Β Ρ A Β El Ο Ν ΠΟΣ KB' ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΙΩΑΝΝΙΝΑ. ΤΕΥΧΟΣ Α Υ Γ Ο Υ Σ Τ Ο Σ _ Z E flt F M R P in v. π ι / τ η ο η.

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Β Ρ A Β El Ο Ν ΠΟΣ KB' ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΙΩΑΝΝΙΝΑ. ΤΕΥΧΟΣ Α Υ Γ Ο Υ Σ Τ Ο Σ _ Z E flt F M R P in v. π ι / τ η ο η."

Transcript

1 ΤΕΥΧΟΣ Α Υ Γ Ο Υ Σ Τ Ο Σ _ Z E flt F M R P in v. π ι / τ η ο η. ^ «Β Ρ A Β El Ο Ν ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ ΠΟΣ KB' ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΙΩΑΝΝΙΝΑ

2 ΙΔΙ0ΚΤΗΤΆ1 ΔΪΕΥΘΥΝΤΑΙ MIX. ΧΑΡ. ΜΑΝΟΣ ΔΗ Μ Ο ΣΘ.Κ Ο ΚΚΙΝΟΣ Επιτροπή Επιμέλειας Ολης ΑΡΣΕΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΣ ΤΑΚΗΣ ΣΙΟΜΟΠΟΥΛΟΣ - ΚΩΝ. ΦΟΤΟΠΟΫΛΟΣ */ Μ1ΙΝΙΛΙΛ ΕΠ1ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΝ 5 Σ Τ,Ν Δ Ρ Ο Μ A I Εσωτερικοί: Έτηόια Δραχ Νομικών Προσώπων, Ό ρ- ' γανισμών, Τραπεζών Δραχ Εξωτερικού Έτησία Δολλ. ' ή Λίραι Αγγλίας Έξάμηνος κ.λ. (άναλόγως) Τιμή τεύχους Δραχ F E D E R A T IO N I N T E R N A T IO N A L E dtr lu 1*τββι»β Pertodlqut Μ ΙΘ Ν Η Ι Ο Μ Ο ΙΠ Ο Ν ^ Λ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ * r Αντεπιστέλλοντα Μέλη τής Επιτροπής Λ. I. ΒΡΑΝΟΐΣ Η*Σ (Άύήναι) I ΧΡΤΣ. ΖΊ ΤΣΑΙΑ (Θεσ/νίχη) I MIX. ΠΕΡΑΝΘΗΣ (ΆΟήναι) ΤΑΚΗΣ ΤΣΙΑΚΟΣ (Άύήναι) ΝΙΚΟΣ ΤΕΝΤΑΣ (Θεσ/νίχη) Έ μβάσιιστα: «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΝ ΕΣΤΙΑΝ» Οδός Σμύρνης άριθ. 11, Ιωάννινα, Τηλέφ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Κώστα Π. Λαζαρίδη Μικρές παλιές αδημοσίευτες ζαγορίσιες διαθήκες (ίστορ. στοιχεία) Σελ. 449 Στεφάνου Μπέττη Αλέξανδρος Βασιλείου (ίστορ. μονογραφία)» 461 Φρ. Ντε Μονκάντα (μετάφραση: Ή εκστρατεία των Καταλανών καί των Άραγωνέ- Μάγιας - Μαρίας Ρούσσου) ζων (ιστορική πραγματεία)» Νικολάου Β. Λώλη Παραδοσιακά στοιχεία καί άρχιτεκτονική τού λαϊκού ηπειρωτικού σπιτιού (λαογραφικά)» 496 Σωκράτη Δ. Γεωργούλα Πλατανούσα (λαογραφικά σύμμεικτα)» 500 f Λ. Α. Τατσιοπουλου Λαογραφικά Κομποτίου "Αρτης» Βασιλ. Π. Παυλίδου Πρόβατα καί γίδια _ Γάλα καί τυρί (λαογρ. μελέτη)» 516 * Γιώργου Δέλιου Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (δοκίμιο)» 525 Roland Hibon Μαζί μέ τον Μαβίλη καί τό Ηπειρωτικόν ό νειρο (δοκίμιο)» 534 Τάκη Τσιάκου Τά κύματα (ποίημα)» 540 Κώστα Τσιλι,μαντού Παλιά - Σκόρπια (ποίημα)» 540 Νίκου Χατζηνικολάου : Δισκοβόλος - Νυχτερινός άέρας - *0 λόγος. Ακόντιο (ποιήματα) Πέτρου Ολύμπιου Τό γέλιο τού νεκρού (ποίημα) Σελ. 542 Γ. Μ. Πολιτάρχη :Ό κουρσάρος (διήγημα)» 543 I. Κατσιγάρη Ό σοφός (ποίημα)» 566 Άθ. Ζιάγκου Γυρισμός (ποίημα)» 567 Χρυσάνθης Ζιτσαίας Τό κέντημα τής τρίχας (διήγημα)» 568 Σπόρου Κόκκινη Γιάννινα (ταξιδιωτικό)» 571 Μιχ. Μάνου Κοινή πορεία (ποίημα)» 574 Τάκη Σιωμοπούλου Ή πορεία (ποίημα)» 575 Γ ιάννη Σαραλή Σιωπή (ποίημα)» 576 Νίκου Α. Τέντα Άκέλα (ποίημα)» 577 Σπόρου Γ. Μουσελίμη Ιστορικοί περίπατοι άνά τήν Θεσπρωτίαν (ιστορικόν όδοιπορικόν)» 581 Δημοσθ. Γραμματοπούλου Δημήτριος Δημητρίου Νικολαΐδης, ό Ήπειρώτης (παρουσίαση - αξιολόγηση)» 588 Α Π Ο ΜΗΝΑ ΣΕ ΜΗΝΑ: Σημειώματα: Οί "Ελληνες συγγραφείς των έκδόσί Τουέϊν των Η.Π.Α. (Μ. Β. Ραΐζη). Τ ε χ ν ο κ ρ ι τ ι κ ά: Οί παραστάσεις στη ί ώνη -- Διό παραστάσεις τοΰ Έύν. Θεάτρου (Δ. Κόκκινου). Κριτική τού βιβλίου: Μ. Β. Raizis and Alex. Papas: «Greek Revolution and the American Muse» (Π. Καραγιώργου) Δημ. Σέτα: «Ό γεραπλάτανος τής Εύβοιας» (Κ. Π. Λαζαρίδη) Σπ. Παναγιωτοπούλου: «Θαλασσινά κείμενα» Γαλάτειας Σαράντη: «Νά θυμάσαι τή Βίλνα» Γερ. Γρηγόρη: «Τά καινούργια άρβυλα» I. Ν. Θεοδωρακοπούλου: «Τό Είκοσιένα καί δ σύγχρονος Έλ- ληνισμδς» ^ Μ ε λ ή Νικολαΐδη: «Λουκάς ό άγαπητός» (I. Γ. Θεοχάρη) Σπ. Κυριαζοπού Σου και ^ιοιητώγ} «Ηράκλειτος» (Τάκη Σιωμόπουλου) Αιμιλίας νιβου: «νακανθοι» (Β. I. Λαζανας ΐ ^ Γ. Δ. Μποζοόνη: «Ή πορεία τής έλληνικής σκέψεως» Λουκά Θανασέκου: «Μνημόνιο γιά τό New Lanark» (Γ. Γ. Μουγογιάννη) Πόπης Ζώρα: «Δυό μεγάλοι μάστοροι τού ασημιού» Δημ. Τ. Ν. Μπάτσαρη: «Λόγοι καί μελέται» «Ισπανοί καί "Είλ- (ληνες άνά τούς αιώνας» (Τιμητικό αφιέρωμα από τον «Παρνασσό») Ήλία Σιμοπούλοι»: «Μικρές μαρτυρίες» Δημ. Σιατόπουλου: «ΟΙ πύλες τής γης» Χρ. Κατσιγιάλνη: «'Άσκηση αύτοσχεδιασμού» «Επιτρεπόμενα» Πάνου Γρίσπου: «Δασική Ιστορία τής Νεα>τέρας Ελλάδος» Όμηρου (μετάφρ. Π. Κοντομίχη) «Οδύσσεια» Κώστα Φωτόπονλσυ: «Χρονικό τού Μεγάλου σηκωμού» Γ. Αβάνα: «Αίνος καί θρήνος» Κυριάκου Σιμοπούλου: «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα » Π. Γαρουφαλιά: «Πύρρος» (Δ. Κόκκινου) Βιβλία πού λάβαμε Διόρύιοσις. Λ)ΝΣΕΙΧ: Συντάξεως: Δ. Κόκκινος Μελετίου Γεωγράφου, 51 - Ιωάννινα Τυπογραφείου: Φ. Β. Μπαμπούσης Γ. Δ ι βολή, 15 (Α. Τούμπα) - θεσ)νίκηΐ' ΤΥΠΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Άγγελάκη, 15 - θεσ)νίκη

3 Γ ί ' & ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ IfXtEION λκλαημικο ΧΟΗΝ <JL> Ν ;ΕΤΟΣ ΚΒ' ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1973 ΤΕΥΧΟΣ ΚΩΣΤΑ Π. ΛΑΖΑΡΙΔΗ ΜΙΚΡΕΣ ΠΑΛΙΕΣ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ ΖΑΓΟΡΙΣΙΕΣ ΔΙΑΘΗΚΕΣ i ΕΙΣΑΓΩΓΗ! Πριν και λίγα χρόνια μ ένα έντυπο γράμμα μου προς διάφορους ψιλούς Ζαγορίσιους * ζήτησα νά μού στείλουν αντίγραφα από διάφορα παλιά χαρτιά Συγκεκριμένα τούς έγραφα τά έξης: «Μέσα οπήν προσπάθειά μου πού από χρόνια -καταβάλλω για τήν Ιστορική διε- ] ρεύνηση τού όμορφου Ζαγοριού μας, βρίσκομαι στήν ανάγκη νά ζητήσου τήν πολύτιμη για μένα συνδρομή Σας για τά παρακάτω ζητήματα πού μ ενδιαφέρουν γιά τήν ώρα: : Α '. Θά ήθελα νά έξετασθει κάπως άναλυτικά τό «πνεύυα», άπό τό όποΐο διέποντοιν οί προπάτορές μας Ζαγορίσιοι, όταν ήθελαν νά διαθέσουν κατά τά τελευταία χρόνια τής ζωής τους τά χρήματά τους κι έψκιαναν τις ιδιωτικές τους διαθήκες. Γιά νά γίνει τό πράγμα αυτό, καθώς είναι αυτονόητο, χρειάζεται νάχει κανένας στή διάθεσή του πολλές τέτοιες διαθήκες πού συντάχτηκαν άπό Ζαγορίσιους κατά τά χρόνια τής Τουρκοκρατίας και μέχρι τό 1912 και πού δέ βρίσκονται δημοσιευμένες σέ βιβλία. (Τις δημοσιευμένες τις βρίσκω). Β '... Τονίζω καί πάλι πώς τά μέχρι τό 1ί)12 χαρτιά μ ένδιαψέρουν καί οχι νεότερα. Έξυπακούεται πώς καλά θάναι νά σημειωθεί στο τέλος άπό κάθε άντίγραοο σέ τίνος χέρια και σε ποιό χωριό βρίσκεται τό σχετικό πρωτότυπο έγγραφο. I Κουκούλι - Ζαγοριού, Γενάρης 1967». Σάς ευχαριστώ θερμότατα όλους άπό τώρα. Μέ τούς πιο θερμούς πατριωτικούς χαιρετισμούς Κώστας Π. Λαζαρίδης Ή ένέργειά μου αύτή βρήκε άνταπόκριση άπό πολλούς συμπατριώτες καί είχα μιά συγκομιδή σχετικά Ικανοποιητική άπό έγγραφα τής πρώτης κατηγορίας, δηλ. διαθηκών, όσο και άπό τέτοια τής δεύτερης κατηγορίας πού άφορούσαν προικοσυμβόλαια. I Άπό τις διαθήκες πού μάζεψα, θεωρώ σκόπιμο νά παραθέσω κάμποσες στις παρακάτω. σελίδες, γιά νά βρίσκονται δημοσιευμένες. Περιέχουν μερικές άρκετά χρήσιμα στοιχεία γιά κείνους πού θά θελήσουν νά άσχοληθούν μέ τά ήθη καί έθιμα τού Ζαγοριού, μέ τό κληρονο. ι μικό δίκαιο, τήν κατοχύρωση τής άτομικής ιδιοκτησίας κ.λ.π. Τά σχετικά έγγραφα θά παι ρατεθούν μέ χρονολογική σειρά. Έ γώ θά περιοριστώ σέ έλάχιστες μικρές παρατηρήσεις όπου υπάρχει άνάγκη.

4 450 Α Λ Α Λ Λ Α Λ Α Α Λ Λ Λ Λ Α Λ Λ Α Α Α Α Λ Α Α Α Λ Λ Α Λ Λ Λ Λ Α β Η Π Ε Ι ΡΩΤΙ ΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ» Σχετικά μέ τό θέμα των διαθηκών στο Ζαγόοι στα παλιά εκείνα χρόνια στον κατάλογο των νόμων (σουρουτίοον) τής Ζαγορίσιας 'Ομοσπονδίας, γράφονται τά έξης: «Ζον "Ο ταν τινά ς κάμη διαθήκην, και είναι δλη ίδιοχείρω ς του γραμμένη,μέ μόνον την ύπογραφήν του, και χωρίς μάρτυρας έχει κύρος πλήρες, και δταν είναι μ άλλου χέρι, και μέ μόνην την ύπογραφήν του, έχοντας τρεις ή περισσοτέρους μάρτυρας, νά έχη παρομοίως πλήρως άμετάτρεπτον κύρος και δύναμιν». Τό άρθρο αυτό ό Ί. Λαμπ;ρίδης στο βιβλίο του «Ζαγοριακά» (1870) σελ. 140, τό διατυπώνει έτσι: «Πασα διαθήκη ύπογεγραμμένη παρά τού άποθανόντος καί υπό τεσσάρων τιμίω ν μ αρτυρουμ ένη ή καί ά νευ τούτων, έ χ ε ι κύρος». 1. «"Εδωκεν ό έπουράνιος θεός είς ημάς τούς άνθρώπους τά έπειγής1 ά- γαθά διά νά τά μεταχειριζώμασθε έκάστως εις τήν ίδήαν του χρείαν ζώντας μεν νά τά έχη εις τήν εξουσίαν του μετά θάνατον δέ νά τα δηορίζη εις τούς κληρονόμους του και ψ ηχηκά του* όρώντας όγώ ό λόλης ματζής τόν άωρον θάνατον κάμνω τήν δηαθήκην μου σώον έχων τάς φρένας, πρώτον άφίνω συχώρησιν είς δλους τούς χριστηανούς καί νά συχο3ρέση ό θεός καί εμένα έπητα δηορίζω καί από δτι βιός έχω είς τούς κλιρωνόμους μου κατερίναν καί Χριστήναν* τήν κατερίναν τήν έπάντρεψα καί τής αϊδωσα τό προικίον της καθώς είναι φανερωμένοι κατά τό προικοσύφωνόν της έτζη δηορίζω και τήν μικροτερήν Χριστήναν δσον έπήρε ή έκατερίνα τόσον νά πάρη και αύτή ά- κόμα τούς δίδω και από έκατό γρόσια μερήδηο τής καθεμίας διά νά μέ συγχωρούν* τής δέ νικοκυράςσ μου λόλενας τήν αφήνω ίδειόν μου και καθωλικόν κλιρονόμον είς δλον μου τό βίος σπίτι μου άμπέλιά μου τόπος κήπους κινιτά καί άκήνιτα νά είναι ϊδηα καί καθωλική νικοκηρά νά τα κάμι ός θέλη και βούλεται θέλη τά πολίση θέλη τά φηλάξι νά είναι είς τήν έξουσίαν της χω ρής νά τήν ένω χλίση κανείς καί νά μού κάμι καί τά ψηχικά μου ή λόληνα* και τό κορίτζι νά τό παντρέψ η έξω νά πάρη καθώς έδιόρισα ώς άνωθ ε ν άκόμα ά φ ίνω και π ενή ντα γρόσια τω ν ιερέω ν διά νά πέρνουν τό διάφορον τόν καθέκαστον χρόνον νά μνημονεύουν τρία ονόματα όποϊη ιερείς καί άνευρεθούν διά πάντα* άκόμα δέ τό άργαστήρι οπού έχω είς τό κνίκη τομερίδηό μου οπού τό είχα μέ τόν μακαρίτη χατζή άναστάσι τό μισό έρχόμενος έπή ρ α είς πατρίδαν τό έπούλισα τού κύρ μάνθου οικονόμου διά άσλάνια τετρακόσια ήτι 400 και τού έχω καί τά νταμασουκιά μου δωσμένα και νά είναι ίδιος καί καθωλικός νηκοκήρης νά κάμη ώς θέλη καί βούλεται* έχω καί είς τόν γυναικάδερφ όν μου κώσταν καμιά κοσαριά πρόβατα αύτά είναι προικίον τής λόλενας καί νά τά κάμη ώς θέλει* ακόμα καί κάτι άσπρα δπου έχω είς πέργαμον καί βερεσέδια έχω βεκίλην τόν χατζή γιάννη βλάχο καί τά έχω είς δευτέρη καμομένα δπου νά τά συνάξουν* έπειδής καί ή γυναικαδελφή μου δέσπο μεδούλεψ εν τόσα χρόνια νά έχη νά πέρνη από αύτό τό βιόςς μου δπου μέ βρέθη άσπρα 200 ήτι διακόσια* οΰτω έκαμα τήν διαθήκην μου καί έδώρισα 1. Κρατείται ή δρθογραφία των έγγραφων.

5 π )?. I? ί i Vi {? ώς άνωθεν σον έχω ν τάς φρένας καί οποίος τήν διασίση τήν διαθήκην μου ή ξένος ή άποκληρονόμους νά έχη τήν κατάραν του θεού καί έδικήν μου: εις ασφάλειαν 1801 άπριλίου 26 κουκούλι. λολος ματζη βεβεονο πρωτοπαπας Κουκουλίου μαρτυρώ ό γράψας Σακελλάριος μαρτυρώ2 αναστασης τζονηδης μαρτηρο γεωργιος κονστα τζίκα μαρτιρω στέφανος κονστα τζαριμι μαραρω χριστό νικος ραφτις μαρτυρο Κωσταντής ζαγκουλισ μαρτιρω στεφάνης δήμος3 μαρτηρο κονστανπς τριανταφ ηλου μαρτιρω». Σ ημ.: Το πρωτότυπο τής διαθήκης αυτής τδ χω στα χέρια μου. «διά του παρόντος ένυπογράφου καί έμμαρτύρου άποδεικτικού καί πωλητικοϋ γράμματος δηλοποιώ έγώ ό γιάνης σβόλου έπειδής καί ό θεός δέν μας έδωσεν κληρονομιάν και εϊμεθα χωρίς παιδιά καί μέ τό άποφάσισα νά πηγένω! εις τό κουρμπέτι καί ώς άνθρωποι όπου εϊμεθα φοβόντας τόν θάνατον καί έ- πιτα αφίνω τήν άθλείαν γυναίκα μου εις κακήν κατάστασιν καϊ μέ βλάσφημα καί μάληστα όπου τής έχο τό προικίον της δλο έπάνω μου καί δέν άζιώθηκα νά τής τά δώσο3 και μάληστα όπου έζησα μέ αυτήν ύπέρ τούς τριάντα χρόνους* διά τούτο τήν σήμερον τής έπούλησα τό σπήτι μου άμπέλη μου τόπους κήπους j χιυράφια κινητά και άκίνητα διά όσα τής χρεωστώ όπου γίνετα ι μία τόση ποσότης νά είναι ίδια και καθοληκή νικοκυρά νά τά κόμη ώς θέλη και βούλεται χο>ρις νά τήν ένοχλήση κανείς ούτε ή μητέρα μου ούτε τά άνοίψια μου ούτε κανένας άλος συγγενής όσάν όπου τής είμαι χρεώστης εις αύτήν κατά πάντα και διά πάντα καί δταν μου έλθη θάνατος έχει νά παίρνη ή έκκλησία άπό τό βίος μου πεντακόσια γρόσια διά ψ υχηκήν μου ώ φέλειαν. διά τούτο κάμνω τό παρόν ένυπόγραφόν μου καϊ ίδιοθελητών μου πο)λητικόν μοι γράμμα καί βάζω επιτρόπους όπου νά ένεργήσ ουν καϊ ξυμβοηθήσουν τή ν σ ύ ζυγόν μου βασιλικήν τού κυρ μάνθου και άγιον προτόπαπάν καϊ κυρ θανάσιν τούς βάζω τόν θεόν χαβελές οπού δταν σταθή κ α νένα ς ένάντιος άπό τούς σ υ γ γ ε ν ε ίς μου καί ταράξη τήν άνωθεν... νήν μου παρακαλώ τούς έπιτρόπους νά τόν κατατρέξουν ώς άδικον καί κακότροπον οίσάν οπού είμαι τή ς σ υ ζυγώ ς μου χ ρ ε ώστης καϊ δέν άξιώθηκα νά τής δώσω τό προικιόν της καϊ άλα, διά τούτο έδωσα τό παρόν ένυπόγραφόν καθαρόν πουλητηκόν γράμμα εις χείρας τής σύζυγώς μου καϊ κατέμπροσθεν τών ύπογραφθέντω ν χωριανών καϊ έπιτρόπων μου διά νά έχει τό κύρος καϊ τήν ισχήν έν πα ντϊ κριτηρίω δικαιω σύνης είς άσφ άλειαν. 2. Για τδ Σαχελλάριο αυτόν βλ. δσα χο> γράψει στην Ηπειρ. Εστία, τεΰχ ) 1969 καί βίόλίο μου: «Τό Ζαγόρι στον άγώνα για τήν ΈΐΗνική Παλιγγενεσία», σελ Λύτδς άργότερα υπογράφονταν Στεφάνής Κόκκορος. Είναι δ γενάρχης τών Κοκκοραίων στό Κουκούλι.

6 452Λ Α Α Λ Λ Α Α Λ Α Λ Λ Α Α Α Α Α Λ Α Α Λ ^ # ν ν ν ^ ^ ^ ^ ^ ΗΠΕΐΡθΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ακόμη έχει και αυτή ή ίδια αν της έλθη θάνατος δεν έχει κάνεις νά με πειράξη από τούς συγγενείς αύτης κατά τό γράμμα όπου μέ έχη δοσμένον σεπτεμβρίου κουκούλι. γιανη σβολο βεβεονο τανοθεν άναστάσιος χρίστο σβόλου μάρτιρο πρωτοπαπάς μαρτιρώ Σακελλάριος γράψας μαρτυρώ παπά γεώργιος μαρτυρώ αθανάσης X ' δημητρηου μαρτηρο κοσταλπτις ματζανος μαρτιρας ζηκος μαρτιρας». Σ η μ,: Και αυτό τό έγγραφο στο πρωτότυπο βρίσκεται σ το αρχείο μου. «διά του παρό\τος ένυπογράφου καί έμμαρτύρου άποδεικτικοϋ γράμματος δηλοποιώ έγώ ή έλένη θυγάτηρ του ποτέ χατζή Γεωργίου ντριβέση και γυνή του άποστόλη σκοτίδη, έπειδίς ό θεάς δεν μας έδοσεν κληρονομιάν και μετά νά έζησα μέ τον άνδρα μου μίαν τόσην καλήν ζωήν και είρηνηκήν έλαβα και είμαι εύχαρισιημένη άπά αυτόν καθώς και ό ίδιος κατά τά γράμμα όπου μου έχει δοσμένον4 κυρία κληρωνόμησα εις δλον του τά τίποτας. διά τούτο και έγώ μέ δλην μου τήν ευχαρίστησιν και θέλισιν τον κάμνω και είναι κύριος κληρωνάμος μου εις δλην μου τήν προίκαν και δχι ώς ανδρας παρά ώς άδελφάς όπου άν μου έλθη θάνατος δεν έχει κανείς νά τον πειράξη καί νά τού ζήτα τίποτας άπά τήν προίκαν μου ούτε ή μητέρα μου ούτε τά αδέλφια μου ούτε κανένας όλος συγγενής παρά είναι κύριος κληοωνόμος ό άνήρ μου καί άκαταζήτητος και άνενόχλητος παρουδενός έναντιούμενος καθώς καί ό ίδιος έκαμεν εις εμέ άκόμη ό ίδιος νά μου φτιάνη καί τά ψυχηκά μου ώς καί έγώ εις αύτόν. οΰτω έδωσα τά παρόν άποφασιστηκάν καί κληρωνομικόν μου γράμμα μέ δλην μου τήν εύχαρίσπσιν καί θέλησιν άπά μέρους μου βεβαιωμένου καί από τούς ύπογραφθέντας χωριανούς μαρτυριμένον διά νά έχη τά κύρος καί τήν ισ χη ν ε ν παντί κριτήρίω δικαιωσηνης. "Γ ' Σ)β ρ ίου κουκούλι έλένη χατζι γιώργου βεβαιόνο τα ανοθεν καί μινηξευρωντας την ιπογραφα εγω κωνσταντης χατζόγλου καί μαρτυρώ. πρωτοπαπάς μαρτυρώ ό γράψας Σακελλάριος μαρτυρώ αθανασης X ' δημητρηου μαρτηρο παπα κώστας παπά Ιώάννου μαρτηρώ στεφάνης δήμου μαρτηρο παπά κώνστας μαρτηρο λάζος μηχου μαρτηρο ρούσις ραππ μαρτιρώ γιανίς μπιτζις μάρτιρο Κωνσταντίνος Αλεξίου μαρτυρώ Ιωανις χουτας μαρτηρο παπά γεώργιος μαρτυρώ». Στο περιθώριο δε τού εγγράφου αυτού εχει υπογράψει καί ό πολύς Μάνθοι Οικονόμου από τό Κουκούλι. έτσι: «μάνθος οικονόμου μαρτυρώ». Σ η μ.: Τό έγγραφο α ν τ ό πρωτότυπο τό έχω στο αρχείο μου. 4. Τό γράμμα αυτό ακολουθεί παρά κάτω.

7 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 4. «διά του παρόντος έν ύπογράφου και έμμαρτύρου αποδεικτικού καί άποφασιστικού γράμματος, δηλοποιώ εγώ ό άποστόλης σκοτίδης επειδή ό θεός δεν μας εδωσεν κληρονομιάν και με το νά ελαβα και από τήν γυνή ν μου μίαν τόσην ποσότην από την προίκαν της και άλα πολλά καλά καθώς ό κύριος γινώοκει και άπό δούλεψήν της και έπειδής μισεύω διά τό ταξείδι φοβόντας τον θάνατον και ύστερα την άφήσοτ νά καταβασανίζεται κ α ίν ά μέ βλάσφημα, διά τούτο άπό τήν σήμερον και εις τό έξης τήν έχω κύρια νηκοκηρά και κλη ρονόμησα δχη ώς γυναίκα άλλά ώς αδελφ ή εις ολον μου τό βίος σπήτι αμπέλια χωράφια κήπους τόπους κινητά και ακίνητα δηλαδή όσον εις τό νάχτη μου τόσον και εις τό μπόρτζη μου χωρίς νά τήν πειράξη κανείς ούτε άνοίψια μου ούτε κανένας άλλος συγγενής παρά νά είναι κυρία κληρονόμησα καί άνενόχλητη παρουδενός έναντιούμενος διατί καθώς καί ή ιδία μέ έχει κληρονόμον εις όλην της τήν προίκαν όπου αυτής έλθη θάνατος νά τά κάμνω ζάπτη εγώ καί νά φτιάνο) καί τά ψ υχηκά της, καθώς καί ή ίδια μέ διωρίζει καί εύχαριστείται εις αυτήν τήν άπόφασίν μας τοιούτο τρόπως καί αυτή άπό μέρους μου οός κύρια κληρονόμησα όπου τήν έχω μέ δλον τό πληρεξούσιον νά ζή καί άπό τό ιδικόν μου καί όποιον μέρος ύξεύρει όπου τά κρατούν όσον από άσπρα τόσον καί από όλο τίποτα χωρίς νά προφασισθή κανείς ούτε εις τό παραμικρόν ούτυτ έδοτσα τό παρόν αποφασιστικόν καί κληρονομικόν μου γράμμα μέ όλην τήν εύχαρίστησίν μου καί θέλησιν άπό μέρους μου βεβαιωμένον καί άπό τούς εύρεθέντας χωριανούς μαρτυρημένων διά νά έχη τό κύρος καί τήν ίσχήν έν παντί κριτήρια) δικαιοσύνης σεπτεμβρίου κουκούλη. αποστολή σκοτίδη βεβεονο γηανης χουτα μαρτιρο πρωτοπαπας μαρτιρας παπακώνστας μαρτηρό ό γράψας Σακελλάριος μαρτυρώ παπαγεώ ργιος μαρτυρώ Κα)ν)νος Χατζόγλου μαρτυρώ λάζος ΐήχο μαρτηρώ αθανάσης X ' Δημητρηου ρούση ραφτις μαρτιρό παπακώστας παπαϊοαννου μαρτυρώ γιανη δημητριου στέφανος δήμου μαρτηρό Κ ω ν)νο ς Α λεξίου μαρτυρώ». Καί στό έγγραφο αύτδ έχει ττάλι υπογράψει στα όρθια, δηλαδή στο περιθώριο άπό πάνω προς τά κάτω ό κυρ Μάνθος έτσι: «μάνθος οικονόμου μαρτυρώ». Έπεδίισκαν καί τήν υπογραφή τού κυρ Μάνθου για νά εχει μεγαλύτερο κύρος τό σχετικό έγγραφο. Και τό πρωτότυπο άπ αυτό τό έγγραφο βρίσκεται στό αρχείο μου. Πίσο) δε άπό τό παραπάνω έγγραφο καί σέ πολύ μεταγενέστερο χρόνο (1831) έχει κάμει ό Αποστολής Σκοτίδης τήν πραγματική του διαθήκη, ή όποια διαλαμβάνει τά έξης: 5. «Ε πειδή καί έοκ; σήμερον εύρίσκομαι ό ύπογεγραμμένος εις τά Ιδια μέ τήν σύζυγόν μου χωρίς κανένα γνήσιον κληρονόμον μας υιόν ή Θυγατέρα καί ύποπτευόμεθα τό άωρον τού Θανάτου εις αύτήν μάλιστα τή ν άσθενή ηλικία. μας. βεβαιόνοι καί τώρα τήν όπισθοειρημένην κληρονομίαν μου έπάνω εις τήν ρηθείσαν σύζυγόν μου μέ ξεχώρισμα όμως ότι έν όσω ζή αύτή μετά τον θάνατόν μου νά μείνη όλη ή κινητή καί άκίνητος περιουσία μου εις τήν

8 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» έξουοίαν της διά νά τήν μεταχειρισθη είς την άναγκαίαν χρείαν τής ζωής της με δλην τήν καλήν κυβέρνησιν και τιμίαν οικονομίαν χο3ρίς νά ήμπορή κάνένας μήτε άπό τά άνεψίδια μου μήτε άλλος τις άπό τούς συγγενείς μου νά τήν ένοχλήση είς το παραμικρόν, καί μετά τον θάνατον τής ίδιας, τό σπίτι μου τούτο τό μεγάλον όπου κατηκοϋμαι και τό οποίον είναι οίκονομικώς καμομένη ή πουλητική ομολογία άπό τούς κληρονόμους του μακαρίτου μάνθου δημότζου εις τό όνομα του γυναικαδέλφου μου Κ ων)νου Χατζόγλου όπου τότε έγώ τό άγόρασα και τό έπλήρωσα με έδικά μου γρόσια και είναι έδικόν μου, καθώς άκόμη και τό άλλο σπίτι δποϋ εχω τής τζοβάνος καί δλα τά επίλοιπα ύποστατικά μου άμπέλια χοίράφια κήπους τόπους δλα αύτά όπου έχω έως τώρα είς τήν εξουσίαν μου μαζί και με δσα σπιτικά βαταλίκια ήθελαν εύρεθή εις τον θάνατον τής ρηθείοης σύζηγός μου δσα λέγω νά μείνουν ά- φιέρο3μα είς τή ν εκκλησίαν τού χωρίου μας νά έξουσιασθουν και νά χρησιμεύσουν είς δσα ώ φέλημα και σωτηριώδη καλά τής έκκλησίας είς μνημόσυνον έδικόν μου τής σύζυγός μου καί των γοναίων μας* άπό δε τά γρόσια όπου έχω είς τό xo3piov μας με όμολογίαις ή δπου άλλου ήθελαν βρεθή σηνάζοντας ή σύζηγός μου νά δίδη γρ των δύο άνηψιών μου άνασιασίου καί δημητρίου άπό 500 του καθενός χάριν κληρονομιάς καί ένθυμήσεώς μου* είς τό σχολεϊον του χωρίου μας γρ. 500, είς τήν *Ιερόν Μητρόπολίν μας Ί - ωαννίνω ν γρ. 100 διά παρησίαν επικύρωσαν καί προστασίαν τής παρούσης μου διατάξεω ς. γρ. 100 τω ν ιερέω ν του χωρίου μας διά χρονηκήν λειτουργίαν καί μνημόσυνον* γρ. 100 ελεημοσύνην είς πτωχά μέρη δπου γνωρίζη ή σύζηγός μου* τά γρόσια όπου μου χρεωστή ή λεώ ντενα μέ ομολογίαν τής τά χαρίζω* καθώς καί τά 100 γρ. όπου μου χρεο3στή ή χρυσή τής λεώντενας ν ά τά μοιρασθοϋν μέ τήν α δ ελ φ ή ν τη ς άργύρο καί νά τούς δοθούν αι όμολογίαις. νά δοθούν καί άπό 50 γρόσια τής έξαδέλφης μου βασίλος καί ζιοΐτζας* δλα αύτά νά τά ένεργήση καί νά τά τελειώση ή σύζηγός μου καί δσα γρόσια ήθελαν περισεύσει άπό όμολογίαις ή μετριτά νά τά βαστάξη ή ιδία διά νά κάμη τά μνημόσυνά μου κατά τάξιν είς δλον τον καιρόν νά χρησιμεύσουν καί τής ιδίας διά κυβέρνησιν της εν δσω ζή δτι έχω παρμένα καί τά μετρητά τή ς προικός της καί θέλω νά ζήση καλά* προσφέροντας λοιπόν τήν αδελφ ι κήν μου καί ταπεινήν συγχόρησιν είς δλους τούς άδελφούς μου Χριστιανούς καί ζητώντας καί εγώ παρομοκυς τήν συγχόρησιν άπό δλους δσους επίκρανα καί έλήπησα θέλοντας ή μή θέλοντας* παρακαλώ θερμώς δλους τούς άδελφ ο υς μου χο3ριανούς μ εγά λ ο υς καί μικρούς ζητώ ντας απολογίαν είς τό φοβερόν κριτήριον τού θεού νά προστατεύσουν τήν παρούσαν μου διάταξιν χωρίς νά άφίσουν νά ένοχληθή είς τό παραμικρόν ή σύζηγός μου μήτε καί νά γίνη κάνένα διαφορετικά άπό τά δσα διατάζω* οΰτω έγινε τό παρόν ίδιοθελητικόν καί όλοϊστερνόν γράμμα μου άπό εμένα βεβαιομένον καί άπό τούς εύρεθέντας χω ριανούς μου μαρτυρημένον διά νά έχη τό κύρος καί τήν ίσχήν εν παντί κ ριτηρίω δικαιοσύνης καί έστω είς ένδειξιν καί άσφάλειαν μαρτίου 2 κουκούλι αποστολής σκοτίδι βεβαιόνω τά άνωθεν καί μήν ήξεύροντας νά γράψω έπαρακάλεσα τον παπά γεώ ργιον καί μέ ύπόγραψε όσης καί μαρτυρώ έκ στόματος τού ίδίου. Χ ριστόδουλος Ο ικονόμου5 έκ στόματος καί θελήσεώς του μαρτυρώ i 4 Μ *! i 5. Π ρόνχιται γιά τό Ιστορικό πρόσωπο αδελφό του Μάνθσυ ΟίχοΛ όμου. Αυτός υπήρξε Φι- ί λικός καί προεστώτας του Ζαγοριού.

9 ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 455 γεώργιος ματζανός μαρτυρώ όμοίως Κων)νος Αλεξίου μαρτυρώ Ιω ά ννη ς κιοσσέ μαρτυρώ Χριστόδουλος κουτούζη μαρτυρώ Χρόνης χριστού μαρτιρο γεώργιος τζιγκας μαρτιρω γεοργιος γατζούλα μαρτρό». Σημ.: "Εχει σημειωθεί χαί Λαραπσνω πώς t στο αρχείο μου. στεφάνης κοκορος μαρτηρο Ιω άννης Χρ. Κρίτσου μαρτυρώ Γεώργιος Παπακώνστα μαρτρώ θεοδορος χατζή βασιλη μαρτηρο γη α νη ς χατζή μαρτηρω πρωτότυπο της διαθήκης αυτής βρίσκεται 6. «έ'δωκεν ό έτχουράνιος Θεός είς ήμας τούς άνθρώπους τά έπί γη ς άγαθά νά τά μεταχειριζόμασθεν έκαστος έν οσω ζώ μεν καθώς προαιρείται καί βούλεται* μετά θάνατον δε να τά διατάζο}ΐεν είς ψ υχηκά μας καί κληρονόμους μας* διό κάγώ ό Ί ιυ ά ν ν η ς γεω ργίου οβόλου, φοβούμενος τό άωρον του θανάτου σώας έχω ν τάς φ ρένα ς κάμνω τή ν όλοϋστερινήν μου διαθήκην και πρώ τον όφίνω την συγχώρησιν είς όλους τούς άδελφούς μου χριστιανούς είς όσους ώς άνθρωπος έπταισα καί μου έ'πταισαν, διά νά συγχώρηση ό θεός καί τήν ά- μαρτωλήν μου ψυχήν* έπειτα διατάζω τήν περιουσίαν μου άκολούθως ώ ς κάτωθεν. έπειδή καί πρό καιρού ήχαμαν χωρίσει μέ τά αδέλφιά μου στάθην καί δημήτρην, πέρνοντας κάθε ένας τό μερτικόν του, καί μετά καιρόν βλέποντας ότι ό θεός δέν ήθέλησεν νά μου δώση τέκνον ένόθηκα πήσω μέ τόν αδελφόν μου στάθην καί παιδί του, καί έζήοαμαν ευχάριστα έως τήν σήμερον μέ ένα ψωμί ένα χρέος όλα κοινώς* διά τούτο εύχαρίστως τήν σήμερον άποφασίζω όλην τήν περιουσίαν μου όπου έχω κοινητήν τε καί άκοίνητον τό μερτικόν μου ολον* δηλαδή σπίτη άμπέλια κήπους τόπους βαταλίκια σπητιού άργαστήρη είς μαγνησίαν σχεδόν καί ότι ορίζω έγώ τήν σήμερον όλα τά άφίνω τού άνεψιού μου Ιωάννη παιδιού τού αδελφού μου στάθη λόγω κληρονομιάς καί ύποχρεόνοντάς τον νά άκολουθήση ώς κάτωθεν διατάζω. Τήν σύζυγόν μου βασιλικήν έν όσω ζήση νά τήν έχη είς τόπον μητρός τόσον διά τήν φύλαξίν της έν όσω ζή όσον καί είς τόν θάνατόν της νά τής κάμη τά ψυχικά της καθώς διατάξη μετρώντας της σήμερον είς χεϊρας της γρόσια πεντακόσια διά νά τά κάμη ώς θέλει καί βούλεται* διά δέ τά έδικά μου ψηχηκά διατάζω οπού νά δώση είς τή ν έκκλησίαν τού χτυριού μου γη. π εντα κ ό σια διά νά χρυσοθή ό άμβωνας καί ό τέμπλος κάνοντας καί τά συνηθησμένα ψυχηκά μου όπως τό εύρουν εύλογον καί προαιρεθούν* διά δέ τόν άλλον άνεψιόν μου γεώ ργην υιόν τού άδελφού μου δημήτρι λέγω* έπειδή καί είχα έξοδευμένα είς τήν άρ^ρωστιάν τού άδελφού μου δημήτρι είς Ιω άννινα καί έδώ αρκετά γρόσια, καθούς καί διακόσια γρόσια οπού μού χρεώστε! μέ ομολογίαν, διορίζω ακόμα τόν άνεψιόν μου Ίω ά ν νη ν νά δώση τού γεώ ργη γρ. διακόσια, όπού όλα αυτά τά έξοδευμ ένα είς ά ρ *ρωσπάν, καθώς καί τά γρόσια τή ς ομολογίας καί αύτά όπου διορίζω νά τού δώση ό Ιω άννης, όλα αυτά τά όφίνω τού όνηψιού μου γεώργη έπ όνόματι κληρονομιάς, χωρίς νά ήμπορή ποτέ νά ένοχλήση τόν Ίοιά ννη ν είς τό παραμικρόν* λέγω πάλιν διά τήν σύζηγόν μου άν καί δέν τήν προσέχη καί δέν εύχαριστηθή μέ τόν άνεψιόν μου Ίω ά ν ν η ν, τό μερίδιόν μου σπίτι όμπέλι κήπον καί βαταλίκια μου τού σπιτιού νά τά έχη είς τήν έξουσίαν της έν όσφ ζή καί μετά τόν θάνατόν τη ς νά είνα ι τού άνε-

10 456 α λ α λ λ λ α α α λ α α α λ α λ />α α α λ λ λ ^ ^ ^ ^ ^ ^ ^ ^ «Η π ε ι ΡΩ*Π ΚΗ ΕΣΤΙΑ» ψιοϋ μου Ιωάννη οϋτω έστοχάσθην και ούτως αποφασίζω καί ούτως θέλω νά ακολουθήσουν ώς άνωθεν διατάζω άπαρασαλεύτως* δποιος δέ φιλοτάραχος ή σ υγγενής ή ξένος ήθελεν διασείση ή διαταράξη τήν διαθύκην μου, νά έχη τον θεόν όντίδικον έν ήμέρςι κρίσεως. Ούτω έγινεν ή παρούσα όλουστερινή μου διαθήκη και έδόθη είς χεϊρας τού άνηψιοϋ μου Ίω άννη~και έστω εις ένδειξιν 1833 μαρτίου 17 κουκούλι. γιοανις γιοργιου σβολου βεβεονο παπά κώνστας εφημέριος μαρτηρο παπά γεώ ρ γιο ς έγραψ α και μαρτυρώ γεω ρ γιο ς τζινγκα ς βεκυλις Κιουκουλιου εκ στόματός του μαρτιρω γεώ ρ γιο ς ματζανός μαρτυρώ Χριστόδουλος Οικονόμου μαρτυρώ Ιω άννης Κιοσσέ μαρτιρώ χρ ο νη ς χριστού μαρτηρω αποστολή σκοτιδη μαρτιρώ γεώ ρ γιο ς παπά κωνατα μαρτιρώ». Σ η μ.: Καί αυτής τής διαθήκης τό πρωτότυπο βρίσκεται στο αρχείο μου. 7. «έδωκεν ό έπουράνιος θεός εις ημάς τούς άνθρώπους τά επί γης άγαθά νά τά μεταχειριζόμαστεν έκαστος έν δσω ζώμεν, μετά θάνατον δέ νά τά διατάζομεν είς ψ υχηκά μας και είς κληρονόμους μας* διό κάγώ ή βασιληκή γυνή τού Ίω ά ν νο υ σβόλου φοβουμένη τον άωρον θάνατον, κάμνω τήν όλοϋστερινήν μου διαθήκην, καί πρώτον άφίνω συγχώρησιν είς δλους τούς άδελφούς μου χριστιανούς είς δσους έπταισα ώς άνθρωπος καί μού έπταισαν διά νά συγχιυρίση ό θεός καί τήν άμαρτολήν μου ψυχήν έπειτα λέγω διά το άμπέλι μου τό προικιόν μου είς τού σούλιου καί κήπον με περουγλιάν είς τούς κήπους ώς προικιά μου οπού είναι* τήν σήμερον ευχαρίστως τά έδωσα τού ανεψιού μου Ιω άννη στάθη καί μού έμέτρησεν είς χεϊρας μου γρόσια 500 καί τά έμοίρασα καί έδιάταξα ώς έβουλήθην διά ψυχηκά μου έχοντας άκόμι άπαρτα άπο προτκιόν μου γρ 100 από τό γονικόν μου τά οποία τά άφησα είς αύτούς λόγω κληρονομιάς* δια δέ τά ψ υχηκά μου έχει νά τά ακολουθήση ό άνωθεν άνεψιός μου Ιω ά ννης στάθη ώς τον έδιάταξα* ούτω έγινεν ή παρούσα μου όλουστερινή μου διαθήκη καί έδώθη είς χεϊρας τού άνωθεν ανεψιού μου Ιωάννη στάθη καί έστω είς ένδειξιν μαρτίου 20 κουκούλη έγώ ή βασιληκή γυνή τού Ιω άννη σβόλου βεβαιόνω τά άνωθεν διά χειρός τού γράψαντος παπά γεω ργίου καί βάνω τό δάχτυλόν μου Ο (θέση από τό δά χτυλο). παπαγεώ ργιος ό γράψας μαρτυρώ. γεώ ρ γιο ς τζινγκ α ς βεκυλις κουκουλιού μαρτιρω αποστολις σκοτιδης μαρτιρω». Σ η μ.: Καί αυτί] ή μικρή 'διαθήκη πρωτότυπη βρίσκεται στο αρχείο μου. 8. «1834 αύ γούστου 5 Έ δοκεν ό έπουράνιος θεός είς ήμάς τούς άνθρώπους τά επί γής άγαθά διά νά τά μεταχυριζόμεσθεν έκαστος είς τήν ιδίαν του χρείαν καί διά νά τά

11 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ μεταδίδι είς άλλους και ζόντας μέν νά έχι είς τήν εξουσίαν του δσα τού έδώθησαν μετά θάνατον δε να τά άφίνι είς τούς κληρονόμους του καί δπου θέλι* λιπόν οτσχαζόμενος καί έγώ (άποστόλις χα τζη δη μ η τρ ίου) τό άωρον του θανάτου ετι σώας εχον τάς φρένας έσιλογίσθηκα νά κάμο τήν παρούσαν μου διάθικιν καί νά άφίσω τά πράγματά μου είς διορισμένα πρόσοπα* καί πρότον μέν παρακαλώ ολους τούς χριστιανούς νάμε σύν χορέοουν διά νά συχορέση καί αυτούς ό πάν αγαθός θεός- δεύτερον δέ άφίνω τίν σιζιγώ μου άναστασία άπω όλιν μου τήν κατάσταοιν δηλαδή ώσον άπου χώραφα ώσον άπω άμπέλια (όσον καί άπω κίπους νά λαμβάνι παρά τον κλιρονόμον μου είς μετριτά γρόσια χίλια Ν. J000, καί τώ δέ καλύβι είς τήν βρύσι καί αύτώ είς τήν εξουσίαν της οιζιγόσμου άναστασίας* τά δέ ένα πολις>θέντα μου τίποτες έκαμα κλιρονόμισαν τήν μικρί ανεψιάν μου θυγατέρα τούποτε ανέψιού μου στιφανϊ ό γγελικίν νά είναι είς όλα κυρία νικοκιρά καί όχι άλοσμου κλιρονόμος άλλά όλο μου τό ίναι αυτί τά έδωσα αύτοθελίτος αύτά όλα άφίνω καθός ήπα είς καθέναν καί όπως ένας έκίνος όπου ήθελαν διά σίσει τήν διάθικιν μου ταύτην τή γιρέβι νά μεταλάβι έκίνα οπού έδιώρισα ή μέν ήναι έδικόσμου νά έχι τήν κατάραν μου καί τήν κατάραν τού θεού ήδέ καί ήναι κανένας ψιλοτάραχος ξένος καί θέλι νά βάνι σκάνδαλα είς τούς σύνγγενισμου νά χαλάσι τήν διάθικιν μου το ύ την να έχι τήν ώργίν τού χριστού καί πόντον των άγιον- διά δέ τήν άλλιν διάθικιν όπού έχω νά ήναι άκερι έν παντί κριτιρίω όθεν είς ένδιξιν διλοτέραν καί άσφάλιαν βεβεωτέραν έβαλον καί μάρτυρας τούς κάτωθεν ύπώ γρ α φ έντα ς. εγο ο τω λις χατζ βριτζι με ηδιαν μου γο νμ ι έβαλα κε έγραψ αν τίν π α ρούσαν μου διαθικι ηνα εχι το κιρος κε τίν ησχιν ε πατι κριτιρηω παπα σταυρός του κατακερού έφηιέριος καρτιρό κάγώ ό γράψας άλέξιος Ίω ά ννο υ μάρτυς χατζι κυριακός αθανασιου μάρτις φ ιληπας μαρτιρώ πέτρος λαμπροπουλος μαρτυρώ προεστώς τή ς πολιτίας μας για ννη ς χατζιβασιλι μαρτιρος γιανης χατζιανασταοι μαρτυρο γιορηγης α γ γ ιλ ι τοβρηανυτης μαρτιρο γιανης ζανου μαρτιρω». Στην οπίσθια σελίδα αυτής τής διαθήκης είναι γραμμένα τά έξής: «διά τά όπισθεν διαλαμβανόμενα κληρονομικά δικαιόματά μου άγρηκήθην εγώ σήμερον μέ τούς έντίμους χοτριανούς μου κουκουλιώτας καί έλαβον εύχαρίοτως παραυτών σήμερον γρ ήτοι τρεις χιλιάδας πεντακόσια, δθεν έπαραχώρησα καί παραχωρώ εύχαρίστως είς τήν έκκλησίαν τού χοτριού μας κουκουλίου αύτά τά κληρονομικά δικαιώματα είς τά όποια μού δίδει ή παρούσα διαθήκη όπό τήν περιουσίαν τού μακαρίτη Τόλη βρίτζη είς μνημόσυνον τής ψυχής του καί είς στερέωσιν τών πρωτητερινών διαθυκών του- δθεν καί έξοφλώ κατά πάντα καί διά πάντα τήν παρούσαν διαθύκην χωρίς νά δύναμαι ποτέ νά ζητήσω τίποτας μήτε άπό τήν έκκλησίαν τού χωριού μας μήτε άπό τούς χωριανούς μου μήτε όπό τήν τόλενα βρίτζη μήτε άπό τούς άγοραστας τή ς π ε ριουσίας τού μακαρίτη Τόλη βρίτζη καί ύποφαίνομαι Ιανουάριου α ' κουκούλι. ι έγώ ή αγγελική τού μακαρίτου φανίκου βεβαιόνοτ τά άνωθεν διά χειρός τού παπάγεωργίου. έκ στόματος καί θελήσεώ ς τη ς τή ν υπέγραψ α έγώ ό παπαγεώ ρ-

12 458 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» γιος και μαρτυρώ, εγώ δέ άγγελική βάνω τό δάχτυλό μου (Ο σημάδι από τό δ ά χτυ λ ο ). Κ ω νσταντίνος 'Α λεξίου μαρτυρώ τή ν έκ στόματος εύχαρίστησην καί θέλησιν τής άνο;θεν ά γγελικής στεφάνη βρίτζη. χ ρ ο ν η ς χριστού μαρτηρο εκ στόματος της καί θελησεος της. γεώ ργιος τζινγκας μαρτιρω εκ στόματός κε θελισεος τις». Σ η μ.: Και ή παραπάνω διαθήκη βρίσκεται πρωτότυπη στο άρ/ειο μου. 9. «Ό ύποφ αινόμ ενος Αποστολής Αναστασίου Σ κοτίδης χρισ πα νός και ορθόδοξος από τό χωρίον του κουκούλι του Ζαγορίου συλογιζόμενος τό άορον του θανάτου και ήδη σώας έχω ν τάς φ ρ ένα ς και ύ γιές τό σώμα κάμνω τό παρόν μου αύτοπροαίρετον και άβίαστον διαθήκην ζητών πρό πάντων συγχώρησιν από δλους τούς αδελφούς μου χριστιανούς, όσου έν λόγο; ή έργο; έκουσίο; ςή άκουσίο3ς ώς άνθρωπος επίκρανα συνχωρώ και εγώ παρομοίως δλους ή δέ πολύ ευ σ π λ α χνία του Κυρίου μας να μάς συνχο;ρίση δπαντας. μετά τον θάνατον λοιπόν τού μακαρίτου πατρός μου δλην τήν μικρόν μείνασαν πατρικήν περιουσίαν τή ν διεμοιράσαμεν άδελφικώ ς μετά τού μακαρίτου αδελφού μου Π αναγιώτου καί ό καθείς μας έμεινε κύριος τού μέρους του χιορίς νά μείνη ή παραμικρά ύποχρέωσις τού ενός προς τον άλλον καί έξοφλιτικόν παρά τού μακαρίτου άδελφού μου* δσα δέ ακολούθως έως σήμερον εγώ απέκτησα και έχω εις τήν έξουσίαν μου είναι έξ ίδιων μου ιδρώταν και δέν γνωρίζο; τον εαυτόν μου ύπόχρεον προς τινα διά τούτο και έλευθέρως διατάττω μέ τή ν παρούσαν διαθήκην απασαν τήν κινητήν καί άκίνητον περιουσίαν μου κατά τήν εύχαρίστησίν μου* έχο; χρόνους τριάντα παντρευμένος μέ τήν σύζηγόν μου έλένη ν Χατζή Γεο;ργίου και έπειδή ή θεία πρόνοια δέν μάς έχάρισεν τέκνα κληρονομιάς και έζησα μαζή της ζωήν κατά πάντα εύχαρίστησιν και ειρ η νική ν και τού είμαι πολύ ύπόχρεος διά τάς ώς τώρα περιποιήσεις της καί διά τάς άκολούθους εις τά γηρατειά μας μέ δλην τήν ένκάρδιον εό χά ρ ισ ίν μας άποκαταοταίνω διά τής παρούσης μου Διαθήκης αύτήν τήν σύζηγόν μου Έ λ ένη ν μετά τον θάνατόν μου πληρεξούσιον κληρονόμον μου εις δλην γενικώ ς τήν περιουσίαν μου κινητήν και άκίνητον, δηλαδή εις χρήματα και όμολογαίς σπίτια, άμπέλια χο;ράφια κήπους τόπους βαταλίκια σπητικά καί λοιπά διά νά μεταχειρισθή μετά τον θάνατόν της όπώς αύτή ήθελεν εύχαριστηρή χο3ρις νά είμπορή τινάς νά τήν ένοχλήση είς τό παραμικρόν συγγενείς ή ξένος νά δόση όμως μετά τόν θάνατόν μου τά ακόλουθα άπό τήν περιουσίαν μου είς τούς ά νεψ ιούς μου άναστάσιον και Δημήτριον τού Σ κοτίδη λόγο) κληρονομιάς γρόσια πεντακόσια εις τήν λιόντενα γρόσια εκατόν και τήν βασίλον ντανίκου γρόσια εκατόν είς τήν εκκλησίαν του χωρίου μας διά γενικήν μου σωτηρίαν και εις τό σχολείον γρόσια χίλια* νά καταθέση τών μπόγια σ ο υ (;) τής έκκλησίας γρόσια διακόσια τά οποία ό χρονικός τόκος νά δίδεται αιωνίως είς τόν κατακαιρόν ιερείς τού χωρίου μας διά μνημόσινον παντοτινόν έμου και τών γονέω ν μου και είς τήν άγιωτάτην Μητρόπολιν τών Ίω αννίνω ν νά δόση γρόσια διακόσια διά παρισίαν έπικύρωσιν καί προστασίαν τής παρούσης μου διαθήκης νά κάμη τακτικώς καί δλα τά συνήθη μνημόσυνά μου* δλα δέ τά μ έν ο ντα τή ς περιουσίας μου ν ά είνα ι ώς άνωθεν εϊπουν καί παντοτινήν κλη-

13 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ m ρονομίαν και έξουσίαν άναπόσπαστον τής ρηθείσης συζήγου μου Ε λ έ ν η ς. ή παρούσα διάταξις είναι υστερική θέλησις τής ψ υχής μου μέ την όποίαν ακυρώ δλλας τάς προτερινάς μου διαθήκας όπου είχα κάμει, παρακαλώ δλους τούς αδελφούς μου χριστιανούς καί πρό πάντων τούς χωριανούς μου διά νά προστατεύσουν τήν παρούσαν αύτοπροαίρετον διαθήκην, δστις δέ έκ τω ν σ υ γ γενών μου ή ξένος κακία και αίσχροκερδία κινούμενος ήθελε ζητήση νά τήν ένοχλήση εις τό παραμικρόν νά έχη τήν κατάραν του θεού καί τής ύπεραγίας Θεοτόκου καί πάντω ν τών άγιω ν και νά κατατρέχεται από κάθε οικεϊον δικαστή ριον. ύποφαίνομαι. τή 20 άπριλίου 1838 κουκούλι άποστόλης άναστασίου βεβαίωνα) τά άνωθεν διά χειρός του εύφημερίου μου ΙΙαπαγεω ργίου Γεώργιος ίερεύς καί εύφημέριος του, έκ στόματος καί θελήσεως αύτού τό ύ- πέγραψα καί μαρτυρώ παπακόστας μαρτυρώ Χριστόδουλος Οικονόμου μαρτυρώ Παπά Σ άββας μαρτυρώ ομοίως t Κ ων)νος Αλεξίου μαρτυρώ Κ ων)νος Χατζόγλου μαρτυρώ άναστάσιος Πάτβα μαρτυρώ κωνσταντής δημότζου μαρτυρώ γιώργης Χατζογλ μαρτυρώ γεοργιος τζινγκας βεκιλις κουκουλιού μαρτυρώ Γιαννάκης τζολέκας μαρτυρώ Δημήτριος μασαούτης μαρτυρώ Χριστόδουλος Σ τεφ. Κόκουρος μαρτυρώ άστερνός κόκκορος μαρτυρώ Κο)ν)νος Παπαϊωάννου διδάσκαλος Κουκουλίου μαρτυρώ μανούσης αναγνώστη καβανόζη μαρτυρώ Κωνσταντή ζακούλη μαρτυρώ Αλέξιος Π απάζογλου8 μαρτυρώ τήν γνησιότητα τώ ν άνωθεν ύπογραφών».. Και στη δεξιά μεριά από τις παραπάνω υπογραφές, ϊχει ύπογράψει καί ό βεχίλης τού Ζαγοριού έτσι: «βεκίλης Ζαγορίου για ννά κη ς μουράρου μαρτυρώ ομοίως». Σημ.: Π ρωτότυπη τήν παραπάνω διαθήκη δέν κατώρόωσα νά βρω, παρά μόνο άντί- ", γραφό της πού χω στο άρχείο μου. \ 10. «Ή ύποφαινομένη Ε λ έ ν η θυγότηρ του ποτέ Χατζή Γεωργίου καί σύζυi' γος του Αποστόλη Άναστασίου Σκοτίδη φανερόνω διά του παρόντος μου, δτι έπειδή καί ή θεία πρόνοια δέν μάς έχά ρισ εν τέκνα κληρονομιάς μέ τον σύζυγόν μου καί ό σύζυγός μου άπό μεγάλην του πρός έμέ καλοκαγαθίαν σήμερον μέ διαθήκην του μέ άποκαθιστμ ώς κληρονόμον του μ ετά τόν θάνατόν του είς * ψ> 6. Σημαντική πολιτική προσωπικότητα τοΰ καιρού έκείνου άπδ τή Βίτσα.

14 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ* δλην την περιουσίαν του* διά τούτο και εγώ εύγνωμονοϋσα εις την καλοκαγαθίαν του κηρύττω διά τού παρόντος μου αύτόν τον σεβαστόν σύζυγόν μου καθολικόν κληρονόμον μου εις δλα τά πατρικά, προικιακά, μετρητά και πράγματά μου άν εγώ άποθάνω προτίτερα άπό αύτόν, νά τά κάμη ώς θέλει και βούλεται χωρίς την παραμικρόν ένόχλησιν παρ ούδενός* νά δόση δμως είς τήν έκκλησίαν τού χωρίου μας Κουκουλίου διά παντοτινόν μνημόσυνον έμού και των γονέω ν μου γρόσια πεντακόσια και γρόσια τριακόσια εις δλας τάς ά- δελφ άς και άδελφόν μου λόγω κληρονομιάς* νά μου δόση και εις τήν ώραν του θανάτου μου γρόσια τριακόσια διά νά τά δόσω μόνι μου διά τήν ψυχήν μου δπου εύχαριστιθώ* νά μου κάμη και τά συνίθη τακτικά μνημόσυνά μου* αύτή είναι ή εύχαρίστησίς μου και άμετάτρεπτος εις τήν οποίαν ζητώ προστασίαν δλων των πατριωτών μου και κάθε δικαίου κριτηρίου, ύποφαίνομαι. τη 20 Α ύγούστου Κουκούλι. Ε λ έ ν η θυγά τη ρ τού ποτέ Χατζή Γεωργίου βεβαιόνω τά άνωθεν διά χειρός τού εφ η μ ερίου μου Π απαγεω ργίου. γεώ ρ γιο ς ίερ εύ ς έκ στόματος και θελήσεω ς αυτής τήν ύπέγραψ α και μαρτυρώ παπακώνστας μαρτηρο Χ ριστόδουλος Οικονόμου μαρτυρώ 7 Κων) τίνος Χατζόγλου μαρτυρώ άναστασιος πασπα μαρτιρο ι( κοσταντης δημοτζου μαρτηρο γιο ρ γιο ς γα τζουλα μαρτιρό γεώ ρ γιο ς τζιν γκ α ς βεκυλις κουκουλίου μαρτιρω κωνσιαντη ζαγκουλης μαρτιρω Γ ια ννά κις τζολέκα ς μαρτυρώ δημήτρης μασαουτης μαρτιρο Χ ριστόδουλος Σ τ. Κοκορου μαρτιρό αστερνός Σ τ. κοκορου μαρτηρώ Κ ω ν)νο ς Π αππα - Ιω ά ννου διδάσκαλος μαρτυρώ μανούσης άναγνώ στη καθανίζη μαρτυρώ». Στο περιθώριο δέ τού χαρτιού αυτού είναι γραμμένα:. «Α λέξιος παπάζογλου μαρτυρώ τήν γνησιότητα τών έσοθεν υπογραφών Γεώργιος Οικονόμου μαρτυρώ ομοίως άπόστολος ζιαγκούλης ομοίως ό βεκύ λη ς Ζαγορίου για ννά κ η ς μουράρου μαρτυρώ ομοίως». Σ η μ.: 'Η αντιγραφή εγινεν από τό πρωτότυπη πού βρίσκεται στο αρχείο μον. Συνεχίζεται 7. Ά πό αύτό καταφαίνεται πώς ό Χρ. Οικονόμου πέσανε υστέρα όπό τό 1838.

15 Σ Τ Ε Φ. ΜΠΕΤΤΗ ΙΥΜΒΟΑΗ 2TH ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΤΙΚΟΥ ΛΙΑΦΟΤΙΣΜΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ό άφοσιωμένος φίλος καί συναθλητής του Κοραή Τό 1809 με την ευκαιρία τη; κατά τον προηγούμενο χρόνο εκτύπωσης σέ δεύτερη έκδοση τη; γνωστή; με τό όνομα Τερψιθέα άρχαΐζουσα; Γραμματικής του Λουκά (πρωτοφάνηκε τό 1804 ), όπου ό Ή πειρώτη; Δάσκαλος διεκήρυχνε πώ; «γλώσσα των Έλλήνιυν είναι ή συνηθιζομένη έν τοί; έγγραφ οι; τού εν Κων)πόλει πατριαρχείου, ήτι; καλλιεργούμενη δύναται να άποκατασταθή εΐ; την αρχαίαν περιωπήν» (Σάθα Ν.Φ. Παράρτημα σελ. 284), ό Β. δημοσιεύει σέ ιδιαίτερο τεύχος1 τ ΐ; επικρίσεις του κατά τή; ΤερψιΟέας, όπου, καθώς γράφει ό Σ άθα; (ό.π.), «μετά 6ριμύτητο; ήλεγξε τον Δούκα, ώ; παράλογα άξιούντα και αδύνατα όνειρευόμενον». Ό Δούκα; (γιατί είχαν πιαστή καί προτίτερα, τότε πού έπέκρινε τούς Αυτοσχέδιοι»; στοχασμού; τού Κοραή, τού; περιεχομένου; στον Α ' Τόμο τής 'Ελληνικής Βιβλιοθήκης (1805) καί τού ρίχτηκε υπερασπίζοντας τον ό Β. καί οι φίλοι του τη; κοραϊκή; μερίδα;) απαντώντας στο Βασιλείου ιιέ ειδικό, πού κυκλοφόρησε από τό τυπογραφείο τού Βενδότη φυλλάδιο ΓΑπάντησις προ; Αλ. Βασιλείου, έν Β ιέννη τή; Αουστρίας 1809) έπετέθηκε μέ την ίδια βιαιότητα κατά τού επικριτή του. Λίγο αργότερα διαβάζει ό Κοραή; τό αντιρρητικό αυτό κατά τού Β. φυλλάδιο τού Δούκα, λι»πάται για τις περιεχόμενες σ αυτό αγροίκους, καθώς τις λέει, φλυαρίες εναντίον τον κι αφού περιχύσει τό συντάχτη του μ έναν πραγματικό όχετό ύβρεων (ανδράποδο, τον λέει, άνδράριον, αμαθή, θηρίον, εχοντα τίγρεως θηριωδίαν, ά- γροίκον καί κακότροπον άνθρωπίσκον) συμβουλεύει τον Αλέξανδρο: «Ό χ ι φίλε μου, δεν είσαι σύ επιτήδειος ανταγωνιστής τού Δούκα. Ό Δούκα; είναι ακαταμάχητο;. ΕΤ; τρόπος πολέμου είναι μέ αυτόν. Επειδή ώς τίγρις πολεμεί, ο>; τίγρις πρέπει νά τόν πολεμήση;, ήγουν νά τον τοξεύση; έξ αφανούς και νά τον πληγώσης εί; τό καιριώτερον μέρος, τό όποιον εις τά ανδράποδα είναι τό βαλάντιον» (Ε 449). Καί τού συνιστά γιά νά χτυπηθή ό Δ. άξαφνα καί μάλιστα «εί; τάς παρούσας περιστάσεις», νά φροντίση οπωσδήποτε νά μεταφράση εί; τήν κοινήν μα; γλώσσα τήν άριστη ελληνική Γραμματική τού Γερμανού Βουτμάνου, βάνοντας κι αυτόν τόν Ιδιο σύντροφο στή δαπάνη τού τύπου. Στή συνέχεια αυτού τού γράμματός του ό Κ. διατυπώνει τή γνώμη ότι πρέπει νά πολεμηθή ή νεοσύστατη Ε ταιρεία τού Ζαλίκογλου, ή γνωστή μέ τό όνομα «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο», ή οποία συγκαταλέγει μεταξύ των μελών της κι αυτόν τάν Νεόφυτο Δούκα. «*Αν ακόλουθης, τού γράφει, τήν αλληλογραφίαν μέ τούς Ζ. δεν ήτον κακόν (μέ πολύ όμως τεχνικόν τρόπον καί * Συνέχεια έκ του προηγουμένου, σελ II 1

16 «ΗΠΕΙΡΟΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» δεν ήξεύρω ποιον) νά τούς προδιαθέσης κατά τής 'Εταιρείας διότι αυτοί πέμπουσι κατά χώρας και πόλεις δακτυλίδια εις έκτα-σιν τής Εταιρείας καί φοβούμαι μή γοαψωσι καί προς αυτούς καί άπατήσωσι την απλότητά το>ν τόσον ώστε νά κάμωσι κανέν επιχείρημα εις σύστασιν τής γελοίας έταιρείας γελοιοδέστερον». Δεν μπόρεσα νά μάθω γιατί ακριβώς εχθρεύονταν τόσο ο Κ. την πατριωτική αυτή εταιρεία κάι προσπαθούσε σ αυτή τήν εχθρα του νά παρασύρη και τον καλόν Αλέξανδρο. Νά τον είχε τάχα τυφλώσει τόσο πολύ τό κατά των αντιπάλων μίσος του, ώστε νά παραβλέπη τούς πατριωτικούς της σκοπούς ή είχε άλλα περισσότερο συγκεκριμένα στοιχεία εναντίον της; Ίσιος επειδή ό μεγάλος Χιώτης φρονούσε δτι έπρεπε νά προηγηθή ό φωτισμός τού Γένους πρώτα καί έπειτα οι συνομιοτικές κινήσεις καί ενέργειες γιά τήν αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού. Τά πράγματα όμοκ, καθώς θά ε ξελιχθούν, θά τον διαψεύσουν. Γ ι αυτές τις αμετακίνητες, πιστεύω, σχετικές πεποιθήσεις του οί, Φιλικοί αργότερα δέν θά επιχειρήσουν κι αυτόν και τον Βασιλείου νά τούς μυήσουν στήν όργάνιοσή τους. Παρόμοια έν τούτοις ειδική ερευνά, θά ήταν μιά άλλη ιστορία, καθώς θάλεγε κι ό Κίπλιγκ, ενδιαφέρει όμως νά Ιδούμε άν ή πρός τον Κ. φιλία και άφοσαυση τού Β. είχε τά δριά της κι αν ό σοφός Χιώτης έ- λευνόμενος από τά πάθη του παραβίαζε κάποτε τά δρια αυτά εξωθώντας τό φίλο του σέ πράξεις άντιπατραστικές, θάλεγα. χωρίς πρότερη από μέρους του βάσανο. Σημειώνω μόνο πό;>ς ή έταιρεία εκείνη υπήρξε, κατά κάποιο τρόπο, ό προθάλαμος καί τό προπαρασκευαστικό Σχολείο μερικών από τά έξοχώτερα στελέχη τής κατοπινής ευλογημένης Φιλικής Εταιρείας, καθό)ς ό δικός μας Αθανάσιος Τσακάλωφ. Γιά τήν διαμάχη του εκείνη μέ τό Δούκα, τ αδέρφια του (ό Πασχάλιος καί ό Μιχαήλ) έπετίμησαν σφοδρά τον Αλέξανδρο, πράγμα πού έτάραξε, καθώς ό ί διος ομολογεί, τον Κοραή, «ΐσο>ς περισσότερον τού πρέποντος» ακριβώς επειδή ό έλεγχος έγινε έξ αιτίας του. Επισημαίνει δμως καί τή γενικώτερη αγαθή πλευρά τής έριδας -καί κρίνει τά μεταξύ τών δύο πλευρών άνταλλαγέντα δημοσιεύματα. «Από τό μέρος αυτού (τού Παπαδούκα δηλ.) λέει, έσχάτη άλογία καί εις τό πραγματικόν καί εις τό λεκτικόν από τό μέρος τών στηλιτευσάντων αυτόν, καί τό πραγματικόν κάλλιστόν καί τό λεκτικόν δσον συγχωρεΐ τής γλώσσης ή παρούσα κατά- ' στάσις, καλόν. Μή λέγης λοιπόν δτι τό φυλλάδιόν σου εύηρέστησε δι εμέ» (Ε. 451). Τις ίδιες γιά τις κατά τού Δούκα επιστολές τού Β. κρίσεις θά γράψη όλόγο αργότερα ό Κ. καί πρός τον εις Σμύρνην φίλο του Κούμα. «Τών πέντε επιστολών τού φίλου Αλεξάνδρου καί τών δσα μετά ταύτας έγραψε καί τό πρακτικόν μέρος j κάλλιστον (επειδή είναι λογικόν) καί τό λεκτικόν δσον συγχωρεί ή παρούσα τής. γλώσσης εποχή καί κατάστασις καλόν. Ή κρίσις μου αύτη είναι χωρίς πρόληψιν. f *Αν είχε μυελόν εις τήν κεφαλήν ό ελεγχόμενος, ή μόνη άνάγνωσις έπρεπε νά τον J τρομάξη δίδουσα εις αυτόν νά καταλάβη δτι ήρχισε νέα εποχή εις τό έθνος» (Ε 472). I Π αρά ταύτα δμιυς τούς ελέγχους δηλ. τών άδελφών τού Β. καί τις άπ αυτές ; δικές του ταραχές καί στενοχώριες, ό Κ. δέν παύει νά εξωθεί τον Αλέξανδρο σέ ϊ νέες επιθέσεις καί διαβολές κατά τού Δούκα, τον οποίον δχι λίγο φαίνεται φοβάται ]. συμβαυλεύοντάς τον, πώς «ήθελες πράξει γνωστικά άν έγραφες πρός τον Ούγγρο- - βλαχίας Δοσίθεον (τον Ήπειρώτη Δοσίθεο Φιλίτη) κατά τού ανθρωπόμορφου θη-:; ρίου, τό οποίον «ακόλαστον έσχε γλώσσαν, αίσχίστην νόσον», ώς λέγει ό Ευριπίδης.!: *Αν ή πανιερότης του τον έλέγξη περί τούτου, ενδεχόμενον ό έλεγχος νά τον έμπο-fj δίση από τήν περαιτέρω γλωσσαλγίαν, τήν οποίαν φοβούμαι δταν άναγνώσει τά προ-;:/ λεγάμενα τού δευτέρου τόμου τού Πλουτάρχου. Ήναγκάσθη - «έκών άέκοντι θυμώ» j νά τού τρίψω λίγο τήν μωράν,μεγαλοφροσύνην» (Ε 451). Καί πάλιν στο ίδιο αυτό

17 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ γράμμα κατά ταυ Δούκα πάντοτε : «Έκδίκησις θαυμαστή, δικαία και εις τό γένος μεγάλης ώφελείας πρόξενος είναι ή μετάφρασι τής γραμματικής του Βουτμάνου. Δεν θέλω παυσει νά ενοχλώ περί τούτου, εως νά εύρης μεταφραστήν έπιτήδειον* εις κοινήν δμως και οχι έλληνικήν γλώσσαν». Άπό την περιεχόμενη σ airro τό παραπάνω γράμμα τού Κ. πρόταση «καλώς έκριναν ότι δεν ήτο καλόν νά έκδικηθής τον θρασύδειλον πίθηκον διά τού Κράτους, ήθελες άμαυρώσειν την αξίαν τού φυλλαδίου», εικάζω πό)ς ό Δούκας, οξύς καθώς ήταν και μαχητικώτατος, θά καθάπτονταν στά δημοσιευθέντα πού μνημονεύσαμε απαντητικά προς το Β. φυλλάδιά του την υπόληψη τού Αλέξανδρου, πράγμα πού έκανε τον τελευταίο νά σκεφθή τή δικαστική του δάοξη, άλλα οι φίλοι του τελικά τον άπέτρεψαν. Στο ίδιο αυτό γράμμα τέλος τον παρακαλεί σε συνεργασία μέ τον Κούμα νά τού στείλη ύλη για τό ετοιμαζόμενο άπό τον ίδιο Βιογραφικό Λεξικό, χωρίς νά λησμονηση τό γνο)στό Ήπειρο)τη επίσης έκδοτη τής Βιέννης Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη, «ώς κόσμον και καύχημα τής Ελλάδος». Τού συνιστά ακόμα νά σκορπίση τις πεμτόμενες σχετικές μέ τό λεξικό αυτό προκηρύξεις. Ή σύγκαιρη είδηση γιά τό κλείσιμο τού Βυζαντινού Γυμνασίου, λυπεί τον Αλέξανδρο κατάκαρδα, πού φοβάται μήπως τό γεγονός συντελέσει στο «νά διοοχθή ή φιλοσοφία άπό την Ελλάδα». Ό Κ. τού γράφει ( ) γιά νά τον καθησυχάση, λέγοντάς του ότι τέτοιο πράγμα είναι αδύνατο, επειδή «ερριζονθη τόσον σφαδρά (ή φιλοσοφία εκεί), οίστε οχι πέντε ή δέκα πιναροι κα'ι φθειριώντες άγιοι, άλλ ό χορός όλων τών δαιμόνων τής κολάσεο}ς καλός δέν είναι νά τήν άνασπάση. «Επέρασεν ό-καιρός (<υς λέγει τών Χίων ή παροιμία) όταν έδεναν τούς σκύλους μέ τά λουκάνικα» (Ε 478). Σέ γράμμα του τής δ παραπονεΐται ό Αλέξανδρος στον Κοραή γιά πόνους αρθριτικούς, πού τον βασανίζουν τελευταία κι εκείνος βασιζόμενος στις πληροφορίες του γνωματεύει: «Τό νομιζόμενον αρθριτικόν εις σέ ίσως είναι πρόσκαιρον ρευματικόν. Τουλάχιστον ή φύσις καί ή κατασκευή τού σώματός σου καί τό ενεργητικόν τής ζοχής σου δέν δύίδουσι τοιαύτην υποψίαν, παρεκτός άν οί γονείς σου ήσαν υποκείμενοι εις τό πάθος. "Οπως άν είναι πρόσεχε, καί συμβουλεύσου έγκαίρως κανένα ιατρόν, γιά νά τό κόψης εις αυτήν τήν ρίζαν, πριν νά βλάστηση» (Ε. 482). I I I Ά πό τις αρχές τού 1811 κάνει τήν εμφάνισή του στην Αυστριακή πρωτεύουσα τό ελληνικό επιστημονικό και φιλολογικό περιοδικό Λόγιος Ερμής, υπό τήν διεύθυνση τού wανθιμου Γαζή. Τό περιοδικό αυτό κατά τά δέκα περίπου χρόνια τής ζωής του ( ), θά συγκεντρώσει γύρο> του τά έξοχοκερα πνευματικά κεφάλαια τού απόδημου ελληνισμού, θά άποβή δέ τό κατ εξοχήν όργανο τού Νεοελληνικού Διαφωτισμού και τής εθνικής πνευματικής αναγέννησης. Ό Βασιλείου χαιρετίζει ευθύς τό γεγονός τής έκδοσής του καί στέλλει στο Θεσσαλό Δάσκαλο τήν ά- κόλουθη μέ ήμερομηνία έπιστολή, πού δημοσιεύεται στο φύλλο τής 1 Μσίου, αποτελεί δέ καί έμμεση απάντησή του προς τον Ν. Δούκα. Στην έπιστολή του αυτή ό Αλέξανδρος μέ πολλές εύστοχες παρατηρήσεις, μερικές άπό τις όποιες τού έχει δανείσει ό Κ., κρίνει καί κατακρίνει τις υπερβολές τού αρχαϊσμού, όπως φανερώνονται στά πρόσφατα δημοσιεύματα τού Δούκα και τού ομοϊδεάτη του γιατρού Άναστ. Γεωργιάδη Λευκία. (Είχε δημοσιεύει τον περασμένο χρόνο στή Βιέννη Ανθρωπολογία, στον πρόλογο τής οποίας, πραγματευόμενο «περί τών έλληνικών στοιχείων έκφωνήσεως», χτυπούσε τό κοραΐκό συγκρότημα καί χλεύαζε τον Κοραή).

18 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 5Ά ς σημειωθή, πώς ό Λ. Έρμης τότε δεν ήταν ακόμα όργανο των κοραϊστών. γι' αυτό ό Γαζής, ό εκδότης του, σε υποσημειώσεις του κάτω από τό κείμενο του Βασιλείου φροντίζει νά διαχωρίση τη θέση του (πρβλ. Κ. Λημαρά Φροντίσματα σελ ). Ά λλ άς δούμε αυτήν την ίδια επιστολή του Αλέξανδρου, χαρακτηριστική του λεκτικού και του πραγματικού του, καθώς θάλεγε κι 6 φίλος του Κοραής. «Ευτυχές πράγμα, γράφει, ή σύστασις φιλολογικής έφημερίδος ώς συντεινούσης εις τά μάλιστα προς διάδοσιν των φώτων. Ά λλ εις τήν αρχήν τής έπαναλήψεως των φώτων είναι όχι όλιγώτερον ευκταίου τό νά γίνωνται καλώς τά καλά διά νά μή προξενήσο^σι κακόν αντί άφελείας, παρασύροντα του έθνους τήν όρεξιν. Ή. συνήθης ημών γλώσσα έχει χρείαν κανονισμού και καθάρσεως* ή φιλολογική έφημερίς ώς περιοδική καί επιτήδεια νά διαδοθή εις πολλούς, αν έξεργασθή πρεπόντως, ενδεχόμενον νά γίνη μέγα μέσον προς επιτυχίαν του σκοπού τούτου, συνηθίζουσα τούς άναγινώσκοντας όχι μόνον εις τό ορθόν καί καλόν των νοημάτιον και τής ευτάκτου έκθέσεως αυτών, αλλά καί εις τήν ομαλήν καί κατάλληλον φράσιν. Μετεφράσθησαν πολλά καί καλά βιβλία εις ολίγον διάστημα καιρού είς ταύτην τήν συνήθη ήμών γλώσσαν, αλλά τά περισσότερα ανηλεώς κατεσπαράχθησαν. Ό θ ε ν καταφρονώνται καί άμελώνται ώς αηδίας πρόξενα κατά τήν άνάγνωσιν. Αίτια τής δυστυχίας ταύτης είναι νομίζω οί κατά καιρόν φωστήρες τού έθνους χρηματίσαντες, ώς μή καταδεχθέντες νά στρέψο;>σι μέρος τής προσοχής των προς τον κανονισμόν καί κάθαρσιν τής γλώσσης αλλά θελήσαντες νά λάμψωσιν ελληνίζοντες. Άλλ έψεύσθησαν τής έλπίδος των. Επειδή δπου κυριεύει παχυλόν και τό δή λεγόμενον ψηλαφητόν σκότος, οί λύχνοι όχι μόνον δεν λάμπουσιν άλλ ουδέ φέγγουσι τρόπον τινά καί πνιγόμενοι σβύνονται. Ά πέδειξεν τήν αλήθειαν ταύτην ό φιλογενής και φιλόκαλος Κοραής είς τά προλεγόμενα τών διαφόρων έκδόσεοη' του καί φαίνεται δτι έξήψε πανταχού τον περί διορθώσεοκ τής γλώσσης ζήλον. Αλλά δέν λείπουσι καί οι έπιμένοντες είς τήν παλαιόν πλάνην καί κράζοντες αυτοί αθλιότατα καί τούς άλλους συμβουλεύοντες νά άντεχόμεθα τής ελληνικής γλώσσης καί καταβοώντες τού Κοραή ώς θέλοντος τάχα διά τού ίδιου παραδείγματος καί τών ενθέρμων του προς καλλιέργειαν τής συνήθους ήμών γλώσσης παρακινήσεων, νά μάς άποξενώση τής θαυμαστή ςταύτης προπατορικής κληρονομιάς. Άλλ άπαγε τής βλασφημίας! Ούτε ήτο ποτέ ούτε εύρίσκεται πιστότερος λάτρης τής ελληνικής φωνής καί παιδείας, ούτε έλ^θερμότερος προστάτης, ούτε έπιτηδειότερος καί ασφαλέστερος σύμβουλος περί έκμαθήσεως καί συντηρήσεως αυτών ώς ιερού πυρός άναγκαιοτάτου προς αναζωπύρωση' τών φώτων καί άναγέννησιν τού έθνους παρά τον Κοραήν. 'Ό λα του τά συγγράμματα πνέουσι τον υπέρ τής ελληνικής παιδείας καί γλώσσης ζήλον. Άλλ όργανον τής άποκτήσεως αυτών καί διαδόσεως είναι ή συνήθης γλώσσα* έν δσω μένει αύτη άκα?αιέργητος, τό ποθούμενσν δέν κατορθούται είμή ατελέστατα». Στή συνέχεια τής επιστολής του ό Β., τήν οποία δυστυχώς δέν έχω μπροστά μου ολόκληρη, φέρνει σάν παράδειγμα τά ξένα έθνη, καταχερίζει γερά τό Νεόφυτο, τόν Ντούκα όπως τόν λέει, καί συνεχίζει: «Μέ εύαρέστησίν μου άνέγνωσα τό τού άρχιδιδασκάλου Βαρδαλάχου λογίδριον καί διά τό λεκτικόν καί διά τό πραγματικόν. Τό «Αύτη είναι ή οδός τήν οποίαν μέλλομεν κ.τ.έ.» έχει ελληνικόν χαρακτήρα, δστις λαμβάνει τήν περισσοτέραν ζωηρότητα διά τής μεταθέσεοας τών λέξεων κατά τόν Κοραήν μεταμορφούμενον εις τό «Αύτη είναι, τήν οποίαν μέλλομεν είς τό εξής νά διατρέξιομεν οδόν». Αλλά τήν έκφρασιν ταύτην, ό βαθύς ελληνιστής Ντούκας νομίζει καί καλεΐ τρακάρισμα». Καί τελειώνει 6 Αλέξανδρος κατευθύνοντας πάντοτε πυκνά προς αυτόν τόν τελευταίου τά πυρά του. Κρίσεις καί απόψεις πάνω στή φιλολογική αύτή επιστολή τού Β., πού δημοσιεύτηκαν στο Λόγιο Ερμή, διατύπωσε άνώ-

19 νυμος άπό την Κθ)ν)πολη λόγιος ( ), ύπογοαφόμενος μέ ένα Ν., απάντηση δέ προς αυτόν τον τελευταίο μέ τίτλο «Παρατηρήσεις τινές εις την του Ανωνύμου επιστλοήν προς τον κύριον Άλέξ. Βασιλείου» άλλος ανώνυμος από την Ιταλία με ημερομηνία ομόγνωμος του Β., κρυπτόμενος υπό τό στοιχείο Ξ.. τα πιο ενδιαφέροντα σημεία τής οποίας είναι τα ακόλουθα: «'Έπεται λοιπόν, γράφει ό έξ Ιταλίας, καθώς από σημείο τής επιστολής του εικάζω, ομογενής αυτός Ανώνυμος, οσάκις ό σοφός άπαντά συνηθισμένες κακές λέξεις, νά τάς άποόάλη και νά υιοθετεί (άλας ή δανειζόμενος τες ή συνθέτων αΰτάς διά νά τάς όανεισθή θέλει προσδράμη εις την πλουσίαν αποθήκην των προγόνων μας, εις δέ την συνθεσιν θέλει όδηγηθή άπό τον ορθόν λόγον. «Τό νά παράγωνται, σι*νεχίζει, λέξεις τής τωρινής γλώσσης j; μας άπό τάς παλαιάς, αυτό συμφέρει νά άποδειχθή και ό πολυμαθέστατος Κοραής S εμφανώς τό κηρύττει διά των αύτοσχεδυον του στοχασμών, τό δέ νά μή διορθο)θούν [Vόσαι είναι κολοόαι και διεφθαρμένοι, κατά την Γραμματικήν τής Πλατωνικής γλώσ- ; σης, άσύμφορον, παράλογον δέ νά φοβηθώμεν την διόρθωσιν μήπως φθείρει την ώ- j ραιότητα τής γλώσσης μας... Οί ιδιιοτισμοί, λέει, εις τήν γλώσσαν είναι ύ φυσιογνιομία εις τό πρόσωπον, άπ αυτούς ό φιλόσοφος εικάζει τήν πολιτικήν κατάστασιν τού έθνους, όπου τούς μεταχειρίζεται και σπανίως άπατάται... *Όλοι φωνάζομεν διά \^Γραμματικήν κα'ι διά λεξικόν και όλοι άν προσεκτικώς συλλογισθώμεν ευκόλως καί ταλαμβάνοιιεν ότι και ή μία και τό άλλο επακολουθούν καί δεν προπορεύονται εις I τήν εντέλειαν τής γλώσσης* δέν μάς άδικούν λοιπόν, καταλήγει, αί άτελειότητες έ-!' κείνων όπου τήν σήμερον έχομε ν ούτε οί συγγραφείς είναι υπόχρεοι νά ύποτάσσωνj ται δουλικώς* ή σημερινή Γραμματική τής γλώσσης μας συνίσταται μάλλον εις τό ι φιλοσοφικόν τής διδασκαλικής* άς σπουδάζωμεν τάς έπιστήμας και ή Γραμματική ίΐ έκατορθώθη* τί άλλο είναι ή γραμματική ειμή ή γλώσσα τού φιλοσόφου; Ποτέ, ποτέ ί δέν ξεχωρίζεται τό όρθώς νοείν άπό τό όοθώς λέγειν* άμποτε λοιπόν ταχέως καί μέ καλήν γλώσσαν καί καλούς λόγους νά λαλήσωμεν, γένοιτο! γένοιτο!» (πρβλ. Αόγ. ; Έρμ. 1812, σελ καί Ή π. Έστ σελ ). Σχετική επίσης άπάν- Ιι τησί) προς τον Κθ)νσταντινοπολίτη λόγιο δημοσίει ιε κι ό ίδιος ό Αλέξανδρος, τονύ* [ζοντας «μετά τού Κοραή ότι δέν πρέπει νά καταφρονούμεθα γράφοντες χωρίς ά- I νάγκης ελληνιστί, διότι τοιουτοτρόπως δέν θέλομεν εύκολί νει ποτέ τον τρόπον εις τό νά φθάσωμεν εις καν μίαν τελειότητα». ναξια τέλος προσοχής, γράφει 6 Βέης, μπραγματευόμενος περί των σχολικών πραγμάτων τής Σμύρνης (Μικρ. Χρον. Α '.ισελ ), είναι καί ή βραχεία άπάντησις τού Βασώείου εις δσα έγραψε περί έπιστημονικής πολεμικής καί περί τής λ.εγομένης κοινής τών Ελλήνων διαλέκτου ό μ Αθανάσιος Μεζηβείρης μέ?νθς τής Γραικοδακικής Εταιρείας καί τής έν Κων)πόλει (Μουσικής Σχολής, τής οποίας ευεργέτης ύπήρξεν ό Ά λέξ. Βασιλείου». Θά πρέπει ακόμα νά προσθέσω ιχνηλατώντας βήμα προς βήμα, τις πνευματικές ;ίδί(ος δραστηριότητες τού Β. τής περιόδου αυτής, πό)ς στην πιο πάνω μνημονευθείσα μελέτη του ό Βέης, καταχωρεί (σελ ) καί έπιστο?,ή «τινός Γραικού περί πού εις Σμύρνην Γυμνασίου προς τον Α.Δ. εις Βιέννην εκ Σμύρνης τήν 2 Μαρτίου Λ811» πού δημοσιεύθηκε υπομνηματισμένη στο Βιεννέζικο Περιοδικό F U N D G R U - ίβεν DES O R IEN TS τάμ. Β ' σελ καί άναδημοσιεύτηκε παραλλαγμένη καί χωρίς υπομνήματα καί άπό τον Άνθιμο Γαζή στο Α. Ε ρμή ιού 1812, σελ «Ή κυρκοτάτη διαφορά μεταξύ τών δύο εκδόσεων τής επιστολής, παρατηρεί ό Βέης, συνίσταται έν τούτο) ότι αύτη έν τή πρώτη έκδόσει υπογράφεται απλώς δι ενός Β. ενώ έν τή δευτέρα έκδόσει φέρει τήν υπογραφήν «ό φ ί λος σου Πολύκαρπος». Εξ όσων γράφει ό Κούμας εις καταχωρουμένην έν συνεχείμ μπαντητικήν επιστολήν του προς τον έκδότην τού Λ. Έρμού (Έ κ Σμύρνης τήν τά Νοεμβρίου μωιά) ή αρχή τής είς τό Γερμανικόν περιοδικόν πρωτοδημοσιευθείσης

20 466#s/>/w\^\ss*\/*/ss^s/N/w\/^\/vs>/s/>s\/\/s/ssss\svsvsvNS«HnEIPOTIKH ΕΣΤΙΑ» επιστολής είναι έπαρμένη από προοίμιον έπιστολής του Ιατρού Στεφ. Οικονόμου πρός τινα τών έν Βιέννη φίλων του...» δ δε Α.Δ. προς τον οποίον ό ιατρός κατελθών είς Σμύρνην ώς καθηγητής του αυτόθι φιλολογικού Γυμνασίου είναι, ώς εικάζω, ό Αναστάσιος Δουδούμης, φιλογενέστατος εγκατεστημένος έν Βιέννη κατά τά πρόκα δέκατα του ΙΘ ' αίώνος, γνωστός α>ς συνδρομητής καί πωλητής διαφόρων έλληνι-!κών βιβλίων κλπ. Ώ ς εικάζω, ό συντάκτης τής επιστολής καθ ήν μορφήν αυτή τό πρώτον έδημοσιεύθη, ό ύπογραφόμενος δι ένός Β. είναι ό Ά?νέξ. Βασιλείου, πολύ γνωστός είς τούς αναγνώστες τού Βιενναίου Λογίου Έρμου καί του Διευθυντού τούτου. Διά τούτο δτε καί επί μέρους άνεδημοσιεύθη ή περί ής ό λόγος επιστολή έν τώ Λογίω Έ ρμη παρέστη ανάγκη οός άποστολεύς αυτής νά δηλο>θή «ό φίλ-ος Πολύκαρπος» καί ούχι δι ένός Β. Τούθ δπερ θά απετέλει ισχυρόν συμπερασματικόν στοιχείον διά τήν άνεύρεσιν τού πραγματικού άποστολέως τής επιστολής». Στήν έπιστολή του αυτή δ επιστολογράφος άναφέρεται κυρίως στήν έν γένει λειτουργία τού από τού Κ. Κούμα άξίως διευθυνομένου Φιλολογικού Γυμνασίου Σμύρνης, τά διδασκόμενα σ αυτό από τό Σχολάρχη καί τούς άλλους καθηγητές (Κων. Οικονόμου των εξ Οικονόμων) μαθήματα καί μάλιστα τής Φυσικής, τά οποία «παρεκτός των μαθητών ήδυνόμενοι καί άλλοι τής Σμύρνης κάτοικοι, οσάκις γίνεται άξιόλογόν τι πείραμα συντρέχουσι τόσοι, δσους δε χωρεί ή μεγάλη τού Γυμνασίου στοά» τις Ικανοποιητικές έπιδόσεις τοον μαθητών κατά τις «προ όλίγου γενομένας δημοσίας εξετάσεις αυτών'», στις όποιες παρέστη «καί δ τής Αυστριακής αυλής ύπατος κ. Ραάβ, ά- νήρ σοφός καί περί τήν μαθηματικήν μάλιστα δόκιμος, δστις προβολών τινάς μαθηματικός καί μηχανικός απορίας, ελαβεν εντελώς ικανοποιητικός αποκρίσεις καί λύσεις καί έθαύμασε τήν ευμάθειαν τών Γραικών νεανίσκων'». Δέν παραλείπει τέλος ν άναφέρη τήν ευδοκίμηση τών μαθητο>ν συηταξάντων καί εκφώνησαντων λόγους σέ ύφος κοραϊκό «ώστε πολύς δ έπαινος τής παιδείας έκ τούτων κατά πάσαν τήν πόλιν...». Στις παραπάνω εύστοχες παρατηρήσεις καί εικασίες γιά τήν πατρότητα τή επιστολής θά προσθέσω πώς καί τό κοραϊκό της ύφος καί τά διεξοδικά κατά τήν συνήθειάν του, που τήν συνοδεύουν ύποβοηθήματα (σελ ), καθώς καί δ? ανυπόκριτος πρός τον κοραΐζοντα Κούμα καί τούς μαθητάς του έπαινος, αποτελούν σαφείς ακόμη ενδείξεις δτι δ συντάκτης της είναι ό Βασιλείου. Χαρακτηριστική τέλος είναι ώς πρός τά διδασκόμενα τούς μαθητές τής Σχολής μαθήματα καί τά χρησιμοποιούμενα βοηθητικά βιβλία, ή ακόλουθη περικοπή: «Πρός δέ τούς μικρούς μαθητάς, αναφέρει ή επιστολή, διδάσκονται απαξ τής εβδομάδας παρεκτός τής Ίεράς Κατηχήσεως καί πρακτική τις δείξις τών Γεωγραφικών' πινάκων μάλιστα τής Ελλάδος, συνοδευομένη μέ τήν επιτομήν τής Ιστορίας αυτής, μεταφρασθείσαν καί έκδοθεϊσαν είς είδος χαρτοπαιγνίου ύπό Αλεξ. Βασιλείου είς τήν Αυστριακήν Βιέννην κατά τό έτος 1808»3. IV Αλλ άς γυρίσουμε στήν έπιστολιμαία μεταξύ Βασιλείου καί Κοραή άνταπά κρίση, τήν' άναφερόμενη στις σχέσεις καί τά ποικίλα πού τούς απασχολούν' τήν ίδια έποχή προβλύματα. Αρχή τού Μάη 1811 στέλλει ό Αλέξανδρος διά τού Κ. επιστολή του πρός τον Μόσχον (Μοσχοκέφαλον) τού Παρισιού, μαθητή τού Κούμα; σέ ξεχωριστό δέ πρός αυτόν γράμμα του τού ζητάει δημοσιευθείσες κριτικές δια φόρων περί τού ίδιου (τού Κορ.) καί τού Κούμα. Τον πληροφορεί ακόμα δτι ή ά νάγνωση τών προλεγόμενων τού Β 7 τάμου τού Πλουτάρχου «τον έκίνησεν εις δά κρύα» καί τον συμβουλεύει νά λαλή «μετριώτερον περί τών άντιφολοσόφων». Κα θώς είδαμε 6 Κ. στις διαμάχες του τις γλωσσικές με τούς άντιφρονσύντες, στις έ

21 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ $' I ποιες παρέσυρε καί τόν Β., ύπήρξεν όξύτατος. Τούτο δέ φαίνεται πώς προκα?νθύσε μεταξύ των πολυαρίθμων ομογενών της Βιέννης αντιδράσεις, σχόλια δυσμενή ΐσως και διαμαρτυρίες προς: τον έρχόμενον μ αυτούς σ επαφή Αλέξανδρο. Σέ μακρά α παντητική δική του τής παραπάνω έπιστολής τού Β. ό Κορ., δικαιολογούμενος πρώτα για τις κατά των αντιπάλων του ακρότητες, δτι δηλ. αυτές γράφονται δταν ή κεφαλή του είναι πυρο>μένη «και καταλαμβάνεις, τού λέει, καλά οτι εις τοιαύτην κατάστασιν ^ηχής φεύγοι»σι πολλάκις από τον κάλαμον και ιιύ θέλοντος τού κινούντος αυτόν, κάποιοι τραχύτητες «...δέν ήθελεν είσθαι δέ ασύμφορου νομίζω εις θεραπείαν των τοιούτων παρεκτροπών τού καλάμου νά προκαταλαμβάνης τούς απανταχού φ ί λους σου μεταχειριζόμενος καί τινας συγχωρημένας μηχανάς», ύπενθυμίζοντάς τους δηλ., την προς αυτόν εύνοια τού Ναπολέοντος, πανίσχυρου τότε, πράγμα πού, καθώς πιστεύει ό Κ., είναι ικανό νά έμπνεύση τό φόβο «εις τούς βουλομέλ'ους καί δυναμένους νά μέ ένοχλήσιοσι» (Ε 490). Σέ συνέχεια ό Κ. εκφράζει τη χαρά του για τις φροντίδες τού Β. «περί τής μεταφράσεως τής Γραμματικής» (τού Βουτμάνου δηλ.) δίδοντές του οδηγίες σχετικές γιά την καλύτερη απόδοση τού έργου,'1, παρόμοιες δέ οδηγίες τον παρακαλεΐ νά διαβιβάση «καί θέ?.εις κάμει, τού λέει, ψυχικόν» καί στο Γαζή τον Άνθιμο, πού συντάσσει την εποχή αυτή στή Βιέννη τό ελληνικό λεξικό του. Π ιό κάτο) έπιχειρεΐ εξονυχιστική κριτική τής προς τό Δούκα, «ορθόν θηρίον» τού λέει, έπιστολής τού Β. διορθώνοντας σολοικισμούς πολλούς και βαρβατ ρισμούς της. Ανάμεσα στις φράσεις πού τού διορθώνει, είναι καί τούτη, πού τήν παραθέτει ολόκληρη: '«Είναι χρεία νά ύπάγης εις καμμίαν στενήν (γράφει στον Δούκα 6 Β.)...ή προνοούμενος τέκνα καί γυναίκα, νά προστρέξω εις τήν πολιτείαν μέ τό φυλλάδιον άνά χεΐρας προς φύλαξιν τής ζωής μου» από τήν οποίαν συμπεραίνο), πέος ή αντιρρητική κατά τού Β. επιστολή τού Δούκα, περιείχε απειλές ίσως κατά τής ζωής του, γιά τις όποιες, καθώς προανέφερα, ό Αλέξανδρος έσκέπτονταν νά καταφύγη στις Αρχές. Στή συνέχεια ό Κ. ελέγχει τον Β. ότι τουλάχιστον σ ένα σημείο τού φυλλαδίου συκοφαντεί τον αντίπαλό του, πού δέν διέπραξε, όσα τού καταμαρτυρεί (άναφέρεται σέ περιεχόμενον στήν έκδοση τού Θουκυδίδη από τό Δούκα πίνακα) και τελειώνει παρηγορώντας τον, ότι οί παραπάνω κριτικές του παρατηρήσεις δέν πρέπει νά τόν λυπήσουν τόσο, «όσον τά τοιαύτα σφάλματα (καί περισσότερα αν ήσαν), είναι (πάί λιν τό λέγω) άφευκτα εις τήν παρούσαν τής γλώσσης νηπιότητα. Μ ολα ταύτα καν λήτερα γράφεις, όχι προς τόν Δούκαν (τοιαύτη σύγκρισις είναι ύβρις) άλλα παρά! πολλούς νομίζοντες καί νομιζομένους νά γράφωσι καλώς. Χαλεπά τά καλά καί πολύ χαλεπώτερα εις τούς πρώτην φοράν έπιχειρούντας νά τ άποκτήσωσι». ς Σέ άλλη ταυτόχρονη μακρά επίσης επιστολή του ό Κ. πληροφορεί τόν Άλέξανδρο, οτι ή δημοσιευθείσα προς τόν έκδότην (Α. Γαζήν) τού Αογ. Έρμου έπιστοf λή του, πού διάβασε (έννοεΐ αυτήν τής 1 Μαΐου, πού άναφέραμε), είναι καλή, πα- ^ ρατηρεΐ όμως πώς «ιος κλίνεις φυσικά εις τόν τόνον, ούτω σπούδαζε νά κάμης τήν σύλόεσίν σου γλυκυτέραν εις τήν ακοήν» καί συνεχίζει: «Φεύγε, όσον δύνασαι, τάς πολλάς καί συνεχείς συγκρούσεις των συμφώνων καί οσάκις αναγκάζεσαι νά μετάξι χειρίζεσαι λέξεις πολυσυμφοόνους, μοίραζέ τας εις τήν περίοδον καί τόπιζέ τας όσον f δυνατόν μακράν μίαν τής άλλης» (Ε. 491). Τό δημοσίευμα αυτό τού Β., τό γνω- ^στό, έφερνε κάτωθέ του σημειώσεις τού εκδότη αντιρρητικές καί απολογητικές τού Iπεριεχομένου εις τό κείμενο ελέγχου, γιά τις οποίες ό Κ. ζητάει περισσότερες έξη- }γήσεις (ύπενθυμίζω ότι ό Γαζής έκδίδοντας γιά πρώτη φορά τόν Λ. Ε ρμή του δέν ανήκε στούς Κοραϊκούς), παρατηρεί δέ, ότι δέν πρέπει ό Β. νά όνομάζει τό Δούκα Ι«Ντούκαν», αλλοιώνοντας τό όνομά του καί συμβουλεύει μέ τή σειρά του «ότι τό

22 468 ν \ Α Λ Α Α Λ Α / ν > Α Λ Α Λ Α Α Α Α Λ Λ Λ Α Α Α Λ Α Α Λ Α Λ /!/ «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» κάλλιστον ήθελεν είσθαι νά τον πέμψης εις τούς κόρακας και αυτόν και τούς όμοιους του Γιανιτζάρους». Στην ίδια αυτή επιστολή άναφέρεται σέ σταλμένο προς αυτόν σε κάποιο από τα γράμματά του επίγραμμα σχετικό με τον Μπαλάνο (τον Κοσμά ίσως τό Δάσκαλό του πού πέθανε αυτόν τον χρόνο στα Γιάννινα πρβλ. Ν. Κουβ σελ. 17), τό όποιο ό Κ. χαρακτηρίζει κομψότατο. Με έπιστο?νή του άλλη τού Αύγουστου 1811 ό Αλέξανδρος πληροφορεί τον Κοραή, πώς οι. Ζωειμάδες με τούς όποιους συχνά αλληλογραφούσε, τού άνάθεσαν τή διάδοση των εκδόσεων τής Ελληνικής Βιβλιοθήκης - φροντίδα, πού ώς τήν εποχή αυτή, είχε ό Σταύρος Τσιαπαλάμος. Ό Κ. τον επαινεί γι αυτό, γράφοντάς του: «Κάνεις καλά δεχόμενος τό όποιον σέ φορτίζουσι βάρος οί Ζωσιμάδες. Αλλά τό βάρος μόνον όχι δε και νά έξοδεύσης εκ των σών. Πρέπει νά τούς περνάς εις τον λογαριασμόν δλα σου και μικρά και μεγάλα έξοδα» (Ε. 495). Τον Επόμενο μήνα αρρωσταίνει ό Αλέξανδρος από υπερκόπωση. Ό Κ. λαβαίνοντας είδηση αυτής τής άρρώστειας του κάθεται κα'ι τού γράφει ( ): «ΤΙ άρρωστεία σου μ έλύπησε πολύ, δεν μ έξέπληξεν όμως* τήν έπρόβλεπα κα'ι τήν έπρόσμενα ώς Επακολούθημα των πολλών κόπων. Πρόσεχε διά τούς οίκτιρμούς τού Θεού, μή βλάψης μεγάλως τον εαυτόν σου. Πρέπει εξ ανάγκης νά ευρης μηχανήν εις τό εξής και τρόπον νά συμμετρήσεις τούς αγώνας με τάς δυνάμεις σου και νά τούς μεθοδεύσης εις τρόπον ώστε νά διαδέχεται είς τον άλλον περιοδικώς και κατά τάξιν και κατά διαστήματα τοιαύτα, όποτα νά σέ δίδωσι καί τήν εις τό ασθενές η μών σαρκίου άναγκαίαν άνεσιν» (Ε 498). Αντί όμως κατά τις φρόνιμες συμβουλές τού Κ. νά συμμετρήση τούς αγώνες μέ τις δυνάμεις του, ολο και τούς απλώνει πέρα από τήν αντοχή του. Γιατί λίγες μέρες αργότερα ζητάει από τον Κ. νά γράψη προς τούς άνά τήν Ευρώπη βιβλιοπώλες τής Έλλ. Βιβλιοθήκης, νά γνωρίζουν αυτόν στο εξής κύριο, αναλαμβάνοντας έτσι ολη τήν ευθύνη τής πωλήσεως τών έκδόσεών της. Στο ίδιο αυτό γράμμα ό Β. μιλάει στον Κ. καί περί «οχλοκρατίας» τής γ/,ώσσας, καθώς τή λέει, παίρνοντας ίσως αφορμή από τή γλωσσική ασυδοσία τών λογ'ων τής εποχής, πράγμα πού δίνει τήν ευκαιρία στο μεγάλο φίλο του νά διατύπωση μερικές από τις πιο σοφές γιά τή διαμόρφωση τής γλώσσας γνώμες του, σάν τούτη: «Οι ένδοξοι ποιηταί καί συγγραφείς γίνονται ναμοθέται τής γλώσσης, όχι διότι έστάθησαν φρόνιμοι, τό όποιον δέν ήτον εις τήν εξουσίαν των, επειδή δέν ήσαν αύτοι εύρηταί τής ώρας τής γλώσσης, αλλά τήν έλαβον από τούς γονείς των, αλλά διότι πλουτισμένοι από τήν φύσιν μέ έξαίρετον ψυχής διάθεσιν, έδωκαν είς ταύτην τήν ύλην μορφήν ώραίαν καί θελκτήριον (Ε. 500). Στο ίδιο αυτό γράμμα του ό Κ. κάνει μνεία γιά έκδοση από τό Β. πονήματος τού Γαζή ίσως μέ τίτλο «Διατριβή» πού περιείχε καί λιθοβολήματα εναντίον τίνος δέ λέγει καί γιά τά όποια ό Κ. τον καθιστά σάν εκδότη προσεκτικόν. Πάλι δμως επανέρχεται στήν σ αυτόν α νάθεση τών ευθυνών τής Έλλ. Βιβλιοθήκης από τούς Ζωσιμάδες καί στήν ανάγκη από τ άλλο μέρος περιορισμού τών πολλών ασχολιών του. «Ώ ς τόσον, τού γράφει, καλόν είναι οτι σ έδωκαν τήν τοιαύτην επιστασίαν. Σύ δμως φίλε, ώς καί άλλοτε τό είπα, πρέπει νά φροντίσης νά συμμετρήσεις τάς δυνάμεις μέ τάς εργασίας σου,, καί νά κινήσης πάντα λίθον νά εύρης βοηθόν άξιον νά σου κουφίζη τό βάρος. Π ρέπει προς τούτοις νά μήν ύπουργής τούς πλουσιωτέρονς σου δωρεάν αλλά νά άπολαμβάνης τήν χρειαστούμενην αμοιβήν εις τούς κόπους σου» (Ε. 502). Αυτόν τό μήνα (Ό κ τ. 1811) ή γυναίκα του γεννάει καί τέταρτο παιδί αρσενικό, πεθαμένο δμως, πράγμα γιά τό οποίο ό Κ. τον συλλιπιέται γιά τό παιδί, τον συγχαίρει δμως γιά τή σωτηρία τής μητρός καί γυναικός του» (Ε. 502). Λίγο αργότερα παίρνοντας αφορμή ό Κ. από ύλακτήματα, καθώς τά λέει, κάποιων Βυζαντινών νομοθετών τής γλώσσης, συνιστά γιά πολλοστή φορά στον Αλέξανδρο νά βαδίζη έφ δσον τή θεωρεί σω- 4

23 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ί ϊ στη «μέ σιωπήν καί ήσυχίαν» την μέσην οδό «καί άφες καί τούς μακαρονίζοντας καί τούς χυδαΐζοντας ακόμη καί τούς ύποκρινομένους ότι ακολουθούν καί αυτοί την μέσην οδόν, νά πόλεμό)οι προς άλλήλους, έως να τούς υπόταξη ό ορθός λόγος, ή καν συγγραφενς τις πεζός ή έμμετρος διάφορος άπ αυτούς όλους τούς άνοστους καί ά- νοήτους λέξεων συρράπτας» (Ε 503). Καί προσθέτει: «Επαινώ την άπόφασίν σου νά μή φορτώνεσαι εις: τό έξης εκδόσεις βιβλίων. Ά ρκεταί είναι φίλε εις σέ αί εμπορικοί φροντίδες. Περί δέ φιλολογίας περιορίσου εις την άνάγνωσιν των δοκίμων ποιητών καί συγγραφέων, έκ τών οποίων (πάλιν σέ λέγω), δεν ήμπορείς νά φαντασίας πόσην ωφέλειαν λαμβάνει τις εις τό νά γράφη την σημερινήν ήμών γλώσσαν»), I i ' t, η V Τον ίδιο αυτό μήνα (Ό κτ. 1811) δημοσιεύεται στο Λόγ. Έρμη (σελ ) επιστολή Ανωνύμου προς τον κύριον Άλέξ. Βασιλείου (δεν κατώρθιοσα νά τήν ιδώ) άναφερόμενη προφανώς στις «περί διορθοόσεως καί καλλωπισμού τής Έλλ. γλώσσης», ιδέες τού Κοραή υπέρ των οποίων έμάχονταν ώς γνιυστόν καί στις πρώτες γραμμές μάλιστα ό Β. καί τις όποιες ό Ανώνυμος αυτός ό Κωνσταντινοπολίτης κρι»πτόμενος υπό τό στοιχείου Ν., προσπαθούσε ν άντικρούση διατυπώνοντας σέ ήπιο τόνο τις αντιρρήσεις του. Στήν επιστολή αυτού τού Ανωνύμου προς Ά λ. Β α σιλείου απάντησε, καθιός είδαμε στά άμέσο)» έπόμενα τού Αογ. Έρμού φύλλα (1812 σελ ) άλλος Ανώνυμος από τήν Ιταλία ύπογραφόμενος μέ ένα Ξ, ό όποιος υπεραμύνονταν tow απόψεων τού Β., ευθύς δέ μετά τις «Παρατηρήσεις εις τήν τού Ανωνύμου επιστολήν προς Άλέξ. Βασιλείου» αυτού τού τελευταίου, τις οποίες στις γενικές τους γραμμές μνημονεύσαμε, δημοσιεύεται (σελ ) ή ακόλουθη «προς τον εκδότην τού Αογ. Έρμού» επιστολή τού Β. μέ ημερομηνία Τήν επιστολή αυτή καταχωρώ σέ συνέχεια αυτούσια, όχι μόνο ώς σπάνιο άλλα κι ώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τής προσιυπικότητας καί τής γενικώτερης πνευματικής συγκρότησης τού συντάκτου της κείμενο. «Έπεθύμουν, γράφει ό Αλέξανδρος προς τό Γαζή, νά άποκριθό) ευθύς προς τον εις εμέ διευθύνοντα, τήν όποιαν εις τό 'Ή - τριον τής 1 καί 10 τού παρελθόντος μηνός κατεχώρησας έπιστολήν, όχι ώς έ'χων νά προβάλλο) τι άξιόλογον περί τού συζητουμένου, αλλά νά δείξο) οτι άν καί ποτέ μετεχειρίσθην σύστηρότητα εις τάς τοιαύτας αλληλογραφίας, τούτο δέν προήλθε έκ φυσικής μου στριφνότητος άλλ έκ τού τρόπου των εναντίων. 'Ό τε δέ οι άντιλέγοντες διαλέγονται μέ φιλανθρωπικήν ίλαρότητα, ώς ό ήδη έπιστέλλων, έκθέτοντες τήν γνόιμην χωρίς πάθη καί χωρίς άσχημοσύνας, ούτε άτεγκτος είμαι, ιόστε νά μή ένδώσω εις όσα εχοτ*σι δίκαιον, ούτε δεσποτικός όόστε νά θέλω νά συστήσω τήν οποίαν μέ προσάπτωσι Μονογραφίαν άν καί τύχω τής εναντίας ών γνοόμης, καθώς μέ συμβαίνει εις πολλά μέρη τής ρηθείσης επιστολής* άλλ έξεύρο) καί έγώ νά άνθυποβάλλω τήν γνώμην μου ιιέ παρομοίαν ίλαρότητα. 'Ό μω ς αί τού κυρίου μου έ- παγγέλματος άσχολίαι δέν μέ συνεχώρησαν νά επιταχύνω τήν άπάντησιν ταύτην* καί ήδη δέν κρίνο) εύ?.ογον νά σκιαμαχώ παρρησιαζόμενος προς μελετήσαντα ώς φαίνεται έκ τής επιστολής πολλά περισσότερα παο έγό) βιβλία καί βμο)ς γράφοντα άνωνύμως. Ή ανωνυμία αύτη μέ φέρνει αληθινά εις θαυμασμόν. Ή επιστολή τού Ανωνύμου τούτου είναι αξία διά πολλά νά γένη γνωστή προς τούς ομογενείς τήμών ώς τύπος καί υπογραμμός τής προς άλλήλους έντεύξεως τών άληθινών φίλων τών Μουσό)ν καί τών χαρίτων καί δέν αρμόζει είς τον γράφοντα κατ αυτήν νά μείνη άνώνυμος. Εις όσους ή άνακάλυψις προξενεί καταισχύνην οί τοιούτοι δικαίως άς έπισκιάζονται. Ά λλ επειδή έπρόκρινε τήν άνωνυμίαν ουδ' ν*

24 470 ^ Ά Α Α Α Α Λ Α Λ Λ Α Α Α Α Α /ν Ν Α Α Λ Α Α Α Α Λ Λ Α Α Α Λ Α / «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ> έγώ πολυπραγμονώ. Π αρακαλώ δέ την φίλην σου κορυφήν νά καταχώριση; τά έ ξ η ; εις τι τών Ή τρ ίω ν διά τό κοινδν του Γένους. Το κοινόν τούτο θέλει παραβλάψει διά την αδυναμίαν μου αν καί τώρα δεν εκτείνομαι εις δλα τά μέρη τή; επιστολής. yαλλοι Ισχυρότεροι μου και πλέον έιιου ευκαιρούντες και έδειξαν και θέλουσι δείξει έν καιρώ άποχρώντως προ; τον έπιστέλλοντα και προς όλον τό γένος δ,τι ό άνώνυμος εύχεται νά άποδειχθή ώστε νά διορθωθή άν είναι εσφαλμένος. Τό κατ έμέ άρκούμαι επί του παρόντος νά ψαύσω έπιπολαίως ολίγα τινά τή; ρηθείση; επιστολή;. Και πρώτον παραιτούμαι του; ομογενείς νά μη ύπολάβωσιν, ώς φαίνεται νομίζων ό Άνώνυμος δτι διισχυριζόμενος περί τή; καλλιέργεια; τής κοινή; ημών γλώσση;, ήμουν ποτέ ή είμαι τ ή ; γνώμης δτι πρέπει νά παραμελώμεν την προγονικήν εξ έναντία; δογματίζω τά κατ έμέ, δτι πρέπει ταύτην ώς μητέρα νά βάλλωμεν βάσιν εκείνη; και δτι χωρίς τούτου σκονδάπτομεν* μόνον δέ λέγω μετά τού Κοραή δτι δέν πρέπει νά καταφρονώμεν την κοινήν καί. νά έπιδεικνύμεθα γράφοντε; χωρίς ανάγκη; ελληνιστί, διότι τοιουτοτρόπως δέν θέλομεν ευκολύνει ποτέ του; τρόπους εις τό νά φθάσωμεν εις καν μίαν τελειότητα. Δεύτερον μέ φαίνεται άναγκαίον νά παρατηρήσω δτι αδικεί ό ανώνυμο; τον; συμβουλεύοντας την διόρθωσιν τής γλώσσης κατά μίμησιν τής προγονική; λέγων δτι ή τοιαύτη διόρθωσι; είναι ώς τό άντιφάρμακον πρός τό φάρμακον, ταύτόν είπείν εξολοθρευτική τή; γλώσση; αυτής. Έπιχειοίζεται νά δείξη τούτο όδυρόμενο; τήν κατάργησιν τών βαρβαρικών λέξεων οσας ή δυστυχία του γένους είσέφερεν εις τήν γλώσσαν και ταιπίζων τον βιασμόν τούτον μέ τον επί τής αρχαίας Ε λ λάδος δανεισμόν ξένων λέξεων. Ά λλ ώ καλέ κάγαθέ ανώνυμε, δτε ή αρχαία Ε λ λάς έδανείζετο καί πράγματα καί ονόματα έκ τών αλλογενών ήτο γυμνή καί δυστυχής καί εύλόγως έδανείζετο από άλλους βέβαια πλέον πλουτισμένους καί ευτυχείς. Δέν είναι δμως καταισχύνη εις τοα-ς πλουσίων γονεο)ν παϊδας νά μη οίκειοποιώνται τά προγονικά καλά άλλά νά κτν.ίωνται εις τον βόρβορον ή νά μεταχειρίζωνται τά τών χειροτέρων ξένων; Δέν έχω τίποτε νά αντιτείνω -/ατά τών μεταφορικών εκλαμβανόμενων ή άμφιβαλλομένων Σκουριασμένος (ή Σκωριασμένο;) Σανδούκιον (ή Σανδύκιον) καί ούλων τοιούτων άλλα νά δδυρόμεθα καί διά τό Σκάλα (ή Σκάλλα) τού οποίου ή πηγή είναι πασίδηλος τούτο δέν μέ φαίνεται εύλογον. I Ό άνώνυμος επιστολογράφος καί άλλοι μάς κακίζουσι διότι προημώμεν τάς λέξεις καί τούς τρόπους τής Αττικής διαλέκτου παρά τούς συνήθεις οπού κατά τό δυνατόν δέν φαίνονται παντάπασιν μακαρονικά ή δπου γίνονται άναγκαΐα προ; άποφυγήν τού προφανούς βαρβαρισμού. Αλλ εχουσι άραγε δίκαιον; Ή προτίμησι; εύλόγω; άνήκει εις τού; έξοχωτέρου; καί ιιεταξύ τών' ομογενών έξέχουσιν οι Αττικοί κατά τά προτερήματα τή; γλώσση;. 'Ό τα ν γεννηθώσι καί εί; τήν κοινήν ημών γλώσσαν τοιούτοι ένδοξοι λογογράφοι καί ποιηταί ικανοί νά έξευγενυ σωσι διά τή ; λαμπρά; καί καταλλήλου /ρήσεως και τά τρισάθλια ό Στόμα; καί φκιάνω κ.λ. Τότε ούδείς λόγος, δτε δέν θέλουσι θεωρηθή πλέον ώς άσχημίαι άλλ ώς τύποι καί υπογραμμοί. Έ ν όσιο δέ ειμεθα κακόμοιροι καί έστερημένοι τοιούτων ποιητών καί λογογράφων τών μόνων άξιων τό νά θεωρώνται ώ ; νομοθέται τής γλώσησς, πρέπει νά λαλώμεν περί κανονισιιού γλώσση; μέ συστολήν καί νά μή κακίζιομεν τούς προστρέχοντας εις τούς ένδοξοτέρονς τών ομογενών. Ό άνώνυμος έπιστολογράφο; συγχωρεί τήν μίμησιν τών παλαιών έλληνισμών, οπού ή κοινή γλώσσα δέν είναι ικανή νά έκφρασθή. Άλλά ποία γλώσσα ε-?

