ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
|
|
- Φιλομενος Αργυριάδης
- 8 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΛΩΡΑ Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ (Ειδίκευση στη Βυζαντινή Αρχαιολογία) ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Διδακτορική Διατριβή ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006
2 2
3 3 ΦΛΩΡΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Διδακτορική Διατριβή Υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Τομέας Βυζαντινής Αρχαιολογίας Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 5 Ιουνίου 2006 Εξεταστική Επιτροπή Τριμελής Συμβουτετική Επιτροπή Γεώργιος Βελένης, καθηγητής Αριστοτέλης Μέντζος, καθηγητής Θεόδωρος Γιάγκου, αναπληρωτής καθηγητής Εξεταστές: Β. Κατσαρός, Εξεταστής Θ. Παζαράς, Εξεταστής Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, Εξεταστής ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006
4 4 ΦΛΩΡΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ Α.Π.Θ. «Επισκοπικοί Ναοί της Μέσης Βυζαντινής Περιόδου Το παράδειγμα της Μακεδονίας» Διδακτορική Διατριβή ISBN Η έγκριση της παρούσης διδακτορικής διατριβής από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν. 5343/ , παρ.2)
5 5 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ σελ. 7 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 10 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 48 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 59 Α. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΝΑΟΣ 70 I. Ο Επίσκοπος 70 II. Ο Επισκοπικός ναός Ο επισκοπικός ναός ως λατρευτικός χώρος. 76 α. Τέλεση βαπτίσεων 80 β. Τέλεση χειροτονιών 85 γ. Τέλεση ακολουθίας Αγιασμού 90 δ. Νεκρώσιμες ακολουθίες και μνημόσυνα 92 ε. Λιτανείες 97 στ. Εορτασμοί Ο επισκοπικός ναός ως διοικητικό κέντρο 108 α. Σκευοφυλάκιο 110 β. Χώρος σύγκλησης συνόδων 111 γ. Τόπος δημοσιοποίησης διαταγμάτων, συνοδικών αποφάσεων 130 Β. ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 135 Ι. Τα μνημεία 135 ΙΙ. Η Αρχιτεκτονική Οι τύποι Τα μέρη του ναού 161 α. Ιερό Βήμα 161 β. Νάρθηκες Υπερώα Γενικές παρατηρήσεις 167 ΙΙΙ. Ο λειτουργικός εξοπλισμός Το σύνθρονο Επισκοπικός θρόνος ή «Κάτω Καθέδρα» Το «στασίδιον» του νάρθηκα Ο άμβωνας 198
6 6 IV. Η θέση του επισκοπικού ναού στη βυζαντινή πόλη Η χωροθέτηση Το άμεσο περιβάλλον του επισκοπικού ναού 220 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 237 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΩΝ ΝΑΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 243 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 277 Ι. ΣΧΕΔΙΑ 278 ΙΙ. ΕΙΚΟΝΕΣ
7 7 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η μελέτη της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε στην περίοδο μετά την Εικονομαχία, αποτελούσε για μένα μια από τις πιο ελκυστικές κατευθύνσεις στο χώρο των βυζαντινών σπουδών. Η διαπίστωση της υψηλής θέσης που καταλάμβαναν, στο πλαίσιο αυτής της αρχιτεκτονικής, ναοί που λειτουργούσαν ως επισκοπικοί άρχισε σταδιακά να τροφοδοτεί έναν έντονο προβληματισμό γύρω από τα χαρακτηριστικά που τους ένωναν και τη θέση που κατείχαν οι συγκεκριμένοι ναοί στη θρησκευτική και λατρευτική ζωή των Βυζαντινών. Όλοι οι αρχικοί προβληματισμοί μαζί με όσους γεννήθηκαν σταδιακά μέσα από τη μελέτη των μνημείων, πήραν όνομα, μορφή και σχήμα μέσα από την παρούσα εργασία. Βασικός στόχος ήταν κυρίως να σκιαγραφήσω το προφίλ ενός μεσοβυζαντινού επισκοπικού ναού και να δω πώς αυτό εφαρμόστηκε σε έναν ιδιαίτερα προσφιλή για μένα χώρο, αυτόν της Μακεδονίας, η οποία φιλοξενεί ορισμένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ναών αυτής της κατηγορίας. Αναμφισβήτητα, η εργασία αυτή δεν φιλοδοξεί να εξαντλήσει το ζήτημα, αλλά αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση του θέματος, η οποία ανοίγει πολλούς δρόμους για επιμέρους θεματικές, που μπορούν στο μέλλον να ρίξουν ακόμη μεγαλύτερο φως σε όλα όσα αντιπροσώπευε ένας επισκοπικός ναός. Στη διάρκεια εκπόνησης της διατριβής, ήρθα αντιμέτωπη με θεματικές και επιστημονικούς χώρους, σε μεγάλο βαθμό άγνωστους σε μένα. Η διείσδυσή μου στο χώρο των γραπτών πηγών ήταν ίσως για μένα η πιο μεγάλη έκπληξη, καθώς κάλυπτε σε πάρα πολλές περιπτώσεις τα κενά της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Συγχρόνως, η προσφυγή μου συχνά σε ζητήματα Λειτουργικής βοήθησε καθοριστικά στην ερμηνεία των διαπιστώσεων στις οποίες συχνά οδηγούσαν οι αρχαιολογικές έρευνες. Σε όλα τα παραπάνω στάδια, βασικός καθοδηγητής μου υπήρξε ο δάσκαλός μου και κύριος επιβλέπων αυτής της μελέτης, καθηγητής κ. Γ. Βελένης, στον οποίο χρωστάω πάρα πολλά για τη συνεχή καθοδήγηση, τις συμβουλές και τις πολύτιμες συζητήσεις που είχα μαζί του. Για τις
8 8 πάμπολλες ώρες που έχει διαθέσει ακούγοντας αρχικά τους πρώτους προβληματισμούς και στην πορεία συμμεριζόμενος άλλοτε τους ενθουσιασμούς κι άλλοτε τις δυσκολίες, κυρίως όμως τις ατέλειωτες αγωνίες μου, τον ευχαριστώ θερμά. Στους υπόλοιπους δύο επιβλέποντες της διατριβής μου, αναπληρωτές καθηγητές, κ. Α. Μέντζο και Θ. Γιάγκου χρωστώ, επίσης, ένα μεγάλο ευχαριστώ, γιατί ήταν πάντα πρόθυμοι να συζητήσουν μαζί μου επιμέρους θεματικές αυτής της μελέτης. Ευχαριστώ επίσης, την καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας κ. Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, κυρίως γιατί σ αυτήν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η ενασχόλησή μου με το χώρο της Μακεδονίας, αλλά και γιατί σε κρίσιμες στιγμές οδηγούσε την έρευνά μου προς το μαγικό, για μένα, χώρο των ιστορικών πηγών. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στον προϊστάμενο της 11 ης ΕΒΑ κ. Αντ. Πέτκο, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια εκπόνησης της διατριβής εξασφάλιζε την πρόσβασή μου στους επισκοπικούς ναούς της Δυτικής Μακεδονίας και έθεσε στη διάθεσή μου σχέδια και φωτογραφίες από το αρχείο της Εφορείας. Επίσης, ευχαριστώ θερμά πολυάριθμους ερευνητές, οι οποίοι με τις συζητήσεις, τις υποδείξεις και τις συμβουλές τους τροφοδότησαν τους προβληματισμούς μου και συνέβαλαν πολλαπλά στην εκπόνηση αυτής της διατριβής. Πρόκειται για τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Princeton κ. Sl. Ćurčić, τον καθηγητή του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. κ. Β. Κατσαρό, τον επίκουρο καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Θ. Σέμογλου, τον λέκτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ π. Νικόδημο Σκρέττα, τον λέκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Γ. Βαραλή, την Προϊσταμένη του Γραφείου Προώθησης Επιστημονικής Έρευνας του ΕΚΒΜΜ Δρ. κ. Ε. Χατζητρύφωνος και τους συναδέλφους κ. Γ. Φουστέρη και Ν. Σιώμκο. Επίσης, ευχαριστώ τους φίλους Ν. Μπονόβα, Ε. Kostić και Β. Καλταπανίδου Πυροβέτση για τη βοήθειά τους σε θέματα μεταφράσεων ξενόγλωσσης, μη προσιτής σε εμένα, βιβλιογραφίας. Μεγάλο μέρος της βιβλιογραφικής έρευνας που προηγήθηκε της σύνταξης αυτής της μελέτης, πραγματοποιήθηκε στις βιβλιοθήκες της
9 9 Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών, του Institut Française d Etudes Anatoliennes της Κωνσταντινούπολης, και του Department of Art and Archaeology του Princeton University. Δεν μπορώ να μην ευχαριστήσω θερμά τους τότε διευθυντές των δύο γαλλικών σχολών κ.κ. R. Etienne P.Dumond για την παροχή της σχετικής υποτροφίας που μου εξασφάλισε την παραμονή στις σχολές και την αξιοποίηση των αντίστοιχων βιβλιοθηκών. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον Διευθυντή του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών κ. Δ. Γόντικα, ο οποίος συνέβαλε ποικιλοτρόπως στην παροχή κάθε δυνατής βοήθειας στην διάρκεια της παραμονής μου στο πανεπιστήμιο του Princeton. Στους φίλους μου που με ανέχτηκαν ιδιαίτερα στα τελευταία στάδια της διατριβής, συμμερίστηκαν τις αγωνίες και τα άγχη μου θέλω να απευθύνω τις πιο εγκάρδιες ευχαριστίες μου. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τη φίλη κ. Μαρία Φάλλια, η οποία στήριξε σημαντικά αυτή μου την προσπάθεια και με τις παρεμβάσεις της συνέβαλε καθοριστικά στον προβληματισμό γύρω από τα επιμέρους ζητήματα της εργασίας. Αυτή η εργασία, ωστόσο, δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την αμέριστη, ηθική και υλική, συμπαράσταση της οικογένειάς μου, των γονέων και της αδελφής μου, οι οποίοι με αντιμετώπιζαν με πολλή υπομονή καθόλη τη διάρκεια της ομολογουμένως δύσκολης περιόδου σύνταξης της μελέτης. Τους εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου και τους αφιερώνω ως ελάχιστη προσφορά αυτό το πόνημα.
10 10 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΒΜΕ ACIAC ACIEB ΑΔ ΑΕΜΘ BCH BNJ BZ ΓΠ Corso CFHB CSHB ΔΧΑΕ ΘΗΕ ΕΕΒΣ ΕΕΘΣΠΘ EO ΕΦ ZNM ZR IstMitt JBAA JÖB JSAH OCA OCP ODB ΠΑΕ PG PL RBK REB RH SBN SBS TIB TM Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος Actes du Congres international d Archéologie Chrétienne Actes du Congres international d Etudes byzantines Αρχαιολογικόν Δελτίον Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη Bulletin de Correspondance Hellénique Byzantinisch Neogriechische Jahrbücher Byzantinische Zeitschrift Γρηγόριος ο Παλαμάς Corsi di Cultura sull Arte Ravennate e Bizantina Corpus Fontium Historiae Byzantinae Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Échos d Orient Εκκλησιαστικός Φάρος Zbornik Narodnog Muzeja Zbornik Radova Istanbuler Mitteilungen Journal of the British Archaeological Association Jahrbuch der Österrreichischen Byzantinistik Journal of the Society of Architectural Historians Orientalia Christiana Analecta Orientalia Christiana Periodica The Oxford Dictionary of Byzantium Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Patrologiae Cursus Completus, Series Graeca, ed. J.P. Migne Patrologia Cursus Completus, Series Latina, ed. J.P. Migne Reallexikon zur Byzantinischen Kunst Revue des Études Byzantines Revue Historique Studi Byzantini e Neoellenici Studies in Byzantine Sigillography Tabula Imperii Byzantini Travaux et Mémoires
11 11 Ι. ΠΗΓΕΣ Ἀνωνύμου, Διήγησις: Ἀνωνύμου, Διήγησις περὶ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ τῆς μεγάλης τοῦ θεοῦ ἐκκλησίας τῆς ἐπονομαζομένης ἁγίας Σοφίας, ed. Th. Preger, Anomymi Narratio de aedificatione templi S. Sophiae, [Scriptores Originum Constantinopolitanarum], Lipsiae 1901, Βίος Αγίου Στεφάνου: Vita Sancti Stephani Junioris Monachi et Martyris, PG 100, Γερμανός, Ἱστορία Ἐκκλησιαστική: Γερμανοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Ἱστορία Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Μυστικὴ θεωρία, PG 98, Γεώργιος Κεδρηνός: Γεωργίου τοῦ Κεδρηνοῦ Σύνοψις ἱστοριῶν, ed. I. Bekker, Georgii Cedrenii Historiarum Compendium [CSHB], vol. I. II, Bonnae Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, ed. Th. I. F. Tafel, Eustathii metropolitae Thessalonicensis, Opuscula, Frankfurt 1832 (Amsterdam 1964). Εὐστάθιος, Ἱστορία τῆς ἀλώσεως: Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, Ἱστορία τῆς ἀλώσεως τῆς Θεσσαλονίκης ὑπὸ τῶν Νορμανδῶν, ed. St. Kyriakidis, Eustazio di Tessalonica, La Espugnazione di Tessalonica, [Testi e Monumenti, Testi 5], Palermo Θεοφύλακτος, Βίος Ἁγίου Κλήμεντος: Τοῦ ἁγιωτάτου καὶ ἀοιδίμου ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας κυρίου Θεοφυλάκτου, Βίος καὶ Πολιτεία, Ὁμολογία τε καὶ μερικὴ θαυμάτων Διήγησις τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κλήμεντος Ἀρχιεπισκόπου Βουλγάρων, PG 126, Θεοφύλακτος, Ἐπιστολαί: Ἐπιστολαὶ τοῦ μακαριωτάτου ἐπισκόπου Βουλγαρίας κυροῦ Θεοφυλάκτου, ed. P. Gautier, Théophylacte d Achrida Lettres, Introduction, Texte, Traduction et Notes, [CFHB XVI/2, Series Thessalonicensis], Thessalonique Ιεροκλής, Συνέκδημος: Ἱεροκλέους Συνέκδημος, ed. E. Honigman, Le Synekdemos d Hierokles et l opuscule géographique de Georges de Chypre, Bruxelles 1939.
12 12 Ιωάννης Καμινιάτης: Ἰωάννου κληρικοῦ καὶ κουβουκλεισίου τοῦ Καμινιάτου εἰς τὴν ἄλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης, ed. G. Böhlig, Ioannis Caminiatae De Expugnatione Thessalonicae, [CFHB IV, Series Berolinensis], Berlin Ιωάννης Κίνναμος: Ἰωάννη Κίνναμου Ἐπιτομή, ed. A. Meineke, Ioannis Cinnami Epitome Rerum ab Ioanne et Alexio Comnenis Gestarum, [CSHB], Bonnae Ιωάννης Σκυλίτζης: Ἰωάννου τοῦ Σκυλίτζη Σύνοψις Ἱστοριῶν, ed. I.Thurn, Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum [CFHB V, Series Berolinensis], Berlin Ιωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸν ἅγιον Φωκάν: Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν ἅγιον ἱερομάρτυρα Φωκὰν καὶ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, PG 50, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Λόγος ἀπολογητικός: Τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Λόγος ἀπολογητικὸς πρὸς τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, PG 76, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περὶ βασιλείου τάξεως: ed. Al. Vogt, Constantin Porphyrogénète, Le Livre des Cérémonies, Tome I II (texte établi et traduit), Tome I II (commentaire), Paris Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περὶ θεμάτων, ed. A. Pertusi, Costantino Porfirogenito, De thematibus, Introduzione, testo critico, commento, [Studi e Testi 160], Citta del Vaticano Μάξιμος, Μυσταγωγία: Τοῦ ἁγίου Μαξίμου, Μυσταγωγία, Περὶ τοῦ τίνων σύμβολα τὰ κατὰ τὴν ἁγίαν ἐκκλησίαν ἐπί τῆς συνάξεως τελούμενα καθέστηκε, PG 91, Μιχαὴλ Χωνιάτης: Μιχαὴλ τοῦ Χωνιάτου ἐπιστολαί, ed. F. Kolovou, Michaelis Choniatae epistulae [CFHB XLI, Series Berolinensis], Berolini Νεαραὶ Ιουστινιανού, ed. R. Schoell, Justiniani Novellae, Corpus Juris Civilis 4, Berlin 1895 (ανατ. Dublin Zurich 1972). Νικήτας Χωνιάτης: Νικήτα Χωνιάτου Θησαυρὸς Ὀρθοδοξίας, PG 140,
13 13 Παύλος Σιλεντιάριος, Ἔκφρασις: Παύλου Σιλεντιάριου Ἔκφρασις τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τοῦ αὐτοῦ, Ἔκφρασις τοῦ ἄμβωνος, ed. I. Bekker Pauli Silentiarii, Descriptio S. Sophiae et ambonis, [CSHB], Bonnae Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Ἀποκρίσεις: Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Ἀποκρίσεις πρὸς τινας ἐρωτήσεις ἀρχιερέως ἠρωτηκότος αὐτὸν, PG 155, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Ἐρμηνεία: Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Ἐρμηνεία περί τε τοῦ θείου ναοῦ, PG 155, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ τοῦ Ἁγίου Ναοῦ: Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Περὶ τοῦ Ἁγίου Ναοῦ καὶ τῆς τούτου καθιερώσεως, PG 155, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ χειροτονιῶν: Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Περὶ τῶν ἱερῶν χειροτονιῶν, PG 155, Σωκράτης Σχολαστικός, Ἐκκλησιαστική Ἰστορία VII: Σωκράτης Σχολαστικός, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, lib. VII, PG 67, Χρονικὸν Πασχάλιον, ed. L. Dindorf, Chronicon Paschale, vol. I II, [CSHB 22, 23], Bonn Ψευδο Κωδινός: Ψευδοκωδινός, Περί οφφικιαλίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας, ed. J. Verpaeux, Pseudo Kodinos, Traité des Offices. Introduction, Texte et Traduction, Paris Actes de Dionysiou : N. Oikonomidès, Archives de l Athos IV. Actes de Dionysiou, Paris Actes de Docheiariou : N. Oikonomidès, Archives de l Athos XIII. Actes de Docheiariou, Paris Actes d Esphigménou : J. Lefort, Archives de l Athos VI. Actes d Esphigménou, Paris Actes d Iviron : J. Lefort, N. Oikonomidès, D. Papachryssanthou, Archives de l Athos XIV. Actes d Iviron, Paris 1985.
14 14 Actes de Kutlumus : P. Lemerle, Archives de l Athos II. Actes de Kutlumus, Paris Actes du Prôtaton : D. Papachryssanthou, Archives de l Athos VII. Actes du Prôtaton, Paris Actes de Zografou : W. Regel, E. Kurtz, B. Korablev, Actes de Zografou, χ.τ Bees, Unedierte Schriftstücke: N. Bees, Unedierte Schriftstücke aus dem Kanzlei des Johannes Apokaukos des Metropoliten von Naupaktos (in Aetolien), BNJ 21 ( ), Constitutiones Apostolicae: De Constitutionibus Apostolicis, PG 1, Dmitrievskij, Opisanie: A. Dmitrievskij, Opisanie liturgitseskich rukopisej, vol. Kiev 1901 (ανατ. 1965). Dölger, Regesten : F. Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches I, München Berlin Eusebii Pamphilii, De Vita Beatissimi Imperatoris Constantini, Liber tetrius, PG 20, Jus Gr Rom Ι: Jus Graecoromanum, vol. 1. Νεαραί και Χρυσόβουλλα των μετά των Ιουστινιανόν αυτοκρατόρων, επιμ. Ι. και Π. Ζέπου, Αθήνα Kugéas, Notizbuch : S. Kougéas, Notizbuch eines Beamten der Metropolis in Thessalonike aus dem Anfang des XV. Jahrhunderts, BZ 23 (1914/19), Miracula I II: P. Lemerle, Les plus anciens recueils des miracles de Saint Démétrius. I. Le texte. II. Commentaires, Paris 1979,1981. Mansi J. D., Sacrorum Consiliorum Nova et Amplissima Collectio, vol.1 53, Verlagsanstalt Graz Mateos, Le Typicon I: J. S. D. Mateos, Le Typicon de la Grande Eglise. I. Le Cycle des Douze Mois, Roma 1962 [OCA 165]. Mateos, Le Typicon II: J. S. D. Mateos, Le Typicon de la Grande Eglise. II. Le Cycle des Fêtes mobiles, Roma 1963 [OCA 166].
15 Sancti Cyrilli, Apologeticus ad Piissimum Imperatorem Theodosium, PG 76,
16 16 ΙΙ. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ Αβραμέα, Επίσκοπος: Α. Αβραμέα, Ο επίσκοπος και η πόλη: τα κοσμικά κτίσματα, Βυζαντιακά 7(1987), Αγγελίδη, Παπαμαστοράκης, Η μονή των Οδηγών: Χ. Αγγελίδη, Τ. Παπαμαστοράκης, Η μονή των Οδηγών και η λατρεία της Θεοτόκου Οδηγήτριας, Κατάλογος Έκθεσης «Μήτηρ Θεού. Απεικονίσεις της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη», επιμ. Μ. Βασιλάκη, Αθήνα 2000, Αγγελόπουλος, Περί την σύνοδον: Α. Αγγελόπουλος, Περί την επαρχιακήν σύνοδον της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 18 (1978), Αγγελόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης: Α.Α. Αγγελόπουλος, Η επισκοπική σύνοδος της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και η σημασία αυτής σήμερον, Θεολογία 48 (1977), Αγορίτσας, Εκκλησιαστική οργάνωση: Δ. Αγορίτσας, Η εκκλησιαστική οργάνωση της περιοχής του Στρυμόνα (7 ος 12 ος αι.), Βυζαντιακά 24 (2004), Αντωνιάδης, Έκφρασις: Αντωνιάδης Ε.Μ., Έκφρασις της Αγίας Σοφίας, τόμ.α Γ, Αθήνα Ασημακοπούλου Ατζακά, Προβλήματα του χώρου: Π. Ασημακοπούλου Ατζακά, Τα προβλήματα του χώρου νότια από το ναό της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονικέων Πόλις. Γραφές και πηγές 6000 χρόνων 1 (1997), Βαραλής, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική: Ι. Δ. Βαραλής, Η επίδραση της θείας λειτουργίας και των ιερών ακολουθιών στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική του Ανατολικού Ιλλυρικού ( ), τεύχ. Ι,ΙΙ, διδακτ. διατρ., Θεσσαλονίκη Βαρναλίδης, Ζωσιμάς: Σ. Βαρναλίδης, Ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ζωσιμάς ( ) και η εκκλησιαστική και πολιτική δράσις αυτού, Θεσσαλονίκη Βελένης, Ενεπίγραφη σαρκοφάγος: Γ. Βελένης, Βυζαντινή ενεπίγραφη σαρκοφάγος από τα Χίλια Δένδρα της Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 35 ( ),
17 17 Βελένης, Καισάρεια: Γ. Βελένης, Καισάρεια, Πέμπτη πόλη Μακεδονίας, Εγνατία 5 ( ), Βελένης, Ναοδομία: Γ.Μ.Βελένης, Μεσοβυζαντινή Ναοδομία στη Θεσσαλονίκη (Μνήμη Μανώλη Χατζηδάκη), Αθήνα Βελένης, Σχολή Μακεδονίας: Γ. Βελένης, Η αρχιτεκτονική σχολή της Μακεδονίας κατά την μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, Σύναξη 63 (Ιούλιος Σεπτέμβριος 1997), Βελένης, Τείχη Θεσσαλονίκης: Γ. Βελένης, Τα τείχη της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο ως τον Ηράκλειο, Θεσσαλονίκη Βελένης, Χρονολόγηση Αγίας Σοφίας: Γ. Βελένης, Η χρονολόγηση του ναού της Αγίας Σοφίας μέσα από τα επιγραφικά δεδομένα, Θεσσαλονικέων Πόλις. Γραφές και Πηγές 6000 χρόνων, Θεσσαλονίκη 1997, Βογιατζής, Καλαμπάκα:Σ. Βογιατζής, Νέα στοιχεία για την οικοδομική ιστορία του Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας, 20 Ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Πρόγραμμα και Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, Αθήνα 2000, Βογιατζής Δεληνικόλα, Μεταμόρφωση Σωτήρος Χριστιάνων: Σ. Βογιατζής Ε. Δεληνικόλα, Νεότερες παρατηρήσεις στην οικοδομική ιστορία του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστιάνων Μεσσηνίας, ΔΧΑΕ περ.δ/ τόμ. 23 (2002), Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική: Π.Λ. Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον από του τέλους του 7 ου μέχρι και του τέλους του 10 ου αιώνος, Θεσσαλονίκη Βολανάκης, Βαπτιστήρια: Ι. Η.Βολανάκης, Τα παλαιοχριστιανικά βαπτιστήρια της Ελλάδος, Αθήνα Γιάγκου, Βάπτισμα: Θ. Γιάγκου, Κανόνες και διατάξεις περί του Βαπτίσματος. Επισκόπηση της παραδόσεως, Κανονικολειτουργικά Ι,
18 18 Γιάγκου, Νίκων: Θ. Γιάγκου, Νίκων ο Μαυρορείτης. Βίος Συγγραφικό Έργο Κανονική διδασκαλία, Κανονικολειτουργικά Ι, Θεσσαλονίκη 2003, Γιάγκου, Τάξη χειροτονίας: Θ. Ξ. Γιάγκου, Τάξη χειροτονίας και ενθρονίσεως του Ευθυμίου Μητροπολίτη Βεροίας (ΙΔ αι.) κατά τον κώδικα Γρηγορίου 39, Κανόνες και Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2001, Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής:Απ. Γλαβίνας, Η επισκοπή Λητής και Ρεντίνης, ΕΕΘΣΠΘ 24(1979), Γούναρης, Βελένης: Φίλιπποι: Γ. Γούναρης, Γ. Βελένης, Πανεπιστημιακή ανασκαφή Φιλίππων, , ΑΕΜΘ 10Β(1996), Γούναρης, Γούναρη, Φίλιπποι: Γ. Γούναρης, Ε. Γούναρη, Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη Δαδάκη, Οχύρωση Σερρών: Στ. Δαδάκη, Η βυζαντινή οχύρωση των Σερρών, Πρακτικά Συνεδρίου: «Οι Σέρρες και η περιοχή τους από την αρχαία στη μεταβυζαντινή κοινωνία» (Σέρρες, 29/9/1993 3/10/1993), Σέρρες 1998, τόμ.α, Δάρδας, Άγιος Δημήτριος Βλάστης: Α. Δάρδας, Το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου Βλάστης της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης, Δυτικομακεδονικά Γράμματα 2 (1991), Δάρδας, Επισκοπή Σισανίου: Α. Δάρδας, Η Επισκοπή Σισανίου από την ίδρυσή της έως την αρχιερατεία του Ζωσιμά ( 1686), Σιατιστινά 1 (1989), Δάρδας, Παναγία Σισανίου, Α. Δάρδας, Το μοναστήρι της Παναγίας Σισανίου. Ιστορία και Τέχνη, Δυτικομακεδονικά Γράμματα 4 (1993), Δάρδας, Μοναστήρια: Α. Δάρδας, Τα μοναστήρια της Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης, Θεσσαλονίκη Δημητριάδης, Εβλιγιά Τσελεμπή: Β. Δημητριάδης, Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή.( Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια), Θεσσαλονίκη Δημόπουλος, Εκκλησιαστικά: Ι.Δ.Δημόπουλος, Τα παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικά, Θεσσαλονίκη 1994.
19 19 Δρακοπούλου, Καστοριά: Ε.Δρακοπούλου, Η πόλη της Καστοριάς τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή (12 ος 16 ος αι.). Ιστορία Τέχνη Επιγραφές, Αθήνα Εμμανουηλίδης, Το δίκαιο της ταφής: Ν. Ε. Εμμανουηλίδης, Το δίκαιο της ταφής στο Βυζάντιο, Αθήνα Ευγενίδου, Ανασκαφές: Δ. Ευγενίδου, Ανασκαφές στη βυζαντινή κεντρική και δυτική Μακεδονία, Σέρβια και Μογλενά, ΑΕΜΘ 1 (1987), Ευγενίδου, Κάστρο Χρυσής: Δ. Ευγενίδου, Το κάστρο της Χρυσής και το Θέμα των Μογλενών, Αμητός. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο, Μέρος Α, Θεσσαλονίκη 1987, Ευγενίδου, Σέρβια: Δ. Ευγενίδου, Τα βυζαντινά μνημεία των Σερβίων, Πρακτικά 1 ου Πανσερβιωτικού Συνεδρίου για την ανάπτυξη της περιοχής, (Σέρβια, 6 8 Οκτωβρίου 1995), Σέρβια 1997, Ευθύμιος Διονυσιάτης, Κυριακίδης, Έγγραφα: Ευθύμιος Διονυσιάτης, Στ. Π. Κυριακίδης, Έγγραφα της Ιεράς Μονής του Αγίου Διονυσίου αφορώντα εις αγνώστους ναούς της Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 3 ( ), Ζακυθηνός, Ιστορία: Δ. Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία ( ), Αθήνα Ζακυθηνός, Περί διαιρέσεως Α : Δ. Α. Ζακυθηνός, Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει, ΕΕΒΣ 17(1941), Ζακυθηνός, Περί διαιρέσεως Β : Δ. Α. Ζακυθηνός, Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει. Κεφάλαιον Δεύτερον, ΕΕΒΣ 21(1951), Ζιώγου Καραστεργίου, Σισάνι: Σ. Ζιώγου Καραστεργίου, Το Σισάνι στην Ιστορία, Πρακτικά Γ Συνέδριο Ιστορίας Λαογραφίας Γλωσσολογίας, Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής Δυτικομακεδονικού χώρου, (Θεσσαλονίκη, 3 5 Απριλίου 1982), Θεσσαλονίκη 1982, Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας: Γ.Ι. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους ( ), Θεσσαλονίκη 1980.
20 20 Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία: Κ.Θεοχαρίδου, Η αρχιτεκτονική του ναού της Αγίας Σοφίας στην Θεσσαλονίκη, Αθήνα Καζανάκη Λάππα, Αθήνα: Μ. Καζανάκη Λάππα, Η Αθήνα από την ύστερη αρχαιότητα ως την Τουρκική κατάκτηση, Αθήναι. Από την Κλασική Εποχή έως Σήμερα (5 ος αιώνας π.χ. 2000μ.Χ.), Αθήνα 2000, Καλλιγάς, Αγία Σοφία: Μ. Γ. Καλλιγάς, Ανασκαφικαί έρευναι εν τω εν Θεσσαλονίκη ναώ της Αγίας Σοφίας, ΠΑΕ 1938, Καραγιάννη, Άγνωστος βυζαντινός ναός: Φ. Καραγιάννη, Ανασκαφή άγνωστου βυζαντινού ναού στη Βέροια, Βυζαντινά 25(2005), Καραγιάννη, Βέροια: Φ. Καραγιάννη, Η Βέροια και η ευρύτερη περιοχή στην περίοδο μετάβασης από την αρχαιότητα στο χριστιανικό κόσμο, Πρακτικά Επιστημονικής Διημερίδας «Γνωριμία με τη Γη του Αλεξάνδρου. Η περίπτωση του Νομού Ημαθίας. Ιστορία Αρχαιολογία», (Θεσσαλονίκη, 7 8 Ιουνίου 2003), Θεσσαλονίκη 2004, Καραγιάννη, Οικισμοί: Φ. Καραγιάννη, Οι οικισμοί στη Μακεδονία κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα, Μνημείο και Περιβάλλον 7 (2001), Καραγιάννη Χαραλαμποπούλου, Ναύπακτος: Ε. Καραγιάννη Χαραλαμποπούλου, Η Ναύπακτος και η περιοχή της στα χρόνια του Απόκαυκου, Ναυπακτιακά 5( ), Καραγιαννόπουλος, Η απόσπαση του Ιλλυρικού: Ι. Καραγιαννόπουλος, Το χρονολογικό ζήτημα της απόσπασης του Ιλλυρικού από τη Ρώμη, Αφιέρωμα εις τον Κωνσταντίνον Βαβούσκον, τ. Ε, Θεσσαλονίκη 1992, Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β : Ι.Ε. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους Β. Ιστορία μέσης βυζαντινής περιόδου, Θεσσαλονίκη Καραγιώργου, Βασιλική Καλαμπάκας: Ο. Καραγιώργου, Ανασκαφικά δεδομένα, παρατηρήσεις και desiderata στην επανεξέταση της οικοδομικής ιστορίας της βασιλικής της Κοιμήσεως Θεοτόκου στην Καλαμπάκα, 25 Ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Πρόγραμμα και Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, Αθήνα 2005,
21 21 Καραμήτρου Μεντεσίδη, Βόιον: Γ. Καραμήτρου Μεντεσίδη, Βόιον Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία, Θεσσαλονίκη Καρμίρης, Σύνοδοι: Ιω. Ν. Καρμίρης, Οικουμενικαί Σύνοδοι, ΘΗΕ 9, Κατσαρός, Ιωάννης Απόκαυκος: Β. Κατσαρός, Ο Ιωάννης Απόκαυκος και η σχέση του με την επισκοπή Ιωαννίνων κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου: «Μεσαιωνική Ήπειρος» (Ιωάννινα, Σεπτεμβρίου 1999), Ιωάννινα 2001, Καφτατζής, Ιστορία Σερρών: Γ. Καφτατζής, Ιστορία της πόλεως Σερρών και της Περιφέρειάς της, τόμ. 3. Βυζαντινή περίοδος Τουρκοκρατία Νεώτεροι χρόνοι, Θεσσαλονίκη Κίσσας, Μικρή Αγία Σοφία: Σ. Κίσσας, Η Μονή της Μικρής Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, Η Θεσσαλονίκη 1(1985), Κίσσας, Μολυβδόβουλλα: Σ. Κίσσας, Μολυβδόβουλλα από τα υπερώα της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, SBS 2 (1990), Κίσσας, Σιάτιστα: Σ. Κίσσας, Οι εκκλησίες στη Σιάτιστα, 1ο Αναπτυξιακό Συνέδριο Δήμου Σιάτιστας: «Η Σιάτιστα μπροστά στο Προβλήματα και Προοπτικές», (Σιάτιστα, 19 21/8/1994), Σιάτιστα 1995, Κίσσας, Συμβολή: Σ. Κίσσας, Συμβολή στην ιστορία της Δράμας στις αρχές του 13 ου αιώνα, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης «Η Δράμα και η Περιοχής της» (Δράμα, Νοεμβρίου 1989), Δράμα 1992, Kitičić, Βιογραφικά: R. Kitičić, Βιογραφικά περί Θεοφυλάκτου αρχιεπισκόπου Αχρίδος, ΕΕΒΣ 30 ( ), Koledarov, Θέμα «Μακεδονίας»: P. Koledarov, Η ίδρυση του θέματος «Μακεδονία» στη Θράκη(= Obrazuvane na tema Makedonija v Trakija), μεταφρ. Ι.Θ.Λαμψίδη, Βαλκανική Βιβλιογραφία Α. Συμπλήρωμα, Θεσσαλονίκη 1973, Κονιδάρης, Αι μητροπόλεις: Γ. Κονιδάρης, Αι μητροπόλεις και αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η «Τάξις» αυτών, Αθήνα 1934.
22 22 Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία: Γ. Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τομ. Β. Από των αρχών του Η αιώνος μέχρι των καθ ημάς χρόνων, εν επιτομή, Αθήνα Κοντοστεργίου, Οικουμενικαί Σύνοδοι: Δ. Δ. Κοντοστεργίου, Αι οικουμενικαί σύνοδοι, Θεσσαλονίκη Κορακίδης, Ιωάσαφ Εφέσου: Α. Κορακίδης, Ιωάσαφ Εφέσου ( 1437) (Ιωάννης Βλαδύντερος) Βίος Έργα Διδασκαλία, Θεσσαλονίκη Κούντουρας, Μπακιρτζής, Αγία Σοφία: Α. Κούντουρας, Χ. Μπακιρτζής, Η Αγία Σοφία Δράμας, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης «Η Δράμα και η περιοχή της. Ιστορία και Πολιτισμός», (Δράμα, Νοεμβρίου 1989), Δράμα 1992, Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Επισκοπείο: Ε. Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Το Επισκοπείο των Φιλίππων στον 6 ο αιώνα, Μνήμη Μανόλη Ανδρόνικου, Θεσσαλονίκη 1997, Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Προσκτίσματα : Ε. Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Το συγκρότημα των βόρειων προσκτισμάτων στη Βασιλική του Μουσείου Φιλίππων, ΑΕΜΘ 10Β (1996), Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Φίλιπποι : Ε. Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Φίλιπποι. Από την παλαιοχριστιανική στη βυζαντινή πόλη, Διεθνές Συμπόσιο: «Βυζαντινή Μακεδονία μ.χ».(θεσσαλονίκη, Οκτωβρίου 1992), Θεσσαλονίκη Κωνσταντακοπούλου, Ιστορική Μακεδονία: Α. Κωνσταντακοπούλου, Ιστορική γεωγραφία της Μακεδονίας(4 ος 6 ος αιώνας), διδακτ. διατρ., Γιάννενα Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Salutaris: A. Κωνσταντακοπούλου, Η επαρχία Μακεδονία Salutaris. Συμβολή στη μελέτη της διοικητικής οργάνωσης του Ιλλυρικού, Δωδώνη 10(1981), Κωνσταντίνου ή Τέγου Στεργιάδου, Τα σιγίλλια του Βασιλείου: Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου Στεργιάδου, Τα σχετικά με την αρχιεπισκοπή Αχρίδας σιγίλλια του Βασιλείου Β, διδακτ. διατρ., Θεσσαλονίκη 1988 Krautheimer, Αρχιτεκτονική: R. Krautheimer, Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική, μεταφρ. Φ. Μαλλούχο Τουφανο, Αθήνα 1991.
23 23 Λαζαρίδης, Επισκοπή Δαμαλά: Π. Λαζαρίδης, Η Επισκοπή του Δαμαλά, ΔΧΑΕ περ.δ / τομ. 2 ( ), Λαμπάκης, Έκθεσις: Γ. Λαμπάκης, Έκθεσις περί των του Μουσείου και περιηγήσεις του έτους 1902, ΔΧΑΕ 5 (1905). Λαμπρόπουλος, Απόκαυκος: Κ. Λαμπρόπουλος, Ιωάννης Απόκαυκος, Αθήνα Λεονταρίτου, Αξιώματα: Β. Λεονταρίου, Εκκλησιαστικά αξιώματα και υπηρεσίες στην πρώιμη και μέση Βυζαντινή περίοδο, Αθήνα Κομοτηνή Λοβέρδου Τσιγαρίδα, Γλυπτά Πλαταμώνα: Κ. Λοβέρδου Τσιγαρίδα, Μεσοβυζαντινά γλυπτά από το κάστρο του Πλαταμώνα, Σύμμεικτα 9 (1994), Μέρ.Α, Μνήμη Δ.Α. Ζακυθηνού, Μακρής, Εθιμική ζωή: Κ. Ν. Μαρκή, Εθιμική οικογενειακή ζωή. «Κοινότητος Σισανίου Βοΐου Ν. Κοζάνης», Αθήνα Μακρής, Ξυλόγλυπτα: Κ. Α. Μακρής, Εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα, Αθήνα Μαλιγκούδης, Σλάβοι: Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη Μεσαιωνική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη Μαρίνου, Μητρόπολη Μυστρά: Γ. Μητρόπολη του Μυστρά, Αθήνα Μαρίνου, Άγιος Δημήτριος, η Μαρκή, Αγία Σοφία: Ε. Μαρκή, Η Αγία Σοφία και τα προσκτίσματά της μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα, Θεσσαλονικέων Πόλις. Γραφές και πηγές 6000 χρόνων 1 (1997), Μαρκή, Ανασκαφές Πύδνας: Ε. Μαρκή, Ανασκαφές βυζαντινής Πύδνας, ΑΕΜΘ 2 (1988), Μαρκή, Ανασκαφή κάστρου: Ε. Μαρκή, Ανασκαφή κάστρου Πύδνας 1989, ΑΕΜΘ 3 (1989), Μαρκή, Βυζαντινή Πύδνα: Ε. Μαρκή, Η βυζαντινή Πύδνα, Οι Αρχαιολόγοι μιλούν για την Πιερία, Θεσσαλονίκη 1985,
24 24 Μαρκή, Κάστρο Πύδνας: Ε. Μαρκή, Ανασκαφή κάστρου Πύδνας 1989, ΑΕΜΘ 3 (1989), Μαρκή, Κίτρος: Ε. Μαρκή, Κίτρος. Μια πόλη κάστρο της βυζαντινής περιφέρειας. Αρχαιολογική και ιστορική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη Μαρκή, Ναός Πύδνας: Ε. Μαρκή, Ο μεσοβυζαντινός ναός της Πύδνας, Οι Αρχαιολόγοι μιλούν για την Πιερία (Καλοκαίρι 1985), Θεσσαλονίκη 1986, Μαρκή, Παρατηρήσεις: Ε. Μαρκή, Παρατηρήσεις στον οικισμό της αρχαίας Πύδνας, Πρακτικά Αρχαιολογικού Συνεδρίου «Πόλις και Χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη», Μνήμη Λαζαρίδη, (Καβάλα, 9 11 Μαΐου 1986), Θεσσαλονίκη 1990, Μαρκή, Συμπεράσματα: Ε. Μαρκή, Συμπεράσματα από τις ανασκαφές της 9 ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στη Βόρεια Πιερία, ΑΕΜΘ 10 Α (1996), Mateos, Μικρά Είσοδος: J. Mateos, Η Μικρά Είσοδος της Θείας Λειτουργίας, ΓΠ 56 (1973), Μέντζος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική: Α. Μέντζος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Πιερίας στην πρώμη βυζαντινή περίοδο, Επιστημονικό Συνέδριο: «Η Πιερία στα βυζαντινά και νεώτερα χρόνια», (Κατερίνη, 25 28/11/1993), Κατερίνη χ.χ., Μέντζος, Ζητήματα τοπογραφίας: Α. Μέντζος, Ζητήματα τοπογραφίας των χριστιανικών Φιλίππων, Εγνατία 9 (2006), Μέντζος, Κιονόκρανα Δράμας: Α. Μέντζος, Δύο κιονόκρανα του Μουσείου Δράμας, Πρακτικά Δ Επιστημονικής Συνάντησης «Η Δράμα και η περιοχή της. Ιστορία και Πολιτισμός» (Δράμα, Μαΐου 2002), Δράμα 2006, Μέντζος, Συμβολή: Α. Μέντζος, Συμβολή στην έρευνα του αρχαιότερου ναού της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 21 (1981), Μέντζος, Πελεκανίδου, Παρατηρήσεις: Α. Μέντζος, Ε. Πελεκανίδου, Παρατηρήσεις πάνω στην εξέλιξη του συγκροτήματος του Οκταγώνου των Φιλίππων στο τέλος της παλαιοχριστιανικής περιόδου, 10 ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Πρόγραμμα και Περιλήψεις Ανακοινώσεων, (Αθήνα, Μαΐου 1990), Αθήνα 1990, 45.
25 25 Μητρ. Ιωάννης Ζησιούλας, Η ενότης της Εκκλησίας: Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζησιούλας, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία ευχαριστία και των επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Αθήνα Μητρ. Καλλίνικος Δελικάνης, Η εν Νικαία Σύνοδος: Μητροπολίτης Καλλίνικος Δελικάνης, Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, επιμ. Γ.Α. Στογιόγλου, Θεσσαλονίκη Μητρ. Νικοπόλεως Μελέτιος, Πέμπτη οικουμενική σύνοδος: Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος, Η πέμπτη οικουμενική σύνοδος, Αθήνα Μητρ. Παύλος Μενεβίσογλου, Ιστορική Εισαγωγή: Μητροπολίτης Σουηδίας και πάσης Σκανδιναβίας Παύλος Μενεβίσογλου, Ιστορική Εισαγωγή εις τους Κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη Μητρ. Παντελεήμων Ροδόπουλος, Προσκομιδή: Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήμων Ροδόπουλος, Προσκομιδή, Ανάλεκτα Βλατάδων 56. Μελέται Α, Θεσσαλονίκη 1993, Μητρ. Παντελεήμων Ροδόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης: Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήμων Ροδόπουλος, Η επαρχιακή μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης Το ισχύον σήμερον νομοκανονικόν καθεστώς των μητροπόλεων των «Νέων Χωρών», Β Διεθνές Συμπόσιο «Βυζαντινή Μακεδονία. Δίκαιο, Θεολογία, Φιλολογία», (Θεσσαλονίκη, Νοεμβρίου 1999), Θεσσαλονίκη 2003, Μητρ. Πολύκαρπος Λιώσης, Μητρόπολις Σισανίου: Μητροπολίτης Πολύκαρπος Λιώσης, Η Μητρόπολις Σισανίου και Σιατίστης, Σιατιστέων Μνήμη. Λεύκωμα Συλλόγου Σιατιστέων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1972, Μίντσης, Αρχιεπισκοπή Αχριδών: Γ. Μίντσης, Η Αρχιεπισκοπή Αχριδών ( ), ΓΠ 765 (1996), Μισίου, Βυζαντινή Πιερία: Δ. Μισίου, Η Βυζαντινή Πιερία από τον 4 ο στον 9 ο αιώνα. Πόλεις, διοικητική και εκκλησιαστική οργάνωση, Πρακτικά 2 ου Επιστημονικού Συνεδρίου: «Η Πιερία στα βυζαντινά και νεότερα χρόνια», Κατερίνη 2002,
26 26 Μοναχός Πορφύριος, Κώδικας Γρηγορίου 39: Μοναχός Πορφύριος Σιμωνοπετρίτης, Ευθυμίου Βεροίας. Κώδικας Γρηγορίου 39, Κληρονομία 34 (2002), Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος: Ν.Κ.Μουτσόπουλος, Η βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα, τόμ. Α Γ, Θεσσαλονίκη Μουτσόπουλος, Ανασκαφές κάστρων: Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Ανασκαφές βυζαντινών κάστρων στη Δ. Μακεδονία, ΑΕΜΘ 6(1992), Μουτσόπουλος, Η βασιλική: Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Η βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα. Ένα μνημείο κιβωτός της τοπικής ιστορίας, Θεσσαλονίκη Μουτσόπουλος, Εκκλησίες: Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Ρεντίνα IV. Οι εκκλησίες του βυζαντινού οικισμού, Θεσσαλονίκη Μουτσόπουλος, Καστοριά: Ν.Κ. Μουτσόπουλος, Εκκλησίες της Καστοριάς (9 ος 11 ος αιώνας), Θεσσαλονίκη Μουτσόπουλος, Οικισμός Ρεντίνας: Ν.Κ.Μουτσόπουλος, Ο βυζαντινός οικισμός της Ρεντίνας, ΑΕΜΘ 10Β (1996), Μουτσόπουλος, Πρώτες παρατηρήσεις: Ν.Κ.Μουτσόπουλος, Πρώτες παρατηρήσεις στην οικιστική του βυζαντινού οχυρού οικισμού της Ρεντίνας (6 ος 14 ος αιώνας), ΑΕΜΘ 2(1988), Μουτσόπουλος, Ρεντίνα. Το βυζαντινό κάστρο: Ν.Κ.Μουτσόπουλος, Ρεντίνα ΙΙ. Το βυζαντινό κάστρο της μυγδονικής Ρεντίνας. Η οχύρωση και η ύδρευση του οικισμού, Αθήνα Μπακιρτζής, Αγίου Δημητρίου Θαύματα: Χ. Μπακιρτζής, Αγίου Δημητρίου Θαύματα. Οι συλλογές αρχιεπισκόπου Ιωάννου και Ανωνύμου. Ο βίος, τα θαύματα και η Θεσσαλονίκη του Αγίου Δημητρίου, μεταφρ. Α. Σιδέρη, Θεσσαλονίκη1997. Μπακιρτζής, Μετά την καταστροφή: Χ. Μπακιρτζής, Η ημέρα μετά την καταστροφή στους Φιλίππους, Πρακτικά του Α Διεθνούς Συμποσίου «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» (Αθήνα Σεπτεμβρίου 1988), Αθήνα 1989,
27 27 Μπακιρτζής, Περί συγκροτήματος: Χ. Μπακιρτζής, Περί του συγκροτήματος της Αγοράς της Θεσσαλονίκης, Αρχαία Μακεδονία ΙΙ (Θεσσαλονίκη, 19 24/8/ 1973), Θεσσαλονίκη 1977, Μπούρας, Επισκοπή Σκύρου: Χ. Μπούρας, Η αρχιτεκτονική του ναού της Επισκοπής Σκύρου, ΔΧΑΕ περ. Δ/ τόμ. 2 ( ), Μπούρας, Ιστορία Αρχιτεκτονικής: Χ. Μπούρας, Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, τόμ. Β, Αθήνα Μπούρας Μπούρα, Ελλαδική Ναοδομία: Χ. Μπούρας, Λ.Μπούρα, Η Ελλαδική Ναοδομία κατά τον 12 ο αιώνα, Αθήνα Ναξίδου, Εκκλησία και εθνική ιδεολογία: Ε. Ναξίδου, Εκκλησία και εθνική ιδεολογία: από την Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας μέχρι και την ίδρυση της αυτοκέφαλης «μακεδονικής εκκλησίας», διδακτ. διατρ., Θεσσαλονίκη Νεράντζη Βαρμάζη, Θεοφύλακτος Αχρίδας: Β. Νεράντζη Βαρμάζη, Ο Θεοφύλακτος Αχρίδας και ο δυτικομακεδονικός χώρος, Βυζαντινά 15 (1989), Νεράντζη Βαρμάζη, Μαρτυρίες: Β. Νεράντζη Βαρμάζη, Μαρτυρίες του Θεοφύλακτου Αχρίδας για το δυτικομακεδονικό χώρο (11 ος 12 ος αι.), Πρακτικά Γ Συνεδρίου Ιστορίας Λαογραφίας Γλωσσολογίας Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής δυτικομακεδονικού χώρου, (Θεσσαλονίκη, 3 5 Απριλίου 1982), Θεσσαλονίκη χ.χ., Νεράντζη Βαρμάζη, Πληροφορίες: Β. Νεράντζη Βαρμάζη, Πληροφορίες του Θεοφύλακτου Αχρίδας και του Δημητρίου Χωματιανού για τον δυτικομακεδονικό χώρο, Διεθνές Συμπόσιο: «Βυζαντινή Μακεδονία μ.χ.» (Θεσσαλονίκη, Οκτωβρίου 1992), Θεσσαλονίκη 1995, Νικολάου, Σκαπανείς: Ν. Ζ. Νικολάου, Σκαπανείς της ιστοριογραφίας και προβλήματα της ιστορίας των Σερρών, Θεσσαλονίκη Νικολούδης, Μελένικο: Ν. Νικολούδης, Το βυζαντινό Μελένικο, Βυζαντιακά 18 (1998), Νικονάνος, Θεσσαλία: Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας. Από το 10οαιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393, Αθήνα 1997.
28 28 Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί λαοί: Μ. Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί λαοί κατά τους μέσους χρόνους, Θεσσαλονίκη Ξυγγόπουλος, Μονύδριο Σωτήρος: Α. Ξυγγόπουλος, Το μονύδριον του Σωτήρος το κατά τον μάκρωνα της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 3 ( ), Ξυγγόπουλος, Σέρβια: Α. Ξυγγόπουλος, Τα μνημεία των Σερβίων, Αθήνα Ξυγγόπουλος, Σέρρες: Α. Ξυγγόπουλος, Έρευναι εις τα βυζαντινά μνημεία των Σερρών, Θεσσαλονίκη Ορλάνδος, Βασιλική: Α. Ορλάνδος, Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης, τ. Ι, ΙΙ, Αθήνα Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιασίμου: Α. Ορλάνδος, Η Μητρόπολις των Σερρών κατά την Έκφρασιν του Πεδιασίμου, ΕΕΒΣ 19 ( ) Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών: Α. Ορλάνδος, Η Μητρόπολις των Σερρών, ΑΒΜΕ Ε ( ), Ορλάνδος, Μνημεία Τεγέας: Α. Ορλάνδος, Μνημεία Τεγέας Νυκλίου, ΑΒΜΕ ΙΒ (1973). Ορλάνδος, Ρόδος: Α. Ορλάνδος, Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Ρόδου, ΑΜΒΕ 6(1948), Ostrogorsky, Ιστορία Α Γ: G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τομ. Α Γ, Αθήνα Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης: Θ. Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης του Άμβωνα της Παλαιάς Μητρόπολης στη Βέροια, Θυμίαμα στη μνήμη της Λασκαρίνας Μπούρα, Αθήνα 1994, τ.ι, Παζαράς, Σαρκοφάγοι: Θ. Παζαράς, Ανάγλυφες σαρκοφάγοι και επιτάφιες πλάκες της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα, Αθήνα Παζαράς, Τάφος των κτητόρων: Θ.Ν. Παζαράς, Ο τάφος των κτητόρων στο καθολικό της Μονής Βατοπεδίου, Βυζαντινά 17 (1994),
29 29 Παϊσίδου, Άγιος Αχίλλειος: Μ.Παϊσίδου, Άγιος Αχίλλειος Συμπεράσματα και Προβληματισμοί, ΑΕΜΘ 12 (1998), Παϊσίδου, Πέλλα: Μ. Παϊσίδου, Πέλλα. Βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί χρόνοι, Πέλλα, χ.τ., 2000, Πάλλας, Αρχαιολογικά: Δ. Ι. Πάλλας, Αρχαιολογικά Λειτουργικά, ΕΕΒΣ 20 (1950), Παπαγεωργίου, Αρχαία εικών: Π.Ν.Παπαγεωργίου, Αρχαία εικών του μεγαλομάρτυρος αγίου Δημητρίου του πολιούχου Θεσσαλονίκης επί ελεφαντοστέου, ΒΖ 1 (1892), Παπαγεωργίου, Σέρραι: Π.Ν. Παπαγεωργίου, Αι Σέρραι και τα προάστεια τα περί τας Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου (Συμβολή ιστορική και αρχαιολογική), Θεσσαλονίκη Παπαδόπουλος, Εγκώμια: Α. Παπαδόπουλος, Εγκώμια στον Άγιο Δημήτριο κατά την παλαιολόγεια εποχή και ο εορτασμός του Αγίου στην Θεσσαλονίκη, Επιστημονικό Συμπόσιο: «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Παλαιολόγειος εποχή», ΚΒ Δημήτρια (Ιερά Μονή Βλατάδων, Οκτωβρίου 1987), Θεσσαλονίκη 1989, Παπαδόπουλος, Εορταί Αγίου Δημητρίου: Α. Παπαδόπουλος, Αι εορταί του Αγίου Δημητρίου εν Θεσσαλονίκη, ΓΠ 46 (1963), Παπαζώτος, Βέροια: Θ. Παπαζώτος, Η Βέροια και οι Ναοί της (11 ος 18 ος αιώνας), Αθήνα Παπαζώτος, Κτητορική επιγραφή: Θ. Παπαζώτος, Η κτητορική επιγραφή της Παλιάς Μητρόπολης της Βέροιας, Ιστορικογεωγραφικά 1 (1986), 200. Παπαζώτος, Λεκάνη αγιασμού: Θ. Παπαζώτος, Η λεκάνη Αγιασμού του καθολικού του Τιμίου Προδρόμου και συναφή παραδείγματα από τη Μακεδονία, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου: «Οι Σέρρες και η περιοχή τους από την αρχαία στη μεταβυζαντινή κοινωνία» (Σέρρες, 29 Σεπτεμβρίου 3 Οκτωβρίου 1993), τόμ. Β, Θεσσαλονίκη 1998, Παπαζώτος, Ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου: Θ. Παπαζώτος, Ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου στη Θεσσαλονίκη. Μια επανεξέταση των πηγών για την ιστορία της Αχειροποιήτου, Μακεδονικά 22 (1982),
30 30 Παπαθανασίου, Σέρβια: Θ. Παπαθανασίου, Το μεσαιωνικόν φρούριον των Σερβίων από της ιδρύσεως αυτού μέχρι της υπό των Τούρκων αλώσεως, Θεσσαλονίκη Παπουλίδης, Η θέσις του βυζαντινού αυτοκράτορος: Κ.Κ. Παπουλίδης, Η θέσις του βυζαντινού αυτοκράτορος κατά την διάρκειαν των οικουμενικών συνόδων, ΓΠ 53 (1970), Πασαδαίος, Πατριαρχικός οίκος: Α. Πασαδαίου, Ο Πατριαρχικός Οίκος του Οικουμενικού Θρόνου, Θεσσαλονίκη Πασχαλίδης, Στρατής, Μοναστήρια Μακεδονίας: Σ. Πασχαλίδης, Δ. Στρατής, Τα Μοναστήρια της Μακεδονίας. Α Ανατολική Μακεδονία, επιμ. Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Θεσσαλονίκη Πελεκανίδης, Συμπεράσματα: Στ. Πελεκανίδης, Συμπεράσματα από την ανασκαφή του Οκταγώνου των Φιλίππων σχετικά με τα μνημεία και την τοπογραφία της πόλης, Πρακτικά Α Τοπικού Συμποσίου «Η Καβάλα και η περιοχή της», (Καβάλα, Απριλίου 1977), Θεσσαλονίκη 1980, Πελεκανίδης, Χατζηδάκης, Καστοριά: Στ. Πελεκανίδης, Μ. Χατζηδάκης, Καστοριά, Αθήνα Πέννα, Εκκλησία Σερρών: Β. Πέννα, Η Εκκλησία των Σερρών (11 ος 12 ος αιώνας): Η μαρτυρία των μολυβδόβουλλων», Πρακτικά Συνεδρίου: «Οι Σέρρες και η περιοχή τους από την αρχαία στη μεταβυζαντινή κοινωνία» (Σέρρες, 29/9/1993 3/10/1993), Σέρρες 1998, τόμ.β, Πέτκος, Ανασκαφή: Α. Πέτκος, Ανασκαφή μεσοβυζαντινού ναού στο Σισάνι Βοΐου Κοζάνης. Νέα στοιχεία για την επισκοπή Σισανίου, Πρακτικά Ημερίδας: «Οι αρχαιότητες και τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία του Βοΐου», (Θεσσαλονίκη, 12 Δεκεμβρίου 1999), Θεσσαλονίκη 2001, Πέτκος, Κτιριακά συγκροτήματα: Α.Πέτκος, Δύο κτιριακά συγκροτήματα του 4 ου και 5 ου αιώνα στη Βέροια, ΑΕΜΘ 7 (1993), Πέτκος, Σισάνι: Α. Σ. Πέτκος, Ανασκαφή μεσοβυζαντινού ναού στο Σισάνι Κοζάνης. Νέα στοιχεία για την επισκοπή Σισανίου, Μακεδονικά 32 ( ), Πέτκος, Τείχη Βέροιας: Α.Πέτκος, Τα τείχη της Βέροιας (προανασκαφική επισκόπηση), Μνήμη Μανόλη Ανδρόνικου, Θεσσαλονίκη 1997,
31 31 Πέτκος, Καραγιάννη, Ανασκαφικές έρευνες: Α. Πέτκος, Φ. Καραγιάννη, Ανασκαφικές έρευνες στα βυζαντινά κοιμητήρια της Βέροιας, ΑΕΜΘ 18 (2004), Πέτκος, Καραγιάννη, Νομός Ημαθίας: Α. Πέτκος, Φ. Καραγιάννη, Νομός Ημαθίας. Τα αρχαιολογικά ευρήματα της παλαιοχριστιανικής περιόδου, Ερατεινή Ημαθία, Βέροια 2004, Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα : Γ. Α. Ράλλης, Μ. Ποτλής, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων των τε Αγίων και Πανευφήμων Αποστόλων, και των Ιερών Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, και των κατά μέρος Αγίων Πατέρων, τ. Ι VI, Αθήνα , (φωτοτυπική ανατύπωση, Αθήνα 1992). Ριζάκης, Τουράτσογλου, Επιγραφές: Θ. Ριζάκης, Γ. Τουράτσογλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας (Ελίμεια, Εορδαία, Νότια Λυγκηστίς, Ορεστίς), τόμ. Α, Κατάλογος επιγραφών, Αθήνα Σαββοπούλου Κατσίκη, Μαυροπούλου Τσιούμη, Βυζαντινό Σισάνι: Ξ. Σαββοπούλου Κατσίκη, Χρ. Μαυροπούλου Τσιούμη, Η ανασκαφή στο βυζαντινό Σισάνι. Το έργο του Σωτήρη Κίσσα, ΑΕΜΘ 12(1998), Σοφιανός, Μετέωρα: Δ. Ζ. Σοφιανός, Μετέωρα. Οδοιπορικό, Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης χ.χ. Σπανός, Δυτικομακεδονικοί οικισμοί: Β. Σπανός, Οι δυτικομακεδονικοί οικισμοί και τα ονόματα των αφιερωτών τους στην Πρόθεση 215 της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (17 ος 19 ος αι.), Μακεδονικά 28 ( ), Σπανός, Πρόθεση 421 Μεγάλου Μετεώρου, Β. Κ. Σπανός, Η Επισκοπή Σισανίου και οι οικισμοί της στην πρόθεση 421 της Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου (1592/93, 19 ος αιώνας), Πρακτικά ΚΒ Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου, Μνήμη Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου (Θεσσαλονίκη, Μαΐου 2001), Θεσσαλονίκη 2002, Σταυρίδης, Επαρχιακή σύνοδος: Β.Θ.Σταυρίδης, Η επαρχιακή ή Μητροπολιτική Σύνοδος εις το οικουμενικόν πατριαρχείον, Πρακτικά ΙΔ Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου, «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Η επαρχιακή μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης», (Θεσσαλονίκη, 21 23/10/1999), Θεσσαλονίκη 2000,
32 32 Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός: Β. Θ. Σταυρίδης, Ο Συνοδικός θεσμός εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Θεσσαλονίκη Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός Θεσσαλονίκης: Β. Σταυρίδης, Ο Συνοδικός θεσμός εις την Εκκλησίαν της Θεσσαλονίκης (ΙΑ ΙΕ αιώνες), Δ Επιστημονικό Συμπόσιο: «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Από της εποχής των Κομνηνών μέχρι και της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό τον Οθωμανών (1430) (11 ος 15 ος μ.χ.)», (Ιερά Μονή Βλατάδων, 29 31/10/1990), Θεσσαλονίκη 1992, Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία: Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, Η Αγία Σοφία ως μητροπολιτικός ναός και το Επισκοπείο, Αφιέρωμα στη μνήμη του Σωτήρη Κίσσα, Θεσσαλονίκη 2001, Σταυρίδου Ζαφράκα, Βοδηνά: Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, Βοδηνά, μια βυζαντινή πόλη κάστρο της Μακεδονίας, Πρακτικά Α Πανελληνίου Επιστημονικού Συμποσίου: «Η Έδεσσα και η περιοχή της. Ιστορία και Πολιτισμός» (Έδεσσα, 4 6 Δεκεμβρίου 1992), Έδεσσα 1995, Σταυρίδου Ζαφράκα, Γρεβενά: Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, Τα Γρεβενά στο πλαίσιο της πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστορίας του κράτους της Ηπείρου (α μισό του 13 ου αιώνα), Τα Γρεβενά. Ιστορία Τέχνη Πολιτισμός, επιστημ. Επιμέλεια Μ.Μ. Παπανικολάου, Θεσσαλονίκη Γρεβενά 2004, Σταυρίδου Ζαφράκα, Πιερία: Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, Η Πιερία κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, Επιστημονικό Συνέδριο: «Η Πιερία στα βυζαντινά και νεώτερα χρόνια», Κατερίνη χ.χ., Σταυρίδου Ζαφράκα, Το Θέμα Θεσσαλονίκης: Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, Τα θέματα του μακεδονικού χώρου. Το θέμα της Θεσσαλονίκης ως τις αρχές του 10 ου αι., Βυζαντινά 19 (1998), Σταυρίδου Ζαφράκα, Το θέμα Στρυμόνος: Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, Τα θέματα του μακεδονικού χώρου. Το θέμα Στρυμόνος, Διεθνές Συμπόσιο: «Βυζαντινή Μακεδονία μ.χ.» (Θεσσαλονίκη, Οκτωβρίου 1992), Θεσσαλονίκη 1995, Σταυρίδου Ζαφράκα, Χρονολόγηση: Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, Η χρονολόγηση επιστολών και εγγράφων του Ιωάννη Απόκαυκου, Εγνατία 4 ( ),
33 33 Στεφανή, Νομός Ημαθίας:Ε. Δ. Στεφανή, Νομός Ημαθίας. Οι προϊστορικοί χρόνοι, Ερατεινή Ημαθία, Βέροια 2004, Στεφανή, Οδικό σύστημα: Λ. Δ. Στεφανή, Το οδικό σύστημα της ρωμαϊκής Βέροιας: Κατασκευαστικά στοιχεία και ρυμοτομική οργάνωση, ΙΑ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης «Επικοινωνίες και μεταφορές στην προβιομηχανική περίοδο», (Κάστρο Μονεμβασιάς, 23 26/7/1998), Αθήνα 2001, Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία: Στεφανίδου Βασιλείου (Αρχιμ.), Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήναι Στίκας, Οικοδομικό χρονικό: Ε.Γ. Στίκας, Το οικοδομικόν χρονικόν της Μονής Οσίου Λουκά Φωκίδος, Αθήνα Στρατή, Ζωγραφικές μαρτυρίες: Α. Στρατή, Ζωγραφικές μαρτυρίες του 12 ου αιώνα στην Ανατολική Μακεδονία, ΔΧΑΕ περ. Δ/ τόμ. ΚΔ (2003), Στρατής, Ιστορία Σερρών: Ε.Γ. Στρατής, Ιστορία της πόλεως Σερρών, Σέρρες Συλλογή Τσολοζίδη: Συλλογή Γεωργίου Τσολοζίδη. Το Βυζάντιο με τη ματιά ενός συλλέκτη, επιμ. Α. Τούρτα, Αθήνα Σωτηρίου, Άγιος Δημήτριος: Γ. και Μ. Σωτηρίου, Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, Αθήνα Σωτηρίου, Βυζαντιναί βασιλικαί: Γ. Α. Σωτηρίου, Βυζαντιναί βασιλικαί Μακεδονίας και παλαιάς Ελλάδος, ΒΖ 30(1929), Σωτηρίου, Θεσσαλία:Γ. Σωτηρίου, Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλίας ΙΓ και ΙΔ αιώνος, ΕΕΒΣ 6(1929), Σωτηρίου, Πρόθεσις: Γ. Σωτηρίου, Η Πρόθεσις και το Διακονικόν εν τη Αρχαία Εκκλησία, Θεολογία, περ. Β, τομ. Α (1940), Τρεμπέλας, Αι τρεις λειτουργίαι: Π. Τρεμπέλας, Οι τρεις λειτουργίαι κατά τους εν Αθήναις κώδικας, Αθήνα Τρεμπέλας, Μεγάλος Αγιασμός:Π. Τρεμπέλας, Η ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού, Θεολογία 21 (1950),
34 34 Τρεμπέλας, Μικρός Αγιασμός: Π. Τρεμπέλας, Η Ακολουθία του Μικρού Αγιασμού, Θεολογία 22(1951), 228. Τσάρας, Ο τέταρτος καθολικός ναός: Ι. Τσάρας, Ο τέταρτος καθολικός ναός της Θεσσαλονίκης στο Χρονικό του Ιωάννη Αναγνώστη, Βυζαντινά 5 (1973), Τσάρας, Η τελευταία άλωση: Ι. Τσάρας, Η τελευταία άλωση της Θεσσαλονίκης (1430), Θεσσαλονίκη Τσιγαρίδας, Μνημειακή ζωγραφική Βεροίας: Ε.Ν. Τσιγαρίδας, Η μνημειακή ζωγραφική στη Βέροια κατά τη βυζαντινή περίοδο, Ερατεινή Ημαθία, Βέροια χ.χ., Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες Πρόθεσης: Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οι τοιχογραφίες της Πρόθεσης στην Παλιά Μητρόπολη Βεροίας, 1ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Πρόγραμμα και Περιλήψεις Ανακοινώσεων, (Αθήνα, Απριλίου 1981), Αθήνα 1981, Τσιλιπάκου, Σέρβια: Α. Τσιλιπάκου, Σέρβια. Μια βυζαντινή καστροπολιτεία, Αθήνα Τωμαδάκης, Λόγιοι: Ν. Β. Τωμαδάκης, Οι λόγιοι του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ΕΕΒΣ 27 (1957), Φειδάς, Α Οικουμενική Σύνοδος: Βλ. Ι. Φειδάς, Η προεδρία της Α Οικουμενικής συνόδου, ΕΦ 57 (1975), και Φουντούλης, Άγιον Βάπτισμα: Ι. Μ. Φουντούλης, Το άγιον Βάπτισμα. Ιστορικό Τελετουργική θεώρηση, Χρονικόν, Εισηγήσεις, Πορίσματα Ιερατικού Συνεδρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, έτους 1996, «Το Άγιον Βάπτισμα» Δράμα 1996, Φουντούλης, Ιδιορρυθμίες: Ι. Φουντούλης, Ιδιορρυθμίες της λειτουργικής πράξεως της Θεσσαλονίκης κατά τις αρχές του ΙΕ αιώνος, Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Παλαιολόγειος εποχή», ΚΒ Δημήτρια (Ιερά Μονή Βλατάδων, Οκτωβρίου 1987), Θεσσαλονίκη 1989, Φουντούλης, Λειτουργικόν Έργον: Ι. Μ. Φουντούλης, Το Λειτουργικόν Έργον Συμεών του Θεσσαλονίκης. Συμβολή εις την Ιστορίαν και Θεωρίαν της Θείας Λατρείας, Θεσσαλονίκη 1966.
35 35 Φουντούλης, Μαρτυρίαι: Ι. Μ. Φουντούλης, Μαρτυρίαι του Θεσσαλονίκης Συμεών περί των ναών της Θεσσαλονίκης, ΕΕΘΣΠΘ 21 (1976), Φουντούλης, Συγγράμματα: Ι. Μ. Φουντούλης, Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα λειτουργικά συγγράμματα. Ι. Ευχαί και Ύμνοι, Θεσσαλονίκη Χατζηδάκης, Μυστράς: Μ. Χατζηδάκης, Μυστράς. Η μεσαιωνική πολιτεία και το κάστρο, Αθήνα Χατζητρύφωνος, Το περίστωο: Ε. Χατζητρύφωνος, Το περίστωο στην υστεροβυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Σχεδιασμός Λειτουργία, Θεσσαλονίκη Χιονίδης, Βέροια: Γ. Χιονίδης, Ιστορία της Βέροιας Β. Βυζαντινοί χρόνοι, Θεσσαλονίκη Χιονίδης, Περίγραμμα: Γ. Χιονίδης, Περίγραμμα της εκκλησιαστικής ιστορίας της Βέροιας, ΓΠ 65(1982), Χούλια, Αλμπάνη, Μετέωρα: Σ. Χούλια, Τ. Αλμπάνη, Μετέωρα. Αρχιτεκτονική Ζωγραφική, Αθήνα Χριστοφιλόπουλος, Χωματιανός: Α. Π. Χριστοφιλόπουλος, Δημήτριος Χωματιανός, Θεολογία 20 (1949), Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Μακεδονία: Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Μακεδονία. Σχεδίασμα για την εποχή από τα τέλη του Στ μέχρι τα μέσα του Θ αιώνα, Βυζαντινά 12 (1983), Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή: Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή, αναγόρευσις και στέψις του βυζαντινού αυτοκράτορος, Αθήνα Χρυσοστόμου, Πέλλα: Π. Χρυσοστόμου, Ανασκαφή στη ρωμαϊκή και βυζαντινή Πέλλα κατά το 1995, ΑΕΜΘ 9 (1995), Χρυσοστόμου A, Τείχος Έδεσσας: Α. Χρυσοστόμου, Νεότερες έρευνες του τείχους της Έδεσσας, ΑΕΜΘ 2 (1988),
36 36 Achimastou Potamianou, Vlacherna Monastery: M. Achimastou Potamianou, The Byzantine Wall Paintings of Vlacherna Monastery (Area of Arta), ACIEB II, Aleksova, Loca Sanctorum: B. Aleksova, Loca Sanctorum Macedoniae. The cult of martyrs in Macedonia from the 4 th to the 9 th centuries, Skopje Altripp, Beobachtungen zu Synthronoi: Μ. Altripp, Beobachtungen zu Synthronoi und Kathedren in byzantinischen Kirchen Griechenlands, BCH 124 (2000), 1. Études, Altripp, Überlegungen zum Synthronos: M. Altripp, Überlegungen zum Synthronos der Hagia Sophia in Iznik/Νίκαια, BZ 92.2 (1999), Anastos, The Transfer: M.V. Anastos, The Transfer of Illyricum, Calabria and Sicily to the Jurisdiction of the Patriarchate of Constantinople in , SBN 9 (1957), Androudis, Sur les fragments: P. Androudis, Sur les fragments d une chaire épiscopale byzantine à Episkopi (Anô Volos), Βυζαντιακά 22 (2002), Angold, Church and Society: M. Angold, Church and Society in Byzantium under the Comneni , Cambridge Angold, The shaping: M. Angold, The shaping of the medieval byzantine city, Byzantinische Forschungen 10 (1995), Avramea, Les constructions de l évêque: A. Avramea, Les constructions profanes de l évêque d après l épigraphie et les textes d Orient, ACIAC XI.1, (Lyon, Vienne, Grenoble, Genève et Aoste, septembre 1986), Rome 1989, Babić, Les chapelles annexes: G. Babić, Les chapelles annexes des églises byzantines, Paris Bache, Fonction funéraire du narthex: F. Bache, La fonction funéraire du narthex dans les églises byzantines du XIIe au XIVe siècle, Histoire de l Art 7 (1989), Baldovin, Christian Worship: J. F. Baldovin, The Urban Character of Christian Worship. The Origins, Development, and Meaning of Stational Liturgy, OCA 228, Roma 1987.
37 37 Berbenliev, Bulgaria: P. Berbenliev, The Architectural Heritage on the Lands of Bulgaria, Sofia χ.χ. Bitrakova Grozdanova, Monuments paléochrétiennes: V. Bitrakova Grozdanova, Monuments paléochrétiennes de la région d Ohrid, Ohrid Bitrakova Grozdanova, Topography: V. Birtakova Grozdanova, About the Topography and Urban Development of Lyhnidos, Istorija 2 (1986), (στο σκοπιανό ιδίωμα με αγγλική περίληψη). Bojadžiev, Nesebăr : Bojadžiev, L ancienne église métropole de Nesebăr, Byzantino bulgarica 1(1962), Bošković, L église de Sainte Sophie: D. Bošković, L église de Sainte Sophie à Salonique et son reflet dans deux monuments postérieurs en Macédoine et en Serbie, Archaeologia Jugoslavica I(1954), Bošković, Tomovski, L architecture médiéval: D. Bošković, K. Tomovski, L architecture médiéval d Ohrid, Recueil de Travaux. Edition spéciale publiée à l occasion du X e Anniversaire de la fondation du Musée et dédiée au XIIe Congrès International des Etudes Byzantines, Ohrid 1962, Bouras, Zourtsa : Ch. Bouras, Zourtsa. Une basilique byzantine au Péloponnèse, CA 21(1971), Chatzidakis, L évolution : M. Chatzidakis, L évolution de l icône aux 11e 13e siècle et la transformation du templon, XVe ACIEB III, Art et Archéologie, Athènes 1976, Čipan, St. Sophia : B. Čipan, St. Sophia. The Cathedral Church of the Ohrid Archbishopric, Skopje Cotsonis, Processional Crosses: J. A. Cotsonis, Byzantine Figural Processional Crosses, (Dumbarton Oaks Byzantine Collection Publications, No 10), ed. A. Boyd, H. Manguire, Washington DC Ćurčić, Baptismal Font: Sl. Ćurčić, The Original Baptismal Font of Gračanica and its Iconographic Setting, ZNM 9 10 (1979), Ćurčić, Katechoumenia: Sl. Ćurčić, The Meaning and Function of Katechoumenia in Late Byzantine and Serbian Architecture, Zbornik Radova, Manastir Ziča 2000,
38 38 Ćurčić, Proskynetaria Icons: Sl. Ćurčić, Proskynetaria Icons, Saint s Tombs, and the Development of the Iconostasis, The Iconostasis. Origins Evolution Symbolism, ed. A. Lidov, Moscow 2000, Ćurčić, Subsidiary Chapels: Sl. Ćurčić, Architectural Significance of Subsidiary Chapels in Middle Byzantine Churches, JSAH 36 (1977), No 2, Darrouzès, Notitiae: J. Darrouzès, Notitiae Episcopatum Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris Darrouzès, Οφφίκια: J.Darrouzès, Recherches sur les Οφφίκια de l Eglise Byzantine, Paris Darrouzès, Sainte Sophie: J. Darrouzès, Sainte Sophie de Thessalonique d après un rituel, REB 34(1976), De Maffei, Nicaea : F. De Maffei, The Second Nicene Council The seventh Ecumenical Council and the Mosaics in the Bema of the Church of the Dormition of the Virgin at Nicaea, Iznik. Throughout History, ed. I. Akbaygil, H. Inalcik, O. Aslanara, Iznik 2003, Demetrokalles, Naxos: G. Demetrokalles, The Byzantine Churches of Naxos, Συμβολαί εις την μελέτην των Βυζαντινών μνημείων της Νάξου, τόμ. Α, Αθήνα 1972, Dennert, Ambone: M. Dennert, Mittelbyzantinische Ambone in Kleinasien, IstMitt 45 (1995), Dirimtekin, Le Local du Patriarcat: Dirimtekin, Le Local du Patriarcat à Sainte Sophie, IstMitt 13/14 (1963/1964), Dix, Liturgy: D. G Dix, The Shape of the Liturgy, Glasgow Dölger, Besprechungen: F. Dölger, Besprechungen. E. Stein, Postconsulat et αυτοκρατορία, BZ 36 (1936), Drosoyianni, Byzantine Crowns: P. A. Drosoyianni, A Pair of Byzantine Crowns, JÖB 31/2 (=XVI. Internationaler Byzantinistenkongress, Akten II/3, (Wien, 4 9 Oktober 1981), Wien 1981, Ducoux Lemerle, L acropole: H. Ducoux P. Lemerle, L acropole et l enceinte haute de Philippes, BCH 62 (1938), 4 19.
39 39 Dujčev, Melnik: I. Dujčev, Melnik au Moyen Âge, Byzantion 38(1968), Epstein, Middle Byzantine Sanctuary: A.W.Epstein, The Middle Byzantine Sanctuary Barrrier: Templon or Iconostasis, JBAA CXXXIV (1981), Fürst, Κανονικές σχέσεις: C. G. Fürst, Οι κανονικές σχέσεις της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης με τον επίσκοπο Ρώμης, Γ Επιστημονικό Συμπόσιο: «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Από της Ιουστινιανείου εποχής έως και της Μακεδονικής δυναστείας)», (Ιερά Μονή Βλατάδων, 18 20/10/1989), Θεσσαλονίκη 1991, Gavrilović, Divine Wisdom: Z. Gavrilović, Divine Wisdom as Part of Byzantine Imperial Ideology, Studies in Byzantine and Serbian Medieval Art, London 2001, Gavrilović, Kingship and Baptism: Z. Gavrilović, Kingship and Baptism in the Iconography of Dečani and Lesnovo, Studies in Byzantine and Serbian Medieval Art, London 2001, Gautier, L épiscopat de Théophylacte Héphaistos, archevêque de Bulgarie. Notes chronologiques et biographiques, REB 21(1963), Gelzer, Der Patriarchat: H. Gelzer, Der Patriarchat von Achrida. Geschichte und Urkunden, Leipzig Gelzer, Texte: H. Gelzer, Ungedructe und ungenugend, veröffentlichte Texte der Notitiae Episcopatuum, Munchen Gelzer, Ungedruckte I: H. Gelzer, Ungedruckte und wenig bekannte Bistümerverzeichnisse der orientalischen Kirche I, BZ 1 (1892), Gelzer, Ungedruckte II: H. Gelzer, Ungedruckte und wenig bekannte Bistümerverzeichnisse der orientalischen Kirche II, BZ 2 (1893), Glory of Byzantium: Κατάλογος Έκθεσης: The Glory of Byzantium. Art and Culture of the Middle Byzantine Era, A.D , ed. H. C. Evans, W. D. Wixom, The Metropolitan Museum of Art, New York Grabar, Deux témoignages: A. Grabar, Deux témoignages archéologiques sur l autocéphalie d une église, ZR VIII2 (Mélanges G. Ostrogorsky II) (1964),
40 40 Grabar, L Iconoclasme, A. Grabar, L Iconoclasme Byzantin, Dossier Archéologique, Paris Grabar, Sculptures byzantines II: A. Grabar, Sculptures byzantines du Moyen Age II (XIe XIV e siècle), Paris Grabar, Trônes épiscopaux : Grabar, Trônes épiscopaux du XIe et XII siècle en Italie méridionale, L Art de la fin de l Antiquité et du Moyen Age, vol.3, Paris 1968, Ivison, Mortuary Practices: E. A. Ivison, Mortuary Practices in Byzantium (c ), Ph. D., Birmingham Jacob, La prière de l ambon: A. Jacob, Où était récitée la prière de l ambon?, Byzantion LI (1981), Jacob, Léon Toscan: A. Jacob, La traduction de la Liturgie de saint Jean Chrysostome par Léon Toscan. Édition critique, OCP 32 (1966), Jacobs, Die Ambone : P.H.F. Jacobs, Die Frühchristlichen Ambone Griechenlands, Bonn Janin, Commissaires Impériaux: R. Janin, Rôle des Commissaires Impériaux Byzantins dans les Conciles, REB 18 (1960), Janin, Grand Centres: R. Janin, Les Églises et les Monastères des Grands Centres Byzantins, Paris Janin, Le palais: R. Janin, Le palais patriarcal de Constantinople byzantine, REB 20 (1962), Kalligas, Die Hagia Sophia: M. Kalligas, Die Hagia Sophia von Thessalonike, Würzburg Kalopissi Verti, Church Inscriptions : S. Kalopissi Verti, Church Inscriptions as Documents. Chrysobulls Ecclesiastical Acts Inventories Donations Wills, ΔΧΑΕ περ. Δ / τόμ. 24 (2003), Kazanaki Lappa, Medieval Athens: M. Kazanaki Lappa, Medieval Athens, The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century, ed. A. E. Laiou, Washington D.C. 2002,
41 41 Kazhdan, A Note : A. Kazhdan, A Note on the «Middle Byzantine» Ambo, Byzantion LVII(1987), fasc.2, Koço, Basiliques paléochrétiennes: D. Koço, Basiliques paléochrétiennes dans la région du lac d Ohrid, Recueil de Travaux. Edition spéciale publiée à l occasion du X e Anniversaire de la fondation du Musée et dédiée au XIIe Congrès International des Etudes Byzantines, Ohrid 1962, Koder, Hild, Hellas: J. Koder, F. Hild, Hellas und Thessalia, TIB 1, Wien Korać, Sur les basiliques médiévales: V. Korać, Sur les basiliques médiévales de Macédoine et de Serbie, ACIEB XII (Ochride, septembre 1961), Beograd 1964, t.iii, Kravari, Villes et villages: V. Kravari, Villes et villages de Macédoine occidentale, Paris Laurent, Chrysobergès: V. Laurent, Etienne Chrysobergès, archevêque de Corinthe, REB 20 (1962), Lemerle, Invasions : P. Lemerle, Invasions et migrations dans les Balkans depuis la fin de l époque romaine jusqu au VIIIe siècle, RH 211 (1954), Lemerle, Le chateau: P. Lemerle, Le chateau de Philippes au temps de Nicéphore Phocas, BCH 61(1937), Lemerle, Philippes: P. Lemerle, Philippes et la Macédoine orientale à l époque chrétienne et byzantine, Paris Majeska, The Emperor: G. P. Majeska, The Emperor in His Church: Imperial Ritual in the Church of St. Sophia, Byzantine Court Culture from 829 to 1204, ed. H. Manguire, Washington D.C. 1997, Mango, Byzantine Church at Vize: C. Mango, The Byzantine Church at Vize (Bizye) in Thrace and St. Mary the Younger, ZR 11(1968), Mango, Edict: C. Mango, The Conciliar Edict of 1166, DOP 17(1963), Mango, Iconoclasm: C. Mango, The Liquidation of Iconoclasm and the Patriarch Photios, Iconoclasm: Papers given at the Ninth Spring Symposium of Byzantine Studies, University of Birmingham 1975,
42 42 Mango: The Life of St Andrew: C. Mango, The Life of St Andrew the Fool Reconsidered, Rivista di Studi bizantini e slavi 2(1982), Mateos, Le Typicon Ι: J. Mateos, Le Typicon de la Grande Église. Ms Sainte Croix No 40. Introduction, texte critique, traduction et notes. t.i. Le cycle des douze mois, [OCA 165 (1962)]. Mateos, Le Typicon II: J. Mateos, Le Typicon de la Grande Église. Ms Sainte Croix No 40. Introduction, texte critique, traduction et notes. t.ii. Le cycle des fêtes mobiles, [OCA 166 (1963)]. Mathews, Early Churches: T. F. Mathews, The Early Churches of Constantinople: Architecture and Liturgy, Pennsylvania Mathews, «Private» Liturgy: T. F. Mathews, «Private» Liturgy in Byzantine Architecture: Toward a Re appraisal, CA 30(1982), Mayer, Cathedral Church: W. Mayer, Cathedral Church or Cathedral Churches, OCP 66(2000), Mavrodinov, Melnik et Rožen: N. Mavrodinov, Eglises et monastères à Melnik et Rožen, Godišnikă na Narodnija Muzeij 5 ( ), Mavrodinova, Les peintures de St Nicolas : L. Mavrodinova, Nouvelles considérations sur les peintures du chevet de l église Saint Nicolas à Melnic, ACIEB XV(Athènes, septembre 1976), t.ii. Art et Archéologie, Athènes 1981, Meyendorff, Wisdom Sophia: J. Meyendorff, Wisdom Sophia : Contrasting Approaches to a Complex Theme, DOP 41 (1987), Meksi: Arkitektura: A. Meksi, Arkitektura e Kishave të Shquipërisë (Shekujt VII XV), Tiranë Mijatev, Bulgarien: K. Mijatev, Die Mittelalterliche Baukunst in Bulgarien, Sofia Miljković Pepek, L architecture chrétienne: P. Miljković Pepek, L architecture chrétienne chez les Slaves macédoniens à partir d avant la moitié du IXe siècle jusqu à la fin du XIIe siècle, The 17th International Byzantine Congress. Major Papers, (Washington D.C., 3 8August 1986), New York 1986,
43 43 Millet, L école grecque: G. Millet, L école grecque dans l architecture byzantine, Paris Möllers, Hagia Sophia: S. Möllers, Die Hagia Sophia in Iznik/Nikaia, Alfter Morganstern, Dereağzi: J. Morganstern, The Byzantine Church at Dereağzi and its Decoration, Tübingen Mouriki, Revival Themes: D. Mouriki, Revival Themes with Elements of Daily Life in two Palaeologan Frescoes depicting the Baptism, Harvard Ukrainian Studies 7(1983), Mullett, Patronage: M. Mullett, Patronage in Action: The Problems of an Eleventh century Bishop, Church and People in Byzantium, ed. R. Morris, Birmingham 1990, Mullett, Theophylact: M. Mullett, Theophylact of Ochrid. Reading the Letters of a byzantine archbishop, Birmingham Obolensky, Portraits: D. Obolensky, Six Byzantine Portraits, Oxford 1988, Oikonomides, Seals: N. Oikonomides, Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg Museum of Art, vol.1. Italy, North of the Balkans, North of the Black Sea, Washington D.C Pallas, Die Baptisterien: D. I. Pallas, Die Baptisterien und das Kirchengebäude im Altchristlichen Griechenland, Festschrift für Klaus Wessel zum 70. Geburtstag, München 1988, b.2, Pallas, Episkopion: D.Pallas, Episcopion, RBK II, Pallas, L édifice: D. Pallas, L édifice cultuel Chrétien et la liturgie dans l Illyricum oriental, ACIAC X.1 (Θεσσαλονίκη, 28/9 4/10/1980), Θεσσαλονίκη 1984, Pallas, L Illyricum: D.M. Pallas, L Illyricum Oriental. Aperçu historique. La problématique de son archéologie chrétienne, Θεολογία 51(1980), Panayotidi, Véria : M. Panayotidi, Les églises de Véria, en Macédoine, Corso 22 (1975),
44 44 Papachryssanthou, Histoire d un évêché : D. Papachryssanthou, Histoire d un évêché byzantin : Hiérissos en Chalcidique, TM 8 (1981), Pazaras, Sculpture Workshop: Th. Pazaras, Reliefs of a Sculpture Workshop operating in Thessaly and Macedonia at the end of the 13 th and beginning of the 14 th century, L Art de Thessalonique et des pays balkaniques et des courants spirituels au XIVe siècle, Recueil des Rapports du IVe Colloque Serbo Grec, (Belgrade 1985), Belgrade 1987, Péchayre, L archevêché d Ochrida: A. P. Péchayere, L archevêché d Ochrida de , EO 35 (1936), , Peschlow, Der ambo: U. Peschlow, Der mittelbyzantinische Ambo aus archäologischer Sicht, Θυμίαμα στη μνήμη της Λασκαρίνας Μπούρα, Αθήνα 1994, Peschlow, Nicaea: U. Peschlow, The Churches of Nicaea/ Iznik, Iznik. Throughout History, ed. I. Akbaygil, H. Inalcik, O. Aslanara, Iznik 2003, Peschlow, Nikolaoskirche: U. Peschlow, Die Architektur der Nikolaoskirche in Myra, Myra. Eine Lykische Metropole, ed. J. Borchhardt, Berlin 1975, Petrov, Dekorativna plastika: K. Petrov, Dekorativna plastika na spomenitse od XIV vek vo Mekedonia, Godišen Zbornik 15 (1963), Pietri, La géographie: Ch. Pietri, La géographie de l Illyricum ecclésiastique et ses relations avec l église de Rome (Ve VIe siècles), «Villes et peuplement dans l Illyricum protobyzantin», Actes du colloque organisé par l École française de Rome (Rome, mai 1982), Rome 1984, Podskalsky, Two Archbishops: G. Podskalsky, Two Archbishops of Achrida (Ochrid) and their significance for Macedonia s secular and church history: Theophylactos and Demetrios Chomatenos, Byzantine Macedonia. Identity Image and History Papers from the Melbourne Conference (Byzantina Australiensia 13), ed. J. Burke, R. Scott, Melbourne 2000, Popović, Serbian Episcopal Sees: S. Popović, Serbian Episcopal Sees in the Thirteenth Century, Starinar LI(2001), Provost, Une refection: Une réfection des remparts de Philippes sous Michel VII Doukas, REB 61(2003), 167κ.εξ.
45 45 Radujko, L «Ἀρχιερατικός θρόνος»: M. Radujko, L «Ἀρχιερατικός θρόνος» des évêques de Moravica et la peinture de Saint Achille à Arilje, CA 49(2001), Reinach, La reconstruction: S. Reinach, La reconstruction des murs de Cavalla au Xe siècle, BCH 6(1882), Rott, Kleinasiatische Denkmäler: H. Rott, Kleinasiatische Denkmäler aus Pisidien, Pamphylien, Kappadokien und Lykien, Leipzig Ruggieri, Katêchoumenon: V. Ruggieri, Katêchoumenon:Uno spazio sociale, «Ευλόγημα».Studies in Honor of Robert Taft, S.J., ed. E. Carr, S. Parenti, A. A.Thiermeyer, E. Velkovska, Roma 1993, Schellewald, Die Architektur: B. M. Schellewald, Die Architektur der Sophienkirche in Ohrid, Bonn Schneider, Iznik Nikaea: A. M. Schneider, Die römischen und byzantinischen Denkmäler von Iznik Nicaea, Berlin Siomkos, Saint Etienne: N. Siomkos, L église Saint Etienne à Kastoria. Etude des différentes phases du décor peint (Xe XIVe siècles), Thessalonique Snively, Apsidal Crypts: C. S. Snively, Apsidal Crypts in Macedonia: Possible Places of Pilgrimage, ACIAC XII.2 (1995), Sodini, Les ambons: J. P. Sodini, Les ambons médiévaux à Byzance : vestiges et problèmes, Θυμίαμα στη μνήμη της Λασκαρίνας Μπούρα, Αθήνα 1994, Sodini, Les dispositifs liturgiques: J. P. Sodini, Les dispositifs liturgiques des basiliques paléochrétiennes en Grèce et dans les Balkans, Corso 31 (1984), Spieser, Les inscriptions de Thessalonique: J. M. Spieser, Inventaires en vue d un Recueil des inscriptions historiques de Byzance. Les inscriptions de Thessalonique, TM 5 (1973), Spieser, Thessalonique: J. M. Spieser, Thessalonique et ses monuments du IVe au VIe siècle. Contribution à l étude d une ville paléochrétienne, Paris 1984.
46 46 Stavridou Zafraka, Slav Invasions: A. Stavridou Zafraka, Slav Invasions and the Theme Organization in the Balkan Peninsula, Βυζαντιακά 12 (1992), Steppan, Die Athos Lavra: T. Steppan, Die Athos lavra und der Trokonchale Kuppelnaos in der Byzantinischen Architektur, München Stikas, Christianou: E. Stikas, L église byzantine de Christianou en Triphylie et les autres églises de même type, Paris Stransky, St. Nicolas : A. Stransky, Les ruins de l église de St. Nicolas à Melnic, ACIEB V( Roma, settembre 1936), t.ii, Roma 1940, Stričević, La rénovation: D. Stričević, La rénovation du type basilical dans l architecture ecclésiastique des pays centrales des Balkans au IXe XIe siècles, ACIEB XII (Ochride, septembre 1961), Beograd 1963, t.i, Struck, Makedonische Fahrten: Α. Struck, Makedonische Fahrten. II. Die makedonischen Niederlande, Sarajevo Taft, Byzantine Rite : R. F. Taft, The Byzantine Rite. A short History, Minnesota Taft, Great Entrance: R. F. Taft, A History of the Liturgy of St. John Chrysostom. Vol.II. The Great Entrance. A History of the Transfer of Gifts and other Pre anaphoral Rites, OCA 200, Roma Taft, Liturgy of the Great Church: R. Taft, The Liturgy of the Great Church: An Initial Synthesis of Structure and Interpretation on the Eve of Iconoclasm, DOP ( ), Taft, Twelfth Century Diataxis I: R.F.Taft, The Pontifical Liturgy of the Great Church according to a Twelfth Century Diataxis in Codex British Museum Add , I. Introduction, OCP 45 (1979), Taft, Twelfth Century Diataxis II: R.F.Taft, The Pontifical Liturgy of the Great Church according to a Twelfth Century Diataxis in Codex British Museum Add , II. Commentary, OCP 46 (1980), Taft, Women: R. F. Taft, Women at Church in Byzantium: Where, When and Why? DOP 52(1998),
47 47 Teteriatnikov, Upper Story Chapels: N. Teteriatnikov, Upper Story Chapels near the Sanctuary in Churches of the Christian East, DOP 42(1988), Trajkovski, Excavations: K. Trajkovski, Excavations at Morodvis in the 1980, Zbornik ( ), (στο σκοπιανό ιδίωμα με αγγλική περίληψη). Tsigaridas, Les peintures murales: E. N. Tsigaridas, Les peintures murales de l ancienne métropole de Veria, Colloque scientifique international à l occasion de 750 ans de son existence (Juin 1985), Beograd 1987, αναδημοσιευμένο στο «Βέροια. Βυζαντινή πόλη. τόμ. Α, Μνημειακή Ζωγραφική», Βέροια 1997, Velenis, Building Techniques: G. Velenis, Building Techniques and External Decoration in the 14 th century in Macedonia, Recueil des Rapports du IVe Colloque Serbo Grec : «L art de Thessalonique et des pays balkanique et les courants spirituels au XIVe siècle», (Belgrade, 1985), Belgrade 1987, Vickers, Towards Reconstruction : M. Vickers, Towards Reconstruction of the Town Planning of Roman Thessaloniki, Αρχαία Μακεδονία, Ανακοινώσεις κατά το πρώτον Διεθνές Συμπόσιον εν Θεσσαλονίκη, (Θεσσαλονίκη, Αυγούστου 1968), Θεσσαλονίκη 1970, Vlachos, Melenikon: Th. N. Vlachos, Die Geschichte der Byzantinischen Stadt Melenikon, Thessaloniki Vocotopoulos, Constantinopolitan Architecture: P.L.Vocotopoulos, The Role of Constantinopolitan Architecture during the Middle and Late Byzantine Period, JÖB 31/2 (=XVI. Internationaler Byzantinistenkongress, Akten I/2, (Wien, 4 9 Oktober 1981), Wien 1981, Vocotopoulos, Local Schools: P. L. Vocotopoulos, Local Schools in Middle and Late Byzantine Architecture, XIX International Congress of Byzantine Studies: Byzantium. Identity, Image, Influence, Major Papers, Round Table L, (University of Copenhagen, August 1996), ed. K. Fredelius, Copenhagen 1996, Vocotopoulos, Remarks on the Typology: P. L. Vocotopoulos, Remarks on the Typology of Middle Byzantine Churches in Macedonia, Byzantine Macedonia. Art, Architecture Music, Hagiography Papers from the Melbourne Conference (Byzantina Australiensia 13), ed. J. Burke, R. Scott, Melbourne 2001, Walter, Art: Chr. Walter, Art and Ritual of the Byzantine Church, London 1982.
48 48 Walter, L iconographie: Chr. Walter, L iconographie des conciles dans la tradition byzantine, Paris Wharton Epsein, Durham, Saint Sophia: A. Wharton Epstein, N.C.Durham, The political content of the paintings of Saint Sophia at Ohrid, JÖB 29(1980), Whittow, The Making of Byzantium: M. Whittow, The Making of Orthodox Byzantium, , Malaysia Xydis, Hagia Sophia: Xydis S. G., The Chancel Barrier, Solea and Ambo of Hagia Sophia, The Art Bulletin 29.1 (1947), 1 24.
49 49 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελούν οι επισκοπικοί ναοί της βυζαντινής Μακεδονίας που λειτουργούσαν στη μέση βυζαντινή περίοδο ως έδρες των επισκόπων ή μητροπολιτών. Η ταύτιση των συγκεκριμένων ναών με το χώρο τέλεσης των επίσημων λειτουργιών, ακολουθιών και εορτών της πόλης προσέδιδε στους ναούς αυτούς έναν ιδιαίτερα επίσημο χαρακτήρα και τους καθιστούσε λατρευτικά εκκλησιαστικά κέντρα της πόλης επισκοπής και της ευρύτερης περιφέρειάς της. Παράλληλα όμως οι ναοί αυτοί λειτουργούσαν και ως χώροι όπου εξυπηρετούνταν ποικίλες ανάγκες και δραστηριότητες, όχι απαραίτητα λατρευτικές (π.χ. εκκλησιαστικές συνάξεις, διάδοση πολιτικών και εκκλησιαστικών αποφάσεων, φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων). Με αυτή τους την ιδιότητα προσλάμβαναν και ένα διαφορετικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο του οποίου, οι επισκοπικοί ναοί δεν σχετίζονταν αποκλειστικά με λατρευτικές εκδηλώσεις, αλλά με την κάλυψη μεγάλου αριθμού αναγκών της τοπικής εκκλησίας. Ο σημαντικότερος ναός που λειτουργούσε ως το μεγαλύτερο εκκλησιαστικό κέντρο του βυζαντινού κόσμου ήταν αναμφίβολα η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Οι βυζαντινοί συγγραφείς, όταν αναφέρονται σ αυτήν, την αποκαλούν «Μεγάλη Εκκλησία» και την συνδέουν με την τέλεση των περισσότερων επίσημων θρησκευτικών, αλλά και πολλών κοσμικών τελετών που λάμβαναν χώρα στην πρωτεύουσα με τη συμμετοχή του αυτοκράτορα και του πατριάρχη. Ο ναός αυτός, όπου ουσιαστικά γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η θεία λειτουργία, εξελίχθηκε στο θρησκευτικό σύμβολο της πόλης που τον φιλοξένησε, του οικουμενικού Πατριαρχείου του οποίου την έδρα αποτέλεσε, και στο τέλος, ολόκληρης της αυτοκρατορίας της οποίας τον πολιτικό και θρησκευτικό χαρακτήρα ενσάρκωσε. Στην υπόλοιπη αυτοκρατορία, η διαίρεση των εδαφών σε επιμέρους εκκλησιαστικές περιφέρειες σήμανε την ανέγερση στη μεγαλύτερη συνήθως πόλη της περιφέρειας ενός ναού, ο οποίος θα λειτουργούσε ως εκκλησιαστικό κέντρο, όπου θα έδρευε ο επικεφαλής της τοπικής εκκλησίας. Πολλοί από αυτούς τους ναούς που αποτέλεσαν σημαντικά
50 50 και αξιόλογα δείγματα βυζαντινής αρχιτεκτονικής και τέχνης, σώθηκαν ως τις μέρες μας σε περιοχές που άλλοτε ανήκαν στα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ή υπάγονταν στα κατά τόπους πατριαρχεία της χριστιανικής Ανατολής. Ένα μεγάλο μέρος από αυτούς, κυρίως απ όσους διετέλεσαν έδρες πατριαρχείων ή μητροπόλεων ήταν αφιερωμένοι στην Αγία του Θεού Σοφία, σε μια προσπάθεια να μιμηθούν κάτι από την αίγλη της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Από τα σημαντικότερα παραδείγματα αποτελούν οι ομώνυμοι ναοί της Νίκαιας, της Θεσσαλονίκης, της Αίνου, της Αχρίδας, της Σόφιας, του Κιέβου και της Λευκωσίας 1. Μέσα στο πέρασμα των αιώνων, με την κατάκτηση πολλών περιοχών από αλλοεθνείς ή αλλόθρησκους, πολλοί από τους ναούς απογυμνώθηκαν από το λειτουργικό τους εξοπλισμό και υπέστησαν αλλοιώσεις στην αρχική τους μορφή. Τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής και ενίοτε της ζωγραφικής και γλυπτικής, όπου διατηρήθηκαν, αποτελούν μοναδικούς μάρτυρες, οι οποίοι απέμειναν να θυμίζουν κάτι από την αίγλη που είχαν τα κορυφαία αυτά μνημεία. Από την άλλη, οι ναοί που ιδρύθηκαν ως έδρες επισκοπών ήταν συνήθως περισσότερο συνδεδεμένοι με την τοπική εκκλησιαστική ιστορία και συχνά αφιερώθηκαν σε αγίους που τιμήθηκαν ιδιαίτερα στην εκάστοτε πόλη, όπως ο Άγιος Νικόλαος στα Μύρα της Λυκίας, οι πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος στη Βέροια, ο Άγιος Αχίλλειος στις Πρέσπες, οι Άγιοι Θεόδωροι Σερρών, ο Άγιος Νίκων στη Σπάρτη, και άλλοι. Κάποιοι από αυτούς είχαν έντονα προσκυνηματικό χαρακτήρα, τον οποίο αποδεικνύει η φύλαξη σ αυτούς τιμίων λειψάνων 2, που αποτελούσαν πόλο έλξης πολλών προσκυνητών. Για παράδειγμα, στον Άγιο Αχίλλειο φυλάσσονταν τα λείψανα των αγίων Αχιλλείου, Οικουμενίου και Ρηγίνου, τα οποία είχαν εναποτεθεί πιθανότατα στον 1 Meyendorff, Wisdom Sophia, Άγια λείψανα διέθεταν όλοι οι ναοί. Για παράδειγμα και στην Αγία Σοφία βρίσκονταν οι τάφοι του Αγίου Βασιλείου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Ομολογητού, και του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. (Ο Συμεών διασώζει την πληροφορία ότι κατά την ακολουθία του εσπερινού, ο αρχιερέας «ἀνέρχεται εἰς τὸ στασίδιον αὐτοῦ καὶ τὴν ἐκεῖσε προσκυνήσας ἁγίαν εἰκόνα καὶ τοὺς τάφους τῶν ἁγίων ἀρχιερέων Βασιλείου και Γρηγορίου» (Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 131, Τ1).
51 51 κτιστό κιβωτιόσχημο τάφο που είχε ενσωματωθεί στη νότια κεραία του σταυρού στο χώρο του Διακονικού. Η διάνοιξη σε μεταγενέστερη εποχή, διαμπερούς οπής στην επιφάνεια της πλάκας που κάλυπτε τον τάφο, η οποία συσχετίστηκε με την εναπόθεση υγρών προσφορών στο εσωτερικό του μαρτυρεί την τέλεση νεκρικών χοών στον τάφο 3. Στο βαθμό που οι επισκοπικοί ναοί συγκέντρωναν λειτουργίες και ιδιότητες που αφορούσαν το ευρύ εκκλησίασμα της επισκοπής και όχι ένα σύνολο πιστών μιας ενορίας ή μιας μοναστικής κοινότητας, προσλάμβαναν έναν «καθολικό» χαρακτήρα, ο οποίος συχνά επισημαίνεται στις πηγές προκειμένου να σημάνει τον επισκοπικό ναό. Συχνά ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των μεγάλων μητροπολιτικών ναών γίνεται συχνά λόγος για την «καθολική» εκκλησία 4, όρος όμως ο οποίος υιοθετείται και για άλλους ναούς. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις περιπτώσεις των μεγάλων πόλεων 5. Αρκετά συχνά επίσης, οι συγγραφείς κάνουν λόγο για τη «μεγάλη εκκλησία» 6 της πόλης, παραπέμποντας έμμεσα στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης και δηλώνοντας τη θέση που είχε ο επισκοπικός ναός μεταξύ των υπολοίπων της πόλης. Οι ναοί οι οποίοι έχουν ταυτιστεί με επισκοπικούς σε όλη την αυτοκρατορία δεν είναι πολλοί σε σχέση με το σύνολο των επισκοπών 3 Μουτσόπουλος, Η βασιλική, Με τον όρο αυτό σημαίνονται στις πηγές οι δύο μεγάλοι μητροπολιτικοί ναοί της Μακεδονίας, η Αγία Σοφία Αχρίδας [«ἦσαν ἐν Ἀχρίδι τρεῖς ἐκκλησίαι, μία μὲν ἡ καθολικὴ, δύο δὲ τοῦ ἱεροῦ Κλήμεντος, μεγέθει πολλῷ τῆς καθολικῆς βραχύτεραι, σχήματι δὲ περιηγμένῳ καὶ κυκλοτερεῖ ταύτης ἐπιτερπέστεραι...» (Θεοφύλακτος, Βίος Ἁγίου Κλήμεντος, 1229)] και η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης [«ἡ τῆς μητροπόλεως καθολική», «ἡ καθολικὴ τοῦ Μεγάλου Θεοῦ ἐκκλησία» κ.α (Κίσσας, Μικρή Αγία Σοφία, 327, σημ.9)]. 5 Ιδιαίτερα εκεί όπου υπάρχουν περισσότεροι του ενός μεγάλων διαστάσεων, κεντρικοί ναοί. Για παράδειγμα, στην Κωνσταντινούπολη, ο όρος «καθολική»εκκλησία χρησιμοποιούνταν για πολλούς ναούς, μεταξύ των οποίων και για την Αγία Ειρήνη και τους Αγίους Αποστόλους, (Mayer, Cathedral Church, 49 κ.εξ.). Επίσης, στη Θεσσαλονίκη, ο Ιωάννης Αναγνώστης αναφέρει ότι στην πόλη υπήρχαν τέσσερις καθολικοί ναοί: «τότε δή τὰς μὲν τῶν μονῶν, ὅσαι δὴ μείζους καὶ πρὸς κάλλος φαιδρότεραι, τοῖς οἰκείοις αὐτῷ καὶ οὖσιν ἐν ἀξιώμασιν ἐδωρήσατο, ὁμοίως δὲ καὶ τῶν οἰκιῶν, ὅσαι δὴ καλλίους ἦσαν τῶν ἄλλων εἴς τε κάλλος καὶ μέγεθος, μόνους ἡμῖν τοὺς τέσσαρας νεώς, οἵ καὶ καθολικοὶ λέγονται, καταλελοιπώς» (βλ. Τσάρας, Ο τέταρτος καθολικός ναός, 165κ.εξ. Ο ίδιος, Η τελευταία άλωση, 76, σημ. 37). Στην Αχρίδα, ο Θεοφύλακτος αποδίδει στον Βόρη «ἑπτὰ καθολικοῖς ναοῖς» (Θεοφύλακτος, Βίος Ἁγίου Κλήμεντος, 1229). 6 Για παράδειγμα: «ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ Μεγάλη Ἐκκλησία», «..ἡ τῶν Θεσσαλονικέων Μεγάλη Ἐκκλησία», «ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία» (βλ. Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, ).
