσχάρας. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 2000, σ. 27, σημ Σύμφωνα με την Di Caprio, 1984, σ. 75, η μέθοδος της προσωρινής στέγασης χρησιμοποιούνταν περισσότερο για την όπτηση πλίνθων και κεραμίδων και όχι για κεραμική, λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας και των ανόμοιων αποτελεσμάτων στα διάφορα σημεία της επιφάνειας του αγγείου. Ωστόσο, κατά την προσωπική μου άποψη, ένα επιπλέον και ίσως σημαντικότερο κριτήριο πρέπει να ήταν το μέγεθος του κλιβάνου, καθώς θα ήταν ασύμφορο ένας μεγάλος ορθογώνιος κλίβανος, να πρέπει, πριν από κάθε ψήσιμο, να στεγαστεί. Την ίδια άποψη φαίνεται να έχει και ο Cook, 1984, σ και 1994, σ

35 Κεραμικοί κλίβανοι τρόπο τα αγγεία τοποθετούνταν πάνω στην εσχάρα με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματίζουν ένα είδος ημισφαιρίου. Στη συνέχεια, επάνω στο σωρό των αγγείων τοποθετούνταν μεγάλη ποσότητα από όστρακα (πιθανόν προϊόντα παλιότερων αποτυχημένων οπτήσεων) και πάνω από αυτά, ένα στρώμα από υλικά, όπως χόρτα και πηλός. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνταν ένα χοντρό προστατευτικό κάλυμμα, στο οποίο αφήνονταν ανοίγματα για να διευκολύνεται η έλκυση του αέρα. Το κάλυμμα αυτό, μετά την όπτηση, απομακρυνόταν με προσοχή, για να μη σπάσουν τα αγγεία, που βρίσκονταν από κάτω. 45 Ωστόσο, όπως υποδεικνύουν τα πλακίδια από τα Πεντεσκούφια, δεν πρέπει να ήταν σπάνια και η μόνιμη στέγαση των κλιβάνων. 46 Στην περίπτωση αυτή, η στέγη πρέπει να ήταν χτισμένη από πλιθιά ή όστρακα, γεμισμένα με πηλό. Απαραίτητη, επίσης, ήταν και μία πόρτα, μέσω της οποίας, ο κεραμέας θα μπορούσε να επιτύχει την προσεκτική τοποθέτηση των αγγείων, πριν από το ψήσιμο. Στην κορυφή της θόλου βρισκόταν μία καπνοδόχος για την εκτόνωση της πίεσης που δημιουργούνταν μέσα στον κλίβανο, αλλά και τη διευκόλυνση της έλκυσης. Ορισμένες ακόμη οπές πρέπει να εξυπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό, ενώ κάποιες μικρότερες λειτουργούσαν ως «κατασκοπευτικές», μέσω των οποίων ο κεραμέας μπορούσε να παρακολουθήσει την πορεία της όπτησης. Το ύψος του θαλάμου όπτησης ήταν, ασφαλώς, ανάλογο με τις διαστάσεις του θαλάμου καύσης, ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις ήταν τόσο μεγάλο, ώστε να επιβάλλεται η χρήση σκάλας, για να μπορέσει ο κεραμέας να φτάσει μέχρι την καπνοδόχο. 47 iii) Τυπολογική κατάταξη Οι κεραμικοί κλίβανοι διαιρούνται, ως προς την κάτοψή τους, σε κυκλικούς, πεταλόσχημους (ή απιόσχημους) και ορθογώνιους. Ωστόσο, ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των ευρεθέντων κλιβάνων κατέστησε αναγκαία μία περαιτέρω κατηγοριοποίησή τους. Η πρώτη αρχαιολόγος, που ασχολήθηκε συστηματικά με την τυπολογική κατάταξη των κεραμικών κλιβάνων είναι η Cuomo Di Caprio, η οποία διέκρινε 8 διαφορετικούς τύπους στα ανεσκαμμένα παραδείγματα της Ιταλίας Cook, 1984, σ Πρβλ. τα πλακίδια με αριθμό καταλόγου MNB 2856, (Πίν. 3β) F 616, F 802 (Πίν. 3α) και F Hasaki, 2002, σ Για την πλάκα από τα Πεντεσκούφια, που εικονίζει τον κεραμέα πάνω σε μία σκάλα, βλ. Cuomo Di Caprio, 1984, σ. 77, no 5. Από την παράσταση αυτή, μάλιστα, η Di Caprio συμπεραίνει πως το ύψος του κλιβάνου πρέπει να ήταν 2-3μ. 48 Πρόκειται για το έργο της Cuomo Di Caprio N., Proposta di classificazione delle fornaci per ceramica e laterizi nell area italiana, dalla preistoria a tutta l epoca romana, Sibrium 11, σ , 32

36 Κεραμικοί κλίβανοι Συγκεκριμένα, διαχώρισε κάθε μία από τις δύο μεγάλες κατηγορίες (κυκλικοί και ορθογώνιοι), 49 σε τέσσερις υποκατηγορίες. Τα κριτήρια, που χρησιμοποίησε, ήταν αφενός το σχήμα του θαλάμου θέρμανσης και αφετέρου ο τρόπος στήριξης της εσχάρας. Η συμβατική ονομασία που δόθηκε στους τύπους αυτούς είναι Ia, Ib, Ic, Id (για τους κυκλικούς) και IIa, IIb, IIc, IId (για τους ορθογώνιους) (Πίν. 5). Έχοντας, λοιπόν, δεδομένο τον κυκλικό ή απιόσχημο θάλαμο θέρμανσης, ο τύπος Ia διαθέτει ως στήριγμα της εσχάρας έναν κεντρικό πεσσίσκο, ο τύπος Ib ακτινωτές παραστάδες ή κεντρικό τοιχίο, ο τύπος Ic φέρει τόξα και ο τύπος Id έχει έναν κεντρικό διάδρομο, εκατέρωθεν του οποίου υπάρχουν τοιχία. Αντίστοιχα, οι ορθογώνιοι κλίβανοι μπορούν να έχουν ως στήριγμα ένα κεντρικό τοιχίο (τύπος IIa), έναν κεντρικό διάδρομο, εκατέρωθεν του οποίου βρίσκονται τοιχία (τύπος IIb), ένα κεντρικό τοιχίο μαζί με άλλα τοιχία στις μακριές πλευρές (τύπος IIc) ή ένα κεντρικό τοιχίο, που προεκτείνεται μέχρι την άκρη του στομίου πυροδότησης, διαιρώντας το, έτσι, σε δύο διαδρόμους, μαζί, πάλι, με άλλα τοιχία στις μακριές πλευρές (τύπος IId). 50 Το έργο της Di Caprio έδωσε σε πολλούς ακόμη μελετητές την αφορμή, για να ασχοληθούν με τους κεραμικούς κλιβάνους των περιοχών τους. Το εύκολα, μάλιστα, επεκτάσιμο σύστημα που ακολούθησε η Di Caprio (Ia, Ib, Ic..ή IIa, IIb, IIc..), έδινε τη δυνατότητα στον κάθε μελετητή να προσθέτει κάποιον διαφορετικό τύπο, που επιχωρίαζε στην περιοχή του. 51 Έτσι, στην περίπτωση των κεραμικών κλιβάνων της Ελλάδας, την πρώτη απόπειρα τυπολογικής ταξινόμησης έκανε ο Δαβάρας, το Τα κριτήρια που χρησιμοποίησε κάπως διαφορετικά από αυτά της Di Caprio 52 ήταν η παρουσία ή απουσία δύο διαφορετικών θαλάμων και ο τρόπος στήριξης της εσχάρας. Έτσι, σχηματοποιείται ο τύπος Α, που διαθέτει μόνο ένα θάλαμο κι, επομένως, δεν υπάρχει εσχάρα, αλλά μόνο μία περιμετρική προεξοχή (πεζούλι), χαμηλά στο θάλαμο καύσης. Ο τύπος Β, αντίθετα, έχει δύο θαλάμους που χωρίζονται μεταξύ τους από την εσχάρα. Ανάλογα με το είδος στήριξης της εσχάρας δημιουργούνται δύο τύποι στον πρώτο, ως στήριγμα λειτουργούν κοντά παράλληλα το οποίο αργότερα επαναδημοσίευσε σε πιο συνοπτική μορφή στα αγγλικά, βλ. Cuomo Di Caprio N., Updraught pottery kilns and tile kilns in Italy in pre-roman and Roman times., ActPrHistA 9/10, σ Συνήθως, στις τυπολογικές μελέτες οι απιόσχημοι κλίβανοι λογαριάζονται μαζί με τους κυκλικούς. 50 Hasaki, 2002, σ Hasaki, 2002, σ Έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση της Χασακή, πως ο Δαβάρας δεν κάνει καμία αναφορά ή παραπομπή στην Di Caprio. Hasaki, 2002, σ. 145 σημ

37 Κεραμικοί κλίβανοι τοιχία, ενώ ο δεύτερος διαθέτει έναν κεντρικό κυκλικό ή ορθογώνιο πεσσίσκο. 53 Ανάμεσα στους δύο αυτούς τύπους, ο Δαβάρας θεωρεί ότι η στήριξη μόνο με πεσσίσκο είναι τεχνολογικά πιο εξελιγμένη και γι αυτό ο τύπος αυτός πρέπει να είναι μεταγενέστερος. Επιπλέον, υποστηρίζει, ότι ο τύπος Β πρέπει να είναι μεταγενέστερος από τον τύπο Α, λόγω της πολυπλοκότερης μορφής του. Το βασικό μειονέκτημα της τυπολογίας του Δαβάρα έγκειται στο ότι δεν λαμβάνει υπόψη του όλους τους μέχρι τότε ανεσκαμμένους κλιβάνους της Ελλάδας. 54 Έτσι, τα συμπεράσματα του, αν όχι λαθεμένα, μπορούν να έχουν μόνο πολύ περιορισμένη τοπικά ισχύ. Η τελευταία και πληρέστερη τυπολογική κατάταξη των κλιβάνων του ελλαδικού χώρου έγινε από τη Χασακή, που ακολούθησε τη μέθοδο της Di Caprio, 55 προσθέτοντας ορισμένους τύπους και παραλείποντας κάποιους άλλους. Ισχύει και εδώ ο ευρύτερος διαχωρισμός σε κυκλικούς (ή απιόσχημους) (Πίν. 6) και ορθογώνιους (Πίν. 7), που σημειώνονται και πάλι με τους λατινικούς αριθμούς Ι και ΙΙ αντίστοιχα. Όσον αφορά στους κυκλικούς κλιβάνους, σημειώνονται ο τύπος Ia, με κεντρικό, κυκλικό ή τετράγωνο, πεσσίσκο, και ο τύπος Ib, με ένα επίμηκες τοιχίο (που μπορεί να εφάπτεται ή όχι στον πίσω τοίχο του θαλάμου καύσης) στον άξονα του στομίου πυροδότησης οι τύποι Ic και Id παραλείπονται, καθώς δεν υπάρχουν παράλληλα στον ελλαδικό χώρο, 56 προσθέτονται όμως οι τύποι If και Ig, από τους οποίους ο πρώτος δεν έχει κανενός είδους στήριγμα, ενώ ο δεύτερος διαθέτει μόνο ένα στενό περιμετρικό πεζούλι χαμηλά στον θάλαμο θέρμανσης. 57 Ακολουθεί η τυπολογική κατηγοριοποίηση των ορθογώνιων κλιβάνων. Διακρίνεται αρχικά ο τύπος IIa, που έχει έναν κεντρικό, τετράγωνο ή κυκλικό, πεσσίσκο. Ο τύπος IIb παρουσιάζει τρεις παραλλαγές στην πρώτη υπάρχει ένα επίμηκες τοιχίο στον άξονα του προστομιαίου δρόμου, που άλλοτε ακουμπά στον πίσω τοίχο και άλλοτε όχι. Η δεύτερη παραλλαγή φέρει δύο κεντρικές στενές παραστάδες και η τελευταία έχει δύο 53 Δαβάρας, 1980, σ Η Hasaki, 2002, σ , ονομάζει τους τύπους αυτούς Β1 και Β2 αντίστοιχα. 54 Hasaki, 2002, σ Τα βασικά κριτήρια διαχωρισμού είναι το σχήμα του θαλάμου θέρμανσης και ο τρόπος στήριξης της εσχάρας. 56 Ωστόσο, τα αμέσως επόμενα χρόνια ήρθαν στο φως δύο κλίβανοι, που μπορούν να ενταχθούν στον τύπο Id. Ο ένας από τους δύο ήρθε στον φως στο Δίον, κατά την ανασκαφική περίοδο του 2001 και προκαλεί ενδιαφέρον το γεγονός, ότι η μορφή του θαλάμου θέρμανσης, που διαθέτει δύο κάθετα τοιχάρια εκατέρωθεν ενός κεντρικού διαδρόμου, δεν αντανακλά την αρχική πρόθεση του κεραμέα, καθώς ο κλίβανος αυτός χτίστηκε πάνω σε έναν προϋπάρχοντα και μεγαλύτερο ορθογώνιο κλίβανο του τύπου ΙΙc, δύο από τα κάθετα τοιχάρια του οποίου επαναχρησιμοποιήθηκαν. Πινγιάτογλου, 2001, σ Hasaki, 2002, σ

38 Κεραμικοί κλίβανοι συνεχόμενα, σχεδόν, τοιχία στον άξονα του στομίου πυροδότησης, ώστε το δεύτερο τοιχίο να διαιρεί το στόμιο σε δύο ίσους διαδρόμους. Ο τύπος ΙIc αποτελείται από έναν κεντρικό διάδρομο, εκατέρωθεν του οποίου υπάρχουν τοιχία, κάθετα στις μακριές πλευρές του θαλάμου καύσης. Ο τύπος ΙId της Di Caprio δεν βρίσκει αντίστοιχό του στην Ελλάδα. Ακολουθεί, τέλος, ο τύπος ΙIe, που εμφανίζεται μόνο στη μινωική περίοδο και αποτελείται από τρία παράλληλα τοιχία, τα οποία εφάπτονται στον πίσω τοίχο του θαλάμου θέρμανσης. 58 Έχει υποστηριχθεί, από τους Gebauer και Joannes, πως το σχήμα του θαλάμου θέρμανσης μπορεί να αποτελέσει χρονολογικό κριτήριο, καθώς υπάρχει μία εξέλιξη στο σχήμα των κλιβάνων, και ότι οι απιόσχημοι είναι παλιότεροι από τους κυκλικούς. 59 Όμως, τα μεταγενέστερα ανασκαφικά ευρήματα 60 διέψευσαν τα συμπεράσματα τους. Φαίνεται, λοιπόν, πολύ επισφαλές να τοποθετήσουμε την εμφάνιση του κάθε σχήματος κλιβάνου σε αυστηρά χρονικά πλαίσια, αφού διαφορετικοί τύποι παρουσιάζονται την ίδια εποχή, αλλά μπορούμε να εξάγουμε κάποια γενικά συμπεράσματα. Έτσι, φαίνεται πως οι παλιότεροι κλίβανοι είναι οι κυκλικοί. Οι απιόσχημοι πρέπει, μάλλον, να αντιμετωπιστούν ως μια παραλλαγή των κυκλικών, απόρροια της επιθυμίας του κεραμέα να αυξήσει τον αξιοποιήσιμο χώρο. Υστερότεροι τέλος, φαίνονται οι ορθογώνιοι κλίβανοι, που είναι οι μεγαλύτεροι σε μέγεθος και χρησιμοποιούνταν κυρίως για την όπτηση οικοδομικών υλικών, όπως πλίνθων και κεραμίδων οροφής, αλλά πιθανόν και σαρκοφάγων και λουτήρων από πηλό. 61 Παρόλα αυτά, την εποχή της μεγαλύτερης εξάπλωσης των ορθογώνιων 58 Hasaki, 2002, σ Gebauer K.-Joannes H. J., Ausgrabungen im Kerameikos, ΑΑ 1937, 185 κ.ε. 60 Βλ. για παράδειγμα τον κυκλικό κλίβανο της Αγοράς των Αθηνών, που χρονολογείται στον 7 ο αι. π.χ., καθώς και τους τρεις κλιβάνους της Σίνδου, που αντιπροσωπεύουν από ένα διαφορετικό σχήμα και χρονολογούνται όλοι στον 4 ο αι. π.χ. Δεσποίνη, 1982, σ. 83. Ακόμη, χαρακτηριστική είναι η ανεύρεση έξι κεραμικών κλιβάνων στην Πέλλα, τέσσερις από τους οποίους είναι κυκλικοί, ένας ελλειψοειδής και ένας ορθογώνιος και που χρονολογούνται όλοι στην ελληνιστική περίοδο. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, Κυκλικοί κλίβανοι απαντούνται ήδη από την πρώιμη εποχή Χαλκού και συνεχίζουν σε όλη την αρχαιότητα, ενώ οι ορθογώνιοι εμφανίζονται, με τη γνωστή μορφή τους, χονδρικά στα αρχαϊκά χρόνια, αλλά η χρήση τους γενικεύεται από τα κλασικά χρόνια. Hasaki, 2002, σ. 152, 165. Σχετικά με τη χρήση των ορθογώνιων κλιβάνων και τον σχετικό προβληματισμό που αναπτύχθηκε, βλ. Hasaki, 2002, σ Hasaki E., Rectangular Ceramic Kilns in Greece: Issues of Technology and Production, AJA 105 (2001), σ. 298 Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993, σ. 176 σημ. 29 Martin R., Manuel d architecture Greque. I. Materiaux et techniques, Paris 1965, σ Πρέπει, ωστόσο, να μην είμαστε απόλυτοι σχετικά με την απόδοση συγκεκριμένης λειτουργίας στους κλιβάνους, ανάλογα με το σχήμα τους, και να θεωρούμε, έτσι, ως αποκλειστική αποστολή των ορθογώνιων κλιβάνων την όπτηση οικοδομικών πήλινων μερών και των κυκλικών την όπτηση κεραμικών και ειδωλίων. Πρβλ. δύο κλιβάνους από το Δίον, έναν ορθογώνιο και έναν κυκλικό (ο κυκλικός «πατά» πάνω στον ορθογώνιο), δίπλα στους οποίους βρέθηκαν καμένα και παραμορφωμένα κεραμίδια και πλίνθοι. Πινγιάτογλου, 2001, σ

39 Κεραμικοί κλίβανοι κλιβάνων χρησιμοποιούνται εξίσου και οι κυκλικοί και οι απιόσχημοι. 62 Οι κυριότεροι παράγοντες που καθόριζαν την επιλογή του κεραμέα για τη μορφή του κλιβάνου ήταν, πιθανότατα, ο διαθέσιμος χώρος του εργαστηρίου, καθώς και το είδος και το μέγεθος των αντικειμένων, για των οποίων την όπτηση προοριζόταν ο κλίβανος. 63 iv) Τυπολογική κατανομή των κλιβάνων της Μακεδονίας Όπως διευκρινίστηκε στον πρόλογο, δίνεται έμφαση στους κλιβάνους, που έχουν βρεθεί εντός των γεωγραφικών ορίων της σύγχρονης Μακεδονίας. 64 Ένα επιπλέον όριο, που τίθεται, είναι το χρονολογικό, το οποίο τοποθετείται στο τέλος της ρωμαϊκής περιόδου. 65 Για την τυπολογική, τέλος, ταξινόμηση των κλιβάνων ακολουθείται η κατάταξη της Χασακή. Ο αριθμός των κλιβάνων της Μακεδονίας, τουλάχιστον των δημοσιευμένων, που πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι 58 δυστυχώς, όμως, μόνο ένα μικρό ποσοστό τους είναι καλά δημοσιευμένο. 66 Από τους 58 αυτούς κλιβάνους, οι 37 (63,8%) είναι κυκλικοί ή απιόσχημοι ως προς την κάτοψή τους, οι 19 (32,75%) ορθογώνιοι και, τέλος, 2 (3,44%) έχουν αδιευκρίνιστο σχήμα. (Πίν. 33α) Όσον αφορά σε συγκεκριμένους τύπους από όλους τους κυκλικούς κλιβάνους, οι 26 (44,83%) ανήκουν στον τύπο Ia, δύο (3,44%) εντάσσονται στον τύπο Id, 67 ένας άλλος (1,72%) στον τύπο Ie, ενώ για τους υπόλοιπους 7 (12,07%) δεν διευκρινίζεται η 62 Δεσποίνη, 1982, σ. 84 Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993, σ. 176 και Μισαηλίδου-Δεσποτίδου, 1998, σ Δεσποίνη, 1982, σ Βλ. στο Επίμετρο, σ Αναφέρονται, ωστόσο, 11 (18,97%) κλίβανοι, που είναι αχρονολόγητοι. 66 Για τους περισσότερους από τους κλιβάνους αυτούς, συνήθως υπάρχει μόνο μία σύντομη αναφορά στο ΑΔ ή στο BCH. Πάντως, καλά μελετημένοι και δημοσιευμένοι είναι οι κλίβανοι της Σίνδου, βλ. Δεσποίνη, 1982, σ , έξι κλίβανοι από ένα εργαστήριο στην Πέλλα, βλ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993, σ , ο κλίβανος Κ3 στον Φιλώτα Φλώρινας, βλ. Μοσχάκης, , σ , ο κλίβανος στη Νέα Φιλαδέλφεια Θεσσαλονίκης, βλ. Μισαηλίδου-Δεσποτίδου, 1998, σ , οι κλίβανοι του Πολύμυλου Κοζάνης, βλ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ.-Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης 1998», ΑΕΜΘ 12 (1998), σ και «Πολύμυλος Κοζάνης 1999», ΑΕΜΘ 13 (1999), σ και ο κλίβανος της Ευρωπού Κιλκίς, βλ. Βάλλα, , σ και Σαββοπούλου, 1998, σ. 88, εικ. 39, Ο τύπος αυτός, που συνδυάζει απιόσχημο θάλαμο θέρμανσης και εγκάρσια τοιχάρια, τα οποία δημιουργούν έναν κεντρικό διάδρομο, προέρχεται από την τυπολογία της Di Caprio και δεν ενσωματώνεται στην τυπολογία της Χασακή, καθώς μέχρι την ολοκλήρωση της εργασίας της, δεν είχε ανασκαφεί κανένα παράδειγμα στον ελλαδικό χώρο. Τα δύο σωζόμενα παραδείγματα προέρχονται από την περιοχή της Αξιούπολης Κιλκίς και από το Δίον. Σαββοπούλου Θ.-Τσαγκαράκη Ε., «Αξιούπολη: ανασκαφή σε οικόπεδο της ΔΕΗ», ΑΕΜΘ 19 (2005), σ και Πινγιάτογλου, 2001, σ , Εικ. 5, αντίστοιχα. 36

40 Κεραμικοί κλίβανοι μέθοδος στήριξης της εσχάρας, ίσως επειδή δεν σώζεται. Από τους ορθογώνιους κλιβάνους, οι περισσότεροι (12, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20,7%) ανήκουν στον τύπο ΙΙc, 3 (5,17%) στον τύπο ΙΙb και 5 (8,62%) δεν τοποθετούνται σε κάποιον τύπο. (Πίν. 33β) Τέλος, ως προς τη χρονολόγηση, που δίνεται στους κλιβάνους αυτούς, υπάρχουν δύο (3,44%) της Εποχής Χαλκού, δύο (3,44%) αρχαϊκοί, 6 (10,34%) του 4 ου αι. π.χ, 19 (32,76%) ελληνιστικοί, 6 (10,34%) είναι χρονολογημένοι στην περίοδο μετάβασης από τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια στα πρώιμα ρωμαϊκά και 12 (20,7%) ανήκουν στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. (Πίν. 33γ) Αν επιχειρήσουμε, λοιπόν, με βάση τους παραπάνω αριθμούς, να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα, παρατηρούμε, ότι στον 4 ο αι. π.χ. και στην ελληνιστική περίοδο διαφαίνεται μία προτίμηση για τους κυκλικούς κλιβάνους και συγκεκριμένα για τον τύπο Ιa. 68 Στον ίδιο τύπο ανήκουν και οι δύο κλίβανοι του 6 ου αι. π.χ., αλλά δεν μπορούν, λόγω του μικρού αριθμού τους, να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικοί για την εποχή τους. Από τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια, ωστόσο, διαγράφεται μία σαφής στροφή προς τους ορθογώνιους κλιβάνους και κυρίως προς τον τύπο ΙΙc, που διατηρείται και κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. Εάν δεν παραπλανούμαστε από τα ανεσκαμμένα παραδείγματα και το δείγμα μας αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα εκείνων των περιόδων, 69 η θεαματική αυτή στροφή προς τους ορθογώνιους κλιβάνους μπορεί να υποδεικνύει μία αλλαγή στη χρήση των κλιβάνων. Ίσως, δηλαδή, με αυτόν τον τρόπο να δηλώνεται πως οι κεραμικοί κλίβανοι δεν χρησιμοποιούνταν τώρα αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά για την όπτηση αγγείων, αλλά εξίσου για την όπτηση πήλινων αρχιτεκτονικών μερών και, κυρίως, οπτόπλινθων, των οποίων η χρήση γενικεύεται στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας Η προτίμηση για τους κυκλικούς κλιβάνους υποδηλώνεται ήδη από την Εποχή Χαλκού, αλλά με μόλις δύο παραδείγματα, αριθμός που καθιστά οποιοδήποτε γενικό συμπέρασμα για την περίοδο παρακινδυνευμένο. 69 Πράγματι, πρόκειται για ένα αρκετά μεγάλο δείγμα και με καλό ποσοστό διασποράς στην μελετώμενη περιοχή, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό. 70 Ορλάνδος, 1960, σ. 88, σημ

41 Ο κεραμικός κλίβανος Πενταβρύσου 3. Ο κεραμικός κλίβανος Πενταβρύσου Ο κεραμικός κλίβανος της Πενταβρύσου εντοπίστηκε, όπως προαναφέρθηκε, 71 το 1996 κατά τη διάρκεια αυτοψίας, ερευνήθηκε, όμως, ανασκαφικά το (Πίν. 2β, 8α) Επρόκειτο για διώροφο κτίσμα. Ο θάλαμος θέρμανσης είναι υπόγειος και σώζεται σχεδόν ακέραιος. Παρόλο που δεν διατηρείται καθόλου ο θάλαμος όπτησης, μπορούμε με αρκετή ασφάλεια να υποθέσουμε ότι βρισκόταν πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, με βάση τη μικρή σχετικά απόσταση του δαπέδου του θαλάμου θέρμανσης από το σημερινό επίπεδο του εδάφους. Από τα υπόλοιπα μέρη του κλιβάνου το στόμιο πυροδότησης διατηρείται κατά το ήμισυ περίπου, ενώ από την εσχάρα έχουν διατηρηθεί πολύ λίγα μόνο πλιθιά, που φέρουν ίχνη οπών. (Πίν. 10β) Ο κλίβανος θεμελιώθηκε στο φυσικό ανοιχτόχρωμο καστανό χώμα και έχει προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ, με την είσοδό του στραμμένη προς τα ΝΑ. 72 Το μήκος του φτάνει τα 2,10μ. και το πλάτος του τα 1,80μ., ενώ το μέγιστο σωζόμενο ύψος του είναι 0,40μ. Το σχήμα του μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθεί ορθογώνιο, ωστόσο, το γεγονός ότι οι γωνίες είναι αποστρογγυλεμένες, καθώς και το ότι η Β πλευρά διαμορφώνεται καμπύλη, υποδεικνύουν πως πρόκειται για έναν απιόσχημο κλίβανο. (Πίν. 8β, 9α, Σχ. 1) Ο θάλαμος θέρμανσης είναι, όπως προαναφέρθηκε, σκαμμένος στο φυσικό έδαφος. Τα πλευρικά τοιχώματά του σώζονται σε αρκετό ύψος (0,26-0,40μ.) είναι διαμορφωμένα σχεδόν κάθετα, εκτός από το τοίχωμα της Α πλευράς, το οποίο είναι ελαφρώς κοίλο. Τα κάθετα αυτά τοιχώματα έφεραν επάλειψη λεπτού στρώματος 71 Βλ. σ Έχει υποστηριχθεί παλιότερα η άποψη, ότι η είσοδος του κλιβάνου έπρεπε να είναι προσανατολισμένη προς τους επικρατούντες ανέμους της κάθε περιοχής, ώστε να διευκολύνεται η έλκυση του αέρα μέσα στον κλίβανο. Faure P., La vie quotidienne en Crete au temps de Minos (1500 avant J.C.), Paris 1973, σ Την άποψη αυτή απέρριψε ο Δαβάρας, 1980, σ. 115 σημ. 2, ενώ ο Cook αναφέρει, πως μία προστατευμένη τοποθεσία ήταν συνήθης για τους ρωμαϊκούς κλιβάνους της Βρετανίας, ώστε να αποφεύγονται οι ισχυροί βόρειοι άνεμοι. Cook, 1984, σ. 65. Την τελευταία άποψη υποστηρίζουν, επίσης, ο Μοσχάκης, , σ. 191 σημ. 7 και η Βάλλα, , σ. 111 σημ. 8. Η Χασακή, τέλος, επιχειρεί να αποσυσχετίσει τον προσανατολισμό των κλιβάνων από τους ανέμους, που πνέουν σε κάθε περιοχή, τονίζοντας, ότι αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία, ήταν η εναρμόνιση της εισόδου του κλιβάνου με την κλίση του εδάφους της περιοχής, όπου θεμελιωνόταν. Hasaki, 2002, σ. 80. Αυτό, ωστόσο, δεν φαίνεται να ισχύει για την περίπτωση ενός μικρού κλιβάνου από την Αγορά της Πέλλας, σε επαφή με την ανατολική λεωφόρο, ο οποίος δεν ακολουθεί την κλίση της περιοχής Α-Δ, αλλά φαίνεται να έχει προσανατολισμό ΝΑ-ΒΔ. Γίνεται η υπόθεση ότι ο προσανατολισμός αυτός υπαγορεύεται από το γεγονός ότι, εάν ο κλίβανος ήταν στραμμένος προς Α, θα εισχωρούσε στο δρόμο. Κοντοπούλου, 2002, σ. 91, σημ. 20. Προστίθεται, έτσι, στο ζήτημα του προσανατολισμού των κλιβάνων κι ένας ακόμη παράγοντας, ο χωροταξικός. 38

42 Ο κεραμικός κλίβανος Πενταβρύσου πηλού, 73 που σε πολλά σημεία είχε αποκτήσει μια πρασινωπή απόχρωση, ενώ εμφανή είναι σε πολλά σημεία και τα ίχνη καύσης, μάρτυρες των υψηλών θερμοκρασιών που είχαν αναπτυχθεί στο χώρο αυτό. (Πίν. 9β-γ) Το δάπεδο του κλιβάνου αποτελείται από πατημένο πηλόχωμα, το οποίο στερεοποιήθηκε από τις συνεχείς καύσεις, και δεν σώζεται μόνο στο ΝΑ τμήμα του θαλάμου θέρμανσης. Η μετάβαση από τα πλευρικά τοιχώματα στο δάπεδο γίνεται ομαλά. Στο κέντρο σχεδόν του θαλάμου θέρμανσης βρίσκεται ο πεσσίσκος στήριξης της εσχάρας, που εντάσσει τον κλίβανο στον τύπο Ia. Έχει μήκος 0,80μ. και πλάτος 0,70μ., ενώ το μέγιστο σωζόμενο ύψος του είναι 0,36μ. 74 Πρόκειται για ένα ασυνήθιστου σχήματος στήριγμα, καθώς έχει κάθετες τις τρεις πλευρές του, αλλά καμπύλη την Α. Η καμπύλη αυτή πλευρά βρίσκεται προς την είσοδο του κλιβάνου, όχι, όμως, απόλυτα προσανατολισμένη με αυτήν, αλλά λίγο νοτιότερα. 75 Ο πεσσίσκος είναι κατασκευασμένος από ωμά πλιθιά, τα οποία πιθανόν είχαν πλαστεί στο χέρι, αλλά αυτά που βρίσκονται στις ευθείες πλευρές ίσως είχαν κατασκευαστεί μέσα σε καλούπια. 76 Τα πλιθιά αυτά, συναρμοσμένα και επιχρισμένα εξωτερικά με πηλόχωμα, δημιουργούν ένα περίβλημα, του οποίου το εσωτερικό φαίνεται πως αποτελούσε το φυσικό έδαφος, που δεν είχε αφαιρεθεί, κατά το αρχικό άνοιγμα του λάκκου για τη θεμελίωση του κλιβάνου. (Πίν. 10α-β) Όπως προαναφέρθηκε, στην ΝΑ πλευρά του θαλάμου θέρμανσης ανοίγεται η είσοδος του κλιβάνου, με το στόμιο πυροδότησης, το οποίο ορίζεται από δύο παραστάδες. Η Β παραστάδα σώζεται ολόκληρη και έχει μήκος 1μ. και πλάτος 0,35μ., ενώ σώζεται σε ύψος 0,35μ. από το δάπεδο του κλιβάνου. Αποτελείται από 73 Στα περισσότερα παραδείγματα ανεσκαμμένων κλιβάνων παρατηρείται η επάλειψη των κάθετων τοιχωμάτων του θαλάμου καύσης με ένα ή περισσότερα στρώματα πηλού, βλ. Hasaki, 2002, σ. 77 Δεσποίνη, 1982, σ. 63, 69, 71, 75, 81 Βάλλα, , σ. 111 σημ. 8 Λαμπροπούλου Λ., «Δύο κεραμικοί κλίβανοι στην Αταλάντη Λοκρίδος» ΑΑΑ 16 (1983), σ , κυρίως 75 και Λιλιμπάκη- Ακαμάτη, 1993, σ Στο ύψος αυτό πρέπει να προστεθούν ακόμη 8-9εκ., που είναι το ύψος των ανώτερων πλίθρων, οι οποίες αφαιρέθηκαν για αρχαιομαγνητικές μετρήσεις. 75 Ενδεχομένως να είχε αρχικά σχεδιαστεί και κατασκευαστεί ορθογώνιο ή κυκλικό, αλλά να παραμορφώθηκε μετά το πρώτο ψήσιμο, όπως συχνά συνέβαινε με διάφορα μέρη του κλιβάνου. Hasaki, 2002, σ. 77 σημ. 11. Επιπλέον, ένας παρόμοιου σχήματος πεσσίσκος εντοπίζεται σε έναν κεραμικό κλίβανο στη θέση «Φαρί» της Θάσου, για τον οποίο οι ανασκαφείς υποστηρίζουν ότι αρχικά ήταν κυκλικός, αλλά απέκτησε αυτό το ακανόνιστο σχήμα έπειτα από κάποια επισκευή. Περιστέρη- Blondé-Perreault-Brunet, 1985, ΑΑΑ 18 (1985), σ Μπορεί, ωστόσο, το σχήμα αυτό να αποτελεί σκόπιμη επιλογή του κεραμέα και στην περίπτωση αυτή πρέπει κανείς να σκεφτεί την πρακτική σκοπιμότητά του, όπως το ότι η καμπύλη διαμόρφωση αυτής της πλευράς βοηθούσε στην ομοιόμορφη διανομή της καύσιμης ύλης Β και Ν του πεσσίσκου, όταν ο κεραμέας την ωθούσε με κάποιο μακρύ εργαλείο από τον προστομιαίο δρόμο προς το εσωτερικό του θαλάμου θέρμανσης. 76 Μία ένδειξη για το ότι τα πλιθιά αυτά δεν ψήνονταν, αλλά αφήνονταν να στεγνώσουν στο ήλιο, μέσα σε κάποιο καλούπι, αποτελούν πέντε πλιθιά, τα οποία φέρουν στην μία πλευρά τους αποτυπώματα ζώων, κυρίως σκύλων και πιθανόν προβάτων, που προφανώς πάτησαν πάνω στα πλιθιά, όσο αυτά είχαν αφεθεί σε υπαίθριο χώρο για να στεγνώσουν. (Πίν. 11β, 12α-β) 39

43 Ο κεραμικός κλίβανος Πενταβρύσου τρεις σειρές πλίνθων. Από τη Ν παραστάδα, αντίθετα, που σώζεται 5εκ. χαμηλότερα, διατηρείται μόνο το μικρό γωνιακό τμήμα της ανώτερης πλίνθου, που βρίσκεται πιο κοντά στο θάλαμο θέρμανσης. (Πίν. 11α) Το πλάτος της εισόδου κυμαίνεται από 0,68μ. έως 0,72μ. (στο σημείο ένωσης με τον θάλαμο θέρμανσης). Δεν σώζεται κανένα ίχνος από την θολωτή στέγαση, που συνήθως διέθεταν τα στόμια πυροδότησης, όμως βρέθηκαν στο χώρο αυτό δύο πηλόμαζες, τόσο καμμένες, ώστε έχουν υαλοποιηθεί σε ορισμένα σημεία, και οι οποίες μπορεί να προέρχονται από τη στέγαση του δρόμου. 77 Στο Α άκρο του προστομιαίου δρόμου αποκαλύφθηκε μία λίθινη πλάκα, που αποτελούσε, ασφαλώς, μέρος του δαπέδου του. Παρατηρήθηκε, ότι το στόμιο πυροδότησης παρουσιάζει μία μικρή καθοδική κλίση προς τα έξω, γεγονός που βοηθούσε την έλκυση του θερμού αέρα. 78 Τα ίχνη καύσης που εντοπίστηκαν στο στόμιο πυροδότησης ήταν πολύ λίγα, ενώ ένα αρκετά παχύ στρώμα καύσης αποκαλύφθηκε αμέσως εντός της εισόδου, κάτω από την καμπύλη πλευρά του πεσσίσκου στήριξης. Επιπλέον, ένα μικρό ίχνος καύσης βρέθηκε στο μέσο της Ν πλευράς του θαλάμου θέρμανσης, σε επαφή σχεδόν με το κάθετο τοίχωμα. Μία ερμηνεία, που μπορεί να δοθεί στο σημείο αυτό, για την παρουσία τόσο λίγων σχετικά σημείων με ίχνη καύσης, μπορεί να είναι το ότι, μετά το τέλος κάθε όπτησης, ακολουθούσε σχολαστικός καθαρισμός του χώρου 79 ή ότι ο κλίβανος χρησιμοποιήθηκε για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα. 80 Ενδιαφέρον είναι, επίσης, το γεγονός ότι η πάνω σειρά πλιθιών των παραστάδων του στομίου πυροδότησης έχει λεία επιφάνεια και ένα έντονα λευκό χρώμα, που υποδεικνύει ότι, κάποια στιγμή τουλάχιστον, βρισκόταν σε άμεση επαφή με τη φωτιά. Ενδεχομένως, σε κάποιο χρονικό σημείο το δάπεδο του στομίου πυροδότησης να είχε αναιρεθεί ή να είχε μπαζωθεί και υψωθεί, με αποτέλεσμα η φωτιά να πυροδοτείται στο ύψος των παραστάδων αυτών. Από την εσχάρα δεν σώζεται κατά χώραν, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, κανένα τμήμα. Ωστόσο, μπορούν να αναγνωριστούν λίγες πηλόμαζες, οι οποίες 77 Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της καύσης λάμβανε χώρα στο στόμιο πυροδότησης, είναι επόμενο οι συνεχείς υψηλότατες θερμοκρασίες να οδηγούσαν στην υαλοποίηση των τοιχωμάτων του προστομιαίου δρόμου. Hasaki, 2002, σ Ο Cook αναφέρει ότι συχνά τα στόμια πυροδότησης μπορούσαν να έχουν μία παρόμοια καθοδική κλίση της τάξης των 5-10 μοιρών. Cook, 1994, σ Ενισχυτικός για την ερμηνεία αυτή είναι ο μικρός βαθμός συγκόλλησης των οστράκων, που δηλώνει ότι προέρχονται από διαφορετικές οπτήσεις. Το αδύνατο, όμως, σημείο της ερμηνείας είναι, ότι δεν εξηγεί, για ποιό λόγο δεν απομακρύνθηκαν ταυτόχρονα και τα διάφορα όστρακα από τα αποτυχημένα προϊόντα του κλιβάνου, που βρέθηκαν σε αρκετά μεγάλες ποσότητες κατά την ανασκαφή. 80 Για τη διάρκεια χρήσης του κλιβάνου, βλ. παρακάτω σ

44 Ο κεραμικός κλίβανος Πενταβρύσου φέρουν ίχνη οπών και, επομένως, προέρχονται από την εσχάρα. (Πίν. 12γ-δ, 13α) Μία από αυτές, μάλιστα, έφερε ως ενίσχυση ένα ενσωματωμένο όστρακο, 81 κατασκευαστικό στοιχείο, που συναντάται συχνά στις εσχάρες. 82 (Πίν. 13α) Βρέθηκαν αρκετά ακόμη όστρακα που έφεραν πάνω τους κολλημένες μάζες πηλού και φαίνεται πως ανήκαν στην εσχάρα. 83 Τέλος, βρέθηκαν, κατά την ανασκαφή, πολλές πηλόμαζες, των οποίων η μία πλευρά ήταν πρασινωπή και έφερε αυλακιές ή δαχτυλιές. (Πίν. 13β) Το γεγονός ότι είχαν πρασινωπή απόχρωση, υποδεικνύει πως βρίσκονταν μέσα στον θάλαμο θέρμανσης, όπου αναπτύσσονταν οι αναγκαίες για τη δημιουργία της υψηλές θερμοκρασίες. Οι δύο πιθανές διαθέσιμες επιφάνειες είναι τα πλαϊνά τοιχώματα του θαλάμου θέρμανσης και η κάτω πλευρά της εσχάρας, μαζί με τους πήλινους βραχίονες, που τη στήριζαν. Είναι, μάλιστα, πολύ ενδιαφέρον το ότι υποστηρίζεται πως συχνά η επιφάνεια των βραχιόνων αυτών έφερε αυλακιές. 84 Μπορούμε, επομένως, να υποθέσουμε, ότι οι πηλόμαζες αυτές προέρχονται από τους βραχίονες, που ξεκινώντας από τον πεσσίσκο απλώνονταν στην κάτω επιφάνεια της εσχάρας, βοηθώντας έτσι στη στήριξή της. Συγκεκριμένα, από το υλικό του κλιβάνου που συγκεντρώθηκε, αναγνωρίζονται, με κάποια επιφύλαξη, δύο τμήματα τέτοιων βραχιόνων. (Πίν. 14α-γ) Εντύπωση προκαλεί η εύρεση σε μεγάλη ποσότητα ορθογώνιων πλιθιών, σε διάφορες διαστάσεις, 85 των οποίων το προφίλ εμφανίζει κάποια καμπυλότητα. (Πίν. 14δ-ε) Τα πλιθιά αυτά ερμηνεύτηκαν, με βάση κι άλλα παράλληλα, 86 ως εσωτερική επένδυση του θαλάμου θέρμανσης για την επιπλέον προστασία και μόνωση του κλιβάνου από τις υψηλές θερμοκρασίες. Πρέπει να περιέτρεχαν χαμηλά όλη την περίμετρο του θαλάμου θέρμανσης σε μία ή δύο επάλληλες σειρές, αν και ο αριθμός των ευρεθέντων παραδειγμάτων δεν αρκεί για να καλύψει δύο φορές όλη αυτή την 81 Πρόκειται για το ΚΑΑΝ Δεσποίνη, 1982, σ. 68 Hasaki, 2002, σ Πρόκειται για τα 2, 99, 43, 17, 136 και Hasaki, 2002, σ Το ύψος τους κυμαίνεται από 18 έως και άνω των 29εκ., το πλάτος μπορεί να μετρηθεί σε δύο παραδείγματα και είναι 22 και 39εκ. αντίστοιχα, ενώ σχετικά σταθερό είναι το πάχος, που κυμαίνεται από 7 έως 9,5εκ. 86 Πρβλ. έναν κεραμικό κλίβανο ελληνιστικών χρόνων από την Αθήνα. Λυγκούρη-Τόλια Ε., ΑΔ 40 (1985), σ. 27. Ακόμη, ίδια διαμόρφωση παρουσιάζουν οι κλίβανοι 1, IV, VI, VII και VIII στο Vardarski Rid. Blaževska S., Pottery Kilns, στο Vardarski Rid, Vol. I, (ed. Mitrevski D.), Skopje 2005, σ. 262, 264-5, 267, Figs. 1, 3-4. Επιπλέον, ο Ι.Μ. Ακαμάτης με πληροφόρησε για την ύπαρξη κεραμικών κλιβάνων στα ΝΑ της Αγοράς της Πέλλας, στους οποίους τα τοιχώματα των θαλάμων θέρμανσης ήταν και πάλι επενδεδυμένα με πλίθρες. Τέλος, την ίδια ακριβώς ανάγκη για μόνωση εμφανίζει και ένας κλίβανος από την Ερέτρια. Η διαφορά στην περίπτωση αυτή είναι ότι η μόνωση επιτυγχάνεται με μεγάλους κορινθιακούς στρωτήρες. Θέμελης Π.Γ., «Αρχαιότητες και μνημεία Ευβοίας», ΑΔ 24 (1969), Χρονικά, Β1, σ

45 Ο κεραμικός κλίβανος Πενταβρύσου απόσταση. (Πίν. 15α-β) Λίγα από τα πλιθιά αυτά είχαν τη μία γωνία τους διαγώνια κομμένη, αλλά δεν κατέστη δυνατό να ερμηνευθεί η ιδιομορφία αυτή. (Πίν. 13γ) Όλα τα παραπάνω πλιθιά είναι καλά ψημένα, ωστόσο δεν εμφανίζουν τα αναμενόμενα ίχνη καύσης ή τις πολύ ασπρισμένες ή πρασινωπές επιφάνειες που θα ήταν αναμενόμενες λόγω του σημείου τοποθέτησής τους. 87 Από το θάλαμο όπτησης, τέλος, δεν εντοπίστηκε με βεβαιότητα κανένα τμήμα του. Ωστόσο, πολλές από τις άμορφες πλίθρες από τα ανώτερα σημεία του στρώματος καταστροφής του Β κυρίως τμήματος, ίσως να προέρχονταν από αυτό το μέρος του κλιβάνου. Δεν μπορεί, επίσης, να αναγνωριστεί κανένα τμήμα της θολωτής στέγασης του θαλάμου όπτησης, αλλά γίνεται η υπόθεση ότι πρέπει να είχε ένα μόνιμο χαρακτήρα, λόγω του αρκετά μεγάλου μεγέθους του κλιβάνου, αφού θα ήταν ασύμφορο να στεγάζεται εκ νέου κάθε φορά, πριν από μία νέα όπτηση. 87 Για το λόγο αυτό δεν πρέπει ίσως να αποκλειστεί και η σκέψη να προέρχονται από το κατώτερο τμήμα του υπέργειου θαλάμου όπτησης, αν και η απουσία ιχνών καύσης μπορεί να δικαιολογηθεί, αν ληφθεί υπόψη ότι οι πλίνθοι αυτοί πρέπει να έφεραν επάλειψη στρώματος πηλού, το οποίο δεν διατηρείται και στο οποίο θα είχαν αποτυπωθεί τα ίχνη καύσης. 42

46 Ευρήματα 4. Ευρήματα i) Αγγεία α) Αγγεία πόσης Κάνθαροι (Πίν. 16α-ε, Σχ. 2α-β) Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μικρό σχετικά αγγείο πόσης. 88 Το όνομα του αγγείου, όπως και η χρήση του, παραδίδονται από τις γραπτές πηγές. 89 Η χρήση του ως αγγείο κατανάλωσης οίνου ήταν αυτή που το συσχέτισε με το Διόνυσο, όπως μαρτυρούν οι αρχαίες πηγές 90 και ακόμη πιο εύγλωττα οι απεικονίσεις του θεού σε αγγεία, ήδη από τον 6 ο αι. π.χ. 91 Ωστόσο, την ίδια εποχή τα παραδείγματα σε πηλό είναι ελάχιστα και δείχνουν να μιμούνται μεταλλικά πρότυπα, τα οποία προφανώς εικονογραφούν και οι προαναφερθείσες παραστάσεις. Ακόμη, όμως, και ανάμεσα στα λιγοστά αυτά παραδείγματα διακρίνονται διαφορετικοί τύποι, με κριτήρια το ύψος του σώματος και το αν οι δύο κάθετες λαβές ξεπερνούν ή όχι το ύψος του χείλους. 92 Πήλινοι μελαμβαφείς κάνθαροι κάνουν την εμφάνισή τους μαζικά μόλις στο 2 ο τέταρτο του 4 ου αι. π.χ. Δεν εμφανίζονται όμως ξαφνικά στην τελική τους μορφή το ενδιάμεσο στάδιο εντοπίζεται στην κύλικα-κάνθαρο, που με τη σειρά της αποτελεί εξέλιξη της κύλικας-σκύφου των τελών του 5 ου αι. π.χ. Η κύλικακάνθαρος διατηρεί τις λαβές της κύλικας, αλλά σε αντίθεση με την κύλικα-σκύφο διαθέτει πολύ επιμηκυσμένο λαιμό. Από το 2 ο τέταρτο λοιπόν του 4 ου αι. π.χ. οι 88 Για το σχήμα γενικά, βλ. Sparkes-Talcott, 1970, σ Rotroff, 1997, σ Επιπλέον, για τον Ελληνιστικό κάνθαρο, βλ. Rotroff, 1997, σ Καλλίνη Χ., Ελληνιστικός κάνθαρος, Θεσ/νίκη 2007, (διδ. διατριβή). 89 Όσον αφορά στο όνομα, ο Αθήναιος παρουσιάζει τον Φιλέταιρο να αποδίδει την προέλευσή του στον κεραμέα Κάνθαρο. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΧΙ, 474 d,e («Óti d kaˆ põ Kanq rou keramšwj çnom sqh tõ œkpwma FilštairÒj fhsin n 'Acille»). Τα περισσότερα, όμως, αποσπάσματα από την σωζόμενη αρχαία γραμματεία αναφέρονται στη χρήση του ως αγγείο πόσης. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΧΙ, 473 d («...Óti d kaˆ pot»riòn ti oûtw kale tai 'Ameiy aj n 'Apokottab zous fhsi...») Ησύχιος λεξικογρ. («k nqaroj pothr ou edoj») Φώτιος λεξικογρ. («k nqaroj pothr ou edoj»). Τέλος στους Κωμαστές του Φρυνίχου προσδιορίζεται ο προορισμός του, ως αγγείο για την κατανάλωση κρασιού. Φρύνιχος κωμ., Fragmenta 15,1-2 («eta kerameúwn n o koi swfrònwj Cairšstratoj katõn n táj ¹mšraj œklaien o nou kanq rouj»). 90 Μακρόβιος, Saturnalia 5,21,14. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί, ΧΙ, 478 c), το αγγείο που συνδέεται με το θεό είναι η κοτύλη. Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ Ενδεικτικά, πρβλ. Τιβέριος, 1996, Εικ. 41-2, 70, Sparkes-Talcott, 1970, σ , σημ. 1, Fig

47 Ευρήματα κάνθαροι κατακλύζουν την αγορά και γίνονται το δημοφιλέστερο αγγείο πόσεως. 93 Πρόκειται για ένα βαθύ αγγείο, του οποίου το σχήμα συνίσταται από τα παρακάτω στοιχεία διαθέτει χαμηλό σώμα, που συχνά είναι ραβδωτό, ψηλό κοίλο λαιμό και χείλος, το οποίο μπορεί να είναι απλό ή να φέρει εξωτερικά πλαστικό δακτύλιο. Η βάση είναι διβαθμιδωτή και ανάμεσα σε αυτήν και το σώμα παρεμβάλλεται ένα χαμηλό στέλεχος, πιο ραδινό στα υστερότερα παραδείγματα. Οι δύο κάθετες λαβές ξεκινούν από τον ώμο του αγγείου και καταλήγουν στο χείλος, ενώ επιστέφονται και από λοβούς, οι οποίοι προεκτείνονται εξωτερικά. 94 Ο κάνθαρος διατηρεί τη μορφή αυτή μέχρι τα μέσα περίπου του 3 ου αι. π.χ., οπότε εμφανίζεται ο λεγόμενος ελληνιστικός κάνθαρος, που διαθέτει ένα βαθύ ημισφαιρικό σώμα και δύο απλές κάθετες λαβές, οι οποίες απολήγουν στο χείλος. 95 Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τμήματα τριών κανθάρων. 96 Πρόκειται για τα 3, 2 και 1. (Πίν. 16α-ε) Το πρώτο προέρχεται από τη λαβή του αγγείου, το δεύτερο από το λαιμό και το χείλος, ενώ το τελευταίο σώζει μέρος του σώματος και του λαιμού. Ο πηλός τους είναι πολύ καθαρός, καθώς η μαρμαρυγία είναι πολύ λίγη και οι ασβεστολιθικές προσμίξεις ελάχιστες. Επίσης, διακρίνονται πολύ λίγα μόνο ιζήματα. Το χρώμα του πηλού κυμαίνεται από ανοιχτό ερυθρό έως ερυθρωπό κίτρινο. Τα δύο από τα τρία όστρακα φέρουν στιλπνό μελανό γάνωμα και μόνο το 2 είναι καλυμμένο από καστανό επίχρισμα. (Πίν. 16β-γ) Με γνώμονα το σχήμα τους, τα όστρακα εντάσσονται στον τύπο του «κλασικού» κανθάρου. Η χρονολόγηση των παραπάνω οστράκων είναι δύσκολη, λόγω της αποσπασματικότητάς τους. Μόνο το 2 μπορεί να χρονολογηθεί με αρκετή ασφάλεια στο 3 ο τέταρτο του 4 ου αι. π.χ. Κριτήριο για τη χρονολόγηση αυτή αποτελεί ο βραχύς και έντονα κοίλος λαιμός, που είναι σημάδι πρωιμότητας. (Σχ. 2α) Επιπλέον, το 3 (Πίν. 16α, Σχ. 2β), συγκρινόμενο με άλλα παραδείγματα, 97 μπορεί τοποθετηθεί στις αρχές του 3 ου αι. π.χ. (στο 1 ο τέταρτο). Τέλος, για το 1 δίνονται ορισμένα παράλληλα, που, εάν πραγματικά ανταποκρίνονται σ αυτό, το τοποθετούν στο 3 ο τέταρτο του 4 ου αι. π.χ. (Πίν. 16δ-ε) 93 Rotroff, 1997, σ Sparkes-Talcott, 1970, σ. 113, 117-8, 122 Rotroff, 1997, σ. 83. Για τις λίγες παρεκκλίσεις από το γενικό αυτό σχήμα, όπως ιδιαίτερες λαβές ή μία λαβή αντί για δύο, βλ. Rotroff, 1997, σ Rotroff, 1997, σ. 97. Για έναν εκτενή κατάλογο θέσεων εμφάνισης κανθάρων, κυρίως της ελληνιστικής εποχής, βλ. Παππάς, 2001, σ. 245 σημ Rotroff, 1997, σ. 100, 103 σημ. 81, Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε ποσοστό 2,3%. 97 Βλ. κατάλογο ευρημάτων, αρ. 3, σ