25 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 471 θνοι>ς κοινωνικώς ζώντος είναι παντάπασιν ανίκανος νά έκφραση τάς έννοιας του; Καλά στρεβλά δλα ot άνθρωποι εξηγούνται. Διατί λοιπόν την μέν των γλωσσών θαυμάζουσιν οί άνθρωποι την δέ καταφρονούσι; Μέ φαίνεται διότι αΐ μεν είναι ίκαναι νά μορφωθώσιν οίκοθεν και στολισθώσι προσφυώς, αι δέ είναι ανεπίδεκτοι τοιαύτης καλλονής καί χρειάζονται ξένην βοήθειαν. Ευτυχής όποια έκ τούτων των δευτέρων έξ οικείων προσφυως άναπληροΐ την χρείαν. Δυστυχεστάτη όποια ώς ύ κολοιός του μύθου φορτικώτερ'ον προσάπτει οίκειουποιουμένη ξένα και πρός άλληλα ασυμβίβαστα πτερά. Φέρει περαιτέρω την γνώμην τού έμπειρικού Σέξτου ματαιοπονίας καί μανίας άντικρυς άποκαλούντος την περί την γλώσσαν καινοτομίαν. Άλλ^ άπατάται ό άνόηυμος. Ό Σέξτος δέν άποφαίνεται τά τοιαύτα βέβαια απλώς περί καινοτομίας νουνεχούς και έμμελούς, αλλά περί τής φορτικής καί ακαταλλήλου ιδιοτροπίας* άλλως ήθελε καταδικάσει καί τούς Θουκυδίδεις καί τούς Δημοσθένεις ώς μη μεταχειρισθέντες βέβαια τούς ιδιωματισμούς τών όψοπωλών καί λαχανοπωλών τής Αττικής. *Η ας μάς έξηγήση ό ανώνυμος διατί οι τοιούτοι θαυμάζονται περί τής γλώσσης των; ή διατί ό μέν Δημοσθένης ένθουσίαζεν ώς ούδείς άλλος διά την ευγλωττίαν του, τον Άλικαρνασσέα Διονύσιον, καθώς ένθουσίαζεν καί τούς Αθηναίους καί καθώς ενθουσιάζει καί ημάς; ό δέ Μάννης Ή γη σ ία ς τον αήδιαζε, καθώς άηδιάζουσι καί ήμάς την σήμερον σχεδόν όλοι οί κακόμοιροι φκιάσται τής γλώσσης; "Ολοι μετεχειρίσθησαν καί μεταχειρίζονται την γλώσσαν τού αίώνος των* δέν εύρον όμως εις αυτήν τά αυτά προτερήματα ή δέν ήσαν ικανοί νά τά μεταχεριισθώσι μέ τήν αυτήν έπιδεξιότητα. *Ας κρίνουσι σχεδόν μετά ταύτα οί σπουδαίοι - τού γένους άν δικαίως ό ανώνυμος ελεεινολογείται διά τήν αποφυγήν τού ένας, μία, εν, όπου ή έννοια δέν απαιτεί προσδιορισμόν αριθμού του τ ό σ ο ν οσον, όπου ό λόγος δέν είναι περί ποσότητος καί αναλογίας, άν δικαίως έλεγχει ώς άχρηστον τήν διάκρισιν τών δεικτικών από τών αναφορικών αντωνυμιών* αν δικαίως όδύρεται τήν κατάργησιν τού όπου, τό όποιον όχι λακωνικώς ώς λέγει, αλλά μάλιστα βαρβαρικώτατα παρισταίνει δχι μόνον ολα τά γένη καί πτώσεις καί αριθμούς αλλά καί διάφορα μέρη λόγου, ώς άν ή εύγενής θυγάτηο τής έλληνικής γλώσσης ήτο τόσον δυστυχής, ώστε κατά μίμησιν τών δυστυχεστάτων γλωσσών βιάζεται έκούσα άέκουσα νά ποικίλλη τήν χρήσιν τής αύτής λέξεως έπ άπειρον.! Επιχειρίζεται πρός τούτοις νά παραστήση ώς άτοπίαν ό ανώνυμος έπιστολοί γράφος τήν κατάργησιν τών ξένων φράσεων καί αναφέρει φράσεις έλληνικάς εύ-! ρισκομένας εις άλλας γλώσσας καί έκ τούτου θέλει νά συμπεράνη οτι παραλογιζό- I μέθα καταργούντες αυτές. Αλλά τίς έφαντάσθη ποτέ τών τοιούτων τήν κατάργη- σιν; Τό κατ έμέ κροτώ τάς χείρας μετά χαράς ότε ή αυτός ή άλλος έξανιχνεύει καί παραθέτει τάς τοιαύτας. Είθε μόνον νά μή άπατό>μεθα εις τήν παράθεσιν. έκj λαμόάνοντες άλλα άντ άλλου. 'Τγείαινε! Αλέξανδρος Βασιλείου» ΟΙ πολλές σημειώσεις καί ύπομνηματισμοί, πού συνοδεύουν τήν έπιστολή αυτή τού Β. καί τούς οποίους για τήν έκτασή τους έθεώρησα περιττό νά παραθέσω, τον δείχνουν έντριβέστατο τής γλωσσο?νογίας, γραμματικής καί τής έλληνικής έν γένει φώολογίας, κινούν δέ «είς θαυμασμόν». Σέ μια άπ αυτές απολογούμενος σέ κατηγορίες τού Ανώνυμου ότι εισήγαγε τή γερμανική άγνωστη στήν Ελλάδα φράση, «μισή ώρα είς τάς δό>δεκα» γράφει (0,π., σελ. 27) τά έξής αξιοπρόσεκτα: «Έγώ κατά δυστυχίαν, λέει, δέν περιήλθον

26 4 7 2 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ποτέ οΰτε πολλοστόν μέρος τής Ελλάδος δια νά βεβαιώσω τούτο μεθά θάρρους* α- κούο> όμως εκ του στόματος όλων σχεδόν ton' εδώ διατριβόντων ομογενών την κατάχρησιν και νομίζω ότι τοιουτοτρόπως περίπου προσεκολλήθησαν όλαι αι δυστυχίαι είς την γλώσσαν...». V I Στο πρώτο προς αυτόν του επόμενου έτους γράμμα του ( ) 6 Κ. του γράφει: *Χαίοο) ότι εύρηκας γραμματικόν τής όρέξεώς σου. Κρατεί τον καλά και σπούδαζε νά συντέμνης τούς κόπους σου όσον τό δυνατόν, άπσβάλλων όσα είναι ανοίκεια του επαγγέλματος σου. Τοιαΰται είναι αί τυπογραφικοί διορθώσεις και αι με απαίδευτους συμπλοκαί, αι όποΐαι καρπόν άλλον δεν γεννώσι πλήν του νά κάμνιοσιν είς τούς αλλογενείς καταφανεστέρας τάς «ήπατοσκοπίας» ημών και νά δείχνωσι είς αυτούς και τήν φιλολογικήν καί την ηθικήν κατάστασιν των ντζιεοιών μας» (Ε 60δ). Λίγο αργότερα τον συμβουλεύει πάλι ν άφήση κατά μέρος τις φιλολογικές έριδες και τις μέ διαφόρους σπουδαίους διαμάχες <άλλά νά τούς εύχεσαι, τού γράφει, μόνον ζωήν καί όρεξιν νά γράφο>σι και νά τυπόη'ουσι πολλά καί αφες τήν φροντίδα είς τήν θείαν τυπογραφίαν νά τούς μαστίζη καί νά τούς στίζη» (Ε 506). Κι αλλού γιά τό ίδιο ζήτημα: «Εγώ όμο)ς δεν θέλω φανείν μηδέ σε συμβουλεύω νά φανής είς τοιούτον πόλεμον. Εγώ έγήρασα, καί σου (μήν ύπερηφανευθής διά τούτοi είναι ανάξιοι τοιούτοι αντίπαλοι. Στείλε τους είς τούς Κόρακας καί άσχολού είς τήν ανατροφήν τών αγαπητών σου τέκνιυν καί είς τήν αύξησιν τών χρηματικών μέσοη έπιτηδείων νά ενκολύνουσι τήν ανατροφήν» (Ε 511). Παρακάτω στο ίδιο αϊτό γράμμα ελέγχει ό Κ. τό ύπερκοραϊκό ύφος τής επιστολής τού φίλου του: «Εάν αληθώς, του γράφει, (τό όποιον διστάζού) εχει τι τό ύφος άξιον μιμήσειος, εμποδίζετε τήν μίμησιν περισσότερον μέ τάς ύπερβολάς, έπειτα λυπείτε καί τό γήρας μου. διεγείροντες κατά τής κεφαλής μου, τόσους όχι άλθροόπους «άλλ* άνδράρια μοχθηρά παρακεκομμένα, - άτιμα και παράσημα καί παράξενα» γεννημένα διά νά κεντώσι καί δυνάμενα νά φαομακεύσο)σι καί νά καταιβάσωσι μέ οδύνην είς τον "Αδην τήν ζθ)ήν τών αληθώς άγαπώντοη' τάς Μούσας». Τά από τις πωλήσεις βιβλίων τού Κ. συναζόμενα χρήματα κρατεί κατά παράκλησή του στά χέρια του ό Αλέξανδρο;, γιά ώρα ανάγκης, απ αυτά δέ αποστέλλει, κατά θερμή πάλι παράκληση τού φίλου του, 100 γρόσια τό τρίμηνο στον εις Σμύρνη διαμένοντα ενδεή αδερφό του Άνδρέα Κοραή. Τον Ιούλιο τού ίδιου χρόνου (1812) πληροφορεί ό Αλέξ. τον Κ., πώς ζημιοόθηκε από τις στήν Κο>ν)πολη πουλήσεις βιβλίων τής Έλλ. Βιβλιοθήκης. Ό Κ. λυπούμενος γι αυτό τού άπαντά:?*αν συνέβη τι λάθος είς τήν πώλησιν δίκαιον είναι ν άπερασθή ή ζημία είς λογαριασμόν τών Ζωσιμάδων καί όχι νά τήν ύποφέρης σύ» (Ε 519). Οί αντίπαλοί τους εν τούτοις οί γλωσσικοί δέν παύουν τις επιθέσεις τους, ισχυριζόμενοι κοντά στάλλα, πώς ό ένας σά γιατρός κι ό σάλος σάν έμπορος δέν πρέπει ν ανακατεύονται σέ ζητήματα φιλολογικά. Μάλιστα, 6 γνωστός εκ Θράκης σχολαστικός γιατρός Άναστ. Γειυργιάδης (κακόν άγγείον καί θρακικόν θηρίον, τον λέει ό Κορ., που τον κατηγορούσε ότι έφαγε τά λεπτά τών Ζωσιμάδων), φίλος τού Παπαδούκα, δημοσιεύει στο Παρίσι τετρασέλιδη απάντηση στο γναιστ'ο ήδη, τό καταχωρημένο στο Λόγ. 'Ερμή τής γράμμα τού Β., μέ τίτλο «Άναίρεσις» καί δεύτερη εργασία του στή ιβέννη έπιγραφόμενη * Πραγματεία περί τής τών Ελληνικών στοιχείων έκφοννήσεο^ς» (πρβλ. Βιβλιογρ. Μέξα άρ. 726) μέ τά οποία δημοσιεύματα μέ ασυνήθη σφοδρότητα επιτίθεται κατά τού Β. Ό τελευταίος αυτός Ιδεάζει σχετικά μέ γράμμα του τής 29 Ιουλίου 1812 τού Κοραή καί τού ζητάει τή

27 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» γνώμη του περί τού πρακτέου. Κι έκεΐνος, πού αρχίζει φαίνεται νά κουράζεται από τον; καυγάδες, τού άπαντά: «Τό φρονιμώτερον ήτο νά σιωπήσης και νά τον στείλης εις τους κόρακας και αυτόν κα'ι τούς όμοιους του σχολαστικούς. Έ άν όμως μούτλακ θέλεις νά άποκριθής, πρόσεχε νά ζήσης νά μή δείξης κανέν πάθος αλλά φιλοσοφικώς νά έκθεσης την δυστυχίαν τού Γένους και την αιτίαν τής δυστυχίας. Ά ν τά κακά ταύτα αγγεία είχαν αληθινήν σοφίαν και αληθή ζήλον υπέρ πατρίδος, ήθελεν εύχεσθαι νά έχη τό γένος πεντήκοντα άλλους εμπόρους κατά σέ και ακόμη τρείς ή τέσσαρες έκδότας καλλιωτέρους μου» (Ε 522). Μέ άλλη δέ επιστολή του τής ό Κ., συνεχίζοντας την αντίκρουση των κατ αυτού κατηγοριών τού Θρακικού θηρίου, τον παρακινεί νά τον στενοχωρήση ν άποκριθή στις συκοφαντίες σέ συνεννόηση καί μέ τον Κούμα, πού κι αυτόν στά δημοσιεύματά του καταχερίζονταν ύ Γεωργιάδης. Π ράγματι ό Βασιλείου θά έτοιμάση την προς τον τελευταϊον αυτόν καί τά δημοσιεύματά του απάντηση - κριτική, επιγράφομενη «Επιστολή Ά λεξ. Βασιλείου προς Ν.Β. (τό Νεόφυτο Βάμβα δηλ., πού ζούσε τότε στο Παρίσι κοντά στον Κοραή) εις Παρισίους, εν Βιέννη την 29 Ιουλίου 1812 (εις 8ον σελ. 28, πρβλ. Μέξα ο.π., άριθ. 098) πού θά την έκδώση καί σέ ξεχωριστό φυλλάδιο, αντίτυπό της δέ θά στείλη άμεσους στο Κοραή. Ό Κ. απαντώντας του τού σημειώνει τις παρατηρήσεις και κρίσεις του τις σχετικές χαρακτηρίζοντάς την «σύνταγμα κάλλιστον κάκιστα δέ τυπωμένου» τον συμβουλεύει νά μην διαδώση τό σύγγραμμά του «έως νά κάμωμεν την άναθεώρησιν τών σφαλμάτων καί νά σέ την στείλωμεν καί τότε ή την προσθέτεις ό)ς errata ή τό μετατυπώνεις (εις όγδοον ομο)ς) διά νά μάθης άλλην φοράν νά είσαι προσεκτικότερος. Τό άνέγνωσα χθές καί έσημεκυσα μέ τό μολύβι ον ανορθογραφίας τινάς σήμερον τό δίδω είς τον Βάμβαν νά τό άναθεωρήση καί αυτός» (Ε 527). Ετίς παρατηρήσεις τις παραπάνω θά άπαντήση ό καλός Αλέξανδρος μέ μακρές ιερεμιάδες γιά την άναξιότητά του, πού θά κάνουν τον Κοραή νά γελάση μέ την καρδιά του (Ε 529). Στην ίδια αυτή μακρά προς Άλ. επιστολή του ό Κ. πληροφορεί κοντά στάλλα τό φίλο του, πό)ς «Ή προς Ν. Β. επιστολή σου είναι τώρα καλή. Εδώ κι εκεί παροράματα τινά τά οποία νά σέ σημειώσω καιρόν δέ ν έχω. Τό κυριώτερον είναι οτι ή επιστολή σου (καί τούτο χωρίς καμμίαν πρόληψην) άναγινώσκεται μέ εύχαρίστησιν, εις καιρόν, όταν τών κακοδαιμόνων τούτων τά συνθέματα πρέπει νά εχη όνου ώτα τις διά νά τά ύποφέρη. Δέν είναι μόνος ό μακαρονισμός, ό'στις εκπλήττει και ταράττει τής ακοής τό τύμπανο ν, αλλά παρά τον μακαρονισμόν αηδέστερου ή παντελής ελλειψις τού ρυθμού. Δέν ήξεύρουν οι άθλιοι οτι ή σύνθεσις τών λέξεων είναι μουσικής έ'ργον. Σέ είπα, νομίζω, καί άλλην φοράν άφού γράψης αίαν περίοδον ή σελίδα νά άναγινώσκης τρανά καί νά γίνεσαι ακροατής τών ιδίιυν σου». Π ράγμ ατι ή προς Ν. Β. επιστολή αυτή τού Βασιλείου πού θέμα της κυρίως έχει τά γνωστά δημοσιεύματα τού Γεωργιάδη καί μάλιστα τήν Αναίρεση, ήταν από τά καλύτερα δημοσιεύματά του άν όχι τό ωραιότερο. Απολογούμενος εκεί ό Β. στις αντιρρήσεις τού σχολαστικού γιατρού πάνω στή λέξη «Φώτα» γράφει: «Τό αυτό νομίζω ότι σημαίνει τό «φα'ιτων» είς τάς φράσεις «διάδοσις τών φώτων» καί είς τήν «έκ σού τού πατρός τών φώτων»... έξαιρουμένων τών έθελοκάκως κατά σέ άποκλειόντων τούς οφθαλμούς είς τό φώς, όχι μόνον οί πεπαιδευμένοι αλλά καί οί απαίδευτοι καί τής γαλλικής γλώσσης ανίδεοι νοούσι βέβαια είς τήν περί ής ό λόγος πεοίστασιν καί μεταφορικήν σημασίαν τής πολυσήμαντου έλληνικής λ,έξεως «τά φώτα»». Καί συνεχίζει στρεφόμενος κατά τού αντιπάλου του: «Τί δέ νομίζεις ό φανταζόμενος άντίπους τής λαχανοπώλιδος ιός συγγραφεύς καί μεταφραστής άκούων παραμονήν τών Φώτων; Μήπως λαμπαδηφορούσι κατά τήν εορτήν ταύτην είς τήν πατρίδα σου; Τ ί δέ τ'ποθέτεις ότι ένοοεί τις ταριχοπώλης

28 47Ι ^ ν Ν Λ Α Α Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Α Λ Λ Λ Λ Α Λ Α Α Λ Λ Α Λ Λ Α Λ ί «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» θαυμάζων τυχόν τον Γ. και τον Δ. και λέγων ότι είναι δύο φωστήρες του Γένους; Μήπως υποθέτεις ότι δεν προσάπτει την γνώσιν σοφίας και επιστημών άλλα νοεί δαδούχος τινάς; «Από πολλές απόψεις, γράφει σέ σχετική αναφορά του 6 Δημαράς (πρβλ. Φροντίσματα σελ ), θά άξιζε να μελετηθή τό σύντομο τούτο έργο τού Βασιλείου. Και επειδή ό λόγος περί λιβέλλων άντικοραϊκών τής εποχής, πού τα σκάγια τους έπαιρναν πάντοτε καί τον Αλέξανδρο, ώς στενόν συνεργάτη καί υπερασπιστή του φανατικόν, καταχωρώ καί τά ακόλουθα χαρακτηριστικά τής οξύτητας τής διαμάχης και τής εμπάθειας των άντιπάλων τους. Εις δημοσιευόμενου ανέκδοτον λόγο στηλητευτικό κατά τής αίρεσης τών κοραΐστών (πρβλ. Έ ρανος εις Α. Κοραήν σελ ) έργο τού Θεσσαλού Δασκάλου Στεφ. Κομμητά, από τούς δεινότερους του Κοραή επικριτές, άφορώντα τις μεταξύ αυτού τού τελευταίου καί τών ευεργετών Ζ(υσιμάδο:>ν σχέσεις διαβάζουμε κι αυτά τά συκοφαντικά κατά τού αγαθού Αλεξάνδρου: «Καί οί οπαδοί αυτού, γράφει στο στηλητευτικό του δ Κομμητάς, αφού πρώτα καταχερίση γιά καλά τον ίδιον τό Κοραή κατηγορώντας τον ότι μεταχειρίζεται τά με έξοδα τών Ζωσιμάδων έκδιδόμενα βιβλία «ίνα καταπλουτίση ρουφών τό αΐμα τών δυστυχών σπουδαίων υπό τό πρόσχημα τής φιλογενείας» καί μάλιστα ό θερμότατος αυτού υπασπιστής, ό κατά τήν μορφήν καί τήν ψυχήν έχων (εννοεί τό Βασιλείου, πού ήταν φαίνεται δύσμορφος ή μελαχρινός), προσπαθούσι νά στερήσωσι τής δάξης εκείνους τούς άνδρας μέ τό τυραννικόν αυτών φέρσιμον. Διότι εχων ό δυστυχής υπασπιστής παραγγελίαν νά διδη τοΐς πεπαιδευμένοις δωρεάν εκ τών φιλογενών αυτών εξόδων, ούτος εκείνους δίδει, όσοι ποοσκυνούσι τήν εικόνα τού τυράννου, εάν ώσιν καί αμαθείς. Οί δε αληθώς πεπαιδευμένοι δεν καταδέχονται μήτε νά καταπτύσσωσι τήν άθλίαν αυτού μούρην* καί έκ τούτου νομίζει τό ρυπαρόν άνθρωπάριον, ότι βλάψει αυτούς τά μέγιστα στερών τού τοιούτου φιλοδωρήματος τών φιλογενών εκείνοιν άνδρών. Ούτως ήπάτησαν τήν άμάθειαν αυτών (εννοεί τούς Ζωσιμάδες). Ά λλ επειδή ενταύθα έμνήσθην, συνεχίζει, τού πικρού ύπασπιστού τού αίρεσιάρχου διά νά βεβαιώσω τά τυραννικά αυτών φρονήματα, θέλω διηγηθή μίαν αυτού τυραννικήν παγίδα ήν έσπούδασε νά στήση κ.ατά πάντων τών έν Βιέννη 'Ελλήνων εμπόρων. 'Η πικρία τής ηπτχής τού ανθρώπου επιθυμούσα νά τυραννήση αυτός τούς έν Βιέννη 'Έλληνας καί νά συστήση καί τού διδασκάλου του τό τυραννικόν φρόνημα, εύρούσα καί τήν εύήθειαν τινών συνεργόν, ήγωνίζετο νά καταστήση τό σύστημα τών εμπόρων εις δώδεκα, ών κατ έτος επιστάτης, ήτις λέγεται δωδεκάς τής αδελφότητος, εις τριανδρίαν ών πρώτος νά είναι αυτός. Καί ούτω διέσχισε τά μέλη, ώστε έμελλε νά τυραννήση καί τό δεινόν έμελλε νά καταντήση μέγα, αν άνδρες φρόνιμοι δεν ήννόουν τό πράγμα καί προλαβόντες διέλυσαν τήν φατρίαν διά πολλών συγχύσεων καί ταραχών...» (ό.π. σελ ). Καί αλλού στο ίδιο κείμενο πάλι κατά τού Βασιλείου: «Λόγιος τις άνήρ έπιθυμών νά πλουτίση τον ε αυτόν του καί μέ πλείονας μαθήσεις, εύγλωττος ών, έπεισε τινάς τών ομογενών φιλογενεΐς καί φιλομούσους νά έξοδεύσωσι υπέρ αυτού διά νά έλθη εις τήν Ευρώπην καί μσ.θών όσα δυνηθή νά έπιστρέψη πάλιν εις τήν φίλην αύτω 'Ελλάδα νά μεταδώση τοΐς αμογενέσι έκ τών πόνων αυτού καί τής δαπάνης τών άλλων. Ή λθε λοιπόν εις Βιέννην έχων συσταστικά προς τον υπασπιστήν τού αίρεσιάρχου. Ό δέ έδέξατο αυτόν σοβαρώτερον διά νά έπιπλήξη τον άνδρα, ό δέ ώς λόγιος έλεγεν ε λευθέριος δ,τι έγίνωσκεν, έν οίς άδιαφόρως είπεν οτι οί μεν Κοραϊσταί ύπάγουσιν έναντίον τής θελήσεως καί επιθυμίας τού Έθνους, ό δέ Δούκας ώς πονηρός (ουτω ςελεγεν έξ αδιαφορίας ό άνθρωπος) έγνώρισε όλην τήν καρδίαν τού έθνους καί προσεκολλήθη εις τάς εύχάς τού έθνους. Ταύτα καί τά τοιαύτα άκούων ότι έλάλει έλευθέρως ό λόγιος έκεΐνος άνήρ, τοσούτον κατέτρεξεν αυτόν ό πικρός προστάτης

29 τής αίρέσεως καί θλιβερός ύπασπιστής του αίρεσιάρχου ώστε κατήντησεν ό άνθρωπος εις απελπισίαν και μεγίστην των αναγκαίων έλλειψιν και δέν επαυσεν πρότερον πριν νά καταντήση αυτόν εις ανάγκην νά γράψη αύτω επιστολήν κατά τό ύφος του αίρεσιάρχου καί όντως αποδεχθείς επεμψεν αυτόν εις Ιταλίαν διά των χρημάτων των άναδεξαμένων την βοήθειαν ταύτην (δ.π. σελ ). Τον Απρίλη του 1813 γράφει στον Κ. ό Αλέξανδρος, πώς σκέπτεται νά μετοικήση στην Πετρούπολη γιά λόγους πού δέν αναφέρει. Ό Κ. τον άποτρέπει από τό νά πραγματοποίηση μιά τέτοια απόφαση προβάλλοντας κυρίως τον κίνδυνο νά μείνουν τά τέκνα του απαίδευτα κι αφήνει τό πράγμα στη φρόνηση και την πατρική στοργή του. Ί ϊ σκέψη αυτή τής μετοικεσίας βασάνιζε, φαίνεται, αρκετόν καιρό τον Αλέξανδρο, τελικά όμως, νπείκοντας στις προτροπές τού φίλου του καί ποιος ξέρει σέ τί άλλους λόγους, δέν πραγματοποίησε (Ε 539). Τον ίδιο μήνα ( Απρ. 1813) α ναλαμβάνει τή διεύθυνση τού Αογ. Έρμη 6 Θεόκλητος Φσρμακίδης μέ σαφή πλέον στροφή τού περιοδικού προς τις κοραϊκές ιδέες. Στο πρώτο του υπό τήν νέα διεύθυνση τεύχος δημοσιεύεται μετά τήν προκήρυξη τού εκδότη κείμενο μέ τίτλο «Πρόσκλησις Φιλολογική» τού Βασιλείου, τό αμέσως δέ μετ αύτη δημοσίευμα, απευθυνόμενο προς τον εκδότη του Λ.Ε., είναι ένα μικρό σημείωμα έπίσης τού Β. συνοδευτικό έπιστολιμαίας διατριβής Έποπτεία τήν ονομάζει ό συντάκτης της τού Ν. Δούκα προς τον Αλέξανδρο μέ τήν οποία 6 πρώτος ελέγχει τό συγγραφικό καί γλωσσικό ύφος τού τελευταίου στήν Πρόσκληση, αποτελεί δέ άμεση αντίδραση τού Ή - πειρώτη Δασκάλου στή νέα έμφάνισι τού περιοδικού. Σ αυτή τήν (Πρόσκλησή του 6 Αλέξανδρος αφού άνα'γγείλη τήν ανάθεση τής διεύθυνσης τού Α.Ε. στο Φαρμακίδη, τσνίση τή μεγάλη αξία τού περιοδικού καί διαγράψη τούς νέους στόχους του, καλεΐ τούς απανταχού «καί προπάντων τούς ενταύθα ομογενείς νά συνδράμωσι καταγραφόμενοι ό μέν δι εαυτόν ό δέ διά τό Σχολείον τού τόπου του, ό δέ διά τινα διδάσκαλον καί φιλόλογον, μή έχοντα τρόπον νά προμηθευθή αμέσως, ό δέ δι άλλον οίκείον ή φίλον του Ικανόν νά κάμη τά όλίγα ταύτα έξοδα τής καταγραφής εις συνδρομήν τού καλού». Καλεί ακόμα «τούς λογίους τού γένους νά φιλοτιμηθώσι προσφέροντες κατά μίμησιν των τής λοιπής Βυροόπης σοφών ό μέν άνάκρισιν ενός βιβλίου, ό δέ τινά ίδιαν εϊδησιν ή τοπικήν καί εθνικήν παρατήρησιν, ό δέ ήθικήν τινά ή ιστορικήν ή φιλοσοφικήν διατριβήν, ό δέ άλλο τι συγγραμμάτων προσηρμοσμένον ε!ς έκδοσιν φιλο?ιθγικής έφημερίδος ή ποιητικόν ή εις πεζόν ύφος μάλιστα μέν εις τήν καθομιλουμένην γλώσσαν... Ή δέ των λογίο)ν φιλοτιμία, συνεχίζει, θέλει καταστήση τήν Γραικικήν εφημερίδα έπιθυμητήν καί εις τούς αλλογενείς τούς έπαγρυπνούντας διά νά μάθωσι τάς εις άναγέννησιν υμών προόδους...». Καί τελειώνει τήν πρόσκλησή του ό Αλέξανδρος: «*Ας προθυμηθώμεν λοιπόν οί ενταύθα ομογενείς δίδοντες προ πάντων τό καλό τής συνδρομής παράδειγμα εις ένίσχυσιν των νέων εκδοτών καί προθυμοποίησιν είς τό εργον...» (πρβλ. ΑΙκ. Κουμαριανού: Αόγ. Ε ρ μής Έρανιστής 2 (1969) σελ ). Τήν πρόσκληση αυτή τού Βασιλείου μνημονεύει καί ό Κοραής σέ πρός αυτόν γράμμα του τής (Ε 537), όπου μάλιστα διορθώνοντας τό ύφος καί τή φραστική της διατύπωση τού σημειώνει τά ίδια σχεδόν σφάλματα, οσα τού καταλογίζει ό Δούκας στήν Έποπτεία του καί τελειώνει: «Μή γελάς. *Αν δέν άποθάνω λ δέν ελευθερώνεσαι από τάς τοιαύτας μωρολογίας». ΤΊ σημασία πού έχει ή Πρόσκληση Φιλολογική γιά τή φιλολογική ερευνά, παρατηρεί ή Κουμαριανού στή μνημονευθείσα ήδη μελέτη της, συνίσταται Ιδίως στο λ γεγονός οτι μάς έπιτρέπει τώρα νά καθορίσουμε σο>στά τή συμμετοχή τού Βασιλείου ; στήν έκδοση τού Λ. Έρμού. Μέ τις μαρτυρίες, πού παρέχουν τά δημοσιευόμενα κεί-

30 «ΗΠΕΙΡΠΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ * μένα, είναι σωστό να συγκαταλέξωμε τον Αλέξανδρο μαζί μέ τό Μητροπολίτη Ι γνάτιο και τον Κοραή στην Τριάδα που αμέσως υστέρα από τούς εκδότες ή καλύτερα μαζί μέ τούς εκδότες είχε άναλάβει πρωτοβουλίες κα'ι ενέργειες για την ίδρυση, τή σταδιοδρομία και τή διατήρηση τού περιοδικού... Ή πρόσκλησις Φιλολογική του Βασιλείου είναι ό)ραίο δείγμα τής συμβολής των εμπόρων στην προαγθ)γή τής παιδείας. Ό Αλ. Βασιλείου έμπορος γνωστός, προσωπικότητα μέ κύρος στούς κύκλους των 'Ελλήνων τής διασποράς καί τής Πόλης, είχε ενεργό ανάμιξη σέ κάθε κίνηση, πού άποσκοπούσε στη πρόοδο τής παιδείας καί γενικώτερα στην προαγιογή των ελληνικό) ν θεμάτων. «Ένθερμον τής έλληνικής Φιλολογίας ζηλωτήν», τον είχε άποκαλέσει δ Κων. Οικονόμος. Στην πρωτοβουλία ό)στόσο τού Β. ν άναλάβη ό Φαρμακίδης τό Αόγ. Ερμή, γράφει πιο κάτο) ή ίδια Κουμαριανού. θά πρέπει νά άναζητηθούν καί άλλα βαθύτερα κίνητρα. Δέν χωρεί αμφιβολία οτι μέριμνά του ήταν ν άποσοβηθή ή διακοπή τής λειτουργίας τού περιοδικού, πού θεο>ρώνταν έξ αντικειμένου χρήσιμο καί ωφέλιμο. Βοηθόητας δμο)ς μέ τό κύρος του τό Θεόκλητο νά όνομασθή εκδότης συν'έβαλε όίστε νά πέραση ό Λ.Ε. σέ πρόσωπα, πού έδειχναν περισσότερο πρόθυμα νά δεχθούν' τήν καραϊκή διδασκαλία καί συνεπά>ς τήν κοραϊκή γραμμή στο περιοδικό. Ό Β. ήταν σέ θέση νά γνιορίζη καλά τις αντιδράσεις τού Κοραή γιά τό Λ. Ερμή, γιατί συχνά στις επιστολές του δ τελευταίος είχε έκφράσει τή δυσφορία του γιά τόν τρόπο μέ τον οποίον ό Γαζής τό διηύθυνε καί ό θυμός του μεγάλωνε περισσότερο, καθό)ς αισθανόταν υπεύθυνος επειδή είχε υποδείξει ο ίδιος, οδς τόν κατάλληλο εκδότη, τό Γαζή, πού δταν έβγαλε τό περιοδικό πού τόν είχε επιδεικτικά αγνοήσει...» ίδ.π. σε} ) \ Άναφέρο) ακόμα, κατά τις σχετικές πληροφορίες τής Κουμαριανού, πώς δ Β. δημοσιεύοντας τήν Έποπτεία τού Δούκα, τή συνοδεύει μέ σχόλια, δπου επικρατεί ή ειρηνική διάθεση μάλλον, παρά ή δριμύτητα τήν οποίαν είχε χρησιμοποιήσει άλλοτε εναντίον τού αντιπάλου του. Ή διαμάχη ξεκινημένη κιόλας από τό 1809, μοιάζει σέ τούτο τό κείμενο νά έχη χάσει τήν οξύτητα, πού έχαρακτήριζε παλιότερα ανάλογα δημοσιεύματα. ν Αλλωστε, καθό)ς ήδη άναφέραμε, δ Κ. συχνά συμβουλεύει τό Β. νά απέχει καί νά μή δίδη λαβή στούς αντιπάλους του. «'Ό τι αληθινά εντροπή και είς τούς δυό μας είναι, τού γράφει, νά παλαίοψεν μέ τοιούτους άνδρίσκους. Άφες τήν τυπογραφίαν νά τού στίξη τά μέτουτα μέ πυρωμένον σίδηρον'...» (Ε 534). Μέ αγγελία του τής ίδιας έποχής ό Κ. (Μάης 1813), πού περιλήφθηκε καί στούς αυτοσχέδιους στοχασμούς του τού Ε ' τόμου τού Πλουτάρχου, καλεΐ τούς σοφούς τής Εύροπης, δσους καταγίνονται μέ εκδόσεις Έλλήνιον ή Ρωμαίων συγγραφέαν, νά διό ρήσουν από ένα σώμα αυτών των έκδόσεών τους προς πλουτισμό τής γυμνασιακής βιβλιοθήκης τής Χίου. Τά βιβλία αυτά δώρα, γράφει εκεί ό Κ., νά τά στέλλουν οί δθ)ρητές «είς τήν Αυστριακήν Βιένναν προς τόν έντιμότατον πραγματευτήν Άλέξ. Βασιλείου», πού τόν επιφορτίζει, κοινολογώντας του τήν αγγελία, (Έ 535) νά τά κατευθύνη στον προορισμό τους. Ό Αλέξανδρο- αναλαμβάνει πρόθυμα καί τό νέο αυτό καθήκον, αργότερα δέ πληροφορεί τόν Κ., πώς λαβαίνοντας από τούς διυρητές ξένους τά βιβλία δημοσιεύει τά όνόματά τους στήν έλλ. εφημερίδα Τηλέγραφος τής Βιέννης. Ό Κ. τόν επαινεί (Ε 555) καί τόν παραγγέλλει νά διαθέτη γιά τήν αγορά βιβλίων τού ίδιου γυμνασίου, δπου ήδη σχολαρχεί δ Βάμβας, καί τις φρ. τό χρόνο, πού ύποσχέθηκαν γιά τό σκοπό αυτό οί Χιώτες. Σ τις 24)11)1813 ιδεάζει τό φίλο του ό Αλέξανδρος γιά τήν ένωση τής εμπορικής του επιχείρησης μέ τόν αδερφό του, ποιόν δέ λέει βέβαια, αλλά ποόκειται γιά τόν είς Κων)πόλη Μιχαήλ. «Δέν μπορώ νά σέ περιγράφω, τού γράφει δ Κ. πόσον μ εύφρανες άναγγέλλων τήν μετά τού αδελφού έμπορικήν ένωσιν. Αδελφός ύπ αδελφού βοηθούμενος, ώς πόλις οχυρά». Εύχομαι εις τήν πόλιν ταύτην βροχήν χρυ-

31 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ σίου άληθεστέραν από την μνθευομένην εις την νήσον τής Ρόδου χρυσήν του Διός βροχήν...» ΙΈ 545). Πράγματι, καθώς βεβαιώνει άλλη πηγή, οί αδελφοί Βασιλείου όχι μόνον ένώνοτ»ν τον χρόνο αυτό τις επιχειρήσεις τους, άλλ επεκτείνουν τό συνεταιρισμό τους προσλαμβάνοντες ιός συνεταίρους εις μέν την Κων)πολη τον Ευστάθιο Σουγδουρή, εις δέ την Βιέννη τον Κιον. Όθωναϊο. Ό συνεταιρισμός αυτός θά διαοκέση ώς τό 1817, χρόνο πού ό 'Αλέξανδρος θά διορισθη Πρόξενος τής 'Τψηλής Πόρτας στην Τεργέστη. (Π ρβλ. Γ. AcxYov: Ή Φιλομ. Έταιρ. της Βιέννης, Ά θ. 19Γ)5, σελ. 168). Μέ Γίλλ,ο γράμμα του ό Β. πληροφορεί λίγο αργότερα τον Κ. για τις ζημιές πού ύπέστη από την πώληση πραγματειών του στο Π αρίσι κι από τή χρειοκοπία βιβλιοπωλών 'Αγγλων μέ τούς όποιους είχε συναλλαγές. (Ε 564). Στις φροντίδες τού Β. για τον πλοι»τισμό τής Βιβλιοθήκης τής Χίου προσθέτει από τό έπόμενον έτος ό Κ. και νέες παρόμοιες για τή βιβλιοθήκη τού Γ ΐ μνασίου των Κυδωνιών, για τό οποίο καί παλιότερα είχε μεριμνήσει και όπου σχολαρχεί τώρα άλλος αγαπητός του και άξιος Δάσκαλος, ό Θεόφιλος Καΐρης. Π ρος αυτόν τό Β. συνt στα στούς καλούς Κυδωνιάτες καί τό Δάσκαλό τους νά κατευθύνουν τις χρηματικές εισφορές τους μαζί μέ μια πάγια σχετική επιχορήγηση 400 γρ. τό χρόνο. ΣΗΜ ΕΙΩ ΣΕΙΣ: V'ί 2-; 1) Τά έπικριτικά κατά του Δούκα φυλλάδια του Β., που έκδόθηκαν καί κυκλοφόρησαν τό χρόνο αυτό (1809) στη Βιέννη, επιγράφονται: «Έπιστολαί αυτοσχέδιοι. Γραφείσαι όταν έφάνη ή δεύτερα της Τερψιθέας Γραμματικής έκδοσις. Έκδοθείσαι υπό Ά λεξ. Βασιλείου... Έ ν Βιέννη τής Λουστρίας κατά τό αυ>θ'. ΕΙς 8ον σελ. G8» τό πρώτο καί «Έ πιστολή Άλεξ. Βασλείου προς Νεόφ. Δούκαν. Έ ν Βιέννη τής Άουστρίσς ΑΩΘ'. ΕΙς 8ον σελ. G0> τό δεύτερο. (Πρβλ. Γκίνη - Μέξα δ.π. άρ. 543 καί 544). Τά φυλλάδια αυτά ώς σπάνια, δεν ήμπόρεσα βέβαια νά ίδώ. (Πρβλ. γιά τις μεταξύ κοραϊστών καί αρχαϊστών γλωσσικές έριδες τή μελέτη μου: Δούκας καί Κοραής Ή π. Έστ. 1970, σελ. 53 κ.κ.). Ή μεταξύ Δούκα καί Βασιλείου σύγκρουση χρονολογείται από τό 1805, όταν δηλ. ό Κοραής έξέδωκε τον Πρόδρομο τής Ελληνικής του Βιβλιοθήκης, του όποίου ώς γνωστόν προέτασσε τούς περίφημους περί έλληνικής παιδείας καί γλιυσσας Αυτοσχέδιους Στοχασμούς του* ό Δ. «έβιάσοη, καθώς γράφει (>Πρόλ. Ή ρωδ. σελ. νβ' - Βιέννη 1813) νά κόμη έπίκρισιν' Ά λλ έντεύθεν όργή καί θυμός, συνεχίζει έκεΐ δ Ιδιος, έπ έμέ καί όμιλος όλος Ανδρών άνωνύμων υπό προστάτη τω καλφ Άλεξάνδρφ έκβαυχεύ-. σαντες εύοΐ σεβοί έπέπεσεν έπ έμέ» καί πάντα ήν εγώ τά κακά, αμαθής, άγράμματος, Αναλφάβητος, «συλλαβιστός* καί τό δέ σεμνότερον μορμόλυξ καί ληστής καί τυμβωρύχος καί τοιαΰτα έκείθεν τοϊς Ανοινύμοις Αποπεμπόμενα καί αυτή ή πριότη διαφορά ιερός Αλέξανδρον καί των σεμνών αυτού Ανωνύμων καί ό Ακήρυκτος πόλεμος μέχρι τούδε...» (Πρβλ. καί έπιστολή Δούκα πρός τον Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιον - Βιέννη την όποιαν προτάσσει στό Γ ' τόμ. τής έκδοσης των Αττικών Ρητόρων του Βιέννη 1813 καί Πρόλογο Ιδιον είς γ ' έκδ. Γραμματικής του Τερψιθέας - Βιέννη 1812). 2) «Μετεγλώτησα, τελεί αινεί ό Πολύκαρπος αυτός τήν έκ Σμύρνης έπιστολή του, τό ό ποιον μέ στείλε απόσπασμα έκ τής έφημερίδος περί τού είς Βουκουρέστίον συσταθέντος λυκείου καί τό έκοινοποίησα είς πολλούς. Έπροξένησεν είς όλους τούς φιλοκάλους μεγάλην χαράν, είς δέ τούς τής έναντι ας μερίδος καταισχύνην. Έπέμφθη άντίγραφον καί είς άλλα τής Ελλάδος μέρη. Είθε νά μϊμηθώσι κατά δύναμιν καί άλλοι τόν ευεργέτην τού γένους Ιγνάτιον». Πρόκειται γιά τό κατά τόν χρόνο αυτό (1811) καί στήν πρωτεύουσα τής Βλαχίας ίδρυθέν από τό μητροπολίτη Ιγνάτιο φιλεκπαιδευτικό σωματείο μέ τήν έπωνυμία «Φιλολογική Εταιρεία τού Ελληνικού Λυκείου», στα άντεπιστέλλοντα μέλη τής όποιας Από τόν ίδιο χρόνο συγκαταριθμείται καί 6 Ά λ. Βασιλείου (πρβλ. Σάθα Ν.Φ. σελ. 693).

32 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ * 3) Το έργο έκδόθηκε κατά μετάφραση τοΰ Ιατροφιλόσοφου καθηγητή του Φιλολογικού Γυμνασίου Σμύρνης Στεφάνου Οικονόμου (άδελφοΰ του Κων)νου του έξ ΟΙκονόμου) τδ 1812 στη Βιέννη εκ τής τυπογραφίας Λεοπόλδου Γκρούν. (Πρβλ. Γκίνη - Μέξα ο.π. άριθ. 687). «Καί ή μεν Βατμανική Γραμματική, έγραφε στις προς τον έκδοτη του Λογ. Έρμη άπο τη Σμύρνη 6 Κούμας, έτυπώθη αυτου δι έπιστασίας του φιλογενεστάτου και αληθώς τιμιωτάτου άνδρός Αλεξάνδρου Βασιλείου» (,τρβλ. Μικρ. Χρον. Α ' σελ. 221). Τής έκδοσης προτάσσεται επιστολή του μεταφραστή πρδς Άλέξ. Βασιλείου. Τήν έπιστολή αυτή καθώς κι/ αρκετές άλλες πηγές, που σ αυτήν τήν προμνησθεϊσα μελέτη του άναφερόμενος στον Βασιλείου παραπέμπει δ Βέης (Λογ. Ερμής 1813, σελ. 96, 284, 1816, σελ , 1817 σελ. 15, Έπιστολαί προς Αλέξανδρον τοΰ Ρίξου Νερουλού εις Έλλ. Τηλέγραφον Βιέννης άριθμ. 58 σελ. 256 καί Carl Been: Leukothea τόμ. Α' σελ. 93, 144, 200, τόμ. Β ' σελ. 121, 127) δεν μπόρεσα νά Ιδώ. 4) Διευθυντής τοΰ περιοδικού κατά τά δέκα περίπου χρόνια τής ζωής του ( ) χρημάτισαν οι ν Ανθιμος Γαζής (Γενάρης Μάρτης 1813), Αεόκλητος Φαρμακίδης ( Απρίλης - Δεκέμβρης 1813). Τό 1814 πάλι δ Γαζής, τδ 1815 δεν είναι έντελώς έξακριβωμένο ποιος είχε τήν ευθύνη τοΰ Περιοδικού κι από τό οί Θ. Φαρμακίδης καί Κ. Κοκκινάκης. (Πρβλ. Αίκ. Κουμαριανοΰ: Λόγ. Ερμής Έ - ρανιστής 2(1969) σελ καί Γ. Λαΐου: Ό Ελληνικός τύπος τής Βιέννης, Ά θ. 1961, σελ. 92 κ.κ.). Χαρακτηριστικό έν τούτοις για τδ πώς έβλεπαν τδ περιοδικό οί Αύ-. στριακοί καί τους πρωτεργάτες τής έκδοσής του, ανάμεσα στους όποιους καί δ Άλέξ. Βασιλείου, είναι τό καταχωρούμενο με ήμερομηνία σημείωμα προς τήν Αύστρ. Άστυνομίαπληροφοριοδότη της. «Τό περιοδικό τοΰτο, γράφει, έκδιδόμενον με τήν ά δειαν τής λογοκρισίας καί είς Νεοελληνικήν γλώσσαν υπό τοΰ Ά νθ. Γαξή, καίτοι έξωτερικώς επιδιώκει νά διαφώτιση φιλολογικώς τό Έ λλ. νεθνος, αποτελεί έν τούτοις συγχρόνως τό σημείο συγκεντρώσεονς τών έν διασπορφ Ελλήνων, οί όποιοι υπέρ ποτέ και άλλοτε ονειροπολούν τήν άναγέννησιν τής Ελλάδος εύρίσκεται ώσαύτοις είς στενοτάτας σχέσεις με τον Ρώσον μητροπολίτην τής Βλαχίας Ιγνάτιον, δ οποίος παίξει έκεί ένα σπουδαίον ρόλον, πληρώνει έν μέρος των εξόδων τής έκδόσεως καί διανέμει δωρεάν άντίτυπα. Επί τήν άναγέννησιν αυτήν τής Α ρχαίας Ελλάδος τρέφουν έλπίδας συγχρόνως τό Παρίσι καί ή Πέτρούπολις, ένώ ή προαγωγή τών ελπίδων αυτών φαίνεται οτι αποτελεί τήν μονομανίαν τοΰ Γαξή. Προς αυτήν τήν κατεύθυνσιν εργάζονται μετά τοΰ Γαξή, μεταξύ άλλων: Έ ν Βιέννη, Στέφανος Καμματας, Ά θ. Σταγειρίτης, Νεόφ. Δούκας, Ά λέξ. Βασιλείου, Μανουήλ καί Κυριάκος Καπετανάκης, Δημήτρ. Άλεξανδρίδης ιατρός, Δημ. Δάρβαρης...» (Πρβλ. Π. Ένεπεκίδη Συμβολαί είς τήν πνευματικήν κίνησιν τών Έ λλ. τής Βιέννης, Βερολίνο 1960, σελ ).. 5) Γιά τη Φιλομ. Εταιρεία πρβλ. καί Δ. Καιιπούρογλου: Μνημεία Ιστορίας τών Α θηναίων 1891 Α ' σελ , Πολ. Ένεπεκίδης δ.π. σελ. 112 καί Ιδιου Ρήγας - 'Τψηλάντης - Καποδίστρια Ά θ σελ. 190 κ.κ. Ακόμα Γ. Λαίου: Ή Φιλομ. Εταιρεία τής Βιέννης Ά θ σελ Σέ παράρτημα τής ίδιας αυτής μελέτης τοΰ Λαίου σελ , δημοσιεύεται φωτοτυπία τοΰ καταστατικοΰ τής Φ.Ε. πού τυπώθηκε ελληνικά καί γαλλικά στή Βιέννη τδ 1815, προτασσόμενης τχ\ζ προς Ά λ. Βασιλείου επιστολής τοΰ Καποδίστρια. Τδ φυλλάδιο σπάνιο σήμερα σώζεται στή Βιβλιοθήκη τής Ecole des langues orienlales vivants στο Παρίσι. Στή σελ. δέ 212 τοΰ Ιδίου παραρτήματος καί σέ φωτοτυπία έπίσης, περιέχεται ή κατακλείδα τής αίτησης τοΰ Βασιλείου προς τον Αύτοκράτορα μέ τήν υπογραφή του, τήν Ιδιότητά του σαν διευθυντή τής Φ.Ε. καί τή διεύθυνσή του στή Βιέννη γραμμένα με τδ χέρι του γερμανικά.

33 ΦΡΑΝΓΚΙΣΚΟΥ ΝΤΕ ΜΟΝΚΑΝΤΑ Μετάφραση ( από τά Ισπανικά ): Μ ΑΓΙΑ Σ-Μ Α ΡΙΑ Σ ΡΟΥΣΣΟΥ Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΑΔΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΑΓΩΝΕΖΩΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ* Κ Ε Φ ΑΛΑΙΟ X X I 01 Γ ενουά τες π ε ίθ ο υ ν τόν αντοκράτορα νά ηο\& μήοει τούς Κ α τα λα νο ύς καί ό Μ ιχα ή λ Π αλαιολόγος ^ ά ν ε ι τό ϊδ ιο \ια Ι μ α ζ ε ύ ε ι οτήν Κ α λλίη ο λη σ τρ α τεύ μ α τα. Οί Γενουάτες του Πέρα, πού λ ίγο προπύτερα τό είχα ν οχυρώ σει μέ τά φρους καί τεύχη, ήταν οί πρώτοι πού έκαναν ύποπτα τά όπλα μας καί έβαλαν σέ άμφιβολία την αξιοπιστία μας, λέγοντας στον αύτοκράτορα "Ανδρόνικο πώς είχαν νέα άπό την Ανατολή, πώς παρασκευαζόταν.μεγάλος και δυνατός στρατός για νά έπιτεθή στις επαρχίες τής αύτοκρατορίας, τήν άνοιξη, καί πώς αύτό έπιβεβαιωνόταν άπό έκδηλώσεις φανταστικές, καί πώς οί Καταλανοί, πού πριν ήταν στην ύπηρεσία του καί αυτοί πού μετά έφτασαν μέ τόν Μ περενγκέρ ντε Έ ντένσα, ήταν ένοίμένοι γιά νά τόν βλάψουν κι οχι γιά νά τόν ύπερασπιστούν. Γιατί αλληλογραφούσαν μυστικά μέ έκείνους στή Σ ικ ελία καί ό νόθος άδελφός του δον Φαμπρίκε, βασιλιά τής Σ ικελίας, λογάριαζε νά έρθη μέ δο'ιδεκα πλοία γιά νά ένωθή μέ αύτούς καί π ερ ίμ ενα ν τότε ν ά φ α ν ε ρώσουν καί νά βάλουν σέ πράξη τά σχέδιά τους. Αύτά ήταν τά ψέματα μέ τά όποία οί Γενουάτες θέλησαν νά καταστρέψουν τούς Καταλανούς καί νά παρουοιαστούν οί ίδιοι σάν έμπιστοι ύπερασπιστές τού κοινού καλού τή ς αύτοκρατορίας. Συμβούλεψ αν τόν Ανδρόνικο, καθώς άναφ έρει ό Π αχυμέρης, νά άντηιετωπίση τούς Κ αταλανούς μέ άνοιχτό πόλεμο. Αύτοί διέθεταν πενήντα σκάφη καί άν μπορούσε νά έξοπλίση καί ό αύτοκράτορας άλλα τόσα, ή νά δώση σ αύτούς χρήμα, έστω καί μέ άραιές δόσεις, θά τά έρριχναν αύτοί στή θάλασσα καί πώς τό μόνο πού τούς παρακινούσε ήταν ό πόνος τους νά βλέπουν τούς "Ε λληνες νά κακοπαθαίνουν καί τή χώρα πού πιά τήν είχαν σάν πατρίδα, νά βασανίζεται καί νά καταστρέφεται άπό αύτούς πού ήρθαν νά τήν ύπερασπισθούν. Δέν έδτοσε πίστη τότε ό αύτοκράτορας στούς Γενουάτες, πιστεύοντας πώς άλα αύτά ήταν σκαριφήματα τής κακίας καί τού φθόνου τους, πού γεννήθηκε μόλις οί Καταλανοί πάτησαν τό πόδι τους στήν Ε λ λ ά δ α. "Ακόμα ή πίστη καί ό άρκος των Κ αταλανών τόν καθησύχαζε. Αλλά τούς άπάντησε πώς τούς εύγνοηιονούσε γιά τή φροντίδα τους καί γιά τή συμπόνια τους γιά τις ύποθέσεις των Ε λ λ ή νω ν. Τούς ζήτησε νά σωπάσουν καί αύτός θά σκειττόταν τί πρέπει νά κάνει καί άταν θά άποφάσιζε θά τό έβαζε σέ πράξη. * Συνέχεια έκ τοό προηγουμένου, σελ. 402.

34 480ϊ Η Π ΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ» αααααααλααλααααααα^ \ λααλαααλαααλ. Ε κ είνο ν τον ίδιο καιρό ή τιμή και ή χάρη πού ό Ανδρόνικος έκανε στόν Μ π ερ ενγκ έρ, έρέθισε τον Μ ιχα ή λ Π αλαιολόγο για καταστροφή μας και υποδαυλισμένος άπό τούς "Έ λληνες άρχισε νά τήν κατεργάζεται, μεταχειριζόμενος γ ι αυτό ολα τά μέσα τά άποτελεσματικά πού μπορούσε, καταπατώντας νόμους θείους και άνθρώπινους. Έ τ α ν οί 'Έ λ λ η νες τόσο φθονεροί καί έπηρμένοι, πού μέ λύσσα καί μανία άπίστευτη, ικέτευαν τον Μ ιχαήλ πού ήδη ήταν εχθρικά διατεθεηιένος ένάντιά μας, μεγαλοποιώντας τή φήμη των δπλυτν των Καταλανών καί τονίζοντας τό γεγονός ότι κατείχαν τά ύψιστα αξιώματα τού κράτους του γιά μεγάλη ταπείνωση τής μεγαλειότητάς του καί άτίμοιση δική τους. Π ίστευαν πάντα οί 'Έ λ λ η ν ες πώς οί δικοί μας Καταλανοί ήταν σάν τούς Α λανούς καί τούς Τ ουρκόπουλους πού δεν ανέβαινε ή σκέψη τους περισσότερο άπό τό νά εξοικονομήσουν μιά ζο)ή μέ ένα θλιβερό και κακομοιριασμένο μισθό Αλλά όταν είδαν νά προσφέρωνται σ αύτούς τά άξιοηιατα τού Καίσαρα, τού μεγαδούκα, τού δομέστιχου καί τού ναυάρχου καί πώ ς είχαν ισχύ νά φ ι λοδοξούν και γιά όσα άπόμεναν, συνειδητοποίησαν τή ζημιά καί άρχισαν νά θλίθωνται πού ή ισχύς καί οι τηιές τού κράτους περιέρχονταν στά χέρια των ξένω ν. Τό χρόνο πού άνάμεσα οπούς 'Έ λ λ η ν ες γίνονταν αύτές οί συζητήσεις, οί στρατιώ τες στά φ ρούρια κρίνοντας πώς ή πληρω μή καθυστερούσε, κακοποιούσαν τούς 'Έ λ λ η ν ες των πόλεων πού ήταν εγκατεστημένοι. Ό Μ ιχαήλ Παλαιολόγος, προσεχτικός γιά κάθε εύκαιρία νά σπιλώση ολόκληρο τό έθνος μας, ά- δράχτηκε άπό αύτή γιά νά πείση τόν πατέρα του, λέγοντάς του πώς αν δέν π α ρ εμ π όδιζε τό θράσος τω ν Κ αταλανών, θά έρχόταν ή ολοκληρωτική καταστροφή τού κράτους καί τού οίκου του. Γιατί άνικανοποίητοι από πληροηιές καί μισθούς ύπέρογκους καί μ όλο πού είχαν τόσο πλούσια άποθέματα άπό τήν Ά σία, καταπίεζαν τις φ ίλες πόλεις γιά νά ικανοποιήσουν τήν άπληοτία τους. Καί πώς τό κράτος δέν ήταν έλεύθερο επειδή νικήθηκαν οί Τούρκοι, άφού τό περίμ ενε μιά ιαό ανυπόφορη καί απάνθρωπη δουλεία άπό τούς Καταλανούς πού στά χ έρ ια τους βρισκόταν ή ελευ θερ ία όλων. Καί πώς άδικα τήν είχε κερδίσει ό παππούς του, ό Μ ιχαήλ Παλαιολόγος, διώχνοντας τούς Λατίνους άπό τήν αύτοκρατορία, άφού ήταν νά τούς τήν προσφέρουν γιά δεύτερη φορά μέ τή θέλησή τους. Καί πώς αύτό θά συνέβαινε πολύ σύντομα αν δέν εμπόδιζαν τήν αύθάδεια. Καί πώς έμεναν άκόμα δυνάμεις ατούς Έ λ λ η ν ε ς, άν τά σχέδιά τους ά πέβα ιναν μάταια γιά νά νικήσουν μέ όποιοδήποτε τρόπο τούς Καταλανούς. Καί πώς τήν ύποχρέοκτη πού τούς είχαν, πού είχαν ελευθερώσει τις έπαρχίες άπό τούς Τούρκους, ήδη ή αλαζονεία καί ή κακή διαγοιγή τήν είχε σβήσει, καί οί νίκες τους άξιζαν τό όνομα τής προσβολής κι όχι τής προσφοράς ύπηρεσιών, άφού άντί τά όπλα τους νά θεμελιώσουν μιά βέβαιη ειρήνη στο κράτος, κήρυχναν νέους πολέμους στις φ ίλες πόλεις μέ ανυπόφορες φορο λο γίες καί κακομεταχείρηση. Ό Α νδρόνικος πιεσμένος άπό τήν πειθώ τού γιού του καί τών οικείων του πού διαρκώς μέ παράπονα καί αισθηματολογίες θρηνούσαν τή δυστυχία τών Ε λ λ ή ν ω ν καί τόν ξεπεσμό τους, έδειξε σέ συνέχεια τό άποτέλεσμα τών συζητήσεών τους ενάντια ατούς Καταλανούς, άπαντώντας στόν Ρογήρο καί ιόν Μ π ερ ενγκ έρ πού τού ζητούσαν χρήματα γιά τόν πόλεμο, πώς δέν θά τούς πλή ρωνε μέχρι νά περάσουν στήν Ασία καί νά άρχίσουν τόν πόλεμο. Αυτός ήταν ένας τρόπος πού ποτέ μέχρι τότε δέν είχε χρησιμοποιήση ό Α νδρόνικος πού ήταν πιό άπλόχερος σέ τιμές καί πληρωμές άπ ό,τι αύτοί άπαιτητικοί νά τού τις ζητούν.

35 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ' Ή άπάντηση του Ανδρόνικου έφτασε στ αύτιά αύτών που βρίσκονταν στην Καλλίπολη και ξεσήκωσε τόσο μεγάλη ταραχή και ανταρσία σ ολόκληρο το στρατόπεδο που έξανάγκασε τους άρχηγούς νά πάρουν τα δπλα για νά έπιτεθούν οέ πολλά μέρη του κράτους και νά κυριεύσουν αρκετά όχυρά και φ ρούρια. Κι δσο ό Ανδρόνικος καθυστερούσε νά τούς δώση ικανοποίηση, ένοιωθαν μενόλη θλίψη γιατί πίστευαν πώς οί δυό τους στρατηγοί, ό Ρογήρος και ό Μ πε- ρενγκέρ, έκμεταλλευόμενοι το αίμα τό δικό τους και τη ζωή τους, ήθελαν νά ανυψωθούν και γιά νά μην δυσαρεστήσουν τον αύτοκράτορα άπά τόν οποίον» περίμεναν τις μ εγα λύτερές τους απολαβές, δέν τόν έπίεζαν δσο έπ ρ επ ε γιά : νά δώση και ο αυτούς τις πληρω μές πού τόσο δίκαιο ήτσν νά τούς άπονεμηθούν. Αυτές οί ύποψ ίες τόσο στέριωσαν πού αποφάσισαν νά σ τείλουν πρε-! οδεία στόν αύτοκράτορα, ζητώντας του νά τούς πλήρωσή καί αυτοί θά συνέ-! χιζαν νά προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μέ απόλυτη πίστη, τιμω ρώ ντας τις ακρότητες αύτών πού θά τολμούσαν νά θείξουν ή νά κακοποιήσουν τίς φ ίλ ε ς j πόλεις Αύτή ή πρεσβεία, ή τόσο εύ γενική, λέει ό Π α χυμ έρ η ς, πώς στάλθηκε από τον φόβο πού πήραν βλέποντας τά στρατό τού Μ ιχαήλ Π αλαιολόγου πού j συνάχτηκε γιά νά πατάξη τό τόλμημά τους καί τήν άποκοτιά τους. ; 'Ό τα ν έφτασε αύτή ή πρεσβεία στόν αύτοκράτορα, αύτός είδε δτι ήταν ά- δύνατον νά δώση ικανοποίηση σέ τόσο μ εγάλες άπαιτήσεις πού είχαν. Α λ λ ά για νά μή φτάση σε ρήξη καί σέ πόλεμο φανερό, τούς παρέπεμψε στόν Μ περενγκέρ ντέ Έ ντένσα δπου μέ τή μεσολάβησή του θά τούς έδινε ένα μέρος I από τά χρήματα πού τού ζητούσαν. Εύχαριστήθηκαν τότε μέ τά χρήματα πού ιούς δόθηκαν καί γύρισαν στήν Καλλίπολη δπου κιόλας είχε φτάσει κι ό Ρογήj ρος μέ τή γυναίκα του, τήν πεθερά του, καί τόν κουνιάδο του πού θέλησαν νά j τόν συνοδεήσουν κι ϊσοις, δπως έγώ υποψιάζομαι, γιά νά έχει ό Ρογήρος κονj τά του τήν Ειρήνη, πεθερά του και άδελφή τού αύτοκράτορα, σάν δμηρο, σέ περίπτωση πού θά ήθελε εκείνος νά τού έπιτεθή σάν νά ήταν έπαναστάτης, άν ή ανταρσία καί ή στάση έξαπλοίνόταν. ΚΕΦ ΑΛΑΙΟ X X I I Π ληρώ νονται οί σ τρα τιώ τες κατά δ ια τα γή τοϋ *Α νδρόνικον μέ κ ά λπ ικ α νομίσματα ό π ό τε δ η μ ιο νρ γο ϋ ντα ι νέες φ α σ α ρ ίες. Ό Α νδρόνικος πιεζόμενος από τήν ανάγκη, μέ πανουργία καί πονηριά έλληνική, γιά νά δώση στήν πρεσβεία χρήματα, νά κάνη τίς πληρωμές, διέταξε νά κόψουν άοημένια νομίσματα πολύ έλαττωμένα σέ βάρος καί λειψά, σέ λιγώτερο άπό τό τρίτο τής παλιας τους αξίας καί είχε τήν απαίτηση οί στρατιώι τες νά τά δεχτούν σάν νά ήταν άκέραια. Οί άρχηγοί ανίδεοι γιά τήν άπάτη,! εύκολα άφέθηκαν νά ξεγελαστούν, κι δπως οί στρατιώτες, σχεδόν έπαναστημένοι, ζητούσαν νά πληρωθούν, πήραν τά χρήματα καί τά π ή γα ν στήν Κ α λλίπολη, δπου καί τά μοιράστηκαν μέ παράπονα καί θλίψη. Τελικά, μόνο μέ έγγύηση τό όνομα αύτών πού πλήροιναν, άν καί γνώριζαν πιά τήν άπάτη, σώπασαν. Διαφορετικά άντέδρασαν οί Γενουάτες, λίγο αργότερα, πού ό αύτοκράτοράς τους είχε ύποσχεθή μια ώρισμένη ποσότητα χρημάτοιν, γιά νά στείλουν τό στόλο τους ένάντια στούς Καταλανούς, καί τούς πλήρωσε μέ αύτά τά ίδια νομίσματα: τού τά έπέοτρεψ αν καί άπέσυραν τό στόλο τους. 'Ό τα ν οί Ά ραγω νέζοι καί οί Καταλανοί, ευχαριστημένοι μέ τό χρήμα τών πληρωμών, θέλησαν νά πληρώ σουν τούς "Ε λ λ η ν ες χρεώ στες τους καί νά τούς j i ι* ;ι ;Ί i > I

36 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» έξοφλήσουν εντελώς, αύτοί άρνήθηκαν νά τό δεχτούν με την παρούσα αξία, και όπως τό φαγητό και ή συντήρηση δεν σηκώνει καθυστερήσεις, πίεζαν τούς 'Έ λ λ η ν ες πού τούς τά προσέφεραν νά τό δεχτούν. Έ τσι οι "Ελληνες άλλαξαν και οι Κ αταλανοί ζητούσαν τη ν τροφή με τά δπλα, μ έ άποτέλεσμα δλες οι πόλεις τής περιοχής νά έρημώνωνται. Ό Ανδρόνικος μπροστά στά ατελείωτα παράπονα γιά τις άνωμαλίες και τις εχθροπραξίες των στρατιωτών, κατέληξε νά συμφωνήση μέ τόν γιο του και νά δώση ένα τέλος άποτελεσματικό καί βίαιο σε τόσες φθορές. Θά μπορούσαν νά παρεμποδιστούν, αν οι πολυάριθμοι άρχηγοϊ πού διέθετε ή στρατιά μας, είχαν άπόλυτη κυριαρχία στούς ύποτελετς τους κι άν αύτοί ήταν ενωμένοι. Γιατί πάντα, όταν ένας άρχοντας χ ρ η σιμοποιεί μέσα τόσο άναξιοπρεπή γιά νά εκπλήρωσή τις ύποχρεώσεις του, δπως ήταν ή πληρωμή τών Καταλανών μέ νόμισμα τόσο λειψό άπό τήν παλιά του άξία, χω ρ ίς π ρ ιν νά έ χ ε ι νομιμοποιήσει μέ διάταγμα τήν γενική κυκλοφορία του σέ δλη τήν έπιχράτεια μέ τήν ίδια άξία γιά δλους τούς ύποτελεϊς του, είνα ι σάν νά προσφ έρη βέβαιη ρήξη ανάμεσα στον λαό καί τόν στρατό, θ ε ω ρείται βέβαιο πώς αύτό τό σχέδιο, σχεδιάστηκε κι άπό τούς δύο αύτοκράτορες μαζί μέ τόν Ανδρόνικο καί τόν Μ ιχαήλ, γιά νά κακοποιήσουν οι Καταλανοί τούς "Ε λ λ η ν ε ς, καί αύτοί προσβεβλημένοι νά πάρουν τά δπλα γιά νά τούς εκδικηθούν. Γιατί πίστεψ αν πώ ς οι Καταλανοί θά άφανίζονταν κι αύτοί θά λ ε υ τερώ νονταν άπό τις ύποχρεώσεις τους. Π έτυχε τό σχέδιό τους. Γιατί οί δικοί μας. δπως βρίσκονταν χωρίς χρήματα, έμπαιναν στά χωριά καί τις πόλεις κι δταν ευ ρίσκα ν άντίσταση, κατά τή στρατιωτική συνήθεια, κακοποιούσαν μέ πράξεις καί μέ λ ό για δσους τούς άντιστέκονταν. Ό Νικηφόρος, συγγραφέας "Ελληνας, καθώς βρισκόταν στήν πλευρά τήν προσβεβλημένη εκτεταμένα διηγείται τίς άκρότητες εκείνης τής στρατιάς, καί άκόμα περισσότερο ό Γεώργιος Π αχυμέρης, πού άφήνει λεύτερο τό πάθος του, καί δα γκ ώ νει μέ μ εγά λ η κακότητα. Α λλά ό Μ οντανέρ άρνείται πώς οί Καταλανοί φέρθηκαν άδυσώπητα καί σκληρά μέ τούς "Ελληνες. Πρίν, λέει, τούς βοηθούσαν καί τούς ύπερασπίζονταν, γιατί μέ τή μανία τών Τούρκων, οί χριστιανοί τώ ν επ α ρχιώ ν τή ς Ασίας, μισώντας τέτοια σκληρή δουλεία, μαζεύονταν στήν Κωνσταντινούπολη καί πέθαιναν στούς σταύλους άπό τήν πείνα καί τή δυστυχία χοιρίς οί "Ε λληνες νά συγκινούνται λιγάκι άπό τή δυστυχία αύτών πού τούς είχαν γιά συντρόφους καί φίλους. Καί οί Καταλανοί μέ μεγάλη άπλοχεριά βοηθούσαν πολλούς άπό αύτούς πού ήταν μαζί τους. Αύτός πού θά διαβάση καί θά συσχετίση αύτούς τούς ιστορικούς, εύκολα μπορεί νά βγάλη κρίση, προτάσσοντας τού καθενός τά χαρακτηριστικά. Ό Νικηφόρος καί ό Παχυμ έρης δντας "Ε λλη νες καί σέ πολλά σημεία έλάχιστα προσεχτικοί στο νά γράψ ουν τήν άλήθεια, προσβεβλημένοι άπό κοινές ή προσωπικές προσβολές άπό τούς δικούς μας, ήταν καί μακρυά άπό τά πράγματα. Ό Μ οντανέρ, 'Ισ πα νός, αύτόπτης μάρ,τυς δλων αύτών τών γεγονότων, μέ τήν πληρότητα τού ύφους του καί τού καιρού πού έγραψε, φαίνεται νά έγγυάται γιά τήν άλήθεια τώ ν γεγονότω ν πού ά ναφ έρει. Ό αύτοκράτορας Ανδρόνικος, φοβούμενος πώς ό Ρογήρος ανοιχτά δέν θά έπαιρνε τά δπλα εναντίον των άκολουθώντας τή θέληση τών Καταλανών, πού είχαν θίγει άπό τήν άπάτη πού τούς έγινε μέ τά χρήματα τών μισθών τους, θέλησε νά στείλη τόν άρχοντα Μ αρούλη, άρχη γό τών Ε λ λ ή ν ω ν πού πολεμούσαν μέ τόν Ρογήρο στήν Α νατολή, νά πάη έκ μέρους του στήν Κωνσταντινούπολη, νά τόν βεβαιώση γιά τήν πίστη του γιατί αύτός πάντα τόν εύνοούσε καί τόν προωθούσε. Καί συγχρόνω ς τόν διέταζε νά πή στήν άδελφή του

37 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ is* Ειρήνη νά έρθη μαζί του, πιστεύοντας πώς αύτή είχε κάποια έπιρροή έπάνω σι ον γαμπρό της, για νά τον πείση ο δ,τι χρειαζόταν. Έ φ τα σ ε αύτή ή π ρ ε σβεία του Μαρούλη στην Καλλίπολη και ό Ρογήρος καθαρά του απάντησε πώς δεν σκεπτόταν νά βγή από την Κ αλλίπολη, γιατί δέν ή θελε νά γίνη περισσότερο ύποπτος στους δικούς του μέ το νά πάη στην Κ ωνσταντινούπολη. Ή Ε ι ρήνη επίσης δικαιολογήθηκε πώς δήθεν ήταν άρρωστη και δέν μπορούσε νά ταξιδέψη. Μετά άπό αύτό ό Μ αρούλης έπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, κι έβγαλε τον αύτοκράτορα από τήν ij/ευδαίσθηση πώς θά μπορούσε νά έλθη οέ όποιαδήποτε συμφοτνία χωρίς νά έξοφλήση έξ ολοκλήρου τις πληρω μές του στρατού. Π αρ δλη αύτή την εξήγηση, άποπειράθηκε γιά δεύτερη φορά, μέσω τής αδελφής του, νά τούς πείση νά περάσουν στήν Ανατολή μέ κάποια βοήθεια πού θά τούς έστελνε, γιατί ή Φ ιλαδέλφεια βρισκόταν σέ χειρότερο ά- ποκλεισμό από τον προηγούμενο χρόνο και ή δύσκολη θέση πού βρισκόταν δέν συγχοιρούσε ούτε πεθαμένους, θ ά ήθελε βέβαια ό Ρογήρος νά ύπακούση τον αύτοκράτορα. Αλλά οί στρατιώτες ήταν π ιό ερεθισμένοι άπό ποτέ κι άν ό Ρογήρος ύποχωρούοε στον αύτοκράτορα, κινδύνευε ή θέση του και ή ζωή του. Τύν ίδιο καιρό ό Μ περεγκέρ ντέ Έ ντένσα βλέποντας πώς δλη ή ατμόσφαιρα γύρω, ήταν γεμάτη ύποψία και τρόμο καί πώς οί 'Έ λ λ η ν ες τόν κοιτούσαν σάν Καταλανό. καί οί Καταλανοί δυσπιστούσαν γιά τήν πίστη του, γιατί ό αύτοκράτορας τόν τοποθέτησε τόσο ψηλά καί φυσικά δέν μπορούσε, κατά τή γνώμη τους, παρά νά είναι μέ τό μέρος του, νόμιζαν πώς συναινεΐ μέ τήν άδικία πού τούς έκανε ό αύτοκράτορας. Τελικά σάν έφτασαν οί σχέσεις των Καταλανών καί τού αύτοκράτορα Ανδρόνικου νά είναι σέ κατάσταση πού δέν μπορούσε νά είναι κανείς αμέτοχος ή ούδέτερος άνάμεσα σέ τέτοιες διαφορές, χω ρίς μεγάλο κίνδυνο νά χάσει τά πάντα, ό Μ περενγκέρ αποφάσισε νά άκολουθήση τήν πρώτη του ύποχρέωση καί νά διαλέξη άπό τήν προσωπική του άνοδο, τή δημόσια τιμή καί έκτίμηση τού έθνους πού έπρόκειτο νά χαθή. Ζήτησε άδεια άπό τύν Ανδρόνικο νά γυρίση στήν Κ αλλίπολη καί π α ρ δλο πού ό αύτοκράτορας μέ παρακάλια καί προσφορές προσπάθησε νά τόν κρατήση, μπαρκάρισε οτίς δυο γα λέρ ες πού ε ίχ ε στο λιμ άνι των Β λαχερνώ ν καί δέν έμ εινε στό π α λάτι, καί λέει ό Π αχυμέρης πώς επιβιβάστηκε μέ ύφος θλιμμένο πού έδειχνε τήν πάλη πού γινόταν στήν ψ υ χή του. Από τή γα λέρ α έπέσ τρεψ ε στον α ύ τοκράτορα τά τριάντα δοχεία μέ χρυσό καί ασήμι πού τού είχε δώσει καί λ έει ό ί διος συγγραφέας, πώς τά σύμβολα τού αξιώματος τού Μ εγαδούκα τά έρριξε στή θάλασσα, δείχνοντας έτσι πώς άπό εκείνη τή στιγμή άρνιόταν τή φιλία τού κράτους αυτού. Αύτή τή πράξη πού χαρακτηρίστηκε άπό τούς Έ λ λ η ν ε ς, σάν άτιμη καί κακή, ήταν πού περισσότερο αξίζει νά έπαινέση κανείς άπ δσες αύτος ύ μεγάλος ιππότης έπραξε στήν Α νατολή. Γιατί, ούτε οί τιμές, ού τε τά α ξιώματα μπόρεσαν νά τόν άπομακρύνουν άπό τό δίκαιο: λ!έγα παράδειγμα γιά δσους θέλουν νά προοδεύσουν σέ βάρος τού κοινού καλού καί τής ύπόληψ ης τής πατρίδας, δπως σέ πολλούς συμβαίνει, καί λησμονούν τό χρέος τους άπέναντι στήν πατρίδα τους καί τήν καταγοιγή τους καί άφήνουν νά κακοπάθη άπό μικρά συμφέροντα, καί πού τις περισσότερες φορές δέν τούς μένει παρά μόνο ή άτίμοτση γιά αμοιβή στήν καταστροφή τους. 'Ό τα ν πιά ετοιμαζόταν νά άναχωρήση ό Μ περενγκέρ, ό αύτοκράτορας έσ τειλε νά τόν καλέση π ο λ λ ές φ ο ρές χωρίς νά μπορέση νά πιστέψη πώς τόν έγκ α τέλειπ ε. Π ροσφέρθηκαν κάποιοι άπό τή Μ αλβασία0 νά αίφνιδιάσουν τις δύο γα λ έ ρ ες τού Μ π ερ ενγκ έρ i ί 'ΐ * Ά λλο δνομα τής Μονεμδασίας πσυ χρησιμοποιεί δ Μονκάντα,

38 4 g 4 ^ ^ A A ^ W ^ A A ^ A A / V N A A A A A ^ ^ ^ ^ ^ A A A ^ ehrieipfttikh ΕΣ Τ ΙΑ» και νά εκδικηθούν για την τόσο μικρή έκτίμηση πού έδειξε στη φιλία του αύτοκράτορα καί συγχρονίας νά άνακτήσουν αύτοί μια γαλέρα πού είχαν στην ύ- πη ρεο ία του Μ π ερ ενγκ έρ. Α λλά ό αύτοκράτορας δεν τούς έπέτρεψ ε νά βάλουν σέ έφαρμογή τά σχέδιά τους, γιατί λογάριαζε νά τον ύποτάξη άλλοιώς. Ε κ είν η τη νύχτα ό Μ περενγκέρ έκανε πανιά και πήγε στήν Καλλίπολη, δπου βρήκε τή ν άτμόσφαιρα γεμ άτη χ ίλ ιε ς υποψ ίες και δυσπιστίες. Κ ΕΦ ΑΛΑΙΟ X X I I I Π ρ ο σ φ έρ ει ό αύτοκράτορας 9Α νδρόνικος σάν φ έουδο ατούς *Α ραγω νέζονς καί Κ α τα λα νο ύς άρχηγούς τις έπ α ρ χ ίες τής 9Α σία ς. Ό αύτοκράτορας επιθυμούσε νά διχάση τούς Καταλανούς καί μετά νά μπορέση νά τούς τιμωρήση πιο άκίνδυνα Προσπάθησε έκ νέου νά πείση τόν Ρογή ρο 6,τι και προηγουμένοις, μέσω τού Καναβούριο, πού ήταν ύπουργος συγγενή ς τής Ε ιρήνης τής πεθεράς του, τόν όποιον μετά από πολλά πήγαινε - έλα άπό τήν Κωνσταντινούπολη, π έτυ χε γιά τούς Καταλανούς τήν πιό σημαντική ύπόθεση πού θά μπορούσαν νά επιθυμήσουν γιά τήν αύξηση καί έπιτυχία τους, καί δπως τούς προτάθηκε έτσι και πραγματοποιήθηκε. Αλλά ή θρασύτητα των στρατιωτών, ό φθόνος των Ε λ λ ή νω ν, οί άξιώσεις τού γιού, μετάλλαξαν τήν αγάπη και τήν φροντίδα πού ό "Ανδρόνικος είχε γιά τις δικές μας ύποθέσεις σέ θανάσιμη απέχθεια. Και έτσι άποφασίστηκε άνάμεσα στον αύτοκράτορα και τό γιό του νά δυόσουν φαινομενική καί τιμητική ικανοποίηση στούς Καταλανούς καί μυστικά νά σχεδιάσουν τήν καταστροφή καί τόν άφανισμό τους. Καί παρ δλο πού αυτό δέν τό λέγουν οί ιστορικοί, εύκολα εικάζεται άπό αύτά πού άργό τερ α έκαναν. Ό Ανδρόνικος μέσοι αυτού τού Καναβούριο, καί εξαναγκασμένος άπό τόν φόβο τω ν δπλω ν τω ν Κ αταλανών καί των ενισχύσεω ν πού ή φήμη είχε διαδώσει πώς έρχονταν άπό τή Σικελία, κι1άκόμα άπό τις πολλές πληρωμές, δποις ήταν τό θησαυροφυλάκιο καί τά κρατικά ταμεία ρημαγμένα καί οί πρόσοδοι τού κράτους δέν ήταν άρκετές ούτε γιά τά έξοδα τά τρέχοντα καί τά αναγκαία, καί δπως ό πρίγκηπας έπείγετο νά βρή λύση καί έχείνοι σάν στρατηγοί ύποχρεωμένοι καί φίλοι, ώ φειλαν νά τόν βοηθήσουν νά βάλη σέ πράξη αύτό πού δλους ένδιέφ ερ ε εξ ίσου, επιτέλους συμφωνήθηκε άνάμεσα στον αύτοκράτορα καί τόν Ρογήρο μετά από μακρές καί κουραστικές συνομιλίες, τό ακόλουθο: άπό δω καί στο έξης έδινε ό "Ανδρόνικος τις επαρχίες τής Ασίας σάν φέουδο στούς μεγιστάνες καί τούς ιππότες τούς Ά ραγω νέζους καί Καταλανούς μέ τόν δρο οσάκις τούς καλέσει καί τούς χρειαστεί αύτός ή οί διάδοχοί του νά σπεύσουν νά σταθούν στο πλευρό του καί πώς ό αύτοκράτορας δέν θά ήταν πιά, μετά άπό αύτή.σή συμφωνία, υποχρεωμένος νά δώση μισθό στούς μισθοφόρους. Μόνον θά τούς ένισχύει κάθε χρόνο μέ τριάντα χιλιάδες σκούδα καί είκοσι χιλιάδες μόδιους σιτάρι, δίνοντάς τους καί τά χρήματα των μισθών των τωρινών ώς τήν ημέρα τή ς ένα ρ ξη ς τής παρούσας συμφωνίας. Μ έ αυτή τή συμφωνία οί υποθέσεις μας φαινομενικά στάθηκαν σέ άπό- λυ τό μ εγαλείο. Γιατί οί Κ αταλανοί είδαν τούς εαυτούς τους κατόχους όλων Λ των επαρχιώ ν τής Ασίας όχι τόσο γιατί τούς τις προσέφερε ό αύτοκράτορας σάν πληρω μή στις υπη ρεσίες τους, δσο για τί τίς κέρδισαν μέ τά όπλα τους καί

39 WKH? «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 485 τις λευτέρωσαν άπό τή δουλεία των Τούρκων, πράγμα άρκετό για νά τούς 6ώοη τό δικαίωμα τής κυριαρχίας σ δ λ ες αυτές. Λυτή ή συμφωνία ύπήρξε ένα από τά πράγματα τά πιό άξιοσημείωτα α υ τής τής Εκστρατείας και πού περισσότερο μπορεί νά λαμπρύνει τά Εθνη τής Λραγο)νίας και Καταλανίας. Γιατί δταν οί Ρωμαίοι νίκησαν τον Μιθριδάτη. καί κέρδισαν τήν Ασία, πέτυχαν μία από τις μεγαλύτερες δόξες τους, καί αύτό πού ή γενναιότητα τόσων φημισμένων στρατηγών καί στρατειών κυρίεψε σέ τόσα χρόνια, τό πέτυχαν οί δικοί μας σέ λιγώτερο από δύο. Καί civ pc άπάτες καί προδοσίες δέν Εμποδιζόταν ή τύ χη τους, θά άπόμεναν άπόλυτοι κύριοι καί άρχοντες τής Ασίας, καί ίσως άν παρέμεναν νά Εμπόδιζαν τούς Τούρκους άπό τό ξεκίνημά τους καί δέν θά τούς έδιναν τόπο νά έπεκταθοϋν ούτε νά αποκτήσουν τήν απέραντη αύτοκρατορία πού σήμερα κατέχουν. Αυτές οί συμφομ ες έγιναν μέ δρκο μπροστά οπό εικόνισμα τής Παρθένου, συνήθεια παλιά αύτής τής αύτοκρατορίας. Σ αυτά συμφωνουν ό ΙΙαχυμέρης καί ό Μ οντανέρ, Σ τό μόνο πού διαφέρει ό "Ε λληνας, είναι πού λέει πώς ά αύτοκράτορας Α νδρόνικος εξαίρεσε μ ε ρικές πόλεις πού όπιθυμοϋσε νά μήν σ υμ περιληφ θοϋν σ αύτή τή δωρεά. f ΚΕΦ ΑΛΑΙΟ XXIV ί Οί στρα τιώ τες μέ μ εγα λύτερ η όργή άπό π ρ ίν έπ α ν α σ τα το ϋ ν ; γ ια τί δ υ σ π ισ το ϋ ν γιά τόν Ρ ο γή ρ ο. I Ό αύτοκράτορας Ανδρόνικος, σάν έκπλήρακτη στόν δοσμένο δρκο, έστειλε τόν Θεόδωρο Τσοϋνο νά πάη στόν Ρογήρο τίς συμφωνίες καί σφραγισμένες ί μέ χρυσόβουλο καί τριάντα χιλιάδες σκούδα καί τά σύμβολα του καίσαρα, καί νά πή πό>ς τό σιτάρι ήταν ήδη έτοηιο νά παραδοθή σέ δποιον θά ώριζε ό Ρογή- ρος. Ό θεόδοίρος έκανε τόν γύρο του Ρίπι, κ ι δπως ήταν συμφωνημένο καί! άποφασισμένο κοντά στό Ρίπι σταμάτησε, γιατί έμαθε πώς τά πράγματα στήν \ Καλλίπολη μέ τούς Καταλανούς χειροτέρευαν. Αποφάσισε νά μήν προχωρήση άλλο, έως δτου έχει άσφαλείς πληροφορίες γιά τήν κατάσταση, καί κυρίως γιατί φοβόταν πού ό Ρογήρος ήταν προσβεβλημένος μέ έναν άδελφό του. πού βρισκόταν στό Κανσίλιο, ά π δπου είχε έξορμήσει πολλές φορές μέ ώπλισμένους άνδρες γιά νά τού κάνει ζημίες. Έ τσι, φαίνεται άπό καθαρή πρόνοια έστειλε τόν Καναβούριο νά πάη πρώτα στήν άδελφή τού αύτοκράτορα, ώστε πρώτα σ αύτήν νά δώση άναφορά γιά τό τί σ υνέβα ινε καί μαζί νά τού Εξηγήσουν τό λόγο καί τήν κατάσταση τής καινούργιας άνταρσίας, γιατί δέν ήθελε νά διακινδυνεύση τό άτομό του καί τά χρήματα χωρίς περισσότερη άοφάλεια άπό αύτήν πού είχε. Προχώρησε μετά, βαδίζοντας πολύ άργά, γιά νά δώση καιρό στόν Καναβούριο νά πάρη τίς πληροφορίες πού ήθελε καί νά Επιστρέψη χοφΐς νά βρεθή νωρίτερα σέ κίνδυνο. Συναντήθηκαν στήν Βραγχιάλιο, δπου πήρε νέα γεμάτα υποψίες, γιατί ειδοποιήθηκε πώς ύ Ρογήρος δέν θά δεχόταν τά σύμβολα τού καίσαρα γιά νά μ ή θεωρηθή περισσότερο ύποπτος ατούς δικούς του, πού είχαν ήδη αρχίσει νά δυσπιστοϋν γιά τό πρόσωπό του βλέποντάς τον μέ πλούτη καί άξιώματα, Ενόσω σ αυτούς άποστεροϋσαν τούς μισθούς τους. Φοβήθηκε ό Θεόδωρος καί άποφάσισε, γιά νά είναι άσφαλής. νά άποσυρθή στό φρούριο τού Ρίπι, δπου καί πα ρ έμ εινε λ ίγ ε ς μ έρες. Καθώς είδ ε τά ί ;Ι,'.1 * Τ

40 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» πνεύματα δτι δεν ηρεμούσαν, φοβήθηκε μήπως οι Καταλανοί άντιλαμβανόμενοι τήν παρουσία του στό Ρίπι μέ τριάντα χιλιάδες σκούδα, του έπιτεθοϋν για να του πάρουν τά χρήματα. Κι έτσι μια νύχτα, μέ μεγάλη μυστικότητα μέ δλα δσα έφ ερνε, έφ υ γ ε γτά τήν Κωνσταντινούπολη, και έκεί εξήγησε στον αύτοκράτορα τί τον εμπόδισε και τί τον εξανάγκασε νά γυρίση πίσω, χοιρίς νά έικτελέση τη διαταγή του. Ό Ρογήρος έκρινε πώς συνέφερε για τήν υπόληψή του καί τήν άσφάλειά του, νά δώση κάποια ικανοποίηση στό στράτευμα, για τις άμφιβολίες πού είχε γ ια τήν άξιοπιστία του. Και γ ι αυτό, διέταξε τά κυριώ τερα κεφάλια τής στρατιάς ν ά έρθουν στήν Κ αλλίπολη, άφοϋ πρώτα άφήσουν σέ ασφάλεια τά φρούρια πού κατείχαν. Ό τ α ν συγκεντρώθηκαν όλοι, τούς είπε πώς οί μόχθοι καί οι κίνδυνοι πού είχαν ύποφέρει γιά τήν αύξηση καί τήν ώφέλεια του έθνους του καταλανικού καί άραγωνέζικου δέν άξιζαν τόσο κακή άνταπόδωση δσο ήταν τά ν ά αμφ ιβάλουν γιά τήν πίστη του. Κι δτι αύτός είχ ε δοκιμαστή στον πόλεμο τής Σ ικελίας, ύπηρετώντας τόν βασιλιά καί διοικώντας πάντα στρατιώτες Κ αταλανούς καί μ δλο πού εκείνοι οί καιροί ήταν τόσο ύποπτοι, κανείς δέν τόλμησε νά τόν θίξη. Καί στούς πολέμους τής Ασίας ύπάκουσε στήν ύποχρέο>ση πού τόν κάλεσε, καί π α ρ δλο πού ό αύτοκράτορας του είχε κάνει μ εγά λες- τιμές, αύτός δέν τις θεωρούσε άντάξιες τών ύπηρεσιών του, άλλά κι όταν ήταν, αύτός δέν ήταν άνθροιπος πού εξ αιτίας τους νά ξεχάση τί ύποχρεώσεις είχε κατά πρώτο λόγο. Καί πώς ό αύτοκράτορας ήθελε νά τόν κάνει καίσαρα καί πώς αύτός δέν ήθελε νά δεχτή άλλα άξιώματα χωρίς νά δώση σ αύτούς πρώτα ικανοποίηση καί πώς μόνο γιά νά τούς συμπαρασταθή καί έμψυχώση έφ υ γε από τήν Κωνσταντινούπολη καί άφησε τόν αύτοκράτορα πού ήθελε νά τόν κρατήση καί ν ά τόν προωθήση. Κι δτι αύτός ήταν αποφασισμένος νά μοιραστή τήν τύχη τους καί αν ό αύτοκράτορας μέ τόν στρατό του τούς έπιτεθή, θά φρόντιζε, κατά τόν δρκο του, νά τόν σταματήση, αν περνούσε άπό τό χέρι του. Α λλά αν θά ήταν άναγκασμένος νά σηκώση τά όπλα, αύτό θά γινόταν μόνο γιά νά ύπηρετήση τήν κοινή άμυνά τους ενάντια στούς "Έλληνες. Μ αύτόν τόν λό γο ό Ρογήρος επιβεβαίω σε τήν πίστη του καί οι Καταλανοί ικανοποιήθηκαν καί ζήτησαν συγγνώμη γιά τήν καχυποψία πού ήταν ριζοιμένη σέ μερικούς. Αύτόν τόν ίδιο καιρό συνέβη, γιά μεγαλύτερη δυσφήμηση τών δπλων μας, ν ά έπιτεθού ν οί Τ ούρκοι στό νησί τής Χίου, πού ήταν επιφορτισμένος ό Ρογήρος καί οί δικοί του νά τήν ύπερασπίζωνται καί σχεδόν τήν κυρίευσαν δλη καί μόνο μερικοί μπόρεσαν νά άποσυρθούν στό φρούριο καί μέ σαράντα πλοία πού κατάφεραν νά συγκεντρώσουν έφυγαν, άλλά κι αύτοί χάθηκαν τραγικά, συντριμμένοι καί κατεστραμμένοι άπό μιά μανιασμένη θύελλα, κοντά στό νησί τής Σ κ ύρ ο υ. Μ έ αύτήν τή ν άπώ λεια τά πνεύματα κι άπό τις δυο μεριές ερεθίστηκαν. Οί "Έ λληνες, γιατί τούς φάνηκε πώς οί Καταλανοί, άφού καλά τούς ενοχλούσαν μέ τόσες εισφορές δέν ήταν ικανοί νά τούς ύπερασπίσουν άπό τήν ορμή καί τή δουλεία τών απίστων. Οί Καταλανοί επίσης άπέδωσαν αύτήν τή ν απώ λεια στήν καθυστέρηση τού Ανδρόνικου νά έκπληρώση αύτό πού τόσες φορές τούς είχε ύποσχεθή καί διατείνονταν πώς, άν τούς είχε πληρώσει εγκαίρως, θά μπορούσαν νά βοηθήσουν κατά τήν ύποχρέωσή τους καί νά ύπερασπιστούν τούς τόπους πού ώ φ ειλαν. Ή έλλειψ η χρήματος τούς άνάγκαζε μέ δλο καί μεγαλύτερη αταξία νά τό αναζητούν σέ δλα τά μέρη τή ς Θράκης.

