Newsletter 01-02/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]
|
|
- Ἰωακείμ Ζυγομαλάς
- 8 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1
2 Newsletter 01-02/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]
3 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αοριστία λόγων αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 534 Έτος: Αοριστία λόγων αναίρεσης. - Από τα άρθρα 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολ προκύπτει, ότι στο αναιρετήριο πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισµένο και ευσύνοπτο η νοµική πληµµέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόµενους στο άρθρο 559 ΚΠολ θεµελιώνει η προβαλλόµενη αιτίαση. Ειδικότερα, για το ορισµένο των λόγων που προβλέπονται από τα εδάφια 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολ, χρειάζεται να αναφέρονται στο αναιρετήριο, αντίστοιχα, α) οι πραγµατικές διαπιστώσεις της προσβαλλόµενης απόφασης, η έννοµη συνέπεια που µε βάση αυτές διαγνώστηκε, ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και η που συγκεκριµένα βρίσκεται η παραβίαση (ΟλΑΠ 32/1996, 50/1990) και β) ο ισχυρισµός (αγωγικός, ένσταση κλπ) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για θεµελίωσή του, ως προς τον οποίο παρουσιάζεται η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, η εξειδίκευση του σφάλµατος του δικαστηρίου, καθώς και οι πραγµατικές παραδοχές ή η µνεία ότι δεν έχει καθόλου αιτιολογία. ΚΠολ : αριθ. 1, 559 αριθ. 19, 566, 577, ηµοσίευση: INLAW 2006 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 1373 Έτος: Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 498 παρ παρ.1 και 4 και 576 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολ, προκύπτει, ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εµφανισθεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόµενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όµως, την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται, αν ο απολειπόµενος διάδικος ή ο µη παριστάµενος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος κλητεύτηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Εξ' άλλου, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. 1,3 και 4 του ΚΠολ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραµµατέας είναι υποχρεωµένος αµέσως µετά το τέλος της συνεδρίασης να µεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων, οι οποίες πρέπει να συζητηθούν κατά τη
4 δικάσιµο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εµφάνιση στη δικάσιµο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη µετ' αναβολή δικάσιµο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιµο αυτή και, εποµένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου, όταν ο απολειπόµενος, κατά την µετ' αναβολή δικάσιµο, διάδικος είχε επισπεύσει τη συζήτηση ή είχε κλητευθεί νόµιµα και εµπρόθεσµα να παραστεί για τη δικάσιµο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νόµιµα κατά την πρώτη αυτή δικάσιµο. Μόνο δε, αν συντρέχει µία από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα, µετ' αναβολή δικάσιµο διαδίκου αν δεν αποδεικνύεται η συνδροµή µιάς από τις προϋποθέσεις αυτές και ο απών διάδικος δεν έχει κλητευθεί νόµιµα στη µετ' αναβολή δικάσιµο, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, όχι µόνο γι' αυτόν, αλλά και για όλους τους διαδίκους. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 196 παρ.1 104,105 και 576 παρ. 2 ΚΠολ, προκύπτει ότι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα πολιτικά δικαστήρια, περιλαµβανοµένου και του Αρείου Πάγου, µε πληρεξούσιο δικηγόρο, διορισµένο, είτε µε συµβολαιογραφικό έγγραφο, είτε µε προφορική δήλωση στο ακροατήριο, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, εάν δεν εκπροσωπούνται από δικηγόρο, χωρίς αυτός να αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του, θεωρούνται δικονοµικώς απόντες (ΑΠ 2216/2009). ΚΠολ : 94, 104, 105, 196, 226, 498, 568, 576, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 458 Έτος: Επίδοση στην Κύπρο. Απαράδεκτη συζήτηση. - Κατά τους ορισµούς και την έννοια των διατάξεων του άρθρου 576 παρ. 1-3 ΚΠολ, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανιστεί κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ή εµφανιστεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόµενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όµως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόµενος ή ο µη παριστάµενος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόµιµα και εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται µε νέα κλήση. - Ως προς τα Κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποίο περιλαµβάνεται και η Κύπρος, σχετικά µε τις επιδόσεις δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις, εφαρµόζεται από 13 Νοεµβρίου 2008, ο κανονισµός 1393/2007 [4]
5 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, µε τον οποίο καταργήθηκε ο αντιστοίχου περιεχοµένου κανονισµός (ΕΚ) 1348/2000 του Συµβουλίου Υπουργών. Κατά τις σχετικές διατάξεις του νέου ως άνω 1393/07 Κανονισµού (άρθρα 2 ως 7, 10, 19 και 20) τα προς επίδοση έγγραφα σε γνωστής διαµονής παραλήπτες διαβιβάζονται απ' ευθείας µεταξύ των αρµόδιων υπηρεσιών των ενδιαφεροµένων κρατών και επιδίδονται προς αυτόν προς τον οποίον απευθύνονται, κατά κανόνα σύµφωνα µε το δίκαιο του κράτους µέλους παραλαβής και αποστέλλει στο κράτος αποστολής σχετική βεβαίωση περί τούτου. Κατά το άρθρο 10, αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης εκδίδεται σχετική βεβαίωση, βάσει του εντύπου που εµφαίνεται στο παράρτηµα Ι, η οποία αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης. Κατά το άρθρο 15 του ίδιου Κανονισµού, αν το κράτος µέλος δεν έχει δηλώσει το αντίθετο, οι ενδιαφερόµενοι µπορούν να ενεργήσουν τις επιδόσεις µέσω δικαστικών επιµελητών, υπαλλήλων ή άλλων αρµόδιων προσώπων του κράτους µέλους παραλαβής, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 20 του Κανονισµού αυτού, οι διατάξεις του υπερισχύουν των διατάξεων που περιλαµβάνονται σε διµερείς ή πολυµερείς συµφωνίες ή διακανονισµούς που συνάπτονται από τα κράτη µέλη, και κυρίως του άρθρου IV του πρωτοκόλλου της σύµβασης των Βρυξελλών του έτους 1968 και της σύµβασης της Χάγης της 5ης Νοεµβρίου Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 19, όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναµη πράξη σε άλλο κράτος µέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισµού και ο εναγόµενος ερηµοδικεί, ο δικαστής οφείλει να αναστείλει την έκδοση απόφασης µέχρις ότου διαπιστωθεί α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους µέλους παραλαβής..., β) ότι η πράξη επιδόθηκε πράγµατι στον εναγόµενο ή στην κατοικία του µε άλλον τρόπο προβλεπόµενο από τον παρόντα κανονισµό καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόµενος να είναι σε θέση να αµυνθεί και γ) κάθε κράτος µέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά την παρ. 1, µπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόµη και αν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον η πράξη διαβιβάστηκε µε τρόπο προβλεπόµενο από τον παρόντα κανονισµό, από τη διαβίβαση της προς επίδοση πράξης έχει παρέλθει διάστηµα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι µηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η επίδοση της αίτησης για αναίρεση µε κλήση για συζήτηση αυτής, όταν στρέφεται κατά διαδίκου που είναι γνωστής διαµονής στο κράτος µέλος της Ε.Ε., όπως και η Κύπρος, ολοκληρώνεται µε την πραγµατική επίδοση αυτής στον αναιρεσίβλητο, η οποία αποδεικνύεται µε την κατά το άρθρο 19 του Κανονισµού βεβαίωση και δεν αρκεί η κατά τα άρθρα 134, 136 ΚΠολ πλασµατική επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. ΚΠολ : 134, 136, 242, 573, 576, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ [5]
6 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 162 Έτος: Αναβολή συζήτησης στον Άρειο Πάγο. Κλήτευση διαδίκων. Απαράδεκτη συζήτηση. - Κατά το άρθρο 575 εδάφ. α' ΚΠολ, µε αίτηση του εισαγγελέα, του εισηγητή ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο µπορεί να αναβάλει τη συζήτηση της υποθέσεως µία µόνο φορά σε µεταγενέστερη δικάσιµο, που ορίζεται αµέσως µε επισηµείωση στο πινάκιο, ενώ κατά το εδάφιο γ' του ίδιου άρθρου νέα αναβολή µπορεί να διαταχθεί µόνο µε αίτηση του εισηγητή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδαφ. β' και γ' ΚΠολ, που εφαρµόζεται και στην αναιρετική δίκη, κατ' άρθρο 575 εδαφ. β' του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραµµατέας οφείλει αµέσως, µετά το τέλος της συνεδρίασης να µεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιµο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εµφάνιση στη δικάσιµο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη µετ' αναβολή δικάσιµο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιµο αυτή και εποµένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου. Προϋπόθεση, όµως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο είναι ότι ο απολειπόµενος, κατά τη µετ' αναβολή δικάσιµο, διάδικος είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νοµίµως και εµπροθέσµως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιµο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νοµίµως κατά την πρώτη αυτή δικάσιµο και εποµένως µε τη νόµιµη παράσταση και µη εναντίωσή του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλήτευσης του κατά την αρχική δικάσιµο. ιαφορετικά απαιτείται κλήτευσή του στην µετ' αναβολή δικάσιµο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.1 και 104 ΚΠολ προκύπτει: 1) ότι στα πολιτικά δικαστήρια και µάλιστα στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) ότι η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε µε συµβολαιογραφική πράξη, είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, µπορεί να αφορά ορισµένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόµατα των πληρεξουσίων, 3) ότι για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόµη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουµένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της, 4) ότι εκείνος που παρίσταται στο ακροατήριο µε δικηγόρο, στον οποίο όµως δεν αποδεικνύεται ότι έχει δοθεί νόµιµα ρητή σχετική πληρεξουσιότητα, θεωρείται ως µη παριστάµενος. Τέλος, κατά το άρθρο 576 παρ.1 έως 3 ΚΠολ, "αν εκείνος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει [6]
7 µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι" (παρ. 1). "Αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε δεν εµφανιστεί ή αν εµφανιστεί αλλά δεν λάβει µέρος σ' αυτήν µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόµιµα ή εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µε νέα κλήτευση..." (παρ. 2). "Αν µετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους" (παρ.3). ΚΠολ : 94, 96, 104, 226, 575, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 1188 Έτος: Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. - Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε µε συµβολαιογραφική πράξη, είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η πληρεξουσιότητα µπορεί να αφορά ορισµένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και στο πληρεξούσιο πρέπει να αναγράφονται τα ονόµατα των πληρεξουσίων. Κατά το άρθρο 104 ΚΠολ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόµη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουµένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση τη δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβαση της. - Στο άρθρο 576 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει µέρος στη συζήτηση µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι αν µετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Από το συνδυασµό των προαναφεροµένων διατάξεων και την καθιερούµενη από την τελευταία απ' αυτές αρχή ότι για τη συζήτηση της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο πρέπει να έχουν κλητευθεί από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι, συνάγεται ότι: α) στην περίπτωση που η επίσπευση της συζήτησης είχε γίνει από τον απολειπόµενο διάδικο, από κοινού µε άλλους που εµφανίσθηκαν, αυτή δεν είναι έγκυρη ως προς αυτόν (απολειπόµενο), εάν κατά τη γενόµενη αυτεπαγγέλτως προς τούτο από το δικαστήριο [7]
8 έρευνα διαπιστώνεται έλλειψη πληρεξουσιότητας ως προς εκείνον (απολειπόµενο) προς το δικηγόρο, που και για λογαριασµό του επέσπευσε τη συζήτηση, β) στην περίπτωση που ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος που επισπεύδει τη συζήτηση εµφανίζεται στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, την οποία πλέον αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο αναιρεσείων θεωρείται ότι δεν παρίσταται και κηρύσσεται άκυρη η κλήση µε βάση την οποία αυτός εµφανίζεται ότι επισπεύδει, µε περαιτέρω αποτέλεσµα να µην είναι δυνατή η εφαρµογή της παραπάνω αναφερόµενης διάταξης του άρθρου 576 παρ.1 του ΚΠολ, σύµφωνα µε την οποία ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι και γ) εφόσον οι αναιρεσείοντες είναι περισσότεροι και ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση και εµφανίζεται γι' αυτούς δεν έχει την πληρεξουσιότητα µερικών ή και ενός έστω από τους αναιρεσείοντες που επέσπευσαν τη συζήτηση, είτε αυτοί παρίστανται είτε δεν παρίστανται κατ' αυτήν, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, ως προς όλους, αν οι αναιρεσείοντες αυτοί δεν έχουν κλητευθεί από τον αντίδικο τους ή από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση τυχόν έστω και απλούς οµοδίκους τους (Ολ. ΑΠ 39/2005, 9/2003, 7/2008). ΚΠολ : 94, 104, 576, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 1122 Έτος: Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 576 παρ. 1 και 3, 568 παρ. 1 και 4 και 498 παρ. 1 ΚΠολ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων ή ο αναιρεσίβλητος δεν εµφανισθεί, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως. Και αν µεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εµφανίσθηκε και δεν εµφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση αποδεικτικό επιδόσεως της σχετικής κλήσεως προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόµενο διάδικο, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. ιαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. ΚΠολ : 498, 568, 576, ηµοσίευση: INLAW 2011 [8]
9 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 1189 Έτος: Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. - Σύµφωνα µε το άρθρο 260 παρ. 1 ΚΠολ, αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εµφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εµφανίζονται, αλλά δεν µετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση µαταιώνεται. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ 1, 96 παρ 1, 97 παρ 3 και 104 του ΚΠολ. Προκύπτει ότι αν ο πληρεξούσιος κάποιου από τους διαδίκους εµφανίζεται στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, που αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται ως µη παριστάµενος, η δε πληρεξουσιότητα που δίδεται για όλες τις δίκες παύει να ισχύει µετά πέντε χρόνια από τη χορήγησή της. ΚΠολ : 94, 96, 97, 104, 260, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 59 Έτος: Απαράδεκτη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ. 1 και 2, 97 παρ. 1 και 104 ΚΠολ. προκύπτει ότι ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση της αναιρέσεως υπογράφοντας την απαιτούµενη κλήση και την παραγγελία προς το δικαστικό επιµελητή για την επίδοση, καθώς και εκείνος που εκπροσωπεί το διάδικο κατά τη συζήτησή της στον Άρειο Πάγο, πρέπει να είναι εφοδιασµένος µε σχετική πληρεξουσιότητα, η οποία παρέχεται από τον εκπροσωπούµενο διάδικο είτε µε συµβολαιογραφική πράξη είτε µε έγγραφο της αρχής που χορηγεί την πληρεξουσιότητα είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, εξεταζόµενη και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα των πιο πάνω πράξεων της προδικασίας και τη µη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση (ΑΠ 273/2010). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ.β και γ ΚΠολ που εφαρµόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθρο 575 εδ.β του ιδίου κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραµµατέας οφείλει αµέσως µετά το τέλος της συνεδριάσεως να µεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που θα συζητηθούν κατά τη δικάσιµο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εµφάνιση στη δικάσιµο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση όµως της εγκυρότητας της κλητεύσεως αυτής συνεπεία της αναβολής της υποθέσεως και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο είναι ότι ο [9]
10 απολιπόµενος ή µη νοµίµως παριστάµενος κατά τη µετ' αναβολή συζήτηση διάδικος είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νοµίµως και εµπροθέσµως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιµο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως ή είχε παραστεί νοµίµως κατά την πρώτη αυτή δικάσιµο και εποµένως µε τη νόµιµη παράσταση και τη µη εναντίωσή του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλητεύσεως αυτού κατά την αρχική δικάσιµο. Αντιθέτως αν κατά την αρχική δικάσιµο ο απολιπόµενος ή µη νοµίµως παριστάµενος κατά τη µετ' αναβολή συζήτηση διάδικος δεν επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νοµίµως να παραστεί, κατά την αρχική δε αυτή δικάσιµο δεν παραστάθηκε νοµίµως, ήτοι µετά ή δια του έχοντος ρητή πληρεξουσιότητα δικηγόρου του, η αναβολή της υποθέσεως και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο για τη νέα µετ' αναβολή δικάσιµο δεν ισχύει ως κλήτευσή του για τη δικάσιµο αυτή, αφού η µη νοµιµότητα ή η έλλειψη της επισπεύσεως ή της κλητεύσεώς του κατά την αρχική δικάσιµο δεν καλύφθηκε λόγω της µη νόµιµης παραστάσεώς του κατ' αυτήν (ΑΠ 314/ 2010). ΚΠολ : 94, 96, 97, 104, 226, 575, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 621 Έτος: Αναβολή συζήτησης στον Άρειο Πάγο. Κλήτευση διαδίκου. Ερηµοδικία. Απαράδεκτη συζήτηση. - Κατά την έννοια του άρθρου 576 ΚΠολ, εάν, κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί αλλά δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά, αυτεπαγγέλτως, αν ο απολειπόµενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπόµενου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόµιµα ή εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µε νέα κλήτευση, αν δε στη δίκη µετέχουν περισσότεροι διάδικοι και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ.β' και γ του ΚΠολ, που εφαρµόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθρο 575 εδ.β' ιδίου Κώδικα όπως τα άρθρα αυτά αντικαταστάθηκαν µε τα άρθρα 5 και 17 παρ.4 αντίστοιχα του Ν. 2915/2001, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραµµατέας είναι υποχρεωµένος αµέσως µετά το τέλος της συνεδρίασης, να µεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων, που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιµο, που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εµφάνιση στη δικάσιµο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η [10]
11 αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την, µετ' αναβολή, δικάσιµο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιµο αυτή και εποµένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου. Προϋπόθεση όµως της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόµενος κατά την, µετ' αναβολή, δικάσιµο, διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νοµίµως και εµπροθέσµως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιµο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση είτε είχε παραστεί νοµίµως κατά την πρώτη αυτή δικάσιµο και εποµένως, µε τη νόµιµη παράσταση και αν µη εναντίωσή του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλήτευσής του κατά την αρχική δικάσιµο. Αντιθέτως, αν κατά την αρχική δικάσιµο ο απολειπόµενος, κατά την, µετ' αναβολή συζήτηση διάδικος, δεν επέσπευσε τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νοµίµως να παραστεί, κατά δε την αρχική αυτή δικάσιµο δεν παραστάθηκε νοµίµως, η αναβολή της υπόθεσης από το πινάκιο και η εγγραφή αυτής για τη νέα, µετ' αναβολή, δικάσιµο δεν ισχύει ως κλήτευση του για τη νέα δικάσιµο, αφού η µη νοµιµότητα ή η έλλειψη της επίσπευσης ή της κλήτευσης του για την αρχική δικάσιµο δεν καλύφθηκε, λόγω της µη νόµιµης παράστασής του, κατ' αυτή. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 20 του Συντάγµατος, 94 παρ.1 και 2 και 96 παρ.1 ΚΠολ και 39 του "Κώδικος περί δικηγόρων" προκύπτει, ότι οι διάδικοι ενώπιον του Αρείου Πάγου παρίστανται µε δικηγόρο, ο διορισµός του οποίου γίνεται ή µε συµβολαιογραφικό πληρεξούσιο ή µε σχετική δήλωση στα πρακτικά, αν ο ίδιος ο διάδικος παρίσταται. ΚΠολ : 94, 96, 226, 575, 576, Κωδ ικ: 39, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 1594 Έτος: Απαράδεκτη συζήτηση ενώπιον του Αρείου Πάγου. - Από το συνδυασµό των άρθρων 568 παρ. 4 και 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Αρείου Πάνου δεν εµφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το ικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολιπόµενος διάδικος κλητεύθηκε νόµιµα ή αν επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση και σε αποφατική περίπτωση να κηρύξει ως προς όλους τους διαδίκους απαράδεκτη τη συζήτηση (ΟλΑΠ 1/2008, 2/2006, 4/1994). ΚΠολ : 568, 576, ηµοσίευση: INLAW 2011 [11]
12 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 28 Έτος: Αναβολή συζήτησης. Κλήτευση διαδίκων. Απαράδεκτη συζήτηση. - Κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολ, το οποίο εφαρµόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, σύµφωνα µε το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, οι διάδικοι µπορούν να συµφωνήσουν µε κοινή δήλωση, που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους ότι δε θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Τέτοια δήλωση µπορεί να γίνει και από έναν ή ορισµένους µόνον πληρεξουσίους. Η δήλωση αυτή παραδίνεται στην περίπτωση κοινής δήλωσης από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο και στην περίπτωση µονοµερούς δήλωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στον αρµόδιο γραµµατέα το αργότερο την παραµονή της δικασίµου και σηµειώνεται αµέσως στο πινάκιο. Στις παραπάνω περιπτώσεις, η συζήτηση περατώνεται µε µόνη την εκφώνηση της υπόθεσης. Μόνο δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης είναι παραδεκτή. Μπορεί όµως το δικαστήριο, αν προβάλλονται άλλοι διαδικαστικοί ισχυρισµοί, να αναβάλει την υπόθεση σε σύντοµη δικάσιµο µε πρακτικό στο οποίο καταχωρίζονται και οι ισχυρισµοί αυτοί. Στη δικάσιµο αυτή καλούνται όσοι διάδικοι δεν ήταν παρόντες κατά την αναβολή, ενώ οι παρόντες οφείλουν να εµφανισθούν χωρίς κλήτευση και αν δεν παραστούν κατά τη νέα δικάσιµο δικάζονται ερήµην". Από τις διατάξεις αυτές, λαµβανόµενες υπόψη σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 110 παρ. 2, 498, 226 και 573 ΚΠολ, προκύπτει ότι αν κατά την προσδιοριζόµενη για τη συζήτηση της αναίρεσης δικάσιµο, αναβληθεί αυτή για µεταγενέστερη δικάσιµο, η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο προς συζήτηση, κατά τη νέα αυτή δικάσιµο, δεν ισχύει, κατ' εξαίρεση των όσων αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδαφ. γ' ΚΠολ, ως κλήτευση όλων των διαδίκων, αλλά µόνον εκείνων που ήταν παρόντες ή δεν εµφανίσθηκαν καθόλου, κατά την αρχική δικάσιµο, εφόσον οι τελευταίοι είχαν κλητευθεί κατ' αυτή, οι διάδικοι όµως που κατά την αρχική αυτή δικάσιµο δεν ήταν παρόντες, αλλά είχαν καταθέσει δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, σύµφωνα µε το όρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολ, πρέπει, αντίθετα, να καλούνται στις οριζόµενες σχετικά. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 568 παρ. 1 και 2 και 576 παρ. 1, 2 και 3 του ΚΠολ, προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εµφανισθεί κάποιος διάδικος, το δικαστήριο οφείλει, να εξετάσει αν επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή όταν την επισπεύδει άλλος, αν κλήθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα, σε αποφατική δε περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, ως προς όλους τους µετέχοντες στη δίκη. ΚΠολ : 110, 226, 242, 498, 568, 573, 576, ηµοσίευση: INLAW 2012 * Ελ νη Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης [12]
13 Αριθµός απόφασης: 110 Έτος: Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. Αναβολή συζήτησης αίτησης αναίρεσης. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 94, 96, 97, 142 και 143 ΚΠολ προκύπτει ότι η επίδοση προς διάδικο µπορεί να γίνεται και προς τον νόµιµα διορισµένο αντίκλητό του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισµός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 142 παρ. 1 και 4, είτε µε δήλωση ενώπιον του γραµµατέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου είτε µε ρήτρα σε σύµβαση (που καλύπτει µόνο τις σχετικές µε τη σύµβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόµιµα διορισµένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο µπορούν να γίνονται µόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συµπεριλαµβανοµένης και της επίδοσης της οριστικής απόφασης. Μετά όµως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου µέσου, µπορεί να γίνει µεν επίδοση της σχετικής κλήσεως προς τον υπογράψαντα το ένδικο µέσο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο, όχι όµως και προς τον κατά τη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση, πληρεξούσιο δικηγόρο του καθού το ένδικο µέσο, ο οποίος µετά την έκδοση της οριστικής αυτής αποφάσεως παύει να έχει την ιδιότητα του αντικλήτου (αν δεν διορίσθηκε αντίκλητος κατά το άρθρ. 142 παρ. 1 και 4 του ΚΠολ ). - Από τις διατάξεις των άρθρ. 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1, 2 και 4, 576 παρ. 1-3 ΚΠολ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εµφανισθεί και δεν µετάσχει µε τον προσήκοντα τρόπο σ' αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν µεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόµενος διάδικος κλητεύοντας νόµιµα και εµπρόθεσµα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόµιµα και εµπρόθεσµα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει νόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση του απολειποµένου διαδίκου από τον επισπεύδοντα τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µε νέα κλήση (ΑΠ 407/2004, ΑΠ 1061/2010). - Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 226 παρ. 4 εδ.β' και γ' ΚΠολ, που έχουν γενική εφαρµογή, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραµµατέας οφείλει αµέσως µετά το τέλος της συνεδρίασης να µεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιµο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εµφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Ωστόσο κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη µετ' αναβολή δικάσιµο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιµο αυτή και εποµένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του απολειπόµενου κατ' αυτή διαδίκου, εφόσον αυτός είτε είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την αρχική δικάσιµο είτε είχε νόµιµα κλητευθεί να παραστεί κατά την αρχική [13]
14 δικάσιµο είτε είχε σε κάθε περίπτωση νόµιµα παραστεί κατ' αυτή, οπότε µε τη νόµιµη παράστασή του χωρίς εναντίωσή του καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιµο. ιαφορετικά η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη µετ' αναβολή δικάσιµο, δεν ισχύει ως κλήτευση του απολειπόµενου κατ' αυτή διαδίκου (ΑΠ 136/1999, ΑΠ 12/2011). ΚΠολ : 94, 96, 97, 108, 110, 142, 143, 144, 226, 498, 568, 576, ηµοσίευση: INLAW 2012 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1836 Έτος: Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναγνώριση της ανυπαρξίας µιας δικαστικής απόφασης. Παρά το νόµο κήρυξη ή µη ακυρότητας, έκπτωσης από δικαίωµα ή απαράδεκτο. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. - Η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόµενο, πλην άλλων, την αιτίαση ότι η αγωγή (ή η αίτηση) επί της οποίας έκρινε σε δεύτερο βαθµό το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόµενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως µη νόµιµη ή κρίθηκε ως νόµιµη, ενώ θα έπρεπε να γίνει το αντίθετο σύµφωνα µε το συγκεκριµένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 28/1998, 7/1999). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠολ, µπορεί να επιδιωχθεί µε αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας µιας δικαστικής απόφασης, αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νοµικού προσώπου. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως ανύπαρκτο φυσικό πρόσωπο νοείται εκείνο που πράγµατι δεν υπήρξε ποτέ ή έχει αποβιώσει, ενώ δεν καθίσταται η απόφαση ανυπόστατη, ανίσχυρη ή αυτοδικαίως άκυρη αν αυτή εκδόθηκε σε δίκη που διεξήχθη ακύρως για οποιοδήποτε λόγο µε υπαρκτό φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, η οποία µπορεί να προσβληθεί µε τα προβλεπόµενα στο νόµο ένδικα µέσα. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα ή απαράδεκτο. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στις δικονοµικές ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις, ενώ η ακυρότητα της δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανυπάρκτου φυσικού ή νοµικού προσώπου, κατά της οποίας ασκήθηκε αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας κατά το άρθρο 313 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠολ είναι ακυρότητα του ουσιαστικού δικαίου, αφού µε τη διάταξη αυτή δεν καθορίζονται ο τρόπος, τα όργανα και η µορφή της ένδικης προστασίας, αλλά το περιεχόµενο της προσβαλλόµενης επί της ουσίας αποφάσεως, θεµελιώνεται δηλαδή η διαγνωσθείσα έννοµη συνέπεια, και εποµένως η παράβασή της ελέγχεται αναιρετικά µε τον από το άρθρο 559 αριθ.1 Κ.Πολ.. προβλεπόµενο λόγο. [14]
15 - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη του πράγµατα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγµατα" θεωρούνται οι πραγµατικοί ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο και άρα στηρίζουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης όχι δε οι αιτιολογηµένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισµοί που αποτελούν επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίµηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 3/1997 ΑΠ 1933/2006) αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι και αβάσιµοι κατά νόµο ισχυρισµοί, καθώς και περιστατικά που αλυσιτελώς και ως εκ περισσού εκτίθενται στην προσβαλόµενη απόφαση, χωρίς να στηρίζουν το διατακτικό της τελευταίας. ΚΠολ : 286, 287, 291, 292, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 14, 513, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 35 Έτος: Παραβίαση των ερµηνευτικών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του αριθµού 1 εδ.α' του άρθρου 559 του ΚΠολ επιτρέπεται αναίρεση και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας παραβιάζεται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είτε µε ψευδή ερµηνεία η οποία υπάρχει όταν αποδίδεται στον κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε µε µη ορθή εφαρµογή, η οποία συντελείται όταν εφαρµόζεται κανόνας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του, ή όταν δεν εφαρµόζεται κανόνας, ενώ έπρεπε ή όταν εφαρµόζεται εσφαλµένως. - Η παραβίαση των ερµηνευτικών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ προϋποθέτει δικαιοπραξία ή σύµβαση, της οποίας παραλείφθηκε η ερµηνεία, καίτοι διαπιστώθηκε ανελέγκτως, έστω και εµµέσως, κενό ή αµφιβολία ως προς τη δήλωση βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων είτε ερµηνεύτηκε κακώς. Στην περίπτωση αυτή οι εν λόγω κανόνες παραβιάζονται, όταν το δικαστήριο παραλείπει να προσφύγει σ' αυτούς για να διαπιστώσει την αληθινή βούληση των συµβαλλοµένων, ή όταν προβαίνει σε κακή εφαρµογή τους ή όταν παραλείπει ν' αναφέρει στην απόφασή του πραγµατικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η εφαρµογή τους. ΑΚ: 173, 200, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, ηµοσίευση: INLAW 2012 [15]
16 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1700 Έτος: Παρά το νόµο αποδοχή πραγµάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινών χωρίς απόδειξη. Παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου. ύναµη απόδειξης. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Κατά το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του µε το N. 2915/2001, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόµο δέχθηκε πράγµατα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά. "Πράγµατα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγµατικοί ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής), είτε ως αµυντικό (ένσταση, αντένσταση) µέσο, αλλ' όχι και οι ισχυρισµοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ή επιχειρήµατα νοµικά ή πραγµατικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίµηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισµοί που συνιστούν επιχειρήµατα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων (ΟλΑΠ 3/97, ΑΠ 22/2005, ΑΠ 1508/2004). Εξάλλου, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν δεν έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγµατα αυτά, ή όταν δεν εκτίθεται από ποια αποδεικτικά στοιχεία το δικαστήριο άντλησε την απόδειξη γι' αυτά (ΑΠ 1085/1999). - Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολ λόγος αναίρεσης για παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόµενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου µε την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγµατι περιλαµβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόµενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισµα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγµατι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόµενο στην εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως για να θεµελιωθεί ο προαναφερόµενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισµα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόµενο του οποίου φέρεται ότι παραµορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιµήσει απλώς, µαζί µε άλλα αποδεικτικά µέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά, µε το πόρισµα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή µη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 2011/2007). - Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίµηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισµένα αποδεικτικά µέσα δύναµη αποδείξεως µικρότερη ή µεγαλύτερη από εκείνη που, δεσµευτικά γι' αυτό, καθορίζει ο νόµος και δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο, εκτιµώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωµα από το νόµο (άρθρο 340 ΚΠολ ), αποδίδει σε ορισµένα αποδεικτικά µέσα, που κατά το νόµο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναµη µε άλλα, µεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα άλλα αυτά. [16]
17 εν υπάρχει επίσης παράβαση της εν λόγω διατάξεως και όταν στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν γίνεται διαστολή για το ποια αποδεικτικά µέσα έλαβε υπόψη του για άµεση και ποια για έµµεση απόδειξη. Εξάλλου από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολ συνάγεται ότι η αξιοπιστία των µαρτύρων και η εκτίµηση των όσων καταθέτουν ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, εκτιµώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωµα από το νόµο, µπορεί να αποδώσει στις καταθέσεις των µαρτύρων του αναιρεσιβλήτου µεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τις καταθέσεις των µαρτύρων του αναιρεσείοντος. Εξάλλου από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 561 του αυτού κώδικα προκύπτει ότι η εκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγµατικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχοµένου εγγράφων δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, εκτός α) αν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, ή β) αν υπάρχει λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσεως ή για την παραµόρφωση εγγράφου. (ΑΠ 31/1999, ΑΠ 1263/1998). - Για να είναι ορισµένος ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ για έλλειψη νόµιµης βάσης (εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου), πρέπει σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 και 3 του αυτού Κώδικα, να αναφέρονται στο αναιρετήριο η διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε εκ πλαγίου, οι πραγµατικές παραδοχές (αιτιολογίες) της προσβαλλόµενης απόφασης που φέρονται ως ανεπαρκείς ή αντιφατικές, το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης, ζήτηµα στο οποίο αφορούν και σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια η αντίφασή τους. (ΑΠ 140/1999). Ο όρος ζήτηµα στον οποίο αφορά η ελλείπουσα η αντιφατική αιτιολογία, είναι ταυτόσηµος µε τον όρο πράγµα του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολ (ΑΠ 1588/2007). Πράγµατα δε υπό την έννοια της προηγούµενης διάταξης είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόµιµης προτάσεως τους θεµελιώνουν ιστορικώς το αίτηµα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (ΟλΑΠ 11/1996). ΚΠολ : 559 αριθ. 10, 559 αρ. 12, 559 αρ. 19, 559 αρ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2012 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1184 Έτος: Λήψη υπόψη αποδείξεων που δεν προσκοµίστηκαν. Ένορκες βεβαιώσεις. - Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκοµίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από τα συνδυασµό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β', ΚΠολ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστηµα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν [17]
18 προσκοµίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισµένη επίκληση µε τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόµισε. Σαφής και ορισµένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε µε τις προτάσεις της συζήτησης µετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε µε αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριµένο µέρος των προσκοµιζόµενων προτάσεων προηγούµενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισµένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 240 ΚΠολ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισµών", έχει όµως εφαρµογή και για την επίκληση αποδεικτικών µέσων, λόγω της ταυτότητας του νοµικού λόγου. εν είναι συνεπώς νόµιµη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άµεση ή έµµεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική µόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραποµπή σε συγκεκριµένα µέρη των επανυποβαλλόµενων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισµένη επίκληση του εγγράφου, ή µε ενσωµάτωση των προτάσεων προηγουµένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθµιας δίκης (ΟλΑΠ 23/2008, 9/2000, 14/2005). - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολ ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου λαµβάνονται υπόψη µόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιµες ηµέρες πριν από τη βεβαίωση. Η ύπαρξη νοµότυπης κλήτευσης ερευνάται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως η δε κρίση του δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη ή µη κλητεύσεως είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ως αναγόµενη στα πράγµατα κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολ. Εξάλλου ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς κλήτευση εκτός δίκης λαµβάνονται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, εφόσον κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν συντάχθηκαν ειδικά προκειµένου να χρησιµεύσουν για τη συγκεκριµένη δίκη. ΚΠολ : 270, 559 αριθ. 11, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 31 Έτος: Λήψη υπόψη αποδείξεων που δεν προσκοµίστηκαν. Έφεση. Ερηµοδικία εφεσίβλητου. αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκοµίστηκαν. Περαιτέρω, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 106, 338 παρ. 1 και 346 ΚΠολ προκύπτει, ότι, για να λάβει υπόψη το δικαστήριο και να εκτιµήσει έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει όχι µόνο να προσκοµίζονται αυτά, αλλά και να γίνεται νόµιµη επίκλησή τους µε τις προτάσεις του διαδίκου που τα προσκόµισε. [18]
19 Μεταξύ αυτών των αποδεικτικών µέσων είναι και οι κατά το άρθρο 390 ΚΠολ γνωµοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήµης ή τέχνης, οι οποίες όµως δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό µέσο αλλά έγγραφο µε ειδική ρύθµιση από το νόµο, που εκτιµάται ελεύθερα από το δικαστήριο χωρίς να απαιτείται να αντιδιαστέλλεται από τα άλλα έγγραφα και να µνηµονεύεται ειδικά. Αν το δικαστήριο λάβει υπόψη αποδεικτικό µέσο, χωρίς να έχει γίνει νόµιµη επίκληση αυτού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολ. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. α ΚΠολ σε περίπτωση ερηµοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, µετά δε την κατάργηση των άρθρων 531 και 279 ΚΠολ (Ν. 3043/2002) δεν υπέχει πλέον υποχρέωση ο γραµµατέας να επισυνάψει στη δικογραφία τα διαδικαστικά έγραφα (προτάσεις κπλ) που υποβλήθηκαν από το διάδικο που δεν εµφανίστηκε κατά τις προηγούµενες συζητήσεις, ούτε και σε περίπτωση που προσκοµίστηκαν από άλλο διάδικο οι πρωτόδικες προτάσεις του απολειπόµενου εφεσίβλητου υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να λάβει υπόψη τους ισχυρισµούς που πρότεινε πρωτοδίκως. ΚΠολ : 524, 531, 559 αριθ. 11, ηµοσίευση: INLAW 2012 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1612 Έτος: Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αοριστία λόγων αναίρεσης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ' του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να σχηµατίσει την κρίση του για τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία νόµιµα επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόµενο της απόφασης, ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα που µε επίκληση προσκοµίστηκαν νόµιµα από τους διαδίκους - Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ.1 και 577 παρ. 3 ΚΠολ προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισµένο και ευσύνοπτο η νοµική πληµµέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικώς αναφεροµένους στο άρθρο 559 ΚΠολ, θεµελιώνει η προβαλλόµενη αιτίαση. Ειδικά, για να είναι ορισµένος ο λόγος αναίρεσης µε τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση, πρέπει να διαλαµβάνει τις [19]
20 πραγµατικές παραδοχές της απόφασης ή τη µνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας και εξειδίκευση του σφάλµατος του δικαστηρίου, δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και, αν πρόκειται για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες, σε τι συνίσταται η αντίφαση, από ποια αντιτιθέµενα µέρη των αιτιολογιών προκύπτει και σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια τους, ποιο, δηλαδή, στοιχείο αναγκαίο για την επάρκεια τους λείπει (ΟλΑΠ 27/1998 και 32/1996). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόµενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισµένες, µεµονωµένες και κατ'επιλογήν αποσπασµατικές παραδοχές της απόφασης. Η από την παραπάνω αιτία αοριστία του δικογράφου της αναίρεσης, η οποία επάγεται την απόρριψη αυτή ως απαραδέκτου (577 παρ. 1, 2 ΚΠολ ), δεν µπορεί όπως άλλωστε και κάθε αοριστία οιουδήποτε εισαγωγικού δίκης δικογράφου να αναπληρωθεί από στοιχεία που βρίσκονται εκτός του αναιρετηρίου, ούτε ειδικότερα από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση που προσβάλλεται µε την αναίρεση, διότι, εκτός των άλλων, ο Άρειος Πάγος δεν µπορεί να γνωρίζει ποιες από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αυτές, που, κατά τον αναιρεσείοντα, συνιστούν το αναιρετικό σφάλµα και έτσι µπορεί να επιλέγουν τέτοιες που να µη το συνιστούν και να απορριφθεί για το λόγο αυτό η αναίρεση, ενώ αν επιλέγονταν άλλες που είχε επισηµάνει ο αναιρεσείων, χωρίς όµως να τις αναφέρει στο αναιρετήριο, ενδεχοµένως να ήταν διαφορετικό το αποτέλεσµα. Η θέση αυτή είναι απολύτως σύµφωνη µε το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣ Α, διότι διασφαλίζει την από αυτό αξιουµένη δίκαιη δίκη, αφού συµβάλλει στην αποτελεσµατικότητα του και συνταγµατικώς κατοχυρωµένου δικαιώµατος πρόσβασης του καθενός στο δικαστήριο το οποίο µπορεί να ικανοποιηθεί µόνο µε την άσκηση ορισµένης σύµφωνα µε το νόµο προσφυγής οιασδήποτε µορφής, η οποία θα επιτρέπει ως εκ του ορισµένου περιεχοµένου της, την από το δικαστήριο έρευνα και γι'αυτό τα απαιτούµενα από το νόµο στοιχεία για το ορισµένο της εν γένει προσφυγής στα δικαστήρια, µορφή της οποίας είναι και το ένδικο µέσο της αναίρεσης, δεν δυσχεραίνουν, αλλά µάλλον διευκολύνουν την πρόσβαση στα δικαστήρια για παροχή έννοµης προστασίας, αφού µε αυτά συγκεκριµενοποιείται το είδος αυτής. ΚΠολ : 118, 559 αριθ. 11γ, 566, 577, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1800 Έτος: Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων παρά το νόµο. Παραβίαση κανόνα ουσιασατικού διακίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Σύµβαση έργου. [20]