48 Ευρήματα Σκύφοι (Πίν. 16στ, 17, 18α-β, Σχ. 2γ-στ, 3α) Οι σκύφοι αντιπροσωπεύονται με λίγα παραδείγματα στην παρούσα μελέτη. Πρόκειται για έξι όστρακα μικρού μεγέθους. 98 Ο πηλός τους περιέχει σε μικρές ποσότητες ιζήματα, μαρμαρυγίες και ασβεστολιθικές προσμίξεις και το χρώμα του κυμαίνεται από ροδαλό έως ανοιχτό καστανό. Τα τρία από αυτά είναι αβαφή, ενώ τα άλλα τρία προέρχονται από μελαμβαφή αγγεία (6, 8 και 9). Εκτός από τα 9 και 5, (Πίν. 16στ, 17α, Σχ. 2γ) τα υπόλοιπα όστρακα μπορούν να ενταχθούν σε συγκεκριμένους τύπους σκύφων και εξετάζονται παρακάτω. α) Τύπου bolsal (Πίν. 17β-γ, Σχ. 2δ) Η κατηγορία των σκύφων αυτών αντιπροσωπεύεται από ένα μόλις όστρακο, το 4. (Πίν. 17β-γ, Σχ. 2δ) Η ονομασία είναι συμβατική και προήλθε από τη συγχώνευση των ονομάτων δύο πόλεων, της Μπολόνιας (Bologna) και της Θεσσαλονίκης (Salonica), όπου αρχικά εντοπίστηκαν ερυθρόμορφα παραδείγματα αυτού του τύπου. 99 Το σχήμα τους συνίσταται σε ένα ρηχό, με μικρή διάμετρο και κάθετα τοιχώματα, σώμα. Το χείλος είναι, επίσης, κάθετο και μόνο σε υστερότερα παραδείγματα στρέφεται ελαφρά προς τα έξω. Οι δύο οριζόντιες λαβές είναι κολλημένες ακριβώς κάτω από το χείλος. Την εικόνα συμπληρώνει μία δακτυλιόσχημη, εκλεπτυσμένη συνήθως, βάση. 100 Εμφανίζονται στο 3 ο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ. και κυκλοφορούν μέχρι τα τέλη περίπου του 4 ου αι. π.χ. 101 Το 4, αν και αβαφές, εντάσσεται, βάσει σχήματος, στο τύπο bolsal και αποτελεί, προφανώς, μίμηση του γνωστού μελαμβαφούς και ερυθροβαφούς σχήματος μπορεί, μάλιστα, να τοποθετηθεί, καθώς σώζεται το μεγαλύτερο μέρος της τομής του, στα αρχικά στάδια εξέλιξης του σχήματος. Το ψηλό κάθετο σώμα και το κάθετο χείλος του, παραπέμπουν στον σκύφο P 8092 από την αθηναϊκή Αγορά. Έτσι, μία χρονολόγηση γύρω στα 420 π.χ. φαίνεται πολύ πιθανή. 98 Το ποσοστό των σκύφων επί του συνολικού αριθμού των ευρεθέντων οστράκων είναι 4,6%. 99 Sparkes-Talcott, 1970, σ. 107, σημ. 1. Τον όρο αυτό εισήγαγε ο Beazley J.D., Miniature Panathenaics, B.S.A. XL ( ), σ. 18-9, σημ Για το σχήμα, βλ. Sparkes-Talcott, 1970, σ. 107 και Corbett P.E., Attic Pottery of the Later Fifth Century, Hesperia 18 (1949), σ Sparkes-Talcott, 1970, σ. 107 Rotroff, 1997, σ

49 Ευρήματα β) Βαθύς σκύφος (Πίν. 17δ-στ, 18α, Σχ. 2ε-στ) Το αγγείο αυτό μοιάζει πολύ με τη λεκάνη, αλλά σε αντίθεση με αυτήν, φέρει γάνωμα και δεν διαθέτει λαβές. 102 Αγγεία αυτού του σχήματος έχουν έρθει στο φως σχεδόν αποκλειστικά από την Αττική. 103 Είναι, ωστόσο, γνωστά κι άλλα δύο παραδείγματα από δύο αντίστοιχα ελληνιστικούς τάφους της Βέροιας, τα οποία, όμως, οι μελετητές τους ονομάζουν λεκάνες. 104 Αποτελούνται από μία, λιγότερο ή περισσότερο πλατιά, δακτυλιόσχημη βάση, βαθύ ημισφαιρικό σώμα και χείλος, που άλλοτε είναι οριζόντιο και επίπεδο στην άνω επιφάνειά του και άλλοτε είναι κυρτό και κρέμεται προς τα κάτω (στα υστερότερα παραδείγματα). Θεωρείται ότι το αγγείο αυτό σχετιζόταν με την προετοιμασία και το σερβίρισμα τροφής ή την ανάμειξη κρασιού και νερού. Παράλληλα έχει επιβεβαιωθεί, αν και μεμονωμένα, η χρήση του ως χοάνη ή ως γλάστρα. Το σχήμα αυτό εμφανίζεται πιθανότατα στις αρχές του 3 ου αι. π.χ. και συνεχίζεται μέχρι τον πρώιμο 1 ο αι. π.χ. 105 Στον τύπο του βαθέος σκύφου φαίνεται πως εντάσσεται το 6. (Πίν. 17δ-ε, Σχ. 2ε) Στην ταύτιση αυτή οδηγεί η ψηλή κωνική δακτυλιόσχημη βάση, με τα ίχνη καστανού επιχρίσματος. Το επίχρισμα αυτό διατηρείται καλύτερα στο σωζόμενο τμήμα του πυθμένα του αγγείου, είναι σχεδόν τελείως απολεπισμένο από τα κάθετα τοιχώματα της βάσης, αλλά διακρίνεται και στην επιφάνεια έδρασής της. Λείπει τελείως από την κάτω επιφάνεια της βάσης, στοιχείο που παραπέμπει και στα αντίστοιχα αγγεία από την Αγορά της Αθήνας. 106 Επίσης, σε βαθύ σκύφο, μάλλον, ανήκει και το θραύσμα 7, με το πολύ βαθύ σώμα που φαίνεται να διαγράφεται. (Πίν. 17στ, 18α, Σχ. 2στ) γ) Μόνωτος σκύφος (Πίν. 18β, Σχ. 3α) Προτιμάται εδώ η χρήση του όρου «μόνωτος σκύφος», παρόλο που στη βιβλιογραφία έχει καθιερωθεί και ο όρος «κάναστρον», που θεωρείται ότι αντιστοιχεί στο αρχαίο όνομά του. 107 Πρόκειται για ένα αγγείο με ρηχό ημισφαιρικό σώμα, μικρή 102 Εξαίρεση αποτελεί μόνο το P από την αθηναϊκή Αγορά, που φέρει λαβές. 103 Πρβλ. Rotroff, 1997, σ , αρ Braun K., Der Dipylon-Brunnen B 1 : Die Funde, AM 85 (1970), σ , Abb. 27 Metzger I.R., Piraeus-Zisterne, ΑΔ 26(1971), Μελέται, Α, σ Ανδρόνικος, 1955, σ. 46, αρ. 1, Εικ. 22 κ 25, 2 Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ , αρ. Π1349, Σχ Rotroff, 1997, σ Rotroff, 1997, σ Τους όρους «κάναστρον» και «κάνασθον» πρώτος εισήγαγε στην έρευνα ο Cook R.M., The Homeric Epigram to the Potters, The Classical Review, LXV (1951), σ. 9. Την άποψη αυτή 46

50 Ευρήματα δακτυλιόσχημη βάση και οριζόντια λαβή κολλημένη αμέσως κάτω από το χείλος, το οποίο συχνά στρέφεται ελαφρά προς το εσωτερικό. Η συγκεκριμένη διαμόρφωση του χείλους υποδηλώνει και τη χρήση του αγγείου ως αγγείου πόσης, καθώς ήταν ιδανικό για την ελεγχόμενη ροή υγρών. Ωστόσο, θα ήταν, επίσης, κατάλληλο για στερεές τροφές, σούπες ή ζωμούς, 108 σε ασφαλώς μικρές ποσότητες. Το αγγείο αυτό είναι ιδιαίτερα δημοφιλές κατά τον 4ο αι. π.χ. 109 και εμφανίζεται μέχρι και τον πρώιμο 3 ο αι. π.χ. 110 Το μοναδικό παράδειγμα αυτού του τύπου, που περιλαμβάνεται στο κεραμικό υλικό του κλιβάνου, το 8, φαίνεται να εντάσσεται σε αυτήν την τελευταία περίοδο εμφάνισης του σχήματος. (Πίν. 18β, Σχ. 3α) Παρά την αποσπασματικότητά του, μπορεί να συγκριθεί, λόγω του έντονα εισέχοντος χείλους και της οριζόντιας λαβής, που δεν ανεβαίνει πάνω από το ύψος του χείλους, με το παράδειγμα P 2866 από την αθηναϊκή Αγορά και έτσι να τοποθετηθεί στο 1 ο τέταρτο του 3 ου αι. π.χ. προώθησαν περαιτέρω οι Milne, 1966, σ , Εικ και Καλτσάς, 1998, σ Τέλος, οι Sparkes-Talcott, 1970, σ. 124, προτείνουν ως πιθανή και την αρχαία ονομασία «τρύβλιον». 108 Sparkes-Talcott, 1970, σ. 124 Rotroff, 1997, σ Sparkes-Talcott, 1970, σ Rotroff, 1997, σ

51 Ευρήματα β) Οικιακά σκεύη Οινοχόες (Πίν. 18γ-στ, 19α-δ, Σχ. 3β-γ) Όπως δηλώνει η ετυμολογία του ονόματος αυτού, 111 αλλά και οι πολλές απεικονίσεις του σε παραστάσεις άλλων αγγείων, 112 πρόκειται για ένα σχήμα προορισμένο για την άντληση και το σερβίρισμα όχι μόνο κρασιού, αλλά γενικά κάθε είδους υγρού. 113 Παράλληλα, όμως, δεν λείπουν και οι αναφορές των αρχαίων πηγών στο σχήμα αυτό. 114 Η οινοχόη, επιχρισμένη ή αβαφής, υπήρξε το δημοφιλέστερο κλειστό αγγείο κατά την κλασική αρχαιότητα. 115 Αναφορικά με το σχήμα της, μπορεί το σώμα να έχει ενιαίο περίγραμμα από τη βάση έως το χείλος ή να αρθρώνεται σε δύο μέρη, το ψηλόλιγνο ή σφαιρικό σώμα και τον ψηλό λαιμό. 116 Και στις δύο περιπτώσεις διαθέτει μία δακτυλιόσχημη βάση, μία ψηλή ή χαμηλή κάθετη λαβή και ένα απλό κυκλικό ή τριφυλλόσχημο χείλος. Με κριτήρια το περίγραμμα του αγγείου, το σχήμα του σώματος και το είδος του χείλους, διακρίνονται για την κλασική περίοδο πέντε διαφορετικοί τύποι οινοχοών, που σημειώνονται με τους αντίστοιχους αριθμούς του λατινικού αλβαφήτου. 117 Με παρόμοια σχεδόν κριτήρια, γίνεται ο διαχωρισμός σε πέντε τύπους και για τις οινοχόες που χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο, που όμως εδώ σημειώνονται με τα αντίστοιχα κεφαλαία γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. 118 Το σχήμα της οινοχόης αντιπροσωπεύεται στην παρούσα εργασία από εννέα (9) αβαφή θραύσματα. 119 Όλα προέρχονται από το λαιμό και το χείλος του αγγείου. Δυστυχώς, η αποσπασματικότητά τους καθιστά δύσκολη έως αδύνατη την έστω και σχεδιαστική συμπλήρωση και αναπαράστασή τους. Η σύσταση του πηλού τους χαρακτηρίζεται από άφθονη μαρμαρυγία, αλλά όχι πολύ συχνή εμφάνιση 111 Από το ουσιαστικό «οίνος» και το ρήμα «χέω». Richter-Milne, 1935, σ Βλ. ενδεικτικά Richter-Milne, 1935, εικ. στις σ. 7, 19, Richter-Milne, 1935, σ. 18 Sparkes-Talcott, 1970, σ Ευριπίδης, Τρωάδες, στ. 820, όπου ο Γανυμήδης παρουσιάζεται να γεμίζει με κρασί τις κύλικες του Δία, χρησιμοποιώντας μία χρυσή οινοχόη Ησύχιος Λεξικογράφος, λ. o nocòhn t¾n kat cusin. tõ gge on Φρύνιχος Αττ., Praeparatio sophistica, σ. 95, στ , όπου περιγράφεται ξανά ως ένα αγγείο, με το οποίο σερβίριζαν κρασί στις κύλικες, ενώ αναφέρεται ακόμη πως έμοιαζε με μικρό κανάτι. 115 Sparkes-Talcott, 1970, σ Η οινοχόη με ενιαίο περίγραμμα, συχνά, ονομάζεται όλπη, διαχωρισμός που δεν δικαιολογείται όμως επαρκώς από την αρχαία γραμματεία, βλ. Richter-Milne, 1935, σ Richter-Milne, 1935, σ Drougou-Touratsoglou, 1991, σ. 16, 21-2 ΕλλΚερΜακεδονίας, σ. 165, Πίν. σχημάτων. 119 Ο αριθμός αυτός μεταφράζεται σε 7% επί του συνολικού αριθμού των σωζόμενων θραυσμάτων αγγείων. 48

52 Ευρήματα ασβεστολιθικών προσμίξεων. Παράλληλα, αρκετά είναι τα ιζήματα που έχουν επικαθίσει στην επιφάνεια του πηλού. Το χρώμα του πηλού ποικίλλει από ερυθρωπό κίτρινο έως ανοιχτό γκρι. Ο μικρός βαθμός διάσωσης των τμημάτων αυτών κάνει πολύ δύσκολη την ταξινόμησή τους σε κάποιους από τους προαναφερθέντες τύπους. Ωστόσο, με οδηγό, κυρίως, την διαμόρφωση του χείλους και επικουρικά την τομή του σωζόμενου λαιμού, μπορούμε να καταλήξουμε, με πολλή περίσκεψη, σε κάποια πρώτα συμπεράσματα για ορισμένα από αυτά έτσι τα 11 και 15 κατατάσσονται στον τύπο C, που παραμένει δημοφιλής από το τέλος του 4 ου έως το τέλος του 3 ου αι. π.χ. 120 (Πίν. 18γ-ε, Σχ. 3β-γ) Τα 17 και 14 (Πίν. 18στ, 19α) παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τις οινοχόες Π2676 και Π4719 από τη Βέροια και μπορούν να χρονολογηθούν στο πρώτο μισό του 3 ου αι. π.χ. 121 Τέλος, το 16 (Πίν. 19β) δεν μπορεί να αποδοθεί με ασφάλεια σε κάποιο τύπο, καθώς τέτοιας μορφής χείλος παρουσιάζει τόσο ο τύπος Α της ελληνιστικής περιόδου, όσο και ο τύπος Ι της κλασικής περιόδου. 122 Αρυτήρες (Πίν. 19ε-στ, 20α-γ, Σχ. 3δ-ε, 4α) Πρόκειται για ένα αβαφές σχήμα ιδιαίτερα συνηθισμένο, καθώς εμφανίζεται σε όλες τις ελληνικές περιοχές ήδη από τον 6 ο αι. π.χ. 123 Παρατηρείται μία «σύγχυση» στην ελληνική βιβλιογραφία ως προς την ονομασία του σχήματος αυτού, ωστόσο φαίνεται πως έχει καθιερωθεί, τουλάχιστον για την ελληνιστική κεραμική, ο όρος αρυτήρας. 124 Όσον αφορά στο σχήμα του, το αγγείο αυτό αποτελείται από ένα σχεδόν σφαιρικό σώμα, χωρίς βάση, που απολήγει σε ένα χείλος με σχετικά μεγάλο άνοιγμα. Πάνω στο χείλος καταλήγει και η λαβή, που διαθέτει μία κεντρική νεύρωση 120 Drougou-Touratsoglou, 1991, σ Αλλαμανή-Τζαναβάρη, 1991, σ Drougou-Touratsoglou, 1991, σ. 16 Richter-Milne, 1935, σ Καλτσάς, 1998, σ. 265, 268 Sparkes-Talcott, 1970, σ. 224 Robinson, 1950, σ , αρ , Pl Ανδρόνικος, 1955, σ Την ονομασία «αρυτήρας» πρότεινε πρώτος ο Ανδρόνικος, 1955, σ. 45 σημ. 1, ενώ νωρίτερα ο Κεραμόπουλλος, 1932, σ , χρησιμοποίησε γι αυτά τα αγγεία το όνομα «μόνωτη χύτρα» και μόνο για κάποια αβαθέστερα παραδείγματα ακολούθησε τον όρο «αρύταινα». Την ορολογία του Ανδρόνικου υιοθετούν και οι Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ. 120, όμως η Τζαναβάρη, 1983, σ , ονομάζει τα αγγεία αυτά «χυτροειδείς οινοχόες». Τέλος, ο Παντερμαλής, 1972, σ. 161 και ο Καλτσάς, 1998, σ. 268, χρησιμοποιούν τον όρο «χύτρα». Μάλιστα, ο Καλτσάς θεωρεί ότι ο όρος αυτός ανταποκρίνεται καλύτερα στα προς μελέτη αγγεία του, καθώς αυτά φέρουν ίχνη καύσης. Στην παρούσα μελέτη προτιμάται ο όρος «αρυτήρας» για τα μόνωτα παραδείγματα μικρού μεγέθους, αφού εναρμονίζεται καλύτερα με τη χρήση τους ως αγγεία αντλήσεως, αλλά σε μία μόνο περίπτωση (122), όπου διαπιστώνονται ίχνη καύσης, χρησιμοποιείται ο όρος «χύτρα». 49

53 Ευρήματα ή περισσότερες κατακόρυφες ραβδώσεις. 125 Το παραπάνω σχήμα είναι και αυτό, που υποδεικνύει τη χρήση του ως αγγείο αντλήσεως ύδατος ή κρασιού από μεγαλύτερα σκεύη, 126 ωστόσο συχνά χρησιμοποιούνταν και για το μαγείρεμα κρέατος, χυλών και σούπας, 127 με τη μεσολάβηση τριποδίσκου ή σε άμεση επαφή με τα κάρβουνα. 128 Το σχήμα αντιπροσωπεύεται στην παρούσα μελέτη από εννέα (9) μόνο όστρακα. 129 Πρόκειται για μικρά σε διαστάσεις τμήματα, που προέρχονται από το ανώτερο τμήμα του αγγείου. Συγκεκριμένα, τρία όστρακα (22, 23 και 24) προέρχονται από το σώμα και το χείλος του αγγείου, ενώ όλα τα υπόλοιπα αντιστοιχούν στη λαβή, σώζοντας ενίοτε (19, 21, και ) και τμήμα του χείλους και του σώματος. Ο πηλός τους περιέχει πολλή μαρμαρυγία, πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις και αρκετά ιζήματα. Επιπλέον, συχνά είναι και τα ίχνη αιθάλης στην εξωτερική τους επιφάνεια. Τέλος, το χρώμα του πηλού κυμαίνεται από γκρίζο έως ερυθρό. Η προσπάθεια χρονολόγησης κρίνεται προβληματική, καθώς στην δυσκολία, που προκαλείται από το φαινόμενο της σταθερότητας του σχήματος αυτού στο πέρασμα των αιώνων, προστίθεται η αποσπασματικότητα των σωζόμενων οστράκων. 132 Μάλιστα, η όποια προσπάθεια κατηγοριοποίησης και καθορισμού χρονολογικών κριτηρίων βασίστηκε στο σχήμα του σώματος και όχι στις λαβές, που κυρίως διασώζονται στο παρόν υλικό. Έτσι, η προσπάθειά μας περιορίζεται αναγκαστικά στα ευρήματα υπ αριθμόν 24 και 23. (Πίν. 19ε-στ, Σχ. 3δ) Για το πρώτο, μέσω της αντιπαράθεσης με αντίστοιχα παραδείγματα, προτείνεται με πολλή επιφύλαξη ως πιθανή χρονολόγηση το 1 ο μισό του 4 ου αι. π.χ. 133 Ωστόσο, το δεύτερο μοιάζει να ανήκει στον τύπο με γωνιώδες περίγραμμα (παραλλαγή Β) και φαίνεται πιθανότερη μία χρονολόγηση στο 2 ο μισό του 3 ου αι. και στις αρχές του 2 ου αι. π.χ. 134 Από την τεράστια αυτή απόκλιση και μόνο καταφαίνεται η δυσκολία χρονολόγησης με βάση μικρά μόνο όστρακα, όταν το έργο αυτό είναι ήδη δύσκολο και στην περίπτωση που διασώζονται ολόκληρα τα αγγεία. 125 Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ Ανδρόνικος, 1955, σ. 45 σημ Για τις διάφορες χρήσεις αλλά και τις πηγές σχετικά με το σχήμα αυτό, βλ. Amyx, 1958, σ Thompson, 1934, σ. 466 Sparkes-Talcott, 1970, σ Καλτσάς, 1998, σ Αντιστοιχούν σε ποσοστό 7% επί του συνολικού αριθμού των προς μελέτη οστράκων. 130 Βλ. Σχ. 3ε. 131 Βλ. Σχ. 4α. 132 Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ. 122 Καλτσάς, 1998, σ Rotroff, 2006, σ. 303, αρ. 563, Fig. 71, Pl

54 Ευρήματα Αμφορείς 135 (Πίν. 20δ-στ, 21α-δ, Σχ. 4β) Με τον όρο αυτό 136 περιγράφονται τα μεγάλα κλειστά, αβαφή αγγεία, που διέθεταν λαιμό στενότερο από το σώμα, 137 δύο αντωπές κάθετες λαβές, που ξεκινούσαν από τον ώμο και έφταναν στο λαιμό, ενώ το κάτω μέρος τους κατέληγε σε έμβολο ή διέθεταν σαφώς αρθρωμένη βάση. 138 Το υλικό κατασκευής τους ήταν σχεδόν πάντοτε ο πηλός, αλλά δεν λείπουν αναφορές και για αμφορείς κατασκευασμένους από πολύτιμα μέταλλα, καθώς και από μάρμαρο και αλάβαστρο. 139 Κύρια αποστολή τους ήταν η αποθήκευση και μεταφορά κρασιού 140 και λαδιού. 141 Μάλιστα, ένα συγκεκριμένο είδος αμφορέα, ο Παναθηναϊκός, χρησίμευε ως έπαθλο για τους νικητές των Παναθηναίων και δινόταν σε αυτούς γεμάτος με το περίφημο αττικό λάδι. 142 Παρόλα αυτά οι χρήσεις των αμφορέων δεν περιορίζονταν μόνο στα παραπάνω, αλλά επιπλέον χρησιμοποιούνταν για τη διατήρηση νερού, 143 γάλακτος 144 και άλλων τροφίμων. 145 Τέλος, διαχρονικό ήταν το φαινόμενο του εγχυτρισμού, της ταφής δηλαδή, κυρίως παιδιών, σε μεγάλους αμφορείς. 146 Στο κεραμικό υλικό που εξετάζει η παρούσα εργασία περιλαμβάνονται τμήματα αμφορέων τριών τύπων, μακεδονικών, ενός μελαμβαφούς και ενός οξυπύθμενου. 135 Για το σχήμα γενικά, βλ. Sparkes-Talcott, 1970, σ. 47 σημ Ο όρος «αμφορεύς» προέκυψε από το παλιότερο «αμφιφορεύς», που αναφέρεται πρώτη φορά σε πινακίδες της Γραμμικής Β, συνοδευόμενο μάλιστα από ένα ιδεόγραμμα που απεικονίζει έναν αμφορέα. Grace, 1961, σ. 11. Όσον αφορά στην ετυμολογία του (αμφί + φέρω), μας την προσφέρει ο Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΧΙ, 103,12: «mfiforeýj lšgetai Ð mfotšrwqen kat t ðta dun menoj fšresqai». 137 Ως στενόστομο αγγείο τον περιγράφουν δύο πηγές, ο Αισχύλος, Fragm. 108: «stenòstomon tõ teàcoj» και ο Πολυδεύκης, 10, 68: «e rhtai d toünoma pˆ mforšwj n saturikù dr mati K»ruxi to j A scúlou stenòstomon tõ teàcoj.» 138 Cook, 1994, σ Αν και οι ακόσμητοι αβαφείς αμφορείς είναι αριθμητικά περισσότεροι, πολλά είναι, επίσης, και τα γανωμένα παραδείγματα, τα οποία συχνά φέρουν ερυθρόμορφες ή μελανόμορφες παραστάσεις. Βλ. ενδεικτικά Richter-Milne, 1935, σ. 3-4, Fig Οι διακοσμημένοι αμφορείς διακρίνονται σε δύο κύριους τύπους, αυτόν στον οποίο το σώμα και ο λαιμός σχηματίζουν μία συνεχή καμπύλη και αυτόν στον οποίο ο λαιμός διακρίνεται από το σώμα. Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ Πλίνιος, Naturalis Historia, 36, 12 και 59 Όμηρος, Ιλιάδα, Ψ, Αριστοφάνης, Πλούτος, στ Cook, 1994, σ Σουίδα, λ. Παναθήναια. Για τους Παναθηναϊκούς αμφορείς, βλ. Cook, 1994, σ. 285 Boardman, 1995, σ Τιβέριος, «Παναθηναϊκά», ΑΔ 29 (1974), Μελέται Α, σ Amyx, 1958, σ Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ Ευριπίδης, Κύκλωψ, στ. 327 Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ Ο Ηρόδοτος, 3, 96, μας αναφέρει ότι στο εσωτερικό αμφορέων μπορούσε να τοποθετείται λιωμένος χρυσός και μόλυβδος, ενώ σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, Κύρου Ανάβασις, 5, 4, 28: «kaˆ delf nwn tem ch n mforeàsin hør sketo tetariceumšna kaˆ stšar n teúcesi tîn delf nwn». Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ. 41 Παππάς, 2001, σ Παππάς, 2001, σ , σημ

55 Ευρήματα α) Οξυπύθμενοι αμφορείς 147 (Πίν. 20δ-ε) Πρόκειται για τους κατεξοχήν εμπορικούς αμφορείς, 148 σύνηθες εύρημα σχεδόν κάθε ανασκαφής. Οφείλουν το όνομα τους στην οξεία απόληξη (έμβολο) του σώματος. Λοιπά στοιχεία του αγγείου είναι το ψηλό σώμα, ο χωριστά διαμορφωμένος ψηλός και στενός λαιμός, που απολήγει σε ένα εξίσου στενό χείλος, και οι δύο μεγάλες κάθετες λαβές, που ξεκινούν από τον ώμο και τερματίζουν κάτω από το χείλος. 149 Λειτουργικοί είναι, προφανώς, οι λόγοι που υπαγόρευσαν τη διαμόρφωση αυτή του σχήματος, το οποίο εκ πρώτης όψεως δείχνει άβολο και «προβληματικό», κυρίως λόγω της έλλειψης βάσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί εύκολα να στηθεί κάθετα όρθιο. Στην πραγματικότητα όμως, το πρόβλημα αυτό δεν υφίσταται καθώς μπορούσαν εύκολα να στηριχθούν σε κάποιον τοίχο, ενώ η τοποθέτησή τους στο πλάι, όταν ήταν μόνο έως ένα βαθμό γεμάτα, 150 ενδείκνυτο περισσότερο, γιατί καθιστούσε ευκολότερη την επόμενη χρήση τους. 151 Αντίθετα, το μακρόστενο σχήμα και η οξεία απόληξη αυτών των αμφορέων διευκόλυνε στην τοποθέτησή τους σε επάλληλες σειρές στα αμπάρια των πλοίων, όπου κάθε αμφορέας στερεωνόταν ανάμεσα σε τέσσερις άλλους της υποκείμενης σειράς. Έχει υποστηριχθεί μάλιστα, πως η τάση για παραγωγή ψηλότερων και λεπτότερων αμφορέων, που διαπιστώνεται σε υστερότερους χρόνους, όπως στους κνιδιακούς αμφορείς της ελληνιστικής περιόδου, οφείλεται στην ανάγκη για καλύτερη διευθέτηση των φορτίων στα εμπορικά πλοία. 152 Επιπλέον, όπως δείχνουν και απεικονίσεις αγγείων, ήταν πολύ βολικό για το άδειασμα του περιεχομένου του αμφορέα, το κράτημά του από τη μία λαβή και από το έμβολο. 153 Ακόμη, όμως και στην περίπτωση που ένας αμφορέας έπρεπε να τοποθετηθεί όρθιος, αυτό επιτυγχανόταν με τη βοήθεια υποστατών. 154 Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι αμφορείς, και ειδικότερα οι οξυπύθμενοι, αποτελούσαν το κυριότερο μέσο αποθήκευσης και μεταφοράς κρασιού. Γι αυτό, για να μπορέσει κάθε οινοπαραγωγός περιοχή να διαθέσει το πολύτιμο αυτό προϊόν, 147 Για το σχήμα γενικά, βλ. Whitbread, Grace, 1961, σ. 3 Τιβέριος 1996, σ Grace, 1961, σ Σημειώνεται, στο σημείο αυτό, ότι οι οξυπύθμενοι αμφορείς διέθεταν πώματα από φελλό, ξύλο, πηλό, δέρμα ή σφουγγάρι. Ακαμάτης Ι.Μ., «Πρωτεύουσα Μακεδόνων Πέλλα. Εμπόριο κρασιού», στο Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Νάουσα 1993, σ. 45 Whitbread, 1995, σ. 34. Ενίοτε τα πώματα σφραγίζονταν με πίσσα ή γύψο. Παππάς, 2001, σ Grace, 1961, σ Whitbread, 1995, σ. 7, Grace, 1961, σ. 5, Fig Grace, 1961, σ. 4, Fig. 5-6 Τιβέριος, 1996, σ. 143, Εικ

56 Ευρήματα έπρεπε να διαθέτει και μία αντίστοιχη παραγωγή αμφορέων. Έτσι, με βάση την περιοχή προέλευσής τους, οι αμφορείς χωρίζονται σε διάφορους τύπους, με τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά, αλλά ορισμένες επιμέρους μορφολογικές διαφοροποιήσεις. Διακρίνονται, λοιπόν, αμφορείς θασίτικοι, κώοι, ροδίτικοι, κνιδιακοί, κορινθιακοί, κατωιταλιώτικοι κ.α. 155 Τέλος, ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο των οξυπύθμενων αμφορέων είναι η ύπαρξη σφραγισμάτων στο άνω μέρος της μίας ή και των δύο λαβών και σπανιότερα στο κάτω μέρος τους. Τα σφραγίσματα αυτά συνίστανται συνήθως σε ένα σύμβολο και επιγραφές, που αναφέρουν το όνομα της πόλης, ενός άρχοντα της πόλης ή το όνομα του κατασκευαστή ή το όνομα κάποιου μήνα και είναι πολύ βοηθητικά για την ανίχνευση των εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στα διάφορα παραγωγικά κέντρα και στις άλλες πόλεις. 156 Από το λαιμό και το χείλος οξυπύθμενου αμφορέα προέρχεται το (Πίν. 20δ-ε) Η αποσπασματική διατήρηση δεν επιτρέπει την εξαγωγή πολλών συμπερασμάτων σχετικά με το σχήμα και τη χρονολόγησή του. Ωστόσο, οι μεγάλες ποσότητες μαρμαρυγίας, αλλά κυρίως μάργας και άμμου μας επιτρέπουν να συγκρίνουμε το απότμημα του συγκεκριμένου οξυπύθμενου αμφορέα με αμφορείς που έχουν βρεθεί, σε μικρούς αριθμούς, στις περιοχές της Άνω Μακεδονίας αλλά και της Έδεσσας, καθώς και σε θέσεις της Ημαθίας και, σε πολύ μικρούς αριθμούς, στην Πέλλα. Ο συνδυασμός του ημικυκλικής διατομής δακτυλίου του χείλους με το σχετικά μικρό κυλινδρικό τμήμα της λαβής, μας οδηγούν στο συμπέρασμα, πως πρόκειται για αμφορέα από την περιοχή της Μακεδονίας, ίσως και της Άνω Μακεδονίας, των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, το κέντρο παραγωγής του οποίου δεν έχει ακόμη εντοπιστεί Για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αμφορέων κάθε περιοχής, βλ. Grace, 1961, σ. 22 κ.ε. 156 Whitbread, 1995, σ Grace, 1961, σ Για τις ενσφράγιστες λαβές αμφορέων βλ. Ακαμάτης Ι.Μ., Ενσφράγιστες λαβές αμφορέων από την αγορά της Πέλλας. Ανασκαφή Οι ομάδες Παρμενίσκου και Ρόδου, Αθήνα 2000 (με πλούσια βιβλιογραφία). 157 Το μοναδικό αυτό παράδειγμα αντιστοιχεί σε ποσοστό 2,3% επί του συνόλου των οστράκων. 158 Για παρόμοια με το 28 παραδείγματα, πρβλ. Sokolovska V., Isar-Marvinci and the Vardar Valley in Ancient Times, Skopje, 1986, Πίν. 30,7. Για την ύπαρξη αμφορέων, που παρουσιάζουν κοινά με το 28 μορφολογικά στοιχεία αλλά και παρόμοια σύσταση πηλού, σε περιοχές της Μακεδονίας, πληροφορήθηκα προφορικά από τον Ι.Μ. Ακαμάτη. 53

57 Ευρήματα β) «Μακεδονικοί» αμφορείς (Πίν. 20στ, 21α-γ, Σχ. 4β) Η συμβατική αυτή ονομασία έχει δικαιολογημένα προκύψει από την πλατιά διάδοση των αμφορέων αυτού του τύπου στην Μακεδονία κατά τους ελληνιστικούς αιώνες. 159 Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του σχήματος είναι το μεγάλο κυλινδρικό ή ωοειδές σώμα, η δακτυλιωτή, κωνική και ορισμένες φορές αδιαμόρφωτη βάση και ο στενός και σχετικά κοντός λαιμός, που απολήγει σε ένα χείλος, που σχηματίζεται χωριστά από ένα πλαστικό δαχτυλίδι. Το τελευταίο είναι δυνατόν να αποτελείται από δύο επάλληλα μέρη ή να δημιουργεί έναν μικρό κάλυκα. Την εικόνα του αγγείου ολοκληρώνουν δύο κάθετες ταινιωτές λαβές, με μία ή περισσότερες ραβδώσεις, που ξεκινούν από τον ώμο και καταλήγουν ακριβώς κάτω από το χείλος. 160 Η προσπάθεια για τυπολογική και χρονολογική κατάταξη είναι πολύ δύσκολη, 161 κυρίως λόγω του γεγονότος ότι τα περισσότερα παραδείγματα συγκεντρώνονται σε μία πολύ συγκεκριμένη και περιορισμένη χρονική περίοδο, το πρώτο μισό του 2 ου αι. π.χ. 162 Ειδικότερα, ο μεγαλύτερος αριθμός «μακεδονικών» αμφορέων συγκεντρώνεται στον όψιμο 3 ο και κυρίως στον 2 ο αι. π.χ. 163 Όμως, η αρχαιότερη φάση του μπορεί να ιδωθεί σε έναν μη αττικό αμφορέα από την Αγορά της Αθήνας, ο οποίος χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 4 ου αι. π.χ., 164 καθώς και σ έναν αμφορέα από τη Θεσσαλονίκη, που έχει την ίδια περίπου μορφή. 165 Η χρήση του σχετιζόταν 159 Για «μακεδονικούς» αμφορείς από διάφορες περιοχές της Μακεδονίας, βλ. Καραμήτρου- Μεντεσίδη, 2000, σ σημ Ωστόσο, αμφορείς «μακεδονικού τύπου» έχουν εντοπιστεί και σε περιοχές εκτός των γεωγραφικών ορίων της Μακεδονίας. Παπακωνσταντίνου, 2000, σ. 193 κ.ε. Παλαιότερα είχαν, επίσης, ονομασθεί λήκυθοι και δίωτοι λάγυνοι. Παντερμαλής, 1972, σ Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ Μία πρώτη απόπειρα να ανιχνευθεί η καταγωγή και η εξέλιξη του σχήματος πραγματοποιήθηκε από τους Καλλιπολίτη-Feytmans, 1949, σ. 43 κ.ε., 85 κ.ε., που όμως δεν στέφθηκε από ιδιαίτερη επιτυχία, λόγω του μικρού αριθμού συγκρίσιμων παραδειγμάτων. Στη συνέχεια, ο Ανδρόνικος, 1955, σ. 43-4, τους ταξινομεί σε τρεις κατηγορίες με γνώμονα του μέγεθός τους. Τέλος, οι Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ , διακρίνουν δύο κατηγορίες, παραλλαγές Β και Α, με κριτήριο τη διαμόρφωση ή όχι του ώμου αντίστοιχα. Φαίνεται, μάλιστα, ότι η διαμόρφωση ώμου αποτελεί και χρονολογικό κριτήριο, καθώς όσοι αμφορείς έχουν γωνιώδες περίγραμμα, τοποθετούνται κυρίως στον 3 ο αι. π.χ. ΕλλΚερΜακεδονίας, σ Την τρίτη αυτή τυπολογική κατάταξη φαίνεται να έχει υιοθετήσει η έρευνα. Πρβλ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, 2000, σ. 217 Πούλιος Β., «Χρονολογημένη ελληνιστική κεραμική από την Ανατολική Μακεδονία», Γ ΕλλΚερ. (1991), σ Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ Και παρά το γεγονός, ότι ένα πρόσφατα δημοσιευμένο σύνολο από τη Λαμία χρονολογείται με αρκετή ασφάλεια στον πρώιμο 3 ο αι. π.χ., δεν παρέχεται και πάλι ουσιαστική βοήθεια προς την κατεύθυνση της κατάρτισης τυπολογικών πινάκων, αφού οι διαφορετικοί τύποι συμπίπτουν χρονικά, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο με τις καινοτομίες και τις νέες παραλλαγές των τοπικών εργαστηρίων. Παπακωνσταντίνου, 2000, σ. 193 κ.ε. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, 2000, σ Δρούγου, 1988, σ. 86 Καραμήτρου-Μεντεσίδη, 2000, σ Δεν λείπουν, ωστόσο, και αμφορείς από τον πρώιμο 3 ο αι. π.χ. Δρούγου Σ.-Τουράτσογλου Γ., «Τα χρονολογημένα σύνολα ελληνιστικής κεραμικής από τη Μακεδονία», Γ ΕλλΚερ. (1991), σ Sparkes-Talcott, 1970, σ. 192, 341, αρ. 1499, Pl Δρούγου, 1988, σ

58 Ευρήματα με τη μεταφορά και αποθήκευση υγρών κυρίως προϊόντων, ενώ γίνεται η υπόθεση ότι τα μικρών διαστάσεων αγγεία, πιθανόν να χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη πολύτιμων υγρών. 166 Τέλος, από τα ανασκαφικά δεδομένα προκύπτει ότι αποτελούσαν συχνό κτέρισμα ταφών. 167 Στο κεραμικό υλικό του κλιβάνου εντοπίζονται, με κάποια επιφύλαξη, τρία τμήματα «μακεδονικών» αμφορέων. Πρόκειται για τα 29, 30 και 31. (Πίν. 20στ, 21αγ, Σχ. 4β) Η κατάσταση διατήρησής τους είναι πολύ αποσπασματική, καθώς και τα τρία σώζουν μικρό μόλις τμήμα της βάσης. Όλα φέρουν δακτυλιόσχημη βάση, τοποθετημένη διαγώνια σε σχέση με τον κάθετο άξονα του αγγείου, ενώ το μικρό μέρος του σώματος, που διατηρείται, ξεκινά την, λιγότερο ή περισσότερο έντονη, ανοδική του πορεία, με προφίλ ελαφρώς κυρτό. Ο πηλός είναι σε όλα λεπτόκοκκος με ίχνη μαρμαρυγίας και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις, αλλά το χρώμα του πηλού ποικίλλει, καθώς στο 29 είναι ροδαλό, στο 30 σκούρο καστανό και στο 31 ερυθρωπό κίτρινο. Επιπλέον, στον πυθμένα του 31 διακρίνεται μελανό γάνωμα, αλλά εξωτερικά δεν σώζονται σε κανένα από τα τρία όστρακα ίχνη επιχρίσματος. Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω στοιχεία δεν αρκούν για να επιτευχθεί έστω και με προσέγγιση, μία χρονολογική τοποθέτηση των αμφορέων αυτών, τη στιγμή, μάλιστα, που κάτι τέτοιο είναι σχεδόν ανέφικτο για πολλά από τα ακέραια δείγματα του είδους. 168 γ) Μελαμβαφής αμφορέας (Πίν. 21δ) Το είδος αυτό αμφορέα, που είναι μία δημιουργία της ελληνιστικής περιόδου, αναφέρεται, συνήθως, στη βιβλιογραφία ως αμφορέας με διακόσμηση δυτικής κλιτύος (west slope amphora). 169 Παρόλο που κατασκευαζόταν από την Ιταλία ως την Μ. Ασία, στην Ελλάδα εμφανίζεται, κυρίως, στην Αθήνα και σποραδικά σε άλλες περιοχές. 170 Ανάλογα με την περιοχή προέλευσης διακρίνονται τρεις παραλλαγές του τύπου οι αμφορείς Gnathia, με αμφικωνικό σώμα και ταινιωτές λαβές, οι αμφορείς με ραβδωτό σώμα, πλαστικό χείλος και ταινιωτές λαβές από την Μ. Ασία και τον 166 Ενισχυτικό προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και το ότι οι μικρότερου μεγέθους «μακεδονικοί» αμφορείς από λαξευτούς θαλαμωτούς τάφους της Βέροιας παρουσιάζουν επιμελέστερο πλάσιμο και πιο ποιοτικό γάνωμα. Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ. 118, σημ Καραμήτρου-Μεντεσίδη, 2000, σ. 214 Παπακωνσταντίνου, 2000, σ. 194, Αιτία είναι η σταθερότητα του σχήματος, που προκύπτει, κυρίως, από τη λειτουργικότητα και την επιμονή στο σχήμα, λόγω της συνεχούς χρήσης του. Δρούγου, 1988, σ Rotroff, 1997, σ Το όνομα προήλθε από τον πρώτο αμφορέα του είδους, που βρέθηκε στις ανασκαφές της δυτικής κλιτύος του Αρείου Πάγου στην Αθήνα. Edwards, 1975, σ. 44. Αποφεύγω, ωστόσο, να δώσω την ίδια ονομασία στο παρόν υποκεφάλαιο, καθώς το σωζόμενο όστρακο δεν φέρει κανένα ίχνος διακόσμησης δυτικής κλιτύος. 170 Για άλλες περιοχές, όπου έχει εμφανιστεί ο αμφορέας αυτός, βλ. Rotroff, 1997, σ. 120 σημ

59 π.χ. 173 Στην παραπάνω παραλλαγή πιθανολογείται ότι ανήκει το όστρακο 32. (Πίν. Ευρήματα Εύξεινο Πόντο και οι αμφορείς με απλό σώμα και χείλος, αλλά σχοινοειδείς λαβές, που θεωρούνται αττική παραλλαγή. 171 Τα ειδικότερα χαρακτηριστικά στοιχεία της τελευταίας παραλλαγής, που μας αφορά, είναι τα εξής μία διβαθμιδωτή ή τριβαθμιδωτή βάση, της οποίας η κάτω επιφάνεια είναι, συνήθως, ελαφρώς κυρτή, ένα κοντόχοντρο σώμα, ένας κυλινδρικός λαιμός και ένα χείλος, που ανοίγει προς τα έξω. Οι λαβές, όπως προαναφέρθηκαν, είναι σχοινοειδείς, εκφύονται από τον ώμο και απολήγουν λίγο ψηλότερα από το μέσο του λαιμού. Επιπλέον, όλη η εξωτερική και εσωτερική επιφάνεια του αγγείου καλύπτεται από γάνωμα. Τέλος, το σώμα εξαίρεται με την παρουσία περιμετρικών εγχάρακτων αυλακώσεων. 172 Η αρχή της παραλλαγής αυτής τοποθετείται στο 2 ο τέταρτο του 3 ου αι. π.χ. και διαρκεί μέχρι περίπου το 86 21δ) Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούν η ύπαρξη μελανού γανώματος σε εσωτερικό και εξωτερικό, 174 η παρουσία δύο αβαθών περιμετρικών εγχαράξεων, καθώς και ο καθαρός, με ελάχιστες προσμίξεις, πηλός, γεγονός ασύνηθες για το κεραμικό υλικό του κλιβάνου. Πρόκειται, δυστυχώς, για ένα μικρών διαστάσεων όστρακο, του οποίου η αποσπασματικότητα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την εξαγωγή του αρχικού σχήματος. Το αρκετά κυρτό προφίλ του, όμως, δείχνει ότι προέρχεται από το σημείο του αγγείου με τη μεγαλύτερη διάμετρο, δηλαδή τον ώμο. Πρόκειται για ένα σημείο, στο οποίο τα αγγεία αυτά έφεραν συνήθως γραμμική διακόσμηση, 175 χωρίς ωστόσο να λείπουν και παραδείγματα, όπου ολόκληρο το αγγείο καλυπτόταν από μελανό γάνωμα. 176 Αποθηκευτικά αγγεία (σιπύες) (Πίν. 21ε-στ, 22α-β, Σχ. 4γ) Πρόκειται για μεγάλα σχετικά αγγεία, 177 που διαθέτουν κωνική δακτυλιόσχημη βάση, ένα μεγάλο ωοειδές σώμα, με τη μέγιστη διάμετρο τοποθετημένη ψηλά, στο ύψος του ώμου, και ένα φαρδύ χείλος, του οποίου τα τοιχώματα διαμορφώνονται, συνήθως, κάθετα οι δύο ψηλές, οριζόντιες λαβές 171 Μόλις καθιερώθηκε ως τύπος, εξελίχθηκε σε ένα δημοφιλές εμπορικό προϊόν, όπως υποδεικνύει η εύρεσή του σε πολλές και, συχνά, απομακρυσμένες περιοχές. Βλ. σχετικά Rotroff, 1997, σ. 121 σημ Rotroff, 1997, σ Rotroff, 1997, σ Αν και στην εξωτερική επιφάνεια το γάνωμα είναι αρκετά αραιό. 175 Πρβλ. Rotroff, 1997, Pl Πρβλ. Rotroff, 1997, αρ. 426, Pl Για τα διάφορα μεγέθη, που μπορεί να είχαν τα αγγεία αυτά, καθώς και για τη διαφορετική τους χρήση, ανάλογα με το μέγεθός τους, βλ. Amyx, 1958, σ

60 Ευρήματα εκφύονται από τον ώμο και είναι κάθετα τοποθετημένες. 178 Προορίζονταν, όπως δηλώνεται και από τον τίτλο, για αποθήκευση ξηράς τροφής, κυρίως ωμού κρέατος και δημητριακών κι, επομένως, διέθεταν και πώμα, ώστε να προστατεύονται τα τρόφιμα από τα έντομα, τη σκόνη και την υγρασία. 179 Παρόλο που τα αγγεία αυτά εντάσσονται γενικά στα μαγειρικά σκεύη, συνήθως ο πηλός τους είναι καθαρότερος και πιο μαλακός, χωρίς τις προσμίξεις άμμου και χαλικιών, που συνηθίζεται στα καθαυτό μαγειρικά σκεύη, τα οποία έρχονταν σε επαφή με τη φωτιά. Επιπλέον, συχνά έφεραν μία διακοσμητική ταινία από μελανό γάνωμα στο ύψος του ώμου. Πιστεύεται από την έρευνα ότι το αρχαίο όνομα των αγγείων αυτών ήταν σιπύη. 180 Με το σχήμα της σιπύης μπορούν να ταυτιστούν τρία όστρακα, τα 33, 35 και (Πίν. 21ε-στ, 22α-β Σχ. 4γ) Και τα τρία όστρακα σώζουν πολύ μικρό τμήμα του αγγείου πρόκειται για το χείλος και το ανώτερο τμήμα του σώματος. Ασφαλώς, η χαρακτηριστική τομή του σημείου αυτού, καθιστά ευκολότερη την αναγνώρισή τους ως σιπύες. Ο πηλός τους περιέχει πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του κυμαίνεται από ερυθρό έως ερυθρωπό κίτρινο. Σε κανένα σημείο τους δεν διακρίνεται ίχνος γανώματος. Όσον αφορά στο μέγεθος των αγγείων, το 34, με το ιδιαίτερα διευρυνόμενο σώμα του, φαίνεται να προέρχεται από μεγαλύτερο αγγείο, σε σχέση με τα υπόλοιπα δύο, των οποίων το σώμα κατευθύνεται πιο κάθετα προς το κατώτερο τμήμα και τη βάση. Πίθοι και πιθοειδή αγγεία (22γ-στ, 23α-ε, Σχ. 5) Ο πίθος ήταν το σκεύος που κάλυπτε τη βασική και διαχρονική ανάγκη αποθήκευσης στα πλαίσια ενός νοικοκυριού ή μιας ευρύτερης οικιστικής μονάδας. Γι αυτό και η παρουσία του μαρτυρείται ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, ενώ μικρές και επουσιώδεις είναι και οι μορφολογικές διαφοροποιήσεις που υφίσταται. 182 Κύρια λοιπόν αποστολή των πίθων ήταν η αποθήκευση κρασιού, γάλακτος, μελιού, λαδιού, 178 Παρατηρείται, ωστόσο, και μία λιγότερο συχνή παραλλαγή, σύμφωνα με την οποία το στόμιο είναι φαρδύτερο και οι λαβές σημαντικά κοντύτερες. Sparkes-Talcott, 1970, σ Sparkes, 1962, σ. 124 Sparkes-Talcott, 1970, σ. 195 Amyx, 1958, σ Δεν λείπουν, βέβαια, και οι διαφορετικές χρήσεις, καθώς τα περισσότερα από τα αγγεία αυτά, βρέθηκαν σε ταφές ως τεφροδόχα αγγεία. Sparkes-Talcott, 1970, σ. 195 Χαριτωνίδης, 1958, σ. 99, Εικ. 168 Robinson, 1933, Pl. 36 Bruckner A.-Pernice E, Ein atticher Friedhof, AM XVIII (1893), Pl. IX, 3-5 Jacopi G., Scavi nella Necropoli di Jalisso , στο Clara Rhodos, Studi e materiali pubblicati a cura dell instituto storico arcaheologico di Rodi vol. III, Rodi 1929, Pl Sparkes-Talcott, 1970, σ. 195 Sparkes, 1970, σ. 124 Amyx, 1958, σ Για τις αρχαίες πηγές που αναφέρουν την σιπύη, βλ. Amyx, 1958, σ , σημ Αντιστοιχούν σε ποσοστό 2,3% επί του συνόλου των προς μελέτη οστράκων. 182 Γιαννοπούλου, 2002, σ

61 Ευρήματα νερού, καρπών, δημητριακών, καθώς και παστών ψαριών και κρεάτων, υγρών και στερεών φαρμάκων. Αποδεικνύεται, ακόμη, η χρήση τους ως πηγαδόστομα, 183 ως αφιερώματα σε ιερά, ως μόνιμων δεξαμενών νερού, ως υλικό για γεμίσματα οικοδομών, 184 αλλά και ως υλικό για το χτίσιμο της εισόδου των προστομιαίων των κεραμικών κλιβάνων. 185 Τέλος, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο της δεύτερης χρήσης των πίθων για ταφές. 186 Από τα παραπάνω, φαίνεται εναργώς πόσο σημαντικός ήταν ο πίθος στην αρχαιότητα, 187 γεγονός που ερμηνεύει ικανοποιητικά τις ουκ ολίγες εμφανίσεις του στην αγγειογραφία. 188 Η μορφή που έχει το αγγείο αυτό κατά τους αρχαϊκούς, κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους συνίσταται σε ένα μεγάλο ωοειδές ή σφαιρικό σώμα, το οποίο τερματίζει ψηλά σε ένα μεγάλο στόμιο, ενώ το κατώτερο μέρος απολήγει σε έμβολο ή σε μία φαρδιά δισκόμορφη βάση. Το περίγραμμα του σώματος μπορεί να ακολουθεί ενιαία διαμόρφωση μέχρι το χείλος ή να διακρίνεται χωριστός αρθρωμένος λαιμός, συνήθεια, όμως, που σταματά πριν τα κλασικά χρόνια. Το ύψος του έφτανε μέχρι και 2μ. 189 Επιπλέον, τον 6 ο και 4 ο αι. π.χ. κατασκευάζεται παράλληλα με τους παραπάνω και μία ιδιαίτερη ομάδα πίθων, η οποία είναι, εν μέρει ή εξολοκλήρου, γανωμένη, ενώ τα παραδείγματα που εντάσσονται σ αυτήν είναι μεσαίων διαστάσεων το χείλος τους έχει τη μορφή μεγάλου πλαστικού δακτυλίου και διαθέτουν κοντό λαιμό και ψηλή βάση. 190 Για την κάλυψή τους χρησιμοποιούνταν κοίλες κεραμίδες, πλακαρές πέτρες ή πήλινα δισκοειδή πώματα με οπή ή πήλινο έξαρμα. 191 Οι αναφορές των αρχαίων πηγών στους πίθους είναι λίγες και σχετίζονται, κυρίως, με τις κατασκευαστικές δυσκολίες, που παρουσίαζαν Lang, 1949, σ Γιαννοπούλου, 2002, σ Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993, σ Sparkes-Talcott, 1970, σ. 193 Γιαννοπούλου, 2002, σ. 86 Boardman J.-Kurtz D.C., Greek Burial Customs, London 1971, σ. 55, 71, 308 Χατζή-Σπηλιοπούλου, 1991, σ Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 5 ο αι. π.χ. οι πίθοι αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος κάθε νοικοκυριού, δίνοντας μάλιστα το όνομα τους στον χώρο, όπου αποθηκεύονταν (πιθεώνας). Συχνά, βρίσκονται τοποθετημένοι μέχρι το μέσο του ύψους τους ή και μέχρι το χείλος, μέσα στο έδαφος. Robinson-Graham, 1938, σ. 207, σημ Για παραστάσεις με πίθους σε αγγεία, βλ. Lang, 1949, σ , σημ. 3-6, Fig. 1-2 Sparkes-Talcott 1970, σ. 193, σημ Γιαννοπούλου, 2002, σ Sparkes-Talcott, 1970, σ Γιαννοπούλου, 2002, σ Πλάτων, Γοργίας, 514Ε και Λάχης, 187Β, όπου η φράση n tù p qj t¾n kerame an piceire n manq nein υποδηλώνει την δυσκολία του εγχειρήματος Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, VII, 164, όπου αναφέρεται ως μέθοδος κατασκευής ενός πίθου η προσθήκη πηλού γύρω από ένα προϋπάρχον ξύλινο πλαίσιο, που ονομαζόταν «κάνναβος». 58