41 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 7 ΚΕΦ ΑΛΑΙΟ XXV ' Α π ο φ α σ ίζο υν κατά τή ν συμφ ω νία νά π ερ ά σ ο υν στήν 9Α ν α το λή καί 6 Ρ ογήρος δ έχ ετα ι τό άξίω μα το ν Κ αίσαρα καί τά χ ρ ή μ α τα. Έ φτασε στα αυτιά των αύτοκρατόρων Ανδρόνικου και Μ ιχαήλ αυτά πού I ό Ρογήρος είπε καί βαριά προσβεβλημένοι θέλησαν μέ τή στρατιά πού είχα ν " κοντά στην Ά νδρια νούπολη νά έπιτεθοϋν στούς Κ αταλανούς. Α λλά ό Α ν δρόνικος μεταπείστηκε από τον Ά σάν, κουνιάδο του Ρογήρου, πού λίγο πριν p του είχε δώσει τον τίτλο τού πανυπερσέβαστου και διέταξε τόν γιό του νά μήν έκτελέση αυτήν τήν απόφαση, περητένοντας -πάντα μέσω τού άνηψιού του, νά i ταπεινώση τόν Ρογήρο, στον οποίον ό Ά οάν έγραψ ε τήν δίκαιη άποδοκητασία τού αύτοκράτορα και πώς ή καλλίτερη έξιλέωση πού θά μπορούσε νά έχη θά j ήταν νά περάση τήν στρατιά στήν Ασία καί νά άρχίση τόν πόλεμο. Απάντησε ό Ρογήρος στόν κουνιάδο του καί στόν αύτοκράτορα μέ τήν I ίδια ύποταγή, πώς ή άνόγκη τόν έκανε νά δώση μέ λόγο ικανοποίηση σέ δλο τό στρατό, γιατί άν δέν τό έκανε, θά κατέληγαν νά είναι βέβαιοι γ ι' αύτά πού ύ- ποψιάζονταν καί αναμφίβολα θά τόν σκότωναν. Καί πώς αυτός θά ήταν πιστός ' καί αναγνώ ριζε τις π ο λ λ ές τιμές καί τά αξιώματα πού άπό τό χ έρ ι του ε ίχ ε ί λάβει καί άν μέ τή γλώσσα τόν ε ίχ ε προσβάλει, αυτό έ γ ιν ε γιατί οι Κ αταλαj νοί θά τόν έβλαπταν έμπρακτα, παίρνοντας γιά ά ρχη γό ά λλον πού έλ εύ θ ερ α j θά τούς άφ ηνε νά έξασκούν τις βιαιοπραγίες τους. Καί πώς έξυπηρετοϋσ ε νά τούς συμπαρασταθή καί σέ κάτι, γιατί δέν τολμούσε νά τούς καθυποτάξη μέ διαφορετικό τρόπο καθώς αύτός διά τής βίας διέθετε χ ιλ ίο υ ς ά νδρ ες πού νά ί τόν ύπακούουν. Μέ αύτή τήν έπιοτολή ό αύτοκράτορας διέταξε τό γιό του νά μήν πειράξη τούς Κ αταλανούς, αλλά μόνο νά έμποδίζη τις έχθρ οπρ α ξίες τους.! Ό Ά σάν πού ή θελ ε νά διατηρηθή ό κουνιάδος του ό Ρογήρος, έπεισ ε ιό ν ; αύτοκράτορα νά ξαναστείλη αύτό πού λ ίγο πρ ίν ό Θεόδωρος Τ σούνος τού πήj γαινε καί πώς μετά άπό αύτό θά π έρ να γε στήν Ασία. Κι έτσι ό αύτοκράτορας Ι τού έστειλε τά σύμβολα τού καίσαρα καί τήν ήμέρα τής άνάστασης τού Λαζά- ρου, ντύθηκε καί προσφοινήθηκε καϊσαρ καί τού δόθηκαν τριάντα χ ιλ ιά δ ες σκούδα καί εκατόν χιλιά δες μόδιοι σιτάρι. Ά λ λ ο στο τέλ ο ς ό αύτοκράτορας τόν j διέταξε νά διαλύση δλον τόν στρατό καί μόνο νά κράτηση χ ίλ ιο υ ς ά νδρες. Ό j Ρογήρος έδειξε έπκρανειακά δτι υπάκουε, άλλά κρυφ ά φ ρό ντιζε γ ιά κάθε α ι φνιδιασμό. Έ στειλε στον Μ περενγκέρ ντέ Έ ντένσα, πού ήταν πιά έκδηλωμένος επαναστάτης καί έχθρός τού κράτους, ένα μέρος των στρατιωτών του. "Ένα άλλο τμήμα τό έστειλε στήν Κύζικο καί οπήν Μ υτιλήνη, δπου κιόλας βρίσκονταν φρουρά καταλανική. Σ ύ ν α ξ ε καί περισσότερο σιτάρι άπό δσο ό α ύ τοκράτορας τού έδινε, έκεϊνο πού οι Καταλανοί μάζεψ αν μέ τίς εισφορές. ΚΕΦ ΑΛΑΙΟ XXVI 9Α να χω ρεί ό Ρ ογήρος νά συνά ντηση τόν Μ ιχ α ή λ Π αλαιολόγο. 9Α ν τιλ έ γ ε ι ή Μ αρία ή γυνα ίκ α τον καί οΐ άλλοι Α ρ χη γο ί. Ε κείνον τόν καιρό πού οί Καταλανοί περνούσαν γεμάτοι φόβους καί έλπίδες, ό Ανδρόνικος καί ό Μ ιχαήλ σχέδιαζαν μέ ποιό τρόπο θά μπορούσαν νά τιμωρήσουν παραδειγματικά αύτούς κι ακόμα σκληρότερα νά τηιωρήσουν τό τόλμημά τους. Καί παρ δλο πού αύτό δέν τό λ ένε καθαρά οί Έ λ λ η ν ε ς Ιστορικοί στήν πραγματικότητα τό φανέρω σε καί τό ά ποκά λυψ ε ιή παραβίαση τή ς

42 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» συμφυινίας τους. Ή ά τυχη μοίρα του Ρογήρου άνοιξε δρόμο γιά νά τό πραγματοποιήσουν. μέ μεγάλη ασφάλεια των Ε λ λ ή νω ν καί αξιοσημείωτες άπώλ ειες δικές μας. Έ φ τα σ ε ή ώρα τής άναχώρησης από την Ε λλά δα για νά συνεχίσουν τόν πόλεμο και ό Ρογήρος αποφάσισε νά πάη νά ίδή τόν Μ ιχαήλ Παλαιολόγο γιά νά του δώση άναφορά τί είχε συμφωνηθή μέ τόν πατέρα του, σχετικά μέ τόν πόλεμο και νά του ζητήση χρήματα, δπως λέει ό Νικηφόρος. Αλλά ή Μαρία ή γυναίκα του, ή μητέρα της καί τά αδέλφια της, πού σάν κλέφτες άπό μιά φάρα γνώ ριζαν καλά τούς δικούς τους, αίσθάνοταν πολύ άσχημα μέ τήν ιδέα του ταξιδιού. Ή Μαρία πού ήταν ή άμεσα ένδιαφερομένη έξήγηοε μυστικά στόν άνδρα της, νά μην πάη καί νά μήν πέση θεληματικά στά χέρια τού Μιχαήλ καί νά μήν τού δώση τήν εύκαιρία πού μέ τόση επιμονή αναζητούσε. Καί τού έξή γη σ ε πόσο έρημη θά άπόμενε αυτή και πόσο ξεκληρισμένοι οι δικοί του, αν τούς έλειπ ε ή κυβέρνια του. Καί νά μήν είναι τόσο άπόκοτος. Καί νά δώση σημασία στά λόγια της, γιατί δεν τά γέννα μόνο ή έγνοιά της, άλλά καί κάποια βέβαια καί άσφαλή σημάδια πού είχε πώς ό Μ ιχαήλ Παλαιολόγος κατεργαζόταν τήν καταστροφή του. 'Ό λ ο υ ς αύτούς τούς λόγους, συνοδευμένους άπό δάκρυα καί παρακάλια, τούς έξήγησε ή Μαρία στό σύζυγό της Ρογήρο, γιατί καθώς ήταν Έ λληνίδα καί στενό πρόσωπο τού άρχοντα, άν καί δεν τή ν έμπισ τεύονταν μήπω ς καί άποκαλύψ ει τά σχέδιά τους, πα ρ όλες τις προφ υλάξεις δμοκ; έφταναν στ αύτιά της αρκετά πράγματα πού σάν γυναίκα προσεκτική καί πολυέγνοιαστη γιά τή ωή τού άνδρα ιη ς μπόρεσε νά άνακαλύψ η καί νά μάθη πώς κάτι μηχανεύονταν έναντίον του. Λίγη σημασία έδωσε ό Ρογήρος στις συμβουλές της καί αύτή, δσο λιγώ τερες υποψίες φανέρωνε στόν άνδρα της, τόσο περισσότερο πρόσεχε καί προσπαθούσε νά βρή τρόπο νά τόν πείση, καί αύτό πού θεώρησε πιο άποτελεσματικό ήταν νά φωνάξη τούς κυριώτερους αρχηγούς τής στρατιάς καί νά τούς άποκαλύψη τίς δίκαιες ύποψίες της γιά νά ζητήσουν αύτοί άπό τόν Ρογήρο νά άναβάλη τό ταξίδι του στήν Ά ν- δριανούπολη γιά νά έπισκεφθή τόν Μ ιχαήλ Παλαιολόγο. Τέλος, δλοι οί άρ~ χηγοί μαζί. ΐέ τήν παρότρυνση τής Μαρίας τής οποίας οί ύποψίες δεν τούς φαίνονταν άβάσιμες, πήγαν στον Ρογήρο καί τού ζήτησαν νά αφήση ή τούλάχιστον νά άναβάλη.τήν αναχώρηση ώσπου νά βρεθή ό Μ ιχαήλ σε πιό εύχάριστη καί λιγώ τερο έπικίνδυνη ψυχική κατάσταση. Τούς άπάντησε πώς κανένα εμπόδιο δέν θά τόν έπειθε νά άς>ήση τό ταξίδι καί νά έκπληρώση τήν ύποχρέωσή του, τήν τόσο έπιτακτική, δπως ήταν ή επίσκεψή του στον Μ ιχαήλ πού τού ώ φ ειλε τόν ίδιο σεβασμό πού είχε καί στον αύτοκράτορα πατέρα του. Καί άκόμα τούς είπε πώς αν πριν νά φύγη άπό τήν Ε λλά δα γιά τήν έκστρατεία τής Ασίας δέν τόν ένημέρω νε γιά δλες τίς άποφάσεις, θά ήταν σάν νά τού έδινε άφορμή νά διαφωνήση μ αυτές. Καί πώ ς οί ύποψίες τής Μαρίας τής γυναίκας του, γεννιόντουσαν άπό τήν όγάπη καί τό φόβο μήπως τόν χάση κι επομ ένω ς ήταν άβάσιμες καί δέν ήταν σωστό νά τόν παρεμποδίσουν. 'Ο δηγημένος άπό τό μοιραίο κάλεσμα τού πεπρωμένου του, ό Ρογήρος ούτε άντιλήφθηκε τούς κινδύνους καί ούτε σάν τούς άντιλήφθηκε φοβήθηκε. Π ολλές φορές δσα οημάδια κι άν έχη ένας άνθρωπος, δέν μπορεί νά δραπετεύοη άπό τόν θάνατο ούτε άπό καταστρεπτικές έξελίξεις. Καί παρ δλο πού ό θ ε ό ς μάς ειδοποιεί μέ σημάδια αλάθευτα καί φανερά, είναι ικανή μιά τρελλή βεβαιότητα νά μάς θαμπώση πού νά μή βλέπουμε τούς κινδύνους, δπου βρίσκεται άποφασισμένο τό τέλος μας καί ή τιμωρία μας. Σ αύτήν τήν περίπτωση τόν Ρογήρο ούτε ή λογική, ούτε ή πείρα του, γιά τή ν φύση των Έ λ-

43 ifv % I' «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ > λήνιυν, ούτε οι ειδοποιήσεις τής γυναίκας του, ούτε οι ικεσίες των δικών του μπόρεσαν νά τον συγκρατήσουν νά μή παραδοθή μέ τή θέλησή του στό θάνατο. "Οταν αποφασίστηκε ή αναχώρησή του, ή Μαρία ή γυναίκα του, μέ δλους τούς δικούς της, δεν θέλησε νά μείνη στην Κ αλλίπολη, γιατί καθώς είχε βέβαιο τον όφανισμό μας, δεν θεώρησε σοκττό νά διακινδυνεύση άφοϋ ή ύποχρέοτση νά παρευρίσκεται στην Κ αλλίπολη έ λ ε ιπ ε σάν θά απούσιαζε ό σύζυγός της. Διέταζε ό Ρογήρος τον Φερνάντο Ά ονές, μέ τέσσερεις γα λέρες νά την πάει στήν Κωνσταντινούπολη καί αυτός μέ τριακόσιους ιππείς καί χίλιους οπλίτες, άφήνοντας στη θέση του τον Μ περενγκέρ ντέ Έ ντένσα, ζεκίνησε γιά τήν Ά νδριανούπολη πού λεγόταν διαφορετικά και Ό ρεστιάδα, πρωτεύουσα τής Θράκης, και αύλή παλιών αύτοκρατόροιν και βασιλιάδων πού τότε ήταν αύλή τού Μιχαήλ. Ό Σουρίτα θέλει τήν Ά νδριανούπολη καί τήν Όρεστιάιδα δύο διαφορετικές ζεχωριστές τοποθεσίες γιατί δέν έφτασε ώς αύτόν ή πληροφορία πώς αυτή η πόλη είχε καί τά δύο όνόματα. Ό Νικηφόρος τήν ώ- νόμαζε Ό ρεστιάδα «μέ τό όνομα τό πιο αρχαίο καί ό Μ οντανέρ Ά νδριανούπολη πού ήταν πιο σύγχρονο καί αύτό πού τότε τίς έδιναν οι "Ε λλη νες καί πού ακόμα σήμερα διατηρεί μ έ μιά μικρή διαφορά. Πληροφορήθηκε ό αύτοκράτορας Μ ιχαήλ στις 22 Α πριλίου πώς θά πήγαινε ό καϊσαρ Ρογήρος, γτατί ό Ά σάν ό κουνιάδος του τόν πληροφόρησε, h Ά λ λα ξε παράξενα ό Μ ιχαήλ μέ αύτόν τον έρχομό καί μέ έναν ιππότη του? οίκου του, έστειλε νά τον ρωτήση, μιά μέρα πριν φθάσει, άν ό αύτοκράτορας πατέρας του τον είχε διατάξει ή άν κινήθηκε από μόνη τή θέλησή του. Ά πάνι ιησε ό καίοαρ μέ λέξεις γεμ άτες ταπεινωσύνη πώς μόνο πήγαινε νά προσφέ- I ρει τήν ύπακοή του καί νά δείξη τήν υποταγή πού του ώ φ ειλε καί συγχρόνω ς γιά νά συζητήση μαζί του γιά τό ταξίδι πού έπρόκειτο νά κάνη στήν Α νατολή. f>: Μέ αύτή τήν απάντηση ήσύχασε ό Μ ιχαήλ καί έδειξε πώς χάρηκε μέ τήν ά- έ <ριξή του. Έ στειλε τότε νά τόν ύποδεχτεϊ μέ τή φιλοφροσύνη καί τήν εύγέq νεια πού άρμοζε. "Ητανε τετάρτη τής δεύτερης εβδομάδας τού Πάσχα πού ιήν ονομάζουν του Ά γιου θω μά. Συναντήθηκε έκεϊνο τό ίδιο βράδυ μέ τόν αύτοκράτορα, πού τόν δ έχτη κ ε καί τόν περιποιήθηκε μ έ μ εγάλα δείγμ α τα ά- Λ γάπης.!% JI 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXVII Δολοφονούν τόν Ρ ογήρο μέ μ εγά λη Α γριότητα οί *Αλανοί> ένόοω γευ μ ά τιζε μέ τους αύτοκράτορες Μ ιχ α ή λ καί Μ α ρία καί δλους δαους ήτα ν α τήν ά κ ο λουδία τους. j Μέ τήν καλή υποδοχή πού ό Μ ιχαήλ έκανε στόν Ρογήρο καί στούς δι-! κούς του, πίστεψαν όλοι πώς οί υποψίες τής Μαρίας ήταν άβάσιμες καί ζού- >σαν τόσο ανέμελα καί δίχως τήν παραμικρή υπόνοια γιά τή βλάβη πού τόσο ί σηιά είχαν, καί χωρισμένοι καί ξαρμάτωτοι διέτρεχαν τήν πόλη, σάν νά βρί- \ σκονταν ανάμεσα σέ φίλους καί έμπιστους. Βρίσκονταν ακόμα μέσα σ αυτήν joi Ά λανοί μέ τόν Γεώργιο τόν άρχηγό τους, πού τό γιο του τόν είχαν σκοτώ- Ισει στήν Ά σία οί Καταλανοί. Βρίσκονταν ακόμα οί Τ ουρκόπουλόι πού ένα μέρος τους ύπηρετουσε κάτω άπό τίς διαταγές του Βουλγάρου Βοσσίλα καί τό άλλο μέρος κάτω άπό τόν Μελέκο. Οί Ρωμαίοι βρίσκονταν ύπό τόν μέγα πριμηκήριο Κασσιανό καί τόν Δούκα καί μ εγάλο άρχοντα τή ς άκολουθίας, άποκα-

44 490 Α ^ Λ Λ Λ Λ / ν ν Α Λ Λ Λ Λ Λ ^ ν ^ ν ν Λ / ν ν ^ Ν ^ Λ Α / ν ι Η Π Ε Ι Ρ Ω Τ Ι Κ Η ΕΣΤΙΑ» λούμενο Έ τρ ιά ρ χ η 0. "Ο λοι αύτοϊ θεώρησαν ύποπτη τήν έλευση του Ρογήρου, πώ ς τά χα έρχόταν νά κάνη ά ναγνοφ ίση των δυνάμεο3ν του Μ ιχαήλ, μέ πρόσχημα να δηλαιση ύπακοή καί άνάλογα μέ αύτές ν ά πράξη. Αύτός πού περισσότερο άπ όλους έρέθιζε καί άλλαζε τά πνεύματα έναντίον τού Ρογήρου καί των Καταλανών, ήταν ό Γεώργιος, κεφαλή των Αλανών, πού από τόν πόθο του νά πάρη έκδίκηση μετερχόταν δλα τά μέσα πού μπορούσε. Τελικά, είτε ύ- πήρξε προσο^πική του ενέργεια, είτε κατά προτροπή ή διαταγή τού αύτοκράτορα Μ ιχαήλ, τήν παραμονή τής αναχώρησης τού Ρογήρου, κγ ένώ έτρωγε μέ τόν αύτοκράτορα Μ ιχαήλ καί τήν αύτοκράτειρα Μαρία απολαμβάνοντας τις τηιές πού οί άρχοντες τού περιποιούσαν, μπήκαν στο χώρο πού έτρωγε ό Γεοόργιος ό Ά λανός, ό Μ ελέκο ό Τουρκόπουλος μέ πολλούς από τούς δικούς του, καί. ό Γρηγόριος. Ό πρώτος άνέλαβε τόν Ρογήρο καί μετά από πολλά πλήγματα μέ τή βοήθεια τών δικών του τού έκοψε τό κεφάλι καί άπόμεινε τό σώμα κατακρεουργημένο ανάμεσα στά φαγιά τού τραπεζιού τού "Αρχοντα πού ύποτίθεται πούς ήταν εγγύηση ασφαλέστατη φιλίας καϊ άχι χώρος νά δολοφονηθή ένας στρατηγός φίλος πού είχε προσφέρει τόσες καϊ τέτοιες λαμπρές ύπηρεσίες, φιλοξενούμενος δικός του, συγγενής του καϊ σάν τέτοιος τιμημένος μέσα στόν οίκο του, στο τραπέζι του και μέ παρουσία τής γυναίκας τού ενός καί τού άλλου. Δ έν θά μπορούσαν νά συντύχουν πιστεύθ3, περισσότερες προϋποθέσεις γιά νά μεγαλθ3σουν άλλο τήν άτηιία αυτής τής πράξης. ΚΓ ήταν αύτή μιά πράξη, αναμφισβήτητα, άνάξια ένός πού φέρει τό άνομα και τις ύποχρεώ σεις τού άρχοντα καϊ άπό τις όποιες οί κυριώτερες είναι εκείνες πού π ρ έπ ει περισσότερο νά απέχουν άπό τό νά φαίνεται άχάριστος καϊ άπάνθρο> πος αν καϊ είναι αλήθεια πώς οί άρχοντες σ π α ν έ ς άναγνο^ρίζουν τις ύποχρεώσεις τους κγ δταν νιο3θουν ύποχρεο3μένοι, άπεχθάνονται τό πρόσωπο τό οποίον τούς έχει υποχρεώσει. Α λ λ ά αυτό δέν πρέπει νά φθάνη σέ τέτοιο βαθμό πού νά χάνουν όλότελα τό φόβο τής φήμης, κγ άνοιχτά νά τόν σκοτώσουν καϊ νά τόν έξολοθρεύσουν. Τό βέβαιο είναι πώς συνήθως, εύκολώτερα μπορεί ένας ά ρ χο ντα ς μιά μικρή δυσαρέσκεια νά τιμωρήση, παρά μ εγά λ ες καϊ λαμπρές ύ πηρεσίες νά συγχο5ρήση ή νά άνεχθή μερικές προσβολές μικρής ή άνύπαρκτης σημασίας. Α λλά ποιο είναι τό άνοσιούργημα πού δον θά μετέλθη ό άδικος άρχοντας, άν τό κρίνη απαραίτητο γιά τή διατήρησή του; Γιατί τήν κρίση καί τήν τιμο3ρία τού θ εο ύ, αφού σ αύτήν μόνον ύποτάσσονται, τήν Θεο3ρούν τόσο μακρυνή πού μόλις τήν διακρίνουν καϊ δέν διανοούνται άπό πόσο άπλοϊκούς δρόμους έρχεται ή δική τους τιμωρία αφού τό χέρι ένός άδίστακτου άν- Θρο3που κ α τα λή γει νά άφαιρή βασίλεια καί ζωές. Τούτο τό τραγικό τέλος είχε ό Ρογήρος ντέ Φλόρ, στά τριάντα έπτά του χρόνια, άνδρας μέ μεγάλη άξια κγ άκόμα μεγαλύτερη περιουσία, τυχερός1μέ τούς έχθρούς του καϊ άτυχος μέ τούς φίλους, γιατί οί πρώτοι τόν έκαναν ξακουστό καϊ φημισμένο στρατηγό καϊ οί άλλοι τού πήραν τή ζωή. Ε ίχε ύφος τραχύ καϊ καρδιά φλογερή καϊ ήταν ταχύτατος στήν έκτέλεση τών αποφάσεών του. Μ εγαλοπρεπής καϊ γένναιόδωρος, γγ αυτό καί έγινε ήγέτης καί, κ εφ α λ ή τού στρατού μας, μέ δθ3ρήματα έδειξε τήν ευγνωμοσύνη του στούς s φίλους πού τόν έβαλαν σ αύτή τή θέση πού ύπήρξε μιά άπό τις σημαντικώτε- \ ρες πού ύπήρχαν όκείνα τά χρόνια μετά άπό τό άξίωμα τού αύτοκράτορα, ή i τού βασιλιά. Ά φ η σ ε τή γυνα ίκα του έγκυο, πού μετά γέννη σ ε έναν γιό πού * * Παρακάτω τον άναφέρει σωστά: Έταιρειάρχη.

45 t- ι; % ό Μοντανέρ άναφέρει πώς ζούσε τόν καιρό πού αύιός άρχισε νά γράφη τήν ίσιορία του. Ο Νικηφόρος μόνον Λέει πώς τόν σκότωσαν - τόν Ρογήρο - κοντά στο πα^ λάπ του αύτοκράτορα Μ ιχαήλ, χωρίς νά λέη κατά διαταγή τίνος ή ποιός τό έκανε. Αλλά ό Π αχυμέρης συμφωνεί μέ τόν Μ οντανέρ στά κύρια σημεία, γιατί αναφέρει πώς βγαίνοντας ό καίσαρ από τήν αίθουσα πού είχε δειπνήσει μέ τούς αύτοκράτορες, τού έπετέθησαν οί Ά λανοι του Γειπργίου καί ό Ρογήρος βλέποντας πώς έχει κυκλωθή, άποσύρθηκε μέχρι εκεί πού βρισκόταν ή αύτοκράτειρα Αύγούστα κι έπεσε νεκρός κοντά της διαπερασμένος άπό μιά ]ΐαχαιριά στις πλάτες. Κι όταν έφτασαν τά νέα στον Μ ιχαήλ πού βρισκόταν ο άλλο δοιμάιιο του παλαπού και πληροφορήθηκε τό συμβάν γιά τόν Ρογήρο και γιά ολη τήν άναταραχή, πού δημιούργησαν οί σκοτωμοί πού οί Ά λ α ν ο ι έ καναν στούς αμέριμνους Καταλανούς, σχεδόν έχασε τις αισθήσεις του και ρώτησε άν συνέβη κανένα κακό στήν αύτοκράτειρα κι άν ήταν άσφαλής. Αλλά μετά έμαθε τήν αιτία του θανάτου του Ρογήρου καί διέταζε νά παρουσιασθή μπροστά του ό Γεώργιος καί τόν ρώτησε τί λόγο είχε νά σκοτώοη τόν Ρογήρο καί αυτός του απάντησε: γιά νά έχει τό κράτος έναν εχθρό λιγώτερο. Έ τσι δικαιολογεί ό Π αχυμέρης αυτή τήν κακοήθεια- Κι έτσι, φανερά ό Μ ιχαήλ δέν είναι ό έμπνευστής αυτού τού θανάτου. Αλλά τόν άνέχθηκε καί ά π έφ υ γε νά τόν τιμοιρήση καί μ αυτόν τόν τρόπο έ γ ιν ε σ υ νένοχος τής κακουργίας. Δέν ικανοποιήθηκαν οί Ά λανοι μέ μόνον τό θάνατο τού Ρογήρου, γιατί τήν ίδια ώρα αίφνιδίασαν όλους τούς Καταλανούς καί τούς Ά ραγω νέζους πού βρίσκονταν στή συνοδεία καί μέ φρικτούς θανάτους τούς άποδεκάτισαν. Καί λέει ό Π αχυμέρης πώς ό Μ ιχαήλ μύνησε στο θείο του Θεόδωρο νά συγκρατήση τούς Ά λανούς καί τ άλλα έθνη πού, μανιασμένα άπό τό αίμα τους ξεχύθηκαν από τήν Ά νδρια νούπολη νά άφανίσουν όλους όσους άπό τό έθνος μας βρίσκονταν, γιατί υπήρχαν πολλοί πού έμεναν σ έκείνα τά χωριά καί πώς αύτό τό έκανε ό Μ ιχαήλ γιατί φοβήθηκε μήπω ς νικηθούν οί δικοί του καί μήπω ς ή ορμή τους γίνει αιτία να χαθούν. Μέ αυτό μού ςιαίνεται ποις καθαρά αποκαλύπτεται τό σχέδιο τού Μ ιχαήλ πού Γμαν άναμφισβήτητα νά τούς αφανίση όλους. 'Ό λ ο τό ιππικό πού ήταν συναγμένο, αίφνιδίασε τούς Καταλανούς καί τούς Ά ραγω νέζους μέσα κ ι έξω άπό τήν πόλη. Α λλά μερικοί πληγω μένοι καί κακοπαθημένοι πήραν τά όπλα καί έχασαν τή ζωή πού τούς άπόμενε, κάνοντας τόν έχθρό νά πληρώση μέ τό ίδιο τίμημα. Δραπέτευσαν μόνο τρείς ιππότες άπό αυτή τή θλιβερή τραγωδία, ένω ό Νικηφόρος ά να φ έρει πώς γλύτοισαν οί περισσότεροι. Ό ένα ς ονομάζονταν Ραμόν Ά λγκέρ, γιος τού Χιλαμπέρτ Ά λ γκ έρ άπό τό Καστεγιόν ντέ Άμπούριας. Οί άλλοι δύο ήταν ό Γκυγιέμ ντέ Τόους καί ό Μ περενγκέρ ντέ Ροουντόρ ντέ Γιομπρεγκάτ. Οί ύπόλοιποι, όσοι δέν σκοτώθηκαν, συλληφθήκανε καί ρίχτηκαν στά σίδερα καί μετά ιιέ μ εγα λ ύ τερ η σκληρότητα τού ς έ καψαν, όπυκ, θά άναφέρω παρακάτω, παίρνοντάς το άπό τή διήγηση τού Παχυμέρη. Αυτοί οί τρεις ιππότες, πολεμοιντας μέ μοναδική ανδρεία, κυρίεφαν μιά εκκλησία καί καθώς στενά κυκλώθηκαν μέσα σ αυτήν, τραβήχτηκαν σέ έναν πυργίσκο της κ ι άγωνίζονταν άπελπισμένα άπό κεϊ ψηλά πού στάθηκε άδύνατον όσο κ ι άν προσπάθησαν νά τούς σκοτόισουν ή νά τούς συλλάβουν. Ό Μ ιχαήλ μετά πού πραγματοποίησε τήν άγριότητά του, θέλησε νά βγάλη φήμη σπλαγχνικού κ ι έπιεικούς καί διέταξε νά μήν τούς πειράξη κανείς καί τούς έδωσε άσφαλές διαβατήριο νά γυρίσουν οπήν Καλλίπολη. Ή διήγηση τού Νικηφόρου δια φ έρει κάπως σ αύτό τό περιστατικό για τί λ έ ε ι πώ ς ό Ρογή-

46 492,Λ Λ Λ Λ Α Λ Α Α Λ Α Α Α Α Λ Α ^ Α Λ Α Λ Α ^ ^ Α Λ Λ Α Λ Λ «ΗΠΕΙΡβΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» ρος π ή γε μόνον μέ διαχόσιους ιππείς στην Ά νδριανούπολη καί όχι μόνο για νά δεϊ τον Μ ιχαήλ καί νά του αναφέρει τί είχε αποφασίσει σχετικά μέ τον πόλεμο, οπιος γράφει ό Μ οντανέρ, αλλά γιά νά του ζητήσει χρήματα κι αν του τά άρνηθή νά τον άναγκάση νά του τά διυση μέ τή βία. Αυτά είναι λόγια του Νικηφόρου και άπό ο,τι ιιπορώ νά άντιληφθώ, έλάχιστα συμφωνούν μέ δ.τι προτήτερα άναφέρθηκε, άφού ό Μ ιχαήλ βρισκόταν στήν Άνδοιανούπολη μέ ισχυρό στρατό. Και δέν είναι δυνατόν έγας στρατηγός τόσο λογικός δσο ό Ρογήρος, πού οί ίδιοι οί "Ε λλη νες κάθε φορά πού τούς δίνεται ή εύκαιρία τον άποκαλοϋν άνδρα μέ )ΐεγάλη φρόνηση, νά έκανε τέτοια άνοησία νά πάη μόνον μέ τριακοσίους ιππείς νά άπειλήση έναν αυτοκράτορα πού βρισκόταν σέ μιά μ εγά λ η πόλη μέ ένα ν ισχυρό στρατό. ΚΕΦ ΑΛΑΙΟ XXVIII Ο ί σ τρ α τιώ τες σηκώ νουν τά β π λα ά π ρ ο κ ά λυ π τα ένά ντια στοϋς "Ε λληνες καί ok διά φ ορα μ έρ η της αύτοκρατορίας σκοτώ νονται οί Κ α ταλανοί καί οί 9Α ρ α γω ν έζο ι. Ο ί στρατιώτες πού ήταν μέ τόν ΜπερενγκΡ:ρ ντέ Έ ντένσα καί τόν Ροκαφόρτ, θεώρησαν σωστό νά άποπειραθούν γιά τελευταία φορά νά πείσουν τόν Ανδρόνικο νά τούς πλήρωσή. Έ σ τειλαν στον αυτοκράτορα τρεις πρέσβεις γ ιά νά του πουν άποφασισπκά πο3ς αν μέσα σέ δεκαπέντε ημέρες δέν τούς βοηθούσε μέ ένα μέρος άπό τά πολλά πού τούς ώ φ ειλε, θά άναγκάζονταν νά α ποχω ρίσουν άπό τή ν ύπηρεσία του καί νά άφήσουν τά δπλα τους νά κερδίσουν αύτό πού ή λογική και ή δικαιοσύνη ποτέ δέν μπόρεσε. Δέχτηκε ό αύτοκράτορας αύτούς τούς τρεις πρέσβεις πού ήταν ό Ροντρίγκο Π έρες ντέ Σάντα Κρούς. ό Ά ρ ν ά λ ν τ ο ντέ Μ ονκορτές καί ό Φ ερέρ ντέ Τ ορέγιας και μέ παρουσία του μεγαλύτερου αριθμού των συμβούλων του καί των υπουργών του, μέ μεγάλη τραχύτητα άπάντησε πώς τό κράτος των Ε λ λ ή νω ν δέν ήταν τόσο ξεπεσμένο καί κατεστραμμένο πού νά μήν μπορή νά συνάξη ισχυρή στρατιά γιά νά τιμωρήση τήν τόλμη καί τόν ξεσηκ(αμό τους, καί παρ δλο πού ήταν πολλές οί ύπηρεσίες πού είχαν προσφέρει στόν πόλεμο τής Ανατολής, δμοκ; ε ίχ ε πιά απαυδήση μ έ τις αύθαιρεσίες καί τις υπερβολές τους καί τήν ελά χιστη ύπακοή καί σεβασμό πού έδ ειχ να ν στο στέμμα του. Καί πώς αύτός θά έ κανε αύτό πού νόμιζε κι ήταν σωστό. Κατά τά άλλα τούς συμβούλευε νά μήν χειροτερέψ ουν άπό άπελπισία τή θέση τους πού ήταν κιόλας τόσο άσχημη καί νά μήν άπαιτοϋν μέ βιαιότητα αύτό πού μέ τόν ίδιο τρόπο μπορούσε αύτός νά τούς τό άρνηθή. Καί πώ ς ή πίστη πού τόσο τούς στόλιζε χανόταν αν τά δοσίματα τά ζητούσαν μέ τό άγριο άπό τόν άρχοντά τους. Χωρίς νά έπιτρέψη νά άκούση τήν άπάντησή τους ή νά δώση περισσότερη ικανοποίηση τούς διέταξε ό αύτοκράτορας νά συμφω νήσουν κα λλίτερα μεταξύ τους καί μετά νά τού μιλήσουν. Μ ετά, μέσα σέ λ ίγ ε ς μέρες, έφτασαν τά νέα στήν Κωνσταντινούπολη ' Παραπάνω στην ίδια φράση αναφέρει διακόσισυς. Παρετήρησα μικρές άντιφάσεις, δπως σέ προηγούμενο κεφάλαιο πού αναφέρει πως ό Ρογήρος δολοφονήθηκε μπροστά στη γυναίκα του, ένώ προτήτερα έγραφε πώς αυτή βρισκόταν στήν Κωνσταντινούπολη. Αύτό ϊσο)ς λ t ί όφειλεται στο γεγονός δτι ό Μονκάντα δέν ξαναδιάβασε δλόκληρο τό βιβλίο του <υς τό τέλος πριν τό τύπωση κι άκόμα στό δτι κατά τή διάρκεια του τυπώματος βρισκόταν στη Βιέννη καί δέν έκανε 6 ίδιος τις τελευταίες f διορθώσεις.

47 [ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ για τόν θάνατο του Ρογήρου καί για κάποιες άγριότητες πού οι δικοί μας έ- I καναν στην Καλλίπολη καί ό λαός ξεσηκώθηκε ένάντια στούς Καταλανούς, όπως λέει ό Παχυρέρης. Ά λλα ό Μ οντανέρ άνπφέρει πώ ς συγχρόνω ς σέ δλες I τις πόλεις της αυτοκρατορίας αποκεφαλίστηκαν oi Καταλανοί κατά διαταγή J. του Ανδρόνικου καί του Μ ιχαήλ. 'Ίσω ο σ αυτό τό σημείο ό Μ οντανέρ νά είναι I έρπαθής αποδίδοντας δλο τό σφάλμα στους αύτοκράτορες. Ά λ λα αύτό πού έγο> θεωρώ βέβαιο είναι πώς ό λαός έρεθισρένος έξετέλεσε αυτή τή σκληρή πράξη χωρίς αύτοί νά τον έμποδίσουν. Σ τήν Κωνσταντινούπολη ξεσηκώθηκε ΐ ό λαός καί έπετέθη στα μέρη πού ήταν οι Καταλανοί καί σαν νά βρίσκονταν σέ φωλιές θηρίων τούς αποκεφάλιζαν καί τούς σκότωναν μέσα στήν πόλη, ί Α φού είχαν σκοτώσει αρκετούς, πήγαν στο σπίτι τού Ραούλ Π ακές, συγγενούς τού Ανδρονίκου καί πεθερού τού Φερνάντο Ά ονές τού άρηραλή καί τού ζήί τησαν νά τούς παραδοισει τούς Κ αταλανούς πού είχ ε μέσα. Καί έπειδή αύτό ) δέν έγινε τόσο γρήγορα, όσο αυτοί ήθελαν, έβαλαν φωτιά πού γρ ή γο ρ α άγ- I κάλιασε δ,τι ύπήρχε μέσα. Καί έκεί πιστεύω πώς οι τρεις πρέσβεις καί ό άμη- ' ράλης χάθηκαν. Ό πατριάρχης τής Κ ω νσταντινουπόλεω ς βγήκε νά συγκρα- 1 τήση τον έπαναστατημένο δχλο, άλλά χωρίς άποτέλεσμα καί μέ μ εγά λ ο κίνί δυνο δικό του άποσύρθηκε. Ή μ εγα λ ύ τερ η δυσκολία πού ύ πή ρξε γιά νά μπο- ' ρέσουν νά δαμάσουν όλους τούς Κ αταλανούς συγχρόνω ς, ήταν τό γεγο ν ό ς δτι ή Καλλίπολη ήταν καλά όχυρωμένη καί αύτοί πού έμεναν στά χωριά, μέ τά όπλα στό χέρι, ειδοποιήθηκαν γρηγορώτερα άπό τούς άλλους πού βρίσκονταν < σέ διάφορα μέρη. 1 Ό Μ ιχαήλ, φοβούμενος μήπως τού έπιτεθούν αύτοί τής Κ αλλίπολης όταν! μάθουν τόν θάνατο τού Ρογήρου, διέταξε τόν Μ έγα Πριμηκήριο νά φ ύγη μέ 1 τό )ΐεγαλύτερο σώμα τού στρατού γιά τήν Καλλίπολη. Έ ξετελέσθη αύτή ή δια- 1 ταγή καί μέ τό Ιππικό τό πιο ταχύ, έστειλαν μερικούς* άξκπματικούς νά τούς j αιφνιδιάσουν πριν προλάβουν νά άντιληφθούν ό,τιδήποτε. Σ υ νέλαβαν τούς : περισσοτέρους, διασκορπισμένους στις κατοικίες τους, στά κρεββάτια τους καί j σέ απόλυτη ανάπαυση, γιατί ανάμεσα σ αύτούς πού θεωρούσαν (ρίλους τους, j j έκριναν περιττή τήν προφύλαξη. Μ πήκε αυτό τό Ιππικό σέ μερικές πολίχνες, περναιντας άπό τήν ορμή τού σπαθιού όλους τούς Ά ρ α γω νέζο υ ς καί Κ αταλανούς πού βρήκε. Oi φυινές καί οι οίμωγές αυτών πού φρικτά πληγώ νονταν καί σκοτώνονταν ειδοποίησαν πολλούς πού πρόλαβαν νά άσφαλιστούν καί ή άπληστία τών νικητών παύ απασχολήθηκαν μέ τήν λεηλασία καί παραμελούσαν τούς σκοτωμούς, έπίσης βοήθησε πολλούς νά δραπετεύσουν. Σ τή ν Κ αλλίπολη, αν καί μακρυά, έ γ ιν ε αισθητός ό θόρυβος καί οι σ υ γκ ε χυμένες φωνές τών δικών μας πού έσερναν τά άρματα καί θέλησαν νά βγούν νά κάνουν αναγνώριση τής υπαίθρου καί νά διαπιστώσουν τό κακό πού ύποπτεύονταν. Ά λλα ό Μ περενγκέρ ν.τέ Έ ντένσα καί οι άλλοι αρχηγοί συγκρότησαν τήν ορμή τών στρατιωτών, πού ήθελαν οπωσδήποτε νά τούς δοθή ή άδεια γιά έλεύθερη έξοδο. Καί καθώς ή ύπακοή εκείνου τού πλήθους δέν ύ π ή ρχε στόν βαθμό πού θά έπρεπε, δέν τόλμησε ό Μ π ερ ενγκέρ νά οτείλη κ α νένα σώμα νά πόρη ειδήσεις γιατί φοβήθηκε πώς πίσυ> άπό αύτό θά άκολουθούσε κ ι ό υπόλοιπος στρατός καί θά άπόμενε ή Καλλίπολη ανυπεράσπιστη καί άπό τή! διατήρησή της ήταν πού κρεμόταν ή κοινή σωτηρία. Διαδόθηκαν διάίρορα άνάμεσα στούς δικούς μας γιά τήν αιτία τόσης όχλαj γοιγίας οιήν ύπαιθρο καί στίς πολίχνες κοντά στήν Καλλίπολη. 'Ά λ λ ο ι έλεγα ν * πώς οι "Ε λ λ ν ες καταπιεσμένοι άπό τούς στρατιώτες, είχ α ν συνω μοτήσει καί

48 ΕΣΤΙΑ * πήραν τ άρματα νά κερδίσουν την έλευθερία τους. Ά λ λ ο ι έλεγαν πώς οι τοϋρκοι περναύντας έκείνη τή στενή λωρίδα τής θάλασσας ρίχτηκαν χωρίς άμφιβολία στους καταυλισμούς μας. Ά λ λ α σ αύτή την ποικιλία των έκδοχών ποτέ δεν μπόρεσαν νά διανοηθοϋν τήν άλήθεια- Με τό σκοτάδι τής νύχτας και τή σύγχυση, μερικοί άπό τούς δικούς μας διέφυγαν κι* έφτασαν στήν Καλλίπολη ελεύθεροι καί μόνον τότε έμαθαν έκεΐ πώς μέσα στα σπίτια τους, στους καταυλισμούς τους είχ α ν αίφνιδιαστή από στρατό πάνοπλο. ΚΕΦ ΑΛΑΙΟ X X IX ' Ο Μ π ερ ε ν γκ έ ρ ντό Έ ν τέ ν σ α καί αύτοί πού βρίσκονταν μ έσ α σ τή ν Κ α λλίπ ο λη όταν όμα'όαν τόν ϋ'άνατο τοϋ Ρ ογήρον σ φ α γιά ζο υν όλους τούς γείτο ν ες τής Κ α λλίπ ό λη ς καί ό έχ'όρικός στρατός τούς π ο λ ιο ρ κ εί. Ό ν τ α ς σ αύτήν τήν αναταραχή, έλαβαν τή βέβαιη πληροφορία για τόν θάνατο τοϋ Ρογήρου καί για τόν γενικό έξολοθρεμό των Καταλανών καί των Ά ραγω νέζω ν στήν Ά νδριανούπολη καί συγχρόνως γιά δ,τι στήν περιοχή τής Κ αλλίπολης συνέβαινε κατά διαταγή τοϋ Μ ιχαήλ. Τέτοια ήταν ή λύσσα καί ό θυμός των Καταλανών, λ έει ό Νικηφόρος καί συμφωνεί μαζί του καί ό Παχυμέρης, αν καί ό Μ οντανέρ τό αποσιωπά, πού σκότωσαν δλους τούς πολίτες τής Κ αλλίπολης χωρίς διάκριση φύλου ή ηλικίας. Καί ό Π αχυμέρης διογκώνει περισσότερο τή ν απανθρωπιά τοϋ γεγονότος λέγοντας πώς άκόμα καί βρέφη σκότωναν: άγριότητα καί κακότητα άσυγχώρητη, αν είναι άλήθεια, άν καί θα μπορούσαμε να αμφιβάλουμε γιατί 'Έ λληνας καί εχθρός τοϋτος ό συγγραφέας. Ά λ λ α αν σε κάποια άκρότητα θά χωροϋσε συγγνώμη, θά ήταν σ αύτήν γιατί μέ τή βιαιότητα τή ς ορ γή ς ξέσπασαν ενά ντια στούς 'Έ λ λ η ν ε ς πού είχαν μπροστά τους γιά νά ικανοποιήσουν άλλη μ εγα λύτερη άγριότητα πού έγιν ε σε βάρος τους από εκείνους, καλά ώ ργανω μένη άν καί χω ρίς αιτία. Ά π ό δώ καί πέρα δ,τι έγινε ήταν άγριότητα, λύσσα καί μανία κι άπό τις δύο πλευρές, λες κι ό πόλεμος δεν γινόταν ανάμεσα σε άνθρώπους αλλά σέ θηρία. Α λ λ ά άναμφίβολα ή σκληρότητα των Ε λλή νω ν ήταν άσύγκριτα ύ- περβολικώτερη άπό των Καταλανών. Γιατί ποτέ οι δικοί μας δέν παραβίασαν τό δίκαιο, ούτε πρόσβαλαν τούς έχθρούς τους μετά άπό λόγο καί εγγύηση γιά τήν άσφάλειά τους, άν καί σέ άλλες περιπτώσεις, οί δικοί μας τούς ξεπέρασαν καί δέν τήρησαν τούς νόμους ενός δικαίου πολέμου. Αλλά ή αίτια αύτοϋ τοϋ φαινομένου ήταν πού δέν τούς ήθελαν οι 'Έ λληνες καί μπορούν νά συγχωρηθοϋν οί Καταλανοί καί οί Ά ραγω νέζοι σ αύτό τό σημείο, γιατί άναγκαστικά ό πόλεμ ος έπ ρ επ ε νά γίνετα ι μ έ ίσους δρους. Σ υ γκ εντρ ώ θ η κ α ν οί άρχη γοί μέ ύψίστη σύγχυση καί θλίψη νά προσπαθήσουν νά βροϋν κάποια λύση. Βρίσκονταν σέ τόσο άξιολύπητη κατάσταση πού καί οί ίδιοι οί εχθροί θά μπορούσαν νά τούς λυπηθούν γιά τή δυστυχία τους. Χ α μ ένες δλ ες οί ύπη ρεσίες πού είχα ν προσφ έρει καί πού μ αύτές λογάριαζαν νά πετύχουν ήσυχία καί άνάπαυση. Χαμένη καί ή ύπόληψή τους έξ αιτίας τής τιμωρίας, γιατί μ αύτό είχαν δώσει άφορμή νά τούς θεωρή δλος ό κόσμος τιποτένιους, άφοϋ μετά άπό τόσες νίκες άξιζαν τέτοια άνταμοιβή. ΚΓ άκόμα νεκροί οί περισσότεροι άπό τούς φίλους τους κι* ό δικός τους ό θάνατος στά μάτια τους.

49 «Η ΠΕΙΡΩΤΙΚΗ k Συγχρόνους ή Καλλίπολη βρισκόταν χωρίς έφόδια καί δίχω ς καμμιά ό- χύρωση, την ώρα πού οι έχθροί, πού α νέρ χοντα ν τον άριθμό των τριάντα χ ι λιάδων οπλιτών καί δεκατεσσάρων χιλιάδων ιππέων, άνάμεσα σέ τρεις έθνότητες: των Τουρκόπουλων, Αλανών και Ε λλήνω ν, σχεδόν βρίσκονταν πάνω ατά τείχη τους απειλώντας τους μέ ένα άξιολύπητο τέλος. Γιατί ό αύτοκράτορας Μ ιχαήλ σύναξε τίς δυνάμ εις πού μπόρεσε, τής Θ ράκης καί τή ς Μ ακεδονίας, περισσότερες από όσες συνήθως διατηρούσε ή αυτοκρατορία Καί για νά προσδώση μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην έπιχείρηση, έφ υ γε άπό τήν Ά ν - δριανούπολη καί πήγε στήν Π άμφυλο καί άπό κεϊ έστειλε τόν Μ έγα Δούκα Έ ταιρειάρχη στόν Βοσσίλα καί τόν Μ έγα Τζαούσιο Ούμβέρτο Π αλόρ στό Βραγχιάλιο, κοντά στήν Καλλίπολη, γιά νά πολιορκήση στενώτερα τούς άποκλεισμένους. V: : 4'. A A 4: «I j.. ih, ΐ ' i 4 -j i Ή πρώτη απόφαση πού πάρθηκε ήταν νά όχυρώσουν τά περίχω ρα γιατί ό έχθρός δεν θά μπορούσε νά τά κυριεύση καί νά φθάση ώς τήν Καλλίπολη χω ρίς άπώλεια άνθρώ πω ν καί χρόνου, όπως ήταν γεμ ά τα σπίτια, μ έ τίς τά φρους καί τά τείχη μας, άν καί αυτά δεν δημιουργούσαν καμμιά δυσκολία γιατί ήταν μεγάλη ή έκταση των περιχώ ρω ν καί άνισος γιά τήν υπεράσπισή τους ό άριθμός των στρατιωτών μας. Αφού έ γ ιν ε αυτό, άποφάσισαν νά σ τείλουν π ρ ε σβεία στόν αύτοκράτορα Ανδρόνικο, πού έν όνόματι ολοκλήρου τού έθνους μας, θά έλεγαν ότι άποχωρούν άπό τήν ύπηρεσία του καί νά τόν προκαλέσουν κατά τή συνήθεια τών καιρών ώστε εκατόν πρός εκατόν ή δέκα πρός δέκα νά άγιυνιστούν γιά ικανοποίηση τής προσβολής πού τούς έγινε καί γιά τόν φρικτό θάνατο τού Ρογήρου καί τών δικών του, πού έγιν ε κατά παράβαση τής συμφωνίας άπό τόν Μ ιχαήλ τόν γιο του καί τούς άλλους 'Έ λ λ η ν ες. Έ σ τειλα ν έναν ιππότη πού ό Μ οντανέρ όνομάζει Σισκάρ καί τόν Π έδρο Λοπές όρχηγό καί δύο Ά λμογάβαρους κι άλλους τόσους ναυτικούς πού άποτελοΰσαν όλες τίς τάξεις τίς στρατιωτικές πού διέθετε τό στράτευμά μας. ΚΓ αύτό έγιν ε πρίν νά μαθευτή στήν Καλλίπολη ό θάνατος τών τριών πρώτων πρεσβευτών πού είχαν φ ύγει κατά διαταγή τού Μ περενγκέρ ντέ Έ ντένσα. Κι έν δσω περίμεναν τήν τελευταία απόφαση τού Ανδρόνικου, μέσω αυτών τών πρεσβευτών, ό έχθρός πανίσχυρος στήν ύπαιθρο έσ φ ιγγε τήν πολιορκία τής Κ αλλίπολης καί οί δικοί μας, μέ τή συνηθισμένη τους ανδρεία μέ έξόδους καί άψ ιμαχίες τόν κούραζε καί τόν συγκροτούσε. Συνεχίζεται ς. Ό Ούμπεράπουλος του Παχυμέρη.

50 ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ* Ν ΙΚ Ο Υ Β. Λ Ω Λ Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ Προτού μιλήσαμε για τό λαϊκό ηπειρωτικό σπίτι - την πλειονότητα, φυσικά, των σπιτιών της Ηπείρου, πού δεν τά βλέπομε νά φιγουράρουν στις φωτογραφίες των περιοδικών και συνεπώς δέν έχομε άλλη δυνατότητα νά τά θαυμάσαμε παρά αν τά έπισκεφθούμε σκαρφαλώνοντας στά Ηπειρωτικά βουνά - τά παραδοσιακά του στοιχεία καί την αρχιτεκτονική του. θά πρέπει νά πούμε δυο λόγια κατατοπιστικά στο όλο θέμα. Τό θερμό τού κλίματος, τό γαλανό τού ουρανού καί ή αρμονική εναλλαγή τών εποχών τού έτους στήν Ελλάδα, συμβάλλουν ώστε ή φράσι πού συχνά λέγεται, ότι ό 'Έλληνας χτίζει σπίτι γιά νά ζή τον περισσότερο καιρό έξω άπ αυτό, νά είναι πέρα γιά πέρα αληθινή. Γ ι αυτό άλλωστε καί ή εξωτερική έμφάνισι τών ελληνικών σπιτιών ήταν και είναι αϊσθητικώτερη από τήν εσωτερική. Ό παραπάνω άφορισμός όμως αρχίζει νά χάνη τήν καθολικότητ'α τής αξίας του, όσο ανεβαίνομε προς τις βορειότερες περιοχές τής 'Ελλάδος καί μάλιστα τις πιο ορεινές απ αυτές. Στήν κατηγορία αυτή υπάγεται τό ήπειραιτικό σπίτι πού οι άνθρωποί του τό χτίζουν γιά νά ζούν τό μεγαλύτερο μέρος τού χρόνου μέσα σ αυτό. Αυτό είναι τό πρώτο στοιχείο πού πρέπει νά μάς παρέχει τό σπίτι: προστασία από τις καιρικές μεταβολές. Τό δεύτερο στοιχείο είναι ή ασφάλεια, δηλαδή ή προστασία από τις εχθρικές επιδρομές. Τά παλαιότερα χρόνια οι κλοπές, οί ληστείες καί οι επιδρομές τών άλλοφύλο) ν, ακόμα καί τών ομοφύλων, ήσαν καθημερινές. Τό σπίτι έπρεπε νά είναι φρούριο. Νά έχη ελάχιστα ευπαθή σημεία. Νά μή προσβάλλεται από τά πυρά τού εχθρού. Ενώ άντιθέτως θά έπρεπε νά έχη θέσεις άπ όπου δ εχθρός νά γίνεται αντιληπτός καί λ'ά προσβοάαεται. Τά παράθυρά του ήταν πολεμίστρες, οί πόρτες του καστρόπορτες. Έ ν α τρίτο στοιχείο προσδιοριστικό τής αρχιτεκτονικής είναι καί τά δομικά υλικά τής περιοχής, ή πέτρα ή ή ξυλεία, τό επικλινές ή μή τού εδάφους, τό πολυμελές ή ολιγομελές τής οικογένειας, ή οικονομική δυνατότης τού κτήτορος, κτλ. Σ τή μελέτη όμως τής αρχιτεκτονικής τού λαϊκού ηπειρωτικού σπιτιού, σημαντικό ρόλο παίζει και ό χρόνος, δηλαδή, ή διάρκεια τής ζωής ενός σπιτιού. 'Όπως καί οί άνθρωποι, έτσι καί τά σπίτια έχουν (ορισμένη διάρκεια ζωής, πού δέν υπερβαίνει κατά παράδοξον συγκυρίαν τήν διάρκεια τής ζωής ενός άνθροόπου. Δηλαδή κυμαίνεται μεταξύ εβδομήντα καί εκατό ετών. Σιγά - σιγά τό σπίτι παληώνει, μαζεύει, καμπουριάζει καί πέφτει. Στήν καλύτερη περίπτωσι γκρεμίζεται γιά νά χτιστή στή θέσι του ένα καινούργιο. Στή χειρότερη περίπτωσι σωριάζεται σέ σωρούς ερειπίων. Ακόμα καί ή πέτρα, ή πλάκα πού αποτελεί τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τής ηπειρωτικής στέγης, δέν είναι δυνατόν νά ξαναχρησιμοποιηθή, γιατί λόγω τής επαφής της μέ τον αέρα καί τον καυστικό ελληνικό ήλιο, έχει θριμα-, ιιστή. Έ πειτα από τις εισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις, μπορούμε νά προχωρήσαμε στο θέμα μας, στή μελέτη δηλαδή τών παραδοσιακών στοιχείων καί τής αρχιτεκτονικής τού λαϊκού ηπειρωτικού σπιτιού σ ενα από τά χωριά τής Ηπείρου. Στήν πε-

51 I 5 i > i ; i «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ρίπτωσί μας τό χα>ρΐό αυτό είναι τό χιυριό του συγγραφέως τής παρούσης μελέτης, το Τεοιάχιον τής επαρχίας ιπωγωνίου κοντά στά σημερινά έλληνο - αλβανικά σύνορα. Τά σπίτια του Τεριαχίου μπορούν νά χωριστούν σέ τρεις αρχιτεκτονικούς τύπους: τον παλαιότερο, τον αέσο και τον σύγχρονο. Τά χρονικά όρια πού επικρατούν οί ανώτερο) αρχιτεκτονικοί τύποι, δεν είναι ακριβώς καθορισμένα. Καί τούτο γιατί ακόμα και τά τελευταία χρόνια χτίζονται σπίτια τού παλαιότερου ή τού μέσου άρ- ; χιτεκτονικού τύπου. Βασικώς θά μπορούσε νά γίνη ή εξής χρονική διάκρισις: Στον παλαιότερο αρχιτεκτονικό τύπο υπάγονται τά σπίτια πού χτίστηκαν ώς τό 1890, στο μέσο τά σπίτια πού χτίστηκαν ώς τό 1925 καί στο σύγχρονο τά σπίτια πού χτίστηκαν από τό έτος 1925 καί μετά. "Ολα τά σπίτια είναι λιθόκτιστα, μέ πέτρες πού V συναρμολογούνται μέ ασβέστη, ή σκεπή τους είναι από πλάκες, και σέ μερικές περιπτώσεις από κεραμίδια «ευρωπαϊκού» τύπου, ενώ τά αυλακωτά κεραμίδια ταυ εγχωρίου τύπου σπανίζουν καί συνεχώς εξαφανίζονται, τή στιγμή ποτό κάνει τήν επικίνδυνη καί αντιαισθητική έμφάνισί του ό τσίγκος. Ό «παλαιότερο;» αρχιτεκτονικός τύπος περιλαμβάνει τά έξης γνωρίσματα: Ή οικία, ορθογωνίου σχήματος (12X4), είναι έστραμμένη κατά τον με γάλον άξονά της από Βορρά προς Νότον, καί άποτελείται από δύο ορόφους, τό ανώι καί τό κατώϊ, αναλόγιος δέ μέ τήν κλίσι τού εδάφους πού είναι χτισμένη εισέρχεται μέσα στο χώμα κατά τή μία γωνία τού ορθογωνίου. Άλλο γνώρισμα τού αρχιτεκτονικού αυτού τύπου είναι ότι ή σκάλα ανόδου στά δωμάτια σ άλλα μέν σπίτια είναι εσωτερική, σ άλλα δέ εξωτερική. "Οπου ή σκάλα είναι εξωτερική κατά κανόνα είναι πέτρινη καί από κάτω εχει ειδικές θέσεις (καμάρες) γιά τις βαρέλες τού νερού. Είναι τό καλούμενο «βαλεροστάσι». Στον αρχιτεκτονικό αυτό τύπο, τό κατώϊ χωρίζεται σέ δύο, στο «όξωκάτωγο»,: και ατό «μέσα» κατώϊ. Τό όξωκάτωγο, όπου υπάρχουν καί τά παχνιά ή ταβλάδες, χρησιμεύει γιά τή διανυκτέρευσι τών με γάλο) ν ζσκυν, δηλαδή τών βοδιάιν καί των φορτιάτικιον. Σ αυτό επίσης υπάρχει τό κοτέτσι όπου κουρνιάζουν οι κόττες καί οι i «καμάρες» γιά νά φωλιάζουν καί νά γεννούν τ αυγά. Τό μέσα κατώϊ, όπου ύπάρι χει ή μπούντενα μέ τό τυρί καί τά βαένια μέ τό κρασί, χρησιμεύει γιά τή διανυι κτέρευσι τών γιδοπροβάτιυν, όταν φυσικά δέν υπάρχει γ ι αυτά ιδιαίτερη καλύβα («σιάκος») ή αχούρι ή μαντρί εξθ3 από τό σπίτι. Τό όξωκάτωγο έχει εξωτερική θύρα επικοί voj νιας μέ τήν αυλή, πού κλείνει από μέσα μέ τό «ρούμπο». Έ νώ τό μέσα κατώι επικοινωνεί μέ τό όξω από έσωτερική πόρτα καί μέ τή «μάννα» τού σπιτιού μέισφ τής «γκλαβανής» (καταπακτής). Στον αρχιτεκτονικό αυτό τύπο, τό άνώϊ //ορίζεται σέ δύο, στή «μάννα τού σπιιτιού» καί στον «όντά», ή σέ τρία, όταν δηλαδή ύπάρχη καί διάδρομος στή μέση. Στή «μάννα τού σπιτιού» υπάρχει τό «μπουχάρι» καί ό φούρνος. Τό δωμάτιο αύτό δέν είναι ταβανιασμένο, οί δέ γρέντες καί τά χατίλια καπνίζονται συνεχώς, ιγιατί συνήθως δέν υπάρχει καπνοδόχος νά συγκεντρώνη τον καπνό, καί γίνονται ιμαύρες σαν πίσσα. Κατά τόν χειμώνα εδώ κρεμιούνται οί αρμάθες μέ τό καλαμπόκι, οπότε είναι σαν νά ύπάρχη ταβάνι. Ή «μάννα τού σπιτιού», κατά τό μεγαλύτερο *μέρος της, είναι στρωμένη μέ χώμα πού τό βγάζουν από ειδική περιοχή ή τό φέρνουν από τό ποτάμι. Στην κορυφή υπάρχει πεζούλι, οπού άκουμπούν τούς τεντζε- ' ρέδες, τά τεψιά καί τά γκιούμια. Πάνω από τή φωτιά πού ανάβει στή γωνιά μπρος άπό τό μπουχάρι, κρέμεται από τή γρέντα ό «κρεμαστάλυσος» (αλυσίδα πού στήν άκρη έχει γάντζο), άπ όπου κρεμιέται τό «μπραγκάτσι» (τήν παληά εποχή δέν χρησιμοποιούσαν «πυρωστιές») γιά νά βράζη συνήθως τό νερό, τό γάλα ή ή φασολάδα,

52 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» a αν κα'ι ή τελευταία αυτή συνήθως βράζει σ ένα τσουκάλι κοντά στή φωτιά και δχι επάνω. Ή «μάννα του σπιτιού», δπως κα'ι τό μέσα κατώι, συνήθως είναι χωμένη στο χώμα. Τούτο είναι σκόπιμο, γιατί τον μεν χειμώνα έχει ζέστη, τό δέ καλοκαίρι δροσιά. Θερμοκρασίες πού εξυπηρετούν κατά κάποιον τρόπον καί στή διατήρησι των τροφίμων. Σε κάποια γωνία τής «μάννας τού σπιτιού» προς τήν ανατολή ψηλά στον τοίχο βρίσκεται τό εικονοστάσι μέ τήν εικόνα τού προστάτη 'Αγίου τού σπιτιού, φύλλα δάφνης από τά Βάγια, πού χρησιμεύουν καί γιά καρίκευμα στο στιφάδο, μεγαλοπεφτίσια αυγά, μεγαλοπεφτίσιες?^αμπάδες, και διάφορα α)άα, όπως δ φλάσταρος γιά τις καρβέλλες (πρόσφορα), ως καί άλλα πράγματα χρήσιμα στά ξόρκια. Από ειδικό σύρμα κρέμεται ή καντήλα, πού τήν ανάβουν τό βράδυ τής παραμονής καί τό πρωί τής Κυριακής καί κάθε μεγάλη σχόλη με καθαρό λάδι. Ή «μάννα τού σπιτιού» τήν ημέρα φωτίζεται κυρίως από τή θύρα πού μένει ανοιχτή ή από τή θυροπούλα καί από κανένα μικρό παράθυρο δπου δ νεροχύτης. Λίγο φως ακόμα έρχεται από τον φεγγίτη, πού είναι ένα μικρό στρογγυλό άνοιγμα, σκεπασμένο μέ γυαλί, σέ μιά από τις πλάκες πού βρίσκονται στή σκεπή. Στη «μάννα τού σπιτιού» ύπάρχουν επίσης ή μπούντενα μέ τό αλεύρι ή τά ά- λευράμπαρα. άναλόγως μέ τή δυνατότητα τού σπιτιού, ως καί τά σταράμπαρα. 'Αλλα αντικείμενα πού ύπάρχουν εδώ είναι ή σκάφη γιά τό ζύμωμα ντού ψωμιού, τό ντουμπέκι γιά τό γάλα καί διάφορα άλλα, μεταξύ τών όποιων καί τά «σκιαδούκλια» (ύπεργα) μέ τό γυνί, πίσω από τήν πόρτα. Στή «μάννα τού σπιτιού» ύπάρχουν τά «μπάσια», δπου κοιμούνται οι γερόντοι, ενώ τά υπόλοιπα μέλη τής οικογένειας στρώνουν καί κοιμούνται χάμω. Επίσης εδώ ύπάρχει καί δ «σοφράς», δπου τρώνε, ώς καί μερικά σκαμνιά. Δίπλα στο μπου* χάρι ύπάρχει μιά καμάρα, δπου οί γερόντοι άκουμπούν τό παγούρι μέ τό ρακί τους ή άλλα μικροπράγματα. Στον «όντα» ή «καλή κάμαρα», ύπάρχει τό τζάκι καί πάνω άπ αυτό κρέμεται* δ μεγάλος καθρέφτης. Επίσης δ μεσονταράς μέ τά στρώματα καί τά παπλώματα, τό ντουλάπι μέ τά γυαλικά καί τά καλούδια. Στή μέση είναι τό τραπέζι καί οί καρέκλες. Στήν κορυφή, δίπλα στο τζάκι είναι τά μπάσια μέ τά μιντέρια και σέ μιά άκρη ή καριόλα (κρεββάτι). 'Ό σοι έχουν κρεμούν καί κανένα χαλί τής Πόλης. Στο δωμάτιο αυτό συνήθως κοιμούνται τά νειόγαμπρα, γι αυτό εδώ βρίσκεται καί τό σεντούκι j τής νύφης, πού έχει άπ έξω τά κεντίδια. Επίσης έδώ κοιμούνται και οι μουσαφι* ραίοι δταν ερχωνται, και έδώ δέχονται τούς επισκέπτες στις ονομασίες καί στά πανηγύρια. Ό φωτισμός τού όντα είναι πληρέστερος. Συνήθως ύπάρχουν τέσσερα παρά θυρα έλληνικού τύπου. Τά «κανάτια» είναι από μέσα. Στον δντά ύπάρχει νταβάνι I καί από τό μέσον του, δπου συνήθως ύπάρχει ειδικό ξύλινο κέντημα, κρέμεται τ λάμπα, φερμένη από τήν Πόλη, ένω στή «μάννα τού σπιτιού» χρησιμοποιείτο : καντήλι τού χεριού, συνήθως μπρούτζινο, πού καίει μέ γκάζι (πετρέλαιο). Τό τζάκι τού όντα τό ανάβουν μόνο στις καλές μέρες καί στις ονομασίες ή καμ μιά φορά δταν κάνη πολύ κρύο τον χειμώνα. Τις άλλες μέρες είναι σκεπασμένο μ * τον μπερντέ. Εδώ επίσης ύπάρχουν καί οί φωτογραφίες τών μελών τής οικογένειας ϊ Ή πιο μεγάλη είναι τού παππού πού κρέμεται στον τοίχο μέσα σέ κορνίζα μέ τζάμι Τό πάτωμα τού όντα είναι από σανίδες. Ό «μέσος» αρχιτεκτονικός τύπος περιλαμβάνει τά εξής γνωρίσματα: Ή ο ι κία, όρθογωνίου σχήματος (12X 4), είναι έστραμμένη κατά τον μεγάλο άξονά τη ^

53 if *?> I? j'4. < <.* M i 'I. t j,. ' a 5V «Η ΠΕΙΡΩΤΙΚΗ από Άνατολάς προς Δυσμάς, */.ai άποτελετται από δυο όρόφους, τά κατώγια και τά πάνω δωμάτια. Άναλόγως δε μέ την κλίσι του έδάφους πού είναι χτισμένη, εισέρχεται μέσα στο χώμα κατά τη βορεινή πλευρά της μέχρι τό άνώϊ, ώστε ή δυροπούλα που οδηγεί προς τη βορεινή πλευρά, είναι, ισόγειο-. Ή σκάλα ανόδου στα πάνω δωμάτια είναι εξωτερική καί πέτρινη. Παραλείποντες τά περί των κατωγίων, πού είναι τά ίδια περίπου μέ έκείνα τού παλαιοτέρου τύπου, άνερχόμεδα στά πάνω δωμάτια. Τό άνώϊ εδώ είναι χωρισμένο στά τρία: στο διάδρομο ή σάλα, στο «χειμο>νικό» και στον δντά ή τήν «καλή κάμαρα». "Ολα έχουν σανιδένια πατώματα καί δλα τά δωμάτια είναι ταβανιασμένα. Ό φωτισμός είναι πλήρης γιατί υπάρχουν από τέσσερα παράδυρα σέ κάδε δωμάτιο. Γενικώς, ή έπίπλωσις και ή διαρρύδμισις δεικνύουν άνεσιν καί πλούτον. Στον τύπο αυτό είναι χρισμένα τά αρχοντικά του χο>ριού. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι ότι ένα από τά κατώγια εχει διασκευασδή σέ στέρνα, όπου συγκεντρώνεται τό νερό τής βροχής καί χρησιμοποιείται γιά τή λεγομένη «λάτρα» τού σπιτιού. Επίσης σέ (ορισμένες περιπτώσεις αρχοντικών, ένα άλλο από τά κατώγια σέ περίπτωσι πο?^έμου μετατρέπεται σέ «μπίμιτσα», δηλαδή αφού άποδηκευδούν σ αυτό όλα τά αντικείμενα αξίας τού σπιτιού, σφραγίζεται κατά τέτοιον τρόπον, 'όστε νά μή τό ανακαλύπτουν οί έχδροί καί νά μή τό προσβάλη ή φωτιά. Χαρακτηριστικό ακόμη καί τούτο, οτι από τής εποχής εκείνης συναντά κάνεις στά σπίτια αυτά καί εσωτερικά αποχωρητήρια. Ό «σύγχρονος» αρχιτεκτονικός τύπος περιλαμβάνει τά εξής γνωρίσματα: Ή οικία, όρδογωνίσυ σχήματος (12X4), είναι έστρααμένη κατά τον μεγάλον άξονά της από Άνατολάς προς Δυσμάς, ήτοι άντικούζει προς μεσημβρίαν, καί άποτελεΐται από δυο ορόφους, τό ισόγειο καί τό έπάνω πάτωμα. Τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τού συγχρόνου αρχιτεκτονικού τύπου είναι ότι ή οικία εξέρχεται εντελώς τού έδάφους καί τό Ισόγειο παύει πλέον νά χρησιμοποιείται σάν «κατουί» γιά τις ανάγκες τής διανυκτερεύσεως τών ζώων, αλλά χρησιαοποιείται γιά τις ανάγκες τής οίκογενείας. Ή σκάλα γιά τό έπάνω πάτωμα είναι πάντοτε εσωτερική καί ξύλινη. Διά μεγάλης δύρας από τήν αυλή άπ εύδείας ή μέ δυο - τρία σκαλοπάτια εισέρχεται κανείς στη σάλα ή στο διάδρομο. Δεξιά καί αριστερά υπάρχουν δωμάτια. Τό ένα όπου υπάρχει καί τό τζάκι, καλούμενο «μαντζάτο», χρησιμοποιείται (ύς ή κυρίως διαμονή τής οικογένειας, ένφ τό άλλο, όπου καί τά αμπάρια, χρησιμοποιείται σάν άποδήκη. Ά πό τή σάλα ιχέ ξύλινη σταδερή σκάλα ανεβαίνει κανείς στο έπάνω πάτωμα, οπού είναι οι όντάδες, δηλαδή ή κρεββατοκάμαρα καί ή αίδουσα υποδοχής. Επίσης άπό τή σάλα μια μικρή δύρα οδηγεί στό μαγειρείο, οπού ό φούρνος, τό πλυσταριό κτλ. Εκτός άπό τήν άποδήκη, οπού γιά λόγους σκοπιμότητος διαχέεται άμυδρό φώς, τά άλ?.α δωμάτια φωτίζονται πλήρως άπό τρία ή τέσσερα παράδυρα μεγάλα, τού «γαλλικού» λεγομένου τύπου, δηλαδή είναι δίφυλλα μέ μαντζαλούδα. Έκτος άπό τήν άποδήκη, πού είναι στροψένη μέ τσιμέντο, τά άλλα δωμάτια έχουν σανιδένια πατώματα καί είναι ταβανιασμένα. Ή ξυλεία χρησιμοποιείται σημαντικά καί συμπληροόνει τά άλλα οικοδομικά υλικά καί στους τρεις άρχιτεκτονικούς τύπους τού λαϊκού ήπειρυπικού σπιτιού, άλλα ή έργασία τού μαραγκού (ξυλουργού) δέν άποτελεΐ μέρος τής παρούσης μελέτης. Εδώ άπομένει νά πούμε ολίγα τινά γιά τον έξωτερικό γλυπτικό διάκοσμο τών σπιτιών. Στις γωνίες, στις πόρτες καί στά παράδυρα, ή πέτρα είναι πελεκημένη καί συντίθεται προσεκτικά σέ σχήματα καί χρωματισμούς. Ειδική πλάκα μέ άνάγλυφο σταυρό, τό έτος κτίσεως καί άλλα άρχικά γράμματα, τίδεται σέ έμφανές σημείο τής : προσόψειυς. Ενίοτε υπάρχουν καί άνάγλυφες κεφαλές άνδρώπων.? Οί χτίστες βασικώς προέρχονται άπό τά χωριά τής Κονίτσης.

54 ΣΩΚΡΑΤΗ Δ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ Δημ/λου Π Λ Α Τ Α Ν Ο Υ Σ ΙΑ * ( ΛΑ Ο ΓΡΑΦ ΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ - Ο Μ Ο ΛΟ ΓΑ ) 1. Τό χωριό "Ενα βίωμα ζυμωμένο μέ τό είναι κάθε ατόμου, ιδιαιτέρως έξοχον, άσύγκριτον είς μ εγα λεϊον, μ ια κοιτίδα χαριομάτων και χαρίτων βλέπω την ιδιαιτέραν του πατρίδα. Τό βίωμα τούτο συνθέτουν φύσις, άνθρωποι, έκδηλώσεις ζώντων δντων και άψύχοιν στοιχείων, φανταστικοί ίδέαι μέ παράδοσιν, καθοις καί ένα πλήθος λεπτομ έρ εια ι άνεξάρτητοι θελήσευιν καί χρόνου ανώτεροι. "Οπου καί αν βρέθηκε καθένας μας, μετά τα παιδικά του χρόνια, δσους τόπους καί αν πέρασε, αν θαύμασε καί γνώρισε, δσο στενά και αν τυλίχτηκε μέ τά ήθη, τά έθιμα, την ζωήν καί την παράδοσιν μιας νέας του πατρίδος, πιστεύο) ώς αδύνατον τό γεγονός να ξέχασε συνειδητό τον τόπο πού ζωντάνεψε. Σ το άκουσμά καί μόνον του ονόματος του ένας ερεθισμός θείος, μια ανίκητος μαγική, ας την ύποθέσωμεν, δύναμις, ύποχρεώ νει τον λογισμόν να άνασύρη από κάποια μυστικά βάθη τον τόπον αύτόν καί νά τον στυλώση όλόσωμον εμπρός του. Ή ψ υ χή καί ό άνθρωπος άναπλάθουν μέ τάξιν, λεπτότητα καί ειλικρίνεια εικόνες, γεγονότα, όραματισμούς καί σκέψεις πού ξανανασταίνουν μέ λ επ το μ έρ ειες, μια ζω ντανή πραγματικότητα. Φιυλιασμένη δειλά, άλλα πρόσχαρα σ έναν ιδιότυπο κόρφο τού Ανατολικού Ξεροβουνιού, στέκει ή όμορφη Πλατανούσσα. Τό χωριό ανήκει είς τον Νομόν Ίω α ννίνω ν καί είναι «τό κεφαλοχώρι» τού τμήματος Ανατολικού Ξεροβουνιού. Προς Β. έχει τό Μονολίθιον Ίω αννίνο3ν, Β-Δ. τήν Σ κλήβανη Ίω α ννίνω ν, Δ. τό Ά νοιγειον Πρεβέζης, Ν. τήν Δαφνω τήν Π ρεβέζης καί Α. τήν χωρίζει ό ποταμός ναραχθος άπό τά Γοριανά καί τά Κ ουκούλια ναρτης. Έ χ ε ι σήμερον 350 κατοικίες καί πληθυσμόν ατομα. Έ κ τής έκτάσεοις του καλλιεργούνται στρέμματα, έκ των όποίιον ποτιστικά Ό άνοιτερος γεω ργικός κλήρος άνέρχεται εις 17 στρέμματα καί ό μικρότερος είς Υι τού σφ έμματος. 230 περίπου οίκογένειαι έχουν γεωργικόν κλήρον κάτω των 10 στρεμμάτων. Έ χ ε ι άνεκμεταλλεύτους πλουσίους «βοσκοτόπους» καί άκαλλιεργήτους ξηρικάς εκτάσεις. Αί ώς ανω εκτάσεις έξεμεταλλεύθησαν άρκούντως διά τελευταίαν φοράν κατά τήν εποχήν τής Ίταλογερμανικής κατο χή ς καί τούς χρόνους τή ς Τουρκοκρατίας. Τό χωριό, άραιοκατωκημένον, διαιρείται είς 7 κυρίους συνοικισμούς : Δάφνη - Λ ογγά - Μπόρος - Λακώματα - Μεσούρα - Μ αχαλάς - Μπουκόριον, μέ σπουδαιότερες «γειτονιές»: Λεφέϊκα - Ζαρκαδέϊκα - Νασλέϊκα - Κ τσέϊκα - Π ανέϊκα - Γίωτ λέϊκα - Κολιακέϊκα - Π απαν κολέϊκα - Θα νασλέϊκα - Γκλάδετσος - Λέτση - Μ πατσέϊκα - Δ έντρος - Σ τέρ α - Σ κιά - Λαναρέϊκα - Πρεντζέϊκα - Λαμπρέϊκα - Μ πριτσίνα - Κοχπαγιωργέϊκα - Νασιέϊκα - Σκίρλετσος - Πάνω Μ αχαλάς - Φλωρέϊκα - Σπάρτος - Γλέϊκα - Κορομπλάς. Έ χ ε ι 4 μονοθέσια σχολεία, μέ μικρόν άριθμόν μαθητών, παντοπωλεία, 3 * Ή εργασία τούτη ελαόεν έπαινο άπό τήν Ακαδημία Άΰηνών (Κέντρον Έ ρ. Έλλ. Λαογραφίας).

55 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»* 'C < f 1 ί καφενεία, εικονίσματα: Σταυρός - Τριάντου κ.ά. καθώς και 10 εκκλησίες: Παναγία - Κοίρησις Θεοτόκου - 'Λγία Παρασκευή - Θεοτόκος - "Αγιος Δημήτριος - Αγία Βαρβάρα - "Αγιος Νικόλαος - "Α γιος Γ εώ ργιος - "Α γιος Κωνσταντίνος - "Αγιοι Ανάργυροι. Φυτρώνουν παντού δένδρα, ώς πλάτανοι, δά φ νες, πρινά ρια καί τ ε λ ε υ ταίος ένδροφυτεύθη τό «χοροστάσι» μέ ακακίες καί πεύκα, θ ά δούμε έδώ παράλληλα καί αμέτρητα όπωροφύρα δένδρα καί φυτά, όπως ρίγανι - «θρούμπη» (θυ)ΐάρι) - «Λίπες» (τήλιο), τσάϊ του βουνοϋ κ.ά. Σ το χωριό σήμερον ύ- πάρχουν ώργανωμένα πτηνοτροφεία, οίκόσιτα πουλερικά, αιγοπρόβατα καί 265 αγελάδες. Οί κάτοικοι του χωρίου, ώς καί των λοιπών γειτονικών κοινοτήτων, είναι φιλόξενοι, φίλεργοι, κοινωνικοί, λιτοδίαιτοι, άοκνοι, άδολοι, ύπομονετικοί, φιλάνθρωποι, πιστοί εις τον Χριστόν, αφομοιωμένοι εις την οικογένεια ν καί φ η μισμένοι γλεντζέδες. Τό τελευταίο καταφαίνεται καί έκ τών πολλών πανηγύρεομν πού πανδήμοις τελούνται κατ έτος εις τήν περιφ έρειαν. Ή Πλατανουσσα πανηγυρίζει τήν 26ην Ιουλίου, «τό χομριαν κύ π α ν γ ύ ρ». Δ έν μένει ωσαύτως «παραπονεμένος» κανείς από τούς άγιους πού έχουν έδώ έκκλησίες. Γίνονται θαυμάσια π α νη γύ ρ ια: του 'Α γίου Δημητρίου, τού Α γίου Γ ε ωργίου, τής Θεοτόκου (Ζοδόχου Π η γή ς), του Αγίου Κωνσταντίνου καί τών Αγίων Αναργύρων. Τά πανηγύρια έκτύς από τό θρησκευτικόν προσκύνημα έχουν καί ψ υχαγω γικόν χαρακτήρα. Οί χοροί, τα «παλιακά» (δημοτικό τραγούδια), τά «βιολιά», οί παρέες τών άνδρών πού τσουγκρίζουν, αδειάζουν καί ξαναγεμίζουν τάό ποτήρια «εις ύγείαν», οί γυναικείες συγκεντρώσεις μέ τό πλατύ καί αχόρταγο κουβεντολόι δημιουργούν κοινω νικότητα. Κατά τάς πολυπληθείς αύτάς συγκεντρώ σεις συνάπτονται εμπορικοί σ υ ν α λ λ α γα ί καί σ υνοικέσια. Επισκέπτονται δέ ε π εύκαιρίςι τον τόπον τή ς κα τα γω γής των οί ξενιτεμένοι καί στερεώνεται ή φιλία τών χωριανών μετά τών κατοίκων άλλων χωριών. Παλαιότερα τά πανηγύρια, μάλιστα, έξυπηοέτησαν μ εγόλω ς τούς εθνικούς μας σκοπούς. Οί κάτοικοι ζοϋν κυρίως έκ τών έσόδοτν τής έργαοίας των, τήν οποίαν προσφέρουν εις τήν ξενιτειάν. Παλαιό έταξίδευον μόνον οί άνδρες καί ό πληθυσμός τού χιπριού τότε ήτο περισσότερος Τ ελευταίω ς δμως πολλαί οίκογένειαι έγκατεστάθηοαν μονίμως εις διαφόρους πόλεις τής χώρας μας. Τούτο είχεν οδς συνέπειαν τήν μείωοιν τού πληθυσμού καί τήν έρήμωσιν άρκετών συνοικιών τού χοτριού. Οί έδώ έναπομείναντες άσχολούνται μέ τήν γεω ργίαν, τήν πτηνοτροφίαν, τήν ονκόοιτον κτηνοτροφίαν καί τή ν οικοτεχνίαν παραγοιγής προϊόντοιν έσομτερικής κυρίιπς καταναλώσεως Ε ξάγει δαφνόφυλλα, έξαιρετικό τσίπουρο σταφυλιών, μέλι θυμαριού, καρύδια, κτηνοτροφικά και πτηνοτροφικά προϊόντα, κεράσια καί άλλα όπομρικά Ή ύδρευσις γίνεται από φυσικές πηγές. «Ζαλοηιένες» (φ ορτω μένες) μέ τις «βαρέλλες» κουβαλούν οί γυναίκες τό νερό από τή βρύση στο σπίτι. "Οταν τυχαία συναντώ νται οί γειτόνισσες oro δρόμο, ώ ρες ολόκληρες αδιαφ ορώ ν τας γιο τό βάρος τής βαρέλλας, «λένε, λένε» καί δέν «άποσώνουν» νά διη γο ύ ν ται τά συμβάντα καί τά άπότοκα τής φαντασίας tow. Ο ί κάτοικοι τού συνοικισμού Μπουκορίου, ό όποιος στερείται πηγών, ύδρεύονται άπό άτομικές ύ- δατοδεξαμενές, «τίς στέρες». Τό χωριό άπέχει, τόσον άπό τά Ιω άννινα, δσον καί άπό τήν Ά ρ τα (πόλεις μετά τών όποιων συνδέεται δι* αύτοκινητοδρόμων καί διατηρεί έμπορικάς σ υναλλαγές), περί τά 48 χιλιόμετρα. Ξεκινώ ντας κανείς προς τό

56 ΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» χωριό έκ <μιας των ώς άνω πόλεων δι αυτοκινήτου, έχει τήν εύκαιρία νά θαυμάση ένα σωρό πρωτόγνωρα πράγματα: Π λαγιές κατάφυτες κι άλλες κατά ζη ρ ες, γυ μ νού ς, άπότομους καί ιδιόμορφους βράχους, ξερολάγγαδα γεμάτα ψιλό χαλίκι, ρευματιές, ρυάκια, χειμάρρους, πλούσιες κρυστάλλινες πηγ έ ς, αιωνόβια δένδρα, των οποίων οι κορυφ ές ξιφίζουν απειλητικά τά μεσούρανα, περιποιημένα αγροτεμάχια, γραφικούς λόφους και «κοντοραχούλες», κρημνούς απάτητους και πυκνά δάση από έρείκες και «σκαντγοπούρναρα» (θάμνους π ρ ίνω ν), πλατάνους ύπεραιωνόθιους, μεράντζες, κουμαριές ή φελίκια. Σ έ πολλά σημεία, δπως στην «Πλάκα» τού Μονολιθίου ό αύτοκινητόδρομος σχίζει «καταμεσις» τά θεοστέφανα. Ή καρδιά έκείνου πού περνά εδώ διά πρώτην φοράν, σφ ίγγεται και ώσάν φοβισμένο τρυγόνι προσπαθεί νά ά- νεβή δσο ψ ηλά μ πορεί στην στενή, εις παρομοίας περιπτώ σεις θωρακική κοιλότητα. ΛΝΟΓίΐΟΝ 4*» + t ^ -* - g - - k i *.>>> *<* " - ν & Ζ έ Τ / * ) V> ~ k I t»f a / ' > X S jfii * V * >»*?*' ^ y r... nt*f ' *<<9 ff AT A **V t A «*.«?* * e*"* 'p _ *!»*' * ^ W.y-o^o^ /^ A w T f g l, ri," κ ' t t f f c f f * r. ^ < 4. l? A6f*MA*vV - ; 1 ^ 1.3,φΛ*Φ** J, \ A * ti ^ r atftl* * a '- '~ Ί Ζ ± '" * '& * * *? toy *.. ^ A fafptf* TVAO+'yiHt ** A 1, ^ I Λ *** *«f AAeJrl4 t^ A fl of- - V iiwviwv.cf'w. /f^pwcvs Me χορτάτα μ a n a και φορτωμένος συγκινήσεις ό ταξιδιώτης, θά δεπεζέψη μετά δυο περίπου ώρες στην πλατεία τοϋ χωρίου, τής όποίας το ύψόμετρον φθάνει τα 400 μ. Παρατηρώντας τα ολόγυρά της νομίζεις δτι άδειασε α πλόχερα, τότε, ο Μ εγαλοδυναμος μ έ το τσουβάλι δσεε πέτοεε καί λ,ηνολί-

57 i If! «Η ΠΕΙΡΩΤΙΚΗ θαρα άπέμειναν έκ τής ύπολοίπου δημιουργίας. Είς τό βόρειον άκρον της στέκει έδώ και τρία χρόνια ή νεόκτιστη έκκλησία τής Κοιμήσεως Θεοτόκου (ή κεντρική τής κοινότητος). *Όλοι οί χωριανοί συνέβαλον, κατά δύναμιν, εις τό κτίσιμο και τον στολισμόν της. Τό ώραίο τούτο πέτρινο οικοδόμημα χτίστηκε διά νά άντικαταστήση την ομώνυμη έκκλησία «τής Παναγίας», τήν όποια ή φύσις σέ κάποιο ξέφ ρ ενο καπρίτσιο της άφ άνισε τό έτος Σ ώ θηκε, ώς έκ θαύματος, τό Ιερόν της προστατεύοντας καί δύο γειτονικές της κατοικίες. Μιά έπιτότπος έπίσκεψις και μία όρθή περιγραφή τού άφανισθέντος τοπίου και άδολος έκτίμησις των πραγμάτων, πείθει τόν κάθε καλόπιστον περί ιδιαιτέρας θείας έπεμβάσεως. Μαζί μέ τήν έκκλησία συνηφανίσθησαν είς τήν κατολίσθησιν έκείνην δύο ύδρόμυλοι βακούφικοι, ένας ιδιωτικός, δύο «νεροτροβιές μέ τά μαντάνια τους», οί τοποθεσίες «Μπουφές», οί «Βρύσες», τό «Αλών τ Λαναρά», άρκετά άγροτεμάχια, πλήθος όπωροφόρα δένδρα καί ή «Μπεστούρα τ γ ύ φ τ». Τό Ιερόν τής «Παναγίας» άμέσως σχεδόν μετά τήν καταστροφήν, έστεγόσθη καταλλήλως καί οί χωριανοί συχνά έπισκέπτονται αύτό δι έκτέλεσιν ταμάτων. Είς τό άλλον άκρον τής Πλατείας βλέπομε τήν Αγία Παρασκευή. Τό ή- ρώον των πεσόντων καί μία βρύση, τήν οποίαν κατεσκεύασε ή έν Ά θήναις έδρεύουσα Αδελφότης του χωριού ύπό τήν έπωνυμίαν «Αγία Παρασκευή», τής οποίας τό νερό έρχεται από τις πηγές «Γκούρα Ραψ ιε νήν». Είς τό Ν.Δ. άκρον ύψώνεται στερεός καί άπότομος βράχος, έπί τού οποίου στέκει καμαραπό τό κεντρικό καμπαναριό τού χωριού. Λές καί σκαρφάλωσε έκεΐ νά πλησιάση πιό πολύ τά ύπερκόσμια. Μά καί καθένας έκ των συνοικισμών έχει τήν καμπάνα καί τήν έκκλησία του. *0 Ά γιο ς Νικόλαος τού κέντρου έξυπηρετεϊτο γιά πάρα πολλά χρόνια, ώς λ έγει ή παράδοσις, άπό τό σήμαντρον, τό όποιον τώρα εύρίσκεται είς τό κεντρικόν ΣχολεΤον. Τό σήμαντρον αύτό εύρέθη είς τήν περιοχήν τής «Στήρας», κάτωθεν τής τοποθεσίας «Ά νκόλας». Ά π ό εκεί μετεφέρθη είς τήν νέαν έκκλησίαν τού Α γίου, ή οποία έκτίσθη είς τήν θέσιν τού κεντρικού Σ χολείου πρό 450 περίπου έτών. Ή έκκλησία αύτή έ- κρημνίσθη καί τήν θέσιν της κατέλαβε τό κεντρικόν ΣχολεΤον. Σ ήμερον δέ άνοίθεν τής σχολικής αύλής έπί γυμνού βράχου, βλέπομεν τόν νέον "Αγιον Νικόλαον, ό οποίος έκτίσθη δγ έξόδων τού όμοχωρίου Έ λληνοαμερικανού Α θανασίου Καρρα. Πίσω άπό τούς ξηροβράχους τού καμπαναριού σέ μιά άνήλια, βραχόπνιχτη στενούρα όλίγων τετραγωνικών μέτρων, πού τρέμει ό άνθρωπος καί τήν ημέρα νά διαβή, βλέπομεν τό κεντρικόν νεκροτα φ είον τού χω ριού. Υ π ά ρ χουν στό χωριό καί άλλα δύο νεκροταφ εία, κατάλληλα σάν τελ ευ τα ία κατοικία ανθρώπων, τής Δ ά φ νη ς καί τού Μ αχαλά. Ε ίς τό νότιον άκρον τού κεντρικού νεκροταφείου ύπάρχει τό «Κοηιητήριον» (όστεοφυλάκιον). Λίγο πιό κάτο3 βλέπομε τόν νέον βακούφικον υδρόμυλον καί τήν «Παναγία». Καί πιό πέρα είναι τό Ρέμα τής Γκούρας μέ τις ομώνυμες πηγές. Ή Γκούρα σήμερα είναι ένα λαγγάδι τρομερό, τού οποίου οί πλούσιες πηγές δίδουν ζωή στό χωριό, ποτίζοντας άνθρώπους, ζώα, δένδρα καί καλλιέργειες. Μοιάζει πολύ μέ πελώριο αιωνόβιο δένδρο πού ρίζωσε άπό καταβολής κόσμου στό «Παλιοδιόφυρο» τού Ά ράχθου καί θέριεψ ε άπλοόνοντας κλώ νους καί παρακλώναρα σέ δλο τό «Β νί τό Ραψισ νό» άπό τού «Ζιάκκα» ώς τά «Δέντρα». Π ριν 200 π ε ρίπου χρόνια, όπως λ ένε οί γεροντότεροι, τούτο τό άγριολάγγαδο ήταν ένα μικρό όμορφο ρυάκι, τού όποίου οί όχθες ήταν κατάσπαρτες καί πυκνά κατιμ- i κημένες.

58 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Τό χειμώνα, ατή σημερινή του κατάστασι, έχει πάντα πολύ νερό στο τμήμα κάτω από τις πηγές «Γκούρα» και τό πέρασμά του είναι έπικίνδυνο, διότι ποτέ δέν γεφυρώθηκε, άλλα και τό νερό του είναι πολύ ορμητικό και άνάκατο μ έ πέτρ ες, χαλίκια, άμμο και ξύλα. Οί άνθρωποι τό περνούν πηδώ ν τας «πέτρα οέ πέτρα». Μ έχρι σήμερα, άπ δσα ξέρω, κανείς δέν παρασύρθηκε άπ αύτό στοϋ Χάρου τό στόμα. Τό καλοκαίρι οι χωριανοί συγκεντρώνουν τα καθάρια του νερ ά σέ γραφ ικά αύλάκια, τά όποια οδηγούν στις καλλιεργημ έ ν ες έκτάσεις τού χωριού, πού ζω ντα νεύνουν και καρποφορούν από τό πότισμα. Τ ην έποχή αύτή τό ρέμα ξηραίνεται έντελώς. Την ίδια εποχή πότε - πότε, ιδίως τις απογευματινές ώρες, ξεσπούν απότομες μπόρες μέ επίκεντρό τους τού «Ζιάκκα». Μ αυρίζουν τά βουνά, βογγούν οι ρεματιές, τρέμουν τά πλάγια από τις βροντές και τη βροχή πού πέφτει σο>στός καταρράκτης άπύ τον κατασκότεινο ούρανό. Σ έ λίγο οί νεροσυρμές, οί λαγγαδιές, τά ρέματα και οί χα ρ ά δρ ες τής Γκούρας, ζω ντανεύουν καί γίνοντα ι καστανόμαυρα φ ί δια, τά όποια τρέχουν ακράτητα πρός τήν κατηφοριά. "Οσο κατηφορίζουν, τόσο και συναντώνται πιο πολλά, αμέτρητα πού τό ένα λαίμαργα και άστραπιαΐα καταβροχθίζει αχόρταγο τό άλλο. Τ ρέχουν ασταμάτητα, αφρίζουν καί βουίζουν τά νερά. Οί γύρω βράχοι, τά δένδρα, αλλά καί τά ζώα πού έτυχε νά έγκλω βιστούν κάπου στο ρέμα, τρέμουν καί προσκυνούν τό θηρίο μά έ λεος δέν βρίσκουν. Τούτο στήν οργή του έκτοπίζει ο,τι βρεθή εμπρός του ζωντανό ή άψυχο καί πρόθυμα τό κουβαλάει στον Ά ραχθο. Τά νερά του «στις κατεβασιές» άναδίδουν βαρειά μυρωδιά, ή οποία όμοιάζει πολύ μέ καμένο μπαρούτι. Οί στιρναρόπετρες πού κατρακυλούν σάν μεθυσμένες, άλληλοκτυπούμενες στο δργιον τής δίνης τού νερού, βγάζουν «τσίκες». Τούς σπινθηρισμούς αύτούς καταπίνει σ υ νεχώ ς μιά άρκετά παχύρρευστη κοκκινωπή θολούρα. Ή μπόρα σταματςί μετά λίγες ώρες. Ό ούρανός ξεστερεώνει καί τό λα γγά δι γρήγορα ξαναβρίσκει καί πάλι τόν ήρεμο εαυτόν του. Ό ήλιος πού βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάπ τής ήμερησίας πορείας του, λούζει μ έ χρυσάφι όλα τά μέρη, δσα βέβαια δέν βιάστηκαν νά ήσυχάσουν «στ απόσκια». Τό κάθε τι γεμίζει μέ παραμυθένια στολίδια «πλουμπίδια καί μπιχλιμπίδια». Οί άνθρωποι μέ τσαπιά στο χέρι τρέχουν νά πιάσουν τό νερό «στή δέση», τή ν όποια τό λ α γγά δ ι στήν ορμή του «ξελίθιωσε» έντελώ ς. Α κόμη εδώ σέ τούτο τό λα γγά δι, κατά τήν λαϊκή πίστι, έχουν «φωλιές, μαχαλάδες, τάβλες ή κονάκια», δλα τά άερικά. τά φαντάσματα, τά ισκιώματα καί ιά «παρασάνταλα» τού κόσμου. Πολλοί ισχυρίζονται πώς τά είδαν, άλλοι ότι τά άκουσαν, μερικοί δέ καί τά δυο μαζί. Πολλοί εντόπιοι διηγούνται καθ \ ένα ς τους καί άπό μία ιστορία, πού δέν αποκλείεται καί νά όμοιάζη μέ κάποιου άλλου τήν διήγησι. Πολλά σημεία τού λαγγαδιού αύτού, καθώς καί ά λλες τοποθεσίες τού χωριού έμειναν, διά τούς εύπιστους, μέρη ισκιωμένα καί τρομερά τις νύχτες. Τό γεγονός τούτο έχει τις ρίζες του σέ μακρυνούς χρόνους,τότε πού οί εντόπιοι έπεδίδοντο εις τό λαθρεμπόρων καί τις ζωοκλο-, πές. Τούτοι, έξυπνοι, ώς επί τώ πλείστον, διά καταλλήλων διηγήσεοης μέ \ πολλήν τέχνη ν καί πλοκήν κατώρθωσαν νά ενσπείρουν εις τούς συντοπίτας των τόν φόβον τής νυκτερινής κινήσεώς των εις ώρισμένα μέρη καί έτσι οί ίδιοι εϊχον άνεσιν κινήσεων κατά τήν διακίνη,σιν τού λαθραίου έμπορίου των ή τών κλοπιμαίω ν άποκτημάτων των. Τό κέντρον τού χωριού, τό οποίον προ ενός έτους ήρημώθη, εύρίσκεται «άρκετά κάτω άπό τήν σημερινή πλατεία. Τό χωριό θά έλάμβανε νέαν ζωήν, <

59 «Η ΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 505 έάν ένας αυτοκινητόδρομος συνέδεεν τό «κένιρον» μετά τής «Στρογγυλής» και «Μπαρντάνης». Ό που και αν σταθή κανείς, ψηλά ή χαμηλά, είναι αδύνατον νά δή δλους τούς «μαχαλάδες» του χωρίου, πολύ δέ περισσότερον νά δή δ λ ες του τίς κατοικίες. Τά «σπίτια» εύρίσκονται κτισμένα το έν μακράν τού άλλου. Ά λ λ α ιά κρύβουν ζηλότυπα τά δένδρα, άλλα οί θεόπετρες, οι όποιες είναι σπαρμένες άτακτα σ ολο τό χοτριό, άλλα τά στρίμματα των χειμάρρυτν καί άλλα οί κρημνοί εις τούς οποίους τά έφώ λιασαν εξ α νάγκης οί ένοικοί των. Μέ λ ί γα λόγια, καθένας έχτισε έκεϊ πού έτυ χ ε νά έχη ιδιόκτητη γή. Αμέτρητοι αιώνες πέραοαν άπο τότε πού τά άνήμερα στοιχεία τής < >ύσεως βάρβαρα επιδίδονται καί έπηιένου νά ξερριζώσουν τό χωριό. Ο ί κατολισθήσεις γκρέμισαν πολύ παλαιότερα το μισό βουνό πού στέρεψε τη λίμνη καί σήμερα γκρεμίζουν «οχτους» χοιραφιών, εκκλησίες, σπίτια, κ α λ λ ιερ γο ύ μενες εκτάσεις, συνοικισμούς καί συνεχώ ς μετατοπίζουν ολόκληρο τό χω ριό, κάνοντάς το κάθε τόσο «μαλλιά κουβάρια». Τό ποτάμι καί οί χείμαρροι κατατρώγουν τή γή καί κουβαλούν τά οοκανίδια της στον Άμβρακικό. Ό τρομερός καί ύπουλος Ε γκέλαδος καί αύτός αραιά καί πού ενθυμείται τον τόπον. Καί οί κάτοικοι υπομονετικοί, έπητένουν αλύγιστοι νά κρατήσουν στά νύχια των ο,τι μπορούν. Υ ποφέρουν μέ αξιοπρέπεια ζηλευτή τή μοίρα των καί στο τέλος νικούν. 'Ύ στερα από κάθε καταστροφή άξιολογώ ντας προσευχ ή κά μέ θαυμαστή θέλησι τά ανάκατα συντρίμμια τών υπα ρχόντω ν των, δη μιουργούν νέα κτίρια, νέα χωράφια, νέα δένδρα, νέα ζοτή σέ καινούργιο χώμα. προσπαθώντας, δοο είναι δυνατόν, νά μήν άπομακρύνωνται αισθητά τής αρχικής θέσεώς των. Είς τήν περιφ έρειαν τού χωριού χτίστηκαν καί κατεστράφησαν συνοικισμοί πο λ λές φορές προ Χριστού, ά λλά καί μετά Χριστόν. Τό γεγονός τούτο πιστοποιούν τά αύτοαποκαλυφθέντα κατά καιρούς πανάρχαια μνημεία τέχνης, ώς ή «κασέλλα τ ς Ρίνα τ Κώστα Νάσιου» στο Γκλάδετσο έργον τού (2500) π.χ. περίπου. Τό έπ ισ φ α λ ές τού εδάφ ους, καθώς καί τοποινυμίες πού συνδέονται μέ τήν ύπα ρξιν μνημείω ν τ έ χ ν η ς ή κοινοτικήν άνθρωπίνην ζω ή ν : Φούρος - 'Αν - Κόλας - Μ οναστρέλο τ κύρ Βασίλ - Π αλιοκέλλια - ναϊ Φαντή (τών 'Αγίων θεοφανείο)ν) καταστραφεΐσα εκκλησία, άσφαλώς έδωσε καί εις τήν θέσιν αυτήν τό δνομά της Καλογριές κ.ά. Ε π ίσ η ς εύρέθησαν άκαθορίστου χρόνου κατασκευής των ύπολείμματα κατοικιών είς θέσεις: Γοινιές - Μουτσιάρα - Κοτρόνια - Κεραμίδια. Τ άφ οι διαφόρου προσανατολισμού, περιεχομένου καί διαρρυθμίσεοτς είς Λακκώματα - Γωνιές - Μ πουζιάν καί αλλαχού. Πρόσφατοι έξαφανισμοί καί μετακινήσεις συνοικισμών, ώς είς Χέλια (1914). Παρομοίου είδους άφανισμοί έσημειώθησαν είς μικροτέραν έκταοιν καί μετά τήν ώς άνω χρονολογίαν. Το σημερινό χο)ριό έχει πολλές φυσικές ομορφιές: δαφνώ νες, πλατανιόδες, έκκλησάκια ή σπίτια καί καμπαναριά έπί βράχοιν. Μ ονοπάτια καί δρόμους μέσα σέ απότομους κρημνούς (τούς κρημνούς οί έντόπιοι τούς λένε «στες>άνια») καί ά λλες πολλές. 'Έ να στενό γραφικό μονοπάτι χαραγμένο είς τό μέσον ενός τρομερού κρημνού, ώσάν σχοινί όκροβάτου στερεωμένο όνάερα, θά μας όδηγήση είς τον συνοικισμόν Μ πουκόριον. Ε ίνα ι άνοιξιάτικο πρω ϊνό, τήν ώρα τής Α νατολής, προσπερνούμε τό «Χαντάκι» καί αφήνοντας δεξιά μας τον συνοικισμό Στήρα, μπαίνομε είς τή ν πυκνόφ υτη π ερ ιφ έρ εια «Χοροστάσι». Έ δ ώ οί άκα-

60 506 ά λ α α α α λ α α λ λ λ α λ λ λ λ λ λ λ λ α α α α λ λ α α λ λ λ ^η Π ΕΙΡ Ω ΤΙΚ Η Ε Σ Τ ΙΑ» κίες και τά άλλα δένδρα, άγρια κυρίως άλλα και καρποφόρα, ζούν σχεδόν στριμωγμένα τό έν έπί του άλλου. Ε π ά νω είναι τό «Πλάϊ» καί κάτω ή «Μπάρκα - Καλογριές». Σ τή ν τοποθεσία αύτή ύπήρχε κατά τήν παράδοσι μοναστήρι καλογρα ιώ ν ύπό τή ν επω νυμ ίαν «Φυλάδι» ή «Ψηλάδι». Σ έ ιδιαίτερόν του χώρον, κατά τήν ίδιαν παράδοσιν, σέ δύσκολες διά τό Έ θνος στιγμές, έστεγάσθη τό σχολείο του χωρίου και οι πηγές τής Γκούρας. Τά πουλάκια κρυμμένα μέσα στά ανθισμένα βάτα, τούς θάμνους καί τά χαμώ κλαδα ξεχα σ μ ένα στήν άτέλειω τη φ λυαρία των, γεμίζουν μέ τό ξέσπασμα τής πηγαίας των χαράς, τήν ολόδροση ατμόσφαιρα. Μόλις προσπεράσωμε τό κ α λυ μ μ ένο τούτο μέρος στήν τελ ευ τα ία στροφή τού δρόμου βρισκόμαστε άπότσμα εμπρός σέ ένα τρομακτικό θέαμα. Κάτω κρημνός, έπάνω μιά έπικλινέστατη πλαγιά σπαρμένη μέ λιθάρια κάθε είδους, οχήματος και μ εγέθους, έτοιμα νά έγκα τα λείψ ουν τήν θέσιν των μ έ τήν παραμικράν αιτίαν.,χαν κατά τό πέρασμα άτόμου άπό έδώ τυχαία δεκολλήση κανένα άπό αύτά, χρειάζεται έτοηιότης καί πείρα διά νά άποφύγη ό διερχόμενος τό μοιραϊον. Και τούτο επειδή ή πορεία του εκτοπισμένου λίθου συνεχώς αλλάζει, ή ταχύτης του είναι μεγάλη και όλονέν αυξάνει καϊ δι έναν άκόμη λόγον, διότι ποτέ δέν βαδίζει μόνος. Τον άκολουθοϋν δλες οι πέτρες καί τά λιανολίθαρα τά οποία συναντά κατά τήν βίαια καί άνώμαλη πορεία του. Νομίζει κανείς πώς τά λιθάρια αύτά ενεδρεύουν άκοίμητα καί μέ τό άγγιγμα τών κατερχομένω ν ήλεκτρίζονται άπό κάποιο άόριστο αίσθημα καί άρχίζουν ένα δαητονισμένο, θορυβωδώς άλληλοκυνηγητό μέ τέρμα τό κακοτράχαλο ρέμα. Α ρκετοί άνθρ(υποι κατά τό παρελθόν έχασαν τήν ζωήν των εις παρόμοια συμβάντα. Έ δώ καί τά βήματα τών διαβατών θά πρέπει νά είναι καί αυτά πολύ προσεκτικά καί μετρημένα. 'Έ να παραπάτημα μπορεί νά ρίξη τον περαστικό στόν άσπλαχνο "Αδη, πού περιμένει μ όλάνοιχτο στόμα κάτω άπό τά πόδια του. Α πένα ντι μας στέκει μ εγα λόπρ επ α ό πράσινος δγκος τής Τζιούμας. Έ τσι φτάνομε στή Σκάλα. Μετά μισής ώρας πορείαν (διά τούς εντοπίους φυσικά) καί άφοϋ περάσωμε «Στόκο» καί «Νερομάζωμα», φθάνομε στο Μπουκόριον. Ε ις θέσιν έξόχως ειδυλλιακήν, πλησίον του συνοικισμού, βρίσκεται «τό Θεοτόκο» (Ν αός τής Ζωοδόχου Π η γή ς). Τό περιστοιχίζουν οι τοποθεσίες Λ εφτοκαριά - Κ λίμα - Μωρσιά - Κ φόλογγος. Τό παρεκκλήσιον τούτο τελ ευ ταίως ήτο μετόχιον τού μοναστηριού τών Γοριανών καί έγνώρισε λαμπρός ημέρας περί τό έτος 1656, ώς μαρτυρούν αί εν αύτώ περίτεχνοι τοιχογραφίαι Π ολλά χρόνια τά έκκλησιαστικά πράγματα εις τήν Πλατανούσσαν έ- γνώρισαν λαμπρός ήμέρας, ώς μαρτυρείται καί άπό τάς τοιχογραφίας τού Τ ερού Ναού τής Α γία ς Παρασκευής, αί όποϊαι κατεσκευάσθησαν τό έτος "Ο λες οι εποχές τού χρόνου έχουν τις χάρες των εις τήν τοποθεσίαν αύτήν, ιδιαιτέρως δέ τήν σνοιξι καί τό καλοκαίρι «δέν σού κάνει ή καρδιά νά σπαράξης άπό έδώ». Μιά λεπτή καί εύχάριστη εύωδιά βρίσκεται άπλωμένη παντού, θυμάρια, «χελιδρονιές» καί κάθε λογής άγριολούλουδα «πού όπύρωσεν ό ήλιος», συναγωνίζονται διαθέτοντας 6λη των τή δύναμι εις τήν προσπάθειαν τού άρωματισμού, άλλά καί στολισμού τού τοπίου. Τά τραγούδια τώ ν κοριτσιών πού σκαλίζουν τήν όνοιξι στά πλάγια τό ξηρικό καλαμπόκι, τά βελάσματα τών άρνιών, οι φλογέρες τών τσοπάνων, τό κελάδημα τών πτερω τώ ν άοιδών καί οί ή χοι άπό τά «Γιαννιώτικα κυπριά καί κουδούνια», πού στολίζουν τούς παχουλούς λαιμούς τών ζώων, κρεμασμένα σέ «γκιορντάνια» ή ξύλινα στεφάνια, χαρίζουν είς τό τοπίον μιά συνεχιστή, τερψ ικάρδια, άπλήρω τη μουσική.