21 - Κατά τη διάταξη του άρθρου 11γ' ΚΠολ, καθιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, πλην άλλων, δεν έλαβε υπ' όψιν αποδεικτικό µέσο, το οποίο οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιµος, αν προκύπτει από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπ' όψιν, όλα γενικά τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία προσκοµίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. ηλαδή, πρέπει να έχει γίνει επίκληση του αποδεικτικού µέσου και δη κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του αποδεικτικού µέσου (ΑΠ 418/2004, ΑΠ 556/2004). Αρκεί δε η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού µέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης και αναφοράς σε καθένα ξεχωριστά, εφόσον, από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασµό µε τις υπόλοιπες αιτιολογίες να προκύπτει, χωρίς αµφιβολία, η λήψη υπ' όψιν του αποδεικτικού µέσου (ΑΠ 853/2006, ΑΠ 126/2006, ΑΠ /2005, ΑΠ 918/2006, ΑΠ 694/2003). Η επίκληση γίνεται µε τις προτάσεις της συζήτησης, είτε µε αναφορά από αυτές σε συγκεκριµένο µέρος των προσκοµιζοµένων προτάσεων της προηγούµενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ειδική επίκληση του αποδεικτικού µέσου (ΑΠ 864/2003). Γενική αναφορά σε όλα γενικά, τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτόδικα, χωρίς συγκεκριµένη παραποµπή στα µέρη των επανυποβαλλόµενων προτάσεων του πρώτου βαθµού ή µε ενσωµάτωση προτάσεων προηγουµένων συζητήσεων δεν είναι νόµιµη (άρθρ. 240 ΚΠολ βλ. και ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 14/2005, ΟλΑΠ 23/2008). Το έγγραφο δε, πρέπει να ασκεί ουσιώδη, άµεση ή έµµεση επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 1021/2002). Η επίκληση πρέπει να είναι σαφής και ορισµένη, τούτο δε συµβαίνει, όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητα του αποδεικτικού µέσου (ΑΠ 418/2004, ΑΠ 556/2004). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11α ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόµο, έλαβε υπ' όψη αποδεικτικά µέσα, τα οποία ο νόµος δεν επιτρέπει. Μη επιτρεπόµενα αποδεικτικά µέσα είναι εκείνα, από τα οποία απουσιάζει κάποια προϋπόθεση του υποστατού τους ή του παραδεκτού της χρήσης τους. Τέτοιο αποδεικτικό µέσο στην τακτική διαδικασία είναι εκείνο, το οποίο ελήφθη υπ' όψιν, αν και δεν επιτρέπονταν, όπως, όταν, αν και το εµµάρτυρο µέσο αποκλείονταν, παρά ταύτα, εξετάστηκαν µάρτυρες και λήφθηκε υπόψιν η κατάθεσή τους. Για να είναι ορισµένος ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης, ο αναιρεσείων έχει υποχρέωση να αναφέρει στην αναίρεσή του το αποδεικτικό µέσο, το οποίο λήφθηκε παράνοµα, τον ισχυρισµό προς απόδειξη του οποίου λήφθηκε υπόψη και την επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης. Επιπρόσθετα, πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο της αναίρεσης, ότι ο αναιρεσείων επικαλέστηκε, νόµιµα, στο δικαστήριο της ουσίας τα περιστατικά εκείνα, που υποχρέωναν το δικαστήριο αυτό να µη λάβει υπ' όψη το συγκεκριµένο αποδεικτικό µέσο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 562 ΙΙ ΚΠολ (ΑΠ 1047/1992, ΑΠ 427/1993). Είναι δε αυτονόητο, πως ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το µη επιτρεπόµενο αποδεικτικό µέσο προσκόµισε και επικαλέστηκε ο ίδιος ο αναιρεσείων, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 562 παρ. 3 ΚΠολ κατά την οποία, κανείς δεν µπορεί να δηµιουργήσει λόγο αναίρεσης από τις δικές του πράξεις, εκτός αν πρόκειται για λόγους οι οποίοι αφορούν τη δηµόσια τάξη. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται, πλην άλλων και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Αυτός υπάρχει, όταν [21]
22 εχώρησε ψευδής ερµηνεία ή κακή εφαρµογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνα, ο οποίος ρυθµίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωµάτων και την γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Εσφαλµένη, κατ' ακρίβειαν, εφαρµογή, υπάρχει όταν αποδόθηκε µεν στη µείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού ορθά η έννοια του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου, στη συνέχεια, όµως, δεν εφαρµόστηκε ο ίδιος στην κρινόµενη περίπτωση, αν και τα περιστατικά που δέχτηκε, ανέλεγκτα, ο δικαστής της ουσίας υπάγονταν σ' αυτόν (ΟλΑΠ 36/1988, ΟλΑΠ 4/2006, ΑΠ 1393/2010, ΑΠ 159/2004). Για να είναι ορισµένος και, άρα, παραδεκτός, ο λόγος αυτός πρέπει: 1)να αναφέρεται στο δικόγραφο της αναίρεσης και µάλιστα ενάριθµα, η συγκεκριµένη διάταξη του ουσιαστικού νόµου που παραβιάστηκε (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 1069/1983, ΑΠ 1148/ 1989, ΑΠ 1549/1997, ΑΠ 1658/1998, ΑΠ 1676/1998), καθώς και το περιεχόµενό της, 2)η νοµική κρίση της προσβαλλόµενης απόφασης για την έννοια της διάταξης αυτής και 3)το ερµηνευτικό ή υπαγωγικό της σφάλµα (ΟλΑΠ 32/1996), επιπρόσθετα δε, αν η προσβαλλόµενη µε την αναίρεση απόφαση αποφάνθηκε για την ουσία της υπόθεσης, απαιτείται να αναφέρονται µε σαφήνεια, τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας για τη θεµελίωση της κρίσης του για τη βασιµότητα ή µη της αγωγής ή του ισχυρισµού (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 20/2005, ΑΠ 1353/ 2001). Και τούτο, διότι, µόνο κατ' αυτό τον τρόπο µπορεί να κριθεί, αν η νοµική πληµµέλεια, η οποία αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλµένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικά, η ευδοκίµηση της αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 1036/2000, ΑΠ 1353/2001). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση, και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψιν διάταξη, προκύπτει, ότι ο προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού ουδόλως εκτίθενται πραγµατικά περιστατικά (ελλείψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέµενα δεν κάλυπταν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται µε βάση το πραγµατικό του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία Ολ.ΑΠ 1/1999). εν υπάρχει, όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η προβαλλόµενη, ως αντίφαση, περιέχει, απλά, συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Περαιτέρω, το, κατά νόµο, αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε, εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα και να µην καταλείπονται αµφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση τω αποδεικτικών µέσων και, γενικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1986, ΑΠ 847/2009). ηλαδή, µόνο το τι αποδείχτηκε ή δεν αποδείχτηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχτηκε ή δεν αποδείχτηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήµατα δε του δικαστηρίου, τα οποία σχετίζονται µε την εκτίµηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, µε βάση τις οποίες διαµορφώνεται το [22]
23 αποδεικτικό πόρισµα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της ερευνώµενης διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολ να επιδέχεται αυτή µορφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης, ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισµούς των διαδίκων επιχειρήµατα, οπότε, ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται, ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Στη συνέχεια, από τη διάταξη του άρθρου ΚΠολ, προκύπτει ότι η εκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγµατικών περιστατικών, εφ' όσον δεν παραβιάστηκαν µε αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί ή εφ' όσον η εκτίµησή τους δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 και 20 ΚΠολ, είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης από το περιεχόµενο του οποίου προκύπτει, ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, γιατί, πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007, ΑΠ 123/2010). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ "µε τη σύµβαση του έργου, ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει την συµφωνηθείσα αµοιβή". ΑΚ: 681, ΚΠολ : 341, 393, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, 562, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 634 Έτος: Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Μεταβιβαστικό αποτέλεσµα Έφεσης. Ανακοπή κατά διαταγής πληρωµής. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της συζητήσεως (106), διασφαλίζεται η συµµόρφωση προς τα άρθρα 335, 338, 339, 340, 341 και 346 ΚΠολ, ώστε να λαµβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία νοµίµως προσκοµίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και µόνον αυτά. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 352 ΚΠολ, η οµολογία του διαδίκου, προφορική ή γραπτή, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει ή του εντεταλµένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που οµολόγησε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η ως άνω δικαστική οµολογία πρέπει να γίνεται µόνον κατά τον διαγραφόµενο από την παραπάνω διάταξη τύπο, ο οποίος συνίσταται σε δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή εκτός ακροατηρίου ενώπιον εντεταλµένου δικαστή, προφορική ή έγγραφη. Ως δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση νοείται το δικαστήριο [23]
24 στο οποίο εκκρεµεί η υπόθεση κατά το χρόνο που έγινε η οµολογία. Εξάλλου η ύπαρξη της οµολογίας κρίνεται αντικειµενικά και δεν αποτελεί προϋπόθεσή της η πρόθεση προς οµολογία (ΑΠ 1946/2008, ΑΠ 2225/2007). - Κατά το άρθρο 522 ΚΠολ, µε την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση µεταβιβάζεται στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο µέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Κατά δε το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολ, αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιµος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται και το δευτεροβάθµιο δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ' ουσίαν. Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι επί εφέσεως κατ' αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωµής, αν κριθεί βάσιµος ένας λόγος εφέσεως, το Εφετείο πρέπει να εξαφανίσει την εκκαλουµένη απόφαση, να διακρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει όλους τους λόγους της ανακοπής, όχι όµως και αυτούς της εφέσεως ή τους προσθέτους λόγους, αφού το κύρος της διαταγής πληρωµής πλήττεται µόνον µε τους διαλαµβανοµένους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους (άρθρα 632 επόµ. ΚΠολ ). - Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί που τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουµένου µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 328/2008). εν αποτελούν "πράγµατα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισµοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογηµένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισµοί που συνιστούν επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίµηση των αποδείξεων (ΑΠ 701/2008, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 558/2008). εν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισµό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 37/2008, ΑΠ 2102/2007, ΑΠ 2068/2007). - Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόµιµης βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριµένη περίπτωση, περί συνδροµής των νοµίµων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρµόσθηκε ή περί της µη συνδροµής τούτων, που αποκλείει την εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νοµικό χαρακτηρισµό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 30/1997, ΟλΑΠ 28/1997). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσεως, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αξιολόγηση του εξαγόµενου από αυτές πορίσµατος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισµα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 358/200, 361/2008, ΑΠ 610/2007, ΑΠ 1490/2006). ΚΠολ : 522, 535, 559 αριθ. 11γ, 632, ηµοσίευση: INLAW 2011 [24]
25 Αίτηση αναίρεσης - Άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1906 Έτος: Παρά τον νόµο κήρυξη ή µη κήρυξη απαραδέκτου από το δικαστήριο της ουσίας. - Για να είναι ορισµένος ο από το άρθρο 559 αρ. 14 του ΚΠολ λόγος αναιρέσεως για παρά τον νόµο κήρυξη ή µη κήρυξη απαραδέκτου από το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται το απαράδεκτο και να εκτίθενται τα περιστατικά που το δηµιουργούν ή το αποκλείουν. Αλλιώς ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, και αυτεπαγγέλτως. ΚΠολ : 495, 559 αριθ. 14, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1294 Έτος: ιαδικασία µισθωτικών διαφορών. εδικασµένο. Παραβίαση δεδικασµένου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 48 του Π/ 34/1995"Κωδικοποίηση διατάξεων νόµων περί εµπορικών µισθώσεων" κάθε διαφορά από τη µίσθωση που ρυθµίζεται από το παρόν διάταγµα υπάγεται στην αρµοδιότητα του Μονοµελούς Πρωτοδικείου ή του Ειρηνοδικείου, ανάλογα µε το ποσό του καταβαλλόµενου µισθώµατος, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 14 παρ. 1 εδ β και 16 αρ. 1 ΚΠολ. Στην αρµοδιότητα των ως άνω δικαστηρίων υπάγονται και οι διαφορές από παρεπόµενες συµβάσεις της µίσθωσης, καθώς και εκείνες από το άρθρο 601 ΑΚ και 23 του Ν. 813/1978. Οι διαφορές από τα προηγούµενα εδάφια εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 647 έως 662 ΚΠολ. Από τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής µε την οποία ο νοµοθέτης θέλησε να υπαγάγει στην ταχεία και ολιγοδάπανη διαδικασία των διαφορών περί παραδόσεων ή αποδόσεως µισθίου όλες τις διαφορές που πηγάζουν από τις εµπορικές µισθώσεις και τις συναφείς µε αυτές συµβάσεις συνάγεται ότι υποβάλλονται στη διαδικασία αυτή και οι διαφορές από τα άρθρα 576, 577 και 584 ΑΚ, αυτές δηλαδή που γεννιούνται αν λείπει κατά τη συνοµολόγηση της σύµβαση η συµφωνηµένη, ιδιότητα του µισθίου ή αν δεν παραδόθηκε στο µισθωτή ή του παρεµποδίσθηκε η χρήση του µισθίου. Εποµένως, και για τις διαφορές αυτές έχει εφαρµογή η διάταξη του άρθρου 652 ΚΠολ, κατά την οποία η προθεσµία της έφεσης, αν εκείνος που δικαιούται να την ασκήσει διαµένει στην Ελλάδα, είναι δέκα πέντε (15) ηµέρες. - Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασµένο που δεν επιτρέπει να αµφισβητηθεί και να καταστεί αντικείµενο νέας δίκης στο δικαίωµα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την [25]
26 οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, µε την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορµής άλλης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό ζήτηµα, το δίκαιο που κρίθηκε µε τελεσίδικη απόφαση οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασµένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαµβάνοντας το ως αµάχητη αλήθεια, όσο κι αρνητικά, µε την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωµα για την ύπαρξη ή µη του οποίου υπάρχει δεδικασµένο. Το δεδικασµένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτηµα για έννοµη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κυρία παρέµβαση ή ένσταση συµψηφισµού. Έννοµη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι το σύνολο των έννοµων συνεπειών που κρίθηκε τελεσίδικα και τα πραγµατικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν οι έννοµες συνέπειες. - Ο από το άρθρο 559 αρ. 16 περ. α' ΚΠολ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, το οποίο προέβη αυτεπαγγέλτως ή κατά πρότασης κάποιου από τους διαδίκους σε έρευνα για τη συνδροµή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασµένου, κατά παράβαση του νόµου, δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασµένο. Στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας τόσο για το αν τα πραγµατικά περιστατικά που έγιναν δεκτά συνιστούν την έννοια του δεδικασµένου και για το αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσµατα, τα οποία προσέδωσε σε αυτό η απόφαση, όσο και η κρίση της συνδροµή ή µη των κατά το άρθρο 324 ΚΠολ προϋποθέσεων του δεδικασµένου, εφόσον η κρίση αυτή στηρίζεται σε διαδικαστικά έγγραφα, όπως είναι η αγωγή και οι δικαστικές αποφάσεις, η εκτίµηση του περιεχοµένου των οποίων, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολ ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει µόνο την "παράβαση νόµου", δηλαδή την ψευδή ερµηνεία ή εσφαλµένη εφαρµογή των περί δεδικασµένου διατάξεων σε σχέση µε όσα ανελέγκτως γίνονται δεκτά, αν εποµένως αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασµένου και αν αυτό έχει την έκταση και το αποτέλεσµα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγµατα (άρθρο 561 παρ. α ΚΠολ ), η συνδροµή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Για την εφαρµογή του άρθρου 281 ΑΚ που απαγορεύει την άσκηση δικαιώµατος, εάν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονοµικό σκοπό του δικαιώµατος, απαιτείται, κατ' αρχήν, αδράνεια του δικαιούχου για µεγάλο χρονικό διάστηµα και παράλληλα να συντρέχουν κι άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που να προέρχονται από τη συµπεριφορά του ίδιου, από την οποία, εν όψει και της αδράνεια του δικαιούχου, να δηµιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση της µη ενάσκησης αυτού, οπότε και µόνο η µεταγενέστερη άσκηση του δικαιώµατος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, η οποία δηµιουργήθηκε υπό ορισµένες συνθήκες και διατηρήθηκε για µακρό χρονικό διάστηµα αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονοµικό σκοπό του δικαιώµατος. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' ΚΠολ ο προβλεπόµενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόµο εσωτερικού η διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του, ή αν [26]
27 εφαρµοστεί, ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή. ΑΚ: 576, 577, 584, 601, ΚΠολ : 321, 322, 324, 559 αριθ. 16, , Π : 34/1995, άρθ. 48, ηµοσίευση: INLAW 2011 * Ελ νη Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1528 Έτος: Ελλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. Συµφωνία για τη µη προσαγωγή και επίκληση των αποδεικτικών αυτών µέσων σε δίκες ή συµφωνία χρήσης ορισµένου µόνον αποδεικτικού µέσου. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά την έννοια δε του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόµιµης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν οι νόµιµοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νοµικό χαρακτηρισµό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 1/1999, 28/1997, 12/1995). Το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος προτάσεως του νοµικού συλλογισµού προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως έστω και µε συνοπτικές αιτιολογίες, από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισµα και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. εν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες οι ελλείψεις που ανάγονται στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα στην αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς (ΟλΑΠ 661/1984). - Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ του ΚΠολ, σύµφωνα µε την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 335 και 338 έως 340 και 561 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να σχηµατίσει την κρίση του για τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, χωρίς να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των µαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά, εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, περιλαµβανοµένων και των ερµηνευτικών ή [27]
28 στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 και 20 ΚΠολ. Ωστόσο δεν επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά µέσα, αλλά αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόµενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα από αυτά κατά νόµο επιτρεπτά (ΑΠ 544/2005, 190/1995) και σε καταφατική περίπτωση ο λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιµος (ΑΠ 1137/2001, 416/1999). - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραµόρφωσε το περιεχόµενο εγγράφου µε το να δεχθεί πραγµατικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασµό προς εκείνες των άρθρων 118 αριθ. 4 και 566 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι για το ορισµένο του λόγου αυτού αναίρεσης πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο τα εξής: 1) το αληθινό περιεχόµενο του εγγράφου που φέρεται ότι παραµορφώθηκε, ώστε από τη σύγκριση µε εκείνο που δέχθηκε η απόφαση να υπάρχει δυνατότητα στον Άρειο Πάγο να κρίνει αν υφίσταται διαγνωστικό λάθος, 2) Το από την προσβαλλόµενη απόφαση δεκτό γενόµενο διαφορετικό από το αληθινό περιεχόµενο, 3) το συµπέρασµα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο για το ότι υπάρχουν ή όχι κρίσιµα γεγονότα, 4) ο ουσιώδης πραγµατικός ισχυρισµός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιµοποιήθηκε το έγγραφο. - Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 106, 108, 338 παρ. 1 και 559 αριθµ. 11 περίπτ. β' του ΚΠολ, η προσαγωγή των αποδεικτικών µέσων, ακόµη και όταν διατάχθηκε από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως κατά το άρθρο 107 του ίδιου Κώδικα, γίνεται µε πρωτοβουλία και επιµέλεια των διαδίκων, οι οποίοι, εποµένως, αφού µπορούν να µην προσκοµίσουν ή να µην επικαλεστούν ορισµένα από τα αποδεικτικά µέσα που ο νόµος επιτρέπει για την απόδειξη πραγµατικών γεγονότων, µπορούν και να συµφωνήσουν τη µη χρησιµοποίηση, δηλαδή τη µη προσαγωγή και επίκληση των αποδεικτικών αυτών µέσων στις µεταξύ τους δίκες. Η ίδια περίπτωση συντρέχει και όταν συµφωνείται η χρήση ορισµένου µόνον αποδεικτικού µέσου, οπότε αποκλείονται τα υπόλοιπα. Η συµφωνία αυτή είναι άκυρη, αν το αποδεικτικό µέσο που καθορίζεται ως αποκλειστικό είναι απρόσφορο να παράσχει την οικεία απόδειξη, πράγµα που συµβαίνει και όταν υφίσταται εξαρχής αντικειµενική αδυναµία αποκτήσεως ή προσαγωγής του στο δικαστήριο. ιότι τότε η συµφωνία αντίκειται στα χρηστά ήθη και στη δηµόσια τάξη και ειδικότερα στους κανόνες αφενός των άρθρων 179 περίπτ. Α του ΑΚ και 5 παρ. 1 του Συντάγµατος και αφετέρου των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγµατος και 6 παρ. 1 εδ. α της Ευρωπαϊκής Συµβάσεως για την προάσπιση των δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών ελευθεριών (κυρ. Ν 53/ ), αφού δεσµεύει υπέρµετρα την ελευθερία του συµβαλλοµένου (και δυνάµει διαδίκου) να αξιώσει την παροχή από το αρµόδιο δικαστήριο δίκαιης και αποτελεσµατικής έννοµης προστασίας, η οποία προϋποθέτει δυνατότητα του ενδιαφεροµένου όχι να προσφύγει απλώς στο δικαστήριο, ασκώντας αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθηµα, αλλά και να προσκοµίσει σ' αυτό όσα αποδεικτικά µέσα είναι απαραίτητα για τη διάγνωση της διαφοράς (ΟλΑΠ 27/1993). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται είτε µε [28]
29 ψευδή ερµηνεία, δηλαδή µε την απόδοση σ' αυτόν έννοιας µη αληθινής (µη αρµόζουσας), είτε µε εσφαλµένη (µη ορθή) εφαρµογή, που υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου εφαρµόζεται ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή δεν εφαρµόζεται ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και όταν εφαρµόζεται εσφαλµένα (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). ΑΚ: 173, 179, 200, 288, ΚΠολ : 106, 107, 108, 338, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 2 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1328 Έτος: Μη νόµιµη σύνθεση του ικαστηρίου. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Παράβαση των ορισµών του νόµου αναφορικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 2 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόµιµη σύνθεση, ή έλαβε µέρος στη σύνθεσή του δικαστής του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση ή κατά του οποίου είχε ασκηθεί αγωγή κακοδικίας. Μη νόµιµη σύνθεση του ικαστηρίου, κατά την εν λόγω διάταξη, υπάρχει αν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του ΚΠολ ή ειδικού νόµου, όπως είναι ο κωδ. Νόµος 1756/1988, όπως ισχύει, περί Οργανισµού ικαστηρίου και καταστάσεως ικαστικών Λειτουργών. Ειδικότερα, η αρχή του νόµιµου δικαστή έχει συνταγµατικό υπόβαθρο και δεσµεύει, τόσο τον κοινό νοµοθέτη (άρθρο 8 του Συντάγµατος), όσο και το δικαστήριο (αρθρ. 109 ΚΠολ ), όπως επίσης και τη διοίκηση των δικαστηρίων. Έτσι σύµφωνα µε τα άρθρα 5 και 15 του ως άνω Ν. 1756/1988 όπως αντικ. από το άρθρο 2 του Ν. 2172/1993, ο καθορισµός της συνθέσεως του ικαστηρίου, µε την έννοια του προσδιορισµού του συγκεκριµένου δικαστή, ή των συγκεκριµένων ικαστών που θα εκδικάσουν τις υποθέσεις, γίνεται από τον Πρόεδρο του ικαστηρίου, ή προκειµένου για το Εφετείο Αθηνών από Τριµελές Συµβούλιο. Η δε αναπλήρωση δικαστή που δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται γίνεται µε πράξη του Προέδρου του Τριµελούς Συµβουλίου. Συναφώς, κατά την ΚΠολ 305 αριθ. 1 και 5 διάταξη, το πρωτότυπο της απόφασης πρέπει να αναφέρει µεταξύ άλλων, τη σύνθεση του ικαστηρίου και αν πρόκειται για πολυµελή ικαστήρια, το όνοµα του Εισηγητή ικαστή και ότι η απόφαση δηµοσιεύθηκε. Από τις διατάξεις αυτές και εκείνες των άρθρων 8 εδάφ. 1 του Συντάγµατος, 109 παρ. 1 και 256 ΚΠολ, δεν προκύπτει ότι η µη αναγραφή στην, άνευ συµµετοχής Προέδρου Εφετών, εκδοθείσα απόφαση του Εφετείου Αθηνών ότι υπήρχε κώλυµα του Προέδρου Εφετών ή η µη αναγραφή της σχετικής πράξης του Προέδρου του Τριµελούς Συµβουλίου ιευθύνσεως περί αναπληρώσεως αυτών, καθώς και η µη αναγραφή της ιδιότητας του αρχαιοτέρου εκ των συµµετασχόντων Εφετών, ως προεδρεύοντος, συνεπάγεται [29]
30 ως κύρωση την έλλειψη νόµιµης σύνθεσης του δικαστηρίου εκείνου. Τέτοια κύρωση για την αιτία αυτή δεν απαγγέλλεται ούτε από άλλη διάταξη (ΑΠ 36/2006, ΑΠ 986/2006, ΑΠ 1678/1998). Τούτο δε, διότι τεκµαίρεται τόσο το κώλυµα των Προέδρων Εφετών εκ της συµµετοχής στη σύνθεση του ικαστηρίου µόνο Εφετών (ΑΠ 1359/1984), όσο και η ιδιότητα του αρχαιοτέρου των συµµετασχόντων Εφετών ως προεδρεύοντος. Ενώ, εξ άλλου, η διαπίστωση του κωλύµατος ανάγεται στη διεύθυνση της εσωτερικής υπηρεσίας του οικείου δικαστηρίου και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση ότι υπήρχε κώλυµα του Προέδρου Εφετών, ούτε ότι η αναπλήρωση του έγινε µε σχετική πράξη του ιευθύνοντος το Εφετείο (ΑΠ 1678/1998). - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 εδ. γ' ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιµος, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία προσκοµίσθηκαν νόµιµα και των οποίων έγινε επίκληση. Αρκεί δε η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού µέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασµό µε τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αδιστάκτως και αναµφίβολα η λήψη υπόψη τα του αποδεικτικού µέσου (ΑΠ 694/2003). - Ο προβλεπόµενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµ. 12 του ΚΠολ λόγος αναιρέσεως, εξαιτίας της παραβάσεως των ορισµών του νόµου αναφορικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίµηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισµένα αποδεικτικά µέσα δύναµη αποδείξεως µεγαλύτερη ή µικρότερη από εκείνη που δεσµευτικά καθορίζει γι' αυτά ο νόµος (ΑΠ 437/2000, ΑΠ 31/1999, ΑΠ 648/1999). - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολ η εκτίµηση από το ικαστήριο της ουσίας πραγµατικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχοµένου εγγράφου, δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αριθµ. 20 ΚΠολ. ΚΠολ : 305, 559 αριθ. 2, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 12, 561, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1530 Έτος: Παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου. Παραβίαση των ερµηνευτικών των δικαιοπραξιών κανόνων δικαίου των άρθρων 173 και 200. Έλλειψη ειδικής αιτιολόγιας. ιαγραφή εκφράσεων. - Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραµόρφωσε το περιεχόµενο εγγράφου, µε το να δεχθεί πραγµατικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. [30]
31 Παραµόρφωση, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, συντρέχει όταν υπάρχει διαγνωστικό σφάλµα του δικαστηρίου της ουσίας, δηλαδή λάθος στην ανάγνωση του κειµένου του εγγράφου. Η παραµόρφωση µπορεί να γίνει θετικά µε τη µεταβολή του κειµένου του εγγράφου ή αρνητικά µε την παράλειψη χρήσιµων περικοπών και το ζήτηµα πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδη πραγµατικό ισχυρισµό. εν ιδρύεται όµως ο λόγος αυτός, όταν αναφέρεται στην εκτίµηση του περιεχοµένου του εγγράφου για τη συναγωγή αποδεικτικού πορίσµατος διαφορετικού από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο µόρφωσε τη γνώµη του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόµενο του εγγράφου. - Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, αν δεν εφαρµοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αν εφαρµοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρµοσθεί εσφαλµένα. Στο πεδίο εφαρµογής του αναιρετικού αυτού λόγου εµπίπτει και η παραβίαση των ερµηνευτικών των δικαιοπραξιών κανόνων δικαίου των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, οι οποίοι εφαρµόζονται, σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό στη σύµβαση και γενικά στην δικαιοπραξία ή γεννιέται αµφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης και αποκλείονται όταν το περιεχόµενο της δικαιοπραξίας είναι σαφές, κατά την ανέλεγκτη πάντοτε περί τούτων περί πραγµάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εντεύθεν έπεται ότι παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων αυτών σε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έµµεση, κενού ή αµφιβολίας για την έννοια της δικαιοπραξίας, είτε παραλείπει να προσφύγει σ' αυτές για να διαπιστώσει την αληθινή βούληση των δικαιοπρακτησάντων, ή δεν παραθέτει στην απόφασή του τα πραγµατικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρµογή των διατάξεων αυτών, είτε προβαίνει σε κακή εφαρµογή τους. Έµµεση διαπίστωση κενού στη σύµβαση ή αµφιβολία σχετικά µε τη δήλωση βουλήσεως προκύπτει όταν, παρά τη ρητή διαβεβαίωση περί της ανυπαρξίας τους, το δικαστήριο προβαίνει σε ερµηνεία της συµβάσεως, από την οποία αποκαλύπτεται, ότι το δικαστήριο αντιµετώπισε κενό, ή αµφιβολία σχετικά µε την έννοια της δήλωσης βουλήσεως των συµβαλλοµένων, συνεπεία των οποίων δηµιουργήθηκε η ανάγκη προσφυγής σε ερµηνεία της δηλώσεως βουλήσεως. Η έµµεση αυτή διαπίστωση κενού ή αµφιβολίας µπορεί να προκύπτει εκ του γεγονότος ότι το δικαστήριο για την αληθινή έννοια της συµβάσεως, έλαβε υπόψη και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το κείµενο της συµβάσεως ή χρησιµοποιεί επιχειρήµατα. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγµατος, προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγµατικού εφαρµοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννοµης συνέπειας [31]
32 που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία_ ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). εν υπάρχει όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. ηλαδή, µόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήµατα του δικαστηρίου, που σχετίζονται µε συνεκτίµηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαµορφώνεται το αποδεικτικό πόρισµα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώµενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ να επιδέχεται αυτή µοµφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δηµιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα µη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισµούς επιχειρήµατα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. - Κατά το άρθρο 206 ΚΠολ "ο δικαστής µπορεί ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρµοστες φράσεις...". Με τη διάταξη αυτή, αντίστοιχου περιεχοµένου εκείνης του άρθρου 48 του Ν /τος 3026/1954 (Κώδικος περί δικηγόρων), η οποία, όπως και εκείνη του άρθρου 205 αποβλέπει στην άµεση εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, η οποία πρέπει να συγκεντρώνει τα στοιχεία της ευπρεπούς και ευκόσµιας συµπεριφοράς από όλους τους παράγοντες της δίκης, παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο, µετά από αίτηση κάποιου διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως χωρίς χρονικό περιορισµό, να διατάσσει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρµοστες φράσεις, ανεξάρτητα αν υπάρχουν σ' αυτές θεµελιωτικά της αντικειµενικής και υποκειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος της εξύβρισης περιστατικά ή άλλου (εγκλήµατος) που ανάγεται στην προσβολή της τιµής και της υπόληψης διαδίκου, πληρεξουσίου δικηγόρου ή και του δικαστηρίου. Κάθε διάδικος, κατά την υπεράσπιση των απόψεων του, σε σχέση µε την επίδικη διαφορά, κατά την απόκρουση των ισχυρισµών του αντιδίκου του υπέχει υποχρέωση να τηρεί το επιβαλλόµενο µέτρο ευπρέπειας του δικανικού λόγου κατά τη σύνταξη των δικογράφων και των προτάσεων του, για να θεωρείται ότι µετέχει στη λειτουργία της δικαιοσύνης και να µην διατυπώνει, όταν µάλιστα δεν είναι αναγκαίο για την προσήκουσα υπεράσπιση της υπόθεσης δηλαδή των συµφερόντων του, φράσεις µε οξείς χαρακτηρισµούς και κρίσεις σε βάρος του αντιδίκου του ή του πληρεξουσίου του ή του δικαστηρίου, οι οποίες ενέχουν καταφρονητική, ειρωνική µεταχείριση, ονειδισµό και περιφρόνηση των άνω παραγόντων της δίκης. Η από τα δικαστήρια χρήση του µέτρου αυτού απαιτεί περίσκεψη, φειδώ και βαθεία εκτίµηση και αξιολόγηση των φράσεων για να κριθεί [32]
33 αντικειµενικά αν αυτές συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά που απαιτεί ο νόµος για να µην καταλήξει σε κατασταλτική λογοκρισία. Οι υπερβολές στις εκφράσεις και οι οξείς χαρακτηρισµοί πρέπει να υποβάλλονται σε βαθιά αξιολογική έρευνα για να µην επέρχεται σύγχυση στα όρια αυτών µε τους κανόνες της ευπρέπειας και της ευκοσµίας. ΚΠολ : 205, 206, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, ΑΚ: 173, 200, 361, Κωδ ικ: 48, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 5 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1504 Έτος: Αρµοδιότητα δικαστηρίου. Ποιές αποφάσεις υπόκεινται σε αναίρεση. Αοριστία αγωγής και λόγοι αναίρεσης. Αοριστία λόγων αναίρεσης. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων που ο νόµος δεν επιτρέπει. - Από την διάταξη του άρθρου 559 αριθµ. 5 του ΚΠολ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ' ύλην αρµοδιότητος εσφαλµένα έκρινε ότι είναι αρµόδιο ή αναρµόδιο, µε την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 47, συνάγεται, ότι ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται µόνον, όταν υπάρχει σφάλµα του δικαστηρίου της ουσίας, αναφερόµενο σε παραδοχές της καθ' ύλην αρµοδιότητος ή αναρµοδιότητος αυτού του ιδίου. - Από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του ΚΠολ, προκύπτει, ότι, αν η υπόθεση εξετασθεί και στους δύο βαθµούς δικαιοδοσίας και γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, σε αναίρεση υπόκειται µόνο η εφετειακή απόφαση. Και τούτο διότι αν η έφεση γίνει δεκτή η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, ενώ αν απορριφθεί η έφεση, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και ενσωµατώνεται στην εφετειακή. Μόνον εάν η έφεση απορριφθεί για τυπικούς λόγους, σε αναίρεση υπόκειται η εφετειακή για το κεφάλαιό της το σχετικό µε την απόρριψη, καθώς και η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ουσία της υποθέσεως. Και τούτο γιατί η πρωτόδικη απόφαση τελεσιδίκησε µε την έκδοση της απορριπτικής εφετειακής αποφάσεως. - Η διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολ, θέτει γενικό κανόνα, µε τον οποίο κηρύσσεται απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως αν αυτός στηρίζεται σε ισχυρισµό που δεν προτάθηκε νόµιµα ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά εισάγει και εξαίρεση, αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που εκεί περιοριστικά αναφέρονται. Ο λόγος όµως ότι η αγωγή είναι αόριστη δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις αυτές. Έτσι, η ποσοτική και η νοµική αοριστία της αγωγής, που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, και ελέγχονται αναιρετικώς η µεν πρώτη από το άρθρο 559 αρ.14 σε συνδυασµό µε τον αρ. 8 ΚΠολ και η δευτέρα από τον αριθµό 1 του ιδίου άρθρου, για να στηρίξουν επαρκώς τους από τις διατάξεις αυτές προβλεποµένους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να έχουν προταθεί στο δικαστήριο [33]
34 της ουσίας και µάλιστα νοµίµως, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ΚΠολ. Νοµίµως δε θεωρείται, ότι έχει προταθεί ο περί αοριστίας ισχυρισµός από τον εναγόµενο εκκαλούντα µόνο διά του δικογράφου της εφέσεως ή των προσθέτων λόγων ή και διά των προτάσεων µόνον όµως στις ειδικές διαδικασίες, στις οποίες είναι παραδεκτή η άσκηση των προσθέτων λόγων εφέσεως και µε τις προτάσεις, και δια να είναι ορισµένος και άρα παραδεκτός, προτεινόµενος ή επαναφερόµενος ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί να διαλαµβάνει απλώς ότι η αγωγή είναι αόριστη, αλλά πρέπει να αναφέρει τις, σε σχέση µε τα πραγµατικά περιστατικά που είναι απαραίτητα για την στήριξη του αγωγικού δικαιώµατος, ελλείψεις. Σε κάθε όµως περίπτωση για να είναι ορισµένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως, γιατί το Εφετείο εσφαλµένως δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω ποσοτικής αοριστίας, πρέπει, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθµ. 4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 του ΚΠολ, να αναφέρονται στο έγγραφο της αναιρέσεως τα περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική της βάση. Η δε αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν µπορεί να θεραπευθεί διά της παραποµπής σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα. - Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ παρ. 1 και 577 παρ. 3 του ΚΠολ, προκύπτει ότι στο έγγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισµένο και ευσύνοπτο η νοµική πληµµέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλοµένη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, αν και ποιο λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφεροµένους στο άρθρο 559 του ΚΠολ θεµελιώνει η προβαλλοµένη αιτίαση. Ειδικά, για να είναι ορισµένος και άρα παραδεκτός ο από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολ προβλεπόµενος λόγος αναιρέσεως για εσφαλµένη εφαρµογή και ερµηνεία διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριµένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το αποδιδόµενο στην απόφαση νοµικό σφάλµα ως προς την ερµηνεία και εφαρµογή της. Αν δε το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθενται και οι κρίσιµες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία συνετελέσθη η προβαλλοµένη παραβίαση του κανόνος του ουσιαστικού δικαίου. Και κατά την έννοια του εδαφίου 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν οι νόµιµοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς τον νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 12-13/95). Για να είναι, όµως, ορισµένος και άρα παραδεκτός ο από την ανωτέρω διάταξη προβλεπόµενος λόγος αναιρέσεως, πρέπει, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 559 αρ 19 και 566 του ΚΠολ,να αναφέρεται στο αναιρετήριο το ζήτηµα, η επιρροή που ασκεί στην έκβαση της δίκης και οι αιτιολογίες που λείπουν, καθώς και ποιός είναι ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, σε σχέση µε την εφαρµογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως, ώστε να είναι δυνατή η εκτίµηση της νοµιµότητος του αναιρετικού αυτού λόγου. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο οι [34]
35 ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, υπό τις οποίες και συνετελέσθη η εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως (ΟλΑΠ 32/1996). - Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα", δε κατά την έννοια του νόµου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεµελιώνουν το αίτηµα) αγωγής, ανταγωγής κυρίας παρεµβάσεως, ενστάσεως ή αντενστάσεως (ΟλΑΠ 3/1997). Συνεπώς δεν είναι πράγµατα, µε την πιο πάνω έννοια, η αιτιολογηµένη άρνηση της αγωγής, ανακοπής κ.λ.π. ή τα επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα από την εκτίµηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 469/1984), ενώ αντιθέτως, αποτελούν "πράγµατα" οι λόγοι εφέσεως και αντεφέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, διά των οποίων διατυπώνεται παράπονο κατά της κρίσεως του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 11/1996). εν θεµελιώνεται, όµως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως, εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισµό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. - Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που ο νόµος δεν επιτρέπει ή παρά το νόµο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκοµίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 του ΚΠολ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας είναι υποχρεωµένο να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι προσκοµίζουν και επικαλούνται νοµίµως, τα οποία είναι χρήσιµα προς άµεση ή έµµεση (µε τεκµήρια) απόδειξη γεγονότων, που συγκροτούν ισχυρισµό λυσιτελή, δηλαδή που επιδρούν στο διατακτικό, παραδεκτό και νόµω βάσιµο ή ισχυρισµό περί αρχής εγγράφου αποδείξεως (ΟλΑΠ 11/ 1982). Και έχει µεν την υποχρέωση, σύµφωνα µε τις πιο πάνω διατάξεις και εκείνες του άρθρου 93 3 του Συντάγµατος, να αιτιολογήσει την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στον σχηµατισµό της δικανικής του πεποιθήσεως, όχι όµως και να κάνει ειδική µνεία και αξιολόγηση εκάστου αποδεικτικού µέσου, αρκεί να γίνεται αδιστάκτως βέβαιο από το όλο περιεχόµενο της αποφάσεως, ότι, προς σχηµατισµό του αποδεικτικού του πορίσµατος, έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που νοµίµως προσεκόµισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι. ΚΠολ : 552, 553, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 5, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11, 562, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1165 Έτος: Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. [35]
36 - Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα", κατά την έννοια του νόµου, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεµελιώνουν το αίτηµα) αγωγής, ανταγωγής κυρίας παρεµβάσεως, ενστάσεως ή αντενστάσεως (ΟλΑΠ 3/1997). εν θεµελιώνεται, όµως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως, εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισµό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003). ΑΚ: 281, ΚΠολ : 559 αριθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1327 Έτος: Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολ, αν το δικαστήριο, παρά το νόµο, έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, η απόφασή του υπόκειται σε αναίρεση. Ως "πράγµατα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούµενου µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, δηλαδή οι ισχυρισµοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1530/2001, ΑΠ 511/2003, ΑΠ 1255/2004). Για να υπάρξει λόγος για τη µη λήψη υπόψη αυτοτελούς ισχυρισµού, προϋποτίθεται: α) να ασκεί αυτός ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αλλά και να είχε προβληθεί από τον ίδιο τον ασκούντα την αναίρεση διάδικο, (ΑΠ 1398/1980, ΑΠ 572/1984), κατά τρόπο ορισµένο και παραδεκτό στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση (ΟλΑΠ 12/2000, ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 163/2004, ΑΠ 1255/2004) επί πλέον δε, να είναι και ο ίδιος νόµιµος (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 1499/1995). Για το ορισµένο του λόγου δε, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ποια ήταν τα "πράγµατα", δηλαδή οι αυτοτελείς ισχυρισµοί που, παρά το νόµο, δεν λήφθηκαν ή λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και ποια επίδραση άσκησαν ή θα ασκούσαν στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 44/2003, ΑΠ 493/2002, ΑΠ 530/1992), ακόµη δε, τα στοιχεία από τα οποία, να προκύπτει, ότι ο ισχυρισµός προτάθηκε παραδεκτά από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο (ΑΠ 44/2003, ΑΠ 885/1994). Πράγµατα, άρα, δεν αποτελούν τα πραγµατικά ή νοµικά επιχειρήµατα των διαδίκων και, γενικότερα, οι ισχυρισµοί τους, οι οποίοι υποβάλλονται διηγηµατικά προς ευδοκίµηση της αγωγής ή στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής άρνησης της και αντλούνται από το νόµο ή την εκτίµηση των αποδείξεων. [36]