62 Ευρήματα Τέλος, συχνά εμφανίζονται στα χείλη των πίθων, γραπτοί αριθμοί, για τους οποίους η πιθανότερη ερμηνεία είναι ότι αντιπροσωπεύουν τη χωρητικότητα, καθώς και την τιμή πώλησης των ίδιων των αγγείων. 193 Αν η υπόθεση αυτή αληθεύει, τότε ένας μικρός πίθος κόστιζε περίπου 31 δραχμές και ένας μεγάλος 53 δραχμές, ποσό που αντιστοιχούσε στο μηνιαίο μισθό ενός εργαζομένου. 194 Η τιμή αυτή ακούγεται λογική για ένα τόσο μεγάλου μεγέθους αγγείο, 195 αλλά δεν έπαυε να αποτελεί ένα μεγάλο έξοδο για κάθε αρχαίο νοικοκυριό. Υπό αυτό το πρίσμα κρίνεται απολύτως δικαιολογημένη η επιδιόρθωση σπασμένων πίθων με μολύβδινους συνδέσμους, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται έστω και για την αποθήκευση μόνο ξηρών τροφίμων. 196 Στο παρόν σύνολο αναγνωρίζονται τμήματα δύο πίθων. 197 Πρόκειται για τα 36 και 37. (Πίν. 22γ-δ) Τα δύο όστρακα του 36 προέρχονται από το σώμα ενός πίθου, ενώ το τελευταίο, από το χείλος και το λαιμού ενός άλλου. Ο πηλός τους περιέχει μαρμαρυγία, λίγες σχετικά ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ στο 37 φαίνεται να περιέχονται και τρίμματα οστράκων. Επιπλέον, ο πηλός τους είναι λεπτόκοκκος, αν και πρόκειται για αγγεία τόσο μεγάλου μεγέθους. Η αποσπασματικότητα των οστράκων δεν μας επιτρέπει να ανασυνθέσουμε σχεδιαστικά τη μορφή τους. Έτσι, για τα όστρακα του 36 σημειώνεται, μόνο, ότι προέρχονται από σημείο του αγγείου με πολύ μεγάλη διάμετρο, ενώ το κατώτερο μέρος του ενός φανερώνει ότι το σώμα του πίθου δεν ακολουθούσε ενιαίο περίγραμμα, αλλά είχε γωνιώδες περίγραμμα. (Σχ. 5α) Ο αρκετά ικανοποιητικός βαθμός διάσωσης του χείλους του 37, καθώς και ο ιδιαίτερα κοίλος λαιμός του, επιτρέπει τον παραλληλισμό του με ένα παράδειγμα από την Αγορά της Αθήνας. 198 (Σχ. 5β) Δεν υπάρχουν, ασφαλώς, ίχνη γανώματος στο παρόν παράδειγμα, ενώ, αντίθετα, όλα τα αγγεία αυτού του τύπου από την αθηναϊκή Αγορά είναι ολικώς ή μερικώς γανωμένα. Όμως, η ασυμφωνία αυτή μπορεί εύκολα να αναιρεθεί, αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για ένα επαρχιώτικο εργαστήριο, που συχνά ακολουθεί στις καλλιτεχνικές εξελίξεις τα μεγάλα πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα. Τέλος, αν και το αττικό παράδειγμα χρονολογείται μέσα στον 5 ο αι. π.χ., 193 Amyx, 1958, σ. 169, σημ Robinson-Graham, 1938, σ Robinson-Graham, 1938, σ Amyx, 1958, σ Γιαννοπούλου, 2002, σ. 88 Robinson-Graham, 1938, σ Για παραδείγματα πίθων που έχουν επισκευαστεί με μολύβδινους συνδέσμους βλ. ενδεικτικά Boggess E.M., A Hellenistic Pithos from Corinth, Hesperia 39 (1970), 75-6, Fig. 4 Χατζή-Σπηλιοπούλου, 1991, σ Αντιστοιχούν σε ποσοστό 1,5%. 198 Ο λόγος γίνεται για το P Βλ. κατάλογο ευρημάτων, αρ. 37, σ

63 Ευρήματα επιφυλάσσομαι να αποδώσω μία, έστω και τόσο γενική, χρονολόγηση στο 37, αναλογιζόμενος αφενός ότι, ακόμη και αν ταυτίζεται ως τύπος με το P από την Αγορά, μπορεί να υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση από το αντίστοιχο προϊόν του τοπικού εργαστήριο της ορεινής αυτής περιοχής, που εξετάζεται και, αφετέρου, ότι οι πίθοι μαζί με τα μαγειρικά σκεύη είναι τα αγγεία που αλλάζουν λιγότερο μέσα στο χρόνο, γεγονός που αποδεικνύεται και από εθνογραφικές και εθνοαρχαιολογικές έρευνες. 199 Πέρα από τα παραπάνω τμήματα πίθων, εντοπίζονται μέσα στο κεραμικό υλικό του κλιβάνου πέντε τμήματα, 200 τα οποία λόγω των διαστάσεων, αλλά και της υφής του πηλού τους, μπορούν να αποδοθούν σε μεγάλα αγγεία, τα οποία πρέπει να επιτελούσαν και αυτά κάποια αποθηκευτική χρήση. 201 Καθώς όμως δεν μπορούν μορφολογικά να ταυτιστούν με κάποιο τύπο πίθου, περιγράφονται με τον όρο πιθοειδή αγγεία. Πρόκειται για τρία τμήματα λαβών, ένα θραύσμα από το σώμα και ένα από το λαιμό και το χείλος. Οι δύο από τις τρεις λαβές είναι κάθετες (η 41 μάλιστα έχει σχοινοειδή διαμόρφωση), (Πίν. 22στ) ενώ η τρίτη είναι οριζόντια. Όλες, όμως, έχουν κυκλική διατομή. Το τμήμα που προέρχεται από το σώμα είναι πολύ μικρό για να βοηθήσει στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τη μορφή του αγγείου, από το οποίο προέρχεται, είναι όμως σημαντικό το γεγονός ότι στην εξωτερική του επιφάνεια φέρει εγχάρακτη διακόσμηση, που συνίσταται σε μία αβαθή αυλάκωση, πάνω από την οποία διατάσσονται σε σειρά εγχάρακτα λογχόσχημα φύλλα. Τέλος, το 42 προέρχεται από το λαιμό ενός αγγείου, για το οποίο μπορεί μόνο να ειπωθεί, ότι είχε πολύ μεγάλες διαστάσεις. (Πίν. 23γ-δ) Ο πηλός τους είναι λεπτόκοκκος και περιέχει πολλή μαρμαρυγία, πολλές μικρές ασβεστολιθικές προσμίξεις και αρκετά τρίμματα οστράκων. Επιπλέον, το 42 δείχνει να μην έχει ψηθεί σε πολύ υψηλή φωτιά, καθώς ο πυρήνας του εμφανίζει κάποια χρωματική διαφοροποίηση. Το χρώμα του πηλού στα παραπάνω όστρακα κυμαίνεται από απαλό ερυθρό έως κιτρινωπό ερυθρό, και μόνο το 39 είναι ερυθρωπού κίτρινου χρώματος. (Πίν. 22ε) 199 Γιαννοπούλου, 2002, σ Πρόκειται για τα 39, 40, 38, 42 και 41. (Πίν. 22ε-στ, 23α-δ) 201 Αντιστοιχούν σε ποσοστό 3,9%. 60

64 Ευρήματα Λεκάνες 202 (Πίν. 23ε-στ, 24, Σχ. 6α) Ο αρχαίος όρος που αντιστοιχεί σε αυτήν την κατηγορία αγγείων είναι «λέκος», παράγωγα του οποίου αποτελούν τα «λεκίς», «λεκίσκος», «λεκίσκιον», «λεκάνη», «λεκανίς», «λεκανίσκη», «λεκάνιον», «λεκανίδιον», «λακάνη» και «λεκάριον». 203 Το σχήμα που περιγράφουν οι παραπάνω όροι είναι ένα ανοιχτό, ρηχό σκεύος, με απλή βάση και δύο οριζόντιες λαβές κάτω από το χείλος. Σε ορισμένες παραλλαγές το χείλος κρέμεται προς τα κάτω, ενώ δεν λείπουν και παραδείγματα, στα οποία οι λαβές εκφύονται απευθείας από το χείλος. 204 Το μέγεθος ποικίλλει 205 και, ίσως, αυτή να είναι η αιτία των πολλών υποκοριστικών που παραδίδονται από τις πηγές. Το υλικό κατασκευής τους επίσης ποίκιλλε μπορούσαν, λοιπόν, να είναι κατασκευασμένες από πηλό, χαλκό, 206 ξύλο, 207 ασήμι, 208 ακόμη και χρυσό. 209 Πρόκειται για ένα αγγείο καθημερινής χρήσης, απαραίτητο σε κάθε αρχαίο νοικοκυριό, όπως υποδηλώνεται και από τις συχνές εμφανίσεις του σε παραστάσεις αγγείων. 210 Το σχήμα τους τις καθιστούσε κατάλληλες για πολλές, συχνά αντιφατικές μεταξύ τους, χρήσεις. Έτσι, μέσα σε αυτές τοποθετούνταν τρόφιμα, κυρίως για το σερβίρισμα στο τραπέζι, βερνίκι παπουτσιών και κοσμήματα. Επιπλέον, λεκάνες συχνά χρησιμοποιούνταν κατά το παιχνίδι του κοττάβου, για το πλύσιμο μικρότερων αγγείων, για ποδόλουτρο, για ιατρικούς σκοπούς, 211 αλλά και για το ζύμωμα. 212 Οι λεκάνες καλύπτουν σημαντικό μέρος του συνόλου των αγγείων του κλιβάνου. 213 Πρόκειται, όμως, μόνο για όστρακα μικρών διαστάσεων, που προέρχονται κυρίως από τα χείλη και λιγότερο από τις βάσεις και τα σώματα των αγγείων. Περιέχουν άφθονη μαρμαρυγία, αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις και λιγότερα ιζήματα, ενώ το χρώμα του πηλού κυμαίνεται από λευκό έως ανοιχτό 202 Για θέματα τυπολογίας και χρονολόγησης των αττικών λεκανών, βλ. Lüdorf G., Die Lekane. Typologie und Chronologie einer Leinform der attischen Gebrauchskeramik des Jahrhunderts v.chr, Leidorf Amyx, 1958, σ , σημ. 2-16, όπου και πολλές αναφορές της αρχαίας γραμματείας στο σχήμα. 204 Sparkes-Talcott, 1970, σ Amyx, 1958, σ Πολυδεύκης, VI, 110 και X, Πολυδεύκης, X, Λουκιανός, Έρωτες, 39, Amyx, 1958, σ. 203, σημ Για απεικονίσεις λεκανών σε αγγεία, βλ. Sparkes-Talcott, 1970, σ. 211 σημ Amyx, 1958, σ Sparkes, 1962, σ Αποτελούν το δεύτερο σε συχνότητα εμφάνισης σχήμα, πίσω από τις υδρίες, με ποσοστό εμφάνισης 19,5%. Το γεγονός αυτό προκαλεί έκπληξη, καθώς σύμφωνα με την ΕλλΚερΜακεδονίας, 1991, Χρονολογικός πίνακας σχημάτων, οι λεκάνες είναι σχήμα με μικρή συχνότητα χρήσης, τουλάχιστον για την ελληνιστική εποχή και εύλογα οδηγεί στην υπόθεση, ότι το εργαστήριο, στο οποίο ανήκε ο κλίβανος, ίσως ειδικευόταν στην παρασκευή αυτού του σχήματος. 61

65 Ευρήματα ερυθρωπό καστανό. Παρουσιάζεται μια αρκετά μεγάλη μορφολογική ποικιλία, από μεγάλες και χονδροειδείς, έως μικρότερες και με λεπτά τοιχώματα, λεκάνες. Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η ποικιλία που εμφανίζεται στη διαμόρφωση του χείλους. Διακρίνεται, ωστόσο, μία ομάδα, στην οποία μπορούν να ενταχθούν τα 55, 62 (Σχ. 6α), 63 (Πίν. 23ε-στ, 24α-β) και 65, όπου το χείλος είναι οριζόντιο και διευρυμένο, ώστε να διαμορφώνεται μία φαρδιά πατούρα. Σε μία δεύτερη ομάδα μπορούν να ενταχθούν τα 58 (Πίν. 24γ) και 50, στα οποία το χείλος εμφανίζεται ως μία φαρδιά σπείρα. Παράλληλα, δεν λείπει από το σύνολο μας και το παράδειγμα του ελαφρά κρεμάμενου, προς τα έξω και προς τα κάτω, χείλους, που είναι χαρακτηριστικό για τον 3 ο και 2 ο αι. π.χ. 214 Τα σωζόμενα τμήματα βάσεων υποδηλώνουν φαρδιές δακτυλιόσχημες βάσεις, με διαγώνια προς το εσωτερικό τοποθέτηση και σαφώς δεν εμφανίζουν την ίδια ποικιλία διαμόρφωσης με τα χείλη, ενώ, επιπλέον, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια χρονολόγησης. Τέλος, τα ελάχιστα τμήματα που προέρχονται από τα σώματα των λεκανών, δείχνουν, με την αυξημένη καθετότητα τους, ότι πρόκειται για αρκετά ψηλά και βαθιά παραδείγματα, με εξαίρεση ίσως το 59. (Πίν. 24δ) Με βάση τα παραπάνω, τα παραδείγματα των λεκανών, που διαθέτουμε, καλύπτουν την χρονική περίοδο από το τέλος του 4 ου έως το τέλος του 3 ου αι. π.χ. Υδρίες 215 (Πίν. 25, 26α-δ, Σχ. 6β-γ, 7, 8α-β ) Ο όρος αναφέρεται στο κλειστό αγγείο για τη μεταφορά νερού, το οποίο διέθετε τρεις λαβές, μία οριζόντια και δύο κάθετες. Η ταύτιση του ονόματος με συγκεκριμένο σχήμα αγγείου επιβεβαιώνεται και επιγραφικά, ήδη από το δεύτερο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ., καθώς συναντάται η επιγραφή «υδρία» σε μία ζώνη του αγγείου François, όπου απεικονίζεται ο φόνος του Τρωίλου από τον Αχιλλέα. Επιπρόσθετα, στην ταύτιση του σχήματος βοηθούν σημαντικά και οι αρκετές παραστάσεις πάνω σε αγγεία, που παριστάνουν γυναίκες να μεταφέρουν νερό από την κρήνη, με αγγεία αυτού του σχήματος. 216 Όπως ήδη αναφέρθηκε, κύριος προορισμός 214 Πρβλ. Thompson, 1934, σ. 469, Fig. 122, αρ. Α79, Β40 και C61 Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1994, Πίν. 54, Β.Ε , 13206, και Για το σχήμα γενικά, βλ. Diehl E., Die Hydria, Mainz 1964 Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ Richter-Milne, 1935, σ Folsom R.S., Αττική ερυθρόμορφη κεραμική, Ιωάννινα 2002, σ. 45 Boardman, 1995, σ. 214 Sparkes-Talcott, 1970, σ Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ. 69, Εικ. 38, 39 Richter-Milne, 1935, σ

66 Ευρήματα της υδρίας ήταν η μεταφορά και αποθήκευση νερού. 217 Ωστόσο, οι αρχαίες πηγές μας πληροφορούν για ποικίλες ακόμη χρήσεις του αγγείου αναφέρεται, λοιπόν, ότι χρησιμοποιούνταν, τουλάχιστον στην αρχαία Αθήνα, ως κάλπες ψηφοφορίας 218 και ως δοχεία για την κατάθεση των ονομάτων των δικαστών. 219 Τέλος, από άλλες πηγές, 220 αλλά και από πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων 221 προκύπτει, ότι συχνά οι υδρίες χρησιμοποιούνταν και ως τεφροδόχα αγγεία, μετά την τέλεση της ταφής. Οι υδρίες, ως αγγεία καθημερινής χρήσης, ήταν συνήθως αβαφείς και ακόσμητες. Πολλά, όμως, είναι και τα διακοσμημένα παραδείγματα του σχήματος, κυρίως από τον αττικό κεραμεικό. 222 Όσον αφορά στη μορφή τους, διακρίνονται δύο βασικοί τύποι, η υδρία με λαιμό χωριστό από το υπόλοιπο σώμα (τύπος Ι) και η υδρία, στην οποία σώμα και λαιμός σχηματίζουν μία ενιαία καμπύλη (τύπος ΙΙ). 223 Ο δεύτερος αυτός τύπος έχει επικρατήσει να αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως κάλπις, χωρίς, ωστόσο, ερείσματα, καθώς και οι δύο όροι, υδρία και κάλπις, χρησιμοποιούνται από τους αρχαίους συγγραφείς χωρίς καμία διάκριση, για να δηλώσουν, συνήθως, το ίδιο σχήμα. 224 Αρχαιότερος από τους δύο είναι ο τύπος Ι, που αποτελεί κορινθιακή δημιουργία και εμφανίζεται στην Αθήνα στον πρώιμο 6 ο αι. π.χ. Αποτελείται από ένα αρκετά ψηλό, ωοειδές σώμα και έναν ψηλό κυλινδρικό λαιμό. Μέχρι τα μέσα του αιώνα, ο ώμος έχει γίνει επίπεδος και η μετάβαση προς την κοιλιά επιτυγχάνεται με μία οξεία καμπύλη ή μία γωνία, ενώ προς τα τέλη του αιώνα ο ώμος γίνεται πιο επίπεδος και η μετάβαση προς το σώμα οξύτερη. Ο τύπος ΙΙ εμφανίζεται γύρω στα 520 π.χ., γίνεται πολύ δημοφιλής τον 5 ο αι. και επιζεί μέχρι και τον 4 ο αι. π.χ. Ξεχωρίζει από το κοντόχοντρο, σχεδόν σφαιρικό σώμα και τον σχετικά κοντό λαιμό Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από την ετυμολογία του ονόματος υδρία, καθώς προέρχεται από το ύδωρ. Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ Ξενοφών, Ελληνικά, Ι, 7, Ισοκράτης, Τραπεζιτικός, Πλούταρχος, Φιλοποίμην, 21, 3 Λουκιανός, Δημοσθένους Εγκώμιον, Πρβλ. Ανδρόνικος, 1997, σ. 202, Εικ. 165, 183, παρόλο που δεν αποτελεί τυπικό παράδειγμα μιας τεφροδόχου υδρίας, αφενός, λόγω του πολύτιμου υλικού κατασκευής της (άργυρος) και αφετέρου, λόγω του γεγονότος ότι είναι κατασκευασμένη από δύο τμήματα, που συνδέονται με γίγγλυμο. 222 Πρβλ. ενδεικτικά Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ. 70, Εικ. 38 Τιβέριος, 1996, Εικ. 56-8, 72-4, 101, 108, 175, 188-9, 207, Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ. 70 Richter-Milne, 1935, σ Για την προβληματική ταύτιση του τύπου ΙΙ με τον όρο κάλπις, βλ. Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ και Richter-Milne, 1935, σ. 12. Τέλος, μία ακόμη ένδειξη για τη μη διάκριση μεταξύ υδριών και κάλπιδων από τους αρχαίους αποτελεί το γεγονός ότι, ενώ στη ζωφόρο με την παράσταση των Παναθηναίων απεικονίζονται «κάλπιδες», οι κατάλογοι του ναού κάνουν λόγο μόνο για υδρίες. Amyx, 1958, σ. 201 σημ Τζουβάρα-Σούλη, 1983, σ

67 Ευρήματα Οι υδρίες αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα οστράκων μέσα στο υλικό του κλιβάνου. Ως υδρίες αναγνωρίζονται 35 όστρακα, 226 αλλά, δυστυχώς, η κατάσταση διατήρησης τους είναι πολύ αποσπασματική. Διατηρούνται, κυρίως, τμήματα από το χείλος και λιγότερο από το σώμα και τις λαβές των αγγείων. Η σύσταση του πηλού παρουσιάζει ομοιογένεια και χαρακτηρίζεται από αρκετή μαρμαρυγία και αρκετές, αλλά μικρές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Επίσης, στις εξωτερικές επιφάνειες των οστράκων παρατηρείται η επικάθιση, αλλά σε μικρή ποσότητα, ιζημάτων. Το χρώμα του πηλού παρουσιάζει αρκετή ποικιλία, αλλά σε γενικές γραμμές κινείται σε τόνους του ερυθρού. Από τα 89 και 73, που σώζουν τη μετάβαση από τον ώμο στο λαιμό, μπορεί να υποστηριχθεί, ότι ο τύπος που υιοθετείται είναι αυτός με χωριστό λαιμό. (Πίν. 25α-β, Σχ. 6β-γ) Στο ίδιο συμπέρασμα μας οδηγεί ενδεχομένως και το 101, καθώς φαίνεται ότι προέρχεται από αρκετά ψηλό και σχεδόν κάθετο λαιμό. (Πίν. 25γ) Τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν τον τύπο της υδρίας, που εμφανίζεται μέσα στον κλίβανο, είναι το σφαιρικό σώμα 227 και το κρεμάμενο κάθετο χείλος. Το μοναδικό δείγμα της κάθετης λαβής μπορεί, με επιφύλαξη, να ιδωθεί στο 76. (Πίν. 25δ) Η χρονολόγηση των οστράκων αυτών είναι, παρά το μεγάλο αριθμό τους, δύσκολη. Πολλοί είναι οι παράγοντες που συντελούν σε αυτό ο κυριότερος, ασφαλώς, είναι η αποσπασματική διατήρησή τους. Την προσπάθεια, όμως, δυσχεραίνει, επιπλέον, η περιορισμένη παρουσία των αβαφών παραδειγμάτων του σχήματος στη βιβλιογραφία και ειδικότερα στη βιβλιογραφία της Μακεδονίας, 228 καθώς και το γεγονός ότι το σχήμα επιβιώνει, χωρίς ουσιαστικές μορφολογικές μεταβολές, από την πρώιμη εποχή του σιδήρου έως τις νεότερες εποχές. 229 Ωστόσο, μέσω της σύγκρισης με το P από την Αγορά της Αθήνας, μπορούμε να τοποθετήσουμε το 89, (Σχ. 6β) που είναι το καλύτερα διατηρημένο παράδειγμα, στο τελευταίο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ. Η παραπομπή που δίνεται για τα 88, , 92, 93, 98 και 102 (Πίν. 25ε-στ) στις υδρίες από τη μακρόστενη τούμπα της Βεργίνας, αφορά μόνο στο προφίλ του χείλους, καθώς τα αγγεία της Βεργίνας εμφανίζουν ραδινότερο λαιμό και από αυτόν που φαίνεται πως είχαν τα παραπάνω όστρακα, αλλά και από αυτόν των 89 και 101. Πρέπει, επομένως, τα παρόντα όστρακα να θεωρηθούν 226 Αντιστοιχούν στο 27,3% επί του συνολικού αριθμού των οστράκων. 227 Βλ. τα 75 (Πίν. 26γ, Σχ. 8β) και Αδάμ-Βελένη, 1994, σ. 140, σημ Καλλιπολίτης, 1977, σ Βλ. Σχ. 7α. 64

68 Ευρήματα πρωιμότερα από τις υδρίες της Βεργίνας, που χρονολογούνται στα μέσα του 4 ου αι. π.χ. Σκυφίδια (Πίν. 26ε-στ, 27, 28α, Σχ. 8γ, 9, 10α) Τα μικρά αυτά καθημερινά αγγεία, που αποτελούν τόσο συχνό εύρημα σε όλες σχεδόν τις ανασκαφές, δεν λείπουν και από το παρόν σύνολο. Αν και είναι ευρέως διαδεδομένη, για να περιγράψει το μικρό αυτό ανοιχτό αγγείο με τη δακτυλιόσχημη βάση και το ημισφαιρικό σώμα χωρίς λαβές, 231 η συμβατική ονομασία «σκυφίδιον», 232 ωστόσο δεν έχει εξακριβωθεί ποιό ήταν το όνομά του κατά την αρχαιότητα. 233 Ούτε όμως και η χρήση του αγγείου είναι με ασφάλεια γνωστή. Ο Ανδρόνικος θεωρεί ότι ήταν οικιακά αγγεία που χρησιμοποιούνταν τόσο για πόση όσο και για βρώση, 234 άποψη που γενικά υιοθετείται και από την υπόλοιπη έρευνα. 235 Κάνουν την εμφάνισή τους στον 4 ο αι. π.χ. (ή στο τέλος του 5 ου αι. π.χ.), αλλά κυριαρχούν στην αγορά κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. 236 Η έρευνα διακρίνει δύο μεγάλες παραλλαγές σκυφιδίων: αυτά με τα εξωστρεφή και αυτά με τα έσω νεύοντα χείλη. 237 Οι δύο παραλλαγές χρονικά κινούνται παράλληλα και μόνο προχωρώντας 231 Για το σχήμα και την εξέλιξη του αγγείου, βλ. Edwards, 1975, σ Rotroff, 1997, σ Sparkes-Talcott, 1970, σ Ανδρόνικος, 1955, σ Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ Παντερμαλής, 1972, κυρίως σ Για ορισμένες παρεκκλίσεις από αυτόν τον όρο και τη χρήση στη θέση του άλλων, όπως φιαλίδιο, κυάθιο και μπολ, βλ. Παππάς, 2001, σ. 234 σημ. 1. Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται με ομοφωνία ο όρος bowls. Rotroff, 1997, σ Edwards, 1975, σ Miller, 1974, σ Sparkes-Talcott, 1970, σ Οι Sparkes-Talcott, 1970, σ. 132, σημ. 2, προτείνουν για τα μικρότερου μεγέθους σκυφίδια ως πιθανή την ταύτισή τους με το αγγείο «οξύβαφον». Επιπλέον, το όνομα «σκύφιον» ή «σκυφίον», που αποτελεί προφανώς υποκοριστικό του σκύφου, περιλαμβάνεται σε μία επιγραφή του 3 ου αι. π.χ. από το Ασκληπιείο της Βέροιας, ανάμεσα σε ονόματα άλλων αγγείων. Πιθανώς να πρόκειται εδώ για υπαινιγμό προς το σχήμα που εξετάζεται. Αλλαμανή-Σουρή Β., «Ἀπόλλωνι, Ἀσκληπιῷ, Ὑγίειᾳ. Επιγραφική μαρτυρία για το Ασκληπιείο της Βέροιας», ΑΔ 39 (1984), Μελέτες, Α, σ. 207, , Πίν. 90 Αλλαμανή-Σουρή Β., «Βέροια» στο ΕλλΚερΜακεδονίας, σ Ανδρόνικος, 1955, σ Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ. 129 Παντερμαλής, 1972, σ. 160 Karageorghis, 1982, σ. 726, Fig. 94 Τζαναβάρη, 1983, σ. 256 ο Technau W., Griechische Keramik in Samischen Heraion, AM 54 (1929), σ. 46, προσπαθεί να αποσυσχετίσει τη χρήση τους ως αγγεία πόσεως, άποψη που δέχεται και η Rotroff, 1997, σ. 158, σημ. 44, η οποία, ωστόσο, τα θεωρεί κατάλληλα για τη βρώση ελιών, καρυδιών και άλλης ξηράς τροφής. 236 Rotroff, 1997, σ. 156 Sparkes-Talcott, 1970, σ. 128 Παντερμαλής, 1972, σ. 160 Ανδρόνικος, 1955, σ. 36, 40 Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ Sparkes-Talcott, 1970 Rotroff, 1997, σ. 156 κ.ε. Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ Ωστόσο, ο Ανδρόνικος, 1955, σ. 38, διακρίνει και μία τρίτη παραλλαγή, σύμφωνα με την οποία τα χείλη του σκυφιδίου διαμορφώνονται κάθετα. 65

69 έξω. 238 Τα σκυφίδια εμφανίζονται με σχετικά μεγάλη συχνότητα μέσα στο υλικό Ευρήματα μέσα στους ελληνιστικούς χρόνους φαίνεται να επικρατεί ο τύπος με τα χείλη προς τα μας. 239 Πρόκειται, όμως, κυρίως για πολύ μικρά όστρακα, προερχόμενα από το χείλος και το ανώτερο μέρος του σώματος. Μόνο τα 113 και 120 σώζονται σε μεγαλύτερο βαθμό, χωρίς ωστόσο σε κανένα να διατηρείται ίχνος της βάσης του, (Πίν. 26ε-στ, 27α, Σχ. 9α, 8γ) ενώ το 103, αν και αποσπασματικά σωζόμενο, διατηρεί την κατατομή του. (Πίν. 27β, Σχ. 9β) Ο πηλός τους είναι πλούσιος σε μαρμαρυγία, ενώ περιέχει και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Επιπλέον, συχνά οι εξωτερικές επιφάνειες των οστράκων καλύπτονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από ιζήματα. 240 Το χρώμα του πηλού κυμαίνεται από ερυθρό έως ανοιχτό καστανό. Όλα τα παραδείγματα μας είναι αβαφή, εκτός από το 118, το οποίο καλύπτεται από ένα στιλπνό μελανό γάνωμα, (Πίν. 27γ-δ, Σχ. 9γ) καθώς και τα 120 και 119, που είναι ερυθροβαφή. (Πίν. 27ε) Επίσης, όλα ανήκουν στην παραλλαγή του σκυφιδίου με χείλη που στρέφονται προς τα μέσα. Με βάση κυρίως τις διαστάσεις τους, τα σκυφίδια αυτά διαχωρίζονται περαιτέρω σε ρηχά και βαθιά, διαχωρισμός που ισχύει τόσο για τον 4 ο αι. π.χ., όσο και για τα ελληνιστικά χρόνια. 241 Τα περισσότερα από τα παραδείγματα του κλιβάνου κατατάσσονται στην κατηγορία των βαθιών σκυφιδίων (105, 113, 120, 103, 119, , 110, 111, 117, , 114, και 106). Λιγότερα, τέσσερα στον αριθμό, ανήκουν στην κατηγορία των ρηχών σκυφιδίων (104, 107, 112, 118). Μόνο το 108 δεν μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα σε μία από τις δύο κατηγορίες. Η αποσπασματικότητα των σωζόμενων σκυφιδίων καθιστά εξαιρετικά δύσκολη κάθε προσπάθεια χρονολόγησής τους, προσπάθεια που εκ των προτέρων είναι προβληματική, καθώς το σχήμα αυτό δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες εξωτερικές μορφολογικές διαφοροποιήσεις κατά τη μακρά χρονική περίοδο της χρήσης του επιπλέον, η διαμόρφωση του χείλους, όσο βοηθητική και αν είναι για τον καταρτισμό διαφόρων τύπων και παραλλαγών, έχει ελάχιστη χρονολογική αξία. 244 Έτσι, η 238 Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ Πρόκειται για 18 συνολικά τμήματα σκυφιδίων, που αντιστοιχούν στο 14% των υπό παρουσίαση τμημάτων αγγείων. 240 Βλ. τα 103, 107, 112 και Rotroff, 1997, σ Βλ. Σχ. 9δ. 243 Βλ. Σχ. 10α. 244 Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ

70 Ευρήματα προτεινόμενη στον κατάλογο βιβλιογραφία για κάθε τμήμα σκυφιδίου, λειτουργεί στις περισσότερες περιπτώσεις ενδεικτικά, γεγονός που δικαιολογεί ορισμένες μεγάλες χρονολογικές αποκλίσεις ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα παράλληλα για το ίδιο θραύσμα. Εξαίρεση αποτελεί το 120, που διατηρώντας την κατατομή του μπορεί με σχετική βεβαιότητα να παραλληλιστεί με το C από την Κόρινθο και με το P από την Αγορά της Αθήνας και να χρονολογηθεί στην πρώτη δεκαετία του 3 ου αι. π.χ. 245 Επίσης, τα 113 και 118, σώζουν σημαντικό τμήμα της τομής τους, ώστε μπορούν να χρονολογηθούν στο πρώιμο 3 ο τέταρτο του 4 ου αι. και στο 2 ο τέταρτο του 4 ου αι. π.χ. αντίστοιχα. Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, τα σωζόμενα τμήματα σκυφιδίων που έχουμε στη διάθεση μας καλύπτουν ένα χρονολογικό εύρος από το 2 ο τέταρτο του 4 ου αι. π.χ. έως και τα μέσα του 2 ου αι. π.χ. Τα περισσότερα όμως τοποθετούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4 ου αι. π.χ. Ηθμός (Πίν. 28β) Με τον όρο αυτό περιγράφεται το αγγείο, που χρησιμοποιούνταν για το στράγγισμα υγρών κυρίως ουσιών. 246 Οι λίγες, σχετικά, αρχαίες πηγές, που κάνουν αναφορές στο σχήμα αυτό, 247 αφήνουν να διαφανούν δύο ευδιάκριτοι τύποι του. Ο πρώτος σχετίζεται με το «σούρωμα» του κρασιού, κατά την τοποθέτησή του μέσα στον κρατήρα και φέρει το χαρακτηριστικό επίθετο ἐπικρητηρίδιος. 248 Η ύπαρξη ηθμού αυτού του τύπου αποδεικνύεται και επιγραφικά. 249 Πρέπει επομένως να αναζητηθεί ένα ευρύστομο, ρηχό αγγείο, το οποίο να διαθέτει ευρύ χείλος, ώστε να είναι δυνατή η προσαρμογή του επάνω στο χείλος του κρατήρα. Δυστυχώς όμως, δεν αναγνωρίζονται πήλινα αγγεία αυτού του σχήματος μέσα στα κατά τόπους ανασκαφικά σύνολα. 250 Ωστόσο, με το αναφερόμενο από τις πηγές αγγείο πρέπει να 245 Πρέπει, ωστόσο, κανείς να αντιμετωπίζει όλες αυτές τις ταυτίσεις με περίσκεψη και προσοχή, καθώς το σκυφίδιο αυτό, όπως και όλο σχεδόν το κεραμικό υλικό του κλιβάνου, είναι αβαφές, ενώ όλα σχεδόν τα χρονολογικά παράλληλα φέρουν γάνωμα, γεγονός που σαφώς ενέχει ορισμένους κινδύνους. 246 Αριστοτέλης, Οικονομικά, 1344b. Για την ετυμολογία της λέξης, βλ. Liddell-Scott, 2001, λ. ηθμός, σ Πολυδεύκης Γραμ., Ονομαστικόν, Χ, και VI, Πολυδεύκης Γραμ., Ονομαστικόν, Χ, I.G., Vol. 2)3, Pars 2, Fasc 1, στιχ I.G., Vol. 2)3, Pars 2, Fasc 1, στιχ. 5-6 I.G., XI, 2, 161, C, στιχ I.G., XI, 164, Β, στιχ. 27 I.G., XI, 199, Β, στιχ Amyx, 1958, σ

71 Ευρήματα ταυτίζονται ορισμένα μεταλλικά παραδείγματα, 251 ενώ υπαινιγμό γι αυτό πιθανόν να αποτελεί η παράσταση του μεταλλίου μίας λακωνικής κύλικας. 252 Ο δεύτερος τύπος ηθμού, που είναι και ο συνηθέστερος, σχετίζεται με τη διύλιση υγρών, κυρίως κρασιού, σε μικρότερα σκεύη, όπως κύλικες ή σκύφοι, καθώς και με τη στράγγιση στερεών και το στέγνωμά τους έπειτα, επάνω από τη φωτιά. 253 Εμφανίζεται αρκετά συχνά σε αγγειογραφίες, που απεικονίζουν σκηνές συμποσίου. 254 Αντίθετα, όμως, με ό,τι ισχύει για τα παραδείγματα σε μέταλλο, όπου διακρίνεται μία αποκρυσταλλωμένη μορφή, 255 δεν φαίνεται να υπάρχει ένας ενιαίος και κυρίαρχος τύπος πήλινου ηθμού. 256 Ειδικά, μάλιστα, για την Αττική των κλασικών χρόνων υποστηρίζεται ότι ήταν σπάνιο φαινόμενο η κατασκευή ενός αγγείου, που θα ήταν αποκλειστικά ηθμός, αλλά η πρακτική που κυριαρχούσε ήταν η εκ των υστέρων χρήση ως ηθμών κάποιων κοινών ανοιχτών σχημάτων, όπως μόνωτοι σκύφοι, σκυφίδια, αλατιέρες, ακόμη και λεκάνες, με το άνοιγμα οπών. 257 Επιπλέον, συχνά, μικρά μελαμβαφή αγγεία, όπως ασκοί ή θήλαστρα, εξοπλίζονται με ηθμό στην άνω επιφάνειά τους ή στην άκρη της προχοής τους. 258 Ωστόσο, ο ηθμός ως αυτόνομο σχήμα δεν είναι άγνωστος ένα ακέραιο αττικό παράδειγμα του 4 ου αι. π.χ. μας δίνει τη μορφή του. Πρόκειται για ένα αγγείο με αμφικωνικό σώμα, εξέχον χείλος και μία ψηλή κάθετη λαβή, το οποίο δεν διαθέτει βάση, αλλά το κάτω μέρος του σώματος διαμορφώνεται κυρτό Θέμελης-Τουράτσογλου, 1997, Πίν. 75, Β1 Joffroy R., Le trésor de Vix, 1962, Πίν. σ. 68. Γενικά, το σχήμα του ηθμού είναι πολύ καλύτερα γνωστό από τα παραδείγματα σε μέταλλο. 252 Amyx, 1958, σ. 263, σημ. 58. Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από τη μικρή οινοχόη, που παριστάνεται στο εσωτερικό του κρατήρα. Καθώς, όμως, το μεγαλύτερο μέρος της είναι ορατό, θα πρέπει να πατά πάνω σε κάποιο αντικείμενο, πιθανότατα ηθμό, που δεν βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από το χείλος του κρατήρα. 253 Amyx, 1958, σ Για έναν κατάλογο τέτοιων σκηνών, βλ. Amyx, 1958, σ. 263 σημ Crosby M., A silver Landle and Strainer, AJA 47 (1943), σ , Fig. 4-5 Ανδρόνικος, 1997, σ. 148, Εικ. 108, σ. 211, Εικ. 178 Θέμελης-Τουράτσογλου, 1997, Πίν. 11, Β4, Β2, Πίν. 21, Δ11, Πίν. 72, Β4, Πίν. 115, Δ Sparkes-Talcott, 1970, σ Η εικόνα αυτή είναι, βεβαίως, πιθανόν να είναι πλασματική και μελλοντικά ευρήματα να την αναιρέσουν. Για παραδείγματα, ακέραια ή αποσπασματικά πήλινων ηθμών, βλ. Sparkes-Talcott, 1970, αρ , Pl. 23, αρ , Pl. 75, αρ. 2009, Pl. 96, Fig. 18 Robinson, 1950, αρ , Pl Sparkes-Talcott, 1970, σ. 106, 231. Το ότι τα αγγεία αυτά δεν κατασκευάζονταν εξαρχής ως ηθμοί αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι οπές τους έχουν ανοιχθεί μετά την όπτηση. 258 Sparkes-Talcott, 1970, σ. 231 Θέμελης-Τουράτσογλου, 1997, Πίν. 72, Β3. Στην παράδοση των ασκών που είναι κατάλληλοι και για στράγγιση, αλλά και για σερβίρισμα, βρίσκονται οι ελληνιστικές οινοχόες, που διαθέτουν ηθμό στο λαιμό και μικρή προχοή. Rotroff, 1997, σ , Pl Sparkes-Talcott, 1970, σ. 231, αρ. 2009, Pl. 96, Fig. 18 Amyx, 1958, σ. 262 σημ

72 Ευρήματα Το σχήμα εκπροσωπείται στο παρόν υλικό από ένα μόλις, μικρού μεγέθους, όστρακο. 260 Πρόκειται για το 121. (Πίν. 28β) Ο ερυθρός, μαλακός πηλός του είναι όμοιος με αυτόν των μαγειρικών σκευών, με πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις και αρκετή μαρμαρυγία. Το όστρακο αυτό προέρχεται από το διάτρητο σώμα του αγγείου, καθώς σώζεται το ήμισυ μίας μικρής οπής, ενώ υπάρχει και ένα ελάχιστο ίχνος μίας δεύτερης σε μικρή απόσταση από την πρώτη. Οι δύο οπές είχαν ανοιχτεί πριν από την όπτηση, όπως προκύπτει από προσεκτική παρατήρηση, γεγονός που υποδεικνύει την εκ των προτέρων κατασκευή του αγγείου ως ηθμού. Επιπλέον, το προφίλ του είναι ελαφρά κοίλο, πράγμα που ασφαλώς διευκόλυνε στη συγκέντρωση και διύλιση κάθε υγρού. Η αποσπασματικότητα και οι πολύ μικρές διαστάσεις του θραύσματος δεν επιτρέπουν την ταύτισή του με κάποια από τις προαναφερθείσες μορφές ηθμών, ενώ δεν είναι δυνατή ούτε η σχεδιαστική αποκατάστασή του, αλλά φυσικά ούτε και η χρονολόγησή του. 260 Αντιστοιχεί σε ποσοστό εμφάνισης 0,7%. 69

73 Ευρήματα γ) Μαγειρικά σκεύη Χύτρα (Πίν. 28γ) Η χύτρα αποτελούσε το κυριότερο μαγειρικό σκεύος της οικοσκευής μίας αρχαίας οικίας. 261 Η σπουδαιότητά της διαφαίνεται από το πλήθος των αναφορών που γίνονται σε αυτήν από τους αρχαίους συγγραφείς. 262 Μάλιστα, είναι τόσο σημαντική για την καθημερινότητα των αρχαίων, ώστε ο κεραμέας αποκτά το παρωνύμιο χυτρεύς, 263 παρόλο που κατασκευάζει πλήθος ακόμη άλλων σχημάτων. Μέσα σε αυτήν έβραζαν τη φάβα, το νερό, τον χυλό, τα χόρτα, το κρέας, τα κουκιά, τη σούπα κ.α., ενώ το ρήμα που χρησιμοποιείται τις περισσότερες φορές για να περιγράψει τη διαδικασία αυτή είναι το ἒψειν. 264 Ωστόσο, δεν έλειπαν και άλλες χρήσεις της, καθώς, όπως αναφέρουν οι πηγές, χρησιμοποιούνταν για να μεταφερθούν κρυφά μωρά, μερικές φορές για να εκτεθούν, 265 ή και για τη μεταφορά κάρβουνου για το άναμμα της φωτιάς. 266 Δύο ακόμη πληροφορίες, που αποκομίζουμε από τις πηγές, και οι οποίες είναι πολύ χρήσιμες για να ταυτίσουμε το αγγείο, που οι αρχαίοι ονόμαζαν χύτρα, με σωζόμενα παραδείγματα, είναι αυτές που αναφέρουν ότι η χύτρα τοποθετείται σε ανοιχτή φωτιά και γι αυτό είναι στην εξωτερική της επιφάνεια μελαίνα, καθώς και ότι οι μεγάλες χύτρες χρειάζονταν χυτρόποδα ή λάσανα για να στηριχθούν πάνω από τη φωτιά. 267 Αξιοποιώντας τις παραπάνω πληροφορίες, καταλήγουμε στο ότι οι αρχαίες χύτρες ταυτίζονται με τον τύπο αγγείου, που πολύ συχνά εμφανίζεται στις ανασκαφές και ο οποίος στερείται βάσης, έχει σώμα με ενιαίο περίγραμμα και διαθέτει δύο λαβές, 268 που ξεκινούν ψηλά στον ώμο και καταλήγουν στο χείλος, είτε ακολουθώντας μία καμπύλη τροχιά είτε 261 Sparkes, 1962, σ Ο Αριστοφάνης (Δαναίδες, Σουίδα, λ. χύτραις) μας πληροφορεί ότι ένας βωμός ιδρύεται με χύτρα και αλλού (Όρνιθες, στ. 43 και Ειρήνη, στ. 923), αναφέρει πως και μία αποικία απαιτεί χύτρα για την ίδρυσή της. Τέλος, στους Ιππής (στ. 1174) παρουσιάζει την θεά Αθηνά να ευλογεί τους Αθηναίους κρατώντας μία χύτρα γεμάτη ζωμό. Ακόμη, ο κωμικός Ηγήσιππος (Fragmenta, στ. 11-4) αναφέρει ότι το φαγητό για το νεκρόδειπνο, που λάμβανε χώρα μετά την εκφορά ετοιμαζόταν σε χύτρα. Για επιπλέον πηγές, βλ. Χατζηδάκης, 2000, σ , σημ Amyx, 1958, σ. 211 σημ Σουίδα, λ. χυτρέα και χυτρεύς. 264 Χατζηδάκης, 2000, σ. 648 Sparkes, 1962, σ Αριστοτέλης, Θεσμοφοριάζουσες, στ. 505 και Βάτραχοι, στ Amyx, 1958, σ Χατζηδάκης, 2000, σ. 648, σημ. 36, Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, πως ο Ιούλιος Πολυδεύκης αναφέρει ένα είδος φιλιού με το όνομα χύτρα, κατά το οποίο κάθε ένας από τους μετέχοντες έπιανε τα αυτιά του άλλου. Πολυδεύκης Ιούλιος, Χ, 100,

74 Ευρήματα σχηματίζοντας γωνία. 269 Οι Sparkes-Talcott διακρίνουν δύο κατηγορίες χυτρών στην πρώτη εντάσσονται οι χύτρες από τις οποίες σχεδόν λείπει ο λαιμός και έχουν μόνο ένα χαμηλό χείλος, που ανοίγει προς τα έξω, και είναι στενό σε σχέση με την διάμετρο του σώματος, ενώ στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν αυτές που έχουν φαρδύ χείλος, περιμετρική πατούρα εσωτερικά για την τοποθέτηση πώματος, καθώς και προχοή και λαβές κυκλικής διατομής, που τώρα τοποθετούνται διαγώνια ή κάθετα, πάνω στον ώμο του αγγείου. Η αρχή του πρώτου τύπου τοποθετείται στο 2 ο τέταρτο του 6 ου αι. π.χ., ενώ ο δεύτερος εμφανίζεται στα τέλη του 6 ου αι. π.χ., αλλά συνεχίζουν να κυκλοφορούν ταυτόχρονα, 270 μέχρι και την ελληνιστική περίοδο. 271 Δύο μόλις, μικρά σχετικά, τμήματα από την ίδια χύτρα περιέχονται στο κεραμικό σύνολο του κλιβάνου. Πρόκειται για το 122. (Πίν. 28γ) Τα τμήματα αυτά, αποτελούμενα από πολλά συγκολλημένα όστρακα, προέρχονται από τα κατώτερο τμήμα του σώματος και από εκείνο το σημείο του σώματος, που βρίσκεται κάτω από τη μέγιστη διάμετρο. Διατηρείται και μία κυκλικής διατομής λαβή, που φαίνεται να ανήκει επίσης στη χύτρα. Οι ασβεστολιθικές προσμίξεις και τα έντονα ίχνη καύσης μαρτυρούν τον προορισμό του αγγείου ως μαγειρικού σκεύους. 272 Λόγω της αποσπασματικότητας του αγγείου δεν είναι δυνατή η κατάταξή του σε κάποιον από τους γνωστούς τύπους. Επίσης, δεν είναι δυνατόν ούτε η κατά προσέγγιση χρονολόγησή του, όχι μόνο λόγω της κακής διατήρησης, αλλά και επειδή, όπως παρατηρείται και σε άλλα κεφάλαια, 273 τα χρηστικά αγγεία επιδεικνύουν μία αξιοπρόσεκτη σταθερότητα στο σχήμα τους, η οποία δύσκολα παρασύρεται από τις καλλιτεχνικές τάσεις της κάθε εποχής. 269 Όμως, η ισχυρότερη ένδειξη για το ότι η αρχαία χύτρα ταυτίζεται με το σχήμα που συζητιέται εδώ, είναι πως σε ένα εισηγμένο στην Κόρινθο αγγείου του ίδιου τύπου σώζεται γραπτή επιγραφή, που αναφέρει εκτός από την χωρητικότητά του και το όνομά του, δηλ. χύτρα. Edwards, 1975, σ. 120, σημ. 6 Amyx, 1958, σ. 212, σημ Sparkes, 1962, σ. 130 σημ Sparkes-Talcott, 1970, σ Ο Χατζηδάκης, 2000, σ. 648, με βάση περισσότερο χρηστικά κριτήρια και όχι τυπολογικά, διαφοροποιείται λίγο από την παραπάνω κατηγοριοποίηση και διακρίνει τέσσερις τύπους χυτρών οι χύτρες Ι και ΙΙ είναι μόνωτες και χρησιμοποιούνταν για το βράσιμο νερού και αρωματικών φυτών αντίστοιχα. Οι χύτρες ΙΙΙ και IV είναι δίωτες (ο τύπος ΙΙΙ διαθέτει μία κάθετη και μία οριζόντια λαβή) και προορίζονταν η πρώτη για κάθε είδους φαγητό και η δεύτερη για βραστά κυρίως. 271 Rotroff, 2000, σ Τα ίχνη καύσης μπορεί ασφαλώς να οφείλονται και σε πλημμελή όπτηση, το οποίο είναι και το πιθανότερο. 273 Βλ. σ. 60,

75 π.χ. 281 Ως λοπάδα αναγνωρίζεται το 123. (Πίν. 28δ-ε, Σχ. 10β) Πρόκειται για Ευρήματα Λοπάς (Πίν. 28δ-ε, Σχ. 10β) Με τον όρο αυτό περιγράφεται το ρηχό και ανοιχτό εκείνο μαγειρικό σκεύος, από το οποίο λείπει η βάση. Τα λοιπά χαρακτηριστικά, που συμπληρώνουν την εικόνα του, είναι το διευρυνόμενο προς τα έξω ή επίπεδο και συχνά εκλεπτυσμένο χείλος, καθώς και οι δύο οριζόντιες λαβές, που εκφύονται συχνότερα από τον ώμο και πιο σπάνια από το χείλος, και κατευθύνονται διαγώνια ή κάθετα προς τα επάνω. Επιπλέον, ορισμένες φορές, έφεραν στο χείλος προχοή, που, όμως, δεν ήταν διάτρητη, ενώ διέθεταν και πώμα. 274 Το όνομα λοπάς είναι αρχαίο και παρόλο που η ταύτιση με αυτό δεν είναι απολύτως βέβαιη, ωστόσο έχει καθιερωθεί για το παραπάνω σχήμα, 275 το οποίο επιπρόσθετα παριστάνεται σε δύο ερυθρόμορφα αγγεία, μία πελίκη και ένα σκύφο. 276 Όσον αφορά στη χρήση του, το αγγείο αυτό προοριζόταν, τόσο για το βράσιμο, όσο και για το τηγάνισμα φαγητών. 277 Όπως αναφέρουν οι αρχαίες πηγές, σχετίζεται με πικάντικα και εξαιρετικά νόστιμα φαγητά. Μάλιστα, συχνά στις λοπάδες μαγείρευαν ψάρια και τα σέρβιραν μέσα στο ίδιο σκεύος, ώστε οι συνδαιτυμόνες να βουτήξουν στη σάλτσα. 278 Με τη χρήση του ως μαγειρικό σκεύος συνάδει και το στρογγυλεμένο σώμα στην κάτω επιφάνεια, η οποία ήταν αυτή που ερχόταν σε επαφή με τη φωτιά, είτε άμεσα, είτε πάνω σε σχάρα, είτε πάνω σε τρίποδα ή τέλος, κρεμασμένη από τις λαβές. 279 Οι λοπάδες εμφανίζονται στο 3 ο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ., γίνονται αμέσως πολύ δημοφιλείς 280 και συνεχίζουν να παράγονται και να κυκλοφορούν με αυτήν τη μορφή μέχρι το 2 ο μισό του 2 ου αι. τέσσερα μικρά θραύσματα που προέρχονται όμως από το ίδιο αγγείο. Μόνο τα δύο από αυτά μπορούν να δώσουν πληροφορίες για τη μορφή του αγγείου, καθώς σώζουν τμήμα του σώματος και τους χείλους. Μάλιστα το μεγαλύτερο από τα δύο τμήματα, 274 Sparkes-Talcott, 1970, σ. 227 Sparkes, 1962, σ Το ότι οι λοπάδες έφεραν και πώμα δηλώνεται εμμέσως από τον Αριστοφάνη, Σφήκες, στ. 501, όπου αναφέρεται μετοχή του ρ. πνίγω. 275 Liddell-Scott, λ. λοπάς Sparkes-Talcott, 1970, σ. 3, σημ. 4 Amyx, 1958, σ. 210 σημ. 76 Boulter C., Pottery of the mid-fifth Century from a Well in the Athenian Agora, Hesperia XXII (1953), σ ARV 286,10 και Auktion MM XXXIV, Basel, Pl. 56, Επίσης, πολλά λοπάδια συνδέονται με πυρές θυσιών. Sparkes-Talcott, 1970, σ Ακόμη, για τις μικρού μεγέθους λοπάδες, γίνεται η υπόθεση ότι λειτουργούσαν ως σκεύη σερβιρίσματος φασολιών, λαχανικών κ.λ.π. Anderson-Stojanović, 2000, σ Χατζηδάκης, 2000, σ Το στρογγυλεμένο σώμα βοηθά στην ομοιόμορφη κατανομή της θερμότητας. 280 Sparkes-Talcott, 1970, σ Rotroff, 2000, σ Επίσης, βλ. σ σημ. 16, για έναν κατάλογο με περιοχές εμφάνισης του σχήματος της λοπάδας κατά την ελληνιστική περίοδο. 72