61 j ϊ «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Τά μάτια τής ψ υ χή ς ξαναζω ντανεύουν ιο ύ ς μ αυροντυμένους σκυθρωπούς έρημίτας μιας άρκετά μακρινής εποχή ς καί τούς βλέπομε νά προσεύχονται κατά τόν έσπερινόν, νά κουβαλούν νερό άπό τό παρακείμενο πηγάδι, νά κάνουν τό νοικοκυριό των και οί σύνδεσμοί τους τά καλογεροπαίδια, νά κατηφορίζουν πρός τά Παλιοκέλλια τού Μ αχαλά. Π αλιοκέλλια - Αϊ - Φαντή - Καλογριές, απετέλουν κατά τήν έποχή τής δόξης του μετοχιού τούτου άλυσίδα, ή οποία συνέδεεν τό Μ οναστήρι των Γοριανών μέ τό μ ετόχιον Θεοτόκου. Από τά ιδιότυπα σύνολα, τό όποια κινούνται και δρούν μέσα εις τήν τυπικώς ζώσαν κοινωνίαν, θαυμάζω ιδιαιτέρως τήν άεικινησία, τήν άφροντισιά και τό άτελείωτο χαροκόπι των τσιγγάνων, τό έμπορικόν δαηαόνιον των Εβραίω ν, τό φιλοπαίγμων πνεύμα των κασσιτερωτών και ραφτάδων, τήν πειστικότητα των έπαγγελματικών ζητιάνων, αλλά και τήν ικανότητα, τήν αληθώς άσυναγώνιστον, τών καλογήρων, εις τήν έπιτυχίαν τής έκλογής τών τόποιν τής κατοικίας των. Αραιά και πού τήν γαλήνη τού τοπίου ταράζουν οι έντονοι κρότοι τών τουφεκιών τών κυνηγών, οί όποιοι κυνηγούν λαγούς καί πέρδικες. Οί κρότοι αύτοί πολλαπλασιαζόμενοι αστραπιαία μ έ τις αντηχήσεις τών φαράγγων, δσο ξεμακραίνουν άτονούν καί τελικώ ς χάνονταν στά βάθη ενός πλατιού όρίζοντος. 'Ό π ω ς σε όλο τό χωριό έτσι καί δώ (στό Μ πουχόρι), οί πόρτες τών σπιτιών μ ένουν ά νοιχτές «νυχτόημερα» στούς ξ έ νους. Τούς ύποδέχονται άπονήρευτοι, γεμάτοι ύγεία άνθρωποι. Μ όλις «άδρασκιολήση» ξένος τό κατώφλι, ή κοπέλλα παρατά τό εργόχειρο, παίρνει στο χέρι τό τσουκάλι καί τρέχει γιά τό κρύο τό νερό στή στέρνα. Ά κούγεται ρυθμικός ό κρότος τού γχουβα, τό σύρσιμο τής άλυσίδας στό σοφρά καί ό π α φλασμός τού καθαρού νερού. Βράζει στό μπρίκι τόν καφέ, έτοιμάζει σ ένα πιατέλο ντόπιο γλυκό, καμωμένο από κυδώνι, σταφύλι ή βύσσινο, γεμίζει ένα ρακογιάλι τσίπουρο καί μιά κούπα δροσάτο νερό. 'Ό λ α αύτά καλοτοποθετημένα σέ μιά «βαντιάρα» τά παρουσιάζει ολοκάθαρα έπά νω στον καλοστρωμένο μπάγγο. Ή καθαριότητα καί ή γρηγοράδα είναι δυο άπό τά βασικά προτερήματα μιας καλής νοικοκυράς. Ή κοπέλλα δπως ήρθε αθόρυβα καμαρωτή καί άφιπνη, έτσι καί φ εύ γει πάλι. Τό μόνο πού θ άκουσθή από τό στόμα της είναι ή στερεότυπη εύχή «καλώς ώρίσ ταν». Ά π ό τό νοικοκύρη θά άκούσωμε ιστορίες γιά χωριανούς, καθώς καί γιά παλαιά τοπικά γεγονότα. Σ τά Ά ποστολέϊκα θά μάς μιλήση προφητικά ό μπάρμπα - Γιωργ* Αποστολής γιά έπικείμενες καταστροφές ή πολέμους καί θά μάς κατατοπίση γιά τις καιρικές συνθήκες δλης τής χρονιάς. Μετά τή Μπούκορη θά περάσωμε στόν Κορομπλά, τά Καψάλια καί θά ξεδιιμάσωμε στόν Τσιόκανο. Α φ ού βαδίσωμε μιά ώρα καί κάτι, θά βρεθούμε στά παρατημένα «κονάκια» τών Ζαρκαδαίοιν στού Ζιάκκα. Εδώ κατοικούσαν προ όλίγτπν ετών, οί μεγαλύτεροι τσελιγκάδες τού τόπου, οί Ζαρκαδαϊοι κι I είχαν χιλιάδες πρόβατα καί άρκετό παλαιότερα πλούτο. Απ έδώ άν βαδίj σωμε κατά τή Γκούρα τή Βροδοΐτικη, θά περάσοηιε άνάμεσα ή ζερβόδεξα εις τά εξής μέρη τού χωριού, από αύτά άλλα «παπώνται» καί άλλα τους δχι καί τά λέμε «στεφάνια 'Ραψισνά»: Ά σφάκια - Ανθρωπούλης - τ Φούκα τό Γρέκι (μέρος εις τό όποιο μένουν τά γιδοπρόβατα διά νά άποφύγουν τήν κάψα τού j καλοκαιριού). (Τ ό γρ έκι λ έγετα ι άλλτσς καί σ τά λο ς). Μ εακούλης - Κριάκουρα - Π ολυτρίχια - Μ πεστούρα1 τ Τζάρα2 - Ά σημάκη - Καψαλάκι - Γλάς - 1) Μπεστούρα = σπηλιά. 2) Χωρίον μεταξύ Κανελλακίου, Φαναρίου καί Πάργας. Φαίνεται δτι 6 έν αυτή κατοι-

62 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Κερασιές - Π λατανάκης - Ιτα μ ό ς - Μοναστρέλο τ κύρ Βαοίλ (παλαιό άσκηταριό) - Τσιουγκρι Μ εράντζα - Μελίσσι - Μ αντρί τ ς Βασίλω - "Αν - Κόλας Αγιος Ν ικόλαος)3 * - Φοϋρος - Σ κιά - Παλιοκούτσουοο - Παλιολ σια - Γρενεζελάδια 1 - Ζωνάκια5 ζάρκα - Τ χα λ - Ζωνάκα τ Νταραγιάννη - Κλειδωνότρυπα - Τσιουγκρίστα φελίκια - Κρανιές - Ψ λά στεφάνια - Ψ λή ράχ - Γαλάζιες μπεστουρες - Σ τέρ α 0 - Τ ς Παπα Δ μήτραινα - Ζωνάκια - Τρία δέντρα - τ ς Σ ντίλαινας - Ά γριομπέστρα - Μ ανικ στ ς Σκουλές - Στάν τ Γιάν Φούκα - Τσ κνίδα - Στρώμα - Σ τάλος τ Φούκα. Ά ν δμως στρίψωμε δυτικά άπό τό Λάκκο τ Ζιάκα και βαδίσωμε όλόραχα θά έχω με άριστερά μας μιά καλλιεργήσ ιμ η ξηρική έ'κτασι πολλώ ν στρεμμάτων, τό «Β νί τό Ραψισ νό» και συνέχεια τά Σ τεφ ά νια τά Μ αχαλιώτ κα: Ά ϊτοφω λιά - Μ πελόν σσα - Καγκέλια" - Ρ ά χτ τ Π ριόβολ - Λ αγγάδες - Π αλιόρογγο6 *- Δαφνούλα - Παταρέϊκα - τ ς Τούρκα9 - Ντελίσια - Κιχρίστρα - Ά λαταριές - Τούμπια Κομπλιά - Κάμπος τ Τ ζιάνα10 - τ Χέλι - τ Γκαρμπάκη - Τζιούμα - Μελίσσι - Ράχ Κόπ - Πλάϊ τ ς Κρανιά Μ αγγίνα - Λαιμός - Π ύργος - Χάος - Ά μπελάκι - Στάλια - Κριάκουρα - Μ αντέμια - Κτούπια - Ζ γός - Γράβια - Π έντε π γάδια11 - Ράχ τ Ντούρ - Κατρασιουλάτα - Ρόϊστρα - Στοϋρος - τ Σ ιαμπάν - Μ ηλιές - Ψ ιρόπετρο - Γκορτσιά τ Μ εαμούτ12 - Μ προϋνος - Μ εακούλης - Άσβεσταριό - Άκουμπηστήρια - Κακή όρσίδα13 - Τσιογκάνια - 'Α λώ ν τ Μ άνθ - Άγριοκέρασος - Κόκκινο λ θάρ - Ά ρ ιά - Χαλίκι - Μ πεστούρα τ Π ρέντζα - Μπεστούρα τ ς Φώτου - Π λακοϋλες - Κ εφ άλ τ Τσιούκα - Ζωνάκια - Τχάλα - Άρκουδότρυπα - Ρ έπες - Σ κάλα Μ αχαλιώτικη. Ή θέα τών πέριξ έκ τής κορυφογραμμής είνα ι έξόχω ς μ αγευτική. Από ύψόμετρον μ. βλέπομε τον Ά ρα χθο, τά 3) 4) 5) β) 7) 6) 9) 10) 11) 12) 13) /ήσας και κύριός της μετέπειτα, -θά κατήγετο έκ τού ώς άνω χωρίου. Πολλ.οι χριστιανοί τών περιοχών τού Σουλίου και Φαναριού βρήκαν στον τόπο μας καταφύγιο τούς χρόνους τής δόξας τον Ά λή - Πασά. Εκκλησία άφανισθείσα προ 600 περίπου ετών. Είδος κλίματος άναρριχωμένου, μέ μικρόρωγον, άλλα νόστιμον καρπόν. Οί ξωνάκες ή ζωνάκια είναι μικρών διαστάσεων Ισοτοπιές εις τδ μέσον Απάτητων κρημνών. Τά λαίμαργα εντόπια γίδια πολλές φορές, γιά νά χορτάσουν πηδούν σ αυτά άπδ ύψος πολλών μέτρων. Επειδή όμως είναι άδύνατον νά εύρονν διέξοδο επιστροφής, μένουν εκεί καί θρηνούν τή μοίρα των. Οϊ τσομπάνοι κρεμασμένοι με τριχιές κατε6αίνουν δπου είναι τούτο κατορθωτόν καί τά «ξεζωνακιάζουν». Πολλοί όμως, ώς μαρτυρούν διάφορα τοπωνύμια, ώς Ζωνάκια τ Νταραγιάννη καί διηγήσεις, εύρον είς παρομοίου; έπιχειρήσεις τραγικόν θάνατον. Έ κ τού γεγονότος ότι εδώ εύρέθη στέρνα, καταφαίνεται δτι καί εδώ παλαιά υπήρχε.συνοικισμός. Πολύστροφο μονοπάτι. Τό άδενδρον σήμερα βουνό καθ δλην την έκτασίν του είς την περιοχήν τής Πλατανονσσης, πριν άπό 50 περίπου χρόνια ήταν κεκαλυμμένο άπό πυκνώτατον δάσος. Οι κάτοικοι καίγοντας ώοισμένα τμήματά του, έκαναν «ρόγγια». Στη στάκτη δέ τών δένδρων έσπερναν σιτάρι, κριθάρι ή βρίζα. Τό τμήμα αυτό ανήκε σέ κάποια Τούρκισσα άρχόντισσα τών Ίωαννίνων. Τοποθεσία Τζιάνα υπάρχει είς τό κέντρον τού χωριού. Καί έδώ άσφαλώς υπήρχε συνοικισμός. Έ δώ λέγεται δτι έφονεύθη άπό τούς εντοπίους περί τό έτος 1730 Αρβανίτης, τρομοκρατησας έπ όλίγον την περιοχήν. Χείμαρρος ξηρός γεμάτος ψιλό χαλίκι.

63 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ Ι Άθαμανικά, τον. Τόμαρο, τό Μιτσικέλι, χωριά και μικροσυνοικισμούς, δάση και πεδιάδες. Λπύ την πλατεία του χωρίου και πάλι πρός τό Μ αχαλά. Καθώς περνούμε το ρέμα τής Γκούρας βρισκόμαστε στα Κοτρόνια. Έ δώ εκτείνοντα ν ή ανατολική πλαγιά της Τζιούμας, μια θαυμασία εύφορος καλλιεργουμένη έκτασις, δπου και ή αρχική θέσις του χωρίου, καταστραφείσα έκ κατολιοθήσεως προ.300 περίπου έτών. Πιο πέρα είναι ή τοποθεσία Π αλιοκέλλια (και έδώ, όπως καί σπς καλογριές, ύπήρχον μετόχια του.μοναστηριού Γοριανώ ν). Ά νηφ ο- ρίζομε στό Λοντζέττο, περνούμε τον Πάνω Μ αχαλά και φθάνομε στο Ά λω - νάκι, τή βρύση μέ τό καλλίτερο νερό όλης τής περιοχής. Φτάνομε στό Σιαματομέγα οτό Ά γνάντιο και κατεβαίνομε στή Νεραϊδόβρυση. Λίγο πιό έκετ είναι ή τοποθεσία Κόν σμα. Σ ' αύτήν εύρίσκεται σήμερον ή εκκλησία "Αγιος Δη]ΐήτριος. Σ την ίδια τοποθεσία έκήρυξε καί ό άγιος Κοσμάς ό Αίτωλός τό έτος Πιό πάνω στή ράχ' Μ πολάκ είναι τό νεκροταφ εϊον τού Μ αχαλά. Κατηφορίζομε πρός τό Σκίρλετσο - Τ ζ μούλα - Π νάκι - Λιθαράκια - Α θάρ τ ς Ρίνα - Μπορντάνη - Ρ ά χ τ θα νά σ Κολιού - Μ πριτσίνα - Α γία Βαρβάρα - Μπραστούρκα - Σκιά - Μ πλάτς - Παλαμονίδα - Ρ ά χ Ν τέτελα - Μ παντούμια Τσιακαλόβρυσα - Π αλιοδιόφ υρο11 Εις τό κέντρον τής Κοινότητος τήν Μ εσούρα θά έπισκεφ θούμ ε τοποθεσίες: Καρακόλι Π έτρα τ Τσέτσιλ - Ν ταούρα - Λάκκα τ' Σιαμοτάν - Π ερ βόλια - Βρύσ τ ς Νάσιο Γιαννούλαινας - "Αγιο Νικόλαο - Μουτσιάρα - Δ έντρο - Ελιά - Βουλάκα - Ά λπότρυπα - Ά μπελάκι - Τ λίχτρα - Γκλάδετσο - Κασέλλα τ ς Ρίνα τ Κώστα Νάοιου - "Αγιο Γεώργιο - Μ πουζιά - Πέτρα τ Γιάνν Παπά - Πέτρα τ ς Τσέκινα - Ά γρ ιλ ιές - "Α ϊ-φ α ντή - Χρόνια - Καλάμι - Κουκούλια10 - Σπάρτος - Παλιόλακκα - Φκέϊκα - Σ τρ ο γ γ λή - Λέτση - Ράχτ Τσιόλ - Βρυσκείνη - Πέτρα τ ς Πούλω - Γωνιές - Βρύο τ Κολιάκη - Καΐιζα - Μπόρος - Καμπτζής - Καβοϋροι. Ρ ά χ τ Π α παϊάννη - Λ ογγά - Βορό ή Βόσσα - Χίλια - "Αγιος Κωνσταντίνος. Ανεβαίνομε στήν Κατρασιουλάτα - Μπίκ - Πλατάνια τ Τσέκ - Τουρκομνήματα - Καμήνια ή Σ π ά θες17 - Γκορβασλέϊκα - Ά γνά ντιο τ Ρίζ - Παλιοκαρυά - τ Λύσσα - Π ολύκεινο - Κρανιά - Νασλέϊκα - Κεραμίδι - Λεφέϊκα - Μ πλάτ ς (βρύση) - Ζαρκαδέϊκα - Μαρουκο - Παλιόμ λος - "Αγιοι Ανάργυροι - Κάμπος τ' Γιώργο Λέκα. Ε ν τό ς δέ τού ποταμού Ά ρά χθου καί είς τάς οχθας του άκούμε τα εξή ς όνόματα θέσεων : Πέτρα τ ς Νάσιο Γιαννούλαινας» - Βύρα τ Κ τσού - Κοδέλλα - Βάρκα τ Ρίν - Βάρκα τ Γιώργου Γιωτούλα - Πέτρα τ Φούκα - Πέτρα τ Κτσιούκη, ό- μώνυμα τοπωνύμια εύρίσκοιιεν καί άλλαχού τής περιφ ερείας Ανατολικού Ξεροβουνιού. "Αν θελήση κ α νείς νά έπισκεφθή τά χωριά τής Τ ζιούμας Κουκούλια καί Γοριανά, θά περάση ύποχρεωτικώς τον ποταμό Ά ραχθο. Ά ν είναι καλοκαίρι περνάει βαδίζοντας μέσα στό νερό σέ ώρισμένα σημεία του, ιούς «πόρους». Τό χειμώ να τό ποτάμι είναι άδιάβατο καί ή έπικοινω νία γ ί νεται μέ βάρκες. Οί βάρκες αυτές δεν είναι έκείνες οί γνωστές πού πλέουν μέσα στό νερό, άλλά ένα έρια χειροκίνητα γρ α φ ικά τελ εφ ερ ίκ, έντοπία ς κατασκευής καί έντοπίας έπινοήσεως, ώς τουλάχιστον οί γεροντότεροι των έντοπίων βεβαιώνουν αύτό μετά πεποιθήσεως. Ε άν π η γα ίνη κα νείς πρός τά 14) Βάσις καταστραφείσης γέφυρας. 15) Εις την τοποθεσίαν αύτήν σιόζονται έρείπια τοο τουρκικού φυλακίου. 16) Είναι γνωστόν δτι παλαιά είς τό χωριό τούτο ήτο ανεπτυγμένη ή σηροτροφία. 17) Έδώ εύρέύησαν κατά καιρούς ξίφοι. *11 τοποθεσία είναι πλησίον καί κάτω άπό τήν τοποθεσία *Αν-Κόλας.

64 Γοριανά, θά περάοη άπά τή βάρκα του χωριανού μας, του Χρήστου Γιωργάρα, έάν πάλιν προς τά Κουκούλια άιπό τή βάρκα του Κουκουλισνοϋ Λάμπρη Γούλα. Τέσσαρα άτομα άπά τά «Μπόρο» κατηφορίζουν τό μονοπάτι, τά όποιο ο δ η γ ε ί στή βάρκα του Γιωργάρα. Βαδίζουν άργά καί προσεκτικά, διότι τά μονοπάτι είνα ι δύσβατο και έν πολλοίς έπικίνδυνο. Φθάνουν στή βάρκα μέ πόδια πού τρέμουν άπά τό δύσκολο βάδισμα τού κατηφορικού μονοπατιού. Τά πρώτο πού άντικρύζει κανείς σαν φθάση έκεΐ, είναι μία μικροσκοπική άχεροσκεπής καλυβίτσα, κολλημένη σάν σαλιγγάρι σ έναν πρασινογάλαζο βράχο. Ή στεγαστική της ίκανότης είναι τόση, ώστε μπορεί και στεγάζει άνετα τή βάρκα με τά σύνεργά της καί τέσσερους έως πέντε «νοματαίους». Μέ ένα δυνατό σφύριγμα ειδοποιείται ό βαρκάρης, ό οποίος κατοικεί στά Μπόρο- Ά - νοιχτόκαρδος, γελαστός, μ ένα τσιγάρο στά στόμα, καταφθάνει στή στιγμή, μ έ πρόθεσι 6 χι τόσο νά μαζέψη τά τά λληρα των εισιτηρίων, άλλά περισσότερο νά έξυπηρετήση τούς περαστικούς, νά κουβεντιάση καί νά γνωριστή μαζί των. Μιά μικρή σκαλίτσα οδηγεί τάν έπιβάτη στή βάρκα, ένα στερεά καγκελλόχτιστο ξύλινο κουβούκλιο, τά οποίο κρέμεται άπά ένα χονδρά λιπαρισμένο συρματόσχοινο. Τό συρματόσχοινο τούτο είναι στερεά δεμένο άπά στερεές βάσεις, οι όποιες βρίσκονται στις δύο δχθες τού ποταμού. Στο μέσον τού ποταμού δημιουργείται άπά τά βάρος τού σύρματος μιά μικρή καμπύλη. Κάθε τόσο γίνετα ι έλεγχος τής άκεραιότητος τού συρματόσχοινου άπά τάν βαρκάρη. Δύο δοκοί, άνά είς έμπράς και όπίσω άπά τά κουβούκλιο ύψώνονται ώς ένα μέτρο. Έτά τής κορυφής των δοκών τούτων ύπάρχει υποδοχή, έπί τής οποίας στερεώνεται μιά ξύλινη τροχαλία «τό καρέλι». Τά «καρέλι» κινούμενον ιππαστί τού σύρματος βοηθεϊ εις τήν μετακίνησιν τού κουβουκλίου. Ε ν τ ό ς τή ς κα λύβης ύ π ά ρ χει όγκώ δης χειροκίνητος στρόφαλος παραγεμισμένος άπά ένα άρκετά άνθεκτικά σχοινί, καταλλήλίος διατεταγμένον, ώστε δταν τό έν του άκρον περιτυλίσσεται είς τον στρόφαλον, τά άλλο νά ξετυλιέται. Είς τήν άντίπερα όχθην τού ποταμού ύψώνεται δοκός. Είς τήν κορυφήν ύ- πάρχει τροχαλία, ή οποία ρυθμίζει τήν κίνησιν τών σχοινιών. Τά σχοινά ιού στροφάλου μετακινούν τή βάρκα κατά τήν έπιθυμίαν τού βαρκάρη. Μπαίνουν οί δύο πρώτοι μέσα στο κουτί. Ό βαρκάρης δίδει οδηγίες στούς πρωτόπειρους μόνον γιά τό κάθε τι και ή βάρκα ξεκινάει. Τά σχοινιά ταλαντεύονται. Τά προσδεδεμένον άκρον έπί τής έμπροσθίας πλευράς τεζάρει καί τά τής ό- πισθίας χαλαρώ νει τόσο, πού πολλές φορές βουτάει μέσα στά νερό- Μέ τά στρίψιμο τού στροφάλου και τά κανονικά, άλλά συνεχιστά σκυψίματα καί όρθώματα τού βαρκάρη, ή βάρκα συνεχίζει καμαρωτή κατ ευθείαν τό έναέριο ταξίδι της, λίγα μόλις μέτρα πάνω από τά νερά τού φιδωτού Άράχθου. Κάθε τριγμός τής βάρκας, κάθε άνακοπή τής ταχύτητάς της, κάθε γρύλλισμα στά καρέλια, δίδουν άσυνήθιστους παλμούς στήν καρδιά, άπλώνουν ένα τσέρμασμα στά κορμί τού έπιβάτου. Ούτε ψύλλος στάν κόρφο του, πού λέει ό λόγος, δέν ήθελα νά είμαι έκείνη τή στιγμή. Τό φόβο καί τή συγκίνησι τού πρωτόπειρου μετριάζει ή θέα τού ποταμού καί τών πέριξ, ίδίςι τήν στιγμήν κατά τήν όποιαν ή βάρκα βρίσκεται στά μέσον τής διαδρομής της. θ ά πρέπει νά άναφέρω μεν ότι οί βάρκες αύτές έχουν παράδοσιν αιώνων καί άκόμη on κατά τό παρελθόν συνέβησαν σ αύτές καί σπάνια, σποραδικά άτυχήματα μ ά νθρώ πινα θύματα.

65 Λ. Α. ΤΑΤΣΙΟΠΟΥΛΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΟΜΠΟΤΙΟΥ ΑΡΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΑ 0 ί φωτεινές σπίθες τής πυροστιάς χοροπηδούσαν ολόχρυσες σαν θησαυρός παραμυθένιας νύχτας καί γίνονταν χρήματα* άφθονα χρήματα στα μάτια της! Δεν τής έκανε «ή καρδιά», νά σηκώση την πυροστιά από τή χόβολη καί νά την άπιθώση στον πυρομάχο τής γωνιάς. Τί, νά χάνονταν όλα σάν τον καταραμένο θησαυρό, που γίνηκε κάρβουνα;!... 'Όμο^ς ταράχτηκε, όταν σκέφτηκε πώς τά βόΐδια συγκαίονται, άν μένη ή πυροστιά απάνω στην πΰρα άδεια καί την έβαλε βιαστική στον πυρομάχο, όπιο; έπρεπε* δεν έκανε ανάποδα, μούντζωνε τά ουράνια. 'Ό λα έν τάξει: τά παχνιά των βοϊδιών ήταν γεμάτα βοϊδόφυλλα καί ροκιά. Πάχνιασε και τ' άλογο με άχυρο καί ροκιά. Κρέμασε κλαρί στά γίδια. Τάϊσε τό γουρούνι καί έκλεισε τίς κόττες. Έ βαλε λάδι στο φανάρι γιά τό νυχτερινό πάχνιασμα καί κουβάλησε τρανή αγκαλιά καψάλια γιά τό ξενύχτισμα. 'Ένα στιφάδο χωρίς κρέας συναγωνιζόταν σέ μοσκοβολιά τά φρεσκοαλειμμένα γωνολίθια καί καθαρά χεράμια πάνω σέ ψάθες έδιναν γιορτιάτικη όψη στο φρεσκοαλειμμένο μέ βοιδοκατσίνα καί χώμα, χωματόσπιτο τού γεωργού. Καί, σάν ήρθε καί ό ακριβός της, ένα παιδάκι «κούτσικο», σέρνοντας γομάρα από τέσσερες λούρες μέ μακριά φουντοπή ουρά, άρπαξε τή ρόκα της σταύρωσε τ άδράχτι καί άρχισε νά γνέθη πλάϊ του, στο τζάκι, σιγοτραγουδώντας: «Χάϊ, χάϊ, εγώ είχα μαύρη μοίρα μέ τον άντρα όπου πήρα, τά ποδάρια του στη στάχτη, τά τσαρούχια του στή φράχτη, τό ζυγό καί τή βουκέντρα τά παράτησε στά δέντρα...». Δέν τό άπόσοίσε, καί ή αυλή γέμισε μέ τά βόΐδια, μέ τό άλογο, πού κουβαλούσε όλα τά γεωργικά εργαλεία τής δουλειάς: αλέτρι καί ζυγό, σβάρνα καί λισγάρι, κόπανο καί σκεπάρνι, άδειο σακκί, τρουβά και νεροβάρελλο, αλλά καί μέ τό σκυλλί, πού εφθασε στήν πόρτα συχαριάοης! "Ωσπου νά σηκωθή, έφτασε στ αυτιά της μια βρισιά τρανταχτερή απ τον αφέντη. Έ τρεξε, βοήθησε κι ετοιμάστηκαν όλα, ενώ ό μικρός έπαιζε καί φιλιόταν μέ τό σκυλί τους. Έ τσι μπήκαν στό σπίτι μέ την «καλησπέρα» του. Έ6γα?^ε στήν πόρτα τά τσαρούχια ένα χωρίς φούντα κι ένα τρύπιο στό δάχτυλο καί σχισμένο στή ραφή, μπροστά, γιά νά χωράη ένα πόδι παραμορφωμένο από νεραϊδοπάτημα τής νύχτας, που στή σφεντόνα τ αλωνιού κειμότανε στήν κούνια του «κουτσιόρι». Έσυρε τήν παλάμη του στό μέτωπο καί κάθησε στό τζάκι σταυροπόδι, μπροστά στή φωτιά, παίρνοντας στήν ποδιά του, σάν καλός τάττας, καί τον ακριβό, ν άκούση τί τού είπε κι άν τον βάρεσε ό δάσκαλος στό σχολειό. Ή έλκυστική μυρωδιά τού στιφάδου τού έφερε όρεξη. Χαΐδεψε τό κεφαλάκι τού μικρού, αναστέναξε καί είπε: «"Ο?,η μέρα τρώει κριάς καί τό βράδ μετράει τ* αστέρια, τί είναι;» «Ή βουκέντρα», απάντησε ό μικρός. Καί πρόσθεσε: «'Ένα μούντζουρο δαμάλι τά πουρνάρια ροκανάει, τί είναι;» «Ό φούρνος, πατέρα», ε ξήγησε ό μικρός, πού τόσες φορές τ ακούσε καί τά ξανάκουσε αυτά. «"Ετσι είναι παιδί μου, κατέληξε: άλλοι τρών κριάς κι άλλοι πουρνάρια κι εμείς στιφάδο με κρεμμύδια! Ας μάθαινα κι έγώ γράμματα... Έλα, νά μέ πατήσης στήν πλάτη καί μεθαύριο θά σέ πάρω στό χωράφι, νά σκάσωμε παπαρούνες. Στό μεταξύ avaijxxv καλά καί φώτισαν τά καψάλια. "Ωρα τού δείπνου ήταν. Κ ι ενώ στρώνονταν ή τάβλα, μιά φλόγα, κολλημένη στήν άκρη ένός ξύλου σάν γλώσσα στενόμακρη, άρχισε νά ήχή τρεμουλιαστά, τραβώντας τήν προσοχή όλων. «Ή φωτιά κουβεντιάζει», εί-

66 π α ν δλοι και σώ πασαν. Κ ι από τή σ ιω πή: «Π άλεμ ος! τι άλλο;», ακούστηκαν προφ η τικ ά τά λόγια τού α φ έντη, πού ή τόση λάμψη έδειχνε ξένο τό πρόσωπό του. «Φοβάμαι, εξή γη σ ε, τό κόκκινο τό σύγνεφο, πού είδα ξεμοναχιασμένο, σήμερα, στον ουρανό σαν αίμα! Έ γ ιν ε όμως τό σ ιτάρι και θ ά θερίσετε. Ή χάρη τής Π ολυσπορ ίτισ σ α ς και τ Ά ν τ ρ ιά. Τ ό μεγαλα γίασμα τω ν Φ ώτων. Ή χάρη τ Ά ϊ - Τ ρύφ ω να κ α ι τά κόκκινα μ εγα λοπεφ τίσ ια α υγά, πού έχωσα σταυροί τά στο χω ράφι, ξέκαναν δλα τά ποντίκ ια - τά κ φ ά. Ό ανθισμένος πολύκαρπος και ό καλός καιρός, πού έφερε τό ξάστερο βασίλεμμα τή ς πούλιας, εδω καν βιό στά χω ρ ά φ ια μ α ς. Κ αι καλαμπόκια θ ά μάσετε* τό δείχνουν οι δρακοντιές. Ό σπόρος τού καλαμποκιού, ευλογημένος ά π τά τρ ίμ μ α τα τού χριστουγεννιά τικου χριστόψωμου, πέφ τει σ' άφράτη γή. Τό δεκαπενταύγουστο μέ τις δρίμ ες - Τ ετράδη και Π α ρ α σ κ ευή, δεν άφήκαμε από βίλιουρα κι από α γρ ιά δα. Ο ί τσαπούλες δούλεψαν καλά* θ ά γένουν τά καλαμπόκια. Έ τ σ ι ε ίν α ι: μέ τούς πολέμους γίν ο ντα ι τά σοδήματα, γ ιά νά μή χάνεται τό πλάσ μ α i Φ οβερίζει ή φ ω τιά μας* φοβερά τά μ αντάτα! 'Π όλεμος! τί άλλο;... Ε ίδα ν τό γή τα υ ρ ο στο Β ουβό. Α νέβαινε τά νερά του, ρεκάζοντας μεσάνυχτα! Έ τσ ι, ό γυιόκας μου θ άφ ήση τά π α ιγ ν ίδ ια του: τή γομάρα, τό κουβάρι, τό φίτσιο, τά κεραμ ιδάκια του, γ ιά ν ά πλέκη γα ϊτά ν ια κα πεδούκλια και σφεντόνες και νά βοηθάη τή μάννα του στο βω λοκόπημα, στο θέρ ο καί στο σκάλο κ α ί στο μάζωμα». «Έ γ νο ια σου, α φ έντη, καί στά κόλλυβα μπόλικο ρόϊδο θά βάνιομε». «Φάτε τώ ρα», είπε ή γυνα ίκ α τού γεω ργού και άρχισε νά κάνη τό σταυρό της. Μ αζί μ α υ τή σταυροκοπήθηκαν καί οί άλλοι καί άρχισαν νά τρώνε, ενώ οί σκέψεις τους τρ ύ π ω να ν β α θ ιά μέσα στά κελλιά τους - πίσω από τή συνείδηση, νά ναρκω θούνε μέσα στο λιβανω τό τή ς έκστασης, κάτω από τή ν εικόνα τού ονείρου, πού τρ έμ ο ντα ς τή φ ώ τιζε κάποια ς ελπίδας φ ώ ς... Π Ο ΙΜ Ε Ν ΙΚ Α Ε υλογημένη από τον π α π ά ή ποίμ νη του* θ υ μ ά τα ι τήν ευχή: «...ποίησον αυτήν εις χιλ ιά δας, άποδιώ κω ν α ύραν θα νατικήν, νόσον λοιμικήν καί πειρασμόν φαρμ ακείας κ α ί γοητεία ς έξ έν ερ γεία ς τού διαβόλου...». Ό λ ο ένα μέ τά πέντε δάχτυλα τά μετρούσε τά ζω ντα ν ά του καί δλοι τό «μάτι» τδρριχνα ν στο γκεσέμι μέ τήν τρανή κουδούνα! Δ έν τδλεγε μ άτιασμα ετούτο... Τό τούμπιασμά τους, αυγουστιάτικα, δεν τό ξηγούσε γ ιά βροχή* ούτε τά χελιδόνια έστρω ναν, ούτε τό γουρούνι μάζεψε τσακνά κια κι άχυρα, ούτε ή γά τα νίφ τηκε στο νότο, ούτε ό μπούφος τό είπε, ούτε ό κόκκορας λάλησε αποβραδίς μονά, ούτε τό φ εγγά ρ ι ήταν δίπλα, ούτε τά τσακάλια ο ύ ρ λια ζα ν, ούτε μελίσ τες έρρεψ αν, ούτε τό καπνό μαλάκωσε στήν τσ ιαραντά να του. Κ ά τι παλιοονειρα, αλλά καί κείνο τό ούρλιασμα τού σκυλιού του (πού νά φάη τό κεφ άλι του) τά βλέπει κακά προμηνύματα! Δ έν είνα ι καί λίγα* ενα κοπάδι ολόκληρο!... Τόσα πρόβατα!... Κ αλοξεχειμασμένα. Μ έ Ά ν ο ιξ η καλή καί Κ αλοκαίρι πλούσιο. Μέ χα πάκια γιά τή βδέλλα1. Μέ σ ερ γιά νισ μ α στις αρμύρες τής αλυκής. Μ άμαλαές και στάλους δροσερούς. Μέ νερό τού ποτη ριού από βρύσες. Τ ά βλέπεις τώ ρα μέ τις μύτες στο χώμα, μυρίζουν τά χροτά ρ ια, σάν ν άποζητούν βότανα για τρικ ά, δπω ς άποζητάει τό σκουπόσπορο ή φ ιδια σ μ ένη γά τα! Τ ουμπιάζουν καί κοιμούνται! Ο ύτε ή Λ άϊα πού γκρεμίστηκε, δέν έπεσε έτσι, βαριά! Τ ή ν πότισε βώλο, πού πήρε από τό στόμα τής σαλαμέντρας μέ τή μεγάλη νεροποντή τού χειμώ να, καί γειά τη ς καί χαρά, της! Ε το ύ το, τό φοβήθηκε. Σ ά... μόρα... σάν ίσκιω μα, έτσι φ α ίνετα ι! Τ έτοιες άρρώ στειες μόνον ό Ά ϊ Μάμ α ς, ό Ά ϊ Μ όδεστος καί ό 'Ά γ ιο ς Π α ρ θ έ ν ιο ς τού Β ελεντζικσύ θεραπεύουν! Κά- 1 ) Μέ ξυδάτο κεδρόσπορο γιά τή βροντότριχα.

67 Η Π ΕΙΡ Ω ΤΙΚ Η ΕΣ Τ ΙΑ» λεσε τον παπά και διάβασε: «...καί μ\τ σθείη του ονόματος του δούλου σου Μάμαντος, μή έπέλθη επί την ποίμνην αύτου διαβολική συιιφορά ή άλλη τις νόσος». «...Άπέλασον δέ και αποδίωξον διά τού ονόματος του δούλου σου Μοδέστου από πάντων αυτού των κτηνών παλαοίαν βλάβην και νόαον». Που λά ήσυχάση δμως! τό «επί την ποίμνην αυτού διαβολική συμφορά» τον έχει αναστατώσει περισσότερο! Πρέπει οπωσδήποτε, νά τά βάλη με το διάβολο, τώρα! Ή γριά κουμπάρα του σαραντίζει καί ξορκίζει καί τό διάβολο! Έτσι, μέ τό σουρούπωμα, κοντά στο κοπάδι., ή γριά, έρριξε κουτάλιά - κοτααλιά τό άκριτο Λ'εοό τής λίμπας στήν τρύπα τού σφοντηλιού της, μετρώντας άπάνο> ώς τό σαράντα και κάτω ως τό μηδέν, ώσπου έλειωσαν τρία κλωνιά αλάτι, που ήταν μέσα. Π ότισαν μ αυτό τά πρόβατα. Έ καμε ξόρκια. Ά ναψ αν ολόγυρο φωτιές. Χούγιαξαν. Σφύριξαν. Έ αριξαν στον αέρα πολλές ντουφεκιές2. Μ όλο ταύτα, ζημιά έγι\'ε! δεν τό πρόλαβαν τό κακό! Ό Κτηνίατρος διάταξε, λά -θάψουν τά ψόφια, καί βαθιά μάλιστα, γιατί, ό Ά νθρακας μεταδίδεται! Κάτι τέτοια τό'χουν ζαλίσει τό κεφάλι. Συμπεραίνει πώς τό αβάσκαμα τορριξαν σ αυτόν τον ίδιο! Δέ θά ξανατσιγκελώση τό μουστάκι. Τά μαλλιά τσουρουφλι δέ θά τά ξανακάνη. Τή σκούφια δέ θά τή βάλη στραβά. Τήν κάπα θά τή φοράη ανάποδα κι ας λένε οί εχθροί του, πώς χάθηκε τό βιό του καί τήν πήρε τήν κάπα ανάποδα! Δέν μπορεί, τέτοια φοράδα: μέ τομάρι ασβού στο καπίστρι, μέ δόντι αγριογούρουνου, μέ άβασκαντήρες, μέ χάλάτρες πολιίχριομες, μέ φούντες καί βραγκανίδια στο λαιμό του πουλαριού της, λά πέση γιά ψόφο, μμϊάτικα, χωρίς νά βόσκηση ούτε βδομάδα στο λιβάδι - ένα χορτάρι νά τό φάη κι άνθριοπος ακόμα! 'Ό λα τάκαμε: γιά κρύωμα, γιά μάτι καί γιά στρόφλο ακόμα... Ή γριά κουμπάρα του, πριυτάρά καθό)ς ήταν, σαββατογεννημένη καί τριτοβαφτισμέλ'η, πέρασε τρείς βολιές τήν ποδιά της στή μέση τής φοράδας, τρεις βολιές είπε: «παίρω στριφτοκάλαμο κι κάνω στριφτόκανστρα. Ό σο στριφτόνερο κρατεί ή στριφτόκαλ'στρα, τόσος στρόφλος νά μείλ στ φουράδα», έ'ρριξε τήν ποδιά στήν πόρτα του κοτετσιού νά τήν (/δρασκελίσουν οι κόττες, νά πάρουν τό κακό, αλλά ή φοράδα δέ γλύτωσε! Τροφής απότομη αλλαγή* κολικός, είπε ό Κτηνίατρος! Μήπως δέν είχε καί δίκηο ό για τρός; «Τό ξέρω, έλεγε: ψάθα οί άνθρωποι από τό γουρνιά. χριστουγεννιάτικα* τους κόβει... Λυτά τά νοιώθω εγώ, έλεγε, όπως ή γάτα που ξύλ'ει τά νύχια της, νοιώθοντας ψάρια, κι όπως ό κόκκορας κι 6 γάιδαρος που φωνάζουν τις ώρες. 'Ό λα τά ξέρω μέ τό νυ καί μέ τό σίγμα: Ή ρ θ ε τ 'Ά ϊ Κο^νσταντίνου, πάει ή μύγα, χάνεται, καί τά βόϊδια δέ στριγγλιάζουν. Ή ρ θ ε ό Αύγουστος, φύλαξε τ άλογό σου, μπορεί ξαφνικά ν άγριέλ^η καί νά σέ σκοτά)ση, όσο ήμερο κι άν τόχης* φεγγαριάζεται! Τον Όχτώβρη, άν Ιδής τό σκυλί σου νά τρώγη χορτάρια, μήν πας γιά λαγό* δέν ντοριάζεται τότε, φεγγαριάστηκε! Φρουμάζει τ άλογό σου στή στράτα; μήν προχωρής* εχθρός είναι! Καί σ όλα έχει μέσα τήν ουρούλα του ό διάβολος! Τά λέει καθαρά ή εύχή: «αύρα θανατική, νόσο λοιμική, πειρασμό φαρμακείας καί. γοητείας έξ έ- νεργείας του διαβόλου». ΜόλΌ τό μεγαλαγίασμα σέ σώνει! Π ά ρ το τά Φώτα καί ράντισέ τα όλα: στάβλους, -μαλ'τριά, στρουγγες, πράματα. Ζώσε γύρα τό μαντρί μ ένα σκοινί βρεγμένο μεγαλαγίασμα καί κομπόδιασέ το, λά ιδής, μπαίν τότε ό διάολος μέσα; όχι! Δέν ξέρεις όμως, άν τον έκλεισες μέσα, γι αυτό, μήν έπιχειρήσης νά τον δίωξης μέ λιβάνι ή μέ αλάτι ή μέ τ άεροβόλο σου, πάρε τον παπά, νά δια- 6άση τον αγιασμό έπί τόπου, νά φύγη πρώτα από μέσα. Φίλεψε τον καί κάτι παραπάνω, νά διαβάση: ί,.,περιφρούρησον αυτήν τήν ποίμνην - δι άγιων Αγγέλων 2) "Εψησαν σέ τρίκομπο καλάμι σπλήνα λωβιασμένη καί τήν άλλη μέρα τά διάβασαν, α ποβραδίς, ένα - ένα, συρτάρα, σέ χωμάτινη τρύπα κι έρριξαν τό πέταλο στό δλοκόντινο, νά σιδερώση ή ύγειά όλων.

68 5 1 4 ΡΠΤΙ ΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» σου...». Έχεις έτσι πιστικούς στα ζώα σου αγγέλους κι ας πελεκάη ό διάβο?ως γκοοτσιές, να φκειάνη λύκους, δσους θέλει! Ταλεγε αυτά ό γεροβοσκός κι οί άλλοι άλλαζαν γνώμες καί έφτυναν στον κόρφο τους από φόβο και μολόγαγαν κι αυτοί, τί τραβούσε τα μεσάνυχτα στο ρέμα τής Άηδόνως, από τό Σπύρο, ό άρχιδιάβολος. δ Ά βραξάς, πού τον έδερνε μέ τό παλούκι και φώναζε: «άτιμε Φοαξια θά πεθάνης απόψε!» (Π οιος κόταε, νά κατεβή εκεί; ούτε μέρα δεν πάταε εκεί άνθρωπος!). Πώς νά μην παραδέχωνται άξιώτερο τον Άγγελο από τό Διάβο?ω. Γ ι αυτό οι βοσκοί έχουν στο ζωνάρι τους τή φλογέρα. Ξέρουν, πώς ή νεράιδα δεν απλώνει στη φλογέρα, νά πάρη τό μαντήλι της* φοβάται νά ζυγώση! Γ ι αυτό πάλι βλέπεις και. στά κονάκια τών βοσκών εικόνες άγιων και στον κόρφο νά φυλάνε φυλλάδες θρησκευτικές!3 Γ Ι Ο Ρ Τ Ι A T ΙΚΑ Καρτερούν Λαμπρή αυτά; Λαμπρή τοχ.ουν κάθε μέρα ετούτον τον καιρό τά παιδιά μας! *Η ένοιωσαν τού Ευαγγελισμού εκείνο, που νοιώθαμε εμείς, σκολιαρούδια; Ά χ!... χοροπήδαε ή καρδιά μου κα'ι δάκρυζα και καμάρωνα κι ένοιωθα μεγάλος - μεγάλος σάν πολεμιστής και φλόγιζε τά στήθη μου ή σημαιούλα μου καί τού Δασκάλου μου ή φωνή: «Ελληνόπουλα»! Κι έτρεχαν δάκρυα στά μάτια μου κι έτρεμα κι ένοιωθα ιερό δέος, σάν έβλεπα νά ξετυλίγεται καί νά υψώνεται καί νά διαβαίνη καί νά κυματίζη στο καράβι ή σημαία μας! Τώρα τή συνήθισαν... Τον καρτερούσες καιρό, καί κόπιασε κάποτε*από τά ξένα ό δικός σου. Τόν αγκάλιασες, τον φίλησες, έκλαψες. Αυτό μένει* πάει κοντά... Έτσι είναι γιά δλα, καί γιά τή σημαία έτσι! Καί δ γέρος συνέχισε: Γ ιά Λάζαρο καί γιά Π άθη μή ρωτάς...! Α ρπά ζουν ένα καλάθι καί σόρχονται. Στέκονται, απλώνουν τό χέρι καί ζητούν δραχμές! Εμείς καρτερού*σαμε τό Λάζαρο, δπως καρτερούν οι ΟύβοαΤοι τό Μεσσία. Μαθαίναμε δλα τά τραγούδια: τού Λαζάρου. Τού παππά. Τού μονάκριβου γυιού. Τής μοναχοκόρης. Τού νεογέννητου. Τού άρχοντα. Τ άλλα. Στολίζαμε μέ λουλούδια τό καλάθι καί γυρίζαμε πόρτα σε πόρτα μέ τά τζιουμάκια. Μαζεύαμε αυγά σάν τά χαλίκια. Π ού ν άκούσης «Ινυρά μ στή στάχτη κάθεσαι...»! δλες έδιναν. Τάπαιρναν οι γονέοι μας καί φχαριστούλταν! Στά Π άθη ένα τραγούδι - τών Παθών - καί. τό καλάθι μέ δάφνη. Περνούσαμε τή Σαρακοστή μαθαίνοντας τά τραγούδια. Λαζάρου ανήμερα αναστατώνονταν τά χωριά απ τά τραγούδια τών παιδιών καί τ άλιχτήσματα τών σκύλων. Μέ τό θάμπωμα γύρναε πόρτα σέ πόρτα δ τρανός ό Λάζαρος, σαβανωμένος καί μέ τό κηρί ζωμένος. Αυτός έπαιρνε ζευγάρια τ αυγά! Τή Σταυρωμένη Παρασκευή εκλαιγαν οί νοικοκυρές γιά τά Πάθη, όπως ταλεγαν τά Λαζαρούδια μέ πάθος. Κι δ ουρανός ψιχάλιζε κι ετοίμαζε τή λαμπριάτικη βροχή 3 ) Τρομάξουν δμως οι βοσκοί όλες τις κατάρες, πού κολλάνε, καί δεν είναι βοσκός, πού νά μην έχη φορεμένο ανάποδα κάποιο ρούχο του, γιατί καί κάποιον θά ζημιώση μέ τό κοπάδι του. Περπατεί καί μολογάει ακόμα δ γεροβοσκός τό πάόημά του. Στ αυτιά του βουίξει ακόμα ή κατάρα τής χήρας, πού τής βόσκησε τό λιβάδι μέ τ άγελαδικά του. «Κακός γελαδοκούκκος, Παναΐα μ», καταράστηκε εκείνη καί τόν έκαψε... Πάει τό βιό του... 'Ένα - ένα χάθηκαν τά ξωντανά του μέ τό κεφάλι κολλημένο στό χώμα. Καί σέ ξυλοφωτιές τά πέρασε κι ολα τάκαμε, τίποτα... Γιατί νά μή φοβάται καί γιά τον ίδιο τόν εαυτό του; 'Ο διάολος τό πάει καί δέ φορούσε ρούχο του άνάποδα, δταν ακούσε μέ τή βαριά αυτή κατάρα καί την πιο βαρύτερη γι αυτόν τόν ίδιο: «νάχη τ αυγό προσκέφαλο καί τά παλιούργια στρώμα, δ αντίχριστος!» Καί ξεροφτύνοντας αράδα έλεγε: «οί άκκλησιές λύνουν άφορισμούς κι δέ θά λύσουν μιά κατάρα; Ά ς είναι καλά δ παπας κι δ δικός μου δ παράς». '

69 «HflEIPftTIKH ΕΣΤΙΑ» IIτ. ί-fe i f hi f t n i για τα σπορήματά μας! Τά Π άθη, «όποιος τ ακούει χλίβεται κι όποιος τά λέει α γιάζει κι όποιος τά παοαπικοαθη Παράδεισο θά λάβη». Ποιος τά ξέρει αυτά τώρα; Εμείς αΐστανόμασταν τη «Ζιυή έν τάφω». Ή τα ν τ αληθινό μοιριολόϊ γιά τό Χριστό. Νοιώθαμε τη χαρά τής Ανάστασης άλλοιώς. Τό λαμπριάτικο ρούχο, πού καμμιά φορά διπλοητ και τρίπλωνε (όπο>ς λάχαιναν και. τά χελιδόνια, πού πρωτοβλέπαμε), ύστερα ή λαμπάδα, τό κόκκινο αυγό, τό κουλούρι, ή μαγειρίτσα, τό ροδοκόκκινο αρνί τής σούβλας, ξύπναγαν τό νού μας καί βλέπαμε ένα χαρούμενο Χριστό μέσα στής Ανοιξης την ομορφάδα, σ όλους να δίνη άπ τά λοιλούδια της τό μέλι τής αγάπης! Κ οί πεθαμένοι φχαριστιούνταν τότε! Με τή δάφνη των Βαϊών, μέ τό κόκκινο αυγό και μέ την ijnr/ολάμπαδα στην παραθύρα τους, ένοιωθαν κι αυτοί την Α νάσταση! Την Άνοιξη τρώγαμε πρωί - πρωί, ν άκούσωμε τον κούκκο χορτάτοι, μήν τύχη και μάς πλάνε ση! Την Π ρωτομαγιά γιορτάζαμε τό «Μάη». Χαράματα πιάναμε τό «Μάη» στις τριανταφυλλιές, κόβοντας τριαντάφυλλα. Ή μοσκοβολιά τους την ώρα εκείνη ήταν ή μοσκοβολιά του! Τον νοιώθαμε! ΟΙ τρανοί έπλεκαν μέ τά δροσερά λουλούδια τά στεφάνια των σπιτιών καί τά σκολαρούδια ετοίμαζαν τά κουλούρια τους γιά τό «Μάη». Σέ κεντημένο μεσάλι έδεναν φρέσκο ή ξηρό μεγαλοπεφτίσιο κουλούρι, αύγάκι, τυράκι καί λουλούδια. Ή τα ν αυτό τό γεύμα τής σχολικής των εκδρομής. Μ αυτό στά χέρια, έχοντας μπροστά, υψωμένο σέ κοντάρι, τό μεγάλο σχολικό στεφάνι άπ ωραία μαϊάτικα λουλούδια, ξεκινούσαν μέ βήμα ταχύ, γιά νά προϋπαντήσουν τό «Μάη» μέ τό Δάσκαλό τους στά δροσερά άναβρυσικά τού ποταμιού μας, οποί* κχκίώνανε οί βατουνιές μ αγράμπελης άσπρα πέπλα καί φάνταζαν ολάνθιστες οί κουτσουπιές ανάμεσα σέ πράσινα σχοινάρια καί πλατάνια κι οπού τ αηδόνια τό/.εγαν καί τά τρυγόνια κι οί μέλισσες βιαστικές πετούσαν στά λουλούδια τού Μάη. πίίχει τ όνομα! Εκεί ή μεγάλη βρύση, τής όχτιάς ό άμπλας, π1 α νάβρυζε χορεύοντας απάνω στά χαλίκια, σάν ιερός βο>μός, δεχότανε στά γάργαρα νερά του ένα - ένα μέ τή σειρά τους τά όλοκέντητα πανιά, κομποδεμένα σταυρωτά, μέ τά κουλούρια καί τ αυγά καί τά τυριά καί τά λουλούδια, ενώ 6 μαθητόκοσμος μέ δέος τραγουδούσε τό Μάϊο πού εφθασε, την Ά νοιξη πού ήλθε, τό διά?.εγμα των λουλουδιών, τά ρόδα, την πηγή. Γεωργοί καί βοσκοί πανηγύριζαν στις βοσκές καί στά χωράφια τους στεφανο)μένοι μέ λουλούδια καί ζωσμένοι μέ αγράμπελη. Ξυπόλητος 6 ζευγολάτης άνοιγε μέ τό αλέτρι του βαθειές τις αυλακιές κι έπεφταν τού καλαμποκιού αράδα, πόδι σέ πόδι, οί σπόροι μέ τό τραγούδι του. Ξοπίσω του, ξυπόλητες, άρέδα μές τ αυλάκι, οί κόρες του τσιμπολογούσαν σάν τις πέρδικες τ ά γρια τού αγρού τά χόρτα: βίλιουρα, αγριάδα καί μαζί φουσκούνια καί ψαθέλλα, τό νού τους πάντα έχοντας νά βρούνε την οχιά. Δέν την φοβόταν. Είχαν πιει φιδόχορτο. πρωΐ - προκ, αγιασμένο. Ήθελαν τό κεφάλι της, κομμένο μέ χρυσό φλουρί. Θά τ αγίαζαν στήν εκκλησία, γιά νά χαλάη τά μάγια! Σάμπιυς τ "Αϊ - Γιαννιού απάνω από την πόρτα μας δέν κάρφωνε τό μάτι; Καί οί φο)τιές δέν έδιωχναν τούς ψύλλους στις Σελλάδες; Γωρα, παιδί μου, τά γκολφια δέν χρειάζονται ούτε οί άβασκαντήρες! γυμνά κι απόκρυφα μαζί καί λόγγοι από γένεια κι από μαλλιά καίνε κι αφανίζουνε τό μάτι τό κακό! Ποιός τώρα καρτερεί Αποκριά, νά ίδή τούς μασχαράδες, τό γαϊτανάκι, τον ΙΙανάρατο, τούς κλέφτες, τή γριά; Γιορτή τοχαυν καθημερινά οί νέοι τού καιρού μας! Κι ό Καραγκιόζης μέ τό μαγικό τής Τηλεόρασης καθρέφτη δασκαλεύει. Καί τά γιορτιάτικα βλέπεις σ αυτόν κι αποκριάτικα με τον Πανάρατο! Ή ρ θ ε ό καιρός, νά κατεβή ό ουρανός, τά βόϊδια μας νά γλείψουν τό φεγγάρι! Αλλοίμονο! Θά στίψουνε καί τά νερά, γιά νά διαβή, όπως είπαν, «έκειός» μέ τό κολοκυθάκι του! Έτσι θά γίνη καί θά πούν: «έβγήτε οί πεθαμένοι, νά μπούμε οί ζωντανοί»! Αυτού πααίν ό κόσμος, π δέν ξέρ από Λαμπρή κι από γιορτή!

70 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Π. ΠΑΥΛΙΔΟΥ Συνιαξιούχου δημ/λου ΠΡΟΒΑΤΑ ΚΑΙ ΓΙΔΙΑ - ΓΑΛΑ ΚΑΙ ΤΥΡΙ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ Τ υροκ ομ εία καί προϊόντα' αύτώ ν Ή μαζική επεξεργασία τού γάλακτος διά την παραγωγήν τυρού και των υποπροϊόντων του, έγίνετο καί γίνεται εις τά τυροκομεία, τά όποια κοινώς λέγονται μ π α τ ζ ι α ρ ι ά (ονομαστική ό μπάτζιος και τό μπατζιαριό). Λέγονται καί μ π ά τ ζ ι ο ι (ο ΐ). Τά τυροκομεία έγίνοντο ενα, κατά χωριό ή συνοικισμόν, σπανίως δύο. Σε μερικές μεριές δυο συνοικισμοί, είτε χωριά ποτελούσαν ενα τυροκομείο, μιά τυροκομική μονάδα, όπως Σεβαστό καί Ραχούλι μίαν μέ έδραν τό Ραχούλι (πρώην Τσιφλίκι), Ραδορύζι καί Διχούνι (πρώην Στριγανέτσι) καί τμήμα τής Γρανίτσας, μιά τυροκομική μονάδα μέ έδραν τήν τοποθεσίαν Μαϊνάκι, παρά τήν μονήν Διχούνης, ή δέ στάνη αυτή ήτο ή μεγαλύτερα τής Θεσπρωτίας, συγκεντρώνουσα πάντοτε άνω των 600 οκάδων γάλακτος ήμερησίως, συνήθως οκάδες κατά προσωπικήν μου διαπίστωσιν, μεταξύ Δεύτερο, μέ μικρή διαφορά, ερχότανε τό Μαλούνι, πού αν και διοικητικώς υπάγεται στο Φιλιάτι, έθιμοτυπικώς υπάγεται στήν Π αραμυθιά, όπως καί ολη ή καλοτ»μένη Σκάλα Φιλιατών. Τό τυροκομείο αυτό, συχνά «πιάνονται'», όπως ήταν ή κοινή εκφρασις, από τον Παραμυθιώτη έμπορο Ρ ίγγα. Διά τήν εκλογήν μπατζιαριού έξελέγετο καλύθη ευρύχωρος, ή οποία άπαραιτήτως έπρεπε νά έ'χη σιμά νερό καί νά έξυπηρετή τήν προσέλευσιν των χωρικών, μεταφερόντων επί τών ώμων τις «μ π ι ν ι ό τ ε ς», τά δοχεία μέ τό γάλα. Διά τούς ορούς διαβιώσεως του προσωπικού ελάχιστη φροντίς έλαμβάνετο. ή δέ αποθήκη ήτο υποτυπώδης, διότι τά προϊόντα μετά τινας ημέρας μετεφέροντο εις τήν Π αραμυθιάν, εις τάς άποθήκας τού έμπορου. Ή μπινιότα είναι λευκοσιδηρούν δοχείον προσωρινής έναποθηκεύσεως καί μεταφοράς τού γάλακτος, μέ πλατύ τό μέρος πού άκουμπούσε στήν πλάτη καί ελλειψοειδές τό έξω, μέ βάσιν τό ήμισυ τής έλλείψεως καί επάνω ευρύ στόμιον πού έ κλεινε καλά μέ λευκοσιδηρούν βούλωμα (κούπωμα). Ή μπινιότα στά αλβανόφωνα χωριά λέγεται καί μ α τ α ρ ά ς (ό), αν καί ή λέξις μπινιότα δέν μού φαίνεται γιά ελληνική. Τήν ετυμολογίαν καί τών δύο λέξεων αγνοώ πλήρως. Οι ματαράδες (μπινιότες) ήταν πάντοτε καθαροί, απολύτως καθαροί, έκπληρούντες ό'λους τούς όρους τής υγιεινής. Τό μπατζαριό έλέγετο καί στάνη. Λέμε: τήν στάνη τής Λαμπανίτσας τήν βάζει ό Θανάση - Ρ άφ της καί τις γύρω όλες ό Ρ ίγγα ς. ι * * Συνέχεια έκ του προηγουμένου, σελ. 374.

71 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ η ίί.«ι: ξ \i % 7 Ή αρχή τής λειτουργίας μιας στάνης (τυροκομείου) έξηρτάτο από την κατά τό πλειστον ληξιν τού γέννου των προβάτων. Κάτω από την Σκάλα τής Π αραμυθίας άρχιζαν συνήθως τις αρχές Φεβρουάριου, σπανίως ένωρίτερα. Πάνω από την Σκάλα, αργούσε μέρες, διότι τό κλίμα ήτο ψυχρότερον και εΐτε ό γέννος αργούσε, είτε ή γη δεν είχε αρκετή τροφή και επομένως τά ζώα αρκετό γάλα. 'Η λήξις τής λειτουργίας τής στάνης στα πεδινά χωριά, έγίνετο κατά τά τέλη Μαΐου, κυρίως διότι έφευγαν οί διαχειμάζσντες βλάχοι, αλλά και οι χωρικοί από τά Σκαλαπανίσια χωριά, πού έχοντας γιδοπρόβατα κατέβαιναν στά χειμαδιά και ξανανέβαιναν γιά καλοκαίρι καί φθινόπωρο στο χωριό τους. Σ τά Σκαλαπανίσια χωριά παρετείνετο μέχρι τις 20 Ιουνίου καί κάποτε μέχρι τό τέλος του. Οί στάνες του Σουλίου, τής Βριτζάχας καί τού λειβαδιού Βασιάνι τής Λαμπανίτσας (νυν Ελαταριά), πού τ'ις έβαζαν ό Βλάχος Ράφτης, ό Θανάση - Κούρτης καί ό Κώστα - Μήτσης (Τζούρτζος), συνέχιζαν καί τό καλοκαίρι. Αλλά εκείνοι στηρίζονταν στά δικά τους ζώα. Ό Ράφτης στά 1500 δικά του καί δέχονταν καί ό,τι γάλα τού φέρνανε οί παροικούντες, μετά τήν λήξιν των άλλων τυροκομείων. Ό Θανάση - Κούρτης έστηρίζετο στά δικά του, τού αδερφού του καί μερικών χωριανών του ΙΙοποβιτών πού παραθέριζαν μεταξύ Βριτζάχας καί Σουλίου, ό δέ Κώστα - Μήτση - Τζούρτζος στά 400 γαλάρια του, στά 100 τού αδερφού του Γιωργάκη Μήτση καί στά 160 τριών άλλων χωριανών του, που έμεναν μονίμως έκτος τού χωριού, στο λειβάδι Βασιάνι, άνήκον κατά τό πλειστον εις τήν κοινότητα Δοβλάς, αλλά νεμόμενον υπό τών Λαμπανιτσιωτών καί μόνον τού Γιάννη Τσιάκη (Ντόκου) έκ τής Δοβλάς. f ι U I * IS' Οί τυροκόμοι ήταν όλοι εμπειρικοί καί έπληρώνοντο μόνον διά ήμερος λειτουργίας τού τυροκομείου. Έπληρώνοντο όμως πολύ καλά. Άναφέρομεν ένδεικτικώς ότι κατά τό , τά δύο προ τού τουρκικού συντάγματος έτη είχαν μισθόν ημερήσιον δέκα γρόσια, ποσόν ηγεμονικόν διά τήν έποχήν εκείνην, κατά τήν όποιαν τά ημερομίσθια έκυμαίνοντο μεταξύ πενήντα καί εκατό παράδων, ήτοι ένα γρόσσι καί τέταρτο μέχρι δυόμισυ καί μισθό μαστορικό (κτίστου) τέσσαρα γρόσσια τήν ημέρα. 'Έ νας δάσκαλος πληριονότανε γρόσσια διά δέκα μήνες. Μιά προβατίνα είχε 20 γρόσσια κατά μέσον όρον, ένα βόϊδι 5 6 μετζήτια, ή τοι γρόσσια καί ένα καλό άλογο 6 7 μετζήτια και άν ήταν καλό γιά «κερατζήδικο», γιά αγώγι δηλαδή, καί παραπάνω. Τό μετζήτι είχε είκοσι γρόσια. Τώρα μπορεί νά καταλάβη κανείς πόσο ήγεμονικό ήταν τό ημερομίσθιο τού τυροκρμου. Μεταξύ τό ημερομίσθιον άνήρχετο σέ δραχμές, πάλιν γερό μεροκάματο, όταν οί εργαζόμενοι εις τά όδοποιητικά έργα έπαιρναν δραχμές και οί κτίστες δραχμές. Μετά τό 1945 έπεκράτησε αναρχία είς τά ημερομίσθια παρά τήν ΐδρυσιν σωματείων καί τό γεγονός ότι πλείστοι τούτο>ν ήσαν απόφοιτοι τής εξαιρετικής τυροκομικής σχολής Δουρούτης (παρά τά Ιωάννινα). Άνήλθε ποιοτικώς ή στάθμη μορφώσεως τών τυροκομούν, αλλά ηύξήθη καί ή προσφορά εργασίας καί αί έργοδοτικαί εισφοραί, αι όποΐαι πρίν ήσαν ανύπαρκτοι. Εκείνο πού έβάρυνε στήν πλάστιγγα ήτο τό γεγονός ότι οί παλαιότεροι, άν καί σχεδόν αγράμματοι, πλεονεκτούσαν είς έργατικότητα καί ευσυνειδησίαν. Τπήρχε τότε σωματεΐον τυρσκόμων, τό συνάφι τών μπατζιαραίων. 'Ό τα ν λέμε δέ σοηιατεΐον, δεν έννοούμεν ότι υπήρχε προεδρείον με γραφεία, σφραγίδα, λάβαρα, εισφορές κ.λ.π., αλλά τά τουρκικά δικαστήρια καί έν συνεχεία τά ελληνικά άνεγνώριζαν τήν ύπαρξιν τής τάξεως τών τυροκόμων καί είς πάσαν διαμφισβήτησιν έκάλουν τον άντιπρόσομον των νά καταθέση, ή δέ κατάθεσίς του έκρινε σχεϊ Λt. 1 it.

72 518λ λ λ λ λ λ α λ α α α α α α α λ α λ α α α λ λ α α α α λ α α α λ «Η Π ΕΙΡΟ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ» δον την δίκην. Συνερχόμενοι δέ σέ κάποιο καφενείο οΐ μπατζαραίοι, έξελεγον τρεις ώς εκπροσώπους των, πάντοτε πρόσωπα σεβαστά, τούς μεγαλύτερους κατά ήλικίαν και αρχαιότερους εις το επάγγελμα. *Αν ό αρχαιότερος λόγφ γηρατειών «είχε χαζέψει», δεν διατηρούσε ακμαίας τάς πνευματικός του Ικανότητας, είτε δεν είχε κα?^ήν υγείαν «καί ποδάρια νά τρέχη», δεν έξελέγετο. ΕΙς τό δικαστήριον εκαλείτο ό αρχαιότερος, τούτου δέ κωλυόμενου, ό αμέσως επόμενος. ΙΙαύοντος δέ τού εκπροσώπου τού συναφιού νά «σκή τό έπάγγελμα ή θανόντος, έξελέγετο άλλος. Ή θητεία όλων ήτο μέχρι θανάτου ή εξόδου από τό επάγγελμα λόγω γεροντικής άνικανότητος ή άσθενείας. Ή εκλογή έγίνετο διά βοής και δέν έτηρεΐτο απαρτία, αφού δεν υπήρχε μητρώον με?.ών. Έκτος τής ύποχρεώσεεος νά καταθέτουν εις τά δικαστήρια τί λέγει ό άγραφος νόμος εις έκάστην περίπτο^σιν, ot έκπροσωπούντες τό συνάφι είχαν την ύποχρέωσιν, είτε καλούμενοι υπό τού εκπροσώπου των εργοδοτών νά κανονίζουν τά ημερομίσθια, την έναρξιν και λήξιν εργασίας και γενικά κάθε άναφυόμενον ζήτημα τής τάξεώς το3ν. 'Ό τ α ν δέν εκαλούντο, έπήγαιναν αυτοβούλους. Ο ι άνθρο^ποι αυτοί, περιβαλλόμενοι δημόσιόν τι λειτούργημα, έγίνοντο σοβαροί καί αδέκαστοι. Ούδείς ποτέ κατηγορήθη επί εργατοπατερισμό) και διά κανένα δέν διετυπώθη ευθέως ή συ γκ εκα λυμ μ έ νω ς ή κατηγορία δτι έξηγοράσθη καί έπρόδωσε τά συμφέροντα τής τάξεως, είτε έμερολήπτησεν υπέρ ούδενός. Έτιμούσαν τό όνομά των καί την θέσιν τους, έχοντες ώς βάσιν την παροιμίαν «Καλύτερα νά σου βγή τό μάτι, παρά τό όνομα». Μετά τό , τάς σχέσεις τυροκόμων καί εργοδοτών διέπει πλέον ό περί σωματείου νόμος καί δλαι αί έργατικαί διατάξεις καί ανήκει ή ερευνά των είς τό εργατικόν δίκαιον καί όχι την λαογραφίαν. Τά συνάφια οί Τούρκοι έκάλουν ισνάφια. Δέν είναι δέ τό συνάφι. παραφθορά τής τουρκικής λέξεοίς, αλλά ή τουρκική είναι παραφθορά τής ελληνικής λέξεως συνάφεια, έκ τού συνάπτω καί σημαίνει τήν συντροφιάν, τούς ομότεχνους. Καί δπως μού έλεγε ό συμπολίτης έμπορος Στατήρας (τεράστιας μορφώσεως, κάτοχος τεσσάρων γλωσσών καί βιβλιοθήκης με σπάνια βιβλία, δστις δυστυχώς ονδέν σύγγραμμα άφήκεν), δέν μπορούσαν οι Τούρκοι στις στέππες τής Κεντρικής 'Ασίας νά έχουν τέτοια κοιντονική όργάνωσι καί συντεχνίες, αφού ήσαν ημιάγριοι νομάδες. Επομένως έδανείσθησαν λέξεις περσοαραβικές κατ' άρχάς καί ελληνικές μετέπειτα καί τούς έκαμαν παραφθορές. Σέ κάθε τυροκομείο (ή στάνη ή μπάτζιο), υπήρχε ένας μάστορας καί ένας βοηθός. Από οκάδες συνήθως δέ από οκάδες έπαιρναν δεύτερο βοηθό καί από καί τρίτον. Συνήθους ήσαν δύο. Βοηθός τους ήταν ό γ κ ι ζ ά ρ ο ς κάποιος από τό χωριό, πού έπαιρνε τό τυρόγαλο μετά τήν άποβουτύρωσίν του καί έβγαζε τήν γκίζα. Έ να ντι τού τυρόγαλου πού έξεμεταλλεύετο ό γκιζάρος, είχε τήν ύποχρέωσιν νά κουβαλά τά άναγκαιούντα εις τήν στάνην ξύλα καί νά βοηθά. Από δέ τήν παραγομένην γκίζαν έδινε εις τον έμπορον τό 1)3 καί κρατούσε γιά τον κόπο του τά 2)3. Είς σπάνιάς περιπτώσεις έμπορος καί γκιζάρος έμοιράζοντο τήν παραγομένην γκίζαν. 'Ό τ α ν έβγαινε γκίζα, δέν έγίνετο μυτζήθρα. Οί τυρέμποροι ήσαν μικροί καί μεγάλοι. Στήν περιοχή Παραμυθίας ό μεγάλος ήταν ό Ρ ίγ γ α ς. Ό σημερινός νομός Θεσπρωτίας είχε χ/ορισθή είς τέσσαρα τμήματα: Τμήμα Π αΐζη ή περιοχή Π άργας καί μέγα μέρος τού Μαργαριτίου, τμήμα Ρ ίγ γ α ή περιοχή Π αραμυθίας καί μικρόν τμήμα Μαργαριτίου, τμήμα Πιτούλη ή

73 «Η ΠΕΙΡΩΤΙΚΗ περιοχή Ήγουμενίτσης καί μικρόν τμήμα Μαργαριτίου και μέρος Κουφάλα ή περιοχή Φιλιατν, πλώήν ολίγων στάνών που τις είχεν ό Ρίγγας. Ή περιγραφομένη περιοχή άνήκεν εις τον Ρ ίγγα ν, ό όποιος εκπροσωπούσε τό _. ' _I. λ ar r i 7 ηνι'λί' Α/ίΤΙΙ r/v Ύ11CΓ»Π. Μαζί μέ τους μεγάλους τυρεμπόρους συνυπήρχαν και οΐ μικροί, καδένας με to τιμάριόν του, πού δέν ήνώχλει ό ένας τον άλλον, παρά την υπαρχουσαν πιθανόν επιθυμίαν, διότι ύ συναγωνισμός τ<ον άπετέλει καταστροφήν δι άπαντας. Οί έμποροι προηγόραζαν εις χαμηλές τιμές τό γάλα, συνήθως τόν Σεπτέμβριον - Όκπόριον. Π ρο του , σπανίως έκαναν συμφωνητικά, υπήρχε δε τότε ή καλή πίστις και ή ύπόσχεσις έτηρείτο. «Ή ψυχή βγαίνει και ό λόγος δέν βγαίνει», λέγει ή τοπική παροιμία καί αυτό ήτο έμβλημα αξιοπρέπειας. Κατά τό τελευταίου δεκαήμερον τού Σεπτεμβρίου (τώρα τό πρώτον δεκαήμερον τού Οκτωβρίου), έγίνετο ή πολύ μεγάλη κάποτε έμπαροπανήγυρις Π αραμυθίας, ό λεγόμενος Αάμποβος. Τις πέντε πρώτες μέρες τού Λαμπόβου, καθένας έκανε ισολογισμό, ξεπλήρωνε δλα τά παλιά χρέη και ξεκαθάριζε τί μένει, άν έμενε τίποτε απλήρωτο. Έθεωρεΐτο ατιμασμένος δμως όποιος έμενε χρέος μετά τόν Λάμποόο,διά τούτο κάθε νοικοκύρης χρεωνότανε γιά νά ξεπληρώση τά μαγαζιά πού τόν πίστωναν. Τράπεζα δε τότε ήτο ό έμπορος καί ενέχυρο ή παραγωγή τού άρχομένου οικονομικού έτους σέ γάλα ή έληές. Μέ προαγοράν, προστύχι όπως έλεγαν, άλλοι έμποροι, προαγόραζαν τά δημητριακά. Πάντως όταν έγίνοντο συμφωνητικά, ήταν κατά τέτοιον τρόπο φτειαγμένα πού νά μήν ζημιώνονται ποτέ. Δύο βασικοί όροι των συμφορητικών ήσαν πρώτον νά δένεται ό παραγωγός χειροπόδαρα, χωρίς νά ξέρη μέ ποιάν τιμήν θά πληρωθή καί δεύτερον νά πληρώνη αΐ'τός τά σπασμένα τού εμπόρου, εφόσον αυτός γιά νά μήν ζημιώνεται, εφόσον στό τυροκομείο ξέπεφταν γιά φαί οί κλέφτες, τά αποσπάσματα, οί διακοναραΐοι, κρατούσε μιας μέρας γάλα, κατά τήν βούλησίν του, χωρίς νά τό πληρώνη. Μέ αύτό έβγαζε τις πιθανές ζημίες έκ των άνεπιθυμήτων επισκέψεων. Σέ κάθε τρεις συνήθως στάνες, ό έμπορος είχε καί έναν χωρικό έπιβλέποντα, συνήθοίς έ'χοντα αρκετά γαλάρια καί άσκούντα έπιρροήν σέ πολλά άτομα. Ή αμοιβή του ήταν ότι τό δικό του γάλα πληριυνότανε δέκα - είκοσι λεφτά α κριβότερα, έπαιρνε δάνεια καί τού έπαιρνε κάποιο μέλος τής οικογένειας στήν εργασία. Είπαμε οτι ό έμπορος αγόραζε πάντοτε μέ αόριστον τιμήν. Ό τα ν διεμορφούντο πλέον καί τό κόστος τής παραγωγής από εργατικά καί τυχόν ζημίες καί ή τιμή χονδρικής διαθέσεως τού προϊόντος, τότε καλούσε καί δύο - τρεις κτηνοτρόφους, ώς έκπροσοόπους τών άλλων, πάντοτε τούς πιο ελαστικούς καί υποχρεωμένους σ αυτόν. Επί πλέον τούς έδινε ξεχωριστή τιμή στό δικό τους γάλα (όχι όμως τέτοια πού νά ζημιοχνεται) καί τούς έκανε διευκολύνσεις κυρίως εις προκαταβολές καί δάνεια. Μετά έξέθετε κατά τήν δική του άποτ π τήν διαμόρφιοσιν τής τιμής καί άνεκοίνωνε τήν τιμήν εις τήν όποιαν θά πληροόση τό γά?να, τά τρία τέταρτα τού όποιου είχε ήδη πάρει. 'Ό τα ν έπικρατούσεν εκεί ό φόβος τών ληστών, οί έμποροι διά τών αντιπροσώπων τιυν έπλήριυναν καί τόν αρχιληστή τής περιοχής, διά νά έχουν ασφαλείς τις στά

74 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» νες. Ό αρχιληστής τιμωρούσε κα'ι δσους δεν πηγαίνανε τό γάλα στην στάνη και παρέβαιναν τό συμφωνητικό κατά τον δικό του τρόπο. Συνήθους ό ληστής επέβαλε τρεις ποινές: α) Νουθεσία κα'ι πρόστιμον 1 αρνί υπέρ τής συμμορίας κα'ι τυρί, είτε υπέρ τής συμμορίας, είτε νά τό πάη στο σπίτι του ληστου διά τάς άνάγκας τής οίκογενείας του. β) Ξυλοκόπημα και πρόστιμον υπέρ τής συμμορίας και γ) Βασανιστήρια καί θανατική ποινή. Κάθε παραγοογός γάλακτος είχε μαζί του ενα σημεΐίοματάριον, τό «ν τ ε υ τ έ- ρ ι του», όπου δ αρχιμάστορας του μπατζιαριού, έγραφε καθημερινώς τό προσκομιζόμενον γάλα εις όκάδας και εκατοντάδες δραμίων. Ξ άσματα κάτω τής έκατοντάδος δέν ανεγράφοντο. ΕΙς τά τυροκομεία παρήγοντο τά εξής εΐδη: α) Τυρί φέτα ή τελεμές, β) Κεφαλοτύρι τύπου Β ι ζ έ ς. γ) Κεφαλοτύρι τύπου Κ ο θ ρ ίσιο, δ) Τυρός μ π α σ κ ί, διά νά γίνη έξ αυτού τό κασέρι, ε) Βούτυρο, στ) Γκίζα ή μυτζήθρα. Τυρί φέτα ή τελεμέ, σπάνια έφτιαχναν οΐ έμποροι, διότι τά έξ αυτοΰ κέρδη ήσαν μικρά, ή διατήρησις (ψυγείων μή υπαρχόντων) δύσκολος καί αι φθοραί συχναί. Έξηναγκάζοντο δμο^ς υπό τού κράτους νά παρασκευάζουν ένα ποσοστόν διά τάς άνάγκας τής εγχωρίου καταναλοδσεως, τούτο δέ κατά τάς έντολάς τού κράτους, κατά την προ τού 1940 περίοδον, έπρεπε νά ανέρχεται εις 30 % τής συνολικής παραγωγής. Ενθυμούμαι οτι οι σταθμάρχαι περιήρχοντο τά τυροκομεία, δίδοντες έντολάς. ΓΙάλτως κατεσκευάζετο τυρός φέτα, άλλα ποτέ σέ νόμιμο ποσοστό. Ή αποβουτύρωσες τής φέτας, δπως καί τού κεφαλοτυριού καί τού κοθρίσιου, έπρεπε νά ανέρχεται τό πολύ σέ 30% κατά τάς έντολάς των αρχών. Οι έμποροι έδιναν εντολήν εις τούς τυροκόμους των νά κάνουν άποβουτύρωσιν 40 % καί εκείνοι έφθαναν μέχρ 50 %, κλέπτοντες τό επί πλέον παραγόμενον καί μεταφέροντες τούτο εις τάς οικίας των, αν ήσαν πλησίον. Διά νά αποφεύγουν τούς εκ των κλοπών αυτών κινδύνους οί τυρέμποροι, έκτος από τούς έπιβλέποντας πού είχαν, φρόντιζαν νά στέλνουν κάθε τυροκόμο σέ στάνη, δσον τό δυνατόν μακρύτερα από τήν μόνιμη διαμονή του. Τό τυρί Βιζές ήταν είδος κεφαλοτυριού, τό οποίον έγίνετο από άποβουτυρωμένον κατά 30% γάλα, καθ δν τρόπον τό σημερινό κεφαλοτύρι, αλλά εις υψηλήν θερμοκρασίαν. Τό τυρόγαλό του έκτυπάτο εις τήν Μπούντενα καί αργότερα πού ε φοδιάστηκαν τά τυροκομεία μέ μηχανές άποβουτυοώσεως, στις μηχανές αυτές. Έ κ τού γάλακτος έκρατείτο ποσότης δεκαπέντε τοίς εκατόν, τό οποίον δέν έ γίνετο Βιζές καί έρρίπτετο μέσα σέ μεγάλο καδί, μαζί μέ τό τυρόγαλο πού έμενε από τον Βιζέ, γιά νά *μ π ρ ο σ γ κ α λ ι ά σ η», νά πάρη κάποια ζύμωση καί ξ υνί λα καί έπειτα από τό μίγμα τυρόγαλου καί γάλακτος, έπαιρναν καί χτυπούσαν στή ιιπούντενα. Ό χρόνος πού άπητεΐτο γιά νά μπροσγκαλιάση τό τυρόγαλο μέ τό γάλα έξηρτάτο από τον καιρό καί τον άνεμο δστρια (νοτιάς), συνήθως δέ ήτο ώρες. Μέ τις μηχανές τό μπροσγκάλιασμα είναι ολίγων μόνον ωρών καί χωρίς νά ξυνίση τό γάλα, ούτε νά γίνη κορυφή. Μετά τό 1945 πού γίνονται τά σημερινού τύπου κεφαλοτύρια, δέν παρακρατεΐται γάλα καί τό τυρόγαλο γίνεται κατά τό πλείστον μυτζήθρα. Ε νίοτε δμως χτυπούν καί τό τυρόγαλο, χωρίς προσθήκην γάλακτος καί μπροσγκάλ ιασμα, παίρνουν τό βούτυρο καί τό υπόλοιπο γίνεται γκίζα. Τά

75 «ΗΠΕΙΡΠΤΙΚΗ κεφάλια τά βάζανε στις θήκες τους, τά πατούσαν μέ τό χέρι για νά φύγη τό νερό και μετά στην μηχανή για νά γίνη τό τελικό σφίξιμο. "Οταν βάζανε τό τυρί στην θήκη, στη φόρμα του δηλαδή για νά πάρη τό τελικό σχήμα, τότε στο πλάγι του βάζανε τήν σφραγίδα, δηλαδή δύο σιδεράκια μέ τά αρχικά τού εμπόρου. Μετά τήν μηχανή πού τό έσφιγγε καί ενώ ήτο σέ φόρμες, τό αλάτιζαν μέ τό χέρι, από πάνο> καί κάτω, μετά τό έβαζαν στήν αποθήκη, στρώνοντας πάνω καί κάτω χόρτα, είτε φτέρη, είτε τό ώς καλύτερον θεωρούμενον, φύλλα από μπουρδέγκα. ναλλα φύλλα δέν έβαζαν, χαλούσε τό τυρί. 'Ό ταν έβγαζαν τις φόρμες πάλι τό αλάτιζαν ελαφρά, πάνω κάτω καί πλάγια, μέ τό χέρι, νά τραβήξη τό αλάτι τό τυρί προς τά μέσα.!? ί Πρόσεχαν νά σκεπάζουν καλά τά τυριά μέ φτέρες καί μπουρδέγκες δταν έ πνεε ή όστρια, διότι φούσκωναν και έσκαζαν, εις δέ τό σκάσιμο έπιανε μούχλα, κάποτε δέ και ξυνίλα, οπότε δέν έπωλούντο. Από τό μουχλιασμένο έπρεπε νά κοπή τμήμα του, γ ι αυτό ό αγοραστής τό έπαιρνε μέ γενναία έκπτωση. / * Ιί ' -Α. V ν* Ην!.ΐ. ϊ Τό κοθρίσιο προιυρίζετο για νά τριφτή σέ μακαρόνια είτε οπουδήποτε χρειάζεται τριμμένο τυρί. Θεωρητικά έγίνετο από τυρί μέ όλο του τό βούτυρο, πρακτικά όμιυς ποτέ δέν ήταν όλόπαχο. Π άντω ς εδώ ή κλοπή έγίνετο μικροτέρα. Ή πήξις τού κοθρίσιου έγίνετο μέσα σέ ξύλινο τάλαρο, σέ ξύλινο βαρέλι δηλαδή, οπού ρίχνανε τό γάλα μετά τό καζάνι. Μόλις έφτανε ή θερμοκρασία στους βαθμούς Κελσίου, έγίνετο ή πήξις. 'Ό τα ν «κοβότανε τό τυρί», τό χτυπούσανε μέ τό βλαντόξυλο τής μπούντενας, είτε μέ κοντό σανίδι καί τό αφήνανε νά κατακαθίση τό τυρί στον πάτο. Τό κανονικό χτύπημα ήταν 100 σκοπιές μέ τό βλαντόξυλο. Μέ άλλο ξύλο ή σανίδι, κανόνιζαν άναλόγως τής κάτω έπιφανείας τού ξύλου. Στράγγιζαν τό τυρόγαλο καί τό σμίγανε μέ γάλα για νά βγή τό βούτυρο καί τό κατακαθισμένο τυρί τό κόβανε μέ μεγάλα μαχαίρια. Μετά τό βάζανε σέ μεγάλες σανίδες, τό πιέζανε μέ τά χέρια γιά νά φύγη τό τυχόν έναπομείναν τυρόγαλο καί τό πατούσαν στήν μηχανή νά σφίξη καί νά φορμαρισθή. Τό αλάτιζαν απέξω, δπως καί τον Βιζέ καί τό πρόσεχαν πιο πολύ από τήν δστρια. Τό τυρί μπασκί έγίνετο όπως ό Βιζές, αλλά πάντα από όλόπαχο τυρί. Ποτέ δέν βγάζανε τό βούτυρο από τό γάλα, τό όποιον προωρίζετο γιά κασέρι. Μόλις έγίνετο τό τυρί, τό όλόπαχο, στράγγιζαν τό τυρόγαλο και έ.ζύμωναν καλά τό τυρί νά γίνη μιά πηχτή μάζα οκάδες. Αυτήν τήν βάζανε σέ σακκιά καί τήν στέλλανε. αμέσως στήν Παραμυθιά, σέ ειδική αποθήκη πού τήν λένε άκόμα Κ α σ ε ρ ί α, άν καί δέν χρησιμοποιείται άπό 30 ετών διά τήν κατασκευήν κασεριού. Εκεί υπήρχε ειδικός τεχνίτης, δ κασερομάστορας, μέ βοηθούς α πλούς τυροκόμους, 5 6 τον αριθμόν. "'Αφηναν τό τυρί, όγκους 35 μέχρι καί 70 ό- κάδων, επί 48 συνήθως ώρες καί φούσκωνε καί μύριζε. 'Τφίστατο μίαν ζύμωσιν καί μετά τό ζέσταιναν σέ βαθμούς καί έγίνετο κάτι σάν κόλλα. Τόβγαζαν καί τό ανακάτευαν σάν τό άσπρο ψωμί, τό ξαναζέσταιναν, μετά τό έβγαζαν πάλι και τδβαζαν πάνω σέ πλατειές σανίδες, πάχους 4 έκατοστών. Τό ζύμωλ'αν έντατικά, μέ τά χέρια, σάν ζυμιυταί φούρνου καί καλύτερα. Κατά τό ζύμωμα αυτό προσέθεταν καί χοντρά σπειριά αλάτι. Εδώ τό άλάτισμα είχε διαφορά άπό τά άλλα τυριά πού αλατίζονταν απέξω μέ ; ψιλό αλάτι. Τό κασέρι άπό μέσα μέ πολύ χοντρά σπειριά αλατιού, τό οποίον άπερρο- φάτο σιγά - σιγά καί τό μέρος έμενε κούφιο καί γι αυτό τό κασέρι κανονικά πρέπει νάχη τρύπες άπό τό αλάτι πού ήταν μέσα καί απερροφήθη σιγά - σιγά.

76 522 α λ α α λ λ α α α λ λ λ α λ α α α λ λ α λ α λ λ λ α λ λ α λ λ λ «ΗΠ ΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ» 'Ό τα ν νόμιζαν πώς έγινε τό κανονικό ζύμωμα, τότε τό τυρί τό ξανάβαζαν στα κρόθια κα'ι πάγωνε στο καλούπι. Τό κασέρι αυτό ήταν αγνό, όλόπαχο καί νοστιμώτατο. Τελειώνοντας με τά τυροκομεία καί τους τυροκόμους, πρέπει νά σημειώσωμεν εδώ ότι οί απόφοιτοι τής σχολής Δουρούτης, από τής εποχής που ήτο διευθυντής δ Ν. Ζυγούρης, ήσαν ικανοί και ευσυνείδητοι, καθώς και καθαροί. Τό γεγονός ότι δεν τους χαλούσε τό τυρί, παρά την έλλειψιν ψυγείων καί των σημερινών έν χρήσει μηχανικών μέσων, ήτο κατόρθωμα αληθινόν. Ό λύκος Ό κύριος εχθρός τών προβάτων είναι δ λύκος. Εις την πραγματικότητα δ τσιάκαλος (θώς) κάνει μεγαλύτερη ζημιά διότι τρώγει από ενα κάθε βραδυά, είτε διότι τακτικά κάτι θ άρπάξη, έτσι πού μπορεί νά σου πάρη ζώα σέ μιά χρονιά, ενώ δ λύκος θά φάγη ένα, θά σκίση δέκα μέ δεκαπέντε καί ζήτημα αν ξαναπέση στο μαντρί σου σέ 30 χρόνια. Έ π ί πλέον τον κυνηγάς μέ τά σκυλιά, ενώ τον τσιάκαλο δεν τον μυρίζονται εύκολα τά σκυλιά καί δεν τον κυνηγούν περισσότερο από ενα ξένο σκυλί. Μπορεί δ τσιάκαλος νά μένη καί σέ ιιιά τούφα δίπλα στο μαντρί σου καί νά άρπάζη γίδα ή προβατίνα τό πρωί, μόλις απλώσουν γιά βοσκή, είτε τό δειλινό που γυρίζουν, δπερ καί τό συνηθέστερον. *0 λύκος όμως, μέ την μεγάλη ζημιά πού κάνει διά μιας, ένέπνευσε τον φόβον εις τούς τσοπάνηδες καί γενικά τούς κτηνοτρόφους και τροφοδοτεί την φαντασίαν μέ ιστορίες. Ευτυχώς πού γίνεται έτσι καί διά τούτο τον κυνηγούν, διότι άλλως θά έπληθύνετο καί οί ζημιές θά ήταν τρομακτικές, επί πλέον δέ θά δημιουργούσε θύματα καί μεταξύ τών ανθρώπων, διότι όταν είναι κοπαδιαστοί οί λύκοι, σέ σκίζουν εύκολα. Ό τσιάκαλος δέν επιτίθεται κατά τού ανθρώπου, παρά όταν είναι λυσσασμένος. Επίσης όταν είναι λυκοτσιάκαλο ς, δηλαδή ύβρίδιον από επιμιξίαν λύκου καί θηλυκού τσιάκαλου, πράγμα σπάνιον. Η μείς μόνον μίαν τέτοιαν περίπτωσιν ήκούσαμεν αλλά καί εΐδομεν ϊδίοις δμμασιν εις Γλυκήν τό 1931, όταν εντός τού χωρίου καί τό πρωί κατά τις 10, λυκοτσακαλίνα έπετέθη κατά παιδιού 16 ετών, τό όποιον όμως παραδόξως καί μέ ψυχραιμίαν κατώρθωσε νά βρεθή στήν ράχη της καί νά τήν άρπάξη από τά αυτιά. Ή λυκοτσακαλίνα έπί μισή ώρα προσπαθούσε νά καταβάλη τον αναβάτη της, σέ στενό χώρο, μέ ένθεν καί ένθεν περίφραξιν από ξύλινα παλούκια καί υπό τά δμματα 100 άλ'θρώπων, εξ ών 5 ένοπλοι, προσπαθούντες νά βρούν τρόπο νά πυροβολήσουν χωρίς νά χτυπήσουν τό παιδί, πράγμα πού τελικά κατώρθωσε κάποιος στήν ευκαιρία πού ή τσακαλίνα κατώρθωσε νά τινάξη άπό πάνω της τον κουρασμένο αναβάτη. Λύκοι στήν περιοχή μας υπήρχαν περί τούς 7 10, εις τό δάσος Έλευθεροχωρίου, έπί τού ύπερκειμένου τής Παραμυθιάς δρους Γκορύ λας (ύψ. 1664), μικροί καί εκφυλισμένοι, φοβισμένοι καί μή έπιτιθέμενοι εις άνθρωπον. Κατά τον χειμώνα ξεπέφτουν μεγάλοι λύκοι έκ τής περιοχής Ζαγορίου, αρκετά μεγάλοι καί έπιθετικοί, πού κάνουν αρκετές ζημιές καί εναντίον τών όποιων οργανώνονται κυνηγετικές έκστρατείες, παγάνες καλούμενες, μέ σκοπό νά φοβίσουν τά ζώα καί νά τά αναγκάσουν νά βγουν άπό τις κρυψώνες τους, νά πέσουν στά «κ α ρ- τ έ ρ ι α» οπού αναμένουν έμπειροι κυνηγοί καί νά εξοντωθούν.

77 % i Οί παγάνες άπεδείχθησαν πάντα αποτελεσματικές, διότι ένας - δυο λύκοι έφονεύοντο, οΐ δε υπόλοιποι, άν ήσαν καί άλλοι μαζί, έφευγαν φοβισμένοι για άλλες περιοχές. Το μέγεθος των λύκων είναι πιο μεγάλο από κείνο πού γράφουν τά εγχειρίδια των σχολείων, διότι κατά τό 1942 εις την Φτέρην Παραμυθίας (Βαρμπόμπα). έ- μέτρησα λύκισσαν με μήκος από τό μεταξύ των αυτιών διάστημα μέχρι την αρχήν τής ουράς 1,17 μέτρα, ένω κατά τις ζωολογίες ό λύκος εχει ενα μόνο μέτρο μήκος στά σημεία αυτά. Σημειωτέου ότι ό διαφυγών και μη φονευθείς άρρην ήτο αρκετά μεγαλύτερος. 01 χωρικοί πιστεύουν ότι υπάρχει καί λιάρος λύκος. Κάποτε ξεπέφτει εκ τής περιοχής Ζαγορίου - Μετσόβου κανένας λύγξ, κοινώς καλούμενος ρήσσος, ό όποιος έχει ραβδώσεις καί κακώς θεο)ρεΐται λιάρος λύκος. Ό ρήσσος ξεσχίζει εύκολα καί τον σκύλο, υπερτερών εις ευκινησίαν. Τον τελευταίο καιρό οί λύκοι πλήθυναν, διότι αραίωσε ό πληθυσμός, οί νέοι άνδρες πού έχουν πόδια γιά κυνήγι καί πνεύμονες γιά άνηφοριές, είτε μαζεύτηκαν στην Αθήνα είτε έγιναν μετανάστες στη Δυτική Ευρώπη. 'Τπολογίζεται ότι παρ όλον πού κατά τό 1971 έφονεύθησαν 20 λύκοι εις όργανωθείσας τή προτροπή τής Νομαρχίας Θεσπρο>τίας κυνηγετικός εξορμήσεις, υπάρχουν άλλοι 50. Άλλος λόγος πού πλήθυναν οί λύκοι είναι ή έλάττωσις και σχεδόν έκμηδένισις τού αριθμού τών ποιμενικών σκύλων, γεγονός πού άφησε ελεύθερα καί άφοβα τά αγρίμια. Κατά την τοπικήν παράδοσιν ό σατανάς έκαμε τον λύκο γιά νά φάη τά πρόβατα, τό κοπάδι τού Χριστού. Διά τον λόγον αυτόν ό λύκος δεν λυγίζει τό σβέρκο του, ούτε τό μπροστινό του πόδι, μοιάζει τον αφέντη του σατανά, αλλά καί ό σατανάς είναι κουτσός, καθ δ λυκοφαγωμένος. Αυτό πού λέγει ή παράδοσις οτι ό λύκος, τή προτροπή τού Χριστού δάγκωσε τον αφέντη του σατανά, πού σώθηκε διότι τρύπωσε στην γή, θέλει νά μάς δείξη ότι ό λύκος δεν έξημερώνεται καί οτι θά έπιτεθή καί κατά τού αφεντικού του. Γιά νά μήν μπαίνει ό λύκος μέσα στο μαντρί, οί ποιμένες βάζουν γύρω - γύρω ένα σκοινί άσπρο καί εκείνος πονηρεύεται καί φοβάται. Καί αφού είπαμε γιά τον λύκο, βάζουν καί γιά τήν αλεπού χρωματιστά πανιά, γιά νά πονηρεύεται καί νά μήν κάνη εφόδους στά μαντριά γιά κανέναν αρνάκι, άν καί ή αλεπού τ αρνιά συνήθως τά αρπάζει στήν βοσκή, διότι τά κυνηγόσκυλα μόνον τήν κυνηγούν, ένω τά μαντρόσκυλα πολύ σπανίως. Γιά νά ξορκίσουν τον λύκο καί νά μήν ξανακάνη ζημία στο κοπάδι, δεν τρώνε τό κρέας από λυκοφαγωμένο ζώο, ούτε χρησιμοποιούν τό ααλλί του. Μέ τον τρόπο αυτόν μπορεί νά μήν ξορκίζεται, ό λύκος, άλλα γλυτώνει καθείς από τον κίνδυνο τής λύσσας, διότι οί μοναχικοί ιδίως λύκοι είναι συνηθέστατα λυσσασμένοι κι έκεΐνος ft X πού θά τούς γδάρη, είτε τεααχίσει, διατρέχει τον κίνδυνο τής μολύνσεως. Οί άλβανοτσιάμηδες τής περιοχής, έπαιρναν καί χρησιμοποιούσαν τό μαλλί από τό λυκοφαγωμένο ζώο. Εφόσον τό κοπάδι στο όποιο έπεσε λύκος κι έκανε ζημία είναι μισιακό (συνεατιρικό), τότε έκεΐνος πού τό φυλάει έχει τήν ύποχρέωσιν νά έπιδείξη στον συνέταιρό του, τον μισιακάρο του, τό τομάρι προς πίστωσιν. Άλλο ξόρκισμα τού λύκου είναι τό κουμπόδεμα. Π ρέπει αντί μαντήλι νά χρησιμοποιήσουν φλούδα από άγρια συκιά καί τούς κόμπους αυτούς νά τούς κρεμάσουν

78 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» στην γρεντά (δοκάρι τής οροφής) του σπιτιού τους και νά μείνη εκεί πάνω ενα χρόνο. Μετά τον χρόνο τό κουμπόδεμα χάνει την δύναμί του και πρέπει νά ξανακρεμαστή άλλο. Κουμπόδεμα του λύκου έκαναν και στο μαντρί μέ κόκκινο σκοινί. Πάντοτε στο κουμπόδεμα έπρεπε νά είναι δύο άτομα, δταν ό ένας κουμποδένει, νά ρωτά τον δεύτερο: Τ ι κάνς αυτού; Κουμποδένω τον λύκο. Κόυμπόδεσέ τον καλά. Αυτό έγίνετο τρεις φορές. Μου άνέφεραν περίπτωσιν εις τό χωρίον Έλευθεροχώρι Παραμυθίας, πού κουμπόδεσαν τον λύκο δύο τσοπάνηδες, εφτά φορές μέσα από τό μαντρί νά μην μπορή νά βγή, αν τυχόν πηδήση απ έξω μέσα καί τρεις φορές από μέσα, γιά νά μην μπορεί νά μπή στο μαντρί. Έ φ υ γ α ν ήσυχοι καί τό βράδυ δ λύκος μπήκε στο μαντρί, έσκισε δεκαπέντε ζώα, πήρε ενα μαζί του καί άφησε τ άλλα μέ κομμένη την σφαγή, ήτοι την καρωτίδα. Την κόβει καί γιά νά τά σκοτώση καί γιά νά ρουφηξη αίμα πού τού αρέσει πολύ, τόσο, πού όπως διηγούνται αλλά δέν απόρεσα νά ε ξακριβώσω αν συνέβη πράγματι - πολλές φορές από τό πολύ αίμα πού πίνει μεθάει καί το ν βρίσκουν κοιμισμένον στο μαντρί. Π άντω ς οί δύο φίλοι πού κομπόδεσαν τον λύκο εφτά φορές από μέσα καί τρεις απέξω, είδαν τό κοπάδι άποδεκατισμένο τό ίδιο βράδυ. Άλλη πρόληψις ύπάρχουσα εις τά χωρία Γκρίκκα - Ψάκκα - Νικολίτσι - Δράγανη - Π α γκρ ά τι - Σεβαστό - Ξηρόλοφος - Κυραπαναγιά - Ραχούλιον - Κάρβουνά- ρι, είναι ότι δέν πρέπει αί γυναίκες νά μαζεύουν άπόδαυλα στο ζαλίκι τους, διότι I πέφτει λύκος στο κοπάδι τους. Τ ην 11ην Νοεμβρίου, εορτήν τού 'Αγίου Μηνά, δέν πρέπει νά υπάρχουν κοπάδια στά βουνά καί εν γένει στά θερινά λειβάδια, ούτε νά ανοίγουν ψαλλίδι, ούτε νά χρησιμοποιούν μαχαίρι, διότι πέφτει λύκος στά ζώα. Ή Ιδία άπαγόρευσις ισχύει καί εναντίον τού αγριμιού τσιάκαλος (θως) αλλά καί τού παρασίτου λύκος στά σπαρτά, ειδικώς εις τά ψυχανθή. Εις τό χωρίον Ελευθεροχώριον, τό σχοινί μέ τό οποίο γίλ'εται τό κουμπόδεμα τού λύκου, έπρεπε απαραιτήτους, επί ποινή νά καταστή τό κουμπόδεμα άνίσχυρον, νά είναι από λινάρι. Εις την Σέλλιανην καί Τσουρίλλαν ύπάρχει ή πρόληψις οτι αν μαζεύης σπλοονο. (τό δηλητηριώδες φυτόν φλόμος), τότε ψοφάει τό βιό, είτε πέφτει λύκος στο βιό. Ή - πρόληψις αυτή έκτος τών αιγοπροβάτων έπεκτείνεται καί στά άλογα καί βώδια. Συνεχίζεται V-<.W\vW..< «- ί t

79 ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΑΙΟΥ Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΣΕ Ω Ρ Ε Σ Π ΕΡΙΣΥ Λ Λ Ο ΓΗ Σ Μ % I.V; ϊ' Χειρόγραφες σελίδες των «Απομνημονευμάτων» του θεοδώ ρου Κολοκοτρώνη δεν ύπάρχουν. Ά φ η γείτα ι ό ϊδιος προφορικώ ς ότι «τον καιρό τής νεότητάς του σχολεία, άκαδημίαι, δεν ύπήρχαν* μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τα όποια έ μάθαιναν νά γράφουν καί νά διαβάζουν. ΟΙ παλαιοί κοτζαμπάσηδες, όπου ήσαν οί πρώτιστοι τού τόπου, μόλις ήξευραν νά γράφουν το όνομά τους. Τό ψαλτήρι, τό κτωήχι, ό μηναΐος, άλλαι προφητεΐαι, ήσαν τά βιβλία όπου άνέγνωσα. Δεν είναι παρά άηωϋ έπήγα εις την Ζάκυνθο, όπου εύρηκα την 'Ιστορία τής 'Ελλάδος εις την απλοελληνικήν. Τά βιβλία όπου έδιάβαζα συχνά ήταν ή 'Ιστορία τής Ελλάδος, ή 'Ιστορία του Αριστομένη και Γοργό) καί ή 'Ιστορία του Σκεντέρμπεη. Ή γαλλική επανάσταση καί ό Ναπολέων έκανε, κατά την γνώμη μου, ν ανοίξει τά μάτια του κόσμου...». Απαίδευτος καθώς ήταν, δέν τό είχε κάν στό νοϋ του, όπως άλλοι νά τολμήση ένα αύτο6ιογραφικο έγχειρημα. 'Ό,τι «άπά φωνής άλλου προσώπου» μας παραδόθηκε, μια άκόμα κληρονομιά πολύτιμη, τό ο φ είλ ο υ μ ε στον Γεώ ρ γιο Τερτσέτη. Ε ίχαν περάσει όκτώ χρόνια άσταμάτητου πολέμου πού διεξήγαγε ό Κολοκοτρώνης ιός σοηιατάρχης και στρατηγός, μέ έπιτυχίες καί άποτυχίες στα διάφορα πεδία, μέ κινδύνους άμεσους νά έξολοθρευθεϊ, άλλά καί μέ πίστη καί έπηιονή άλύγιστη στόν δίκαιο όγώνα. Κι άλλα τόσα χρόνια κατόπι, πρωτοστάτησε σέ άλλους αγώ νες, έσωτερικούς τώρα κ ι όχι λιγώ τερ ο σκληρούς για νά συγκροτηθεί, για ν άρχίσει μάλλον νά συγκροτείται ή πολιτεία. Καί πιά, σωματικά κουρασμένος καί, προπάντοτν, ψ υχικά τραυματισμένος κατά τό πικρό καί άναλλοίυττο δίδαγμα πού αφήνει ή άνάμιξη στά πολιτικά πράγματα του τόπου αύτοϋ έκλεισε στό σταϋλο τόν περήφ ανο κέλητά του, άπόθεοε τήν περικεφ αλαία του, καί καλείται τώρα νά επιστρατεύσει τις μ νή μες του. Δέν θά έγραφε, άφοϋ δέν είχε τό προνόμιο νά είναι γραμματισμένος άλλά θά διηγόταν, άφοϋ ή φύση τόν ε ίχ ε προικίσει καί μ αυτό άκόμα τό χά ρισμα. Γιά τή δόξα του, καί γιά τήν καλή τύχη των γραμμάτων μας, ό κλήρος έπεσε ο έναν ύπεράξιο άνθρωπο, τόν Γεώργιο Τερτσέτη, ποιητή, δικαστικό, άρχαιοφύλακα. άνθρωπο μέ υψ ηλό πνευματικό καί κοινω νικό κύρος, στόν ό ποιο καί μόνο μπορούσε νά έμπιστευθεΐ τά όσα είδε κ έγνώ ρισε καί βίωσε. Κι ό Τερτσέτης χρειάστηκε νά μεταδάλει τή θέση του σέ έμψ υχο μαγνητόφιυνο ό ίδιος χαρακτηρίζει τά όσα μεταγράφει «ιός άπά φωνής άλλου προοοπτου», καί σημειώνει στά έπ ιλ εγό μ εν ά του τά άκόλουθα: «Καί άλλοι τού τό είχαν ζητήσει* άρνήθηκε πάντοτε (ό Κολοκοτρώνης). Μάρτυρας ό έντιμος υιός του* είδα πό)ς χρειάζεται τόλμη καί λόγος νά τόν σύρω εις τό έργο. Τρίτη φορά τού είπα: Στρατηγέ, οί "Ελληνες μοιάζετε τά λαλούμενα πού βγάζουν ωραία φωνή, οί άνθρο>ποι τήν αισθάνονται, άλλά αυτά τά ίδια δέν κατέχουν τό λάλημά τους. Τί έκάματε. *Αν δέν ήμπορείς νά ιστορήσεις, τά έργα σας ομοιάζουν παιχνίδια τής τύχης, όχι συνειδήσεως έργα καί φρονήσεως, καί άν σάς φεύγει τί έκάματε, καί πού πάτε, λαθεύεσθε* φύλλα οί κόποι σας τού φθινοπώρου, πού τ άνεμοσκορπίζει ή χιονιά* δέ θά πλανέσης τόν κόσμο* ή αλήθεια θά φανεί* τό μνημονικό σου άν σέ αδικήσει εις λεπτομέρειες, ποιος θά σου τό γράψει αμάρτημα; Λές δέν

80 526 ΕΣ Τ ΙΑ» fj ήξεύρεις γράμματα* και πολλά ήξεύρεις* τά λόγια σου είναι γράμματα. Μίλαε καί εγώ γράφω, ή άλλος αν θέλεις. Μην εμπιστευτείς εις άλλον από σέ την διήγηση των έργων σου, αφού καί καιρό καί κοντύλι έχουμε. Φοβού τούς τυχοδιώκτας εις τά γράμματα, καθώς τούς έφοβήθηκε; καί εις άλλα πολλά». Ίσως δ υπαινιγμός αυτό; αφορούσε σέ έργα ανάλογα, πού αγράμματοι άγωνισταί είχαν «γράψει» από φωνής γραμματισμένων. Καί ό Στρατηγός φιλοτιμήθηκε* ή έπιμονη του στην άρνηση λύγισε. «Έ λα αύριο* πρωΐ έλα, μου φώναξε από τό παραθύρι, όταν έφευγα» - επιλέγει ό Τερτσέτης, - «τού έβαλα την όρεξη* εις δύο μήνες ετελειώσαμε»... Κύλησαν δέκα χρόνια ολόκληρα, ώς χιού ν άρχίσει τό 1846 ή εκτύπωση του βιβλίου, και έτελείωσε τό έτος Τί περιέχουν οί έξοχες σελίδες των «Απομνημονευμάτων» του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη; Αξίζει νά τίς ξαναπροσέξουμε άπό μιάν έντελώ ς προσωπική πάλι σκοπιά, διαφορετική άπό κείνη πού τις έκρινε και τις τοποθέτησε ή εποχή του. Μά πρώτα ας δοκηιάσουμε νά συμπυκνώ σουμε σέ αύστηρή περίληψ η σ οποίον βαθμό κ ι αύτό ακόμα είνα ι κατορθωτό τί ά ντλη σ ε άπό τό θησαυροφυλάκιο τού καιρού του, τί κατέθεσε ό ίδιος σ αύτό, πώς είδε τήν πατρίδα του. Γεννήθηκε τήν ήμέρα τής Λαμπρής 3 Απριλίου 1770, κάτω άπό ένα δέντρο σ ένα βουνό τής Μεσσηνίας πού ονομάζεται Ραμοβούνι. Π ολύκλαδο τό γενεα λο γικ ό του δέντρο. «Δεν εΐναι διάσελο - μάς λέει - όπου δεν είναι θαμμένος Κολοκοτρώνης, χωριστά δευτεροξαδέλφια, θείοι καί λοιποί φίλοι χαϊμένοι». "Οπως ή ζοτή τού πατέρα καί τής οικογένειας του, τό ϊδιο πολύπαθη καί πολυπλάνητη στάθηκε κ ή δική του- Ο ί Τούρκοι άφάνιζαν δλα τ άγαθά τους κ έδιναν δ ια τα γή : οπού άκουστούν νά τούς χαλάσουν. Μια ζωή δυναστευμένη άπό κατατρεγμούς κ ι άποκεφαλισμούς μελώ ν τής οικογένειας πού εξωθούσε τούς γενναιότερους στήν κλεφτουριά και τον άρματολισμό σαν πρόσκαιρη κι αύτή κα τα φ υγή. Τό «κλέφτης» ήταν κα ύχη μ α καί πραγμα ιερόν. Διατηρεί ζωηρή στήν αίσθησή του τό πλήθος τών εικόνων αύτού τού βίου* κατέχεται όλόιά η ρ ος, καί μέ μια καταπληκτική σέ φρεσκάδα μνήμη, φέρνει στήν επιφάνεια άτελεύτητα περιστατικά καί στιγμές γεμάτες κινδύνους πού διέτρεξε ό ίδιος καί οι γύρω του. Δέκα χρόνων ήταν δταν έγλύτωσε άπό τήν πολιορκία τής Καστανίτσας. Κατά τήν έποχή τής νεότητας, πέντε χρόνια έμεινε άνύπαντρος καί άλλα εφτά παντρεμένος. Είκοσι εφτά χρόνια είχε δταν τον έπρωτοκυνήγησαν. Αρματολός καί κλέφ της άλληλοδιαδόχως χρόνια πέντε. Τριάντα έξη χρόνων δταν καταδιωγμένος πήγε στή Ζάκυνθο. Σ τά 1806, τή χρονιά πού οί Ρώσσοι είχ α ν κη ρ ύξει τον πόλεμο κατά τής Τουρκίας, μάξι μέ δλα τά καπετανάτα καί τά κλέφτικα είχε καταφύγει στήν Έτττάνησο. Ε κ ε ί στή Ζάκυνθο μυήθηκε στή Φιλική Ε ταιρεία, κ ήταν άπ τούς πρώτους πού έφτασε στή Μάνη νά προετοιμάσει τον άγώνα. Κι άπό τής 23 Μαρτίου τού 1821, ημέραν τής κηρύξεως τής Έπαναστάσεως, μέ τά στρατηγήματα καί τις πρώτες νίκες του, δπως εκείνη τής Καρύταινας, τις στρατολογίες καί τήν περιώνυμη μάχη στο Βαλτέστι, στά Δερβενάκια, στή Γράνα, στήν Τριπολιτσιά καί στά Βέρβενα, επιβάλλεται οις φυσιογνωμία στρατηγική, καί τό πνεύμα του κυριαρχεί σ δλες τις ποικίλες φάσεις τού σκληρού άγώνα. Οί διχοστασίες καί ή άδιόρθωτη τάση τής πολυαρχίας, καθώς καί οι όξύτατες άντιγνωμίες σέ συνελεύσεις, δέν έπαυαν νά χύνουν τό δηλητήριο καί νά προσθέτουν, κι άλλα άκόμα, στά τόσα καί τόσα δεινά, μέ τήν πείνα καί τις κατά τόπους πολιορκίες, μέ τή διάλυση τώ ν στρατοπέδων και τή συγκρότηση νέω ν ομάδων. Π αντού καί πά ντοτε ή παρουσία τού άρχιστρατηγου καί ή παρέμβασή i \ 4 * 5. $ }