37 - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, πλην άλλων, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικό µέσο, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιµος, αν προκύπτει από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία προσκοµίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Αρκεί δε η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού µέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης καθ' ενός ξεχωριστά, εφ' όσον, από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασµό µε τις υπόλοιπες αιτιολογίες της προκύπτει, αναµφίβολα, η λήψη υπ' όψη του αποδεικτικού µέσου (ΑΠ 853/2006, ΑΠ /2005, ΑΠ 694/2003, βλ. και ΑΠ 918/2006) ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 72 Έτος: Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αδίκαστη αίτηση. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Κατά τον αριθµό 8 του αυτού ως άνω άρθρου 559 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγµατα", των οποίων η παρά το νόµο µη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον προβλεπόµενο απ' αυτήν λόγο αναίρεσης, νοούνται οι αυτοτελείς, νόµιµοι και παραδεκτά προταθέντες στο δικαστήριο της ουσίας πραγµατικοί ισχυρισµοί, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και εποµένως στηρίζουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης καθώς και ο λόγος έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της απόφασης του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου, µε την οποία απορρίφθηκε ισχυρισµός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός ισχυρισµός του αντιδίκου του, ο λόγος, όµως, αυτός δεν ιδρύεται, εάν ο ισχυρισµός, µε την προδιαληφθείσα έννοια, ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο και απορρίφθηκε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό τούτο δε συµβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες µε τον φερόµενο ως µη ληφθέντα υπόψη ισχυρισµό. - Κατά τον αριθ. 9 του αυτού άρθρου λόγος αναίρεσης ιδρύεται, εκτός των άλλων, και εάν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται η αίτηση που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεµοδικία και όχι η αίτηση για την παραδοχή ένστασης, πραγµατικού ισχυρισµού ή αποδεικτικών µέσων. - Κατά την διάταξη του άρθρου αριθµού 19 του ιδίου ως άνω άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ελλείψεις, όµως, αναγόµενες µόνο στην ανάλυση ή στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και ειδικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς [37]
38 αιτιολογίες. ηλαδή µόνο το τί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. ΚΠολ : 558, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 19, 566, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1278 Έτος: ίκη διαδίκου ερήµην, παρά το νόµο, και ιδίως παρά τις σχετικές µε την επίδοση διατάξεις. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 6 ΚΠολ, αναίρεση χωρεί, αν, παρά το νόµο, και ιδίως παρά τις σχετικές µε την επίδοση διατάξεις, ο διάδικος δικάστηκε ερήµην. Και στην περίπτωση αυτή, για το ορισµένο του λόγου, πρέπει να εκτίθενται τα περιστατικά, από τα οποία συνάγεται το µη νόµιµο της ερηµοδικίας και απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, ή, για την ταυτότητα του νοµικού λόγου, της ανακοπής ερηµοδικίας αλλά, πρέπει να προβάλλεται ορισµένη πληµµέλεια ώστε να ερευνηθεί και να κριθεί το παράνοµο αυτής, διαφορετικά, ο λόγος απορρίπτεται ως αόριστος (ΑΠ 377/2002). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ, αν το δικαστήριο, παρά το νόµο, έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, η απόφασή του υπόκειται σε αναίρεση. Ως "πράγµατα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούµενου µε την αγωγή, ένσταση ή αντέσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, δηλαδή οι ισχυρισµοί των διαδίκων που συγκρότησαν την ιστορική βάση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 3/1999, ΑΠ 1530/2001, ΑΠ 511/2003, ΑΠ 1255/2004). Για να υπάρξει λόγος για µη λήψη υπόψη αυτοτελούς ισχυρισµού, προϋποτίθεται: α) να ασκεί αυτός ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αλλά και να είχε προβληθεί από τον ίδιο τον ασκούντα την αναίρεση (ΑΠ 1398/1980, ΑΠ 572/1984) διάδικο, κατά τρόπο ορισµένο και παραδεκτό στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση (ΟλΑΠ 12/200, ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 163/2004, ΑΠ 1255/2004),επί πλέον δε να είναι και ο ίδιος νόµιµος(ολαπ 14/2004, ΑΠ1499/95). Για το ορισµένο το λόγου δε, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ποια ήταν τα "πράγµατα", δηλαδή οι αυτοτελείς ισχυρισµοί που, παρά το νόµο, δεν λήφθηκαν ή λήφθηκαν υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας και ποια επίδραση άσκησαν ή θα ασκούσαν στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 44/2003, ΑΠ 493/2002, ΑΠ 530/1992), ακόµη δε, τα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, ότι ο ισχυρισµός προτάθηκε παραδεκτά από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο (ΑΠ 44/2003, ΑΠ 885/1994). ΚΠολ : 553, 559 αριθ. 6, 559 αριθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2011 [38]
39 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 101 Έτος: Αλληλόχρεος λογαριασµός. Ανακοπή. Επαναφορά ισχυρισµών στο Εφετείο. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήµατος (άρθρ. 106 ΚΠολ ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ ΚΠολ ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόµο και εκτιµώντας προφανώς εσφαλµένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ ΚΠολ ) είτε έλαβε υπόψη του πράγµατα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 13/1995) είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγµατα νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων που τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούµενου µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1225/2004), δηλαδή οι ισχυρισµοί που κατά το νόµο διαµόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαµορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόµενης απόφασης (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 1072/2005), θα πρέπει δε, αν πρόκειται για ισχυρισµούς που δεν λήφθηκαν υπόψη, ενώ έπρεπε να ληφθούν, να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 12/2000, 2/2001) και µάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα. Ειδικότερα αν προσβάλλεται για τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισµός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (µε λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολ, µε τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθµό (ΑΠ 1933/2006) και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ ΚΠολ (ΟλΑΠ 43/1990) ή πρόκειται για ισχυρισµό που παραδεκτά κατά το άρθρ.527 ΚΠολ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρ. 520, 522, 525 και 527 ΚΠολ προκύπτει ότι οι ισχυρισµοί του εκκαλούντος ενάγοντος ή οι ενστάσεις του εκκαλούντος εναγοµένου, που είχαν προταθεί πρωτοδίκως και απορρίφθηκαν, επαναφέρονται παραδεκτά στο Εφετείο προς εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης µόνο µε λόγο έφεσης, αρχικό ή πρόσθετο, και όχι µε τις προτάσεις κατά το άρθρ. 240 ΚΠολ, εκτός αν πρόκειται για υπόθεση δικαζόµενη κατά διαδικασία στην οποία οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης επιτρέπεται να ασκηθούν και µε τις προτάσεις, το ίδιο δε ισχύει και για ισχυρισµούς ή ενστάσεις του εκκαλούντος, των οποίων συγχωρείται κατά το άρθρ. 527 αριθ. 2 και 3 ΚΠολ η προβολή τους για πρώτη φορά στο Εφετείο (πρβλ. ΑΠ 1308/2006, 1933/2006). ΚΠολ : 520, 522, 525, 527, 559 αριθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2012 [39]
40 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 560 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1724 Έτος: Αναιρετικοί λόγοι στις ειρηνοδικειακές υποθέσεις. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολ κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση µόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου..., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόµος..., 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρµοδιότητα και 4) αν παράνοµα αποκλείστηκε η δηµοσιότητα της διαδικασίας. Από την αµέσως πιο πάνω διάταξη προκύπτει, ότι η απαρίθµηση των λόγων αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων είναι περιοριστική. Οι λόγοι αναίρεσης είναι µόνο τέσσερις και αντιστοιχούν προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθµούς 1, 2, 4, 5 και 7, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολ, προς τους οποίους όµως δεν ταυτίζονται απολύτως. Έτσι, δεν ιδρύεται ο λόγος, όταν το Πολυµελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισµούς του νόµου σχετικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων, αν η προσβαλλόµενη απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις και, τέλος, αν το δικαστήριο παραµόρφωσε το περιεχόµενο εγγράφου µε το να δεχτεί πραγµατικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. ΚΠολ : 560, ηµοσίευση: INLAW 2009 *: Ελ νη Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 560 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1171 Έτος: Αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων. Ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση µόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου..., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόµος..., 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε την καθ' ύλην αρµοδιότητα και 4) αν παράνοµα αποκλείστηκε [40]
41 η δηµοσιότητα της διαδικασίας. Από την αµέσως πιο πάνω διάταξη προκύπτει, ότι η απαρίθµηση των λόγων αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, είναι περιοριστική. Οι λόγοι αναίρεσης είναι µόνο τέσσερις και αντιστοιχούν προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθµούς 1, 2, 4, 5 και 7, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολ, προς τους οποίους όµως δεν ταυτίζονται απολύτως. Έτσι, δεν ιδρύεται ο λόγος, όταν το Πολυµελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, καθώς και όταν το εν λόγω ικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. - Κατά το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει, όταν το δικαστήριο, µε βάση τις παραδοχές του στη συγκεκριµένη περίπτωση, παρέλειψε να εφαρµόσει ένα ουσιαστικό κανόνα δικαίου, ο οποίος ήταν εφαρµοστέος ή εφάρµοσε ουσιαστικό κανόνα δικαίου, τον οποίο δεν έπρεπε να εφαρµόσει. Ειδικότερα, το δικαστήριο παραβιάζει τους ερµηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όταν, µολονότι διαπιστώνει, έστω και έµµεσα, την ύπαρξη κενού ή αµφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, συνακόλουθα δε, την ανάγκη συµπλήρωσης ή ερµηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει για τη συµπλήρωση ή ερµηνεία τους στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ή προσφεύγει στην εφαρµογή των διατάξεων αυτών και στη συµπλήρωση ή ερµηνεία της δικαιοπραξίας, µολονότι δέχεται επίσης ανέλεγκτα, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συµπλήρωσης ή ερµηνείας, αφού ληφθούν και τα συναλλακτικά ήθη, ως στοιχεία προσδιοριστικά της καλής πίστης. Οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται ευθέως και όταν το ερµηνευτικό πόρισµα, στο οποίο, µετά από ερµηνεία της δικαιοπραξίας, κατέληξε το δικαστήριο, δεν είναι σύµφωνο προς την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Για τη διαµόρφωση σχετικής κρίσης, το δικαστήριο της ουσίας λαµβάνει υπόψη, µε διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συµφέροντα των µερών και κυρίως εκείνου από αυτά το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερµηνευόµενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης των συµβαλλοµένων, τη φύση της σύµβασης, τις διαπραγµατεύσεις που είχαν προηγηθεί, την προηγούµενη συµπεριφορά των µερών και πως η σχετική δήλωση του ενός µέρους αναµενόταν να εκληφθεί από το άλλο µέρος. Έτσι κάθε δήλωση βούλησης θα πρέπει να ληφθεί µε την έννοια που απαιτεί, στη συγκεκριµένη περίπτωση, η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες, της οποίας θα µπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βούλησης και από τον τρίτο. Το δικαστήριο της ουσίας, όταν ερµηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστης, λαµβάνοντας υπόψη του και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσµεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισµούς των [41]
42 διαδίκων. Εξάλλου, το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να σχηµατίσει τη δικανική του κρίση, δεν είναι υποχρεωµένο να αρκεστεί στο περιεχόµενο της σύµβασης, αλλά µπορεί να αντλήσει και στοιχεία εκτός της σύµβασης που θα προταθούν από τους διαδίκους. ΑΚ: 173, 200, ΚΠολ : 560, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 560 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 972 Έτος: Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων. Απόρριψη της εφέσεως λόγω της ερηµοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ` ουσίαν και όχι κατά τύπους. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση µόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόµο η έθιµο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης µόνο αν τα διδάγµατα αυτά αφορούν την εφαρµογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγµατικών γεγονότων σ' αυτούς ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν µπορεί να προβληθεί σε µικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόµος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρµοδιότητα και 4) αν παράνοµα αποκλείστηκε η δηµοσιότητα της διαδικασίας. - Από τον συνδυασµό των άρθρων 553 παρ. 1, 531 παρ. 1 και 272 παρ. 1 και 2 του ΚΠολ προκύπτει ότι η απόρριψη της εφέσεως λόγω της ερηµοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ` ουσίαν και όχι κατά τύπους. ιότι, µολονότι οι λόγοι της εφέσεως δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιµότητά τους, θεωρείται κατά πλάσµα του νόµου ότι είναι αβάσιµοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί αποδοχής τους. Εποµένως, αν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί, λόγω ερηµοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή µε το ένδικο µέσο της αναιρέσεως είναι µόνο η (µη υποκείµενη πλέον σε ανακοπή ερηµοδικίας) απόφαση του Εφετείου, στην οποία ενσωµατώθηκε η πρωτόδικη. Τα δε τυχόν σφάλµατα της αποφάσεως του πρώτου βαθµού µπορούν να προταθούν µε την αίτηση αναιρέσεως, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους που προβάλλονται παραδεκτώς (ΟλΑΠ 16/1990). ΚΠολ : 272, 531, 553, 560, ηµοσίευση: INLAW 2011 [42]
43 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 560 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 973 Έτος: Αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων. Ερηµοδικία του εκκαλούντος γίνεται κατ' ουσίαν και όχι κατά τύπους.. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση µόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόµο η έθιµο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης µόνο αν τα διδάγµατα αυτά αφορούν την εφαρµογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγµατικών γεγονότων σ' αυτούς ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν µπορεί να προβληθεί σε µικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόµος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρµοδιότητα και 4) αν παράνοµα αποκλείστηκε η δηµοσιότητα της διαδικασίας. Οι, κατά την ανωτέρω διάταξη, τέσσερις λόγοι αναιρέσεως αντιστοιχούν προς τους λόγους των αριθµ. 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559 ΚΠολ, προς τους οποίους, όµως, µερικοί δεν ταυτίζονται απολύτως. Η απαρίθµηση των προαναφερόµενων λόγων αναιρέσεως είναι περιοριστική όπως συνάγεται από τη λέξη "µόνον", και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να προβληθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος αναιρέσεως κατά των ως άνω αποφάσεων. - Από τον συνδυασµό των άρθρων 553 παρ. 1, 531 παρ. 1 και 272 παρ. 1 και 2 του ΚΠολ προκύπτει ότι η απόρριψη της εφέσεως λόγω της ερηµοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ' ουσίαν και όχι κατά τύπους. ιότι, µολονότι οι λόγοι της εφέσεως δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιµότητά τους, θεωρείται κατά πλάσµα του νόµου ότι είναι αβάσιµοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί αποδοχής τους. Εποµένως, αν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί, λόγω ερηµοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή µε το ένδικο µέσο της αναιρέσεως είναι µόνο η (µη υποκείµενη πλέον σε ανακοπή ερηµοδικίας) απόφαση του Εφετείου, στην οποία ενσωµατώθηκε η πρωτόδικη. Τα δε τυχόν σφάλµατα της αποφάσεως του πρώτου βαθµού µπορούν να προταθούν µε την αίτηση αναιρέσεως, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους που προβάλλονται παραδεκτώς (ΟλΑΠ 16/1990). ΚΠολ : 272, 531, 531, 560, ηµοσίευση: INLAW 2011 [43]
44 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 560 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 974 Έτος: Αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων. Απόρριψη της εφέσεως λόγω της ερηµοδικίας του εκκαλούντος. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση µόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόµο η έθιµο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης µόνο αν τα διδάγµατα αυτά αφορούν την εφαρµογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγµατικών γεγονότων σ' αυτούς ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν µπορεί να προβληθεί σε µικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόµος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρµοδιότητα και 4) αν παράνοµα αποκλείστηκε η δηµοσιότητα της διαδικασίας. Οι, κατά την ανωτέρω διάταξη, τέσσερις λόγοι αναιρέσεως αντιστοιχούν προς τους λόγους των αριθµ. 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559 ΚΠολ, προς τους οποίους, όµως, µερικοί δεν ταυτίζονται απολύτως. Η απαρίθµηση των προαναφερόµενων λόγων αναιρέσεως είναι περιοριστική όπως συνάγεται από τη λέξη "µόνον", και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να προβληθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος αναιρέσεως κατά των ως άνω αποφάσεων. - Από τον συνδυασµό των άρθρων 553 παρ. 1, 531 παρ. 1 και 272 παρ. 1 και 2 του ΚΠολ προκύπτει ότι η απόρριψη της εφέσεως λόγω της ερηµοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ` ουσίαν και όχι κατά τύπους. ιότι, µολονότι οι λόγοι της εφέσεως δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιµότητά τους, θεωρείται κατά πλάσµα του νόµου ότι είναι αβάσιµοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί αποδοχής τους. Εποµένως, αν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί, λόγω ερηµοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή µε το ένδικο µέσο της αναιρέσεως είναι µόνο η (µη υποκείµενη πλέον σε ανακοπή ερηµοδικίας) απόφαση του Εφετείου, στην οποία ενσωµατώθηκε η πρωτόδικη. Τα δε τυχόν σφάλµατα της αποφάσεως του πρώτου βαθµού µπορούν να προταθούν µε την αίτηση αναιρέσεως, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους που προβάλλονται παραδεκτώς (ΟλΑΠ 16/1990). ΚΠολ : 272, 531, 553, 560, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - Γενικά [44]
45 Αριθµός απόφασης: 1730 Έτος: ιάδικος που αποχωρεί µετά την απόριψη αιτήµατος αναβολής. Ερηµοδικία. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Γνωµοδοτήσεις. - H διάταξη του άρθρ. 280 παρ. 2 ΚΠολ, σύµφωνα µε την οποία θεωρείται ότι δεν εµφανίζεται, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ο διάδικος που ζητεί µόνο αναβολή, η οποία δεν έγινε δεκτή από το δικαστήριο, εφαρµόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, καίτοι δεν αναφέρεται στις διατάξεις που παραπέµπει το άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολ, διότι η µε αυτό παραποµπή σε ορισµένες διατάξεις του ΚΠολ δεν είναι περιοριστική (ΟλΑΠ 1/1996), ενόψει και του γεγονότος ότι ούτε χρήση του στερητικού µορίου "µόνο" γίνεται µε το εν λόγω άρθρο 573 παρ. 1, ούτε η εφαρµογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 280 παρ. 2 είναι ασυµβίβαστη προς την ενώπιον του Αρείου Πάγου διαδικασία, αφού στο άρθρο 575 ΚΠολ προβλέπεται η δυνατότητα αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, όπως και κατά τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας (241 ΚΠολ ). Ούτε η ρύθµιση εκείνης προσκρούει στις περί ερηµοδικίας διατάξεις ενώπιον του Αρείου Πάγου (576 ΚΠολ ). - Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται µόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Εξάλλου, ο ίδιος λόγος αναίρεσης, είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόµενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγµατικότητα να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίµηση των αποδείξεων, υπό το πρόσχηµα ότι κατά την εκτίµηση αυτή παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίµηση των αποδείξεων (άρθρ 561 παρ. 1 ΚΠολ ). - Σύµφωνα µε το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και µόνη η ύπαρξη αµφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που νόµιµα επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωµένο να λάβει υπόψη, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολ. Καµιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική µνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά µέσα που νόµιµα επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι, αρκεί δε µόνο η γενική αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών µέσων που έλαβε υπόψη το δικαστήριο. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασµό µε το υπόλοιπο περιεχόµενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναµφίβολο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο [45]
46 συγκεκριµένο αποδεικτικό µέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό µέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίµηση δεν υπόκειται, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. - Οι προβλεπόµενες από το άρθρο 390 του ΚΠολ γνωµοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήµης ή τέχνης σε ζητήµατα που αφορούν εκκρεµή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσκοµίζονται από αυτόν, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό µέσο, αλλά έγγραφα, που εκτιµώνται ελεύθερα από το δικαστήριο και η µνεία ότι λήφθηκαν υπόψη και όλα τα έγγραφα, καλύπτει και αυτές (ΟλΑΠ 111/1981 και 8/2005). ΚΠολ : 280, 390, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, 573, 575, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - εσµευτικότητα αποφάσεων ΑΠ Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 15 Έτος: εσµευτικότητα αποφάσεων του Αρείου Πάγου. Υποχρέωση συµµόρφωσης του δικαστηρίου της ουσίας. Επαναφορά των πραγµάτων στην προηγούµενη κατάσταση. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Χρόνος παραγραφή αδικοπραξίας. ικαιώµατα οφειλέτη αν ευδοκιµήσει η ανακοπή κατά αναγκαστικής εκτέλεσης. Απαράδεκτοι λόγοι αναίρεσης. - Από τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολ που ορίζει ότι "οι αποφάσεις της Ολοµέλειας και των τµηµάτων του Αρείου Πάγου δεσµεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται µε την ίδια υπόθεση ως προς τα νοµικά ζητήµατα που έλυσαν", προκύπτει ότι οι αποφάσεις της Ολοµέλειας και των Τµηµάτων του Αρείου Πάγου είναι δεσµευτικές για όλα τα δικαστήρια, που επιλαµβάνονται της ίδιας υπόθεσης, δηλαδή και για τον ίδιο τον Άρειο Πάγο, αν επανέλθει σ' αυτόν η υπόθεση ύστερα από νέα αναίρεση κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου της παραποµπής. Εξ' άλλου, από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 562 ΚΠολ, προκύπτει, ότι το ουσιαστικό δικαστήριο της παραποµπής δεν έχει δικαίωµα διαφωνίας µε την αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, αλλ' υποχρεούται να συµµορφωθεί προς αυτή ως προς το νοµικό ζήτηµα που έλυσε, διότι διαφορετικά η απόφαση του υπόκειται σε αναίρεση (άρθρο 559 αριθ. 18 ΚΠολ ). Για το λόγο αυτό η απόφαση του, κατά το µέρος που αυτή συµµορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, δεν µπορεί να προσβληθεί µε αναίρεση για το λόγο ότι δεν συµµορφώθηκε µε προγενέστερη απόφαση της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου, που είχε επιληφθεί της ιδίας υποθέσεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 18 ΚΠολ, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο της παραποµπής δεν συµµορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αφορά κάθε παράλειψη του δικαστηρίου της παραποµπής να συµµορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση σχετικά µε το νοµικό ζήτηµα που [46]
47 κρίθηκε µε την απόφαση αυτήν, ανεξάρτητα από το αν το νοµικό αυτό ζήτηµα ανάγεται στο ουσιαστικό ή στο δικονοµικό δίκαιο. - Κατά µεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του ΚΠολ αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται µόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ' αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ' αυτήν, κατά δε τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 580 ΚΠολ αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών µε την αρµοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέµπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθµο και οµοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, η δε υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραποµπής µέσα στα όρια που διαγράφονται µε την αναιρετική απόφαση (άρθρο 581 παρ. 2 Κ.Πολ. ). Από το συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι µετά την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση µετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννοµης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το µέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα κεφάλαια της που προσβλήθηκαν µε την αναίρεση, όχι δε ως προς άλλα κεφάλαια της, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως µε τα κεφάλαια ως προς τα οποία χώρησε αναίρεση της αποφάσεως, οπότε συναναιρούνται. Τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι κατ' αρχήν καλύπτονται από το δεδικασµένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτήν, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραποµπής δεσµεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιµους λόγους της εφέσεως, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας παραβιάζεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε µη ορθή εφαρµογή, η οποία εκδηλώνεται όταν εφαρµόζεται κανόνας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του ή όταν δεν εφαρµόζεται ενώ έπρεπε ή όταν εφαρµόζεται εσφαλµένως. - Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισµό, ο οποίος δεν προτάθηκε νοµίµως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν µπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλµα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισµό που αφορά τη δηµόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεµελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νοµιµότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας µε βάση την πραγµατική και νοµική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδροµή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ν' αναφέρεται στο [47]
48 αναιρετήριο ότι ο ισχυρισµός που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση, και µάλιστα ότι είχε προταθεί νοµίµως. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισµός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, δεν έχει έννοµη συνέπεια, διότι, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε µεν το νόµο, λόγος όµως αναιρέσεως δεν µπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισµός δεν είχε προταθεί νοµίµως από τον διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις ανωτέρω εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολ. Συνεπώς, ο ισχυρισµός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος προτάσεως του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να µπορεί να κριθεί, µε βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόµιµος. ΑΚ: 247, 251, 255, 281, 298, 904 επ., 914, 937, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 18, 562, 579, 580, 933, 940, ηµοσίευση: INLAW 2011 * Ελ νη Αίτηση αναίρεσης - ιάδικοι Αριθµός απόφασης: 186 Έτος: Ερηµοδικία διαδίκου στην αναιρετική δίκη. - Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 ΚΠολ προκύπτει, ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εµφανισθεί κατά την συζήτηση της υποθέσεως ή εµφανισθεί και δεν λάβει µέρος µε τον οριζόµενο από τον νόµο τρόπο, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιός επισπεύδει την συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόµενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήσαν παρόντες οι διάδικοι. Αν όµως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόµενος ή ο µη παριστάµενος µε τον τρόπο τον οποίον ορίζει ο νόµος διάδικος κλητεύθηκε νοµίµως και εµπροθέσµως και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στην συζήτηση παρά την απουσία του κληθέντος. ΚΠολ : 576, ηµοσίευση: INLAW 2012 Αίτηση αναίρεσης - Έλλειψη πληρεξουσιότητας Αριθµός απόφασης: 615 Έτος: Έλλειψη πληρεξουσιότητας στον Άρειο Πάγο. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1, 104, 105 και 576 παρ. 2 ΚΠολ προκύπτει, ότι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα [48]
49 πολιτικά δικαστήρια, περιλαµβανοµένου και του Αρείου Πάγου, µε πληρεξούσιο δικηγόρο, διορισµένο είτε µε συµβολαιογραφικό έγγραφο, είτε µε προφορική δήλωση στο ακροατήριο, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Εάν δε εκπροσωπούνται στη συζήτηση από δικηγόρο, χωρίς αυτός να αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του µε νόµιµο τρόπο, θεωρούνται δικονοµικώς απόντες. ΚΠολ : 94, 96, 104, 105, 576, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αίτηση αναίρεσης - Έλλειψη πληρεξουσιότητας Αριθµός απόφασης: 1902 Έτος: Έλλειψη πληρεξουσιότητας. Απαράδεκτη συζήτηση. - Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά δε το άρθρο 96 παρ. 3 του ίδιου κώδικα κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε µε συµβολαιογραφική πράξη, είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η πληρεξουσιότητα µπορεί να αφορά ορισµένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και στο πληρεξούσιο πρέπει να αναγράφονται τα ονόµατα των πληρεξουσίων. Κατά το άρθρο 104 ΚΠολ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόµη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουµένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβαση της. ΚΠολ : 94, 96, 104, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αίτηση αναίρεσης - Κατά ποιών αποφάσεων επιτρέπεται Αριθµός απόφασης: 1687 Έτος: Κατά ποιών αποφάσεων επιτρέπεται αναίρεση. - Kατά τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται µόνο κατά των αποφάσεων που δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας ή µε έφεση. Εξάλλου, αν ασκηθεί έφεση και απορριφθεί ως απαράδεκτη (εκπρόθεσµη), σε αναίρεση υπόκειται τόσο η πρωτόδικη, όσο και η εφετειακή απόφαση, η τελευταία όµως µόνον ως προς το σχετικό µε την απόρριψη της εφέσεως κεφάλαιο. ΚΠολ : 513, ηµοσίευση: INLAW 2011 [49]
50 Αίτηση αναίρεσης - Προθεσµία άσκησης Αριθµός απόφασης: 1506 Έτος: Εκπρόθεσµη άσκηση αίτησης αναίρεσης. - Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 476 ΚΠ, όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσµως, το δικαστικό συµβούλιο ή το δικαστήριο (σε συµβούλιο), που είναι αρµόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εµφανισθούν, απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο µέσο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 462 και 473 παρ. 1, 2 του ΚΠ, προκύπτει ότι η προθεσµία ασκήσεως του ενδίκου µέσου της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως είναι δεκαήµερη, αρχοµένη από τη δηµοσίευση της αποφάσεως παρόντος του δικαιούχου, άλλως από τη νόµιµη επίδοσή της στον δικαιούχο σε αναίρεση και έχοντα γνωστή διαµονή στην ηµεδαπή και εικοσαήµερη, αν ασκείται µε δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς να αρχίζει η προθεσµία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρησή της στο οικείο βιβλίο καθαρογραµµένων αποφάσεων της παρ.3 του άρθρου 473 ΚΠ. - Κατά τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσµη άσκηση του ενδίκου µέσου, όταν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύµατος. Ως ανωτέρα βία νοείται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό, το οποίο, στη συγκεκριµένη περίπτωση, δεν µπορούσε να αποτραπεί µε µέτρα εξαιρετικής επιµέλειας και σύνεσης, ανυπέρβλητο δε κώλυµα θεωρείται το γεγονός εκείνο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου που ασκεί το ένδικο µέσο και δεν µπορούσε να υπερνικηθεί µε κανένα τρόπο. ΚΠολ : 462, 473, 476, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναγκαστική εκτέλεση - Αίτηση αναστολής Αριθµός απόφασης: 1201 Έτος: Αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης. Παραίτηση από δικόγραφο της αναίρεσης. - Κατά το άρθρο 565 παρ. 2 του ΚΠολ, "αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, µπορεί να διαταχθεί µε αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν µέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλοµένης απόφασης µε τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης [50]
51 από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει.... Η απόφαση της αναστολής µπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί µε αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως την συζήτηση της αναίρεσης. Κατόπιν επιτρέπεται µόνο κατά τη συζήτησή της". - Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295, 297 και 299 του ΚΠολ, που εφαρµόζονται σύµφωνα µε το άρθρο 573 παρ. 1 του ΚΠολ και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο του ενδίκου µέσου που έχει ασκηθεί, άρα και από το δικόγραφο της αναιρέσεως (άρθρ. 495 παρ. 1 ΚΠολ ), µπορεί να γίνει µε δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, προτού αρχίσει η προφορική συζήτηση της υποθέσεως, ή µε δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουµένου, έχει δε ως συνέπεια να θεωρείται ως µη ασκηθείσα η αναίρεση κατά την έκταση της παραίτησης από το δικόγραφο αυτής, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η έκδοση σχετικής απόφασης. Αν, όµως, ο αντίδικος του παραιτουµένου εµµένει για οποιονδήποτε λόγο στην έκδοση απόφασης, εκδίδεται απόφαση που αναγνωρίζει απλώς την επελθούσα, συνεπεία της παραίτησης, έννοµη συνέπεια. Για τον λόγο αυτό δεν µπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της σχετικής δίκης και θέµα επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος του παραιτουµένου (άρθρ. 188 ΚΠολ ). Η εκκαθάριση των εξόδων αυτών θα γίνει κατά τη διαδικασία των άρθρων του ΚΠολ, σύµφωνα µε το άρθρο 192 του ίδιου Κώδικα. ΚΠολ : 294, 295, 297, 299, 573, 565, 697, 680, 681, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναγκαστική εκτέλεση - Ανακοπή Αριθµός απόφασης: 1791 Έτος: Αναγκαστική εκτέλεση. Ανακοπή και απαράδεκτο λόγων ανακοπής. Τριτανακοπή και προϋποθέσεις. Ανακοπή κατά διοικητικής εκτέλεσης και προϋποθέσεις. - Κατά τα άρθρα 933, 935 και 936 ΚΠολ, λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννηµένοι και µπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε µεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτηµα κύρους της εκτελέσεως. Εξάλλου, µε τα ως άνω άρθρα εφαρµοζόµενα και στη διοικητική εκτέλεση θεσπίζεται το απαράδεκτο προβολής λόγων που βάλλουν κατά του κύρους της αναγκαστικής εκτελέσεως, οι οποίοι ήταν γεννηµένοι και µπορούσαν να προταθούν, αν δεν προβλήθηκαν µε ήδη ασκηθείσα ανακοπή. εν εµποδίζεται εποµένως η προβολή λόγων που είχαν µεν γεννηθεί κατά την άσκηση της προγενέστερης ανακοπής αλλά, για οποιαδήποτε αιτία, δεν µπορούσαν τότε να προταθούν. - Κατά τα άρθρα 74 παρ. 1 εδ. α' του ΚΕ Ε, ανακοπή κατά της διοικητικής εκτελέσεως δικαιούται να ασκήσει κάθε τρίτος, εφόσον προσβάλλεται το δικαίωµα κυριότητας αυτού επί του αντικειµένου της εκτελέσεως. Με τη διάταξη αυτή, κατ' απόκλιση των όσων ορίζονται στο άρθρο 936 παρ. 1 ΚΠολ, παρέχεται στον τρίτο δικαίωµα ανακοπής κατά της διοικητικής εκτελέσεως και µετά την περάτωσή της µόνον όταν προσβάλλεται δικαίωµα κυριότητάς του επί του αντικειµένου της [51]
52 εκτελέσεως, όχι δε και όταν συντρέχουν οι λοιπές περιπτώσεις του άρθρου αυτού. Εποµένως, δεν έχει εδώ συµπληρωµατική εφαρµογή η τελευταία διάταξη και τα όσα γίνονται δεκτά κατά την ερµηνεία και εφαρµογή αυτής, ειδικότερα δε δεν µπορεί να αποτελέσει λόγο ανακοπής η απαγόρευση διαθέσεως που έχει ταχθεί υπέρ του τρίτου και συνεπάγεται σύµφωνα µε τον νόµο την ακυρότητα αυτής, ούτε η από µέρους του καθού η εκτέλεση οφειλέτη, συνακόλουθα δε και του ασκούντος τα δικαιώµατα αυτού επισπεύδοντος δανειστή, καταχρηστική άσκηση του ουσιαστικού δικαιώµατός του κατά του τρίτου. ΚΠολ : 715, 725, 727, 933, 935, 936, ΚΕ Ε: 74, 89, ηµοσίευση: INLAW 2009 * Ελ νη Αναγκαστική εκτέλεση - Ανακοπή ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αµαλιάδας Αριθµός απόφασης: 514 Έτος: Ανακοπή κατά του ορισµού τιµής πρώτης προσφοράς. ιαδικασία ασφαλιστικών µέτρων. Εκκρεµοδικία. - Με την υποβολή αιτήσεως περί λήψεως ασφαλιστικών µέτρων δηµιουργείται εκκρεµοδικία, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 εδ. α και 222 ΚΠολ. Κριτήριο δε για την επέλευση της εκκρεµοδικίας αποτελεί η πρώτη κατάθεση της αγωγής και όχι η πρώτη επίδοση, καθώς οι δικονοµικές συνέπειες της αγωγής ανατρέχουν στον χρόνο κατάθεσης της αγωγής υπό τον όρο ασκήσεως αυτής, ήτοι κατάθεσης και επίδοσης (βλ. αντί άλλων Κ. Κεραµέα, «Αστικό δικονοµικό ίκαιο», Γενικό Μέρος, 1986, ). Η εφαρµογή των άρθρων ΚΠολ επιτάσσεται κατ άρθρο 591 παρ. 1 και στη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, καθώς υφίσταται εκκρεµοδικία όσον αφορά το δικονοµικό δικαίωµα του αιτούντος προς δηµιουργία νοµικής καταστάσεως εξασφαλιστικής του δικαιώµατος έναντι του επικειµένου κινδύνου ή τις επείγουσες περιπτώσεις ήτοι όσον αφορά το διαπλαστικό δικαίωµα του αιτούντος για παροχή δικαστικής προστασίας (ΜΠρΤρικ 527/1997, Νόµος, Ν. Nίκας, «Η ένσταση εκκρεµοδικίας στην πολιτική δίκη», 105). Τούτο δε ισχύει και επί αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της εκτελεστικής διαδικασίας (ΜΠρθεσ 2630/1988, Ν. Nίκας, ό.π., 105, αντίθετα ΜΠρΑΘ 9436/1977, 1978,445), καίτοι οι ανακοπές του άρθρου 933 ΚΠολ, κατά την ορθότερη άποψη δεν συνιστούν ασφαλιστικό µέτρο αλλά µέτρο προσωρινής έννοµης προστασίας για την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας, καθώς η προσωρινή έννοµη προστασία πραγµατοποιείται και µε άλλα µέσα εκτός των ασφαλιστικών µέτρων, όπως η συντηρητική απόδειξη ή η κήρυξη προσωρινής εκτελεστότητας (ΕφΘεσ 64/1991 Ελ νη , ΕφΘεσ 2333/1989 Αρµ , βλ. Π. Γέσιου Φαλτσή, «ίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως», Γενικό Μέρος,792 επ. µε περαιτέρω παραποµπές, αντίθετα Κ. Μπέης, Πολιτική ικονοµία, Ερµηνεία κατ άρθρο, τόµος 22, άρθρο 938, 1447 επ.. Βλ. και. ηµητρίου, «Η δικαστική αναστολή της αναγκαστικής [52]
53 εκτελέσεως», 1993,78 ο οποίος κάνει λόγο για µορφή οριστικής προληπτικής δικαστικής προστασίας). - Σύµφωνα µε το άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολ επί της ανακοπής προβλέπει το άρθρο αυτό εφαρµόζεται η διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων µε στόχο την επιτάχυνση της διαδικασίας εκδικάσεώς της, πλην όµως πρόκειται για ιδιαίτερο ένδικο βοήθηµα που δεν εξοµοιώνεται µε τις ανακοπές του άρθρου 933 ΚΠολ. Επί της ανακοπής αυτής προβλέπεται άσκηση αυτής σε προθεσµία πέντε εργάσιµων ηµερών πριν τον πλειστηριασµό, ενώ στην ανακοπή αυτή αναπτύσσει ισχύ το άρθρο 691 παρ. 2 ΚΠολ όχι όµως το άρθρο 696 παρ. 3 ΚΠολ (Π. Γέσιου Φάλτση, «ίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως», Ειδικό Μέρος, 215, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρµΚΠολ, 954, αρ. 25, 714). ΚΠολ : 221, 222, 691, 696, 933, 954, ηµοσίευση: ΕφΑ Αναγκαστική εκτέλεση - Ανακοπή Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 4 Έτος: Αναγκαστική εκτέλεση. Ανακοπή. Επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εκ µέρους Τράπεζας. Βάρος απόδειξης. Ορθή και αιτιολογηµένη η απόφαση του Εφτείου. ΚΠολ : 933, ηµοσίευση: INLAW 2011 * Ελ νη Αναγκαστική εκτέλεση - Εκτέλεση κατά ΝΠ ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Πειραιώς Αριθµός απόφασης: 6819 Έτος: Αναγκαστική εκτέλεση κατά ΝΠ και ΟΤΑ. Αίτηση αναστολής. έχεται την αίτηση. - Aπό τις διατάξεις των άρθρων 94 και 95 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγµατος και τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.3 του ιεθνούς Συµφώνου για τα Ατοµικά και Πολιτικά ικαιώµατα (Ν. 2462/1997), σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόµενου µε αυτές σκοπού της αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του ηµοσίου, ΟΤΑ και ΝΠ, µε τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηµατικές απαιτήσεις, στους τίτλους δε αυτούς περιλαµβάνονται και οι, κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολ, διαταγές πληρωµής, οι οποίες ναι µεν εκδίδονται από δικαστή χωρίς προηγουµένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ ού, µετά από εξέταση της συνδροµής των κατά νόµο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτηµένο δικαστήριο, πλην όµως εξοµοιώνονται λειτουργικώς µε τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ ενός [53]
54 µεν επιλύουν διαφορές, εφ ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσµατα της προβλεπόµενης από το άρθρο 20 του Συντάγµατος δικαστικής προστασίας, διότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ ού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισµούς του, τόσο ως προς τη µη συνδροµή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωµής όσο και ως προς την απαίτηση. Παρέπεται, ότι η άνω νοµοθετική ρύθµιση του άρθρου 20 Ν. 3301/2004, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόµενοι σ αυτή εκτελεστοί τίτλοι, µεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωµής, αντίκειται στις ειρηµένες διατάξεις του Συντάγµατος και των ιεθνών Συµφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρµόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωµής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του ηµοσίου, ΟΤΑ και ΝΠ, και αν ακόµη η υποκείµενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηµατική απαίτηση προς πληρωµή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωµής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών, δικαστηρίων, όπως συµβαίνει επί διαφοράς από σύµβαση δηµόσιου έργου. (σχ. ΑΠ 2347/2009 ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, πιθανολογείται ότι ο υπό κρίση λόγος ανακοπής θα απορριφθεί. - Σύµφωνα µε την προαναφεροµένη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3068/2002 «1. Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηµατική απαίτηση κατά του ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών Ν.Π... γίνεται µε κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννοµη σχέση δηµοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηµατικού ή µη αντικειµένου το οποίο έχει ταχθεί για την άµεση εξυπηρέτηση ειδικού δηµόσιου σκοπού. 2. Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ηµοσίου ή Ν.Π... επιτρέπεται µετά την παρέλευση εξήντα ηµερών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό που είναι αρµόδιος για την πληρωµή ή στον εκπρόσωπο του Ν.Π...». Εν προκειµένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά µέσα, πιθανολογείται ότι οι καθ ών προ της έναρξης της ένδικης εκτέλεσης δεν επέδωσαν, ως όφειλαν, στο αιτούν, αντίγραφο της ως άνω διαταγής πληρωµής δίχως εννοείται επιταγή προς εκτέλεση και δεν ανέµειναν την παρέλευση 60 ηµερών προκειµένου να ξεκινήσουν την ένδικη εκτέλεση, µε αποτέλεσµα, η προδικασία της επισπευδόµενης εκτέλεσης να πάσχει ακυρότητος. θα πρέπει να σηµειωθεί ότι, ρητή δικονοµική ακυρότητα κατά την έννοια του άρθρου 159 ΚΠολ υπάρχει και στις περιπτώσεις που ο νόµος χρησιµοποιεί παρεµφερείς προς την «ποινή ακυρότητας» εκφράσεις, που είναι νοµικώς ταυτόσηµες ή κατά περιεχόµενο ταυτόσηµες, αντίστοιχες ή ισοδύναµες προς αυτή (Β. Βαθρακοκοίλης, τόµος πρώτος εκδ. 1996, υπό το άρθρο 159, σελ παρ. 8), όπως η διατύπωση του εν λόγω άρθρου (σχετικά ΕφΑθ 3921/2007 ΝΟΜΟΣ στην οποία κηρύχθηκε άκυρη η εκτέλεση δίχως να ερευνηθεί το στοιχείο της τυχόν δικονοµικής βλάβης). Επιπλέον, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η επιβολή πρόσθετων διατυπώσεων στην προδικασία προκειµένου και για την έναρξη της εκτέλεσης σε βάρος του ηµοσίου και των ΝΠ, που καθιερώνεται µε την προαναφεροµένη διάταξη, ουδόλως πιθανολογείται ότι αντίκειται στο Σύνταγµα και στο ιεθνές Σύµφωνο για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωµα παροχής δικαστικής προστασίας, περιλαµβανοµένης και της αναγκαστικής εκτελέσεως για την πραγµατική ικανοποίηση του επιδικασθέντος [54]