52 52 που είναι γνωστές από τις πηγές και τον αριθμό των μνημείων που σώζονται. Η Μακεδονία έχει την τύχη να διασώζει ένα ικανό αριθμό μνημείων αυτής της κατηγορίας, τα οποία αποτελούν ένα πολύ αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα επισκοπικών ναών που ιδρύθηκαν στη μέση βυζαντινή περίοδο. Πρόκειται για την Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, τον επισκοπικό ναό του Κίτρους, την Παλαιά Μητρόπολη Βεροίας, τη βασιλική των Σερβίων, τη βασιλική της Ρεντίνας, τους Αγίους Θεοδώρους Σερρών, τον Άγιο Νικόλαο στο Μελένικο, τον Άγιο Αχίλλειο Πρεσπών, την Αγία Σοφία Αχρίδας, τον επισκοπικό ναό των Μογλενών, τον ανασκαμμένο ναό στο Morodvis των Σκοπίων και τον επισκοπικό ναό του Σισανίου. Όλοι οι ναοί για τους οποίους γίνεται λόγος είναι δημοσιευμένοι, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο εκτενώς. Δύο από αυτούς τους ναούς, η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης 7 και η Αγία Σοφία Αχρίδας 8 έχουν αποτελέσει αντικείμενο διδακτορικών διατριβών, στο πλαίσιο των οποίων αναλύθηκαν η αρχιτεκτονική και οι φάσεις των μνημείων. Αντικείμενο μονογραφίας έχει γίνει ο Άγιος Αχίλλειος Πρεσπών 9, ενώ σε ειδικά άρθρα έχουν δημοσιευτεί οι Άγιοι Θεόδωροι Σερρών 10, ο επισκοπικός ναός του Σισανίου 11, ο επισκοπικός ναός της Πύδνας 12 και ο ανασκαμμένος ναός στο Morodvis 13. Για τον Άγιο Νικόλαο στο Μελένικο έχουν δημοσιευτεί σποραδικές περιγραφές 14, ενώ η Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας και οι επισκοπικοί ναοί των Μογλενών και της Ρεντίνας, περιλήφθηκαν σε γενικότερες μελέτες που αφορούν τους ναούς της Βέροιας 15, το κάστρο των Μογλενών 16 και τις εκκλησίες της Ρεντίνας 17, αντίστοιχα. 7 Η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, έχει γίνει αντικείμενο δύο διδακτορικών διατριβών. Η πρώτη είναι το Μαρίνου Καλλιγά το 1935 (βλ. Kalligas, Die Hagia Sophia) και η δεύτερη της Καλλιόπης Θεοχαρίδου το 1994 (βλ. Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία). 8 Schellewald, Die Architektur. 9 Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος, Α Γ. Ο ίδιος, Η βασιλική. 10 Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, Πέτκος, Σισάνι, Μαρκή, Ναός Πύδνας, Trajkovski, Excavations, Mavrodinov, Melnik et Rožen, 295. Mavrodinova, Les peintures de St Nicolas, Mijatev, Bulgarien, Stransky, St. Nicolas, Παπαζώτος, Βέροια, Ευγενίδου, Ανασκαφές, Η ίδια, Κάστρο Χρυσής, Μουτσόπουλος, Εκκλησίες,
53 53 Αντίθετα με την αρχιτεκτονική τους υπόσταση, η λειτουργία των παραπάνω ναών ως επισκοπικών και οι επιπτώσεις που είχε αυτή η ιδιότητα στην αρχιτεκτονική των μνημείων δεν έχει συζητηθεί επαρκώς στη μέχρι τώρα βιβλιογραφία. Μοναδική φωτεινή εξαίρεση αποτελεί η Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο σημαντικών μελετών, στις οποίες συζητήθηκαν ποικίλα ζητήματα που σχετίζονται με το μητροπολιτικό της χαρακτήρα και τα λειτουργικά δρώμενα που λάμβαναν χώρα σ αυτήν. Ανάμεσα σ αυτές αναφέρουμε τις μελέτες της Σταυρίδου Ζαφράκα 18, του Κίσσα 19, του Φουντούλη 20 και του Βελένη 21. Ανάλογες μελέτες επισκοπικών ναών που εξετάζουν αναλυτικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ιδιότητά τους δεν υπάρχουν στη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία. Μόνο με αφορμή συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γίνεται σε κάποιες περιπτώσεις λόγος για επιμέρους στοιχεία που εμφανίζουν οι ναοί αυτής της κατηγορίας. Η περισσότερο ίσως ερευνημένη πτυχή των επισκοπικών ναών είναι ο λειτουργικός τους εξοπλισμός. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις μελέτες του Μ. Altripp, για τα σύνθρονα και τους επισκοπικούς θρόνους των βυζαντινών ναών της Ελλάδας 22, του Radujko για τον «Αρχιερατικό θρόνο» των επισκόπων της Moravica 23, του Grabar τους επισκοπικούς θρόνους του 11 ου και 12ου αιώνα από την Ιταλία 24 καθώς και τα άρθρα των Sodini 25, Peschlow 26, και Dennert 27, για τους βυζαντινούς άμβωνες. Σε όλες όμως ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, οι παραπάνω λειτουργικές κατασκευές, αντιμετωπίζονται ως μεμονωμένες κατασκευές με συγκεκριμένα τυπολογικά ή διακοσμητικά χαρακτηριστικά, και δεν εξετάζεται η χρήση τους στο πλαίσιο της θείας λειτουργίας και ειδικότερα της αρχιερατικής. Τα κενά που υπάρχουν στη βιβλιογραφία για την 18 Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, Κίσσας, Μικρή Αγία Σοφία, Φουντούλης, Μαρτυρίαι, Βελένης, Ναοδομία, Altripp, Beobachtungen zu Synthronoi, 377κ.εξ. 23 Radujko, L «Ἀρχιερατικός θρόνος», Grabar, Trônes épiscopaux, Sodini, Les ambons, Peschlow, Der ambo, 255 κ.εξ. 27 Dennert, Ambone,
54 54 παρουσία και τη χρήση των παραπάνω κατασκευών, στο πλαίσιο του λειτουργικού εξοπλισμού των καθεδρικών ναών, καλύπτουν εν μέρει οι μελέτες του R. Taft για τη θεία λειτουργία 28 και τη Μεγάλη Είσοδο 29, του Mateos για τη Μικρή Είσοδο 30 και του Kazhdan για τον άμβωνα 31. Και σ αυτές τις μελέτες όμως, η αρχαιολογική μαρτυρία δεν αξιοποιείται παρά ελάχιστα, με αποτέλεσμα να μην συνάγονται συμπεράσματα και να μην συμπεράσματα και συσχετισμοί μεταξύ των κατασκευών και των επισκοπικών ναών που τις φιλοξενούσαν. Όσον αφορά ειδικότερα θέματα όπως τα προσκτίσματα των παραπάνω ναών, σε μεμονωμένες περιπτώσεις αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικών μελετών, με χαρακτηριστικότερη αυτήν της Μαρκή για τα προσκτίσματα της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης 32 αλλά και του Čipan, ο οποίος στη σχετική μελέτη του για την Αγία Σοφία Αχρίδας προχωράει σε αρκετές παρατηρήσεις για το επισκοπείο 33. Επίσης αντικείμενο ειδικής έρευνας αποτέλεσαν οι άμβωνες της Παλαιάς Μητρόπολης Βέροιας 34 και της Αχρίδας 35. Όλες οι παραπάνω μελέτες αξιοποιούνται συστηματικά στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, που έχει ως στόχο να μελετήσει τα εν λόγω μνημεία υπό το πρίσμα μιας άλλης οπτικής, η οποία σχετίζεται με τον επισκοπικό χαρακτήρα που συνέδεε όλους τους ναούς που αναφέρθηκαν. Η αναζήτηση των χαρακτηριστικών που συγκέντρωναν και των λειτουργιών που επιτελούσαν οι επισκοπικοί ναοί αποτέλεσε το μέγιστο κίνητρο για την εκπόνηση αυτής της διατριβής και καθόρισε όλους τους επιμέρους στόχους της. Στο πλαίσιο αυτό, το παράδειγμα των ναών της Μακεδονίας αποτελούσε πάντα ένα εξαιρετικό δείγμα για την εκπόνηση μιας τέτοιας έρευνας γι αυτό και αξιοποιήθηκε συστηματικά. Πρωταρχικός στόχος ήταν να δώσει κάποιες πρώτες απαντήσεις σε ζητήματα που αφορούν τη σημασία του επισκοπικού ναού στη ζωή μιας 28 Taft, Byzantine Rite. 29 Taft, Great Entrance. 30 Mateos, Μικρά Είσοδος, Kazhdan, A Note, Μαρκή, Αγία Σοφία, Čipan, St. Sophia. 34 Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης, Petrov, Dekorativna plastika, 200 κ.εξ.
55 55 βυζαντινής πόλης, την ύπαρξη ή μή στους ναούς αυτής της κατηγορίας, κάποιων συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών, την παρουσία και το είδος του λειτουργικού τους εξοπλισμού και τη θέση τους σε σχέση με τα υπόλοιπα κτίρια της πόλης. Βασικός οδηγός σε όλα τα στάδια της μελέτης υπήρξαν οι πληροφορίες που προέκυψαν από τη μελέτη των επισκοπικών ναών που σώζονται στη Μακεδονία. Καθοριστικής σημασίας καθόλη τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας υπήρξε η μύησή μου στον κόσμο των βυζαντινών πηγών, η οποία περιλάμβανε έρευνες σε ιστορικά, αγιολογικά, πατερικά και λειτουργικά κείμενα. Μέσα από αυτά τα κείμενα προέκυψαν πολλές έμμεσες πληροφορίες για τις ιδιότητες που συγκέντρωνε ο βυζαντινός επισκοπικός ναός, για το ρόλο που διαδραμάτιζε στη λειτουργική ζωή της πόλης, αλλά και για πολλές δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα μέσα σ αυτόν. Από την άλλη, η καταγραφή και αξιοποίηση όλων των αρχαιολογικών δεδομένων που σχετίζονται με τα μνημεία αυτής της κατηγορίας συνέβαλε καθοριστικά στον εντοπισμό των χαρακτηριστικών που συγκέντρωναν οι συγκεκριμένοι ναοί. Το τελικό αποτέλεσμα που προέκυψε μετά από μια μακρά περίοδο αναζητήσεων είναι η παρούσα εργασία, η οποία αποτελεί σύνθεση στοιχείων από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στη διαθέσιμη βιβλιογραφία, καθώς και από παρατηρήσεις που προέκυψαν ύστερα από συχνές επισκέψεις και επιτόπια έρευνα στα συγκεκριμένα μνημεία. Η εργασία αρχίζει με ένα κεφάλαιο, όπου σκιαγραφείται σε γενικές γραμμές η πολιτική ιστορία της Μακεδονίας και η εκκλησιαστική της οργάνωση κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο. Στο κεφάλαιο αυτό αναγράφονται τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη μακεδονική ενδοχώρα και οι αλλαγές που επέφεραν αυτά ως προς τη διοίκηση και την στρατιωτική της οργάνωση. Παράλληλα, καταγράφονται οι επισκοπές, αρχιεπισκοπές και μητροπόλεις που φιλοξενούνταν στα εδάφη της, και παρουσιάζεται η εξέλιξη και η θέση που κατάλαβαν μετά την απόσπαση του Ιλλυρικού από τη Ρώμη και την προσάρτησή του στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
56 56 Μετά την παρουσίαση του ιστορικού και εκκλησιαστικού πλαισίου μέσα στο οποίο ιδρύθηκαν οι επισκοπικοί ναοί της Μακεδονίας, ακολουθεί η κύρια ανάπτυξη του θέματος. Η εργασία αναπτύσσεται σε τρία μεγάλα μέρη, τα οποία αναλύονται σε επιμέρους ενότητες. Το πρώτο μέρος, το οποίο έχει ως τίτλο «Ο Επίσκοπος και ο επισκοπικός ναός», διαιρείται σε δύο ενότητες, εκ των οποίων η πρώτη εστιάζει στην οργάνωση του δικτύου της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, στη σχέση που είχαν οι εκκλησιαστικές προσωπικότητες που ορίζονταν επικεφαλής της τοπικής εκκλησίας με την Κωνσταντινούπολη, στην παρουσία του επισκόπου μέσα στη βυζαντινή πόλη, καθώς και στο ρόλο που διαδραμάτιζαν ως προς την ανέγερση και διακόσμηση των επισκοπικών ναών. Στη δεύτερη ενότητα του πρώτου μέρους σκιαγραφείται ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία του επισκοπικού ναού στη μέση βυζαντινή περίοδο είτε μέσα από τη λειτουργία του ως λατρευτικού κέντρου είτε ως χώρου όπου σχετιζόταν με διοικητικές δραστηριότητες. Στην πρώτη περίπτωση παρουσιάζονται λειτουργικά κείμενα και ιστορικές πηγές, μέσα από τις οποίες προκύπτει ότι στον επισκοπικό ναό πραγματοποιούνταν, εκτός από αρχιερατική λειτουργία, και ένα σύνολο ειδικών τελετών και ιερών ακολουθιών, όπως βαπτίσεις, αγιασμοί, νεκρώσιμες ακολουθίες και μνημόσυνα, χειροτονίες, λιτανείες και πανηγυρικοί εορτασμοί. Με σκοπό την αναζήτηση στοιχείων για την διαπίστωση της τέλεσης των παραπάνω ακολουθιών στους επισκοπικούς ναούς καταγράφονται όλα τα αρχαιολογικά δεδομένα που μαρτυρούν ότι οι συγκεκριμένοι ναοί αποτέλεσαν χώρους τέλεσης βαπτίσεων, χειροτονιών, λιτανειών, και εορτασμών. Από την άλλη, οι πηγές μαρτυρούν και μια άλλη ιδιότητα των επισκοπικών ναών, η οποία σχετιζόταν με εκδηλώσεις και δραστηριότητες μη λατρευτικού χαρακτήρα. Άλλες φορές έμμεσα κυρίως από διάφορα ιδιωτικά και επίσημα έγγραφα και άλλες άμεσα από συνοδικούς κανόνες και διατάγματα, προκύπτει ότι οι επισκοπικοί ναοί διέθεταν χώρους φύλαξης πολύτιμων σκευών και εγγράφων, αποτελούσαν το χώρο όπου συνεδρίαζαν σε τακτά διαστήματα οι επικεφαλής των επισκοπών με στόχο τη διευθέτηση των ποικίλων θεμάτων που αφορούσαν τη ζωή της
57 57 μητρόπολης, και λειτουργούσαν ως τόποι όπου αναρτώνταν σημαντικοί νόμοι, αυτοκρατορικά διατάγματα και συνοδικές αποφάσεις. Μετά την παρουσίαση όλων όσων αντιπροσώπευε ένας βυζαντινός επισκοπικός ναός ακολουθεί το δεύτερο μέρος αυτής της μελέτης, το οποίο εστιάζει στα μνημεία της Μακεδονίας ως ένα δείγμα επισκοπικών ναών που με αυτή τους την ιδιότητα συγκέντρωναν συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Στο πρώτο κεφάλαιο αυτής της ενότητας γίνεται μια αναλυτική παρουσίαση των επισκοπικών ναών που σώζονται μέχρι σήμερα, και όσων ήρθαν στο φως μετά από ανασκαφικές έρευνες στο γεωγραφικό χώρο που καταλάμβανε η ιστορική Μακεδονία. Σε κάθε περίπτωση καταγράφονται οι αναφορές που υπάρχουν στις πηγές και στοιχειοθετούν την ταύτισή τους με επισκοπικούς ναούς, και όπου δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, εξετάζονται οι λόγοι απόδοσης σ αυτούς του επισκοπικού χαρακτήρα. Επίσης, αναφέρονται οι επισκοπές στις οποίες ανήκαν οι ναοί και, όπου αυτό δεν είναι γνωστό, γίνεται μια προσπάθεια ταύτισής τους με βάση ιστορικά στοιχεία. Στο τέλος του κεφαλαίου εξετάζονται και ορισμένες περιπτώσεις βυζαντινών μνημείων για τα οποία έχει προταθεί η ιδιότητα της επισκοπικής έδρας. Το δεύτερο κεφάλαιο αυτού του μέρους αφορά την αρχιτεκτονική των επισκοπικών ναών της Μακεδονίας. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται αναλυτικά οι τύποι των μνημείων, και τα μέρη του ναού (Ιερό Βήμα, Νάρθηκες Υπερώα). Μετά την καταγραφή των επιμέρους αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών γίνεται μια προσπάθεια ερμηνείας τους. Στο πλαίσιο αυτό συζητούνται χαρακτηριστικά όπως η κλίμακα των ναών, η μνημειακότητα, εξετάζονται τα πλεονεκτήματα της βασιλικής που οδήγησαν στην επιλογή της ως τύπου, που εφαρμόστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις των επισκοπικών ναών της Μακεδονίας, και αναλύεται η μορφή, η εξέλιξη και λειτουργία των μερών του ναού. Ακολουθεί το κεφάλαιο που αφορά το λειτουργικό εξοπλισμό των επισκοπικών ναών. Στο κεφάλαιο αυτό καταγράφονται τα είδη του εξοπλισμού (σύνθρονο, επισκοπικός θρόνος και άμβωνας) που διέθεταν οι ναοί αυτής της κατηγορίας και επιχειρούνται συσχετισμοί με τη χρήση τους από τον επίσκοπο και τον υπόλοιπο κλήρο. Κάθε μια από τις κατασκευές εξετάζεται αυτόνομα, από θεολογική, λειτουργική και
58 58 αρχαιολογική άποψη και γίνεται μια προσπάθεια ερμηνείας της στο πλαίσιο της θείας λατρείας. Στο τέλος αυτού του μέρους παρουσιάζεται η θέση του επισκοπικού ναού στη βυζαντινή πόλη. Η ενότητα διαρθρώνεται σε δύο υποκεφάλαια. Το πρώτο αφορά τη χωροθέτηση και το δεύτερο, τον περιβάλλοντα χώρο των επισκοπικών ναών. Στο κεφάλαιο της χωροθέτησης παρουσιάζονται όλα τα αρχαιολογικά δεδομένα που αφορούν το χώρο της πόλης που επιλεγόταν για την ανέγερση του επισκοπικού της ναού και, ειδικότερα, εξετάζεται η θέση του σε σχέση με το κέντρο της πόλης, τα τείχη και τις οδικές αρτηρίες. Στο δεύτερο μέρος, καταγράφεται συστηματικά η αρχαιολογική μαρτυρία, η οποία οδηγεί σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το είδος των κτιρίων που πλαισίωναν τους επισκοπικούς ναούς και κυρίως για τη μορφή και τη θέση που καταλάμβανε το επισκοπείο. Η εργασία ολοκληρώνεται με τον επίλογο, όπου σε γενικές γραμμές σχολιάζονται όλα τα συμπεράσματα και οι παρατηρήσεις που προέκυψαν από τη μελέτη των επιμέρους θεμάτων που προηγήθηκαν. Το τρίτο και τελευταίο μέρος της μελέτης απαρτίζει λημματικός κατάλογος των επισκοπικών ναών της Μακεδονίας, όπου επιχειρείται μια συνοπτική παρουσίαση κάθε μνημείου. Προκειμένου να εξασφαλίσει ο αναγνώστης μια συνοπτική αλλά πλήρη εικόνα για τη μορφή του ναού, τον εξοπλισμό και τα κτίρια που τον περιβάλλουν, επιλέχθηκαν οι εξής θεματικές στις οποίες αναπτύσσεται κάθε λήμμα: Στοιχεία θέσης, Αρχιτεκτονική περιγραφή, Χρονολόγηση, Λειτουργικός εξοπλισμός, Προσκτίσματα και τέλος, βασική Βιβλιογραφία. Αρχική επιδίωξη ήταν η σειρά των ναών να ακολουθεί την ιεραρχική κατάταξη των επισκοπών στους θρόνους του οικουμενικού πατριαρχείου. Καθώς όμως οι θέσεις των επισκοπών άλλαζαν στη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό, γι αυτό και επιλέχθηκε η κατάταξή τους στον λημματικό κατάλογο με αλφαβητική σειρά των κρατών (Βουλγαρία, Ελλάδα, Π.Γ.Δ.Μ.) και στη συνέχεια των πόλεων στις οποίες εντάσσονται σήμερα οι ναοί.
59 59 Στο τέλος της εργασίας υπάρχουν δύο παραρτήματα με σχέδια (τοπογραφικά, κατόψεις, τομές και αναπαραστάσεις) και με φωτογραφικό υλικό. Σε όλα τα στάδια της μελέτης καταβλήθηκε προσπάθεια να μεταφερθούν αυτούσια όλα τα αρχαιολογικά δεδομένα, και στη συνέχεια επιχειρήθηκε η σύνθεση και η ερμηνεία τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι διαπιστώσεις που προέκυψαν γέννησαν νέους προβληματισμούς, οι οποίοι με τα υπάρχοντα δεδομένα δεν βρήκαν την πλήρη εξήγησή τους. Υπό αυτό το πρίσμα, η εργασία αυτή τροφοδοτεί τη μελλοντική έρευνα και ανοίγει νέους δρόμους για θεματικές που μπορούν στο μέλλον να ρίξουν φως και σε άλλες πτυχές του χαρακτήρα και της λειτουργίας ενός επισκοπικού ναού.
60 60 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Ο γεωγραφικός χώρος της βυζαντινής Μακεδονίας αποτελούσε μια περιοχή με ρευστά και όχι πάντα ξεκάθαρα όρια. Η νευραλγική θέση που κατείχε καθώς βρισκόταν στη διασταύρωση των κύριων οδικών αρτηριών που ένωναν το Βορρά με το Νότο και τη βυζαντινή Ανατολή με τη λατινική Δύση, εξασφάλιζε στη Μακεδονία έναν έντονα στρατηγικό χαρακτήρα που προσέλκυσε από νωρίς το ενδιαφέρον πολλών επιδρομέων. Στη διάρκεια των αιώνων η διοικητική και εκκλησιαστική της οργάνωση υπέστη πολλές μεταβολές, στο πλαίσιο των οποίων η έκτασή της η οποία αποτελούσε αρχικά ενιαία ρωμαϊκή επαρχία διασπάστηκε σε επιμέρους διοικητικές μονάδες, τα βυζαντινά θέματα. Από τα τέλη του 4 ου αιώνα, η Μακεδονία μετά τη διάσπαση του Ιλλυρικού, αποτέλεσε μαζί με τη Δακία τις δύο διοικήσεις του ανατολικού Ιλλυρικού. Σύμφωνα με τη Notitia Dignitatum, κείμενο που χρονολογείται γύρω στο 425 μ.χ., η Μακεδονία εκτεινόταν μέχρι και την Κρήτη και περιλάμβανε τις επαρχίες της Αχαΐας, Μακεδονίας Πρώτης, Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου Παλαιάς και Νέας, καθώς και τμήμα της Μακεδονίας Δευτέρας (Macedonia Salutaris) 36. Η διάρκεια ζωής της Macedonia Salutaris δε φαίνεται να ήταν μεγάλη, αφού ήδη στο τέλος του 4 ου αρχές 5 ου αιώνα καταργήθηκε και η έκτασή της κατανεμήθηκε ανάμεσα στη Νέα Ήπειρο (Epirus Νova) και στη Δακία (Praevalitana) 38. Στα τέλη του 5 ου αιώνα δημιουργήθηκε και η Macedonia Secunda, η οποία με τη σειρά της καταργήθηκε γύρω στο 535, οπότε αναφέρεται στην 11 η Νεαρά του Ιουστινιανού, με την οποία οι επισκοπές της Macedonia Secunda συγκαταλέγονται στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Πρώτης Ιουστινιανής 39. Στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους, κείμενο των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Ιουστινιανού, στην υπαρχία του Ιλλυρικού υπάγονται μεταξύ και άλλων επαρχιών (provinciae) με τις αντίστοιχες έδρες 36 Pallas, L Illyricum, 62κ.εξ. 38 Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Salutaris, Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, 94.
61 61 μητροπόλεων, η Μακεδονία Πρώτη με έδρα τη Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία Δευτέρα με πρωτεύουσα τους Στόβους 40. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ανατολικό τμήμα του Ιλλυρικού, το οποίο διοικητικά υπαγόταν στην Κωνσταντινούπολη, εκκλησιαστικά ήταν εξαρτημένο από τη Ρώμη 41. Το καθεστώς αυτό της εξάρτησης της Μακεδονίας από τη Ρώμη άλλαξε τον 8 ο αιώνα, με την απόσπαση του ανατολικού Ιλλυρικού από τη δικαιοδοσία της Ρώμης και την υπαγωγή του στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως 42. Η πράξη αυτή, αν και συνδέεται από τους περισσότερους μελετητές με τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ τον Ίσαυρο και τοποθετείται χρονικά στο έτος , θεωρείται πιθανότερο ότι πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 8 ου αιώνα 44 και υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τις σχέσεις των δύο μεγάλων εκκλησιαστικών κέντρων της εποχής, της Ρώμης και την Κωνσταντινούπολης. Μετά την απόσπαση του Ιλλυρικού από τη Ρώμη, σύμφωνα με την 3 η Notitia, από τις επτά επαρχίες της Διοίκησης Μακεδονίας που αναφέρονται στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους 45, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού πατριαρχείου οι εξής: Μακεδονία Α, Θεσσαλία, Ελλάς, Κρήτη, Παλαιά Ήπειρος και Νέα Ήπειρος. Επίσης, στη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως μεταφέρθηκαν συνολικά 134 επισκοπές, 2 αρχιεπισκοπές και 10 μητροπόλεις του Ανατολικού Ιλλυρικού 46. Η κατάταξη των νέων εκκλησιαστικών επαρχιών στην «τάξη πρωτοκαθεδρίας» των θρόνων του οικουμενικού πατριαρχείου 40 Οι υπόλοιπες ήταν η Θεσσαλία, Ελλάδα (Αχαΐα), Κρήτη, Ήπειρος Παλαιά, Ήπειρος Νέα, Δακία, Δαρδανία, Μοισία Πρώτη και Παννονία (Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Μακεδονία, 45, Pallas, L Illyricum, 66). 41 Για τις σχέσεις της εκκλησίας του Ανατ. Ιλλυρικού με τη Ρώμη βλ. Pietri, La géographie, 21κ.εξ. 42 Fürst, Κανονικές σχέσεις, Κωνσταντακοπούλου, Ιστορική γεωγραφία, Anastos, The Transfer, Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, Βλ. σχετικά Καραγιαννόπουλος, Η απόσπαση του Ιλλυρικού, 205κ.εξ., όπου αναπτύσσονται οι απόψεις της παλαιότερης, σχετικής με το θέμα, βιβλιογραφίας. 45 Σύμφωνα με το Συνέκδημο, η Μακεδονία Α εκτεινόταν από τον Αξιό και τον Στρυμόνα ως τις εκβολές του Πηνειού στα νότια και από τις Πρέσπες ως τη Σαμοθράκη και περιλάμβανε 29 πόλεις και 2 νησιά, τη Θάσο και την Σαμοθράκη (Ιεροκλής, Συνέκδημος, Κωνσταντακοπούλου, Μακεδονία Salutaris, 85 87). 46 Κονιδάρης, Αι μητροπόλεις, 26.
62 62 αποτυπώνεται στους καταλόγους των επισκοπών, τις Notitiae (Τακτικά) 47. H Notitia 2, χρονολογημένη στον 8 ο ή αρχές 9 ου αιώνα, αποτελεί απάνθισμα παλαιότερου καταλόγου, στον οποίο έχουν προστεθεί στοιχεία που προέκυψαν τον 8 ο αιώνα 48. Στενή σχέση με αυτήν έχει η 4 η Notitia, η οποία χρονολογείται κοντά στη σύνοδο του 869. Και οι δύο αποτελούν σημαντικές μαρτυρίες για την ενσωμάτωση των εκκλησιαστικών επαρχιών που αποσπάστηκαν από τη Ρώμη και την Αντιόχεια και προσαρτήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Από τις πιο σημαντικές Notitiae που έχουν διασωθεί είναι η 3 η, γνωστή και ως «Notitia των εικονοκλαστών», η οποία περιέχεται στον παρισινό κώδικα 1555 Α, χρονολογημένο στον 11 ο αιώνα 49. Στο κείμενό της καταγράφεται η εκκλησιαστική τάξη των θρόνων του οικουμενικού πατριαρχείου το διάστημα 8 ος 9 ος αιώνας, πριν δηλαδή από την 7η Notitia που αποδίδεται στον Πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό ( , ). Η 3 η Notitia αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη μαρτυρία για τις σοβαρές μεταβολές που υπέστη η γεωγραφία των βόρειων επαρχιών του Ανατολικού Ιλλυρικού στη διάρκεια των αβαροσλαβικών επιδρομών, οι οποίες έπληξαν τις βόρειες επαρχίες του Ιλλυρικού ήδη από τις αρχές του 7 ου αιώνα. Ως αποτέλεσμα αυτών των επιδρομών, μεγάλες εκκλησιαστικές περιφέρειες της προηγούμενης περιόδου, όπως η Διοίκηση της Δακίας και η επαρχία Μακεδονία Β, δεν συμπεριλαμβάνονται στις τάξεις του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, όπως έχουν αποτυπωθεί στη Notitia αυτή. 47 Η κατάταξη κατά Darrouzès. (βλ. Darrouzès, Notitiae, 10 45). 48 Περιλαμβάνει τις 33 μητροπόλεις που αναφέρονται στην 1 η Notitia και την εμφάνιση οκτώ νέων μητροπόλεων που προέκυψαν με την προσάρτηση του Ιλλυρικού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (Darrouzès, Notitiae,19). 49 Η Notitia αυτή έχει χρονολογηθεί από τον H. Gelzer πριν από το 780 (Gelzer, Texte, 564), από τον Darrouzès, μετά τη σύνοδο του 787 καθώς παρουσιάζει εξαιρετικές ομοιότητες με τα πρακτικά της συνόδου, και πριν από το τέλος του 9 ου αιώνα. (Darrouzès, Notitiae, 32), ενώ ο Γεράσιμος Κονιδάρης θεωρεί ως ανώτατο όριο συγγραφής της το 746 (Κονιδάρης, Αι μητροπόλεις, 85). 52 Βλ. ενδεικτικά για τα θέματα του μακεδονικού χώρου, Σταυρίδου Ζαφράκα, Το θέμα Θεσσαλονίκης, Η ίδια, Το θέμα Στρυμόνος, , Η ίδια, Slav Invasions, Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Μακεδονία, Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, 203κ.εξ.
63 63 Παράλληλα, στο διάστημα 7 ος 9 ος αιώνας, το διοικητικό σύστημα του Διοκλητιανού και του Μ. Κωνσταντίνου, βάσει του οποίου το κράτος διαιρούνταν σε μεγάλες «επαρχότητες» (praefecturae), και αυτές σε μικρότερες «διοικήσεις» (dioeceses) και οι διοικήσεις σε «επαρχίες» (provinciae), οι οποίες βρίσκονταν υπό τη διοίκηση επάρχων, βικαρίων υπατικών και δουκών, αντικαταστάθηκε σταδιακά λόγω πολεμικών αναγκών από ένα νέο στρατιωτικό διοικητικό σύστημα, αυτό των «θεμάτων». Ολόκληρο το κράτος διαιρέθηκε σε στρατιωτικο διοικητικές περιφέρειες, που ονομάζονταν «θέματα», στα οποία την πολιτική και στρατιωτική εξουσία συγκέντρωνε ένα στρατιωτικό πρόσωπο, ο «στρατηγός» 52. Στα μέσα του 10 ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο «Περί θεμάτων» σύγγραμμά του αναφέρει ότι τα θέματα στο χώρο δυτικά της Κωνσταντινούπολης, «ἐπὶ τῆς δύσεως Εὐρώπης», είναι τα εξής: «Θέμα Θρακῷον, Μακεδονίας, Στρυμόνος, Θεσσαλονίκης, Ἑλλάδος, Πελοποννήσου, Κεφαλληνίας, Νικοπόλεως, Δυρραχίου, Σικελίας, Λογγιβαρδίας, και το θέμα Χερσῶνος» 53 Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς η υπαρχία του Ιλλυρικού καταργήθηκε στο πλαίσιο της επέκτασης της θεματικής διοικήσεως στα ευρωπαϊκά εδάφη. Οι πρώτες ασφαλείς μαρτυρίες για τη δημιουργία και την οργάνωση των θεμάτων στη χερσόνησο του Αίμου αφορούν την οργάνωση του θέματος Θράκης και του θέματος Ελλάδος στο τελευταίο τέταρτο του 7 ου αιώνα 54. Πότε ακριβώς εντάχθηκαν στη θεματική διοίκηση τα ενδιάμεσα ευρωπαϊκά εδάφη δεν είναι γνωστό. Το βέβαιο είναι ότι το 801/802 υπήρχε το θέμα Μακεδονίας, το οποίο αναφέρεται στις πηγές με αφορμή τον διορισμό του Λέοντα, αδελφού του πατρικίου Αετίου, ως «..μονοστρατήγου εἴς τε τὴν Θρᾴκην καὶ Μακεδονίαν..» 55. Το θέμα «Μακεδονίας», το οποίο δεν είχε καμία σχέση με την ιστορική Μακεδονία, αποτελούσε τμήμα της παλαιάς διοίκησης της Θράκης και αποσπάστηκε από το ομώνυμο θέμα 56. Είχε ως έδρα την Αδριανούπολη, ενώ τα γεωγραφικά του όρια έφταναν ανατολικά μέχρι τη 53 Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περὶ θεμάτων, Το θέμα Θράκης αναφέρεται σε αυτοκρατορικό έγγραφο του Ιουστινιανού Β προς τον πάπα, με ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 687. Λίγα χρόνια μετά, το 695 διορίζεται ο Λεόντιος στρατηγός του θέματος Ελλάδος (Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Μακεδονία, 47). 55 Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Μακεδονία, Για το θέμα «Μακεδονίας» βλ. σχετικά, Koledarov, Θέμα «Μακεδονίας», 233κ.εξ.
64 64 γραμμή από τον Εργίνη ποταμό ως την οροσειρά του Αίμου και δυτικά μέχρι το Νέστο 57. Στην περιοχή δυτικά του Νέστου αναπτύχθηκε το θέμα Θεσσαλονίκης 58 με έδρα την ομώνυμη πόλη, το οποίο σύμφωνα με τον Θεοχαρίδη 59 πρέπει να ιδρύθηκε μεταξύ του 796 και του Τα γεωγραφικά του όρια έφταναν νοτιοανατολικά μέχρι τη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένης και της Χαλκιδικής, και νότια ως τον Όλυμπο ή τα Τέμπη, ανατολικά ως τον Στρυμόνα, ενώ δυτικά μέχρι την οροσειρά της Πίνδου, η οποία αποτελούσε το φυσικό όριο μεταξύ Μακεδονίας και Ηπείρου. Τα πιο ρευστά ήταν τα βόρεια σύνορα, τα οποία μεταβάλλονταν ανάλογα με τις προελάσεις και τις υποχωρήσεις των επιδρομέων. Σε γενικές γραμμές πάντως ως όρια ήταν τα Στενά του Αξιού 61. Αρχικά στο θέμα Μακεδονίας ανήκε η κλεισούρα Στρυμόνος, η οποία πριν από τα τέλη του 9 ου αιώνα ανυψώνεται σε θέμα 62. Το θέμα Στρυμόνος 63 είχε ως έδρα την πόλη των Σερρών 64 και περιλάμβανε τις κοιλάδες του κάτω ρου των ποταμών Στρυμόνος και Νέστου, και έφτανε ως την κοιλάδα του Άνω Στρυμόνα, ως το οροπέδιο της Σαρδικής (Σόφιας) 65. Οι παραπάνω διοικητικές περιφέρειες αποτελούσαν τα βασικά θέματα που αναπτύχθηκαν στον γεωγραφικό χώρο της ιστορικής Μακεδονίας από την εποχή ίδρυσης του θεσμού ως τις αρχές του 11 ου αιώνα, οπότε θα δημιουργηθεί και νέα θεματική διαίρεση με τη διάσπαση των παλαιοτέρων θεμάτων σε μικρότερα Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, Lemerle, Philippes, 132 κ.εξ. 58 Βλ. σχετικά Σταυρίδου Ζαφράκα, Το Θέμα Θεσσαλονίκης, 157κ.εξ. 59 Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, Πρώτη επίσημη αναφορά στρατηγού του θέματος Θεσσαλονίκης έχουμε στο Τακτικό Uspensky (842/843) και στο Βίο του Γρηγόριου Δεκαπολίτη ( ). (Σταυρίδου Ζαφράκα, Το θέμα Θεσσαλονίκης, 159). 61 Σταυρίδου Ζαφράκα, Το θέμα Θεσσαλονίκης, Βλ. σχετικά, Σταυρίδου Ζαφράκα, Το θέμα Στρυμόνος, 307κ.εξ. 63 Πρώτος γνωστός στρατηγός του ήταν ο Βασίλειος Κλάδων, ο οποίος αναφέρεται σε επιγραφή από την Καβάλα του έτους 926, ως ανακαινιστής των τειχών της (Reinach, La reconstruction, 267κ.εξ.) 64 Ενίοτε όταν οι Σέρρες καταλαμβάνονταν από επιδρομείς, έδρα του θέματος ήταν η γειτονική Χριστούπολη(Καβάλα). 65 Σταυρίδου Ζαφράκα, Το θέμα Στρυμόνος, Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, 232.
65 65 Στο μεταξύ, την περίοδο που συνέβαιναν όλες οι παραπάνω αλλαγές στη στρατιωτική οργάνωση της περιφέρειας, ένας ακόμη παράγοντας έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη ιστορική εξέλιξη των βόρειων περιοχών της αυτοκρατορίας, και ιδιαίτερα της Μακεδονίας. Πρόκειται για τις επιδρομές αβαροσλαβικών φύλων 67, τα οποία κατέβηκαν από βορρά και από το τέλος του 6ου αιώνα άρχισαν να πολιορκούν τη Μακεδονία και ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη με σκοπό την κατάληψή της. Οι προσπάθειες ήταν ανεπιτυχείς, ωστόσο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η περιγραφή τους στο πλαίσιο της διήγησης των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου 68. Μετά τον 7 ο αιώνα στις επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν εναντίον της μακεδονικής πρωτεύουσας, ομάδες Σλάβων 69 είχαν ήδη εγκατασταθεί στο μακεδονικό και θεσσαλικό κάμπο και σε κάποιες περιπτώσεις διατήρησαν τα φυλετικά τους ονόματα (Σκλαβίνοι Δρογουβίτες, Σαγουδάτοι κ.α.), ενώ σε κάποιες άλλες προσέλαβαν το όνομα του χώρου όπου εγκαταστάθηκαν (Στρυμονίτες, Ρυγχίνοι) 70. Την περίοδο αυτή το βυζαντινό κράτος μετά την κατάληψη των ανατολικών του επαρχιών από τους Άραβες, στράφηκε προς τη Βαλκανική, όπου καλούνταν να αντιμετωπίσει από τη μια τους Βουλγάρους, οι οποίοι από το 681 εγκαταστάθηκαν νοτίως του Δούναβη και στη Μυσία και στην Μικρή Σκυθία και αποτέλεσαν ανεξάρτητο κράτος, και από την άλλη τους Σλάβους. Οι Σλάβοι όμως, μέχρι τα μέσα περίπου του 9 ου αιώνα είχαν εκχριστιανιστεί και δεν άργησαν να αφομοιωθούν με τον υπόλοιπο πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Υπηρετούσαν στο βυζαντινό στρατό, και δεν άργησαν να γίνουν μέλη της 67 Ενδεικτικά για τις αβαροσλαβικές επιδρομές βλ. Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί λαοί, 59κ.εξ. Stavridou Zafraka, Slav Invasions, 165 κεξ. Lemerle, Invasions, 308. Μαλιγκούδης, Σλάβοι. 68 Η σημαντικότερη ιστορική μαρτυρία για τις σλαβικές επιδρομές είναι τα αγιολογικά κείμενα, και ειδικότερα οι περιγραφές των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου (βλ. Miracula I II. Μπακιρτζής, Αγίου Δημητρίου Θαύματα). 69 Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Μακεδονία, Οι Δρουγουβίτες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή δυτικά της Θεσσαλονίκης, πιθανόν κοντά στη Βέροια και ως το Μοναστήρι, ενώ οι Σαγουδάτοι νότια από αυτούς. Οι Στρυμονίτες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του ομώνυμου ποταμού, οι Ρυγχίνοι στα στενά της Ρεντίνας (βλ. Σταυρίδου Ζαφράκα, Το θέμα Στρυμόνος, , όπου και η σχετική βιβλιογραφία).
66 66 χριστιανικής και της πολιτικής κοινότητας του βυζαντινού κράτους και άρα να πάψουν να αποτελούν κίνδυνο για τους αυτόχθονες κατοίκους της Μακεδονίας 71. Πολύ πιο δύσκολος και μακροχρόνιος ήταν ο αγώνας των Βυζαντινών εναντίον των Βουλγάρων, οι οποίοι με επιδρομές επέφεραν μεγάλες καταστροφές στη Μακεδονία, τη Θράκη και τη νοτιότερη Ελλάδα 72. Επί τσάρου Συμεών ( ) επέδραμαν ως την Πελοπόννησο και το Δυρράχιο 73, ενώ λίγα χρόνια μετά, ένας άλλος Βούλγαρος τσάρος, ο Σαμουήλ ( ), κατόρθωσε να αποσπάσει μεγάλο τμήμα της βυζαντινής δυτικής Μακεδονίας. Έχοντας ως βάση για τις εξορμήσεις του την Πρέσπα και στη συνέχεια την Αχρίδα ο Σαμουήλ κατέλαβε σταδιακά πόλεις κάστρα της δυτικής Μακεδονίας, της Ηπείρου, και μέρος της Αλβανίας μέχρι το Δυρράχιο, και στη συνέχεια την περιοχή μεταξύ Δούναβη και Αίμου, δημιουργώντας ένα νέο βουλγαρικό κράτος 74. Την πρωτεύουσα του κράτους του, την Αχρίδα, κατέστησε ως έδρα της βουλγαρικής εκκλησίας, η οποία έμελλε να εξελιχθεί στο νέο εκκλησιαστικό κέντρο της περιοχής. Σε όλη τη διάρκεια της παραπάνω περιόδου η Μακεδονία υπαγόταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη γνωστή Διατύπωση του Λέοντα Στ Σοφού που καταγράφεται στη Notitia 7, των αρχών του 10 ου αιώνα η Θεσσαλονίκη κατέχει την 16 η θέση μεταξύ των μητροπόλεων που υπόκεινται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και έχει στη δικαιοδοσία της δώδεκα επισκοπές: Κίτρου(ς) ἤτοι Πύδνης, Βερ(ρ)οίας, Δρογουβιτείας, Σερβίων, Κασσανδρείας (τῆς Ποτιδαίας), Καστρίου ἤτοι Καμπανίας, Πέτρας, Ἑρκούλων, Ἱερισσοῦ, Λιτῆς, Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν και Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων 75. Σύμφωνα με την ίδια Notitia, μια από τις μητροπόλεις της Μακεδονίας είναι και η εκκλησία των Φιλίππων, η οποία κατέχει την 39 η 71 Εξάλλου η εγκατάσταση των Σλάβων στα εδάφη της αυτοκρατορίας έγινε με την ανοχή και τη συγκατάβαση των βυζαντινών αυτοκρατόρων, γι αυτό και αντιμετωπίστηκαν ως αυτοτελείς διοικητικές μονάδες με δικό τους συνήθως αρχηγό, οι οποίες όφειλαν να υπακούν στους αυτοκράτορες και να πληρώνουν φόρους στο κράτος (Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, 187). 72 Νεράντζη Βαρμάζη, Μαρτυρίες, Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, Βαλκανικοί λαοί, Darrouzès, Notitiae, : Notitia
67 67 θέση μεταξύ των μητροπόλεων του Πατριαρχείου και έχει έξι υποκείμενες επισκοπές: Πολυστύλου, Βελικείας, Χριστουπόλεως, Σμολαίνων, Καισαροπόλεως, και Αλεκτοροπόλεως 76. Η εκκλησία των Σερρών, την περίοδο αυτή κατέχει την 26 η σειρά μεταξύ των αρχιεπισκοπών του Πατριαρχείου 77. Και ενώ αυτό το καθεστώς ισχύει σε επίπεδο εκκλησιαστικής διοίκησης, πολλές από τις παραπάνω πόλεις που τελούσαν υπό βουλγαρική κατοχή περνούν ξανά σε βυζαντινή διοίκηση. Με επανειλημμένες εκστρατείες εναντίον των Βουλγάρων, ο Βασίλειος Β, ο επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, κατόρθωσε να ανακαταλάβει από τους Βουλγάρους τα κάστρα της Βεροίας, των Βοδενών, των Σερβίων, των Σκοπίων και των Μογλενών. Η Καστοριά και το Δυρράχιο περιήλθαν στα χέρια των Βυζαντινών μετά το θάνατο του Σαμουήλ, όταν τα στρατεύματα του Βασιλείου έφτασαν στην Αχρίδα και διέλυσαν το βουλγαρικό κράτος 78. Μετά την οριστική υποταγή των Βουλγάρων και την κατάλυση του βουλγαρικού κράτους το 1018, οι περιοχές που ανακτήθηκαν από την Αδριατική ως τον Εύξεινο Πόντο ενσωματώθηκαν διοικητικά στο σύστημα των θεμάτων. Η θεματική διαίρεση που βρισκόταν σε ισχύ μέχρι τις αρχές του 11 ου αιώνα, περιλάμβανε δύο μεγάλα θέματα, της Θεσσαλονίκης και του Στρυμόνος, και την τούρμα Βολερού. Τα τέλη του 11 ου αιώνα και ο 12 ος αιώνας είναι μια δύσκολη περίοδος για τη Μακεδονία, η οποία συνταράσσεται από το πέρασμα των σταυροφόρων της Α σταυροφορίας ( ) και από τους νορμανδικούς πολέμους 79. Άμεση πηγή για την κατάσταση που βίωσαν οι δυτικομακεδονικές πόλεις αποτελούν οι επιστολές του Θεοφύλακτου, ο οποίος μετά την χειροτονία του στο θρόνο της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας επισημαίνει την ερήμωση που προκλήθηκε στην περιοχή γύρω από την Αχρίδα την κρίσιμη αυτή περίοδο Darrouzès, Notitiae, : Notitia Darrouzès, Notitiae, 273 : Notitia Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, Βλ. σχετικά, Νεράντζη Βαρμάζη, Πληροφορίες, 231 κ.εξ. Η ίδια, Θεοφύλακτος Αχρίδας, 343κ.εξ. Η ίδια, Μαρτυρίες, 16κ.εξ.
68 68 Στα τέλη του 12 ου αιώνα, παραμονές της λατινικής κατάκτησης, ο χρυσόβουλλος λόγος του Αλεξίου Γ Αγγέλου (1198) δίνει πλήρη εικόνα της νέας θεματικής διαίρεσης των ευρωπαϊκών εδαφών. Στο χώρο της Μακεδονίας αναπτύχθηκαν 12 θέματα που αποτελούν κυρίως δικαστικές και φορολογικές περιφέρειες 81 : α)βολερού Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης, β) Ζαγορίων 82, γ) Βεροίας δ) Σερβίων ε) Στρουμίτζης στ) Μαλεσόβου και Μοροβίσδου ζ) Πριλάπου Πελαγονίας Μολυσκού και Μογλένων, η) Αχρίδος θ) Σκοπίων 83 ι) Πρέσπας ια) Δεαβόλεως 84 και ιβ) Καστορίας. Ένα ακόμη θέμα, το θέμα Βαρδαρίου 85 επισημαίνεται σε πηγή του 1204, ανεβάζοντας σε 13 τον αριθμό των θεμάτων στα οποία εντάχθηκε διοικητικά ο μακεδονικός χώρος από τα μέσα του 11 ου αιώνα ως το Όσον αφορά την εκκλησιαστική οργάνωση της περιοχής, σημαντική μαρτυρία αποτελούν τρία σιγίλλια 87 των ετών 1018 και , από τα οποία προκύπτει ότι ο Βασίλειος Β κήρυξε τη βουλγαρική εκκλησία αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή και παραχώρησε σ αυτήν πολλά προνόμια. Με την ενέργειά του αυτή, ο Βασίλειος απέσπασε τις επισκοπές της Αχρίδας από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και εξάρτησε την εκκλησία της Αχρίδας απευθείας από τον βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος διατηρούσε το δικαίωμα να διορίζει τον αρχιεπίσκοπό της Ζακυθηνός, Περί διαιρέσεως Α, Πρόκειται για την περιοχή του Μελενίκου (βλ. Νικολούδης, Μελένικο, ). 83 Το θέμα Σκοπίων βρισκόταν εν μέρει εντός της Μακεδονίας, της οποίας το βόρειο όριο έφτανε στο ύψος των Βελεσσών, νότια των Σκοπίων (Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, 307). 84 Η ίδια η Δεάβολις, το σημερινό Devol της Αλβανίας, ΒΔ της Κορυτσάς βρίσκεται έξω από τον γεωγραφικό χώρο της ιστορικής Μακεδονίας (Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, 308, σημ. 2). 85 Οι Βαρδαριώτες Τούρκοι ήταν Ούγγροι αιχμάλωτοι των ουγγρικών επιδρομών του 10 ου αιώνα, τους οποίους οι βυζαντινοί αυτοκράτορες εγκατέστησαν στην κοιλάδα του Αξιού (Βαρδαρίου), στην περιοχή της σημερινής Γευγελής (βλ. Ζακυθηνός, Περί διαιρέσεως Β, Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, 308, όπου και η σχετική βιβλιογραφία). 86 Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, Gelzer, Ungedruckte II, Τα πρωτότυπα των σιγιλλίων δεν σώθηκαν. Τα έγγραφα για τα οποία γίνεται λόγος είναι παρέμβλητα στο χρυσόβουλλο λόγο του Μιχαήλ Η του 1272, ο οποίος επίσης παραδίδεται σε αντίγραφο.( Κωνσταντίνου ή Τέγου Στεργιάδου, Τα σιγίλλια του Βασιλείου, 17). 89 Ostrogorsky, Ιστορία Β, 194.
69 69 Σύμφωνα με το πρώτο σιγίλλιο 90, στην Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας υπάγονταν οι εξής επισκοπές μαζί με έναν αριθμό κάστρων που ανήκαν ως ενορίες σ αυτές: 1)Καστοριάς 2)Γλαβενίτζης 3) Μογλαίνων 4) Βουτέλεως (Πελαγονία) 5) Στρουμμίτζης 6) Μοροβίσδου 7)Βελεβουσδίου 8) Τριαδίτζης 9) Νίσου 10)Βρανίτζης 11) Βελεγράδων (σημερινό Μπεράτι Αλβανίας), 12 Θράμου (πιθανώς Σίρμιο) 13) Σκοπίων 14) Πρισδριάνων 15) Λιπαινίου και 16) Σερβίων. Με το δεύτερο σιγίλλιο προστίθενται στα όρια της Αρχιεπισκοπής και οι επισκοπές 17)Δρίστρας (Δορόστολο) 18) Βοδίνης (Βιδίνιο) 19) Ράσου 20) Ωραίας 21)Τζερνίκου 22)Χιμαίρας 23)Αδριανουπόλεως (Δρυϊνόπολις) 24) Επισκοπής της οποίας δεν σώθηκε το όνομα 25)Βοθρωτού 26) Ιωαννίνων 27) Κοζίλης και 28) Πέτρου 91. Τέλος, με το τρίτο σιγίλλιο, προστέθηκαν στη δικαιοδοσία της Αχρίδας και οι επισκοπές 29) Σταγών και 30) Βεροίας 92. Με τα παραπάνω σιγίλλια στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αχριδών πέρασαν επισκοπές της Βουλγαρίας, της Σερβίας, αλλά και γειτονικές επισκοπές που αποσπάστηκαν από τη Μακεδονία 93, τη Θεσσαλία 94 και την Ήπειρο 95. Η ενέργεια αυτή του Βασιλείου να παραχωρήσει τόσα προνόμια στη βουλγαρική εκκλησία, αποτέλεσε αντικείμενο πολλών ερμηνειών. Ο Ostrogorsky θεωρεί ότι είχε ως στόχο να καταστήσει τη βουλγαρική εκκλησία αυτοκρατορικό όργανο περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τη δύναμη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως 96. Άλλοι ερευνητές θέτουν σε αμφισβήτηση τη γνησιότητα των σιγιλλίων 97. Στην αντίθετη περίπτωση, αυτό που μπορεί κανείς ίσως να υποστηρίξει είναι ότι ο Βασίλειος παραχώρησε στους Βουλγάρους εκκλησιαστική αυτονομία και μια τεράστια εδαφική έκταση προκειμένου να εξασφαλίσει την πολιτική τους υπαγωγή στο βυζαντινό κράτος και να διατηρήσει στη βόρεια 90 Gelzer, Ungedruckte II, Gelzer, Ungedruckte II, Gelzer, Ungedruckte II, Οι επισκοπές Σερβίων, Πέτρου και Βεροίας. 94 Η επισκοπή Σταγών. 95 Οι επισκοπές Χιμαίρας, Αδριανουπόλεως, Φωτικής, Βουθρωτού και Ιωαννίνων. 96 Ostrogorsky, Ιστορία Β, Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β, 474, σημ.926. Ζακυθηνός, Ιστορία, 438. Κωνσταντίνου ή Τέγου Στεργιάδου, Τα σιγίλλια του Βασιλείου, 12κ.εξ.
70 70 Βαλκανική όσο το δυνατόν αμετάβλητο το παλαιό status quo 98. Με την άποψη αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι ως πρώτο αρχιεπίσκοπο διόρισε τον Βούλγαρο μοναχό Ιωάννη( ), κάτι όμως που δεν εφάρμοσαν οι επόμενοι αυτοκράτορες, οι οποίοι φρόντισαν να εκλέγονται μόνο Έλληνες στο θρόνο της Αρχιεπισκοπής Βουλγαρίας 99. Έτσι, ο πρώτος αρχιεπίσκοπος μετά τον Ιωάννη ήταν ο ελληνικής καταγωγής χαρτοφύλακας της Αγίας Σοφίας, Λέων( ). Τους επόμενους αιώνες στο θρόνο της αρχιεπισκοπής κατέλαβαν πολύ σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Θεοφύλακτος Ήφαιστος ( ) και ο Δημήτριος Χωματηνός 100, αλλά εκεί υπηρέτησαν και πολλοί Έλληνες κληρικοί. Η Αχρίδα σύντομα έγινε πυρήνας ελληνικού πολιτισμού, και ίσως για το λόγο αυτό αντί του αρχικού τίτλου «Αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας να επικράτησε ο εθνολογικά ουδέτερος τίτλος «Αρχιεπισκοπή Αχριδών». Με την ίδρυση το 1187 της Αρχιεπισκοπής Τυρνόβου, η οποία αναβαθμίστηκε σε βουλγαρικό Πατριαρχείο το 1235, η Αρχιεπισκοπή Αχριδών απέβαλε τον βουλγαρικό της χαρακτήρα, ενώ με την ίδρυση το 1219 του σερβικού Πατριαρχείου, απέβαλε και τον σλαβικό χαρακτήρα της Ναξίδου, Εκκλησία και εθνική ιδεολογία, Μίντσης, Αρχιεπισκοπή Αχριδών, Βλ. Χριστοφιλόπουλος, Χωματιανός, Τωμαδάκης, Λόγιοι, Podskalsky, Two Archbishops, , όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 101 Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 48.
71 71 Α. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΝΑΟΣ Ι. Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Όταν στις αρχές του 4 ου αιώνα ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την έδρα της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, άνοιγε το δρόμο για την δημιουργία ενός ακόμη πατριαρχείου στην Ανατολή, το οποίο με τον καιρό έμελλε να αποτελέσει το σύμβολο του χριστιανικού κόσμου. Στις αρχές του 7 ου αιώνα η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν μόνο η Νέα Ρώμη, αλλά είχε μεταμορφωθεί σε Νέα Ιερουσαλήμ, σε θεοφρούρητη πόλη που τελούσε υπό την προστασία της Θεοτόκου. Στη διάρκεια των επόμενων αιώνων οι ιστορικές συνθήκες ευνόησαν τη θέση της και με τη μακρόχρονη υποδούλωση των τριών πατριαρχείων, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στους Άραβες, ο επικεφαλής της Εκκλησίας της αναδείχθηκε σε οικουμενικό πατριάρχη, ο οποίος ασκούσε σημαντική επιρροή στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Στην κορυφή της πυραμίδας της εκκλησιαστικής ιεραρχίας βρισκόταν ο πατριάρχης που είχε υπό τη δικαιοδοσία του αρκετές χιλιάδες κληρικούς, από τους οποίους μόνο στην Αγία Σοφία υπηρετούσαν περισσότεροι από Παράλληλα, ήδη από τις αρχές του 4 ου αιώνα, κάθε μεγάλη πόλη είχε τον επίσκοπό της, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής της τοπικής εκκλησίας της πόλης και μιας ευρύτερης περιφέρειας. Ο επίσκοπος είχε υπό τη δικαιοδοσία του ένα σώμα ιερέων που προέρχονταν στην πλειοψηφία τους από το ντόπιο πληθυσμό και υπηρετούσαν την τοπική εκκλησία. Μαζί με αυτούς προΐστατο σε όλα τα θρησκευτικά δρώμενα και στις επίσημες τελετές που λάμβαναν χώρα στην επισκοπή του, όπως για παράδειγμα στις γιορτές και στις λιτανείες. Ως επικεφαλής μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας με λιγότερο ή περισσότερο διευρυμένα γεωγραφικά όρια, είχε στην ιδιοκτησία του γη και αποτελούσε πρόσωπο κλειδί στην τοπική διοίκηση 103. Όσο αναπτυσσόταν η αστική ζωή της βυζαντινής πόλης, τόσο περισσότερο 102 Whittow, The Making of Byzantium, Mullet, Patronage,
72 72 αύξανε ο ρόλος, η δύναμη, η εξουσία και επιρροή του 104. Η παρουσία του σε διάφορες υποθέσεις αποτελούσε εγγύηση για την προστασία και την έκδοση αξιόπιστων και δίκαιων αποφάσεων. Όλα τα μοναστήρια που βρίσκονταν εντός των ορίων της επισκοπής του, με εξαίρεση εκείνα που υπάγονταν απευθείας στον πατριάρχη, ανήκαν στη δικαιοδοσία του. Παρά το γεγονός ότι οι πηγές για τον επισκοπικό θεσμό κατά τον 8 ο 9 ο και 10 ο αιώνα είναι αποσπασματικές, οι σωζόμενες μαρτυρίες είναι αρκετές ώστε να δείξουν ότι ο επίσκοπος ήταν ένας από τους ταγούς της τοπικής κοινωνίας. Σε αρκετές περιπτώσεις κατά το 10 ο κυρίως αιώνα, επίσκοποι καλούνταν να λειτουργήσουν ως δικαστές επικυρώνοντας έγγραφα, παρεμβαίνοντας ως διαιτητές σε φιλονικίες, οριοθετώντας εκτάσεις. Το παράδειγμα των επισκόπων Ιερισσού 105 και Ερκούλων που είχαν έδρα σε περιοχές κοντά στο Άγιο Όρος ήταν ίσως το πιο χαρακτηριστικό, καθώς η παρέμβασή τους στις νομικές υποθέσεις των αγιορείτικων μοναστηριών επισημαίνεται πολύ συχνά στις πηγές 106. Μητροπολίτες επίσης, ως πρόεδροι συνοδικών δικαστηρίων χειρίζονται διάφορες νομικές υποθέσεις καθώς καλούνταν να επιλύσουν διάφορα ζητήματα των πολιτών, όχι απαραίτητα εκκλησιαστικού χαρακτήρα. Μια τέτοια περίπτωση έχει καταγραφεί από τον Δημήτριο Χωματηνό στις αρχές του 13 ου αιώνα. Ως πρόεδρος του δικαστηρίου, ο Χωματηνός κλήθηκε να αποφανθεί για την εγκυρότητα και την ισχύ ενός πρατηρίου εγγράφου που υπέγραψε ο «Κωνσταντῖνος ὁ εὐλαβέστατος διάκονος καὶ χαρτοφύλαξ τῆς ἐν τῷ κάστρῳ τῇ Δράμᾳ καθολικῆς ἐκκλησίας τῆς ἐπιλεγομένης τῶν Ρωμαίων, ᾧ τὸ ἐπωνύμιον Πασπαλᾶς», απειλούμενος για τη ζωή του από το στρατιωτικό και διοικητή της περιοχής Γεώργιο Κίνναμο 107. Σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου και ιδιαίτερα από την περίοδο του Ιουστινιανού και εξής, είναι γνωστή η θέση και ο ρόλος που 104 Angold, The shaping, Papachryssanthou, Histoire d un évêché, Ενδεικτικά αναφέρουμε έγγραφο της Μονής Ιβήρων, όπου υπογράφει ο επίσκοπος Θεόδοτος :«+Θεόδοτος ὁ ταπεινὸς ἐπ(ίσ)κ(ο)π(ος) τις Ιερισσοῦ παρὼν έπι τ(ῇ) παροῦση ἀσφαλεῖα κ(αὶ) τελεῖα διαλύση μαρτοιρὸν οἰκεῖα χειρὶ ὑπεσημήνάμην +» (Actes d Iviron I, ). Σε άλλο έγγραφο μαρτυρείται η παρουσία του επισκόπου Ερκούλων σε υπόθεση του Πρωτάτου (Actes du Prôtaton, ). 107 Για την πράξη αυτή βλ. Κίσσας, Συμβολή,
73 73 κατείχε ο επίσκοπος στην πραγματοποίηση δημοσίων έργων. Σε αρκετές περιπτώσεις καταγράφεται σε επιγραφές ή γραπτές πηγές, η απευθείας χρηματοδότηση από τον επίσκοπο, ή η μεσολάβησή του στην κεντρική εξουσία για την ανέγερση ή επισκευή κοσμικών κτισμάτων και αμυντικών έργων στην πόλη του 108. Με την αναγέννηση των πόλεων από τον 10 ο αιώνα, ο επίσκοπος αντιπροσωπεύει μια σταθερή αρχή, την ώρα που οι αυτοκρατορικοί υπάλληλοι εναλλάσσονταν με μεγάλη συχνότητα 109. Μεγάλη είναι η συμβολή τους στην ανέγερση νέων ναών, στην ανακαίνιση ήδη υφισταμένων και, όχι σπάνια, στην χρηματοδότηση του ζωγραφικού διακόσμου τους 110. Πολύ συχνά το όνομά τους αναγράφεται σε επιγραφές που τους μνημονεύουν είτε ως κτίτορες, είτε ως επικεφαλής της τοπικής εκκλησίας, στην οποία επί των ημερών τους πραγματοποιήθηκαν σημαντικά έργα. Στο μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν επιγραφικές μαρτυρίες που κάνουν λόγο για τον επίσκοπο Θεόφιλο 111, επί του οποίου ιδρύθηκε ο ναός και ψηφώθηκε η κόγχη στα τέλη της πρώτης εικονομαχίας, αλλά και για τον αγιώτατο αρχιεπίσκοπο Παύλο 112, στις μέρες του οποίου ολοκληρώθηκε η δεύτερη φάση με τα χαμένα ψηφιδωτά που βρίσκονταν κάτω από την μεταγενέστερη παράσταση της Ανάληψης στον τρούλλο 113. Στην Αχρίδα, ο Λέων, ο πρώτος αρχιεπίσκοπος που τοποθετήθηκε στο θρόνο της Αρχιεπισκοπής, ανήγειρε τον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Η σχετική αναφορά σε σημείωμα του 13 ου αιώνα στον κώδικα Par. gr. 880, αναφέρει σαφώς ότι «Λέων, πρῶτος ἐκ Ρωμαίων χαρτοφύλαξ τῆς 108 Βλ. σχετικά Αβραμέα, Επίσκοπος, Η ίδια, Les constructions de l évêque, Αβραμέα, Επίσκοπος, Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν οι επίσκοποι Άργους Λέων και Νικήτας που διετέλεσαν κτήτορες αντίστοιχα της Αγίας Μονής στην αργολική Αρεία, και του ναού της Κοιμήσεως στο κάστρο του Άργους, αλλά και οι επίσκοποι Αθηνών Νικόλαος Αγιοθεοδωρίτης και Μιχαήλ Χωνιάτης πραγματοποίησαν εργασίες ανακαίνισης στον χριστιανικό Παρθενώνα που διετέλεσε επισκοπικός ναός των Αθηνών (βλ. σχετικά, Μπούρας, Μπούρα, Ελλαδική Ναοδομία, , όπου και η σχετική βιβλιογραφία). 111 Η ψηφιδωτή επιγραφή στην κόγχη αναφέρει «Χριστέ βωήθη Θεοφίλου / ταπινού επισκόπου» ( Spieser, Les inscriptions de Thessalonique, 159). 112 «Επί Παύλου του αγιωτάτου ημών αρχιεπισκόπου εγένετο συν Θεώ το έργον τούτο» (Spieser, Les inscriptions de Thessalonique, 160). 113 Βελένης, Χρονολόγηση Αγίας Σοφίας, 70κ.εξ.
74 74 μεγάλης ἐκκλησίας ὁ κτίσας τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἐπ ὀνόματι τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ Σοφίας» 114. Στη Βέροια, στην επιγραφή του υπερθύρου της δυτικής εισόδου του ναού αναγράφεται το όνομα του επισκόπου Νικήτα 115, ο οποίος φαίνεται ότι υπήρξε βασικός χορηγός σε μια από τις φάσεις του μνημείου 116. Στο Σισάνι, η απεικόνιση του επισκόπου σε στάση δέησης προς την Παναγία στον πεσσό μπροστά από το τέμπλο 117 (Εικ. 29), αποτελεί σαφή ένδειξη για το ρόλο του ανώνυμου επισκόπου στην ανέγερση του μνημείου. Ανάλογο ρόλο φαίνεται πως έπαιξε ο επίσκοπος Σερβίων Μιχαήλ, το όνομα του οποίου διασώζεται σε επιγραφή που συνοδεύει την παράσταση του Αγίου Δημητρίου στην επισκοπική βασιλική. Σύμφωνα με το κείμενο της αφιερωματικής επιγραφής, ο Μιχαήλ ήταν αυτός που δαπάνησε χρήματα για τη δεύτερη αγιογράφηση του ναού 118. Η εκκλησιαστική οργάνωση του οικουμενικού Πατριαρχείου απαιτούσε την κατάταξη των επισκόπων σε μια συγκεκριμένη ιεραρχία. Επικεφαλής όλων ήταν ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, η εξουσία του οποίου ήταν αναγνωρισμένη από όλη τη χριστιανική οικουμένη. Όλες οι μεγάλες εκκλησιαστικές περιφέρειες κάτω από αυτόν διοικούνταν από τους μητροπολίτες, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν υπό τη δικαιοδοσία 114 Millet, L école grecque, 6, σημ Θυμίζουμε ότι η επιγραφή, η οποία αναφέρει: «Καὶ τοῦτο ἔργον Νικήτα θυηπόλου», έχει ερμηνευτεί από το σύνολο των ερευνητών ως η κτητορική επιγραφή του μνημείου, το οποίο χρονολογήθηκε τον 11 ο αιώνα, εποχή στην οποία απαντά στις πηγές το όνομα του Νικήτα (σε έγγραφο του 1078) (βλ. σχετικά, Παπαζώτος, Κτητορική επιγραφή, 200). Αυτό όμως δεν φαίνεται να ισχύει, όπως αποδείχθηκε πρόσφατα από τον καθηγητή Γ. Βελένη, καθώς τα επιγραφικά και αρχαιολογικά δεδομένα συνηγορούν σε μια οψιμότερη χρονολόγηση του ναού. Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα δεν είναι γνωστό αν το «ἔργον» του Νικήτα είναι η χρηματοδότηση επισκευών του μνημείου ή κάποιας φάσης του ζωγραφικού ή γλυπτού διακόσμου του μνημείου. 116 Ευχαριστώ τον καθηγητή κ. Γ. Βελένη που έθεσε στη διάθεσή μου το κείμενο της προφορικής ανακοίνωσης που έκανε στο 18 ο ΑΕΜΘ με θέμα: «Επανεξέταση δύο κτητορικών επιγραφών από τη Μακεδονία», όπου υποστηρίζει ότι ο Νικήτας είναι κτίτορας σε μια από τις φάσεις του μνημείου. Ωστόσο, η σχετική επιγραφή δεν περιλήφθηκε στην τελική δημοσίευση των πρακτικών, όπου η σχετική μελέτη δόθηκε με τίτλο: «Παλαιογραφική εξέταση της κτητορικής επιγραφής του ναού της Γκάλιστας». 117 Πέτκος, Σισάνι, Η επιγραφή είναι σήμερα αρκετά κατεστραμμένη. Ο Ξυγγόπουλος το 1957 διάβασε: «αι των πολών σου πε./ γονυπε[τ]ο[ς]. Είλαθι μοι μ[α]ρτυς ταπει[νος./ οικτρός αρχιερεύς Σερβίω[ν] Μιχ[αήλ], Δημήτριε../ σοι ευσεβής λάτ[ρη]ς.σ..σϊν. ευ[λ]ογητών. / κακ[ό]ν μου σώμα ο α..νηροικε / όλως ουκ ήλθ.., σφω../..» (Ξυγγόπουλος, Σέρβια, 45).
75 75 τους επισκόπους. Εξαίρεση αποτελούσε ένας αριθμός επισκοπών, οι οποίες αναφέρονται ως αυτοκέφαλες αρχιεπισκοπές, ανήκαν απευθείας στο πατριαρχείο και δεν είχαν υποκείμενες επισκοπές. Αυτή η πατριαρχική ιεραρχία εξελίχθηκε σε μεγάλη δύναμη ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική πραγματικότητα της Κομνήνειας περιόδου. Το Πατριαρχείο, ιδίως κατά τον 11 ο και 12 ο αιώνα αποτέλεσε φυτώριο από το οποίο προήλθαν πολλοί μητροπολίτες της περιφέρειας 119. Ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής τους που δεν ήταν σε όλες τις περιπτώσεις η Κωνσταντινούπολη, οι περισσότεροι από αυτούς βρέθηκαν στην πρωτεύουσα προκειμένου να συμπληρώσουν τη μόρφωσή τους και δεν ήταν λίγοι αυτοί που έκαναν πολύ σημαντική καριέρα εκεί. Και ενώ στην ηγεσία των μητροπόλεων τοποθετούνταν συνήθως προσωπικότητες που είχαν σχέση με την πρωτεύουσα, επίσκοποι εκλέγονταν συνήθως μέλη της τοπικής κοινότητας. Η σημασία αυτού του ενδοεκκλησιαστικού δικτύου οργάνωσης είναι μεγάλη και στηρίζεται στο γεγονός ότι οι επίσκοποι είχαν στενή σχέση με την Κωνσταντινούπολη, και συχνά αποτελούσαν μέσον για την μεταφορά πολιτικών ιδεών, νόμων και ιερών κανόνων από την πρωτεύουσα στην περιφέρεια. Στους ναούς της επισκοπής τους εφάρμοζαν το κωνσταντινουπολίτικο λειτουργικό τυπικό, το οποίο οι ίδιοι τελούσαν στον καθεδρικό ναό, που αποτελούσε το πρότυπο της λειτουργικής ζωής της πόλης. Από τις γραπτές πηγές της βυζαντινής περιόδου είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σημαντικές λεπτομέρειες για τη ζωή και τη δράση πολλών από τους μητροπολίτες που έδρασαν τον 11 ο και 12 ο αιώνα. Αρκετοί από αυτούς φαίνεται ότι άρχισαν τη διακονία τους στους εκκλησιαστικούς κύκλους από τις τάξεις του Πατριαρχείου 120. Το 1037 ο Λέων, χαρτοφύλαξ στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, τοποθετήθηκε στη θέση του Ιωάννη στην αρχιεπισκοπή Αχριδών 121, όπου και παρέμεινε μέχρι το Στο τέλος του ίδιου αιώνα, ο Αλέξιος Κομνηνός με το βασιλικό λόγο της 6ης Ιανουαρίου 1088, ανέθεσε τη διοίκηση της ίδιας αρχιεπισκοπής στον Θεοφύλακτο 119 Angold, Church and Society, Angold, Church and Society, Angold, Church and Society, 159.
76 76 Ήφαιστο, διάκονο μέχρι τότε της Μεγάλης Εκκλησίας και μαΐστορα των ρητόρων 122. Στον ίδιο ναό υπηρέτησε ως χαρτοφύλαξ και σακελλάριος ο Στέφανος Χρυσοβέργης, μέχρι να χειροτονηθεί μητροπολίτης Κορίνθου 123. Πολλοί ήταν και αυτοί που άφηναν μια μεγάλη θέση στην πρωτεύουσα και χειροτονούνταν επίσκοποι ή μητροπολίτες στην περιφέρεια. Μεταξύ αυτών αξίζει να αναφέρουμε τον Μιχαήλ Ιταλικό, ο οποίος μέχρι να χειροτονηθεί μητροπολίτης Φιλιππούπολης λίγο από πριν τα μέσα του 12 ου αιώνα, ήταν ένας διακεκριμένος διδάσκαλος των ευαγγελίων στην Κωνσταντινούπολη 124. Περίπου σύγχρονός του, ο Γεώργιος Τορνίκης, διδάσκαλος του Ψαλτηρίου και των Ευαγγελίων στην πρωτεύουσα, το 1155 τοποθετήθηκε στη μητρόπολη της Εφέσου 125. Στην Κωνσταντινούπολη υπηρετούσε και μια ακόμη προσωπικότητα που ανήκε στη σειρά των μεγάλων επισκόπων μητροπολιτών της μέσης βυζαντινής περιόδου, ο Ευστάθιος, μετέπειτα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία των πηγών, στα τέλη της δεκαετίας του 1160 ήταν μαΐστωρ των ρητόρων στην πρωτεύουσα και, σύμφωνα με τη φήμη που τον συνόδευε, ήταν ο πιο ελκυστικός μελετητής των ομηρικών έργων. Στο τέλος της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού μετατέθηκε στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης από τη μητρόπολη των Μύρων στην οποία αρχικά είχε τοποθετηθεί 126. Ένας άλλος επίσκοπος, ο Μιχαήλ Χωνιάτης, ο οποίος χειροτονήθηκε μητροπολίτης Αθηνών το 1182, ξεκίνησε την «καριέρα» του ως γραμματέας του Πατριάρχη Μιχαήλ Αγχιάλου ( ) 127. Ο Ιωάννης Απόκαυκος, όταν χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ναυπάκτου από τον Πατριάρχη Ιωάννη Καματερό γύρω στο 1200, είχε 122 Obolensky, Portraits, Mullett, Theophylact, 8, 43. Angold, Church and Society, 160. Katičić, Βιογραφικά, 364κ.εξ. Gautier, L épiscopat, Laurent, Chrysobergès, 214κ.εξ. 124 Angold, Church and Society, Angold, Church and Society, Δεν υπάρχει καμία ένδειξη στις πηγές ότι ο Ευστάθιος πήγε στη Λυκία. Όπως φαίνεται, πριν την χειροτονία του μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η αρχική τοποθέτησή του στο μητροπολιτικό θρόνο των Μύρων έγινε σε μια δύσκολη περίοδο κατά την οποία η περιοχή καθώς ήταν αποκομμένη από την υπόλοιπη αυτοκρατορία, υπέφερε από τις άτακτες επιθέσεις τούρκικων φύλων τα οποία είχαν εγκατασταθεί στα βουνά της Λυκίας. (βλ. Angold, Church and Society, 146, 179). 127 Angold, Church and Society, 197.
77 77 ήδη υπηρετήσει ως γραμματέας και διάκονος του θείου του που ήταν μητροπολίτης στην ίδια μητρόπολη και στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατατάχθηκε μεταξύ των πατριαρχικών νοταρίων 128. Μια άλλη σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα της εποχής, ο Δημήτριος Χωματηνός, διετέλεσε μαθητής του Απόκαυκου στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρέτησε ως αποκρισάριος ή εκπρόσωπος του αρχιεπισκόπου πριν κάνει καριέρα στην Αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή της Βουλγαρίας 129. Λίγο πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, ο μετέπειτα επίσκοπος Σάρδεων Νικηφόρος Χρυσοβέργης ήταν διακεκριμένος μαΐστωρ των ρητόρων στην πρωτεύουσα 130. Με την τοποθέτησή τους στους διάφορους θρόνους του πατριαρχείου, οι βασικές αρχές, το δόγμα και η πολιτική του εκκλησιαστικού κέντρου της αυτοκρατορίας μεταλαμπαδεύονταν στην περιφέρεια. Η επικοινωνία με την πρωτεύουσα και τους εκκλησιαστικούς κύκλους της δεν έπαυε να ισχύει αλλά καλλιεργούνταν και επιτυγχανόταν μέσω των επισκέψεων που έκαναν οι επικεφαλής των θρόνων με το Πατριαρχείο και κυρίως μέσω της συμμετοχής τους στις οικουμενικές και πατριαρχικές συνόδους. ΙΙ. Ο ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΝΑΟΣ 1. Ο επισκοπικός ναός ως λατρευτικός χώρος. Στη μέση βυζαντινή περίοδο, η τοποθέτηση επισκόπου ή μητροπολίτη σε μια πόλη που αποτελούσε εκκλησιαστική έδρα συνδυαζόταν συνήθως με την παρουσία ενός ναού, στον οποίο ο επικεφαλής της τοπικής εκκλησίας σε τακτική βάση τελούσε την 128 Για τον Απόκαυκο βλ. Λαμπρόπουλος, Απόκαυκος, 39 κ.εξ. Τωμαδάκης, Λόγιοι, Κατσαρός, Ιωάννης Απόκαυκος, , όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 129 Angold, Church and Society, Angold, Church and Society, 147.
78 78 αρχιερατική θεία λειτουργία. Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας γινόταν αποκλειστικά από τον επίσκοπο, ο οποίος λειτουργούσε σε ξεχωριστό κάθε φορά ναό, όπου συγκεντρωνόταν το εκκλησίασμα 131. Το γεγονός αυτό καθιστούσε αναγκαία την ανέγερση παλαιοχριστιανικών βασιλικών με μεγάλες διαστάσεις, ώστε να χωρέσουν όσο το δυνατό περισσότεροι πιστοί, και τον εξοπλισμό τους με λειτουργικές κατασκευές (σύνθρονο, άμβωνα), οι οποίες αξιοποιούνταν στο πλαίσιο τέλεσης της αρχιερατικής λειτουργίας. Η παραπάνω κατάσταση άλλαξε σταδιακά, όταν με την αύξηση του αριθμού των πιστών, τη διάδοση και εξάπλωση του θεσμού των ενοριών και τη χειροτονία πρεσβυτέρων, κάθε ναός απέκτησε τη δυνατότητα να έχει θεία λειτουργία σε μια τακτική βάση. Ο επίσκοπος εξακολουθούσε να τελεί αρχιερατική λειτουργία, όχι όμως σε διαφορετικό κάθε φορά ναό της πόλης, αλλά σταθερά στον επισκοπικό ναό, με τη συμμετοχή κληρικών, πρεσβυτέρων και διακόνων της εκκλησίας του. Ως εξέλιξη αυτής της κατάστασης, στη μεσοβυζαντινή πόλη, η οποία ήταν οργανωμένη σε μικρές γειτονιές, οικοδομούνταν πολλοί, μικρής συνήθως κλίμακας, ναοί που αποτελούσαν το κέντρο της ενοριακής ζωής ή λειτουργούσαν ως καθολικά μονών. Τη θεία λειτουργία τελούσε εκεί ένας πρεσβύτερος ή ιερομόναχος αντίστοιχα, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις, συνήθως όταν γιόρταζε ο ναός, η λειτουργία τελούνταν προεξάρχοντος του επισκόπου. Ανεξάρτητα με τον αριθμό των ναών της πόλης, όπου μπορούσε να τελείται ταυτόχρονα η θεία ευχαριστία, στις σημαντικότερες από τις εορτές κατά τη διάρκεια του έτους, που είχαν έναν έντονα παρηγυρικό χαρακτήρα, είναι πιθανόν η θεία λειτουργία να τελούνταν μόνο στον επισκοπικό ναό. Tο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας αναφέρει ότι στην Κωνσταντινούπολη οι εορτές του Ευαγγελισμού 132, της Γέννησης 133, της 131 Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Οδοιπορικό της μοναχής Εγερίας αναφέρεται ότι τον 4 ο αιώνα, στην πολυάριθμη εκκλησία των Ιεροσολύμων, όπου συνέρεαν πλήθη πιστών από όλα τα μέρη της γης, τελούνταν μία κάθε φορά Θ. Ευχαριστία από τον επίσκοπο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των πιστών. Αυτή η θεία Ευχαριστία, στην οποία προΐστατο ο επίσκοπος Ιεροσολύμων, τελούνταν σε μια τακτική βάση στον επισκοπικό ναό της πόλης (ecclesia maior), ενώ κατά τις εορτές οι πιστοί συγκεντρώνονταν σε άλλους ναούς, όπου και πάλι τη θεία λειτουργία τελούσε ο επίσκοπος. (Μητρ. Ιωάννης Ζηζιούλας, Η ενότης της Εκκλησίας, ). 132 Mateos, Le Typicon I,
79 79 Βάπτισης 134, των Φώτων 135, της Ανάστασης 136 και της Πεντηκοστής 137 τελούνταν «ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἐν ταῖς κατὰ τόπον παντὸς τοῦ κόσμου ἁγίαις ἐκκλησίαις». Δεν είναι σαφές το κατά πόσο στον όρο «ἁγίαις έκκλησίαις» ο συντάκτης του κειμένου περιλαμβάνει όλους τους ναούς των πόλεων, ωστόσο, δεν είναι απίθανο να εννοεί τους επισκοπικούς ναούς, για τους οποίους και σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος αυτός στις πηγές 138. Παράλληλα, στον επισκοπικό ναό μιας πόλης μπορούσε ο επίσκοπος να τελεί, εκτός από τη θεία ευχαριστία, και τα υπόλοιπα μυστήρια, το γάμο, το χρίσμα και τη βάπτιση, τη χειροτονία, την εξομολόγηση, και το ευχέλαιο, ενώ στον ίδιο ναό λάμβαναν χώρα και όλες οι ιερές ακολουθίες, αλλά και πολλές άλλες ειδικές τελετές όπως οι λιτανείες. Είναι γεγονός ότι όλα τα είδη των τελετών δεν λάμβαναν χώρα αποκλειστικά στους επισκοπικούς ναούς. Για παράδειγμα, πολλές λιτανείες τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στην υπόλοιπη αυτοκρατορία είχαν ως αφετηρία ενοριακούς, ή μοναστηριακούς ναούς. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελεί η περίφημη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας που βρισκόταν στη Μονή των Οδηγών στην Κωνσταντινούπολη, η οποία γινόταν σύμφωνα με τις πηγές κάθε Τρίτη. Η περιφορά της εικόνας στην πόλη, την οποία συνόδευαν κληρικοί και λαϊκοί κρατώντας αναμμένα κεριά, περιλάμβανε σταθμούς σε διάφορες εκκλησίες, όπου ψαλλόταν η σχετική ακολουθία και στη συνέχεια επέστρεφε στους Οδηγούς 139. Οι πηγές μας πληροφορούν ότι ανεξάρτητα με την τέλεση συγκεκριμένων ακολουθιών σε συγκεκριμένους ναούς, μπορεί να θεωρηθεί αναμφισβήτητη η επιτέλεσή τους και στον επισκοπικό ναό. 133 Mateos, Le Typicon I, Mateos, Le Typicon I, Mateos, Le Typicon I, Mateos, Le Typicon II, Mateos, Le Typicon II, Για παράδειγμα, ο Συμεών χρησιμοποιεί τον όρο «Ἡ ἁγία Ἐκκλησία» αναφερόμενος στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης (Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 151). 139 Για τη λιτανεία της Οδηγήτριας και την απεικόνισή της στη βυζαντινή τέχνη βλ. ενδεικτικά, Αγγελίδη, Παπαμαστοράκης, Η μονή των Οδηγών, 378 κ.εξ., όπου και η σχετική με το θέμα βιβλιογραφία.
80 80 Στην περίπτωση αυτή, η τελετή προσλάμβανε εξαιρετική σημασία για την πόλη και χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερη επισημότητα και λαμπρότητα Δεν αποτελούσε απλά ένα λειτουργικό δρώμενο, αλλά κορυφαίο γεγονός στη θρησκευτική ζωή της πόλης, στο οποίο συχνά συμμετείχαν εκπρόσωποι και άλλων επισκοπών ή μητροπόλεων, ο τοπικός κλήρος και ο λαός. Σε άλλη περίπτωση, πολλές ειδικές τελετές, όπως οι εορτασμοί, πραγματοποιούνταν αναμφίβολα και στους υπόλοιπους ναούς της πόλης, με τη συμμετοχή σ αυτές κλήρου και λαού. Για παράδειγμα είναι γνωστό από τις πηγές ότι η γιορτή του Αγίου Δημητρίου αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στη ζωή της Θεσσαλονίκης. Οι εορτασμοί κρατούσαν σχεδόν ένα μήνα και συνδυάζονταν με ξακουστή εμποροπανήγυρη, στη διάρκεια της οποίας συνέρεαν στην πόλη έμποροι και προσκυνητές από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας 140. Παρά όμως, την αναμφίβολη συμμετοχή και των υπόλοιπων ναών στη λειτουργική και λατρευτική ζωή της πόλης, το μεγάλο κέντρο αποτελούσε ο επισκοπικός ναός, και αυτό είναι κάτι που διαφαίνεται καθαρά μέσα από τις γραπτές πηγές. Ακόμη και όταν αυτές αναφέρονται σε τελετές που λάμβαναν χώρα στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, η αξιοποίησή τους είναι πολύτιμη καθώς καταγράφουν την τάξη, με την οποία οι ίδιες ή παρόμοιες τελετές θα πραγματοποιούνταν και στους υπόλοιπους καθεδρικούς ναούς της περιφέρειας. Δεν απαιτούσαν όλες οι ιερές ακολουθίες τη διαμόρφωση ειδικών χώρων για την τέλεσή τους ή την παρουσία ειδικού λειτουργικού εξοπλισμού, παρά μόνο ίσως κάποιων λειτουργικών σκευών ή αντικειμένων. Για παράδειγμα, για την τέλεση γάμου, το μόνο ίσως που απαιτούνταν ήταν η ύπαρξη στεφάνων, τα οποία μπορούσε να διαθέτει ο ναός 141. Από την άλλη, στην τέλεση κάποιων άλλων ακολουθιών όπως οι 140 Βλ. σχετικά, Παπαδόπουλος, Εορταί Αγίου Δημητρίου, 361. Ο ίδιος, Εγκώμια, , όπου και η σχετική με το θέμα βιβλιογραφία. Φουντούλης, Ιδιορρυθμίες, Όπως προκύπτει από τα κείμενα, οι ναoί διέθεταν στέφανα τα οποία χρησιμοποιούνταν στις τελετές γάμου. Δεν έχουν σωθεί πολλά στέφανα από τη βυζαντινή περίοδο. Ανάμεσα στα σημαντικότερα παραδείγματα αποτελούν τα στέφανα του 10 ου αιώνα που εκτίθενται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο των Αθηνών, τα οποία σύμφωνα με την επιγραφή που σώζεται στην εξωτερική τους επιφάνεια,
81 81 βαπτίσεις, οι χειροτονίες και ο αγιασμός, έχει ενδιαφέρον να διαπιστώσει κανείς τους χώρους στους οποίους λάμβαναν χώρα, αλλά και τις λειτουργικές κατασκευές που χρησιμοποιούνταν. Τα αρχαιολογικά δεδομένα, όπου σώζονται, αν και δεν είναι συχνά εύκολα αναγνώσιμα, μπορούν να αξιοποιηθούν στην προσπάθεια για επιβεβαίωση ή διάψευση όσων μαρτυρούνται από τις πηγές. Ο συνδυασμός τους με τα γραπτά κείμενα είναι πολύτιμος καθώς μαρτυρεί τις λειτουργίες των επιμέρους χώρων ενός επισκοπικού ναού στο πλαίσιο πραγματοποίησης σ αυτούς, ιερών ακολουθιών και ειδικών τελετών. α. Τέλεση βαπτίσεων Το βάπτισμα ήταν μια από τις σημαντικότερες και παλαιότερες ακολουθίες που συνδέθηκαν άμεσα με την εν Χριστώ ζωή των Βυζαντινών. Τους τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνες η τελετή του βαπτίσματος γινόταν σε χώρους όπου υπήρχε νερό, ενώ από τον 4 ο αιώνα και σε όλη τη διάρκεια της παλαιοχριστιανικής περιόδου, οι βαπτίσεις τελούνταν σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους τα βαπτιστήρια, τα οποία συνήθως οικοδομούνταν βόρεια ή νότια του νάρθηκα των παλαιοχριστιανικών βασιλικών 142. Με την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού, από τα τέλη του 6 ου αιώνα, τα βαπτιστήρια, ως χώροι όπου προσέρχονταν για να βαπτιστούν οι ενήλικες κατηχούμενοι, άρχισαν να εκλείπουν 143, να πέφτουν σε αχρηστία και να ερειπώνονται, ώσπου κάποια στιγμή καταστρέφονταν ολοσχερώς. Τα αρχαιολογικά στοιχεία μαρτυρούν ότι μετά τον 7 ο αιώνα έπαυσε η τακτική ανέγερσης αυτοτελών κτισμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργούν σταθερά ως βαπτιστήρια 144, καθώς πλέον δεν υπήρχε ανάγκη, αφού το βάπτισμα αποδόθηκαν στο Ρωμανό Λεκαπηνό. (βλ. σχετικά, Drosoyianni, Byzantine Crowns, ) 142 Βολανάκης, Βαπτιστήρια, 12 13, Pallas, Die Baptisterien, Βολανάκης, Βαπτιστήρια, Στις εξαιρέσεις ίσως ανήκει το ένα από τα δύο οκτάγωνα που πλαισιώνουν το ναό στο Dereağzi της Λυκίας, στο οποίο έχει αποδοθεί και μια τέτοια χρήση(morganstern, Dereağzi, 76), χωρίς όμως να υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση μιας τέτοιας άποψης.
82 82 των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας άρχισε να γίνεται λίγο μετά τη γέννησή τους σε μαρμάρινες κολυμβήθρες εντός του ναού. Για τον τρόπο τέλεσης του βαπτίσματος στους μετά την παλαιοχριστιανική περίοδο χρόνους, τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι σχεδόν μηδενικά. Ωστόσο, αρκετές πληροφορίες για το χρόνο, τον τόπο και την τάξη τέλεσης της σχετικής ακολουθίας διασώζονται στις πηγές, και ειδικότερα στους ιερούς κανόνες και σε όσα διατύπωσαν οι ερμηνευτές τους 145. Από όσα κείμενα αναφέρονται στο θέμα προκύπτει ότι η τελετή του βαπτίσματος στη βυζαντινή περίοδο λάμβανε χώρα σε συγκεκριμένες μέρες το χρόνο 146 κυρίως όμως το Μεγάλο Σάββατο. Καθώς το βάπτισμα είναι τύπος ταφής και ανάστασης του Κυρίου, η συγκεκριμένη μέρα θεωρήθηκε η καταλληλότερη για την τέλεση του μυστηρίου, καθώς «μέσον ἐστὶ τῆς ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως» 147. Κατ εξαίρεση, ο Βαλσαμών τονίζει ότι μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις μπορούσαν βαπτίσματα να γίνονται και μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή 148, ενώ ο Συμεών ισχυρίζεται ότι μπορούσαν να τελούνται σταθερά και κατά τη διάρκειά της 149. Για τον τόπο τέλεσης του μυστηρίου ο ΝΘ Κανόνας της εν Τρούλλω Στ οικουμενικής συνόδου όριζε ότι : «οἱ μέλλοντες ἀξιοῦσθαι τοῦ ἀχράντου φωτίσματος, ταῖς καθολικαῖς προσερχέσθωσαν ἐκκλησίαις, κἀκεῖσε τῆς δωρεᾶς ταύτης ἀπολαυέτωσαν. Εἰ δὲ τις ἁλῷ τὰ παρ ἡμῶν ὁρισθέντα μὴ φυλάττων, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω εἰ δὲ λαϊκὸς, ἀφοριζέσθω» Αναλυτικά για την ακολουθία του βαπτίσματος βλ. Φουντούλης, Άγιον Βάπτισμα, 183 κ.εξ. 146 Τα αρχαία λειτουργικά τυπικά βεβαιώνουν την τέλεση βαπτίσεων και τα Θεοφάνεια και την Πεντηκοστή, ενώ οι κανόνες επισημαίνουν ότι οι γίνονταν μόνο το Μεγάλο Σάββατο (Γιάγκου, Βάπτισμα, 443). 147 Γιάγκου, Βάπτισμα, «Οἱ ποιοῦντες βαπτίσματα δι ὅλης τῆς ἁγίας μεγάλης Τεσσαρακοστῆς παρανομοῦσι Κατὰ μέντοι τῷ μεγάλῳ Σαββάτῳ κεκανόνισται τὰ βαπτίσματα γεγέσθαι. Εἰ δὲ κατεπείγει τὴν τοῦ θείου βαπτίσματος τελετὴν ἡ τοῦ βίου μετάστασις γενήσεται βάπτισμα καὶ καθ ἑτέραν ἡμέραν τῆς Τεσσαρακοστῆς.» (Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα IV, ) 149 «Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τεσσαρακοστῇ βαπτίζειν ἅπαντα προσερχόμενον ἀναγκαῖον. Καὶ οὐδὲν πρὸς τοῦτο κώλυμα, οὐ καιρὸς, οὐχ ἡμέρα, οὐδὲ τῶν ὅλων, ἐπεὶ τῶν πρὸς σωτηρίαν τοῦτο τὸ δώρημα» (Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Ἀποκρίσεις, 876.) 150 Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙ,
83 83 Αν και με άλλο κανόνα οι πατέρες δέχονταν την τέλεση βαπτίσματος και εντός ευκτηρίου οίκου, εφόσον αυτός τελούσε «ὑπὸ γνώμην τοῦ κατὰ τόπον ἐπισκόπου» 151, με τον συγκεκριμένο κανόνα οριζόταν ότι η ακολουθία του βαπτίσματος έπρεπε να τελείται μόνο στις «καθολικές εκκλησίες». Ειδικότερες πληροφορίες για τον ακριβή τόπο τέλεσης του μυστηρίου δεν υπάρχουν στις πηγές, καθώς οι ερμηνευτές κρατούν μια ουδέτερη στάση, εμμένοντας περισσότερο στη σημασία κανονικής τέλεσής του και λιγότερο στον τόπο. Στις πηγές συχνά ο όρος «καθολική» εκκλησία αναφέρεται προκειμένου να δηλωθεί ο επισκοπικός ναός της πόλης 152. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι σαφές εάν οι πατέρες εννοούν τον επισκοπικό ναό, ή αν ο όρος χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει όλους τους ναούς της πόλης, σε αντιδιαστολή με τους ιδιωτικούς ευκτήριους οίκους. Στο ζήτημα της αναζήτησης του χώρου τέλεσης των βαπτίσεων είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική η μαρτυρία του Οσίου Νίκωνα του Μαυρορείτη, ο οποίος τον 11 ο αιώνα αναφέρει ότι στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, όπως και στις άλλες εκκλησίες, εφαρμοζόταν η ακόλουθη τάξη για την προσχώρηση των αιρετικών στο ορθόδοξο δόγμα: «Ὁρῶμεν δὲ νῦν ἐν ταῖς μεγάλαις καὶ καθολικαῖς ἐκκλησίαις, ἤγουν ἐν τοῖς πατριαρχείοις καὶ ταῖς μητροπόλεσι καὶ ταῖς λοιπαῖς, ὅτι τοὺς.ἐπιστρέφοντας εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν τοῦ θείου μύρου καταξιοῦσι καὶ οὐ βαπτίζουσι.» 153. Η επάλειψη με μύρο, η οποία γινόταν αντί του βαπτίσματος στους πρώην αιρετικούς, λάμβανε χώρα, κατά τον Νίκωνα, στις μεγάλες καθολικές εκκλησίες, δηλαδή στους πατριαρχικούς, στους μητροπολιτικούς και προφανώς στους επισκοπικούς ναούς. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που με τον όρο «καθολική εκκλησία» οι πηγές αναφέρονται σε οποιαδήποτε εκκλησία της πόλης, το βέβαιο είναι ότι στη μέση τουλάχιστον βυζαντινή περίοδο βαπτίσεις λάμβαναν χώρα στους επισκοπικούς ναούς. Από την ύστερη και κυρίως στη μεταβυζαντινή περίοδο παρατηρείται η τάση τέλεσης του μυστηρίου 151 Γιάγκου, Βάπτισμα, Είναι χαρακτηριστική η χρήση του όρου στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης.(βλ. σελ. 46,130 στην παρούσα εργασία) 153 Γιάγκου, Νίκων, 184.
84 84 σε μονές 154, γεγονός που δεν είναι παράδοξο, καθώς την περίοδο αυτή τα μοναστήρια εξελίσσονται σε βασικούς θρησκευτικούς πυρήνες και κέντρα εθνικής αναγέννησης του υπόδουλου γένους 155. Αρχαιολογικές ενδείξεις κατά χώραν για την τέλεση βαπτίσεων στους επισκοπικούς ναούς της βυζαντινής Μακεδονίας, διασώζει μόνο ο ναός του Σισανίου, ο οποίος διατηρεί στο δάπεδο του εξωνάρθηκα ενδείξεις για τη στήριξη κολυμβήθρας βαπτιστηρίου 156 (Εικ. 30). Πρόκειται για μια κυκλική διαμόρφωση στη νότια πλευρά του εξωνάρθηκα, λίγο πριν τη κλίμακα ανόδου στα υπερώα, η οποία θα μπορούσε να φιλοξενεί τη βάση μιας κολυμβήθρας. Στα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα βυζαντινών κολυμβήθρων ανήκει και ένα μαρμάρινο σκεύος που προέρχεται από το κάστρο του Πλαταμώνα 157. Πρόκειται για ένα λειτουργικό σκεύος, τα 48 θραύσματα του οποίου βρίσκονταν εντοιχισμένα ως οικοδομικό υλικό στους τοίχους ενός από τους ναούς του κάστρου. Εξωτερικά σώζει ανάγλυφη διακόσμηση που οδηγεί σε μια χρονολόγηση στον 10 ο 11 ο αιώνα. Οι διαστάσεις του (ύψος 58εκ. και διάμετρος χείλους 52εκ.), σε συνδυασμό με το σφαιρικό σώμα του παραπέμπουν σε κολυμβήθρες βαπτίσματος, χωρίς όμως να μπορούμε με απόλυτη βεβαιότητα να αποκλείσουμε και την περίπτωση να είναι λεκάνη αγιασμού. Όσον αφορά την προέλευσή της, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν, καθώς το μαρμάρινο αυτό σκεύος είχε τοποθετηθεί σε δεύτερη χρήση στους μεταγενέστερους τοίχους του ναού. Δεν θα ήταν όμως παράλογο να υποστηρίξει κανείς την προέλευσή του από το βυζαντινό επισκοπικό ναό του κάστρου, ο οποίος όμως, δεν έχει μέχρι σήμερα αποκαλυφθεί ανασκαφικά. Ακέραιες κολυμβήθρες βαπτίσματος είναι γνωστές από μνημεία της υστεροβυζαντινής Σερβίας. Σε καθολικά μονών της παλαιολόγειας περιόδου 158, όπως στη Gračanica, στη Studenica, στο Peć, στη Dečani και στη 154 Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μονής Βλατάδων, στην οποία διατηρείται μέχρι και σήμερα η κολυμβήθρα στη ΒΔ γωνία του περιστώου (βλ. Χατζητρύφωνος, Το περίστωο, 80) 155 Γιάγκου, Βάπτισμα, Πέτκος, Σισάνι, Λοβέρδου Τσιγαρίδα, Γλυπτά Πλαταμώνα, Θυμίζουμε ότι οι μοναστηριακοί ναοί στη Gračanica, και στο Peć λειτουργούσαν συγχρόνως και ως καθεδρικοί (βλ. Popović, Serbian Episcopal Sees, 171κ.εξ).
85 85 Sopoćani, διασώθηκαν λίθινες κολυμβήθρες, χρονολογημένες στο α μισό του 14 ου αιώνα 159. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ παρουσιάζει το γεγονός ότι οι κολυμβήθρες βρίσκονται τοποθετημένες μπροστά από τον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα, όπου παριστάνεται το γενεαλογικό δένδρο της δυναστείας των Nemanjić. Η απεικόνιση τους στη θέση αυτή ήταν συνειδητή και εξέφραζε μια πολιτική ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία, οι σέρβοι ηγεμόνες αποτελούσαν εγγύηση για την ορθόδοξη πίστη και μπορούσαν να οδηγήσουν το λαό τους στο σωστό δρόμο της σωτηρίας, όπως ακριβώς και το βάπτισμα 160. Για το χώρο τέλεσης της ακολουθίας του βαπτίσματος, μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι η σχετική τελετή λάμβανε χώρα στο δυτικό τμήμα των ναών, και συγκεκριμένα στο νάρθηκα ή όταν υπήρχεστον εξωνάρθηκα των εκκλησιών. Αυτό αποδεικνύουν τα γνωστά παραδείγματα από το Σισάνι και τη Σερβία 161, τα οποία διασώζουν τα υπολείμματα ή την ίδια την κολυμβήθρα στο βόρειο ή στο νότιο τμήμα του νάρθηκα. Σε κάθε περίπτωση όμως, παρουσιάζει αξιοσημείωτο ενδιαφέρον η απουσία αρχαιολογικών ενδείξεων για την τέλεση βαπτίσεων στους ναούς, επισκοπικούς και μή, κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο. Εάν η απουσία αυτή οφείλεται στο ότι οι κολυμβήθρες της περιόδου δεν σώθηκαν καθώς ήταν φορητές και κατά συνέπεια εύθραυστες, τότε μένει προς αναζήτηση ένας χώρος μέσα ή πολύ κοντά στο ναό, στον οποίο ενήλικες αλλόθρησκοι πολίτες της αυτοκρατορίας βαπτίζονταν χριστιανοί. Η περίπτωση των Σλάβων, οι οποίοι μετά την εισβολή τους στα βυζαντινά εδάφη άρχισαν σταδιακά να αφομοιώνονται και να εκχριστιανίζονται είναι χαρακτηριστική. Δεδομένης της μη διατήρησης κτισμάτων γύρω από τους ναούς, όπου θα μπορούσαν να λαμβάνουν χώρα τέτοιες τελετές, μένει να ελπίζουμε ότι η δημοσίευση και αξιοποίηση όλων των αρχαιολογικών δεδομένων που προκύπτουν από την εκτέλεση ανασκαφικών εργασιών στα μνημεία της περιόδου θα δώσει ίσως κάποιες απαντήσεις στο ζήτημα. 159 Ćurčić, Baptismal Font, Ćurčić, Baptismal Font, 320. Gavrilović, Kingship and Baptism, Gavrilović, Divine Wisdom, 53.
86 86 β. Τέλεση χειροτονιών Στη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, η εκλογή, χειροτονία ακόμη και η ενθρόνιση επισκόπων, γίνονταν, σύμφωνα με όσα όριζαν οι συνοδικοί κανόνες 162, από την επαρχιακή σύνοδο, στην έδρα της μητρόπολης, με τη συμμετοχή των επισκόπων της μητροπόλεως. Εάν για έκτακτους λόγους ή λόγω απόστασης υπήρχε κώλυμα στην προσέλευση στη μητροπολιτική έδρα όλων των ιεραρχών που ήταν επικεφαλής υποκείμενων επισκοπών, τότε αρκούσε η παρουσία τριών επισκόπων για να τελεστεί η χειροτονία: «δεῖ γὰρ τὸν μέλλοντα προβιβάζεσθαι εἰς ἐπισκοπὴν, ὑπὸ ἐπισκόπων ψηφίζεσθαι. Ἐπίσκοπον προσήκει, μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι. εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτο, ἤ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἤ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξάπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι» 163. Δεν είναι γνωστό μέχρι ποια περίοδο η εκλογή και χειροτονία επισκόπου αποτελούσαν αντικείμενο των επαρχιακών συνόδων. Το βέβαιο είναι ότι τον 14 ο και 15 ο αιώνα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών, οι παραπάνω αρμοδιότητες είχαν διαβιβαστεί στην πατριαρχική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης 164. Ο Συμεών στο «Περὶ τῶν ἱερῶν χειροτονιῶν» σύγγραμμά του επισημαίνει ότι λόγω των εξωτερικών κινδύνων και της δύσκολης κατάστασης στην οποία είχαν περιέλθει οι επαρχίες της αυτοκρατορίας, η χειροτονία επισκόπων, για λόγους ασφάλειας, γινόταν μόνο στη Μεγάλη Εκκλησία. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «ὁ ἐνθρονισμὸς πρότερον ἐγίνετο μεγαλοπρεπῶς, ὡς νῦν ὁ τοῦ πατριάρχου, περὶ τὴν ἐκκλησίαν τοῦ ἐνθρονιζομένου ἀρχιερέως, ἐπισκόπων συναγομένων τῆς ἐπαρχίας καὶ τὸν ἐνθρονισμὸν ἐπιτελούντων γράμμασι τοῦ ἀρχιερέως. νῦν δὲ τοῦτο πέπαυται ταῖς βαρβαρικαῖς ἐφόδοις καὶ τοῖς ἐπελθοῦσι ταῖς ἐκκλησίαις πειρασμοῖς καὶ ταῖς ταραχαῖς. ἐν τῇ Μεγάλῃ δὲ μόνον γίνεται ἐκκλησίᾳ» Πρόκειται για τον δ κανόνα της Α οικουμενικής συνόδου, τον γ κανόνα της Ζ οικουμενικής συνόδου, τον ιθ της Αντιοχείας, τον Στ της Σαρδικής, τον ιβ της Λαοδικείας κ.α. 163 Πρόκειται για τον γ κανόνα της Ζ οικουμενικής συνόδου (βλ. Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙ, 564). 164 Γιάγκου, Τάξη χειροτονίας, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ χειροτονιῶν,
87 87 Αν και δεν γνωρίζουμε πολλά για την τάξη της χειροτονίας που εφαρμοζόταν κατά την πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο στις κατά τόπους πόλεις έδρες επισκοπών, ωστόσο, θα πρέπει να θεωρήσουμε μάλλον πολύ πιθανόν η τελετή αυτή να λάμβανε χώρα στον επισκοπικό ναό. Για την ενθρόνιση του ιεράρχη που θα γινόταν επικεφαλής μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας, δεν υπήρχε καταλληλότερος ναός από αυτόν που επρόκειτο να αποτελέσει την έδρα της επισκοπής του. Καθώς μάλιστα, οι τελετές αυτές συνεπάγονταν τη συμμετοχή αρκετά μεγάλου αριθμού κληρικών και εκκλησιάσματος, απαιτούσαν την παρουσία μεγάλου χώρου για την πραγματοποίησή τους. Με βάση τα σωζόμενα μνημεία, τουλάχιστον για τη Μακεδονία είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι επισκοπικοί ναοί αποτελούσαν τους μεγαλύτερους σε μέγεθος ναούς των πόλεων. Οι υπόλοιποι ναοί που υπήρχαν στις βυζαντινές πόλεις ήταν μικρότερων συνήθως διαστάσεων, και δεν προσφέρονταν για τη συγκέντρωση μεγάλου εκκλησιάσματος, ενώ το περιορισμένης χωρητικότητας Βήμα τους δεν ήταν εύκολο να φιλοξενήσει τους επισκόπους με την ακολουθία τους που επρόκειτο να λάβουν μέρος στην τελετή. Από την άλλη, οι επισκοπικοί ναοί, ως λειτουργικά κέντρα των κατά τόπους εκκλησιαστικών περιφερειών, διέθεταν τον απαιτούμενο εξοπλισμό για τη φιλοξενία επισκόπων (σύνθρονο, επισκοπικό θρόνο ή θρόνους, άμβωνα), και παρουσίαζαν τη μνημειακότητα και πολυτέλεια που άρμοζαν στην τέλεση μιας τόσο εξαιρετικά λαμπρής τελετής. Είναι γεγονός ότι στις πηγές της μέσης βυζαντινής περιόδου δεν έχουν σωθεί περιγραφές χειροτονιών που έλαβαν χώρα στους καθεδρικούς ναούς της περιφέρειας. Οι παλαιότερες ολοκληρωμένες πηγές προέρχονται από την ύστερη βυζαντινή περίοδο, και διασώζουν την τάξη χειροτονίας, έτσι όπως τελούνταν στη Μεγάλη Εκκλησία. Από την εποχή αυτή σώζεται «Διάταξις τῆς τοῦ πατριάρχου λειτουργίας πῶς γίνεται ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ, ἐν ᾗ καὶ ἡ τάξις χειροτονιῶν, πότε καὶ πῶς γίνεται ἑκάστη» 166 γραμμένη από τον πρωτονοτάριο της Αγίας Σοφίας, Δημήτριο Γεμιστό. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Συμεών Θεσσαλονίκης 166 Dmitrievskij, Opisanie II,
88 88 στο έργο του «Περὶ τῶν ἱερῶν χειροτονιῶν» 167 δίνει πολλές περιγραφές για την τελετή της χειροτονίας. Ανάμεσα στις σχετικές με τη χειροτονία επισκόπου γραπτές πηγές συγκαταλέγεται και ο κώδικας της Γρηγορίου , όπου περιγράφεται η τάξη χειροτονίας και ενθρονίσεως του επισκόπου Βεροίας Ευθυμίου 169 που πραγματοποιήθηκε τον 14 ο αιώνα. Από τα εσωτερικά στοιχεία του κώδικα γίνεται φανερό ότι τόσο η εκλογή όσο και η χειροτονία και ενθρόνιση του Ευθυμίου δεν έλαβαν χώρα στον τοπικό καθεδρικό ναό της μακεδονικής πόλης, όπου θα τοποθετούνταν επικεφαλής ο νεοεκλεγείς επίσκοπος, αλλά στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης 170. Παρόλα αυτά, η διαδικασία της εκλογής, της γνωστοποίησης του αποτελέσματος στον υποψήφιο, της χειροτονίας και ενθρόνισής του πέρα από το ενδιαφέρον που έχει ως μια ιδιαίτερη τελετή, παρέχει και πλούσιες πληροφορίες τόσο για τη λειτουργική χρήση των μερών του ναού, όσο και για τη χρήση του λειτουργικού εξοπλισμού. Σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο σ αυτές τις περιπτώσεις τυπικό, η χειροτονία του επισκόπου διαιρούνταν σε δύο βασικά στάδια. Το πρώτο περιλάμβανε την εντός του ναού αναγγελία της εκλογής του υποψηφίου στο Βήμα 171 «ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ μνήματος» 172, δηλαδή μπροστά από την Αγία Τράπεζα. Στο στάδιο αυτό, αφού του γνωστοποιείται η απόφαση της συνόδου 173, ο υποψήφιος ευχαριστεί και προχωρά σε ομολογία πίστεως. Ακολουθεί η τράπεζα, όπου γίνονται οι πολυχρονισμοί των βασιλέων, του πατριάρχη και του υποψηφίου και στο τέλος, οι ασπασμοί μεταξύ του υποψηφίου, του πατριάρχη και των παρισταμένων ιεραρχών. 167 Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ χειροτονιῶν, Μοναχός Πορφύριος, Κώδικας Γρηγορίου 39, 295 κ.εξ. 169 Ο Ευθύμιος χειροτονήθηκε μητροπολίτης Βεροίας σε εποχή που η εκλογή και η χειροτονία επισκόπου γίνονταν από την πατριαρχική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (βλ. Γιάγκου, Τάξη χειροτονίας, 28). 170 Αναλυτικά το κείμενο της Τάξης χειροτονίας βλ. Γιάγκου, Τάξη χειροτονίας, «Ὁ μέλλων δέξασθαι τὸ μήνυμα εἰσέρχεται εἰς τὸ ἅγιον βῆμα» (Γιάγκου, Τάξη χειροτονίας, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ χειροτονιῶν, 408 Α. 173 «..Ὁ παναγιώτατος δεσπότης καὶ αὐθέντης ἡμῶν καὶ οἰκουμενικὸς πατριάρχης καὶ ἡ περὶ αὐτὸν ἱερὰ καὶ μεγάλη σύνοδος προσκαλοῦνται τὴν ἁγιωσύνην σου εἰς τὴν ἁγιωτάτην μητρόπολιν τῆς δεῖνος πόλεως» (Γιάγκου, Τάξη χειροτονίας, 65 66).