76 Ευρήματα συγκολλημένο από τρία όστρακα, είναι στο κατώτατο τμήμα του παραμορφωμένο, μαρτυρώντας έτσι την αιτία που παρέμεινε στο εσωτερικό του κλιβάνου. Ο πηλός του περιέχει μαρμαρυγία, άμμο και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις, ώστε να αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες. Αναφορικά με το σχήμα του, το αγγείο έχει κυρτό σώμα και πλατύ, επίπεδο χείλος, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε διαμόρφωση για την υποδοχή χείλους. Τηγανοειδές αγγείο (Πίν. 28στ, Σχ. 10γ) Τα τηγανοειδή αγγεία αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα του αρχαίου νοικοκυριού. 282 Η κατηγορία αυτή αγγείων, παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται σε μεγάλους αριθμούς σε όλες σχεδόν τις ανασκαφές και μπορεί να παρέχει εύγλωττα πολλές πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων της εκάστοτε περιόδου, δεν έτυχε της αντίστοιχης προσοχής από την έρευνα, με αποτέλεσμα η μελέτη της να μην έχει προχωρήσει ικανοποιητικά. 283 Τα τηγανοειδή αγγεία 284 είναι ρηχά αγγεία με μεγάλη διάμετρο, τοιχώματα που ανοίγουν προς τα έξω και απλό χείλος. Δεν διαθέτουν βάση, αλλά το κάτω μέρος του σώματος διαμορφώνεται επίπεδο ή ελαφρά κυρτό. Συχνά διαθέτουν μία μακριά κυλινδρική λαβή 285 ή και δύο οριζόντιες, που εκφύονται απευθείας από το χείλος. 286 Παρόλο που έγινε κάποια προσπάθεια ταύτισης των σωζόμενων σχημάτων με αρχαίες ονομασίες, δεν φαίνεται να έχει προκύψει ένας συγκεκριμένος αρχαίος όρος για το σχήμα αυτό. 287 Η προσπάθεια χρονολόγησης των αγγείων αυτών, όπως και των υπόλοιπων μαγειρικών σκευών, είναι πολύ δύσκολη, ειδικά όταν στηρίζεται μόνο σε μορφολογικά χαρακτηριστικά. Αυτό συμβαίνει, γιατί πρόκειται για χρηστικά αγγεία και οι ανάγκες που κάλυπταν ήταν πάγιες και αμετάβλητες κατά το πέρασμα των αιώνων, χωρίς να υπακούουν στην αισθητική ή άλλους παράγοντες, όπως η «μόδα» της κάθε 282 Για τα μαγειρικά σκεύη γενικά, βλ. Edwards, 1975, σ Sparkes B.A.-Talcott L., Pots and Pans of the Classical Athens, Princeton 1970, Fig Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 2000, σ Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία αναφέρονται ως pans και baking dishes, βλ. Mlynarczyk, 2000, σ. 638 Rotroff, 2000, σ. 460 Edwards, 1975, σ. 131, Mlynarczyk, 2000, σ Για παράδειγματα με ή χωρίς λαβή πρβλ. αντίστοιχα, Mlynarczyk, 2000, Πίν. 312, 1-4 και Χατζηδάκης, 2000, Πίν. 320, Πρβλ. Rotroff, 2000, Πίν. 208,1 Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1994, Πίν. 56γ. Ο Edwards, 1975, σ , Pl. 32,700 και 32,703, χαρακτηρίζει ως frying pans όσα διαθέτουν λαβή και ως baking pans αυτά, από τα οποία λείπει η λαβή. 287 Χατζηδάκης, 2000, σ. 653, όπου στις σ γίνεται η ταύτιση και των υπολοίπων μαγειρικών σκευών με αρχαία ονόματα, με βάση τις αρχαίες πηγές και κυρίως τους αρχαίους κωμωδιογράφους. 73

77 Ευρήματα περιόδου. 288 Το αποτέλεσμα είναι τα αγγεία αυτά να εξελίσσονται πολύ αργά μέσα στο χρόνο. 289 Το τμήμα αγγείου, που εντάσσεται στην κατηγορία αυτή και εντοπίζεται μέσα στο υλικό του κλιβάνου, είναι το 124. (Πίν. 28στ, Σχ. 10γ) Πρόκειται για ένα πολύ μικρό τμήμα, που αρκεί όμως για να γίνει αντιληπτό ότι ανήκει σε ένα ρηχό και με μεγάλη διάμετρο αγγείο. Τα ίχνη καύσης και οι πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις συνηγορούν στη χρήση του ως μαγειρικό σκεύος. Όπως έγινε κατανοητό νωρίτερα, οποιαδήποτε προσπάθεια χρονολόγησης, με γνώμονα το σχήμα του μικρού μόνο αυτού τμήματος, είναι καταδικασμένη να αναλωθεί σε αστήρικτες υποθέσεις. 290 Πώματα (Πίν. 29α-β, Σχ. 10δ) Το ἦτρον αναφέρεται μόλις μία φορά από τον Αριστοφάνη. 291 Πρόκειται για το πώμα, που πολλές φορές διέθεταν τα μαγειρικά σκεύη και συγκεκριμένα, κυρίως οι λοπάδες και ορισμένες χύτρες. Αυτό συνάγεται από την εσωτερική διαμόρφωση, που συχνά υπάρχει στα αγγεία αυτά και αποστολή είχε να υποδεχθεί το πώμα. 292 Μάλιστα, πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο πως οι χύτρες που είχαν προχοή, με μία ανοιγμένη οπή, διέθεταν επίσης και πώμα αυτό προκύπτει από το ότι, όταν έκλειναν ερμητικά το πώμα με ζυμάρι, πηλό ή στάχτη για να μαγειρέψουν πνικτά, η προχοή αυτή λειτουργούσε ως βαλβίδα ασφαλείας και το αγγείο μετατρεπόταν σε μία «χύτρα ταχύτητας». 293 Μέσα στα πήλινα ευρήματα του κλιβάνου εντοπίζονται και τμήματα δύο πωμάτων μαγειρικών σκευών. 294 Το 126 (Σχ. 10δ) αποτελείται από πέντε στον αριθμό 288 Όπως σημειώνει ο Χατζηδάκης, 2000, σ. 642, οι καθοριστικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν το σχήμα των αγγείων ήταν η εστία μαγειρέματος, η καύσιμη ύλη και το είδος της τροφής για μαγείρεμα, παράγοντες που έμειναν αμετάβλητοι μέχρι το 19 ο αι. και τη γενίκευση της χρήσης του υγραερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. 289 Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 2000, σ Έτσι, δικαιολογείται και η επιλογή των άλλων τηγανοειδών αγγείων, που αντιπαραβάλλονται στον κατάλογο αγγείων με το 124 και τα οποία συχνά απέχουν χρονικά πολύ μεταξύ τους. Δεν επιλέχθηκαν για να βοηθήσουν στην χρονολόγηση του 124, αλλά αντίθετα, μέσω της ομοιότητάς τους, καταδεικνύουν την σταθερότητα του σχήματος μέσα στους αιώνες. 291 Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσες, στ Χατζηδάκης, 2000, σ. 643, Πίν Για τέτοιου είδους πώματα, βλ. Χατζηδάκης, 2000, σ , Πίν. 320, 1-2 Sparkes-Talcott, 1970, σ , Pl. 95, αρ Edwards, 1975, σ , Pl. 31 Mlynarczyk, 2000, σ , Πίν. 311b Thompson, 1934, σ. 466 Ζαούρη Α.-Μέλλιου Ε., «Ελληνιστική κεραμική από τα νεκροταφεία της αρχαίας Λάρισας», στο ΕλλΚερΘεσσαλίας, σ , αρ. Μ98/27, Εικ Χατζηδάκης, 2000, σ Πρόκειται για τα 125 και 126 (Πίν. 29α-β), που μεταφράζονται σε ποσοστό 1,5% επί του συνόλου των αγγείων. 74

78 Ευρήματα όστρακα, από τα οποία τα δύο καλύτερα σωζόμενα, είναι συγκολλημένα από δύο θραύσματα το καθένα και προέρχονται από το σώμα και το χείλος του πώματος. Οι άφθονες ασβεστολιθικές προσμίξεις, που παρουσιάζουν και τα δύο τμήματα πωμάτων, τα καθιστούν ικανά να αντέξουν στις υψηλές θερμοκρασίες, στις οποίες επρόκειτο να υποβληθούν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του φαγητού. Η προσπάθεια να συσχετιστεί το 126 με τα σωζόμενα παραδείγματα χύτρας και λοπάδας, 295 που περιλαμβάνονται στο κεραμικό υλικό του κλιβάνου, βρίσκει δυσκολίες, καθώς, με βάση τα σωζόμενα τμήματα του πώματος, υπολογίζεται ότι η διάμετρος του χείλους του ήταν 20 εκ. περ., διάσταση αρκετά μεγάλη για να ταιριάξει με τα προαναφερθέντα αγγεία. Επιπροσθέτως όμως, το γεγονός ότι τα παρόντα πώματα δεν έχουν κωνικό σχήμα, αλλά το χείλος τους γωνιάζει 296 και στρέφεται προς τα κάτω, τα συσχετίζει ενδεχομένως με αγγεία, όπως οι σιπύες, 297 που δεν λείπουν από το υλικό του κλιβάνου. Πραγματικά, το πώμα 126 θα μπορούσε να θεωρηθεί, ότι ανήκει στη σιπύη 34, της οποίας η διάμετρος υπολογίζεται 17 εκ. 298 Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι τα πώματα μπορούσαν να πωλούνται χωριστά και να λειτουργούν και ως αυτόνομα σκεύη 299 και όχι μόνο σε συνάρτηση με κάποιο μαγειρικό σκεύος, καθώς δεν ήταν πάντοτε απαραίτητα, αλλά και επειδή κάποιο άλλο σχήμα ήταν δυνατό να επιτελέσει τη λειτουργία τους Αριθμοί 122 και 123 αντίστοιχα. 296 Το γώνιασμα του σώματος στο πώμα 125 είναι λιγότερο έντονη. 297 Πρβλ. Sparkes-Talcott, 1970, σ. 346, αρ. 1559, Πίν. 69 Βοκοτοπούλου Ι.-Δεσποίνη Α.-Μισαηλίδου Β.-Τιβέριος Μ., Σίνδος. Κατάλογος της έκθεσης, Αθήνα 1985, σ (Τιβέριος Μ.). 298 Επιπλέον, κοντά βρίσκεται και η εκτιμώμενη διάμετρος της σιπύης 33 (20εκ.), που δεδομένου κάποιου μικρού περιθωρίου λάθους στον υπολογισμό, δεν πρέπει να αποσυσχετιστεί εύκολα από το πώμα Υπάρχει για παράδειγμα ένα πώμα από την Πέλλα, το οποίο υποθέτεται ότι πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί ως πινάκιο και αργότερα, με το άνοιγμα μίας διαμπερούς οπής, ως ηθμός. Παππάς, 2001, σ Ως πώματα χρησιμοποιήθηκαν συχνά, ασφαλώς λόγω του σχήματός τους, πινάκια. Για σχετικά παραδείγματα, βλ. Ρηγίνος Γ.Ε., «Κεραμική από τη δυτική Ήπειρο. Τα ευρήματα ενός κιβωτιόσχημου τάφου από το Κεφαλοχώρι Φιλιατών Θεσπρωτίας», Δ ΕλλΚερ. (1997), σ. 94, 109, Πίν. 75α Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1994, σ. 152, αρ. 146, Πίν. 21 Χρυσοστόμου Α., Ο λαξευτός τάφος Δ της Πέλλας, Μακεδονικά 23 (1983), σ. 208 σημ 4, Β.Ε. 278/1977, Σχ. 10 Ανδρόνικος, 1955, σ. 46, 48, αρ. 3, Εικ

79 Ευρήματα δ) Σταμνοειδής πυξίδα (Πίν. 29γ-δ, Σχ. 11a) Με το όνομα σταμνοειδής πυξίδα ή στάμνος πυξίδα περιγράφεται το κλειστό γανωμένο αγγείο, που διαθέτει βάση, ωοειδές σώμα, χωρίς λαιμό, σχετικά κλειστό κάθετο χείλος και δύο οριζόντιες λαβές κυκλικής διατομής. 301 Τα αγγεία αυτά κάνουν την εμφάνισή τους στον 5 ο αι. π.χ., αλλά αναφέρονται στη βιβλιογραφία ως λέβητες, γαμικοί λέβητες ή λουτήρια 302 και διαφέρουν από τα προαναφερθέντα ελληνιστικά παραδείγματα στην παρουσία γραπτών παραστάσεων και στο σφαιρικότερο σώμα. 303 Τόσο τα παλιότερα όσο και τα ελληνιστικά παραδείγματα φέρουν, συνήθως, πώμα. 304 Είναι δυνατόν να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του σχήματος από τις αρχές του 4 ου έως τις αρχές του 3 ου αι. π.χ. παρατηρείται, λοιπόν, ότι οι πυξίδες των αρχών του 4 ου αι. π.χ. χαρακτηρίζονται από ογκώδες σφαιρικό σώμα και έντονη τμήση στον ώμο, που είναι σχεδόν επίπεδος. Μετά τα μέσα του αιώνα, ο ώμος διατηρεί σε ορισμένα παραδείγματα την ίδια μορφή, όμως σε άλλα γίνεται λοξός, ενώ το σώμα είναι λεπτότερο και ραδινότερο και παραμένει ίδιο, σχεδόν μέχρι τις αρχές του 3 ου αι. π.χ. 305 Το σχήμα συνεχίζεται μέχρι και τον 2 ο αι. π.χ. 306 Η έρευνα δεν κάνει λόγο για τη χρήση που επιτελούσαν οι πυξίδες αυτού του τύπου, ωστόσο το γεγονός ότι έφεραν γραπτή διακόσμηση ή έστω γάνωμα, τα απομακρύνει από τα ευτελή αγγεία καθημερινής χρήσης και μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως ίσως είχαν παρόμοια χρήση με τις υπόλοιπες πυξίδες, πως λειτουργούσαν δηλαδή, κυρίως, ως αγγεία για 301 Για το σχήμα γενικά, βλ. Bruneau, 1970, σ και Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ Μία παραλλαγή του σχήματος διαφοροποιείται από το γενικό τύπο ως προς την ύπαρξη ποδιού μεταξύ της βάσης και του σώματος. Η παραλλαγή αυτή συναντάται κυρίως στη Ρόδο, αλλά και στη Βοιωτία, την Ιταλία, την Ταρσό και την Κύπρο. Γιαννικούρη-Πατσιαδά-Φιλήμονος, 1989, σ Για παλιότερα παραδείγματα, που φέρουν μία από αυτές τις ονομασίες, βλ. Richter-Milne, 1935, Fig Χαριτωνίδης, 1958, σ. 99, Εικ. 168 Γιαννικούρη-Πατσιαδά-Φιλήμονος, 1989, σ , σημ Τον αποσυσχετισμό από το όνομα «γαμικός λέβης», πραγματοποίησε πρώτη η Ure A.D., Some provincial Black-Figure Workshops, BSA 41 ( ), σ. 22 σημ. 3, με κριτήριο και αφορμή την απουσία παραστάσεων με γαμήλιες σκηνές σε βοιωτικά παραδείγματα αυτού του σχήματος. Έτσι πρότεινε τον όρο «στάμνος-πυξίδα». 303 Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ Πολλά από τα πρώιμα παραδείγματα του σχήματος προέρχονται από την Κόρινθο. Payne H., Necrocorinthia. A Study of Corinthian Art in the Archaic Period, Oxford 1931, σ Αντίθετα, οι ελληνιστικές πυξίδες φέρουν μόνο γάνωμα και από τα μέσα του 4 ου αι. π.χ. εμφανίζουν απλή γραμμική διακόσμηση, η οποία εξελίσσεται κατά τον 3 ο αι. π.χ. Μαλακασιώτη, 2000, σ Bruneau, 1970, σ Η παραπάνω εξελικτική πορεία βασίζεται σε παραδείγματα από τη Ρόδο, γι αυτό και διατυπώνεται εδώ κάποια επιφύλαξη ως προς την επιβεβαίωσή της και σε άλλες περιοχές με ανάλογη κεραμική. Βλ. Γιαννικούρη-Πατσιαδά-Φιλήμονος, 1989, σ Για άλλα ελληνιστικά παραδείγματα, βλ. ενδεικτικά Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ. 30-1, αρ. Π 1222, Σχ. IV, 45, Πίν. 7 Ρωμιοπούλου Α.- Τουράτσογλου Γ., «Εκ της αρχαίας Βεροίας», Μακεδονικά 14 (1974), σ. 168, αρ. 9, Πίν. 1α Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1994, σ. 127, αρ. 27, Πίν. 5, σ. 139, αρ. 84, Πίν. 12, σ. 190, αρ. 328, Σχ. 64, Πίν. 39, σ. 192, αρ. 333, Σχ. 66, Πίν. 40 Μαλακασιώτη, 2000, σ , αρ. ΒΕ 6304, 9244 και 6278, Εικ. 9-11, ΧΙΙ. 306 Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ. 30-1, αρ. Π 1222, Σχ. IV, 45, Πίν

80 Ευρήματα την φύλαξη ειδών γυναικείου καλλωπισμού. 307 Προς την ερμηνεία αυτή συνάδει και η ύπαρξη πώματος. Στο σχήμα της σταμνοειδούς πυξίδας εντάσσεται με σχετική βεβαιότητα το 127. (Πίν. 29γ-δ, Σχ. 11α) Δυστυχώς η κατάσταση διατήρησής του είναι πολύ αποσπασματική πρόκειται για ένα μικρών διαστάσεων μελαμβαφές όστρακο, που προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του σώματος και το χείλος του αγγείου. Ο πηλός του εμφανίζεται ιδιαίτερα καθαρός, καθώς περιέχει ελάχιστη μαρμαρυγία και καθόλου ασβεστολιθικές προσμίξεις. Επιπλέον, το όστρακο φέρει γάνωμα καστανού χρώματος. Τα πενιχρά αυτά στοιχεία δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για ασφαλή συμπεράσματα, ωστόσο η λοξή πορεία του σώματος και η ύπαρξη απλού γανώματος τοποθετούν το αγγείο μετά τα μέσα 4 ου αι. π.χ. 307 Τιβέριος, 1996, σ. 19 Roberts S.R., The attic Pyxis, Chicago 1978, σ

81 Ευρήματα ε) Λύχνος (Πίν. 29ε-στ, Σχ. 11β) Οι αρχαίοι λύχνοι έτυχαν σχετικά νωρίς, σε αντίθεση με άλλα χρηστικά και ευτελή αντικείμενα, της προσοχής των ερευνητών. Η αρχή έγινε στα τέλη του 19 ου αι. με τη μελέτη των ρωμαϊκών λύχνων, που αποτελούσαν ένα περισσότερο γοητευτικό πεδίο έρευνας, λόγω των ανάγλυφων παραστάσεων που τους κοσμούν. 308 Ακολούθησε το θεμελιακό έργο του Broneer για τους κλασικούς και ελληνιστικούς λύχνους της Κορίνθου 309 και στη συνέχεια η σχετική βιβλιογραφία πολλαπλασιάστηκε, καθώς οι λύχνοι εμφανίζονταν σε κάθε ανασκαφή σε μεγάλους αριθμούς. 310 Οι λύχνοι ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της οικοσκευής κάθε αρχαίου νοικοκυριού, καθώς αποτελούσαν τα κύρια σκεύη φωτισμού. 311 Η συχνή, όμως, ανεύρεση τους και σε ιερά, 312 αλλά και σε τάφους, 313 δηλώνει και μία ακόμη λειτουργία τους, τη λατρευτική-τελετουργική. Το υλικό κατασκευής τους ήταν, συνήθως, ο πηλός, χωρίς ωστόσο να λείπουν και λύχνοι κατασκευασμένοι από πιο πολύτιμα υλικά, όπως χρυσό, 314 άργυρο 315 και χαλκό. 316 Εξαρτήματα που σχετίζονταν με τους λύχνους ήταν οι μεταλλικοί ή πήλινοι λυχνούχοι, 317 διάτρητα σκεύη που χρησίμευαν για τη προστασία της φλόγας και τη μεταφορά τους στους διαφορετικούς χώρους της οικίας αλλά και εκτός αυτής, καθώς και οι μεταλλικοί ή 308 Πινγιάτογλου, 2005, σ. 16-7, σημ Broneer O., Terracotta Lamps, Corinth IV, II, Massachusetts Howland R.H., Greek Lamps and their Survivals, The Athenian Agora IV, New Jersey, 1958 και Perlzweig J., Lamps of the Roman Period, The Athenian Agora VII, New Jersey, 1961 (για την Αγορά της Αθήνας) Scheibler I., Griechische Lampen, Kerameikos XI, Berlin 1976 (για τον Κεραμεικό της Αθήνας) Bruneau P., Les Lampes, Exploration archéologique de Délos XXVI, Paris 1965 (για την Δήλο) Broneer O., Terracotta Lamps, Isthmia III, New Jersey, 1977 (για την Ισθμία) Δρούγου Σ., Ανασκαφή Πέλλας Οι πήλινοι λύχνοι, Αθήνα 1992 (για την Πέλλα) Μπόλη Κ., «Ελληνιστικοί τροχήλατοι λύχνοι στην αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης», ΑΑΑ ΧΧΙΙΙ-ΧΧVΙΙΙ ( ) σ (για την Θεσσαλονίκη) Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1991, σ (για τις Φερές). 311 ΕλλΚερΜακεδονίας, σ Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη συχνή εύρεσή τους σε οικίες. Αντίθετα, δεν αποτελούν πολύ συνηθισμένο εύρημα σε δημόσια κτίρια, γεγονός που υποδεικνύει, ότι οι περισσότερες εργασίες σε αυτά λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1991, σ Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 2000, σ , 133-8, αρ Πινγιάτογλου, Για τη συχνή εμφάνιση των λύχνων σε τάφους, βλ. Παππάς, 2001, σ. 294, σημ Παπαποστόλου, 1978, σ. 369, σημ Παπαποστόλου, 1978, σ , αρ. 14, Σχ. 4, Πίν. 114α-β. 316 Παπαποστόλου, 1978, σ. 368, σημ. 82 Walter-Graham, 1933, σ Robinson, 1941, σ , αρ , Πίν. LI-LII Πινγιάτογλου, 2005, σ , Πίν. 141, 148β. 317 Ένας χάλκινος λυχνούχος βρέθηκε στον Τάφο ΙΙ της Βεργίνας, βλ. Ανδρόνικος, 1997, σ. 162, Εικ , και ένας ακόμη στον Τάφο Α του Δερβενίου, βλ. Θέμελης-Τουράτσογλου, 1997, σ. 37, Α 4, Πίν. 5, 44. Τέλος, ένας πήλινος λυχνούχος βρέθηκε στις Αμφανές της Θεσσαλίας, βλ. Σκαφίδα Ε., «ΙΓ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Αποθήκες ΚΥΔΕΠ», ΑΔ 44 (1989), Β 1, Χρονικά, σ. 225, Πίν. 138α Αδρύμη-Σισμάνη Β., «Τύμβος Φερών», ΑΑΑ XVI (1983), σ. 39, Εικ

82 Ευρήματα πήλινοι λυχνοστάτες 318 για τη στερέωση των λύχνων σε υψηλότερο σημείο και την καλύτερη διασπορά του φωτός. Ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής τους, οι λύχνοι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τους τροχήλατους και τους κατασκευασμένους με μήτρα. 319 Τα κύρια συστατικά στοιχεία του σχήματος και στις δύο κατηγορίες είναι μία απλή δισκόμορφη βάση κι ένα χαμηλό έντονα κυρτό ή αμφικωνικό σώμα, από ένα σημείο της περιμέτρου του οποίου προβάλλει ο μυκτήρας, με την οπή καύσης. Την εικόνα του αγγείου ολοκληρώνει η οπή πληρώσεως στο μέσο της άνω επιφάνειας του σώματος, γύρω από την οποία συνήθως υπάρχει ρηχό περιχείλωμα. Η τυπολογική κατάταξη των λύχνων, που έχει και την αντίστοιχη χρονολογική χρησιμότητα, βασίζεται στο προφίλ και στη διαμόρφωση των διαφόρων μερών τους, για την περίπτωση των τροχήλατων, ενώ για την περίπτωση των κατασκευασμένων με μήτρα στηρίζεται μόνο στην επάνω όψη τους. 320 Το μοναδικό παράδειγμα λύχνου, που βρέθηκε μέσα στον κλίβανο είναι το 128. (Πίν. 29ε-στ, Σχ. 11β) Σώζεται μόνο τμήμα του κάτω μέρους του σώματος. Δυστυχώς, η πολύ αποσπασματική του κατάσταση επιτρέπει την εξαγωγή λίγων μόνο συμπερασμάτων. Ο πηλός υποδεικνύει ότι πρόκειται για ντόπιο αγγείο, γεγονός απολύτως λογικό για ένα τόσο ευτελές και φτηνό αντικείμενο, ενώ, όσον αφορά στην τεχνική παρασκευής του, είναι τροχήλατο. Τέλος, η παρουσία ενός χονδροειδούς μελανού γανώματος στο εσωτερικό, υποδηλώνει ότι το αγγείο ήταν ανοιχτό, με μεγάλη οπή πληρώσεως. Επομένως, πρέπει να αποκλειστεί μία ύστερη χρονολόγησή του, μέσα δηλαδή στα ελληνιστικά χρόνια. Δεδομένου, όμως, του γεγονότος ότι δεν σώζεται ικανοποιητικά το προφίλ του, δεν είναι εφικτό να ενταχθεί σε κάποιο γνωστό τύπο και να προταθεί μία πιο συγκεκριμένη χρονολόγηση. 318 Για μεταλλικούς λυχνοστάτες, πρβλ. Ανδρόνικος, 1997, σ. 82, 202, 209, 217, Εικ. 164 Χρυσοστόμου Π., Μακεδονικοί τάφοι Πέλλας. Ι. Τάφος Β, ο ασύλητος, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 27, 31-2, 41, αρ. 8, Πίν. 12, 16α-β Καλλιπολίτης-Feytmans, 1949, σ , Εικ. 15, σ. 104, Εικ Για παραδείγματα πήλινων λυχνοστατών, βλ. Walter-Graham, 1933, σ ΕλλΚερΜακεδονίας, σ Πινγιάτογλου, 2005, σ

83 Ευρήματα ii) Λοιπά ευρήματα α) Στηρίγματα για την όπτηση 321 (Πίν. 30, 31α-γ, Σχ. 11γ-ε, 12α) Όπως τονίστηκε παραπάνω, η τοποθέτηση των αγγείων πάνω στην εσχάρα ήταν ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα, που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο αρχαίος κεραμέας. 322 Για να εξασφαλιστεί, όμως, η απρόσκοπτη κυκλοφορία του θερμού αέρα μέσα στο θάλαμο όπτησης, ώστε να επιτευχθεί ένα σωστό και ομοιόμορφο ψήσιμο, το φορτίο του κλιβάνου δεν ακουμπούσε απευθείας πάνω στην εσχάρα, παρά μόνο με τη μεσολάβηση ορισμένων στηριγμάτων, 323 τα οποία επιπροσθέτως βοηθούσαν στην καλύτερη στήριξη των αγγείων. 324 Τέτοια στηρίγματα χρησιμοποιούνταν, επίσης, για να χωρίζουν και το κάθε ένα αγγείο από το υπερκείμενο του. 325 Μπορούν να ταξινομηθούν, ανάλογα με τη μορφή τους, σε επτά διαφορετικούς τύπους στηριγμάτων. Έτσι διακρίνονται δακρυόσχημα στηρίγματα, τρίποδες, τραπεζιόσχημα, σχήματος λατινικού L, πήλινους δακτύλιους ή κυλίνδρους και πυραμιδόσχημα. Ως έβδομη κατηγορία στηριγμάτων λογαριάζεται οποιοδήποτε όστρακο, το οποίο μπορεί, σε δεύτερη χρήση, να στηρίξει ή αν διαχωρίσει αγγεία εντός του κλιβάνου. 326 Μέσα στο κεραμικό υλικό του κλιβάνου εντοπίστηκαν τμήματα τριών στηριγμάτων και ένα τέταρτο σχεδόν ακέραιο, τα 130, 132, 129 και 131 αντίστοιχα. (Πίν. 30, 31α-γ, Σχ. 11γ-ε, 12α) Από αυτά τα 130, 132 και 129 εντάσσονται στον τύπο των πήλινων κυλίνδρων. 327 Τα στηρίγματα αυτά, των οποίων το σχήμα παραπέμπει σε λαιμούς μεγάλων αγγείων, ήταν κατάλληλα, λόγω της μεγάλης διαμέτρου τους, για τη στήριξη μεγάλων αγγείων, όπως αμφορείς, ενώ το μεγάλο τους ύψος απέτρεπε την άμεση επαφή της πρώτης σειράς αγγείων με την εσχάρα Για τα στηρίγματα αυτά γενικά, βλ. Papadopoulos, 1992, σ , Pl Kaloyeropoulou, 1970, σ Hasaki, 2002, σ Επιπλέον, για μία αναλυτική παρουσίαση των πολυάριθμων στηριγμάτων όπτησης από τον κεραμεικό του Μεταπόντιου, βλ. Cracolici V., I sostegni di furnace dal kerameikos di Metaponto, Beni archeologici-conoscenza e tecnologie. Quaderno 3, Bari Βλ. σ Kaloyeropoulou, 1970, σ Hasaki, 2002, σ Biers, 1971, σ Hasaki, 2002, σ. 89, όπου στις σ γίνεται αναλυτική εξέταση του κάθε τύπου. 327 Πρέπει να κρατηθεί μία επιφύλαξη μήπως δεν πρόκειται για στηρίγματα όπτησης, καθώς ανάλογα παραδείγματα από άλλες περιοχές φέρουν περιμετρικά ορισμένες οπές, απαραίτητες για τη διέλευση του θερμού αέρα λόγω του μεγάλου ύψους τους. Στα παρόντα παραδείγματα, ενδεχομένως, υπήρχαν οι οπές αυτές, αλλά δεν σώζονται. Πρβλ. Δεσποίνη, 1982, Πίν. 2στ, 8α-β Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1992, Πίν. 93α-β. 328 Hasaki, 2002, σ. 93. Για παρόμοια στηρίγματα, βλ. Δεσποίνη, 1982, σ. 67, Εικ. 5, Πίν

84 Ευρήματα Πράγματι, και τα τρία παραδείγματα του τύπου έχουν μεγάλη διάμετρο, 329 ώστε να επιτελέσουν την παραπάνω αποστολή. Τα δυο από τα τρία είναι τροχήλατα, ενώ το 132 μοιάζει χειροποίητο. Στις προδιαγραφές του τύπου ανταποκρίνεται καλύτερα το 129, που όντως μοιάζει πολύ με λαιμό αγγείου. (Σχ. 11δ) Τα άλλα δύο (130 και 132) είναι πιο απλά και αμελώς κατασκευασμένα, το 130 μάλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χονδροειδές, έχοντας ένα ελάχιστα κοίλο προφίλ. (Σχ. 11γ) Το τελευταίο φέρει έντονα ίχνη καύσης, που, πιθανόν, να υποδηλώνουν την επανειλημμένη χρήση του εντός του κλιβάνου. Ίσως χρήζει της προσοχής μας το γεγονός ότι τα 129 και 130, βρέθηκαν στο ανώτερο στρώμα της επίχωσης, το οποίο πιθανότατα έχει εισρεύσει από την άροση ή άλλους παράγοντες στο εσωτερικό του κλιβάνου. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο να μην σχετίζονται άμεσα με τον κλίβανο και τη διαδικασία όπτησης, αλλά θα μπορούσαν να επιτελούν άλλη λειτουργία σε ένα εργαστήριο κεραμικής, όπως τη στήριξη αγγείων, κατά τη διάρκεια του στεγνώματος τους, πριν από την όπτηση. Το τέταρτο στήριγμα, που βρέθηκε στον κλίβανο είναι το 131, το οποίο εντάσσεται στον τύπο των δακρυόσχημων στηριγμάτων. (Πίν. 31β-γ, Σχ. 12α) Τα στηρίγματα αυτά συναντιούνται, επίσης, στην βιβλιογραφία με τους όρους αχλαδόσχημα, φυλλόσχημα 330 ή ημιελλειψοειδή. 331 Αποτελούν τον πιο συνηθισμένο τύπο στηρίγματος και εμφανίζονται συχνά σε κλιβάνους και εργαστηριακούς χώρους, 332 αλλά η έρευνα άργησε να τα αναγνωρίσει ως στηρίγματα. 333 Πρέπει να τοποθετούνταν ανά τρία κάτω από κάθε αγγείο, καθώς έτσι προσφερόταν καλύτερη στήριξη, ενώ παράλληλα εξασφαλιζόταν η απρόσκοπτη κυκλοφορία του θερμού αέρα. 334 Ο τρόπος με τον οποίο τοποθετούνταν, φαίνεται πως ήταν με τη μακριά πλευρά τους προς τα κάτω, καθώς έτσι η στήριξη του αγγείου ήταν πιο σταθερή, ενώ 329 Το εκ., το εκ. και το εκ. 330 Papadopoulos, 1992, σ Kaloyeropoulou, 1970, σ Hasaki, 2002, σ. 90 Φάκλαρης Π., «Εργαστήρια στην Ακρόπολη της Βεργίνας», στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 194, εικ. 2 Θέμελης Π., «Ανασκαφή Ερέτριας», ΠΑΕ 1975, σ , πίν. 18β Δεσποίνη, 1982, σ. 67, Πίν. 2ε, Εικ Ερμηνεύτηκαν κατά καιρούς ως λατρευτικά αντικείμενα, βλ. Lehmann K.-Hartleben, Preliminary Report on the Second Campaign of Excavation in Samothrace, AJA 44 (1940), σ. 353, 355, Fig. 36, ως θεατρικά εισιτήρια, βλ. Δάκαρης Σ.Ι., «Ανασκαφή του ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1966, σ. 79, Πίν. 80γ, και ως απεικονίσεις γλώσσας, βλ. Kaloyeropoulou, 1970, σ Γίνεται η υπόθεση, ότι χρησιμοποιούνταν για να χωρίσουν πίθους, πινάκια, σκύφους, κύλικες, κεραμίδες ή χρηστικά οικιακά αγγεία. Kaloyeropoulou, 1970, σ

85 Ευρήματα η κοντή κάθετη προβολή κρατούσε το αγγείο σταθερό σε ένα σημείο. 335 Ωστόσο, η προσεκτική παρατήρηση του 131 φανερώνει ότι τοποθετούνταν με την κοντή προβολή κάτω, σε οριζόντια θέση και την μακριά σε κάθετη. 336 Το συγκεκριμένο στήριγμα, όμως, διαφέρει, επίσης, και στο ότι η επιφάνεια έδρασης του είναι πολύ πιο επιμηκυσμένη, ενώ τα δύο σκέλη του συγκλίνουν πολύ ομαλότερα. Κάθε προσπάθεια χρονολόγησης των παραπάνω στηριγμάτων είναι μάταια, αφού πρόκειται για αντικείμενα, των οποίων το σχήμα παραμένει σταθερό κατά τη διάρκεια των αιώνων, καθώς είχαν να επιτελέσουν τον πολύ συγκεκριμένο ρόλο της στήριξης των αγγείων και, εφόσον το έκαναν επιτυχώς, δεν υπήρχε λόγος να αλλαχθεί στο παραμικρό το σχήμα τους. Ενδεικτικά, για τα δακρυόσχημα στηρίγματα αναφέρεται ότι πρωτοεμφανίζονται στα κλασικά χρόνια, αλλά συνεχίζουν αδιαλείπτως μέχρι και τα βυζαντινά, διατηρώντας το ίδιο ακριβώς σχήμα Hasaki, 2002, σ Ότι αυτή είναι η σωστή τοποθέτηση, αποδεικνύεται από μία επιγραφή που φέρει ένα από αυτά τα στηρίγματα και η οποία διαβάζεται σωστά μόνο, όταν τοποθετηθεί με την μακριά πλευρά κάτω. Biers, 1971, σ Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί η επίπεδη κάτω επιφάνεια της κοντής προβολής, σε αντίθεση με την καμπύλη της μακριάς, καθώς και το αποτύπωμα του αντίχειρα του κεραμέα, που δείχνουν πως είχε αρχικά στημένο το αντικείμενο. 337 Hasaki, 2002, σ. 90 Kaloyeropoulou, 1970, σ Για τα στηρίγματα σε μεταγενέστερες περιόδους (Βυζάντιο), βλ. Ζήκος Ν., «Σωστική ανασκαφική έρευνα στο Μικρό Πιστό Νομού Ροδόπης», ΑΕΜΘ 12 (1998), σ και Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, «Τριποδίσκοι ψησίματος βυζαντινών και μεταβυζαντινών αγγείων», Αμητός, σ , όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 82

86 Ευρήματα β) Αγνύθες (Πίν. 31δ-στ, 32α, Σχ. 12β) Μη αναμενόμενο εύρημα για έναν κλίβανο αποτελούν εκ πρώτης όψεως οι δύο αγνύθες, 133 και 134. Οι αγνύθες, συχνό εύρημα στις ανασκαφές ιδιαίτερα οικιών, 338 αποτελούσαν τμήμα του αρχαίου αργαλειού. 339 Ειδικότερα, ήταν τα υφαντικά βάρη, που κρέμονταν στην άκρη κάθε ομάδας νημάτων, ώστε να την κρατάνε κάθετη. Το υλικό κατασκευής τους ήταν σχεδόν πάντοτε ο πηλός, χωρίς να λείπουν όμως και μολύβδινες αγνύθες. 340 Τα υφαντικά αυτά βάρη συναντούνται με διάφορες μορφές οι πιο συνηθισμένες είναι οι πυραμιδόσχημες αγνύθες, αλλά είναι γνωστές, επίσης, και οι φακοειδείς, οι δισκόμορφες και οι σχήματος κόλουρου κώνου. 341 Αρκετές φορές μάλιστα, οι παραμιδόσχημες, συνήθως, αγνύθες φέρουν σε μία από τις πλαϊνές ή στην άνω επιφάνειά τους σφράγισμα, πιθανόν σύμβολο του ιδιοκτήτη του εργαστηρίου που τις κατασκεύασε. 342 Η 133 ανήκει στον τύπο των φακοειδών αγνυθών. (Πίν. 31δ-ε, Σχ. 12β) Η κατάσταση διατήρησής της δεν είναι όμως καλή, καθώς λείπει το μεγαλύτερο μέρος της. Η 134 είναι η δεύτερη αγνύθα, από την οποία λείπει μόνο το κατώτερο τμήμα. (Πίν. 31στ, 32α) Είναι πυραμιδόσχημη και διατηρεί ακέραιη και την οπή εξαρτήσεως. Και οι δύο αυτές αγνύθες εντοπίστηκαν στο ανώτερο στρώμα της επίχωσης και γι αυτό μπορεί να θεωρηθεί, ότι δεν ανήκαν στο αρχικό περιεχόμενο της. Εάν, όμως, παρόλα αυτά προέρχονται από το εσωτερικό του κλιβάνου θα μπορούσε να υποτεθεί, τουλάχιστον για την 134, ότι βρισκόταν εκεί σε δεύτερη χρήση, ως στήριγμα αγγείων. 343 Κάτι τέτοιο φαντάζει πολύ πιθανό, καθώς, εάν ο κλίβανος είχε χρησιμοποιηθεί μία ή περισσότερες φορές για την όπτηση αγνυθών, θα περίμενε κανείς να βρεθούν περισσότερα παραδείγματα στο εσωτερικό του. 338 Wilson, 1930, σ Πρόκειται για τον κάθετο αργαλειό με βαρίδια. Οι δύο άλλοι κυρίαρχοι τύποι είναι ο αργαλειός με άνω και κάτω δοκάρι και ο οριζόντιος αργαλειός. Για τη λειτουργία, αλλά και τις περιοχές διάδοσης του κάθε τύπου, βλ. Crowfoot, 1936, σ και Forbes R. J., Studies in Ancient Technology IV, Leiden 1964, σ , όπου περιλαμβάνεται πλούσια βιβλιογραφία για τους αργαλειούς. 340 Wilson, 1930, σ. 118, Fig Wilson, 1930, σ Πρβλ. Wilson, 1930, σ. 124, 126-8, αρ. 9-14, 26-36, Fig. 290, Σε έναν ελληνιστικό κλίβανο στη Χαλκίδα, όπου βρέθηκε μεγάλη ποσότητα αγνυθών, ο ανασκαφέας θεώρησε ότι ο κλίβανος αυτός χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την όπτηση αγνυθών. Κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο. Πιθανότερο είναι η τελευταία «φουρνιά» του κλιβάνου να αποτελούνταν μόνο από αγνύθες. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό οι αγνύθες αυτές να αποτελούσαν τα στηρίγματα του κλιβάνου αυτού. Hasaki, 2002, σ Ακόμη, στην επίχωση του κλιβάνου 4 της Σίνδου βρέθηκαν 8 συνολικά αγνύθες, των οποίων η παρουσία θα μπορούσε να ερμηνευτεί με αυτόν τον τρόπο, αν και η ανασκαφέας δεν αναφέρεται καθόλου σε αυτό το ενδεχόμενο. Δεσποίνη, 1982, σ. 77, σημ. 2, σ. 78, σημ , σ. 79, σημ

87 Ευρήματα γ) Λίθινη σφαίρα (Πίν. 32γ) Στο ανώτερο στρώμα της επίχωσης του κλιβάνου εντοπίστηκε ανάμεσα στα όστρακα αγγείων και μία λίθινη σφαίρα. 344 Η σφαίρα έχει μικρές διαστάσεις και φέρει ίχνη επεξεργασίας. Επιπλέον, διακρίνονται με δυσκολία στην επιφάνειά της ορισμένα χαράγματα, που ίσως να αντιπροσωπεύουν τα γράμματα Υ, Λ ή Γ και C. 345 Όλα τα παραπάνω οδηγούν στην υπόθεση πως η σφαίρα αυτή πρέπει να αποτελούσε βλήμα σφενδόνης. 346 Τα απαραίτητα αυτά παρελκόμενα αυτού του εκηβόλου όπλου, αναφέρονται με το όρο μολυβδίδες ή μολύβδαιναι, 347 όνομα που υποδεικνύει ότι πολύ συχνά ήταν κατασκευασμένα από μόλυβδο. 348 Έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου. 349 Το σχήμα τους ήταν ελλειψοειδές ή αμφικωνικό 350 και πολύ συχνά έφεραν χαραγμένες επιγραφές στην επιφάνειά τους, που ονομάτιζαν τον κατασκευαστή ή το σφενδονητή ή το στρατηγό ή την πόλη του σφενδονητή ή τον εχθρό τον οποίο είχε ως στόχο το βλήμα 351 ή ακόμη, αποτελούσαν υβριστικά ή υποτιμητικά μηνύματα προς τον εχθρό. 352 Η χρήση αυτών των βλημάτων, των οποίων το βάρος κυμαινόταν από 20 έως 30 γρ., 353 φαίνεται ότι γίνεται συνήθης μόνο από την κλασική περίοδο, αλλά σε όλες τις περιόδους μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βλήματα κοινές πέτρες, όπως το 137, που όμως υστερούσαν σε βεληνεκές από τα μολύβδινα βλήματα. 354 Γνωστότεροι για τη δεξιοτεχνία τους στη χρήση της σφενδόνης ήταν οι Ρόδιοι 355, αλλά μεγάλη φήμη είχαν, επίσης, αποκτήσει και οι σφενδονητές της Αχαΐας Πρόκειται για το 137. (Πίν. 32γ) 345 Δυστυχώς στη φωτογραφία δεν μπορούν να φανούν αυτά τα χαράγματα, που γίνονται αντιληπτά μόνο με πολύ προσεκτική παρατήρηση. 346 Για τη σφενδόνη και τις μολυβδίδες γενικά, βλ. Robinson, 1941, σ Snodgrass, 2003, σ. 146, 186, 199 Σταϊνχάουερ, 2001, σ , Θεωρώ δύσκολο να στηριχτεί η ερμηνεία του Κεραμόπουλλου, 1932, σ. 71, για ένα αντίστοιχο λίθινο σφαιρικό αντικείμενο, ότι δηλ. χρησιμοποιούνταν για τη στερέωση της πόρτας, ώστε να παραμένει ανοιχτή ή κλειστή. 347 Robinson, 1941, σ Snodgrass, 2003, σ Για περιοχές, όπου έχουν εντοπιστεί ανάμεσα στα ανασκαφικά ευρήματα βλήματα σφενδόνης, βλ. Robinson, 1941, σ Snodgrass, 2003, σ. 146 Σταϊνχάουερ, 2001, σ Robinson, 1941, σ Robinson, 1941, σ. 421, σημ Snodgrass, 2003, σ Ο Φίλιππος αύξησε το βάρος τους στα 80 γρ. Σταϊνχάουερ, 2001, σ Snodgrass, 2003, σ. 146 Ξενοφών, Ανάβασις ΙΙΙ, 3, Snodgrass, 2003, σ. 146, 186 Ξενοφών, Ανάβασις ΙΙΙ, 3, Σταϊνχάουερ, 2001, σ Snodgrass, 2003, σ

88 Ευρήματα δ) Οστά Μέσα από τον κλίβανο προέκυψε και μικρή ποσότητα οστών. Πρόκειται για υπολείμματα οστών ζώων, προφανώς διατροφικά κατάλοιπα των αρχαίων κατοίκων της περιοχής. Ένα τέτοιο εύρημα δεν δικαιολογείται, επίσης, μέσα σε έναν κεραμικό κλίβανο, αλλά δεδομένου ότι όλα αυτά τα οστά περιέχονταν στο ψηλότερο στρώμα της επίχωσης του κλιβάνου, που αφαιρέθηκε κατά την διερευνητική ανασκαφή του 1996, μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι εισέρρευσαν στο εσωτερικό του κλιβάνου κάποια στιγμή μετά την καταστροφή του, εξαιτίας της άροσης ή από την επενέργεια φυσικών γεωλογικών μεταβολών. 85

89 Συμπεράσματα 5. Συμπεράσματα i) Μορφολογία και τεχνική κατασκευής των αγγείων α) Πηλός Το γεγονός, ότι τα όστρακα που μελετώνται στην παρούσα εργασία προέρχονται από το εσωτερικό κεραμικού κλιβάνου, αποτελεί από μόνο του απόδειξη για την εντοπιότητα τους, αλλά και για το ότι ο πηλός που χρησιμοποιήθηκε για το πλάσιμο τους ήταν εγχώριος. 357 Δυστυχώς, δεν έχει εξακριβωθεί στην ευρύτερη περιοχή εξόρυξη πηλού κατά την αρχαιότητα. Ωστόσο, η μελέτη δειγμάτων αργιλικού υλικού, που πάρθηκαν τόσο από αδιατάρακτο στρώμα της περιοχής του κλιβάνου, όσο και από την ανατολική πλαγιά του λόφου της Κίνινας, ήταν διαφωτιστική όσον αφορά στο δείγμα από την περιοχή του κλιβάνου, αποδείχθηκε ότι διαθέτει τις φυσικές ιδιότητες του πηλού και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για το πλάσιμο αγγείων και, επομένως, να καλύψει τις ανάγκες σε πηλό του κεραμικού εργαστηρίου, όπου εντασσόταν και ο υπό εξέταση κλίβανος. Δεν ισχύει το ίδιο και για το δείγμα από την πλαγιά της Κίνινας, που δεν κρίνεται εξίσου κατάλληλο για τη λειτουργία του ως πηλός. Καθώς το πρώτο δείγμα, από την περιοχή του κλιβάνου, ταυτίζεται, όσον αφορά στη σύσταση του πηλού, σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό, με ορισμένα από τα όστρακα του εσωτερικού του, μπορεί να υποστηριχθεί, ότι μέρος, τουλάχιστον, του πηλού που χρησιμοποίησε ο αρχαίος κεραμέας προέρχεται από την περιοχή γύρω από τον κλίβανο. 358 Ο πηλός των περισσοτέρων αγγείων, που παρουσιάζονται, είναι λεπτόκοκκος. Δεν είναι σε κανένα παράδειγμα καθαρός, αλλά περιέχει προσμίξεις (ασβεστολιθικές, τρίμματα κεραμίδων και άμμο) και ξένα στοιχεία (μαρμαρυγία, μάργα, άλατα, οργανικές ουσίες 359 ), που χαρακτηρίζουν κάθε δευτερογενή πηλό. 360 Σε αντίθεση με 357 Αυτό δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα μόνο για τα λίγα μελαμβαφή και ερυθροβαφή όστρακα (1, 2, 3, 6, 8, 9, 31, 32, 118, 119, 120, ΚΑΑΝ 45 και ΚΑΑΝ 16). Μία αρκετά ασφαλή απάντηση μπορούν να δώσουν μόνο οι αναλύσεις του πηλού των συγκεκριμένων οστράκων. 358 Για το βαθμό καταλληλότητας των δειγμάτων να λειτουργήσουν ως πηλός, με πληροφόρησε από την πρώτη στιγμή ο καθηγητής του Τμήματος Γεωλογίας του Α.Π.Θ., Σ. Δημητριάδης, που ανέλαβε και την ανάλυση τους. Βλ. παρακάτω σ Μάλιστα, όπως με ενημέρωσε προφορικά, ο πηλός ορισμένων από τα όστρακα μοιάζει πολύ με την κεραμική από το Δισπηλιό, η οποία έχει προκύψει από τη διάβρωση πετρωμάτων του ορεινού όγκου του Βιτσίου και η οποία έχει τροφοδοτήσει τις λεκάνες ιζηματογένεσης στην περιοχή σε ακτίνα χλμ. 359 Πρβλ. τα 28,

90 Συμπεράσματα τα προαναφερόμενα ξένα στοιχεία που είναι φυσικά, οι προσμίξεις αποτελούν, συνήθως, ηθελημένη επιλογή του κεραμέα, ώστε να μπορέσει να ελέγξει καλύτερα τις φυσικές ιδιότητες του πηλού. 361 Συχνά, όμως, οδηγούν σε «σκασίματα» και ρωγμές των αγγείων κατά την όπτηση, όταν, συνήθως, αυτά δεν έχουν αποβάλλει ικανοποιητικά την υγρασία τους. 362 Πάντως, στα όστρακα, που εξετάζονται, οι ασβεστολιθικές προσμίξεις έχουν πολύ μεγάλο βαθμό εμφάνισης και αυτό, ίσως, οφείλεται εν μέρει και στο πλημμελές και απρόσεκτο κοσκίνισμα του πηλού πριν από το πλάσιμο των αγγείων. Χονδρόκοκκος είναι μόνο ο πηλός των μαγειρικών σκευών (123 και 124), καθώς έπρεπε να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στις υψηλές θερμοκρασίες, που επρόκειτο να υποβληθούν, αλλά και άλλων αγγείων, όπως οξυπύθμενοι αμφορείς, πίθοι και υποστατά (28, 42 και 130), που έπρεπε να είναι ανθεκτικά λόγω της συνεχούς και, συχνά, επίπονης χρήσης τους. Μία ακόμη παρατήρηση σε σχέση με τη σύσταση των οστράκων είναι ότι ο πηλός άλλοτε είναι μαλακός (7, 35, 55, 115, 121, 123, 124, 131, ΚΑΑΝ 464) και άλλοτε σκληρός, γεγονός που αποτελεί συνέπεια όχι των εγκλεισμάτων του πηλού, αλλά της χαμηλής ή υψηλής θερμοκρασίας όπτησης στην οποία υποβλήθηκαν. 363 Τέλος, χαρακτηριστική είναι η πολύ συχνή εμφάνιση ιζημάτων, αποτέλεσμα, προφανώς, της σύστασης του εδάφους και τα οποία πολλές φορές καλύπτουν μεγάλο μέρος των επιφανειών των οστράκων. 364 Το χρώμα του πηλού εμφανίζεται στα περισσότερα όστρακα ομοιογενές και μόνο σε λίγα σχετικά ο πυρήνας διαφοροποιείται χρωματικά από το υπόλοιπο όστρακο, αποτέλεσμα της κακής όπτησης. Παρατηρείται αξιοπρόσεκτη χρωματική ποικιλία. 365 Το χρώμα που επικρατεί στον πυρήνα των οστράκων είναι το ερυθρό στις διάφορες αποχρώσεις του, σε ποσοστό 32,8%. Εκτός από το καθαρά ερυθρό χρώμα (2,5YR 5/6 έως 5/8, 6/4 έως 6/8 και 10R 4/8) με ποσοστό εμφάνισης 11,7%, εμφανίζονται οι περισσότερες αποχρώσεις του ερυθρού, με επικρατέστερες την ανοιχτή ερυθρή (5YR 6/6, 7/6 έως 7/8 και 10R 6/8) και την κιτρινωπή ερυθρή (5YR 360 Άλλα συνηθισμένα ξένα στοιχεία είναι οι άσβεστοι, τα οξείδια του σιδήρου, το τιτάνιο και οι μικροοργανισμοί. Ακαμάτης, 1993, σ Για παράδειγμα η προσθήκη μη πλαστικών στοιχείων, όπως ο ασβεστόλιθος, μειώνει την πλαστικότητα του πηλού και τον αποτρέπει από την υπερβολική συρρίκνωση, τόσο κατά τη διάρκεια του στεγνώματος όσο και κατά την όπτηση. Ακαμάτης, 1993, σ Noble, 1988, σ Ακαμάτης, 1993, σ. 145, σημ Πρβλ. 11, 103, 104, 110, 111, 125, 129, ΚΑΑΝ 39, ΚΑΑΝ 46, ΚΑΑΝ 87, ΚΑΑΝ 107 και ΚΑΑΝ Το χρώμα των οστράκων χαρακτηρίζεται με βάση το χρωματολόγιο Munsell. 87