55 δικαιώµατος, απορριπτόµενου του σχετικού ισχυρισµού των καθ ών, καθόσον µε αυτές, δεν απαγορεύεται ούτε µαταιώνεται η εκτέλεση σε βάρος του αιτούντος, αλλά αντίθετα σκοπείται η ενηµέρωση του εκπροσώπου του προς τον οποίο επιβάλλεται η κοινοποίηση προκειµένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο αιτούν ΝΠ να ασκήσει τυχόν δικαιώµατα του και να αποφευχθεί ζηµία αυτού. Η διαφοροποίηση εξάλλου που προβλέπει η εν λόγω διάταξη για την προδικασία της εκτέλεσης σε βάρος των ΟΤΑ κρίνεται όχι µόνο επιτρεπτή αλλά και επιβεβληµένη, καθόσον το αιτούν τυγχάνει ένα πολυπρόσωπο οργανισµό υπάρχει δε για την εξυπηρέτηση του κοινού συµφέροντος και δεν επιδιώκει προσωπικούς σκοπούς. Οι ισχυρισµοί των καθ ών περί έλλειψης δικονοµικής βλάβης του αιτούντος από την εν λόγω παράλειψη, δεδοµένου ότι κοινοποιήθηκε αντίγραφο εξ απογράφου µε επιταγή προς εκτέλεση της εν λόγω διαταγής πληρωµής, αλλά και προηγούµενα δικαστική απόφαση περί αναγνώρισης της τιµής µονάδος αποζηµίωσης, ουδόλως ασκεί επιρροή, δεδοµένου ότι, όπως προελέχθη και δέχεται το παρόν ικαστήριο, η προαναφεροµένη ακυρότητα απαγγέλλεται ανεξαρτήτως βλάβης. Όµοια πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισµός των καθ ών περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αίτησης αλλά και της προαναφεροµένης ανακοπής από το καθ ού, πλην της αοριστίας του, καθόσον ουδόλως οι καθ ών αναφέρουν ότι το αιτούν µε προηγούµενη συµπεριφορά του τους δηµιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα εγείρει την ένδικη ανακοπή, αλλά και διότι, ουδόλως κρίνεται ότι η άσκηση των δικονοµικών δικαιωµάτων εκ µέρους του αιτούντος προς προάσπιση των δικαιωµάτων του τυγχάνει καταχρηστική. ΚΠολ : 159, 627 επ., 686 επ., 933, 934, 938, Νόµοι: 3068/2002, άρθ. 4, Νόµοι: 3301/2004, άρθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αναγκαστική εκτέλεση - Καταδίκη σε δήλωση βούλησης Αριθµός απόφασης: 1187 Έτος: Προσύµφωνο. Καταδίκη σε δήλωση βούλησης. Αναιρετικοί λόγοι σχετιζόµενοι µε την αοριστία της αγωγής. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 166 ΑΚ, καταρτισµένη σύµβαση αποτελεί και το προσύµφωνο, µε το οποίο δηµιουργείται τέλεια ενοχή, δηλαδή γεννώνται υποχρεώσεις και από τα δύο µέρη για τη σύναψη της κύριας σύµβασης, οι υποχρεώσεις δε αυτές είναι αγώγιµες και καθένα από τα προσβαλλόµενα µέρη δικαιούται να εγείρει αγωγή µε αίτηµα, την κατά το άρθρο 949 ΚΠολ, καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, η οποία θεωρείται ότι έγινε µόλις η απόφαση καταστεί τελεσίδικη. Η από το άρθρο 949 ΚΠολ αγωγή για καταδίκη κάποιου σε δήλωση βουλήσεως είναι ενοχική και εφ' όσον ασκείται από τους κληρονόµους ή κατά των κληρονόµων απαιτείται η αποδοχή της κληρονοµίας να προκύπτει από δηµόσιο έγγραφο και η µεταγραφή της δήλωσης αποδοχής, που είναι [55]
56 αναγκαία κατά το άρθρο 1193 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου της κληρονοµίας από τον κληρονόµο. - Η νοµική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη, που συνδέεται µε την νοµική εκτίµηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος πρέπει να εφαρµοσθεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.1.κπολ, αν το δικαστήριο για την κρίση του περί της νοµικής βασιµότητας της αγωγής αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόµος απαιτεί ή αρκέστηκε σε ολιγότερα. Η τυχόν δε περαιτέρω ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής η αναγόµενη στην παράθεση στο δικόγραφο της των πραγµατικών περιστατικών τα οποία συγκεκριµενοποιούν την ασκούµενη αξίωση και προβαλλόµενο αίτηµα, ώστε να είναι ως λογικό επακόλουθο αυτών σαφές, ελέγχεται, αντιστοίχως, ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολ. ΑΚ: 166, 1193, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 14, 949, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναγκαστική εκτέλεση - Προσηµείωση Υποθήκης Αριθµός απόφασης: 1262 Έτος: Προσηµείωση υποθήκης. ικαίωµα προτίµησης. Πτώχευση. - Κατά τη σαφή έννοια των άρθρων 1276, 1277, 1278 και 1279 ΑΚ, η προσηµείωση χορηγεί δικαίωµα µόνο προτιµήσεως για την απόκτηση υποθήκης, υπό τη διπλή αίρεση της τελεσιδίκου επιδικάσεως της απαιτήσεως και της τροπής αυτής σε υποθήκη, µέσα στην προθεσµία που ορίζει το άρθρο 1323 αριθµ. 2 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 56 παρ. 2 του ΕισΝΚΠολ. Η πλήρωση της ως άνω αιρέσεως ενεργεί αναδροµικώς, δηλαδή ή υποθήκη λογίζεται εγγραφείσα από την ηµέρα της προσηµειώσεως, η ρύθµιση δε αυτή δεν επηρεάζεται από την πτώχευση του οφειλέτη. Έτσι, η προσηµείωση που ενεγράφη πριν από τον ύποπτο χρόνο του άρθρου 537 ΕµπΝ µπορεί να τραπεί σε υποθήκη οποτεδήποτε, ακόµα και µετά την κήρυξη της πτωχεύσεως. - Από τα άρθρα 534, 582, 601, 644, 648 και 665 επ. του ΕµπΝ που έχουν εφαρµογή στην προκειµένη περίπτωση συνάγεται ότι της αναστολής των ατοµικών διώξεων εξαιρούνται οι απαιτήσεις κατά του πτωχού που είναι ασφαλισµένες µε υποθήκη, ενέχυρο ή ειδικό προνόµιο, οι δικαιούχοι των οποίων δεν υποχρεούνται να υποβληθούν στη διαδικασία της επαληθεύσεως, αλλά µπορούν να επιδιώξουν την πλήρη ικανοποίηση τους εκ του υπεγγύου πράγµατος, ασκώντας την εκ του άρθρου 1292 ΑΚ εµπράγµατη υποθηκική αγωγή, η οποία οδηγεί στον πλειστηριασµό του ενυπόθηκου. Πέραν όµως της αγωγής αυτής, έχουν παραλλήλως και δικαίωµα αναγγελίας στον πλειστηριασµό του ενυπόθηκου, οπότε η κατάταξη αυτών γίνεται προνοµιακά. σύµφωνα µε το άρθρο 1007 παρ. 1 ΚΠολ. Εξ άλλου, η απαίτηση που είναι ασφαλισµένη µε προσηµείωση υποθήκης, δεν εξοµοιώνεται µε ενυπόθηκη, αλλά χορηγεί όπως προεκτέθηκε δικαίωµα µόνο προτιµήσεως νια την απόκτηση υποθήκης [56]
57 και. ταυτόχρονα, δικαίωµα τυχαίας κατατάξεως της, σύµφωνα µε το ανωτέρω άρθρο 1007 παρ. 1 του ΚΠολ. Το δικαίωµα τούτο µπορεί να επιδιωχθεί κατά τους κοινούς κανόνες από το δανειστή και ατοµικώς κατά του οφειλέτη, εκπροσωπουµένου υπό του συνδίκου, είτε για να αποκτηθεί τίτλος εκτελέσεως, όταν δεν υπάρχει τοιούτος, είτε για να τραπεί απλώς η προσηµείωση σε υποθήκη και αποκτηθεί έτσι η δυνατότητα αναγκαστικής εκτελέσεως επί του ενυπόθηκου. Από αυτά παρέπεται ότι η αναγκαστική εκτέλεση, που άρχισε πριν από την πτώχευση του οφειλέτη, δεν µπορεί να επισπευσθεί µετά την κήρυξη της πτωχεύσεως προς ικανοποίηση απαιτήσεως η οποία δεν ασφαλίζεται µε υποθήκη, ενέχυρο ή ειδικό προνόµιο, άρα ούτε προς ικανοποίηση απαιτήσεως ασφαλιζόµενης µε προσηµείωση υποθήκης. Αν, εντούτοις, επισπευσθεί τέτοια εκτέλεση µετά την κήρυξη της πτωχεύσεως οι επιχειρούµενες σχετικώς πράξεις εκτελέσεως είναι άκυρες και η ακυρότητα αυτή µπορεί να προβληθεί εκ µέρους του συνδίκου µε την ανακοπή εκ του άρθρου 933 ΚΠολ. ΑΚ: 1276, 1277, 1278, 1279, 1292, ΚΠολ : 933, 1007, ΕµπΝ: 534, 582, 601, 644, 648, 665, ηµοσίευση: INLAW 2011 * Ελ νη Αναγκαστική εκτέλεση - Πώληση µετοχών επί των οποίων υπάρχει ενέχυρο ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Ρόδου Αριθµός απόφασης: 20 Έτος: Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος ΟΤΑ. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3068/2002 «το ηµόσιο, οι Οργανισµοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συµµορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωσή της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. ικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούµενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συµµόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονοµικές διατάξεις και υπό τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει». Περαιτέρω, µε τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, όπως προστέθηκε µε τη διάταξη του άρθρου 20 του Ν. 3301/2004, ορίζεται ότι «δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ έως ζ του άρθρου 904 του ΚΠολ πλην των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων». - Στο κανονιστικό περιεχόµενο που καθιερώνεται από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣ Α, που κυρώθηκε µε το Ν 53/1974, περιλαµβάνεται εκτός από την οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία και η αναγκαστική εκτέλεση ως ισότιµη µορφή δικαστικής προστασίας και ως αναγκαία αυτοτελής δικονοµική προέκταση του ουσιαστικού δικαιώµατος και όχι αποκλειστικά ως προέκταση κάποιας διαγνωστικής διαδικασίας. Έτσι, µε τις πιο πάνω διατάξεις, οι [57]
58 οποίες υπερισχύουν τυπικά αυτών του Ν. 3068/2002 (βλ. και άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος, σε ό,τι αφορά την ΕΣ Α), δεν κατοχυρώνεται απλώς η εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων αλλά η αναγκαστική εκτέλεση, ως έκφανση του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας. Αυτό έχει την έννοια ότι η αναγκαστική εκτέλεση, ως αντικείµενο του δικαιώµατος παροχής δικαστικής προστασίας, αφορά στην υποχρέωση της πολιτείας όπως προκειµένου να αποτραπεί η αυτοδικία, παρέχει µε τα αρµόδια όργανά της, την προσήκουσα συνδροµή για τη λήψη των εξαναγκαστικών εκείνων µέσων, ώστε να διαµορφωθεί η κατά νόµο αποκατάσταση µε τρόπο συνάδοντα προς το περιεχόµενο της ενσαρκούµενης στον εκτελεστό τίτλο ουσιαστικής αξίωσης. Είναι δε αδιάφορο το αν η αναγκαστική εκτέλεση διεξάγεται µε βάση εκτελεστό τίτλο που είναι δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε µε βάση τους άλλους εκτελεστούς τίτλους που αναφέρονται στα άρθρα 904 και 905 ΚΠολ, γιατί η έννοµη τάξη δεν αρκεί να αναγνωρίζει απλώς δικαιώµατα αλλά πρέπει να εξασφαλίζει και τον τρόπο αναγκαστικής ικανοποίησής τους (πραγµάτωσης του δικαιώµατος), για την ύπαρξη και το περιεχόµενο του οποίου τα ενδιαφερόµενα µέρη, σε περίπτωση αµφισβήτησης, µπορούν να προσφύγουν στη δικαστική διάγνωση είτε πριν είτε µετά την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του ηµοσίου και των λοιπών ΝΠ, µεταξύ των οποίων και οι ΟΤΑ (άρθρο 102 παρ. 1 του Συντάγµατος), για την ικανοποίηση των χρηµατικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, µε βάση τους αναφερόµενους στον ΚΠολ εκτελεστούς τίτλους, ενόψει και της δυνατότητας καθοριστικής επέµβασης της δικαιοδοτικής λειτουργίας στις περιπτώσεις που αναφύονται αµφισβητήσεις κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης. Από τους ως άνω κανόνες δικαίου, που καθιερώνουν την αποτελεσµατική δικαστική προστασία, έπεται ότι δεν εφαρµόζεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 1 εδ. τελ. του Ν. 3068/2002, όπως προστέθηκε µε το άρθρο 20 του Ν. 3301/2004, που ορίζει ότι δεν επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ηµοσίου, όταν εκτελεστός τίτλος είναι, µεταξύ άλλων διαταγή πληρωµής. Κατ ακολουθία, υπάρχει υποχρέωση της διοίκησης να συµµορφώνεται στους ανωτέρω κανόνες δικαίου (ΟλΑΠ 21/2001, Ελ νη 43.83, ΕφΑθ 3921/2007, ΕφΑθ , ΕφΑθ 1837/2007 ΝοΒ , ΜονΠρΡόδου 54/2009 αδηµ., Βαθρακοκοίλη, ΚΠολ, συµπληρωµατικός τόµος, έκδ. 2006, υπό άρθρο 904 παρατ. 6). - Από τα προσκοµιζόµενα από την καθ ής αποδεικτικά µέσα δεν προέκυψε η επίδοση της διαταγής πληρωµής στο ήµαρχο Ροδίων σε προθεσµία εξήντα ηµερών προ της κοινοποίησης της προσβαλλόµενης επιταγής προς πληρωµή. Η µη επίδοση της διαταγής πληρωµής, εποµένως, καθιστά άκυρη την επισπευδόµενη εκτέλεση σε βάρος του ανακόπτοντος και κατά ουσιαστική παραδοχή του λόγου της ανακοπής, πρέπει να ακυρωθεί η από επιταγή προς πληρωµή που τέθηκε παρά πόδας ακριβούς αντιγράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωµής, η οποία επιδόθηκε στον ανακόπτοντα. ΚΠολ : 591, 632, 633, 634, 904, 933, Σ: 20, Νόµοι: 3068/2002, άρθ. 1, Νόµοι: 3301/2004, άρθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2010 [58]
59 Αναγκαστική εκτέλεση - Σε βάρος του ηµοσίου ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 2006 Έτος: Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ηµοσίου. Αίτηση αναστολής. εκτή η αίτηση. -Κατά τη διάταξη του 94 παρ. 4 εδ. β του Συντάγµατος, που προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, «οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νοµικών προσώπων δηµοσίου, δικαίου, όπως νόµος ορίζει». Σε εκτέλεση της συνταγµατικής αυτής επιταγής εκδόθηκε ο Ν. 3068/2002, το άρθρο 4 του οποίου ορίζει ότι: 1. Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηµατική απαίτηση κατά του ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών Ν.Π... γίνεται µε κατάσχεση της: ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση, απαιτήσεων που πηγάζουν από έννοµη σχέση δηµοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηµατικού ή µη αντικειµένου, το οποίο έχει ταχθεί για την άµεση εξυπηρέτηση ειδικού δηµόσιου σκοπού 2. Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ηµοσίου ή Ν.Π... επιτρέπεται µετά την παρέλευση εξήντα ηµερών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό που είναι αρµόδιος για την πληρωµή ή στον εκπρόσωπο του Ν.Π Κατά τα λοιπά εφαρµόζονται οι διατάξεις του όγδοου βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηµατικών απαιτήσεων κατά του ηµοσίου, που γίνεται µε κατάσχεση της ιδιωτικής του περιουσίας, διέπεται, ως ιδιωτική διαφορά, από τις γενικές περί αναγκαστικής εκτέλεσης διατάξεις του ΚΠολ, µεταξύ των οποίων και οι διατάξεις που αφορούν τις αντιρρήσεις, κατά του κύρους των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρα 933, 936 ΚΠολ ). Εποµένως, δικαιοδοσία για την εκδίκαση των αντιρρήσεων του άρθρου 933 ΚΠολ, κατά της επισπευδόµενης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Ελληνικού ηµοσίου, για την ικανοποίηση χρηµατικής απαίτησης κατ αυτού, έχουν τα πολιτικά και όχι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια σηµείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι οι αντιρρήσεις κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται µε βάση διαταγή πληρωµής, µπορεί να αφορούν και την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα της διαταγής πληρωµής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασµένου, είτε µε την άπρακτη πάροδο των προθεσµιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΚΠολ για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωµής, είτε µε την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωµής που τυχόν ασκήθηκε, αίτηµα όµως της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολ είναι πάντα η ακύρωση ορισµένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προσβάλλεται µε αυτή και όχι η ακύρωση της διαταγής πληρωµής (ΑΠ 337/2006, Ελ νη ). Ακόµη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολ, µπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωµής για χρηµατικές απαιτήσεις, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόµενο ποσό αποδεικνύονται µε δηµόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, δεν εξαρτάται η απαίτηση από αίρεση, προθεσµία, όρο ή αντιπαροχή, το ποσό των χρηµάτων που οφείλεται είναι ορισµένο και αυτός προς τον [59]
60 οποίο πρέπει να γίνει επίδοση της διαταγής πληρωµής δε διαµένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαµονής. Η δικαιοδοτική διάγνωση χρηµατικών απαιτήσεων από γνήσιες διοικητικές συµβάσεις ναι µεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, µπορεί, όµως, ο πολιτικός δικαστής θα εκδώσει διαταγή πληρωµής για χρηµατική αξίωση, ακόµη και αν η υποκείµενη σχέση είναι δηµοσίου δικαίου, µε την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι πιο πάνω θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολ, διότι η διαταγή πληρωµής εκδίδεται όχι από δικαστήριο, αλλά από δικαστικό λειτουργό, που ενεργεί ατοµικώς και όχι συγκροτώντας δικαστήριο και δεν παραβιάζονται οι συνταγµατικές διατάξεις για τον χωρισµό των δικαιοδοσιών (ΕφΑθ 3921/2007, ΕφΑ , ΕφΑθ 4486/2006, NΟMOΣ, ΕφΑθ 8935/2001, , Πρακτικό της 7ης Γενικής Συνεδρίασης της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της , Κ. Μπέης, και , Χ. Χρυσανθάκης, επ., Γ. Παπαδηµητρίου, , αντίθετα ΕφΠατρ 286/2007, , ΕφΛαρ 340/2005, ΝοΒ , Σταθέας, ). - Σε εκτέλεση του άρθρου 94 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγµατος που ορίζει ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του ηµοσίου κλπ, εκδόθηκε ο Ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το ηµόσιο, οι ΟΤΑ και λοιπά Ν.Π... έχουν υποχρέωση να συµµορφώνονται προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους από αυτές και την εκτέλεση τους. Με το άρθρο 20 του Ν. 3301/2004, προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του πιο πάνω νόµου, σύµφωνα µε το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις για την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδάφιον γ - ζ της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολ (µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται και οι διαταγές πληρωµής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νοµοθετική όµως αυτή ρύθµιση, που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωµής σε βάρος του ηµοσίου κλπ, αντίκειται στις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου 94 παρ.4 του Συντάγµατος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1, 95 παρ.5 αυτού σε συνδυασµό µε τα άρθρα 6 παρ. 1, 13 ΕΣ Α και ΙΑ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α, οι οποίες καθιερώνουν την αποτελεσµατική δικαστική προστασία και ακολούθως, δεν εφαρµόζεται. Συνεπώς ύπαρχει υποχρέωση της ιοίκησης να συµµορφώνεται και στους ανωτέρω τίτλους µεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωµής (ΕφΑθ 1837/2007,ΝοΒ , ΕφΑθ 4486/2006, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 2913/2005, , ΜΠρΗρ 3878/2005, Αρµ ). Σε κάθε περίπτωση, η απαγόρευση της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3068/2002, όπως ισχύει µετά την τροποποίηση του µε το Ν. 3301/2004, ερµηνευόµενη σύµφωνα µε τις πιο πάνω διατάξεις και τον σκοπό αυτής, δεν περιλαµβάνει τις διαταγές πληρωµής, που στηρίζονται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, δεδοµένου ότι απ αυτή πηγάζει δεδικασµένο, έτσι ώστε ως τίτλος να είναι αρκούντως, ώριµος ως απρόσβλητος µε τακτικά ένδικα µέσα, το δε ηµόσιο είναι υποχρεωµένο να συµµορφώνεται και στις αναγνωριστικές αποφάσεις (ΕφΑθ 1837/2007 ο.π.). Μάλιστα, στις περιπτώσεις αυτές, η διαταγή πληρωµής λειτουργεί ως επόµενη βαθµίδα µετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης, που αναγνωρίζει την απαίτηση, ώστε να καθίσταται [60]
61 αδιανόητη η αποστέρηση από τη διαταγή πληρωµής των αποτελεσµάτων και της λειτουργίας της δικαστικής απόφασης, στην οποία βασίστηκε η έκδοση της (παρατηρήσεις. Σκαρίπα υπό την υπ αριθ. 2913/2005 απόφαση του ΜΠρΑθ επ.). Τέλος, σύµφωνα µε το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3068/2002, αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ηµοσίου επιτρέπεται µετά παρέλευση εξήντα ηµερών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό που είναι αρµόδιος για την πληρωµή. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι, πριν από την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που αρχίζει, κατά το άρθρο 924 ΚΠολ, µε την επίδοση επιταγής προς πληρωµή κάτω από αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού, απαιτείται επίδοση της απόφασης που πρόκειται να εκτελεσθεί στον αρµόδιο για την πληρωµή της απαίτησης Υπουργό. ΚΠολ : 623, 624, 632, 633, 686 επ., 924, 933, 934, 936, 938, Σ: 20, 94, 95, ΕΣ Α: 6, Νόµοι: 3068/2002, άρθ. 4, Νόµοι: 3301/2004, άρθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναγκαστική εκτέλεση - Σε βάρος του ηµοσίου ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 7373 Έτος: Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ηµοσίου. Αίτηση αναστολής. Φύση της διαταγής πληρωµής. ιαταγή πληρωµής που εκδόθηκε βάσει τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου. Απορρίπτεται η αίτηση αναστολής. - Κατά το άρθρο 938 ΚΠολ για τη στήριξη της αναστολής απαιτείται η ανακοπή να είναι νόµω βάσιµη, υπό την έννοια ότι περιέχει τουλάχιστον ένα λόγο που στηρίζεται στο νόµο. Εκτός από το νόµω βάσιµο της ανακοπής η διάταξη της παρ. 1 του ως άρθρου, µετά την τροποποίηση της µε το άρθρο 10 παρ. 7 του Ν. 2145/1993 απαιτεί συµπλεκτικώς τη συνδροµή δύο προϋποθέσεων αυτοτελών για τη χορήγηση της αναστολής, δηλαδή και την πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία δεν ταυτίζεται ουσιαστικά µε τη βασιµότητα ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής του άρθρου 933 επ. ή 936 ΚΠολ. Έτσι αν δεν πιθανολογείται η ευδοκίµηση ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής δεν νοείται βλάβη και κατ ακολουθίαν αναστολή. Αν πιθανολογείται η ευδοκίµηση ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής τότε θα ερευνηθεί η ύπαρξη ή όχι βλάβης (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρµΚΠολ, τοµ. Ε, αρθρ. 938, παρ. 44, 45). - Η διαταγή πληρωµής εκδίδεται από το δικαστή ως δικαστικό λειτουργό ατοµικώς και όχι µε την ιδιότητα του συγκροτηθέντος κατά νόµο δικαστηρίου και δεν αποτελεί δικαστική απόφαση αλλά εκτελεστό τίτλο και συνεπώς δεν παραβιάζονται οι [61]
62 συνταγµατικές διατάξεις για τον ορισµό των δικαιοδοσιών (δικαιοδοσία νοείται η εξουσία των δικαστηρίων για δεσµευτική διάγνωση των υπό την κρίση τους δικαιωµάτων), όταν ο δικαστής του πολιτικού δικαστηρίου εκδίδει διαταγή πληρωµής σχετικά µε χρηµατική απαίτηση, η δικαστική διάγνωση της οποίας υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, µε την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολ (ΕφΑθ 8935/ , ΜπρΑθ 3364/2007 προσκοµιζόµενη, Κ. Μπέη, ιαταγή πληρωµής για χρηµατικές απαιτήσεις εναντίον του ηµοσίου και των ΝΠ, επ.). Και η ανακοπή, εξάλλου, κατά διαταγής πληρωµής, που έχει αιτία διοικητική διαφορά, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, διότι ο έλεγχος της ορθότητας της έκδοσης διαταγής πληρωµής, η οποία εντάσσεται στην άσκηση δικαστική και όχι διοικητικής αρµοδιότητας του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, ανήκει υποχρεωτικά στα όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο (ΑΕ 18/2005 δ ). - Εκτελείται σε βάρος του ηµοσίου και η διαταγή πληρωµής που εκδόθηκε βάσει τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, αφού και στη περίπτωση αυτή ο εκτελεστός αυτός τίτλος στηρίζεται σε δικαστική διάγνωση µε την ισχύ δεδικασµένου. Εξάλλου, σύµφωνα µε το άρθρο 1 του Ν. 3068/2002 και θα αναπτυχθεί κατωτέρω στον τρίτο λόγο ανακοπής, υπάρχει υποχρέωση της ιοίκησης να συµµορφώνεται και στις διαταγές πληρωµής και ειδικά σ αυτές που στηρίζονται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, όπως εν προκειµένω, δεδοµένου ότι απ αυτή πηγάζει δεδικασµένο, έτσι ώστε ο τίτλος να είναι αρκούντως ώριµος ως απρόσβλητος µε τακτικά ένδικα µέσα (ΕφΑθ 4488/2006 προσκοµιζόµενη, ΜΠρΑθ 3364/2007 προσκοµιζόµενη). - Σε εκτέλεση του άρθρου 94 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγµατος που ορίζει ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του ηµοσίου κ.λ.π., εκδόθηκε ο Ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το ηµόσιο, οι Ο.Τ.Α και λοιπά ΝΠ έχουν υποχρέωση να συµµορφώνονται προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από αυτές και την εκτέλεση τους. Με το άρθρο 20 του Ν. 3301/2004, προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 1 του ως άνω νόµου σύµφωνα µε το οποίο δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι, που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολ (µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται και οι διαταγές πληρωµής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Η νοµοθετική όµως αυτή ρύθµιση, που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωµής σε βάρος του ηµοσίου κ.λ.π. αντίκειται στις διατάξεις του ως άνω άρθρου 94 παρ. 4 του Συντάγµατος, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 95 παρ. 5 αυτού σε συνδυασµό µε τα άρθρα 6 παρ. 1, 13 ΕΣ Α και 1 του Α Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α, οι οποίες καθιερώνουν την αποτελεσµατική δικαστική προστασία και δεν εφαρµόζεται. Συνεπώς υπάρχει υποχρέωση της ιοίκησης να συµµορφώνεται και στους ανωτέρω τίτλους µεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωµής (ΕφΑθ 1837/2007, ΕφΑθ 4486/2006 προσκοµιζόµενες, ΜΠρΑθ 2913/ , ΜΠρΗρ 3878/2005 Αρµ , ΜΠρΑθ 394/2009 προσκοµιζόµενη). [62]
63 - Σε κάθε περίπτωση η ως άνω διάταξη του Ν. 3068/2002 όπως τροποποιήθηκε, ερµηνευόµενη σύµφωνα µε τις πιο πάνω διατάξεις και τον σκοπό αυτής, δεν περιλαµβάνει στην απαγόρευση, τις διαταγές πληρωµής που στηρίζονται σε, τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, όπως εν προκειµένω, δεδοµένου ότι απ αυτή πηγάζει δεδικασµένο, έτσι ώστε ως τίτλος να είναι αρκούντως ώριµος ως απρόσβλητος µε τακτικά ένδικα µέσα, το δε ηµόσιο είναι υποχρεωµένο να συµµορφώνεται και στις αναγνωριστικές αποφάσεις (ίδε ανωτέρω στο δεύτερο λόγο ανακοπής). Στις περιπτώσεις αυτές η διαταγή πληρωµής λειτουργεί ως επόµενη βαθµίδα µετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης που αναγνωρίζει την απαίτηση, ώστε να καθίσταται αδιανόητη η αποστέρηση από τη διαταγή πληρωµής των αποτελεσµάτων και λειτουργίας της δικαστικής απόφασης στην οποία βασίστηκε η έκδοση της (παρατηρήσεις. Σκαρίπα υπό την ΜΠρΑθ 2913/2005 απόφαση στη επ.). ΚΠολ : 623, 624, 904, 933, 934, 936, 938, ΕισΝΚΠολ : 52, Κ : 71, Νόµοι: 2145/1993, άρθ. 10, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΕφΑ , σχολιασµός ηµήτριος Μηχιώτης Αναψηλάφηση - Γενικά Αριθµός απόφασης: 616 Έτος: Αναψηλάφηση. Κήρυξη ή µη ακυρότητας παρά το νόµο. Επαναφορά των πραγµάτων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµ. 14 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα, ή απαράδεκτο. - Κατά το άρθρο 544 αρ. 1 του ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναψηλαφήσεως, όταν στην ίδια υπόθεση εκδόθηκαν µεταξύ των ίδιων διαδίκων, που είχαν παραστεί µε την ίδια ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια αποφάσεις που αντιφάσκουν µεταξύ τους. Από τη διάταξη αυτή ενόψει και της διαγραφής κατά τη συζήτηση του αντίστοιχου άρθρου 538 αρ. 1 του Σχεδίου της Συντακτικής Επιτροπής, από την Αναθεωρητική Επιτροπή, των λέξεων "εφ' όσον πιθανολογείται ότι ο αιτούµενος την αναψηλάφηση αναιτίως παρέλειψε την επίκληση της προεκδοθείσας αποφάσεως", µε την αιτιολογία ότι "και επί τη προϋποθέσει ότι ο αιτούµενος την αναψηλάφηση υπαιτίως παρέλειψε την επίκληση της προεκδοθείσας αποφάσεως, παραµένει πάντως η ανωµαλία", σαφώς προκύπτει ότι ο προεκτεθείς λόγος αναψηλαφήσεως προϋποθέτει, αφ' ενός την ύπαρξη τελεσίδικων αποφάσεων στην αυτή υπόθεση και αφ' ετέρου αντίφαση µεταξύ τους στο διατακτικό, όχι όµως και στις αιτιολογίες, εκτός εάν οι τελευταίες έχουν και τα προσόντα διατακτικού, ιδίως όταν στο τελευταίο το ικαστήριο εκφράστηκε ασαφώς, πράγµα όµως που συγκεκριµενοποιείται µε τις [63]
64 αιτιολογίες της ίδιας απόφασης. Και τούτο επειδή, σκοπός της διατάξεως είναι η κατάργηση του δεδικασµένου, το οποίο δηµιουργήθηκε µε τη µεταγενέστερη απόφαση, η οποία σε περίπτωση παραδοχής της αναψηλαφήσεως εξαφανίζεται σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 549 του ΚΠολ. Η προεκτεθείσα δε αντίφαση πρέπει να προήλθε εκ του ότι ενώ κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η µεταγενέστερη απόφαση συνέτρεχαν όλες οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις µε βάση τις οποίες µπορούσε να προβληθεί επιτυχώς η ένσταση του ουσιαστικού δεδικασµένου, η ένσταση αυτή δεν προβλήθηκε από υπαίτια ή όχι συµπεριφορά των διαδίκων, ούτε λήφθηκε οπωσδήποτε υπόψη από το ικαστήριο. Εάν όµως η ίδια ένσταση προτάθηκε ή εξετάστηκε το ζήτηµα του ουσιαστικού δεδικασµένου και το δικαστήριο εξέφερε κρίση περί αυτού µε τη µεταγενέστερη απόφασή του, δεν χωρεί αναψηλάφηση για τον προεκτεθέντα λόγο, αλλά αναίρεση από τον αριθµό 16 του άρθρου 559 του ΚΠολ. Ενόψει αυτών στην περίπτωση που κατά την εκδίκαση στο πρωτοβάθµιο ουσιαστικό ικαστήριο της δεύτερης υπόθεσης ταυτιζόµενης κατά τα ουσιώδη στοιχεία της µε προηγηθείσα υπόθεση, εκκρεµούσε στο Εφετείο η έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της πρώτης υπόθεσης, και κατά συνέπεια δεν υφίστατο δεδικασµένο από την πρώτη υπόθεση, δυνάµενο να προβληθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της δεύτερης υπόθεσης εάν στη συνέχεια, και πριν την έκδοση της απόφασης επί της δεύτερης υποθέσεως από το πρωτοβάθµιο ουσιαστικό δικαστήριο, δηµοσιευθεί στο µεταξύ η απόφαση του Εφετείου και ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση επί της πρώτης υπόθεσης, εκδοθεί δε στη συνέχεια από το πρωτοβάθµιο ουσιαστικό δικαστήριο οριστική απόφαση επί της δεύτερης υπόθεσης, αντίθετη προς την προηγηθείσα απόφαση του Εφετείου, το προκύψαν εντεύθεν δεδικασµένο επί της πρώτης υπόθεσης που δεν µπορούσε να προβληθεί κατά τη συζήτηση της δεύτερης υπόθεσης, µπορεί να προβληθεί από τον ενδιαφερόµενο διάδικο, που επιθυµεί την εφαρµογή επί της δεύτερης υπόθεσης του προκύψαντος εκ των υστέρων αντιθέτου δεδικασµένου επί της πρώτης υπόθεσης, µε έφεση κατά της δεύτερης απόφασης και µε λόγο στηριζόµενο επί του οψιγενούς και εκ των υστέρων προκύψαντος δεδικασµένου κατ' άρθρο 527 παρ. 2 ΚΠολ. Στην περίπτωση όµως αυτή, που το εκ των υστέρων προκύψαν δεδικασµένο, δεν υφίστατο προφανώς κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η µεταγενέστερη απόφαση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, εάν το δεδικασµένο αυτό δεν προβλήθηκε εκ µέρους του ενδιαφερόµενου διαδίκου µε λόγο εφέσεως κατά τα προαναφερθέντα, δεν είναι επιτρεπτό δικονοµικά, µετά την παρέλευση τριετίας από την έκδοση της απόφασης, επί της δεύτερης συναφούς υπόθεσης, που δεν επιδόθηκε ποτέ και την µη άσκηση εναντίον της έφεσης, ν' αποτελέσει λόγο αναψηλάφησης, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 544 παρ. 1 του ΚΠολ η επιγενόµενη αντίθεση, των δύο τελεσιδίκων πλέον αποφάσεων, αφού ελλείπει η αναγκαία δικονοµική προϋπόθεση ότι κατά τη συζήτηση επί της δεύτερης υπόθεσης στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο συνέτρεχε η προϋπόθεση της τελεσιδικίας επί της πρώτης υπόθεσης που επέτρεπε την επιτυχή προβολή επί της δεύτερης υπόθεσης της ένστασης του ουσιαστικού δεδικασµένου από την πρώτη. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του ΚΠολ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο [64]
65 Άρειος Πάγος αν υποβληθεί αίτηση µε το αναιρετήριο ή µε τις προτάσεις, ή µε αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραµµατεία του Αρείου Πάγου ως την παραµονή της συζήτησης διατάζει µε την αναιρετική απόφασή του την επαναφορά των πραγµάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. ΚΠολ : 527, 538, 544, 549, 559 αριθ. 14, 579, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ , σχολιασµός Μιχαηλ Πολυκ. Μαργαρίτης Αναψηλάφηση - Γενικά Αριθµός απόφασης: 617 Έτος: Αναψηλάφηση. Κήρυξη ή µη ακυρότητας παρά το νόµο. Επαναφορά των πραγµάτων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµ. 14 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα, ή απαράδεκτο. - Κατά το άρθρο 544 αρ. 1 του ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναψηλαφήσεως, όταν στην ίδια υπόθεση εκδόθηκαν µεταξύ των ίδιων διαδίκων, που είχαν παραστεί µε την ίδια ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια αποφάσεις που αντιφάσκουν µεταξύ τους. Από τη διάταξη αυτή ενόψει και της διαγραφής κατά τη συζήτηση του αντίστοιχου άρθρου 538 αρ. 1 του Σχεδίου της Συντακτικής Επιτροπής, από την Αναθεωρητική Επιτροπή, των λέξεων "εφ' όσον πιθανολογείται ότι ο αιτούµενος την αναψηλάφηση αναιτίως παρέλειψε την επίκληση της προεκδοθείσας αποφάσεως", µε την αιτιολογία ότι "και επί τη προϋποθέσει ότι ο αιτούµενος την αναψηλάφηση υπαιτίως παρέλειψε την επίκληση της προεκδοθείσας αποφάσεως, παραµένει πάντως η ανωµαλία", σαφώς προκύπτει ότι ο προεκτεθείς λόγος αναψηλαφήσεως προϋποθέτει, αφ' ενός την ύπαρξη τελεσίδικων αποφάσεων στην αυτή υπόθεση και αφ' ετέρου αντίφαση µεταξύ τους στο διατακτικό, όχι όµως και στις αιτιολογίες, εκτός εάν οι τελευταίες έχουν και τα προσόντα διατακτικού, ιδίως όταν στο τελευταίο το ικαστήριο εκφράστηκε ασαφώς, πράγµα όµως που συγκεκριµενοποιείται µε τις αιτιολογίες της ίδιας απόφασης. Και τούτο επειδή, σκοπός της διατάξεως είναι η κατάργηση του δεδικασµένου, το οποίο δηµιουργήθηκε µε τη µεταγενέστερη απόφαση, η οποία σε περίπτωση παραδοχής της αναψηλαφήσεως εξαφανίζεται σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 549 του ΚΠολ. Η προεκτεθείσα δε αντίφαση πρέπει να προήλθε εκ του ότι ενώ κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η µεταγενέστερη απόφαση συνέτρεχαν όλες οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις µε βάση τις οποίες µπορούσε να προβληθεί επιτυχώς η ένσταση του ουσιαστικού δεδικασµένου, η ένσταση αυτή δεν προβλήθηκε από υπαίτια ή όχι συµπεριφορά των διαδίκων, ούτε λήφθηκε οπωσδήποτε υπόψη από το ικαστήριο. Εάν όµως η ίδια ένσταση προτάθηκε ή εξετάστηκε το ζήτηµα του ουσιαστικού δεδικασµένου και το δικαστήριο εξέφερε κρίση περί αυτού µε τη µεταγενέστερη [65]
66 απόφασή του, δεν χωρεί αναψηλάφηση για τον προεκτεθέντα λόγο, αλλά αναίρεση από τον αριθµό 16 του άρθρου 559 του ΚΠολ. Ενόψει αυτών στην περίπτωση που κατά την εκδίκαση στο πρωτοβάθµιο ουσιαστικό ικαστήριο της δεύτερης υπόθεσης ταυτιζόµενης κατά τα ουσιώδη στοιχεία της µε προηγηθείσα υπόθεση, εκκρεµούσε στο Εφετείο η έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της πρώτης υπόθεσης, και κατά συνέπεια δεν υφίστατο δεδικασµένο από την πρώτη υπόθεση, δυνάµενο να προβληθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της δεύτερης υπόθεσης εάν στη συνέχεια, και πριν την έκδοση της απόφασης επί της δεύτερης υποθέσεως από το πρωτοβάθµιο ουσιαστικό δικαστήριο, δηµοσιευθεί στο µεταξύ η απόφαση του Εφετείου και ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση επί της πρώτης υπόθεσης, εκδοθεί δε στη συνέχεια από το πρωτοβάθµιο ουσιαστικό δικαστήριο οριστική απόφαση επί της δεύτερης υπόθεσης, αντίθετη προς την προηγηθείσα απόφαση του Εφετείου, το προκύψαν εντεύθεν δεδικασµένο επί της πρώτης υπόθεσης που δεν µπορούσε να προβληθεί κατά τη συζήτηση της δεύτερης υπόθεσης, µπορεί να προβληθεί από τον ενδιαφερόµενο διάδικο, που επιθυµεί την εφαρµογή επί της δεύτερης υπόθεσης του προκύψαντος εκ των υστέρων αντιθέτου δεδικασµένου επί της πρώτης υπόθεσης, µε έφεση κατά της δεύτερης απόφασης και µε λόγο στηριζόµενο επί του οψιγενούς και εκ των υστέρων προκύψαντος δεδικασµένου κατ' άρθρο 527 παρ. 2 ΚΠολ. Στην περίπτωση όµως αυτή, που το εκ των υστέρων προκύψαν δεδικασµένο, δεν υφίστατο προφανώς κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η µεταγενέστερη απόφαση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, εάν το δεδικασµένο αυτό δεν προβλήθηκε εκ µέρους του ενδιαφερόµενου διαδίκου µε λόγο εφέσεως κατά τα προαναφερθέντα, δεν είναι επιτρεπτό δικονοµικά, µετά την παρέλευση τριετίας από την έκδοση της απόφασης, επί της δεύτερης συναφούς υπόθεσης, που δεν επιδόθηκε ποτέ και την µη άσκηση εναντίον της έφεσης, ν' αποτελέσει λόγο αναψηλάφησης, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 544 παρ. 1 του ΚΠολ η επιγενόµενη αντίθεση, των δύο τελεσιδίκων πλέον αποφάσεων, αφού ελλείπει η αναγκαία δικονοµική προϋπόθεση ότι κατά τη συζήτηση επί της δεύτερης υπόθεσης στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο συνέτρεχε η προϋπόθεση της τελεσιδικίας επί της πρώτης υπόθεσης που επέτρεπε την επιτυχή προβολή επί της δεύτερης υπόθεσης της ένστασης του ουσιαστικού δεδικασµένου από την πρώτη. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του ΚΠολ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος αν υποβληθεί αίτηση µε το αναιρετήριο ή µε τις προτάσεις, ή µε αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραµµατεία του Αρείου Πάγου ως την παραµονή της συζήτησης διατάζει µε την αναιρετική απόφασή του την επαναφορά των πραγµάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. ΚΠολ : 527, 538, 544, 549, 559 αριθ. 14, 579, ηµοσίευση: INLAW 2011 [66]
67 Αναψηλάφηση - Προθεσµία άσκησης αίτησης αναψηλάφησης Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 13 Έτος: Προθεσµία άσκησης αίτησης αναψηλάφησης. εν ισχύει για την περίπτωση του άρθρου 544 παρ. 6 ΚΠολ (της ψευδορκίας και της πλαστογραφίας) η κατά το άρθρο 545 παρ. 5 εδ. α ΚΠολ τριετής προθεσµία αναψηλαφήσεως, αλλά ενιαύσια. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Με το προβλεπόµενο από τα άρθρα 538 επ. ΚΠολ έκτακτο ένδικο µέσο της αναψηλάφησης θεσπίζεται η δυνατότητα ανατροπής του δεδικασµένου απόφασης πολιτικού δικαστηρίου σε ορισµένες - ρητώς οριζόµενες -εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου κρίθηκε ότι η διατήρηση του προσκρούει είτε σε θεµελιώδεις δικονοµικές αρχές -αναγόµενες ιδίως στην εκπροσώπηση και παράσταση των διαδίκων - είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, λόγω αναµφισβήτητου σφάλµατος στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού της προσβαλλόµενης απόφασης, οφειλόµενου, µάλιστα και σε αξιόποινες πράξεις παραγόντων της δίκης ή τρίτων. Στο άρθρο 544 ΚΠολ απαριθµούνται οι περιπτώσεις που επιτρέπεται η αναψηλάφηση, στο επόµενο δε άρθρο (545) ορίζονται οι σχετικές προθεσµίες, καθώς και το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσµίας σε κάθε επιµέρους περίπτωση. Οι προθεσµίες αυτές είναι προσαρµοσµένες στις ιδιαιτερότητες του συγκεκριµένου ενδίκου µέσου και, ως εκ τούτου, δεν αντιστοιχούν πλήρως προς τις προθεσµίες της έφεσης και της αναίρεσης (άρθρα 518 και 564 ΚΠολ ), ακόµα και εκείνες που θεσπίζονται υπό ταυτόσηµη διατύπωση. Τούτο δε, διότι οι προθεσµίες της έφεσης και της αναίρεσης έχουν πάντοτε ως αφετηρία την επίδοση ή την δηµοσίευση της προσβαλλόµενης απόφασης, ενώ οι προθεσµίες της αναψηλάφησης άλλοτε έχουν ως αφετηρία την επίδοση της προσβαλλόµενης απόφασης (άρθρο 544 αριθµ. 2, 3, 4, 5 και 9) και άλλοτε συναρτώνται προς άλλα (ή και άλλα), πέρα από την επίδοση της απόφασης, πραγµατικά γεγονότα (άρθρο 544 αριθµ. 1, 6, 7 και 8). Στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις το δικαίωµα της αναψηλάφησης γεννάται από τη στιγµή που επισυµβαίνει το οικείο γεγονός, το οποίο αποτελεί και την αφετηρία της αντίστοιχης προθεσµίας, ήτοι από τη στιγµή που εκδίδεται δεύτερη αντιφατική απόφαση για την ίδια υπόθεση ή που καθίσταται αµετάκλητη η καταδίκη για ψευδορκία ή πλαστογραφία ή που περιέρχονται στην κατοχή του διαδίκου τα νέα κρίσιµα έγγραφα ή που ανατρέπεται η απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά την έννοια του άρθρου 151 ΚΠολ, η έκπτωση από το δικαίωµα να επιχειρηθεί η πράξη, για την οποία είχε ορισθεί η νόµιµη ή δικαστική προθεσµία, επέρχεται αν ο δικαιούχος αδράνησε να ασκήσει τούτο εγκαίρως. Η προϋπόθεση όµως αυτή προφανώς δεν υπάρχει στην περίπτωση που η προσβαλλόµενη µε αναψηλάφηση απόφαση δεν επιδόθηκε προς ή από τον ηττηθέντα διάδικο, παρήλθε δε από την δηµοσίευσή της τριετές χρονικό διάστηµα και, µετά ταύτα, εκδόθηκε απόφαση ποινικού δικαστηρίου (καταδικαστική για ψευδορκία ή πλαστογραφία), που δικαιολογεί την αναψηλάφηση της απόφασης. Τούτο δε, διότι όχι µόνο δεν µπορεί να [67]
68 αποδοθεί σε αδράνεια του ηττηθέντος διαδίκου ή µη άσκηση του ενδίκου µέσου της αναψηλάφησης εντός του τριετούς χρονικού διαστήµατος από τη δηµοσίευση της απόφασης, αλλά αντιθέτως ήταν γι αυτόν νοµικώς και πρακτικώς αδύνατη η άσκησή του (πριν από την έκδοση της ποινικής απόφασης), αφού το δηµιουργικό του δικαιώµατός του γεγονός συνέβη µετά τη λήξη της τριετίας. Για τον ίδιο λόγο, δεν µπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύουν για το ένδικο µέσο της αναψηλάφησης τα ισχύοντα για την έφεση και την αναίρεση, αφού στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις η έκπτωση από το δικαίωµα ασκήσεως του ενδίκου µέσου προϋποθέτει αφενός µεν γεγεννηµένο δικαίωµα προς τούτο, αφετέρου δε αδράνεια του δικαιούχου για µία ολόκληρη τριετία. Υπό την αντίθετη εκδοχή ο Νοµοθέτης θα εµφανιζόταν ανακόλουθος, αφού από το ένα µέρος θα καθιέρωνε (µε το άρθρο 544 ΚΠολ ) δικαιώµατα αναψηλαφήσεως, µε την προϋπόθεση επέλευσης συγκεκριµένων περιστατικών, και από το άλλο θα προέβλεπε την κατάργηση των δικαιωµάτων αυτών πριν καν αποκτηθούν. Ενόψει τούτων (αλλά και της ανάγκης να ερµηνεύονται - εν αµφιβολία - στενώς οι διατάξεις περί προθεσµιών γενικώς, αφού µ' αυτές θεσπίζονται χρονικοί περιορισµοί στην άσκηση δικαιωµάτων, που ουσιαστικά συνιστούν λόγους πλήρους καταργήσεως αυτών) δεν ισχύει για την περίπτωση του άρθρου 544 παρ. 6 ΚΠολ (της ψευδορκίας και της πλαστογραφίας) η κατά το άρθρο 545 παρ. 5 εδ. α ΚΠολ τριετής προθεσµία αναψηλαφήσεως από τη δηµοσίευση της προσβαλλόµενης τελεσίδικης ή ανέκκλητης απόφασης, αλλά εφαρµόζεται η ειδική διάταξη του δευτέρου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, σύµφωνα µε την οποία χορηγείται ουσιαστικά ενιαύσια προθεσµία για την αναψηλάφηση και έτσι καθίσταται αυτήν παραδεκτή, εφόσον δεν παρήλθε έτος από την δηµοσίευση της αµετάκλητης απόφασης ποινικού ή του πολιτικού δικαστηρίου. Η εξαιρετική αυτή ρύθµιση δεν είναι ασυµβίβαστη µε το πνεύµα των λοιπών ρυθµίσεων για την αναψηλάφηση, λόγω µη συστοιχήσεώς της προς τις διατάξεις των άρθρων 518 παρ. 2 και 564 παρ. 3 ΚΠολ, ενόψει των προαναφερθέντων, και δικαιολογείται, επειδή το κρίσιµο περιστατικό για τη γέννηση του δικαιώµατος αναψηλαφήσεως, δηλαδή η αµετάκλητη καταδίκη για ψευδορκία ή πλαστογραφία, ενδέχεται να συντελέσθηκε εν αγνοία του δικαιούχου, λαµβανοµένου δε υπόψιν ότι η προθεσµία των εξήντα ηµερών (του άρθρου 545 παρ. 1 ΚΠολ ) αρχίζει ως προς αυτόν από το αµετάκλητο της καταδίκης και όχι από την γνώση (όπως αντιθέτως προβλέπεται στις ανάλογες περιπτώσεις του άρθρου 544 αριθµ. 7 και 8 σε συνδυασµό προς το άρθρο 545παρ. 3 περ. ε και στ) θα ήταν ανεπιεικές και άνισο: να στερείται αυτός του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας µε την εξάντληση και µόνον της βραχυχρόνιας προθεσµίας, που κινήθηκε ενδεχοµένως εις βάρος του χωρίς να γνωρίζει, ότι έχει συντελεσθεί το κρίσιµο περιστατικό για την θεµελίωση καθεαυτήν του δικαιώµατος του προς αναψηλάφηση, και να περιάγεται έτσι σε δυσµενέστερη θέση έναντι όλων των λοιπών δικαιούχων αναψηλαφήσεως. Εξάλλου, η βούληση του Νοµοθέτου να µην ισχύει ως απαραβίαστη αρχή η απώλεια του δικαιώµατος για άσκηση αναψηλαφήσεως µετά την παρέλευση της τριετούς προθεσµίας, από την δηµοσίευση της προσβαλλόµενης απόφασης, επιβεβαιώνεται και από τη διάταξη του άρθρου 545 παρ. 6 ΚΠολ, αντίστοιχη ακριβώς µε εκείνες των άρθρων 518 παρ. 3 και 564 παρ. 4 ΚΠολ, για την έφεση και την αναίρεση, που [68]
69 ορίζουν νέα αφετηρία της προθεσµίας των ενδίκων αυτών µέσων για τους κληρονόµους του θανόντος δικαιούχου. ΚΠολ : 151, 518, 538 επ., 544, 545, 559 αριθ. 14, 564, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ , σχολιασµός Μιχαηλ Πολυκ. Μαργαρίτης * Ελ νη , σχολιασµός * Αναψηλάφηση - Προσβαλλόµενες αποφάσεις Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 1 Έτος: Αναψηλάφηση. προσβαλλόµενες αποφάσεις. - Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, κατ' εξαίρεση από τον περιεχόµενο στη διάταξη του άρθρου 538 ΚΠολ κανόνα, κατά τον οποίο οι αποφάσεις του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου δεν µπορούν να προσβληθούν µε αναψηλάφηση, εφόσον αυτό δεν δικάζει κατ' ουσίαν, υπόκεινται σε αναψηλάφηση (επανάληψη της διαδικασίας), λόγω αντιθέσεώς τους µε απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού ικαστηρίου (ΑΕ ) και µόνον στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Αν εκδόθηκαν µετά τη δηµοσίευσή της αποφάσεως του ΑΕ, σε κάθε περίπτωση. Στην περίπτωση αυτή η αναψηλάφηση δικαιολογείται από την έναντι πάντων ισχύ της αποφάσεως του ΑΕ από τη δηµοσίευση της σε δηµόσια συνεδρίαση (άρθρο 51 παρ. 1 Ν. 345/1976). β) Αν το ΑΕ κήρυξε το ανίσχυρο διατάξεως ως αντισυνταγµατικής αναδροµικώς, η δε απόφαση του Αρείου Πάγου εκδόθηκε πριν από τη δηµοσίευση της αποφάσεως του ΑΕ, εντός όµως του χρονικού διαστήµατος της αναδροµής. Στην περίπτωση αυτή η αναψηλάφηση δικαιολογείται από την αναδροµικότητα της ισχύος της αποφάσεως του ΑΕ (άρθρο 51 παρ. 4 Ν. 345/1976). γ) Αν εκδόθηκε πριν από τη δηµοσίευση της αποφάσεως του ΑΕ "κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 48 παρ. 2 και 50 παρ. 3 του Ν. 345/1976". Στην τελευταία αυτή περίπτωση (υπό στοιχ. γ'), δηλαδή της προγενέστερης της αποφάσεως του ΑΕ και αντίθετης προς αυτήν αποφάσεως του Αρείου Πάγου, η οποία έδωσε την αφορµή σε άλλο ανώτατο δικαστήριο, που είχε διαφορετική άποψη, να παραπέµψει το ζήτηµα στο ΑΕ, δεν επιτρέπεται αναψηλάφηση (επανάληψη της διαδικασίας). Αυτό προκύπτει από τη γραµµατική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 51 παρ. 3 του Ν. 345/1976, κατά την οποία οι διατάξεις της παρ. 2, οι οποίες προβλέπουν το ένδικο µέσο της επαναλήψεως της διαδικασίας, εφαρµόζονται και επί αποφάσεων που εκδόθηκαν (προ της δηµοσιεύσεως της αποφάσεως του ΑΕ ) "κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 48 παρ. 2 και 50 παρ. 3", δηλαδή είτε α) επί αποφάσεων που παρέλειψαν να παραπέµψουν το θέµα στο ΑΕ, αν και υπήρχε γνωστή αντίθετη απόφαση άλλου ανωτάτου δικαστηρίου (48 παρ. 2), είτε β) επί αποφάσεων που παρέλειψαν να αναβάλουν την έκδοσή τους, αν και υπήρχε εκκρεµής ενώπιον του ΑΕ υπόθεση περί του ιδίου θέµατος (50 παρ. 3). Η ερµηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από την τελολογική θεώρηση της διατάξεως, αφού, χαρακτηριστικό του εκτάκτου ενδίκου µέσου της αναψηλαφήσεως είναι ότι µε αυτό ο νόµος, όλως εξαιρετικώς, παρέχει το [69]
70 δικαίωµα στον διάδικο να ζητήσει την ανατροπή της αποφάσεως είτε διότι παρεισέφρυσαν από αβλεψία ή παραδροµή του δικαστή σηµαντικές αταξίες στη διαδικασία, είτε διότι το δικαστήριο οδηγήθηκε σε αναληθείς πραγµατικές διαπιστώσεις από δόλιες ενέργειες του αντιδίκου του διαδίκου που την ασκεί. Επί αποφάσεων του Αρείου Πάγου που εκδόθηκαν πριν από τη δηµοσίευση αντίθετης αποφάσεως του ΑΕ, συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι των ανωτέρω κατηγοριών για την ανατροπή τους µόνον στις περιπτώσεις που αυτές εκδόθηκαν "κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 48 παρ. 2 και 50 παρ. 3", κατά την προαναφερόµενη έννοια. Στις περιπτώσεις αυτές πράγµατι µπορεί να λεχθεί ότι υπάρχει σηµαντική αταξία στη διαδικασία που δικαιολογεί την ανατροπή τους. Στις λοιπές περιπτώσεις, δεν συντρέχει κάποιος από τους λόγους που, κατά τα προδιαληφθέντα, δικαιολογούν, σύµφωνα µε το δικονοµικό δόγµα, την αναψηλάφηση, ή άλλος σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί τη διακύβευση της ασφαλείας του δικαίου, την οποία συνεπάγεται η ανατροπή αποφάσεως ανωτάτου δικαστηρίου. Αντιθέτως, αν θεωρηθεί παραδεκτή η αναψηλάφηση στις περιπτώσεις αυτές, µε ερµηνευτική διεύρυνση του πεδίου εφαρµογής της παραγράφου 3 του άρθρου 51, µπορεί να προκύψει µεγάλη και αφόρητη ανασφάλεια δικαίου, διότι ενδεχοµένως θα υπέκειτο σε ανατροπή πλήθος αποφάσεων προγενεστέρων της αποφάσεως του ΑΕ, πράγµα που µπορεί να συµβεί αν υποτεθεί ότι η τελευταία ερχόταν σε αντίθεση µε πάγια νοµολογία επί θέµατος µε συχνή νοµολογιακή εφαρµογή. ΚΠολ : 538, Σ: 100, Νόµοι: 345/1976, αρθ. 48, 51, ηµοσίευση: INLAW 2012 * Ελ νη Απόδειξη - Αποδεικτικά µέσα - 'Εγγραφα Αριθµός απόφασης: 1707 Έτος: Ιδιωτικά έγγραφα. Γνησιότητα εγγράφου. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. α' και β' ΚΠολ, όπως ήδη ισχύουν µετά την αντικατάστασή τους µε εκείνη του άρθρου 12 του Ν. 2915/2001 από (άρθρο 15 του Ν. 2943/2001), στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθµιων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων, µονοµελών και πολυµελών πρωτοδικείων), λαµβάνοντας υπόψη τόσο αποδεικτικά µέσα που πληρούν τους όρους του νόµου, σύµφωνα µε την προβλεπόµενη αποδεικτική αξία του καθενός, όσο και αποδεικτικά µέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόµου, τα οποία, µε την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολ, δηλαδή µόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εµµάρτυρη απόδειξη, εκτιµώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα µε τα πληρούντα τους όρους του νόµου αποδεικτικά µέσα, αφού αυτή είναι η πραγµατική έννοια του όρου "συµπληρωµατικά" στην παρ. 2 εδάφ. β' του αµέσως πιο πάνω άρθρου [70]