81 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ Ι του μέ τή σωφροσύνη καί τήν άμεση δραστηριότητά του στάθηκε σωστική έπικίνδυνων καταστάσεων. Καύχημά του τδχε νά υποστηρίζει πού δέ νίκησε τον Ίμ π ρα ή μ, άλλα τόν βασάνιζε καί του γκρέμ ιζε τα σ χέδιά του, τά τρόπαιά του. "Ενα μικρό άπόσπασμα άπό τήν άφήγησή του, δέν είναι μόνο δηλοπικό τού ύφους του, άλλα και ζωηρά χαρακτηριστικό τής άδάμαστης έλληνικής xy/υχής. Ό Ίμ π ραΐμ πασάς είχε δώσει προσταγή μέσω του κεχαγιά στους Μεσσηνίους νά προσκυνήσουν, νά υποταχθούν, άλλιώς θά πήγαινε μέ φωτιά καί τσεκούρι νά χαλάσει τή Μ εσσηνία: Ά φ η γ ε ΐτα ι ό Κ ολοκοτρώ νης: «Διαβάζοντας τήν διαταγή πού ήχον τόσον σφοδρά, ταυ άποκρίθηκα άπό μέρους τού λαού τής Μεσσηνίας ότι: «Αυτό δπου μας φοβερίζεις νά μάς κόψεις καί κάψεις τά καρποφόρα δένδρα, δεν είναι τής πολεμικής έ'ργον, διατί τά άψυχα δένδρα δέν έναντιώνονται εις κανένα, μόνον οι άνθρωποι πού εναντιώνονται έχουνε στρατεύματα καί σκλαβοιναυν, καί έτσι είναι τό δίκαιον τού πολέμου. Μέ τούς Ανθρώπους καί όχι μέ τά άψυχα δένδρα, όχι τά -κλαριά νά μάς κόψεις, όχι τά δένδρα, όχι τά σπίτια πού μάς έκαιγες, μόνον πέτρα απάνω στήν πέτρα νά μάς μείνει, ημείς δέν προσκυνούμε. Τι, τά δένδρα μας άν τά κόψεις καί τά κάψεις, τήν γην δέν θέλει τήν σηκώσεις, καί ή ίδια ή γη πού τά έθρεψε, αυτή ή ίδια γη μένει δική μας καί τά ματακάμει. Μόνον ένας 'Έλληνας νά μείνει, πάντα θά πολεμούμε, καί μήν ελπίζεις πώς τήν γην μας θά τήν κάμεις δική σου, βγάλτο άπό τό νού σου». Μέ κίνδυνο προφανή ν άποχρωματίσουμε τόν πίνακα μιας δεινής άλλά καί ένδοξης περιόδου τής εθνικής ζωής, δπου είκονίζεται στις σελίδες των «Απομνημονευμάτων», πα ρατρέχουμ ε στιγμιότυπα καί όψεις, καί περισ τα τικά, για νά πλησιάσουμε σ ένα δραματικό τέρμα. Ό έθνικός διχασμός ετχε κορυφω θεί έπειτα άπό τή ν δολοφ ονία τού Κ υ βερνήτου Καποδίστρια. Οί αιώνιοι ραδιούργοι δέν άπουσίασαν. Κατά τό κατηγορητήριου : «Π ρός παράλυσιν τής βασιλικής εξουσίας καί προπαρασκευήν εμφυλίου πολέμου (ό Κολοκοτρώνης καί ό Πλαποΰτας) παρεκίνησαν εις ληστείαν διαφόρους άρχιληστάς, έπροσπάθησαν νά καταφέρουν εις έμφυλιον πόλεμον τούς υπηκόους τής Α.Μ. προδίδοντας τήν εθνικήν ανεξαρτησίαν, υπέγραψαν καί παρεκίνησαν άλλους νά υπογράψουν παράκλησιν πρός ξένην δύναμιν (Ρωσσίαν) επί σκοπώ καταργήσεως τής Άντιβασιλείας κ.λ.π.». Τή ν ύ χ τα τής 7 Σ επτεμ βρίου τού 1835 ό μοίραρχος Κ λεώ πας μέ σαράντα χοιροφύλακες τόν συνέλαβαν καί τόν οδήγησαν στις φ υλακές, δπου, καθώς άφηγεϊται, έμεινεν έξη μήνες μυστική φυλακή χοιρίς νά ίδεί άνθρωπο έκτός τόν δεσμοφύλακα. Δέν ήξευρε, λέει, τί γίνεται, ούτε ποιός ζεί, ούτε ποιος άπέθανε.. ούτε ποιόν έχο υ ν είς τή ν φ υλακή. «Διά τρεις ήμέρες δέν ήξευρα πόις ύπάρχοη μου έφαίνετο όνειρο, έρωτούσα τόν εαυτό μου άν ήμουν εγώ ό ίδιος ή άλλος κανείς δέν έκαταλάβαινα διατί μέ έχουν κλεισμένοι'». Τελικά άποφυλακίσθηκε βέβαια άπό τό Παλαμήδι καί ή υποδοχή πού τού έπιφυλάχθηκε άπό τόν λαό, τού έκανε, μας λέει, νά λησμονήσει δλες τις δυστυχίες πού έπέρασε. Σ τή συνέχεια τής σύντομα σκιαγραφούμενης έξελίξεως των πραγμάτων, δέν έπιτρέπεται ν άποσιο^ποιθεϊ δ,τι ύπαινιχθήκαμε πριν άπό λ ίγ ο: ό ρόλος δηλ. τού Γ εω ργίου Τ ερτσέτη καί τού Μ ακεδόνα Ά -

82 528 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» θανασίου Π ολυζωΐδη. Εϊσαν οι μόνοι πού σφοδρά άντιτάχθηκαν, και τελικά έμειοψ ήφισαν στήν άπόφαση καταδίκης τού στρατηγού. Ί α «Απομνημονεύματα» τού θεοδώρου Κολοκοτρώνη καλύπτουν μιάν έκταση διακοσίων τυπω μένω ν σελίδων. Είναι δηλαδή κατά πολύ συντομώτερα εκείνων τού Γιάννη λίακρυγιάννη και τού Νικόλα Κασομούλη. Παρ δλο πού, καθώς είδαμε, έχουν μεταγράφει «άπό φωνής άλλου προσώπου», γίνεται φανερό δτι όμιλεΐ ό ϊδιος, χωρίς νά φαίνεται τό πρόσωπο ή τό άγωνιώ δες «εγώ» πού πάει νά συμπληρώσει τή σιωπή, νά καλύψει με τη φωνή του ένα κενό, το κενά τού παρελθόντος, χω ρίς νά φορέσει τή μάσκα τής τέ χνη ς μέ τήν καλή ή και τήν κακή έννοια και μορφή. Αγνοεί τις εξωτερικές συνθήκες τής κοινωνικής ή τής ύπαίθριας ζωής, και δε νοιάζεται παρά γιά τά περιστατικά πού ό ίδιος γνώρισε καί έζησε. Κάποτε, αν δχι πολύ συχνά, μ έκ είνη τή ν πονήρια των προθέσεων, μόνο καί μόνο γιά ν ά ποφ ύγει τήν παγίδευσ η ή τον άμεσο κίνδυνο, ά γνο εϊ καί κόπο καί ταλαιπώρηση, καί π ερ ιπ έ τειες, κ ι ά φ ή νει νά δια φ α νεϊ ή θριαμβευτική χαρά του πού φ τά νει ώς τά ά κρα, πού ξεπερνά δλες τις άντιξοότητες καί τά εμπόδια, σά νά θέλει νά τις ύποτάξει σε μιάν δράση τής ζωής διατεταγμένη. Φτάνει έτσι ώς τις ρίζες των πραγμάτω ν. Ό μ ιλ ε ΐ άπλά καί φυσικά, χρησιμοποιώντας έλάχιστους στοχασμούς, καί έλαχιστότατα άκόμη αισθήματα, δίχω ς τίς εσωτερικές μεταμορφώσεις, στις οποίες θά κατέφ ευγε ένας εγγράμματος. Αλλά μέ πίστη άκλόνητη στήν έννοια τής πατρίδας καί τής θρησκείας, and άνάμνηση σέ άνάμνηση, μέ τά λάθη καί τίς ελλείψ εις του, αύτοζωγραφίζεται καί μεταγράφει τή ν προσωπική του εμπειρία, δίνοντας έτσι μιάν άξια παραστατική ολόκληρης μιας γενεά ς ή μιάς φυλής, τής φ υλής των ήρώων καί των μαρτύρων καί μάλιστα μέ μιά διαιώ νια στάση άνθρωπιάς. Ε πιγραμματικά εκφράζεται ό Γεώργιος Τερτσέτης: «Τά «Απομνημονεύματα» τού αρχιστρατήγου ήταν ιστορία τού Έθνους, καί τού Έ θ ν ο υ ς Ιστορία βιογραφία τού καθενός». Εντύπωση κάνει καί στόν ξένο σχολιαστή ή όφήγηση τού Κολοκοτρώνη καί προσθέτοντας κ ι αύτός δλο τό κύρος τής γνώ μης γρά φ ει δτι «τ απομνημονεύματα» αύτά τού 'Έ λληνα πολεμιστή γιά τήν πατρίδα του είναι πρώτ άπ δλα γνήσιο προϊόν ελληνικής φύσης καί ελληνικού πνεύματος, δτι έχουν γ ρ α φ ε ί σέ ίδιάζουσα προς τον συγγρ α φ έα, φυσική καί κάπως τραχειά γλώσσα, κατά τόν τρόπο καί τή φύση των βουνίσιων άνθρώπων καθώς είταν ό Κολοκοτρώ νης. Έ τσ ι, σ υνεχίζει, στόν αναγνώ στη τό ελληνικό πνεύμα παρουσιάζεται μέ κάποια μυστηριώδη καί θαυμαστή δύναμη, σά νά τόν κα τέχει ο λόκληρο καί νά τόν καταδεσμεύει. Τόσο ζωηρή είναι η έξιστόρηση των συμβάντων, καί τόσον ακμαία καί άμεση ή εντύπωση άπό δσα ό ίδιος θυμάται,' άπό δσα έπραξε, δσα δοκίμασε μέ τίς περιπέτειές του καί τίς καταστροφές κατά τόν άγώνα ώς τήν τελευταία έκβασή του». Δέν επιτρέπεται ακόμα στόν προσεκτικό μελετητή τού κειμένου αυτού τού Γέρου τού Μόριά, νά μή σταθεί καί σέ μιά πολύ χαρακτηριστική σημείωση τού ί'διου τού βιογράφου καί πνευματικού του κληρονόμου, τού Γ. Τερτσέτη, πού στόν εισαγωγικό του λόγο σημειώ νει δ τι: «Π ροϊδεάζεται ό αναγνώστης οτι ό μακαρίτης Θ. Κολοκ. δέ γράφει, άλλα διηγείται, καί συχνά, διηγούμενος μικρά χειρονομία ή άλλο νεύμα του, συμπλήρωνε τδ νόημα»..1 ι «I ίit

83 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Παρ δλη την έγκυρότητα τιού έχει ή βεδαίοιση. προλαμβάνουμε νά διαλύσουμε μιά κρυφή κγ αδιατύπωση σκέψη πού θά έκανε ό καθένας. Από τον καιρό πού ό Τερτσέτης «από φωνής άλλου προσώπου» έγραφ ε τις άναμνήσεις, ως τόν καιρό πού άρχισε τήν εκτύπωση του βιβλίου του, μεσολάβησαν δέκα ολόκληρα χρόνια. Μέσα στα άνετα αυτό χρονικά πλαίσια, δικαιούται ό καθένας, καί ό μ ελετη τή ς ιδιαίτερα, νά διαισθανθεί τεχ νικ ές, οικονομικές, και οποίου άλλου είδους δυσκολίες* άποκλείουμε δμως όλότελα τή φ ρ ο ν τίδα τού βιογράφου του νά έχει έπεξεργασθεϊ οσο τού έπιτρεπόταν καί ν ά συμπληρώσει, τό όργανικά διαρθρωμένο καί οριστικά ολοκληρω μένο κ είμενο πού τού ύπαγόρευε ό ά φ ηγητής του. Στεκόμαστε λοιπόν μάρτυρες μπροστά σ ένα πνεύμα πού διατηρεί ά- κέραιη κι αδιάφθορη τή διαύγειά του. καί προπάντων, πού έχει τή δύναμη νά ορθώσει ένα οικοδόμημα από μνήμες, θεμ ελιω μ ένες οέ α ύ θ εν π κ ά καί μόνο γεγονότα καί περιστατικά, καί σκηνές τού πολέμου καί οέ προσωπικές του δεινοπάθειες καί περιπέτειες τής πατρίδας του μέ τά κορυφωμένα πολιτικά πάθη του καιρού του. Μιά μνήμη πού δέν τής ξεφ εύγει ούτε ή παραμικρή λεπτομέρεια, ούτε τό τοπωνύμιο, ούτε ή συγγένεια των προσώπων, μήτε τό σημαντικό ή τό άοήμαντο έπεισόδιο, τό στημένο μέ τόν φυσικό καί ζωντανό διάλογο. Μνήμη άλλά καί συνείδηση μαζί πού δέν μπορεί, μέ κανέναν τρόπο, νά σχετίζεται ή νά διεκδικεϊ τίς δάφνες μιας όργανωμένης σκέψης, καί πού δέν πασκίζει κάν νά ξεπεράσει τό πραγματικό καί τό δεδομένο γεγονός* μά τουναντίον, πού στέκεται πολύ κοντά στό ασάλευτο φαινόμενον καί τό άψιμμυθίοπο άνέκδοτο, καί τό διανθίζει μέ τή δροσιά τού ύφους καί κείνο τό ά- προσδόκητο θέλγητρο. Παρακολουθούμε τό περπάτημά του, αύτή τούτη τή θαυμαστή μνήμη του, τήν πρυιτόγονη, σάν πρώτο καί έσχατο έρέθισμα, πού ζητάει τή συνεργασία μας, τήν ένταση τής δοκιμής μας νά συμπληρώσουμε εμείς τά κενά πού τυ χό ν άφησε ό αναλυτικός, ό διακοσμητικός ή καί ό ψ υ χ ο λογικά περιγραφικός λογισμός. Δέ μας παρέχεται όπως ίσως σέ άλλες περιπτώσεις μιας έξαιρετικά καλλιεργημένης διάνοιας ή εύκαιρη στιγμή καί ή δυνατότητα νά σ υ ντα ι ριάσουμε, ή καί άπλώ ς νά συμπληρώσουμε τούς συλλογισμούς τού σ υ γ γ ρ α φέα μέ τίς δικές μας ψ υχικές καταστάσεις. Καμιά ταυτότητα, καί τίποτε τό συγγενικό καί τό αυτόματο έγώ. Κανένα άνοιγμα αύλέας πού νά δείχνει καί τή δική μας ψ υχική διάθεση μέ τω ρινές ή π ρ ο γενέσ τερ ες σ υγκινή σεις. Τ έ τοιον ρόλο δέ θ άναλάβει νά ερμηνεύει ό συγγραφέας των «Α πομνημονευμάτων» πού μας άπασχολούν. Ά πλώ ς μας όνοίγει έναν δρόμο, καί μάς ά- φήνει νά προχωρήσουμε μονάχοι μας. Ή όπως πιό απλά μας τό λ έει μέ τόν τρόπο του ό Κ ολοκοτρώ νης: «Νά ρίξουμε τά βαρειά άρματα, νά είμαστε πιό έλεύθεροι εις τήν περπατησιά. Νά μείνουμε μέ τό γελέκι, μέ τά ελαφρά σπαθιά γιά νά κόψουμε δρόμο». Βιάζεται, θά έλεγε κανείς, νά προχωρήσει, νά προσπαθήσει νά συνδέσει μέ τήν παρούσα στιγμή δ,τι χάθηκε, κι* δ,τι μέ τή μνήμη του πάει νά ξαναφέρει στην επιφάνεια, ένα τμήμα τού χρόνου ή ένα τμήμα τού χώρου, οπού διαδραματίστηκαν ένα πλήθος γεγονότα. Καί τό μόνο μέσο πού τού μένει γιά νά λάβει κι ό ίδιος γνώση, είναι νά έπιστρέψει στήν άρχική του πηγή, ν ά- κολουθήσει τή γενεαλογία του, νά προχιυρήσει πάνω στά ίχνη πού χάραξαν τά κατοπινά γεγονότα, κι δχι μέ τήν άνάλυση ή τή διάλυση, παρά μέ τή συνθετική καί τή π η γα ία διάθεση. Γιά νά μάς παρουσιάσει άκεραιω μένο αύτό

84 530^ A ^ v w v w w w w w w v w w w w w w «ΗΠ ΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ» τό σόμπαν, τό ιστορικά συνδεδεμένο μέ τον τόπο του, παραδίδεται στους πρω-! τά γγιχτους ερεθισμούς πού φτιάχνουν, πού οικοδομούν τόν κόσμο του. Στον κόσμο τού Κολοκ. τό παρελθν είναι κείνο πού παραχωρεί διαρκώς τή θέση ; του και π ά ει να μ εταβληθεϊ σέ παρόν. "Ο,τι μας κληροδότησε είναι στό σύνο- 1 λ ό του καί μια άκόμα πράξη, και μαζί μια πραγματικότητα. ν Ισω ς τώ ρα ν ' όγω νιοϋμε νά μάθουμε πώ ς άλλιώ ς ό αφηγητής περνούσε! τόν καιρό του π έρ άπό τις μάχες, πού καί πώς τόν διέθετε κι άκόμα, πού έ- ; βρίσκε τά χρήματα, πού τά κουβαλούσε. Ή μνήμη σωπαίνει. Καμιά προσπάθεια καί καμιά διάθεση νά θίξει άνάλογες πλευρές τής ατομικής του ζωής, νά τις συμπληρώσει καί νά τις άρτιώσει. Καμιά στιγμή δέ μας άφήνει νά. πάμε ώς τό βάθος, γ ιά ν ά δούμε πού κεϊται ή άλήθεια. Γιατί είναι τό βεβαιωμένο πού υπερισχύει στήν περίπτωσή του. Δίχως αυτό, ίσως θά έπεφτε σέ μιάν άσημαντότητα, σέ μιά λησμονιά. Μά, ίσια - ίσια, γιά νά μή μεταβληθεϊ σ ένα συνεχιστή τού «εγώ» του, παρά γιά νά γίνει ό ιδρυτής τού αύθεντικού ΐ καί τού ιστορικού παρόντος, κάτι πιο πολύ πολύ άκόμα, γιά νά γίνει ή πηγή j τής άποκαταστημένης πίστης μας, δίχως διόλου κι ό ίδιος νά τό ύποπτεύεται καί νά τό έπιδιώκει, άπέσπασε τήν εξουσία πού τά λόγια του άσκούν πάνω μας. θυμούμ α ι τώρα μιάν έπιγραμματική έκφραση τού Γάλλου στοχαστή! Georges Poulet: «Φαίνεται, λέει, πώς μόνο ή μνήμη μιας στιγμής σ αυτό πού πιστεύει είναι ι κανή νά αναδημιουργήσει μιά νέα στιγμή πίστης. 'Ό,τι μάς παρέδωσε καί ή αρχαία \ φιλοσοφία πού προσπάθησε νά ξαναγυρίσει στή μιά καί στήν άλλη αίτια γιά ν α νακαλύψει τήν δημιουργό αιτία». Ά ς έπιτραπεί τώρα καί σ εμάς ή τόλμη νά πούμε μέ άλλα λόγια, πού κατά κάποιο τρόπο Θά συνόψιζαν καί τή βαθύτερη πρόθεσή μας νά δούμε I μέ άλλο πρίσμα εντελώ ς προσωπικό καί τελείω ς διαφορετικό άπό κείνο μέ ; τό οποίο οι παλαιότεροι έκριναν καί έσχολίαζαν τό κείμενο τού Κολοκοτρώνη. Καμαρώνουμε ένα πνεύμα ακαλλιέργητο, μά αύτόφωτο, προικισμένο από ι τήν ίδια τή φύση του μέ σωφροσύνη, μέ σοφία, κι αυτόματα ό νούς μας πάει J σέ κείμενα κατοπινά. Βλέπουμε πώς ό φιλοσοφικός λογισμός, ή έσω δράση, 1 ή ένδοσκόπηση, παρώθησαν τό δημιουργικό πνεύμα σέ άνιχνεύσεις κ επί- 1 τεύγματα τής ψ υχογραφ ικής καί τής αύτοαναλυτικής ψυχογραφίας καί τού έσωτερικού μονολόγου. Αύτό λοιπόν τό ελληνικό πνεύμα, τό άπαίδευτο, έ- 1 γράψ ε, ή άκόμα καλύτερα, άφηγήθηκε μέσα σ ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, καί μας παρέδωσε ένα κείμενο κλασσικής λιτότητας καί καθαρότη- 1 τας μέ τή μεθοδολογία καί τό ύπόδειγμα σύγχρονου συγγραφέα εσωτερικού 1 άφηγηματικού λόγου, έκθέτοντάς μας σέ συγκεκριμένα χρονικά στάδια, τόσο 1 τά ύποκειμενικά του θέματα, δσο καί τά ιστορικά. Δέν κρύβουμε γ ι αύτό τή 1 χαρά μας, καί σάν "Ε λληνες, καί τήν περηφάνεια μας, πού οι ήρωϊκοί μας πρόγονοι είχαν στό νού τους, πλάι σέ άλλα κατορθώματά τους, νά προσθέ-ι 1 σουν και μιάν άλλη άκόμα ύπεύθυνη πράξη, καθαρά πνευματική, μέ δ,τι έ - ζησαν και θησαύρισαν τή μνήμη τους. 3 Μάς απομένει τώρα έν ακόμα καί δχι φυσικά τό έσχατο σημείο I πού έπιβάλλεται νά έρευνήσουμε. Α παραίτητη αποβαίνει ή επιστροφή άπό 1 τό πολύ προχω ρημένο ορόσημο στό οποίο μάς οδήγησε ή μελέτη καί ή άπο- 3 τίμηση τού κειμένου τού Κολοκοτρώνη, σέ βασικά σημεία πού σχετίζονται 1 μέ τήν αισθητική τους άξια. Τό χρέος καί τήν άνάγκη μας τή συνιστά πάλι ό 1 βιογράφ ος καί μ ελ ετη τή ς του Γ εώ ργιος Τερτσέτης. θ έ τ ε ι τρία έρωτήματα: 1

85 % r>c f l ; i ύ^ si :' \ 4 ϊ I 1 ι Πρώτο: Ή διήγηση του Κολοκοτρώνη έ χει άλήθεια, ή κάλλιο νά πούμ ε Ιστορική τελειότητα; «Δεν το βεβαιώνω, μάς λέει, κυματίζομαι είς αμφιβολίες. ΟΙ νεάπεροι άς θεραπεύσουν Ιστορικά χάσματα πολεμικού άνδρός, όχι Ιστοριογράφου προς παντοτεινή ωφέλεια τής φυλής». Δεύτερο: τί φρονούσε ως» πρός τό πολίτευμα τής πατρίδος; Έ θεω ροϋσε τήν μοναρχίαν ώς ναό, καί εις τό ναό τό άγαλμα καί ή λατρεία τής έλευθερίας, καί ιεροφάντης μέγιστος ό Βασιλιάς. Πίστη καί άρχή του ό χριστιανικός άσπασμός μέ έχθρούς καί φίλους, αυτή ή ύστερνή πράξη τής ζωής του γέρου στρατηγού λευκα ίνει πάσαν βολήν χολή ς έναντίον του συγγραφέω ς καί κατήγορος ή έχθρός ήμερώνει τήν κακίαν του είς τό θέαμα καί άκρόαμα τής τριπλής άρμονίας: φόβου θεοϋ, πόθου έλευθερίας καί κινδύνων άνδρείας». Αλλά μας ένδιαφέρει κυρίως τό τρίτο έρώτημα. Καί σ' αύτό θά σταθούμε, τό σύγγραμμα του θ. Κολοκ. έχει κάλλος τέχνη ς; «Αλλά, τί είναι τέχνη», αναρωτιέται ό Γ. Τ ερτσέτης. «Είναι ή αρμονία τού όλου μέ τά μέρη* είναι ή χάρις τής λεπτομέρειες, τό ύφος φυσικό και απλό. 'Η τέχνη είναι ή παράδεισος τής έπιστήμης, ζωή, κάλλος αιώνιο, ώς είναι τά λημέρια των δικαίων. Αυτά τά προσόντα τής τέχνης δεν τά εχει τό διήγημα τού στρατηγού. Αρέσει ιός άγουρος καρπός πρώιμα τρυγημένος, ή, ώς σειρά βουνών, φύση άτεχνη». Δ έν' έχουμ ε λόγους ν' άντιταχθούμε στήν άντίληψ η τούτη πού σ χ ε τίζεται ούσιαστικά μέ τήν κιλλιέπεια του κεηιένου. Τέτοιαν άξίωση τήν άποκλείει κι ό πιό κοινός νους. Ά λ λ οί καιροί μας άλλαξαν ώροοκόπιο. Π α ρ α μ έ ρισαν τήν καλλιέπειαν ώς πρώτη καί κύρια άρετή του έντεχνου λόγου. Καί παραχώρησαν τή θέση τους σ ά.τι είναι πιό άτομικό καί πιό ούσιωδώς ιδια ί τερο του άνθρώπου. Καί άκριβώς αύτό τό ούσιωδώς ιδιαίτερο του άνθρώπου μάς το έκφράζει μέ τον τρόπο του μέ έμφαση ό Κολοκ. ιδιαίτερα ίσως, καί μέ κάποιο πάθος, όταν κατηγορεί τούς άντητάχους του πολιτικούς ή στρατιωτικούς μά πάλι «άχι μέ χείλ η πικρά, ά λλά μ έ οργήν άνδρός έραστοϋ τή ς π α τρίδος του». Μιά επιπρόσθετη μαρτυρία μάς παρέχει ό ίδιος ό Γ. Τερτσέτης μέ τό νά σημειώ νει στόν εισαγωγικό του λόγο καί τά ά κ ό λο υ θα: «Είς τον πεζόν λόγον τού Ηροδότου σημαίνει ή λύρα τού Ομήρου* άκούς τό Μήνιν άειδε θεά, ώς είς τήν διήγησιν τού Κολοκ. όταν επέτυχα νά τήν αρπάξω από τά χείλη του* άκούς τά τρία πουλάκια κάθονται. Κατώτερος ό Κολοκ. από τούς δύο προγενεστέρους του είς τήν τέχνην όσον τά τρία πουλάκια από τό «Μήνιν άειδε θεά», άλλ ανώτερος πάλιν, επειδή, όσα επραξεν αυτός καί οί συνόμοιοί του, διηγείται, πριν νά γράψει μέ τό κοντύλι, τά έχάραξε μέ τό σπαθί του* καύχημα πού δέν έχουν οί άλλοι δυό». Αισθάνομαι τήν κρυφήν άγαλλίαοη μέ τό νά θυμίσω καί τούτην άκόμα τήν πολύτηιη μαρτυρία. Δέν μπορούσαμε να ουναντήσουμε καλύτερη συνη,- γορία καί ταύτιση μέ τις αισθητικές μας αποτιμήσεις, άπό τή σκοπιά πού άντικρύζουμε τό κείμενο του Κολοκ. Π ριν άπό λίγο μιλούσαμε γιά πνευματικό οικοδόμημα. Μά τότε δέν είναι τό ϊδιο σά νά μιλούσαμε γιά δημιουργία; Τά «Απομνημονεύματα» του Θ.Κ. άποτελουν βέβαια τήν άναγλυφική έκφραση τής προσωπικότητάς του. Είναι καί τό κείμενο αύτό μιά άκόμα, κι άπό τις πρώτες - πρώ τες καταβολή στόν πεζό μας λόγο, πού διατηρεί δλη τή ν Ι διομορφία άλλά καί τή ν άξία του μέ τό νά π ρ οέρχετα ι άπό άνθρωπο άπαί-

86 532 χηπειρητικη ΕΣΤΙΑ» δευτο. Ο ί σελίδες των θά μπορούσαν νά άποτελέσουν ύπόδειγμα ΰφους, δχι φυσικά, μόνον ύπό την έποψη της καλλιέπειας, πού δεν έχει λόγο νά την διεκδικεϊ ό δημιουργός του, αλλά κυρίως καί πρωτίστως ύφους αυθόρμητου προφορικού εκφραστικού τρόπου, μ έ κύριο γνώρισμα τη διαμορφωμένη προσωπική βιοθεωρία καί βιοφιλοσοφία τού αύτοβιογραφούμενου. Ά πό τις 8χι λ ίγ ε ς σ ελίδες πού θά μπορούσαμε νά εκλέξουμε άπό το κείμενό του, θά μ ε ταφέρουμε εδώ κάποιες παραγράφους μόνο, πού θά είχαν άριστα τη θέση τους στά σχολικά βιβλία. Ε ίναι άπό τό λόγο πού είχεν εκφωνήσει ό Κολοκοτρώνης στήν Π νύκα, μπροστά σέ πλήθος μαθητές, δασκάλους και άνθρώπους διαφόρων έπαγγελμάτω ν και τάξεων στις 7 Οκτωβρίου Ό λόγος καταγράφηκε άπό τον τότε Γ υμνασιάρχη Γ. Γ εννάδιο: 6 «Εις τον πρώτο χρόνο τής έπαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και δλοι έτρέχαμε σύμφωνοι. Ό ένας έπήγεν εις τον πόλεμο, ό αδελφός του έφερνε ξύλα, ή γυναίκα του έζύμωνε, τό παιδί του έκουβαλούσε ψωμί καί μπουροτόβολα είς τό στρατόπεδο καί εάν αυτή ή ομόνοια έβαστούσε ακόμη δυο χρόνια, ήθέλαμεν κυριεύσει καί την Θεσσαλία καί την Μακεδονία, καί ίσως έφθάναμεν καί έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον έτρομάξαμεν τούς Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα καί έ φευγαν χίλια μιλιά μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, καί ένα καράβι μια αρμάδα. Αλλά δεν έβάσταξεν. "Ήλθαν μερικοί καί ήθέλησαν νά γένουν μπαρμπέρηδες *εις του κασίδι τό κεφάλι. Μάς πονσύσε τό μπαρμπέρισμά τους. Μά τί νά κάνουμε: Είχαμε κι αύτουνών την ανάγκη. Ά πό τότε ήρχισεν ή διχόνοια καί έχάθη ή πρώτη προθυμία καί ομόνοια. Καί δταν έλεγες τον Κώστα νά δώσει χρήματα διά τάς άνάγκας τού έθνους, ή νά υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος έ- πρόβαλε τό Γιάννη. Και μ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθε?νε, ούτε νά συνδράμει, ούτε νά πολεμήσει. Καί τούτο έγίνετο επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό καί μιά κεφαλή. Αλλά ένας Εμπαινε πρόεδρος έξη μήνες, έσηκώνετο ό άλλος καί τον έρριχνε, καί έκάθετο αυτός άλλους τόσους, καί έτσι ό ένας ήθελε τούτο καί ό άλλος ήθελε τό άλλο. 9Τσως δλοι ήθέλαμε τό καλό* πλήν καθένας κατά τή γνώμη του. "Οταν προστάζουν πολλοί, ποτέ τό σπίτι δεν χτίζεται, ούτε τελειώνει. Ό ένας λέγει δτι ή πόρτα πρέπει νά βλέπει εις τό ανατολικό μέρος, ό άλλος εις τό άντικρυνό, καί δ άλλος εις τον βορέα* σά νά ήταν τό σπίτι είς τον αραμπά καί νά γυρίζει, καθώς λέει ό καθένας. Μέ τούτο τον τρόπο δέν χτίζεται ποτέ τό σπίτι, αλλά πρέπει νά είναι δ άρχιτέκτων δπου νά προστάζει πώς θά γίνει. Παρομοίως καί ήμείς έχρειαζόμεθα έναν αρχηγό καί έναν αρχιτέκτονα, δστις νά προστάζει καί οΐ άλλοι νά ύπακούουν καί ν ακολουθούν. ΆΤλ* επειδή ήμεθα είς τέτοια κατάσταση, έξ αιτίας τής διχόνοιας, μάς έπεσε ή Τουρκία επάνω μας καί κοντέψαμε νά χαθούμε, καί εις τούς στερινούς έπτά χρόνους δέν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα. 7 Είς αυτή τήν κατάσταση έρχεται δ βασιλεύς, τά πράγματα ήσυχάζουν, καί τό εμπόριο καί ή γεο^ργία, καί οι τέχνες αρχίζουν νά προοδεύουν, καί μάλιστα ή παιδεία. Αλλά διά νά αύξήσωμεν χρειάζεται καί ή στερέωσις τής πολιτείας μας, ή δποία γίνεται μέ τήν καλλιέργεια καί τήν υποστήριξη τού θρόνου. Ό βασιλεύς μας είναι νέος καί συμμορφώνεται μέ τον τόπο μας, δέν είναι προσωρινός, άλλ ή βασιλεία του είναι διαδοχική, καί θά περάσει είς τά παιδιά τών παιδιών του, καί μέ αυτόν καί εσείς καί τά παιδιά σας θά ζήσετε. Πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστη σας, καί νά τήν στερεώσετε, διότι, όταν έπιάσαμε τά άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεαις καί έπειτα υπέρ (Πατρίδος. 'Ό λα τά έθνη του κόσμου έχουν καί φυλάττουν θρησκεία. Καί αυτοί οί Εβραίοι, οί όποιοι κατατρέχονται καί μισούνται καί άπό δλα τά έθνη, μένουν σταθεροί είς τήν πίστη τους.

87 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 8 Νά μην έχετε πολυτέλεια, νά μην πηγαίνετε εις τούς καφενέδες καί εις τα μπιλιάρδα. Νά δσθήτε εις τάς σπουδάς σας, καί καλλίτερα νά κοπιάσετε ολίγον δύο και τρεις χρόνους και νά ζήσετε έλεύθεροι εις τό επίλοιπο τής ζωής σας παρά νά περάσετε τέσσαρους καί πέντε χρόνους τής νεότητάς σας. Νά ακούετε τάς συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντότερων, καί κατά την παροιμίαν, μύρια ήξευρε καί χίλια μάθαινε. Ή προκοπή σας καί ή μάθησή σας νά μην γίνει σκεπάρνι μόνο διά τό άτομό σα;, αλλά νά κοιτάξει τό καλό τής κοινότητος, καί μέσα εις τό καλό αυτό εύρίσκεται καί τό δικό σας. Έγώ παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, έξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος, καί διά τούτο σάς ζητώ συγχώρηση διότι δεν ομιλώ καθώς οΐ δάσκαλοί σας. Σάς είπα δσα ό ίδιος είδα, ήκουσα και έγνώρισα, διά νά ωφεληθείτε από τά άπερασμένα καί από τά κακά αποτελέσματα τής διχόνοιας την οποία νά ά- ποστρέφεσθε, καί νά έχετε ομόνοια. Εμάς μη μάς τηράτε πλέον. Τό έργο μας καί ό καιρός μας έπέρασε. Καί αί ήμέραι τής γενεάς, ή οποία σάς άνοιξε τον δρόμο, θέλουν μετ ολίγον περάσει. Την ήμέραν τής ζιοής μας θέλει διαδεχθεί ή νύχτα τού θανάτου μας, καθώς καί την ήμερα τών 'Αγίων Άσωμάτων θέλει διαδεχθεί ή νύχτα καί ή αυριανή ήμέρα. Εις έσάς μένει νά ισάσετε καί νά στολίσετε τον τόπο, δπου εμείς ελευθερώσαμε* καί διά νά γίνει τούτο, πρέπει νά εχετε ως θεμέλια τής πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια τού Θρόνου καί την φρόνιμον ελευθερία. Τελειώνω τον λόγο μου. Ζήτω ό Βασιλεύς μας 9Ό θων! Ζήτω οί σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω ή 'Ελληνική Νεολαία». Ά λ λ άποτελοΰν μνημεία φιλολογίας, μέ τον παραινετικό, τό διδακτικό καί τόν, πατριδολατρικό τόνο, καί άλλα κείμενα, δπως μας διασώθηκαν. Ή ά- πολογία του δταν τόν κατηγόρησαν για προπαρασκευή έμ φ υ λίου πολέμου. Π α ραλείπουμε τά ρητά του Γέρου Κολοκοτρώνη του γέρου μέ τήν έννοια τού πεπειραμένου, γιατί αυτά περισώθηκαν άπό δσους τά άκουσαν καί τ α πέδω σαν ό καθένας μέ τόν τρόπο του. Τή σειρά τούτη τώ ν παρατηρήσεω ν, τώ ν σχολιασμών καί τών συλλογισμώ ν πού έπιχειρή σα με ά π άφορμή τά «Α πομνημονεύματα», θέλουμε νά τερματίσουμε καί μέ μιάν άκόμα γενικής μορφής σημείωση, τήν Ισορροπία πού διακρίνει τήν δλη δομή τών κεηιένω ν τού ήρωα τής έθνεγερσίας* ισορροπία στήν παράθεση καί τή ν κρυστάλλωση μέ τόν π ρ ο φορικό άφηγηματικό λόγο γεγονότισν καί πραγμάτων μέ μιάν απλότητα, μέ μιάν διαύγεια. Α λλ έκείνο πού, π έρ άπό δποιο άλλο δίδαγμα, αποκομίζουμε άπό τό διάβασμα τών «Απομνημονευμάτων» τού Κολοκοτρώνη, σάν κέρδος άναφαίρετο, είναι τό αίσθημα τής ύψηλοφροσύνης, τής περηφ άνειας καί τής λεβεντιάς, σάν άσάλευτες ηθικές αξίες, πού άποτελούν γνω ρίσματα καί κρίκους σφραγιστούς στή μακραίωνα σ υ νέχεια τού έλληνικού γένο υ ς.

88 R O LA N D HIBON ΜΑΖΙ ME TON MABIAH KAI TO ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ TOY ΟΝΕΙΡΟ «Νά μέ θάψετε στα Γιάννενα» Λ. Μαβίλης "Οταν για πρώτη φορά άνέβηκα στο Δρίσκο, τό φθινόπωρο του 1968, ε- λ εγα νά έπισκεφτώ τό μνήμα του Μαβίλη. Το βρήκα τσακισμένο άπό κεραυνό. Π έν τε μ εγ ά λ α άσπρα κομμάτια κοίτονταν σκορπισμένα άνάμεσα στά ξερά χορτάρια και στους κίτρινους κρόκους. Ή βάση του μνήματος ήταν ακόμα στη θόση της, άλλά σκισμένη σε δυό. Ά πό το κοίλωμα έ'βγαιναν μερικά στραβωμένα σίδερα. Τά κόκκαλα, μουπε μιά χωριατοπούλα, είχαν μεταφερθή προσωρινά στο κοντινό εκκλησάκι του 'Ά η - Νικόλα. Ό ούρανός ήταν γαλήνιος κ (ή φύση λαμποκοπούσε στη θερμήν ώρα τού άπογεύματος. Ά π ό τήν κοίτη τού Ά ράχθου είχα άνηφορίσει σχεδόν τυχαία ώς την Παλαιογκορτσιά. Κ ύστερα πρόφτασα τό φτωχό ξωκκλήσι τού ναη - Λιά, στην κτήν κορφή τού βουνού. Συλλογιόμουν δτι άπό κεϊ είχε περάσει με τό λόχο Τό σπασμένο μνήμα τού Μαβίλη *Από πίσω, σε πτύχωση τού γηπέδου βρίσκεται τό έκκλησάκι τού *Άη - Νικόλα μέ τον περίβολόν του, και στον κατήφορο τού βουνού τό παρεκκλήσι της *Αγ. Παρασκευής

89 του, στις 26 Νοέμβρη 1912, ό Μ αβίλης πού έρχόταν άπό τό Χάνι του Μ παλτούμα. Οί Γαριβαλδινοί είδαν αύτές τις πλαγιές του Δρίσκου σκεπασμένες μέ παλιούρια, μέ πυκνές φτέρες, μ* έλλεβόρους, κ έδω κ έκεϊ μέ άγκαθωτά κέδρα και φουντουκιές. Παίρνοντας τον κατήφορο, σέ λίγο πλησίασα τό σκιερό και δροσάτο παρεκκλήσι τής Αγίας Παρασκευής, κοντά στό όποιο τρ έχει μιά κρύα βρύση. Από δώ μπόρεσε ό Μ αβίλης ν άγναντέψη τά Γιάννινα. Πιό κάτω, σέ μιά πτυχή τοϋ βουνού στέκεται τό έκκλησάκι του "Αη - Νικόλα μέ τόν περίβολόν του καί τον πλάτανο, πού κάτω ά π αύτόν τόν ξάπλωσαν, τόν Μαβίλη νεκρόν. Ο ύτε ή πολιτεία, ούτε ή λίμνη δέ φαίνεται άπό δώ, άλλά έκεί πέρα πρός τή δύση, στό φ ρύδι τού ακρινού κυρτώματος τού Δρίσκου, μαγευτικό είναι τό θέαμα. Μπορεί ή ψ υχή ή φιλόκαλη νά μένη πολύν καιρό σ' έκσταση. Καί βέβαια θαυμάσια όνειρα κυρίευαν τόν Μαβίλη σάν έβλεπε άπό τόσο κοντά τά στρωτά κ ήσυχα νερ ά τής λίμ νης, τούς δυό μ ινα ρ έδες τού κάστρου καί τό άστραφτερό μισοφέγγαρο τού βουνού. Μέ τή φαντασία του αίσθάνθηκε καί θαύμασε πέρα άπό τά κάλλη τής φύσης τήν αιώνια όμορφιά πού τόσο τόν γοήτευε. Αλλά άντίκρυ στά Γιάννινα δέν τού βολούσε νά λησμονήση πώς ήρθε ώς τό Δρίσκο γιά να λάβη μέρος στήν Απελευθέρωση τή ς Η πείρου. "Αλλωστε τά ύπέργεια όνειρα τού ποιητή καί τά υψ ηλά αισθήματα τού πολεμιστή τά είχε ένώσει καί περπάτησε πρός τήν "Η πειρο σά νά πή γα ινε στό τέρμα μιας ήθικής πορείας. "Ανθρωπος δράσης, είχε έτοιμαστή νά δεχτή όλα τά περιστατικά καί τά πιό φοβερά, πού ή τύ χη θά τόν ε ίχ ε ύποχρεώ σει νά πάρη. Κι άπό λο γικ ό αίσθημα έφτασε νά λαχταρήση τό θάνατο, καθώς τόν λαχταρούν μόνοι οί έραστές τής ζωής πού είναι συνάμα ιππότες τού ιδανικού. Οί ποιητές ξέρουν πώς δέν πηγάζει άναγκαστικά άπό τήν άπογοήτευση τής ζωής ό πόθος τού θανάτου. Στό σονέττο EX CELSIO R ό Μ αβίλης φανερώ νει όχι μονάχα τή χαρά τής ψ υ χή ς πού α νεβα ίνει πάντα πιό ψ ηλά (excelsior) καθώς άνεβαίνουν τ ό Α τ έ λειωτο φαράγγι οί συμπολεμιστές του, άλλά καί τή μεταμόρφωση των άνθρώπων πού θέλουν ν Ανταμώσουν τή λ ευ τερ ιά καί τό θάνατο: Μά τούς θεριεύει ό πόθος τού θανάτου Μέ τ αγιασμένα δαφνοστέφανά του. Εκείνο τό ποίημα τό ένέπνευσε ή Αντάρτικη παρέμβαση τού Μ αβίλη στήν Κρήτη τό 1896, Αλλά έμφανίζεται μιά κατάσταση ψ υχής πού Από τά νειάτα του έθαλπε ό ποιητής. Ό θάνατος μόνος Ανοίγει τίς π ύ λ ε ς τής Αθανασίας. Σ τήν "Ηπειρο όμως πραγματοποίησε τά όνείρατά του καί τά Γιάννινα έγιναν τό ψυχολογικό καί ήθικό σύμβολο πού έτειναν όλα του τά αισθήματα. "Αλλωστε, συνήθιζε νά στυλώνη τή ματιά του στήν "Ηπειρο. Αυτό τό πάθος τού νού καί τής καρδιας του τό όμολόγησε φανερά λ ίγες μ έρες πρίν φ ύγη γιά τή στερνή μάχη. Σ υ νά ντη σ ε στήν Αθήνα τόν Δ. Π. Τ αγκόπουλο, πού τόν ρώτησε γιά ποιά έπα ρχία θά φ ύ γ ε ι νά πολεμήση. Καί τού Α πάντησε: «Θαρρώ γιά τήν "Ηπειρο... Θά πάμε νά λευτερώσουμε τά καημένα τά βουνά πού άπό τά παιδιάτικα τά χρόνια τά βλέπω άπό τή Σπιανάδα μας σκλαβωμένα»1. Μιάν Αλλη μαρτυρία τής Αφοσίωσης τού Μαβίλη γιά τήν "Η πειρο τήν προσφέρει ό φ ίλος του, Α.Μ. Ά νδρ εά δη ς. Β εβαιώ νει ότι σέ μ ιά ν έκδρομή ό 1) Ί ό ν ι ο ς Ανθολογία, τ. 120, 1938, σ. 88.

90 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ποιητής «δεικνύων τάς χαράδρας τής απέναντι Ηπείρου ώμολόγησεν είς στενόν φίλον δτι τ δνειρόν του ήτο νά πέση εις μίαν Ηπειρωτική ρεματιά»2. Τό δεύτερο κείμενο συμπληρώνει καί δυναμώνει τό προηγούμενο κ έτσι φαίνεται ξάστερα ή άντίληψη του Μαβίλη ώς πρός τό εθνικό ζήτημα τής άπελευθέρω σ ης τού ελληνικού έδάφους. Σ ά ν τούς άλλους κληρονόμους τής σολωμικής παράδοσης, πίστευε στην άνάγκη μιας τέτοιας λύτρωσης, άλλα δεν ά-. νοούσε τις δυο όψεις του ζητήματος ειδωμένες από τη σκοπιά τού συγγραφέα. Π αίρνει βέβαια μέρος ό συγγραφέας στην πάλη δταν τήν ύπερασπίζει ή μέ τή φωνή ή μέ τήν π έννα του. Ό Τυρταίος, μέ τις έλεγείες και τα έμβατήριά του, στυλώνοντας τό θάρρος των Σπαρτιατών, δημιούργησε πολλούς μηιητές. Ά λ λ α λίγοι είναι εκείνοι πού γράφουν ωραία κείμενα για μιαν ώραίαν ύπόθεση και συνάμα καταφεύγουν στά δπλα γιά τή λευτεριά. Ή διπλή αύτή στάση χαρακτηρίζει τούς μεγάλους ποιητές πού κι άντρειοσύνη έχουν και θέληση τσελίκι. Ή Γαλλία έγέννησε τον Π εγκύ (Peguy). ή Ε λλά δα τον Μαβίλη. Μπορεί στάλήθεια ό ποιητής νά μπή στο πετσί του στρατιώτη! Κι ό Μαβίλης καμιά φορά συλλογιόταν μέ ειρωνεία τούς ποιητές πού γράφουν σπίτι τους ποιήματα ένώ οι άλλοι πολεμούν. Ό Βάρναλης άνακοίνωσε κάτι λόγια τού ποιητή πού άναφέρονται σ αύτό τό θέμα: «Ένώ δοασκελούσανε τά βουνά καί τά λαγκάδια των Γοεβενών μέσα στη βροχή, τό κρύο καί τις λάσπες, κάποιος νεαρός λόγιος, πού πήγαινε δίπλα του (Μαβίλη), τού λέει: Τώρα στην Αθήνα δ Πολέμης θά γράφει «ωραία» ποιήματα γιά μάς! Τό κακό είναι, άπάλτησε ό Μαβίλης, πού θά γράφει κι δ Παλαμάς! Καί αμέσως μετάνιωσε, πού τό είπε»3. Ά λ λω σ τε πώς Θά κακολογούσε τον Παλαμά χωρίς νά στοχαστή δτι ό Σολω μός ύμνησε, μά μέσα από τό σπίτι του, τή λευτεριά καί τούς άγώνες τής άπελευθέρωσης τής Ε λ λ ά δ α ς; Σ τον Μ αβίλη ό καλλιτέχνης κι ό στρατιώτης όχι μοναχά συμπληρώνονται άλλά κι ό ένας ύψώνει τον άλλον κ οι δυο μαζί πραγματώνουν τον άνθρωπο. Τι αύτό παίρνουν στραβό δρόμο δσοι λογαριάζουν μόνο τον ήρωϊκό Γαριβαλδινό λοχα γό, ένώ ό Μ αβίλης προχω ρεί στο Βασιλικό δρόμο πού μαναχά στοχασ τές κοί π οιη τές άκολουθούν. Γιατί ούτε ή διάθεση τού έπίμονου πολεμιστή, ούτε ή στάση του μπροστά στο θάνατο δέν μπορεί νά έξηγηθή έντελώς χωρίς νά έχη κανείς ύ π δψη του τήν άξία τής σκέψης καί τής ποίησης τού συγγραφέα. Ε π ίσ η ς ή σημασία τών μεγάλων ποιημάτων του άπό τον Μπωντελαίρ ξέρομε δτι μπορεί ένα σονέττο νδναι ένα μεγάλο ποίημα κινδυνεύει νά μείνη σκοτεινή ή τούλάχιστο άσαφής, αν άρκεϊται ό άναγνώστης στήν έπιπόλαιη καί πεζόλογη έννοιά τους, άντί ν ά τά διαβάση κατά τό φώς τών πεποιθήσεων καί τή ς πολιτεία ς τού ποιητή. Τό νά είναι βέβαιος, δτι ενεργούσε γιά τό ιδανικό, τον πλημμύριζε μέ χαρά. Εσωτερική χαρά, ήσυχη καί σιγαλή. Κ ή γαλήνη τής ψ υχής πού συχνά φ αινόταν στο πρόσωπο καί στά φερσίματά του περνούσε γιά προσωπείο αδιαφ ορίας ή π ερ η φ ά ν εια ς γιά τούς περισσοτέρους. Τόσο μάλλον πού δσοι κρίνουν 2) Επιφυλλίδες, τ. Β ', τεΐ»χ. Γ ', 1929, σ. 34. Πρωτοδημοσιεύτην.ε στά Π αναθήναια, Δεκ, ) ΖωντσινοΙ Άνθρωποι, 1958, σ. 68.

91 t, sl }. ii συνήθως κατά τό φαινόμενο, έξαγριώ νονταν από τή ν α γέρω χη σιωπή του ποιητή. Σ ένα πρόσφατο κι ένδιαφ έρο δοκίμιο σχετικά μέ τή ν ψ υχο λο γικ ή κατάσταση του Μαβίλη, ό κ. Γερ. Χ υτήρης1 έξέφρασε τήν πιό τολμηρή ερμηνεία τής διαγω γής του ποιητή. Χαρακτήρισε τή ζισή του μέ τά λόγια α υτά: «Ταλαντεύεται σαν εκκρεμές μεταξύ ανίας καί οδύνης. Περιορίζεται σέ μια αύτάρκεια, πού υψώνει τό τείχος τής αδιαφορίας γύρο) από τον «ελεφάντινο πύργο» του». Και κατά τούς τελευταίους στίχους τής Λήθης σ υ μ περ α ίνει: «Παράλυση τής βουλήσεως, χαλιναγώγηση τού ζωικού ενστίκτου. Κανένας δρόμος διαφυγής. Έ κοψ ε πίσο) του τις γέφυρες, έκαψε μπρος τά καράβια του». Έ τσι μπορεί ό μελετητής νά ίσχυρισθή δτι ήταν ό Μ αβίλης ένας «έραστής του θανάτου». Ο κ. Γερ. Χυτήρης άνάλυσε μέ πολλή σοβαρότητα τή διαγο>γή τού Μαβίλη, άλλά στο άρθρο του πρόκειται γιά μιά πλευρά μόνο του νού και τής ψυχής του ποιητή, τήν άπατηλή πλευρά του, τήν οφθαλμαπάτη. Ή ά- λήθεια είναι άτι τό γνήσιο πρόσωπό του, τό έγόμνωσε ό ίδιος ό Μ αβίλης, δταν έκδήλωσε τούς πόθους καί τά όνειρά του. "Αν έξετάσωμε τον έσωτερικό κό- (ηιο τού ποιητή, ανακαλύπτομε τό βάθος τού νού καί τής ψ υ χ ή ς του. Σ τό κ είμενο τού κ Γερ. Χ υτήρη, τρεις φράσεις μέ συγκίνησαν ιδιαίτερα. Έ γ ρ α ψ ε : «Ή απραγμοσύνη νεκρώνει τούς πόθους. Ή αύτοεγκατάλειψη δολοφονεί τά όνειρα. Δε μένει χώρος γιά χαρά». Κι όμως ό Μ αβίλης ανάβραζε πάντα άπό πόθους καί μέσα του πά ντα ά ν θιζαν όνειρα, τά πιό ωραία, τ ά υπέργεια. Γι αύτό ήταν γεμάτος έ- σοπερική καί πληθο)ρική χαρά. Καί τήν χαράν εκείνην ό Έ λλη νο γά λλος Φωκίων Ρώκ (R oque), ό συμπολεμιστής τού Μαβίλη τήν παρατήρησε καί τή σημείωσε στό άρθρο του Ό θάνατος τού Μαβίλη45 6: «'Ό ταν περνούσαμε τον αυχένα τού Τζάν Χορταράμ0 πού χωρίζει τή Μακεδονία άπό τήν Ήπειρο... στάθηκε ό Μαβίλης στό ύψωμα καί άγναντεύοντας τήν Ή πειρο συγκινήθηκε καί δακρύζοντας είπε: «Έκαμε ό Θεός καί ξαναπατούμε τό χώμα τής Ηπείρου». Μακριά άπό τούς έξαναγκασμούς τής άστικής κοινω νίας καί κάνοντας πα ρέα μέ συντρόφους πού άποδέχτηκαν τον κίνδυνο, ό τρυφερός άνθρωπος ά- φήνει εύκολα τον εαυτό του νά έκδηλώση τά αισθήματα τά πιό βαθιά. Καί κοντεύει ή έσωτερική χαρά νά ξεσπάση πολλές φορές σέ δάκρυα... Πόσο μάταιος είναι ό μύθος ενός Μαβίλη κρύου καί αναίσθητου! Κατά τή μακριά πορεία του ιός τό Δρίσκο δέν έπαψε νά έκφράζη τή χαρά τού ευαίσθητου κι άπλοϊκοϋ άνθρώπου καί τήν όγαλλίαση τού πολεμιστή πού αισθάνεται ότι σημώνει ή ώρα τής μάχης καί μ πορεί κάθε μάχη νάναι ή ύπέρτατη μάχη. Νά δυό γραμματάκια, όνέκδοτα ώς τώρα, πού ταχυδρόμησε ό ποιητής στήν κυρίαν Αύρα θεοδω ροπούλου. Σ το ύ πρώτου τή λιτότητα καί τή συντομία άν- Π 4) Στό άρθρο του Ό έ ο α σ τ ή ς τ ο υ θανάτου, Ε πτανησια κό *Ημ ε ο ο λ ό γ ι ο 1963, σ.σ ) Στη Νέα 'Εστία, Χριστ. i960, σ. 68, άνατύπ. τής Ν έ α ς Ε σ τ ί α ς 22, ) Τ6 λένε σήμερα Κατάρα.

92 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» τικ α θρεφ τίζετα ι μια διακριτική συγκίνηση. Σ το δεύτερο άχτινοβολεϊ ή καθαρή χα ρ ά και διαβεβαιώ νεται δτι τά Γ ιά ννινα ταυτίστηκαν πιά μ έ τό Ιδανικό. α ' Σιάτιστα, 6 Νοέμβρ Χθες άναβαπτίσθηκα στή φωτιά. Είμαι καλά καί Σας χαιρετώ. Ό ειλικρινής φίλος Σας Α. Μ. β ' Μέτσοβο, 20 Νοέμβρ Διέτρεξα πεζός δλον τό δρόμο από Λάρισσα μέσον Τύρναβο, Έ- λασσών, Σέρβια (διά Σαρανταπόρου) Κοζάνη, Σιάτιστα, Σούμπινο, Κρίφτζη, Γρεβενά, Κρανιά, Μηλιά εο^ς εδώ. Μολό στή Σιάτιστα παρευρέθηκα σε μάχη. Τώρα δλες οι ελπίδες μας είναι τά Γιάννενα. Είμαι πάρα πολύ καλά. Τον κ. Θεοδωρόπονλο7 δεν ευτύχησα νά τον απαντήσω. 'Υποθέτω πώς Θά είναι με τον Διάδοχο δ όποιος φαίνεται πό>ς έρχεται από Φλώρινα στά Γιάννενα. Μου προσκυνάτε την κ. μητέρα Σας καί την κ. Θεώνην8. Σ ά ς χαιρετώ. Ό ειλικρινής Σας φίλος Λ. Μ. Ε κ είν η ή χαρά και μάλιστα γιατί είναι εσωτερική χαρά δέν παύει νά παρακίνηση τον άνθρωπο προς τά αισθήματα, τά πιο έκλεκτά και τρυφερά. νετσι ό πολεμιστής μπορεί νά κοιτάξη τούς έχτρούς του μέ άδερφωσύνη και συμπόνια, κι αν άκόμη προτητέρα τούς είχε συχαθή. νοταν στά 1897 σύνθεσε ό Μ αβίλης τό σονέττο Πλήρωμα χρόνου ήταν πολύ συγκινημένος από τά γεγονότα τής Κρήτης καί δέν εξόριζε τό μίσος άπό τήν καρδιά του. Έ γ ρ α ψ ε : ΟΙ Τούρκοι είναι θεριά, δέν είναι άνθρωποι! Α λλά δεκαπέντε χρόνια άργότερα, αν ό ίδιος πατριωτισμός και τό ίδιο Θάρρος κυρίευαν τήν ψ υχή του, τό άδιάλλακτο μίσος είχε έξαφανιστή. Τότε, κοντά στή συνείδηση του χρέου ς, έθα λ λε τό αίσθημα τής ανθρώπινης συμπάθειας. Ό Γαριβαλδινός Ν. Καρβούνης άνέφ ερε9 δτι μπροστά στά θεσπέσια βουνά των Γιαννίνω ν ό Μ αβίλης όχι μονάχα θαύμασε τό θέαμα, άλλά στοχάστηκε τήν ηθική κατάσταση τού πολεμιστή. Ε ίπ ε: «Τί χαρά Θεού! Κ ι ώς τόσο πάμε εμείς νά σκοτώσουμε ανθρώπους». Τ ί μεταμόρφωση πραγματοποίησε στήν καρδιά του άπό τό Πλήρωμα χρόνου! ΣτόλήΘεια τή μέρα εκείνη θά είχε μπορέσει νά πή τούς τελευτα ο ίυ ς σ τίχο υς του σονέττου "Ά ν θ ρ ω π ο ς: Ξεσπάει αγνάντια στήν δχτρητα καί στ άχτι Μόνη ή αγάπη, αγνή φλόγα, από τή στάχτη. 7) Πρόκειται για τον άντρα της Αύρας. 8) Δηλαδή τή Μυρτιώτισσα, τήν αδερφή της Αύρας. 9) *1 ό ν ι ο ς Ανθολογία, τ. 120, 1938, σ. 56. Ό Φωκίων Ρώκ,. στο άράρο του μνημονεύει σχεδόν τά ίδια λόγια αυτά, δ.π., σ. 68.

93 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Τόσο δύσκολο τό νδναι κανείς άνθρωπος! Ά λ λ ό Μ αβίλης, άπό μακριά άσκηση του νοϋ καί της ψ υ χή ς, έ γ ιν ε όλότελα άληθινός άνθρωπος. Τόσο Α παιτητική είναι ή λατρεία του Τδανικοϋ! Αλλά, μέ τή σειρά του, τό Ιδανικό στερέωσε στό νου του ποιητή σπουδαία ηθικά στοιχεία. Ή άληθινή ζωή ύπάρχει μόνο πέρα άπό τό θάνατο. Τό παλιό καί φ ριχτό προσωπείο του θανάτου 6- ξαφανίζεται καί μόνο διατηρείται ή χαρά. Ό Ν. Κ αρβούνης μ νη μ όνεψ ε συγκινητικό λόγια συμπολεμιστή πρός τόν Μ αβίλη. Έ γ ρ α ψ ε: «Δίπλα ατό Μαβί?,η ό Γερακάρης, Κρητικός ύπολοχαγός των Γαριβαλδινων μέ άνεμισμένα τά ψαρά γένεια του, τού λέει: Τί ευτυχία, καπετάν Λορέντζο, νά πεθάλη ) κανείς για τά Γιάννενα! Ό Μαβίλης σωπαίνει. Τά μάτια του θαμπά και τό στήθος του άνεβοκατεβαίνει γοργά»10. Τέτοια φυσική συμπεριφορά προέρχεται βέβαια άπό χαρά τόσο έντονη πού κοντεύει νά ξεσπάση. Μ όνη ή συστολή του ποιητή κατόρθωσε νά τή ν κράτηση. Έ τσι ό Μαβίλης, «στρατιώτης άφοβος, άσπιλος καί άψογος», καθώς είπε ό Ν. Καρβούνης, ήταν έτοιμος νά τρέξη πρός τό θάνατο γιά χά ρ η τού Ιδ α ν ι κού καί των Γιαννίνων. Καί δέν παραμέλησε νά ζητήση νά τόν ένταφιάσουν στήν πόλη πού ήθελε ν άπελευθερώση. Τά λόγια του ποιητή τά φανέρωσε ό X. Γιοβάνης, ταγματάρχης τής φάλαγγος των Ε λ λ ή ν ω ν Γαριβαλδινω ν11 πού έγρ α ψ ε: «Έκουμήθημεν εις ένα λόφον, φοβούμενοι μήπως ό έχθρός μάς κάμη κανένα αίφνιδιασμόν. Ό Μαβίλης, όταν έπέσαμε νά κοιμηθούμε μου είπε: «"Αν μέ σκοτώσουν τό πρωί, εχω μίαν απαίτηση: νά μέ θάψετε στά Γιάννενα». "Ax! "Α, δέν είχε ξεχαστή ή άπαίτηση του ποιητή! Α λλά συλλογίστηκα ότι τό μνήμα τού Μαβίλη, πού ύψώνεται μοναχό του στό Δρίσκο, κοντά στά Γιάννινα, άντίκρυ στήν Παμβώτιδα, θυμίζει τό μνήμα τού Σ ατομ πριά ν, μοναχό του στό Γράν - Μπέ, κοντά στό Σ αίν - Μαλό, άντίκρυ στή θάλασσα... Ή έρημιά ταιριάζει μέ τούς μεγαλόψ υχους Ανθρώπους. * 10) π ) Ί ό ν ι ο ς Ανθολογία, δ.π., σ. 57. Ε<ρ. Π α τ ρ ί ς, 8 Δεκ. 1912, σ. 2. ί

94 Λ3ΓΟΤΕ ΧΜΙΔ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ Τά κύματα! Μου λέν πάντα τα κύματα: Μή μας κυττας μέσ οτή γαλήνη. Δέ θά μας βρεις ποτέ. Ξεκουραζόμαστε έδω κάτω απ τά νερά. Μή μας άκούς τά λόγια, καθώς μιλούμε μέ τούς βράχους καί τις άμμουδιές, σε άκρογιαλιές απάνεμες, την άνοιξη ή τό καλοκαίρι. Πάντα κρυβόμαστε έδω κάτω απ τά νερά. Νά μας προσέχεις μόνο τό φθινόπωρο, καί τούς βαρείς χειμώνες πού μας τούς δίνεις άπό μέσα σου, τόσο πυκνά, τόσες φορές. Τότε νά μας προσέχεις μόνο. ΤΑΚΗΣ ΤΣΙΑΚΟ Σ ΠΑΛΙΑ - ΣΚΟΡΠΙΑ I Γλυκά γελάω π άνανογώ, πώς είμαι μια τείνε ία μέ τη δική μου κοντύλια, μέ τό δικό μου χρώμα κι δλες μαζί, συνταιριαχτά, ψηφιδοπό τού κόσμου! II Μέσα στα βάό*η τού είναι μου, που μυστικά φυσάει, ενα δοξάρι ακοίμητο δουλεύει τό σκοπό του. III Δέν είμ ή μπλάβα θάλασσα, που πλήθος σέρνει αγάπες κα'ι τ αναθέματα* δέν είμ ή άτλαζένια λίμνη, δέν είμαι τού θολού γιαλού νερό κι ουδέ φουρτούνα κατεβασμένου ποταμού* νερό είμ άπό το ρέμα, που ρέει μιάν ν Ανοιξη μικρό και λίγη χλόη δροσιζει... Γ 7 Καθώς σ αγέρι πρωινό φυλλυριασμένα δέντρα, δμοια τρεμοσαλεύανε στη μουσική τά σπλαχνα. ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΑΙΜΑΝΤΟΣ

95 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΔΙΣΚΟΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΜΥΡΩΝΑ Ό δίσκος στην παλάμη σαν τον ήλιο φέγγει. Πόση αγάπη στο ρίξιμο για πάντα στερεωμένο! Πόση ορμή στην κίνηση και στα μάτια κινούμενα,μέ τή γη! Έ τσ ι μπορείς νά αναγκάσεις τον κόσμο να λατρεύει και νά μισάει ιμε τή δύναμη του γλύπτη. Ό δίσκος στην παλάμη σαν τον ήλιο φέγγει, λευτερωμένος άπ τό θάνατο για πάντα. ί; ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΔΕΡΑΣ Από πού έρχεται αυτός ό αέρας, πού φέρνει γνωστές φωνές καί φύλλα πού πληγώνουν τήν έκταση; Από πού έρχεται αύτός ό θόρυβος, πού είναι βλέμμα βάθους ποταμού καί καθαρό σήκωμα τής αυγής; f I. ;ι!1 Ά πό πού έρχεται αυτή ή πνοή, πού φέρνει τόσα ονόματα, όσες είναι οι άναστάσεις και ot πεθαμοί; Ο Λ Ο Γ Ο Σ Ό λόγος πιό απλός άπ τή λάμψη τού ήλιου κυλά σαν τό νερό άπό τά ψηλά πρός τήν ακινησία των ριζών, γεννά τήν αυγή των άνθρώπινων παλαμών. Τά φλάουτα φέρνουν τήν τρυφεράδα τών φύλλων, τά ήλιοτρόπια γυρίζουν τόν άέρα μέ τήν κίνηση τού ήλιου και δυναμώνει στά σώματα τό μακρινό τοπίο σάν τήν άγάπη στά καπνισμένα πρόσωπα. ΟΙ χειρονομίες πέφτουν στήν φωνή κα! ή κάθε στιγμή άπαιτει ύλη.

96 0 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Α Κ Ο Ν Τ ΙΟ Τό χέρι ένώνεται μέ τον ορίζοντα, χωρίς νά ξεχνάει τον ήλιο. Ή σκιά τής κόψης διαρκεΐ σαν το τραγούδι, τά χόρτα ανυψώνει μέχρι τό σύνορο του πετάγματος καί τής πτώσης. Και πραγματοποιείται ή κραυγή σαν τή στιγμή που τό πουλί βρίσκει τον εαυτό του. Ν. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ Ό καημένος ό Λορέτζο!... ΤΗ ταν ένας νέος πού δλο γελούσε... γελούσε. Κι* έκανε καί τον άλλο κόσμο νά γελά με τον πόνο του πού τον έντυνε παληάτσο... Κ ι δταν τον πήραν οι φασίστες γιά τόν πόλεμο γελώντας δ Λορέτζο άποχαιρέτησε τήν πικραμένη μανουλα του. Π α ιδάκι μου, άνθρωπο νά μή σκοτώσεις!... Κ ι ό Λορέτζο έφυγε μ ένα μπογαλάκι στά χέρι αφήνοντας ένα ανοιξιάτικο χαμόγελο στο σπίτι. Καί τό σπίτι έκλεισε τά παράθυρα καί βυθίστηκε σ όλόπικρη συλλοή. Τάχα θαρθει πίσω ό Λορέτζο μου; Χίλιες μανούλες καρτεράνε τά παιδιά τους από τόν πόλεμο. Καί ή μάνα τού Λορέτζο βγαίνει στο ξάγναντο καί πάει νά σκίσει τά νέφη μέ τό βλέμμα κάτω εκεί στήν πεδιάδα καί στις ψηλές βουνοκορφές... II "Ομως τό Λορέτζο... μιά πικραμένη μέρα τόν γαζώσαν οί Ναζί κεΐ πέρα στήν Κεφαλλωνιά... Κ ι ό Λορέτζο μέ τή σαγωνιά σπασμένη από τό πολυβολο τί δέν ήθελε νά κάνει πόλεμο- - γελούσε... γελούσε... φριχτά... σαρκαστικά... απαίσια... ΠΕΤΡΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ

97 Γ. Μ. ΠΟΛΙΤΑΡΧΗ Ο ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ (Διήγημα) Ήρεμη ή ζωή στην Πάρο. 'Απαλός 6 αγέρας πού ανέβαινε νοτισμένος από τό πέλαγος καθάριζε τον ουρανό, και κάτω στην παραλία τις άστροφωτισμένες νύχτες οΐ νησιώτες έπιναν και χόρευαν για να ξεχάσουν τούς κόπους τής ημέρας και να πάρουν κουράγιο για τό ταξίδι τής ζιοής. Ή πολιτεία ήταν κλεισμένη από πελά>ριες πέτρες και πίσω από αυτές απλωνόταν τά χωράφια και,τά περιβόλια. Α νάμεσα στην ξηρολιθιά φύτριυναν φραγκοσυκιές και τά δροσερά πρωϊνά τά παιδιά σκαρφάλωναν ώς τις κορφές, κόβανε τ αγκαθωτά σύκα, καθάριζαν μέ τις μύτες, λεπτοκαμωμένοι μαχαιριών τ αγκάθια κι έτρωγαν τον υπόξινο καρπό. Τά χωράφια όλο χρώμα. Προχωρούσαν ο3ς τά πόδια τού φαλακρού βουνού καί τό θέρος άντρες και γυναίκες θέριζαν τά στάχυα, ύψωναν θυμωνιές τ άχυρο. Π ρός τό τέλος, τής εποχής, φπυχοΐ άκτήμονες ανασκάλευαν τ άχυρο ψάχνοντας γιά τά κακεχτικά, ξερά, μισομαδημένα στάχυα, πού τά πήγαιναν σπίτι, τά καθάριζαν καί τά φύλαγαν γιά τις μέρες τής ανάγκης. Τό χειμώνα ή θάλασσα ήταν πολύ ταραγμένη. Τό κύμα άφρισμένο πηδούσε όλο μανία στον κυματοθραύστη. Ή παραλία ερημώνονταν γιατί τό νερό ανέβαινε καί βάλτωνε ώς απάνω το μουράγιο. Τά καλοκαίρια τό νερό στραφτάλιζε γιομάτο ασήμι καθώς σβήνανε μέσα σ αυτό οί αχτίνες τού ήλιου. Οί βάρκες λικνίζονταν άπαρατημένες, καλούσαν τά καλόπαιδα πού παίζανε στην αμμουδιά κοντά τό μεσημέρι. Ξεκινούσαν από όλες τις άκρες τής πολιτείας στήν πλατειά αμμουδιά, γδύνονταν αφήνοντας τούς πλατιούς χιτώνες στις πέτρες τού κυματοθραύστη, βουτούσαν στο νερό κι άλλα μισόγνυμνα σκαρφάλωναν στους απόκρημνους ύφαλους γιά αχινούς, καβούρια ή χταποδάκια. Τ απόγευμα όλο αρώματα ή αύρα. Οί ψαράδες έτοιμάζανε τά δίχτυα γιά τό ψάρεμα τής νύχτας. Ό Αρχίλοχος κοίταξε τις βάρκες. Παίρνουμε κανένα από τούτα τά σκαριά ν ανοιχτούμε λίγο; Τά παιδιά στάθηκαν αναποφάσιστα γιά λίγο, ύστερα όμως βλέποντας τό μεγαλόσο>μο αγόρι ν ανεβαίνει σέ άπαρατημένη βάρκα καί νά πιάνει τά κουπιά, τρία άλλα παιδιά πήρανε θάρρος, ανέβηκαν κι αυτά καί χωρίς καλά - καλά νά τό καταλάβουν, ανοίχτηκαν στο πέλαγος απλώνοντας τά πανιά. 'Ήσυχη ή θάλασσα. Ζεστό τό απόγευμα. Τό νερό έβγαινε από τό λιμάνι κι ό αέρας έσπρωχνε τή βάρκα απαλά πρός τον κάβο. Στήν αρχή οί τέσσερις γυμνοί ναύτες διασκέδαζαν αμέριμνοι. Γαλάζιο τό νερό, τόσο λεπτό καί διάφανο, τούς παράσερνε. 'Ό τ α ν όμως έκοψαν τόν κάβο κι είδαν τ άσπρα κύματα τού πελάγου νά κυνηγιούνται άταχτα, ανησύχησαν. Ά φ ροι καί ρεύμα ανατάραξαν τό νερό κι έφεραν τό φόβο. Ή νύχτα κατέβαινε αργά κι ή θάλασσα πήρε ν άγριέβει. *0 όγκος τού νησιού ά?λργευε όλοένα κι ό ήλιος πού

98 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» πρίν λίγο έκαιγε, τράβηξε προς τή δύση. Φουρκισμένος και κόκκινος δ ουρανός απάνω από τό βουνό. Ό 'Αρχίλοχος κρατώντας τό τιμόνι, οδηγούσε τή βάρκα δλο καί πιο βαθιά, στο ανοιγμένο πέλαγος. Γ ια πού τραβάμε, Αρχίλοχε; Για τή Θάσο! "Ον-, δχι. Τά παιδιά άρχισαν νά κλαΐνε. Τό ενα, τό μεγαλύτερο τράβηξε με δύναμη τ άπαρατημένο κουπί, τό σήκωσε κι ήταν έτοιμο λ'ά χτυπήσει τον τιμονιέρη. Σβέλτος δ Αρχίλοχος κλώτσησε τον αντάρτη με τό κουπί καί τον κύ?^ησε χάμου. Τό πόδι του σκάλωσε σε καβήλια τής βάρκας καί σχίστηκε κάτιο καί κάτω ή γάμπα. Αίματα βάψανε τά σκοινά καί τά δίχτυα πού ήταν σωριασιιένο στήν κοιλιά τής βάρκας. Έ σ φ ιγγε τήν πληγή βογγώντας. Τ άλλα δυο παιδιά ώρμησαν νά χτυπήσουν τον τιμονιέρη, μά εκείνος τράβηξε μέ ορμή τά δίχτυα καί τά έ'ρριξε καί τά δυο χάμου. Ή βάρκα τραμπαλίστηκε ν αναποδογυρίσει. Μέ δυσκολία ό τιμονιέρης τήν κράτησε στήν ευθεία. Καθήστε φρόνιμα, βλάκες. Θ αναποδογυρίσετε τή βάρκα. Οί τρεις κάθησαν φοβισμένοι. Τό χτυπημένο παιδί κρατούσε τή σχισμένη γάμπα προσπαθώντας νά κόψει τό ρυάκι τό αίμα πού αναπηδούσε ασταμάτητα. Τύλιξε τήν πληγή μέ τό δίχτυ, τό μόνο πρόχειρο πράγμα πού βρίσκονταν στή βάρκα. Έ ν α παιδί βούτηξε ενα μπουγέλο στή θάλασσα καί ερριξε μπόλικο νερό στήν πληγή. Τό λαβωμένο παιδί τσίριξε από τον πόνο. Μακριά φάνηκαν οι ψαρόβαρκες. «Καλύτερα», σκέφτηκε δ τιμονιέρης. Βάρκες. Έ ρ χο ντα ι γιά μάς. Ά ς έρχονται. Ά νοιξε καί τό άλλο πανί. Τ ί λές, δεν τούς βλέπω; Τό παιδί πού μίλησε έκαμε δ,τι τού είπε ό τιμονιέρης. Τό πέλαγος γέμισε πολύχρωμα πανιά. Δυνατοί άντρας κανόνιζαν τήν ρότα των μικρών πλεούμενων απάνω στή βάρκα τού Αρχίλοχου. 'Ένας μισόγυμνος πήδηξε στή βάρκα των παιδιών καί παραμερίζοντας τον τιμονιέρη, γύρισε τή βάρκα προς τό λιμάνι. Ά τιμε κουρσάρε, αν δέν ιήσοιη' γιος τού Τελεσικλή θά σέ πετούσα νά σέ φάνε τά σκυλόψαρα καί δέν είναι λίγα σέ τούτο τά νερά. Ό Αρχίλοχος δέν απάντησε. Κοίταξε τον άνθρωπο μέ άγριο βλέμμα, στάθηκε μιά στιγμή αναποφάσιστος κι ύστερα πήδηξε στή θάλασσα. Οί άντρες από τις άλλες βάρκες κοίταζαν τό παιδί πού καλυμπούσε κι ανατρίχιασαν. Ή θάλασσα ή- ταν γιομάτη σκύλους. Δυο - τρεις πήδηξαν στή θάλασσα καί χωρίς μεγάλη προσπάθεια άρπαξαν τον νέο στά δυνατά τους χέρια καί τον άπώθεσαν σέ μιά βάρκα. Τό άτίθασσο παιδί προσπάθησε νά ξαναπηδήξει στο νερό. Ό βαρκάρης τού φώναξε: Λούφαξε μωρέ, γιατί θά σού τή δώσω στο κεφάλι. I Α φ ήστε με εδώ. Θά γυρίσω μόνος μου. Π ού, μωρέ, θά πάς μόνος σου; Ξέρεις πού βρίσκεσαι;.! Ο ί βάρκες μπήκαν στο λιμάνι. Πεσμένο τό φεγγάρι. Τό σκοτάδι άργοταξίδευε, χυνόταν από τό βουνό καί σκέπαζε στεριά καί θάλασσα. Τά βουνά φαίνονταν φαλακροί, πελώριοι γίγαντες, δράκοι πού περίμεναν μέ ανοιχτό τό στόμα. 'Όμως τά γυμνά παιδιά δέν κοίταζαν τά βουνά. Κοίταζαν τήν ακρογιαλιά. Άνθρωποι μαζεμένοι κρατούσαν αναμμένα φανάρια. Φόβος κυρίεψε τήν ψυχή τού Αρχίλοχου δταν ανάμεσα στους άντρες είδε τον Τελεσικλή. Ά ν έπεφτε στά χέρια του θά

99 «ΗΠΕΙΡΜΊΚΗ τον έδερνε ανελέητα κι αυτό δέν τό ήθελε. Δεν ήθελε νά τον δούνε νά σπαράζει όπως σπάοαζαν οί δούλοι πούς τούς έδερνε δ πατέρας του. Καράταρε, λοιπόν, κατά πού τον πάει δ βαρκάρης και λίγο πριν φτάσει στήν παραλία, πήδηξε στη ριχή θάλασσα, σκαρφάλωσε στον κυματοθραύστη, φόρεσε όπως - δπιος τον χιτώνα του και τρέχοντος άνηφόρισε προς την καλύβα τής μητέρας του. Μπήκε μέσα, έβαλε τή σιδερένια άμπάρα κι έπεσε στήν αγκαλιά της. Μαγούλα μου, μέ κυνηγάνε. - Η Ένιπώ καθόταν μόνη κι έπλεκε μέ τδ φώς του λυχναριού. Τ ί έκαμες πάλι, παλιόπαιδο; Απέξω ερχόταν ή όχλοβοή, τά βιαστικά βήματα καί οί φωνές. Σέ κυνηγάνε! Ή γυναίκα έσβησε τό λυχνάρι. Χτυπήματα τραντάξανε την ξύλινη θύρα. Ά νοιξέ μου, Ένιπώ. Βγάλε έξω τόν κουρσάρο σου. Ό κουρσάρος μου είναι καί δικός σου. Ά φησέ τον νά κοιμηθεί. Τί τόν θέλεις; Άνοιξε πριν σου σπάσω την πόρτα. Αύριο καλέ μου, Τελεσικλή, αύριο. Πάμε, αδερφέ μου Τελεσικλή. Είναι άτίθασσος δ γιός σου, τί νά γίνει; ακούστηκε βαριά αντρική φωνή. Δώσε τόπο στήν οργή. Θά τού σπάσω τό κεφάλι καί θά τόν κομματιάσω του..., φώναξε δ Τελεσικλής. Π έτρες έπεσαν απάνω στη θύρα τής καλύβας κι ακούστηκαν βρισιές πού έ φεραν τό φόβο στήν καρδιά τής μητέρας καί τού γιου. ''Τστερα όμως δλα κατακάθησαν. Ή ησυχία τού απέραντου κάμπου. Ή νύχτα κατέβηκε γλήγορα καί διάλυσε τις τρομάρες. Τό λυχνάρι ξανάναψε καί ή Ένιπώ ξαγρύπνησε στό κρεβάτι τού γυιού της πού τόν έκαιγε ό πυρετός, βογγσύσε καί παραμιλούσε. I I! * & Οί μέρες κυλούσαν τό ίδιο μονότονο. Μητέρα καί γιός ζούσανε μόνοι στό Ι'μικρό σπιτάκι του δάσους. Ό πατέρας έρχόταν σέ αργά διαστήματα, έφερνε τρόχφιμα, μιλούσε φιλικά μέ την Ένιπώ, μά τις πιό πολλές φορές έφευγε φωνάζοντας. ΤΗταν σάν νά τού έκαμνε κακό ή συνάντηση μέ τή γυναίκα του. Ό Αρχίλοχος χάνονταν από τό σπίτι δταν έμπαινε δ πατέρας του. Γύριζε,στα χιοράφια, σκαρφάλωνε στό βουνό ή τραβούσε μαζί μέ τά άλλα παιδιά στή θάλασσα. Τού έφερνε γαλήνη τούτο τό βουερό και άεικίνητο στοιχείο πού τό τάραγμά του ήταν καί ή ταραχή τής δικής του ηητχής. «Στήν αγκαλιά των κυμάτο)ν αφήνω τήν ψυχή μου», είπε. Ή Ένιπώ έβλεπε τό παιδί πού μεγάλωνε μέρα μέ τή μέρα. Έβλεπε τίς πλατιές πλάτες καί τό ευρύ στήθος καί χαμογελούσε. Ρωμαλέος έφηβος, είχε τά δυνατά μπράτσα του πατέρα του, χοντρά σάν κορμός δέντρου. Ατυχία. Ή γυναίκα πέθανε δταν έλειπε σέ κάποιο ταξίδι καί δέν τόν είδε νά τής κλείσει τά μάτια καί τόν αναζήτησε μ δλη τή δύναμη τής κουρασμένης ψυχής της. Λυπημένος περιπλανήθηκε δ Αρχίλοχος. Δέν ήθελε νά ίδεί κανένα. "Τστερα δμως κατάλαβε πώς αυτός ό θάνατος ήτανε ή καλύτερη λύση καί γιά τή δυστυχισμένη γυναίκα, μά καί γιά τόν πατέρα του, πού θά μπορούσε νά ζήσει, ϊσως, πιό i

100 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» ελεύθερος μέ την άριστοκράτισσα γυναίκα του. Έμεινε λίγες μέρες στην Πάρο και υστέρα αχόρταγος για ελευθερία, παράτησε την πατρίδα κα'ι μπήκε στα πλεούμενα τιμονιέρης. Τδ μεγάλο καΐκι σκαμπανεβάζει επικίνδυνα. Π,ετάει ως δυο μέτρα απάνω στο κύμα. Βυθίζεται στο νερό, πού ανοίγεται θεόρατο στόμα και σφίγγει στα γερά του σαγόνια τό πλεούμενο μια στιγμή μόνο και τ άπαρατάει ελεύθερο νά συνεχίσει τή ρότα του, ασήμαντο καρυδότσουφλο πού παίζει κρυφτό μέ τό θάνατο, όπως είναι μόνο σ ένα πέί^αγος σκοτεινό και θυμωμένο. Τράβα μας κρασί από τό κόκκινο, παιδί, γιατί άπάψε δεν τή βγάζουμε τή βάρδια. Τό νερό βουίζει, δέρνεται, χύνεται στο κατάστρωμα μέ ορμή κα'ι φεύγει μίλλια μακριά, Αφήνοντας μόνο άφρούς, κι ύστερα τό κύμα ξεθαρρεμένο παίρνει καινούργια δύναμη, χώνεται κάτω από τό άλαφ,ρύ σκαρί, προσπαθεί νά τ αναποδογυρίσει. Τραχύς θαλασσόλυκος δ τιμονιέρης, στα χρόνια πού αρμενίζει είδε πολλές φουρτούνες κι ή δύναμη τού αγέρα σκλήρυνε τό πετσί τού κορμιού καί τό τιμόνι τού δυνάμωσε τά μπράτσα. Ρυάκια κρουνελιάζουν τά νερά από τά φρύδια, μουσκεύει τό πρόσωπο, τά μάτια γεμίζουν βουρκωμένο δάκρυ, τά θολώνουν, τά κάνει νά τσούζουν. Ή άρμη πότισε τό μυαλό κα'ι κατευθύνεται στήν ψυχή σάν δηλητήριο. Οί άλλοι, οί άντρες από τό πλήριομα, τρέχουν απάνω κάτω. Δένουν πανιά, κατάρτια, φωνάζουν, βρίζουν. Βουή και φωνές και θόρυβοι κα'ι φοβέρες. Άνακάτωμα ακατανόητο. Μέσα στο μυαλό τού τιμονιέρη ολα είναι βυθισμένα στο χάος. ΘαλασσόλίΓ/οι, ξεδιαλεγμένοι από τά μεσογειακά λιμάνια, τον γνωρίζουνε τον θυμό τής θάλασσας. Τούτος ό θυμός θυμίζει τό βράσιμο τεράστιου καζανιού. Τό ουρλιασμα τού ανέμου, καθώς περνάει ανάμεσα από τά ξάρτια, είναι τό ξύπνημα αγέλης άγριων ζώων πού χύνονται ακράτητα στήν απλα τής κοιλάδας. Θά κοιμηθεί προς τά ξημερώματα κι ολα θά γαληνέψουν. Σάν νά μήν έγινε τίποτα. Ορθάνοιχτο τό μάτι τού τιμονιέρη ψάχνει στο σκοτάδι νά βρει τά σημάδια τού νοτιά. Ό νούς του ταξιδεύει κι αυτός, πλεούμενο ακυβέρνητο στο ρέμα, χάνεται στά βάθη τού χρόνου πού πέρασε κι αράζει στις παιδικές μνήμες. Τού φάνηκε πώς βρισκόταν στήν πατρίδα του. Ό ήλιος ανεβαίνει υψηλά, χρυσώνει τ αμπέλια, φλογίζει τήν πέτρα. Ή 'Π άρο χάνεται στο πούσι πού σκεπάζει τις κυκλάδες. Στά ριζά τού πετρόβουνου ανάβει τό άψ'ι κρασί τις καρδιές των ανθρώπων, ζωντανεύει τούς πόθους. «Π ρέπει νά ήπιε πολύ ό πατέρας σου εκείνο τό απομεσήμερο. Ταραγμένος στριφογύριζε στά χωράφια καί μαστίγωνε τούς δούλους του. Βάρβαρο τό στήθος καί γυμνό βαριανάσαινε. Δέ βρίσκω λόγια νά σσύ τό είπώ, αγόρι μου. Δυνατός καί αγροίκος, μέ πυρετωμένο τό βλέμμα. Φοβήθηκα όταν μ έσυρε στήν καλύβα. Δέν ήμουν πιά άνθρωπος. Αδύναμο παιχνίδι στά χέρια του. Καί τώρα ό πόνος...», θυμήθηκε τά λόγια τής μητέρας του. Τού μλούσε σάν νά τού έλεγε παραμύθι πού τό έφερναν στή μνήμη της οί δυσκολίες τής ζωής. Ένιπώ, μάνα μου! *Αν σέ πίκρανα, συγχώρεσέ με. Κουρσάρε, λεβέντη μου, καλό ταξίδι.

101 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 547 Λ ές κι έφερνε τή φ ω νή τη ς ή νύχτα κ α ι τή ν άπόθετε σαν λ α χτά ρα στο μυαλό του τώρα πού όλα' φ έρνανε τον θάνατο και μόνο ή ελπίδα τον κρατούσε ά γρ υ π νο απάνω στη γέφ υρα. Κ ρίμα πού γεννήθηκες δούλη, Έ ν ιπ ώ. Το κύμα τού άστραψ ε τα μ άτια. Σκούπησε τό νερό από τό πρόσω πο. Θ έλησε νά ξεχάσει τις σκέψεις μά στάθηκε αδύνατο. Τ ό κορμί τη ς Έ ν ιπ ώ ς ανέβαινε από τά κύματα και. στέκονταν μια σ τιγμ ή μπροστά του καί. χάνονταν. Κρασί, παιδί, από τό Ίσμαρικό, νά κρατηθούμε κι απόψε. Α ρχίλοχε Π α ρ ια ν έ, ποιήματα σ υνθέτεις; Γ ια τ ί τρ α β ά ς λοξά, θ ά μ ά ς πετάξεις σέ ξέρα νυχτιάτικα; * Δυστυχισμένοι (άλληπαρνήτες), μουρμούρισε καί γύρισε τό τιμόνι στά δεξιά. Θά σταθώ κι απόψε νά σάς βγάλω στη στεριά. Κοντά τό μεσημέρι φ τάσανε σ την Π ά ρ ο. Ό κουρσάρος π ή δ η ξε στή σ τεριά. Γύρισε και κοίταξε τό αραγμένο καΐκι. Τ σακισμένα τά άρμπουρα, κατα ξεσ κισ μ ένα τά ξά ρτια, όλα σπασμένα στο κατάστρω μα. Τ ά είδε τούτα τά ερ είπ ια μ ιά ς νυ χτιά ς κι ενοιιοσε τή ν καρδιά του νά τα ρά ζετα ι, νά χτυπάει ακατάστατα. Ή ήμερα πολύ καθαρή. Τ ίπ ο τα δεν τή ν θύμιζε π ιά τή ν αντάρα τή ς ν ύ χ τα ς. Ή θάλασσα απλω νόταν γεμάτη λέπια από τις α χτίνες τού ήλιου. Μ όνος. Ο μικρότερος αδερφ ός του ζούσε ακόμη από όλο τό μεγάλο σόϊ τού πατέρα του. Μ υλαδέρφια, από άλλη μάνα αυτός, άριστοκράτισσα. 'Τ π ερ ή φ α ν ο ς γιά τή ν κ α τα γ ω γ ή του θεο)ρούσε τον Α ρχίλοχο όλότελα ξένο. Ε ίχε γ ίν ει κ υρία ρχος τή ς τερ ά σ τια ς περιουσίας τους. Τ ρομερός δουλοχτήτης, άξεστος σάν τον πατέρα του, ή φ ή μ η του ξαπλώθηκε σ όλο τό νησί αποτρόπαιη. Π ή γ ε νά τον συναντήσει, αλλά τελικά μετάνοιωσε. Π ρ ο τίμ η σ ε ν ά τρ α β ή ξ ει στά πόδια του βουνού στήν καλύβα τή ς μ ητέρας του. Έ ρ η μ η. Γ ύ ρ ω ξερ α μ ένες τσουκνίδες καί οι θά μ νο ι πύκνω σαν πολύ. Ή γ ή διψ ασμένη σπάραζε μελλοθάνατη στήν κάψα τού κατακαλόκαιρου. «Τελεσικλή, τά χ τή μ α τά σου ποτέ νά μήν δώ σουν καρπούς. Ν ά να ι ή γή σου σκληρή κ α θ ώ ς ή τα ν ή κ α ρ δ ιά σου κ α ι κ α θ ώ ς είναι ή κ α ρ διά τού αδερφού μου», μουρμούρισε όπω ς άνη φ όριζε τον καρρόδρομο. Ά ρχίλοε, καλώς όρισες, ακούσε μιά φ ω νή. Γύρισε τό κεφάλι. Άρατε, πώς είσαι; Έ σύ πώ ς τά π ά ς με τά κ α ΐκ ια ; Δεν με θέλει ή στεριά, Ά ρ α τ ε. Γ ια τί, π α ιδ ί μου. Μ είνε μ α ζί μας. Μ είνε σ τή ν Π ά ρ ο. Έ δ ώ όλοι σέ α γ α πάμε. Κ ι εγώ σάς αγα πώ, Ά ρ α τ ε. Π ώ ς νά ζήσω, τ ι νά κάμω έδώ ; Δ έν έχω τ ί ποτα δικό μου. "Εχεις, Άρχίλοε, έχεις πολλά καί τό πιο μεγάλο, τά νιάτα σου. Ζήτησε τό δίκιο σου. Θά τό βρεις. Δέν υ π ά ρ χει δίκιο στον κόσμο, παλιέ μου φίλε. Δέν υπάρχει! Μ πήκε στό καλύβι, πού εζησε μέ τή μ ητέρα του. Σ τ ή γω νιά υ π ή ρ χε ακόμη τό πέτρινο κάθισμά της. Κ ά θ ισ μ α κ α ί κελλί φ υλακής τού φ ά νη κ ε τό μικρό τετρ ά γω ν ο δωμάτιο. Γιομάτο αράχνες. Τ ο ύ ς μήνες πού ελειι ;ε κανένα ς δέν μπήκε σ αυτό τό δωμάτιο και σκέφτηκε νά ςκυνά ξει τον γέρο βοσκό νά τό καθαρίσει. Π ρ ο τίμ η σ ε νά κάνει τούτη τή δουλειά μόνος του. Κ αθό)ς κ α θ ά ρ ιζε τούς άραχνια σ μ ένους τοίχους, θυμήθηκε τή μικρόσωμη γυνα ίκα. Κ α θότα ν βουβή κ α ί φοβισμένη. Α να σ τα τω νό τα ν

102 548 χηπειρπτικη ΕΣΤΙΑ» κάθε φορά πού θά έρχονταν ό πατέρας του. Φώναζε κι όταν δρασκελούσε το κατώφλι, τίναζε τό κορμί κι έβγαινε βρίζοντας. Σάν νά έβγαινε άπδ κάποιο δνειρο πού χάνονταν εμπρός από τά μάτια του δταν τον φύσαγε ό άνεμος τού βουνού. Πολύ πικρή ή ζωή σου, Ένιπώ! φώναξε καί ή φο>νή του άντιβόησε. Ό βοσκός ακούσε τή φωνή καί πήγε κοντά. Φώναξες, Αρχίλοχε; Ό χ ι, Ά ρατε. Κάτι θυμήθηκα. Μέ περιμένουν κι εχω αργήσει. Τό μυαλό του τιμονιέρη γύριζε στά παλιά. Τά μηλίγγια του χτυπούσαν δυνατά. Σ ά ν νά άκουγε φωνές. Ξαναγύριζε δ αντίλαλος από άλλους καιρούς κι έ φερνε τον σπαραχτικό θρήνο τής γυναίκας. Δάκρυα γέμισαν τά μάτια του. Αντίο, 9Ά ρατε. Θά ξαναγυρίσω. «Σ το καλό, παλληκάρι μου. Στο καλό. Έ φ υ γε γλήγορα. Κατηφόριζε τον καρρόδρομο λυπημένος. Τώρα καταλάβαινε δλη την πίκρα πού, χρόνια και χρόνια καταστάλαζε, ζυμώνονταν μέ τό αίμα του καί άποκάρωνε τή χαρά Λοιπόν, δ πιο δυστυχισμένος από δλους ήταν δ πατέρας. Ζούσε μέσα στο ψέμα, αδύνατος νά έναντιο^θει στις προλήψεις πού σώρεψαν γύρω του και έπνιξαν δ,τι ανθρώπινο υπήρχε στήν καρδιά του. Καί υπήρχε ανθρωπιά στήν καρδιά τού πατέρα μου, μουρμούρισε. Τό κοπάδι τού 9,Αρατου έβοσκε στο πλάϊ τού βουνού, χαΐδεψε τή ράχη κάποιου άονιού. Περιπλανήθηκε στήν πολιτεία. Κανένας γνωστός. Κανένας. Φύγανε δλοι. Μερικοί δούλεψαν σε καΐκια ποντοπόρα, άλλοι ξενητεύθηκαν στή Θάσο. Χάθηκαν. Μπήκε στο πανδοχείο τού ζαμανιού. Τά παλιά χρόνια εδώ γλεντούσαν κουρσάροι δνομαστοί. Π άνε κι αυτοί στα σκοτάδια τού χρόνου. ΥΗταν δλοφάνερο. Ή Π άρο δεν τον χωρούσε. Παράτησε τό πήλινο ποτήρι μέ τό κρασί κα'ι χωρίς νά σκεφτει ξαναμπήκε στο καΐκι του. Ακόμη δέν τό τελείωσαν τό φτιάξιμο οι ντόπιοι ναυπηγοί. "Ομως θά τό τέλειωναν <5>ς τό βράδι. Ό μεγαλόσωμος γενάτος καπετάνις στεκόταν στο κατάστρωμα μέ τά χέρια στή μέση. Καθώς είδε τον τιμονιέρη νά ανεβαίνει στο μαδέρι γιά νά πηδήξει στο καΐκι, ένοιωσε τό θυμό του ν ανάβει. Γαϊδούρι, μπεκρόμουτρο. Π ού γύριζες δλο τό άπόγεμα; Τί δουλειά έχω εγώ μέ τις επισκευές, καπετάνιε; Ναυπηγός είμαι; 'Ό λ ο ι έχουμε ύποχρέο^ση νά βοηθήσουμε, μωρέ. Σκοπεύω νά παρατήσω καί θάλασσες καί καράβια. Καί πού θά πας νά ζήσεις, μωρέ; 'Τπάρχει ζωή μακριά από τή θάλασσα; Μισθοφόρος θά πας; Ό τιμονιέρης δέ μίλησε. Μέσα στο μυαλό του γινόταν πόλεμος κι αναστάτωση. Σκόπευε νά παρατήσει τό καΐκι καί νά ξεμπαρκάρει στή Θάσο. Πίστευε πώς έκει θά εύρισκε γνωστούς του, τούς γνωστούς πού δέν υπήρχαν πιά στήν πατρίδα. Πολύ αργά, σχεδόν νύχτα κόψανε τον κάβο. "Ησυχη ή θάλασσα. Οί ναύτες κάμνανε αστεία. Ταραγμένη ή ψυχή τού τιμονιέρη. Κάτι ξαφνικά πέθανε στο στήθος του. Δέν έπρεπε νά πάει στήν καλύβα τής μάνας του. ΟΙ μνήμες των πεθαμένων τού γέμισαν τήν καρδιά απελπισία. Δέν τού άπόμεινε τίποτα απάνω στή γή. Ούτε δμως κι έπιθυμούσε τίποτα. Δέν τά θέλο) τού Γύγη τά πλούτη κι ούτε ποτέ τά ζήλεψα. Των Θεών θαυμάζω τά έργα... (Ού μοι τού Γύγη τού πολυχρύσου μέλει ουδ είλέ πώ με ζήλος, ούδ άγαίομαι Θεών έργα...). «Μ**

103 ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Γαλήνη ζητούσε καί τίποτ άλλο. 'Αν ζούσες, μητέρα, ούτε στιγμή δέν θάφευγα από κοντά σου. Κρίμα, κρί- μα. Στα Εκατομμύρια των ανθρώπων εσένα βρήκε νά πάρει ό μεγάλος Δίας; Χαμογέλασε, καθώς θυμήθηκε μια δελφική προφητεία. Ι 5 «Τελεσικλή, δ γιος σου θά γίνει μεγάλος κι άθάνατος» ( Αθάνατος σοι παΐς καί άείδημος, ώ Τελεσίκλες, έσται έν άνθρώποις).!: Ά τιμ η ζο)ή, γιατί; Παραμιλάς, τιμονιέρη; ρώτησε ένας ναύτης που στεκόταν δίπλα του ά- κουμπισμένος στην κουπαστή. Τί νά παραμιλήσω; ' Κουράγιο. Δε βαριέσαι. "Ολα θά πάνε καλά. Ά κου κι έμένα. t To πλεούμενο έφευγε μέ καλό αγέρα προς τό βοριά. 5 Στην πλώρη ό γενάτος καπετάνιος συζητούσε μέ τό ναύτη τής βάρδιας. Του έλεγε νά σκεπαστουν καλά τ αμπάρια νά μή βραχούν τά σακιά μέ τά σύκα, νά μή - σπάσουν τ ασκιά μέ τό κ-ρασί. - Σ τ άλλο στο πρώτο αμπάρι ήσύχαζαν οι μετανάστες. Ά ντρες, γυλ'αΐκες, παιδιά. Μερικοί νέοι άνακατώθηκαν μέ τό πλήρωμα καί συζητούσαν. - Ό νοτιάς γέμισε σύννεφα. Άσπρες τουλίπες τά σύννεφα ταξίδευαν αργά, f ακολουθώντας τη ρότα τού πλεούμενου. Δυο δελφίνια παίζανε ξετρελλαμένα από τη γαλήνη καί την αστροφεγγιά. Ναύτες καί μετανάστες κοίταζαν τον αγώνα ί των δελφινιών. Έ ν α παιδί πετούσε μπουκιές κριθαρένιο ψωμί, λ Φάτες τις μπουκιές, αγόρι μου, ξέρεις άν θά τό βρεις τό ψωμάκι έκεΐ που * θά πάς; Ε κεί υπάρχει ευτυχία, έτσι λέει δ πατέρας μου. Ή θάλασσα πρασίνιζε αργά. Ή τα ν ώς τόσο καθαρή. Ά σπρα μικρά κύματα ά γέμισε τό πέλαγος. Ή νύχτα θά ήταν άγρια. Ό Αρχίλοχος άκουγε δλα τούτα χωf ρίς νά μιλει. Ή απελπισία που κύκλωσε, πριν λίγο τήν καρδιά του, χάθηκε δλότελα. Έ νοιωσε αγάπη γιά τούς ανθρώπους πού στριφογύριζαν στο κατάστρωμα κι ύστερα τούς ανθρώπους πού είχε γνιυρίσει κι εκείνους πού έγιναν αίτια τής κακοτυχίας του. Ά ν πάει έτσι θά έχουμε γλέντι τή νύχτα, είπε ένας ναύτης. Θά έχουμε οπωσδήποτε. Τί νά γίνει; Κι έχουμε πραμάτεια πολύ. Αυτό κλαίς; Τήν πραμάτεια. Τούς ανθρώπους νά κλαϊς. ί Τό καράβι είχε ανοιχτεί στο Αιγαίο. Π ρώ το λιμάνι ή Θάσο. Σ αυτό τό δασωμένο νησί μαζεύτηκαν κάθε καρυδιάς καρύδι. Άνθρωπαμάνι πεινασμένο έφτανε μιά φορά τή βδομάδα από τά γύρο) νησιά κι ήταν ευκαιρία νά πουλήσουν εύκολα τά τρόφιμα καί τά κρασιά. fo καπετάνιος τό ήξερε αυτό τό πράγμα καί τό ι εύρισκε βολικό νά γυρίζουν τά νησιά των Κυκλάδων, ν αγοράζει φτηνά προϊόντα καί νά τά μοσχοπουλάει. Έδωσε διαταγή νά σκεπάσουν τό αμπάρι κι οι ναύτες σκέπασαν τά κοφίνια καί τά ασκιά μέ τό κρασί. Συγύρισαν κάθε τί πού.μπορούσε ν αφήσει τό νερό νά - περάσει άν φούσκωνε ξαφνικά ή θάλασσα. ^ Κοντά τά μεσάνυχτα, τ άσπρα κύματα φούσκωσαν πολύ. Ά λλαξαν οί βάρδιες. Ό Αρχίλοχος, πού πριν κοίταζε τον ουρανό, ξαπλωμένος, άρπαξε τό τιμόνι σπρώχνοντας μακριά τό νεαρό ναύτη πού τό κρατούσε. Τό πλεούμενο τραβούσε περνώντας τό άγριεαένο κύμα. Τά νερά κουλουριάστηκαν μέ τό φύσημα τού αγέρα καί κατάκλυσαν τις γούβες τού καραβόπανου. 01 ναύτες τέντωσαν τά πανιά καί πέταξαν έξω τά μαζεμένα νερά. Βρισιές άκούστη- ' t5. * r

104 548 ^ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» κάθε φορά πού θά έρχονταν ό πατέρας του. Φώναζε κι όταν δρασκελούσε τδ κατώφλι, τίναζε τό κορμί κι έβγαινε βρίζοντας. Σ άν νά έβγαινε άπδ κάποιο δνειρο που χάνονταν εμπρός από τά μάτια του όταν τον φύσαγε δ άνεμος του βουνού. Πολύ πικρή ή ζωή σου, Έ νιπώ! φώναξε και ή φωνή του άντιβόησε. Ό βοσκός ακούσε τή φωνή και πήγε κοντά. ΦώναΗεί, Α ρχίλοχε; 'Ο χ ι, *Αρατε. Κάτι θυμήθηκα. Με περιμένουν κι εχω αργήσει. Τό μυαλό τού τιμονιέρη γύριζε στά παλιά. Τά μηλίγγια του χτυπούσαν δυνατά. Σ ά ν νά ακουγε φωνές. Ξα να γύριζε δ αντίλαλος από άλλους καιρούς κι έ φερνε τον σπαραχτικό θρήνο τής γυναίκας. Δάκρυα γέμισαν τά μάτια του. Αντίο, ναρατε. Θά ξαναγυρίσω. «Σ το καλό, παλληκάρι μου. Στο καλό. Έ φ υ γ ε γλήγορα. Κατηφόριζε τον καρρόδρομο λυπημένος. Τώρα καταλάβαινε δλη τήν πίκρα πού, χρόνια και χρόνια καταστάλαζε, ζυμώνονταν με τό αίμα του και άποκάρωνε τή χαρά Λοιπόν, ό πιο δυστυχισμένος από δλους ήταν δ πατέρας. Ζούσε μέσα στο ψέμα, αδύνατος νά έναντιο>θει στις προλήψεις πού σώρεψαν γύρω του και έπνιξαν δ,τι ανθρώπινο υπήρχε στήν καρδιά του. Και υπήρχε ανθρωπιά στήν καρδιά τού πατέρα μου, μουρμούρισε. Τό κοπάδι τού *Άρατου έβοσκε στο πλάι τού βουνού, χάΐδεψε τή ράχη κάποιου αρνιού. Περιπλανήθηκε στήν πολιτεία. Κανένας γνωστός. Κανένας. Φύγανε δλοι. Μερικοί δούλεψαν σε καΐκια ποντοπόρα, άλλοι ξενητεύθηκαν στή Θάσο. Χάθηκαν. Μπήκε στο πανδοχείο τού λιμανιού. Τά παλιά χρόνια έδώ γλεντούσαν κουρσάροι όνομαστοί. Π άνε κι αυτοί στά σκοτάδια τού χρόνου. Ή τα ν ολοφάνερο. Ή Π άρο δεν τον χωρούσε. Παράτησε τό πήλινο ποτήρι μέ τό κρασί κα'ι χωρίς νά σκεφτεϊ ξαναμπήκε στο καΐκι του. Ακόμη δεν τό τελείωσαν τό φτιάξιμο οί ντόπιοι ναυπηγοί. *Όμως θά τό τέλειωναν ώς τό βράδι. Ό μεγαλόσωμος γενάτος καπετάνις στεκόταν στο κατάστρωμα μέ τά χέρια στή μέση. Καθώς είδε τον τιμονιέρη νά ανεβαίνει στο μαδέρι γιά νά πηδήξει στο καΐκι, ένοιωσε τό θυμό του ν ανάβει. Γαϊδούρι, μπεκρόμουτρο. Π ού γύριζες δλο τό άπόγεμα; Τί δουλειά έχιο εγώ μέ τις επισκευές, καπετάνιε; Ναυπηγός είμαι; *Όλοι έχουμε υποχρέωση νά βοηθήσουμε, μωρέ. Σκοπεύω νά παρατήσω και θάλασσες και καράβια. Και πού θά πας νά ζήσεις, μωρέ; 'Τπάρχει ζωή μακριά από τή θάλασσα; Μισθοφόρος θά πας; Ό τιμονιέρης δέ μίλησε. Μέσα στο μυαλό του γινόταν πόλεμος κι αναστάτωση. Σκόπευε νά παρατήσει τό καΐκι και νά ξεμπαρκάρει στή Θάσο. Πίστευε πώς εκεί θά ευρισκε γνωστούς του, τούς γνωστούς πού δέν υπήρχαν πια στην πατρίδα. Πολύ αργά, σχεδόν vir/xa κόψανε τον κάβο. Ή συχη ή θάλασσα. ΟΙ ναύτες κάμνανε αστεία. Ταραγμένη ή ψυχή τ ύ τιμονιέρη. Κάτι ξαφνικά πέθανε στο στήθος του. Δέν έπρεπε νά πάει στήν καλύβα τής μάνας του. ΟΙ μνήμες των πεθαμένων του γέμισαν τήν καρδιά απελπισία. Δέν τού άπόμεινε τίποτα απάνω στή γή. Ούτε όμως κι έπιθνμσύσε τίποτα. Δέν τά θέλω τού Γύγη τά πλούτη κι ούτε ποτέ τά ζήλεψα. Των Θεών θαυμάζω τά έργα....(ου μοι τού Γύγη τού πολυχρύσου μέλει ουδ είλέ πώμε ζήλος, σύδ άγαίομαι Θεών έργα...).