91 Συμπεράσματα 4/6 και 5/6 έως 5/8) και με ποσοστά εμφάνισης 6,2 και 7,8% αντίστοιχα. Δεύτερο χρώμα σε συχνότητα εμφάνισης έρχεται το ερυθρωπό κίτρινο (5YR 6/6 έως 6/8, 7/6 έως 7/8 και 7,5YR 7/6) με ποσοστό 32%. Με ποσοστό 11,7% αντιπροσωπεύεται το καφέ χρώμα συνολικά, καθώς είναι πολλές οι διάφορες αποχρώσεις του, που συναντούνται. Το λευκό χρώμα (2,5YR 8/1 έως 8/4, 7,5YR 8/1 και Ν8/, 10R 8/1 και 5YR 8/1) φτάνει το 7,8%, ενώ το ροδαλό (2,5YR 8/3, 5YR 7/3, 7,5YR 8/3 έως 8/4 και 7/4) αντιπροσωπεύει το 6,2% του συνόλου. Τέλος, το χαμηλότερο ποσοστό αντιπροσωπεύουν οι αποχρώσεις του γκρίζου (5,4%) το απλό γκρίζο (2,5YR 6/1 και Ν5/) και το ανοιχτό γκρίζο (5YR 7/1, 7,5YR N7/ και 10R 7/1) φτάνουν το 3,9%, ενώ το ερυθρωπό (2,5YR 7/1) και το γαλαζωπό γκρίζο (7/1) φτάνουν το 1,5% του συνόλου. 88

92 Συμπεράσματα β) Γάνωμα 366 Παρά το γεγονός, ότι τα αβαφή όστρακα αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα μέσα στο υλικό του κλιβάνου, δεν λείπουν και τα θραύσματα γανωμένων αγγείων (1, 2, 3, 6, 8, 9, 31, 32, 118, 119, 120, 128, ΚΑΑΝ 16 και ΚΑΑΝ 45). (Πίν. 34β) Το γάνωμα είναι, κυρίως, μελανού χρώματος, σε ένα μόνο είναι καστανόχρωμο (2), ενώ σε τρία έχει πορτοκαλόχρωμη απόχρωση (119, 120 και ΚΑΑΝ 45). Η ποιότητά του κυμαίνεται στα περισσότερα από μέτρια έως κακή, γεγονός που προκύπτει από τα πολλά απολεπίσματα και την έλλειψη στιλπνότητας. Η θαμπή, θολή, αλλά και ανομοιόμορφη βαφή είναι αποτέλεσμα της κακής και αμελούς όπτησης μέσα στον κλίβανο (6, 8 και 9). Καλύτερης ποιότητας γάνωμα φέρουν μόνο τα 1, 2 και 118, τα οποία ίσως να αποτελούν εισαγόμενα προϊόντα., αλλά αυτό μπορεί να αποδειχθεί μόνο μέσω αναλύσεων. Η μέθοδοι με τις οποίες καλύφθηκαν με γάνωμα οι επιφάνειες των αγγείων είναι δύο 367 η πρώτη συνίσταται στη χρήση πινέλου, με το οποίο ο κεραμέας σταδιακά κάλυπτε την επιθυμητή επιφάνεια με γάνωμα. Η μέθοδος αυτή αναγνωρίζεται στο 32, καθώς το γάνωμα είναι πολύ αραιό και η κατανομή του στην επιφάνεια του οστράκου ανομοιόμορφη. Όλα τα υπόλοιπα όστρακα έχουν γανωθεί με την τεχνική της εμβάπτισης, κατά την οποία ο κεραμέας βύθιζε ολόκληρο το, ωμό ακόμη, αγγείο σε ένα δοχείο με παχύρρευστο γάνωμα. Διακρίνονται από την έρευνα τρεις διαφορετικές μέθοδοι με τις οποίες επιτυγχανόταν η εμβάπτιση, η απλή βύθιση, η διπλή βύθιση και η μέθοδος της αλληλοεπικάλυψης, αλλά η αποσπασματικότητα των οστράκων δεν μας επιτρέπει να προχωρήσουμε σε τέτοιας φύσεως τεχνικές λεπτομέρειες Για τη σύσταση και τις ιδιότητες του αρχαίου γανώματος, βλ. Shepard, 1985, σ Για τη διαδικασία κάλυψης των αγγείων με γάνωμα, βλ. Bailey D.M., Greek and Roman Pottery Lamps, Oxford 1972, σ Noble, 1988, σ Schreiber, 1986, σ Στην πρώτη και τη δεύτερη μέθοδο ο κεραμέας κρατούσε το αγγείο από τη βάση. Το πλεονέκτημα της διπλής βύθισης έναντι της απλής ήταν ότι επέτρεπε την κάλυψη και του εσωτερικού του αγγείου με γάνωμα, καθώς ο εγκλωβισμένος αέρας από την κίνηση της πρώτης βύθισης ελευθερωνόταν κατά την πρώτη άνοδο του αγγείου. Αντίθετα, στη μέθοδο της αλληλοεπικάλυψης το αγγείο βυθιζόταν αρχικά μέχρι τα 2/3 περίπου του ύψους του και κρατημένο ξανά από τη βάση του. Στη συνέχεια, αφηνόταν να στεγνώσει και έπειτα ο κεραμέας το έπιανε από το χείλος και το βύθιζε πάλι στο γάνωμα μέχρι να καλυφθεί για λίγο και η μέχρι πρότινος γανωμένη επιφάνεια. Παραδείγματα και των τριών διαφορετικών μεθόδων εμβάπτισης έχουν εντοπιστεί και δημοσιευτεί από το J. Paul Getty Museum. Schreiber, 1986, σ. 143,

93 Συμπεράσματα γ) Διακόσμηση Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ακόμη και από μία γρήγορη ανάγνωση του καταλόγου ευρημάτων, τη συντριπτική πλειονότητα αποτελούν τα αβαφή ακόσμητα αγγεία. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στη διακόσμηση φαντάζει παράταιρο. Ωστόσο, εάν ορίσουμε την διακόσμηση ως το σύνολο εκείνων των ενεργειών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση εμφανισιακά του αγγείου από την εικόνα που θα είχε βάσει των φυσικών ιδιοτήτων του πηλού, η εντύπωση αυτή αμβλύνεται. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε -σε λίγα όμως- όστρακα ορισμένες μεθόδους διακόσμησης. Ένας τρόπος διακόσμησης, που εμφανίζεται ορισμένες φορές, είναι αυτός της στίλβωσης. Πρόκειται στην ουσία για λειάνσεις που γίνονται στην εξωτερική επιφάνεια του αγγείου με τη χρήση στιλβωτήρα, όσο το αγγείο είναι ακόμη ωμό. 369 Ως στιλβωτήρας μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένα ή περισσότερα στρογγυλεμένα βότσαλα ή οστά, 370 αλλά και ένα κομμάτι ενδύματος ή απαλού δέρματος. 371 Πιο συγκεκριμένα, αυτή η λεία και στιλπνή επιφάνεια προέκυπτε από την ευθυγράμμιση, μέσω της πίεσης του στιλβωτήρα, των κόκκων του πηλού που βρίσκονταν κοντά στην επιφάνεια, έτσι ώστε να αντανακλούν το φως. 372 Η τεχνική της στίλβωσης συναντάται στην προϊστορική κεραμική ήδη από την Νεολιθική εποχή, 373 αλλά εντοπίζεται σε διάφορες περιοχές και κατά τον 6 ο, 5 ο και 4 ο αι. π.χ. 374 Ίχνη στίλβωσης διαπιστώνονται στα 7, 38, 89, 113 και ΚΑΑΝ 4. Συνίσταται, συνήθως, σε πολλές λεπτές κάθετες, αλλά και λίγες οριζόντιες, και παράλληλες ταινίες, που έχουν δημιουργηθεί από κάθετη κίνηση του κεραμέα με φορά από κάτω προς τα επάνω και με το ταυτόχρονο κράτημα περισσοτέρων του ενός βοτσάλων ή οστών. 375 Μόνο το ΚΑΑΝ 4 δείχνει να είναι εξολοκλήρου στιλβωμένο. Στοιχείο διακόσμησης αποτελεί και η φαρδιά πλαστική ταινία του οστράκου 36, που προέρχεται από πίθο και θα περιέτρεχε ολόκληρο το αγγείο. Επιπλέον, η 369 Η στίλβωση εκτός από αισθητικό είχε και λειτουργικό σκοπό, να δημιουργήσει δηλ. μια επιφάνεια λιγότερο πορώδη και να κάνει έτσι το αγγείο αδιαπερατό. Κωτσάκης, 1983, σ Κυριάκου, 2005, σ. 271 Lacy A., Η ελληνική κεραμική της Εποχής του Χαλκού, Αθήνα 1992, (μτφρ. Ξένος Θ.), σ. 10, Shepard, 1985, σ Κωτσάκης, 1983, σ Κυριάκου, 2005, σ Όσον αφορά στην Κόρινθο, αυτή η πρακτική εμφανίζεται στις υδρίες και τις χύτρες και κυρίως στο λαιμό και τον ώμο τους και είναι κοινή από τον 6 ο ως τον 4 ο αι., αλλά εξαφανίζεται από τον 3 ο αι. π.χ. Anderson-Stojanović, 2000, σ. 624 και Edwards, 1975, σ , σημ Αντίστοιχες παρατηρήσεις γίνονται για υδρίες της Βεργίνας από την Κυριάκου, 2005, σ

94 Συμπεράσματα ταινία αυτή ίσως επιτελούσε και έναν δεύτερο, λειτουργικό αυτή τη φορά, ρόλο ίσως κάλυπτε τη ραφή, το σημείο δηλαδή ένωσης δύο μεγάλων τμημάτων του σώματος του αγγείου, καθώς είναι γνωστό ότι τόσο μεγάλα αγγεία, όπως οι πίθοι, δεν κατασκευάζονταν μονοκόμματα, αλλά ενώνονταν από πολλά μικρότερα τμήματα που πλάθονταν χωριστά. 376 Ίχνη, ωστόσο, από αυτή την ένωση δεν διακρίνονται στην ορατή εσωτερική επιφάνεια του οστράκου. Η εγχάραξη είναι η τελευταία μέθοδος διακόσμησης και συναντάται σε δύο μόλις όστρακα του παρόντος συνόλου. 377 Η εγχάραξη γινόταν και αυτή πριν από την όπτηση του αγγείου, όσο ακόμη ο πηλός βρισκόταν σε μία ημίσκληρη κατάσταση. Ως μέθοδος διακόσμησης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαχρονική, καθώς καλύπτει όλες τις χρονικές βαθμίδες της αρχαιότητας και εξακολουθεί να υφίσταται και στα σύγχρονα κεραμικά προϊόντα. Τα όστρακα που φέρουν εγχάραξη είναι το 135, όπου ανάμεσα σε δύο παράλληλες εγχάρακτες γραμμές διακρίνεται ένα Χ και το 38, στο οποίο υπάρχει μία οριζόντια εγχάρακτη γραμμή και επάνω της σε παράταξη λογχόσχημα φύλλα, διαγώνια τοποθετημένα. 376 Noble, 1988, σ Για την τεχνική της εγχάραξης, βλ. Shepard, 1985, σ

95 Συμπεράσματα δ) Όπτηση Η όπτηση των αγγείων πραγματοποιούνταν στο θάλαμο όπτησης, πάνω στη διάτρητη εσχάρα. 378 Τα αγγεία τοποθετούνταν σε σειρές, το ένα πάνω στο άλλο, με τη μεσολάβηση πήλινων δακτυλίων. 379 Πολλές φορές, όμως, λόγω της κακής διευθέτησης τους, του κακού στεγνώματος των αγγείων ή των απότομων μεταπτώσεων της θερμοκρασίας στο εσωτερικό του κλιβάνου, 380 συνέβαιναν ατυχήματα, που καθιστούσαν τα αγγεία, μετά το πέρας της όπτησης, ακατάλληλα προς πώληση. 381 Από τέτοια ελαττωματικά αγγεία προέρχονται τα 62, 73, 123, ΚΑΑΝ 13 και ΚΑΑΝ 87. Έχουν παραμορφωθεί σε κάποιο σημείο τους λιγότερο ή περισσότερο, πιθανότερα από το βάρος της υπερκείμενης στρώσης αγγείων. Μάλιστα η λοπάδα 123 έχει παραμορφωθεί τόσο, ώστε άλλαξε τελείως το σχήμα της. Θα περίμενε ίσως κανείς, να είναι περισσότερα τα ελαττωματικά προϊόντα όπτησης μέσα σε έναν ανασκαμμένο κλίβανο. Αυτό, όμως, πιθανόν εξηγείται από την αποσπασματικότητα των οστράκων και το γεγονός ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα ο κλίβανος πρέπει να καθαριζόταν. Επίσης, η επικράτηση του κόκκινου χρώματος και των διαφόρων διαβαθμίσεών του 382 υποδεικνύουν την οξειδωτική ατμόσφαιρα, στην οποία ψήθηκαν τα περισσότερα όστρακα. 383 Παρόλα αυτά, δεν λείπει και η αναγωγική όπτηση, γεγονός που αποδεικνύεται από τις μαυρισμένες επιφάνειες πολλών οστράκων αμαυρόχρωμων αγγείων (7, 10, 35, 90, 96, 121, 123, 124 και ΚΑΑΝ 464). Οι αμαυρόχρωμες εξωτερικές επιφάνειες των οστράκων αυτών αποτελούν, σαφώς, επιλογή του κεραμέα, αλλά δεν φαίνεται να υποδηλώνουν χρονολογική διαφοροποίηση, όπως φανερώνει η υδρία 96, της οποίας το προφίλ είναι όμοιο με τα υπόλοιπα, μη αμαυρόχρωμα, όστρακα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ένα κοινό στοιχείο των οστράκων αυτών είναι ο μαλακός κοκκινωπός πηλός του πυρήνα, 384 στοιχείο που υποδεικνύει, ότι αφενός τα όστρακα αυτά ψήθηκαν σε χαμηλές θερμοκρασίες και αφετέρου, ότι μέχρι ενός χρονικού σημείου η φωτιά στον κλίβανο ήταν οξειδωτική 378 Βλ. σ Ακαμάτης, 1993, σ. 157 Hasaki, 2002, σ Hasaki, 2002, σ Βλ. Shepard, 1985, σ Πρβλ. επίσης τον «ύμνο των κεραμέων». Milne, 1966, σ Βλ. σ Ακαμάτης, 1993, σ. 147, σημ Λιγότερο στα 90 και

96 Συμπεράσματα και προς το τέλος της όπτησης έγινε αναγωγική με την είσοδο στο θάλαμο όπτησης μεγάλης ποσότητας καπνού. Η χρήση δακτυλίων και άλλων ειδών στηριγμάτων κατά την όπτηση, παρόλο που είναι βεβαιωμένη για τον κλίβανο αυτό, λόγω της εύρεσης τεσσάρων τέτοιων αντικειμένων (129, 130, 131, 132), δεν καθρεφτίζεται πάνω στα προϊόντα του κλιβάνου. Αυτό συμβαίνει, γιατί είναι ελάχιστα τα γανωμένα αγγεία, που βρέθηκαν στον κλίβανο, και για τα οποία κυρίως χρησιμοποιούνταν τα στηρίγματα. Άλλωστε, η χρήση των παραπάνω στηριγμάτων μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο σε αυτά τα αγγεία, λόγω της χρωματικής διαφοροποίησης του γανώματος, που δημιουργείται στο σημείο, το οποίο ερχόταν σε επαφή με κάποιο από τα προαναφερθέντα στηρίγματα. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στη διαφορετική ένταση της θερμοκρασίας στο σημείο όπου ήταν τοποθετημένα τα στηρίγματα Ακαμάτης, 1993, σ. 158, σημ

97 Συμπεράσματα ii) Χρονολόγηση Η προσπάθεια χρονολόγησης του κλιβάνου κρίνεται ιδιαίτερα προβληματική. Όπως τονίσθηκε παραπάνω, η τυπολογική κατάταξη των κλιβάνων δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως χρονολογικό κριτήριο, καθώς συχνά, διαφορετικοί τύποι συνυπάρχουν ταυτόχρονα στις ίδιες περιοχές. 386 Επομένως, ελλείψει άλλων ευρημάτων, είμαστε υποχρεωμένοι να στραφούμε προς την κεραμική. 387 Αλλά και εδώ, τα σχετικά με τη χρονολόγηση συμπεράσματα δεν μπορεί να είναι εντυπωσιακά, κυρίως, επειδή πρόκειται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για χρηστικά καθημερινά αγγεία, τα οποία σχετίζονται και ικανοποιούν πάγιες και σταθερές ανάγκες του ανθρώπου και γι αυτό το λόγο το σχήμα τους μεταλλάσσεται με πολύ αργούς ρυθμούς, αλλά και, επειδή διατηρούνται πολύ αποσπασματικά. Ωστόσο, τα συμπεράσματα αυτά, μας επιτρέπουν να ορίσουμε ένα αρκετά ευρύ, είναι αλήθεια, χρονολογικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εντάσσεται ο κλίβανος. Έτσι, το ανώτατο χρονολογικό όριο λειτουργίας του κλιβάνου κερδίζεται από τις υδρίες (κυρίως την 89) και τον σκύφο 4, και τοποθετείται στα τέλη του 5 ου αι. π.χ. Από τα υπόλοιπα ευρήματα, την υστερότερη χρονολόγηση διαθέτουν ορισμένες λεκάνες (54, 57 και 59) και ο βαθύς σκύφος 6, που χρονολογούνται στα τέλη του 3 ου αι. π.χ. Όσα ευρήματα 388 απομένουν, εντάσσονται μέσα στο ευρύ αυτό πλαίσιο των δύο αιώνων. Προκύπτει, όμως, σε αυτό το σημείο το ερώτημα, εάν θα μπορούσε ένας κεραμικός κλίβανος να χρησιμοποιείται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρνητική, καθώς ένας κλίβανος δύσκολα μπορούσε να μείνει σε λειτουργία για διάστημα πάνω από δύο ή το ανώτερο τρεις γενιές, λόγω της συνεχόμενης έκθεσής του σε ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες. 389 Άλλωστε, θα ήταν προτιμότερο για κάθε κεραμέα, να προβεί στην κατασκευή ενός νέου κλιβάνου, 390 παρά να ριψοκινδυνέψει την κατάρρευση ενός παλιού με την ταυτόχρονη καταστροφή των προϊόντων προς όπτηση. Το χρονικό εύρος λειτουργίας 386 Βλ. σ. 35-6, σημ Υπάρχουν βέβαια, εκτός από την κεραμική, οι αγνύθες, τα στηρίγματα για την όπτηση και το λίθινο βλήμα σφενδόνης, που, επίσης, όμως δεν προσφέρουν καμία βοήθεια, καθώς η μορφή τους παρουσιάζει ελάχιστες έως μηδενικές διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια των αιώνων. 388 Όσα ασφαλώς κατέστη δυνατόν να χρονολογηθούν με σχετική ασφάλεια. 389 Τα σχετικά στοιχεία, που προκύπτουν μόνο μέσω της εθνοαρχαιολογικής έρευνας, μας δείχνουν, ότι η διάρκεια ζωής ενός κλιβάνου μπορούσε να κυμαίνεται από 20 έως 85 χρόνια. Hasaki, 2002, σ. 74-5, 299, σημ Υπενθυμίζεται ότι η κατασκευή ενός κλιβάνου γινόταν από υλικά, όπως πηλό και κεραμίδια, τα οποία διέθετε σε πλεόνασμα γύρω του ο κεραμέας και το μόνο που απαιτούνταν ήταν η τέχνη και η εμπειρία του. 94

98 Συμπεράσματα του κλιβάνου μειώνεται εάν ληφθεί υπόψη, ότι σχεδόν όλα τα όστρακα, που χρονολογούνται στον 3 ο αι. π.χ., προέρχονται από το ανώτερο στρώμα της επίχωσης, το οποίο, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, δείχνει να έχει εισρεύσει στο εσωτερικό του κλιβάνου μετά την καταστροφή του. Εάν ισχύει αυτή η υπόθεση, τότε το κατώτερο όριο χρήσης του κλιβάνου τοποθετείται μέσα στον 3 ο αι. π.χ. 391 Ιδιαίτερης μνείας αξίζει το θραύσμα κανθάρου 2, που χρονολογείται με αρκετή ασφάλεια στο 3 ο τέταρτο του 4 ου αι. π.χ. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι το όστρακο αυτό βρέθηκε με προσκολλημένες πάνω του μάζες πηλού, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν χτισμένο μέσα στον κλίβανο και γι αυτό μπορεί να μας δώσει το terminus post quem για τη χρονολογία του κλιβάνου. Καθώς, όμως, έχει ήδη εξακριβωθεί, από ευρήματα χαμηλότερων επιχώσεων του κλιβάνου, ότι ο κλίβανος βρισκόταν ήδη σε λειτουργία από τα τέλη του 5 ου αι. π.χ., το 2 μπορεί να αντιπροσωπεύει κάποια επισκευή, που συντελέστηκε στον κλίβανο, έπειτα από μακροχρόνια χρήση του. 391 Βλ. 3, 14, 15, 59, 60 και

99 Συμπεράσματα iii) Γενικά συμπεράσματα Μετά την παρουσίαση του κλιβάνου, αλλά και τη μελέτη των ευρημάτων του εσωτερικού του, είναι δυνατόν να εξαχθούν ορισμένα γενικά συμπεράσματα. Ο κλίβανος Πενταβρύσου, λοιπόν, εντάσσεται στα πλαίσια ενός κεραμικού εργαστηρίου, 392 το οποίο δραστηριοποιείται πιθανόν από τα τέλη του 5 ου μέχρι και κάποιο χρονικό σημείο του 3 ου αι. π.χ. 393 Το εργαστήριο αυτό ανήκε, προφανώς, σε κάποιο άγνωστο οικισμό, του οποίου η θέση ίσως να βρίσκεται στον λόφο Κίνινα, περί τα 300μ. ΝΔ. 394 Το νεκροταφείο που ανασκάπτεται σε κοντινότερο χαμηλό λόφο, 395 στα ΝΔ του κλιβάνου, και το οποίο καλύπτει ολόκληρη την περίοδο από τα αρχαϊκά μέχρι τα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια, πρέπει επίσης να ανήκει στον ίδιο οικισμό. Είναι, επομένως, λογικό να υποτεθεί ότι το εν λόγω κεραμικό εργαστήριο βρισκόταν στις παρυφές αυτού του οικισμού, σε μία περιοχή που διέθετε άλλωστε το ιδιαίτερα απαραίτητο για τη λειτουργία του εργαστηρίου υγρό στοιχείο, όπως υποδηλώνουν μία ποτιστική κρήνη σε απόσταση μικρότερη των 15μ. από τον κλίβανο και μία δεύτερη, σε επαφή με τον προϊστορικό οικισμό της Αυγής. Σε κάποιο χρονικό σημείο και από άγνωστη αιτία, ο κλίβανος καταστρέφεται ή εγκαταλείπεται. Τα υπολείμματα του κλιβάνου δεν δείχνουν να έχει καταστραφεί με βίαιο τρόπο, καθώς δεν υπάρχουν έντονα ίχνη φωτιάς. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί, ούτε όμως και να επιβεβαιωθεί το ενδεχόμενο σεισμού. 396 Η επισκόπηση των σχημάτων που ανευρέθηκαν, καθώς και οι αναλογίες με τις οποίες εμφανίζονται, είναι σημαντικά για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την παραγωγή του κλιβάνου και κατ επέκταση του εργαστηρίου. (Πίν. 34α) 392 Το ότι ο κλίβανος ανήκε σε κάποιο κεραμικό εργαστήριο και δεν ήταν αυτόνομος, προκύπτει λογικά, αφού θα ήταν παράλογο οι χώροι παρασκευής των αγγείων να βρίσκονται μακριά και στη συνέχεια να μεταφέρονται αυτά μέχρι τον κλίβανο, με τον κίνδυνο να πέσουν και να αχρηστευθούν. Επιπλέον, όμως, ένδειξη αποτελεί και η πλούσια επιφανειακή κεραμική στον σύγχρονο αγρό. Για τα κεραμικά εργαστήρια γενικά, βλ. Hasaki, 2002, σ Για παραδείγματα ανεσκαμμένων κεραμικών εργαστηρίων, στα οποία οι κεραμικοί κλίβανοι είναι πάντοτε ενταγμένοι σ ένα ευρύτερο σύστημα βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, βλ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993 Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1992 Περιστέρη-Blondé-Perreault-Brunet, 1985, σ Εάν δεχθούμε, ότι τα όστρακα του ανώτερου στρώματος της επίχωσης δεν ανήκουν στον κλίβανο, αλλά παρόλα αυτά ανήκουν στο ίδιο εργαστήριο που συνεχίζει να ζει και να παράγει, τότε τα παραπάνω χρονολογικά όρια διευρύνονται κατά έναν αιώνα περίπου. 394 Στο λόφο της Κίνινας έχουν πραγματοποιηθεί σύντομες ανασκαφικές έρευνες τη θερινή και φθινοπωρινή περίοδο του 2004, όπου συμμετείχε και ο γράφων και κατά τις οποίες αποκαλύφθηκαν οικιστικά κατάλοιπα, κυρίως λάκκοι-αποθέτες και κάποια σπαράγματα τοίχων της ελληνιστικής εποχής. 395 Βλ. σ. 24, σημ Μόνο εάν βρισκόταν ο κλίβανος μαζί με το φορτίο του, θα μπορούσε να γίνει λόγος με σχετική ασφάλεια για σεισμό. 96

100 Συμπεράσματα Προκύπτει, λοιπόν, ότι τα αγγεία που παρασκεύαζε ο κλίβανος ήταν, κυρίως, καθημερινά, χρηστικά και, συνήθως, αγάνωτα και ακόσμητα. Κάλυπτε, μάλιστα, ένα μεγάλο φάσμα σχημάτων, αφού έχουν αναγνωριστεί 17 διαφορετικά σχήματα μέσα στο κεραμικό του υλικό. Ήταν, έτσι, σε θέση να δεχθεί και να ψήσει αγγεία κάθε μεγέθους, από σκυφίδια και κανθάρους έως αμφορείς και μικρούς πίθους. 397 Σε αυτό άλλωστε συνηγορεί και το διόλου ευκαταφρόνητο μέγεθος του. 398 Ειδικότερα, όμως, η επίμονη επανάληψη δύο σχημάτων, των υδριών και των λεκανών, και, μάλιστα, με μεγάλη ποσοστιαία διαφορά από τα υπόλοιπα σχήματα, ίσως, υποδηλώνει κάποια εξειδίκευση του κλιβάνου και του εργαστηρίου στα σχήματα αυτά. 399 Από τα δύο παραπάνω σχήματα, οι υδρίες, που αποτελούν και την πολυπληθέστερη ομάδα ευρημάτων, χρονολογούνται παλιότερα από τις λεκάνες, από το τελευταίο τέταρτο του 5 ου αι. μέχρι και πριν τα μέσα του 4 ου αι. π.χ. Η διαφαινόμενη εξειδίκευση του εργαστηρίου στο σχήμα αυτό, υποδηλώνει πιθανόν κάποιες συνήθειες ή ανάγκες των κατοίκων της περιοχής. Ίσως, λοιπόν, η απουσία πηγαδιών ή κρηνών εντός ή σε άμεση γειτνίαση με τον οικισμό, να υποχρέωναν τους κατοίκους να μεταφέρουν το απαραίτητο νερό από τις πηγές, που βρίσκονταν σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτόν. Στην περίπτωση αυτή η χρησιμότητα των υδριών, αλλά και η ανάγκη για εξασφάλιση μεγάλου αριθμού αγγείων αυτού του σχήματος καθίσταται αυτονόητη. Από τα τέλη του 4 ου αι. έως τα τέλη του 3 ου αι. π.χ. φαίνεται πως οι λεκάνες ξεπερνούν τις υδρίες στην παραγωγή του εργαστηρίου. Ο λόγος για την αλλαγή αυτή δεν μπορεί, με τα παρόντα δεδομένα, να γίνει κατανοητός, ούτε μπορεί να γίνει κάποια σκέψη, που να συνδέει τις λεκάνες με την κάλυψη κάποιας ιδιαίτερης ανάγκης των κατοίκων της περιοχής, πέρα από τις πάγιες και γνωστές. 400 Μία μόνο υπόθεση, που, αν και αυθαίρετη, μπορεί να γίνει, είναι ότι οι ανάγκες σε παραγωγή υδριών καλύφθηκαν αυτή την περίοδο από άλλο, μη ανασκαμμένο, κεραμικό εργαστήριο, με αποτέλεσμα το παρόν εργαστήριο να προσανατολιστεί στην παραγωγή άλλων σχημάτων, κυρίως λεκανών. Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, ότι δεν εντοπίστηκε μέσα στον κλίβανο ούτε ένα θραύσμα ειδωλίου, γεγονός, που, εάν συνδυαστεί με την παντελή έλλειψη των 397 Ασφαλώς, στην περίπτωση όπτησης αμφορέων ή, ιδιαίτερα, πίθων, ο αριθμός των αγγείων που στοιβάζονταν μέσα στο θάλαμο όπτησης μειωνόταν δραματικά. 398 Βλ. σ Είναι, βέβαια, πιθανόν αυτή η εντύπωση να είναι πλασματική και να μας παραπλανεί το δείγμα, που έχουμε στη διάθεση μας και το οποίο πιθανόν να μην είναι τόσο αντιπροσωπευτικό. 400 Βλ. σ

101 Συμπεράσματα ευρημάτων κοροπλαστικής, τόσο από το νεκροταφείο 401 όσο και από τον λόφο της Κίνινας, οδηγεί σε ορισμένες σκέψεις. Φαίνεται, λοιπόν, πως η θρησκευτική ιδεολογία των αρχαίων κατοίκων της περιοχής δεν απαιτούσε ειδώλια ως ταφικά κτερίσματα ή, ίσως, και ως λατρευτικά αναθήματα και αυτός μπορεί να είναι ο λόγος, που τα ευρήματα αυτά λείπουν τελείως από το εσωτερικό ενός κλιβάνου, που κάλυπτε μέρος των αναγκών του ντόπιου πληθυσμού σε πήλινα αντικείμενα. Παράλληλα με το πρόβλημα του μεγάλου χρονικού διαστήματος χρήσης του κλιβάνου, που προκύπτει από τη χρονολόγηση των ευρημάτων, 402 εντύπωση προκαλεί η πολύ μικρή εμφάνιση καταλοίπων καύσιμης ύλης από τη χρήση του κλιβάνου, τόσο μέσα στον θάλαμο θέρμανσης, αλλά και στο στόμιο πυροδότησής του. Μία πιθανή εξήγηση, που δόθηκε και προηγουμένως, 403 είναι ότι οι εργάτες ή οι δούλοι του εργαστηρίου καθάριζαν το εσωτερικό του κλιβάνου, έπειτα από μία ή περισσότερες οπτήσεις. 404 Η ερμηνεία αυτή δεν εξηγεί, βέβαια, πως παρέμειναν τόσα πολλά όστρακα μέσα στον κλίβανο. Η σχεδόν προφανής και άμεση απάντηση, ότι τα όστρακα αυτά αποτελούν τα υπολείμματα της τελευταίας ή των τελευταίων οπτήσεων, πριν από την εγκατάλειψη του κλιβάνου, απορρίπτεται από τον πολύ μικρό βαθμό συγκόλλησης των οστράκων αυτών. Πρόκειται για προβλήματα που δύσκολα μπορούν να απαντηθούν, με τα παρόντα δεδομένα. Ωστόσο, μία υπόθεση που μπορεί να γίνει και μου φαίνεται αρκετά αληθοφανής, είναι ότι ο κλίβανος λειτούργησε μέχρι κάποιο χρονικό σημείο (τέλη 4 ου -αρχές 3 ου αι. π.χ.) με μία ενδιάμεση φάση επισκευής, που αντικατοπτρίζεται στο 2, και κατά τη διάρκεια του 3 ου αι. π.χ. μπαζώθηκε και λειτούργησε ως αποθέτης, όπου ρίπτονταν πολλά από τα απορρίματα και τα αποτυχημένα προϊόντα του εργαστηρίου. 405 Η λειτουργία του κλιβάνου ως αποθέτη του κεραμικού εργαστηρίου ενισχύεται από την εύρεση μέσα σε αυτόν στηριγμάτων όπτησης (129, 130, 131, και 132), καθώς και ελαττωματικών ή παραμορφωμένων τμημάτων αγγείων (62, 123, ΚΑΑΝ 13 και ΚΑΑΝ 87). Επιπλέον, τα ευρήματα του ανώτερου στρώματος της επίχωσης, που φαίνεται να έχουν εισρεύσει από την περιοχή γύρω από τον κλίβανο και τα οποία παρουσιάζουν 401 Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραλειφθεί το γεγονός ότι οι περισσότεροι τάφοι, που έχουν ανασκαφεί, ήταν, όπως με πληροφόρησε προφορικά ο Χ. Τσούγγαρης, συλημένοι. 402 Βλ. σ Βλ. σ. 40, σημ Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και σε άλλους κλιβάνους και γίνεται η υπόθεση ότι οφείλεται στις ιδιότητες των καυσίμων του κλιβάνου, που άφηναν πολύ λίγα υπολείμματα, καθώς και στο γεγονός ότι η στάχτη συγκεντρωνόταν για να χρησιμοποιηθεί ως καθαριστικό ή ως συστατικό κάποιου ιατρικού σκευάσματος. Hasaki, 2002, σ Πρβλ. το παράδειγμα ενός κλιβάνου από τις Φερές. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1994, σ

102 Συμπεράσματα χρονολογική ομοιογένεια, καθώς τοποθετούνται τα περισσότερα στον 3 ο αι. π.χ., 406 μπορούν να θεωρηθούν ως τμήμα του δαπέδου εργασίας, που θα περιέβαλε τον κλίβανο και θα ισοπεδώθηκε κατά τις εργασίες μετασκευής του σε αποθέτη. Από προγενέστερες φάσεις διαδοχικών επιχώσεων του χώρου γύρω από τον κλίβανο πρέπει να προέρχονται και τα παλιότερα όστρακα (του τέλους του 5 ου και του 4 ου αι. π.χ.) του παρόντος υλικού, τα οποία, επίσης, εισέρρευσαν στο εσωτερικό του κλιβάνου, κατά τη διαδικασία ισοπέδωσης και καθαρισμού του περιβάλλοντος χώρου. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω όστρακα παρουσιάζουν μία χαρακτηριστική ομοιογένεια ως προς τη σύσταση του πηλού, όπως προκύπτει από τη μακροσκοπική παρατήρησή τους. Από το ίδιο, τέλος, σημείο πιθανόν να προέρχονται και ορισμένα τμήματα αγγείων, τα οποία δείχνουν ξένα προς το υπόλοιπο υλικό, όπως, για παράδειγμα, τα ελάχιστα μελαμβαφή όστρακα. 407 Η παραπάνω ερμηνεία, της μετατροπής δηλαδή του κλιβάνου σε αποθέτη, εξηγεί ικανοποιητικά και τα ίχνη φωτιάς πάνω στην ανώτερη στρώση πλίνθων της βόρειας παραστάδας του στομίου πυροδότησης, καθώς όταν χρησιμοποιήθηκε η επίπεδη επιφάνεια τους για να υποδεχθεί τη φωτιά, ο θάλαμος θέρμανσης πρέπει να είχε ήδη αναιρεθεί. 406 Βλ. σ Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για το 2, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, αποτέλεσε μάλλον τμήμα επισκευής του κλιβάνου. 99

103 Κατάλογος ευρημάτων 6. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ Ο κατάλογος αυτός παρουσιάζει τα ευρήματα, που προέκυψαν από την ανασκαφική έρευνα του εσωτερικού του κλιβάνου. Πρόκειται για όστρακα αβαφών, κατά κύριο λόγο, αγγείων και ελάχιστων μελαμβαφών και ερυθροβαφών. Ωστόσο, δεν λείπουν και άλλου είδους ευρήματα, όπως στηρίγματα αγγείων για την όπτηση, αγνύθες και ένα λίθινο αντικείμενο. Όσον αφορά στο παραπάνω σύνολο οστράκων, προηγήθηκε διαλογή και καταγραφή εκείνων που θεωρήθηκαν χαρακτηριστικά (κυρίως τμήματα χειλών, λαβών και βάσεων), καθώς αυτά αποτελούν συνήθως το καθοριστικό κριτήριο για την απόδοση σε κάποιο σχήμα, αλλά και την εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων σε σχέση με αυτό, όπως λ.χ. τη χρονολόγησή του. Έτσι, αυτό ήταν και το υλικό από το ευρύτερο σύνολο ευρημάτων, που επιλέχθηκε να μελετηθεί και να παρουσιαστεί στον παρακάτω κατάλογο. Επομένως, εάν μέσα στο κείμενο αναφέρονται κάποια ευρήματα με τον αριθμό καταγραφής, αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουν λάβει αριθμό καταλόγου, κυρίως επειδή δεν μπορούσε να διευκρινιστεί το είδος του αγγείου από το οποίο προέρχονταν. Η διάρθρωση του καταλόγου είναι η εξής υπάρχουν, καταρχήν, δύο ενότητες, μία για τα διάφορα σχήματα αγγείων, που αναγνωρίζονται μέσα στο υλικό του κλιβάνου και μία άλλη, όπου εντάσσονται όλα τα υπόλοιπα ευρήματα. Η ενότητα για τα σχήματα των αγγείων χωρίζεται σε μικρότερες υποενότητες, καθεμία από τις οποίες τιτλοφορείται με το όνομα του σχήματος, στο οποίο αναφέρεται. Όλα τα ευρήματα έχουν έναν αύξοντα αριθμό, τον αριθμό καταλόγου, που παραμένει ενιαίος για ολόκληρο τον κατάλογο και δεν μηδενίζεται στο τέλος κάθε ενότητας ή υποενότητας. Παράλληλα, δίπλα σε αυτόν σημειώνεται και ο αριθμός καταγραφής του κάθε ευρήματος, ο οποίος έχει την μορφή ΚΑΑΝ 1, 2, 3 κ.ο.κ., όπου η σύντμηση σημαίνει Καστοριά-Ανασκαφές. Επιπλέον, δίνονται κι άλλα συμπληρωματικά στοιχεία, όπως οι διαστάσεις και η ημερομηνία εύρεσης κάθε αντικειμένου, καθώς και μία σύντομη περιγραφή του ευρήματος, που περιλαμβάνει και το χρώμα πηλού κάθε οστράκου, με βάση το χρωματολόγιο Munsell. Κάθε καταγραφή κλείνει με την βιβλιογραφία (όπου αυτό είναι εφικτό), η οποία άλλες φορές έχει σκοπό να βοηθήσει στη χρονολόγηση του οστράκου παραπέμποντας σε όμοια ή σχεδόν όμοια αγγεία, άλλες φορές όμως έχει μόνο ενδεικτικό χαρακτήρα, καθώς τα αγγεία στα οποία παραπέμπει δεν ταυτίζονται με το προς εξέταση όστρακο, αλλά απλώς ανήκουν στην 100

104 Κατάλογος ευρημάτων ίδια κατηγορία ή τύπο με αυτό και εμφανίζουν κάποιες ομοιότητες. Στις περιπτώσεις αυτές συνήθως υπάρχει η ένδειξη πρβλ. 101

105 Κατάλογος ευρημάτων i) Αγγεία Αγγεία πόσης 1) Κάνθαροι 1. ΚΑΑΝ 420 (Πίν. 16δ-ε) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,025μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,031μ., πάχος 0,003μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα σώματος μελαμβαφούς κανθάρου. Η κατάσταση διατήρησης του οστράκου είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και ελάχιστα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με λίγη μαρμαρυγία. Το χρώμα του πηλού είναι ανοιχτό ερυθρό (2,5YR, 6/6). Υπάρχει μελανό στιλπνό γάνωμα εσωτερικά και εξωτερικά. Το όστρακο προέρχεται από το σημείο μετάβασης του ώμου προς το λαιμό. Ο ώμος λοιπόν είναι κυρτός και ακολουθεί στη συνέχεια ο ελαφρά κοίλος λαιμός. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 286, αρ. 709, Pl. 29 ( π.χ.) / Rotroff, 1997, σ. 242, αρ. 1, Fig. 4, Pl. 1 (περ. 325 π.χ.) 2. ΚΑΑΝ 398 (Πίν. 16β-γ, Σχ. 2α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,034μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,051μ., πάχος 0,003-0,01μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα λαιμού και χείλους μελαμβαφούς κανθάρου. Η κατάσταση διατήρησής του είναι καλή με λίγες μόνο αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Στο μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειάς του υπάρχει κολλημένη μάζα πηλού. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με ελάχιστη μαρμαρυγία. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR 7/8). Εσωτερικά και εξωτερικά υπάρχει στιλπνό γάνωμα καστανού χρώματος, που έχει απολεπιστεί σε πολύ λίγα σημεία μόνο. Το όστρακο αυτό προέρχεται από το λαιμό και το χείλος του αγγείου. Ο λαιμός είναι κοντός, με έντονα κοίλο προφίλ και απολήγει σε ένα χείλος που στρέφεται ελαφρά προς τα έξω. Στην εξωτερική όψη του αγγείου κάτω από το χείλος διαμορφώνεται πλαστικός δακτύλιος. Διακρίνεται επίσης το σημείο, όπου κολλούσε πάνω στον δακτύλιο η λαβή. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 286, αρ. 700, Fig. 7, Pl. 29 ( π.χ.) 3. ΚΑΑΝ 15 (Πίν. 16α, Σχ. 2β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,028μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,030μ., μεγ. σωζ. μήκος 0,038μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαβής μελαμβαφούς κανθάρου. Υπάρχουν λίγες αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με λίγη μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι απαλό ερυθρό (10R 7/3).Υπάρχει γάνωμα μαύρου χρώματος, που έχει απολεπιστεί σε αρκετά σημεία και στην εσωτερική όψη του κάθετου στελέχους έχει πάρει μια καστανή απόχρωση. Στο σωζόμενο τμήμα έχουμε το ανώτερο τμήμα της κάθετης ταινιωτής λαβής που ενώνεται με το λοβό. Ο λοβός προεκτείνεται εξωτερικά (περ. 1,5εκ.) και εσωτερικά, για ίση απόσταση, μέχρι να συναντήσει το χείλος του αγγείου, τμήμα του οποίου διατηρείται. Βιβλιογραφία: Καλτσάς, 1998, σ. 46-7, αρ. 751, Πίν. 33ε (τέλη 4 ου -αρχές 3 ου αι. π.χ.) / Thompson, 1934, σ. 319, αρ. Α29 / Rotroff, 1997, σ , αρ. 14, 15 κ 21, Fig. 4, 5, Pl. 2 (περ π.χ.) 2) Σκύφοι 4. ΚΑΑΝ 450 (Πίν. 17β-γ, Σχ. 2δ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,041μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,055μ., πάχος 0,003-0,005μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,13μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκύφου (τύπου bolsal). Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν αρκετές αποκρούσεις, επικαθίσεις πηλού και αρκετά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή αλλά λίγο ανομοιόμορφη, καθώς ο πηλός δεν έχει την ίδια απόχρωση παντού. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με αρκετή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Το τμήμα προέρχεται από το σώμα και το χείλος, ενώ 102

106 Κατάλογος ευρημάτων διατηρείται και η γένεση της λαβής. Το σώμα ανεβαίνει αρχικά διαγώνια, με κυρτό προφίλ, στη συνέχεια κυρτώνεται έντονα και απολήγει σε ένα κάθετο χείλος. Αμέσως κάτω από το χείλος διατηρείται η γένεση μίας μικρής οριζόντιας λαβής με κυκλική διατομή. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 273, αρ. 539, 541, Fig. 6 (420 π.χ.) / Leon- Μητσοπούλου B., Keramik der klassischen und nachklassischen aus der Stadt Elis, Γ ΕλλΚερ. (1991), σ. 163, Taf. 92, 100, αρ. 11 / Robinson, 1950, σ. 331, αρ. 665, Pl. 209 (πρώιμος 4 ος αι. π.χ.) 5. ΚΑΑΝ 458 (Πίν. 17α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,011μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,044μ., πάχος 0,007-0,009μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα λαβής αβαφούς σκύφου. Λείπουν μόνο τα δύο άκρα της. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν αρκετές αποκρούσεις, ιζήματα, αλλά και απολεπίσεις. Είναι συγκολλημένο από δύο όστρακα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι λευκό (5YR, 8/1) Πρόκειται για μία οριζόντια ταινιωτή λαβή, της οποίας σώζεται το μεγαλύτερο μέρος. Έχει έντονα κυρτό προφίλ και ωοειδή διατομή. Βιβλιογραφία: Πρβλ. Robinson, 1950, σ , αρ , Pl KAAN 1 (Πίν. 17δ-ε, Σχ. 2ε) Διαστάσεις: διάμ. βάσης 0,083μ., μεγ. σωζ. ύψος 0,029μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Βάση μελαμβαφούς βαθέος σκύφου. Η βάση σώζει ολόκληρη τη διάμετρό της, αλλά η κατάσταση διατήρησής της είναι κακή, καθώς σε πολλά σημεία φέρει μεγάλα σπασίματα και απολεπίσεις. Η όπτηση του αγγείου είναι καλή. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις και το χρώμα του είναι πολύ απαλό καστανό (10YR, 8/3). Υπάρχει γάνωμα εσωτερικά και εξωτερικά, που είναι όμως κακής ποιότητας, αφού έχει απολεπιστεί σε πολλά σημεία. Το χρώμα του γανώματος κυμαίνεται από καστανό έως μαύρο (στο εσωτερικό). Η βάση είναι δακτυλιόσχημη, ψηλή και έχει σχήμα κωνικό. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ. 348, αρ. 1092, Fig. 66, Pl. 79 (περ π.χ.) 7. ΚΑΑΝ 400 (Πίν. 17στ, 18α, Σχ. 2στ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,027μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,067μ., πάχος 0,006μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους πιθανόν αμαυρόχρωμου βαθέος σκύφου. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με ελάχιστες μόνο αποκρούσεις. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία, λίγα ιζήματα και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι καστανό (7,5YR, 5/4). Επίσης, σε αρκετά σημεία διακρίνονται ίχνη στίλβωσης από κάθετες και οριζόντιες γραμμές. Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του αγγείου. Το σωζόμενο τμήμα του σώματος έχει σχεδόν ευθύ προφίλ και απολήγει σε ένα έντονα εισέχον χείλος. 8. ΚΑΑΝ 63 (Πίν. 18β, Σχ. 3α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,02μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,036μ., πάχος 0,004-0,005μ., μήκ. λαβής 0,032μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,11 Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος, λαβής και χείλους μελαμβαφούς μόνωτου σκύφου. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με ελάχιστη μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Το αγγείο καλύπτεται εσωτερικά και εξωτερικά από γάνωμα μαύρου χρώματος και καλής ποιότητας, που έχει απολεπιστεί σε λίγα σχετικά σημεία. Σώζεται το ανώτερο τμήμα του σώματος, με κυρτό προφίλ, που απολήγει σε ένα χείλος, το οποίο στρέφεται έντονα προς το εσωτερικό. Η λαβή σώζεται κατά το 1/3 του συνολικού μεγέθούς της. Βρίσκεται στο ύψος του χείλους και είναι οριζόντια, με κυκλική διατομή. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ. 329, αρ. 863, Fig. 58, Pl. 71 ( π.χ.) 103

107 Κατάλογος ευρημάτων 9. ΚΑΑΝ 73 (Πίν. 16στ, Σχ. 2γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,026μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,056μ., πάχος χείλους 0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,128μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους μελαμβαφούς σκύφου. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις, ιζήματα και ίχνη καύσης σε αρκετά σημεία. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με λίγη μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ροδαλό (5YR, 7/3). Το γάνωμα δεν έχει παντού την ίδια απόχρωση, καθώς σε άλλα σημεία είναι καστανό και σε άλλα μελανό. Δεν είναι καλής ποιότητας και έχει απολεπιστεί σε πολλά σημεία. Το σώμα είναι κάθετο και καταλήγει σε ένα επίσης κάθετο χείλος. Στο μέσο περίπου του σώματος υπάρχει λεπτή ανάγλυφη γραμμή, που έζωνε περιμετρικά το αγγείο. Οικιακά σκεύη 3) Οινοχόες 10. ΚΑΑΝ 43 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,042μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,041μ., πάχος 0,004-0,006μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα σώματος αβαφούς αμαυρόσχωμης οινοχόης. Εκτός από λίγες αποκρούσεις και ιζήματα, η κατάσταση διατήρησης είναι καλή. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρωπό γκρι (2,5YR, 7/1). Το όστρακο αυτό προέρχεται από τον ώμο του αγγείου και έχει σχήμα ελαφρά κυρτό. Η εξωτερική επιφάνεια φέρει ίχνη στιλβωσης. 11. ΚΑΑΝ 17 (Πίν. 18γ, Σχ. 3β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,077μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,071μ., πάχος 0,006μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς οινοχόης. Υπάρχουν λίγες αποκρούσεις, αλλά πολλά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με ίχνη μαρμαρυγίας, ασβεστολιθικές προσμίξεις και το χρώμα του είναι κιτρινωπό ερυθρό (5YR, 5/8). Το όστρακο προέρχεται από το λαιμό και το χείλος. Πρόκειται για έναν μακρύ και κάθετο λαιμό, ο οποίος απολήγει σε ένα οριζόντιο χείλος με προφίλ σπείρας. Βιβλιογραφία: Αλλαμανή-Τζαναβάρη, 1991, σ. 102, αρ. Π4185, Π4454, Πίν. 49β (τελευταίο τέταρτο 3 ου αι. π.χ.) 12. ΚΑΑΝ 44 (Πίν. 19γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,030μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,031μ., πάχος 0,006-0,012, εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,14μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους οινοχόης. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, με αρκετές αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με ίχνη μαρμαρυγίας και πολλές, αλλά μικρές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ανοιχτό ερυθρό (10R, 6/8). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του λαιμού και το χείλος. Το τμήμα του λαιμού διαγράφει μία ελαφρά κοίλη πορεία και ενώνεται με το χείλος, που έχει αμφικωνικό προφίλ. 13. ΚΑΑΝ 104α-γ (Πίν. 19δ) Διαστάσεις: α) μεγ. σωζ. ύψος 0,038μ., μεγ. σωζ. μήκος 0,068μ., μέσο πάχος 0,009μ. β) μεγ. σωζ. ύψος 0,108μ., μεγ. σωζ. μήκος 0,118μ., μέσο πάχος 0,008μ. γ) μεγ. σωζ. ύψος 0,078μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,092μ., μέσο πάχος 0,006μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τρία τμήματα οινοχόης, που δεν συγκολλούνται αλλά πιθανότατα συνανήκουν. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. α) Στο όστρακο αυτό σώζεται το ανώτερο τμήμα του λαιμού, ο οποίος είναι κάθετος και έπειτα γίνεται κοίλος για να επιτευχθεί ομαλά η μετάβαση στο χείλος, που έχει προφίλ αμφικωνικό. β) Το όστρακο αυτό προέρχεται από το σώμα του αγγείου και μάλλον χαμηλότερα από τη μέγιστη διάμετρο. Το προφίλ του είναι έντονα κυρτό. γ) Ανήκει μάλλον στον ώμο του αγγείου και έχει προφίλ ελαφρά κυρτό. Ο πηλός είναι και στα τρία τμήματα λεπτόκοκκος με μαρμαρυγία και ιζήματα, 104

108 Κατάλογος ευρημάτων καθώς και ορισμένες ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). 14. ΚΑΑΝ 401 (Πίν. 19α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,02μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,058μ., πάχος 0,003-0,004μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,12μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς οινοχόης. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με ελάχιστες μόνο αποκρούσεις, αλλά πολλά ιζήματα. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ανοιχτό ερυθρό (10R, 6/8). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του αγγείου. Σώζεται μόλις το ανώτερο τμήμα του λαιμού, που είναι ελαφρά κοίλο και καταλήγει σε ένα εξέχον χείλος, που στην άνω επιφάνεια του σχηματίζει μία αρκετά φαρδιά (0,008μ.) επίπεδη πατούρα. Βιβλιογραφία: Αλλαμανή-Τζαναβάρη, 1991, σ. 101, αρ. Π2676, Π4719, Πίν. 49α (1 ο τέταρτο και μέσα 3 ου αι. π.χ. αντίστοιχα) / Sparkes-Talcott, 1970, σ. 69, 249, αρ. 188, 189, Pl. 10 και σ. 204, 350, αρ. 1615, 1616, Πιν. 73 (τέλη 4 ου αι. π.χ.) / Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ. 156, αρ. Π 2172, Πίν. 66 (πιθανόν τέλη 3 ου αι. π.χ.) / Rotroff S., 2006, σ. 250, αρ. 54, Fig. 10, Pl. 10 (περ π.χ.) 15. ΚΑΑΝ 423 (Πίν. 18δ-ε, Σχ. 3γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,036μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,073μ., πάχος σώματος 0,004μ., πάχος χείλους 0,008μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,12μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς οινοχόης. Η κατάσταση διατήρησης του οστράκου είναι αρκετά καλή, με λίγες αποκρούσεις, αρκετά άλατα και λίγα ιζήματα. Επιπλέον, λίγα ίχνη αιθάλης διακρίνονται στην εξωτερική επιφάνεια του οστράκου. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με λίγη μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ανοιχτό γκρι (5YR, 7/1). Το όστρακο προέρχεται από το λαιμό και το χείλος του αγγείου. Σώζεται τουλάχιστον ο μισός λαιμός, που έχει κάθετο προφίλ. Στη συνέχεια ανοίγει ελαφρώς προς τα έξω για να καταλήξει στο χείλος, που έχει αμφικωνικό προφίλ. Βιβλιογραφία: Αλλαμανή-Τζαναβάρη, 1991, σ. 102, αρ. Π4185, Π4454, Πίν. 49β (τελευταίο τέταρτο 3 ου αι. π.χ.) / Βατάλη Μ., Πολύμυλος Κοζάνης: Ταφικά σύνολα ελληνιστικών χρόνων, ΣΤ ΕλλΚερ. (2000), σ. 228, 235, ΤΦ 7, Πίν. 77β (τέλη 3 ου -αρχές 2 ου αι. π.χ.) 16. ΚΑΑΝ 436 (Πίν. 19β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,023μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,040μ., πάχος 0,005-0,006μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,098μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς οινοχόης. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια με λίγες μόνο αποκρούσεις, λίγες επικαθίσεις πηλού, καθώς και σημεία απολέπισης πάνω στο χείλος. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι κιτρινωπό ερυθρό (5YR, 5/8). Διατηρείται το ανώτερο τμήμα του λαιμού και του χείλους. Ο λαιμός έχει ανοδική πορεία και κοίλο προφίλ και απολήγει σε ένα επίπεδο και έντονα εξέχον χείλος. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 249, αρ. 187, Fig. 3, Pl. 10 ( π.χ.) / Αλλαμανή-Τζαναβάρη, 1991, σ. 100, αρ. Π4295, Πίν. 48α (τέλος 4 ου -3 ο τέταρτο 3 ου αι. π.χ.) / Rotroff S., 2006, σ. 250, αρ. 53, Fig. 10, Pl. 10 (περ π.χ.) 17. ΚΑΑΝ 437 (Πίν. 18στ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,027μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,030μ., πάχος 0,005μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,13μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς οινοχόης. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια με λίγες μόνο αποκρούσεις, ελάχιστες επικαθίσεις πηλού και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Ο λαιμός έχει ανοδική, σχεδόν κάθετη, πορεία και ελαφρά κοίλο προφίλ και απολήγει σε ένα αρκετά φαρδύ, εξέχον 105