89 89 Το δεύτερο στάδιο αφορούσε την τελετή της χειροτονίας, η οποία στην περίπτωση του Ευθυμίου έλαβε χώρα στην Αγία Σοφία. Σύμφωνα με την τάξη, αρχικά τοποθετείται στο νάρθηκα της εκκλησίας μια εξέδρα για τον πατριάρχη, πλαισιωμένη εκατέρωθεν με καθίσματα για τους υπόλοιπους μητροπολίτες και εκκλησιαστικούς άρχοντες 174. Αφού στηθεί η εξέδρα, παίρνουν τις θέσεις τους σ αυτήν ο πατριάρχης και οι υπόλοιποι, αναγιγνώσκεται η ομολογία πίστεως από τον υποψήφιο, και ακολουθεί η σφράγισή του από τον πατριάρχη και οι ασπασμοί μεταξύ των αρχιερέων. Στη συνέχεια ο υποψήφιος «ἀπέρχεται εἰς τὸ διακονικὸν» 175 και φορά την ιερατική στολή, όπως και οι υπόλοιποι μητροπολίτες, ενώ ο πατριάρχης «εἰσέρχεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ οὕτως ἄρχεται η λειτουργία». Μετά τον τρισάγιο ύμνο δύο πρεσβύτεροι λαμβάνουν τον υποψήφιο και «εἰσέρχονται εἰς τὸ ἅγιον βῆμα». Μόλις πλησιάσουν στην Ωραία Πύλη, τον παραλαμβάνουν δύο μητροπολίτες και «κυκλοῦσιν τὴν ἁγίαν τράπεζαν τρίτον». Ακολουθεί ο ασπασμός της αγίας τράπεζας από τον υποψήφιο, η ανάγνωση ευχών, η ευλογία από τον πατριάρχη. Στη συνέχεια, «λαμβάνει ὠμοφόριον ὁ πατριάρχης καὶ τίθησιν ἐπὶ τῶν ὤμων τοῦ χειροτονηθέντος καὶ ἐκφωνεῖ τὸ «Ἄξιος» Καὶ εὐθὺς ἀνέρχονται εἰς τὸ σύνθρονον καὶ γίνεται ἡ φήμη τῶν βασιλέων καὶ τοῦ πατριάρχου καὶ καθ ἑξῆς ὁ ἀπόστολος καὶ ἡ λοιπὴ ἀκολουθία τῆς λειτουργίας». Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας γίνεται τράπεζα και ακολουθεί περιφορά στην πόλη, όπου ο νεοεκλεγείς επίσκοπος ευλογεί το λαό. Το ακριβές κείμενο αναφέρει: «Μετά δὲ τὸ ἀναστῆναι τῆς τραπέζης, εὐτρεπίζουσιν ἵππον μετὰ τζιαρίου ἐνδεδυμένον ὅλον καὶ κάθηται ἐπ αὐτὸν ὁ χειροτονηθεὶς καὶ οἱ λοιποὶ διέρχονται εἰς τὴν μέσην τῆς πόλεως καὶ εὐλογεῖ τὸν λαὸν. Μετὰ δὲ τὸ γενέσθαι αὐτὸν, κάθηται ὁ μητροπολίτης εἰς 174 «τιθέασι τὴν ἀναβάθραν τοῦ πατριάρχου εἰς τὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας καὶ ἔνθεν κἀκεῖθεν σκάμνους..εἶτα προσκαλοῦνται τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντας καὶ προσκυνοῦσι τὸν πατριάρχην, καὶ οἱ μέν κάθηνται εἰς τὰ ὑποπόδια τῆς ἀναβάθρας, οἱ δὲ λοιποὶ ἵστανται κύκλῳ τοῦ πατριάρχου. Μετὰ ταῦτα προσκαλοῦνται τοὺς μητροπολίτας ὁ μέγας χαρτοφύλακας καὶ ὁ ἱερομνήμων καὶ ἐρχόμενοι προσκυνοῦσι τὸν πατριάρχην καὶ κάθηνται εἰς τοὺς σκάμνους.» (Γιάγκου, Τάξη χειροτονίας, 68 69). 175 Με τον όρο «διακονικό» εννοείται πιθανότατα το σκευοφυλάκιο της Αγίας Σοφίας που βρισκόταν έξω και βόρεια του ναού. Είναι γνωστό ότι στα ευχολόγια το σκευοφυλάκιο της Μεγάλης Εκκλησίας απαντά συχνά και ως «πρόθεση» και ως «διακονικό» (βλ. σχετικά, Taft, Great Entrance, 202, σημ.77).
90 90 τὸν αὐτοῦ τόπον.» 176. Η ευλογία του λαού της πόλης από τον επίσκοπο μετά τη χειροτονία του επισημαίνεται και από τον Συμεών ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: «μετὰ τὴν τράπεζαν ἐπικαθεζόμενος ἵππῳ, κυκλοῖ τὴν πόλιν δορυφορούμενος. καὶ σφραγίζει πάντας καὶ εὐλογεῖ, ἁγιάζων τῇ σφραγῖδι τὴν πόλιν, καὶ ἐπευχόμενος ὡς καινὸς γεγονὼς ἀρχιερεὺς, τῆς ἐγκαινισθείσης αὐτῷ μεταδιδοὺς θείας χάριτος, καὶ ἁγιασμὸν τῇ εὐλογίᾳ χορηγῶν» 177 Σημαντική λεπτομέρεια στο τέλος του κειμένου του αγιορείτικου κώδικα, αποτελεί το σχόλιο του συντάκτη του ότι «Ἀπαραλλάκτως οὖν γίνεται ἡ ακολουθία αὕτη καὶ ὅτε οὐδὲν χειροτονεῖ ὁ πατριάρχης, ἀλλὰ προτρέψει τινὶ τῶν ἀρχιερέων ποιῆσαι τὴν χειροτονίαν. φέρει γὰρ ἐκεῖνος τότε καὶ τὸ πρόσωπον καὶ τὸν τύπον τοῦ πατριάρχου». Σύμφωνα με αυτό, στις χειροτονίες επισκόπων που λάμβαναν χώρα έξω από την Κωνσταντινούπολη ακολουθούνταν η ίδια τάξη, με τη διαφορά ότι το ρόλο του πατριάρχη έπαιρνε ένας από τους αρχιερείς. Στις περιπτώσεις αυτές, η χειροτονία του επισκόπου θα αποτελούσε σημαντικό γεγονός στη ζωή των πόλεων της αυτοκρατορίας. Το εκκλησίασμα συγκεντρωνόταν στον κεντρικό ναό της πόλης, που ήταν ο επισκοπικός, όπου θα πραγματοποιούνταν η χειροτονία κατά το πρότυπο της Μεγάλης Εκκλησίας. Κατ αναλογία με την τάξη της χειροτονίας του Ευθυμίου, αρχικά η απόφαση της συνόδου θα ανακοινωνόταν στον υποψήφιο μέσα στο Βήμα του ναού. Η τέλεση της χειροτονίας θα άρχιζε από το νάρθηκα της εκκλησίας, όπου ο υποψήφιος θα εκφωνούσε την ομολογία του μπροστά στους υπόλοιπους επισκόπους της μητρόπολης, οι οποίοι θα βρίσκονταν καθισμένοι στους θρόνους ή τους πάγκους που είχαν στηθεί στο χώρο για το σκοπό αυτό. Μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας, ο νεοεκλεγείς επίσκοπος, ξεκινώντας από τον επισκοπικό ναό, με τη συνοδεία κλήρου και λαού θα διέρχονταν τα κεντρικά τουλάχιστον σημεία της πόλης ευλογώντας το λαό ως νέος επικεφαλής της τοπικής εκκλησίας. Η χειροτονία επισκόπου ήταν αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες ακολουθίες που λάμβαναν χώρα στους επισκοπικούς 176 Γιάγκου, Τάξη χειροτονίας, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ χειροτονιῶν, 429.
91 91 ναούς των πόλεων. Ως τελετή δεν αποτελούσε μια τυπική ενδοεκκλησιαστική διαδικασία αναβάθμισης ενός κληρικού στον ανώτατο βαθμό ιεροσύνης, αλλά ένα σημαντικό εκκλησιαστικό γεγονός που απευθυνόταν και αφορούσε ολόκληρη την πόλη και την ευρύτερη επισκοπική περιφέρεια. Η εμπλοκή σ αυτό το γεγονός μεγάλου αριθμού κληρικών με κορυφαίο τον πατριάρχη ή κάποιον από τους επισκόπους της μητρόπολης 178 και η συμμετοχή σ αυτό του λαού 179, αποδεικνύει την επισημότητα και συγχρόνως την απήχηση που είχε στη ζωή των κατοίκων. Από την άλλη, η επιλογή του επισκοπικού ναού ως χώρου όπου πραγματοποιούνταν η τελετή της χειροτονίας προβάλλει την εξέχουσα θέση του μεταξύ των υπολοίπων ναών μιας πόλης ή περιφέρειας. Παράλληλα μέσα από την κεντρική θέση του στον ιστό της βυζαντινής πόλης, ο επισκοπικός ναός λειτουργούσε ως αφετηρία μιας πομπής, στη διάρκεια της οποίας ο νεοεκλεγείς επίσκοπος ευλογούσε το λαό της περιφέρειάς του, ολοκληρώνοντας με τον τρόπο αυτό, την τελετή της χειροτονίας του. Τέτοιες πομπές που κατέληγαν σε λιτανείες μαρτυρούνται συχνά στις βυζαντινές πηγές, αποκαλύπτοντας μια ακόμη λειτουργία που επιτελούσε ο καθεδρικός ναός μέσα στην πόλη. γ. Τέλεση ακολουθίας Αγιασμού Μεταξύ των ιερών ακολουθιών που λάμβαναν χώρα στους επισκοπικούς ναούς των βυζαντινών πόλεων ήταν αναμφίβολα και η ακολουθία του Μικρού 180 και Μεγάλου Αγιασμού 181. Ο Αγιασμός των υδάτων που τελείται την παραμονή και τη μέρα των Θεοφανείων αποτελεί την ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού, ενώ αυτός που γίνεται κάθε πρώτη του μηνός, με εξαίρεση την 1 η Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου, καθώς και τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, είναι ο Μικρός Αγιασμός. Στους παλαιούς κώδικες γίνεται λόγος για την ευχή του Μεγάλου Αγιασμού «εἰς τὸ ὕδωρ τῶν ἁγίων Θεοφανείων τῆς λεγομένης ἐν τῇ φιάλῃ 178 Ανάλογα με το αν γινόταν στην Κωνσταντινούπολη ή στην περιφέρεια. 179 Ο λαός διά του «Ἄξιος» επισφράγιζε τη χειροτονία. 180 Βλ. σχετικά, Τρεμπέλας, Μικρός Αγιασμός, Τρεμπέλας, Μεγάλος Αγιασμός,
92 92 τοῦ μεσιαύλου τῆς ἐκκλησίας» 182. Αντίστοιχα, σε ευχολόγιο του 1027 αναφορικά με το Μικρό Αγιασμό καταγράφεται «Ἑτέρα ἀκολουθία καὶ τάξις ἁγιασμοῦ, γινομένη εἰς διαφόρους ἐκκλησίας ταῖς κυριακαῖς καὶ ἑορταῖς ἐν τῷ νάρθηκι ἢ καὶ ἑτέρῳ μέρει τῆς ἐκκλησίας, φιάλης οὔσης ἢ λεκανίου» 183. Και στις δύο περιπτώσεις γίνεται λόγος για φιάλες αγιασμού, οι οποίες βρίσκονται είτε έξω από το ναό, είτε στο νάρθηκα της εκκλησίας. Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τέτοιας φιάλης που σώζεται στο μεσαύλιο ναού είναι η φιάλη του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης 184, από την οποία σήμερα διατηρείται η παλαιοχριστιανική λεκάνη 185, ενώ αρκετά παραδείγματα μεταβυζαντινής περιόδου σώζονται στα μοναστήρια του Αγίου Όρους 186. Από την άλλη, μικρές λεκάνες διατηρήθηκαν συνήθως in situ στο νάρθηκα εκκλησιών 187. Λόγω της ομοιότητας που παρουσίαζαν με τις κολυμβήθρες βαπτίσματος, δεν είναι πάντα εύκολη η ταύτιση της χρήσης αυτών των λεκανίδων, γι αυτό και υπάρχει συνήθως μια σύγχυση στην ερμηνεία τους 188. Σε κάθε περίπτωση, βασικό κριτήριο για την ταύτιση μιας λεκάνης με κολυμβήθρα αποτελεί το σχήμα και το βάθος της, το οποίο πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο, ώστε να μπορεί να εμβυθιστεί ο βαπτιζόμενος. Από την άλλη, οι λεκάνες αγιασμού μπορούν να έχουν διάφορα σχήματα, και δεν είναι απαραίτητο να έχουν μεγάλο βάθος 189. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η λεκάνη αγιασμού που έχει σωθεί από τη Βέροια και αποδίδεται, σωστά, στο βυζαντινό μητροπολιτικό 182 Τρεμπέλας, Μεγάλος Αγιασμός, Dmitrievskij, Opisanie ΙΙ, Σωτηρίου, Άγιος Δημήτριος, Η φιάλη έχει πρόσφατα αποδοθεί στη μέση βυζαντινή περίοδο από τον καθηγ. Αριστοτέλη Μέντζο, τον οποίο ευχαριστώ για την πληροφορία. 186 Παπαζώτος, Λεκάνη Αγιασμού, Αναφέρουμε ενδεικτικά τα παραδείγματα στην Αγία Παρασκευή Βέροιας και στη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών (Παπαζώτος, Λεκάνη αγιασμού, 514κ.εξ.) 188 Για παράδειγμα, ο Παπαζώτος εσφαλμένα κατά τη γνώμη μας δεν δέχεται την ταύτιση που έχει κάνει ο Sl. Ćurčić, (Ćurčić, Baptismal Font, ) των λεκανίδων που σώζονται σε πολλά σερβικά μνημεία με κολυμβήθρες (Παπαζώτος, Λεκάνη αγιασμού, Για παράδειγμα η λεκάνη αγιασμού από τη Βέροια έχει βάθος μόλις 0,18μ.
93 93 ναό της πόλης 190 (Εικ. 4 5). Το μαρμάρινο αυτό μέλος, που σώζεται σήμερα στον ενοριακό ναό του Αγίου Γεωργίου, είναι τετράγωνο και επικάθεται σε δύο κυκλικές σπείρες με σκοτία που πατούσαν πιθανότατα σε ένα κυλινδρικό βάθρο. Όλες οι εξωτερικές επιφάνειες κοσμούνται με συμπλεκόμενες ταινίες και ελισσόμενους φυλλοφόρους βλαστούς αποδοσμένους με την επιπεδόγλυφη τεχνική, γεγονός που κατατάσσει τη λεκάνη στην παραγωγή ενός εργαστηρίου που έδρασε στην περιοχή, στις αρχές του 14 ου αιώνα 191. Η ύπαρξή της αποτελεί μοναδική μαρτυρία για την τέλεση της ακολουθίας του Αγιασμού σε επισκοπικό ναό, ενώ συγχρόνως, η σημασία της είναι πολύ μεγάλη καθώς αποτελεί εξαιρετικό έργο βυζαντινής γλυπτικής. δ. Τέλεση νεκρώσιμων ακολουθιών και μνημοσύνων Η τέλεση νεκρώσιμων ακολουθιών και μνημοσύνων συγκαταλεγόταν μεταξύ των υπόλοιπων ιερών ακολουθιών που λάμβαναν χώρα στους επισκοπικούς ναούς. Η ιδιότητά τους ως εδρών της εκκλησιαστικής ιεραρχίας δεν τους εξαιρούσε από τη χρήση τους ως χώρων ενταφιασμού επίσημων ή μή προσώπων της τοπικής κοινωνίας. Σχεδόν στους περισσότερους, αν όχι σε όλους, από αυτούς έχει αποδειχθεί ανασκαφικά η ύπαρξη ταφών κάτω από τα δάπεδα ή ενίοτε σε ειδικά διαμορφωμένα αρκοσόλια, γεγονός που προϋποθέτει και την τέλεση νεκρώσιμων ακολουθιών και μνημοσύνων. Είναι γνωστό από τις πηγές ότι οι κανόνες της εκκλησίας απαγόρευαν την ταφή εντός των ναών. Στην απάντηση που έδωσε ο Βαλσαμών στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Μάρκο για το κατά πόσο είναι σύμφωνο με τους κανόνες το να θάπτονται λείψανα ορθοδόξων εντός του ναού γίνεται σαφής η απαγόρευση ταφής σε ναό καθιερωμένο 192 και η δυνατότητα ταφής σε ευκτηρίους οίκους Παπαζώτος, Λεκάνη αγιασμού, Η λεκάνη αυτή αποτέλεσε αντικείμενο προφορικής ανακοίνωσης των Π. Ανδρούδη, Α. Σέμογλου, με τίτλο «Υστεροβυζαντινή λεκάνη αγιασμού από τη Βέροια» στο 19 ο ΑΕΜΘ, όπου συζητήθηκε η ένταξη του έργου στην παραγωγή ενός εργαστηρίου που είχε ως έδρα τη Βέροια. 192 «Μηδεὶς ἐν ἐκκλησίᾳ θαπτέτω νεκρόν..» (Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα VI, 479). 193 Καθιερωμένοι ναοί κατά τον Βαλσαμώνα είναι εκείνοι στους οποίους πραγματοποιήθηκε τελετή εγκαινίων, στη διάρκεια της οποίας ο επίσκοπος εναπέθεσε
94 94 Παρά την απαγόρευση των κανόνων, ο ενταφιασμός των νεκρών σε εκκλησίες σταδιακά γενικεύτηκε καθώς ο πόθος ταφής των χριστιανών κοντά σε ιερά λείψανα ή σε τόπο που αποτελούσε χώρο λατρείας, σε συνδυασμό με τη δοξασία που ήθελε ως πιθανότερη τη σωτηρία όσων ενταφιάστηκαν σε ναό, οδήγησαν στην παράβλεψη των σχετικών κανόνων. Όταν ο Ιωάννης Κίτρους ρώτησε τον Ιωάσαφ Εφέσου «εἰ χρή θάπτειν ἐν ἐκκλησίᾳ λείψανον;» έλαβε την απάντηση ότι «καὶ τοῦτο οἱ ἱεροὶ κωλύουσιν πλὴν γίνεται δὲ εἰς τὰ πλάγια τοῦ ναοῦ καὶ οὐκ εἰς τὸ μέσον οὐδὲ πλησίον τοῦ ἁγίου βαπτίσματος». Η απάντηση αυτή δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη χρήση του ναού ως χώρου ενταφιασμού, και συγχρόνως αποτελεί σαφή ένδειξη της προσπάθειας περιορισμού των ταφών στο νάρθηκα και στα πλάγια κλίτη 194. Σε καμία όμως περίπτωση, δεν γίνεται διάκριση των ναών και δεν γίνεται λόγος για απαγόρευση ταφής εντός των επισκοπικών ναών. Την γενίκευση της χρήσης των ναών ως χώρων ενταφιασμού αποδεικνύουν και τα αρχαιολογικά δεδομένα. Στους επισκοπικούς ναούς της Μακεδονίας έχουν εντοπιστεί ταφές που βρίσκονταν είτε στο εσωτερικό τους, είτε στον περιβάλλοντα χώρο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως ορίζουν και οι κανόνες, οι ταφές εντοπίζονται στο νάρθηκα 195, στο περίστωο, ή στα κλίτη της εκκλησίας και οι τάφοι ήταν συνήθως απλά ορύγματα που ανοίγονταν στα δάπεδα. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις οι τάφοι ήταν υπέργειοι, κιβωτιόσχημοι ή σε σαρκοφάγους ενσωματωμένες σε αρκοσόλια. Στην τελευταία περίπτωση ανήκει ο Άγιος Αχίλλειος, στο νότιο κλίτος του οποίου διαμορφώνονταν τέσσερα αρκοσόλια που φιλοξένησαν ισάριθμες σαρκοφάγους 196 (Σχ. 30). Η διαπίστωση ότι εξωτερικά του ναού αναπτυσσόταν εκτεταμένο νεκροταφείο με ελεύθερες λακκοειδείς ταφές 197, καθιστά εμφανή την προσπάθεια διαφοροποίησης των νεκρών του νότιου κλίτους από το σύνολο των υπόλοιπων νεκρών. Το γεγονός ιερά λείψανα κάτω από την αγία Τράπεζα και την έχρισε με άγιο μύρο (βλ. Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα VI, 479.) 194 Εμμανουηλίδης, Το δίκαιο της ταφής, Για την κοιμητηριακή χρήση του νάρθηκα, βλ. Bache, Fonction funéraire du narthex, 25κ.εξ. 196 Παζαράς, Σαρκοφάγοι, 27, Παϊσίδου, Άγιος Αχίλλειος, 527κ.εξ.
95 95 αυτό, σε συνδυασμό με ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά και τα υπόλοιπα συνευρήματα οδήγησε τον ανασκαφέα στο να αποδώσει τους τάφους Γ και Β του νότιου κλίτους στον τσάρο Σαμουήλ και στον πρίγκηπα Ιωάννη Βλαδισλάβο αντίστοιχα, και τους άλλους δύο σε επίλεκτα μέλη της βουλγαρικής δυναστείας 198. Αν και η επιμέλεια των συγκεκριμένων τάφων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, η ταύτιση των νεκρών με μέλη της βουλγαρικής βασιλικής οικογένειας είναι ίσως υπερβολική. Περισσότερο ίσως πιθανός θα ήταν ο συσχετισμός των τάφων με επισκόπους 199, ή με άλλα εξέχοντα μέλη της εκκλησιαστικής ή κοσμικής ιεραρχίας. Ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση των σαρκοφάγων του νότιου κλίτους του Αγίου Αχιλλείου έχει το γεγονός ότι η πλακόστρωση του υπόλοιπου δαπέδου σταματά στο σημείο που εφάπτεται με τις σαρκοφάγους. Η διαμόρφωση αυτή αποτελεί σαφή ένδειξη είτε ότι ο χώρος είχε προβλεφθεί εξ αρχής για να φιλοξενήσει εκεί τις σαρκοφάγους, είτε αυτές τοποθετήθηκαν εκεί πριν την ολοκλήρωση της πλακόστρωσης. Και στις δύο περιπτώσεις, τα ταφικά μνημεία συνυπήρχαν για όσο διάστημα ο ναός βρισκόταν σε λειτουργία 200. Εκτός από τους νεκρούς του νότιου κλίτους που βρίσκονταν θαμμένοι σε ιδιαίτερη θέση, μεγάλος αριθμός ταφών ανασκάφηκε στο δυτικό τμήμα του ναού και έξω από αυτόν. Στο νάρθηκα ήρθε στο φως μεγάλος αριθμός ανδρικών και κυρίως γυναικείων ταφών χρονολογημένων από τον 11 ο αιώνα 201, ενώ στον εξωτερικό χώρο νότια του ναού ανασκάφηκε εκτεταμένο νεκροταφείο με 160 ταφές σε τρία στρώματα που χρονολογείται από το 12 ο αρχές 15 ου αιώνα. Στο νεκροταφείο αντιπροσωπεύονται όλα τα είδη των τάφων (λακκοειδείς, καλυβίτες, κεραμοσκεπείς, λαξευτοί, ανακομιδές), υπερισχύουν όμως οι λακκοειδείς. Για τις ανάγκες των νεκροδείπνων και των σχετικών με τη νεκρώσιμη ακολουθία τελετών, οικοδομήθηκε νότια της βασιλικής, σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο της, ένα διμερές κτίριο, στο οποίο αργότερα προστέθηκε και τρίτος χώρος 202 (Σχ. 31). 198 Μουτσόπουλος, Η βασιλική, Ivison, Mortuary Practices, Παζαράς, Σαρκοφάγοι, Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος Β, 625κ.εξ. 202 Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος Β, Παϊσίδου, Άγιος Αχίλλειος, 535.
96 96 Στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, ανασκάφηκαν δέκα τάφοι, οι οποίοι βρίσκονταν στο νότιο κλίτος, το νάρθηκα και το Διακονικό και χρονολογούνται στους παλαιολόγειους χρόνους. Η επιμέλεια των κατασκευών τους έχει οδηγήσει στην απόδοσή τους σε μητροπολίτες ή κληρικούς 203. Στους Αγίους Θεοδώρους Σερρών σώζονται τμήματα επιτάφιων πλακών 204, εκ των οποίων η μία προέρχεται από τον τάφο του μοναχού Κλήμεντος, που σύμφωνα με την επιγραφή που σώζει στην εξωτερική επιφάνεια της, πέθανε και ετάφη το Παράλληλα, ανασκαφικές έρευνες στο εσωτερικό του ναού αποκάλυψαν την ύπαρξη τριών κιβωτιόσχημων τάφων στο Ιερό Βήμα, κάτω από τα δάπεδα των παραβημάτων και του Βήματος 205. Στην αυλή του μητροπολιτικού ναού των Σερρών σώζεται και μια ακέραιη μονόλιθη λάρνακα που αρχικά βρισκόταν πιθανότατα τοποθετημένη στο εσωτερικό του ναού. Στο προεξέχον χείλος της κύριας όψης του καλύμματος είναι χαραγμένη επιγραφή που αναφέρει: «+Εκυμήθη ο δούλος του Θεού Ιω(άννης) (πρωτο)σπα(θάριος) κε στρ(ατηγός) Ινδ. γ έτους ςφνη +». Η επιγραφή αποτελεί μια σαφή μαρτυρία για τον ενταφιασμό στον μητροπολιτικό ναό των Σερρών, ενός στρατιωτικού διοικητή στα μέσα του 11 ου αιώνα (1050) 206. Στον επισκοπικό ναό του Σισανίου, αποκαλύφθηκαν τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι οποίοι κατασκευάστηκαν στο χώρο του Διακονικού και στο νότιο κλίτος κατά τη δεύτερη οικοδομική φάση του ναού, στο β μισό του 13 ου αιώνα 207. Στην Παλαιά Μητρόπολη Βεροίας, κατά μήκος του κατεδαφισμένου νότιου κλίτους και του νάρθηκα, ανασκάφηκε μεγάλος αριθμός τάφων 208 κάτω από τη στάθμη των δαπέδων 209 (Σχ.5). Στη βασιλική των Σερβίων, οι επάλληλες ταφές και οι ανακομιδές κάτω από τα δάπεδα της εκκλησίας φτάνουν μέχρι το φυσικό 203 Ivison, Mortuary Practices, Παζαράς, Σαρκοφάγοι, Α. Στρατή, ΑΔ 47 (1992), β2, Για την πλάκα βλ. Παζαράς, Σαρκοφάγοι, Πέτκος, Σισάνι, Ε. Κουρκουτίδου Νικολαϊδου, Χρ. Μαυροπούλου Τσιούμη, Θ. Παζαράς, ΑΔ 32(1977), Β2, Οι τάφοι είναι αδημοσίευτοι.
97 97 βράχο και μπορούν να χρονολογηθούν βρίσκονται από τον 9ο 10 ο αιώνα και εξής. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι τάφοι διαταράχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως οστεοφυλάκια 210. Χρήση του επισκοπικού ναού και ως κοιμητηριακού εντοπίζεται και στο ναό που ανασκάφηκε στο Morodvis, όπου ήρθαν στο φως τάφοι χρονολογημένοι από το τέλος του 12 ου αιώνα ως και τον 19 ο αιώνα 211. Τέλος, στον επισκοπικό ναό της Ρεντίνας, όλοι οι χώροι του ισογείου της βασιλικής περιμετρικά της κινστέρνας είχαν διαμορφωθεί ως ταφικοί χώροι(σχ. 38). Σε όλη την έκταση που καταλάμβαναν οι χώροι αυτοί ανασκάφηκαν πολυάριθμες ταφές σε επάλληλα στρώματα, οι οποίες οριοθετούνται και καλύπτονται με σχιστόπλακες. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ένας τάφος που ανασκάφηκε στη ΝΔ γωνία του ισογείου, ο οποίος καλυπτόταν με αρκοσόλιο (Σχ. 37), γεγονός που υποδηλώνει ότι ίσως προοριζόταν για κάποιο επίσημο πρόσωπο 212. Τμήμα του ίδιου νεκροταφείου ανασκάφηκε στο χώρο δυτικά και βόρεια της βασιλικής, όπου εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός ταφών που προδίδουν τη χρήση του νεκροταφείου τουλάχιστον από τον 6 ο ως τον 13 ο αιώνα 213. Όπως προκύπτει από τις ανασκαφικές έρευνες, οι επισκοπικοί ναοί χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα και ως χώροι ενταφιασμού. Από τα υπάρχοντα στοιχεία δεν είναι γνωστό εάν όλα τα πρόσωπα που τάφησαν στο εσωτερικό τους ήταν σημαίνοντα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας που έφεραν ίσως κάποιο αξίωμα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι επιγραφές των μνημείων ή η τοποθέτηση των νεκρών σε περίτεχνα διακοσμημένες σαρκοφάγους και η κατασκευή αρκοσολίων (Άγιος Αχίλλειος, Άγιοι Θεόδωροι Σερρών), υποδηλώνει την υψηλή θέση που κατείχαν οι κάτοχοί τους στην εποχή και την κοινωνία τους 214. Οπωσδήποτε ο θάνατος ενός κοσμικού προσώπου που κατείχε ένα αξίωμα αποτελούσε σημαντικό γεγονός για την πόλη, γι αυτό και ο ενταφιασμός του στον κεντρικό ναό ίσως ήταν βασική επιδίωξη των υπόλοιπων αρχών ή των συγγενών του. Από την άλλη, είναι λογικό να 210 Α. Τσιλιπάκου, ΑΔ 52(1997), Β, Trajkovski, Morodvis, Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, Βλ. σχετικά παραδείγματα στο: Παζαράς, Τάφος των κτητόρων, 418 κ.εξ.
98 98 σκεφτεί κανείς ότι στον επισκοπικό ναό θα θάπτονταν οι επίσκοποι, μέλη του κλήρου και φυσικά οι κτίτορες των ναών 215. Σε άτομα των παραπάνω τάξεων που κατείχαν σημαντικές θέσεις στην εκκλησιαστική και κοσμική ζωή των πόλεων ανήκουν πιθανότατα οι πιο περίτεχνοι από τους τάφους που έχουν αποκαλυφθεί, οι οποίοι μάλιστα ήταν υπέργειοι ώστε να μένει ζωντανή η ανάμνηση των κατόχων τους στους πιστούς. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις των θαμμένων στο νάρθηκα ή στα κλίτη της εκκλησίας, δεν φαίνεται να γίνεται κάποια διαφοροποίηση ως προς το φύλο ή την τάξη τους, με εξαίρεση ίσως κάποιους τάφους, οι οποίοι συνοδεύονται με κοσμήματα. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, αυτό που προκύπτει αβίαστα ως εύλογο συμπέρασμα είναι το γεγονός ότι η συνεχής χρήση των επισκοπικών ναών ως χώρων ενταφιασμού συνεπάγεται και την τέλεση σ αυτούς νεκρώσιμων ακολουθιών και μνημοσύνων. ε. Λιτανείες Οι λιτανείες ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη λειτουργική ζωή τόσο της Κωνσταντινούπολης, όσο και των υπόλοιπων πόλεων της αυτοκρατορίας. Στις βυζαντινές πηγές γίνεται πολύ συχνά λόγος γι αυτές, με αφορμή τις λειτουργικές πομπές κλήρου και λαού προς μια συγκεκριμένη εκκλησία προκειμένου να τελεστεί εκεί μια εορτή 216. Αυτό που προκύπτει από τις γραπτές μαρτυρίες είναι ότι λιτανείες πραγματοποιούνταν σε όλο το χριστιανικό κόσμο, με διαφορετική όμως συχνότητα και πυκνότητα. Στην Ιερουσαλήμ λιτανείες γίνονταν μόνο στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, ενώ στη Ρώμη, οι σημαντικότερες λιτανείες ήταν αυτές που λάμβαναν χώρα στη διάρκεια του Πάσχα. Στην Κωνσταντινούπολη, γίνονταν σε όλη τη διάρκεια του έτους και σχετίζονταν συνήθως με τις γιορτές των αγίων και με σημαντικά ιστορικά γεγονότα της Πρωτεύουσας. Όσον αφορά τη θέση τους στη θρησκευτική ζωή των κατοίκων της πρωτεύουσας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι στο 215 Bache, Fonction funéraire du narthex, Taft, Lite, ODB 2, 1234.
99 99 Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας καταγράφονται 68 λιτανείες ετησίως, αριθμός που αντιστοιχεί σε περίπου μία λιτανεία κάθε πέντε μέρες. Σχεδόν στις μισές από αυτές λάμβανε μέρος και ο πατριάρχης (32), ενώ σε 17 λιτανείες συμμετείχε και ο αυτοκράτορας 217. Στην Κωνσταντινούπολη, ο λειτουργικός ρόλος της Αγίας Σοφίας στις διάφορες λιτανείες ήταν ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς αποτελούσε συχνά την αφετηρία της πομπής. Στη συνέχεια, κλήρος και λαός αφού διέσχιζαν κάποια από τις βασικές οδικές αρτηρίες της πόλης, οι οποίες ξεκινούσαν από την περιοχή που βρισκόταν το Παλάτι και η Μεγάλη Εκκλησία, έχοντας διάφορους σταθμούς στην πορεία τους, επέστρεφαν στην αφετηρία 218. Στις πηγές υπάρχουν συχνά αναφορές για λιτανείες, βάσει των οποίων είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι συμμετέχοντες σ αυτές κρατώντας σταυρούς, εικόνες και λαμπάδες, ακολουθούσαν την προκαθορισμένη διαδρομή υπό την καθοδήγηση των μελών του κλήρου. Η συμμετοχή του κλήρου στις πομπές αυτές ήταν απαραίτητη, σε σημείο που ο Ιουστινιανός με την 123 η Νεαρά του, χρονολογημένη το 546, απαγόρευε την τέλεση λιτανείας μόνο από λαϊκούς χωρίς τη συμμετοχή του επισκόπου και των κληρικών: «πᾶσιν δὲ τοῖς λαϊκοῖς ἀπαγορεύομεν λιτὰς ποιεῖν δίχᾳ τῶν ὀσιωτάτων τῶν τόπων ἐπισκόπων καὶ τῶν ὑπ αὐτοὺς εὐλαβεστάτων κληρικῶν. ποῖα γὰρ ἐστι λιτῆ ἐν ᾗ ἱερεῖς οὐχ εὑρίσκονται καὶ τὰς συνήθεις ποιοῦσιν εὐχὰς;» 219. Πολλοί ήταν οι λόγοι που εξωθούσαν το λαό σε λιτανείες. Οι συγγραφείς της παλαιοχριστιανικής περιόδου καταγράφουν συχνά λιτανείες που γίνονταν με αφορμή την άφιξη στην πόλη ιερών λειψάνων. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Ιωάννης Χρυσόστομος περιγράφοντας τη λιτανεία που έγινε στην Κωνσταντινούπολη όταν έφτασαν τα λείψανα του Αγίου Φωκά από τον Πόντο, έλεγε χαρακτηριστικά: «Λαμπρὰ γέγονεν ἡμῖν χθὲς ἡ πόλις, λαμπρὰ καὶ περιφανὴς. οὐκ ἐπειδὴ κίονας εἶχεν, ἀλλ ἐπειδὴ μάρτυρα πομπεύοντα ἀπὸ Πόντου πρὸς ἡμᾶς παραγενόμενον.εἶδες αὐτὸν διὰ τῆς ἀγορᾶς ἀγομένου;» Baldovin, Urban Character, Taft, Byzantine Rite, Νεαραί Ιουστινιανού 123: 31, 123: Ιωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸν ἅγιον Φωκάν, 699.
100 100 Τον 5 ο αιώνα, οι ιστορικοί της Κωνσταντινούπολης Σωκράτης και Σωζομενός, παρέχουν πολλές πληροφορίες για τις πομπές στα χρόνια του Χρυσοστόμου. Και οι δύο μιλούν για νυχτερινές πομπές και αντιφωνικές ψαλμωδίες. Με την οικονομική συνδρομή της αυτοκράτειρας ο Χρυσόστομος ενίσχυσε τις λιτανευτικές πομπές με ασημένιους σταυρούς και λαμπάδες 221. Ο Σωκράτης διασώζει ότι κατά την επιστροφή του λειψάνου του Ιωάννου Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη από την εξορία, «μετὰ πολλῆς τιμῆς, δημοσίᾳ πομπεύσας αὐτὸ» έλαβε χώρα μεγαλοπρεπής πομπή με ψαλμωδίες στην πόλη 222. Πολλές αναφορές σε λιτανείες βρίσκει κανείς και στο Θεόδωρο Αναγνώστη (αρχές 6 ου αιώνα), ο οποίος καταγράφει και τη συμμετοχή του αυτοκράτορα σε αυτές. Ο ίδιος συγγραφέας επισημαίνει την προσπάθεια του Αναστασίου (~496) να ελέγξει τις πομπές με την τοποθέτηση του επάρχου της πόλης, επικεφαλής αυτών. Από τον 6 ο περίπου αιώνα και εξής, οι αναφορές στις πηγές για τις λιτανευτικές πομπές λιγοστεύουν και τις περισσότερες φορές συνδέονται με καταστροφές ή σεισμούς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων λιτανειών που πραγματοποιήθηκαν ύστερα από ένα μεγάλο σεισμό επισημαίνονται στο Πασχάλιο Χρονικό, το οποίο συντάχθηκε στα χρόνια του Ηρακλείου. Στο Χρονικό γίνεται λόγος για το σεισμό της 6 Νοεμβρίου του 447, ο οποίος φαίνεται πως ήταν τόσο σφοδρός «ὣστε μὴ τολμᾶν τινα ἐν οἴκῳ μένειν, ἀλλ ἔφυγον ἔξω τῆς πόλεως πάντες, λιτανεύοντες ἡμέρας καὶ νυκτός, γέγονε γὰρ ἀπειλὴ μεγάλη ὅθεν καὶ ἡ ἀνάμνησις κατ ἔτος ἐπιτελεῖται μέχρι νῦν τῆς λιτανείας ὑπὲρ τῆς τοῦ φιλανθρώπου θεοῦ μακροθυμίας» 223. Σε έναν ανάλογο σεισμό που έπληξε την Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο του 533, αναφέρονται αγρυπνίες, προσευχές και λιτανείες. Το γεγονός καταγράφεται στο Πασχάλιο Χρονικό γέγονε σεισμὸς μέγας ἀβλαβὴς ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἑσπέρας βαθείας, ὥστε πάσαν τὴν πόλιν συναχθῆναι εἰς τὸν Φόρον Κωνσταντίνου καὶ λιτανεύειν καὶ λέγειν Ἅγιος ὁ Θεὸς, ἅγιος ἰσχυρὸς, ἅγιος ἀθάνατος ὁ σταυρωθεὶς δι ἡμᾶς, ἐλέησον ἡμᾶς καὶ ἔμειναν πᾶσαν τὴν νύκτα ἀγρυπνοῦντες καὶ εὐχόμενοι. Πρωΐας δὲ 221 Baldovin, Urban Character, Σωκράτης Σχολαστικός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἰστορία VII, Χρονικὸν Πασχάλιον 586.
101 101 γενομένης, ὁ πᾶς δῆμος τῶν λιτανευόντων ἐξευόησεν. Νικᾶ ἡ τύχη τῶν χριστιανῶν.» 224 Σε μεταγενέστερες πηγές όπως στη Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή ( ) διασώζονται πολλές πληροφορίες για λιτανευτικές πομπές που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεοφάνης καταγράφει λιτανείες που πραγματοποιήθηκαν μετά από οκτώ σεισμούς που έπληξαν την πόλη από το 437 ως το 812, καθώς και λιτανείες που πραγματοποιήθηκαν με αφορμή την έκρηξη του ηφαιστείου το 469 και την ξηρασία του Γενικά, οι χρονικογράφοι και οι ιστορικοί τονίζουν συχνά την τέλεση λιτανείας ύστερα από κάποιο σεισμό, ή εν αναμονή εχθρικών επιδρομών. Ανάμεσα στο 404 και στο 960, καταγράφονται 18 σεισμοί, οι οποίοι χτύπησαν την Κωνσταντινούπολη. Οι σεισμοί αυτοί, ή και άλλες φυσικές καταστροφές όπως ξηρασίες, εκρήξεις ηφαιστείων, αλλά και η απειλή εχθρικών επιδρομών, εξωθούσαν τον πληθυσμό να βγει στους δρόμους και να παρακαλέσει για τη θεία βοήθεια και σωτηρία. Και όταν αυτή ερχόταν, ο λαός στην ετήσια ανάμνηση του γεγονότος, έβγαινε στους δρόμους και έκανε λιτανείες 226. Σε μια ιστορική περίοδο και σε ένα κράτος όπου πολιτική και θρησκεία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα, οι πομπές λιτανείες αποτελούσαν υπόθεση ολόκληρης της πόλης (civic affairs). Η συμμετοχή του κόσμου ήταν συνήθως πολύ μεγάλη, και αυτό είναι κάτι που επισημαίνεται στα γραπτά κείμενα, αλλά αποτυπώνεται και στην τέχνη. Οι παραστάσεις λιτανειών σε τοιχογραφίες 227 και χειρόγραφα 228 εμπεριέχουν συνήθως την απεικόνιση ενός μεγάλου αριθμού λαϊκών, οι οποίοι κρατώντας λαμπάδες, ακολουθούν τον επίσκοπο, τους κληρικούς και τους διακόνους που προπορεύονται υψώνοντας μεταλλικούς συνήθως σταυρούς Χρονικὸν Πασχάλιον, Baldovin, Urban Character, Taft, Byzantine Rite, Cotsonis, Processional Crosses, Από τις πιο χαρακτηριστικές απεικονίσεις λιτανείας στην εντοίχια ζωγραφική είναι η παράσταση που σώζεται στη Βλαχέρνα της Άρτας (βλ. Achimastou Potamianou, Vlacherna Monastery, 4 14). 228 Παραστάσεις λιτανειών σε χειρόγραφα βλ. ενδεικτικά,cotsonis, Processional Crosses, Walter, Art, 43,44, 52, Για τη χρήση των σταυρών στις λιτανείες βλ. Cotsonis, Processional Crosses,
102 102 Από την άλλη, ο αριθμός των λιτανευτικών σταυρών που έχουν σωθεί από τη μέση βυζαντινή περίοδο στις διάφορες βυζαντινές πόλεις, έξω από την Κωνσταντινούπολη, δεν είναι καθόλου μικρός. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι κατασκευασμένοι από χαλκό, ή σπανιότερα από ασήμι, ενώ από τις πηγές πληροφορούμαστε ότι υπήρχαν και χρυσοί σταυροί που όμως δεν σώθηκαν 230. Η ύπαρξη τέτοιων βυζαντινών λιτανευτικών σταυρών σε πολλές πόλεις και μουσεία 231 αποτελεί τον καλύτερο μάρτυρα για την τέλεση λιτανειών και στις επαρχιακές πόλεις έξω από την πρωτεύουσα 232. Οι περισσότερες από αυτές τις λιτανείες 233 ξεκινούσαν και τελείωναν στον επισκοπικό ναό που αντιπροσώπευε το θρησκευτικό κέντρο της πόλης και στην πορεία διέρχονταν από τα κεντρικά σημεία της πόλης, με ενδιάμεσους σταθμούς και σε άλλες εκκλησίες. Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης είναι πολύ χαρακτηριστικό. Τον 12ο αιώνα καταγράφεται στις πηγές η λιτάνευση στην πόλη της εικόνας της Παναγίας Οδηγήτριας 234. Τη μαρτυρία διασώζει στο κείμενό του ο μητροπολίτης Ευστάθιος, ο οποίος αναφέρει ότι η Παναγία «ἡ παρ ἡμῖν τοῦ ὁδηγεῖν ἐπώνυμος προοδεύουσα τότε καθ ἡμέραν καὶ περιελθοῦσα ἔνθα τῆς πόλεως» 235. Λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας προς την Αγία Σοφία με σκοπό την τέλεση εκεί ιερών ακολουθιών αναφέρει και ο Συμεών τρεις αιώνες μετά τον Ευστάθιο. Σύμφωνα με αυτόν, η εικόνα βρισκόταν «ἐν τῷ ναῷ τῆς Ὁδηγητρίας Καὶ 230 Cotsonis, Processional Crosses, Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας σώζονται περισσότεροι από 15 βυζαντινοί σταυροί λιτανείας(αδημοσίευτοι). 232 Παραδείγματα λιτανευτικών σταυρών παρατίθενται σε πολλούς καταλόγους εκθέσεων (βλ. χαρακτηριστικά, Glory of Byzantium, 55 67, No Συλλογή Τσολοζίδη, 40 41, No 55 57). 233 Εννοείται ότι δεν γίνεται εδώ λόγος για τις λιτανείες που σχετίζονταν με συγκεκριμένες λιτανευτικές εικόνες, συνήθως της Παναγίας, που υπήρχαν σε προσκυνηματικούς ναούς ή σε μοναστήρια. 234 Η εικόνα της Οδηγήτριας που υπήρχε στον ομώνυμο ναό της Θεσσαλονίκης έχει σχετιστεί από τους Ξυγγόπουλο και Παπαζώτο με το ναό της Αχειροποιήτου (βλ. Παπαζώτος, Ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου, 112 κ.εξ. όπου συζητείται εκτενώς το θέμα της ταύτισης του ναού της Παναγίας Οδηγήτριας με αυτόν της Αχειτοποιήτου). Για τα σχετικά κείμενα του Συμεών που αναφέρονται στη λιτάνευση της εικόνας από τον ναό της Οδηγήτριας βλ. σχετικά, Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 175). 235 Eυστάθιος, Ιστορία της αλώσεως
103 103 συναγομένων, φέρουσι τὴν ἁγίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας μου Θεοτόκου τῆς Ὁδηγητρίας εἰς τὸ μέσον τοῦ μεγάλου ναοῦ.» 236. Από τα συγγράμματα του Συμεών γίνεται εμφανές ότι οι λιτανείες ακόμη και σ αυτήν την όψιμη περίοδο, εξακολουθούν να καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη λειτουργική ζωή της Θεσσαλονίκης. Οι λιτανείες αυτές ήταν στην πραγματικότητα ιερές πορείες ολόκληρου του λαού και του κλήρου της πόλης που κατευθύνονταν προς ένα συγκεκριμένο ναό για την τέλεση εκεί μιας πανηγυρικής σύναξης, ακολουθίας ή και θείας λειτουργίας 237. Οι λειτουργίες ή ακολουθίες στις οποίες κατέληγαν οι πομπές, είτε τελούνταν εξολοκλήρου στο ναό της Αγίας Σοφίας, είτε σε δύο ναούς, οπότε στις περιπτώσεις αυτές τελούνταν αλλού ο όρθρος κι αλλού η λειτουργία, με τη μεσολάβηση λιτανευτικής πομπής ανάμεσα στα δύο μέρη. Συνήθως, κλήρος και λαός ξεκινούσαν από την Αγία Σοφία και κατευθύνονταν κατά περίπτωση, στον Άγιο Δημήτριο, στην Αχειροποίητο, στο ναό του Αποστόλου Παύλου, στους Αγίους Αποστόλους κ.α. Στο ευχολόγιο που συνέγραψε ο αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης Συμεών, καταγράφεται ένας μεγάλος αριθμός ευχών, οι οποίες διαβάζονταν με αφορμή μεγάλες γιορτές ή γεγονότα που λάμβαναν χώρα στην πόλη. Σύμφωνα με τον Συμεών, παραμονή της εορτής του Ευαγγελισμού, γινόταν λιτανεία, στην οποία ο αρχιερέας «μετὰ τοῦ κλήρου παντὸς, ψαλλομένων τῶν ἰδιομέλων μετὰ τῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Ὁδηγητρίας» και τη συνοδεία λαού, ξεκινούσαν από το ναό της Αγίας Σοφίας και κατέφταναν στην Αχειροποίητο, όπου ο αρχιερέας, προ της εισόδου στο ναό διάβαζε τη σχετική ευχή 238. Με αφετηρία τον μητροπολιτικό ναό της Θεσσαλονίκης γίνονταν και άλλες λιτανείες «ἐν πάσαις ταῖς τῆς Θεοτόκου ἑορταῖς, ἤτοι τῇ ἁγίᾳ Γεννήσει αὐτῆς, τοῖς Εἰσοδίοις, τῇ Ὑπαπαντῇ τοῦ Σωτῆρος, τῷ θείῳ Εὐαγγελισμῷ, καὶ τῇ ἁγίᾳ Κοιμήσει» Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 138, Υ Φουντούλης, Ιδιορρυθμίες, Φουντούλης, Συγγράμματα, 3 6. Ο ίδιος, Μαρτυρίαι, 142, Δ Φουντούλης, Λειτουργικόν Έργον, 51.
104 104 Αντίστοιχα στις μεγάλες γιορτές του χριστολογικού κύκλου, ο μητροπολιτικός ναός αποτελούσε την κατάληξη της λιτανείας. Την Κυριακή των Βαΐων, η ακολουθία του όρθρου ξεκινούσε από το ναό του Αγίου Δημητρίου και στη συνέχεια ο αρχιερέας «λιτανεύων τὸ πρωὶ μετὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων» κατέβαινε στην είσοδο της Αγίας Σοφίας 240, όπου διάβαζε «Εὐχὴ ρηθεῖσα ἐν τῇ λιτῇ τῶν Βαΐων πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ» 241, και στη συνέχεια εισερχόταν στο ναό προκειμένου να τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Τακτικά γίνονταν λιτανείες κατά την ανάμνηση των εγκαινίων των υπόλοιπων ναών της πόλης, οι οποίες ξεκινούσαν από την Αγία Σοφία και κατέληγαν στο συγκεκριμένο κάθε φορά ναό, όπου τελούνταν η ανάμνηση των εγκαινίων του 242. Ιδιαίτερο επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Συμεών συντάσσει μια σειρά ευχών, με τις οποίες ζητείται η θεία βοήθεια για την αντιμετώπιση ακραίων καιρικών φαινομένων, καταστροφών, ασθενειών και λοιμών. Πρόκειται για «Εὐχὴ ἐπὶ σεισμῷ καὶ αὐχμῷ καὶ λιμῷ καὶ πάσῃ ἄλλῃ κακώσει» 243, «ἐν αὐχμῷ λεγομένη» 244, «..λεγομένη ἐπὶ σεισμῷ, αὐχμῷ, καὶ ἐθνῶν ἐπιδρομῇ καὶ πάσῃ αἰτήσει» 245, «ἐπὶ αὐχμῷ καὶ λιμῷ καὶ ἐθνῶν ἐπιδρομῇ» 246, «ἐπὶ τῇ τοῦ θανάτου πληγῇ» 247, «..εἰς ἐπιδρομὴν ἐθνῶν καὶ πᾶσαν αἴτησιν» 248, «κατὰ ἐθνικῶν πολεμίων ἐν παντὶ καιρῷ ἀναγκαία τῆς αὐτῶν ἐπιθέσεως» 249. Οι παραπάνω ευχές που διαβάζονταν σε έκτακτες περιστάσεις, όταν η πόλη μαστιζόταν από κάποια συμφορά, ή εν αναμονή κάποιων εχθρικών επιθέσεων, σχεδόν πάντα συνδυάζονταν με λιτανείες, οι οποίες είχαν ως αφετηρία και κατάληξη το μητροπολιτικό ναό. Ο αρχιεπίσκοπος, πρωτοστατούσε μαζί με τον κλήρο σε αυτές τις πομπές, κρατώντας συχνά μια μεγάλη λιτανευτική εικόνα, συνήθως της Παναγίας Οδηγήτριας, 240 Φουντούλης, Λειτουργικόν Έργον, Φουντούλης, Συγγράμματα, Φουντούλης, Ιδιορρυθμίες, Φουντούλης, Συγγράμματα, Φουντούλης, Συγγράμματα, Φουντούλης, Συγγράμματα, Φουντούλης, Συγγράμματα, Φουντούλης, Συγγράμματα, Φουντούλης, Συγγράμματα, Φουντούλης, Συγγράμματα,
105 105 λιτανευτικούς σταυρούς και λαμπάδες, ενώ ο υπόλοιπος λαός ακολουθούσε την πομπή, η οποία περιφερόταν μέσα στην πόλη. Οι περισσότεροι από τους βυζαντινούς σταυρούς και τις εικόνες λιτανείας που έχουν σωθεί σήμερα ανήκουν σε συλλογές, και ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που γνωρίζουμε την αρχική τους προέλευση. Λόγω της μεγάλης θρησκευτικής αλλά και καλλιτεχνικής αξίας που είχαν, δεν θα ήταν υπερβολικό ίσως να αποκλείσουμε την πιθανότητα ότι βρίσκονταν απροστάτευτοι στις διάφορες εκκλησίες των πόλεων γιατί αυτές δεν μπορούσαν να εγγυηθούν την ασφάλειά τους. Αντίθετα, είναι πιθανόν οι σταυροί και οι λιτανευτικές εικόνες να φυλάσσονταν στον επισκοπικό ναό της πόλης, ίσως μάλιστα μέσα στο σκευοφυλάκιο του ναού με την ασφάλεια του οποίου ήταν ειδικά επιφορτισμένος υπάλληλος, ο σκευοφύλακας 250, και να ανασύρονταν από εκεί όποτε επρόκειτο να τελεστεί κάποια λιτανεία. Στ. Εορτασμοί Από τις πιο σημαντικές και εντυπωσιακές λειτουργικές συνάξεις που πραγματοποιούνταν στους επισκοπικούς ναούς των βυζαντινών πόλεων ήταν αυτές που τελούνταν με αφορμή την ημέρα του εορτασμού τους. Μια εικόνα για όσα λάμβαναν χώρα στους καθεδρικούς ναούς με αφορμή την ημέρα του εορτασμού τους μπορεί κανείς να αντλήσει από τη διάταξη των ακολουθιών που έχει συγγράψει ο Συμεών, αναφερόμενος στη μητρόπολή του. Όπως είναι γνωστό, ο καθεδρικός ναός της Θεσσαλονίκης πανηγύριζε στις 14 Σεπτεμβρίου, εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Στοιχείο της τελετής αποτελούσε «Ἡ τάξις τῆς ἐν τρούλλῳ φήμης» 251, η οποία ήταν μια πολύ πανηγυρική και θεαματική τελετή που πραγματοποιούνταν στον τρούλλο του καθεδρικού ναού. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη «τάξη», την παραμονή της εορτής, «Μετὰ τὸ δῦναι τὸν ἥλιον, ἀνέρχονται οἱ ψάλται καὶ οἱ ἀναγνῶσται πάντες μετὰ τῶν ἱματίων καὶ τῶν σκιαδίων αὐτῶν καὶ ἄλλοι ἀσκεπεῖς μετὰ φώτων καὶ λαμπάδων ἐν τῷ τρούλλῳ, κρατοῦντες καὶ σημαντήρια ξύλινα καὶ 250 Για το αξίωμα του σκευοφύλακα βλ. Λεονταρίτου, Αξιώματα, , όπου και η παλαιότερη σχετική με το θέμα βιβλιογραφία. 251 Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 143, Δ4. Ο ίδιος, Ιδιορρυθμίες,
106 106 σημαίνοντες, πρότερον τῶν κωδώνων μηνυσάντων ἱκανῶς τὴν αὐτῶν ἄφιξιν καὶ παυσαμένων ἐν τῷ αὐτοὺς ἀνέρχεσθαι. Τοῦ δὲ ἀρχιερέως προκαθίσαντος ἐν τοῖς κελλίοις αὐτοῦ, καταντικρὺ τῶν ἀνελθόντων, λαμπάδων πολλῶν κύκλῳ αὐτοῦ ὑφαπτομένων καὶ θυμιαμάτων τὸν ἀέρα πληρούντων καὶ πάντων παρισταμένων αὐτῷ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, αὐτῶν τε τῶν ἐξωκατακήλων καὶ τῶν ἄλλων, ψάλλει ἄνωθεν ὁ τῆς πρώτης ἑβδομάδος δομέστικος τὸ «Εὐλόγησον, δέσποτα». Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς μικρὸν ὑπαναστὰς ἐκφωνεῖ τὸ «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν.» Καὶ εὐθὺς κατέρχονται καὶ ἀπελθόντες λαμβάνουσιν εὐλογίαν παρὰ τοῦ ἀρχιερέως, γινομένης αὐτοῖς καὶ παρακλήσεως» 252. Από τα όσα καταγράφονται στο παραπάνω τυπικό γίνεται φανερό ότι το προηγούμενο της εορτής βράδυ, μετά την δύση του ήλιου, οι ψάλτες και οι αναγνώστες ανέβαιναν στον τρούλλο της Αγίας Σοφίας κρατώντας λαμπάδες, φώτα και ξύλινα σήμαντρα. Την ίδια ώρα ο αρχιερέας με τους κληρικούς και τους εκκλησιαστικούς άρχοντες της μητρόπολής του είχαν παραταχθεί στους εξώστες του επισκοπείου του, το οποίο βρισκόταν βόρεια βορειοδυτικά του ναού. Ο λαός κρατώντας λαμπάδες και θυμιάματα έπαιρνε τη θέση του στο αίθριο του ναού, την ώρα που άρχιζε η ακολουθία του πολυχρονισμού. Οι αντιφωνικές ψαλμωδίες που ακούγονταν από τους ψάλτες, οι οποίοι είχαν πάρει τη θέση τους στον τρούλλο και στο επισκοπείο, αποτελούσαν ένα εκπληκτικό θέαμα που προσέδιδε στον εορτασμό έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα 253. Στα πρακτικά προβλήματα που προέκυπταν από την εφαρμογή της παραπάνω τάξης, δίνουν απάντηση τα αρχαιολογικά δεδομένα. Όπως διαπίστωσε η Καλλιόπη Θεοχαρίδου 254 κατά τη διάρκεια των αναστηλωτικών εργασιών του μνημείου, στο πάχος του τυμπάνου του τρούλλου, και συγκεκριμένα στη βορειοανατολική του γωνία(εικ. 9), υπήρχε ενσωματωμένη κτιστή κλίμακα ανόδου προς τη στέγη του(εικ.10). Ο καθηγητής Γεώργιος Βελένης, αποσυνδέοντας την κατασκευή της κλίμακας από την ανάγκη επιδιόρθωσης της στέγης, πρότεινε την ερμηνεία της στο πλαίσιο εφαρμογής της παραπάνω τελετής, για τις 252 Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 143, Δ Φουντούλης, Ιδιορρυθμίες, Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 74 75, , εικ.15 19, πίν. 22.
107 107 ανάγκες της οποίας έπρεπε με κάποιο τρόπο να εξασφαλίζεται η άνοδος στον τρούλλο των ψαλτών και των αναγνωστών 255 (Σχ ). Όπως απέδειξε ο καθηγητής Βελένης, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η ανάβαση στη γωνία του τρούλλου, και η συνέχιση της πορείας της κλίμακας με κεκλιμένο επίπεδο, αντί για σκαλοπάτια, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το πλάτος της ράμπας σταδιακά αυξάνεται, οδηγούν στην άποψη ότι η κλίμακα δεν σταματούσε στη στάθμη των σημερινών παραθύρων του τυμπάνου, αλλά συνέχιζε ψηλότερα και απέληγε σε έναν αρκετά διευρυμένο διάδρομο σε ψηλότερη στάθμη. Στο διάδρομο αυτό θα στέκονταν οι επισκέπτες του τρούλλου προκειμένου να εκφωνήσουν την «φήμη» του επισκόπου. Για την ασφάλειά τους περιμετρικά του τυμπάνου θα υπήρχε αναμφίβολα στηθαίο σε ικανό ύψος, το οποίο για λόγους συνεκτικότητας θα ήταν κατασκευασμένο με παρόμοια με τον υπόλοιπο τρούλλο τοιχοποιία 256. Η παραπάνω ιδιόρρυθμη τελετή που λάμβανε χώρα την παραμονή της εορτής του Τιμίου Σταυρού στο μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας ήταν αναμφίβολα μια γιορτή στην οποία συμμετείχε όλη η πόλη. Οι κωδωνοκρουσίες και οι ήχοι από τα ξύλινα σήμαντρα σε συνδυασμό με τις ψαλμωδίες που αντάλλασσαν οι ψάλτες εναλλάξ από τον τρούλλο και το επισκοπείο προσέδιδαν έναν ιδιαίτερο τόνο στους εορτασμούς της συμπρωτεύουσας, οι οποίοι όπως φαίνεται από την περιγραφή ρου Συμεών τελούνταν με εξαιρετική επισημότητα και τάξη. Παράλληλα, οι πηγές καθιστούν σαφές το γεγονός ότι τα δρώμενα που λάμβαναν χώρα παραμονή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού δεν πρωτοεμφανίστηκαν στα χρόνια του Συμεών, αλλά πραγματοποιούνταν επί πολλούς αιώνες καθιερώνοντας με τρόπο πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό το χαρακτήρα των εορτασμών του καθεδρικού ναού της Θεσσαλονίκης. Αν και δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς έλαβε για πρώτη φορά χώρα η συγκεκριμένη τελετή, αυτό που προκύπτει από τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι ότι καθώς η κλίμακα του τρούλλου της Αγίας Σοφίας έχει περιληφθεί στον αρχικό σχεδιασμό του μνημείου, μπορεί να δεχθεί κανείς 255 Βελένης, Ναοδομία, 74κ.εξ. 256 Βελένης, Ναοδομία,
108 108 τη χρήση της στο πλαίσιο της παραπάνω τελετής, ή έστω κάποιας άλλης που δεν διέφερε σε μεγάλο βαθμό από αυτήν που διέσωσε ο Συμεών. Όσον αφορά τις πηγές, η πρωιμότερη αναφορά σε αυτή την τελετή ανάγεται στο 12 ο αιώνα. Ήδη από τα χρόνια του Ευσταθίου, ο οποίος διετέλεσε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης το διάστημα /6, γίνεται λόγος για ανάβαση στον τρούλλο των κληρικών, για τις κωδωνοκρουσίες και ξύλινα σήμαντρα. Στο έργο του ο Ευστάθιος αναφέρει ότι όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Νορμανδούς, το 1185, στο πλαίσιο τέλεσης της γνωστής τελετής, την παραμονή της Υψώσεως του Σταυρού, οι κληρικοί ανέβηκαν «εἰς τὴν τοῦ καθ ἡμᾶς καθολικοῦ ἱεροῦ κορυφὴν τὰ συνήθη τελέσοντες», και παρά την απαγόρευση των Νορμανδών να χτυπούν σήμαντρα, αυτοί «ἐσήμαναν τῷ ξύλῳ τὴν ἑορτὴν τρανέστερον». Το αποτέλεσμα ήταν να ορμήσουν στο ναό οι Νορμανδοί με γυμνά ξίφη και να ξεκινήσουν έρευνες και ανακρίσεις γύρω από το θέμα. Ο Ευστάθιος, μπροστά σ αυτήν την εξέλιξη απορεί για το πως ήταν δυνατό οι Νορμανδοί να μην ενοχλούνταν και να μην υποπτεύονταν «τοὺς ἄνω περὶ τὸν Μυροβλήτου ναὸν σημαντικοὺς τοῦ ψάλλειν μεγάλους κώδωνας», αλλά «τὸ περὶ τὴν μητρόπολιν συνθηματίζειν ξύλον τὴν ἱερὰν σύναξιν βαρέως φέρουσι» 257. Δεν χωράει αμφιβολία ότι «ἡ κορυφὴ τοῦ καθολικοῦ ἱεροῦ» δεν είναι άλλη από τον τρούλλο του ναού, στον οποίο ανέβαιναν κληρικοί «τὰ συνήθη τελέσοντες», χρησιμοποιώντας την κλίμακα που βρισκόταν στο πάχος του τυμπάνου. Αν λοιπόν η τελετή αυτή είχε καθιερωθεί πριν τον 12 ο αιώνα, σε τέτοιο μεγάλο βαθμό ώστε να συνεχίσει να την τελεί ο μητροπολίτης ακόμη και σε εποχή που υπήρχε συγκεκριμένη απαγόρευση, μπορεί κανείς να αντιληφθεί πόσο σημαντική ήταν για την εκκλησιαστική ζωή της Θεσσαλονίκης. Στις πηγές δεν είναι γνωστές ανάλογες τελετές από άλλους επισκοπικούς ναούς. Ωστόσο, είναι προφανές ότι τις αντίστοιχες μέρες της εορτής τους θα τελούνταν με επισημότητα αρχιερατική λειτουργία, με τη συμμετοχή σ αυτήν του κλήρου της τοπικής εκκλησίας, αλλά και άλλων επισκόπων προσκεκλημένων ειδικά για την περίσταση. Η αθρόα συμμετοχή του λαού θα πρέπει να θεωρηθεί σίγουρη, γιατί καθώς ο 257 Εὐστάθιος, Ἱστορία τῆς ἀλώσεως,
109 109 επισκοπικός ναός ήταν το κέντρο της λειτουργικής ζωής και ο επίσκοπος επικεφαλής της εκκλησιαστικής κοινότητας, οποιεσδήποτε επίσημες εκδηλώσεις ή τελετές λάμβαναν χώρα εκεί προεξάρχοντος του επισκόπου, αποτελούσαν γιορτή όλης της πόλης. 2. Ο επισκοπικός ναός ως διοικητικό κέντρο. Ο επισκοπικός ναός, εκτός από εστία λειτουργικής ζωής στη βυζαντινή πόλη, αποτελούσε και σημαντικό διοικητικό κέντρο της εκάστοτε εκκλησιαστικής περιφέρειας, στο οποίο διεκπεραιώνονταν οι ποικίλες, μή λατρευτικού χαρακτήρα, υποθέσεις της επισκοπής. Τα γραπτά κείμενα παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες γι αυτή την ιδιότητα του επισκοπικού ναού, τουλάχιστον σ ό,τι αφορά το παράδειγμα των μεγάλων καθεδρικών ναών της αυτοκρατορίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως είναι αναμενόμενο, οι αναφορές επικεντρώνονται στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποτέλεσε το μεγάλο πρότυπο, καθώς συγκέντρωνε όλες τις ιδιότητες ενός εκκλησιαστικού, λειτουργικού, και λατρευτικού κέντρου. Στο εσωτερικό της τελούνταν η επισημότερη και λαμπρότερη θεία λειτουργία προεξάρχοντος του ίδιου του πατριάρχη, συχνά και με τη συμμετοχή του αυτοκράτορα. Ο ίδιος ναός συνδέθηκε με την πραγματοποίηση πολλών αυτοκρατορικών τελετών, με σημαντικότερη ίσως τη στέψη του βυζαντινού αυτοκράτορα 258, αλλά και με την ανακοίνωση και κοινοποίηση σημαντικών ιστορικών γεγονότων, νόμων και αποφάσεων. Κατ αναλογία με την Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, οι επισκοπικοί ναοί της περιφέρειας συγκέντρωναν πολλαπλές ιδιότητες και λειτουργούσαν ως θρησκευτικό, πολιτικό, κοινωνικό, αστικό, και εκκλησιαστικό κέντρο των πόλεων. Σε πολλές περιπτώσεις εκεί έλαβαν χώρα σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως πανηγυρικοί εορτασμοί ιστορικών νικών, οικουμενικές και τοπικές σύνοδοι, και εκεί υπηρέτησαν 258 Majeska, The Emperor, 1 11.
110 110 μερικές από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του εκκλησιαστικής ιστορίας. Στις ιστορικές πηγές καταγράφονται ενίοτε εορτασμοί σημαντικών γεγονότων στους επισκοπικούς ναούς των πόλεων, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το κέντρο του εκκλησιαστικού και αστικού βίου. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι όταν μετά τη νίκη του κατά των Βουλγάρων το 1018, ο Βασίλειος Β επισκέφτηκε τη βυζαντινή Αθήνα, σύμφωνα με τον Κεδρηνό, κατευθύνθηκε στον Παρθενώνα, ο οποίος είχε μετασκευαστεί σε χριστιανική εκκλησία και λειτουργούσε ως έδρα του μητροπολίτη 259. Εκεί, μέσα σε ιδιαίτερα πανηγυρική ατμόσφαιρα προσέφερε τα επινίκια στην Παναγία Αθηνιώτισσα, και «τὰ τῆς νίκης χαριστήρια τῇ Θεοτόκῳ δοὺς καὶ ἀναθήμασι πολλοῖς λαμπροῖς καὶ πολυτελέσι κοσμήσας τὸν ναὸν», επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη 260. Η επιλογή του συγκεκριμένου ναού ως χώρου όπου θα εορταζόταν η τόσο σημαντική νίκη κατά των Βουλγάρων αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη απόδειξη για όλα όσα αντιπροσώπευε ο μητροπολιτικός ναός στη μεσοβυζαντινή Αθήνα. Μέσα από τις συνοδικές αποφάσεις, τους κανόνες και τα ιστορικά κείμενα προκύπτουν πολλές ενδιαφέρουσες μαρτυρίες για τις «διοικητικού» χαρακτήρα δραστηριότητες της εκκλησιαστικής ζωής και άλλων επισκοπικών ναών της αυτοκρατορίας. Στην αναζήτηση των λειτουργιών που επιτελούσε ένας καθεδρικός ναός ως «διοικητικό» εκκλησιαστικό κέντρο ιδιαίτερη σημασία κατέχει η καταγραφή ιστορικών πληροφοριών που άλλοτε έμμεσα και σπανιότερα άμεσα, υπάρχουν στα γραπτά κείμενα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Όταν υπάρχουν αρχαιολογικά δεδομένα, η μαρτυρία τους αξιοποιείται καθώς αποκαλύπτει τη μορφή και συνθέτει την εικόνα όσων περιγράφουν οι πηγές. 259 Καζανάκη Λάππα, Αθήνα, 206. Η ίδια, Medieval Athens, Γεώργιος Κεδρηνὸς II,
111 111 α. Σκευοφυλάκιο Ο καθεδρικός ναός κατά τη βυζαντινή περίοδο αποτελούσε το βασικό λατρευτικό κέντρο κάθε εκκλησιαστικής περιφέρειας, στο οποίο λάμβαναν χώρα λειτουργικά δρώμενα αλλά και πολλές επίσημες τελετές ως εκδηλώσεις του θρησκευτικού και πολιτικού βίου της πόλης. Στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, Παράλληλα, τα αρχαιολογικά δεδομένα σκιαγραφούν σε μεγάλο βαθμό πολλές από τις ιδιότητες των καθεδρικών ναών ως χώρων φύλαξης σκευών και εγγράφων της μητρόπολης. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, εκτός από την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, αποτελεί ο μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης. Στη διάρκεια ανασκαφικών ερευνών που πραγματοποίησε ο Σ. Κίσσας στα υπερώα του μητροπολιτικού ναού της Θεσσαλονίκης εντοπίστηκαν μεταξύ άλλων 17 μολυβδόβουλλα, εκ των οποίων τα 13 περισυλλέχθηκαν από το μικρό διαμέρισμα που διαμορφώνεται πάνω από το νοτιοδυτικό πεσσό. Τα μολυβδόβουλλα αυτά χρονολογούνται στον 10 ο 11 ο αιώνα και ανήκουν σε εκκλησιαστικούς και κοσμικούς αξιωματούχους της πόλης. Η απόθεσή τους στο συγκεκριμένο διαμέρισμα των υπερώων, η οποία έγινε την όγδοη δεκαετία του 11 ου αιώνα, αποτελεί σοβαρή ένδειξη για τη χρήση του ως χώρου φύλαξης πολύτιμων επίσημων εγγράφων της μητρόπολης και της πόλης 261. Από τις πηγές αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για την ύπαρξη στην Αγία Σοφία, βιβλιοθήκης, σκευοφυλακίου και χώρου φύλαξης αυτοκρατορικών εγγράφων. Ένα έγγραφο της Μονής Ιβήρων του 1042 που συντάχθηκε «διὰ χειρὸς Νικήτα βιβλιοφύλακος τῆς τῶν Θεσσαλονικέων καθολικῆς πρώτης ἐκκλησίας καὶ νομικοῦ» 262 μαρτυρεί την ύπαρξη βιβλιοθήκης. Ένα ακόμη έγγραφο της Μονής Δοχειαρίου του έτους 1117 αναφέρει την έκδοση αντιγράφων μιας δωρεάς και ενός χρυσοβούλλου, «τῶν πρωτοτύπων ἀποκειμένων τῷ ἱερῷ σκευοφυλακίῳ τῆς Ἁγίας Σοφίας εἰς περισσοτ(έ)ρ(αν) ἀσφά(λειαν)» 263. Όπως φαίνεται από το έγγραφο αυτό, ο μητροπολιτικός ναός διέθετε χώρο φύλαξης 261 Βλ. Κίσσας, Μολυβδόβουλλα, Actes d Iviron I, αρ Actes de Docheiariou,
112 112 αυτοκρατορικών εγγράφων, από τα οποία ο μητροπολίτης μπορούσε να εκδώσει επικυρωμένα αντίγραφα (ἶσσα) 264. Οι σποραδικές αναφορές σε πηγές επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι οι καθεδρικοί ναοί των πόλεων διέθεταν σκευοφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν ιερά σκεύη, λειτουργικά βιβλία, έγγραφα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα της επισκοπής ή μητρόπολης. Με τη φύλαξή τους ήταν επιφορτισμένοι ειδικοί αξιωματούχοι, οι «σκευοφύλακες» 265, οι οποίοι απαντούν συχνά σε βυζαντινά μολυβδόβουλλα. Το αξίωμα μάλιστα αυτό φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και οι ευθύνες αυτού που το έφερε, μεγάλες. Είναι γνωστό στις πηγές, το περιστατικό με τον νεοκλεγέντα στην εκκλησία της Αθήνας επίσκοπο Μιχαήλ Χωνιάτη, ο οποίος όταν ανέλαβε χρέη στην επισκοπή το 1182, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες του σακελλάριου που επί 30 χρόνια υπηρετούσε την αθηναϊκή εκκλησία να προαχθεί σε σκευοφύλακα. Όταν ο σακελλάριος απείλησε τον Μιχαήλ ότι θα τον παραπέμψει στην πατριαρχική σύνοδο, ο επίσκοπος επικαλέστηκε το γεγονός ότι το προχωρημένο της ηλικίας του θα έθετε σε κίνδυνο τη φύλαξη των ιερών σκευών, τα οποία ουσιαστικά θα έμεναν αφύλακτα και εύκολη λεία σε ιερόσυλους 266. Πολλοί σκευοφύλακες είναι γνωστοί χάρη στα μολυβδόβουλλα που εξέδιδαν. Τα σωζόμενα μολυβδόβουλλα μαρτυρούν την παρουσία σκευοφύλακα σε πολλές επισκοπές και μητροπόλεις. β. Χώρος σύγκλησης συνόδων Ίσως η σημαντικότερη ιδιότητα του επισκοπικού ναού ως διοικητικού κέντρου ήταν η λειτουργία του ως χώρου όπου πραγματοποιούνταν εκκλησιαστικές συνάξεις. Οι συνάξεις αυτές, οι οποίες ανάγουν την αρχή τους στα αποστολικά χρόνια, καθιερώθηκαν ως ένας από τους σημαντικότερους θεσμούς της διοικητικής διάρθρωσης της 264 Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, Darrouzès, Οφφίκια, «παρὰ τοῦτο γοῦν οὐδὲ σὺ σκευοφύλαξ παρ ἡμῶν προεβλήθης, ἵνα μὴ τὰ ἱερὰ σκεύη ἀφύλακτα ὄντα εὐχείρωτα εἴη τοῖς ἱεροσύλοις» (βλ. Μιχαὴλ Χωνιάτης 30, ).
113 113 Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην εκκλησιαστική ιστορία, οι σύνοδοι, κυρίως οι οικουμενικές 267, αποτέλεσαν σημαντικούς σταθμούς, σφράγισαν το 267 Θυμίζουμε ότι η Α οικουμενική σύνοδος συγκλήθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στις 16 Ιουνίου του 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας με σκοπό τη διασφάλιση της δογματικής αλήθειας και ενότητας της εκκλησίας που απειλούνταν από τον αρειανισμό (Για την Α Οικουμενική σύνοδο βλ. ενδεικτικά Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Μητρ. Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική Εισαγωγή, Μητρ. Καλλινίκου Δελικάνη, Η εν Νικαία Σύνοδος. Ειδικότερα για το θέμα της προεδρίας της συνόδου βλ. Φειδά, Α Οικουμενική σύνοδος, 218 κ.εξ.). Τον ίδιο αιώνα, και συγκεκριμένα το Μάιο του 381, συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Μεγάλο Θεοδόσιο η Β οικουμενική σύνοδος. Η σύνοδος φαίνεται να πραγματοποιήθηκε στο ναό της Αγίας Ειρήνης και έλαβαν μέρος σ αυτήν 150 επίσκοποι (Αναλυτικά για τη σύνοδο βλ. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Μητρ. Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική Εισαγωγή, ). Πενήντα χρόνια μετά, στις 22 Ιουνίου του 431, ο Θεοδόσιος Β ( ) συγκάλεσε στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Έφεσο («ἐν τῇ Ἐφεσίων μητροπόλει») την Γ οικουμενική σύνοδο, στην οποία συμμετείχαν περί τους 200 πατέρες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το θέμα της χριστολογικής κακοδοξίας του Νεστορίου (Για τη σύνοδο βλ. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Μητρ. Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική Εισαγωγή, ). Η Δ οικουμενική σύνοδος άρχισε τις εργασίες της στις 8 Οκτωβρίου του 451 στο ναό που είχε οικοδομηθεί στον τόπο του μαρτυρίου της Αγίας Ευφημίας, στην Χαλκηδόνα («.ἀγνίζονται τοίνυν ἀνὰ τὸ ἱερὸν Εὐφημίας τῆς μάρτυρος») Συγκλήθηκε από τον Μαρκιανό ( ) και συμμετείχαν σ αυτήν «ἀναρίθμητοι» πατέρες, ενώ οι κανόνες της υπογράφηκαν από 630 (Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Μητρ. Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική Εισαγωγή, και Mansi 6, και 7, 1 473). Η Ε οικουμενική σύνοδος συνήλθε το 553 στην Κωνσταντινούπολη, με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Ιουστινιανού και με στόχο την καταδίκη του Νεστοριανισμού. Η σύνοδος, στην οποία συμμετείχαν 165 πατέρες, πραγματοποιήθηκε «ἐν τῷ σεκρέτῳ τῆς Ἁγίας Σοφίας», τόπος που αντιστοιχούσε στο χώρο των κατηχουμένων στο νότιο υπερώο της Μεγάλης Εκκλησίας (Σχετικά με τη σύνοδο αυτή Βλ Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Πέμπτη οικουμενική σύνοδος. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Κοντοστεργίου, Οικουμενικαί Σύνοδοι, Μητρ. Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική Εισαγωγή, σ. 276,277.) Το 680 ο Κωνσταντίνος Δ Πωγωνάτος συγκάλεσε στην τρουλαία αίθουσα των ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη την Στ οικουμενική σύνοδο, με σκοπό την καταδίκη μιας ακόμη αίρεσης, αυτής του Μονοενεργητισμού και Μονοθελητισμού, που συντάραξε την εκκλησία και την αυτοκρατορία για πολλά χρόνια. Στη σύνοδο συμμετείχαν απεσταλμένοι του Πάπα, καθώς και των υπόλοιπων πατριαρχείων, επίσκοποι του οικουμενικού θρόνου αλλά και ομάδα ανώτερων κρατικών λειτουργών και τιτλούχων της αυτοκρατορίας. (Για τη σύνοδο αυτή, όπου συμμετείχαν 174 επίσκοποι, βλ. σχετικά Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Κοντοστεργίου, Οικουμενικαί Σύνοδοι, ). Έντεκα χρόνια μετά την Στ οικουμενική σύνοδο, το 691, ο Ιουστινιανός Β Ρινότμητος συγκάλεσε και νέα σύνοδο ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ βασιλικοῦ παλατίου, τῇ λεγομένῃ Τρούλλῳ, όπου έλαβαν μέρος 211 επίσκοποι. Σκοπός της συνόδου που έμεινε γνωστή και ως Πενθέκτη, ήταν η συμπλήρωση των δύο προηγούμενων συνόδων, της Ε και της Στ, η επικύρωση και επισφράγιση του δογματικού και κανονικού έργου των έξι συνόδων που
114 114 εκκλησιαστικό γίγνεσθαι, όπως αυτό εξελισσόταν και διαμορφωνόταν σε κάθε περίοδο, καθόρισαν το τριαδικό και το χριστολογικό δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αποτέλεσαν τα όργανα της εσωτερικής ενότητας της τοπικής και της καθολικής Εκκλησίας, αλλά και το μέσον για την καταπολέμηση των αιρέσεων και των σχισμάτων 268. Σημαντική παράμετρος που σφράγισε την εγκυρότητα των αποφάσεών τους ήταν η οικουμενικότητά τους, η οποία διασφαλιζόταν από τη συμμετοχή των πατέρων της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας 269 και των εκπροσώπων είχαν προηγηθεί (Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Μητρ. Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική Εισαγωγή, Κοντοστεργίου, Οικουμενικαί Σύνοδοι, ). Η τελευταία σύνοδος που αναγνωρίστηκε και από τις δύο Εκκλησίες ως οικουμενική είναι η Εβδόμη («ἡ ἁγία μεγάλη καὶ οικουμενικὴ σύνοδος, ἡ κατὰ Θεοῦ χάριν καὶ θέσπισμα τῶν εὐσεβῶν καὶ φιλοχρίστων ἡμῶν βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῆς αὐτοῦ μητρὸς συναθροισθεῖσα τὸ δεύτερον ἐν τῇ Νικαέων λαμπρᾷ μητροπόλει τῆς Βιθυνῶν ἐπαρχίας, ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ τῇ ἐπονομαζομένῃ Σοφίᾳ» (Mansi 13, 373). Συγκλήθηκε αρχικά τον Αύγουστο του 786 στο ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, αλλά καθώς δεν μπόρεσε να συνεδριάσει λόγω του εικονομαχικού κλίματος που επικρατούσε στην πρωτεύουσα, συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε το επόμενο έτος στη Νίκαια της Βιθυνίας. Η σύνοδος συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Στ και τη μητέρα του Ειρήνη, με τη συμμετοχή 367 πατέρων οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Στόχος της συνόδου, η αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας και αντιμετώπιση όλων των δυσχερών καταστάσεων που είχαν προκληθεί στη ζωή της Εκκλησία από την εικονομαχία.(για την Ζ οικουμενική σύνοδο βλ. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Κοντοστεργίου, Οικουμενικαί Σύνοδοι, Μητρ. Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική Εισαγωγή, ). Το 879/880, υπό την προεδρία του «ἁγιωτάτου καὶ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Φωτίου» συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μια ακόμη σύνοδος στην οποία συμμετείχαν 390 περίπου επίσκοποι. Στο πλαίσιο της συνόδου πραγματοποιήθηκαν συνολικά επτά συνεδρίες, εκ των οποίων οι πέντε πρώτες και η έβδομη έλαβαν χώρα στο ναό της Αγίας Σοφίας (Η πρώτη και η τέταρτη συνεδρία έλαβαν χώρα «ἐν τῷ μεγάλῳ σεκρέτῳ» και οι υπόλοιπες «ἐν τῷ δεξιῷ μέρει τῶν κατηχουμενείων» (Mansi 17A 18A, 373, 512) και η έκτη στα ανάκτορα. Στόχος και αυτής της συνόδου υπήρξε η αποκατάσταση της ειρήνης και της ενότητας της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως αλλά και μεταξύ των εκκλησιών παλαιάς και νέας Ρώμης. Η σύνοδος αν και είχε όλα τα χαρακτηριστικά, δεν αναγνωρίστηκε ως οικουμενική από την Ορθόδοξη Εκκλησία (Για τη σύνοδο αυτή που συχνά απαντά και ως «Ογδόη οικουμενική» βλ. Μητρ. Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική Εισαγωγή, ). 268 Σταυρίδης, Επαρχιακή σύνοδος, Η παρουσία και συγκατάθεση όλων των εκκλησιών ήταν απαραίτητη για τη συγκρότηση οικουμενικής συνόδου. Όταν μια από τις δύο απείχε τότε η σύνοδος παρέμενε τοπική. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της συνόδου που πραγματοποιήθηκε το 341 στη Σαρδική, που συγκλήθηκε ως οικουμενική αλλά παρέμεινε τοπική, γιατί δεν συμμετείχαν σε αυτή εκπρόσωποι της Ανατολικής Εκκλησίας. (βλ. Μητρ. Καλλινίκου Δελικάνη, Η εν Νικαία Σύνοδος, 107).
115 115 των πατριαρχείων που συνέρχονταν προς εξέταση και ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων 270. Η πόλη και το μέρος που επιλεγόταν για την πραγματοποίηση αυτών των συνόδων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτελούσε ιερό τόπο και σημείο αναφοράς της εκάστοτε συνόδου. Παρά το γεγονός ότι τα γραπτά κείμενα αναφέρουν την πόλη χωρίς να εστιάζουν στην περιγραφή του τόπου όπου έλαβαν χώρα οι σύνοδοι, ωστόσο, παρέχουν πολλές έμμεσες πληροφορίες, από τις οποίες προκύπτει ότι χώρος σύγκλησής τους υπήρξαν εκτός από το αυτοκρατορικό παλάτι της Κωνσταντινούπολης, μεγάλοι καθεδρικοί και προσκυνηματικοί ναοί της εποχής 271. Ο συγγραφέας του Βίου του Αγίου Στεφάνου του Νέου επισημαίνει ότι οι οικουμενικές σύνοδοι φιλοξενήθηκαν: «ἡ πρώτη ἐν Νικαία, ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Σοφίας. ἡ δευτέρα ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. καὶ ἡ τρίτη ἐν Ἐφέσῳ, ἐν τῷ τοῦ Θεολόγου νέῳ. καὶ ἡ τετάρτη ἐν τῇ καθ ἡμᾶς χαλκηδοναίων μητροπόλει, ἐν τῷ τῆς Πανευφήμου σηκῷ, καὶ ἡ πέμπτη αὒθις ἐν Κωνσταντινουπόλει. καὶ ἡ ἒκτη, ἡ μὲν ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἡ δὲ ἐν τῷ ἱερῷ παλατίῳ, ἒνθα ἐπιλέγεται ὁ Τρούλλος ὃπερ ἡμεῖς Ὡάτον καλοῦμεν» 272. Οι οικουμενικές σύνοδοι αποτέλεσαν αναμφίβολα τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές συνάξεις, καθώς τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν και οι αποφάσεις που έλαβαν αφορούσαν ολόκληρη τη χριστιανική οικουμένη. Εκτός όμως από αυτή τη μορφή συνόδων, από την εποχή του Ιουστινιανού καθιερώθηκε να συνέρχονται και ενιαύσιες πατριαρχικές σύνοδοι 273, οι οποίες τουλάχιστον στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως υφίσταντο τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 12 ου αιώνα με τη συμμετοχή των μητροπολιτών που δεν είχαν υποκείμενες 270 Στις οικουμενικές συνόδους συμμετείχαν με πλήρη δικαιώματα οι πατριάρχες, έξαρχοι, μητροπολίτες, απλοί επίσκοποι και αρχικά οι χωροεπίσκοποι. Στις περιπτώσεις που κάποιοι από τους παραπάνω δεν μπορούσαν να παραστούν, δικαίωμα ψήφου είχαν οι αντιπρόσωποί τους πρεσβύτεροι ή διάκονοι. Επίσης, σε πρακτικά θέματα της συνόδου βοηθούσαν, χωρίς δικαίωμα ψήφου, γραμματείς και νοτάριοι, μοναχοί και λαϊκοί, ιδίως θεολόγοι και φιλόσοφοι ως σύμβουλοι και ερμηνευτές (Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Καρμίρης, Σύνοδοι, ). 271 Walter, L Iconographie, Βίος Αγίου Στεφάνου 1144C D. 273 Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Ο ίδιος, Επαρχιακή σύνοδος, 44.
116 116 επισκοπές στη δικαιοδοσία τους 274. Στις περιπτώσεις που παρουσιάζονταν έκτακτες υποθέσεις, τις οποίες ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έκρινε ότι δεν μπορούσε να αναβάλει μέχρι την ημερομηνία της ενιαύσιας συνόδου, συγκαλούσε «ἐνδημούσα» σύνοδο, όπου συμμετείχαν όλοι οι μητροπολίτες που τύχαινε να βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη («ἐνδημοῦντες») 275. Τόπος σύγκλησης των περισσοτέρων συνόδων αυτής της κατηγορίας ήταν η Κωνσταντινούπολη, και ιδιαίτερα ο ναός της Αγίας Σοφίας, τα κτίρια του πατριαρχικού οίκου, αλλά και διάφοροι άλλοι χώροι όπως τα βυζαντινά ανάκτορα και μοναστήρια 276. Συχνά γίνεται λόγος για τα κατηχουμενεία της Μεγάλης Εκκλησίας 277, για αίθουσες του επισκοπείου, όπως το επισκοπικό σέκρετο 278, ο θωμαΐτης τρίκλινος 279, ο θετταλός τρίκλινος 280, καθώς και για τα πατριαρχικά παρεκκλήσια όπως αυτό του Αγίου Αλεξίου 281 και του Αγίου Θεοφυλάκτου 282. Εκτός από την Κωνσταντινούπολη, «σύνοδοι ἐνδημοῦσαι» πραγματοποιήθηκαν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως στη Νίκαια, στη Βιθυνία, στο 274 Ο Βαλσαμών τον 12 ο αιώνα επισημαίνει ότι «οὗτοι ἀναγκάζονται καὶ μόνοι παρὰ τῷ πατριάρχῃ ἅπαξ τοῦ ἒτους συνέρχεσθαι»(ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙ, 326). 275 Βλ. σχετικά, Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 452. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Οι σύνοδοι γίνονταν στο νότιο υπερώο του ναού, «ἐν τοῖς δεξιοῖς κατηχουμενείοις συνεδριαζόντων αὐτῷ τῶν ἱερωτάτων ἀρχιερέων» (Αντωνιάδης, Έκφρασις Β, , όπου και οι σχετικές αναφορές. Πασαδαίος, Πατριαρχικός οίκος, 67. Dirimtekin, Le Local du Patriarcat, 125). 278 Σύμφωνα με τον Πασαδαίο, το σέκρετον του επισκοπείου όπου συνεδρίαζε η ενδημούσα σύνοδος βρισκόταν βορειοανατολικά της Μεγάλης Εκκλησίας, στον αυλόγυρο μεταξύ της Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης (Πασαδαίος, Πατριαρχικός οίκος, 38. Janin, Le palais ). «συνταχθείσης τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου, τῆς ἐνδημούσης ἐν τῷ σηκρήτῳ τοῦ ἐπισκοπείου» (Mansi 6, 652). 279 Σε διάστημα περίπου ενός αιώνα, από , απαριθμούνται τουλάχιστον 11 σύνοδοι που πραγματοποιήθηκαν στο θωμαΐτη τρίκλινο (βλ. σχετικά, Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, 111, όπου και η σχετική βιβλιογραφία). 280 Πρόκειται για το δεύτερο πατριαρχικό κτίριο μετά τον Θωμαΐτη, το οποίο κτίστηκε κατά τον 9 ο αιώνα και περιλάμβανε επίσημες αίθουσες και διαμερίσματα του πατριάρχη. Αναφέρονται δύο σύνοδοι που πραγματοποιήθηκαν στο θετταλό τρίκλινο.(βλ. Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, 110). 281 Αναφέρονται 23 σύνοδοι που έλαβαν χώρα στο παρεκκλήσιο αυτό, εκ των οποίων οι 14 «ἐν τοῖς δεξιοῖς Ἀλεξιακοῖς κατηχουμενείοις», δηλαδή στο νότιο υπερώο του ναού (Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, 113). 282 Ο Janin καταγράφει τουλάχιστον 27 συνόδους που πραγματοποιήθηκαν στο παρεκκλήσι αυτό στο διάστημα (Janin, Le palais, 143).
117 117 Νύμφαιο, στη Λάμψακο, στην Καλλίπολη, στην Αχυράνη, στη Θεσσαλονίκη και αλλού 283. Σταδιακά, η επιβαλλόμενη από τους κανόνες υποχρέωση του πατριάρχη να συγκαλεί τις ενιαύσιες πατριαρχικές συνόδους, μεταβλήθηκε σε υποχρέωση να συγκαλεί σε τακτά διαστήματα τις ενδημούσες. Οι σύνοδοι αυτές συγκαλούνταν από τον πατριάρχη, όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη και σ αυτήν συμμετείχαν εκτός από τον ίδιο τον πατριάρχη, ο αυτοκράτορας, οι ευρισκόμενοι στην Κωνσταντινούπολη πατριάρχες από τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες, ιεράρχες, πολιτικοί άρχοντες και εκκλησιαστικοί οφφικιάλιοι 284. Ο αριθμός των συνόδων φαίνεται πως ήταν εξαιρετικά μεγάλος, ιδίως τους πρώτους αιώνες, κατά τους οποίους τα προβλήματα που αφορούσαν την εδραίωση του χριστιανικού δόγματος και την αντιμετώπιση των αιρέσεων ήταν πολλαπλά 285. Στη μέση βυζαντινή περίοδο, και ιδίως μετά την Εικονομαχία 286, για την εκκλησιαστική οργάνωση της περιφέρειας πραγματοποιήθηκαν αρκετές σύνοδοι, μικρότερης κλίμακας από τις οικουμενικές. Σ αυτό το είδος συνόδων ανήκε η λεγόμενη μεγάλη ή μείζων ή τοπική σύνοδος 287, η οποία λάμβανε χώρα στην έδρα του πατριαρχείου σε περιόδους δογματικών ή διοικητικών κρίσεων, υπό την προεδρία του οικουμενικού πατριάρχη. Σ αυτή τη σύνοδο συμμετείχαν οι επίσκοποι της βυζαντινής οικουμένης και ενίοτε αντιπρόσωποι του πάπα και των ανατολικών πατριαρχείων 288. Οι σημαντικότερες όμως, και σοβαρότερες υποθέσεις της εκκλησιαστικής ζωής εξακολουθούσαν να αποτελούν αντικείμενο των πατριαρχικών συνόδων, οι οποίες συγκαλούνταν είτε με τη μορφή της ενδημούσας συνόδου, είτε της ενιαύσιας πατριαρχικής ή και των 283 Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Στεφανίδης, Εκκλησιαστική ιστορία, Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Είναι ενδεικτικό ότι στην Κωνσταντινούπολη, μπορεί κανείς να μετρήσει 26 συνόδους που έλαβαν χώρα μέσα σε διάστημα μιας πεντηκονταετίας περίπου, μεταξύ του 325 και 381 (Walter, L Iconographie, 141). 286 Σύνοδοι πραγματοποιήθηκαν και κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας (π.χ. σύνοδος Ιέρειας. 287 Τέτοιες σύνοδοι ήταν, για παράδειγμα, η Πρωτοδευτέρα ή Α Φωτιανή (861), και οι σύνοδοι που πραγματοποιήθηκαν υπό την προεδρία του Φωτίου Α τα έτη 867 (Φωτιανή Β ), και (Φωτιανή Γ ). 288 Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός,
118 118 εκτάκτων συνόδων. Και στις τρεις αυτές μορφές της, η πατριαρχική σύνοδος συγκαλούνταν από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην έδρα του με σκοπό τη μελέτη και τη ρύθμιση ζητημάτων που άπτονταν της έδρας ή της δικαιοδοσίας του 289. Εκτός από τις συνόδους που λάμβαναν χώρα στην έδρα του πατριαρχείου, την Κωνσταντινούπολη, το μητροπολιτικό σύστημα διοίκησης της εκκλησίας δημιούργησε την αναγκαιότητα σύστασης και της λεγόμενης «επαρχιακής» συνόδου 290. Αντικείμενο της συνόδου αυτής ήταν η εξέταση των προβλημάτων που προέκυπταν σε επαρχιακή κλίμακα. Για το λόγο αυτό, ο μητροπολίτης μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας, συγκαλούσε τους υποκείμενους σ αυτόν επισκόπους στην πρωτεύουσα της επαρχίας που συνήθως αποτελούσε και την έδρα της μητρόπολης επισκοπής. Οι κανόνες δεν καθορίζουν τον ακριβή τόπο όπου θα έπρεπε να γίνεται η σύνοδος. Θα μπορούσε αυτός να είναι κάποια αίθουσα στο επισκοπείο της πόλης, ή ο καθεδρικός ναός, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και οποιοσδήποτε άλλος ναός, τον οποίο θα έκρινε ο επίσκοπος ως κατάλληλο για τη σύγκληση της συνόδου. Ιδιαίτερα στις μεγάλες επισκοπικές έδρες, οι σύνοδοι θα μπορούσαν να τελούνται και εκτός του επισκοπικού ναού, σε άλλους ναούς, οι οποίοι συχνά απαντούν ως «καθολικοί», ή ακόμη και σε μοναστήρια 291. Σ αυτές συμμετείχαν οι επικεφαλής των υποκείμενων επισκοπών υπό την προεδρία του εκάστοτε μητροπολίτη, ο οποίος και ονομαζόταν «πρώτος» ή «πρωτεύων» ή ο «της πρώτης καθέδρας» 292. Οι σύνοδοι αυτές λάμβαναν αποφάσεις για ανάγκες και διάφορα θέματα που απασχολούσαν την τοπική Εκκλησία. Σύμφωνα με τον Στ κανόνα της Ζ οικουμενικής συνόδου, «τῆς συνόδου γενομένης περὶ κανονικῶν καὶ εὐαγγελικῶν πραγμάτων, δεῖ τοῖς συναθροισθείσειν ἐπισκόποις ἐν μελέτῃ καὶ φροντίδι γίνεσθαι τοῦ φυλάττεσθαι τὰς θείας καὶ ζωοποιούς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ» 293. Σύμφωνα με τους ερμηνευτές 289 Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός, Π.χ. Σύνοδος στην Κοίμηση Νίκαιας (βλ. Janin, Grand Centers, 121 3) 292 Μητρ. Παντελεήμων Ροδόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης, Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙ, σ. 577
119 119 Βαλσαμώνα και Ζωναρά, οι «κανονικές» αρμοδιότητες αφορούσαν την εκλογή και χειροτονία επισκόπων, τη μετάθεσή τους, τη δικαστική δικαιοδοσία, τη διοίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, την ίδρυση νέων επισκοπών, την επαγρύπνηση επί επισκόπων οι οποίοι θα επιμελούνταν τις υποθέσεις των επισκοπών σύμφωνα με τους κανόνες. Από την άλλη, ανάμεσα στις «ευαγγελικές» αρμοδιότητες ενέπιπταν όλες οι υποθέσεις που απέβλεπαν στην οικονομία των θείων μυστηρίων και της λατρείας, στη ρύθμιση ζητημάτων που αφορούσαν σε θέματα πίστεως, στη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας και στο ποιμαντικό έργο των επισκόπων 294. Αρχικά οι τοπικές σύνοδοι, έπρεπε σύμφωνα με τον ΙΘ κανόνα της εν Χαλκηδόνι Δ οικουμενικής συνόδου να συγκροτούνται δύο φορές το χρόνο: «Ὥρισε τοίνυν ἡ ἁγία σύνοδος, κατὰ τοὺς τῶν ἁγίων Πατέρων κανόνας, δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐπὶ τὸ αὐτὸ συντρέχειν καθ ἑκάστην ἐπαρχίαν τοὺς ἐπισκόπους, ἔνθα ἂν ὁ τῆς μητροπόλεως ἐπίσκοπος δοκιμάσῃ, καὶ διορθοῦν ἕκαστα τὰ ἀνακύπτοντα». Μάλιστα η συμμετοχή των επισκόπων στις τοπικές συνόδους κρινόταν ιδιαίτερα απαραίτητη, ώστε, «τοὺς μὴ συνιόντας ἐπισκόπους, ἐκδημούντας ταῖς ἑαυτῶν πόλεσι, καὶ ταῦτα ἐν ὑγείᾳ διάγοντας, καὶ πάσης ἀπαραιτήτου καὶ ἀναγκαίας ἀσχολίας ὄντας ἐλευθέρους, ἀδελφικῶς ἐπιπλήττεσθαι» 295. Αργότερα, με τον Η Κανόνα της εν Τρούλλω Στ οικουμενικής Συνόδου, η συχνότητα των τοπικών συνόδων άλλαζε και περιοριζόταν σε μια φορά το χρόνο. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Κανόνα, «ἀνανεοῦμεν καὶ τὸν κανόνα τὸν διαγορεύοντα καθ ἓκαστον ἔτος συνόδους τῶν ἐν ἑκάστῃ ἐπαρχίᾳ γίνεσθαι ἐπισκόπων, ἔνθα ἂν ὁ τῆς μητροπόλεως δοκιμάσῃ ἐπίσκοπος. Ἐπειδή δὲ διά τε τὰς των βαρβάρων ἐπιδρομάς, διά τε τὰς προσπιπτούσας ἑτέρας αἰτίας, ἀδυνάτως οἱ τῶν ἐκκλησιῶν πρόεδροι ἔχουσιν δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὰς συνόδους ποιεῖσθαι, ἔδοξεν, ὥστε τρόπῳ παντί ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν τῶν προγεγραμμένων ἐπισκόπων, διὰ τὰ ὡς εἰκὸς ἀναφυόμενα ἐκκλησιαστικὰ κεφάλαια, ἐν ἑκάστῃ ἐπαρχίᾳ γίνεσθαι σύνοδον, ἀπὸ τῆς ἁγίας τοῦ Πάσχα ἑορτῆς, καὶ μέχρι συμπληρώσεως τοῦ Ὀκτωβρίου μηνὸς ἑκάστου ἔτους, κατὰ τὸν τόπον ὅν ὁ τῆς μητροπόλεως, καθὰ προείρηται, δοκιμάσει ἐπίσκοπος» Μητρ. Παντελεήμων Ροδόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης, Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙ, Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙ, 325.
120 120 Η 7 η οικουμενική σύνοδος τόνισε ιδιαίτερα την αναγκαιότητα σύγκλησης τοπικών συνόδων, ορίζοντας την τιμωρία όσων μητροπολιτών δεν προέβαιναν στη σύγκληση αυτή. Σύμφωνα με τον Στ Κανόνα, «Εἰ δὲ τις ἐκ τῶν μητροπολιτῶν ἀμελήσοι τοῦτο γίνεσθαι, ἐκτὸς ἀνάγκης, καὶ βίας, καὶ τινος εὐλόγου προφάσεως, τοῖς κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθω» 297. Στη Μακεδονία, έδρα επαρχιακής συνόδου υπήρξε η μητρόπολη της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τις σωζόμενες γραπτές πηγές, πρόεδρος της συνόδου ήταν ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και μέλη της οι υποκείμενοι σ αυτόν επίσκοποι 298. Η σύνοδος αυτή βρισκόταν σε ακμή στα χρόνια του Λέοντος Σοφού ( ), και κυρίως τον 13 ο 14 ο αιώνα. Κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής της (14 ος αιώνας), μπορούσαν να παρίστανται στις εργασίες της συνόδου ο αυτοκράτορας και τα μέλη της οικογενείας του εάν τύχαινε να βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη, ενώ αν αυτοί απουσίαζαν, τη θέση τους έπαιρνε ο διοικητής, ο δικαστής του στρατού, ο φρούραρχος και οι καθολικοί κριτές της πόλης. Η επαρχιακή σύνοδος της Θεσσαλονίκης συγκαλούνταν δύο φορές το χρόνο, όπως όριζαν οι κανόνες. Η πρώτη φορά στη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μετά την εορτή και την πανήγυρη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά 299, και η δεύτερη, το μήνα Οκτώβριο, αμέσως μετά την εορτή του Αγίου Δημητρίου, με αφορμή την οποία έρχονταν στην πόλη οι περισσότεροι επίσκοποι της μητρόπολης 300. Λόγω του τοπικού χαρακτήρα που είχαν αυτές οι σύνοδοι, πολύ λίγες πληροφορίες μας είναι γνωστές για τον ακριβή χρόνο, τόπο και τα θέματα με τα οποία ασχολούνταν. Οι περισσότερες μαρτυρίες αφορούν οψιμότερες περιόδους, από τις οποίες σώζονται αρκετά έγγραφα 301. Όσον αφορά τη βυζαντινή περίοδο, για τον ακριβή χώρο σύγκλησης της 297 Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙ, Σταυρίδης, Επαρχιακή σύνοδος, Αγγελόπουλος, Σύνοδος Θεσσαλονίκης, Θ. Γιάγκου, «Εορτολογικά παραλειπόμενα της μνήμης του Αγίου Δημητρίου Μυροβλήτου», Ημερίδα: «Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης 1700 χρόνια από το μαρτύριό του ( ), Θεσσαλονίκη, 15 Δεκεμβρίου Ευχαριστώ τον καθ. Θ Γιάγκου που έθεσε στη διάθεσή μου το κείμενο της προφορικής του ανακοίνωσης. 301 Βλ. Πρακτικά ΙΓ Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου με θέμα «Χριστιανική Θεσσαλονίκη. Η επαρχιακή μητροπολιτική σύνοδος Θεσσαλονίκης» που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των ΛΓ Δημητρίων στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1999 (Θεσσαλονίκη 2000).