71 Έτσι, στην πρωτοβάθµια τακτική διαδικασία λαµβάνονται υπόψη, αδιακρίτως πλέον, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και µη συντεταγµένα κατ' αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. εν λαµβάνονται υπόψη µόνο τα πλαστά ή µη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιµοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόµενη νοµική διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 εδάφ. γ' ΚΠολ ). -Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 432, 433 και 435 ΚΠολ προκύπτει, ότι ένα ιδιωτικό έγγραφο για να υπάρχει ως αποδεικτικό µέσο και να συγκαταλέγεται στα επώνυµα αποδεικτικά µέσα, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 339 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να είναι αναγνώσιµο, να µην έχει υποστεί τεµαχισµό, διάτρηση ή διαγραφή, οπότε τεκµαίρεται πως έχει εκµηδενιστεί η αποδεικτική του δύναµη (άρθρο 433 ΚΠολ ) και να είναι γνήσιο. Περαιτέρω, ένα ιδιωτικό έγγραφο για να έχει αποδεικτική δύναµη, δηλαδή για να µπορεί να συµβάλει στη διαµόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρει την υπογραφή του εκδότη (άρθρο 433 ΚΠολ, πρβλ. και άρθρο 160 ΑΚ) ενώ δεν αποδεικνύει, καταρχήν, υπέρ του εκδότη του (άρθρο 447 ΚΠολ ). Εποµένως, ένα ιδιωτικό έγγραφο που απλώς περιέχει κάποιες "ιδιόγραφες σηµειώσεις" χωρίς καµιά υπογραφή δεν έχει, καταρχήν, αποδεικτική ισχύ υπέρ του εκδότη του, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 443 και 447 ΚΠολ. εν παύει όµως να έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου και είναι υποστατό ως έγγραφο. Αποτελεί ένα αποδεικτικό µέσο που δεν πληροί τους όρους του νόµου, µε την έννοια της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. β' ΚΠολ και συνεπώς λαµβάνεται υπόψη στην τακτική διαδικασία (πρβλ ΟλΑΠ 15/2003). Τα ιδιωτικά, επίσης, έγγραφα, σε αντίθεση µε ότι συµβαίνει επί δηµόσιων εγγράφων (άρθρο 455 ΚΠολ ), δεν έχουν το τεκµήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσκοµιδή ιδιωτικού εγγράφου, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισµού εµπεριέχει, έτσι, τον ισχυρισµό του διαδίκου περί της γνησιότητάς του, ο δε αντίδικος αυτού έχει το βάρος της δήλωσης περί άρνησης της γνησιότητας, ενώ ο πρώτος της απόδειξης αυτής, εάν αµφισβητηθεί. Εφόσον το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσκοµίζεται ή τρίτου, το παραγόµενο από την µη αµφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής αµάχητο τεκµήριο περί της γνησιότητας του υπερκείµενου περιεχοµένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή, ανατρέπεται µόνο µε την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, του επικαλουµένου την πλαστότητα, βαρυνόµενου µε την απόδειξή της (άρθρο 463 ΚΠολ ). Η απόδειξη από εκείνον που προσκόµισε το ιδιωτικό έγγραφο της γνησιότητας της υπογραφής σ' αυτό που αµφισβητήθηκε από τον αντίδικο επιβάλλεται όχι µόνο όταν γίνεται χρήση του εγγράφου αυτού για άµεση απόδειξη αλλά και όταν από αυτό συνάγονται δικαστικά τεκµήρια. Και αν µεν αποδειχθεί κατά τη διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσκοµίζεται το έγγραφο, η µη γνησιότητα του περιεχοµένου του, το τελευταίο, κατά το µη γνήσιο µέρος του, δεν µπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ενώ, αν προκύπτει ότι αυτό είναι γνήσιο, τότε το έγγραφο λαµβάνεται υπόψη. Αν όµως το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την άρνηση της γνησιότητας του περιεχοµένου του, λάβει ή δεν λάβει υπόψη το πιο πάνω έγγραφο, τότε υποπίπτει στην πληµµέλεια του άρθρου [71]
72 559 αριθ. 11 περίπτ. α' του ΚΠολ, αφού εκτιµά ή δεν εκτιµά έγγραφο προτού διαπιστώσει, όπως οφείλει, αν αυτό εµπίπτει στα επιτρεπόµενα ή µη επιτρεπόµενα από το νόµο αποδεικτικά µέσα. - Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιµος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόµενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέστηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισµών τους, Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού µέσου (µάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο χωρίς την ανάγκη ειδικής µνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά µέσα προκύπτει άµεση και από ποια έµµεση απόδειξη. Για την ίδρυση του αναιρετικού αυτού λόγου απαιτείται όχι µόνο η προσκοµιδή, αλλά και η σαφής και ορισµένη επίκληση των αποδεικτικών µέσων στο δικαστήριο της ουσίας από µέρους του αναιρεσείοντα (ΟλΑΠ 14/2005), µε τις προτάσεις του της συζήτησης µετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση (ΟλΑΠ 498/1978). Απαιτείται, επίσης, να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισµός, το βάσιµο του οποίου θα αποδεικνυόταν µε τα εν λόγω αποδεικτικά µέσα και ο λόγος για τον οποίο ο ισχυρισµός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ΚΠολ : 270, 339, 393, 394, 432, 433, 435, 447, 524, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 11γ, ΑΚ: 160, ηµοσίευση: INLAW 2009 * Ελ νη Απόδειξη - Αποδεικτικά µέσα - Μάρτυρες Αριθµός απόφασης: 1143 Έτος: Αποδεικτικά µέσα. Μάρτυρες. Λήψη υπόψη µη επιτρεποµένων από το νόµο αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 559 αρ.11 ΚΠολ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη µη επιτρεπόµενα από το νόµο αποδεικτικά µέσα. - Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1 και 2, 410 παρ. 3 και 415 έως 420 ΚΠολ και 61, 65, 67 και 70 του ΑΚ συνάγεται ότι δεν µπορεί να είναι µάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν µπορεί γι' αυτό να έχει (καταρχήν τουλάχιστον) την αντικειµενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο νόµιµος αντιπρόσωπος του ανικάνου, όπως είναι και ο ανήλικος, ο οποίος τελεί υπό τη γονική µέριµνα των γονέων του. Τούτο συνάγεται ιδίως από το ως άνω άρθρο 415 του ΚΠολ που προβλέπει ως αποδεικτικό µέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νοµίµων αντιπροσώπων του τελούντος υπό γονική µέριµνα ανηλίκου, αλλά η εξέταση αυτή δεν αποτελεί µαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυµο) αποδεικτικό µέσο, επιτρεπόµενο όταν τα πραγµατικά γεγονότα δεν αποδείχθηκαν καθόλου ή [72]
73 αποδείχθηκαν ατελώς από τα υπόλοιπα αποδεικτικά µέσα. Υπό την αντίθετη εκδοχή, θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως µάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή ως αντιπρόσωπος ανηλίκου, λύση προδήλως άτοπη (ΟλΑΠ 1328/1977). ΑΚ: 61, 65, 67, 70, ΚΠολ : 62, 64, 339, 409, 410, 415, 420, 559 αριθ. 11, ηµοσίευση: INLAW 2011 Απόδειξη - Αποδεικτικά µέσα - Πραγµατογνωµοσύνη Αριθµός απόφασης: 908 Έτος: Έκθεση πραγµατογνωµοσύνης. Ιατρικές εξετάσεις. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Παραβίαση των ορισµών του νόµου σχετικά µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων. Εσφαλµένη εφαρµογή του βάρους απόδειξης. - Η έκθεση της πραγµατογνωµοσύνης, που διατάσσεται ως αποδεικτικό µέσο κατά το άρθρο 368 ΚΠολ, είτε όταν το δικαστήριο κρίνει ότι τα αποδεικτέα θέµατα απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, τη γνώµη προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήµης ή τέχνης είτε υποχρεωτικά, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, όταν κατά την κρίση του δικαστηρίου για την απόδειξη ορισµένου θέµατος χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήµης ή τέχνης, εκτιµάται σύµφωνα µε το άρθρο 387 ΚΠολ ελευθέρως και δεν έχει αυξηµένη έναντι των άλλων αποδεικτικών µέσων, δύναµη, που να δεσµεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτήν. Η µε την τελευταία αυτή διάταξη καθιερούµενη αρχή, ως προς την αποδεικτική δύναµη της πραγµατογνωµοσύνης, ισχύει και όταν διατάσσεται ως αποδεικτικό µέσο η εξέταση, από ειδικούς επιστήµονες, του αίµατος εκείνου ο οποίος φέρεται στη δίκη της αναγνωρίσεως της πατρότητας τέκνου, που γεννήθηκε χωρίς γάµο των γονέων του, ως πατέρας αυτού, εις τρόπον ώστε το πόρισµα της εξετάσεως αυτής, που θα εκτιµηθεί ελεύθερα, σε συνδυασµό µε τα άλλα αποδεικτικά µέσα, να οδηγήσει το δικαστήριο στο σχηµατισµό δικανικής πεποίθησης για την αµφισβητούµενη πατρότητα. Με τα δεδοµένα αυτά το, (µε τη διάταξη του άρθρου 615 παρ. 1 ΚΠολ (όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 39 του Ν. 1329/1923 και τροποποιήθηκε µε το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 3089/2002), που ορίζει ότι: "Αν στις διαφορές της πρώτης παραγράφου του προηγούµενου άρθρου" στις οποίες περιλαµβάνεται και η αναγνώριση της πατρότητας "ένας διάδικος, χωρίς να έχει ειδικούς λόγους υγείας, αρνείται να υποβληθεί στις πρόσφορες ιατρικές εξετάσεις µε γενικά αναγνωρισµένες επιστηµονικές µεθόδους, που του επιβλήθηκαν από το δικαστήριο ως αποδεικτικό µέσο για τη διαπίστωση της πατρότητας, οι ισχυρισµοί του αντιδίκου του λογίζονται ότι έχουν αποδειχθεί"), καθιερούµενο αµάχητο τεκµήριο για την απόδειξη των ισχυρισµών του αντιδίκου εκείνου που αρνήθηκε χωρίς να συντρέχουν δικαιολογητικοί της αρνήσεως λόγοι, να υποβληθεί στις εξετάσεις που διατάχθηκαν από το δικαστήριο, πρόδηλη έχει την έννοια, όταν εκείνος που αρνήθηκε είναι ο φερόµενος ως πατέρας εναγόµενος, ότι λογίζονται ότι έχουν αποδειχθεί οι ισχυρισµοί του αντιδίκου του, όχι για την πατρότητα του εναγοµένου, [73]
74 αλλά για την ύπαρξη στο αίµα του τελευταίου στοιχείων τα οποία καθιστούν, κατά την επιστήµη, πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητα του. Τεκµαίρεται δηλαδή αµαχήτως, από την άρνηση εκείνου, που υποχρεώθηκε σε εξετάσεις, να υποβληθεί σ' αυτές, ό,τι ευνοϊκό για τον αντίδικο του θα περιείχε η έκθεση των ιατρών αν η πραγµατογνωµοσύνη που διατάχθηκε γινόταν κανονικά. Από το στοιχείο δε αυτό, συνεκτιµώµενο ελεύθερα µαζί µε τα λοιπά αποδεικτικά µέσα, µπορεί το δικαστήριο να οδηγηθεί σε θετική ή αρνητική για την πατρότητα του εναγοµένου κρίση, αναλόγως αν από τις άλλες αποδείξεις προκύπτει ή όχι η έλλειψη αναγκαίας για την πατρότητα προϋ ποθέσεως (ΟλΑΠ 32/1990). - Με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 615 παρ. 1 ΚΠολ υπαγορευθείσα τόσο από την ανάγκη προστασίας της γενετικής ταυτότητας του προσώπου, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5 εδ. α' του Συντάγµατος, αλλά και στην προστασία της προσωπικότητάς του, όπως καθιερώνεται µε τη διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 5 του Συντάγµατος, δεν επιβάλλεται περιορισµός στο δικαστήριο να διατάξει πραγµατογνωµοσύνη, όχι από την αρχή, αλλά αργότερα, στην περίπτωση που δεν έχει πεισθεί από τα άλλα µέσα, πράγµα το οποίο, εξ άλλου, δεν είναι ορθό, διότι είναι ενδεχόµενο το δικαστήριο από τα άλλα αποδεικτικά µέσα να αχθεί σε αποτέλεσµα τελείως διαφορετικό από αυτό της αναλύσεως του αίµατος, που είναι αποδεικτικό µέσο χρήσιµο και ακριβές ως προς τα αποτελέσµατα του και δεν πρέπει να διατάσσεται τελευταίο και διότι αντιβαίνει και στην αρχή της οικονοµίας της δίκης. Η σύγχρονη δε µε τα λοιπά µέσα αποδείξεως διάταξη από το δικαστήριο της ανωτέρω πραγµατογνωµοσύνης δεν καθιστά εκ του λόγου αυτού δικαιολογηµένη την άρνηση του φερόµενου ως πα- τέρα εναγοµένου, να υποβληθεί στις εξετάσεις που διατάχθηκαν από το δικαστήριο και ανατρέπει το τεκµήριο, ούτε µεταβάλλει το βάρος αποδείξεως της ιστορικής βάσεως της αγωγής, που φέρει ο ενάγων (ΑΠ 3/2005). Ενόψει δε των όσων προαναφέρθηκαν για την αιτιολόγηση της θέσπισης του αµάχητου τεκµηρίου του άρθρ. 615 παρ. 1 του ΚΠολ και τις προϋποθέσεις εφαρµογής του δεν παραβιάζεται µε αυτήν η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγµατος για την παροχή έννοµης προστασίας από τα δικαστήρια. - Ο λόγος αναίρεσης του αριθ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη του πράγµατα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγµατα" θεωρούνται οι πραγµατικοί ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο και άρα στηρίζουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε οι αιτιολογηµένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισµοί που αποτελούν επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίµηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 3/1997). Εξ άλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισµό (πράγµα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισµούς του νόµου σχετικά µε τη δύναµη των [74]
75 αποδεικτικών µέσων, Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως δηµιουργείται όταν το δικαστήριο αποδίδει σε ορισµένο αποδεικτικό µέσο µεγαλύτερη ή µικρότερη αποδεικτική δύναµη από εκείνη που του προσδίδει ο νόµος και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναµα κατά το νόµο, αποδεικτικά µέσα. - Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 13 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο εσφαλµένα εφάρµοσε τους ορισµούς του νόµου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισµούς του νόµου σχετικά µε το βάρος της αποδείξεως (άρθρα 338 ΚΠολ ) υποκειµενικό ή αντικειµενικό και προϋποθέτει την έκδοση παρεµπίπτουσας αποφάσεως περί αποδείξεως. ΚΠολ : 368, 387, 415, 421, 559 αριθ. 8, 559 αριθ.12, 559 αριθ. 13, 615, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ , σχολιασµός Βασίλειος Χατζηιωάννου Απόδειξη - Αποδεικτικά µέσα - Πραγµατογνωµοσύνη Αριθµός απόφασης: 297 Έτος: Πραγµατογνώµονες.Ελεύθερη εκτίµηση της γνωµοδότησης των πραγµατογνωµόνων και επανάληψη ή συµπλήρωσή της. - Από τις διατάξεις των άρθρων 379 και 380 ΚΠολ που ορίζουν ότι το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση δίδει στους πραγµατογνώµονες τις αναγκαίες οδηγίες για τον τρόπο µε τον οποίο θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους και ότι οι πραγµατογνώµονες µπορούν να λάβουν γνώση των στοιχείων της δικογραφίας που τους είναι χρήσιµα, συνάγεται, ότι, σε περίπτωση που οι τελευταίοι είτε δεν ακολούθησαν τις οδηγίες, είτε δεν έλαβαν υπόψη τα στοιχεία της δικογραφίας και παρά ταύτα σύνταξαν την έκθεσή τους δεν δηµιουργείται ακυρότητα ακόµη και αν υπάρχει βλάβη του διαδίκου. Και αυτό γιατί, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 387 και 388 ΚΠολ, το δικαστήριο, από τη µία πλευρά εκτιµά ελεύθερα τη γνωµοδότηση των πραγµατογνωµόνων και εποµένως έχει εξουσία να µην της προσδώσει βαρύτητα, αν δεν ακολουθήθηκαν οι οδηγίες που δόθηκαν στους πραγµατογνώµονες ή οι διευκρινίσεις των διαδίκων, και από την άλλη πλευρά έχει το δικαίωµα, αν το κρίνει σκόπιµο, να διατάξει είτε µε αίτηση των διαδίκων είτε και αυτεπάγγελτα, νέα πραγµατογνωµοσύνη ή επανάληψη ή συµπλήρωσή της από τους ίδιους ή άλλους πραγµατογνώµονες. ΚΠολ : 379, 380, 387, 388, ηµοσίευση: INLAW 2011 [75]
76 Αρµοδιότητα - Αρµοδιότητα πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων Αριθµός απόφασης: 1682 Έτος: Έννοια διοικητικής και ιδιωτικής σύµβασης. ικαιοδοσία. - Σύµφωνα µε το άρθρο 94 παράγραφος 1 του Συντάγµατος, όπως ίσχυε πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάµενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, από τις διαφορές δε αυτές, όσες δεν έχουν υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στην δικαιοδοσία τους εντός της οριζόµενης προθεσµίας πέντε ετών, που µπορεί να παρατείνεται µε νόµο. Σε εκτέλεση της συνταγµατικής αυτής διάταξης εκδόθηκε ο ν. 1406/1983, µε το άρθρο 1 παράγραφος 2 του οποίου υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, µεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρµογή της νοµοθεσίας των διοικητικών συµβάσεων (εδάφιο ι'), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύµβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερµηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόµενη της συµβάσεως αυτής αξίωση. Εξ άλλου, η σύµβαση είναι διοικητική, αν ένα από τα συµβαλλόµενα µέρη είναι το Ελληνικό ηµόσιο ή νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου και µε τη σύναψη της συµβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόµος έχει αναγάγει σε δηµόσιο, το δε Ελληνικό ηµόσιο ή νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύµβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύµβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυµβαλλόµενο µέρος, δηλαδή σε θέση µη προσιδιάζουσα στον δυνάµει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόµενο συµβατικό δεσµό (Ολ ΑΠ 7/2001, ΣτΕ 1372/2007, 3193/2006). Θεωρείται δε ότι παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και παρέχουν υπερέχουσα θέση στο ηµόσιο ή ΝΠ, οι διατάξεις ή οι ρήτρες εκείνες, που παρέχουν στα ανωτέρω, ( ηµόσιο ή ΝΠ ), τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν τα συµφέροντα τους, επιβάλλοντας κυρώσεις για παραβάσεις της σύµβασης ή γενικότερα, επεµβαίνοντας µονοµερώς προς διαµόρφωση του συµβατικού δεσµού. Συνεπώς, για το χαρακτηρισµό µιας σύµβασης ως διοικητικής είναι απαραίτητη η σωρευτική συνδροµή και των τριών πιο πάνω κριτηρίων. ΚΠολ : 1, Σ: 94, Νόµοι: 1406/1983, άρθ. 1, 9, ηµοσίευση: * ηµοσίευση: Ελ νη [76]
77 Ασφαλιστικά µέτρα - Ανάκληση απόφασης Αριθµός απόφασης: 1280 Έτος: Ανάκληση ασφαλιστικών µέτρων. - Κατά το άρθρο 698 παρ. 1 εδ. α και παρ. 2 ΚΠολ : "Η απόφαση που διέταξε ασφαλιστικό µέτρο ανακαλείται ολικά ή εν µέρει α) αν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη για την κύρια υπόθεση κατά εκείνου, ο οποίος είχε ζητήσει το ασφαλιστικό µέτρο και γίνει τελεσίδικη.... Η ανάκληση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 γίνεται µε αίτηση εκείνου, που έχει έννοµο συµφέρον, αν η κύρια υπόθεση είναι εκκρεµής, από το δικαστήριο, στο οποίο εκκρεµεί, και σε κάθε άλλη περίπτωση από το δικαστήριο που διέταξε το ασφαλιστικό µέτρο." Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, αν ασκηθεί αναίρεση κατά της ως άνω τελεσίδικης απόφασης, τότε, αρµόδιο για την ανάκληση του ασφαλιστικού µέτρου είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, διότι ο όρος " εκκρεµής υπόθεση" στην παρ. 2 του άρθρου 698 ΚΠολ χρησιµοποιείται όχι µε τη συνηθισµένη στη δικονοµική έννοια που περιλαµβάνει και την εκκρεµότητα της, υπόθεσης µετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης (βλ. ΑΠ 1354/2006). Από τις αυτές διατάξεις προκύπτει περαιτέρω, ότι η τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής είναι λόγος για υποχρεωτική ανάκληση του ασφαλιστικού µέτρου, ακόµα και αν έχει ασκηθεί έκτακτο ένδικο µέσο και ιδίως αναίρεση, το αρµόδιο, όµως, για την εκδίκαση της ανακλητικής αίτησης δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο του άρθρου 249 Κ.Πολ., να αναβάλει µε απόφαση του τη συζήτηση της ανακλητική αίτησης εωσότου εκδικασθεί το έκτακτο ένδικο µέσο, αν πιθανολογείται, ότι θα ευδοκιµήσουν οι λόγοι, στους οποίους θεµελιώνεται το έκτακτο ένδικο µέσο που εκκρεµεί (ΑΠ 896/2008). ΚΠολ : 249, 698, ηµοσίευση: INLAW 2011 * Ελ νη Ασφαλιστικά µέτρα - Ασφαλιστικά µέτρα νοµής ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Χανίων Αριθµός απόφασης: 36 Έτος: Ασφαλιστικά µέτρα νοµής. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 ΚΠολ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 έως 703 τα δικαστήρια, σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείµενος κίνδυνος, µπορούν να διατάζουν ασφαλιστικά µέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώµατος ή τη ρύθµιση µιας κατάστασης και να τα µεταρρυθµίζουν ή να τα ανακαλούν. Από το συνδυασµό των διατάξεων του ως άνω άρθρου και του άρθρου 690 παρ. 1 ΚΠολ, προκύπτει πως το δικαστήριο, προκειµένου να διατάξει τη λήψη ασφαλιστικού µέτρου, πρέπει προηγουµένως να πιθανολογήσει πως: 1) η προβαλλόµενη, ως ασφαλιστέα, αξίωση έχει γεννηθεί, δηλ. [77]
78 υφίστανται όλα τα - κατά την οικεία διάταξη νόµου, που είναι στην in concreto περίπτωση εφαρµοστέα - δικαιοπαραγωγικά γεγονότα της και 2) υπάρχει επείγουσα περίπτωση ή επικείµενος κίνδυνος. Πρόκειται για έννοιες που, προφανώς, δεν είναι ταυτόσηµες, διότι - διαφορετικά -δεν θα είχαν θέση και οι δύο στο κείµενο του νόµου. Οι προϋποθέσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (επείγον και κίνδυνος), αποτελούν στην ουσία το έννοµο συµφέρον του αιτούντος για τη λήψη ασφαλιστικού µέτρου. Συνεπώς, χαρακτηρίζονται ως διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και, εποµένως, αν δεν πιθανολογηθεί η συνδροµή τους, η αίτηση ασφαλιστικών µέτρων θα απορριφθεί, όχι ως κατ ουσίαν αβάσιµη, αλλά, ως απαράδεκτη. Επί προσβολών της νοµής, της κυριότητας και γενικά των απολύτων, δικαιωµάτων, η επείγουσα περίπτωση, δηλ. η ανάγκη να ενεργοποιηθεί προσωρινά η εριζόµενη έννοµη σχέση, παρίσταται αυτόθροη, όταν πιθανολογείται η ύπαρξη του ασφαλιστέου δικαιώµατος, καθώς και η προσβολή του. Ειδικότερα, όταν προσβάλλεται η νοµή (µε αποβολή ή διατάραξη), το δικαστήριο των ασφαλιστικών µέτρων έχει τη δυνατότητα να αποκαταστήσει προσωρινά την τρωθείσα φυσική εξουσία του αιτούντος στο διαφιλονικούµενο πράγµα, κατά τη ρητή διάταξη της ΚΠολ 734 παρ. 2, ακριβώς επειδή η προσβολή και µόνο της εν λόγω εξουσίας του, δηµιούργησε eo ipso την ανάγκη να συνεχίσει αυτός προσωρινά να ασκεί το διαφιλονικούµενο δικαίωµα του, µε άλλα λόγια να ενεργοποιηθεί προσωρινά το δικαίωµα του σε αυτό. εν απαιτείται δηλαδή αποδεικτική κρίση και περί της συνδροµής της επείγουσας περίπτωσης και συνεπώς, δεν απαιτείται, για να θεµελιωθεί νόµω η εν λόγω περίπτωση, κίνδυνος συγκρούσεων ή διαπληκτισµών των διαδίκων (βλ. Κ. Γεωργίου, Οι έννοιες του «επικείµενου κίνδυνου» και της «επείγουσας περίπτωσης» στη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, Ελ νη επ.). ΑΚ: 974, 976, 984, 987, 994, ΚΠολ : 682, , 690, 733, 734, ηµοσίευση: INLAW 2012 εδικασµένο - Αδικοπραξία Αριθµός απόφασης: 519 Έτος: Αδικοπραξία. εδικασµένο. - Από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324 και 331 ΚΠολ προκύπτει ότι, στην περίπτωση αδικοπραξίας από την οποία επήλθε βλάβη του σώµατος ή της υγείας προσώπου, η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί προηγούµενης αγωγής αποζηµιώσεως του ζηµιωθέντος, στηριζοµένης στην αυτή αδικοπραξία, αποτελεί δεδικασµένο στη νέα δίκη, µε την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζηµιώσεως για µεταγενέστερο χρόνο, ως προς τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, την υπαιτιότητα του εναγοµένου ή του προστηθέντος προσώπου, τη συνδροµή ή µη συνυπαιτιότητας του ενάγοντος και τις ζηµίες τις οποίες αυτός υπέστη κατά τη διάρκεια του χρόνου της προηγουµένης αγωγής. εν αποτελεί όµως δεδικασµένο για [78]
79 τις απαιτήσεις µεταγενεστέρου χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου είναι δυνατό να εξακολουθήσει η αδικοπραξία να αναδίδει ζηµιογόνες συνέπειες, που δεν προβλήθηκαν µε την προηγούµενη αγωγή (ΑΠ 867/88 Ελ νη ) Οι µεταγενέστερες αυτές απαιτήσεις του ζηµιωθέντος αποτελούν αντικείµενο ιδίων αποδείξεων, το δε δικαστήριο, µη δεσµευόµενο από το δεδικασµένο της προγενέστερης απόφασης, µπορεί να δεχθεί διαφορετική αναλογική σχέση των µεγεθών µεταξύ των αποδοχών του ζηµιωθέντος και της επιδικαστέας αποζηµίωσης, από εκείνη που δέχθηκε η προηγούµενη τελεσίδικη απόφαση για τον προηγούµενο χρόνο (ΑΠ 211/ ). ΚΠολ : 322, 324, 331, ηµοσίευση: INLAW 2011 * Ελ νη εδικασµένο - εδικασµένο σε περίπτωση µεταβολών του νοµοθετικού καθεστώτος Αριθµός απόφασης: 128 Έτος: εδικασµένο. Μεταβολή νοµοθετικού καθεστώτος. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. - Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 του ΚΠολ προκύπτει, ότι από τελεσίδικη απόφαση παράγεται δεδικασµένο και όταν το αντικείµενο της νέας δίκης, που διεξάγεται µεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όµως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώµατος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συµβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νοµικό ζήτηµα µε αυτό που κρίθηκε στην προηγούµενη δίκη. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει αν κατά το κρίσιµο για την µεταγενέστερη δίκη χρόνο έχει επέλθει µεταβολή του νοµικού καθεστώτος, που διέπει την έννοµη σχέση ή τις έννοµες συνέπειες, που απορρέουν από αυτή, αφού δεν υπάρχει τότε η απαιτούµενη για την ενεργοποίηση του δεδικασµένου ταυτότητα νοµικής αιτίας. Ειδικότερα, στην περίπτωση διαρκούς ενοχικής σχέσεως από την οποία πηγάζουν πλείονες έννοµες συνέπειες, όπως είναι η σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας, στην οποία η απασχόληση του µισθωτού θεµελιώνει ποικίλες αξιώσεις, που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόµους, ΣΣΕ ή Α, το δεδικασµένο των αποφάσεων, που κρίνουν επιµέρους αξιώσεις του µισθωτού, ως έννοµες συνέπειες της εν λόγω διαρκούς έννοµης σχέσεως, τελούν υπό την προϋπόθεση ότι το νοµοθετικό καθεστώς, που ισχύει κατά τον κρίσιµο χρόνο, θα παραµείνει αναλλοίωτο και στο µέλλον. - Η τελεσίδική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι η συνιστώσα προδικαστικό ζήτηµα για τις επιµέρους αξιώσεις του µισθωτού σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας διέπεται από πλέγµα υφισταµένων τότε διατάξεων και θα διέπεται και στο µέλλον από παρόµοιες µελλοντικές διατάξεις, δεν αποτελεί δεδικασµένο για την εκτός του κριθέντος χρονικού διαστήµατος και στο µέλλον αναγόµενη χρονική περίοδο, αν κατά την περίοδο αυτή δεν παρέµεινε αναλλοίωτο το προηγούµενο νοµοθετικό [79]
80 καθεστώς, δηλαδή αν οι ζητούµενες µε νεότερη αγωγή επιµέρους αξιώσεις του µισθωτού, που γεννήθηκαν σε µεταγενέστερο του ήδη κριθέντος χρονικό διάστηµα, στηρίζονται σε νέες νοµοθετικές διατάξεις, διάφορες εκείνων που ίσχυαν κατά την πρώτη δίκη. Τέτοιες νέες νοµοθετικές διατάξεις είναι, κατά το κανονιστικό τους µέρος, και οι όροι των ΣΣΕ ή.α., οι οποίοι προσδιορίζουν, ενόψει της ισχύος τους για συγκεκριµένη χρονική περίοδο (άρθρα 9 και 16 παρ. 3 του Ν. 1876/1990), όχι µόνο την έκταση, αλλά και την φύση των βασικών αποδοχών και των επιδοµάτων του µισθωτού για την περίοδο εκείνη. Εποµένως, από της ισχύος κάθε νέας ΣΣΕ ή Α µεταβάλλεται το νοµοθετικό καθεστώς και οι αποφάσεις που έκριναν τελεσιδίκως αξιώσεις των εργαζοµένων ορισµένου χρονικού διαστήµατος, ρυθµιζόµενες από τις ισχύουσες τότε ΣΣΕ ή Α, δεν αποτελούν δεδικασµένο και για τις αξιώσεις αυτών µεταγενέστερου χρονικού διαστήµατος, που στηρίζονται στις ισχύουσες κατά το διάστηµα αυτό νεότερες ΣΣΕ ή Α (ΟλΑΠ 10/2002). - Με την 42/1981 απόφαση του Πειραιώς, που κηρύχθηκε υποχρεωτική µε την 18749/1981 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, ρυθµίστηκαν οι όροι αµοιβής και εργασίας του απασχολούµενου µε σχέση εργασίας ιδιωτικού προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυµάτων, νοσοκοµείων κλπ του ηµοσίου, ΝΠ Α και ΟΤΑ και µε τον όρο 32 αυτής καθορίστηκαν τα κατώτερα όρια των βασικών ηµεροµισθίων και των βασικών µηνιαίων µισθών των ηλεκτροτεχνιτών, που εργάζονται στα εν λόγω νοσηλευτικά ιδρύµατα κλπ, ενώ µε τον όρο 12 της 74/1982 αποφάσεως του Αθηνών για τους όρους αµοιβής και εργασίας του ίδιου ως άνω προσωπικού, που κηρύχθηκε εκτελεστή µε την ΑΥΕ 17663/1982, προβλέπεται ότι το κατώτατο όριο βασικού µηνιαίου µισθού ή ηµεροµισθίου του προσωπικού αυτού δεν µπορεί να είναι µικρότερο από το κατώτατο όριο βασικού µηνιαίου µισθού ή ηµεροµισθίου της εθνικής γενικής συλλογικής συµβάσεως εργασίας (απόφαση 1/1982 του Αθηνών). Το νοµικό καθεστώς της ανωτέρω Α µετέβαλε η από ΕΣΣΕ, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική µε την ΑΥΕ 17853/1989 και ισχύει από Με την ΕΣΣΕ αυτή επεκτάθηκαν στο σύνολό τους οι διατάξεις του Ν.1505/1984 για το µισθολόγιο του προσωπικού της δηµόσιας διοικήσεως, όπως συµπληρώθηκαν µε το Ν. 1810/1988, στους εργαζοµένους (πλην ιατρών) µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, στα δηµόσια νοσοκοµεία της χώρας, οι οποίοι είναι µέλη σωµατείων που ανήκουν στην ΠΟΕ ΗΝ. Με το άρθρο 9 της εν λόγω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι τυχόν καταβαλλόµενες ανώτερες αποδοχές από αυτές που καθορίζονται µε τη συλλογική αυτή σύµβαση διατηρούνται. Τούτο έχει την έννοια της διατηρήσεως του ποσού των καταβαλλόµενων µέχρι της µεταβολής του νοµικού καθεστώτος ανώτερων αποδοχών και όχι της εξακολουθήσεως και µετά ταύτα του προϊσχύσαντος νοµικού καθεστώτος (ΟλΑΠ 10/2002). - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγµατα, κατά την έννοια του αριθµού 8 του ως άνω άρθρου, είναι οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση αγωγής ή ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. [80]
81 ΚΠολ : 321, 322, 324, 331, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 16, Νόµοι: 6422/1934, Ν : 2592/1953, Ν : 4548/1966, άρθ. 5, Π : 904/1978, άρθ. 2, Νόµοι: 1397/1983, ηµοσίευση: INLAW 2012 εδικασµένο - Όρια δεδικασµένου ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 1501 Έτος: εδικασµένο. - Κατά το άρθρο 324 ΚΠολ, δεδικασµένο υπάρχει µεταξύ των ίδιων προσώπων µε την ίδια ιδιότητα µόνο για το δικαίωµα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείµενο και την ίδια ιστορική και νοµική αιτία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ενέργεια του δεδικασµένου σε µεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει ότι η νέα αυτή δίκη αναφέρεται στο ίδιο αντικείµενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νοµική αιτία, δηλαδή στο ίδιο νοµικό γεγονός το παραγωγικό, τροποποιητικό, καταργητικό ή αποσβεστικό της συγκεκριµένης έννοµης σχέσης (βλ. ΑΠ 1550/2010). Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα πραγµατικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγµατικό της νοµικής διάταξης που εφαρµόστηκε κατά την προηγούµενη δίκη και ήταν αναγκαία κατά νόµον για την κατάφαση ή άρνηση της διαγνωσθείσας έννοµης συνέπειας, τα ίδια συγκροτούν το πραγµατικό εν όλω ή εν µέρει της νοµικής διάταξης που πρέπει να εφαρµοστεί στη νέα δίκη (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1198/1997 Ελ νη , ΑΠ 1033/1998 Ελ νη ). Μάλιστα δεδικασµένο υφίσταται, όταν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, και σε περίπτωση που το αντικείµενο της αξίωσης είναι διαφορετικό, υπό την προϋπόθεση της ταυτότητας της ιστορικής και νοµικής αιτίας (βλ. ΑΠ 1285/2001). Η απόρριψη της αγωγής ως µη νόµιµης δηµιουργεί δεδικασµένο, σύµφωνα µε τα προεκτεθέντα, όταν κατά τη διάρκεια της δεύτερης (νέας) δίκης θεµελιώνονται αξιώσεις ή δικαιώµατα επί του ισχυρισµού της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του δικαιώµατος του οποίου έγινε επίκληση στη πρώτη δίκη (βλ. Κονδύλη, Το δεδικασµένον κατά τον Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας 1983, σελ. 240). Το δεδικασµένο αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, που αφορά το αντικείµενο της δίκης, και η συνδροµή του καθιστά απαράδεκτη τη δεύτερη αγωγή (βλ. Κονδύλη, ό.π., σελ. 118, Κεραµέα, Αστικό δικονοµικό δίκαιο 1986, σελ ). Η ύπαρξη του, δε, ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως από το ικαστήριο (άρθρο 332 ΚΠολ - βλ. ΑΠ 1550/2010 ό.π., Κονδύλη, ό.π., σελ. 39, Κεραµέα, ό.π., σελ. 117). Εξάλλου σύµφωνα µε το άρθρο 254 παρ. 1 ΚΠολ, το οποίο εφαρµόζεται και στη διαδικασία των µισθωτικών διαφορών και των διαφορών µεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ' ορόφους (βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 2289/2004 Ε Πολ ), το δικαστήριο µπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωµένη, όταν [81]
82 κατά τη µελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αµφίβολα σηµεία που χρειάζονται συµπλήρωση ή επεξήγηση. Η παρεχόµενη από τη διάταξη αυτή εξουσία περιλαµβάνει και το δικαίωµα του δικαστηρίου να διατάξει την προσαγωγή των αναγκαίων για το σχηµατισµό της κρίσης του εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 338/2007, ΑΠ 1662/2005). ΚΠολ : 324, ηµοσίευση: INLAW 2011 ιάδικοι - ιαζευκτική και επικουρική εναγωγή Αριθµός απόφασης: 670 Έτος: εν επιτρέπεται η διαζευτική ή επικουρική εναγωγή. Κήρυξη ή µη απαραδέκτου.παρεµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 παρ.1, 218 και 219 ΚΠολ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευτική ή επικουρική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου ενάγοντος και του υποχρέου εναγοµένου πρέπει να είναι ορισµένο και θετικό και να συνάπτεται µε τα πραγµατικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγοµένου. ιαζευτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγοµένου και δικαιούχου ή υποχρέου αντίστοιχα, από την έννοµη σχέση της δίκης. Επικουρική δε εναγωγή υπάρχει, όταν ο δεύτερος και οι επόµενοι ενάγουν η ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής κατά του αµέσως προηγούµενου αυτών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για ενεργητική ή παθητική οµοδικία, αντίστοιχα, των άρθρων 74 επ. ΚΠολ, καθόσον οι ενάγοντες ή οι εναγόµενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας απαίτησης ή υποχρέωσης, αντίστοιχα, έναντι του εναγοµένου ή ενάγοντος, αντίστοιχα, αφού ένας µόνο είναι ο δικαιούχος ή ευθύνεται, αντίστοιχα αλλά υπάρχει αµφιβολία προς αυτούς. Εποµένως, επι διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής, περισσοτέρων προσώπων η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δηµιουργείται, επι µεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής, ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επι δε της επικουρικής εναγωγής, λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής, ως προς τον ενάγοντα ή τον εναγόµενο, η οποία δεν επιτρέπεται και συνεπώς απορρίπτεται και µε αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο (ΑΠ 1821/2007). - Εξάλλου, κατ' άρθρο 559 αριθ.14 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα ή απαράδεκτο. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολ επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο της ουσίας παρεµόρφωσε το περιεχόµενο εγγράφου µε το να δεχθεί πραγµατικά περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως έγγραφα, η παραµόρφωση [82]
83 του περιεχοµένου των οποίων ιδρύει λόγο αναιρέσεως θεωρούνται τα από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολ προβλεπόµενα αποδεικτικά έγγραφα. Ως εκ τούτου δεν είναι έγγραφα εκείνα τα οποία αποτυπώνουν στο περιεχόµενο τους άλλα αποδεικτικά µέσα (ΑΠ 310/1999) όπως είναι τα πρακτικά της δίκης και οι εκθέσεις ένορκης εξέτασης ή βεβαίωσης µαρτύρων κατά το µέρος που περιλαµβάνει τα υπό του µάρτυρος ενόρκως κατατεθέντα ή βεβαιωθέντα (ΑΠ 751/1999). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν η δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εποµένως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισµό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991). ΚΠολ : 68, 74, 75, 79, 118, 216, 218, 219, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 14, 559 αριθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2011 * Ελ νη ιάδικοι - Ικανότητα διαδίκου Αριθµός απόφασης: 307 Έτος: Ικανότητα διαδίκου. Συγχώνευση εταιρειών. Προθεσµία άσκησης αναίρεσης κατά απόφασης του πρωτοβάθµιου πολιτικού δικαστηρίου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Σύµφωνα µε το άρθρο 62 ΚΠολ "όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείµενο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος". Κατά δε το άρθρο 61 ΑΚ "το νοµικό πρόσωπο αποκτά προσωπικότητα αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόµος", ενώ η διάλυση του νοµικού προσώπου δεν θίγει την ικανότητά του να είναι υποκείµενο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων- άρα και της έννοµης σχέσης της δίκης- αφού κατ' άρθρο 72 ΑΚ, µόλις το νοµικό πρόσωπο διαλυθεί βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση, ωσότου δε περατωθεί η εκκαθάριση και για τις ανάγκες της θεωρείται ότι υπάρχει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 73 ΚΠολ το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, αν συντρέχει η, κατά το άρθρο 62 προϋπόθεση, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 313 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία "µπορεί να επιδιωχθεί µε αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας µιας δικαστικής απόφασης, αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νοµικού προσώπου". Περαιτέρω, στην περίπτωση συγχώνευσης ανωνύµων εταιριών, που επέρχεται είτε µε τη σύσταση νέας εταιρίας είτε µε απορρόφηση είτε µε εξαγορά της µιας από την άλλη, ορίζει το άρθρο 75 του Ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 11 Π 498/1987 (ΦΕΚ Α' 236), ότι: "1.Από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιριών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καµία άλλη διατύπωση... τα ακόλουθα αποτελέσµατα: α) η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώµατα και τις [83]
84 υποχρεώσεις της ή των απορροφούµενων εταιριών και η µεταβίβαση αυτή εξοµοιώνεται µε καθολική διαδοχή... γ) οι απορροφούµενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν... 2) Οι εκκρεµείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή κατ' αυτής, χωρίς καµία ειδικότερη διατύπωση από µέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της". Η έννοια της, κατά τα άνω συγχώνευσης, είναι ότι µε αυτή, η συγχωνευόµενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς να µεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανιζόµενη ως υποκείµενο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων και ότι η νέα εταιρία, ως διάδοχος των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων, συνεχίζει τις εκκρεµείς δίκες (πρβλ. ΟλΑΠ 12/1999). - Το άρθρο 553 παρ. 1 του ΚΠολ ορίζει ότι "αναίρεση επιτρέπεται µόνο κατά των αποφάσεων που δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας και έφεση". Εξάλλου, το άρθρο 321 του ίδιου κώδικα ορίζει ότι "όσες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασµένο". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να προσβληθεί µε το ένδικο µέσο της αναιρέσεως απόφαση του πρωτοβάθµιου πολιτικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε, όπως στην προκείµενη περίπτωση, αντιµωλία των διαδίκων, πρέπει αυτή να είναι τελεσίδικη και ότι η πρωτοβάθµια απόφαση, η οποία υπόκειται σε έφεση γίνεται, αν δεν είναι κατά την έκδοσή της, τελεσίδικη, για κάποια αιτία που έχει επέλθει, π.χ. διότι έχει περάσει η προθεσµία για έφεση ή διότι ο διάδικος έχει παραιτηθεί από το δικαίωµα προς άσκηση της έφεσης ή διότι αυτός έχει παραιτηθεί από το δικόγραφο της έφεσης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρχει πλέον προθεσµία προς άσκησή της. Η προθεσµία της αναίρεσης, που κατ' άρθρο 564 παρ.1 ΚΠολ, είναι τριάντα ηµέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, ηρεµεί όσο διαρκεί η προθεσµία της έφεσης, δηλαδή αρχίζει αφού περάσει η προθεσµία της έφεσης, που είναι, στην περίπτωση που επιδόθηκε η πρωτόβαθµη απόφαση, κατά το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολ, τριάντα ηµέρες. ηλαδή η προθεσµία της αναίρεσης είναι συνολικά εξήντα ηµέρες τριάντα ηµέρες για να περάσει η προθεσµία της έφεσης και να γίνει τελεσίδικη η πρωτόβαθµη απόφαση και άλλες τριάντα ηµέρες από την ηµέρα που έγινε τελεσίδικη για να ασκηθεί µέσα στην προθεσµία αυτή η αναίρεση. ΑΚ: 61, 72, ΚΠολ : 62, 73, 313, 518, 553, 564, Νόµοι: 2190/1920, άρθ. 75, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ * ηµοσίευση: Ελ νη , [84]
85 ιαιτησία - Ακύρωση διαιτητικής απόφασης Αριθµός απόφασης: 1610 Έτος: Ακύρωση διαιτητικής απόφασης. Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδος. Στη µόνιµη διαιτησία του Τεχνικού Επιµελητηρίου της Ελλάδος, µπορούν να υπάγονται προς επίλυση µόνο "τεχνικές διαφορές". - Κατά τη διάταξη του άρθρου 897 αριθµ. 4 του ΚΠολ, η διαιτητική απόφαση µπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν µέρει, µόνο µε δικαστική απόφαση, αν εκείνοι που την εξέδωσαν ενέργησαν υπερβαίνοντας την εξουσία που τους παρέχει η συµφωνία για τη διαιτησία ή ο νόµος. Εποµένως, ακυρώσιµη είναι η απόφαση διαιτητών που προέβησαν σε επίλυση διαφοράς, η οποία κατά το νόµο αποκλείεται από τη δικαιοδοσία τους. - Σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 902 ΚΠολ, "στα επιµελητήρια, στα χρηµατιστήρια αξιών και εµπορευµάτων και στις επαγγελµατικές ενώσεις προσώπων οι οποίες αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµόσιου δικαίου µπορούν, µε προηγούµενη γνωµοδότηση του διοικητικού τους συµβουλίου, να οργανώνονται µόνιµες διαιτησίες, µε διατάγµατα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του υπουργού της δικαιοσύνης και του υπουργού που έχει την εποπτεία του επιµελητηρίου, του χρηµατιστηρίου ή της ένωσης". (παρ. 1). "Τα διατάγµατα της παρ. 1 ορίζουν ποιες διαφορές µπορούν να υπαχθούν στη διαιτησία κάθε επιµελητηρίου, χρηµατιστηρίου ή ένωσης, καθώς και τις λεπτοµέρειες για την οργάνωση της διαιτησίας" (παρ. 2). Με βάση την πιο πάνω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 902 ΚΠολ, εκδόθηκε το Π 723/1979 "περί συστάσεως παρά τω Τεχνικώ Επιµελητηρίω της Ελλάδος µονίµου διαιτησίας", στο άρθρο 1 του οποίου ορίζονται τα ακόλουθα: "Συνιστάται παρά τω τεχνικώ επιµελητηρίω της Ελλάδος (ΤΕΕ) µόνιµος διαιτησία προς επίλυσιν τεχνικών διαφορών" (παρ. 1). "Ως τεχνικαί διαφοραί νοούνται αι πάσης φύσεως διαφοραί αι προερχόµεναι εκ συµβάσεων µελέτης, εκτελέσεως, συντηρήσεως, λειτουργίας ή πάσης ετέρας αναλόγου επεµβάσεως επί τεχνικών έργων, κατασκευών, εγκαταστάσεων και εν γένει επί θεµάτων εµπιπτόντων εις τας επιστηµονικάς γνώσεις ή εµπειρίας των µελών του ΤΕΕ" (παρ. 2). Εποµένως, στη µόνιµη διαιτησία του Τεχνικού Επιµελητηρίου της Ελλάδος, µπορούν να υπάγονται προς επίλυση µόνο "τεχνικές διαφορές", µε την προαναφερόµενη έννοια που το ίδιο το 723/1979 π.δ/γµα ορίζει. Ο νοµοθέτης υπήγαγε µόνο τις διαφορές αυτές στη µόνιµη διαιτησία του ΤΕΕ, διότι απέβλεψε στις ειδικές επιστηµονικές και τεχνικές γνώσεις και εµπειρίες των µελών του. Εξ' αυτών έπεται ότι α) ως τεχνικές διαφορές κατά την έννοια του νόµου πρέπει να νοηθούν οι διαφορές που ανακύπτουν από συµβάσεις έχουσες ως άµεσο αντικείµενο τεχνικά έργα, κατασκευές, εγκαταστάσεις ή θέµατα εµπίπτοντα στις επιστηµονικές γνώσεις ή εµπειρίες των µελών του ΤΕΕ και όχι απλώς έµµεση σχέση µε τέτοια έργα κλπ και 2) αποκλείεται η υπαγωγή στη διαιτησία αυτή άλλων διαφορών, που δεν είναι "τεχνικές", αφού αυτές κείνται πέραν της προαναφερόµενης εξουσιοδοτήσεως, αλλά και πέραν της ρητής εξαιρετικής ρυθµίσεως του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν 723/1979. Τέτοιες άλλες (µη τεχνικές) προδήλως είναι και οι διαφορές, [85]
86 οι οποίες ανακύπτουν από σύµβαση εµπορικής αντιπροσωπείας, έστω και αν το αντικείµενο της συγκεκριµένης εµπορικής δραστηριότητας είναι τεχνικό έργο κατασκευή ή εγκατάσταση, όπως είναι οι εισαγόµενες προκατασκευασµένες οικοδοµές από φυσικούς κορµούς δένδρων, αφού στην περίπτωση αυτή το άµεσο αντικείµενο της συµβάσεως είναι η σχέση της εµπορικής αντιπροσωπείας και όχι η µελέτη, εκτέλεση, συντήρηση, λειτουργία τεχνικού έργου κατασκευής ή εγκαταστάσεως, άλλη ανάλογη επέµβαση επί τέτοιου έργου κατασκευής ή εγκαταστάσεως ή άλλο θέµα που εµπίπτει στις επιστηµονικές γνώσεις ή εµπειρίες των µελών του ΤΕΕ. Εποµένως, αν, µε συµφωνία, υπαχθεί στη µόνιµη διαιτησία του ΤΕΕ οποιαδήποτε άλλη διαφορά, που δεν είναι τεχνική, κατά την παραπάνω έννοια, η σχετική διαιτητική απόφαση είναι ακυρώσιµη, γιατί, οι διαιτητές που την εξέδωσαν, υπερέβησαν την εξουσία που τους έχει παράσχει ο νόµος. - Η προαναφερόµενη διάταξη, µε την οποία θεσπίζεται η ακυρωσία των διαιτητικών αποφάσεων, είναι διάταξη ουσιαστικού δικαίου, η δε παραβίασή της ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο ως πληµµέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ. ΚΠολ : 897, 902, Ν : 723/1979, άρθ. 1, ηµοσίευση: INLAW 2009 * ΕφΑ * ΧρΙ * Ελ νη ιαιτησία - Ακύρωση διαιτητικής απόφασης Αριθµός απόφασης: 102 Έτος: ιεθνής εµπορική διαιτησία. Ακύρωση διαιτητικής απόφασης. Υπέρµετρη αποζηµίωση. - Κατά το άρθρ. 1 του Ν. 2735/1999, οι διατάξεις του εφαρµόζονται στη διεθνή εµπορική διαιτησία, της οποίας ο τόπος βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, είναι δε διεθνής η διαιτησία όταν, εκτός άλλων περιπτώσεων, τα µέρη έχουν, κατά τη σύναψη της συµφωνίας διαιτησίας, την εγκατάστασή τους σε διαφορετικά κράτη. Κατά το άρθρ. 19 παρ. 1 του ίδιου νόµου και µε την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεών του, τα µέρη, µε συµφωνία τους, καθορίζουν ελεύθερα τη διαιτητική διαδικασία, ενώ και κατά τον ερµηνευτικό κανόνα του άρθρ. 2περ.(ε) του αυτού νόµου, όπου ο νόµος αυτός αναφέρεται σε συµφωνία των µερών ή στη δυνατότητά τους να προσέλθουν σε συµφωνία, η σχετική αναφορά εκτείνεται και στους κανόνες διαιτησίας που περιλαµβάνονται στη συµφωνία. Συνεπώς τα µέρη µπορούν να συµφωνήσουν ότι η διαιτησία θα διεξαχθεί κατά τον Κανονισµό ιαιτησίας (Rules of Arbitration) του ιεθνούς Εµπορικού Επιµελητηρίου- ΕΕ (International Chamber of Commerce- ICC),δηλαδή κατά θεσµοποιηµένη διαιτησία, στην οποία αναφέρεται και ο ερµηνευτικός κανόνας του άρθρ. 2περ.(α) του Ν. 2735/1999. Κατά το άρθρ. 6 παρ. 1 του Κανονισµού ιαιτησίας του ΕΕ, εφόσον τα µέρη έχουν συµφωνήσει στην υποβολή διαφοράς σε διαιτησία κατά τον Κανονισµό αυτό, θεωρείται ότι έχουν ipso [86]