109 Κατάλογος ευρημάτων χείλος, το οποίο σχηματίζει πατούρα (0,010μ.) στην άνω επιφάνειά του. Βιβλιογραφία: Αλλαμανή-Τζαναβάρη, 1991, σ. 101, αρ. Π2676, Π4719, Πίν. 49α (1 ο τέταρτο και μέσα 3 ου αι. π.χ. αντίστοιχα) / Sparkes-Talcott, 1970, σ. 69, 249, αρ. 188, 189, Pl. 10 και σ. 204, 350, αρ. 1615, 1616, Πιν. 73 (τέλη 4 ου αι. π.χ.) / Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ. 156, αρ. Π 2172, Πίν. 66 (πιθανόν τέλη 3 ου αι. π.χ.) / Rotroff S., 2006, σ. 250, αρ. 54, Fig. 10, Pl. 10 (περ π.χ.) 18. ΚΑΑΝ 7 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,068μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,070μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαβής και ώμου αβαφούς οινοχόης. Το θραύσμα φέρει λίγες αποκρούσεις και ιζήματα, ενώ η όπτησή του είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με ίχνη μαρμαρυγίας, και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ανοιχτό ερυθρό (2,5YR, 7/8). Σώζεται μόνο το ανώτερο τμήμα της λαβής μαζί με μικρό μέρος του ώμου του αγγείου. Η λαβή γεννάται από τον ελαφρώς κυρτό ώμο και ανεβαίνει κάθετα. Πρόκειται για μια ταινιωτή λαβή με δύο ράχες και μία ρηχή αυλάκωση ανάμεσα τους. 4) Αρυτήρες 19. ΚΑΑΝ 8 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,042μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,048μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαβής και χείλους αβαφούς αρυτήρα. Υπάρχουν αρκετά σπασίματα και ιζήματα, ενώ η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρό (2,5YR, 6/8). Σώζεται το ανώτερο μέρος της κάθετης λαβής, μαζί με τμήμα του χείλους. Η λαβή είναι ταινιωτή, με μια κεντρική νεύρωση και στο τμήμα που σώζεται σχηματίζει έντονη καμπύλη, για να ενσωματωθεί στο ανώτερο τμήμα της στο χείλος του αγγείου. Για να γίνει ομαλότερα αυτή η μετάβαση, η λαβή στο άνω τμήμα της φαρδαίνει. 20. ΚΑΑΝ 399 (Πίν. 20γ, Σχ. 4α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,039μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,087μ., πάχος 0,005-0,007μ., πλάτος λαβής 0,032μ., πάχος λαβής 0,015μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,115μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα λαιμού, χείλους και λαβής αβαφούς αρυτήρα. Σώζεται πολύ αποσπασματικά. Είναι συγκολλημένο από 2 όστρακα. Η κατάσταση διατήρησης του είναι καλή. Λίγα ίχνη καύσης παρουσιάζονται στην άνω επιφάνεια της λαβής. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία, και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (7,5YR, 6/8). Διατηρείται μόνο τμήμα του λαιμού, τμήμα του χείλους και το ανώτερο μέρος της λαβής. Το τμήμα του λαιμού είναι ελαφρώς κοίλο και απολήγει σε ένα εξέχον χείλος. Η λαβή είναι ταινιωτή με κεντρική ράχη, έχει καμπύλο προφίλ και τερματίζει πάνω στο χείλος. 21. KAAN 58 (Πίν. 20α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,036μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,059μ., πάχος 0,012μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαβής και χείλους αβαφούς αρυτήρα. Υπάρχουν αρκετά σπασίματα, αποκρούσεις και πολλά ιζήματα. Η άνω επιφάνεια του οστράκου φέρει λίγα ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρό (2,5YR, 5/8). Σώζεται το ανώτερο τμήμα της κάθετης λαβής, μαζί με μέρος του χείλους στο οποίο απολήγει. Η λαβή είναι ταινιωτή. Κατευθύνεται προς το χείλος, στο οποίο ενσωματώνεται, αφού πρώτα πλατύνει, ανοίγοντας και προς τις δύο κατευθύνσεις. 22. ΚΑΑΝ 469 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,047μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,065μ., πάχος 0,004-0,005μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς αρυτήρα. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν πολλά ιζήματα στην εσωτερική και εξωτερική επιφάνεια, καθώς και αρκετές αποκρούσεις. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία 106

110 Κατάλογος ευρημάτων και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Το τμήμα αυτό προέρχεται από τον ώμο, συγκεκριμένα το σημείο του αγγείου με την μεγαλύτερη διάμετρο και προχωρά προς το λαιμό. Έχει κυρτό προφίλ αρχικά, που στη συνέχεια γίνεται ελαφρά κοίλο, προτού καταλήξει στο λαιμό του αγγείου, που δεν διατηρείται στο ελάχιστο. 23. ΚΑΑΝ 397 (Πίν. 19στ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,048μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,058μ., πάχος 0,005-0,006μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,11μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς αρυτήρα. Η κατάσταση διατήρησης είναι αρκετά καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις, λίγα αμυδρά ίχνη καύσης στο εξωτερικό και στο χείλος, καθώς και πολλά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο μέρος του σώματος και το χείλος. Το σώμα έχει διαγώνια ανοδική πορεία κατευθύνεται για λίγο με ευθύ σχεδόν προφίλ, προς τον άξονα του αγγείου, στη συνέχεια γίνεται κοίλο και απολήγει στο χείλος, το οποίο στην άνω επιφάνεια του σχηματίζει μία στενή και επίπεδη επιφάνεια. Βιβλιογραφία: Rotroff, 2006, σ. 303, αρ. 563, Fig. 71, Pl. 61 (περ π.χ.). 24. KAAN 6 (Πίν. 19ε, Σχ. 3δ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,042μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,082μ., πάχος 0,004-0,005μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,14μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς αρυτήρα. Υπάρχουν αρκετά ίχνη καύσης και πολλά ιζήματα. Η όπτηση του αγγείου φαίνεται καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι γκρίζο (2,5YR, 6/1). Το όστρακο αντιστοιχεί στο ανώτερο τμήμα του σώματος, στο λαιμό και το χείλος. Το κατώτερο μέρος είναι κοίλο, διαμορφώνοντας έτσι ένα στενό λαιμό. Στη συνέχεια ακολουθεί, με μια έντονη στροφή προς τα έξω, το χείλος. Πρόκειται για ένα πεπλατυσμένο οριζόντιο χείλος. Βιβλιογραφία: Robinson, 1950, σ. 211, αρ. 271, 273, Pl. 149 (1 ο μισό 4 ου αι. π.χ.) / Ανδρόνικος, 1955, σ. 45, Εικ. 21 / Πέτσας Φ., «Ανασκαφή αρχαίου νεκροταφείου Βεργίνης (1960/61)», ΑΔ 17 ( ), Μελέται, Α, σ. 256, Πιν. 147στ / Δρούγου 2005, σ. 123, αρ. Π473, Εικ ΚΑΑΝ 105 (Πίν. 20β, Σχ. 3ε) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,036μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,047μ., πάχος σώματος 0,005μ., πάχος λαβής 0,011μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαβής και σώματος αβαφούς αρυτήρα. Υπάρχουν αρκετές αποκρούσεις. Σε αρκετά σημεία διακρίνονται ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με μαρμαρυγία, αρκετά ιζήματα και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρό (2,5YR, 6/8). Σώζεται ένα μεγάλο μέρος της κάθετης λαβής, η οποία έχει έντονα κυρτό σχήμα, είναι ταινιωτή και φαρδαίνει λίγο πριν ενσωματωθεί στο χείλος. Από το σώμα σώζεται μόνο το ανώτερο μέρος, που είναι κάθετο. 26. KAAN 451 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,032μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,033μ., πάχος 0,007μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα λαβής αβαφούς αρυτήρα. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς η επιφάνεια του οστράκου έχει απολεπιστεί αρκετά, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποκρούσεις και ραγίσματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/6). Πρόκειται για μία κάθετη ταινιωτή λαβή, με έντονα κυρτό προφίλ. 27. ΚΑΑΝ 461 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,043μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,024μ., πάχος 0,010-0,011μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα λαβής αβαφούς αρυτήρα. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή 107

111 Κατάλογος ευρημάτων μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι γκρι (2,5YR, N5/). Πρόκειται για μία κάθετη ταινιωτή λαβή. Έχει κυρτό προφίλ, που όμως στα 2/3 του ύψους της γίνεται έντονα κυρτό, για να μπορέσει να ενωθεί πιο ομαλά με το υπόλοιπο αγγείο. 5) Αμφορείς α) Οξυπύθμενος αμφορέας 28. ΚΑΑΝ 75 (Πίν. 20δ-ε) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,058μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,077μ., μεγ. σωζ. πάχος 0,009μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,10μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαιμού, χείλους και λαβής οξυπύθμενου αμφορέα. Η κατάσταση διατήρησης είναι κακή με πολλά σπασίματα, αποκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι χονδρόκοκκος, με μαρμαρυγία, πολλή μάργα και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι σκοτεινό ερυθρό (2,5YR, 4/8). Το τμήμα αυτό προέρχεται από το λαιμό, το χείλος και τη λαβή του αγγείου. Ο λαιμός είναι κάθετος και επιστέφεται από ένα χείλος με προφίλ σε σχήμα σπείρας. Από τη λαβή σώζεται μόνο η γένεσή της, αλλά είναι εμφανές ότι πρόκειται για μία κάθετη ταινιωτή λαβή ωοειδούς διατομής. β) Μακεδονικοί αμφορείς 29. ΚΑΑΝ 19 (Πίν. 20στ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,024μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,012μ., πάχος σώματος 0,005μ., πάχος βάσης 0,008μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα βάσης μακεδονικού αμφορέα. Υπάρχουν αρκετά σπασίματα και αποκρούσεις. Στον πυθμένα του αγγείου υπάρχουν έντονα ίχνη καύσης, ενώ διακρίνονται και ορισμένα ιζήματα. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Έχει χρώμα ροδαλό (2,5YR, 8/3). Το όστρακο προέρχεται από τη βάση του αγγείου. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη, τοποθετημένη διαγώνια και επάνω της διατηρείται η γένεση του σώματος, που ξεκινά την ανοδική του πορεία με ελαφρά κυρτό προφίλ. 30. ΚΑΑΝ 20 (Πίν. 21α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,021μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,019μ., πάχος βάσης 0,007μ., πάχος σώματος 0,006μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα βάσης μακεδονικού αμφορέα. Υπάρχουν ορισμένες αποκρούσεις και ιζήματα, ενώ ίχνη καύσης διακρίνονται τόσο στον πυθμένα του αγγείου, όσο και στην εξωτερική όψη της βάσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι έντονο καστανό (7,5YR, 5/6). Το όστρακο προέρχεται από τη βάση του αγγείου. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη. Με τη μεσολάβηση μίας ρηχής αυλάκωσης ακολουθεί το σώμα του αγγείου, που εξωτερικά αρχίζει μια ανοδική διαγώνια πορεία, ενώ εσωτερικά διαμορφώνεται σχεδόν επίπεδο. 31. ΚΑΑΝ 22 (Πίν. 21β-γ, Σχ. 4β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,027μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,040μ., πάχος βάσης 0,009μ., πάχος σώματος 0,005μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα βάσης και σώματος μακεδονικού αμφορέα. Υπάρχουν λίγες αποκρούσεις και ιζήματα. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Στο εσωτερικό διακρίνονται ίχνη μελανού γανώματος. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Το όστρακο προέρχεται από τη βάση και το κατώτερο μέρος του σώματος του αγγείου. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη, με προφίλ κωνικό και με ενιαίο περίγραμμα συνεχίζει το σώμα, που κατευθύνεται διαγωνίως προς τα επάνω. Στο εσωτερικό του αγγείου και ακριβώς επάνω από το δακτύλιο της βάσης υπάρχει ρηχή περιμετρική αυλάκωση. 108

112 Κατάλογος ευρημάτων γ) Μελαμβαφής αμφορέας 32. ΚΑΑΝ 12 (Πίν. 21δ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,051μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,068μ., πάχος 0,005-0,006μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα σώματος μελαμβαφούς αμφορέα. Υπάρχουν αρκετές αποκρούσεις και πολλά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με λίγη μαρμαρυγία και ελάχιστες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ανοιχτό ερυθρό (2,5YR, 7/6). Εσωτερικά και εξωτερικά υπάρχει καστανό γάνωμα, που έχει όμως απόλεπιστεί σε πολλά σημεία. Το όστρακο προέρχεται από το τμήμα του σώματος του αγγείου με τη μεγαλύτερη διάμετρο, καθώς τόσο στο ανώτερο όσο και στο κατώτερο σημείο του, το όστρακο παρουσιάζει κλίση προς τα μέσα. Έχει κυρτό προφίλ. Λίγο πιο πάνω από το μέσο του οστράκου υπάρχει εγχάρακτη διακοσμητική αυλάκωση. Χαμηλότερα (1 εκ.) υπάρχει δεύτερη αυλάκωση, μικρότερου όμως πλάτους (περίπου το 1/3 της πρώτης). Και οι δύο αυλακώσεις έζωναν περιμετρικά το αγγείο. 6) Αποθηκευτικά αγγεία (σιπύες) 33. ΚΑΑΝ 91 (Πίν. 21ε-στ, Σχ. 4γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,045μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,072μ., μέσο πάχος 0,007μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,20μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς αποθηκευτικού αγγείου (σιπύη). Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και πολλά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρό (2,5YR, 5/8). Σώζεται το ανώτερο τμήμα του ώμου και το χείλος. Το σώμα είναι ελαφρά κυρτό. Με τη μεσολάβηση μίας ρηχής αυλάκωσης ακολουθεί το κάθετο χείλος, που έχει επίπεδη την άνω όψη του. Βιβλιογραφία: Πρβλ. Robinson, 1950, σ. 195, Pl. 137, αρ. 219 (5 ος αι. π.χ.) 34. ΚΑΑΝ 391 (Πίν. 22β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,033μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,039μ., πάχος 0,005-0,008μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,17μ. Ημερομηνία εύρεσης: 3/8/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς αποθηκευτικού αγγείου (σιπύη). Υπάρχουν πολλές αποκρούσεις, σπασίματα και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Σώζεται το ανώτερο τμήμα του ώμου, με προφίλ αρκετά κυρτό, που απολήγει σε ένα κάθετο χείλος, με επίπεδη την άνω επιφάνεια. Βιβλιογραφία: Πρβλ. Sparkes-Talcott, 1970, σ. 344, αρ. 1541, Fig. 13, Pl. 68 ( π.χ.) / Rotroff, 2006, σ. 261, αρ. 164, Fig. 27, Pl. 23 (περ π.χ.) 35. ΚΑΑΝ 94 (Πίν. 22α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,020μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,038μ., μέσο πάχος 0,006μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,30μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς αμαυρόχρωμου αποθηκευτικού αγγείου (σιπύης). Υπάρχουν λίγες αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό καστανό (5YR, 5/4). Σώζεται το ανώτερο τμήμα του ώμου, με αρκετά κυρτό προφίλ. Στη συνέχεια γίνεται κοίλο και απολήγει σε ένα κάθετο χείλος. 7) Πίθοι 36. ΚΑΑΝ 61α-β (Πίν. 22γ, Σχ. 5α) Διαστάσεις 408 : α) μεγ. σωζ. ύψος 0,100μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,130μ., μεγ. σωζ. πάχος 0,017μ. β) μεγ. σωζ. ύψος 0,069μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,084μ., μεγ. σωζ. πάχος 0,018μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήματα σώματος πίθου. Πρόκειται για δύο όστρακα, που συνανήκουν αλλά δεν συγκολλούνται. Υπάρχουν σπασίματα, 408 Ως ΚΑΑΝ 61α ορίζεται το μεγαλύτερο από τα δύο όστρακα. 109

113 Κατάλογος ευρημάτων αρκετές αποκρούσεις και ιζήματα. Στο ανώτερο τμήμα του οστράκου διακρίνονται ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του πηλού είναι λευκό (10R, 8/1). Τα όστρακα είναι ελαφρώς κυρτά. Στο μέσο και των δύο υπάρχει ψηλή και πλατιά (ύψ.: 0,005μ. και πλ.: 0,011μ.) ανάγλυφη ταινία. Η ταινία αυτή ήταν προφανώς επίθετη και κάλυπτε τη ραφή του ανώτερου και κατώτερου τμήματος του αγγείου, που ήταν πλασμένα ξεχωριστά. 37. ΚΑΑΝ 422 (Πίν. 22δ, Σχ. 5β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,037μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,038μ., πάχος σώματος 0,011μ., πάχος χείλους 0,018μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,27μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς πίθου. Είναι συγκολλημένο από 5 όστρακα. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν πολλές απόκρούσεις, σπασίματα και αρκετά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία, αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις και τρίμματα κεραμίδων. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Το τμήμα σώζει μικρό μόνο μέρος του λαιμού του αγγείου, που διαφαίνεται ελαφρά κοίλος. Ακολουθεί το ψηλό και προεξέχον χείλος, που έχει κάθετη την πλαϊνή πλευρά και διαθέτει μία φαρδιά πατούρα (3εκ. περ.) στην άνω επιφάνεια. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 343, αρ. 1521, Pl. 66 (5 ος αι. π.χ.) 8) Πιθοειδή αγγεία 38. ΚΑΑΝ 56 (Πίν. 23β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,083μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,055μ., μεγ. σωζ. πάχος 0,008μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος πιθοειδούς αγγείου. Η κατάσταση διατήρησης του οστράκου είναι καλή, με εξαίρεση λίγες αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι απαλό ερυθρό (10R, 7/2). Το όστρακο έχει κυρτό σχήμα και προέρχεται από το σώμα του αγγείου. Στο κάτω μέρος της εξωτερικής επιφάνειας του οστράκου διακρίνεται τμήμα εγχάρακτης διακόσμησης, που συνίσταται σε μια οριζόντια εγχάρακτη γραμμή που περιέτρεχε το αγγείο. Επάνω από τη γραμμή διακρίνονται πέντε (5) φυλλόσχημες εγχαράξεις και ίχνος από μία έκτη, που είναι διαγώνια τοποθετημένες σε σχέση με την εγχάρακτη γραμμή. Διακρίνονται και λίγα ίχνη στίλβωσης. 39. ΚΑΑΝ 5 (Πίν. 22ε) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,063μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,057μ., διάμ. 0,026μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαβής πιθοειδούς αγγείου. Η κατάσταση διατήρησης του τμήματος είναι κακή, καθώς υπάρχουν πολλά σπασίματα, αποκρούσεις και ιζήματα. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Σώζεται το ανώτερο τμήμα της κάθετης λαβής, μαζί με το σημείο όπου η λαβή διευρύνεται για να ενωθεί με το λαιμό του αγγείου. Η διατομή της λαβής είναι κυκλική. 40. ΚΑΑΝ 10 (Πίν. 23α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,11μ., διάμ. λαβής 0,024μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαβής πιθοειδούς αγγείου. Υπάρχουν λίγες αποκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι απαλό ερυθρό (2,5YR, 7/4). Πρόκειται για μία οριζόντια λαβή. Είναι κυκλικής διατομής και έχει καμπύλη διαμόρφωση. 41. ΚΑΑΝ 100 (Πίν. 22στ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,136μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,84μ., διάμ. λαβής 0,030μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαβής και σώματος πιθοειδούς αγγείου. Η κατάσταση διατήρησης είναι αρκετά καλή, με ορισμένες αποκρούσεις, δύο ραγίσματα και πολλά ιζήματα. Στο ανώτατο σημείο του θραύσματος δια- 110

114 Κατάλογος ευρημάτων κρίνονται ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία, ασβεστολιθικές προσμίξεις και κιτρινωπό ερυθρό χρώμα (5YR 5/8). Σώζεται το μεγαλύτερο μέρος της λαβής. Πρόκειται για μία κάθετη στριφτή λαβή κυκλικής διατομής. Έχει προφίλ κυρτό και στην κάτω απόληξή της ενώνεται με το σώμα. Γύρω από τη λαβή στο σημείο ένωσης, διακρίνονται τα αποτυπώματα του δακτύλου του κεραμέα, σε σχεδόν κάθετη διάταξη μεταξύ τους. Ίδιο αποτύπωμα διακρίνεται και στην εσωτερική πλευρά, στο ύψος πάλι του σημείου ενώσεως. 42. ΚΑΑΝ 88 (Πίν. 23γ-δ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,106μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,066μ., πάχος 0,002-0,20μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα χείλους και σώματος πιθοειδούς αγγείου. Υπάρχουν πολλές και εκτεταμένες αποκρούσεις, σπασίματα, καθώς και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρό (2,5YR, 5/8). Το σωζόμενο τμήμα του λαιμού είναι σχεδόν κάθετο, ενώ το χείλος έχει διαγώνια ανοδική πορεία και απολήγει σε οξεία γωνία. 9) Λεκάνες 43. ΚΑΑΝ 433 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,024μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,061μ., πάχος σώματος 0,004-0,005μ., πάχος βάσης 0,009μ., εκτιμώμενη διάμ. βάσης 0,14μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα βάσης αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, με λίγες αποκρούσεις, λίγα ιζήματα και αρκετές επικαθίσεις πηλού. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος και με πολλή μαρμαρυγία. Το χρώμα του πηλού είναι έντονο καστανό (7,5YR, 5/6). Το όστρακο αυτό προέρχεται από τη βάση του αγγείου. Πρόκειται για μία δακτυλιόσχημη βάση με κωνικό προφίλ. Σώζεται μικρό μέρος του σώματος έξω από την περίμετρο της βάσης, το οποίο κατευθύνεται διαγώνια προς τα επάνω. 44. ΚΑΑΝ 434 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,033μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,059μ., πάχος σώματος 0,005μ., πάχος βάσης 0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. βάσης 0,14μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα βάσης αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Το όστρακο αυτό προέρχεται από τη βάση του αγγείου. Πρόκειται για μία ψηλή, δακτυλιόσχημη βάση με κωνικό προφίλ. Σώζεται μικρό μέρος του σώματος έξω από την περίμετρο της βάσης, το οποίο κατευθύνεται διαγώνια προς τα επάνω, με σχεδόν ευθύ προφίλ. Μέσα στην περίμετρο της βάσης το σώμα φαίνεται να διαμορφώνεται οριζόντιο. 45. ΚΑΑΝ 439 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,023μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,037μ., πάχος σώματος 0,004-0,005μ., πάχος βάσης 0,008-0,010μ., εκτιμώμενη διάμ. βάσης 0,15μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα βάσης αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι κακή, με πολλές αποκρούσεις και πολλά ιζήματα σε όλη την επιφάνεια του αγγείου. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Το όστρακο αυτό προέρχεται από τη βάση του αγγείου, η οποία είναι δακτυλιόσχημη και έχει κατεύθυνση διαγώνια προς τα επάνω. Ελάχιστο τμήμα του σώματος σώζεται πάνω από τη βάση. Έχει ευθύ προφίλ και κατεύθυνση διαγώνια προς τα επάνω. 46. ΚΑΑΝ 432 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,020μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,034μ., πάχος 0,005-0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. βάσης 0,14μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήματα βάσης και σώματος αβαφούς λεκάνης. Πρόκειται για ένα όστρακο από 111

115 Κατάλογος ευρημάτων τη βάση του αγγείου και δύο μικρότερα από το σώμα του. Τα τρία όστρακα δεν συγκολλούνται, αλλά μοιάζουν να συνανήκουν. Η κατάσταση διατήρησής τους είναι καλή, με λίγες μόνο απόκρούσεις. Η όπτηση τους είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ανοιχτό ερυθρό (2,5YR, 6/6). Το όστρακο της βάσης σώζει μικρό μόνο μέρος από αυτήν. Αρκεί όμως για να διαπιστωθεί ότι πρόκειται για μία ψηλή δακτυλιόσχημη βάση, με κωνικό προφίλ. Πάνω από τη βάση ακολουθεί τμήμα του σώματος, που είναι πολύ ελαφρά κυρτό και φαίνεται να κατευθύνεται διαγώνια προς τα επάνω. Τα δύο όστρακα από το σώμα του αγγείου έχουν ελαφρά κυρτό προφίλ. 47. ΚΑΑΝ 443 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,022μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,063μ., πάχος σώματος 0,004μ., πάχος βάσης 0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. βάσης 0,14μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα βάσης και σώματος αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης του οστράκου είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και πολλά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (7,5YR, 6/8). Το όστρακο αυτό προέρχεται από τη βάση του αγγείου και το κατώτερο τμήμα του σώματος. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη τοποθετημένη διαγώνια σε σχέση με τον κάθετο άξονα του αγγείου. Το τμήμα του σώματος που βρίσκεται επάνω από τη βάση είναι ελαφρώς κυρτό. Σώζεται σε μικρότερο βαθμό έξω από την περίμετρο της βάσης, όπου κατευθύνεται διαγώνια προς τα επάνω. Μέσα στην περίμετρο της βάσης σώζεται κάπως καλύτερα και φαίνεται να δημιουργείται μία κοιλότητα. 48. ΚΑΑΝ 444 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,023μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,068μ., πάχος σώματος 0,004-0,006μ., πάχος βάσης 0,006μ., εκτιμώμενη διάμ. βάσης 0,12μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα βάσης και σώματος αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι κακή, με πολλές αποκρούσεις και αρκετά άλατα στην εξωτερική πλευρά. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με αρκετή μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι λευκό (5YR, 8/1). Το όστρακο αυτό προέρχεται από τη βάση του αγγείου και το κατώτερο τμήμα του σώματος. Πρόκειται για μια δακτυλιόσχημη βάση. Πιο ψηλά ακολουθεί το σώμα, που σώζεται μόνο έξω από την περίμετρο της βάσης και έχει ανοδική διαγώνια πορεία και ελαφρώς κυρτό προφίλ. Εσωτερικά στο σημείο όπου είναι κολλημένη η βάση εμφανίζεται μια περιμετρική ρηχή αυλάκωση. 49. ΚΑΑΝ 445 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,018μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,039μ., πάχος σώματος 0,005-0,006μ., πάχος βάσης 0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. βάσης 0,13μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα βάσης και σώματος αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν λίγες απόκρούσεις και πολλές απολεπίσεις. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ροδαλό (7,5YR, 8/4). Το όστρακο αυτό προέρχεται από τη βάση του αγγείου και το κατώτερο τμήμα του σώματος. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη με προφίλ σπείρας σχεδόν. Πιο ψηλά διακρίνεται τμήμα του σώματος, που εσωτερικά της περιμέτρου της βάσης είναι επίπεδο, ενώ εξωτερικά της φαίνεται να έχει κατεύθυνση διαγώνια προς τα επάνω. 50. ΚΑΑΝ 454 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,024μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,050μ., πάχος σώματος 0,005-0,006, πάχος βάσης 0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. βάσης 0,18μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα βάσης και σώματος αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν πολλές απόκρούσεις. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και λίγες ασβε- 112

116 Κατάλογος ευρημάτων στολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/6). Το όστρακο αυτό προέρχεται από τη βάση του αγγείου και το κατώτερο τμήμα του σώματος. Πρόκειται για μία δακτυλιόσχημη βάση, με διαγώνια τοποθέτηση. Πάνω της διακρίνεται μέρος του σώματος, που έχει κυρτό προφίλ και διαγώνια ανοδική κατεύθυνση. 51. ΚΑΑΝ 465 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,015μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,050μ., πάχος 0,003-0,006μ., πάχος βάσης 0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. βάσης 0,065μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα βάσης και σώματος αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης του είναι μέτρια, καθώς έχει πολλές αποκρούσεις και αρκετά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Σώζεται μικρό μέρος της βάσης και ακόμη μικρότερο του σώματος. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη, με προφίλ σχεδόν σπείρας. Το σώμα που ξεκινά αμέσως ψηλότερα έχει κυρτό προφίλ και κατεύθυνση διαγώνια ανοδική, ενώ το τμήμα του σώματος που βρίσκεται εντός της περιμέτρου της βάσης διαμορφώνει μία βάθυνση. 52. ΚΑΑΝ 11 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,029μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,057μ., μεγ. σωζ. πάχος 0,018μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,40μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης του θραύσματος είναι καλή, αλλά με λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ανοιχτό ερυθρωπό καστανό (5YR, 6/3). Το τμήμα, που σώζεται, ανήκει στο ανώτερο τμήμα του σώματος και στο χείλος. Το σώμα έχει ελαφριά κλίση προς τα έξω και στο σημείο ένωσης με το χείλος σχηματίζεται γωνία και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Το χείλος έχει προφίλ σπείρας. Βιβλιογραφία: Blondé, 1985, σ. 327, 329, αρ. 286, Fig. 42 (4 ος αι. π.χ.) 53. ΚΑΑΝ 36α Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,026μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,068μ., πάχος 0,004μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης του θραύσματος είναι κακή, καθώς υπάρχουν πολλές αποκρούσεις και αρκετά ιζήματα. Στο εσωτερικό υπάρχουν τυχαία χαράγματα. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία, και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι λευκό (2,5YR, 8/4). Σώζεται το ανώτερο τμήμα του κάθετου λαιμού. Ακολουθεί το χείλος, που στην άνω επιφάνεια φέρει φαρδιά πατούρα. Εξωτερικά, στο σημείο ένωσης του λαιμού και του χείλους σχηματίζεται ορθή σχεδόν γωνία. Βιβλιογραφία: Κόμβου-Ράλλη, 1994, Πίν. 157β-γ. 54. ΚΑΑΝ 36β (Πίν. 24ε) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,025μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,058μ., πάχος 0,005μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης του θραύσματος είναι κακή, καθώς υπάρχουν πολλές αποκρούσεις και ιζήματα. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι αδύναμο ερυθρό (2,5YR, 5/4). Σώζεται το ανώτερο τμήμα του σώματος, που ήταν κυρτός. Μετά τη μεσολάβηση χαμηλού ανάγλυφου εξάρματος ακολουθεί το χείλος, που φέρει στην άνω όψη φαρδιά πατούρα και προεκτείνεται για ίση απόσταση εσωτερικά και εξωτερικά του αγγείου, ενώ εξωτερικά έχει προφίλ σπείρας. Βιβλιογραφία: Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1994, σ. 70-1, Β.Ε , Πίν. 54 (3 ος αι. π.χ.) 55. KAAN 60 (Πίν. 23ε-στ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,024μ., μεγ. σωζ. μήκος 0,064μ., μεγ. σωζ. πάχος 0,006μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,40μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Είναι συγκολλημένο από δύο μικρότερα όστρακα. Η κατάσταση δια- 113

117 Κατάλογος ευρημάτων τήρησης δεν είναι καλή, καθώς υπάρχουν πολλές αποκρούσεις και ιζήματα. Ακόμη, σε αρκετά σημεία υπάρχουν έντονα ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι κακή και ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία, και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι αδύναμο ερυθρό (2,5YR, 5/3). Στο τμήμα που σώζεται διακρίνεται μόνο το ανώτερο μέρος του σώματος. Ανεβαίνει διαγώνια σε σχέση με το χείλος και αφού γίνει κοίλο συναντά το οριζόντιο χείλος. Το χείλος είναι οριζόντιο και στην άνω επιφάνειά του, δημιουργείται φαρδιά πατούρα. Βιβλιογραφία: Reinders, 1988, σ. 132, αρ , Πίν. σ. 291 ( π.χ.) 56. ΚΑΑΝ 85 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,026μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,070μ., μέσο πάχος σώματος 0,006μ., πάχος χείλους 0,008μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,26μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι έντονο καστανό (7,5YR, 5/6). Σώζεται το ανώτερο σημείο του σώματος, που ανεβαίνει διαγώνια και έπειτα γίνεται κοίλο για να συναντήσει ομαλότερα το χείλος. Πρόκειται για ένα χείλος με προφίλ σε σχήμα σπείρας και μία φαρδιά πατούρα στην άνω επιφάνεια. 57. ΚΑΑΝ 86 (Πίν. 24στ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,016μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,039μ., πάχος 0,006μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,25μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Υπάρχουν ελάχιστες απόκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι αδύναμο ερυθρό (2,5YR, 6/4). Το σώμα διατηρείται μόνο στο ανώτερο τμήμα του και είναι ελαφρά κοίλο. Στη συνέχεια διαγράφοντας μία εντονότερη κοιλότητα καταλήγει σε ένα ανακαμπτόμενο χείλος. Αντίθετα, στο εσωτερικό σχηματίζεται γωνία στο σημείο ένωσης του σώματος με τη φαρδιά πατούρα στην άνω επιφάνεια του χείλους. Βιβλιογραφία: Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1994, σ. 70-1, Β.Ε , Πίν. 54 (3 ος αι. π.χ.) 58. ΚΑΑΝ 392 (Πίν. 24γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,041μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,068μ., πάχος 0,011-0,025μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,42μ. Ημερομηνία εύρεσης: 3/8/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή. Υπάρχουν λίγες μόνο αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση, επίσης, είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις και το χρώμα του είναι κιτρινωπό ερυθρό (5YR, 5/8). Σώζεται το ανώτερο τμήμα του σώματος, που έχει ελαφρώς κοίλο προφίλ και απολήγει σε ένα παχύ χείλος με προφίλ σπείρας και κοίλη την άνω επιφάνειά του. 59. ΚΑΑΝ 404 (Πίν. 24δ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,058μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,094μ., πάχος 0,010-0,011μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,47μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι αρκετά καλή, με λίγες αποκρούσεις και σκασίματα, ενώ η μισή περίπου επιφάνεια του εσωτερικού είναι καλυμμένη με ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με λίγη μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/6). Το όστρακο αυτό προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του αγγείου. Το σώμα έχει πολύ ελαφρώς κυρτό προφίλ, με κατεύθυνση διαγώνια προς τα επάνω και απολήγει στο χείλος το οποίο με κυρτό επίσης προφίλ στρέφεται σταδιακά προς τα κάτω. Βιβλιογραφία: Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, 1994, σ. 70-1, Β.Ε , Πίν. 54 (3 ος αι. π.χ.) 60. ΚΑΑΝ 414 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,015μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,044μ., πάχος 0,004-0,007μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,15μ. 114

118 Κατάλογος ευρημάτων Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με ελάχιστες αποκρούσεις και λίγα ιζήματα σε εσωτερικό και εξωτερικό. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτατο τμήμα του λαιμού, στο σημείο όπου το αγγείο αρχίζει να γίνεται κοίλο και απολήγει σε ένα χείλος με κωνικό προφίλ. Βιβλιογραφία: Reinders, 1988, σ. 132, αρ , Πίν. σ. 291 ( π.χ.) 61. ΚΑΑΝ 425 Διαστάσεις: α) μεγ. σωζ. ύψος 0,038μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,080μ., πάχος 0,009μ. β) μεγ. σωζ. ύψος 0,113μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,131μ., πάχος 0,005-0,008μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,34μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήματα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Πρόκειται για 4 τμήματα, το ένα από το χείλος και τα υπόλοιπα από το σώμα του αγγείου, τα οποία συνανήκουν, αλλά δεν συγκολλούνται. Από τα 3 τμήματα του σώματος, το μεγαλύτερο είναι συγκολλημένο από 4 μικρότερα όστρακα και το δεύτερο από 2 όστρακα. Η κατάσταση διατήρησής τους είναι μέτρια, καθώς φέρουν πολλά σπασίματα και αποκρούσεις. Επιπλέον, στο εσωτερικό όλων τους υπάρχουν κάποιες μαύρες επικαθίσεις, υπολείμματα κάποιου οργανικού υλικού (ή πίσσας), που περιείχε το αγγείο. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Το χρώμα του πηλού είναι λευκό (7,5YR, N 8/). α) Πρόκειται για τμήμα του λαιμού και του χείλους. Ο λαιμός είναι ελαφρά κοίλος και ακολουθεί το επίπεδο χείλος, με φαρδιά (2 εκ. περ.) πατούρα στην άνω επιφάνειά του. β) Πρόκειται για τμήμα του σώματος του αγγείου, που έχει προφίλ ελαφρά κυρτό. Βιβλιογραφία: Κόμβου-Ράλλη, 1994, Πίν. 157β-γ. 62. KAAN 426 (Πίν. 24α, Σχ. 6α) Διαστάσεις: α) μεγ. σωζ. ύψος 0,015μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,084μ., πάχος 0,007-0,009μ. β) μεγ. σωζ. ύψος 0,090μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,168μ., πάχος 0,006-0,007, εκτιμ. διάμ. χείλους 0,30μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήματα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Πρόκειται για δύο τμήματα, το ένα προέρχεται από το χείλος και το δεύτερο και μεγαλύτερο, που είναι συγκολλημένο από 3 μικρότερα όστρακα, από το σώμα του αγγείου. Τα τμήματα αυτά φαίνεται να συνανήκουν, αλλά δεν συγκολλούνται. Η κατάσταση διατήρησης του πρώτου είναι μέτρια, καθώς έχει πολλά ιζήματα και αρκετές αποκρούσεις, ενώ του δεύτερου είναι κακή, καθώς πέρα από τα αρκετά ιζήματα, στο κέντρο ακριβώς του οστράκου υπάρχει μία παραμόρφωση, προκληθείσα πιθανόν κατά το ψήσιμο του αγγείου. Η όπτηση πάντως, κατά τα άλλα, είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). α) Σώζεται το ανώτατο μόλις τμήμα του σώματος, με ελαφρώς διαγώνια πορεία, που καταλήγει στο επίπεδο χείλος, το οποίο σχηματίζει μία φαρδιά πατούρα (1,9εκ. περ.). β) Προέρχεται από το σώμα του αγγείου και έχει κυρτό προφίλ. Βιβλιογραφία: Thompson, 1934, σ , αρ. Α59, Fig. 122 (τέλη 4 ου αι. π.χ.) 63. ΚΑΑΝ 427 (Πίν. 24β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,034μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,064μ., πάχος 0,007-0,010μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,34μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης του οστράκου είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις, λίγα άλατα και ιζήματα. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις και πολλή μαρμαρυγία. Το χρώμα του πηλού είναι ανοιχτό γκρι (7,5YR, N 7/). Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Το σωζόμενο μέρος του σώματος έχει ελαφρά κοίλο προφίλ και απολήγει σε ένα οριζόντια προεξέχον χείλος με φαρδιά πατούρα στην άνω όψη (1,9εκ. περ.). Βιβλιογραφία: Thompson, 1934, σ , αρ. Α59, Fig. 122 (τέλη 4 ου αι. π.χ.) / Blondé, 1985, σ. 326, 328, αρ. 269, Fig. 41 (4 ος αι. π.χ.) 115

119 Κατάλογος ευρημάτων 64. ΚΑΑΝ 440 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. πλάτος 0,065μ., πάχος 0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,4μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια με λίγες μόνο αποκρούσεις και ίχνη καύσης στο μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι κιτρινωπό ερυθρό (5YR, 4/6). Το όστρακο αυτό προέρχεται από τη φαρδιά πατούρα της άνω επιφάνειας του χείλους του αγγείου, που είναι επίπεδο και έχει προφίλ σπείρας. Βιβλιογραφία: Thompson, 1934, σ , αρ. Α59, Fig. 122 (τέλη 4 ου αι. π.χ.) 65. ΚΑΑΝ 446 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,025μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,049μ., πάχος 0,006-0,009μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,26μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγα μόνο ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ροδαλό (7,5YR, 8/4). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο μέρος του σώματος και το χείλος. Το τμήμα του σώματος έχει διαγώνια ανοδική πορεία με προφίλ ελαφρά κοίλο. Στη συνέχεια, μέσω μιας εντονότερης κοίλανσης, καταλήγει στο επίπεδο χείλος, με τη φαρδιά πατούρα (1,6εκ.) στην άνω επιφάνειά του. Βιβλιογραφία: Thompson, 1934, σ , αρ. Α59, Fig. 122 (τέλη 4 ου αι. π.χ.) 66. ΚΑΑΝ 447 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,013μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,046μ., πάχος 0,002-0,005μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,15 Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Το τμήμα είναι συγκολλημένο από δύο όστρακα. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή με λίγες μόνο αποκρούσεις. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι κιτρινωπό ερυθρό (5YR, 5/6). Το τμήμα του σώματος έχει κοίλο προφίλ, καθώς βρίσκεται ακριβώς πριν από το χείλος και έτσι επιτυγχάνεται η ομαλή μετάβαση σε αυτό. Το χείλος έχει σχεδόν οριζόντια διαμόρφωση και σχηματίζεται μία αρκετά φαρδιά πατούρα (1,1εκ.) στην άνω επιφάνεια. Βιβλιογραφία: Thompson, 1934, σ , αρ. Α59, Fig. 122 (τέλη 4 ου αι. π.χ.) 67. ΚΑΑΝ 457 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,035μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,055μ., πάχος 0,012μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,40μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς λεκάνης. Η κατάσταση διατήρησης είναι κακή, καθώς υπάρχουν αποκρούσεις, ένα μεγάλο σπάσιμο και πολλές επικαθίσεις πηλού. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Το σώμα ανεβαίνει διαγώνια με ελαφρώς κυρτό προφίλ και απολήγει σε ένα φαρδύ χείλος, το οποίο κρέμεται ελαφρώς προς τα έξω και έχει προφίλ σπείρας. 10) Υδρίες 68. ΚΑΑΝ 21 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,020μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,024μ., πάχος βάσης 0,007μ., πάχος σώματος 0,005μ., εκτιμ. διάμετρος βάσης 0,21μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα βάσης αβαφούς υδρίας. Υπάρχουν κάποια σπασίματα, απόκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις και το χρώμα του είναι ανοιχτό ερυθρωπό καστανό (5YR, 6/4). Πρόκειται για τμήμα της βάσης του αγγείου, που είναι δακτυλιόσχημη, ενώ ακολουθεί το σώμα, που διαμορφώνεται επίπεδο. Στο σημείο της ένωσης σχηματίζεται γωνία. 116

120 Κατάλογος ευρημάτων 69. ΚΑΑΝ 37 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,017μ., μεγ. σωζ. μήκος 0,054μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,021μ., πάχος 0,004μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα βάσης αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι κακή, καθώς υπάρχουν πολλές αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι έντονο καστανό (7,5YR, 5/6). Το όστρακο προέρχεται από τη βάση του αγγείου, που είναι δακτυλιόσχημη, ενώ σώζεται και τμήμα από τον πυθμένα του αγγείου. 70. ΚΑΑΝ 49 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,054μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,050μ., πάχος 0,004-0,005μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και λαβής αβαφούς υδρίας. Υπάρχουν πολλές αποκρούσεις και αρκετά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρό (2,5YR, 6/8). Το όστρακο προέρχεται από την κοιλιά του αγγείου, το σημείο δηλαδή με τη μεγαλύτερη διάμετρο. Είναι αρκετά κυρτό. Διατηρείται και η γένεση της λαβής, από την οποία σώζεται μόνο το κατώτερο μέρος. Πρόκειται για μία οριζόντια λαβή με ωοειδή διατομή. 71. ΚΑΑΝ 62 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,077μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,065μ., μεγ. σωζ. πάχος 0,008μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος αβαφούς υδρίας. Υπάρχουν αρκετές αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι λευκό (2,5YR, 8/1). Το όστρακο προέρχεται από το σώμα του αγγείου και έχει σχήμα έντονα κυρτό. 72. ΚΑΑΝ 84 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,052μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,076μ., μέσο πάχος 0,005μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος αβαφούς υδρίας. Υπάρχουν αρκετές αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι λευκό (5YR, 8/1). Σώζεται ένα μικρό μέρος του σώματος, που έχει κυρτό προφίλ. Στο μέσο περίπου της εξωτερικής επιφάνειάς του εμφανίζεται η γένεση της λαβής, από την οποία όμως διατηρείται μόνο ένα ελάχιστο τμήμα. Διαφαίνεται, ωστόσο, ότι η λαβή είχε κυκλική διατομή. Στο σημείο της γένεσης της λαβής, αλλά από την εσωτερική πλευρά του αγγείου παρατηρείται το αποτύπωμα του δακτύλου του κεραμέα. 73. ΚΑΑΝ 429 (Πίν. 25β, Σχ. 6γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,048μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,054μ., πάχος 0,005-0,007μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα ώμου και λαιμού αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Το όστρακο μοιάζει ελαφρώς παραμορφωμένο, πιθανόν από το ψήσιμο. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Το σωζόμενο όστρακο προέρχεται από το ανώτερο μέρος του ώμου του αγγείου, που διαφαίνεται ελαφρά κυρτός. Στη συνέχεια συναντά σε γωνία τον λαιμό του αγγείου, που ανεβαίνει κάθετα και με προφίλ σχεδόν ευθύ. 74. ΚΑΑΝ 463 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,069μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,060μ., πάχος 0,007-0,008μ., διάμ. λαβής 0,021μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα σώματος και λαβής αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν αρκετές απόκρούσεις, λίγα ιζήματα και πολλά άλατα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/6). Το τμήμα προέρχεται από το σημείο της υδρίας με τη μέγιστη διάμετρο σώματος. Το τμήμα του σώματος, που διατηρείται έχει κυρτό 117

121 Κατάλογος ευρημάτων προφίλ. Σώζεται, επιπλέον, η γένεση της λαβής. Πρόκειται για μία κυκλικής διατομής οριζόντια λαβή. Στο σημείο της λαβής εσωτερικά υπάρχει μία ωοειδής βάθυνση, που προέκυψε από τον κεραμέα κατά τη διαδικασία προσάρτησης της λαβής στο υπόλοιπο αγγείο πριν από το ψήσιμο. 75. ΚΑΑΝ 74 (Πίν. 26γ, Σχ. 8β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,073μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,108μ., διάμ. λαβής 0,017μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και λαβής αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με μερικές μόνο αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Στο σωζόμενο όστρακο διατηρείται μέρος του σώματος με τη μία λαβή. Το σώμα έχει έντονα κυρτό σχήμα. Στο ανώτερο σχεδόν σημείο του σωζόμενου τμήματος προσκολλάται η λαβή, που σώζεται ακέραια. Πρόκειται για μία οριζόντια λαβή με κυκλική διατομή. 76. ΚΑΑΝ 9 (Πίν. 25δ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,059μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,036μ., μεγ. σωζ. πάχος 0,015μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαβής αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, καθώς υπάρχουν λίγες μόνο αποκρούσεις, λίγα ιζήματα και ένα χάραγμα στην άνω επιφάνεια, που προκλήθηκε προφανώς κατά την ανασκαφή. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρό (2,5YR, 6/8). Πρόκειται για μία κάθετη ταινιωτή λαβή με δύο ράχες στην άνω επιφάνειά της και μία ρηχή αυλάκωση ανάμεσα τους. Στο κάτω τμήμα της κάμπτεται έντονα, ενώ ψηλότερα η καμπύλη είναι πιο ελαφριά. Η διατομή της λαβής είναι ωοειδής. 77. ΚΑΑΝ 14 α-β Διαστάσεις: α) μεγ. σωζ. μήκος 0,091μ., πάχος λαβής 0,020μ., β) μεγ. σωζ. μήκος 0,068μ., μεγ. σωζ. ύψος 0,058μ., πάχος λαβής 0,019μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Δύο τμήματα λαβών αβαφών υδριών, πιθανόν ανήκουν στο ίδιο αγγείο. α) Σώζεται το μεγαλύτερο μέρος της οριζόντιας λαβής. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρό (2,5YR, 6/8). Η λαβή είναι κυκλικής διατομής. Σχηματίζει μία αρκετά έντονη καμπύλη, ενώ πριν συναντήσει το σώμα του αγγείου κάμπτεται εντονότερα. Το σημείο ένωσης δεν διατηρείται. β) Σώζεται ένα μικρό μόνο μέρος της οριζόντιας λαβής, μαζί με το σημείο ένωσης με το σώμα. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ανοιχτό γκρι (10YR, 7/1). Η λαβή είναι κυκλικής διατομής. Είναι καμπύλη, αλλά λίγο πριν συναντήσει το κυρτό σώμα καμπυλώνεται εντονότερα. 78. ΚΑΑΝ 48 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,130μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,050μ., πάχος λαβής 0,011μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαβής αβαφούς υδρίας. Είναι συγκολλημένο από δύο όστρακα. Η κατάσταση διατήρησης είναι αρκετά καλή, με εξαίρεση λίγες αποκρούσεις και αρκετά ιζήματα. Επίσης, σε αρκετά σημεία της διακρίνονται ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ανοιχτό γκρι (10R, 7/1). Πρόκειται για την ακέραια σχεδόν λαβή του αγγείου. Είναι ταινιωτή και διαγράφει καμπύλη πορεία. Σώζεται επίσης και το σημείο ένωσης με το λαιμό, καθώς και ένα μικρό τμήμα του λαιμού, που φαίνεται πως ήταν κάθετος. Ακόμη, στο εσωτερικό του λαιμού και στο ύψος ακριβώς της ένωσης λαιμού και λαβής διακρίνεται το απότύπωμα του δακτύλου του κεραμέα. 118

122 Κατάλογος ευρημάτων 79. ΚΑΑΝ 81 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,075μ., διάμ. λαβής 0,019μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαβής και σώματος αβαφούς υδρίας. Είναι συγκολλημένο από δύο όστρακα. Υπάρχουν λίγες αποκρούσεις και ιζήματα, ενώ σε αρκετά σημεία εμφανίζονται ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι ανομοιογενής και όχι πολύ καλή. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία, και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ροδαλό (7,5YR, 7/4). Το όστρακο προέρχεται από τη μία οριζόντια λαβή και ελάχιστο τμήμα του σώματος του αγγείου. Σώζεται η μισή περίπου λαβή είναι κυκλικής διατομής, με σχήμα έντονα κυρτό. Καταλήγει στο σώμα του αγγείου, που όμως διατηρείται πολύ αποσπασματικά, ώστε να μην μπορεί να συναχθεί το σχήμα του. Στο εσωτερικό του σώματος διατηρείται το αποτύπωμα του δακτύλου του κεραμέα. 80. ΚΑΑΝ 82 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,077μ., διάμ. 0,018μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαβής αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι γενικά καλή, αλλά υπάρχουν πολλά ιζήματα. Σε ορισμένα σημεία εντοπίζονται ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρό (2,5YR, 5/6). Πρόκειται για τη μία οριζόντια λαβή του αγγείου. Έχει κυκλική διατομή και σχήμα έντονα κυρτό. 81. ΚΑΑΝ 449 Διαστάσεις: διάμετρος 0,061-0,017μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,052μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα λαβής αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή με λίγες μόνο αποκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιόμορφη, καθώς τμήμα της επιφάνειας του οστράκου έχει αποκτήσει ένα πιο σκούρο χρώμα. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Πρόκειται για μία οριζόντια λαβή, που σώζεται κατά το ήμισυ περίπου. Έχει διατομή σχεδόν κυκλική. 82. ΚΑΑΝ 18 (Πίν. 26α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,019μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,029μ., μεγ. σωζ. μήκος 0,051μ., μέσο πάχος 0,007μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,16μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης του οστράκου είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ανοιχτό γαλαζωπό γκρι (7/1). Σώζεται το ανώτερο τμήμα του λαιμού, που είναι κοίλος, στρέφεται προς τα έξω και καταλήγει σε ένα κάθετα κρεμάμενο χείλος. 83. ΚΑΑΝ 26 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,030μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,065μ., μέσο πάχος 0,007μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,15μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι κακή, αφού υπάρχουν πολλές αποκρούσεις και σπασίματα, καθώς και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις και το χρώμα του είναι ανοιχτό ερυθρό (2,5YR, 7/8). Στο θραύσμα αυτό αναγνωρίζεται μικρό μόνο τμήμα του κάθετου λαιμού, που σύντομα γίνεται κοίλος και απολήγει σε ένα κάθετα κρεμάμενο χείλος. 84. ΚΑΑΝ 27 (Σχ. 8α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,030μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,038μ., μέσο πάχος 0,009μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Παρατηρούνται ορισμένες απόκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό καστανό (5YR, 4/4). Διατηρείται τμήμα του ανώτατου σημείου του λαιμού και του χείλους. Είναι αρκετά κοίλο με κατεύθυνση προς τα έξω 119