105 !ί ι «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 549 Γαλήνη ζητούσε και τίποτ* άλλο. "Αν ζούσες, μητέρα, ούτε στιγμή δεν θάφευγα άπό κοντά σου. Κρίμα, κρίμα. Στα έκατομμύρια των άνθρωπο»' εσένα βρήκε νά πάρει ό μεγάλος Δίας; Χαμογέλασε, καθώς θυμήθηκε μια δελφική προφητεία. «Τελεσικλή, δ γιος σου θά γίνει μεγάλος κι αθάνατος» ( Αθάνατος σοι παΐς καί άείδημος, ώ Τελεοίκλες, εσται έν άλθρώποις). Ά τιμ η ζωή, γιατί; Παραμιλάς, τιμονιέρη; ρώτησε ένας ναύτης πού στεκόταν δίπλα του α κουμπισμένος στήν κουπαστή.. Τί νά παραμιλήσω; Κουράγιο. Δέ βαριέσαι. 'Ό λα θά πάνε καλά. Ά κ ο υ κι έμένα. Τό πλεούμενο έφευγε με καλό αγέρα προς τό βοριά. Στήν π?/6ρη ό γενάτος καπετάνιος συζητούσε μέ τδ ναύτη τής βάρδιας. Τού έλεγε νά σκεπαστούν καλά τ αμπάρια νά μή βραχούν τά σακιά μέ τά σύκα, νά μή σπάσουν τ ασκιά μέ τό κρασί. Σ τ άλλο στο πρώτο αμπάρι ησύχαζαν οι μετανάστες. "Αντρες, γυναίκες, παιδιά. Μερικοί νέοι ανακατώθηκαν μέ τό πλήρωμα καί συζητούσαν. Ό νοτιάς γέμισε σύννεφα. Άσπρες τουλίπες τά σύννεφα ταξίδευαν αργά, ακολουθώντας τή ρότα τού πλεούμενου. Δυο δελφίνια παίζανε ξετρελαμένα άπό τή γαλήνη και τήν αστροφεγγιά. Ναύτες και μετανάστες κοίταζαν τον άγαννα των δελφινιών. Έ ν α παιδί πετούσε μπουκιές κριθαρένιο ψωμί. Φάτες τις μπουκιές, αγόρι μου, ξέρεις άν θά τό βρεις τό ψωμάκι έκεϊ πού θά πάς; Εκεί υπάρχει ευτυχία, έτσι λέει ό πατέρας μου. Ή θάλασσα πρασίνιζε αργά. ΤΗταν ώς τόσο καθαρή. Ά σπρα μικρά κύματα γέμισε τό πέλαγος. Ή νύχτα θά ήταν άγρια. Ό Αρχίλοχος άκουγε ολα τούτα χωρίς νά μιλεί. Ή απελπισία πού κύκλωσε, πριν λίγο τήν καρδιά του, χάθηκε όλότελα. Έ - νοκοσε αγάπη γιά τούς άνθρώπους πού στριφογύριζαν στό κατάστρωμα κι ύστερα h τούς άνθρώπους πού είχε γνωρίσει κι έκείνους πού έγιναν αίτια τής κακοτυχίας του. Ά ν πάει έτσι θά έχουμε γλέντι τή νύχτα, είπε ένας ναύτης. Θά έχουμε οπουδήποτε. Τ ί νά γίνει; Κι έχουμε πραμάτεια πολύ. Αυτό κλαΐς; Τ ήν πραμάτεια. Τούς άνθρώπους νά κλαΐς. Τό καράβι είχε άνοιχτει στό Αιγαίο. Πρώτο λιμάνι ή Θάσο. Σ αυτό τό δαt σωμένο νησί μαζεύτηκαν κάθε καρυδιάς καρύδι. Άνθρωπομάνι πεινασμένο εφταf νε μιά φορά τή βδομάδα άπό τά γύρο) νησιά κι ήταν ευκαιρία νά πουλήσουν εύκολα τά τρόφιμα καί τά κρασιά. Ό καπετάνιος τό ήξερε αυτό τό πράγμα καί τό εύρισκε βολικό νά γυρίζουν τά νησιά των Κυκλάδων, ν άγοράζει φτηνά προϊόντα καί νά τά μοσχοπουλάει. Έδοκτε διαταγή νά σκεπάσουν τό άμπάρι κι οι ναύτες σκέπασαν τά κοφίνια καί τά άσκιά μέ τό κρασί. Συγύρισαν κάθε τί πού μπορούσε ν άφήσει τό νερό νά περάσει άν φούσκωνε ξαφνικά ή θάλασσα. Κοντά τά μεσάνυχτα, τ άσπρα κύματα φούσκωσαν πολύ. Ά λλαξαν οΐ βάρ- ^ δίες. Ό Αρχίλοχος, πού πριν κοίταζε τον ουρανό, ξαπλωμένος, άρπαξε τό τιμόνι \ σπρώχνοντας μακριά τό νεαρό ναύτη πού τό κρατούσε. Τό πλεούμενο τραβούσε περνώντας τό άγριεαένο κύμα. Τά νερά κουλουριάστηκαν μέ τό φύσημα τού άγέρα καί κατάκλυσαν τις γούβες τού καραβόπανου. ΟΙ ναύτες τέντωσαν τά πανιά καί πέταξαν έξω τά μαζεμένα νερά. Βρισιές άκούστηι.* i

106 550's/s*v/v/>/s/v^s/> /s/s/v/s/s/s' s/v/s/>/s/%/s^ /v/s/s/s/s/n /s/s/s*«hneipfttikh ΕΣΤΙΑ» καν από την άλλη άκρη. Ο ί μετανάστες άνησΰχησαν με τό βαθύ σκαμπανέβασμα. Τό κύμα χτύπησε ένα ναύτη και τον πέταξε σύριζα στην κουπαστή. Θά πνιγούμε! Βλάκες, φώναξε ό γενάτος καπετάνιος. Μην κουνηθή κανένας. Ό τιμονιέρης κοίταξε τον μόχθο των ναυτών κα'ι την αγωνία των μεταναστών χωρίς να λυπηθεί. Κουράγιο, θά ξημερώσει και τούτη ή νύχτα. «Έ λα στην περίφημη Θάσο, Αρχίλοχε» ( Αρχίλοχ ές Θάσον έλθέ και οΐκει εύκλέα νήσον). Ή φωνή ερχόταν από τη θάλασσα, ερχόταν από την καρδιά του, ερχόταν από εναν κόσμο πού ή φωνή του ήταν πάθος ψυχής. Κάτω στο αμπάρι οι μετανάστες, άντρες, γυναίκες, παιδιά πεταγμένοι ό ένας κοντά στον άλλο κοιμόταν βλέποντας όνειρα γιά καινούργια ζωή. «Εύκλέα νήσον». Δίπλα του στάθηκε ενα αγόρι. Τιμονιέρη! Ό Αρχίλοχος γύρισε τό κεφάλι καί κοίταξε τό πρόσωπο τού παιδιού. Από πού ξετρύπωσες μιορέ; Β γήκα νά πάρω αγέρα. Έ ξαλλες γυναικείες φωνές τράνταξαν τό καράβι. Ή μητέρα μου μ έχασε καί φωνάζει, εΐπε ατάραχος ό μικρός. Έδώ είμαι μητέρα, έδώ με τον τιμονιέρη. Έ λ α κάτω γλήγορα. Ό τιμονιέρης σκούπησε τά νερά από τό πρόσωπό του καί ήπιε μιά γουλιά κρασί. Θέλεις νά πιεις; ρώτησε τού αγοριού. Θέλω. Π ιές νά ζεσταθείς. Τό αγόρι ήπιε μιά γουλιά καί έφτυσε. ναντε πήγαινε στη μάνα σου. Δεν θά μπορέσεις ν άντέξεις. Είμαι μαθημένος. "Ολο στη θάλασσα γύριζα στην Πάρο. Γιατί φύγατε; Ό πατέρας μου δεν τά κατάφερνε. «Γυμνή κι άγονη, δλο βράχια ή πατρίδα μας» λέει ό πατέρας. Δεν είχαμε καθόλου γέννημα. Μικρό τό άλώνι μας, δυο δρασκελιές. Δεν ψάρευε; Ψάρευε, κυνηγούσε. Καί εγώ κυνηγούσα άγρια κατσίκια. Μου άρεσε vc τά βλέπω νά πηδάνε στά μυτερά βράχια, καί νά τρώνε τά φύλλα τής φραγκοσυκιάς --Τ ρ ώ ν ε φύλλα φραγκοσυκιάς τά κατσίκια; Μοιάζουν με ξεδοντιασμένη γρηά καθώς ξεφυτρώνουν ανάμεσα στούί ' βράχους. Τήν αγαπώ τήν Π άρο, μά τί νά κάνεις; Από τότε πού έπεσε ή δήμο κρατία κι άρχισε ή μετανάστευση... Αστραπή έσκισε τον φουρτουνιασμένο ουρανό. Τράβα νεαρέ μέ τούς άλλους. Έ πιασε τό παιδί από τή μασχάλη και τό βοήθησε νά κατεβεί στο άμπάρ των μεταναστών. Έ μεινε πάλι μόνος ό τιμονιέρης. Μπόρα ξέσπασε δυνατή και χοντρό χαλάί γέμισε σέ λίγα λεφτά τό κατάστρωμα. Τό κύμα θυμωιιένο ανέβηκε καί ξέπλυν; τήν κουβέρτα. Δεύτερο κύμα χτύπησε τον τιμονιέρη καί τον γονάτισε. Άρπάχτηκ

107 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ από το τιμόνι καί σηκώθηκε πάλι. Έ σφιξε στα δυό του χέρια τό τιμόνι, κάρφωσε τό βλέμμα, ψάχνοντας νά ανακαλύψει έλπιδοφόυο σημάδι. Σκοτάδι πηχτό και βροχή. Ό ρθιο στοιχείο ή θάλασσα φεύγει στριφογυρίζοντας το νερό σε τεράστιες χούνες. Σαν νά τήν έβλεπε πρώτη φορά νά ζωντανεύει έτσι απάνθρωπη και ανελέητη. Ευθεία, Αρχίλοχε. Ανατολικά. Βουητό παρατεταμένο καί λάμψεις απανωτές. Ή μπόρα σκέπασε τη φωνή τού καπετάνιου. Τό νερό έδερνε τά πάντα. Τό τσούρμο στη θέση του. Δυο ναύτες αδέιαζαν τά νερά, άλλοι δένανε τά κουλουριασμενα ξαρτια. Ουρανός και θαλασσα και φωνές. Τό πλωριό κόπηκε στά δύο, σαν νά τό χτύπησε κεραυνός. Τό καραβόπανό αναδιπλώνεται με τρομερούς κρότους. Ό τιμονιέρης σφίγγει τό τιμόνι καί φροντίζει νά κρατήσει τό σκαρί όρθιο. Ωστόσο δεν ξέφυγε τό χτύπημα τού νερού στά πλάγια. Λίγο καί θά αναποδογύριζε, άκουγε τό πανδαιμόνιο των φωνών καί τις βρισιές καί ήταν νά ζούσε σε άλλον κόσμο. Ό καπετάνιος δίνει συνέχεια διαταγές. Οί φωνές του φεύγουν από τό μεγάλο κέρατο καί ταξιδεύουν με τον αγέρα. Οί απανωτές λάμψεις καί οί βροντές φέρνουν ανατριχίλα καί τρόμο. Ή νύχτα άτελείοντη. Συκοφαγάς καί κοντά σου, στεριά αγαπημένη. Σάν νά έβλεπε όνειρο, σέ ύπνο, λήθαργο καί νά ξυπνούσε στο δευτερόλεφτο τού κεραυνού καί τής αστραπής, πού έσχιζε ουρανό καί θάλασσα. Στο κρύο φως τά μαύρα άλόκοτα σύννεφα ταξίδευαν σέ μια αποτρόπαια θάλασσα απελπισίας. Τρομερά θηρία κρεμούσαν κρόσια τά βρεγμένα τους δάχτυλα στο πέλαγος. Τέντωσε όλες του τις αισθήσεις ό τιμονιέρης. "Αν υπήρχε άμυδρό φως ν άχνοφέξει τό έρεβος, κάποιο μακρινό φανάρι φάρου πού οί αχτίνες του Λ'ά τρυπάνε τό φ ριχτό στόμα τού Αδη, πού άνοιγε κι έκλειε μασώντας σκορπισμένα κατάρτια ή ναυάγια καραβιών. Θαρεΐς καί χάθηκαν τά νησιά τού Αιγαίου, σάν νά κατάκλυσε όλους τούς βράχους καί νά τούς κατάπιε τό νερό. Τό σκοτάδι, πού τό κόβουν οί λάμψεις τής αστραπής κι ό απόηχος τών κεραυνών μεγάλωνε άκόμη κι ακόμη τις φωνές τής θάλασσας καί τής νύχτας. Τό ανταριασμένο νερό έφευγε μέ μεγάλη ταχύτητα αφήνοντας έρημο κι έρειπωμένο τό πλεούμενο μέ καταξεσκισμένα πανιά πού δέρνονταν επαναλαμβάνοντας τό τραγούδι τού αγέρα. Τριγύρω του οί άνδρες τού τσούρμου. "Όλοι διωγμένοι από τις πατρίδες τους, μετανοιωμένοι μισθοφόροι πού την κάθε στιγμή τής έλενθερίας τους τήν θειορούσαν ευλογία τού ουρανού καί τήν κάθε πράξη τους ανάγκη γιά ζωή, προκαλούν τά στοιχεία τής φύσης, που ξύπνησαν διαμιάς καί ζητούσαν ν αναποδογυρίσουν καί νά σκορπίσουν τά ύλικά καί τις ψυχές πού δέρνοντ&ν από απελπισία στο πλεούμενο, στούς τέσσερις ανέμους. Έ να ς νεαρός προποτάξιδος Παριανός, παρακαλει τον Ποσειδώνα, παρακαλετ τον Αίολο, τον ναρη καί τούς άλλους θεούς νά σηκωθούν καί νά κόψουν τό θυμό τών ανέμων καί τών νερών, μά κανένας θεός δέν τον ακούει. Ά ναθυμιέται μέρες ωραίες στήν πατρίδα του καί κάτι τού λέει, πώς ποτέ πιά δέν θά τις ξαναβρεΐ. Στον καλπασμό τής φαντασίας του παίρνει τις φωνές καί τις βροντές σάν καγχασμούς τών θεών πού παραμονεύουν πίσο) από τά σύννεφα καί τά κύματα καί γελούν γιά τήν αγωνία του. Μούγκρισμα καί φοβέρα ό καγχασμός τών θεών, προμήνυμα αποτρόπαιου τελειωμού. Τάχα θά είναι ό πρώτος κι ό μοναδικός χαμός πλοίου καί τσούρμου; Τά θάλασσα συνεχίζει τήν τρελλή πορεία της προς τόν βοριά, άτελεαοτος σκοτεινός χείμαρρος, ανοίγεται προς τό χαώδες, τό αμέτρητο διάστημα καί σμίγει μέ τόν χαμηλωμένο ουρανό. Παρόμοιο σκοτεινό στοιχείο δέν με-

108 552 ΕΣΤΙΑ> ταφάνηχε μπροστά στα έκπληκτα καί φοβισμένα μάτια του ναυτόπουλου, πού πιασμένο από τό μεσαίο κατάρτι δέχεται τα ραπίσματα του νερού. Θέλει να φύγει, νά πάει κι αυτό κάτω στο αμπάρι, μά δεν τολμάει ν αφήσει τα χέρια του πού μ αυτά αγκάλιασε τό άρμπουρο νά μην τον παρασύρει τό κύμα. Τό κορμί βάρυνε πολύ, σιγά - σιγά γονατίζει. 'Ό λα χάνονται από μπροστά του. Τό πλεούμενο μπαίνει στά νερά καί βγαίνει πάλι, υψώνεται, πες ορθιο, σάν νά θέλει ν αδειάσει τό φορτίο του κι δταν είναι έτοιμο νά παρατήσει τά χέρια, δυο δυνατά χέρια τό άρπαξαν καί τό πέταξαν στο αμπάρι κοντά στούς άλλους. Έ τ σ ι απάνω στη γέφυρα μείνανε δύο: Ό καπετάνιος και δ τιμονιέρης. Θ αρχίσουμε νά πετάμε τ ασκιά αν πάει έτσι, λέει δ καπετάνιος. Ό τιμονιέρης δεν απάντησε. Ό νους του πήγε στούς ανθρώπους, πού ούρλιαζαν στο αμπάρι. Σκιές ξεκόβει δλόγυρά του δ τιμονιέρης. Σάν νά στέκεται δίπλα του δ Πλούτωνας, βουτηγμένος στά νερά. Ή ανάσα του καίει πρόσωπο καί σβέρκο. Τού ψιθυρίζει στ αφτί λόγια παράξενα και τού ξεσηκώνει στο μυαλό μνήμες άποσβησμένες. Τά νιάτα του ξαναθυμήθηκε. Στην Πάρο μαζί μέ τούς ξεσηκωμένους δταν χτύπησαν τη δημοκρατία. Μέ τούς ξεσηκωμένους. Καζάνι ή ψυχή τού λαού, έ βραζε καί θά ανατινάζονταν σέ μυριάδες κομμάτια παρασέρνοντας μαζί της καί τον απάνθρωπο άρχοντα. Δέν νοιαζόταν πιά γιά τά τωρινά ό τιμονιέρης..*άν αναποδογύριζε απόψε τό πλοιάριο κι αν χάνονταν στο βάθος τού πόντου, δέν θά έκαμνε καμμιά προσπάθεια νά σωθεί. Π ιο καλός δ θάνατος από την ανελέητη ζωή; τη γεμάτη μόχθο, κίνδυνο καί απελπισία. Κλείνει τά μάτια. Θέλει νά σωριαστεί βαρύς, νά τον πάρει τό κύμα νά φύγει μακριά στην τρομερή δίνη καί νά μήν μείνει τίποτα από τό. κορμί πού νά τό ξεβράσει τό νερό. 'Ό μω ς τό μυαλό του ξαναγύρισε στο φορτίο πού λούφαζε στο αμπάρι. Κλάματα γυναικών καί παιδιών, φωνές των άνδρών πού δέν βάσταξαν τήν φτοδχεια καί τήν τυραννία. Κράτησε ΐσια τό πλεούμενο! «Μήν λησμονείς τούς δυστυχισμένους συμπατριώτες σου, Αρχίλοχε». Κάλεσμα ή μύστη,ριακή φωνή κι επίκληση ξεκινούσε από τά έγκατα βασανισμένης καρδιάς. Έ π ρ επ ε νά μείνει άγρυ»πνος γιά τούς ανθρώπους πού επιθυμούσαν νά ζήσουν. Ό τιμονιέρης μετάφερνε γιομάτη τήν κοιλιά τού πλεούμενου ξερριζωμένους, κι αυτό ήταν ή χειρότερη λύση. Κι είχαν δικαίωμα νά ζήσουν καί δέν είχαν δικαίωμα, ούτε αυτός, ούτε κανένας άλλος νά τούς αφήσει νά χαθούν. Είδε τεράστιο κύμα νά έρχεται καί κίνησε μέ δύναμη τό τιμόνι νά ξεπεράσει τό θυμό τού νερού. Μάνα μου Ένισώ, μήν μ άφήσεις νά χαθώ. Κολασμένε Πλούτωνα ζωντάνεψες γιά νά μάς τραβήξεις στον 'Ά δη σου; Τό φως τού λυχναριού στο γυάλινο φανάρι τρεμόπαιζε στο πλωριό αψηλά σάν μάτι κάποιου θεού κι ένα άλλο μικρό φώς στή μάσκα άδικα πάσκιζε ν ανοίξει μονοπάτι στο ζοφερό πέλαγος. Ά κ ο υ γε άγριες Ανθρώπινες κραυγές πού ζητούσαν τή σωτηρία τους από τον άδειο ουρανό. Τούτες οι φωνές ανατάραξαν τήν φουρτουνιασμένη του ψυχή. Ό τιμονιέρης ζούσε τήν τελευταία νύχτα τής ζωή; του; Έ βλεπε στους άντικατοπτρισμούς πλεούμενα ν άρυενίζουν τό ένα πίσω από τό άλλο, παράξενη κουστωδία, πού κοι^βαλούσε στά σπλάχνα της φορτίο ψυχές. Π ήγαινε νά ξημερώσει. Ούτε φωνή, ούτε κίνηση. Τό νερό μονάχα νά φεύγει άνοίγοντας πλατιούς τάφους πού γέμιζαν μέ άφρούς καί φοβερίζουν τή ζωή πού ταξιδεύει μέ τό πλεούμενο. > ί ι ι ΙμΤΊ Τι ~ ίί

109 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» Μακριά τά βουνά κρυμμένα στό πούσι. Μαύρα στίγματα πού έδιναν κάποια έλπίδα. "Αν ρόδιζε ή ανατολή; Ή βροχή λιγόστεψε κι οί βοριάδες άφησαν τή θέση τους στους απαλούς και παγωμένους άγέοηδες πού δεν είχαν τή δύναμη ν αναταράξουν τή θάλασσα. Ή τα ν 'βέβαιο πό>ς μπήκανε στά νερά τής Θάσου. Μερικοί από τούς μετανάστες παράτησαν το αμπάρι κι ανέβηκαν στο κατάστρωμα ν άγναντέψουν τά βουνά κι ίσως τά μακρινά φώτα τής πολιτείας. Ό αυγερινός δεν άργησε νά φανεί. Έλπιδοφόρο αστέρι, πού τό φως του τρύπωσε στήν καρδιά των μεταναστών. Τό παιδάκι πήγε κοντά στον τιμονιέρη. Είναι τά βουνά τής Θάσου, τιμονιέρη; Ναι, αγόρι μου. Μοιάζει «ράχη γα'δάρου». Γέλασε ό τιμονιέρης. Σου εύχομαι αγόρι μου κάθε ευτυχία σέ τούτη τά γή «...ώστ δνου ράχις...». Κοντά τό μεσημέρι ό ναύτης έρριξε τό σίδερο σέ ήσυχη θάλασσα. Τούς μετανάστες τούς αποβίβασαν σέ απόμερη ακρογιαλιά. Π ήδηξαν και οί άντρες στις βάρκες καί βγήκαν στή στεριά! Πήδηξε τε/,ευταΐος κι ό τιμονιέρης. Λποτίναξε τή σκόνη τού χρόνου πού κατακάθισε βρωμερή και παχιά ζητώντας νά τον κολλήσει κι αι τόν στή λάσπη του κόσμου. Μπήκαν στό θαλασσινό κρασοπωλειό κι ήπιαν σιωπηλά. Μαυρισμένοι καί δυνατοί ήλιοπερίχυτοι, σάν ατσάλι, μπράτσο καί κορμί. Μάτια αναμμένα κάρβουνα, καί τό βαρβάτο στήθος άνεβοκατεβαίνει έτοιμο νά χορτάσει τή ζωή. Στήν άκρη τής ταβέρνας καθόταν ένας γέρος καί έπινε μόνος. Ό Αρχίλοχος διάταξε νά τού πάνε κρασί καί ό γέρος σήκωσε τό κεφάλι καί τόν κοίταξε. Οί δυο άντρες κοιτάχτηκαν. Ό τιμονιέρης σηκώθηκε καί πήγε στό τραπεζάκι τού γέρου. Ναί, Αρχίλοχε εγώ είμαι. Έσύ, Μνησικλή. Πέρασαν τά χρόνια. Πέρασαν. Εδώ ό τόπος δέν σηκώνει σκέψη. Δου,λειά θέλει. Τ ί καλά πού έκαμες νά φύγεις. Ζητήσαμε τήν ευτυχία άλλα... Ευτυχία; Π ού βρίσκεται ή ευτυχία στά φαλακρά βουνά τής Π άρου; ναχ. Ό π ο υ υπάρχει τύραννος υπάρχει καί θάνατος. Μέ πιάσανε, μέ βασανίσανε, μέ δείρανε ώς τήν αίμάτωση. Σέ έξόρισαν, καημένε. Σέ θυμάμαι στό πλεούμενο. Αμίλητος καί ξένος. Π ώς πέρασες αυτά τά χρόνια; Μή μού τά ζωντανεύεις εκείνα τά χρόνια, Αρχίλοχε... Σκέπτομαι νά μείνω εδώ. Δέν τήν αντέχω πιά τή θάλασσα. Άκούς αυτούς τούς υπόκωφους χτύπους; Ναί. Είναι ή άξίνα πού τρυπάει τις σκοτεινές στοές. Μπορείς νά δουλέψεις ξυνάρι μέσα στή γή; Ό τιμονιέρης δέν απάντησε. Καί ό γέρος συνέχισε: \% Σέ λίγα χρόνια θά ζαρώσει τό πρόσωπό σου καί θά κυρτωθεί ή ράχη σου. Θά μείνω. Θά γίνεις άχρηστος άνθρωπος, όταν θά γεμίσουν τά πλεμόνια σου μέ μαντέμι. ί Ό ήλιος έπεσε καλά. Ο ί έργάτες και οί αγρότες γέμισαν τούς δρόμους. Μετρικοί μπήκαν στό κρασοπουλειό κι ήπιαν. Α ργά άρχισαν νά τραγουδουλ'.

110 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Ό τιμονιέρης καθώς άνοιγε τό παράθυρο του δωματίου πού νοίκιασε ακούσε την επωδό από κάποιο λαϊκό τραγούδι: Τήνελλα, Τήνελλα, Τήνελλα Τήνελλα, Τήνελλα. Τήνελλα... Τρεις μήνες δούλεψε ό Αρχίλοχος στα μεταλλεία. Έβλεπε νά ανεβαίνει ή μαύρη γη, ανακατεμένη μέ τό σίδερο ή τ άλλα μεταλλεύματα και καταλάβαινε πώς από τά βαθειά πηγάδια των μεταλλείων προσπαθούσαν οί άνθρωποι νά τραβήξουν την ευτυχία πού την γυρνσύσαν στην πόλη τά βράδια, δ'ταν τελείωνε ή δουλειά. Ή Θάσο σκεπασμένη από σκόνη, πού έμπαινε στά πλεμόνια των όρύχων καί τούς γερνούσε πρόωρα. «'Δεν είναι τόπος τούτος νά τον ποθήσεις καί νά σε θέλξει»... «Ου γάρ τι καλός χώρος ούδ έφίμερος». Σκληρό τό χώμα αναδίπλωνε τον ήχο τής άξίνας σέ μυριάδες παλμικές κινήσεις καί τις άπλωνε στο στήθος του πού τό ένοιωθε κάθε μέρα καί πιο βαρύ. Σάν νά κατακάθιζε στις φλέβες του κάτι από τή σκόνη τού μεταλλεύματος. Τ αφτιά του βούιζαν. Περνούσε μέσα από τά τύμπανα σφύριγμα αγέρα. Κάθε τόσο γκρεμίζονταν χώματα ταράζοντας τά σπλάχνα τής γής, ανεβάζοντας άπάνω τρομερό μουγκρητό υποχθόνιου σεισμού. Ερημιά καί στην καρδιά καί στο νσύ. 'Ό λα τον διώχνουν. Καταλάβαινε πώς δεν ήταν φτιαγμένος γιά τό μεροδούλι. Δεν την ή θελε πιά τή Θάσο πού τόσο λαχτάρισε ή καρδιά του τρεις μήνες πριν. Παρατάει καί φίλους καί συντρόφους, μπαίνει σέ καΐκι πού ήταν έτοιμο νά σαλπάρει και Α νοίγεται γιά την Πάρο. Συλλογιζόταν πώς είχε δικαίωμα στην περιουσία τού α ριστοκράτη Τελεσικλή τού γαιοχτήτη, τού δουλοχτήτη. Καταστάλαζαν ιδέες γιά καινούργια ζωή, περίοδο γαλήνης ύστερα από τις τρικυμίες τής θάλασσας καί τις βρισιές των αγριωπών μισθοφόρων πού εζησε μαζί τους σέ βρώμικες αυλές στρατώνων δλο μπόχα καί ξυνισμένον ίδρωτα. Τίποτα πιο ευχάριστο από τό όραμα τής πατρίδας πού άρχισε ν αχνοφέγγει. Ποτέ πιά δέν σκόπευε νά γυρίσει κοντά στούς νευριασμένους κι άβουλους στρατηγούς ή στούς μικροκαμωμένους μαντατοφόρους πού φτάνανε τυλιγμένοι σέ σύννεφα σκόνης, φέρνοντας μηνύματα. Πόσο επιθυμούσε νά σβήνονταν από τή μνήμη του τά χρόνια πού εζησε στις μάχες τις νικηφόρες καί αιματηρές δίπλα σ εκείνους πού αγαπούν τον μισθοφόρο όσον καιρό πολεμάει. («Γλαύκ1 επίκουρος άνήρ τόσον φίλος, έσκε μάχεται»). Ποιος θά τολμούσε νά τού άρνηθεί κάτι δικό του, όταν μάλιστα αυτός εζησε πιο πολύ τον πόνο τής μάνας, πού κι αυτής ήταν ή περιουσία τού πατέρα; Σίφουνας ελπίδας φούσκωσε τά πλεμόνια του, δπως ό ούριος άνεμος φουσκώνει τά ξάρτια τού καϊκιού. Θά ζούσε ήσυχος πιά στην πατρίδα, αγαθός πολίτης, πού είχε φίλους, πού έτρωγε ψωμί από τό δικό του γέννημα καί έπινε κρασί από τά δικά του αμπέλια. Στάθηκε στο κατάστρο^μα κι άγνάντεψε τά βουνά. Π οιος θά μ εμποδίσει νά ζήσω στον τόπο μου, δπως μού γουστάρει; Ή πατρίδα ερχόταν κοντά τον δλο πέτρα. Δέν θυμήθηκε καθόλου τον πατέρα του. Μια στιγμή μόνο πέρασε από τό μυαλό του ή μητέρα του. Μιά μικρούλα κατσίκα, τό δώρο τής «δούλης» Ένιπώ. Τώρα πού ξαναντικρύζει τούς φαλακρούς βράχους μέ τά παράδοξα σχήματα. Φαλακρά κεφάλια τεράστιων ανθρώπων πού ζήσανε πριν χιλιάδες χρόνια. Δέν τά έβλεπε πιά έτσι, σάν νά είχε κοιμηθεί ή παιδική φαντασία πού άλλοτε ζωντάνευε θαλασσινά θηρία. Τώρα οί φαλακροί βρά

111 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ χοι έγιναν ζωντανές υπάρξεις, αγαπημένες. Π ώ ς άλλαξαν όλα, ολα. Ό κουρασμένος θαλασσινός μπαίνει αργά στη βάρκα και πατάει στη στεριά. Στέκεται για μια στιγμή στο λιμάνι κι άγναντεύει στο πέλαγος. Οι ψαρόβαρκες λικνίζονται στο πλατύ άνοιγμα τού φυσικού λιμανιού και στο μουράγιο ηλιοψημένοι ψαράδες καθάριζαν κι άπλωναν δίχτυα. Ή ξερε καλά ό Α ρ χίλοχος. Τούτοι οί προκομμένοι νησιώτες ήταν φίλοι του. Ό ταξιδιώτης είναι γιομάτος σκέψεις. Κοίταζε τή φρυγμένη από τον ήλιο γή. Σαν νά πήρε θάρρος και δύναμη. "Έβγαινε από τούς πόρους τού κορμιού το αλμυρό νερό τής θάλασσας πού μπήκε αργά τόσα χρόνια καί τούς πότισε τό νερό ιός τά κατάβαθα, τό νερό έγινε ιδοιοτας καυτός και περιέχυσε πρόσωπο, χέρια, στήθος. Την αγαπούσε την Πάρο ό κουρσάρος. Περπατάει στά στενά σοκάκια τραγουδώντας τό τραγούδι τών όρύχων: Τήνελλα τήνελλα τήνελλα τήνελλα τήνελλα τήνελλα... Ψιχαλίζει. Χαμογελάει ό οδοιπόρος. «Ό Δίας ρίχνει τή βροχή του. Καλοσημαδιά γιά τον ερχομό του... Ευλογημένη Πάρο. Σέ θυμήθηκε ή Δήμητρα «Δήμητρος αγνής καί Κόρης πανήγυρις σέβων», «γεμίζεις μέ σταφύλια, γέννημα καί σύκα», μουρμούρισε καί τό έκαμε τραγούδι. Τράβηξε κατευθείσαν στού αδερφού του. Τον δέχτηκε ψυχρά. "Ο,τι λέει ό νόμος, ό νόμος. Δεν σού άρνιέμαι τίποτα. Ό νόμος ξέρουμε τί λέει. Ό νόμος όμως τής αγάπης είναι πιο ισχυρός. Αυτός δικάζει. - Ό μιλείς γιά τό νόμο τής αγάπης επειδή τώρα σέ συμφέρει. Έ σύ τήν γνώρισες ποτέ τήν αγάπη; Δεν λές: «ποθώ νά χτυπηθώ μαζί σου όπως ποθώ καί τό κρασί» (μάχης δέ τής σής, ιόστε διψέων πιείν - ώς έρέω»; Δηλαδή; *Ό,τι λέει ό νόμος, ό νόμος. Δέν γεννήθηκε ακόμη ό άνθρωπος πού θά βοηθήσει τον άνθρωπο. Έφυγε μέ σκυμμένο τό κεφάλι. Άνάθεσε τήν υπόθεση σέ κάποιον δικολάβο. Τί νά φτάσουψε στο δικαστήριο, γιέ τού Τελεσικλή. *0 νόμος είναι εύγλωττος. Δέν δικαιούσαι τίποτα από τήν περιουσία τού πατέρα σου, αφού γεννήθηκες από δούλη. «Δούλη», σκέφτηκε ό Αρχίλοχος. Δέν είχε τίποτα πιά στήν πατρίδα του. Μια φούχτα από τό χώμα της αν ήθελε γιά μνημονι,κό, έπρεπε κι αυτό νά τής τό κλέψει. Δούλετμε στά χτήματα τά ξένα, ξένος. Έρημος καί μόνος 0πο3ς τό πουλί τού κάμπου. Λιγόλογος, όλο σκέψι καί θυμό καί έξαψι κερδίζει τό ψωμί του ψαρεύοντας. Μά όπου καί νά πάει, ό,τι καί νά κάμει, τά βήματά του τον οδηγούν στά χτήματα τού πατέρα του. Τρώει τό ψωμί καί τό ψωμί πικρό. Π ίνει τό κρασί πού κυλάει ζεστό στις φλέβες του καί φαρμακώνει τό αίμα. «Τίποτα, τίποτα. Ό νόμος, ό νόμος». Καλύτερα μισθοφόρος, φώναξε. Στο κοντάρι τό ψωμί μου, στό κοντάρι τό κρασί, στό κοντάρι Ακουμπισμένος... (ευ δορί μέν μοι μάζα μεμαγμένη, ευ δορί δ οίνος - Ίσμαρικός* πίνα) δ έν δορί κεκλιμένος). Φεύγει πάλι καί πάει στή Θάσο. Γίνεται μισθοφόρος, πολεμιστής στό στρατό τού τυράννου. Τά πράγματα σψύξανε στό νησί. Μαύρα σύννεφα σώρευε στον ουρανό ό Ά ρης. Τά τρόφιμα άρχισαν νά λιγοστεύουν. Τά κρύβανε οί μεγαλέμποροι, προβλέ-

112 ΡΩΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» ποντας τις ανάγκες πού θά τούς έφερνε δ πόλεμος αν ξαφνικά ξεσπούσε καί τά μεγάλα κέρδη πού θά σώρευαν. Τά κατάφεραν καλά γιατί ύστερα δ λαός άρχισε νά κατασταλάζει στην Ιδέα πώς μόνο δ πόλεμος θά τούς έσωζε από τη φτώχεια πού δάγκωνε σάν οχιά τη Θάσο. Κι ένα προπ, οι κήρυκες ανάγγειλαν την επιστράτευση. ΟΙ Θάσιοι φορτώθηκαν τ άρματα, μπήκαν στά καΐκια καί σάλπαραν γιά τη Θράκη. Ό Αρχίλοχος υψηλά στο μεσιανό κατάρτι σκαρφαλωμένος δμιλεΐ στούς ενθουσιασμένους πολίτες. Ή σιδερένια του πανοπλία έλαμπε στον ήλιο. Ή άσπίδα δουλεμένη από τον καλύτερο τεχνίτη τού νησιού. «Δώρο στον γενναίο στρατιώτη πού θά την τιμήσει». Τό δόρυ μακρύ. Ή τα ν ν άκουμπάς επάνω του καί νά κάνεις όνειρα. Παλληκάρι δυνατό, σίγουρα αν ήταν τούτος αξιωματικός θά όδηγούσε στη νίκη χωρίς κανένα κίνδυνο, γεννημένος αρχηγός. Κι δμως οσο τά καράβια φτάνανε προς την στεριά, δ παλιός τιμονιέρης θυμήθηκε εκείνο πού έλεγε στούς στρατώνες τών μισθοφόρων: Ε πτά πέσαν σκοτωμένοι, επτά πιάσαμ όλους όλους κ ήβγαμε χίλιοι φονιάδες! (Σίμος Μινάρδος) (επτά νεκρών πεσόνκον ούς έμάρψαμεν ποσίν χίλιοι φονήές είμεν).. Τά καΐκια άραξαν στη Θράκη. Οι φάλαγγες κατευθύνθηκαν στη χώρα τών Σαΐων. Την ήξερε τη χώρα τούτη δ Αρχίλοχος. Πλούσια ευρύστερνη καί δασωμένη. *Αγριος τόπος καί πολεμιστής δ λαός του. Οι πολεμιστές περνάνε ανάμεσα από δάση, χαμηλούς λόφους καί στενά μονοπάτια. Πρώτη φορά δ θαλασσόλυκος πολεμάει σε στεριά. Αυτός ήξερε νά σκαρφαλώνει τά καΐκια καί με τό μαχαίρι στά δόντια νά χτυπιέται με άντρες έτοιμους γιά τό θάνατο. Κρυμμένος στο δάσος παρακολουθεί τή μάχη μέ φόβο στην καρδιά. Οί στρατιώτες υποχωρούν. Μιά σκέψη τον κατέχει. Νά γλυτώσει. Χάνεται στο πυκνό δάσος, ξαπλώνει στά πεσμένα φύλλα, μήνας φθινόπωρου. Ό ήλιος ακόμη δεν έλεγε ν αφήσει τό κατακόρυφο πέσιμό του. 'Ίδρωτας περιχύνει τά κορμιά. Σέρνεται σάν τό έρπετό. κι όταν δεν τον βλέπουν, φεύγει μακριά εκεί πού δεν φτάνουν τά βέλη. Πετάει άσπίδα, τόξο καί δόρυ κι αλαφρός στέκεται λίγο ν άνασάνει βαθιά. Γιά μιά στιγμή ακούει τις κλαγγές τών ασπίδων, βλέπει τ άλογα νά καλπάζουν καί τούς καβαλάρηδες νά άνεμίζουν τις σπάθες. Αόρατα χτυπάνε τά δόρατα. ΟΙ ασπίδες γυαλίζουν, τυφλώνουν καί τά βέλη σταυρώνονται, τρυπάνε τό δάσος, τρυπάνε τά κορμιά. Τό δάσος, πού πριν λίγο σκορπούσε τό άροομα τού πεύκου, καίγονταν από φωτιές πού έβαζαν οί στρατιώτες. Τ ά πουλιά πέταξαν τρομαγμένα. «Τά πουλιά», σκέφτηκε ό δπλίτης. Λύνει τον θώρακα, τά γονάτια, πετάει κάθε πολεμικό σύνεργο και κραδαίνοντας σπάθα πού βρήκε πεταγμένη φεύγει τρέχοντας στο λιμάνι, λύνει πλοιάριο καί ανοίγει τά πανιά! Ταξιδεύει γιομάτος τύψεις στο Αιγαίο. Φτάνει στη θάλασσα τής Κρήτης. Ανεβαίνει στο Ταίναρο καί μιά νύχτα τρομαγμένη, κατασταλάζει οδοιπόρος στη Σπάρτη. 9/Αγνωστος στην πολιτεία τών σκληρών νόμων. Καθαρή γραμμή ή όμορφη Σπάρτη. Μπαίνει σ ενα κρασοπουλειό άπό εκείνα πού περνάνε τις άδειες ώρες τους, οί δούλοι. Π ιά νει κουβέντα μέ τον ίδιοχτήτη. Π ρώ τη φορά σέ βλέπω εσένα. Ξένος είσαι; Ναι. Ξένος. Αρχίλοχος λέγομαι, άπό τήν Π άρο. Εσύ; ΤΩ, Δία. Φύγε άπό τό κατάστημά μου. Έ ξ ω. Έ ξ ω. Βγήκε στο δρόμο μέ σκυμμένο τό κεφάλι. Ρίψασπις, ακούσε κάποιον ιρίθυρο. Προδότης, άλλοίμονο. Π ώ ς μπορεί νά ζεί, είπε μιά γριά.

113 «ΗΠΕΙΡΛΤΙΚΗ Φανατισμένε δχλε, γιατί; ψιθύρισε λυπημένος ό φυγάς. Σαν να είχε πιεί πολύ κρασί κα'ι παράπαιε ατούς στενούς δρόμους. Ή τ α ν, λοιποί', ένας μεθυσμένος σκλάβος στούς δρόμους της αυστηρής πολιτείας; Μακριά από τη Σπάρτη, ρίψασπε. Καλύτερα θ αποκτήσω από αυτήν πού πέταξα... (Έ ξαύτις κτήσομαι ου κακίω». Ξαναγυρίζει στο Ταίναρο, μπαίνει στο πλοίο του και ταξιδεύει χωρ'ις σκοπό. Γαλήνες, τρικυμίες, κατάρες και τύψεις συνοδεύουν τή ρότα τού κυνηγημένου τιμονιέρη. Ξαναγύρισε στην Π άρο πολύ κουρασμένος. 'Ένας δρόμος μένει για νά εξασφαλίσει τό ψωμί του. «Μισθοφόρος». Ή λέξη τον τρομάζει. «Μισθοφόρος των τυράννων πού τόσο τούς μισεί». Μέ δυσκολία τον παίρνουνε εκεί. Ή πεταγμένη ασπίδα υψώνεται έμπόδιο. Πληρωμένος πολεμιστής είναι ένας από εκείνους τούς κουρασμένους αλήτες πού μπορούν νά κάνουν κάθε βρωμιά δίχως τύψεις. Τά βαριέται όλα. Προτιμάει νά κάνει δεύτερη δοκιμή στα ορυχεία. Στούς λάκκους, μπουχός ή σκόνη. Ή Θάσο δέχεται όλους τούς διωγμένους. Μέ βαριά καρδιά άραξε στο λιμάνι της. ΤΗταν πλούσια ή δασωμένη πολιτεία, ήταν μοναχός στον κόσμο ό τιμονιέρης. Ίσω ς θά εύρισκε άκρη νά κουρνιάσει σάν έκείνα τά τεράστια γεράκια πού ψάχνουν στούς απότομους γκρεμούς νά βρούνε φωλιά. Ό ήλιος καίει. Ζεστό, πολύ ζεστό καλοκαίρι. Ή θάλασσα σηκώνει ατμούς πού άνεμίζουν στό ύψος ανθρώπου και "ψήνει τό πρόσωπο. Κουφόβραση. Σ τήν παραλία κολυμπούν λίγοι ντόπιοι. Γδύνεται κι αυτός καί βουτάει στο νερό. «Ψύχάς εχοντες κυμάτων έν άγκάλαις». ΟΙ μέρες πού ακολούθησαν ήταν ατάραχες. Μ όλο πού δεν μπόρεσε ποτέ νά τ αγαπήσει τούτο τό τραχύ τοπίο, δεν τον κούραζε νά τρέχει στά δάση καί νά μιλάει μέ τούς ανθρώπους του. Δέν είναι καλός τόπος και δέν τον αγαπάς, είχε πει (ού γάρ τι καλός χώρος, ούδ έφίμερος ούδ έρατός). f Καταλάβαινε ώς τόσο πώς δέν είχε μέλλον σ αυτόν τον τόπο. Τά χρόνια πού f έρχονται θά φέρνουν μονάχα τά γερατειά τ απροστάτευτα καί τή δυστυχία. Ευ- ; τυχώς είχε τά νιάτα καί μπορούσε νά ζήσει μ όλους τούς πόρους τού κορμιού. Έ ν α προη καθό)ς ήταν ξαπλωμένος ακόμη στο κρεβάτι του ένοιωσε νά τόν if πλημμυρίζει αίσθημα αδιαφορίας. Είχε ακόμη κάμποσα λεφτά κι έλεγε νά ξανατραβήξει γιά τήν Αίγυπτο καί νά μείνει κι έκεΐ λίγους μήνες. Έ ξ ω ήσυχία. ΟΙ χτύποι τής άξίνας των δρύχων καί των τσεκουριών τών ύ- λοτόμων πού άλλα πρωινά τού έκοβε τήν παγωνιά τής ψυχής του δέν άκούγονταν. - Βαρύ τό κεφάλι του από τούς εφιάλτες πού τόν κύκλωσαν τή νύχτα ύστερα από I τό κρασί πού ήπιε τό βράδυ, καί δέν έδωσε σημασία στή βουβαμάρα πού άπλωσε κι έκοψε ακόμη καί τό άνάσασμα τού αγέρα. Σηκώθηκε καί πήγε στό παράθυρο. Φύλλο δέν κουνιόταν. Ό ήλιος γελούσε χαρούμενος στό άδειο τοπίο. Τ ί έγιναν οί έργάτες. Γ ιατί σταμάτησαν; j Φόρεσε τό ρούχο του κι ήταν έτοιμος νά βγει στό δρόμο όταν άκουσε απαλό i χτύπημα στήν πόρτα. Ποιος; Έ γώ είμαι, Αρχίλοχε, ό Γλαύκος. Έ λ α μέσα. Τ ί συμβαίνει; Σέ βλέπο> ταραγμένο. Μισθοφόροι πιάσανε τά περάσματα. Άπαγορεύθηκε ή κυκλοφορία. Δέν δουλεύουν στό δάσος καί στά μεταλλεία; Μήπως άραξαν κουρσάρικα;

114 «ΗΠΕΙΡΟΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Μακάρι νά ήταν αυτό. Ό Λαό φίλος (Λεώφιλος) άνάλαβε την αρχή. Ά - νάστειλε ορισμένους νόμους, κατάργησε τις ελευθερίες κι επιασε τούς άρχοντες πού σκοπεύει νά τούς περάσει από δίκη. Κρίμα, κρίμα. Χάσαμε την ελευθερία μας. Τον ξέρω καλά τον Λαόφιλο, εΐναι σκληρός, αδίσταχτος. Θυμός πλημμύρισε τό στήθος του. Γνώριζε καλά τον Λαόφιλο γιατί κάποτε ήταν φίλοι. Τον θυμόταν. Κοινός συκοφάντης. Τ ονομά του άκουγόταν πάντα όταν ξέσπαγε μεγάλο σκάνδαλο, κατάχρηση. Π ώ ς άναριχήθηκε ώς τ αψηλότερα αξιώματα χωρίς νά τον καταλάβει κανένας; Κατέβηκε στούς στρατώνες τών μισθοφόρων, πήρε μαζί του τούς αδίσταχτους και στο τέλος βούτηξε την αρχή, σε μιά περίοδο,πού δλοι νόμιζαν πώς ή ειρήνη θά έφερνε την ευτυχία. Οι μέρες πού ακολούθησαν τή διακυβέρνηση τής χώρας από τον Λαόφιλο έμοιαζαν με τρικυμία πού τό κύμα της άπαρατούσε απάνω στην αμμουδιά οτι σάπιο κι αλαφρό έκρυβε στά έγκατά της ή θάλασσα. Τά φώτα τής ελπίδας σβήσανε όπως είχε γίνει κάποτε στην Πάρο λίγο πριν από τή μετανάστευση. Σκοτάδι σκέπασε την ψυχή μέ παχύ πέπλο καί μέσα σ αυτό τό σκοτάδι έψαχνε νά δει διέξοδο καί τό μόνο πού ανακάλυπτε ήταν κάποιος κύκλος και μέσα σ αυτόν τά γεγονότα γυρίζουν, χάνονται καί ξανάρχονται όμοια όπως ή ζωή τών ανθρώπων πού γεννιούνται καί πεθαίνουν σε μιά πορεία πού τήν όρισαν ασυνείδητα οί επιθυμίες, οι αγωνίες καί τά συμφέροντα. Έβλεπε οπλισμένους μισθοφόρους νά γυρίζουν στούς δρόμους, κι άλλοι μέ σκοτεινά πρόσωπα κρυφάκουγαν τά λόγια τών πολιτών πού δεν τολμούσαν νά πούνε τή γνώμη τους γιά τίποτα. Η συχία. Σάν νά χάθηκε καί τό γέλιο. Χάθηκαν κι ε κείνοι οί τραγουδιστάδες τής νύ χτα ς. Τούς ρούφηξε κι αυτούς ή θλίψη γιά τή χαμένη ελευθερία; Ό Λαόφιλος άρχηγεύει. Ό Λαόφιλος επικρατεί. 'Ό λ α στά χέρια του τά έχει δ Λαόφιλος. Μόνο ό λόγος τού Λαόφιλου άκούγεται... «Νυν δε Λεώφιλ,ος άρχει, Λεώφιλος δ έπικρατέει, Λεωφίλψ δε πάντα κεΐται, Λεωφίλω δ άκούγεται...». Δέρνουνε απλούς ανθρώπους, Αρχίλοχε, γιατί δεν πιστεύουνε στά ψέματα τού..., είπε ή γυναίκα τού Γλαύκου καθώς περπατούσαν στούς δρόμους τής αγοράς. *Ηταν καλοκαίρι. Ανοιχτός καί γαλάζιος δ ουρανός. Ό Αρχίλοχος ήταν πολύ στενοχωρημένος. Έ τσι γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Αφού ό λαός δέν ξεσηκώνεται, αφού οί ρήτορες μουγγάθηκαν, τί θέλεις, καλύτερα νά πάμε; Θαρρείς βούλιαξε ό κόσμος γιά μένα ύστερα από τή σύλληψη τού Γλαύκου. Τά έμαθα τά δικά σου. Καημένε Γλαυκέ, κι εσένα ακόμη σέ φοβούνται, έσένα πού δέν πείραξες ούτε τό μερμήγκι; Μερμήγκι δέν πείραζε, μά νά. Είπε κάπου «οσα λέει ό τύραννος είναι δλα ψέματα...». Τον είδες καθόλου; Π ροχθές τον είδα. Βρίσκεται σέ κακά χάλια. Ξαναγυρίσαμε στήν πρωτόγονη βαρβαρότητα. *Αν τον δεις, πές του πώς κάνεις δέν τον ξέχασε. Θά τού τό πώ, Αρχίλοχε. Θά τού τό πώ, μά τί θά βγει; Ό κουρσάρος στενοχωρήθηκε κολν στή θύμηση τού φίλου του. Καταλάβαινε

115 τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά πώς δεν μπορούσε νά ζήσει σ έκείνη την πολιτεία που ό ουρανός της χαμήλωσε πολύ κι ο αγέρας τής έκοψε _την ανάσα. Εμεινε μεριχές μέρες ατό ύπαιθρο. Μίλησε με τούς ξεσηκωμένους. Μπήκε σε φτωχόσπιτα καί έγραψε ποιήματα όλο παράπονο κα'ι θτμό. «...έν διχοστασίη καί ό πάγκακος έ'μμορε τιμής...» «...Κλαίω τά θασίων ού τά Μαγνήτων κακά...» Περπατάει με σκυμμένο τό κεφάλι καί μέ βάρος στο στήθος. Νεύριασε καί δέν θέλει νά μιλήσει σέ κανέναν. Σκέψεις, σκέψεις μπουκώνουν τό μυαλό του καί τού ταράζουν τον ύπνο. Εφιάλτες, αγριεμένοι σκύλοι, όρμάνε νά τον καταξεσκίσουν. Πετιέται τρομαγμένος καί ίδρωμένος. Ούτε οί άστροφώτιστες νύχτες, ούτε οί αυγές οί γλυκόροδες δέν λένε νά τού απαλύνουν τό βάρος πού σωριάστηκε καί κύρτωσε τις πλάτες του. Οί λόγοι τού Λαόφιλου, οί ψεύτικες υποσχέσεις είναι σάν τις μικρές φλόγες. Ανάβουν καί σβήνουν αμέσως χωρίς νά μπαίνουν στις καρδιές. Πήρε ξανά τό δρόμο τής θάλασσας. Τό έβλεπε τώρα καθαρά. Ή θάλασσα δέν σ αφήνει νά σκεφτεΐς τις κακίες τού κόσμου. Ή αγριότητα τού ύγρού κι άνυπύταχτου στοιχείου δέν αφήνει περιθώριο παρά ιιόνο γιά καλωσύνη γιατί μ αυτήν ύφαίνονται τά όνειρα. Τό πετσί τού τιμονιέρη μαύρισε καί κόπηκε κομματάκια από την αρμύρα καί τούς ήλιους. Τά χρόνια κυλούσαν απάνω στά κύματα. Π εριπλανήθηκε στις θά λασσες. Κουράστηκε καί κορμί καί ψυχή. Στην Αλεξάντρεια, ξέμπαρκος, μπήκε σέ κάποιο ταβερνάκι. Ή πιε μαύρο κρασί. Μέσα στο θολωμένο ποτήρι τρεμόσβηνε τό φως τής πατρίδας. Ή γαλανή θάλασσα κι ό γαλανός ουρανός, πού ερχόταν σ αντίθεση μέ τά μαύρα που τον περιτριγύριζαν, ήταν ό τόπος πού τον καλού σε, πού τού έγνεφε μέ τά φώτα τού πελάγου, πού τον ζητούσε γιά νά τού γαληνέι ιη τό πνεύμα. Ή πατρίδα ορθώνονταν αγαπημένη καί κατακάθιζε απαλή στο ταραγμένο του μυαλό. Κι ό>στόσο δέν τ αποφάσιζε τό ταξίδι άποκαρδοσμένος καθώς ήταν από τήν απονιά των ανθρώπων. Μπροστά του στάθηκε κάποιος. Ό Αρχίλοχος σήκοίσε τά μάτια. Κάθησε, πατριοπη, είπε. Δέν μέ γνώρισες, Αρχίλοχε; 'Δέν σέ γνώρισα. Π οιος είσαι; Ό γιος τού Δεινοστράτη, ό Δημόδοκος δέν είμαι; Ό Δημόδοκος; Βρε εφταμηνίτικο πώς μεγάλωσες έτσι; Περνάνε τά χρόνια γιέ τού Τελεσικλή. Π ώ ς βρέθηκες εδώ; Ή ξενητειά παντού είναι ίδια. Καί κοντά αν είναι καί μακριά. Δέ σκοπεύεις νά γυρίσεις πίσω; Εσύ μπορείς νά πας. Έγά> τί νά κάμω; Ό πατέρας μου ήταν δούλος. Ό Αρχίλοχος έμεινε σκεφτικός. «Μεγάλη αδικία. Μεγάλη». Παρακάλεσε τον ξένο νά καθίσει λίγο ακόμη, μά έκείνος ήπιε ένα ποτήρι κρασί καί χάθηκε στόν πολύβουο δρόμο. Έμεινε πάλι μόνος. Άδειασε ώς τον πάτο τήν κούπα καί σηκώθηκε νά φύγει. Τό κεφάλι του πονούσε. Φώτα, φώτα στ αραγμένα καΐκια. Φορτωμένες μαούνες

116 έμπαιναν στο λιμάνι. Μεγάλο καΐκι θά έφευγε σε λίγο για τό ΑΙγαΐο. Μπήκε μέσα χωρίς νά συλλογιστεί τίποτα. Τό ΑΙγαΤο τον καλοΰσε. Μήνας του Τρύγου, όταν εφτασε στην Π άρο δ Αρχίλοχος. Μυρουδιά μούστου παντού. Τό τοπίο ξερό κιτρινωπό άνηφόριζε ως απάνω στους κοκκινόβραχους. Ή Π άρο δλη τή μέρα κοιμόταν ήσυχη. Ά ντρες και γυναίκες έφευγαν τό χάραμα για τ αμπέλια και τό βράδι κατηφόριζαν στην παραλία, στά μαγαζάκια καί χόρευαν πίνοντας τό παλιό κρασί. Ό τιμονιέρης ανακατώθηκε με τό πλήθος. Χρόνια είχε νά γλεντήσει και νά χορέψει μέ τούς απλούς ανθρώπους, πού την ώρα τής χαράς ξεχνούσαν και κακίες και μίση. Κανένας δεν στενοχωρέθηκε γιά τον ερχομό τού ξενητεμένου. Ό Αρχίλοχος ήταν από εκείνα τά παιδικά του χρόνια φίλος αγαπημένος. Αρκετά πλούσιος κερνούσε συνέχεια τούς πατριώτες του. Χόρευε κι έπινε κι ένα βράδυ στάθηκε δίπλα του μιά όμορφη κοπέλλα. Τής χαμογέλασε καθώς τής έπιασε τό χέρι. Τού χαμογέλασε κι αυτή. Οι δυο νέοι συνεννοήθηκαν. Τό ίδιο βράδυ απαρατήρητοι τραβήχτηκαν χωρ'ις νά τό καταλάβουν προς την έξοχή. Ή αστροφεγγιά και οί δύο άνθρωποι. Πόσα είπαν. Χώρισαν όταν ή νύχτα είχε πέσει καλά. Γύρισε σπίτι κι έπεσε στο κρεβάτι. Την έφερε στο νού του. Χαμογέλασε ευτυχισμένος. «ΤΑραγε μέ συλλογίζεσαι κι εσύ, Νεοβούλη;». Σε λίγες μέρες πήγε στο σπίτι της καί τή ζήτησε από τον πατέρα της. Αποφασιστικός και ενθουσιώδης θαλασσινός πού δεν φύλαγε μυστικά και δεν είχε υ στεροβουλίες, πίστευε πά>ς αυτό πού γύρναγε στο μυαλό του ήταν και τό πιο σο)- στό. Από οσο τού είχε πεί ή κοπέλλα, καταλάβαινε πώς ό Λυκάμβης, ό πατέρας της ήταν συντηρητικός στις ιδέες του. προσκολλημένος στά πατροπαράδοτα, και ισο)ς δεν θά τον εύρισκε γαμπρό τέτοιο πού προόριζε γιά την κόρη του. Δεν ήταν, φυσικά, μυστικό, πώς ό Αρχίλοχος έχρημάτισε μισθοφόρος καί κουρσάρος κι αν ακόμη ξεχνούσε τό περιστατικό τής ασπίδας αφού κιόλας άμνηστεύτηκε από τό κράτος. 'Ωστόσο αυτός ό άλ^θρωπος ήταν ένας τυχοδιώκτης, πράγμα πού ϊσως θά πίκραινε τό Λυκάμβη γι αυτή τή γνωριμία τής κόρης του πού την μεγάλωσε μέ τό όνειρο νά γίνει μεγάλη κυρία στή μικρή κοινωνία τής Πάρος. Κι όμως ό Λυκάμβης δέχτηκε χωρίς πολλά παρακάλια. Νεοβούλη τή λέγανε τή νύφη. Άσπρα τά μπράτσα της, λαμπερό, λαμπερότατο τό στήθος της, γαλάζια τά μάτια της, πλατύ πέλαγος καλωσύνης τό πρόσωπό της. Ό τιμονιέρης ήταν ευτυχισμένος. Θά ζούσε, λοιπόν,τή ζωή πού πόθησε τόσα χρόνια: Πόσο πλατύς είναι ό ορίζοντας τού ο νείρου; Δέν τήν ήθελε πιά τήν αμαρτωλή ζωή. Μακριά από τούς πολέμους καί τούς κινδύνους υπάρχει μιά υπέροχη πηγή ευτυχίας, άναζήτησέ την, Αρχίλοχε, στο στήθος τής Νεοβούλης. Έ, καημένε Αρχίλοχε, ό μεγάλος κίνδυνος είναι ή ήσυχη ζωή, τού είπε κάποτε κάποιος στρατιώτης. Π ίνανε κρασί τά βράδια οί δυο άντρες, φίλοι πού δέν τούς χώριζε τίποτα. Άκουγε τις αλλόκοτες ιστορίες πού τού έλεγε ό κουρσάρος καί γελούσε καλόκαρδα. Ή Νεοβούλη κάθονταν δίπλα του. Τά πυρετωμένα του δάχτυλα σέρνονταν στή λεία σάρκα τού καρπού τού κατάλευκου χεριού της καί ρεύμα ζεστό συντάραζε τό αίμα. Οί χοντρές φ?*έβες τού μπράτσου του φούσκωναν, γαλάζωναν έτοιμες νά σπάσουν. Ή Νεοβούλη κοιτούσε δλο αγάπη τό τετράγωνο πρόσωπο τού αρραβωνιαστικού της. Γερός σάν τό σίδερο θά τήν σύντριβε στήν αγκαλιά του κι ήταν

117 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 561 κι αυτή γυναίκα για τον έρωτα. Οι δυό τους θά ρίχνανε κλαδιά καί θά ρίζωναν στη γη ετούτη πού πριν λίγο τον άπόδιωχνε. "Ένα βράδυ πού πήγε στο σπίτι τού Λυκάμβη είδε μούτρα κατεβασμένα. Μαθαίνω πώς Εκαμες μισθοφόρος, Αρχίλοχε. Μά σού τά είπα όλα, Λυκάμβη. Δεν έχω μυστικά από έσένα. Καί πειρατής έκαμα. Τό ξέρεις. Είναι κακό, τάχα; Αφού ξεχάστηκαν όλα τώρα, τί δουλειά έ χουμε νά τά ξαναθυμηθούμε. Θά την κάμω ευτυχισμένη την κόρη σου, δέν σού φτάνει; Δέν τον θέλω αυτό τό γάμο. Γιατί, Λυκάμβη; ρώτησε δ νέος. -Δέν βάζω στο σπίτι μου μισθοφόρους καί πειρατές. Λεν βάζω φωτιά στδ σπίτι μου. Τήν αγαπώ την Νεοβούλη, γιατί θέλεις νά μου την πάρεις; Θά ευτυχήσει. Δέν μπορεί νά ευτυχήσει άλ'θρωπος με τή δική σου μοίρα. Τ ί μοίρα; Μην ξεχνάς τη μάνα σου. Ά, όχι. Δέν δέχομαι κουβέντα γιά τή μάνα μου. Έ, λοιπόν, ποτέ αυτός ό γάμος. Ποτέ; Ό τιμονιέρης βγήκε στο δρόμο. Δροσερό τό αγέρι κατέβαινε από τά πετρόβουνα, πέρναγε από τή νοτισμένη γή κι έφερνε αρώματα. Δέν είχε πιά τίποτα στό μυαλό του. Τά βήματά του τον οδήγησαν προς τά χωράφια. 'Ό λα σταμάτησαν γι αυτόν και ό χρόνος και ή νοσταλγία καί οι φωνές γιά τό μέλλον. Έρχονταν μόνο τό τέλος, πού καταστάλαζε σέ μιά λέξη «καταστροφή». 'Ό σο μιλούσε ό Λυκάμβης ή Νεοβούλη στεκόταν στην ά'κρη θλιμμένη. Δέν τήν ήθελε κι αυτήν τώρα. Κάτι παγωμένο είχαν τά μάτια της. - - Έπρεπε νά μιλήσει, άν μ αγαπούσε. Νά τυλιχτεί στό λαιμό τού πατέρα της καί νά κλάψει. Δέν τό έκαμε όμιος. Δέν τό έκαμε. Τά ερωτικά ποιήματα πού έγραψε γ ι αυτήν έγιναν ίαμβοι 8λο θυμό καί μίσος. Τό ανελέητο διώξιμο τού τσάκισε τήν καρδιά, τού βίτσισε τά πόδια. Ησως νά μην τήν ξεχνούσε ποτέ, δέν θά τής ξαναμιλούσε δμως πιά. Ή Νεοβούλη γ ι αυτόν είχε πεθάνει. 'Ό τα ν τής πρωτομίλησε στήν ακρογιαλιά ένιωσε μιά γλυκιά θαλ^ πωρή νά ζεσταίνει τήν καρδιά του, ολα πετρωμένα τώρα καί αίσθημα καί έρωτας καί ψυχή. Άρχισε νά πίνει «άγρει δ οίνον έρυθρόν από τρύγος ουδέ γάρ ημείς νήφειν έν φυλακή τήδε δυνησόμεθα» (τράβα μας κρασί τό κόκκινο ώς τή στερνή σταλαγματιά - γιατί δέν θά μπορέσουμε χωρίς αυτό τή βάρδια νά κρατήσουμε), θυμήθηκε πάλι έκεΐνο τό παλιό όταν κρατούσε τό τιμόνι. Ξενυχτάει πίνοντας καί γράφοντας τούς ιάμβους του «μαράθηκε πιά τ απαλό σου τό κορμί» (ούκ έθ όμως θάλτ λεις απαλόν χρόα). Οί στίχοι του πυρωμένα καρφιά μπαίνουν στήν ι[τυχή τού πατέρα καί τής κόρης τούς μαραίνουν τήν κάθε ίνα καί στό τέλος τήν διαλύουν. Γυρίζουν στούς δρόμους καί δέν θέλουν ν άντικρύσσυν άνθρωπο. Λέγανε μερικοί πώς ακόυσαν τον Λυκάμβη νά έπαναλαμβάνει τούς στίχους ποιήματος τού γαμπρού του: «Δία πατέρα, τον γάμο τό γλυκό δέν τον έγεύθηκα μά κι εκείνος δέν θ αποφύγει τήν έκδίκησή μου» (Ζεύ πάτε, γάμον μέν ούκ έδεσάμην έμεύ δ έ- κείνος ού καταπροΐξετε). Τ ί λές, άρχοντα Λυκάμβη, παραμιλάς; Π ήγαινε στή δουλειά σου, άνθρωπέ μου.

118 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Ό άνθρωπος στάθηκε καί κοίταζε τον Λυκάμβη που απομακρύνονταν. Σαν νά ήταν πολύ κουρασμένος ή μεθυσμένος. Ή δυστυχία φορούσε άσπρο λοπρικό φόρεμα, μουρμούρισε ό άνθρωπος κι ακολούθησε άπδ μακριά τον Λυκάμβη δσο που τον είδε νά μπαίνει στο σπίτι του, ύστερα τράβηξε στο κρασοπουλειό γιά νά είπεΐ τά νέα στους φίλους του. Στο σπίτι τού Λυκάμβη άρχισε μέρες τώρα ή γκρίνια. Ό πατέρας ήθελε ν άποτινάξει από πάνω του την ευθύνη γιά τον αποτρόπαιο χωρισμό, ενώ ή κοπέλλα έκλαιγε απαρηγόρητη. Γιατί, πατέρα; *Αν μέ ξαναρωτήσεις, θά σέ χτυπήσω. Περπατούσα προς την ευτυχία. Τάχα μέ μίσησαν οι Θεοί; Τώρα μετατρέπετε σέ φλόγα δ,τι ήταν χαρά. Κατακαίγεται ή καρδιά μου κάθε φορά που ά- ναλογίζομαι την καταστροφή. Τ ί μού τά λές τώρα ολα τούτα; Κι έσύ δέν ήσουν σύμφωνη γι αυτόν τόν χωρισμό; Ή σουν μεθυσμένος εκείνο τό βράδυ. Μεθυσμένος ήμουν όταν δέχτηκα αυτόν τόν αρραβώνα. Ανατριχίλα ένιωσε ή Νεοβούλη. Έβλεπε μέ τή θολωμένη της φαντασία τό μέλλον πού ερχόταν μουγγό καί σκοτεινό. "Τστερα τά δάκρυα στέγνωσαν. Νεύριασε όλότελα. Έ κλα ιγε, τραγουδούσε, φώναζε χωρ'ις λόγο, ή σιωπούσε μελαγχολική κι άπαρατημένη στίς σκέψεις της. Είσαι τρελλή, φώναξε άξαφνα 6 Λυκάμβης. Π ώ ς θά βάλω στο σπίτι έναν αδέκαρο γιο δούλης; Ξέχασέ τον, είναι ή καλύτερη λύση. Δέν μιλούσαν πιά πατέρας και κόρη. Π ρ ω ί έφευγαν από τό σπίτι καί γύριζαν αργά. «Μαράθηκε πιά τό απαλό μου κορμί», μουρμούρισε ή Νεοβούλη καί σκεπάζει τά μάτια της νά μή βλέπει, κλείνει τ αφτιά της νά μην ακούει τούς ψίθυρους πού άνέμιζαν στον αγέρα. Εκείνο τό βράδυ ό Λυκάμβης ήπιε πολύ κρασί. Περπάτησε στούς δρόμους τής πολιτείας μέ τά χέρια σταυρωμένα στίς πλάτες. Πολύ γερασμένος. Ένοιοοθε πίσω από τις πλάτες του χιλιάδες μάτια νά τόν κοροϊδεύουν. Π ώ ς κατάντησε ό άρχοντας Λυκάμβης. Ό κουρσάρος... Βρωμερά κορίτσια. Τ ί τόν ήθελε; Στο σπίτι ό Λυκάμβης έδειρε ανελέητα την κόρη του γιατί δέν ήταν στρωμένο τό τραπέζι. Π ατέρα έριξες την τελευταία σταγόνα στο ξέχειλο ποτήρι, φώναξε μέ βραχνή φωνή και βγήκε έξω. Νύχτα σκοτεινή... Π ρ ω ί Ό κουρσάρος τράβηξε στο κοντινό δάσος. Καλοκαίρι. Τζιτζίκια τιτίβιζαν ξετρελλαμένα από τό ήλιο. Ό ουρανός γαλάζιος σκέπαζε τό νησί κι απλωνόταν απάνω από τή θάλασσα. Σκέψεις πλημμύρισαν τό κεφάλι τού κουρσάρου. Τα-

119 «ΗΠΕΙΡηΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» *i. ί ξίδια στην άγνωστη θάλασσα πού φεύγει εξω από τδ λιμάνι. Έ χει θά εύρισκε ή- συχία, τό μόνο πράγιια πού άποζητούσε τώρα ή ψυχή του. Σκόπευε νά μπαρκάρει σέ πλεούμενο πού δεν θά γνώριζε κανέναν, και μόνη γνωστή του θά ήταν τό όραμα τής μικρούλας Νεοβούλης πού χάθηκε ξαφνικά από τή ζωή του σάν νά τη χώνεψε ό "'Αδης. Τώρα καταλάβαινε πόσο την είχε αγαπήσει. Τραβούσε αργά τό δρόμο μέ την ελπίδα μήπως και την συναντήσει, νά ιδει τά μάτια της, νά τής μιλήσει. Γιά μιά στιγμή, πέρασε από τή σκέψη του ή μορφή τού Αυκάμβη καμπουριασμένος, κουρασμένος, γερασμένος. Λύπηση γέμισε τό στήθος του. Χωρίς νά τό καταλάβει σταμάτησε εμπρός σέ σύναξη πλήθους. Τ ί γίνεται, βρε παιδιά; Δε βλέπεις; Δυο κορμιά κρεμασμένα αϊωρούνταν στά κλαδιά δέντρου. Γιατί; -Γιατί... Ποιος ξέρει; Θά μάθουμε αργότερα. Ό κουρσάρος θέλησε νά τρέξει στο κρεμασμένο κορμ'ι τής κοπέλλας μά δέν τόλμησε. Πολύ λυπημένος έφυγε μακριά από τήν ανθρωποσύναξη. Π ή γε στην παραλία καί κάθησε στήν άκρη τού κυματοθραύστη. Έθαλε τό κεφάλι στις δυό παλάμες καί προσπάθησε νά τακτοποιήσει τις σκέψεις του. Πετάχτηκε απάνω: Μιά μεγάλη πράξη γνωρίζω. Νά πληρώσω μέ κακό οποίον μού κάνει κακό. ί«έ ν δ1 έπίσταμαι μέγα τον κακώς μ έρδοντα δεινοΐς άμείόεσθαι,κακοΐς»). Περπάτησε απάνω κάτω στήν παραλία. Ή θάλασσα ήμερη, έφτανε απαλή και ξέπλενε τά βράχια τού κυματοθραύστη. Σιγά - σιγά ολα κατακάθονταν στήν ψυχή του. Μίση καί έ'χθρες κοιμήθηκαν όλότελα. Μιά ίσια γραμμή ή ζωή του. οί μεγάλες αγάπες καί επιθυμίες έμειναν άναμτήσεις ψυχρές. Τύψεις στριμωχνόταν στήν καρδιά του και σάν ν ακούσε φωνή πού ερχόταν από κόσμο μακρινό κι αόρατο ή νά τήν έφερνε 6 φλοίσβος τού νερού μέσα από τά έγκατα τού λασπωμένου πυθμένα: -Τά μίση, Αρχίλοχε, σέ τρέφουν. («Ψογερός, Αρχίλοχε, βαρυλόγοις έ'χθεσιν πιαινόμενον»). Κοίταξε ενα γύρω. Σάν νά περίμενη κι άλλη φωνή. Έ ν α λόγο πού θά τού α πάλυνε τις φριχτές σκέψεις. Τίποτα. Η συχία. Τό φλοίσβισμα τού νερού στούς βράχους. Έσκυψε τό κεφάλι καί μουρμούρισε: Αγαπώ εκείνον πού μ αγαπά καί ξέρω τον έχθρό μου νά τόν μισώ... («Έπίσταμαί τοι τόν φιλέοντα μέν φιλέειν τόν δ έχθρόν έχθαίρειν τε καί κακοστομέειν». ΤΗταν ολοφάνερο πώς προσπαθούσε νά υπερνικήσει τις τύψεις πού μαζεύτηκαν καί τόν έκαμαν νά υποφέρει. Τί έφταιγε κι ό Αυκάμβης αν ήθελε νά δώσει στήν κόρη του άνθρωπο πού έμπρός του ανοίγεται τό μέλλον έλπιδοφόρο. Είμαι χωρίς μέλλον; άναριυτήθηκε. Μά τί σχέση έχω έγώ μ αυτούς τούς θανάτους; ΤΗταν πολύ κουρασμένος. Μυστηριακές φωνές τόν χαλούσαν, χιλιάδες χέρια τού έγνεφαν, τά κύματα πού έφευγαν καί ξαναγύριζαν ήταν τεράστιο παλιρροιακό κύμα, ή αντινομία καί ή πάλη τών αισθημάτων πού είχανε κατακαθίσει στο βάθος τής καρδιάς του. Π η δάει σστόν λιμενοβραχίονα καί περνάει σ αραγμένο πλεούμενο, ζήτησε δουλειά καί τόν προσλάβανε, γνωστός θαλασσόλυκος, μοναδικός τιμονιέρης. Τό πλεούμενο

120 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» άνοιξε πανιά καί σάλπαρε τ απόγευμα. Σουρούπωσε δταν χάθηκαν τά βουνά τής πατρίδας. Σκοτείνιαζε καί πλάτυνε ή θάλασσα. "Οσο πλάτος έχει το πέλαγος, τόσο πλάτος νάχει και τό στήθος σου, Αρχίλοχε, νά χωρέσει την αγάπη γιά τούς εχθρούς σου. Βαρύς από επάνω δ ουρανός. Π ώ ς μαζεύτηκαν διαμιάς τόσα σύννεφα χωρίς νά τό άντιληφτεΐ. Σύννεφα ταξίδευαν αργά, Εφευγαν, άλλα πλεούμενα στο πλάτος τού ορίζοντα. Δέν τά είχε με κανέναν πιά ό κουρσάρος. "Ηξερε πώς ή κακοτυχία του ήταν γεννημένη μαζί ταυ. 'Ωρίμασε τή σκληρή ωρα του μακρινού καταμεσήμερου, δταν ό άτίθασσος άντρας έκλεισε στο καλύβι του την «δούλη» Ένιπώ. Τότε έγραψε τή μοίρα του στά κύτταρα τού κορμιού του. Καί τον Τελεσικλή τον συγχώρεσε πριν χρόνια. 'Ό λ ες τις κακοτυχίες τίς ερριχνε στον στριφνό και απάνθρωπο χαρακτήρα του,πού σχηματίσθηκε κι αυτός σιγά - σιγά δίπλα σε άνθρώπονς πού ήτανε άλλοτε καλοί καί φιλειρηνικό! καί άλλοτε βάρβαροι, άψεΐς, υβριστές, αίμοβόροι. Δέν πιστεύει πιά στους ανθρώπους, κι όμως τούς αγαπάει, έχουν ανάγκη από βοήθεια κι επιείκεια, ανάγκη από λησμονιά καί λόγο παρηγοριάς. Έ χο υ ν ανάγκη από χέρι ζεστό ανθρώπου. Τά λιμάνια πού γύρισε, κάποτε έπαναστατημένα, σχημάτισαν τον ριψοκίνδυνο άντρα με τις αμφιβολίες καί τό απόλυτο στις προσπάθειες του κι άλλοτε γελαστό τού έδωσαν τήν αγάπη στο κρασί καί στις γυναίκες. Μπορεί νδταν καί τό χώνεμα τού αίματος τού αριστοκράτη Τελεσικλή στο καθαρό αίμα τής δούλης Έ νιπώ. στή δημιουργία τού χαρακτήρα του. Ξαφνικά, άνοιξαν οι κρουνοί τρυφερής καρδιάς, τό δραμα τής αρραβωνιαστικιάς του ξεκαθάρισε, γιομάτο παράπονο ή δψη της «καί νάταν βολετό ν αγγίξω τό χέρι της» (εί γάρ ως έμοί γένοιτο χείρα Νεοβούλης θ ιγ ε ίν). Ή θάλασσα πήρε χρώμα μολυβί. "Ασπρα μεγάλα απλωμένα ξάρτια τά σύννεφα στον ουρανό ακολουθούσαν τή ρότα τού πλεούμενου. Λες καί τό παρακολουθούσε κάποιο μάτι κρυμμένο πίσο> από τά κρόσια τους. Καθώς είναι ξαπλωμένος στήν υγρή κουπαστή, δίπλα στά κατραμωμένα παλαμάρια, δ νους του ταξίδευε στις μακρινές χώρες πού έζησε κι ήταν εμπρός του γυναίκες πού γνώρισε, αβρές κι άβουλες άλλες λικνιστικές καί λάγνες, συμφεροντολόγες, κι άλλες σκληρές, απότομες. Χέρια κάτασπρα, μακροδάχτυλα ξερρίζωναν τήν καρδιά, δταν τ αποχωρίζονταν. "Τστερα θυμήθηκε μάχες κι αρπαγές απάνω σέ υψηλές πλώρες πλούσιων καΐκιών. Γλέντια καί θάνατοι. Καταστάλαξε κάποτε σέ λιμάνια τής Αφρικής. Ζέστη καί ιδρώτας. Μικρούλα, μελαψή ή άγαπητικιά του τής άρεσε νάχει στο χέρι της κλαδί μυρτιάς κι ένα τριαντάφυλλο, καί τά χυτά μαλλιά της νά σκεπάζουν' πλάτες καί ώμους. «Έχουσα θαλλόν μυρσίνης έτέρπετο ροδής τό καλόν άνθος, ή δέ κόμη ώμους κατεσκίαζε καί μετάφρενα». Τό πλεούμενο ταξιδεύει ανάμεσα στά σκόρπια νησιά των Κυκλάδων. Σκοτείνιασε όλότελα κι δ ουρανός έκλεισε, χαμήλωσε πολύ, σημάδι πώς ή νύχτα θά ήταν άγρια κι ή θάλασσα θυμωμένη. "Αφοβος δ κουρσάρος τραβάει στον μεγάλο κόσμο, έτοιμος νά κερδίσει τήν καινούργια του ζωή. «Δέν πειράζει γιά δ,τι χάθηκε. Π ε ς πώς τώρα αρχίζει ή ζωή», μουρμύρισε καί σηκώθηκε απάνω... ί" ι Τά μαλλιά του τιμονιέρη άσπρισαν πριν τής ώρας τους. Τά γένια του κοντά, κατσαρά είχαν λουρίδες άσπρες εδώ κι εκεί. Ω ραίο τό πρόσωπο στεφανωμένο μέ τ ασπρόμαυρο στεφάνι των' μαλλιών πού έπεφταν απάνω στο πλατύ μέτωπο. Ή

121 r 3 τρικυμισμένη του ψυχή γαλήνεψε. Ραγισμένη ή καρδιά του από τά χτυπήματα των καιρών περιμένει την ώρα νά τσακιστεί σε χίλια κομμάτια. Κάθεται έξω από τό καλύβι του. Παρακολουθεί τά πηδήματα κάποιου αγριοκάτσικου, πού ανεβαίνει στα μυτερά βράχια. Σηκώνει τό τόξο, τανίζει. Τό βέλος γοργό βρίσκει τό αγριοκάτσικο και τό ρίχνει χάμου. Δεν είμαι φτιαγμένος γιά τούς καιρούς τής ειρήνης, σκέφτηκε. Συλλογίστηκε τή μάχη στη χώρα των Σαΐων. Τότε πού πέταξε ασπίδα καί άλλα σιδερικά, έμπόδια φυγής λυτρο>μού. Από έκεί και πέρα δυστυχία κα'ι πόνος. Σάν νά ξύπνησε τό δάσος κι άνέμιζε τά κορμιά τού Λυκάμβη καί τής Νεοβοΰλης. ΤΗταν ή ώρα νά κλείσει καί ή δική του ζωή μέ τό ΐδιο τό σχοινί πού τελείωσε τή ζωή του ό πεθερός του. νοχι, φοόναξε. Ό Λυκάμβης φόρτωσε τήν ψυχή του μέ ανομίες. Έ γώ πάλαιψα πολύ καί νικήθηκα. Ανθρώπινο είναι νά νικιέσαι. Κλείνει τά μάτια κι άποκοιμιέται. Ή άπελπισία τύλιξε τούς Παριανούς. Τά ίδια γεγονότα πού δδήγησαν στον πόλεμο μέ τούς Σαΐνες, ερχόταν ομοιόμορφα καί κατακάθιζαν στον τόπο. ΟΙ δρ- Λ χοντες πολεμούσαν νά ξεσηκώσουν τον ενθουσιασμό τού λαού καί κάπου - κάπου ί τό πετύχαιναν, μά ύστερα ξαναγύριζε τό μυαλό τους στήν ακρίβεια των τροφίμων V καί στήν τεχνητή έλλειψη σάν νά μήν έδινε τίποτα πιά ή γή, σάν νά ξεράθηκαν, ί νά πέτρο)σαν τά χωράφια. Πολλοί μιλούσαν γιά πόλεμο καί τον βρίσκανε σάν διέ- I ξοδο από, τό χάος. Ακριβώς οπο)ς τότε. Τά ίδια γεγονότα, πού θαρείς τά κατεύθυ- ναν οί ίδιοι αθέατοι άνθρωποι. Κανένας όμως στο βάθος δέν τον ήθελε αυτόν τόν ' - πόλεμο γιατί καί ή νίκη του ακόμη θά έφερνε καταστροφή καί μεγαλύτερη πείνα έκτος άν έοριχναν πολλά λεφτά οι αθέατοι άνθρωποι γιά νά ξεχάσει ό λαός. Ό Αρχίλοχος έμεινε αναποφάσιστος σ έκεινο τό πανδαιμόνιο τής άντινο- μίας. Τά γεγονότα τόν έβρισκαν χωρίς νιάτα καί αυτό άνοιγε πληγή στήν ψυΐ χη του., Μά δταν έφτασε ή ώρα, παρουσιάστηκε κι αυτός γιά στράτευση. Τ ί νά σέ κάνουμε έσένα; Έσύ δέν είσαι πού πέταξες τήν ασπίδα; ρώτησε κάποιος νεαρός. ι Σιωπή, τόν έκοψε ένας άλλος. Ξέρεις ποιος είναι αυτός; Ό Αρχίλοχος δέν μίλησε. Τραβήχτηκε παράμερα αφήνοντας τούς δυό στρα- \% τιώτες νά κουβεντιάζουν. I -Κι από εκείνην καλύτερη θ άποχτήσω... «Ά σπίδι μέν Σαΐων τις άγάλλε- % ται, ήν παρά θάμνο) έντός άμώμητον κάλλιπον ούκ έθέλων. Αυτός δ έξέφυjc γε θανάτου τέλος. Ά σπις έκείνη έρρέτω. Έ ξαύτις κτίσομαι ού κακίω». Βάζει φωτιά στήν καλύβα του γιά νά μή μείνη σημάδι άπό τό πέρασμά του. Δέν είχε καμμία έπιθυμία πιά ό άνθρο)πος πού τόσο ταλαιπωρήθηκε δλα του τά \ΐ χρόνια. Φορτώθηκε τό δόρυ καί μπήκε στά καΐκια μαζί μέ τούς νέους πολεμιστές. Π άρο πάλι έφευγε κι άγνάντευαν τις πέτρες τής Νάξου. i Τρίτη μέρα τής απόβασης καί τού πολέμου. Βέλη γιόμισαν τόν άγέρα. Τά ΐ άλογα αφηνιασμένα φρούμαζαν βαρβάτα. Τρέχανε στήν άντάρα καί στήν παρα/- ;ζαλη ανυποψίαστα φέρνοντας στή ράχη τους αγριεμένους στρατιώτες πού άνε-

122 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» μίζουν βαριές σπάθες καί τις κατεβάζουν δεξιά κι αριστερά. Σκόνη καί νικηφόρες φωνές και οίμωγές ανατάραξαν τό απλωμένο τοπίο. Σκιές άπάνο) από τις περικεφαλαίες, οι γιαλιστερές ρομφαίες. Ό κουρσάρος δεν φοράει σιδερένιες ασπίδες. Αλαφρύς καί ωραίος. Κουρσάρικο ζουνάρι στη μέση. Ξαναμμένος, ούτε βλέπει, ούτε ακούει. Τραβάει ανάμεσα από τους οπλίτες άνεμίζοντας τό κοφτερό σπαθί. Έ ν α ς καβαλάρης τρέχει καταπάνω του. Ό Αρχίλοχος σηκώνει τη σπάθα καί χτυπάει μέ δύναμη τό κεφάλι του άλογου καί τού ανοίγει στα δυο τό κρανίο. Τό ζώο γονατίζει και ό άνθριοπος έξαλλος ξανασηκώνει τη σπάθα νά χτυπήει τον καβαλάρη πού έχει πεζέψει. ΤΗταν αργά. Β αριά ή σπάθα τού εχθρού πέφτει στο κεφάλι τού Αρχίλοχου. Ό ξεπεζεμένος καβαλλάρης ερριξε στερνή ματιά στον σκοτωμένο στρατιώτη μέ τό κόκκινο ζουνάρι και ορμησε στη φωτιά τής μάχης. Καλένδα, ξέρεις ποιόν σκότο>σες; ακούσε βροντερή φωνή. Σιωπή. Ό Ιαμβογράφος Αρχίλοχος δεν θά ξαναγράψει ποτέ. Καλένδα τού Κόρακα, νά σέρνεις μαζί σου τις τύπεις, έρινύες, γι αυτόν τό φόνο. Ή φωνή ακούστηκε δυνατή σάν βροντή. Ή μάχη κόπηκε λίγα λεπτά μόνο καί ξανάρχισε. Κανείς δεν είδε τό στόμα πού ξεστόμισε τή φριχτή κατάρα. Τήν έφερνε τό δάσος, τό βουνό, ή θάλασσα, ό ουρανός; Ή νύχτα ήρθε και ή μάχη σταμάτησε.λίγες φωτιές άναψαν γιά νά στεγνώσουν τά μουσκεμένα ρούχα καί νά ζεστάνουν τά κουρασμένα κορμιά... ] Ο ΣΟΦΟΣ,, Σοφέ μου, τά λυχνάρια σου, λάδι τ άναστεμου σου προσμένουνε τρεμόσβηστα καί Σύ, σοφά σκυφτός Σέ βρίσκουν τά χαράματα στά πλάτητα τού νού Σου καί Σου ξυπνά τό λήθαργο μιας ηλιαχτίδας φως. Τό φως πού μιά άστρόφεγγη νεράιδα σάν αυγή ξεδιάλυνε τά θολωτά τόνείρου Σου τά κάστρα κ ι έφερε ανεμόδαρτη στού Χρόνου τή σιγή παρήγορα μηνύματα τής Σκέψης σου άπ τ άστρα. Κι* από τό βάθος τής ψυχής βλασταίνει οδηγός τό φως πού τις ελπίδες μας τις κρύες άνασταίνει σ αυτό καί στ άλλο διάβα μας, κοντά Σου νά μάς φέρνει γιά νά καιγόμαστε μαζί πατέρας κι αδερφός. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΤΣΙΓΑΡΗΣ

123 ΓΥΡΙΣΜΟΣ Ξαναγύρισα στόν τόπο πού μέ γέννησε καί κατηφόριζα... μ άνείπωτη λα χτά ρα άναζητοϋσα όλομόναχος τις στράτες πού χρόνια ά γά πες άκριβές σιή θύμησ έκρατοϋσα. Γύρευα ένα δεντρί στό πρώτο κλωθογύρισμα τό πεζούλι στήν ξώθυρα, τό παχνί τής άγελάδας μας, τό καλύβι τ άσπρου μου σκύλου, μ όλλοίμον ολα χαμένα, τής μνήμης μου γνώ ριμα. Α δέρφι, έγειρε του σπιτιού μας ή στέγη μέ τίς βαρειές πέτρ ινες πλάκες, Χάσκουν τά ξύλινα ζωνάρια πάνω άπ τό τζάκι,, είναι πικρός ό χαλασμός μ ες τήν ψ υχή. Προσπάθησα κι έφθασα στό μεσιανό παραθύρι* έκεϊ πού τότε, τ άγια τής μάνας μας χέρ ια στήν πλατειό ζεστή άγκαλιά της μάς έσ φ ιγγα ν Kai τό παραμύθι του γυρισμού τού πατέρα ά π τά ξένα, μάς έλ εγ ε, μ ά π άλλοίμονο ποτέ δ έν μάς ήρθε... Ξαναντίκρυσα τ άσπρο ποτάμι, τίς πλα γιές, τά λειβάδια τά πράσινα, τήν βρυσούλα, μέ τό ξωκκλήσι στό σύδεντρο. ΤΗρθαν χ α ρ ές κ ι ά γά πες παληές, τής ζωής μου τά θέμελα. Μέσ τό γλυκό μ όνειροπόλημα, κορυδαλός άπρόσκλητος στό γκρεμισμένο πρεβάζι, άνάλαφρα ήρθε κι έκατσε του γνέφ ω νά φ ύγη κι αύτός, κελαϊδησμούς μακρόσυρτους άρχινάει... θάταν λέω άδέρφι γιά τόν κόσμο πού έφ υγε, θάτα ν γιά τή μάννα πού στά ξένα έθάψαμε, θ ά τα ν τού τόπου μας πικρομήνυμα, Πού τώρα στόν ξεψ υχισμό του διαβαίνει. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΖΙΑΓΧΟΣ

124 Χ Ρ Υ Σ Α Ν Θ Η Σ Ζ ΙΤ Σ Α ΙΑ Σ ΤΟ ΚΕΝΤΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΙΧΑΣ (Διήγημα) Γιά τό Γ εφ ύ ρ ι τή ς Τ ρίχα ς, λίγο πολύ, δλοι κάτι έχουμε άκουστά. ΤΗ ταν λ έ ν ε έκ εί στον Π όντο άλλα κα νένα ς δέν ξέρει που άκριβώς. Π αντού μπορεί νά υπάρχει ένα γεφύρι, πάνω άπό τό ποτάμι τής ζωής, νά ένώνει καρδιές κι επ ο χ έ ς και πάντα μπορεί νά τό παρασύρει τ ορμητικό ρεύμα. Χρόνια καί χρονάκια τό έχτιζαν, τό στοίχειο3σαν μέ τό αίμα τους γενιές καί γενιές κι ύστερα ξαφνικά, εξαφανίστηκε μαζί μέ τϊς Χαμένες Πατρίδες, μέσα σέ μια πηχτή νύχτα πού την κατεργάζονταν οι πιο σκοτεινές, μυστηριακές δυνάμεις. Μά οί άνθρυιποι πού τό στέριωσαν και τό τραγούδησαν, τό έκλεισαν στην καρδιά τους, τό έφεραν μαζί τους ιερή παρακαταθήκη, σύμβολο τής γής τους κι ένώ νο υ ν τό χτες μ έ τό σήμερα, τά περασμένα μέ τά μελλούμενα. "Α λλο γεφ ύ ρ ι μέ τό ίδιο όνομα βρίσκεται στα παραμύθια μας. Τούτο είναι κατασκευασμένο άπό μια μονάχα τρίχα κι είναι άθέατο. Μιά τριχούλη όλη κι όλη, πού νά τή σημαδέψεις καί πώς νά τήν πιάσουν τά μάτια σου; Αύτό τό περνούν οί άντρειωμένοι, γιά νά σκοτώσουν τό δράκο κι οί έροπευμένοι για νά έλευθερό)σουν τή ν πεντάμορφ η, κλεισμένη σέ κάποιον σιδερόφραχτο πύργο, άνάμεσα ζίοής καί θανάτου. "Ενα τέτοιο επικίνδυνο γεφύρι, στήνει κρυφά γιά τόν καθένα ή μοίρα, καί χρειάζετα ι κάποτε, άλλος μιά φορά, κι άλλος π ε ρισσότερες νά τό περάσε ιστή ζωή του. Ναί, νά περπατήσει πάνοι σέ μιά τρίχα, έτοιμη νά κοπεί άπό στιγμή σέ στιγμή, ενώ κάτωθέ του θά κυλάει άφρισμένο ένα ποτάμι. Καί τό διαβαίνουν, χοιρίς νά είναι ούτε άντρειωμένοι. ούτε ερωτευμ ένοι. Ε ίνα ι άπλά καί τα πεινά μόνον άνθρωποι, κι όλα μπορούν καί τά περ νούνε. Ακόμα καί τής Τ ρ ίχα ς τό γεφ ύ ρ ι! 'Εδώ στή δική μας ιστορία δέν έ χο υμ ε τέτοια προβλήματα. Κι άν θυμηθήκαμε τά γεφ ύρ ια, είναι γιατί σ υ γγενεύουν στ όνομα. "Ισω ς καί σέ μερικά άλλα άκαθόριστα σημεία, πού ύποσυνείδητα μας έσπρωξαν νά ξεστρατίσουμε άπό τό θέμα. Έ δώ έχουμε τό «Κέντημα τής Τρίχας». 'Έ να κέντημα χίυρις συμβολισμούς καί βαθύτερα νοήματα. Μά καί πάλι, μπορεί κι έτσι, μπορεί κι άλλοιώς. Ό καθένας όπως θέλει τό παίρνει, τ άπλώ νει όσο φτάνουν τά χέρια του, στοχάζεται δ,τι τόν βολεύει. Ό καθένας φ τιάνει τό δικό του τό κέντημα, βελονιά, βελονιά, άνάλογα μέ τήν ύπομονή καί τήν άντοχή του, άκόμα κι όταν δέν έχει τις κλωστές. 'Ό πω ς ή κόρη τής ιστορίας μας πού δέν είχε τά μέσα γιά ν άνιστορήσει όσα ή καρδιά τη ς ποθούσε κι όσα ό νούς της έπλαθε. Πώς νά τήν έλεγα ν καί άπό ποιό μέρος νά ήταν; Δέν τό ξέρουμε, όπως δέ γνο3ρίζουμε, πώς τούς έλεγα ν κι άπό πού ήταν οί θεόπνευστοι έκεϊνοι άγιογρά φ οι μοναχοί, πού ζω γράφ ιζαν τούς τοίχους έκκλησιών, μ άπαράμιλλη τέχνη. Κλεισμένοι μήνες έκεί μέσα, μόνον αύτοϊ καί ό θεός. Συνομιλούσαν μέ τό "Α ναρχον Π νεύμα μεταρσιωμένοι, ξεχνώ ντας κι οί ίδιοι ποιοι ήταν καί πώς τούς έλεγαν. Μ ήπως αύτοί είχαν χρώματα, καί μήπως τούς είχε διδάξει κ α ν έν α ς; Μ όνοι τους τά επινοούσαν, οδηγημένοι άπό τήν ιερή φλόγα πού

125 «ΗΠΕΙΡΏΤΙΚΗ 569 λαμπάδιαζε μέσα τους καί φώτιζε γύρω τους. Τίποτε δέν είχαν καί τίποτε άλλο δέν ποθούσαν, παρά μόνον νά δώσουν έκφραση σέ μιά θεία παρόρμηση πού τούς κυβερνούσε, νά φυσήξουν πνοή στά άψυχα άντικείμενα, κι άπά τή φθαρτή ύλη νά πλάθουν τήν άφθαρτη ιδέα, τήν αιώνια ζωή. Τό έ;ργο τής Τέχνης. Μόνον αύτό και γ ι αύτό.../ά λ λ ο πάλι έπεσε στή μέση καϊ λοξοδρομήσαμε. Οί άγιογραφίες... ήμαρτον θ ε έ μου. Λές και ζητούμε αφορμές νά γλυστρήσουμε άπό τό θέμα μας, λές και φοβόμαστε νά πιάσουμε στά χέρια μας τό κέντημα τούτο, τής υπομονής. Αλλά ή κόρη έκείνη ξύπνησε απόψε μέσα μας, μιλάει στις αισθήσεις μας, τρυπάει )ΐέ τό βελόνι τήν καρδιά μας, κι δλο ξεδιπλώ νει μπροστά στά έκ- "/ πληκτα μάτια μας, τό θαυμαστό έργο της, περιμένοντας τον καλό τό λόγο. Τό έργο πού ίσως ό καθένας μας νά είχε ποθήσει νά τό δημιουργήσουν τά χέρια του, έοτοι κι άν τού στοίχιζε τόσο άκριβά, μά πού δέν είχε τή δική της θέληση και τό δικό της μεράκι. "Ας θαυμάσουμε τουλάχιστον κι άς έγκωμιάσουμε τά έργα των άλλων, κάτι είναι κι αύτό. Καί έδώ, σ αύτήν τήν περίπτωση, ποιοί άλλοι θά ήταν σέ θέση νά έκτιμήσουν καλύτερα τήν άξια του; Ά, τό κάθε πραγμα θέλει τόν ειδικό του. "Αλλον νά τό δημιουργήσει, άλλον νά τό κρίνει, 7 κι άλλον νά τό καταλάβει, νά τό νοιώσει ή καρδιά του και νά τ αγαπήσει. Τά μυστικά τής κάθε τέχνη ς είνα πιολλά κι ένεργοϋν πάνω μας ανάλογα καί ποι- I κιλότροπα. Κι αύτό τώρα τό έργόχειρο, θέλει κάποια από τις- παλιές πεπειραμένες του τελάρου και τής ψιλοβελονιας. Τϊς τεχνίτρες του Κυπραίικου, τής ί βυζαντινής, του άνεβατού, του φ ιλτιρέ, τής ρίζας, τής σταυροβελονιάς καϊ ά λ λων μ άλλα ονόματα και ξεχωριστή χάρη. Νά γνω ρίζει καλά δλα τά π ε ρ ίτ ε χνα σονέττα τής βελόνας, τ ανθόκλωνα του κροσέ, τά λυρικά άσπροκέντητα, τις ατλαζένιες μπαλλάντες. Κι εύτυχώς, τούτο έπεσε σέ καλά χέρια, πάνω στήν περίπτωση. "Ο λα συνηγορούν κι δλα συμβάλλουν γιά τή σωστή του παρουσίαση και τήν π ερ ιγρ α φ ή τής όμορφιας του. Λοιπόν ή κοπέλλα πού δέν είχε κλωστές κι είχε τό μεράκι, άρχισε τό κέντημα μέ τά ξανθά μαλλιά της. Μ αύτά έκανε, ιμηλά στήν άκρη τόν ήλιο νά ανατέλλει καϊ νά σκορπάει τις αχτίδες του, πάνω από στεργιές καϊ θάλασσες. Πήρε θάρρος, καϊ κουράγιο. Ά ν ε ίχ ε κι άλλα μαλλιά, θά κανε κι άλλα σ χέδια. Τότε πήρε τούς δρόμους κι άπό πόρτα σέ πόρτα, παρακαλούσε καϊ μάζευε τό πολύτιμο υλικό. Π ήρε άπό τά χαρούμενα τής νιόνυφης, άπό τά χιονάτα τής γερόντισσας, τά καστανά τής λ υ γερ ή ς, τά κόκκινα τή ς Έ βρα ιοπούλα ς, τά βαμμένα μέ κινά τής τουρκοπούλας, τά πυρόξανθα τής λιογέννητης. Τ ής έδωσε κι ή γοργόνα τού γιαλού γαλάζια, κι ή νεράϊδα πράσινα... Ακόμα κι ή Β ερ ε νίκη χαμήλωσε μιά νύχτα καϊ τής έρριξα λίγα άπό τήν έβένινη κόμη της, μετά ή σελήνη λίγα ασημένια κι ή πούλια τής αυγής, δυο - τρία άχτιδωτά μπουκλάκια. Κι ή τριανταφυλλιά λένε πώς τής χάρισε μυρωμένα, ή γαρυφ αλλιά, ή. βιολέττα καϊ πολλές άλλες πού δέν τις βάζει ό νούς μας μά πού ή κόρη τϊς ξετρύποισε, τις παρακάλεσε καϊ πήρε λίγον άπό τό θησαυρό τους. Γύρισε μέ τό σακκούλι γεμάτο, κλείστηκε στό σπίτι της κι άρχισε τό έργο. Βδομάδες, μ έ ρες, μήνες, νυχτοξημερώνονταν ξομπλιάζοντας πάνω στό τελάρο, δλη τήν ό-, νειροφαντασιά της καϊ μαζί καϊ τ όνειρο, τόν καϋμό καϊ τό μύρο τής κάθε.; μιας πού τής έδωσε έστω καϊ μιά τρίχα. «Κεντάει τόν ουρανό μέ τά λαμπρά του αστέρια. Τής γης μέ τά πολλά καϊ τά ωραία?ωυλοΰδια. Κεντάει κι ενα βουνό ψηλό βουνό και μέγα...». ηί \? *» u ί -r ί ' S,!ι!!ί

126 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Μόνοι τους ακάλεστοι ήρθαν οί στίχοι του Κρυστάλλη νά βοηθήσουν στην περιγραφή. Νά τό είδε μήπως ό ποιητής εκείνο τό κέντημα κι έμπνεύστηκε τό θαυμαστό τρ α γού δι; θ ά του τό έδειξε ή Μούσα μέσα στά ποιητικά του ο ράματα. «Ποτάμι σιγαλό και φιδωτό ξομπλιάζει Μέ δάφνες, μέ μυρτιές καί μέ δασιά πλατάνια Μ αηδόνια μέ φωλιές καί στο πανοόριο ξόμπλι Τον φλοίσβο τού νερού θαρρείς κι άκούς, τής δάφνης Τον μύρο, τής μυρτιάς θαρρείς ότι ανασαίνεις...». Παρακάτω λέει ό ποιητής κι έτσι Θδναι ασφαλώς κέντησε κι ένα ω ραίο ελάφι πού πήγαινε νά πιεί νερό στην άκροποταμιά καί τό σαΐτεψε καί τό σκότωσε ό άσπλαχνος κυνηγός. Ο ύτε έτρωγε, ούτε κοηιότανε, δλο δούλευε σκυμμένη, συνεπαρμένη, ά- κούραστη. Κι όλο έλυοινε τό κερί πού τό λυώ νει ή ίδια ή φλόγα του. Ή κόρη κεντούσε κι ό κόσμος βούϊζε. θ έ λ ε ι καί πολύ νά ξεσηκωθεί ό κακός ό άέρας; Τ ί κλείστηκε καί χάθηκε άπό τον κόσμο; Τί τά ήθελε τόσα μαλλιά; Γνοχττή ή πρόλη ψ η γιά τά μ άγια καί τό ρόλο των μαλλιώ ν γιά τήν κατασκευή κι επ ι τυχία τους. ΙΥ αύτό οί γυναίκες έκαιγαν ή έθαβαν τ άποχτενίδια τους, νά μή τά βρούν καί τούς κάνουν κακό. Λόγος τό λόγο, άπλιυθηκε τό σύννεφο, άναστατώθηκαν οί ψ υ χ ές, τρόμαξε ό κόσμος. Ά π ό ποιές πή ρε: Πού νά λογαριάσεις; Κι δλο άπό τίς όμορφες- Κι εκεί πού ή κόρη δεν πάτησε, ούτε τήν άντίκρυσαν, ούτε ήξεραν τίποτε, πήγε ό φόβος. "Αν έτυχε σέ μερικές καμμιά κακοτυχία, εκεί τήν άπόδωσαν. «Μ αγίστρα είναι, κάνει μάγια, θά μας καταστρέψ ει. Είπαν καί λίγοι πώς θέλει σκότισμα, γιά νά σταματήση τό κακό, πριν τούς πιάσει όλους. Τίποτε δε μάθαμε κι ούτε παίρνουμε βάρος στήν ψυχή μας. Ή κεντήστρα βρέθηκε μιά μέρα πεθαμένη μέ τή βελόνα στο χέρι καί μ' ένα μειδίαμα ύπέρτατης εύτυχίας δίπλα στο εργόχειρο. Δέν έλειπε καμμιά, βελονιά. Μόνον τήν τρίχα δέν είχε προφτάσει νά κόψει. Πάντα μένει μιά κλωστή άόρατη τρίχα νά τήν πάρει ένα άλλο χέρι καί νά άρχίσει κάποτε ένα δικό του κέντημα. Είπαν πώς τήν έπνιξαν τά ίδια τά μάγια της. Ό μ οχ; όλοι τήν έκλαψαν τήν άξια τεχνίτρα, κι δλοι θαύμασαν τήν πλουμιστή ζωγραφιά της, πού φάνταζε σάν νά μή τώπιασαν χέρια. Τό πήραν στήν έκκλησία καί σκέπασαν τήν "Αγια Τράπεζα. Π α ινεύ ο ντα ν γ ι αύτό καί τώ δειχνα ν μέ καμάρι στούς ξένους. Έ π ειτα τό είδαν καί περισσότεροι. Τον περασμένο αιώνα βρέθηκε σέ μιά έκθεση στήν Α θήνα. Έ λ α μ π ε σάν τον αύγερινό, άνάμεσα στ άλλα έργόχειρα. Έ τσι δπως «δταν βγαίνει ό αύγερινός όλα τ άστρα χλωμιάζουν». Πήρε τό πρώτο βραβείο. Τό καρφίτσωσε πάνω του, μ έ τά κρινένια της δάχτυλα, μιά νεαρή τότε βασίλισσα, Ό λ γ α τήν έλεγα ν. Ή ίδια τού έδωσε τό δνομα «Τό κέντημα τής Τρίχας» κι έτσι έ γ ιν ε γνοκπό, κι έμ εινε σάν μύθος. Σ το ν τόπο του δέν ξαναγέμισε κι ούτε ξαναφάνηκε πουθενά. Κανένας δέν τό είδε πιά. Ούτε κι έμείς πού τό περιγράφουμε. Μιά ηλικιωμένη Αθηναία πού ήταν στήν έπιτροπή τότε τής βράβευσης, μού τά διηγήθηκε δταν ήμουν άκόμα μικρή, καί τό πίστεψα. Οί ή- λικιωμένοι στή μακρά πορεία τής ζωής τους πολλά βλέπουν καί πολλά άκούν, πώς νά μή τούς πιστέψουμε; 'Ό λ α γίνονται στον άπάνω κόσμο. Κι δταν τά έγγόνια ρωτούν τή γιαγιά γιά τόν Μαρμαρωμένον «Τόν είδες μέ τά μάτια σου γιαγιά τό βασιλέα;» κι αυτή τούς αποκρίνεται «Ναι παιδάκια μου τόν είδα σάν καί χθές... καί π ά λι θά ξυπνήση...», πώς νά μή τήν πιστέψ ουν;

127 ΣΠΥΡΟΥ ΚΟΚΚΙΝΗ IQAKNIHA, Η ilkevmatikh IIPQ TEV O M TOf ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Ή Ήπειρος είναι μια εποποιία των ματιών. Ταξιδεύουμε πάνω σέ μια πέτρινη ραχοκοκκαλιά, εναν απρόσιτο όγκο πού διακλαδίζεται στο σώμα τής Ε λ λάδος. Βουνά άγρια, δασωμένα, ανυπότακτα. Φαράγγια καί ξερό χώμα. Κοιτάζουμε τούτες τις αιώνιες ρυτίδες των βουνών. Μοιάζουν μέσα σ αυτή την ήρωϊκή συμφωνία τής πέτρας μέ τις ρυτίδες τού πόνου στα πρόσωπα τών ανθρωπιον τής Ηπείρου πού γεμάτοι αγνότητα, υπομονή και εγκαρτέρηση μάς χαιρετούν και μάς καλίοσορίζουν. Εδώ ό ταξιδιώτης βρίσκει τήν Έλλαδα στήν πιο αρρενωπή έκφρασή της. Ή Ηπειρωτική πρωτεύουσα είναι μια ήσυχη πολιτεία. Ξαπλωμένη στις όχθες τής Παμβώτιδος λίμνης αναπαύεται φορτωμένη ένδοξη Ιστορία. Ό λαϊκός στίχος θέλει τά Γιάννινα «πρώτα στ άρματα, στα γρόσια καί στα γράμματα» καί δεν υπάρχει αμφιβολία πώς τούτη ή πολιτεία στάθηκε για αιώνες ή πνευματική πρωτεύουσα τού νέου έλληνισμού. Εμείς όμως ταξιδιώτες χωρίς διδακτικές προθέσεις κουβαλάμε στήν ι ωχή μας τον θρύλο τής κυρά - Φροσύνης, τής αγαπημένης τού Μουχτάρ πασά, τή δίψα εκείνου τού «λεκανομάντη καί άστρολόγου» καλόγερου Διονύσιου τού Σκυλόσοφου, τό μαρτύριο τού Καπετάν Βλαχάβα και τού Μεθόδιου Ανθρακίτη, τό πάθος και τή δόξα τού Λορέντσου Μαβίλη. Οί μιναρέδες τών τούρκικων τζαμιών ραμφίζουν τον ουρανό. Τό νησί καταπράσινο κολυμπάει στ ανοιχτά. Τά έρείπια τού κάστρου ανασαίνουν μιά μυρωδιά υγρασίας καί σαπισμένου χόρτου. Ποιος υποπτεύεται μέσα σ αυτή τήν άκρα σιωπή τής νύκτας τό παραμύθι τών Ίωαννίνων; Διαβάζουμε τούτον τον φιλόκαλο Εγγλέζο, τον Λήκ, πού ταξίδεψε στα χώματα τής Ηπείρου πριν τήν Επανάσταση καί ιστόρησε στά βιβλία του τό πνίξιμο από τον Ά λή πασά τών όμορφων γυναικών καί τής κυρά - Φροσύνης: «Σ χετικώ ς μέ τό περίφ ημον ττνίξιμον, τή ν Θηριώδη αυτήν πρ α ξιν ή ό ποια δεικνύει πρώτον εις τούς ύπηκόους του Ά λ ή μ έχρι ποιου σημείου σκληρότητος, ή άνοικτίρμων διάθεσίς του ήδύνατο να τύν όδηγήση, έλαβον τάς ακολούθους πληροφορίας: αί γυναίκες μετεφέρθησαν εις τήν όκκλησίαν του αγίου Νικολάου εις τό βόρειον ακρον τής λίμνης. Έ χά θη όμως πολύς χρόνος διά νά συναθροιοθούν και έγ,ημέρωσε πριν εύρεθοϋν πλοιάρια εις τήν νήσον, ένώ οί ψ αράδες ήρνουντο νά βοηθήσουν χω ρίς έγγρ α φ ο ν διαταγήν. Τοιουτοτρόποίς, έπειδή ή τουρκική συνήθεια άπαιτεϊ όπως σκότος προστεθή είς τον τρόμον τού τρόπου αύτοϋ τής τιμωρίας, άνέδαλον διά τα έπόμενα μεσάνυχτα, καί κατά τή ν διάρκειαν τή ς άγρίας θ υ έλλη ς, τόσον ου-

128 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» νήθους εις τά Ιω ά ννινα, αί γυ να ίκ ες έπεβιβάσθησαν εις πέντε ή έξ πλοιάρια, χωρίς νά τάς χώσουν είς σάκκους, κατά την συνήθειαν είς Κωνσταντινούπολιν, και οί Αλβανοί ήναγκάσθησαν νά μεταχειρισθοϋν βίαν, δτε τά θύματα προσεπάθουν νά συγκροτηθούν εις τά πλάγια των μονοξύλων. Ή Φροσύνη ήτο άνεψιά τού επισκόπου Γρεβενών <καί ηλικίας 28 ετών. Λέγεται δτι ήτο πνευματώ δης και πολιτισμένη καί φαίνεται δτι είχεν άναζήσει εις αύτήν ό άρχαίος χαρακτήρ τής έταίρας. Οι Ίω α ννίτα ι ομιλούν μέ ύπερηφάν εια ν και στοργήν π ερ ί αύτής καί φ αίνεται δτι θεωρούν τήν ΰπαρξιν παρομοίου προσώπου είς Ιω άννινα ώς άπόδειξιν τής ύπεροχής αύτών καθ δλην τήν Ε λ λ ά δα, είς πολιτισμόν, δπως δχι όλιγώτερον είναι ένα βιβλιοπωλείον είς τό παζάρι και τά δύο αύτών λύκεια διά τήν έκπαίδευσιν. Τά θύματα ήσαν εν δλω 17, έκ των οποίων πέντε ή έξ μόνον ήσαν τής άνωτέρας τάξεως. Τά πτώ ματα δεν π ερ ισ υνελέγη σ α ν δλ α επί πο λλά ς ήμέρας...». Αυτά στα Ό Α λή πασάς κυβέρνησε τά Γιάννινα άπό τδ 1788 εως τό Ή τανε θηρίο - δχι άνθρωπος. Ό Γάλλος πρόξενος στην αυλή του, ό Πουκεβίλ, πού τον γνώρισε άπδ κοντά, μάς τον περιέγραψεν έτσι: «Μέσα άπό τήν σκιά διέκρινα τις λάμψεις των ματιών του, παρατηρούσα τις σπασμωδικές κινήσεις του, ακουγα τις φαινομενικά άόριστες, γεμάτες δ- μως π α νο υ ρ γία κου βέντες του. Κουνιόταν, γελούσε, μιλούσε καί καμμιά λ έ ξη άπό μ έρους του δεν ήταν χω ρίς νόημα. Αυτή ή συνάντησις στάθηκε αρκετή γ ιά ν ά καταστρέψ ει ένα μέρος άπό τις ψευδαισθήσεις πού είχα δημιουργήσει. Ό Αλή πασάς δεν ήταν μήτε θησέας, μήτε Πύρρος, μήτε ένας γέροντας πολεμιστής γεμάτος ούλές. Πλησίαζε τά εξήντα* τό άνάστημά του πού δέν ξεπερνούσε τό 1,60 είχε παραμορφωθή άπό τό ύπερβολικό πάχος. Τό πα ιχνίδισ μ α τή ς φ υσιογνω μίας του, ή λάμψ ις τώ ν μικρών γαλάζιω ν ματιών του, τού έδιναν τό φοβερό προσωπείο τής πανουργίας ενωμένης μέ τήν άγριότητα..». Μπαίνοντας στο κάστρο συναντούμε τήν όδδ «Κυρά Βασιλικής» κι άπό τήν δυτική πλευρά τής λίμνης τό εξοχικό κέντρο «Ή κυρά - Φροσύνη». Δέν μπόρεσα νά καταλάβω, μά τήν άλήθεια, τούτο τό μακάβριο τουριστικό χιούμορ! Τριγυρνούμε στά ίδια σοκάκια πού περπάτησε κι ό Πουκεβίλος. ό Φραντζέζος Π ρόξενος. Τά Γιάννινα, δσο κι αν ξανάνοιωσαν, έχουν τό ύφος τής τουρκοκρατίας. Θέλω νά πώ μέ τούτο πώς είναι μιά μνήμη πικρή. Κι ό Τεπελενλής, δσο κι αν θέλουμε νά τον ξεχάσουμε, μιά ζωντανή παρουσία. Θυμόμαστε εκείνο τό παλληκάρι, τον παπά - Θύμιο Βλαχάβα πού μαρτύρησε στην αυλή τού σεραγιού 38 χρονώ, λιοντάρι τής λευτεριάς τού Γένους, στά Πάλι ό Πουκεβίλ διηγείται: «Σ τά Γιάννινα, δεμένο σ ένα πάσσαλο στήν αύλή τού σεραγιού, ξαναεϊδα τον Ε ύθύμ ιο Βλαχάβα, πού τον είχα συναντήσει άλλοτε στήν Π ίνδο μαζί μέ τούς στρατιώτες του. Οί καυτερές άκτίνες τού ήλιου χτυπούσαν τό μπρούτζινο κεφ άλι του, πού περιφρονούσε τον θάνατο, καί άφθονος ιδρώτας έτρεχε άπό τά πυκνά του γένεια. Έ γνώ ριζε τήν τύχη του* καί πιό ήσυχος

129 f l Λ: άπό τόν τύραννο (ηδονιζόταν μέ την Ιδέα ότι θά χύση τό αϊμα του, σήκωσε προς τό μέρος μου τά μάτια του γεμάτα γαλήνη, σάν νά άποζητουσε τήν μαρτυρία μου στόν θρίαμβο τής ύστατης ώρας του. Τήν είδε νά πλησιάζη, τήν ώρα αύτή τήν φοβερή γιά τόν κακό, μέ τήν ήρεμία του δικαίου. 'Ένοιωσε, χωρίς νά άναρριγήση, και δίχως νά παραπονεθή, τά κτυπήματα των δημίων* και τά μέλη του, πού τά έσυραν μέσα άπό τούς δρόμους τής πολιτείας, έδειξαν στους τρομαγμένους Έλληνες τά ύπολείμματα τού τελευταίου καπετάνιου τής Θεσσαλίας...». Απ όλες αυτές τις ιστορίες τού παλιού καιρού μένει τώρα ό έρημος όντας στα κελιά τής Μονής 'Αγίου Π αντελεήμονος, στο Νησί, γιά νά θυμίζει πώς έδώ βρήκε τό τέλος πού τού άξιζε ό τύραννος των Ίωαννίνων. Ή πνευματική ανθοφορία πού σημειώθηκε στά Ιωάννινα σ όλη τήν διάρκεια τής σκλαβιάς, έκανε ξακουστή τήν πάλι. Ό Νεόφυτος Δούκας έλεγε:?' ' Μ *<». ΐ. f. 4. «Κατά τόν 18ον αιώνα δσοι έχρημάτισαν Έ λλη νες συγγραφείς υπήρξαν ή Ίωαννϊται ή μαθηταί τής των Ίωαννίνων σχολής». Καί δέν είχε άδικο. Τό φαινόμενο αυτό εχει στενή σχέσι μέ τήν υλική ευημερία τής πόλεως. Από τόν δωδέκατο ακόμη αιώνα ό Βενιαμίν ό έκ Τουδέλης σημείωνε στο οδοιπορικά του πώς τά Γιάννινα ήτανε «πόλις άκμάζουσα καί εύημερούσα». Καί οί Άγγλοι περιηγηταί Spon καί W heeler, πού έπεσκέφθηκαν τά Ίωάνινα τό 1660, κάνουν μιά πολύ τιμητική μνεία όχι μόνον γιά τήν έμπορική ακμή τής πόλεως, αλλά καί γιά τά θαυμάσια εκπαιδευτικά της ιδρύματα. Ό Garnier, Γάλλος Πρόξενος στην Ή πειρο τό 1695, βάζει τά Ιωάννινα στό ίδιο επίπεδο μέ τήν Μασσαλία καί γιά τόν πληθυσμό καί γιά τό εμπόριό τους. Τόν 15ο καί 16ο αιώνα άναφέρονται τά πρώτα σχολεία, τό 1520 ό δάσκαλος Μανασσής Πλέσσας, τό 1550 ανθεί ή σχολή τών Φιλανθρωπηνών. Σ τις αρχές τού Που αίώνος ακμάζει ή σχολή τού Έπιφανείου, τό 1677 τού Εμμανουήλ Γκούμα, αργότερα ή Μαρουτσαία. Μιά ουραία καί μαρτυρική μορφή τού νεοελληνικού : διαφωτισμού είναι καί ό Μεθόδιος Α νθρακίτης πού διώχτηκε άδικα από τό Π α τριαρχείο σάν αιρετικός καί εξοντώθηκε... Στήν κεντρική πλατεία τό πυργωτό ρο?ωι χτυπάει τίς ώρες. Στό βοριά τό I Μιτσικέλι, σκυθρωπό. Βορειοανατολικά οι κορφές τού Περιστεριού, χιονισμένες. Νοτιώτερα τά Τζουμερκιώτικα βουνά. Καί ή λίμνη ένα μικρό λυρικό στίγμα!; στήν πέτρινη συμφωνία τών βουνών. Τά Γιάννινα συνεχίζουν τό γύρισμα τής άνέ- 1%μης τού παραμυθιού...