121 121 επαρχιακής συνόδου δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες στις πηγές. Σε αρκετές περιπτώσεις τόπος συνόδων ήταν ο μητροπολιτικός ναός της πόλης 302. Μια ακόμη γνωστή από τις πηγές σύνοδος πραγματοποιήθηκε στο νησί του Αγίου Αχιλλείου στη Μικρή Πρέσπα. Η τέλεσή της είναι γνωστή από επιστολές του Θεοφύλακτου, επισκόπου Αχρίδας. Μία από αυτές τις επιστολές που απευθύνεται στον Μακρεμβολίτη, άρχοντα της Πρέσπας, έχει ως θέμα τις προετοιμασίες για την σύγκληση των επισκόπων της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας στο ναό του Αγίου Αχιλλείου. Στην επιστολή, ο αρχιεπίσκοπος Θεοφύλακτος που είχε την ευθύνη οργάνωσης της συνόδου, αφού πρώτα ενημερώνει τον Μακρεμβολίτη ότι μόλις έχει συνέλθει από μία αρρώστια, τον παρακαλεί να συνδράμει έναν εκκλησιαστικό, προκειμένου να γίνουν όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες για τη σύνοδο: «Προσδέχου τοίνυν ἡμᾶς κατὰ τὴν Πρέσπαν (ὲνταῦθα γὰρ ἡ συνέλευσις...)» 303. Επίσης, σε ένα ακόμη γράμμα του, προς τον Γρηγόριο Καματηρό, του λέει ότι θα είναι μαζί του, αν θέλει ο Θεός, μετά τη σύνοδο του Αγίου Αχιλλείου, αλλά μέχρι να τελειώσει η σύνοδος, είναι αδύνατο να πάει σ αυτόν, όσο και αν το θέλει : «παρέσομαι γάρ σοι, Θεοῦ με πορεύοντος, μετὰ τὴν ἐν τῷ ἐν ἁγίοις πατρὶ Ἀχιλλεῖ τελουμένην ἐνταῦθα σύνοδον, καὶ ὄψομαι καὶ κατασπάσομαι τὴν πανυπέρλαμπρόν σου εὐγένειαν..» 304. Τέσσερις ακόμη επιστολές του Θεοφύλακτου αναφέρονται σε σύνοδο που έλαβε χώρα στην Πρέσπα μεταξύ του , και δεν είναι απίθανο να ταυτίζεται με την προηγούμενη. Με βάση τα όσα αναφέρονται στις επιστολές, τη σύναξη των επισκόπων απασχόλησε η περίπτωση του επισκόπου της Τριαδίτσας και η αποτυχία του να παρευρεθεί στη σύνοδο και να ακούσει τις κατηγορίες εναντίον του. Μεταξύ όσων αναφέρονται στις επιστολές, αξίζει να επισημανθεί μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, ότι δηλαδή, κατά την είσοδό του στο χώρο της συνόδου ο Θεοφύλακτος συνοδευόταν από εκκλησιαστικούς και διακεκριμένους λαϊκούς, οι οποίοι είτε συμμετείχαν ενεργά στη σύνοδο είτε απλά την παρακολουθούσαν. 302 Αγγελόπουλος, Περί την σύνοδον, Θεοφύλακτος, Ἐπιστολαί, 527, Θεοφύλακτος, Ἐπιστολαί, 235,
122 122 Η λειτουργία των καθεδρικών ναών ως χώρων που φιλοξένησαν συνόδους μπορεί να σχετιστεί ως ένα βαθμό και με μια σειρά αρχαιολογικών δεδομένων. Η εξέταση του ζωγραφικού διακόσμου πολλών επισκοπικών ναών οδηγεί στη διαπίστωση ότι σε αρκετές περιπτώσεις έχει ενσωματωθεί στο εικονογραφικό τους πρόγραμμα η απεικόνιση των επτά οικουμενικών συνόδων. Αν και συχνά οι συγκεκριμένες παραστάσεις χρονολογούνται στην ύστερη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο, ωστόσο, απηχούν αυτή την ιδιότητα που είχαν οι ναοί στους οποίους εντάσσονται, να φιλοξενούν συνόδους, ιδιότητα η οποία θα πρέπει να συνεχίστηκε και στους όψιμους χρόνους. Με βάση τα σωζόμενα μνημεία, ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου στα Μύρα διασώζει μερικές από τις παλαιότερες παραστάσεις συνόδων στη μνημειακή ζωγραφική. Σε στρώμα τοιχογραφιών του 12 ου αιώνα που σώζεται αποσπασματικά στο νάρθηκα της εκκλησίας, διακρίνονται υπολείμματα έξι παραστάσεων συνόδων, οι οποίες αναπτύσσονται ανά δύο. Στο κέντρο της σύνθεσης μιας από αυτές τις παραστάσεις έχει ζωγραφιστεί τραπέζι ή θρόνος που καλύπτεται με ύφασμα. Ο αυτοκράτορας, γενειοφόρος, φορώντας το στέμμα του στέκεται στα αριστερά του τραπεζιού, το οποίο πλαισιώνεται εκατέρωθεν από τρεις επισκόπους. Στη δεύτερη από τις καλύτερα σωζόμενες παραστάσεις διακρίνεται και πάλι ένα τραπέζι στο κέντρο της σύνθεσης, πάνω στο οποίο αυτή τη φορά βρίσκεται ανοιγμένο ένα βιβλίο, πιθανώς Ευαγγέλιο 305. Περισσότερες παραστάσεις συνόδων εντοπίζουμε σε ζωγραφικά στρώματα του 14 ου αιώνα, όπου πλέον το θέμα γνωρίζει μεγαλύτερη διάδοση. Ανάμεσα σ αυτά τα παραδείγματα σημαντική θέση κατέχουν οι παραστάσεις που κοσμούν το υπερώο του εσωνάρθηκα στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας Αχρίδας. Παρά τη φθορά που υπάρχει σε αρκετά σημεία των τοιχογραφιών, διακρίνεται η ζωγραφική απεικόνιση της 1 ης και 2 ης συνόδου της Νίκαιας, της 1 ης, 2 ης και 3 ης συνόδου της Κωνσταντινούπολης, και δύο ακόμη συνόδων, πιθανόν της Εφέσου και της Χαλκηδόνας Walter, L Iconographie, Walter, L Iconographie,
123 123 Στον ελλαδικό χώρο, σύνοδοι απεικονίζονται σε τοιχογραφίες της ίδιας περιόδου στον Άγιο Δημήτριο, την Μητρόπολη του Μυστρά, όπου καλύπτουν την κάτω ζώνη του ανατολικού και δυτικού τοίχου του νάρθηκα 307. Επίσης, οικουμενικές σύνοδοι ιστορούνται και στο νάρθηκα του ναού της Κοίμησης Θεοτόκου στην Καλαμπάκα, ο οποίος αποτέλεσε τον καθεδρικό ναό της επισκοπής Σταγών 308. Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικά ζωγραφικά σύνολα με παραστάσεις συνόδων έχουν ενταχθεί στα εικονογραφικά προγράμματα πολλών σέρβικων μνημείων που αποτέλεσαν επισκοπικές έδρες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον πατριαρχικό ναό του Αγίου Δημητρίου στο Peć, την Παναγία Ljeviška στο Prizren, την Παναγία στη Gračanica, και τον Άγιο Αχίλλειο στο Arilje 309. Η ενσωμάτωση της απεικόνισης των οικουμενικών συνόδων στο εικονογραφικό πρόγραμμα καθεδρικών ναών, θα μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξη ότι οι συγκεκριμένοι ναοί, ως έδρες επισκοπών, φιλοξενούσαν και τις τοπικές εκκλησιαστικές συνάξεις για τις οποίες έγινε λόγος. Μέσα από την επιλογή των παραστάσεων αυτών, τις οποίες έβλεπαν οι επίσκοποι όταν συγκεντρώνονταν στο ναό, προβάλλονταν το πρότυπο της ενότητας της Εκκλησίας και το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, όπως αυτό καθιερώθηκε και διατυπώθηκε μέσα από τις οικουμενικές συνόδους. Ουσιώδες ωστόσο, ζήτημα παραμένει η αναζήτηση του ακριβούς μέρους του ναού στο οποίο συνέρχονταν οι Πατέρες και συζητούσαν τα διάφορα ζητήματα, είτε σε δι ορθόδοξο ή ενίοτε σε δια εκκλησιαστικό, είτε σε τοπικό επίπεδο. Γνωρίζουμε από τις πηγές ότι στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης έλαβαν χώρα συνεδρίες οικουμενικών και πατριαρχικών συνόδων 310 καθώς επίσης και τρεις από τις πέντε «ησυχαστικές» συνόδους που συγκροτήθηκαν το διάστημα με 307 Χατζηδάκης, Μυστράς, 43. Μαρίνου, Μητρόπολη Μυστρά, Οι παραστάσεις αναπτύσσονται στο νάρθηκα του ναού και εντάσσονται σε στρώμα τοιχογράφησης που χρονολογείται, βάσει επιγραφής, στο (βλ. Σωτηρίου, Μνημεία Θεσσαλίας, 309, Walter, L Iconographie, 89 91). 309 Για τις παραστάσεις αυτές βλ. Walter, L Iconographie, Για την ιδιότητά τους ως επισκοπικές έδρες βλ. Popović, Serbian Episcopal Sees, 171κ.εξ. 310 Για παράδειγμα η Ε οικουμενική σύνοδος και πολύ αργότερα η σύνοδος του 869, η λεγόμενη «Η οικουμενική».
124 124 σκοπό την αντιμετώπιση του ησυχαστικού ζητήματος που ταλαιπώρησε την εκκλησία της Θεσσαλονίκης 311. Οι σύνοδοι πραγματοποιήθηκαν στα κατηχουμενεία της Μεγάλης Εκκλησίας και συγκεκριμένα, στο νότιο υπερώο που επικοινωνούσε με αίθουσες του πατριαρχικού οίκου, οι οποίες αναπτύσσονταν νότια του ναού. Τα κατηχουμενεία της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται πως προσφέρονταν για τη φιλοξενία τέτοιων δραστηριοτήτων, καθώς ήταν μεγάλων διαστάσεων και μπορούσαν άνετα να προσαρμοστούν σε συνεδριακό χώρο με την τοποθέτηση των απαιτούμενων καθισμάτων για τους συναθροισθέντες επισκόπους. Παράλληλα, καθώς επικοινωνούσαν άμεσα με τα υπόλοιπα κτίρια του πατριαρχείου 312, εξασφάλιζαν στους μετέχοντες πρόσβαση στο χώρο της συνόδου χωρίς να απαιτείται η είσοδός τους στον κυρίως ναό. Για όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις καθεδρικών ναών που φιλοξένησαν συνόδους, η αναζήτηση του χώρου όπου πραγματοποιήθηκαν μέσα από τις ιστορικές μαρτυρίες δεν είναι ιδιαίτερα πρόσφορη καθώς οι πηγές είναι ιδιαίτερα φειδωλές ως προς την περιγραφή του χώρου συνάθροισης των επισκόπων. Από την άλλη, τα αρχαιολογικά δεδομένα αν ερμηνευτούν χωρίς τα υπόλοιπα συμφραζόμενα, από μόνα τους μπορούν να οδηγήσουν σε λάθος κατευθύνσεις την έρευνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της εκκλησίας του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα. Είναι ένα ζήτημα το κατά πόσο η αναγραφή των ονομάτων των επισκοπικών εδρών στον ημικύλινδρο της κόγχης του καθεδρικού ναού θα μπορούσε να υποδηλώνει την πραγματοποίηση της συνόδου στο Βήμα του καθεδρικού ναού και την παράταξη των επισκόπων στο σύνθρονο, με τη σειρά που όριζαν οι ζωγραφιστοί θρόνοι (Σχ , Εικ. 16). Αναμφίβολα, η αναγραφή των θρόνων στην κόγχη, παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο οι επίσκοποι του πατριαρχείου του Σαμουήλ θα λάμβαναν τη θέση τους εκατέρωθεν του κεντρικού επισκοπικού θρόνου. Η αναγραφή όμως αυτή θα πρέπει να αποσυνδεθεί από το γεγονός της συνόδου που έλαβε χώρα στο 311 Σταυρίδης, Συνοδικός θεσμός Θεσσαλονίκης, Πασαδαίος, Πατριαρχικός Οίκος, 66 κ.εξ.
125 125 συγκεκριμένο ναό και να σχετιστεί με δρώμενα, μάλλον λειτουργικά, όπως για παράδειγμα την τέλεση αρχιερατικού συλλείτουργου. Από τις γραπτές πηγές δεν γνωρίζουμε εάν η συγκρότηση της συνόδου συνδυάστηκε με την τέλεση θείας λειτουργίας, στην οποία συμμετείχαν οι παρευρισκόμενοι σ αυτήν επίσκοποι. Η υπόθεση αυτή όμως δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, δεδομένου ότι η θεία λειτουργία αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της εκκλησιαστικής σύναξης. Σ αυτή την περίπτωση, η αναγραφή πίσω από το σύνθρονο, της σειράς με την οποία οι επίσκοποι θα κάθονταν στη διάρκεια της λειτουργίας γύρω από τον αρχιεπίσκοπο, εξασφάλιζε την τήρηση της απαιτούμενης ιεραρχικής τάξης και την αποφυγή της σύγχυσης που θα δημιουργούσε η παρουσία στο Ιερό Βήμα τόσων επισκόπων. Όσον αφορά το μέρος του ναού, όπου πραγματοποιήθηκε η σύνοδος, αυτό δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί δεδομένης της απουσίας οποιωνδήποτε πληροφοριών στις πηγές. Διάφορα μέρη του ναού, όπως ο νάρθηκας ή το υπερώο, θα μπορούσαν να έχουν φιλοξενήσει τους επισκόπους και τα υπόλοιπα μέρη της συνόδου, ενώ δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί και η περίπτωση η σύνοδος να πραγματοποιήθηκε στο κεντρικό κλίτος. Σ αυτήν την περίπτωση, τα δύο πεζούλια που διαμορφώνονταν κατά μήκος της βόρειας και της νότιας πεσσοστοιχίας 313 θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί ως καθίσματα για τους συνέδρους, ενώ οι σχετικά μεγάλες διαστάσεις του κεντρικού κλίτους (24μ. 9μ.) εξασφάλιζαν έναν ανοιχτό χώρο εμβαδού 216τ.μ. για την τοποθέτηση των θρόνων των επισκόπων δυτικά του τέμπλου. Σε όλες τις περιπτώσεις των καθεδρικών ναών που φιλοξένησαν συνόδους οικουμενικές, πατριαρχικές ή επαρχιακές, η αναζήτηση του μέρους του ναού όπου συνήλθαν οι επίσκοποι έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Συχνά, η έρευνα για την ταύτιση του μέρους αυτού στηρίχτηκε στη μελέτη της εικαστικής απεικόνισης των οικουμενικών συνόδων στη βυζαντινή τέχνη Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος, Walter, L Iconographie, 146.
126 126 Αφορμή αποτέλεσε η εικονογραφία που θέλει τους Πατέρες να κάθονται αμφιθεατρικά γύρω από ένα κεντρικό τραπέζι ή θρόνο, που φέρει ανοιχτό Ευαγγέλιο. Αυτή η διάταξη οδήγησε ορισμένους ερευνητές να υποστηρίξουν ότι πιθανόν οι σύνοδοι τελούνταν στο Ιερό Βήμα και να συνδέσουν το χώρο με το σύνθρονο. Ιδιαίτερα η 7 η οικουμενική σύνοδος, που πραγματοποιήθηκε στον καθεδρικό ναό της Νίκαιας 315, καθώς συνδέθηκε με μια από τις κορυφαίες γιορτές του Χριστιανισμού, την Κυριακή της Ορθοδοξίας και την αναστήλωση των Εικόνων απεικονίστηκε συχνά σε τοιχογραφίες και φορητές εικόνες τροφοδοτώντας διάφορες ερμηνείες που επεχείρησαν να απαντήσουν στο ερώτημα της χρήσης του συνθρόνου και στην αναζήτηση της θέσης που κατέλαβαν οι επίσκοποι. Η παρουσία ωστόσο, αρκετών πηγών για τη συγκεκριμένη σύνοδο σε συνδυασμό με τα οικοδομικά λείψανα που σώζονται στο ίδιο το μνημείο, αλλά και την εικονογραφία μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος. H Möllers, στη μονογραφία της για την Αγία Σοφία της Νίκαιας, επισημαίνει την παρουσία ενός μικρού χτιστού κογχαρίου που στέφεται από ημικυκλικό τόξο, στο κέντρο του συνθρόνου μεταξύ της τρίτης και έκτης βαθμίδας 316 καθώς και τη βάση ενός κίονα στο δάπεδο του Βήματος, ακριβώς μπροστά από κογχάριο. Τις λειτουργικές αυτές κατασκευές τις τοποθετεί χρονικά στη φάση της αναστήλωσης του μνημείου μετά τις καταστροφές που υπέστη από το σεισμό του 740 και τις συνδέει με την προετοιμασία για την σύγκληση της οικουμενικής συνόδου 47 χρόνια μετά 317. Πρόσφατα ο Altripp σε σχετικό άρθρο για το σύνθρονο της Αγίας Σοφίας 318 παίρνοντας ως αφορμή τις διαπιστώσεις της Möllers προχωράει σε μια προσπάθεια ερμηνείας των συγκεκριμένων κατασκευών που παρουσιάζει ο καθεδρικός ναός και προτείνει την άμεση σύνδεσή τους με την παρουσία των επισκόπων στο σύνθρονο κατά τη διάρκεια της συνόδου. Λαμβάνοντας υπόψη και τη σχετική εικονογραφία, ο Altripp υποστηρίζει ότι το μικρό κογχάριο φιλοξενούσε εικόνα της Παναγίας 315 De Maffei, Nicaea, Peschlow, Nicaea, Möllers, Hagia Sophia, Möllers, Hagia Sophia, Altripp, Überlegungen zur Synthronos, 448 κ.ε.
127 127 Οδηγήτριας και συγχρόνως λειτουργούσε ως βάση για την τοποθέτηση πάνω από αυτό, του επισκοπικού θρόνου, που θα έφερε το Ιερό Ευαγγέλιο. Όσο για τη βάση του κίονα που θεμελιώθηκε μπροστά από το κογχάριο, ο συγγραφέας ταυτίζεται με την άποψη της Möllers 319, σύμφωνα με την οποία, ο κίονας έφερε μια μικρή λεκανίδα με νερό που εξυπηρέτησε το τελετουργικό πλύσιμο των χεριών πριν την έναρξη των εργασιών 320. Ο ίδιος συγγραφέας, συνεχίζοντας την προσπάθεια αναπαράστασης των όσων έλαβαν μέρος στη σύνοδο, υποστηρίζει ότι από τους πολυάριθμους πατέρες που συγκεντρώθηκαν στην Αγία Σοφία, όσοι έπαιξαν κάποιο σημαντικό ρόλο έλαβαν θέση στο σύνθρονο του Βήματος, ενώ για τους υπόλοιπους είχε προβλεφθεί η τοποθέτηση καθισμάτων στο μεσαίο κλίτος. Με τον τρόπο αυτό ο ερευνητής θεωρεί ότι συνδυάζεται η εικονογραφική παράδοση που θέλει τους πατέρες να κάθονται σε ημικυκλικό σύνθρονο, με τις πηγές που μιλούν για διάταξη των επισκόπων μπροστά από τον άμβωνα 321. Μια προσεκτικότερη εξέταση των πληροφοριών που παρέχουν τα κείμενα μπορεί να βοηθήσει πολλαπλά στον τρόπο και τον ακριβή τόπο διάταξης των πατέρων της Νίκαιας. Τα πρακτικά της συνόδου είναι σαφή καθώς επισημαίνουν ότι οι εργασίες άρχισαν, «καθεσθέντων (των επισκόπων) πρό τοῦ ἱερωτάτου ἄμβωνος τοῦ ναοῦ τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ἐκκλησίας τῆς ἐπωνύμου Σοφίας» 322. Πουθενά δεν αναφέρεται διάσπαση του ακροατηρίου σε δύο τμήματα τα οποία θα συμμετείχαν σε μια κοινή συζήτηση χωρίς μάλιστα να έχουν απόλυτη οπτική επαφή, αφού ανάμεσά τους θα μεσολαβούσε το κιβώριο της Αγίας Τράπεζας, το τέμπλο, και ο άμβωνας. Από την άλλη, το Ιερό Βήμα θα πρέπει να αποκλειστεί ως χώρος που θα μπορούσε να φιλοξενεί εργασίες συνόδου για πολλούς λόγους και κυρίως γιατί ήταν ο πιο ιερός χώρος του ναού, στον οποίο είχαν πρόσβαση μόνο κληρικοί. Από τα πρακτικά των συνόδων πληροφορούμαστε ότι σ αυτές συμμετείχαν εκτός από τους επισκόπους, διακόνους, μοναχούς, και λαϊκοί, οι οποίοι όχι σπάνια συχνά καλούνταν να βοηθήσουν κυρίως ως 319 Möllers, Hagia Sophia, Altripp, Überlegungen zur Synthronos, Altripp, Überlegungen zur Synthronos, Mansi 12, 999.
128 128 σύμβουλοι, στην ερμηνεία θεολογικών ή νομικών κειμένων, ή να προσφέρουν τη μαρτυρία τους για κάποιο ζήτημα 323. Το ζήτημα είναι εξίσου περίπλοκο ακόμη και για την περίπτωση που παρευρισκόταν και ο ίδιος ο αυτοκράτορας 324, ο οποίος προήδρευε σε κάποιες τουλάχιστον από τις συνεδρίες. Το δικαίωμα που είχε να εισέρχεται στο Βήμα, αφορούσε μόνο τη στιγμή που προσέφερε τα δώρα, στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Ο ΞΘ κανόνας της εν Τρούλλω Στ Οικουμενικής Συνόδου που του παραχωρούσε αυτό το δικαίωμα ήταν σαφής: «Μὴ ἐξέστω τινί τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελοῦντι, ἔνδον ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου μηδαμῶς ἐπὶ τοῦτο τῆς βασιλικῆς εἰργομένης ἐξουσίας καὶ αὐθεντίας, ἡνίκα ἂν βουληθείη προσάξαι δῶρα τῷ πλάσαντι, κατά τινα ἀρχαιοτάτην παράδοσιν» 325. Τα πρακτικά των συνόδων καταγράφουν τη συμμετοχή ενός μεγάλου αριθμού αρχόντων 326, οι οποίοι συνόδευαν τον αυτοκράτορα σε κάποιες τουλάχιστον από τις συνεδρίες που πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο μιας συνόδου. Ενδεικτικά μόνο μπορούμε να αναφέρουμε το παράδειγμα της συνόδου του 1166, στην οποία, σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη, συμμετείχαν αρκετά μέλη της βασιλικής οικογένειας και πολλοί αυλικοί, όπως ο μεγάλος δρουγγάριος, πρωτονοτάριος, πρωτονοβελίσσιμος, λογοθέτης του δρόμου, πρωτοασηκρήτις, πριμικήριος, κοιαίστωρ, πρωτοκουροπαλάτης καθώς και «θεοφιλέστατοι δεσποτικοί ἂρχοντες» όπως ο μεγάλος οικονόμος, ο σκευοφύλακας, ο σακελλάριος, ο χαρτοφύλακας, ο κανστρίσιος, ο ραιφερενδάριος, ο υπομνηματογράφος, πρώτος άρχων των εκκλησιών, ο δεύτερος οστιάριος κ.α Η μη δυνατότητα προσπέλασης του Βήματος από τους λαϊκούς που συμμετείχαν στη σύνοδο είτε για να βοηθήσουν σε πρακτικά ζητήματα όπως π.χ. την καταγραφή των πρακτικών, είτε ως μέλη συνοδείας του αυτοκράτορα είναι ένας από τους λόγους που το Βήμα πρέπει να αποσυνδεθεί από τη φιλοξενία μιας συνόδου. Ο σημαντικότερος όμως παράγοντας που λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την υιοθέτηση της 323 Παπουλίδης, Η θέσις του βυζαντινού αυτοκράτορος, Παπουλίδης, Η θέσις του βυζαντινού αυτοκράτορος, 70κ.εξ. 325 Ράλλης, Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙ, Janin, Commissaires impériaux, 97κ.ε. 327 Νικήτας Χωνιάτης,
129 129 άποψης πραγματοποίησης οικουμενικών συνόδων στο χώρο του Βήματος είναι η ιερότητα του συγκεκριμένου μέρους του ναού, το οποίο δεν μπορεί να συνδυαστεί με μη λατρευτικού χαρακτήρα δραστηριότητες. Ο Walter, στο βιβλίο του για την εικονογραφία των συνόδων στη βυζαντινή παράδοση 328, υποστηρίζει ότι οι Πατέρες διατάσσονταν κατά μήκος του κεντρικού κλίτους στον κυρίως ναό σε πάγκους, οι πρόεδροι μπροστά στο ιερό όπου τοποθετούνταν ένα είδος άμβωνα με εξέδρα, ενώ πρεσβύτεροι και διάκονοι στέκονταν όρθιοι στο πίσω μέρος του ναού. Παρά το γεγονός ότι ο κεντρικός χώρος του ναού προσφερόταν για την συγκέντρωση συνέδρων, ωστόσο, την οργάνωση και κυρίως την σύγκληση μιας συνόδου, τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο, μπορούσαν να εξυπηρετούν κι άλλοι χώροι του ναού, όπως ο νάρθηκας και το υπερώο. Οι χώροι αυτοί, αποτελούν μέρος του ναού, στο οποίο είχαν εύκολη και άμεση πρόσβαση κληρικοί και λαϊκοί, χωρίς να προορίζεται αποκλειστικά για λατρευτικού χαρακτήρα δραστηριότητες. Παράλληλα, με τη βοήθεια κινητού εξοπλισμού, μπορούσαν να εξοπλιστούν κατάλληλα, ώστε να προσαρμοστεί ο χώρος σε τόπο συνόδου. Σε διάφορες περιπτώσεις, για την κάλυψη των εκάστοτε αναγκών ο χώρος του νάρθηκα προσλάμβανε διάφορες χρήσεις και αποκτούσε ανάλογα χαρακτηριστικά. Αξίζει να επισημάνουμε ότι από τις πηγές πληροφορούμαστε την παρουσία ξύλινων φορητών κατασκευών οι οποίες μετακινούνταν σε διάφορα μέρη του ναού προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις εκάστοτε ανάγκες. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση ξύλινης αναβάθρας στο νάρθηκα της Μεγάλης Εκκλησίας στη διάρκεια χειροτονιών. «τιθέασι τὴν ἀναβάθραν τοῦ πατριάρχου εἰς τὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας καὶ ἔνθεν κἀκεῖθεν σκάμνους..εἶτα προσκαλοῦνται τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντας καὶ προσκυνοῦσι τὸν πατριάρχην, καὶ οἱ μέν κάθηνται εἰς τὰ ὑποπόδια τῆς ἀναβάθρας, οἱ δὲ λοιποὶ ἵστανται κύκλῳ τοῦ πατριάρχου. Μετὰ ταῦτα προσκαλοῦνται τοὺς μητροπολίτας ὁ μέγας χαρτοφύλακας καὶ ὁ ἱερομνήμων καὶ ἐρχόμενοι προσκυνοῦσι τὸν πατριάρχην καὶ κάθηνται εἰς τοὺς σκάμνους.» Walter, L Iconographie, Βλ. Γιάγκου, Τάξη χειροτονίας,
130 130 Σ αυτές τις περιπτώσεις δεν αποκλείεται να εξοπλίζονταν με «σκάμνους», όπως αυτούς που τοποθετούνταν στο νάρθηκα της Αγίας Σοφίας κατά τις χειροτονίες ή να χρησιμοποιούνταν οι χτιστοί πάγκοι που σώζονται μέχρι σήμερα σε αρκετούς επισκοπικούς ναούς κατά μήκος των τοίχων του νάρθηκα ή του υπερώου (Σισάνι, Αχρίδα). Με στόχο να δηλωθεί ότι κεφαλή και αρχηγός της Εκκλησίας είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός και συνεπώς αυτός είναι ο προεδρεύων στις συνελεύσεις της ιεραρχίας της Εκκλησίας, τα σωζόμενα πρακτικά από την Γ οικουμενική σύνοδο και εξής, επισημαίνουν την παρουσία του Λόγου Του :«προκειμένων ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἁγίων καὶ ἀχράντων Εὐαγγελίων». Την ίδια λεπτομέρεια καταγράφει και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγοντας «ἒκειτο γὰρ ἐν ἁγίῳ θρόνῳ τὸ σεπτόν εὐαγγέλιον» 330 αναφερόμενος στη σύνοδο του 431. Ιδιαίτερα σημαντική τέλος, είναι η μαρτυρία που σώζει ο Πατριάρχης Ταράσιος σε επιστολή που έστειλε στον πάπα Αδριανό «καὶ προκαθεσθέντων ἁπάντων ἡμῶν κεφαλὴν ἐποιησάμεθα τὸν Χριστόν. ἔκειτο γὰρ ἑπὶ θρόνου τὸ ἅγιον αὐτοῦ Εὐαγγέλιον». Πρόεδρος ήταν ο Χριστός, ο οποίος δια του Ευαγγελίου Του κατείχε την κεντρική θέση και πλαισιωνόταν εκατέρωθεν από τους υπόλοιπους επισκόπους 331. Θα μπορούσε στο κέντρο της σύναξης να είχε τοποθετηθεί μια τράπεζα με το Ιερό Ευαγγέλιο, στοιχείο που απαντά συχνά στην εικονογραφία των συνόδων. Ίσως σ αυτήν ακριβώς την πρακτική της σύγκλησης συνόδων στον πρόναο παραπέμπει και η ένταξη των παραστάσεων των συνόδων στο εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα των εκκλησιών. Είναι ενδεικτικό ότι σε όλους σχεδόν τους ναούς επισκοπικούς αλλά και μοναστηριακούς 332 που εντοπίζεται εικονογραφία των συνόδων, οι συγκεκριμένες παραστάσεις αναπτύσσονταν στο χώρο του νάρθηκα ή του υπερώου. Η περίπτωση απεικόνισης συνόδων στο υπερώο του ναού, η οποία απαντά στον επισκοπικό ναό της Αγίας Σοφίας Αχρίδας (Εικ ) αποτελεί ένδειξη για το ότι θα μπορούσε ο συγκεκριμένος χώρος πάνω από τον εσωνάρθηκα του ναού, να φιλοξενούσε τις συνόδους της 330 Κύριλλος Αλεξανδρείας, Λόγος Ἀπολογητικός, 472B. 331 Μητρ. Καλλίνικος Δελικάνης, Η εν Νικαία Σύνοδος, Παλαιότερη απεικόνιση στη Μονή Πάτμου.
131 131 αρχιεπισκοπής. Το υπερώο του καθεδρικού ναού της Αρχιεπισκοπής Αχριδών είναι αρκετά ευρύχωρο, και σχετικά απομονωμένο από τον κυρίως ναό. Οι επτά οικουμενικές σύνοδοι που απεικονίζονταν σε όλο τον ανατολικό του τοίχο αποτελούσαν σύμβολα της ενότητας της Εκκλησίας και λαμπρά πρότυπα για τους επισκόπους που συνέρχονταν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα τρέχοντα ζητήματα της περιφέρειας. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για το νάρθηκα είτε για το υπερώο του, είναι σημαντικό να επισημάνει κανείς ότι το οι συγκεκριμένοι χώροι ήταν κατάλληλοι να φιλοξενήσουν τέτοιες δραστηριότητες στις έδρες των επισκοπικών ναών της περιφέρειας αλλά και της πρωτεύουσας. Αυτό αποδεικνύει άλλωστε και η σύγκληση μιας επαρχιακής συνόδου στο νάρθηκα του επισκοπικού ναού της Σθλάνιτζας 333. Σε πράξη συνόδου της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 7 Ιουνίου του έτους 1230 αναφέρεται «Μηνὶ Ἰουνίῳ ζ, ἡμέρα ς, ἰνδικτιῶνος γ, προκαθημένου τοῦ παναγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου, τοῦ ἀρχιεπισκόπου πάσης Βουλγαρίας, ἐν τῷ προτεμενίσματι 334 τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Σθλανίτζης, συνεδριαζόντων τῇ μεγάλῃ ἁγιωσύνῃ αὐτοῦ ἱερωτάτων ἐπισκόπων Μιχαήλ Σθλανίτζης καὶ Θεοδώρου Γρεβενοῦ, παρισταμένων καὶ θεοφιλεστάτων δεσποτικῶν ἀρχόντων..» 335. γ.τόπος δημοσιοποίησης διαταγμάτων, συνοδικών αποφάσεων Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι επισκοπικοί ναοί χρησιμοποιήθηκαν σε αρκετές περιπτώσεις και ως χώροι μέσω των οποίων δημοσιοποιήθηκαν κανόνες συνόδων, σημαντικοί νόμοι και 333 Για την ταύτιση της Σθλάνιτζας, γνωστής από πηγές έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Με βάση την καταγραφή της στη Notitia 13 (αρ. 852) όπου αναφέρεται επισκοπή «Σθλανίτζης ἢτοι Πελλῶν» υποκείμενης στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας (βλ. Darrouzès, Notitiae, 371) έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι πιθανώς η πόλη ταυτίζεται με την Πέλλα, η ζωή της οποίας μέχρι και την ύστερη βυζαντινή περίοδο έχει επιβεβαιωθεί από τις πρόσφατες ανασκαφές (βλ. Χρυσοστόμου, Πέλλα, ). 334 Για την ερμηνεία του όρου «προτεμένισμα» ως «πρόναου» βλ. Liddell, Scott, Μέγα Λεξικόν, τ. 3, Για τη σύνοδο αυτή βλ. Σταυρίδου Ζαφράκα, Γρεβενά, 199, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
132 132 διατάγματα της αυτοκρατορίας 336. Κατ αναλογία με την Αρχαιότητα, όπου οι κανονισμοί και τα αυτοκρατορικά διατάγματα αναρτώνταν στους δημόσιους χώρους, στους βυζαντινούς χρόνους, σημαντικά δημόσια κείμενα, καταγράφηκαν και τοποθετήθηκαν στους καθεδρικούς ναούς, οι οποίοι αποτελούσαν τα εκκλησιαστικά κέντρα της βυζαντινής περιφέρειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιουστινιανός αξίωσε οι Νεαρές του να αναρτηθούν στους καθεδρικούς ναούς των πατριαρχείων και μητροπόλεων της αυτοκρατορίας ώστε να γίνουν γνωστά. Στην 4 η Νεαρά του ορίζει: Sanctissimi siquidem patriarchae uniuscuiusque dioceses haec proponant in ecclesiis sub se constitutes, et manifesta faciant deo amabilibus metropolitis, quae a nobis constituta sunt. Illi quoque rursus etiam ipsi proponant ea in metropolita sanctissima ecclesia, et constitutis sub se episcopis haec faciant manifesta, illorum vero singuli in propria ecclesia haec proponant : ut nullus nostrae reipublicae ignoret, quae a nobis ad honorem et augmentum magni Dei et Salvatoris nostri Jesu Christi disposita sunt 337. Μερικά από τα σημαντικότερα διατάγματα της αυτοκρατορίας δημοσιοποιήθηκαν μέσα από την έκθεσή τους στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Για την Έκθεση του Ηρακλείου, ένα διάταγμα του 638 γνωρίζουμε ότι είχε αναρτηθεί «ἐν τῷ νάρθηκι τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ἐκκλησίας» 338. Λίγα χρόνια μετά, «ἤδικτον» εναντίον του δόγματος περί μιας ενέργειας και μιας θελήσεως το οποίο είχε διατυπωθεί επί Ηρακλείου, ήταν «ἀνατεθὲν ἐν τῷ τρίτῳ νάρθηκι τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ἐκκλησίας πλησίον τῆς καλουμένης Δικυμβάλου..» 339. Στον ίδιο ναό, αναρτήθηκε πολύ αργότερα και ένα πρόσταγμα του Κωνσταντίνου I Δούκα (1065), για το οποίο οι πηγές αναφέρουν: «. προστάγματι τοῦ βασιλέως κυροῦ κωνσταντίνου τοῦ δούκα, ἀναγράπτῳ ὄντι ἐν πίνακι παρὰ 336 Grabar, L Iconoclasme, 52, σημ Οἱ μὲν οὖν ἁγιώτατοι πατριάρχαι διοικήσεως ἑκάστης ταῦτα προθήσουσιν ἐν ταῖς ὑφ ἑαυτοὺς ἁγιωτάταις ἐκκλησίαις, δῆλα δὲ ποιήσουσι τοῖς θεοφιλεστάτοις μητροπολίταις τὰ παρ ἡμῶν διατεταγμένα, οἱ δὲ αὖθις καὶ αὐτοὶ προθήσουσί τε αὐτὰ κατὰ τὴν τῆς μητροπόλεως ἁγιωτάτην ἐκκλησίαν τοῖς τε ὑφ ἑαυτοὺς ἐπισκόποις φανερὰ ταῦτα καταστήσουσι, κἀκείνων δὲ ἕκαστος ἐν τῇ οἰκείᾳ ἐκκλησίᾳ ταῦτα προθήσει. ὥστε μηδένα τῶν τῆς ἡμετέρας πολιτείας ἀγνοεῖν τὰ παρ ἡμῶν εἰς τιμήν τε καὶ αὔξησιν τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διατετυπωμένα» Νεαραί Ιουστινιανού VI, ep.1, Dölger, Regesten I, 24, Mansi 10, 1032 C,. 339 Mansi 11, 697A. Dölger, Besprechungen, 140, σημ. 6.
133 133 τοῖς κατηχουμένοις τῆς ἁγιωτάτης τοῦ θεοῦ μεγάλης ἐκκλησίας, ἔνθα αἱ σύνοδοι γίνονται» 340. Δεν γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο αναρτώνταν τα παραπάνω διατάγματα στους τοίχους της Μεγάλης Εκκλησίας. Σε κάποιες περιπτώσεις χαράσσονταν επί πίνακι 341, ενώ σπανιότερα θα χαράσσονταν σε πλάκες μαρμάρου. Στην περίπτωση αυτή ανήκει το έδικτο που εξέδωσε το 1166 ο Μανουήλ Κομνηνός με τις αποφάσεις της συνόδου, η οποία συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό την ερμηνεία ενός επίλυση ενός δογματικού ζητήματος 342. Από τις οκτώ συνεδρίες της συνόδου, οι δύο έλαβαν χώρα «ἐν τοῖς δυτικοῖς κατηχουμενείοις» της Μεγάλης Εκκλησίας και οι υπόλοιπες «ἐν τῇ ὑπερώᾳ τροπικῇ τῇ πρός μεσημβρίαν τοῦ ἐν τῷ μεγάλῳ παλατίῳ πορφυρομανουηλάτου τρικλίνου». Στις 4 Απριλίου τα «πραχθέντα τῇ αὐτοκρατορικῇ ἁγίᾳ χειρί ἐρυθρογραφέντα τοῖς ἀνὰ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν καὶ ἢπειρον δῆλα γενέσθαι βουλόμενος. θεῖον προσκυνητόν ἐξέθετο ἲδικτον». Το κείμενο χαράχτηκε σε τέσσερις πλάκες μαρμάρου, οι οποίες αναρτήθηκαν σε εμφανές σημείο της Μεγάλης Εκκλησίας 343. Η ακριβής θέση στην οποία τοποθετήθηκαν οι ενεπίγραφες πλάκες με το έδικτο του Μανουήλ είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, καθώς δεν παρέμειναν κατά χώραν αλλά μεταφέρθηκαν το 1567 στο μαυσωλείο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς στην Κωνσταντινούπολη. O Ιωάννης Κίνναμος αναφέρει πολύ γενικά ότι «λίθοις ἐγκολαψάμενοι τὴν γραφὴν ἐπὶ τοῦ Σοφίας ἱεροῦ ἀριστερᾷ εἰσιόντι φέροντες ἔστησαν» 344. Η μόνη πληροφορία που υπάρχει στις πηγές και διασώζεται σε ανώνυμο έγγραφο του 16 ου αιώνα, αναφέρει γενικά ότι βρισκόταν «πρὸς τῷ εὐωνύμῳ μέρει τοῦ τοίχου τοῖς εἰσιοῦσιν αὐτό τὸ ἐσώτατον» 345. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, «αὗται (οι πλάκες) κίοσι μακροῖς καὶ λεπτοῖς ὑπερειδόμεναι προσήγγιζον 340 Jus Gr Rom., I. Νεαραί, Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόσταγμα του Κωνσταντίνου Δούκα. 342 Αφορμή για τη σύγκληση της συνόδου ήταν η ερμηνεία του λόγου του Χριστού «ὁ πατήρ μου μείζων μου ἐστί». Τις εργασίες της συνόδου που κράτησαν από 2 Μαρτίου ως 6 Μαΐου 1166 καταγράφει ο Νικήτας Χωνιάτης (Νικήτας Χωνιάτης, ) (βλ. σχετικά, Mango, Edict, 320). 343 Νικήτας Χωνιάτης, Ιωάννης Κίνναμος Ο Mango υποστηρίζει ότι θα βρισκόταν αναρτημένες κάπου στο βόρειο τμήμα της εκκλησίας. (Mango, Edict, 323).
134 134 τῷ τῆς ὀρθομαρμαρώσεως τοίχῳ» 346 και καθώς καταλάμβαναν μια επιφάνεια ύψους 4,12μ. περίπου και πλάτους 4,62μ. επιβάλλονταν στο χώρο, ώστε να είναι ορατές και αναγνώσιμες από τους εισερχομένους στο ναό. Στους υπόλοιπους καθεδρικούς ναούς της αυτοκρατορίας δεν έχουν σωθεί ανάλογα διατάγματα, τα οποία θα ήταν αναρτημένα στους τοίχους τους. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις αξίζει να επισημάνουμε την παρουσία γραπτών επιγραφών, οι οποίες καταγράφουν σημαντικά αυτοκρατορικά έγγραφα που αφορούν την επισκοπή. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα προέρχεται από τον επισκοπικό ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας. Στο βόρειο τοίχο του εσωνάρθηκα έχουν αναγραφεί τα δύο επισημότερα και σπουδαιότερα έγγραφα που παραχωρούν προνόμια και κατοχυρώνουν τα δικαιώματα της επισκοπής Σταγών. Το πρώτο είναι το χρυσόβουλλο του Ανδρονίκου Γ Παλαιολόγου, το οποίο γράφηκε το 1336 ανανεώνοντας και ουσιαστικά επικυρώνοντας παλαιότερα χρυσόβουλλα προηγούμενων αυτοκρατόρων 347 καθώς και άλλα επίσημα παλαιά πρακτικά και βασιλικά προστάγματα που καθόριζαν τις κτήσεις, τα όρια και τα προνόμια της επισκοπής Σταγών. Το δεύτερο έγγραφο που αντιγράφηκε στον τοίχο του εσωνάρθηκα 348 είναι το σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Αντωνίου Δ, το οποίο γράφηκε το Μάρτιο του 1393 και κατοχυρώνει τα κτήματα, τα μετόχια και γενικά τα όρια της επισκοπής 349. Τα αντίγραφα των δύο εγγράφων εντάσσονται χρονολογικά στο δεύτερο ζωγραφικό στρώμα, του 16 ου αιώνα, θεωρούνται όμως ότι αποτελούν απλή επιζωγράφηση του αρχικού στρώματος που ανάγεται στον 12 ο αιώνα 350. Σε μια ανάλογη περίπτωση, στους κίονες του καθεδρικού ναού του Αγίου Δημητρίου του Μυστρά, έχουν χαραχτεί πέντε πράξεις μητροπολιτών της περιοχής, οι οποίες κατοχυρώνουν περιουσίες της επισκοπής 351. Μεταξύ αυτών σε έναν απολογισμό του έργου του στη 346 Βλ. Mango, Edict, Πρόκειται για τα χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη ( ) και Αλεξίου Κομνηνού ( ). 348 Το πρωτότυπο του εγγράφου σώζεται σε περγαμηνό χειρόγραφο της Μονής Βαρλαάμ. 349 Σοφιανός, Μετέωρα, Χούλια, Αλμπάνη, Μετέωρα, Βλ. Kalopissi Verti, Church Ιnscriptions, 80, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
135 135 Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, του έτους 1311/1312, ο μητροπολίτης Νικηφόρος καταγράφει ότι «ἀνήγειρε ἐκ βάθρων αὑτῶν μύλωνας» στη Μαγούλα, φύτεψε ελιές και περιβόλι, αγόρασε και τα «σύνεγγυς τῆς ἐκκλησίας ὀσπήτια τοῦ χαρτοφύλακος Εὐγενίου», και ότι όποιος τολμήσει να τα αποσπάσει από την εκκλησία να έχει τις κατάρες των 315 πατέρων και τις δικές του 352. Οι ναοί της Μακεδονίας δεν διασώζουν ανάλογα παραδείγματα, τα οποία θα επιβεβαίωναν την εφαρμογή στους ναούς αυτούς μιας ανάλογης πρακτικής στη δημοσιοποίηση, την καταγραφή και κατοχύρωση των δικαιωμάτων των επισκοπών. Ωστόσο, η μαρτυρία των πηγών σε συνδυασμό με τα λιγοστά σωζόμενα παράλληλα παραδείγματα από επισκοπικούς ναούς της υπόλοιπης αυτοκρατορίας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφιβολίας για την απόδοση και σ αυτούς της ιδιότητας τους ως μέσον προβολής και διάδοσης αυτοκρατορικών διαταγμάτων και νόμων της αυτοκρατορίας. 352 Χατζηδάκης, Μυστράς, Μαρίνου, Μυστρόπολη Μυστρά, 241.
136 136 Β. ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Ι. ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ Στην εκκλησιαστική ιστορία, η ανάδειξη μιας πόλης σε έδρα επισκοπής ή μητρόπολης σήμαινε ότι η πόλη αυτή θα αποτελούσε λειτουργικό, λατρευτικό και εκκλησιαστικό κέντρο για ένα σύνολο οικισμών που υπάγονταν στη δικαιοδοσία της επισκοπής. Παράλληλα, στην πόλη θα ανεγειρόταν ένας ναός, ο οποίος θα αποτελούσε την έδρα του επισκόπου και θα εξελισσόταν στην κεντρική εκκλησία τόσο της ίδιας της πόλης όσο και της ευρύτερης περιφέρειας, όπου λάμβαναν χώρα όλες οι επίσημες, κοσμικές και θρησκευτικές τελετές. Ενώ όμως, διαθέτουμε αρκετές πηγές που σκιαγραφούν λίγο ή πολύ την παρουσία και την πορεία των επισκοπών που αναπτύχθηκαν στον μακεδονικό χώρο μετά την Εικονομαχία και μέχρι τη λατινική κατάκτηση, δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο με τους ναούς που διετέλεσαν έδρες αυτών των επισκοπών. Οι αριθμός των βυζαντινών επισκοπικών ναών που έχουν σωθεί είναι πολύ μικρός σε σχέση με τα αντίστοιχα ονόματα των επισκοπών που είναι αναφέρονται στις πηγές. Στο χώρο της βυζαντινής Μακεδονίας είναι γνωστά δώδεκα μνημεία, τα οποία ιδρύθηκαν προκειμένου να στεγάσουν τον επίσκοπο και τις λειτουργικές ανάγκες της εκάστοτε εκκλησιαστικής περιφέρειας. Ίσως το σημαντικότερο μνημείο αυτής της κατηγορίας είναι η Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε τον καθεδρικό ναό της ομώνυμης μητρόπολης, η οποία στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ως πρωτεύουσα του Ιλλυρικού καταλάμβανε την πρώτη θέση μετά τα πατριαρχεία. Με την απόσπαση όμως του Ιλλυρικού από τη Ρώμη, η μητρόπολη Θεσσαλονίκης πέρασε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως 353, κατάλαβε την 16 η θέση μεταξύ των υπόλοιπων μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και είχε στη δικαιοδοσία της δώδεκα επισκοπές 354. Στο Τακτικό του 10 ου αιώνα οι υποκείμενες σ 353 Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 29κ.εξ. 354 Οι επισκοπές που είχε στη δικαιοδοσία της η Θεσσαλονίκη ήταν Κίτρου(ς) ἤτοι Πύδνης, Βερ(ρ)οίας, Δρογουβιτείας, Σερβίων, Κασσανδρείας (τῆς Ποτιδαίας), Καστρίου ἤτοι Καμπανίας, Πέτρας, Ἑρκούλων, Ἱερισσοῦ, Λιτῆς, Λυκοστομίου ἤτοι Θετταλικῶν Τεμπῶν και Βαρδαριωτῶν ἤτοι Τούρκων (Darrouzès, Notitiae, , Notitia ).
137 137 αυτήν επισκοπές ήταν οι: Κίτρους, Βεροίας, Δρογουβιτείας, Σερβίων, Κασσανδρείας, Καμπανίας ήτοι Κάστρου, Πέτρας, Ερκουλίων ήτοι Αρδαμέρεως, Ιερισσού ήτοι Αγίου όρους, Λιτής και Ρεντίνης, και τέλος, Βαρδαριωτών ήτοι Τούρκων 355. Για το ναό της Αγίας Σοφίας υπάρχουν πολλές μαρτυρίες στα γραπτά κείμενα της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου όπως στα αγιορείτικα έγγραφα, σε αγιολογικά και ιστορικά κείμενα και επίσημη εκκλησιαστική αλληλογραφία, που δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την ταύτισή του με τον καθεδρικό ναό της Θεσσαλονίκης 356. Οι πηγές που αναφέρονται σ αυτόν χρησιμοποιούν όρους όπως «Ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ Μεγάλη Ἐκκλησία», «Ἡ καθολικὴ τοῦ μεγάλου θεοῦ ἐκκλησία», «Ἡ τῆς μητροπόλεως καθολικὴ», «Ἡ καθολικὴ μητρόπολις», «Ὁ μέγας ναὸς», «Ὁ τῆς παντουργοῦ καὶ θείας τοῦ ὑπερουσίου λόγου σοφίας οἶκος», «ὁ μέγας τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας νεὼς», «Καθολικὸς ναὸς», «Ναὸς τῆς ἐνυποστάτου λόγου Θεοῦ Σοφίας», «Μέγας ναὸς τῆς ἐνυποστάτου λόγου Θεοῦ Σοφίας», ναός «τῆς ἐνυποστάτου θεοῦ λόγου, ἡ ἁγία Σοφία», «Μητρόπολις Θεσσαλονίκης Ἁγία Σοφία», «Ἁγία Σοφία, μητρόπολις», «Ἁγία μεγάλη καθολικὴ ἐκκλησία» και «Ἁγία καθολικὴ ἐκκλησία τῆς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης». Με αντίστοιχους χαρακτηρισμούς όπως: «Sancta Sophia Thessalonicensis», «Sancta Sophia Thessalonicensis Metropolis» και «Matrix Ecclesiae Thessalonicensis» η Αγία Σοφία απαντά και σε λατινικά κείμενα της περιόδου, όπως για παράδειγμα στις επιστολές του πάπα Ιννοκέντιου Γ που γράφηκαν όταν η Θεσσαλονίκη τελούσε υπό λατινική κατοχή 357. Στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης υπαγόταν εκκλησιαστικά η επισκοπική Κίτρους, η οποία στο λεγόμενο Τακτικό του Λέοντα Στ (7 η Notitia), αναφέρεται ως πρώτη στην τάξη επισκοπή της Θεσσαλονίκης, θέση που διατήρησε σε όλη τη βυζαντινή περίοδο 358. Ο επισκοπικός ναός του Κίτρους ανασκάφηκε πρόσφατα στο χώρο όπου αναπτύχθηκε η ομώνυμη βυζαντινή πόλη, που συνέχισε τη ζωή της αρχαίας Πύδνας Darrouzès, Notitiae, , Notitia Για το θέμα βλ. Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, Αναλυτικά βλ. Κίσσας, Μικρή Αγία Σοφία, , σημ.9, όπου καταγράφονται οι πηγές και η προέλευσή τους. 358 Βλ. σχετικά, Darrouzès, Notitiae, 278, Notitia Μισίου, Βυζαντινή Πιερία, 73. Σταυρίδου Ζαφράκα, Πιερία, Μαρκή, Συμπεράσματα, 239κ.εξ.. Η ίδια, Κίτρος, 9 17, 39 55
138 138 Αν και δεν σώζονται μαρτυρίες στις πηγές για την ίδρυση και το όνομά του, ωστόσο, τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την ταύτιση του ανασκαμμένου ναού με τον επισκοπικό ναό του Κίτρους, ο οποίος ιδρύθηκε τον 10 ο αιώνα και μιμήθηκε αρχιτεκτονικά τον τύπο του καθεδρικού ναού της μητρόπολης στην οποία υπαγόταν 360. Ένας ακόμη από τους ιδιαίτερα σημαντικούς επισκοπικούς ναούς που σώζονται από την περίοδο αυτή στη Μακεδονία είναι η Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας. Ιδρύθηκε ως καθεδρικός ναός της επισκοπής Βεροίας, η οποία μέχρι τον 11 ο αιώνα υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης 361, από την οποία σύμφωνα με το 3 ο σιγίλλιο του Βασιλείου αποσπάστηκε προκειμένου να υπαχθεί στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών 362. Το 1298 ή 1299 η επισκοπή προήχθη σε μητρόπολη 363. Ο ναός δεν αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές, για την ταύτισή του όμως με τον καθεδρικό ναό της Βέροιας δεν υπάρχουν αμφιβολίες, καθώς τόσο το όνομα με το οποίο ήταν γνωστό στην Τουρκοκρατία (Eski Metropol), όσο και τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά, η κλίμακα του μνημείου και ο λειτουργικός εξοπλισμός του παραπέμπουν άμεσα στους ναούς αυτής της κατηγορίας. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η βασιλική της βυζαντινής πόλης των Σερβίων, η οποία κατείχε την 4 η θέση μεταξύ των επισκοπών που υπάγονταν στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης 364. Με τα σιγίλλια του Βασιλείου είναι και αυτή μια από τις επισκοπές που πέρασαν στη δικαιοδοσία της Αχρίδας 365. Η βασιλική σώζεται ως τις μέρες μας στο κάτω τμήμα της πόλης των Σερβίων και αποτελούσε τον επισκοπικό ναό της, ο οποίος παρουσιάζει πολλά από τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στους ναούς αυτού του είδους. 360 Μαρκή, Κίτρος, Στην 7 η Notitia, του Λέοντα Στ, η Βέροια αποτελεί την β στην τάξη επισκοπή της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, μετά την επισκοπή Κίτρους (Darrouzès, Notitiae, 278, Notitia ). 362 Gelzer, Ungedruckte II, Χιονίδης, Περίγραμμα, Darrouzès, Notitiae, 278 (Notitia 7.300), 299 (Notitia 9.186), 316(Notitia ), 371(Notitia ). 365 «Καὶ τὸν ἐπίσκοπον Σερβίων κελεύομεν ἔχειν εἰς πᾶσαν τὴν ἐνορίαν αὐτοῦ κληρικοὺς λ καὶ παροίκους λ» (Gelzer, Ungedruckte II, 43).
139 139 Η τελευταία από τις επισκοπές της μητρόπολης Θεσσαλονίκης που διασώζουν τον επισκοπικό τους ναό είναι η επισκοπή Λητής και Ρεντίνης, η οποία στα Τακτικά μέχρι τις αρχές του 10 ου αιώνα, αναφέρεται ως επισκοπή Λιτής, 10 η στη σειρά των επισκοπών που υπάγονταν στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης 366, ενώ από τα τέλη του 10 ου απαντά ως επισκοπή Λιτής και Ρεντίνης, διατηρώντας τον τίτλο και τη θέση μέχρι τουλάχιστον τα τέλη του 13 ου αιώνα 367. Η βασιλική που ανασκάφηκε στην ακρόπολη του κάστρου αποτελεί το μόνο ναό που οικοδομήθηκε την περίοδο αυτή στο κάστρο της Ρεντίνας, και μάλιστα σε έναν τύπο που εφαρμόστηκε στην πλειοψηφία των επισκοπικών ναών της περιοχής. Ως εκ τούτου, παρά την έλλειψη βυζαντινών πηγών για το ναό, δεν χωράει αμφιβολία για την ταύτισή του με τον ναό που οικοδομήθηκε προκειμένου να φιλοξενεί τον επίσκοπο της πόλης και της περιοχής της. Στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας σώζονται μόλις δύο ναοί αυτής της κατηγορίας. Πρόκειται για το ναό των Αγίων Θεοδώρων στις Σέρρες και τον Άγιο Νικόλαο στο Μελένικο. Στην πρώτη περίπτωση ο ναός αποτελούσε τον καθεδρικό ναό της επισκοπής Σερρών 368, η οποία στη γνωστή Notitia των εικονοκλαστών κατέχει την 14 η θέση μεταξύ των επισκοπών της Θεσσαλονίκης 369. Λίγο αργότερα, στο Τακτικό του Λέοντα στις αρχές του 10 ου αιώνα 370, οι Σέρρες καταλαμβάνουν την 26η θέση μεταξύ των αρχιεπισκοπών του Οικουμενικού Πατριαρχείου 371, κάτι που πιθανότατα σχετίζεται με την δημιουργία του θέματος Στρυμόνος και την λειτουργία της πόλης των Σερρών ως έδρα του θέματος 372. Επί Βασιλείου Β οι Σέρρες ανυψώθηκαν σε μητρόπολη και ως μητρόπολη αναφέρονται στα Τακτικά των επόμενων αιώνων Darrouzès, Notitiae, 279, Notitia Βλ. σχετικά, Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής, 329κ.εξ. 368 Για την εκκλησιαστική οργάνωση της περιοχής των Σερρών βλ. Αγορίτσας, Εκκλησιαστική οργάνωση, Darrouzès, Notitiae, 236, Notitia Darrouzès, Notitiae, 273, Notitia Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι οι Σέρρες μνημονεύονται ως αρχιεπισκοπή ήδη από τα μέσα του 9 ου αιώνα σε μολυβδόβουλλο που σώζει την επιγραφή: «Θεοτόκε βοήθει τω σω δούλω Γεορ γήο αρχη επησκόπ ου Σέρας» (Oikonomides, Seals 1, 109, 42.1). 372 Σταυρίδου Ζαφράκα, Το θέμα Στρυμόνος, 307κ.εξ. 373 Darrouzès, Notitiae, Notitia ,801, 16.58, Για την εκκλησία των Σερρών τον 11 ο 12 ο αιώνα βλ. Πέννα, Εκκλησία Σερρών,
140 140 Οι Άγιοι Θεόδωροι αποτελούσαν για αιώνες τον καθεδρικό ναό της πόλης κάτι που επιβεβαιώνεται από τις γραπτές πηγές. Ο Πεδιάσιμος, Σερραίος λόγιος του 14 ου αιώνα, κάτω από τον τίτλο «Ἔκφρασις περὶ τοῦ ἱεροῦ τῶν Φερρῶν», έδωσε μια πολύτιμη περιγραφή του ναού αρχίζοντας ως εξής: «Πολλῶν ὄντων, ἃ τὴν τῶν Φερρῶν πόλιν κοσμεῖ καὶ σεμνύνει καὶ διάδηλον πᾶσι ποιεῖ, οὐχ ἧττον τούτων ἁπάντων οἶμαι καὶ τὸν σεπτὸν καὶ θεῖον νεώ, τὸν περικαλλῆ φημὶ καὶ θαυμάσιον, τὸν ἐπ ὀνόματι τῶν θείων δωρεῶν φερωνύμων δομηθέντα, τῶν ὡς ἀληθῶς ἐπωνύμων καὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῖς θείας δωρεᾶς ἑαυτοὺς ἀναδειξάντων» 374. Εκτός από τις πηγές που επιβεβαιώνουν την ταύτιση των Αγίων Θεοδώρων με την κεντρική εκκλησία των Σερρών, ο ναός συγκεντρώνει και πολλά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και στοιχεία λειτουργικού εξοπλισμού που απαντούν σε επισκοπικούς ναούς και δεν αφήνουν αμφιβολία για την ταύτισή του με καθεδρικό. Στη μητρόπολη Σερρών ανήκε το Μελένικο 375 μέχρι την υπαγωγή του στο βουλγαρικό Πατριαρχείο του Τιρνόβου 376. Στην πόλη αυτή σώζεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος αποτελούσε τον καθεδρικό ναό της ομώνυμης επισκοπής, όπως μαρτυρά η παράδοση, σε συνδυασμό με τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά. Στο δυτικομακεδονικό χώρο την περίοδο αυτή δημιουργήθηκε και έδρασε το πρόσκαιρο βουλγαρικό κράτος του Σαμουήλ. Η βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στο ομώνυμο νησί της Πρέσπας οικοδομήθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 10 ου αιώνα, και συγκεκριμένα στο διάστημα ως καθεδρικός ναός της πρωτεύουσας αυτού του κράτους και αποτέλεσε έναν από τους σταθμούς της εκκλησίας, η οποία άλλαζε συνεχώς έδρα μετακινούμενη μεταξύ Σόφιας, Μογλενών, Βοδενών και Αχρίδας 377. Για τη βασιλική του Αγίου Αχιλλείου γνωρίζουμε από τις πηγές ότι αποτελεί κτίσμα του Σαμουήλ, ο οποίος μετέφερε τα οστά του αγίου από τη 374 Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιάσιμου, Η υπαγωγή του Μελενίκου στη μητρόπολη των Σερρών δεν καταγράφεται στις σύγχρονες ιστορικές πηγές, αλλά στηρίζεται κυρίως ας μεταγενέστερα σημειώματα Τακτικών του 13 ου 14 ου αιώνα (Αγορίτσας, Εκκλησιαστική οργάνωση, 43 44). 376 Πασχαλίδης, Στράτης, Μοναστήρια Μακεδονίας, Μουτσόπουλος, Η βασιλική, 17.
141 141 Λάρισσα «οἶκον κάλλιστον καὶ μέγιστον ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ δομησάμενος..» 378. Με αφετηρία αρχικά την Πρέσπα και στη συνέχεια την Αχρίδα ο Σαμουήλ κατέλαβε σταδιακά πολλές περιοχές της δυτικής βαλκανικής χερσονήσου 379 και στη νέα πρωτεύουσα του κράτους του, την Αχρίδα, εγκατέστησε την έδρα της βουλγαρικής εκκλησίας. Μετά την κατάλυση του κράτους του Σαμουήλ και την ίδρυση της αρχιεπισκοπής Αχρίδας, η Πρέσπα αποτέλεσε ξεχωριστή επισκοπή, με έδρα τον ναό του Αγίου Αχιλλείου. Συγχρόνως η Αχρίδα από τον 11 ο αιώνα αποτέλεσε έδρα της βουλγαρικής εκκλησίας, η οποία δύο φορές στη διάρκεια του 10 ου αιώνα είχε ανακηρυχθεί αυτοκέφαλη με διαδοχικές έδρες τις Πρέσπες, τα Μογλενά, την Έδεσσα και τελικά την Αχρίδα. Σύμφωνα με τρία σίγιλλια που φαίνεται πως εξέδωσε ο Βασίλειος 380 τα έτη 1019 και , πολλές επισκοπές της Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου, Σερβίας και Βουλγαρίας αποσπάστηκαν από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και πέρασαν στη δικαιοδοσία της Αχρίδας. Μάλιστα ο Βασίλειος άλλαξε το καθεστώς της εκκλησίας της Αχρίδας, την οποία απέσπασε από τη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως και εξάρτησε απευθείας από τον βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος διατηρούσε το δικαίωμα να διορίζει τον αρχιεπίσκοπό της 382. Στην ίδια την έδρα του πατριαρχείου ιδρύθηκε ο ναός της Αγίας Σοφίας, ο οποίος απαντά στις πηγές της περιόδου ως «καθολική». Ο Θεοφύλακτος αναφέρεται σ αυτήν επισημαίνοντας ότι είναι κτίσμα του Βόριδος και επισημαίνει ότι «ἦσαν ἐν Ἀχρίδι τρεῖς ἐκκλησίαι, μία μὲν ἡ καθολικὴ, δύο δὲ τοῦ ἱεροῦ Κλήμεντος, μεγέθει πολλῷ τῆς καθολικῆς βραχύτεραι, σχήματι δὲ περιηγμένῳ καὶ κυκλοτερεῖ ταύτης ἐπιτερπέστεραι..» 383. Σε σημείωμα του 13ου αιώνα που σώζεται στον 378 Ιωάννης Σκυλίτζης Νυσταζοπούλου Πελεκίδου, Βαλκανικοί λαοί, Gelzer, Ungedruckte II, Θυμίζουμε ότι τα πρωτότυπα των σιγιλλίων δεν σώθηκαν, και η γνησιότητά τους αμφισβητήθηκε από διάφορους ερευνητές (βλ. Κωνσταντίνου ή Τέγου Στεργιάδου, Τα σιγίλλια του Βασιλείου, 17). 382 Ostrogorsky, Ιστορία Β, Θεοφύλακτος, Βίος Ἁγίου Κλήμεντος, 1229.
142 142 κώδικα Par.Gr. 880 υπάρχει η μαρτυρία ότι την εκκλησία έχτισε ο Λέων, χαρτοφύλακας της Μεγάλης Εκκλησίας: «Λέων πρότος ἐκ Ρωμαίων χαρτοφύλαξ τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ κτίσας τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἐπ ὀνόματι τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ Σοφίας» 384. Η εκκλησία σώζεται ως τις μέρες μας και αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα καθεδρικού ναού, ο οποίος παρουσιάζει συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά. Άλλη μια επισκοπική πόλη που σώζει τον καθεδρικό της ναό είναι τα Μογλενά, τα οποία αποτελούσαν έδρα επισκοπής τουλάχιστον από τα μέσα του 10 ου αιώνα. Οι παλαιότερες αναφορές στην επισκοπή γίνονται στο 1 ο σιγίλλιο του Βασιλείου Β, όπου η επισκοπή Μογλαίνων αναφέρεται ως μια από τις επισκοπές που ο Βασίλειος παραχώρησε στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών 385. Επίσης, στο 2 ο σιγίλλιο υπάρχει η πληροφορία ότι ο αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας που είχε την έδρα του στο Δορίστολο (Δρίστα) μετά το 971, πριν μεταφέρει την έδρα του στην Αχρίδα αναγκάστηκε να μεταφέρει την έδρα του πρώτα στην Τριαδίτζα (Σόφια) μετά στα Βοδηνά και στα Μογλενά 386. Τον επόμενο αιώνα, στην 13 η Notitia, η επισκοπή «Ἐδέσσης ἤτοι Μογλένων» περιλαμβάνεται στην 9 η θέση ή 6 η θέση των θρόνων της Α Ιουστινιανής 387. Ο ναός που ανασκάφηκε στο εσωτερικό του κάστρου της Χρυσής ταυτίστηκε με επισκοπικό με βάση κυρίως τα αρχαιολογικά δεδομένα. Πρόκειται για μια τρίκλιτη μεσοβυζαντινή βασιλική, η οποία συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά, τυπολογία, διαστάσεις, λειτουργικό εξοπλισμό, που ενισχύουν την ταύτισή της με τον καθεδρικό ναό της επισκοπής 388. Τέλος, αρκετά βορειότερα από τα Μογλενά, κοντά στην περιοχή των Σκοπίων ανασκάφηκε τμήμα μιας τρίκλιτης βυζαντινής βασιλικής, η οποία ταυτίζεται με τον καθεδρικό ναό της επισκοπής Μοροβίσδου 389. Η 384 Millet, L école grecque, 6, σημ Στο σχετικό σιγίλλιο αναφέρεται : «Τὸν δὲ ἐπίσκοπον Μογλαίνων εἰς αὐτὰ τὰ Μόγλαινα καὶ τὸν Πρόσακον καὶ τὴν Μερίχοβαν καὶ τὴν Σετίνην καὶ τὸν Ὀστροβὸν καὶ εἰς τὰ Ζαόδρυα κληρικοὺς ιε καὶ παροίκους ιε» (Gelzer, Ungedruckte II, 42). 386 Gelzer, Ungedruckte II, Darrouzès, Notitiae, 372, Notitia Ευγενίδου, Ανασκαφές, Για το ναό βλ. Trajkovski, Excavations,
143 143 επισκοπή είναι γνωστή από το 1 ο σιγίλλιο του Βασιλείου, με το οποίο πέρασε στη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αχριδών 390. Εκτός από τους παραπάνω ναούς οι οποίοι ανήκουν σε επισκοπές που έχουν ταυτιστεί με βάση τα ιστορικά κείμενα, στο γεωγραφικό χώρο που εξετάζουμε ανήκει και ένας ακόμη επισκοπικός ναός, για τον οποίο δεν υπάρχουν καθόλου μαρτυρίες στις πηγές σχετικά με το όνομα και την έδρα της επισκοπής στην οποία υπαγόταν. Πρόκειται για τον επισκοπικό ναό που ανασκάφηκε τα τελευταία χρόνια στο Σισάνι του Νομού Κοζάνης. Δεδομένης της απουσίας από τις πηγές βυζαντινής επισκοπής με το όνομα Σισάνι, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πιθανό ότι η ομώνυμη βυζαντινή επισκοπή, αρχικά τουλάχιστον, δεν είχε έδρα ένα συγκεκριμένο αστικό κέντρο, αλλά μια ευρύτερη περιοχή. Στην περίπτωση αυτή, ο μνημειακός ναός που ανασκάφηκε βόρεια του οικισμού θα μπορούσε να αποτελεί το κέντρο της επισκοπικής περιφέρειας, χωρίς να εντάσσεται σε μια μεγάλη βυζαντινή πόλη. Τα μέχρι σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν για ένα μεμονωμένο κτίσμα, το οποίο δεν σχετίζεται με κοσμικού χαρακτήρα εγκαταστάσεις. Ο ανασκαμμένος ναός, για τον οποίο δεν χωράει αμφιβολία ότι ήταν επισκοπικός 391, βρίσκεται στο μέσον μιας κοιλάδας ανάμεσα στις οροσειρές του όρους Μουρίκι και Σινιάτσικου, στις όχθες του ομώνυμου ποταμού, σε μια περιοχή, όπου δεν έχουν εντοπιστεί ίχνη οχύρωσης. Εάν ανήκε σε κάποιο αστικό κέντρο, η απουσία τειχών που θα το περιέκλειαν παρέχοντας ασφάλεια στους κατοίκους του, σημαίνει την ύπαρξη μιας βυζαντινής πόλης, η οποία ήταν ακάλυπτη και απροστάτευτη σε περιόδους που ο κίνδυνος εχθρικών επιδρομών καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη για τεχνητή και φυσική προστασία. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι οι λοφοσειρές που περιβάλλουν σε αρκετή απόσταση το ναό λειτουργούσαν ως ένα είδος φυσικής προστασίας του οικισμού. Και σ αυτή την περίπτωση όμως, καθώς οι λοφοσειρές βρίσκονται σε αρκετή 390 «..Καὶ τὸν ἐπίσκοπον Μοροβίσδου εἰς αὐτὸν τὸν Μορόβισδον καὶ τὸν Κοζιάκον καὶ τὴν Σλαβίστην καὶ τὴν Σθλετοβὰν καὶ τὸν Λουκόβιτζον καὶ τὴν Πιάνιτζαν καὶ τὴν Μαλέσοβαν κληρικοὺς ιε καὶ παροίκους ιε» (Gelzer, Ungedruckte II, 43). 391 Το μνημείο συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός επισκοπικού ναού. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον επισκοπικό θρόνο και την παράσταση του επισκόπου σε στάση προσκύνησης προς την Παναγία στο νότιο πεσσό του τέμπλου.
144 144 απόσταση από το μνημείο, χωρίς την παρουσία τεχνητής οχύρωσης η πόλη και ο επισκοπικός της ναός θα ήταν εντελώς ακάλυπτοι (Εικ. 25). Από την άλλη, δε θα πρέπει ίσως να παραβλέψουμε και το γεγονός ότι στις ανασκαφικές έρευνες που διεξήχθησαν σε διάφορα σημεία του σύγχρονου οικισμού, δεν εντοπίστηκαν άλλα ίχνη βυζαντινής κατοίκησης 392, τα οποία θα μπορούσαν να υποδηλώνουν ότι κάπου εκεί βρίσκεται θαμμένη μια ακμάζουσα, όπως τουλάχιστον φαίνεται από τον επισκοπικό ναό της, πόλη. Αντίθετα, σποραδικά μαρμάρινα μέλη και μια επιγραφή ρωμαϊκών χρόνων 393 που βρέθηκαν στο χώρο του μοναστηριού της Παναγίας μαρτυρούν την παρουσία στην ευρύτερη περιοχή μιας σημαντικής ακμάζουσας αρχαίας πόλης, της οποίας όμως δεν γνωρίζουμε ούτε το όνομα ούτε την ακριβή θέση 394. Η ιστορική εξέλιξη της πόλης αυτής τους επόμενους αιώνες δεν είναι εύκολο να σκιαγραφηθεί με ακρίβεια, λόγω έλλειψης αρχαιολογικών δεδομένων. Ωστόσο, η διαπίστωση ότι ο βυζαντινός επισκοπικός ναός ήταν θεμελιωμένος σε μια παλαιοχριστιανική βασιλική 395 δίνει μια νέα διάσταση στη μελέτη της ζωής του Σισανίου στα αρχαία χρόνια, καθώς αποδεικνύει την επιβίωση της πόλης τουλάχιστον μέχρι τον 6 ο αιώνα. Παρόλα αυτά, παραμένει πάντα ζητούμενο στην έρευνα η ακριβής θέση του αρχαίου Σισανίου 396, το οποίο οι περισσότεροι μελετητές τοποθετούν στο χώρο που βρίσκεται περίπου ανάμεσα στα μοναστήρια του Αγίου Δημητρίου Βλάστης 397 και της Παναγίας Σισανίου 398. Με την τοποθέτηση αυτή συνηγορούν και τα 392 Για την πληροφορία αυτή ευχαριστώ θερμά τον προϊστάμενο της 11 ης ΕΒΑ κ. Αντώνιο Πέτκο, ο οποίος επέβλεπε τις έρευνες. 393 Η επιγραφή, που ήταν εντοιχισμένη στην είσοδο του μοναστηριού της Παναγίας, χρονολογείται το 146 μ.χ. και αναφέρει την παρουσία γυμνασίου και σταδίου, καθώς και τη διοργάνωση αγώνων στην πόλη (βλ. Ριζάκης, Τουράτσογλου, Επιγραφές, , όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία). 394 Βλ. Μακρής, Εθιμική Ζωή, 13κ.εξ., όπου εκτίθενται και οι απόψεις για την καταγωγή του ονόματος της πόλης προς τιμήν του ρωμαίου στρατηγού SISANIOS, ή από την αλβανική λέξη sisa (= μαστός, λόφος), ή την τουρκική sis (=ομίχλη, καταχνιά, ύψωμα, φούσκωμα). 395 Πέτκος, Σισάνι, Δάρδας, Μοναστήρια, Ο ίδιος, Παναγία Σισανίου, 225κ.εξ. 397 Δάρδας, Άγιος Δημήτριος Βλάστης, 140κ.εξ. 398 Δάρδας, Παναγία Σισανίου, 225κ.εξ.
145 145 αρχαιολογικά δεδομένα, καθώς η περιοχή έχει δώσει δείγματα κατοίκησης 399. Για τους επόμενους αιώνες, τα αρχαιολογικά δεδομένα με εξαίρεση τον ανασκαμμένο ναό είναι σχεδόν ανύπαρκτα, ενώ οι πηγές μέχρι το 15 ο αιώνα δεν παρέχουν καμία πληροφορία για την περιοχή 400. Σύμφωνα με τον Péchayere 401, στα τέλη του 15 ου αιώνα, την ευρύτερη περιοχή του Σισανίου ποιμαίνει ο επίσκοπος Καστοριάς, ο οποίος υπογράφει σε έγγραφο με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου του 1481 ως «Ιωσήφ, επίσκοπος Καστορίας, Μολισκού και Ανασελίτσας 402». Δύο αιώνες μετά, σε κώδικα του 17 ου αιώνα από την Εθνική Βιβλιοθήκη των Αθηνών, η αρχιεπισκοπή Αχριδών φέρεται να έχει υπό τη δικαιοδοσία της και την επισκοπή «Σισανίου και Ανασελίτζου» 403. Η ύπαρξη βυζαντινής επισκοπής με το όνομα «Σισανίου», στην οποία αργότερα προσαρτήθηκε και η Ανασελίτσα, είναι μια υπόθεση, η οποία δεν έχει μέχρι σήμερα πιστοποιηθεί με βάση τις μαρτυρίες των πηγών 404. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι το 17 ο αιώνα 405 η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε από το Σισάνι στη Σιάτιστα 406 και από το 18 ο αιώνα η επισκοπή απαντά ως «Σισανίου και Σιατίστης» Στο χώρο της μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου βρίσκονται διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη από ρωμαϊκά κτίρια σε β χρήση, ενώ ο Παπαδάκις αναφέρει και την ύπαρξη λουτρού (βλ. Καραμήτρου Μεντεσίδη, Βόιον, , όπου και η σχετική βιβλιογραφία). 400 Είναι αξιοπρόσεχτο ότι η επισκοπή Σισανίου δεν αναφέρεται ούτε στο ιδρυτικό έγγραφο της αρχιεπισκοπής Αχρίδας επί Ιουστινιανού, ούτε στα σιγίλλια του Βασιλείου Β (1018). (Για τις επισκοπές που αναφέρονται στα σιγίλλια του Βασιλείου βλ., Κωνσταντίνου ή Τέγου Στεργιάδου, Τα σιγίλλια του Βασιλείου, 56 57). 401 Péchayere, L archevêché d Ochrida, 311, Ανασελίτσα είναι το παλιό όνομα της Νεάπολης του Νομού Κοζάνης. 403 Gelzer, Der Patriarchat, Είναι χαρακτηριστικό ότι στις σχετικές με την ιστορία της επισκοπής μελέτες, παρατηρείται διάσταση απόψεως μεταξύ των ερευνητών. Ο Gelzer αναφέρει ότι στο Σισάνι υπήρχε επισκοπή ήδη από το 13 ο αιώνα, ενώ ο Snegarov υποστηρίζει ότι η επισκοπή άκμασε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (βλ. σχετικά, Ζιώγου Καραστεργίου, Σισάνι, 46). 405 Σύμφωνα με τον Κίσσα, όταν ιδρύθηκε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Σιάτιστα(1677), η πόλη είχε ήδη γίνει έδρα επισκοπής (Κίσσας, Σιάτιστα, 39, 41 42). 406 Ο Δάρδας και άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η μεταφορά της επισκοπής πραγματοποιήθηκε από το μητροπολίτη Σισανίου και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Ζωσιμά(βλ. σχετικά Βαρναλίδης, Ζωσιμάς, 62) στο διάστημα μεταξύ (Δάρδας, Επισκοπή Σισανίου, 54). 407 Μητρ. Πολύκαρπου Λιώσης, Μητρόπολις Σισανίου, 46 κ.εξ.
146 146 Στις πηγές δεν προκύπτει από πουθενά η παρουσία βυζαντινής πόλης Σισανίου, η οποία ήδη από τη μέση βυζαντινή περίοδο θα ήταν έδρα ομώνυμης επισκοπής και θα είχε ως καθεδρικό τον ανασκαμμένο ναό 408. Αντίθετα, η ενσωμάτωση στον τίτλο της επισκοπής του ονόματος Ανασελίτσα, θα μπορούσε ίσως να είναι ενδεικτική της παρουσίας ενός επισκόπου, ο οποίος με κέντρο τον ανασκαμμένο ναό θα είχε υπό τη δικαιοδοσία του την ευρύτερη περιοχή, στην οποία θα υπάγονταν περιβάλλοντες οικισμοί. Ενισχυτικό της παραπάνω υπόθεσης είναι ένα οψιμότερο χειρόγραφο, η «πρόθεση 421» της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, που χρονολογείται το έτος , στο οποίο μεταξύ άλλων είναι καταχωρημένοι αφιερωτές από την επισκοπή Σισανίου. Συνολικά αναγράφονται αφιερωτές από 32 οικισμούς και μία μονή που ανήκαν στην επισκοπή Σισανίου 409, ενώ δεν αναφέρεται ούτε ένας αφιερωτής από την ίδια την έδρα της επισκοπής, το Σισάνι. Εάν η απουσία του ονόματος της ίδιας της πόλης του Σισανίου δεν είναι τυχαία, τότε μπορούμε ίσως να θεωρήσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση, όπου η έδρα της επισκοπής δεν σχετίζεται με συγκεκριμένη πόλη, ή τουλάχιστον δεν ανήκει σε κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ερμηνείας θα μπορούσαμε ίσως να υποστηρίξουμε ότι ο επισκοπικός ναός του Σισανίου αποτελούσε το εκκλησιαστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Η περιοχή αυτή εμφανίζεται ως επισκοπή, η οποία μέχρι τη μεταφορά της έδρας της στη γειτονική ακμάζουσα πόλη της Σιάτιστας, είχε ως έδρα την περιοχή του Σισανίου. Εάν η άποψη αυτή ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι για την προστασία του σημαντικού αυτού μνημείου θα υπήρχε ίσως ένα είδος περιβόλου γύρω από αυτό, ο οποίος θα παρείχε την απαιτούμενη ασφάλεια στον επίσκοπο 408 Ασφαλώς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και την περίπτωση το βυζαντινό Σισάνι να υπήρχε στις πηγές με άλλο όνομα. Ήδη έχει προταθεί η ταύτισή του με το κάστρο του Μώρου που αναφέρεται στο χρυσόβουλλο του Βασιλείου του 1018, ως υπαγόμενο στον Καστορίας.(βλ. Δάρδας, Επισκοπή Σισανίου, 40 41, όπου παρατίθεται η σχετική με το θέμα συζήτηση). Ωστόσο, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση της άποψης αυτής. 409 Σπανός, Πρόθεση 421 Μεγάλου Μετεώρου, 47κ.εξ.
147 147 και τον κλήρο του. Παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί ανασκαφικά ένας τέτοιος περίβολος, για την επιβεβαίωση ή τη διάψευση της υπόθεσης αυτής, θα πρέπει να διεξαχθούν ανασκαφικές έρευνες περιμετρικά του μνημείου, οι οποίες θα καθορίσουν και την έκταση του συγκροτήματος και θα αποκαλύψουν την ύπαρξη ή μη υπολειμμάτων από αστική ή αγροτική κατοίκηση στον ευρύτερο χώρο. Η περίπτωση του Σισανίου δεν είναι μοναδική αλλά φαίνεται πως απαριθμεί αρκετά παραδείγματα και από άλλες περιοχές του βυζαντινού κόσμου αλλά και έξω από αυτόν. Στον ελλαδικό χώρο καταγράφονται έδρες επισκοπών που δεν σχετίζονται με πόλεις 410 ή έστω με μεγάλα, οχυρωμένα αστικά κέντρα, αλλά βρίσκονταν σε μικρούς ανοχύρωτους οικισμούς ή και έξω από αυτούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επισκοπή Βεσαίνης που είχε ως έδρα το μικρό χωριό του Αετολόφου Αετιάς, όπου σώζεται ο επισκοπικός ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου 411. Στην ίδια περίπτωση ανήκει και η επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων, με έδρα πιθανότατα το μικρό χωριό Επισκοπή στην όχθη του Μέγδοβα ποταμού, όπου σωζόταν μέχρι πρόσφατα ο επιβλητικός ναός γνωστός ως Επισκοπή Ευρυτανίας 412. Την ιδιόρρυθμη αυτή πραγματικότητα συναντούμε και σε έναν αριθμό σερβικών επισκοπών, οι οποίες είχαν ως έδρα τους μικρής έκτασης οικισμούς, και όχι απαραίτητα πόλεις 413. Άλλωστε σε κανέναν κανόνα δεν ορίζεται με ακρίβεια ότι μια επισκοπή πρέπει να έχει έδρα μια πόλη 414. Παρόλα αυτά, για διάφορους λόγους που σχετίζονταν συνήθως με το γεγονός ότι ο επισκοπικός ναός αποτελούσε το λατρευτικό κέντρο της 410 Μια τέτοια περίπτωση φαίνεται να ήταν η επισκοπή Βαρδαριωτών. 411 Ο Αετόλοφος είναι ένα μικρό χωριό στη δυτική άκρη της πεδιάδας της Αγιάς, το οποίο έχει ταυτιστεί με τη βυζαντινή Βέσαινα, έδρα της ομώνυμης επισκοπής. Η βυζαντινή θέση δεν αντιστοιχούσε σε κάποια μεγάλη, πιθανώς οχυρωμένη πόλη, ωστόσο, η παρουσία του επισκοπικού ναού μαρτυρά την ύπαρξη της επισκοπής (βλ. σχετικά, Koder, Hild, Hellas, Νικονάνος, Θεσσαλία, 16, όπου και η σχετική βιβλιογραφία). 412 Θυμίζουμε ότι ο ναός κατακλύστηκε με την κατασκευή της τεχνητής λίμνης των Κρεμαστών (βλ. Koder, Hild, Hellas, 155. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, 69 74). 413 Popović, Serbian Episcopal Sees, Popović, Serbian Episcopal Sees, 171, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
148 148 εκάστοτε εκκλησιαστικής περιφέρειας, οικοδομούνταν στο εσωτερικό της μεγαλύτερης συνήθως πόλης της επισκοπής. Το παράδειγμα της Σερβίας τέλος, είναι πολύτιμο και για έναν ακόμη λόγο. Οι περισσότερες επισκοπές εκεί είχαν την έδρα τους σε μοναστηριακούς ναούς 415. Αν και αυτό έχει την εξήγησή του δεδομένου του ότι ιδρυτής της σερβικής εκκλησίας ήταν ο μοναχός Σάββας, ωστόσο, δεν θα ήταν παράλογο ίσως να υποστηρίξουμε ότι φαινόμενο αυτό δεν ήταν άγνωστο και στο Βυζάντιο. Στην περίπτωση αυτή, προσλαμβάνει ίσως ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι σχεδόν σε επαφή με τον ανασκαμμένο ναό του Σισανίου βρίσκεται το μοναστήρι της Κοίμησης Θεοτόκου 416, το οποίο αν και χρονολογείται αρκετά οψιμότερα 417, θα μπορούσε να συνεχίζει την παράδοση ενός επισκοπικού ναού που λειτουργούσε και ως μοναστική κοινότητα. Εκτός από τα παραπάνω μνημεία τα οποία διετέλεσαν έδρες επισκοπών, στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, σώζονται και κάποια άλλα μνημεία της ίδιας περιόδου, για τα οποία διατυπώθηκαν ορισμένες απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι συγκεκριμένοι ναοί διετέλεσαν επισκοπικές έδρες. Στην περίπτωση αυτή ανήκει ο ναός της Παναγίας Κουντουριώτισσας στην Πιερία, ο οποίος θεωρήθηκε ότι λειτούργησε ως επισκοπικός ναός της επισκοπής Δίου μετά την καταστροφή της επισκοπικής βασιλικής στην πόλη του Δίου, και ο ναός του Αγίου Στεφάνου στην Καστοριά. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν ότι μετά την καταστροφή της πόλης του Δίου μαρμάρινα μέλη από τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές χρησιμοποιήθηκαν τον 8 ο /9 ο αιώνα στη δόμηση του ναού της Παναγίας Κουντουριώτισσας, ο οποίος παρουσιάζει μεγάλες συγγένειες με την Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης και τον επισκοπικό ναό της Πύδνας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την 415 Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα μοναστήρια της Παναγίας Ljeviša στο Prizren, την Gračanica, τη Μονή Αγίου Αχιλλείου στο Arilje, Αγίου Νικολάου στην Toplica κ.α. (βλ. Popović, Serbian Episcopal Sees, 171κ.εξ. 416 Δάρδας, Παναγία Σισανίου, 225κ.εξ. 417 Η κτητορική επιγραφή του μοναστηριού αναφέρει το έτος 1662, το οποίο όμως έχει υποστεί επεμβάσεις. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ίδρυσή του ανάγεται στο 1762 και ότι χτίστηκε ως ενοριακός ναός της χώρας Σισανίου αλλά στην πορεία, σε άγνωστη χρονολογική περίοδο, λειτούργησε ως μοναστήρι (Δάρδας, Παναγία Σισανίου, ).
149 149 αναφορά της επισκοπής Δίου στο λεγόμενο εικονομαχικό Τακτικό του 8 ου αιώνα, οδήγησε στη διατύπωση της άποψης ότι πιθανόν ο γειτονικός νεόδμητος ναός της Παναγίας πιθανόν να αποτέλεσε τη νέα έδρα της επισκοπής 418. Οι περιπτώσεις μεταφοράς της έδρας μιας επισκοπής δεν είναι άγνωστη στην εκκλησιαστική ιστορία. Ωστόσο, αξίζει να διερευνηθεί τι συνέβαινε σε παρόμοιες περιπτώσεις. Είναι γεγονός ότι η μελέτη της ιστορίας των επισκοπών αποδεικνύει ότι η πόλη που επιλεγόταν να αποτελέσει την έδρα του επισκόπου διατηρούσε συνήθως αυτή την ιδιότητα για όλη τη διάρκεια ζωής της, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Στις εξαιρέσεις αυτές ανήκε η όχι σπάνια περίπτωση αλλαγής της έδρας λόγω μεταφοράς της επισκοπής από μια πόλη που παρήκμαζε σε μια άλλη, κοντινή συνήθως πόλη, που ήταν σε θέση να εγγυηθεί την ασφάλεια στον επίσκοπο και τον κλήρο του. Ανάμεσα στα γνωστά παραδείγματα ανήκουν οι επισκοπές Νεοκαισαρείας στη Βιθυνία και Αντιόχειας στην Πισιδία. Στην πρώτη περίπτωση οι πηγές μαρτυρούν ότι λόγω της οθωμανικής κατοχής, επετράπη στον επίσκοπο της πόλης να μεταφέρει την έδρα του στο ασφαλές Οιναίο στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Ανάλογη είναι και η περίπτωση της Αντιόχειας, της οποίας ο επίσκοπος μετέφερε την έδρα του στη Σωζόπολη, όπου παρέμενε μια βυζαντινή στρατιωτική βάση στην Ανατολή, η οποία μπορούσε να παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια στην περιοχή 419. Στις περιπτώσεις μεταφοράς της επισκοπικής έδρας σε άλλη πόλη, άλλαζε συνήθως και ο τίτλος της επισκοπής, στον οποίο παρέμενε το όνομα της αρχικής έδρας, αλλά προστίθενταν και αυτό της καινούριας πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υποκείμενη στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης επισκοπή Λητής και Ρεντίνης 420. Αρχικά, στη διάρκεια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, έδρα της επισκοπής ήταν η Λητή. Μετά την παρακμή όμως, της αρχαίας πόλης στο τέλος της περιόδου κατέστη ανάγκη να μεταφερθεί η επισκοπή σε ασφαλές μέρος. Αυτή την απαραίτητη ασφάλεια φαίνεται πως μπορούσε να εξασφαλίσει 418 Μέντζος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, Angold, Church and Society, Βλ. σχετικά, Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής, 329κ.εξ.
150 150 ο οχυρωμένος οικισμός της γειτονικής Ρεντίνας 421. Ο επίσκοπος μετά το 10 ο αιώνα, εγκαταστάθηκε πλέον στην ακρόπολη του κάστρου όπου ιδρύθηκε η επισκοπική βασιλική, και έκτοτε έφερε τον τίτλο «ὁ Λίτης καὶ Ρεντίνης», τίτλο που διατήρησε τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 13 ο αιώνα 422. Σε κάποιες περιπτώσεις όπου η πόλη που αποτελούσε και έδρα επισκοπής είχε καταστραφεί και ο πληθυσμός μετακινήθηκε σε άλλη θέση, η νέα επισκοπή έφερε το όνομα της καινούριας πόλης. Αυτή φαίνεται ότι είναι η περίπτωση της επισκοπής Σερβίων που διαδέχτηκε την αρχαία πόλη της Καισαρειάς, η οποία ως τα τέλη τουλάχιστον της Πρώτης Εικονομαχίας (787) έφερε τον ομώνυμο τίτλο και ήταν υποκείμενη στη μητρόπολη Λαρίσης. Η ύπαρξη επιγραφής του α μισού του 9 ου αιώνα, η οποία κάνει λόγο για την παρουσία τοποτηρητή επισκόπου στην Καισαρειά μαρτυρά την επιβίωση της επισκοπής τουλάχιστον μέχρι την περίοδο αυτή 423. Έναν περίπου αιώνα μετά, στις αρχές του 10 ου αιώνα, στις πηγές απαντά η «Επισκοπή Σερβίων» υπό τον Θεσσαλονίκης, η οποία με τον τίτλο αυτό λειτούργησε ως το 1745, οπότε η έδρα της μεταφέρθηκε στην Κοζάνη, και ο τίτλος της διαμορφώθηκε σε «Σερβίων και Κοζάνης» 424. Περισσότερες τέτοιου χαρακτήρα αλλαγές συντελέστηκαν στην ύστερη βυζαντινή και κυρίως στη μεταβυζαντινή περίοδο. Ανάμεσα στα γνωστά παραδείγματα συγκαταλέγεται η συνένωση της Μητρόπολης Φιλίππων 425 με τη Δράμα. Η σταδιακή παρακμή της πόλης των Φιλίππων και η ταυτόχρονη ανάπτυξη της γειτονικής Δράμας σχεδόν επέβαλε τη 421 Ο λόφος της Ρεντίνας φιλοξενούσε ήδη από τον ύστερη αρχαιότητα έναν οχυρωμένο οικισμό. Τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν ότι η μεγάλη ανάπτυξη του οικισμού συντελέστηκε από τον 10 ο αιώνα και εξής ( βλ. σχετικά Μουτσόπουλος, Πρώτες Παρατηρήσεις, 291 κ.εξ. Ο ίδιος, Οικισμός Ρεντίνας, 605κ.εξ. Ο ίδιος, Ρεντίνα, Το βυζαντινό κάστρο, 47 48). 422 Γλαβίνας, Επισκοπή Λητής, Μουτσόπουλος, Οικισμός Ρεντίνης, 605. Darrouzès, Notitiae, , Η επιγραφή χρονολογήθηκε αρχικά στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Ωστόσο, προσεχτικότερη ανάλυση των επιγραφικών στοιχείων οδήγησε τον Βελένη στη διατύπωση της άποψης ότι ανήκει στο α μισό του 9 ου αιώνα. (βλ. σχετικά, Βελένης, Καισάρεια, 53 κ.εξ., όπου και η όλη η σχετική με το θέμα βιβλιογραφία). 424 Δημόπουλος, Εκκλησιαστικά, Οι Φίλιπποι διετέλεσαν έδρα επισκοπής για πολλούς αιώνες ( βλ. σχετικά, Lemerle, Philippes, ).
151 151 μεταφορά της έδρας και την ονομασία της μητρόπολης σε «Φιλίππων και Δράμας» 426. Κάτι ανάλογο συνέβη στην περίοδο της Τουρκοκρατίας με την επισκοπή Σισανίου. Το Σισάνι φαίνεται πως μετά την κατάληψή του από τους Οθωμανούς άρχισε να παρακμάζει. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη σχεδόν εξέλιξη της γειτονικής Σιάτιστας οδήγησε πιθανότατα στην εκεί μεταφορά της έδρας της επισκοπής. Η μεταφορά αυτή πραγματοποιήθηκε επί του μητροπολίτη Σισανίου και μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αχρίδος Ζωσιμά στο τέλος του 17 ου αιώνα 427, οπότε και ο τίτλος της επισκοπής έγινε «Σισανίου και Σιατίστης». Το Δίον δε φαίνεται να ανήκε σε αυτήν τη περίπτωση. Η τελευταία φορά που απαντά η επισκοπή Δίου είναι στο λεγόμενο εικονομαχικό τακτικό 428. Συγχρόνως, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι από εκκλησιαστική άποψη αναδεικνύεται σημαντικά από την εποχή αυτή και εξής, η επισκοπή Κίτρους, η οποία βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή, και όχι πολύ μακριά από το Δίον. Στα Τακτικά των επόμενων αιώνων, το Κίτρους κατέχει την πρώτη θέση στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, ενώ το Δίον δεν αναφέρεται ξανά στους επισκοπικούς καταλόγους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το γεγονός αυτό πιθανότατα δηλώνει ότι η καταστροφή της πόλης σήμανε και τη σταδιακή εξαφάνιση της επισκοπής. Εάν δεν είχε συμβεί αυτό, θα έπρεπε να διαπιστώσουμε τη μετακίνηση των κατοίκων και του επισκόπου του Δίου στην παρακείμενη τοποθεσία όπου ιδρύθηκε η Κουντουριώτισσα, ως επισκοπικός ναός. Όμως, δεν έχουμε στοιχεία τα οποία να υποδηλώνουν ότι η ανέγερση του ναού σήμανε και την ίδρυση κάποιου νέου οικισμού, ο οποίος άλλωστε, εάν είχε ιδρυθεί ως συνέχεια του Δίου, θα διατηρούσε τον τίτλο της επισκοπής, όπως συνέβη στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Αυτό που θα μπορούσε να συμβαίνει είναι ότι μετά την καταστροφή του Δίου ο ναός της Κουντουριώτισσας εξυπηρετούσε τις λειτουργικές ανάγκες της ευρύτερης περιοχής. Ο δεύτερος ναός που έχει υποστηριχθεί από ορισμένους ερευνητές ότι είχε την ιδιότητα του επισκοπικού είναι ο Άγιος Στέφανος της 426 Πασχαλίδης, Στράτη, Μοναστήρια Μακεδονίας, 45 46, Δάρδας, Επισκοπή Σισανίου, Darrouzès, Notitiae, 243, Notitia
152 152 Καστοριάς 429. Η άποψη αυτή, βασισμένη κυρίως στην παρουσία του συνθρόνου, έχει πολύ σωστά αναιρεθεί πρόσφατα από την νεότερη έρευνα 430. Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής και διαθέτει σύνθρονο όπως οι περισσότεροι επισκοπικοί ναοί στη Μακεδονίας. Ωστόσο, και τα δύο αυτά στοιχεία δεν αποτελούν χαρακτηριστικά αποκλειστικά των καθεδρικών ναών. Από την άλλη, οι διαστάσεις του ναού δεν είναι αυτές που θα περίμενε κανείς να έχει ο επισκοπικός ναός μιας σχετικά μεγάλης πόλης όπως η Καστοριά. Το στοιχείο όμως που αποδεσμεύει το ναό από αυτή την ιδιότητα είναι το γεγονός ότι όταν οικοδομήθηκε βρισκόταν εκτός τειχών. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν απαντά στους επισκοπικούς ναούς, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαν να οικοδομηθούν σε χώρο μη προστατευμένο από τείχη. Ο συνδυασμός των παραπάνω χαρακτηριστικών ουσιαστικά αναιρεί την πιθανότητα ο Άγιος Στέφανος να είναι ο καθεδρικός ναός της βυζαντινής Καστοριάς και οδηγεί στην άποψη ότι πιθανότατα αποτελούσε καθολικό μοναστηριού, ιδιότητα με την οποία προσιδιάζει και το εικονογραφικό πρόγραμμα του μνημείου 431. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας ανήκει η πόλη των Φιλίππων, η οποία αναδείχθηκε από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες σε μια από τις σημαντικότερες πόλειςεπισκοπές του χριστιανικού κόσμου 432. Η εκκλησιαστική ιστορία των Φιλίππων παρουσιάζει μια μεγάλη πορεία, η οποία δεν σταματά με την καταστροφή που υπέστη η πόλη στις αρχές του 7 ου αιώνα 433. Μετά την απόσπαση του Ιλλυρικού από τη Ρώμη στα μέσα του 8 ου αιώνα, η εκκλησία των Φιλίππων εμφανίζεται στα τακτικά ως 48 η μητρόπολη 434 στην τάξη των θρόνων του οικουμενικού πατριαρχείου, ενώ τον 10 ο αιώνα 429 Πελεκανίδης, Χατζηδάκης, Καστοριά, 6,14. Γκιολές, Ναοδομία, 58. Δρακοπούλου, Καστοριά, Siomkos, Saint Etienne, Siomkos, Saint Etienne, 297κ.εξ. 432 Τον πρώτο επίσκοπο Φιλίππων Επαφρόδιτο, χειροτόνησε ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος που επισκέφτηκε την πόλη κατά την πρώτη περιοδεία του (49 50) (Κωνσταντακοπούλου, Ιστορική Μακεδονία, 127κ.εξ.) 433 Μπακιρτζής, Μετά την καταστροφή, Darrouzès, Notitiae, 231: Notitia 3.48.
153 153 κατέχει την 39 η θέση και έχει στη δικαιοδοσία της έξι ή επτά υποκείμενες επισκοπές 435. Η άνθηση της πόλης διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι τον 12 ο αιώνα. Από τα χρόνια του Ανδρονίκου Β Παλαιολόγου ( ) η μητρόπολη Φιλίππων υποβιβάστηκε από την 39 η στην 47 η θέση, ενώ το 1371 παραχωρήθηκε στη μητρόπολη Δράμας 436. Οι ανασκαφικές έρευνες που έχουν διαξαχθεί στους Φιλίππους έχουν φέρει στο φως πλούτο κοσμικών και θρησκευτικών μνημείων, ορισμένα από τα οποία, η Βασιλική Α 437, και κυρίως το Οκτάγωνο και η Βασιλική Γ έχουν διεκδικήσει τον τίτλο του επισκοπικού ναού για την παλαιοχριστιανική περίοδο 438. Το πιο εντυπωσιακό από αυτά, το Οκτάγωνο, διαδέχτηκε από τα τέλη 4 ου αρχές 5 ου αιώνα μια πρωιμότερη βασιλική, γνωστή ως «Βασιλική του Παύλου», η οποία είχε οικοδομηθεί σε επαφή με ένα ταφικό ηρώο 439. Λόγω του μεγέθους και της σπουδαιότητάς του ως προσκυνηματικού κέντρου θεωρήθηκε ως ο καθεδρικός ναός και το συγκρότημα κτιρίων που αναπτύσσεται δυτικά, και κυρίως βόρειά του, ταυτίστηκε με επισκοπείο 440. Μετά την ανασκαφή που διεξήχθη τα τελευταία χρόνια στους πρόποδες του λόφου της ακρόπολης αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο συγκρότημα που περιλαμβάνει τρίκλιτη βασιλική με αίθριο και προσκτίσματα στα βόρεια 441. Το κτίριο που ερευνήθηκε ήταν πολυώροφο και ταυτίστηκε με την κατοικία του επισκόπου των Φιλίππων κατά τον 6 ο αιώνα 442. Εάν το Οκτάγωνο λειτούργησε κάποια στιγμή ως επισκοπικός ναός, αυτό δε θα μπορούσε να έχει συμβεί πριν από τα μέσα του 6 ου αιώνα, καθώς το αρχικό Οκτάγωνο, μη έχοντας νάρθηκα, αίθριο και 435 Στη Notitia 7 εμφανίζει 6 υποκείμενες επισκοπές: Πολυστύλου, Βελικείας, Χριστουπόλεως, Σμολαίνων, Καισαροπόλεως, Αλεκτοροπόλεως, ενώ στη 10 η και 13 η Notitia οι υποκείμενες επισκοπές της είναι επτά : Περιθεωρίου, Πολυστύλου, Βελικείας, Χριστουπόλεως, Σμολαίνων, Καισαροπόλεως, Αλεκτοροπόλεως (Darrouzès, Notitiae, 285: Notitia : Notitia : Notitia ). 436 Πασχαλίδης, Στράτης, Μοναστήρια Μακεδονίας, Lemerle, Philippes, 335κ.εξ. 438 Για τις απόψεις βλ. σχετικά, Μέντζος, Ζητήματα τοπογραφίας, 140κ.εξ. 439 Πελεκανίδης, Συμπεράσματα, 153κ.εξ. 440 Πελεκανίδης, Συμπεράσματα, 156. Μπακιρτζής, Μετά την καταστροφή, Βλ. σχετικά, Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Προσκτίσματα, Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Επισκοπείο,
154 154 βαπτιστήριο στην αρχική του φάση 443 δεν ήταν δυνατόν να λειτουργούσε ως καθεδρικός ναός, αλλά ως μαρτύριο 444. Τους επόμενους αιώνες τουλάχιστον μέχρι τον 12 ο αιώνα, η πόλη επιζεί και παρουσιάζει διάσπαρτα υπολείμματα κατοίκησης. Επιγραφικές μαρτυρίες, αρχαιολογικά δεδομένα και ιστορικές πηγές μαρτυρούν μια αναβίωση της πόλης μετά τους σκοτεινούς αιώνες. Στο πλαίσιο αυτής της αναβίωσης, τον 10 ο αιώνα ανοικοδομήθηκαν τα τείχη της ακρόπολης και του περιβόλου της πόλης 445, και ιδρύθηκαν οικίες 446 και νέα βυζαντινά παρεκκλήσια πλαισιωμένα συνήθως με κοιμητήρια 447. Ο καθεδρικός ναός αυτής της περιόδου, ο οποίος οπωσδήποτε θα πρέπει να βρισκόταν σε μέρος που προστευόταν από τα τείχη, δεν είναι εύκολο να ταυτιστεί απόλυτα. Η διάρκεια ζωής των παλαιοχριστιανικών μνημείων, ιδιαίτερα του Οκταγώνου και της Βασιλικής του Μουσείου, που θα μπορούσαν να φιλοξενούν τον επίσκοπο την περίοδο αυτή δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα 448. Από την άλλη, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι λειτουργικές ανάγκες της επισκοπής στη διάρκεια της μέσης βυζαντινής περιόδου καλύπτονταν με ένα από τα μικρά παρεκκλήσια που ιδρύθηκαν στο χώρο των παλαιοχριστιανικών ναών. Παραμένει λοιπόν ένα ζήτημα στην έρευνα η ταύτιση του μητροπολιτικού ναού των Φιλίππων την περίοδο αυτή, στην επίλυση του οποίου θα συμβάλλει καθοριστικά η επέκταση των ανασκαφών και η δημοσίευση όλων των δεδομένων που έχουν έρθει στο φως με τις μέχρι τώρα έρευνες. Την περίοδο αυτή, στους καταλόγους της τάξης των θρόνων του οικουμενικού πατριαρχείου εμφανίζεται η Δράμα, η οποία απαντά σε 443 Μέντζος, Πελεκανίδου, Παρατηρήσεις, Μέντζος, Ζητήματα τοπογραφίας, 141, σημ Γούναρης, Γούναρη, Φίλιπποι, 27. Ducoux Lemerle, L acropole, Lemerle, Le chateau, Provost, Une réfection, 167κ.εξ. 446 Γούναρης, Βελένης, Φίλιπποι, 719κ.εξ. 447 Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Φίλιπποι, Αυτό που έχει διαπιστωθεί ανασκαφικά είναι ότι μετά την κατάρρευση της Βασιλικής του Μουσείου από σεισμό στις αρχές του 7 ου αιώνα, τα βόρεια προσκτίσματα εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται τουλάχιστον μέχρι τον 8 ο 9 ο αιώνα, ενώ το βαπτιστήριο μετατρέπεται σε ναΐσκο, ο οποίος στο 10 ο 11 ο αιώνα διευρύνεται προς βόρεια (Κουρκουτίδου Νικολαΐδου, Φίλιπποι, 177).