123 Κατάλογος ευρημάτων και απολήγει σε ένα εξέχον οριζόντιο χείλος με κάθετα διαμορφωμένη πλαϊνή όψη. 85. ΚΑΑΝ 29 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,026μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,036μ., πάχος Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Υπάρχουν αρκετές αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Διατηρείται τμήμα του λαιμού, που καμπυλώνεται έντονα και απολήγει σε ένα κάθετα κρεμάμενο χείλος. Βιβλιογραφία: Κυριάκου, 2005, σ. 278, Πίν. 126, αρ. Γ7 (μέσα 4 ου αι. π.χ.) 86. ΚΑΑΝ 30 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,015μ., μεγ. σωζ. μήκος 0,065μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,025μ., πάχος 0,003-0,013μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,16μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Παρατηρούνται αρκετές απόκρούσεις, τυχαία χαράγματα και λίγα ιζήματα. Επιπλέον, σε ορισμένα σημεία διακρίνονται ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό γκρι (2,5YR, 7/1). Στο σωζόμενο όστρακο διακρίνεται το ανώτερο τμήμα του λαιμού, που διαγράφοντας μία έντονη καμπύλη με κατεύθυνση προς το εξωτερικό, απολήγει σε ένα κάθετα κρεμάμενο χείλος. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 348, Pl. 71, αρ ( περ.) 87. ΚΑΑΝ 51 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,022μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,033μ., πάχος σώματος 0,005μ., πάχος χείλους 0,008μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Φέρει λίγες αποκρούσεις και πολλά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρό (2,5YR, 6/6). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του λαιμού και το χείλος. Ο λαιμός έχει αρχικά διαγώνια ανοδική πορεία, στη συνέχεια γίνεται κοίλος και απολήγει σε ένα κάθετα κρεμάμενο χείλος. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 348, Pl. 71, αρ ( περ.) 88. ΚΑΑΝ 53 (Σχ. 7α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,038μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,028μ., πάχος 0,004-0,011, εκτιμ. διάμ. χείλους 0,16μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Το όστρακο φέρει λίγες απόκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του λαιμού και το χείλος. Το σώμα είναι κοίλο και απολήγει σε ένα κάθετα κρεμάμενο χείλος. Βιβλιογραφία: Κυριάκου, 2005, σ. 278, Πίν. 126, αρ. Γ7 (μέσα 4 ου αι. π.χ.) 89. ΚΑΑΝ 59 (Πίν. 25α, Σχ. 6β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,107μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,135μ., διάμετρος λαιμού 0,080μ., πάχος 0,005-0,011μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,134μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Είναι συγκολλημένο από πέντε (5) διαφορετικά όστρακα. Υπάρχουν πολλές αποκρούσεις και σπασίματα, καθώς και αρκετά ιζήματα. Επιπλέον, ίχνη καύσης διακρίνονται σε πολλά σημεία της επιφάνειας του αγγείου. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρωπό γκρι (2,5YR, 7/1). Στο λαιμό υπάρχουν ίχνη στίλβωσης. Διατηρείται τμήμα του ώμου, του λαιμού και του χείλους. Ο ώμος σώζεται στο μισό περίπου μήκος του. Είναι επίπεδος με διαγώνια ανοδική κατεύθυνση. Στη συνέχεια γίνεται κοίλος για να συναντήσει ομαλότερα το στενό και ψηλό λαιμό. Ο λαιμός είναι ελαφρά κοίλος και καταλήγει σε ένα κάθετα κρεμάμενο χείλος. 120

124 Κατάλογος ευρημάτων Βιβλιογραφία: Καλλιπολίτης, 1977, σ. 120, Εικ. 3 (αρχές 4 ου αι. π.χ.) / Sparkes- Talcott, 1970, σ. 348, Pl. 71, Fig. 13, αρ ( περ.) / Χρυσοστόμου Α., «Έδεσσα 1990», ΑΕΜΘ 4 (1990), σ. 159, Εικ. 9 (αχρονολόγητο) 90. ΚΑΑΝ 65 (Πίν. 26β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,022μ., μεγ. σωζ. μήκος 0,108μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,027μ., πάχος 0,006-0,014μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,164μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς αμαυρόχρωμης υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι αρκετά καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Επιπλέον, σε όλη την επιφάνεια του οστράκου υπάρχουν έντονα ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι λευκό (7,5YR, 8/1). Στο όστρακο διακρίνεται ένα μικρό τμήμα από το ανώτερο σημείο του λαιμού, που κοιλώνεται έντονα για να οριζοντιωθεί και να συναντήσει το κάθετα κρεμάμενο χείλος. 91. ΚΑΑΝ 76 (Πίν. 25ε) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,025μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,032μ., μέσο πάχος 0,008μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,154μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Υπάρχουν ελάχιστες μόνο απόκρούσεις και αρκετά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρό (2,5YR, 6/8). Σώζεται το ανώτερο μόνο τμήμα του λαιμού. Είναι έντονα κοίλο και καταλήγει σε ένα κάθετα κρεμάμενο χείλος. Βιβλιογραφία: Αδάμ-Βελένη, 1994, Πίν. 109β / Κυριάκου, 2005, σ. 278, Πίν. 126, αρ. Γ7 (μέσα 4 ου αι. π.χ.) 92. ΚΑΑΝ 77 (Πίν. 25στ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,017μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,086μ., πάχος 0,004-0,015μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,164μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Υπάρχουν λίγες αποκρούσεις και αρκετά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Σώζεται μόνο το ανώτατο τμήμα του λαιμού, που είναι έντονα κοίλο και στη συνέχεια καταλήγει σε ένα χείλος, που κρέμεται κάθετα. Βιβλιογραφία: Κυριάκου Α. 2005, σ. 278, Πίν. 126, αρ. Γ7 (μέσα 4 ου αι. π.χ.) 93. ΚΑΑΝ 78 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,019μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,039μ., πάχος 0,005-0,011μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,15μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Υπάρχουν λίγες αποκρούσεις και ιζήματα. Επίσης, σε αρκετά μεγάλη επιφάνεια του οστράκου υπάρχουν έντονα ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρό (10R, 4/8). Σώζεται μόνο το ανώτερο τμήμα του λαιμού, που είναι έντονα κοίλο και απολήγει σε ένα χείλος κάθετα κρεμάμενο. Βιβλιογραφία: Κυριάκου, 2005, σ. 278, Πίν. 126, αρ. Γ7 (μέσα 4 ου αι. π.χ.) 94. ΚΑΑΝ 95α Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,015μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,026μ., πάχος 0,005-0,015μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,18μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Ανήκει στο ίδιο αγγείο με το 95, αλλά δεν συγκολλούνται. Η κατάσταση διατήρησης είναι αρκετά καλή, με αρκετές αποκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αν και όχι τόσο ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι κιτρινωπό ερυθρό (5YR, 5/8). Σώζεται το ανώτατο μόλις μέρος του λαιμού, που είναι κοίλο και καταλήγει σε κάθετα κρεμάμενο χείλος. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 348, Pl. 71, αρ ( περ.) 121

125 Κατάλογος ευρημάτων 95. ΚΑΑΝ 95β Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,065μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,022μ., πάχος 0,006-0,014μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,16μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα χείλους αβαφούς υδρίας. Συνανήκει με το 94. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς διακρίνονται πολλές αποκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αν και όχι τόσο ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι κιτρινωπό ερυθρό (5YR, 5/8). Δεν σώζεται κανένα τμήμα του λαιμού, αλλά μόνο ένα τμήμα του χείλους. Το σχήμα είναι ίδιο με του 94. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 348, Pl. 71, αρ ( περ.) 96. ΚΑΑΝ 96 (Πίν. 26δ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,016μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,019μ., μεγ. σωζ. μήκος 0,050μ., μέσο πάχος 0,006μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,12μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα του λαιμού και του χείλους αμαυρόχρωμης υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι κακή, με πολλές αποκρούσεις, χτυπήματα και ιζήματα. Σε όλη την επιφάνεια του αγγείου υπάρχουν έντονα ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με λίγη μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό γκρι (2,5YR, 7/1). Διατηρείται μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα από το λαιμό, που ανεβαίνει με διαγώνια κατεύθυνση. Έπειτα γίνεται κοίλο και καταλήγει σε ένα έντονα κάθετο κρεμάμενο χείλος. 97. ΚΑΑΝ 103 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,020μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,075μ., μέσο πάχος 0,008μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,17μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα του λαιμού και του χείλους αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και πολλά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Στο τμήμα αυτό διατηρείται μόλις το ανώτατο τμήμα του λαιμού, όπου γίνεται ελαφρά κοίλος και έπειτα απολήγει σε ένα κάθετα κρεμάμενο χείλος. 98. ΚΑΑΝ 396 Διαστάσεις: μέγ. σωζ. ύψος 0,018μ., μεγ. σωζ. μήκος 0,044μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,089μ., πάχος 0,005-0,015μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,16μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι αρκετά καλή, με ελάχιστες μόνο αποκρούσεις, αλλά πολλά ιζήματα. Στην εξωτερική όψη του οστράκου και σε λίγα σημεία του εσωτερικού διακρίνονται αμυδρά ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ανοιχτό ερυθρό (2,5YR, 6/6). Σώζεται το ανώτατο μόλις τμήμα του λαιμού του αγγείου, το οποίο γίνεται αμέσως κοίλο μέχρι να συναντήσει το έντονα κάθετα κρεμάμενο χείλος. Βιβλιογραφία: Κυριάκου, 2005, σ. 278, Πίν. 126, αρ. Γ7 (μέσα 4 ου αι. π.χ.) 99. ΚΑΑΝ 412 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,016μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,038μ., πάχος 0,006-0,011μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,12μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης του οστράκου είναι μέτρια, με λίγες απόλεπίσεις και ορισμένες επικαθίσεις πηλού, καθώς και ορισμένα ιζήματα στην εξωτερική πλευρά. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία, λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις και έχει χρώμα ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτατο τμήμα του λαιμού, που είναι κοίλο και απολήγει σε ένα κάθετα κρεμάμενο χείλος ΚΑΑΝ 413 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,016μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,044μ., πάχος 0,003-0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,18μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/

126 Κατάλογος ευρημάτων Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης του οστράκου είναι καλή, με λίγες αποκρούσεις και λίγα ιζήματα σε εσωτερικό και εξωτερικό. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλά ασβεστολιθικά ιζήματα, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του λαιμού, όπου το αγγείο αρχίζει να γίνεται κοίλο και απολήγει σε κάθετα κρεμάμενο χείλος ΚΑΑΝ 424 (Πίν. 25γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,045μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,068μ., πάχος σώματος 0,006μ., πάχος χείλους 0,011μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,16μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγα μόνο σκασίματα και πολλά ιζήματα, κυρίως στο εξωτερικό. Ακόμη στο εσωτερικό διακρίνονται αρκετά άλατα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/8). Σώζεται αρκετά μεγάλο κομμάτι (σε τομή) του λαιμού, που αρχικά έχει κάθετη ανοδική πορεία με ευθύ προφίλ. Στη συνέχεια γίνεται κοίλος και απολήγει στο χείλος, το οποίο στρέφεται προς τα έξω, με κωνικό προφίλ ΚΑΑΝ 462 (Σχ. 7β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,037μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,044μ., πάχος 0,007-0,015μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,16μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα λαιμού και χείλους αβαφούς υδρίας. Η κατάσταση διατήρησης του οστράκου είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με άφθονη μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι κιτρινωπό καστανό (10YR, 5/4). Το όστρακο ξεκινά από το ανώτατο μέρος του λαιμού, που είναι κοίλο και απολήγει στο, σχεδόν κάθετα, κρεμάμενο χείλος. Βιβλιογραφία: Κυριάκου, 2005, σ. 278, Πίν. 126, αρ. Γ7 (μέσα 4 ου αι. π.χ.) 11) Σκυφίδια 103. KAAN 407 (Πίν. 27β, Σχ. 9β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,037μ., μεγ. σωζ. διάμετρος 0,077μ., διάμετρος βάσης 0,049μ., πάχος 0,005-0,006μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Αβαφές σκυφίδιο. Λείπει τμήμα του σώματος και όλο σχεδόν το χείλος, αλλά διατηρεί την κατατομή του. Είναι συγκολλημένο από δύο όστρακα. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν αρκετές αποκρούσεις, πολλά ιζήματα, ενώ μεγάλο μέρος της επιφάνειας έχει απολεπιστεί. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Η βάση είναι δακτυλιόσχημη. Το σώμα έχει ανοδική διαγώνια πορεία, με ελαφρώς κυρτό προφίλ και μετά από λίγα εκατοστά (περ. 2,5) γωνιάζει έντονα προς το εσωτερικό του αγγείου. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ. 341, αρ. 998, Fig. 63, Pl. 76 ( π.χ.) / Edwards, 1975, σ. 31, αρ. 26, Pl. 2, 44 (περ. 300 π.χ.) 104. ΚΑΑΝ 23 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,025μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,045μ., μέσο πάχος 0,006μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,12μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Υπάρχουν λίγες αποκρούσεις, ιζήματα, καθώς και ορισμένα ίχνη καύσης. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ροδαλό (7,5YR, 8/3). Διατηρείται τμήμα του καμπύλου σώματος, το οποίο στο ύψος του ώμου κάμπτεται έντονα προς τα μέσα, για να απολήξει σε ένα εισέχον χείλος. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 296, αρ. 835, Fig. 8 (325 π.χ.) 105. ΚΑΑΝ 24 (Πίν. 27στ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,030μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,041μ., μέσο πάχος 0,007μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Εκτός από ορισμένες απόκρούσεις και ιζήματα, η κατάσταση δια- 123

127 Κατάλογος ευρημάτων τήρησης είναι καλή. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρό (2,5YR, 6/4). Σώζεται το ανώτερο τμήμα του σώματος, που έχει ανοδική διαγώνια πορεία με κυρτό προφίλ, ώσπου να συναντήσει το χείλος, από το οποίο χωρίζεται με πλαστική διαμόρφωση. Το χείλος κάμπτεται έντονα και στρέφεται προς τα μέσα. Βιβλιογραφία: Edwards, 1975, σ. 32, αρ. 34, Pl. 2, 44 (περ. 300 π.χ.) / Rotroff, 1997, σ. 340, αρ. 994, Fig. 63 ( π.χ.) / Δρούγου-Τουράτσογλου, 1980, σ. 36, αρ. Π1265, Σχ. IV, 21, Πίν. 11 / Rotroff, 2006, σ. 277, αρ. 308, Fig. 52, Pl. 42 ( π.χ.) 106. KAAN 52 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,031μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,023μ., μεγ. σωζ. πάχος 0,010μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,132μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8). Σώζεται το άνω μέρος του σώματος με σχήμα κυρτό και, μετά τη μεσολάβηση μιας ρηχής περιμετρικής αυλάκωσης, ακολουθεί ένα φαρδύ εισέχον χείλος ΚΑΑΝ 410 (Πίν. 28α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,018μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,041μ., πάχος 0,004-0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,15μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν αρκετές απόκρούσεις και πολλά ιζήματα στο εσωτερικό. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR 7/8). Το σωζόμενο μικρό όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του σώματος και το χείλος. Το σώμα είναι ελαφρώς κυρτό, στον ώμο γωνιάζει έντονα και καταλήγει σε ένα χείλος που στρέφεται ελαφρώς προς τα μέσα. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ , αρ. 970, Fig. 62, Pl. 146 (περ. 300 π.χ.) κ σ. 340, αρ. 984, Fig. 62 ( π.χ.) / Miller, 1974, σ , αρ. 33, Fig. 4 / Edwards, 1975, σ. 32, αρ. 55, Pl. 2, 44 (τελευταίο τέταρτο 4 ου αι. π.χ.) 108. ΚΑΑΝ 411 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,014μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,036μ., πάχος 0,003-0,0055μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,14μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν αρκετές απόκρούσεις και αρκετά ιζήματα στο εσωτερικό. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι κιτρινωπό ερυθρό (5YR, 5/8). Το σωζόμενο μικρό όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του σώματος και το χείλος. Το σώμα έχει ελαφρώς κυρτό προφίλ, στον ώμο κάμπτεται έντονα και καταλήγει σε ένα ελαφρά εισέχον χείλος. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ. 345, αρ. 1053, Fig. 65 ( π.χ.) σ. 345, αρ. 1056, 1057, Fig. 65 ( ) σ. 347, αρ. 1077, Fig. 65, Pl. 79 ( π.χ.) 109. ΚΑΑΝ 417 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,023μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,031μ., πάχος 0,005-0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,14μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις, απόλεπίσεις και αρκετά ιζήματα στο εσωτερικό. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι λευκό (5YR, 8/1). Το σώμα είναι αρκετά κυρτό και απολήγει σε ένα χείλος, που στρέφεται προς το εσωτερικό του αγγείου. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ. 341, αρ. 1001, Fig. 63, Pl. 76 ( π.χ.) / Edwards, 1975, σ. 32, αρ. 52, Pl. 2, 44 (περ. 250 π.χ.) 124

128 Κατάλογος ευρημάτων 110. ΚΑΑΝ 418 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,033μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,027μ., πάχος 0,005-0,007μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς εσωτερικά και εξωτερικά εντοπίζονται πολλές απολεπίσεις. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις και έχει λευκό χρώμα (5YR, 8/1). Υπάρχει γάνωμα ανοιχτού καστανού χρώματος. Το σώμα έχει ελαφρά κυρτό προφίλ, στον ώμο γωνιάζει έντονα, ενώ το χείλος στρέφεται προς το εσωτερικό του αγγείου. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ. 341, αρ. 1007, Fig. 63, Pl. 76 ( π.χ.) / Sparkes-Talcott, 1970, σ. 295, αρ. 829, Fig. 8 (περ. 350 π.χ.) / Παντερμαλής, 1972, σ. 161, αρ. 3, Σχ ΚΑΑΝ 101 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,054μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,061μ., μέσο πάχος 0,006μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με ελάχιστες μόνο αποκρούσεις. Σε μεγάλο μέρος του διακρίνονται ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με αρκετή μαρμαρυγία, ασβεστολιθικές προσμίξεις και πολλά ιζήματα. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρό (2,5YR, 5/8). Διατηρείται ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του σώματος, που έχει κυρτό προφίλ, στη συνέχεια κάμπτεται έντονα και απολήγει σε ένα έντονα έσω νεύον χείλος. Βιβλιογραφία: Βλ. το σκυφίδιο αρ ΚΑΑΝ 90 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,029μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,018μ., πάχος 0,005μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,090μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Υπάρχουν πολλές αποκρούσεις. Σε όλο το όστρακο, αλλά κυρίως στην εξωτερική πλευρά υπάρχουν έντονα ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με λίγη μαρμαρυγία, ασβεστολιθικές προσμίξεις και πολλά ιζήματα. Το χρώμα του είναι ανοιχτό καστανό (7,5YR, 6/3). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του σώματος και το χείλος. Το σώμα είναι έντονα κυρτό και απολήγει σε ένα έντονα εισέχον χείλος. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ. 340, αρ. 982, Fig. 62, Pl. 75 ( π.χ.) κ σ. 345, αρ. 1054, Fig. 65, Pl. 78, 146 ( π.χ.) / Sparkes-Talcott, 1970, σ. 295, αρ. 832, Fig. 8, Pl. 33 ( π.χ.) / Παππάς, 2001, σ. 102, αρ. 21, Πίν. 21 (τέλη 4 ου αι. π.χ.) 113. ΚΑΑΝ 395 (Πίν. 26ε-στ, Σχ. 9α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,050μ., πάχος 0,005-0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,156μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή. Φέρει λίγα μόνο ιζήματα, ενώ είναι συγκολλημένο από 5 διαφορετικά όστρακα. Η όπτηση είναι καλή, όχι όμως ιδιαίτερα ομοιόμορφη, καθώς στο μέσο της τομής του δημιουργείται ένα "μπισκότο". Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο και ερυθρό (5YR, 7/8 κ 2,5YR, 5/8 αντίστοιχα). Διακρίνονται ίχνη στίλβωσης. Το τμήμα διατηρεί αρκετά μεγάλο μέρος του σώματος και του χείλους, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ίχνος από τη βάση. Το σώμα είναι σχεδόν ημισφαιρικό και απολήγει σε ένα έντονα εισέχον χείλος. Βιβλιογραφία: Edwards, 1975, σ. 31, αρ. 20, Pl. 2, 43 (πρώιμο 3 ο τέταρτο 4 ου αι. π.χ.) 114. ΚΑΑΝ 435 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,025μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,040μ., πάχος 0,006-0,010μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,25μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι κιτρινωπό καστανό (10YR, 5/4). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο μέρος 125

129 Κατάλογος ευρημάτων του σώματος και το χείλος. Το σώμα χαμηλά έχει ευθύ προφίλ με κατεύθυνση διαγώνια προς τα επάνω, όμως στον ώμο κυρτώνεται έντονα, για να καταλήξει σε ένα ελαφρώς εισέχον χείλος. Βιβλιογραφία: Sparkes-Talcott, 1970, σ. 296, αρ. 842, 541, Fig. 8, Pl. 33 (325 περ. π.χ.) 115. ΚΑΑΝ 428 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,018μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,051μ., πάχος 0,007-0,008μ., εκτιμώμενη διάμετρος χείλους 0,15μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Είναι συγκολλημένο από δύο όστρακα. Η κατάσταση διατήρησής του δεν είναι πολύ καλή, καθώς φέρει πολλές και μεγάλες αποκρούσεις. Η όπτηση είναι μέτρια, αλλά ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με αρκετή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι κιτρινωπό ερυθρό (5YR, 5/6). Το σωζόμενο μέρος του σώματος παρουσιάζει κυρτό προφίλ και απολήγει σε ένα χείλος, που στρέφεται ελαφρά προς το εσωτερικό του αγγείου. Βιβλιογραφία: Βλ. το σκυφίδιο αρ ΚΑΑΝ 47 (Σχ. 10α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,101μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,057μ., πάχος σώματος 0,008μ., πάχος χείλους 0,010μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,323μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης του οστράκου είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και ορισμένα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ένα τμήμα του εσωτερικού του αγγείου φέρει ίχνη καύσης. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (7,5YR, 6/8). Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του σώματος και το χείλος. Το σώμα λοιπόν έχει κυρτό σχήμα, στο σημείο όμως της μεγαλύτερης διαμέτρου του γωνιάζει έντονα προς τα μέσα, για να απολήξει σε ένα εισέχον παχύ χείλος. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ. 342, αρ. 1018, Fig. 63, Pl. 77 ( π.χ.) 117. ΚΑΑΝ 408 (Σχ. 9δ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,051μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,103μ., πάχος 0,006-0,010μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,20μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι καλή με ελάχιστες μόνο αποκρούσεις. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία, λίγα ιζήματα και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ροδαλό (5YR 7/3). Προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του αγγείου και σώζει μέρος του σώματος και του χείλους του. Το σώμα έχει κυρτό προφίλ, με κατεύθυνση διαγώνια προς τα επάνω και απολήγει σε ένα έντονα εισέχον χείλος ΚΑΑΝ 419 (Πίν. 27γ-δ, Σχ. 9γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,023μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,031μ., πάχος 0,005-0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,135μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους μελαμβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι πολύ καλή. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με ελάχιστη μαρμαρυγία. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρό (2,5YR, 5/6). Το γάνωμα είναι στιλπνό μελανό και διατηρείται πολύ καλά. Το όστρακο ανήκει στο ανώτερο τμήμα του σώματος του αγγείου και στο χείλος. Το σώμα λοιπόν είναι ελαφρώς κυρτό, στον ώμο γωνιάζει λίγο και καταλήγει σε ένα ελαφρά εισέχον χείλος. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ. 295, αρ. 828, Fig. 8, Pl. 33 ( π.χ.) 119. ΚΑΑΝ 416 (Πίν. 27ε) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,016μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,055μ., πάχος 0,005-0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. χείλους 0,14μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους ερυθροβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης τους είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με αρκετή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/8), 126

130 Κατάλογος ευρημάτων ενώ το γάνωμα είναι πορτοκαλόχρωμο και έχει απολεπιστεί σε αρκετά σημεία. Το όστρακο προέρχεται από το ανώτερο τμήμα του σώματος και το χείλος. Διακρίνεται ένα ελαφρώς κυρτό σώμα, που απολήγει σε ένα εισέχον χείλος. Βιβλιογραφία: Rotroff, 1997, σ. 342, αρ. 1012, Fig. 63, Pl. 76, 146 ( π.χ.) 120. ΚΑΑΝ 403α (Πίν. 27α, Σχ. 8γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,035μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,045μ., πάχος 0,005-0,006μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Τμήμα σώματος και χείλους ερυθροβαφούς σκυφιδίου. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς φέρει αρκετές αποκρούσεις και μεγάλο μέρος της επιφάνειάς του είναι καλυμμένο από ιζήματα. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (7,5YR, 7/6). Το όστρακο φέρει εσωτερικά και εξωτερικά ίχνη ερυθρού γανώματος, το οποίο όμως σε μεγάλο μέρος της επιφάνειάς του έχει απολεπιστεί εντελώς. Το όστρακο διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος του σώματος του αγγείου και ελάχιστο τμήμα του χείλους. Έχει έντονα κυρτό προφίλ και το χείλος στρέφεται έντονα προς το εσωτερικό. 12) Ηθμός 121. ΚΑΑΝ 42 (Πίν. 28β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,026μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,020μ., πάχος 0,004μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα σώματος αμαυρόχρωμου ηθμού. Το θραύσμα είναι πολύ μικρό και φέρει σπασίματα, αποκρούσεις και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι απαλό ερυθρό (2,5YR, 7/4). Το θραύσμα έχει προφίλ ελαφρά κοίλο και προέρχεται από τη διάτρητη επιφάνεια του αγγείου. Σώζεται μία μόνο οπή μέχρι το ύψος της διαμέτρου της, αφού στο σημείο εκείνο υπάρχει σπάσιμο. Σε απόσταση 0,008μ. από την πρώτη διαφαίνεται και μια δεύτερη οπή, από την οποία σώζεται μόνο ένα ελάχιστο τμήμα των κάθετων τοιχωμάτων της. Μαγειρικά σκεύη 13) Χύτρα 122. ΚΑΑΝ 69 (Πίν. 28γ) Διαστάσεις 409 : μεγ. σωζ. ύψος 0,050μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,164μ., μέσο πάχος 0,006μ., διάμ. λαβής 0,019μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήματα του σώματος και της λαβής αβαφούς χύτρας. Διατηρείται ένα μεγάλο τμήμα του σώματος, συγκολλημένο από 8 όστρακα, ένα μικρότερο συγκολλημένο από 4 όστρακα, ενώ υπάρχουν ακόμη 10 όστρακα που συνανήκουν, αλλά δεν συγκολλούνται, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της μίας λαβής, που αποτελείται από 2 συγκολλημένα όστρακα. Στα περισσότερα όστρακα παρατηρούνται έντονα ίχνη καύσης και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι σκοτεινό ερυθρό (2,5YR, 4/8). Η περιγραφή του σχήματος περιορίζεται υποχρεωτικά στα δύο μεγαλύτερα τμήματα και στη λαβή. Το μικρότερο τμήμα έχει κυρτό προφίλ και προέρχεται από το σώμα του αγγείου, ακριβώς κάτω από τη μέγιστη διάμετρο. Το μεγαλύτερο τμήμα προέρχεται από το κατώτερο μέρος του αγγείου. Δεν υπάρχει βάση, αλλά μία απλή κυρτή επιφάνεια έδρασης, με διάμετρο 0,075μ. Στη συνέχεια το σώμα κυρτώνεται εντονότερα για να ακολουθήσει διαγώνια ανοδική πορεία. Η λαβή είναι κυκλικής διατομής και με πολύ καμπύλο προφίλ. 14) Λοπάς 123. KAAN 33 (Πίν. 28δ-ε, Σχ. 10β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,056μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,049μ., μέσο πάχος 0,007μ., εκτιμώμενη διάμ. βάσης 0,182μ. 409 Οι διαστάσεις ύψους, πλάτους και πάχους έχουν μετρηθεί από το μεγαλύτερο τμήμα. 127

131 Κατάλογος ευρημάτων Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήματα σώματος και χείλους αβαφούς αμαυρόχρωμης λοπάδας. Πρόκειται για τέσσερα τμήματα, το ένα συγκολλημένο από τρία μικρότερα όστρακα. Δύο από τα τμήματα προέρχονται από το σώμα, ενώ τα άλλα δύο διατηρούν και το χείλος. Υπάρχουν πολλές αποκρούσεις, ενώ όλο το θραύσμα, εσωτερικά και εξωτερικά, φέρει έντονα ίχνη καύσης. Μάλιστα το μεγαλύτερο τμήμα είναι παραμορφωμένο σε ένα σημείο. Η όπτηση είναι καλή, αλλά ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος με μαρμαρυγία, ιζήματα και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του πηλού είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 7/6). Όσον αφορά στο σχήμα, το σώμα είναι έντονα κυρτό και μόλις γίνει σχεδόν κάθετο συναντά το χείλος, που σχηματίζει στην άνω επιφάνειά του επίπεδη πατούρα. Βιβλιογραφία: Πρβλ. Anderson- Stojanović, 2000, Πιν. 303, IP 7734 (τέλη 3 ου αι. π.χ.) / Sparkes-Talcott, 1970, σ. 374, αρ. 1969, Pl. 95 ( π.χ.) / Χατζηδάκης, 2000, Πίν. 318α (δεξιά) 15) Τηγανοειδές αγγείο 124. ΚΑΑΝ 102 (Πίν. 28στ, Σχ. 10γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,028μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,116μ., πάχος 0,006μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,38μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αμαυρόχρωμου τηγανοειδούς αγγείου. Είναι συγκολλημένο από 5 όστρακα. Η κατάσταση διατήρησης δεν είναι καλή, καθώς υπάρχουν πολλές αποκρούσεις, σπασίματα και ιζήματα. Όλο το θραύσμα, εσωτερικά και εξωτερικά, είναι έντονα καμμένο. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (7,5YR, 7/6). Σώζεται το ανώτερο μόνο τμήμα του σώματος και του χείλους. Το σώμα είναι ελαφρώς κυρτό, κάμπτεται έντονα, αποκτά διαγώνια ανοδική πορεία και απολήγει σε ένα κάθετο χείλος. Βιβλιογραφία: Πρβλ. Mlynarczyk, 2000, Πίν. 312, 1 / Χατζηδάκης, 2000, Πίν. 320, 9 / Rotroff, 2000, Πίν. 208, 2-4 / Hayes J.W., Paphos, Vol. III, The Hellenistic and Roman Pottery, σ. 80, Fig. XXVIII,1, 4-5 / Edwards, 1975, σ , Pl. 32,703 / Rotroff, 2006, σ. 319, αρ. 708, Fig. 89, Pl.72 (περ π.χ.) 16) Πώματα 125. ΚΑΑΝ 25 (Πίν. 29α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,025μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,033μ., μέσο πάχος 0,007μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα σώματος και χείλους αβαφούς πώματος. Υπάρχουν λίγες αποκρούσεις και πολλά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ανοιχτό ερυθρό (2,5YR, 7/8). Σώζεται τμήμα του καμπύλου σώματος, που απολήγει σε ένα κάθετο χείλος ΚΑΑΝ 28α-ε (Πίν. 29β, Σχ. 10δ) Διαστάσεις: α) μεγ. σωζ. ύψος 0,040μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,041μ., πάχος 0,003-0,005μ. β) μεγ. σωζ. ύψος 0,027μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,037μ., πάχος 0,005-0,006μ. γ) μεγ. σωζ. μήκος 0,024μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,017μ., πάχος 0,004μ. δ) μεγ. σωζ. μήκ. 0,028μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,023μ., πάχος 0,004μ. ε) μεγ. σωζ. μήκος 0,025μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,024μ., πάχος 0,004μ. εκτιμ.διάμ. χείλους 0,20μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 κ 11/10/1996 Τμήματα του σώματος και του χείλους αβαφούς πώματος. Πρόκειται για πέντε (5) θραύσματα, τα δύο (2) από τα οποία είναι συγκολλημένα από δύο μικρότερα όστρακα. Τα υπόλοιπα τρία δεν συγκολλούνται, αλλά ανήκουν στο ίδιο αγγείο. Η κατάσταση διατήρησης των θραυσμάτων είναι καλή, με λίγες μόνο αποκρούσεις και ορισμένα ιζήματα. Η όπτηση δεν είναι καλή. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ίχνη μαρμαρυγίας και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό καστανό (2,5YR, 3/1). Η κατατομή του αγγείου μπορεί να γίνει εν μέρει κα- 128

132 Κατάλογος ευρημάτων τανοητή μόνο από τα δύο συγκολλημένα τμήματα, που ανήκουν μάλιστα στο ίδιο τμήμα του αγγείου. Διακρίνεται, λοιπόν, τμήμα του πολύ ελαφρά κυρτού σώματος, που στη συνέχεια γωνιάζει έντονα για να καταλήξει στο ψηλό και σχεδόν κάθετο χείλος. 17) Σταμνοειδής πυξίδα 127. ΚΑΑΝ 460 (Πίν. 29γ-δ, Σχ. 11α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,026μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,043μ., πάχος 0,007-0,008μ., εκτιμώμενη διάμ. (στο ανώτερο σημείο) 0,08μ. Ημερομηνία εύρεσης: 17/9/2004 Τμήμα σώματος μελαμβαφούς σταμνοειδής πυξίδας. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν πολλές αποκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με ελάχιστη μαρμαρυγία και καθόλου ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ροδαλό (7,5YR, 8/4). Το όστρακο φέρει εξωτερικά γάνωμα, που όμως έχει απολεπιστεί σε πολλά σημεία. Το χρώμα του γανώματος είναι καστανό εκτός από τo ανώτερο σημείο, όπου γίνεται σκούρο καστανό. Σώζεται το ανώτερο μέρος του σώματος που έχει ελαφρά κυρτό προφίλ. Λίγο πριν συναντήσει το χείλος γίνεται κοίλο και απολήγει σε ένα κάθετο χείλος. Στο χαμηλότερο σημείο του οστράκου διακρίνεται τμήμα ρηχής αυλάκωσης, που θα περιέτρεχε περιμετρικά το αγγείο. Βιβλιογραφία: Παπακωνσταντίνου, 1994, σ. 51, αρ. Κ 4350, Πιν.33α-β (γ τέταρτο 4 ου αι. π.χ.) ιζήματα και σπασίματα σε εσωτερικό και εξωτερικό. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με αρκετή μαρμαρυγία και λίγες ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό καστανό (5YR, 5/4). Το εσωτερικό καλύπτεται από χοντρό μελανό γάνωμα. Το σωζόμενο τμήμα προέρχεται από το κατώτερο μέρος του αγγείου. Σώζεται μέρος της βάσης, που είναι δισκόμορφη, έχοντας όμως το κάτω μέρος της ελαφρά κοίλο. Στη συνέχεια το σώμα ακολουθεί μία διαγώνια ανοδική πορεία, με προφίλ ελάχιστα κυρτό. Στο εσωτερικό διακρίνονται ανάγλυφα τα ίχνη του τροχού. 18) Λύχνος 128. ΚΑΑΝ 468 (Πίν. 29ε-στ, Σχ. 11β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,015μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,052μ., πάχος 0,007-0,010μ., εκτιμ. διάμετρος βάσης 0,05μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα βάσης αβαφούς λύχνου. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν αρκετές αποκρούσεις, 129

133 Κατάλογος ευρημάτων ii) Λοιπά ευρήματα 1) Στηρίγματα για την όπτηση 129. ΚΑΑΝ 64 (Πίν. 30στ, 31α, Σχ. 11δ) Διαστάσεις: α) ύψος 0,086μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,084μ., μεγ. πάχος 0,011μ. β) μεγ. σωζ. ύψος 0,049μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,059μ., εκτιμ. διάμ. χείλους 0,16μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Αβαφές υποστατό (στήριγμα αγγείων στον κλίβανο). Σώζεται αποσπασματικά, διατηρεί όμως την κατατομή του. Είναι συγκολλημένο από 3 όστρακα. Υπάρχει και τέταρτο όστρακο, που όμως δεν συγκολλάται. Υπάρχουν αρκετές απόκρούσεις, σπασίματα και πολλά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρό (2,5YR, 5/8) για το πρώτο και καστανό (7,5YR, 5/4) για το δεύτερο. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη και το σώμα έντονα κυρτό. Αφού στραφεί προς τα έξω, περισσότερο απ' όσο χαμηλά στη βάση, απολήγει σε ένα χείλος με κυρτό προφίλ και στραμμένο διαγώνια προς τα επάνω. Το τέταρτο όστρακο, που δεν συγκολλάται ανήκει στο πάνω μέρος του σώματος και έχει κοίλο σχήμα ΚΑΑΝ 108 (Πίν. 30α-γ, Σχ. 11γ) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,080μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,122μ., μέσο πάχος 0,028μ., εκτιμ. διάμ. 0,28μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα υποστατού (στήριγμα αγγείων στον κλίβανο). Η κατάσταση διατήρησης δεν είναι καλή, καθώς υπάρχουν πολλά σπασίματα και αποκρούσεις. Σε πολλά σημεία υπάρχουν έντονα ίχνη καύσης και ιζήματα. Η όπτηση δεν είναι πολύ καλή και είναι ανομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο αλλά με διαφορετική απόχρωση ανά περιοχή (5YR, 7/8 κ 7,5YR, 8/6). Σώζεται τμήμα του κάτω μέρους, με τη βάση, η οποία είναι αδιαμόρφωτη. Το προφίλ του είναι κάθετο ΚΑΑΝ 421 (Πίν. 31β-γ, Σχ. 12α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,032μ., σωζ. πλάτος 0,019-0,027μ., πάχος κάτω τμήματος 0,010μ., πάχος άνω τμήματος 0,016μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16/9/2004 Στήριγμα αγγείων σε κλίβανο. Σώζεται σχεδόν ακέραιο, καθώς λείπουν μόνο τα τελειώματα των απολήξεων του. Η κατάσταση διατήρησής του είναι μέτρια, καθώς μεγάλο μέρος του έχει αποκρουστεί, ενώ διακρίνονται και λίγα ιζήματα. Η όπτηση είναι μέτρια και ανομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι κιτρινωπό ερυθρό αλλά με διαφορετική απόχρωση ανά περιοχή (5YR, 5/6 κ 5YR, 4/6). Το στήριγμα είναι δακρυόσχημο. Σχηματίζει ορθή γωνία, με το τμήμα που ανεβαίνει προς τα επάνω σαφώς μακρύτερο από αυτό που πατάει κάτω. Το επάνω κάθετο κομμάτι έχει ωοειδή διατομή, ενώ το κάτω ορθογώνια. Επιπλέον, το κάτω κομμάτι είναι πιο φαρδύ, ενώ όσο ανεβαίνουμε το πλάτος ελαττώνεται ΚΑΑΝ 455 (Πίν. 30δ-ε, Σχ. 11ε) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,035μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,063μ., πάχος 0,009-0,016μ., εκτιμώμενη διάμ. 0,15μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα υποστατού (στήριγμα αγγείων στον κλίβανο). Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια, καθώς υπάρχουν πολλές αποκρούσεις και πολλά ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με πολλή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (5YR, 6/6). Το όστρακο προέρχεται από το κατώτερο μέρος του σώματος, το οποίο είναι κάθετο με πολύ ελαφρά κοίλο προφίλ. Διατηρείται επίσης τμήμα της βάσης, που αποτελείται από μία απλή επιφάνεια έδρασης. 130

134 Κατάλογος ευρημάτων 2) Αγνύθες 133. ΚΑΑΝ 89 (Πίν. 31δ-ε, Σχ. 12β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,054μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,048μ., μεγ. σωζ. πάχος 0,014μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα πήλινης αγνύθας. Σώζεται πολύ αποσπασματικά, καθώς έχει σπάσει στο μέσο κατά τον οριζόντιο άξονά της. Σε όλη την επιφάνεια υπάρχουν έντονα ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία, ιζήματα και ασβεστολιθικές προσμίξεις. Το χρώμα του είναι ερυθρωπό μαύρο (2,5YR, 2,5/1). Η αγνύθα έχει σχήμα φακοειδές. Σώζεται πιθανόν τμήμα της οπής εξαρτήσεως ΚΑΑΝ 99 (Πίν. 31στ, 32α) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,064μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,044μ. Ημερομηνία εύρεσης: 11/10/1996 Τμήμα πήλινης αγνύθας. Η κατάσταση διατήρησης του θραύσματος είναι πολύ καλή, με ελάχιστες μόνο αποκρούσεις. Διακρίνονται αρκετά ίχνη καύσης. Η όπτηση είναι καλή, αν και όχι πολύ ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με λίγη μαρμαρυγία, πολλά ιζήματα και πολλές ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρωπό γκρι (2,5YR, 7/1). Το τμήμα αυτό ανήκει στο ανώτερο μισό της αγνύθας. Λείπει η βάση και το κατώτερο μέρος του σώματος. Η αγνύθα είναι πυραμιδόσχημη. Κοντά στην κορυφή της σώζεται η οπή εξαρτήσεως. 3) Κεραμίδες οροφής 135. ΚΑΑΝ 34 (Πίν. 32β) Διαστάσεις: μεγ. σωζ. μήκος 0,103μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,091μ., πάχος 0,015μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Τμήμα κεραμίδας με χάραγμα. Υπάρχουν αρκετές αποκρούσεις και ιζήματα. Η όπτηση είναι καλή και ομοιογενής. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με μαρμαρυγία και ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι λευκό (2,5YR, 8/1). Το θραύσμα έχει ελαφρά κοίλο σχήμα. Στην άνω επιφάνεια του θραύσματος διακρίνεται χαραγμένο το γράμμα Χ, ανάμεσα σε 2 εγχάρακτες γραμμές, σχεδόν παράλληλες μεταξύ τους ΚΑΑΝ 456 Διαστάσεις: μεγ. σωζ. ύψος 0,016μ., μεγ. σωζ. πλάτος 0,044μ., πάχος 0,005-0,007μ. Ημερομηνία εύρεσης: 16-17/9/2004 Τμήμα κεραμίδας. Η κατάσταση διατήρησης είναι κακή, καθώς υπάρχουν πολλές αποκρούσεις και το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του οστράκου είναι καλυμμένο από πηλό. Η όπτηση είναι καλή και ομοιόμορφη. Ο πηλός είναι λεπτόκοκκος, με αρκετή μαρμαρυγία και αρκετές ασβεστολιθικές προσμίξεις, ενώ το χρώμα του είναι ερυθρωπό κίτρινο (7,5YR, 7/6). Γάνωμα ερυθρού χρώματος διακρίνεται μόνο στην εξωτερική πλευρά και έχει απολεπιστεί σε λίγα σχετικά σημεία. Σώζεται μόνο το ανώτερο σημείο το σώματος, που είναι κοίλο και απολήγει σε ένα επίπεδο και εξέχον χείλος, με φαρδιά πατούρα (0,013μ.) στην άνω επιφάνεια του. 4) Λίθινη σφαίρα 137. ΚΑΑΝ 2 (Πίν. 32γ) Διαστάσεις: διάμετρος 0,026μ. Ημερομηνία εύρεσης: 9-10/10/1996 Λίθινη σφαίρα, πιθανόν βλήμα σφενδόνης. Σώζεται ακέραια. Φέρει αρκετά ιζήματα. Το χρώμα της είναι σκούρο πρασινωπό γκρίζο (4/1). Είναι σαφώς επεξεργασμένη και το σχήμα της πλησιάζει αυτό της κανονικής σφαίρας. Σε ορισμένα σημεία της επιφάνειάς της υπάρχουν δυσδιάκριτες εγχαράξεις, που ίσως αντιστοιχούν στα γράμματα Υ, Λ ή Γ και C. 131

135 ΕΠΙΜΕΤΡΟ 132

136 Επίμετρο Αρ. Καταλ. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ Αρ. Αρ. Καταγρ. Σχεδ. Πίν. Αρ. Καταγρ. Σχεδ. Πίν. Καταλ. 1 ΚΑΑΝ δ-ε 34 ΚΑΑΝ β 2 ΚΑΑΝ 398 2α 16β-γ 35 ΚΑΑΝ 94 22α 3 ΚΑΑΝ 15 2β 16α 36 ΚΑΑΝ 61α-β 5α 22γ 4 ΚΑΑΝ 450 2δ 17β-γ 37 ΚΑΑΝ 422 5β 22δ 5 ΚΑΑΝ α 38 ΚΑΑΝ 56 23β 6 ΚΑΑΝ 1 2ε 17δ-ε 39 ΚΑΑΝ 5 22ε 7 ΚΑΑΝ 400 2στ 17στ, 18α 40 ΚΑΑΝ 10 23α 8 ΚΑΑΝ 63 3α 18β 41 ΚΑΑΝ στ 9 ΚΑΑΝ 73 2γ 16στ 42 ΚΑΑΝ 88 23γ-δ 10 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 17 3β 18γ 44 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 44 19γ 45 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 104α-γ 19δ 46 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ α 47 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 423 3γ 18δ-ε 48 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ β 49 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ στ 50 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 7 51 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 8 52 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 399 4α 20γ 53 ΚΑΑΝ 36α 21 ΚΑΑΝ 58 20α 54 ΚΑΑΝ 36β 24ε 22 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 60 23ε-στ 23 ΚΑΑΝ στ 56 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 6 3δ 19ε 57 ΚΑΑΝ 86 24στ 25 ΚΑΑΝ 105 3ε 20β 58 ΚΑΑΝ γ 26 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ δ 27 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 75 20δ-ε 61 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 19 20στ 62 ΚΑΑΝ 426 6α 24α 30 ΚΑΑΝ 20 21α 63 ΚΑΑΝ β 31 ΚΑΑΝ 22 4β 21β-γ 64 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 12 21δ 65 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 91 4γ 21ε-στ 66 ΚΑΑΝ

137 Επίμετρο Αρ. Αρ. Αρ. Καταγρ. Σχεδ. Πίν. Καταλ. Καταλ. Αρ. Καταγρ. Σχεδ. Πίν. 67 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ γ 68 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 462 7β 69 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 407 9β 27β 70 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 24 27στ 72 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 429 6γ 25β 107 ΚΑΑΝ α 74 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 74 8β 26γ 109 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 9 25δ 110 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 14α-β 111 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 395 9α 26ε-στ 80 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 18 26α 116 ΚΑΑΝ 47 10α 83 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 408 9δ 84 ΚΑΑΝ 27 8α 118 ΚΑΑΝ 419 9γ 27γ-δ 85 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ε 86 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 403α 8γ 27α 87 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 42 28β 88 ΚΑΑΝ 53 7α 122 ΚΑΑΝ 69 28γ 89 ΚΑΑΝ 59 6β 25α 123 ΚΑΑΝ 33 10β 28δ-ε 90 ΚΑΑΝ 65 26β 124 ΚΑΑΝ γ 28στ 91 ΚΑΑΝ 76 25ε 125 ΚΑΑΝ 25 29α 92 ΚΑΑΝ 77 25στ 126 ΚΑΑΝ 28α-ε 10δ 29β 93 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ α 29γ-δ 94 ΚΑΑΝ 95α 128 ΚΑΑΝ β 29ε-στ 95 ΚΑΑΝ 95β 129 ΚΑΑΝ 64 11δ 30στ, 31α 96 ΚΑΑΝ 96 26δ 130 ΚΑΑΝ γ 30α-γ 97 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ α 31β-γ 98 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ ε 30δ-ε 99 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 89 12β 31δ-ε 100 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 99 31στ, 32α 134

138 Επίμετρο Αρ. Καταλ. Αρ. Καταγρ. Σχεδ. Πίν. 135 ΚΑΑΝ 34 32β 136 ΚΑΑΝ ΚΑΑΝ 2 32γ 135

139 Επίμετρο ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΕΡΑΜΙΚΩΝ ΚΛΙΒΑΝΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 410 Α/Α Νομός Περιοχή Κλίβανος Τύπος Χρονολόγηση Βιβλιογραφία 1 Ημαθίας Ασώματα Βέροιας ΙΙ ; 2 Ημαθίας Αλιάκμων. Κάμπος Φρουρίου 3 Ημαθίας Βεργίνα. Μητρώον 4 Θεσσαλονίκης 5 Θεσσαλονίκης 6 Θεσσαλονίκης Οδ. Κων/νου Παλαιολόγου 18 Οδ. Κολωνιάρη- Γαλανάκη- Παπαθανασίου Οδ. Κολωνιάρη- Γαλανάκη- Ι c Ιa (απιόσχημος) ΙΙb II ; Ύστερος ελληνιστικός - 1 ος αι. μ.χ. Ρωμαϊκός Ελληνιστικός (τέλη 4 ου - αρχές 3 ου αι. π.χ.) Ρωμαϊκός (3ος αι. μ.χ.) Αχρονολόγητος Αχρονολόγητος Κουκουβού Α., «Ανασκαφική έρευνα στον άξονα της Εγνατίας οδού: Ασώματα Βεροίας», ΑΕΜΘ 14 (2000), σ , Σχ. 5, Εικ. 14. Χονδρογιάννη-Μετόκη Α., «Αλιάκμων Στοιχεία από την επιφανειακή έρευνα και την ανασκαφή δύο νεκροταφείων, της ΥΕΧ και ΠΕΣ», ΑΕΜΘ 11 (1997), σ Δρούγου Σ., «Βεργίνα Το Μητρώον», ΑΕΜΘ 11 (1997), σ. 116, Εικ. 1. Τσιούμη Χ.- Κουρκουτίδου Ε.- Νικολαϊδου, ΑΔ 38, Χρονικά, Β2, σ. 285 Pariente A., Chronique des fouilles en 1989, BCH 114 (1970), σ Ναλπάντης Δ., ΑΔ 47 (1988), Χρονικά, Β2, σ Ναλπάντης Δ., ΑΔ 47 (1988), Χρονικά, Β2, σ Η παρουσίαση ακολουθεί αλφαβητική σειρά, βάσει του Νομού εύρεσης του κάθε κλιβάνου και παρουσιάζονται μόνο οι κλίβανοι που πληρούν τις προϋποθέσεις, που τέθηκαν στο υποκεφάλαιο 2.IV. Το ερωτηματικό, που συναντάται συχνά δίπλα στον αριθμό Ι ή ΙΙ (οι οποίοι δηλώνουν το κυκλικό ή ορθογώνιο, αντίστοιχα, σχήμα του θαλάμου θέρμανσης) φανερώνει πως δεν μπορεί να διευκρινιστεί ο ακριβής τύπος του κλιβάνου, είτε επειδή δεν ανασκάφηκε ο θάλαμος θέρμανσης, είτε επειδή η κατάσταση διατήρησής του είναι πολύ άσχημη. Βλ. σ

140 Επίμετρο Παπαθανασίου 7 Θεσσαλονίκης Σίνδος Κ1 8 Θεσσαλονίκης Σίνδος Κ2 9 Θεσσαλονίκης Σίνδος Κ3 Ιa (απιόσχημος) Ιa (απιόσχημος) Ιa (απιόσχημος) 10 Θεσσαλονίκης Νέα Φιλαδέλφεια ΙΙc Ρωμαϊκός 2 ο τέταρτο ή μέσα 4ου αι. π.χ. Δεσποίνη, ο μισό 4ου αι. π.χ. Δεσποίνη, ο τέταρτο ή μέσα 4ου αι. π.χ 11 Καβάλας Αμφίπολη K1 Ι ; Ελληνιστικός 12 Καβάλας Θάσος (θέση Φαρί) Ia Μέσα 6ου αι. π.χ. 13 Καβάλας Γκουνόφια Ia Ελληνιστικός 14 Καβάλας Βαμβούρι- Αμμουδιά Ia Ελληνιστικός 15 Κιλκίς Ευρωπός ΙΙc Υστερορωμαϊκός 16 Κιλκίς Αξιούπολη Ιd Πρώιμος ρωμαϊκός 17 Κοζάνης Οδ. Φιλίππου Β IIc Ρωμαϊκός Δεσποίνη, Μισαηλίδου-Δεσποτίδου Β., «Ο κεραμικός κλίβανος της Νέας Φιλαδέλφειας» στο Μνείας Χάριν. Τόμος στη μνήμη της Μαίρης Σιγανίδου, Θεσσαλονίκη 1998, σ Λαζαρίδης Δ., «Ἀνασκαφαί καί ἒρευναι τῆς Ἀμφίπολης», ΠΑΕ 1982, σ Περιστέρη - Blondé - Perreault - Brunet, 1985, σ Brunet M., BCH 110 (1986), σ. 809, Fig. 30. Garlan Y., BCH 104 (1980), σ. 741, Fig.29. Βάλλα, Σαββοπούλου Θ. - Βάλλα Μ., «Ευρωπός », ΑΕΜΘ 6 (1992), σ Σαββοπούλου Θ.-Τσαγκαράκη Ε., "Αξιούπολη: ανασκαφή σε οικόπεδο της ΔΕΗ", ΑΕΜΘ 19 (2005), σ Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ., ΑΔ 52 (1997), Χρονικά, Β2, σ , Σχ. 7, Πίν. 269β-γ. 137

141 Επίμετρο 18 Κοζάνης Πολύμυλος Ia 19 Κοζάνης Πολύμυλος Ia (απιόσχημος) 20 Κοζάνης Πολύμυλος Κ1 ΙΙc 21 Κοζάνης Πολύμυλος Κ2 ΙΙc 22 Κοζάνης Πολύμυλος Κ3 ΙΙc Ύστερος ελληνιστικόςπρώιμος ρωμαϊκός Ύστερος ελληνιστικόςπρώιμος ρωμαϊκός Ύστερος ελληνιστικόςπρώιμος ρωμαϊκός 23 Κοζάνης Πολύμυλος Κ4 Ιa 24 Κοζάνης Πολύμυλος Κ5 Ιa 25 Κοζάνης Πολύμυλος Kα1 26 Κοζάνης Πολύμυλος Κα2 27 Κοζάνης Πολύμυλος Κα3 Ιa (απιόσχημος) Ιa (απιόσχημος) Ιa (απιόσχημος) Ελληνιστικός ; Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ., ΑΔ 50 (1995), Χρονικά, Β2, σ Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ., ΑΔ 50 (1995), Χρονικά, Β2, σ Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ.- Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης 1998», ΑΕΜΘ 12 (1998), σ , Σχ. 3-4, Εικ. 16. Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ.- Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης 1998», ΑΕΜΘ 12 (1998), σ , Σχ. 3-4, Εικ. 17. Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ.- Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης 1998», ΑΕΜΘ 12 (1998), σ , Σχ. 3-4, Εικ. 19. Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ.- Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης 1999», ΑΕΜΘ 13 (1999), σ , Σχ. 5-7, Εικ Whitley James et al., AR ( ), σ , Fig. 60. Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ.- Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης 1999», ΑΕΜΘ 13 (1999), σ , Σχ. 5-7, Εικ. 14, 16. Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ.- Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης», ΑΕΜΘ 11 (1997), σ , Σχ. 5-7, Εικ. 5 «Πολύμυλος Κοζάνης 1999», ΑΕΜΘ 13 (1999), σ , Σχ. 2, Εικ. 17. Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ.- Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης 1999», ΑΕΜΘ 13 (1999), σ , Σχ. 2, 5, 8, Εικ. 18. Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γ.- Βατάλη Μ., «Πολύμυλος Κοζάνης 1999», ΑΕΜΘ