130 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» ΚΟΙΝΗ ΠΟΡΕΙΑ Μνήμη Βορειοηπειρώτη ο ας Μέ ξάφνιασε ή συντροφιά της πονεμένης αδελφής Στό ματωμένο δρόμο του χρέους καί των ελπίδων. Γυρνά, άδελφή, φτάν ίύς έδω, τί φειδία μας κυκλώνουν Κι ή άγάπη σου δεν φθάνει στην πείνα των ερπετών. Γλυκέ άδελφέ, Και πότε μόνο σ άφησα, για νά σ άφήσω τώρα; θυμάσαι; Μ άνα - άντάμα κι άδελφή - στάθηκα σάν όρφάνεψες Καλέ μου, Καϊ τώρα πού πετας ψηλά, Μαζύ σου θά πορεύομαι - φτωχά κλωνάρι Δόξας - Σ τους γαλανούς μας ούρανούς. Λ Η I.J Μ Οι προσδοκίες στέρεψαν μέσ στις ανήλιες φυλακές Τής Κρούγιας και τού Έλιμπασάν, Μά τ όνειρο δέν έσβυσε... Νέα Ύόρκη ' ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΝΟΣ Η ΠΟΡΕΙΑ Στροφή I Αντιστροφή I Νά περπατάς, νά πολεμάς... ή στράτα είν* ή ζωή μας. Μέρες καί μήνες, μήνες και χρόνια, αιώνες... Στρατόπεδο νά στήνης και ξανά νά περπατάς και νά νικάς. Ρυθμός κα'ι νόμος τής πορείας ή Ρωμάνα ντισκιπλινα. Οί νίκες γιά τή Ρώμη τή Θεά, γιά τούς θριάμβους οι ληστείες των λαών, γιά τούς θριάμβους των λαών ή συντριβή!... Νά περπατάς, νά πολεμάς κα'ι στην πατρίδα δταν γυρνάς μέ σκλάβους και μέ θησαυρούς, έρμη νά βρίσκης την καλύβα

131 f t (σαν τελείωση δ θρίαμβος) καί πάλι στους πολέμους νά γυρνάς ή κάπου τό κεφάλι ν άκουμπφς στής Ρώμης τά στενά, ό νικητής. Έσύ, τής Κιζαλπίνας, τής Τρανσαλπίνας καί τής Ίβηρίας, τού Άμίλκα καί του Αννίβα και του Πύρρου των Μακεδόνων καί των Πάρθων, πού διάβηκες τό Δούναβη και τόν Ευφράτη. Στροφή 11 Στην Άχαΐα ως φτάσαμε, μαρμαρωμένους τούς θεούς τούς πήραμε για φυλαχτά τής Ρώμης. Κάτι μικρούς, πολύ μικρούς τούς κρύψαμε και στην Εστία τούς βάλαμε για λάρητες κα'ι για πενάτες (έκεΐνοι πούχαν σπίτι ακόμα). Τούς άλλους, τούς τρανούς, τούς στήσαμε μες σέ ναούς, πού χτίσαν "Ελληνες τεχνίτες, στο Καπιτώλιο, στο Παλάτιο καί στό Φόρουμ και πέρ από τόν Τίβερη στών πατρικίων τούς κήπους. 'Αντιστροφή II Μά κάποτε σταθήκαμε* κα'ι τότε ανοίξαμε νά ίδουμε των χρόνων καί των τόπων τις άποσκευές μας. Δίχως πατρίδα, «δίχως όνειρα, - δίχως χωράφι στην απέραντη αύτοκρατορία. Αποσκευή μας ή Ροψάνα ντισκιπλΐνα κα'ι τίποτ άλλο. Καί πέσαμε νά κοιμηθούμε κατάχαμα στό νοτισμένο χώμα δίχως πατρίδα, δίχως όνειρα. Μόνο τό παραλήρημα του Σπάρτακου καί κάποια άνάσα κοιμισμένου ζώου άκουγε ή Νύχτα. ΤΑΚΗΣ ΣΙΩΜΟΠΟΥΛΟΣ

132 «Η Π ΕΙΡηΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ» Σ I Π Π Η* Τέλος καί άρχή ή μνήμη έδώ δέν έ'χει. Ά γ γ. Σικελία νός Ή σιω πή, α υ τή ή αδυσώ πητη σιω πή έπέτρω σε χω ρ ίς φ τερά κ εξουσ ιάζει τούς άτέρμονα ς ουρανούς τής όπτασίας σου, καθώ ς ά π ά ντεχα ξημέρω σεν ή βαρυχειμω νιά στο καλοκαίρι. Κ αήκανε τά τρ υ φ ερ ά βλαστάρια τις μ αύρες τις φ τερούγες τους κρεμάσανε. τ ά χελιδόνια* κ ρέπια πού σκέπασαν τό σ πίτι τή ς χα ράς. Κ οι γνώ ρ ιμ ες φω νές σβηστήκαν πού χρόνια φ ο ύντω να ν σε δροσερούς καημούς. τά λυγερά τρ α γούδια σου, δάκρυ, παγω μ ένες ρομ φ αίες στή στέγη πού λογχίζουν άνήλεα τή νοτισμένη γή* μ α χα ίρ ια στις καρδιές πού σφάζει βουβός ό πόνος. Ή σιω πή, α υτή ή αδυσώ πητη σιωπή έπέτρω σε χω ρ ίς φ τερά κα'ι δυναστεύει τό Μακρινό τα ξ ίδ ι σου, π ακολουθεί τω ν λογισμώ ν μας ό δαρμός* θλιβ ερή λιτα νεία πού π α ρ α π α ίει στο έρεβος το ύ α γύ ρ ισ το υ δρόμου σου. Μ ά εσένα, μήτε σ παραγμ ός και άλγος σέ ταράζει στ'ις σ φ α ίρες δπου πας* στής α ρμονία ς τό ρυθμό πλανιέσαι κι* ολόφωτος πετάς εκεί, πού μήτε απόηχο τού κόσμου μας σέ φ τά νει κ ή κραυγαλέα μας φ ω νή στο τρόπαιο τού θανάτου, μένει χω ρίς απόκριση κ α ί δ ίχ ω ς προσμονή. Ή σιω πή, α υ τή ή αδυσώ πητη σιωπή, σφάλισε τά π α ράθυρα τού κασμου * *Ελεγείο γιά τόν μουσικό Γι άννη Νούσι α.

133 «ΗΠΕΙΡηΤΙΚΗ δικό της σέ κρατεί, έκεΐ που λάμπει άνέσπερος ό ήλιος κα'ι γελάει μέ τον πικρόν άσφόδελο τή μακαρία Αήθη. Κι* αν αλυχτάει ό πόνος μας μπρός στο βουβό κατώφλι, στο χάος τ απροσπέλαστο άποκαμένος γέρνει* μαραμένο λουλούδι στα σφιγμένα μας χείλτκ και σέ θωρεΐ άέρινο κοντά μας νά πλανιέσαι σαν χαμόγελο μιας σκιάς μ αστραφτερές αναλαμπές στην άπεραντωσύνη τής άβασίλευτης ρέμβης. ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΡΑΛΗΣ A Κ Ε Λ A Κλείστηκαν οί αίώνες τής σιγής σέ μια στιγμή όγάπης καί έγινε τό Πνεύμα φως ό "Ερωτας άλήθεια κόρη τής γής ή όμορφιά μέ τ όνομά Σου ΑΚΕΛΑ!... ψη II Πόσο ζεσταίνει ό σφυγμός τής νύχτας των λουλουδιών τις ρίζες καί άπλώνουν στεφάνια νυφικά σέ χλοερά λιβάδια γιά ν άκουμπήση ή αυγή τόν ψίθυρο των άστρων όντας ή ξάγρυπνη ψυχή μανιόλια στολίζει τόν κήπο τής έλπίδας κι άνταμώνει στήν Ούρα του φωτός μιά μνήμη Παραδείσου. Είναι τής γής άνασασμός τό ξύπνημά σου Αγάπη... I I I Περίκλειστες άντικρυστά στου Ουρανού τήν "Ωρα οί πύλες των όριζόντων- Μά στ όνομα τής Σιωπής τόν "Ερωτα βαπτίζεις κι άνταμώνεις τόν θ εό Κυριακή βα γιοφ όρα...

134 ΡβΤΙ ΚΗ ΕΣΤΙΑ» IV Τά χέρια σου πυράς δαδί καί φ έγγος της Η μέρας νά νανουρίση ή Π αναγιά άγγελουδιών όνείρατα μ έ άσματα δοξαστικά γ ιά κλέη α ρχα γγέλω ν. Τά χέρια σου μιάν άγκαλιά μέ ήλιους γαλαξιών είναι γιατί στεφάνωσαν μέ χάδι τήν άγάπη καί στις παλάμες μήτρα μου και μνήμα άναστήθηκα φ ύτρον γιά γήτεμα! V Εϊσουνα ό καθρέπτης τής θάλασσας καθώς λίκνιζε τά στήθη των κυμάτων στους γλ α υ κ ο ύ ς ούρανούς των ματιών. Α γκυροβόλησα στη χερσόνησο τώ ν επιθυμιών πού σ χημ άτιζε πάνω στην άμμο κρατώ ντας στά χείλ η τή ν λιγοθυμιά του ήλιου. Τότε μαρμάρωσα στη μελαμψή θερμή ώρα α γά π η ς φ ώ ς και άγαλμα ολόγυμνου "Έρωτα. ΐά ν Ι "Έ φερα τής θάλασσας βαθειά φωνή μέ τήν οδύνη πληγω μένω ν γλάρω ν πού λοξοδρόμησαν τόν δρμο τής ελπίδας. ^Α γγιξες τόν ίσκιο ξεχασμένης άνοιξης σέ μνήματα νεκρών χωρίς σταυρό γιατί σκυλεύθηκαν μέ άρνηση τής μνήμης καθώς τ" άηδσνι σώπαινε γαλάζιους ήχους σέ πηγές πού στέρεψε τ άθάνατο νερό. Σ ου έφερα άκόμη ένα άστρο μακρινό, γ ιά ν άκουμπήσης τά δνειρα. Δ έν μίλησες. Τώρα στά χέρια μου κλωνάρι κερασιάς σπασμένο μέ παράφορο τής θύελλας μαγνήτη ντύ νεις μουσική τήν γύμνια τών άνθρώπων. Καί δπως κλαίς τό πεπρωμένον μας ύψώνεις θ ε ο ύ στολίδι στούς επτά γλαυκούς Του ούρανούς. Ε ίναι τό δάκρυ σου ζεστό σάν χάδι Π α ναγία ς... V II τω ρες μετρούσαμε τις παπαρούνες δταν ζωογόνος πύρωνε τά φύτρα ήλιος καί μάτωνε στό στήθος ένα αίσθημα στερνής ωδής κύκνων πληγω μένω ν έπ ά νω στήν άκτίνα τή ς αιωνιότητας. Δ έν ήταν τό σφρίγος πού ισορροπούσε τά χρώματα στό πράσινο λιβάδι μά τό βλέμμα σου τό στηλωμένο σέ ούρανούς γιομάτους μενεξέδες τό βλέμμα σου ά νταυγεια Α φροδίτης /: ' I 1

135 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ π όνάσταινε τόν πόθο Έ ρω τα και ζύμω νε μ άγάπη τήν άρμονία. Ξέρω, οι παπαρούνες κοκκινήσανε μέ αίμα μεγάλης προσδοκίας πού άναβλύζει όπό τις φλέβες δσων τήν ψυχή βυθίσανε σέ δυο μάτια δακρυσμένα στό κατώφλι τής άναμονής. Τις ώ ρες πού μετρούσαμε τις παπαρούνες δέν έκ λα ιγε γιατί άργά μέ λύ γισ ες καλάμι βουερό θλιμμένω ν ήχω ν στήν όγκαλιά πού μύριζε λιβάνι νεκρώ ν έλπίδω ν καί χαμένω ν οραμάτων άλλά γιατί σέ χάνω πριν στολίσω τού λυτρωμού σου τήν αύγή φ λογάτη παπαρούνα. V I I I ΤΩ! τής άνάσας σου τό μήνυμα φυλακισμένο στήν τυράγνια τής άπαντοχής. Σ τερέψ ανε τά δάκρυα στά μάτια καθώς τό άγαλμα των δολοφόνων τής άγάπης έστήσανε σεμνά στό μνήμα τής Ε λευ θερ ία ς... IX Τό στίγμα μου οτόν χάρτη τής μοναξιάς μου προσανατολισμός δακρύων. X i* k λ { icr '-fr *ί & it Ποιός κυνη γημ ένος έριυτας άπό τήν Τάξη Έ ρ ω τα ς διωγμένος στίς φ λέβες ξύπνησε τήν Ά νοιξι άηδόνι καί ήλιος φ λόγισ ε μέσ στήν ψ υ χή σου έλπίδα πρ ιν τό σ τεφ ά νι τής α ύ γή ς τόν σταυραητό κυκλώ σει; Ποια μνήμη κυκλοδίωκτη τό Π νεύμα σκάλωσε στά σπλάγχνα σου Α πολλώ νιου Τ υαννέα τό φως ζητώντας έναστρους δρόμους νά χαράξη θέλησε σέ μοίρα προδομένη άπό χέρ ια παγω μ ένα μέ μπετόν καί. άτσάλΐ; Ε ίπες; Ό κόσμος γιά ν άλλάξη χρειάζεται ν άπλώση αύτός ό σπόρος πού κούρνιασε παλμός εντός μουι Ε ίπες: Μά ήρθε τής Τάξης ό κανόνας καί σάλεψ ε τών θεών τήν βούληση. Τώρα ό λαβωμένος μέ τήν θέλησή μας έρωτας έγινε μικρή κόκκινη σταγόνα καμένη άνάσα γιασεμιού στό ά νέλπιδο τής προσδοκίας. Δέν είναι ό Ω κεανός πού κλαίει τό πνεύμ α πού πρ ίν φτερώ σει

136 «ΗΠΕΙΡΠΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ - ματωμένο κύλισε μέ βίαιο οβώλιασμα τή ς σάρκας. Ο ύ τε καί ή δική μας ντροπιασμένη σιωπή. Ε ίνα ι αύτός ό θάνατος πού σ φ ίγγει π ν ο ές περιστεριώ ν σέ ουρανών α ύλές καί έν ώ ν ει ένα ν άνθρώ πινο καϋμό μ έ τή ν μυστική των άσφοδέλων συναυλία γ ιά τόν άθάνατο πού γεύ τη κ ε τον θάνατο προτού τά μάτια του νά γίνο υ ν φως στό φως πού σβήνει Ό μ ορφ ιά κι Α λήθεια... XI Σ τή ν πηγή τής καρδιάς μου στήν ύγρή των παλμών της ρίζα ξεδιψ άς τις πεθυμιές έξωτικών τόν κ ερα υ νό μερώ νοντας τού πάθους και π λ έκ ε ις στεφάνια γιά τις μέρες πού έω λες στού λόγου τή ν η χώ μνήμα λ ικ νίζο υ ν ε τών κρίνω ν τις αίώρες. Κοντά πιά στήν πη γή τώ ν θεών άπό σπασμένη φ λέβα νερομάνας άρμύρα βυζα ίνεις τά δάκρύα πού όρφ ανά άγκάλιασαν τόν π υ ρ ετό τής γή ς και γέρ νεις π λ ά ϊ μου χλωμή, Λαφίνα πληγωμένη. X II Α γ ά π η στό περιβόλι σου άνθώ κρίνος έπιτα φ ίου!... X III Δ έν άρκεί τό φώς ή πράξη καί ό ήχος τήν μοναξιά νά ιστορήσουν τών ματιών πού καθρεφτίζει ή αίοχνιότης τό αίνιγμά της καθώς αυτή ύψώνει τόν βωμό της στά βλέφαρα τού Μάη γιά νά κάψη τό γέλιο τών παιδιών τών λουλουδιών τό άρωμα θυμίαμα καί προσφορά στή ρίζα τής άθανασίας. Μ ονάχα δμως μιά στιγμή σταγόνα καρτερίας σάν ντύση άστρο τήν ψυχή μέ λόγο άττικό άστράφτει πνεύμα θεϊκό στό στήθος τών μητέρων γιά νά ξυπνήση χορευτής στά μνήματα τής χλόης χα ρ ούμ ενος Διόνυσος τού κόσμου ό παλμός. Τότε ή άγάπη σου κρατά στό βήμα τής άλήθειας μέ τήν άνάσα τής αύγής και τήν εύχή τής μπάρας έλευθερίας ύμέναιο τήν όμορφιά τής γής. ΑΚΕΛΑ Σ τ όνομά σου άγιάζεται ή Δ η μ ιουργία!... ΝΙΚΟΣ Α. ΤΕΝΤΑΣ «Γ C A 4 ϊ I 1 S )

137 ι *ν j * V > ΣΠΥΡ. Γ. ΜΟΥΣΕΛΙΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ANA ΤΗΝ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΝ* ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Γ *Η Ιστορία γιά τή Θεσπρωτία και γενικά τήν 'Η πειρο δέν μας προσκοj μίζει άραδιασμένα γεγονότα, άλλα διακεκομμένα συμβάντα καί πληροφορίες, άστραφτερές ήλιακές άναλαμπές σέ σκοταδερό ούρανό. Σταχυολογήματα σέ >, καλα]ΐποκοχώραφο καταφαγω μένο άπό τά γουρούνια. j; Ό Θουκυδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου (θουκ. A 47, Β 80 και Γ 73) γρ ά φ ει πώς τό 432 π.χ. σέ ένίσχυση των Κ ορινθίων πού ΐ πολε ΐούααν τούς Κ ερκυραίους έτρεξαν πολλοί θεσπρω τοί καί Χ άονες. ι 5 Ή Φωπκή άπό τίς συχνές καί άδιάλειπτες βαρβαρικές έπιδρομές άπό βολ ριά καί δύση Σλάβων καί Νόρμανδών έξαφανίζεται άπό τό πρόσωπο τής γη ς κατά τον Ι Α ' χριστιαν. αιώνα. f V -V t 'r ν > Ά πό τίς άρχές τού ΙΑ ' μ.χ. αιώνα μέχρι τό τέλος τού Ι Δ ' οι Νορμανδοί όρμώμενοι άπό τήν Ιτα λία κυριαρχούν σέ π ολλές πα ραλια κές καί μ εσ ογεια κές πόλεις καί φρούρια τής Η πείρου, Δυρραχίου 1081, Γιαννίνω ν 1082, Βουθρωτού 1084 καί άλλα (Παπαρ. «'Ιστ. Έ λ λ. Έ θνους», Καρολ. τόμ. Δ ' μέρ. Β σελ. 56 καί Π.Α.Σ. «Μ ονογραφία Πάργας», σελ. 73). Τό φρούριο τής Παραμυθίας κατά τό 1220 κατέχεται άπό τόν Νόρμανδό Μίσερ (κύριο) Ροβέρτο Κυρτυνελάκη, μέ τόν όποιον συναγωνίζονται οί Παρι γινοί πού ζούν άνεξάρτητοι. Ό Ροβέρτος πεθαίνει κατά τό 1228 (Ά ραβαντινού j «Χρονογραφία Η πείρου», τόμ. Α ' σελ. 85, σημείωση 1 καί τόμ. Β ', σελ. 187). I; Μεταξύ τών πόλεων καί φρουρίων τα όποια έμειναν πιστό στή βασιλική! κυβέρνηση τού Ανδρονίκου Γ ' 1337 συγκαταλέγεται καί τό φρούριο "Άγιος I ν Δονάτος πού ύπερασπίζει τήν Παραμυθιά. I Η (Π ρώτον τό 1333 ό Ανδρόνικος Γ ' έμβαλών εις Θεσσαλίαν καθυπέταξεν αυτήν. Μετά δύο ετη προήλασε μέχρι τών περιχώρων τού Δυρραχίου. Έκεΐύεν δέ κατήλθεν εις τάς χώρας τού δεσπότου Ίωάννου καί έκυρίευσεν ωσαύτως τά Ιωάννινα, τήν Ά ρταν, τήν Αιτωλίαν και Ακαρνανίαν). (Παπαρ. «Ίστ. Ελλ. Έθν.» ύττό καρολ. τόμ. Ε' μέρ. Α' σελ. 202). Ή λοιπή Ή πειρος είχε ταχθεί μέ τό μέρος τού άνηλίκου Νικηφόρου Β ' 'Όρσίνη κατά τής Β υζαντινής μητροπολιτικής κυβέρνησης, έπιτροπευομένου Συνέχεια έχ τού προηγουμένου, σελ. 301.

138 582 Α Λ Λ Α Λ Λ Λ Α Α Α Α Α Λ Α Α Α Α Α / ν ^ Α Α Α Λ Λ / ν \ Λ ^ ν ν Ν «Η Π Ε Ι ΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» άπό την μητέρα του Ά ν ν α Παλαιολογίνα. Μετά την κατάληψη τής Η πείρου από τά στρατεύματα του Ανδρονίκου, ό Ν ικηφόρος Β 7 οχυρώ νεται ατό φρούριο θωμοκάστρου μεταξύ Πέρδικας Ά για ς, δπου κατόπι στενού άποκλεισμοϋ πα ραδίνετα ι στον Α νδρόνικο. 'Ύ στερα από 27 χρόνια άπό την καθυπόταξη τής Θεσπρωτίας καί των χω ρών τού δεσπότη Ιω άννη άπό τον Α νδρόνικο Γ 7 (1364) ή Παραμυθία καθώς καί ή περισσότερη Ή πειρο κατέχεται με την συγκατάθεσι των κατοίκου για νά άπαλλαγοϋν άπό τούς Α λβανούς πού μαστίζουν τη χώρα, άπό τό Δεσπότη θω μ ά Π ρελοϋμπο, γαμπρό τού Συμεώ ν, πού έμνησκε στη Θεσσαλία. Φρούραρχος τού φρουρίου «Ά γιου Δονάτου» και συγχρόνω ς έξουσιαστής τής Παραμυθίας τοποθετείται άπό τό θω μ ά ό Βαρδινός, ό οποίος από τη μεγάλη σκληρότητα τού ά φ έντη του κινείται σ άνταρσία τό ίδιο έτος, και γίνεται ανεξάρτητος, ό δέ Π ρελούμ πος δολοφονείται τό Κατά τά μέσα τού Ι Δ ' αιώνα ό Κάρολος Τόκκος, κόμης τής Κεφαλληνίας, μαζί μέ Ν απολιτάνους εύγενείς άποσπάει άπό τούς Α λβανούς πολλά μέρη τής Θεσπρωτίας πού είχαν στην υποταγή τους (Λ ήκ). Δεν ξέρομε αν σ αύτά συμπεριλαμβάνεται κι ή Παραμυθιά μέ τό φρούριό της γιατί κατά τό 1374 κα τέχετα ι, ώς κ ι όλη ή έπαρχία Ν τελβίνου, άπό τό Γιάννη Σπάτα άπό τή Φοινίκη. Έ π ε ιτ α π ερ ιέ ρ χ ε τα ι στον Μ ερσιν Ρομπέρτο τυχοδιώκτη Ιταλικής καταγω γής, παρά τού οποίου πωλείται, συμπεριλαμβανομένου και τού φρουρίου (1380) εις τον ώς παραπάνω Θωμά Π ρελούμπο άντί φλωρίων. Δ εν προφταίνει ή Παραμυθιά νά καλυχτορίσει τή φρουρά πού έστειλε ό θω μ άς γιά την άναγνώριση τής κυριαρχίας τή φρούρηση και τήν τάξη τής χώρας και δ έχετα ι άμέσως, τό ίδιο έτος, τις ά γρ ιες ορδές τού Ίσ α ή μ. Ό Αλβανός τούτος ενώ ήταν φρούραρχος τού Όστρόβου ύποτάσσεται χωρίς πόλεμο στον Τούρκο Χατζή Βρενόζη εξισλαμίζεται καί κατέρχεται, προσκαλεσμένος άπό τό θ ω μ ά, στά Γ ιά ννινα γιά νά τον ύπερασπίσει άπό τούς Αλβανούς επιδρομείς, καί ό οποίος συγκεντρώνοντας κοντά του Οθωμανούς, έπιδράμει άνεμπόδιστος κύριος, μή ύπακούοντας καί μή φοβούμενος ούδένα, μέχρι τή Θεσπρωτία, καταστρέφοντας καί ερημώνοντας μέ τή φωτιά καί τό σίδηρο χωριά κγ άνθρώπους πού συναντούσε στο δρόμο (Ά ραβαντ. «Χρονογραφία» τόμ. A 7 σελ. 145 καί Π.Α.Σ. «Μ ονογραφία περ ί Πάργας» σελ. 67, σημείωση). Κ ι δσο νά σ υνέλθει ό λαός άπό τή λαχτάρα τούτη δέχεται (1394) τήν ε πιδρομή τού Ά λβανοσερβοβλάχου Μ πογκόη, ό οποίος μέ κοπάδι άτάκτων χύνεται στή Θεσπρωτία κατάσχει άπό τούς Νορμανδούς τις πόλεις πού κατείχαν καί αρπάζοντας επί πέντε ολόκληρα χρόνια τον πλούτο το υ ς/δ ιά μέσου τής Π άργας, φ τά νει ώς τήν Ά ρ τ α (Π.Α.Σ. «Μονογρ. περί Πάργας», σελ. 72). Ά π ό τά παραπάνω γεγονότα άπεικάζεται πώς ή Ή πειρος άπό τά χρόνια των Νόρμανδών ώς τόν ερχομό των Τούρκων έγνώρισε άλλεπάλληλα πολλούς κυρίαρχους κ ι άφέντες. 'Έ να μέρος της κατείχαν οι Αλβανοί επιδρομείς, άλλο οί Βενετοί κ ι άλλο οι Σλάβοι. Μιά πόλη δίνεται προίκα άπό τόν κάτοχο 'Έ λ λ η ν α στον Ιταλό γαμπρό, ένα κάστρο παραδίνεται άπό τόν ντόπιο στον ξένο, κ ι ένα ς ύ π οτελ ή ς άποστατεϊ καί άποκαταστέκεται άνεξάρτητος καί κύριος τού τόπου. Τό 1285 ό Μ ιχαήλ Β 7 δεσπότης τής Η πείρου δίνει προίκα στόν Φίλιππο, γυιό τού Καρόλου Β 7 βασιλιά τής Ά πουλίας, τήν Ηγουμενίτσα, τό Βουθρωτό καί τό νησί τών Σ υβότω ν.

139 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΘΕΣΠΡΩΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ Οί Τούρκοι πρωτοφάνηκαν, όπως είδαμε παραπάνω, στη Θεσπρωτία τό Τήν επιδρομή τού έξωμότη Ίσ α ήμ άκολούθησαν κι* άλλες. Οί θεσπρω - τοί τσακισμένοι άπό τις καταστροφές καί τα ξεσπιτώματα, ψοφίμια πού κάθε κοράκι όσμιώντας τη )ΐυρουδιά τής κέρμας, τρ έχ ει νά φ άει μέρσια, δ έν κάθονται μέ σταυρωμένα τά χέρια, «κόψε με αγά μου ν άγιάσω», ά λλ δπως κι δσο μπορούν άντιστέκονται καί χτυπούν κάθε έπιδρομέα. Ό Λάμπρος Π άλλας (Π άλλης) άμύνεται άπό τό κάστρο (Ε λ λ η ν ικ ό τείχος) τής Β έλλενης κατά των έπιδρομέω\; καί κατόπι πολλών άγώνων άποσύρεται (1431) στα Γιάννινα. Σώζονται έπί τού κάστρου οί δυό προμαχώ νες του, μια στύ άνατολικό μέρος καί ή άλλη στό δυτικό. Μεταξύ των συγκοινωνούν διά στενού διαδρόμου περιβαλλομένου σε δλο τό μήκος κγ άπό τις δυό μεριές μέ οχυρούς τοίχους. Οί Τούρκοι κατά συνεχή κύματα χύνονται μέ λύσσα πρός δλα τά μέρη τής ετοιμοθάνατης Ε λ λ η ν ικ ή ς Π ατρίδας καί κυριαρχούν παντού. Τά Γ ιά ννινα δ έ χονται τουρκική φρουρά καί χτίζουν τεκέ (μοναστήρι). Οί εφτά πούλες άρπάζονται άπό τήν Τουρκική Φρουρά τής πόλης καί γίνο ντα ι γ υ ν α ίκ ες τους. Ό Σουλτάνος τό 1452 στέλλει τον στρατηγό του Σ ουλεϊμάν Μ εχμέτ Χατζή μπέη νά καταλάβει τή Θεσπρωτία. Ό δη γώ ντα ς άνδρες εισβάλλει σ αυτή γιά νά έκπορθήσει τά φρούρια καί καταλάβει τις πόλεις της. Σ τή ν άρχή όπέτυχε άλλά ή κάθε μέρα αύξανομένη δύναμή του έξανάγκασε τούς κατοίκους νά ύποταγούν καί σιγά - σιγά πολλοί άπ αυτούς νά έξισλαμισθοϋν καί οί ναοί των νά μεταβληθούν σέ τζαμιά, καί αντί κωδωνοκρουσιών καί ψαλμοίδιών νά άκούεται από τά ύψη τών μιναρέδων ή φωνή τού μ ο υ εζίν η : «Λαϊλαχέ Ίλλάχ Μουχαμεντουν Ρεσούλ - ούλάχ. Αλλάχ έκ μπέρ» ήτοι: Κανένας (άλλος) θεός (δέν υπάρχει) έκτος τού Θεού. Ό δε Μωάμεθ είναι ό Απόστολος τού Θεού. Ό Θεός είναι πο?ώ μεγάλος. Τό μεγάλο τζαμί πού ήταν στήν σημερινή κεντρική π λα τεία τώ ν 49 προκρίτων Παραμυθίας, ήταν ναός τής Μ εταμόρφωσης τού Σοπήρα, τό τζαμί του βασιλέως (τζαμί σιεριφί = ιερό τζαμί) τό αρχαιότερο, χτισμένο τό 1490 άπό τον Σουλτάν Βαγιαζήτ τόν Α ' (Ή πειρ. Ε σ τία 1953 σελ. 163, 164) ναός τής 'Αγ. Αικατερίνης. Σ τόν περίβολο τούτου μέσα σέ θολωτό κουβούκλι πού οί Τούρκοι τδχαν καί τό φύλαγαν ιερό καί άμοηιο, γιατί έλεγα ν καί πίστευαν πώς έκεϊ φυλάγονταν δυό τρίχες άπό τά γένεια τού Προφήτη, ήταν ένταφιασμένοι οί έβλιγιάδες, δηλαδή οί καταγόμενοι άπό τή γενιά τού Μ πεκήρ άφέντη πού θεωρούνταν άγιοι, τό τζαμί τών Μ πολατάτων έπάνω άπό τή βρύση τής Ντουρούτης, τής άγ. Παρασκευής, τό τζαμί τής βρύσης τής Κάναλης, ή οποία τιίφα σκεπάσθηκε βόρια κι έξω τή ς μάνδρας τού δημοτ. σχολείου τού Β ούλγαρη καί ήταν βυζαντινή μέ καμάρα (Μ ουσταφα τσαούση τζαμί σιερκρί = τζαμί τού λοχία Μ ουσταφα) τού άγ. 'Ιω ά ν ν η τού Προδρόμου. Κοντά στό τζα μί τούτο βρέθηκε τάφος γιά τόν όποιον οί Τούρκοι έλεγα ν πώς ήταν τού ιδρυτή

140 584 Ε Σ Τ ΙΑ * του τζαμιού Μουσταφα Τσαούση. Από τις άνασκαφές όμως πού έγιναν κατά τήν άνέγερση τού σχολείου, άποδείχτηκε πώς ήταν τάφος χριστιανού ίερωμένου γιατί τό λείψ ανο (σκελετός) ήταν σε μισόρθια θέση όπως συνηθίζεται νά θάφτουν τούς άγαμους κληρικούς. Ή άλλαργινή τούτη περιφέρεια, ή Θεσπρωτία, πού τό ποδάρι τού Τούρκου δέν πατούσε άκόμα βαριά τή γή κι ό σκλάβος δεν είχε νοιώσει καλά - καλά τον ξεπεσμό του και τό χάσιμο τής λευτεριάς, θεωρούνταν άσυλο και καταφύγιο των κατατρεγμένων, γι αύτό και ό ιερέας Γεώργιος Καλοχαιρέτης, έφημέριος τού ναού των άγ. άποστόλων τής Κωνσταντινούπολης τοποθετώντας σε σάκκους άχύρω ν τά ιερά λείψανα τού άγ. Σπυρίδω να και θεοδώρας τής Αύγούστας και κουβαλώντας τα διά μέσου τής Σερβίας, κατόπι μυρίων ταλαιπωριών και κινδύνω ν τά μεταφέρει (1454) στην Παραμυθιά. Ά λ λ έπειδή οι συμφορές τή ς φ υ λ ή ς και τού Έ θ ν ο υ ς μας τά δεινά δλο αύγάταιναν κι άσφάλεια πουθενά δέν ύ π ή ρ χε, τά μετακομίζει (1456) στην Κέρκυρα. ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΘΕΣΠΡΩΤΩΝ *Αν και πολλοί τω ν Α λβανοφώνων κατοίκων τής Θεσπρωτίας τούρκεψαν κγ ή σκλαβιά κγ ή ύποτέλεια βαραίνει τά κεφάλια των ραγιάδων, ή προύσια τής λευτεριάς δέ σβιέται όλότελα άπό τις καρδιές τους άλλά άναμμένο κάρβουνο χωμένο στη στάχτη περιμένει εύνοϊκό καιρό ν ανάψει. Ή σπίθα τής λευτεριάς εισέρχεται στον 'Έ λληνα μιά φορά μέ τό γόνο τής σποράς άπό τό γ ε ν ν ά ρ χ η του. Έ τ σ ι βλέπομε μέ τή μικρή παρακίνηση και κούνηση οι ραγ ιά δ ες ν άρπάζουν τό για τα γά νι και ν ά ξεσηκώνωνται. όπως στό παρασκευασμένο άπό τον Κάρολο Η ', βασιλιά τής Γ αλλία ς κίνημα (1496) πού τό πλήρω σαν ακριβά οι Ή π ειρ ώ τες. Τό 1537 ένώ ό Σ ου λτά νος Σ ουλεϊμ άν ό Μ εγαλοπρεπής βρίσκονταν στρατοπαιδευμένος στήν Η γουμενίτσα αναμένοντας τήν πτώση τή ς Κ έρκυρας πολιορκημένης άπό τον Χ αϊρεντιν Μπαρμπαρόσα πα ρ ο λίγο νά σφ αγεΐ άπό τούς Χειμαριώτες, των οποίων ό άρχηγός άφού συνελήφθηκε αιχμάλωτος κομματιάσθηκε άπό τούς Τούρκους (Γ. Κορδάτου «Ιστορία τής Ν εωτέρας Ε λλάδας», τόμ. Α ' σελ. 74). Καθώς και στήν επανάσταση τού Π ούλιου, Γρίβα, Δράκου και Μ ολάμου (1585). Σ τή ν επανάσταση αύτή συμμετείχε κγ ό Σϊμος Μ πούϊας, αδερφός τού θεοδώρου Γρίβα, γεννάρχη τής μεγάλης μετέπειτα οικογένειας των Γριβαίων, ό οποίος Μπούϊας καταδιωκόμ ενος άπό τούς Τ ούρκους κ α τέφ υ γε στό μοναστήρι τού Προδρόμου τής Λευκάδας, δπου σε μαρμάρινη πλάκα διαβάζεται ή επιγραφή «1622 Αύγ. ιστ. Σήμο Μ πούϊας έκοιμήθη έν Κυρίω». Σ τα 1604 στή Χόϊκα, έξω τής Παραμυθίας ένας γραμματισμένος καλόγηρος, αυτός τούτος Διονύσιος ό Σκυλόσοφος, συγκέντρωσε κρυφά και μυστικά κάμποσες εκατοστάριές έμπιστων άνδρών. έξορκίζει πώς άμα έμφανισθή Ι σπανικός στόλος στά Ηπειρωτικά νερά νά βαδίσουν γιά τήν κατάληψη τής Π ρέβεζας. Ή ένέργεια αύτή προδίνεται ατούς Τούρκους και ό άποστελλόμενος στήν Έ νετοκρατούμενη Κέρκυρα τού βασιλιά τής Ισ π α νία ς 'Ιερώνυμος Κάμπας επισ τρέφ ει στά ίδια. Οι Τούρκοι δυναμώ νουν τό φρούριο τής Πρέβεζας και βρίσκονται σέ επιφ υλα κή. Τ υχερ ό πού δέ μαθεύτηκε τό μέρος τής συγκέντρω σης και δέν έπακολούθησαν δεινά. Καί στό ξεσήκωμα τού 1611 ό γενναίος επίσκοπος βοηθούς του είχε τούς Παραμυθιώτες Ζώτο Τσιρότο και Ντελή Γιώργο («Ή πειρ. Χρονικά», τόμ. Β' 1927). Τό ν τε λ ή ς είναι έπκρωνητικό έπίθετο κι* δχι δνομα δπως ντελή βοριάς.

141 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ντελή Γιαννάκης (ντελής = τρελλός, ακράτητος) και κάποιον Λάμπρον πού κατέφυγε ύστερα άπό την άποτυχία τής επανάστασης στο Πόπολο (πιθανώς νάηταν Ποποβίτ'ης). Οί Ποποβίτες για ν άποφύγουν τούς κατατρεγμούς και την απειλήν τής καταστροφής, γιατί είχαν λάβει μέρος στήν έπανάσταση, κι οί Τούρκοι τούς ύποσχέθηκαν άμνηστεία άν παραδώσουν τό Λάμπρο, άναγκάσθηκαν νά τόν παραδώσουν σ αυτούς, άπό τούς οποίους έλαβε μαρτυρικό θάνατο. Ό Λάμπρος nporoo επαναστατήσει ήταν γραμματικός τού Πασά τω ν Γ ιάννινάν Ό σμαν πασα. Ό πασας τοταξε νά τού χαρίσει τή ζωή καί νά τού δώσει πολλά χρήματα άν γίνη Τούρκος κγ επειδή δέ δέχτηκε, πρώτα τούκοψαν τ αυτιά και τή μύτη, κατόπι τόν έβαλαν καβάλα στο γομάρι και τόν έφ ερναν μέ μουσικά όργανα για νά τόν διαπομπέψουν γύρα τά Γιάννινα καί στο τέλος τόν έψησαν ζωντανό (Ή π. Χρον. 1938, σελ. 83). Οί έπαναστάτες μπήκαν στά Γ ιάννινα μέρα Π αρασκευή. Μ ετά π έ ν τε μ έ ρες ό Πασας μέ μεγάλους θυμούς καί φουσάτα κατέβηκε στήν Παραμυθιά μέ πολλά στρατεύματα νά κάμει άνακρίσεις καί νά σκοτώσει όσους κρίνει ένόχους γιατί όλοι οί έπαναστάτες ήταν Θεσπρωτοί. Δ έν ξέρομε πόσων έρ ριξε στό λ ά κ κο τά καφάλια (Σ αλαμάγκα «ή Σ πηλιά τού Σκυλοσόφου» σελ. 120). Ή έπανάσταση ξεκίνησε άπό τό μοναστήρι τής Δ ιχούνης, τό όποιο τότες ήταν σέ μ ε γάλη άκμή έχοντας 18 μετόχια, πολλά χτήματα καί 15 χωριά. (Ή π ε ιρ. Χρονικά 1933 τεύχ. Λ Γ, σελ ). Οί Ε νετοί πού έξουσίαζαν τήν Ε πτάνησο, παρακολουθούσαν δ,τι γένονταν στήν άπέναντι στεριά. ΤΟΥΡΚΟΣΛΑΒ ΙΑ ( ) 'Ό πω ς είδαμε, ή τουρκοσλαβιά κατά τούς 16ο, 17ο καί 18ο αιώνα ήταν πολύ βαριά καί τά τύραννα τών ραγιάδων ά6άσταχτα Ή τυραννία από τή μιά μεριά καί ή άζαπιά (άνυποταγή) άπό τήν άλλη, έφεραν τούς 'Έ λ λ η ν ες σ ά- πελπισιά μεγάλη. Ή πειρατεία θριάμβευε στή θάλασσα καί τά παράλια, ένώ στή στεργιά ή ληστεία ήταν βιοποριστικό έπάγγελμα. Δέν υπήρχε κανένας νόμος καί τάξη. Τά πλοία τού Σικελού έπιδρομέα Ρωγήλου ήταν τόσο βαριά φορτωμένα άπό τά πράγματα πού είχεν άρπάξει άπό τ άρχοντόσπιτα τού Μωρία, ώστε κίνδχτνευαν νά βουλιάξουν άπό τό βάρος (Ά ραβαντ. «Χρονογραφία» σελ. 34). Οι άκρογιαλιές καί τά νησιά είχα ν ρημάξει άπό τούς πειρατές κ ι οί πολιτείες καί τά χ ω ριά άναστέναζαν άπό ιούς άγάδες καί τούς ληστές. Τιμή, ζοσή καί περιουσία στή διάθεση τών δυνατών. Τ ελεία έρήμωση καί t καταστροιρή. Τό χινόπωρο τού 1529 ένα Έ νετικό καράβι πού άραξε στην Ή -! γουμενίτοα καί τό πλήρωμά του βγήκε νά μαζέψει καψόξυλα καί νά πάρει : νερό συλλαμβάνεται καί οί άνδρες του, ένας πλοίαρχος, δυο υποπλοίαρχοι, δώδεκα ναύτες κι ένα ς βαρκάρης, όλοι τους Ε ν ε το ί, αρπάζονται άπό τούς κατοίκους τών έκεϊ πλησίον χωριών καί άφήνονται έλεύθεροι μέ τήν επέμβαση τού Ε νετού διοικητή (Μ πάϊλου) τής Κέρκυρας, πρός τήν Υ ψ ηλή Π ύλη, καί τού Γιαννούς άγα (άγάς. τίτλος διδόμενος στούς τσιφλικάδες Τ ούρκους), n a p -

142 '«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» γίνο υ (Γ ιά ννη Μ ίκ εγκ α), πατέρα του Μ εγάλου Βεζύρη (Βεζύρης, τίτλος διδόμενος στον ύπεύθυνο των κρατικών ύποθέσεων, επίτροπος του Σουλτάνου, Π ρω θυπουργός), Ίμ βραήμ Πασά (Ίμ β ρ α ή μ = Αβραάμ. Πασάς, τίτλος εύγεν εία ς διδόμενος στούς άνωτάτους λειτουργούς του κράτους), ώς καί τής Δημογεροντίας των χιυριών στα οποία κρατιόνταν οι αιχμάλωτοι κγ άφοϋ κατεβλήθηαν γιά την έξαγορά 1000 δουκάτα (δουκάτο ή τζεκλίνι = 6,40 Έ νετικές λίρες, ήτοι 80 άσπρα. Τρία άσπρα = 1 παράς. Σαράντα παράδες = 1 γρόσι. Ε κ α τόν έφτά γρόσια = 1 χρυσή λίρα Τουρκίας). (Ή πειρ. Χρον. 1940, σελ ). Τό 1532 ή Τουρκική αρμάδα φ εύγοντα ς από τη Π ρέβεζα άφήνει έκεί π ειρατικό πλοίο για νά παραμονεύει και συλλαμβάνει κάθε έμπορικό πλοίο πού θά περνούσε από τά νερ ά της (Ή π. Χρον. ώς ανωτέρω, σελ. 28). Τό 1555 κατά μήνα Ιούλιο πειρατική 'Ισπανική φρεγάτα παρουσιάζεται στά νερά τής Κέρκυρας και επιτίθεται ξαφνικά κατά Έβραίοιν έμπόριον άπό τά Γιάννινα πού έμνησκαν μέ τά έμπορεύματά τους στο ξερονήσι Λαζαρέτο γι άπολύμανση επειδή στά μέρη τους είχε πέσει χολέρα. Τούς παίρνουν δλα τά εμπορεύματα,χαλιά, μαροκινά δέρματα και ύφάσματα, καμηλότριχα άξίας δουκάτων και παίρνουν φεύγοντας και τέσσερους άπ αύτούς, οι οποίοι ά- φήνονται ελεύθεροι ύστερα άπό πέντε μήνες μέ τήν επέμβαση τού άντιβασιλιά τής Σ ικ ε λ ία ς ( Ηπ. Χρον., ώς παραπάνω, σελ. 29). Λ έγετα ι πώ ς σε μικρή απόσταση, βόρια τής Η γουμ ενίτσ ας, ύ πή ρχε παραλιακό χο)ριό λεγό μ ενο Φ ιλιππιάδα, τού οποίου οι κάτοικοι έξ αιτίας των πειρατών έφ υγαν από εσωτερικό τής Ηπείρου κι έχτισαν τή σημερινή Φιλιππιάδα. Υ πάρχει πάλι παράδοση πώς οι κάτοικοι τών χωριών Γκρικοχωρίου καί Λέδεσδας άπό τήν ίδια αιτία είχαν παρατήσει τά σπίτια τους κγ εμνησκαν επάνω στο βουνό, τό Ζούμπρι. Έ κ ε ί μιά Κυριακή πού γένοντα ν κάποιος γάμος, παρουσιάζονται πειρατές. Οί xojpikoi τούς ύποδέχονται προσφέροντάς τους ρακί, κρασί κγ δ,τι άλλο είχαν έτοιμο. Οί πειρατές επάνω στο γλέντι αρπάζουν τά γαμπρούδια και τρέχουν προς τή θάλασσα. 'Ό λ ο ς ό κόσμος, άνδρες, γυναίκες, τούς ξηστρώνουν μέ ξύλα καί λιθάρια καί τον μέν γαμπρό τόν έβγαλαν, τή δέ νύφ η, δν καί τούς πήγαν πολεμώντας ώς τήν παραλία στήν τοποθεσία «Γωνιά», όπου μώλωναν τά πειρατικά πλοία, δέ μπόρεσαν νά τή λευτερώσουν γιατί έτρεξαν κι άλλοι πειρατές άπό τά πλοία σέ ενίσχυση τών συντρόφων τους καί τούς τήν πήραν. Πόσες τέτοιες κόρες καί νυφάδες μάς έχουν άρπάξει, Φράγκοι, Μ παρμπαρέζοι κι Ά γαρινοί! Τόν Αύγουστο τού 1557 ό Σ ινά ν Πασάς, Τούρκος ναύαρχος, περνώντας μέ τήν άρμάδα του άπό τήν 'Ηγουμενίτσα πω λεί δπως πωλούν τ άλογα στό παζάρι πολλού ς αιχμ λώ τους πού ε ίχ ε στά πλοία του, άνδρες, γυναίκες καί παιδιά στά γύρω τής Η γουμενίτσας χωριά. Ταυτομοίιος τόν Σ επτέμβρη τής ίδιας χρονιάς, δλα τά Τουρκικά πλοία τού Τουρκικού στόλου πού άραξαν έξω άπό τήν Π ρέβεζα, ήταν γεμάτα άπό δυστυχισμ ένους σκλάβους καί αιχμαλώτους. (Ή π. Χρον. ώς παραπάνω, σελ. 30). 'Έ να δημοτικό τραγούδι λέει πώς, επειδή τό πειρατικό καράβι στάθηκε μ εσ οπέλα γα άπό τό άναστέναγμα κάποιου σκλάβου καί δέ σάλευε άπό τόν τόπο του, ό πειρα τή ς καπετάνιος ρωτάει:

143 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ»α α λ α α λ λ α λ α λ α λ λ λ α λ α λ λ α α λ α α λ α α α λ α λ 587 Ποιος είναι π άναστέναξε καί στάβη τό καράβι; Έγώειμαι π αναστέναξα κι έστάβη τό καράβι. Σκλάβε πείνας, σκλάβε διψάς, σκλάβε σου λείπουν ρούχα; Μήτε πεινώ μήτε διψώ μήτε ρούχα μου λείπουν Θυμήθ κα τή γυναίκα μου την άμοιρη καλή μου ποβημουν τριών μερών γαμπρός κα'ι δώδεκ έχω σκλάβους. Από τις άνήλες καί τά κακά πού γένονταν άπό τούς Τούρκους, πολλοί χριστιανοί άπό τ Αρβανιτοχώρια έγκαταλείπουν κατά τό 1562 τά σπίτια τους καί καταφεύγουν στήν Κέρκυρα. Σ τά χρόνια τούτα πού μολογοϋμε, οι Μ αργαριτιώτες έχουν γίνει φόρτοι μα των Παργινών. Σ υ χνά κάνουν έπιδρομές και λαφυραγω γούν τήν πόλη καί τά γύρω χωριά τής Πάργας. Οι κάτοικοι παραπονοϋνται στούς Ε ν ετο ύ ς Kai όλοι μαζί Ε νετοί καί Π α ργινοί ρίχνοντα ι ένα ντίον τού Μ αργαριτίου. Μ παίνουν στήν πόλη, καταστρέφουν τό φρούριο κ ι έπισ τρέφ ουν στά Ιδια. Συνεχίζεται

144 ΔΗΜΟΣΘ. ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ ( Διδάκιορος Ιατρικής έν Βουκουρεστίφ ) ΔΗΜΗΤΡΙΟΙ ΑΗΜΗΤΡΙΟΥ Ν ΙΚΟ Λ Α ΐΑ Η Ι, 0 ΗΠΕΙΡΩΤΗΣ ( Σύγχρονος καλλιτέχνης έν Ρονμανίρ.) Το νά νικάς στή ζωή είναι εξαίρεσης Το νά πίπτεις, είναι κανόνας. Μέ την ευκαιρίαν τής διαλέξεώς μου τής 13 Σεπτ. 1972, γινόμενης έν τή αιθούση τού Πνευματικού Κέντρου τής Ε ταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, μέ θέμα: «Κοινές σελίδες έλληνορουμανικής ιστορίας», ώμίλησα διά την παρουσίαν και την συμβολήν του έλλ. στοιχείου εις τδ εκπολιτιστικόν εργον τό όποιον έκάλει εις νέαν ζωήν τούς πληθυσμούς τών παραδουνάβιων ηγεμονιών τών X V II X V III αιώνων, εργον θεωρούμενον ώς εποχή άναγεννήσεως τών εύλογημένων αυτών τόπων. Άλλα τό έλλ. στοιχείον έσχε καί ενθουσιώδεις συνεχιστάς τού έργου τών προοτοπόρων εκείνων καί αυτοί οί συνεχισται έτίμησαν τό έλλ. όνομα έν αποδημία, όπως καί οι προηγήτορες τών περασμένων αιώνων. Δι αρκετούς εξ ήμών τό νά ήσαν καί νά είναι συνεχισται τής λαμπρός παραδόσεως τών έλλ. γραμμάτων καί τεχνών εις τήν φίλην καί αδελφήν χώραν τής Ρουμανίας, αποτελεί όχι μόνον απλήν ατομικήν εγωιστικήν άπασχόλησιν, αλλά πρωτίστως ιστορικήν ύποχρέωσιν ήτις απορρέει έκ τής τό πάλαι συμβιώσεως τών δύο έθνικοτήτων καί τής έκ παραλ?νήλου συνεισφοράς αυτόν εις τον βωμόν τών θεοτήτων τού κάλους, τής αρετής καί τής έπιστήμης, προ τών οποίων κλείνουν τό μέτωπόν τους καί προσφέρονται ώς θυμίαμα ή διάνοια, ή αρετή καί τό τάλαντον. Μεταξύ έκείνων οί οποίοι προσέφερον τό τάλαντον έπί ρουμανικής γής ήτο καί ό Δημήτριος Δημητρίου Νικολαίδης, ό Ήπειρώτης. Οί γονείς του Νικόλαος καί Έ λενα έγκαταλε εξάντες προσωρινώς τήν Μόλισταν, ήλθον καί έγκατεστάθησαν είς Βουκουρέστιον, οπού καί έγεννήθη εις τάς ό υιός των Δημήτριος, μέλλων ζωγράφος έρασιτέχνης. Ά πό τον πατέρα του έκληρονόμησεν ό Δημήτριος τήν κλίσιν του διά τήν διά τής γραμμής καί τού χρώματος εκφρασιν τών συναισθημάτων καί ιδεών. Δεν παρήλθον όμως μήνες τινές από τήν γέννησιν τού μικρού καί οί γονείς «έπανέκαμξαν» εις τά ίδια, έπανελθόντες δηλ. είς τήν γενέτειράν των τήν Μόλισσαν, όπου ό μέλλων ζωγράφος εμεινεν έως ηλικίαν δέκα ετών, άποφοιτήσας τού εκεί δημοτικού σχολείου. Αλλά τό ρεύμα τον ξαναφέρει πάλι στήν Ροτπιανία όπου έγκατεστάθη μονίμως, όπου έζΐ}σε, όπου άνεδείχθη σάν καλλιτέχνης καί πού τό εργον του καί μόνον τον έπέβαλεν ό>ς αξία αντιπροσωπευτική τής χαρακτικής, τής έλαιοζωγραφικής καί τοιχογραφίας κατά τά έτη καί όπου άπέθανεν. Ή παιδική άνάμνησις τών εικόνων τής έκκλησίας τής Μόλισστας τού Ά γ. Αθανασίου, άπετέλεσε τό ξεκίνημα διά τήν καλλιτεχνικήν σταδιοδρομίαν του. Τί σάλος έξεδηλώθη μέσα στήν παιδική του καρδιά, όταν περιεργαζόμενος τις καπνισμένες ζωγραφιές πού διακοσμούσανε τήν «εκκλησία τού χωριού», διά νά τον προτρέξουν είς τήν ώριμον ηλικίαν όχι προς κανένα βιοτεχνικόν ή έπιστημονικόν έ-

145 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣ Τ ΙΑ > νερά του ι]ητ/ικού ποιοτοπόοου κόσμου μας, ιιέ εκείνο πού προκα?νεί. «βαθείαν εντυ-». * >'. ~ -» *...λ ' '...<Τ-Τ Λ ί -4» i: -V I *r $ I \Α I I I»/ Ι,γ l v* t v / li VW r fc\ A. VV.V» V t / v* ^ 3* * ^ * l Vk Ν» - πορείαν μας εις τό μέλλον και ή οποία δημιουργεί το ύπόβαθρον τού μελλοντικού μικροκόσμου μας. Εις δσα θά εΐπώ διά τον Ήπειοώτην καλλιτέχνην εκ Μόλιστας, θά προσπαθήσο) νά είμαι λίαν αντικειμενικός καί νά μή υπέρβαρο ούτε κατά τό ελάχιστον, όσον αφορά τό ποιόν της τέχνης του και της δημιουργικής Ικανότητάς του. Καί τούτο, διότι πλήν τής «κοσμικής» ζωγραφικής του, ή οποία εξετιμήθη δεόντοις κατά τάς πολλαπλάς εκθέσεις του, αίτινες είχον ως αποτέλεσμα^ την αγοράν σειράς πινάκων υπό τού ρουμανικού κράτους τό οποίον πάντα συνέδραμεν τούς καλλιτέχνας, ή διακόσμησις τόσων εκκλησιών καί μοναστηρίων μέ τοιχογραφίες που τον έπέβαλεν, <5>ς τον αύθεντικιυτερον καλλιτέχνην τού είδους τούτου, τό όποιον Ε- λάμπρυνεν μέ τό τάλαντόν του, τό οποίον τον ώθει και έξ ενστίκτου επί τά ίχνη των βυζαντινών άγιογράφο)ν. Έχει εις τό Ενεργητικόν του τις τοιχογραφίες επτά Εκκλησιών καί μοναστηρίων, έξ ών τά δύο αποτελούν κειμήλια τού θρησκευτικού καί καλλιτεχνικού πλούτου τού οουμανικού κοάτους ώς τά παρεκκλήσια τών μοναστηριού TISMANA (XVI αιώνος) καί ΑΝΤΙΜ (XVIII αιώνος). Τούτο τό δέντρον, εις τό μέσον τής ρουμανικής πρωτευούσης. Επίσης, τέσσαρες Εκκλησίες διακεκοσμημένες μέ ελαιογραφίες μεταξύ τών όποίο)ν συγκαταλέγεται τό τέμπλον τής έλλ. Εκκλησίας τού BAZDRGIC (Δοβρουτσά). Καί πρέπει νά ληφθή ύπ όψιν ότι ηύδοκίμησεν εις τό είδος τούτο εις μίαν χώραν ή όποια κέκτηται τόσων μνημειωδών τοιχογραφιών' τών όποάον ή αξία έγκειται ακριβώς εις την βυζαντινά) τώ τρόπο) (A LA MANIERE Β Τ Ζ Α Ν Τ ΙΝ Έ ) άπόδοσιν τού θρησκευτικού συναισθήματος. Την Επισκευήν καί συντήρησιν όμο)ς αρκετών έξ αυτών άνέλαβεν ό "Ελλην ζωγράφος, τυγχάνων τής απολύτου έκτιμήσεο>ς Εκ μέρους τού Ρουμάνου Πατριάρχου Ιουστινιανού. Ό ίδιος τού ανέθεσε την διεύθυνσιν τού σχολείου - συνεργείου παρά τώ Ρουμανικά) Πατριάρχει, <ύς ίδρυθέντος μέ τον σκοπόν νά εξασφαλισθή μία Ενιαία καί άντιπροσο)πευτική εργασία. Ε κεί υπό τάς οδηγίας του κατηρτίσθησαν αρκετοί μαθηταί τοιχογράφοι καί συνεχισταί τού Ιδιου τρόπου ερμηνείας τών σκηνών τής Παλαιός τε καί Νέας Διαθήκης. Μεταξύ αυτών τών μαθητών άναφέρο) τον Γεώργιον Ίλιέσκου, την Ελένην Παντελή, τον Βασίλειον Στέφανον, τον Μασκίεβιτς (MASICHIEYICI), Γεώργιον Βασιλέσκου καί άλλους. Εις αυτούς εκληρονύμησε τον τρόπον τής έκτελέσεως μεγάλων εργασιών, δηλ. τό STTL του, τό ό ποιον έφύλαξε, διετήρησε την βυζαντινήν γραμμήν καί χρωματισμόν καί προ παντός τήν βυζαντινήν προποπαράδοτον άντίληψιν τού ορθοδόξου μυστικισμού, άπο- φεύγων τον ρεαλισμόν τής καθολικής δι«κοσμητικής μόνον ζωγραφικής. Είς τον τομέα τούτον ό Νικολαΐδης Επεβλήθη μέ τά έργα του τά όποια πέραν τής βυζαντινής παραδόσεως προσθέτουν τήν ίδικήν του οπτικήν δημιουργίαν καί όχι αντιγραφήν. ' 'Ένας άλλος τομεύς είς τον οποίον θεωρείται ευνοούμενος τής τέχνης^ *.α\ μέ τό δίκαιόν του είναι ή χαρακτική: είναι μιά τέχνη απαιτητική, διότι αρκεΐται μόνον είς τό δίχρωμον τού λευκού καί τού μαύρου καί μέ όλα ταύτα τα έργα του κάμνουν αΐσθησιν μέ τήν Ισορροπίαν, τήν οποίαν Εκπέμπουν αί κυρταί γραμμαι, Εν- ; τεταγμέναι είς τό σύνολον τού έργου, τό όποιον Εν γένει καλεί τον θεατήν ή τον με- : λετΐ)τήν είς άνάπαυσιν καί Εσωτερικήν ψυχικήν καί διανοητικήν γαλήνην, χωρίς να είναι κατά κυριολεξίαν σκλάβος τής παραδόσεως. Αρκεί μιά ματιά είς τάς άναπα-

146 Λ 590 "«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ΓΕΝΝΗΣΙΣ Αριστούργημα χαρακτικής Δημητρίου Δ. Νικολαΐδου έχ Μόλιστας, ζήσαντος και τελεντήσαντος έν Βουκουρεστίω ραστάσεις της Γεννήσεως. του Εύαγγελιστου Ματθαίου και του Ιδίου του καλλιτέχνου διά νά πεισθήτε διά τά δσα λέγω κρίνων και εγώ συν τοίς άλλοις την ποιότητα του έργου τον Ήπειρώτου καλλιτέχνου μας. νοοαζ φοοάτ παοονσιάσθη ει: έπισήιιου;: εκθέσεις χαοακτιv.fjc (1939, 40, 43, )'ή τεχνοκοιτική noi G H EO RGHE O PRESCU, COMARXESCIT, F R U X Z E T T I και ά/j.cov τον έθεοδρουν οχι μόνον ώς έκ των πρωτοπόρων τή: τέχνης αυτής είς την Ρουμανίαν, καθ ό ήτο μέλος ιδρυτής του ομίλου χαρακτικής, αλλά και ώς καλλιτέχνην αναμφισβήτητοι και καθιερωμένης αξίας, ήτις του ήνοιξε τάς θυρας των μουσείων και έπισήμιον συλλογών του κράτους. Σημειωτέον ότι ό G H EO R G IIE 0PRESCT7 καθηγητής εν τη σχολή Καλών Τεχνών, καθοδηγητής και διαμορφωτής τής συγχρόνου γενεάς των καλλιτεχνών (και ό ίδιος ζωγράφος) ήτο Μέντωρ των τεχνσκριτών. οθτινος ή κριτική ευμενής ή δυσμενής επί του έργου επί καλλιτέχνου προδιώριζε άμετακλήτως τήν αξίαν αύτοΰ καί τήν θέσιν του είς τήν καλλιτεχνικήν κίνησιν τής χώρας. Ή αγορά έκ μέρους των επισήμων έργων του, άπετέλει δι αυτόν ηθικήν ίκαναποίησιν και οικονομικήν συνδρομήν είς ήν προ-

147 / ' f «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ σετίθεντο και τά πολλά βραβεία εις χρήματα, μέ τά οποία τό ρουμανικόν κράτος ήρχετο άρριυγυ; των αναγκών των καλλιτεχνών. Και τούτο διότι ή μάλλον αποδοτική εργασία του έξελίχοη έτη τινά προ του πολέμου, διαρκουντος τουτου και μετά ταΰτα, οπότε κατά τάς περιόδους ταυτας οί έρασταί τών καλών τεχνών και μέσα οικονομικά και άν διέίίετον ακόμη, εμποδίζοντα άβεβαιότητος ενεκεν νά κάμνουν «.επενδύσεις», αί. όποίαι δεν εϊχον δικαιολογίαν εις εποχάς μ ή σταθερότητος και α νησυχίας. Τό τ'πουργείον Καλών Τεχνών του Ρουμ. Κράτους του απονέμει τό βραβείου του Μουσείου Αναστασίου Σίμου τό 'Η χαρακτική του είχεν ώς θέματα {θρησκευτικά γεγονότα, βιβλικά πρόσωπα, ιός την Άνάστασιν, άναπαράστα- Δημήτριος Δημητρίου Νικολαΐδης ό Ήττειρώτης έκ Μόλιατας (αύτοπροσωιτογρσψί α ) Ό Εύαγγελιστής Ματθαίος. Χαρακτική Δημητρίου Δ. Νικολαΐδοο, έκ Μόλιατας, θανόντος έν Βουκουρεστίω σιν του ψαλμοΰ 91, τον ερημίτην καί πολλά άλλα, όλα τά έργα του άποδίδοντα το σοβαοόν καί έσωτεοικευμένον ύφος τών προσωπικοτήτων που δεσπόζουν της ίστο- / * f t > ~ r t «1» ' 1 ',. Ι _ Λ.Ο ) M V lv rt της, θύματα τής αθρεψίας καί άβιταμινώσεω-ς. Νά μή λησμονηθή ότι ο Δ. Δ. Νικολαΐδης ήτο ένας δέκτης καί νοσταλγός ευαίσθητος εις ό,τι κακόν ή σύγχρονος ι στορία συσσώρευε επάνω στην πατρώαν γην. Ουδέποτε ελησμονησε και ολιγωτερον ακόμη απεμπόλησε την πατρίδα του γιά νά γίνη θετός υιός άλλων. Διά τούτο καί έδέχϋη νά συνεργασοώμεν διά την περισυ/νλογήν χρημάτων διά την επισκευήν τήζ

148 «ΗΠΕΙΡίΥΠΚΗ ΕΣΤΙΑ» βλαβείσης εκ τω ν Ιταλικώ ν βομβαρδισμώ ν Ζ ω σ ιμ αίας Σ χολή ς Ίω α ννίνω ν. "Ο τα ν του έπ ρ ό τεινα νά είσέλθη εις τη ν ερανικήν επιτροπήν το έθεώρησε τούτο ώς τιμήν κ α ι έλάχιστον φ όρον κ α ί συνδρομήν προς τήν δεινοπαθήσασαν πατρίδα του. Ή τ ο πισ τόν τέκνον τή ς ελληνικής εκκλησίας, πιστός συνεργά της καί ύποστηρικτής του έλλ. Σ χολείου, ένθερμ ον μέλος τής έλλ. εδώ όμογενείας, κ α θ η γη τή ς εν τοΐς έλλ. έκπ α ιδευτη ρ ίο ις καί ενερ γη τικ ό ν στοιχείον σε κάθε έκδήλωσι μέσα στήν Κ οινότητά μας, ή οποία έτή ρει μέ άφοσίω σιν τά ς παραδόσεις τώ ν μελών της. Π α ρ ά ταύτα ήτο καί φ ίλος του ρουμανικού έθνους κ α ί δτα ν τούτο ύπέκυψεν εις τάς σκληράς δοκιμ ασίας μέ τή ν ευκαιρία ν τή ς α ρ π α γή ς τώ ν Ιταλών' της υπό τώ ν γειτόνω ν της (συμφ ώ νω ς τή ς αδίκου άποφάσει τής δια ιτη σ ία ς τή ς Β ιέννη ς R I B D T U T R O P C IA U O ) ό Ν ικολαΐδης έτάσσετο π α ρ ά τό πλευρόν τού ρουμανικού λαού. Τ ά έρ γ α του ελα ιο γρ α φ ίες φημίζολ'ται διά τον πλέον αύθελ'τικόν ρεαλισμόν, διά τή ν σύλληψιν, τό χρώ μα, τό βάθος, πού σάν νά «κτίζουλ'» δίνουν τή ν λύσιν ξεκινούν από ο,τι είναι παντοτεινόν καί κ α τ α νά γκ η ν αληθινόν εις αυτήν» (V. Β Ε - N E S ). Δ ιά πολλούς ή ελαιο γρ α φ ία του εκ φ ρ ά ζει περισσότερον αισθησιν καί όλιγώ τερον σκέψ ιν, είναι δηλ. περισσότερον α ισ θη μ α τικ ή καί όλιγώτερον «εγκεφαλική» σε χρώ μ α τά του κ λείνοντα προς τό σκοτεινόν καί προ παντός πράσινον, θυμίζο ντα κ ά τι από τον Ρ ο υ μ ά ν ο A N D R E E S C U καί τον Γάλλον C O U R B E T. Τ ά τοπεϊα καί ή νεκρά φ ύ σ ις ήσαν τά είδη τής άρεσκείας του και από αυτά άπεκόμισε ε π ιτ υ χ ία ς κ α ί ίκανοποίη σ ιν. Σ ά ν καλλιτέχνη ς καί σάν άνθρω πος έπάλαισε διά νά στα δη όρθιος καί διά νά κατακτήση τήν θ έσ ιν εις τή ν όποιαν έκόμιζεν δ τι δικαιούται νά φ θάση πάντα μετρ ιό φ ρ ω ν, υ π ερ ή φ α νος κ α ί μισών τή ν δου?ωπρέπειαν δπου συνήντα τα ύτη ν καί ούτω έτελεύτησε γεμ άτος από πίκρες, νοσταλγία καί ελπίδες διακαώ ς, από εκείνους πού υποκινούν τον ά νθρω π ο ν καί τον υπενθυμίζουν τήν διπλήν ύπόστασιν σ τήν ψ υ χικ ή ν, α ισ θη μ α τικήν, πλήν τής υλικής. Σ ά ν καλλιτέχνης δεν έγνώρισε ποτέ τον πλούτον. Β εβαρημένος άπό τά ς δυσκολίας τής ζιοής εις μίαν μεταπολεμικήν κ οινω νία ν καί άπό τό σκληρό εμφύσημα, τό όποιον χρονίω ς τον ήνώχλει, ύπέκυψ εν εις τή ν κ αρδιακήν ανεπάρκειαν, ή οποία τον έτυ ρ ά ν\η σ εν αρκετά. Εις τήν πάλην του μέ τήν ανέχειαν καί τήν άσθένειάν του, είχε σύντροφον πιστόν τήν 'Ελληνίδα σύζυγόν του ίεΐς τό προσεχές μέλλον θά δωρήση εργον του ε λαιογραφίαν διά τήν αίθουσαν τού Πνευματικού κέντρου τών Ήπειρ. Μελετών!, ή οποία καί μού παρέθεσε τά άναγκαιούνται στοιχεία διά νά συντάξω τό παρόν σημείωμά μου, πενιχρόν, έλλειπές, αλλά πού πρέπει νά θεωρηθή ώς ιστορικόν μήνυμα προς τούς συμπολίτας τού πατρικού χωριού του πού ένοστάλγει καί έπροτίθετο διακαώς νά τό έπισκεφθή αμα τη λήξει τού πολέμου. Δυστυχώς, ό έπακολουθείσας ψυχρός πόλεμος άνήρεσε τον πόθον αυτού, καθώς καί πολλών άλλων. Ή ρουμανική γή, ή όποια τον έφιλοξένησε κατά μίαν ολόκληρον ζωήν καλλιτεχνικής δημιουργίας, τον έσκέπασε διά πάντα τήν 13 Ιουνίου Αιώνια ή μνήμη, ακόμη ενός Ήπειρώτου ζήσαντος καί θανόντος μέ τό ίνδαλμα τής ελληνικής πατρίδος. Βονκουρέστιον Μάρτιος, 1973

149 01 EMMIE! ίϊίίρ ίφ ίιί TOO ΕΜΟΙΕΟΝ ΤΟΪΕΤΗ ΙΟΝ Η Σκοπός τού άρθρου σύτοο είναι νά παρουσίαση στον Ελληνισμό την φιλολογική έργασία που έχει ήδη έπιτελεσθή από τους συνεργάτες τού έκδοτικού ουκου^ Τ wayne τής Νέας Ύόρκης, σχετικά με την προβολήν στους άγγλοφώνους λαούς άριθμού σύγχρονόν, νεωτέρων και Βυζαντινών 'Ελλήνων συγγραφέων και φιλοσόφων. Ή φύση λοιπόν τής π α ρουσίασης αντής ετναι περιγραφική καί βιβλιογραφική, όχι βιβλισχριτική. Πρώτα άπ όλα έπιθυμώ ζωηρά νά άποτίσω φόρον τιμής στήν Έλληνοαμερικανίδα καθηγήτριαν Mary Ρ. Gianos, Διευθύντριαν τού Τμήμοττος Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Ίνστιτούτον Τεχνολογίας τού Ντητρόϊτ, ή όποια πρώτη συνέλαβε τήν ιδέαν τής διεθνούς προβολής νεοελλήνων λογοτεχνών καί διανοουμένων, καί έπέτυχε νά πείση τούς έκδοτες τού ουκου Τουέίν νά τής άναθέσουν τήν γενικήν έποπτείαν τής 'Ελληνικής συλλογής μελετών. Τό έργον τής Μίςς Τζιάνος είναι έντυπωσιακό σέ σπουδαιό^τα καί σέ όγκο. Ιδιαίτερα δε συγκινητικό είναι τό γεγονός ότι ή φιλότιμη αυτή έπισυήμων παλεύει έπί χρόνια μέ σοβαρότατη άσθένεια, πού όμως δεν μπόρεσε νά μετριάση τον ένθουσιασμό καί τήν έ- νεργητικότητά της. Οί εκδόσεις Τουέίν έχουν ήδη κυκλοφορήσει άνω των πεντακοσίων (500) τόμων πού καλύπτουν Αμερικανούς, "Αγγλους, Ευρωπαίους καί άλλους συγγραφείς άπό τήν έποχήν τού 'Ομήρου μέχρι σήμερα. Oi μονογραφίες αύτές άνήκουν σέ τρεις κατηγορίες: 1) Συγγραφείς τών Ηνωμένων Πολιτειών, 2) Συγγραφείς τής Μεγάλης Βρεττανίας καί 3) Σ υγγραφείς τού Κόσμου. Τά άρχικά τών συλλογών αυτών έχουν ώς έξής, άντιστοίχως: Τ. U. S. A. S., Τ. Ε. A. S., Τ. W. A. S. Τό κάθε βιβλίο Τουέίν πρέπει νά συμμορφώνεται μέ τις έξής γενικές όδηγίες: νά μή ύπερβαίνη τις σελίδες, νά περιέχη πλήρη έπιστημονικήν υποστήριξη τών Ι δεών καί κρίσεων πού παρουσιάζει, νά περιέχη μιά προσεχτικά διαλεγμένη διεθνή βιβλιογραφία καί νά είναι προσιτόν ώς άνάγνωσμα καί σέ ειδικούς έπιστήμονες άλλά καί σέ σπουδαστές καί μαθητές. Τά βιβλία είναι άνθεκτικά, χρυσόδετα καί ωραίας έμφανίσεως. Τυπώνονται δέ σέ άντίτυπα, ούτως ώστε νά καλύπτουν κάθε άνάγκην άτομικήν, ή δημοσίας, ή σχολικής βιβλιοθήκης, στις άγγλόφωνες χώρες καί σ όλο τον κόσμον. Βιβλία Τουέίν γιά άρχαίους "Ελληνες συγγραφείς έχουν κυκλοφορήσει άρκετά ( Αρχίλοχος, Επίκουρος, Λόγγος, "Ομηρος, Πλούταρχος). To Epicurus, τού παραγωγικού Έλληνοαμερικανού καθηγητού Δρ. Γεωργίου Πανίτσα, άποτελεί σημαντική προσφορά στή διεθνή βιβλιογραφία τού φιλοσόφου αυτού. Πρώτη στή σειρά τών νεοελλήνων λογοτεχνών ήταν ή μονογραφία Elias Vcnezis (Twaync World Authors Scries, No. 74, 1969), έργον τών Alexander καί Helen Karanikas, άμφοτέρων ποτνεπιστημιακών καθηγητών στο Σικάγο. Στις 158 σελίδες τους οί δύο κριικοί τοποθετούν τό έργον τού Ή λία Βενέζη στή γενική λογοτεχνική άναγέννηση τής σύγχρονης Ελλάδος, θεωρούν δέ τον πεζογράφον μας αυτόν μέλος τής «Γενιάς τού 1930», καθώς καί τής όμάδας τών Αιολικών (Μικρασιατών) διανοουμένων, σάν ένα άπό

150 τους γίγαντες τής Νεοελληνικής λογοτεχνίας πού είναι άγαπητός στην Α γγλία καί λοιπήν Ευρώπη, καί σχεδόν άγνωστος στην Αμερικήν. Σύνομες άλλα περιεκτικές συνόψεις δεκαέξη (16) βιβλίων του Βενέζη βοηθουν καί τον μη ειδικευμένο άναγνώστη νά παρακολούθηση την άξιολόγηση των έργων του με εύχέρεια. Οι δύο συγγραψεΐς δείχνουν δτι πολλά άπό τά θέματα καί βιώματα του Βενέζη πηγάζουν άπό τις έμπειρίες του τής παιδικής ζωής στην Μικρά/ Ασίαν, άπό την καταστροφήν του 1922 καί την αιχμαλωσίαν του. Άλλα θέματα άντανακλοον λαϊκές παραδόσεις, ήθη καί έθιμα καί ιστορικούς μύθους. Τέλος, άλλα βασίζονται στις τραγικές πολεμικές έμπειρίες τού Ελληνικού έθνους στους άγώνες του γιά λευτεριά καί έπιβίωση. *Η μελέτη Ή λίας Βενέζης άποτελεΐ άπαραίτητο συμπλήρωμα των άγγλικών, γαλλικών, γερμανικών κ.ά. μεταφράσεων των καλλιτέρων του μυθιστορημάτων, καί είναι πολύτιμο βοήθημα γ ιά τον ξένο σπουδαστή τής πεζογραφίας μας. Δεύτερη μονογραφία είναι ή συγκριτική μελέτη* Dionysios Solomos (T.TV.A.S., 193, 1972), τού γράφονος, κοτθηγητού στο Ποτνεπιστήμιον τού Νοτίου Ίλλινόϊς. Τό βιβλίον αυτό καλύπτει μέ συντομία τή ζωή, τήν έπική έποχή καί δλα τά σπουδαιότερα έργα του Εθνικού μας Ποιητού. Ά ν καί άπευθύνεται κυρίως στον γενικό άγγλόφωνο άναγνώστη,, ό σπουδαστής τής λογοτεχνίας, ό συγκριτικός φιλόλογος, άκάμη δέ καί ό νεοελληνιστής μπορεί νά βοή σ αυτό ένδιαφέροντα σημεία καί νέες κρίσεις. Μερικά άπο τά ποιήματα \ τού Σολωμού άποδίδονται άγγλικά γιά πρώτη φορά ώστε νά μπορή ό ξένος νά σχηματίση μιά γενική ιδέα γιά τήν συμβολή τού ποιητή στήν Ελληνική καί Ευρωπαϊκή λογοτεχνική j δημιουργία τού ρομαντισμού. Τά Ελληνικά καί Ιταλικά έμμετρα καί πεζά τού Σολωμού έξετάζονται καί συγκρίνονται μέ τά υποδείγματα καί έπιτεύγματα των συγχρόνων του στήν Ευρώπη καί οττήν < Αμερική. Οι καλλιτεχνικές καί ίδιοσυγκρασιακές του «συγγένειες» μέ τους Βύρωνα, Σέλλεύ, Κήτς, Κόουλριντζ, Ουόρντζουορθ, Πόου, Ντάντε, Μαντζόνι, τούς Έλληνες καί Ρωμαίους κλασσικούς, τούς αισθητικούς Χέγκελ καί Σίλλερ, καθώς καί τούς άλλους νεοέλληνες συγγραφείς τής δημοτικής παράδοσης, έξετάζονται λεπτομερώς, ούτως ώστε ό ξένος αναγνώστης τού Σολωμού νά διευκολύνεται νά τον πλησιάση μέσω γνωστών του πηγών καί σημείων συγκρίσεως. Αναλυτικές κρίσεις τών άριστουργημόττων του διευκολύνουν καί τον τυχαΐον άναγνώστη ν* άντιληφθή γιατί ό μέγας Γκαίτε, δπως λέγεται, κάποτε άποκάλεσε τον Σολωμό, «Βύρωνα τής Ανατολής». Έκτος τού δτι ό Σολωμός υπήρξε ένας άπό τούς καλλίτερους νεοέλληνες ποιητές, ήταν καί ό κυριώτερος Βάρδος τής Ανεξαρτησίας, τής προσωπικής καί μεταφυσικής έλευθερίας τού άτόμου, καί ένας γνήσιος Ιδεολόγος άνθρωπιστής τής έ- ποχής του. Η τρίτη μελέτη, Kostis Palamas (TAV.A.S., 197, 1972), έργο τού Δρ. Θανάση Μα- ι] σκαλέρη, καθηγητού στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο τής Καλιφορνίας στον Ά γ. Φραγκί- j{ σκο, παρουσιάζει τον Παλαμά σάν ένα άπό τούς σημαντικώτερους συγγραφείς καί ποιη- < τές τής νεωτέρας Ελλάδος. Έ πί μισόν αιώνα ό Παλαμάς έκυριάρχησε στον κόσμο τών ί' γραμμάτων, πάλεψε γιά τήν έπικράτηση τής δημοτικής, έγραψε βαθειά κριτική, καί συνέθεσε πολυάριθμα λυρικά καί έπικολυρικά ποιήματα πνοής. Γνωστός καί έκτος τής Ελλά- j δος ό Παλαμάς έπαινέθηκε καί άπό τούς Ουναμούνο, Ταγκόρ καί Ρομαίν Ρολλάν πού τον j θεωρούσαν ποιητική μεγαλοφυΐα. Οί ξένοι καλλιτέχνες εΐδαν τον Παλαμά σαν ένα μεγάλο ζ ραψωδό τού Ελληνισμού, ψάλτη τού κάλλους καί ποιητή ένός παγκοσμίου ένοράματος. Ό Δρ. Μασκαλέρης έξηγεΐ έπίσης καί τήν βαθειά γνώση τής Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, τών κλασσικών καί τών συγχρόνων του φιλοσοφικών θεωριών πού διέκριναν τον Παλαμά σάν -** διανοούμενο, στο έργο τού οποίου κοττοπτρίζονται καί ζωντανεύουν οί πνευματικές άνησυχίες τής Ελλάδος καί τής Ευρώπης στήν έποχή του. Αρκετά δέ άποσπάσματα ποίημά- ^ j i i I

151 I Η Π ΕΙΡΩ ΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ * f V των» του μεταφράζομαι μέ άκρίβεια για νά βοηθήσουν τον άναγνώστη ν άντιληφθή την αξίαν του Κωστή Παλαμά.? Η τέταρτη μελέτη μάς μεταφέρει σέ μια άπό τις λαμπρότερες έττοχές του Βυζαντίου. Ή μονογραφία Anna Comnena (TAV.A.S., 213, 1972) είναι έργο τής άκούραστης έργάιρισς τών γραμμάτων μας στις Η.Π.Α., της Dr. Rae Dalven, καθηγήτριας στο Κολλέγιον Λεϊντυκλιφφ τής Νέας Ύόρκης. Ή ηπειρωτικής καταγωγής Μΐςς Ντάλβεν παρουσιάζει την "Αννα, πρωτότοκο θυγατέρα τού Αλεξίου Κομνηνού, σαν μια γυναίκα γεννημένη για μόρφωση και ηγεσία. Ή "Αννα υπήρξε μια άπό τις πιο καλλιεργημένες γυναίκες τής έποχής της στον κόσμο, υπερτερούσε δέ σέ πολλά σημεία καί τους πιο γνωστούς άνδρες του 12ου αιώνα. Ή προσφορά της στην διοίκηση τής Αυτοκρατορίας καί τά προτερήματά της έμνημονεύθηκετν καί άπό τούς συγχρόνους της συγγραφείς Θεόδωρο Πρόδρομο καί Νικήτα Χωνιάτη. Τά δραματικά Ιστορικά γεγονότα καί οι μηχανορραφίες τής Ειρήνης υπέρ τής 'Αννας έξιστορούνται μέ χάρη καί άκρίβεια. Τέλος ή λογοτεχνική καί ιστορική άξια τής Άλεξιάδος άξιολογούνται κατάλληλα, ή δέ "Αννα παρουσιάζεται σάν ή πρώτη γυναίκα ιστορικός τού κόσμου όλου. Τό βιβλίον "Αννα Κομνηνή άποτελεί σημαντικήν εισφοράν στις Βυζαντινές σπουδές, πού συνεχώς ευδοκιμούν στις Η.Π.Α. προσφάτως, άλλά καί στον τομέα τών έπιτευγμάτων σπουδαίων γυναικών στον Ευρωπαϊκό καί παγκόσμιο πολιτισμό. Τελικά ή μονογραφία Ρ aisiljs-xagarjdes (T.W.A.S^ 240, 1972), τού Έλληνοαμερικα- ^νού Βυζαντινολόγου καί έρευνητού Δρ. Χάρη Χιονίδη, ρίχνει άρκετό φως σέ μιάν άλλη, άγνωστη καί σκοτεινή περίοδο τής Ελληνικής πνευματικής πορείας. *0 Δρ. Χιονίδης έ- ξιστορεϊ τά τής πολιτιστικής καταπτώσεως τού Ελληνισμού μετά τήν "Αλωση τής Κωνσταντινουπόλεως, καί συγκεντρώνει τήν προσοχήν του στον 17ον αιώνα όπου έδρασε ό Παΐσιος Λιγαρίδης. 'Ο μορφωμένος καί δραστήριος αυτός κληρικός καί διανοούμενος, που τά περισσότερό του έργα παραμένουν όκόμη άδημοσίευτα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διατήρηση τής άσβεστης πνευματικής φλόγας πού σιγά - σιγά προετοίμασε τήν διανοητικήν άναγέννηση τού Ελληνικού "Εθνους, καί άργότερα τήν μεγάλη έθνοσωτήριον έξέγερση τού Καί αυτή ή μελέτη έχει τήν αξίαν της, καθώς άποδεικνύει ότι κάτω άπ τήν φαινομενική στάχτη τού Ελληνισμού σιγόκαιγε πάντα μιά άκοίμητη πνευματική ι σπίθα. "Ολες οι μονογραφίες αυτές είναι έπιστημονικά καί προσεχτικά γραμμένες, μέ ύπο. : σημειώσεις καί βιβλιογραφικές άναφορές πού καθιστούν άδυνατο τό έργον τού τυχόν I μισέλληνας λογίου πού ίσως θελήσει ν άμφισβητήση τήν άλήθεια πού παρουσιάζουν. Οί I έπιστήμονες αυτοί δέν διηγούνται σάν παραμυθάδες, ούτε βασίζονται σέ διαδόσεις, φή-,μες, σωβινιστικές άντιλήψεις, προπαγάνδα, ή προσωπικές έντυπώσεις πού συχνά είναι : έπιστημονικά άστήριχτες ή δημιουργήμοττα ζωηρής καί άχαλίνωτης φαντασίας. Παρά δέ τό σύντομο σχήμα τους οι έκδόσεις Τουέϊν εΐναι ταυτόχρονα καί έκλαϊκευτικά καί έπιστηιμονικσ συγγράμματα. Ή συνεισφορά όμως τής καθηγήτριας Μίςς Τζιάνος δέν τερματίζεται μέ τήν έπιμέ- Γλειαν τής έκδόσεως αύτών τών μονογραφιών. Ή Ιδία συνέταξε καί έξέδωκε τήν όγκώδη άν- Ιδολογίαν Introduction to Modern Greek L iterature: An Anthology of Fiction, D ram a, and Poetry (T w ayne, 1969), 548 σελίδες, μέ μιά γενικήν εισαγωγήν τού Παναγιώτη Κανελλόπουλου, καί μέ έργα τών I. Μ. Παναγιωτόπουλου, Ε. Ροΐδη, Α. Παπαδιαμάντη, Κ. Θεοτόκη, Α. Καρκαβίτσα, Κ. Χατζοπούλου, Σ. Μυριβίλη-, Η. Βενέζη, Κ. Πολίτη, Π. Χάρη, Τ. Δόξα, Γ. Μαγκλή, Μ. Λαζαρίδη, Δ. Γιάκου, Γρ. Ξενοπούλου, Γ. Θεοτοκά, Π. ΐΠρεβελάκη, Λ. Ακρίτα, Κ. Καβάφη, Α. Σικελιανού, Ν. Καζαντζάκη, Κ. Ούράνη, Τ. Παβτατζώνη, Κ. Καρυωτάκη, Γ. Σεφέρη, Γ. Θέμελη, Ζ. Καρέλλη, Α. Εμπειρικού, Γ. Θ. Βαφοπούλου, Α. Μπάρα, Γ. Σαραντάρη, Μελισσάνθης, Γ. Ρίτσου, Ν. Έγκονοπούλου, Α. ιλάτσα, Ο. Έλύτη, Ν. Βρεττάκου, Ν. Γκάτσου καί Τ. Βαρβιτσιώτη. "Ολα τά ποιήματα ίναι σέ έξοχες άποδόσεις τού γνωστού Κίμων Φράϊερ, όλα δέ σχεδόν τά πεζά σέ δικές

152 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ-* τη-ς άριστες μεταφράσεις. Ακούραστη πάντα ή Μίςς Τζιάνος έτοιμάζει και δεύτερο τόμο στην σειράν αυτήν των άνθολογιών (έχουν ήδη κυκλοφορήσει άνάλογες συλλογές Ρουμανικών, Πολωνικών, Βουλγαρικών, Ίοττανικών κ.ά. έργων) μέ έργα νεωτέρων και συγχρόνων Ελλήνων λογοτεχνών. Επί πλέον έξακολουθεί νά έπιμελείται και τις μονογραφίες τής Νεοελληνικής σειράς, ούτως ώστε μέσα σε λίγα άκόμη χρόνια θ άξιωθούμε νά χαιρετήσουμε καί μελέτες γιά τούς Καβάφη, Σεφέρη, Έλύτη, Κάλβο, Μαλακάση, Σαμαράκη, Παναγιωτόπουλο, Παπαρρηγόπουλο, Π. Βράϊλα - Άρμένη καί άλλους νεοέλληνες καί Βυζαντινούς λογοτέχνες, ιστορικούς καί φιλοσόφους. Περιττόν δέ νά τονίσω την διεθνή σημασία όλων αυτών τών δημοσιευμάτων. Αρκεί ν άναφέρω ότι ό αριθμός τών σπουδαστών τών νεοελληνικών γραμμάτων στις Η.Π.Α., την Αγγλία, τον Καναδά, την Αύστραλίοτν, αυξάνει συνεχώς. Τό ίδιο δέ συμβαίνει καί μέ τον άριθμό καί την ποιότητα τών νεοελληνικών διατριβών πού γράφονται τελευταία στά διάφορα άγγλόφωνα έκπαιδευτικά καί μορφωτικά ιδρύματα. ΜΑΡΙΟΣ ΒΥΡΩΝ Γ. ΡΑΙΖΗΣ Καθηγητής Συγκριτικής Φιλολογίας Πανεπιστήμιον Νοτίου Ίλλινόϊς Η.Π.Α. Τ Ε Χ Χ Ο Κ ΡΙΤ ΙΚ Α ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΩΔΩΝΗ Στις έφετεινές παραστάσεις τής άρχαίσς τραγωδίας στήν Δωδώνη (τά ΙΑ' Δω5ωναία), πού δόθηκαν στις 11 καί 12 τρέχοντος, μέ φορέα τήν Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών καί μέ τό Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, άνεβάστηκσν τά έργα τού Εύριπίδου «Βάκχες» και «Μήδεια». Τό γεγονός, βέβαια, είναι πολύ πιο άξιόλογο ά π δ,τι οι δυο παραστάσεις, άφού καθιερώθηκε ώς ένα γεγονός ευρύτερης άκτινοβολίας. Γι αυτό, νομίζω πώς δεν θά πρέπει νά περνά, χωρίς νά υπάρχει μια κριτική άπστίμηση έστω ώς φωνή τής έπαρχίας προκειμένου νά περάσει στην γενικώτερη καλλιτεχνική καί πνευματική κίνηση τής χρονιάς. "Ετσι, ύπ αυτό τό πνεύμα, θά σταθούμε σ ένα άπ τά δυο έργα, στις «Βάκ. ; χες», γιά νά μιλήσουμε γιά τό Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Πρώτα, γιατί τό έργο προσφέρεται ιδιαίτερα γιά την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση τής άτμόσψαιρας, που έχει ή τραγωδία αυτή καί, δεύτερα, γιατί βάζει όπωσδήποτε σε γνησιώτερη δοκιμασία τις δυνατότη-ες καί τά έπιτεύγμοττα τής δεύτερης αυτής μεγάλης κρατικής μας σκηνής, πού τήν συνόδεψε στήν "Ηπειρο, ό διακεκριμένος καί γνωστός λογοτέχνης τής Θεσσαλονίκης Γιώργος Δέλιος, ώς εκπρόσωπος τής Καλλιτεχνικής Επιτροπής της. Ή σκηνοθεσία στις «Βάκχες», πού εΐναι τού Γιώργου Θεοδοσιάδη, κατάφερε νά συμμαζέψει όπωσδήποτε τήν διάσπαρτη καί άεριώδη άτ μ ό σφαίρα πού έχει ή ποίηση οπήν τραγωδία αυτή, όπου ή κοπάχρηση καί ή υπέρβαση τής ισορροπίας τού θεού στήν άνθρώπινη ^ φύση, φέρνει τήν τραγωδία. Πράγματι, πιστεύουμε πώς δεν προδόθηκε τό πνεύμα τούτο, στον όρμητικό χείμαρο πού θέλει νά δώσει μέ τον άτονο κάπως διάλογο καί σ αυτό ίσως νά μήν ευτύχησε άπόλυτα ό υπεύθυνος ή σκηνοθεσία Γιατί, ή σωστή άμφίεσι (ή σκη- νογραψία καί οί ενδυμασίες είταν τής Ρένας Γεωργιάδου) καί γενικά ή σκηνογραφική προσαρμογή, υπήρξε μελετημένη καί εΐχεν άκόμα μιά διάθεση ποιητικής ευφορίας. Δεν μποροΰμεν, όμως, νά πούμε τό ίδιο καί γιά τήν μουσική τού Χρ Λεοντή, πού, παρά τήν λαϊκή της καταβολή καί τό πλησίασμα προς τήν δημοτική μελωδία, δέν υπήρξε σύμφωνη μέ τήν άπλα τητα τού έργου καί δημιούργησε, σέ πολλές περιπτώσεις, ένα ήχητικό έφέ άπό μή έπεξεργασμένην ύλην. Έ ν τούτοις, όμως, πρέπει νά τού άναγνωρίσουμε έναν ευρύτερο προβλημστί- \

153 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ σμό, μια θαρραλέα μετακίνηση γιά την άναζήτηση στις πιο υποσχετικές πηγές τής μουσικής έπένδυσης που χρειάζεται ό άρχατος θεατρικός λόγος. Ή μετάφραση του Παντελή Πρεβελάκη, βέβαια, είτοτν ά π τις πιο δόκιμες καί άπ τις πιο καλοδεμένες καί, άκόμα, κρατούσε κάτι άπ τό ρίγος κι* ά π την έκσταση, που ζητάει ή έξαρση των κορυφαίων σκηνών στις «Βάκχες». Κάτω άπ' αυτές τις προϋποθέσεις δομής καί άτμόσφαιρας, τά πρόσωπα πού ύποδύθηκαν τούς ρόλους τής τροτγωδίας έδωκαν άνάλογα μέ τις δυνάμεις καί την σκηνοθετική άγωγή τους, δ,τι μπορούσαν. Καί τό έπραξαν μέ φιλοτιμία πού τιμάει καί αυτούς καί τό Κ.Θ. Β.Ε. "Ετσι, ό Γιάννης Φέρτης, ώς Διόνυσος, στάθηκε πολύ καλός, άν καί, σέ πολλές περιπτώσεις, λίγο περισσότερο ανθρώπινος. Ό Αλέκος Πέτσος, ώς Τειρεσίας, είχε πράγματι μιά παράσταση εικόνας ιεροπρεπούς, πού τον έπέβαλε, χωρίς νά μπορούμε νά πούμε πού ακριβώς θά εΐταν καλύτερος (ίδίως κατά τούς διοώόγους του). Ό Γιάννης Κάσδαγλης, στον ρόλο τού Κάδμου, έδωσε δ,τι μπορούσε πιο καλό, για νά σχηματοποιηθεί καλύτερα έκεΐνο τό κάπως ρευστό κλίμα πού έχει τό κείμενο τού Εύριπίδου στο σημείο τούτο. Επίσης, ό Νίκος Βρετός, ώς Πενθέας, έδειξε πώς έχει προσόντα γιά τό άρχαΐο θέατρο, άρκεί νά μην υπάρχει τόσο άπότομα ή μετάπτωση ά π την αυστηρότητα στην άφροσύνη τής έκστασης, πού ζητούσε έν προκειμένη τό κείμενο. Ό Δημήτρης Δαμαλάς, ώς υπηρέτης του Πενθέα, ό Νίκος Γαροφάλου ώς μαντατοφόρος βοσκός καί ό Δάνης Κατρανίδης ώς δεύτερος μαντατοφόρος, ύπήρξαν πειθαρχημένοι, μέ άρκετή ευφράδεια καί χρώμα στην άφηγηματική τους. Ή "Ελσα Βεργή, ώς Άγαύη, έδωσε έναν άξιόλογο θεατρικό τύπο ά π την άρχαία τραγωδία καί οί κορυφαίες τού χορού Ρίκα Γαλάνη, Καίτη Χρονοπούλου, Σμάρω Γαϊτανίδου καί Μίρκα Παπακωνσταντίνου, μπορούμε νά πούμε πώς κράτησαν μέ συνέπεια καί πρωτοβουλία έναν χορό πού έφερε πάνω του τό χρώμα καί την ποίηση άπόναν διονυσιασμό, πού ζητούσε νά δώσει τό κλίμα καί την ιδιαίτερη άτμόσφαιρα στις «Βάκχες». Τό ίδιο πρέπει νά πούμε, γενικά, γιά τον χορό, πού κάλυψε τις μεγαλύτερες άπαιτήσεις άπό δλη την παράσταση (ανεξάρτητα ά π τις άπόψεις πάνω στο θέμα τούτο) τούτη: Υπήρξε μιά έπιτυχημένη σύνθεση, πού έγινε μέ ποιητική φαντασία, μέ συμμετοχή καλλιτεχνικής διάθεσης, καί, προ παντός, μέ τήν όρθή κατανόηση τής σκηνοθεσίας. "Ετσι, ή παράσταση τής τραγωδίας αυτής τού Ευριπίδη, πού δίνει τήν δυνατότητα γιά μιά σύνδεση της μέ τον σύγχρονον αλ/θρωπο σέ καίρια σημεία, άνεβάστηκε μέ άξιώσεις καί μάς έδωσε, άκόμα, έναν προβληματισμό πάνω στήν προσπάθεια γιά τήν περιλάλητη άναβίωση τής άρχαίας τραγωδίας στον σύγχρονο κόσμο. ΑΤΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΤ ΕΟΚΙΚΟΥ ΟΕΑΤΡΟΥ Μέσα οπόν Αύγουστο, είχαμε τέσσερις παραστάσεις άπ τις δυο μεγάλες κροπικές μας σκηνές (δυο παραστάσεις άρχαίας τραγωδίας στήν Δωδώνη μέ τό Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος καί δυο παραστάσεις άπ τήν κινητή μονάδα του Εθνικού Θεάτρου). Είναι, βέβαια, πολύ σημαντικό αυτό καί δίνει στήν έπαρχία, τήν ευκαιρία νά έρθει σ έ- παφή μέ τό σοβαρό θέοπρο, πράγμα πού τόσο έχομε άνάγκη. Καί γιά τις παραστάσεις άρχαίας τραγωδίας, γράφομε παραπάνω. Τώρα, γιά τις παραστάσεις, πού έδωσε στήν πόλη μας ή κινητή θεοπρική μονάδα, θά προσπαθήσουμε νά γράψουμε, έν συνάψει, τις έντυπώσεις μας καί, στά περιθώρια πού δίνει ένα άρθρο, θά έπιχειρήσουμε νά κάμουμε κάποια κριτική άξιολόγηση. Γιατί, έκτος πού, γιά τήν δημιουργία των κινητών μονάδων, ή πόλη μας (συγκεκριμένα τό περιοδικό «Ηπειρωτική Ε σ τία» μέ τήν συμπαράσταση ολοκλήρου τού τύπου, πριν άπό δέκα - δώδεκα χρόνια, έκαμεν ειδική έκστρατεία μέ τό σύνθημα: «Ή έπαρχία ζητάει θέατρο») ξεκίνησεν έναν ωραίο πνευματικόν άγώνα, οι παραστάσεις παρουσιάζουν ιδιαίτερο ένδιαφέρον. Πρώτα, για τί ή μιά άπ*

154 598 (ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» τις δυο («Αλκιβιάδης») γίνεται μέ δικό μας (έλληνικό) έργο καί, δεύτερα, γιατί ή άλλη («Ό Άλχημιστής») αντιπροσωπεύει μιαν απ τις ευτυχέστερες ώρες τής έποχής του κλασσικού θέατρου, πού θεμελιώθηκε τον 16ον αιώνα. "Ετσι, τό κοινό τής πόλης μας, δχι μονάχα είχε την ευκαιρία νά έρθει σε μια γόνιμη πνευματική έπι κοινωνία καί να χαρεΐ την προσφορά τού εθνικού θεάτρου, άλλα καί νά γνωριστεί καλύτερα μέ δυο έργα, πού βάνουν έναν προβληματισμό πάνω στις καθιερωμένες άξιες καί πάνω στις άνιχνεύσεις γιά την άξιοποίηση των δικών μας δυνάμεων. 'Ο «Αλκιβιάδης» είναι ένα χαριτωμένο έργο πού γίνεται μέ την ατμόσφαιρα καί τό πνεύμα τής Αθήνας στην έποχή τού Σωκράτη. Πριν νά τό ίδούμε στην σκηνή, είχαμε την τύχη νά τό διαβάσουμε, ώς κείμενο, καί νά τό ξεχωρίσουμε, εδώ καί χρόνια. "Ετσι, μέ ί- διαίτερην Ικανοποίηση, τό θεατρικό αυτό έργο τού γνωστού λυρικού ποιητή τής Ιωνίας Νίκου Τουτουντζάκη (πρόκειται γιά φίλο τής Ηπείρου, πού κατάγεται άπ την Μικρασία), πού τόσο πολύ συναρπάζει ώς κείμενο, τό είδαμε τώρα καί ώς σκηνική δημιουργία. Καί πρέπει νά ομολογήσουμε, πώς χρειάσθηκε νά καταβάλει, ό σκηνοθέτης εδώ Λάμπρος Κωστόπουλος, πολλή προσπάθεια γιά νά οργανώσει αυτήν τήν διηγηματική ατμόσφαιρα καί γιά νά δώσει τό αττικό έκείνο πνεύμα πού εμεινεν άνεπανάληπτο στήν άνθρώπινην ι στορία. Μπορούμε νά πούμε πώς, στο κρίσιμο αυτό σημείο, ή σκηνοθεσία θά είχε ακόμα περιθώρια νά κινηθεί σέ περισσότερο βάθος, ώστε νά μήν κυριαρχούν τόσο πολύ οί εικόνες ά π τά συμπόσια. Γιατί, τό έργο τούτο, πέραν απ τήν έξωτερικήν αυτήν ομορφιά τής κλασσικής έκείνης έποχής, κρατάει τό βάρος άπονα δράμα άντιφοαικότητας στο πρόσωπο τού Αλκιβιάδη. Δέν ξέρω κατά πόσο δόθηκε αυτό τό βάθος ή αν έπρεπε νά δοθεί μ εκείνα τά άστραφτερά σκηνογραφικά καί τις ώραίες άμφιέσεις. πού τήν ευθύνη τους τήν εΐχε ό Γιάννης Κύρου. Γιά τήν μουσική έπιμέλεια, πού είχεν έδώ ή Πόλα Γαζουλέα, δέν νομίζω πώς υπήρξε τίποτε τό άνορθόδοξον, όπως δέν υπήρξε, πιθανόν, καί τίποτε τό έντελώς ξεχωριστό πού νά ζητάει νέους ορίζοντες άνίχνευσης. "Ετσι, μ αυτές τις προϋποθέσεις σκηνοθεσίας καί σκηνογραφίας, ό «Αλκιβιάδης» τού Νίκου Τουτουντζάκη παρουσιάστηκε σέ μιά διάσταση πού, κατά τήν άποψή μας, δέν άξιοποίησεν άπόλυτα ολα τά προσόντα πού πιθανό νά προσέφερνε τό κεί.μενο. Ίσ ω ς, φυσικά, νά είναι δύσκολα καί έξω άπ τις δυνατότητες τού έφικτού στήν σκηνή πράξη. Πάντως, ή παράσταση ήταν έξαιρετικά φροντισμένη, είχε μελετημένη σκηνογραφική δομή καί έδωσε στήν έποχή μας, ένα κομμάτι άπ τήν κλασσική έκείνη Αθήνα, πού δέν ξέρω άν θά είταν δυνατόν νά πάρουμε περισσότερα. Ακόμα μέ τό έργο τού Τουτουντζάκη, διοπτιστώνεται πώς μέ σύγχρονα έργα, οπού υπάρχει ποίηση καί λυρική ευφορία όπως στο έργο τούτο, είναι δυνατόν νά ζήσουμε πιο κοντά καί πιο πολύ κάτι ά π τήν άρχαία μας πνευματική κληρονομικά. "Ετσι, άλλωστε, γίνεται καλύτερα προσιτό τό θέμα τής άρχαιότητας, άφού παραμένει, στά βασικά του γνωρίσματα, άναλλοίωτος ό άνθρωπος. Καί στον «Αλκιβιάδη» τού Ν. Τουτουντζάκη, έχουμε πράγματι ένα κομμάτι άπ* τον διαχρονικόν άνθρωπο μέσα στήν άτμόσφαιρα τής κλασσικής έποχής τών Αθηνών. Τά πρόσωπα, πού ύποδυθηκαν τούς βασικούς ρόλους τών ηρώων, παρ δλο πού είναι πολλά (γύρω στά τριάντα), κράτησαν μιά καλή συνοχή πού έδωσε μιά ένότητα στ ς ε - κόνες. Πιο συγκεκριμένα: ό Νικηφ. Νανέρης ώς Αλκιβιάδης, στάθηκε πολύ καλά καί κατάφερε νά δώσει έναν θεοττρικό τύπο πού κράτησε τό χρώμα καί τήν αίγλη μιας εικόνας. Δέ ξέρουμε μο/άχα άν, στο δεύτερο μέρος, άποτυπώνονταν τό ίδιο έπιτυχημένα καί ή σύγκρουσή του μέ τήν πολιτεία του άπέναντι στήν πατρίδα του. Δέν μπορούμε νά πούμε πώς εύτύχησεν έξ ίσου στον ρόλο τού Σωκράτη ό Δημ. Βεάκης, γκχτί, κατά τήν γνώμη μας, χρειάζονταν περισσότερη φυσικότητα στον λόγο καί σ τις κινήσεις. Φυσικά, δέν αγνοούμε πώς, έν προκειμένη), ύποδύθηκε ένοιν ρόλο άρκετά δύσκολο γιά τά κοινά άνθρώπινα μέτρα. Ή "Ελλη Βοζικιάδου, ώς Ασπασία, υπήρξε κάπως ουδέτερη, ένώ ό Δημ. Παπαϊωάννου, ώς "Ανυτος, πρόσφερε τήν καλύτερη δυνατήν εικόνα άπόναν σπάνιο τύπο τού έργου.