87 facto υπαχθεί στον Κανονισµό, όπως ισχύει κατά την ηµέρα έναρξης της διαιτητικής διαδικασίας, εκτός αν συµφώνησαν στην εφαρµογή του Κανονισµού, όπως ίσχυε κατά την ηµέρα κατάρτισης της διαιτητικής συµφωνίας τους, κατά δε το άρθρ. 4 παρ. 1, 2 & 3 του ίδιου Κανονισµού, το µέρος που επιθυµεί να προσφύγει στη διαιτησία σύµφωνα µε τον Κανονισµό, πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση (προσφυγή) στη Γραµµατεία του ιεθνούς ιαιτητικού ικαστηρίου, οπότε η ηµέρα λήψης της αίτησης από τη Γραµµατεία θεωρείται ως η ηµέρα έναρξης της διαιτητικής διαδικασίας, πρέπει δε η αίτηση, µεταξύ άλλων, να περιέχει έκθεση του αντικειµένου και των περιστατικών της διαφοράς, το είδος της ζητούµενης προστασίας και προσδιορισµό, κατά το δυνατόν, του τυχόν αιτούµενου ποσού. Περαιτέρω κατά το άρθρ. 18 παρ. 1 του αυτού Κανονισµού, µόλις το ιαιτητικό ικαστήριο λάβει από τη Γραµµατεία του ιεθνούς ιαιτητικού ικαστηρίου το φάκελο της υπόθεσης, συντάσσει πράξη- πλαίσιο για τους όρους διεξαγωγής της διαιτησίας (Terms of Reference), στην οποία, µεταξύ άλλων, περιέχεται περιληπτική έκθεση των αξιώσεων κάθε µέρους και της ζητούµενης προστασίας, µε ένδειξη, κατά το δυνατόν, και του αιτούµενου από κάθε µέρος ποσού. Μετά την υπογραφή της πράξης αυτής ή την έγκρισή της από το ιεθνές ιαιτητικό ικαστήριο, ορίζεται στο άρθρ. 19 του Κανονισµού, ότι είναι απαράδεκτη η υποβολή νέων αιτηµάτων ή ανταιτηµάτων που υπερβαίνουν τα όρια της πράξης, εκτός αν αυτό επιτραπεί από το ιαιτητικό ικαστήριο. Αντίστοιχα και το άρθρ. 23 παρ. 2 του Ν. 2735/1999, ορίζει ότι αν δεν έχει συµφωνηθεί διαφορετικά, κάθε µέρος µπορεί, κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας, να τροποποιήσει ή να συµπληρώσει το αγωγικό του αίτηµα ή την απάντησή του, εκτός αν τούτο δεν επιτραπεί από το ιαιτητικό ικαστήριο λόγω της καθυστερηµένης προβολής του. Εξ άλλου κατά το άρθρ. 18 του ως άνω νόµου, κατά τη διαιτητική διαδικασία τηρείται η αρχή της ίσης µεταχείρισης των µερών και δικαιούται κάθε µέρος να αναπτύξει τους ισχυρισµούς του και να προσκοµίσει τις αποδείξεις του (όµοια και η διάταξη του άρθρ. 886 παρ. 2 ΚΠολ ), δηλαδή εκτός από την αρχή της ισότητας διασφαλίζεται και το δικαίωµα ακρόασης των µερών, το οποίο υλοποιείται µε τις διατάξεις του άρθρ. 24 παρ. παρ. 2 & 3 του αυτού νόµου, που ορίζουν ότι τα µέρη ειδοποιούνται από το ιαιτητικό ικαστήριο εγκαίρως πριν από κάθε συνεδρίαση και κάθε διεξαγωγή αποδείξεων, ενώ δικόγραφα, αποδεικτικά έγγραφα και δηλώσεις ή πληροφορίες που το ένα µέρος υποβάλει ή ανακοινώνει στο ιαιτητικό ικαστήριο, κοινοποιούνται στο άλλο µέρος. Το ίδιο δικαίωµα ακρόασης διασφαλίζεται στο πλαίσιο του Κανονισµού ιαιτησίας του ΕΕ µε τις πρόνοιες των άρθρ. 21 παρ. 1 & 3 και 22 παρ. 1, σύµφωνα µε τις οποίες τα µέρη δικαιούνται να παρευρίσκονται στη συζήτηση της υπόθεσης και καλούνται πριν από εύλογη προθεσµία από το ιαιτητικό ικαστήριο, το οποίο κηρύσσει τη διαδικασία περαιωµένη, εφόσον κρίνει ότι δόθηκε στα µέρη η δυνατότητα να υποστηρίξουν εύλογα την υπόθεσή τους, οπότε και δεν είναι πλέον δεκτή η υποβολή εγγράφων ή η προβολή ισχυρισµών ή αποδεικτικών στοιχείων, εκτός αν ζητηθεί ή επιτραπεί από το ιαιτητικό ικαστήριο. Από το σύνολο των παραπάνω ρυθµίσεων συνάγεται ότι η διαιτητική διαδικασία (διεθνής ή και εσωτερική), καθοριζόµενη κατ' αρχήν ελεύθερα από τα µέρη, χαρακτηρίζεται από ελαστικότητα και συνεπώς τα µέρη, εφόσον δεν συµφωνήθηκε διαφορετικά, µπορούν, µε ρητή ή σιωπηρή συναίνεση του ιαιτητικού [87]
88 ικαστηρίου, να τροποποιήσουν ή να συµπληρώσουν τα αιτήµατα ή ανταιτήµατά τους κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας και µάλιστα στο πλαίσιο του Κανονισµού ιαιτησίας του ΕΕ είναι επιτρεπτή, µε την άδεια του ιαιτητικού ικαστηρίου, η υποβολή και νέων αιτηµάτων ή ανταιτηµάτων, ακόµη και µετά το πέρας της διαδικασίας, µε την προϋπόθεση ότι αφορούν στην αυτή έννοµη σχέση, που εκκρεµεί στο ιαιτητικό ικαστήριο και δεν θίγονται κατ' αυτόν τον τρόπο οι αρχές της ισότητας και της ακρόασης των µερών. - Κατά τη διάταξη του άρθρ. 34 παρ. 2β(ββ) του Ν. 2735/1999, η διαιτητική απόφαση µπορεί να ακυρωθεί και όταν είναι αντίθετη προς τη διεθνή δηµόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στο άρθρ. 33 του ΑΚ, δηλαδή όταν προσκρούει στις θεµελιώδεις πολιτειακές, δικαιϊκές, κοινωνικές, ηθικές ή οικονοµικές αντιλήψεις που κρατούν στη Χώρα και συγκροτούν την έννοια της εγχώριας δηµόσιας τάξης (ΟλΑΠ 17/1999, ΑΠ 1066/2007, 1532/2008). Η αντίθεση προς τη δηµόσια τάξη, που διαταράσσει τον έννοµο ρυθµό της Χώρας, πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περιεχόµενο της διαιτητικής απόφασης στο σύνολό της, δηλαδή όχι µόνο από το διατακτικό της, αλλά και από το αιτιολογικό της (ΟλΑΠ 13/1995). Όµως δεν προσβάλλεται η δηµόσια τάξη κατά την παραπάνω έννοια και δεν θεµελιώνεται συνεπώς ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτή εσφαλµένα ερµήνευσε και εφάρµοσε το νόµο ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν έτσι, σε συνδυασµό και µε το διατακτικό της απόφασης, δηµιουργείται κατάσταση αντίθετη προς τις ως άνω θεµελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννοµης τάξης (ΑΠ 1273/2003, 40/2010). - Ναι µεν η αποζηµίωση έχει κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρ. 297, 298 ΑΚ) καθαρά αποκαταστατικό χαρακτήρα, είτε ως συµβατική είτε ως εξωσυµβατική ενοχή, όµως η επιδίκαση πρόσθετου χρηµατικού ποσού, πέραν της πραγµατικής ζηµίας, δεν απαγορεύεται γενικώς, εφόσον δεν είναι υπέρµετρη (βλ. ενδεικτικά τις περιπτώσεις των άρθρ. 405 παρ. 2 και 407 ΑΚ, 1 του Ν. 435/1976, 3 παρ. 4 του Ν. 1703/1987 και 65 παρ. 2 του Ν. 2121/1993). Εποµένως η επιδίκαση πρόσθετης "αποζηµίωσης" υπό οποιαδήποτε µορφή δεν προσκρούει καθ' εαυτή στη δηµόσια τάξη της Χώρας, έστω και αν συντελεί στον πλουτισµό του ζηµιωθέντος (ΟλΑΠ 17/1999), ο οποίος (πλουτισµός) είναι περαιτέρω ανεκτός και στο πλαίσιο του άρθρ. 930 παρ. 3 ΑΚ. - Κατά τη διάταξη του άρθρ. 7 παρ. 1 του Ν. 2735/1999, συµφωνία διαιτησίας είναι η συµφωνία µε την οποία τα µέρη υπάγουν σε διαιτησία όλες τις διαφορές ή ορισµένες διαφορές που έχουν προκύψει ή ενδέχεται να προκύψουν µεταξύ τους από µια έννοµη σχέση, συµβατική ή µη συµβατική. Συνεπώς σαφώς ορίζεται στη διάταξη αυτή ότι η συµφωνία διαιτησίας, η οποία κατά το άρθρ. 16 παρ. 1εδ.β του ίδιου νόµου χαρακτηρίζεται ως αυτοτελής συµφωνία, έστω και αν έχει ενσωµατωθεί στο κείµενο της κύριας ουσιαστικής συµφωνίας των µερών, µπορεί να αφορά και σε µελλοντικές διαφορές τους, οι οποίες δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύονται στη διαιτητική συµφωνία, εφόσον συνάγεται απ' αυτή, µε τη βοήθεια αναλόγως και των ερµηνευτικών κανόνων των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ, ότι εµπίπτουν στο εύρος της. Εξ άλλου ναι µεν η εσφαλµένη νοµική ή ουσιαστική κρίση των διαιτητών αναφορικά µε τα επιµέρους ζητήµατα της διαιτητικής δίκης δεν συνιστά καθ' εαυτή υπέρβαση εξουσίας και γενικώς δεν θεµελιώνει λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης κατά το άρθρ. 34 του Ν. 2735/1999 ή αναλόγως κατά το άρθρ. 897 του ΚΠολ (ΑΠ [88]
89 40/2010), όµως διαφορετικό ζήτηµα είναι και θεµελιώνει σχετικό λόγο ακύρωσης η εσφαλµένη κατάφαση από το διαιτητικό δικαστήριο της ύπαρξης δικαιοδοσίας του για συγκεκριµένη διαφορά ή κατηγορία διαφορών. - Η παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκδίκαση αγωγής ακύρωσης διαιτητικής απόφασης, ότι από τη διαιτητική συµφωνία αποδεικνύεται ότι το διαιτητικό δικαστήριο δίκασε για αντικείµενο που είχε ή δεν είχε υποβληθεί µε τη συµφωνία αυτή στη δικαιοδοσία του, αποτελεί εκτίµηση πραγµατικού γεγονότος που δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 404/2000), µόνον όµως ως προς την τυπική ακρίβεια αυτής καθ' εαυτής της σχετικής παραδοχής, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας περιορίσθηκε στην παραδοχή αυτή χωρίς άλλες διευκρινήσεις. Όταν όµως στην απόφασή του παρατίθενται και άλλες παραδοχές, που ανατρέπουν την προηγούµενη παραδοχή του, ασφαλώς και ελέγχεται αναιρετικά η ορθότητα ή η επάρκεια της σχετικής κρίσης του. ΑΚ: 173, 200, 297, 298, 405, 407, 930, ΚΠολ : 897, Νόµοι: 2121/1993, άρθ. 65, Νόµοι: 2735/1999, άρθ. 1, 7, 19, 23, 34, ηµοσίευση: INLAW 2012 ιαταγή απόδοσης µισθίου - Γενικά ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Σάµου Αριθµός απόφασης: 270 Έτος: ιαταγή απόδοσης µισθίου. Καταγγελία µίσθωσης. εκτή η αίτηση αναστολής. - Μετά δηλαδή την επέλευση των αποτελεσµάτων της καταγγελίας δηλ. την πάροδο της νόµιµης προθεσµίας επέρχεται η λύση της µίσθωσης και δεν µπορεί πλέον να ανατραπεί η καταγγελία. ύναται δε, να καταρτιστεί νέα σύµβαση µίσθωσης έστω και σιωπηρά όµως εν προκειµένω αν και ο αιτών συνέχισε να παραµένει στην χρήση του µισθίου, η καθ ής η αίτηση εξέφρασε την αντίθεση της ασκώντας το δικαίωµα της για απόδοση του µισθίου και συνεπώς διεκδικώντας η καθ ής την απόδοση του µισθίου δεν συνάγεται βούληση της για την κατάρτιση νέας σύµβασης, η δε είσπραξη για το χρόνο από και εφεξής µισθωµάτων µπορεί ενδεχοµένως να θεωρηθεί ως αποζηµίωση χρήσης κατ άρθ. 601 ΑΚ, εφόσον η µίσθωση έληξε µετά την παρέλευση µηνός από την κοινοποίηση της καταγγελίας (βλ. ΕφΠειρ 839/2005 Ελ νη , ΜονΠρωτΧαλκίδας 86/2008, ΜονΠρωτΛαρ 548/2000).Εποµένως, ακύρως εκδόθηκε η προσβαλλόµενη επιταγή εκτέλεσης διαταγής απόδοσης µισθίου καθόσον πιθανολογήθηκε ότι δεν υφίστατο κατά το χρόνο της αίτησης διαταγής απόδοσης ενεργή µίσθωση και ούτε βούληση κατάρτισης νέας σύµβασης µίσθωσης. ΑΚ: 597, 601, ΚΠολ : 80, 686 επ., 933, 938, ηµοσίευση: INLAW 2010 [89]
90 ιαταγή Πληρωµής - Ανακοπή άρθρ. 632 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 298 Έτος: Περιεχόµενο ανακοπής κατά διαταγής πληρωµής. Επιταγή. Προσωπικές ενστάσεις. Έφεση. - Κατά το άρθρο 585 παρ. 2 ΚΠολ, που εφαρµόζεται και επί της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωµής (άρθρ. 632 ΚΠολ ), το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους αυτής. Νέοι δε λόγοι µπορούν να προταθούν µόνο µε πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραµµατεία του δικαστηρίου, όπου απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ηµέρες πριν από τη συζήτηση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία κάθε δικογράφου και τους λόγους που αποτελούν την ιστορική της βάση, δηλαδή πρέπει να προσδιορίζονται σ' αυτό (δικόγραφο) συγκεκριµένα οι ελλείψεις εκείνες, διαδικαστικές ή ουσιαστικές, που δικαιολογούν την ακύρωση της ανακοπτόµενης διαταγής πληρωµής. Η µη τήρηση των διατάξεων αυτών επάγεται το απαράδεκτο της ανακοπής, λόγω αοριστίας. - Στη διάταξη του άρθρου 22 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής" ορίζεται ότι κατά του νόµιµου κοµιστή της επιταγής δεν µπορούν τα πρόσωπα που ευθύνονται από αυτή να προτείνουν ενστάσεις που στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις αυτών µε τον εκδότη ή προηγούµενους κοµιστές, εκτός εάν ο κοµιστής ενήργησε κατά την κτήση της επιταγής "εν γνώσει" προς βλάβη του οφειλέτη. Η διάταξη αυτή καταλαµβάνει τις ουσιαστικές ενστάσεις και η αρχή του απροβλήτου αυτών στοχεύει στην εδραίωση της πίστεως των πιστωτικών τίτλων και στην ανάπτυξη της κυκλοφορίας τους, η αρχή όµως αυτή κάµπτεται, εφόσον εκείνος προς τον οποίον µεταβιβάσθηκε µε οπισθογράφηση η επιταγή διατελούσε κατά τον χρόνο της οπισθογράφησης σε κακή πίστη και µε την αποδοχή της προς αυτόν µεταβίβασης της επιταγής ενεργούσε προς βλάβη του οφειλέτη. Τα περιστατικά αυτά, σε περίπτωση ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 632 ΚΠολ από εκείνον σε βάρος του οποίου εκδόθηκε διαταγή πληρωµής βάσει της επιταγής, πρέπει να εκτίθενται στο σχετικό δικόγραφο και ακολούθως να αποδεικνύονται από αυτόν, διότι η καλή πίστη τεκµαίρεται πάντοτε, άλλως ο λόγος ανακοπής είναι αόριστος. - Κατά το άρθρο 522 ΚΠολ, µε την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση µεταβιβάζεται στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο µέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Κατά το άρθρο 534, αν το αιτιολογικό της απόφασης που έχει προσβληθεί µε έφεση κρίνεται εσφαλµένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Κατά το άρθρο 536 το δευτεροβάθµιο δικαστήριο δεν µπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. Οι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου δεν εφαρµόζονται, όταν το δευτεροβάθµιο δικαστήριο µετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει [90]
91 την υπόθεση κατ' ουσίαν. Από τον συνδυασµό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει α) ότι από το µεταβιβαστικό αποτέλεσµα της έφεσης το Εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισµούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 και 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη µία πλευρά, όσο και από την άλλη και παρόλο που ο εκκαλών, µε την έφεση, παραπονείται γιατί η αγωγή ή ο λόγος της ανακοπής απορρίφθηκε ως νόµω ή ουσιαστικά αβάσιµη, να κρίνει, µετά και αυτεπάγγελτη µάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή ή ο λόγος της ανακοπής δεν περιέχει τα στοιχεία τα οποία απαιτεί η διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολ και εποµένως είναι αόριστος και β) ότι µόνο του το τυπικό (δικονοµικό) σφάλµα του Εφετείου σε σχέση µε την εφαρµογή του άρθρου 534 δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως, εκτός αν το εντεύθεν παραγόµενο δεδικασµένο δεν έχει την ίδια έκταση, εκ τούτου δε επέρχεται βλάβη του διαδίκου που δικαιολογεί το έννοµο συµφέρον του. Στην προκειµένη περίπτωση, το Εφετείο, σύµφωνα µε τις εκτεθείσες παραδοχές του, χωρίς να εξαφανίσει προηγουµένως την πρωτόδικη (εκκαλουµένη) απόφαση, απέρριψε ως αόριστο τον µοναδικό λόγο της ανακοπής της αναιρεσείουσας, αντικαθιστώντας απλώς την αιτιολογία της εκκαλουµένης απόφασης που τον είχε απορρίψει ως µη νόµιµο. Με την διατύπωση όµως απορριπτικής αιτιολογίας διαφορετικής νοµικής κατηγορίας από εκείνη του πρωτοδικείου, το Εφετείο δεν κατέληξε σε δυσµενέστερο για την αναιρεσείουσα, διατακτικό. Τούτο δε, διότι µε την επωφελέστερη συναφώς αιτιολογία της προσβαλλόµενης απόφασης, προς την οποία συναρτάται άµεσα το διατακτικό της, το δυσµενές γι' αυτή (αναιρεσείουσα) δεδικασµένο δεν έχει την ίδια έκταση, αφού, υπό την εκδοχή του Εφετείου, δεν εµποδίζεται η αναιρεσείουσα να επαναφέρει µε νέο δικόγραφο κατά τρόπο σαφή και ορισµένο τον επίµαχο λόγο της ανακοπής της και ως εκ τούτου δεν επήλθε σ' αυτή βλάβη που να δικαιολογεί έννοµο συµφέρον της να προσβάλει κατά τούτο της δευτεροβάθµια απόφαση. ΚΠολ : 522, 525, 527, 534, 536, 585, 632, Νόµοι: 5960/1933, άρθ. 22, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΝοΒ * Ελ νη , σχολιασµός Ι.Ν. Κατράς * ιαταγή Πληρωµής - Ανακοπή άρθρ. 632 ΚΠολ ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Πειραιώς Αριθµός απόφασης: 3015 Έτος: ιαταγή πληρωµής. ωσιδικία. Παρέκταση αρµοδιότητας. έχεται την ανακοπή. - Για την έκδοση διαταγής πληρωµής, κατά τόπον αρµόδιος είναι ο δικαστής του ικαστηρίου της γενικής δωσιδικίας του καθ ου η αίτησις οφειλέτου ή άλλης ειδικής δωσιδικίας, αλλά και του τόπου εκδόσεως της συναλλαγµατικής ή του γραµµατίου εις διαταγή ή επιταγής, ως και του τόπου πληρωµής ή της αποδοχής των δύο πρώτων τίτλων ή και του τόπου που δικαιούται να εισπράξει την απαίτηση ο δανειστής και αιτών την έκδοση της διαταγής πληρωµής, κατά το άρθρο 321 ΑΚ. Συνεπώς, το αρµόδιο δικαστήριο προσδιορίζεται από το δανειστή, ο οποίος µεταξύ των [91]
92 ενδεχοµένως πολλών τοπικών αρµοδίως δικαστηρίων επιλέγει εκείνο από τον δικαστή του οποίου ζητεί την έκδοση διαταγής πληρωµής και το οποίον καθίσταται ως εκ τούτου κατά την κρατούσαν γνώµη και αποκλειστικά κατά τόπο αρµόδιο και για την εκδίκαση της κατ αυτής ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 ΚΠολ, διότι ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωµής, διά της υποβολής της αιτήσεως εις έναν από τους περισσότερους αρµοδίους κατά τόπον δικαστές, ασκεί συγχρόνως και το δικαίωµα επιλογής, που έχει ως ενάγων δανειστής, διά την τυχόν µετέπειτα διαδικασία επί της ανακοπής, κατά την οποία οι διάδικοι έχουν την ιδία δικονοµική θέση, δηλαδή ο µεν καθ ου η ανακοπή τη θέση του ενάγοντος, ο δε ανακόπτων την θέση εναγοµένου. Για τους άνω λόγους, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωµής πρέπει να ασκείται ενώπιον του ικαστηρίου, στο οποίο ανήκει ο δικαστής, που εξέδωσε την διαταγή πληρωµής, αλλ ο καθ ου η διαταγή πληρωµής δεν εγκαταλείπεται εις την αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη επιθυµία του δανειστού, διότι, αν ο δικαστής εξέδωσε τη διαταγή πληρωµής ήταν αναρµόδιος κατά τόπον, δύναται, για το λόγο αυτό, να ζητήσει µε ανακοπή την ακύρωση της διαταγής πληρωµής (ΕφΑθ 4290/2002 ΕΕ ). Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 625 ΚΠολ ενώ κατανέµει την προς έκδοση διαταγής πληρωµής καθ ύλην αρµοδιότητα µεταξύ ειρηνοδίκου και δικαστού του Μονοµελούς Πρωτοδικείου δεν διαλαµβάνει περί της κατά τόπον αρµοδιότητος. Συνεπώς η κατά τόπον αρµοδιότητα ρυθµίζεται κατά τις γενικές διατάξεις και χωρεί και συµφωνία περί παρεκτάσεως αρµοδιότητος (Ποδηµατά εις Κεραµέως κ.λπ. Ερµηνεία ΚΠολ άρθρο 625 αριθ. 2 επ. µετά περ. παρ.), η εκ της οποίας δωσιδικία, κατά τον κανόνα του άρθρου 44 ΚΠολ, είναι αποκλειστική. Η έλλειψη τοπικής αρµοδιότητος του δικαστού που εκδίδει τη διαταγή πληρωµής, δύναται να επιφέρει, µετά από ανακοπή την ακύρωση της παρά τούτο εκδοθείσης διαταγής πληρωµής (ΑΠ 497/1993 Ελ νη ). - Από τις διατάξεις των άρθρων 42, 43, 44 ΚΠολ προκύπτει ότι επί διαφορών, ακόµη και µελλοντικών, που έχουν περιουσιακό αντικείµενο, τακτικό δικαστήριο που δεν είναι αρµόδιο είναι δυνατόν να καταστεί αρµόδιο εάν υπάρχει έγγραφος συµφωνία των διαδίκων και αναφέρεται εις ορισµένη έννοµη σχέση από την οποίαν θα προέλθουν οι διαφορές (ΕφΑθ 2138/1993 Ελ νη ). Η περί παρεκτάσεως συµφωνία είναι δυνατό να διατυπούται στο αποδεικτικό της απαιτήσεως έγγραφο ή στο σώµα του αξιόγραφου βάσει του οποίου εκδίδεται η διαταγή πληρωµής ( βλ. προκειµένου για συναλλαγµατικές Ι. Μάρκου, ίκαιο της Συναλλαγµατικής, έκδ. β" σελ. 396), χωρίς να αποκλείεται η περί παρεκτάσεως συµφωνία να αποδεικνύεται εξ ετέρου συνυποβαλλόµενου εις τον δικαστή εγγράφου, διότι η δικονοµική αυτή σύµβαση δεν είναι περί των δικαιωµάτων που πηγάζουν εκ του τίτλου, αλλά πρόσθετη. Η περί παρεκτάσεως της κατά τόπον αρµοδιότητος συµφωνία δεσµεύει οπωσδήποτε τους απευθείας συµβαλλοµένους. Όταν η συµφωνία περιέχεται σε εκτός του αξιόγραφου έγγραφο πρέπει αυτό να προσκοµίζεται µετά του αξιόγραφου βάσει του οποίου ζητείται η έκδοση της διαταγής πληρωµής. - Από τις διατάξεις των άρθρων 626 παρ. 3 και 630 ΚΠολ συνάγεται ότι µεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχονται εις την διαταγή πληρωµής δεν περιλαµβάνονται και τα θεµελιωτικά της αρµοδιότητος του εκδίδοντος αυτήν δικαστού στοιχεία, η συνδροµή των οποίων ερευνάται προ της εκδόσεως και η έλλειψη των δύναται να [92]
93 επιφέρει µετά από άσκηση ανακοπής την ακύρωση της διαταγής πληρωµής, ανεξαρτήτως του αν τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αναρµοδιότητα είχαν τεθεί υπ όψιν του εκδόντος την ανακοπτοµένη διαταγή πληρωµής δικαστού και τα παρείδε, ή δεν του ετέθησαν πλην εστερείτο τοπικής αρµοδιότητος να επιληφθεί (ΑΠ 497/1993 Ελ νη , Κ. Μπέης, Πολ άρθρο 625, αριθµ. 189). ΑΚ: 321, ΚΠολ : 42, 43, 44, 583 επ, 585, 625, 626, 630, 632, 633, 635 επ., 636, ηµοσίευση: INLAW 2011 ικαστικό ένσηµο - Μη καταβολή δικαστικού ενσήµου Αριθµός απόφασης: 315 Έτος: Τέλος δικαστικού ενσήµου. Εκκρεµοδικία. Περιορισµός του αιτήµατος της αγωγής. Μερική παραίτηση από την αγωγή. Προσθήκη. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΟH'/1912 "περί δικαστικών ενσήµων", όπως αυθεντικώς ερµηνεύτηκε µε το Ν 1544/1942 και τροποποιήθηκε µε το Ν 4189/1961, µε εξαίρεση τις για προσωρινά µέτρα αγωγές, κάθε άλλη καταψηφιστική αγωγή, της οποίας το αντικείµενο είναι αξίας µεγαλύτερης των δραχµών, υπoβάλλεται σε τέλος δικαστικoύ ενσήµoυ, εκείνoς δε ο υπόχρεος πoυ παραλείπει να καταβάλει το τέλος αυτό δικάζεται ερήµην. Σαφώς από τη διάταξη αυτήν και το σκοπό της, σε συνδυασµό της µάλιστα µε την ως άνω διάταξη του άρθρου 71 του EισNΚΠoλ και όπως αυτή αρχικώς ίσχυε αλλά και µεταγενεστέρως ισxύει, συνάγεται ότι στο προβλεπόµενο τέλος δικαστικoύ ενσήµoυ υποβάλλονται και οι εργατικές διαφορές, οι οποίες ήδη εκδικάζονται κατά την από τα άρθρα ΚΠολ διαγραφόµενη ειδική διαδικασία. εν είναι δε ασυµβίβαστη η εκδοχή αυτή προς τη διάταξη του άρθρου 672 του ΚΠολ, κατά την οποία, αν κατά τη συζήτηση στο ακρoατήριo δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί και δεν λάβει νόµιµα µέρος κάποιος από τους διαδίκους, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διότι η διάταξη αυτή δεν αφορά τη µη προκαταβολή των εξόδων και τελών της δίκης, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται και το δικαστικό ένσηµο, αλλά αφορά την από άλλους λόγους µη εµφάνιση ή µη προσήκουσα εµφάνιση κάποιου από τους διαδίκους. - Κατά το άρθρο 223 ΚΠολ, "όταν επέλθει η εκκρεµοδικία είναι απαράδεκτη η µεταβολή του αιτήµατος της αγωγής. Κατ' εξαίρεση µπορεί ο ενάγων µε τις προτάσεις, εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθµό, να περιορίσει το αίτηµα της αγωγής...". Ο περιορισµός του αιτήµατος της αγωγής, θεωρείται, σύµφωνα µε το άρθρο 295 παρ. 1 εδ. β' του ίδιου Κώδικα, ως µερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και µπορεί να γίνει, όχι µόνο µε τις προτάσεις, σύµφωνα µε το άρθρο 223 του εν λόγω Κώδικα, αλλά κατ' ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 297 ΚΠολ, και µε δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ιδίως όταν πρόκειται για υπόθεση που δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία, όπως είναι και εκείνη των εργατικών [93]
94 διαφορών, όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων. Είναι αληθές ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής γίνεται, σύµφωνα µε το άρθρο 297 ΚΠολ, ή µε δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή µε δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουµένου, πλην όµως στην περίπτωση του περιορισµού του αιτήµατος της αγωγής, ο οποίος θεωρείται ως µερική παραίτηση από το δικόγραφο αυτής, εφαρµόζεται η ειδική ρύθµιση της διατάξεως του άρθρου 223 ΚΠολ, µε βάση την οποία ο περιορισµός αυτός µπορεί να γίνει και µε τις προτάσεις ωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθµό και εποµένως και µε την προσθήκη στις προτάσεις αυτές, που γίνεται µετά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου αλλά µέσα στη νόµιµη προθεσµία, εφόσον µέχρι τότε δεν έχει περατωθεί η δίκη στον εν λόγω βαθµό. Το αναφερόµενο στο στοιχ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 591 του ΚΠολ, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιµο στην πρoκειµένη περίπτωση χρόνο, πριν δηλαδή από την αντικατάσταση της µε το άρθρο 19 του Ν. 2915/2001, ότι προσθήκη στις προτάσεις γίνεται όπως ορίζει η παρ.5 του άρθρου 270, η οποία ειδικότερα όριζε ότι έως τη 12η ώρα της 3ης ηµέρας από τη συζήτηση κλπ. οι διάδικοι µπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων, δεν έχει την έννοια και της ελλείψεως δυνατότητας να γίνει περιορισµός του αιτήµατος της αγωγής, εφόσον το γεγονός τούτο ρυθµίζεται από την ειδική διάταξη του άρθρου 223 ΚΠoλ, σύµφωνα µε την οποία, ο περιορισµός αυτός µπορεί να γίνει µε τις προτάσεις και εποµένως και µε την προσθήκη στις προτάσεις αυτές εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθµό. ΚΠολ : 223, 295, 297, 559 αριθ. 1, 591, , ΕισΝΚΠολ : 71, Νόµοι: ΓΠΟΗ /1912, αρθ. 2, Ν : 4189/1961, Νόµοι: 2479/1997, άρθ. 6, ηµοσίευση: INLAW 2010 * Ελ νη , σχολιασµός Ι. Ν. Κατράς ικαστικό ένσηµο - Μη καταβολή δικαστικού ενσήµου ικαστήριο: Εφετείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 93 Έτος: Παράλειψη καταβολής δικαστικού ενσήµου. Συνέπειες. - Από τις διατάξεις των άρθρων 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912, όπως συµπληρώθηκε µε το άρθρο 7 του Ν 1544/1942 και τροποποιήθηκε µε το άρθ. 11 Ν 4189/1961, προκύπτει ότι ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόµενου τέλους δικαστικού ενσήµου, λογίζεται ότι δικάζεται ερήµην και η αγωγή του απορρίπτεται λόγω πλασµατικής ερηµοδικίας (βλ. και ΑΠ 1669/2005, ΑΠ 219/2005 Ελ νη ). Η συνέπεια αυτή δεν είναι ασυµβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠολ, που ορίζει ότι αν δεν εµφανισθεί ή δεν λάβει νόµιµα µέρος στη συζήτηση κάποιος διάδικος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διότι οι διατάξεις αυτές αφορούν µόνο στην ερηµοδικία η οποία [94]
95 επέρχεται, όχι λόγω µη καταβολής του προσήκοντος δικαστικού ενσήµου, αλλά από άλλους λόγους, όπως της µη εµφάνισης ή µη προσήκουσας εµφάνισης (πραγµατική ερηµοδικία) κάποιου από τους διαδίκους(βλ. και ΑΠ 1107/2005 ΝοΒ , ΕφΑθ 4687/1997 Ελ νη , Σαµουήλ, Η έφεση, έκδ.2003, 236). Ο ενάγων που παρέλειψε πρωτοδίκως την καταβολή δικαστικού ενσήµου, µπορεί, εκτός από την αιτιολογηµένη ανακοπή ερηµοδικίας, να ασκήσει έφεση κατά της ερήµην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης, από της δηµοσιεύσεως αυτής, κατ άρθ εδ. β ΚΠολ (βλ. και ΕφΑθ 1589/2005 Ελ νη , ΕφΑθ 1601/2001 ΑρχΝ ). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί από τον ενάγοντα έφεση νοµότυπα και εµπρόθεσµα και συνοδεύεται µε την καταβολή του δικαστικού ενσήµου, ο µοναδικός λόγος που µπορεί να προταθεί είναι η άρση της παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του δικαστικού ενσήµου, καθόσον το ένδικο µέσο της έφεσης ασκείται και προς διόρθωση των σφαλµάτων των διαδίκων, όπως επί µη καταβολής από τον ενάγοντα του νοµίµου δικαστικού ενσήµου. Αν ο λόγος αυτός κριθεί βάσιµος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθµίου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ ανάλογη εφαρµογή του άρθ. 528 ΚΠολ, µπορεί να προτείνει όλους τους πραγµατικούς ισχυρισµούς, τους οποίους και πρωτοδίκως µπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσµεύεται από τους περιορισµούς του άρθρου 527 ΚΠολ (βλ. και ΕφΠειρ 55/2009 ΙΚΗ , ΕφΑθ 5798/2003 Ελ νη , Σ Σαµουήλ, οπ.αν., 236). ΚΠολ : 270, 528, Νόµοι: ΓπΟΗ/1912, άρθ. 2, Ν : 1544/1942, ηµοσίευση: Ελ νη , σχολιασµός Ι.Ν.Κ Ενστάσεις ΚΠολ & ΑΚ - Ένσταση επισχέσεως ικαστήριο: Εφετείο Πατρών Αριθµός απόφασης: 72 Έτος: ικαίωµα επίσχεσης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 325 ΑΚ, αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσµη αξίωση συναφή µε τη οφειλή του, έχει δικαίωµα, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής ωσότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει (δικαίωµα επίσχεσης). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι µία από τις προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώµατος της επισχέσεως είναι ο επικαλούµενος αυτό οφειλέτης να έχει κατά του ενάγοντος δανειστή ανταξίωση ληξιπρόθεσµη και συναφή προς την αξίωση του δανειστή (ΑΠ 1129/2006 αδηµ., ΑΠ 884/2004 ΧρΙ , ΕφΑθ 5818/2004 Ελ νη ). ΑΚ: 325, ηµοσίευση: ΑχΝ [95]
96 Ενστάσεις ΚΠολ & ΑΚ - Ένσταση επισχέσεως ικαστήριο: Εφετείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 220 Έτος: Άσκηση δικαιώµατος επίσχεσης. εν µπορεί να αντιταχθεί κατά αγωγής αναγνωριστικής ή διαπλαστικής. - Το δικαίωµα της επίσχεσης, το οποίο αντιτάσσεται από τον οφειλέτη κατά του δανειστή όταν ο τελευταίος είναι υπόχρεος έναντι του οφειλέτη, κατά τους όρους του άρθρου 325 ΑΚ, προϋποθέτει ότι δανειστής ασκεί ορισµένη αξίωση και συνεπώς δεν µπορεί να αντιταχθεί κατά αγωγής αναγνωριστικής ή διαπλαστικής. - Το δικαίωµα επισχέσεως παρέχεται στον οφειλέτη επί συµβατικών κατά κανόνα σχέσεων, από τις οποίες γεννώνται αµοιβαίες υποχρεώσεις των µερών προς παροχή, όχι δε και επί αξιώσεων από αδικοπραξία, ελλείψει του στοιχείου της αµοιβαιότητας των παροχών. Επί αδικοπραξίας, τυχόν ύπαρξη ληξιπρόθεσµης και οµοειδούς απαιτήσεως του υπόχρεου προς αποζηµίωση, µπορεί να προβληθεί κατά του αξιούντος την καταβολή αυτής µόνο συµψηφιστικώς, εφόσον βεβαίως το αδίκηµα δεν έχει διαπραχθεί µε δόλο κατ άρθρο 450 ΑΚ. ΑΚ: 325, 450, ηµοσίευση: Ελ νη Ενστάσεις ΚΠολ & ΑΚ - Ένσταση παραγραφής Αριθµός απόφασης: 623 Έτος: ετής παραγραφή αξιώσεων τόκων. Εικοσαετής παραγραφή κάθε αξίωσης ου βεβαιώθηκε µε τελεσίδικη απόφαση ή µε δηµόσιο έγγραφο εκτελεστό. ιαταγή πληρωµής. Ανακοπή. Ανακοπή κατά της εκτέλεσης. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Κατά το άρθρο 250 αριθ. 15 ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των τόκων, κατά δε το άρθρο 251 ΑΚ η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 253 ΑΚ η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ αρχίζει µόλις λήξει το έτος µέσα στο οποίο συµπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα προηγούµενα άρθρα. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε πέντε χρόνια παραγράφονται και οι τόκοι της υπερηµερίας (οφειλόµενοι από της οχλήσεως, άρθρα 340, 345 ΑΚ), η εν λόγω δε βραχυπρόθεσµη (πενταετής) παραγραφή αρχίζει να τρέχει από την αρχή κάθε επόµενου έτους εκείνου εντός του οποίου έχουν παραχθεί αυτοί (τόκοι) και κατά το οποίο ο δικαιούχος µπορούσε να εγείρει αγωγή και να τους ζητήσει. - Κατά το άρθρο 268 ΑΚ κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε µε τελεσίδικη απόφαση ή µε δηµόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται µετά είκοσι χρόνια και αν ακόµη η [96]
97 αξίωση καθαυτή υπάγεται σε συντοµότερη παραγραφή. Αξιώσεις όµως παροχών που επαναλαµβάνονται περιοδικά και βεβαιώθηκαν µε τελεσίδικη απόφαση ή µε δηµόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσµες στο µέλλον, υπάγονται στη συντοµότερη παραγραφή. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι κατ' εξαίρεση του καθιερούµενου στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 268 κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των µε τελεσίδικη απόφαση βεβαιωθεισών αξιώσεων, οσάκις πρόκειται περί περιοδικής παροχής, όπως είναι η περί τόκων, εφόσον κατά την τελεσιδικία της απόφασης, που την βεβαιώνει, δεν είναι απαιτητή ως καθισταµένη µεταγενεστέρως ληξιπρόθεσµη, η περί αυτής αξίωση του καθιερούµενου στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 268 ΑΚ κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των, µε τελεσίδικη απόφαση, βεβαιωθεισών απαιτήσεων, υπόκεινται στην από το άρθρο 250 αριθ. 15 ΑΚ προβλεπόµενη βραχυπρόθεσµη παραγραφή, η οποία αρχίζει (άρθρο 253 ΑΚ) µόλις λήξει το έτος εντός του οποίου έγινε η απαίτηση απαιτητή (ΑΠ 592/2009, ΑΠ 1355/1998). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 ΚΠολ, αναγκαστική εκτέλεση µπορεί να γίνει µόνο µε βάση εκτελεστό τίτλο, κατά δε την παρ. 2 περ. ε' του ίδιου άρθρου εκτελεστοί τίτλοι είναι και οι διαταγές πληρωµής, που εκδίδουν έλληνες δικαστές. - Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 632, 624, 626 και ΚΠολ προκύπτει, ότι η διαταγή πληρωµής, µε την οποία υποχρεώνεται ο καθού να καταβάλει στον αιτούντα ορισµένο χρηµατικό ποσό ως οφειλόµενο κεφάλαιο αποτελεί τίτλο εκτελεστό όχι µόνο για την κύρια απαίτηση, αλλά και για κάθε παρεπόµενη, όπως είναι οι τόκοι, εφόσον ρητώς ορίζεται σε αυτή η προς καταβολή τούτων υποχρέωση του οφειλέτη. Όσον αφορά τους τόκους επί των τόκων, δηλαδή τους ανατοκισθέντες τόκους, είτε αυτοί ζητούνται µε βάση τα άρθρα 296 ΑΚ και 112 παρ. 1 Εισ.Ν.ΑΚ, είτε προβλέπονται µε άλλη διάταξη νόµου, η διαταγή πληρωµής, όπως και κάθε δικαστική απόφαση αν επιδικάζει απλώς έντοκη την απαίτηση, δεν αποτελεί τίτλο εκτελεστό, µόνο δε αν επιδικάζει ρητώς και τόκους επί των τόκων, αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Εξάλλου, µε την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολ, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση µπορεί να προβάλλει αντιρρήσεις που αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, µέσα στις προθεσµίες που ορίζονται στο άρθρο 934 του ίδιου Κώδικα. Οσάκις ο ανακόπτων προσβάλλει µε την ανακοπή του την επιτασσοµένη να πληρώσει απαίτηση του καθού διά πραγµατικών ισχυρισµών που αποτελούν την ιστορική βάση ενστάσεων, φέρει το βάρος απόδειξης αυτών, εφόσον ο καθού η ανακοπή αρνείται την αλήθεια των υπό του ανακόπτοντος επικαλούµενων ισχυρισµών, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολ η ένσταση πρέπει να περιλαµβάνει ορισµένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεµελιώνουν. Προκειµένου δε περί ενστάσεως παραγραφής περιοδικών παροχών που αναφέρονται σε επιδικασθέντες τόκους υπερηµερίας, πρέπει να εκτίθεται προς θεµελίωσή της, εκτός από το χρόνο γέννεσης της αξίωσης και το χρονικό σηµείο έναρξης της παραγραφής, και το ύψος κάθε µιας περιοδικής παροχής ανά έτος, εφόσον οι τόκοι που συνιστούν την περιοδική παροχή δεν εξάγονται για όλη τη µελλοντική περίοδο βάσει σταθερού κεφαλαίου, διαφορετικά η ένσταση είναι αόριστη. Η έλλειψη δε της εκθέσεως των στοιχείων αυτών ελέγχεται αναιρετικά, µε [97]
98 τον λόγο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολ, ενώ αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του πραγµατικά γεγονότα µολονότι εκτίθενται προς θεµελίωση της σχετικής ενστάσεως, δίδεται ο λόγος από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµ. 8 του ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγµατα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί, που θεµελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν το δικαίωµα, που αξιώνεται µε την αγωγή, την ανταγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση. Έτσι, πράγµα είναι και η κατά το άρθρο 281 του ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώµατος. Αν η προβαλλόµενη από τον εναγόµενο ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώµατος στοιχειοθετείται από περισσότερα αυτοτελή πραγµατικά περιστατικά, τα οποία συνολικώς ορώµενα, προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ενασκούµενο δικαίωµα, τα αυτοτελή αυτά περιστατικά, υποβαλλόµενα συγχρόνως για το παραδεκτό τους κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στον πρώτο βαθµό, επαναφερόµενα νοµοτύπως στο δεύτερο και συνδεόµενα µε το αίτηµα του ενισταµένου, αποτελούν καθένα χωριστά, πράγµατα κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολ, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 88/1980), η µη λήψη δε υπόψη από το Εφετείο ενός ή περισσοτέρων από αυτά, που προτάθηκαν παραδεκτώς, στοιχειοθετεί τον από την τελευταία αυτή διάταξη λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 38/2004). εν στοιχειοθετείται όµως ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισµό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 11/1996, 12/1991). Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται, αν αφορά αντιρρήσεις της κατ' άρθρον 933 ΚΠολ ανακοπής, εφόσον αυτές δεν ασκήθηκαν αποκλειστικά και µόνον µε το δικόγραφο αυτής και δεν προτείνονται περαιτέρω παραδεκτά ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε τη προσβαλλόµενη απόφαση (άρθρο 262 παρ. 2 ΚΠολ ). - Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 ΚΠολ, προκύπτει ότι "πράγµατα" κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αρ. 8), που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή η µη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόµενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων, που θεµελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως ή λόγου ανακοπής και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και ο ισχυρισµός που συνέχεται µε την ιστορική αιτία της αγωγής, της ένστασης, αντένστασης ή του λόγου ανακοπής, ο οποίος αποκρούεται ή γίνεται δεκτός µε την παραδοχή ή την απόρριψη, αντίστοιχα, ως αβασίµων ή βασίµων των θεµελιωτικών της αγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου ανακοπής πραγµατικών γεγονότων. - Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ του ΚΠολ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός δεν [98]
99 ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία, ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη των άνω αποδεικτικών µέσων, αλλ' απέρριψε την αγωγή, ένσταση ή ανακοπή ως απαράδεκτη, αόριστη ή µη νόµιµη (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1546/2005). ΑΚ: 250, 253, 268, 281, 296, 340, 345, 436, 874, ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, 624, 626, 629, 630, 631, 632, 904, 933, 934, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ Επίδοση δικογράφου - Επίδοση στο εξωτερικό Αριθµός απόφασης: 514 Έτος: Επίδοση στο εξωτερικό. ιεθνής σύµβαση της Χάγης. Παραίτηση από αγωγή. - Κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολ : "αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαµένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεµεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή το οποίο εξέδωσε την επιδιδόµενη απόφαση...". Η διάταξη αυτή, µε την οποία καθιερώνεται νόµιµη κλήτευση µε πλασµατική επίδοση στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και µετά την κύρωση µε το νόµο 1334/1983 της από 15 Νοεµβρίου 1965 διεθνούς συµβάσεως της Χάγης, η οποία δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασµατική αυτή επίδοση ως ολοκληρωθείσα µε την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού δίκης ή άλλου ισοδυνάµου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το κατά τούτο καταργηθέν άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν αυτό απεστάλη στο εξωτερικό και παραλήφθηκε από εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση κατά τον οριζόµενο στην προαναφερόµενη σύµβαση τρόπο (άρθρα 15 και 16 της συµβάσεως αυτής), ώστε να διασφαλίζεται η θεµελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Ειδικότερα, µε τις διατάξεις της πιο πάνω διεθνούς συµβάσεως, η οποία τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από τις , σύµφωνα µε την από 3/ ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, έχοντας ειδικότερα την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος, ρυθµίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εµπορικές υποθέσεις, όταν είναι γνωστή η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξεως στο εξωτερικό. Τη σύµβαση αυτήν έχει επικυρώσει και η Αλβανία από Κατά την παρ. 1 του άρθρου 15 της συµβάσεως αυτής: "εάν µία πράξη δίκης ή ισοδύναµη πράξη χρειαστεί να διαβιβαστεί για το σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό σύµφωνα µε τις διατάξεις της σύµβασης αυτής και αν ο εναγόµενος δεν προσέλθει, ο δικαστής υποχρεούται να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως εφ' όσον χρόνο δεν διαπιστώνεται ότι: α) Είτε ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύµφωνα µε τον τύπο τον προδιαγραφόµενο από τη νοµοθεσία του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση για την επίδοση ή [99]
100 κοινοποίηση πράξεων που συντάχθηκαν σ' αυτό το κράτος και που προορίζονται για άτοµα που βρίσκονται στο έδαφος του. β) Είτε ότι η πράξη επιδόθηκε πράγµατι στον εναγόµενο ή στην κατοικία του σύµφωνα µε άλλη διαδικασία που προβλέπεται στη σύµβαση αυτή και ότι σε κάθε µία απ' αυτές τις περιπτώσεις είτε η επίδοση είτε η κοινοποίηση ή η παράδοση έγιναν έγκαιρα ώστε να µπορέσει ο εναγόµενος να υπερασπιστεί τον εαυτό του". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, "κάθε Συµβαλλόµενο Κράτος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου, µπορούν να εκδώσουν απόφαση εφ' όσον συγκεντρώνονται οι κατωτέρω προϋποθέσεις, µολονότι καµία βεβαίωση για την επίδοση ή την κοινοποίηση ή την παράδοση δεν έχει ληφθεί: α) Η πράξη διαβιβάστηκε σύµφωνα µε έναν από τους τρόπους που προβλέπονται σ' αυτή τη σύµβαση, β) Μία προθεσµία, που ο δικαστής θα εκτιµά σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση και που δεν θα είναι µικρότερη από έξι µήνες, έχει παρέλθει από την ηµεροµηνία αποστολής της πράξης. γ) Παρ' όλες τις επίµονες ενέργειες από τις αρµόδιες αρχές του Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν µπόρεσε να ληφθεί καµία βεβαίωση". Στη συνέχεια, µε ρηµατική διακοίνωση από της Ελληνικής Πρεσβείας στη Χάγη, απευθυνόµενη προς το Υπουργείο Εξωτερικών των Κάτω Χωρών, έγινε για λογαριασµό της Ελλάδος η από την πιο πάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 15 της προαναφερόµενης διεθνούς συµβάσεως προβλεπόµενη δήλωση (υπ' αριθ. πρωτ / έγγραφο της /νσεως Νοµ/κής Εργασίας του Υπουργείου ικαιοσύνης). Εξάλλου µεταξύ Ελλάδος και... ισχύει διµερής Σύµβαση περί δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις που έχει κυρωθεί µε το Νόµο 2311/ της 16/ Σύµφωνα µε την παρ. 3 του άρθρου 6 της άνω Συµβάσεως "αν το υποδεικνυόµενο στην αίτηση δικαστικής αρωγής πρόσωπο δεν βρέθηκε στη δοθείσα διεύθυνση ή είναι άγνωστο, το όργανο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση οφείλει να πάρει τα κατάλληλα µέτρα για να εντοπίσει τη διεύθυνση αυτή. Σε περίπτωση που είναι αδύνατη η εκτέλεση της αιτήσεως δικαστικής αρωγής, τα έγγραφα επιστρέφονται στην αιτούσα αρχή µε την ένδειξη ότι το αναφερόµενο στην αίτηση πρόσωπο δεν βρέθηκε στη δοθείσα διεύθυνση ή ότι η διεύθυνση του δεν έγινε δυνατό να εντοπισθεί. Εντέλει κατά το άρθρο 9 του ίδιου άνω νόµου "η αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση πραγµατοποιεί την επίδοση σύµφωνα µε τη διαδικασία που ισχύει στο Κράτος της, αν το προς επίδοση έγγραφο έχει συνταχθεί στην εθνική της γλώσσα ή συνοδεύεται από κυρωµένη µετάφραση σε αυτή τη γλώσσα ή στη γαλλική γλώσσα". Εξάλλου η σχέση των διµερών διεθνών συµβάσεων όπως είναι η προαναφερθείσα µε τη ηµοκρατία της... για τις επιδόσεις στην αλλοδαπή µε την πολυµερή Σύµβαση της Χάγης ρυθµίζεται στο άρθρο 25 της τελευταίας. Σύµφωνα µε αυτό "Η Σύµβαση αυτή δεν παρεκκλίνει από τις Συµβάσεις των οποίων τα Συµβαλλόµενα Μέρη είναι ή θα είναι Μέρη και που περιέχουν διατάξεις πάνω σε θέµατα που ρυθµίζονται από τη Σύµβαση αυτήν". Η ακριβής ωστόσο νοµική θέση των διµερών διεθνών συµβάσεων όπως η προαναφερθείσα µε την Αλβανία απέναντι στην παραλλήλως ισχύουσα πολυµερή Σύµβαση της Χάγης δεν καθορίζεται στο παραπάνω άρθρο 25 ούτε προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Ωστόσο κατά την ερµηνευτικά ορθότερη άποψη το κρίσιµο θέµα του προσδιορισµού [100]
101 της ηµεροµηνίας συντελέσεως της επιδόσεως εγγράφων στις σχέσεις της Ελλάδος µε τα Κράτη όπου ισχύουν τόσο η πολυµερής Σύµβαση της Χάγης όσο και διµερής διεθνής σύµβαση πρέπει να αντιµετωπισθεί σε ενιαία βάση. Το αληθές νόηµα διµερών διεθνών συµβάσεων, οι οποίες, όπως και η Σύµβασης της Χάγης, δεν περιλαµβάνουν ρητές ρυθµίσεις που να καταργούν τα εσωτερικά δίκαια των συµβαλλοµένων κρατών, ούτε όµως και ρητές διατάξεις που να καθορίζουν το ακριβές χρονικό σηµείο κατά το οποίο οι διασυνοριακές επιδόσεις παράγουν τα έννοµα αποτελέσµατά τους, απαιτεί την εναρµονισµένη ένταξή τους στους θεµελιώδεις κανόνες της ελληνικής έννοµης τάξεως µε τρόπο που να εξασφαλίζει την ενότητα του όλου συστήµατος, όπως και την απονοµή ισοβαρών δικαιωµάτων στα ενδιαφερόµενα µέρη. Τόσο µε βάση τη Σύµβαση της Χάγης, όσο και µε βάση τις διµερείς συµβάσεις πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι η έναρξη των συνεπειών της επιδόσεως συνέχεται µε την πραγµατική περιέλευση του επιδοτέου εγγράφου στον παραλήπτη του µόνο ενόσω πρόκειται για εισαγωγικό δίκης έγγραφο, όπως είναι η αίτηση αναιρέσεως ή για έγγραφο που µπορεί να θεωρηθεί ισοδύναµο και δεν αρκεί πλασµατική επίδοση δια του Εισαγγελέως (βλ. και ΟλΑΠ 22/2009). - Κατά τα άρθρα 294, 295 και 297 του ΚΠολ ο ενάγων µπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς τη συναίνεση του εναγόµενου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως και µε δήλωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή µε δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο, η δε παραίτηση αυτή έχει ως αποτέλεσµα ότι η αγωγή θεωρείται, ότι δεν ασκήθηκε. Περαιτέρω κατά τα άρθρα 299 και 573 παρ. 1 του ΚΠολ οι διατάξεις των παραπάνω άρθρων εφαρµόζονται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση. Η νοµοτύπως γενοµένη παραίτηση, για την οποία δεν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα αρκούσης προς τούτο γενικής πληρεξουσιότητας έχει ως αποτέλεσµα ότι η αναίρεση θεωρείται ως µη ασκηθείσα και η δίκη καταργείται χωρίς την ανάγκη εκδόσεως αποφάσεως. ΚΠολ : 134, 136, 294, 295, 297, 299, 573, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ * Ελ νη , σχολιασµός Ιωάννης εληκωστόπουλος * Έφεση - Εκπρόθεσµη έφεση Αριθµός απόφασης: 1535 Έτος: Εκπρόθεσµη Έφεση. Ανωτέρα βία. Επαναφορά πραγµάτων. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 518 παρ. 1, 151, 152 παρ. 1 και 155 ΚΠολ προκύπτει ότι η παρέλευση άπρακτης της νόµιµης προθεσµίας ασκήσεως του ενδίκου µέσου της εφέσεως συνεπάγεται έκπτωση από αυτήν. Ο διάδικος όµως που δεν µπόρεσε να ασκήσει εµπρόθεσµη έφεση, δύναται, αν η εκπρόθεσµη άσκηση αυτής οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε δόλο του αντιδίκου του, να ζητήσει την επαναφορά των πραγµάτων στην προηγούµενη κατάσταση, µε την έννοια προσδόσεως µε δικαστική απόφαση στην εκπρόθεσµη άσκηση της έφεσης, της [101]