155 155 έγγραφα των αρχών του 14 ου αιώνα ως αρχιεπισκοπή 449 και επί Ανδρονίκου Β Παλαιολόγου προβιβάζεται σε μητρόπολη 450. Η πόλη διέθετε επισκοπικό ναό, η ύπαρξη του οποίου πιστοποιείται σε έγγραφο των αρχών του 13 ου αιώνα που αναφέρει το όνομα του Κωνσταντίνου Πασπαλά, ο οποίος ήταν «διάκονος καὶ χαρτοφύλαξ τῆς ἐν τῷ κάστρῳ τῇ Δράμᾳ καθολικῆς ἐκκλησίας τῆς ἐπιλεγομένης τῶν Ρωμαίων» 451. Στο εσωτερικό της βυζαντινής Δράμας, εντός των τειχών σώζεται ο ναός της Αγίας Σοφίας, για τον οποίο έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ήταν η «καθολική» εκκλησία της πόλης. Η αφιέρωσή του στην Αγία Σοφία είναι ένα στοιχείο που προσιδιάζει απόλυτα με τους ναούς αυτής της κατηγορίας, ενώ η δόμησή του στον τύπο του τρουλλαίου με περίστωο τον καθιστά ένα ακόμη παράδειγμα ναού στο μακεδονικό χώρο, που μιμήθηκε τον αρχιτεκτονικό τύπο της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης 452. Ωστόσο, για την ταύτιση της Αγίας Σοφίας με τον επισκοπικό ναό της βυζαντινής Δράμας μπορούν να διατυπωθούν μερικές αμφιβολίες 453. Καταρχήν, ο ναός δεν φαίνεται να διέθετε λειτουργικές κατασκευές, κυρίως σύνθρονο, που ήταν απαραίτητο στους ναούς αυτής της κατηγορίας. Έπειτα, εάν λάβουμε υπόψη το σημείωμα του κώδικα της μητρόπολης Δράμας, του 1861, ο ναός ήταν αρχικά αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και όχι στην Αγία Σοφία 454. Τέλος, οι διαστάσεις του ναού, ο οποίος καλύπτει μια κάτοψη μόλις 140μ., είναι πολύ μικρές ώστε να καλύψουν τις λειτουργικές ανάγκες μιας αρκετά μεγάλης για τα 449 Σε επιστολή που απευθύνει ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΓ Γλυκύς προς τον μητροπολίτη Φιλίππων το 1315, τον προτρέπει να εξετάσει μια υπόθεση μαζί με τον «ἱερώτατον ἀρχιεπίσκοπον Δράμας» (Πασχαλίδης, Στράτης, Μοναστήρια Μακεδονίας, 42). 450 Darrouzès, Notitiae 17, 402, App.I, Το περιεχόμενο του εγγράφου σχολιάζει ο Κίσσας. (Βλ. Κίσσας, Συμβολή, ). 452 Κίσσας, Συμβολή, Βλ. Κούντουρας Μπακιρτζής, Αγία Σοφία, , όπου υποστηρίζεται η λειτουργία του ναού με καθολικό μονής. 454 Το σημείωμα αναφέρει: «1861 Δεκεμβρίου 8 σιμιόνω εις την αγίαν σοφίαν η οποια σήμερον είναι τσαμί δεν είναι αγία σοφία παρά είναι κοίμησις της Θεοτόκου, διότι ήτουν έναν μάρμαρον μεγάλον επάνο εις την χαβάδα της πόρτας και έπεσεν τον καιρόν σισμου και είναι ρωμαίικα γράμματαμ τα οποία τα εδιάβασα και είναι κοίμησις της Θεοτόκου, τώρα δε το έχουν οι οθωμανοί σκάλα κατά το μεσημβρινόν μέρος, τα μεν γράμματα είναι κάτω εις την γην, και οι μεταγενέστεροι εάν θέλουν να εύρουν την αλήθειαν εις εκείνον το μάρμαρον θέλουν το εύρη. Έρρωσθαι. Ο ελάχιστος ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ». (ΒΛ. Κίσσας, Συμβολή, 200, σημ. 15)
156 156 δεδομένα της εποχής, πόλης κάστρου 455. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, θα πρέπει να αναζητηθεί νέα θέση για τον επισκοπικό ναό της βυζαντινής Δράμας, εκτός εάν η διεξαγωγή ανασκαφικών ερευνών στο μνημείο φέρει στο φως νέα στοιχεία για την αρχική του μορφή και το λειτουργικό του εξοπλισμό, οπότε η συζήτηση της ταύτισής του με τον επισκοπικό ναό της Δράμας μπορεί να τοποθετηθεί σε νέα βάση. Ενισχυτικός ως προς την ύπαρξη παλαιότερου καθεδρικού ναού είναι ο σχετισμός από τον καθηγητή Αριστοτέλη Μέντζο, της προέλευσης δύο κιονοκράνων του αρχαιολογικού μουσείου Δράμας, από έναν μεσοβυζαντινό ναό, πιθανότατα βασιλική δρομικού τύπου 456. Η απόδοση αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί προϋποθέτει τη δόμηση του μεσοβυζαντινού επισκοπικού ναού της Δράμας σε έναν αρχιτεκτονικό τύπο που προτιμήθηκε κατεξοχήν για τους ναούς της ίδιας κατηγορίας στο μακεδονικό χώρο, αυτόν της βασιλικής. ΙΙ. Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 1. Οι τύποι Εκτός από τη σημαντική θέση που καταλαμβάνουν στην εκκλησιαστική ιστορία των βυζαντινών πόλεων στις οποίες ανήκαν, οι επισκοπικοί ναοί της Μακεδονίας αποτελούν εξαιρετικά δείγματα μιας πολύ αξιόλογης αρχιτεκτονικής που αναπτύχθηκε στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, την ώρα που η Νότια Ελλάδα, διαφοροποιούμενη από την Κωνσταντινούπολη 457 δημιουργούσε τη δική της σχολή 458. Το 455 Εάν δεχτούμε ότι η Αγία Σοφία είναι ο επισκοπικός ναός της Δράμας, τότε ο ναός αυτός θα είναι ο μικρότερος της κατηγορίας του σε όλη τη βυζαντινή Μακεδονία, κάτι όμως που είναι δύσκολο να το αποδεχτούμε, δεδομένου ότι η Δράμα δεν ήταν μικρό φρούριο, αλλά μια κανονική για την εποχή πόλη που κάλυπτε έκταση 4 εκταρίων. 456 Μέντζος, Κιονόκρανα Δράμας, Μπούρας, Μπούρα, Ναοδομία,600κ.εξ. 458 Ο πρώτος που έκανε λόγος για την «ελληνική σχολή» (école grecque) είναι ο Gabriel Millet στο διαχρονικό σύγγραμμά του για την Ελληνική σχολή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική (βλ. Millet, L école grecque). Έκτοτε, πολλοί Έλληνες και ξένοι ερευνητές έκαναν λόγο για τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής αυτής. Πρόσφατα, ο Βοκοτόπουλος πρότεινε τον όρο «Ελλαδική» σχολή αντί για «ελληνική» όρος που έχει πλέον ευρύτερα καθιερωθεί (Vocotopoulos, Constantinopolitan Architecture, 558, σημ.30).
157 157 επιβλητικό μέγεθος, τα επιμέρους αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, και συχνά ο μνημειακός λειτουργικός εξοπλισμός, καθιστούν τους συγκεκριμένους ναούς κορυφαία μνημεία της μέσης βυζαντινής περιόδου, τα οποία διαφέρουν σε σχέση με τους υπόλοιπους ναούς που οικοδομούνταν την ίδια εποχή στις βυζαντινές πόλεις. Η συστηματική μελέτη των επισκοπικών ναών της Μακεδονίας αποδεικνύει εμφανώς την έντονη προτίμηση στη δόμησή τους στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής και σε κάποιες από τις παραλλαγές του. Επτά από τους δώδεκα σωζόμενους επισκοπικούς ναούς, και συγκεκριμένα η βασιλική των Σερβίων, ο Άγιος Αχίλλειος Πρεσπών, οι Άγιοι Θεόδωροι Σερρών, ο επισκοπικός ναός των Μογλενών, ο Άγιος Νικόλαος στο Μελένικο, ο ναός της Ρεντίνας και ο ναός στο Morodvis ανήκουν στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Στους δύο επισκοπικούς ναούς που σώζονται από την περίοδο αυτή στην περιοχή ανατολικά από τη Θεσσαλονίκη, τον Άγιο Νικόλαο στο Μελένικο 459 (Σχ. 2) και τους Αγίους Θεοδώρους Σερρών 460 (Σχ. 46), τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με κιονοστοιχίες αποτελούμενες από τρία ζεύγη κιόνων. Αντίθετα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι μεσοβυζαντινές βασιλικές που σώζονται στη Δυτική Μακεδονία συμπεριλαμβανομένων όλων των επισκοπικών βασιλικών, διαιρούνται σε κλίτη, είτε με καθαρές πεσσοστοιχίες, είτε με πεσσότοιχους είτε με εναλλαγή πεσσών με κίονες 461. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης αποτελεί ο επισκοπικός ναός του Αγίου Αχιλλείου στη Μικρή Πρέσπα(Σχ. 24), όπου δύο ζεύγη των επτά ορθογώνιων πεσσών, διαστάσεων 1,50μ./1,60μ. 0,91μ./0,94μ., χωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη. Το κεντρικό κλίτος είναι πλάτους 9,25μ., ενώ τα πλάγια είναι πολύ μικρότερα, και έχουν πλάτος μόλις 4,25μ Οι βασιλικές των Σερβίων (Σχ ) και των Μογλενών (Σχ.55) ανήκουν στον ίδιο τύπο με τη διαφορά ότι εδώ αντί πεσσών 459 Mijatev, Bulgarien, Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, Vocotopoulos, Local Schools, 502. Σχετικά παραδείγματα βλ. Vocotopoulos, Remarks on the Typology, 13 κ.εξ. 462 Μουτσόπουλος, Η βασιλική, 21.
158 158 διαμορφώνονται μεγάλοι πεσσότοιχοι, οι οποίοι διατρυπώνται εξασφαλίζοντας την επικοινωνία ανάμεσα στα κλίτη. Ωστόσο, ιδιαίτερα στη βασιλική των Σερβίων 463, η οποία σώζεται σε όλο της σχεδόν το ύψος, είναι φανερό ότι η ύπαρξη στενών τοξωτών ανοιγμάτων εμποδίζει την απρόσκοπτη οπτική επαφή του εκκλησιάσματος από τα πλάγια κλίτη προς το κεντρικό 464. Το αντίθετο συμβαίνει με τον επισκοπικό ναό των Μογλενών, όπου το πλάτος των ανοιγμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πεσσότοιχων 465. Η Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας ανήκει και αυτή στον τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής, όπου τα κλίτη χωρίζονται με εναλλαγή πεσσών και δύο κιόνων (Σχ.5 6). Η διαφορά με τους υπόλοιπους ναούς της κατηγορίας αυτής είναι ότι στο ανατολικό τμήμα του ναού οι πεσσοί είναι σχήματος «γάμμα», και ανάμεσά τους δεν παρεμβάλλονται δύο, αλλά ένας κίονας. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται ένα εγκάρσιο κλίτος, το οποίο όμως, δεν διακρίνεται εξωτερικά σήμερα. Στην κατάσταση που σώζεται το μνημείο, το βόρειο τμήμα της κεραίας του εγκάρσιου κλίτους βρίσκεται ενσωματωμένο στις μεταγενέστερες προσθήκες που ανάγονται στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όταν ο ναός λειτουργούσε ως τζαμί. Από την ανασκαφή όμως που διενεργήθηκε στο νότιο κλίτος του μνημείου διαφαίνεται πλήρως η πορεία του εγκάρσιου κλίτους, το οποίο προεξέχει κατά 2,70μ. από την ευθεία του νότιου εξωτερικού τοίχου του ναού. Ιδιαίτερο ωστόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο χώρος ανάμεσα στους δύο ανατολικούς πεσσούς κάθε στυλοβάτη, δεν είναι τελείως κενός 466, όπως θα περίμενε κανείς στις περιπτώσεις ελεύθερου εγκάρσιου κλίτους. Ανάμεσά τους, και συγκεκριμένα όχι ακριβώς στο κέντρο, αλλά μπροστά από τον ανατολικό πεσσό, υπάρχει από ένας κίονας 467. Οι κίονες αυτοί βαστάζουν τόξα, τα οποία εδράζονται στους δυτικούς πεσσούς του εγκάρσιου κλίτους και ξεπερνούν το ύψος των δύο 463 Ξυγγόπουλος, Σέρβια, Το μήκος των πεσσότοιχων κυμαίνεται από 2,50 2μ. ενώ των τοξωτών ανοιγμάτων 1,50μ. 2μ. 465 Ευγενίδου, Ανασκαφές, 65, σχ Κανονικά, το εγκάρσιο κλίτος θα διαγράφονταν πολύ πιο καθαρά, εάν δεν μεσολαβούσε η παρουσία κίονα ανάμεσα στους πεσσούς, κάτι όμως που δεν συμβαίνει εδώ. 467 Παπαζώτος, Βέροια, 234.
159 159 κιονοστοιχιών. Με την παρουσία αυτών των κιόνων, το μεγάλο άνοιγμα της κεραίας διακόπτεται και η καθαρότητα του εγκάρσιου κλίτους υποβιβάζεται, με αποτέλεσμα να υπερισχύει η δρομικότητα του ναού. Το χαρακτηριστικό της δρομικότητας, το οποίο δημιουργεί η παρουσία πεσσοστοιχιών με συνεχόμενα κατακόρυφα στηρίγματα απαντά και σε δύο ακόμη επισκοπικούς ναούς που δεν είναι ξυλόστεγες βασιλικές: την Αγία Σοφία της Αχρίδας και τον επισκοπικό ναό του Σισανίου. Η αρχική φάση της Αγίας Σοφίας Αχρίδας, η οποία τοποθετείται στις αρχές του 11 ου αιώνα, ανήκει στον τύπο του οκτάστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού 468, όπου η παρουσία δύο επιπλέον ζευγών κιόνων μεταξύ του κεντρικού τετραγώνου και της ανατολικής και δυτικής πλευράς αντίστοιχα, τόνιζαν περισσότερο τον δρομικό και λιγότερο τον κατακόρυφο άξονα του μνημείου(σχ. 59). Στον ίδιο περίπου τύπο ανήκει και η πρώτη φάση του επισκοπικού ναού του Σισανίου, όπου τέσσερις ογκώδεις πεσσοί στηρίζουν τον κεντρικό τρούλο του μνημείου (Σχ. 51). Ωστόσο, και εδώ, η ύπαρξη επιπλέον στηριγμάτων ανατολικά και δυτικά των κεντρικών πεσσών, δημιουργούν έντονα την εντύπωση της δρομικότητας στο κτίσμα. Μόλις δύο από τους επισκοπικούς ναούς της Μακεδονίας, ανήκουν στον τύπο του τρουλαίου ναού με περίστωο. Πρόκειται για τον μητροπολιτικό ναό της Θεσσαλονίκης(Σχ. 11), και τον επισκοπικό ναό της Πύδνας(Σχ ), ο οποίος μιμήθηκε τον τύπο της Αγίας Σοφίας 469. Στους ναούς αυτού του τύπου τέσσερις ογκώδεις πεσσοί ανακρατούν τον τρούλλο με τη βοήθεια ισάριθμων τόξων και σφαιρικών τριγώνων, ενώ τον κεντρικό αυτό χώρο περιβάλλει στις τρεις πλευρές ένα περίστωο. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του τύπου, ο οποίος κατάγεται πιθανότατα από τη βασιλική με τρούλλο 470, απαντούν σε ομάδα ναών της μεταϊουστινιάνειας περιόδου. Ανάμεσα στα πρωιμότερα μνημεία του 468 Ο τύπος αυτός κατάγεται πιθανότατα από την τρίκλιτη θολωτή βασιλική, οι τοξοστοιχίες της οποίας διακόπτονται στα σημεία κάτω από τον τρούλο, με αποτέλεσμα διαγράφεται σαφώς η εγκάρσια κεραία του σταυρού (Για τον τύπο βλ. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ). 469 Μαρκή, Ναός Πύδνας, 64. Χατζητρύφωνος, Το περίστωο, Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, 126 κ.εξ. Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 121κ.εξ.
160 160 τύπου βρίσκονται η Κοίμηση της Νίκαιας και η Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης, που χρονολογούνται στα τέλη 7 ου αρχές 8 ου αιώνα. Στους επόμενους αιώνες και κυρίως τον 11 ο 12 ο αιώνα, στον τύπο αυτό ιδρύθηκαν οι ναοί της Κοίμησης στο Λάμποβο και της Stara Pavlica, του καθολικού της Μονής Παμμακαρίστου και το Kalenderhane Camii στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στην πρώιμη παλαιολόγεια περίοδο ανήκουν ακόμη δύο κωνσταντινουπολίτικα παραδείγματα, ο νότιος ναός της Μονής Λιβός και ο Άγιος Ανδρέας ο εν Κρίσει, αλλά και το καθολικό της Ολυμπιώτισσας στην Ελασσώνα 471. Στη Μακεδονία τα σωζόμενα μνημεία μαρτυρούν ότι ο μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης επηρέασε την αρχιτεκτονική και άλλων βυζαντινών ναών της ευρύτερης περιοχής 472, οι οποίοι με μικρότερες ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις, επανέλαβαν τον τύπο της Αγίας Σοφίας. Το πιο πιστό ίσως παράδειγμα είναι ο επισκοπικός ναός του Κίτρους 473 (10 ο αιώνας), ενώ τον ίδιο τύπο επαναλαμβάνουν και η Κουντουριώτισσα 474 κοντά στο Δίον, ο ναός της Παναγίας στο Drenovo 475, και η Αγία Σοφία Δράμας 476. Σε αρκετά παραδείγματα του τύπου 477, τα τόξα που βαστάζουν τον τρούλλο είναι τόσο πλατιά, ώστε δίνεται η εντύπωση του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Από την άλλη, το γεγονός ότι συχνά το πάχος της ανατολικής και δυτικής κεραίας είναι μεγαλύτερο από το πάχος των άλλων δύο κεραιών, έχει ως αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένας κατά μήκος άξονας, ο οποίος είναι εμφανής σε μνημεία όπως η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, ο ναός της Παναγίας στο Drenovo και η Ολυμπιώτισσα Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, Vocotopoulos, Remarks on the Typology, Μαρκή, Ναός Πύδνας, 64, Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 127). 474 Τσιγαρίδας, ΑΔ 28(1973), Β, Λαζαρίδης, ΑΔ 29( ), Μέντζος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, Bošković, L église de Sainte Sophie, Για το μνημείο βλ. σχετικά: Κούντουρας, Μπακιρτζής, Αγία Σοφία, 141κ.εξ. 477 Για παράδειγμα στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης, στο ναό της Παναγίας στο Drenovo, και στο Kalenderhane. 478 Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική,
161 161 Στα μνημεία αυτής της κατηγορίας, ο κεντρικός χώρος επικοινωνεί με τις στοές του περιστώου μέσω δίλοβων 479 ή τρίλοβων 480 ανοιγμάτων. Η Αγία Σοφία αποτελεί εξαίρεση, καθώς το σταυρικό τετράγωνο επικοινωνεί με τα πλευρικά κλίτη μέσω τοξοστοιχιών, όπου εναλλάσσονται κίονες και πεσσοί 481, ενώ προς τη δυτική στοά του περίστωου διαμορφώνεται τοίχος που φέρει ευρύ τοξωτό άνοιγμα. Παράλληλα, οι ογκώδεις πεσσοί που στηρίζουν τον τρούλλο διασπώνται και στο πάχος τους δημιουργούνται γωνιακοί χώροι, στους οποίους ανοίγονται επιπλέον δίοδοι επικοινωνίας 482. Για το ναό της Πύδνας δεν γνωρίζουμε τον ακριβή τρόπο με τον οποίο το περίστωο επικοινωνούσε με τον κεντρικό χώρο, καθώς το διάστημα μεταξύ των πεσσών φράχτηκε στη διάρκεια των επισκευών που πραγματοποίησαν στο μνημείο οι Φράγκοι 483. Στη σχετική αποκατάσταση του μνημείου έχουν προταθεί τρίβηλα ανοίγματα 484, τα οποία θα μπορούσαν με σχετική άνεση να διαμορφωθούν στο χώρο μεταξύ των πεσσών, ο οποίος ξεπερνά σε πλάτος τα 4μ. Το περίστωο που υπάρχει στους ναούς αυτής της κατηγορίας φέρει κατά κανόνα χαμηλότερη στέγαση από τον κεντρικό πυρήνα, και άλλοτε είναι συνεχές και ενιαίο στις τρεις πλευρές του 485, ενώ άλλοτε υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των πλαγίων στοών και της δυτικής που λειτουργεί ως νάρθηκας 486. Η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης και ο επισκοπικός ναός της Πύδνας ανήκουν στην πρώτη περίπτωση, ενώ η Κουντουριώτισσα και η Αγία Σοφία Δράμας στη δεύτερη. 479 Χαρακτηριστικά παραδείγματα ναών όπου το κεντρικό τετράγωνο επικοινωνεί με τις στοές του περιστώου με δίλοβα ανοίγματα αποτελούν ο ναός της Παναγίας στο Drenovo, η Κουντουριώτισσα και η Ολυμπιώτισσα. 480 Τρίλοβα ανοίγματα απαντούν για παράδειγμα, στο ναό της Κοίμησης της Παναγίας στο Λάμποβο, και στην Αγία Σοφία Δράμας. 481 Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται δίβηλα ανοίγματα εκατέρωθεν κάθε πεσσού. 482 Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, Μαρκή, Ναός Πύδνας, Μαρκή, Ναός Πύδνας, 64, Πίν.13. Την αποκατάσταση δέχεται και η Χατζητρύφωνος (βλ. Χατζητρύφωνος, Το περίστωο, 126, Εικ. 82 α.) 485 Στην περίπτωση αυτή ανήκει η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, ο ναός της Παναγίας στο Drenovo και η Ολυμπιώτισσα. 486 Πρόκειται για ναούς όπως η Κοίμηση στο Λάμποβο, όπου ανάμεσα στις πλάγιες στοές και στη δυτική(νάρθηκα), διαμορφώνονται τοίχοι, οι οποίοι διακόπτουν την ενιαία πορεία του περιστώου. Στο πάχος αυτών των τοίχων ανοίγονται συνήθως μικρές δίοδοι επικοινωνίας.
162 Τα μέρη του ναού α. Ιερό Βήμα Μέσα από την εξέταση των μεσοβυζαντινών επισκοπικών ναών της Μακεδονίας γίνεται φανερό το γεγονός ότι όλα τα μνημεία αυτής της κατηγορίας διέθεταν τριμερές Ιερό Βήμα με σαφώς οριοθετημένους τους χώρους των παραβημάτων, τα οποία την περίοδο αυτή λειτουργούσαν πλέον ως Πρόθεση και Διακονικό. Το Βήμα συνήθως αναπτυσσόταν μέχρι και το πρώτο από ανατολικά στήριγμα, πεσσό ή κίονα, όπου στηριζόταν το τέμπλο. Μόνη εξαίρεση αποτελεί ίσως η Αγία Σοφία Αχρίδας, η οποία λόγω των επιπλέον ζευγών κιόνων, είχε αρκετά επιμηκυσμένα γωνιαία διαμερίσματα. Στην περίπτωση αυτή, το Βήμα έφτανε μέχρι την εγκάρσια κεραία του σταυρού, ενσωματώνοντας ουσιαστικά και τους δεύτερους από ανατολικά κίονες. Στην περίπτωση της Παλαιάς Μητρόπολης Βέροιας έχει ενδιαφέρον η αναζήτηση του δυτικού ορίου του Βήματος και των παραβημάτων, για το οποίο δεδομένης της μη διατήρησης του στυλοβάτη του τέμπλου μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Η κατάρρευση του νότιου κλίτους περιορίζει την αναζήτηση των δεδομένων στην έρευνα του βόρειου και του κεντρικού κλίτους, που είναι τα μόνα που έχουν σωθεί. Από την άλλη, η υπερύψωση του δαπέδου του ναού, η οποία συνέβη πολλές φορές μέσα στους αιώνες, ιδιαίτερα στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, στερεί την δυνατότητα αναζήτησης υπολειμμάτων του στυλοβάτη στα υφιστάμενα δάπεδα. Τα στοιχεία του εικονογραφικού διακόσμου, και συγκεκριμένα η απεικόνιση στα δύο αντικριστά μέτωπα των ανατολικών πεσσών συλλειτουργούντων ιεραρχών στραμμένων προς τα ανατολικά αποτελεί την πρώτη ένδειξη ότι ο χώρος του Βήματος κάλυπτε τους ανατολικούς πεσσούς σε όλο τους το μήκος. Ταυτόχρονα, οι δύο μνημειακές παραστάσεις του Χριστού Χαλκίτη και της Παναγίας στο δυτικό μέτωπο των ανατολικών πεσσών του εγκάρσιου κλίτους αποτελούν τυπικά
163 163 παραδείγματα ολόσωμης απεικόνισης των δύο ιερών μορφών στους πεσσούς που βρίσκονται στην προέκταση του τέμπλου 487. Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να δεχτούμε ότι το Βήμα του ναού περιλάμβανε ολόκληρο το εγκάρσιο κλίτος και έφτανε μέχρι τους δυτικούς πεσσούς του. Ενισχυτικό της άποψης αυτής θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι ο κοσμήτης που σώζεται στη νότια παρειά του δυτικού γωνιακού πεσσού του εγκάρσιου κλίτους, δεν βρίσκεται στην ίδια στάθμη σε όλη την παρειά του πεσσού. Στο ανατολικό τμήμα του είναι σε ψηλότερη στάθμη, μεσολαβεί ένα κενό και ο κοσμήτης συνεχίζει στο δυτικό τμήμα της ίδιας παρειάς του πεσσού σε χαμηλότερο ύψος. Αυτή η διαφοροποίηση της στάθμης του κοσμήτη στον ίδιο πεσσό, θα μπορούσε να καλύπτεται από την παρουσία του τέμπλου που θα διαχώριζε τον κυρίως ναό από το Βήμα. Η παραπάνω άποψη δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτή, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή, η οποία δεν έχει παράλληλο στην περίοδο που εξετάζουμε, το Βήμα θα καταλάμβανε σχεδόν το μισό χώρο του κυρίως ναού, περιορίζοντας αισθητά το χώρο των πιστών. Αντίθετα, περισσότερο πιθανό είναι να αναζητήσουμε τη θέση του τέμπλου στους ανατολικούς πεσσούς του εγκάρσιου κλίτους, τουλάχιστον από την περίοδο της τοιχογράφησής του ανατολικού τμήματος του ναού 488, η οποία ανάγεται στο β γ τέταρτο του 13 ου αιώνα 489. Στην περίπτωση αυτή, η ασυνέχεια του κοσμήτη μπορεί να ερμηνευτεί από το γεγονός ότι στο ανατολικό τμήμα ο κοσμήτης ακολουθεί τη γένεση των υπερυψωμένων ανατολικών τόξων του ναού 490, ενώ από το δυτικό τμήμα του πεσσού, ο κοσμήτης χαμηλώνει ακολουθώντας τη στάθμη των τοξοστοιχιών που διαμορφώνονται στον κυρίως ναό. Ανεξάρτητα με το πόσο το Βήμα εκτεινόταν προς τον κυρίως ναό, αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι ότι ένας σαφώς οριοθετημένος χώρος 487 Για τις τοιχογραφημένες παραστάσεις που πλαισίωναν τα τέμπλα βλ. ενδεικτικά Ćurčić, Proskynetaria Icons, 134 κ.εξ. 488 Σε μια αρχική, παλαιότερη φάση, θα μπορούσε το τέμπλο να είναι δυτικότερα. Για την αναζήτηση της ορθότητας μιας τέτοιας υπόθεσης απαιτείται ανασκαφική έρευνα στο δάπεδο των κλιτών. 489 Τσιγαρίδας, Μνημειακή ζωγραφική Βεροίας, Θυμίζουμε ότι τα ανατολικά τόξα του ναού που αντιστοιχούν στο Ιερό Βήμα και στο εγκάρσιο κλίτος, είναι υπερυψωμένα σε σχέση με τα τόξα της υπόλοιπης πεσσοστοιχίας του κυρίως ναού.
164 164 σε όλους τους επισκοπικούς ναούς της Μακεδονίας. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, τόσο το Βήμα όσο και οι πλευρικοί χώροι της Πρόθεσης και του Διακονικού απέληγαν ανατολικά σε κόγχες. Εξαίρεση αποτελούν οι ναοί της Βέροιας και των Σερρών όπου οι κόγχες των παραβημάτων δεν προεξέχουν αλλά βρίσκονται ενσωματωμένες στο πάχος της ανατολικής τοιχοποιίας. Επίσης, η βασιλική των Σερβίων, παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα της μη ύπαρξης καθόλου κόγχης στο χώρο του Διακονικού 491. Ως προς την κάτοψή τους οι κόγχες του Βήματος είναι συνήθως ημικυκλικές εξωτερικά και εσωτερικά (Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας, Άγιοι Θεόδωροι Σερρών, επισκοπικός ναός Μογλενών, Άγιος Νικόλαος στο Μελένικο, Βασιλική Σερβίων, Άγιος Αχίλλειος Πρεσπών, επισκοπικός ναός στο Morodvis), σπανιότερα τρίπλευρες εξωτερικά και ημικυκλικές εσωτερικά (Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης και ναός Πύδνας), ή τρίπλευρες εξωτερικά και εσωτερικά(βασιλική Ρεντίνας) ή πεντάπλευρες εξωτερικά και ημικυκλικές εσωτερικά( Αγία Σοφία Αχρίδας, Επισκοπικός Ναός στο Σισάνι). Όσον αφορά τις κόγχες των παραβημάτων, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις ήταν ημικυκλικές εξωτερικά και εσωτερικά. Εξαίρεση αποτελεί η βασιλική της Ρεντίνας που φέρει τρίπλευρες εξωτερικά και εσωτερικά κόγχες, καθώς επίσης και ο επισκοπικός ναός του Σισανίου, που φέρει στα παραβήματα τρίπλευρες εξωτερικά και ημικυκλικές εσωτερικά κόγχες. Εσωτερικά, τα παραβήματα την περίοδο αυτή αποτελούσαν ιδιαίτερους χώρους με συγκεκριμένη λειτουργία, και κατά συνέπεια με σταθερή αρχιτεκτονική μορφή. Το πρωιμότερο από τα παραδείγματα είναι η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, όπου το Ιερό Βήμα ως ανεξάρτητος χώρος προσκολλάται στο σώμα του κυρίως ναού, χωρίς όμως να καταλαμβάνει πλάτος ίσο με αυτόν. Το Βήμα έχει ικανό βάθος, καθώς μεταξύ της ανατολικής κεραίας του σταυρού και της κόγχης παρεμβάλλεται ένας επιπλέον ορθογώνιος καμαροσκεπής χώρος. Εκατέρωθέν του διαμορφώνονται δύο τετράγωνης κάτοψης παραβήματα 491 Για την Πρόθεση δεν γνωρίζουμε τι συνέβαινε γιατί ολόκληρη η ΒΑ γωνία του ναού κατέπεσε σε κάποια στιγμή.
165 165 που απολήγουν σε ημικυκλικές κόγχες, καλύπτονται με χαμηλές ασπίδες και φέρουν τοξωτά ανοίγματα για την επικοινωνία τους με το Βήμα. Η παρουσία των παλαιότερων στυλοβατών της πεντάκλιτης βασιλικής καθόρισε το πλάτος των παραβημάτων 492, τα οποία είναι μικρότερα από το πλάτος των κλιτών και επικοινωνούν με αυτά μέσω τοξωτών διόδων, οι οποίες είναι έκκεντρα τοποθετημένες σε σχέση με τον άξονα των κλιτών. Παρόλα αυτά, το παράδειγμα της Αγίας Σοφίας αποτελεί τον σημαντικότερο μάρτυρα για την παρουσία οριοθετημένου χώρου Βήματος πλαισιωμένου από Πρόθεση και Διακονικό, ήδη από τον 8 ο αιώνα. Παρόμοιας μορφής είναι και το τριμερές Ιερό Βήμα που απαντά στον επισκοπικό ναό της Πύδνας, όπου τα παραβήματα, σαφώς οριοθετημένα, παρουσιάζουν τη μορφή συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού που έφερε κάλυψη με μικρούς τρουλλίσκους. Και στις δύο περιπτώσεις, οι πλευρικοί χώροι εκατέρωθεν του Βήματος επικοινωνούν με τα πλάγια κλίτη του περιστώου μέσω τοίχων που βρίσκονται στο δυτικό τμήμα τους. Ανάλογη διαμόρφωση των παραβημάτων στη μορφή των συνεπτυγμένων σταυροειδών ναών απαντά και στον Άγιο Αχίλλειο της Πρέσπας 493, στο ανατολικό τμήμα των παραβημάτων του Σισανίου 494, και πιθανόν στον επισκοπικό ναό που ανασκάφηκε στο Morodvis των Σκοπίων 495. Σε όλες τις περιπτώσεις τους τρουλλίσκους στήριζαν τέσσερα αβαθή τόξα, τα οποία διαμορφώνονταν στις αντίστοιχες πλευρές των παραβημάτων. Στη Μητρόπολη των Σερρών οι τρουλλίσκοι των παραβημάτων προέρχονται από τη δεύτερη φάση του μνημείου, η οποία έχει αποδοθεί στον 12 ο ή 13 ο αιώνα 496 (Σχ.48). Δεν στηρίζονται σε αβαθή τόξα όπως συμβαίνει στις Πρέσπες, στο Σισάνι και στο Morodvis, αλλά μέσω λοφίων, στους κατακόρυφους τοίχους των παραβημάτων. 492 Στη λύση αυτή κατέφυγε ο αρχιτέκτονας της Αγίας Σοφίας, προκειμένου να αποφύγει τη θεμελίωση των παραβημάτων στους στυλοβάτες της πεντάκλιτης βασιλικής (βλ. Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 49. Βελένης, Ναοδομία, 65). 493 Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος Α, Πέτκος, Σισάνι, Η ανασκαφή δεν έχει δώσει ξεκάθαρα στοιχεία για τη διαμόρφωση των παραβημάτων. Ωστόσο, διακρίνονται τμήματα των τόξων που θα στήριζαν τους μικρούς τρουλλίσκους (Trajkovski, Excavations, Εικ. 2). 496 Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών,
166 166 Στις υπόλοιπες περιπτώσεις των τρίκλιτων βασιλικών, τα παραβήματα αποτελούν την απόληξη των πλάγιων κλιτών, και στεγάζονται με ενιαία μ αυτά στέγη. Όσον αφορά την σχέση τους με το υπόλοιπο κλίτος, αυτό που παρατηρείται είναι ότι άλλοτε υπάρχει διαχωριστικός τοίχος μεταξύ Ιερού Βήματος και κυρίως ναού, και άλλοτε η διαφοροποίηση των δύο μερών γίνεται μέσω των πλάγιων πλευρών του τέμπλου. Στην πρώτη περίπτωση ανήκει ο επισκοπικός ναός των Μογλενών, όπου μεταξύ του ανατολικού τμήματος των κλιτών και του χώρου που αντιστοιχεί στην Πρόθεση και το Διακονικό, υπάρχει εγκάρσιος τοίχος, στον οποίο πιθανότατα θα ανοιγόταν θύρα επικοινωνίας 497. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, στον επισκοπικό ναό της Πύδνας, στον Άγιο Αχίλλειο και στον επισκοπικό ναό του Morodvis. Με βάση τα γνωστά παραδείγματα, οι θύρες επικοινωνίας μεταξύ πλαγίων κλιτών και παραβημάτων ανοίγονταν συνήθως στον άξονα των κλιτών. Η μόνη περίπτωση που δεν συμβαίνει αυτό είναι η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, όπου τα ανοίγματα είναι έκκεντρα, ουσιαστικά συμπιεσμένα στην εσωτερική πλευρά των κλιτών, και μάλιστα στην προέκταση της παρειάς των στυλοβατών της βυζαντινής φάσης 498. Αυτή η ιδιαιτερότητα προέκυψε από την προσπάθεια να αποφευχθεί η απευθείας έδραση των παραβημάτων στα παλαιά θεμέλια, τα οποία παρέμειναν κάτω από τα ανοίγματα 499. Από την άλλη πλευρά, στους Αγίους Θεοδώρους Σερρών, στον Άγιο Νικόλαο στο Μελένικο, στην Αγία Σοφία Αχρίδας, στον επισκοπικό ναό του Σισανίου και στη βασιλική των Σερβίων, ο διαχωρισμός των παραβημάτων από τα πλάγια κλίτη γινόταν μέσω του τέμπλου, το οποίο επεκτεινόταν και στις πλάγιες πλευρές. Αν και τα βυζαντινά τέμπλα των παραπάνω ναών δεν σώζονται κατά χώραν, ωστόσο, σε αρκετές 497 Στη σχετική δημοσίευση της ανασκαφής δεν γίνεται λόγος για τον τοίχο αυτό. Ωστόσο, από το σχέδιο της αποτύπωσης (Ευγενίδου, Ανασκαφές, 65, Σχ.2) προκύπτει η παρουσία αρμού στα σημεία επαφής του τοίχου με το βόρειο τοίχο και τον πρώτο από ανατολικά πεσσότοιχο. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο δυτικός τοίχος της Πρόθεσης οικοδομήθηκε σε β φάση. 498 Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, Βελένης, Ναοδομία, 65.
167 167 περιπτώσεις διατηρήθηκαν ίχνη του στυλοβάτη που επιτρέπουν να υποστηρίξουμε την παρουσία τους στα πλάγια κλίτη. Όσον αφορά τη σχέση των παραβημάτων με το Βήμα, σε όλες τις περιπτώσεις υπήρχαν ανοίγματα ανάμεσα στον ανατολικό τοίχο και στον πρώτο από ανατολικά κίονα, πεσσό ή πεσσότοιχο, τα οποία εξασφάλιζαν επικοινωνία μεταξύ των τριών μερών του Ιερού. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η βασιλική των Σερβίων 500, η οποία παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα της ύπαρξης ενιαίου, χωρίς ανοίγματα τοίχου μεταξύ του Βήματος και του Διακονικού. β. Νάρθηκες Υπερώα Σε όλους τους επισκοπικούς ναούς της Μακεδονίας υπήρχε νάρθηκας σύγχρονος και ισοπλατύς προς τον κυρίως ναό. Η επικοινωνία του με τον κυρίως ναό γινόταν είτε με τρεις διόδους που αντιστοιχούσαν στα κλίτη του ναού (Αγία Σοφία Αχρίδας, Επισκοπικός ναός στο Σισάνι, Άγιος Αχίλλειος Πρεσπών, Παλαιά Μητρόπολη Σερρών και Άγιος Νικόλαος στο Μελένικο), είτε με δύο διόδους που αντιστοιχούν στα πλάγια κλίτη και με ένα τρίβηλο προς το κεντρικό κλίτος (Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας, Βασιλική Σερβίων). Στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης και στον επισκοπικό ναό της Πύδνας, τα κλίτη και ο νάρθηκας ουσιαστικά ταυτίζονται αντίστοιχα με τις πλάγιες και τη δυτικά στοά του περιστώου. Και στις δύο περιπτώσεις το περίστωο είναι συνεχές εξασφαλίζοντας την χωρίς διακοπή επικοινωνία των πλαγίων κλιτών και του νάρθηκα. Σε δύο περιπτώσεις, σε μεταγενέστερη της ανέγερσης του ναού εποχή, κατασκευάστηκαν εξωνάρθηκες, οι οποίοι κατέλαβαν το δυτικό τμήμα του ναού. Στην Αχρίδα, ο εξωνάρθηκας, πλαισιωμένος από δύο πύργους, αποτελεί προσθήκη του 14 ου αιώνα. Στην Πύδνα, ένας ισοπλατύς με τον κυρίως ναό εξωνάρθηκας προστέθηκε στη δυτική πλευρά του περιστώου, πιθανώς στον 11 ο αιώνα, ο οποίος έφερε στην πρόσοψη έξι κίονες Ξυγγόπουλος, Σέρβια, Μαρκή, Συμπεράσματα, 247.
168 168 Μοναδική ίσως περίπτωση ναού μεταξύ των επισκοπικών ναών της Μακεδονίας που έφερε κατασκευασμένου εξ αρχής εξωνάρθηκα, είναι ο ναός του Σισανίου, στη δυτική πλευρά του οποίου διαμορφωνόταν κιονοστοιχία. Τέσσερις από τους επισκοπικούς ναούς της Μακεδονίας έφεραν υπερώα. Πρόκειται για την Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, τους Αγίους Θεοδώρους Σερρών, την Αγία Σοφία Αχρίδας και τον επισκοπικό ναό στο Σισάνι. Στο μητροπολιτικό ναό της Θεσσαλονίκης (Σχ.12) τα υπερώα διαμορφώνονταν πάνω από τα κλίτη του περιστώου, πάνω από τα γωνιακά διαμερίσματα και από το νάρθηκα. Η αρχική πρόσβαση, η οποία σήμερα γίνεται μέσω του πύργου της Τουρκοκρατίας που βρίσκεται στη ΒΔ γωνία, γινόταν αρχικά μέσω κλιμάκων, οι οποίες οδηγούσαν από διάφορα σημεία εκατέρωθεν του ναού, στα υπερώα 502. Στην Αγία Σοφία Αχρίδας, υπερώα υπήρχαν πάνω από το νάρθηκα, από το μεταγενέστερο εξωνάρθηκα αλλά και πάνω από τα γωνιαία διαμερίσματα, όπου διαμορφώνονταν παρεκκλήσια 503 (Σχ.60, 62, 63). Η πρόσβαση στα υπερώα που διαμορφώνονταν στο δυτικό τμήμα του ναού γινόταν από την κλίμακα που υπήρχε στον πύργο βόρεια του νάρθηκα, ενώ είναι ζητούμενο ο τρόπος πρόσβασης προς τα παρεκκλήσια που βρίσκονταν πάνω από τα παραβήματα, για τον οποίο πιθανότατα θα υπήρχαν εξωτερικές κλίμακες. Στον επισκοπικό ναό του Σισανίου, σώζεται στη ΝΔ γωνία του νάρθηκα, το κάτω τμήμα μιας κλίμακας ανόδου προς τη στάθμη των υπερώων. Η παρουσία τόξων πάνω από τις εξωτερικές αντηρίδες υποδηλώνει την πιθανή επέκταση των υπερώων και στο χώρο πάνω από τις εξωτερικές αντηρίδες των μακρών τοίχων. 3. Γενικές Παρατηρήσεις Η μνημειακότητα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των επισκοπικών ναών, οι οποίοι σχεδόν σε όλες τις 502 Τμήμα μιας τέτοιας κλίμακας εντοπίστηκε στο βόρειο τμήμα του ναού, μεταξύ της πρώτης και δεύτερης ζώνης ανοιγμάτων. Η κλίμακα αυτή ξεκινούσε από το παρεκκλήσι που βρισκόταν σε επαφή με το βόρειο τοίχο του ναού, και έφτανε στη στάθμη των υπερώων (Βελένης, Ναοδομία, 87 88). 503 Babić, Les chapelles annexes,
169 169 περιπτώσεις εντυπωσίαζαν ως προς τις διαστάσεις και διέφεραν αισθητά ως προς την κλίμακα από τους σύγχρονούς τους ναούς. Η Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας, με διαστάσεις 37,80 17,80μ. έχει κάτοψη με εμβαδόν 672,84τ.μ., την ώρα που κανείς από τους υπόλοιπους βυζαντινούς ναούς της πόλης, τουλάχιστον τους σωζόμενους, δεν ξεπερνούσε σε εμβαδόν το 1/6 της έκτασής της. Στο νησί του Αγίου Αχιλλείου, ο ομώνυμος ναός, διαστάσεων 44,70 22μ., έχει εμβαδόν 983,4τ.μ., ενώ οι γύρω από αυτόν βυζαντινοί ναοί των Πρεσπών δεν καλύπτουν ούτε το 1/3 της παραπάνω έκτασης. Στην περιοχή των Σερρών, παρόλο που δεν σώζονται αρκετοί βυζαντινοί ναοί, θα πρέπει να φανταστούμε ότι συνέβαινε κάτι ανάλογο, καθώς ήδη οι διαστάσεις του μητροπολιτικού ναού των Αγίων Θεοδώρων είναι πολύ μεγάλες (24 15,60μ. ή Ε=374,40τ.μ). Στη βυζαντινή Αχρίδα, ο μεγαλύτερος ναός ήταν η Αγία Σοφία, το εμβαδόν της οποίας ήδη από την αρχική φάση του μνημείου ξεπερνούσε τα 510τ.μ. Στον οχυρωμένο οικισμό των Σερβίων, η επισκοπική βασιλική, με διαστάσεις 21,50μ 11,70μ., καλύπτει εμβαδόν 251,55τ.μ., ξεπερνώντας κατά πολύ τις διαστάσεις των υπολοίπων ναών του κάστρου, οι οποίοι ήταν μικρών διαστάσεων ναΐσκοι που με δυσκολία έφταναν σε έκταση τα 12τ.μ. Στην ευρύτερη περιοχή του Σισανίου είναι δύσκολο να φανταστούμε την ύπαρξη και άλλου βυζαντινού ναού, μή σωζόμενου σήμερα, που θα υπερέβαινε σε διαστάσεις τον επισκοπικό ναό, ο οποίος καταλαμβάνει εμβαδόν 638,25τ.μ. Τέλος, στη Θεσσαλονίκη, ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Σοφίας, αποτελεί ένα επιβλητικότατο κτίριο, το οποίο καταλαμβάνει έκταση 893,588τ.μ. Η αναζήτηση πιθανής σχέσης που υπάρχει στην κλίμακα της πόλης και στο μέγεθος του επισκοπικού ναού οδηγεί σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Αυτό που καταρχήν προκύπτει από μια τέτοια αναζήτηση είναι ότι όλοι οι επισκοπικοί ναοί, ανεξάρτητα από την έκταση της πόλης στην οποία ανήκαν, κάλυπταν εμβαδόν τουλάχιστον 250τ.μ. Αναμφίβολα, στις μεγάλες οχυρωμένες πόλεις 504 οι επισκοπικοί ναοί αποτελούσαν εντυπωσιακά, μεγάλων διαστάσεων μνημεία 505, τα 504 Αναφερόμαστε σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, η Βέροια, οι Σέρρες, η Αχρίδα, των οποίων τα τείχη περιβάλλουν έκταση μεγαλύτερη των 10 εκταρίων.
170 170 οποία ξεχώριζαν μεταξύ των υπολοίπων κτισμάτων της πόλης. Αυτό όμως που διαπιστώνει κανείς συγκρίνοντας τους ναούς των μεγάλων πόλεων με τους ίδιας κατηγορίας ναούς που ιδρύθηκαν στις μικρές πόλεις κάστρα είναι ότι δεν διαφέρουν σημαντικά ως προς την τάξη μεγέθους. Οι επισκοπικοί ναοί των Μογλενών και της Πύδνας που ανήκουν σε δύο από τους μικρότερους σε έκταση σωζόμενους οχυρωμένους βυζαντινούς οικισμούς της Μακεδονίας, έκτασης 40 στρεμμάτων, ξεπερνούν σε εμβαδόν της βασιλικής των Σερβίων 506 που κάλυπτε διπλάσιο σε έκταση χώρο εντός τειχών. Ο επισκοπικός ναός της Πύδνας, ξεπερνούσε τον μητροπολιτικό ναό των Σερρών, αν και οι Σέρρες ήταν μια μεγάλη για την εποχή πόλη των 250 στρ., ενώ η Πύδνα, ένα κάστρο των 40 στρ Αναμφίβολα πολλοί ήταν οι παράγοντες που καθόριζαν τις διαστάσεις ενός επισκοπικού ναού. Καταρχήν, η διάκριση σε ξυλόστεγους ή θολοσκεπείς ναούς δεν αφορούσε μόνο τα επιμέρους αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, αλλά αποτελούσε σοβαρό παράγοντα που προσέδιδε στους ναούς τη δυνατότητα μεγάλου μεγέθους στις περιπτώσεις των ξυλόστεγων ή περιορισμού του μεγέθους σε συγκεκριμένες διαστάσεις, εφόσον ήταν θολοσκεπής. Στο πλαίσιο αυτό είναι λογικό η Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης να καταλαμβάνει μικρότερες διαστάσεις από τον Άγιο Αχίλλειο Πρεσπών. Από την άλλη, παράγοντες όπως η θέση της επισκοπής στην οποία εντάσσεται ο επισκοπικός ναός, σε μεγάλο βαθμό καθόριζαν το μέγεθός του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγαλύτερος καθεδρικός ναός της Μακεδονίας ήταν ο Άγιος Αχίλλειος, ο οποίος οικοδομήθηκε ως έδρα Πατριαρχείου, ενώ δεύτερος σε διαστάσεις ήταν η Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης, που 505 Ως προς το εμβαδόν της κάτοψης, οι επισκοπικοί ναοί της Μακεδονίας κατατάσσονται στην εξής σειρά( από τον μεγαλύτερο στον μικρότερο): Άγιος Αχίλλειος Πρεσπών, Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας, Επισκοπικός ναός Σισανίου, Αγία Σοφία Αχρίδας, Άγιοι Θεόδωροι Σερρών, Επισκοπικός ναός Μογλενών, Βασιλική Σερβίων, Άγιος Νικόλαος στο Μελένικο και βασιλική της Ρεντίνας. 506 Το εμβαδόν των επισκοπικών ναών των Μογλενών και της Πύδνας είναι 283,5τ.μ. και 385,12τ.μ. αντίστοιχα, ενώ των Σερβίων είναι 251,55τ.μ. 507 Για τις εκτάσεις των πόλεων βλ. Καραγιάννη, Οχυρωμένοι οικισμοί, 71, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
171 171 αποτελούσε καθεδρικό ναό μιας πολύ μεγάλης και σημαντικής μητρόπολης 508. Οι μνημειώδεις διαστάσεις του Αγίου Αχιλλείου μπορούν να δικαιολογηθούν και από έναν ακόμη λόγο. Ο συγκεκριμένος ναός είχε και προσκυνηματικό χαρακτήρα, καθώς αποτελούσε τον τόπο όπου φυλάσσονταν τα λείψανα του Αγίου Αχιλλείου 509, τα οποία ο Σαμουήλ μετέφερε από τη Λάρισσα. Αυτή του η ιδιότητα προσέδιδε στο ναό έναν παν ορθόδοξο χαρακτήρα, που ξεπερνούσε την αντίστοιχη ιδιότητα που είχε ως έδρα μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας. Παράλληλα, ως προσκυνηματικός ναός έπρεπε να διαθέτει μεγάλο χώρο για τη συγκέντρωση πολλών πιστών προσκυνητών, τουλάχιστον κατά τις μέρες εορτασμού του. Άλλωστε, και τα ανάλογα παραδείγματα προσκυνηματικών ναών 510 που μας είναι γνωστά αποτελούν μεγάλων διαστάσεων μνημεία, τα οποία διέθεταν μεγάλους χώρους και καταλάμβαναν μεγάλη έκταση. Όλοι οι υπόλοιποι ναοί αποτελούσαν έδρες μικρότερων ή μεγαλύτερων, κατά περίπτωση, εκκλησιαστικών περιφερειών, στις οποίες ανήκε η ίδια η πόλη που τους φιλοξενούσε αλλά και ένα σύνολο οικισμών που την περιέβαλλαν. Η έκταση που καταλάμβαναν και ο αρχιτεκτονικός τύπος στον οποίο ανήκαν, ποίκιλαν, αν και σε γενικές γραμμές υπερίσχυε η βασιλική, η οποία και έδινε τη δυνατότητα για μεγάλες διαστάσεις. Για την εφαρμογή του τύπου της βασιλικής στη μέση βυζαντινή περίοδο, έναν τύπο που παρουσιάζει αδιάκοπη χρήση από την παλαιοχριστιανική ως και την όψιμη μεταβυζαντινή περίοδο 511, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Ο Stričević υποστηρίζει ότι οι μνημειακές βασιλικές του 11 ου 12 ου αιώνα συνεχίζουν το πρότυπο των πολυάριθμων βασιλικών που χτίστηκαν στο δυτικομακεδονικό χώρο επί Βόριδος 512. Μάλιστα δέχεται την άποψη του Capenko ότι ο τύπος αυτός απαντά στη 508 Με τα υπερώα, η Αγία Σοφία ξεπερνούσε το εμβαδόν του Αγίου Αχιλλείου, εάν βέβαια δεχτούμε ότι ναός των Πρεσπών δεν διέθετε υπερώα. 509 Θυμίζουμε ότι τα λείψανα του Αγίου φυλάσσονταν σε ειδικό τάφο σαρκοφάγο που βρισκόταν στο Διακονικό. 510 Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ο προσκυνηματικός ναός του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, το εμβαδόν του οποίου έφτανε τα 1440τ.μ.~ 511 Σωτηρίου, Βυζαντιναί βασιλικαί, 568. Vocotopoulos, Remarks on the Typology, 18. Stričević, La rénovation, 165κ.εξ. 512 Stričević, La rénovation, 211.
172 172 Βουλγαρία και την Μακεδονία ως αντίδραση των Σλάβων στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, η οποία έδειχνε την προτίμησή της στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού 513. Διάφοροι ερευνητές υποστήριξαν ότι η ανέγερση βασιλικών ιδιαίτερα των ξυλόστεγων, διεκόπη με το τέλος της παλαιοχριστιανικής περιόδου και επανεμφανίστηκε τον 9 ο αιώνα, είτε στο πλαίσιο της βυζαντινής «αναγέννησης» 514, είτε ως αποτέλεσμα συνειδητής πολιτικής επιλογής των Βουλγάρων τσάρων ηγεμόνων, Βόριδος και Συμεών, οι οποίοι επεδίωξαν την επιστροφή σε ιουστινιάνεια πρότυπα 515. Άλλοι πάλι, απέδωσαν την επανεμφάνιση του τύπου σε «ελληνιστικές» επιδράσεις που εκδηλώθηκαν μετά την ανακατάληψη των περιοχών από τον Βουλγαροκτόνο και την παγίωση της ειρήνης που ακολούθησε 516. Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο Μπούρας, ο οποίος επισημαίνοντας την παρουσία βασιλικών που χρονολογούνται από τον 9 ο αιώνα υποστηρίζει ότι ο τύπος της βασιλικής επιβιώνει χωρίς ουσιαστικά διακοπή και στην κυρίως βυζαντινή περίοδο 517. Για συνέχιση στην εμφάνιση του τύπου κάνει λόγο και ο Βοκοτόπουλος εντοπίζοντας παραδείγματα που αποτελούν τους ενδιάμεσους κρίκους μεταξύ της παλαιοχριστιανικής και μέσης βυζαντινής περιόδου 518. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι οι επισκοπικοί ναοί της Μακεδονίας εφάρμοσαν σε μεγάλο ποσοστό τον αρχιτεκτονικό τύπο της βασιλικής, ο οποίος προσέδιδε το μεγάλο πλεονέκτημα της δρομικότητας και της καλύτερης οπτικής επαφής με όσα τελούνταν στο κεντρικό κλίτος. Με βάση τα όσα έχουν ειπωθεί παραπάνω για τα λειτουργικά δρώμενα που λάμβαναν μέρος στο Βήμα αλλά και έξω από αυτό, στο κεντρικό κλίτος ιδιαίτερα όταν τελούνταν αρχιερατική λειτουργία, γίνεται κατανοητή η υπεροχή που είχε από την άποψη αυτή ο τύπος της βασιλικής. 513 Stričević, La rénovation, Korać, Sur les basiliques médiévales, Stričević, La rénovation, 207κ.εξ. 516 Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος Α, 33. Ξυγγόπουλος, Σέρβια, Bouras, Zourtsa, Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, 98.
173 173 Η πομπική είσοδος του επισκόπου και του κλήρου στο Βήμα για την έναρξη της θείας λειτουργίας 519 και η Μεγάλη Είσοδος κατά την οποία διάκονοι και κληρικοί μετέφεραν τα Τίμια Δώρα και τα παρέδιδαν στον επίσκοπο που παρέμενε στην Ωραία Πύλη προκειμένου να τα παραλάβει και να τα τοποθετήσει στην Αγία Τράπεζα 520, ήταν δύο κορυφαίες στιγμές 519 Την περίοδο αυτή, έχουν συντελεστεί σημαντικές αλλαγές στη δομή της θείας λειτουργίας. Θυμίζουμε ότι κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, οι λειτουργικές πηγές σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν τη μεγάλη σημασία του αιθρίου, το οποίο αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο σε κάθε παλαιοχριστιανική βασιλική (Βλ. Πάλλας, Αρχαιολογικά, ). Σ αυτό συγκεντρωνόταν το εκκλησίασμα πριν εισέλθει στο ναό, κατά μίμηση της Αγίας Σοφίας, στο αίθριο της οποίας ο λαός περίμενε την άφιξη του πατριάρχη και του αυτοκράτορα. Τον 7ο αιώνα, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής(~630), μας πληροφορεί ότι λαός και κλήρος εισέρχονταν μαζί στο ναό («τὴν δὲ τοῦ λαοῦ σὺν τῷ ἱεράρχῃ γενομένην εἰς τὴν ἐκκλησὶαν εἴσοδον» βλ. Μάξιμος, Μυσταγωγία, 688). Η κατάσταση αυτή αρχίζει σταδιακά να αλλάζει, ώστε στα χρόνια του αγίου Γερμανού, (~730), ο λαός έχει ήδη εισέλθει στο ναό και η είσοδος, η οποία γινόταν συνοδεία αντιφώνων, περιοριζόταν μόνο στον κλήρο ( τὴν τοῦ ἀρχιερέως εἴσοδον..» βλ. Γερμανός, Ἱστορία Ἐκκλησιαστική, 408). Στις πηγές της μέσης βυζαντινής περιόδου, η είσοδος του επισκόπου φαίνεται πως γινόταν με επισημότητα και μεγαλοπρέπεια. Στον κώδικα του Βρετανικού Μουσείου, ο οποίος χρονολογείται το 12 ο αιώνα (Για το χειρόγραφο βλ. Taft, Twelfth Century Diataxis I, και II) αναφέρεται «..ὅτε ἐπιστῇ ὁ καιρὸς τῆς εἰσόδου, καθήμενος ὁ ἀρχιερεὺς πρὸ τῶν ὡραίων πυλῶν καὶ προσκυνεῖ κατὰ ἀνατολὰς τρίτον» (Taft, Twelfth Century Diataxis I, 284, (Ι.2). Στη συνέχεια, ο αρχιερέας, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόταν στο νάρθηκα της εκκλησίας, μπροστά από τη «βασίλειο» πύλη [Οι όροι «ωραίαι πύλαι», «μεγάλαι πύλαι» και «βασιλικαί πύλαι» που απαντούν συχνά στις πηγές αναφέρονται στην πύλη που οδηγούσε από το νάρθηκα στον κυρίως ναό και δεν πρέπει να συγχέονται με τον όρο «άγια θύρια» που αναφέρεται στην πύλη του Ιερού Βήματος ούτε με την «ωραία πύλη» (στον ενικό), που οδηγούσε στον εξωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας. (αναλυτικά για τους όρους βλ. Taft, Twelfth Century Diataxis I, 284, σημ. 12)], μετά και το τρίτο αντίφωνο, «ἀσπάζεται τὸ εὐαγγέλιον ἄνευ προσκυνήσεως, καὶ χειροκρατούμενος ὑπό δύο ἀρχόντων, εἰσοδεύων εἰσέρχεται ἄχρι τῶν ἁγίων θυρῶν», όπου «προσκυνήσας καὶ ἀσπασάμενος τὴν ἐν τῷ ἁρμῷ ἐφ ἡνίαν ἁγίαν εἰκόνα, εἴσεισιν εἰς τὸ θυσιαστήριον» (βλ. Taft, Twelfth Century Diataxis I, 284,(Ι.4 5). Αυτή η πομπική είσοδος του επισκόπου ή αντίστοιχα του πατριάρχη στο ναό, η οποία σηματοδοτούσε την έναρξη της Λειτουργίας, ονομαζόταν απλά «είσοδος» ή «είσοδος μετά του Ευαγγελίου», και ήταν ένα μέρος της λειτουργίας το οποίο παρακολουθούσε το εκκλησίασμα έχοντας πάρει τη θέση του στο εσωτερικό του ναού (Mateos, Μικρά Είσοδος, ). 520 Η Μεγάλη Είσοδος σηματοδοτούσε την έναρξη της λειτουργίας των πιστών. Ήταν ίσως η πιο εντυπωσιακή από άποψη τελετουργικής διαδικασίας στιγμή της Λειτουργίας, καθώς η πραγματοποίησή της απαιτούσε μια πομπική εισέλευση των διακόνων και των ιερέων από το σκευοφυλάκιο στο Βήμα, προκειμένου να μεταφέρουν εκεί τα ιερά σκεύη και τις προσφορές των πιστών(taft, Great Entrance, ). Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τον 10 ο αιώνα περιγράφοντας το τελούμενα στην Αγία Σοφία αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εισόδου λάμβαναν χώρα τα εξής: «Ὅτε δὲ μέλλουσι τὰ ἅγια δῶρα τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ προσαχθῆναι, οι άνδρες της αυτοκρατορικής πομπής από τα νότια διέρχονται διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τῆς αὐτῆς ἐκκλησίας ὀψικευόμενοι ὑπὸ τῶν σκήπτρων καὶ τῶν λοιπῶν σκευῶν, καὶ ἀπέρχονται ὄπισθεν τοῦ ἄμβωνος Στο
174 174 της λειτουργίας. Και οι δύο πομπές πραγματοποιούνταν με τελετουργική μεγαλοπρέπεια και εμπεριείχαν το στοιχείο της κίνησης προς μια ευθεία πορεία, η οποία ξεκινούσε από το χώρο της Πρόθεσης, συνέχιζε σε όλο το μήκος του βόρειου κλίτους και δια του κεντρικού κλίτους κατέληγε στο Βήμα. Όλη αυτή την πορεία των διακόνων και των υπόλοιπων κληρικών, την οποία συνόδευε από άποψη ψαλτικής ο χερουβικός ύμνος, ήταν θεμιτό να είναι ορατή από όλο το εκκλησίασμα, ακόμη και από αυτούς που παρακολουθούσαν από το νότιο κλίτος. Η βασιλική, λόγω των πολλών συνεχόμενων ανοιγμάτων της υπερίσχυε στην περίπτωση αυτή, καθώς εξασφάλιζε το πλεονέκτημα τόσο της ευθείας κίνησης στο ναό, όσο και της οπτικής επαφής των λειτουργικών δρώμενων από τους πιστούς, οπουδήποτε και αν κάθονταν. Από την άλλη, στους τρουλλαίους ναούς της Αγίας Σοφίας και της Πύδνας, το πλεονέκτημα αυτό εξασφάλιζε το περίστωο, το οποίο καθώς ήταν συνεχές και «αγκάλιαζε» τον κυρίως ναό, μπορούσε να φιλοξενεί τέτοια δρώμενα 521 (Σχ. 15). Όσον αφορά το Ιερό Βήμα, σε όλες τις περιπτώσεις είναι σαφώς οριοθετημένο, σε σχέση με τον κυρίως ναό, από τον οποίο διαχωρίζεται είτε με τοίχο είτε μέσω του τέμπλου. Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης μαρτυρά πως ήδη από τον 8 ο αιώνα υπάρχει διαμορφωμένος χώρος για την Πρόθεση και το Διακονικό. Η σημασία των χώρων αυτών στη μεταξύ ἐκεῖσε..τὰ ἅγια σκεύη ἵστανται ἐκδεχόμενα. Τα έχουν φέρει οι διάκονοι που έχουν έρθει από την αντίθετη πλευρά (βόρεια), όπου βρισκόταν το σκευοφυλάκιο, διασχίζοντας το ναό. Στη συνέχεια η πομπή εισέρχεται δια της σωλέας στην Ωραία Πύλη, όπου περιμένει ο πατριάρχης να παραλάβει τα δώρα.(.. Καὶ τὰ σκῆπτρα καὶ τὰ λοιπὰ σκεύη ἵστανται ἐν ταῖς οἰκείαις τάξεσι, καὶ οἱ δεσπόται ἀπερχόμενοι διὰ τῆς σωλέας, ἵστανται ἔξω τῶν ἁγίων θυρῶν, ὁ μὲν πρῶτος δεσπότης δεξιᾷ, ὁ δὲ δεύτερος ἀριστερᾷ, τιθέντες τὰς τούτων λαμπάδας ἐν τοῖς στήθεσι τῶν ἁγίων θυρῶν. Τὰ δὲ ἅγια εἰσερχόμενα εἰς τὴν σωλέαν ἵστανται, καὶ ἔρχεται ὁ ἀρχιδιάκονος, καὶ θυμιᾷ τοὺς δεσπότας, καὶ εἶθ οὕτως τοῦτον τὴν ἁγίαν τράπεζαν καὶ εἶθ οὕτως εἰσέρχονται πάντα τὰ ἅγια, καὶ μετὰ τὸ εἰσελθεῖν πάντα ἀποχαιρετίζουσι οἱ δεσπόται τὸν πατριάρχην, καὶ διέρχονται διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ βήματος ἔξωθεν, καὶ εἰσέρχονται ἐν τῷ μητατωρίῳ») βλ. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περὶ βασιλείου τάξεως I. 1, Mathews, Early Churches, 71 72, Taft, Great Entrance, ). Η μεταφορά των τιμίων δώρων από το σκευοφυλάκιο που βρισκόταν έξω από τη ΒΑ γωνία του ναού της Αγίας Σοφίας στο Βήμα, στους υπόλοιπους ναούς γινόταν από το διαμορφωμένο πλέον χώρο της Πρόθεσης(Mathews, Early Churches, 179. Taft, Byzantine Rite, 61). 521 Τα λειτουργικά δρώμενα που τελούνταν στο περίστωο έχει παρουσιάσει η Χατζητρύφωνος στο σχετικό πόνημα(βλ. Χατζητρύφωνος, Το περίστωο, 67 90).
175 175 ναοδομία και στη λειτουργική της βυζαντινής περιόδου καταδεικνύεται από την σταδιακή επικράτηση της διαμόρφωσής τους σε όλους σταδιακά τους ναούς. Η Πρόθεση 522 ως χώρος λάμβανε ενεργά μέρος στη λειτουργία καθώς εκεί τελούνταν η ομώνυμη ακολουθία της πρόθεσηςπροσκομιδής 523 που εξελίχθηκε στη Μεγάλη Είσοδο, με την οποία τα Τίμια Δώρα μεταφέρονταν στην Αγία Τράπεζα. Η προσκομιδή τότε αποτέλεσε προπαρασκευαστική της θείας ευχαριστίας ακολουθία που λάμβανε χώρα πριν την έναρξη της λειτουργίας 524. Από την άλλη, ο συμμετρικός προς την Πρόθεση χώρος του Διακονικού δεν φιλοξενούσε λειτουργικά δρώμενα αλλά αποτελούσε το χώρο όπου φυλάσσονταν ιερά σκεύη, βιβλία, και λειτουργικά αντικείμενα 525. Την χρήση αυτή καταγράφει ο Πεδιάσιμος κατά τον 14 ο αιώνα αναφερόμενος στο Διακονικό της Παλαιάς Μητρόπολης των Σερρών. Στο σχετικό κείμενό του αναφέρει: «Σηκοὶ δ ἑκατέρωθεν τοῦ βήματος σφαιροειδεῖς ᾠκοδόμηνται, ὧν ἅτερος τοῖς ἱερεῖς σκεύεσι ταμίας γεγένηται» 526. Ιδιαίτερη περίπτωση ως προς την οργάνωση του Ιερού Βήματος μπορεί να θεωρηθεί η βασιλική των Σερβίων. Αυτό που παρατηρείται στο συγκεκριμένο μνημείο είναι ότι το Διακονικό δεν επικοινωνούσε με το χώρο του Βήματος καθώς ανάμεσα στα δύο μέρη ορθώνεται τοίχος, ο 522 Στα βυζαντινά ευχολόγια ορισμένες φορές για το χώρο αυτό χρησιμοποιούνται και οι όροι σκευοφυλάκιο και διακονικό, στην ουσία όμως πρόκειται για τον ίδιο χώρο, ο οποίος στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης βρισκόταν βόρεια του Βήματος. (Taft, Great Entrance, 202, σημ. 77) 523 Ουσιαστικά πρόκειται για την προσφορά των απαραίτητων δώρων από τους πιστούς για την τέλεση της θείας λειτουργίας, (άρτος, οίνος κ.α.), την παραλαβή τους από τους διακόνους και την προετοιμασία τους για την τέλεση της θείας ευχαριστίας. (Μητρ. Παντελεήμων Ροδόπουλος, Προσκομιδή, ). 524 Αναφέρεται στο βαρβερινό κώδικα του β μισού του 8 ου αιώνα χωρίς να γίνεται λόγος για το περιεχόμενό της, καθώς και από τον Θεόδωρο Στουδίτη ο οποίος αναφέρει «..ἡ τελεία προσκομιδὴ ἐν τῇ ἀρχῇ γίνεται..»(βλ. Μητρ. Παντελεήμων Ροδόπουλος, Προσκομιδή, ). 525 Ευχαριστώ το συνάδελφο κ. Βαραλή που έθεσε στη διάθεσή μου το χειρόγραφο της ανακοίνωσής του με τίτλο: «Prothesis and Diakonikon. Searching the Original Consept of the Subsidiary Spaces of the Byzantine Sanctuary», που πραγματοποίησε στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα: «Hierotopy. Studies in the Making of Sacred Spaces», το οποίο έλαβε χώρα στη Μόσχα το 2004 (Πρακτικά υπό εκτύπωση). 526 Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιασίμου, 268.
176 176 οποίος μάλιστα φέρει τοιχογραφίες της α φάσης. Ως εκ τούτου, η προσπέλαση στο χώρο αυτό γινόταν μόνο από τον κυρίως ναό, και συγκεκριμένα από το νότιο κλίτος του. Η διαμόρφωση αυτή αν και δεν είναι συνηθισμένη, απαντά και σε άλλους ναούς της ευρύτερης περιοχής, όπως οι Άγιοι Ανάργυροι της Καστοριάς 527, καθώς και σε ορισμένους από τους ναούς της υστεροβυζαντινής περιόδου από τη Βέροια 528. Ως προς τη μορφή του, αυτό που παρατηρείται είναι ότι καθώς ο χώρος του Διακονικού στις περισσότερες από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν έφερε δυτικά τοίχο για το διαχωρισμό του με το υπόλοιπο κλίτος, είναι πιθανόν να ήταν τελείως ανοιχτός, εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα προσπέλασης των πιστών μέχρι τον ανατολικό τοίχο του. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτό που μπορεί με βεβαιότητα να διατυπώσει κανείς είναι ότι δεν θα μπορούσε να λειτουργεί ως χώρος φύλαξης σκευών και άλλων αντικειμένων. Αντίθετα, είναι πολύ πιθανόν να φιλοξενούσε μια εικόνα, τοποθετημένη πιθανότατα σε ένα προσκυνητάρι, στο οποίο θα είχαν άμεση πρόσβαση οι πιστοί. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ερμηνείας, θα μπορούσε ίσως να ερμηνευτεί και η μη διαμόρφωση κόγχης στον ανατολικό του τοίχο. Όσον αφορά τους υπόλοιπα μέρη του ναού, στους μεγάλους σε διαστάσεις επισκοπικούς ναούς της Μακεδονίας, όπως στην Αγία Σοφία Αχρίδας, στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, στους Αγίους Θεοδώρους Σερρών και πιθανόν στον Άγιο Αχίλλειο, διαπιστώνεται η παρουσία υπερώων. Ο χώρος αυτός ήταν ιδιαίτερα σημαντικός καθώς εκεί λάμβαναν χώρα πολλές δραστηριότητες, όχι αποκλειστικά λειτουργικές, αλλά και διοικητικές, όπως για παράδειγμα, εκκλησιαστικές συνάξεις και γραφεία διοίκησης 529. Όπως ήταν φυσικό, οι ανάγκες για τέτοιους χώρους ήταν ιδιαίτερα μεγάλες στις περιπτώσεις των πατριαρχικών και μητροπολιτικών ναών, γι αυτό και συμπεριλαμ βάνονται στα βασικά μέρη των ναών αυτής της κατηγορίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαντούν αποκλειστικά σε επισκοπικούς ναούς. Αντίθετα, ένας μεγάλος 527 Μουτσόπουλος, Καστοριά, Πρόκειται για τον Άγιο Σάββα της Κυριώτισσας, τον ενοριακό ναό του Αγίου Γεωργίου, τον Άγιο Νικόλαο του άρχοντος Καλοκρατά, και τον πρόσφατα ανασκαμμένο βυζαντινό ναό (βλ. σχετικά, Καραγιάννη, Άγνωστος βυζαντινός ναός, ). 529 Βλ. παραπάνω, σελ. 110.
177 177 αριθμός ναών που φέρουν υπερώα, είναι οι μοναστηριακοί, όπου τα υπερώα συχνά σχετίζονται με ασκηταριά 530, ή με χώρους διαμονής αρρώστων 531 αλλά και πολλοί ενοριακοί ναοί, όπου ο χώρος αποτελούσε συχνά το μέρος απ όπου παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία οι γυναίκες 532. Στην Αγία Σοφία Αχρίδας, τα υπερώα έχουν την ιδιαιτερότητα να φιλοξενούν παρεκκλήσια, ακριβώς επάνω από τα γωνιαία διαμερίσματα 533. Αυτή η ιδιαιτερότητα που απαντά ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο σε αρκετά μνημεία της χριστιανικής Ανατολής στην Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, Αρμενία και Γεωργία 534, αριθμεί αρκετά παραδείγματα στη μέση βυζαντινής περίοδο 535 και έχει γίνει αφορμή να διατυπωθούν ποικίλες ερμηνείες για το χαρακτήρα των παρεκκλησίων. Η Babić συνδέει την παρουσία τους με την τέλεση νεκρικών τελετών 536, ενώ ο Mathews υποστηρίζει ότι ουσιαστικά ήταν μικροί ευκτήριοι οίκοι προορισμένοι για την τέλεση ιδιωτικής λειτουργίας 537. Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία παρεκκλησίων, τα οποία αποτελούσαν μικρούς μονόχωρους ναΐσκους που απέληγαν ανατολικά σε μια κόγχη, σήμαινε την τέλεση θείας λειτουργίας σε περισσότερες από μια τράπεζες, μέσα στον ίδιο ναό. Ασφαλώς, οι λειτουργίες δεν γίνονταν παράλληλα, μιας και οι κανόνες των συνόδων ήταν άκρως απαγορευτικοί 538. Ωστόσο, οι ανάγκες οι λειτουργικές ανάγκες φαίνεται 530 Βλ. σχετικά: Ćurčić, Katechoumenia, 83κ.ξ. 531 Ruggieri, Katêchoumenon, Με την παρακολούθηση της θείας λειτουργίας από τα υπερώα, τα οποία απαντούν σε πολλές πηγές της περιόδου και ως «γυναικίτης» ή «γυναικωνίτης», έχει ασχοληθεί διεξοδικά ο Taft (Taft, Women, 27 87). 533 Ćurčić, Subsidiary Chapels, Teteriantnikov, Upper Story Chapels, Ćurčić, Subsidiary Chapels, Babić, Les chapelles annexes, 40κ.εξ. 537 Mathews, «Private» Liturgy, 125κ.εξ. 538 Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιωάσαφ Εφέσου σε σχετική ερώτηση για το «εἰ δύνανται δύο ἤ τρεῖς ἱερεῖς λειτουργεῖν ἐν μιᾷ ἐκκλησίᾳ ἐχούσῃ θρόνους πολλοὺς», αποκρίνεται: «Καὶ τοῦτο ἀταξία ἐστὶ. Εἰ μὲν λειτουργήσῃς, θῶμεν, τῇ β ὥρᾳ μόνος εἰς ἕνα θρόνον καὶ, μετὰ τὴν συμπλήρωσιν ταύτης τῆς λειτουργίας, ἔλθῃ καὶ ἕτερος εἰς ἕτερον θρόνον, καλὸν. ὁμοῦ δὲ δύο ἤ τρεῖς εἰς διαφόρους θρόνους λέγοντες. ὁ μὲν εἰρηνικὰ καὶ ἐκφωνήσιν, ὁ δὲ πάλιν ἐκφώνησιν. εἶτα κατὰ τὴν εἴσοδον ἐξέρχονται κρατοῦντες ἕκαστος ἅγιον εὐαγγέλιον, πόση ἀταξία ἐστὶ. Ποῖον εὐαγγέλιον προτιμᾶται καὶ ποῖον ἐστὶν ἔλλατον καὶ ποῖον ἐστὶν
178 178 πως ήταν ιδιαίτερα μεγάλες στον καθεδρικό ναό της Αυτοκέφαλης Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας και τα παρεκκλήσια δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος κάλυψης αυτών των αναγκών, καθώς παρείχαν τη δυνατότητα συχνής τέλεσης της θείας λειτουργίας αλλά και των άλλων ακολουθιών. III. Ο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ Από τα πρώτα ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει κανείς όταν μελετά τα χαρακτηριστικά της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής μιας περιόδου ή μιας κατηγορίας ναών όπως οι επισκοπικοί, είναι σε ποιο βαθμό ο βασικός πυρήνας του ναού μετεξελίσσεται προκειμένου να στεγάσει και να ανταποκριθεί στις ανάγκες της λειτουργικής πρακτικής 539. Η επίδραση της λειτουργικής πράξης στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική υπήρξε αναμφίβολα μεγάλη, καθώς τόσο ο χώρος όσο και ο εξοπλισμός του ναού, είτε αυτός ήταν καθεδρικός, είτε προσκυνηματικός, είτε ενοριακός ή μοναστηριακός, προσλάμβανε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ανάλογα με τις ακολουθίες και λειτουργικά δρώμενα που καλούνταν να εξυπηρετήσει. Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και οι ιδιαίτερες κατασκευές που έπρεπε να διαθέτει ένας καθεδρικός ναός στη μέση βυζαντινή περίοδο σχετίζονταν άμεσα με τις απαιτήσεις στις οποίες καλούνταν να ανταποκριθεί ως ο κεντρικός ναός της πόλης, στον οποίο λειτουργούσε ο επίσκοπος. Από τα λειτουργικά κείμενα γίνεται εμφανές ότι στο πλαίσιο της αρχιερατικής λειτουργίας που τελούνταν στους καθεδρικούς ναούς προεξάρχοντος του εκάστοτε επισκόπου χρησιμοποιούνταν από τον ἔσχατον; Ἆρα οὔκ ἐστι τοῦτο ἀτιμία καὶ ὕβρις εἰς θεὸν; Ἰδοὺ γὰρ ὁ ἱερεὺς, ὁ ἐνεργῶν μόνος λειτουργίας, ὀφείλει εἰπεῖν ἐν τῇ λειτουργίᾳ καὶ εὐαγγέλιον. Ἀνάγκη τοίνυν αὐτῷ ποιῆσαι εἴσοδον μετὰ τοῦ εὐαγγελίου. Καὶ ἐὰν ἐξέλθωσιν καὶ οἱ τρεῖς μετὰ τριῶν εὐαγγελίων, ἀκόλουθον εἶναι τὸν ἕνα πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον, καὶ ἡ ἀτιμία πόση!...» (Κορακίδης, Ιωάσαφ Εφέσου, ). 539 Mathews, Early Churches,
179 179 κλήρο συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές κατασκευές, όπως το σύνθρονο, ο επισκοπικός θρόνος και ο άμβωνας. Τα αρχαιολογικά δεδομένα σε πολλές περιπτώσεις επιβεβαιώνουν την παρουσία αυτών των κατασκευών στους μεσοβυζαντινούς καθεδρικούς ναούς. Όλοι οι ναοί αυτής της κατηγορίας που σώζονται στη Μακεδονία, διέθεταν απαραίτητα σύνθρονο, του οποίου την ύπαρξη είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτό δεν σώζεται, είτε με βάση τις ιστορικές πηγές, είτε με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις έχει διαπιστωθεί με βάση τη μελέτη των πηγών η παρουσία άμβωνα που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του τυπικού, το οποίο καθόριζε την αρχιερατική λειτουργία. Οι κατασκευές αυτές, οι οποίες εμπεριείχαν πλούτο θεολογικών συμβολισμών, τοποθετούνταν ή κατασκευάζονταν σε συγκεκριμένες θέσεις και χρησιμοποιούνταν από την ιεραρχία του κλήρου στη διάρκεια της αρχιερατικής θείας λειτουργίας και των υπόλοιπων ιερών ακολουθιών. Σε μια προσπάθεια αναζήτησης της λειτουργίας των κατασκευών αυτών και του ρόλου που διαδραμάτιζαν την ώρα της θείας λατρείας ιδιαίτερα χρήσιμος αναδεικνύεται ο ρόλος των γραπτών πηγών, οι οποίες παρέχουν πολλές πληροφορίες για το χρόνο και τον τρόπο χρήσης τους στο πλαίσιο της θείας λειτουργίας. Παράλληλα, εξίσου πολύτιμη μπορεί να αποδειχθεί και η σύνθεση των αρχαιολογικών στοιχείων, τα οποία επιβεβαιώνουν την παρουσία αυτών των κατασκευών στους μεγάλους καθεδρικούς ναούς της αυτοκρατορίας και αποτελούν άμεσους μάρτυρες της μορφής και της θέσης που καταλάμβαναν μέσα στο ναό. Για το λόγο αυτό κρίνεται θεμιτή η μελέτη τόσο των πηγών όσο και αρχαιολογικών δεδομένων, στο βαθμό που συμπληρώνουν και σκιαγραφούν την παρουσία των παραπάνω κατασκευών στον ωφέλιμο χώρο ενός καθεδρικού ναού. Αναμφίβολα, το σημαντικότερο σύνολο τέτοιων κατασκευών υπήρχε στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, η οποία άλλωστε διέθετε τα πιο πολυτελή και πολύτιμα δείγματα λειτουργικής επίπλωσης. Το σύνθρονο, το φράγμα του πρεσβυτερίου και ο άμβωνας του ιουστινιάνειου ναού, τα οποία σύμφωνα με τις περιγραφές των πηγών
180 180 ήταν απαράμιλλης λαμπρότητας και σπουδαιότητας παρέμεναν για αιώνες μοναδικά έργα εξαιρετικής τέχνης. Αποτελούσαν τα πιο σημαντικά μέρη της επίπλωσης του καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας ο οποίος αποτέλεσε το χώρο μέσα στο οποίο ουσιαστικά γεννήθηκε και διαμορφώθηκε η βυζαντινή θεία λειτουργία 540. Αν και καμία από τις λειτουργικές κατασκευές της Αγίας Σοφίας δεν έχει σωθεί, έχει επιχειρηθεί από διάφορους μελετητές η γραφική τους απόδοση, κυρίως με βάση της περιγραφές του Παύλου Σιλεντιάριου 541. Σύμφωνα με αυτές, στο εσωτερικό του βήματος διαμορφωνόταν ημικυκλικό σύνθρονο με επτά βαθμίδες 542, στην ψηλότερη από τις οποίες βρισκόταν τοποθετημένοι οι ασημένιοι θρόνοι των ιερέων που πλαισίωναν τον θρόνο του πατριάρχη 543. Το φράγμα του πρεσβυτερίου που απομόνωνε τον χώρο του βήματος κατέληγε δυτικά σε μακρύ διάδρομο (σολέα), ο οποίος στην προέκτασή του επικοινωνούσε με τον άμβωνα του ναού 544. Οι περιγραφές του Σιλεντιάριου αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία, βάση της οποίας είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι ο άμβωνας ανήκε στον τύπο με δύο κλίμακες 545, τύπος που εφαρμόστηκε όπως θα φανεί παρακάτω, σχεδόν κατά αποκλειστικότητα στους άμβωνες της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου. Την ύπαρξη ανάλογων κατασκευών, λιγότερο πολυτελών αλλά εξίσου λειτουργικών είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε και για τους καθεδρικούς ναούς που σώζονται στη βυζαντινή Μακεδονία. Σε αρκετές περιπτώσεις που δεν έχουν σωθεί οι ίδιες οι κατασκευές η παρουσία τους πιστοποιείται με βάση τις ιστορικές πηγές, οι οποίες άλλοτε περιέχουν περιγραφές, κι άλλοτε διασώζουν έμμεσες πληροφορίες για τη χρήση τους. 540 Taft, Liturgy of the Great Church, Παύλος Σιλεντιάριος, Ἔκφρασις, Τον αριθμό των βαθμίδων («..τὰς δὲ βάσεις τὰς ἑπτὰ τῶν ἱερέων ἐν αἷς καθέζονται» διασώζει ο ανώνυμος συγγραφέας του 9 ου αιώνα που δίνει μια περιγραφή του ναού (Ἀνωνύμου, Διήγησις ). 543 Mathews, Early Churches, 99. Αντωνιάδης, Έκφρασις, Αντωνιάδης, Έκφρασις, Xydis, Hagia Sophia, 11κ.εξ. Mathews, Early Churches, Για τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας βλ. Παύλος Σιλεντιάριος, Ἔκφρασις, Αντωνιάδης, Έκφρασις, Xydis, Hagia Sophia, 11κ.εξ. Mathews, Early Churches,
181 Το σύνθρονο Η πιο ευρέως διαδεδομένη λειτουργική κατασκευή που σώζεται στους περισσότερους καθεδρικούς ναούς μετά την Εικονομαχία είναι το σύνθρονο, το οποίο είχε γνωρίσει εκτεταμένη χρήση κατά τη διάρκεια της παλαιοχριστιανικής περιόδου 546. Καθώς ήταν προορισμένο να φιλοξενεί τον επίσκοπο και τα μέλη του κλήρου στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, εξακολούθησε να είναι σε χρήση και στη μεταγενέστερη εποχή. Η παρουσία του σε βυζαντινούς ναούς ανιχνεύεται μέχρι και την ύστερη βυζαντινή περίοδο 547 τουλάχιστον στους καθεδρικούς ναούς, όπου τελούνταν αρχιερατική λειτουργία προεξάρχοντος του επισκόπου. Καθώς ήταν μέρος του εξοπλισμού ενός ναού, εκτός από αρχιτεκτονική κατασκευή το σύνθρονο ενσάρκωνε συμβολισμό τον οποίο επισημαίνει ο Συμεών Θεσσαλονίκης τον 15 ο αιώνα: «..Ἡ μὲν οὖν ἄνω καθέδρα 548, ὡς εἴρηται, τὴν ὑπερουράνιον δείκνυσι καθέδραν τοῦ Ἰησοῦ. αἱ ὑπ αὐτὴν δὲ βαθμίδες τὴν ἑκάστου τῶν ἱεραρχῶν καὶ ἱερέων τάξιν τε καὶ ἀνάβασιν. ἔνθα δὴ καὶ οὐ θέμις τινὰ ἕτερον καθίσαι, οὐδὲ τῶν διακόνων αὑτῶν» 549. Η θέση των θρόνων που τοποθετούνταν στο σύνθρονο καθοριζόταν ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες με τις Αποστολικές Διαταγές, οι οποίες όριζαν: «κείσθω δὲ μέσος ὁ τοῦ ἐπισκόπου θρόνος, παρ ἑκάτερα δὲ αὐτοῦ καθεζέσθω τὸ πρεσβυτέριον» 550. Την εφαρμογή του κανόνα αυτού βρίσκουμε στην πλειονότητα των παλαιοχριστιανικών ναών, όπου στο εσωτερικό τμήμα της κόγχης 546 Ορλάνδος, Βασιλική, Pallas, L edifice, Στους ναούς της Τουρκοκρατίας τα σύνθρονα έχουν μειωθεί αισθητά, καθώς με την εξέλιξη της λειτουργίας και την έξοδο του επισκόπου από το Βήμα, δεν ήταν πλέον απαραίτητα. Στα λιγοστά μνημεία που απαντούν αποτελούν απλές κατασκευές, οι οποίες συχνά δεν είχαν χρηστικό χαρακτήρα. 548 Ο όρος «ἄνω καθέδρα» αντιστοιχεί στον επισκοπικό θρόνο που βρισκόταν στο κέντρο του συνθρόνου, σε αντίθεση με την «κάτω καθέδρα»που ταυτίζεται με το θρόνο που βρισκόταν στη νότια πεσσοστοιχία στον κυρίως ναό (Mateos, Le Typicon II, 299). 549 Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ τοῦ Ἁγίου Ναοῦ, Constitutiones Apostolicae ΙΙ, 57,
182 182 διαμορφώνονται οι βαθμίδες του συνθρόνου 551, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ο θρόνος του επισκόπου 552. Από τα αρχαιολογικά δεδομένα προκύπτει ότι ο αριθμός των βαθμίδων του συνθρόνου ποίκιλε από μνημείο σε μνημείο και σε καμία περίπτωση δεν σχετιζόταν με τον αριθμό των θρόνων των ιερέων, καθώς μόνο η επάνω σειρά ήταν προορισμένη για να κάθονται τα διάφορα μέλη του κλήρου 553. Η μη διατήρηση θρόνων ιερέων παρά το μεγάλο αριθμό παλαιοχριστιανικών βασιλικών που έχουν ανασκαφεί δεν είναι τυχαία, αλλά μπορεί να αποδοθεί στη φθαρτότητα των υλικών με τα οποία ήταν κατασκευασμένοι. Περισσότερο επιμελημένοι φαίνεται πως ήταν οι θρόνοι που προορίζονταν για τον επίσκοπο οι οποίοι αποτελούν και το μόνο σωζόμενο είδος εκκλησιαστικού θρόνου. Τα παραδείγματα που σώθηκαν είτε ήταν θρόνοι κτισμένοι μαζί με το σύνθρονο, είτε ήταν μαρμάρινοι, ή σε κάποιες περιπτώσεις διατηρείται στο κέντρο του συνθρόνου η βάση στην οποία ήταν τοποθετημένοι 554. Ο αριθμός των συνθρόνων που κατασκευάστηκαν στους ναούς της βυζαντινής περιόδου είναι αναλογικά πολύ μικρότερος σε σχέση με την παλαιοχριστιανική περίοδο, καθώς η χρήση του έχει περιοριστεί σημαντικά. Με βάση τα σωζόμενα παραδείγματα, γίνεται αντιληπτό ότι η κυριότερη ίσως από τις κατηγορίες ναών που διέθεταν σύνθρονο στην περίοδο αυτή ήταν οι καθεδρικοί ναοί, στους οποίους η ύπαρξη συνθρόνου φαίνεται πως ήταν απαραίτητη, καθώς εκεί καθόταν ο επίσκοπος με την έναρξη της θείας λειτουργίας και από εκεί ευλογούσε το λαό. Παρακολουθώντας την πορεία της θείας λειτουργίας, διαπιστώνει κανείς ότι οι λειτουργικές πηγές της περιόδου που διασώζουν διατάξεις αρχιερατικής λειτουργίας δίνουν αρκετές πληροφορίες για τη λειτουργική και συμβολική χρήση του συνθρόνου. Σύμφωνα με τα κείμενα, όταν η πομπή της Μικρής Εισόδου, η οποία σηματοδοτούσε και την έναρξη της θείας λειτουργίας, κατέληγε στο Βήμα, επίσκοπος και κλήρος έπαιρναν τη 551 Για τα είδη των συνθρόνων που απαντούν στο Ανατολικό Ιλλυρικό βλ. Βαραλής, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ΙΙ, Την ύπαρξη επισκοπικού θρόνου θα πρέπει να θεωρήσουμε μάλλον σίγουρη ακόμη και στις περιπτώσεις όπου δεν έχει σωθεί. (βλ. σχετικά, Πάλλας, Αρχαιολογικά, ). 553 Taft, Synthronon, ODB 3, Σχετικά παραδείγματα βλ. Βαραλής, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ΙΙ,
183 183 θέση τους στο σύνθρονο, προκειμένου να παρακολουθήσουν από εκεί τα αναγνώσματα 555. Από τις πρωιμότερες μαρτυρίες αποτελεί το μνημειώδες έργο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου «Περὶ βασιλείου τάξεως», όπου ο συγγραφέας καταγράφει επίσημες τελετές που έλαβαν χώρα στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, στις οποίες συμμετείχε ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Περιγράφοντας την είσοδο του πατριάρχη και του αυτοκράτορα στο ναό για την έναρξη της θείας λειτουργίας, δίνει την πληροφορία ότι «εἰσέρχονται οἱ δεσπόται μετὰ τοῦ πατριάρχου εἰς τὸ κυκλίν 556, ἐν ᾧ ἵδρυται ἡ διάχρυσος ἁγία σταύρωσις..» 557. Αναφορές στην άνοδο του επισκόπου στο σύνθρονο προκειμένου να παρακολουθήσει από εκεί τα αναγνώσματα 558 έχουμε και στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας. Στα σχετικά αποσπάσματα αναφέρεται «..καὶ εἰσοδεύει ὁ πατριάρχης μετὰ τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἀνέρχεται ἐν τῷ συνθρόνῳ» 559. Και σε άλλο σημείο «καὶ εὐθέως ἀνέρχεται ὁ πατριάρχης ἐν τῷ συνθρόνῳ» 560. Την παραπάνω διάταξη σώζει και ο κώδικας του Βρετανικού Μουσείου, ο οποίος χρονολογείται το 12 ο αιώνα 561 και τιτλοφορείται «Τάξις τῆς ἁγίας λειτουργίας κατὰ τὸν τύπον τῆς μεγάλης ἐκκλησίας». Στο πολύτιμο αυτό χειρόγραφο αναφέρεται ότι μετά τη λιτανεία της Μικρής 555 Mateos, Μικρά Είσοδος, Για την ερμηνεία του όρου «κυκλίν» έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις που ταυτίζουν τον όρο είτε με τον υπόγειο διάδρομο κάτω από τα καθίσματα του συνθρόνου είτε με τον ημικυκλικό χώρο της κόγχης, και ειδικότερα στο διάστημα μεταξύ των βαθμίδων της τράπεζας και των βάθρων που βρίσκονταν σε επαφή με τον ημικυκλικό τοίχο. (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περὶ βασιλείου τάξεως, Commentaire, I. 61). Ο Αντωνιάδης υποστηρίζει τη δεύτερη άποψη στηριζόμενος εν μέρει και το γεγονός ότι η πολυτελέστατη διάχρυση Αγία Σταύρωση βρισκόταν στο υπέργειο τμήμα της κόγχης και όχι στον υπόγειο διάδρομο. Στη θέση αυτή, «ὄπισθεν τῆς ἁγίας τραπέζης», είδε τον σταυρό ο ρώσος προσκυνητής Αντώνιος το 1200 λίγο πριν την άλωση των Λατίνων. (Αντωνιάδης, Έκφρασις, ). Η άποψη του Αντωνιάδη φαίνεται να είναι κοντά στην πραγματικότητα, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν δύσκολο να δεχτούμε ότι μετά τη Μικρή Είσοδο ο πατριάρχης και οι υπόλοιποι αρχιερείς θα εισέρχονταν στον υπόγειο διάδρομο κάτω από τα βάθρα τους προκειμένου να παρακολουθήσουν από εκεί τα αναγνώσματα. 557 Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περὶ βασιλείου τάξεως I.I., Mateos, Le Typicon II, Mateos, Le Typicon II, Mateos, Le Typicon I, Για το χειρόγραφο βλ. Taft, Twelfth Century Diataxis I, και II.
184 184 Εισόδου, ο αρχιερέας, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόταν στο νάρθηκα της εκκλησίας πρὸ τῶν ὡραίων πυλῶν 562, εἰσοδεύων εἰσέρχεται ἄχρι τῶν ἁγίων θυρῶν», όπου «προσκυνήσας καὶ ἀσπασάμενος τὴν ἐν τῷ ἁρμῷ ἐφ ἡνίαν ἁγίαν εἰκόνα, εἴσεισιν εἰς τὸ θυσιαστήριον» 563. Ακολουθεί ο τρισάγιος ύμνος, και ο αρχιδιάκονος «τοῦ τελευταίου τρισαγίου ᾀδομένου καλεῖ τὸν ἀρχιερέα πρὸς τὴν καθέδραν διὰ προσκυνήσεως. Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς προσκυνήσας καὶ ἀνελθὼν εἰς τὴν κρηπῖδα καὶ ἀσπασάμενος, πορεύεται ἐπάνω τῆς κρηπῖδος. Καὶ πρὸς τὸ τέλος, κατελθὼν ἀπ αὐτῆς, εὑρίσκει τὸν ἄρχοντα καὶ τὸν κανστρήσιον ἐκεῖσε ἑστῶτας, καὶ χειροκρατούμενος ὑπ αὐτῶν ἀνέρχεται, τοῦ διακόνου προπορευομένου. Ὅτε οὖν ἐγγίσει τῷ συνθρόνῳ τοῦ ἀρχιδιακόνου εἰπόντος «Εὐλόγησον, δέσποτα, τὴν καθέδραν, λέγει ὁ ἀρχιερεὺς Εὐλογημένος εἶ ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου δόξης τῆς βασιλείας σου, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. εἶτα ἀνελθὼν ἐν τῷ συνθρόνῳ καὶ προσκυνήσας καὶ ἀσπασάμενος, ἐπιστρέφει εἰς τὸν λαόν» 564. Η άνοδος του αρχιερέα στο σύνθρονο είναι μια κίνηση που επισημαίνεται και σχολιάζεται από τους μεγάλους ερμηνευτές της θείας λειτουργίας. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης τονίζει ότι «Καθὶσας δὲ τῷ συνθρόνῳ, τὸν Χριστὸν ἐκμιμούμενος συγκαθέδρους ἔχων καὶ τοὺς συνεπισκόπους καὶ ἱερεῖς, μιμούμενος τοὺς ἀποστόλους «Εἰρήνην ἅπασι» λέγει» 565. Τον 7o αιώνα στη Μυσταγωγία ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει: «τὴν μὲν οὖν πρὼτην εἰς τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν τοῦ ἀρχιερέως κατὰ τὴν ἱερὰν σύναξιν εἴσοδον, τῆς πρώτης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ διὰ σαρκὸς εἰς τὸν κόσμον τοῦτον παρουσίας τύπον καὶ εἰκόναν φέρειν.μεθ ἣν παρουσίαν, ἡ εἰς τοὺς οὐρανοὺς αὐτοῦ καὶ τὸν ὑπερουράνιον θρόνον ἀνάβασίς τε καὶ ἀποκατάστασις συμβολικῶς 562 Οι όροι «ωραίαι πύλαι», «μεγάλαι πύλαι» και «βασιλικαί πύλαι» που απαντούν συχνά στις πηγές αναφέρονται στην πύλη που οδηγούσε από το νάρθηκα στον κυρίως ναό και δεν πρέπει να συγχέονται με τον όρο «άγια θύρια» που αναφέρεται στην πύλη του Ιερού Βήματος ούτε με την «ωραία πύλη» (στον ενικό), που οδηγούσε στον εξωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας. (αναλυτικά για τους όρους βλ. Taft, Twelfth Century Diataxis I, 284, σημ. 12) 563 Taft, Twelfth Century Diataxis I, 284, (Ι.4 5) 564 Taft, Twelfth Century Diataxis I, (ΙΙ.13 17) 565 Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ τοῦ Ἁγίου Ναοῦ,
185 185 τυποῦται, διὰ τῆς ἐν τῷ ἱερατείῳ τοῦ ἀρχιερέως εἰσόδου, καὶ τῆς εἰς τὸν θρόνον τὸν ἱερατικὸν ἀναβάσεως» 566. Έναν αιώνα μετά, γύρω στα 733, ο Γερμανός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στα σχόλιά του για το σημαντικό γεγονός της ανόδου του επισκόπου στο σύνθρονο και της από εκεί ευλογίας που απευθύνει στο λαό, αναφέρει: «τὸ δὲ ἀνελθεῖν ἐν τῷ συνθρόνῳ τὸν ἀρχιερέα, καὶ σφραγίσαι τὸν λαὸν ἔστιν, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μέλλων πληροῦν τὴν σάρκα ἡμῶν οἰκονομίαν, ἐπάρας τὰς χεῖρας αὑτοῦ, εὐλόγησε τοὺς ἁγίους αὑτοῦ μαθητὰς, λέγων αὐτοῖς «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν». Δεικνύων, ὅτι τὴν αὑτὴν εἰρήνην καὶ εὐλογίαν δέδωκε τῷ κόσμῳ ὁ Χριστὸς διὰ τῶν ἀποστόλων αὺτοῦ.τάξις γὰρ, φησὶν ὁ θεολόγος Γρηγόριος, ἀρίστη, ἐκ Θεοῦ τε ἄρχεσθαι, καὶ εἰς Θεὸν ἀναπαύεσθαι. Ἀρχιερεὺς, ὁ Κύριος. Θρόνος, ἡ Παρθένος. τὸ δὲ καθίσαι ἐστὶν, ὅτι ὁ Υιὸς τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἥν ἐφόρεσε, καὶ τὸ πρόβατον ὅ ἀνέλαβεν ἐπὶ τῶν ὤμων (ὅπερ σημαίνει τὸ ὠμοφόριον) ὅ ἐστι τὸ Ἀδαμιαῖον φύραμα, ἀνεβίβασεν ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ κυριότητος τῶν ἄνω Δυνάμεων, καὶ προσήγαγεν αὐτὸ τῷ Θεῷ καὶ Πατρί» 567. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο επίσκοπος παραμένει και ακούει από το σύνθρονο τα αναγνώσματα, ενώ μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου καταβαίνει από το θρόνο του από την αριστερή πλευρά «διὰ τοῦ εὐωνύμου, χειροκρατούμενος» και στη συνέχεια ἔρχεται καὶ ἵσταται ἐνώπιον τῆς ἁγίας τραπέζης» 568. Ο κώδικας 754 της Εθνικής Βιβλιοθήκης που χρονολογείται το 17 ο αιώνα παραδίδει το ίδιο τυπικό: Ο αρχιερέας «τοῦ εὐαγγελίου πληρωθέντος κατέρχεται τοῦ συνθρόνου». Ο διάκονος μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου κατεβαίνει από τον άμβωνα και «πρόσεισι τῷ ἀρχιερεῖ ἄρτι κατελθόντι τοῦ συνθρόνου καὶ ἐγγίζοντι τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ. Καὶ δίδωσιν αὐτῷ ἀσπάσθαι τὸ εὐαγγέλιον» 569. Το σύνθρονο και η κίνηση του αρχιερέα από και προς αυτό αναφέρεται σε όλες σχεδόν τις λειτουργικές διατάξεις που αφορούν αρχιερατική λειτουργία. Το γεγονός αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την 566 Μάξιμος, Μυσταγωγία, Γερμανός, Ἱστορία Ἐκκλησιαστική, Taft, Twelfth Century Diataxis I, (ΙΙΙ.1 18). 569 Τρεμπέλας, Αι τρεις λειτουργίαι, 56.
186 186 παρουσία συνθρόνου στους βυζαντινούς καθεδρικούς ναούς, όπου αναμφισβήτητα τελούνταν η λειτουργία προεξάρχοντος του αρχιερέα της κάθε επισκοπικής έδρας. Ωστόσο, η παρουσία του στους ναούς αυτής της κατηγορίας δεν αποτελεί τεκμήριο για την ταύτιση κάθε μεσοβυζαντινού ναού που διέθετε σύνθρονο με καθεδρικό. Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σύνθρονα κατασκευάστηκαν σε διάφορα είδη ναών της περιόδου 570, και μάλιστα απαντούν με σχετικά μεγάλη πυκνότητα στους μοναστηριακούς ναούς. Η παρουσία μιας τέτοιας κατασκευής σε καθολικά μονών όπου τη λειτουργία τελούσαν περισσότεροι του ενός ιερομόναχοι φαίνεται αρκετά εύλογη και συχνά αναγκαία, καθώς το σύνθρονο θα φιλοξενούσε τους ιερείς στη διάρκεια της λειτουργίας. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας αναγκαιότητας θα μπορούσε να ερμηνευτεί η παρουσία συνθρόνου σε σημαντικούς και μεγάλους μοναστηριακούς ναούς, όπως τα καθολικά της Μονής του Οσίου Λουκά 571, της Μονής Ιβήρων 572 και Μεγίστης Λαύρας 573. Από την άλλη, καθώς το σύνθρονο γνώρισε ευρεία διάδοση στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική των πρώτων χριστιανικών αιώνων, επιβίωσε σε αρκετές περιοχές και κατά τη βυζαντινή περίοδο. Μερικά από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά παραδείγματα απαντούν στη Νάξο, όπου έχει επισημανθεί η ύπαρξη συνθρόνου σε τουλάχιστον 30 βυζαντινούς ναούς 574. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μπορεί να συμπεράνει κανείς είναι το γεγονός ότι αν και η παρουσία συνθρόνου ανιχνεύεται σε πολλές κατηγορίες μεσοβυζαντινών ναών, στους καθεδρικούς ναούς η κατασκευή του ήταν απαραίτητη και αποτελούσε συνειδητή επιλογή που στόχο είχε να καλύψει συγκεκριμένες ανάγκες της αρχιερατικής λειτουργίας. Η άνοδος σ αυτό του επισκόπου μετά τη Μικρή Είσοδο και η ευλογία που απηύθυνε από τη θέση αυτή στο εκκλησίασμα αποτελούσε μέρος της λατρευτικής πράξης που τελούνταν στη διάρκεια της λειτουργίας. 570 Βλ. Σχετικά την πρόσφατη μελέτη του Altripp, Beobachtungen zu Synthronoi, 377 κ.εξ. 571 Στίκας, Οικοδομικό χρονικό, Steppan, Die Athos Lavra, Abb Μπούρας, Ιστορία Aρχιτεκτονικής Β, Demetrokalles, Naxos, 188.
187 187 Το δρώμενο αυτό που είχε το δικό του ξεχωριστό συμβολισμό συνδεόταν άμεσα με την παρουσία του επισκόπου, ο οποίος ως τύπος Χριστού 575 ευλογούσε από το θρόνο του το εκκλησίασμα. Για το λόγο αυτό η ύπαρξη συνθρόνου στους καθεδρικούς ναούς της μέσης βυζαντινής περιόδου, ακόμη και σ αυτούς που δεν σώζεται, θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη καθώς ήταν απαραίτητη στη διάρκεια τέλεσης της λατρευτικής πράξης. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις των απλών ενοριακών ναών, όπου εκτός εξαιρέσεων τη λειτουργία τελούσε μόνος ο ιερέας του ναού, η παρουσία συνθρόνου δεν ήταν απαραίτητη, γι αυτό και περιορίστηκε σημαντικά στη βυζαντινή περίοδο. Την παραπάνω πραγματικότητα επιβεβαιώνουν τα αρχαιολογικά δεδομένα. Σε όλη την αυτοκρατορία καταγράφονται βυζαντινοί ναοί, οι οποίοι ανήκουν στην κατηγορία των καθεδρικών και διέθεταν σύνθρονο. Στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Νίκαια, όπου πραγματοποιήθηκε η Έβδομη οικουμενική σύνοδος, υπήρχε σύνθρονο, το οποίο στη μορφή που σώζεται είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερων επισκευών 576. Στην πρώτη του φάση, η οποία ανάγεται στον 5 ο 6 ο αιώνα, ήταν εξολοκλήρου πλίνθινο και αποτελούνταν από έξι βαθμίδες. Σε μια ενδιάμεση φάση, την οποία ο Schneider 577 τοποθετεί χρονικά μετά τον 8 ο 9 ο αιώνα, ενώ η Möllers μεταξύ 7 ου 10 ου αιώνα 578, το σύνθρονο ανοικοδομήθηκε εκ νέου. Από την 3 η ως την 6 η σειρά των βαθμίδων κατασκευάστηκε μια βάση ύψους 1,10μ. και πλάτους 1,70μ. στην μπροστινή πλευρά της οποίας διαμορφώθηκε ένα μικρό κογχάριο 579. Τέλος, στην τρίτη φάση του μνημείου που τοποθετείται τον 11 ο αιώνα, 575 Τον όρο χρησιμοποιεί πολύ συχνά στα κείμενά του ο Συμεών Θεσσαλονίκης: «ὅτι τύπον φέρει τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀρχιερεύς καὶ πηγὴ τῆς ἱεροσύνης ἐστὶν»( Darrouzès, Sainte Sophie, 57). 576 Möllers, Hagia Sophia, 32, 49, Schneider, Iznik Nicaea, 15, Συνδέει μάλιστα την ανακατασκευή του συνθρόνου με την καταστροφή που πιθανόν προκλήθηκε στο μνημείο με το σεισμό του 740 και προτείνει την ανοικοδόμησή του στο διάστημα μετά το 740, στα 47 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την 7 η οικουμενική σύνοδο Möllers, Hagia Sophia, Για τη λειτουργία του κογχαρίου στο κέντρο της κόγχης έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η Möllers προτείνει τη χρήση του ως βάση για την τοποθέτηση επάνω σ αυτό ενός φορητού επισκοπικού θρόνου ( Möllers, Hagia Sophia, 49), ενώ ο Altripp προχωράει λίγο παραπέρα υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε ο θρόνος να φιλοξενούσε το Ευαγγέλιο (Altripp, Überlegungen zum Synthronos, 453).