142 Επίμετρο (1999), σ , Σχ. 8-9, Εικ Πέλλας Νότια Περιοχής 1 Ιa Ελληνιστικός Μακαρόνας Χ., «Ανασκαφαί Πέλλης », ΑΔ 16 (1960), Μελέτες, Α, σ Πέλλας Νότια Περιοχής 1 ΙΙb Ελληνιστικός Μακαρόνας Χ., «Ανασκαφαί Πέλλης », ΑΔ 16 (1960), Μελέτες, Α, σ BCH 83 (1959), σ. 702, Fig Πέλλας Περιοχή 1 Ελληνιστικός Μακαρόνας Χ., «Ανασκαφαί Πέλλης », ΑΔ 18 (1963), Χρονικά, Β2, σ , Σχ. 2, Πίν. 240δ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., «Ιερά της Πέλλας» στο Πόλις και Χώρα στην Αρχαία Μακεδονία και Θράκη. Μνήμη Δ. 31 Πέλλας Ιερό Αφροδίτης κ Λαζαρίδη. Πρακτικά αρχαιολογικού I ; Ελληνιστικός Μητέρας των Θεών Συνεδρίου. Καβάλα 9-11 Μαΐου 1986, 1990, σ Το ιερό της Μητέρας των Θεών και της Αφροδίτης στην Πέλλα, Θεσσαλονίκη 2000, σ Πέλλας Λιλιμπάκη-Ακαμάτη Μ., Το ιερό της Ιερό Αφροδίτης κ Μητέρας των Θεών και της Αφροδίτης στην Ιa Ελληνιστικός Μητέρας των Θεών Πέλλα, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 27, Πίν. 31β, 32α-β, 33α. 33 Πέλλας Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993 ΑΔ 48 (1993), Οικόπεδο Ελληνιστικός (1ος αι. Ιa Χρονικά, Β2, σ. 395, Πίν. 111α-β BCH Τσαγκαρλή μ.χ.) 120 (1996), σ Πέλλας Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993 ΑΔ 48 (1993), Οικόπεδο Ελληνιστικός (1ος αι. Ιa Χρονικά, Β2, σ. 395, Πίν. 111α-β BCH Τσαγκαρλή μ.χ.) 120 (1996), σ Πέλλας Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993 ΑΔ 48 (1993), Οικόπεδο Ελληνιστικός (1ος αι. Ιa Χρονικά, Β2, σ. 395, Πίν. 111α-β BCH Τσαγκαρλή μ.χ.) 120 (1996), σ. 1242, Fig Πέλλας Οικόπεδο Ιa Ελληνιστικός (1ος αι. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993 ΑΔ 48 (1993), 139

143 Επίμετρο 37 Πέλλας 38 Πέλλας 39 Πέλλας Τσαγκαρλή μ.χ.) Χρονικά, Β2, σ. 395, Πίν. 111α-β BCH 120 (1996), σ. 1242, Fig Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993 ΑΔ 48 (1993), Οικόπεδο Ελληνιστικός (1ος αι. Ιa Χρονικά, Β2, σ. 395, Πίν. 111α-β BCH Τσαγκαρλή μ.χ.) 120 (1996), σ. 1242, Fig Οικόπεδο Τσαγκαρλή Α. Λεωφόρος. Α. Αγοράς ΙΙc Ελληνιστικός (1ος αι. μ.χ.) Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, 1993 ΑΔ 48 (1993), Χρονικά, Β2, σ. 395, Πίν. 111α-β BCH 120 (1996), σ BCH 120 (1996), σ. 1242, Fig Ia Αρχές 1 ου αι. π.χ. Κοντοπούλου, 2002, σ Πέλλας Άψαλος Ιe Ύστερη Εποχή Χαλκού 41 Πιερίας Μεθώνη Ι ; Υστερορωμαϊκός 42 Πιερίας Δίον ΙΙc Ελληνιστικός 43 Πιερίας Δίον ΙΙ ; Ελληνιστικός 44 Πιερίας Δίον ΙΙc 45 Πιερίας Δίον Ιd Ρωμαϊκός (αυτοκρατορικής εποχής) ; Ρωμαϊκός (αυτοκρατορικής εποχής) ; Χρυσοστόμου Α. - Γεωργιάδου Α.- Πολουκίδου Χ. - Προκοπίδου Α., «Ανασκαφικές έρευνες στην επαχιακή οδό Αψάλου-Αριδαίας κατά το 2000», ΑΕΜΘ 14 (2000), σ , Σχ. 3-4, Εικ. 11 Χρυσοστόμου Α. - Γεωργιάδου Α., «Επαρχιακή οδός Αψάλου-Αριδαίας. Η σωστική ανασκαφή στον κόμβο της Αψάλου», ΑΕΜΘ 15 (2001), Εικ Σουέρεφ Κ., ΑΔ 41 (1986), Χρονικά, σ Pariente A., Chronique des fouilles en 1992, BCH 117 (1993), σ Πινγιάτογλου Σ., «Το ιερό της Δήμητρας στο Δίον», ΑΕΜΘ 10Α (1996), σ Πινγιάτογλου Σ., «Το ιερό της Δήμητρας στο Δίον», ΑΕΜΘ 10Α (1996), σ Πινγιάτογλου, Πινγιάτογλου,

144 Επίμετρο 46 Φλώρινας Φιλώτας Κ2 ΙΙb 47 Φλώρινας Φιλώτας Κ3 ΙΙc Ύστερος ελληνιστικόςπρώιμος ρωμαϊκός Ύστερος ελληνιστικόςπρώιμος ρωμαϊκός 48 Χαλκιδικής Άγιος Μάμας I ; Πρώιμη Εποχή Χαλκού 49 Χαλκιδικής Άκανθος 4 Ia 4ος αι. π.χ. 50 Χαλκιδικής Άκανθος 5 Ιa (απιόσχημος) 4ος αι. π.χ. 51 Χαλκιδικής Άκανθος 6 Ia 4ος αι. π.χ. 52 Χαλκιδικής Στρατώνη ΙΙc 53 Χαλκιδικής Στρατώνη Ι ; 54 Χαλκιδικής Ν. Ρόδα. Τρυπητή ΙΙ ; Ρωμαϊκός Μοσχάκης Κ., «Ο κεραμεικός κλίβανος Κ3 στον Φιλώτα Φλώρινας», ΑΑΑ (1996), BCH 122 (1998), σ , Fig Μοσχάκης Κ., «Ο κεραμεικός κλίβανος Κ3 στον Φιλώτα Φλώρινας», ΑΑΑ (1996), BCH 122 (1998), σ , Fig Heurtley W.A., Prehistoric Macedonia. An archaeological reconnaissance of Greek Macedonia (West of Struma) in the Neolithic, Bronze, and Early Iron Ages, Cambridge 1939, σ. 5-7, Figs. 6, 7b. Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου Ε., «Κεραμικοί κλίβανοι Ακάνθου», ΑΕΜΘ 18 (2004), σ Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου Ε., «Κεραμικοί κλίβανοι Ακάνθου», ΑΕΜΘ 18 (2004), σ Τρακοσοπούλου-Σαλακίδου Ε., «Κεραμικοί κλίβανοι Ακάνθου», ΑΕΜΘ 18 (2004), σ Τρακοσοπούλου Ε., ΑΔ 48 (1993), Χρονικά, Β2, σ , Πίν. 104α. Τρακοσοπούλου Ε., ΑΔ 48 (1993), Χρονικά, Β2, σ Τρακοσοπούλου Ε., ΑΔ 44 (1989), σ. 328 BCH 120 (1996), σ Μοσχονησιώτου Σ., ΑΔ 43 (1988), Χρονικά, Β2, σ Χαλκιδικής Σάρτη. Πλατανίτσι Ι ; (απιόσχημος) Αχρονολόγητος 56 Χαλκιδικής Παληούρι ΙΙ ; Ρωμαϊκός Βοκοτοπούλου Ι., ΑΔ 38 (1983), σ

145 Επίμετρο 57 Χαλκιδικής Κασσάνδρας Παληούρι Κασσάνδρας Ι ; (κυκλικός ή πειόσχημος) 58 Χαλκιδικής Άργιλος 411 Ιa (απιόσχημος) Ρωμαϊκός (αυτοκρατορικής εποχής) 1 ο μισό 6ου αι. π.χ. Touchais G., Chronique des fouilles en 1983, σ. 803 Pariente A., Chronique des fouilles en 1989, σ. 792 Μισαηλίδου- Δεσποτίδου Β., 1998, σ Βοκοτοπούλου Ι., ΑΔ 38 (1983), σ. 277 Touchais G., Chronique des fouilles en 1983, σ. 803 Pariente A., Chronique des fouilles en 1989, σ. 792 Μισαηλίδου- Δεσποτίδου Β., 1998, σ Perreault J.-Μπόνιας Ζ., «Άργιλος 2005», ΑΕΜΘ 19 (2005), σ. 81-7, Σχ. 2, Εικ Οι ανασκαφείς θεωρούν ότι δεν πρόκειται για κλίβανο προορισμένο για όπτηση κεραμικής, χωρίς, ωστόσο, να δικαιολογούν τη θέση τους. Το σχήμα, όμως, του θαλάμου θέρμανσης και η ύπαρξη μίας κεντρικής κυβικής κατασκευής (πεσσίσκος ;), οδηγούν αβίαστα στην ταύτισή του με κεραμικό κλίβανο, καθώς μόνο η συγκεκριμένη κατηγορία κλιβάνων διέθετε στήριγμα και εσχάρα. 142

146 Επίμετρο ΑΡΧΑΙΟΜΑΓΝΗΤΙΚΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ Πραγματοποιήθηκαν σε υλικό, που πάρθηκε από τον κλίβανο Πενταβρύσου αρχαιομαγνητικές μετρήσεις, καθώς και μετρήσεις αρχαιοέντασης από το Τμήμα Γεωλογίας του Α.Π.Θ., στα πλαίσια της διδακτορικής εργασίας της Ε. De Marco. 412 Συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 2004 λήφθηκαν από τον κλίβανο εννέα συνολικά δείγματα ψημένου πηλού και ένα δείγμα καμμένου αργιλικού υλικού. Τα δείγματα ψημένης αργίλου λήφθηκαν περιμετρικά από τον κεντρικό πεσσίσκο, καθώς αυτός αποτελούσε το σταθερότερο σημείο αναφοράς για τον κλίβανο και αφού πρώτα προσανατολίστηκαν με ηλιακή και μαγνητική πυξίδα και κλισίμετρο. 413 (Πίν. 35α) Μετά από εργαστηριακές αναλύσεις, 414 καθορίστηκαν οι τιμές μέσης διεύθυνσης του κλιβάνου (D m 340,2 και I m 59,5), που αντιπροσωπεύουν τη διεύθυνση του μαγνητικού πεδίου κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρήσης του. 415 (Πίν. 35β) Ωστόσο, οι τιμές αυτές διαφέρουν σημαντικά από τις αντίστοιχες που είχε υπολογίσει για την περιοχή της Πενταβρύσου ο M.E. Evans στη διδακτορική διατριβή του (D m 352,4 και I m 55,7). 416 Ως πιθανή αιτία για αυτά τα διαφορετικά αποτελέσματα αναφέρεται το γεγονός, ότι ο αρχαιολογικός χώρος Πενταβρύσου αναπτύσσεται σε διάφορα επίπεδα, 417 και ενδεχομένως τα δείγματα να έχουν ληφθεί από δυο διαφορετικούς αρχαιολογικούς ορίζοντες. 418 Με βάση τα παραπάνω πορίσματα η De Marco χρονολογεί τον κλίβανο στην περίοδο π.χ De Marco, De Marco, 2007, σ Απομαγνήτιση σε εναλλασσόμενο πεδίο (AF) και θερμική απομαγνήτιση. De Marco, 2007, σ De Marco, 2007, σ Ο αρχαιομαγνητισμός βασίζεται στη βασική αρχή πως, όταν αργιλικά υλικά ψηθούν σε θερμοκρασία άνω των C, χάνουν τον αρχικό γεωλογικό μαγνητισμό τους και αποκτούν το μαγνητισμό της γης στην εκάστοτε περιοχή και στη δεδομένη στιγμή της όπτησης. Με άλλα λόγια δηλαδή, αποτυπώνεται σε αυτόν η διεύθυνση του μαγνητικού βορρά. Καθώς όμως αυτή η διεύθυνση δεν είναι σταθερή, αλλά μεταβάλλεται με την πάροδο των χρόνων, η κατάρτιση πινάκων μαγνητικών διευθύνσεων καλά χρονολογημένων καταρχάς μνημείων, μπορεί να αποτελέσει ένα επιπλέον χρονολογικό κριτήριο, το οποίο χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλή ακρίβεια (±25 χρόνια). Hasaki, 2002, σ. 15, σημ. 27 De Marco, 2007, σ. 1-3, De Marco, 2007, σ Βλ. σ De Marco, 2007, σ De Marco, 2007, σ Άλλες παλιότερες αρχαιομαγνητικές μετρήσεις του Σπαθάρα στον κλίβανο προτείνουν ένα ευρύτερο χρονολογικό πλαίσιο ( π.χ.). Αν και δεν έρχονται σε άμεση αντίθεση με αυτά της De Marco, τα πορίσματα των μετρήσεων του Σπαθάρα δεν πρέπει να θεωρούνται πολύ ασφαλή, λόγω του μικρού αριθμού δειγμάτων (3), του γεγονότος ότι κάποια από τα δείγματα δεν πρέπει να ήταν πολύ καλά ψημένα, καθώς και εξαιτίας της ύπαρξης στα δείγματα αιματίτη, που δυσχεραίνει των εντοπισμό των κόκκων SD, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τον προσδιορισμό της αρχαιοέντασης. Σπαθάρας Β., Αρχαιομαγνητικές και μαγνητικές μετρήσεις σε αρχαιολογικά υλικά στη Μακεδονία και Θράκη, Θεσσαλονίκη 2005 (διδ. διατριβή), σ. 72, 102-3,

147 Επίμετρο ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΠΗΛΩΝ Η συλλογή και ανάλυση δειγμάτων αργιλικού υλικού από την εγγύς και ευρύτερη περιοχή του κλιβάνου κρίθηκε απαραίτητη, ώστε να εξακριβωθεί αφενός εάν ο κλίβανος ήταν κατασκευασμένος από πηλό της περιοχής και αφετέρου εάν τα όστρακα που βρέθηκαν μέσα σε αυτόν ήταν ντόπια και όχι προϊόντα εισαγωγής. 420 Για το σκοπό αυτό πάρθηκαν δείγματα από δύο διαφορετικές περιοχές το πρώτο προήλθε από σημείο αμέσως έξω από την περιφέρεια του κλιβάνου, ενώ το δεύτερο από την ανατολική πλαγιά του λόφου της Κίνινας. Τα δείγματα αυτά παραδόθηκαν στον καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας, Σαράντη Δημητριάδη, που τα χρησιμοποίησε για να πλάσει τρία διαφορετικά πλακίδια. Το πρώτο προέκυψε από το υλικό πλησίον του κλιβάνου, (Πίν. 32δ) το δεύτερο από το υλικό της Κίνινας (Πίν. 32ε) και το τρίτο από μία μίξη των παραπάνω υλικών. (Πίν. 32στ) Τα πλακίδια αυτά αφέθηκαν λίγες μέρες, μέχρι να αποβάλλουν εντελώς την υγρασία τους και στη συνέχεια ψήθηκαν σε οξειδωτικό κλίβανο και σε θερμοκρασία C. 421 Παρόλο που και τα δύο δείγματα φάνηκε πως διέθεταν τις φυσικές ιδιότητες του πηλού, αποδείχθηκε ότι αυτό που προερχόταν από την πλαγιά της Κίνινας δεν ήταν το ίδιο κατάλληλο για το πλάσιμο και την όπτηση αγγείων, όσο αυτό από την περιοχή εγγύς του κλιβάνου. Σε μία δεύτερη φάση, δημιουργήθηκαν παρασκευάσματα τόσο από το αρχιτεκτονικό υλικό του κλιβάνου και από τέσσερα όστρακα αγγείων, 422 επιλέχθηκαν τυχαία μέσα από το κεραμικό υλικό του, (Πίν. 36α-δ) όσο και από τα όστρακα, που προήλθαν από τα σύγχρονα προαναφερθέντα δείγματα. (Πίν. 36ε-στ, 37α-β) Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν στα παρασκευάσματα αυτά λεπτές τομές, με σκοπό να διευκρινιστεί η σύστασή τους και να διαπιστωθεί, εάν ταυτίζεται με τη σύσταση των σύγχρονων δειγμάτων. Προέκυψε, λοιπόν, ότι πρόκειται στα περισσότερα δείγματα για έναν μη ασβεστούχο πηλό, που περιέχει πολύ χαλαζία, αρκετούς αστρίους και αρκετά φυλλάρια μαρμαρυγίας. Επίσης, όσον αφορά στα αρχαία όστρακα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι κανένα από τα δείγματα αυτά δεν ταυτίζεται ακριβώς με κάποιο άλλο, αλλά όλα διαφέρουν σε μικρότερο ή 420 Παρά το γεγονός, ότι φαίνεται σχεδόν αυτονόητο πως τα καθημερινά και χρηστικά αβαφή αγγεία αποτελούσαν εγχώρια προϊόντα, ωστόσο, μπορεί κανείς να κινείται σε ασφαλείς βάσεις μόνο έπειτα από τη διενέργεια αναλύσεων. 421 Υπενθυμίζεται πως η πλειονότητα των οστράκων του κλιβάνου είχαν ψηθεί, επίσης, οξειδωτικά. Βλ. παραπάνω σ Τα όστρακα αυτά αναφέρονται συμβατικά με τους αριθμούς 1 έως 4. που 144

148 Επίμετρο μεγαλύτερο βαθμό. Έτσι, δύο από αυτά φέρουν προσμίξεις επίδοτου και κλινοζoϊσίτη, ένω δύο άλλα περιέχουν ανθρακικές προσμίξεις, κυρίως μικροαπολιθώματα. Ωστόσο, μπορούν να διακριθούν δύο ζεύγη, που εμφανίζουν ομοιότητες, όσον αφορά στα κοκκώδη, μη πλαστικά, συστατικά του πηλού τους. Το πρώτο ζεύγος αποτελούν τα όστρακα με αριθμό 1 και 4 (Πίν. 36α-β) και το δεύτερο τα όστρακα υπ αριθμόν 2 και 3. (Πίν. 36γ-δ) Η σύσταση των οστράκων του τελευταίου αυτού ζεύγους παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτή του δείγματος, που συλλέχθηκε από την περιοχή γύρω από τον κλίβανο και που, όπως προαναφέρθηκε, 423 κρίθηκε κατάλληλο για να λειτουργήσει ως πηλός. (Πίν. 37α-β) Από όλα τα παραπάνω προκύπτει, με αρκετή πάντα πιθανότητα, το συμπέρασμα ότι ένα τουλάχιστον ποσοστό του πηλού, που χρησιμοποιούσε το εν λόγω κεραμικό εργαστήριο πρέπει να προερχόταν από την εγγύς περιοχή του κλιβάνου. Ωστόσο, το γεγονός ότι το σύγχρονο δείγμα από αυτήν την περιοχή δεν ταυτίζεται και με τα υπόλοιπα όστρακα, που αναλύθηκαν, μας οδηγεί στη σκέψη ότι το εργαστήριο πρέπει να χρησιμοποιούσε περισσότερους του ενός χώρους εξόρυξης πηλού. Η θέση των συμπληρωματικών, ενδεχομένως, αυτών χώρων, πρέπει να αναζητηθεί στην ευρύτερη περιοχή της Πενταβρύσου. 423 Βλ. σ. 86,

149 ΧΑΡΤΕΣ

150

151

152 ΣΧΕΔΙΑ

153

154

155

156

157

158

159

160

161

162

163

164

165 ΠΙΝΑΚΕΣ

166

167

168

169

170

171

172

173

174

175

176

177

178

179

180

181

182

183

184

185

186

187

188

189

190

191

192

193

194

195

196

197

198

199

200

201

202

Η Ελληνιστική Κεραμική

Η Ελληνιστική Κεραμική Η Ελληνιστική Κεραμική Μικρή Εισαγωγή Πριν από μερικές δεκαετίες η πρόταση μας για ένα φροντιστήριο ελληνιστικής κεραμικής στους φοιτητές αρχαιολογίας απορρίφθηκε πανηγυρικά, αφού η άσκηση των νέων αρχαιολόγων

Διαβάστε περισσότερα

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 30 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Δ. Πλάντζος, Ελληνική τέχνη και αρχαιολογία 1200-30 π.χ. Εκδόσεις Καπόν: Αθήνα, 2016

Διαβάστε περισσότερα

Ανεμόσπηλια Αρχανών : τα ευρήματα και η ερμηνεία τους

Ανεμόσπηλια Αρχανών : τα ευρήματα και η ερμηνεία τους Ανεμόσπηλια Αρχανών : τα ευρήματα και η ερμηνεία τους Βογιατζόπουλος Σταμάτης Ιστορικό - Αρχαιολογικό Ιωαννίνων Ζ' Εξάμηνο Υπ.Καθ : Αν. Βλαχόπουλος, Μάθημα: Κρητομυκηναϊκή Θρησκεία Δεκέμβριος 2013 Εικόνα

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2008

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2008 ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2008 ΝΟΜΟΣ ΕΒΡΟΥ ΣΥΝΟΛΟ 20.000 ΝΟΜΟΣ ΡΟΔΟΠΗΣ ΙΘ' Εφορεία Πρ. Κομοτηνής Έργου 4916 ΙΘ' Εφορεία Πρ. Κομοτηνής Π.Τσατσοπούλου Τηλ:2531022411 FAX:2531021517

Διαβάστε περισσότερα

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους κωνσταντινα Γραβανη e-mail: cgravani@cc.uoi.gr ΠανεΠιστηΜιουΠολη Δουρουτησ: αρχαιολογικεσ ερευνεσ, εργασιεσ και Μελετεσ: συντομη αναφορα ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Διαβάστε περισσότερα

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49 Στις 17 Απριλίου 2013 επισκεφθήκαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων. Η αρχαιολόγος κα Τσάλκου (την οποία θερμά ευχαριστούμε) μας παρουσίασε τα πολύ εντυπωσιακά ευρήματα της περιοχής μας δίνοντάς μας αναλυτικές

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Κρήτης Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας. Περιγραφή Μαθημάτων Χειμερινού εξαμήνου

Πανεπιστήμιο Κρήτης Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας. Περιγραφή Μαθημάτων Χειμερινού εξαμήνου Πανεπιστήμιο Κρήτης Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας Μαθημάτων Χειμερινού εξαμήνου 2013 14 Ρέθυμνο, Οκτώβριος 2013 ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ(Χειμερινό εξάμηνο 2013 2014) Τομέας Αρχαίας και Μεσαιωνικής

Διαβάστε περισσότερα

Κατάλογος αγγείων κατά τάφο ΚΕΡΑΜΙΚΗ. αττική κύλικα ΘΕ 248. κορινθιακός αρύβαλλος ΘΕ 272. αττική κύλικα С ΘΕ 334 κορινθιακό εξάλειπτρο (ακατάγρ.

Κατάλογος αγγείων κατά τάφο ΚΕΡΑΜΙΚΗ. αττική κύλικα ΘΕ 248. κορινθιακός αρύβαλλος ΘΕ 272. αττική κύλικα С ΘΕ 334 κορινθιακό εξάλειπτρο (ακατάγρ. ΚΑΝΘΑΡΟΕΙΔΕΙΣ ΚΟΤΥΛΕΣ ΚΑΙ ΕΞΑΛΕΙΠΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΘΕΡΜΗΣ ΝΟΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Συμβολή στη μελέτη της γκρίζας αρχαϊκής κεραμικής του Θερμαϊκού κόλπου. Η εργασία αυτή παρουσιάζει ένα μικρό μέρος

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΟΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ Το Δίον ήταν μια αρχαιότατη πόλη στρατηγικής σημασίας και μια από τις πιο φημισμένες μακεδονικές πολιτείες. Η γεωγραφική θέση

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Η κεραμική, μια πανάρχαια τέχνη, χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη το αργιλόχωμα. Όταν αναμείξουμε το αργιλόχωμα με νερό θα προκύψει μία πλαστική μάζα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΞΕΥΤΟ ΘΑΛΑΜΩΤΟ ΤΑΦΟ 6 ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΠΕΛΛΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΞΕΥΤΟ ΘΑΛΑΜΩΤΟ ΤΑΦΟ 6 ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΠΕΛΛΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΤΡΗ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΞΕΥΤΟ ΘΑΛΑΜΩΤΟ ΤΑΦΟ 6 ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΠΕΛΛΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ 113: Αττική ερυθρόμορφη αγγειογραφία της κλασικής εποχής

ΙΑ 113: Αττική ερυθρόμορφη αγγειογραφία της κλασικής εποχής Ευρυδίκη Κεφαλίδου ΙΑ 113: Αττική ερυθρόμορφη αγγειογραφία της κλασικής εποχής Παραδόσεις: Πέμπτη 15:00-18:00 (αίθουσα 421) Πέμπτη 15.00-18.00, Αίθουσα 437 Επίθετα: Ν-Ω (εκτός από το 5 ο μάθημα, βλ. παρακάτω)

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας ΥΠΟΜΝΗΜΑ 1. Ο ΙΚΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΟΥ» 2. Ο ΙΚΙΑ «ΑΡΠΑΓΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ» 3. Δ Η Μ Ο Σ ΙΟ ΑΡΧΕΙΟ 4. ΑΓΟΡΑ 5. ΥΠΟΓΕΙΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) (συνέχεια) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Μετά τον εντοπισμό και καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων, καθώς και τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών και εργαλείων, το επόμενο σημαντικό στάδιο είναι η ανασκαφή

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα λόγια για την αρχαία κεραμική. Ευρυδίκη Κεφαλίδου

Λίγα λόγια για την αρχαία κεραμική. Ευρυδίκη Κεφαλίδου Λίγα λόγια για την αρχαία κεραμική Ευρυδίκη Κεφαλίδου Η κεραμική είναι το πολυπληθέστερο και πιο συχνό αρχαιολογικό αντικείμενο. Με τη βοήθεια της κεραμικής: α) εντοπίζουμε μια αρχαιολογική θέση β) χρονολογούμε

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

Κύπρος Ένα νησί ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση

Κύπρος Ένα νησί ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση Κύπρος Ένα νησί ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση Ο Πολιτισμός της Φιλιάς (2400/2350-2300 π.χ.) Πρωτοκυπριακή Περίοδος (2300-1900 π.χ.) Μεσοκυπριακή Περίοδος (1900-1650/1600 π.χ) Ο Πολιτισμός της Φιλιάς Μετάβαση

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ)

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ) ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ) Ίδρυση των πρώτων ανακτορικών κέντρων Κύριο χαρακτηριστικό στην κεραμική η εμφάνιση του καμαραϊκού ρυθμού, ο οποίοςαποτελεί προϊόν των

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης Γιώργος Πρίμπας Το παρόν φωτογραφικό άλμπουμ είναι ένα αφιέρωμα για τους τρεις μεγάλης αρχαιολογικής αξίας χώρους στην περιοχή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ ΔΙΟΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΟΝΟΜΑΣΤΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Το αρχαίο Δίον του Ολύμπου βρίσκεται 15 χλμ. νότια της Κατερίνης, στους πρόποδες του Ολύμπου δίπλα στο

Διαβάστε περισσότερα

Προϊστορική οικία από το Ακρωτήρι Θήρας (16ος αι. π.χ.)

Προϊστορική οικία από το Ακρωτήρι Θήρας (16ος αι. π.χ.) Προϊστορική οικία από το Ακρωτήρι Θήρας (16ος αι. π.χ.) Μελέτη: Κ. Παλυβού Κατασκευή: Ι. Γιαννόπουλος Ιδιοκτησία: Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας/TEE Η λεγόμενη Ξεστή 3 ήταν σημαντικό δημόσιο

Διαβάστε περισσότερα

Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα

Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα 06/09/2019 Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα / Παιδεία και Πολιτισμός Ενδυναμώνεται το ενδεχόμενο εντοπισμού της αρχαϊκής πόλης της Σικυώνας στη σημερινή περιοχή του Αγ. Κωνσταντίνου. Οικιστικά κατάλοιπα κλασσικής

Διαβάστε περισσότερα

Υπηρεσία Οργανικής Θέσης: ΚΖ ΕΠΚΑ Υπηρεσία όπου υπηρετώ: ΚΖ ΕΠΚΑ Τηλέφωνο: 23510 47883 23510 47884, kzepka@culture.gr

Υπηρεσία Οργανικής Θέσης: ΚΖ ΕΠΚΑ Υπηρεσία όπου υπηρετώ: ΚΖ ΕΠΚΑ Τηλέφωνο: 23510 47883 23510 47884, kzepka@culture.gr Ονοματεπώνυμο: Ε υ τ υ χ ί α Π ο υ λ ά κ η - Π α ν τ ε ρ μ α λ ή Βαθμός: Αρχαιολόγος Α Υπηρεσία Οργανικής Θέσης: ΚΖ ΕΠΚΑ Υπηρεσία όπου υπηρετώ: ΚΖ ΕΠΚΑ Τηλέφωνο: 23510 47883 FAX/ Email: 23510 47884, kzepka@culture.gr

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ

Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ 1 Στη ΝΑ πλευρά του Διδυμοτείχου, ανάμεσα στη συμβολή των ποταμών Έβρου και Ερυθροποτάμου και το Σιδηροδρομικό σταθμό, υψώνεται ένας βραχώδης οχυρός λόφος γνωστός με

Διαβάστε περισσότερα

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια. ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΛΙΝΔΟΙΑ ΣΥΝΟΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΟΛΗΣ: Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Όνομα: Χολέβα Βασιλική Εξάμηνο: Η Μάθημα: Το Αιγαίο κατά την 3η χιλιετία π.χ Διδάσκων: Βλαχόπουλος Ανδρέας ΠΑΛΑΜΑΡΙ I ΠΧ II ΠΑΛΑΜΑΡΙ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗΝ ΑΝΩ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗΝ ΑΝΩ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗΝ ΑΝΩ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΑΒΒΑΤΟ, 17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016 ΠΡΩΙ: 09:30-14:00 09:00 Προσέλευση - εγγραφές 09:30 Προσφωνήσεις επισήμων - Κήρυξη έναρξης εργασιών 10:30 1. Αγγελική Στρατή Η επανέκθεση

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ. 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη

ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ. 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΒΕΛΔΕΜΙΡΗ 2/5/1973 Αθ. Διάκου 7-9, Άγιος Παύλος, Θεσσαλονίκη 2310247570-6978 315324 info@stefanieveldemiri.com Η επαγγελματική εξειδίκευση της Στεφανίας Βελδεμίρη που αφορά τη συντήρηση αρχαιολογικών

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Διάρθρωση μαθημάτων: Εισαγωγικά (2/10 Πλάντζος) Μεθοδολογία

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Τι είναι Aρχαιολογία; Η επιστήμη της αρχαιολογίας: Ασχολείται με την περισυλλογή,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Κ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Από το 2000 έως το 2009 στην περιοχή αρμοδιότητας της Κ ΕΠΚΑ που περιλαμβάνει τα νησιά Λέσβο, Λήμνο, Χίο, Οινούσσες, Ψαρά και Άγιο Ευστράτιο, πραγματοποιήθηκε

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ ΓΕΝΙΚΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Διώροφο οικοδόμημα Θαλαμωτός τάφος

Διαβάστε περισσότερα

Ευρήματα της ανασκαφής Στέλλα Χρυσουλάκη και Γιώργος Πέππας

Ευρήματα της ανασκαφής Στέλλα Χρυσουλάκη και Γιώργος Πέππας Ημερίδα Η έρευνα των αρχαίων συστημάτων ύδρευσης του Πειραιά στο πλαίσιο των έργων του ΜΕΤΡΟ. Μια πρώτη θεώρηση Ευρήματα της ανασκαφής Στέλλα Χρυσουλάκη και Γιώργος Πέππας 1 Πρώιμη φάση της πόλης Λουτροφόρος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ - Γενική Εισαγωγή..2 - Iστορική αναδρομή....3-4 - Περιγραφή του χώρου.....5-8 - Επίλογος...9 - Βιβλιογραφία 10 1 Γενική Εισαγωγή Επίσκεψη στο Επαρχιακό Μουσείο Πάφου Το Επαρχιακό Μουσείο της

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος ΕΚΠΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια κάτοψη, περισσότερους από έναν ορόφους και στιβαρή κατασκευή.

Διαβάστε περισσότερα

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου Εργασία στο μάθημα: Το Νησιωτικό Αιγαίο κατά την 3 η Χιλιετία π.χ. Παναγιώτης Καπλάνης Επιβλέπων Καθηγητής: Βλαχόπουλος Ανδρέας Εαρινό Εξάμηνο 2015 Η Θέση Η Ίος βρίσκεται στο

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) (συνέχεια) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος ΕΚΠΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «Αγώνες: δράση και θέαμα»

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «Αγώνες: δράση και θέαμα» Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «Αγώνες: δράση και θέαμα» Υλικό για προαιρετική ενασχόληση των μαθητών πριν και μετά την επίσκεψη στο Μουσείο Ακρόπολης. Κατά την επίσκεψη της σχολικής σας ομάδας στο Μουσείο Ακρόπολης,

Διαβάστε περισσότερα

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Ντ. Ούρεμ-Κώτσου, Ά. Παπαϊωάννου, T. Silva, Φ. Αδακτύλου, Μ. Μπέσιος Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Στην εργασία αυτή επιχειρείται

Διαβάστε περισσότερα

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα Θέμα της διδακτικής πρότασης Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα Τάξη: Α Γυμνασίου Στοχοθεσία Επιδιώκεται οι μαθητές/τριες να εξοικειωθούν με τους τύπους, τα ονόματα και τις χρήσεις των αγγείων της αρχαιότητας.

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Εισαγωγικά: ΟΡΙΣΜΟΣ: Με τον όρο μυκηναϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της ΎστερηςΕποχήςτουΧαλκούαπότο1600-1100 π. Χ. που αναπτύχθηκε κυρίως στην κεντρική

Διαβάστε περισσότερα

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016)

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016) Περίληψη των εργασιών Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016) Οι εργασίες πεδίου στον αρχαιολογικό χώρο του Αζοριά (Καβούσι, Ιεράπετρα), στη βορειοανατολική Κρήτη, διήρκεσαν 11 εβδομάδες,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Η' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑ Γαρίτσα Οικόπεδο Μπούζη Ο χώρος που ερευνήθηκε κατά τις ανασκαφικές περιόδους 2005-2006 αποτελεί τμήμα του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης της Κέρ

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΦΩΤΙΟΣ ΠεΤΣΑΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΑΣΩΣΗ ΠΗΓΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΚεΔΟΝΙΑΣ

Ο ΦΩΤΙΟΣ ΠεΤΣΑΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΑΣΩΣΗ ΠΗΓΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΚεΔΟΝΙΑΣ 249 Ο ΦΩΤΙΟΣ ΠεΤΣΑΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΑΣΩΣΗ ΠΗΓΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΚεΔΟΝΙΑΣ εναι μεγάλη τιμή για μένα η πρόσκληση να πάρω ενεργό μέρος στην εκδήλωση αυτή στην μνήμη του αξέχαστου Φώτη Πέτσα. Προσωπικά

Διαβάστε περισσότερα

Ειρήνης 3, Τριανδρία Θεσσαλονίκη

Ειρήνης 3, Τριανδρία Θεσσαλονίκη Ειρήνης 3, Τριανδρία 55 337 Θεσσαλονίκη Τηλ: 2310 908150, Κιν: 697 2030112 e-mail: anasbek@hol.gr Μπεκιάρης Αναστάσιος ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Ημερομηνία Γέννησης : Τόπος Γέννησης : Στρατιωτικές υποχρεώσεις:

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος ΕΚΠΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικό μυστήριο στα Γρεβενά. Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 14 Αύγουστος :09 -

Αρχαιολογικό μυστήριο στα Γρεβενά. Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 14 Αύγουστος :09 - Μετά τη σύλληψη την περασμένη Δευτέρα τριών μελών μιας οικογένειας από τη Μερσίνα, στην κατοχή των οποίων βρέθηκαν 366 (!) σπάνια και πολύτιμα αρχαία αντικείμενα, χθες συνελήφθη ένας 62χρονος στο ίδιο

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΦωτιΟς Πετςας και το αρχαιολογικο εργο ςτη ΜακεδΟνια

Ο ΦωτιΟς Πετςας και το αρχαιολογικο εργο ςτη ΜακεδΟνια 125 Ο ΦωτιΟς Πετςας και το αρχαιολογικο εργο ςτη ΜακεδΟνια τον ςεπτέμβριο του 2006 οργανώθηκε από τον πολιτιστικό σύλλογο αριστοτέλης στη νάουσα ένα συμπόσιο στη μνήμη του Φώτιου Πέτσα, στο οποίο παρουσιάσθηκε

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Μάθημα στο Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης ΕΚΠΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΘ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΦΛΩΡΙΝΑ Άγιος Αχίλλειος Πρεσπών Το 2007 διενεργήθηκε σωστική ανασκαφή, με χρηματοδοτική συνεισφορά του ΥΠΠΟΤ, του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης και του

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 5. Η Βυζαντινή Ανασκαφή 1 Γιάννης Βαραλής

Ενότητα 5. Η Βυζαντινή Ανασκαφή 1 Γιάννης Βαραλής Ενότητα 5 Η Βυζαντινή Ανασκαφή 1 Γιάννης Βαραλής Ι.Δ. Βαραλής Ανασκαφική Βυζαντινή και Μεσαιωνική Ανασκαφική Κείμενα για προετοιμασία και κριτική: Ousterhout R., Γουρίδης Α., Ένα βυζαντινό κτίριο δίπλα

Διαβάστε περισσότερα

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ Στην αρχαϊκή εποχή εικάζεται ότι υπήρχε κάποιο είδος θεατρικής κατασκευής στο χώρο που βρίσκονται τα σημερινά ευρήματα του θεάτρου, ενώ στα κλασσικά χρόνια υπήρχε σίγουρα κάποια

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 Η ΚΘ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Επιστημονική Ομάδα των Ανασκαφών Αυγής οργανώνουν για πέμπτη χρονιά εκπαιδευτικές δράσεις με αφορμή

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 19η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΑ Πλάτανος Θέση «Ομβριάσα» Η 19η ΕΒΑ διενεργεί ανασκαφική έρευνα στον αγρό ιδιοκτησίας Σ. και Α. Υφαντή, η οποία είναι συνέχεια αυτής που διενεργούσε η 7η ΕΒΑ,

Διαβάστε περισσότερα

Λέκτορας Τομέα Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.

Λέκτορας Τομέα Αρχαιολογίας Α.Π.Θ. ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 1 ΣΕΒΑΣΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Λέκτορας Τομέα Αρχαιολογίας Α.Π.Θ. Η γνώση μας για τις προϊστορικές ταφικές

Διαβάστε περισσότερα

Φωτογραφία: Πρόσοψη του τάφου του ΦΙλίππου Β στην Βεργίνα (φωτ.: Sarah Murray)

Φωτογραφία: Πρόσοψη του τάφου του ΦΙλίππου Β στην Βεργίνα (φωτ.: Sarah Murray) Ε Λ Λ Η Ν Ι ΚΟ Ι Ρ Υ Μ Α Π ΟΛ Ι Τ Ι Σ Μ ΟΥ Ε Σ Τ Ι Α Ε Λ Λ Α Ο Σ Κ Υ Π Ρ Ο Υ Από τις Αιγές στην Αµφίπολη Παρασκευή, 20 Μαρτίου 2015, 5-8:30 µ.µ. Πανεπιστήµιο Κύπρου Αίθουσα Τελετών Καλλιπόλεως 75 Οµιλητές

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Αρχαία Πόλη: Βρίσκεται: Ταυτίζεται με: Κατοικείται από:

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Αρχαία Πόλη: Βρίσκεται: Ταυτίζεται με: Κατοικείται από: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΛΕΠΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΡΙΚΑ ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΚΙΚΑ ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΦΗΡΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΥΛΗ ΑΚΗΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΑΝΤΥΠΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ευρυδίκη Κεφαλίδου ΣΑ 26 ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ. Προδραματικά και παραδραματικά δρώμενα

Ευρυδίκη Κεφαλίδου ΣΑ 26 ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ. Προδραματικά και παραδραματικά δρώμενα Ευρυδίκη Κεφαλίδου ΣΑ 26 ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ Α Προδραματικά και παραδραματικά δρώμενα Μια πρώιμη «θεατρική» απεικόνιση ιππέων σε αμφορέα του Zωγράφου του Βερολίνου 1686 (περ. 540-530 π.χ.)

Διαβάστε περισσότερα

Το Ιερό του Διονύσου υπό το Σπήλαιο του Ευριπίδη

Το Ιερό του Διονύσου υπό το Σπήλαιο του Ευριπίδη Το Ιερό του Διονύσου υπό το Σπήλαιο του Ευριπίδη Η ανασκαφή των ετών 1998-2000 πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με την εποπτεία της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας και της τότε

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι Κλασική Αρχαιολογία είναι: Ο κλάδος της αρχαιολογίας που μελετά τα υλικά

Διαβάστε περισσότερα

Κατάλογος Εικόνων Π12993 Π12995

Κατάλογος Εικόνων Π12993 Π12995 Κατάλογος Εικόνων 1. Αεροφωτογραφία εντοπισμού κλίμακας 1:150000 του αρχαίου νεκροταφείου των Σαβαλίων (Google-Earth). 2. Αεροφωτογραφία εντοπισμού κλίμακας 1:50000 του αρχαίου νεκροταφείου των Σαβαλίων

Διαβάστε περισσότερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ της Σταυρούλας Σδρόλια Το κρασί έπαιζε τεράστιο ρόλο στην οικονομία της περιοχής του Δήμου Μελιβοίας από την αρχαιότητα μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Οι αρχαιότερες

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET10: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET10: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει το μόνιμο πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά αστικό κέντρο (οικισμοί άνω των 10.000 κατοίκων) και πρωτεύουσα Νομού της Ζώνης IV. Η

Διαβάστε περισσότερα

Καθηγητής Αστ. Λιώλιος

Καθηγητής Αστ. Λιώλιος ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ Ο ΟΥ ΩΣ ΥΠΟ ΕΙΓΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ TOY ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΙΣ ΖΩΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΗΣ Καθηγητής Αστ. Λιώλιος Αντιπρόεδρος.Σ. ΕΓΝΑΤΙΑ Ο ΟΣ Α.Ε. ΕΓΝΑΤΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Οκτωβρίου 2018

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης Οκτωβρίου 2018 Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης 11-13 Οκτωβρίου 2018 1 Διεθνές Συμπόσιο Το ειδώλιο στον βορειοελλαδικό χώρο από την προϊστορία έως τους ρωμαϊκούς χρόνους 16.00-16.30 Εγγραφές ΤΕΤΑΡΤΗ 10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΡΠΕΡΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΡΠΕΡΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΡΠΕΡΟΥ ΣΧ.ΕΤΟΣ: 2011-2012 Υπεύθυνοι/ες καθηγητές/τριες Τζιούφας Βασίλειος ΠΕ11 Φλόκας Αθανάσιος ΠΕ03 Κρομμύδα Δέσποινα ΠΕ09 Σωτήρη Χρυσούλα ΠΕ15 Νασιόπουλος

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET11: ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET11: ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει την ταξινόμηση (α) όλων των αστικών κέντρων και των πρωτευουσών των νομών της Ζώνης IV κατά πληθυσμιακό μέγεθος, (β) των αστικών

Διαβάστε περισσότερα

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΣΠΑΡΤΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος 2017-2018 ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: κα ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ Πίνακας

Διαβάστε περισσότερα

Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly 16/09/ :23:54 EEST

Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly 16/09/ :23:54 EEST 8. ΑΝΑΣΚΑφΗ ΤΗΣ ΝΕΚΡΟΤΤΟΛΕΩΣ ΑΜΦΙΤΤΟΛΕΩΣ Συνεχίσθη κατά τό 1957 ή άνασκαφική ερευνά τής διαπιστωθείσης διά τών άνασκαφών τοΰ παρελθόντος έτους ( Έργον 1956, σ. 54 κ. ε.) εκτεταμένης νεκροπόλεως, τής κείμενης

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΚΥΚΛΙΚΟΙ (ΘΟΛΩΤΟΙ) ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΚΡΗΤΗ

ΟΙ ΚΥΚΛΙΚΟΙ (ΘΟΛΩΤΟΙ) ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΚΡΗΤΗ ΟΙ ΚΥΚΛΙΚΟΙ (ΘΟΛΩΤΟΙ) ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΚΡΗΤΗ ΜΑΘΗΜΑ : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ: ΤΣΙΡΩΝΗΣ ΝΙΚΟΣ, Α.Μ.: 9676 ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ:

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιάζοντας μία εκπαιδευτική περιήγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών

Σχεδιάζοντας μία εκπαιδευτική περιήγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών Σχεδιάζοντας μία εκπαιδευτική περιήγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών Αθηνά Παπαδάκη Αρχαιολόγος Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας Επιμορφωτικό Σεμινάριο Θήβα 8 Σεπτεμβρίου 2016 Διαχρονικά ο πολιτισμός της

Διαβάστε περισσότερα

Μακεδονικά. Τομ. 32, Αρχαία κεραμική από τη Ρεντίνα. Καραβασιλειάδου Ζαφειρία To cite this article:

Μακεδονικά. Τομ. 32, Αρχαία κεραμική από τη Ρεντίνα. Καραβασιλειάδου Ζαφειρία  To cite this article: Μακεδονικά Τομ. 32, 2000 Αρχαία κεραμική από τη Ρεντίνα Καραβασιλειάδου Ζαφειρία http://dx.doi.org/10.12681/makedonika.166 Copyright 2000 ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ To cite this article: Καραβασιλειάδου (2000). Αρχαία

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 8-6-2012 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ & Αριθμ. Πρωτ.: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/55265/2765 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Το ανάκτορο της Ζάκρου Ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου Το ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου βρίσκεται στο ΝΑ άκρο της Κρήτης στον ομώνυμο ευρύχωρο όρμο. Η θέση ήταν γνωστή από τον 19 ο αι.

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET08: ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET08: ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET08: ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τους σημαντικούς τόπους τουριστικού ενδιαφέροντος της Ζώνης ΙV που είναι προσπελάσιμοι μέσω κάποιου κόμβου του άξονα και

Διαβάστε περισσότερα

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΑΚΑΜΑΤΗΣ Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας. Προσωπικά στοιχεία σπουδές επαγγελματική σταδιοδρομία

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΑΚΑΜΑΤΗΣ Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας. Προσωπικά στοιχεία σπουδές επαγγελματική σταδιοδρομία ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΑΚΑΜΑΤΗΣ Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Προσωπικά στοιχεία σπουδές επαγγελματική σταδιοδρομία Γεννήθηκα στην Παλαιόπολη Σαμοθράκης το 1949. Το 1967 αποφοίτησα από το Γυμνάσιο Σαμοθράκης και

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΔΙΟΥ- «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;»

ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΔΙΟΥ- «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;» ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΔΙΟΥ- «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;» ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η έρευνα «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;» πραγματοποιήθηκε τους μήνες Φεβρουάριο-Μάρτιο 2014 σε πέντε σχολεία της Θεσσαλονίκης

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό και ΟΤΑ. Η βελτίωση της μεταφορικής υποδομής επηρεάζει άμεσα την κινητικότητα

Διαβάστε περισσότερα

<< ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΕΣ >>

<< ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΕΣ >> 1 Ο ΕΠΑΛ ΝΑΥΠΛΙΟΥ ΤΑΞΗ Α ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2014 : > ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΜΥΚΗΝΩΝ Από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα. Χτισμένη πάνω

Διαβάστε περισσότερα

Βεργίνα. digitalarchive

Βεργίνα. digitalarchive digitalarchive Βεργίνα publishing by tag Πόλη του Νομού Ημαθίας στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Η Βεργίνα απέκτησε ιστορική σημασία μετά την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου Β, πατέρα του Μεγάλου

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΙΖ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Η ανασκαφική δραστηριότητα της ΙΖ ΕΠΚΑ, την περίοδο 2000-2010 επικεντρώθηκε κυρίως σε σωστικές και δοκιμαστικές ανασκαφές, στο πλαίσιο των εργασιών συντήρησης

Διαβάστε περισσότερα

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας Το φυλλάδιο αυτό είναι του/της... που επισκέφθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας στις... Το φυλλάδιο που κρατάς στα χέρια σου

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ Ένας διαχρονικός πολιτισμός. μέσοσ ρουσ του Αλιάκμονα(III)

ΟΙ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ Ένας διαχρονικός πολιτισμός. μέσοσ ρουσ του Αλιάκμονα(III) ανασκαφη μέσοσ ρουσ του Αλιάκμονα(III) ΟΙ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ Ένας διαχρονικός πολιτισμός Αρετή Χονδρογιάννη-Μετόκη Δρ Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κοζάνης Οι σωστικές ανασκαφές

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET11: ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET11: ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει την ταξινόμηση (α) όλων των αστικών κέντρων και των πρωτευουσών των νομών της Ζώνης IV κατά πληθυσμιακό μέγεθος, (β) των αστικών

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET08: ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET08: ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τους σημαντικούς τόπους τουριστικού ενδιαφέροντος στη Ζώνης Επιρροής της Εγνατίας Οδού που είναι προσπελάσιμοι μέσω κάποιου κόμβου

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ 2009-2012 Ιούνιος 2014

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ 2009-2012 Ιούνιος 2014 Το παρόν κείμενο εργασίας παρουσιάζει τα αποτελέσματα επεξεργασίας δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ για την εξέλιξη της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας στις Περιφέρειες διέλευσης της Εγνατίας Οδού και των καθέτων

Διαβάστε περισσότερα

Το ειδώλιο στον βορειοελλαδικό χώρο από την προϊστορία έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Figurines in northern Greece from Prehistory until the Roman times

Το ειδώλιο στον βορειοελλαδικό χώρο από την προϊστορία έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Figurines in northern Greece from Prehistory until the Roman times Διεθνές επιστημονικό συμπόσιο από την προϊστορία έως τους ρωμαϊκούς χρόνους International scientific symposium Figurines in northern Greece from Prehistory until the Roman times ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ PROGRAMME 11-13.10.

Διαβάστε περισσότερα

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα Ανάβρυτα 2015 2016 Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα Γεωργική Οικονομία Τα πρώτα βήματα στην γεωργική οικονομία γίνονται κατά την Μυκηναϊκήεποχή. Τηνεποχήαυτή:

Διαβάστε περισσότερα

2 Τροχήλατοι αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές [1]

2 Τροχήλατοι αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές [1] 2 Τροχήλατοι αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές [1] & ένα όστρακο αμφορέα Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ) Ε. Πουλάκη Παντερµαλή Υπάρχουν δύο παραδείγµατα αµφορίσκων µε οριζόντιες λαβές

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ ΓΩΜΚ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 2 Π ΜΩΚ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 3 Π ΜΩΚ Υπομυκηναϊκή Περίοδος, 1100 1050/1025 π.. Πρωτογεωμετρική Περίοδος, 1050 900 π.. Γεωμετρική Περίοδος, 900 700 π..

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε. ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε. Ιαν. 2016 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ: Χωρική διάρθρωση και εξέλιξη της οικοδομικής δραστηριότητας στη Ζώνη Επιρροής της Εγνατίας Οδού, 2004-2014 ΓΕΩΧΩΡΟΣ Α.Ε., Σύμβαση: Παροχή υπηρεσιών

Διαβάστε περισσότερα

Ευρυδίκη Κεφαλίδου ΣΑ 26 2015-2016 ΘΕΑΤΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΘΝ ΑΓΓΕΙΟΓΑΦΙΑ. * Τραγωδία (1-8)

Ευρυδίκη Κεφαλίδου ΣΑ 26 2015-2016 ΘΕΑΤΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΘΝ ΑΓΓΕΙΟΓΑΦΙΑ. * Τραγωδία (1-8) Ευρυδίκη Κεφαλίδου ΣΑ 26 2015-2016 ΘΕΑΤΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΘΝ ΑΓΓΕΙΟΓΑΦΙΑ Α * Τραγωδία (1-8) Μια ματιά ςτα παραςκήνια: απεικονίςεισ τραγικών υποκριτών εκτόσ ςκηνήσ, ςε δφο αττικά ερυθρόμορφα αγγεία τησ κλαςικήσ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΧΩΡΩΝ ΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΑΝΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ. ΜΝΗΜΕΙΟ ΔΗΜΟΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΥΘΥΝΗΣ (Εφορεία Αρχαιοτήτων)

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΧΩΡΩΝ ΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΑΝΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ. ΜΝΗΜΕΙΟ ΔΗΜΟΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΥΘΥΝΗΣ (Εφορεία Αρχαιοτήτων) ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΧΩΡΩΝ ΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΑΝΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Α. ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ Θέατρο Διονύσου, Ωδείο Περικλέους Αθηναίων Αθήνα Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών Ηρώδειο Αθηναίων Αθήνα Εφορεία

Διαβάστε περισσότερα

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου Μικροί αρχιτέκτονες σε δράση Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Ημερομηνία Δημοτικού Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου Ευρωπαϊκή Ένωση Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης Με

Διαβάστε περισσότερα