155 - * U i f i" l ft f Ϊ '.#* : Λ y «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 599 Ό Φοίβος Ταξιάρης, πάλι, στον ρόλο τού Τισσαφέρνη, στάθηκε κάπως δύσκαμπτος, παρ' όλα τά φανερά προσόντα για παραπλήσιους ρόλους, πράγμα πού μάς κάνει νά μην συμφωνούμε μέ την σκηνοθετική άγωγή, που άκολουθήθηκε για πολλές περιπτώσεις στο έργο τούτο. Ό Γιάννης Μαυρογένης, ώς Αριστοφάνης, ευτύχησε νά κρατήσει ενα πιπεράτο πνεύμα, κοώώς και ό Εύάγγ. Πρωτοπαπάς στον ρόλο τού άστυνόμου. Ε πίσης, ή Γιούλικα Ακρίτα, ώς Ίππαρέτη και ή Ά ννα Μακράκη στον ρόλο τής Τι μαίας, έδωσαν χαρακτηριστικούς τύπους πού έδεναν την δράση μέ τά άλλα πρόσωπα. Καί, γενικά τά άλλα πρόσωπα, πού χρειάστηκε γιά νά άνεβαστεϊ ό «Αλκιβιάδης» τού Ν. Τουτουντζάκη, δέν μπορούμε νά πούμε πώς δέν άντοατοκρίθηκαν στις απαιτήσεις πού ετχε ή συμμετοχή τους. Πάντως, πιστεύουμε πώς τό άνέβασμα τού έργου αύτού, πλουτίζει όπωσδήποτε το σοβαρό ρεπερτόριο τής εθνικής μας σκηνής καί δίνει, όπωσδήποτε μιά καλή άρχή γιά την παρουσίαση, πάνω στο σύγχρονο θέατρο, τής άτμόσφαιρας καί τής άνθρώπινης φύσης τής κλασσικής ιστορικής ακτινοβολίας πού μάς άφησαν οί άρχαίοι "Ελληνες γιά την άνθρωπότητα. Είναι ένας δρόμος, μιά νέα γωνία γιά την θεώρηση τού προβλήματος, πού άντιμετωπίζει τό σύγχρονο θέατρο έν σχέσει μέ τήν άρχαιότητα. Θά πρέπει, συνεπώς, νά τό προσέξουμε ιδιαίτερα. % Τό άλλο έργο, είναι τού Μπέν Τζόνσον: «*0 Αλχημιστής», πού άνεβάστηκε μέ σκη- νοθεσία τού Σωκράτη Καροτντινού. Γι οεύτό, στάθηκε σ ένα άλλο έπίπεδο, πού τού προσ- I διώρισε τόσο ή άτμόσφαιρα τής έποχής του (16ος αιώνας), δσο καί ή είδικώτερη όργά- 1f νωση τής σκηνοθεσίας καί σκηνογραφίας πού ζητούσε. Έ τσι, έχουμε τήν κωμωδία αυτήν μέ τό δραματικό σατιρικόν υπόστρωμα, πού δίνει όψεις τής φαιδρής τραγικότητας, στήν I καλύτερη δυνατή θεατρική άπόδοση. Γιατί, τό έργο αυτό, πού είναι καμωμένο άποκλειστικά μέ τήν θεατρική αντίληψη, γιά νά καταστεί πλάσμα τής σκηνής, πρέπει νά μεταστοιi χειωθεί σ έναν άλλο χώρο, λίγο περισσότερο μεγενθυμένο άπ τήν κοντινή καθημρινότητα καί, ακόμα, πρέπει νά διαποτιστεϊ μέ ποίηση καί νά περιβληθεϊ μέ ψανταχτερά χρώμοττα. ΓΓ αΰτό ή σοφία τού Σωκρ. Καραντινού τού έδωσε μιαν άλλην υπόσταση, έντελώς θεοττρική, πού τήν ένσάρκωναν μοναδικοί Θεατρικοί τύποι καί πού τήν κινούσε στο χώρο ένός όνειρικού φάσμοττος. Πιστεύουμε πώς ή παράσταση τούτη, ά π τις καλύτερες πού είδαμε, δημιουργεί κεφάλαιο γιά τό Εθνικό Θέατρο, ά π τήν άποψη τής διδασκαλίας στήν έρμηνεία τού μετασαικσπηρικού θεάτρου, πού είναι δυνατόν νά γίνει στήν έποχή μας. *Η κοινωνική σάτιρα, μέ τήν κλασσική μορφή τής κωμωδίας καί μέ τήν όργανωμένη κάλυψη τής άπάτης καί τής υποκρισίας μέσα στήν έπένδυση τής καπηλείας, τής μαγείας, τής έπιστήμης καί τών ήχηρών λέξεων, είταν μιά σπάνια προσφορά πού μάς έδωσε τό έργο τούτο μέ τήν! συμβολή τού Σωκρ. Καραντινού. Καί, είδικώτερα, θά έίχαμε νά σταθούμε περισσότερο στά έξής σημεία: ή μετάφραση τού Παύλου Μάτεση είταν ά π τις πιο δόκιμες στο σύγχρονο γλωσσικό αισθητήριο καί θαυμάσια προσαρμοσμένη στο είδικώτερο κλίμα καί στήν οικείωση πού ζητάει ή Ιδιόρρυθμη αυτή ορολογία τής κωμωδίας. Τά σκηνικά καί τά κοστούμια, πού άνήκαν στήν Λίζα Ζαΐμη, είταν έξίσου έπιτυχημένα, μέ άντίληψη όρθόδοξης θεώρησης καί μέ ποιητική διάθεση καμωμένα, έτσι πού νά άνταποκρίνονται κι αυτά στήν όλη όργάνωση τής παράστασης. Επίσης, οί μουσικοί αύτοσχεδιασμοΐ τού Μπούλη Κυριακάκη, δέν βάραινοτν καθόλου τήν άτμόσφαιρα, άλλά, συνόδεψαν κι έδωκαν φτερου- \ γίσματα καί πνεύμα κωμικής γεύσης. Απ τά πρόσωπα, πού όλα κράτησαν μέ συνέπεια καί χωρίς παρεκκλήσεις τον ρόλο τους, θά πρέπει νά ξεχωρίσουμε τον Ζώρα Τσαπέλη ώς Ξουράφη, πού έδωσεν έναν άψογο καί άνεπανάληπτο «Άλχημιστή», ά π τήν άρχή ώς τό τέλος, παρά τις τεράστιες άπαιτήσεις πού τού έπέβαλεν ή Ιδιάζουσα κεντρικότητα τού ρόλου του. Ό Γ. Δάνης, ώς Φάτσα θά είταν έξ ίσου καλός, άν δέν είχε κάτι πού, κατά τήν δική μας άποψη, ξέφευγε άπ τό κλίμα τής έποχής τού Τζόνσον. Πιστεύουμε πώς θά μπορούσε, ίσως, νά μήν κινηθεί καί χωρίς τήν πρωτοβουλία σ τις άποχρώσεις καί στο ύφος * τών διαλόγων, ώστε νά μήν θυμίζει έναν σύγχρονον Φάτσα τής πιάτσας. Ή Δώρα, πού ι

156 600 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» την ύποδύθηκεν ή "Αννα Μακράκη, καλή, ό Μπάμπης Γιωτόπουλος, στον ρόλο τού Γούτου και ό Θάνος Άρώνης, ώς "Αβελ, έφτιαξαν μια θεατρική δημιουργία μέ κέφι καί χάρη. Ό Φοίβος Ταξιάρχης, στον σημοιντικό ρόλο του Κυρ Χαροκόπου, υπήρξε πολύ αξιόλογος, καθώς καί ή 'Έλλη Βοζικιάδου, ώς Κα Καλόγνωμου, υποδύθηκε θαυμάσια τον ρόλο μέ τις γυναικείες μεταπτώσεις καί τά άπρόοπτα. *Ως Επίκουρος, ό ΣπΟρος Ολύμπιος στάθηκε μέ πολλή συνέπεια καί αυτοπειθαρχία, καθώς καί ό Θεόδ. Σαρρής καί ό Γιάννης Μαυρογιάννης, στον ρόλο τού Βασάνιου, κράτησαν μια άξιοθαύμαστην Ισορροπία άνάμεσα στις αποχρώσεις των συναισθημάτων που έχει μια τέτοια κωμωδία. Τέλος, δεν θά πρέπει νά παρσλείψουμε, έστω καί μέ τον τύπο τής απλής άναφοράς άφού τά περιθώρια μιας κριτικής άποτίμησης ετναι δυστυχώς περιορισμένα τούς Στέλιο Καστρινόπουλο, ώς έναν θαυμάσιο Κάστριλ, τούς Γ. Καρέτα, Γιάννη Παπαδόπουλο, Άνδρέα Δερβίδη, Μανώλη Κουφιονάχη, Άθαν. Μπούκα, Κάκια Άντωνοπούλου ώς γείτονες μέ ομοιογένεια σκηνοθετικής αγωγής, καθώς επίσης χόν Δημ. Ντουνάκη. ώς σιδερά, τον Μιχ. Άβανασόπουλο καί Ξένον Σαζώτον ώς άξιωμοττικό καί στρατιώτη μέ αρκετή σύνεση καί χαριτωμένη πειθάρχηση. Καί, τέλος, τον Γιώργο Τούρκα, ώς παπά, καί τήν Μυρσίνη Ιωακείμ, στον ρόλο μιάς γυναίκας, πού έδωσαν, μέ περίσσευμα καί δχι μέ έλλειμμα, μιά καθαρή θεατρική παρουσία, έντεταγμένη μέ ακρίβεια στήν όλη παράσταση. ΔΗΜΟΣΘ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Ε Τ Ο Υ Β Ι Β Λ Ι Ο Υ M arios Byron R a i z i s & Alexander Papas: «GREEK REVOLUTION AND THE AMERICAN MUSE», Θεσ)νίκη 1972 To "Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου τού Αίμου, στήν σειρά των έκδόσεών του καί μέ τήν ευκαιρία τού εορτασμού τής ΙδΟετηρίδος τής Ελληνικής Έπαναστάσεως, έδωσε στήν δημοσιότητα μιά θαυμάσια έκδοση στήν Αγγλική γλώσσα: «Ή Ελληνική Ε πανάσταση καί ή Αμερικανική Μούσα». Πρόκειται για μιά ανθολογία φιλελληνικών ποιημάτων που έχουν γραφή άττό Άμερικα. νους ποιητάς, γνωστούς καί άγνωστους, καί έχουν δημοσιευθή σέ Αμερικανικές εφημερίδες καί περιοδικά κατά τήν περίοδο καί αργότερα. Τά ποιήματα αυτά, εμπνευσμένα όλα άπό τον άγώνα τής έλληνικής ανεξαρτησίας, συγκεντρώθηκαν άπό τον κ. Αλέξανδρο I. Παπαδόπουλο, ύστερα άπό έρευνες σέ μεγάλες βιβλιοθήκες των Ηνωμένων Πολιτειών τής Αμερικής. Στο βιβλίο προτάσσεται κατοπ-οπιστική εισαγωγή γραμμένη άπό τον καθηγητή κ. Μάριο Βύρωνα Ραΐζη, στήν όποία άναφέ- ρονται οί πηγές έμπνεύσεως τών Αμερικανών ποιητών, κσθώς καί ή άτμόσφαιοα συμπάθειας που επικρατούσε τότε στο νεαρό Αμερικανικό έθνος, γιά τήν άγωνιζομένη νά άποκτήση τήν άνεξαρτησία της χώρας μας. Ή φιλελληνική στάση τών Αμερικανών ανθρώπων τών γραμμάτων τής εποχής οφείλεται, όπως έξηγεί ό κ. Ραίζης, στο γεγονός οτι ό άγώνας τών Ελλήνων ήταν παρόμοιος μέ τον πρόσφατο άγώνα τής άνεξαρτησίας τών Αμερικανών καί οπό ότι έ να μικρό χριστιανικό έθνος άγωνίζονταν ε ναντίον ένός βαρβάρου καί αντίχριστου κατακτητού, άφού καί ή συμβολή τού κλήρου δέν ήταν άσήμσντη, δεδομένου ότι στήν ανθολογία περιλαμβάνονται φιλελληνικά ποιήματα τουλάχιστον τεσσάρων κληρικών, άπ τούς όποιους ό ένας ήτοτν ό άρχιεπίσκσπος τής Νέας Ύερσέης. Αλλά ή έπίσημη στάση συμπάθειας προς τον άγωνιζόμενο ελληνικό λαό είναι γνωστή άπό τους λόγους στο κογκρέσσο τού Αμερικανού προέδρου James Monroe καί τών γερουσιαστών Daniel Webster καί Henry Clay. Εκείνο πού πσρέμενε άγνωστο μέχρι τώρα τουλάχιστον, ήταν τά αισθήματα μιάς πλειάδος ποιητών τής έποχής, άπ* τούς όποιους πολλοί έτυχε νά έχουν κλασσική μόρφωση. Αυτά τά ποιήματα τά έχομε σήμερα συγκεντρωμένα.

157 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Ή ανθολογία χωρίζεται σέ πέντε ένότη- I τες, στις όποιες περιλαμβάνονται ποιήματα Κ ; για τήν σύγχρονη τότε Ελλάδα, για τούς "Ελληνες καί τις Έλληνίδες, για Ιστορικά j γεγονότα και διαφόρους ήρωες του άγώνα (Μπότσαρης, Καραϊσκάκης), ποιήματα γιά τήν πνευματική χειραφέτηση τής Ελλάδος καί άλλα διάφορα, πού άποτελούν έκκλήί σεις, αιτήσεις καί έπαίνους. Ιδιαίτερη έντύπωση προχαλούν τά ποιήυατα των James *' Gales Percival καί William Gullen Bryant, πού διακρίνονται γιά την λυρικότητά τους καί γιά την ύμηλή τους έμπνευση. Μερικά άπό τά ποιήματα χαιρετίζουν με ένθουσ σσμό τήν άγωνιζόμενη Ελλάδα καί άλλα έκφράζουν τήν έλπίδα γιά τήν τελική νίκη. "Αλλα άφίνουν νά διαφαίνεται μιά ά-.?! νεπαίσθητη μελαγχολία γιά τήν κατάντια,^;τής τότε Ελλάδος έν συγκρίσει μέ τήν κλασσική. Ενδεικτικά δίνουμε έδώ σέ μετά-! φράση μερικούς χαρακτηριστικούς τίτλους ποιημάτων των παραπάνω δυο ποιητών: Λευτερικά στήν Αθήνα, Ελλάδα, Ελληνική λευτεριά, Ώδή στήν άπελευθέρωση των Έλ- ; ληνών, Οί όρεινοί "Ελληνες, Τό τελευταίο \ τραγούδι τού "Ελληνα πατριώτη, Τό έλλη- : νικό τοσγούδι τής λευτεριάς, Ή Παλλάδα \ τού Σουνίου, Τό τραγούδι τού ξενητεμένου * "Ελληνα, Ό "Ελληνας άρματολός, Ή Έλ- ( ληνίδα Αμαζόνα, Τό Ελληνόπουλο, Σ ένα : σύννεφο κ.ά. I Αλλά καί οΐ «μινόρες» ποιηταΐ δεν υστερούν αέ λυρισμό καί ρωμαντική διάθεση. Ωραία είναι τά ποιήματα: *0 Σουλιώτης πολέμαρχος τού S. L. Fairfield, Στούς έξό- Ιριστους τής Πάργας (άνώνυμο), Ό Μάρκο Μπότσαρης, τού Fitz Greene Hallek, ένα ποίημα πού θεωρείται ίσως τό καλύτερο τής συλλογής. ί Επίσης άξιοσημείωτο γιά τόν δραματι- 6 του τόνο είναι τό ποίημα Ή Σουλιώτισα μάνα τής Felicia Dorothea Hermans, καώς καί δσα, άνώνυμα ή μέ ψευδώνυμα, ά- κχφέρονται στήν καταστροφή τής Χίου. Στούς συλλογείς τής πρωτότυπης αυτής Μυολογίας, πού μόχθησαν νά συγκεντρώrouv σ έναν κομψό τόμο τά ωραία αυτά ινευματικά δημιουργήματα τοΰ άμερικανιού φιλελληνισμού, καθώς κα» στον διευθυντή τού Ιδρύματος Χερσονήσου του Αίμου, καθηγητή κ. Κ. Μητσάκη, χάρις στου όποιου τήν πρωτοβουλία όφείλουμε τήν έκδοση τού βιβλίου, άξίζουν είλικρινείς έ παινοι. ΠΑΝΟΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΟΣ Δημητρίου Σέττα: «Ο ΓΕΡΟ - ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ», Αθήνα 1972, σελ. 94 Ο κ. Δημ. Σέττας είναι όχι μόνο φωτισμένος παιδαγωγός, άλλά καί έμπνευσμένος λαογράψος, λογοτέχνης καί συγγραφέας. Στήν προσωπικότητα τοΰ έκλεκτου αύτού συναδέλφου βρίσκει κανένας φωλιασμένο τό πραγματικό νόημα του πρωτοπόρου, τού δημιουργικού καί τού χαλκέντερου δασκάλου. Στον κόσμο των γραμμάτων είναι αυτός πολύ γνοχττός καί άπό άλλες πνευματικές του έργασίες σχετικές μέ τήν ά- γωγή τής νέας γενεάς, καθώς καί άπο τέτοιες μέ λαογραφικό καί Ιστορικό περιεχόμενο. Οί πιο πολλές άπό τις σημαντικές του αύτές έργασίες άνάγονται στήν ιδιαίτερη ποπρίδα του, τήν Εύβοια. Δικαιολογημένα μπορεί νά τόν χαρακτηρίσει κανένας σάν τόν πιο δημιουργικό έρευνητή τού έλληνικού αύτού χώρου γύρω άπό τά ιστοριχολαογραψικά στοιχεία καί δικαιολογημένα έχει βραβευθεϊ καί έχει έπαινεθεί πολλές φορές ώς τώρα γιά τις πολύτιμες συγγραφικές του έργασίες. Εδώ καί λίγον καιρό ό κ. Σέττας δημοσίευσε άκόμα ένα άλλο βιβλίο του μέ τίτλο: «Ό γέρο - πλάτανος τής Εύβοιας». Στά έξ κεφάλαια τού πρώτου μέρους του διαπραγματεύεται γιά τό «γέρο πλάτανο» πού υπάρχει στο Προκόπι τής Εύβοιας. Γιά τό γίγαντα πλάτανο πού άποτελεί ά- ναντικατάστατο κειμήλιο στήν Εύβοια καί σ δλη τήν Ελλάδα. 'Αφού κάνει μιά άπό κάθε άποψη πολύ παραστατική περιγραφή καί μάς δίνει δλα τά άπαραίτητα στοιχεία γιά τόν πλάτανο - φαινόμενο τού Προκοπίου, στο δεύτερο μέρος κατά τρόπο λεπτομερειακό παρέχει τά βοτανικά κλπ. γνωρί-

158 σ.μοττα του έλληνικου αύτοο δέντρου, ήτοι ι διότητες, χρησιμότητα, ιστορικά και ιδιαίτερα λαογραφικά του στοιχεία πού βρίσκονται στον έλληνικό μας λαό. Στο άλλο κεφάλαιο πού άκολουθει μάς κάνει γνωστά ποιά άλλα δέντρα υπάρχουν στην πατρίδα μας σε έξαιρετικό μέγεθος, άλλά μικρότερα άπό τό «γέρο Πλάτανο» του Προκοπίου. Δεν παραλείπει δε στό τέταρτο μέρος νά προτείνει τά μέτρα πού πρέπει νά παρθούν άπό τούς άρμοδίους, όχι μόνο για τά μεγάλα αυτά καί «σημαδιακά» δέντρα, άλλά και γιά όλα τά δέντρα τής πατρίδας μας, δηλ. τό δασ:κό μας πλούτο. Γενικός σκοπός πού έχει τεθεΐ άπό τό συγγραφέα, ετναι ό έθνικός σκοπός νά σωθεΐ άπό την καταστροφή, όχι μονάχα ό γέρο πλάτανος τού Προκοπίου καί τά άλλα σάν αυτόν γιγαντιαΐα δεντρικά κειμήλια, άλλά καί όλα τά δάση πού σκεπάζουν τον τόπο μας. Νά, γιά τό ζήτημα αυτό τί γράφει στον πρόλογό του: «...Βλέπομε χρόνο μέ χρόνο νά γυμνώνον-' ται ot πλαγιές, οί λόφοι, τά φαράγγια, τά γύρω βουνά. Πριν άπό τριάντα, σαράντα χρόνια, τό ελληνικό τοπίο έσφυζε άπό ζωή καί ομορφιά. Σήμερα πεθαίνει, αφανίζεται. ναλλαζε ή φυσιογνωμία του. ναν, έτσι αλόγιστα, βαδίζωμε, πολύ σύντομα θά χαθή τό πράσινο. Θά άφανισο-ή άπό τό πρόσιοπο τής γή;. 'Έπειτα άπό διάστημα δύο - τριών γενεών, δ τόπος θά μείνη γυμνός, άχαρος. Αυτό θά είναι μεγάλο έθνικό πλήγμα...». Καί δεν μπορεί κανένας νά μή παραδεχτεί πως τό βιβλίο αυτό δέ Θεραπεύει τον παραπάνω σκοπό καί δεν άνταποκρίνεται στά πλαίσια τής μεγάλης προσπάθειας γιά τή διατήρηση τού πρασίνου καί τού φυσικού πεοιβάλλοντος πού καταβάλλεται σήμερα ά π την Κυβέρνησή μας. Οί 17 όλοσέλιδες φωτογραφίες, οί χάρτες καί οί 80 σημειώσεις πού παρατίθενται μαζί μέ την περιγραφική ζωντάνια, τή λεκτική καλλιέπεια στό ύφος καί τήν άρτια έμφάνισή του άπό άποψη καλλιτεχνική καθιστούν τό βιβλίο αυτό τού κ. Σέττα άρτιο. Πολύ διδακτικό καί πολύ ωφέλιμο άπό έθνική πλευρά. "Αξίζουν θερμότατα συγχαρητήρια στό συγγραφέα. ΚΟ ΣΤΑΣ Π. ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ Σ π. Παναγιωτόπουλου: «ΘΑ- ΛΑΣΣΙΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» (άφηγήματα - διηγήματα) Κοντά στό πλήθος των «βιβλίων» κυκλοφορούν καί όντως βιβλία, πού προσφέρουν θετικά στό άναγνωστικό κοινό, ότοτν διαβάζωνται. Οί άναγνώστες στις πνευματικές άναζητήσεις των διαθέτουν α'γσθησι, διαίσθησι, κρίσι καί Υσως περισσότερη, δικαιολογημένη ή άδικαιολόγητη, άδιαφορία. Δεν συγχωρούν τήν πνευματικήν ά- ναπηρίοον, έστω καί κεκαλυμμένην. Οί έναπομείναντες άναγνώστες θηρεύουν έκλεκτά ' σέ ποιότητα βιβλία. "Ενα άπ" τά καλά βιβλία είναι: «Τά θαλασσινά κείμενα», άφηγήματα καί διη-. γήματα τού γνωστού λογοτέχνου Σπύρου ; Παναγιωτόπουλου, έκδοσις τοΰ βιβλιοπωλείου τής «Εστίας» I. Δ. Κολλάρου & Σία, γ σελ Ή προσφορά τού συγγραφέως άναπτύσ- σεται γόνιμα σέ 6υό πτυχές: α) Μορφές ' κεί περιστοττικά τού Εικοσιένα καί β)ύ Μνήμη καί φοεντασία. Τά άφηγήματα τού πρώτου μέρους άνα-ν φέρονται στην σπουδαιότερη καί συναρπα-0, σπικότερη πλευρά τής Ιστορίας τής Νεω-ή 3 τέρας Ελλάδος την περίοδο τού 1821». 3 «Δέν πρόκειται γιά κείμενα Ιστορικά, άλλά γιά σχεδιάσματα τού βγήκανε κατά τήν διάρκεια περιπλανήσεων στους τόπους καί 1 τούς καιρούς πού είδαν νά πραγματαποιή-? ται τό θαύμα τής Ελληνικής Παλιγγενε- σίας, δπως τούς έζωγράφσαν ιστορικοί σο- r φοί, γενναίοι αγωνιστές, άνθρωποι τού λα- ι ού καλοπροαίρετοι καί ακριμάτιστοι». Τά άνωτέρω, «μεταξύ των άλλων# άναφέ- ( ρει ό Ποτναγιωτόπουλος στό λιτό, άλλο πάντοτε χρήσιμο πρόλογό του. Οί άγωνι- ;< στικές μορφές καί τά περιστατικά τού ΕΙ- γ κοσιένα είναι δέκα οκτώ. Συνθέτουν μέ ν τις γνησιότερες πινελιές την μεγάλη για τό "Έθνος μας ύπόθεσι τού 21. Άποκαλύ- s τττουν τήν γενεσιουργό αιτία τού θαύματος,. την μεγάλη έλληνική ψυχή. Ό Παναγιω- ^ τόπουλος άφηγεΐται ήρεμα, άνετα, ζωντα- ^

159 ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» νά, μέ κίνησι, σε φυσικά πλαίσια, κι ολα αυτά μέ απόλυτο σεβασμό στην όλήθεια. Τά διηγήματα τού δευτέρου μέρους είναι εμπνευσμένα άπό την ζωή των θαλασσινών μας, του χθές και του σήμερα. Ό μ ι λε? μέ πείρα καί γνώσι στον άναγνώστη. "Ετσι γνωρίζουμε καημούς, έλπίδες, όνειρα, πόνους, μόχθους, προκοπές καί καζάντια. Την έλληνική θαλασσινή ζωή ζωντάνεψε έπιτυχώς ή ψαντασία τού διηγηματογράψου, άψού έδωσε προεκτάσεις στις πα ραδόσεις των ναυτικών μας καί τις πολί λές Ιστορίες τών άπομάχων τού υγρού στοι- I χείου. Κυριαρχούν παντού ό "Ελλην θα- λασσινός καί ή έλληνική θάλασσα. Πρόκειται για δώδεκα διηγήματα καλοί γραμμένα, μέ τέχνη, μέ ταλέντο, μέ γλαfj, ψυρό ύψος, μέ άνθρωπιά, μέ γνώσι, μέ συγ- % κίνησι, πού σαν σύνολο ικανοποιούν καί τον πιο άπαιτητικό ά/αγνώστη. Δροσερές σελίδες, τέρπουν μέ τήν ένάργεια καί τήν φυσικότητά των. if Τά «Θαλασσινά κείμενα» παρουσιάζουν : άνάγλυφα τον ψυχισμό τού δαιμονίου "Ελ- ληνα μέ σκηνικό τον τόπο μας, τήν γαλά- ζια μας χώρα, πού άγαπάει μέ πάθος. Τά κείμενα κοσμούν υπέροχες εικόνες, έργα I τού καλλιτέχνου Τάσου Χατζή, πού μέ τά & μέσα τών εικαστικών τεχνών βοηθούν στήν ί«προ<τπέλασι τών νοημάτων τών κειμένων. V t JL- * >Λ * Γαλάτειας Σαράντη: «ΝΑ f ΘΥΜΑΣΑΙ ΤΗ ΒIΑΝΑ» (διηγήμοσα) Τό γόνιμο πνεύμα στην περιοχή της \ Λογοτεχνίας κατέχει ουσιαστικές πνευμα- \ ματικές δυνάμεις καί τήν δυνατότητα νά τις μορφοποιή σέ όντως έργον, πού διαβάζει ται, άκόμη καί στις δύσκολες έποχές τού ϊ βιβλίου, όπως είναι ή δική μας. 01 άνωτέ- : ρω τεχνίτες τού λόγου στέκονται ψηλά ιοτήν συνείδησι τών είδημόνων τού καιρού ιίιας καί στην περιοχή τών διαψερόντων τού άναγνωστικού κοινού/ πού τούς διαβάζει. Είναι οΐ όντως άξιοι τών Γραμμάτων μας, πού έχουν συνείδησι τήν Εθνικής ίων άποστολής. Αυτές τις σκέψεις όψείλω στήν νέα συλλογή διηγημάτων τής Γαλάτειας Σαράντη :«Νά θυμάσαι τή Βίλνα», έκδόσεις Βάκων, Αθήνα 1972, σελ *Η συλλογή περιλαμβάνει τά έξής δώδεκα διηγήματα: Νά θυμάσαι τή Βίλνα, τό νερό, τό πορτραττο, τό γέλιο, σκίτσο, άγρύπνια, Ματίνα, λιακάδα, Μανιάτικο, τό τέλος, σκόνη καί ή φωνή της ώρας. "Ολα έχουν τήν σφραγίδα τής δωρεάς καί δικαιώνουν τήν τιμητική θέσι της άνάμεσα ατούς δοκίμους λογοτέχνες τού καιρού μας καί του τόπου μας. ΟΙ περιοχές, πού κινείται ή Σαράντη στήν προσφορά της είναι ή σύγχρονος πραγματικότης, ό σημερινός άνθρωπος, ή ύπαρξις τής έπο-χής μας, ό πάντοτεινος άνθρωπος μέ τήν άναπόφευκτη Ιδιαιτερότητα τού καιρού μας. Αύτός έχει προβλήματα, μεγάλα καί μικρά, προβλήματα ί- δεών, βασικά καί προβλήματα ποικιλώνυμα, έπουσιώδη, πού κινούνται στις σκιές τών μεγάλων. Αυτές τις καταστάσεις τών αγώνων καί τών άγων ιών τού άνθρώπου τις ξεμοναχιάζει ή Σαράντη μέ τέχνη,.μέ διακριτικότητα, μέ λεπτή αΐσθησι, μέ συγκροτημένο συναίσθημα καί μέ έπιτυχημένο στοχασμό, ξένο προς τον στείρο έγκεφαλισμό τών γραφείων, πού δημιουργούν άψυχα, άχροα, άφύσικα πλάσματα, καί τις προσφέρει μέ τήν θέρμη τής γνήσιας τέχνης. Στον μόχθο της ή συγγραφεύς κινείται μέ άνεσι, γεγονός, πού μαρτυρεί ό,τι κατέχει τό άντικείμενο τής δουλειάς της έ- μπειρικά, γνωστικά άκόμη καί διαισθητικά. "Ολα κινούνται μέ μιά πληρότητα καί μέ μιά πειθαρχία φυσική, άκόμη καί ή ίδια ή σιωπή στήν δική τους άτμόσφσιρα. 01 ήρωές της παρουσιάζονται σέ φυσ.κά παρτραίτα. Ό λόγος της μέ καρδιά καί μέ νού, στά ζηλευτά πλαίσια τού μέτρου, κερδίζει καί τον πιό άπαιτητικόν άναγνώστη. *Η κστάκτησις τού άναγνώστου στήν λογοτεχνία σημαίνει έπιτυχία, όταν ή τέχνη άνεβάζει σέ άνώτερες ήθικές σφαίρες. Τον άναγνώστη της ή Σαράντη δέν τον θέλει παθητικό δέκτη, άλλά δημιουργικό συνεργάτη στήν σπουδή τού άνθρώπου, στήν σπουδή τού έαυτού μας καί τών άλ

160 604 ΕΣΤΙΑ» λων. "Έτσι δεν δίνει λύσεις, αυτές θά τις δώση ό αναγνώστης, πού ετναι μια αύθυτταρκτη πνευματική όντότης σεβαστή άττ τήν συγγραφέα. Ρωμαλέα περίπτωσις υ γιούς διαλεκτικής μέ ποικιλία στήν ουσία και τήν μορφή θεμάτων. Ή Γαλάτεια Σαράντη μέ τά διηγήματά της: «Νά θυμάσαι τή Βίλνα», προσφέρει μέ λαγαρή σκέιμ, μέ άρχοντικό συναισθηματισμό, στα πλαίσια τής λιτστητος, έργο γόνιμο, έργον ουσίας. Ή έκδοσις είναι πολύ φροντισμένη άπό τον Στ. Πατσουρη. Γερ. Γρηγόρη: «ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡ ΓΙΑ ΑΡΒΥΑΑ» ΟΙ άνανεωτικές τάσεις στο χώρο της διηγηματογραφίας μας είναι ευάριθμες, άλλα τά προκοπής διηγήματα πιο λίγα. Πολλοί στηρίζουν τήν άναπόφευκτη ά- νεπάρκειά τους εις δήθεν μοντέρνες τεχνοτροπίες και τά κοτασκευάσματά τους ά π δλα είναι έκτος άπό διηγήματα. Ιδιαίτερα είσήλθε «κλέφτικα», στο χώρο του διηγήματος δοκιμιακο πνεύμα, σαν μορφή καί περιεχόμενο, έτσι έχουμε μια άρρωστη κοττάστασι στήν άνωτέρω περιοχή του πεζού λόγου. Παραθέτω τ ις σκέψεις μου αυτές ευκαιριακά μετά άπό το διάβασμα τής νέας συλλογής διηγημάτων κύρους του γνωστού λογοτέχνου Γερασίμου Γρηγόρη: «Τά καινούργια άρβυλα». Εκδόσεις Ά - φών Τολίδη σελ. 178, που κυκλοφόρησαν τελευταία. *0 Γεράσιμος Γρηγόρης είναι δόκιμος διηγηματογράφος. Έ χει τιμηθή έπάξια δυο φορές για τις σημαδιακές συλλογές του: α) «Ή πολιτεία ξέσκεπη» (Κρατικό βραβείο πεζογραφίας 1955) και β) «Πέρα άπό τήν όχθη» (Α ' κρατικό βραβείο διηγήμοττος 1965). Έ χει κυκλοφορήσει καί άλλο σηαντικό έργο λογοτεχνικό καί φιλολογικό. Στήν καινούργια του δημιουργία παίρνει έκλεκτικά τά θέμοττά του άπό τήν Ε λ ληνική δημιουργική ζωή, που γνωρίζει στο βάθος καί μάλιστα σ τις ουσιαστικές ψυχολογικές λεπτομέρειες. Τό σκηνικό, που κινούνται οί άνθρωποί του έντονα συναρπαστικά, υλοποιεί άρχοντικά τήν έλληνική πραγματικότητα, δχι μέ φτηνές έπιφάνειες, άλλά μέ δημιουργικές οντότητες. Δέν λείπει καί ό καλοταιριασμένος συμβολισμός, που είναι τόσο δεμένος φυσικά μέ τά πράγματα, ώστε μόλις τον διακρίνει καλογυμνασμένο μάτι. "Όλα θυμίζουν διηγηματογράφο μέ κλασσικό έργο, χωρίς τον περιγραφικό φόρτο, άλλά τήν διηγηματογραφική άτμόσφαιρα τού γνησίου διηγήματος. Εκεί δμως, πού ό Γρηγόρης είναι άνυπέρβλητος, είναι οτήν παρουσίασι του "Ελληνας άνθρώπου, που σκέπτεται, άποφασίζει, δρά, πονάει, συμπονεΐ, χαίρεται, γελάει, κλαίει, άγωνίζεται καί δημιουργεί έλληνικά, μέ τήν άρχοντιά καί τήν μιζέρια τής φυλής. *Η έλληνική άνθρωπογνωσία τοο συγγραφέως είναι έπίτευγμα, ξένη άπό τις θλιβερές έμβαλωματικές τσόντες, πού προκαλουν θυμηδία. *Η καινούργια προσφορά τού συγγραφέως σέ σύγκρισι.μέ τήν μέχρι τώρα προσφορά του είναι άνανεωμένη μέ έντονη ποιοτική βελτίωσι. "Ολα προβάλλουν άνάγλυφα καί ζωντοτνά μέ μιά θέρμη φυσική, πού υποβάλλει. Εντυπωσιάζει ή άγάπη του γιά τον άνθρωπο καί ιδιαίτατα τον καλωσυνότον άνθρωπο, πού βλέπει μέ άγωνιστι- \ κή διάθεσι τήν μοίρα του. 'Η γλώσσα του Γρηγόρη είναι έκφρασις έννοιολογικοΰ πλούτου έπιμελημένης πνευματικής κοιλλιεο γειας. Είναι γεγονός μό- 3 χθου καί πόνου στήν ύπερτρισχιλιόχρονη» έλληνική γλωσσική πραγμοπτικότητα, που \ ικανοποιεί άνετα τό πανελλήνιο γλωσσικό J αίσθημα. Πρόκειται γιά αισθητική έπιτυ- j χία εις τήν περιοχή τού νεοελληνικού μας ;< λόγου μέ έντονη σφραγίδα τής προσωπικής του ευαισθησίας καί τής στοχαστικής ένατενίσεως. Γενικώς ή συλλογή τών διηγημάτων του j Γρηγόρη: «Τά καινούργια άρβυλα», είναι μιά έπιτυχής προσφορά στά Γράμματα τής j χώρας μας. Πρόκειται περί προσφοράς * ποιότητος, πού δέν συναντούμε παρά έλα- > χιστες φορές τον χρόνο στον λογοτεχνικό

161 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ όργασμό του καιρού μας! ΕΤναι μια γόνιμη, ρωμαλέα, γεμάτη σφρίγος και ζωή προσφορά. I. Ν. Θεοδωρακοπούλου: «ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟ ΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» Τό είκοσιένα είναι για μάς τούς 'Ε λ ληνες ό πρώτος Ιστορικός σταθμός τής νεωτέρας έθνικής μας πορείας. ΕΤναι τό μέγα γεγονός του δέκατου έννάτου αίώνος. Κάθε θέμα, που έχει σχέσι μέ τά «Ά για των Άγιων», Αναντίρρητα Αποκτά ουσιαστική βαρύτητα. Τό ίδιο συμβαίνει και μέ τά όντως έθνιχά. Βασική προύπόθεσις για την γόνιμην ένασχόλησι των είναι τό μεγάλο άνάστημα, πού συνυφαίνει ή πίστις καί ή γνώσις. Έ τσ ι τά μεγάλα θέματα Αποκτούν τις πραγματικές τους διαστάσεις στον πνευματικό χώρο, διαφορετικά έχουμε ποικιλία άποτυχιών σέ μορφές φτηνής λογοποιΐας. Αυτές τις σκέψεις όφείλω στο νεοεκδοθέν βιβλίο τού άκαδημαϊκού Ίωάννου Ν. Θεοδωρακοπούλου: «Τό είκοσιένα και ό σύγχρονος έλληνισμός», πού κυκλοφόρησε τελευταία Από τις γνωστές «Εκδόσεις τών Φίλων», σελ. 96, Αθήνα. Τά περιεχόμενά τους μάς κοπατσπίζουν γιά τις έπιμέρους περιοχές, πού έξετάζονται στο βιβλίο* Λόγος στην πλατεία Θησείου προς τόν λαόν κατά την 25ην Μαρτίου Ό Σολωμός και ή έλευθερία τού Ή Ελληνική σχεδία τού βίου. Τό νόημα τής Ελληνικής έλευθερίας. Λόγος εις την Α γίαν Λαύραν. Βυζάντιον και Νέος Ελληνισμός Τό 1821 καί τά σύγχρονα προβλήματα τού έληνισμού. Ή θέσις τού έλληνισμού είς τόν σύγχρονον κόσμον. Πρόκειται γιο μιά Αξιολογική σειρά θεμάτων ουσίας τού συγχρόνου έθνικού μας βίου, πού έξετάζονται μέ την γνωσσιολογική όνεσι τής έξελικτικής πορείας τού έλληνικού και τού παγκοσμίου πνεύματος καί την Αθεράπευτη πίστιν είς τις G05 αιώνιες άξιες. ΟΙ θέσεις τού συγγραφεως άναπτύσσο/ται έποπτικά τόσον, πού θυμίζουν άνάγλυφα τής κλασσικής περιόδου. Ό λ α γράφονται, όχι γιά νά γράφωνται, άλλά γιά νά προσφέρουν είς τούς νεοέλληνας τεκμηριωμένην τήν εύαίσθητον σημερινήν θέσιν του καιρού μας καί τού τόπου μας στα πλαίσια τού μεγάλου χθες. Ή άξία τής προσφοράς σάν υγιές κίνητρο γιά γόνιμη δραστηριότητα είναι μεγάλη. Ό στοχασμός και ό λόγος στην υπηρεσία τής κοινής προκοπής. Ό άναγνώστης χαίρεται όντως την γενική θεώρησι τού έργου, πού έχει γνώμονα: «Φίλος ό Πλάτων, φιλτάτη δέ ή Αλήθεια». Τό ήθος τού πνεύματος σέ υψηλό βάθρο. Ό σωβινισμός Απουσιάζει. Πρυτανεύει ή Αλήθεια σέ περιοχή, πού τό ξεστράτισμα είναι εύκολο. Και πέρα και πάνω ά π όλα ή αίσιόδοξη πνοή τού συγγραφέως, πού βασίζεται στην δυναμι τής φυλής, έχει τήν θέσι της. Στήν σελίδα 91 Αναφέρει: «Είναι Αναμφισβήτητο, δτι τήν έπιβίωσή μας μέσα στήν Ιστορία τήν όφείλομε στους Αγώνες καί τις θυσίες για τήν έλευθερία, στό υγρό στοιχείο, δηλαδή στην Θάλασσα καί στήν πνευαατική μας υπεροχή. Tb καθένα όμως Απ αύά συνδέονται μέ τό Αλλο». Και στήν σελίδα 49 γράφει: «ΟΙ "Ελληνες είχαν τό μεγάλο προνόμιο τής ιστορίας να προλάβουν τό πνεύμα τού Χριστιανισμού, νά τό ερμηνεύσουν μέ τή φιλοσοφία τους πρώτα καί έπειτα νά τό έκφράσουν μέ τήν τέχνη τους καί νά τό παραδώσουν στήν οίκουμένη», Δέν είναι μόνες οΐ Ανωτέρω σκέψεις τού κ. Θεοδωρακοπούλου, πού έντυπωσιάζουν μέ τήν έπιγραμματική λιτότητα και πληρότητα τής υφής τους, άλλά δλον τό έργσν, πού κερδίζει τόν Αναγνώστην. «Τό είκοσιένα και ο σύγχρονος έλληνισμός», είναι προσφορά κύρους τού έπατοντος συγγρσφέως, πού άναφέρεται σέ πατριωτικές ουσιαστικές θέσεις. ΕΤναι έκφρασις τού Αρχοντικού πνεύματος τού Σήμερα, πού πιστεύει στις αιώνιες Αξίες καί μοχθεί γιά τήν προκοπή τού τόπου μας.

162 Μελή Νικολαΐδη: «ΛΟΥΚΑΣ Ο ΑΓΑΠΗΤΟΣ» Ή λογοτεχνία, ή άξια του ονόματος ττάντοτε, άπαιτεί ουσιαστικά -προσόντα ά πό τον λογοτέχνη για νά προσφέρη γόνιμο έργο: α) «Την σφραγίδα τής δωρεάς», ή οποία είναι άπόκτημα ολίγων, β) ρωμαλέαν μόρφωσιν, πού διαθέτουν ολίγοι καί γ) το βασικώτερον, ττίστιν εις τις υγιείς ά ξιες. Αυτά γενικώς. Πρέπει νά προσέξουμε άκόμη δ,τι κάθε περιοχή τής τέχνης του λόγου άξιώνει άπό τον δόκιμο λογοτέχνη ψυχική συγγένεια ή διαφορετικά μιά βιωματική θέσι κοντά στο θέμα. Ε π αυτού υπάρχουν καί άλλες άπόψεις, άλλ έδώ τονίζουμε τήν δική μας. Τις σκέψεις μου αυτές οφείλω στο βιβλίο: «Λουκάς ό Αγαπητός». Ισ το ρικά άφήγημα μαζί με δεκατέσσερα άλλα διηγήματα του γνωστού λογοτέχνου Μελή Νικολαΐδη, Λευκωσία - Κύπρος, 1972, σελ. 60. Τά θέματα τού συγγραφέως, που μάς γνωστοποιούν το περίγραμμα τής περιοχής των διαφερόντων καί τής ένασχολήσεώς του, είναι τά έξής: Λουκάς ό άγαπητός. Καρδία καί ψυχή μία. *0 Χωλός. 0 Θεόφιλος. Η Μαξιμίλλα. *Η Δωρεά του Θεού. *0 Κοονήλιος. *Η άποφυλάκισις του Πέτ τρου. "Ο Ευνούχος τής Κανδάκης. Α ντιόχεια ή Θεούπολις. Ή Λυδία. Σέργιος Παύλος. *Η πρώτη ίεροπτοστολή. Ιγνάτιος καί Πολύκαρπος. Όνήσιμος ό δούλος. Ή απλή άναγραφή καί μόνον μαρτυρεί, ότι το έργον είναι χριστιανικόν, δπως καί ολη ή λογοτεχνική δημιουργία τού Νικολαΐδη. Οί αγώνες τών πιστών χριστιανών γιά τήν διάδοσι καί τήν έπικράτησι τής θρησκείας τού Χριστού μας, άγώνες πίστεως, πόνων, μόχθων, διωγμών, καρτερίας, χριστιανικής άγάπης καί θριάμβων λαμβάνουν τις διορστάσεις τους στήν προσφορά τού συγγραφέως. Ζωντανεύουν "Αγιοι, μάρτυρες, εύαγγελισταί, άπόστολοι, άγνωστοι πισ τοί, πού άκολουθουν τήν λυτρωτικήν οδόν Εκείνου. Ή λεκτική λιτότης ζωγραφίζει εύστοχα τήν ψυχική άρχοντιά τών ηρώων τής πίστεως. *0 θόρυβος, που έντυπωσιάζει χωρίς έσωτερική άπήχησι, ή κενή τυμπανοκρουσία είναι ξένες <γτο στοχασμό τού συγγραφέως. Παντού πίστις, σάν έκφρασις συνειδητής ζωής καί σάν άγωνιστικός παλμός. Τό ιστορικό στοιχείο μένει άνέπαφο άπό τό λογοτεχνικό ένδυμα, που τού υπογραμμίζει τήν άλήθεια. "Ολα κυλούν στο ρυθμό τού γάργαρου νερού. Ίσω ς παρατηρηθή άπό βιαστικόν άναγνώστην, ότι ή άνάπτυξι χωλαίνει, ή φαντασία άτονεί καί ή δεοντολογική προέκτασι λείπει. Τά άνωτέρω δεν εύσταθούν. Τό "Αγιον είναι ουσιαστική άξια καί δχι φαινομενική. "Ετσι έχει ιδιαιτερότητα έκφραστική ή χριστιανινική λογοτεχνία καί προφανώς διαφέρει άπό τήν κοσμικήν. Ή προσφορά τού Νικολαΐδη δικαιολογημένα συναρπάζει τον άναγνώστη. Οί υποβλητικές μορφές τών άγωνιστών καί ηρώων τής πίστεως γρανιτένιες στήν ψυχική τους δομή καί έξαϋλωμένες στήν μορφή τής σάρκας φωτίζονται υπερκόσμια άπό τό άνέσπερο φώς τού Αιωνίου. Τό ψυχικό μεγαλείο στήν ώριμη έκφρασί του. Ζωντανό, συνεπές, ηρωικό, "Αγιο. Στις ημέρες μας, που ό υλιστής άνθρωπος έχει χάσει τον έοπ/τόν του μέσα στή δίνη τής κατοτναλωτικής κοινωνίας, ό μόχθος τού συγγραφέως προσφέρει μιά όασι άναβοπττισμού στά νάμοτα τής Ορθοδοξίας. ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ» (καθηγητού Σπ. Κυρια- ζοπούλου καί τεταρτοετών φοιτητών πανεπιστημίου Ίωαννίνων), 1973 Πρέπει νά χαιρετίσωμε μέ Ιδιαίτερη χαρά τον «Ηράκλειτο», βιβλίο πού εκφράζει τις άπόψεις τών φοιτητών του Πανεπιστημίου Ίωαννίνων γιά τον σκοτεινό, όπως ά πό τήν αρχαία έποχή χαρακτηρίστηκε, φιλόσοφο τής Εφέσου. Ειδικότερα εκφράζει τις απόψεις τών φοιτητών του φιλοσοφικού φροντιστηρίου του καθηγητή κ. Σπ. Κυριαζόπουλου, πού μέ άπόλυτη δεξιοτεχνία, σάν

163 Ill έμπειρος μαέστρος, κατηύθυνε τη σκέψη των Κ; νεοσσών τού φιλοσοφικού στοχασμοί). Ό κ. Σπ. Κ up ιαζόπουλος έχει βέβαια δημοσιεύ- fir σει αρκετά δικά του φιλοσοφικά έργα!ν και είναι νέος άκόμα άλλ αυτά είχαν < κυοφορηθή στη σκέψη του και ίσως είχαν γραφή προτού νά γίνη συμπολίτης μας. *0 : «Ηράκλειτος» είναι ώριμος καρπός όμαδι- I κού στοχασμού των φοιτητών τού Ποτνεπι- : στημίου, θά μπορούσαμε νά εϊπούμε, γέν- ' νήμα άποκλειστικό τού Γιαννιώτικου ού-,7 ρανού. Έδώ κοντά στη Δωδώνη, δχι πάνω άπό 15 χιλιόμετρα σ εύθεΐα γραμμή, είχε j. άνθησει άλλοτε ό θρησκευτικός λόγος, μια Ιδιαίτερη, άποκαλυπτική μορφή τού άνθρώί πινου στοχασμού και άκόμα σιμώτερα, στό νησί, ήκμασαν οι σχολές των Φιλανθρωπι- V νών και τού Στρατηγόπουλου, δταν τό Βυ- ^'ζάντιο έσβηνε καί ή έλληνική έπαρχία γύ- ρεύε άπεγνωσμένα νά ξαναπιαστή άπό τά άρχαία και νεότερα ριζώματα τού Έλλη- I νισμού, γιά νά κρατηθη στη ζωή. Ή 'ίδρυση τού Πανεπιστημίου ξανασυν-? δέει τις παραδόσεις κατά τον καλύτερα ; τρόπο. Βέβαια τά παιδιά αύτά, πού τόσο πολύ j ωραία έκφράζουν τις άπόψεις τους καθοδηf γη μένα άπό τον καθηγητή τους, αύριο θά \ συμπληρώσουν ή θά τροποποιήσουν τις γνώi μες τους. Τό σταμάτημα είναι θάνατος. Αλί λά χαιοόμαστε την ωραία έκδήλωση καί τό : σοβαρά κοίταγμα των Ιδεών ένός φιλοσό- {φου πού ξανάγινε στις ήμέρες μας έπίκαιί ρος.! Τό γεγονός τής φιλοσοφίας στην Ιωνία ίδέν είναι άσχεγο μέ την άνθηση στα παράλιά της τής κοινωνικής οικονομικής, καλλι- (τεχνικής καί πνευματικής ζωής σέ συσχετισμό μέ την έπαφή των Ίώνων μέ τούς πολιτισμούς τής Αίγύπτου καί τής Ανατολής. "Ομως χρειάστηκε τό έλληνικό δαιμόνιο, γιά νά όργανώση την έλεύθερη σκέψη καί ϋτην έλείβερη έπιστημονική έρευνα, ένώ πρίν '(Από τήν Ελλάδα βασίλευε ό πρακτικός λόίος και ή μυστηριακή άποκάλυψη καί γνώη, ένώ τά πλήθη τά έδερνε παχυλή άμάί Τό κοινωνικό καί φυσικό περιβάλλον ά- ϊκούν πιεστική έπίδραση δχι μόνο στη φυσική, άλλα καί στήν ψυχική καί πνευματική υγεία τού άνθρώπου. "Ομως ούτε τά διάφορα δέντρα κάτω άπό έξ ίσου ευνοϊκές συνθήκες μεγαλώνουν όμοια, ούτε οί άνθρωποι. Κάθε όργανισμός έχει τις φυσικές καί ψυχικές ιδιορρυθμίες του. Ό ίδιος ό Η ρ ά κλειτος έλεγε δτι δέν μπορούμε νά βρούμε τήν άρχή καί τό τέλος τής ψυχής. Καί ό συγγραφέας τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ό άγαπημένος μαθητής τού Χριστού, ά- ναγράφει τή φράση τού Διδασκάλου: «Τό πνεύμα παντού πνεϊ καί ούδείς οίδε πόθεν έρχεται καί που υπάγει». "Ισιος άνακαλύψωμε κάποτε ότι καί οί κοσμικές άκτϊνες είναι υπεύθυνες γιά τήν άνάπτυξη ή τήν καθυστέρηση τού πνεύματός μας. Ό κ. Σπ. Κυριαζόπουλος προσέφερε σπουδαία προσφορά μέ, τ όν «Η ράκλειτο», πού βγήκε άπό τό φιλοσοφικό έργαστήριό του, στήν Ηπειρωτική καί στήν Πανελλήνια φιλοσοφική σκέψη. "Ισως καί πολύ ευρύτερα. ΤΑΚΗΣ ΣΙΩΜΟΠΟΥΑΟΣ Αιμιλίας Ίβου: «ΑΚΑΝΘΟΙ», ποιήματα, Αθήνα, 1973 *0 ποιητής, κατά τήν ποιήτρια, είναι ό σημαιοφόρος, ό φορέας των Ιδεών, των έλπίδων καί των όνείρων. Από τό πρώτο ποίημα τής συλλογής: «Ιερό τάλαντο τής μέρας μου», ή ποιήτρια έξαγγέλλει τη διάθεση αυτή. *Η ποίηση προσφέρει τήν κιβωτό τών Ιδεών, τό περιστέρι μιας νέας έλπίδας: Θά κομίσουμε τήν Ιερή κιβωτό μ ια ς νέ- (ας Ιδέα ς. Τό χρυσόφτερο περιστέρι μιας νέας έλ- (πίδας. 'Ό λοι οί «πεφορτισμένοι τής γής αυτής», όλοι αυτοί που έχουν κατάμαυρη τη φλόγα τού θανάτου σ τις κόγχες τών ματιών, 9ά παρηγορηθούν μέ τις Ιδέες τής ποιήτριας. Ποιές είναι οί Ιδέες αύτές; Είναι προφανώς οί Ιδέες τής άδελφότητας, τής δικαιοσύνης, τής ειρήνης, είναι οί Ιδέτ ες πού ένέπνευσαν όλους τους μύστες, όλα

31 Ιουλίου 6 Αυγούστου 2017 Πνεύμα

31 Ιουλίου 6 Αυγούστου 2017 Πνεύμα 31 Ιουλίου 6 Αυγούστου 2017 Πνεύμα ΧΡΥΣΟΥΝ ΕΔΑΦΙΟΝ Κορινθίους Α 2: 12 Hμείς Ημείς δεν ελάβομεν το πνεύμα του κόσμου, αλλά το πνεύμα το εκ του Θεού, δια να γνωρίσωμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα εις ημάς

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ 09.00 -.00 5 ZE MI WA 0 0 0 9 0,95 9 ΑΓ ΓΕ ΠΑ 0 0 0 0 0 0 95 ΑΔ ΡΟ ΙΩ 0 0 0 0 0 0 97 ΑΙ ΚΩ ΠΑ 0 0 0 0 0 0 5 507 ΑΛ ΕΥ ΤΖ 0 0 0 0 0 0 6 99 ΑΝ ΟΡ ΚΩ 7 5 0 0 0,65 7 95 ΑΝ ΙΩ ΟΡ 9 9 9 6

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ!

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ! ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ! (There is only one God) Πού μπορείς να πάς ώστε να απομακρυνθείς από το Θεό; Ο Θεός γεμίζει κάθετόπο και χρόνο. Δεν υπάρχει τόπος χωρίς να είναι εκεί ο Θεός. Ο Θεός μίλησε μέσα

Διαβάστε περισσότερα

α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε

α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε Ἦχος Νη α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε στη η και ε πι κα α θε ε ε ε δρα α λοι οι µων ου ουκ ε ε κα θι ι σε ε ε

Διαβάστε περισσότερα

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Ι.Τ.Υ.Ε. «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» Αή Εί Ηίς Δής Μί Μά Ιί Αύ Εέ Λό Τ Πώ Λό Α, Β, Γ Δύ Τός 16ς (Φ, Χ, (ό)) Εέ Λό Α, Β, Γ Δύ Τ Πώ Λό Τός 16ς (Φ, Χ, (ό))

Διαβάστε περισσότερα

Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη.

Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη. Κυ ρι ε ε λε η σον Ἦχος Πα Α µην Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι ον Ἕτερον. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον Κυ υ ρι ι ον 1 ΙΩΑΝΝΟΥ Α. ΝΕΓΡΗ

Διαβάστε περισσότερα

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Ι.Τ.Υ.Ε. «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» Αή Εί Ηίς Δής Μί Μά Ιί Αύ Εέ Λό Τ Πώ Λό Τός 12ς (Π, (ίς- )) Εέ Λό Α, Β, Γ Δύ Τ Πώ Λό Τός 12ς (Π, (ίς- )) ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

ο Θε ος η η µων κα τα φυ γη η και δυ υ υ να α α α µις βο η θο ος ε εν θλι ψε ε ε σι ταις ευ ρου ου ου ου ου σαις η η µα α α ας σφο ο ο ο

ο Θε ος η η µων κα τα φυ γη η και δυ υ υ να α α α µις βο η θο ος ε εν θλι ψε ε ε σι ταις ευ ρου ου ου ου ου σαις η η µα α α ας σφο ο ο ο Ἐκλογή ἀργοσύντοµος εἰς τὴν Ἁγίν Κυρικήν, κὶ εἰς ἑτέρς Γυνίκς Μάρτυρς. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη. Ἦχος Νη ε Κ ι δυ υ υ υ ν µι ις Α λ λη λου ου ου ι ι ι ι ο Θε ος η η µων κ τ φυ γη η κι δυ υ υ ν µις βο η θο

Διαβάστε περισσότερα

Συνέπεσε να έχουμε αρκετές πληροφορίες για τα κατέβασμα τοο Δημητρίου Υψηλάντη άπα το Κισνόβι της Βεσσαραβίας, δπου ζοοσε ή οίκογένειά του, στο

Συνέπεσε να έχουμε αρκετές πληροφορίες για τα κατέβασμα τοο Δημητρίου Υψηλάντη άπα το Κισνόβι της Βεσσαραβίας, δπου ζοοσε ή οίκογένειά του, στο Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Συνέπεσε να έχουμε αρκετές πληροφορίες για τα κατέβασμα τοο Δημητρίου Υψηλάντη άπα το Κισνόβι της Βεσσαραβίας, δπου ζοοσε ή οίκογένειά του, στο Τριέστι, κι

Διαβάστε περισσότερα

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία Ποιά ηρωικά χαρακτηριστικά έχει η ηρωίδα κατά τη γνώμη σας; Κατά τη γνώμη μου και μόνο που χαρακτηρίζουμε την Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου ηρωίδα δείχνει ότι

Διαβάστε περισσότερα

Μέτοπον Τ.Τ. 903. Δεσποινίς

Μέτοπον Τ.Τ. 903. Δεσποινίς Μέτοπον Τ.Τ. 903 Δεσποινίς Έλαβα το γράμμα σου και ευχαριστώ πολύ δια την ενθύμισιν σου γνωρίζω Δες/νίς ότι εμείς εδώ περνούμε πολύ καλλά, έχομεν την καλή μας συντροφιά τα λεβεντόπαιδα, έχομε κρύα νερά

Διαβάστε περισσότερα

πανέτοιμος για να έλθει είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει

πανέτοιμος για να έλθει είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει Κύριε των Δυνάμεων «Κύριε των δυνάμεων μεθ ημών γενού». Πώς ο Κύριος θα είναι μαζί μας. Ο Χριστός είναι δύναμη. «Κύριε των δυνάμεων μεθ ημών γενού». Άραγε τί θέλουν να πουν αυτά τα λόγια; Κάτι καλό όμως

Διαβάστε περισσότερα

Ποιος φταίει; (Κυριακή του Τυφλού)

Ποιος φταίει; (Κυριακή του Τυφλού) 1 Ιουνίου 2019 Ποιος φταίει; (Κυριακή του Τυφλού) Θρησκεία / Ιερός Άμβων Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς «Και τον ρώτησαν οι μαθητές του: Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός;»

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο.

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο. 107. Ο Κύριος να είναι μαζί σας. Και με το πνεύμα σου. ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο. Ακολουθεί το

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Γι αυτό και εμείς, ενωμένοι με τους Αγγέλους και τους αγίους, διακηρύττουμε τη δόξα σου αναφωνώντας και λέγοντας (ψάλλοντας):

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Γι αυτό και εμείς, ενωμένοι με τους Αγγέλους και τους αγίους, διακηρύττουμε τη δόξα σου αναφωνώντας και λέγοντας (ψάλλοντας): ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ 99. Παρ ότι η δεύτερη ευχή είναι συγκροτημένη με το προοίμιό της, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με άλλα προοίμια, ιδιαίτερα με εκείνα που σε περίληψη περιγράφουν το Μυστήριο της Σωτηρίας,

Διαβάστε περισσότερα

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο) 18 Ιουνίου 2019 Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο) Θεοτόκος / Θαύματα της Θεοτόκου 12. Παντελώς αδύνατο γιατί ήταν????????????????? Λευκωσία «Παντρεύτηκα το 1981 και μετά παρέλευση τεσσάρων χρόνων διεπίστωσα

Διαβάστε περισσότερα

Μητρ. Δημητριάδος: Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική

Μητρ. Δημητριάδος: Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική 28/12/2018 Μητρ. Δημητριάδος: Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική Μητροπολιτικό Έργο / Ι.Μ. Δημητριάδος και Αλμυρού Σκέψεις στην ανατολή του νέου χρόνου Σκέψεις καρδιάς κατέθεσε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος

Διαβάστε περισσότερα

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Ι.Τ.Υ.Ε. «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» Αή Εί Ηίς Δής Μί Μά Ιί Αύ Εέ Λό Τ Πώ Λό Τός 11ς (Π, (-ά) ) Εέ Λό Α, Β, Γ Δύ Τ Πώ Λό Τός 11ς (Π, (-ά) ) ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Αή

Διαβάστε περισσότερα

FAX : 210.34.42.241 spudonpe@ypepth.gr) Φ. 12 / 600 / 55875 /Γ1

FAX : 210.34.42.241 spudonpe@ypepth.gr) Φ. 12 / 600 / 55875 /Γ1 Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α Υ ΠΟΥ ΡΓΕΙΟ ΕΘΝ. ΠΑ Ι ΕΙΑ Σ & ΘΡΗΣ Κ/Τ Ω ΕΝΙΑ ΙΟΣ ΙΟΙΚΗΤ ΙΚΟΣ Τ ΟΜ ΕΑ Σ Σ ΠΟΥ Ω Ν ΕΠΙΜ ΟΡΦΩ Σ ΗΣ ΚΑ Ι ΚΑ ΙΝΟΤ ΟΜ ΙΩ Ν /ΝΣ Η Σ ΠΟΥ Ω Τ µ ή µ α Α Α. Πα π α δ ρ έ ο υ 37

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕ 5. Ο Ευαγγελισμός της Μαρίας για τη γέννηση του Μεσσία

ΔΕ 5. Ο Ευαγγελισμός της Μαρίας για τη γέννηση του Μεσσία ΔΕ 5. Ο Ευαγγελισμός της Μαρίας για τη γέννηση του Μεσσία Ευαγγελισμός Ευαγγελισμός είναι η ανακοίνωση στην Παναγία της καλής είδησης ότι θα γεννήσει τον Μεσσία, αυτόν που υποσχέθηκε ο Θεός και περίμενε

Διαβάστε περισσότερα

Πα κ έ τ ο Ε ρ γ α σ ί α ς 4 Α ν ά π τ υ ξ η κ α ι π ρ ο σ α ρ µ ο γ ή έ ν τ υ π ο υ κ α ι η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ο ύ ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ο ύ υ λ ι κ ο

Πα κ έ τ ο Ε ρ γ α σ ί α ς 4 Α ν ά π τ υ ξ η κ α ι π ρ ο σ α ρ µ ο γ ή έ ν τ υ π ο υ κ α ι η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ο ύ ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ο ύ υ λ ι κ ο ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Θ ΕΣΣΑΛ ΙΑΣ ΠΟΛ Υ ΤΕΧ ΝΙΚ Η ΣΧ ΟΛ Η ΤΜΗΜΑ ΜΗΧ ΑΝΟΛ ΟΓ Ω Ν ΜΗΧ ΑΝΙΚ Ω Ν Β ΙΟΜΗΧ ΑΝΙΑΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ Π Π Σ ΣΥ ΝΟΠ Τ Ι Κ Η Ε Κ Θ Ε ΣΗ ΠΕ 4 Α Ν Α ΠΤ Υ Ξ Η Κ Α Ι ΠΡ Ο Σ Α Ρ Μ Ο Γ Η ΕΝ Τ Υ ΠΟ Υ Κ Α

Διαβάστε περισσότερα

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό: Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό: - "Η πρώτη απάντηση είναι 1821, η δεύτερη Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και η τρίτη δεν ξέρουμε ερευνάται

Διαβάστε περισσότερα

Η ΚΛΗΤΙΚΗ: Λειτουργίες - Χρήσεις

Η ΚΛΗΤΙΚΗ: Λειτουργίες - Χρήσεις Η ΚΛΗΤΙΚΗ: Λειτουργίες - Χρήσεις Όταν φωνάζουμε κάποιον ή του απευθύνουμε το λόγο, λέμε το όνομα του στην ΚΛΗΤΙΚΗ. Γιώργο, μ' ακούς: Καθίστε, κύριε Παυλίδη! Παιδιά! Ησυχία! Συχνά τον αποκαλούμε όχι με

Διαβάστε περισσότερα

Καθηγητής: Λοιπόν, εδώ έχουμε δυο αριθμούς α και β. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Λέγε Ελπίδα.

Καθηγητής: Λοιπόν, εδώ έχουμε δυο αριθμούς α και β. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Λέγε Ελπίδα. ΠΕΜΠΤΗ 7 ΦΕΒΡΟΥΡΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Γ4 Καθηγητής: Λοιπόν, εδώ έχουμε δυο αριθμούς α και β. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Λέγε Ελπίδα. Μαθήτρια: Δεν γνωρίζουμε. Ποιος συμφωνεί με την Ελπίδα; Χρύσα, συμφωνείς Χρύσα: Ναι.

Διαβάστε περισσότερα

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν).

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν). ΜΑΘΗΜΑ 25 Ο ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν). ΣΤΗΛΗ Α ΣΤΗΛΗ Β α. «Κατ οίκον εκκλησία» 1.

Διαβάστε περισσότερα

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης) 22 Οκτωβρίου 2019 Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης) Θρησκεία / Κοινωνικά θέματα / Πνευματική ζωή «Είναι πολλά πράγματα, τα οποία ο άνθρωπος δεν τα γνωρίζει, ή, αν τα

Διαβάστε περισσότερα

Κα λόν ύπ νο και όνειρ α γλυκά

Κα λόν ύπ νο και όνειρ α γλυκά Κα λόν ύπ νο και όνειρ α γλυκά Οδηγίες ανάγνωσης Προσοχή! Μη διαβάσετε ποτέ μεγαλόφωνα το βιβλίο αυτό σε κάποιον που οδηγεί αυτοκίνητο ή άλλο όχημα, διότι το παραμύθι έχει ως σκοπό να αποκοιμίσει αυτόν

Διαβάστε περισσότερα

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 by Rena Mavridou Αγαπητή Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη, πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ 1 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Εα Η σύγκρουση ανάμεσα στις παραδοσιακές αξίες της πόλης και στο νέο κριτικό πνεύμα: η αμφισβήτηση της πόλης προς τον ίδιο τον εαυτό της (30 ) Φύλλο εργασίας για τους ηθοποιούς που

Διαβάστε περισσότερα

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11 Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος 2017-11:11 Από τη Μαίρη Γκαζιάνη Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει περίπου

Διαβάστε περισσότερα

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Ι.Τ.Υ.Ε. «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» Αή Εί Ηίς Δής Μί Μά Ιί Αύ Εέ Λό Τ Πώ Λό Τός 9ς (Μ, (έ) Ν,) Εέ Λό Α, Β, Γ Δύ Τ Πώ Λό Τός 9ς (Μ, (έ) Ν,) ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Αή

Διαβάστε περισσότερα

Πρι τ αρακτηρ οτικ λαπλ ουοτηματα μικρ ετ εξεργατ δ π υ τ

Πρι τ αρακτηρ οτικ λαπλ ουοτηματα μικρ ετ εξεργατ δ π υ τ ι ε α τ Τ εγνα α α ετ κ λε τ υργικ ο τημα Η οτ ρ α τ υ αρ Γ ζε τ τη Φ λα δ α απ τ α φ ιτητ τ υ Πα ετ τημ υ τ υ λ νκ ξεκ νη ε αν μ α τ ρ τ Θε α να δημ υργηθε ακαλ τερ Ενα τ υ αμτ ρε ααντατ κρ ετα καλ τερα

Διαβάστε περισσότερα

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου - από τον Φουάτ σε τρεις εταιρίες χρήματα... μπλου μπρουμέλ, άλλη μια P.A κάπως έτσι και άλλη μία που μου είχες πει

Διαβάστε περισσότερα

Η νηστεία των Χριστουγέννων

Η νηστεία των Χριστουγέννων 15 Νοεμβρίου 2018 Η νηστεία των Χριστουγέννων Θρησκεία / Θρησκευτική ζωή Γεώργιος Αραμπατζόγλου, Αναγνώστης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών Ιερός Ναός Αγίου Λουκά Πατησίων Μία ακόμη ευλογημένη περίοδος

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ 2014 Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή «Αυτός σήκωσε τις αμαρτίες μας με το ίδιο Του το σώμα στο σταυρό, για να πεθάνουμε κι εμείς ως προς την αμαρτία και να

Διαβάστε περισσότερα

Μηλιές Ηλείας: «Το χωριό μας έχει πέντε εκκλησίες»

Μηλιές Ηλείας: «Το χωριό μας έχει πέντε εκκλησίες» 24/12/2018 Μηλιές Ηλείας: «Το χωριό μας έχει πέντε εκκλησίες» / Ορθόδοξες Προβολές «Το χωριό μας έχει πέντε εκκλησίες» όπως μάς ενημερώνει ο ιστοτόπος «Χωρίον Μηλιές Ηλείας» (miliesilias.gr). Και συνεχίζει:

Διαβάστε περισσότερα

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου Συλλογή Περιστέρια 148 Εικονογράφηση εξωφύλλου: Εύη Τσακνιά 1. Το σωστό γράψιμο Έχεις προσέξει πως κάποια βιβλία παρακαλούμε να μην τελειώσουν ποτέ κι άλλα, πάλι, από την πρώτη κιόλας σελίδα τα βαριόμαστε;

Διαβάστε περισσότερα

Εννοείται ότι τα μηνύματα αυτά πρέπει να έχουν τα πλήρη στοιχεία τους, αν και αυτά δεν θα αναφέρονται εδώ για να μην τους ενοχλούν άλλοι.

Εννοείται ότι τα μηνύματα αυτά πρέπει να έχουν τα πλήρη στοιχεία τους, αν και αυτά δεν θα αναφέρονται εδώ για να μην τους ενοχλούν άλλοι. το κεφάλαιο αυτό καταχωρούμε μηνύματα φίλων που είχαν την καλωσύνη να εκφράσουν την εκτίμησή τους προς το έργο του Θεάτρου, καθώς και προτάσεις για βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχει ως σωματείο κοινωφελές.

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ 3-4-2002 ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΙΟΡΤΑΣΑΝ ΕΜΜΕΤΡΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Ταξιδευτής ο λογισμός καράβι το βιβλίο... Με μαντινάδες επέλεξαν οι μαθητές και οι μαθήτριες του 2ου και του 4ου Τεχνικού

Διαβάστε περισσότερα

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ: ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ: Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ: Η Αικατερίνη είχε κάλλος και ομορφιά ασύγκριτη. Η μητέρα της και οι συγγενείς της την πίεζαν συνεχώς να παντρευτεί, για να μην φύγουν από τα χέρια τους

Διαβάστε περισσότερα

Α. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ

Α. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ Ενότητα 5 - Πάμε για επανάληψη Α. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ 1. Συμπληρώστε τα κενά με λέξεις από το πλαίσιο: βιβλιοθήκη, φιλοσοφία, εγκυκλοπαίδεια, παιδίατρος, φωτογραφία, αθλητισμό, Ελλάδα, σχολείο, φίλο, κινηματογράφο,

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΚΥΡΑ: Της Σταυροπροσκυνήσεως και προσφορά αγάπης

ΚΕΡΚΥΡΑ: Της Σταυροπροσκυνήσεως και προσφορά αγάπης 31/03/2019 ΚΕΡΚΥΡΑ: Της Σταυροπροσκυνήσεως και προσφορά αγάπης Μητροπολιτικό Έργο / Ι.Μ. Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, κ. Νεκτάριος,

Διαβάστε περισσότερα

anjologion ellhnikwn grammatoseirwn

anjologion ellhnikwn grammatoseirwn anjologion ellhnikwn grammatoseirwn Απλ µονοτυπικ Λειψίας µονοτυπικ εκαεξάρια τ ς κάσας εκαεξάρια Λειψίας τ ς κάσας Πελασγικ µονοτυπικ Αττικ µονοτυπικ Εκδ σεων «Μπ λ Λ τρ» Μα ρα 486 µονοτυπικ Μπεκκεριάνα

Διαβάστε περισσότερα

JEAN-CHARLES BLATZ 02XD34455 01RE52755

JEAN-CHARLES BLATZ 02XD34455 01RE52755 ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΕΝ Ι ΑΜ ΕΣ ΩΝ ΟΙ Κ ΟΝΟΜ Ι Κ ΩΝ Κ ΑΤΑΣ ΤΑΣ ΕΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙ ΡΙ ΑΣ Κ ΑΙ ΤΟΥ ΟΜ Ι ΛΟΥ Α Τρίµηνο 2005 ΑΝΩΝΥΜΟΣ Γ ΕΝΙ Κ Η ΕΤ ΑΙ Ρ Ι Α Τ ΣΙ ΜΕΝΤ ΩΝ Η Ρ ΑΚ Λ Η Σ ΑΡ. ΜΗ Τ Ρ. Α.Ε. : 13576/06/Β/86/096

Διαβάστε περισσότερα

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» «Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ τι πιστεύω για την εξαφάνιση, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο. Όχι,

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ 11 Ο Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ 11 Ο Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑ 11 Ο Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη σωστή απάντηση, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, από τις αντίστοιχες φράσεις α, β,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010 Έμπλεη ευγνωμοσύνης, με βαθιά

Διαβάστε περισσότερα

II. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΤΙΟΣ 2019 ΣΥΝΟΛΟ

II. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΤΙΟΣ 2019 ΣΥΝΟΛΟ II. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΤΙΟΣ 2019 ΣΥΝΟΛΟ ΜΕΡΟΣ Α : ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 40 μονάδες Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην Άπω Ανατολή ένας αυτοκράτορας. Δεν είχε γυναίκα ούτε παιδιά και γι αυτό, όταν κατάλαβε

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ ΑΘΗΝΑ 2019 ΝΕΦΕΛΗ / ΘΕΑΤΡΟ / ΑΠΑΝΤΑ Δ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ Δημήτρης Δημητριάδης, Χρύσιππος Δεύτερη έκδοση (αναθεωρημένη), Μάιος 2019 Πρώτη έκδοση, Σεπτέμβριος 2008

Διαβάστε περισσότερα

Ι. Πανάρετος.: Καλησπέρα κυρία Γουδέλη, καλησπέρα κύριε Ρουμπάνη.

Ι. Πανάρετος.: Καλησπέρα κυρία Γουδέλη, καλησπέρα κύριε Ρουμπάνη. (Συνέντευξη του Ι. Πανάρετου στην Νίνα Γουδέλη και τον Γρηγόρη Ρουμπάνη για τα θέματα της Παιδείας (Μήπως ζούμε σ άλλη χώρα;, ραδιοφωνικός σταθμός Αθήνα, 9.84) Ν. Γουδέλη: Καλησπέρα κύριε Πανάρετε. Γ.

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΙΜΕΝΑ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ - ΑΣΚΗΣΕΙΣ. Πώς σε λένε;

ΚΕΙΜΕΝΑ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ - ΑΣΚΗΣΕΙΣ. Πώς σε λένε; ΕΝΟΤΗΤΑ 3 Πώς σε λένε; A ΜΕΡΟΣ Α. ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΕΙΜΕΝΑ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ - ΑΣΚΗΣΕΙΣ Πώς σε λένε; Η Ελένη, η Σοφία, η Βασιλική, η Ειρήνη, ο Κωνσταντίνος, ο Απόστολος και ο Αλέξανδρος γνωρίζουν καινούργιους φίλους.

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΦΩΤΟΔΟΤΕΣ» - Κορυδαλλών 10 Κάντζα Αττικής 153 51 Phone: 210 6658 551 - Email: fotodotes@yahoo.gr ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ Συγγραφέας: Παπαδημητρακόπουλος Κωνσταντίνος Κωδικός προϊόντος: 00403

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ. Μαρία Παντελή Γιώργος Βασιλείου

ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ. Μαρία Παντελή Γιώργος Βασιλείου ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ Μαρία Παντελή Γιώργος Βασιλείου ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Μ. Γκιόλιας, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και η εποχή του, Αθήνα 1972 Ιωάννης Μενούνος, Κοσμά Αιτωλού Διδαχές, Αθήνα 1979 Αρτ. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Ο

Διαβάστε περισσότερα

w w w. p e r i e x o m e n a n e t. g r

w w w. p e r i e x o m e n a n e t. g r w w w. p e r i e x o m e n a n e t. g r Ο Iliaz Bobaj γράφει για την Παναγιώτα Ζαλώνη Ο Νίκος Μπατσικανής, ο Χάρης Μελιτάς, η Παναγιώτα Ζαλώνη και η Αλεξάνδρα ΒαΐτσηΒάκρου. (Απόσπασμα) Η Ελληνίδα Ποιήτρια

Διαβάστε περισσότερα

Θρησκευτικά Α Λυκείου GI_A_THI_0_10296 Απαντήσεις των θεμάτων ΘΕΜΑ Α1

Θρησκευτικά Α Λυκείου GI_A_THI_0_10296 Απαντήσεις των θεμάτων ΘΕΜΑ Α1 Θρησκευτικά Α Λυκείου GI_A_THI_0_10296 Απαντήσεις των θεμάτων ΘΕΜΑ Α1 α) Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5 επιλέγοντας τη σωστή απάντηση, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr 1 ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΙΝΔΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ 2016 και τη Δράση Saferinternet.gr Τα δύο ποιήματα που επιλέχθηκαν και στάλθηκαν στη δράση Στο διαδίκτυο Στο διαδίκτυο αν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που Χρησιμοποιούνται ως 1. αντικείμενο σε ρήματα: λεκτικά: λέω, υπόσχομαι, ισχυρίζομαι, διδάσκω, ομολογώ,

Διαβάστε περισσότερα

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΙΛΙΟΥ, ΑΧΑΡΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΙΛΙΟΥ, ΑΧΑΡΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΙΛΙΟΥ, ΑΧΑΡΝΩΝ ΚΑΙ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΕΩΣ Η αλήθεια για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά Ιστορία της Εταιρείας Η οργάνωση των «Μαρτύρων του Ιεχωβά», των γνωστών χιλιαστών, είναι μια πολυεθνική εταιρεία.

Διαβάστε περισσότερα

5 Μαρτίου Το μυστήριο της ζωής. Θρησκεία / Θεολογία. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979)

5 Μαρτίου Το μυστήριο της ζωής. Θρησκεία / Θεολογία. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979) 5 Μαρτίου 2019 Το μυστήριο της ζωής Θρησκεία / Θεολογία Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979) Η ζωή πάνω στη γη έλκει την καταγωγή της από τον ουρανό η ζωή του ανθρώπου έλκει την καταγωγή της από τον Θεό. Τα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER 1 Α Ομάδα «Κάθεσαι καλά, Γκέοργκ; Καλύτερα να καθίσεις, γιατί σκοπεύω να σου διηγηθώ μια ιστορία για γερά νεύρα». Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας του βιβλίου

Διαβάστε περισσότερα

Χριστουγεννιάτικη εορτή Κατηχητικών Σχολείων στα Τρίκαλα

Χριστουγεννιάτικη εορτή Κατηχητικών Σχολείων στα Τρίκαλα 18/12/2018 Χριστουγεννιάτικη εορτή Κατηχητικών Σχολείων στα Τρίκαλα Μητροπολιτικό Έργο / Ι.Μ. Τρίκκης και Σταγών Η Χριστουγεννιάτικη εορτή των Κατηχητικών Σχολείων της Ιεράς Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών

Διαβάστε περισσότερα

Γιάννης Θεοδωράκης & Μαίρη Χασάνδρα ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Γιάννης Θεοδωράκης & Μαίρη Χασάνδρα ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ Γιάννης Θεοδωράκης & Μαίρη Χασάνδρα ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006 ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ Γιάννης Θεοδωράκης & Μαίρη Χασάνδρα : Εκδόσεις Χριστοδουλίδη Α. & Π. Χριστοδουλίδη

Διαβάστε περισσότερα

Φάνια Παπαϊωάννου. Θέμα εργασίας: Κάποτε συναντήθηκε η κοινωνία με ένα πολίτη που πληρώνει τους φόρους του, ένα φοροφυγά και έναν έντιμο πολιτικό

Φάνια Παπαϊωάννου. Θέμα εργασίας: Κάποτε συναντήθηκε η κοινωνία με ένα πολίτη που πληρώνει τους φόρους του, ένα φοροφυγά και έναν έντιμο πολιτικό Φάνια Παπαϊωάννου Θέμα εργασίας: Κάποτε συναντήθηκε η κοινωνία με ένα πολίτη που πληρώνει τους φόρους του, ένα φοροφυγά και έναν έντιμο πολιτικό Κοινωνία (Κ) Πολίτης (ΠΟ) Φοροφυγάς (Φ) Πολιτικός (ΠΤ) Κ

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια-N.Γλώσσα

Εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια-N.Γλώσσα Μάθημα/Τάξη: Εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια-N.Γλώσσα Κεφάλαιο: Εφ όλης της Ύλης Ονοματεπώνυμο Μαθητή: Ημερομηνία: 15/01/18 Επιδιωκόμενος Στόχος: A. Κείμενο: Ο κυρ Μιχάλης Κάσιαλος Η ζωγραφιά αυτή είναι

Διαβάστε περισσότερα

[1] Α Ν Τ Ι Φ Ω Ν Η Σ Ι Σ Ε Ι Σ Τ Η Ν Ι Ε Ρ Α Ρ Χ Ι Α Ν ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΑΡΥΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΣΚΥΡΟΥ κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ τήν

[1] Α Ν Τ Ι Φ Ω Ν Η Σ Ι Σ Ε Ι Σ Τ Η Ν Ι Ε Ρ Α Ρ Χ Ι Α Ν ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΑΡΥΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΣΚΥΡΟΥ κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ τήν [1] Α Ν Τ Ι Φ Ω Ν Η Σ Ι Σ Ε Ι Σ Τ Η Ν Ι Ε Ρ Α Ρ Χ Ι Α Ν ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΑΡΥΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΣΚΥΡΟΥ κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ τήν 19.03.2019 Μακαριώτατε, η σύγκλησις εκτάκτως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας

Διαβάστε περισσότερα

Οι τα α α α α α α α Κ. ε ε ε ε ε ε ε ε ε Χε ε ε. ε ε ε ε ε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι. ιµ µυ στι κω ω ω ω ω ως ει κο ο

Οι τα α α α α α α α Κ. ε ε ε ε ε ε ε ε ε Χε ε ε. ε ε ε ε ε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι. ιµ µυ στι κω ω ω ω ω ως ει κο ο ΧΕΡΟΥΒΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΟΙΝΩΝΙΟ Λ. Β Χερουβικόν σε ἦχο πλ. β. Ἐπιλογές Ἦχος Μ Α µη η η η ην Οι τ Χε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε Χε ε ε ε ε ε ε ε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ιµ µυ στι κω ω ω ω ω ως ει κο ο

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέμπτη 19 Νοεμβρίου Αγαπητή Κίττυ,

ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέμπτη 19 Νοεμβρίου Αγαπητή Κίττυ, ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2000 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ : ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗ - ΕΚΘΕΣΗ Αγαπητή Κίττυ, ΚΕΙΜΕΝΟ Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 1942

Διαβάστε περισσότερα

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά Δράση 2 Σκοπός: Η αποτελεσματικότερη ενημέρωση των μαθητών σχετικά με όλα τα είδη συμπεριφορικού εθισμού και τις επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή! Οι μαθητές εντοπίζουν και παρακολουθούν εκπαιδευτικά βίντεο,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ (Γ ΤΑΞΗ) ΟΝΟΜΑ; ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΜΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ (ρήμα) Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: ΜΕ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΟΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΘΕΛΕΙΣ Βρέχει.

Διαβάστε περισσότερα

Η εκ νεκρών έγερσις του Αγίου Λαζάρου του τετραημέρου σύμβολο της κοινής Αναστάσεως

Η εκ νεκρών έγερσις του Αγίου Λαζάρου του τετραημέρου σύμβολο της κοινής Αναστάσεως 20 Απριλίου 2019 Η εκ νεκρών έγερσις υ Αγίου Λαζάρου υ τετραημέρου σύμβολο της κοινής Αναστάσεως Θρησκεία / Θεολογία Ιεροδιάκονος Ραφαήλ Χ. Μισιαούλης, θεολόγος Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ολοκληρώνεται και

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου) ΟΝΟΜΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου) ΟΝΟΜΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου) ΟΝΟΜΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Ο ΠΕΡΙ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ/ Ο ΠΕΡΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΝΟΜΟΣ Φεβρουάριος 2015 ΜΕΡΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Μέτρο για όλα ο άνθρωπος; (Μέρος 2o)

Μέτρο για όλα ο άνθρωπος; (Μέρος 2o) 31 Ιανουαρίου 2015 Μέτρο για όλα ο άνθρωπος; (Μέρος 2o) / Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός ( 2009) Αν και το πρόβλημα του καλού και του κακού είναι το πιο δύσκολο και βασανιστικό για την ανθρώπινη ζωή και συνείδηση,

Διαβάστε περισσότερα

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ Μια φορά η δασκάλα του Τοτού του είπε να γράψει 3 προτάσεις. Όταν πήγε σπίτι του ρωτάει τη μαμά του που έκανε δουλειές: - Μαμά πες μου μια πρόταση. - Άσε με τώρα, δεν μπορώ. Ο Τοτός τη γράφει. Μετά πηγαίνει

Διαβάστε περισσότερα

Παύλος και Φιλήμονας

Παύλος και Φιλήμονας Παύλος και Φιλήμονας Έχετε ποτέ διαβάσει την επιστολή του Παύλου προς τον Φιλήμονα; Είναι η πιο μικρή επιστολή του Παύλου. Μόλις και μετά βίας γεμίζει μια σελίδα Α4! Δεν το πιστεύετε; Ας τι διαβάσουμε

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΖΕΚΙΗΛ. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΝΤΑΓΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΒΑΧΤΣΙΑΒΑΝΟΥ ΜΑΛΑΜΑΤΗ 3 ο Γυμνάσιο Κοζάνης ΤΑΞΗ:Α

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΖΕΚΙΗΛ. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΝΤΑΓΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΒΑΧΤΣΙΑΒΑΝΟΥ ΜΑΛΑΜΑΤΗ 3 ο Γυμνάσιο Κοζάνης ΤΑΞΗ:Α ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΜΑΘΗΤΗΣ: ΝΤΑΓΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΒΑΧΤΣΙΑΒΑΝΟΥ ΜΑΛΑΜΑΤΗ 3 ο Γυμνάσιο Κοζάνης ΤΑΞΗ:Α 3 19-3-16 ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ Ο Προφήτης Ιεζεκιήλ, ήταν ένας από

Διαβάστε περισσότερα

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38)

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38) Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38) ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (Διασκευή ομιλίας στον Γυμνότοπο την 1/6/2003) 1. Το δράμα του σκοταδιού Σήμερα το Ευαγγέλιο μας μίλησε για έναν «τυφλό εκ

Διαβάστε περισσότερα

11. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ 36. ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ E34ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

11. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ 36. ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ E34ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ 11. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ 36. ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ E34ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ 12. ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΖΩΗ 37. Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ 13. ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΞΙΕΣ 38. ΣΩΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΣ 14. ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ 39. Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ 15. Η

Διαβάστε περισσότερα

Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ -ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ -ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ -ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ Δ.Ε. 13: «Τι μπορεί να μάθει ο άνθρωπος για το Θεό. Προσέγγιση της γιορτής της Μεταμόρφωσης» (σελίδες εγχειριδίου 69-76) Δ.Ε. 19: «Η μνήμη των Αγίων, αφορμή για

Διαβάστε περισσότερα

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν άνδρα που τον έλεγαν Ιωσήφ. Οι γονείς της, ο Ιωακείμ και

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Εργασία για το σπίτι Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης 1 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Απαντά η Μαρίνα Βαμβακίδου Ερώτηση 1. Μπορείς να φανταστείς τη ζωή μας χωρίς

Διαβάστε περισσότερα

(άγιο μύρο / τριήμερη / ολόλευκα / κολυμβήθρας / κατάδυση) «Στο χρίσμα, ο ιερέας χρίει τον.. σ όλα τα μέρη του σώματός του με

(άγιο μύρο / τριήμερη / ολόλευκα / κολυμβήθρας / κατάδυση) «Στο χρίσμα, ο ιερέας χρίει τον.. σ όλα τα μέρη του σώματός του με ΜΑΘΗΜΑ 21 Ο ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ Να ξαναγράψετε το κείμενο που ακολουθεί συμπληρώνοντας τα κενά με τις κατάλληλες λέξεις ή φράσεις που δίνονται στην παρένθεση. Σε κάθε κενό αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES. A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES. 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα

Διαβάστε περισσότερα

«Κ ΑΙ Τ Ω Ρ Α Π Λ Ε Ο Ν ΕΙ Ν ΑΙ Ο Α Ν ΤΙ Χ ΡΙΣ Τ Ο Σ Ε Ν Τ Ω

«Κ ΑΙ Τ Ω Ρ Α Π Λ Ε Ο Ν ΕΙ Ν ΑΙ Ο Α Ν ΤΙ Χ ΡΙΣ Τ Ο Σ Ε Ν Τ Ω «Κ ΑΙ Τ Ω Ρ Α Π Λ Ε Ο Ν ΕΙ Ν ΑΙ Ο Α Ν ΤΙ Χ ΡΙΣ Τ Ο Σ Ε Ν Τ Ω Κ Ο Σ Μ Ω ΔΙ Α Τ Ω Ν ΑΙ Ρ Ε Σ Ε Ω Ν Κ ΑΙ Τ Ω Ν Ψ Ε Υ Δ Ο ΔΙΔ Α Σ Κ Α Λ Ω Ν, Π Ο Υ Π Ρ Ο Π Α Ρ Α Σ Κ Ε Υ Α Ζ Ο Υ Ν Τ Ο Ε Δ Α Φ Ο Σ ΔΙ Α Τ Η Ν

Διαβάστε περισσότερα

Ποιοι είναι οι συγγραφείς;

Ποιοι είναι οι συγγραφείς; Ποιοι είναι οι συγγραφείς; Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και σεναριογραφία στο Κινηματογραφικό

Διαβάστε περισσότερα

ISSP 1998 Religion II. - Questionnaire - Cyprus

ISSP 1998 Religion II. - Questionnaire - Cyprus ISSP 1998 Religion II - Questionnaire - Cyprus Για σας. Είμαστε από το Κέντρο Ερευνών του Cyprus College. Kάνουμε μια διεθνή έρευνα για κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις. Η έρευνα αυτή γίνεται ταυτόχρονα

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟ ΧΟΣ- Ε ΠΙ ΔΙΩ ΞΗ ΠΛΑΙ ΣΙΟ ΧΡΗ ΜΑ ΤΟ ΔΟ ΤΗ ΣΗΣ

ΣΤΟ ΧΟΣ- Ε ΠΙ ΔΙΩ ΞΗ ΠΛΑΙ ΣΙΟ ΧΡΗ ΜΑ ΤΟ ΔΟ ΤΗ ΣΗΣ ΣΤΟ ΧΟΣ- Ε ΠΙ ΔΙΩ ΞΗ Στό χος του Ο λο κλη ρω μέ νου Προ γράμ μα τος για τη βιώ σι μη α νά πτυ ξη της Πίν δου εί ναι η δια μόρ φω ση συν θη κών α ει φό ρου α νά πτυ ξης της ο ρει νής πε ριο χής, με τη δη

Διαβάστε περισσότερα

Γιώργης Παυλόπουλος. Τι είναι ποίηση...

Γιώργης Παυλόπουλος. Τι είναι ποίηση... Γιώργης Παυλόπουλος Τι είναι ποίηση... "Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε". Κυρίες και Κύριοι Φίλες

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου) ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου) ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου) ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Οκτώβριος 2018 Παρακαλώ να απαντηθούν οποιεσδήποτε 2 από τις ερωτήσεις του Μέρους Α δηλαδή από τις

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΟΜΑ ΩΝ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΧΩΡΙΣΘΗΚΑΝ ΟΙ ΚΩΣΤΑΛΕΞΙΩΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΙΑΝΟΜΗ, ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ, ΤΟΥ ΤΣΙΦΛΙΚΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΑΚΑ ΠΟΥ ΑΓΟΡΑΣΑΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΟΜΑ ΩΝ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΧΩΡΙΣΘΗΚΑΝ ΟΙ ΚΩΣΤΑΛΕΞΙΩΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΙΑΝΟΜΗ, ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ, ΤΟΥ ΤΣΙΦΛΙΚΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΑΚΑ ΠΟΥ ΑΓΟΡΑΣΑΝ ΠΡΟΣΘΗΚΗ «3» ΣΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «ΚΗ» στο ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ «ΑΓΟΡΑ ΤΣΙΦΛΙΚΙΩΝ» ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΟΜΑ ΩΝ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΧΩΡΙΣΘΗΚΑΝ ΟΙ ΚΩΣΤΑΛΕΞΙΩΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΙΑΝΟΜΗ, ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ, ΤΟΥ ΤΣΙΦΛΙΚΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΑΚΑ ΠΟΥ ΑΓΟΡΑΣΑΝ ΠΡΩΤΗ ΟΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Φίλες και φίλοι, Αγαπημένε μου Γιαννάκη Μάτση,

Φίλες και φίλοι, Αγαπημένε μου Γιαννάκη Μάτση, Χαιρετισμός Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την παρουσίαση του βιβλίου της Δόξας Κωμοδρόμου «Κυριάκος Μάτσης Η φυσιογνωμία ενός στοχαστή που τάχθηκε στον αγώνα της ΕΟΚΑ 16 Νοεμβρίου 2017 Φίλες και φίλοι,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΧΑΤΣΙΟΥΛΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΧΑΤΣΙΟΥΛΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΧΑΤΣΙΟΥΛΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΒΕΡΟΙΑ 2008 Φ2 Μιχαήλ Γεωργίου Χατσιούλης ( Α.2 ) Αικατερίνη Κωνσταντίνου Γιώβου ( Γ.2 ) Γεώργιος Μιχαήλ Χατσιούλης (Α.2.1)

Διαβάστε περισσότερα

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται Η μαμά μου πήγαινε στο 26 ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας. Η καλύτερη ανάμνηση που έχει είναι οι φίλοι της και η τάξη που μύριζε κιμωλία. Ελευθερία Η γιαγιά μου την τάξη της είχε 87 παιδιά. Τα άτακτα παιδιά

Διαβάστε περισσότερα

1) Μες τους κάμπους τ αγγελούδια ύμνους ουράνιους σκορπούν κι από τα γλυκά τραγούδια όλα τριγύρω αχολογούν. Gloria in excelsis Deo!

1) Μες τους κάμπους τ αγγελούδια ύμνους ουράνιους σκορπούν κι από τα γλυκά τραγούδια όλα τριγύρω αχολογούν. Gloria in excelsis Deo! Σε παρακαλούμε, Κύριε, χάρη στη μεσιτεία της Αειπαρθένου Θεοτόκου Μαρίας και του Αγίου Ιωσήφ, να διατηρείς σταθερά τις οικογένειές μας στην αγάπη και στην ειρήνη σου. Από αγνή Παρθένο, μια νύχτα μυστική

Διαβάστε περισσότερα

1 / 13 «ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩ» Ερωτηµατολόγιο για τους µαθητές της 5 ης ηµοτικού. Μάρτιος 2007

1 / 13 «ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩ» Ερωτηµατολόγιο για τους µαθητές της 5 ης ηµοτικού. Μάρτιος 2007 1 / 13 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Έρευνα υποστηριζόµενη από τη Γενική ιεύθυνση Εκπαίδευσης και Πολιτισµού της Ε.Ε., στο πλαίσιο του προγράµµατος Σωκράτης «ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩ» Ερωτηµατολόγιο

Διαβάστε περισσότερα

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη... Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη... τον Δάσκαλο μου, Γιώργο Καραθάνο την Μητέρα μου Καλλιόπη και τον γιο μου Ηλία-Μάριο... Ευχαριστώ! 6 ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ Ήταν ο Σοτός στην τάξη και η δασκάλα σηκώνει την Αννούλα στον χάρτη και τη ρωτάει: Αννούλα, βρες μου την Αμερική. Σην βρίσκει η Αννούλα και ρωτάει μετά τον Σοτό η δασκάλα: -Σοτέ, ποιος ανακάλυψε την Αμερική;

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι χε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ιµ µυ υ υ υ υ υ υ Π ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ζο ο ο ει ει κο ο

ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι χε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ιµ µυ υ υ υ υ υ υ Π ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ζο ο ο ει ει κο ο Χερουβικό σε ἦχο πλ.. Ε ΑΣΗ ΤΟ ΩΣΤΑΤΙΟΥ ΡΙΓΓΟΥ ΑΡΧΟΤΟΣ ΡΩΤΟΨΑΛΤΟΥ ΤΗΣ.Τ.Χ.Ε. Ἦχος Nε Οι τ Χε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι χε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ιµ µυ υ υ υ υ

Διαβάστε περισσότερα