102 έννοµης ενέργειας που αυτή θα είχε αν ήταν εµπρόθεσµη. Κατά την εξειδίκευση της αόριστης νοµικής έννοιας της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονοµικού δικαίου και συγκεκριµένα στην προκείµενη περίπτωση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 152 παρ. 1, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανώτερη βία εκλαµβάνεται όπως στο ουσιαστικό δίκαιο. ηλονότι στην έννοια της ανώτερης βίας, περιλαµβάνεται οποιοδήποτε γεγονός, εντελώς εξαιρετικής φύσεως, το οποίο δεν αναµενόταν, ούτε ήταν δυνατόν να αποτραπεί από το διάδικο που δεν µπόρεσε να ασκήσει εµπρόθεσµα έφεση ακόµη και µε συνετή και άκρως επιµελή ενέργεια (ΑΠ 908/2006). Περιστατικό ανώτερης βίας µπορεί να αποτελέσει η ασθένεια του διαδίκου, µε τις προϋποθέσεις όµως, ότι αυτή υπήρξε αιφνίδια, απρόβλεπτη και σοβαρή (γι' αυτό και στην σχετική αίτηση πρέπει ν" αναφέρεται το είδος και η διάρκεια της) και εξαιτίας της ο διάδικος δεν µπόρεσε να ενεργήσει δικαστική ή εξώδικη πράξη αυτοπροσώπως ή µε την ανάθεση της και την παροχή οδηγιών σε δικηγόρο, ακόµη και µε την κλήση του στην οικία των διαδίκων (αν η ασθένεια δεν επέτρεπε την έξοδο του απ' αυτήν) ή και τρίτο πρόσωπο και δη οικείο του διαδίκου, για την επιµέλεια των υποθέσεων του, εφόσον η ασθένεια αυτή δεν απέκλειε την επαφή µε το περιβάλλον (ΑΠ 1462/2005). ΚΠολ : 151, 152, 155, 518, ηµοσίευση: INLAW 2010 Έφεση - Ερηµοδικία του εκκαλούντος Αριθµός απόφασης: 982 Έτος: Απόρριψη της εφέσεως λόγω της ερηµοδικίας του εκκαλούντος. Αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων. - Από τον συνδυασµό των άρθρων 553 παρ. 1, 531 παρ. 1 και 272 παρ. 1 και 2 του ΚΠολ προκύπτει ότι η απόρριψη της εφέσεως λόγω της ερηµοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ` ουσίαν και όχι κατά τύπους. ιότι, µολονότι οι λόγοι της εφέσεως δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιµότητά τους, θεωρείται κατά πλάσµα του νόµου ότι είναι αβάσιµοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί αποδοχής τους. Εποµένως, αν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί, λόγω ερηµοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή µε το ένδικο µέσο της αναιρέσεως είναι µόνο η (µη υποκείµενη πλέον σε ανακοπή ερηµοδικίας) απόφαση του Εφετείου, στην οποία ενσωµατώθηκε η πρωτόδικη. Τα δε τυχόν σφάλµατα της αποφάσεως του πρώτου βαθµού µπορούν να προταθούν µε την αίτηση αναιρέσεως, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους που προβάλλονται παραδεκτώς (ΟλΑΠ 16/1990). - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση µόνο 1) αν [102]
103 παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόµο η έθιµο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης µόνο αν τα διδάγµατα αυτά αφορούν την εφαρµογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγµατικών γεγονότων σ' αυτούς ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν µπορεί να προβληθεί σε µικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόµος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρµοδιότητα και 4) αν παράνοµα αποκλείστηκε η δηµοσιότητα της διαδικασίας. Οι, κατά την ανωτέρω διάταξη, τέσσερις λόγοι αναιρέσεως αντιστοιχούν προς τους λόγους των αριθµ. 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559 ΚΠολ, προς τους οποίους, όµως, µερικοί δεν ταυτίζονται απολύτως. Η απαρίθµηση των προαναφερόµενων λόγων αναιρέσεως είναι περιοριστική όπως συνάγεται από τη λέξη "µόνον", και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να προβληθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος αναιρέσεως κατά των ως άνω αποφάσεων. ΚΠολ : 272, 531, 553, 560, ηµοσίευση: INLAW 2011 Έφεση - Μεταβιβαστικό αποτέλεσµα Αριθµός απόφασης: 279 Έτος: Μεταβιβαστικό αποτέλεσµα έφεσης. Παρά το το νόµο λήψη υπόψη πραγµάτων που δεν προτάθηκαν. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά µεν τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολ, που αποτελεί ειδική εκδήλωση των αρχών της ελεύθερης διάθεσης του αντικειµένου της δίκης και της συζήτησης, τις οποίες καθιερώνει το άρθρο 106 του ίδιου ως άνω Κώδικα, µε την άσκηση της έφεσης η υπόθεση µεταβιβάζεται στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο κατά τα µε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους καθοριζόµενα όρια, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση της µε το άρθρο 16 παρ.7 του Ν. 2915/2001, και εφαρµόζεται στην προκείµενη υπόθεση, της οποίας ο χρόνος πρώτης συζήτησης ορίσθηκε για τις , αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιµος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται και το δευτεροβάθµιο δικαστήριο, αν το πρωτοβάθµιο έχει αποφανθεί για την ουσία της υπόθεσης, κρατεί αυτό την υπόθεση και τη δικάζει κατ' ουσία. Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η εξουσία του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου περιορίζεται στην έρευνα της υπόθεσης µέσα στα όρια που καθορίζονται µε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Αν, συνεπώς, η αγωγή απορριφθεί και ο ενάγων, που επιθυµεί την ανατροπή της πρωτοβάθµιας απόφασης και την εκ νέου έρευνα της αγωγής του, ασκήσει έφεση κατ' αυτής, το Εφετείο, στο οποίο µεταβιβάζεται η υπόθεση, δεν µπορεί να ερευνήσει, µετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, κατά παραδοχή κάποιου λόγου έφεσης, άλλη υπόθεση από εκείνη που [103]
104 εισάγεται µε την έφεση, άλλως, αν πράξει τούτο, υποπίπτει στην από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ.α' ΚΠολ αναιρετική πληµµέλεια της παρά το νόµο λήψης υπόψη πραγµάτων που δεν προτάθηκαν ενώπιον αυτού νοµίµως και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ΚΠολ : 522, 559 αριθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2010 * Ελ νη , σχολιασµός Ι.Ν. Κατράς Έφεση - Νέα αποδεικτικά µέσα Αριθµός απόφασης: 1450 Έτος: Νέα αποδεικτικά µέσα στην κατ' έφεση δίκη. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Σύµφωνα µεν µε τη διάταξη της 1 εδάφιο α' του άρθρου 529 ΚΠολ, όπως αντικαταστάθηκε µε εκείνη του άρθρου 16 παρ. 5 του Ν. 2915/2001 και ήδη ισχύει από την (άρθρο 15 του Ν. 2943/2005), στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών µέσων, σύµφωνα δε µε τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο µπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά µέσα που προσάγονται πρώτη φορά σ' αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκοµίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αµέλεια. Ως νέα αποδεικτικά µέσα, κατά την έννοια της αµέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά που υποβλήθηκαν µεν πρωτόδικα, αλλά απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσµα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόµιµη σήµανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθµιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών µέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α' ΚΠολ είναι γενική και, έτσι, περιλαµβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα αποδεικτικά µέσα που επιτρέπονται από το νόµο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (όπως έγγραφα, όρκος) ή παρέχουν άµεση ή έµµεση απόδειξη (τεκµήριο), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων µπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από τη συµπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγµατογνωµοσύνη). Τα έγγραφα, ειδικότερα, κατ' εφαρµογή της διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 εδάφιο β' ΚΠολ, όπως ήδη ισχύει µετά την αντικατάσταση της µε εκείνη του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 2915/2001, εφαρµόζεται δε και στη διαδικασία της δευτεροβάθµιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολ ), είναι παραδεκτά στην κατ' έφεση δίκη αν η νόµιµη επίκληση και προσκοµιδή τους γίνει µε τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις των διαδίκων. ΚΠολ : 237, 524, 529, 559 αριθ. 11γ, ηµοσίευση: INLAW 2011 [104]
105 Έφεση - Νέοι πραγµατικοί ισχυρισµοί Αριθµός απόφασης: 1827 Έτος: Νέοι πραγµατικοί ισχυρισµοί στην κατ' έφεση δίκη. Άρση ασφαλιστικού µέτρου λόγω µη άσκησης αγωγής. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 269 παρ. 2, 527 παρ. 3, 529, 339 και 392 παρ. 1 ΚΠολ, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι στη δευτεροβάθµια δίκη είναι, κατ' εξαίρεση, παραδεκτή η προβολή για πρώτη φορά πραγµατικών ισχυρισµών, που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, αν κατά την κρίση του ικαστηρίου δεν προτάθηκαν εγκαίρως από δικαιολογηµένη αιτία ή προέκυψαν για πρώτη φορά µεταγενέστερα, ή αποδεικνύονται µε δικαστική οµολογία του αντιδίκου ή από έγγραφα τα οποία προσκοµίζονται για πρώτη φορά στο Εφετείο, δηλαδή κατά την ανέλεγκτη και κυριαρχική κρίση του ικαστηρίου, µε τη συνδροµή της άγνοιας του διαδίκου και της αδυναµίας πληροφόρησής του εγκαίρως για την ύπαρξη των εγγράφων. Συνεπώς, για το παραδεκτό του προβαλλοµένου ισχυρισµού ο διάδικος, µε την επίκληση και προσκοµιδή των εγγράφων, πρέπει να επικαλείται και τα περιστατικά της έλλειψης γνώσης και την αδυναµία πληροφόρησής του εγκαίρως, για την ύπαρξη των εγγράφων και το γεγονός ότι ο προβαλλόµενος όψιµα ισχυρισµός στο Εφετείο αποδεικνύεται από έγγραφα ή δικαστική οµολογία του αντιδίκου. - Σύµφωνα µε το άρθρο 693 του ΚΠολ όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του µε το άρθρο 49 του Ν. 3994/2011, 1. αν το ασφαλιστικό µέτρο έχει διαταχθεί πριν από την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, ο αιτών οφείλει, µέσα σε τριάντα ηµέρες από την έκδοση της απόφασης η οποία διατάσσει το ασφαλιστικό µέτρο, να ασκήσει αγωγή για την κύρια υπόθεση, εκτός αν το δικαστήριο όρισε κατά την κρίση του µεγαλύτερη προθεσµία για την άσκηση της αγωγής. 2. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσµία της παραγράφου 1 αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό µέτρο, εκτός αν ο αιτών µέσα στην προθεσµία αυτή πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωµής. Ο σχετικός ισχυρισµός περί άρσεως του ασφαλιστικού µέτρου δεν µπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, γιατί δεν ανήκει στους κανόνες δηµοσίας τάξεως κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 562 παρ. 2 περ. γ' του ΚΠολ, αφού οι διατάξεις που τον καθιερώνουν έχουν τεθεί για την εξυπηρέτηση ιδιωτικού συµφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού. - Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολ προβλεπόµενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηµατισµό της κρίσης του επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήµατος, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα, όπως είναι και τα έγγραφα, που ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόµισε νοµίµως προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισµών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 106, 237 παρ. 1 στοιχ. β', 453 και 524 παρ. 1 ΚΠολ προκύπτει, ότι το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τα νοµίµως προσκοµιζόµενα αποδεικτικά µέσα. Και έχει µεν υποχρέωση το δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης, επί [105]
106 ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισµού, όχι όµως και να κάνει ειδική µνεία καθενός από τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι για άµεση ή έµµεση απόδειξη. Αν όµως από το όλο περιεχόµενο της απόφασης δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήµατος, έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα, τότε ιδρύεται ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης. Για να είναι ορισµένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αυτός αναίρεσης απαιτείται να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό µέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, να προσδιορίζεται το περιεχόµενό του και το παραδεκτό της προσαγωγής του, ακόµη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, να καθορίζεται ο ισχυρισµός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου το αποδεικτικό µέσο προσκοµίστηκε, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισµός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ΚΠολ : 147, 269, 339, 392, 524, 527, 529, 559 αριθ. 11γ, 693, ηµοσίευση: INLAW 2011 * Ελ νη Κατάσχεση - Κατάσχεση ακινήτου ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας Αριθµός απόφασης: 16 Έτος: Εκούσια δικαιοδοσία. Αρχή του ελέγχου της νοµιµότητας των τίτλων και λοιπών αναγκαίων στοιχείων για την αποδοχή της αίτησης εγγραφής στα κτηµατολογικά βιβλία. Άρνηση υποθυκοφύλακα να άρει κατάσχεση. Έλλειψη πληρεξουσιότητας δικηγόρου. Χορήγηση πληρεξουσιότητας από Ανώνυµη Εταιρεία. ιάδικοι. Παρέµβαση. - Κατ άρθρο 791 παρ. 1 ΚΠολ, ο υποθηκοφύλακας, αν αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται, οφείλει, το αργότερο µέσα στην επόµενη από την υποβολή της αίτησης ηµέρα, να σηµειώσει περιληπτικά στο σχετικό βιβλίο την άρνηση και τους λόγους της. Η εκκρεµότητα που δηµιουργείται µε την άρνηση αίρεται µε απόφαση του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία, µε αίτηση οποιουδήποτε έχει έννοµο συµφέρον. Η προκείµενη διάταξη έχει διπλό περιεχόµενο, αφενός θεσπίζει την ουσιαστικού δικαίου υποχρέωση απαντήσεως του προσώπου που τηρεί τα δηµόσια βιβλία στις σχετικές αιτήσεις των ενδιαφεροµένων και αφετέρου καθορίζει διαδικασία άρσεως κάθε σχετικής εκκρεµότητας. Η διαδικασία µάλιστα αυτή είναι αποκλειστική, καθώς η άρνηση του υποθηκοφύλακα δεν αποτελεί διοικητική πράξη και συνεπώς δεν προσβάλλεται µε αίτηση ακυρώσεως, ούτε είναι δυνατόν ο εξαναγκασµός των προσώπων σε καταχώρηση µε διαταγή του Εισαγγελέα. Η διάταξη αναφέρεται σε αµφισβητήσεις ως προς την υποχρέωση εγγραφής στα βιβλία µεταγραφών που τηρούν οι υποθηκοφύλακες, ενώ ο έλεγχος του δικαστηρίου, προκειµένου να προβεί στη σχετική διαταγή, αφορά ιδίως το σύννοµο της αρνήσεως (ΕφΑθ 325/2001 Ελ νη ). [106]
107 - Σύµφωνα µε το άρθρο 2 αριθ. 2 του Ν 2664/1998 περί Εθνικού Κτηµατολογίου, µεταξύ των αρχών που διέπουν το κτηµατολόγιο, εντάσσεται και η αρχή του ελέγχου της νοµιµότητας των τίτλων και λοιπών αναγκαίων στοιχείων για την αποδοχή της αίτησης εγγραφής στα κτηµατολογικά βιβλία. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1α του ιδίου νόµου "η τήρηση των κτηµατολογικών στοιχείων γίνεται από τα Κτηµατολογικά Γραφεία, που ανήκουν στον Οργανισµό Κτηµατολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος. Με την επιφύλαξη των µεταβατικών διατάξεων του άρθρου 23, των Κτηµατολογικών Γραφείων προΐσταται πτυχιούχος Τµήµατος Νοµικής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύµατος, µε πενταετή τουλάχιστον επαγγελµατική εµπειρία, που διορίζεται ύστερα από προκήρυξη της θέσης µε κοινή απόφαση των Υπουργών. Οι Προϊστάµενοι των Κτηµατολογικών Γραφείων είναι δηµόσιοι λειτουργοί". Περαιτέρω σύµφωνα µε το άρθρο 16 παρ. 1-5 του ανωτέρω νόµου ο διενεργούµενος στο Κτηµατολογικό Γραφείο έλεγχος κάθε αίτησης και των συνυποβαλλόµενων δικαιολογητικών είναι έλεγχος νοµιµότητας. Κατ αυτόν ελέγχεται ιδίως: α) αν το Κτηµατολογικό Γραφείο είναι αρµόδιο κατά τόπο, β) αν το δικαίωµα στο οποίο αφορά η αίτηση και η πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση στα κτηµατολογικά φύλλα περιλαµβάνονται µεταξύ εκείνων των οποίων ο νόµος επιτάσσει την καταχώριση, γ) αν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώρηση συντρέχουν όλες οι απαιτούµενες από το νόµο προϋποθέσεις για την επέλευση των έννοµων αποτελεσµάτων της, δ) αν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση συνυποβάλλονται µε την αίτηση, µε πληρότητα και ακρίβεια, τα απαιτούµενα δικαιολογητικά, ε) αν το πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε εκποίηση ή του οποίου δικαίωµα επιδιώκεται να επιβαρυνθεί ή δεσµευθεί, αναγράφεται στο κτηµατολογικό βιβλίο ως δικαιούχος, στ) αν ο εµφανιζόµενος κατά την υποβολή της αιτήσεως ως πληρεξούσιος, νόµιµος αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος νοµικού προσώπου, νοµιµοποιείται να προβεί στη ζητούµενη καταχώριση. Αν ο Προϊστάµενος του Κτηµατολογικού Γραφείου αρνηθεί τη ζητούµενη καταχώριση, σηµειώνει την άρνησή του και εκθέτει συνοπτικά τους λόγους της επί της αιτήσεως ή σε επισυναπτόµενο στην αίτηση πρόσθετο φύλλο και γνωστοποιεί αµελλητί την απόφαση του αυτή στον αιτούντα. Αν στα συνυποβαλλόµενα µε την αίτηση δικαιολογητικά υπάρχει τυπική έλλειψη, που είναι δυνατόν να διορθωθεί ή να συµπληρωθεί, ο Προϊστάµενος του Κτηµατολογικού Γραφείου µπορεί να τάξει σύντοµη προθεσµία (όχι µεγαλύτερη των πέντε εργάσιµων ηµερών) για την προσκοµιδή των ελλειπόντων στοιχείων και ενεργεί όπως ειδικότερα προβλέπεται. Κατά της αρνητικής απόφασης του Προϊσταµένου του Κτηµατολογικού Γραφείου, καθώς και της εξάλειψης καταχώρισης, ο αιτών δικαιούται να προβάλει αντιρρήσεις. Κατά της απόφασης του Προϊσταµένου, θετικής ή αρνητικής, µπορεί και κάθε τρίτος, που έχει έννοµο συµφέρον, να προβάλει αντιρρήσεις. Οι αντιρρήσεις υποβάλλονται µε αίτηση ενώπιον του Κτηµατολογικού ικαστή και εγγράφονται στο κτηµατολογικό φύλλο του ακινήτου. Ο Κτηµατολογικός ικαστής, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ελέγχει αν η αντίρρηση έχει εγγραφεί στο κτηµατολογικό φύλλο του ακινήτου και σε αρνητική περίπτωση την απορρίπτει ως απαράδεκτη. Κατά τα λοιπά εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παρ. 2 έως 5 του άρθρου 791 του Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας. Από όλα τα παραπάνω σαφώς [107]
108 συνάγεται ότι µεταξύ της άρνησης του τηρούντος δηµόσια βιβλία-υποθηκοφύλακα κατ άρθρο 791 παρ. 1 ΚΠολ να προβεί σε ζητούµενη εγγραφή και της απόφασης του Προϊσταµένου του Κτηµατολογικού Γραφείου ως προς το ότι δε θα προβεί στην αιτούµενη καταχώριση ή διόρθωση υφίσταται µία σηµαντική και ουσιώδης διαφορά. Στη µεν περίπτωση του υποθηκοφύλακα πρόκειται για απλή άρνηση, οι λόγοι της οποίας σηµειώνονται περιληπτικοί στα σχετικά δηµόσια βιβλία, ενώ στην περίπτωση του Προϊσταµένου του Κτηµατολογικού Γραφείου πρόκειται για απόφαση που έχει χαρακτήρα πράξεως "οιονεί δικαστικού οργάνου", το οποίο διενεργεί έλεγχο νοµιµότητας. Οι εξουσίες που παρέχονται στον τελευταίο είναι ευρείες, προσοµοιάζουσες µε τις εξουσίες δικαιοδοτικού οργάνου στα πλαίσια βεβαίως του ελέγχου που του ανατέθηκε. Πέραν δε της δυνατότητας του να αρνηθεί καταχώριση ελέγχοντας τη νοµιµότητα, σε αρκετές περιπτώσεις του παρέχεται και περαιτέρω ευχέρεια ενεργειών (ΕφΘεσ 600/2009 ΕφΑ ). - Κατά την παρ. 3 του άρθρου 924 ΚΠολ, περιεχόµενο της επιταγής αποτελεί και ο διορισµός αντικλήτου. Για τον αντίκλητο ισχύουν οι γενικές διατάξεις (αρθρ ΚΠολ ), µε τη διαφορά ότι η εξουσία του είναι περιορισµένη (ΑΠ 365/83). Στον αντίκλητο αυτόν κοινοποιούνται οι επιδόσεις και οι προσφορές, που αφορούν την εκτέλεση, καθώς και τα δικόγραφα που αναφέρονται στις δίκες της εκτέλεσης. Ο αντίκλητος πρέπει να κατοικεί στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης. Εάν δεν διορίσθηκε µε την επιταγή, είναι δυνατό να διορισθεί µε αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο κοινοποιείται προς τον καθ ού η εκτέλεση. Ο διορισµός αντικλήτου είναι υποχρεωτικός, µε την έννοια ότι, αν δεν διορισθεί αντίκλητος σύµφωνα µε τα παραπάνω, ως αντίκλητος θεωρείται ο δικηγόρος που υπέγραψε την επιταγή (Μπρίνιας, Αναγκ. εκτέλεσις, παρ. 115, Σταυρόπουλος, ΕρµΚΠολ, αρθρ. 986, 7γ, σελ. 1193) ( Μον Πρωτ Εδεσσ 47/1989 Αρµ ). Από τις διατάξεις του άρθρου 924 ΚΠολ προκύπτει ότι η εξουσία του από αυτό προβλεπόµενου αντικλήτου είναι περιορισµένη, περιλαµβάνουσα µόνο τις επιδόσεις και προσφορές που αφορούν στην εκτέλεση, καθώς και τις επιδόσεις δικογράφων που αναφέρονται στις δίκες περί την εκτέλεση (βλ. Βαθρακοκοίλη, Ερµ ΚΠολ, εκδ. 2001, άρθρο 924, σελ. 860). - Κατά το άρθρο 18 του Ν. 2190/1920 η ανώνυµη εταιρεία εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από το διοικητικό συµβούλιο, το δε καταστατικό µπορεί να ορίσει ότι ένα ή και περισσότερα µέλη του διοικητικού συµβουλίου ή άλλα πρόσωπα µπορούν να εκπροσωπούν την εταιρεία γενικά ή κατά την επιχείρηση ορισµένου είδους πράξεων. Από την ανωτέρω όµως διάταξη, η οποία ορίζει τα όργανα διοικήσεως του νοµικού αυτού προσώπου (ΑΚ 65), δεν αποκλείεται η εφαρµογή των γενικών διατάξεων των άρθρων 211 επ. του ΑΚ, ή εκείνων των άρθρων 713 επ. του ίδιου κώδικα και, εποµένως, το διοικητικό συµβούλιο της ανώνυµης εταιρίας µπορεί να προβεί, σε κάθε περίπτωση, κατά τους όρους των ως άνω διατάξεων του Αστικού Κώδικα στον διορισµό πληρεξουσίου (αµέσου αντιπροσώπου) ή εντολοδόχου για ορισµένη ή ορισµένες υποθέσεις της εταιρίας. Ο κατ αυτόν τον τρόπο διοριζόµενος τρίτος, όταν επιχειρεί δικαιοπραξίες στο όνοµα της ανώνυµης εταιρίας, ενεργεί όχι ως όργανο αλλά ως άµεσος αντιπρόσωπος του νοµικού προσώπου της (άρθρο 211 του ΑΚ), κατά το γενικό δε κανόνα του άρθρου 158 του ΑΚ, ο οποίος κάµπτεται µόνο [108]
109 στη µη προκείµενη περίπτωση του άρθρου 217 εδ. β του ΑΚ, η δήλωση βουλήσεως για την παροχή πληρεξουσιότητας δεν υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο (ΑΠ 1685/2000 ΕΕ ).Ο εκπρόσωπος της Α.Ε. όταν δικαιοπρακτεί στο όνοµα της εταιρίας κ.λ.π. πρέπει να αποδείξει την εξουσία εκπροσώπησης του νοµικού προσώπου µε προσαγωγή των κατά περίπτωση απαιτούµενων από το νόµο εγγράφων σύµφωνα µε τη παρ. 5 του άρθρου 8 του Ν. 2830/2000. Τα έγγραφα νοµιµοποίησης µνηµονεύονται στο συµβολαιογραφικό έγγραφο και προσαρτώνται σ αυτό, εφόσον δεν ευρίσκονται στο αρχείο του συµβολαιογράφου (άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. 2830/2000). Συµβολαιογραφικό πληρεξούσιο δεν απαιτείται, προκειµένου ο εκπρόσωπος της εταιρίας να δικαιοπρακτήσει στο όνοµα αυτής, επειδή ενεργεί ως όργανο αυτής, ανεξάρτητα αν η εκπροσωπευτική εξουσία δόθηκε µε τη συστατική πράξη ή το συστατικό ή και κατόπιν σχετικής πρόβλεψης από όργανο της εταιρίας. Κατ εξαίρεση απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα για την παραπάνω εκπροσώπηση όταν α) δεν προβλέπεται από το καταστατικό η εκπροσώπηση, β) το δ.σ. έστω και αν προβλέπεται από το καταστατικό αποφασίσει τη νοµιµοποίηση του εκπροσώπου της εταιρίας µε χορήγηση ειδικής πληρεξουσιότητας, οπότε επικυρωµένο αντίγραφο του πληρεξουσίου εγγράφου πρέπει να προσαρτηθεί στη δικαιοπραξία που πρόκειται να καταρτιστεί (ΑΚ 216). - Η έννοια του διαδίκου στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την ελαστικότητα της διαδικασίας, έχει άλλο περιεχόµενο από ό,τι έχει στο πεδίο της αµφισβητούµενης δικαιοδοσίας και τούτο διότι στη διαδικασία αυτή δεν υφίσταται, κατά κανόνα, αντιδικία (είναι όµως δυνατόν να υπάρξουν και στη διαδικασία αυτήν περισσότεροι διάδικοι και µε αντιτιθέµενα συµφέροντα και κατά συνέπεια να διεξαχθεί η δίκη κατ" αντιδικία) και για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν αντιδικούντα πρόσωπα, αλλά πρόσωπα που "ενδιαφέρονται" θετικώς ή αρνητικώς ως προς τη ρύθµιση που θα αποφασιστεί και που αποτελείτο αντικείµενο της αίτησης. Έτσι, η έννοια του διαδίκου, που προσδιορίζεται τόσο µε το τυπικό όσο και µε το ουσιαστικό κριτήριο, προσλαµβάνεται στην εκούσια δικαιοδοσία µε τον ακόλουθο τρόπο: α ) µε την υποβολή αίτησης για την εκδίκαση ορισµένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β") µε την κλήτευση τρίτων στη διαδικασία, κατόπιν διαταγής του αρµόδιου δικαστηρίου (αρθρ. 748 παρ. 3 ΚΠολ ), γ ) µε την προσεπίκληση τρίτων κατόπιν πρωτοβουλίας του διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 753 ΚΠολ ), δ ) µε την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέµβασης, ε ) µε την άσκηση τριτανακοπής αρθρ. 773,583 επ. ΚΠολ. Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 761, 748 παρ. 3, 753 παρ. 1 και 752 ΚΠολ προκύπτει ότι ο καθ ού η αίτηση δεν προσλαµβάνει την ιδιότητα του διαδίκου µε µόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέµβαση, ακόµη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέµβαση, παραστεί στη δίκη. Ούτε άλλωστε ο από το δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου ορισµός, κατά την κατάθεση της αίτησης, απλώς της προθεσµίας για την τυχόν κοινοποίηση της στον καθ ού για να ασκήσει παρέµβαση ή να προστατεύσει κατ άλλον, ενδεχοµένως, τρόπο τα πιθανά συµφέροντα του, συνιστά ή µπορεί να αναπληρώσει την προβλεπόµενη από το άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολ κλήτευση, µε διαταγή του αρµόδιου δικαστή, εκείνου που έχει έννοµο [109]
110 συµφέρον από τη δίκη, ώστε να προσδίδει στον καθ ού η αίτηση ιδιότητα διαδίκου (ΑΠ 1305/1994 Ελ νη ). - Aπό το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολ συνάγεται ότι και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέµβασης, εφόσον βεβαίως συντρέχει η κατά το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης αµέσου εννόµου συµφέροντος στο πρόσωπο του παρεµβαίνοντος. Η κύρια παρέµβαση ασκείται µε δικόγραφο και εφαρµόζονται γι αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 747, 748 και 751 του ιδίου κώδικα, κατά τα οποία η κατάθεση του δικογράφου πρέπει να γίνεται στη γραµµατεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, ενώ στην πρόσθετη παρέµβαση µπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία (ΑΠ 1076/2002 Ελ νη ). Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αµφισβητούµενης δικαιοδοσίας το έννοµο συµφέρον του παρεµβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώµατος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννοµο συµφέρον του παρεµβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά µε το ζητούµενο ρυθµιστικό µέτρο. Στη δίκη της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον η παρέµβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης µε την οποία ανοίχθηκε η δίκη ή τη ρύθµιση του επιδίκου αντικειµένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που ζητείται µε την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέµβαση (ΑΠ 1305/1994 ό.ττ., Εφ ωδ 61/2006, 146/2005, 120/2004, δηµοσ. σε Νόµος). Υφίσταται δε έννοµο συµφέρον προς παρέµβαση όταν µε αυτή µπορεί να προστατευθεί δικαίωµα του παρεµβαίνοντος ή να αποτραπεί η δηµιουργία εις βάρος του νοµικής υποχρεώσεως. Πρέπει όµως αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσµευτικότητα ή εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της (βλ. ΟλΑΠ 9/2007), να συνιστά δηλαδή η απόφαση, έστω και αν δεν αποτελεί δεδικασµένο, όρο δηµιουργίας ευθύνης του παρεµβαίνοντος. Έτσι, για την άσκηση παρέµβασης δεν αρκεί ότι σε δίκη εκκρεµή µεταξύ άλλων πρόκειται να λυθεί νοµικό ζήτηµα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον παρεµβαίνοντα, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεµβαίνει να θίγει από την άποψη του πραγµατικού ή νοµικού ζητήµατος τα έννοµα συµφέροντα του (ΟλΑΠ 28/2007 ΕΕ , ΜονΠρΘεσ 37789/2008 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει να λεχθεί ότι οι προσδιορίζουσες την έννοια των κυρίας και πρόσθετης παρεµβάσεως διατάξεις των άρθρων 79 και 80 του ΚΠολ, ερµηνευόµενες σε συνδυασµό προς τη φύση και το σύνολο των διατάξεων της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία, κατά κανόνα δεν υπάρχει αντιδικία, αν ο παρεµβαίνων υποστηρίζει την αίτηση, η παρέµβαση είναι πρόσθετη, ενώ αν αντιδικεί, ζητώντας είτε την απόρριψη της αίτησης, είτε την παραδοχή δικού του αιτήµατος, η παρέµβαση είναι κύρια (ΑΠ 1076/2002). ΑΚ: 65, 158, 211 επ., 216, 713 επ., ΚΠολ : 79, 80, 747, 752, 791, 924, Νόµοι: 2190/1920, άρθ. 18, Νόµοι: 2664/1998, άρθ. 2, 3, 16, 23, Νόµοι: 2830/2000, άρθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2012 [110]
111 Κατάσχεση - Κατάσχεση εις χείρας τρίτου Αριθµός απόφασης: 1022 Έτος: Κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Τράπεζες. Απόρρητο καταθέσεων. Απόρρητο δεν υφίσταται στο µέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώµατος του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της καταθέσεως, διότι το δικαίωµα αυτό κατισχύει. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Το Ν 1059/1971 "περί του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων", όπως αυτό ίσχυε στις , οπότε επιβλήθηκε η ένδικη κατάσχεση, διαλάµβανε τα εξής: "Οι κάθε µορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύµατα είναι απόρρητες. Το απόρρητο αυτό δεν ισχύει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων της, των σχετικών µε τον έλεγχο του τραπεζικού συστήµατος και της εφαρµογής των νοµισµατικών, πιστωτικών και συναλλαγµατικών κανόνων. Εξαιρετικά, επιτρέπεται η άρση του τραπεζικού απορρήτου ύστερα από ενέργεια του προϊσταµένου της αρµόδιας.ο.υ. στην περίπτωση που προσκοµίζεται προσωπική επιταγή ποσού άνω του δραχµών, για εξόφληση χρεών προς το ηµόσιο, οπότε και δίδεται πρόβλεψη και δέσµευση του ποσού υπέρ της.ο.υ." (άρθρο 1), " ιοικηταί, µέλη διοικητικών συµβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων ή υπάλληλοι τραπεζών, οίτινες ως εκ των καθηκόντων των λαµβάνουν γνώσιν των τραπεζικών καταθέσεων, παρέχοντες καθ' οιονδήποτε τρόπον οιανδήποτε περί αυτών πληροφορίαν, τιµωρούνται δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) µηνών. Η συναίνεσις ή έγκρισις του υπέρ του οποίου το απόρρητον καταθέτου, ουδαµώς αναιρεί τον αξιόποινον χαρακτήρα της πράξεως. Οι παραπάνω διατάξεις δεν εφαρµόζονται για τη ιοίκηση και τα λοιπά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειµένου να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις νοµισµατικών, πιστωτικών ή συναλλαγµατικών κανόνων" (άρθρο 2 παρ.1), "Τα εν παραγράφω 1 αναφερόµενα πρόσωπα, καλούµενα ως µάρτυρες εν πολιτική ή ποινική δίκη, ουδέποτε εξετάζονται περί των απορρήτων καταθέσεων και συναινούντος έτι του υπέρ του οποίου το απόρρητον καταθέτου", και "εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις απόρρητες χρηµατικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες που λειτουργούν στην Eλλάδα, µετά από ειδικά αιτιολογηµένη παραγγελία ή αίτηση ή απόφαση του αρµόδιου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κυρίας ανάκρισης οργάνου δια του δικαστικού συµβουλίου ή δικαστηρίου, στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή των πληροφοριών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασµό κακουργήµατος" (άρθρο 3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 27 παρ. 1 Ν. 1868/1989). Στην έννοια των καταθέσεων εµπίπτουν οι χρηµατικές καταθέσεις σε δραχµές ή συνάλλαγµα, ελεύθερες ή δεσµευµένες, όψεως, προθεσµιακές ή σε τρεχούµενο λογαριασµό, καθώς και οι καταθέσεις υπέρ διαφόρων εξαγωγέων από επιστροφές ή χρηµατικές επιδοτήσεις (πριµ). Από τις προαναφερόµενες διατάξεις, που καθιερώνουν το απόρρητο των εν γένει καταθέσεων σε ελληνικές τράπεζες, δεν προκύπτει ότι θεσπίσθηκε και το ακατάσχετο των αντιστοίχων από τις καταθέσεις [111]
112 αυτές απαιτήσεων, γιατί οι διατάξεις αυτές αναφέρονται αποκλειστικώς και µόνο στο απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων και όχι στη δυνατότητα ή µη κατασχέσεώς τους. Με την κατάσχεση ενασκείται δικαίωµα, για την ικανοποίησή του δε πρέπει να τηρηθεί η προβλεπόµενη στον ΚΠολ διαδικασία, στην οποία περιλαµβάνεται και η δήλωση του τρίτου (της τράπεζας) σχετικά µε την ύπαρξη της απαιτήσεως. Η δήλωση αυτή αποτελεί συνεπώς δικονοµική υποχρέωση της τράπεζας, απορρέουσα από την κατάσχεση για την ικανοποίηση του κατασχόντος δανειστή, η οποία διαφορετικά θα µαταιωνόταν. Απόρρητο άρα δεν υφίσταται στο µέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώµατος του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της καταθέσεως, διότι το δικαίωµα αυτό κατισχύει. Αντίθετη ερµηνεία των διατάξεων που προαναφέρθηκαν θα προσέκρουε άλλωστε στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγµατος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωµα σε παροχή έννοµης προστασίας. ιότι σ' αυτήν περιλαµβάνεται και η αναγκαστική εκτέλεση, µορφή της οποίας αποτελεί και η κατάσχεση στα χέρια τρίτου για την ικανοποίηση απαιτήσεως, χωρίς δε τη δήλωση της τράπεζας ως τρίτης και χωρίς τη δυνατότητα να ασκηθεί κατά της (ρητής ή σιωπηρής) αρνητικής δηλώσεώς της η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολ, η µορφή αυτή έννοµης προστασίας θα απέβαινε ανέφικτη. Άρα δεν είναι συνταγµατικώς ανεκτό ο νοµοθέτης να αποκλείει την ικανοποίηση της απαιτήσεως του ανακόπτοντος λόγω του τραπεζικού απορρήτου των καταθέσεων. Κατ' ακολουθίαν οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν 1059/1971 δεν αποκλείουν την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ούτε απαγορεύουν την εκ µέρους της τράπεζας δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 985 παρ.1, 2 ΚΠολ περί του αν υπάρχει η απαίτηση από χρηµατική στην τράπεζα κατάθεση η οποία έγινε αντικείµενο κατασχέσεως, η δε τυχόν δήλωση της τράπεζας περί της υπάρξεως της καταθέσεως δεν είναι άκυρη. Τυχόν άρνηση της τράπεζας να προβεί στη δήλωση αυτή ή παράλειψη δηλώσεως εκ µέρους της εντός της οριζόµενης οκταήµερης προθεσµίας, θεωρούµενη ως αρνητική της υπάρξεως της καταθέσεως δήλωση, είναι δεκτική ανακοπής, σύµφωνα µε το άρθρο 986 ΚΠολ, που προϋποθέτει δήλωση κατά το προηγούµενο άρθρο 985 (ΟλΑΠ 19/2001). Ήδη δε µε το άρθρο 24 Ν. 2915/2001, η ισχύς του οποίου άρχισε από τις , θεσπίστηκε ρητά ότι: "Το απόρρητο των κάθε µορφής καταθέσεων σε πιστωτικό ιδρύµατα, καθώς και των άυλων µετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστηµα Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (Κ.Α.Α.) δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωµα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της µετοχής. Το απόρρητο αίρεται µόνο για το χρηµατικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή". ΚΠολ : 985, 986, Ν : 1059/1971, άρθ. 1, 2, 3, Νόµοι: 1868/1989, άρθ. 27, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ [112]
113 Πλειστηριασµός - Ακύρωση πλειστηριασµού Αριθµός απόφασης: 956 Έτος: Αναγκαστική εκτέλεση. Πλειστηριασµός. Ακυρότητα. Κατασχετήρια έκθεση. - Από δε το άρθρο 927 ΚΠολ σε συνδυασµό µε τα άρθρα 108, , 299, 954, 973, 993 και 999 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι εκείνος που φέρεται σε εκτελεστό τίτλο ως δανειστής δικαιούται να επισπεύσει, µε βάση τον τίτλο, αναγκαστική εκτέλεση κατά του φερόµενου στον τίτλο ως οφειλέτη, παρέχοντας προς τούτο σχετική εντολή στο όργανο της εκτελέσεως, το οποίο στη συνέχεια λαµβάνει τα αναγκαία µέτρα για την ολοκλήρωση της εκτελέσεως και ότι σε εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση κατ' αρχήν δεν απαγορεύεται ούτε αποδοκιµάζεται, αλλά αντιθέτως παρέχεται δικαίωµα να παραιτηθεί από κάθε πράξη της εκτελέσεως, όπως από εκείνη του πλειστηριασµού ακινήτου και µε τήρηση του κατά νόµο οικείου τύπου και έτσι κατ' αρχήν να επιφέρει µαταίωση της έγκυρης διενέργειας της εν λόγω πράξεως (ΑΠ 223/2004). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 999 παρ. 4 ΚΠολ ο πλειστηριασµός ακινήτου µε ποινή ακυρότητας δεν µπορεί να γίνει αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στις αναφερόµενες επί µέρους διατάξεις του ίδιου άρθρου, µεταξύ των οποίων είναι και η επίδοση περιλήψεως της εκθέσεως κατασχέσεως στον οφειλέτη εντός είκοσι ηµερών από την ηµέρα της κατασχέσεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής µόνο η ανυπαρξία ή το εκπρόθεσµο της επιδόσεως της κατασχετήριας εκθέσεως επάγεται ακυρότητα του πλειστηριασµού ανεξαρτήτως βλάβης (ΟλΑΠ 3/2007). Αντίθετα η ελαττωµατικότητα της περιλήψεως της κατασχετήριας εκθέσεως µε την εσφαλµένη αναγραφή τιµής πρώτης προσφοράς συνεπάγεται ακυρότητα, η οποία κρίνεται µε βάση τη διάταξη περί δικονοµικών ακυροτήτων του άρθρου 159 παρ. 3 ΚΠολ, κατά την οποία η παράβαση διατάξεως που ρυθµίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως συνεπάγεται ακυρότητα την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν µπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά µόνο µε την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 8/2011). ΚΠολ : 108, , 299, 927, 954, 973, 993, 999, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ Πλειστηριασµός - Αναγγελία απαίτησης - Υποκατάσταση δανειστή ως επισπεύδοντος Αριθµός απόφασης: 949 Έτος: Αναγγελία απαίτησης. Περιεχόµενο. [113]
114 - Από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 περιπτ. β' του ΚΠολ, που ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, πλην άλλων και περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται, σε συνδυασµό προς τη διάταξη του άρθρου 159 αρ. 3 ΚΠολ, που ορίζει ότι η παράβαση της διάταξης που ρυθµίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, αν η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν µπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά µόνο µε την κήρυξη της ακυρότητας, προκύπτει ότι η αναγγελία, ως πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να περιέχει περιγραφή της απαίτησης που αναγγέλλεται και του προνοµίου της. Ενόψει όµως του ότι η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, µε το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και ειδικότερα της κατάταξης, η απαίτηση του αναγγελλόµενου δανειστή, στο περιεχόµενο δε του αναγγελτηρίου, οφείλουν να απαντήσουν, µε τις παρατηρήσεις τους (άρθρου 974 ΚΠολ ) και την ανακοπή (άρθρο 979 ΚΠολ ), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και µε βάση το περιεχόµενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασµού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαίτησης, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον µεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άµυνα τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασµού τις προϋποθέσεις για να µπορεί να ελέγξει τη νοµιµότητα και βασιµότητα της απαίτησης. Ανάµεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του προνοµίου, τα πραγµατικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν µάλιστα αυτά δεν συµπίπτουν µε εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερόµενης σ' αυτό απαίτησης µόνον όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν υφισταµένου προνοµίου της είναι τόσον ελλιπής, ώστε να µην µπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία, κατά την άσκηση του δικαιώµατος της υπεράσπισης τους, κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολ και να υφίστανται έτσι βλάβη. εν είναι όµως αναγκαία η εξειδίκευση, στο βαθµό που απαιτείται επί ανακοπής (άρθρα 216 παρ. 1 και 585 ΚΠολ ), για τον αναγγελθέντα δικαιούχο της απαίτησης, ανεξαρτήτως της δικονοµικής θέσης του στη δίκη της ανακοπής, γιατί το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεµπίπτουσας αίτησης για δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολ. Για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλόµενης αξίωσης αρκεί η µορφολογική εξατοµίκευση της ως προς το είδος και το προνόµιο κατάταξης της, µπορεί δε να συµπληρώνεται µε παραποµπή σε άλλο, συνυποβαλλόµενο δηµόσιο έγγραφο. Εάν ο αναγγελλόµενος δανειστής δεν ανταποκρίνεται στην επιβαλλόµενη από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 εδ. γ' και δ' του ΚΠολ υποχρέωση του να καταθέσει µέσα σε αποκλειστική προθεσµία 15 ηµερών από την ηµέρα του πλειστηριασµού στον υπάλληλο του πλειστηριασµού τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το τυχόν προνόµιο που την ασφαλίζει, αποκλείεται να τα καταθέσει µεταγενέστερα (βλ. άρθρο 151 ΚΠολ ) και µπορεί να καταταγεί τυχαία από τον υπάλληλο του πλειστηριασµού. εν επιφέρει όµως η πάροδος άπρακτης της δεκαπενθήµερης προθεσµίας του άρθρου 972 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠολ έκπτωση από το δικαίωµα προσαγωγής των εγγράφων ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της [114]
115 ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο είναι υποχρεωµένο, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολ, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν ενώπιον του οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισµών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. ΚΠολ : 111, 159, 216, 972, 974, 979, ηµοσίευση: INLAW 2011 Πλειστηριασµός - Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης Αριθµός απόφασης: 347 Έτος: Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης.προνόµιο πρωτοπραξίας και δικαίωµα ενεχύρου υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από το άρθρο 979 παρ. 2 ΚΠολ προκύπτει ότι έννοµο συµφέρον για άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης έχει όποιος αµφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης του καθ'ού στρέφει την ανακοπή του ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται µέσα στα όρια του αιτήµατος αυτής και ερευνά την προσβαλλόµενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ'ού η ανακοπή, εφόσον δε η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία όχι όµως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασµένο της απόφασης δεν επιδρά στους µη µετέχοντας στη δίκη άλλους δανειστές, τους οποίους ούτε ωφελεί ούτε βλάπτει, εκτός αν οµοδικούν αναγκαστικώς µε τον ανακόπτοντα. Τέτοιο έννοµο συµφέρον υπάρχει και επί ανακοπής αναγγελθέντος δανειστού, ο οποίος αµφισβητεί το ύψος των εξόδων εκτελέσεως το οποίο αφήρεσε κατ' άρθρο 975 ΚΠολ ο υπάλληλος του πλειστηριασµού υπέρ του επισπεύδοντος δανειστή, που τα προκατέβαλε, και κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή, έστω κι αν ο ανακόπτων είναι απλός εγχειρόγραφος πιστωτής, ενώ η απαίτηση του αναγγελθέντος δανειστού, κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή ήταν εξοπλισµένη µε προνόµιο και τούτο θα είχε ως συνέπεια να καταταγεί αυτός στον πίνακα εάν ο υπάλληλος του πλειστηριασµού όριζε από την αρχή και αφαιρούσε µικρότερο ποσό εξόδων εκτελέσεως, διότι στην περίπτωση αυτή δεν αµφισβητείται το προνόµιο του καθ'ου η ανακοπή αναγγελθέντος δανειστή, αλλά η ίδια η απαίτηση του επισπεύδοντος δανειστή για τα έξοδα εκτελέσεως. Εάν δε ευδοκιµήσει η ανακοπή και περιορισθεί το ποσόν των εξόδων, ο ανακόπτων θα καταταγεί στο αποδεσµευόµενο ποσό χωρίς να ωφελείται ο από την ανακοπή αναγγελθείς δανειστής, επικαλούµενος άλλη απαίτηση προηγούµενη στη σειρά κατάταξης εκείνης του ανακόπτοντος για την οποία όµως καίτοι αναγγέλθηκε δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 525/1999). - Το κατά τα άρθρα 8 παρ. 1, 2, 4 και 5 του Ν. 4332/1929, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 52 αριθ. 4 ΕισΝΚΠολ προνόµιο πρωτοπραξίας και δικαίωµα ενεχύρου υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, όταν υπόκειται εκτέλεση επί των εις βάρος των οποίων υφίσταται το ενέχυρο, καρπών, µηχανηµάτων, εργαλείων, [115]
116 προϊόντων κ.λ.π., υπερισχύει της ρύθµισης των άρθρων 976 και 977 ΚΠολ. Συνεπώς, οι απαιτήσεις της ΑΤΕ επί πλειστηριασµού οιουδήποτε από τα άνω κινητά, προηγούνται όλων των άλλων και αυτού ακόµα του ηµοσίου, πλην εκείνων που αφορούν έξοδα εκτέλεσης, ως προς τα οποία και µόνον µε ρητή διάταξη του άρθρου 51 αρ. 2 του ΕισΝΚΠολ καταργήθηκε η σχετική προτίµηση (ΑΠ 1569/1997). ΚΠολ : 975, 979, ΚΠολ : 52, ΑΝ: 4332/1929, άρθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ Πλειστηριασµός - Αναστολή πλειστηριασµού ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Αριθµός απόφασης: 1755 Έτος: Αναστολή πλειστηριασµού. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 1000 του ΚΠολ, ύστερα από αίτηση του καθ ου η εκτέλεση, η οποία κατατίθεται, µε ποινή απαραδέκτου, πέντε τουλάχιστον εργάσιµες ηµέρες πριν από την ηµέρα του πλειστηριασµού, το δικαστήριο του άρθρου 933, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. µπορεί να αναστείλει τη διαδικασία του πλειστηριασµού έως έξι µήνες από την αρχική ηµέρα πλειστηριασµού, αν δεν υπάρχει κίνδυνος βλάβης του επισπεύδοντος και εφόσον προσδοκάται βάσιµα ότι ο οφειλέτης θα ικανοποιήσει µέσα στο χρονικό αυτό διάστηµα τον επισπεύδοντα δανειστή. Κατά την ως άνω διάταξη κρίσιµος χρόνος για τον υπολογισµό έναρξης του εξαµήνου αναστολής του ως άνω άρθρου είναι ο πλειστηριασµός που αρχικά ορίστηκε, ανεξάρτητα από το αν αυτός ανεστάλη ή µαταιώθηκε, καθώς και από το αν είχε επισπευθεί αυτός από τον κατασχόντα ή οποιονδήποτε άλλο δανειστή που υποκαταστάθηκε. Έτσι, το δικαστήριο που καλείται κάθε φορά να παράσχει την αναστολή θα εξετάζει αν παρήλθε η εξάµηνη προθεσµία από την αρχικά ορισθείσα ηµέρα διενέργειας του πλειστηριασµού, ανεξαρτήτως του αν ο καθ ου η εκτέλεση χρησιµοποίησε ολόκληρη ή καθόλου την προθεσµία ή αν είχε προηγουµένως ανασταλεί βάσει του ως άνω άρθρου η διαδικασία του πλειστηριασµού. ηλ. δεν τίθεται θέµα εξαντλήσεως της εξάµηνης προθεσµίας αλλά θέµα αδυναµίας χορήγησης αναστολής πέραν του εξαµήνου από την αρχική ηµεροµηνία, η οποία καθορίστηκε ως χρόνος διενέργειας του πλειστηριασµού µε την περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης. Κρίσιµος χρόνος για τον υπολογισµό έναρξης του εξαµήνου της αναστολής του άρθρου 1000 είναι ο πλειστηριασµός που αρχικά ορίστηκε, ανεξάρτητα από το αν αυτός ανεστάλη ή µαταιώθηκε, καθώς και από το αν είχε επισπευσθεί αυτός από τον κατασχόντα ή οποιονδήποτε άλλο δανειστή που υποκαταστάθηκε. Η ρύθµιση αυτή προκύπτει από τη λεκτική διατύπωση της διάταξης, ως έχει µετά την άνω τροποποίηση της, καθόσον µε τη µη προσθήκη πριν από τη λέξη "πλειστηριασµού" της προσωπικής αντωνυµίας "του" δεν προσδιορίζεται η αρχική ηµέρα συγκεκριµένου πλειστηριασµού, δηλαδή του πλειστηριασµού του [116]