188 188 υψώθηκε το δάπεδο του ναού και με αποτέλεσμα να περιοριστεί αισθητά και το ύψος του συνθρόνου 580. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο σύνθρονο της Νίκαιας παρουσιάζει η ύπαρξη δύο ακόμη μικρών κογχαρίων στο βόρειο και νότιο μέτωπο του συνθρόνου, και ενός κιονίσκου στον άξονα της κόγχης, ο οποίος πιθανότατα στήριζε λεκάνη για το πλύσιμο των χεριών 581. Στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου στα Μύρα της Λυκίας, σώζεται μνημειακό σύνθρονο αποτελούμενο από δέκα βαθμίδες, κάτω από τις οποίες διαμορφώνεται κύκλιο. Στο κέντρο των ψηλότερων βαθμίδων διατηρούνται υπολείμματα τοιχοποιίας από την καθέδρα του επισκόπου 582. Στη Βιζύη της Θράκης, ο επισκοπικός ναός της Αγίας Σοφίας, ο οποίος είναι γνωστός μέχρι τις μέρες μας ως Süleyman Pașa Camii, διασώζει στην κόγχη του Βήματος μια μεγάλη ημικυκλική βαθμίδα, η οποία είναι προφανώς ό,τι έχει απομείνει από το βυζαντινό σύνθρονο 583. Στη βαλκανική χερσόνησο σύνθρονα απαντούν σε αρκετά μεγάλο αριθμό καθεδρικών ναών της μέσης βυζαντινής περιόδου. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν ο ναός της Παλιάς Μητρόπολης στη Μεσημβρία της Βουλγαρίας, όπου υπήρχε βαθμιδωτό σύνθρονο στην κεντρική κόγχη του Βήματος, αποτελούμενο από τέσσερις βαθμίδες 584, ενώ στη Βόρειο Ήπειρο σώζεται ο ναός της Επισκοπής Δροπόλεως, στην κόγχη του οποίου διατηρήθηκε το τριβαθμιδωτό σύνθρονο με κτιστό επισκοπικό θρόνο στο κέντρο 585. Στον ελλαδικό χώρο σύνθρονο σώζουν αρκετοί καθεδρικοί ναοί. Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η βασιλική Κοιμήσεως Θεοτόκου στην Καλαμπάκα 586, η Επισκοπή Σκύρου 587, η 580 Möllers, Hagia Sophia, Möllers, Hagia Sophia, 49. Altripp, Beobachtungen zu Synthronoi, Peschlow, Nikolaoskirche, Mango, Byzantine Church at Vize, Mijatev, Bulgarien, Bojadžiev, Nesebăr, Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, 80. Meksi, Arkitektura, Αρχικά το σύνθρονο της Βασιλικής Καλαμπάκας θεωρούνταν παλαιοχριστιανικό (Σωτηρίου, Θεσσαλία, 293). Νεότερες όμως έρευνες αποδίδουν το σύνθρονο στη μεσοβυζαντινή φάση του μνημείου (Βογιατζής, Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας, 14. Καραγιώργου, Βασιλική Καλαμπάκας, 54.) 587 Μπούρας, Επισκοπή Σκύρου, 60, 63.
189 189 Επισκοπή Μάστρου, η Επισκοπή Ευρυτανίας 588, ο βυζαντινός ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου στον Αετόλοφο Αγιάς 589 και ο ναός του Σωτήρος στους Χριστιάνους της Τριφυλλίας 590. Ανάμεσα στα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ανήκουν και οι καθεδρικοί ναοί της βυζαντινής Μακεδονίας. Οι περισσότεροι από αυτούς διασώζουν μέχρι σήμερα το σύνθρονο στην κόγχη του Βήματος, ενώ στους υπόλοιπους, όπου είναι δυνατό, η ύπαρξή του ανιχνεύεται είτε με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, είτε με βάση τις ιστορικές πηγές. Για παράδειγμα, από τα λειτουργικά κείμενα του Συμεών γνωρίζουμε ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας διέθετε σύνθρονο, το οποίο όμως δεν έχει σωθεί στις μέρες μας. Σύμφωνα με τον Συμεών, εκεί ανέβαινε ο αρχιερέας κατά το τρισάγιο 591, εκεί γινόταν η «ἄνω καθέδρα» στην εορτή της Υψώσεως 592, κι από εκεί διάβαζε το Ευαγγέλιο στον εσπερινό της εορτής του Πάσχα 593. Ίσως το πιο σημαντικό από ιστορική και αρχαιολογική άποψη σύνθρονο επισκοπικού ναού της Μακεδονίας είναι αυτό του Αγίου Αχιλλείου Πρέσπας 594 (Σχ , Εικ.15). Πρόκειται για ένα τριβαθμιδωτό ημικυκλικό σύνθρονο, το οποίο αναπτύσσεται κάτω από το μεγάλο τρίλοβο παράθυρο της κόγχης του Βήματος, και σώζει ίχνη υποδοχής των πλάγιων θωρακίων του μητροπολιτικού θρόνου στο κέντρο 595. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση του Αγίου Αχιλλείου είναι η ζωγραφική απόδοση στον ημικυλίνδρο της κόγχης εκατέρωθεν του παραθύρου, 18 τοξωτών πλαισίων, στο εσωτερικό των οποίων αναγράφονται οι επισκοπικοί θρόνοι που τελούσαν υπό τη 588 Βλ. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, 135, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 589 Για τον καθεδρικό ναό της επισκοπής Βεσαίνης, όπου σώζεται και ο επισκοπικός θρόνος στο κέντρο της κόγχης βλ. Νικονάνος, Θεσσαλία, Stikas, Christianou, Βογιατζής Δεληνικόλα, Μεταμόρφωση Σωτήρος Χριστιάνων, «Καὶ τὸν τρισάγιον δὲ ὕμνον ἀργῶς, ὡς τὴν εὐχὴν τοῦ ἀρχιερέως λέγοντος. εἰς τὸ σύνθρονον ἀνερχομένου» (Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 134, Ε2). 592 «Τοῦ δὲ ἀρχιερέως καθεσθέντος ὀλίγον Τοῦ δὲ τρισαγίου πληρουμένου, γίνεται ἡ ἄνω καθέδρα» (Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 145, Δ5.) 593 «Κατέρχεται ὁ ἀρχιερεύς καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον παρὰ τοῦ ἀρχιερέως ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ συνθρόνου» (Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 140, Υ32) 594 Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος, Β, Τα ίχνη αυτά σώζονται στην εσωτερική πλευρά των δύο πεσσίσκων του κεντρικού λοβού του παραθύρου.
190 190 δικαιοδοσία εκκλησίας του Σαμουήλ κατά την πρόσκαιρη παραμονή του στην Πρέσπα 596 (Εικ. 16). Τις αψίδες αυτές είδε και κατέγραψε το 1898 ο Μιλιούκωφ, ενώ όταν επισκέφτηκε το μνημείο ο Ιβάνωφ το 1908 τις βρήκε μισοκατεστραμμένες. Σήμερα σώζονται ελάχιστες αψίδες και μάλιστα σε πολύ κακή κατάσταση. Ο Μουτσόπουλος 597 το 1965 κατάφερε να διαβάσει και να σχεδιάσει τις εννέα από αυτές, στις οποίες αναγράφονται οι ακόλουθοι θρόνοι: II +θρόνος πο Πριδρυάνων (Πριζρένης) III +θρόνος που Βιδήνης IV +θρόνος Κεφαλονίας V θρόνος πο Βεροίας VI θρόνος πο Ηρακλείας VII Θρόνος πο Βελεβουσδίου IX Θρόνος Σελασφόρου (Δεαβόλεως) X Θρόνος που Σκωπίων XI +Θρόνος πο Σαρδικής (Τριαδίτζας, Σόφιας) XII Θρόνος που Εδέσσης XIII Θρόνος πο Πρ(έσπας) Η αναγραφή των επισκοπικών εδρών εκατέρωθεν του επισκοπικού θρόνου αποτελεί μοναδικό τρόπο υπόδειξης της σειράς με την οποία θα έπρεπε να κάθονται οι επίσκοποι στις περιπτώσεις αρχιερατικού συλλείτουργου. Με τον τρόπο αυτό, ο Σαμουήλ κατοχύρωνε τις επισκοπές που τελούσαν υπό τη δικαιοδοσία της εκκλησίας του, μέχρι βέβαια τις αρχές του 11 ου αιώνα 598, εποχή κατά την οποία η έδρα της μεταφέρθηκε στην Αχρίδα 599. Η περίπτωση του Αγίου Αχιλλείου είναι μοναδική. Οι υπόλοιποι επισκοπικοί ναοί της βυζαντινής Μακεδονίας διέθεταν απλούστερα σύνθρονα, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις σώζονται, ενώ σε άλλες είναι γνωστά λόγω της αναφοράς του στις πηγές. Στον επισκοπικό ναό των 596 Μουτσόπουλος, Η βασιλική, Grabar, Deux témoignages, Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος, Α, Η αναφορά, σε ένα από τα αψιδώματα, της επισκοπής Βιδυνίου, το οποίο γνωρίζουμε ότι κατέλαβε ο Βασίλειος Β το 1002, αποτελεί terminus ante quem για την χρονολόγηση της αναγραφής των επισκοπικών εδρών στην κόγχη του Αγίου Αχιλλείου, πριν από την περίοδο αυτή.( Grabar, Deux témoignages, 165). 599 Grabar, Deux témoignages, 165.
191 191 Σερρών υπήρχε σύνθρονο αποτελούμενο από τρεις βαθμίδες 600. Στο κέντρο του, στο ύψος της ανώτερης σειράς των βαθμίδων βρισκόταν τοποθετημένος ο επισκοπικός θρόνος, τμήματα του οποίου φωτογράφησε στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Λαμπάκης 601 επισκεπτόμενος το μνημείο το Για την άνοδο σ αυτόν είχε διαμορφωθεί στο κέντρο του συνθρόνου και δεύτερη κλίμακα αποτελούμενη από πέντε αναβαθμούς 602. Στον επισκοπικό ναό των Μογλενών που ανασκάφηκε στο κάστρο της Χρυσής, διασώζεται η βάση του συνθρόνου στο εσωτερικό της κόγχης 603 (Σχ , Εικ.31). Βαθμιδωτό σύνθρονο υπήρχε και στον επισκοπικό ναό του Σισανίου 604, η κατασκευή του οποίου συνδέεται με την αρχική φάση του μνημείου. Σώζεται η πρώτη από τις βαθμίδες, ενώ σε απόσταση 1,45μ. από αυτήν μέχρι τον ημικύλινδρο της αψίδας μεσολαβεί κενός χώρος που αποτελεί ένδειξη για την πιθανή παρουσία κυκλίου (Σχ , Εικ. 26). Η Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας δεν σώζει σύνθρονο, ωστόσο η ύπαρξή του θα πρέπει να θεωρείται μάλλον βέβαιη. Η οργάνωση του εικονογραφικού προγράμματος, το οποίο αρχίζει σε ύψος 1,80μ. από τη στάθμη του δαπέδου του Βήματος αφήνοντας ακάλυπτο και ακόσμητο μεγάλο μέρος του ημικυλίνδρου της κόγχης, δε μπορεί να ερμηνευτεί παρά μόνο μέσα από την ύπαρξη βαθμίδων, οι οποίες θα κάλυπταν το κάτω τμήμα του τοίχου. Στην προκείμενη περίπτωση η στάθμη της άνω βαθμίδας θα έφτανε ως την κατώτερη ζώνη του τοιχογραφικού διακόσμου που περιλαμβάνει διάχωρα με μίμηση ορθομαρμάρωσης. Μια τέτοια ερμηνεία που υποστηρίζει την ύπαρξη θρόνων τοποθετημένων στην ανώτερη βαθμίδα που θα ακουμπούσαν στον ημικύλινδρο της κόγχης μπορεί να δικαιολογήσει και τη μη διακόσμηση της κατώτερης ζώνης τοιχογραφιών παρά το μεγάλο της ύψος, όσο και την απλή διαίρεσή της σε απλές επιχρισμένες επιφάνειες (Εικ. 3). 600 Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 160. Α. Στρατή, ΑΔ 47 (1992), Β 2, Ο Λαμπάκης εντόπισε τα δύο πλευρικά πτερύγια του θρόνου, τα οποία αποτελούνταν από δύο τραπεζιόσχημες μαρμάρινες πλάκες. (Λαμπάκης, Έκθεσις, 65, εικ. 4). 602 Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, Ευγενίδου, Κάστρο Χρυσής, Πέτκος, Σισάνι, 314.
192 192 Προσεκτικότερη παρατήρηση των αρχαιολογικών στοιχείων που προέρχονται από την Παλιά Μητρόπολη Βέροιας υποδηλώνει την πιθανή διαμόρφωση κυκλίου κάτω από το σύνθρονο. Στην άποψη αυτή οδηγεί η διαπίστωση ότι ο ημικυκλικός τοίχος της κόγχης έχει μέτωπο που σώζει επίχρισμα σε μεγάλο ύψος, και μάλιστα κάτω από τη στάθμη των δαπέδων και μέχρι τη ζώνη της τοιχογράφησης. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση του κυκλίου, όπου ο ημικυλινδρικός τοίχος της κόγχης θα αποτελούσε τον έναν από τους δύο τοίχους του υπόγειου διαδρόμου. Η ύπαρξη κυκλίου 605 μέσω του οποίου τα μέλη του κλήρου την ώρα της θείας λειτουργίας περνούσαν από τη μία πλευρά του θυσιαστηρίου στην άλλη χωρίς να είναι ορατά από το λαό και κυρίως χωρίς να διέρχονται μπροστά ή πίσω από την αγία τράπεζα, ήταν γνωστή ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο. Τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ναών με κύκλιο απαντούν στην Κωνσταντινούπολη, στο μεγάλο πατριαρχικό ναό της Αγίας Σοφίας 606 και στο ναό της Αγίας Ειρήνης 607. Στην υπόλοιπη αυτοκρατορία ο αριθμός των μνημείων που διέθεταν κύκλιο δεν είναι μεγάλος, ενώ στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, η χρήση του φαίνεται πως έχει μειωθεί σημαντικά. Ίσως η περιορισμένη διάδοσή του στους χρόνους αυτούς οφείλεται στο γεγονός ότι καθώς ο υπόγειος αυτός διάδρομος προϋπέθετε την παρουσία μεγάλου αριθμού βαθμίδων συνθρόνου, απαιτούσε μεγάλο ύψος Βήματος και, κατά συνέπεια, ναού. Είναι λοιπόν εύλογο, οι μικρές διαστάσεις των βυζαντινών ναών να μην εξασφάλιζαν το απαιτούμενο μεγάλο ύψος συνθρόνου συνδυασμένου με κύκλιο. Στη Μακεδονία, οι καθεδρικοί ναοί της Βέροιας και του Σισανίου που κατά πάσα πιθανότητα διέθεταν σύνθρονα με κύκλιο, ήταν μεγάλων διαστάσεων μνημεία, τα οποία είχαν τη δυνατότητα και την πολυτέλεια, λόγω του μεγάλου ύψους τους να έχουν υπερυψωμένο σύνθρονο με πολλές βαθμίδες. Και στις δύο περιπτώσεις, το κύκλιο θα κατασκευάστηκε προκειμένου να εξυπηρετήσει την ύπαρξη μεγάλου 605 Ορλάνδος, Βασιλική, Για το κύκλιο της Αγίας Σοφίας βλ. Αντωνιάδης, Έκφρασις, Στη φάση του 740 (Mathews, Early Churches, 85 86).
193 193 Ιερού, στο εσωτερικό του οποίου κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας θα διερχόταν ένας μεγάλος αριθμός ιερέων και διακόνων. Τα πενιχρά αρχαιολογικά δεδομένα δεν μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε την ακριβή μορφή και κατά συνέπεια να κάνουμε υποθέσεις για τη χρήση του κυκλίου στους δύο καθεδρικούς ναούς του Σισανίου και της Βέροιας. Αναμφίβολα θα είχαν πρακτικό χαρακτήρα καθώς αποτελούσαν μέρος μεγάλων ναών, όπου όταν τελούνταν θεία λειτουργία συμμετείχε μεγάλος αριθμός κληρικών, η εμφανής κίνηση των οποίων θα προκαλούσε μια μικρή αναστάτωση στο Βήμα. Ωστόσο, δεν θα ήταν απίθανο να υποστηρίξουμε ότι καθώς τα μνημεία ενσάρκωναν το κέντρο της λατρείας κάθε εκκλησιαστικής περιφέρειας θα διέθεταν και ένα μεγάλο αριθμό ιερών σκευών, εικόνων ή κειμηλίων, τα οποία θα μπορούσαν να φυλάσσονται στον υπόγειο χώρο του κυκλίου, όπως συνέβαινε σε κάποιες παλαιοχριστιανικές βασιλικές 608. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεδομένης της απουσίας αρχαιολογικών ενδείξεων, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. 2. Επισκοπικός Θρόνος ή «Κάτω καθέδρα» Εκτός από το θρόνο του επισκόπου που καταλάμβανε το κέντρο του συνθρόνου, οι πηγές, και σε ορισμένες περιπτώσεις και τα αρχαιολογικά δεδομένα, μαρτυρούν την παρουσία ενός ακόμη επισκοπικού θρόνου, που απαντά στα κείμενα ως «κάτω καθέδρα» 609. Ο θρόνος αυτός βρισκόταν στον κυρίως ναό, έξω από το Βήμα, απέναντι από το τέμπλο και σε επαφή με το βόρειο ή το ανατολικό μέτωπο του ανατολικού πεσσού της νότιας πεσσοστοιχίας. Η παρουσία «κάτω καθέδρας» είναι γνωστή από τη μέση βυζαντινή περίοδο, καθώς απαντά στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολη ήδη από το 10 ο αιώνα. Σύμφωνα με το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας εκεί καθόταν ο πατριάρχης σε ειδικές περιπτώσεις, όπως στον εσπερινό της παραμονής 608 Snively, Apsidal crypts, Στις πηγές απαντούν οι όροι «ἄνω καθέδρα» και «κάτω καθέδρα» που αναφέρονται στον επισκοπικό θρόνο που βρίσκεται στο σύνθρονο και στον κυρίως ναό αντίστοιχα.(βλ. Mateos, Le Typicon ΙΙ, 299).
194 194 των Φώτων 610. Ωστόσο, στα σωζόμενα παραδείγματα και στις περισσότερες πηγές, η ύπαρξη επισκοπικού θρόνου στον κυρίως ναό μπροστά από το τέμπλο, πιστοποιείται από το 13 ο αιώνα, τουλάχιστον για την περίπτωση των καθεδρικών ναών που βρίσκονταν στο μακεδονικό χώρο. Στα λειτουργικά συγγράμματα του Συμεών Θεσσαλονίκης γίνεται λόγος για το «στασίδιον», όπου «ἵσταται ὁ ἀρχιερεύς» στην ακολουθία του εσπερινού και στο δεύτερο μέρος της ακολουθίας του ασματικού όρθρου. Από εκεί σφραγίζει το λαό 611 και από εκεί λέει το «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία» στην ακολουθία της Καμίνου 612. Ο θρόνος αυτός διαφοροποιείται σαφώς από την «ἄνω καθέδρα», η οποία βρισκόταν στο Ιερό Βήμα, στο κέντρο του συνθρόνου. Από τα σχετικά στοιχεία που παραθέτει για την τάξη με την οποία επίσκοποι, ιερείς, πρεσβύτεροι, άρχοντες, ψάλτες και αναγνώστες έπαιρναν τη θέση τους εκατέρωθεν του επισκοπικού θρόνου, συνάγεται ότι το «στασίδιον» αυτό βρισκόταν έξω από το Βήμα, ακριβώς απέναντι από τον άμβωνα 613. Για τη μορφή που είχε η «κάτω καθέδρα» μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, δεδομένου ότι δεν έχουν σωθεί ολοκληρωμένα παραδείγματα από τον βυζαντινό κόσμο. Μια ιδέα της μορφής τους μπορούν να δώσουν οι επισκοπικοί θρόνοι του 11 ου 12 ου αιώνα που προέρχονται από τη νότια Ιταλία 614 και σώζονται σε καθεδρικούς ναούς της Απουλίας 615 και της περιοχής γύρω από τη Νάπολη 616. Στο σύνολό τους αποτελούν εξαιρετικά έργα γλυπτικής, διακοσμημένα με μια ποικιλία θεμάτων και με εντυπωσιακές ολόγλυφες ζωικές και ανθρώπινες μορφές. 610 «Ἑσπέρας, εἰς τὴν παραμονὴν, μετὰ τὸ Κύριε ἐκέκραξα, γίνεται εἴσοδος τοῦ πατριάρχου καὶ τῶν ἱερέων καὶ τοῦ εὐαγγελίου. Καὶ γίνεται εὐχὴ συναπτὴ μετὰ τῶν αἰτήσεων, καὶ γίνεται ἡ κάτω καθέδρα» (Mateos, Le Typicon I, 176). 611 «σφραγίζει τρὶς ὁ ἀρχιερεὺς ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ, ἤτοι τοῦ στασιδίου» (Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 148, Δλ1). 612 «μετὰ τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου καὶ τοῦ ἀρχιερέως ἐκφωνήσαντος ἐκ τοῦ στασιδίου αὐτοῦ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία» ἄρχονται οἱ ψάλται» (Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 147, Δ12). 613 Darrouzès, Sainte Sophie, 66 κ.εξ., fig Για τους θρόνους αυτούς βλ Grabar, Trônes épiscopaux, Πρόκειται για θρόνους που βρίσκονται στο Monte Sant Angelo, Canosa, και San Nicola de Bari (Grabar, Trônes épiscopaux, 365 κ.εξ.), στους καθεδρικούς του Taranto, του Trani, στη Santa Maria του Siponto (Androudis, Sur les fragments, 153 κ.εξ., όπου και η σχετική με το θέμα βιβλιογραφία). 616 Στο Calvi και στο Montevergine (Grabar, Trônes épiscopaux, 369).
195 195 Στον ελλαδικό χώρο, μοναδικό ίσως παράδειγμα αποτελεί ο μαρμάρινος επισκοπικός θρόνος που προέρχεται από την Επισκοπή Άνω Βόλου στο Πήλιο 617. Αν και δεν διατηρείται ακέραιος, τα σωζόμενα τμήματά του μαρτυρούν ότι επρόκειτο για έναν εντυπωσιακό θρόνο, κοσμημένο με πλούσιο φυτικό διάκοσμο, αποδοσμένο σε επιπεδόγλυφη τεχνική. Στη Μακεδονία, το παλαιότερο σωζόμενο παράδειγμα «κάτω καθέδρας» έχει εντοπιστεί στον επισκοπικό ναό του Σισανίου(Σχ.52 53, Εικ. 28). Αν και δεν έχει σωθεί ο ίδιος ο επισκοπικός θρόνος, η ανασκαφή στο εσωτερικό του μνημείου απέδειξε ότι στο ανατολικό μέτωπο του ΝΔ πεσσού, διαμορφώθηκε τετράγωνη βάση με καμπύλη απόληξη προς τα ανατολικά, για την τοποθέτησή του. Για το χρόνο κατασκευής της συγκεκριμένης διαμόρφωσης μπορούν να γίνουν κάποιες βάσιμες υποθέσεις, οι οποίες οδηγούν πριν τον 14 ο αιώνα περίοδο στην οποία τοποθετείται η καταστροφή του ναού 618 και μετά τα μέσα του 13 ου αιώνα. Ασφαλές χρονολογικό κριτήριο αποτελεί η συσχέτιση του θρόνου με τη δεύτερη οικοδομική φάση του μνημείου. Η φάση αυτή συνδέεται με μια σειρά επισκευών που πραγματοποιήθηκαν σ αυτό ύστερα από καταστροφή που υπέστη μετά από κάποιο σεισμό που τοποθετείται το αργότερο στο α μισό του 13 ου αιώνα 619. Την απόδοση του επισκοπικού θρόνου στη φάση της ανακαίνισης που έγινε κατά το β μισό του 13 ου αιώνα επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι η κατασκευή του κάλυψε το πρώτο στρώμα τοιχογράφησης, το οποίο εντοπίστηκε σε ολόκληρο το ναό και ανάγεται στο 12 ο αιώνα. Τον 14 ο αιώνα ο σερραίος λόγιος Πεδιάσιμος επισημαίνει την παρουσία επισκοπικού θρόνου στο ανατολικό τμήμα της δεξιάς κιονοστοιχίας (Σχ. 46). Στο σχετικό κείμενο, περιγράφοντας το ναό από τα ανατολικά προς τα δυτικά, επισημαίνει: «Τοῖς μὲν οὖν εὐωνύμοις τοῦ νεὼ μέρεσιν ὁ τοῦ ποιμένος θρόνος ἐνίδρυται, λιθοξόων ἔργοις ἐνσεμνυνόμενος» 620. Τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο θρόνος αυτός 617 Βλ. σχετικά Androudis, Sur les fragments, 143 κ.εξ. 618 Πέτκος, Σισάνι, Στο πλαίσιο της ίδιας ανακαίνισης κατασκευάστηκαν και η αγία τράπεζα και ο άμβωνας, και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο, τη χρήση δηλαδή επάλληλων σειρών οπτοπλίνθων, τουλάχιστον για τη βάσεις τους (Πέτκος, Σισάνι, ). 620 Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιασίμου,
196 196 επεσήμανε πρώτος ο Ορλάνδος το 1949 στον πρώτο κίονα της νότιας κιονοστοιχίας 621. Είναι πολύ πιθανό, ο συγκεκριμένος θρόνος να βρισκόταν αρχικά εγκατεστημένος στο κέντρο του συνθρόνου με τη μορφή που σχεδίασε ο Ορλάνδος 622 και αργότερα να μεταφέρθηκε εκτός του Βήματος, ως απόρροια των αλλαγών στο λειτουργικό τυπικό. Ο θρόνος του μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης δεν έχει σωθεί, μπορούμε όμως να πάρουμε μια ιδέα για το πώς ήταν από τις έμμεσες περιγραφές του που έχουν σωθεί στο έργο του Συμεών(Σχ.16). Από τα λειτουργικά κείμενα που έχει συγγράψει προκύπτει ότι το «στασίδιον» του μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης ήταν υπερυψωμένο, και είχε βαθμίδες τις οποίες ανέβαινε ο αρχιερέας κατά την είσοδό του στο ναό κατά τον όρθρο και τον εσπερινό. Στο άνω του τμήμα υπήρχε εικόνα την οποία προσκυνούσε ο αρχιερέας ανερχόμενος σ αυτό 623. Την παράδοση των επισκοπικών θρόνων που τοποθετούνταν στον κυρίως ναό απέναντι από το τέμπλο συνεχίζουν τον 13 ο και 14 ο αιώνα πολλά σερβικά μνημεία που αποτέλεσαν καθεδρικούς ναούς υπαγόμενους στο σερβικό πατριαρχείο 624. Σε αρκετούς από αυτούς τους ναούς σώθηκαν οι θρόνοι, οι οποίοι στην πλειονότητά τους αποτελούν απλά καθίσματα, συνήθως ακόσμητα, κατασκευασμένα από μαρμάρινες πλάκες 625. Τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν ότι τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις η παρουσία της «κάτω καθέδρας» συνδυάζεται με την κατάργηση του επισκοπικού θρόνου από το Βήμα ή και ενίοτε ολόκληρου του συνθρόνου. Στην περίπτωση αυτή ανήκει το παράδειγμα του Σισανίου, όπου η συνύπαρξη συνθρόνου και «κάτω καθέδρας» έχει αποκλειστεί από τα ανασκαφικά δεδομένα Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιασίμου, Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 161, εικ Φουντούλης, Μαρτυρίαι, Για τους θρόνους αυτούς βλ. τη σχετική μελέτη του Radujko, L «Ἀρχιερατικός θρόνος», 143 κ.εξ. 625 Δείγματα τέτοιων θρόνων σώζονται στους καθεδρικούς ναούς του Χριστού Σωτήρος στη Žiča, της Παναγία Lieviška του Prizren, της Gračanica στην Lipljan, του Αγίου Πέτρου κοντά στο Novi Pazar, του Αγίου Αθανασίου στο Lešak και της Αγίας Βαρβάρας στην Reljina κοντά στο Ras (βλ. Radujko, L «Ἀρχιερατικός θρόνος», 146). 626 Πέτκος, Σισάνι, 316.
197 197 Στις Σέρρες, μπορούμε να επικαλεστούμε τη μαρτυρία του Πεδιάσιμου, ο οποίος έδωσε μια αρκετά εκτεταμένη περιγραφή του «Ἱεροῦ των Φερρῶν». Στο κείμενό του, ενώ επισημαίνει την παρουσία του επισκοπικού θρόνου στον κυρίως ναό, για τον οποίο μάλιστα αναφέρει ότι ήταν «λιθοξόων ἔργοις ἐνσεμνύμενος», όταν περιγράφει το Βήμα, δεν αναφέρει τίποτε για επισκοπικό θρόνο. Η παράλειψη αυτή δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαία, γιατί εάν τον 14 ο αιώνα που επισκέφτηκε το ναό ο Πεδιάσιμος υπήρχε «ἄνω καθέδρα», τότε σίγουρα θα την περιλάμβανε στην τόσο εγκωμιαστική για το ναό περιγραφή του. Το κείμενό του αποτελεί μια πολύτιμη ένδειξη ότι πιθανότατα την εποχή που γράφτηκε, ο θρόνος του επισκόπου είχε απομακρυνθεί από το Βήμα και είχε τοποθετηθεί στη νέα του θέση απέναντι από τον άμβωνα. Καθώς ο θρόνος ήταν μαρμάρινος και όχι κτιστός στο κέντρο του συνθρόνου, η μετακίνηση αυτή μπορούσε να γίνει εύκολα. Η εξάπλωση της χρήσης της κάτω καθέδρας και η κατάργηση του συνθρόνου σχετίζεται αναμφίβολα με μια σειρά αλλαγών στο λειτουργικό τυπικό, οι οποίες οδήγησαν στην έξοδο του επισκόπου από το Βήμα και στην εγκατάστασή του στον κυρίως ναό. Στο πλαίσιο αυτό, έχει ενδιαφέρον να επισημάνει κανείς ότι την ίδια περίοδο συντελούνται σημαντικές αλλαγές και στη μορφή του βυζαντινού τέμπλου 627. Η υπερύψωσή του, την οποία διαπιστώνουμε τουλάχιστον από τον 11 ο 12 ο αιώνα, δεν επέτρεπε στον επίσκοπο να έχει άμεση οπτική επαφή με το εκκλησίασμα όταν καθόταν στο σύνθρονο και ευλογούσε το λαό. Η σειρά με την οποία συντελέστηκαν οι παραπάνω αλλαγές δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμη, καθώς τα πενιχρά αρχαιολογικά δεδομένα και τα χρονικά κενά που υπάρχουν μεταξύ των λειτουργικών κειμένων δεν επιτρέπουν να γνωρίζουμε πότε ακριβώς υψώθηκε το τέμπλο και πότε ο επίσκοπος βγήκε από το Βήμα και εγκαταστάθηκε στην «κάτω καθέδρα». Τα υπάρχοντα στοιχεία οδηγούν μεν στο διάστημα μεταξύ του 12 ου 14 ου αιώνα, αλλά δεν είναι επαρκή για να υποστηρίξουμε ότι η μία αλλαγή προηγήθηκε και οδήγησε στη δημιουργία της άλλης. Το πιο 627 Για τις αλλαγές στο βυζαντινό τέμπλο βλ. Chatzidakis, L evolution, 157κ.εξ. Epstein, Middle Byzantine Sanctuary, 1 κ.εξ., όπου και η σχετική με το θέμα βιβλιογραφία.
198 198 πιθανό είναι αλλαγές στο τέμπλο να συμβαίνουν παράλληλα με τις αλλαγές στο λειτουργικό τυπικό και να επηρεάζει η μία την άλλη. 3. Το στασίδιον του νάρθηκα. Εκτός από την παρουσία της «κάτω καθέδρας», στα λειτουργικά συγγράμματα του Συμεών γίνεται λόγος για ένα ακόμη «στασίδιον», το οποίο βρισκόταν στο νάρθηκα της Αγίας Σοφίας. Στο σχετικό κείμενο αναφέρεται «Ἐν δὲ τῷ νάρθηκι, φώτων πολλῶν ἀναφθέντων καὶ εἰ πάρεστιν ὁ ἀρχιερεὺς ἀπὸ τοῦ στασιδίου αὐτοῦ ἐκφωνεῖ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία» 628. Η όψιμη αυτή μαρτυρία του Συμεών μπορεί να αποτελεί μακρινή ανάμνηση της παλαιάς τάξης σύμφωνα με την οποία ο αρχιερέας πριν τη στιγμή της Μικρής Εισόδου στεκόταν στο νάρθηκα της εκκλησίας μπροστά από τη βασίλειο πύλη 629. Ωστόσο, παρά τη μαρτυρία των λειτουργικών κειμένων, στους ναούς της μέσης βυζαντινής περιόδου δεν υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις για την παρουσία επισκοπικού θρόνου στη θέση αυτή. Τα ελάχιστα παραδείγματα επισκοπικών θρόνων εγκαταστημένων σταθερά στο νάρθηκα προέρχονται από σερβικά μνημεία της ύστερης βυζαντινής περιόδου, όπως ο πατριαρχικός ναός του Ιπεκίου 630. Η μη διατήρηση σταθερών επισκοπικών θρόνων στο νάρθηκα μπορεί να ερμηνευτεί αν υποθέσουμε ότι το στασίδιον, για το οποίο γίνεται λόγος, ήταν ένα φορητό, ξύλινο κάθισμα, το οποίο τοποθετούνταν στο χώρο αυτό πριν την έναρξη της λειτουργίας και απομακρυνόταν με τη λήξη της. Από την άλλη, το γεγονός ότι ο Συμεών αναφέρει τη χρήση του σε μια μόνο περίπτωση, στον όρθρο της εορτής των Αγίων Πατέρων, ίσως να υποδηλώνει ότι ήδη τον 15 ο αιώνα ο αρχιερέας είχε πάψει εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις όπως η εορτή των Αγίων Πατέρων, με τον ερχομό 628 Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 147, Δ Στη λειτουργική διάταξη του κώδικα του Βρετανικού Μουσείου, που χρονολογείται το 12 ο αιώνα, αναφέρεται «.. ὅτε ἐπιστῇ ὁ καιρὸς τῆς εἰσόδου, καθήμενος ὁ ἀρχιερεὺς πρὸ τῶν ὡραίων πυλῶν καὶ προσκυνεῖ κατὰ ἀνατολὰς τρίτον» (βλ. Taft, Twelfth Century Diataxis I, 284, (Ι.2). 630 Ο επισκοπικός θρόνος σώζεται στο νάρθηκα του αρχιεπισκόπου Danilo II του πατριαρχικού ναού του Ιπεκίου, ακριβώς δίπλα από την βασίλειο πύλη. (βλ. Radujko, L «Ἀρχιερατικός θρόνος», 148,149, fig. 5)
199 199 του στο ναό να παραμένει στο θρόνο του στο νάρθηκα περιμένοντας την πομπή της Μικρής Εισόδου για να εισέλθει στο Βήμα. Άλλωστε την εποχή αυτή φαίνεται ότι ο κύριος επισκοπικός θρόνος ήταν αυτός που βρισκόταν στον κυρίως ναό, απέναντι από τον άμβωνα. 4. Ο άμβωνας Τα αρχαιολογικά δεδομένα σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών αποδεικνύουν ότι ο άμβωνας δεν αποτελούσε αρχιτεκτονική κατασκευή αποκλειστικά της παλαιοχριστιανικής περιόδου 631. Τα σωζόμενα παραδείγματα μαρτυρούν ότι συνέχιζε να βρίσκεται σε χρήση τόσο στη μέση όσο και στην ύστερη βυζαντινή περίοδο 632 και να κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις λειτουργικές κατασκευές με τις οποίες ήταν εξοπλισμένος ένας καθεδρικός ναός. Ο μικρός αριθμός βυζαντινών αμβώνων και η προέλευση της συντριπτικής πλειοψηφίας των σωζόμενων παραδειγμάτων 633 από καθεδρικούς ναούς, οδηγεί στη σκέψη ότι στους κυρίως βυζαντινούς χρόνους οι άμβωνες συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με αυτήν την κατηγορία ναών. Αν και στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι άμβωνες που έχουν χρονολογηθεί την περίοδο αυτή δεν σώζονται in situ, ωστόσο, αρκετές φορές η αποκατάσταση της μορφής και ενίοτε της θέσης τους είναι εφικτή, κυρίως με βάση τα σωζόμενα θραύσματα. Μικρότερα ή μεγαλύτερα θραύσματα μαρμάρινων αμβώνων της περιόδου που φέρουν διακόσμηση με ποικιλία φυτικών και γεωμετρικών μοτίβων έχουν σωθεί στη Μικρά Ασία 634 και στην Ιταλία 635. Η αποσυναρμολόγηση και η χρησιμοποίηση των μαρμάρινων μελών τους ως οικοδομικό υλικό πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια των μεταβυζαντινών χρόνων ως απόρροια αλλαγών στο λειτουργικό τυπικό. Είναι αυτή η εποχή που οι 631 Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο άμβωνας «was absent from the Middle Byzantine churches, perhaps because of their smaller dimensions» (Mango, The Life of St Andrew, 302). 632 Dennert, Ambone, Παραμένει προς αναζήτηση η προέλευση των περισσότερων μικρασιατικών αμβώνων οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν περισυλλεγεί σε μουσεία των διαφόρων πόλεων. 634 βλ. Sodini, Les ambons, Peschlow, Der Ambo, Dennert, Ambone, 138 κ.εξ.). 635 Sodini, Les ambons, Dennert, Ambone,
200 200 μαρμάρινοι άμβωνες αντικαταστάθηκαν με ξύλινους, και η θέση τους μετατοπίστηκε από το κεντρικό κλίτος στη βόρεια κιονοστοιχία 636. Οι περιπτώσεις ναών που διατήρησαν μέχρι πρόσφατα κατά χώραν το βυζαντινό άμβωνα είναι ελάχιστες, με χαρακτηριστικότερες ίσως, το ναό του Αγίου Νικολάου στα Μύρα, όπου ο άμβωνας σωζόταν μπροστά από το Βήμα τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα 637 και τη βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα 638. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του τελευταίου άμβωνα, ο οποίος δέχτηκε μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, είναι ότι αν και κατασκευάστηκε στη θέση αυτή κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο χρησιμοποίησε αρχιτεκτονικά μέλη από άμβωνα παλαιοχριστιανικής περιόδου 639. Στα μνημεία της Μακεδονίας, η ύπαρξη αμβώνων στους βυζαντινούς επισκοπικούς ναούς πιστοποιείται από τις πηγές και σε λίγες περιπτώσεις από τα ίδια τα αρχαιολογικά δεδομένα. Η έλλειψη ωστόσο, σχετικών πληροφοριών από τα λιγοστά κείμενα της μέσης βυζαντινής περιόδου οδηγεί αναγκαστικά στην αξιοποίηση μεταγενέστερων ιστορικών πηγών, οι οποίες όμως αποτυπώνουν μια κατάσταση διαμορφωμένη ήδη από την μετεικονομαχική περίοδο. Από την άλλη, στη Μακεδονία δε σώζεται κανένα παράδειγμα άμβωνα χρονολογημένου στη μέση βυζαντινή περίοδο. Αντίθετα, άμβωνες της ύστερης βυζαντινής περιόδου σώθηκαν στους καθεδρικούς ναούς της Αχρίδας, της Βέροιας και του Σισανίου. Στην Αγία Σοφία Αχρίδας (Σχ.66, Εικ. 35)) και στην Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας (Σχ. 7 8), 636 Μακρής, Ξυλόγλυπτα, Ο Rott δημοσιεύει φωτογραφία του εσωτερικού τμήματος του ναού όπου φαίνονται οι δυτικές βαθμίδες του άμβωνα σε πρώτο πλάνο (Rott, Kleinasiatische Denkmäler, 331, Abb. 124). 638 Jacobs, Die Ambone, Οι περισσότεροι ερευνητές που ασχολήθηκαν με το μνημείο αποφεύγουν να αποδώσουν τον άμβωνα στη μέση βυζαντινή περίοδο, αλλά περιορίζονται στο να επισημάνουν τα παλαιοχριστιανικά spolia που έχουν ενσωματωθεί στην κατασκευή του και αναφέρουν την ανοικοδόμησή του το έτος 1669.(βλ. Σωτηρίου, Θεσσαλία, Χούλια, Αλμπάνη, Μετέωρα, 151. Καραγιώργου, Βασιλική Καλαμπάκας, 53. Ωστόσο, η θέση και το είδος του άμβωνα, ο οποίος τοποθετήθηκε στο δάπεδο ενός βυζαντινού μνημείου οδηγεί στην απόδοσή της κατασκευής του στη μέση βυζαντινή περίοδο (βλ. Sodini, Les ambons, 303). Άλλωστε, οι άμβωνες της μεταβυζαντινής περιόδου, στη συντριπτική τους πλειοψηφία είχαν εντελώς διαφορετική μορφή και θέση.
201 201 μετά την οθωμανική κατάκτηση και τη μετατροπή των ναών σε τζαμιά 640, οι άμβωνες μετασκευάστηκαν σε mimbar 641. Ωστόσο, τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη έδωσαν στους ερευνητές Konstantin Petrov 642 και Θεοχάρη Παζαρά 643 αντίστοιχα, τη δυνατότητα αναπαράστασης τους. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για μαρμάρινους άμβωνες στον τύπο με τις δύο αντικριστές κλίμακες που οδηγούν σε εξώστη με κιβώριο. Οι ομοιότητες που παρουσιάζουν σε κατασκευαστικό και καλλιτεχνικό επίπεδο 644 επέτρεψε την κοινή ένταξη τους στη δραστηριότητα του ίδιου εργαστηρίου, το οποίο έδρασε στη Μακεδονία και Θεσσαλία στα τέλη του 13 ου αρχές του 14 ου αιώνα 645. Ο άμβωνας της Αχρίδας κατασκευάστηκε το 1317 και διασώζει το συμπίλημα του αρχιεπισκόπου Γρηγορίου 646, ενώ ο άμβωνας της Βέροιας, ελαφρώς μεγαλύτερος από της Αχρίδας, φέρει το συμπίλημα του επισκόπου Δημητρίου στο γείσο του κιβωρίου του και έχει χρονολογηθεί το διάστημα μεταξύ του Δεν είναι σίγουρη η χρονολογία μετατροπής της Αγίας Σοφίας Αχρίδας σε τζαμί. Έχει υποστηριχθεί ότι μετατράπηκε επί Μεχμέτ Β στα μέσα του 15 ου αιώνα, ή επί Σελήμ Α ( ) (Čipan, St. Sophia, ). Η Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας μετατράπηκε σε τζαμί (Hünkâr Camii) επί Μουράτ Β μετά την κατάληψη της πόλης το 1433(Παπαζώτος, Βέροια, 165). 641 Ο Struck κατά την επίσκεψή του στην Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας στις αρχές του αιώνα αναφέρει ότι ο παλιός άμβωνας βρισκόταν ακόμη στο θέση του (Struck, Makedonische Fahrten, 32). Πιθανότατα όμως, αυτό που είδε ήταν το mimbar και όχι ο ίδιος ο βυζαντινός άμβωνας, δεδομένου ότι το δάπεδο του ναού είχε ήδη ανυψωθεί κατά μισό μέτρο περίπου, ήδη με την μετατροπή του σε τζαμί. Αποκλείεται λοιπόν ο βυζαντινός άμβωνας να ξαναστήθηκε στο δάπεδο του μνημείου, μετά την ύψωσή του και και να χρησιμοποιήθηκε εκ νέου. Το πιο πιθανόν είναι κατά την αποσυναρμολόγησή του να χρησιμοποιοίηθηκαν κάποια τουλάχιστον από τα γλυπτά του στο μεταγενέστερο mimbar. 642 Petrov, Dekorativna plastika, 200 κ.εξ. 643 Βλ. Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης, 251κ.εξ. 644 Υπάρχει στενή συγγένεια στα θέματα (πλέγματα, ταινιωτοί βλαστοί, συμπλεκόμενοι κύκλοικ.α.) και στην επιπεδόγλυφη τεχνική με την οποία έχουν αποδοθεί τα λεπτά αραβουργηματικά σχέδια που κοσμούν όλα μαρμάρινα μέλη. 645 Έργα του εργαστηρίου αυτού εντοπίζονται σε μια ευρύτερη περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη, στο Άγιον Όρο και στο Πήλιο. (βλ. σχετικά Pazaras, Sculpture Workshop, ). 646 Grabar, Sculptures byzantines II, Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης,
202 202 Στον επισκοπικό ναό του Σισανίου διασώζεται κατά χώραν η βάση ενός χτιστού άμβωνα 648 που βρισκόταν κατασκευασμένος στο κεντρικό κλίτος, κάτω ακριβώς από τον τρούλο(σχ. 52, Εικ. 27). Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, η κατασκευή του συνδέεται με τη δεύτερη οικοδομική φάση του μνημείου, η οποία σχετίζεται με εκτεταμένη ανοικοδόμηση μετά από καταστροφή που υπέστη ο ναός το αργότερο στο α μισό του 13 ου αιώνα. Τα υπολείμματα της χτιστής βάσης του και η παντελής απουσία μαρμάρινων μελών, τα οποία θα μπορούσαν να προέρχονται από τον άμβωνα αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι ο άμβωνας του Σισανίου ήταν εξολοκλήρου κτιστός. Η σημασία που έχει η διατήρησή του, έστω στο βαθμό που σώθηκε, είναι ιδιαίτερα μεγάλη καθώς αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα βυζαντινού άμβωνα κατασκευασμένου στον τύπο με τις δύο κλίμακες. Παράλληλα, ξεχωριστό ενδιαφέρον στην περίπτωση του Σισανίου παρουσιάζει η διαμόρφωση στο δάπεδο ακριβώς μπροστά από τον άμβωνα, ενός διαδρόμου που οδηγούσε αυτόν που κατέβαινε από την ανατολική κλίμακα, στη σολέα. Στον ίδιο αρχιτεκτονικά τύπο με τους παραπάνω άμβωνες ανήκει και ο άμβωνας που υπήρχε στο ναό των Αγίων Θεοδώρων στις Σέρρες. Αν και δεν σώζεται, η μορφή του είναι γνωστή από την περιγραφή του Θεόδωρου Πεδιάσιμου, ο οποίος επισκέφτηκε το ναό το 14 ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτήν, «τὸν δ ἄμβωνα μέσος τοῦ νεὼ περιείληφε χῶρος. βαθμίδες δ ἐννέα τὴν εὶς αὐτὸν ἄνοδον διενεργεῖν ἐσχήκασι καὶ τὸ τέλος τῆς κλίμακος ἐντελοῦς ἀριθμοῦ πέρας γίνεται. Τέσσερες δὲ κίονες τοῦτον ἀνέχουσιν τετραγωνικῇ πυραμίδι σχηματιζόμενον.» 649. Σύμφωνα με την παραπάνω περιγραφή, ο άμβωνας του επισκοπικού ναού των Σερρών βρισκόταν στο μέσον του ναού, στο κεντρικό κλίτος, ενώ ανατολικά από αυτόν υπήρχε «λίθινος σωλὴν κατ ἰθὺ τοῦ βήματος λήγων καὶ μεταξὺ τῶν δύο κείμενος τοῦ τ ἄμβωνος καὶ τοῦ θείου βατῆρος». Εννέα βαθμίδες οδηγούσαν στον εξώστη του που έφερε τετράγωνη πυραμιδωτή κάλυψη, την οποία στήριζαν τέσσερις κίονες. Αν και στο κείμενο του Πεδιάσιμου δεν γίνεται καμία άμεση αναφορά σε δύο 648 Αυτό που σώζεται από τον άμβωνα είναι οι χτιστές απολήξεις των δύο κλιμάκων (Πέτκος, Σισάνι, 317). 649 Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιασίμου, 264.
203 203 κλίμακες, ωστόσο, η ύπαρξή τους θα πρέπει να θεωρηθεί σίγουρη, καθώς το πυραμιδωτό κιβώριο που στήριζαν οι κίονες παραπέμπει στον σχετικό τύπο, χαρακτηριστικό παράδειγμα του οποίου αποτελεί ο άμβωνας της Καλαμπάκας. Οι πηγές τέλος, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την ύπαρξη ενός ακόμη άμβωνα του τύπου με τις δύο αντικριστές κλίμακες, που υπήρχε στο μητροπολιτικό ναό της Θεσσαλονίκης (Σχ ). Η σημαντικότερη μαρτυρία προέρχεται από τον Συμεών αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ο οποίος συχνά κάνει λόγο για τις βαθμίδες του άμβωνα 650 χρησιμοποιώντας τα ρήματα «ἀνέρχεσθαι» ή «κατέρχεσθαι» προκειμένου να δηλώσει την κίνηση από και προς τον εξώστη του. Η μαρτυρία του Συμεών είναι ιδιαίτερα σημαντική όχι μόνο για την επιβεβαίωση της παρουσίας άμβωνα στο βυζαντινό καθεδρικό ναό της Θεσσαλονίκης, αλλά και για την προσπάθεια αποκατάστασής του. Περιγράφοντας την πομπή προς το Βήμα αναφέρει «κατερχόμεθα περὶ τὰς βασιλικὰς πύλας, δύο μανουαλίων προπορευομένων ἔμπροσθεν τοῦ διακόνου καὶ τοῦ ἱερέως, οἵ καὶ ἵστανται πρὸς τὸν ἄμβωνα ἐκατέρωθεν, εἰς τὰς πρὸς δύσιν αὐτοῦ βαθμίδας, μέσον τῆς ἁγίας εἰκόνας τῆς Ὁδηγητρίας ἱσταμένης...». Σε άλλο σημείο, επισημαίνει έμμεσα την παρουσία και ανατολικών βαθμίδων στις οποίες παρατάσσονταν οι ψάλτες και ο πρωτοκανόναρχος στον εσπερινό. Από τα όσα αναφέρει ο Συμεών γίνεται κατανοητό ότι ο άμβωνας για τον οποίο γίνεται λόγος δεν είναι ο γνωστός μονολιθικός άμβωνας του ιουστινιάνειου ναού που σώζεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης 651. Η αναφορά που γίνεται στο κείμενο για δυτικές και ανατολικές βαθμίδες του αποτελεί σαφή μαρτυρία ότι ο άμβωνας, τουλάχιστον αυτός που περιγράφει ο Συμεών το 15 ο αιώνα, ανήκε στον τύπο με τις δύο αντικριστές κλίμακες και βρισκόταν τοποθετημένος κατά μήκος του κεντρικού κλίτους, με κατεύθυνση Α Δ. 650 «oἱ δὲ ψάλται ἀντικρὺ ἵστανται τοῦ ἀρχιερέως περὶ τὰς βαθμίδας τοῦ ἄμβωνος κάτωθεν, εἰς δὲ τὰς βαθμίδας ἄνω ὁ πρωτοκανόναρχος...». Και αλλού «τοῦ πρωτοκανονάρχου ἐν ταῖς τρισὶ βαθμίσι τοῦ ἄμβωνος ἱσταμένου» (Darrouzès, Sainte Sophie, 59). 651 Για τον παλαιοχριστιανικό άμβωνα της Αγίας Σοφίας βλ. Jacobs, Die Ambone, , όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
204 204 Τα σωζόμενα παραδείγματα βυζαντινών αμβώνων οδηγούν στη διαπίστωση ότι ο τύπος που προτιμήθηκε και εφαρμόστηκε σχεδόν κατά αποκλειστικότητα στη βυζαντινή περίοδο ήταν αυτός με τις δύο αντικριστές κλίμακες. Όσον αφορά την ακριβή θέση που καταλάμβανε, αυτή μπορεί να αναγνωριστεί κυρίως με βάση τα κείμενα, καθώς οι άμβωνες που σώζονται in situ είναι ελάχιστοι. Σε αντίθεση λοιπόν με την παλαιοχριστιανική περίοδο, όπου η θέση τους ποικίλλει 652, στη μεταεικονομαχική περίοδο ο άμβωνας βρισκόταν τοποθετημένος στον κεντρικό άξονα του κυρίως ναού, μπροστά απ το τέμπλο, με το οποίο και επικοινωνούσε μέσω της σολέας. Η μορφή και η θέση του βυζαντινού άμβωνα, όπως προκύπτουν από το συνδυασμό πληροφοριών που παρέχουν οι πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα, καθορίστηκαν μέσα από τις αναγκαιότητες που προκαλούσε η χρήση του. Μελετώντας τα λειτουργικά κείμενα διαπιστώνει κανείς ότι από τον άμβωνα άρχιζε και εκεί τελείωνε η θεία λειτουργία. Πολλές μαρτυρίες για τη χρήση του άμβωνα διασώζει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο «Περὶ βασιλείου τάξεως», όπου καταγράφει τα λειτουργικά δρώμενα που λάμβαναν χώρα στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τις περιγραφές του, οι ψάλτες, οι οποίοι είχαν πάρει τη θέση τους στο χώρο που διαμορφωνόταν κάτω από τον περίλαμπρο άμβωνα, ψάλλοντας τον Τρισάγιο Ύμνο έδιναν το σύνθημα για τη Μικρή Είσοδο με την οποία άρχιζε η θεία λειτουργία. Ένας διάκονος εισερχόταν εντός του αγίου Βήματος, όπου παραλάμβανε το Ευαγγέλιο και ακολουθούσε λιτανεία. Η πομπή διερχόταν από το νότιο κλίτος, συναντούσε τον πατριάρχη και την ακολουθία του που είχαν στο μεταξύ καταφτάσει και στέκονταν στη βασίλειο πύλη του νάρθηκα, και στη συνέχεια όλοι μαζί κατευθύνονταν στο εσωτερικό του ναού, όπου σύμφωνα με τον Πορφυρογέννητο «.διὰ 652 Η θέση του παλαιοχριστιανικού άμβωνα δεν είναι σταθερή. Με βάση τα σωζόμενα παραδείγματα, άλλοτε βρισκόταν δίπλα στο νότιο στυλοβάτη, άλλοτε δίπλα στο βόρειο, κι άλλοτε κατά μήκος του κεντρικού άξονα (βλ. σχετικά, Ορλάνδος, Βασιλική, 538κ.εξ. Sodini, Les dispositifs liturgiques, Βαραλής, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική ΙΙ,
205 205 τῆς πλαγίας τοῦ ἄμβωνος ἐκνεύσαντες, εἰσέρχονται ἐν τῇ σωλαίᾳ καὶ ἴστανται ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν» 653. Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας ο άμβωνας εξυπηρετούσε τα τελούμενα, καθώς από εκεί διαβάζονταν τα αναγνώσματα και το Ευαγγέλιο, από εκεί οι ψάλτες έψαλαν τροπάρια και οι διάκονοι, είτε από τον εξώστη είτε από τις βαθμίδες, εκφωνούσαν τις εκτενείς και τις αιτήσεις, ενώ εκεί τελείωνε η θεία λειτουργία με την ανάγνωση της «οπισθάμβωνος ευχής» 654. Τη θέση του άμβωνα μπροστά από το τέμπλο και την από εκεί εκφώνηση του Ευαγγελίου σχολιάζει ο Συμεών Θεσσαλονίκης το 15 ο αιώνα. Παρομοιάζοντας το Βήμα με το μνήμα του Χριστού και την Αγία Τράπεζα με τον τάφο Του, επισημαίνει 655 «..διὸ καὶ ὁ ἄμβων πρὸ τῆς θύρας τοῦ μνήματος ἵσταται, τὸν κυλισθέντα λίθον ἀπὸ τῆς θύρας τοῦ μνημείου δεικνύς. καὶ τὸ ὑψηλὸν ἔχει διὰ τοῦ κηρύγματος ὑψηλόν, καὶ τὸ ἐπάνω καθῆσαι τὸν ἄγγελον, καὶ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Σωτήρος κηρύττειν. Διὸ δὴ καὶ ἐπὶ τῷ ἄμβωνι οἱ ἱερεῖς σὺν διακόνοις τοὺς ἀγγέλους τυποῦντες τὰ Εὐαγγέλια λέγουσιν» 656. Τους ίδιους συμβολισμούς αποδίδει στον άμβωνα και ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος στο σχετικό χωρίο του αναφέρει: «Ὁ ἄμβων ἐστὶν ἐμφαίνων τὸ σχῆμα τοῦ λίθου τοῦ ἁγίου μνήματος, ὃν ὁ ἄγγελος ἀποκυλίσας ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνήματος, ἀνεβόα τὴν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου ταῖς μυροφόροις. Ἔστι δὲ καὶ κατὰ τὸν Προφήτην τὸν λέγοντα. «Επ ὄρους πεδινοῦ ἄρατε σημεῖον. ἀνάβηθι ὁ εὐαγγελιζόμενος, καὶ ὕψωσον φωνήν.» ὄρος γὰρ ἐστιν εἱς τόπον πεδινὸν καὶ ὁμαλὸν κείμενον...» 657. Ο παραλληλισμός του άμβωνα με «όρος» που βρίσκεται σε τόπο πεδινό και ομαλό υποδηλώνει την υπερύψωση του σε σχέση με τα υπόλοιπα μέρη του ναού. Αυτή η υπερύψωση που εξυπηρετούσε την προσπάθεια μετάδοσης του Ευαγγελίου στο εκκλησίασμα, 653 Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περὶ βασιλείου τάξεως I.I Για τη θέση απ όπου εκφωνούνταν η ευχή βλ. Jacob, La priere de l ambon, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ τοῦ Ἁγίου Ναοῦ, Σε άλλο σημείο ο Συμεών διευκρινίζει ότι από τον άμβωνα «διάκονοί τε καὶ ἱερεῖς, τὸ θεῖον κηρύττουσιν Εὐαγγέλιον, διάκονοι μὲν τῇ ἱερουργίᾳ, ἱερεῖς δὲ τῷ ὄρθρῳ τὰ ἐωθινὰ λέγοντες..» (Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Ἐρμηνεία, 708.) 657 Γερμανός, Ἱστορία Ἐκκλησιαστική, 392.
206 206 εξασφαλιζόταν από το μεγάλο αριθμό βαθμίδων, οι οποίες κατέληγαν σε ένα υψηλό εξώστη, απ όπου γινόταν η ανάγνωση του Ευαγγελίου. Όπως προκύπτει και πάλι μέσα από τις γραπτές πηγές, στις περιπτώσεις τέλεσης αρχιερατικής λειτουργίας, το Ευαγγέλιο διάβαζε από τον άμβωνα ένας διάκονος ή ενίοτε ο ιερέας 658, ενώ ο αρχιερέας παρακολουθούσε την ανάγνωσή του από το Βήμα. Τη διάταξη αυτή αποτυπώνει με σαφήνεια ο μεταγενέστερος κώδικας 754 της Εθνικής Βιβλιοθήκης: «Τοῦ εὐαγγελίου πληρωθέντος...κατέρχεται τοῦ συνθρόνου, ὁ δὲ ἀναγνοὺς τὸ εὐαγγέλιον διάκονος κατερχόμενος τοῦ ἄμβωνος πρόσεισι τῷ ἀρχιερεῖ ἄρτι κατελθόντι τοῦ συνθρόνου καὶ ἐγγίζοντι τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ. Καὶ δίδωσιν αὐτῷ ἀσπάσθαι τὸ εὐαγγέλιον» 659. Στα βυζαντινά κείμενα που διασώζουν λειτουργικές διατάξεις γίνεται φανερό ότι σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας, ο πατριάρχης τουλάχιστον μέχρι τον 10 ο αιώνα, βρισκόταν μέσα στο Βήμα, και είτε καθόταν στο θρόνο του, είτε στεκόταν μπροστά στην Αγία Τράπεζα ή στην Ωραία Πύλη. Οι περιπτώσεις που καταγράφεται έξοδος του από το Ιερό και άνοδός του στον άμβωνα είναι ελάχιστες, με πιο χαρακτηριστική την άνοδό του κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως 660. Στη διάρκεια της λειτουργίας που 658 Στα λειτουργικά συγγράμματα του Συμεών καταγράφεται ότι από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας γινόταν η ανάγνωση από τον ιερέα του εωθινού Ευαγγελίου ( τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον παρὰ τοῦ ἱερέως ἀναγιγνώσκεται ἐν τῷ ἄμβωνι..» βλ. Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 147, Δ11), τα ευαγγέλια των παννυχίδων της Α εβδομάδας των Νηστειών («Καὶ τὸ Εὐαγγέλιον ἀναγινώσκει ὁ πρῶτος τῶν ἱερέων ἐν τῷ ἄμβωνι» βλ. Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 150, Δλ6). Επίσης, από εκεί εκφωνούσαν οι αναγνώστες το «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ» κατά τον όρθρο, το προκείμενο του Εσπερινού του Σαββάτου, η Γένεσις και η Παροιμία κατά την Προηγιασμένη, η προφητεία της τριθέκτης κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή. Τέλος, από τον άμβωνα οι ψάλτες έψαλλαν διάφορα κοντάκια και ύμνους, και από εκεί γινόταν η φήμη των βασιλέων, του πατριάρχη και του αρχιερέως κατά την παραμονή των Χριστουγέννων και μετά τον αγιασμό της παραμονής των Θεοφανείων. (Πλήρη καταγραφή των τελουμένων στον άμβωνα βλ. Φουντούλης, Μαρτυρίαι, Τρεμπέλας, Αι τρεις λειτουργίαι, Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πατριάρχης ανέβαινε στον άμβωνα της Μεγάλης Εκκλησίας και στη διάρκεια κοσμικών τελετών, όπως η στέψη του βυζαντινού αυτοκράτορα (Σχετικά με την τελετή βλ. Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή, ). Σύμφωνα με τον Ψευδοκωδινό, στη θεία λειτουργία που τελούνταν με αφορμή την τελετή της αναγόρευσης του νέου αυτοκράτορα, πριν τον τρισάγιο ύμνο «ἐξερχόμενος ὁ πατριάρχης τοῦ βήματος, ἀναβαίνει ἐπί τὸν ἄμβωνα καὶ μετ αὐτοῦ οἱ ἐντιμότεροι τῶν ἀρχόντων τῆς ἐκκλησίας. Προσκαλεῖται τοὺς βασιλεῖς, οἵτινες καὶ ἔρχονται ἐπὶ τὸν ἄμβωνα, ὅπου ὁ πατριάρχης ἐστίν...», και στη συνέχεια χρίει με μύρο τον αυτοκράτορα «ἐπιλέγων μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸ «ἅγιος». Οἱ δὲ ὄντες ἐν τῷ ἄμβωνι πάντες περὶ τὸν
207 207 τελούνταν σύμφωνα με το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας κατά τις μέρες αυτές, ο πατριάρχης σε ιδιαίτερα θριαμβευτικό κλίμα έπαιρνε στα χέρια του τον Τίμιο Σταυρό και τον ύψωνε τρεις φορές. Μετά την τρίτη ύψωση, κατέβαινε από τον άμβωνα και εισερχόταν στο Βήμα, ενώ συγχρόνως άρχιζε η προσκύνηση του λαού 661. Στο πλαίσιο εορτασμού και πανηγυρικής απόδοσης των σημαντικότερων εορτών του έτους σε όλο το χριστιανικό κόσμο της εποχής, θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι το παραπάνω τυπικό εφαρμοζόταν και στους καθεδρικούς ναούς των βυζαντινών πόλεωνεπισκοπών. Ιδιαίτερα η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και η Σταυροπροσκύνηση που αποτελούν δύο από τις πιο σημαντικές εορτές στη διάρκεια του έτους θα τελούνταν με ανάλογη κατά το μέτρο του δυνατού πάντα, μεγαλοπρέπεια. Δεν θα ήταν καθόλου απίθανο τις μέρες αυτές, κάθε επίσκοπος τελώντας την επίσημη λειτουργία στον καθεδρικό ναό της επισκοπής του, να ανέβαινε στον άμβωνα προκειμένου να τελέσει τα δρώμενα που σχετίζονταν με την Ύψωση του Σταυρού. Στη διάρκεια τέλεσης της ίδιας εορτής στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης ο «ἀρχιερεύς λαβὼν τὸν τὶμιον σταυρὸν μετὰ βασιλικῶν κλάδων καὶ τοῦ τρικηρίου, ἔρχεται εἰς τὸ ἀνατολικὸν μέρος τοῦ ἄμβωνος, ἐνδεδυμένου ὄντος κύκλῳ μετὰ πέπλων καὶ βηλοθύρων, καὶ ὑψοῖ αὐτὸν κατ ὀλίγον ἀναφέρων τὰς χεῖρας αὐτοῦ, καθὼς ἀπαιτεῖ ἡ συνήθεια.». Στη συνέχεια ο αρχιερέας στρέφεται ανατολικά, νότια και βόρεια «σφραγίζων τρὶς», και κάθεται ἐν τῷ σελλίῳ αὐτοῦ. Τὸν δὲ σταυρὸν καταφέρουσι καὶ προτιθέασιν ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν καὶ ἀσπάζονται αὐτὸν οἱ ἀναγνώσται.» 662. Σε όλη τη διάρκεια της τελετής, ο άμβωνας παρέμενε πατριάρχην διαδεχόμενοι τὴν φωνὴν λέγουσι καὶ αὐτοὶ ἐκ τρίτου τὸ «ἅγιος», ὁμοίως δὲ καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ λαοῦ πλῆθος ἐκ τρίτου λέγει τὸν αὐτὸν λόγον»(ψευδο Κωδινός ). 661 Το σχετικό χωρίο αναφέρει τα εξής: «ψαλλομένων τῶν τροπαρίων ἀνέρχεται ὁ πατριάρχης ἐν τῷ ἄμβωνι, βασταζομένων ἔμπροσθεν αὐτοῦ τῶν τιμίων ξύλων σὺν τῇ θήκῃ, καὶ μετὰ τὸ ἀνερθεῖν αὐτὰ, ὁ ἀρχιδιάκονος ἀφαιρεῖ ἐξ αὐτοῦ τὸ ὠμοφόριον, καὶ εἰς γόνυ κλιθεὶς ὁ πατριάρχης καὶ προσερεισθεὶς τῇ γῇ, βάλλει μετάνοιαν καὶ εὔχεται ἐν τῷ ἄμβωνι. Καὶ οὕτως ἐγειρόμενος, λαμβάνει τὸν Σταυρὸν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ καὶ τοῦτον ὑψοῖ, συνόντος αὐτῷ τοῦ συγκέλλου ὄπισθεν καὶ τοῦ λαοῦ κραζόντων τὸ Κύριε, ἐλέησον. Καὶ εἶθ οὕτως ποιεῖ τὴν α και β ὕψωσιν. Καὶ μετὰ τὴν τρίτην ὕψωσιν κατέρχεται ὁ πατριάρχης ἐν τῷ βήματι καὶ γίνεται προσκύνησις τῶν τιμίων ξύλων...» (Mateos, Le Typicon I, 30). 662 Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 144, Δ5).
208 208 στολισμένος με πέπλα και κουρτίνες που κρέμονταν από τον εξώστη του, επιδεικνύοντας τη λαμπρότητα της κατασκευής. Στις λειτουργίες που εξυπηρετούσε ο άμβωνας θα πρέπει τέλος, να πρoστεθεί και η χρήση του ως βήμα, από το οποίο εκφωνούνταν οι επίσημοι λόγοι στη διάρκεια κοσμικών τελετών και το κήρυγμα που συνήθως ακολουθούσε μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου 663. Όπως φαίνεται από τις γραπτές πηγές, αν και η περίοδος των μεγάλων κηρυγμάτων που εκφωνούνταν από άμβωνος ήταν η παλαιοχριστιανική 664, το κήρυγμα εξακολουθούσε να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της θείας λειτουργίας και στους επόμενους αιώνες. Είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό το γεγονός ότι ο 19 ος κανόνας της εν Τρούλλω συνόδου επέβαλε στους επισκόπους να κηρύττουν καθημερινά, και ιδίως τις Κυριακές 665. Όλες οι παραπάνω λειτουργίες και οι συμβολισμοί που εμπεριείχε ο βυζαντινός άμβωνας, καθιερώθηκαν στη μεγάλη εκκλησία της πρωτεύουσας και εξαπλώθηκαν και στην υπόλοιπη αυτοκρατορία. Οι καθεδρικοί ναοί, εκπροσωπώντας τα κατά τόπους κέντρα λατρείας, επαναλάμβαναν το κωνσταντινουπολίτικο τυπικό, για την τέλεση του οποίου ήταν απαραίτητος ο εξοπλισμός τους με συγκεκριμένες λειτουργικές κατασκευές όπως το σύνθρονο και βέβαια ο άμβωνας. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο άμβωνας της Αγίας Σοφίας 666 ήταν μοναδικό έργο τέχνης που δεν βρήκε μιμητές. Η λαμπρότητα που του προσέδιδε η χρήση πολύτιμων λίθων και η επένδυσή του με ασήμι, ήταν εφάμιλλη ενός μοναδικού αυτοκρατορικού μνημείου που έμελλε για αιώνες να αποτελεί την έδρα και το σύμβολο ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Από την άλλη, στους υπόλοιπους καθεδρικούς ναούς σώθηκαν άμβωνες, οι οποίοι στην καλύτερη των περιπτώσεων, ήταν 663 Για το κήρυγμα του Ευαγγελίου βλ. Taft, Sermon, ODB 3, Τρεμπέλας, Αι τρεις λειτουργίαι, Χαρακτηριστικά είναι τα κηρύγματα που έκανε από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (Σωζομενός, ΗΕ ) 665 Mansi 11: 952D. 666 Την μορφή του άμβωνα της Αγίας Σοφίας γνωρίζουμε από τις περιγραφές του Παύλου Σιλεντιάριου (βλ. Παύλος Σιλεντιάριος, Ἔκφρασις, 49 58). Με βάση τις περιγραφές έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες αποκατάστασης του (βλ. ενδεικτικά, Αντωνιάδης, Έκφρασις Β, Xydis, Hagia Sophia, 11 24).
209 209 κατασκευασμένοι από μάρμαρο, όπως οι άμβωνες που σώθηκαν από τη Μακεδονία, ή ήταν ξύλινοι και δεν διατηρήθηκαν 667. Σε κάθε περίπτωση, είτε σώζονται είτε όχι, η ύπαρξη του άμβωνα στους καθεδρικούς ναούς θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη καθώς ήταν απαραίτητο τμήμα του λειτουργικού τους εξοπλισμού. Η τέλεση στους ναούς αυτής της κατηγορίας, της θείας λειτουργίας από τον επίσκοπο με τη συμμετοχή ιερέων και διακόνων σήμαινε την εφαρμογή ενός τυπικού που ήθελε τον διάκονο να διαβάσει το Ευαγγέλιο από τον άμβωνα, και τον επίσκοπο να κηρύττει από εκεί. Αυτό το τυπικό που σχετιζόταν με τη λειτουργία που τελούσε ο επίσκοπος δεν θα εφαρμοζόταν πιθανότατα στους ενοριακούς ναούς, όπου συχνά τη θεία λειτουργία σε μια μορφή πιο απλοποιημένη, τελούσε μόνος ένας ιερέας. Για τις περιπτώσεις που ο επίσκοπος τελούσε αρχιερατική λειτουργία σε έναν ενοριακό ναό, μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη ξύλινων φορητών αμβώνων, τους οποίους πιθανόν διέθεταν οι ναοί για να χρησιμοποιηθούν σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που δεν έχουν σωθεί βυζαντινοί άμβωνες από μη καθεδρικούς ναούς, ενώ όσον αφορά τα μοναστήρια, η απουσία τους από μοναστηριακούς ναούς, αυτή μπορεί να ερμηνευτεί από το γεγονός ότι στους ναούς αυτής της κατηγορίες ούτε το Ευαγγέλιο, ούτε το κήρυγμα έπρεπε, σύμφωνα με το μοναστικό τυπικό, να γίνεται από άμβωνος. ΙV. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΥ ΝΑΟΥ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΟΛΗ. 1. Η χωροθέτηση Η επιλογή του χώρου που καθοριζόταν για την ανέγερση ενός επισκοπικού ναού αποκαλύπτει σε μεγάλο βαθμό τη σημαντική θέση που κατείχε μέσα στη ζωή της βυζαντινής πόλης. Από τις ιστορικές πηγές και τους κανόνες των συνόδων, πληροφορούμαστε ότι η θέση του ήταν 667 Ένας τέτοιος άμβωνας σύμφωνα με τον Γερμανό Β Νίκαιας ( ) βρισκόταν στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Ανάμεσα στους όρους που χρησιμοποιεί ο Γερμανός όταν αναφέρεται σ αυτόν είναι «ξυλολόφιον», «ὑπερώον μεταφορητόν», ή «ἀναβάθρα»( Sodini, Les ambons, 307. Kazhdan, A note, ).
210 210 σταθερή και ιερή και ο ναός που οικοδομούνταν ως επισκοπικός διατηρούσε αυτή την ιδιότητα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ωστόσο, παρά την παραπάνω δέσμευση των ιερών κανόνων, στις πηγές σημειώνονται κατά καιρούς προσπάθειες επισκόπων για μεταφορά της έδρας τους σε άλλο σημείο της πόλης, οι οποίες όμως πολύ σπάνια είχαν θετική κατάληξη. Είναι γνωστό το παράδειγμα του επισκόπου Δέρκων στη Θράκη, ο οποίος ζήτησε την άδεια της Συνόδου, ώστε να μεταφέρει την έδρα του στην περιοχή του Φιλέα, όπου βρισκόταν η αγορά της πόλης, επειδή ήταν πιο πολυάνθρωπη και πυκνοκατοικημένη 668. Η Σύνοδος που εξέτασε το αίτημά του το απέρριψε ως αδικαιολόγητο και παράλογο 669, καθώς, βάσει των κανόνων, απαγορευόταν στον επίσκοπο μιας πόλης να μεταφέρει την επισκοπική έδρα σε άλλη εκκλησία της ίδιας πόλης 670. Από τα όσα αναφέρει ο Βαλσαμών το 12 ο αιώνα σχολιάζοντας τον ΟΑ κανόνα της εν Καρθαγένη συνόδου φαίνεται ότι το παράδειγμα του επισκόπου Δέρκων δεν ήταν το μοναδικό. Στο σχετικό απόσπασμα αναφέρει την περίπτωση ορισμένων επισκόπων, οι οποίοι εγκαταλείπουν την καθέδρα τους 671 και εγκαθίστανται σε άλλες εκκλησίες, οι οποίες συγκεντρώνουν περισσότερο κόσμο και μεγαλύτερα εισοδήματα 672 : «Τινὲς ἐπίσκοποι καταλιμπάνοντες τὰς πρωτοτύπους καθέδρας αὐτῶν, ἀπῄρχοντο καὶ προσεκάθηντο εἴς τινας ἑτέρας ἐκκλησίας παροικιῶν ἀνηκουσῶν αὐτοῖς, πολυανθρωποτέρας ἴσως οὔσας, ἢ καὶ πολυεισοδωτέρας. Ὥρισαν οὗν οἱ Πατέρες, μηδενὶ ἐπισκόπῳ ἐξεῖναι τοῦτο ποιεῖν, ἀλλὰ μηδὲ χάριν ὑποθέσεως οἰκείας ἀπολιμπάνεσθαι ἐκ τῆς λαχούσης αὐτὸν ἐπὶ πολὺ, καὶ οὕτως ἀμελεῖν τοῦ συνεχῶς διδάσκειν τὸν οἰκεῖον λαὸν» 673. Στα σχόλια που κάνει ο Αλέξιος Αριστηνός πάνω στον ίδιο κανόνα, αναφέρει: «Οὐ μόνον τὸ ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν ἐπίσκοπον μεταβαίνειν, ἐκ διαφόρων κανόνων κεκώλυται, ἀλλὰ καὶ τὸ τὴν κυρίως οὖσαν ἀρχῆθεν 668 «...διὰ τὸ πολυανθρωπότερον εἶναι, καὶ ἐκωλύθη συνοδικῶς» (βλ. Ράλλης Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙ, 148). 669 Angold, Church and Society, Ράλλης Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙ, , Εννοείται τον καθεδρικό ναό. 672 Ο Βαλσαμών χρησιμοποιεί τον όρο «πολυεισοδωτέρας ἐκκλησίας», αναφερόμενος πιθανότατα σε ναούς που είχαν περισσότερα εισοδήματα. (Για την ερμηνεία του ουσιαστικού «είσοδος» ως «έσοδα, εισοδήματα» βλ. Κριαράς, Λεξικό Ε, 337, λ. «είσοδος»). 673 Ράλλης Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙΙ, 486.
211 211 καθέδραν τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ καταλιπεῖν, καὶ πρὸς ἑτέραν ἐκκλησίαν ἐν τῇ αὐτῇ παροικίᾳ οὖσαν μεταπεσεῖν, καὶ τὴν τιμὴν ἐν αὐτῇ μεταθεῖναι, ὁ κανὼν οὗτος οὐ συγχωρεῖ» 674. Η συγκεκριμένη απαγόρευση αφορούσε αναμφισβήτητα τη μεταφορά της ιδιότητας του επισκοπικού χαρακτήρα από έναν ήδη υφιστάμενο ναό που λειτουργούσε ως επισκοπικός, σε άλλο ναό της ίδιας πόλης που υπήρχε ήδη ή που επρόκειτο να ανεγερθεί για το σκοπό αυτό 675. Όπως όμως προκύπτει από τα αρχαιολογικά δεδομένα, η απαγόρευση αυτή δεν ίσχυε για περιπτώσεις παλαιών καθεδρικών ναών που υπέστησαν καταστροφές και δεν μπορούσαν πλέον να ανταποκριθούν στις λειτουργικές ανάγκες της επισκοπής. Στις περιπτώσεις αυτές, ο συνοδικός κανόνας δεν αποτελούσε τροχοπέδη για την ίδρυση νέου καθεδρικού ναού σε άλλη θέση της πόλης. Η παραπάνω διαπίστωση προκύπτει από το γεγονός ότι σε αρκετές πόλεις η θέση του μεσοβυζαντινού επισκοπικού ναού δεν ταυτίζεται με αυτήν της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Αναμφισβήτητα στην επιλογή της νέας θέσης συνέβαλλαν καθοριστικά ποικίλοι παράγοντες, οι σημαντικότεροι από τους οποίους σχετίζονται με τις αλλαγές που σημάδεψαν την πολεοδομική εξέλιξη των πόλεων στη διάρκεια των λεγόμενων «σκοτεινών αιώνων» και προκάλεσαν τη μετατόπιση του αστικού τους πυρήνα. Αυτή η αναδιοργάνωση του πολεοδομικού ιστού επηρέασε τη θέση του επισκοπικού ναού ιδιαίτερα στις πόλεις που συρρικνώθηκαν. Στις περιπτώσεις αυτές, εάν ο παλαιοχριστιανικός καθεδρικός ναός βρισκόταν σε χώρο που στη μέση βυζαντινή περίοδο είχε εγκαταλειφθεί, ο βυζαντινός καθεδρικός ναός επανιδρυόταν σε νέα θέση, εντός της έκτασης στην οποία είχε συρρικνωθεί ο οικισμός. 674 Ράλλης Ποτλής, Σύνταγμα ΙΙΙ, Εξαίρεση θα αποτελούσε η μεταφορά της έδρας σε άλλον ναό, όταν ο επισκοπικός ναός της πόλης τελούσε υπό κατάληψη. Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε η περίοδος της Λατινοκρατίας, στη διάρκεια της οποίας, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια, εκδιώχθηκε από τη Θεσσαλονίκη ο ορθόδοξος επίσκοπος και πλέον στην Αγία Σοφία εγκαταστάθηκαν Λατίνοι επίσκοποι (Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, 556). Εάν δεχτούμε ότι παρά την απομάκρυνση του επισκόπου εξακολουθούσε ένας ναός να λειτουργεί ως μητροπολιτικός για τους ορθοδόξους, δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε την ταυτότητά του. όπως υποστήριξε ο καθηγητής Γεώργιος Βελένης, πιθανότατα ο ναός αυτός δεν θα ήταν η Αγία Σοφία, η οποία το ίδιο διάστημα λειτουργούσε ως καθεδρικός των Λατίνων (βλ. Βελένης, Ενεπίγραφη σαρκοφάγος, 56 57).
212 212 Η περίπτωση να φιλοξενείται ο ναός στην ίδια θέση κατά τη διάρκεια της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής περιόδου είναι εξαιρετικά σπάνια και στη Μακεδονία αντιπροσωπεύεται ίσως μόνο από το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης. Εάν όντως, όπως έχει υποστηριχτεί 676 η πεντάκλιτη βασιλική κάτω από την Αγία Σοφία ήταν ο μητροπολιτικός ναός της συμπρωτεύουσας κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, τότε αποκτά εξαιρετική σημασία η διαπίστωση ότι η ίδια θέση διατήρησε την ιδιότητα του εκκλησιαστικού κέντρου της πόλης για όλη τη βυζαντινή περίοδο, τουλάχιστον μέχρι το 1523/4, όταν η Αγία Σοφία μετετράπη σε τζαμί 677. Η αδιάκοπη συσχέτιση του συγκεκριμένου χώρου με το μητροπολιτικό ναό της Θεσσαλονίκης είναι εύλογη γιατί ο χώρος αυτός παρέμενε στο κέντρο του αστικού πυρήνα της πόλης σε όλες τις περιόδους της. Η μελέτη όμως της εξέλιξης των πόλεων έχει αποδείξει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι πόλεις μετασχηματίζονταν και το αστικό τους κέντρο μεταβαλλόταν στην πάροδο των αιώνων, ως αποτέλεσμα των εκάστοτε ιστορικών συνθηκών. Οι ναοί που αποτελούσαν έδρες επισκοπών κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο είχαν ήδη καταστραφεί με το τέλος της περιόδου. Υπό αυτές τις συνθήκες, η επαναδραστηριοποίηση των πόλεων από το 10 ο αιώνα και η εκκλησιαστική αναδιοργάνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατέστησε επιτακτική στις περισσότερες πόλεις έδρες επισκοπών την αναγκαιότητα ανέγερσης ενός νέου επισκοπικού ναού. Στα περισσότερα γνωστά παραδείγματα, ο νέος καθεδρικός ναός ιδρύθηκε σε άλλο σημείο της πόλης, ακολουθώντας την πολεοδομική εξέλιξη, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την περίοδο αυτή. Το παράδειγμα της Βέροιας είναι ενδεικτικό(σχ. 3). Στα χαμηλότερα τμήματα της πόλης, όπου τοποθετείται το κέντρο της αρχαίας και παλαιοχριστιανικής πόλης 678, έχουν εντοπιστεί όλες οι μέχρι σήμερα γνωστές παλαιοχριστιανικές βασιλικές 679, μεταξύ των οποίων και η 676 Μαρκή, Αγία Σοφία, 54. Μπακιρτζή, Αγίου Δημητρίου Θαύματα, 374, σημ. 53: Για τη λειτουργία της Αγίας Σοφίας ως μητροπολιτικού ναού βλ. Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, 549κ.εξ. 678 Στεφανή, Νομός Ημαθίας, Πέτκος, Καραγιάννη, Νομός Ημαθίας, Εκτός από τη βασιλική του Αγίου Παταπίου, παλαιοχριστιανικές βασιλικές έχουν εντοπιστεί σε οικόπεδο της οδού Καρατάσου 9, στα θεμέλια του ναού της Αγίας Άννας, της Παναγούδας (Υπαπαντής) (βλ. σχετικά, Καραγιάννη, Βέροια, ). Πρόσφατα
213 213 βασιλική του Αγίου Παταπίου που έχει συνδεθεί με το συγκρότημα του επισκοπείου της πόλης 680. Τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν ότι ήδη από τη μέση βυζαντινή περίοδο η πόλη αρχίζει και συρρικνώνεται στα ψηλότερα σημεία 681, όπου οικοδομείται η πλειοψηφία των νέων εκκλησιών. Αυτή η μετατόπιση του κέντρου ζωής της Βέροιας ψηλότερα, φαίνεται πως καθόρισε και τη θέση του βυζαντινού καθεδρικού ναού που ιδρύθηκε σ αυτή την περιοχή της πόλης. Στην Αχρίδα (Σχ. 57), όπως φαίνεται από τα μνημειακά σύνολα που σώζονται στο εσωτερικό της, ο πυρήνας της ρωμαϊκής και παλαιοχριστιανικής πόλης ήταν τα βορειοδυτικά υψώματα του λόφου 682, όπου τοποθετείται από πολλούς ερευνητές και ο πρώτος επισκοπικός ναός 683. Η εξέλιξη όμως της πόλης τους επόμενους αιώνες άλλαξε ελαφρώς τα δεδομένα για τη θέση στην οποία θα ανεγειρόταν ο νέος καθεδρικός ναός. Ο επισκοπικός ναός της βυζαντινής Αχρίδας οικοδομήθηκε στα πεδινά τμήματα της πόλης, κοντά στο εμπορικό λιμάνι όπου είχε μετατοπιστεί το κέντρο της ζωής της πόλης 684. Σε κάθε περίπτωση η επιλογή της θέσης για την ανέγερση του νέου καθεδρικού ναού δεν ήταν τυχαία, αλλά έπρεπε να ακολουθεί κάποιες βασικές αρχές. Η σημαντικότερη από αυτές ήταν ότι έπρεπε να βρίσκεται στην ίδια περιοχή εντοπίστηκε και ανασκάπτεται μια ακόμη βασιλική, στη θέση που υπήρχε μέχρι πρόσφατα ο νεότερος ναός του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος (η ανασκαφή βρίσκεται σε εξέλιξη). 680 Πέτκος, Κτιριακά συγκροτήματα, Τη συρρίκνωση της Βέροιας κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο προς τα ψηλότερα σημεία της πόλης μαρτυράει μια αρχαιολογικών δεδομένων. Καταρχήν, όπως προκύπτει από τα σωζόμενα τμήματα της οχύρωσης, τα μόνα σημεία των τειχών που δέχτηκαν επεμβάσεις κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο είναι σημεία εκείνα που αγκαλιάζουν τα ψηλότερα τμήματα της πόλης. Έπειτα, σε αντίθεση με τα αρχαία και παλαιοχριστιανικά νεκροταφεία της πόλης που αναπτύσσονταν περιμετρικά του οχυρωματικού περιβόλου με μεγαλύτερη συχνότητα έξω από τα βόρεια και ανατολικά τείχη, τα βυζαντινά κοιμητήρια αναπτύχθηκαν σχεδόν αποκλειστικά, έξω από τα νοτιοδυτικά τείχη της ακρόπολης.(αναλυτική παρουσίαση των δεδομένων που στοιχειοθετούν την υπόθεση αυτή βλ. Πέτκος, Καραγιάννη, Ανασκαφικές έρευνες, υπό δημοσίευση). 682 Bitrakova Grozdanova, Topography, Σύμφωνα με τους μελετητές της τοπογραφίας (Bitrakova Grozdanova, Čipan) της παλαιοχριστιανικής Λυχνιδούς, επισκοπικός ναός της πόλης από τον 5 ο αιώνα ήταν το τετράκογχο που ανασκάφηκε στην περιοχή Plaosnik (Ιμαρέτ).(βλ. σχετ. Čipan, St. Sophia, 27, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Krautheimer, Αρχιτεκτονική, ). 684 Čipan, St. Sophia, 43.
214 214 εντός των τειχών, ώστε να προστατεύεται σε περιόδους πολιορκίας της πόλης. Στις περιπτώσεις που η πόλη διέθετε περισσότερα του ενός επίπεδα άμυνας, ο επισκοπικός ναός οικοδομούνταν στην κάτω πόλη, όπου αναπτύσσονταν ο αστικός βίος με τις καθημερινές, οικονομικές, εμπορικές, κοινωνικές και θρησκευτικές δραστηριότητες των πολιτών, και όχι στο χώρο της ακρόπολης, καθώς αυτός προοριζόταν αποκλειστικά για στρατιωτικού χαρακτήρα λειτουργίες και εγκαταστάσεις. Η αρχαιολογική μαρτυρία είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική και δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ακρίβεια της παραπάνω διαπίστωσης. Τα σωζόμενα μνημεία σε συνδυασμό με τις αρχαιότητες, τις οποίες έχουν φέρει στο φως οι ανασκαφικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στις πόλεις της βυζαντινής Μακεδονίας, επιβεβαιώνουν την παραπάνω διαπίστωση. Στην Αχρίδα, ο χώρος που επιλέχθηκε να στεγάσει το ναό και τα κτίρια της αρχιεπισκοπής βρίσκεται στο κάτω τμήμα της πόλης κοντά στη λίμνη(εικ. 32). Η θέση αυτή, ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο προστατευόταν από τείχη, τα οποία ξεκινούσαν από το πάνω τμήμα της πόλης και κατέληγαν στο λιμάνι, περικλείοντας μια σημαντική έκταση και ελέγχοντας ταυτόχρονα την πρόσβαση στο εσωτερικό της πόλης όσων έρχονταν από την ανατολική πύλη (Dolna Porta) 685. Στη Βέροια, ο ναός της Παλαιάς Μητρόπολης οικοδομήθηκε εντός του περιβόλου, αλλά έξω από το χώρο όπου τοποθετείται η βυζαντινή ακρόπολη 686, και συγκεκριμένα στο ΝΔ τμήμα της πόλης, η οποία περιβαλλόταν από τείχη τουλάχιστον στις τρεις πλευρές της (ανατολική, βόρεια και νότια). Η παρουσία τείχους στη δυτική πλευρά, την οποία οριοθετούσε ο Τριπόταμος ποταμός, δεν έχει διαπιστωθεί ανασκαφικά 687. Ωστόσο, η ύπαρξή του θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη, καθώς πιθανή απουσία του θα καθιστούσε την πόλη πολύ ευάλωτη σ αυτή την πλευρά, και θα έθετε σε άμεσο κίνδυνο την ασφάλεια των κατοίκων σε περιόδους 685 Čipan, St. Sophia, 24, Η νότια ακρόπολη της Βέροιας βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της πόλης, στη θέση όπου σωζόταν μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα βυζαντινός πύργος (Πέτκος, Τείχη Βέροιας, 269) 687 Για τα τείχη της Βέροιας βλ. Πέτκος, Τείχη Βέροιας, 264. Παπαζώτος, Βέροια, 69.
215 215 πολιορκίας 688. Στην ύπαρξη τείχους άλλωστε συνηγορεί και σημείωμα του 9 ου αιώνα, το οποίο παραδίδει την πληροφορία ότι η περίμετρος των τειχών ανερχόταν σε 3517μ., μήκος που μπορεί να γίνει δεκτό μόνο στην περίπτωση που θα υπήρχε περίβολος σε όλες τις πλευρές της πόλης 689. Στις Σέρρες, ο ναός των Αγίων Θεοδώρων καταλαμβάνει κεντρικό τμήμα της κάτω πόλης(σχ ). Μάλιστα, εάν η πορεία του διάμεσου τείχους που προτείνει ο Ξυγγόπουλος 690 είναι πραγματική και η πόλη διαιρούνταν σε τρία επίπεδα (κάτω πόλη, πάνω πόλη και ακρόπολη με φρούριο), τότε έχει ενδιαφέρον να επισημάνει κανείς ότι ο καθεδρικός ναός βρισκόταν στο κατώτερο τμήμα της οχυρωμένης πόλης. Στην αντίθετη περίπτωση που δεν υπήρχε διάμεσο τείχος υπόθεση που φαίνεται αρκετά πιθανή καθώς η παρουσία δεύτερης οχυρωματικής ζώνης δεν έχει διαπιστωθεί ανασκαφικά 691, ο καθεδρικός ναός εξακολουθούσε να παραμένει προστατευμένος από τα εξωτερικά τείχη της κάτω πόλης και από το τείχος της ακρόπολης. Η θέση του στο μέσον περίπου της κάτω πόλης επισημαίνεται άλλωστε και από τον Πεδιάσιμο, ο οποίος τον 14 ο αιώνα στην περιγραφή του ναού των Αγίων Θεοδώρων, τονίζει: «αὐλή τις ἔστι μέσον εἰληφυῖα χῶρον τῆς πόλεως..» 692. Το δεύτερο παράδειγμα πόλης που διασώζει μέχρι σήμερα τμήματα από το διάμεσο τείχος είναι το βυζαντινό κάστρο των Σερβίων, το οποίο διαιρούνταν σε τρία επίπεδα με τη βοήθεια αντίστοιχων οχυρωματικών ζωνών(σχ. 40). Σ αυτή την περίπτωση, η βασιλική, η οποία λειτούργησε ως ο επισκοπικός ναός του οχυρωμένου οικισμού δεν είχε οικοδομηθεί στο 688 Η αναγκαιότητα να προστατευτούν όλες οι πλευρές της πόλης με τείχη ήταν εύλογη και αναμενόμενη, καθώς σε διαφορετική περίπτωση, η κατάληψή της θα ήταν εύκολη υπόθεση για τους εχθρούς που πλησίαζαν από το ποτάμι. Άλλωστε, το παράδειγμα της Βέροιας δεν ήταν μοναδικό. Στις περισσότερες περιπτώσεις παραθαλάσσιων οχυρωμένων οικισμών, διαπιστώνει κανείς ότι ο περίβολος συνέχιζε κανονικά σ αυτή την πλευρά.(βλ. παραδείγματα Θεσσαλονίκης, Χρυσούπολης, Ανακτορούπολης, Νεάπολης). 689 Βλ. Παπαζώτος, Βέροια, 69, σημ.273, όπου και η σχετική με το θέμα βιβλιογραφία. 690 Ο Ξυγγόπουλος στη σχετική με τις Σέρρες μονογραφία του, υποστηρίζει την παρουσία εγκάρσιου τείχους στηριζόμενος στο τοπογραφικό του Ισχάνωφ όπου σημειώνονται λείψανά του που είχε δει κατά την επίσκεψή του στην πόλη (βλ. Ξυγγόπουλος, Σέρρες, 4, εικ. 1). 691 Δαδάκη, Οχύρωση Σερρών, Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιασίμου, 260.
216 216 κέντρο της κάτω πόλης, αλλά σχεδόν στη βορειοδυτική γωνία της, πολύ κοντά στα τείχη 693, και δίπλα στον κεντρικό δρόμο. Ενώ λοιπόν στις μεγάλες οχυρωμένες πόλεις ο επισκοπικός ναός δεν οικοδομούνταν στο χώρο της ακρόπολης αλλά στα πεδινότερα τμήματα της κάτω πόλης, στις μικρές πόλεις κάστρα, όπου συχνά τη μόνη προστασία εξασφάλιζε ο περίβολος στην κορυφή του λόφου, ο επισκοπικός ναός οικοδομούνταν εντός τειχών στο ψηλότερο τμήμα του οικισμού. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί η μελέτη μεγάλων πόλεων που συρρικνώθηκαν στους βυζαντινούς χρόνους αλλά και των μικρών πόλεων κάστρων που ιδρύθηκαν μετά τους σκοτεινούς αιώνες. Η πρώτη περίπτωση επιβεβαιώνεται με τα παραδείγματα του βυζαντινού Κίτρους που συνέχισε τη ζωή της αρχαίας Πύδνας 694 (Σχ. 19) και των βυζαντινών Βοδενών που διαδέχτηκαν την αρχαία Έδεσσα 695. Όπως προκύπτει από τα αρχαιολογικά δεδομένα, οι δύο πόλεις στη βυζαντινή περίοδο δεν διατήρησαν την αρχική έκτασή τους, αλλά συρρικνώθηκαν στο ψηλότερο σημείο του οικισμού. Παρά το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν ενδείξεις για την ανάπτυξη του οικισμού στις ανοχύρωτες εκτάσεις που αναπτύσσονταν έξω και κάτω από τα τείχη της ακρόπολης 696, ο χώρος που επιλέχτηκε για την ανέγερση του επισκοπικού ναού βρισκόταν στο εσωτερικό του βυζαντινού κάστρου, ώστε να είναι προφυλαγμένος σε περιόδους εχθρικών επιδρομών. 693 Πελεκανίδης, Σέρβια, Υπενθυμίζουμε ότι το βυζαντινό κάστρο του Κίτρους αναπτύχθηκε στη θέση της ακρόπολης της αρχαίας Πύδνας μετά τη συρρίκνωση της πόλης (βλ. σχετικά, Μαρκή, Παρατηρήσεις, 46 κ.εξ. Η ίδια, Βυζαντινή Πύδνα, 58κ.εξ.) Ειδικότερα για τον επισκοπικό ναό βλ Μαρκή, Ναός Πύδνας, 60. Η ίδια, Ανασκαφές Πύδνας, 195κ.εξ. Η ίδια, Κάστρο Πύδνας, 177κ.εξ. 695 Το βυζαντινό κάστρο των Βοδενών, συνεχίζοντας τη ζωή της αρχαίας Έδεσσας, μετά την περίοδο των «σκοτεινών αιώνων» περιορίστηκε στην κορυφή του εδεσσαϊκού βράχου, όπου βρισκόταν η ακρόπολη της αρχαίας πόλης. (βλ. σχετικά, Παϊσίδου, Πέλλα, Χρυσοστόμου Α., Τείχος Έδεσσας, 169. Σταυρίδου Ζαφράκα, Βοδηνά, 165 κ.εξ.). Στο χώρο αυτό ιδρύθηκε η Παλαιά Μητρόπολη, η οποία θεωρείται παλαιολόγειο κτίσμα (βλ. σχετικά, ΑΔ 28 (1973), Β2, ) 696 Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα μπορούμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι πιθανότατα οι κάτοικοι με τις οικίες και τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους ζούσαν στην εκτός τειχών περιοχή, και σε περιόδους πολιορκίας εισέρχονταν στην τειχισμένη έκταση. (βλ. σχετικά, Καραγιάννη, Οικισμοί, 69 70).
217 217 Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στις περιπτώσεις των μικρών πόλεων κάστρων που ιδρύθηκαν ή επανιδρύθηκαν στη μέση βυζαντινή περίοδο, και αποτέλεσαν επισκοπικές έδρες. Τα παραδείγματα των Μογλενών (Σχ. 54) 697 και της Ρεντίνας(Σχ. 32) 698 είναι χαρακτηριστικά, καθώς οι επισκοπικοί τους ναοί ανασκάφηκαν εντός της οχυρωμένης έκτασης του οικισμού, και όχι στις εκτός τειχών περιοχές, παρόλο που ήταν κατοικημένες. Σε προστατευμένο από τείχη οικισμό ανήκε και ο καθεδρικός ναός του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα(Σχ. 23). Παρόλο που σήμερα δεν υπάρχουν ορατά τμήματα των τειχών 699, η ύπαρξή τους θεωρείται μάλλον σίγουρη καθώς επισημαίνεται από περιηγητές των αρχών του 20 ού αιώνα, οι οποίοι μάλιστα στη σχετική δημοσίευση παραθέτουν και φωτογραφία των λειψάνων που είδαν 700. Με βάση την εικόνα του πολίσματος έτσι όπως σκιαγραφείται από τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις μαρτυρίες των πηγών, είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε ότι ο επισκοπικός ναός του Αγίου Αχιλλείου οικοδομήθηκε στο κάτω τμήμα της πόλης δίπλα στη λίμνη, και όχι στην ακρόπολη που αναπτύσσεται στα υψώματα του νησιού, στη θέση Κάλε 701. Η δεύτερη σημαντική παράμετρος που σχετίζεται με τη χωροθέτηση των επισκοπικών ναών είναι ο τρόπος ένταξής τους στον πολεοδομικό ιστό των πόλεων, είτε αυτές ήταν μεγάλα αστικά κέντρα, είτε μικρά κάστρα. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι στις μεγάλες πόλεις που επέζησαν από την αρχαιότητα, όπου τα αρχαιολογικά δεδομένα επιτρέπουν τη διεξαγωγή συμπερασμάτων για τον περιβάλλοντα χώρο, διαπιστώνεται η ανέγερση του καθεδρικού ναού πολύ κοντά σε κάποια μεγάλη οδική αρτηρία. Στη Θεσσαλονίκη, ο ναός της Αγίας Σοφίας, οικοδομήθηκε δίπλα σε έναν από τους cardo του παλαιού ρωμαϊκού ιστού, που ταυτίζεται με τη 697 Ευγενίδου, Κάστρο Χρυσής, Μουτσόπουλος, Ρεντίνα. Το βυζαντινό κάστρο, 109κ.εξ. 699 Στον οχυρωματικό περίβολο που περιέκλειε τη νησίδα, ανήκε πιθανότατα ο βυζαντινός πύργος που βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού, σε θέση απροσπέλαστη στον σημερινό επισκέπτη (βλ. Παϊσίδου, Άγιος Αχίλλειος, 537,σχ.7). 700 Πρόκειται για τους Cvijić και Ivanov. Βλ. σχετικά, Παϊσίδου, Άγιος Αχίλλειος, 536, σημ Για την ακρόπολη του οικισμού βλ. Μουτσόπουλος, Ανασκαφές κάστρων,
218 218 σημερινή οδό της Αγίας Σοφίας(Σχ. 9). Η οδός αυτή, στην προέκτασή της προς τα βόρεια, συναντούσε τη Via Regia 702 τη μετέπειτα Λεωφόρο των Βυζαντινών 703, συνέχιζε ψηλότερα περνώντας μπροστά από την Αχειροποίητο και έφτανε περίπου μέχρι το ύψος της οδού Αθηνάς 704. Στη Βέροια 705 (Σχ. 4) και τις Σέρρες 706 (Σχ. 44), οι αντίστοιχοι ναοί οικοδομήθηκαν πολύ κοντά στην κεντρική λεωφόρο που διέσχιζε το εσωτερικό των δύο πόλεων και καθιστούσε εύκολη την πρόσβαση των πολιτών από και προς τον κεντρικό ναό. Μάλιστα στις Σέρρες, σε δοκιμαστικές τομές που πραγματοποιήθηκαν σε επαφή με το νότιο τοίχο του ναού και αμέσως δυτικά της νότιας εισόδου που οδηγεί στον κυρίως ναό, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια ενός προστώου 707, το οποίο πιθανότατα θα οδηγούσε τους πιστούς που κατευθύνονταν στο ναό από «βασιλική» οδό. 702 Υπενθυμίζουμε ότι η βασική αυτή ρωμαϊκή οδός στην παλαιοχριστιανική περίοδο στο ανατολικό της τμήμα μετατέθηκε λίγο βορειότερα αλλάζοντας ελαφρώς κατεύθυνση ώστε να περάσει κάτω από το μεγάλο τόξο της αψίδας του Γαλερίου. Ανάλογη κλίση δημιουργήθηκε και στο δυτικό τμήμα, ως τη συνάντησή της με τον παλιό άξονα του δρόμου (Βελένης, Τείχη Θεσσαλονίκης, ). 703 Μπακιρτζής, Περί συγκροτήματος, Μέντζος, Συμβολή, 208. Vickers, Towards Reconstruction, 248, fig Οι ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων ετών έχουν φέρει στο φως τμήματα της κεντρικής μνημειακής οδού που διέσχιζε την πόλη σε μήκος που υπολογίζεται να προσεγγίζει τα 515μ. και ταυτίζεται με τη σημερινή οδό Μητροπόλεως (βλ. σχετικά Στεφανή, Οδικό σύστημα, 37 38). Η κατασκευή της οδού ανάγεται στη ρωμαϊκή περίοδο. Ωστόσο, ο ίδιος άξονας του δρόμου βρίσκεται σε αδιάκοπη χρήση μέχρι τις μέρες μας. (Παπαζώτος, Βέροια, 75). Ο ναός της Παλαιάς Μητρόπολης βρίσκεται σε μικρή απόσταση βορειοδυτικά του ρωμαϊκού δρόμου. Αξίζει ωστόσο να επισημάνουμε ότι σε μικρή απόσταση βορειοδυτικά του μητροπολιτικού ναού διερχόταν ένας εξίσου μεγάλος δρόμος, η λεγόμενη «περιφερειακή οδός», που συνέδεε τη βόρεια είσοδο της πόλης όπου κατέληγε ο άξονας της Βενιζέλου, με τη δυτική είσοδο, όπου κατέληγε ο άξονας της Μητροπόλεως. Μέσω του δρόμου αυτού, μπορούσε κάποιος που κατευθυνόταν από την κεντρική προς τη δυτική Μακεδονία και αντίστροφα, να περάσει από την πόλη, χωρίς να διέλθει από το κέντρο της.(βλ. Στεφανή, Οδικό σύστημα, 42.) Από τον εντοπισμό των παραπάνω δρόμων γίνεται φανερή η ανέγερση του καθεδρικού ναού της πόλης ανάμεσα σε δύο πολύ βασικές οδικές αρτηρίες, με τις οποίες αναμφίβολα θα επικοινωνούσε μέσω μικρότερων δρόμων, οι οποίοι όμως δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί ανασκαφικά. 706 Σύμφωνα με τις πηγές, δίπλα από τη Μητρόπολη, περνούσε η λεγόμενη «βασιλική οδός», η οποία άρχιζε από την ανατολική πύλη και κατάληγε στη δυτική πύλη του φόρου (Καφτατζής, Ιστορία Σερρών, 111, σημ.461. Νικολάου, Σκαπανείς, 34). Ο όρος «βασιλική» για το δρόμο που διέσχιζε κατά μήκος την πόλη, απαντά για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1287 της Μονής Κουτλουμουσίου, όπου αναφέρεται «..τὸ περιβόλι]ον τὸ ὑποκείμενον τῇ βασιλικῇ ὁδῷ τῇ πρὸς ἀνατολὰς ἐκ τοῡ χειμάρου τῆς Κλομποτίτζης» (Lemerle, Actes de Kutlumus, 43. ) 707 Στ. Δαδάκη, ΑΔ 46 (1991), Β2, 346.
219 219 Στην Αχρίδα (Σχ.57), δυτικά του καθεδρικού ναού της αρχιεπισκοπής περνούσε ο βασικός cardo 708 που διέσχιζε την πόλη ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο με κατεύθυνση Β Ν. Ο δρόμος αυτός ήταν η σημαντικότερη οδός για όσους κατευθύνονταν από την ακρόπολη και γενικά τα υψώματα της πόλης, στη λίμνη. Στη βυζαντινή οχυρωμένη πόλη των Σερβίων (Σχ.40), δεν είναι καθόλου απίθανο να υποθέσουμε ότι ο δρόμος που οδηγεί σήμερα από τον εξωτερικό περίβολο του κάστρου στο χώρο της ακρόπολης και διέρχεται μπροστά από την επισκοπική βασιλική, ακολουθεί την αρχική βυζαντινή χάραξη της κύριας οδού του κάστρου. Άλλωστε η γεωμορφία του εδάφους με τις απότομες κλίσεις δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την ύπαρξη ενός άλλου δρόμου που θα διέσχιζε ολόκληρο το λόφο και θα κατέληγε στην ακρόπολη. Στην επιβεβαίωση της παραπάνω υπόθεσης συνηγορεί και το γεγονός ότι λόγω του απότομου πρανούς, ο ζητούμενος δρόμος δεν θα μπορούσε να περνάει δυτικά ή βόρεια της βασιλικής. Από την άλλη, με τη διέλευση δρόμου νότια του επισκοπικού ναού μπορεί να συνδεθεί και η μετατροπή σε β φάση του νότιου κλίτους σε ανοιχτή στοά, η οποία θα ήταν ορατή σε όποιον ανέβαινε προς την άνω πόλη ή την ακρόπολη. Μέχρι όμως τη διεξαγωγή ανασκαφικής έρευνας, η οποία θα εστιάσει στην αναζήτηση του βυζαντινού δρόμου, η άποψη αυτή παραμένει υπόθεση εργασίας. Για τους υπόλοιπους επισκοπικούς ναούς που σώζονται στα κάστρα της Ρεντίνας, των Μογλενών, και της Πύδνας, δεν είναι εύκολο να ανιχνεύσει κανείς τη θέση τους σε σχέση με τις βασικές οδούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις, καθώς τα κάστρα που τους φιλοξενούσαν είχαν ιδρυθεί σε ορεινά μέρη, η γεωμορφία του εδάφους δεν επέτρεπε τη χάραξη μνημειακών δρόμων, οι οποίοι λόγω επιμελημένης κατασκευήςείναι ίσως οι μόνοι που θα μπορούσαν να έχουν σωθεί στο εσωτερικό του εκάστοτε οχυρωμένου οικισμού. Από τα πενιχρά αρχαιολογικά δεδομένα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι συνήθως επρόκειτο για απλούς χωματόδρομους και παρόλο που δεν έχουν διαπιστωθεί ανασκαφικά, η 708 Čipan, St. Sophia,
220 220 ύπαρξή τους θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη, καθώς μόνο έτσι θα εξασφαλιζόταν η πρόσβαση των κατοίκων σε αυτούς. Η ανέγερση του επισκοπικού ναού σε κεντρικό σημείο της βυζαντινής πόλης, και μάλιστα σε επαφή ή σε μικρή απόσταση από τις βασικές οδούς, σχετίζεται αναμφίβολα με την ένταξή του στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Το συγκρότημα του καθεδρικού ναού μαζί με τα προσκτίσματά του, αν και δεν οικοδομούνταν ποτέ στους πολυσύχναστους χώρους των αγορών, στους οποίους αναπτύσσονταν κάθε είδους οικονομικές, εμπορικές ή άλλες κοσμικού χαρακτήρα δραστηριότητες, καταλάμβανε όμως ένα σημαντικό τμήμα στο κέντρο της ζωής της πόλης. Στις μεγάλες πόλεις που διέθεταν από προηγούμενες χρονικές περιόδους οργανωμένο πολεοδομικό ιστό, έχει ενδιαφέρον να επισημάνει κανείς τους τρόπους με τους οποίους ο βυζαντινός επισκοπικός ναός ενσωματωνόταν στον ήδη δομημένο χώρο της πόλης. Η ανέγερση του επισκοπικού ναού με τα προσκτίσματά του απαιτούσε αρκετή διαθέσιμη επιφάνεια, η οποία δεν ήταν πάντα εύκολο να εξασφαλιστεί, γιατί συνήθως οι μεγάλες πόλεις που είχαν συνεχή κατοίκηση για πολλούς αιώνες, δεν άφηναν ακάλυπτους χώρους στο κέντρο του αστικού τους πυρήνα. Αυτό λοιπόν που παρατηρείται είναι η ανέγερση του νέου ναού στα ερείπια ενός παλαιότερου κτίσματος, το οποίο όπως προκύπτει από τα αρχαιολογικά δεδομένα ήταν συνήθως δημόσιου χαρακτήρα, και συχνά ενσωματωνόταν στα θεμέλια του νεότερου ναού. Η Θεσσαλονίκη διασώζει το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Ο βυζαντινός μητροπολιτικός ναός της πόλης οικοδομήθηκε στο δυτικό τμήμα μιας προϋπάρχουσας πεντάκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής, η οποία με τη σειρά της διαδέχτηκε μία πρωιμότερη τρίκλιτη βασιλική που είχε ιδρυθεί στο χώρο ρωμαϊκών λουτρών 709 (Σχ. 10, 17). Σε ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στους ναούς της Αγίας Σοφίας Αχρίδας και στην Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας αποκαλύφθηκε η ύπαρξη πρωιμότερων κτισμάτων κάτω από τα βυζαντινά θεμέλια. Στην Αχρίδα, κάτω από τη στάθμη του δαπέδου της μεσοβυζαντινής εκκλησίας εντοπίστηκαν τμήματα μιας προϋπάρχουσας 709 Μέντζος, Συμβολή, 201κ.εξ.