117 οποίου η αναστολή ζητείται, αλλά του αρχικά ορισθέντος πλειστηριασµού, ο οποίος µπορεί να είχε επισπευσθεί και από άλλο δανειστή που υποκαταστάθηκε. Συνεπώς, πρόκειται για τον πλειστηριασµό που ορίστηκε µε το αρχικό πρόγραµµα και ήδη, µετά την ισχύ ( ) του Ν. 2298/1995, ο οποίος κατήργησε το πρόγραµµα, µε την αρχική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολ, αρθρ. 1000, αριθµ. 26, Μπέη, και ΝοΒ , Μπρίνια, Αναγκ. Εκτελ. Β`, παρ. 560, ο ίδιος, 2.153, Τζίφρα, επ. Contra.Φραγκίστα/Γέσιου - Φαλτσή, Αναγκ. Εκτελ. β`, 235).Ratio του νοµοθέτη είναι η µη αποµάκρυνση από την ηµεροµηνία η οποία καθορίστηκε µε την αρχική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης ως ηµέρα διενέργειας του πλειστηριασµού, και αυτό για να µην επωφελείται ο καθ ου η εκτέλεση από τη µαταίωση ή εγκατάλειψη της διαδικασίας ή τη συµβατική αναστολή και, έτσι, διαιωνίζεται η διαδικασία του πλειστηριασµού, την οποία ο νόµος θέλει να περιορίσει χρονικά για τους προαναφερόµενους λόγους. Η εξάµηνη προθεσµία αρχίζει από την επόµενη ηµέρα του αρχικού πλειστηριασµού. Λαµβάνεται υπόψη ο µε την περίληψη κατασχετήριας έκθεσης καθορισµός του χρόνου ενέργειας του πλειστηριασµού, οπότε και οριστικοποιείται η ηµεροµηνία διενέργειας του πλειστηριασµού. ΚΠολ : 1000, ηµοσίευση: INLAW 2010 Πλειστηριασµός - Κατάταξη απαιτήσεων Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 3 Έτος: Κατάταξη απαιτήσεων. Προνοµιακή κατάταξη απαιτήσεων των συγγενών του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχηµα µισθωτού. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 975 του ΚΠολ η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται µε την εξής σειρά 1)... 2)... 3) οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτηµένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις δασκάλων, εφόσον όλες αυτές προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι µήνες πριν από την ηµέρα του πλειστηριασµού. Εξάλλου, κατά το άρθρο 31 του Ν. 1545/1985 "στην τρίτη τάξη των προνοµίων του άρθρου 975 του Κ.Πολ. κατατάσσονται οι απαιτήσεις που έχουν σαν βάση τους την παροχή εξαρτηµένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των διδασκάλων, εφόσον προέκυψαν µέσα στην τελευταία διετία πριν από την ηµεροµηνία του πρώτου πλειστηριασµού ή της κήρυξης της πτώχευσης. Αποζηµιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας κατατάσσονται ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν στην τάξη αυτή...". Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι για τις εξοπλισµένες µε το προνόµιο του άρθρου 975 παρ. 3 του ΚΠολ απαιτήσεις, που έχουν σαν βάση τη σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας, µε τη νοµοθετική µεταβολή που επήλθε, µε το άρθρο 31 του Ν /1985, αυξήθηκε από έξι µήνες σε δύο χρόνια, ο προβλεπόµενος στο άρθρο 975 παρ. 3 περ. α' του ως άνω κώδικα χρόνος, µε αφετηρία αναδροµικού [117]
118 υπολογισµού του χρονικού διαστήµατος στο οποίο εκτείνεται το προνόµιο, την ηµεροµηνία ορισµού του πρώτου πλειστηριασµού, και κατ' αντιδιαστολή µε τις λοιπές απαιτήσεις που έχουν σαν βάση τη σχέση εργασίας, έγινε ειδική υπαγωγή στο προνόµιο αυτό, χωρίς χρονικό περιορισµό, µόνον των απαιτήσεων που αφορούν αποζηµιώσεις λόγω καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας. Αν ο νοµοθέτης ήθελε να εξοπλίσει µε το προνόµιο αυτό αδιακρίτως, όλες τις απαιτήσεις που έχουν σαν βάση τη σχέση εργασίας, ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν, θα όριζε τούτο κατά τρόπο ρητό και σαφή, όπως για τις αποζηµιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας, για τις οποίες ρητώς όρισε ότι κατατάσσονται στην τρίτη τάξη ανεξάρτητα από το χρόνο που γεννήθηκαν. - Σε περίπτωση θανάτου του µισθωτού συνεπεία εργατικού ατυχήµατος, η κατά το άρθρο 932 ΑΚ δυνάµενη να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύµατος χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, η οποία έχει άµεσο παραγωγικό αίτιο την παροχή εξαρτηµένης εργασίας και την κατ' αυτή θανάτωση του µισθωτού, εµπίπτει, όπως και η, κατά τις διατάξεις των άρθρων 928, 1389, 1390, 1485, 1486 και 1493 ΑΚ, επιδικαζόµενη αποζηµίωση για στέρηση διατροφής ή υπηρεσιών, στο πεδίο εφαρµογής του άρθρου 975 αρ.3 και δεν µπορεί να αποκλεισθεί από το γεγονός ότι διαπλάσσεται στο νόµο ως πρωτογενές το από το θάνατο του µισθωτού παρεχόµενο στα µέλη της οικογένειάς του δικαίωµα. Προέχον δεν είναι το "πρωτογενές" της απαιτήσεως του δανειστή που αναγγέλλεται, αλλά στα πλαίσια της ερµηνευοµένης διατάξεως, ο αξιούµενος σύνδεσµος της απαιτήσεως προς τη σύµβαση εργασίας από την οποία αυτή τελικά απορρέει και δεν θα εδηµιουργείτο χωρίς εκείνη (ΟλΑΠ 9/2007). Συνεπώς, οι απαιτήσεις των συγγενών του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχηµα µισθωτού, για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και αποζηµίωση για στέρηση διατροφής και υπηρεσιών του, οι οποίες έχουν σαν βάση τη σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας κατατάσσονται προνοµιακά στην τρίτη τάξη του άρθρου 975 ΚΠολ, εφόσον προέκυψαν µέσα στην τελευταία διετία πριν από την ηµεροµηνία ορισµού του πρώτου πλειστηριασµού. ΑΚ: 928, 932, 1389, 1390, 1485, 1486, 1493, ΚΠολ : 975, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΝοΒ Πλειστηριασµός - Κατάταξη απαιτήσεων Αριθµός απόφασης: 1468 Έτος: Πλειστηριασµός. Κατάταξη απαιτήσεων. Κήρυξη ή µη ακυρότητας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 974 ΚΠολ : "Αν το πλειστηρίασµα δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν... ο υπάλληλος του πλειστηριασµού... συντάσσει πίνακα κατάταξης...". Κατά το άρθρο [118]
119 978 ΚΠολ : "Απαιτήσεις που εξαρτώνται από αίρεση ή αµφιβολίες κατατάσσονται τυχαίως (παρ. 1 εδ. α)...όταν η απαίτηση κατατάσσεται τυχαίως, ο υπάλληλος του πλειστηριασµού ορίζει τον πίνακα της κατάταξης πώς θα κατανέµεται το ποσό που αναλογεί στην απαίτηση αν αυτή πάψει να υπάρχει (παρ.2)". Κατά το άρθρο 1277 ΑΚ : "Η προσηµείωση χορηγεί µόνο δικαίωµα προτίµησης για την απόκτηση υποθήκης. Όταν η απαίτηση επιδικασθεί τελεσίδικα, η προσηµείωση τρέπεται σε υποθήκη, η οποία λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από την ηµέρα της προσηµείωσης". Κατά το άρθρο 1279 ΑΚ: "Αν πριν από την τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη χωρήσει αναγκαστική εκτέλεση στο ακίνητο, η απαίτηση, υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί η προσηµείωση, κατατάσσεται τυχαία και το ακίνητο περιέχεται στον αγοραστή ελεύθερο". Κατά το άρθρο 979 παρ.2 ΚΠολ : "Μέσα σε δώδεκα εργάσιµες ηµέρες... οποιοσδήποτε έχει έννοµο συµφέρον µπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρµόζονται τα άρθρα 933 επ..... Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών, των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη". Από τον συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει: α) Ότι η τυχαία κατάταξη (στον πίνακα διανοµής πλειστηριάσµατος ακινήτου) προσηµειούχου πιστωτού καθίσταται (κατ' αρχήν) οριστική, αν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση σε δίκη µεταξύ αυτού και του οφειλέτου, µε την οποία του επιδικάζεται η απαίτηση, για την οποία έχει καταταγεί. Β) Ότι, αντιθέτως, εάν κριθεί τελεσιδίκως ότι ο κυρίως και τυχαίως καταταγείς (ως προσηµειούχος) πιστωτής δεν έχει απαίτηση κατά του οφειλέτου, η µεν κατάταξή του θεωρείται µη γενόµενη, την θέση του καταλαµβάνει -χωρίς άλλη διαδικασία- ο επικουρικώς καταταγείς πιστωτής (εφόσον βεβαίως δεν εκκρεµεί κατ' αυτού ανακοπή). γ) Ότι, παρά την τελεσίδικη επιδίκαση της απαιτήσεως στον κυρίως καταταγέντα πιστωτή και τη δηµιουργία σχετικού δεδικασµένου µεταξύ αυτού και του οφειλέτου, τόσον ο επικουρικώς καταταγείς, όσο και καθένας από τους επόµενους αυτών στην κατάταξη πιστωτές- ως µη δεσµευόµενοι από το ρηθέν δεδικασµένο- δικαιούνται να αµφισβητήσουν την ουσιαστική βασιµότητα της απαίτησης του κυρίως καταταγέντος. Κατά µείζονα δε λόγο καθένας από τους προαναφερθέντες δικαιούται να αµφισβητήσει την απαίτηση του κυρίως καταταγέντος, πριν από την έκδοση (τελεσίδικης) απόφασης στη δίκη µεταξύ του τελευταίου και του οφειλέτου. Βαρύνεται όµως, στην περίπτωση αυτή, ο αµφισβητών την απαίτηση του κυρίως καταταγέντος να ασκήσει κατ' αυτού (και κατά του πίνακος) σχετική ανακοπή και, εάν δεν πράξει τούτο, δεν µπορεί να ωφεληθεί και να καταλάβει την θέση του κυρίως καταταγέντος στον πίνακα, ακόµα και αν αυτός (κυρίως καταταγείς) ηττηθεί σε δίκη επί ανακοπής που άσκησε άλλος (επόµενος στην κατάταξη) πιστωτής, ο οποίος, ως εκ τούτου έχει προφανές έννοµο συµφέρον να προσβάλλει µε ανακοπή (έστω και µόνο) την κατάταξη του κυρίως και τυχαίως καταταγέντος (εάν φρονεί ότι µόνον αυτού η απαίτηση είναι ελαττωµατική ή και εντελώς αναληθής). - Με το άρθρο 559 αριθµ. 14 ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωµα ή απαράδεκτο. - Κατά το άρθρο 321 ΚΠολ : "Όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας και έφεση είναι [119]
120 τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασµένο". Κατά το άρθρο 325 περ. 1 ΚΠολ : "Το δεδικασµένο ισχύει υπέρ και κατά των διαδίκων...". - Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παρά τον νόµο απέρριψε την ανακοπή της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη και υπέπεσε στην εκ του άρθρου 559 αριθµ. 14 ΚΠολ πληµµέλεια. Τούτο δε, διότι -µε βάση τα προεκτεθέντα- η επικουρικώς καταταγείσα ''Εθνική Τράπεζα ΑΕ'' θα καταλάβει την θέση των κυρίως και τυχαίως καταταγέντων (προσηµειούχων) δανειστών, ήτοι των αναιρεσιβλήτων, στον πίνακα µόνο στην περίπτωση που σε δίκη µεταξύ αυτών και του οφειλέτου κριθεί τελεσιδίκως ότι οι σχετικές απαιτήσεις "έπαυσαν να υπάρχουν", όχι όµως και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισµός της ανακόπτουσας- αναιρεσείουσας εταιρίας ότι οι απαιτήσεις που ανήγγειλαν και για τις οποίες κατετάγησαν οι αναιρεσίβλητου ήταν "εικονικές" και "επινοήθηκανγια να περισώσουν οι καθ' ων η εκτέλεση τα περιουσιακά στοιχεία µε τη βοήθεια φίλων τους", ούτε βεβαίως εάν η απαίτηση της ''Εθνικής Τράπεζας'' έχει µεταγενεστέρως (ήτοι µετά την σύνταξη του προσβαλλόµενου πίνακος) εξοφληθεί ή µε οποιοδήποτε άλλο νόµιµο τρόπο αποσβεσθεί. ΑΚ: 1277, 1279, ΚΠολ : 321, 325, 933 επ., 974, 978, 979, 559 αριθ. 14, ηµοσίευση: INLAW 2011 Πλειστηριασµός - Κατάταξη απαιτήσεων Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 20 Έτος: Πλειστηριασµός. Κατάταξη απαιτήσεων. Προνόµια Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. - Κατά το άρθρο 8 παρ. 1, 4, 5 του ιδρυτικού της αναιρεσίβλητης Τράπεζας Ν. 4332/1929, η εν λόγω Τράπεζα για όλες τις από οποιαδήποτε αιτία και από οποιοδήποτε τίτλο γενικά απαιτήσεις της κέκτηται αυτοδικαίως και χωρίς συστατικό έγγραφο προνόµιο πρωτοπραξίας και δικαίωµα γεωργικού ενεχύρου µέχρι ολοσχερούς εξόφλησης επί των µνηµονευοµένων αντικειµένων στην παρ.1 του πιο πάνω άρθρου, µεταξύ των οποίων αναφέρονται παντός είδους µέσα (εργαλεία, µηχανήµατα) οποιασδήποτε µορφής επιχειρήσεως και εκµεταλλεύσεως των οφειλετών και συνυποχρέων, τα οποία λογίζονται αυτοδικαίως υπέγγυα σ' αυτήν, που ανήκουν στους οφειλέτες και συνυποχρέους. Οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν σε ισχύ, σύµφωνα µε το άρθρο 26 παρ.4 του Ν. 1914/1990, και µετά την µετατροπή της αναιρεσίβλητης Τράπεζας σε ανώνυµη εταιρεία. Ειδικότερα, µε τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 4 του Ν. 1914/1990, η αναιρεσίβλητη Τράπεζα από αυτόνοµος οργανισµός κοινωφελούς χαρακτήρα µετατράπηκε σε ανώνυµη τραπεζική εταιρεία, λειτουργούσα κατά τους κανόνες ανωνύµων τραπεζικών εταιρειών, ενώ διατηρήθηκαν σε ισχύ τα δικονοµικά και ουσιαστικά αυτής προνόµια, εποµένως και το πιο πάνω γεωργικό ενέχυρο. Οι διατάξεις αυτές δεν θίγηκαν από τις διατάξεις του Ν. 2076/1992 "Ανάληψη και άσκηση δραστηριότητος πιστωτικών ιδρυµάτων και [120]
121 άλλες συναφείς διατάξεις", που είχε σκοπό σύµφωνα µε το άρθρο 1 αυτού, την ενσωµάτωση της Ελληνικής τραπεζικής νοµοθεσίας στις διατάξεις της οδηγίας 89/6446/ΕΠΚ του Συµβουλίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία αφορούσε κυρίως τη ρύθµιση των προϋποθέσεων πρόσβασης στη τραπεζική αγορά και όχι τη ρύθµιση ουσιαστικών και δικονοµικών δικαιωµάτων των οφειλετών τραπεζών. Σηµειώνεται ότι ούτε από τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 26 του Ν. 2076/1992, µε την οποία ορίστηκε ότι διατάξεις νόµων που ρυθµίζουν θέµατα καταστατικού των τραπεζών που έχουν έδρα την Ελλάδα καταργούνται, θίγηκαν οι ειδικές αυτές ρυθµίσεις που αναφέρονται στα πιο πάνω προνόµιά της, ενόψει του ότι οι ρυθµίσεις αυτές έπαυσαν να αποτελούν περιεχόµενο αποκλειστικά του καταστατικού νόµου 4332/1929 και διατηρήθηκαν σε ισχύ δυνάµει του άρθρου 26 παρ.4 του Ν. 1914/1990 (ΟλΑΠ 24 και 25/2006), ενώ µε τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Ν. 2844/2000 καταργήθηκε το πιο πάνω άρθρο 8 του Ν. 4332/1929 και οι διατάξεις του Ν 572/1948 µόνο και κατά το µέρος που προέβλεπε ενέχυρο σε αλιευτικά και σπογγαλιευτικά πλοιάρια. Κατά την µεταβατικού όµως χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 20 3 του Ν. 2844/2000 ενέχυρα που συστήθηκαν µέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2844/2000 ( ), διατηρούνται και διέπονται από τις καταργούµενες οικείες διατάξεις. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του Ν. 4332/1929 δεν είναι κανονιστικού περιεχοµένου, αφού δεν αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία της ΑΤΕ, αλλά εµπεριέχει καθαρώς ουσιαστική ρύθµιση, η οποία προβλέπει σύσταση ενεχύρου εκ του νόµου. Η αντισυνταγµατικότητα της νοµοθετικής αυτής ρυθµίσεως εντοπίζεται κατά την αναίρεση στην δηµιουργούµενη ανισότητα µεταξύ των οφειλετών της αναιρεσίβλητης και των λοιπών τραπεζών και κατά την παραπεµπτική απόφαση µεταξύ των διαδίκων, απόψεις σε σχέση µε τις οποίες και ερευνάται στη συνέχεια. Ειδικότερα, κατά την κρατήσασα στο ικαστήριο τούτο γνώµη, πληρούται η προϋπόθεση των οµοίων καταστάσεων ή σχέσεων ή κατηγοριών προσώπων κατά το πραγµατικό του συνταγµατικού κανόνα δικαίου του άρθρου 4 1 επί κατατάξεως της αναιρεσίβλητης µε τις λοιπές τράπεζες. Αντίθετα η περίπτωση αυτή δε συντρέχει επί κατατάξεως της αναιρεσίβλητης και του αναιρεσείοντος Ελληνικού ηµοσίου, το οποίο διαθέτει ευρύτερης εκτάσεως και περιεχοµένου προνόµια (άρθρο 975 περ. 5 ΚΠολ ), ούτε και αναφορικά µε τους οφειλέτες των λοιπών τραπεζών, λαµβανοµένου επιπροσθέτως υπόψη ότι η διαδικασία της κατατάξεως συνδέεται κυρίως µε το συµφέρον των καταταγέντων δανειστών, σε αντιδιαστολή µε τους οφειλέτες αυτών, ιδιότητα την οποία άλλωστε δεν διαθέτει το αναιρεσείον στην ερευνώµενη υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση το εν λόγω περιορισµένης εκτάσεως προνόµιο παρέχει την δυνατότητα στην αναιρεσίβλητη ευχερούς και χωρίς καθυστέρηση χορηγήσεως δανείων σε βεβαρηµένους µε χρέη προς τρίτους αντισυµβαλλόµενους και ιδία αγρότες και αγροτικούς συνεταιρισµούς, µε τους οποίους εξακολουθεί κυρίως να συνδέεται ο πιστωτικός της ρόλος, µε συνεχή και ανανεούµενη ανάγκη χρηµατοδοτήσεώς τους προς όφελος της αγροτικής οικονοµίας και στήριξη της αγροτικής πολιτικής. Η εκτίµηση αυτή επιβεβαιώνεται από το είδος των εξασφαλιζόµενων απαιτήσεων (γεωργικές εν γένει και εκείνες των άρθρων 22, 23 του Ν. 602) και των υποκειµένων στο ενέχυρο πραγµάτων (καρπών, προϊόντων, κτηνών και µέσων) διαλαµβάνοντας παράλληλα το άρθρο 8 παρ.1 του Ν. 4332/ 1929 [121]
122 "Των αυτών προνοµίων δύνανται δια νόµου να απολαύωσι και έτεροι τραπεζικοί οργανισµοί µε την αγροτικήν πίστιν ασχολούµενοι" (περ. δ' εδ. β'). Ο επιδιωκόµενος µε την ελεγχόµενη νοµοθετική ρύθµιση του άρθρου 8 1, 4,5 του Ν. 4332/1929 σκοπός και το παρεχόµενο δι' αυτής προνόµιο στην αναιρεσίβλητη στηρίζει ασφαλώς την εκτίµηση ότι επιβάλλεται από λόγους δηµόσιου συµφέροντος και µε την έννοια αυτή δεν αντίκειται στη συνταγµατική επιταγή του άρθρου 4 1 (βλ. και Ολ. ΑΠ 24, 25/2006, αποφάσεις στις οποίες διηγηµατικώς αναφέρεται, χωρίς να αποτελεί αντικείµενο των δικών εκείνων, ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγµα η διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 4332/1929, µε την οποία παρέχεται το δικαίωµα στην αναιρεσίβλητη να προβαίνει µονοµερώς σε εγγραφή υποθήκης και προσηµειώσεως). Εποµένως, κατά την πλειοψηφούσα πάντοτε γνώµη, η προβαλλόµενη µε τον παραπεµφθέντα λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολ, µε την έννοια ότι η προσβαλλόµενη απόφαση εσφαλµένα εφάρµοσε την αντιβαίνουσα στο άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγµατος και την καθιερούµενη δι' αυτού αρχή της ισότητας, κατά την προδιαληφθείσα του όρου έννοια, νοµοθετική ρύθµιση του άρθρου 8 1, 4, 5 του Ν. 4332/1929. ελέγχεται, ερειδόµενη επί αναληθούς από νοµική άποψη προϋποθέσεως, ως αβάσιµη. Αντίθετα κατά την µειοψηφούσα γνώµη των µελών του ικαστηρίου τούτου Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, και Νικολάου Τρούσσα, Αρεοπαγίτη, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή, γιατί, το ανωτέρω προνόµιο πρωτοπραξίας της Α.Τ.Ε., το οποίο εξακολουθεί να ισχύει µέχρι σήµερα επί των ενεχύρων που συστάθηκαν πριν από την ισχύ του Ν. 2844/2000, παραβιάζει τη συνταγµατική αρχή της ισότητας, διότι θέτει τους οφειλέτες της Α.Τ.Ε. Α.Ε., σε µειονεκτική θέση σε σχέση µε τους οφειλέτες άλλων τραπεζών, χωρίς η ρύθµιση αυτή να επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος, αφού το προνόµιο αυτό, το οποίο ήταν ανεκτό από την έννοµη τάξη πριν από την µετατροπή της νοµικής µορφής και του σκοπού της Αγροτικής Τράπεζας, δεν είναι νοµικά λογικό να διατηρείται υπέρ αυτής µετά την µετατροπή της σε ανώνυµη τραπεζική εταιρία, µε σκοπούς και δραστηριότητες που δεν διαφοροποιούνται από αυτούς µιας κοινής εµπορικής τράπεζας. Σε συνέπεια µε τις νοµικές παραδοχές της πλειοψηφούσης γνώµης πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, µε παράλληλη καταδίκη του ηττώµενου αναιρεσείοντος Ελληνικού ηµοσίου. ΑΚ: 33, ΚΠολ : 323, 559 αριθ. 1, 897, 975, Σ: 4, Νόµοι: 4332/1929, άρθ. 8, Νόµοι: 1914/1990, άρθ. 26, Νόµοι: 2076/1992, άρθ. 26, ηµοσίευση: INLAW 2011 [122]
123 Τριτανακοπή - Έννοµο συµφέρον Αριθµός απόφασης: 1699 Έτος: Έννοµο συµφέρον οµορρύθµου εταίρου για άσκηση τριτανακοπής κατά αποφάσεως σε υπόθεση στην οποία διάδικος ήταν η εταιρεία της οποίας είναι εταίρος. έσµευση οµορρύθµου εταίρου από το δεδικασµένο. Ένδικα µέσα κατά διαταγής πληρωµής. - Ο οµόρρυθµος εταίρος, που δεν εκλήθη και δεν έλαβε µέρος σε δίκη µεταξύ της εταιρίας και τρίτου κατά την οποία εκδόθηκε βλαπτική γι' αυτόν τελεσίδικη απόφαση, δικαιούται, επικαλούµενος κοινό δόλο ή συµπαιγνία των διαδίκων, να ασκήσει το απρόθεσµο ένδικο βοήθηµα της τριτανακοπής - συνάγεται ότι αυτός δικαιούται και δή κατά µείζονα λόγο να ασκήσει (υπό τις αυτές προϋποθέσεις) το επίσης απρόθεσµο ένδικο βοήθηµα της ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολ, στην περίπτωση που µεταξύ του εκπροσωπούντος στην εταιρία φυσικού προσώπου και του τρίτου δεν διεξήχθη τακτική δίκη (στην οποία θα µπορούσε ενδεχοµένως ο οµόρρυθµος εταίρος να ασκήσει παρέµβαση), αλλά εκδόθηκε διαταγή πληρωµής. ΚΠολ : 333, 583, 586, 632, 633, Σ: 20, ηµοσίευση: INLAW 2008 * ΕφΑ * ΧρΙ , σχολιασµός Νικόλαος Κατηφόρης * Ελ νη [123]
124 ιδότου 9-11, Αθήνα, τηλ , Fax: [124]
Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-123 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Αρβανιτάκης Πάρις: Η προβολή των πραγµατικών ισχυρισµών κατά τη διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών
Διαβάστε περισσότεραwww.inlaw.gr Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-134 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-134 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Σώρευση αγωγών Αριθµός απόφασης: 448 - Σώρευση αγωγών στο ίδιο δικόγραφο. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη
Διαβάστε περισσότεραNewsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-123 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αναίρεση κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου Αριθµός απόφασης: 945 - Αίτηση αναίρεσης
Διαβάστε περισσότεραNewsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Γενικά ικαστήριο: Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 190 Έτος: 2009 - Συνεκδίκαση περισοτέρων αγωγών.αν
Διαβάστε περισσότεραwww.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-121 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-121 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αναίρεση κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου Αριθµός απόφασης: 1654 Έτος: 2011 - Αναίρεση
Διαβάστε περισσότεραNewsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-136 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Περιορισµός αιτήµατος αγωγής Αριθµός απόφασης: 1670 - Περιορισµός καταψηφιστικού αιτήµατος σε αναγνωριστικό.
Διαβάστε περισσότεραNewsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-89 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-89 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Μεταβολή της βάσης της αγωγής Αριθµός απόφασης: 43 - Απαράδεκτο µεταβολής βάσης της αγωγής. Όροι αµοιβής και
Διαβάστε περισσότεραwww.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Πρωτοψάλτης Νικόλαος: Η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη ασφαλιστικών µέτρων εις βάρος αλλοδαπού ηµοσίου κατά
Διαβάστε περισσότεραwww.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Παραίτηση από το δικαίωµα της αγωγής Αριθµός απόφασης: 736 Έτος: 2011 - Παραίτηση από δικόγραφο και δικαίωµα
Διαβάστε περισσότεραwww.inlaw.gr Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-132 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-132 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Έννοµο συµφέρον Αριθµός απόφασης: 1831 Έτος: 2011 - Έννοµο συµφέρον για την άσκηση αγωγής. Αδικοπραξία. Έµµεση
Διαβάστε περισσότεραNewsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Πρωτοψάλτης Νικόλαος: Η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη ασφαλιστικών µέτρων εις βάρος αλλοδαπού ηµοσίου κατά
Διαβάστε περισσότεραNewsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αοριστία λόγων αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 387 Έτος: 2012 - Αοριστία λόγων αναίρεσης. Έλλειψη νόµιµη
Διαβάστε περισσότεραNewsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Περιορισµός αιτήµατος αγωγής Αριθµός απόφασης: 1520 Έτος: 2010 - Περιορισµός στο πρωτοδικείο της καταψηφιστικής
Διαβάστε περισσότεραΤης αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.
Απόφαση 315 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 315/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα
Διαβάστε περισσότεραwww.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αναβολή συζήτησης Αριθµός απόφασης: 202 - Αναβολή συζήτησης αίτησης αναίρεσης. - Κατά την έννοια του
Διαβάστε περισσότεραΝάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί
Αριθμός 27 /2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Βελλή -Αντιπρόεδρο, Ανδρέα Κατσίφα, Κωνσταντίνο Κωστήρη, Πέτρο Κακκαλή και Δημήτριο Λινό, Αρεοπαγίτες.
Διαβάστε περισσότεραΑριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα
Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο
Διαβάστε περισσότεραΌταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί.
Άρειος Πάγος 783/2013 Οικόσιτοι Οικιακοί μισθωτοί. Η εργασιακή τους σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για το χρόνο εργασίας των μισθωτών, για εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως,
Διαβάστε περισσότεραwww.inlaw.gr Newsletter 1-2/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]
www.inlaw.gr Newsletter 1-2/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Άνθιµος Απόστολος: Η έλευση ενός "Νέου" θεσµού - διαµεσολάβηση ηµοσίευση: Αρµενόπουλος, 2010, σελίδα 469
Διαβάστε περισσότεραΆρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008
Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008 Περίληψη: Η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, κατά τα άρθρα 648 και 669 ΑΚ, και όταν η διάρκειά της δεν ορίσθηκε ρητά, πλην όμως από το
Διαβάστε περισσότεραOργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία
Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία ΕΝ ΙΚΑ ΜΕΣΑ, ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Οι δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται σε αιτήσεις διόρθωσης ουσιαστικών
Διαβάστε περισσότεραΑπόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα
Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη,
Διαβάστε περισσότεραΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)
1 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ) Παραίτηση από Δικόγραφο και Δικαίωμα αγωγής 2 Περιεχόμενα (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ) Περιεχόμενα Α. ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΠολΔ Άρθρα 294 - Παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής Άρθρο
Διαβάστε περισσότεραΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.» ----------. ---------- Άρθρο 1 Δικαιούμενοι στην άσκηση
Διαβάστε περισσότεραΑριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα
Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Γεράσιμο Σιμόπουλο και Ρωμύλο Κεδίκογλου,
Διαβάστε περισσότεραΑ Π Ο Φ Α Σ Η 118/2011
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 27-07-2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3311-1/27.09.2011 Α Π Ο Φ Α Σ Η 118/2011 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση
Διαβάστε περισσότεραΆρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007
Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007 Περίληψη: Εμπορική μίσθωση - Νόμιμη ελάχιστη διάρκεια - H δωδεκαετής (νόμιμη) διάρκεια της εμπορικής μίσθωσης δεσμεύει τόσο τον εκμισθωτή όσο και
Διαβάστε περισσότεραΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
ΑΡΙΘΜΟΣ 424/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Ζώη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, Δημητρούλα
Διαβάστε περισσότεραΑριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα
Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο
Διαβάστε περισσότεραΑπόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα
Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα
Διαβάστε περισσότεραΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)
ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ - ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Τακτική διαδικασία όλων των πρωτοβάθµιων δικαστηρίων
Διαβάστε περισσότεραΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα
Άρειος Πάγος 930/2013 Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 7 και 10 παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966 περί κωδικοποιήσεως κ.λπ. της κειμένης νομοθεσίας περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως και ημερών
Διαβάστε περισσότεραΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16
+ Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :15 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4 Αρθρο 15 Διορισμός
Διαβάστε περισσότεραΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου Δικηγόρος, Δ.Ν. Αθήνα Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών 24.2.2016 1. Η θεματική «ακυρωτική
Διαβάστε περισσότεραΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1
ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ - ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Τακτική διαδικασία όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων
Διαβάστε περισσότεραΕιδικά θέματα ενόρκων βεβαιώσεων (ιδίως στις ειδικές διαδικασίες)
Ειδικά θέματα ενόρκων βεβαιώσεων (ιδίως στις ειδικές διαδικασίες) Β. Χατζηιωάννου, Επ. Καθηγητή Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ. Γενικά: Οι νέες ρυθμίσεις του ν. 4335/2015 Πράγματι ο νόμος: Καθιέρωσε και στις ειδικές
Διαβάστε περισσότεραΤου αναιρεσείοντος:..., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλλη Ρούσσου.
Αριθμός 1030/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη
Διαβάστε περισσότεραNόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»
Nόµος 3994/2011 «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης» 2 Αρµοδιότητα δικαστηρίων Ειρηνοδικείο: µέχρι 20.000 Ευρώ, Μισθώσεις µέχρι 600 Ευρώ Μικροδιαφορές: µέχρι 5.000 Ευρώ Μονοµελές
Διαβάστε περισσότερα670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο
Άρειος Πάγος Απόφαση 670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασί Άρειος Πάγος Απόφαση 670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου
Διαβάστε περισσότεραΟι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015
Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015 Ι. Βιβλίο πρώτο: Γενικές διατάξεις. Άρθρο 47 2 ΚΠολΔ: Δεν προσβάλλεται πλέον με ένδικο μέσο απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση
Διαβάστε περισσότεραΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και
Απόφαση : 0280/2017 ΤΜΗΜΑ VII Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Νοεμβρίου 2016, με την ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και Βιργινία Σκεύη Σύμβουλοι, Γρηγόριος
Διαβάστε περισσότεραΑριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr
Σελίδα 1 από 5 Αριθµός απόφασης 7765/2010 Αριθµός κατάθεσης έφεσης /24.06.2008 Αριθµός κατάθεσης αγωγής /20.06.2007 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Τακτική ιαδικασία Συγκροτήθηκε από τους ικαστές
Διαβάστε περισσότεραΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ ΣτΕ 599/2012 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2011, με την εξής σύνθεση: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης,
Διαβάστε περισσότεραΑριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα
Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο
Διαβάστε περισσότεραΑπόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα
Απόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Μιλτιάδη
Διαβάστε περισσότεραΔ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η
Προς: Υπόψη: Θέμα: Περιφέρεια Ιονίων Νήσων κ. Αικ. Λαγού Άσκηση ενδίκων μέσων Τέθηκαν υπόψη μου οι υπ αρ. 76/2013 και 161/2014 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και του Εφετείου Κέρκυρας, επί των οποίων
Διαβάστε περισσότεραΑριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014 Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014 Σύνθεση: Προεδρεύων: Μέλη:
Διαβάστε περισσότεραΑ. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ
Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ ΕΦΕΣΗ Α ΑΙΤΗΜΑ. Παραίτηση 206. Όχι μεταβολή της βάσης της αγωγής 209. ΑΝΑΣΤΟΛΗ εφεσιβληθείσας απόφασης 107, 137. ΑΝΕΚΚΛΗΤΕΣ αποφάσεις. Μη προσβαλλόμενες με ένδικα μέσα και
Διαβάστε περισσότεραNewsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-245
www.inlaw.gr Newsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-245 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικαιολόγητος πλουτισµός - Γενικά ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 12 Έτος: 2013 Περίληψη: - Σύµβαση έργου. Αδικαιολόγητος
Διαβάστε περισσότεραΑριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα
Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου), Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο
Διαβάστε περισσότεραΑριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Αριθμός 10 1997 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Ευάγγελο Ρίκο,Αγησίλαο Μπακόπουλο,και Γεώργιο Βελλή, Αντιπροέδρους, Θεόδωρο
Διαβάστε περισσότεραΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12
+ Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :0 ΦΕΚ Α` ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ. 2735 Διεθνής Εμπορική Διαιτησία. Αρθρο
Διαβάστε περισσότεραΆρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ
Πίνακας περιεχομένων Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ Περίληψη Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. και 6 του Αναγκαστικού Νόμου 765/1943, που κυρώθηκε
Διαβάστε περισσότεραΤροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις
Τροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις Εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών «Οι Ειρηνοδίκες ως Λειτουργοί της
Διαβάστε περισσότεραΆρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα
Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα Περίληψη: Κληρονομική διαδοχή επί ακινήτων κατά το προ του ΑΚ δίκαιο (βυζαντινορωμαϊκό) - Αποδοχή κληρονομιάς - Αποποίηση κληρονομιάς - Συγκληρονόμος
Διαβάστε περισσότεραΑ. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ ΤΜΗΜΑ Ε Ταχ. Δ/νση : Πανεπιστημίου 20 Ταχ. Κώδικας : 10672, Αθήνα Τηλέφωνο : 210 3614303, 3613274
Διαβάστε περισσότεραΑριθμός 827/2017. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολιτικό Τμήμα
Απόφαση 827 / 2017 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 827/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία
Διαβάστε περισσότεραΕΠολΔ 2/2015. Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας Μάρτιος - Απρίλιος 2015 Τιμή: 25 ISSN: Κωδικός: 8327
2/2015 ΕΠολΔ Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας Μάρτιος - Απρίλιος 2015 Τιμή: 25 ISSN: 1791-3705 Κωδικός: 8327 Από τα περιεχόμενα Μελέτες Ν. Κλαμαρής, Ο κανονισμός 655/2014 για την Ευρωπαϊκή Διαταγή Δεσμεύσεως
Διαβάστε περισσότεραΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 2/7/2014 ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛ. ΡΟΔΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΤ. ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ: Καταργούνται οι διατάξεις του ισχύοντος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας των άρθρων: 208, 211, 229, 231, 233 παρ. 2, 3 και 4, 244, 245 παρ.
Διαβάστε περισσότεραΑριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα
Αριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Εμμανουήλ Δαμάσκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου), Χρήστο Παληοκώστα, Λουκά Λυμπερόπουλο,
Διαβάστε περισσότεραΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα
Διαβάστε περισσότερα7/2009 ΑΠ ( ) Αριθμός 7/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1` Πολιτικό Τμήμα
7/2009 ΑΠ ( 480114) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Κοινοτικό δίκαιο. Φύση και εφαρμογή του κανονισμού. Ο κανονισμός 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων. Προϋποθέσεις αναγνωρίσεως αλλοδαπής
Διαβάστε περισσότεραΣελίδα 1 από 5 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το πρακτικό της 10 ης / τακτικής συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής
Σελίδα 1 από 5 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΑΣ Οικονομική Επιτροπή Αναρτητέα στο διαδίκτυο Αριθμ.πρωτ.: 8152/13-6-2013 Αριθμός Απόφασης 110/2013 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το πρακτικό της 10 ης / 11-6-2013
Διαβάστε περισσότεραΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ
Επιμέλεια: Μαρία Καρ. Μάρκου Ασ. Δικηγόρος Αθηνών 2 η Συνάντηση- Σημειώσεις Δικαιοδοσία τακτικών πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 1): 1) ιδιωτικές διαφορές (ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομων σχέσεων και δικαιωμάτων
Διαβάστε περισσότεραΠ Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α I. Προπαρασκευαστική Διαδικασία 1 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 3 2. Κλήση µάρτυρα - Αποδεικτικό επιδόσεως κλήσεως µάρτυρα (άρθρα 213 και 161 ΚΠΔ) 7 3. Γνωστοποίηση µαρτύρων στον κατηγορούµενο
Διαβάστε περισσότεραΣυνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999
ΟλΑΠ 18/1999 Παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Ευθύνη δικηγόρου για ζημία πελάτη. - Η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών δεν υπάγεται στο ν. 2251/1994. Η ευθύνη των δικηγόρων για ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή
Διαβάστε περισσότεραΑριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'
Κ.Π. (m) Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ' Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρττ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του
Διαβάστε περισσότεραΑ Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 19/2014 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Φιλαδελφείας-Χαλκηδόνος
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ-ΧΑΛΚΗΔΟΝΟΣ Δ/νση Διοικητικών Υπηρεσιών Τμήμα Υποστήριξης Πολιτικών Οργάνων του Δήμου & Διοικητικής Μέριμνας Γραφείο Οικ. Επιτροπής Νέα Φιλαδέλφεια 1/7/2014
Διαβάστε περισσότεραΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Αρείου Πάγου 1090/2010, Τμ. Α/ΙΙ Πηγή: ΕΕΔ 70/2011, σελ. 268 ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Εκείνος που ως
Διαβάστε περισσότεραΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.
ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση, η οποία προέρχεται από διαφορά δημοσίου δικαίου, όπως είναι και οι διαφορές από την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου
Διαβάστε περισσότεραΑ Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 52/2018 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ Ν.ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ- Ν.ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ Δ/νση Διοικητικών Υπηρεσιών Τμήμα Υποστήριξης Πολιτικών Οργάνων Νέα Φιλαδέλφεια 28/12/2018 Αριθ. Πρωτ. : 34605 Γραφείο Οικ. Επιτροπής
Διαβάστε περισσότεραΑριθµός απόφασης 135/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ Ε ΕΣΣΑΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Σελίδα 1 από 6 Αριθµός απόφασης 135/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ Ε ΕΣΣΑΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ Αποτελούµενο από την ικαστή, Μαγδαληνή Καραγιάννη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Έδεσσας. Συνεδρίασε δηµόσια
Διαβάστε περισσότεραΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Α. Έννοια Β. Πηγές. 2. ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ Α. Έννοια και διακρίσεις Β. Διακρίσεις και σύνθεση πολιτικών δικαστηρίων Γ. Χρόνος απονομής της δικαιοσύνης
Διαβάστε περισσότεραΆρειος Πάγος Β2 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1370/2010
Άρειος Πάγος Β2 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1370/2010 Περίληψη Μονομερής βλαπτική μεταβολή συντρέχει όταν ο εργοδότης αναθέτει στο μισθωτό καθήκοντα υποδεέστερης θέσης, σε σχέση με τη συμβατική, με
Διαβάστε περισσότεραΣτΕ 851/2016 [ Υπολογισμός αξίας ακινήτου για επιβολή εισφοράς σε χρήμα]
ΣτΕ 851/2016 [ Υπολογισμός αξίας ακινήτου για επιβολή εισφοράς σε χρήμα] Περίληψη -Η σύνταξη της έκθεσης της εκτιμητικής επιτροπής περί της αξίας του οικοπέδου και των κτισμάτων που τυχόν υπάρχουν σ αυτό,
Διαβάστε περισσότεραΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ
ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ Εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών «Οι Ειρηνοδίκες ως Λειτουργοί της Δικαιοσύνης» Θεσσαλονίκη,
Διαβάστε περισσότεραΕισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας
Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας Αφορμή για την παρούσα μελέτη έδωσε η συνεχής προσπάθεια του ιστορικού νομοθέτη για επίτευξη της αρχής της αμεσότητας από την ισχύ του ΚΠολ μέχρι
Διαβάστε περισσότεραΠρόεδρος: Β. Θάνου-Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρος ΑΠ. Εισηγητής: Π. Χατζηπαναγιώτης. ικηγόροι: Ι. Αρνέλλος, Γ. Πέτρου
1 of 8 Πρόεδρος: Β. Θάνου-Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρος ΑΠ Εισηγητής: Π. Χατζηπαναγιώτης ικηγόροι: Ι. Αρνέλλος, Γ. Πέτρου Προϋποθέσεις καταγγελίας ασφαλιστικής σύμβασης από τον ασφαλιστή. Ισχύς έναντι τρίτων.
Διαβάστε περισσότεραWritten by Administrator Thursday, 19 January :11 - Last Updated Thursday, 19 January :20
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ Τόπος: ΑΘΗΝΑ Αριθ. Απόφασης: 89 Ετος: 2011 Περίληψη Καταγγελία σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) - Λήψη αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου
Διαβάστε περισσότεραΣτΕ 2292/1991 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ'.
ΣτΕ 2292/1991 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ'. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Μαΐου 1991, με την εξής σύνθεση: Κ.Μ. Χαλαζωνίτης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ'. Τμήματος, Γ. Κοσμάς,
Διαβάστε περισσότεραΑ Π Ο Φ Α Σ Η 136/2012
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 19-09-2012 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5985/19-09-2012 Α Π Ο Φ Α Σ Η 136/2012 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος,
Διαβάστε περισσότεραΟι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ. 1-225 ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία
Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ. 1-225 ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία Πέτρος Αλικάκος Πρωτοδίκης, Δρ.Ν. Άρθρο 17 Προσαρμόζεται ως προς τις οικογενειακές
Διαβάστε περισσότεραΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα 15ο Τριµελές Αποτελούµενο από τους: Νικόλαο Σοϊλεντάκη, Πρόεδρο Εφετών ιοικητικών ικαστηρίων, Αγάπη Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη και Αθανασία Ζερβάκου-Γκλίνου (Εισηγήτρια), Εφέτες
Διαβάστε περισσότεραΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΑΚΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 278/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΙΙΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΑΚΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 278/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΙΙΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Θεοφάνη, Πρωτόδικη, η οποία ορίσθηκε από τη
Διαβάστε περισσότεραΆρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996
Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996 Περίληψη: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ. ΟΛΟΣ ΕΡΓΟ ΟΤΗΣ - ΤΗΡΗΣΗ ΟΡΩΝ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ - ΑΜΕΛΕΙΑ ΕΙ ΙΚΗ. Εκείνος που υπέστη ανικανότητα εξαιτίας εργατικού
Διαβάστε περισσότεραΧαρακτηρισμός εργασίας ως εξαρτημένης. Προϋποθέσεις - Μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου.
Άρειος Πάγος 372/2014 Χαρακτηρισμός εργασίας ως εξαρτημένης. Προϋποθέσεις - Μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου. Περίληψη Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 652
Διαβάστε περισσότεραΣυγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ' J γ Αριθμός απόφασης V* > 3 3 0 /2014 ^ 1 r ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης
Διαβάστε περισσότεραΑριθ. 1384/2000 Τμ. Στ
Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ Προεδρεύων ο κ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, αντιπρόεδρος Εισηγητής ο κ. Θ. ΛΑΦΑΖΑΝΟΣ, αρεοπαγίτης Δικηγόροι οι κ.κ. Γ. Τσιπινιάς, Ι. Αποστολίδης Επιταγή. Αθλητισμός. Ακυρότητα. Είναι άκυρη
Διαβάστε περισσότεραΆρειος Πάγος 1266/2017 Διάκριση εργάτη υπαλλήλου: Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως
Πίνακας περιεχομένων Άρειος Πάγος 1266/2017 Διάκριση εργάτη υπαλλήλου: Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας
Διαβάστε περισσότεραΑ Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 01-06-2012 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4024/01-06-2012 Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος,
Διαβάστε περισσότεραΠ ρ ο σ ή λ θ ε [...] γ ι α να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2019 [...] αίτηση αναστολής,
Αριθµός Απόφασης : Ν69/2019 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΜΗΜΑ Α3 ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ Π ρ ο σ ή λ θ ε [...] γ ι α να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2019 [...] αίτηση αναστολής, τ ω ν: 1) του - κατά
Διαβάστε περισσότεραΑ Π Ο Φ Α Σ Η 48/2012
Αθήνα, 25-04-2012 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2996/25-04-2012 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2012 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος
Διαβάστε περισσότεραΑ Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 01-02-2012 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/168-1/01-02-2012 Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος
Διαβάστε περισσότεραΣυνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 7 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Αριθμός 153/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σακκά, Σοφία Ντάντου, Αλεξάνδρα
Διαβάστε περισσότεραΑ Π Ο Φ Α Σ Η 44/2013
Αθήνα, 29-03-2013 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2264/29-03-2013 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Α Π Ο Φ Α Σ Η 44/2013 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος,
Διαβάστε περισσότεραΕννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας
Πέτρος Αλικάκος Δρ. Ν., Πρόεδρος Πρωτοδικών Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ Εννοιολογικός προσδιορισμός αναγκαίας ομοδικίας η ενιαία ρύθμιση ως αποκλειστική
Διαβάστε περισσότεραΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,
Απόφαση 1059 / 2013 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 1059/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Αθηναίο,
Διαβάστε περισσότερα2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Αριθμός Αποφάσεως 2417/2015 το ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei 2:frϊ'τi.j. την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου
Διαβάστε περισσότεραΣυγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,
Απόφαση 1764 / 2016 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθμός 1764/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου
Διαβάστε περισσότεραΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση]
ΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση] Περίληψη -Οι πράξεις που αφορούν την κατεδάφιση αυθαιρέτων κτισμάτων και εγκαταστάσεων σε δασικές εκτάσεις είναι, μεν, πραγματοπαγείς,
Διαβάστε περισσότερα