221 221 παλαιοχριστιανικής βασιλικής που ενσωματώθηκαν στα θεμέλια των εξωτερικών τοίχων του βυζαντινού ναού 710. Στη Βέροια, υπολείμματα τοιχοποιίας ενός προγενέστερου κτίσματος έχουν έρθει στο φως κατά τη διάρκεια ανασκαφικών εργασιών στο χώρο του κατεδαφισμένου νότιου κλίτους της Παλαιάς Μητρόπολης. Επίσης, στο κατώτερο τμήμα της θεμελίωσης της βυζαντινής κόγχης εντοπίστηκαν τμήματα ημικυκλικού τοίχου παλαιότερης κόγχης ελαφρώς μικρότερης χορδής σε σχέση με τον αντίστοιχο βυζαντινό 711. Τα σωζόμενα υπολείμματα σε συνδυασμό με τα αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν εντοπιστεί σε β χρήση στο μνημείο ενισχύουν την υπόθεση για θεμελίωση της Παλαιάς Μητρόπολης πάνω σε μια προγενέστερη παλαιοχριστιανική βασιλική, υπόθεση όμως που δεν έχει επιβεβαιωθεί μέχρι σήμερα ανασκαφικά 712. Κάτι ανάλογο φαίνεται πως συνέβαινε και στο ναό των Αγίων Θεοδώρων στις Σέρρες, ο οποίος είναι υποστηριχθεί ότι έχει κτιστεί στη θέση πρωιμότερης παλαιοχριστιανικής βασιλικής 713, υπόθεση όμως που δεν έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά 714. Το μόνο που έχει διαπιστωθεί είναι ότι νοτιοανατολικά του ναού, κάτω από το κατεστραμμένο δάπεδο του αγιάσματος σώζεται υπόκαυστο από υστερορωμαϊκό λουτρό 715 που προϋπήρχε στη θέση αυτή. Παράλληλα, η παρουσία στο χώρο αγωνοθετικών ρωμαϊκών επιγραφών 716 μαρτυρεί ότι ο ναός χτίστηκε πιθανότατα στην περιοχή, όπου βρισκόταν η αγορά και το γυμνάσιο της ρωμαϊκής πόλης. 2. Το άμεσο περιβάλλον του επισκοπικού ναού. Ο επισκοπικός ναός, καθώς ήταν το κέντρο της λατρευτικής ζωής μιας ολόκληρης περιφέρειας, συνοδευόταν συνήθως από ένα σύνολο προσκτισμάτων, τα οποία εξυπηρετούσαν ποικίλες λατρευτικές ή μή 710 Koço, Basiliques paleochretiennes, Bošković, Tomovski, L architecture medieval, 76 77, Aleksova, Loca Sanctorum, Δ. Ευγενίδου, ΑΔ 40 (1985), Β, 255, σχ Παπαζώτος, Βέροια, Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 166, σημ.1. Χ. Μπακιρτζής, ΑΔ 31 (1976), Β2, Οι ανασκαφικές έρευνες στο Βήμα δεν επιβεβαίωσαν την υπόθεση ύπαρξης παλαιότερης φάσης. (βλ. Α. Στρατή, ΑΔ 47 (1992), Β2 517). 715 Χ. Μπακιρτζής, ΑΔ 33 (1978), Β2, Παπαγεωργίου, Σέρραι, 23.
222 222 ανάγκες της επισκοπής. Τα προσκτίσματα αυτά συνήθως οικοδομούνταν σε άμεση γειτονία με το ναό ή και συχνά σε επαφή με αυτόν, ανάλογα με τη διαμόρφωση του χώρου περιμετρικά του μνημείου. Μπορούσαν να είναι πολλά ή λίγα ανάλογα με το μέγεθος της πόλης και του επισκοπικού ναού, και να στεγάζουν λειτουργικές ή κοσμικού χαρακτήρα δραστηριότητες. Τα αρχαιολογικά δεδομένα που έχουν προκύψει από ανασκαφικές έρευνες στον περιβάλλοντα χώρο βυζαντινών επισκοπικών ναών έχουν φέρει στο φως ενδιαφέροντα κτίσματα που εμπλουτίζουν την εικόνα των επισκοπικών συγκροτημάτων. Σε κάποιες περιπτώσεις τα κτίσματα αυτά έχουν ταυτιστεί με επισκοπεία, ενώ σε κάποιες άλλες είναι απλά δωμάτια αδιάγνωστης συχνά λειτουργίας. Τα επισκοπεία αποτελούν αναμφίβολα την πιο σημαντική κατηγορία κτισμάτων καθώς ήταν επιφορτισμένα με ποικίλες λειτουργίες, όπως η διασφάλιση χώρων διαμονής του επισκόπου και του ανώτερου κλήρου, και η διάθεση δωματίων για τη φιλοξενία επίσημων προσκεκλημένων, αιθουσών υποδοχής και γραφείων που εξυπηρετούσαν διοικητικές ανάγκες της επισκοπής. Από τα αρχαιολογικά δεδομένα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τη θέση που καταλάμβαναν σε σχέση με τον επισκοπικό ναό, ενώ από τις πηγές αντλούμε συχνά πολύτιμες μαρτυρίες για τη μορφή και τις λειτουργίες που φιλοξενούσαν. Τα σωζόμενα παραδείγματα επισκοπείων που ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο 717 είναι ελάχιστα και δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Τα δύο πιο αντιπροσωπευτικά από αυτά είναι τα επισκοπεία στους Χριστιάνους της Τριφυλλίας 718 και στη Μητρόπολη του Μυστρά 719. Πρόκειται για διώροφα κτίρια, τα οποία διέθεταν επιμέρους χώρους και βρίσκονταν σε άμεση γειτονία με το ναό. Το κτίριο του επισκοπείου των Χριστιάνων βρισκόταν ακριβώς δυτικά του νάρθηκα και οικοδομήθηκε στα τέλη του 12 ου αρχές 13 ου αιώνα, στη θέση ενός διώροφου πυργοειδούς προπύλου που βρισκόταν σε επαφή με τη δυτική 717 Γενικά για τα επισκοπεία βλ. Pallas, Episkopion, Stikas, Christianou, Βογιατζής, Μεταμόρφωση Σωτήρος Χριστιάνων, 54κ.εξ. 719 Struck, Mistra, 84, fig.33. Millet, Mistra, pl.18, 2.
223 223 πρόσοψη του ναού 720. Οι χώροι του ισογείου του προορίζονταν για το βοηθητικό προσωπικό, ενώ στον όροφο βρίσκονταν τα διαμερίσματα του επισκόπου 721. Το επισκοπείο συνδεόταν άμεσα με το νάρθηκα του ναού μέσω ενός διαδρόμου που οδηγούσε απευθείας στη δυτική είσοδο του νάρθηκα 722. Το επισκοπείο του Μυστρά βρισκόταν στη ΒΔ γωνία του περιβόλου του μητροπολιτικού ναού. Το όλο συγκρότημα περικλειόταν από περίβολο και περιλάμβανε μια εσωτερική αυλή αίθριο και μια διώροφη πτέρυγα που λειτουργούσε ως επισκοπείο. Το διατηρημένο σύνολο των κατασκευών ανήκει στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, ωστόσο περιλαμβάνει στην κατώτερη στάθμη τμήματα του προγενέστερου επισκοπείου 723. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία επιτρέπουν να διαπιστώσουμε ότι ο επίσκοπος από τα διαμερίσματά του στον όροφο, κατέβαινε στο ναό μέσω στοών, οι οποίες κατέληγαν στην κιονοστοιχία που βρισκόταν μπροστά από το νάρθηκα 724. Στις πηγές αντλούμε πληροφορίες και για άλλα επισκοπεία, όπως αυτό που βρισκόταν δίπλα στο ναό της Παναγίας στο κάστρο της Ρόδου 725. Σε παπική βούλλα του 1322 αναφέρεται ότι οι Λατίνοι αρχιεπίσκοποι θα «καταλάβουν και τον αρχιεπισκοπικό οίκο, όπου συνήθιζε να κατοικεί ο Έλλην αρχιεπίσκοπος, όντα ανώγειον και κατώγειον, μετά του εν αυτώ ευρισκομένου κλιβάνου και λουτρού» 726. Παράλληλα, η ύπαρξη ενός ακόμη επισκοπείου, αυτού της Άρτας, μαρτυρείται σε συνοδικό γράμμα του Απόκαυκου, όπου αναφέρεται ότι «ὁ τὴν Ἄρταν κατακλύζων ποταμὸς καὶ αὐτὸ τὸ ἐπισκοπικὸν ἐνδιαίτημα καὶ τὰ ἐν αὐτῷ καλλιστεῖα καὶ παρέσυρε καὶ ἠχρείωσεν, ὡς μήτε τὸν ἐπίσκοπον ἐπισκοπεῖον ἔχειν, ᾧ ἐσκηνώσοιτο, καὶ τὰ περὶ αὐτὸ μισθωτικὰ οἰκήματα, ἐν 720 Βογιατζής, Μεταμόρφωση Σωτήρος Χριστιάνων, Η προσπέλαση στον όροφο γινόταν είτε με μια εξωτερική κλίμακα που βρισκόταν στη νοτιοανατολική γωνία του κτίσματος είτε με μια δεύτερη κλίμακα στο εσωτερικό του επισκοπείου (Stikas, Christianou, 23). 722 Stikas, Christianou, Μαρίνου, Μητρόπολη Μυστρά, Pallas, Episkopion, Ορλάνδος, Ρόδος, 72, σημ Βλ. Ορλάνδος, Ρόδος, 72, σημ.1, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
224 224 οἷς καὶ ἡ πατρῴα τούτου οἰκία ἐθεωρεῖτο, συναχρειωθῆναι καὶ τοὺς τόπους ἔλος γενέσθαι» 727. Ο ίδιος μητροπολίτης, σε επιστολή που έστειλε προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης το 1225, δίνει μια συνοπτική περιγραφή του επισκοπείου της πόλης του. Σύμφωνα με το κείμενο της επιστολής, το επισκοπείο της Ναυπάκτου, βρισκόταν δίπλα στον επισκοπικό ναό, διέθετε «μαρμαρίνους ἀναβαθμοὺς» και «μαρμαρόστρωτα ὕπαιθρα», τα οποία ήταν υπερυψωμένα και έβλεπαν προς «τὴν ὑποκειμένην θάλασσαν», κατάφυτη αυλή και ωραίο περίβολο «ἐκ κιονίσκων ποικιλλομένων μαρμαρίνων». Ιδιαίτερη μνεία κάνει ο Απόκαυκος και για το λουτρό που διέθετε το επισκοπείο, για το οποίο σημειώνει: «τὸ δὲ λουτρὸν τὸ ἐμὸν οὐ μετάρσιον; οὐ τὴν ὄψιν ἕλκει τοῦ βλέποντος; οὐ γραφικοῖς ποικίλλεται χρώμασιν; οὐ φωταγωγοῖς ὑέλοις καταπεφώτισται; οὐχ ἡδονὴν τῷ λουομένῳ ἐντίθησιν; οὐ καταμάρμαρον ὅλον; οὐ δεξαμεναὶ διάλευκοι παρ αὐτῷ;» 728. Στο χώρο της Μακεδονίας, αν και δεν σώζονται αυτόνομα κτίρια που μπορούν να ταυτιστούν με επισκοπεία, έχουν έρθει στο φως αρκετά οικοδομήματα που παρέχουν μια γενική εικόνα για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου των επισκοπικών ναών. Τα κενά που αφήνουν στην έρευνα οι περιορισμένες ανασκαφικές εργασίες ή τα αποσπασματικά δεδομένα που προέρχονται από τα κατεστραμμένα σήμερα κτιριακά συγκροτήματα καλύπτονται σε κάποιες περιπτώσεις από τις πηγές, η μαρτυρία των οποίων είναι πολύτιμη για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος χώρου. Το σημαντικότερο και περισσότερο γνωστό παράδειγμα στη Μακεδονία είναι ο μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης, για τον οποίο έχουν διασωθεί αρκετές μαρτυρίες και στις ιστορικές πηγές. Παράλληλα, με αφορμή σωστικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σε οικόπεδα των δρόμων βόρεια και νότια της Αγίας Σοφίας καθώς και διερευνητικές εργασίες εκατέρωθεν των τοίχων του κεντρικού ναού, έχουν αποκαλυφθεί σημαντικά κτίρια του επισκοπικού συγκροτήματος (Σχ ). 727 Pallas, Episkopion, 370, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 728 Καραγιάννη Χαραλαμποπούλου, Ναύπακτος,
225 225 Αναλυτικότερα, στη βόρεια πλευρά του ναού, κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών ερευνών που διεξήχθησαν κατά καιρούς σε επαφή με το βόρειο τοίχο του, ήρθε στο φως μονόχωρος ναΐσκος 729. Αποκαλύφθηκε η ημικυκλική αψίδα του, στο εσωτερικό της οποίας σώθηκαν ίχνη κυκλικού συνθρόνου με επισκοπικό θρόνο στο κέντρο 730. Το παρεκκλήσι αυτό καταλάμβανε το πλάτος του βόρειου κλίτους της πεντάκλιτης βασιλικής, και εν μέρει θεμελιώθηκε πάνω σ αυτό 731. Οι ανασκαφείς αναγνωρίζουν δύο κύριες φάσεις στο παρεκκλήσι, εκ των οποίων η μία είναι λίγο οψιμότερη της Αγίας Σοφίας, ενώ η δεύτερη τοποθετείται χρονικά στις αρχές του 14 ου αιώνα, περίοδο στην οποία ανάγεται το σπάραγμα τοιχογραφίας που εντοπίστηκε στο εσωτερικό του 732. Αντίστοιχο παρεκκλήσι φαίνεται πως κατασκευάστηκε και στη νότια πλευρά, όπου βρέθηκε επιφανειακά θεμέλιο τοίχου. Το παρεκκλήσι αυτής της πλευράς θα πρέπει να είχε μικρότερο μήκος, όπως φαίνεται από τις δοκοθήκες στο νότιο τοίχο της Αγίας Σοφίας, οι οποίες δεν φτάνουν μέχρι το ανατολικό άκρο του τοίχου 733. Και οι δύο παρεκκλήσια επικοινωνούσαν με τον κεντρικό ναό μέσω πλευρικών θυρών στο νάρθηκα, αλλά και μέσω ανοιγμάτων στα πλάγια κλίτη 734. Το νότιο παρεκκλήσι δεν είναι γνωστό σε ποιον άγιο τιμόταν, αλλά το βόρειο θα μπορούσε ίσως να ταυτιστεί με ναό του Αγίου Νικολάου, που αναφέρεται από τον Συμεών Θεσσαλονίκης 735. Σύμφωνα με το κείμενο «Διάταξις τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ» της Μεγάλης Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, κατά την πρώτη μέρα της ινδίκτου, σε συγκεκριμένη ώρα της ακολουθίας, ο αρχιερέας και η ακολουθία του εξέρχονταν από το ναό της Αγίας Σοφίας, περνούσαν από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και από το μέγα τρίκλινο και στέκονταν στην πύλη του, όπου γινόταν η φήμη των βασιλέων και εκτενείς. Στο σχετικό κείμενο ο Συμεών αναφέρει «..ὁ ἀρχιερεὺς ἴσταται ἐν τῷ ποταμίῳ τῷ ὄντι ἀνὰ 729 Καλλιγάς, Αγία Σοφία, Μπροστά από το θρόνο υπήρχε και μικρό υποπόδιο (Καλλιγάς, Αγία Σοφία, 69). 731 Ο βόρειος εξωτερικός τοίχος του πάτησε στο βόρειο τοίχο της παλαιοχριστιανικής βασιλικής (Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 39 40). 732 Βλ. Καλλιγάς, Αγία Σοφία, 70 και ΑΔ 17( ), Β, Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, Πρόκειται για το πρώτο από ανατολικά άνοιγμα του βόρειου τοίχου, και το δεύτερο από δυτικά άνοιγμα του νότιου. 735 Μαρκή, Αγία Σοφία,
226 226 μέσον τῶν ὡραίων πυλῶν καὶ τοῦ ἄμβωνος, βλέπων κατ ἀνατολὰς.καὶ ταῦτα ψάλλοντες ἐξέρχονται διὰ τῶν ὡραίων πυλῶν καὶ ἐκνεύσαντες ἀρκτικῶς, ἐξέρχονται διὰ τῆς πύλης τῆς πλησίον τοῦ ἁγίου Νικολάου» 736. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση του μητροπολιτικού ναού της Αγίας Σοφίας έχει η αναζήτηση του χώρου, όπου είχε οικοδομηθεί το επισκοπείο. Οι αρχαιολογικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί βόρεια του ναού, έχουν φέρει στο φως τμήματα του μεγάλου αυτού συγκροτήματος, για το οποίο υπάρχουν σποραδικές πληροφορίες και στις πηγές. Συγκεκριμένα, είναι πιθανόν σε τμήμα στοάς του επισκοπείου να αντιστοιχούν οι πεσσοί που ανασκάφηκαν στο οικόπεδο της οδού Πρασακάκη Επίσης, στο οικόπεδο της οδού Κεραμοπούλου 3 αποκαλύφθηκε το μαρμάρινο δάπεδο της αυλής ενός δημόσιου κτιρίου, το οποίο διέθετε πλινθόκτιστους πεσσούς που διαμόρφωναν πιθανότατα μια στοά. Ίσως από αυτή τη στοά να διερχόταν η πομπή της εορτής της ινδίκτου αφού περνούσε από το ναό του Αγίου Νικολάου, προκειμένου να φτάσει το μέγα τρίκλινο 738. Σύμφωνα με τον Συμεών, «παρὰ τὸν μέγαν τρίκλινον» βρισκόταν ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, που πιθανότατα ταυτίζεται με το κτίριο της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ 1, από το οποίο έχουν εντοπιστεί ο ένας από τους δύο μακρούς τοίχους σε μήκος 19μ. και η κόγχη, βάθους 2,25μ Σε έγγραφο του 1502 γίνεται λόγος για «μονήδριον τὸ εἰς ὄνομα τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τῷ συγκημένῳ τῷ ναῷ τῆς ἐνυποστάτου λόγου Θεοῦ σοφίας, παρὰ τὸ εὐώνυμον μέρως τοῦ μάκρονος ἐπάνω τῶν λεγομένων σκαλίων..» 740. Η αναφορά σε σκαλιά οδήγησε τον Ξυγγόπουλο να αναζητήσει τον μάκρωνα 741 στη στάθμη της οδού Κεραμοπούλου, καθώς το κτίρια αυτής της πλευράς βρισκόταν σε ψηλότερο επίπεδο από 736 Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 141, Στο συγκεκριμένο οικόπεδο εντοπίστηκαν και λασπόχτιστοι τοίχοι αδιάγνωστου κτιρίου, ένα πηγάδι, και ένας λάκκος με 1 ταφή και 5 ανακομιδές υστεροβυζαντινής περιόδου (Μαρκή, Αγία Σοφία, 60). 738 Μαρκή, Αγία Σοφία, Φ. Α. Δροσογιάννη, ΑΔ 18 (1963), 240. Μαρκή, Αγία Σοφία, Ευθύμιος Διονυσιάτης, Κυριακίδης, Έγγραφα, 365, Με τον όρο «μάκρωνες» καλούνταν οι μακρές στοές εκατέρωθεν των ναών, όπου βρίσκονταν τα κελλιά των κληρικών που υπηρετούσαν στο ναό (Ευθύμιος Διονυσιάτης, Κυριακίδης, Έγγραφα, ).
227 227 εκείνα της νότιας, λόγω της διαφοράς στη στάθμη του εδάφους 742. Είχε ισόγειο και όροφο και με το βόρειο τοίχο του εφάπτονταν στο μικρό μονύδριο του Σωτήρος, όπου σύμφωνα με τον Συμεών πραγματοποιούνταν η λιτή της εορτής της 6 ης Αυγούστου 743. Το μονύδριο αυτό ταύτισε ο Ξυγγόπουλος με τα θεμέλια ναΐσκου που αποκάλυψε το 1926/1927 στο ύψος της οδού Κεραμοπούλου, απέναντι σχεδόν από τη ΒΔ γωνία του ναού 744. Ένα ακόμη παρεκκλήσι ανασκάφηκε από τον Παπαγεωργίου νότια από την Αγία Σοφία, «εἰς βάθος 3 μέτρων ὑπὸ τῷ νῦν ἐδάφει ἐν τῇ ὄπισθεν αὐλῇ τοῦ τζαμίου τῆς Ἁγ. Σοφίας ἐν 40 βημάτων ἀποστάσει ἀπὸ τοῦ ἁγίου βήματος αὐτοῦ» 745, στον υπόγειο χώρο του λουτρού δίπλα στο βαπτιστήριο της παλαιοχριστιανικής βασιλικής 746. Στη ίδια περιοχή, «εν τη κεκαυμένη οικία του Νιννή», βρισκόταν κατά τον ίδιο ερευνητή και ο ναός της Αγίας Μαρίνας 747, ο οποίος είχε υπόγειο αγίασμα 748. Ανατολικά του ναού της Αγίας Σοφίας κατά τη διάρκεια της ανασκαφής που πραγματοποιήθηκε στο χώρο της αψίδας της πεντάκλιτης βασιλικής, εντοπίστηκαν υπολείμματα βυζαντινού ναού. Πρόκειται ίσως για τον μνημονευόμενο από τον Ευστάθιο ναό των Καλυτηνών μαρτύρων Μάρκου, Αλφειού, Ζώσιμου και Αλεξάνδρου 749. Ο Ευστάθιος στο Λόγο του προς τους παραπάνω αγίους, οι οποίοι μαρτύρησαν επί Διοκλητιανού στην Πισιδία και τα λείψανά τους άγνωστο πότε βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη 750, αναφέρει «Ναός τε γὰρ αὐτοῖς 742 Ξυγγόπουλος, Μονύδριο Σωτήρος, «Τὸ ἀπολυτίκιον καὶ ἡ λιτὴ εἰς τὸν ἐπάνω τῆς βορείου πύλης τοῦ μεγάλου νάρθηκος ναὸν τοῦ Σωτῆρος» (Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 138). 744 Ξυγγόπουλος, Μονύδριο Σωτήρος, Στο παρεκκλήσι σωζόταν παράσταση κτήτορα που συνοδευόταν από την επιγραφή «Κύριε ο (Θεός μνήσθητι;) Γεοργίου του.ορέμη» (βλ. Παπαγεωργίου, Αρχαία εικών, ). 746 Πρόκειται για το γνωστό σήμερα ως αγίασμα του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου. 747 Βλ. Ασημακοπούλου Ατζακά, Προβλήματα του χώρου, 64, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 748 Η Δροσογιάννη διατυπώνει τις επιφυλάξεις της για το αν το αγίασμα μπορεί να ταυτιστεί το ναό της Αγίας Μαρίνης για το οποίο ο Παπαγεωργίου το 1912 είχε γράψει «Τῆς Ἁγίας Μαρίνης ὁ ναὸς ἔκειτο πλησίον καὶ πρὸς νότον τοῦ τζαμίου τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐν τῇ κεκαυμένῃ οἰκίᾳ τοῦ Νιννῆ, ἔχων τὸ λεγόμενον ὑπόγειον ἁγίασμα.» (Φ. Α. Δροσογιάννη, ΑΔ 18(1963), Β2,241). 749 Μαρκή, Αγία Σοφία, Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, 557.
228 228 ἐγήγερται ἀστεῖος καὶ οὐκ ἀνάξιος λόγου καὶ ὁ τῆς μητροπόλεως οἶκος αὐτὸν ἀμφέπει» 751. Ανάμεσα στους μή εντοπισμένους ανασκαφικά, αλλά γνωστούς από τις πηγές ναούς είναι και ο ναός της Παναγίας Οδηγήτριας, ο οποίος βρισκόταν πιθανότατα νότια της Αγίας Σοφίας. Ο Συμεών αναφέρει την «Ὁδηγήτριαν, ἔνθα ἀπόκειται ὁ τίμιος σταυρός», τον οποίο παραλάμβανε ο αρχιερέας στη γιορτή της Σταυροπροσκυνήσεως και κατευθυνόταν εν πομπή στην Αγία Σοφία 752. Εκεί φυλασσόταν και η ομώνυμη εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας 753, την οποία μετέφεραν στο μητροπολιτικό ναό πριν την έναρξη των ακολουθιών ψάλλοντας διάφορα τροπάρια 754. Τέλος, «πλησίον τοῦ κηποπεριβολίου τῆς ἁγιωτάτης μητροπόλεως» βρισκόταν το μετόχι του Αγίου Νικολάου της Μονής Ζωγράφου, το οποίο αγόρασε η εν λόγω μονή το 1270 από τη μονή Βατοπεδίου 755. Κατά την Μαρκή, ίσως με το μετόχι αυτό να σχετίζεται το υστεροβυζαντινό νεκροταφείο που ανασκάφηκε στην οδό Αγάπης 756, το οποίο φαίνεται πως ήταν ανεξάρτητο με το νεκροταφείο που είχε αναπτυχθεί βορειοδυτικά του μητροπολιτικού την ίδια περίοδο 757. Τα ανασκαμμένα κτίρια σε συνδυασμό με εκείνα που αναφέρονται στις πηγές και δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί ή ταυτιστεί, βοηθούν να σκιαγραφήσουμε την εικόνα ενός ιδιαίτερα εκτεταμένου εκκλησιαστικού συγκροτήματος, το οποίο είχε ως κέντρο τον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Η μεγάλη δυσκολία στην έρευνα αυτών των κτισμάτων είναι το γεγονός ότι για τη μελέτη των περισσοτέρων από αυτά, τα οποία ανασκάφηκαν στα τέλη του 18 ου αρχές του 19 ου αιώνα, θα πρέπει να περιοριστούμε στις λιγοστές πληροφορίες που δημοσίευσαν οι ανασκαφείς τους, καθώς τα ίδια δεν σώζονται. Στις περισσότερες περιπτώσεις η απόδοσή τους σε συγκεκριμένη εποχή δεν είναι εύκολη, 751 Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 143, Ο Συμεών αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ἀπέρχονται μετὰ τοῦ μεγάλου πρωτοπαπᾶ ἐν τῷ ναῷ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὁδηγητρίας καὶ αἴρουσι τὴν ἁγίαν αὐτῆς εἰκόνα καὶ ἀπέρχονται ἐν τῷ νάρθηκι ἔξωθεν τῶν ἁγίων πυλῶν» (Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 147). 754 Φουντούλης, Μαρτυρίαι, Regel, Kurtz, Korablev, Actes de Zografou, Μαρκή, Αγία Σοφία, Πρόκειται για το νεκροταφείο στο οικόπεδο της οδού Πρασακάκη 7 (βλ. Μαρκή, Αγία Σοφία, 60).
229 229 κυρίως λόγω της έλλειψης επαρκών δημοσιευμένων στοιχείων. Το γεγονός αυτό, αν και δεν μειώνει καθόλου την αξία του ευρήματος, καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη τη μελέτη της μορφής που θα είχε ο περιβάλλον χώρος της Αγίας Σοφίας σε κάθε περίοδο. Είναι ευτύχημα το γεγονός ότι για την όψιμη βυζαντινή περίοδο διασώθηκαν κείμενα του Συμεών Θεσσαλονίκης, τα οποία είναι εξαιρετικά πολύτιμα καθώς εμπεριέχουν πλούτο έμμεσων πληροφοριών, κυρίως για τα παρεκκλήσια που περιέβαλλαν το μητροπολιτικό ναό. Εξίσου πολύτιμη είναι ωστόσο, και η γραπτή μαρτυρία ενός άλλου αρχιερέα, του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννου Απόκαυκου, ο οποίος σχεδόν δύο αιώνες πριν τον Συμεών 758, σε επιστολή που έστειλε στον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, κάνει σύγκριση του επισκοπείου της πόλης του με αυτό της Θεσσαλονίκης. Η αξία της επιστολής είναι ιδιαίτερα μεγάλη καθώς μέσα από αυτήν αντλούμε πολλές περιγραφές και ποικίλες πληροφορίες για το επισκοπείο της Θεσσαλονίκης. Με πολύ εύγλωττο τρόπο ο Απόκαυκος αφήνει να εννοηθεί ότι το επισκοπείο της Θεσσαλονίκης ήταν μεγαλύτερο και περισσότερο μεγαλοπρεπές από αυτό της Ναυπάκτου. Ήταν κτισμένο με λευκά μάρμαρα και διέθετε κλίμακες που οδηγούσαν σε διάφορα επίπεδα και περιπάτους. Όσον αφορά τη σχέση του με το ναό, ο Απόκαυκος επισημαίνει την ελαφρώς απομακρυσμένη θέση του, σε σχέση με το δικό του επισκοπείο. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης για να φτάσει στο ναό ανέβαινε σκάλες, περνούσε από περιπάτους και τελικά έφτανε στο ναό καταϊδρωμένος και ασθμαίνοντας, σε αντίθεση με τον Απόκαυκο, ο οποίος από το κελλίο του άκουγε αμέσως την καμπάνα του όρθρου, και όχι υπόκωφα σαν να ερχόταν από τον Άδη, και αμέσως έφτανε στο κατώφλι του ναού. Το σχετικό κείμενο είναι ιδιαίτερα γλαφυρό και περιγραφικό: «καὶ τὸ ἐπισκοπεῖον δὲ τὸ ἐμὸν οὐ καταμάρμαρον ὅλον, οὐ λευκὸν ἤ γάλα, εἴποι τις συνεπτυγμένον παλάτιον. καὶ σοι μὲν κατὰ τὰ μέτρα τὰ περσικὰ, παρασάνας ταῦτα ὁ τεχνογράφος Ἑρμογένης ὠνόμασε, τὸ ἐπισκοπικὸν ἀπῴκισται τέμενος, ὡς ἄν μὴ καταδεχόμενον ἔχειν ἐγγὺς τὸν 758 Η επιστολή γράφηκε το Φεβρουάριο του 1225 (βλ. Σταυρίδου Ζαφράκα, Χρονολόγηση, ).
230 230 ἐπίσκοπον μηδὲ τῷ ἱερωσύνης σηκῷ τὸ τοιούτον πρόβατον ενσηκάζεσθαι ὡς καὶ τὸν ἐκεῖσε προσμένοντα, ὀρθρίζοντά τε καὶ ἀναφωνοῦντά σοι τὸ εὐλόγησον, ἤ μηδόλως ἀκούεσθαι, ἤ δοκεῖν ὡς ἐξ Ἅδου, ὁ δέ γε ἐμὸς τοῦ ὄρθρου σημαντήρ θυραῖος ἱστάμενος καὶ παρὰ μαρμαρίνῳ ὑπαίθρῳ οὐκ ἀνάγει τὴν φωνὴν ἐκ τῶν σπλάχνων, οὐδὲ τῇ ἐξηχήσει στενοχωρεῖται τοῦ πνεύματος ἀλλ ἡμέρως πως καὶ μεμετρημένῃ φωνῇ εὐλογεῖν προτρέπεται τὸν ἐπίσκοπον, ὁ δ εὐθὺς ἐπευλόγησεν. Ὅσον οὖν τὸ ἐγγὺς τοῦ πόρρω διαφορώτερον, τόσον ἀλλήλων ὁ ἐμὸς τοῦ σοῦ σημαντῆρος διέστηκε. Παρήμειψα δὲ τὸν τῆς κέλλης οὐδὸν καὶ τὸν τοῦ ἐκκλησιαστηρίου πεπάτηκα, καὶ οὐκ ἀναβέβηκα κλίμακας, οὐ διώδευσα περιπάτους, οὐ γέγονα κάθιδρος ἐκ τοῦ κόπου, οὐκ ἀσθμαίνων τῷ περιπάτῳ, ἀλλὰ συνειλεγμένῳ τῷ πνεύματι καὶ τῆς κέλλης ἐξῆλθον καὶ τὸ ἱερὸν ἐπάτησα δάπεδον.» 759. Οι περιγραφές των δύο μητροπολιτών συνδυαζόμενες μαρτυρούν την παρουσία ενός μεγάλου, πολυτελούς επισκοπείου, τουλάχιστον διώροφου 760, βόρεια της Αγίας Σοφίας 761. Εκεί μεταξύ άλλων, υπήρχαν και οι χώροι διαμονής του μητροπολίτη και μέρους του κλήρου της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Οι χώροι αυτοί αναφέρονται συχνά στο έργο του Συμεών, ο οποίος κάνει λόγο για τα «κελλία» ή «κελλίον», στα οποία «ἀνήρχοντο» ή από τα οποία «κατήρχετο» ο αρχιερέας και ο κλήρος πριν τις ακολουθίες που επρόκειτο να τελεστούν στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας 762. Εκτός όμως από τα δωμάτια που προορίζονταν για τη διαμονή του επισκόπου και του ανώτερου κλήρου, το επισκοπείο της Θεσσαλονίκης διέθετε και χώρους για τη φιλοξενία επίσημων προσώπων. Αν και οι χώροι αυτοί δεν είναι εύκολο να ταυτιστούν ανασκαφικά, η ύπαρξή τους πιστοποιείται από τις πηγές. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία που 759 Bees, Unedierte Schriftstücke, Αναφέρονται συχνά κλίμακες που οδηγούσαν στον όροφο. 761 Όπως φαίνεται από τα ανασκαφικά ευρήματα, η περιοχή αυτή βόρεια της Αγίας Σοφίας στέγαζε το επισκοπείο της πόλης, ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο. Ίσως το πιο σημαντικό εντοπισμένο κτίσμα της περιόδου αυτής είναι το μεγάλο δημόσιο κτίριο που ανασκάφηκε στον άξονα της οδού Πρασακάκη, στα οικόπεδα των αριθμών 6 (βλ. ΑΔ 45 (1990), Β2, ) και 8 (βλ. ΑΔ 35 (1980), Β2, ). Το κτίριο αυτό αποτελείται από διάδρομο και έξι χώρους που διατάσσονται εκατέρωθεν ευρύχωρης αίθουσας τρικλινίου και άλλους οκτώ χώρους που ταυτίστηκαν με χώρους μαγειρείου και τραπεζαρίας 762 Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, 559.
231 231 καταγράφεται το βιβλίο των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, και αφορά πρόσκληση που απεύθυνε ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης στον επίσκοπο Κυπριανό που ήρθε από τη Βόρεια Αφρική να προσκυνήσει στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Ο Κυπριανός, σύμφωνα με το κείμενο, αν και«δεξάμενος μένειν ἐν τῷ ἰδίῳ ἐπισκοπείῳ προετρέπετο» 763, αρνήθηκε την πρόσκληση, επειδή προτίμησε να μείνει στον ξενώνα που υπήρχε κοντά στο ναό του πολιούχου. Παρά το γεγονός ότι οι ανασκαφικές έρευνες στα παρακείμενα οικόπεδα έχουν αποκαλύψει σημαντικά κτίρια του επισκοπικού συγκροτήματος, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια τα όρια και η έκταση που καταλάμβανε. Πάντως τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν ένα αρκετά εκτεταμένο χώρο στο κέντρο της πόλης, με διάφορα θρησκευτικού και κοσμικού χαρακτήρα κτίρια, όπως παρεκκλήσια, στοές, δωμάτια, πηγάδια, δεξαμενές, βιοτεχνικές εγκαταστάσεις 764, περιβόλια και νεκροταφεία 765, τα οποία αναπτύσσονταν γύρω από τον καθεδρικό ναό. Στους υπόλοιπους επισκοπικούς ναούς που σώζονται στη βυζαντινή Μακεδονία, τα αρχαιολογικά δεδομένα που σχετίζονται με τον περιβάλλοντα χώρο είναι πολύ πενιχρά, και σε πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτα. Στον καθεδρικό ναό της Αχρίδας, τα στοιχεία που σχετίζονται με τα κτίσματα της Αρχιεπισκοπής είναι λίγα και σχετίζονται με μεταγενέστερες φάσεις χρήσης του χώρου. Όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες των πηγών, στο χώρο νότια της Αγίας Σοφίας υπήρχε η πατριαρχική κατοικία(σχ. 67, Εικ. 32). Σύμφωνα με τον καθολικό αρχιεπίσκοπο Sojmirovic που επισκέφτηκε την Αχρίδα γύρω στο 1657, η πρώην πατριαρχική κατοικία λειτουργούσε τότε ως η κατοικία του πασά της Αχρίδας 766. Παρόλο που το τεράστιο εκείνο κτιριακό συγκρότημα δεν σώζεται, η περιγραφή του από τον Εβλιγιά Τσελεμπή είναι ενδεικτική του πλούτου και της έκτασης που 763 Μπακιρτζής, Αγίου Δημητρίου Θαύματα, 328, [312]. 764 Στο οικόπεδο της οδού Πρασακάκη 6 ανασκάφηκε τμήμα μεγάλου δημόσιου κτιρίου παλαιοχριστιανικών χρόνων το οποίο, σύμφωνα με την ανασκαφέα, κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους μετασκευάστηκε σε βιοτεχνικό εργαστήριο (ΑΔ 45 (1990), ). 765 Μαρκή, Αγία Σοφία, Čipan, St. Sophia, 107.
232 232 καταλάμβανε. Επισκεπτόμενος την Αχρίδα το 1670 έγγραφε μεταξύ άλλων «Κάτω, στην όχθη της λίμνης, υπάρχει ένα κομψό σεράι του Πασά. Είναι ένα μεγάλο αρχοντικό με περισσότερους από τριακόσιους εσωτερικούς και εξωτερικούς οίκους, με λουτρά, με ευρύχωρες αυλές, με πολυάριθμα μικρά δωμάτια και σκεπασμένο από επάνω ως κάτω με κεραμίδια. Μέσα στο κάστρο δεν υπάρχει εκτός από αυτό άλλο μεγάλο εύπορο σεράι. Είναι όμως βοηθητικό κτίριο που ερειπώνεται. Συνολικά υπάρχουν τρία ιερά. Πρώτα στη βάση του σεραγιού του Πασά, στην όχθη της λίμνης [βρίσκεται] το τζαμί της Αγίας Σοφιάς. Είναι ένα πολύ μεγάλο τζαμί. Όμοια είναι ίσως τα τζαμιά της μικρής Αγια Σοφιάς στη Θεσσαλονίκη, στη Θεσσαλονίκη, στην Τραπεζούντα, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στην Κωνσταντινούπολη..Την παλιά εποχή των απίστων ήταν, όπως λένε, ένα ασύγκριτο ιερό.. Την εποχή της κατακτήσεως ήταν το τζαμί της Νίκης.» 767. Αναμφίβολα το σεράγι που περιγράφει ο Τσελεμπή ήταν ένα τεράστιο συγκρότημα που βρισκόταν στην περιοχή της Αγίας Σοφίας. Παρά το γεγονός ότι ο ενθουσιώδης Οθωμανός ταξιδευτής πολύ συχνά στις περιγραφές του είναι ιδιαίτερα υπερβολικός, ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι το κτίριο που είδε θα πρέπει να ήταν πολύ εντυπωσιακό και αρκετά εκτεταμένο. Αν λοιπόν δεχτούμε την ταύτιση του σεραγιού με το συγκρότημα της βυζαντινής αρχιεπισκοπής, την οποία έκανε ο αρχιεπίσκοπος Sojmirovic, τότε μπορούμε τουλάχιστον να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για ένα μεγάλο συγκρότημα που θα περιλάμβανε διάφορους χώρους, όπου εξυπηρετούνταν οι ποικίλες ανάγκες της αρχιεπισκοπής. Ενδεχόμενη ανασκαφική διερεύνηση του περιβάλλοντος χώρου της Αγίας Σοφίας θα βοηθούσε στην επίλυση του ζητήματος αναφορικά με το χώρο του αναζητούμενου επισκοπικού συγκροτήματος. Ο Čipan στη σχετική με την Αγία Σοφία μελέτη του αναφέρει ότι μέχρι την ανοικοδόμηση της περιοχής τη δεκαετία του 70, «a ruin with square foundations and the remains of a dome built from partially chiseled stone and bricks used to stand some 50 metres south of the exonarthex of St. Sophia» Δημητριάδης, Εβλιγιά Τσελεμπή, Čipan, St. Sophia, 107.
233 233 Αν και δεν είναι γνωστή η περίοδος στην οποία ανάγονται τα ερείπια αυτά, η ταύτισή τους με τμήματα λουτρού αποτελεί ίσως μοναδική αρχαιολογική μαρτυρία για τους χώρους που περιέβαλαν το ναό 769. Σε μια προσπάθεια αναπαράστασης του ευρύτερου χώρου περιμετρικά της Αγίας Σοφίας, ο Čipan προτείνει την παρουσία στοάς στη βόρεια πλευρά, η οποία έκλεινε το συγκρότημα από την πλευρά του δρόμου που υπήρχε στην πλευρά αυτή 770. Στη βορειοδυτική πλευρά τοποθετεί την κύρια είσοδο του συγκροτήματος, η οποία συνδεόταν απευθείας με τον κεντρικό δρόμο της πιο πολυσύχναστης πλευράς της πόλης 771, ενώ υποθέτει την ύπαρξη μιας ακόμη εισόδου στη βορειοανατολική πλευρά, δευτερεύουσα, προορισμένη για τις άμαξες που έφταναν από το δρόμο που υπήρχε στα βόρεια. Στο χώρο που οριοθετούνταν από τις στοές και τα κτίρια της αρχιεπισκοπής διαμορφωνόταν μια τεράστια επίπεδη πλατεία, στο κέντρο της οποίας στεκόταν ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας 772. Για την επιβεβαίωση της άποψης που διατύπωσε ο Čipan σχετικά με τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου της Αγίας Σοφίας, είναι απαραίτητη η διεξαγωγή ανασκαφικών ερευνών. Με βάση τα ελάχιστα σωζόμενα αρχαιολογικά δεδομένα, αυτό που μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα είναι ότι η θέση του βυζαντινού προπύλου στο νότιο τοίχο του ναού 773, υποδηλώνει την ύπαρξη προσκτισμάτων σ αυτή την πλευρά. Με βάση την εξέλιξη του χώρου κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, δεν θα ήταν απίθανο να θεωρήσουμε ότι στη πλευρά αυτή, μεταξύ του ναού και της λίμνης θα διαμορφωνόταν το συγκρότημα της αρχιεπισκοπής. Στους υπόλοιπους επισκοπικούς ναούς της βυζαντινής Μακεδονίας, οι έρευνες που έχουν διενεργηθεί στον περιβάλλοντα χώρο 769 Δεδομένου του ότι δεν υπάρχει κάποια αναλυτική δημοσίευση για τα ερείπια που σωζόταν μέχρι τη δεκαετία του 70 στην περιοχή, είναι σχεδόν αδύνατη η απόδοσή τους με βεβαιότητα σε συγκεκριμένη εποχή. Ωστόσο, τα ερείπια του λουτρού δεν θα ήταν ίσως απίθανο να συσχετιστούν με το λουτρό που υπήρχε στο κτίριο της αρχιεπισκοπής και μετέπειτα στο κτίριο του σεραγιού που περιγράφει ο Τσελεμπή. 770 Πρόκειται για την αρχαία οδό που αντιστοιχεί στη σημερινή Samuel Street, η οποία ένωνε την Κάτω Πύλη με την Νότια Πύλη του κάστρου. 771 Πρόκειται για τον cardo που ξεκινούσε από τα υψώματα της πόλης και κατέληγε στο λιμάνι. 772 Čipan, St. Sophia, Schellewald, Die Architektur, Rek. Sk. I.
234 234 είναι ελάχιστες. Στις Σέρρες, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία για την ύπαρξη και τη θέση ενός πιθανού επισκοπείου. Ο Πεδιάσιμος τον 14 ο αιώνα, περιγράφοντας το ναό των Αγίων Θεοδώρων επισημαίνει μόνο την ύπαρξη αυλής με περίστωο και την διαμόρφωση φρέατος: «αὐλή τις ἐστι μέσον εἰληφυῖα χῶρον τῆς πόλεως καὶ ἐν αὐτῇ φρέαρ ὡραῖόν τι κατεσκεύασται ὕδατι ποτίμῳ καὶ διειδεῖ κοσμούμενον, τοῦ τῆς ἐν Ἀθήναις ἐννεακρούνου καὶ Καλλιρόης γλυκίονι. Καὶ τὴν αὐλὴν περίστωον διαδέχεται ἐπὶ πολὺ μῆκος ἐκτεταμένον» 774. Σύμφωνα με την παραπάνω περιγραφή, γύρω από το ναό υπήρχε αυλή, την οποία διαδεχόταν επίμηκες περίστωον 775. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επισήμανση της παρουσίας φρέατος στην αυλή του ναού, το οποίο ταυτίζεται πιθανότατα με το λεγόμενο «αγίασμα» που σώζεται στην νοτιοανατολική γωνία της αυλής των Αγίων Θεοδώρων. Το «αγίασμα» είναι ένα τετράπλευρο κτίσμα που αρχικά στεγαζόταν με θόλο. Η κατεστραμμένη δυτική του πλευρά επιτρέπει να διακριθούν χτιστοί πεσσίσκοι υποκαύστου κάτω από δάπεδο, γεγονός που οδηγεί στην άποψη ότι το αγίασμα αποτελούσε αρχικά τον «ἔσω οἶκο» υστερορωμαϊκού λουτρού 776. Προφανώς τμήμα αυτού του λουτρώνα βρισκόταν σε χρήση και στα βυζαντινά χρόνια, όπως φαίνεται από τα υπολείμματα τοιχογραφιών που σώζονται στη νότια εξωτερική πλευρά του 777. Περιμετρικά του ναού, και κυρίως στη βόρεια και δυτική πλευρά του σώζονται υπολείμματα προσκτισμάτων, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν σε κτίρια που καταστράφηκαν με τη μεγάλη πυρκαγιά του (Εικ. 24). Αν και δεν είναι εύκολη η αναγνώριση του χαρακτήρα τους και η απόδοσή τους σε συγκεκριμένη εποχή, ωστόσο, η θέση τους σχεδόν σε επαφή με το ναό υποδηλώνει το συσχετισμό τους με χώρους 774 Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιασίμου, Σύμφωνα με τον Ορλάνδο, ο όρος «περίστωο» αντιστοιχούσε στο αίθριο του ναού, το οποίο θα είχε στοές στις τέσσερις πλευρές του(ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιάσιμου, 260). 776 ΑΔ 33 (1978), Β2, Πρόκειται για απεικόνιση φυλλοφόρου σταυρού που έχει χρονολογηθεί στο 12 ο αιώνα, καθώς και δυσανάγνωστα σπαράγματα σε διάφορα σημεία του αγιάσματος (βλ. σχετικά, Στρατή, Ζωγραφικές μαρτυρίες, ). 778 Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 154.
235 235 όπου πιθανότατα εξυπηρετούνταν διάφορες ανάγκες και δραστηριότητες της επισκοπής. Τέλος, όσον αφορά τα προσκτίσματα των επισκοπικών ναών που σώζονται στις πόλεις κάστρα, έχει ενδιαφέρον να διαπιστώσει κανείς ότι υπολείπονταν σε πολυτέλεια συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα των καθεδρικών ναών των μεγάλων πόλεων. Εκεί, τα πολυώροφα κτίσματα με τα πολλά δωμάτια και τις μνημειακές στοές αντικαθίστανται από μικρά, χαμηλά, πρόχειρα κατασκευασμένα δωμάτια, τα οποία απλώς και χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του επισκοπικού ναού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κίτρους (Σχ. 20). Στη διάρκεια των ανασκαφικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο βόρεια του επισκοπικού ναού αποκαλύφθηκε τμήμα περιβόλου καθώς και δύο δωμάτια προσκολλημένα στο βόρειο τοίχο του ναού 779. Το πρώτο από ανατολικά δωμάτιο που ανασκάφηκε καταλαμβάνει έκταση μόλις 4,35 3,90μ., είναι λιθοπλινθόκτιστο και δεν διέθετε όροφο. Είχε δάπεδο από πηλόχωμα και μια οπή στο κέντρο, ίσως για τη στήριξη ξύλινης στέγης. Δύο λάκκοι στο εσωτερικό του χρησίμευαν ως αποθέτες σκουπιδιών και περιείχαν καρφιά, στάχτες, και θραύσματα αγγείων. Το δωμάτιο περιείχε γεμίσματα σε ύψος 0,50μ. και πολλά θραύσματα εφυαλωμένης και αβαφούς κεραμικής, βαρίδια για δίχτυα, μια κανδήλα, μια οστέινη βελόνα και υπολείμματα από διάφορες τροφές, όπως μύδια, σπόνδυλους και λέπια ψαριών, κόκαλο σουπιάς και κοχύλια. Τα ευρήματα που εντοπίστηκαν κατά την ανασκαφή του δωματίου, σε συνδυασμό με τη θέση που αυτό καταλάμβανε σε σχέση με το ναό, βοήθησαν στην ερμηνεία του ως χώρου διαμονής ενός από τα πρόσωπα που ήταν επιφορτισμένα με την περιποίησή του 780. Λίγο δυτικότερα, ανασκάφηκε ένα ακόμη δωμάτιο, διαστάσεων 3,80 3μ., το οποίο όπως φαίνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα λειτουργούσε ως αποθηκευτικός χώρος. Στην ερμηνεία αυτή οδήγησε η ανεύρεση ενός πιθαριού του 12 ου αιώνα που σωζόταν στο κέντρο του δωματίου. Από το είδος της κεραμικής που βρέθηκε μέσα στο πιθάρι 779 Μαρκή, Συμπεράσματα, Για την ανασκαφή του χώρου, βλ. Μαρκή, Ανασκαφή κάστρου,
236 236 ξεχωρίζει τμήμα μεγάλου αγγείου με προχοή, το οποίο θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί στην τροφοδοσία των κανδηλιών του ναού με το απαραίτητο λάδι 781. Ανάλογη εικόνα παρουσιάζουν και τα ανασκαφικά ευρήματα που προέρχονται από το κάστρο της Ρεντίνας (Σχ. 33, 39). ΒΔ της επισκοπικής βασιλικής ανασκάφηκε δωμάτιο που καλυπτόταν με δίρριχτη ξύλινη στέγη και πλαισιωνόταν από αυλές, και από δωμάτιο αποθηκευτικού χαρακτήρα. Για την αναζήτηση της χρήσης του δωματίου ιδιαίτερη σημασία προσλαμβάνει η ανεύρεση μολυβδόβουλλου στο εσωτερικό του, το οποίο μαρτυρεί πιθανή χρήση του δωματίου ως χώρου κατοικίας ή και διαμονής κάποιου αξιωματούχου, πιθανότατα εκκλησιαστικού 782. Στους επισκοπικούς ναούς των Μογλενών και του Morodvis, αν και δεν έχουν ανασκαφεί προσκτίσματα, η ύπαρξη τοίχων εξωτερικά των ναών υποδηλώνει την παρουσία κτισμάτων, τα οποία τους πλαισίωναν και πιθανότατα σχετίζονταν με αυτούς. Στα Μογλενά, ο βόρειος εξωτερικός τοίχος της εκκλησίας συνεχίζεται και ανατολικά της Πρόθεσης 783, στο χώρο όπου θα μπορούσαν να αναπτύσσονται τα κτίρια του επισκοπείου (Σχ. 56). Στο Morodvis, έχει αποκαλυφθεί ανασκαφικά έξω από τη ΝΑ γωνία του ναού ο τοίχος ενός κτίσματος, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργεί ως παρεκκλήσι 784, ή να έχει οποιαδήποτε άλλη χρήση (Σχ. 68). Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για τους καθεδρικούς ναούς των μεγάλων βυζαντινών πόλεων, είτε για τους αντίστοιχους ναούς που αποτελούσαν την έδρα του επισκόπου στις μικρές πόλεις κάστρα, η ύπαρξη κτισμάτων που θα στέγαζαν τις ανάγκες της επισκοπής ήταν απαραίτητη, γι αυτό και θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Για τη μορφή, τις διαστάσεις, τις λειτουργίες που εξυπηρετούν, την έκταση που καταλαμβάνουν και τη χωροταξική σχέση που έχουν τα κτίσματα αυτά με το ναό, πολύτιμη είναι η μαρτυρία της αρχαιολογικής σκαπάνης. Η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τις ανασκαφικές έρευνες είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να επιβεβαιωθούν όλα όσα οι 781 Μαρκή, Ανασκαφή κάστρου, Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, Ευγενίδου, Κάστρο Χρυσής, Trajkovski, Excavations, 137.
237 237 ιστορικές πηγές διασώζουν για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου των επισκοπικών ναών.
238 238 ΕΠΙΛΟΓΟΣ Οι ναοί που εξετάστηκαν στο πλαίσιο αυτής της μελέτης αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό σύνολο επισκοπικών ναών που σώζονται από τη βυζαντινή περίοδο. Καθένας από αυτούς είναι πολύ σημαντικός, όχι μόνο ως αρχιτεκτονική ή καλλιτεχνική δημιουργία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αλλά και ως οικοδόμημα που ιδρύθηκε προκειμένου να στεγάσει τις λειτουργικές και διοικητικές ανάγκες μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας. Σε κάποιους από αυτούς, έδρασαν σημαντικές εκκλησιαστικές προσωπικότητες του βυζαντινού κόσμου, επώνυμοι επίσκοποι και μητροπολίτες, όπως ο Ευστάθιος και ο Συμεών Θεσσαλονίκης, ο Θεοφύλακτος και ο Δημήτριος Χωματηνός, αλλά και πολλοί ανώνυμοι επίσκοποι που τοποθετήθηκαν επικεφαλής των κατά τόπους επισκοπικών θρόνων. Οι επίσκοποι αυτοί, με τη βοήθεια των κληρικών της εκκλησίας τους, τελούσαν την αρχιερατική λειτουργία και τις υπόλοιπες ιερές ακολουθίες, όπως βαπτίσεις, γάμους, χειροτονίες, νεκρώσιμες ακολουθίες, μνημόσυνα και αγιασμούς, καλύπτοντας στους ναούς, όπου έδρευαν, τις ποικίλες λειτουργικές και λατρευτικές ανάγκες της πόλεως. Παράλληλα, οι επισκοπικοί ναοί, στους οποίους τελούνταν οι παραπάνω λειτουργίες και ακολουθίες, εκτός από λατρευτικοί χώροι, αναδείχτηκαν και πολύ σημαντικά διοικητικά κέντρα των πόλεων επισκοπών στις οποίες ανήκαν. Σε πολλές περιπτώσεις, οι γραπτές πηγές καταγράφουν ποικίλες άλλες χρήσεις, όπως για παράδειγμα τη λειτουργία τους ως χώρων φύλαξης πολύτιμων αντικειμένων και επίσημων εγγράφων της πόλης. Η Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, καθώς είναι γνωστό από τις πηγές ότι στο σκευοφυλάκιό της, το οποίο φιλοξενούνταν πιθανότατα στα υπερώα, φυλάσσονταν πολλά εκκλησιαστικά και δημόσια έγγραφα. Οι κανόνες των συνόδων προδίδουν μια ακόμη λειτουργία των επισκοπικών ναών, ως χώρων σύγκλησης εκκλησιαστικών συνάξεων, κυρίως των καθιερωμένων τοπικών συνόδων που γίνονταν σε τακτά
239 239 διαστήματα με σκοπό την επίλυση προβλημάτων και τη ρύθμιση ποικίλων υποθέσεων της τοπικής εκκλησίας. Στο πλαίσιο αυτής της λειτουργίας του επισκοπικού ναού ως διοικητικού κέντρου εντάσσεται και η συμβολή του στη δημοσιοποίηση αυτοκρατορικών διαταγμάτων και συνοδικών αποφάσεων, που αναρτήθηκαν, σε κάποιες περιπτώσεις, στους καθεδρικούς ναούς προκειμένου να γίνει γνωστό το περιεχόμενό τους στους πολίτες της αυτοκρατορίας. Όλες οι παραπάνω ιδιότητες που συγκέντρωναν οι επισκοπικοί ναοί, είχαν ως αποτέλεσμα την πολύπλευρη λειτουργία τους ως κέντρων και σημείων αναφοράς στις πόλεις. Η σημαντική θέση τους στη λατρευτική και εκκλησιαστική ζωή είχε άμεσο αποτέλεσμα στην επιλογή του χώρου όπου θα οικοδομούνταν. Με βάση τα σωζόμενα γνωστά παραδείγματα, είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε ότι οι επισκοπικοί ναοί που εντάσσονται σε πόλεις, έχουν οικοδομηθεί εντός των τειχών, σε κεντρική θέση και πολύ κοντά σε κάποια από τις βασικές οδικές αρτηρίες. Η σημαντικότερη όμως παράμετρος που σχετίζεται με τις επιπτώσεις που είχαν στην αρχιτεκτονική των επισκοπικών ναών οι ποικίλες δραστηριότητες, οι οποίες λάμβαναν χώρα σ αυτούς είναι το γεγονός ότι για την πραγματοποίησή τους αξιοποιήθηκαν, διαμορφώθηκαν κατάλληλα και εξοπλίστηκαν με συγκεκριμένες λειτουργικές κατασκευές οι επιμέρους χώροι των ναών. Το σύνθρονο, ο άμβωνας και ο επισκοπικός θρόνος, αποτέλεσαν τα βασικά μέρη αυτού του εξοπλισμού και σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν ως κριτήριο για την ταύτιση όσων ναών τα διέθεταν, με επισκοπικούς. Η μελέτη όμως των αρχαιολογικών δεδομένων απέδειξε ότι η ταύτιση αυτή δεν είναι απόλυτα ασφαλής, αν και η παρουσία λειτουργικών κατασκευών μπορεί να χρησιμοποιηθεί επικουρικά, μαζί με άλλα κριτήρια, ως ισχυρή ένδειξη για την απόδοση του επισκοπικού χαρακτήρα σε ένα ναό. Στο πλαίσιο αυτό, αποκτά ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι βυζαντινοί άμβωνες δεν έχουν εντοπιστεί σε μή επισκοπικούς ναούς, ενώ σύνθρονα απαντούν και σε άλλες κατηγορίες βυζαντινών ναών, κυρίως μοναστηριακών. Η αναζήτηση ορισμένων αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών που θα αποτελούσαν βασικά κριτήρια για την ταύτιση ενός σωζόμενου
240 240 βυζαντινού ναού με επισκοπικό, οδήγησε τη μελέτη αυτή στο συμπέρασμα ότι κανένα από μόνο του στοιχείο δεν επαρκεί για την παραπάνω ταύτιση. Η θέση ενός ναού σε κεντρικό σημείο της πόλης, δίπλα σε κάποια οδική αρτηρία, η συγκέντρωση συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών όπως η επιλογή του τύπου της βασιλικής, ή οι μνημειακές διαστάσεις του, και η παρουσία λειτουργικού εξοπλισμού δεν αποτελούν παρά ισχυρές ενδείξεις για μια τέτοια ταύτιση. Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι επισκοπικοί ναοί παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες, ως προς τις διαστάσεις, τη θέση και τον εξοπλισμό, με τους μοναστηριακούς ναούς, οι οποίοι στη βυζαντινή περίοδο, αποτελούσαν επίσης, μικρούς εκκλησιαστικούς πυρήνες στο εσωτερικό των πόλεων. Οι ομοιότητες που παρουσιάζουν τα δύο είδη ναών είναι εύλογες, καθώς τα μοναστήρια αποτελούν «μικρογραφίες» των πόλεων, και άρα οι ανάγκες που καλούνται να καλύψουν οι ναοί αυτής της κατηγορίας δεν απέχουν και πολύ από αυτές που καλύπτουν οι επισκοπικοί ναοί. Ό,τι αντιπροσωπεύει ο επίσκοπος για την πόλη, αποτελεί ο ηγούμενος για τη μοναστική κοινότητα. Αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις στα μνημεία, όπου για παράδειγμα, ο θρόνος του ηγουμένου και ο θρόνος του επισκόπου ήταν απαραίτητοι στους αντίστοιχους ναούς. Ίσως στις επιμέρους διαφορές θα μπορούσε να περιληφθεί ο άμβωνας που υπάρχει στους επισκοπικούς ναούς, ο οποίος δεν ήταν απαραίτητος στους αντίστοιχους μοναστικούς. Παράλληλα, η παρουσία του επισκόπου, όπως αντίστοιχα και του ηγουμένου, σήμαινε ένα σύνολο κτισμάτων, τα οποία θα πλαισίωναν τον ναό και θα περιλάμβαναν το χώρο κατοικίας του ίδιου, αλλά και άλλων μελών του κλήρου, ξενώνες, γραφεία, αίθουσες, λουτρά και χώρους αποθηκευτικούς. Σε κάποιες περιπτώσεις όπως στη Θεσσαλονίκη, οι πληροφορίες που διασώζουν οι πηγές για τα κτίρια αυτά είναι εξαιρετικά πολύτιμες και ενδιαφέρουσες καθώς διαμορφώνουν την εικόνα ενός πλούσιου, πολυτελούς και μνημειακού επισκοπικού συγκροτήματος. Από την άλλη, είναι αξιοπρόσεχτο το γεγονός ότι στους ναούς μικρότερων επισκοπών, οι ίδιες ανάγκες καλύπτονταν με λιγότερα κτίρια, συχνά ευτελούς κατασκευής, τα οποία δεν θύμιζαν σε τίποτε τα επισκοπικά συγκροτήματα των μεγάλων πόλεων.
241 241 Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαπιστώσει κανείς είναι ότι καθώς η αρχιτεκτονική δημιουργία καλείται να δώσει λύσεις και να στεγάσει τις λειτουργικές ανάγκες, οι ιδιότητες που συγκέντρωνε ο επισκοπικός ναός ως λατρευτικό και διοικητικό κέντρο συχνά ερμηνεύουν τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που παρουσίαζε. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσπάθειας ερμηνείας αναδεικνύεται πολύτιμη η μαρτυρία των πηγών, στις οποίες ενίοτε καταγράφονται σημαντικά γεγονότα, τα οποία έλαβαν χώρα στους βυζαντινούς επισκοπικούς ναούς. Χωρίς όμως την αρχαιολογική τους τεκμηρίωση, οι γραπτές μαρτυρίες παραμένουν απλές πηγές πληροφοριών, οι οποίες φωτίζουν μεμονωμένες πτυχές της φυσιογνωμίας των επισκοπικών ναών. Από την άλλη, τα αρχαιολογικά δεδομένα στις περισσότερες περιπτώσεις αναδεικνύονται εξαιρετικά αποκαλυπτικά, καθώς αποτυπώνουν την ιστορία, τη φυσιογνωμία και τις λειτουργίες που έλαβαν χώρα στους ναούς, σε κάθε περίοδο της ζωής τους. Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν οι επισκοπικοί ναοί, σε συνδυασμό με στοιχεία του ζωγραφικού και γλυπτού τους διακόσμου μπορούν να τεκμηριώσουν ή να διαψεύσουν όσα σώζονται ως μαρτυρίες στις πηγές. Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας, η τεκμηρίωση των γνωστών από τις πηγές πληροφοριών έγινε μέσα από το παράδειγμα των ναών της βυζαντινής Μακεδονίας που λειτουργούσαν ως επισκοπικοί κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο. Τα συγκεκριμένα μνημεία παρουσιάζουν μια ενότητα με πολλά κοινά χαρακτηριστικά, όπως η μνημειακότητα ως προς τις διαστάσεις, η δόμηση των περισσοτέρων από αυτούς στον τύπο της βασιλικής, η παρουσία λειτουργικού εξοπλισμού, ο οποίος μάλιστα, ιδιαίτερα στην περίπτωση του άμβωνα εκπροσωπείται από τα εξαιρετικά παραδείγματα της Βέροιας και της Αχρίδας, η ανέγερσή τους στα κεντρικά σημεία των πόλεων στις οποίες ανήκαν, και τέλος, η πλαισίωσή τους με ένα σύνολο κτισμάτων που σχετίζονται με τον επίσκοπο. Το πλεονέκτημα που παρουσιάζει ο χώρος της Μακεδονίας στην προσπάθεια μελέτης των επισκοπικών ναών είναι μεγάλο και γίνεται φανερό όταν τον συγκρίνει κανείς με άλλες περιοχές του βυζαντινού
242 242 κόσμου. Για παράδειγμα η νότια Ελλάδα και τα νησιά παρουσιάζουν μια μεγάλη ανομοιομορφία στους αρχιτεκτονικούς τύπους που επιλέχθηκαν για τη ανέγερση των ναών αυτής της κατηγορίας, οι οποίοι μπορεί να είναι απλές βασιλικές 785, σταυροειδείς εγγεγραμμένοι ναοί 786 και οκταγωνικοί ναοί 787. Στους περισσότερους από αυτούς τους ναούς δεν διασώζονται παρά ελάχιστα στοιχεία από το λειτουργικό τους εξοπλισμό, κυρίως σύνθρονα, ενώ δεν είναι γνωστό κανένα παράδειγμα βυζαντινού άμβωνα. Από την άλλη, η Μακεδονία και ειδικότερα η Θεσσαλονίκη είχε την τύχη να έχει επικεφαλής της εκκλησίας της εξαίρετες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ο Ευστάθιος και αρκετά αργότερα ο Συμεών. Οι ιεράρχες αυτοί, ιδιαίτερα ο τελευταίος, άφησαν πολύτιμα λειτουργικά συγγράμματα, τα οποία διασώζουν πάρα πολλά στοιχεία για τα δρώμενα που λάμβαναν χώρα στο μητροπολιτικό ναό της συμπρωτεύουσας. Με βάση τα στοιχεία αυτά έγινε δυνατή η αναπαράσταση ορισμένων λειτουργιών που τελούνταν στο ναό αυτό, οι οποίες δίνουν ένα στίγμα για ποικίλες εκδηλώσεις, π.χ. λιτανείες, που θα πραγματοποιούταν και σε άλλους ναούς της ίδιας κατηγορίας. Γενικότερα, οι πηγές που υπάρχουν για τους επισκοπικούς ναούς της Μακεδονίας είναι αρκετές, και ενίοτε εντυπωσιακά αναλυτικές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ανήκει ο ναός των Αγίων Θεοδώρων Σερρών, για τον οποίο έχουμε την τύχη να διαθέτουμε μια πλήρη περιγραφή της μορφής του, όπως έχει συνταχθεί από έναν λόγιο της περιοχής, τον Θεόδωρο Πεδιάσιμο. Η αξία της πηγής είναι πάρα πολύ μεγάλη, γιατί πολλά από τα στοιχεία του ναού έχουν χαθεί, με αποτέλεσμα, η περιγραφή του Πεδιάσιμου να αποτελεί μοναδική μαρτυρία για τη μορφή του ναού στην όψιμη βυζαντινή περίοδο. Όπως προέκυψε από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε ο συνδυασμός πηγών και αρχαιολογικών δεδομένων συνέβαλε καθοριστικά 785 Π.χ. Επισκοπή Μάστρου (Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, 11 20), Βασιλική Βεράν Κρήτης (βλ. Καλοκύρης, Βασιλική εις Βεράν Κρήτης, ). 786 Π.χ. Επισκοπή Σκύρου (βλ. Μπούρας, Επισκοπή Σκύρου, 57 75), Επισκοπή Δαμαλά (Λαζαρίδης, Επισκοπή Δαμαλά, ), Επισκοπή Τεγέας (Ορλάνδος, Μνημεία Τεγέας, ). 787 Π.χ. Ναός του Σωτήρος στους Χριστιάνους Τριφυλλίας. (βλ. Stikas, Christianou. Βογιατζής Δεληνικόλα, Μεταμόρφωση Σωτήρος Χριστιάνων, 41 57).
243 243 στην σκιαγράφηση της μορφής που είχαν οι επισκοπικοί ναοί της Μακεδονίας ως αρχιτεκτονικές δημιουργίες που έγιναν προκειμένου να στεγάσουν και να εξυπηρετήσουν τις λειτουργικές και διοικητικές ανάγκες της κάθε επισκοπής. Η έρευνα για την αποκάλυψη και άλλων πτυχών της φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα των επισκοπικών ναών δεν τελειώνει με το πέρας αυτής της εργασίας. Κάθε φορά που μια ανασκαφική έρευνα θα φέρνει στο φως στοιχεία της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης ή του εξοπλισμού τους, θα συμπληρώνονται κάποια από τα κενά, και θα προκύπτουν νέα συμπεράσματα, τα οποία θα αναιρούν ή θα επιβεβαιώνουν τις διαπιστώσεις που προηγήθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, η προβληματική θα καλλιεργείται και οι επισκοπικοί ναοί θα αντιμετωπίζονται όχι μόνο ως έργα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής αλλά και ως κτίρια προορισμένα να καλύψουν τις ανάγκες των βυζαντινών πόλεων και των κατοίκων τους.
244 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΩΝ ΝΑΩΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 244
245 Βουλγαρία. Melnik. Άγιος Νικόλαος Σχ. 1 2, Εικ. 1. Σε πολύ μικρή απόσταση από τη σύγχρονη πόλη του Μελένικου 788, στο λόφο του Αγίου Νικολάου σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση ο βυζαντινός επισκοπικός ναός της πόλης, ο οποίος τιμάται στον Άγιο Νικόλαο. Αρχιτεκτονική περιγραφή Πρόκειται για μια τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, εξωτερικών διαστάσεων 15,80μ. 15,50μ. η οποία ανατολικά απολήγει σε τρεις ημικυκλικές αψίδες 789. Δυτικά αναπτύσσεται ισοπλατύς νάρθηκας που επικοινωνεί με τον κυρίως ναό μέσω στενών θυραίων ανοιγμάτων στην απόληξη των κλιτών 790. Στο εσωτερικό του κυρίως ναού, δύο κιονοστοιχίες των τριών κιόνων η κάθε μία διαιρούν το ναό σε τρία κλίτη, από τα οποία το μεσαίο είναι σχεδόν διπλάσιο σε πλάτος από τα πλάγια 791. Το κεντρικό κλίτος είναι υπερυψωμένο 792, στοιχείο που απαντά συχνά στις ξυλόστεγες βυζαντινές βασιλικές της χερσονήσου του Αίμου 793. Ο ναός ήταν κατάγραφος με αξιόλογες τοιχογραφίες, οι οποίες σώζονταν σε αρκετά καλή κατάσταση τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 30. Με βάση τα σωζόμενα δείγματα οι τοιχογραφίες αυτές έχουν χρονολογηθεί στις αρχές του 13 ου αιώνα 794. Αργότερα, τον 14 ο αιώνα, κατά μήκος της βόρειας και νότιας πλευράς προστέθηκαν στοές, ενώ στα δυτικά προσκολλήθηκε εξωνάρθηκας 795. Χρονολόγηση 788 Vlachos, Melnic, 60. Berbenliev, Boulgaria, Νικολούδης, Μελένικο, Η κεντρική αψίδα παρουσιάζει θλάση στη στέγη του τεταρτοσφαιρίου της (Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, 154, σημ.2). 790 Mijatev, Bulgarien, Η αναλογία πλάγιου προς κεντρικό κλίτος είναι: 2,18. (Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, 105, No 18). 792 Σύμφωνα με τον Mavrodinov, ολόκληρο το Ιερό Βήμα καλυπτόταν με ενιαία δικλινή στέγη (Mavrodinov, Melnik et Rožen, 295,297). 793 Βελένης, Σχολή Μακεδονίας, 53. Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, Γύρω στα 1934, οι τοιχογραφίες αυτές αποτοιχίστηκαν και σήμερα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σόφιας (Βλ. σχετικά, Stransky, St. Nicolas, Mavrodinova, Les peintures de St Nicolas, 427κ.εξ. Vlachos, Melnic, 62 69). 795 Berbenliev, Boulgaria, 108. Mavrodinova, Les peintures de St Nicolas, 427.
246 246 Ο ναός έχει χρονολογηθεί στη μέση βυζαντινή περίοδο 796, και ειδικότερα στις αρχές 13 ου αιώνα 797. Την περίοδο αυτή χρονολογείται και η αφιερωματική επιγραφή που σώζεται στο ΝΑ πεσσό του κεντρικού κλίτους, κάτω από την τοιχογραφία του Αγίου Δημητρίου, η οποία φαίνεται πως αφορά την τοιχογράφηση του ναού από τον Σεβαστό Βλαδιμήρ, αδελφό του σεβαστού των Φράγκων 798. Λειτουργικός εξοπλισμός Στην κεντρική κόγχη σώζεται μνημειακό σύνθρονο αποτελούμενο από πέντε βαθμίδες, στο κέντρο των οποίων βρισκόταν ο επισκοπικός θρόνος. Το σύνθρονο έχει αποδοθεί σε μεταγενέστερη της ίδρυσης φάση του ναού 799. Προσκτίσματα Οι ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως οικοδομικά λείψανα κτισμάτων που σχετίστηκαν με την παρουσία και την κατοικία του επισκόπου 800 Βιβλιογραφία Βελένης, Σχολή Μακεδονίας, 53. Ξυγγόπουλος, Παρατηρήσεις, 115. Berbenliev, Boulgaria, Beševliev, Inschriften. Dujčev, Melnik, Mavrodinov, Melnik et Rožen, 295. Mavrodinova, Les peintures de St Nicolas, Mijatev, Bulgarien, Stransky, St. Nicolas, Vlachos, Melnic, Ελλάδα. Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη Σχ. 3 8, Εικ Στη νοτιοδυτική πλευρά της Βέροιας, εντός των βυζαντινών τειχών σώζεται η «Παλαιά Μητρόπολη» (Eski Metropol), που αποτέλεσε το βυζαντινό επισκοπικό ναό της πόλης Βελένης, Σχολή Μακεδονίας, Mavrodinova, Les peintures de St Nicolas, Stransky, St. Nicolas, Η επιγραφή αναφέρει: «Δέησ(ις) του δούλ(ου) του Θ(εού) σεβαστού του/ Βλαδιμήρου αυταδέλφου σεβαστού τον Φράγκον» και έχει συνδεθεί με την περίοδο της φραγκικής κατοχής (Stransky, St. Nicolas, 427, Dujčev, Melnik, 35 36), ή με την περίοδο που η περιοχή είχε περιέλθει στα χέρια των Βουλγάρων (Mavrodinova, Les peintures de St Nicolas, ). 799 Stransky, St. Nicolas, Berbenliev, Boulgaria, 108.
247 247 Δεν υπάρχουν αρχαιολογικές μαρτυρίες για τη βυζαντινή ονομασία του ναού. Έχει διασωθεί μόνο το όνομα με το οποίο ήταν γνωστό κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και ειδικότερα μετά την κατάληψη της πόλης από τον Μουράτ Α, όταν ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί 802, γνωστό ως το τζαμί του κατακτητή (Hünkâr Camii). Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, την οποία ενστερνίζεται ο Struck στις αρχές του 20 ου αιώνα, ο ναός ήταν αφιερωμένος στους Δώδεκα Αποστόλους 803. Ο Χιονίδης 804, η Παναγιωτίδη 805 και ο Τσιγαρίδας 806 δέχονται την άποψη αυτή, υποστηρίζοντας την ειδικότερη αφιέρωσή του ναού, στους αγίους Πέτρο και Παύλο. Αν και η παραπάνω άποψη δεν επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ή τα ιστορικά δεδομένα, ωστόσο, είναι πολύ πιθανόν να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, κυρίως λόγω της έντονης αποστολικής παράδοσης που είχε η Βέροια ήδη από τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα 807. Σ αυτό συνηγορεί και η μεταγενέστερη αφιέρωση του νέου μητροπολιτικού ναού της πόλης στους πρωτοκορυφαίους Αποστόλους 808, συνεχίζοντας με τον τρόπο αυτό την παράδοση αιώνων. Αρχιτεκτονική περιγραφή Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με εγκάρσιο κλίτος και νάρθηκα, εξωτερικών διαστάσεων 37,80μ. 17,80μ. Σήμερα σώζονται μόνο το βόρειο και το κεντρικό κλίτος του, ενώ το νότιο κλίτος κατέπεσε σε άγνωστη εποχή 809, με αποτέλεσμα η νότια 801 Σύντομη περιγραφή του ναού βλ. Σωτηρίου, Βυζαντιναί βασιλικαί, Ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί (Hünkâr Camii) επί Μουράτ Β μετά την κατάληψη της πόλης το 1433(Παπαζώτος, Βέροια, 165). 803 Struck, Makedonische Fahrten, Χιονίδης, Βέροια, Panayotidi, Véria, Tsigaridas, Les peintures murales, Θυμίζουμε ότι ιδρυτής της τοπικής εκκλησίας υπήρξε ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος επισκέφτηκε δύο φορές την Βέροια, στο πλαίσιο της β και γ περιοδείας του στη Μακεδονία (βλ. Χιονίδης, Περίγραμμα, ). 808 Για το νεότερο και σύγχρονο μητροπολιτικό ναό, ο οποίος αποτελεί κτίσμα του 17 ου αιώνα βλ. Παπαζώτος, Βέροια, , Νο Η κατεδάφιση του νότιου κλίτους πρέπει να έγινε μέσα σε διάστημα κοντινό με τη μετατροπή του ναού σε τζαμί, γιατί η Παναγία που κοσμούσε τον αντίστοιχο με τον Χαλκίτη ΝΑ πεσσό του εγκάρσιου κλίτους φράχτηκε με τοιχοποιία χωρίς να χρειαστεί να υποστεί τις απαραίτητες μυστριές για την προσαρμογή νέου ζωγραφικού στρώματος το
248 248 πεσσοστοιχία να βρίσκεται εντοιχισμένη στο νότιο τοίχο του υφιστάμενου ναού. Ανασκαφικές έρευνες 810 που πραγματοποιήθηκαν σε αυτήν την πλευρά του ναού βοηθούν στην αποκατάσταση του νότιου κλίτους, όπου σε απόσταση 4,25μ. αποκαλύφθηκε ο αρχικός νότιος τοίχος, πλάτους 1μ Ο κυρίως ναός στα δυτικά συνδέεται με ισοπλατύ νάρθηκα, με τον οποίο επικοινωνεί μέσων δύο θυραίων ανοιγμάτων στις απολήξεις των πλάγιων κλιτών και ενός κεντρικού τριβήλου στην απόληξη του κεντρικού κλίτους. Στο μεγαλύτερό του μέρος ο σωζόμενος σήμερα νάρθηκας αποτελεί προϊόν μεταγενέστερων επεμβάσεων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας επέμβασης, τοποθετήθηκε στο νεότερο δυτικό τοίχο του σε β χρήση 812, το θύρωμα που φέρει το όνομα του κτήτορά του επισκόπου Νικήτα 813. Στην αρχική φάση του, ο νάρθηκας καταλάμβανε την ίδια ακριβώς θέση, όπως προκύπτει από το αρχικό τμήμα της τοιχοποιίας που σώζεται στο ανατολικό τμήμα του βόρειου τοίχου του, καθώς και από το τμήμα τοιχοποιίας με τους μεγάλους πωρόλιθους που χρησιμοποιήθηκε ως θεμέλιο για τη δόμηση του δυτικού τοίχου του νάρθηκα. Στο εσωτερικό ο κυρίως ναός διαιρείται σε τρία κλίτη με τη βοήθεια στυλοβατών, οι οποίοι στηρίζουν εναλλάξ ζεύγη κιόνων και πεσσούς, δημιουργώντας τρίβηλα ανοίγματα σε κάθε στυλοβάτη. Οι δύο οποίο θα κάλυψε τις τοιχογραφίες του ναού στο πλαίσιο λειτουργίας του ως τζαμί. (Αντίθετα, μυστριές σώζονται σε όλες τις υπόλοιπες ζωγραφικές επιφάνειες). 810 Κουρκουτίδου Νικολαΐδου Ε., Μαυροπούλου Τσιούμη Χ., Παζαράς Θ., ΑΔ 32 (1977), Β2, Στο πλαίσιο των ανασκαφικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στο νότιο κλίτος αποκαλύφθηκαν υπολείμματα τοιχοποιίας ενός προγενέστερου κτίσματος, στο οποίο ανήκουν πιθανότατα και τα τμήματα ημικυκλικού τοίχου παλαιότερης κόγχης, ελαφρώς μικρότερης χορδής σε σχέση με τον αντίστοιχο βυζαντινό που εντοπίστηκαν στο κατώτερο τμήμα της θεμελίωσης της βυζαντινής κόγχης (Ευγενίδου Δ., ΑΔ 40(1985), Β, 255, σχ Η πρόχειρη τοιχοποιία η οποία παρουσιάζει διαχωριστικό αρμό στη σύνδεσή της με το δυτικό τμήμα του βόρειου τοίχου δεν αφήνει αμφιβολία για την απόδοση του δυτικού τοίχου του νάρθηκα σε μεταγενέστερη φάση. Ως εκ τούτου, όπως πολύ σωστά υποστήριξε πρόσφατα ο Βελένης, ο αναφερόμενος Νικήτας δεν είναι ο κτήτορας του μνημείου, αλλά μιας φάσης του (βλ. παραπάνω, σελ. 73, σημ. 115) και το θύρωμα τοποθετήθηκε στη θέση αυτή, σε άγνωστη εποχή. 813 Πρόκειται για την επιγραφή που βρίσκεται λαξευμένη στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου του ναού και αναφέρει: «Και τούτο έργον Νικήτα θυηπόλου»(βλ. σχετικά, Παπαζώτος, Κτητορική επιγραφή, 200).
249 249 ανατολικοί πεσσοί κάθε κιονοστοιχίας είναι σχήματος Γ(άμμα), με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα εγκάρσιο κλίτος ακριβώς μπροστά από το χώρο του Ιερού. Η ανασκαφική έρευνα που διεξήχθη στο νότιο κλίτος του ναού αποκάλυψε το νότιο εξωτερικό τοίχο του μνημείου, την πορεία του οποίου διέκοπτε το εγκάρσιο κλίτος που προεξείχε κατά 2,70μ Την καθαρότητα του εγκάρσιου κλίτους διακόπτει η παρουσία ενός κίονα, τοποθετημένου έκκεντρα, πολύ κοντά στους ανατολικούς πεσσούς. Κατά συνέπεια οι κίονες αυτοί στήριζαν μεγαλύτερα τόξα, τα οποία ξεπερνούν το ύψος της τοξοστοιχίας των δύο στυλοβατών του κυρίως ναού. Στην ανατολική πλευρά του ναού προεξείχε η ημικυκλική κόγχη του Βήματος, το οποίο επικοινωνούσε μέσω δύο μεγάλων τοξοτών ανοιγμάτων με τα δύο παραβήματα που αναπτύσσονταν εκατέρωθέν του. Ο χώρος της Πρόθεσης δεν απολήγει σε προεξέχουσα εξωτερικά αψίδα, αλλά φέρει ανατολικά μικρή κόγχη, ενσωματωμένη στο πάχος της ανατολικής τοιχοποιίας 815. Το μνημείο υπέστη ποικίλες επεμβάσεις κατά την μετατροπή του σε τουρκικό τζαμί, όπως η ανακατασκευή της ανωδομής του βόρειου εξωτερικού τοίχου του ναού και του δυτικού τμήματος του νάρθηκα. Σε απροσδιόριστη εποχή μέσα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας κατέπεσε το τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού 816 και στη διάμετρο του ημικυκλίου της κόγχης οικοδομήθηκε τοίχος που απομόνωσε την κόγχη από τον κεντρικό χώρο του Ιερού Βήματος. Ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο του Ιερού, σε χαμηλότερη στάθμη ακριβώς κάτω από το επίπεδο του τουρκικού δαπέδου, έφεραν στο φως στρώμα καταστροφής, πάχους 0,10 0,20μ., το οποίο περιείχε σπαράγματα τοιχογραφιών από την παράσταση της Θεοτόκου δορυφορούμενης από αγγέλους, η οποία κοσμούσε το τεταρτοσφαίριο της βυζαντινής αψίδας 817. Επίσης, στο κέντρο του χώρου 814 Κουρκουτίδου Νικολαΐδου Ε., Μαυροπούλου Τσιούμη Χ., Παζαράς Θ., ΑΔ 32 (1977), Β2, Πιθανώς κάτι αντίστοιχο θα συνέβαινε και με το Διακονικό. 816 Το τεταρτοσφαίριο ανακατασκευάστηκε στη δεκαετία του 70. (Τσιγαρίδας, Ε.Ν., ΑΔ 27 (1972), Β2, ). 817 Ευγενίδου Δ., ΑΔ 40 (1985), Β,
250 250 εντοπίστηκε βάθυνση για την προσαρμογή του κιονίσκου που αποτελούσε τη βάση της Αγίας Τράπεζας. Η τοιχοποιία στο μεγαλύτερο μέρος του ναού αποτελείται από στρώσεις λίθων όπου στους κατακόρυφους αρμούς παρεμβάλλονται οριζόντιες στρώσεις από πλιθία. Εξαίρεση αποτελεί ο βόρειος τοίχος της Πρόθεσης που παρουσιάζει εκτεταμένη διαταραχή στην τοιχοποιία. Η κάλυψη του ανατολικού τοίχου της Πρόθεσης με τοιχογραφίες του 14 ου αιώνα, δεν επιτρέπει να γνωρίζουμε εάν και η σωζόμενη ανατολική τοιχοποιία του κλίτους παρουσιάζει καταστροφή. Η παρουσία όμως κατακόρυφου αρμού στη σύνδεση του ανατολικού τοίχου του κλίτους με τον βορειοανατολικό πεσσό παραστάδα του Βήματος, μαρτυρεί διαφορετικές οικοδομικές φάσεις. Δεδομένης της απουσίας από το χώρο αυτό στρώματος τοιχογράφησης πρωιμότερου του 14 ου αιώνα, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε το βόρειο και ανατολικό τοίχο της Πρόθεσης σε παλαιολόγεια ανακατασκευή, την οποία ακολούθησε και η σχετική τοιχογράφηση με τις σκηνές του βίου του Προδρόμου. Ο ναός παρουσιάζει ενδιαφέροντα κατασκευαστικά και μορφολογικά στοιχεία στην τοξοδομία όπως η παρουσία διπλής περιβάλλουσας πλίνθου στο ανατολικό τμήμα του ναού, και συγκεκριμένα στο παράθυρο της κόγχης, και στα δύο μεγάλα τόξα που ενώνουν το Βήμα με τα παραβήματα 818. Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι το τρίλοβο παράθυρο της αψίδας παρουσιάζει εγγεγραμμένο σε υπερυψωμένο τόξο τον κάθε λοβό, γεγονός στοιχείο που θα αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο στην αρχιτεκτονική του 14 ου αιώνα 819. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διακόσμηση της αψίδας με κεραμοπλαστικό διάκοσμο που συνίσταται σε μαίανδρο και 818 Με τη διπλή περιβάλλουσα πλίνθινη ταινία εξαίρονται ακόμη περισσότερο τα μέτωπα των τόξων (Βελένης, Ερμηνεία, 86). 819 Το στοιχείο αυτό απαντά σε αψίδες μακεδονικών μνημείων όπως στους Αγίους Αποστόλους Θεσσαλονίκης, στο ναό των Αρχαγγέλων στο Štip και στο Lesnovo, και σε μεγάλο ποσοστό στους τρούλλους παλαιολόγειων μνημείων της Μακεδονίας, όπως στον Προφήτη Ηλία, στους Αγίους Αποστόλους, τον Άγιο Παντελεήμονα και την Αγία Αικατερίνη Θεσσαλονίκης, στο Staro Nagoričino. Στη Βέροια, το υποχωρημένο τύμπανο έχει τη μορφή ημισελήνου. Η διακόσμηση του τυμπάνου στους παλαιόγειους τρούλλους οδήγησε στη δημιουργία νέου τύπου τρούλου, του λεγόμενου «μακεδονικού» (βλ. σχετικά, Velenis, Building Techniques, 99κ.εξ., Βελένης, Ερμηνεία, ).
251 251 ζώνη με στυλίσκους 820, ένα θέμα που απαντά και σε άλλα μνημεία του 12 ου αιώνα, κυρίως όμως στην παλαιόγεια περίοδο 821. Ο ναός σώζει σημαντικό τοιχογραφικό διάκοσμο που έχει αποδοθεί στο τέλος του 12 ου αιώνα, στον 13 ο και 14 ο αιώνα 822. Από το στρώμα τοιχογραφιών του 14 ου αιώνα ξεχωρίζουν ιδιαίτερα αυτές του βόρειου παραβήματος 823, όπου ιστορούνται σκηνές από τη ζωή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, μεταξύ των οποίων εντυπωσιάζει η παράσταση της Βάπτισης 824. Η παρουσία αυτών των σκηνών στο χώρο της Πρόθεσης οδήγησε τον Παπαζώτο στην άποψη ότι πιθανώς ο χώρος αυτός λειτούργησε ως παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Πρόδρομο 825, άποψη όμως που δεν επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα 826. Χρονολόγηση Μετά τον εντοπισμό της επιγραφής του Νικήτα από το Θ. Παπαζώτο, ο ναός έχει περάσει στη βιβλιογραφία ως κτίσμα του 11 ου αιώνα και μάλιστα της όγδοης δεκαετίας του 827. Ωστόσο, στο μνημείο δεν εντοπίζονται αρχιτεκτονικά, μορφολογικά ή κατασκευαστικά στοιχεία που να χρονολογούνται πριν τα μέσα του 12 ου αιώνα. Αντίθετα, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει η τοιχοποιία και η τοξοδομία 828, τα στοιχεία του κεραμοπλαστικού διακόσμου, καθώς και τα 820 Φ. Α. Δροσογιάννη, ΑΔ 18(1963), Β2, Βλ. ενδεικτικά, Νικονάνος, Θεσσαλία, 57 58, Για τις τοιχογραφίες του ναού βλ. Τσιγαρίδας, Μνημειακή ζωγραφική Βεροίας, , 181. Παπαζώτος, Βέροια, Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες Πρόθεσης, Η παράσταση έχει μελετηθεί διεξοδικά από την Ντούλα Μουρίκη (βλ. Mouriki, Revival Themes, 461κ.εξ.). 825 Παπαζώτος, Βέροια, Στην περίπτωση που ο χώρος αυτός λειτουργούσε ως παρεκκλήσι, θα έπρεπε κάπου να προβλεφθεί χώρος για τη διαμόρφωση κογχαρίου που λειτουργούσε ως Πρόθεση για τον κυρίως ναό. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή, θα περίμενε κανείς στην κόγχη του χώρου αυτού να απεικονιστεί η Πλατυτέρα, και επιπλέον να διαμορφωθεί και δεύτερη μικρότερη κόγχη που θα λειτουργούσε ως Πρόθεση για το «παρεκκλήσι». Όμως, από τα αρχαιολογικά δεδομένα προκύπτει ότι στις αντίστοιχες θέσεις δεν διαμορφώθηκαν επιπλέον κογχάρια που να λειτουργούσαν ως Πρόθεση για το παρεκκλήσι και τον κυρίως ναό αντίστοιχα. Επιπλέον, το γεγονός ότι στην κόγχη του βόρειου χώρου απεικονίστηκαν διάκονοι, αποτελεί ισχυρή ένδειξη για τη λειτουργία του χώρου αυτού ως Πρόθεσης για τον κυρίως ναό. 827 Παπαζώτος, Βέροια, 165. Ο ίδιος, Κτητορική επιγραφή, Χαρακτηριστικά του α μισού του 13 ου αιώνα είναι τα τόξα με διπλή περιβάλλουσα πλίνθο που υπάρχει στα μεγάλα τόξα του Ιερού, χαρακτηριστικό που απαντά σε πρώιμα μνημεία του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
252 252 πρωιμότερα ζωγραφικά στρώματα του ναού συνηγορούν σε μια χρονολόγηση στα τέλη του 12 ου και κυρίως στις αρχές του 13 ου αιώνα. Λειτουργικές κατασκευές Στη σημερινή του κατάσταση ο ναός δεν διασώζει σύνθρονο. Ωστόσο, η έναρξη του εικονογραφικού προγράμματος σε ύψος 1,80μ. από τη στάθμη του δαπέδου του Βήματος, η οποία αφήνει ατοιχογράφητη μεγάλη επιφάνεια στον ημικύλινδρο, αποτελεί ένδειξη για την παρουσία βαθμίδων, οι οποίες θα έφταναν μέχρι τη γένεση της ζώνης με τα διάχωρα 829. Ο ναός διέθετε άμβωνα, ο οποίος δεν σώζεται in situ. Τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη βοήθησαν στην αναπαράσταση, με βάση την οποία, ο άμβωνας ανήκει στον τύπο με τις δύο αντικριστές κλίμακες που οδηγούν σε εξώστη με κιβώριο. Το συμπίλημα του επισκόπου Δημητρίου που προέρχεται από το γείσο του κιβωρίου σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα τεχνοτροπικά στοιχεία των γλυπτών οδήγησαν στην απόδοσή του στο διάστημα Προσκτίσματα Οι ανασκαφικές έρευνες έχουν περιοριστεί στο χώρο του ναού, με αποτέλεσμα να μην είναι γνωστή η ύπαρξη προσκτισμάτων γύρω από αυτόν. Βιβλιογραφία Βελένης, Ερμηνεία, 86, Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης, Παπαζώτος, Βέροια, Ο ίδιος, Κτητορική επιγραφή,200. Σωτηρίου, Βυζαντιναί βασιλικαί, Τσιγαρίδας, Μνημειακή ζωγραφική Βεροίας, , 181. Ο ίδιος, Τοιχογραφίες Πρόθεσης, Χιονίδης, Βέροια, 175, Panayotidi, Véria, 304. Tsigaridas, Les peintures murales, Αναλυτικά βλ. παραπάνω, σελ Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης,
253 Ελλάδα. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Σχ. 9 18, Εικ Ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Σοφίας 831 βρίσκεται στο ΝΑ τμήμα της βυζαντινής πόλης, νότια της Εγνατίας οδού και ΒΔ του Γαλεριανού συγκροτήματος. Ο ναός τιμάται στην Αγία Σοφία και πανηγύριζε της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού 832. Αρχιτεκτονική περιγραφή Ο βυζαντινός ναός της Αγίας Σοφίας οικοδομήθηκε στα θεμέλια μιας πρωιμότερης πεντάκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 6 ου αιώνα, η οποία, όπως μαρτυρούν τα ανασκαφικά δεδομένα, κατέρρευσε πιθανότατα στις αρχές του 7 ου αιώνα με τους σεισμούς που έπληξαν την πόλη στο διάστημα μεταξύ του 630 και Η διατήρηση τοίχων της βασιλικής έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη γενική χάραξη και στο σχεδιασμό επιμέρους σημείων του νεότερου ναού 834, ο οποίος θεμελιώθηκε στις αρχές του 8 ου αιώνα, στο κεντρικό κλίτος της παλαιοχριστιανικής βασιλικής 835. Οι στυλοβάτες του κεντρικού κλίτους της πεντάκλιτης βασιλικής διέρχονται κάτω από τις ημικυκλικές αψίδες της Πρόθεσης και του Διακονικού της Αγίας Σοφίας, στη βάση των οποίων διαμορφώνονται ανακουφιστικά τόξα 836. Στη συνέχεια διαπερνούν το εσωτερικό του ναού σε επαφή με το βόρειο και νότιο στυλοβάτη του κεντρικού σταυρικού πυρήνα, και εμφανίζονται ξανά σε μικρή απόσταση έξω από το δυτικό τοίχο του ναού Για τη λειτουργία του ναού ως μητροπολιτικού βλ. Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, 549κ.εξ., όπου και όλη η παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία. 832 Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 151. Ο ίδιος, Ιδιορρυθμίες, Για την πεντάκλιτη βασιλική βλ. Μέντζος, Συμβολή, 201κ.εξ. 834 Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 34 κ.εξ. 835 Όπως έχουν αποδείξει οι Βελένης και Θεοχαρίδου, ο αρχιτέκτονας της Αγίας Σοφίας γνώριζε και έλαβε υπόψην του τα προγενέστερα θεμέλια. Οι στυλοβάτες της βασιλικής καθόρισαν το συνολικό πλάτος του βυζαντινού ναού και του τρουλαίου κεντρικού του πυρήνα, ενώ η θέση του νάρθηκα της πεντάκλιτης βασιλικής καθόρισε το μήκος της μεταγενέστερης Αγίας Σοφίας (βλ. Βελένης, Ναοδομία, Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 34 39). 836 Η λύση αυτή αποτελούσε προϊόν συνειδητής επιλογής που στόχευε στο να αποφευχθεί η απευθείας έδραση του βυζαντινού ναού πάνω στα θεμέλια του προγενέστερου (Βελένης, Αγία Σοφία, 65). 837 Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 34.
254 254 Ο νέος ναός που διετέλεσε ως μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης για όλη σχεδόν τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου 838, ανήκει στον τύπο του τρουλλαίου ναού με περίστωο και υπερώα, και έχει συνολικές διαστάσεις 30,92μ. 28,90μ. Στο εσωτερικό του ναού διαμορφώνεται σταυρικός πυρήνας το κέντρο του οποίου καλύπτεται με μεγάλο τρούλλο. Τέσσερις κυλινδρικές καμάρες καλύπτουν τις κεραίες του σταυρού που είναι άνισου βάθους, ενώ η διάσπαση των πεσσών δημιουργεί τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα. Τον σταυρικό αυτό πυρήνα περιβάλλει στις τρεις πλευρές (βόρεια, δυτική και νότια), περίστωο, το οποίο φέρει υπερώα. Η επικοινωνία του κεντρικού χώρου με το βόρειο και νότιο τμήμα του περιστώου γίνεται μέσω δύο δίβηλων ανοιγμάτων τα οποία πλαισιώνουν έναν κεντρικό πεσσό που βρίσκεται ανάμεσα στους πεσσούς του τρούλλου, ενώ μικρότερα ανοίγματα εξασφαλίζουν την πρόσβαση στα πλάγια κλίτη από τα γωνιαία διαμερίσματα που σχηματίζονται από τη διάσπαση των πεσσών του τρούλλου. Αντίστοιχα, η επικοινωνία του κεντρικού χώρου με τη δυτική πλευρά του περιστώου γίνεται μέσω τριών τοξωτών ανοιγμάτων, εκ των οποίων το μεσαίο είναι πολύ μεγαλύτερο, ενώ τα άλλα δύο στενότερα 839. Αρχικά, η εξωτερικές είσοδοι στο νάρθηκα ήταν επτά, από τις οποίες οι δύο βρίσκονταν στη βόρεια και νότια πλευρά του, και οι υπόλοιπες πέντε στο δυτικό τοίχο 840. Πάνω από το περίστωο διαμορφώνονται ξυλόστεγα υπερώα, τα οποία επικοινωνούν με τα θολωτά γωνιακά διαμερίσματα που δημιουργούνται πάνω από τους αντίστοιχους χώρους του ισογείου 841. Το βόρειο και νότιο υπερώο έχουν την ίδια στάθμη με τα γωνιακά διαμερίσματα, ενώ το δυτικό βρίσκεται κατά 1,20μ. υπερυψωμένο σε σχέση με τη στάθμη των υπόλοιπων χώρων. Η αρχική πρόσβαση στα 838 Ίσως μοναδικό διάστημα που δεν λειτούργησε ως ορθόδοξος μητροπολιτικός ναός ήταν η Λατινοκρατία, όπου όμως και πάλι ήταν έδρα των Λατίνων επισκόπων (βλ. παραπάνω, σελ. 210, σημ. 675). 839 Πρόκειται για τα ανοίγματα που συνδέουν το νάρθηκα με τα δυτικά γωνιαία διαμερίσματα. 840 Οι δύο θύρες εκατέρωθεν της κεντρικής εισόδου μετατράπηκαν σε παράθυρα με το φράξιμο της ποδιάς τους σε μεταγενέστερη εποχή. (Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 46). 841 Πάνω από τα γωνιακά διαμερίσματα στη στάθμη των υπερώων δημιουργούνται σε β επίπεδο θολωτοί χώροι, η πρόσβαση στους οποίους μπορεί να γίνει μόνο με κινητή σκάλα από το εσωτερικό των υπερώων. (Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία 48).
255 255 υπερώα, η οποία σήμερα γίνεται από τον πύργο της Τουρκοκρατίας που βρίσκεται στη ΒΔ γωνία έξω από το ναό, αποτελεί ένα ζητούμενο. Η χτιστή κλίμακα που αποκαλύφθηκε στο βόρειο τμήμα του ναού ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη ζώνη των ανοιγμάτων αποτελεί τμήμα μιας από τις πολλές κλίμακες που ανέβαζαν από τους χώρους εξωτερικά του περιστώου στη στάθμη των υπερώων 842. Στο ανατολικό τμήμα του ναού διαμορφώνεται τριμερές Ιερό Βήμα, το οποίο παρουσιάζεται σαν ανεξάρτητο μέρος που προσκολλάται στο κυβικό σώμα του ναού. Ο χώρος του Βήματος είναι ελαφρά στενότερος από την ανατολική κεραία, καλύπτεται με ημικυλινδρική καμάρα και απολήγει σε ημιεξαγωνική κόγχη. Επικοινωνεί μέσω στενών ανοιγμάτων με τα παραβήματα, τα οποία είναι μικροί τετράγωνοι χώροι που απολήγουν σε ημικυκλικές κόγχες και καλύπτονται με ημισφαιρικούς θόλους επί λοφίων που στηρίζονται σε αβαθή τόξα στον τύπο των μονόχωρων τρουλλαίων. Η επικοινωνία των παραβημάτων με το περίστωο γίνεται μέσω μιας θύρας έκκεντρα ανοιγμένης ως προς τον άξονα των δύο μερών 843. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρουσία κλίμακας που βρισκόταν ενσωματωμένη στο πάχος του τυμπάνου του τρούλλου και αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών 844. Η σκάλα δεν σταματούσε στη στάθμη των σημερινών παραθύρων του τυμπάνου, αλλά συνέχιζε ψηλότερα και απέληγε σε έναν αρκετά διευρυμένο διάδρομο σε ψηλότερη στάθμη. Η παρουσία αυτής της κλίμακας 845 ερμηνεύτηκε καθώς συνδέθηκε με την αναγκαιότητα εξασφάλισης της ανόδου ψαλτών και αναγνωστών στον τρούλλο, κατά τον εσπερινό της παραμονής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού προκειμένου να τελεστεί εκεί «Ἡ τάξις τῆς ἐν τρούλλῳ φήμης» 846. Χρονολόγηση 842 Αντίστοιχες κλίμακες θα υπήρχαν και στη νότια πλευρά (Βελένης, Ναοδομία, 87 88). 843 Στη θέση αυτή των ανοιγμάτων περνούν τα θεμέλια του στυλοβάτη της παλαιότερης βασιλικής. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονταν η έδραση έστω και τμήματος του νεότερου ναού σε παλαιότερο θεμέλιο (Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 49). 844 Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, 74 75, , εικ.15 19, πίν Βελένης, Ναοδομία, 74κ.εξ. 846 Φουντούλης, Μαρτυρίαι, 143, Δ4. Ο ίδιος, Ιδιορρυθμίες,
256 256 Για τη χρονολόγηση του υπάρχοντος κτίσματος της Αγίας Σοφίας έχουν προταθεί διάφορες απόψεις που τοποθετούν την ανέγερση στον 7 ο αιώνα 847 ή τον 8 ο αιώνα 848. Ωστόσο, οι σωζόμενες επιγραφικές μαρτυρίες επιτρέπουν να υποστηρίξουμε με σχετική ασφάλεια την ανέγερση του μνημείου στα τέλη της Α Εικονομαχίας, και συγκεκριμένα επί Θεοφίλου επισκόπου και επί συμβασιλείας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου 4 ου και της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας 849. Λειτουργικός εξοπλισμός Ο ναός στη βυζαντινή περίοδο διέθετε σύνθρονο στο χώρο του Βήματος, άμβωνα στον τύπο με τις δύο αντικριστές κλίμακες και επισκοπικό θρόνο μπροστά από τον ΝΑ πεσσό. Αν και ο λειτουργικός αυτός εξοπλισμός δεν έχει σωθεί, η παρουσία του μαρτυρείται από τα κείμενα του Συμεών, τα οποία παρέχουν και πολλές πληροφορίες για τη χρήση του στο πλαίσιο τέλεσης της αρχιερατικής λειτουργίας και άλλων ακολουθιών 850. Προσκτίσματα 851 Για τα κτίρια που περιέβαλλαν τον μητροπολιτικό ναό της Θεσσαλονίκης υπάρχουν πολλές αρχαιολογικές και ιστορικές μαρτυρίες. Καταρχήν, με ανασκαφικές έρευνες έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη μικρότερων ναΐσκων, παρεκκλησίων και μονϋδρίων, που βρίσκονταν σε επαφή αλλά και στον ευρύτερα περιβάλλοντα χώρο του μητροπολιτικού ναού. Παράλληλα, οι σωστικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στα όμορα με το ναό οικόπεδα έχουν αποκαλύψει σημαντικά κτίρια του επισκοπικού συγκροτήματος, το οποίο αναπτυσσόταν στο χώρο βόρεια του ναού. Πρόκειται για στοές, τμήματα κτιρίων, λουτρά, κήπους, περιβόλια και χώρους βιοτεχνικών δραστηριοτήτων 852. Εκτός από τα αρχαιολογικά δεδομένα, ιδιαίτερα πολύτιμα για τη συμπλήρωση των γνώσεών μας σχετικά με το επισκοπείο της 847 Μαρκή, Αγία Σοφία, 54. Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, , όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 848 Cormack, Age of Iconoclasm, 35κ.εξ. Βελένης, Χρονολόγηση, Την εποχή αυτή ανάγεται ο ανεικονικός διάκοσμος της κόγχης. (Βελένης, Χρονολόγηση Αγίας Σοφίας, 73). 850 Darrouzès, Saint Sophie, Φουντούλης, Μαρτυρίαι, , Αναλυτικά παρουσίαση των προσκτισμάτων βλ. παραπάνω, σελ Βλ. Μαρκή, Αγία Σοφία, Ασημακοπούλου Ατζακά, Προβλήματα του χώρου,
257 257 Θεσσαλονίκης είναι τα κείμενα του Συμεών Θεσσαλονίκης και οι επιστολές του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννου Απόκαυκου προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Στην επιστολή παρέχονται έμμεσες πληροφορίες για τη μορφή που είχε το μακεδονικό επισκοπείο, από τις οποίες είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, μεγαλοπρεπές, πολυτελές και διέθετε κλίμακες που οδηγούσαν σε διάφορα επίπεδα και περιπάτους 853. Γενικά, τα γραπτά κείμενα προδίδουν την παρουσία ενός μεγάλου, πολυτελούς επισκοπείου, πιθανότατα διώροφου, το οποίο βρισκόταν βόρεια της Αγίας Σοφίας και διέθετε χώρους διαμονής του μητροπολίτη και μέρους του κλήρου της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, αλλά και χώρους φιλοξενίας επίσημων προσώπων 854. Παρά το γεγονός ότι οι ανασκαφικές έρευνες στα παρακείμενα οικόπεδα έχουν αποκαλύψει σημαντικά κτίρια του επισκοπικού συγκροτήματος, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια τα όρια και η έκταση που καταλάμβανε. Πάντως τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν ένα αρκετά εκτεταμένο χώρο στο κέντρο της πόλης, με διάφορα θρησκευτικού και κοσμικού χαρακτήρα κτίρια, όπως παρεκκλήσια, στοές, δωμάτια, πηγάδια, δεξαμενές, βιοτεχνικές εγκαταστάσεις 855, περιβόλια και νεκροταφεία 856, τα οποία αναπτύσσονταν γύρω από τον καθεδρικό ναό. Βιβλιογραφία Ασημακοπούλου Ατζακά, Προβλήματα του χώρου, Βελένης, Ναοδομία, Βελένης, Χρονολόγηση, 70 77/Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία. Μαρκή, Αγία Σοφία, Μέντζος, Συμβολή, Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, Φουντούλης, Μαρτυρίαι, Cormack, Apse Mosaics, Darrouzès, Saint Sophie, Spieser, Les Inscriptions, 312, No Bees, Unedierte Schriftstücke, Σταυρίδου Ζαφράκα, Αγία Σοφία, Στο οικόπεδο της οδού Πρασακάκη 6 ανασκάφηκε τμήμα μεγάλου δημόσιου κτιρίου παλαιοχριστιανικών χρόνων το οποίο, σύμφωνα με την ανασκαφέα, κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους μετασκευάστηκε σε βιοτεχνικό εργαστήριο (ΑΔ 45 (1990), ). 856 Μαρκή, Αγία Σοφία, 61.
258 Ελλάδα. Μακρύγιαλος Πιερίας. Επισκοπικός ναός Κίτρους. Σχ , Εικ Ο επισκοπικός ναός του Κίτρους εντοπίστηκε στη διάρκεια ανασκαφικών εργασιών σε μικρή απόσταση (2χλμ. νότια) από το Μακρύγιαλο Πιερίας, στη θέση που τοποθετείται η ακρόπολη της αρχαίας πόλης Πύδνας 857. Αρχιτεκτονική περιγραφή Ο ναός 858 αποκαλύφθηκε ανασκαφικά και δεν σώζεται σε όλο του το ύψος. Λόγω της κλίσης που παρουσιάζει το έδαφος από τα βόρεια προς τα νότια, ο βόρειος τοίχος διατηρείται σε ύψος 3.10μ., ενώ ο νότιος, ο οποίος φέρει τρεις αντηρίδες, δεν ξεπερνά τα 0,85μ. Αρχιτεκτονικά ανήκει στους μεταβατικού τύπου τρουλλαίους ναούς με περίστωο και έχει διαστάσεις 23,20 16,60μ., χωρίς την αψίδα. Ο κεντρικός χώρος είναι ένα ορθογώνιο διαστάσεων 12 13,50μ., στο οποίο προσκολλάται τριμερές Ιερό στα ανατολικά και νάρθηκας διαστάσεων 16,60 3,10μ. στα δυτικά. Στο κέντρο υψώνεται τρούλλος, ο οποίος στηρίζεται σε τέσσερις ογκώδεις πεσσούς σχήματος Γ(άμμα). Το κεντρικό τετράγωνο περιβάλλει περίστωο το οποίο ανήκει στον αρχικό σχεδιασμό του ναού 859. Ανατολικά προεξέχουν τρεις αψίδες Ιερού Βήματος, εκ των οποίων η κεντρική είναι τρίπλευρη και οι δύο πλαϊνές ημικυκλικές. Τα τρία μέρη του Ιερού επικοινωνούν μέσω τοξωτών ανοιγμάτων. Η κύρια είσοδος του ναού βρισκόταν στο κέντρο της δυτικής πλευράς του νάρθηκα, ενώ ακόμη δύο θύρες, βόρεια και νότια της κεντρικής, εξασφάλιζαν την άμεση πρόσβαση στις αντίστοιχες πλευρές του περιστώου. Η προσπέλαση στον κυρίως ναό γινόταν με μια απλή θύρα στο κέντρο της δυτικής πλευράς του. 857 Θυμίζουμε ότι η αρχαία πόλη της Πύδνας από τον 3 ο αιώνα, στη διάρκεια των γαλατικών επιδρομών άρχισε να συρρικνώνεται στο χώρο της αρχαίας ακρόπολης, όπου στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους ιδρύθηκε νέος περίβολος. Η οχυρωμένη πόλη πλέον, καταλαμβάνοντας σε έκταση το 1/6 της αρχαίας πόλης, συνέχισε τη ζωή της αρχαίας Πύδνας, αλλάζοντας το όνομά της σε Κίτρος (βλ. σχετικά, Μαρκή, Συμπεράσματα, 239κ.εξ.. Η ίδια, Κίτρος, 9 17, 39 55). 858 Αναλυτικά για το ναό βλ. Μαρκή, Ναός Πύδνας, 59κ.εξ. Η ίδια, Κίτρος, Χατζητρύφωνος, Το περίστωο,
259 259 Στον κεντρικό χώρο της εκκλησίας αποκαλύφθηκαν δύο δάπεδα σε απόσταση 30εκ. μεταξύ τους. Το ψηλότερο, που αποτελείται από πατημένο πηλόχωμα αναμεμειγμένο με ασβέστη, σχετίζεται με την καταστροφή του μνημείου και τη χρήση του ως χώρου στρατιωτικής εγκατάστασης. Από το αρχικό δάπεδο του ναού εντοπίστηκαν μόλις λίγα σπαράγματα ορθομαρμαρώσεων. Ο ναός είναι κατασκευασμένος από στρώσεις κυβόλιθων, όπου στους κατακόρυφους αρμούς παρεμβάλλονται οριζόντιες σειρές από πλιθία. Στο εσωτερικό του ναού διασώζονται υπολείμματα από δύο στρώματα τοιχογράφησης, το ένα από τα οποία τοποθετείται χρονικά στον 11 ο αιώνα. Επίσης, από τα ανασκαφικά ευρήματα προκύπτει ότι ο ναός έφερε ψηφιδωτή διακόσμηση στον τρούλο και στην αψίδα, καθώς και πολύ αξιόλογο γλυπτό διάκοσμο. Σε μεταγενέστερη εποχή, πιθανώς στον 11 ο αιώνα, στο δυτικό τμήμα του ναού προστέθηκε εξωνάρθηκας που φέρει στην πρόσοψη έξι κίονες 860. Τα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν ότι ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά πιθανώς κατά την άλωση του κάστρου από τους Φράγκους, το Ύστερα από αυτή την καταστροφή που υπέστη ο ναός, στο χώρο του Ιερού οι Φράγκοι κατασκεύασαν τον πύργο του Φράγκου ηγεμόνα τους Virich von Daum, ο οποίος περιλάμβανε στο ισόγειο, πηγάδι με μαρμάρινο προστομιαίο και μια φρυκτωρία, η οποία χρησιμοποίησε ως προκάλυμμα την κατεστραμμένη αψίδα του ναού. Οι Φράγκοι έχτισαν όλες τις θύρες του ναού εκτός από την βόρεια, που χρησιμοποιήθηκε ως μοναδική είσοδος για το στρατόπεδο και μετέτρεψαν όλα τα τμήματα του ναού σε χώρους στρατωνισμού και αποθηκών. Μετά την εγκατάλειψη του κάστρου στα μέσα του 14 ου αιώνα, στα ερείπια του εγκαταστάθηκε μια οικογένεια που κατασκεύασε πάνω στον ΝΑ πεσσό έναν φούρνο και νοτιότερα ένα πατητήρι για ελιές. Στη φάση αυτή, το νότιο τμήμα του περιβόλου μετατράπηκε σε νεκροταφείο, όπου ανασκάφηκαν τρεις βρεφικοί και δύο παιδικοί τάφοι 861. Χρονολόγηση 860 Μαρκή, Συμπεράσματα, Μαρκή, Ανασκαφές Πύδνας,
260 260 Με βάση τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά, τυπολογικά και μορφολογικά, καθώς και την επιπεδόγλυφη τεχνική με την οποία είναι κατασκευασμένα τα γλυπτά του, ο ναός χρονολογήθηκε από την ανασκαφέα στο τέλος του 10 ου αιώνα 862. Ο Μέντζος στηριζόμενος στην ύπαρξη υπολειμμάτων παλαιότερης τοιχοποιίας στα χαμηλά τμήματα του νότιου και του ανατολικού τοίχου προτείνει πρωιμότερη χρονολόγηση για τον επισκοπικό ναό του Κίτρους, και συνδέει τα δεδομένα του 10 ου αιώνα με φάση επισκευών 863. Λειτουργικός Εξοπλισμός Λόγω των μεταγενέστερων επεμβάσεων στο χώρο του Ιερού, δεν σώζονται υπολείμματα που να αποκαλύπτουν εάν ο ναός είχε σύνθρονο. Στα αρχιτεκτονικά μέλη που περισυλλέχθηκαν κατά την ανασκαφή του μνημείου αναφέρεται τμήμα άμβωνα 864, το οποίο όμως δεν είναι γνωστό αν ανήκε σε βυζαντινό άμβωνα που πιθανόν διέθετε το μνημείο, ή αν προερχόταν από την παλαιοχριστιανική φάση 865. Προσκτίσματα 866 Οι μέχρι σήμερα ανασκαφικές έρευνες έχουν φέρει στο φως διάφορα κτίρια, τα οποία περιέβαλαν το ναό στη βόρεια και δυτική πλευρά του. Με τη φάση λειτουργίας του ναού συνδέεται ένα πλινθόκτιστο δωμάτιο διαστάσεων 4,35μ. 3,90μ., το οποίο χρησιμοποιούσε ως έναν από τους τοίχους του το βόρειο τοίχο του ναού. Είχε δάπεδο από πηλόχωμα και είσοδο από δυτικά. Τα αντικείμενα που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή του χώρου(υάλινη κανδήλα, υπολείμματα ειδών διατροφής, θραύσματα αγγείων, κ.α.) οδήγησαν στην ερμηνεία της χρήσης του ως δωματίου προορισμένου για το νεωκόρο 867. Στην ίδια φάση τοποθετείται και ο αποθηκευτικός χώρος που ανασκάφηκε λίγο δυτικότερα. Ο χώρος αυτός έχει διαστάσεις 3,80μ. 3μ. περιλάμβανε στο κέντρο ένα πιθάρι, και με βάση τα ευρήματα 862 Μαρκή, Ναός Πύδνας, Μέντζος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, Μαρκή, Ναός Πύδνας, 64. Η ίδια, Κίτρος, 54, Εικ Κατά τη μετάβασή μας στο μνημείο δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού μέλους. 866 Μαρκή, Ανασκαφή κάστρου, Σύμφωνα με τα ανασκαφικά ευρήματα, το δωμάτιο φαίνεται ότι κάηκε ξαφνικά μαζί με την εκκλησία. Στη Φραγκοκρατία και στην παλαιολόγεια περίοδο ήταν μπαζωμένο.
261 261 χρησιμοποιήθηκε για την αποθήκευση του απαιτούμενου για τις ανάγκες της εκκλησίας λαδιού 868. Δυτικά του δωματίου του νεωκόρου, στην περίοδο της Φραγκοκρατίας για τις ανάγκες του στρατοπέδου που εγκαταστάθηκε στο χώρο της εκκλησίας διαμορφώθηκε μια υπόγεια παράγωνη θολωτή δεξαμενή, διαστάσεων 3,20μ. 2,80μ. 2,70μ. με τοξωτό άνοιγμα στα νότια. Η δεξαμενή παρουσιάζει φάσεις επισκευών, και μετά την εγκατάλειψη του στρατοπέδου, η οικογένεια που εγκαταστάθηκε στο χώρο τη μετέτρεψε σε αποθέτη όπου έριχναν ό,τι τους εμπόδιζε. Δυτικά της δεξαμενής διαμορφώθηκε από τους Φράγκους θολωτή πύλη, για την κατασκευή της οποίας κατέστρεψαν τμήμα του βόρειου περιβόλου του ναού, ενώ ένας ακόμη χώρος δυτικά του προηγούμενου χρησιμοποιήθηκε ως μαγειρείο για το στρατόπεδο, χρήση την οποία διατήρησε μέχρι τα μέσα του 14 ου αιώνα. Βιβλιογραφία Μαρκή, Ανασκαφή κάστρου, Η ίδια, Ανασκαφές Πύδνας, Η ίδια, Κίτρος. Η ίδια, Ναός Πύδνας, Συμπεράσματα, Μέντζος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, Χατζητρύφωνος, Το περίστωο, Πρέσπες, Νησί Αγίου Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Σχ , Εικ Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Αχιλλείου βρίσκεται στο νησί του Αγίου Αχιλλείου σε μικρή απόσταση από τις όχθες της λίμνης. Ο ναός ιδρύθηκε προκειμένου να στεγάσει το λείψανο του αγίου που έφερε ο Σαμουήλ από τη Λάρισσα. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Κεδρηνό, ο Σαμουήλ «Μετήγαγε δὲ καὶ τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου, ἐπισκόπου Λαρίσσης χρηματίσαντος καὶ εἰς τὴν Πρέσπαν ἀπέθετο, ἔνθα ἦσαν αὐτῷ τὰ βασίλεια» 869, ενώ ο Σκυλίτζης συμπληρώνει «οἶκον κάλλιστον καὶ μέγιστον ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ δομησάμενος..» 870. Αρχιτεκτονική περιγραφή 868 Μαρκή, Συμπεράσματα, Γεώργιος Κεδρηνὸς 436, Ιωάννης Σκυλίτζης
262 262 Ο ναός σώζεται σήμερα σε ερειπιώδη μορφή. Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, συνολικών διαστάσεων 44,70 22μ. Στο εσωτερικό, επτά ζεύγη πεσσών διαχωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη, από τα οποία το κεντρικό είναι πολύ μεγαλύτερο από τα πλάγια 871. Η νότια πεσσοστοιχία εδράζεται σε ψηλότερη στάθμη κατά 0,77μ.σε σχέση με το δάπεδο του κεντρικού κλίτους, γι αυτό και σε ορισμένα σημεία της υπήρχαν σκαλοπάτια για την επικοινωνία μεταξύ κεντρικού και νότιου κλίτους. Στην ανατολική πλευρά αναπτύσσεται το τριμερές Ιερό Βήμα, από το οποίο προεξέχει η κεντρική πεταλοειδής αψίδα και οι δύο ημικυκλικές αψίδες της Πρόθεσης και του Διακονικού. Το Βήμα επικοινωνεί μέσω μικρών στενών ανοιγμάτων με τα παραβήματα, τα οποία έχουν σχήμα συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναΐσκου και καλύπτονται με τρουλλίσκους. Στη νότια κεραία του Διακονικού βρέθηκε τάφος καλυμμένος με πλάκα σαρκοφάγου, ο οποίος περιείχε λείψανα που παλαιότερα αποδόθηκαν στον Άγιο Αχίλλειο, τον Άγιο Οικουμένιο και τον Άγιο Ρήγινο 872, άποψη που σήμερα τίθεται σε αμφισβήτιση 873. Δυτικά, τα κλίτη μέσω τριών θυραίων ανοιγμάτων επικοινωνούν με ισοπλατύ νάρθηκα, ο οποίος διέθετε πέντε εισόδους για την πρόσβαση στο ναό από τον εξωτερικό χώρο. Δύο από αυτές φράχθηκαν εκ των υστέρων, όταν ο νάρθηκας ιδιαίτερα το βόρειο τμήμα του, άρχισε να χρησιμοποιείται ως χώρος ταφής 874. Ο ναός διέθετε υπερώα πάνω από τα πλάγια κλίτη. Η πρόσβαση σ αυτά δεν έχει εξακριβωθεί με βεβαιότητα, καθώς δεν σώζονται κλίμακες. Μοναδική ένδειξη για την ύπαρξή τους αποτελεί η παρουσία υπολειμμάτων από λίθινο κλιμακοστάσιο στην άκρη του νότιου κλίτους, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα χρησιμοποίησης ξύλινων κλιμάκων. Χρονολόγηση 871 Το κεντρικό κλίτος είναι πλάτους 9,25μ., ενώ τα πλάγια είναι πολύ μικρότερα, και έχουν πλάτος μόλις 4,25μ.Η αναλογία μεσαίου προς πλάγια κλίτη είναι 2, Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος, Ο ίδιος, Η βασιλική, Παζαράς, Σαρκοφάγοι, Αυτό συνέβη από τον 11 ο αιώνα και μετά.
263 263 Σύμφωνα με τις πηγές ο ναός ιδρύθηκε από τον Σαμουήλ, στο διάστημα Έναν περίπου αιώνα μετά, επί Αρχιεπισκόπου Αχρίδας Θεοφυλάκτου, πραγματοποιήθηκαν επισκευές στο μνημείο, μετά από μικρής κλίμακας καταστροφές, τις οποίες είχαν επιφέρει οι Νορμανδοί (1072) 875.Τέλη 12 ου αιώνα στο μνημείο, ύστερα από κάποια καταστροφή, πραγματοποιήθηκαν και νέες επισκευές. Η καταστροφή της βασιλικής ανιχνεύεται στο γ τέταρτο του 14 ου αιώνα, εποχή στην οποία μαρτυρείται ισχυρός σεισμός στην ευρύτερη περιοχή. Η οθωμανική κυριαρχία στα τέλη του 14 ου αιώνα οδήγησε στην εγκατάλειψη του χώρου. Λειτουργικός εξοπλισμός Στην κεντρική κόγχη του Βήματος σώζεται μέχρι τις μέρες μας τριβαθμιδωτό ημικυκλικό σύνθρονο, το οποίο αναπτύσσεται κάτω από μεγάλο τρίλοβο παράθυρο, και σώζει ίχνη υποδοχής των πλάγιων θωρακίων του μητροπολιτικού θρόνου στο κέντρο 876. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναγραφή μέσα σε 18 τοξωτά πλαίσια στον ημικυλίνδρο της κόγχης εκατέρωθεν του παραθύρου, των επισκοπικών θρόνων που τελούσαν υπό τη δικαιοδοσία του πατριαρχείου που ίδρυσε ο Σαμουήλ κατά την πρόσκαιρη παραμονή του στην Πρέσπα 877. Σήμερα σώζονται ελάχιστες αψίδες και μάλιστα σε πολύ κακή κατάσταση από τις οποίες έχουν διαβαστεί 878 οι εξής : +θρόνος πο Πριδρυάνων (Πριζρένης) / +θρόνος που Βιδήνης /+θρόνος Κεφαλονίας / θρόνος πο Βεροίας / θρόνος πο Ηρακλείας / Θρόνος πο Βελεβουσδίου / Θρόνος Σελασφόρου (Δεαβόλεως) / Θρόνος που Σκωπίων / +Θρόνος πο Σαρδικής (Τριαδίτζας, Σόφιας) /Θρόνος που Εδέσσης / Θρόνος πο Πρ(έσπας). Προσκτίσματα Στο χώρο δυτικά και νότια του ναού ανασκάφηκε οργανωμένο κοιμητήριο με τάφους σε τρία στρώματα χρήσης από τα μέσα του 12 ου αιώνα έως τις αρχές 15 ου αιώνα. Παράλληλα, σε μεσοτοιχία με το νότιο 875 Πρόκειται για καταστροφές στα δάπεδα, στον τοιχογραφικό διάκοσμο της α φάσης και πιθανή σύληση των θησαυρών του τάφου του Αγίου. (Μουτσόπουλος, Η βασιλική, Τα ίχνη αυτά σώζονται στην εσωτερική πλευρά των δύο πεσσίσκων του κεντρικού λοβού του παραθύρου. 877 Μουτσόπουλος, Η βασιλική, Grabar, Deux témoignages, Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος, Α,
264 264 τοίχο της βασιλικής αποκαλύφθηκε τριμερές κτίριο, στο οποίο αποδόθηκε ταφική χρήση 879. Βιβλιογραφία Μουτσόπουλος, Άγιος Αχίλλειος. Ο ίδιος, Η βασιλική. Παϊσίδου, Άγιος Αχίλλειος, Ελλάδα, Ρεντίνα, Επισκοπική βασιλική. Σχ , Εικ Ο ναός ανασκάφηκε στην κορυφή του βυζαντινού κάστρου της Ρεντίνας 880. Αρχιτεκτονική περιγραφή Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική, εξωτερικών διαστάσεων 16,80μ. 10,50μ. Στην ανατολική πλευρά προεξέχουν τρεις ημιεξαγωνικές αψίδες από τις οποίες η κεντρική επενδύθηκε σε δεύτερη φάση προκειμένου να ενισχυθεί η αρχική τοιχοποιία. Η κεντρική κόγχη που είναι και η μεγαλύτερη, διαμορφώνεται και εσωτερικά με ημικυλινδρικό τοίχο, ενώ οι άλλες δύο κόγχες φέρουν στο εσωτερικό ευθύγραμμο τοίχο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση της Ρεντίνας παρουσιάζει το γεγονός ότι η βασιλική έχει περιλάβει στην υποδομή της πιθανώς ιουστινιάνεια, κινστέρνα, διαστάσεων 9,50μ. 3,90μ. και βάθους 9μ. Η ύπαρξη της οποίας καταλαμβάνει τον κυρίως ναό, περιορίζοντας το λειτουργικό χώρο της εκκλησίας στα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα. Στο πλαίσιο ερμηνείας του προβλήματος που δημιουργεί η παρουσία της κινστέρνας υποστηρίχθηκε από τον ανασκαφέα η άποψη ότι ο ναός ήταν διώροφος. Στην περίπτωση αυτή, ο ισόγειος χώρος θα χρησιμοποιούνταν ως ταφικός, δεδομένου ότι σε όλο το χώρο περιμετρικά της κινστέρνας ανασκάφηκαν επάλληλες ταφές, οι αρχαιότερες από τις οποίες έφταναν μέχρι το φυσικό βράχο πάνω στον οποίο ήταν θεμελιωμένος ο ναός. Χρονολόγηση Η ίδρυση του ναού ανάγεται στα τέλη του 10 ου αιώνα, ενώ η καταστροφή του που αποδίδεται σε σεισμό, τοποθετείται στον 13 ο αιώνα. 879 Ο χώρος συνδέθηκε με την αναγκαιότητα στέγασης νεκρικών τελετών και νεκροδείπνων. (Παϊσίδου, Άγιος Αχίλλειος, 535). 880 Για τον οχυρωμένο οικισμό της Ρεντίνας βλ. Μουτσόπουλος, Πρώτες παρατηρήσεις, Ο ίδιος, Οικισμός Ρεντίνας,
265 265 Λειτουργικός εξοπλισμός Η ανασκαφή στο εσωτερικό της εκκλησίας δεν έδωσε στοιχεία για τις λειτουργικές κατασκευές του ναού. Προσκτίσματα Στο χώρο Β ΒΔ του ναού και σε επαφή με το τείχος της ακρόπολης, εντοπίστηκαν τοίχοι κτιρίου που πιθανώς στεγαζόταν με δίρριχτη ξύλινη στέγη και επικοινωνούσε με χώρο που πιθανόν χρησίμευε για την αποθήκευση τροφίμων, και συνοδευόταν με αυλή. Η ανεύρεση μολυβδόβουλλου στο εσωτερικό του δωματίου οδηγεί στην υπόθεση ότι πιθανόν ο χώρος αποτελούσε κατοικία κάποιου ανώτερου κληρικού ή στρατιωτικού διοικητή. Βόρεια της βασιλικής ανασκάφηκαν τάφοι που χρονολογούνται από τον 6 ο αιώνα έως τον 13 ο. Βιβλιογραφία Μουτσόπουλος, Πρώτες παρατηρήσεις, Ο ίδιος, Οικισμός Ρεντίνας, Ο ίδιος, Εκκλησίες, Ελλάδα. Σέρβια. Επισκοπική βασιλική Σχ.40 43, Εικ Η βασιλική σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση 881 στη ΝΔ γωνία της κάτω πόλης του βυζαντινού κάστρου των Σερβίων 882. Είναι γνωστή ως «Βασιλική των Κατηχουμένων» ή «Σαράντα Πόρτες». Ο Ξυγγόπουλος στηριζόμενος στην αφιερωματική παράσταση του Αγίου Δημητρίου 883 που καλύπτει το χώρο μπροστά από το κατεστραμμένο σήμερα τέμπλο 884 υποστηρίζει την αφιέρωση του ναού στον Άγιο Δημήτριο 885. Αρχιτεκτονική περιγραφή 881 Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται στο μνημείο στερεωτικές εργασίες από την 11 η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ( Κ. Θεολογίδου, ΑΔ 52(1997),Β2, 769). 882 Για τη βυζαντινή πόλη των Σερβίων βλ. Παπαθανασίου, Σέρβια. Ξυγγόπουλος, Σέρβια, Ευγενίδου, Σέρβια, 79κ.εξ. Η ίδια, Ανασκαφές, Τσιλιπάκου, Σέρβια, Σώζεται επιγραφή που αναφέρει τον επίσκοπο Σερβίων Μιχαήλ ως αφιερωτή της παράστασης του Αγίου Δημητρίου, και κατά συνέπεια πιθανού υπεύθυνου για το δεύτερο στρώμα τοιχογράφησης (βλ. σχετικά, Ξυγγόπουλος, Σέρβια, 45). 884 Η παράσταση βρίσκεται στο νότιο τοίχο του μεσαίου κλίτους, ανάμεσα στο α και δεύτερο άνοιγμα. 885 Ξυγγόπουλος, Σέρβια, 63.
266 266 Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεργης βασιλικής με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος και νάρθηκα στα δυτικά, εσωτερικών διαστάσεων 21,50μ. 11,70μ. Στο εσωτερικό ο ναός διαιρείται σε τρία κλίτη με τη βοήθεια δύο πεσσότοιχων σε κάθε έναν από τους οποίους διαμορφώνονται τέσσερα τοξωτά ανοίγματα που επιτρέπουν την επικοινωνία των πλαγίων κλιτών με το κεντρικό, που είναι διπλάσιο σε πλάτος 886. Στα δυτικά ο κυρίως ναός συνδέεται με ισοπλατύ νάρθηκα μέσω θυραίων ανοιγμάτων και ενός τριβήλου στις απολήξεις των πλαγίων κλιτών και του κεντρικού αντίστοιχα. Ο νάρθηκας καθώς ακουμπά στο φυσικό βράχο, δεν είχε είσοδο από δυτικά, αλλά έφερε δύο ανοίγματα στο μέσον της βόρειας και νότιας πλευράς του. Λόγω του ανώμαλου εδάφους και της απότομης κλίσης που παρουσιάζεται από τα δυτικά στα ανατολικά, η αψίδα, μέρος του ανατολικού άκρου της νότιας εξωτερικής πλευράς καθώς και ολόκληρος ο βόρειος τοίχος της βασιλικής εδράζονται σε κτιστή βάση το ύψος της οποίας κυμαίνεται μεταξύ 4μ. (στην αψίδα) και 3μ.(στη βόρεια πλευρά) 887. Η βάση αυτή αποτελείται από ισχυρό εξωτερικό τοίχο, ενώ ο λάκκος που σχηματίζεται ανάμεσα στον τοίχο και στη βασιλική γέμισε με φερτό υλικό από λίθους και χώμα. Η πλήρωσή του με τέτοιο υλικό αποδείχθηκε μοιραία για το ναό, ο οποίος παρουσίασε επανειλημμένες καθιζήσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της βορειοανατολικής γωνίας και ολόκληρου του βόρειου τοίχου του μνημείου. Ύστερα από μια τέτοια καταστροφή, σφραγίστηκε το ανατολικότερο από τα ανοίγματα επικοινωνίας του κεντρικού με το βόρειο κλίτος 888. Στην ανατολική πλευρά του ναού προεξείχε η κόγχη του Βήματος, από την οποία σήμερα σώζονται ελάχιστα λείψανα κατά χώραν. Για την επικοινωνία της με την Πρόθεση θα υπήρχε άνοιγμα, τις διαστάσεις του 886 Η αναλογία κεντρικού προς πλάγια κλίτη είναι 2,03. (Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, Στη στερέωση της νότιας πλευράς αποσκοπούσε η κατασκευή των δύο αντηρίδων διαστάσεων που εντοπίστηκαν κατά την ανασκαφή του χώρου έξω από το νότιο τοίχο (βλ. Α. Τσιλιπάκου, ΑΔ 52(1997), Β2, 819). 888 Η διαμόρφωση αυτή πρέπει να έγινε στην όψιμη Τουρκοκρατία, διότι ο μεταγενέστερος τοίχος που φράσσει το άνοιγμα δεν φέρει τοιχογράφηση (Ξυγγόπουλος, Σέρβια, 32).
267 267 οποίου δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε λόγω της καταστροφής που παρουσιάζει ο ναός στη θέση αυτή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι όπως προκύπτει από τα σωζόμενα αρχαιολογικά δεδομένα, ο χώρος του Διακονικού δεν επικοινωνούσε με το Βήμα, και η πρόσβαση σ αυτό γινόταν μόνο από το νότιο κλίτος. Στη διαπίστωση αυτή οδηγεί η διαμόρφωση του ενδιάμεσου πεσσότοιχου, ο οποίος καλύπτεται με τοιχογραφίες και δεν φέρει άνοιγμα επικοινωνίας 889. Η κάλυψη του ναού γινόταν με υπερυψωμένη δίρριχτη στέγη στο κεντρικό κλίτος και μονόρριχτες στα πλάγια και στο νάρθηκα. Σε δεύτερη οικοδομική φάση, φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε υπερύψωση των εξωτερικών τοίχων του ναού και στέγαση του νάρθηκα με δίρριχτη στέγη. Στη φάση αυτή οι υπερυψωμένοι τοίχοι της βασιλικής καλύφθηκαν με το δεύτερο στρώμα τοιχογράφησης που ανάγεται στο 12 ο αιώνα 890. Σε μεταγενέστερη φάση που έχει συνδεθεί με την παλαιολόγεια περίοδο, ο νότιος τοίχος μετατράπηκε σε στοά με τη διαμόρφωση στο νότιο εξωτερικό τοίχο τεσσάρων άνισου πλάτους τόξων στηριζόμενων σε τρεις τετράπλευρους πεσσούς 891. Ο ναός διασώζει δύο βυζαντινά στρώματα τοιχογράφησης, από τα οποία το πρώτο ανάγεται στην περίοδο ανέγερσης του ναού, και το δεύτερο στο 12 ο αιώνα. Χρονολόγηση Η ανέγερση της επισκοπικής βασιλικής τοποθετείται στις αρχές του 11 ου αιώνα, μετά την ανακατάληψη της περιοχής από το Βασίλειο Β. Λειτουργικός εξοπλισμός Δεν έχουν σωθεί υπολείμματα του λειτουργικού εξοπλισμού της βασιλικής. Προσκτίσματα Δεν αναφέρονται. Βιβλιογραφία 889 Ξυγγόπουλος, Σέρβια, Ξυγγόπουλος, Σέρβια, Ενδεικτικό της απόδοσης της διαμόρφωσης σε μεταγενέστερη φάση είναι η ενσωμάτωση σε έναν από τους πεσσούς, τμημάτων επιστυλίου από το κατεστραμμένο τέμπλο του ναού (Ξυγγόπουλος, Σέρβια, 60).
268 268 Ξυγγόπουλος, Σέρβια, Σωτηρίου, Βυζαντιναί βασιλικαί, Τσιλιπάκου, ΑΔ 52(1997), Β2, Ελλάδα. Σέρρες. Άγιοι Θεόδωροι. Σχ , Εικ Ο επισκοπικός ναός των Σερρών βρίσκεται στο κάτω μέρος της βυζαντινής πόλης των Σερρών 892 και τιμάται στη μνήμη των Αγίων Θεοδώρων 893. Αρχιτεκτονική περιγραφή Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με νάρθηκα και υπερώα, εσωτερικών διαστάσεων 24μ. 15,60μ. Ο κυρίως ναός με τη βοήθεια δύο κιονοστοιχιών αποτελούμενων από τρεις κίονες, διαιρείται σε τρία κλίτη, εκ των οποίων το μεσαίο είναι μεγαλύτερο από το διπλάσιο σε πλάτος από τα πλάγια κλίτη 894. Δυτικά τα κλίτη μέσω ανοιγμάτων επικοινωνούν με τον ισοπλατύ νάρθηκα. Οι κιονοστοιχίες δεν προεκτείνονται μέχρι τον ανατολικό τοίχο του ναού, αλλά μπροστά στο τέμπλο διακόπτονται και διαμορφώνεται τοίχος στον οποίο ανοίγονται τοξωτά ανοίγματα για την επικοινωνία του Βήματος με τα παραβήματα. Στα ανατολικά αναπτύσσεται το τριμερές Ιερό Βήμα, από το οποίο προεξέχει η κεντρική ημικυκλική κόγχη. Τα παραβήματα που αναπτύσσονται εκατέρωθεν της κεντρικής κόγχης στεγάζονται με πλίνθινους τρουλλίσκους και φέρουν κόγχες εγγεγραμμένες στο πάχος του ανατολικού τους τοίχου 895. Στο κέντρο του Βήματος, μπροστά από την αψίδα βρισκόταν η Αγία Τράπεζα, η οποία καλυπτόταν από κιβώριο. 892 Για τη βυζαντινή πόλη των Σερρών βλ. ενδεικτικά, Ξυγγόπουλος, Σέρρες, Στράτης, Ιστορία Σερρών, 31κ.εξ.Παπαγεωργίου, Σέρραι, Καφτατζής, Ιστορία Σερρών. Δαδάκη, Οχύρωση Σερρών, Η αφιέρωση αυτή, η οποία συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας αναφέρεται και από στην περιγραφή του Πεδιάσιμου(Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιασίμου, 260). 894 Η αναλογία πλάγιου προς κεντρικό κλίτος είναι 2,13 (Βοκοτόπουλος, Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, 104, Νο Στο Διακονικό η κεντρική κόγχη συνοδεύεται από άλλα δύο κογχάρια που ανοίχτηκαν σε μεταγενέστερη εποχή (Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 165).
269 269 Το κεντρικό κλίτος που καλυπτόταν με δίρριχτη στέγη, ενώ τα πλάγια κλίτη και ο νάρθηκας έφεραν υπερώα και καλύπτονταν με μονόρριχτες στέγες. Σε μεταγενέστερη εποχή φαίνεται πως ο νότιος τοίχος του ναού κατέρρευσε και ανοικοδομήθηκε το 1725 από τον μητροπολίτη Στέφανο, το όνομα του οποίου αναφέρεται στην κεραμοπλαστική επιγραφή που κοσμεί τον τοίχο 896. Χρονολόγηση Ο ναός θεωρείται κτίσμα του 11 ου αιώνα, εποχή στην οποία ανάγεται και το ψηφιδωτό με θέμα την Κοινωνία των Αποστόλων, που κοσμούσε την κόγχη 897. Οι πεσσοστοιχίες των υπερώων και οι τρουλλίσκοι των παραβημάτων αποτελούν προσθήκες του 12 ου 13 ου αιώνα. Λειτουργικός εξοπλισμός Στον επισκοπικό ναό των Σερρών υπήρχε σύνθρονο αποτελούμενο από τρεις βαθμίδες 898, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν τοποθετημένος ο επισκοπικός θρόνος 899, η πρόσβαση στον οποίο γινόταν με μια δεύτερη κλίμακα πέντε αναβαθμών 900. Στο μνημείο υπήρχε και άμβωνας ο οποίος δεν σώζεται σήμερα. Για την αποκατάστασή του είναι ιδιαίτερα πολύτιμη η περιγραφή που έχει διασώσει ο Θεόδωρος Πεδιάσιμος, ο οποίος επισκέφτηκε το ναό το 14 ο αιώνα 901. Σύμφωνα με αυτήν ο άμβωνας του επισκοπικού ναού των Σερρών βρισκόταν στο μέσον του ναού, ακριβώς μπροστά από το τέμπλο και ανήκε στον τύπο με τις δύο αντικριστές κλίμακες αποτελούμενες από εννέα βαθμίδες, οι οποίες οδηγούσαν στον κιονοστήρικτο εξώστη που έφερε τετράγωνη πυραμιδωτή κάλυψη. Προσκτίσματα Περιμετρικά του ναού, και κυρίως βόρεια, νότια και δυτικά ο ναός πλαισιωνόταν από ποικίλα προσκτίσματα, τα οποία καταστράφηκαν με 896 Η επιγραφή αναφέρει: «Εν έτι ΑΨΚΕ ο ταπεινός Μ(ητ)ρο(πο)λίτης Σερρών Στέφανος (ο Κτ)ίτωρ». 897 Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 166. Stričević, La rénovation, 203κ.εξ. 898 Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 160. Α. Στρατή, ΑΔ 47 (1992), Β 2, Ο Λαμπάκης το 1902 φωτογράφησε τα δύο πλευρικά πτερύγια του θρόνου. (Λαμπάκης, Έκθεσις, 65, εικ. 4). 900 Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιασίμου, 264.
270 270 την πυρκαγιά των μέσων του 19 ου αιώνα 902. Αν και δεν είναι δυνατή η ταύτισή τους, ωστόσο, είναι πιθανή η συσχέτισή τους με κτίρια της επισκοπής. Στο χώρο ανατολικά του ναού σώζονται ερείπια υστερορωμαϊκού λουτρού, το οποίο λειτούργησε ως αγίασμα στη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου 903. Βιβλιογραφία Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιάσιμου, Ο ίδιος, Μητρόπολις Σερρών, Στρατή, Ζωγραφικές μαρτυρίες, Ελλάδα. Σισάνι. Επισκοπικός ναός. Σχ , Εικ Ο επισκοπικός ναός του Σισανίου ανασκάφηκε 2χλμ. ΒΔ της σύγχρονης κοινότητας του Σισανίου, στο μέσον μιας κοιλάδας ανάμεσα στις οροσειρές του όρους Μουρίκι και Σινιάτσικου, στις όχθες του ομώνυμου ποταμού. Δεν είναι γνωστό ποια είναι η βυζαντινή ονομασία του ναού καθώς δεν σώζεται κτητορική επιγραφή και δεν υπάρχουν καθόλου ιστορικές πληροφορίες για το ναό. Ωστόσο, η απεικόνιση επισκόπου δεόμενου στην Παναγία στο μέτωπο του ΝΑ πεσσού, μπροστά από το τέμπλο, υποδηλώνει πιθανή αφιέρωση του ναού στην Παναγία 904. Αρχιτεκτονική περιγραφή Ο ναός που ανασκάφηκε στο Σισάνι 905 οικοδομήθηκε στο θέση προϋπάρχουσας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής, από την οποία διακρίνεται η απόληξη του ανατολικού τμήματος, επάνω στην οποία θεμελιώθηκε η βυζαντινή βασιλική. Ο νέος ναός χτίστηκε στον τύπο της τρουλλαίας βασιλικής με διμερή παραβήματα, νάρθηκα και εξωνάρθηκα, συνολικών διαστάσεων 23μ. 16,50μ. Στο κέντρο του ναού τέσσερις ογκώδεις πεσσοί σχήματος Γ(άμμα) συγκρατούσαν τον τρούλλο του 902 Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, Στρατή, Ζωγραφικές μαρτυρίες, ΑΔ 33 (1978), Β2, Πέτκος, Σισάνι, Για την ανασκαφή βλ. Α. Πέτκος, ΑΔ 52(1997), Β2, Ο ίδιος, Ανασκαφή, Ο ίδιος, Σισάνι,
271 271 μνημείου. Ανατολικά και δυτικά των πεσσών του τρούλλου διαμορφώνονται επιπλέον ζεύγη στηριγμάτων τα οποία στηρίζουν τόξα. Ανατολικά αναπτύσσεται το τριμερές Ιερό Βήμα που απολήγει σε αψίδες, εκ των οποίων η μεσαία είναι πεντάπλευρη και οι πλάγιες τρίπλευρες. Τα παραβήματα είναι διμερή και επικοινωνούν με την Πρόθεση και το Διακονικό μέσω τοξωτών ανοιγμάτων που στηρίζονται στους ανατολικούς πεσσούς του τρούλλου και στις παραστάδες του ανατολικού τοίχου. Το ανατολικό τμήμα των παραβημάτων έχει τη μορφή συνεπτυγμένων σταυροειδών εγγεγραμμένων ναΐσκων. Ο κυρίως ναός επικοινωνούσε μέσω τριών ανοιγμάτων με ισοπλατύ νάρθηκα, πλάτους 4μ. Στη ΝΔ πλευρά του ο νάρθηκας απολήγει σε ορθογώνιο χώρο όπου φιλοξενείται κλίμακα ανόδου σε υπερώα. Δυτικά του νάρθηκα διαμορφώνεται ανοιχτός εξωνάρθηκας πλάτους 3μ. περίπου, ο οποίος έφερε κιονοστοιχία στη δυτική του πλευρά. Στην αρχική φάση του μνημείου οι πλάγιοι τοίχοι ενισχύονται εξωτερικά με πέντε κτιστές αντηρίδες, οι οποίες συνδέονται με τόξα και πιθανόν στηρίζουν υπερώα. Σε β οικοδομική φάση που σχετίζεται με εκτεταμένη ανοικοδόμηση μετά από καταστροφή που υπέστη ο ναός το αργότερο στο α μισό του 13 ο αιώνα, φράσσονται με τοιχοποιία τα διαστήματα μεταξύ των δυτικών πεσσών και των εξωτερικών τοίχων, καθώς και οι χώροι που βρίσκονται ανάμεσα στους δυτικούς πεσσούς και στο δυτικό τοίχο του ναού. Στενά τοξωτά ανοίγματα στις φραγμένες πλέον τοιχοποιίες εξασφαλίζουν την επικοινωνία των χώρων που διαμορφώνονται με το κεντρικό κλίτος. Στη φάση αυτή, η δυτική ανοιχτή στοά του εξωνάρθηκα φράσσεται με τοιχοποιία και κατασκευάζεται επέκτασή του προς νότια. Στην ίδια φάση, στο χώρο του Διακονικού κατασκευάζονται και τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι. Ο ναός έφερε ζωγραφικό διάκοσμο που χρονολογείται στον 12 ο /13 ο και 14 ο αιώνα. Χρονολόγηση Terminus post quem για τη χρονολόγηση του ναού αποτελεί το πρώτο στρώμα των τοιχογραφιών του, που ανάγεται στο 12 ο αιώνα. Το
272 272 γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα τυπολογικά του χαρακτηριστικά οδήγησαν σε χρονολόγησή του στον 11 ο αιώνα. Ο ναός φαίνεται πως επέζησε μέχρι τις αρχές του 15 ο αιώνα, οπότε και καταστράφηκε από κάποιο ξαφνικό γεγονός που προξένησε πυρκαγιά στο μνημείο, τα ίχνη της οποίας εντοπίστηκαν πάνω στα δάπεδα του ναού. Λειτουργικός εξοπλισμός Στο ναό σώθηκαν υπολείμματα του λειτουργικού εξοπλισμού. Από την πρώτη φάση του μνημείου στην κεντρική κόγχη του Βήματος διατηρούνται οι βαθμίδες συνθρόνου που έφερε κύκλιο. Τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν ότι μετά την ανοικοδόμηση του ναού στο β μισό του 13 ο αιώνα, το σύνθρονο καταργήθηκε. Στη φάση αυτή τοποθετείται η κατασκευή επισκοπικού θρόνου στην ανατολική παρειά του ΝΔ πεσσού του τρούλλου, από τον οποίο σώζεται μόνο η ημικυκλική βάση. Παράλληλα, με τη φάση αυτή κατασκευάστηκε και άμβωνας στο κεντρικό κλίτος στον άξονα του ναού, στην προέκταση της σολέας μπροστά από την Ωραία Πύλη. Σώθηκε το κάτω τμήμα δύο τετράγωνων πεσσών που αποτελούσαν τις βάσεις δύο αντικριστών κλιμάκων. Προσκτίσματα Δεν αναφέρονται προσκτίσματα Βιβλιογραφία Πέτκος, Ανασκαφή, Ο ίδιος, Σισάνι, Σαββοπούλου Κατσίκη, Μαυροπούλου Τσιούμη, Βυζαντινό Σισάνι, Ελλάδα. Χρυσή Αλμωπίας. Βυζαντινό κάστρο Μογλενών, Επισκοπική βασιλική. Σχ , Εικ.31. Ο επισκοπικός ναός της Χρυσής εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στο εσωτερικό του κάστρου της Χρυσής, το οποίο ταυτίζεται με τα βυζαντινά Μογλενά 906. Αρχιτεκτονική περιγραφή 906 Για το κάστρο των Μογλενών βλ. Kravari, Villes et villages, Ευγενίδου, Ανασκαφές, 63κ.εξ. Η ίδια, Κάστρο Χρυσής,
273 273 Οι ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο εσωτερικό του κάστρου αποκάλυψαν το βόρειο μισό τμήμα μιας τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα, διαστάσεων 21μ 13,5μ. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε το βόρειο κλίτος με την πρόθεση, και μέρος του κεντρικού κλίτους με τμήμα της κόγχης. Το τριμερές Ιερό Βήμα απέληγε σε τρεις ημικυκλικές κόγχες. Στον κυρίως ναό ο χωρισμός των κλιτών γίνεται με πεσσότοιχους. Η τοιχοποιία αποτελείται από αργούς λίθους και πλίνθους, με παρεμβολή σπασμένων πλίνθων στους κατακόρυφους αρμούς. Στο βόρειο τμήμα της πρόθεσης εντοπίστηκε μικρή ορθογώνια κατασκευή η οποία θα πρέπει να χρησίμευε για βοηθητικές λειτουργικές εργασίες. Στην κεντρική κόγχη διατηρούνται υπολείμματα τοιχογραφιών και επιδαπέδιου μαρμαροθετήματος του 11 ου αιώνα. Από τα ανασκαφικά ευρήματα προκύπτει και η παρουσία αξιόλογου γλυπτού διακόσμου του 11 ου 12 ου αιώνα. Χρονολόγηση Ο ναός με βάση τα αρχιτεκτονικά και τα ανασκαφικά δεδομένα, χρονολογείται στη μέση βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα στο διάστημα μεταξύ του 10 ου και του 12 ου αιώνα. Λειτουργικός εξοπλισμός Ο ναός διέθετε βαθμιδωτό σύνθρονο στο εσωτερικό της κόγχης, του οποίου σώζεται τμήμα της βάσης. Προσκτίσματα Η ύπαρξη προσκτισμάτων ανιχνεύεται στη βόρεια πλευρά, όπου ο αντίστοιχος εξωτερικός τοίχος του ναού συνεχίζει και πέρα από την αντίστοιχη βόρεια κόγχη. Βιβλιογραφία Ευγενίδου, Ανασκαφές, Η ίδια, Κάστρο Χρυσής, 330κ.εξ. 11. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία Σχ , Εικ Ο καθεδρικός ναός της Αχρίδας, ο οποίος τιμάται στην Αγία Σοφία, βρίσκεται στο κάτω τμήμα της πόλης, στις υπώρειες του λόφου και πολύ κοντά στη λίμνη.
274 274 Αρχιτεκτονική περιγραφή Ανασκαφικές έρευνες έχουν αποδείξει την παρουσία μιας προϋπάρχουσας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, τμήματα της οποίας σώθηκαν κάτω από το Ιερό Βήμα 907 και καθώς ανατολικά του νάρθηκα 908 και στα θεμέλια των εξωτερικών τοίχων του βυζαντινού ναού. Στα θεμέλια αυτής της βασιλικής ιδρύθηκε ο βυζαντινός καθεδρικός ναός της Αχρίδας, ο οποίος αρχικά ανήκε στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλλο, όπου μεταξύ των πεσσών του τρούλλου και του ανατολικού και δυτικού τοίχου μεσολαβούσαν άλλα δύο ζεύγη στηριγμάτων. Με την υπερύψωση του κεντρικού και κλίτους και της εγκάρσιας καμάρας, εσωτερικά και εξωτερικά διαγραφόταν σταυρός, στο κέντρο του οποίου υψωνόταν τρούλλος. Ανατολικά απολήγει σε τρεις αψίδες, από τις οποίες η κεντρική είναι πεντάπλευρη και πλαισιώνεται από δύο μικρότερες ημικυκλικές. Εκατέρωθεν του Βήματος αναπτύσσονται τα παραβήματα, τα οποία φέρουν και δεύτερο όροφο, όπου διαμορφώνονται παρεκκλήσια. Δυτικά, ο ναός διαθέτει ισοπλατύ διώροφο εσωνάρθηκα, στη βόρεια πλευρά του οποίου προσαρτάται πύργος με κλίμακα ανόδου στα υπερώα. Ύστερα από φθορές που υπέστη, στα τέλη του 13 ου αιώνα ανοικοδομήθηκε η ανωδομή του εσωνάρθηκα και του προσαρτημένου σ αυτόν πύργου, ενώ στις αρχές του 13 ου αιώνα, επί επισκόπου Γρηγορίου ( ), προστέθηκε δυτικά του ναού διώροφος εξωνάρθηκας που απολήγει βόρεια και νότια σε πλευρικούς πύργους. Λίγο μετά τα μέσα του 14 ου αιώνα, στον πύργο που βρίσκεται βόρεια του εσωνάρθηκα διαμορφώνεται παρεκκλήσι και συγχρόνως πραγματοποιούνται στο μνημείο μικρής κλίμακας επεμβάσεις, όπως διάνοιξη θυρών και παραθύρων στον πυρήνα. Στη διάρκεια λειτουργίας του ναού ως τζαμιού πραγματοποιήθηκαν οι μεγαλύτερες επεμβάσεις που αλλοίωσαν και την αρχική του μορφή και προσέδωσαν στο μνημείο τη σημερινή του μορφή. Οι κίονες του αρχικού οκτάστυλου ναού αντικαταστάθηκαν με πεσσούς, 907 Koço, Basiliques paléochrétiennes, Bošković, Tomovski, L architecture médiéval, Bitrakova Grozdanova, Monuments paléochrétiennes, 89.
275 275 ενώ ο χώρος του τρούλλου, οι κεραίες του σταυρού και τα γωνιαία διαμερίσματα καλύφθηκαν με καμάρες, με αποτέλεσμα τη μετατροπή του ναού σε θολοσκεπή βασιλική. Στο πλαίσιο των ίδιων επεμβάσεων οι πλάγιοι τοίχοι ανακατασκευάστηκαν, ο βόρειος πύργος μετατράπηκε σε μιναρέ, και η κύρια είσοδος του ναού μεταφέρθηκε στη βορειοδυτική πλευρά του κτίσματος. Χρονολόγηση Η ίδρυση του ναού της Αγίας Σοφίας έχει αποδοθεί στο διάστημα μεταξύ 9 ου και 11 ου αιώνα. Ορισμένοι ερευνητές, στηριζόμενοι στο κείμενο του Θεοφύλακτου 909 υποστήριξαν ότι ο ναός ιδρύθηκε στα τέλη του 9 ου αιώνα επί Βόριδος 910. Άλλοι θεωρούν το ναό κτίσμα των χρόνων του Σαμουήλ 911, ενώ η πρόσφατη έρευνα απέδειξε την ίδρυσή του στα χρόνια του αρχιεπισκόπου Λέοντα( ) 912. Λειτουργικός εξοπλισμός Κατά τη διάρκεια ανασκαφής στο χώρο του Ιερού αποκαλύφθηκαν τμήματα της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, τα οποία πιθανόν ενσωματώθηκαν στο βυζαντινό ναό. Μεταξύ αυτών εντοπίστηκε το δυτικό τμήμα του συνθρόνου της αψίδας, πίσω από το οποίο διαμορφώνεται κύκλιο. Στο ναό έχουν σωθεί αρχιτεκτονικών μελών που προέρχονται από τον υστεροβυζαντινό άμβωνα της Αγίας Σοφίας ο οποίος μετά την οθωμανική κατάκτηση και τη μετατροπή του ναού σε τζαμί 913, μετασκευάστηκε σε mimbar. Με βάση τα σωζόμενα μέλη έγινε η γραφική του αποκατάσταση 914, σύμφωνα με την οποία ο μαρμάρινος άμβωνας της 909 Ο Θεοφύλακτος διασώζει την πληροφορία ότι: «περιόντος τῷ βίῳ τοῦ μακαριστοῦ Βορίσου ἠθέλησε καὶ αὐτòς ἐν Ἀχρίδι οἰκεῖον δείμασθαι μοναστήριον. Τούτῳ δὲ καὶ ἑτέραν ἐκκλησίαν προσέθηκεν, ἥν ὓστερον ἀρχιεπισκοπῆς θρόνον ἔθεντο. καὶ οὕτως ἦσαν ἐν Ἀχρίδι τρεῖς ἐκκλησίαι, μία μὲν ἡ καθολικὴ, δύο δὲ τοῦ ἱεροῦ Κλήμεντος, μεγέθει πολλῷ τῆς καθολικῆς βραχύτεραι, σχήματι δὲ περιηγμένῳ καὶ κυκλοτερεῖ ταύτης ἐπιτερπέστεραι..» (Θεοφύλακτος, Βίος Ἁγίου Κλήμεντος 1229). 910 Την άποψη αυτή υποστήριξαν οι Stričević, Krautheimer και Wharton Epsein. 911 Την άποψη αυτή υποστήριξε ο Korać και ο Γκιολές, ο οποίος θεωρεί ότι η αποπεράτωση του ναού έγινε επί Λέοντα. 912 Βλ. την πρόσφατη διατριβή της Schellewald (Schellewald, Die Architektur). 913 Δεν είναι σίγουρη η χρονολογία μετατροπής της Αγίας Σοφίας Αχρίδας σε τζαμί. Έχει υποστηριχθεί ότι μετατράπηκε επί Μεχμέτ Β στα μέσα του 15 ου αιώνα, ή επί Σελήμ Α ( ) (Čipan, St. Sophia, ). 914 Petrov, Dekorativna plastika, 200 κ.εξ. Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης, 251κ.εξ.
276 276 Αχρίδας ανήκε στον τύπο με τις δύο αντικριστές κλίμακες που οδηγούν σε εξώστη με κιβώριο. Σύμφωνα με το συμπίλημα του αρχιεπισκόπου Γρηγορίου που βρισκόταν λαξευμένο στο κιβώριο του εξώστη, ο άμβωνας κατασκευάστηκε το Προσκτίσματα Από τις μαρτυρίες των πηγών προκύπτει ότι στο χώρο νότια της Αγίας Σοφίας υπήρχε η πατριαρχική κατοικία, η οποία φαίνεται πως μετά την κατάληψη της πόλης, λειτουργούσε ως η κατοικία του πασά της Αχρίδας 916. Παρόλο που το τεράστιο εκείνο κτιριακό συγκρότημα δεν σώζεται, από την περιγραφή του Εβλιγιά Τσελεμπή προκύπτει ότι ήταν ένα τεράστιο συγκρότημα περιλάμβανε διάφορους χώρους, όπου εξυπηρετούνταν οι ποικίλες ανάγκες της αρχιεπισκοπής. Μοναδική αρχαιολογική μαρτυρία για τα κτίρια της Αρχιεπισκοπής είναι η ύπαρξη ερειπίων που αποδίδονται σε λουτρό, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 50μ. περίπου νότια της Αγίας Σοφίας 917. Ως προς τον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο του συγκροτήματος, η ύπαρξη του βυζαντινού προπύλου στο νότιο τοίχο του ναού 918, υποδηλώνει την ύπαρξη πιθανών προσκτισμάτων και την ανάπτυξη του συγκροτήματος της αρχιεπισκοπής σ αυτή την πλευρά, μεταξύ του ναού και της λίμνης. Βιβλιογραφία Bošković, Tomovski, L architecture medieval, Korać, Sur les basiliques médiévales, Miljković Pepek, L architecture chrétienne, , 493. Stričević, La rénovation, Schellewald, Die Architektur. Wharton Epsein, Durham, Saint Sophia, Π.Γ.Δ.Μ. Morodvis. Επισκοπική βασιλική Σχ. 68, Εικ. 38. Στο χωριό Morodvis των Σκοπίων, 7χλμ. νότια από το Kocani, στους πρόποδες του όρους Plačkovica, στη θέση «Crkvište» στα ερείπια 915 Grabar, Sculptures byzantines II, Čipan, St. Sophia, Τα ερείπια σώζονταν εκεί μέχρι τη δεκαετία του Schellewald, Die Architektur,. Rek. Sk.I
277 277 μεσαιωνικού κάστρου ανασκάφηκε ο επισκοπικός ναός του βυζαντινού Μοροβίσδου 919. Αρχιτεκτονική περιγραφή Ο επισκοπικός ναός που ανασκάφηκε στο κάστρο του βυζαντινού Μοροβίσδου ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής 920. Οι μέχρι σήμερα ανασκαφικές έρευνες έχουν φέρει στο φως το τριμερές Ιερό Βήμα της εκκλησίας, το οποίο απολήγει σε τρεις ημικυκλικές αψίδες. Τα παραβήματα έχουν τη μορφή μικρών συνεπτυγμένων ναΐσκων. Στο κεντρικό κλίτος της εκκλησίας κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο (13 ος αιώνας) οικοδομήθηκε σταυροειδής εγγεγραμμένος ναΐσκος με ημιεξαγωνική αψίδα στα ανατολικά 921. Χρονολόγηση Η ανέγερση της βασιλικής τοποθετείται γύρω στον 11 ο αιώνα. Terminus ante quem αποτελούν τα τέλη του 12 ου αρχές του 13 ου αιώνα, εποχή στην οποία χρονολογούνται τα ευρήματα των τάφων που ανασκάφηκαν στο χώρο της τρίκλιτης βασιλικής, μετά την καταστροφή της. Λειτουργικός εξοπλισμός Κατά τις ανασκαφικές εργασίες αποκαλύφθηκαν βαθμίδες συνθρόνου με επισκοπικό θρόνο στο κέντρο 922. Προσκτίσματα Νοτιοανατολικά του ναού, σε πολύ μικρή απόσταση από το Διακονικό, ανασκάφηκε τμήμα τοίχου που πιθανόν ανήκε σε παρεκκλήσι 923. Βιβλιογραφία Miljković Pepek,L architecture chrétienne,493. Trajkovski, Excavations, Trajkovski, Excavations, 133κ.εξ. 920 Miljković Pepek, L architecture chrétienne, Trajkovski, Excavations, Trajkovski, Excavations, Trajkovski, Excavations, 137.
278 278 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Α. Σχεδίων (Σχ.) Β. Εικόνων (Εικ.)
279 Α. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΧΕΔΙΩΝ 279
280 Β. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ 280
281 Εικ.1. Βουλγαρία. Μελένικο. Άγιος Νικόλαος. Άποψη από ανατολικά. (Berbenliev, Architectural Heritage, 106, Fig. 78).
282 Εικ.2. Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη. Άποψη από νοτιοδυτικά. Εικ.3. Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη. Άποψη Ιερού Βήματος.
283 Εικ. 4. Βέροια. Λεκάνη αγιασμού. Εικ.5. Λεκάνη αγιασμού.
284 Εικ.6. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Άποψη από δυτικά. Εικ. 7. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Βόρειος τοίχος. Θέση κλίμακας.
285 Εικ. 8. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Άποψη από ανατολικά. Εικ. 9. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Άποψη τρούλλου από ΒΑ.
286 Εικ. 10. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Κλίμακα ανόδου στο εξωρράχιο της καμάρας της βόρειας κεραίας σταυρού. (Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, Πίν. 21 Α )
287 Εικ.11. Μακρύγιαλος Πιερίας. Επισκοπικός ναός Κίτρους. Άποψη από βορειοδυτικά. Εικ.12. Μακρύγιαλος Πιερίας. Επισκοπικός ναός Κίτρους. Άποψη κόγχης.
288 Εικ.13. Πρέσπες. Νησί Αγ. Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Άποψη από δυτικά. Εικ.14. Πρέσπες. Νησί Αγ. Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Άποψη βόρειου στυλοβάτη από ανατολικά.
289 Εικ. 15. Πρέσπες. Νησί Αγ. Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Κεντρική κόγχη. Εικ. 16. Πρέσπες. Νησί Αγ. Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Ημικύλινδρος κόγχης. Λεπτομέρεια.
290 Εικ.17. Ρεντίνα. Επισκοπική βασιλική. Άποψη από ανατολικά. (Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, 104, Εικ. 11). Εικ.18. Ρεντίνα. Άποψη προσκτισμάτων στη ΒΔ γωνία της βασιλικής. (Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, 179, Εικ. 138).
291 Εικ.19. Σέρβια. Επισκοπική βασιλική. Εικ. 22. Σέρβια. Επισκοπική βασιλική. Νότια πεσσοστοιχία.
292 Εικ.21. Σέρρες. Άγιοι Θεόδωροι. Άποψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 22. Σέρρες. Άγιοι Θεόδωροι. Άποψη από βορειοανατολικά.
293 Εικ.23. Σέρρες. Άγιοι Θεόδωροι. Ιερό Βήμα. Σημερινή κατάσταση. Εικ. 24. Σέρρες. Άγιοι Θεόδωροι. Προσκτίσματα στα νότια.
294 Εικ. 25. Σισάνι Κοζάνης. Άποψη ναού από νοτιοανατολικά. Εικ. 26. Σισάνι Κοζάνης. Επισκοπικός ναός. Κόγχη.
295 Εικ. 27. Σισάνι Κοζάνης. Επισκοπικός ναός. Βάση άμβωνα. Εικ. 28. Σισάνι Κοζάνης. Επισκοπικός ναός. Επισκοπικός θρόνος.
296 Εικ. 29. Σισάνι Κοζάνης. Επισκοπικός ναός. Απεικόνιση δεόμενου επισκόπου. Εικ. 30. Σισάνι Κοζάνης. Επισκοπικός ναός. Εξωνάρθηκας. Βάση κολυμβήθρας.
297 Εικ. 31. Χρυσή Αλμωπίας. Επισκοπικός ναός Μογλενών.
298 Εικ. 32. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Αεροφωτογραφία. (Čipan, St. Sophia, 64.)
299 Εικ. 33. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Άποψη από ανατολικά. Εικ. 34. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Εξωνάρθηκας.
300 Εικ. 35. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Ιερό Βήμα. («Saint Sophia Ohrid», Τουριστικός Οδηγός, Zagreb 1988, 18)
301 Εικ Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Υπερώο εσωνάρθηκα. Απεικόνιση οικουμενικών συνόδων.
302 Εικ. 38. Π.Γ.Δ.Μ. Morodvis. Επισκοπικός ναός. Ιερό Βήμα. Σύνθρονο. (Trajkovski, Excavations, 142).
303 Σχ. 1. Βουλγαρία. Μελένικο. Τοπογραφικό (Vlachos, Melenikon, Εικ. 1) Σχ. 2. Βουλγαρία. Μελένικο. Άγιος Νικόλαος. Κάτοψη. (Berbenliev, Bulgaria, 112, Πίν. 58c)
304 Σχ. 3. Ελλάδα. Βέροια. Τοπογραφικό. (Πέτκος Α.Σ., Τα μνημεία της Βέροιας, Αθήνα 2001, 4) Σχ. 4. Βέροια. Τοπογραφικό σχέδιο με τη θέση των εντοπισμένων δρόμων. (Στεφανή, Οδικό σύστημα, 35, Σχ. 1)
305 Σχ. 5. Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη. Αποτύπωση. (Αρχείο 11 ης ΕΒΑ) Σχ. 6. Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη. Κάτοψη. (Παπαζώτος, Βέροια, 166, Σχ. 5)
306 Σχ. 7. Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη. Άμβωνας. Αναπαράσταση. Κάτοψη και όψεις. (Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης, 142, σχ. 14) Σχ. 8. Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη. Άμβωνας. Αξονομετρική αναπαράσταση. (Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης, 143, σχ. 15)
307 Σχ. 9. Ελλάδα. Θεσσαλονίκη. Τοπογραφικό. (Spieser, Thessalonique) Σχ. 10. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Θέσεις παλαιότερων θεμελίων. (Βελένης, Ναοδομία, 65, Σχ. 8)
308 Σχ. 11. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Κάτοψη ισογείου. (Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, Σχέδ. Ι) Σχ. 12. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Κάτοψη υπερώων. (Θεοχαρίδου, Αγία Σοφία, Σχέδ. ΙΙ)
309 Σχ. 13. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Οριζόντια τομή στο τύμπανο του τρούλλου. (Βελένης, Ναοδομία, 75, Σχ. 10) Σχ. 14. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Ερμηνευτικό διάγραμμα ανάβασης στον τρούλλο. (Βελένης, Ναοδομία, 92, Σχ. 13)
310 Σχ. 15. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Διάγραμμα κίνησης. (Darrouzès, Sainte Sophie, 65, Fig. 1) Σχ. 16. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Οι θέσεις του κλήρου. (Darrouzès, Sainte Sophie, 66, Fig. 2)
311 Σχ. 17. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Περιβάλλων χώρος. (Μαρκή, Αγία Σοφία, 57) Σχ. 18. Θεσσαλονίκη. Αγία Σοφία. Περιβάλλων χώρος. (Μαρκή, Αγία Σοφία, 60)
312 Σχ. 19. Ελλάδα. Μακρύγιαλος Πιερίας. Επισκοπικός ναός Κίτρους. Τοπογραφικό. (Μαρκή, Συμπεράσματα, 249, Σχ. 7) Σχ. 20. Μακρύγιαλος Πιερίας. Επισκοπικός ναός Κίτρους. Κάτοψη. (Μαρκή, Συμπεράσματα, 253, Σχ. 10)
313 Σχ. 21. Μακρύγιαλος Πιερίας. Επισκοπικός ναός Κίτρους. Αξονομετρικό αναπαράστασης. (Μαρκή, Συμπεράσματα, 252, Σχ. 9) Σχ. 22. Μακρύγιαλος Πιερίας. Επισκοπικός ναός Κίτρους. Αξονομετρικό του Ιερού Βήματος. (Μαρκή, Συμπεράσματα, 242, Σχ. 2)
314 Σχ. 23. Ελλάδα. Πρέσπες. Νησί Αγίου Αχίλλειου. Γενικό Τοπογραφικό. (Παϊσίδου, Άγιος Αχίλλειος, 537, Σχ. 7) Σχ. 24. Πρέσπες. Νησί Αγίου Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Κάτοψη. (Μουτσόπουλος, Η βασιλική, 20, Εικ. 9)
315 Σχ. 25. Πρέσπες. Νησί Αγίου Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Τομή κατά μήκος. (Μουτσόπουλος, Η βασιλική, 40, Εικ. 26) Σχ. 26. Πρέσπες. Νησί Αγίου Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Εγκάρσια τομή στο Ιερό Βήμα της βασιλικής. (Μουτσόπουλος, Η βασιλική, 22, Εικ.10)
316 Σχ. 27. Πρέσπες. Νησί Αγίου Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Αναπτύγματα των αψίδων των επισκοπικών θρόνων του Ιερού Βήματος. (Μουτσόπουλος, Η βασιλική, 62, Εικ. 52) Σχ. 28. Πρέσπες. Νησί Αγίου Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Σκαρίφημα της αψίδας. (Μουτσόπουλος, Η βασιλική, 42, Εικ. 30)
317 Σχ. 29. Πρέσπες. Νησί Αγίου Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Προοπτική τομή στο διακονικό της βασιλικής. (Μουτσόπουλος, Η βασιλική, 87, Εικ. 75) Σχ. 30. Πρέσπες. Νησί Αγίου Αχιλλείου. Άγιος Αχίλλειος. Προοπτικό σκαρίφημα των τριών σαρκοφάγων του νότιου κλίτους. (Μουτσόπουλος, Η βασιλική, 150, Εικ. 128)
318 Σχ. 31. Πρέσπες. Νησί Αγίου Αχίλλειου. Άγιος Αχίλλειος. Νεκροταφείο νότια της βασιλικής. (Παϊσίδου, Άγιος Αχίλλειος, 529, Σχ. 1)
319 Σχ. 32. Ελλάδα. Ρεντίνα. Τοπογραφικό. (Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, 204, Εικ. 181) Σχ. 33. Ρεντίνα. Επισκοπική βασιλική. Κάτοψη. (Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, 114, Εικ. 25)
320 Σχ. 34. Ρεντίνα. Επισκοπική βασιλική. Πρόταση αναπαράστασης σε εγκάρσια τομή. (Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, 116, Εικ. 27) Σχ. 35. Ρεντίνα. Επισκοπική βασιλική. Πρόταση αναπαράστασης σε τομή κατά μήκος. (Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, 117, Εικ. 28)
321 Σχ. 36. Ρεντίνα. Επισκοπική βασιλική. Προοπτικό σκαρίφημα αναπαράστασης. (Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, 117, Εικ. 29) Σχ. 37. Ρεντίνα. Επισκοπική βασιλική. Ταφές του νάρθηκα. (Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, 133, Εικ. 56)
322 Σχ. 38. Ρεντίνα. Επισκοπική βασιλική. Ταφές του νότιου κλίτους. (Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, 146, Εικ. 80) Σχ. 39. Ρεντίνα. Προσκτίσματα ΝΔ της επισκοπικής βασιλικής. (Μουτσόπουλος, Εκκλησίες, 162, Εικ. 106)
323 Σχ. 40. Ελλάδα. Σέρβια. Τοπογραφικό. (Τσιλιπάκου, Σέρβια, 7) Σχ. 41. Σέρβια. Βασιλική. Κάτοψη. (Αρχείο 11 ης ΕΒΑ)
324 Σχ. 42. Σέρβια. Βασιλική. Κάτοψη. (Ξυγγόπουλος, Σέρβια, 27, Εικ. 4) Σχ. 43. Σέρβια. Βασιλική. Αναπαράσταση. (Ξυγγόπουλος, Σέρβια, 35, Εικ. 8)
325 Σχ. 44. Ελλάδα. Σέρρες. Τοπογραφικό. (Ξυγγόπουλος, Σέρρες, 2, Εικ. 1) Σχ. 45. Σέρρες. Τοπογραφικό. (Δαδάκη, Οχύρωση Σερρών, 189, Σχ. 1)
326 Σχ. 46. Σέρρες, Άγιοι Θεόδωροι. Κάτοψη. (Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 155, Εικ. 2) Σχ. 47. Σέρρες. Άγιοι Θεόδωροι. Τομή κατά μήκος. (Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 155, Εικ. 2)
327 Σχ. 48. Σέρρες. Άγιοι Θεόδωροι. Τομή κατά πλάτος. (Ορλάνδος, Έκφρασις Πεδιάσιμου, 269, Εικ. 6) Σχ. 49. Σέρρες, Άγιοι Θεόδωροι. Ιερό Βήμα. (Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 159, Εικ. 5)
328 Σχ. 50. Σέρρες, Άγιοι Θεόδωροι. Επισκοπικός θρόνος. (Ορλάνδος, Μητρόπολις Σερρών, 161, Εικ. 7)
329 Σχ. 51. Ελλάδα. Σισάνι. Επισκοπικός ναός. Κάτοψη αρχικής φάσης. (Πέτκος, Σισάνι, 326, Εικ. 2) Σχ. 52. Σισάνι. Επισκοπικός ναός. Κάτοψη β φάσης. (Πέτκος, Σισάνι, 332, Εικ. 12β)
330 Σχ. 53. Σισάνι. Επισκοπικός ναός. Επισκοπικός θρόνος. (Σχέδιο Σ. Κακαγιάννη)
331 Σχ. 54. Ελλάδα. Χρυσή Αλμωπίας. Επισκοπικός ναός Μογλενών. Σκαρίφημα κάστρου. (Ευγενίδου, Κάστρο Χρυσής, 329, Σχ. 2) Σχ. 55. Χρυσή Αλμωπίας. Επισκοπικός ναός Μογλενών. Κάτοψη. (Ευγενίδου, Ανασκαφές, 65, Σχ. 2)
332 Σχ. 56. Χρυσή Αλμωπίας, Επισκοπικός ναός Μογλενών. Πρόθεση και τμήμα κόγχης. (Ευγενίδου, Κάστρο Χρυσής, 331, Σχ. 3)
333 Σχ. 57. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Τοπογραφικό. (Bošković Tomovski, L architecture médiéval, 73, Fig. 1) Σχ. 58. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Κάτοψη υπάρχουσας κατάστασης. (Χατζητρύφωνος, Το περίστωο, 247, Σχ. α)
334 Σχ. 59. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Αναπαράσταση αρχικής κάτοψης. (Schellewald, Die Architektur, Rek. Pl. I) Σχ. 60. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Αναπαράσταση αρχικής κάτοψης υπερώων. (Schellewald, Die Architektur, Rek. Pl. ΙΙ)
335 Σχ. 61. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Κατά μήκος τομή αρχικής φάσης. (Schellewald, Die Architektur, Rek. Pl.. ΙΙΙ) Σχ. 62. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Κατά μήκος τομή υπάρχουσας κατάστασης. (Χατζητρύφωνος, Το περίστωο, 247, Σχ. β) Σχ. 63. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Κατά πλάτος τομή. (Schellewald, Die Architektur, Pl. I)
336 Σχ. 64. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Αναπαράσταση αρχικής νότιας όψης. (Schellewald, Die Architektur, Rek. Sk. I) Σχ. 65. Π.Γ.Δ.Μ.Αχρίδα. Αγία Σοφία. Αναπαράσταση αρχικής βόρειας όψης. (Schellewald, Die Architektur, Rek. Sk. II)
337 Σχ. 66. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Άμβωνας. Αναπαράσταση. (Παζαράς, Πρόταση αναπαράστασης, 141, Σχ. 13) Σχ. 67. Π.Γ.Δ.Μ. Αχρίδα. Αγία Σοφία. Αναπαράσταση κάτοψης του αρχιεπισκοπικού συγκροτήματος. (Čipan, St. Sophia, 111)
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΥΠΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ/νσις : Ἰωάννου Γενναδίου 14 115 21, Ἀθῆναι Τηλ. 210-72.72.204, Fax 210-72.72.210, e-mail: contact@ecclesia.gr ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΥΠΟΥ, ΔΗΜΟΣΙΩΝ
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΞΙΩΝ «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Ιερός Ναός Αγίου
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Γενικός σημαιοστολισμός, από τις 8:00 π.μ. της 25 ης Οκτωβρίου. Δημοτικών καταστημάτων, των Ν.Π.Δ.Δ., των Τραπεζών, των οικιών
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ν Ο Μ Ο Σ Κ Υ Κ Λ Α Δ Ω Ν ΔΗΜΟΣ ΤΗΝΟΥ Τήνος, 21 Οκτωβρίου 2013 Αρ. Πρωτ.: 15.020._ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΕΠΕΤΕΙΟΥ 28 ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 Γενικός σημαιοστολισμός, από τις 8:00 π.μ. της 25
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Σπουδών Διεύθυνση: Παλαιό Στρατόπεδο 24100 Καλαμάτα Καλαμάτα,
«Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και η εποχή του. 200 χρόνια από την κοίμηση του» 19:30 τελετή έναρξης
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Α.Π.Θ. ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2009 «Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και η εποχή του. 200 χρόνια από την κοίμηση του» υπό την αιγίδα της
O ΙΩΑΝΝΗΣ Α ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
A Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ε Ι Ο Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο Θ Ε Σ Σ Α Λ Ο Ν Ι Κ Η Σ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΡ. ΚΥΡΙΑΤΖΗ
Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου,
Μητροπολίτης Ἀντινόης Παντελεήμων Μητροπολίτης Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων Σεραφείμ Μητροπολίτης Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας,
ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΤΟΥ Β2 ΠΕΤΡΑ ΠΕΤΣΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΠΟΖΙΝΗ ΜΑΡΙΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΟΥ Yπεύθυνοι καθηγητές Μπουρμπούλιας Βασίλης - φιλόλογος Τσατσούλα Μαρία - φυσικός 1 Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ: Η Μεσόγειος
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ 10 ης ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΑΚΤΙΚΟΥ 10 ης ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2012 2013 ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ Σήμερα, Παρασκευή 28/6/2013 και ώρα 11:30, ύστερα από πρόσκληση
Άγιος Νικόλαος Καισαριανής: Εκεί που βρήκε τόπο ο ξεριζωμένος Έλληνας
05/02/2019 Άγιος Νικόλαος Καισαριανής: Εκεί που βρήκε τόπο ο ξεριζωμένος Έλληνας / Ενορίες Η Ἐνορία τοῦ Αγίου Νικολάου Καισαριανῆς εἶναι ἡ πρώτη Ἐνορία πού δημιουργήθηκε τό 1924 γιά νά καλύψει τίς θρησκευτικές
Εισαγωγή στααστικάυδραυλικάέργα
Αστικά Υδραυλικά Έργα Εισαγωγή στααστικάυδραυλικάέργα Δημήτρης Κουτσογιάννης & Ανδρέας Ευστρατιάδης Τομέας Υδατικών Πόρων Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αντικείμενο Αστικά υδραυλικά έργα Υδρευτικά έργα (υδροδότηση,
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ
1. Η ευθύνη μεταφοράς, διαφύλαξης, συντήρησης, συναρμολογήσεως και αποσυναρμολογήσεως της Σκηνής του Μαρτυρίου ανήκε στη φυλή α) Ρουβήν β) Συμεών γ) Λευί δ) Ιούδα 2. Σύμφωνα με το Γ Βασιλειών ( 6/37εξ.
Εισαγωγή στα αστικά υδραυλικά έργα
Αστικά Υδραυλικά Έργα Εισαγωγή στα αστικά υδραυλικά έργα Δημήτρης Κουτσογιάννης & Ανδρέας Ευστρατιάδης Τομέας Υδατικών Πόρων Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αντικείμενο Αστικά υδραυλικά έργα Υδρευτικά έργα
ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ
ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ Οι ερωτήσεις προέρχονται από την τράπεζα των χιλιάδων θεμάτων του γνωστικού αντικειμένου των θεολόγων που επιμελήθηκε η εξειδικευμένη ομάδα εισηγητών των Πανεπιστημιακών Φροντιστηρίων
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (ΙΝ.Ε.ΒΥ.Π)
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (ΙΝ.Ε.ΒΥ.Π) Δ/νση: ΜΥΣΤΡΑΣ Τηλ.: 2731089370 E-mail:inevyp@uop.gr Url : http://kalamata.uop.gr/~inevyp 1 Έδρα Το ΙΝ.Ε.ΒΥ.Π θα στεγάζεται
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΣΟΡΜΙΣΗΣ, ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ, ΠΡΥΜΝΟΔΕΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΟΥ ΣΚΑΦΩΝ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. (ΛΙΜΑΝΙΑ κ.λπ.) ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΣΟΡΜΙΣΗΣ, ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ, ΠΡΥΜΝΟΔΕΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΟΥ ΣΚΑΦΩΝ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ (ΛΙΜΑΝΙΑ κ.λπ.) ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ Επιμέλεια Άγγελου Αργυρακόπουλου
ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΒΕΡΟΙΑΣ ΚΑΙ ΝΑΟΥΣΗΣ
Αθανασίου Γ. Βουδούρη ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΒΕΡΟΙΑΣ ΚΑΙ ΝΑΟΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΟΚΡΑΤΙΑΣ (1430 1912) Θεσσαλονίκη 2008 Αθανασίου Γ. Βουδούρη ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Η διακίνηση Ιδεών στη Λεμεσό: H Λεμεσός των νέων ιδεών, της προόδου και της πρωτοπορίας
ΠΑΤΤΙΧΕΙΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ - ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ & ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ 10 ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Παρασκευή και Σάββατο 28 και 29 Νοεμβρίου 2014 με θέμα: Η διακίνηση Ιδεών στη Λεμεσό:
AEI Αγγελέα Αρετή Αγγελοσόπουλος Κων/νος Αϊλαμάκη Αργυρώ Αλαμάρας Παναγιώτης Αλειφτήρας Θανάσης Αναγνωστοπούλου Μαρίνα Αναγνώστου Λεωνίδας
AEI 1 Αγγελέα Αρετή Οικονομικών Επιστημών Θεσ/κης 2 Αγγελοσόπουλος Κων/νος Στατιστικής & Ασφαλιστικής Επιστήμης Πειραιά 3 Αϊλαμάκη Αργυρώ Αγγλ.Γλώσσας & Φιλολογίας Αθήνας 4 Αλαμάρας Παναγιώτης Κινηματογράφου
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Πραγματοποιούν Χειμερινό Σχολείο με Θέμα: «Υποστήριξη ασθενών με καρκίνο και των φροντιστών τους»
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Το Τμήμα του, το ΓΟΝ «Άγιοι, το ΠΜΣ «ΜΕΘ και Επείγουσα Νοσηλευτική» και η Ελληνική Εταιρεία Έρευνας και Εκπαίδευσης (ΕΕΝΕΕ) Πραγματοποιούν Χειμερινό Σχολείο με Θέμα: «Υποστήριξη ασθενών με καρκίνο
ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
1 ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Οι τάξεις της Β και Γ Λυκείου είναι χωρισμένες σε τρείς Κατευθύνσεις Θεωρητική, Θετική, Τεχνολογική Οι Σχολές είναι ταξινομημένες σε πέντε επιστημονικά πεδία 1 ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ/νσις : Ἰωάννου Γενναδίου 14 115 21, Ἀθῆναι Τηλ. 210-72.72.204, Fax 210-72.72.210, e-mail: contact@ecclesia.gr Αθήνα, 13 Σεπτεμβρίου 2018 ΔΕΛΤΙΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ
1. Σε ποια επιστολή του ο Απόστολος Παύλος μιλά για τον κενό τάφο της Ανάστασης ; α) Προς Εφεσίους β) Προς Κορινθίους γ) Προς Γαλάτας δ) Προς Φιλιππισίους 2. Η αρχαότερη επιστολή του Απ. Παύλου είναι η:
Το Όρος των Κελλίων. Σταύρος Μαμαλούκος Σταυρούλα Σδρόλια. Εισαγωγή
Το Όρος των Κελλίων Σταύρος Μαμαλούκος Σταυρούλα Σδρόλια Εισαγωγή Οι δημοσιεύσεις των τελευταίων ετών έχουν πλέον αποδείξει ότι το «Όρος των Κελλίων» που αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές στη Θεσσαλία ήταν
ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ.
I ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑ ΕΛΕΥΘ. ΜΕΔΕΝΤΖΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ. Μεταπτυχιακή Εργασία που
Πηγές πληροφόρησης και εργαλεία
Πηγές πληροφόρησης και εργαλεία αναζήτησης Ένας σύντομος οδηγός για τους φοιτητές του τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής Σύνταξη : Θεοδώρα Τσώλη, Βιβλιοθηκονόμος MSc Νοέμβριος 2014 Βιβλιοθήκη Παραρτήματος
ΑΕΙ 1 Αλάμαρας Παναγιώτης Στατιστικής & Αναλογιστικών Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών Αιγαίου (Σάμος) 2 Αλατσαθιάνος Γιάννης Μοριακής Βιολογίας και
ΑΕΙ 1 Αλάμαρας Παναγιώτης Στατιστικής & Αναλογιστικών Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών Αιγαίου (Σάμος) 2 Αλατσαθιάνος Γιάννης Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής Θράκης(Αλεξανδρούπολη) 3 Αναστασοπούλου Ιωάννα
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
Διεύθυνση: 7 ε ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών Παλαιό Στρατόπεδο Ανατολικό Κέντρο 24100
ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ
ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ ΑΝΤΙΟΠΗ ΓΙΓΑΝΤΙ ΟΥ Τοµεάρχης Λειτουργίας Κέντρων Ελέγχου Συστηµάτων Μεταφοράς ιεύθυνσης ιαχείρισης Νησιών ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΡΗΤΗΣ 2009 Εγκατεστηµένη Ισχύς (Ατµοµονάδες, Μονάδες
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Σ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2000 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΚΥΚΛΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ): ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΣΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΙΚΟ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αρχαία Κόρινθος, 23 03 2012 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Αρ. Πρωτ: 2680 ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 25 η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ Ταχ. Δ/νση : Αρχαία
ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ ΑΙΡΕΣΙΜΟΤΗΤΕΣ
ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ ΑΙΡΕΣΙΜΟΤΗΤΕΣ Πρόοδος εκπλήρωσης Ε.Π. «Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας 2014 2020» Εθνική Αρχή Συντονισμού ΕΣΠΑ Ειδική Υπηρεσία Στρατηγικής, Σχεδιασμού & Αξιολόγησης 19 Ιουνίου 2015 ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Αχιλλέας ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΟΣ
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αχιλλέας ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΟΣ Γεωργό Οικονομολόγος Λέκτορας Διοίκησης Μεταποιητικών Επιχειρήσεων Τροφίμων τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων του Πανεπιστημίου
Ι. Οι Ιεροί Ναοί της Λευκάδας και οι πανηγύρεις τους
Ι. Οι Ιεροί Ναοί της Λευκάδας και οι πανηγύρεις τους Ιερός Ναός Παρατηρήσεις Ημερομηνία κυρίας πανηγύρεως Ι. Ναού Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΧΗ ΤΗΣ Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Μητροπολιτικός Ενοριακός 25 Μαρ
1. Γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Β.Λ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΥ Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Φιλολογίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου 1. Σπουδές του. 1. Γεννήθηκε
HISTÒRIA DE LA LLENGUA GREGA: DEL GREC CLÀSSIC AL GREC MODERN MORFOLOGIA DELS PRONOMS PERSONALS (teoria, praxi, autoavaluació) 2015
HISTÒRIA DE LA LLENGUA GREGA: DEL GREC CLÀSSIC AL GREC MODERN MORFOLOGIA DELS PRONOMS PERSONALS (teoria, praxi, autoavaluació) 2015 Ernest E. Marcos Hierro (GIDC ELECTRA) emarcos@ub.edu Pronoms personals
Αποδεικτικές Διαδικασίες και Μαθηματική Επαγωγή.
Αποδεικτικές Διαδικασίες και Μαθηματική Επαγωγή. Mαθηματικό σύστημα Ένα μαθηματικό σύστημα αποτελείται από αξιώματα, ορισμούς, μη καθορισμένες έννοιες και θεωρήματα. Η Ευκλείδειος γεωμετρία αποτελεί ένα
Ηλεκτρονικό Λεύκωμα των Χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ηλεκτρονικό Λεύκωμα των Χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πρόγραμμα Αγωγής Σταδιοδρομίας ΕΠΑ.Λ Ροδόπολης Σχολ. Έτος 2006 07 Εκπαιδευτικοί: Κουκουρίκου Στυλιανή Παπαδόπουλος Χιονάς Αυστρία Έκταση: 83.871 km²
ΑΣΕΠ 2000 ΑΣΕΠ 2000 Εμπορική Τράπεζα 1983 Υπουργείο Κοιν. Υπηρ. 1983
20 Φεβρουαρίου 2010 ΑΣΕΠ 2000 1. Η δεξαμενή βενζίνης ενός πρατηρίου υγρών καυσίμων είναι γεμάτη κατά τα 8/9. Κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας το πρατήριο διέθεσε τα 3/4 της βενζίνης αυτής και έμειναν 4000
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ. Πανελλαδική Ιδρυτική Συνδιάσκεψη
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο: kipan@central.ntua.gr Ιστοσελίδα: http://www.ntua.gr/anavathmisi/ Πανελλαδική Ιδρυτική Συνδιάσκεψη 22 και 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 2007 Κτίριο «Κωστής Παλαμάς», Ακαδημίας
Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης ΙI
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης ΙI Η τέχνη της τελευταίας τριακονταετίας του 5ου αι. π.χ. Διδάσκων: Αναπλ. Καθηγητής Νικόλαος Θ. Κατσικούδης Άδειες
Ο Β ΤΟΜΕΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ: Υπολογιστικά Συστήματα και Εφαρμογές Πληροφορικής Pragmatic Computer Science
Ο Β ΤΟΜΕΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ: Υπολογιστικά Συστήματα και Εφαρμογές Πληροφορικής Pragmatic Computer Science Αλέξης ελής ιευθυντής Β Τομέα www.di.uoa.gr/ ad Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών Εθνικό και Καποδιστριακό
ΕΚ Ι ΕΤΑΙ ΑΠΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ Τζωρτζ 6 ΑΘΗΝΑ 106 77. Ηλεκτρονικη εκδοση Τεύχος 9 ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2007
ΕΚ Ι ΕΤΑΙ ΑΠΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ Τζωρτζ 6 ΑΘΗΝΑ 106 77 Ηλεκτρονικη εκδοση Τεύχος 9 ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2007 Εκδότης: Πάνος Καπετανίδης τηλ: 210 4616664-6977357493 ΤΕΤΑΡΤΗ 12 ΕΚΕΜΒΡΗ Οι καραγκιοζοπαίκτες
ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΗΜΑΘΙΑΣ Έτος Α
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Ν. ΗΜΑΘΙΑΣ (Ε.Μ.Ι.Π.Η.) Αθανάσιος Γ. Βουδούρης Η ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1876 1883) Με βάση
- 1 - Ποιοι κερδίζουν από το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών; Γιατί η άμεση ανταλλαγή αγαθών, ορισμένες φορές, είναι δύσκολο να
- 1 - Ο παράξενος πραματευτής Ανθολόγιο Ε & Στ τάξης: 277-279 Οικονομικές έννοιες Ανταλλαγή Αντιπραγματισμός Εμπόριο Ερωτήσεις Ποιοι κερδίζουν από το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών; Γιατί η άμεση ανταλλαγή
ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΥΝΟΛΩΝ ΧΟΡΩΔΙΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΥΝΟΛΩΝ ΧΟΡΩΔΙΑ Πατήσια, Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Αγαπητοί Γονείς, Σας γνωστοποιείται ότι την Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013 και ώρα 19:00 η
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Πρώτη Γραπτή Εργασία. Εισαγωγή στους υπολογιστές Μαθηματικά
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Πρόγραμμα Σπουδών: ΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ και ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ Θεματική Ενότητα: ΕΟ-13 Ποσοτικές Μέθοδοι Ακαδημαϊκό Έτος: 2012-13 Πρώτη Γραπτή Εργασία Εισαγωγή στους υπολογιστές Μαθηματικά
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ/νσις : Ἰωάννου Γενναδίου 14 115 21, Ἀθῆναι Τηλ. 210-72.72.204, Fax 210-72.72.210, e-mail: contact@ecclesia.gr Aθήνα 20 Σεπτεμβρίου 2016 ΔΕΛΤΙΟ
ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ ΕΚΤΗΣ (56ης) ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής Διεύθυνση: Τηλέφωνο: 27410 74991 3 Fax: 27410 74990 E mail: Web page: Δαμασκηνού & Κολοκοτρώνη 20100 Κόρινθος
ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ & ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Θεμιστοκλέους 6 & Γαμβέττα, 106 78 Αθήνα * Ανακοινώνεται η προκήρυξη
Έννοια. Η αποδοχή της κληρονομίας αποτελεί δικαίωμα του κληρονόμου, άρα δεν
1 1. Αποδοχή κληρονομίας Έννοια. Η αποδοχή της κληρονομίας αποτελεί δικαίωμα του κληρονόμου, άρα δεν μπορεί να ασκηθεί από τους δανειστές του κληρονόμου, τον εκτελεστή της διαθήκης, τον κηδεμόνα ή εκκαθαριστή
ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΞΗΚΟΣΤΗΣ (60ης) ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής Διεύθυνση: Τηλέφωνο: 27410 74991 3 Fax: 27410 74990 E mail: Web page: Δαμασκηνού & Κολοκοτρώνη 20100 Κόρινθος
Η Θεωρια Αριθμων στην Εκπαιδευση
Η Θεωρια Αριθμων στην Εκπαιδευση Καθηγητὴς Ν.Γ. Τζανάκης Εφαρμογὲς τῶν συνεχῶν κλασμάτων 1 1. Η τιμὴ τοῦ π μὲ σωστὰ τὰ 50 πρῶτα δεκαδικὰ ψηφία μετὰ τὴν ὑποδιαστολή, εἶναι 3.14159265358979323846264338327950288419716939937511.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ & ΕΡΕΥΝΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ
Θεσσαλονίκη Αρ.Πρωτ.354, 355. Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης
Θεσσαλονίκη 7.4.2008 Αρ.Πρωτ.354, 355 Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης Θέμα: Αναπροσαρμογή αντικειμενικών αξιών στα εκτός σχεδίου ακίνητα Σχετικά: Τα με αριθμ.πρωτ.1039741/1161/00τυ/δ
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι. Καί πράγματι εἶναι! σταματώντας ὁ χρόνος της, χρόνος ὅπου μετριοῦνται μέ τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς, σταματάει
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΠΙΚΥΡΩΜΕΝΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
Διεύθυνση: 7 ε ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών Παλαιό Στρατόπεδο Ανατολικό Κέντρο 24100
Θεσσαλονίκη 22 Ιουλίου 2005 Αρ.Πρωτ.674. Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης
Θεσσαλονίκη 22 Ιουλίου 2005 Αρ.Πρωτ.674 Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης Θέμα: 3 ο Φόρουμ Βαλκανικών Συμβολαιογραφιών Αγαπητοί συνάδελφοι, Σας ενημερώνουμε ότι στις είκοσι
ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ 15 ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΡΙΤΖΟΣ
ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ 15 ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΡΙΤΖΟΣ 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑ Γ. ΣΤΑΘΗ ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΟΣΜΗΤΕΙΑ ΣΧΟΛΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Προς
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΟΣΜΗΤΕΙΑ ΣΧΟΛΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ (Με έδρα το Αγρίνιο) ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Εκπαιδευτική επίσκεψη των μαθητών του Γυμνασίου Κάτω Μηλιάς στη Βουλή των Ελλήνων στην Αθήνα
Εκπαιδευτική επίσκεψη των μαθητών του Γυμνασίου Κάτω Μηλιάς στη Βουλή των Ελλήνων στην Αθήνα Στις αρχές Μαρτίου 2012 πραγματοποιήσαμε εκπαιδευτική επίσκεψη στη Βουλή των Ελλήνων στην Αθήνα. Συγκεκριμένα,
Πανελλήνιος Επιστηµονικός Σύλλογος Θεατρολόγων
Πανελλήνιος Επιστηµονικός Σύλλογος Θεατρολόγων ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Η µ ερίδα στη µνήµ η του Μάριου Πλωρίτη Ο Πανελλήνιος Επιστηµονικός Σύλλογος Θεατρολόγων διοργανώνει Ηµερίδα στη µνήµη του Μάριου Πλωρίτη, ενός
ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΠΑΡΙΟΣ. Το χρονικό μιας ιδεολογικής διαμάχης. Πρόταση ερμηνείας της
ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΠΑΡΙΟΣ Το χρονικό μιας ιδεολογικής διαμάχης. Πρόταση ερμηνείας της Μικρή ιχνηλασία στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το παρόν άρθρο. Από την αρχή, ωστόσο
ηευρώπηστιςαρχέςτου15 ου αι.
ηευρώπηστιςαρχέςτου15 ου αι. Στα τέλη του 15 ου αι. υποχωρούν οι ενδημικές ασθένειες και αραιώνουν οι λιμοί επιτρέποντας έτσι την δημογραφική ανάπτυξη της γηραιάς Ηπείρου. Η σημαντικότερη όμως πρόοδος
ΑΕΙ Aγγέλου Γιώργος Αγιομαυρίτη Έλσα Αλβανός Αντώνης Αναδιώτη Ελευθερία Αναστασίου Δημήτρης Αποστολάκης Ηλίας Αποστολοπούλου Ιλια
ΑΕΙ 1 Aγγέλου Γιώργος Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλ/ργών ΕΜΠ 2 Αγιομαυρίτη Έλσα Νομικής Αθήνας 3 Αλβανός Αντώνης Πληροφορικής Πειραιά 4 Αναδιώτη Ελευθερία Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ 5 Αναστασίου Δημήτρης Φιλοσοφίας
ΑΠΟΦΑΣΗ. 2. Την Απόφαση της Επιτροπής των ΕΚ µε αριθµό Ε/2007/5634/ που αφορά την έγκριση του Ε.Π. «Εκπαίδευση και ιά Βίου Μάθηση».
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΝΙΑΙΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΠΣ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ» ΜΟΝΑ Α Α2 Ταχ. /νση : Πιττακού 2-4, Αθήνα Ταχ.
ANALECTA THEOLOGICA ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΣΕΙΡΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. επιμέλεια ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ANALECTA THEOLOGICA ΣΕΙΡΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 7 επιμέλεια ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΣΗΜΑΚΗΣ Ελληνική Βιβλιογραφία Θεμάτων Καθολικής Θεολογίας 1550-2010 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011 Θεμάτων Καθολικής Θεολογίας Σειρά Analecta
Θρίαμβος της Ορθοδοξίας; Για την Ορθοδοξία, η Εικονομαχία, η
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΗ (Αρχιμ. Ιγνατίου Δ. Σωτηριάδη, Βρυξέλλες 13.3.2011) Σεβασμιώτατε, Θεοφιλέστατοι, Σεβαστοί Πατέρες, αγαπητοί αδελφοί και αδελφές εν Χριστώ!
Αναγνώριση Προτύπων. Σήμερα! Λόγος Πιθανοφάνειας Πιθανότητα Λάθους Κόστος Ρίσκο Bayes Ελάχιστη πιθανότητα λάθους για πολλές κλάσεις
Αναγνώριση Προτύπων Σήμερα! Λόγος Πιθανοφάνειας Πιθανότητα Λάθους Πιθανότητα Λάθους Κόστος Ρίσκο Bayes Ελάχιστη πιθανότητα λάθους για πολλές κλάσεις 1 Λόγος Πιθανοφάνειας Ας υποθέσουμε ότι θέλουμε να ταξινομήσουμε
Δ Ι Α Κ Ρ Ι Τ Α Μ Α Θ Η Μ Α Τ Ι Κ Α. 1η σειρά ασκήσεων
Δ Ι Α Κ Ρ Ι Τ Α Μ Α Θ Η Μ Α Τ Ι Κ Α 1η σειρά ασκήσεων Ονοματεπώνυμο: Αριθμός μητρώου: Ημερομηνία παράδοσης: Μέχρι την Τρίτη 2 Απριλίου 2019 Σημειώστε τις ασκήσεις για τις οποίες έχετε παραδώσει λύση: 1
Ιστορία και Θεολογία στη Θεσσαλονίκη του 14 ου αιώνα. Πρόσωπα και Τάσεις
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ Γ. ΚΑΤΣΩΧΗΣ Ιστορία και Θεολογία στη Θεσσαλονίκη του 14 ου αιώνα Πρόσωπα και Τάσεις ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ
ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Από το συνέδριο που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από την
Τα «Φραγκοχιώτικα» βιβλία
9 - ANALECTA HISTORICA - 9 Πηγές & Μελέτες Καθολικής Ιστορίας ΜΑΡΚΟΣ ΦΩΣΚΟΛΟΣ Τα «Φραγκοχιώτικα» βιβλία Ένα κεφάλαιο από την ιστορία της καθολικής ευσέβειας στον ελληνικό χώρο Θεσσαλονίκη 2012 Σειρά Analecta
Η θεώρηση του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης (+ 1429) για τη λατινική Εκκλησία και τους Βενετούς
Φώτιος Σ. Ιωαννίδης Λέκτορας Α.Π.Θ. Η θεώρηση του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης (+ 1429) για τη λατινική Εκκλησία και τους Βενετούς Στις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα η Θεσσαλονίκη βίωνε τις τελευταίες στιγμές
«ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ (1836 1958) ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥΣ»
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ Ν.
Ας υποθέσουμε ότι ο παίκτης Ι διαλέγει πρώτος την τυχαιοποιημένη στρατηγική (x 1, x 2 ), x 1, x2 0,
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Στατιστικής Εισαγωγή στην Επιχειρησιακή Ερευνα Εαρινό Εξάμηνο 2015 Μ. Ζαζάνης Πρόβλημα 1. Να διατυπώσετε το παρακάτω παίγνιο μηδενικού αθροίσματος ως πρόβλημα γραμμικού
Α ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΓΙΟΛΟΓΙΑΣ. Παραλίμνι, 9 12 Φεβρουαρίου 2012
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ-ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ «ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ» Α ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΓΙΟΛΟΓΙΑΣ Παραλίμνι, 9 12 Φεβρουαρίου 2012 ΟΜΙΛΗΤΕΣ Ἀλεξάκης Ἀλέξανδρος, Καθηγητής, Τμῆμα Φιλολογίας,
ΘΕΜΑ 2. Λοιπά θέματα. Παρόντες: 1. Αλέξιος Σαββίδης, Πρόεδρος. 2. Ευρυδίκη Αντζουλάτου Ρετσίλα, Μέλος. 3. Νικόλαος Ζαχαριάς, Μέλος
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών =Τηλέφωνο: 2721065116 65103 Fax: 2721065112 E mail: Web
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Αναζητώντας την αλήθεια στη ζωή μας Το βιβλίο των Θρησκευτικών της Στ τάξης του Δημοτικού σχολείου είναι το αποτέλεσμα της τρίχρονης συνεργασίας της συγγραφικής ομάδας, η οποία
Projects για το εργαστήριο. των Βάσεων Δεδομένων
Projects για το εργαστήριο των Βάσεων Δεδομένων Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος Δεκέμβριος 2013 1. Το πολυκατάστημα Το πολυκατάστημα έχει ένα σύνολο από εργαζομένους. Κάθε εργαζόμενος χαρακτηρίζεται από έναν κωδικό
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Ν. ΗΜΑΘΙΑΣ (Ε.Μ.Ι.Π.Η.)
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Ν. ΗΜΑΘΙΑΣ (Ε.Μ.Ι.Π.Η.) Αντώνης Β. Γκαλίτσιος Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΟΨΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΗΣ ΓΟΥΡΝΑΣ, ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΗΜΑΘΙΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ
1. Για τον Ωριγένη σπουδαιότερος από τους παρακάτω είναι ο α) Πνευματικός άνθρωπος β) Επίσκοπος γ) Κάθε πιστός δ) Αιρετικοί 2. Η θεωρία περί αποκαταστάσεως των πάντων καλλιεργήθηκε κυρίως από τον α) Ωριγένη
Χ Α Ρ Ο Κ Ο Π Ε Ι Ο Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ 70, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: FAX:
Χ Α Ρ Ο Κ Ο Π Ε Ι Ο Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ 70, 176 71 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210 9549100 FAX: 210 9577050 ΣΧΟΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ
23/2/07 Sleep out Πλατεία Κλαυθμώνος
23/2/07 Sleep out Πλατεία Κλαυθμώνος Μια βραδιά στο λούκι με τους αστέγους «Έχετε ποτέ σκεφτεί να κοιμηθείτε μια χειμωνιάτικη νύχτα στο δρόμο;» Με αυτό το ερώτημα απευθύναμε και φέτος την πρόσκληση στους
Αγωνιστές απο το Ιµάµ Τσαούς / Άγιο Σπυρίδωνα Άρτας
Αγωνιστές απο το Ιµάµ Τσαούς / Άγιο Σπυρίδωνα Άρτας Απο τον αγώνα της Παλιγγεννησίας του 1821 ως την Εθνική Αντίσταση Συλλογή στοιχείων: Φώτης Βράκας Κάστρα του Ολύµπου Και του παρνασού φαντάσµατα Ήρωες
Προτεινόμενα θέματα. στο μάθημα. Αρχές οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων. ΟΜΑΔΑ Α: Ερωτήσεις Σωστού Λάθους.
Προτεινόμενα θέματα στο μάθημα Αρχές οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων ΟΜΑΔΑ Α: Ερωτήσεις Σωστού Λάθους Στις παρακάτω προτάσεις να γράψετε δίπλα στον αριθμό της καθεμιάς τη λέξη Σωστό αν κρίνετε ότι
ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Διδακτική ενότητα
ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΑ Α, Β, Γ, ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Διδακτική ενότητα Στόχος μας είναι: Να ανακαλύψετε τους παράγοντες που οδήγησαν στην εμφάνιση και
Διημερίδα Επαγγελματικής Επιμόρφωσης: Φροντίδα και νοσηλεία στόματος στην τρίτη ηλικία και στην άνοια. 11 13 Μαΐου 2012
Διημερίδα Επαγγελματικής Επιμόρφωσης: Φροντίδα και νοσηλεία στόματος στην τρίτη ηλικία και στην άνοια 11 13 Μαΐου 2012 Αμφιθέατρο Ι, Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων ΑΠΘ, 3ης Σεπτεμβρίου, Πανεπιστημιούπολη,
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ
1. Τί ήταν οι πεπτωκότες (lapsi) κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες; α) Πόρνοι β) Δαιμονισμένοι γ) Χριστιανοί που εξέπεσαν της πίστης τους για να σωθούν από τους διωγμούς δ) Ειδωλολάτρες 2. Ποιος κανόνας
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΒΟΥΤΥΡΑΣ Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
1 ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΑ ΛΕΞΙΚΑ: W.H. ROSCHER, AUSFÜHRLICHES LEXIKON DER GRIECHISCHEN UND RÖMISCHEN MYTHOLOGIE ΚΑΙ LEXICON ICONOGRAPHICUM MYTHOLOGIAE CLASSICAE (LIMC) ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΒΟΥΤΥΡΑΣ Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
ΑΕΙ 1 Αγγελάκη Μαρίζα Oικονομικών Επιστημών (Αθήνα) ΕΚΠΑ 2 Αγγελοσοπούλου Κλεοπάτρα Στατιστικής & Ασφαλιστικής Επιστήμης (Πειραιάς) Παν.
ΑΕΙ 1 Αγγελάκη Μαρίζα Oικονομικών Επιστημών (Αθήνα) ΕΚΠΑ 2 Αγγελοσοπούλου Κλεοπάτρα Στατιστικής & Ασφαλιστικής Επιστήμης (Πειραιάς) Παν.Πειραιά 3 Αθανασίου Σωτηρία Oικονομικών Επιστημών (Αθήνα) ΕΚΠΑ 4
Η Β ΒΑΤΙΚΑΝΗ ΣΥΝΟΔΟΣ Διατάξεις Διατάγματα Δηλώσεις Μηνύματα
ANALECTA THEOLOGICA ΣΕΙΡΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 8 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΛΕΩΝ ΚΙΣΚΙΝΗΣ Η Β ΒΑΤΙΚΑΝΗ ΣΥΝΟΔΟΣ Διατάξεις Διατάγματα Δηλώσεις Μηνύματα Εισαγωγή και νεοελληνική απόδοση των Συνοδικών
Ορθόδοξη Εκκλησία και Διαφωτισμός: ταύτιση και απόκλιση. δύο αντιτιθέμενων κόσμων. Η περίπτωση του Βενιαμίν Λεσβίου σε σχέση με τον Ευγένιο Βούλγαρι.
1 Ορθόδοξη Εκκλησία και Διαφωτισμός: ταύτιση και απόκλιση δύο αντιτιθέμενων κόσμων. Η περίπτωση του Βενιαμίν Λεσβίου σε σχέση με τον Ευγένιο Βούλγαρι. Ι Σε παλαιότερο μελέτημά μου 1 για τον Βενιαμίν τον
Συνιστώσες Βιώσιμης Ανάπτυξης
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ Συνιστώσες Βιώσιμης Ανάπτυξης 1 Η στρατηγική ανάπτυξης των αστικών κέντρων αναπτύσσεται ως συνδυασμός τεσσάρων στοιχείων. Πολυκεντρικότητα Δικτύωση Βελτίωση και ανάπτυξη των υποδομών
BIOΓPAΦIKO ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Hμερ. γέννησης: 27 Aυγ. 1967
BIOΓPAΦIKO ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣTOIXEIA Eπώνυμο: KAMAPIANOΣ Όνομα: IΩANNHΣ Hμερ. γέννησης: 27 Aυγ. 1967 Τόπος κατοικίας: Μαμουλάδα Ναυπάκτου Σημερινή επαγγελ/κή κατάσταση: Πανεπιστήμιο Πατρών, Παιδαγωγικό
ΠΡΟΒΟΛΗ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΙΣΤΟ
ΠΡΑΞΗ: ΠΡΟΒΟΛΗ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΙΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ: ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ: Αναλυτικός σχεδιασμός πράξης, ανάπτυξη περιεχομένου, δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων ΨΣ19/1/12
Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη ΙΙ
Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη ΙΙ Νικόλαος Γιαννακόπουλος Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Πατρών Ακαδημαϊκό Ετος 2015-2016 Εαρινό Εξάμηνο 1/12 Ημέρες/ Ωρες ιδασκαλίας &
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΧΡ. ΤΖΟΥΜΑΛΑΚΗ Ο ΓΑΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΟΥΡΑ
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΧΡ. ΤΖΟΥΜΑΛΑΚΗ Ο ΓΑΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΟΥΡΑ Διπλωματική εργασία υποβληθείσα στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ Σύμβουλος Καθηγητής, Θεόδωρος Ξ. Γιάγκου
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΙΤΡΟΥΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ. Συμβολή στην επισκοπική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Μακεδονία
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΙΤΡΟΥΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ 1904 1933 Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ Συμβολή στην επισκοπική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Μακεδονία 2 Panagiotis Tzoumerkas Parthenios Vardakas, Bishop
Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Ι
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Ι Εισαγωγή Διδάσκων: Αναπληρωτής Καθηγητής Νικόλαος Θ. Κατσικούδης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται