ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2012 ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
|
|
- Ουρανία Κακριδής
- 7 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2012 ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
2 1
3 2
4 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012
5 Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών Γενναδίου 8 & Ακαδημίας, Τ. Κ , Αθήνα (Έδρα), τηλέφωνο , Αριθμός Τηλεομοιοτυπίας (Fax): eel@otenet.gr Web site: Η Έκδοση της «Λογοτεχνικής Πρωτοχρονιάς 2012» έγινε με την εποπτεία των μελών του Δ.Σ. της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Το εξώφυλλο είναι έργο του ζωγράφου Άγγελου Γόντικα Ηλεκτρονική Σελιδοποίηση - Επεξεργασία: Θανάσης Μπαλοδήμας Ηλεκτρονική Επιμέλεια: Εύη Γκαντήραγα Τυπογραφείο: Ι. ΓΚΑΝΤΗΡΑΓΑΣ & ΣΙΑ Ο.Ε. Γερανίου 7, Τ.Κ Τηλ.- Fax: Copyright «ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ», 2012.
6 Περιεχόμενα 1. ΑΝΔΡΕΟΥ Θ. Αυγερινός Σελ ΒΟΥΚΕΛΑΤΟΣ Π. Γιάννης» ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ - ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ Βίβιαν» ΓΕΡΟΣΤΑΘΟΣ Κ. Λευτέρης» ΓΟΝΙΔΕΛΛΗΣ Απόστολος» ΔΕΛΗΣΑΒΒΑΣ Π. Μιχάλης» 4 7. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ Ηρώ» ΔΟΥΚΑ Κωνσταντίνα» ΔΟΥΚΑΣ Κώστας» ΔΡΙΤΣΑ Λιλιάνα» ΕΓΓΛΕΖΟΣ Τάσος» ΖΑΓΚΑΒΙΕΡΟΥ ΒΟΥΡΒΟΥΛΗ Βίβιαν» ΖΑΜΠΑΘΑ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ Φαίδρα» ΘΕΟΛΟΓΙΔΟΥ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗ Ελένη» ΚΑΚΑΡΑΣ Αντώνης» ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ Γιώργος» ΚΑΡΟΥΣΟΣ Κώστας» ΚΑΤΣΙΚΑΔΗ Μιχαήλ Νίκη» ΚΟΚΚΙΝΕΑΣ Τίτος» ΚΟΚΛΑ Ιωάννα» ΚΟΝΙΑΡΕΛΛΗ ΣΙΑΚΗ Ελένη» ΚΟΝΤΕΑ ΘΕΟΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ Ρούλα» ΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ Κατερίνα» ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ Ελευθερία» ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑ Λέτα» ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Κώστας» ΛΑΓΑΚΟΥ Β. Νέλλη» ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ Δημήτρης» ΛΙΑΚΟΣ Κώστας» ΜΑΚΡΑΤΟΣ Τάσος» ΜΑΝΕΤΑΣ Γιώργος» ΜΑΡΓΕΛΗΣ Απόστολος» ΜΑΥΡΙΩΤΗΣ Αυγερινός» ΜΑΥΡΟΓΙΩΡΓΗΣ Φίλιππας» ΜΕΛΙΣΣΑΡΑΤΟΣ Γερ. Σωκράτης Σελ ΜΗΤΣΟΒΑΣΙΛΗ Ξένη» ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ Θανάσης» ΜΠΑΤΣΙΚΑΝΗΣ Νίκος» ΜΠΟΖΙΚΗΣ Ιωάννης» ΜΠΟΥΡΑΤΖΗ ΘΩΔΑ Άννα» ΝΑΘΑΝΑΗΛ Παύλος» ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Γιάννης» ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ Γιώργος» ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ Γιώτα» ΠΕΤΡΟΥ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ Μίνα» ΠΕΤΡΟΥ ΒΛΑΣΣΗ Σωσώ» ΠΟΥΛΟΣ Αλέκος» ΡΑΛΛΗ ΥΔΡΑΙΟΥ Μαρία» ΡΙΓΓΑΣ Νίκος» ΣΑΚΚΑΤΟΣ Βαγγέλης» ΣΕΡΕΝΕ ΤΣΟΥΡΟΥΚΙΔΗ Ιωάννα» ΣΙΩΚΟΥ Γιώγια» ΣΚΑΝΑΤΟΒΙΤΣ Τάκης» ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Θ. Ζωή» ΣΤΑΓΕΑΣ Γρηγόρης» ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ Γιώργος» ΣΥΡΡΗ ΧΑΝΝΑΚΗ Τζένη» ΤΖΑΒΕΛΛΑ EVJEN Χαρά» ΤΡΑΥΛΟΥ Πασχαλία» ΤΣΩΛΗΣ Γιάννης» ΦΡΑΓΚΟΣ Αριστοτέλης» ΦΩΤΙΑΔΟΥ ΜΠΑΛΑΦΟΥΤΗ Γιώτα» ΧΑΛΙΒΕΛΑΚΗΣ Δημήτρης» ΧΑΤΖΗΝΑΚΗΣ Αργύρης» ΧΕΛΜΟΣ Κώστας» ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΖΑΛΩΝΗ Παναγιώτα» ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ Λένια» 201 5
7 Γιάννης Τσαρούχης 6
8 Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ Τα μέλη της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών παράγουν αδιάκοπα αξιοπρόσεκτο πνευματικό έργο. Πολλές όμως φορές δεν γίνεται γνωστό σε όλους τους συναδέλφους ή και ευρύτερα στο κοινό, γιατί δεν υπάρχει ένας αυτόματος μηχανισμός κοινοποίησης και ανταλλαγής. έκδοση της «Λογοτεχνικής Πρωτοχρονιάς 2012» αποβλέπει στο να Η καλύψει ως ένα βαθμό το κενό αυτό. Πριν από δυο χρόνια έγινε μια πρώτη προσπάθεια ανθολόγησης κειμένων των μελών μας. Η έκδοση εκείνη μας έδωσε την ευκαιρία να πειραματισθούμε. Έτσι τώρα βελτιώνουμε, κατά τη γνώμη μας, την πνευματική αυτή ανθολόγηση με τον τόμο που κρατάτε στα χέρια σας. Με αυστηρή αλφαβητική σειρά δημοσιεύονται δείγματα της δουλειάς των συναδέλφων ποιήματα και πεζά-, ώστε να συντελείται μια γόνιμη αλληλογνωριμία. Αναγκαστικά αυτή η ανθολογία δεν μπορεί να περιέχει μεγάλα κείμενα. Φιλοδοξεί όμως να ανοίξει την όρεξη. Ο καθένας μας να ζητήσει να γνωρίσει καλύτερα το έργο του άλλου. «Λογοτεχνική Πρωτοχρονιά 2012» δεν απευθύνεται μόνο στα μέλη Η μας. Θα προσπαθήσουμε να κυκλοφορήσει και εκτός Εταιρείας με σκοπό ένα ευρύτερο κοινό να πληροφορηθεί την ύπαρξή μας και κυρίως τον αγώνα που κάνουμε για να ανθίσει η πολιτιστική ζωή του τόπου. Μια άλλη πτυχή της «Λογοτεχνικής Πρωτοχρονιάς 2012» είναι η απόφασή μας να καθιερωθεί η έκδοση αυτή ως βασικός ετήσιος θεσμός της Εταιρείας μας. Έτσι, κάθε χρόνο θα κυκλοφορεί ένας παρόμοιος τόμος 7
9 και σιγά- σιγά θα δημιουργηθεί μια πολύτιμη ανθολογία. Για να προχωρήσει απρόσκοπτα αυτό το σχέδιο και μάλιστα σε εποχή οικονομικής κρίσης είναι απαραίτητο να ενισχυθεί από όλους μας. Δεν είναι δύσκολο. Αν ο καθένας μας αγοράσει μερικά αντίτυπα (για τον εαυτό του και για να κάνει μερικά δωράκια) θα εξασφαλισθεί η συνέχιση της προσπάθειας. Για να διευκολυνθεί αυτή η διαδικασία ορίσθηκε χαμηλή τιμή. κάθε τόμος θα κοστίζει 15 ευρώ για τους εκτός Εταιρείας μας και Ο μόνο 10 ευρώ για τα μέλη. Με την ευκαιρία αυτή η Εταιρεία μας απευθύνει θερμό χαιρετισμό σε όλους τους φορείς Λόγου, Τέχνης και Πολιτισμού και τους καλεί σε συνεργασία για να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση που δεν είναι αποκλειστικά οικονομική, αλλά κυρίως κρίση αξιών. 8
10 Αυγερινός Θ. Ανδρέου Τιμαγόρας (367 π.χ.) «Πολύ επλεονέκτει ο Πελοπίδας παρά τω Πέρση. Είχε γαρ λέγειν και ότι μόνοι των Ελλήνων βασιλεί συνεμάχοντο εν Πλαταιαίς, και ότι ύστερον ουδεπόποτε στρατεύσαντο επί βασιλέα... συνεμαρτύρει δ αυτώ ταύτα πάντα ως αληθή λέγοι ο Αθηναίος Τιμαγόρας, και ετιμάτο δεύτερος μετά τον Πελοπίδαν». ( Ξεν.Ελλ. V II, Ι, 34-35). Τον σκότωσαν εν τέλει οι Αθηναίοι εκείνον τον Τιμαγόρα. Άγνωστο πώς: Άλλοι είπαν μετά από σύντομη δίκη με συνοπτικές διαδικασίες. Άλλοι διέδωσαν πως τον δολοφόνησαν σε κάποιο σκοτεινό δρομάκι του Κεραμεικού. Έκαψαν και τα χρυσά στολίδια και την πλουμιστή φορεσιά του, (που ήταν η ανταμοιβή του για το φέρσιμό του στα Σούσα. Μη μολυνθούν τα χώματα του Κίμωνα, του Μιλτιάδη και του Κυναίγειρου). Σκέπασαν έτσι τη ντροπή τους να τον πέμψουν απεσταλμένο στο Μεγάλο Βασιλιά, αντίβαρο στον θλιβερό ήρωα Πελοπίδα. Τράβηξαν κ οι δυο τους τον ίδιο δρόμο που χάραξε ο Ανταλκίδας καμιά εικοσαριά χρόνια πρωτύτερα, κρατώντας τον ίδιο δίσκο επαιτείας. Είπαν, βέβαια, πως το παράκανε κ υπερέβη τις εντολές τους κάνοντας την ντροπή φθηνή αηδία. Ποιος θυμάται πια εκείνον τον Τιμαγόρα και τον άχαρο ρόλο του που τον έκανε όνειδος! Λησμονήσαμε τον Τιμαγόρα, που τον σκότωσαν εν τέλει οι Αθηναίοι, 9
11 κρύβοντας την ντροπή τους. Για λίγα χρόνια μόνο συζητούσαν γι αυτόν οι ομόδοξοί του στην Ακαδημία του Πλάτωνα, που από σύμπτωση ιδρύθηκε τη χρονιά που ο Ανταλκίδας κόμισε της ντροπής την ειρήνη. Δύο του Δεκέμβρη ( Ο ταχυδρόμος έφερε σήμερα αυτό το γράμμα με τη σημείωση: Λυπούμεθα που από παραδρομή έμεινε ανεπίδοτο πολλές δεκαετίες. Τα λάθη πάντα συμβαίνουν...) Σου γράφω δύο του Δεκέμβρη από φόβο για όσα μπορεί να γίνουν αύριο. Τα πουλιά απόψε πετούσαν χαμηλά κ είναι αυτό προμήνυμα κακού. Οι άλλοι τ αποφάσισαν ν αρπάξουν τους σπόρους και να κλείσουν τις αυλακιές που χαράξαμε στους αγρούς μας τρία ολάκερα χρόνια. Δεν αντέχουν να ιδούν τους καινούριους καρπούς μας που τους πολλούς θα χορτάσουν. Κ οι δικοί μας αφήσαν τους φράχτες αφύλαχτους ( όσους βέβαια απομείναν). Φοβάμαι πιότερο γιατί λείπει κι ο δικός μας αετός. Τον έστειλε, βλέπεις, η σύναξη των πουλιών να κυνηγάει ψοφίμια στα βουνά της Ηπείρου. Να! Η νυχτιά έπεσε κ ήρθαν τα ριπίσματα του αγέρα. Σου γράφω δύο του Δεκέμβρη, από φόβο για όσα μπορεί να γίνουν αύριο. 10
12 Η αλήθεια Χθες το απομεσήμερο διάβηκε αρματωμένη η αλήθεια από πλάι μου. Την έσερναν σε άρμα δυο φοράδες λευκές απ τα κοπάδια του Φαραώ, πριν την αιχμαλωσία. Αστραποβόλι η ματιά της κι η θωριά της σκληρή τιμωρός μου. Έκρουζε αυστηρά η λαλιά της σαν εκείνη του γύπα που ορμάει να κατασπαράξει το θύμα του που αργοσβήνει. Κάθε μιλιά της κι ένα σπαθί αιμάτινο στην άλογη απορία μου. Μου πε πως είμαι άχρηστος πια γιατί οι κερήθρες μείναν άδειες, σαν οι αρπαχτικοί ξενόφερτοι γητευτές διαβήκαν και σάρωσαν τη σοδειά. Κι όμως αλλιώς την ήξερα από παλιά την ίδια αλήθεια, σαν την έβλεπα μπρος μου. Γελαστή, φιλική και μάλλον σύμμαχό μου. Γιατί ήταν ξαρμάτωτη ίσως. Αντικρίζοντας την αλήθεια να φεύγει και να παίρνει τη στράτα για την αντάμωση του επόμενου που θα μοιάζει με μένα, σιγοψιθύρησα (μη έχοντας τι άλλο να κάνω): Τόσο φθηνά, λοιπόν, για τόσο λίγα με πρόδωσαν; Ούτε καν το τίμημα του αγρού του κεραμέως; Μάζεψα ύστερα τα σπαθιά τα αιμάτινα ( ήταν καταδικά μου επιτέλους όλα) τα χωσα στο ξεθωριασμένο δισάκι μου και πήρα το μαιανδρικό μονοπάτι που παίρνει κανείς όταν πρόκειται να πελεκήσει το τελευταίο λιθάρι και να το φέρει στα μέτρα του. 11
13 Γιάννης Π. Βουκελάτος Η δολοφονία της ποίησης Δολοφόνοι, δολοφόνοι αμέτρητοι κι αμείλικτοι καραδοκώντας σε ψηλούς χάρτινους πύργους σημάδεψαν κι ετόξευσαν εν ψυχρώ τον ήλιο του προσώπου σου, αγαπημένη, γαλαζοαίματη αδερφή μου ποίηση Κι εσύ που «επί πτερύγων ανέμων» σελάγιζες στο χάος των αιώνων αλαφροΐσκιωτη κι αλαφροπετούσα, ετάνυσες την πληγωμένη περηφάνεια σου σε ύστατη προσπάθεια ισορροπίας, χαμογέλασες άφωνη και διαγράφοντας κύκλο σιωπής, έπεσες, με σώμα διάτρητο από σφαίρες αγαπημένη, γαλαζοαίματη αδερφή μου ποίηση Τώρα παραδομένη στ όργιο βέβηλων κι ασελγών δημίων περιφέρεσαι με στήθος διάτρητο από σφαίρες, αιμόρφυτη και μισοπεθαμένη σ άγνωστους σκοτεινούς διαδρόμους, σε καμπαρέ και υπονόμους Χαιρέκακα οι νεκρόφιλοι μολύνουν τη δόξα της χαμένης ικμάδας σου, 12
14 πίνουν το αίμα σου, τρώνε το κορμί σου, (δεν έχω μάτια να το ιδώ, δε βρίσκω νεκρικές ωδές για να του ψάλλω) αγαπημένη, γαλαζοαίματη αδερφή μου, ποίηση 1969 Καραγκιοζοπαίχτες Θεέ μου, τι θα γίνει; Γέμισαν την πόλη μ άχαρους μπερντέδες, καραγκιοζοπαίχτες και κρυμμένοι πίσω, μ άψογη επιμέλεια δίνουν παραστάσεις κι όμως δεν μας πείθουν πως σαν τις φιγούρες χάρτινοι δεν είναι και πως, τέλος πάντων, δεν είναι όλοι ψεύτες 1970 Απόπειρα για μια εκπομπή Εδώ Ελλάδα, Κυριακή κι έχει λιακάδα. Εκπέμπουμε σε κύματα μεσαία και σε υψηλή συχνότητα, δώδεκα παρά πέντε. Συντονιστείτε γρήγορα και παρακολουθείστε μας. Φέρτε την άντιγά σας ακριβώς στο μήκος κύματος, δώδεκα παρά πέντε. Φροντίστε να μας πιάσετε καλά. Εκπέμπουμε δίπλα από ένα γήπεδο σε ώρα ιερής τελετουργίας των «κόκκινων διαβόλων» με τους «μαυρόλυκους»κάποιας άλλης πόλης. Μας συγχωρείτε, αν ακουστεί στους δέκτες σας καμιά βωμολοχία: «Κουρέλες θα σας σκίσουμε, φονιά διαιτητή, 13
15 ξεφτίλες που πληρώνεστε», ή κάτι τέτοιο. Ο εκφωνητής μας, βλέπετε, είναι ποιητής, και πώς μπορεί να παραβγεί η φωνή του σε εμβέλεια -μικρή φωνή, φτωχή φωνή του ποιητήμε το ιερό πανεθνικό μας μούγκρισμα; Στο Γεράσιμο Γρηγόρη Φλογίζουν τα σπαρτά μεστά στην πατρική μας γη, στο Σφακισάνικο λυγούν κληματαριές δροσάτες κι απ του Φρυά τον πλάτανο, μαΐστρου αναρριπή ξεχύνεται ως τις αυλές, σε γειτονιές και στράτες που έφυγε «Πέρα από την όχθη» Περνάει σαν ίσκιος, σκυθρωπή στους δρόμους η «Παινιώ», στου πατρικού σου την αυλή δεμένο «Τ άλογό σου», θλιμμένο και κακόκεφο και τρώει με το στανιό και στη μπασιά η «βάβω» σου ποθεί το γυρισμό σου. Κι εσύ Γεράσιμε, μακριά «Πορεία μέσα στη νύχτα» εχάραξες κι αγέρινος φεύγεις προς τη σιγή ο «Μούρκος» σου, που το νιωσε, εψές το βράδυ αλύχτα, κι εμάς που σ αγαπήσαμε μας πνίξαν οι λυγμοί. Την «Πολιτεία ξέσκεπη» αφήνεις και περνάς «Πέρα απ την όχθη» και πατάς «μόνος στους άγριους δρόμους» με «Τα Καινούργια» σου «άρβυλα» τα δάση δρασκελάς, με το σακάκι σου ριχτό στους ντελικάτους σου ώμους. «Εστία αντιστάσεως» στο δρόμο δεν θα βρεις. Στο τέρμα φτάνεις νικητής παράξιος λευκαδίτης σε δέχονται, σαν αδελφό, στο φως μιας νέας αυγής ο Άγγελος Σικελιανός και ο Βαλαωρίτης. 1985
16 Βίβιαν Γιαννούδη - Αυγερινού Ταχυδρόμοι της αναγκαιότητας Συρμάτινοι δίαυλοι επικοινωνίας στις οθόνες της τεχνολογικής επικράτησής μας, κυκλώνουν την ορατότητα των χωρών μας υπηρετώντας τους στόχους της εξέλιξης, μα τραυματίζοντας την όραση, την ακοή και την πολύπαθη αισθητική μας. Κι όμως εκεί, σε πείσμα του αρνητικού της κάθε αναγκαιούσας χρησιμότητας, ένα σμάρι χελιδόνια ισορροπούν κουρνιάζοντας στις ευθύγραμμες τάσεις της επαφής μας με την κοινωνία. Φτερωτοί δραπέτες της παραδοχής, διατρανώνουν τα μηνύματα των καιρών για επιτυχία της δήθεν οφέλιμης παρέμβασης, προκαλώντας οξύμωρα τη νοημοσύνη μας με τη μαγεία της ήρεμης παρουσίας τους. Ταχυδρόμοι των αλλοτινών και των μελλoύμενων στην αέναη γραμμή της εναλλαγής και της μετάλλαξης των φαινομένων μας σηματοδοτούν στοχοποιώντας τη μοίρα μας πάνω στην επιλεγμένη πορεία της ύπαρξης μας. Θυμητάρια Άπαρτοι λόφοι μιας απέθαντης ομορφιάς, θυμητάρια αλαργινών οραμάτων τελειότητας, αποτυπώματα των πόθων μας στο σήμερα για λίγο άρωμα, χρώμα και φως, στις άνυνδρες και νεκρωμένες μας αισθήσεις, έτσι, σαν οπτική εικονική μαγεία. Τόσο κοντά, τόσο αδυσώπητα αληθινά, 15
17 μα τόσο απόμακρα απ το πεδίο της ορατότητας, της καθημερινής μας ξηρασίας, τυραvvικά επιθυμητοί, παράδεισοι χαμένοι πλαγιές ονείρου, απεικόνιση μιας αξεπέραστης ανάγκης μας να τις κρατήσουμε σαν καταφύγιο γαλήνης και ανασασμού πειστήρια του μπορετού στην αδυναμία μας, μάρτυρες της υπαιτιότητάς μας στο χαμό τους και βεβαιότητα της ύπαρξης τους στη διαταραγμένη πια της φύσης τελειότητα και αρμονία στης ζωής τη μυθική μας Ατλαντίδα. Η μουσικότητα του χρόνου Ο χρόνος ενορχήστρωσε τη συμφωνία της βιολογίας μας πάνω στον κύκλο μιας συντελούμενης πορείας στις εκρήξεις του απρόσμενού του. Οι δείκτες της σημειολογίας του χαράζουνε τους ήχους της εναλλαγής, ομόκεντρα κινούμενοι προς το ζητούμενο της καθημερινότητάς μας, και η ζωή, εικόνα ολόφωτη προσμένει τη μερίδα της στην ομορφιά, σερνάμενη σε δευτερόλεπτα, ελευθερώνοντας την μελωδία της προσωπικότητάς μας. 16
18 Επιστροφή Κουρασμένος αγωγιάτης στην αχλή του τοπίου κουβαλά τα απομεινάρια της πραμάτειας του απ το παζάρι μιας ακόμη κερδισμένης διαδρομής στους δρόμους της διεκδίκησης της αξιοπρέπειας της επίμοχθης επιβίωσής του. Αχνές αποχρώσεις στη στράτα του γυρισμού αποπνέουν τον κάματο της αναμέτρησης του μπορετού με το ζητούμενο και προμηνούν ένα ακόμα αύριο πάνω στην ίδια αδιάκοπη διαδρoμή, μα πάντα με την προσμονή μιας νέας ανθηρότερης ελπιδοφόρας μέρας. Λευτέρης Κ. Γερόσταθος Παιδί που κλαις Μικρό παιδί που κλαις! Βουτώ την πένα μου στο δάκρυ, για να σου γράψω έναν παρήγορο λόγο. Βυθίζω την πένα βαθιά στην ψυχή μου, να πάρει δύναμη, να γράψει για σένα, για τον τρόμο σου, για την ελπίδα σου, για τον ερχομό της αυγής, που προσμένεις. Μικρό παιδί που κλαις! Γράφω για την Ειρήνη στον κόσμο, για το δικό σου κλάμα το αβάσταχτο από τις βροντές των όπλων ολόγυρά σου. Γίνεται ο στίχος μου ασίγαστη κραυγή και μοιράζεται τον πόνο με σένα, 17
19 μέχρι να γίνει το δάκρυ σου ποταμός Και τότε, μικρό παιδί, θα είσαι νικητής! Θα έχεις ζυμώσει την ψυχή σου στον πόνο κι αφού στη σκέψη σου φρόνηση θα έχει φωλιάσει, φραγή να γίνει η φωνή σου στη βία, μην πληγωθεί ξανά η παιδική ψυχή, ποτέ εσύ μη γίνεις η συνέχεια του χθες. Μπορείς κι εσύ, μικρό παιδί, τον κόσμο ν αλλάξεις! Απελπισμένη κραυγή Ο αγέρας ακόνιζε την αγωνία μας, έσβηνε εκείνο το ρηχό χαμόγελο, τα χείλη μας σωπαίναν, δεν ψιθύριζαν. Οι στοχασμοί μας, ασίγαστες φωνές, σβήνανε μέσα στη νεροποντή κι εμείς κρύβαμε λίγο φως μέσα στην κλειστή παλάμη μας. Θέλαμε να χαράξουμε την άλλη αυγή μια καινούργια μοίρα πιο θαρρετή. Τα σπαθιά των άστρων λαμπύριζαν, σκόρπια τα λαβωμένα δάχτυλα έδειχναν αντίκρυ τους ανοιχτούς τάφους πλημμυρισμένους μέσα στην τρικυμία, όπως τα ναυαγισμένα παλιά σκαριά. Τα θεριά παραμόνευαν με τις μάσκες στις άφωτες γωνιές με τις πικροδάφνες, οι φωνές τους κάποτε έγερναν άθελά τους, όπως οι καλαμιές στον θυμωμένο αγέρα. Εμείς, ζωγραφίζαμε μια απελπισμένη κραυγή πάνω στ αμπάρια των πλοίων, που έφευγαν. Προσδοκούσαμε να την ταξιδέψουν μακριά, σε άλλα λιμάνια, σε άλλες γλώσσες, που προσμέναν. Κάποτε κλαίγαμε, μπρος στους σπασμένους καθρέφτες 18
20 και μετά ορθώναμε την άλλη μας όψη, αντίκρυ στα όνειρα που φύραιναν ασταμάτητα και οι σκέψεις χόρευαν αλλοπαρμένες, σα να έχαναν τον βηματισμό τους στον χαλασμό! Ετσι σε θωρώ Σε είδα στην αγρύπνια μου ν αναδύεσαι μέσα από το βάθος των αιώνων ολόφωτη, μια ανάβαση της φυλής μου ασυνόρευτη λειασμένη από τον πολύπειρο χρόνο. Έτσι σε κουβαλώ μέσα στη σκέψη μου, μαρμαρυγή από θύμησες που αναδεύουν τον νου μου. Στάθηκα πάνω στις χαρακιές της άσπρης πέτρας με τα δικά σου σύμβολα άσβηστα, ανόθευτα, γεννημένες μνήμες που ιστορήθηκαν με τη σμίλη όπως εσύ έχεις ορίσει στους αιώνες, Ελλάδα! Έγιναν θρύλοι, στον μεγαλόπρεπο χρόνο αθάνατοι, φωτοβολήματα που ξεδιπλώνουν στην πολύκροτη πορεία σου. Φύτρωσαν οι σπόροι βαθιά στην ψυχή μου, εκείνοι που ύμνησαν τον θάνατο πάνω στη γη σου, κι εγώ ανασαλεύω τους κοιμισμένους πόθους με τη μοίρα μου υπερήφανη μέσα στη λαμπράδα σου. Έτσι σε θωρώ, κυματόζωστη και λιόχαρη μέσα στην υδάτινη διαφάνεια και στον ουράνιο σελαγισμό. Καταμεσής στο τοπίο σου μυρίζει γη, ουρανός και θάλασσα, μεθώ από την ευωδία και το φως σου, Ελλάδα, ό,τι δεν μου στέρησες στον ατελεύτητο χρόνο γίνεται σταλαγματιά στα σωθικά μου που πληθαίνει. Κι εγώ γαληνεύω, όταν αντανακλά ο ήχος και το φως σου σαν από σμίλη του Ικτίνου ή τα πατήματα του Φοίβου Απόλλωνα. 19
21 Απόστολος Γονιδέλλης Ὁ Ἔρως στὸ μυθιστόρημα τοῦ Λόγγου «Δάφνις καὶ Χλόη» Τὸ πρῶτο ἐρωτικὸ-βουκολικὸ μυθι στόρημα τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ τὸ πλέον πολυ δια βασμένο, τόσο στὴν ἀρχαιότητα ὅσο καὶ στὰ νεώ τερα χρόνια, μὲ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀνα γνω στῶν νὰ συνεχίζεται παγκοσμίως ἀμείωτο, εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Λόγγου «Δάφνις καὶ Χλόη», τὸ ὁποῖο γράφηκε ἀνά μεσα στὰ τέλη τοῦ 2 ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 3 ο αἰ. μ.χ. Ἡ πλοκὴ τοῦ ἔργου δια δρα ματίζεται στὴν Λέσβο καὶ ὁ χῶρος ποὺ κινοῦνται οἱ ἥρωες δὲν εἶναι κάποια πόλη τοῦ νη σιοῦ, ἂν καὶ ἀναφέ ρονται ἡ Μυ τι λήνη καὶ ἡ Μήθυμνα, ἀλ λὰ ἡ μα γευτικὴ λεσβιακὴ ὕπαιθρος, ἡ πλέον κατάλληλη γιὰ τὴν ἐκδήλωση καὶ ἀνά πτυξη μιᾶς πρα γμα τικῆς καὶ ἁγνῆς ἐρωτικῆς ἱστορίας. Ἡ Λέσβος εἶναι γνωστὴ ἀπ τοὺς ἀρχαϊκοὺς χρόνους γιὰ τοὺς ὑψη λοὺς μουσικοὺς καὶ ποιη τές της, ὅπως ὁ Τέρπανδρος, ὁ Ἀρίων, ὁ Ἀλ καῖος καὶ ἡ Σαπφώ, γιὰ νὰ ἀρκεσθοῦμε στοὺς σπου δαιότερους. Εἶναι γνωστὴ ἀκόμη γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς λυρικῆς ποίησης καὶ με λωδίας ποὺ καλ λιερ γήθηκε πρίν ἀπὸ τὸν 7 ο αἰ. π.χ. ὥστε νὰ δοθεῖ ἀπ τοὺς με λετητὲς ἡ ὀνομασία «Λεσβι ακὸν μέλος» στὸ ἀρχαιότερο εἶδος λυρικῆς ποίησης. Ὁ Λόγγος, στὸ κλείσιμο πιὰ τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, καὶ μιᾶς λου σμέ νης ἀπ τὸ Ἀπολ λώ νιο φῶς μεγάλης πνευματικῆς περιόδου, μᾶς δί νει ἕνα μυθιστόρημα ποὺ περιέχει μέσα του ὅλα τὰ στοι χεῖα ποὺ χαρα κτή ριζαν στοὺς προηγούμενους αἰῶνες τοὺς Λέσβιους. Κυρίαρχο στοι χεῖο στὸ μυθιστό ρη μα δὲ εἶναι ὁ Ἔρως. Πιστεύω δὲ ὅτι τὸ ἔργο γρά φηκε γι αὐτόν, ὅπως θὰ ἐξη γή σω παρακάτω. Ἤδη ἀπ τὸ προοίμιο, ὁ Λόγγος δηλώνει πὼς τὰ θέματα τῆς, ἐξαιρε τικῆς τέχνης, τοι χο γραφίας ποὺ εἶδε, καὶ ποὺ ἦταν ἡ αἰτία νὰ γράψει τὸ μυθιστόρημά του, ἦταν ὅλα γύρω ἀπὸ τὸν ἔρωτα. Καὶ ἀπο φαί νεται ἀκόμη πὼς «κα νεὶς δὲν ἀπέ φυγε τὸν ἔρω τα, μὰ οὔτε καὶ θὰ τὸν ἀπο φύ γει, ὅσο ὑπάρχει ὀμορφιὰ καὶ τὰ μάτια μας θὰ βλέ πουν». Ὁ Ἔρως, κατὰ τὴν Ἡσιόδειο Κοσμογονία, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπ τὰ τρία πρωταρχικὰ στοι χεῖα τῆς Δημιουργίας, μαζὶ μὲ τὸ Χάος καὶ τὴν Γαῖα καὶ αὐτὸ δείχνει τὴν σπου δαιότητά του καὶ τὴν κομβικὴ θέση ποὺ κατέχει σ αὐτήν. Δείχνει πὼς εἶναι μία ἀπ τὶς πρω ταρχικὲς ἀρ χὲς γιὰ τὴν ζωὴ τῶν ὄντων καὶ τὴν συνοχὴ κάθε δη μι ουρ γή ματος. Πὼς εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεσις γιὰ τὴν συνέ χεια τῆς ζωῆς καθώς, κατὰ τοὺς Ὀρ φι κούς, «καμμία δημι ουρ γικὴ τάσις δὲν εἶναι δυνα τὸν νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὴν ἐρωτικὴ ἔμ πνευ ση». Ἄρα ὁ Ἔρως εἶναι ἕνα 20
22 αἴτιο τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἕνωση, καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνέχιση κάθε μορφῆς δημι ουργίας καὶ γενικώτερα τὴν συ νοχὴ τοῦ σύμπαντος. Εἶναι τὸ «κινοῦν αἴτιον» ποὺ προκαλεῖ τὶς ἑνώ σεις τῶν κο σμι κῶν στοιχείων. «Διότι τὰ πά ντα ἕλκονται μεταξύ τους, καὶ παρα κι νού μενα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο ἑνώνονται με τα ξύ τους αἰω νίως, καὶ εἶναι ὁ Ἔρως αὐτῶν νοερὸς καὶ ἡ συνουσία καὶ τὸ σμίξιμό τους ἀνέκ φρα στα», ὅπως προκύπτει ἀπ τὴν μελέτη τοῦ «Παρ με νί δη» τοῦ Πλάτωνος. Πρέπει δὲ νὰ τονίσουμε ὅτι πρῶτος ὁ Ἡσίοδος κατονόμασε τὴν ἀρχικὴ αἰτία τῆς κινή σεως τοῦ καλοῦ καὶ τῆς δημιουργίας, θέτοντας τὸν Ἔρωτα στὴν ἀρχὴ τῆς Γε νέσεως ἀλλὰ καὶ ὡς τὸ μέσον γιὰ νὰ πραγμα το ποιηθεῖ καὶ νὰ ἐκδιπλωθεῖ στὴν συνέχεια ἡ Γένεσις. Βέβαια τὴν ἐποχὴ τοῦ Λόγγου, καὶ ἀκόμη πιὸ πρίν, ἡ ἀρχικὴ ἰδέα τοῦ Κοσμογονικοῦ Ἔρωτα εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ ἀλλοιώνεται. Ἔτσι ὁ Ἔρως μεταμορφώνεται σὲ ἕναν λαμπρὸ θεό, ποὺ θεωρεῖται γυιὸς ἢ ἀκό λου θος τῆς Ἀφροδίτης, ποὺ τρυπᾶ μὲ τὰ βέλη του τὶς καρ διὲς τῶν ἀνθρώ πων καὶ τοὺς τα λαι πωρεῖ μὲ τὰ παιχνίδια του. Καὶ ἐπειδὴ θεω ρεῖται πά ντοτε νέος, παριστάνεται ὡς ἕνα μικρό, σκληρὸ καὶ ἄκαρδο παιδί, ποὺ παίζει καὶ βασανίζει θεοὺς καὶ ἀνθρώπους. Ὁ Λόγγος στηρίζει ὅλη τὴν πλοκὴ τοῦ ἔργου στὰ σχέδια τοῦ Ἔρω τα. Ἂν καὶ συνεχῶς παρεμβαίνουν οἱ ἀγροτικὲς θε ότητες, ὅπως ὁ Πὰν καὶ οἱ Νύμφες, οἱ ὁποῖες ἔχουν πρωτα γωνιστικὸ ρόλο στὴν ὑπόθεση τοῦ ἔργου, τὸν πρῶτο ρόλο ἔχει ὁ θεὸς Ἔρως, τὸ σχέδιο τοῦ ὁποίου ὑπηρετοῦν ὅλοι, θεοὶ καὶ ἄνθρω ποι. Αὐτὸς ἀπεφάσισε νὰ ἑνωθοῦν ὁ Δάφνις καὶ ἡ Χλόη γι αὐτὸ καὶ φρόντισε νὰ σωθοῦν, ἂν καὶ οἱ γονεῖς τους τοὺς ἐγκατέλειψαν, νεογέν νητα, γιὰ νὰ πεθάνουν. Κι αὐτὸς πα ρεμβαίνει συνεχῶς γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὰ γεγονότα στὸ νὰ φέρουν τὸ αἴσιο τέλος. «Ἁρπάξατε ἀπ τοὺς βω μοὺς τὸ κορί τσι ποὺ θέλει ὁ Ἔρως νὰ γίνει θρύλος» λέει στοὺς Μηθυ μναίους ὁ θεὸς Πάν, ὅταν αὐτοὶ λεηλάτησαν τὴν ἀγροικία καὶ ἅρπα ξαν τὰ κοπάδια καὶ τὴν Χλόη. Μὰ κι ὅταν ὁ Δάφνις παρα πο νιέται στὶς Νύμφες πὼς ἐπέ τρε ψαν στοὺς Μηθυμναίους νὰ ἁρ πάξουν τὴν ἀγαπημένη του, ἐκεῖνες τὸν καθη συχάζουν καὶ τοῦ λένε πὼς «θὰ φρο ντίσει γιὰ ὅλα ὁ Ἔρως». Σαράντα φορὲς ἀναφέρεται ἡ λέξη Ἔρως στὸ μυθιστό ρημα. Αὐτὸς κρύβε ται πίσω ἀπὸ κάθε γεγο νός, αὐτὸς δημιουργεῖ τὸ πλαίσιο καὶ αὐτὸς χρησιμοποιεῖ κάθε ἀνα πάντεχο περι στατικὸ γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὰ σχέδιά του. Ὅταν π.χ. ὁ Δάφνις τρι γυρνᾶ, μέσα στὸν βαρὺ χειμῶνα ἔξω ἀπ τὸ σπίτι τῆς Χλόης, δῆθεν ὅτι κυνηγάει πουλιά, ὁ Ἔρως τὸν λυ πᾶται καὶ κάνει τὸν σκύλο τοῦ Δρύαντα νὰ ἁρπάξει ἕνα κομμάτι κρέας, κι αὐτόν, κυνη γώντας τὸν σκύλο, νὰ βγεῖ ἔξω, νὰ δεῖ τὸν Δάφνι καὶ νὰ τὸν προσκαλέσει μέσα. Ἔτσι ἱκανο ποιεῖ τὴν ἐπι θυμία τοῦ ἐρωτευμένου νέου ποὺ ἤθελε νὰ δεῖ τὴν ἀγαπημένη του. Ἡ δράση τοῦ Ἔρωτα γίνεται εἴτε ἀθέατα εἴτε μέσω ὁραμάτων, ἕναν συνήθη τρόπος ἐπικοινωνίας τῶν θεῶν μὲ τοὺς θνητούς. Με σω ὁράματος ἀνα γκάζει τὸν Βρύαξι νὰ ἐλευ θε ρώσει τὴν Χλόη καὶ μέσω ὁράματος τὸν ἄρχο ντα Διονυσοφάνη νὰ συναινέσει μὲ τὸν γάμο τῶν δύο νεαρῶν ἐρωτευμένων.. 21
23 Ὁ Ἔρως δὲν ἔχει μόνο χαρές, ἔχει λύπες καὶ καϋμοὺς λέει ὁ Λόγγος, ἐπι σημαί νοντας κάτι ποὺ εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν ἐρωτευθεῖ. «Πονοῦν οἱ ἐρωτευ μένοι, ὅπως κι ἐμεῖς», λένε μεταξύ τους ὁ Δάφνις καὶ ἡ Χλόη, ὅταν ἀνακαλύπτουν πὼς εἶναι ὁ Ἔρως αὐτὸς ποὺ τοὺς κάνει νὰ νοιώθουν περίεργα καὶ πρωτόγνωρα «δὲν νοιάζο νται γιὰ τὸ φαΐ, ὅπως δὲν νοιαζόμαστε κι ἐμεῖς δὲν μπο ροῦν νὰ κοι μηθοῦν, ὅπως γίνεται καὶ σὲ μᾶς τώρα τοὺς φαί νε ται πὼς καίγονται, ὅπως καιγόμαστε κι ἐμεῖς θέλουν νὰ βλέ πει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, γι αὐτὸ κι ἐμεῖς παρακα λᾶμε νὰ ρθεῖ ἡ μέ ρα γρήγορα. Αὐτὸ μᾶλλον εἶν ὁ ἔρωτας κι ἐμεῖς ἀγα πιό μαστε χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουμε». Σὲ ὅλο τὸ ἔργο παρατηροῦμε ὅτι εἶναι διά σπαρτη ἡ δράση καὶ τὰ χαρα κτηρι στι κὰ τοῦ Ἔρωτα. Ἐκεῖ ὅμως ὅπου ὁ Λόγγος ἀποκαλύπτει τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε τὸ ἔργο, εἶναι ἡ ἀφήγηση τοῦ γέρο-φιλητᾶ γιὰ τὴν συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἔρωτα μέσα στὸν κῆπο του. Εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ ἔγραψε ὁ Λόγγος τὸ μυθιστόρημα σὲ περασμένη ἡλικία, καθὼς βλέ πουμε στὸ ἔργο μία νοσταλγία γιὰ τὴν νεότητα καὶ μία ἐξιδανίκευση τῶν ἐρωτι κῶν περιπε τειῶν τῶν νέων. Καὶ ἴσως στὸ ἔργο του νὰ ἐμφα νίζεται ὡς γέρο-φιλητᾶς, καὶ τὰ λόγια του νὰ ἀποδίδουν τὶς δικές του, προ σωπικὲς ἀναμνήσεις, ἢ κάποιες ἀνεκπλή ρωτες ἐπι θυμίες του. «Ὁ ἴδιος ὅταν ἤμουν νέος», λέει ὁ Λόγγος μέσα ἀπ τὰ λόγια τοῦ γέρο-φιλητᾶ, «ἀγά πησα τὴν Ἀμαρυλλίδα καὶ οὔτε φαῒ σκεφτόμουν οὔτε νε ρὸ ἔπινα οὔτε κοιμόμουν. Πο νοῦ σα στὴν ψυ χή, ἡ καρ διά μου ἔτρε με καὶ τὸ σῶμα μου ἦταν παγωμένο βογ γοῦσα σὰν νὰ μὲ χτυ ποῦ σαν, σιωποῦσα σὰν νἄμουν νε κρός, κι ἔμπαινα στὰ ποτάμια γιατὶ καιόμουν. Κα λοῦ σα τὸν Πᾶ να γιὰ βοήθεια, κα θὼς κι αὐτὸς εἶχε ἀγαπήσει τὴν Πίτυ παίνευα τὴν Ἠχὼ ποὺ φώνα ζε μετὰ ἀπὸ μένα τὸ ὄνο μα τῆς Ἀμαρυλλίδος». Πιστεύω λοιπὸν ὅτι ἡ ἐρωτικὴ ἱστορία τοῦ Δάφνι καὶ τῆς Χλόης εἶναι τὸ περίγραμμα γιὰ νὰ διατυπώσει ὁ Λόγγος τὶς ἀποκρυσταλλω μένες πιὰ ἀπόψεις του γιὰ τὸν Ἔρωτα, τώρα ποὺ εἶχε φθάσει σὲ ἡλικία ὅπου οἱ πόθοι ἔχουν καταλαγιάσει, ἡ σάρκα δὲν εἶναι πει να σμένη καὶ ἁρ πακτική, καὶ τὸ παρελθὸν ἁπλώνεται μπροστά του σὰν μία τοιχο γραφία, ὅπως αὐτὴ τοῦ ναοῦ στὸ Νυμφαῖο ποὺ εἶδε, νὰ τὴν παρα τηρεῖ καὶ νὰ διαλογίζεται. Ὁ Φιλητᾶς ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνα πρό σωπο σεβαστό, ἔχει τὸν ρόλο τοῦ δασκάλου στὸν Ἔρωτα, μέσα στὸ ἔργο. Φιλητὴς ἢ φιλητὸς εἶναι ὁ ἀσπαζόμενος, ὁ ἐρα στής, ὁ ἀξια γάπη τος. Ἡ δὲ ἐξαι ρε τι κὴ περιγραφὴ ποὺ μᾶς δίνει, γιὰ τὸν ἀνθρωπο ποιη μένο Ἔρωτα, σίγου ρα θὰ ἦταν ἡ πιὸ διαδεδο μένη στὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ὁ Λόγγος. Ἔτσι ὅπως μποροῦσαν οἱ ἄν θρωποι νὰ ἀντιληφθοῦν αὐτὴν τὴν ἀέναη, κο σμογονική, ἑνωτι κὴ δύναμη ὡς ἕναν φτερωτὸ θεὸ δηλαδή. Διηγεῖται λοιπὸν ὁ γέρο-φιλητᾶς ἢ ὁ Λόγγος, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι κατέ χει καλὰ τὰ μυστικὰ τοῦ θεοῦ, πὼς ὁ Ἔρως τοῦ παρουσιάσθηκε σὰν ἕνα μι κρό, γυμνὸ ἀγόρι, λευκὸ σὰν τὸ γάλα καὶ ξανθὸ σὰν τὴν φλόγα, ποὺ ἔλαμπε σὰν 22
24 νὰ ἦταν φρε σκολουσμένο. Στοὺς ὤμους του εἶχε φτερὰ κι ἕνα τόξο μὲ βέλη. Πετοῦσε ἀνάλαφρα ἀνά μεσα στὰ λουλούδια καὶ σκαρφάλωνε στὰ κλαριὰ σὰν νεο γέν νητο περ δι κό που λο ἢ σὰν ἀηδονόπουλο, κι ἦταν ἀδύ νατο νὰ τὸν πιάσεις. Εἶχε γλυκειὰ φωνὴ ποὺ δὲν τὴν εἶχε οὔτε χελι δόνι, οὔτε ἀηδόνι, μὰ οὔτε καὶ ὁ γέρικος κύκνος, μὲ τὸ περίφημο «κύκνειο ἆσμα» του. Μὲ τέτοια φωνὴ ὁ Ἔρως μίλησε στὸν γέρο-φιλητᾶ ἀποκαλύπτοντάς του πὼς αὐτὸς φρό ντι σε ὥστε νὰ ἐρω τευ θεῖ τὴν γυ ναίκα του τὴν Ἀμαρυλλίδα ὅταν ἦταν νέος. Κι ἀκόμη τοῦ εἶπε τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο βρί σκε ται ἐκεῖ διότι, λέει, «τώρα προσέχω τὸν Δάφνι καὶ τὴν Χλόη καὶ κάθε πρωΐ, ἀφοῦ τοὺς φέρω κοντά, ἔρχομαι στὸν κῆπο κι ἀπολαμβά νω τὰ ἄνθη καὶ τὰ δέντρα, καὶ λούζομαι στὶς πη γὲς αὐτές. Γι αὐτὸ εἶναι τόσο ὄμορφα, γιατὶ ποτί ζο νται μὲ τὰ νερὰ ποὺ λού ζομαι.» «Ἐγὼ δὲν εἶμαι παι δί», συνεχίζει, «κι ἂς φαίνομαι ἀλλὰ εἶμαι μεγα λύ τε ρος κι ἀπ τὸν Κρόνο, τὸν αἰώνιο Χρόνο, κι ἀπ ὅλους τοὺς αἰῶνες». Ἐδῶ βλέπουμε πὼς ὁ Λόγγος γνωρίζει τὴν πραγματικὴ ἔννοια τοῦ Ἔρωτα, ἀναγνωρίζοντας πὼς εἶναι ἕνα ἀπ τὰ παλαιότερα κοσμο γο νι κὰ στοι χεῖα. Πρέπει ὅμως νὰ τὸν παρουσιάσει ὅπως γίνεται ἀντιλη πτός. Καὶ ὁ γέρο-φιλητᾶς ὁλοκληρώνει τὴν ἐμφάνισή του στὸ ἔργο μὲ τὴν ἀποκάλυψη τῶν ἰδιοτήτων τοῦ Ἔρωτα ὅτι εἶναι πάντοτε νέος, ὅτι ἀνα ζητᾶ πάντοτε τὸ κάλλος κι ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία τῶν πάντων. Ἀκόμη ἀποκαλύπτει τὴν παντοδυναμία του πάνω σὲ θεοὺς καὶ σὲ ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ πάνω στὸν ἴδιο τὸν Δία. Ἐδῶ, σὲ μία ἐποχὴ ὅπου ἀσι ατι κὲς θεω ρίες καὶ θρησκεῖες, καὶ πρωτόγονες λατρευτικὲς πρακτικὲς ἀρχίζουν νὰ έπιβάλλο νται στὸν Ἑλ ληνικὸ χῶ ρο, καὶ ὁ Ἔρως νὰ ἐνοχοποιεῖται, ὁ Λόγγος, ἀφοῦ δίνει τὸ προσωνύμιο «Ποι μὴν» στὸν θεὸ Ἔρωτα, πασχίζει, σὲ μία ὕστα τη προ σπάθεια, νὰ ὑπενθυ μίσει στὸν κόσμο τὴν πραγματικὴ ὑπό σταση αὐτοῦ τοῦ ἀενάως ρέοντος κο σμο γο νικοῦ καὶ δη μιουργικοῦ στοιχείου: «Τὸν Ἔρωτα παιδιά μου νὰ τιμᾶτε μὲ σπονδὲς κι ὁ Ἔρωτας θὰ σᾶς νοιάζεται θεὸς εἶναι ὁ Ἔ ρω τας παι διά μου, νέος, ὄμορφος καὶ μπορεῖ νὰ πετᾶ. Γι αὐτὸ καὶ τὰ νιᾶτα χαίρε ται, κυνη γάει τὸ κάλλος καὶ βάζει στὶς ψυχὲς φτερά. Μπο ρεῖ δὲ νὰ κάνει τόσα ποὺ ἀκό μη κι ὁ Ζεὺς δὲν μπορεῖ. Ἐξουσιάζει ὅλα τὰ πράγματα, ἐξου σιά ζει τὰ ἄστρα, ἀκόμη καὶ τοὺς ὅμοιούς του θεοὺς ἐξου σιά ζει. Ὅλα τὰ λου λούδια εἶναι ἔργα τοῦ Ἔρω τα. Τὰ φυτὰ δημιουργήματα δικά του. Γι αὐτὸν τρέχουν τὰ ποτάμια καὶ φυσοῦν οἱ ἄνε μοι.» Μ αὐτὸν τὸν ὕμνο, θὰ λέγαμε, ὁλοκληρώνει ὁ Λόγγος ἢ Φιλητᾶς τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἔρωτα στοὺς Λέσβιους συμπατριῶτες του ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἀποκαλύπτει τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν αἰσιοδοξία. Νὰ γιατὶ τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι τόσο σπουδαῖο καὶ γιατὶ παραμένει ἀθάνατο. 23
25 Μιχάλης Π. Δελησάββας Οι Άνθρωποι με Εμπνέουν όπως το Δάσος Το πρωινό καφενείο με τα τραπέζια οι θαμώνες που μπαίνουν με τα χέρια στις τσέπες ο πρωινός αχνός του χαμόμηλου οι ομιλίες, τα χέρια που κρατούν τα χαρτιά στο τραπέζι το χτύπημα του Φάντη πάνω στην τσόχα και η βρισιά κρεμασμένη στην άκρη των χειλιών Έπειτα οι εφημερίδες με τους τεράστιους τίτλους ο Πρωθυπουργός, ο κύριος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Πελέ με την μπάλα στα πόδια, ο δολοφόνος... Αυτοί στη μέση του ποταμιού κι εμείς τα παραποτάμια νερά που ακινητούμε Εκεί η σκηνή, τα φώτα, οι πρωταγωνιστές προορισμένοι να εισπράξουν τα χειροκροτήματά μας κι εμείς αιώνια στις κουίντες, ούτε καν στην πλατεία πίνουμε καφέ, φωνάζουμε, χειρονομούμε. Δεν ξέρουμε το σενάριο, το αγνοούμε ο σκηνοθέτης δεν προνόησε να μας βάλει σε τούτη τη σκηνή, ούτε στην άλλη υπάρχουν και χωρίς εμάς μιλούν για μας με το δικό μας στόμα, κινούνται δρουν έχοντας όλες τις πιθανότητες με το μέρος τους Οι άνθρωποι με εμπνέουν όπως το δάσος το πρωινό καφενείο, οι πηχιαίοι τίτλοι των εφημερίδων. Ζώντας ανάμεσά τους σκηνοθετώ στρέφω κατά πάνω τους εκτυφλωτικά τα φώτα τους βγάζω στο προσκήνιο... Να πουν δημόσια τα λόγια που μάζευαν χρόνια μέσα στα δόντια να καταλάβουν τη σκηνή, να φωνάξουν. Η φωνή τους θα γίνει βροντή στο τέλος όπως προβλέπω και κάποτε χείμαρρος, που θα ρίξει στο διάβα του πολλούς φράχτες... [Από την ποιητική συλλογή «Βήματα και Ανάσες» 1983] 24
26 Υψιπέτεια στον ποιητή Έκτορα Κακναβάτο Τέντωνε τα ανύσματά του από κόχη σε κόχη ανάμεσα ουρανού και θάλασσας -τι να ενώσει, τι να χωρίσει; -συν-υπάρχοντας. Πυρακτωμένες μνήμες, σ αυτά τα σκοινιά δεν πιάνεσαι, κρεμιέσαι. Εκείνος, πήγαινε και ερχόταν, βημάτιζε μετέωρος πάνω από τον κάμπο έστεκε στο ένα πόδι μάτι γερακίσιο, αμφίπτερος, αφουγκραζόταν. «Εδώ, είπε, κάτω από αυτόν τον ουρανό». Ούτε άστεγος, ούτε ανέστιος, βαθύριζος. Καλοκαίρι και το φθινόπωρο αργούσε. Ενα, δύο, τρία βήματα, στο τέταρτο ας βυθιζόταν -όχι η αμφιβολία, η βεβαιότητα-τριγωνοφόρος οι οξείες του γωνίες υψιπετείς και μια λέξη -χειροβομβίδα, κρυμμένη στον κόρφο του. [Από την ποιητική συλλογή «Στοιχεία Δια-Προσωπικής Μυθολογίας» 1997] Επίλογος στον ποιητή Περικλή Γιαννόπουλο Συγκεχυμένος και ακαταλόγιστος, αγνοώντας τραύματα και ουλές και προτού καταλάβω επιτέλους πως όλα ήταν μάταια θα επιτρέψω στον εαυτό μου να πιστέψει πως μεγαλούργησε. Έπειτα, φορώντας τη λαμπρή πανοπλία του έφηβου για τελευταία φορά, στεφανωμένος αυτό το αττικό το πρωινό του Απρίλη θα κατεβώ έφιππος μαζί σου στο Φάληρο. [Από την ποιητική συλλογή «Στοιχεία Δια-Προσωπικής Μυθολογίας» 1997] 25
27 Μακάριοι Κάθονταν γύρω ακουμπώντας τα ραβδιά τους περίλυποι έως θανάτου. Φρύδια χαμηλωμένα, μάτια καταγής δεν άγγιζαν ψωμί, ούτε κρασί μονάχα η πίκρα κατέβαινε απ τα γένια. ---Πάλι από την αρχή; Ως πότε; Κανείς δεν έφευγε ωστόσο, σα να περίμεναν γι αυτό είχανε γερτή την πόρτα, να μπεις τη θέση σου άδεια στο τραπέζι, τόσο σίγουροι ήταν πως θάρθεις. Κι ήρθες όπως γίνονταν πάντα. --- Ολιγόπιστοι, είπες. Ολιγόπιστοι και μέσα στα τραχειά τους στήθια σπάραξε ο θρήνος. Κάθησες ανάμεσά τους κι είπες πράγματα χιλιοειπωμένα για τα ποντοπόρα πλοία, τους ενάντιους ανέμους έδειξες τους φάρους πάνω στους χάρτες μίλησες για τα ματωμένα βήματα γι αυτούς που όλο ζυγώνουν σαν κύματα στρατός που πέφτει και άλλοι συνεχίζουν Έτσι κι εσείς, τους είπες, κύματα είστε που φέρνουνε στη ράχη τα καράβια... Τότε χτύπησαν τα ραβδιά στο χώμα ζώστηκαν τα σκοινιά στη μέση. Δώσανε τα χέρια, «από την αρχή» ορκίστηκαν σκόρπισαν άλλος για τη θάλασσα, άλλος για το ποτάμι. Τους έβλεπες να κατεβαίνουν το μονοπάτι όρθιος στο άνοιγμα της πόρτας. --- Μακάριοι, είπες, Κι έπειτα είδες τους σταυρούς στον κάμπο... [Από την ποιητική συλλογή «Βήματα και Ανάσες» 1983] 26
28 Πίστεψα πως έμαθα να περιμένω Πίστεψα πως έμαθα να περιμένω. Να ζώνομαι τη σιωπή και να περιμένω να με βάλεις δραγάτη στο περιβόλι σου να μου δώσεις δύναμη να πετάξω πάνω από τη γη σου να μου δώσεις τ άρματα για να κονταρομαχώ και να ζητάω το δίκιο σου. Όμως, αλίμονο κάθε φορά απόστρεφες το πρόσωπό σου από μένα και καταποντιζόμουν. Γινόμουν βότσαλο που το κυλάει η σοροκάδα. Είδα ανάξιους να σε παίρνουν αγκαλιά να σε σέρνουν στα καταγώγια και είπα πως ήρθε η ώρα, κι ας με ξέχασες. Μοίρασα τα υπάρχοντά μου ζώστηκα την αγωνία σπαθί στη μέση οργισμένος στάθηκα μπροστά σου μήπως επιτέλους με προσέξεις. Έφηβος, αδημονώντας κρατώντας την κλεψύδρα στο χέρι.... Μα, πάλι φοβάμαι πως ακόμα δεν έμαθα αρκετά, να περιμένω... [Από την ποιητική συλλογή «Βήματα και Ανάσες» 1983] 27
29 Ηρώ Δημοπούλου Εξέλιξη Η πεταλούδα της Χαράς Το κάδρο του Φεγγαριού κρέμεται στο στερέωμα ολόφωτο κι αέρινο, ξέχειλο απατηλές υποσχέσεις, ρομαντικά όνειρα και μυστήριο Πώς ταξιδεύει η ψυχή μου στους αθέατους κόσμους του! Η ψυχή μου που τόσο αποστρέφεται τους «διαστημικούς περιπάτους» στον κούφιο φλοιό του. Περίπατους που γκρέμισαν αμετάκλητα και το στερνό κάστρο των ποθητών ψευδαισθήσεων εμάς, των ταπεινών της Γης στερώντας μας το σεργιάνι στα μυθικά μαλάματα των μονοπατιών του Νοσταλγία Διάφανες οι χαρές μας, εύθραυστες, κρύσταλλα λαμπερά, χρωματιστά σε πολύφωτα ελπίδας κρεμασμένα στην οροφή της σάλας του χορού των ψευδαισθήσεων. Στροβιλιζόμαστε, με λαχτάρα κυνηγώντας το μεταξένιο τους πέταγμα, την αξετίμητή τους εύνοια. Ανάσες κοφτές, πρόσωπα γελαστά, μάτια φωτεινά και φόβος Ρήγισσες χαρές πάντοτε ανέμελες και βιαστικές. Ανθρώπινη μοίρα Πρέπει να ψάξω στη ντουλάπα μου για κείνο το φόρεμα, ξέρεις, το λουλουδάτο είναι χαρούμενο σαν την Άνοιξη και με κάνει να νιώθω σαν άλλοτε Το ξεχασμένο μου φόρεμα πόσο πεθύμησα να το ντυθώ! Είμαστε ήρωες που ξεπηδούν από σελίδες διαφορετικές βιβλίων διαφορετικών. Η μόνη μας συντροφιά, η μοναχικότητά μας. 28
30 Ταξίδι ονειρικό Και πάλι ελπίδα Ποιος ξέρει ; Αύριο, μπορεί να σκύψομε ξανά στο Χάρτη των ονείρων μας σχεδιάζοντας το ταξίδι μας σοφότερα. Εσώψυχοι ήλιοι Σε μια θάλασσα από στίχους πλέω. Από μέσα της αναδύομαι κ ύστερα βυθίζομαι πάλι στη βαθειά της αγκάλη με τη μακάρια ευτυχία του μικρού παιδιού που χορτασμένο παιγνίδι, χάμω αποκοιμιέται. Σπαράγματα ποιητικά με τυλίγουν, στίχοι πνοής, μελωδικοί κι απόκοσμοι, στίχοι λιτοί και μεστοί κι άλλοι απ εντός μου αναβλύζουν την ύπαρξή μου καθαγιάζοντας. Κ εγώ, το ρεύμα ακολουθώντας των φωνών και τη μιλιά τους, παραδίνομαι στο αέναο ταξίδι... Τα μάτια της βροχής ασταμάτητα κλαίνε τούτο το σούρουπο το μουντό. Πίσω απ το τζάμι το θαμπό ξεχνιέμαι κι ήλιους ζωγραφίζω γελαστούς με δάχτυλα παιδικά. Στιγμή μοναδική! Μπορώ να τους αγγίζω καθώς σαν Πλάστης τους δημιουργώ. Όταν και το στερνό δάκρυ στεγνώσει στα μάτια της βροχής, τολμώ να πιστεύω πως της ψυχής μου οι ήλιοι καθρεφτίστηκαν πάνω τους μιας και το μενεξεδί του σκοταδιού, αέρινο έχει αρχίσει να κατεβαίνει αργά 29
31 Φεγγαράδα Κύκλος Πρέβεζα Τόσα μαλάματα ακριβά πώς σπάταλα ασημώσαν τη γλύκα του Ιόνιου στη μαγεμένη, γαλανή του Αυγούστου τη νυχτιά! Και τα πυκνόφυλλα κλαδιά βουτάνε τη σκιά τους στο γαληνό το πέλαγο τ ασημογεννημένο. Πώς σμίγουν το τραγούδι τους το θρόισμα κι ο φλοίσβος! Πώς γαληνεύουν οι ψυχές, βουβαίνονται κι οι πόνοι, πόσο ευφραίνεται η θωριά που αχόρταγα αρμενίζει με μάτια αστέρια ολόφωτα στο απέραντο του Απείρου! Φόρεσε ο Ήλιος το ανοιξιάτικο χαμόγελό του και μας οδήγησε στα φωτεινά του μονοπάτια τα σπαρμένα ηλιοτρόπια χρυσά, πιστοποιώντας τη συμπαντική μας ταυτότητα. Της ίδιας Θεότητας παιδιά, κάτω απ την ίδια Σκέπη, ξέχειλοι από φως, μονάχοι πορευόμαστε και χώρια. Και σαν προσγειωνόμαστε κουβαλώντας το αίνιγμα της γήινης τροχιάς και της αναχώρησής μας - ίσως και της νέας μας έλευσης - τον ψεύτικο παράδεισο αγαπάμε και τον πόνο της ομορφιάς του. Ξύπνημα Τα πρώτα χαμόγελα της Άνοιξης λουλούδισαν στις γλάστρες των μπαλκονιών και χρωμάτισαν χαρούμενα την κατήφεια του Χειμώνα. Το ξύπνημα δειλό, μα ποτισμένο με φίλτρο μαγικό της ελπίδας. Ήρθε, λοιπόν, η Άνοιξη 30
32 ξανά, ζωοδόχα. Εισπνέομε την ανάσα της αργά και σιγά, προσδοκώντας να κρατήσουμε τη στιγμή στο πέρασμα του Χρόνου που κυλά αγέρωχος κι αγέραστος. Εισπνέομε το μύρο της και λουζόμαστε τη δροσιά της ξορκίζοντας, πιστεύομε, τις κατάρες των καιρών. Μολύναμε την πλάση ολάκαιρη κι αυτή, αλύπητα, μας εκδικείται, η μοχθηρία σκότωσε τον αδερφό μας κι η αφροσύνη γκρέμισε τα όνειρα των παιδιών μας. Κωνσταντίνα Δούκα Η μπυραρία του Μανώλη Τσιλίκα Έβρεχε από το πρωί.. Παραμονή Χριστουγέννων Είχε μια παγωνιά! Λίγος κόσμος κυκλοφορούσε στους δρόμους τώρα που βράδιαζε πια. Ο Μανώλης Τσιλίκας περίμενε μήπως μπει κάποιος πελάτης στην μπυραρία του, σ ένα στενάκι, στου Ρουφ και κοίταζε πίσω από την μαρκίζα προς τα πέρα, προς τα κει που άρχιζε η λεωφόρος. Θα μενε κάμποσο ακόμη στο μαγαζί του. Ως αργά. Δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει άλλωστε. Στο πατρικό του, δίπλα ακριβώς, μεσοτοιχία με την μπυραρία του, κανείς δεν βρισκόταν πια για να τον περιμένει. Οι γονείς του είχανε συγχωρεθεί. Ο αδελφός του, ο Αλέκος του, ζούσε σε ξένο 31
33 τόπο. Μακριά. Δεν βλεπόντουσαν πλέον. Οι συγγενείς λέγανε πως τ αδέλφια τα χώριζε μονάχα ένας κοτζάμ ωκεανός. Μικροί ήσαν μονιασμένοι. Έφηβοι χωριστήκανε μια μέρα αφού ο Αλέκος ήθελε να γίνει ναυτικός, να γνωρίσει ξένους τόπους. Σ ένα τόπο απ όσους γνώρισε, ρίζωσε. Λαχτάρισε για μια γυναίκα. Την παντρεύτηκε, έγινε οικογενειάρχης. Σαν όνειρο θυμότανε την ημέρα που έφυγε από το πατρικό του. Ήτανε χειμώνας. Ίσως γι αυτό ο Μανώλης βιάστηκε να κλείσει την πόρτα πίσω του, έτσι καθώς ήτανε ντυμένος ελαφρά. Μεταξύ τους επικοινωνούσανε με κάρτες. Ο Αλέκος έγραφε πάντα. «Είσαι καλά; Τι γίνεται; Πώς πάει το μαγαζάκι;» Έτσι έλεγε ο Αλέκος Τσιλίκας την μπυραρία του αδελφού του. «Μαγαζάκι». Αν και δεν την είχε γνωρίσει. Δεν είχε δει ψηλά, στην στέγη της την τετράγωνη, φωτεινή επιγραφή με το όνομα του Μανώλη φαρδύ πλατύ από την μια άκρη της ως την άλλη, την σκαλιστή, ξύλινη εξώθυρα και δίπλα την όμορφη μπουκαμβίλια για ομορφιά. Παλιά, αυτός ο χώρος ήτανε το ταβερνείο των γονιών τους. Αυτό θυμότανε ο Αλέκος καθώς επίσης και την φωτογραφία του παππού Τσιλίκα, μέσα σε ωραίο κάδρο, κρεμασμένη στον τοίχο, την μυρωδιά από οινόπνευμα και ταγγισμένο λάδι, τα δαντελωτά κουρτινάκια της μάνας του στα παράθυρα. Αλλά ο Μανώλης άλλαξε τον χώρο. Δεν ήθελε τίποτα από τα «παλιά». Πώς κράτησε την πολυθρόνα του παππού Τσιλίκα ήτανε ένα μυστήριο. Εκεί καθότανε ο Μανώλης, νωχελικά, γράφοντας στοιχήματα ή τρώγοντας την χορτόσουπά του. Παραμονή Χριστουγέννων. Πολλοί λέγανε πως ο Μανώλης ήτανε τυχερός. Πως είχε μια καλή κληρονομιά από τους δικούς του, ανθρώπους αξιότιμους, νοικοκυραίους, που φτιάξανε περιουσία για τα παιδιά τους. Στην περιοχή, τον πατέρα του Μανώλη τον λέγανε «Κύριο Τσιλίκα». Είχε έρθει πριν πενήντα χρόνια στου Ρουφ, από το νησί του, ξένος, άγνωστος. Δούλεψε σκληρά, ήτανε οικονόμος και ξεχρέωσε γρήγορα ένα σπιτάκι, αγορασμένο με δάνειο. Παντρεύτηκε, με προξενητές, κι απόχτησε τους δυο γιους του. Τον Αλέκο, τον πρωτότοκο, που είχε το όνομα του παππού Τσιλίκα και τον Μανώλη, το «κακοπούλι», όπως τον λέγανε μικρό, γιατί όλο γκρίνιαζε. Όλο γύρευε καινούργια ρούχα. Όχι τ αποφόρια του Αλέκου, που τον στενεύανε κιόλας. Επίσης, ήθελε να του δίνουνε σημασία. Γινότανε υπερβολικός, σύμφωνα με τους γονείς του. Τον είχανε καθαρό, περιποιημένο, τον στέλνανε σε καλό σχολείο. Όταν μεγάλωσε έγινε ήσυχος και λιγόλογος τελικά. Αντίθετος από τον αδελφό του, που ήτανε «ανοιχτού χαρακτήρα». Η μητέρα του, η Κυρία Μάτα Τσιλίκα, ήτανε πρόσφυγας. Ορφανή από γονείς από τα δέκα της χρόνια. Μεγάλωσε με τις αδελφές του πατέρα της. Πώς είχε περάσει μαζί τους κανείς δεν ήξερε. Ο κόσμος την σεβότανε επειδή μιλούσε σιγανά κι ευγενικά και φορούσε καπελάκι τις Κυριακές στην λειτουργία. Που και που τα βράδια, έφερνε δίπλα της τα παιδιά της τον Αλέκο Τσιλίκα, όπως τον φώναζε ο πατέρας του, όταν τον καμάρωνε βάζοντας τον να χορέψει πάνω στο τραπέζι και τον Μανώλη, και τους έλεγε ιστορίες αρχίζοντας, πάντα, με την φράση «Μια φορά 32
34 κι ένα καιρό, ζούσε ένα παιδάκι που ήτανε πολύ δυστυχισμένο». Όταν ήσαν μικρά τα παιδιά φτιάχτηκε το ταβερνείο, δίπλα στο σπίτι τους, για να το κληρονομήσει ο Αλέκος, που δεν έπαιρνε τα γράμματα κι επιτέλους για να υπάρχει η συνέχεια του ονόματος σ αυτή την επιχείρηση. Πάνω στη στέγη, σε μεγάλη επιγραφή, θα υπήρχε το όνομα του πρωτότοκου γιου του αξιότιμου Κυρίου Τσιλίκα. Για τον Μανώλη, δεν υπήρχε θέμα. Ήτανε άριστος στα γράμματα. Έξυπνος πολύ. Στις σχολικές παρελάσεις σημαιοφόρος. Σύμφωνα με τη μάνα του, θα γινότανε γιατρός. Το έλεγε περήφανα η Κυρία Μάτα. «Ναι! Μα, γιατί να μη γίνει γιατρός ο μικρός μας; Παίζει ρόλο και το καλό σχολείο βλέπεις...». Μα τίποτα απ όσα ονειρευτήκανε οι γονείς δεν έγινε. Ο Αλέκος, στα δεκαοχτώ του έφυγε. Φουμάριζε κιόλας κρυφά. Ο Μανώλης έμεινε στο ταβερνείο, εκεί που ο πατέρας του ανέβαζε τον πρωτότοκο γιο του στο μαρμάρινο τραπέζι, του έδινε το κομπολόι του, τον έβαζε να χορέψει, τον καμάρωνε. Τα χρόνια περάσανε. Ο γέρο Τσιλίκας και η γυναίκα του η Μάτα, συγχωρεθήκανε. Όσο ζούσανε, είχανε τον Μανώλη βοηθό. Λίγο πριν το τέλος τους του δώσανε το ταβερνείο, δικό του, με χαρτιά και σφραγίδες. Το θελε, τους παρακάλεσε γι αυτό. «Εντάξει. Για να μας θυμάσαι.» είχε πει ο πατέρας του. Ύστερα από τον θάνατο τους, ο Μανώλης μετέτρεψε το ταβερνείο σε μπυραρία. Το πρώτο που έκανε ήτανε να κατεβάσει από τον τοίχο του μαγαζιού του την φωτογραφία του παππού Τσιλίκα. Μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε στην γειτονιά να σπάει η κορνίζα της σε χίλια κομμάτια. Ένα βράδυ, ήρθε ο θείος Γεράσιμος στην μπυραρία. Ήτανε συμβολαιογράφος. Πίστευε, παλιά, πως θ άφηνε το συμβολαιογραφείο του στον Μανώλη. «Παιδί μου, δεν το καμες καλά» είπε. «Τι την ήθελες την μπυραρία; Παράτησες σπουδές για να γίνεις γκαρσόνι; Είμαι γέρος, αύριο θα πεθάνω. μα θα στο πω. Το πείσμα σου, θαρρώ, τα χάλασε όλα. Αναποδογύρισε τη ζωή σου. Δεν ήσουνα εσύ για τέτοια δουλειά». Ο Μανώλης χαμογέλασε πικρά. Έκανε μια αόριστη χειρονομία, σαν να λεγε «άστα τώρα αυτά», σηκώθηκε να περιποιηθεί ένα πελάτη, που είχε έρθει βιαστικός και διψούσε κι αμέσως έβαλε να βράσει την χορτόσουπά του. Παραμονή Χριστουγέννων.. Ο Μανώλης πλησίασε προς τα μέσα του μαγαζιού του. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Γερνούσε.. Ήτανε μια γυναίκα, συμπαθητική, από την επαρχία. Τον ήθελε τον Μανώλη. Είχανε μια σχέση. Αλλά εκείνος δεν αποφάσιζε για γάμους. Την φανταζότανε μητέρα των παιδιών του, να λέει ιστορίες που αρχίζανε πάντα «Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ένα παιδάκι που ήτανε πολύ δυστυχισμένο». Ένα ελαφρό γκρίζο κομμάτι του ουρανού φώτισε την πόρτα της μπυραρίας. Ο αέρας είχε καταλαγιάσει. Η βροχή είχε σταματήσει. Τα παιδιά τρέχανε με τα σιδερένια τους τρίγωνα να πούνε τα κάλαντα. Μερικοί οικογενειάρχες περνούσανε βιαστικοί, φορτωμένοι πακέτα. Από κάποιο μαγαζί ακουγότανε Χριστουγεννιάτικη 33
35 μουσική. Ο Μανώλης ζέστανε τη χορτόσουπά του. Η γυναίκα από την επαρχία του τηλεφώνησε. Βαριότανε να την συναντήσει. Κάθισε στην πολυθρόνα του παππού Τσιλίκα, ενός ισχνού γέρου, που ποτέ δεν τον γνώρισε κι όμως καθόρισε την ζωή του κι ετοιμάστηκε ν απολαύσει το φαγητό που του άρεσε. Μια παρέα νεαρών, όπως ήτανε και κείνος, κάποτε, πέρασε απ έξω γελώντας δυνατά και τραγουδώντας. Ο Μανώλης τους κοίταξε, για μια στιγμή. Κι αμέσως ένιωσε τα μάτια του υγρά. Ποιος ξέρει; Ίσως να βιάστηκε να βάλει στο στόμα του την κουταλιά από την αχνιστή χορτόσουπά του.. Κώστας Δούκας Η φυλακή Σουρούπωνε, αλλά η νύχτα αργούσε ακόμη νά ρθει. Το καλοκαιριάτικο δειλινό ζεστό, υγρό και θωπευτικό απλωνόταν σιγά σιγά στον ορίζοντα κι η παλιά φυλακή στην ακροθαλασσιά λίγο ήθελε να χαθεί στο σκούρο φόντο τ ουρανού. Ήταν μια φυλακή παλιά, αλλά χτισμένη με πολλή μαστοριά. Περίτεχνη. Αυτός που την έχτισε, εδώ και τριακόσια τόσα χρόνια στην μεσαιωνική Ελλάδα, θα είχε συμπάθεια στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Τα καγκελόφραχτα παράθυρα είχαν φάρδος απ έξω και στεύνευαν προς τα μέσα. Έτσι οι φυλακισμένοι είχαν μεγαλύτερο ορίζοντα. Και τι τραγική ειρωνεία! Τα παράθυρα των φυλακισμένων είχαν θέα απεριόριστη. Αγνάντευαν το πλατύ το πέλαγο. Ο χτίστης της φυλακής φρόντισε αυτή τη θέα να την έχουν όλοι οι φυλακισμένοι, για να τους λείπει πιο πολύ η ελευθερία. Ποιός ξέρει ποιά διάσημα φρούρια - φυλακές έβαλε στο νου του την ώρα που σχεδίαζε το έργο του. Έτσι, έκανε τη φυλακή του μια μικρογραφία του Ιρκούτσκ. Μια γλώσσα ξηράς, που χωνόταν στη θάλασσα, χρησίμευσε για τη βάση των θεμελίων. Πάνω τους στήθηκε η φυλακή, που έδειχνε από μακριά κι από κοντά ότι εκεί είχε στεριώσει για τα καλά η εξουσία. Το προνόμιο της παλιοδουλειάς για το χτίσιμο είχαν οι πρώτοι κατάδικοι, που κουβάλησαν αλυσοδεμένοι και λάξευσαν, πέτρα την πέτρα, τα θεμέλια. Κι η φυλακή χτίστηκε στέρεη και επιβλητική. Καμπύλες και ευθείες, γραμμές που δύσκολα συνδυάζονται στην αρχιτεκτονική, σχημάτισαν μια φυλακή περίτεχνη και σίγουρη, με απέραντη θέα στο πέλαγο. Αυτός ο μηχανικός του μεσαίωνα ήθελε οι φυλακισμένοι του 34
36 γκουβέρνου να αγναντεύουν την ελευθερία σ όλη τους τη ζωή χωρίς ποτέ να την αγγίζουν. Και δήτε πως έχτισε την φυλακή του ο έμπιστος του βασιλιά, που μόνο να τη βλέπει κανείς ανατριχιάζει. Είναι χτισμένη σε δύο επίπεδα, όπως όριζε η διαμόρφωση του εδάφους. Η γλώσσα της έγλυφε τη θάλασσα. Λιθοχτίστηκε με μικρές και μεγάλες πέτρες και στολίστηκε με μερικές καμάρες, φτιαγμένες σε στυλ βυζαντινό. Στη βάση της γλώσσας σφηνώθηκαν λαξευμένοι ογκόλιθοι. Κι όσο ψήλωνε το χτίσμα τόσο έμπαιναν οι μικρότερες πέτρες και φρακάριζαν τ ανοίγματα και τις φωλιές ελπίδας των φυλακισμένων. Όλες όμως οι προσπάθειες για αθάνατη σκλαβιά πήγαν χαμένες. Το κύμα, άλλοτε άγριο κι άλλοτε πειθήνιο, έγλυψε στους αιώνες, έφαγε και χώνεψε το νταμάρι της βάσης. Ο αρχιτέκτονας είχε δίκιο ν ανησυχεί, αλλά ήταν ανήμπορος να τα βάλει με το χρόνο και τα στοιχεία της φύσης. Στο δεύτερο επίπεδο της γης χτίστηκε ένα στρέμμα φυλακή. Τα καγκελόφραχτα παράθυρα θύμιζαν εποχή ροκοκό κι έπιπλο χιλιοσκάλιστο των φανταχτερών βασιλιάδων. Άραγε είχαν περισσέψει από παλάτι που ανακαινίστηκε ή φτιάχτηκαν έτσι για να θυμίζουν ότι η τέχνη πολλές φορές υπηρετεί με δουλοπρέπεια τις δυναστείες; Το σκάλισμα στο σίδερο μαρτυρούσε το έμβλημα της ισχύος και του λαϊκού βιασμού. Όλα αυτά φαίνεται ότι τα γνώριζε καλά ο αρχιτέκτονας της φυλακής. Αλλοιώς δεν εξηγιέται αυτή η ειρωνεία. Ούτε ακόμη το κλιμακοστάσιο, που ξεκινούσε από το έξω μέρος του τοίχου κι έφτανε μέχρι το βλοσυρό φυλάκιο, όπου ο λεύτερος σκοπός αγνάντευε και θανάτωνε, αν ήθελε, τους φυλακισμένους. Κοντολογίς ο μεσιαωνικός αρχιτέκτονας έβαλε όλη του την τέχνη κι όλες του τις γνώσεις για να φτιάσει μια φυλακή σε θέση, όπου σήμερα πολλοί θα ήθελαν να χτίσουν βίλλες ή μπαγκαλόους με θέα την απέραντη θάλασσα και να θησαυρίσουν. Το μεράκι πήγαινε αντάμα με τη διαστροφή. Κι εδώ φαίνεται καθαρά. Για να γίνει τέτοια φυλακή χρειάζεται βαθιά γνώση της ηδονής, που δίνει η υποδούλωση του παρία. Έκανε μια φυλακή με καμπύλες ελκυστικές σαν τους γοφούς της γυναίκας. Περίτεχνη απ έξω, για τους λεύτερους, που περνούν και βλέπουν κι ευγνωμονούν τον κυβερνήτη, που τους προφύλαξε από τους άνομους. Σκοτεινή και βρώμικη και τυραννική από μέσα, για να γογγύζουν και να λυώνουν οι φυλακισμένοι. Και το πιο χειρότερο: Διάλεξε το ανοιχτό γαλάζιο πέλαγο για να στήσει το σύμβολο της οργανωμένης και ανίκητης πολιτείας. Για ν αγναντεύουν οι φυλακισμένοι τη λευτεριά και να μη τη φθάνουν ποτέ. Κι έμπηξε σίδερα χοντρά στην πέτρα και στο αργιάνι, που στέκονται ακόμη και σήμερα εκεί, γερά και χλευαστικά, ανέπαφα στο ηδονικό γλύψιμο της σκουριάς. Τόσο πάχος είχαν. Οι αιώνες όμως πέρασαν. Οι φυλακές έγιναν ερείπια. Οι δεσμοφύλακες κόκκαλα. Οι φυλακισμένοι ψυχές. Αλλά η μαγεύτρα θάλασσα γλύφει πάντα πειθήνια τα θεμέλια της. Οι σοβάδες 35
37 πέφτοντας αποκαλύπτουν τα γκονάρια, που χρησιμοποίησε ο μεσαιωνικός αρχιτέκτονας για το στήσιμό της. Μόνο τα σκουριασμένα κάγκελα σε στυλ ροκοκό βρίσκονται ακόμη εκεί, ξεχαρβαλωμένα αλλά ντούρα, απολειφάδια κι αυτά της πολυκαιρίας. Ωστόσο, στην άλλη άκρη της παλιάς φυλακής ακούγονται καθημερινά χαρούμενες φωνές παιδιών. Κάποιος φτωχός φαμελιάρης βρήκε τσάμπα εκεί ένα στρέμα χτήμα, που κανείς δεν το ήθελε. Κι έστησ εκεί το τσίγγινο νοικοκυριό του, στην άκρη της ντροπής. Μόνος, φτωχός και έρημος ν αγναντεύει με τη φαμέλια του το γαλάζιο πέλαγο. Αλλά ελεύθερος. Λιλιάνα Δρίτσα Επιστολή Από: Λόρδο Τζωρτζ Γκόρντον Μπάυρον Προς: Λόρδο Τόμας Μπρους Έλγιν Δίσεκτη η μέρα Που αντίκρισες το φως Στην ίδια χώρα Που γέννησε και μένα Και λέγεσαι Άγγλος και συ Όπως και γω Και μιλάμε, λέει, Την ίδια γλώσσα Τη γλώσσα του Σαίξπηρ και του Κητς Τη γλώσσα του Ουάιλντ και του Σέλλεϋ Τη γλώσσα του λόρδου Έλγκαρ Αβάσταχτη η ντροπή Ανοίγει στην ψυχή πληγές Πιο βαθιές Κι απ τις λαβωματιές των συντρόφων μου Στο Μεσολόγγι Αιώνιο το όνειδος Σ ακολουθεί 36
38 Στα Τάρταρα και στις στοές του Άδη Κι ούτε το σκότος το αφανίζει Κι ούτε ο χρόνος το ξεθωριάζει Κι ούτε η σκόνη της λήθης Να το σκεπάσει μπορεί. Είναι εκεί Εκεί για πάντα Κάτω απ το εκτυφλωτικό Αττικό φως Κάτω απ τον διάφανο ουρανό Δίπλα στις στίλβουσες ελιές Πάνω στον άφθαρτο βράχο Απέναντι Στην υστεροφημία του Σόλωνα Απέναντι Στη δικαιοσύνη του Αριστείδη Απέναντι Στην ταπεινότητα του Αισχύλου Στο ήθος του Σωκράτη Απέναντι στην περηφάνια του μέτοικου Που αθηναίος πολίτης πια λογιέται Σε μια κοινωνία πολύμορφη Ανεκτική Πού χει για ύψιστο θεό της τον Ξένιο Που δέχεται πρόθυμα στους κόλπους της Όποιον την παιδεία της ποθεί Που αγκαλιάζει το ωραίο και το αρμονικό Απ όπου κι αν προέρχεται Και το λατρεύει χωρίς διάκριση Και τιμά τον δημιουργό του Και τον προσκυνά. Πώς μπόρεσες εσύ Έτσι βάρβαρα Αυτό το ωραίο και το αρμονικό Να βεβηλώσεις; Πώς μπόρεσες να ματώσεις τα κορμιά Των νεαρών ιππέων Των παρθένων με τα κάνιστρα Των θαλλοφόρων γερόντων 37
39 Των ίδιων των θεών που μεγαλόπρεπα Αναμένουν τις σπονδές και τις θυσίες; Πώς τόλμησες να ξεσκίσεις Τον πέπλο της Παλλάδας; Δεν τρόμαξες το σκοτεινό της βλέμμα Που αέναη τιμωρία προμηνά; Γιατί Ο βάρβαρος κένταυρος Που λερώνει με τα βέβηλα χέρια του Το παρθένο στήθος της Διηδάμειας Εσύ! Ο πέρσης ναύτης Που κόβει το χέρι του Κυναίγειρου Εσύ! Ο άγριος γύπας Που κατατρώγει το ήπαρ του Προμηθέα Εσύ! Ήρθες Προσκυνητής, τάχα, Του ωραίου και του παντοτινού Κι αντί να σταθείς εκστατικός Και να γεμίσεις το βλέμμα σου και την ψυχή σου Από το θεϊκό μεγαλείο Της ανθρώπινης δημιουργίας Αντί να σταθείς άλαλος Μπροστά στην ατέρμονη προσπάθεια του ανθρώπου Να φτάσει το θεό Εσύ σαν άρπαγας Θέλησες να κάνεις το θεό κτήμα σου Χωρίς αγώνα Χωρίς υποταγή. Ένας ξιπασμένος αρχοντοχωριάτης Που θαρρεί πως η ομορφιά Αγοράζεται Λεηλατείται Αιχμαλωτίζεται Ένας βάρβαρος αριστοκράτης Που γυρίζει απ το κυνήγι Κουβαλώντας σαν τρόπαια τα κεφάλια 38
40 Των ελαφιών που σκότωσε Ένας πειρατής Που κραδαίνει Στη μύτη απ το γιαταγάνι του Τη λεία απ το γιουρούσι. Έτσι και συ Γύρισες πίσω μ ένα καράβι φορτωμένο λάφυρα Γύρισες χωρίς ντροπή Στη χώρα μου Στη χώρα του Σαίξπηρ και του Σέλλεϋ Στη χώρα του λόρδου Ελγκαρ Τα ματωμένα χνάρια σου Ανεξίτηλα στον ιερό βράχο Ο ήχος απ τα πριόνια σου Ανελέητος, φριχτός Στοιχειώνει τον ύπνο Θεών κι ανθρώπων στο Άστυ Στοιχειώνει την ύπαρξή σου Σ αυτόν τον κόσμο και στον άλλον Στο παρελθόν και στο μέλλον. Στη συνείδηση της ανθρωπότητας Στο βιβλίο της ιστορίας Στοιχειώνει την ύπαρξή σου Στην αιωνιότητα Σαν ακρίδες Οι άνθρωποί σου Σκαρφαλωμένοι στις σκαλωσιές Πληγώνουν ακόμα το πάλλευκο Σώμα του Ναού Πληγώνουν ακόμα Την ανθρωπότητα Κι η γλαύκα Πεταρίζει αλαλιασμένη Και το ιερό φίδι Κουρνιάζει αγριεμένο Μέσα στην ασπίδα της θεάς. Το δόρυ αγέρωχο Τρυπάει τον ουρανό. Το βλέμμα της ολύμπιας παρθένας Παρακολουθεί αμείλικτο. 39
41 Αστράφτει ο θυμός Μα η μεγαλοσύνη υπερισχύει. «ου γαρ οίδασι» Ανίδεοι ξένοι Απ ανατολή και δύση Ανίκανοι να εννοήσουν Ανίκανοι Να ενσωματωθούν Ικανοί μόνο Να ματώσουν Τα ξέρω καλά, λοιπόν, εγώ Τούτα τα μάρμαρα, Λόρδε Έλγιν. Τα έχω περπατήσει Βήμα-βήμα Τα έχω αφουγκρασθεί Λαλιά τη λαλιά, πνοή την πνοή Τα έχω τραγουδήσει Στίχο-στίχο Γιατί είναι ζωντανά Τούτα τα μάρμαρα Και κάτω απ το βλέμμα μου άστραφταν Με χίλια χαμόγελα Με καλούσαν κοντά Και κάτω απ το χάδι μου ανατρίχιαζαν Σαν το κορμί της Τερέζας Και στο άκουσμα των στίχων μου Μ άλλους στίχους μού απαντούσαν Σε γλώσσα πανανθρώπινη, παντοτινή. Πού είναι τώρα τα μάρμαρά μου, Έλγιν; Σε ποιες ανήλιες κάμαρες τα έχεις φυλακή; Κι οι παρθένες με τα κάνιστρα μαραζώνουν στο σκοτάδι Κι οι νεαροί ιππείς ξεκαβαλικεύουν λυπημένοι Τα περήφανα άτια τους Κι οι θαλλοφόροι γέροντες τραβούν τα ολόλευκα γένια τους Θρηνώντας για την ανείπωτη ταπείνωση Για την ατιμώρητη αλαζονεία Όμως, ΟΧΙ, Δεν τέλειωσαν όλα, μη θαρρείς, 40
42 Τάσος Εγγλέζος Ακόμα, Έλγιν Ο επίλογος της ιστορίας Δεν γράφτηκε. Υπάρχουν ακόμα φωνές θαρραλέες Σ όλη τη γη Υπάρχουν ακόμα ψυχές Που ποθούνε το δίκιο Μια απ αυτές τις μέρες -να το δεις- Οι ξενιτεμένοι θεοί Θα γυρίσουν στον τόπο τους Και το κορμί μου Στα σπλάχνα της γης Θ αναρριγήσει Και η καρδιά μου Στο Μεσολόγγι Θα φτερουγίσει Κι η τιμή της χώρας μου Θ ανυψωθεί Και το πνεύμα μου Επιτέλους Θ αναπαυθεί Δεκάστιχο Στους λαβυρίνθους της στιγμής είδαμε φίλους διάολοι να αποβγαίνουν και ασύλληπτες οι καταστάσεις να μην προκάνουνε να μοιάξουνε σε τίποτα απ τις δαγκάνες τους να αποκρυφτούν. Ομως στη ξυλοχαρακιά ισόπεδη η πατρίδα κι αν της εκόψανε την αναπνέ, εκείνη ζει, γιατί ποτέ της η Ελλάδα δεν πεθαίνει, αμ πάλι του καιρού θα είμαστε καλά, τον τόπο αυτόν πολλοί θεοί φυλάττουν. 41
43 Βίκυ Ζαγκαβιέρου Βούρβουλη Εμπόριο door to door «Είναι ψέματα, κύριε αστυνόμε, είναι ψέματα», έλεγε η νεαρή κοπέλα κι έτρεμε σύγκορμη από τα αναφυλλητά. Την είχε πιάσει κάτι σαν υστερία, τόση ώρα που την παίδευε εκείνος και δεν μιλούσε, κρατιόταν, τώρα έσπασε, ήθελε να ουρλιάξει, να φωνάξει δυνατά κι όλο την ίδια φράση επανελάμβανε «είναι ψέματα, είναι ψέματα» Ο αστυνόμος την κοίταζε βλοσυρός, έτσι κουβάρι καθώς είχε γίνει πάνω στην καρέκλα, που μόνο τα πόδια της χάλαγαν το σχήμα που κρέμονταν πρησμένα. Γύρισε, κάθισε στην πολυθρόνα του γραφείου του, άναψε ένα τσιγάρο σέρτικο και το τραβούσε με βαθιές ρουφηξιές. Φαινόταν πως τον είχε κουράσει αυτή η κατάσταση. Κοίταξε το ρολόι του κι έκανε νόημα στον αστυφύλακα που στεκόταν όρθιος δίπλα στην πόρτα σαν στηλιάρι. Εκείνος έτρεξε, κάτι του ψιθύρισε ο αστυνόμος στ αυτί κι ήταν έτοιμος να φύγει. Η κοπέλα αμέσως κατάλαβε, «κι εγώ, κι εγώ τη θέλω!!»,φώναξε με μια στεντόρεια φωνή, γεμάτη σύγχυση,«να τη φέρετε, εκείνη ξέρει να σας πει να μ αφήσετε και μένα ήσυχη, να μη με ταλαιπωρείτε άλλο!» Μετά από αυτό το ξέσπασμα η σιωπή πάλι γέμισε το δωμάτιο. Ο αστυφύλακας είχε φύγει. Είχε εντολή από τον αστυνόμο να φέρει τη μάνα της ενώπιον τους. Ενα σύννεφο καπνού ανέβαινε τώρα στο ταβάνι απ τα τσιγάρα του αστυνόμου που τα κάπνι- ζε με δεξιοτεχνία αφήνοντας μικρά-μικρά κυκλάκια να φεύγουν κάθε φορά από το στόμα του, καθώς ρουφούσε το τσιγάρο, έτσι που εκείνα ανέβαιναν στο ταβάνι το ένα πίσω από το άλλο σε μια αυστηρή γραμμή, σαν να την καθόριζε ο ίδιος. Κι εκεί έσμιγαν όλα μαζί κι ύστερα, διαλυμένα, κατέβαιναν και απλώνονταν σε όλο το δωμάτιο σ ένα μαύρο σύγνεφο που έκανε την ατμόσφαιρα εκεί μέσα αποπνικτική. Η κοπέλα, χωρίς να ζητήσει την άδεια του αστυνόμου έκανε μια κίνηση να σηκωθεί ν ανοίξει το παράθυρο. Εκανε ένα βήμα, μόνο ένα βήμα κι αυτό ήταν, η φωνή του αστυνόμου στριγγλιά «ε! πού πάς!!», της απαγόρευε κάθε κίνηση. «Κάτσε κάτω!», οι λέξεις έπεσαν σαν γδούπος, τα γόνατά της λύθηκαν. Ξαναγύρισε να καρφωθεί στην καρέκλα της, αφού η ανάκριση δεν είχε τελειώσει, όπως έδειχνε, είχε μέλλον ακόμα. Η πόρτα σε λίγο άνοιξε απότομα, κανείς πρώτα δεν χτύπησε και κανείς από μέσα δεν είπε «εμπρός».ο αστυφύλακας την άνοιξε με φούρια φέρνοντας μαζί του μια κοντόχοντρη ηλικιωμένη γυναίκα με καλυμμένο το κεφάλι και το μισό πρόσωπο με μια άσπρη μανδήλα, ενώ κάτω από το σουρωτό φαρδύ φουστάνι της εξείχε ένα δαντελωτο λευκό μεσοφόρι. Το ενδυματολογικό της, όπως κι η προφορά της μαρτυρούσαν μια παραδοσιακή νησιώτισσα. Κι ο αστυνόμος κάτι τέτοιο κατάλαβε. 42
44 «Νησιώτισσα;» «Ναι», είπε εκείνη και συνέχισε δυναμικά: «τι έχετε με τούτο το πλάσμα;» κι έδειξε την κοπέλα- «και το τυραννάτε έτσι;». Φαινόταν θαρραλέα γυναίκα, το μάτι της διαπεραστικό κι η φωνή της ίσια. «Πες τους, μάνα, δεν μ αφήνουν να φύγω!», στρίγγλισε η κοπέλα βάζοντας τα κλάματα. Ο αστυνόμος κοίταξε και τις δυο άγρια.. Εβλεπε την κόρη που φώναζε στη μάνα της ικετευτικά «πάρε με, πάρε με από δω» και ξανάβαζε τα κλάματα. «Δεν είναι στο χέρι της», είπε με ειρωνεία ο αστυνόμος. «Πόσο χρονών είσαι;», ρώτησε στη συνέχεια. Η κοπέλα δεν έδωσε απάντηση. «Εικοσιτεσσάρων», είπε η μάνα. «Δος μου την ταυτότητά σου», την διέταξε ο αστυνόμος. «Δεν την έχω», απάντησε εκείνη, «την κρατάει η μάνα μου». «Κάτι δεν πάει καλά με σας τις δυο», είπε εκείνος και κούνησε σκεφτικός το κεφάλι. Εκανε μια παύση και συνέχισε απευθυνόμενος προς τη μάνα: «Για πες μου, τώρα ποιος βάζει την κόρη σου να γράφει τα χαρτάκια και να τα σπέρνει στις πολυκατοικίες κάτω απ τις πόρτες;εδώ έχουμε τους ενοίκους που διαμαρτύρονται κάθε μέρα για τους εισβολείς. Εχουμε και έγγραφες καταγγελίες Από εκείνη δεν έβγαλα λέξη»,κι έδειξε την κόρη.«απαντησέ μου, εσύ, λοιπόν, γι αυτό σ έφερα εδώ». Η ηλικιωμένη γυναίκα σταυροκοπήθηκε δυο φορές κι απάντησε με στόμφο: «Μεγάλη η Χάρη του, κύριε αστυνόμε, ο Αγιος Νεκτάριος. Ερχεται στον ύπνο μας και μας το λέει, να το κάνουμε. Μεγάλη η Χάρη του», επαναλάμβανε και σταυροκοπιόταν. «Αστα αυτά, κυρά μου,», την διέκοψε ο αστυνόμος «πες μου, σε ποια παραθρησκευτική οργάνωση είσαι και για ποιον τελικά δουλεύεις;» «Ελα, μάνα, πες κάτι,» πετάχτηκε η κοπέλα, εξουθενωμένη από τις τόσες ώρες ανάκριση, «έλα πες, να φύγουμε από δω μέσα, δεν αντέχω άλλο» «Σκάσε παλιοθήλυκο!», φώναξε η μάνα εξαγριωμένη και προσπαθούσε με νευρικές κινήσεις να φτιάξει το φακιόλι της που της είχε γλυστρίσει απ το κεφάλι και χαλαρά αγκάλιαζε τον κοντό λαιμό έτσι που αποκάλυπτε τα μαλλιά ίσια σαν πράσσα και γκρίζα.η κοπέλα ζάρωσε απ το φόβο κι έχωσε το κεφάλι μέσα στα χέρια της. Ολο το κορμί της τώρα τιναζόταν από τα αναφυλλητά. «Να, ένα θύμα της κοινωνίας, που τόχει θρέψει η ανωμαλία μιας οικογένειας», είπε ο αστυνόμος με ύφος σκεφτικό, στον αστυφύλακα που στεκόταν κλαρίνο, δείχνοντας την κοπέλα που σπαρταρούσε απ το κλάμα. Σιωπή γέμισε ξανά το δωμάτιο. Κανένας τους δεν μιλούσε. Ξαφνικά η κοπέλα τινάχτηκε απάνω αναψοκοκκινισμένη, η σιωπή έσπασε: «Αν δεν τα πεις εσύ, θα τα πώ εγώ!»,είπε,αφού σταμάτησε το κλάμα, γυρνώντας προς το μέρος της μάνας της 43
45 «Τώρα εδώ, για να τελειώνουμε..» «Κάτσε κάτω, μούλικο, δεν έχεις να πεις τίποτα»,είπε αυταρχικά η γυναίκα με τη διαπεραστική φωνή της. «Για ησυχάστε!», φώναξε ο αστυνόμος για να τις επαναφέρει στην τάξη, «εδώ είναι γραφείο Αστυνομίας, δεν είναι λαϊκή αγορά!». Εγινε μια παύση κι εκείνος συνέχισε βουρλισμένος.: «Ελα κοπέλα μου, τι έχεις να πεις, μια και το ξεκίνησες, άσε τη μάνα σου και πες μου. Εδώ, έχεις να κάνεις με ένα όργανο εξουσίας στο οποίο πρέπει να συμμορφωθείς,αλλιώς παραβαίνεις τους νόμους. Λέγε λοιπόν». Η κοπέλα άρχισε να τα ξερνάει: «Αυτή με βάζει, κύριε αστυνόμε,»,κι έδειξε με το δάχτυλο τη μάνα της, ένα δάχτυλο που σαν να είχε ηλεκτρική εκκένωση που όλη να την απορρόφησαν τα μητρικά στήθια, η γυναίκα έμεινε σύξυλη. «Αυτή με βάζει να τα γράφω», είπε η κοπέλα αποφασισμένη να τα πει όλα, «κάνει ό,τι της λέει εκείνος ο βρωμοκαλόγερος στο μοναστήρι στο Υπάτορο» «Δηλαδή;» είπε ο αστυνόμος με κουλ ύφος περιμένοντας να ακούσει λεπτομέρειες. «Θα βγάλουμε λαγό, τώρα», παρενέβη ο αστυφύλακας που πετάχτηκε χαρούμενος τρίβοντας τις παλάμες του. «Ακούω», επέμενε ο αστυνόμος. «Εκείνον τον καλόγερο πρώτα πρέπει να συλλάβετε. Που έχει θησαυρίσει με τα ξόρκια και τα χαρτιά. «Δεν καταλαβαίνω», είπε δήθεν ο αστυνόμος, ενώ το είχε πιάσει το θέμα, από την πείρα τόσα χρόνια που είχε, ήταν γάτα. «Νά, αυτός μας βάζει, το κάνει αυτό σε όλα τα μέλη των θρησκευτικών οργανώσεων που υπάρχουν, να γράφουμε χαρτάκια με το χέρι κι όχι στο κομπιούτερ ή στη γραφομηχανή, πάνω από εκατό χαρτάκια πανομοιότυπα κα όχι σε καρμπόν ή φωτοτοτυπίες, θα πρέπει να κουράζεται, να πιάνεται το χέρι μας, έτσι θέλει ο άγιος, το τόνιζε αυτό ο καλόγερος, να τρέχουμε στις πολυκατοικίες και να τα μοιράζουμε» «Και τα χαρτάκια,τι σας έλεγε αυτός ο καλόγερος να γράφουν;» διέκοψε ο αστυνόμος «Καταρχάς αν γράφαμε λιγότερα από εκατό, ο καλόγερος μας φόβιζε ότι θα πάθαινε κακό η οικογένειά μας, αντίθετα αν ήμασταν πρόθυμοι να φέρουμε εις πέρας αυτή τη δουλειά θα μας συντρόφευε πάντα η καλή τύχη. Τα χαρτάκια που βάζαμε κάτω απ τις πόρτες ακριβώς αυτό έλεγαν ότι όποιος το πάρει θα πρέπει να το γράψει εκατό φορές και να το στείλει σε εκατό φίλους για να έχει καλή τύχη η οικογένειά του. Και από κάτω υπήρχε μια λίστα με ξόρκια που θα τα βρισκε, όποιος ενδιαφερόταν, στο μοναστήρι στο Υπάτο, όμως ο καλόγερος είχε αναθέσει και στη μάνα μου αλλά και σε άλλους δικούς του να τα πουλάνε για να διευκολύνονται αυτοί που ενδιαφέρονται να τα αγοράσουν.» «Δηλαδή εμπόριο door to door. Μπράβο ο καλόγερος»είπε ο αστυνόμος ανακουφισμένος που κατάφερε ν ανοίξει το στόμα τη σφίγγας.εκείνη πήρε φόρα και 44
46 ποιος τη σταμάταγε. Η μάνα, εν τωμεταξύ μ όλα όσα άκουγε απ την κόρη της τής ήρθε ταμπλάς κι ήταν οριζοντιωμένη σ ένα ξύλινο πάγκο που βρισκόταν στην άκρη μέσα στ αστυνομικό γραφείο και προσπαθούσε να κάνει αέρα με το φακιώλι της να μη λιποθυμήσει. «Είναι αγιογδύτης» ωρυόταν η κοπέλα. «.Κοροϊδεύει τον κοσμάκη και τώρα με την κρίση θα βρει τρόπο αυτός να τον εξαπατήσει περισσότερο. Γδέρνει, λένε, και ξύνει τις παλιές εικόνες κι αν δεν είναι παλιές τις περνάει με κάπνα και φούμο και φτιάχνει με αυτές διάφορα φυλαχτά, αλοιφές, ξόρκια, γιατροσόφια ακόμα και για αθεράπευτες ασθένειες». «Έχει κι η μάνα σου κέρδος,φαντάζομαι, από αυτή τη δουλειά;» είπε ο αστυνόμος με στόμφο. Τα μάτια της μάνας καρφωμένα στη λάμπα που κρεμόταν πάνω απ το ταβάνι -είχε νυχτώσει κι ο αστυφύλακας έκανε ένα κλικ στο διακόπτη και την άναψε- δεν έλεγαν να αλλάξουν θέση σαν να είχε αυτή κεραυνοπληχτεί. Ωστόσο η φωνή του αστυνομικού, σουβλερή, μπηγόταν βαθιά μες στο μηνίγγι της. «Έχει κι η μάνα σου κέρδος. Και σύ», ξαναγρύλλισε ο αστυνομικός «Όχι, κύριε αστυνόμε», ρέκαξε το κορίτσι,σαν να θελε να προστατέψει τη μάνα του από αυτή την ανίερη κερδοσκοπία «Από τη μεγάλη μας πίστη στον άγιο και στο Θεό το κάναμε, δεν είχαμε κανένα συμφέρον, σας το ορκίζομαι!» «Μην ορκίζεσαι, αμαρτάνεις», αντέτεινε ο αστυνόμος ειρωνικά. Η μάνα σαν ξωτικό, σαν φάντασμα σηκώθηκε ξαφνικά από τον πάγκο, έδεσε καλά τη μαντήλα της, στάθηκε δίπλα στον αστυνομικό και με όση σοβαρότητα και πειθώ είχε, είπε με μια φωνή στο ρελαντί: «Κύριε αστυνόμε, μην ακούτε τι σας λέει η κόρη μου. Προς Θεού μην πάρετε στα σοβαρά όσα σας έχει πει. Ακούστε, υπάρχει λόγος. Η κόρη μου είναι τρελή.ολα αυτά είναι μέσα στη φαντασία της. Είναι άρρωστη. Να σας φέρω χαρτιά και από νευρολογική κλινική.» «Ψέματα λέει», πετάχτηκε η κοπέλα γρυλίζοντας, «να σας πώ εγώ πώς έχει η αλήθεια και όχι όπως τη θέλει αυτή. Όταν ήμουν οχτώ χρονών με έκλεισε σε ένα παλιοημερολογίτικο μοναστήρι. Εκεί με μεγάλωσαν κάτι αρσενικές καλόγριες. Οταν με πήρε από εκεί είχα γίνει πια γυναίκα. Σχολείο δεν είχα τη δυνατότητα να πάω. Ο,τι γράμματα έμαθα, τα έμαθα από τις καλόγριες. Η αλήθεια είναι ότι κατάφερα να γράφω και να διαβάζω. Υστερα η μάνα μου μου είπε,για να βγάζω το ψωμί μου να γράφω αυτά τα χαρτάκια. Τα λεφτά μου τά στελνε ο καλόγερος μέσω τραπέζης.» Ο αστυνομικός βρήκε εντέλει την άκρη του νήματος της υπόθεσης κι αυτή η ανακούφιση τον έκανε να ανάψει κι άλλο ένα ακόμα τσιγάρο. Πήρε τα στοιχεία των δυο γυναικών τα κατέγραψε στο μαύρο ντοσιέ του και ζήτησε απ αυτές να τον οδηγήσουν στο μοναστήρι στο Υπάτορο. 45
47 Φαίδρα Ζαμπαθά - Παγουλάτου Ο ποιητής Ανεμοδείκτης Ο ποιητής συλλέκτης ταφικών αισθημάτων λεηλάτησε τ ακρωτηριασμένα ποιήματα ναυαγοί της ιστορίας. Αστεγη ελπίδα περιφέρεσαι σε άγνωστους δρόμους σε σκοτεινά αδιέξοδα ο ανεμοδείκτης της ζωής έσπασε μετά τη χθεσινή καταιγίδα Τα χέρια Τα χέρια σου μάτωσαν το φουστάνι με τις παραρούνες Τώρα περπατάω ματωμένη στο λιόγερμα της ζωής μου! Η πανσέληνος Επιμένεις να χάνεις το δρόμο φορτωμένος εκείνη την πανσέληνο την τελευταία του Νοέμβρη την έθαψες και αυτή αβασάνιστα Η άφεση αμαρτιών δεν εκχωρείται με στίχους όταν εκβιάζεις το θάνατο. Τα ξερά φύλλα του φθινοπώρου υπήρξαν οι μόνοι συνδαιτημόνες του νεκρόδειπνου. 46
48 Ονειρα Μοναξιά Τα πρωινά τις Κυριακές πικραμύγδαλα στη γλώσσα και τα μάτια νοτισμένα σαν πλυμένα πουκάμισα να στάζουν μικρές σταγόνες πάνω σε πεθαμένα όνειρα Στο κοχύλι της καρδιάς έκλεισε τη σιωπή σου η μοναξιά τρόμαξε και κρύφτηκε στις επιθανάτιες μνήμες. Λυγμός Τα δυο σου χείλια δεν πρόφεραν λέξεις από γλυκάνισο και δυόσμο Ξεχασμένα τα φωνήεντα σάπισαν στης βροχής το ταξίδι και γω ξεχασμένη με βρεγμένο ρούχο άφησα ένα λυγμό προσφορά στο σκοτάδι. 47
49 Ελένη Θεολογίδου Βελισσάρη Ψευδαίσθηση Η θεαματική, επαγγελματική πορεία, την ευόδωση, των επιδιώξεων του πραγμάτωσε. Η υπεροχή, έναντι του αποτυχημένου, τον καθιέρωσε. Την ικανοποίηση, των αλόγιστων κι εξωφρενικών, αναγκών του βίωσε. Την ανελεύθερη μα αξιόπιστη, εξαρτημένη τροχιά, ευτυχία ονόμασε. Την υποβάθμιση του Εγώ με επιτυχία, ολοκληρωμένης νίκης, ταύτισε. Ψευδαίσθηση νίκης. Η γροθιά, του κενού στο στομάχι! Ιδιάζουσα περίπτωσις Της αδιαφορίας, έβαλα το νυστέρι στην αιμορροούσα καρδιά. Τ αγκαθωτό μπουμπούκι, της ματιάς σου, βόλι φυτεμένο, που ρίζωσε, να βγάλω. Μα σταμάτησα με απορία, στ αντίκρυσμα, μιας ιδιαζούσης περιπτώσεως. Η γάγγραινα, στο αίμα σαν βάλσαμο, απλώθηκε. Έγινε η αιτία για παράταση της ζωής της. Ιδεατός κόσμος Σταθερά κλονίζεται η πίστη, και λειτουργούν αρνητικά, οι εκάστοτε διαβεβαιώσεις. Οι αναληθείς διακηρύξεις, δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Η αποτίναξη κάθε ηθικής αξίας, εμπλέκει και πληθαίνει τις διαπιστώσεις. Κυριαρχούν κι ελίσσονται οι μάζες, που διακινούν συμφέροντα. Αφανείς και σκοτεινές συναλλαγές, συνηγορούν στην συνύπαρξη, σύγχυσης και αναίδειας. Έτσι διασφαλίζεται η πορεία μας, σ ένα «Ιδεατό κόσμο». 48
50 Κατακερματισμός Ακούσια ή εκούσια αδυσώπητα, φορτώνουμε τις σπάλες της ψυχής μας, με το βάρος, το φορτίο των ανομιών μας, που φέρνουν την κατάπτωση. Η συσσώρευση του βάρους, παραμορφώνει το χαρακτήρα. Η αναίσχυντη μορφή τους θλίβει, για τους ορατούς ή αόρατους κινδύνους, που καραδοκούν, τα ραγίσματα της συνείδησης να εξελιχθούν, σε τελειωτικό κατακερματισμό! Μαγνητισμός Αδρανούν οι λογισμοί στο αέρινο, άκουσμα της φωνής σου! Τιτιβίζουν καλλικέλαδα πουλιά, στην εσώψυχη, ερημιά της καρδιάς ευάλωτη στην έτυμη, άδηλη αρωγή σου! Στην φεγγαρόλουστη λωρίδα, ονειρικά, οδηγούνται τα βήματα και χάνονται στα σύννεφα!... 49
51 Ο οδηγητής του συμφέροντος Με ανάστημα αντίστασης, οι άνθρωποι που έχουν ξεμείνει, παλεύουν με την ελπίδα, τα τελευταία ίχνη τους να περισώσουν. Στις πιέσεις, με συνέπεια δίνουν εικόνα, ανεξήγητης αντοχής κι αδιαφορίας. Γνωρίζουν ότι, το επίπεδο της κατάντιας, δεν τους αφορά. Αντιστέκονται επίμονα. Έχουν διαπιστώσει πλέον, τους κανόνες, της ψεύτικης ζωής, που λειτουργεί με σεβασμό, προς τον ακαταμάχητο, οδηγητή του συμφέροντος. Μετά από σένα τι; Την παίρνουν ως δεδομένη την φυγή μου, απ την φυλακή της εξάρτησής σου. Μα η κρατούμενη ύπαρξή μου, στην εθελοντική ομηρία καταδικασμένη, λειτουργεί πλημμυρισμένη, από πλήθος συναισθήματα. Η μουσική σύνθεση στους διαδρόμους του μυαλού συναντά την καρδιά, που ψιθυρίζει μαγεμένη. 50
52 Αντώνης Κακαράς Τέσσερις χιλιάδες καπάκια (Για δυο Πράσινα Μάτια και μια Κόκκινη Σημαία) Ορίστε μεγάλε, τι θες... Δίστασε κείνος, αισθανόταν κιόλας παράταιρος, μια γενιά και κάτι τον χώριζαν απ την παρέα, φορούσαν όμοια ταμπελάκια και ανήκαν στην ίδια ομάδα -μάλλον εκείνη των καλλιτεχνών, Φτου ο μαλάκας, ψιθύρισε, πάλι ξέχασα τα ξεστραβάδια... έτσι τα λεγε. Γυαλιά ονομάζονται και μου παριστάνεις το γλωσσοπλάστη, του φώναζε η δικιά του- είδε και το ξυπόλυτο κορίτσι γεμάτο μουτζούρες να τραγουδάει έξω φωνή και να παλεύει στα γόνατα με μπογιές και βάφοντας ένα πανό μέσα στον ήλιο, ήτανε δεν ήτανε σαράντα κιλά και κάτι, ένας κοπάναγε το κομπιούτερ με μανία που δεν κρυβότανε γράφοντας, να τα ξεφουρνίσει να ξεσπάσει μ όλα όσα ταλανιζότανε χρόνια τώρα, ο άλλος μάζευε υλικά, που του φεραν κάποιοι για συνθήματα, δυο τρεις πέρασαν κιόλας κουβαλώντας πανιά, χρώματα και διάφορα στην ώρα που στήθηκε κοντά τους, και τα πάγαινε... Στην αποθήκη μας, στη σκηνούλα που βλέπετε, του απάντησε η ξανθούλα που καθόταν κι έδειχνε εξαντλημένη, έπαιζε το μάτι της, δεν της ξέφευγε τίποτα, τον είδε ιδρωμένο, κατάκοπο... Όχι δε σας λέω το όνομά μου, εδώ είμαστε όλοι μαζί, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, βοηθοί, τέτοια πράγματα, άλλοι δουλεύουν άλλοι είναι άνεργοι, δήλωσε στη δημοσιογράφο, που την πίεζε να της δώσει στοιχεία... Φωτογραφία είπατε, να βγάλετε, αλλά όλους μας... Μη με στήσεις Ζωή, σε μία ώρα πρέπει να μαι με το παιδί... εσείς μάλιστα μπορείτε να κάτσετε όσο σας βολεύει, αλλά, δίστασε... αν θέλετε και σας πάει ταξινομείστε αυτά εδώ μέχρι να φύγετε... λέγε Μάρκο.. όχι δε σου δίνω άλλα, πήρες χθες απ την Κλωντ, νομίζεις δεν το ξέρω, αραίωνε, να βγείτε της σίτισης στο γύρευε, όχι έτοιμα από τις άλλες ομάδες, πάγαινε στα μαγαζιά γύρω, πες τους και θα σου δώσουν, είσαι και μπάνικος ρε φίλε, άντε μπράβο, για μου ρθες για τίποτ άλλο, μπρος είπα... Σωτήρη δε θα σου πω εγώ τι πρέπει να γράψεις στο post σου σήμερα, γράψε το πατερημών ρε γαμώ το, εξεγερμένοι είμαστε όχι γραμματεία, αααα μα πια, μ έπρηξες... Μάλιστα κύριε, καλά κάνετε την ταξινόμηση, έχετε δουλέψει στο δημόσιο σίγουρα, δε θέλετε να μου πείτε, καλά κάνετε, εδώ ο καθένας λέει μόνον ό,τι θέλει, όχι ό,τι θέλουν οι άλλοι... πάντως και χωρίς το μουστάκι καλός θα σαστε... όχι να 51
53 μην το κόψετε, σας είπα γω να το κόψετε; Γλυκούλης είστε κι έτσι, κατακοκκίνισε του λόγου του... Βρε βρε βρε, καλώς τονε το Βαγγέλη, τι μας έφερες Ευάγγελε πάλι, καπάκια, ορίστε εδώ βάλε τα φίλε, πόσα είναι, είκοσι δύο, μπράβο ρε συ Βάγγο, ακόμα δυο χιλιάδες περίπου κι ορίστε το καροτσάκι για τη δικιά σου, άντε καλό μου παιδί... δεν έχεις πού να ψάξεις άλλο είπες. Στα σκουπίδια κοίταξες; Γιατί όχι. Τόσος κόσμος ψάχνει στα σκουπίδια και μαθαίνει καλύτερα την κοινωνία μας έτσι, σαν τι νομίζεις εσύ. Μόνο για τα χρήσιμα ψάχνει; Να σπουδάζει θέλει κιόλας, κι όσα διαβάζεις από τα πεταμένα των ανθρώπων, δεν τα μαθαίνεις απ όσα κρατάνε σαν χρήσιμα δήθεν, ορίστε, φερ ειπείν τα καπάκια από τα νερά και τα αναψυκτικά, θα το σκεπτόσουνα εσύ πως κάθε που μαζεύουμε τέσσερις χιλιάδες απ αυτά, παίρνουμε κι ένα αναπηρικό καροτσάκι; Τον είδε αργότερα να ψάχνει μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, να κρατάει ένα καπάκι και να διστάζει τι να κάνει με το μπουκάλι που δεν ήταν τελείως άδειο, τον πρόσεξε να ξεκινάει για τις υπαίθριες τουαλέτες, στη συνέχεια να τριγυρνάει τις εκατοντάδες όμοιες δεμένες στους κορμούς των δέντρων και στις στήλες του ηλεκτρικού της μεγάλης πλατείας γύρω γύρω στην κατασκήνωση με τις πολύχρωμες σκηνές... Αγάντα Βαγγέλη, του φώναξε και κείνος ανορθώθηκε, χαμογέλασε, αντιχαιρέτησε με το να χέρι το κομμένο και ύστερα... τον ξανάδε στη διαδήλωση να υψώνει το ανέγγιχτο σε γροθιά και συχνά πυκνά να σταματάει να μαζέψει από κάτω κάτι. Μέρες κάμποσες αργότερα ο Μάρκος διαδήλωνε πάλι, φωνάζοντας τα συνθήματα της οργής και τα δίστιχα συμπεράσματα μιας ζωής στο πάλεμα. Εκείνη τη φορά όμως ήταν στην αρχή κι έσπρωχνε το αναπηρικό που χε επάξια κερδίσει για τη φίλη του την Ερατώ, ενώ έσκυβε μαζεύοντας τα καπάκια που του δειχνε η κοπελιά με την κόκκινη σημαία και τα πράσινα μάτια, Παναγία μου! Τι μάτια ήτανε κείνα, και πόσο γλύκαιναν σα γύριζαν και κοίταζαν το σύντροφό της! Η Μαρούλα η Παντελονού Ναι, τέτοια ήταν τα παντελόνια που φόραγε η Μαρούλα με την πρόωρη ανάπτυξη, και τράβαγε τις ματιές μικρών και μεγάλων. Τη χρονιά εκείνη ήταν που ξεκίνησε το βιολί με τα ρούχα αυτά, σαν οι συγγενείς τους απ την Αμερική έκριναν σκόπιμο να στείλουν στους δικούς τους με το δέμα, που συνήθιζαν κάθε χειμώνα πριν τις γιορτές, και παντελόνια ιππασίας. Χοντρό, αδιάβροχο, μαλακό και εκλεκτό το ύφασμα, φαρδύ στην περιφέρεια στενό στις γάμπες. Ήταν ψηλή η Μα- 52
54 ρούλα, φόρεσε και τις μπότες, σαν την είδε η Μάνα της, Βγάλτα μωρή, της είπε, βγάλτα θα μπούμε σε μπελάδες, είχε καταλάβει πως θα γίνει σεισμός στο νησί με τη θυγατέρα της, όπως και έγινε. Μάνισε η μικρή, πού να τ αποχωριστεί. Είδε πως πέρναγε τα πουρνάρια και τα βάτα άθικτη με τούτο το ρούχο, εύκολα ανεβοκατέβαιναν για την ανάγκη της, μπορούσε να κάθεται άνετα και με τα πόδια ανοιχτά να ξεφλουδίζει τα κλαριά απ τις αγρέλες, που έκοβε γιατί της έκαναν στα φτερώματά της στα κακοτράχαλα. Τα σκέλια σου μωρή, κλείστα, φώναζε απελπισμένη η δικιά της, Γιατί μόνο γω έχω σκέλια, αυτοί γιατί δεν τα κλείνουν, αντιρώταγε, άσε πια τα παιγνίδια σαν καβαλίκευε τη φοράδα τους ή το γαϊδαράκο, που τον φώναζε με τ όνομα του τραγόπαπα από να σημείο και μετά. Τα παντελόνια τούτα όμως τα φόραγαν και οι άντρες σαν τους τύχαιναν, το επιχείρημα η ίδια το θεωρούσε ακαταμάχητο, ποιος να τη σταματήσει; Γεια σου, είπε μια μέρα στο νέο, σαν πρόβαλλε εκείνος απ το μεγάλο σκίνο, είδες την κατσικούλα μου; Έλα Μαρούλα να σου τη δείξω, εδώ ήτανε μαζί μου. Σαν πολλές φιλίες έχεις με τη δικιά μου, του αντιγύρισε και το βλέμμα της έλαμπε, Μαρούλα, τόλμησε επιτέλους αυτός, σαν τη χαϊδεύω φαντάζομαι πως το ίδιο κάνεις και συ την ίδια στιγμή και... Το ξέρω, θαρρείς πως είμαι χαζή και δεν καταλαβαίνω σα με κοιτάς που κάνω μπάνιο, Μα πώς, αφού δε φαίνομαι, Εσύ ναι, δε φαίνεσαι, οι ματιές σου όμως με τρυπάνε εδωνά, και είναι σαϊτιές όλο γλύκα Στεφανή, και μένανε μ αρέσει τότες, τι νόμιζες δηλαδή, Έλα καρδιά μου να σου δείξω εδώ κάτι, έλα να δεις πού πίνει νερό η Ασπρούλα σου. Μπήκαν στη στοά, κατέβηκαν τη σκάλα και σα φτάσανε στο νερό δε δίστασε εκείνη στο μισοσκόταδο να βγάλει πουκάμισο και παντελόνι στην κάψα της μέσα και μένοντας με τη βράκα της να βουτήξει. Ανέβηκαν αφού της έδειξε κάθε μυστικό του χώρου και έμειναν να στεγνώνουν δήθεν, καθισμένοι μέσα απ το σκίνο, να κοιτάζουν έξω με τη γιδούλα δίπλα τους και ν ακούν τις καρδιές τους να βροντοχτυπάνε και το αίμα τους να καίει τα κορμιά τους τα όμορφα τα εφηβικά. Πήρε το χέρι της στο δικό του, φτερούγισε κείνο. Μαρούλα, είπε, μη μιλάς, απάντησε αυτή, μη μιλάς άλλο, δεν αντέχω να σ ακούω. Εσύ, εμένα Μαρούλα; Γιατί βρε χαζέ, είσαι ο πιο όμορφος, ο καλύτερος, σε θέλω δικό μου. Της χάιδεψε το πρόσωπο, το χούφτωσε όπως οι μανάδες του μωρού τους, και την κοίταξε βουλιάζοντας στις λίμνες της, στην αλήθεια όσων του φανέρωναν. Άκουσε τι του λεγε αυτή με το βλέμμα της, και προχώρησε όπως όφειλε να κάνει ψάχνοντας με την παλάμη και τ ακροδάχτυλα, λαχταρώντας την επαφή κάτω απ το μόνο της ρούχο. Θες να το βγάλω, του ψυθίρισε μαλακά εκείνη, και τράβηξε κάτω την υφαντή τη βράκα, Δε μ αρέσει αυτή, είπε αμέσως και την έβγαλε κολλώντας πάνω του να μη φαίνεται η θαυμαστή της γύμνια. Έλα καλέ μου, του ψιθύρισε, και γω σε θέλω, δείξε μου, μα δεν ήξερε και κείνος και βάλθηκαν τα διό παιδιά να ψάχνονται και να κάνουν, ό,τι το ένστιχτο το αρχαίο και αλάθητο καθοδηγεί χωρίς λάθη. Ειδικά σαν κεφάτη η φύση σμίγει τα πλάσματά της, για να ξαναγεννιέται απ αυτούς που πρέπει κι εκείνους που λαχταρούν, πλησιάζοντας έτσι την τελειότητα. Κοίταζε από δίπλα η γιδούλα πιο σοφή κι απ τα δυό τους, τους εξηγούσε και τους δασκάλευε, αλλά αυτά ακόμα δεν είχαν μάθει ν 53
55 ακούνε, όσο κι αν αγαπούσαν. Δε μπόρεσαν την πρώτη φορά να ολοκληρώσουν την πρωταρχική της ζωής πράξη, δεν πρόλαβε ούτε τη δεύτερη προσπάθεια ο νέος, μην αντέχοντας τόση γλύκα. Κάποτε τις επόμενες μέρες τα κατάφεραν στα σφιχτά τους σμιξίματα, και κάθε φορά η λαχτάρα να προσφέρουν και να πάρουν ο ένας απ τον άλλον, τους κανοναρχούσε να κελαηδάνε σε περιοχές ευτυχίας ξέχωρες, φυλαγμένες σαν τον ξέχωρο πολτό της μέλισσας. Τους προστάτευε από κοντά το ζωντανό της Μαρούλας με γερτό το κεφάλι στ ακούσματα, ξαφνιασμένο στην αρχή από τ αναστενάγματα και το λαχανιασμένο κυμάτισμα των πανέμορφων κορμιών, αμίλητο στη συνέχεια σαν κουράστηκε να τα ορμηνεύει. Όχι όμως ανεπηρέαστο, αφού η μαγεία κάλυπτε όλο το χώρο μέσα κι έξω από τα δυό παιδιά, που ανακάλυπταν στη φύση την πρόνοιά της για ηδονή και αγάπη. Ανέβαινε η δροσιά απ το πηγάδι, παραμέριζαν τα ζωύφια από το πεσμένο φύλλωμα του μεγάλου σκίνου, να ναι το στρώμα των μικρών εραστών καθαρό, πιο καθαρό από ποτέ. Συντόνιζαν τα τζιτζίκια τη συγχορδία τους, άλλαζαν οι ρυθμοί και συνόδευαν τον πιο παλιό, πιο όμορφο ρυθμό της ζωής, και συγχρονίζονταν έκθαμβα τα ωραία σώματα, γινόντουσαν οι ήχοι πιο μελωδικοί, τέλειοι. Κοίταζαν τα πουλιά που κατοικούσαν εκεί γύρω, κι άλλα έτρεχαν να δουν, θωρούσαν ευτυχισμένα, δασκάλευαν τα δικά τους παιδιά, εξηγώντας τους πως και με τους ανθρώπους το ίδιο γίνεται όπως και μ αυτά. Γιώργος Καραντώνης Τρία χαϊ καϊ για μια νύχτα του Μάη I Λέξεις αιχμηρές σχίζουν τη νύχτα τώρα σαν τα μαχαίρια. II Μέσα στη νύχτα σαν θροΐσματα φύλλων οι ψίθυροί σου. III Μητέρα νύχτα σαν μια γυναίκα γεννάς τους στίχους τούτους. 28/5/
56 Ενα θέμα με δύο παραλλαγές σε χαϊ καϊ Νηστίσιμο καλοκαίρι μόνο με ήλιο, φως, γαλάζιο και πράσινο οι μέρες περνούν. Ως και οι στίχοι θάλασσα στάζουν. Στο καλοκαίρι ως και οι στίχοι τώρα θάλασσα στάζουν. Ως και οι στίχοι στο νηστίσιμο θέρος θάλασσα στάζουν. 28/5/2011 Δυο απείθαρχα χαϊ καϊ I Χοροπηδάνε οι άταχτες λέξεις πριν γίνουν ποίημα. 31/5/2011 II Μικρό βιβλίο να μεγαλώσεις πολύ! Γίνε μπεστ σέλερ! 4/6/2011 Τέσσερα αυθόρμητα χαϊ καϊ Ι Την πανσέληνο ένα μικρό σύννεφο κόβει στα δύο. 55
57 ΙΙ Βρίσκεσαι παντού αλλά μέσα στους στίχους κρυμμένη μένεις. ΙΙΙ Τους θνητούς θεούς αθάνατη θάλασσα συνέχεια γεννάς. IV Φεγγάρι δάκρυ στ ουρανού το μάγουλο αργοκυλάει. Καλοκαίρι 2011 Αιώνιο Τα ποιήματα γερνούν μαζί με το δημιουργό τους έχουν κουρασμένους στίχους, ετοιμοθάνατους που μάταια προσδοκούν ανάσταση νεκρών μα κάποια ποιήματα παραμένουν για πάντα νέα όπως ήταν ο ποιητής όταν τα έγραψε ανασαίνουν συνέχεια τον αγέρα της νιότης και της αιωνιότητας. 24/6/2011 Επίκαιρο Τα οδοφράγματα κλείνουν τους δρόμους των πόλεων ανοίγουν όμως τους δρόμους 56
58 των ονείρων, των οραμάτων των ελπίδων αλλά και των διαψεύσεών τους. Αύγουστος 2011 Τελευταία επιθυμία Θα ήθελα να απουσίαζα από την κηδεία μου και κυρίως από την ταφή μου. Γίνεται; 22/9/2011 Κώστας Καρούσος για το βιβλίο του Δημήτρη Ανδ. Ρήττα «ΚΑΡΑΒΙΔΙΑ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ» (Εκδ. «ΕΝΤΟΣ», Καισαριανή 2009) και συνολικά το έργο του Μια συνοπτική ματιά Αναλογιζόμενος την πορεία πολλών λογοτεχνών και παρακολουθώ ντας πολλά δίχρονα προγράμματα της Ε.Ε.Λ., διαπίστωσα ότι φεύγουν συνάδελφοι από τη ζωή, χωρίς ν ακούσουν στη φιλόξενη τούτη αίθουσα λόγια κρίσης και αποδοχής του έργου τους. Εμείς, ως Δ.Σ., ενδυναμώνουμε ολοένα τις προσπάθειες, σε παρουσιάσεις που ενέχουν (οι συγγραφείς) στοιχεία κοινωνικής και πνευματικής παρουσίας και δραστηριότητας. Όταν το παρελθόν κρούει τη θύρα της μνήμης και της σκέψης, όταν παντρεύεται ο χρόνος τη μελλοντική σπορά της γραφής, της αποδοχής, της ειρηνοφόρας αλήθειας και της αιχμηρής της βεβαιότητας αλλά και της καλόβουλης και αμερόληπτης προσφοράς τότε έρχεται η απαράμιλλη ωραιότητα της ηρεμίας και της γαλήνης. «Οι κερδοσκόποι φθοροποιοί του κόσμου», όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «είναι η φράση τής κάθε σύγχρονης εποχής», η πλημμυρίδα των ιδεών της, που θρέφει 57
59 και την επικαιρότητα της εποχής. Ο Δημ. Ρήττας αναζωογονεί τη θύμηση με την αξιοπρέπεια της εμπειρίας. Προσεγγίζει τον αναγνώστη μέσα από την ιστορική συνέχεια των γεγονότων αναμετράει την εμπειρία του με την τρέχουσα κοινωνική κατάσταση. «Οι μεγάλες γιορτές», «τα Χριστούγεννα», «η Πρωτομαγιά», «τα Καραβίδια (το αποκούμπι του κάστρου), «το Πάσχα», «το αγνάντεμα του Αϊ Λια» κ.λπ. είναι το ξεπροβόδισμα και η αναμέτρηση του συναισθήματος με την πρώτη νιότη, με την απαντοχή, και το καλωσόρισμα της ζωής όπως συχνά-πυκνά αλλοτριώνεται στον καθένα ο τόπος της γενέτειρας. Ο εκλεκτός Μιχάλης Σταφυλάς (περ. «Πνευματική Ζωή», τεύχος 147) γράφει: «Ο Δημ. Ρήττας έχει τύχει μιας γενικότερης αποδοχής για τα έργα που κυκλοφόρησε ως τώρα έχει πάρει επάξια μια ξεχωριστή θέση στο χώρο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας». Ο συγγραφέας μέσα από την Ιστορία και τα γεγονότα, εξομολογείται ως άτομο, με πολλαπλές κοινωνικές προσλήψεις και αναφορές, ενδεικτικές για την ανθρωποκεντρική τους ευρύτητα τέμνοντας την αισθητικότητα τής όποιας περιγραφής με το αξιοσημείωτο προϊόν της ψυχικής και πολυσυλλεκτικής ανθοφορίας των μηνυμάτων και της αγωνιστικής τους προωθημένης θα λεγα σκόπευσης και πορείας. Ο Γεώργιος Κάρτερ, πρόεδρος τότε της Ε.Ε.Λ. 30/8/1999 του γράφει: «Η παρατηρητικότητά σας σε λεπτομέρειες καθώς και οι στοχαστικές σας προσεγγίσεις, είναι ουσιαστικές, εντυπωσιακές, μηνυματικές και βεβαιώνουν για την υψηλή πνευματικότητά σας». Και η ποιήτρια της υπέροχης ομοηχίας και συμμετρίας της παραδοσιακής ποίησης, Άσπα Ξύδη, γράφει στην εφ. «Γενέτειρα» Ιουν.-Ιουλ για το βιβλίο του «Σπίθες απ τη Χόβολη» (μετά τη Βάρκιζα ): «Ξεκαθαρισμένος, ατόφιος με την αλήθεια, την ευαισθησία του και με ιδιαίτερη απλότητα και ανθρωπιά, ο Δημήτρης Ρήττας με την όμορφη και δυνατή του πένα αναταράζοντας την επιδερμίδα της χόβολης που σκεπάζει παλιές και βαθιές πληγές του βασανισμένου τούτου τόπου, με τη μοναδική του αφηγηματικότητα, μου διηγήθηκε...». Γίνονται αμέσως γνωστά τα προτερήματα της γραφής του συγγραφέα, γιατί άμυνα και προμαχώνας στη «συλλογική βελτίωση» της ζωής είναι πάντα ο ανόθευτος κι ο μαρτυρικά ολοκάθαρος χαρακτήρας του δημιουργού, του κοινωνικά ενταγμένου δημιουργού. Μέσα από την πηγαιότητα του βιώματος ξεπηδάει ο άνθρωπος της ντομπροσύνης, της απλόχωρης έκφρασης και της ειρηνοφόρας γραφής. Το σιγύρισμα του σπιτιού, η πειθαρχία των νεώτερων, το μέγιστο αγαθό της οικογενειακής επικοινωνίας, μεστώνουν τις περιγρα φικές λογοτεχνικές ικανότητές του. Θαρρείς ότι μια καραβιδόραχη προσμένει κάπου τον αναγνώστη. Σημείο καίριας αναφοράς, η Φύση. Ένα μόνιμο χτυποκάρδι ανηφορίζει με λυρικές αποχρώσεις κάθε συνοδοιπορία στο έργο του και με προσεγμένο τρόπο μνημονευόμενο ιστορικό φυσιοκρατικό εθιμοτυπικό κοινωνικό ή οικογενειακό γεγονός. 58
60 Μια πρωτογνώση αξιολογικής «συλλογικής δύναμης» και έκφρασης επιστρέφει στον καλόγνωμο αναγνώστη, με χρονική προέκταση και συγκρίσιμη πινελιά, της δικής του πορείας και για τη δική του γενέτειρα. Η Παναγία η μάνα Η σκέψη μου γυρόφερνε σ όλα τα περασμένα, να βρω ποιά έχω στο νου και ποια χω ξεχασμένα Τη Μάνα πρώτα σκέφτηκα, στα χρόνια τα μικράτα π ολημερίς συμβούλευε της Παναγιάς τη στράτα. Με ματωμένα δάχτυλα απ αλισίβα στάχτης, τα ρούχα όλων έπλενε και φάνταζε ο φράχτης. Τα χέρια ανασκούμπωνε κι έπλαθε τα ψωμιά, φουρνιά παν από δώδεκα, νομάτοι δέκα η φαμελιά. Στην πυροστιά ο τέτζερης βράδυ και μεσημέρι, κι όλο η Μάνα φρόντιζε για καθετί τ ασκέρι. Στο κάλεσμα της εκκλησιάς, του σήμαντρου τη διάτα, με τα παιδιά της πήγαινε της Παναγιάς τη στράτα. Στην εφημερίδα «Ελληνικός Τύπος» ONTARIO ΚΑΝΑΔΑ 16/3/2000 ο πολυαγαπητός ποιητής Αντώνης Βαζιντάρης για το: «Σπίθες απ τη χόβολη» γράφει: «Με το έργο του αυτό, πραγματικά μας αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της αδελφοφάγας εκείνης εποχής να διακρίνουμε τη συγγραφική του πείρα και ευθύνη και να χαρούμε την ποιότητα της εργασίας του». Ο δε αείμνηστος φίλος-συγγραφέας Δημ. Αθανασίου, για το βιβλίο του «Ταξίδια και στοχασμοί», εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1999, γράφει: «Επιπλέον ο Δημ. Ρήττας διαθέτει ένα σπάνιο μωσαϊκό λεξιλόγιο, πλούσιο σε διαμαντολίθαρα και μια μεγάλη αίθουσα με ασημοπυρήνες που εκφράζουν την Ελληνικότητά τους ατόφια, κατανοητή κι ανεπιτήδευτη». Τα συνοπτικά διηγήματα του Δημ. Ρήττα, είναι οι κοφτές ανάσες του χρόνου στην ανηφοριά της όποιας δημιουργίας, που ζωντανεύουν επιμελημένα τη θύμηση, το κουράγιο, το στοχασμό. Είναι λαλίστατες χρονοαπηχήσεις που θέλουν, ως επιστέγασμα ιδεών και μηνυμάτων, την αισθητική κορύφωση και την επαναφορά του στοχασμού μέσα από το αλάθητο κάτοπτρο της ζωής και του χρόνου. Είναι ουσιαστικά μια διηγηματογραφική και πειθαρχημένη αντίληψη της λύτρωσης όσο και της συγγραφικής ωριμότητας. Στοχεύουν σε ψυχική και πνευματική δύναμη και 59
61 ανασύνταξη. Αυτό πιστοποιείται από την έκδοση του βιβλίου. Ο συγγραφέας Δημ. Ρήττας γεννήθηκε το 1926 και το εξέδωσε το 2009, σε ηλικία 83 ετών. Ισχύει κατά τη γνώμη μου απόλυτα, ό,τι του έγραψα 4/9/1995: «Η γραφή σας ευθύβολη, ειλικρινής, ανθρώπινη, παρηγορητική, αντικειμενική, καταστάλαγμα πείρας και πίκρας, μεταδότρα της αγάπης για ό,τι η ζωή οικοδομεί Ειρηνοφόρο και Δημιουργικό». Ιδιαίτερη αίσθηση δημιουργούν τα τοπωνύμια «Κρυοκάναλος», «Παλιομονάστηρο», «το Νυχτονέρι» κ.ά., συνδεδεμένα με τη συλλογική (με κοινωνικό απόηχο και οργάνωση) πρακτική πνευματική παρουσία του χωριού, στις εορτές και στις συναναστροφές, στις εκδηλώσεις, στις ψυχικές τεκμηριώσεις του χρόνου και της ζωής στο καθένα. Συντονισμός και ταυτοποίηση της προσπάθειας για συγκρίσιμες μνήμες και θύμησες. Σημαδιακός φορέας μνήμης και πιστός βιγλάτορας της κοινότητας ο πλάτανος. Ο πλάτανος κάθε κοινότητας, χρονοθύλακας και φιλόξενο μάτι, μυστική φωνή και βιβλίο που δε γράφτηκε ολόκληρο ποτέ, της Εθνικής Αντίστασης και της λευτεριάς ένα μακρύ μαρτυρολόγιο γενεών εποχών από λογής-λογής μνήμες φορτωμένο. «Τα φύλλα του πλάτανου θρόιζαν χαρούμενα στον ρυθμό της μουσικής ορχήστρας. Και θα λεγα ότι χόρευαν ακόμα και τα φυσικά όμορφα σκουλα ρίκια του, τα θαυμαστά και υπέροχα «κορομπούλια του πλάτανου». Απ την αρχή της διασκέδασης ο κουφωτός κορμός του πλάτανου έβλεπε, άκουγε και συλλογιόταν κιόλας στοχαστικά με της ψυχής του τον βαρύ καημό. Τώρα αργά, κοντά το μεσονύχτι, που τα... τσάμικα τραγούδια και οι χοροί ήταν στα μεγάλα τους τα κέφια, τρίζανε από χαρά τ αγκαλιασμένα κλωνάρια του. Τον συγκίνησαν οι ξεχωριστές λεβεντιές με «τη στράκα στο τακούνι» και κάποιοι μεσοκαιρίτες - γερομπασμένοι τσουγκρίζοντας κεφάτοι με το «ας πάει και το παλιάμπελο όλα εδώ θα μείνουν». Ο αγέρωχος πλάτανος σαν πρωτοβλάμης του πανηγυριού και σεμνός οικοδεσπότης του χωριού, δάκρυσε και κραύγασε με της ψυχής του το βουβό μεγάλο παράπονο. Θαρρώ πως θα πρεπε, μωρέ, αντικριστά στη Βρύση ένα Μνημείο να στηθεί για Μνήμες και Ειρήνη! Κι όλοι μαζί οι Χωριανοί με μια φωνή να ευχηθούν: ΠΟΤΕ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΝΑ ΜΗ ΔΟΥΝ! ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΑΓΑΠΟΥΝ!!» Ο Δημ. Ρήττας διαμαρτύρεται μ ένα τρόπο γνήσιας εκφραστικής απλότητας, για τα κακώς κείμενα της καθημερινότητας του νεοέλληνα, για την «αθλιότητα του σύγχρονου πολιτισμού», για το «πνευματικό κατρακύλισμα, την εμπορευματοποίηση, την εκπόρνευση της τέχνης και το μηδενισμό της αξιοπρέπειας της κοινωνίας». Στην εφ. «Ελεύθερος», Σεπτέμβριος 1990, ο αείμνηστος φίλος ποιητής ηθοποιός Τάκης Νατσούλης γράφει: «Τα πλούσια γραφτά του επιβάλλονται με της ευρύτητας την αντίληψη. Τα διαβάζεις, τα χειροκροτείς, τα χαίρεσαι και σ αιχμαλωτίζουνε. Τα διακρίνει της τέχνης η δύναμη και της αληθοφάνειας η πληρότητα. Κάτω από την 60
62 αβίαστη περιήγησή του, διακρίνεται η ανιδιοτέλεια, η ειλικρίνεια, η τιμιότητα κι η πολυμάθεια. Στην περιγραφή, αποδείχνεται μάστορας, με τ αφηγηματικά του προσόντα, τα Γραμματολογικά του χαρίσματα και τις ηθογραφικές του ικανότητες». Το βιβλίο του «Καραβίδια Θερμοπυλών» αφιερώνεται και στη μνήμη των θυμάτων , ένδειξη τιμής και συγκεντρωμένης αγάπης, ήθους, πείσματος, φυσιολατρίας, ανθρώπινης ευαισθησίας κι αυτοελέγχου, επικοινω νιακού διαλόγου, αξιόλογης ερευνητικής ματιάς, ισορροπημένης εκφραστικής συνοχής, πατριωτικής-αγωνιστικής σκέψης, ειρηνοφόρας προέκτασης κραυγή και παρουσία. Ο συγγραφέας Δημ. Ρήττας ενστερνίστηκε όλη την αντίφαση της ζωής, γνώρισε το προσποιητό και απροσποίητο, την ανταπόκριση και μη, την προαποφασισμένη ανάγκη που καθορίζει τον ανθρώπινο πόνο, συλλογικό ή ατομικό, την αγέρωχη χαρμόσυνη καλομοιριά της ζωής και τανάπαλιν, αφυπνίζοντας τους νεότερους με την κραυγή, την αγωνία, το επιφώνημα Το έργο του έτυχε πολλών διακρίσεων, όμως ταπεινή επίκληση του ίδιου η εξομολόγηση με πολύκλωνη σκέψη, ξεχωριστή αγάπη και μπόλικο Ρουμελιώτικο μεράκι Είναι, για όλους όπου γης, ΕΙΡΗΝΗ. ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ. Νίκη Μιχαήλ Κατσικάδη Η Παγκοσμιοποίηση και το πρόσωπο. Λαοί της γης. Εδώ μπροστά στην τρίτη χιλιετία. Ας αποφυλακίσουμε τον αθώο θεό του κόσμου. Ας δικάσουμε τους θηριώδεις αρχομανείς και τους μισαλλόδοξους καταπατητές των ηθικών αξιών, όπου στιγμάτισαν ακόμη και τις ίδιες τους τις ιδεολογίες. Βέβαια η πορεία της Παγκοσμιοποίησης δεν αναστρέφεται. Οι κυβερνήσεις των χωρών έχουν χαράξει κοινό δρόμο για την επίτευξη του κοινού στόχου. Ενός στόχου σαν κι αυτόν της ΕΟΚ σε ό,τι αφορά την Ευρώπη. Όμως από τον χειρισμό των κυβερνήσεων εξαρτάται το αποτέλεσμα. Θα μας βγάλει άραγε σε μια απειλητική άβυσσο; ή στο ξέφωτο Ευλογημένης Εδέμ; Οι καιροί εγκυμονούν περιστάσεις διάφορες. Αν δεν ισοπεδώσουν τον άνθρωπο ως μονάδα και τα δικαιώματά του στην κοινωνία, μπορεί αυτό το γεγονός να λειτουργήσει θετικά. Αν όμως δεν σεβαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις προσωπικές ανάγκες για ύπαρξη και δημιουργία, 61
63 τότε το γεγονός αυτό θα είναι μια απειλή. Τα ήθη, τα έθιμα, το παρελθόν των λαών είναι απαραίτητα για την προσωπικότητα του ατόμου. Καθώς οι ανθρώπινες κοινωνίες επεκτείνονται, η μείξη των φυλών δημιουργεί τη φυσική εξέλιξη της Παγκοσμιοποίησης. Ένα κοινό σκέπαστρο μοιάζει να είναι ανάγκη της κοινωνίας. Βέβαια υπάρχει μια μεγάλη μερίδα του κοινωνικού πληθυσμού που αρνείται να πιστέψει στην ιδέα αυτή και τη θεωρεί χίμαιρα και μύθο. Ενώ είναι μια πραγματικότητα μη αναστρέψιμη στην οποία οι κοινωνίες οδηγούνται κατά το μάλλον ή ήττον. Αυτή λοιπόν η μερίδα θεωρεί την παγκοσμιοποίηση απότοκο κτητικού και ανταγωνιστικού ατομικισμού. Αυτή είναι η κακώς εννοούμενη παγκοσμιοποίηση. Όπως υπήρξε το κίνημα του Αδόλφου Χίτλερ, που ήθελε να γίνει κοσμοκράτωρ, και θεωρούσε τον Γερμανικό λαό Άρεια φυλή. Ενώ τους άλλους λαούς υποδεέστερους και απορροφημένους υπό το κράτος του. Ο δύσκολος αυτός δρόμος προς την παγκοσμιοποίηση, είναι όντως και μία μουσική μενταλιτέ του νου. Μιας ζωής πολυτάραχης. Μπροστά στους πύργους της φρίκης του παραλόγου. Μπροστά στους περιπλανώμενους Παλαιστίνιους. Κάτω απ τις έξυπνες βόμβες της καταστροφής στο Βελιγράδι και το Σουδάν. Κάτω από το μαβί ουρανό της Βαγδάτης. Μιας ζωής μπροστά σ ένα ληστή πόλεμο, που μπαίνει μέσ στα σπίτια μας. Μπροστά στις αθώες παιδικές υπάρξεις που έμαθαν να ζουν στα αναπηρικά καροτσάκια δίχως χέρια, δίχως πόδια. Παιδιά που αγνοούν και τ απλούστερα αγαθά και που γλυκαίνουν την πίκρα της ζωής τους, την ορφάνια και τη δυστυχία τους, με μόνον λίγους κόκκους ζάχαρης. Κι όμως, ένας άλλος κόσμος θα μπορούσε να γεννηθεί κάτω από νέες διερευνήσεις, πάνω στο τεντωμένο διαχωριστικό νήμα που κινείται η ανθρωπότητα, όπως μας λέει ο Βουλευτής Παναγιώτης Μελάς, στην Πειραϊκή Πολιτεία της 4 ης Οκτωβρίου, Σ αυτό τον κόσμο των ευκαιριών, στην κοινωνία της γνώσης και των εμπειριών, με τις πολιτισμικές ανακατατάξεις ανοίγονται καινούργιοι ορίζοντες για τον άνθρωπο, καλλίτερης ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών της ζωής. Όμως με τον κίνδυνο της έλλειψης χώρου για την ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και την εξασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σ αυτό τον όμορφο κόσμο των συμφερόντων, εμείς δεόμεθα για το κεφάλαιο, τις μεγάλες δυνάμεις, τους αρχομανείς γενικώς, να γνωρίσουν την πατρίδα τους και να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους στο εξής για να ξαναζωντανέψουν τις εθνικές συνειδήσεις και τα απονεκρωμένα κύτταρα της κοινωνίας. Δεόμεθα να μην δημιουργούν πολιτικά υποχείρια καταχθονίων σχεδιασμών που φθάνουν τον απλό άνθρωπο στο ναδίρ. (Θυσία η ανθρωπότητα στο νέο Θεό του 21 ου αιώνα. Δηλαδή στην ρήση που αναγράφεται στο δολάριο. In God with trust ). Ευχόμαστε να μας χάριζαν οι μεγάλοι ιθύνοντες, την σωτηρία και όχι το χάος ενός πολέμου μη 62
64 τυπικής διάστασης που ο Κλαούζεβιτς φοβόταν. Ας ήταν οι δυο γραμμές των ιθυνόντων, της Νέας Υόρκης «Πάουελ» και «Ράμσφελντ» δηλαδή, 1 ον Πολιτική θεμελιωμένη σε μη ορατά πράγματα και 2 ον η γραμμή η θεμελιωμένη στην Εθνική πυραυλική άμυνα, να μας βγάλουν στης Ειρήνης τα διάσελα. Ο Κοινωνιολόγος του Διεθνούς Κολεγίου Φιλοσοφίας Πώλ Βιρίλιο, σε συνέντευξη στην Ουμανιτέ είπεν ότι: Στην εποχή και στην κλίμακα της παγκοσμιοποίησης, θα μιλούσα για ένα Μεσαίωνα. Βρισκόμαστε σ ένα ιστορικό πισωγύρισμα. Σαν μια επιστροφή στην φεουδαλικότητα. Και μεταξύ άλλων ο φιλόσοφος Βιρίλιο λέει ότι αυτός είναι ένας αγώνας ανάμεσα σε κάστες. Δηλαδή, Μαφίες, σέχτες, Φίλαρχους και Πολέμαρχους, Πολυεθνικές, τους Μεντόχ τους Μπίλ Γκέϊτς, κλπ. Αόρατα αεροπλάνα, αόρατα κτυπήματα, - αυτοκτονικοί εχθροί των Σπηλαίων και φυσικά, αντιστάσεις, στην εποχή της ολικής μετάβασης. Ας ευχηθούμε να γίνουν Ειρήνη και Φως. Και να γίνουν οι πολίτες των καθορισμένων ορόσημων των χωρών, Πολίτες του Κόσμου, παλλόμενοι από την μεγάλη Δημοκρατική ιδέα. Κι η αληθινή Δημοκρατία να μπει μέσα στο τιμημένο σκάφος του Αμερικανού ποιητή Ουώλτ Ουϊτμαν. Και πάνω στ αμπάρι, στην καρίνα, την πρύμη, την πλώρη, ν αντηχούν νότες απ το τραγούδι της ζέουσας αίσθησης της Ειρήνης και της Αγάπης, μ ένα σθένος υπέροχο. Και νάναι το τραγούδι αυτό η φωνή όλων των ανελεύθερων καθεστώτων φυλών κι Εθνών. Και σταθερά ν αρμενίζει με τα ξάρτια του το Καράβι της αληθινής Δημοκρατίας για το θριαμβικό λιμάνι του ειμερτού προσδιορισμού, μακριά απ τις δηλητηριασμένες επιδιώξεις της μισαλλοδοξίας και της απανθρωπιάς του πνεύματος του Μακαρθισμού. Μακάρι ο κάθε Χαλίφης Λάντεν να καταπνίξει την δική του Libido dominandi για την οποία κατηγορεί τους αντιπάλους του, Αμερικανούς. Αυτόν δηλαδή τον άκρατο πόθο κυριαρχίας που κατατρέχει όλους τους μεγάλους και μικρούς αρχομανείς κάθε χρόνου και τόπου, όπως μας λέει ο Μάριος Πλωρίτης στο Βήμα της 7 ης Οκτωβρίου Γραμματείς, Φαρισαίοι. Σήμερα οι τραγωδίες της ιστορίας ξαναζούν. Ο κόσμος κρεμάται επί υλικού θανάτου και μάλιστα για λίγα ψίχουλα. Ο κόσμος κρεμάται επί μετάλλου ουρανίου, και επί ηθικού θανάτου. Ο χειρότερος θάνατος είναι ο ηθικός θάνατος. Οι θυσίες επισταυρώνονται. Εγώ δεν είμ ο θάνατος, είμ η ζωή. Πέφτω, εγείρομαι και καταγγέλλω τους πολέμους εξαναγκασμού συμφορών. Καταγγέλλω τη Δύση, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις χώρες μέλη, το Δικαστήριο της Χάγης την κατά το Pax Romana ζούγκλα της Pax America. Μακάρι το χλωμό φύλλο της νέας τάξης πραγμάτων να σβήσει πλέον τους εφι- 63
65 άλτες. Μακάρι ν ανανήψουν οι άβουλοι υπήκοοι, κι άλαλοι χρήστες των ιερών προϊόντων κι ο ιερός πόλεμος να γίνει απλά ειρήνη. Είθε πάνω στις θάλασσες του κόσμου να πλεύσουν σα νούφαρα τα Φύλλα της Χλόης της 10 ης έκδοσης του Αμερικανού ποιητή Ουώλτ Ουϊτμαν. Φτερά Εγώ, πικρή ζωή μου, έχω φτερά κι ακροβατώ σα να πετάω μάλλον, του κόσμου δε φοβάμαι την αρά, γιατί έχω μέσα μου έναν κόσμον άλλον. Στη γυναίκα της Μάνης Σπαρμένοι στέκουν μεσαθέ μου βράχοι. Στ ανέμου τ άλογα και Συ καημέ μου. Απόψε ζω, στην άρνηση μονάχη, βαστάζοντας τα σείστρα του πολέμου. Κόρη της θάλασσας στα πλάτη πέρα, δεν με δαμάσανε ποτέ τυφώνες σαν αντιπάλευα μπρος στη φοβέρα, μ άστρα και νούφαρα τόσους χειμώνες. Σκαρί τρικάταρτο δίνης κυμάτων, σπαθί και χίμαιρα θάλλουν στη πάλη. Μαγείες, χρώματα, φώτα θαυμάτων! Στου νου τ αφάνταστα και την αιθάλη. Λαξεύω κάστρα, με φωτιά κι ατσάλι και βέλη θρυμματίζουν την ψυχή μου. Μα, νείρεται στων νόστων τ ακρογιάλι. ΑΛΩΒΗΤΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ Η ΖΩΗ ΜΟΥ. 64
66 Τίτος Κοκκινέας Τα άγια λείψανα Ηλιαχτίδες, φερμένες από ψηλά στα ουράνια, τρυπώσαν μέσα απ το κόκκινο στρογγυλό γυαλάκι, που είχε το πανεθύρι της εκκλησίας στο Ιερό, κι έπεσαν πάνω στην Αγία Τράπεζα. Φωτίστηκε σαν σε όραμα ματοβαμμένο, παράξενα, μέσα σε κόκκινο κύκλο τότε-μια μεγάλη κουμπούρα-που βρισκότανε εκεί, στην Αγία Τράπεζα πάνω, για να ευλογηθεί! - Μια κουμπούρα πάνω στην Αγία Τράπεζα!!! Χριστός και Παναγία! Ποιος την έβαλε; Τίνος είναι; - Δικιά μου είναι Άγιε Δέσποτα. Άσε τ Άγια Λείψανα να ευλογηθούνε! Τούτα θα μας φέρουν Λευτεριά! Ο Δεσπότης τα ξανάχασε μ εκείνα τα λόγια. Κοίταξε τον Παπαναστάση αυστηρά, θυμήθηκε τον αφορισμό που χε στείλει ο Πατριάρχης για κάθε κίνημα και επανάσταση ενάντια στην Τουρκιά για Λευτεριά του ελληνικού γένους και λέει: - Τι λες Παπαναστάση σ έχω κάνει και πρωτόπαπα στα Φιλιατρά μέσα! Να λειτουργείς στη Μητρόπολη της πόλης. Σε τιμωρώ: 40 ημέρες «αργός». 40 ημέρες δεν θα ξανά λειτουργήσεις σ εκκλησιά. Αυτά είπε και όρισε ο Δεσπότης της Τριφυλίας και Ολυμπίας στο επεισόδιο τούτο, ανήμερα της εορτής του πολιούχου της πόλης των Φιλιατρών, του Αγίου Χαραλάμπους, στις 10 Φλεβάρη Έγιναν στο σχόλασμα της εκκλησίας. Μετά ο Δεσπότης μας έφυγε για την έδρα του, που ήταν στην Κυπαρισσία Τριφυλίας, καβάλα στ άσπρο του τ άλογο, ενώ άλογα μουλάρια και γαϊδουράκια κουβαλούσαν στη ράχη τους την δεσποτική ακολουθία του. Που και που δεξιά ή ζερβά απ τη «γράνα» μέσα στα λιόδεντρα ξεπρόβαλλε καμιά μυγδαλιά, που άρχισε δειλά να πρασινίζει και είχε «δεμένα» μικρούλικα κι όλας τα μύγδαλά της. - Είσαι όμηρος δικός μου, κι όλης της Τουρκιάς. Αν δεν μου δώσετε γρόσια μέχρι τη Λαμπρή σας, θα τον σφάξω τον Δεσπότη σας, ανήμερα το Πάσχα, σαν τ αρνιά τα δικά σας. Έτσι είπε να σας πω ο Τούρκος χανιτζής, που χει το χάνι στο έμπα της Αρκαδιάς! Λέει μετά λίγες ώρες, της ίδιας μέρας, ο αποσταλμένος Διάκος της ακολουθίας του δεσπότη, στο Παπαναστάση. Και πρόσθεσε: - Πρέπει, μου πε ο Τούρκος, να κάνουμε σ όλες τις εκκλησίες μας, έρανο από σήμερα για το ποσό αυτό. Ο Παπαναστάσης, φιλικός και επαναστάτης παπάς, όμως ήταν έτοιμος. Μαζεύει τα δέκα αρματωμένα παλικάρια του και πάει στο τούρκικο χάνι. Οι Έλληνες στο λεπτό, αθόρυβα αφοπλίζουνε φιμώνουν και δένουν πισθάγκωνα τους Τούρκους οπλοφόρους. Ο Τούρκος χανιτζής, αρχηγός τους δεν πήρε χαμπάρι 65
67 τίποτα. Ήταν με τον Δεσπότη μας στο πάνω πάτωμα. Ανίδεος, τάχα, προβάλλει στη πάνω σάλα ετούτη με τον «τσατουμά» ένα γύρω, τα σκαμνιά, και τους «σοφράδες» ο Παπαναστάσης. Κοιτάζει τον Δεσπότη, έπειτα τον χανιτζή και λέει: - Άγιε Δέσποτα. Για την «Αρκαδιά» την Κυπαρισσία, πάω κι εγώ με την ακολουθία μου. Έμαθα πως είσαι εδώ και ήρθα να σε πάρω να πάμε παρέα! Ο χανιτζής ακούγοντας τούτα, πάει να τραβήξει την κουμπούρα του. Γρηγορότερος και έτοιμος ο Παπαναστάσης τότε τραβά κάτω από τα ράσα του και τις δυο κουμπούρες φωνάζοντας του άγρια: - Στον τόπο ωρέ και σ έφαγα! Ο Δεσπότης θα ρθει μαζί μου τώρα! Και τρέχουν στο πρόσταγμα του τα παλικάρια του και δένουν και τον χανιτζή Τούρκο. Κάνουν να φύγουν από τη σκάλα. Γυρνά τότε στο δεμένο Τούρκο Χαντζή ο Παπαναστάσης και λέει αυστηρά: - Εκεί θα κάτσεις δεμένος, για να μάθεις. Και κοίτα μη κάνεις το παραμικρό και στον τελευταίο Ρωμιό, γιατί τούτο θάναι ο χαμός σου. Έτσι οδήγησε τον Δεσπότη στο δεσποτικό του, σώο και αβλαβή την ίδια μέρα! Σαν κηρύχθηκε η επανάσταση στις 25 Μάρτη 1821, οι Τούρκοι αμέσως πιάνουν τον Δεσπότη μας αυτόν της Τριφυλίας και Ολυμπίας, να τον δικάσουν σε θάνατο με μαρτύρια για υπεύθυνο του ξεσηκωμού των ραγιάδων. Ο Παπαναστάσης όμως, γρηγορότερος απ αυτούς τρέχει με τα παλικάρια του στο τουρκικό δικαστήριο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας). Το περικυκλώνει και μόνος του ορμά μέσα στο δικαστήριο τραβά την κουμπούρα του στον Τούρκο Δικαστή (κατή) φωνάζοντας σ όλους τους παρευρισκόμενους: - Ο Δεσπότης μας θα πάει στο δεσποτικό του ελεύθερος! Κι αν του πειράξετε έστω και μια τρίχα της κεφαλής του, θα βάλω στην τουρκική συνοικία σας φωτιά και απ τις τέσσερις μεριές, και θα σας κάψω όλους σας τζιτζίρους μέσα! Έτσι ελευθερώθηκε ο Δεσπότης μας δυο φορές απ τον Παπαναστάση και τα παλικάρια του. Σαν ελευθερώθηκε και η πατρίδα μας Τριφυλία και Ολυμπία από τους Τούρκους, κάλεσε σε γεύμα ο Δεσπότης τον Παπαναστάση με τα παλικάρια του και κει στην πρόποση του λέει: - Παπαναστάση όχι μία αλλά δύο κουμπούρες να βάλεις από τώρα, να ευλογούνται πάνω στην Αγία Τράπεζα! Γιατί πραγματικά τα όπλα της Λευτεριάς μας, είναι σήμερα τ άγια μας λείψανα! Τούτα και άλλα τρανότερα έκαμε στην Πύλο, στην Αρκαδιά, στο Νιόκαστρο, στα Φιλιατρά στη Χώρα, Μάραθο, Μεθώνη και Κορώνη παντού όπου πάτησε κι οδήγησε νικητές όλους τους Έλληνες σε όλη τη Μεσσηνία, ο πάππος μου κι ήρωάς μας «Παπαναστάσης». Τα στορισα και ζωντάνεψαν όπως πάνω-κάτω μου τα πε η αξέχαστη γγόνα του και γιαγιά μου: Παναγιωτούλα Τσετσενέκου-Βορρέ το γένος «Παπαναστάση». Σαν λευτερώθηκε η Ελλάδα το ξενόδουλο, άθλιο, αχάριστο και κακούργο πρώ- 66
68 το βασίλειό μας, έκρινε τον νεκρό ήρωα πια οπλαρχηγό και ηγέτη «Παπαναστάση», που χε δώσει την ζωή του για την Λευτεριά, και ότι είχε και δεν είχε, σαν «Υπαξιωματικό Β τάξεως»! Τον μονάκριβο γιο του που πολέμησε πάντα και μαζί του και μετά το θάνατό του μέχρι τη Λευτεριά του τόπου δεν τον έκριναν καν άξιο για τίποτα και καθόλου όσο ζούσε και μέχρι σήμερα! Οι Δήμοι Φιλιατρών και Κυπαρισσίας τιμώντας τους περισσότερο, έχουν ονομάσει κεντρικούς δρόμους σε οδό «Οπλαρχηγού Παπαναστάση». Το ίδιο και στο χωριό του το Χαλαζώνι Φιλιατρών, και κει που ζούνε απόγονοι του στο θέρετρο Αγρίλης Φιλιατρών. Ιωάννα Κόκλα Ναύπλιο. Οδοιπορικό στην ιστορική πορεία του έθνους μας. Ναύπλιο. Μια πανέμορφη πόλη κτισμένη στον μυχό του Αργολικού κόλπου, κάτω απ την σκέπη των επιβλητικών και μεγαλόπρεπων κάστρων της Ακροναυπλίας και του Παλαμηδιού, βρίσκεται να κρατά στην θαλασσόβρεχτη αγκαλιά της το μικρό νησάκι-φρούριο, το Μπούρτζι. Μια πόλη ξέχωρα διαλεχτή, που έχει το μοναδικό χάρισμα να φυγαδεύει τον επισκέπτη της, μέσα στις αλησμόνητες μνήμες της χιλιοβασανισμένης πορείας του έθνους μας. Η πλέρια φυσική ομορφιά της, το κάλλος της αρμονικά συνταιριασμένο με την ιστορία και το αθάνατο έπος, αναδύουν στην πόλη του Ναυπλίου ανασασμούς ατμόσφαιρας ηρωικής. Η κάθε μια ξεχωριστή επίσκεψη στα ιερά χώματά της, γίνεται ευλαβικό προσκύνημα ζωής και θέλοντας και μη, βρίσκεσαι να περπατάς ανάμεσα σε πλήθος διαλεχτούς ήρωες της λευτεριάς Κολοκοτρώνης, Πλαστήρας, Νικηταράς, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Υψηλάντης, Καποδίστριας, Σταϊκόπουλος, Μοσχονησιώτης, Τερτσέτης, Πολυζωϊδης Βρίσκεσαι με πάλλουσα φωνή και ραγισμένη απ την συγκίνηση καρδιά, να διαβάζεις μεγαλοφώνως για πολλοστή φορά, το επίγραμμα του αγέρωχου καβαλάρη γέρου του Μοριά: «Έφιππος χώρει, γενναίε στρατηγέ ανά τους αιώνας, διδάσκων τους λαούς πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι» Ναύπλιο: «Ναύς και πλέω», η διαχρονική αλήθεια της ετυμολογικής της προσέγγισης, 67
69 δηλώνοντας εσαεί μαζί με τις πανάρχαιες φυσικές ομορφιές και την γεωστρατηγική της ιδιαιτερότητα, μια και ο ονοματοδότης πρωτοϊδρυτής της Ναύπλιος, είναι, όχι τυχαία, ο γυιός της θάλασσας και της ιστορίας. Είναι ο γυιός του θεού Ποσειδώνα και της Αγρείτισσας κοσμογυρισμένης Δαναΐδος της διασποράς, της Αμυμώνης. Είναι ο άριστος αστρονόμος κυβερνήτης της «Αργούς» στην Αργοναυτική εκστρατεία, μά και ο πατέρας ενός απ τους σοφότερους Έλληνες, του αρίστου γραμματοποιού και εποποιού Παλαμήδη. Η εφεύρεση πολλών συμβόλων-γραμμάτων, του ελληνικού αλφαβήτου (όπως του ζ, θ, φ, χ), των μέτρων και των νομισμάτων, η επινόηση της διαίρεσης του χρόνου (σε ώρες, ημέρες και μήνες), λογίζονται ως δικές του εφευρέσεις. Ο Παλαμήδης είχε λάβει μέρος στην εκστρατεία της Τροίας και καταγράφεται ότι κατά την διάρκεια του πλου, χάριν παιδιάς (απασχόλησης) των πανελλήνων ναυτών, εφεύρε τα «παίγνια των ψήφων και των πεσσών». Τα παιχνίδια με τα ζάρια, όπως το σκάκι, το τάβλι, η τρίλιζα. Μάλιστα απ τους περισσότερους ποιητές μας, καταγράφεται ότι ο Παλαμήδης υπήρξε τόσο ευφυής, ώστε εκείνος μόνον ξεσκέπασε τις μεθοδευμένες πονηριές του Οδυσσέα, προκειμένου να μην λάβει μέρος στα Τρωϊκά Αυτός βεβαίως υπήρξε και ο καθοριστικός λόγος της πρόκλησης του φθόνου του Οδυσσέα, όπως και η βασική αιτία της κατασυκοφάντησής του, με την εν συνεχεία εξόντωσή του με το δόλιο και άνανδρο λιθοβολισμό του. Ο Καφηρέας ή αλλιώς πως Κάβο Ντόρο, με την λυσσώδη πολλές φορές καταστροφική του μανία ενάντια στα πλοία των ναυτικών, αυτόν τον άδικο χαμό του Παλαμήδη καταμαρτυράει, μια που ο πατέρας του ο Ναύπλιος μη μπορώντας να αποδεχθεί την βαρειά αδικία της καταδίκης του παιδιού του, εκεί πήγε κι άναψε τις παραπλανητικές φωτιές, για να ξεγελάσει και να τιμωρήσει τους υπαίτιους του θανάτου του γυιού του. Έτσι το αγέρωχο «Παλαμήδι του Αναπλιού», τ όνομα του γυιού του Ναυπλίου φέρει και μ αυτό το όνομα του σοφού εφευρέτη Παλαμήδη, θα εξακολουθεί να πορεύεται στους αιώνες των αιώνων Εκεί μέσα λοιπόν στους δοξασμένους προμαχώνες του κάστρου του Παλαμηδιού, χιλιετίες αργότερα δόθηκε και η τελική μάχη της απελευθέρωσης του Ναυπλίου, απ τον πρωτοστάτη ήρωα Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μάλιστα η ιστορία καταγράφει ότι η ρίψη από πενήντα επιτυχείς βολές, έκρινε την νικητήρια έκβαση της πάλης του ήρωα του Μοριά κατά των οχυρωμένων Τούρκων, στην πρώτη πρωτεύουσσα του νεοσύστατου κράτους. Δυστυχώς όμως ο ήρωας αυτός, ο απελευθερωτής των Ελλήνων απ τον δυσβάσταχτο τουρκικό ζυγό, παρέμεινε για έξι ολόκληρους μήνες φυλακισμένος στο ίδιο αυτό κάστρο του Παλαμηδιού, γιατί έτσι όρισαν ως φαίνεται οι δειλοί ανθέλληνες ντόπιοι και ξένοι «κηδεμόνες» του βαυαρού Όθωνα, κρίνοντάς τον ως «ύποπτο 68
70 συνωμοσίας» εναντίον τους Συνέχεια του κάστρου του Παλαμηδιού, βρίσκεται το κάστρο της Ακροναυπλίας, που όπως και τ όνομά του καταμαρτυρεί είναι το άκρο της άλλοτε πόλης Ναυπλίας. Εκεί λοιπόν στην Ακροναυπλία θα συναντήσουμε (σύμφωνα με τον περιηγητή ιστορικό μας Παυσανία), ερείπια από κυκλώπεια τείχη, πλήθος φυσικά σπήλαια και λαβυρίνθους, ιερό του θεού Ποσειδώνα και την δροσοστάλακτη πηγή Κάναθον, στην οποία συνήθιζε μια φορά το χρόνο να λούζεται η ανεμόεσσα θεά Ήρα. Μάλιστα δε αξίζει να σημειώσουμε ότι η πηγή αυτή εθεωρείτο ως το πλέον ενδεδειγμένο «ελιξίριον νεότητας», προκειμένου στα ιαματικά νερά της να ανανεώνεται η θεά και να ξαναβρίσκει την αειπάρθενη μορφή της. Κατηφορίζοντας στα στενά δρομάκια της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, με τα δεκάδες σκαλοπάτια να ξεκινούν απ τα ριζά του κάστρου της Ακροναυπλίας και να καταλήγουν στην θάλασσα, μοιάζεις διαχρονικός περιηγητής της ελληνικής καλαισθησίας. Πανέμορφα νεοκλασσικά διώροφα και τριώροφα οικήματα, υψώνουν αγέρωχα το ανάστημά τους και χαιρετούν τους επισκέπτες της πόλης, έχοντας στις εξώθυρές τους τα βαρύτιμα επιβλητικά τους εμβλήματα, τα γραφικά μπαλκονάκια τους και τα ομορφοστόλιστα παραθύρια τους. Γουστόζικα μαγαζάκια με πλούσια εκθέματα παραδοσιακών προϊόντων της μάνας γης, κυρίως από την ελιά και το στάχυ, σαγηνεύουν και διδάσκουν με την απλότητα και την αδιαμφισβήτητη χρησιμότητά τους. Η ελιά με τον θεϊκό καρπό της, το χρυσαφένιο λάδι της, τον ευκολοδούλευτο φλοιό της, το θερμαντικό κουκούτσι της, το ιαματικό φύλλο της, γίνεται πανεύκολα γεύση, τροφή, στολίδι, φάρμακο, εργαλείο. Το ίδιο συμβαίνει και με το «πυρόξανθο» στάχυ του σταριού και τα παράγωγά του, όπως και με τ αμπέλι και τα εσπεριδοειδή. Θεία ευλογημένα προϊόντα της γης που τόσο άφθονα παράγονται στον παρακείμενο Αργολικό κάμπο, πλουτίζοντας και θρέφοντας όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μας Στην συνέχεια προχωρώντας στην άλλοτε αρχοντική πόλη του Ναυπλίου, θα συναντήσεις σκιερές πλατείες γεμάτες αγάλματα, ηρωικά ενθυμήματα της ελληνικής επανάστασης του Θα συναντήσεις πανέμορφες μικρές εκκλησιές, πλην όμως λαβωμένες όχι μόνο απ τον χρόνο, αλλά κι απ τις σφαίρες του διχασμού και της μισαλλοδοξίας Γιατί στην πλατεία Ελευθερίας πάνω στους τοίχους της εκκλησιάς του Αγίου Σπυρίδωνος, θα δεις τα αποτρόπαια σημάδια απ τις καρφωμένες σφαίρες του πληρωμένου θανάτου του κυβερνήτη της νεώτερης Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια. Εκεί στην είσοδο της άλλοτε μητρόπολης του νεοσύστατου κράτους, του μόλις απελευθερωμένου έθνους μας, πληγώθηκε θανάσιμα μαζί με τον φωτισμένο εθνάρχη Καποδίστρια και η μετέπειτα ομαλή πορεία του τόπου Οδοιπορώντας στην πόλη του Ναυπλίου θα συναντήσεις το «Βουλευτικόν», την πρώτη Βουλή των Ελλήνων, πιο κάτω το πρώτο Γυμνάσιο και το Δημαρχείο, το πρώ- 69
71 το Φαρμακείο, την πρώτη Στρατιωτική Σχολή, την πρώτη Γεωργική Σχολή Μην σου φανεί παράξενο στο Ναύπλιο θα συναντήσεις πολλές πρωτιές, γιατί η ξεχωριστή αυτή πόλη υπήρξε η πρώτη και η καθοριστική πρωτεύουσα της νεώτερης Ελλάδος, με πρωτοκυβερνήτη μάλιστα τον εμπνευσμένο Ιωάννη Καποδίστρια. Ας αναλογιστούμε μονάχα αν αστοχούσαν οι σφαίρες των δολοφόνων του τότε, πόσο φωτεινή και απρόσκοπτη θα συνεχίζονταν η αναγεννητική πορεία της νεώτερης Ελλάδος Στην πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου, μνήμες διάσπαρτες και ανακατεμένες με τα λόγια του Γ. Γενναδίου μας συνοδεύουν στο Πολεμικό Μουσείο της πόλης, όπου στεγάζεται η μεγαλοπρεπής μαχητική πορεία του έθνους, μαζί με την ίδρυση και την ιστορία της σχολής Ευελπίδων. Επίσης στην καρδιά του Ναυπλίου, στο κτίριο του άλλοτε Βενετσιάνικου οπλοστασίου στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, με άκρως σημαντικά ευρήματα-εκθέματα, απ όλη την ευρύτερη περιοχή της Αργολικής πεδιάδος. Μια χάλκινη πανοπλία 3500 χρόνων, μια πήλινη κεφαλή ειδωλίου της ίδιας περίπου εποχής, «ο Άρχων της Ασίνης», ο πρωτοελλαδικός ψυκτήρας της Τίρυνθας, καθώς και πλήθος αγγείων, πήλινων προσωπείων και κτερισμάτων της Μυκηναϊκής εποχής, κοσμούν τις αίθουσές του. Πιο κάτω στο Πελοποννησιακό λαογραφικό Μουσείο, που φέρει το όνομα του ιδρυτού του «Βασίλειος Παπαντωνίου», θα συναντήσεις ένα απ τα πληρέστερα λαογραφικά μουσεία της χώρας, στο οποίο εκθέτονται πάνω από αντικείμενα σε υφαντά, φορεσιές, κεντήματα, οικιακά σκεύη, εργαλεία και βιβλία όλων των εποχών. Θα εντυπωσιαστείς στο Μουσείο παιδικής ηλικίας «ο Σταθμός», με εκθέματα που αφορούν το παιδί με παλαιά παιγνίδια και αντικείμενα. Το ίδιο θα αισθανθείς στο Μουσείο Κομπολογιού, στο οποίο στεγάζεται μια πλούσια συλλογή από σπάνια κομπολόγια, του ιδιοκτήτη του «Άρη Ευαγγελινού». Ακόμη στο Ναύπλιο μην ξεχάσεις να επισκεφθείς γραφικά ταβερνάκια, ίδια λαογραφικά εκθέματα μιας άλλης προγενέστερης εποχής, μεταξύ των οποίων και το «Ελλάς» στο οποίο καθιερώθηκε η χαρακτηριστική φράση «της Μιχαλούς». Ευκαιρίας δοθείσης, ας μνημονεύσουμε και την αιτία της παλλαϊκής επικράτησης της παραπάνω φράσης, μια που η «Μιχαλού» ήταν η πρώτη ιδιοκτήτρια του συγκεκριμένου εστιατορίου επί ενετοκρατίας, και στην οποία χρωστούσαν μονίμως ακόμη και το αντίτιμο του φαγητού τους, οι άφραγκοι στρατιώτες οι υπηρετούντες στην αποθήκη του ενετικού στόλου. Κλείνοντας την αναφορά στην πόλη που εξακολουθεί να μας εμπνέει την δόξα και το κλέος των Ελλήνων ηρώων προγόνων μας, ας καταθέσουμε το πρόσφατο ποιητικό πόνημα «Ναύπλιο», το οποίο σεμνά αφιερώνεται σ αυτήν 70
72 Ελένη Κονιαρέλλη Σιακή Ο μικρός Αύγουστος Νύχτωσε Σαν πορτοκαλιού ώριμη φέτα που στάζει γλυκούς χυμούς, περιδιαβαίνει το φεγγάρι στ ουρανού τη θλίψη αθόρυβα, χωρίς ν αφήνει ίχνη απ τα βήματά του. Δειλά δειλά ξυπνούν τ αερικά στην ασημένια στέγη της θάλασσας κι αρχίζουν ατελείωτο χορό, γύρω απ τα σκοτεινά της χείλη. Στη μέση ουρανού και θάλασσας σέρνεται τρίζοντας η νύχτα Άνθρωπος είμαι κι εγώ Στέκω ακίνητη ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα. Τα πέλματά μου αγγίζουν τους ανεξήγητους ήχους της. Τα μαλλιά μου υγραίνονται απ του ουρανού τα κρυφά δάκρυα. Πού θέλει πάλι να με ταξιδέψει η γη; Παρακαλώ ας τη σταματήσει κάποιος. Ας μη δουν το φορτίο της μοναξιάς μου άλλοι. Έτσι να κρατηθώ θέλω, στο σκοτεινό κενό ακίνητη, με παγωμένο το ασπράδι των ματιών μου, με το θρόισμα της ψυχής να τρεμουλιάζει στον Εσπερινό, και με τις χούφτες γεμάτες γ α λ ή ν η. Ώρα να κοιτάξω ξανά τον ουρανό. Ο μικρός Αύγουστος νύχτωσε!! 71
73 Ήθελα να σου πω Ήθελα να σου πω πως στάθηκε το σκοτάδι. Χάθηκε το γήινο μέγεθος. Ριπές μαστιγώνουν. Πού συμπόρευση. Πού ομόπνοη πληρότητα Πού αισθαντική αγρύπνια Πού θησαύρισμα κατάφασης ζωής Η περιπλάνηση, αίνιγμα και ιερουργία. Αντίλαλοι μυριάδες, αδηφάγα τα ρίγη. Ήθελα να σου πω: Χειμώνιασαν οι καρδιές Πολλές οι χαρακιές της ζωής στις νοσταλγίας τα μάτια Ήθελα να σου πω, πως κάτι με πνίγει Μόνο η μνήμη σου καρποφορεί μέσα μου. Γι αυτό ζω! Υπηρέτης της σιωπής Ψιθυρίζεις για το γλυκό κορφολόγημα της γης απ τις χλωρές αχτένιστες ρίζες των δέντρων. Μουρμουρίζεις στις πλεξούδες των κοχυλιών πως η αυγή ανυπόμονη σφυρίζει στο χρωματιστό τους κέλυφος. Μιλάς για την ισόβια μουσική του αφρού της θάλασσας απ τον παφλασμό των περίεργων κυμάτων. Φωνάζεις για τη μνήμη του περήφανου αγέρα που δε λησμονά τα υγρά χείλη της παπαρούνας 72
74 και κάθε τόσο σαν ξωτικό πισωγυρίζει. Ουρλιάζεις για των κοριτσιών το πένθος για των αγοριών τις άγιες πληγές για τον αγέλαστο Θεό που θρηνεί στου πολέμου το πέρασμα. Λες, ψιθυρίζεις, μουρμουρίζεις, μιλάς. Φωνάζεις Πότε φώναξες; Δεν σε άκουσα. Πάει καιρός που στους κραδασμούς της γόνιμης γης, της γλαυκής θάλασσας, και του ανυπότακτου ουρανού έχω γίνει υπηρέτης της σιωπής. Το φτέρωμα της χαράς Μιλώ τη γλώσσα της θάλασσας με λέξεις καθημερινές, με σταλαγματιές νερού. Ψηλαφίζω των ανθρώπων τον πόνο κι αφήνω άθικτο το κόκκινο της χαράς. Αποδιώχνω τ άγρια περιστέρια της λύπης ψαλιδίζοντας τα υγρά φτερά τους. Πρόσωπο μαλαματένιο σαν ακούσιο αίνιγμα στη μοίρα των άστρων σαν απήχηση του χρόνου στον κελαηδισμό του ήλιου. Μιλώ τη γλώσσα της θάλασσας σε πολύχρωμες ώρες, στο φτερούγισμα της στιγμής και υψώνω το ανάστημά μου πιο πάνω απ τον πόνο, πιο πάνω απ τα φορτωμένα θλίψη τραγούδια. Βεβαιωμένη τρυφερότητα ξεχειλίζει Της καρδιάς την αμάθευτη φράση. Άκου: «Υπάρχει και το φτέρωμα της χαράς Τίποτα μην αφήσεις να κουρσέψει τη δύναμή σου!...» 73
75 Η ελευθερία των φύλλων Αγκαλιάζω το τραχύ σχήμα μου που τρίζει γενναιόδωρα στον άνεμο, προσέχω τις φθαρμένες δαντέλες των άκρων, σφίγγω επάνω στο κίτρινο χρώμα ανέπαφη όλη του καλοκαιριού την κίτρινη σκόνη και περιμένω Κάθε τόσο δοκιμάζω της καρδιάς μου το βάρος γι αυτό το ταξίδι. Τεντώνομαι στου αγέρα το χάιδεμα, επάνω, κάτω επάνω κι αγωνιώ μέχρι ν αφήσω την καφετιά βάση που, αναίτια, με σφίγγει. Δεν με φοβίζει τ αποχωρισμού η καρφίδα της λήθης, ούτε και το άγνωστο αύριο, που σφυρίζοντας, έρχεται. Άθροισα τις ώρες του καλοκαιριού στη μνήμη Νύχτες και ημέρες στο βωμό χωρίς τέλος κι αρχή. Ζύγισα τις χαρές στο βλέμμα των ανθρώπων που μ αγκάλιασαν. Και τώρα φεύγω, - έτοιμο από καιρό αυτό το ταξίδι Μακριά απ τον πυρήνα του δέντρου που ολοένα γεννά. Ποιος ρώτησε και ποια ώρα, για την ελευθερία των φύλλων; Ποιος άκουσε τον βαθύ τριγμό του αλμυρού χωρισμού; Ποιος είδε στου ύπνου τη βλάστηση το φωτεινό μου πουκάμισο; Ποιος θα ρίξει μια σταγόνα λεμόνι στα μάτια Μόλις κλείσουν τα σύνορα; Ήταν νύχτα όταν έφυγα, με μιαν αυλακωτής πληγή στον κίτρινο μίσχο. 74
76 Ρούλα Κοντέα Θεοφανοπούλου Ο κύριος με τα περιστέρια Καθόταν στην άκρη του σιδερένιου πάγκου στη στάση των λεωφορείων και έτρωγε ένα σάντουιτς και τάιζε τα περιστέρια, που τσίμπαγαν τα ψίχουλα από το πεζοδρόμιο και από τα μαύρα γυαλιστερά του παπούτσια. Το λεωφορείο ήρθε, αλλά εκείνος έτρωγε και δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ήταν χειμώνας αργά το μεσημέρι και τα λεωφορεία συνέχιζαν να έρχονται, αλλά εκείνος, που είχε τελειώσει το φαΐ του, τα κοίταζε να σταματάνε να μαζεύουν τον κόσμο, αλλά δεν κουνιότανε από τη θέση του. Σαν να μην τα έβλεπε. Σαν να μην είχε λόγο να βρίσκεται εκεί, αλλά να μην είχε λόγο να βρίσκεται και κάπου αλλού. Και βράδιασε. Τα περιστέρια κοιμήθηκαν και τα λεωφορεία όλο αργούσαν και πιο πολύ να έρθουν. Και ο κόσμος λιγόστευε, όσο λιγόστευε η μέρα. Αλλά εκείνος δεν βιαζότανε να πάει αλλού, ούτε βιαζότανε να φύγει. Σαν να είχε γίνει μέρος του σιδερένιου πάγκου. Σαν να ανήκε εκεί. Έτσι όπως φορούσε γκρίζο παλτό, γκρίζο καπέλο, γκρίζο κασκόλ. Και όταν βράδιαζε, και κρύωσε πιο πολύ ο καιρός, ο κύριος έβγαλε από την τσέπη του τα γκρίζα γάντια του να φορέσει. Μόνο μαύρα γυαλιστερά παπούτσια φορούσε, που πάνω τους είχαν μείνει τα σημάδια της πείνας των γκρίζων πουλιών. Και ήρθε το τελευταίο λεωφορείο και στάθηκε μπροστά του και βγήκε ο οδηγός και στάθηκε μπροστά στον κύριο με τα γκρί. -Τι περιμένετε κύριε; τον ρώτησε. -Το λεωφορείο. -Από τι ώρα το περιμένετε; -Από το πρωί. -Από το πρωί πέρασαν πολλά λεωφορεία. -Εγώ περιμένω αυτό που δεν ήρθε ακόμα. Του είπε ο γκρίζος κύριος χωρίς να τον κοιτάζει. -Εγώ οδηγώ το τελευταίο λεωφορείο, του είπε ο οδηγός. -Μπα κιόλας; απόρησε ο κύριος. Ο οδηγός άναψε ένα σπίρτο για να ανάψει το τσιγάρο, που κιόλας κρεμόταν από τα χείλη του. Αλλά πήρε τη φλόγα ο αέρας και την έσβησε. Ο οδηγός ξαναπροσπάθησε, αλλά πάλι μέχρι να φτάσει η φλόγα του σπίρτου στην άκρη του τσιγάρου, έσβησε η φωτιά. Και γύρισε την πλάτη του στον γκρίζο κύριο, για να καταφέρει να το ανάψει. Και ξαφνικά ξαναγύρισε στον κύριο και ρώτησε. 75
77 -Πως σας λένε;. -Πες πως με λένε Νίκο. -Και κύριε Νίκο πότε θα έρθει το λεωφορείο που περιμένετε; -Δεν ξέρω. -Πέρασαν πολλά λεωφορεία πριν από μένα, του είπε ο οδηγός. -Εγώ όμως τάιζα τα περιστέρια, του είπε ο κύριος Νίκος. -Τα περιστέρια κοιμήθηκαν. -Και εμένα φαίνεται με πήρε ο ύπνος, γιατί δεν σας άκουσα να έρχεσθε. -Και γιατί περιμένατε κάποιον που δεν ξέρετε; -Γιατί θα οδηγεί το τελευταίο λεωφορείο της ημέρας και της νύχτας, του είπε. -Και πως θα καταλάβετε πως θα είναι το τελευταίο λεωφορείο της ημέρας και της νύχτας, τον ρώτησε ο οδηγός. -Από την κούραση. Του είπε ο κύριος Νίκος. -Δηλαδή; -Θα έχω χορτάσει κούραση και θα θέλω να μπω μέσα σε αυτό το λεωφορείο, που θα σταματήσει για λίγο, πολύ λίγο εδώ μπροστά μου. -Και αν είσθε τόσο κουρασμένος, πως θα το καταλάβετε; τον ρώτησε ο οδηγός. -Ακριβώς γι αυτό θα το καταλάβω και θα με καταλάβει. Του είπε ο γκρίζος κύριος. -Και καημένε μου άνθρωπε τάισες περιστέρια χορτάτα. -Τι εννοείτε; -Πως σε αυτά τα περιστέρια δίνουμε όλοι το χρόνο που μας περισσεύει. Και κοντεύουν να σκάσουν από τον πολύ χρόνο και το πολύ φαί. -Εγώ δεν το ήξερα. Δεν μου είπε κανείς τίποτα. -Και τόσες ώρες που είσθε εδώ δεν κουραστήκατε; -Μαθαίνω να περιμένω. -Δηλαδή το να μην κάνεις τίποτα μαθαίνεται; ρώτησε ο οδηγός -Το να περιμένεις μαθαίνεται. Γιατί το να μην κάνεις τίποτα είναι πιο δύσκολο, από το να κάνεις κάτι. Του είπε ο γκρίζος κύριος. -Και ποιός σου το μαθαίνει; -Ο καθένας μόνος του. Είπε ο γκρίζος κύριος. Ο οδηγός μπήκε στο λεωφορείο και έβαλε μπρος την μηχανή. -Για να ζεσταθούμε λίγο είπε. Και έκλεισε τις πόρτες. Αλλά ο γκρίζος κύριος δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ένιωθε μουδιασμένος, και τα πόδια του ήταν παγωμένα και δεν μπορούσε να τα κουνήσει. Και ήταν σίγουρος πως αυτό το λεωφορείο δεν ήταν το λεωφορείο που αυτός περίμενε. Ο Οδηγός φώναξε. -Σε λίγο ξεκινάμε. 76
78 Και σε λίγο φώναξε πάλι. -Ξεκινάω..Είναι αργά.. Και ξεκίνησε. Ο γκρίζος κύριος δεν τον είδε ούτε τον άκουσε να φεύγει. Είχε γείρει το κεφάλι του και φαινόταν να κοιμάται. Και μέσα στον ύπνο του και στα γεμάτα ηλιοβασιλέματα όνειρά του, τώρα ήταν σίγουρος, πως αυτό ήταν το λεωφορείο που περίμενε, και πως αν και είχε μάθει να περιμένει τα λεωφορεία, δεν είχε μάθει να γνωρίζει τους ανθρώπους, που τα οδηγούν, ούτε να ακούει τα λόγια τους. Και ο οδηγός μουρμούριζε ξεκινώντας. «Έμαθε να περιμένει, αλλά δεν έμαθε τι περιμένει. Και κρίμα γιατί τα περιστέρια θα σκάσουν από το πολύ φαΐ.» Κατερίνα Κοτοπούλου Aπόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Συνάντηση των Αγγέλων» Έριξα στο παιδί ένα πεισματωμένο βλέμμα. Το καλώδιο άρχισε να πιέζει την τσάντα μου. Βιαζόταν να εκτελέσει την αποστολή του. Ο θάλαμος γέμισε από τους ήχους μιας μουσικής ανατριχιαστικής. Πάντα ανατρίχιαζα στο άκουσμα τέτοιας μουσικής. - Μπορείς να φύγεις και να γυρίσεις σε καμιά ώρα, κατάφερα να της πω χωρίς να την κοιτάζω. - Σε μένα το είπατε; ρώτησε γεμάτη απορία. - Ναι, σε σένα το είπα. - Δεν πειράζει. Δεν έχω να κάνω τίποτα. - Φύγε, φύγε, της λέω και η φωνή μου αντηχεί σαν εντολή, με μια χροιά απειλητική. Δεν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. - Θέλω να μείνω μόνη με το παιδί. - Θα πάω σε μια φίλη μου. Μένει εδώ κοντά. Να σας αφήσω το τηλέφωνό της να με πάρετε; ρώτησε παίρνοντας την τσάντα της. - Όχι, δεν χρειάζεται. Σε μια ώρα θα χω τελειώσει. Ήθελα να της πω πως έπρεπε να πάω στο αεροδρόμιο, για να πάρω τον άνδρα μου. Έφυγε σχεδόν διωγμένη από τον πανικό μου μήπως ανατραπεί το σχέδιό μου και ένιωσα ανακούφιση, καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της. 77
79 Μια ηλιαχτίδα φωτός παιχνιδίζει επάνω στο πρόσωπο της μικρής, που είναι σχεδόν καλυμμένο από τον αναπνευστήρα. - Σε λίγο δεν θα το χρειάζεσαι πια αυτό το περίπλοκο μηχάνημα, ψιθύρισα και πλησίασα σκύβοντας επάνω από το κεφάλι της. Το μηχάνημα βγάζει έναν υπόκωφο ήχο που με τρομάζει. Ένας άλλος, το ίδιο υπόκωφος ήχος, ακούγεται άτακτος και δυναμώνει. Είναι ο χτύπος της δικής μου καρδιάς. Φουσκώνει το στήθος μου. Πιέζεται, πιέζεται και νιώθω σαν μπαλόνι με περίσσιο αέρα. - Αχ!... Μια κραυγή ξέφυγε από το στόμα μου, ακούγοντας το άνοιγμα της πόρτας. - Συγγνώμη. Σας τρόμαξα; Η μικρή μας τρόμαξε χθες το βράδυ και χρειάστηκε να τη βοηθήσουμε. Έμεινα άφωνη. Μόνο την άκουγα κι έσφιγγα την τσάντα μου με τα δυο μου χέρια. Την κοιτώ αμήχανα, καθώς αδειάζει τη γεμάτη αντιβίωση σύριγγα στον ορό, που κρέμεται πάνω από το κεφάλι της μικρής. Τούτη η μαρτυρική προσμονή θα τελειώσει. Παρακολουθούσα τη σύριγγα που άδειαζε στον ορό και τα μετουσιωμένα κύτταρα του μυαλού μου του αρρωστημένου από το μίσος μου για το παιδί, πιέζουν το κεφάλι μου. Ανοιγοκλείνω πολλές φορές τα μάτια μου που καίνε. Ζούσα μια συγκλονιστική κρίση, της οποίας κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το αποτέλεσμα. Με όλο το βασανιστικό σκεπτικό μου προσπαθώ να αιτιολογήσω τι μου συμβαίνει, έχοντας καρφωμένα τα μάτια μου σ αυτό το μικρό πλάσμα. Ένιωσα πως πατούσα στη ζώνη του λυκόφωτος, ανάμεσα σε δυο κόσμους. Έφθανα εκεί απ όπου δεν μπορούσα να επιστρέψω. Ήμουν τυλιγμένη σε μια αδάμαστη κι επικίνδυνη λάμψη, που έσπρωχνε τα χέρια μου. Άνοιξα την τσάντα μου και το τυλιγμένο καλώδιο σαν να ζωντάνεψε, σχεδόν πετάχτηκε από το άνοιγμα της τσάντας. Ήταν ένας αιμοβόρος συνεργός, που αδημονούσε και μ έσπρωχνε στη δολοφονία. Ποτέ άλλοτε δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να κάνει μια τόσο σπουδαία κι επικίνδυνη δουλειά. Η ανατριχιαστική μουσική δυνάμωσε τόσο, ώστε δεν άκουσα το κλείσιμο της πόρτας. Μόνο είδα πως η νοσοκόμα δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο. Πλησίασα στο κρεβάτι. Ο ήχος από το μηχάνημα με τρόμαξε. Έσκυψα πάνω από το κεφάλι της μικρής. - Νεφέλη..., ψιθύρισα άπνοα. Η λογική προσπαθούσε πολιορκώντας με ν ανατρέψει την απόφασή μου, μα η παρέμβασή της πνίγεται από τη μουσική που δυναμώνει και με αγριεύει. Ο εφιάλτης με το γυμνό κρανίο και τα σκελετωμένα χέρια με τις μακριές φάλαγγες των δαχτύλων μπήκε από το παράθυρο σπρώχνοντας τις κουρτίνες κι οι άδειες κόγχες των ματιών του με κάνουν να τρέμω και με μια αστραπιαία κίνηση περνώ το καλώδιο στο λαιμό του παιδιού. Κάνω έναν κόμπο, τραβώντας τα καλώδια δυνατά, με μια δαιμονική δύναμη. Το αναπνευστικό μηχάνημα αγκομαχά και η ένταση του ήχου της μουσικής τρυπά τους τοίχους. Η πόρτα χτύπησε και άνοιξε. Η Ελένη ήρθε να πάρει επιτέλους την κόρη της. - Δεν βρήκα την φίλη μου και γύρισα πιο... 78
80 Η νοσοκόμα που μπήκε σταμάτησε απότομα, βλέποντας το σφιγμένο καλώδιο γύρω από το λαιμό του παιδιού. - Τι κάνετε εκεί; κατόρθωσε να ψελλίσει και πανικόβλητη όρμησε στην πόρτα καλώντας σε βοήθεια, επιστρατεύοντας όλη την ένταση της φωνής της. - Προϊσταμένη... βοήθεια... Σκότωσε το παιδί. Σαν σίφουνας όρμησα στην πόρτα, έσπρωξα τη νοσοκόμα απότομα κι άρχισα να τρέχω στο μακρύ διάδρομο. Ουρλιαχτά άρχισαν να κρέμονται στους τοίχους του διαδρόμου, όσοι ήταν στους θαλάμους ξεχύθηκαν έξω, με πρόσωπα παραμορφωμένα από το αναπάντεχο και φριχτό νέο. -Τ ι έγινε; ρωτούσαν ο ένας τον άλλο. - Σκότωσαν ένα παιδί... σκότωσαν ένα παιδί... Σαν σε σκυταλοδρομία το νέο έτρεξε από στόμα σε στόμα. - Μπείτε όλοι στα δωμάτιά σας, φώναξε η προϊσταμένη και ο γιατρός έτρεξε στο δωμάτιο της μικρής, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. - Πιάστε την... πιάστε την. Ανάκατες φωνές που με ακολουθούσαν. Προσπάθησα να τινάξω από πάνω μου το χέρι που προσπάθησε να με κρατήσει και με πονούσε. Εκεί, καθώς επιχείρησα ν αντισταθώ, έχασα την ισορροπία μου και μόλις την τελευταία στιγμή κατάφερα να πιαστώ από την κουπαστή της σκάλας. Άρχισα να τρέχω κατεβαίνοντας ατέλειωτες σκάλες χωρίς να ρίχνω το βλέμμα μου πουθενά. Κατέβαινα, κατέβαινα και οι σκάλες με ακολουθούσαν, στρίβοντας κάθε τόσο, σ ένα ξέφρενο κυνηγητό, μέχρι που σταμάτησαν κι εξαφανίστηκαν. Βαρέθηκαν να με κυνηγούν, αφήνοντας με μόνη σ ένα ανήλιαγο και σκοτεινό χώρο χωρίς έξοδο. Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω από πού θα μπορούσα να βγω, αλλά σ αυτή την τόσο αλλιώτικη ατμόσφαιρα, μ αυτή την απροσδιόριστη ερήμωση μου φάνηκε πως είχε αλλάξει ριζικά η διάταξη των δωματίων του σπιτιού. Μου ήταν αδύνατον να καταλάβω πού βρισκόμουν. «Δεν θα βγω ποτέ από δω». Με κυριεύει μια αίσθηση απέραντου κινδύνου και μια μυρωδιά με πνίγει. Σίγουρα δεν είναι η κολόνια μου. Κάθισα σε μια εξαθλιωμένη και μοναχική καρέκλα, που διαμαρτυρήθηκε, επειδή την ενόχλησα, και ξανασηκώθηκα, καρφώνοντας τα μάτια μου σε μια μεταλλική επένδυση στον απέναντι τοίχο, γεμάτη με μεγάλα συρτάρια. «Περίεργο, τι κρύβουν εκεί μέσα;» αναρωτήθηκα. Έκανα τρία τέσσερα βήματα και στάθηκα μπροστά στα μεγάλα συρτάρια. Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα ένα πόμολο, προσπαθώντας να ανοίξω ένα συρτάρι. 79
81 Ελευθερία Κουντούρη Μάταιο τραγούδι Είπε: Δε βλέπω σύνορα και τον έφαγε μαύρο βόλι Κι εγώ ταξίδεψα απ άκρη σ άκρη δεν αντάμωσα ούτε ένα σύννεφο να φράζει το δρόμο. Πεδιάδες, βουνά, κάμποι Πολιτείες με κυρτούς ανθρώπους έγραφαν πιστοποιητικά γέννησης και θανάτου. Μια σφραγίδα δήλωνε την εθνικότητα. Επαυες ν ανασαίνεις παρά μόνο κείνο, που καρφιτσώσανε στην ύπαρξή σου. «Μια πατρίδα!» Τίποτα περισσότερο δεν αγάπησες ή μίσησες, έκλεινε τον κόσμο σε μια αχτίδα. Στην έρημη πλατεία της Νυρεμβέργης η φωνή του Φύρερ καλούσε τους αποτυχημένους οπαδούς. Στην Ανατολή τα πυρομαχικά πρόσφεραν κορμιά στον ακόρεστο Βάαλ. Οι μικροί νέγροι άπλωναν τα κοκαλιάρικα χέρια τους, στιγμάτιζαν τα κέρινα προσωπεία. Στις βρώμικες βιτρίνες της Μπανκόκ ξεπουλούσε τα όνειρά της η Τσιάνγκ από την Πνομ-Πενχ Κι ήταν ο στίχος του Ταγκόρ, που μας πρότεινε να σπαταλήσουμε το πρωινό σε μάταια τραγούδια. Κι όμως ταξίδεψα μέχρι τη Δουνκέρκη. Είδα τη θάλασσα να λυσσομανά αντίκρυ στα κοιμητήρια του πολέμου. Όχι άλλα μάταια τραγούδια! Φθάνει όσα πρωινά σπαταλήσαμε! Όχι άλλα! 80
82 Δομή Εύθραυστη σιωπή το κρυστάλλινό σου κορμί ονείρου φύλακας Στην ηδονή του ψιθύρου μην αποκαλύψεις το λιγοστό χρώμα της ψυχής Στο εμπιστεύτηκα εξορισμένη σε σταχτί χώρο μονότονο συμπαγή αδρά χαρακωμένο από σκληρό κάρβουνο μαυρόασπρα πρόσωπα τραχιά σκίτσα πραγμάτων ακίνητα περιγράμματα ατσάλινες προεκτάσεις άπειρους βρόγχους οξείες ορθές αμβλείες γωνίες αιχμηρές βελόνες στη σκέψη Ακραία αντίθεση η προβολή στο παράθυρο Το γαλάζιο το κίτρινο άφθονοι χείμαρροι στη διπλανή εικόνα 81
83 Ουρανέ, κοίτα με! Ω Oυρανοί!.. Aπειλητικοί έρχεστε καταπάνω μου να συντρίψετε σαρκαστικά τα υπολείμματα των ονείρων! Με βαφτίσατε Εκπτωτο Αγγελο. Μ εξορίσατε σε μια γη άνυδρη και στείρα. Το κέρας της Αμάλθειας φυλάξατε για τα δικά σας παιδιά. Μισήστε με, λοιπόν! Μισήστε με, όσο δυνατότερα μπορείτε. Αδιαφορώ. Μισήστε τη θνητή μου σάρκα, τα μάτια με τη ζωγραφισμένη πείνα. Ένα μικρό κομμάτι, τόσο δα!.. ελάχιστη ευτυχία αν αρνηθείτε στο μοίρασμα, θα κλέψω την ψίχα του από τις εκλεκτές σας προσδοκίες. Τον σπόρο γενιάς αθάνατης δε λαθεύω θα σπείρετε, όταν η παρουσία μου γίνει χώμα. Ετσι θα μ εκδικηθείτε, επειδή αντιστάθηκα στο θέλημά σας, αψήφησα την εξουσία σας, έστρεψα τα μανιασμένα κύματα πάνω στα έρημα, σιωπηλά βράχια. 82
84 Λέτα Κουτσοχερά Ο ήχος των άστρων Μια καταιγίδα ηλιακών ανέμων ζητώ Να καθαρίσει τα δάση Να πλύνει την πληγή του κόσμου Μία θύελλα φωτός και ήχων Να βαφτίσω εκεί την ψυχή μου Τ ατραγούδιστα να τραγουδήσω. Τομή σε ύψος χρόνου Σε πλάτος χώρου Σε μήκος τόπου Τομή σε βάθος ρυθμού. Πού να χωρέσω; Η πρώτη μου κατοικία Η απεραντοσύνη των άστρων. Πού να σταθώ; Τα πρώτα μου βήματα Στη ρίζα του ήλιου. Πώς να μιλήσω; Οι πρώτες μου λέξεις Ουρανών αντηχήσεις και φθόγγοι Οδύνη διχοτομημένων κυττάρων Τα πρώτα μου δάκρυα. Οι πρώτες μου ζωγραφιές Τα βαμμένα μου δάχτυλα Χνάρια πάνω στο βράχο. Μέσα στην αυτοκρατορία των ήχων ταξιδεύω Υφαίνοντας μελωδίες με αστρικό μετάξι Μεθώντας με ουράνιο νέκταρ Διάττοντες ήχοι ανεπαίσθητοι Γεννούν άλλους ήχους καλπάζοντες Που χάνονται μέσα σε στροβίλους φωτός 83
85 Καθώς το άρμα το χρυσό του Φαέθοντος. Αρχαία Πνοή Ανέμου Σε νέα υγρή ανάσα λάμπει Φωνή δισεκατομμυρίων χρόνων Μέσα στη χορδή του νου αναθάλλει Η Αρμονία των περάτων Ρυθμίζει τον παλμό του αίματός μου. Ηχοχρώματα αιωρούνται στο στερέωμα Αντηχούν στα κάτοπτρα του νου μου Φωνή μεταξένιου λυγμού φεύγει προς το άπειρο Ενώ εδώ μένει ο απόηχος της ανάσας Η ηδονή της υπόσχεσης ενός έρωτα Που έφτασε μέχρι την τελευταία πράξη Και μετά χάθηκε προς την αιωνιότητα. Νερά αναβλύζουν μελωδίες Ποιός άκουσε τους εναρμόνιους ήχους των Δελφινιών Τα Ερωτικά καλέσματα των Φαλαινών στα ωκεάνια βάθη Ποιός σφυρηλάτησε τα σμιλευμένα των εγκάτων Τις αντηχήσεις των σπηλαίων και των κρυστάλλων Ποιός στήριξε της κοσμικής διάνοιας τον Θόλο Για να στεγάσει το ελάχιστο του πνεύματός μου Άνθρωποι, πράγματα, νερά Καλλιγραφημένα ιδεογράμματα Ζώα, ψάρια, πουλιά, πελέκεις και μαχαίρια Όργανα μουσικά, όλα σημαίνουν Επάνω σε δίσκο ανεξίτηλο Γραφή παλιά στην ίδια πάντα γλώσσα Σε άλλο σχήμα με τον φθόγγο ελληνικό. Ύλη και πνεύμα συναντούνται στο ίδιο κέντρο Σε αυτό της συμπύκνωσης του σπειροειδούς κόσμου Το σημείο της αρχής που δεσμεύει Που συγκεντρώνει την άπειρη μάζα Που εγκλείει όλη την ευφυΐα των σωμάτων Σε αυτό της εκτίναξης του κοσμικού πυρήνα 84
86 Στο μέγα εν του απείρου Το σημείο της φυγής που ελευθερώνει Που εκτοξεύει όλη τη μουσική των άστρων Αυτός που άκουσε τον πρώτο-πρώτο ήχο ασκώντας πράξη ποίησης Αυτός ο πρόγονος του Ορφέα και ο δικός μου Αυτός που είδε την πρώτη κίνηση ως πράξη Ιερουργίας Αυτός ο πρόδρομος των χορών Και των χοροστασίων Αυτός που έκανε το πρώτο μέτρο Τελώντας πράξη αρμονίας Αυτός ο διδάσκαλος της Αριθμητικής μου Ο Αρχιτέκτονας της Μουσικής Και της Γεωμετρίας μου Από την ποιητική συλλογή «Η Συμφωνία των Αστρων» Κώστας Κωνσταντινίδης Διαρκής αγώνας η ζωή Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι πραγματική. Πριν οκτώ και κάτι δεκαετίες γεννήθηκε κάπου στο Μοριά ένα διττό ον. Αποτελείτο από ανθρώπινη ψυχή και σώμα ανθρωποειδούς. Τούτο ήτο μεταφορέας της ψυχής και του πνεύματος του όντος. Αν προσθέσετε τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει, θα είχε φθάσει στη Σελήνη. Το πνευματικό του όνομα ήταν διαφορετικό από το ζωικό του. Τα ονόματα συχνά ξεγελούν. Βλέπετε ότι δεν τα διαλέγουν τα ίδια τα ανθρωποειδή, αλλά κάποιοι άλλοι για να ικανοποιήσουν την οικογενειακή τους παράδοση, ή για να έχουν την εύνοια κάποιου αγίου, ή ακόμη για να διαιωνίσουν τη διαδοχή τους στο θρόνο της εφήμερης βασιλείας τους. Το ον αυτό στάθηκε άτυχο, αλλά συνάμα τυχερό στην ατυχία του, γιατί γεννήθηκε λίγο μετά το μεγάλο καταστρεπτικό σεισμό της περιοχής του, και λίγο πριν από ένα μέγιστο κοσμοϊστο- 85
87 ρικό γεγονός, που συντάραξε τον κόσμο ολόκληρο. Η ψυχή ήτο ο Αμφικτύων και το ανθρωποειδές σώμα ο Κωνσταντίνος. Το νήπιο στα πρώτα χρόνια της ζωής του έμαθε να ιππεύει το άσπρο αλογάκι του και να πηγαίνει με τα τέσσερα. Σαν μεγάλωνε το υπάκουο ανθρωποειδές αλογάκι του, άρχισε να καλπάζει. Ο καλπασμός ήτο τόσο ταχύς ώστε ανόρθωνε τα δύο μπροστινά του πόδια και έτρεχε με τα πισινά σαν άνεμος, σαν αστραπή, σαν τα άλογα του Ποσειδώνα. Όταν ήταν ένδεκα χρονών συνέβη το κοσμοϊστορικό γεγονός που ήταν προορισμένο να σφραγίσει την ιστορία όχι μόνον του άμοιρου Αμφικτύονος, αλλά περισσότερο την ζωή του Κωνσταντίνου και όλων των αλόγων εκείνης της εποχής. Οι τροφές έγιναν σπανιότατες και έπεσε φοβερός λιμός. Τότε πέθαιναν κατά χιλιάδες στους δρόμους των πόλεων, στα βουνά και στους κάμπους. Τα πιο πολλά ανθρωποειδή ξεψύχησαν στην Αθήνα αβοήθητα από στέρηση τροφής και από αρρώστιες. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, τότε είχαν έλθει στη χώρα και χιλιάδες ξένοι κυνηγοί που θήρευαν αυτά τα άγρια και ανυπότακτα αλογάκια. Αυτή η λαίλαπα πληροφορούμαι ότι ξαναγύρισε στον τόπο μας! Φυλαχθείτε! Ο Κωνσταντίνος σκληραγωγήθηκε πολύ μέσα από στον αγώνα της αλογίσιας ζωής, αλλά και στα δεινά και στη δυστυχία. Καθώς ο αναβάτης του άρχιζε να εξαπολύει τη φαντασία του στον κόσμο ολόκληρο, εκείνο κάλπαζε ξέφρενο σε κόσμους πραγματικούς και φανταστικούς, χωρίς να μπορεί να το σταματήσει. Ποτέ ωστόσο δεν μπόρεσε να φθάσει τον ιδεατό σκοπό και να κάνει το ιδανικό του πραγματικότητα. Όμως πέρασαν όλα αυτά, επιβίωσε ο αναβάτης και το αλογάκι του και μπήκαν στο στίβο του ιπποδρομίου. Αρκετές δεκαετίες λάμβανε μέρος σε κουραστικά και επικίνδυνα γυμνάσια, μαζί με ξένα άλογα ιπποδρομίου. Οπότε μια μέρα ο Κωνσταντίνος απευθυνόμενος στο αφεντικό του του λέει: «Θυμάσαι όταν ήμουν μικρός που μου έλεγες, άντε και τούτο το αγώνισμα και μετά θα ξεκουράααζεσαι». Όμως κάθε φορά εσύ συμμετείχες σε νέο αγώνα και μου έλεγες πάντα το ίδιο τροπάριο: «Μετά θα ξεκουράααζεσαι». Αλλά εγώ ξεκούραση ως τώρα δεν είδα: Και τότε μου είπες όλη την αλήθεια: «Κωνσταντίνε η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας, μην περιμένεις λοιπόν ξεκούραση». Όταν λόγω ηλικίας σε έβγαλαν έξω από το ιπποδρόμια θυμάμαι ότι μου είπες: «Τα γυμνάσια και οι ταλαιπωρίες τελείωσαν για σένα», «Τώρα θα κάααθεσαι» και θα βόσκεις όπως όλα τα άλογα στο λιβάδι. Συ είπας αφεντικό; Την επομένη κι όλας σε είδα που πήρες πένα και χτυπούσες πλήκτρα. Κάτι ήθελες να βγάλεις από την ψυχή σου. Είχες μεγάλο πάθος μέσα σου. Όμως όταν το αλογάκι σου είναι στο λιβάδι εσύ μόνος σου πώς να κάνεις τις ιδέες πράξη; Με διάφορες θωπείες και παραινέσεις μου ζήτησες να κάνω ορισμένο έργο. Για να με πείσεις μου είπες: «Το επιβάλλει το καθήκον». Και τότε ξεκίνησες μάνιμάνι δύο Επαναστάσεις: 86
88 Πρώτον: Εσύ μια άυλη ψυχή όρθωσες το ανάστημα σου εναντίον των σιδερόφρακτων Στρατιωτικο-Βιομηχανικών Κατεστημένων και των Πυρηνικών Όπλων. Θυμάσαι που σε γύριζα σε όλο τον πλανήτη να δώσεις τα μηνύματα; Δεύτερον: Μετά καταδίκασες τις τρεις Εβραιογενείς θρησκείες και τα πονηρά ιερατεία, χωρίς να υπολογίσεις το κόστος. Πάλι εγώ σε μετέφερα και δέχθηκα τα δηλητηριώδη βέλη του ιερατείου και των φανατικών αλογοειδών. Μετά μου είπες πάλι: «Τώρα Κωνσταντίνε όλα τελείωσαν θα κάααθεσαι και θα βόσκεις αμέριμνος στα λιβάδια». Αλλά και πάλι με εξαπάτησες!! Άρχισες νέο πολύ ευρύτερο κύκλο. Τούτη τη φορά θέλησες σαν άλλος Ηράκλειτος- να φθάσουμε στα άκρα του Σύμπαντος. Να πάμε στο παρελθόν για να βρούμε την Πρώτη Ουσία, τη γένεση του Σύμπαντος, να διατρέξουμε στο συμπαντικό Χάος, στην ατελεύτητη Απειρότητα, να ζήσουμε στην Αιωνιότητα σε άλλους κόσμους της αντι-ύλης. Εγώ και πάλι σε μετέφερα στην μεγάλη πορεία προς την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Μεγάλο φορτίο τούτο! Στο μεταξύ σου είπα ότι μεγάλωσα! Όχι δεν γέρασα! Η ψυχή σου μπορεί να είναι ακόμη νέα, έτοιμη για νέες κατακτήσεις, εγώ όμως πρέπει να αλλάξω ρυθμούς εργασίας. Τότε Αμφικτύονα άρχισες να με μαστιγώνεις και να με βασανίζεις, γιατί δεν ανταποκρινόμουν απόλυτα στις επιθυμίες σου. «Πρώτα το καθήκον» μου έλεγες αυστηρά. Σε παρακινούσαν τα παιδιά του διαδικτύου και θεωρούσες ότι ήμουν και εγώ νεανίας. Αλλά φταίω και εγώ γιατί το φιλότιμο δεν με άφηνε να σου αρνηθώ κάτι. Δεν ήθελα να θεωρήσεις ότι κιότεψα. Έκανα λοιπόν τα αδύνατα δυνατά να ανταποκριθώ στις υπερφίαλες επιθυμίες σου. Συχνά σου έλεγα: «δεν μπορώ άλλο κύριε, κουράστηκα, νυστάζω...». Όμως εσύ αλαζονικός και πλεονέκτης με κέντριζες με τα σπιρούνια που είχες από το Στρατό και με πονούσες. Βέβαια και εγώ δεν το βάζω κάτω γιατί τι θα πει ο κόσμος; Το άσπρο άλογο που κάλπαζε τώρα τίναξε τα πέταλα; Αλλά εσύ ατίθασος καβαλάρης, δεν θέλεις να συμβιβασθείς με την πραγματικότητα. Κάνε και λίγο κράτη αφεντικό! Δεν βλέπεις τα αλογάκια στα λιβάδι ξεκουράζονται στην τρίτη ηλικία ; Αυτό είναι κατάρα για σένα και βεβήλωση!! Μήπως μπολιάστηκες από το DNA της Νέας Τάξης και του 4 ου Ράιχ, που θέλει τους ηλικιωμένους να εργάζονται μέχρι να πεθάνουν; Ναι δεν σου λέω, η εργασία είναι χαρά και δημιουργία για ένα καλύτερο αύριο! Όπως γράφει ο Ι. Συκουτρής: «Εδώ ακριβώς κείται η τραγικότης του ηρωικού ανθρώπου. Ριζωμένος είναι βαθύτατα εις το παρελθόν, του οποίου είναι το εκλεκτότερον κάρπισμα. Μέσα του συμπυκνώνει εις μοναδικόν βαθμόν εντάσεως το παρόν. Και όμως αρνείται το παρόν και το μάχεται εν ονόματι του μέλλοντος, το οποίον ζη ο ίδιος προληπτικώς μόνον ως πραγματικότητα μέσα του»-(η Ηρωική Αντίληψις Της Ζωής, Ι. Συκουτρής) Κάποια ημέρα κάτι με δάγκωσε στην ακροθαλασσιά στα αχαμνά. Κάτι σαν φίδι. Φευ! ήταν καρκίνος!!! Τέλος πάντων. Άρχισα να ματώνω, να μην έχω όρεξη ούτε για βάδισμα. Όλα άλλαξαν! Τότε αν θυμάσαι, σου συνέστησαν πολλούς ειδικούς 87
89 για τη θεραπεία μου. Άλλοι σου είπαν να με πάς στο εξωτερικό, άλλοι σε μοναστήρια για να με εξορκίσουν, και άλλοι άλλα. Τότε βρήκες κατά τύχην κάποιον Βαρκάρη, ή Βαρκαράκη -κάπως έτσι τον φώναζαν οι γύρω του- γιατί ήταν μικρός στο δέμα, γίγας στο πνεύμα και θαυματουργός στα έργα, έλεγαν. Αυτός -σαν άλλος Περσέας- με μια μικρή άρπη και καυστήρα στο χέρι και με τη βοήθεια του καθρέφτη κάποιας ξανθιάς Αθηνάς, ξερίζωσε το κεντρί του καρκίνου και έκοψε την κεφαλή και τις θανατερές δαγκάνες του, που είχαν χωθεί στην ουροδόχο κύστη. Φρόντισε να μην σε αντικρύσει το τέρας και σε απολιθώσει. Ηταν μια άνιση αλλά ηρωική τιτανομαχία!! Ο βαρκάρης αυτός είναι σεμνός και χαρισματικός. Άριστος στη δουλειά του. Σου εμπνέει την εμπιστοσύνη. Προσεκτικός, νηφάλιος, καταδεκτικός και φυσιοδίφης. Θυμάμαι που τον ρώτησες πού έμαθε την τέχνη και σου απάντησε από κάποιον πρόγονο του, ονόματι Ασκληπιάδη. «Τίποτε τό αίτιον εστί τών νούσων και τίς αρχή καί πηγή γίνεται των εν τω σώματι κακών». Ταξίδεψε έξω με την βάρκα του σε ωκεανούς και έγινε άριστος «αλιεύς» νοσούντων και ιάσεων. Ο Βαρκαράκης έδωσε παράταση ζωής στο αλογάκι μου και τώρα συνεχίζουμε με ηπιότερους μεν ρυθμούς, νέους πιο σκληρούς αγώνες, με κάστρα τις ιστοσελίδες μας. Η αξία του δρόμου είναι να μη σταματήσεις ποτέ!είθε ο Δίας να τον έχει γερό αυτόν και τους ομοίους του και να τους βοηθάει ο Ασκληπιός στο θεάρεστο έργο τους, στις σημερινές εφιαλτικές συνθήκες που βιώνει η πατρίδα μας! Νέλλη Β. Λαγάκου Μην εξαργυρώνεις... Μην εξαργυρώνεις την ακριβή πραμάτεια της ψυχής σου στις λαϊκές αγορές που πουλάνε με το κομμάτι στον καιρό των εκπτώσεων, στις φτηνές αγορές που πουλάνε από δεύτερο χέρι. Μην είσαι σίγουρος για το αντίτιμο που θα εισπράξεις, για τα κίβδηλα κέρματα που θα προσφέρουν οι επιτήδειοι έμποροι, που καιροφυλακτούν στην ανάγκη σου να χαρείς και συ τη ζωή ή την επιθυμία σου ν ανεβείς το σκοινί ενός ακροβάτη 88
90 κι από εκεί να κοιτάζεις τον κόσμο να χειροκροτεί το δικό σου ανέβασμα, να σε βλέπει σαν ένα αστέρι, με ψεύτικο φως. Σε γραμμή ετοιμότητας. Μια διακοπή ρεύματος και όλα αλλάξανε. Το σκοτάδι διαδέχτηκε ο ανεξήγητος φόβος, η ανυπαρξία, το έρεβος. Όλα μαζί μία δέσμη από τίποτα. Και συ στο κενό. Ένα σπίρτο, ένα κερί, ένα ξεχασμένο λυχνάρι από τα χρόνια της ένδειας μπορεί να σου δώσει το ελάχιστο, αυτό που περιμένει η ψυχή σου εκείνη την ώρα της μεγάλης ανάγκης, την ώρα του τρόμου. Δεν ξέρεις πως όλα τα απλά, τα ασήμαντα πράγματα, αυτά που πεταμένα στην άκρη περιμένουν την ώρα τους, μπορεί στη ζωή σου να δώσουνε το ελάχιστο φως, όσο χρειάζεσαι για να βγεις απ το τίποτα, αρκεί να τα βάζεις στην πρώτη γραμμή ετοιμότητας. Πανσέληνος Πανσέληνος και το φεγγάρι οικοδεσπότης ντυμένο κυριακάτικο κοστούμι της χαράς, γελώντας καλοδέχεται τ αστέρια ντύνει τη γη μαλάματα ακριβά. Κερνάει φως μες στ ασημένιο του το τάσι χορεύει η Άρκτος, τραγουδούν οι Γαλαξίες τζιτζίκια ξαγρυπνούν, κρατάνε ίσο όπως εκείνος ο Ρωμανός ο Μελωδός. 89
91 Στο φως του η θάλασσα γεννάει άλλα φεγγάρια και στο βυθό κοράλλια, τρίτωνες χορεύουν γύρω στο Σύμπαν του Θεού τα μεγαλεία κι αρχίζει η ποίηση τον ύμνο της χαράς. Το κονσέρτο της Άνοιξης Σ ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο, ένας τυχοδιώκτης τ ουρανού τραγουδάει αμέριμνος. Παίρνει κι αυτός μέρος στο κονσέρτο της Άνοιξης. Η αγωνία μου μην πέσει και χαθεί στο κενό, έτσι που αιωρείται επικίνδυνα πάνω στο σύρμα` κι ακόμη φοβάμαι μήπως γίνει κάποια μετάλλαξη του κάψει τα λεπτά ποδαράκια του και τότε η Άνοιξη θα χάσει το ουράνιο βιολί της. Και προσεύχομαι γι αυτό το μικρό πλασματάκι σαν να είναι ένα παιδί, οποιοδήποτε μην και κάποιο ηλεκτροφόρο καλώδιο σταματήσει την ουράνια, γλυκιά μελωδία του. Πάντα θυμάμαι τα τραγούδια της Άνοιξης που αρχίζουν στα δέντρα, στις πηγές των βουνών, στην αυλή του σπιτιού μου πάνω σε μια λεμονιά. Ένα αηδόνι μαέστρος, ένα καναρίνι το πρώτο βιολί, κι ένας σπίνος στο πιάνο, στο φλάουτο παίζει ο κότσυφας και γύρω τους μια χορωδία όλα τα πουλιά τ ουρανού στο κονσέρτο της Άνοιξης. Πόσο ζηλεύω και χαίρομαι αυτές τις φωνές που τραγουδάνε όλες μαζί «τις Θεός Μέγας». 90
92 Δημήτρης Λαμπρόπουλος Άτιτλο Ταξίδεψα ταξίδια μακρινά Σε θάλασσες, χωρίς λιμάνια κι όνομα Ταξίδια πολυπέλαγα να φύγω μακριά σου Ένας ταξιδιώτης ήμουν Ένας ταξιδιώτης φυγάς Ένας μικρός ανίδεος Που στα φευγιά γελάστηκε Κι έβαλε καπετάνιο πρώτο στα κουμάντα Ένα μικρό μισόγυμνο αλάνι με μπουκλωτά μαλλιά Αυτό Που το φώναζαν στο ντόκο για να το γελάσουν Με παρατσούκλι αστείο. Έφυγα ταξίδια για πάντα μακριά σου Μ ένα μισόγυμνο αλάνι στα κουμάντα Που το φώναζαν Έρωτα Στο ντόκο Για να το γελάσουν. Άτιτλο Να ξεστομίσω τους τελευταίους ώριμους λόγους της νιότης Όσο ακόμα ο χτύπος της καρδιάς είναι διπλός Τώρα που ακόμα η σκέψη δεν ντρέπεται Όσο ακόμα τα μάτια παράγουν βλέμματα Και ξεχωρίζουν τις μονάδες απ τα σύνολα Να ξεστομίσω τους λόγους που αρμενίζουν ταξίδι μιας άλλης νιότης και στέκονται ακόμα ωμοί ανεπιτήδευτοι πρόστυχοι, αυθάδεις 91
93 Ας τους βάλω μπροστάρηδες Να ξετυλίγουν το νήμα Κι εγώ ν ακολουθώ κρατώντας Για όσο μπορώ ακόμα Ανέμελα Το κουβάρι Άτιτλο Με ορθούς λόγους και σκέψεις Με λοστάρια και τροχαλίες Σκαρί νεότευκτο Και στα κουμάντα καπετάνιους έμπειρους Πορεύομαι Κι έτσι ο νους ημερεύει -Τη φουρτούνα τη γελάμε Και τις άπνοιες τις περνάμε με χωρατά, οινοπνεύματα, καπνό και μαγειρέματα θαλασσινά -Κι όταν η σελήνη πάει τσάρκα Βάζουμε τους φωτισμένους να μας μιλούν, για να μας πάνε το νου σε μέρη που λαχταράει άνθρωπος να τα περπατήσει ή βρονταχτά τραγουδάμε Τραγούδια με λόγους αντρίκιους Κι έτσι φέρνουμε τούμπα τη νύχτα Ίσαμε που το πρώτο φως σιγοψιθυρίζει μαζί μας τους ρυθμούς Και ταξιδεύω Στα λιμάνια μας προσμένουν Και χώρο ξέχωρο κρατούν στο ντόκο Καρτερούν να πάμε για ν ακούσουν πως κάνουμε τόσο ορθά τα κουμάντα μας Με τα καλύτερα κρασιά τους μας τρατάρουν για να κάνουν τη γλώσσα μας να τρέχει γρήγορα σαν το σκαρί μας Κι εμείς αρχινάμε Στολισμένοι με τα πιο ακριβά του κόσμου τα στολίσματα, τα πρόσωπά μας Γεμισμένα προκοπή, ώριμα απο τα πάθη που τα συμμάζεψαν 92
94 Και φωτεινά απ τα χαμόγελα του φχαριστήματος γιατί κι αυτό το ταξίδι ήρθε πρίμα μέχρι το τέλος Τι είναι η ζωή ρωτάμε στα πρώτα ; Κι απαντούμε Είναι ένα γλέντι που ο νους κερνάει κι η ψυχή μας πίνει Ένα πανηγύρι απο κάθε λογής αρώματα και λουλούδια που συνάχτηκαν για να φουντώνουν τα σώψυχα Κι όπως οι λόγοι μας ξαμολυμένοι γυροβολούν σα σκυλιά αυτά τα αδέσποτα στο σύναγμα Εμείς κοιτούμε στα που και πότε - πέρα Μας πιάνουν τ ανθρώπινα αυτά τ αχόρταγα Κι οι ματιές μας φεύγουν τόξα πότε στο φεγγάρι Και πότε στα βάθη τα περαντινά Κι αναζητούν Τις ρότες γι άλλα ταξίδια Λιμάνια απάτητα που θα ζαλίσουν το νου Θα ξεγελάσουν την ψυχή Θα θεριέψουν τα πάθη Και θα ξεσηκώσουν το σύναγμα Ένα τροπάρι σιγοψιθυρίζω Φουντάρω τον κάβο στη θάλασσα Και όρτσα Για τ άλλα Τα ξέχωρα 93
95 Κώστας Λιάκος Νοσταλγική θύμιση Κάποια ξεχασμένα βήματα ήρθαν απ τα βάθη των χρόνων ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Βήματα αλαφροπάτητα που ο ήχος τους ήταν ίδιος, με τον μουσικό σκοπό των πιανίσιμων κάποιας σονάτας. Τα συνόδευε μάλιστα, το θρόισμα του αέρα που έμοιαζε με τον ήχο ενός βιολιού, κατάφορτου από νοσταλγία και καημό. Πόσο διαφορετικά ένιωσε τότε, ο άντρας της ανεπιθύμητης ωριμότητας των πενήντα πέντε περίπου χρόνων. Είχε ανοίξει το ραδιόφωνο, εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Σαββάτου και βρήκε κάποιο σταθμό που -φαίνεται κατά λάθος- άφηνε να διασκορπίζεται, έτσι απρόσμενα, το υπέροχο αυτό άκουσμα. Εκείνες τις στιγμές, σαν ένας σύγχρονος Ορφέας ένιωσε. Είχε την έντονη αίσθηση, πως έγινε αιτία, να ακουστεί η φόρμιγγα που γλυκοκοίμισε όλες τις καταθλιπτικές ψυχές, που εδώ και χρόνια, δημιούργησαν μια επιβαλλόμενη πραγματικότητα, άσχετη με τις ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι λοιπόν, κατάφερε -έστω για λίγο- να ξαναβρεί το δικό του «χρυσόμαλλο δέρας», που δεν ήταν άλλο από τη Μοναδική του Αγάπη! Την Αφροδίτη! Της χαμένης του πια νιότης καθώς άκουγε το πιτσικάτο του βιολιού να μοιάζει με τους αφρούς των κυμάτων εκείνων απ όπου κάποτε αναδύθηκε. Έτσι έμοιαζαν αυτά τα ξεχασμένα βήματα! Τα τόσο μακρινά! Ώστε κάποια στιγμή ευλογημένη κατόρθωσαν να τινάξουν από πάνω τους το βάρος μιας αδυσώπητης λησμονιάς. Συγκινημένος τότε ο αέρινος ήχος του βιολιού, υποδέχεται το απαλό αυτό τρικύμισμα των βημάτων, ολόιδιο με τον ήχο του πιάνου, δημιουργώντας το απαράμιλλο δίδυμο ενός σκοπού, έμπλεου από μελωδία και ενθουσιασμό. Ένιωθε πως ο νους τον παρέσυρε με ασύλληπτη -στην κυριολεξία- ταχύτητα στους ανάλαφρους κυματισμούς μιας θάλασσας εντελώς διαφορετικής. Ίσως γιατί, απ το ύψος του Προφήτη Ηλία του Πειραιά, την έβλεπε ύστερα από τόσα πια χρόνια, ήρεμη και χρυσογάλανη. - Εδώ είμαι... για σένα ξαναγύρισα..., άκουσε κάποια φωνή. Ήταν μια ολόξανθη γαλήνια μορφή με τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια που έστεκε μπροστά του. Η Κυμοθόη των νεανικών του χρόνων. Μια από τις Νηρηίδες εκείνες, που βρέθηκαν ξαφνικά για εκείνον μόνο, στην ήρεμη θάλασσα του απαράμιλλου Πειραιώτικου λιμανιού. Κάτι τέτοιες ακριβώς στιγμές, τα συγκινησιακά ποτάμια της νοσταλγίας, γεννούν την ανυποχώρητη επιθυμία να πνίξουν όλες τις αιτίες που κατάργησαν τους ορίζοντες αυτών των βημάτων. Αποτέλεσμα, να ακολουθήσει και η στέρηση, μέχρι τώρα, από το τρυφερό μουσικό θρόισμα ενός βιολιού, όλο πόθο για Ζωή! 94
96 Τα ξεχασμένα αυτά βήματα εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό, τα συνόδευαν οι μελωδίες από μια σονάτα του Μπετόβεν. Ήταν μια σπάνια συνομιλία βιολιού και πιάνου, όπου ο πενηνταπεντάχρονος άντρας, -λίγο πριν βρεθεί ξανά αντιμέτωπος με την επιβαλλόμενη πραγματικότηταεπιθυμούσε να μην τελειώσει ποτέ. Τάσος Μακράτος Αρχαϊκά Χαμόγελα Ο λύχνος του σώματός εστιν ο οφθαλμός εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται (*) Έτσι μου θύμιζες φωτεινάτοι ρίχναμε το κορμί μας βορά του χρόνου όχι φυσικά να αντισταθούμε στον χαρακτήρα του την λαιμαργία του μόνο που κάπως ομοούσιοι σ αυτόν εγκαθιστάμεθα παρασυρμένοι αλλά με ακέραιες τις εμμονές μας για λέξεις και στίχους και αιωνιότητες κι όλο το κάλλος των ωρών μας εποιούσε πλέον ένα παρόν απέραντο ως ο χρόνος σταματάει στον Έρωτα ως ο Έρως καταλύει τις εποχές του Γλαφύρα μου αινιγματώδης περικυκλωμένη μου άπλωσε την ποίησή μας στα απαλά σεντόνια μας κάθε νύχτα να αλείφει τις πληγές μας κι άσε τα ζεστά μας όνειρα να περιπλανηθούν στη γεύση των άστρων και οι ελαιώνες αποκάτω τα αμπέλια στο βάθος η θάλασσα να λικνίζει την σελήνη Έτσι σου τραγουδούσα έτσι κάπως εθεράπευα την γραμματική των οφθαλμών μας άφαντα τα αυτονόητα τα αδιανόητα αρραβωνιασμένα στο μπράτσο μας κι εμείς σταθεροί μαθητές στις προσδοκίες μας ανελλιπώς αναμετρούσαμε τις αντοχές μας καθώς το κάλλος τόσο ευέλικτο σπάνιο εμφανιζόταν εμβατήριο αρπαγμένο του Έρωτά μας 95
97 και εμείς μεταμφιεζόμασταν σε ζωντανά και σε πουλιά πολύχρωμα ριζώναμε σαν τα απρόβλεπτα φυτά ακίνητοι μέναμε ορθοί με το αρχαϊκό χαμόγελό μας να καταλαγιάζει στην κοινή μας μοίρα (*) Ευαγγ.κατά Ματθαίον, στ, 22. Μεταφράσεις ως ουν απέβησαν εις την γην, βλέπουσιν ανθρακιάν κειμένην και οψάριον επικείμενον και άρτον (*) Πότε θα αρτισθούμε μου έλεες από της εφηβείας μας την αμεριμνησία; Πότε θα χορτασθούμε από τις ώρες και από τις καταγωγές μας; Και πώς θα επιβιώσουμε χωρίς την προστασία των στίχων σου; Έστεκες σιωπηλή και ολόγυμνη μπροστά στην ξέφρενη αρματωσιά μου φωνήεντα ηδονικά προθέσεις αιχμηρές και αιματώδεις σύμφωνα ασύνταχτα εδώ κι εκεί σπαρμένα θηριωδώς προφερόμενα άγγιζες τις λέξεις μου μία μία έβγαζες τη φλούδα τους κι ύστερα τις απίθωνες με τάξη στα βιβλία μου ωσάν φρούτα ελληνικά με γεύση βυθισμένη με απαιτητικό το άρωμα και η αφή τους βράχου ανάσα η θάλασσα με τα κύματά της τόσο περιοδικά και τόσο ανυπότακτα Ποσειδωνία μου σε καλωσόριζα πανούργα ερευνήτρια των μυστικών μου πόθων συνταξιδεύτρια πιστή της ποιήσεώς μου ας μένεις το σώμα σου ας μεταφράζει το δικό μου και το δικό μου σώμα το δικό σου πάλι κι έτσι ξανά στο εύνοστον παιγνίδι των Ερώτων και αενάως θα ταλαντεύονται οι μεταγλωττίσεις μας 96
98 χωρίς την τελική τους έκφραση όσο ζούμε Μόνο τα βράδυα τα καλοκαιρινά στων αστεριών την απαλή δροσάδα αγκαλιασμένοι έτσι κοντά στη θάλασσα που αναπνέαμε, τα ψάρια έπαιρναν τα χείλη μας να τραγουδούν τον άρτον μας τα κείμενα μας τα ατελή τα ερωτηματικά μας (*) Ευαγγ.κατά Ιωάννην, κα, 9. Πεπτωκότες Ο γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται ου γαρ ουκ έστι νόμος, ουδέ παράβασις (*) Κι εμείς χωρίς τους νόμους με ρωτούσες τόσο παραβατικοί πώς γίνεται; Όντες ελεύθεροι στις ώρες μας σε μίαν τράπεζα θαλασσινή γεμάτη αχιβάδες και αστερίες με τάξη απλωμένους και το κρασί ξεχειλισμένο στα ποτήρια του έτοιμο να ψάξει για τα ερωτηματικά μας τα μεγάλα εκεί ερυμουλκούσαμε την ποίηση στο κορμί μας εκεί ανθολογούσαμε τους ήχους του απομεσήμερου τους πλέον ευανάγνωστους τα χρώματα του ήλιου επάνω στην θάλασσα τις ευωδίες των γλάρων των καλοκαιρινών την αφή των αγγέλων κι όλα τ αφήναμε στη γεύση μας να μπουν σαν θεία κοινωνία στον ανθό της σαν απαντήσεις σπάνιες χωρίς συνέχεια Γαληνή σε αρμένιζα λινοφορεμένη μου στα άσπρα σου πάμε να γαληνέψουμε τις αέναες παρεκτροπές μας να τις νανουρίσουμε στα μέλη μας ας τις ποτίσουμε με τα χαμόγελά μας να κοιμηθούν στις αγκαλιές μας βυθισμένες κι εμείς ας συνεχίσουμε τους νόμους των λέξεων να αναζητούμε ας γίνουμε ποιητές χωρίς αποδείξεις μόνο με όσα πολύ μάς έχουν λείψει 97
99 και μας ταράζουνε αφόρητα ακόμα Ας συρθούμε στων βιβλίων μας τη γύμνια όντες γυμνοί πεπτωκότες όντες κι ας δέχεται η άμμος το βάρος των βημάτων μας με τον ήλιο να σημαδεύει τις σελίδες μας και τον έρωτά μας να χαϊδολογιέται με τη θάλασσα. (*) Παύλου «Προς Ρωμαίους Επιστολή», δ, 15. Γιώργος Μανέτας Άλιος γέρων Ας υποθέσουμε Πως ο ήλιος εξώθησε, ή γκρεμίστηκε, πέρα! - Τι μικροί θα φαινόμασταν των εκείνων στιγμών Των αστέρων που θα σβηνε, η πολύφωτη βέρα, θα θρηνούσε στα δάχτυλα των λαμπρών ποιητών. Πως η νύχτα ξεχάστηκε, πως λησμόνησε η μέρα. Πως η φύσις αντέδρασε σε μια κάποια πληγή. Πως οι κόρες γεννήθηκαν σε μιαν άκαρπη σφαίρα. Πως τα δέντρα μαράθηκαν μες στην άνυδρη γη. Ας υποθέσουμε Πως τα σπίτια μας πέσανε, πως οι γιοι μας πεθάναν. Πως αυτοί που γνωρίζαμε, δεν υπάρχουνε πια. Ίσως, κάποιοι, που μείνανε, να ρωτήσουν: Τι κάναν; Δείξτε τή μας, την άχρηστη, την εκείνη γενιά. Πως κι εκείνοι, πεθάνανε. Πως πρωτόζωα ξανάρθαν. Πως ο ήλιος, λαμπρότερα θα φωτίσει τη γη. Μα Τα μίση, τα πάθη μας, φονικά που ματάρθαν έτσι, αέναα θα σκόρπιζαν πάλι αυτή τη ζωή... 98
100 Ας υποθέσουμε Πως εσένα, που αγάπησα, να μη θέλουν να υπάρχεις. Πως οι λέξεις πια στέρεψαν, κι ίσως, ίσως κι εσύ. Όμως, πάντοτε, Θάλασσα, την αγάπη μου θα χεις, και υποθέτω, θα ζήσουμε, έτσι πάντα μαζί! Θύμηση Πάλι χθες στο εικονοστάσι σαν να σβήστηκε το φως μου γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό... Σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου ταξιδεύεις, και δεν βλέπω πίσω να χεις γυρισμό; Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό. Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, - που χα γιάνει το κορμάκι σου εκεί πάνω τώρα μοιάζει νεκρικό. Θέλω λίγο ν αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια. Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου και τη στόλιζα με τ άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά. Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ αγγίξει το σκοτάδι και σ αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί, έλα να σ αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι, και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί. Eνοχές Νύσταξες, τ αποτσίγαρο στο χέρι σου. Η ώρα, τρεις. Απομεινάρια οι ενοχές πλάι στων χειλιών την άκρια. Λευκές οι αισθήσεις. Ψίθυροι σιωπής, μιας προσευχής ξόρκιζαν και μυρώνανε κάθε στοιχειό απ τα δάκρυα. 99
101 Λούζεσαι. Ανθός και νίβεσαι σ ένα ξυράφι φως. Κρεμάστηκε από των χειλιών το φίλημα η ευχή σου. Χώρεσε ο χρόνος μια ρωγμή και μου γινες σοφός. Βαρέθηκα τους στοχασμούς και την παράκρουσή σου. Ξάγρυπνος είμαι. Φίλα με. Προβάρω τ απεχθές. Η φλέβα ράγισε από χθες χολή κι άλλη δεν έχω. Ζεις μες σε κέλυφος σκορπιού που κατοικούσα χθες. Ξέρω σημάδι. Ρίξε μου, κι εγώ θα σε προσέχω. Χίλια στιλέτα το κορμί. Θα σε ντυθώ ξανά. Εγώ. Που εσένα σκέπασα την άδεια μου τη σφαίρα. Ξημέρωσε. Ας πληρωθώ. Τα όνειρα ακριβά Θέλω, στη μέθη της αυγής. Έλα, μιαν άλλη μέρα Απόστολος Μαργέλης Νόστιμοι δρόμοι Χρόνους καιρούς το ζέσταινε μέσα του, το κανάκευε όπως το μικροπαίδι. Να ματαβρεί παλιά μονοπάτια, που τα φηκε ένα θαμπό πρωινό, σαν επήρε τους δρόμους του ξενιτεμού. Ήθελε να ναι άνοιξη, άμα θα ματαρχόταν. Μαγιάπριλο να ναι και να χουνε φουσκώσει τα κλαριά. Να ναι σπαρμένα τα ουράνια μυρωδάτο έρωτα της πλάσης. Η παπαρούνα να πορφυρώνει τα χωράφια, τα κιτρινολούλουδα του σπάρτου, τ ασβελαχτού, της αγριομαργαρίτας να κεντάνε ποδιές, μεσάλια, κάτου στον φαρδύπλατο τον κάμπο, πέρα κει στις πλαές κι ίσαμε απάνου στα Πανοχώρια και στις λάκες. Να ναι μια άνοιξη λεχώνα. Να χει γεννοβολήσει αμέτρητο λουλούδι, να χει μεστώσει το τσίγαλο, το ζέρδελο, το μαράσκι, τ αγραπίδι. Οι ασκαμνιές στον πίσω αντιγό του κονακιού του να χουνε βλισίδι τ ασκάμινο κι εκείνη εκεί η ζερδελιά στο πάνω κηπάρι να του τοιμάζει κολατσό στο πρώτο του θεριστή το έμπα. Έτσι τον ήθελε το γυρισμό του. Χρόνους καιρούς έτσι τον εσκάριαζε μέσα του. Χρόνους καιρούς επότιζε τη μνήμη του να μην του μαραθεί. Η μνήμη, άμα μαραγγιάσει, πάει πια. Θα σβήσει ολότελα κι άμα δεν σβήσει, θα μείνει ξέγκαρδη. Όχι. Τη μνήμη του δεν την είχε απότιστη ποτέ χρόνους καιρούς ο Στεφανής ο Πέτρουλας. Αμαράγγιαστη την ήθελε κι έτσι την εβάσταε πέρα κει στην άλλη 100
102 άκρια του κόσμου. Να ρτει μια άγια μέρα, που θα τηνε πάρει απ το χέρι και θα τονε φέρει σε γνώριμους ντορούς. Πώς να γνωριστεί με τόσα, πο χει καιρούς πολλούς, ασήκωτους, αφήκει πίσω; Με δίχως μνήμη πώς κι εκειά να τον καλοδεχτούνε, να τον γνωρίσουν και να κεράσουνε τον πόνο της χαράς; Κι ήρτε η άγια μέρα, που ξύπνησε τη μνήμη του την ποτισμένη, την καλοταϊσμένη με το λαχτάρισμα του γυρισμού. Την εσήκωσε και φύγανε αντάμα. Ελόου του κι εκείνη. Εχάλεψε από να φανερό να ιδεί και ν αντικρίσει το ψηλό καμπαναριό. Εκείνο κει το τετράπατο το πέτρινο καμπαναριό, που ο Κουνέλος του χε φορέσει για καπέλο μια στρογγυλεμένη δαχτυλήθρα κι απάνω ένα σταυρό να δείχνει τα ουράνια, ν απλώνει δεξά-ζερβά τα χέρια: Σταυρωτά Θάλασσα. Έτσι τον είχε μαστορέψει απάνω στη στρογγυλοκέφαλη τη δαχτυλήθρα, που καπέλωνε το ψηλό καμπαναριό τ Αϊ Θανασού ο Κουνέλος. Να ναι ποδεμένος στ απανωκαύκαλο του καμπαναριού και να τηράει τ άναρχα ουράνια. Να χει απλωμένα τα μπράτσα και να δείχνει το να το τέλειωμα των Σταυρωτών κατά το Χορτιώτικο τ άλλο ίσα κατά την Κεφαλλονιά, το Θιάκι. Το δε το ψηλό καμπαναριό από να φανερό, κείθε, στο σβήσιμο του κάμπου, κατά το Κονταριώτικο. Έκαμε έτσι, να προντήσει κάτι σφελαγγουνιές στα μάτια του, να ξεχωρίσει το καμπαναριό. Και το ξεχώρισε κι ας μην ήτανε το πρωτοπαίδι του Κουνέλου. Μια βολά ήτανε ολόιδιο, απάνω στις πατημασιές και ως μέσα στη ντυμασιά εκείνου, του παλιού. Ετήραξε ώρα κάμποση. Ύστερα έκαμε το σταυρό του τρεις βολές κι έμασε κάτι κομπιά από δάκρυο, που χανε ξαχουρδίσει από τα πορτόνια των ομματίων του. Από κείνο το φανερό μέτρησε το μπόι του κάμπου, απάνω απ τις διχάλες του Νικολή ίσαμε τους κυματισμούς της θάλασσας. Πέρα κείθε, απ τα χαμηλά τα Βαριδάκια κι ως πίσω στα Τσαρλαμπέικα κονάκια. Κατάντικρυ τα Σταυρωτά τρυπάνε τα ουράνια με κάτι οξύρυγχες βραχοκορφές. «Πόσο ασάλευτος στέκει τούτος ο τόπος!», μονολόησε ο Στεφανής ο Πέτρουλας κι έκατσε να ξυπνάει τη μνήμη του. Την έβαλε μπροστά να τόνε πάει κι ως το στερνό λαχίδι, οπού χε κείνους τους καιρούς στρακώσει. Μια να τινάξει τσ ελιές στο Παλιάλωνο, στις Παναές, στα Λυγερά. Μια να οργώσει, να σπείρει το σπορί το γέννημα, τ αγριοκόκκι. Μια να ξελακώσει, να ραντίσει, να κουλουμιάσει τ αμπέλι, τη σταφίδα. Τι να πρωτοσυμμάσει κιόλας; Ε; Πού να προκάμει τον καιρό που ξαχουρδάει; Να μάσει τα σκοντάμματά του; Την ελιά, που θέλει τιναχτή κι αργάτη, λοϊρίστρα; Που θέλει το κακομοίρικο το πράμα να κουβαλήσει τα σακιά στο ρογό του κατωγιού; Πόσες στρατιές να κάμει στη σοδειά, στ ανέσοδο; Και πόσα μεροδούλια μες 101
103 στο λιοπύρι με τις καστρωμένες ασπρολιές; - Ανέβα δα στην τσίμα, ορέ Λάμπρο. Τι, θα τσ αφήκεις εκειές τσι φούντες δα; Μα κειο είναι βάγιο, μωρέ μαύρε. - Κατσίβελο είναι, Στεφανή. Μα πώς να κάμω; Κι άμα τσακιστεί ο κλώνος; Θα σωριαστώ και θα βαρέσω. - Έλα, ορέ, που σκιάζεσαι. Άσε να ιδείς. Στην τσίμα. Από κλώνο σ άλλον κλώνο, από κλαρί σ άλλο κλαρί, σαν το λεχάρι. Κι απέ να μερέψει τ αμπέλι, τη σταφίδα. Να φκιάσει το ταμπούρι του στ Αγραπιδάκια, να τοιμαστεί για το τσαμπί, για το χειμωνικό, το κομιντόρι και το καστραβέτσι. Του κάμπου τα γεννοβολήματα, που μοσχοβολάνε κι ανασταίνουνε νεκρό. Πού να προφτάσει να τα προκάμει ούλα; Πού; Ξαχουρδάνε οι καιροί δίχως να ρωτάνε το φτωχό το δουλευτή, δίχως να ρωτάνε. Λες και το κάνουν ξεματόχου... Ο Στεφανής ο Πέτρουλας είχε ν αντικρίσει τούτα τα μέρη, που τονε παίδεψαν ίσαμε τα τριάντα του, καιρούς γιομάτους. Σαράντα τόσους χρόνους στην άλλη άκρια της γης, μονάχα με τη μνήμη του την αμαράγκιαστη. Μονάχα με κείνη, που της είχε στρώσει μια γωνιά να πλααίσει, να μην ποντάρει και του χαθεί. Να μην του ποντάρει, θεέ της ξενιτιάς Ματάβλεπε τον κάμπο, τα Σταυρωτά, που χανε στα στήθια τους κάτι χωριά σαν μαυρολιές. «Εθεραπάηκα», είπε μέσα του. Κι είχε θεραπαεί. Στα εβδομήντα πέντε του ματάνιωθε παιδί. Να σκλιμιδεύει μες στα μονοπάτια, πλάι στη σούδα με τ αχέλια και τις μπουσάκες του νερού. Μες στα λιοβόρια, μακριά απ τη μαλίνα του ξενιτεμού. Τον ετήραε τον κάμπο, τον έβανε μέσα του, σαν τον αγέρα, σαν τον ήλιο. Τον έβανε μέσα του κι έκανε νιο πλεμόνι. Ανάσαινε νιότη, ετσίτωνε του Θεού καλούδια τόσα κι άλλα τόσα. «Τραπέτσι, η ξενιτιά, τραπέτσι. Τόσα χρόνια ένα τραπέτσι, που μου φαρμάκωνε τα σωθικά», είπε και πήρε τρεχάκι κατά την κονταριώτικη κολώνη. Έκατσε σιμά σε μιαν ελιά, πέρα κει στους Μέα-Λόγγους, εκείθε από να ποτάμι στερεμένο, αφυδατωμένο. Εδεκεί εστάθηκε, λύγισε τα γόνατά του. «Πού είναι το κατεβατό του ποταμιού»; Απόρησε, φαρμακώθηκε η μνήμη του. «Κείνα τα χρόνια εφούσκωνε το ποτάμι, πού να διαβείς για του Κουμάντουλου! Τώρα;» Σήκωσε το βλέμμα στα ουράνια. Είδε ένα θεούλη να του γνέφει θλιμμένα. Κι εκειός, ο Θεός της παντοδυναμίας, είδε κι απόειδε. Άφηκε στην κακιά τους μοίρα τα πλάσματά του για τα έργατα που σκάριαζαν και φκιάνανε κάτου στον παράδεισο της γης, που τον καταντήσανε ερημιά και σκοτεινιά. Είδε τον τόπο σιμά-σιμά. Εχάλεψε τα παλιά μονοπάτια, πού να τα βρει; Εχού- 102
104 γιαξε μέσ απ τα σωθικά των πλεμονιών του. - Εεεε.Ορε Τάσοοοο. - Εεεε.Πού είστενε, ορέεεες Ακουρμάστηκε. Τίποτα. Μονάχα η δική του η κραυγή να σεριανάει μες στα γερασμένα τα λιοστάσια, μονάχα εκειός ο θόρυβος της ερημιάς. Τίποτ άλλο.ψυχή λαλούμενη. Κι ένας αγέρας, που δεν αποθαίνει ποτές, γιατί είναι ο ίδιος του Θεού ανασασμός. Ένας αγέρας, που ταΐζει τα λιόφυλλα και τα βάνει να τραγουδάνε του Θεού του ουρανοκράτορα. Να τραγουδάνε ίδια σαν να μοιρολογάνε Ταξίδεψε μες στον κάμπο, ματάειδε κάτι σούδες παραχωμένες, πηγμένες στο βίλιουρα, στη βατσουνιά, στην αγριονομή. Επάτησε μες σε μια σούδα. Εσήκωσε τα μπουγενάρια κι επάτησε μην πάει και τα βρέξει Μα πού να βρει νερό, νεράκι; «Ο κάμπος έχασε τα γαίμα, τη ζωή του», είπε και κούνησε θλιμμένα το κεφάλι. Δεν ηύρε εύκολα παλιά σημάδια. Μονάχα στις βρύσες της Νίκιας σαν και να του καναν νόημα κάτι άκρες, εδεκεί σιμά σε κάτι όχτες με χωμένες πέτρες, χώματα, ανάμεσα σε κάτι βατσουνιές αχόρταστες. «Εδεδώ ήτανε του Ψάθα ο καφενές» τό βρε κι αναπήδησε. Ύστερα πήρε ένα ξύλο και μπάτσισε τη βατσουνιά να βρει τη βρύση. Την ηύρε, μα ήτανε γριά ξεδοντιασμένη. Πουθενά κείνες οι κάνουλες. Μονάχα σε μιαν άκρη ένα τσότσο δάκρυονεράκι να ποτίζει κάτι μούσκλια. Να ποτίζει σαν να θρηνεί και δαύτο το κακομοίρικο Λύγισε τα γόνατα. Γονάτισε. Έσκυψε, έκαμε έτσι, εχάιδεψε κείνο το λειψό νεράκι. Ύστερα εκούμπησε τα χείλια του και τα βρεξε, Φρυγανισμένα χείλια, βάλσαμο νεράκι, ανακατωμένο μ έναν κόμπο, που ταξίδευε στ αυλακωμένα μάγουλα. «Εματάλαβα», επρόκαμε και ψέλλισε. «Εματάλαβα» Ήτανε προχωρημένη η άλλη μέρα, κάμποσες οργιές ο ήλιος, άμα τονε βρήκανε κουμπισμένο σε μια πέτρα, εδεκεί στη βρύση της Νίκιας Τονε βρήκανε κι είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα. Κατά τον ουρανό Κι ένα χαραγμένο χαμόγελο σαν να τήραε μια ολάνοιχτη αγκαλιά Έτσι δα 103
105 Αυγερινός Μαυριώτης Ξεφτίζει η ζωή Μην το κάψεις Περιβραχιόνια λύπης αγκαλιάζουν τη σκέψη του, ανοίγουν ανάβρες δακρύων. Ένας θάνατος υπονοούμενος συλλαβίζει πένθιμα εωθινά. Ούτε μια χαρά να κρατήσει το γκρέμισμα στο βάθος του ύπνου. Ξεφτίζει η ζωή αθόρυβα. Μην το κάψεις θα σου χρειαστεί σίγουρα. Είναι το τελευταίο σπίρτο που σου έμεινε. Θα φωτίσεις μ αυτό τα τελευταία σου βήματα. Τα σπίτια Ας μείνουμε Είναι οι προσόψεις των σπιτιών ωσάν τα σώματά μας. Άλλες χλωμές και αδύνατες βαθιά συρρικνωμένες εκλιπαρούν το θάνατο να τις αποτελειώσει. Κι άλλες με χρώμα ρόδινο και πρόσωπο αρυτίδωτο προκλητικά μορφάζουν. Είναι οι προσόψεις των σπιτιών ωσάν τα σώματα μας. Άλλες τις ξέπλυνε η βροχή, τις ρήμαξεν ο χρόνος κι άλλες με ξόμπλια και βαφές στήνουν αμάχη στον καιρό, να υπάρχουν επιμένουν. Ας μην ενδώσουμε στην οδυνηρή περιπέτεια της ήττας, στις αυθαίρετες διαδρομές της μοίρας. Πείσμα το πείσμα και ο καιρός νικιέται. Στην άλλη όψη του χρέους, στις μυλόπετρες της οδύνης γυμνάζεται η ψυχή. Ας μείνουμε καθαρόαιμοι χρήστες ανόθευτων ονείρων. 104
106 Μέρα παράφορη Μέρα παράφορη. Στριγκλιές στον ημερήσιο κρατήρα της. Καθυστερεί η καυτή λάβα του πιεσμένου λόγου. Η δάδα της έριδας καταυγάζει την πλαστή ηρεμία στο στρατόπεδο των εμπολέμων. Σπίτι αντίκρυ στη θάλασσα Η μάνα μου αγαπούσε τη θάλασσα τους γλάρους και τα μικρά ξυλόχτιστα καΐκια. Κάθε πρωί άνοιγε τα παράθυρα και τραγουδούσε αντίκρυ στο πέλαγο. Ο άνεμος έσπρωχνε τα ξερά φύκια, έπαιζε με τ ανοιχτά φτερά των γλάρων. Μεγάλωσα βλέποντας ένα κατάρτι, μια πλώρη να μου δείχνει το πέλαγο. Όταν πήρα να φύγω, η μάνα μου έβγαλε τα μαύρα, πήγε να τραγουδίσει. Η φωνή της έσπασε. Ίσαμε να τα ξαναφορέσω, είπε και λύγισε στην αγκαλιά μου. Τότε κατάλαβα πως οι άνθρωποι δεν γερνούν με τα χρόνια. 105
107 Φίλιππος Μαυρογιώργης Μια νύκτα με πεφτάστρα Δεν θάθελα να κλείσω τον κύκλο των αφηγημάτων μου για τη ζωή στο Δημοκρατικό Στρατό με μαύρο. Θέλω να ρίξω λίγο κόκκινο στη νύχτα του εμφυλίου, όχι αίμα, αλλά το ροδινό μιας αυγής. Γιατί είδα πολλές ρόδινες αυγές, όταν κοιμόμαστε κάτω απ τ άστρα. Αγάπησα την καριώτικη φύση, γιατί μας προφύλαξε και μας έκρυψε και γιατί την είδα τις έναστρες και τις φεγγαρόλουστες νύχτες. Μια νύχτα κάταστρη, που βαδίζαμε στην κορυφογραμμή κατάκοποι, είπαμε να σταματήσουμε κάπου να κοιμηθούμε. Κατά τύχη βρεθήκαμε δίπλα στη μάντρα ενός τσοπάνη. Ήταν κατακαλόκαιρο κι η νύχτα ήταν ζεστή. Έξω από τη στάνη υπήρχαν πέτρινα τραπέζια. Ξαπλώσαμε πάνω τους να κοιμηθούμε. Πρόλαβα κι εγώ ένα τραπέζι. Όπως ξάπλωσα ανάσκελα και κοίταζα τον ουρανό, έγινε το απρόσμενο. Χιλιάδες πεφτάστρα άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό, φωτίζοντας ακόμα παραπάνω την έναστρη νύχτα. Όταν είμαστε παιδιά θεωρούσαμε μεγάλη τύχη να δούμε ένα πεφτάστρι. Και κάναμε πάντα μια ευχή. Κάναμε κι εμείς τώρα ευχή για ειρήνη. Όμως η πολύπαθη ειρήνη άργησε να ρθει. Ήθελαν κι άλλο αίμα οι αιμοβόροι ξένοι. Κι εμείς οδοιπορούσαμε τις νύχτες με σύννεφα και μ αστροφεγγιά. Και προσμέναμε πάλι να δούμε τα πεφτάστρα. Γιατί συχνά βαδίζαμε μ αστροφεγγιά στις κορυφογραμμές, που τις φοβούνταν τ αποσπάσματα και πάντα κοιτούσαμε τον ουρανό μήπως δούμε πάλι τα πεφτάστρα. Τα πεφτάστρα τα είδαμε πολλές φορές, αλλά εμείς μείναμε με τη γοητεία της πρώτης. Τον πρώτο χειμώνα που μείναμε στην κάμαρα του Κεραμέ, αν και καλά περνούσαμε ήταν ζεστή κι ευρύχωρη, ήταν εύκολη η επικοινωνία με τους δικούς μας, ήταν εύκολο να μας φέρουν ή να πάμε να βρούμε τρόφιμα λαχταρούσαμε τη φύση σ όλες της τις μεταμορφώσεις και πιο πολύ την άνοιξη. Κι ένα πρωί την είδαμε σ όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Μια ανθισμένη αμυγδαλιά, μια λευκή οπτασία, ένα μελωδικό βούισμα των μελισσών κι ο μυρωμένος άνεμος να μας χαϊδεύει τα ρουθούνια μας. Αυτή ήταν η άνοιξη. Νιώσαμε μια ευφροσύνη να μας διαπερνά την όραση και τα ρουθούνια μας. Μα και το σώμα μας σαν να γινε πιο ανάλαφρο. Έφυγε από πάνω μας το βάρος του χειμώνα και φορές από την κλεισούρα της σπηλιάς. Λένε ότι ένα αγαθό το εκτιμάς περισσότερο όταν το χάσεις. Μόνο που εμείς τα στερηθήκαμε υπηρετώντας μια ιδέα, ένα ιδανικό. Αλλά η μάνα φύση, ουδέτερη στις διαμάχες των ανθρώπων κάθε άνοιξη τη μεγαλοσύνη της μας δείχνει. Η καρυώτικη φύση είναι όχι μόνο πανέμορφη αλλά και πονετική. Μας έκρυψε και μας 106
108 φύλαξε, όπως διαφύλαξε και τους προγόνους μας στα χρόνια της σκλαβιάς. Είχαμε την ευκαιρία περπατώντας τις άνοιξες και τα καλοκαίρια στα δάση, τα βουνά και τα λαγκάδια του νησιού μας, να θαυμάσουμε την τότε παρθένα φύση, τα αιωνόβια δάση, όπως του Ράντη, της Μεσοράχης, του Αθέρα. Τα απαράμιλλα γλυπτά της φύσης κοντά στο Καρκινάγρι, τα δαντελωτά της ακρογιάλια και την πιο γαλάζια θάλασσα. Αυτά μας έδωσε η Νικαριά και την αγάπη των ανθρώπων της. Σωκράτης Γερ. Μελισσαράτος Απ την ποιητική συλλογή «Γεννήτορας» Στις Ροές Κάθισε απόμερα Τα μάτια κλείσε και ταξίδεψε Μες στη Ροή της Μνήμης Μη και στερέψουν οι πηγές της Κι έξω βρεθείς απ τους Καιρούς Ψάξε τις ρίζες της Άκου Φωνές από ζωές άλλων Καιρών Εκεί κάτω θα δεις γεννήσεις θανάτους Θα βρεις ιδρώτα αίμα αγωνία Συνάξεις λαών θα δεις Θ ακούσεις... Φωνές προσταγές κι αντάρα Θα δεις Ήλιους ουρανούς κι άλλες γαίες Ξεχασμένες Θα δεις τους Τόπους που γεννήθηκες Την Αυγή θα δεις του Κόσμου Τις Ζωές θα νιώσεις που έζησες Μες στο στροβίλισμά του Να φοβάσαι μόνο την ώρα που η Μνήμη σου Θα σφραγίσει τις Πύλες του Ονείρου! 107
109 Πετρωμένα βήματα Περπατούσαμε Πάνω στο παγωμένο χιόνι της ψυχής Να φτάσουμε στη Φωτισμένη Πολιτεία Ο δρόμος ατελείωτος Οι συστάδες των δέντρων πανύψηλες Με κάτασπρες γενειάδες να κρέμονται Σαν σταλαχτίτες στα λυγισμένα κλαδιά τους Ο Χειμώνας βυθιζόταν βαθιά Στις συρρικνωμένες ψυχές μας Οι σκιές μας πελώριες απ τις λοξές αχτίδες Του χλωμού φεγγαριού προπορεύονταν Τα πρόσωπά μας αυλακωμένα ανέκφραστα Στην παγωνιά της νύχτας Γύρω μας λειμώνες όρη ποτάμια αμίλητα Φοβισμένα απ το ουρλιαχτό των Λύκων Μια λαφίνα πετάχτηκε απ το λόγγο των θάμνων Κι αυτή κυνηγημένη απ τη σκιά της Περπατούσαμε Κουρασμένοι κι απόμακροι απ τις σκέψεις μας Ο χρόνος σταμάτησε το μέτρημα Των ημερών μας Αγκυλώθηκε μάτωσε στα Συρματοπλέγματα Του νου μας Κάθε μας βήμα και μια σταγόνα αίμα Τι χαρακιές ο κόσμος όλος.. Τι αίμα πέτρωσε στο χιόνι της ψυχής! Ο δρόμος μακρύς σαν σπείρα εντέρου Κι οι συρρικνωμένες πτυχές του μυαλού μας Αδιάβατες Ίσως να μη φτάσουμε ποτέ Στη Φωτισμένη Πολιτεία.. Τ αγκαθωτά Συρματοπλέγματα Που μας φύτεψαν είναι Καλά πακτωμένα στη βάση του νου μας (Απ την Ποιητική Συλλογή «Συρματοπλέγματα») 108
110 Αποσπάσματα από το έργο «Οι κραυγές των καιρών» [...] Είχε ο άνεμος κάτι από αύρα Θανάτου Το βλέμμα απ άκρου εις άκρον πλανιέται Και βλέπει γωνίες γωνίτσες στης Γης τα σκιάσματα Σκελετωμένες μορφές κοιτάζουν ψηλά Χέρια υψωμένα παρακαλούνε Θεούς Μάτια δακρυσμένα Αγγέλων μικρών Ικετεύουν Αγγέλους Τραχιές όψεις ανδρών ατενίζουν το Θάνατο Ανατριχίλα! Σάλπιγγας ήχο ακούω Ακούω κάλεσμα από σπλάχνα Τυμπάνων Στα Μετερίζια του Κόσμου Αναβρασμός φωνές αλαλαγμοί προσταγές.. Ακίνητη μοιάζει κι ατέρμονη η νύχτα Μέσα της δονείται ολάκερος κόσμος Ρίγος διαπερνά τον αγέρα Οσμή Αγώνα αναμοχλεύουν οι Θύμησες Κινούνται του κόσμου οι φτωχοί Ανεβαίνουν απ τον Άδη οι νεκροί Όλου του κόσμου οι φτωχοί στις Όργητες απάνω Όλου του κόσμου οι νεκροί σ Ανεμοράχες πάνω! [...] [ ] Δ ί κ η ς Ό ψ η Η «Δικαιοσύνη» σηκώθηκε Από λήθαργου κρεβάτι Πλύθηκε στης Κασταλίας Τα Ιερά νερά Πνεύμα φόρεσε Καθάριο Φωτεινό Πνεύμα.. Δικαιοσύνης 109
111 Στύλωσε τα μάτια και το πνεύμα Στις πόλεις τις μεγάλες Διάχυτη στον άνεμο ψιθύρους κραδαίνει Από ζώντες και νεκρούς Με Ήλιο Φωτεινό Και πόνο μόχθο θάνατο είναι στεφανωμένη Ως σημαιοφόρος Χριστός απλώνεται Πάνω από στεριές και θάλασσες Με Μνήμες γεμάτοι του κόσμου οι κατατρεγμένοι Κόλαση η ψυχή τους Προχωρούν αλαλάζοντας Δικαιοσύνη Δικαιοσύνη για τους προδότες. Δικαιοσύνη για τους εφιάλτες των ονείρων μας. Όλου του κόσμου οι φτωχοί στις Όργητες απάνω Όλου του κόσμου οι νεκροί σ Ανεμοράχες πάνω! [ ] Ξένη Μητσοβασίλη Το σκοτείνιασμα της γης εικοστός αιώνας πέρασε κι απ τη χώρα μου, μες σε Ο βουβό πόνο. Σούρθηκε σα συφωριασμένος γέρος με ούλα τα κρίματα των φονιάδων των λαών, των συνειδητά παρανοϊκών ηγετίσκων αφήνοντας πίσω του ολάκερες στρατιές νέων σ ολάκερο το πλανήτη γη να πενθούν τα όνειρά τους βουβά κι αμοιρολόγητα. Και κει στην άκρη του γκρεμού, στην ακρόπορτα της γης, σωριάστηκε σα πολυπλήγωτο θεριό. Θρηνολάλησε τα όνειρα και τα πάθια των λαών κι ύστερα μες στ άγρια μεσάνυχτα, πάνω στο χαροπάλεμα, οι ανάσες του βαριές έπεφταν στα ριζά της ακρόπορτας σαν τροχάλια. Η ακρόπορτα της γης ορθάνοιξε κι απλώθηκε ολούθε βαρβαροσκοτεινιασμέ- 110
112 νος αχός, απ τα τροχαλιοκυλίσματα. Το σκοτείνιασμα της γης σκίστηκε σε εφτά κομμάτια ξανασκίστηκαν και ξανασκίστηκαν κι ύστερα βούιξε οργισμένος αγέρας κι ούλα τα σκοτεινιασμένα ξεσκίδια ολοτριγύρισαν αλλοπαρμένα στους ουρανούς όλου του κόσμου. Αντάρα μαύρη ξεχύθηκε απ τον ουρανό κι ούλο το γαλαζόχρωμα γίνηκε ουρανοπήγαδο δακρύων. Κι αν πέσουνε τα ουρανοδάκρυα στη γη, χορτάρι δε θα ματαφυτρώσει κι οι άνθρωποι θα πνιγούν μες στο θεριό του πόνου. Απύθμενη συμφορά, τούτη η συμφορά δεν περιγράφεται μηδέ μολογιέται, ως και τα κατωθέμελα της γης έτριζαν ασταμάτητα εφτά νυχτοήμερα. Και μες απ τους τριγμούς του κάτου κόσμου μες στην αντραλαμένη αντάρα, έραξε Πολυπλήγωτος ο εικοστός πρώτος αιώνας. Κοντοστάθηκε στην άκρια της γης, πάλεψε να πάρει ανάσα και οι ανάσες πνιγερές, του σπάραζαν τα σπλάχνα κι απόμενε εκεί στην άκρια της γης, πάλεψε να πάρει ανάσα και οι ανάσες πνιγερές, του σπάραζαν τα σπλάχνα από μαύρο αγέρα. Ο ουρανός τον κοίταξε με λυπημένα μάτια κι εκείνος αλύχταγε βουβά σαν σκυλί ξεστρατισμένο. Δέκα ολάκερα χρόνια πάλευε να σώσει τις φωτεινές σκιές απ τα σκοτείδια των ολοσκότεινων καιρών. Φόβος, τρόμος, αγωνία, αγριοπάλεμα ανθρώπου με άνθρωπο, κόλαση δίχως έλεος μηδέ τέλος. Κι απά στην κόλαση, θρονιασμένοι μια χούφτα παρανοϊκοί ηγετίσκοι, καγχάζουν τα τέρατα κι η δίψα τους για αίμα και θάνατο ατελείωτη, «τούτη η κόλαση μηδέ παλεύεται μηδέ αντέχεται», σιγοψιθύριζε ψυχολιωμένος ο εικοστός πρώτος αιώνας και κει που πάλευε για μιαν ανάσα σωριάστηκε λιγοθυμισμένος στο φρύδι του γκρεμού. Η γη σε πύρινο κλοιό, καίγεται, καίγεται. Και κείνο το πυρηνικό ολοκαύτωμα ζυγώνει κι όλο ζυγώνει, οι λαοί πνίγονται σ ατέλειωτη σιωπή.. Μα κάποιο θαμποχάραμα, μες στην εκκωφαντική σιωπή, ένιωσε τα κατωθέμελα του κόσμου να τρίζουν και να τραντάζουν τα πανωθέμελα της γης. Αλαφιασμένος με μια δρασκελιά σκαρφάλωσε στη ράχη της γης, και είδε τη ζωή να κυλάει βαρυοπλήγωτη πάνω σε λασπωμένους δρόμους. Είδε ανθρώπους αγριεμένους να ξεριζώνουν τα σπλάχνα τους, την καρδιά τους να πνίγουν την ψυχή τους, δίχως έλεος, δίχως πόνο. Κι ύστερα τα πέταξαν σαν να ταν παλιοκρέατα στα πεινασμένα σκυλιά κι απέμειναν να σέρνονται σαν πετσοκομμένα ερπετά. Μηδέ πόνος, μηδέ λύπη, μηδέ δάκρυ, μηδέ ζωή και θάνατος, μονάχα σαπισμένες σάρκες κι η γη βογκά απ τα περίσσια βάρη. Κι ύστερα σαν άνθρωπος με καρδιά και ψυχή ο εικοστός πρώτος αιώνας, βάσταγε το πόνο του μην πέσει χάμω και χαθεί μες στη βάρβαρη χλαλοή, μες στην 111
113 απανθρωπιά. Κι ο βασταγμένος πόνος ορθάνοιξε τα μάτια, γίνηκαν σα δύο φεγγάρια μαύρα, απ τα μαύρα φεγγάρια κύλαγαν δάκρυα κόκκινα, κατακόκκινα, σαν αδικοχαμένο αίμα. Αργογύρισε το ματωμένο βλέμμα κατά τη δύση. Κι είδε τον ήλιο σταυρωμένο σαν τον Χριστό, είδε τον πλανήτη γη να πνίγεται στο φόβο, στον τρόμο, στο φθόνο, στο φόνο κι η φτώχεια, άπατο αιμάτινο ποτάμι. Είδε νιόβγαλτους ανθρώπινους βλαστούς να νεκροπερπατούν στ ακρόδρομα πενθώντας τα όνειρα τους, να ανασοπνίγνονται στο βουβό ουρλιαχτό τους, να κοντοστέκονται στην ακρόπορτα τη γης, να στέκονται στο φρύδι του γκρεμού και κει στην άκρη του γκρεμού να πιάνονται απ ένα αόρατο σκοινί, κι απάνω στο αόρατο σκοινί ο θάνατος ακροβατώντας μάχεται να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπους. Είδε το φόβο του θανάτου στα αγριεμένα μάτια των τυράννων της γης, να βαρβαρογροθοκοπιούνται με το Χάρο. Κι αφού ο Χάρος φόβο δε χαμπαριάζει μηδέ νικιέται, οι τύραννοι της γης γίνονται φθονεροί, ύπουλοι, αρπακτικοί. Φονιάδες φιλόπρωτοι κι όλος ο πλανήτης γη σπαράζει μέσα σ ατέλειωτη φριχτή δυστυχία. Κι ύστερα μες στη σκοτεινότερη ώρα της νύχτας ο εικοστός πρώτος αιώνας έσπασε την εκκωφαντική σιωπή και σαν δίκαιος άνθρωπος έσυρε φωνή τρανή, τόσο τρανή όπου ακούστηκε σ ολάκερο το πλανήτη γη, κι ούλες οι φωνές των αιώνων ενώθηκαν σε μια κραυγή Ως πότε τούτο το ζώο που λέγεται άνθρωπος θα αγριοπαλεύει με άνθρωπο;.. ως πότε ο νους θα ανεμοστροβυλίζεται σ ολόμαυρα σκοτάδια;.. ως πότε θα αγριοπαλεύει με τον φιλόξενο πλανήτη γη με γροθιές θανάτου; Πότε θα ξαστερώσει ο νους, να αργογυρίσει το βλέμμα στην όμορφη γη και να συνειδητοποιήσει πως είναι φιλοξενούμενος κι αχάριστος στο φιλόξενο πλανήτη γη; Ο Πλανήτης πια απόκαμε, γοργογυρίζει κακοπαθιασμένος κι ανταριασμένος, και μες στην αντάρα μαύρες, κατάμαυρες κουρούνες πικρολαλούν μοιρολογώντας τη θλιβερή αδυναμία του ζώου που λέγεται άνθρωπος. Κι ως πότε η αδυναμία του θα ξερνοβολάει πόνο, φθόνο, φόνο, θανατερή αγωνία. Πότε ο «άνθρωπος» θα φτάσει στο ύψος του ανθρώπου. Πότε θα συμφιλιωθεί με τον αθάνατο θάνατο Τότε ο θάνατος θα ναι βαθύς στεναγμός, αχός, μοιρολόι και μοιρολογώντας ο άνθρωπος θα κρατεί το φόβο και το πόνο του θανάτου ψηλά, στο ύψος της καρδιάς ως κάτι φυσικό, αναπόφευκτο σεβαστό. Και μες στην ώρα του θανάτου, ζωή και θάνατος θα πορεύονται σε μαύρη γαλήνη. Μα ως τότε οι άνθρωποι της τέχνης κουβαλώντας στους ώμους και στη ψυχή τους ούλα τα βάσανα της γης, θα διεισδύουν στο συλλογικό ασυνείδητο, θα ανατρέχουν στις αιτίες, θα ξεσκεπάζουν τον κόσμο από το κιτρινόχλωμο πανί και μέσα από τα έργα τους θα ενεργοποιούν τη σκέψη και το συναίσθημα, θα βοηθάνε τον άνθρωπο να κατανοεί τις συναισθηματικές και ψυχικές διαταραχές, να κατανοήσει τη φύση των αξιολογικών και ηθικών συγκρούσεων. 112
114 Να καταδικάσει τους τυρράνους του πλανήτη γη, όπου σπρώχνουν τον άνθρωπο σε σκοτεινά αδιέξοδα κι απομένει ξένος, να βολοδέρνεται μες στο απάνθρωπο σύστημα. Ξένος κι εικοστός πρώτος αιώνας, σπαρακτικά φωνάζει τον αγέρα.. Πάρεμε αγέρα ν απαγκιάσω στη πνοή τ ανέμου, κι ύστερης ο άνεμος να με πάει στο φεγγάρι και να μ αφήσει σε μιαν ακρούλα, να ησυχάσει το σπάραγμα του νου, να λαγιάσει η ψυχή μου, να σωθώ, μα σα δε μπορέσεις να με πας στο φεγγάρι, άσε με να πιαστώ απ τους πέντε ανέμους, κι απ εκεί να χουγιάζω. Θανάσης Μπαλοδήμας Οίηση Σηκώθηκε πρωί να κατουρήσει, Εστριψε να θαυμάσει την σιαγόνα του στον καθρέπτη. Ντούρος βρακώθηκε ξανά σκεπτόμενος πόση δουλειά εξέχουσα και σήμερα του πέφτει. Αξιος, ικανότερος των όλων, μοναδική καθώς θαρρεί την ύπαρξή του «οίηση» τι σημαίνει δεν γνωρίζει, ένας γεμίζει την σκέψη τη στενή του. Φίλους δεν έχει, μόνον κόλακες ίδιοι αυτός «Σωστά τα λες» του λένε «Ξέρεις να κρίνεις τους ανθρώπους» απαντάει στομφωδώς, με εξάψεις που τα μάγουλά του καίνε. Περίχαρος ως είναι για τον κύκλο του, το μηδέν. Οπως τους έμαθε κι αυτούς να σκούζουν στους αδύναμους, σκύβουν στους δυνατούς. «Ναι!» του ελέγαν, όλο «Ναι!», και του χαμογελούσανε μα πονηρίαν έχοντες συχνά γοργά σκορπούσανε 113
115 φοβούμενοι έκρηξη οργής φεύγαν από σιμά του. Ετούτος άπλα το έβλεπε, κενό που τον ενέπνεε να ογκώνεται η σκιά του. Σαν χόρταινε από σφούγγισμα άνθρωπο γύρευε να πει μια «καλημέρα». Μα δυστυχώς τον αποφεύγει ο λαός, αδύνατο ως του είναι να πάψει να ομιλεί πάντα για θέμα αγαπημένο του, το εγώ του, τεμπέλης που χασομερά να ακούει τον εαυτό του, πώς του αρέσει ολοένα πιο πολύ, τί έκστασις βαθύτονη όποτε φλυαρεί! Κάθε του φράση μια για τον άλλον προσβολή, «Εγώ!» κραυγάζει, «Εγώ αυτός που ξέρει!» νοούμενος «Ανόητοι, μόνον εγώ ειμί!» Καμαρωτός κι ευθυτενής χωλαίνει στο ένα του ποδάρι, μα νά! το κρύβει επιμελώς αφού ψάχνει να νιώσει αλλιώς, άψογος και μοναδικός. Μαλαμασήμι της ζωής δίνει εντολές κι εξηγήσεις απνευστί επί πάντων επιστητών για τη ζωή ημών των παρακατιανών. Με πόσο μεγαλείο ψυχής την ύπαρξή μας ανεχόταν! Κι εμείς οι ποταποί, ένα δεν είχαμέ του πει τόσον καιρό «Ευχαριστώ» στον ισαπόστολο ή όσιο, τι όσιο; άγιο πανθεώρακα θεό! Μόνον εσφίγγαμε, δαγκώναμε, τα χείλη μας ματώναμε, θολό το βλέμμα είχαμε και μέσα μας πυρώναμε. 114
116 Η τράπεζα του Πάπα Με εμφανή την αηδία του στην όψη βλογούσε ο Πάπας μας τα πλήθη πηγούνι αγέλαστο και μοχθηρός στο βλέμμα μα πάντα έβρισκε έναν τρόπο για να πείθει. Ευκολόπιστο ον το πόπολο, σαν ζώον με προσευχές και με μετάνοιες γαλουχείτο υπάκουο γύρναε το μάγουλο κι αλλιώς με καμτσικιές κι ένα καρότο οδηγείτο. Ολων οι ώμοι τους σκυμμένοι, και το κεφάλι χαμηλά μην ξεχωρίζει ουδείς άνω της κάρας της σεπτής κι αν κάποιος χαμερπής, έλεγε αυτό το κατιτίς με πυρ το εξώτερο ο Οδηγός μας τον έκαιγε γοργά. «Εις την πυρά, εις την πυρά» ουρλιάζαν οι αυλικοί του, ανίψια, ξάδελφοι, υιοί του, ευνοημένοι, στολισμένοι μπάσταρδοί του. «Μα διορίζει τους δικούς του στη χλιδή...είναι νεποτισμός...» «Χώστε στουπί στο στόμα του, είναι αιρετικός!». Ετσι λοιπόν ο αγάπανθός μας μακροημέρευε, πάνω από δούλους και οστά τράβαε για αγιοσύνη. Εμείς, ω της χαράς! που αυτόν «Ποντίφιξ» κράζαμε και ζητιανεύαμε ουράνια καλοσύνη. Αλλωστε και αιρετικούς που επέζησαν τους είδαμε με χρόνια και καιρούς σχήματα να φοράνε, βαθμούς δικούς τους να ορίζουνε κι ο ένας τον ανώτερο πάλι να προσκυνάνε. Η πλάκα η μέγιστη που ο Πάπας μας λες κι είχε σχέδιο καταστρωμένο προέβλεψε πως τούτοι έτσι θα γεννούν και είχε το τραπέζι του στρωμένο. Καλβίνους να δεξιωθεί και Λούθηρους, Αγγλικανούς που η εξουσία διαβρώνει, προσέγγιση δογμάτων να μιλήσουνε βουβό και πράο ποίμνιο, πλούτος που τους ενώνει. 115
117 Μπροστά Πολύ μιλάγαμε για νέα ζωή, πολύ και την ποθούσαμε, Στα πλάνα μας την πλάθαμε όμορφη και πανώρια. Πώς θα ρθει, πώς θα είναι, όλο την συζητούσαμε, και μόνο με την σκέψη της είχαμε παρηγόρια. Ενα λουλούδι άνθισε κι η μέλισσα απάνου πήγε να κάτσει κι έδωσε φιλί της, της χαράς, την πήρε και την πήγε δυο μέτρα παρακάτω, όλοι οι ανθοί εδέσανε, αγρός ήταν ελιάς. Εργάτης ήρθε κι άπλωσε τα λιόπανα φτερούγες στις ρίζες και τα απόσκια τινάζει τα κλαριά, σκύβει, σκίζει τετράγκαθα, μαζεύει, ανοίγει ρούγες, στο λιοτριβειό οι κόποι του ρέουν σαν τα νερά. Τη νέα ζωή σκεφτόμουνα κι ήρθε κοντά μου, νάτος! δίχως μεγάλα σχήματα, χωρίς λόγια παχιά. Τα χέρια μόνον είχε αντρίκια και πελώρια, μου δείχναν πως στοιβάζονταν τσουβάλια κει μπροστά. «Αντε σύρε και πάρ τα, τελείωνε μιαν ώρα! ούτε καιρός για χάσιμο, ούτε για τεμπελιά. Ζωή δεν σου χαρίζεται χωρίς ζόρι και μόχθο, γκρίνια δεν μας χρειάζεται, μα πιότερη δουλειά!» Μόνο βολή μου ήταν να κάτσω και να αράξω, με θεωρίες λεπτόλογες διδάσκων τα ορθά. Μα μια μορφή σκληρή, σφιγμένη, στερημένη μου γνεφε πως το βιος μας περίμενε μπροστά. 116
118 Νίκος Μπατσικανής Νεοελληνική γλώσσα Προβλήματα μετά τις αλλαγές 1976 και 1982 Είναι σε όλους γνωστό, Έλληνες και ξένους, πως η Ελληνική είναι η αρχαιότερη, σε χρήση, Γλώσσα του Κόσμου, και ότι λέξεις των Αρχαίων, ακόμα κι από τον Όμηρο, χρησιμοποιούνται, ατόφιες, τρεις χιλιάδες χρόνια μετά, κάτι που δε συμβαίνει με τα αρχαία Κινέζικα ή Αιγυπτιακά. Επίσης, η Γλώσσα μας είναι η μεγαλύτερη σε μέγεθος (με εκατομμύρια λήμματα) απ όλες στον Κόσμο, αλλά κι έδωσε χιλιάδες λέξεις της σε ξένες Γλώσσες, όπως: Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά κ.ά., κυρίως στις Επιστήμες, κάνοντας τις λέξεις αυτές διεθνείς. Επιπλέον, η Ελληνική εμπεριέχει σοφία και γνώση, και η χρήση της ακονίζει το μυαλό των χρηστών, ενώ η εφαρμογή της είναι δυνατή ακόμα και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Κι όμως, αυτήν τη Γλώσσα άλλαξαν, με νόμους. Οι επεμβάσεις οι οποίες έγιναν στην Ελληνική Γλώσσα, στα 1976 και 1982, την αποδυνάμωσαν και την αλλοίωσαν, κατά τη γνώμη μου, κι εξ αιτίας αυτών διακόπηκε η συνέχειά της, αιώνων. Ανάλογες απόψεις έχουν και κορυφαίοι μας δάσκαλοι και καθηγητές, όπως οι κύριοι: Αντώνιος Κουνάδης (Πρόεδρος Ακαδημίας Αθηνών), Χρήστος Γιανναράς (Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου), Θεοδόσιος Τάσιος (Ακαδημαϊκός, Καθηγητής Μετσοβείου Πολυτεχνείου) κ.ά. Οι βασικές αλλαγές που έγιναν είναι: 1. Κατάργηση του τελικού «ν». 2. Εφαρμογή μονοτονικού. 3. Αλλαγή κανόνων της Γραμματικής. Α. Το τελικό «ν» παραμένει, πάντοτε, στις εξής περιπτώσεις: 1. Στο επίρρημα «σαν», π.χ.: σαν νέος. 2. Στο άρθρο πληθυντικού «των», π.χ.: των δρόμων. 3. Στις προσωπικές αντωνυμίες «αυτόν, τον» (γ πρόσωπο), π.χ.: αυτόν θέλω, τον δείρανε. Β. Το τελικό «ν» παραμένει, υπό όρους, στις λέξεις: «τον, την (άρθρα), έναν (αριθμητικό ή αόριστο άρθρο), αυτήν, την (προσωπικές αντωνυμίες, γ προσώπου) και στα δεν, μην (άκλιτα)», μόνο, εάν η λέξη η οποία ακολουθεί αρχίζει από: φωνήεν (α, ε, η, ι, ο, υ, ω), στιγμιαίο σύμφωνο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) ή διπλό (ξ, ψ). 117
119 Αφαίρεση στοιχείων από τον Γραπτό Λόγο δε γίνεται πουθενά στον Κόσμο, αν δεν υπάρξει, τουλάχιστον, σύμφωνη γνώμη της Ακαδημίας κάθε χώρας, κάτι που στην Ελλάδα δεν έγινε. Είναι, άραγε, λιγότερο έξυπνοι οι άλλοι που δεν το κάνουν; Πουθενά δε διαγράφουν ό,τι δεν προφέρεται. Οι Γάλλοι, π.χ. λένε Ρενώ, αλλά γράφουν Renault. Στην Αγγλική, το γράμμα «c» πότε προφέρεται «σε», πότε «κάπα», πότε «τσε», κ.λπ., αναλόγως τι γράμμα προηγείται ή ακολουθεί. Με το ίδιο σκεπτικό, γιατί δεν προσθέτουμε κάθε τι που, χάρη ευφωνίας, προφέρουμε; (π.χ. «ά(ν)γγελος»). Γιατί δεν εξομοιώνουμε τα δύο «ότι- ό,τι», και να βγάζουμε συμπέρασμα, για το τι εννοούμε, από τα συμφραζόμενα; Η Γραμματική δεν αφορά όσους τη γνωρίζουν, μα, κυρίως, όσους τη μαθαίνουν, όπως τα παιδιά και οι ξένοι. Τα σημεία στίξης, δε, αποτελούσαν τη μουσική της Γλώσσας μας, αλλά παίζουν ρόλο, επίσης, στην ανάγνωση και στο νόημα. Αυτά ήταν η προσωδία της. Ενώ, το τελικό «ν», εκτός που προσδιόριζε το Γένος, ήταν και ηχητική αρμονία της. Στα Ελληνικά, πριν τις αλλαγές, κάθε φθόγγος και συλλαβή είχαν διαφορετική χρονική έκταση και άλλο ύψος. Οι συλλαβές δε χρωματίζονταν το ίδιο, ούτε εκφέρονταν με την ίδια ένταση, κι αυτό επιτυγχάνονταν με τα σημεία στίξης και τους τόνους, που είχαμε πριν την «προσαρμογή». Οι αλλαγές που έγιναν οδήγησαν στην ισοπέδωση του Λόγου. Κάτι σαν να καταργήσουμε ορισμένες από τις νότες στη Μουσική. Πιο παλιά, ακόμη και οι μη σπουδαγμένοι μιλούσαν σωστά Ελληνικά, και αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι άκουγαν και μάθαιναν, απ έξω: τροπάρια, ύμνους, αρχαία ελληνικά κείμενα, αποφθέγματα, επιγράμματα, ποιήματα και τραγούδια, με αποτέλεσμα να εξοικειώνεται το αυτί, πρώτα, και μετά η γλώσσα τους. Μα, τότε, ακόμα, υπήρχε η Γλωσσική συνέχεια αιώνων, η οποία κόπηκε, πλέον. Και όσοι ισχυρίζονται ότι τα μονοσύλλαβα δε χρειάζονται τονικό σημάδι, έχουν μεγάλη πλάνη, καθώς είναι, πλέον, αδύνατη και η ανάγνωση ορισμένων φράσεων, κι από τους πλέον μορφωμένους. Καταργήθηκε η Δοτική, αν κι εκατομμύρια Έλληνες λένε, κάθε μέρα: «Δόξα τω Θεώ», ή «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», μόνο που οι νέοι δε γνωρίζουν, πλέον, τι σημαίνουν αυτά. Ως δημόσιος λειτουργός υποχρεώθηκα να υιοθετήσω τη Νεοελληνική, την οποία εφαρμόζω, πλέον, και ως συγγραφέας - ποιητής, αλλά σε μερικές περιπτώσεις διαπιστώνω αδυναμία εφαρμογής της. Τα προβληματικά σημεία που έχω εντοπίσει στη Γραμματική, η οποία διδάσκεται στα Σχολεία μας είναι: 1. Στα πάθη φωνηέντων, όπου χάνεται το τελικό «ν», όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από εξακολουθητικό σύμφωνο (γ, β, δ, χ, φ, θ, μ, ν, λ, ρ, σ, ζ ), ενώ ισχύει, μόνο, για τις λέξεις: «αυτός, αυτή, τον, την, έναν, δεν, μην», όταν τις ακολουθούν λέξεις οι οποίες αρχίζουν από: (κ, π, τ, διπλό σύμφωνο ή φωνήεν), για μένα, είναι λάθος να πούμε «κάποιο δείρανε», και σωστό να πούμε «κάποιο-ν δείρανε». Και καλά όταν υπάρχει το άρθρο «τον», που προσδιορίζει το Γένος. Τι πρέπει να κάνουμε όταν πρέπει να απαντή- 118
120 σουμε, σκέτα, «εκείνον»; Το ίδιο ερώτημα τίθεται και για τις άλλες αντωνυμίες, καθώς και για διάφορα ουσιαστικά, όπως «βάτος, σπουργίτης», που απαντώνται στη Γλώσσα μας και ως αρσενικά και ως ουδέτερα, όπου θα γράφουμε: «το βάτο και το σπουρ-γίτη -ι» και στις δύο περιπτώσεις Αιτιατικής, χωρίς να μπερδεύεται το Γένος; Ο ίδιος κίνδυνος υπάρχει και για τις όλα τα επίθετα, στα οποία το ουσιαστικό και το ουδέτερο έχουν κοινό τύπο, όπως π.χ. στο: «μάταιο -μάταιος» (π.χ. τον μάταιο κόσμο, το μάταιο της ζωής), αλλά και σε ουσιαστικά που απαντώνται και ως επίθετα, αλλά και ως ουσιαστικά, π.χ. «ο δημόσιος - το δημόσιο». Επίσης, σε κύρια ονόματα που ταυτίζονται με επίθετα, π.χ. «Βαρεμένος, βαρεμένο». Δείτε και το παράδειγμα: «Πήγα να δω το μικρό». Εννοούμε το μικρό παιδί, το μικρό σκυλάκι, ή τον μικρό ανιψιό;». Τέλος, στα ποσοτικά: «τόσο, πολύ», επιβάλλεται, κατά τη γνώμη μου, το τελικό «ν» όταν ακολουθεί «κ», γιατί αναγκαζόμαστε να λέμε «γκ», π.χ. «τόσο(ν) κόσμο, πολύ(ν) καιρό. 2. Είναι σωστό που έχει καθιερωθεί, πλέον, να μη βάζουμε κόμμα παντού, πριν το συμπλεχτικό σύνδεσμο: «και»; 3. Το ίδιο στις προτάσεις όπου υπάρχει το διαζευκτικό: «ή», όταν αυτές είναι Ερωτηματικές, π. χ.: «άσπρο, ή μαύρο θα πάρεις;» (Θεωρώ ότι επιβάλλεται). Αλλά κι όταν δεν υπάρχει ερώτηση, π. χ.: «Ή ταν, ή επί τας», όπου λείπει το ρήμα, ή θέλουμε να δώσουμε έμφαση, π.χ. Μπες, ή φύγε. 4. Πρέπει ν απαντηθεί, αν μπορούν να χωρίζονται οι συλλαβές στις πρώην δισύλλαβες και τώρα μονοσύλλαβες λέξεις π. χ. «ποιος». Είναι σωστό κάτι τέτοιο; Το ίδιο και για τις σύνθετες λέξεις π.χ. «συνοδοιπόρος». 5. Μεγάλο πρόβλημα υπάρχει και με την κατάργηση του τελικού «ν», από το αρνητικό: «δεν». Δείτε το παράδειγμα: «Η γυναίκα δε φοβήθηκε. Εννοούμε: «Η γυναίκα δεν φοβήθηκε», ή: «Η γυναίκα, δε, φοβήθηκε» (;). Αντιθέτως, η υιοθέτηση τελικού «ν» στο αρνητικό «μη» είναι αδύνατον να εφαρμοσθεί όταν το «μη» ακολουθείται από ουσιαστικό ή επίθετο, π.χ. «μη εφαρμόσιμο». 6. Μπέρδεμα και με το αριθμητικό: «ένα». Παράδειγμα: «Δε βρήκαμε ούτε ένα ζωντανό». Πρόκειται για ζώο, ή για άνθρωπο; 7. Πρόβλημα και με την κατάργηση της δασείας. Λέω στους ξένους «Ύδρα», και μου απαντάνε πως δε βρίσκουν αυτό το νησί στο λεξικό. Ενώ: «Η(Χ)-Ύδρα», ναι. Δώσαμε στους ξένους τη λέξη «History», ενώ εμείς τη λέμε και τη γράφουμε χωρίς το σημάδι που έκανε το «Ι» παχύ. 8. Θεωρώ λάθος και την αποσύνδεση της ορθογραφίας κάθε λέξης από την ρίζα της (π.χ. κτίριο, αντί κτήριο, από το κτήμα και όχι από το κτίζω). Έτσι, πώς θα θυμάται ο ελληνομαθής την ορθογραφία εκατομμυρίων λέξεων; Προβλήματα δημιουργούνται και με την εξίσωση των επιρρημάτων με τα επίθετα, π.χ. «βεβαίως βέβαια», καθώς άλλη σημασία έχει το επίθετο κι άλλη το επίρρημα. 119
121 9. Προβληματικός κι ο κανόνας, ο οποίος καθορίζει το κόμμα στην κλητική προσφώνηση, όπου δεν αναφέρεται τι κάνουμε στην περίπτωση κατά την οποία αυτή βρίσκεται στο τέλος φράσης, ή πρόκειται για πολλούς τίτλους (π. χ. «Αξιότιμε Πρόεδρε της Κυβέρνησης,», «Αυτά είχα να σου πω, μάνα»). 10. Μεγάλο μπέρδεμα, ακόμα και στην απλή ανάγνωση με την κατάργηση των τόνων από τα μονοσύλλαβα άρθρα, όταν αυτά βρίσκονται ανάμεσα σε δύο λέξεις, από τις οποίες η πρώτη τονίζεται στη λήγουσα ή στην παραλήγουσα, οπότε ο τόνος της δεν αναβιβάζεται (π. χ. «το παιδί τής Καίτης»). Αν δεν βάλουμε τόνο στο άρθρο «τής», τότε υπάρχει περίπτωση να πούμε «το παιδί της», ειδικώς αν η λέξη «Καίτη» υπάρχει στην επόμενη γραμμή ή σελίδα του κειμένου. Είχαμε ένα γράμμα, το: «ν», το οποίο, εκτός των άλλων, προσδιόριζε το Γένος του αρσενικού και το ξεχώριζε, από το ουδέτερο «το». Τώρα τα κάναμε, όλα ίδια. Το θέμα είναι πώς το λέμε, ή πώς πρέπει να το γράφουμε; Σε λίγο, θα πρέπει να γράφουμε Πελα-ζ-γός, με: «ζ», αντί «Πελασγός», επειδή έτσι το λέμε; Όταν, δε, υπάρχει έστω και μια εξαίρεση σε κάποιον κανόνα, κανόνας απόλυτος δεν υπάρχει, ή πρέπει να αναφέρονται οι όποιες εξαιρέσεις. Σαν να μην έφταναν όλα όσα αναφέρω παραπάνω, έγιναν, μετά από χρόνια, και τα εξής: Αλλαγές στον τρόπο διδασκαλίας της Γλώσσας, μείωση λογοτεχνικών κειμένων και αντικατάστασή τους με κείμενα διαφημίσεων, οδηγίες μαγειρικής κ.λπ., ενώ είναι γνωστό πως το μεγαλείο της Γλώσσας αναδεικνύεται μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα. Γλώσσα δεν είναι μόνο οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, αλλά το σύνολο αυτής, με την οποία γράφονται επιστημονικά συγγράμματα, συμβόλαια, αποφάσεις δικαστηρίων, νόμοι, διατάγματα κ.ά. και στα προβλήματα, τα οποία επισημαίνω, δεν τίθεται θέμα υιοθέτησης Καθαρεύουσας ή Δημοτικής, αλλά μιας σωστής Γλώσσας. Βεβαίως, η Γλώσσα έχει τη δική της σοφία και αποκαθιστά προβλήματα που δημιουργούνται από μέτρα που παίρνονται, βιάζοντάς την. Μα, νομίζω πως οι μελλοντικοί επιστήμονες, δάσκαλοι, φιλόλογοι, νομικοί κ.ά θα γνωρίζουν λιγότερο τη Γλώσσα μας, κι ακόμα χειρότερα θα τη μαθαίνουν τα παιδιά των επόμενων γενεών. Και τίποτα χειρότερο από την ημιμάθεια. Η Γλώσσα είναι εργαλείο, με το οποίο δημιουργούμε γραπτό ή προφορικό Λόγο. Μα η Γλώσσα, ιδίως Γραμματική και Συντακτικό, είναι και Μαθηματικά, κι 1+1 = 2, όχι = 3. Η Γλώσσα κόκαλα δεν έχει, μα κόκαλα τσακίζει, όπως εκείνη του «αγράμματου» Μακρυγιάννη, σαν αυτή που ο μορφωμένος Σολωμός έμαθε πληρώνοντας χωρικούς, που, όμως, τη μιλούσαν σωστά 120
122 Ιωάννης Μποζίκης Αισιοδοξία ή απαισιοδοξία και ποια από τις δύο αυταπατάται ; Ο Άρτεμους Γουόρντ έλεγε ότι αισιόδοξος είναι εκείνος, που δε συγκινείται από όσα συμβαίνουν γύρω του και εφόσον συμβαίνουν αποκλειστικά και μόνον στους άλλους. Αλλά όταν πάρει η τύχη και συμβούν και σε αυτόν, τότε θα ήθελα να δω κι εγώ πόσο αισιόδοξος θα μπορούσε ακόμα να παραμείνει. Έτσι είναι, όσο κάνει καλό καιρό, κανείς δεν ανησυχεί για την τρικυμία που προμηνύεται. Είναι ένα συνηθισμένο ελάττωμα των περισσοτέρων από εμάς, όπως εξάλλου πίστευε και κατά το παρελθόν ο Μακιαβέλι. Υπάρχουν άτομα, που θέλουν να βλέπουν μόνο την καλή όψη κάθε γεγονότος και να λένε πώς όλα πάνε καλά, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά οι ίδιοι, ότι, αντιθέτως, όλα πάνε άσχημα. Αισιόδοξος δεν ήταν και ο Ναπολέοντας, λίγο πριν την περίφημη εκείνη μάχη του Βατερλό ή μάλλον, θα έλεγα, ένας στυγνός αλαζόνας, σε βαθμό να μην γνώριζε τις αρνητικές συνέπειες, που θα μπορούσε να είχε αυτή η απεριόριστη και παράλογη αισιοδοξία του; Και εδώ, ας σημειωθεί, ότι δεν νικούν όσοι πιστεύουν ή αισιοδοξούν πως θα νικήσουν. Τέτοια συμπεριφορά τη συναντάμε, δυστυχώς, και σε αρκετούς νεόπλουτους της εποχής μας, που πορεύονται αισιόδοξα μέσα στα ευκολοπερπάτητα μονοπάτια είτε μιας πολύ ήπιας είτε και μιας ξέφρενης αλαζονείας. Αυτοί οι νεόπλουτοι της σύγχρονης κοινωνίας μας με τα λίγα χρήματα, που έχουν αποκτήσει, και όπως τα έχουν αποκτήσει, πιστεύουν πως ζουν στον καλύτερο δυνατό κόσμο και φοβούνται να διανοηθούν κάτι διαφορετικό, για να μην διαταράξουν όλα αυτά τα υπάρχοντά τους, που έχουν οικοδομήσει είτε με κόπο αλλά είτε και με κομπίνες και μπαγαποντιές. Αντίθετα, εάν είχαν έστω μια ελάχιστη, θα έλεγα, τάση προς την απαισιοδοξία, θα την συνήθιζαν και θα τους φαινόταν και αυτή τόσο καλή όσο και η αισιοδοξία που επίμονα σφικταγκαλιάζουν. Τότε θα βλέπανε ίσως ένα ανεπαίσθητα φωτισμένο λυχνάρι, αντί να λούζονται στο αισιόδοξο άπλετο φως, που δεν υπάρχει για πολλούς αλλά και δεν φαίνεται σε κανέναν τουλάχιστον ορίζοντα, από όσο γνωρίζουμε μέχρι στιγμής. Από την άλλη, το να αγαπάμε τους τίμιους και να αποφεύγουμε τους κακούς, να κάνουμε το καλό και να υπομένουμε το κακό και να θυμόμαστε να ξεχνάμε αυτό το κακό που μας κάνουν, δεν είναι και ένας τρόπος αισιοδοξίας, όπως θέλουν κάποιοι να το υπερασπίζονται. Τουναντίον, εγώ θα πίστευα ότι αυτή η συμπεριφορά είναι ένας τρόπος που, μόνο, μας βοηθάει να ζήσουμε καλύτερα, και εδώ η αισιοδοξία δεν επιδρά στην εξέλιξη αυτού του τύπου των γεγονότων αλλά και ούτε που μπορεί να παραμείνει πρωταρχικό ένστικτο των ανθρώπινων πράξεων, μια και δεν μπορεί να δεσπόσει σ ολόκληρη την σύντομη ζωή μας. Πάντως, καλό είναι, να ξέρουμε, ότι η αισιοδοξία δεν είναι το φυσικό παρακολούθημα του θάρρους, αλλά περισσότερο του φόβου, το να πιστεύεις πώς ζεις στον καλύτερο δυνατό και ιδανικό κόσμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εύκολα 121
123 μπορεί η αισιοδοξία να μετατραπεί σε απαισιοδοξία. Αλλά έλα δε, πού η αλαζονεία ή μάλλον η αλαζονεία της υπέρμετρης αυτής αισιοδοξίας δεν το επιτρέπει. Τότε η αισιοδοξία βρίσκει ένα και μόνο ακούμπημα, την αλαζονεία. Αυτές οι δύο έννοιες πάνε ζευγάρι. Μη μου πείτε ότι αισιόδοξος δεν είναι και ο ολίγον αλαζόνας ή και ο αλαζόνας δεν είναι βεβαρημένος από πολύ μέχρι και ελάχιστη αισιοδοξία; Πολλές φορές η αλαζονεία ξεπετιέται κάτω από τον μανδύα της αισιοδοξίας και ενώ οι δύο συμπεριφορές βαδίζουν ταυτόχρονα, το ένα γίνεται, δυστυχώς, εμπόδιο του άλλου. Ουσιαστικά, είναι η αισιοδοξία που παίζει τους ρόλους της ανθρώπινης κωμωδίας και στη συνέχεια έρχεται σαν καταπέλτης η αλαζονεία, για να ξεσκεπάσει αυτού του είδους τη συμπεριφορά. Με την υπερβολική δε αισιοδοξία που έχουν πολλές φορές οι άνθρωποι, επέρχεται μοιραία και η τύφλωσή τους, που είναι και η πιο επικίνδυνη συνέπεια όλης αυτής της ιστορίας. Εκεί, πραγματικά, αγκαλιάζει την ετεροθαλή αδελφή της, την αλαζονεία, για να αποφύγει τους άλλους φόβους, μιας ενδεχόμενης αναστροφής της συμπεριφοράς της σε απαισιοδοξία. Ο δε εναγκαλισμός της από αυτήν, χρησιμεύει στο να την τρέφει και να την αυξάνει σε βαθμό, που να μην βρίσκει γιατρικό για να θεραπευτεί. Στο τέλος, αντί να βλέπει φως εκεί, που δεν υπάρχει καθόλου, χάνει και το ελάχιστο ανεπαίσθητο φως του λυχναριού, που θα της πρόσφερε αναμφισβήτητα η αντίπαλή της, και έτσι αρχίζει να δίνει ωραία ονόματα σε τελείως απαίσια αποτελέσματα, πλησιάζοντας τόσο κοντά στο ανέφικτο είτε και στο ανύπαρκτο, που στο τέλος, γρήγορα επιμυτίζεται, ξεφουσκώνει, λιώνει και σβήνει τελείως. Είναι ακριβώς αυτό που έπαθαν και οι μεγάλοι κατακτητές αλλά και οι στρατηλάτες της παγκόσμιας ιστορίας, όπως ο Τζέγκινς Χαν, ο Αττίλας, ο Ταμερλάνος ή και ο παραπάνω αναφερόμενος Ναπολέων Βοναπάρτης. Σαν όλα τα πάθη, η αισιοδοξία αλλά και η απαισιοδοξία, έχουν τις παραξενιές τους. Πολλές φορές οι άνθρωποι ντρέπονται να ομολογήσουν πώς είναι απαισιόδοξοι, διότι έχουν μια κακοπροαίρετη ιδέα για την απαισιοδοξία, νομίζοντας ότι είναι ο μοναδικός εχθρός της προόδου. Αυτό, δεν σημαίνει πως δεν πρέπει και να αισιοδοξούμε για το μέλλον, αλλά να μην φορτωνόμαστε με αλαζονικές συμπεριφορές στα αισιόδοξα αισθήματά μας. Από την άλλη, δεν μπορούμε να πούμε και σε κάποιον ότι έχει και άδικο να είναι αισιόδοξος, εφόσον αυτός ξεκινά καλοπροαίρετα την κάθε ημέρα του με την γαλήνια πίστη πως όλα θα του πάνε καλά. Η βασική διαφορά ανάμεσα στον αισιόδοξο και τον απαισιόδοξο είναι ότι ο πρώτος τα πάντα θέλει να τα βλέπει ωραία, ο δε δεύτερος έχει μια βαθιά επικριτική, που τον κάνει είτε να περιφρονεί είτε και να μισεί το καθετί άσχημο, που ενδεχομένως θεωρείται ωραίο από τον πρώτο. Με λίγα λόγια είναι ένας φαύλος κύκλος, που ναι μεν έχει μια αρχή, αλλά δεν φαίνεται από πουθενά να έχει ένα αίσιο τέλος. Ίσως μέσα σε αυτές τις συγκυρίες, ο απαισιόδοξος να βρίσκεται πιο κοντά στην περιοχή του πνεύματος ή και της αλήθειας και να είναι ο πραγματικός αισιόδοξος, αφού δεν είναι φορτισμένος με τα ακράτητα αλαζονικά πρότυπα και δεν είναι και 122
124 δυστυχισμένος, όπως θέλουν να πιστεύουν οι περισσότεροι από εμάς, αλλά ούτε και περήφανος για τις γνώσεις και τα δημιουργήματά του και έτσι δεν αυταπατάται καθόλου, αλλά και δεν παύει να ελπίζει και να προσδοκά το καλύτερο για τον εαυτό του και την ανθρωπότητα. Αντιθέτως, αυτός που παραμένει καθηλωμένος στην αισιοδοξία του, πιστεύω ακράδαντα, ότι κατά βάθος δεν ελπίζει σε τίποτα, αυταπατάται μες στα ψηλά πετάγματα, και ακολούθως διαφθείρεται, στραβοπατώντας μέσα σε αυτήν την αυταπάτη. Το μόνο καλό που έχει, ευτυχώς γι αυτόν, είναι ότι μέσα σ αυτήν τη γυάλινη, θα έλεγα, αυταπάτη, αισθάνεται ότι ζει καλύτερα, από έναν ιδιαίτερα προβληματισμένο απαισιόδοξο. Εν κατακλείδι, ας σημειωθεί δε, ότι όσο γερνάει ο άνθρωπος, ωριμάζει στο μυαλό και σιγά-σιγά απομακρύνεται από την αισιοδοξία και στρέφεται να κουρνιάσει στις πηγές της ανταγωνίστριάς της για να αποζημιωθεί από αυτήν και έτσι να ανακουφιστεί από τα ακράτητα καμαρωτά ελαττώματά του και να γίνει ολίγον σοφότερος, για να μην ζει, όπως στο παρελθόν, μέσα στα σύννεφα. Στο Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο, το μικρό Δικαστή της Αρράς, που επηρεασμένος από τις ιδέες των Διαφωτιστών, είχε αρχίσει, λίγο πριν την Γαλλική Επανάσταση, να διαμαρτύρεται για τις καταδικίες σε βάρος του Γαλλικού λαού, που γίνονταν από την κυρίαρχη τάξη και τον Βασιλιά. Εξελίχθηκε σε δημοφιλέστατο πρόσωπο της Γαλλικής Επανάστασης ως Γραμματέας της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Ξεσήκωσε τις γαλλικές μάζες επιδεικνύοντας, ταυτόχρονα, μια υπέρμετρη σκληρότητα και υποκινώντας το φτωχό λαό σε παραδειγματική τιμωρία των αριστοκρατών αντεπαναστατών. Μετά από μια μαύρη περίοδο τρομοκρατίας και δικτατορικής διακυβέρνησης της χώρας του, αποχώρησε από την εξουσία. Αργότερα, κυνηγήθηκε από εχθρούς και φίλους. Προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά δεν τα κατάφερε και οδηγήθηκε τον Ιούλιο του 1794 στη λαιμητόμο. Εγώ, τον θεωρώ ως την μεγαλύτερη επαναστατική προ-σωπικότητα, που πέρασε ποτέ στην ιστορία της Γαλλίας και της Ευρώπης, για να εδραιωθεί επιτέλους η νέα τάξη πραγμάτων της δημοκρατικής διακυβέρνησης της Γαλλίας και των λαών της Ευρώπης, που επηρέασε όλη την ανθρωπότητα. 123
125 Αννα Μπουρατζή Θώδα Η δασκάλα Ποιο σήμαντρο ν ακουμπήσει στην κρύπτη να βρει τον έσω χυμό που τον φυλάκισαν ερήμην της αλήθειας; Εφτάφυλλο γεράνι της υπομονής ακούς των γεγονότων τους κρότους που τρέχουν σαν άρματα; Τα κορμιά που τινάζουν τα χέρια και ζητούν μεράδι ψωμιού; Το χτύπο του κύματος που ζητά ν αρπάξει το σκοινί της καμπάνας; Δεν ξεχωρίζουν ακόμα το φως οι λαοί είναι καλόγεροι στη λίμνη της σάρκας. Το φαΐ δεν αφήνει το νου να πιάσει μηνύματα είναι και τα παράσιτα πάνοπλα σαρώνουν τις λέξεις. Δεν ξεχωρίζουν ακόμα το φως οι λαοί. Ο χιτώνας του φόβου έγινε καταρράχτης και σφαλίζει την όραση. Μονάχα του Ηνίοχου τα μάτια θα μπαίνουν βαθιά στην πληγή και θα κρατούν με πείσμα στη λάμψη τους τον αγέραστο σπόρο. Οι πεθαμένοι Στην αγκαλιά τ ανέμου, χιλιάδες ζωές και πλάσματα που μπαινοβγαίνουν στις φυλλωσιές λες και παίζουν κρυφτό αόρατες φωνές κι ανάσες αρχαίες με ξυπνούν σαν καμπάνες στο έμπα της αυγής κι, εμείς είμαστε εδώ, αδέρφια σου μακρινά τι λήθαργος Θεέ μου; Η τύφλωση παγιδεύει τον άνθρωπο 124
126 Σ ανήλιαγα σπήλαια που διαφεντεύουν χιλιάδες εγώ Οι νυχτερίδες ρουφάν Το ελάχιστο φως απ τις καρδιές κι έτσι στο σκοτάδι ψάχνουν για θρόνο ο θρόνος του σκότους παρέα μ εγωισμούς και μούχλα ονομάζεται θάνατος Δίπλα μας κυκλοφορούν αμέτρητοι πεθαμένοι Ευτυχία Πρίντζου Τον Ιούλιο, ακούμπησαν σπονδές τα μαλλιά σου στο χώμα και του μίσους το πρόσωπο κέρωσε. Μια δέσμη ήλιου Φλόγισε τα λουλούδια στο Σταυράκι και μοιρολόγησαν σα μάνες γοερά οι αχτίδες της Αυτές οι αχτίδες ορμήνεψαν τη γη να βλαστήσει και παπαρούνες χιλιάδες ξεπλήρωσαν το χρέος τους, μέσα στις αρτηρίες του αιώνα που κυλά αίμα ιερό κι ακούν τα ελάφια της μνήμης τον αγέραστο άνεμο π όλο λικνίζει κι όλο ποτίζει τη συγκομιδή. Εκεί άνθισαν κρίνα που κράτησαν με πείσμα τον καρπό και τα λιθάρια διάβασαν της λεβεντιάς τον όρκο ανοίγοντας μια θύρα στον ορίζοντα. Παρθένες ώρες, σεργιάνι βγήκαν στον ουρανό με φλογέρες κι έκλαψαν τα μάτια της Πίνδου καθώς μια ομίχλη τα σκούπιζε δορυφορούσα * 125
127 Φλέβες Σέρνονται τα τριμμένα μεσοφόρια κι οι γυναίκες ζαλωμένες τον ήλιο στις πηγές ξενυχτούν μη στερέψουν οι φλέβες και πέσει η νύχτα με καρφιά. Δάσκαλος Σκύψαν οι λεμονιές μήπως σωθούν απ τον πάγο άλλαξαν χρώμα τα φύλλα τους έγιναν κόκκινα σαν αίμα και σφιχτά σαν γροθιά. Δίψα κι αρμύρα στο χώμα. Τι να σου περιγράψει το γαρύφαλο, και το κρίνο της άμμου, ο ιβίσκος και η φλαμουριά; Τ απόσπασμα της λάμψης τους δεσμεύτηκε σε κούφια γραφεία όπου συμφέροντα στίβες λερναίες και Κύκλωπες διαφεντεύουν. Μέσα σε σκοπευτήρια κι η ποίηση έρεψε το κορμί της κυνηγητά εξορίες και το σπέρμα του ήλιου λόγου σε ξερονήσια άγονης γραμμής. Για ν αλωνίζει το ψέμα με σάπια κυκλώματα με πρόσωπα χθόνιων δαιμόνων σ εγκέφαλους φαύλους και πόρνες μέδουσες. 126
128 Παύλος Ναθαναήλ Ο θεσμός των βραβείων Από τον καιρό που πρωτοσχηματίστηκαν ανθρώπινες κοινωνίες εκδηλώθηκε και η τάση να αναγνωρίζεται η προσφορά των μελών τους και κυρίως να ανταμείβεται η προσφορά αυτή είτε ηθικά είτε υλικά είτε και με τους δύο τρόπους. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι ένοιωσαν νωρίς στην ιστορία πως ο έπαινος είναι απαραίτητος αλλά όχι αρκετός. Πρέπει να συνοδεύεται και από κάποια πιο απτή ένδειξη ότι αναγνωρίζεται η αξία ή σημασία κάποιου συγκεκριμένου επιτεύγματος ή πράξης. Σε προϊστορικές τοιχογραφίες ή άλλες παραστάσεις συναντούμε σκηνές όπου βασιλιάδες ή άλλοι άρχοντες και αξιωματούχοι στεφανώνουν ένα άτομο ή του προσφέρουν κάποιο αντικείμενο. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι ξεκάθαρο τι δίνεται στον τιμώμενο. Η εντύπωση πάντως είναι πως πρόκειται για συμβολικά αντικείμενα με θρησκευτικό περιεχόμενο. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες μπορούμε νομίζω να ισχυριστούμε πως στο μυαλό του προϊστορικού ανθρώπου, όποιος διακρινόταν το πετύχαινε γιατί ήταν ο εκλεκτός της θεότητας ή είχε στο μέτωπο τη σφραγίδα της δωρεάς ή του χαρίσματος, όπως λέμε. Ο προϊστορικός άνθρωπος δύσκολα θα μπορούσε να συλλάβει την έννοια της ατομικής προσπάθειας και επιτυχίας που έρχεται σαν αποτέλεσμα μόνο των ικανοτήτων ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Στους ιστορικούς χρόνους της αρχαιότητας και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οι αθλητικοί αγώνες περιελάμβαναν στο πρόγραμμα τους με κορυφαίο παράδειγμα τους Ολυμπιακούς, το στεφάνωμα των νικητών με στεφάνι αγριελιάς. Τιμητικότερη διάκριση από αυτή δεν υπήρχε, αν και φυσικά μόνο συμβολική χωρίς ίχνος υλικό περιεχόμενο. Παράλληλα όμως υπήρχαν και πολιτιστικοί αγώνες και έτσι βραβεύονταν και ποιητές, δραματουργοί και άλλοι δημιουργοί. Πάλι όμως η βράβευση είχε μόνο συμβολικό και ηθικό χαρακτήρα. Οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που θέσπισαν βραβεία με χρηματικό περιεχόμενο, αλλά και αυτοί σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις και όχι ως γενικό κανόνα. Στη μεσαιωνική Ευρώπη έχουμε βραβεύσεις ιπποτών σε ιππικούς αγώνες και σε κονταρομαχίες αλλά έχουμε και βραβεύσεις τροβαδούρων. Εδώ έχουμε συνδυασμό ηθικών και υλικών ανταμοιβών. Συνήθως ο τραβαδούρος λάμβανε από τον ηγεμόνα δημόσιο έπαινο, όμως η διάκριση αυτή είχε παράλληλα ως συνέπεια να γίνει δεκτός στην αυλή και να περάσει την υπόλοιπη ζωή του με αρκετή άνεση! Ειδικά στον χώρο του πνεύματος η ιδέα λογοτεχνικών βραβείων εμφανίστηκε στη Γαλλία στα μέσα του 17 ου αιώνα και λίγο αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους 127
129 ανάλογοι θεσμοί στην Αγγλία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Φυσικά στην Ελλάδα αντίστοιχες διαδικασίες εμφανίστηκαν μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους. Οι διάφοροι Ποιητικοί Διαγωνισμοί που συναντούμε στον τόπο μας στο δεύτερο μισό του 19 ου αιώνα άφησαν εποχή γιατί βοήθησαν να προβληθούν οι μεγάλοι της ποίησης μας. Ο Βουτσιναίος Διαγωνισμός, ο Λεσσένειος, ο Μιστριώτειος, ο Παντελίδειος, ο Ράλλειος, ο Φιλαδέλφειος έμειναν όλοι στην ιστορία με τα ονόματα των αντίστοιχων χορηγών. Στη διάρκεια του 20 ου αιώνα ένας πλήρης κατάλογος θα ήταν ιδιαίτερα κουραστικός γιατί είναι πολύ μακρύς. Πάντως πρέπει να τονισθεί πως σχεδόν όλοι οι διαγωνισμοί προβλέπουν μαζί με τη διάκριση και κάποιο χρηματικό ποσό, όχι τόσο μεγάλο κατά κανόνα ώστε να δελεάζει υλικά, αλλά πάντως επικρατεί σιγά- σιγά η άποψη πως ο πνευματικός δημιουργός πρέπει να αισθάνεται πως οφείλει να «αμείβεται» για τη δουλειά του έστω και όχι ικανοποιητικά. Τα λογοτεχνικά βραβεία, πρώτα απ όλα, πρέπει να αποβλέπουν στα εξής: 1. Να είναι κίνητρα, κυρίως προς τους νεότερους, ώστε να ασχολούνται με τη λογοτεχνία και να μην αισθάνονται πως η προσπάθεια τους δεν εκτιμάται. 2. Η ίδια η βράβευση να αποτελεί απόδειξη πως αναγνωρίστηκε η αξία ενός συγκεκριμένου έργου και πως σε σύγκριση με τα έργα άλλων ομότεχνων βρέθηκαν άνθρωποι με γνώση του αντικειμένου που έκριναν πως το έργο του βραβευμένου είναι σχετικά καλύτερο. 3. Η βράβευση δεν σημαίνει απαραίτητα πως όσοι δεν βραβεύτηκαν έχουν έργο κατώτερο. Όλες οι κρίσεις είναι σε τελευταία ανάλυση υποκειμενικές αλλά επειδή τα μέλη μιας επιτροπής δεν είναι δυνατόν να έχουν όλα την ίδια ακριβώς γνώμη, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η συνισταμένη των κρίσεων των μελών της επιτροπής πλησιάζει την αντικειμενικότητα. 4. Τέλος εάν το βραβείο συνοδεύεται και από σημαντικό χρηματικό ποσό, τότε υπάρχει και μία πρακτική ενίσχυση και ενθάρρυνση για να συνεχίσει ο βραβευμένος την απασχόληση του με τα γράμματα. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως όλα τα βραβεία δεν έχουν το ίδιο κύρος. Ορισμένα αποκτούν μεγαλύτερη σημασία είτε γιατί ο φορέας που τα απονέμει θεωρείται πιο σοβαρός, είτε γιατί με το πέρασμα του χρόνου δημιουργείται σχετική παράδοση, είτε τέλος γιατί τα ονόματα των βραβευμένων πείθουν σιγά- σιγά την κοινή γνώμη ότι τα κριτήρια είναι αντικειμενικά και ότι δεν παρεμβάλλονται σκοπιμότητες ή άλλοι παράγοντες. Οι σκοπιμότητες που μπορεί να διαστρεβλώσουν τους στόχους ενός βραβείου είναι ποικίλες. Όμως ας προσπαθήσουμε να ταξινομήσουμε τις κυριότερες: 1) Η πρώτη περίπτωση μπορεί να σχετίζεται με οικονομικές επιδιώξεις του χορηγού. Δηλαδή μπορεί ο χορηγός να θέλει να ενισχύσει ορισμένους συγγραφείς για να τους έχει αργότερα διαθέσιμους και να τους «χρησιμοποιήσει» σε κάποια 128
130 άλλα μακροπρόθεσμα, συνήθως εκδοτικά, σχέδια του. Τα βραβεία αυτού του είδους συνδέονται σχεδόν πάντα με μεγάλους οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στο χώρο των ΜΜΕ. 2) Η δεύτερη περίπτωση μπορεί να σχετίζεται με πολιτικές επιδιώξεις. Δηλαδή η βράβευση να γίνεται με κριτήρια πολιτικά και οι βραβευμένοι να επιλέγονται με βάση τις πολιτικές θέσεις που προωθούν στα κείμενα τους. Εδώ όμως χρειάζεται μια διευκρίνιση. Εάν η προκήρυξη του βραβείου είναι ειλικρινής και καθορίζει σε γενικές γραμμές τα κριτήρια, τότε δεν μπορεί κανείς να ψέξει τέτοιες πρωτοβουλίες. Εάν όμως η προκήρυξη αποκρύπτει την ουσία και προσπαθεί να δώσει την εντύπωση ότι η όλη διαδικασία δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική, τότε βέβαια δικαιολογείται να θεωρήσουμε τις επιδιώξεις ύποπτες. 3) Η Τρίτη τέλος περίπτωση αναφέρεται σε βραβεία που απονέμονται μόνο σε «ημετέρους» με την έννοια ότι προωθείται μια ομάδα συγγραφέων σε βάρος άλλων. Έτσι δημιουργείται ένας σνομπισμός που εκδηλώνουν τα μέλη της ευνοούμενης ομάδας σε βάρος όλων των άλλων συναδέλφων τους. Φυσικά από πρακτική άποψη, αυτή η εύνοια οδηγεί στην υπέρμετρη προβολή ορισμένων και επομένως σε αδικία σε βάρος άλλων συγγραφέων που για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν ανήκουν στην ευνοούμενη ομάδα. Είναι περιττό να τονισθεί εδώ ότι η πνευματική ζωή του τόπου αναπτύσσεται όταν δεν συντρέχουν οι τρεις περιπτώσεις που προαναφέραμε. Αναπτύσσεται όταν οι βραβεύσεις γίνονται με κριτήρια καθαρά ποιοτικά και όχι κάτω από την πίεση παραγόντων που δεν έχουν σχέση με το χώρο του πνεύματος. 129
131 Γιάννης Παπαοικονόμου Ωδή σ ένα άνεργο κορίτσι «αεργίης τ όνειδος» Ησίοδος 1 Άδεια τα χέρια και η ψυχή σου δεν έχει ψαλίδι δεν έχει κλωστή και βελόνα όχι τα μολύβια δεν γράφουνε πια η σκέψη απολίθωμα στις μεγάλες τράπεζες του κέρδους τ αφεντικά γυμνάζουν καρδιά και νύχια την στερνή σου δροσιά να σπαράξουν 2 Η πόλη έκρυψε το πρόσωπό της άνεργη μαραζώνει κι αυτή χωρίς φωτιά χωρίς τραγούδι και γλέντι χωρίς γκριζώνει μαδά και γκρεμίζεται 3 Παιδιά μαραίνουνται βαθιά σου η γυναίκα στερεύει του έρωτα η γλύκα 130 εφιάλτης και μόνο η λευκή ονείρωξη καταπέλτης ατσάλινος και πρόβα θανάτου 4 Ολα πουλιούνται και αγοράζονται κι εσένα σε παίζουν στα ζάρια του χάρτινου τζόγου μετοχή εφεδρική στρατιά πηγή της χλιδής τους μα και δρεπάνι που το νήμα θα κόψει της ύπαρξής τους 5 Τα βήματά σου άηχα στο παρελθόν σε πάνε στις παιδικές χαρές στην αγκαλιά της μάνας το τώρα μια σκοτεινή σπηλιά άεργη μία σιωπή πριν απ του κόσμου την αυγινή επανάσταση. Πέραμα 5/3/1999 Από την ανέκδοτη συλλογή «Τα συντροφικά»
132 Πέραμα 2002 Συμφορά της Ανοιξης οι λαμαρίνες η σκουριά και τα καζάνια μαργαρίτες γαϊδουράγκαθα χαμομήλια στις σχισμάδες αγωνίζονται μάταια να θυμίσουν την ομορφιά τους βιομηχανική βλέπετε η περιοχή. Πέραμα 20/3/2002 Από την ανέκδοτη συλλογή «Νέα τάξη» Απόκλιση Επί τέλους θριάμβευσε η λογική το παιδί βολεύτηκε σ ένα γραφείο με καλές προοπτικές υπερωρίες τυχερά και τα τοιαύτα έμαθε κιόλας τη γλώσσα των πλαστών υποσχέσεων έτσι που κανείς δεν αναγνωρίζει πια τον αγωνιστή του «114» Από την αδημοσίευτη συλλογή «Μαθήματα Ιστορίας» Ο εφιάλτης Εξώγυμνοι ντυμένοι τα μετάξια τ αράχνινα ιμάτια του πλούτου με τα χρυσαφικά επίρραφα στολίδια την πλήξη διασκεδάζουμε μ εφήμερες αγάπες με διασκεδάσεις κι ανόητα παιχνίδια μα όταν στου Μορφέα τα παλάτια γυρεύουμε τον ύπνο τότε χωρίς ιμάτια μετάξια και στολίδια το άδειο της ψυχής μας εφιάλτης Πέραμα 18/9/
133 Γιώργος Παπασωτηρίου Η άλλη γνώση Την άλλη γνώση την απόκρυφη την τυλιγμένη στους εφτά πέπλους της φαντασίας κάτω από κάθε εικόνα και κάθε επιφάνεια ποιος θα τη βγάλει στο φως ποιος θα ξεδιαλύνει τ αναρίθμητα αινίγματα όσα και αν αυτά είναι; Την άλλη γνώση που δεν μας την έμαθαν οι δάσκαλοι ούτε κι η ίδια η ζωή κι αφήνεται πάνω στα κύματα σαν αφρός που χάνεται αδιάκοπα κι αδιάκοπα ξαναγεννιέται αυτή τη γνώση ποιος θα μας την πει αφού κανείς δεν την κατέχει; Οι οιωνοί των πουλιών Θαμπά τα σύνορα της σιωπής προδιαγράφουν το μέλλον ορόσημα επιμελώς τοποθετημένα από εδώ και πέρα σε έκταση απροσπέλαστη. Βεβαίως το ξέρουμε. Οι προφήτες έχουν επισημάνει την εξέλιξη. Οι οιωνοί των πουλιών που πεθαίνουν απ το μαζούτ στις ακρογιαλιές αντανακλούν τα επερχόμενα. Κι εμείς βαδίζουμε έρπουσες σκιές στους αστικούς δρόμους. Αγκαλιάζουμε τη σιωπή σαν λύτρωση κι αποβάλλουμε το αγκομαχητό των μηχανών σαν εμετό αηδίας και φυτεύουμε λεύκες στα πεζοδρόμια. Όμως 132
134 οι οιωνοί των πουλιών επιμένουν κι ο εικοστός πρώτος αιώνας που άρχισε και προχωράει ανύποπτος, μας τρομάζει!.. Αρχαία σιωπή Τα απολιθωμένα βήματα ηχούσαν σ εκείνο το αρχαίο αμφιθέατρο. Από κάτω που άρχιζε το λίθινο διάζωμα κι ως πάνω στις επίκλινες κερκίδες γέμιζαν τις θέσεις οι θαμπές σκιές των μυκηναίων θεατών. Αδημονούσαν για την αρχαϊκή παράσταση. Και θορυβούσαν. Όμως σαν ήχησε παλλόμενος ο δίσκος και βγήκε λες μες απ τη γης ο θίασος όλα τα σκέπασε βαθύτατη σιωπή. Κι ήταν αυτή η αρχαία σιωπή που ηχούσε ακόμα χτες στο επιδαύρειο θέατρο όπου μας πήγαν τα δικά μας βήματα. Εσπερινές ώρες Ποιος άραγε μπορεί να εξιχνιάσει τούτες τις εσπερινές ώρες που ακινητούν σε μιαν αδιέξοδη οδό εγκλωβισμένες; Και ποιος να τις αναστήσει μπορεί χωρίς να αποξεχαστεί πως είναι ακόμα ζωντανός πως ακόμα μπορεί να ερωτευθεί όλες εκείνες τις παράξενες μορφές που λιμνάζουν εξαϋλωμένες στο μισοσκόταδο προσμένοντας τη θεληματική στιγμή της υπέρτατης προσφοράς; Χτες δεν επιζητούσαμε τίποτα όμως απόψε ξαφνικά τα θέλουμε όλα!.. 133
135 Επί αποπλανήσει Κεκλεισμένων των θυρών η διαδικασία χωρίς ακροατές να κρυφακούν ή κρυφοβλέπουν στο αποδεικτικό υλικό που προσκόμισαν οι κατήγοροι τις περιπτύξεις των κατηγορουμένων θεών: Της αμαρτωλής πανέμορφης Αφροδίτης με το ίνδαλμα των ένηβων παρθένων Άδωνι αλλά και του ίδιου του Διός με την ανύποπτη κι ονειροπαρμένη Λήδα παριστάνοντας τον άσπρο κύκνο. Και ερωτάται ποια θά ναι η απόφαση; Ασφαλώς αθωωτική λόγω παραγραφής μετά την πάροδο τόσων αιώνων Ο ηνίοχος Ο ηνίοχος κυριαρχούσε αρχαιοπρεπής και μεγαλόπρεπος άγαλμα των αγώνων της ζωής με τ όραμα της νίκης στα μάτια. Αυτός ο ηνίοχος των Δελφών που εξουσίαζε τη ροή του χρόνου κι έφτανε ως τις μέρες μας όρθιος στο άρμα του ακολουθώντας τον ατέλειωτο δρόμο απ τα βάθη των καιρών κι ως το επερχόμενο μέλλον. Διαδρομή Όποιο σημείο εκκίνησης κι αν δοθεί μη διστάσεις. Η διαδρομή θα ναι δική σου ολότελα. Χωρίς φρουρούς και χωρίς μπλόκα στους δρόμους. Και το έπαθλο της μαραθώνειας προσπάθειας ποιο θα ναι μη σκεφτείς. 134
136 Γιώτα Παρθενίου Ας είναι μόνο η διαδρομή με τις ελιές και τα δαφνόφυτα. Ή ας είναι μονάχα ο καλός λόγος που εσύ μονάχα θε ν ακούσεις κι ας μη τον πει ποτέ κανείς! Μυθολογία σώματος Εξαίφνης η φωτιά με άρπαξε* Δεν ήξευρα πως Πήρα το ρούχο Ύστερα το κορμί μου Το πάτησα, ξανά, το επάτησα Το σβησα. Ύστερα στις μεγάλες πέτρες Κράτησα το πρόσωπό μου Στα δυο μου χέρια. Ήμουν, ο αιώνας μου, είπαν. Αγιοι σε τέμπλο Είμαι ένα δέντρο. Στα κλαδιά μου,όσοι πεινούν. Όσοι διψούν. Αυτοί που κλέβουν Νερό, ψωμί. Άγιοι Σε Τέμπλο. Ήμουν, εγώ, είπαν. *Σαν άρπαξε φωτιά. Γιάννη Δάλλα Ιωνικόν Αίφνης παράλια. Πλατάγιζε, πλατάγιζε,ιωνία. Άπλωνε τις ωραίες του Φτερούγες Κίων Ιωνικός 135 Ως Ποτές Να μην Είχαν Σπάσει.
137 Μίνα Πέτρου - Βενετσάνου Στον Τάσο Ισαάκ «Δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τους Εγκάθετους του Αττίλα και τους Τούρκους Βαρβάρους στις ». Ποτισμένη με αίμα Των 24 χρόνων σου Η περιοχή της Δερύνειας, θά χει αιώνες να αφηγείται των βαρβάρων το απύθμενο μίσος, την απάνθρωπη αγριότητα στο σώμα του αδικημένου, τη θυσία σου για τη ΔΙΚΗ σου ΚΥΠΡΟ. Άοπλος, Ειρηνικός Διαδηλωτής για το μεγάλο Όραμα της Λευτεριάς μαρτύρησες, δεν άντεχες της σημαίας των βαρβάρων τον Ιστό, προκλητικά τη δική σου γη να βεβηλώνει. Ήταν γροθιά στην περηφάνεια της Φυλής,στιλέτο φονικό στα σωθικά της Ιστορίας της. Μιά Κύπρος, χωρίς συρματοπλέγματα το Όνειρό σου, δίχως ζώνες πράσινες και γκρίζες, με τα περιστέρια τη Ειρήνης στον καταγάλανο ουρανό της κι έναν ήλιο να λαμπυρίζει τα πρόσωπα των Συναγωνιστών και τη χαρά της προκοπής στα πικραμένα χείλη. Θα έρθει κάποτε η πολυπόθητη στιγμή, η χαρμόσυνη καμπάνα της Δικαίωσης, η ΑΝΑΣΤΑΣΗ από το χέρι του θεού, γιατί εσύ και χιλιάδες άλλοι, Ήρωα, ΤΑΣΟ ΙΣΑΑΚ, ήσασταν το ευεργετικό λίπασμα στο Δέντρο της Λευτεριάς, οι Κυματοθραύστες της Μεγάλης Αδικίας στη βασανισμένη χώρα. 136
138 Σολομών Σολωμού «Δολοφονήθηκε εν Ψυχρώ από τους Εγκάθετους του Αττίλα και τους Τούρκους Βαρβάρους στις ». Είχες την αβάσταχτη πίκρα της αδικίας στα σωθικά σου για το χαμό του Τάσου Ισαάκ κι εκείνο το ευλογημένο φιλότιμο στ αυτί, Φλάμπουρο της Μεγάλης Φυλής σου. Κορόϊδεψε τον άνεμο η Επέλασή σου. ΤΙΠΟΤΑ δεν συγκρατούσε την κατεύθυνση του βλέμματος σου. «Εκεί, εκεί στον Ιστό Έγνεψε το ηρωϊκό σου χέρι σκαρφαλώνοντας με πείσμα Το σώμα σου στο κοντάρι της ντροπής. «Εδώ είναι ο Τόπος μου. Κάτω το Μπαϊράκι των Βαρβάρων. Εδώ είναι ο Τόπος και ο Θεός μου». Ανέβαινες, Ήρωα ΣΟΛΩΜΕ, Την κλίμακα των Ημίθεων της γης, χαράζοντας με γράμματα ανεξίτηλα το πέρασμά σου στην Ιστορία του Κόσμου, με κείνο το τσιγάρο στα χείλη της λευτεριάς κι εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο να κοροϊδεύει τον θάνατο, αντιστρέφοντας την Πύρινη Ρομφαία του Αρχαγγέλου, στους Βέβηλους της Γης σου. Σωσώ Πέτρου Βλάσση Σκέψεις -Απόγονός μου η γραφή -Παραιτήσου απ τις απαιτήσεις σου. -Φροντίδα σου μόνο μία: η προσαρμογή. -Απ την πρώτη σου γνώμη πάρε αποστάσεις. -Τις αρνητικές εντυπώσεις να διασκεδάζεις Με το χρόνο. -Σε κάθε δυσκολία, έχε το νου σου στη φιλία. -Μισοί μένουμε δίχως τη συμφιλίωση με τον εαυτό μας. 137
139 -Κανένα κομμάτι μας ή το μισό δεν είναι του άλλου-κι αντίστροφα! -Και με τις όποιες αδυναμίες μας, πάλι αυτοδύναμοι είμαστε. -Τα θλιμμένα μάτια βλέπουν καλύτερα. -Προκοπή σου η αξιοσύνη σου! -Το γνήσιο και το ηθικό να διακρίνεις. -Ποτέ μην απεμπολείς την καλοσύνη -Μη ζητιανέψεις, φρόντισε να μην πέσεις. -Αν σκύβεις στη γη, ανύψωσε το βλέμμα. -Αν είσαι ψηλά κοίτα και προς τα κάτω. -Μάθε ν ανεβαίνεις την τίμια κλίμακα. -Ήρεμα διένυσε τις μέρες των χρόνων σου. -Φεύγοντας, τίποτα μαζί σου δεν παίρνεις, δες μόνο πίσω σου τι αφήνεις -Ένα φτερό είσαι που τ απιθώνει όπου θέλει ο άνεμος -Κι έτσι όμως υπάρχεις: ζεις! -Ζωή: ρόδινο κυκλάμινο, γέννημα του φθινοπώρου. (Οκτώβρης: μήνας της γέννησής μου). -Εμπειρία: πολύσπορο ρόδι σπασμένο -Άνοιξη παιδική-καλοκαίρι έφηβοφθινοπωρινή νιότη-χειμωνιάτικη ωριμότητα. Αέναος κύκλος ζωής Εως πότε Κι έτσι ζούμε: ταξιδεύοντας νοερά, διαρκώς οραματιζόμενοι την ευτυχία Έως πότε; Στην εσωτερική σου εξορία, ορίζεις καλύτερα τον εαυτό σου. Κατόπιν δέχεσαι πάλι να βρεθείς στο πολύβουο πλήθος, ανάμεσά του. 138
140 Θ αποβληθείς ή θα σε αποβάλλει, αδιάφορο: είσαι παρατηρητής της ζωής. Επισκοπείς τα πάντα, σαρκαστής των πάντων. Αναχωρείς, επιστρέφεις Γιατί, κατά τον Μαλρώ, «ο καιρός που μας απομένει είναι ελάχιστος». Λάθη Οι λάθος επιλογές συνηθισμένο φαινόμενο: άλλοι μας αγαπούν, άλλους αγαπάνε. Τσεχωφικοί πρωταγωνιστές,(ήρωες) στην πλήξη επιστρέφουμε, πάντα η φυγή κυκλοφορεί στο αίμα μας κι η πόλη χωριό κατάντησε! Συμβουλές, προτροπές αγαπημένων συγγενών δεν εισακούονται, έρχεται εκ των υστέρων η αναγνώριση των λαθών. Τότε που είναι αργά το χρόνο να γυρίσεις πίσω. Σκλαβώνεται η ζωή, όταν χωρίς χαρά πορεύεσαι Μένουν χρόνια ανοιχτές οι πληγές μας και σε κείνους που πληγώσαμε! 139
141 Αιώρα Τι κυνηγάμε σ αυτήν τη ζωή τι το διαφορετικό θέλουμε; Ακροβάτες ονείρων, αιωρούμαστε στο κενό Χίλιους ρόλους υποδυόμαστε, πουθενά δεν κατασταλάζουμε Ταξινομούμε καταστάσεις, επανασυνδέουμε γεγονότα. Στον κάλαθο πέφτουν εμπειρίες, λάθη επαναλαμβάνονται Ακατανόητα επιτεύγματα, κρίκοι ασύνδετοι μεταξύ τους. Απομυθοποίηση και μυστήριο ταυτόχρονα-δύο σε ένα! Αλέκος Πούλος Δυο χέρια μόνο Εμείς δυο χέρια είχαμε μόνο γδαρμένα στου μεροκάματου τις ανελέητες ώρες και μ αυτά ονομάσαμε τους εαυτούς μας ανθρώπους κι εργάτες. Μ αυτά μεγαλώσαμε τόσο πολύ τα όνειρά μας κι άγγιξαν τα πρωινά που βγαίναμε ν αριθμήσουμε τη ζωή μ ώρες εργασίας. Δυο χέρια έχουμε μόνο που τ απλώνουμε σε χειραψίες συντροφικές όταν σμίγουμε άγρυπνοι με την απόφαση και την ευθύνη μες τα μάτια μας και μ αυτά ζωγραφίσαμε την ζωή με τα χρώματα της ελπίδας μας όταν ακουμπούσαν τρυφερά στου ύμνου τις στιγμές. 140
142 Δυο χέρια έχω μόνο κι έμαθα οδοιπορώντας συντροφιά με τα ηφαίστεια τα έτοιμα να εκραγούν πως θα τα χρησιμοποιήσω εκείνη τη στιγμή που θα ταξινομώ τις καινούργιες ανάσες της έκρηξης σηκώνοντας ψηλά μια ζωή χωρίς στάλα δάκρυ για να μετρηθώ κι εγώ με τους εργάτες που πίστεψαν στ όνειρο. Θα φτάσει! Κάθε νύχτα πετούσα ένα Σ αγαπώ μ όση δύναμη είχα στα όνειρά μου το φορτίο τους να ελλατώσω πάνω στα κύματα που κατάστρωνα σχέδια με την ελπίδα ως την καρδιά σου να φτάσει. Αν ποτέ δεν έφτασε δεν έφταιγε η δύναμή μου αλλά τ αλλοπρόσαλο τ ουρανού που αναβόσβηνε τ αστέρια του κι έχανα τον προσανατολισμό. Να, πιάσε τις παλάμες μου γεμάτες είναι ακόμη από Σ αγαπώ που δεν πρόλαβα να πετάξω. Στο άλλο ταξίδι όμως που θα καιροφυλαχτώ στη πρύμνη τ Αυγερινού το φως θα δεις! 141
143 Περίσσευμα οργής Είχα περισσεύματα οργής από κείνες τις μέρες που φτηνά μ εκποιούσαν στο κάθε άσχετο κύμα. Και τώρα που δεν κοστολογούν την αξία μου φιλάργυρα - ούτε γι αύτανδρο δεν μ αγοράζουν μ αυτό το πολύτιμο περίσσευμα συντάχθηκα στα ξημερώματα που γλυκές ελπίδες σηκώνουν στα χέρια. Είναι καιρός την υπεραξία μου να κερδίσω. Πώς να συνηθίσω; Τώρα που έκλεισα τους λογαριασμούς με τ απέραντα και πένθιμα τριγυρνώ σ άδειες πλατείες σ άδειους δρόμους μ άδεια όνειρα και βουβές όλες οι φωνές που αποκρυπτογραφούσε η καρδιά σήκωσέ με μ ένα σου χάδι στη πληγή ως τον ουρανό σαν πρώτα ίδιος με θεό να σε φιλήσω κι άφησέ με εκεί που συνήθισα να τριγυρνώ με την οπτασία των ονείρων μου. 142
144 Μαρία Ράλλη Υδραίου Τ όνειρό μου το χαρούμενο -Γιατί χαμογελάς τα πρωϊνά; -Βλέπω στ όνειρό μου το πιο χαρούμενο της νύχτας τους εφοπλιστές πλήρωμα σε σαπιοκάραβο δικό τους κι εγώ καπετάνιος τους. -Εψές το βράδυ τους άφησα να κοιμηθούν άπλυτους και νηστικούς. Αύριο το πρωί θα τους πετάξω μες τις δεξαμενές την σκουριά τους να βγάζουν. Έμβασμα αυτόν τον μήνα σχεδιάζω να μη στείλω σπίτια τους κι αν τολμούν ας διαμαρτυρηθούν. -Δεν ξέρω ίσως κάποια στιγμή να κουραστώ με την εκδίκησή μου και να βουλιάξω το καράβι. που αυτοί ταξιδεύουν. Αύτανδρο! Η Επανάληψη Επαναλαμβάνεσαι με τις αμέτρητες μετακινήσεις των μαζών, τις προσφυγιές, τις εξορίες, τις γεωπολιτικές αλλαγές. Επαναλαμβάνεσαι μέσα από τις δικές μου μετατοπίσεις στο χρόνο και στο χώρο, τις μοιραίες μετακινήσεις από το βορρά προς το νότο, τα ταξίδια, τις περιπλανήσεις, την αιώνια αναζήτηση της Αλήθειας, της ασύλληπτης ομορφιάς των Ιδεών. Επαναλαμβάνεσαι όταν οι δικοί μου σπόροι δίνουν βλαστούς καινούργιους, όμοιους με τους δικούς σου, όταν τα χρωμοκύτταρά σου διαιωνίζονται μέσα από το αίμα των παιδιών μου, όταν η δική σου σφραγίδα γίνεται 143
145 δείγμα γνησιότητας της Μικρασιατικής καταγωγής μου. Επαναλαμβάνεσαι με τη δική σου Οδύσσεια ακολουθώντας τον κύκλο της μοίρας του ανθρώπου με τις ατέλειωτες επαναλήψεις. Επαναλαμβάνεσαι όταν η θρησκεία σου είναι και θρησκεία μου, όταν τα πιστεύω σου γίνονται και δικά μου. Μέσα μου ξεθάβεται ένα παρελθόν μια ιστορία μέσα από δικές σου εκφράσεις, δικούς σου ήχους, δικά σου ακούσματα. Γίνεται αναβίωση της ύπαρξής σου και της σκέψης σου. Το νιώθω. Είσαι μέσα σε μένα. Είμαι μέσα σε σένα. Ταυτιστήκαμε. Το παρόν έγινε παρελθόν. Το παρελθόν έγινε παρόν και μέλλον. Επαναλαμβάνεσαι μέσα από το δικό μου οπτικό πεδίο, τα δικά μου όνειρα, τη δική πραγματικότητα. Διαιωνίζεσαι. Το πνεύμα ποτέ δε χάνεται. Η ψυχή πάντα ζει. Ζεις κι επαναλαμβάνεσαι καθώς η καρδιά σου χτυπάει μέσα στη δική μου. Είμαι η επανάληψή σου. Επαναλαμβάνομαι κι εγώ μέσα από τη δική σου επανάληψη. Η ζωή είναι ένας αέναος κύκλος επανάληψης κι επαναφοράς στο ίδιο πάντα σημείο. Η Αρχή αγγίζει το Τέλος, το Α ενώνεται με το Ω, η ζωή με το θάνατο βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλοεξάρτηση Το ανέβασμα της σκέψης Κατεβαίνοντας τις σκάλες του ουρανού, μοιάζει σαν να κατεβαίνεις τους αιώνες και τις εποχές μαζί με τις ιστορικές περιόδους και να επιστρέφεις στον μηδενικό χρόνο της εκκίνησης των πάντων. (Η μια ώρα για το κατέβασμα θαρρείς και κρατάει χρόνια ατελείωτα). Η σκέψη προχωράει κι άλλο, πιο βαθιά Φτάνει στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα. Όταν φτάσεις στη γη απογοητεύεσαι. Είναι τόσο πεζά όλα. Ξανά πάλι πίσω στην κίνηση, στη ζωή, στη φθαρτή ύλη. Όσο πετούμε η σκέψη μας εξαϋλώνεται, διυλίζεται κι εξαγνίζονται οι σκοποί και οι στόχοι μας. Γινόμαστε ιδεαλιστές, χάνουμε τη γήινη υπόστασή μας, κρίνουμε, σκεφτόμαστε. Τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα αξιοποιούνται. Πόσος μεγάλος μου φαίνεται ο χρόνος! Η διάρκεια του ταξιδιού Αθήνα-Λονδίνο, που είναι τρεις ώρες και κάτι, μέσα από μία μεγάλη διαδρομή σκέψης, φαίνεται τρία χρόνια και κάτι. Μοιάζουμε με ταξιδιώτες μέσα σ ένα ιπτάμενο αντικείμενο που ίσως θα μπορούσε να συνεχίσει την πτήση του στο διάστημα για αιώνες. Μια ψυχική ηρεμία μας κυριεύει. Έχουμε ένα ταξίδι δίχως τέλος, μια προσφορά ελεύθερου, αδέσμευτου χρόνου για σκέψη, φιλοσόφηση, ανάλυση πεπραγμένων, καταμερισμό εργασιών, προσπάθεια λύσης προβλημάτων, αφαίρεση. Το αεροσκάφος κάποιες στιγμές μοιάζει σαν να αιωρείται, σαν να μην προχωράει καθόλου, να μένει μετέωρο και να απολαμβάνει το κενό. Εμένα, η «απογείωση» αυτή με οδηγεί σε ανεξερεύνητους τόπους της «ατομικής» φιλοσοφίας μου. Πιθανόν κάποτε σε ανύποπτο χρόνο να προσεγγίσω το ζητούμενο της δικής μου θεωρίας. 144
146 Το μεγάλο ποτάμι Ι Το μεγάλο ποτάμι με περιμένει. Βιάζομαι να το συναντήσω. Θα με πάρει μαζί του στις μεγάλες θάλασσες. Θα με βγάλει στη Βόρεια Θάλασσα, θα μ ανεβάσει στο Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό κι ύστερα θα με ταξιδέψει στον Ατλαντικό κι έπειτα στον Ειρηνικό, στον Ινδικό.. Το μεγάλο ποτάμι δεν θα μ αδικήσει. Θα μου πει τη Μεγάλη αλήθεια των πραγμάτων που βλέπει. Θα μου δείξει μέσα από το διάφανο νερό του τη Διαφάνεια των πάντων. Δεν θα μου κρύψει τίποτε. Το μεγάλο ποτάμι είναι ο αδερφός μου, ο άντρας μου. Είναι η ίδια μου η ζωή. Την αφήνω στα κρύα ρεύματα που το κυβερνούν. Την εναποθέτω σαν από ιερό κειμήλιο στην κρύα, παγερή γαλήνη τους. Από δω και πέρα θα ορίσουν και τη δική μου μοίρα. Οι δικές τους διαδρομές μέσα στην απέραντη, χαοτική υγρή μάζα θα φροντίσουν και το δικό μου «ιερό» λείψανο. Το μεγάλο ποτάμι ΙΙ Ο ποταμός Tyne* θα γίνει ο φίλος μου, ο ένας και μοναδικός. Η λύτρωση θα έρθει μέσα από την ένωσή μου μαζί του. Σ αυτόν θα εμπιστευτώ τα πιο μεγάλα μου μυστικά. Κανείς δεν υπάρχει για να μ ακούσει. Όλοι κωφεύουν. Όλοι ένοχα σιωπούν. Ο Tyne, απέραντος, βαθυστόχαστος και σιωπηλός, θα μ ακούσει. Δεν θα μείνει τόσο αδιάφορος όσο ένας «λευκός» τοίχος του δωματίου μου. Ο Tyne ταξιδεύει. Γνωρίζει όλον τον κόσμο. Ο Tyne έχει πολλούς φίλους. Τους συναντάει όπου πηγαίνει, στα μεγάλα ταξίδια του. Θα μου τους γνωρίσει. Δεν είμαι μόνη πια. Η ερημιά και η εξορία δεν υποφέρονται άλλο. Οι άνθρωποι μ απαρνήθηκαν. Δεν φταίνε όλοι, βέβαια. Ο Tyne δεν είναι σαν αυτούς. Ο Tyne έχει αισθήματα που «ρέουν» στις «υγρές» φλέβες του, καθώς διασχίζει την πράσινη πεδιάδα για να ξεχυθεί στη μεγάλη θάλασσα. Ο Tyne μ έχει μαγέψει. Μαζί του δεν θα φοβάμαι πια τη μοναξιά. Η ψυχή μου θα βρει ένα σύντροφο, μια αγάπη αληθινή. Ο Tyne θα είναι ο πιο πιστός μου εραστής. Ο άντρας μου. Όχι ένα φάντασμα. Ούτε μια ουτοπία. Ο Tyne! Αχ ο Tyne! Ένα όνειρο και μια προσδοκία. * Τάιν, ποτάμι στο Νιούκαστλ της Βόρειας Αγγλίας. 145
147 Το μεγάλο ποτάμι ΙΙΙ Κι όταν περάσω τις Ηράκλειες Στήλες, θα είμαι ελεύθερη. Τότε όλος ο κόσμος θα γίνει δικός μου. Ο παλιός και ο καινούργιος. Θα γνωρίσω τα Μεγάλα Μυστήρια του Σύμπαντος, τα Επτά Θαύματα του Κόσμου, θα φτάσω στους Κρεμαστούς Κήπους της Βαβυλώνας, θα συναντήσω την Σφίγγα της Αιγύπτου, θα βρω τους Επτά Σοφούς της Αρχαιότητας, θα συνομιλήσω με τον Πλάτωνα, με τον Αριστοτέλη και θα ανακαλύψω την τελειότητα του πνεύματος το πεπερασμένο παρελθόν και το ατελεύτητο μέλλον το πέρας των πάντων και την αρχή των μεγάλων και θαυμαστών στο ασύλληπτο αέναο «κύμα» της αιωνιότητας. Το μεγάλο ποτάμι θα με φτάσει ως εκεί. Και θα χαθεί για πάντα. Δεν θα μπορέσει να γυρίσει πίσω. Γιατί θα έχει δει όσα κι εγώ θα δω: την άφθαστη ομορφιά του άλλου κόσμου, του αιώνιου, του μυστήριου και αληθινού Νίκος Ρίγγας Το προπατορικό μου αμάρτημα Αρίφνητους σε μάχομαι αιώνες μα δεν το μπόρεσα ποτές μου ως τώρα. Λερναία Ύδρα να σε στραγγαλίσω για να γλιτώσει ο Άνθρωπος απ τα δεινά σου κ η Μάνα Γης απ τις πληγές της. Όλους τους αγώνες μου τους υπονόμευες και τα μπακίρια γυάλιζες και τους καρπούς τους ψεύτιζες και τους Λαούς ξεκλήριζες και τον μουνούχεβες το Νου κι αβγάταινες τα πλούτια σου. Κι όλες τις επαναστάσεις τις εκφύλιζες και τα άμοιρο ον το μετάλλαζες και κάθε φορά το πισωγύριζες και κάθε τόσο το μάτωνες και το υπόταζες. Μα εμένανε ποτές σου δε με λύγισες 146
148 γιατί εγώμαι η Πανταίστηση κι εσύ αγριοδίποτο εγώ ο Νους κ εσύ η μαϊμού του εγώμαι ρόδο κ εσύ τ αγκάθια του. Σ ανακαλύψανε και σε ξεσκέπασαν οι παλιοί Ποιητάδες. Ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Χριστός, και σε κατάγγειλαν σ όλη την οικουμένη. Ο Κάρολος, ο Λένιν κ η Ρόζα κι ο Παλαμάς, η Πασιονάρια κι ο Μπρέχτ κι ο Λόρκα. Ο Χικμέτ κι ο Τσε κι ο Νερούντα κι ο Ρίτσος κι ο Μίκης και τόσοι άλλοι. Όμως εγώ σε ξέρω απ τα γεννοφάσκια σου τι εγώ σε γέννησα και σ εξέθρεψα τρισκατάρατη εγώ η άμυαλη με τους ύμνους μου και πούγιναν κόλακες κι αβανταδόροι των όρθιων τετράποδων και δόξαζαν και κήρυτταν μ εγκώμια τους πόλεμους, τους θεούς, τις πατρίδες τις φαμίλιες, τα επέκεινα, τους ξολοθρεμούς τον πολέμαρχο, τον αρχηγό, τον ατρόμητο τον Ένα, το Δυνατό, το Νικητή κι αυτά προξένησαν αίμα και χολή, και φέρανε λάφυρα που τάκαμες δικά και τούτα πρόσθεσαν κι άλλα κι άλλα δικά και μ αυτά απόχτησες τη δύναμη του τρόμου κι έγινες Χάρυβδη Εξουσία Κι επέβαλες νόμους και φύλακες και τα εμά και τα εσά κι όλα τάλλα τα καμες διαιώνια δικά κι έσπειρες έτσι λιμούς κι εκμετάλειψη και διαιώνισες τ αλληλοφάγωμα των Λαών τη δουλεία και τους φόβους του σκοταδισμού. Εσύ ποτέ σου δεν τραγούδησες ερωτικά τραγούδια ποτές σου δεν αγκάλιασες τον Άνθρωπο ποτέ σου δεν ένοιωσες των λουλουδιών το άρωμα ποτέ σου δεν κοινώνησες το κάλλος ποτέ σου δε λειτούργησες με κλητικές φωνηέντων 147
149 ποτέ σου δεν επικοινώνησες μαζί μου για να ευεργετηθείς απ την προσφορά των εράνων μου γι αυτό και δεν υπάρχει πια στην οικουμένη κανένας ποιητής που να μη σε μισεί και να μη σε μάχεται Άρπυια Βαρβαρότητα. Κ εσύ αρχέγονε Ιερειέ μου ναι ακόμη κι εσύ εγκωμίαζες τη μονομαχία του Έκτορα με τον Αίαντα και περιέγραφες με θαυμασμό τα χρυσοποίκιλτα άρματά τους τα εργαλεία δηλαδή των πολέμων καθώς και τα κονταροχτυπήματά τους κι από κοντά τους έβαλες άσκεφτε να κάνουν και διάλειμμα ξεκούρασης και ν ανταλλάσουν μάλιστα πολεμικά δώρα σπαθιά, ζώνες κι άλλα τέτια κι ύστερα συνέχιζαν να μακελεύονται τα στρατά τους κι εσύ καμάρωνες για τα εθιστικά παραμύθια σου κι έπλεκε λιβανωτούς στους πολέμαρχους προτρέποντας άθελα σου τους ανθρώπους να δρεπανίζουν τα νιόκλαδα στάχυα τους κι όλα τούτα τάκαμες θολωμένος απ το ναρκισσισμό για τα γραφτά σου! Και τους θεούς που πλάσαν από φόβο οι άνθρωποι εσείς οι πρώτοι διακονοί μου τους κηρύξατε δικαιούχους της ζωής τους κι αφού τους πλέξατε και θεό του πολέμου τους μπλέξατε κύρια με τις συγκρούσεις μετάξυ τους παίρνοντας τάχατες οι θεοί πότε με το μέρος της μιας και πότε της άλλης παράταξης δοξάζοντας έτσι τα αιματοκυλίσματα δίχως ποτέ σας ασυγχώρητοι να γράψετε έστω δυο λέξεις ή δυο στίχους για τον πυλώνα όλων των αξιών που είναι η πανάχραντη Δικαιοσύνη με τους δικαιόμαχους αγώνες της. κι εσύ άπληστη έτριβες τα χέρια σου και σεληνιαζόσουνα απ αλαζονεία. 148
150 Όμως εγώ δε σε σιουράω ευνουχίστρια και λεηλάτισα τ ανρώπινου μεγαλείου κι απ όντας βαθιά κατάλαβα πως είσαι το μέγα προπατορικό μου αμάρτημα αιχμαλώτισα το χρόνο που σ έπλασα και σταυρώνοντάς τον στις πλάτες μου κουβαλάω συνειδητά τον πόνο της οικουμένης για να μην ξεχνώ το τέρας πούσπειρα και παλεύω αέναα στην πρώτη γραμμή δίχως να λιποταχτήσω ή να συμβιβαστώ γι αυτό και παντού το διαλαλώ ότι σε τούτηνε τη γέννα θα λογαριαστούμε μια για πάντα καθότι η κλεψύδρα της Γης αδειάζει κι επειδή μονάχα εγώ η Απολλώνια Ερατώ με τη σιαμαία μου Ευτέρπη και τις άλλες ομοούσιες εσένανε σκύλα Βαρβαρότητα μ όλα τα απάνθρωπα εμά σου κι αφού κανένας άλλος δεν το μπόρεσε εγώ, εγώ η Ποίηση θα σε νικήσω γιατί αφού εγώ σε γέννησα χρέος έχω ιερό και απαζάρευτο εγώ η ίδια που σε γαλούχησα εγώ με τα δικά μου χέρια να σε πνίξω. γι αυτό και γκάστρωσα ήδη την Ιστορία που κυοφορεί κιόλας το σπόρο μου και μαζί με τους πρωτοπόρους μου Ποιητές πούνε οι Επαναστάτες καρτεράμε με λαχτάρα και συνεργώντας στον πολυπόθητο τοκετό της που θάναι η τελευταία Επανάσταση! Ετούτο δω Κίρκη βάλτο καλά στο μυαλό σου πως εγώ δεν είμαι η Ποίηση του καναπέ του σαλονιού, των πτερόεντων των λιπόψυχων και των ρηχών αλλά των σταυρόδρομων, των ξεσηκωμών των διανομών και των οραμάτων. Κ οι κοιλόπονοι της Ιστορίας π αρχίσανε αυτή τη φορά είναι παγκόσμιοι 149
151 και σα σπάσουν τα νερά και πλημμυρίσουνε τη Γης Θάψου από μόνη σου Βαρβαρότητα στα έγκατα σκατά της πριχού προφτάκω κι αδραζοντάς σε σε λιανίσω η ίδια. Κι ύστερα ολόλαμπρη κι ολόχαρη και τραγουδώντας θα υποκλιθώ μεριάζοντας για να διαβούν οι παναιώνιες Κυράδες η Δικαιοσύνη, η Ελευθερία, η Λαοκρατία που στο εξής θα προσφέρνουν στους ανθρώπους τα καλούδια της γήινης αρμονίας. Και τότενες, ω τότενες ξορκισμένη και λυτρωμένη απ το προπατορικό μου αμάρτημα θα λαρώσω τις φωνές μου κι αντάμα οι Μούσες θα τραγουδάμε τον Έρωτα, το Κάλλος, τη Δημιουργία και την αδερφοσύνη ούλης της Οικουμένης. Βαγγέλης Σακκάτος Ομίχλη* Τ o βράδυ ήταν γλυκό και νωπό. Τα δέντρα ήρεμα, ασάλευτα, περιτριγυρισμένα από ένα αραιό πέπλο ομίχλης. Ο παλιός αναπαλλοτρίωτος πύργος των Graf, Schloss Morsbroich, στεκόταν ήρεμος, περιτριγυρισμένος από συρματοπλέγματα και υδάτινα φράγματα, που μέσα λαμποκοπούσαν ψάρια και τάραζαν κάπου κάπου τα νερά, σχηματίζοντας μικρούς κύκλους, καθώς προσπαθούσαν να πιάσουν κάτι από την επιφάνεια. Σε λιγοστά παράθυρα των χτισμάτων του περίγυρό του υπήρχε φως. Σ ένα πα- 150
152 γκάκι του κήπου του δυο ερωτευμένοι φιλιόντουσαν μέσα στο θαμπό φως του σούρουπου. Η χημική φάμπρικα των εργατών που παιδεύει την πόλη των υπηκόων της με τις αναθυμιάσεις, τους καπνούς και τα οξέα της, απόψε είχε εκεχειρία γιατί κανένα φύλλο δε σάλευε και κανένα αεράκι δε θρόιζε, για να σκορπίσει πάνω της τις αναθυμιάσεις και τους καπνούς απ τα φάρμακα και τα χρώματα. Έτσι απόψε στην πόλη δεν βρομούσε ο αέρας. Σε μια απ τις συνοικίες της που περιστοιχίζεται από δάση, και το πράσινο οργιάζει πραγματικά, σήμερα είχε πανηγύρι και είχαν έρθει τσίρκα με κούνιες, τρενάκια, παιχνίδια, φίδια, λαχνούς με δώρα, πανοράματα, φακίρηδες και θαυματοποιούς. Ο κόσμος ξεχυμένος στους δρόμους περιδιαβάζει δώθε κείθε, επωφελούμενος της καλοκαιριάς, σαν τα σαλιγκάρια στ αποβροχάδι. Τα μπαρ είναι γεμάτα: «Σάββατο βράδυ είναι, αύριο δε δουλεύουμε ας ξενυχτήσουμε λοιπόν». Οι νεαροί γεμίζουν τα καφέ άις, οι άντρες τα καφέ μπαρ με τα χρωματιστά φώτα, τα έγχρωμα παράθυρα, τα κεριά απάνου στα τραπέζια τους και τ ακριβά ποτά. Σερβίρουνε κονιάκ που αχνίζει απ το σπίρτο και βάιν μπραντ. Δίνουνε και τζάμπα, αν το ζητήσεις, για ρεκλάμα, κουτιά σπίρτα, που χουνε απάνου γραμμένο το τηλέφωνο του σταθμού ταξί: Φυσικά, πολλοί μεθυσμένοι θα το χρειαστούνε, μα δε θα ναι σε θέση να το πάρουν. Όμως, κάποιος άλλος θα βρεθεί. Ένας μεθυσμένος Ιταλός εργάτης, λέει μέσα στο λεωφορείο πως έχει έξι γυναίκες και παρακαλεί έναν άγνωστό του Γερμανό επιβάτη, να γυρίσει να δει που μπήκε μια Κλεοπάτρα. Ο κόσμος γελάει μαζί του. Λιγοστοί αστυνομικοί με μακριά κλομπ στη μέση τους, φέρνουν πάνω κάτω τα πεζοδρόμια του κεντρικού δρόμου της πόλης. Οι άνδρες της ειδικής υπηρεσίας ασφαλείας των καταστημάτων, που χει για έμβλημά της δυο σταυρωμένα σφυριά, περιφέρονται πάνω κάτω φουριόζοι, οπλισμένοι σαν αστακοί, με πιστόλια, κλομπ, όργανα που ελέγχουν τις πόρτες και τις κλειδαριές τους αν είναι εντάξει, κ.λπ. Ένας άνθρωπος βαδίζει μόνος. Η ώρα έχει πάει 12 τα μεσάνυχτα. Περνάει μια γέφυρα π αποκάτω της τρέχει νερό. Δίπλα της είναι η είσοδος ενός δάσους που μέσα οργιάζει το πράσινο. Δέντρα πανύψηλα, αιώνων και κάτωθέ τους αλλά μικρότερα, κισσοί, βάτα. Η πόρτα ορθάνοιχτη, μα δίπλα της υπάρχει μια πινακίδα που λέει: «Προσοχή! Προσοχή: Δάσος ιδιωτικό. Απαγορεύεται αυστηρώς η είσοδος». - Τούτη η χώρα πέρασε στον καπιταλισμό χωρίς να καταργήσει τη φεουδαρχία, σκέφτεται. Και στην πιο μοντέρνα μορφή καπιταλισμού μάλιστα. Οι φεουδάρχες φαίνεται, γενήκαν καπιταλιστές. Ή οι νεόπλουτοι καπιταλιστές αγοράσανε τα φέουδα και υποκαταστήσανε τους παλιούς ξεπεσμένους φεουδάρχες, όσους ξεπέσανε φυσικά. Με τη διαφορά ότι αυτά σήμερα δεν παίζουν κανέναν ουσιώδη ρόλο στην παραγωγή. Οι περισσότεροι τα χουν για αναψυχή και για κυνήγι. Ο πύργος των Graf νοικιάζεται από την πόλη για Μουσείο. Πριν από χρόνια 151
153 όλη η περιοχή που βρίσκεται σήμερα η πόλη ήταν χτήματά τους. Ύστερα, όπως το λεγε κάποιος το μεγαλύτερο μέρος απ αυτά τ αγόρασε η φάμπρικα της χημείας για εγκαταστάσεις της και σπίτια για τους υπηκόους της. Στο μεταξύ αυτοί, οι πρώτοι κάτοχοι της περιοχής, τώρα έχουν γίνει «μοντέρνοι». Παίρνουν τα νοίκια απ τα υπόλοιπα, που δεν είναι λίγα, τους τόκους απ τα λεφτά τους, και συχνάζουν στα καζίνα του Μόντε Κάρλο και της Κυανής Ακτής. Κάποιος Graf που ήταν και πρωταθλητής αυτοκινητοδρομιών και σκοτώθηκε πριν λίγα χρόνια σε δυστύχημα κατά τους αγώνες, είχε κι έχουν ακόμα ασφαλώς οι κληρονόμοι του, μεγάλες εκτάσεις μεταξύ Βόννης Κολωνίας. Θυμάται ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο τελευταίο άρθρο της που γράψε λίγες μέρες προτού τη δολοφονήσουνε, «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», μιλάει για τις αθλιότητες της γερμανικής επανάστασης του Μάρτη του 1848, «που είναι σαν μια σιδερένια σφαίρα δεμένη στα πόδια όλης της κατοπινής γερμανικής ιστορικής εξέλιξης. Επιδράσανε πάνω σ όλη την επίσημη ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και διαμέσου της σ όλες τις πρόσφατες περιπέτειες της γερμανικής επανάστασης ακόμα και στη χθεσινή δραματική κρίση». (Πρόκειται για την κατάπνιξη της ηρωικής εξέγερσης του «Σπάρτακου» στο Βερολίνο, το Γενάρη του 1918). Ποιές αθλιότητες να εννοεί, άραγε; αναλογίζεται. Ίσως το ότι οι αστικές επαναστάσεις εδώ, δε θίξανε ουσιαστικά τις κοινωνικές και οικονομικές βάσεις της φεουδαρχίας, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ακόμα και σήμερα φεουδαλικά υπολείμματα, σαν θλιβερά απολιθώματα του μεσαίωνα μέσα σε μια απ τις πιο μοντέρνες μορφές καπιταλισμού. Στο μεταξύ βαδίζει στο δρόμο που δεξιά κι αριστερά του είναι κατάφωτος από τις φωτεινές επιγραφές των μπαρ και τις ρεκλάμες της κάθε λογής μπίρας. Στα πεζοδρόμια παρέες μεθυσμένων συζητάνε μεταξύ τους τα πιο απίθανα κι άσχετα πράγματα, από τους αστροναύτες μέχρι τις αποδοχές τους και τις γυναίκες τους, στηριγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο για να μην πέσουνε. Περνάει το ταχυδρομείο και φτάνει σ ένα τρίστρατο. Εδώ η ομίχλη είναι πυκνότερη και τα κόκκινα φανάρια της Τροχαίας μοιάζουν από μακριά σαν κωλοφωτιές. Οι ακτίνες τους φωτίζουν της ομίχλη και την κάνουν διαφανή. Ύστερα σ ένα μονοπάτι έρημο, περιτριγυρισμένο από κήπους με κοτέτσια. Οι φράχτες, που καλύπτονται από πρασινάδα, είναι ψηλοί και δέντρα το σκεπάζουν από πάνω. Αισθάνεται την υγρασία της ομίχλης να του νοτίζει τα ρούχα και να του περονιάζει τα κόκαλα. Το μονοπάτι είναι κατασκότεινο και μόνο μακριά στην έξοδό του, διακρίνεται κάτι σα θαμπή φωτεινή τρύπα. Είναι ένα φανάρι εκεί και φωτίζει μες στην ομίχλη. Έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται μέσα σ ένα τούνελ και τραβάει προς την έξοδο. Βγαίνει. Προχωρεί μια μικρή ανηφόρα και φτάνει στην αυλή. Δεξιά κι αριστερά στα μακριά δωμάτια ακούγεται το ροχαλητό των Ιταλών και Σπανιόλων εργατών ενοίκων. 152
154 Ανοίγει και μπαίνει. Η κάμαρα έρημη τον περιμένει, με μόνη «ζωή» μέσα σ αυτήν, τους χτύπους δυο ρολογιών, που δολοφονούνε άσπλαχνα αενάως το χρόνο. Δ. Γερμανία, 14 του Σεπτέμβρη 1963 * Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 15, Δεκέμβρης 1963 του περιοδικού «Διανοούμενος», με το ψευδώνυμο Άρης Αίνος (Φωτεινός) και στα γερμανικά στην Ανθολογία Ελληνικής Μεταναστευτικής Λογοτεχνίας «Dimitrakis 1984», καθώς και στο περιοδικό «Die Brucke» («Η Γέφυρα»), τεύχος 51 Νοέμβρης Δεκέμβρης 1989 και έχει μεταδοθεί από το ραδιόφωνο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR), όπως και στην «Κολωνέζικη Συμφωνία Λογοτέχνες της Κολωνίας Δείγματα γραφής», «Παρατηρητής» Θεσσαλονίκη, Επίσης, στη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα «Χωρίς Διαβατήριο», εκδόσεις «Στράβωνας», Αθήνα 1996, σελίδες ). Ιωάννα Σερενέ - Τσουρουκίδη Πέργαμος - Ατταλοι Πριν μερικά χρόνια, μέσα στη δεκαετία του 1990 κατά το δεκαήμερο ταξίδι μας στην Κεντρική Ευρώπη με γκρουπ της Εστίας της Νέας Σμύρνης, ανάμεσα στα ενδιαφέροντα και χαρακτηριστικά που είδαμε ήταν και η επίσκεψη μας στο Ομώνυμο Μουσείο του Βερολίνου. Εκεί αισθάνθηκα όχι μόνο σοκ αλλά και θαυμασμό αντικρίζοντας Αρχαία Ελλάδα και δη εκλεκτά μνημεία της Αρχαίας Περγάμου, ήτοι: το Πρόπυλο του Ιερού της Αθηνάς Πολιάδος, και τον περίφημο βωμό του Διός και άλλα. Γνώριζα ότι πολλά από τα αρχαία μας μνημεία και νεότερα της Βυζαντινής περιόδου, δι αρπαγών, στολίζουν όλα σχεδόν τα μουσεία του κόσμου, ιδιαίτερα της Αγγλίας, τα λεγόμενα Ελγίνεια, αν και όλες σχεδόν οι πρωτεύουσες της Ευρώπης και όχι μόνο, έχουν αντιγράψει την Ελληνική αρχαιότητα. Τα μνημεία, λοιπόν ; της Περγάμου του Βερολίνου, βρίσκονται στο Μουσείο από το έτος 1878, όταν ανασκάφτηκε από τους Γερμανούς και αναφάνηκε η ακρόπολη. Η Πέργαμος ήταν η πρωτεύουσα ενός από τα Ελληνιστικά Βασίλεια που ιδρύθηκαν μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου. Είναι κτισμένη σε ένα απότομο λόφο, ύψους 335 μ. και δεσπόζει στην απέραντη πεδιάδα και ακτινοβολεί ακόμα, σαν χρυσοποίκιλτο στέμμα, σαν αυτό που φορούσαν οι βασιλείς της, μέλη της οικογένειας των Ατταλίδων. Όλοι τους είχαν τον πόθο να αναδείξουν την πόλη τους σε λαμπρό κέντρο πολι- 153
155 τισμού και φρόντισαν να την στολίσουν με τα πιο εντυπωσιακά έργα τέχνης και να την καταστήσουν μια από τις χαρακτηριστικότερες κοιτίδες της Ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής. Για το σκοπό αυτό αντέγραψαν τις δυο πολιτιστικές πρωτεύουσες του Ελληνισμού, την Αθήνα με την παλιά της αίγλη και την Αλεξάνδρεια, η οποία υπήρξε η ανταγωνίστρια της. Από την Αθήνα, πήραν οι Περγαμηνοί την παράδοση στις τέχνες και τα γράμματα. Και με την Αλεξάνδρεια ανταγωνίστηκαν επί ίσοις όροις, στην πρωτοκαθεδρία στον πολιτισμό. Είχαν και οι δυο σπουδαία πνευματικά ιδρύματα, φιλοξενούσαν μελετητές και καθηγητές και ενίσχυαν την επιστημονική έρευνα. Ιδρύσαν και οι δυο μεγάλες βιβλιοθήκες, μελετούσαν και αντέγραφαν όλη την πνευματική παραγωγή της παλιάς και σύγχρονης εποχής, Όταν το 47 π.χ. κάηκε μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, λέγεται, ότι ο Αντώνιος μετέφερε από την Πέργαμο, προς χάριν της Κλεοπάτρας τόμους! Από την Αθήνα, υιοθέτησαν ως κύρια θεότητα τους την Αθηνά Πολιάδα και αντέγραψαν το άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου του Φειδία. Σαν αντίδωρο πρόσφεραν πλούσια αναθήματα στην Ακρόπολη, δυο μεγάλες στοές στην πόλη, ( Αττάλου και Ευμενούς) τακτικές επισκέψεις που συνοδεύονταν με αγωνοθεσία και συμμέτοχη στη μεγάλη γιορτή και στους αγώνες των Παναθηναίων, λάμβαναν μέρος στα Ολύμπια η εκτελούσαν Ολυμπιακούς αγώνες και αγώνες των Πυθίων (Δελφικούς). Η ιστορία της Περγάμου αρχίζει στα τέλη της τρίτης χιλιετίας π.χ. και συνεχίζεται έως σήμερα με τους κατοίκους της Τουρκικής κωμόπολης Bergama με την οποία συνθέτουν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό της πόλης. Η Ελληνική παρουσία, ξεκίνησε την πρώτη χιλιετία π.χ. και τερματίστηκε οριστικά στις 24 Αυγούστου Στο διάστημα αυτό, οι Έλληνες της Περγάμου, άλλοτε διαμόρφωσαν κατά αποκλειστικότητα κα άλλοτε επηρέασαν ποικιλότροπα την εξέλιξη της Περγαμηνής Ιστορίας ως πρωταγωνιστές ή από τα παρασκήνια, αναδεικνύοντας την Πέργαμο σε μια από τις σημαντικότερες κοιτίδες του Ελληνικού κόσμου στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η αρχαία Πέργαμος, βρίσκεται στην Ανατολική όχθη του ποταμού Κάικου. Υπήρξε παλαιότατη αποικία των Αρκάδων με αρχηγό τον Τηλεφο, ο οποίος τιμήθηκε αργότερα εκεί. Ιδρυτής της όμως πιστεύουν, κατά την μετέπειτα παράδοση, ότι ήταν ο Πέργαμος, ο γιος του Νεοπτολέμου και της Ανδρομάχης, ο οποίος μαζί με την μητέρα του ίδρυσαν την πόλη. Και οι Περγαμηνοι συνήθως στα νομίσματα τους, κάτω από την κεφαλή το ψ Περγάμου, έβαζαν τις λέξεις «Πέργαμος» η «Πέργαμος κτίστης». 154
156 Η Πέργαμος έγινε σπουδαία και λαμπρή πόλη από τον βασιλέα Λυσίμαχο, ο οποίος τοποθέτησε εκεί τους θησαυρούς του και όρισε φύλακα τον-φιλέταιρο. Αλλά ο Φιλέταιρος, μετά τον θάνατο του Λυσίμαχου το 283 π.χ. ανακήρυξε τον εαυτό του αυτόνομο, κατακράτησε τους θησαυρούς, συνδέθηκε με τον Σέλευκο και κατόρθωσε να πάρει ο αδελφός του Ατταλος, σύζυγο την Αντιοχίδα, βασιλοπούλα από τον οίκο των Σελευκιδών. Ο Ατταλος Α υπήρξε ιδρυτής του βασιλείου της Περγάμου και της ένδοξης δυναστείας των Ατταλιδων, στην οποία ανήκουν ακόμα ο διάδοχος του Ευμενής ο Α, ο ανιψιός του και διάδοχος του Αττάλου Α ο Ευμενής ο Β, ο Ατταλος ο Β ο Φιλάδελφος, ο Ατταλος ο Γ ο Φιλομήτωρ. Επί των βασιλέων αυτών, το βασίλειο της Περγάμου επεκτάθηκε και κατείχε κάποιες εποχές ολόκληρη την Μυσια, την Φρυγία, την Λύδια, την Πιΰ(οκ και την Παμφυλία. Έγινε δε η πόλη κέντρο με δύναμη και κίνηση εμπορική και βιομηχανική, επιστημονική και καλλιτεχνική την οποία κατέστησαν αθάνατη. Ξεπερνούσε τα πέντε εκατ. και μόνο στην Πέργαμο κατοικούσαν άνθρωποι. Ο Ατταλος Γ όρισε κληρονόμους του τους Ρωμαίους, όταν καταλείφθηκαν τα Ελληνικά εδάφη από αυτούς, υπό τον όρο να διατηρήσουν την ελευθερία των ελληνικών πόλεων στο βασίλειο αυτό. Όμως ο γιος του Ευμενους του Β, ο Αριστονικος επαναστάτησε εναντίον των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι τον νικήσαν και ανακήρυξαν την Πέργαμο Ρωμαϊκή. Όταν υπήχθη στους Ρωμαίους το κράτος της Πέργαμου αποτέλεσε την επαρχία της Ασίας, από την οποία αποσπάσθηκαν μόνο τα νησιά, ενώ η υπόλοιπη χώρα λίγο αργότερα διαιρέθηκε, σε κάποιες διοικητικές περιφέρειες με πρώτη την Πέργαμο: το Αδραμύττιο, τη Σμύρνη, την Έφεσο, τις Σάρδεις, τα Θυάτειρα. Ο δε μέγας Αρχιερέας της Ασίας, ο Αρχιάρχης, ή Ασιάρχης των Περγαμηνών είχε έδρα την Πέργαμο η οποία ονομάστηκε «Πρώτη της Ασίας Μητρόπολη». Εξαιτίας της κακοδιοικήσεως των Ρωμαίων διοικητών, οι Περγαμηνοι, δυσφόρησαν και παρασύρθηκαν το 88 π.χ. με άλλες μικρότερες πόλεις στην περιπέτεια του Μεγάλου Μιθριδάτου. Ο Μιθριδάτης όμως νικήθηκε. Η Πέργαμος η οποία είχε γίνει έδρα των στρατιωτικών του ενεργειώνικαταστράφηκε. Από τότε στερήθηκε από τα περισσότερα αριστουργήματα της τέχνης της τα οποία οι Ρωμαίοι άρχοντες τα έφεραν στη Ρώμη μέχρι την εποχή του Νέρωνα και έκτισαν πόλη την Πέργαμο. Εν τούτοις κατά τον Α αιώνα μχ. η πόλη επεκτάθηκε προς την πεδιάδα και πλουτίσθηκε με νέα κτίρια. Πολύ ενωρίς εισήχθηκε και ο Χριστιανισμός από την Έφεσο και Μίλητο με την επιμέλεια του Αποστόλου Παύλου. Και η Πέργαμος συγκαταλέγεται ήδη στις Επτά Εκκλησιές της Ασίας. Περί τα τέλη του πρώτου αιώνα όμως ο γενναίος επίσκοπος της, έδωκε αφορμή στον απόστολο Ιωάννη να τον μεμφθεί γιατί ανέχτηκε την αίρεση των Νικολαϊτών 155
157 και του Βαρλαάμ προς την εκκλησία της Περγάμου, όπως γράφεται στην Αποκάλυψη. Ωστόσο οι Χριστιανοί της Πέργαμου χρειάστηκαν αγώνες να αντιμετωπίσουν την ισχυρή ειδωλολατρική λατρεία. Η πόλη αυτή είχε ενωρίς και τους πρώτους μάρτυρες από τους οποίους και ο επιφανής Αντύπας κατά την βυζαντινή περίοδο. Η Πέργαμος, μολονότι καταστράφηκε από τους Άραβες το 716, τον όγδοο αιώνα εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στο δίκτυο των πόλεων που είχαν μείνει υπό την Βυζαντινή εξουσία, ενώ παράλληλα βρισκόταν σε ευνοϊκές θέσεις κατά μήκος των εμπορικών δρόμων προς την Κωνσταντινούπολη. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, η Πέργαμος αποτέλεσε τμήμα της Νίκαιας. Η ελαχίστη ζωή που είχε απομείνει στην πόλη από τις έριδες μεταξύ Τούρκων Εμίρηδων Τουρκομανών και τον μεγάλο στρατηλάτη Ταμερλάνο, κατεστράφη ολοσχερώς. Για ενάμιση περίπου αιώνα η πόλη έμεινε ακατοίκητη. Οι ελάχιστοι χριστιανοί που είχαν απομείνει συγκεντρώθηκαν στα βόρεια της πόλης και έκτισαν ναό αφιερωμένο στους Αγίους Θεοδώρους, ο οποίος λειτούργησες το Οι Έλληνες της πόλης έφτασαν τους 100 σε συνολικό πληθυσμό 3000 κατοίκων, ενώ το 1770 ζούσαν στην Πέργαμο 400 ελληνικές οικογένειες. Το 1836 ιδρύθηκε ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής που έγινε μητρόπολη της Ελληνικής κοινότητας και ως το τέλος του ίδιου αιώνα ο αριθμός έφτασε τις 8000 Έλληνες, Τούρκοι και 2000 Εβραίοι και Αρμένιοι. Οι Έλληνες κατέφθαναν σταδιακά από την Λήμνο, Λέσβο, Λαύριο, Χίο, Πελοπόννησο και Ήπειρο για να καλλιεργήσουν τα πλούσια εδάφη της περιοχής, ή να ξεκινήσουν εμπορικές συναλλαγές με τον εμπορικό χώρο. Ωστόσο η κρίση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, ανέτρεψε την ζωή των Ελλήνων ολόκληρης της Μικράς Ασίας. Στα μέσα Μαΐου του 1914 ο πληθυσμός της περιοχής, εκδιώχτηκε με τον τρόπο που χαράχτηκε βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων και στη μνήμη της ιστορίας. Μέσα σε μια νύχτα, ολόκληρα χωριά ξεριζώθηκαν, περιουσίες καταστράφηκαν και χιλιάδες άνθρωποι έχασαν την ζωή τους. Από την περιοχή της Περγάμου αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν όταν οι Τουρκικές αρχές παραχώρησαν τρίωρη προθεσμία στους Έλληνες της Πόλης για να εγκαταλείψουν τις εστίες και τις περιουσίες τους. Μέσα στην δίνη του Α Παγκοσμίου πολέμου το 1919 ακολουθώντας το Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα που αποβιβάστηκε στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, 6000 Έλληνες της Περγάμου, που είχαν ξενιτευτεί το 1914 στα γειτονικά νησιά, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Αμερική ξαναγύρισαν στα σπίτια τους και έμελλε να γράψουν με τον πιο οδυνηρό τρόπο τις τελευταίες στιγμές της Ελληνικής ιστορίας στον Περγαμηνό τόπο. Λίγο πριν το τέλος Αυγούστου του 1922 οι μισοί από αυτούς σφαγιάστηκαν, και οι υπόλοιποι επέστρεψαν οριστικά υπό άθλιες συνθήκες, στους τόπους όπου είχαν εγκατασταθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. 156
158 Σήμερα, στο Άλσος της νέας Σμύρνης υψώνεται το έργο του γλύπτη από την Πέργαμο Β Καπάνταη, που αφιέρωσε το 1978, ο σύλλογος των Περγαμηνών ο «Ατταλος» στην μνήμη των χαμένων Περγαμηνών της Μικρασιατικής καταστροφής. Όπως ανέφερα στην αρχή, η ανασκαφή έγινε πρώτα από τους Γερμανούς από το έτος 1878 με συστηματική εξερεύνηση πρώτα από τον Χοΰμαν και στη συνέχεια, από τον Α Κοντσε. Ο δε Δαιρπφελδ προχώρησε ακόμα περισσότερο και στα κυριότερα ευρήματα της Περγάμου υπάγεται ο Βωμός της Ακρόπολης που βρίσκεται σε ιδιαίτερο μουσείο στο Βερολίνο. Έπειτα ο Ναός της Αθηνάς επάνω στην Ακρόπολη ο οποίος ήταν ο αρχαιότερος από τους ναούς της και γύρω από αυτόν υπήρχαν πολλές στοές. Στη βόρεια πλευρά της ήταν η περιώνυμη βιβλιοθήκη. Στο πιο ψηλό σημείο της Ακρόπολης βρέθηκε το Ιερό του Τραϊανού το οποίο ιδρύθηκε από τον Τραϊανό. Στα ανατολικά του περιβόλου του ναού της Αθηνάς και του Τραϊανού, βρέθηκαν ερείπια των μεγαλόπρεπων ανακτόρων των βασιλέων της Περγάμου. Κάτω από τον Μεγάλο Βωμό βρισκόταν η Άνω Αγορά. Σε άλλη πλευρά της Ακρόπολης και κάτω από το Ιερό του Τραϊανού και τον Ναό της Αθηνάς βρέθηκε το θέατρο και στο τέρμα της πλευράς αυτής βρισκόταν το πιο κομψό από τα οικοδομήματα της Περγάμου, ο λεγόμενος Ιωνικός Ναός. Ακόμα με τις ανασκαφές ανακάλυψαν το Γυμνάσιο, την Κάτω Αγορά και τμήμα της Ρωμαϊκής Πόλης. Στην Ιστορία της Ελληνικής Τέχνης σημαντική θέση έχουν τα Ανάγλυφα του Μεγάλου και Μικρού Βωμού της Περγάμου. Στα μεγάλα ανάγλυφα παριστάνονται γιγαντομαχίες, σε δε τα μικρά σχετικές σκηνές με τον Τηλεφο και την μητέρα του Αυγη. Τα έργα αυτά παριστάνουν τόλμη και πλαστικό πλούτο ως και δύναμη καλλιτεχνικής επινόησης. Καθορίστηκε δε από αυτά η σημασία της πλαστικής των Ελληνιστικών χρόνων. Βρέθηκαν δε ακόμη στην Πέργαμο αντίγραφα έργων σημαντικών του Ε αιώνα και δη της Χρυσελεφάντινης Αθηνάς Παρθένου του Φειδία, της Ήρας, και της Αθηνάς του Αλκαμένους, του Ερμή κ.λ.π. 157
159 Γιώγια Σιώκου Τ όνομά σου Στον Σωτήρη Τ όνομά σου χαράζω στιλπνά σ ένα κοχύλι, σε κρατήρες ηφαιστείων, σε δροσοσταλίδα διάφανων οροσειρών, όπου άγρια άτια στην αχλύ του απομεσήμερου ρουθουνίζουν. Στα κόκκινα κοράλλια της αγάπης το όνομά σου χαράζω, σ εσπερινό αντίλαλο αρχαίων κριαριών, στους ασημοκαπνισμένους ελαιώνες, σε δαφνόδεντρα ηρώων. Τ όνομά σου χαράζω στιλπνά στην παλιά βενετσιάνικη κρήνη. Στους αρμούς του κορμιού σου και στου ιδρώτα σου τα κρούσταλλα ατέρμονα Ζω. Την αδάμαστη καρδιά σου αφουγκράζομαι τις νύχτες να σκιρτά, καθώς γαλαξιδιώτικα πλέουν ιστιοφόρα. Της αγάπης μου τ όνομα χαράζω στο άνθος της αυγής, στις συμπαντικές απεικονίσεις σμήνους αποδημητικών πουλιών, που αέναα επιστρέφουν στο πολιούχο νησί της ψυχής σου. 158
160 Τό ρύγχος Ένας Άνθρωπος τρεκλίζοντας σηκώθηκε από τα κράσπεδα, τίναξε την αστρόσκονη, τέντωσε το ζαρωμένο του λαιμό κι απόκοσμα ύψωσε το ρύγχος στον ουρανοξύστη. Στου όρθρου τη γαλήνη σίγησε. Βουβά σπαράσσει τώρα ο αποσπερίτης. Και η θάλασσα μακριά, πολύ μακριά, φέγγει και σβήνει στ άδολά του μάτια αχνίζοντας στο σύθαμπο. Εν Κανά Εν Κανά της Γαλιλαίας ο Ιησούς το ύδωρ οίνον εποίησεν. Κατά την εξόρυξη του Ηλίου σ ενάλια σιωπή αποικώ και αποθέτω διάδημα από κόκαλα στις ουλές, στο κουρνιαχτό, στο λοιμό, στους χιονισμένους κέδρους της ερημίας. Εν Κανά της Γαλιλαίας ο Ιησούς ανελέητα βομβαρδίζεται. 159
161 Ι Ωδή στον μικρό μεταλλωρύχο Ο μικρός Μπαζίλ, ορφανός, από την Ακτή της Σενεγάλης, στα πηχτά σκοτάδια αρχαίων ορυχείων κάθε αυγή απεγνωσμένα αποζητούσε παραμυθένια μονοπάτια με βατόμουρα. Ώσπου ξεψύχησε το τραγούδι των αμμόλοφων. στις θίνες ο λυγμός πια, δεν τρικυμίζει. ΙΙ Αποκαΐδια χρυσαυγής. Καμένα βρύα. Κουρνιασμένο θρηνεί στα κρύα του χέρια ένα καναρίνι. Δροσοσταλίδες σταλάζουν από ατσάλι. Η Χερσόνησος στο Πράσινο Ακρωτήρι καπνίζει ακόμα. Πόσο γενναίος ήταν ο μικρός Μπαζίλ από την Ακτή της Σενεγάλης. 160
162 Ιωσήφ εξ Αριμαθαίας Μετά την αποκαθήλωση ο Ιωσήφ εξ Αριμαθαίας προσεύχεται στη Γάζα. Tάκης Σκανάτοβιτς Η νωπογραφία τ ουρανού απανθρακωμένη. Ο Μιχαήλ Άγγελος σκυφτός φιλοτεχνεί την ερημιά. διαμελισμένα μέλη βομβαρδισμένων ανθρώπων ανεμοδέρνονται στον επίλογο της Τελικής Κρίσης. Διάσπαρτα κρανία. απολιθώματα συναίνεσης. Όρνεα. Ανθισμένων κάκτων συντρίμμια. Oι συνένοχοι Σε συνάδελφο συγγραφέα. Δεν ξέρω αν φταίει (αν ευθύνεται, αν είν αιτία) η προηγηθείσα μας συζήτηση, η παρουσία σου, ο Λόγος σου, της ζωής σου η περιπέτεια, με τις πρωτάκουστες, παράδοξες, σχεδόν απίστευτες εκφάνσεις δε γνωρίζω αν φταίει η εποχή, η παλλόμενη ζεστή καλοκαιριά του Ιούλη, η ερεθισμένη απ τις απίθανες αλλοδαπές κι εγχώριες εφόδους μιας αψυχολόγητης επιβουλής ατμόσφαιρα επιθετικότητας, τι πράγμα, ή ποιος ευθύνεται γι αυτή την αίσθηση που σαν μαγεία ακαταμάχητη πλημμυρίζει το είναι μου κρατώντας το βιβλίο σου κι αρχίζοντας να το διαβάζω (οι στίχοι μήπως του οπισθόφυλλου;) 161
163 και προσδοκώ αυτή η ατμόσφαιρα ν αλλάξει, ή να σβήσει όπως το βαλτονέρι που εξατμίζεται απ τον ήλιο ώσπου να δύσει. Μα να ξέρεις, πως όταν βουτώ τα μετατάρσια και τους αστραγάλους μου στο τέναγος φοβάμαι ναι, φοβάμαι μην εξατμιστώ ψυχή και σώμα ολόκληρος κι εγώ μαζί του και χαθώ στ απύθμενα χάη της ανεκπλήρωτής μου προσδοκίας. Αυτό που βλέπω καθαρά είν αλήθεια, το υποθέτω και το αντιλαμβάνομαι, είναι ότι κι εγώ σαν θύμα ομότιμων θνητών βροτών στο ανεπανόρθωτό τους ντεραπάρισμα, αναγνωρίζω μετά λύπης μου ότι κι εσύ κι εγώ, σ αυτά που λέμε και διαβάζουμε, είμαστε ύποπτοι συμμέτοχοι και σίγουρα «συνένοχοι» ασυγχώρητοι. Να σαι καλά, καλέ μου φίλε! έχε γειά! O Κρης και η Κρήσσα Της ζωής τα «πριν» και το «ποτέ». Στον Ακαδημαϊκό κ. Πάνο Λιγομενίδη Ίσαμε τώρα, όλα είναι «πριν». Τ.Σ. Ο Κρής και η Κρήσσα ήταν στην ηλικία του Υμέναιου. Ο Καιρός, τους τυραννούσε μ ασχολίες ανόμοιες. Είχαν όμως και μια ακλόνητη παρόμοια γνώμη, καθώς πίστευαν και οι δύο σ ένα «παπούτσι από τον τόπο σου». Μια μέρα, ξάφνου αντάμωσαν τυχαία στο πλοίο Κρήτην δε ταξιδεύοντας τον Αύγουστο για διακοπές. Στον άγριο άνεμο μιας τρικυμίας κλυδωνιζόμενοι επικίνδυνα, κρατήθηκαν μαζί απ την κουπαστή. Με δυο ματιές και δυο αγκαλιές κι ένα φιλί, τα πάντα συντελέστηκαν ως το πρωί. Ζυγώνοντας στου βίου το ριζικό, ο Καιρός είδε ν αυξάνονται και να πληθύνονται σαν μια φυλή ν απλώνονται 162
164 στης Κρήτης την κοιτίδα πριν από της Θήρας το τσουνάμι πριν, απ τις σφαγές της πολεμοχαρούς Ηπείρου πριν, από της Νέας την ανακάλυψη και πριν απ τους δεινόσαυρους, τους ωκεανούς, τον Ήλιο και το Γαλαξία. Μα πριν απ του Big Bang το τί-ποτε, αφανίστηκαν ο Κρης και η Κρήσσα. Κι ο Καιρός; Να ταν ο αμφιλεγόμενος Θεός; Του χάους ο Ησιόδειος μήπως Έρως; Ο Χρόνος ίσως, που έπαιζε λικμώντας 1 το Ποτέ! 1 Λικμώ = Διασκορπίζω σαν άχυρο ένα πράγμα. Εδώ ο Καιρός Χρόνος λικμάει του ανθρώπου την αφηρημένη έννοια του «ποτέ». Απορρίπτοντάς τη, την εξοβελίζει ως άχρηστη εντελώς. Ζωή Θ. Σπυροπούλου Ο μελανοχίτωνας 1η έκδοση: Αναδρομές (διηγήματα) Γνώση 1982, 2η έκδοση με τίτλο Το χαμένο καλοκαίρι. Πλοηγός 1999 Στη μια πλευρά πέρναγε ο κεντρικός δρόμος της πόλης, ενώ κάθετα σ αυτόν δυο μικρότεροι δρόμοι δίνανε ορθογώνιο σχήμα στη μικρή πλατεία. Εδώ συγκεντρωνόταν η κοσμική ζωή της πολιτείας, καφεζυθοπωλεία, ο κινηματογράφος, τ απόγιομα της Κυριακής η Φιλαρμονική του Δήμου.. Οι Τράπεζες, στις απέναντι γωνιές, μεγαλόπρεπες στα διώροφα νεοκλασικά κτίριά τους, πρόσθεταν έναν τόνο επισημότητας. Η τέταρτη πλευρά της πλατείας έδινε σ έναν αδιαμόρφωτο, ελεύθερο χώρο, που εκτεινόταν μέχρι την άκρη του πευκόλοφου. Από κει μπορούσε κανείς ν αγναντέψει ολόκληρο τον κάμπο και τη λίμνα να λαμπυρίζει στο βάθος. Το σπίτι της ήταν πολύ κοντά στην πλατεία, μόλις ένα τετράγωνο μέσα. Κάθε μέρα περνούσε από κεί για το σχολειό κι ακολουθούσε πάντα την ίδια πορεία. Ο πιο σύντομος δρόμος, θα ήτανε να διασχίσει διαγώνια τη χωμάτινη πλατεία. Όμως εκείνη τ απόφευγε πάντα, βαδίζοντας γύρω - γύρω από το πεζοδρόμιο, κολλητά στους τοίχους των κτιρίων. Όχι πως είχε τίποτα να κρύψει. Η ποδιά της δεν 163
165 είχε τώρα πια ούτε ένα μπάλωμα και στα πόδια της φορούσε ένα κατακαίνουργο ζευγάρι παπούτσια - παραγγελία - πολυτέλεια που έδινε τροφή στην κοριτσίστικη ματαιοδοξία της και στόχο στα φθονερά βλέμματα των συμμαθητών της που ήταν ξυπόλητοι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους. Όμως, τούτη η πλατεία φάνταζε στα μάτια της σαν κάτι γιορτινό, επίσημο και δεν της πήγαινε να την περάσει έτσι, καλά του καθουμένου. Είχε συνδεθεί στο μυαλουδάκι της μ όλα εκείνα τα Κυριακάτικα βράδια που γέμιζε κόσμο, κίνηση, φως, μουσική. Η Φιλαρμονική του Δήμου με τις πολύχρωμες φορεσιές, όλη η γνώριμη μικρή κοινωνία ντυμένη στα γιορτινά. Τα πολυάσχολα γκαρσόνια με δίσκους φορτωμένους και μια χαρούμενη χλαλοή όπου ξεχώριζαν πότε ένα γέλιο, πότε μια παραγγελία και τέλος, οι δοκιμές από τα όργανα, σημάδι ότι πλησίαζε ν αρχίσει η εκτέλεση κάποιου κομματιού. Ο μαέστρος ανέβαινε τότε στο βάθρο, μικροσκοπικούλης, σήκωνε ψηλά τα χεράκια του κρατώντας τη μπαγκέτα, ίδιο πουλάκι έτοιμο να φτερουγίζει. Όλα ησυχάζανε τότε. Ακόμα κι ο παιδονόμος άκουγε ήρεμος, παράμερα, με τη βίτσα κρυμμένη στην πλάτη του. Μέσα σ αυτόν τον περίγυρο, εκείνη να μεθάει στο παιχνίδι, τρέχοντας αντάμα με τις φιλενάδες της, ακόμα και μ εκείνες που μένανε στους πιο μακρινούς μαχαλάδες. Κι όλο να γυρίζει κοντά στους γονείς της, στη μητέρα με το λουλουδισμένο καπέλο, στον πατέρα με το «καλό» κουστούμι, το λινό, που ακούγανε αξιοπρεπείς την μπάντα, πότε για να τσιμπήσει το μεζεδάκι από το ούζο, πότε για να ζητήσει λίγες δραχμές να ψωνίσει από το περίπτερο. Τις καθημερινές, μετά το σχολείο, ποτέ δεν πήγαινε για παιχνίδι στην πλατεία, έτσι ας πούμε, όπως δε φόραγε τη Δευτέρα το κυριακάτικο φουστάνι της. Προτιμούσε να παίζει κουτσό εκεί μπροστά στο σπίτι της ή να τρέχει τον κατήφορο προς το ρεματάκι, στην κάτω μεριά της πόλης. Περίμενε κάθε φορά με υπομονή να κυλήσουν οι μέρες για να ρθει η Κυριακή. Η μόνη μέρα που πήγαινε αγόγγυστα το μεσημέρι στο κρεβάτι, αντί να προσπαθεί να ξεγελάσει τον πατέρα και να ξεπορτίσει από τη μικρή πόρτα του κήπου. Τέλος, έφτανε η στιγμή που φρεσκοχτενισμένη και γεμάτη ανυπομονησία τριγυρνούσε στο σπίτι κι ολοένα έστηνε αυτί μπαινοβγαίνοντας στο κατώφλι, ν ακούσει τη Φιλαρμονική να παίζει. Ήξερε πως ο πατέρας δεν θα ξεκινούσε πριν κάνει η Φιλαρμονική τη θριαμβευτική της είσοδο στην πλατεία παίζοντας ένα γρήγορο μαρς. Οι χαρούμενοι ήχοι της λειτουργούσαν γι αυτούς σαν ένα είδος σινιάλου. Ο τακτικός δάσκαλος είχε σ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ένα πρόγραμμα και δεν εννοούσε για κανένα λόγο να το παραβεί. Όταν γινόταν κι αυτό, ξεκινούσαν δυό-δυό. Η μητέρα με τη μικρή κι ο πατέρας κρατώντας τη σφιχτά από το χέρι. Αυτή η μικρή διαδρομή, με τους τέσσερίς τους να βαδίζουν αργά, καμαρωτά, όπως κάνουμε στον περίπατο, είχε για κείνη το χαρακτήρα τελετουργίας. Μιάς τελετουργίας που άρχιζε με τους ήχους της Φιλαρμονικής και κορυφωνόταν με το χαρούμενο κυριακάτικο πανηγύρι της. 164
166 Εκείνο το απόγιομα μόλις είχε βγει στο δρόμο ψάχνοντας για συντροφιά, όταν άκουσε τη μουσική. Ξαφνιάστηκε. Ήταν Πέμπτη. Ύστερα αυτή η μουσική δεν της θύμιζε καθόλου τη Φιλαρμονική του Δήμου, πιο ζωηρή, μ ένα ρυθμό επίμονο, άγριο απ το ταμπούρλο: τα-ντουμ, τα-ντουμ, τα-τα-ντουμ, τα-ντουμ. Έτρεξε στη γωνιά του δρόμου να δει. Μόλις πρόβαλε τα έχασε. Η πλατεία γεμάτη κόσμο, κι εκεί στη μέση όρθιοι, άψογα στοιχισμένοι, στέκονταν οι στρατιώτες με τα όργανα, κι ήταν αυτοί που έπαιζαν. Πήγε κοντά να χαζέψει. Η ορχήστρα περιτριγυριζόταν από τη μαρίδα. Ο Κωστής, το γειτονόπουλο, ήταν κιόλας εκεί, πρώτος στη γραμμή κι από πίσω άλλοι δυο-τρεις, να σηκώνουν βαδίζοντας τα χέρια ψηλά με τεντωμένες τις παλάμες και να πασχίζουν να προσαρμοστούν στο ρυθμό: τα-ντουμ, τα-ντουμ, τα-τα-ντουμ, ταντουμ.τ αδύνατα ποδαράκια τους ανεβοκατέβαιναν με δύναμη κι οι ξυπόλητες πατούσες εναλλάσσονταν στο χώμα της πλατείας, τα-ντουμ, τα-ντουμ. Μεμιάς, βρέθηκε ανάμεσά τους. Πήρε κι αυτή να βηματίζει πίσω τους, γύρω-τριγύρω από την ορχήστρα. Ο Κωστής την κυνήγησε. Πού ακούστηκε κορίτσι στο στρατό! Τρέχοντας, πέρασε κοντά στο στρατιώτη που χτύπαγε το ταμπούρλο, τα-ντουμ, τα-ντουμ. Σκέπασε τ αυτιά της. Ο δυνατός ήχος την τάραζε. Έκανε ένα κύκλο γύρω απ την μπάντα κι έπεσε πάνω στις φίλες της. Φωνοκοπώντας τρέξανε κοντά της. Μα πού ήταν τόση ώρα; Έχασε την παρέλαση. Έπρεπε να δει τους στρατιώτες! Ο κύριος Νομάρχης, ο Δεσπότης, οι αξιωματικοί, τα Γυμνάσια. Για λίγη ώρα τιτιβίζαν όλες μαζί. Χαρούμενες ύστερα, δυό-δυό, τρεις-τρεις πήραν να βολτάρουν πιασμένες χέρι-χέρι, όπως το χαν συνήθειο τις Κυριακές. Κι αλήθεια, όλα έμοιαζαν με Κυριακή! Οι σημαιούλες, που ανεμίζαν στο μπαλκόνι της Τράπεζας που έγιναν οι ομιλίες, όλος εκείνος ο κόσμος, οι φαντάροι με τις καλοσιδερωμένες στολές ανακατωμένοι στο πλήθος. Βολτάρανε κατά το τέρμα της πλατείας προς την αλάνα που έπαιζαν κάθε Κυριακή. Ο Κωστής και η παρέα του τριγυρνούσαν γύρω απ τους φαντάρους. Ξεχώριζαν τα ψιλοκουρεμένα κεφαλάκια να κουνιούνται δραστήρια. Λιγνά κορμάκια, που πάνω τους σούρωναν τα ρούχα. Κάποιος τους είχε δώσει να κρατούν χάρτινες σημαιούλες. Από τη μια η βασίλισσα με το βασιλιά, από πίσω ο διάδοχος δαφνοστεφανωμένος. Η μουσική είχε σταματήσει και μόνο το τύμπανο συνέχιζε τον υπόκωφο σκοπό του, τα-ντουμ, τα-ντουμ. Όσο ζύγωναν στην αλάνα, ο κόσμος πύκνωνε, όλο άντρες συλλογισμένοι που βιάζονταν οι πιο πολλοί να προχωρήσουν. Ουρά σκέφτηκε, κάτι θα μοιράζουν. Διανομή! Λες να είναι δέματα πάλι; Οι άλλες γύρισαν πίσω, μ αυτή, περίεργη, στριμώχτηκε στον κόσμο. Την έσπρωχναν προς τη μάντρα του ρημαγμένου από τις μάχες θερινού κινηματογράφου, στην άκρη της αλάνας. Εκεί το πλήθος πύκνωνε πολύ. Προχωράτε, προχωράτε, φώναζαν. Πάσχιζε με τους αγκώνες της ν ανοίξει δρόμο. Αδύνατο. Μετάνιωσε κι έκανε να γυρίσει. Ούτε αυτό γινόταν. Είχε πια 165
167 μπλέξει στη δίνη του πλήθους που την πίεζε ολοένα και πιο ασφυκτικά. Της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Μ όλη της τη δύναμη έσπρωχνε τώρα πια κι αγωνιζόταν να ξεφύγει ανάμεσα στ αδιάφορα ποδάρια των ανθρώπων. «Μωρ τι ναι τούτο δω; Τι διάολο.». «Σιγά, είναι ένα πιτσιρίκι. Πάρτε το από δω, δεν κάνει!». «Ποιος το λέει πως δεν κάνει; Κάνει και παρακάνει. Όλοι ρε, γαμώ το κέρατό σας, πρέπει να δούνε, κι οι γέροι και τα παιδιά και τα μωρά στα γενοφάσκια». Δυο χέρια την άδραξαν απ τη μέση και την σήκωσαν στην επιφάνεια πρόσωπο με πρόσωπο μ αυτόν που την κρατούσε. Μονομιάς πάγωσε! Ο «μελανοχίτωνας»! «Α! εσύ σαι σουσουράδα, που δεν τρως το φαγητό σου;». Την πήρε η μπόχα του ούζου απ το χνώτο του. Ακόμα και τώρα, που ήταν γελαστός, την τρόμαζε. Το είχε παιχνίδι να την φοβερίζει τα μεσημέρια που ανηφόριζε το δρόμο μπροστά στο σπίτι της, τις πιο πολλές φορές μεθυσμένος. Απότομα, τη γύρισε κατά τον τοίχο. «Κοίτα τους, μωρή, κοίτα τους καλά τους κατσαπλιάδες!». Μπροστά της, πεντέξι κεφάλια κι ύστερα ο χώρος μέχρι την μάντρα του κινηματογράφου φραγμένος με σκοινιά. Γύρω-γύρω από κλοιό στριμωχνόταν το πλήθος και κοίταζε τα ξαπλωμένα κορμιά. Τους είχαν ανάσκελα, δίπλα-δίπλα, αραδιασμένους με το κεφάλι κατά τον τοίχο. Σα ζητιάνοι της φάνηκαν με γένια και σκισμένα παλιόρουχα, ξυπόλητοι. Μεριές - μεριές ξεραμένα αίματα ανάκατα με λάσπες. Ζουζούνια τρεχαλάγανε πάνωθέ τους. Αναγούλιασε. Λίγο ήθελε να ξεράσει. Τα ιδρωμένα χέρια που την έσφιγγαν στους αγκώνες τη γύρισαν πάλι. Θαρρείς ότι το τύμπανο χτυπούσε δίπλα στ αυτιά της. τα-ντουμ, τα-ντουμ. «Άντε τώρα σπίτι σου και να πεις στη μάνα σου την κυρά-δασκάλα ότι ο κυρ- Βάγγος μου έδειξε τους Βουργάρους που τους σκότωσε η πατρίς!». Το μούτρο του, κοκκινισμένο απ την προσπάθεια ή κι από το ούζο, κουνιόταν απάνω-κάτω όπως μιλούσε και το μαλλί του, ένα μαύρο λαδωμένο δαχτυλίδι, κουνιότανε κι αυτό πάνω-κάτω από τα μικρά του, πονηρά ματάκια. Μόλις την ακούμπησε καταγής της έδωσε μια στριφτή τσιμπιά από πίσω. Ο κόσμος μέριασε λίγο και κείνη τσακίστηκε να χαθεί κατά τη μεριά του διπλανού καφενείου. Στο σκαλάκι του, σταμάτησε ν ανασάνει. Όλα γυρίζανε μέσα της. Θαμπώνανε, στριφογύριζαν, στροβιλίζονταν. Ό,τι έβλεπε φαινόταν μακρινό κι αβέβαιο. Κάθισε στο σκαλάκι και πήγε να ξεράσει, μα δεν έβγαλε τίποτα. «Μπα, μπα, ποιος είν εδώ! Η γυφτοπούλα;». Ο Φώτης, το γκαρσόνι, πρόβαλε στη στριφογυριστή πόρτα του άδειου καφενείου. Γι αστείο, την πείραζε πάντα γυφτοπούλα, καταμελάχρινη όπως ήταν, τάχα την είχε πάρει ο πατέρας από τους γύφτους. «Και τι γυρεύεις εδώ κυρά μου τέτοια ώρα; Για να σε δω μουντζούρω; Εσύ σαι κάτασπρη! 166
168 Τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Ακούμπησε στον ώμο του γνώριμου, αγαθού γεράκου και ξέσπασε σ αναφυλυτά. «Σώπα μου, σώπα μου, σιγά! Τι έτρεξε κυρά μου; Τι έχεις; Έλα μου να πιεις λίγο νεράκι». Καθισμένη σε μια καρέκλα στο βάθος του καφενείου, ησύχασε. Ο Φώτης πήρε να ταχτοποιεί τις καρέκλες. Τέσσερις σε κάθε μαρμάρινο τραπεζάκι, δυο-δυο αντικρυστά. Έκλεισε με θόρυβο κάποια παρατημένο τάβλι.. «Πήγες «εκεί», ε;». Αντήχησε η φωνή του λυπημένη από την άλλη άκρη της τεράστιας αίθουσας. Μετά, κούνησε το κεφάλι του πολλές φορές πάνω-κάτω και δεν ξαναμίλησε. Έξω είχε σκοτεινιάσει, έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι, θ ανησυχούσαν. Προχώρησε κατά την πόρτα. Εκεί, στεκόταν τώρα το γκαρσόνι και κοίταζε κατά την πλατεία. «Σ ευχαριστώ, κυρ-φώτη» του είπε. Της χάιδεψε για λίγο τα μαλλιά αμίλητος, το βλέμμα του στεκόταν απάνω της αφηρημένο. «Καλά, καλά, πήγαινε σπίτι ίσια και μην τριγυρνάς στους δρόμους». Γλίστρησε έξω. Γύρισε την πλάτη κατά τον κόσμο, διάσχισε την κατάφωτη πλατεία και χάθηκε τρέχοντας στα σκοτάδια. Δεν άντεχε να δει κανέναν τώρα. Μακάρι να ήτανε κουκουλωμένη στο κρεβάτι της κιόλας. Στο σπίτι δε βρήκε ψυχή. Σκοτάδι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια. Αυτοί οι κατσαπλιάδες ήταν σαν κανονικοί άνθρωποι! Καθόλου δεν της θύμιζαν τη ζωγραφιά που έβλεπε εδώ και τόσον καιρό κολλημένη στους τοίχους, με τα μεγάλα δόντια και εκείνο το τεράστιο, ματωβαμμένο μαχαίρι. Μέσα στο σπίτι ποτέ δεν κουβεντιάζανε γι αυτούς, μόνο το βράδυ μπορεί κάτι να λέγανε ο πατέρας και η μάνα της σαν αρχίζανε τ ατελείωτο κουβεντολόι πριν κοιμηθούνε. Γι αυτά τα πράγματα δε μιλάγανε ποτέ μπροστά στα παιδιά. Η ίδια καταλάβαινε πως τους δυσκόλευε πολύ κι είχε πάψει από καιρό να τους ρωτάει. Καθόλου δεν τους φοβήθηκε τους πεθαμένους, μόνον ένας κόμπος της στάθηκε στο λαιμό να τους βλέπει έτσι ασάλευτους και φτωχικούς να κοιτάνε κατά τον ουρανό, τριγυρισμένους απ όλο κείνο το πλήθος. Κι αυτή η κακοτυχιά να πέσει πάνω στον «μελανοχίτωνα»! Της είχαν πει να τον φωνάζει «κύριο Βαγγέλη», με εκείνης της ταίριαζε πιο πολύ η λέξη μελανοχίτωνας, της φαινόταν επίσημη και λίγο φοβερή. Παλιά, την έλεγε ο πατέρας όταν μιλούσε για τον κύριο Βαγγέλη. Άκουσε την εξώπορτα να κλείνει και σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι. Άναψε το φως. Πήρε να ετοιμάζει τη σάκα της. Ιστορία, Γεωγραφία, Γραμματική. 167
169 Γρηγόρης Σταγέας Ο Χαντζαρούλας Κοντά στ ασκέρι του ο Καραϊσκάκης έσερνε κι έναν μικρόσωμο ανθρωπάκο, λερό και κουρελιάρη, δίχως τρίχα στο πρόσωπο, αδύνατο κι άσχημο. Και πολύ φοβιτσιάρη. Υπηρετούσε τα παλικάρια: έφερνε νερό, ετοίμαζε τα κοκορέτσια και τα σπληνάντερα, σούβλιζε τ αρνιά, έπλυνε. Κανείς δε γνώριζε από πού βάσταγε. Τους ανθρώπους αυτούς στα κλέφτικα στρατόπεδα τους λέγανε «Χαντζαρούλες». Ειδικά το σπανό, λερό, ξεραγκιανό ανθρωπάκο, για τις δουλειές που έκανε κι απ τα καμώματά του, τον ονόμασαν Μάρω. Μ αυτό το παρανόμι τον ξέραν. Και στις ώρες της σχόλης κάναν γούστο με τη Μάρω. Μια μέρα μπροστά απ τη μάχη του Διστόμου, ο Χαντζαρούλας θέλησε να ξεφύγει απ τη ρουτίνα και την εξευτελιστική δουλειά του υπηρέτη. Ξακρίζει, λοιπόν, έναν θεριό Κλέφτη, που τον λυπόταν, του φερνόταν φιλικά και τον προστάτευε πάντα, το Νίκο Ζάγκρα. Ορέ, Νίκο... μιλά διστακτικά ο Χαντζαρούλας. Ο Κλέφτης καμώνεται πως δεν ακούει. Ορέ, Νίκο!... υψώνει κάπως τη φωνή ο ανθρωπάκος. Γυρεύεις τίποτα, ορέ Μάρω, ρωτά στερνά ο Ζάγκρας. Να, γυρεύω να πω... και κομπιάζει πάλι. Μίλα, ορέ, μη σε πείραξε κανένας; βροντά η φωνή του Κλέφτη. Όχι, καπετάνιε. Μα ήθελα... μαζεύεται πάλι φοβισμένος. Άντε, μίλα, ορέ, σ ακούω, κάνει μαλακά, καλόκαρδα το θεριό παλικάρι και τον χτυπά προστατευτικά στην πλάτη. Ο Χαντζαρούλας παίρνει θάρρος τώρα. Ορέ, Νίκο... να, θέλω να μου δώκεις να ντυθώ δικά σου ρούχα, να μου δώκεις και το χαντζάρι, τη μπιστόλα, το ντουφέκι... να πολεμήσω κι εγώ. Βαρέθηκα πια. Ο Νίκος ο Ζάγκρας γελά πλατιά. Μετά χαράς, να σου τα δώκω. Κι αμέσως τρέχει και του τα φέρνει. Ο Χαντζαρούλας πιάνει να ντύνεται τα ρούχα του φίλου του. Φορά τη φουστανέλα και, καθώς είναι θεριός ο Ζάγκρας, του κατεβαίνει ίσαμε τα νύχια και περσεύει ακόμα. Περνά το σελάχι, χώνει δυο μπιστόλες μέσα, κρεμά ζερβά το γιαταγάνι, ρίχνει στον ώμο το μακρύ ντουφέκι. Ο Κλέφτης γελά τρανταχτά και αποσκολνά σοβαρά, με χαρούμενη πάντα διάθεση: 168
170 Ορέ, Μάρω. Φοβερός πολεμιστής, ορέ θεριό! Μα στάσου λίγο. Γυρνώ αμέσως, και ξεμάκρυνε. Ο Χαντζαρούλας καμαρώνει τη λεβέντικη φορεσιά, τα βαριά όπλα, το μακρύ γιαταγάνι. Πιάνει να κόβει βόλτες με βήμα γοργό, δίχως να φαίνονται οι ντρασκελιές κάτω απ τη μακριά και φαρδιά φουστανέλα. Δυο τρεις φορές σκόνταψε κιόλας. Το ντουφέκι κύλαγε κάτω και με γρήγορους κοντούς πήδους το παιρνε και το ριχνε στον ώμο. Σε λίγο φτάνει ο Ζάγκρας με καμιά δεκαριά παλικάρια, πρώτο μπόι όλα, διαλεγμένα για την περίσταση. Από μακριά αρχίζουν να γελούν φωναχτά. Σαν φτάνουν κοντά στο Χαντζαρούλα, τους λέει ο παλιός Κλέφτης. Σταθείτε τώρα. Φτάνει. Ακούστε: θα βάλομε μπροστά τη Μάρω κι εμείς θ ακολουθάμε για συνοδεία τιμητική. Κι όλοι μαζί θα πάμε στη μέση του στρατοπέδου. Μα σοβαροί σα να συνοδεύουμε τον αρχηγό. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι! λένε τα παλικάρια. Εσύ τι λες, Μάρω; Κι εγώ μνέσκω σύμφωνος, καπεταναίοι. Πετιούνται τα παλικάρια, βάζουν το Χαντζαρούλα μπροστά και κινούν. Στην αρχή δε δίνει σημασία κανείς στο πράμα. Μα λίγο από λίγο αρχίζουν να συνάζονται τα παλικάρια απ όλο το στρατόπεδο. Ο Χαντζαρούλας μπροστά, καμαρωτός, κοντός και λειψός μες στα φαρδιά ρούχα του εύσωμου Κλέφτη. Και καθώς οι άλλοι ψηλοί, παλικαράδες και λεβέντες, αυτός φαντάζει κωμικός νάνος και δε φαίνεται άλλο, παρά το μακρύ ντουφέκι, το χαντζάρι που σέρνεται στη γης κι η φουστανέλα π ανεμίζει. Να μας ζήσει η Μάρω! φωνάζουν τα παλικάρια από γύρω. Κι αυτός προβαίνει σαν στοιχειό που λάκισε απ τη σκοτεινιά της νύχτας και φανερώθηκε μπρος τους μέρα μεσημέρι. Ζήτω της Μάρως!... Και μπαμ-μπουμ ντουφεκιές τα παλικάρια και δόστου πειράγματα και γέλια τρανταχτά. Να μας ζήσεις λεβέντη αρχηγέ! Εσένα θέλουμε!... Όταν διαβαίνουν απ όξω απ τη σκηνή του Καραϊσκάκη, εκείνος φάνηκε στη θύρα με τη σουρωμένη και σκαμμένη απ την αρρώστια μορφή. Κάνει νόημα κι η κωμική συντροφιά πηγαίνει κοντά. Ποιος είσαι συ, ορέ; ρωτά τάχα δεν καταλαβαίνει ο αρχηγός. Ο Χαντζαρούλας τεντώνεται, στρίβει, ταχα, τ ανύπαρκτο μουστάκι του. Εγώ, καπετάνιε! Η Μάρω! Ταχιά θα βγω στον πόλεμο. Σείστηκε ο τόπος απ τα γέλια, τα χάχανα και τις ντουφεκιές. Μπράβο, ορέ Μάρω. Έτσι, ορέ, σε χαίρομαι. Μπράβο! 169
171 Και γέλασε ο πρωτοκαπετάνιος, καθώς η συνοδεία συνέχισε τη θριαμβευτική της πορεία. Πιάνει να ξημερώνει μια μουντή, παγωμένη μέρα. Αχνοφαίνεται ο ήλιος ασθενικός πίσω απ τα σύγνεφα. Στα χαμένα όμως προσπαθεί να στράψει, να φωτίσει, να ζεστάνει. Όλα είναι έτοιμα για τη μάχη που θ αρχίσει. Ο πρωτοκαπετάνιος δίνει τις στερνές εντολές στα παλικάρια του. Και σαν τους γκάρδιωσε με τον τρόπο που μονάχα αυτός γνώριζε, βροντά στο παγωμένο πρωινό η προσταγή του. Μπρος, παλικάρια μου! Πάρτε τους!... Χιμούν απ όλα τα μέρη οι γενναίοι του Καραϊσκάκη. Χτυπούν και χτυπιούνται απ τους Αρβανίτες του Καριοφίλμπεη. Κι οι Αρβανίτες είναι παλικάρια στον πόλεμο. Μα οι Κλέφτες γιγαντωμένοι απ την πνοή του ανίκητου καπετάνιου τους, κάνουν θαύματα. Και δεν αργούν να τους στρώσουν στο κυνήγι. Ωστόσο ο Χαντζαρούλας έχει χαθεί. Στην αρχή της μάχης όλοι τον είδαν να χιμά και να χώνεται μες στο μπουλούκι των πολεμιστών. Αλλά από κει και πέρα δε φάνηκε πια. Ο Καραϊσκάκης με τη δυνατή φωνή του, που βροντά στις ράχες και στα ρουμάνια, γκαρδιώνει ολοένα τα παλικάρια του. Εκεί που ροβόλαε μια πλαγιά καβάλα στο περήφανο άτι του, κάνει έτσι και βλέπει ν αναδεύεται ένας όγκος μέσα σε κάτι κοντοκλάρια. Αδράχνει τη μπιστόλα απ τη θήκη της σέλας κι ετοιμάζεται να ρίξει, νομίζοντας πως κάποιος Αρβανίτης απόμεινε κρυμμένος, μη μπορώντας ν ακολουθήσει τους συντρόφους του στο γρήγορο φευγιό. Μα σαν αστραπή, πετιέται απ τα θάμνα κοντακιανός, ασουλούπωτος ανθρωπάκος. Μη, καπετάνιε! Είμαι γω, η Μάρω. Τα μάτια του καπετάνιου παίζουν χαρούμενα κι ένα καλόκαρδο γέλιο απλώνεται στη μαυριδερή μορφή του. Γιατί μνέσκεις εδώ κρυμμένος, ορέ παλικαρά; Να, καπετάνιε... να... η χαντζάρα μου στόμωσε και με τι να πολεμήσω ο καψερός! δείχνει τη σπάθα στο θηκάρι. Α, ώστε απόμεινες, ορέ πολεμιστή, ας πούμε, δίχως άρματα; γελά ο αρχηγός. Ναι, καπετάνιε. Ε, τότε, πάρε το δικό μου το ντουφέκι, αποσκολνά ο πρωτοκλέφτης και του δίνει τον κοντό, φλωροκαπνισμένο σισανέ του. Αρπάζει το δοξασμένο ντουφέκι ο Χαντζαρούλας και, πότε κοιτά τον καπετάνιο, πότε τον χρυσοπλούμιστο σισανέ και πότε τη χαντζάρα που κρέμεται ίσαμε το χώμα αριστερά του. Και τα μάτια του, τότε, στράφτουν, πετούν φλόγες, το κορμί τεντώνεται μες στη φαρδιά φορεσιά, τ ανεμικό στήθος φουσκώνει. 170
172 Όχι, καπετάνιε! η φωνή, τώρα, παράξενα αλλιώτικη, βροντερή. Το ντουφέκι είναι δικό σου. Η χαντζάρα μου φτάνει. Άμα είναι έτσι, εγώ τι να πω! παίρνει πάλι το ντουφέκι. Εμπρός, ορέ παλικαρά, πολέμα κι εσύ! Δεν ακούει άλλο ο Χαντζαρούλας. Πετά όξω τη χαντζάρα και χιμά καταπάνω στους Αρβανίτες. Και του φάνηκε του πολέμαρχου, πως ο μικρόσωμος ανθρωπάκος, καθώς αλάργευε, ψήλωσε ψήλωσε και πέταξε μπόι ίσαμε κει πάνω. Όταν σκόλασε η μάχη, συνάζονται όλοι στο στρατόπεδο. Κοιτούν από δω, ψάχνουν από κει, πουθενά ο Χαντζαρούλας. Κάποιοι είπαν πως τον είδαν ναι, τον είδαν με τα μάτια τους! να στρώνει στο κυνήγι καμιά δεκαριά Αρβανίτες. 0 Χαντζαρούλας, λέει, να χιμά κραδαίνοντας το πελώριο γιαταγάνι του Ζάγκρα κι αυτοί να φεύγουν, να κοιτούν κλεφτά πίσω με κάτι μάτια, να! ορθάνοιχτα, γιομάτα ασπράδι να φεύγουν να φεύγουν λαχταρισμένοι κι ο Χαντζαρούλας άλλο τόσο να ξαμολιέται σαν ξωτικό ξωπίσω τους. Ο ένας λέει τούτο, ο άλλος τ άλλο και στερνά, εκεί που τον περνούν στον αριθμό των σκοτωμένων παλικαριών, να σου ο καλός Χαντζαρούλας και προβάλλει πίσω απ τους θάμνους: σκονισμένος, ιδρωμένος, ματωμένος, μαύρος απ τον καπνό. Μα τεντωμένος, στητός και λεβέντης, όσο το μπορεί. Απομένουν με το στόμα ανοιχτό τα παλικάρια. Και σαν από σύνθημα σιμώνουν γοργά, τον αδράχνουν, τον σηκώνουν σαν πούπουλο και πιάνουν να ντουφεκούν και να φωνάζουν: Ζήτω!... Να μας ζήσεις, Χαντζαρούλα! Μπράβο, ορέ λεβέντη!... Κι είναι η πρώτη φορά που τα «ζήτω» βγαίνουν απ την καρδιά των παλικαριών. Και κανείς, πια, δεν τον φώναζε «Μάρω». 171
173 Γιώργος Σταυράκης Αρχαία σοφία Διασκορπίζεται η ψυχή μου στων τεσσάρων ανέμων την αγκαλιά. Με ηλιαχτίδες λούζομαι για να ξεπλύνω το σώμα μου απ τις βρωμιές του κόσμου. Στη σκέψη μου, του Ισοκράτη την Αρχαία Σοφία εντάσσω να μου θυμίζει ότι ο άνθρωπος, πάντα επέλεγε για φως το γκρίζο. Αρματώνομαι με πίστη! Ντύνομαι με το φως του ελληνικού πνεύματος καθώς ετοιμάζω ταξίδι για τα Ελευσίνια Μυστήρια. Προσπερνώ τον Πορφύριο ανταλλάσσοντας σύντομες σκέψεις με τους μύστες στον προθάλαμο του ναού. Αγνοώ το κάλεσμα του Ιεροφάντη και γνέφω καταφατικά στις πένθιμες εκφράσεις των γυναικών, που περιμένουν το τέλος της ημέρας. Εξουσία δεν αναζητώ, αυτό ας το καθορίσουν οι θεοί στα Ελευσίνια Μυστήρια. Θα καθαρθώ σωματικά απαλλάσσοντας τη σκέψη από τους φόβους του καιρού μου, προτάσσοντας τα μυστικά της ψυχής. Χθες ήρθε απεσταλμένη της Ελευσίνας η Κόρη. Με την Δωρικότητα της παρουσίας της μ έπεισε να συντομεύσω το ταξίδι που ήδη έχω επιλέξει. Τα υγρά χαρισματικά μάτια της λάμψεις από το ιερό βωμό των θυσιών, με συντροφεύουν στο Ιστορικό ταξίδι. Στην ανατολική αψίδα εναποθέτω τις καθάριες σκέψεις μου, εκεί μέσα στο πλήθος των πιστών προετοιμάζομαι για την παρακολούθηση της πομπής των Ελευσίνιων. 172
174 Ο ήλιος καίει το πρόσωπο, το δροσίζω από τους οκτώ κρουνούς της κρήνης. Στα ιερά ορόσημα της Ελευσίνας συναντώ τις γυναίκες γονατιστές στο Καλλίχορον φρέαρ που ψέλνουν για τη θεά Δήμητρα και της Αθηνάς τη Σοφία. Στην γκριζογάλανη ελευσίνια πέτρα του Ιερού χαράζω τ όνομά σου να το προστατεύει το Πεισιστράτειο οχυρωματικό τείχος του ιερού. Από την εξέδρα του ναού της Εκάτης αντικρίζω τη Δήμητρα καθισμένη στην Αγέλαστο Πέτρα ν αναπαύεται. Στο ιδρωμένο πρόσωπό της αντικατοπτρίζονται τα Πεντελικά μάρμαρα. Και ενώ διανύω με αγωνία το τελευταίο ταξίδι σκέψης ζωής, στην Αθήνα υπέγραψαν τον αφανισμό μας μ εκείνους - από την Πόλη που γύρισαν τον Ελληνισμό στην Άβυσσο. Από τις στρωμένες πλάκες του Τελεστήριου των Ελευσίνιων, ακούγεται η αρχέγονη φωνή του Σωκράτη, του Αριστοτέλη να μας θυμίζουν τις αξίες του ελληνισμού. Στρέφω το πρόσωπό μου στον ήλιο καθώς ανατέλλει, φωτίζοντας την αρχαία ομορφιά της Ελευσίνας και ενδόμυχα παρακαλώ τον φωτεινό δίσκο να διώξει το σκοτάδι από την Ελλάδα. Οι ζείδωρες ακτίνες να λάμψουν κάθε ελληνικό στοιχείο, για να προσφέρει σε όλους γαλήνη στη ζωή τους. Στρατεύομαι με την ιστορία του παρελθόντος, εκεί βρίσκω συμμάχους. Αφουγκράζομαι την προγονική ψυχική δύναμη των Σπαρτιατών, για ν αντέξω στις συμφορές του χρόνου. Δεν ζαλίζομαι από τη μυρωδιά της σήψης, δύναμη από την ιστορία δανείζομαι, και μπαϊράκι καινούργιο ανοίγω. Όχι! δεν παραιτούμαι. Δίνω όρκο μαζί με τους Αρκάδες στα Ύδατα της Στυγός, για μακροχρόνιο αγώνα πριν εμφανιστούν τα πρώτα σημάδια της ήττας. 173
175 Άνθρωποι και θεοί με αρχαίες δοξασίες με απαραβίαστους όρκους δεσμεύτηκαν ν ανακαλύψουν τους ενόχους. Με την νέα γενιά των Αγανακτισμένων Σπαρτιατών πορεύομαι προς Αθήνας. Όχι ξανά ξένες σημαίες στην πατρίδα μας. Νέος ηρωικός Κουκίδης αν χρειαστεί θα γίνω! Με τις φωνές απόγνωσης του Συντάγματος ενώθηκα. Τα χημικά και οι 155 προδότες μας χώρισαν. Καινούργιους δρόμους θα χαράξουν τα παιδιά μας. Ο Δημοσθένης το είχε γράψει. Το να διαφυλάξεις τα αγαθά είναι δυσκολότερο από το να τ αποκτήσεις. Τα χημικά της παράλυσης με οδήγησαν στην αρχαία αγορά προσπερνώντας βιαστικά από τους αέρηδες της αισιοδοξίας. Κάτω από τον ίσκιο του μοναχικού δένδρου του ναού Ηφαίστου ξαποσταίνω, το χημικό δηλητήριο από τα πνευμόνια μου να καθαρίσω, αναλογίζοντας τις ευθύνες μου. Ανασηκώνω το κουρασμένο σώμα μου στο σούρουπο, πίσω στα Ελευσίνια Μυστήρια να το οδηγήσω. Στο πρώτο φως, ακολουθώντας την πομπική οδό, διασχίζω τον τετράστηλο ναό της Σαβίνας, με κατεύθυνση την οικία της Θεάς Δήμητρας. Tην καταστροφική εικόνα της Αθήνας θα περιγράψω, κι ας αποφασίσει η ιερή Γερουσία για το μέλλον της Ελλάδας. 174
176 Τζένη Συρρή Χαννάκη Χάος Μετά του Χάους το βαθύ και σιωπηλό σκοτάδι δημιουργήθηκε η Γη, ένα μικρό σημάδι. Παντρεύτηκε τον Ουρανό και γέννησαν Τιτάνες, Κύκλωπες κι Εκατόγχειρες, που ακόμα γεννούν μάνες. Φοβούμενος πως σπλάχνο του το θρόνο θα του πάρει, καθώς γεννιόταν το θαβε, μη γίνει παλλικάρι. Θύμωσε η Γη, τον χτύπησε με κοφτερό δρεπάνι, μ άντρα, πατέρα άστοργο δεν ήθελε στεφάνι. Τον έστειλε πολύ ψηλά η μάνα η πονεμένη και έγινε παράδειγμα, που από τότε μένει: Για ν ανεβεί κανείς ψηλά «κρείττoνας των ελάττων», δε φτάνει να ναι τίμιος, εχέφρονας, διάττων, σεμνός, σοφίας εραστής, με το φανάρι ψάχτον, τις περισσότερες φορές πατά επί πτωμάτων. Κ η γη-γυναίκα χώρισε από το σύζυγό της, η στενοκεφαλιά θα βγει ποτέ απ το ζυγό της; Απ τα παιδιά του σώθηκαν κι επιβιούν ακμαίοι χιλιάδες εκατόγχειρες κι όλο γεννιούνται νέοι. Ο Δίας το διεμήνυσε, των αθανάτων άρχων με τον Ερμή το φτερωτό το δημοσιογράφο. Του εμπορίου ο θεός, έρμαιο ανεργίας, δε δικαιούται σύνταξη λόγω της ηλικίας. Διπλοθεσίτης ήτανε, ο Δίας θα μας σώσει; Εδώ θα πέσει ο Όλυμπος να μας καταπλακώσει. Θα παρασύρει μετοχές, μισθούς, εφάπαξ, χρήμα, το κέφι και το γέλιο μας στου Δ.Ν.Τ. το ρήμα. Άρθρα, επιφωνήματα κι άρρητα μέρη λόγου και μόνο την αφαίρεση νιώθεις του παραλόγου. Αλλάζουνε μορφή οι θεοί και γίνονται διαβάτες, γριές, επαίτες ή βοσκοί, τραπεζικοί πελάτες, φοροεισπράκτορες κρυφοί, ζητάνε αποδείξεις στο φρεντουτσίνο, στο κρασί, στις μες, στις εγχειρίσεις. Σ εκείνο το λατερνατζή μισό λεπτό αν ρίξεις, αχ, όχι μη σε ξεγελά, να κόψει αποδείξεις. Κι η Αφροδίτη DVD πουλά εκεί στη ζούλα, 175
177 πάρτε της την απόδειξη, μη σας ξεφύγει κι...ούλα. Οι αποδείξεις μοναχά της Ήρας περισσεύουν, πάντα ζητά ο άντρας της απ όσες της τον κλέβουν. Αμ πώς αλλιώς νομίζετε θα φτιάξει η οικονομία κι ανοδική θα πάρουνε πορεία τα ταμεία; Τι, να θυμώσει ο Ποσειδών για χάρη της κοπέλας, της θάλασσάς του; Δόθηκε επίδομα προπέλας. Γιατί άραγε της Θέμιδας τα μάτια έχουν κλείσει κι η ζυγαριά ισορροπεί, ποια του σπαθιού η χρήση; Αν έβλεπε, ο δίσκος της στο δίκιο θα χε γείρει και το σπαθί του άδικου το αίμα θα χε σπείρει. Ρωτώ κι εγώ η ανήξερη, η άσχετη, η αθώα: Μήπως την κρίση ξεπερνώ σκοτώνοντας την ώρα, με το μολύβι που γινε στα χέρια μου ξυράφι κι η κόλλα που λεκιάστηκε να βγει συχωροχάρτι; Ήρθε κοντά μου η Αθηνά και πίσω απ την ασπίδα δυο λόγια μου ψιθύρισε και μου δωσε ελπίδα: Αν βάλουν φόρο στο φιλί, στη νιότη, στην αγάπη, πολλά δε θα κερδίσουνε, μπα, λάθος θα ναι, απάτη. Αν βάλουνε στον έρωτα, την αισιοδοξία και πάλι έξω θα πέσουνε και θα ναι αμαρτία. Αν βάλουνε στην ανθρωπιά, στη γνώση,τη φιλία, θα έχουν έλλειψη ευρώ ή μάλλον αψιλία. Γιατί δεν επενδύουνε στη θλίψη, φόβο, πόνο, στο μίσος ζήλεια, οργή, θυμό, πίκρα, αδικία, τρόμο; Τα πάντα ρει απ την αρχή του Σύμπαντος την κτίση. Ρέει η ζωή, το όραμα, η υπομονή, η πίστη, η εντιμότητα,οι αρχές, του εγκεφάλου η πλύση, τα πάντα ρει και μένει ουδέν εκτός από την κρίση. Ψιθύρισε και χτύπησε το δόρυ η Παλλάδα, σοφή θεά, που αγαπά την άμοιρη Ελλάδα. 176
178 Ελευθερία Ήθελες τόλμη κι αρετή, Ελευθερία, σημαία έγινες και σύνθημα εθνικό, αναμετρήθηκε μαζί σου η Ιστορία, για σένα χύθηκε τόσο αίμα ηρωικό. Η εποχή μας δε φοβάται μήτ ελπίζει, δε σε ζητάει στην ευψυχία, στους λογισμούς ούτε στα όνειρα, μονάχα σε συντρίβει μ εξάλλων ιδεών αλλόφρονες στρατούς. Μου παν πως είσαι ένα λουλούδι «μη μου άπτου» μέσα στον κήπο της καρδιάς ευωδιαστό, μα ψάχνοντας σημερινά συνώνυμά σου βρήκα αναρχία, ασυδοσία, αυταρχισμό. Προετοιμάζομαι στη δύσκολη πορεία έχοντας όραμα για πράξη και σιγή, μα προσπαθώντας να φωνάξω «Ελευθερία» αλυσοδένεται στα χείλη μου η κραυγή. Ο καθρέφτης Πόσο αγενής είναι ο καθρέφτης, δεν τον είδες; Ψεύδεται ασύστολα χωρίς υπεκφυγή. Όχι, για πες μου, πού τις βλέπει τις ρυτίδες; Ορίστε, χάλασε και θέλει αλλαγή. 177 (Aπό τη συλλογή «Είδωλα εν εσώπτρω») Δεν πείθεται πως τελευταία κάνει λάθη. Πες μου, πού βλέπει τ άσπρο χρώμα στα μαλλιά; Αφού του εξήγησα πως είναι ακόμα τ άνθη, πριν λίγο τίναζα κλωνιά απ τη μυγδαλιά. Θαρρώ, χρειάζεται γυαλιά πρεσβυωπίας, ξεχνάει, τα είδωλα ανάστροφα κοιτά.
179 Περνάει μάλλον κρίση μέσης ηλικίας, γι αυτό γελάει δηκτικά κι ειρωνικά. Έτσι κι εγώ, για να τον κάνω να ζηλέψει, φόρεσα πούδρα, κοκκινάδι και για εφέ το χρόνο λάδωσα, να με επαληθεύσει και τον εκάλεσα να πιούμε ένα καφέ. Τα σταφύλια της οργής Στον αμπελώνα καλλιέργησες σταφύλια, κλίμα να φτιάξεις και κρασί μεθυστικό με πρώτη ύλη νεανικά μεράκια χίλια, ζύμωση πίστευες σε κόσμο ονειρικό. Μα όπως ωρίμαζε στα ξύλινα βαρέλια σε βίας υπόγειο σκοτεινό, πιεστικό κι ενώ περίμενες σαμπάνιες, κοκκινέλια, πως είναι έμαθες το νόμιμο ηθικό. Ερήμην σου φτιαχτήκανε τα πατητήρια της κοινωνίας, της δουλειάς κι απολαβής κι απελπισμένα προσοντούχα κλαδευτήρια δίκαια τρύγησαν σταφύλια της οργής. Ίσως μια ρόγα να βρεθεί, για να θηλάσει γάλα ελπίδας στη δεινή ξεροτοπιά, μήπως τον κόσμο καταφέρει να αλλάξει, όσο απομένει λίγη ακόμα ανθρωπιά. (Aπό τη συλλογή «Είδωλα εν εσώπτρω») (Από τη συλλογή «Ονειροδρόμιο») 178
180 Χαρά Τζαβέλλα Evjen Στεγανοί χώροι Κάθε μέρα επέτειοι μικρό ή μακρο-κοσμικές φορτισμένες ιστορική ανωριμότητα. Αχνάρια Οι φωνές μας κοσμικά κύματα πάλλουν την ιστορία μας. Αναλλοίωτες θα συνταχθούν στο εργαστήρι Αναξαγόριου Νου Εν αρμονία Ο Απόλλωνας θεός, μπορεί να τοξεύει τον θάνατο παίζοντας τη λύρα. 179
181 Πασχαλία Τραυλού O άστεγος Τα άρβυλα είχαν τρυπήσει μέρες τώρα κι έτσι όπως άφηνε λυτά τα κορδόνια να σέρνονται σαν νερόφιδα πάνω στην άσφαλτο, έμοιαζαν με ναυαγισμένα πλοία στην τσιμεντένια άβυσσο της μεγαλούπολης. Ένιωθε τη βροχή να αγγίζει παγωμένη τη σάρκα του κι ώρες ώρες αυτό το άγγιγμα νόμιζε πως έφτανε βαθιά ως τα φυλλοκάρδια του. Παρόλα αυτά τραγουδούσε. Στεκόταν στη γνώριμη γωνιά του, στο υπόστεγο μιας δημόσιας υπηρεσίας και μουρμούριζε μια μελωδία με το χέρι απλωμένο στους περαστικούς. Συνήθως οι ζητιάνοι γυρεύουν ελεημοσύνη με ένα αργόσυρτο ενοχλητικό μουρμουρητό και με λέξεις στερεότυπες που εκνευρίζουν παρά κεντρίζουν τον οίκτο. Εκείνος δεν καταδέχεται τέτοια τεχνάσματα. Απλώνει το χέρι με θάρρος και κοιτάζει τα μάτια των περαστικών που συνήθως κατεβάζουν στα παπούτσια το βλέμμα ταχύνοντας το βήμα τους. Νιώθει νικητής όποτε κατεβάζουν το βλέμμα στη γη, σαν να δοκιμάζουν ένα bras de ferie ψυχών και αποδεικνύεται εκείνος δυνατότερος. Ένας σκύλος γεμάτος τσιμπούρια είναι αραγμένος δίπλα του τις τελευταίες μέρες χαζεύοντας τη βροχή και τους περαστικούς. Στις τσέπες του ο άντρας έχει ένα σακούλι μισοκαπνισμένες γόπες. Όταν ο δρόμος είναι ήσυχος, κυρίως το σούρουπο, βγάζει το σακουλάκι και το χαζεύει. Μετράει τη φτώχεια του κόσμου από το πόσο ακάπνιστα πετούν οι άνθρωποι τα τσιγάρα τους. Πάνε δυο χρόνια πάνω κάτω που δυσκολεύεται να βρει ακάπνιστα αποτσίγαρα. Οι περισσότεροι πλέον κοντεύουν να καπνίσουν ως και το σφουγγαράκι προτού να σβήσουν το τσιγάρο τους. Ετούτη η αλλόκοτη στατιστική τον γεμίζει με άγρια χαρά, τη χαρά εκείνου που διαπιστώνει ότι κοντοζυγώνει η Θεία Δίκη και θα γευτεί στα χείλη του τη γλύκα της εκδίκησης. Τέρμα τα βλέμματα του οίκτου και της αποστροφής. Σαν ίσος προς ίσον θα τον κοιτάζουν και θα νιώσουν πώς είναι ν απλώνεις το χέρι και να εισπράττεις περιφρόνηση. Στέκεται σε τούτη τη γωνιά, με το χέρι απλωμένο, ένα χρόνο τώρα. Το μοναδικό του χέρι. Το άλλο το έχασε στους βομβαρδισμούς του Σεράγεβο. Ούτε που κατάλαβε πώς συνέβη, πώς βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη από την κεντρική πλατεία της πόλης του με ένα ζωγραφικό του πίνακα υπό μάλης, σε τούτο το παγωμένο πεζούλι, δίχως το χέρι και δίχως τον τελευταίο πίνακα που είχε φιλοτεχνήσει. Σαν να διακτινίστηκε μέσα σε δευτερόλεπτα από τον Παράδεισο στην Κόλαση, δίχως να θυμάται τους γιατρούς, το νοσοκομείο, τα κλάματα, τις φωνές, τους πόνους έπειτα από τον ακρωτηριασμό, την είδηση του θανάτου των παιδιών και της γυναίκας του. Τίποτε. Η μνήμη, άγραφο, πένθιμο χαρτί. Είναι σαν να γεννήθηκε 180
182 απευθείας σ αυτό το τσιμεντένιο πεζούλι, σαν να μην είχε ποτέ δεξί χέρι, ποτέ γερά παπούτσια, ποτέ συγγενείς, ποτέ χαμόγελο. Ένας πέτρινος άνθρωπος που αναδύθηκε από το τσιμέντο φορώντας ετούτες τις αρβύλες που μπάζουν βροχή. Ένας άνθρωπος που με απλωμένο το γερό χέρι χαζεύει τους περαστικούς και έχει αρχίσει να νιώθει αυτός οίκτο για εκείνους. Οι φάτσες πλέον είναι γνωστές ολόγυρά του. Σχεδόν τους περιμένει να περάσουν και να σερβίρει το χέρι του στον οίκτο τους. Ένα χρόνο τώρα παρατηρεί τις όψεις των γνώριμων πια περαστικών μέρα τη μέρα και έχει μάθει να διαβάζει τη διάλεκτο των μορφασμών τους. Ξέρει πότε βουλιάζουν σε σκέψεις γεμάτες αγκάθια και πότε ο νους τους είναι αφημένος σε νωχελική σιωπή. Τα μάτια ωστόσο των περισσότερων τον κοιτάζουν αφ υψηλού. Μόνο τα παιδιά όποτε περνούν ξυστά από κοντά του, τον κοιτούν στα μάτια. Λόγω ύψους ίσως. Μόνο σ αυτά κι εκείνος σκάζει ένα ίχνος γέλιου ξέροντας πόσο πονάει η θέα του κομμένου χεριού που επιδεικτικά το αφήνει ακάλυπτο για να γαργαλήσει τη συμπόνοια των περαστικών. Μα και τα παιδιά μόλις ψηλώνουν, αλλάζουν βλέμμα και τον προσβάλλουν με την ίδια αδιάφορη θλίψη, που ώρες ώρες του μοιάζει με θυμό, κατηγορώντας τον ότι ενοχλεί την επαναπαυμένη τους συνείδηση. Βγάζει μια από τις γόπες και την ανάβει. Σπίρτα βρίσκει εύκολα. Ο περιπτεράς, ένας γέρος στο απέναντι πεζοδρόμιο, του δίνει απλόχερα και σπίρτα και καμιά σοκολάτα και κάνα μπουκάλι ούζο πότε πότε για να ζεσταθεί το χειμώνα που σκεβρώνει απ το κρύο. Μαγκούφης εκείνος, έρημος και ο ζητιάνος, παρατηρητές και οι δυο του πλήθους για να περνάει η ώρα, μοιάζουν πολύ. Μόλις τελειώνουν τη «δουλειά» τους, κάθονται σ ένα ταβερνάκι λίγο πιο κάτω από το περίπτερο, με φτηνό μεζέ και κρασί. Ο περιπτεράς έχασε τη δική του συντρόφισσα από την επάρατο. Ο ζητιάνος τη δική του στους βομβαρδισμούς. Οι ζωές τους, βαγόνια σε παράλληλες ράγες. Η μοναξιά τους ενώνει μα τους χωρίζει συνάμα, καθώς έμαθαν και οι δυο να ζουν μοναχοί. Με τη μοναξιά είναι φιλιωμένοι γι αυτό και μπορούν να είναι φίλοι οι δυο τους με μια αλλόκοτη σιωπηλή, ολιγαρκή φιλία. Ένα κρασί και αραιές κουβέντες. Και βλέμματα κατανόησης για τις πληγές που μέσα τους σαπίζουν καιρό. Ο περιπτεράς έχει επιτρέψει στο ζητιάνο να βρίσκει απάγκιο στην αποθήκη του σπιτιού του. Δεν του έχει ζητήσει να ανέβει ποτέ στο πάνω πάτωμα για να μοιραστεί μαζί του τη θαλπωρή του καλοριφέρ. Στο σπίτι θέλει την ησυχία του. Πίνουν, ανταλλάσσουν λίγες κουβέντες και καθένας γυρνάει στη γωνιά του να κλάψει, να ουρλιάξει ή να σωπάσει μόνος. Το περίεργο είναι πως ούτε ο ζητιάνος έχει επιθυμήσει να ανέβει στο σπίτι του περιπτερά. Του αρκούν όσα έχει στην αποθήκη: μια λάμπα, μια τριμμένη κουβέρτα, μια τουαλέτα της κακιάς ώρας, έναν σπασμένο νιπτήρα με μια βρύση που στάζει, ένα σκύλο να φρουρεί τις μοναξιές τους έξω από την πόρτα της αποθήκης. Είναι θαύμα που δεν πληρώνει νοίκι κι έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του να στεγάζει τις νύχτες την άδεια σιωπή του. Κάθε βράδυ, 181
183 μετά την οινοποσία, σέρνουν το βήμα τους οι δυο τους ως εκεί, λένε καληνύχτα και χωρίζουν. Πέρσι τα Χριστούγεννα, ήταν που ο περιπτεράς του έκανε δώρο τις αρβύλες. Ήταν τότε που καθάρισε την αποθήκη και πέταξε τη σαβούρα που είχε πιάσει αράχνες θέλοντας να εξαφανίσει τη βαριά μυρωδιά των παστωμένων μες στη σκόνη του χρόνου πραγμάτων. Βρήκε τα άρβυλα που τα είχε απ το στρατό, βρήκε παλιά ρούχα που πια δεν του έκαναν, βρήκε την κουβέρτα, βρήκε και λίγη καταχωνιασμένη ανθρωπιά που είχε ξεχαστεί από τότε που έχασε τη μακαρίτισσα. Έβαλε τα άρβυλα σε μια σακούλα απορριμμάτων μαζί μ ένα παλιό παλτό και τα πήγε στον ζητιάνο δίχως να περιμένει ευχαριστίες. Στάθηκε για δευτερόλεπτα κοντά του, ακούμπησε στο πλάι του τη σακούλα και τάχυνε το βήμα για να χαθεί μες στο πυκνό σκοτάδι εκείνης της Χριστουγεννιάτικης νύχτας. Λίγες μόλις μέρες είχαν περάσει αφότου ο Σέρβος είχε καταφθάσει με την ψυχή κενή σαν άδειο τάφο και απάγκιασε στη γωνιά του αντίκρυ στο περίπτερο απλώνοντας το χέρι του για πρώτη φορά. Ως τότε ο περιπτεράς ήταν ένας άνθρωπος αμίλητος, καμπουριασμένος, στυφός. Οι περαστικοί προσπερνούσαν το περίπτερό του επειδή δεν τους άρεσε η μόνιμα κατσουφιασμένη του φάτσα. Αντικρίζοντας το κομμένο χέρι του Σέρβου με το στεφάνι της σάπιας σάρκας να πάλλεται από τον άνεμο, κάτι νεκρό αναστήθηκε μέσα στη ψυχή του ζητιάνου. Γύρισε σπίτι και βάλθηκε να καθαρίσει από αμηχανία την αποθήκη προσπαθώντας να βάλει σε τάξη και τα αναστημένα συναισθήματα. Την επομένη ο ζητιάνος φόρεσε τα άρβυλα και πήγε ως το περίπτερο θαρρετά. «Ευχαριστώ» του είπε χτυπώντας του το τζάμι. «Να σαι καλά» του απάντησε κοφτά ο άλλος δίχως να σηκώσει το βλέμμα του να τον κοιτάξει. «Πιοτί» του είπε ο κουρελής και ο περιπτεράς ξανασήκωσε το κεφάλι του. «Τι πράγμα;» απόρησε και καταδέχτηκε να του ρίξει μια ματιά ο περιπτεράς. «Πιοτί, ρακί», επανέλαβε ο άλλος αργά και ανέβασε με το γερό του χέρι το μπουκάλι που κρατούσε, στο ύψος των ματιών του περιπτερά. «Κριστούγεννα. Σερβία πίνουμε. Θες;» Ο περιπτεράς βγήκε από την τρύπα του δειλά σαν φοβισμένο ποντίκι. Στάθηκε αντίκρυ στο ζητιάνο. Αναμετρήθηκαν οι ματιές τους. Κανείς δεν κοιτούσε αφ υψηλού εκείνη τη στιγμή τον άλλο. Άπλωσε το χέρι του και πήρε το ρακί. Βουβοί αντάλλασσαν το μπουκάλι και έπιναν από το ίδιο στόμιο σαν παλιοί γνώριμοι απ το στρατό. Το ρακί τους ζέστανε τις καρδιές κι έλιωσε τον πάγο. Άρεσε και στους δυο αυτή η στιγμή. Χρόνια είχαν να ζήσουν Χριστούγεννα, που μύριζαν άχνη ζάχαρη κι ανθρωπιά. Από κάποια βεράντα ακούγονταν Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Ζαλισμένοι όπως ήταν, άρχισαν κι αυτοί να ντύνουν τη μελωδία με λόγια. Στα ελληνικά ο περιπτεράς, στα σέρβικα ο ζητιάνος μα ήταν σίγουροι και οι δυο πως 182
184 τραγουδούσαν τους ίδιους στίχους κατά βάθος. Η μπόρα δυνάμωσε. Ο ζητιάνος άναψε και δεύτερη γόπα. Από το τριμμένο πανωφόρι βγάζει πάλι ένα μπουκάλι ρακί. Χριστούγεννα. Μόνος. Το περίπτερο είναι κλειστό. Χθες ήταν στην κηδεία του περιπτερά. Κοκκάλωσε μοναχός του στον καναπέ πριν μια εβδομάδα. Ο σκύλος έκλαιγε και ο ζητιάνος δεν καταλάβαινε γιατί ήταν τόσο ανήσυχο το ζωντανό. Ούτε που σκέφτηκε να ανέβει τις σκάλες. Ανησύχησε λίγο το πρωί όταν είδε το περίπτερο κλειστό. Έκανε τη δουλειά του ήσυχος όπως πάντα όλη τη μέρα και μόνο το βράδυ, δίχως να βάλει στο στόμα του μπουκιά, γύρισε στην αποθήκη με την ελπίδα να ανταμώσει το φίλο του. Τα φώτα σβηστά. «Κάπου θα έχει πάει» σκέφτηκε στην αρχή και ξάπλωσε να ξαποστάσει. Πέρασαν άλλες δυο μέρες μα ο περιπτεράς ήταν άφαντος. Το τέταρτο πρωί το γάβγισμα του σκύλου έγινε ακόμη πιο τρομακτικό. Ανεβοκατέβαινε τις σκάλες κουνώντας νευρικά την ουρά του και έχωνε τη μουσούδα του στη χαραμάδα της εξώπορτας. Ο ζητιάνος παρακινήθηκε να τον ακολουθήσει, ακούγοντας το ικετευτικό του γρύλισμα. Κατάλαβε. Απ τη χαραμάδα ανάβλυζε η μυρωδιά του θανάτου... Στην κηδεία ήταν δυο-τρεις μακρινοί συγγενείς του περιπτερά κι αυτός. Και ο σκύλος του. Ένα κοπρόσκυλο που το είχε μαζέψει κουτάβι απ το δρόμο και κοιμόταν δίπλα στην αποθήκη. Τώρα πίνει το ρακί του και κοιτάζει το περίπτερο. Σκέφτεται πως ήρθε η ώρα να αλλάξει στέκι. Το σπίτι του περιπτερά θα το δώσουν οι μακρινοί συγγενείς αντιπαροχή. Η αποθήκη θα γκρεμιστεί. Μετά από την κηδεία του είπαν ξεκάθαρα να μην ξαναπατήσει εκεί. Ο σκύλος τον πήρε στο κατόπι και δεν κάνει ρούπι μακριά του. Χθες βράδυ μοιράστηκαν οι δυο τους το γεύμα που αγόρασε. Δεν του πήγε η καρδιά να αφήσει το ζωντανό μοναχό. Οι αρβύλες τρύπησαν και μπάζουν νερά όπως και η ψυχή του, γεμάτη τρύπες είναι απ τις ριπές μιας άκαρδης μοναξιάς. Δεν θέλει να τις πετάξει τις τρύπιες αρβύλες κι ας μουλιάζουν τα πόδια του στην υγρασία. Πίνει μια γουλιά κοιτώντας τους περαστικούς με αδυσώπητο βλέμμα. Φοβάται ετούτη τη στιγμή ακόμη και τα παιδιά. Ξέρει πως θα μεγαλώσουν και θα τον κοιτάξουν κι αυτά με το ίδιο υπεροπτικό και θυμωμένο βλέμμα. Το περίπτερο στέκεται αντίκρυ του σαν θλιβερό λεηλατημένο οχυρό. Ασυναίσθητα χαϊδεύει τις αρβύλες. Κοιτάει στο πεζοδρόμιο τις τσαλακωμένες γόπες που προμηνύουν την καταιγίδα της δυστυχίας που έρχεται. Ο σκύλος γαβγίζει σαν να βλέπει στοιχειό. Τα κάλαντα που άκουγαν μαζί ένα χρόνο πρωτύτερα, ακούγονται πάλι από το ίδιο ακριβώς μπαλκόνι. Αρχίζει να τραγουδά τους στίχους. Τους στίχους του περιπτερά. Όχι τους σέρβικους. Αναρωτιέται ποιος έβαλε στο στόμα του ετούτες τις λέξεις. 183
185 Γιάννης Τσώλης Υφαντόμοιροι Τούτη τη μοίρα μου, σαν αλλάζω βήματα, τη βλέπω, πολύ περίεργη. Αμφιβάλλω γι αυτή! Δεν πρέπει να ναι δική μου. Δεν μπορεί, να μαι γω δημιουργός, τόσ απαίσιας μορφής. Δεν μπορεί άλλοι την ύφαναν, την έπλεξαν κακότεχνα με άθλια υλικά, για να καλλωπίσουν με χρυσά τη δική τους. Υφαντόμοιροι, κακό των καιρών προϊόν, εραστές τη δυσαρμονίας, άπλωσαν σκοτεινούς ιστούς και κακοποίησαν το φως της. Το φυλάκισαν μες στη σκουριά της σιδερόφτιαχτης ψυχής τους, για να μη βρω δρόμο φωτεινό και συνεχίσω το ταξίδι των πρωτινών ονείρων μου. Απορία Πετράδια βαρύτιμα! Πανέμορφα τα «Κύθηρα!» Τα βρήκαν μερικοί από καιρό και το χουν μυστικό. Τα θέλουν δικά τους. Φοβούνται μην τ αγγίξουμε και γευτούμε την ομορφιά τους. Δε θα μας πουν ποτέ πως τα βρήκαν. Ψάχνοντας; Τυχαία; Τα κληρονόμησαν; 184
186 Τους τα χάρισαν; Μήπως τα κλεψαν και γι αυτό το κρατούν μυστικό; Ποτέ δε θα το μάθουμε είναι κτήμα τους πια. Κι αν το μάθουμε, ποτέ δε θα μπορέσουμε να τους τα πάρουμε. «Εκπτώσεις» Ξεμείναμε από ψυχραιμία Γράφουμε τα πάντα χωρίς περισυλλογή στον κατάλογο των εκπτώσεων. Πουλάμε με τιμές ξένων μεσιτών την αξιοπρέπεια και τη λευτεριά. Ανύπαρκτο το ηθικό καλπάζει προς την απελπισία. Έν ανάστημα μωρέ, γνωστικό, μη χάσουμε και το «Κατάστημα». Ανήκουστο Αφού μόνοι τους κάλεσαν τους πρέσβεις των «Περσών» κι έδωκαν «γην και ύδωρ», τώρα λένε πως τίποτε άλλο πια δεν τους μένει, παρά τούτο, για μας ανήκουστο, γι αυτούς σωτηριώδες: Να φέρουν Άρχοντες «Περσών» και να τους ενθρονίσουν, στους θρόνους τους δικούς τους που τους εμπιστευτήκαμε.. Κι εμείς, παράλυτοι, σαν αυτούς που στην παραλυσία μας οδήγησαν, με νεκρωμένη μνήμη, δεν μπορούμε τη γροθιά μας να υψώσουμε και να εγείρουμε, κείνο το ξεχασμένο, τ άλλοτε πολυπόθητο της λευτεριάς μας δίκιο. - Καλά, σεις, οι ποιητές, τι κάνετε; - Πού είστε; - Πότε ρε σεις πιαστήκατε χέρι-χέρι, όλοι μαζί στο Σύνταγμα, Ακούστε τι μου λένε: ν ανοίξετε χορό; Χίλια κομμάτια! Ο λαός σας περιμένει, τρέξτε, ενωθείτε. Μουσική πανδαισία στην πλατεία! 185
187 Τραγουδιούνται στίχοι σας με πάθος. Και γύρω-γύρω, χιλιάδες «αγανακτισμένοι» κραυγάζουν Κραυγάζουν συνθήματα. Δεν τους σκιάζ η φοβέρα. Στήνουν χορό και χορεύουν χορεύουν χορεύουν και σας περιμένουν να μπείτε μπροστάρηδες, για ν ανακτήσ η Δημοκρατία τη Λευτεριά της. Αριστοτέλης Φράγκος Το ποίημα που δε βρίσκω Ψάχνω να βρω ένα ποίημα Στα αχνάρια της νιότης του χρόνου που γεννήθηκα Στα χαμόσπιτα της γειτονιάς που μεγάλωσα Στα ασβεστωμένα σοκάκια που περπάτησα Στους τσακωμούς στο γέλιο των παιχνιδιών Στους φίλους που έκρυψε ο ήλιος Στο πρώτο ερωτικό φιλί που έγινε σημαία Ψάχνω να βρω ένα ποίημα Σε χώρες αλλόθρησκων ουρανών Σε θάλασσες άγριες και ήμερες που ταξίδεψα Σε ποτάμια που έτρεχαν το δρόμο τους φίδια Σε λουλούδια της άνοιξης που έβαλα στο ανθογυάλι Ψάχνω να βρω ένα ποίημα μα εκείνο γοργόπνοο όπως είναι μου λακάει. Ξεφεύγει και ενώ παρατάει τη σκέψη μου ανέραστη τη δίψα μου διψασμένη κλέβει για καπρίτσιο του ύπνου μου τις τσέπες Ψάχνω να βρω ένα ποίημα Μήπως το είδατε; Συνήθως περιφέρεται ρακένδυτο. Χαμένο Σε έναν ορίζοντα που ο κύκλος του τετραγωνίστηκε Σε λεωφόρους και πλατείες με ιστορικά αγάλματα Σε ανήθικες χωματερές και αποχετεύσεις που ασελγούν στα κορμιά των πόλεων 186
188 Στο βλέμμα των παιδιών που ψάχνουν την αλήθεια Ψάχνω να βρω ένα ποίημα που ελλοχεύει στις ματωμένες της ειρήνης πληγές Μήπως το ακούσατε; Λένε με τέτοιο μίσος που μιλάει για αγάπη οι στοίχοι του θα γίνουν κάποτε του κόσμου μοιρολόι Τώρα Τώρα που ξεβρακώθηκαν οι λέξεις και φόβος, τρόμος, μίσος στις καρδιές των ανθρώπων καιροφυλακτεί Η αγάπη επαναστάτησε Τώρα που ο ανθρώπινος θάνατος με γεύση φτηνού κρασιού συγκρίνεται και τα ψέματα αλήθειες βαφτίζονται Η αγάπη ταπεινώθηκε Τώρα που η φιλία είναι είδος προς εξαφάνιση και οι συνειδήσεις αλλαξοπίστησαν Η αγάπη προδόθηκε Τώρα που η ματαιοδοξία μας προσπαθεί να ξεγελάσει τις αδυναμίες μας και αποζητά αθανασία στην εφήμερη απόλαυση Η αγάπη περιφρονήθηκε Τώρα που ο έρωτας από αισθήματα χήρεψε και αγοράζεται ή πουλιέται σε τιμή ευκαιρίας Η αγάπη ατιμασμένη μετακόμισε Ακατοίκητοι αγάπης τώρα οι άνθρωποι. Μέσα έξω Ευδαιμονίζουν φαρισαϊκά το άδειο τους εγώ Και γιατί όχι; Σάματι νογάνε τον όλεθρο της απερισκεψίας τους; 187
189 Ηνίοχος Κλείσε τα μάτια, μάτια μου. Ηνίοχος εγώ θα σεργιανίσω τα όνειρά σου Εκεί που η βροχή αυλός αγγέλων θα σε νανουρίζει Εκεί που το χιόνι αχνό θα σου δροσίζει το πρόσωπο Εκεί που οι αέρηδες ντροπαλά θα σου θωπεύουν τα μαλλιά Αν παρεμπιπτόντως του ήλιου η μανία σε διψάσει Με των ανθών το νέκταρ θα γητεύσω τα χείλη σου Και τα χάδια των χεριών μου «Κέρβερος» θα κρατάνε ίσκιο του ύπνου σου Γιώτα Φωτιάδου Μπαλαφούτη Άσμα αιώνων από χώμα και νερό η γέννησή μας Χαϊ Κου Σε πυγολαμπίδα απίθωσα τα όνειρά μου και την καρδιά μου. Στο φύσημα τ αγέρα προσπαθώ να μην προδώσω την καθαρότητα. Με ευμένεια ν ακούς τους ομιλητές και πραότητα. Από τα λάθη ζήτησε την αιτία θα βρεις το σφάλμα. 188
190 Σε φαύλα δόγματα εμπιστοσύνη δείχνεις βότανο κενό. Ίδια πορεία το άσπρο μαύρο εναλλάσσονται. Σαν τον κομήτη τη λάμψη σου έδωσες μετά χάθηκες. Έχεις όνειρα απραγματοποίητα; είσαι ευτυχής. Μουσικές νότες ταξίδι απέραντο στον παράδεισο. Υπάρχει νερό στο κύλισμα του χρόνου της Κασταλίας. Η γέννησή μας οδυνηρό τραγούδι στο θάνατό μας. Θαύμα των καιρών στο γύρισμα του Χρόνου η εξέλιξη. Αδελφωμένοι με τους πυρσούς στα χέρια το δρόμο πήραν. Με τον αγώνα χαρά έγινες, ζωή, στο πέρασμά σου. Κρατάω μνήμες δεμένες με το χώμα που σε βλάστησε. Από την ποιητική συλλογή «Στην Θέαση του Κόσμου» 189
191 Δημήτρης Χαλιβελάκης Το χρέος των Ποιητών «Των παιδιών οδηγός είναι ο δάσκαλος, μα των εφήβων/ ο ποιητής. Και γι αυτό τα καλά να διδάσκουμε πρέπει» (Αριστοφάνης, π.χ.) Το πρώτιστο χρέος των Ελλήνων Ποιητών είναι χωρίς αμφιβολία η σθεναρή κι αποφασιστική υπεράσπιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας -κυριαρχίας, των δικαιωμάτων του Ελληνικού Λαού και της ανόθευτης Ελληνικής Γλώσσας, της αυθεντικής αρχαιολογικής, ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς. Επίσης, έχουν χρέος να υπερασπίζονται και τα απαράγραπτα δικαιώματα των ανθρώπων του Λόγου, της Τέχνης και γενικά του Πολιτισμού απέναντι σε κάθε αντιπατριωτική κι αντιπνευματική εξουσία. Κι όταν μάλιστα αυτή η εξουσία ξεθεμελιώνει το Έθνος, την Κοινωνική Δικαιοσύνη και τη Δημόσια Δωρεάν Παιδεία, όταν κλείνει θεατρικές σκηνές, ναρκοθετεί τα αρχαιολογικά μουσεία και τις βιθλιοθήκες με μία φτωχοπροδρομική νοοτροπία «περί περιστολής σπαταλών»! Οι δύο γίγαντες της Ελληνικής Φιλοσοφίας έχουν αναφερθεί εύγλωττα γι αυτούς τους κάκιστους εξουσιαστές: α) «Για να πηγαίνουν τα πράγματα καλά θα πρέπει η χώρα μας να κυβερνάται αξιοκρατικά και από ειδικούς» (Πλάτων, π.χ.). β) «Το μεγαλύτερο κακό για μία Πολιτεία, για μία κοινότητα, είναι να τη διευθύνουν οι κατώτεροι, οι άσχετοι, οι απαίδευτοι» (Αριστοτέλης, π.χ.). Ο Ευριπίδης ( π.χ.) γράφει στις «Τρωαδίτισσες» για το χρέος των Ελλήνων πολιτών και ποιητών: «Μα οι δικοί μας πεθαίνουν πρώτα πρώτα/ για ό,τ υπάρχει τιμιότερο στον κόσμο:/ για την πατρίδα!». Αλλά κι ο άλλοτε Πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Νίκος Καζαντζάκης ( ), αναφερόμενος στην ευθύνη και στο χρέος των ποιητών λέει: «Χρέος μου είναι να κάνω ό,τι κανένας δε με υποχρεώνει να κάμω, να φορτώνομαι όλες τις αμαρτίες και να φυτρώνω όπου κανένας δε με σπέρνει» (Μαίρη Σταύρου: «Ο υπαρξιακός Καζαντζάκης», σελ. 119). 190
192 Οι πνευματικοί άνθρωποι επιβάλλεται ν αξιώσουν τώρα, για παράδειγμα, από τους αξιωματούχους των υπουργείων Οικονομικών και Πολιτισμού να συναισθανθούν, επιτέλους, το δικό τους πατριωτικό χρέος απέναντί τους, και να το εκπληρώσουν στο ακέραιο. Και υπό την έννοια αυτή, εδώ και τώρα, να χορηγήσουν ως ελάχιστο φόρο τιμής για το σπουδαίο έργο των ποιητών μας μια αξιοπρεπή Τιμητική Λογοτεχνική Σύνταξη, αλλά και Τιμητική Δωρεάν Κάρτα Υγείας. Επί πλέον, να βοηθήσουν έμπρακτα το ελληνικό βιβλίο και τους Έλληνες λογοτέχνες, ώστε να φτάνουν τα έργα τους στο κοινό πιο φθηνά, καλαίσθητα και αρκούντως προβεβλημένα. Και να παρασχεθούν όλες οι νόμιμες κατοχυρώσεις, ώστε τα μη κερδοσκοπικά ελληνικά λογοτεχνικά σωματεία να έχουν το δικαίωμα να ιδρύουν εκδοτικούς συνεταιρισμούς για να εκδίδουν ακόμα πιο φθηνά τα βιβλία των μελών τους. Το χρέος των πνευματικών ανθρώπων δεν είναι η γυάλα κι ο καναπές, αλλά να βρίσκονται συνεχώς στο πλευρό των αδυνάτων και των αδικημένων, των φτωχών και των κατατρεγμένων. Ο λαός εμπνέει τους δημιουργούς και τα δημιουργήματά τους επιστρέφουν και πάλι στο λαό. Με τον διαλεκτικό αυτό τρόπο οι πνευματικοί άνθρωποι εκφράζουν έμπρακτα την ευγνωμοσύνη τους απέναντι στους απλούς πολίτες και έτσι γίνονται οι φωτεινοί ηγέτες τους και το πνευματικό τους αιχμηρό ξίφος ενάντια σε κάθε αντιπατριωτικό, αντιλαϊκό κι αντιπνευματικό εξουσιαστή. Οι Έλληνες σοφοί έχουν αποφανθεί για το τι είναι στ αλήθεια ο αδιάφορος πολίτης: α) «Καταστρέφει την Πολιτεία και χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα» (Σόλων, π.χ.). β) «Αυτός που δεν συμμετέχει στα κοινά δεν είναι σώφρων, αλλά άχρηστος» (Περικλής, π.χ.). γ) «Οι πολίτες όχι μόνο να συμμετέχουν στα κοινά, αλλ έχουν ιερό χρέος ακόμα και να τιμωρούν τους κακούς εξουσιαστές» (Ρήγας Βελεστινλής, ). δ) «Ανάξιος όποιος ξάφνου/ ακούει το Προσκλητήριο των Καιρών,/ να το φυσάει ή να το κρούει, σάλπιγγα ή τύμπανο./ Το ακούει, και δεν λέει παρών!» (Κωστής Παλαμάς, ). Οι Έλληνες πολίτες και οι Ποιητές αντιστέκονται με όλες τις δυνάμεις τους επί δυόμισι χιλιετίες κάθε ντόπιο ή ξένο εξουσιαστή, είτε μιας «σιδερένιας και αιμοσταγούς» Κατοχής (Ρωμαίοι, Ρωμαιο-Βυζαντινοί, Βυζαντινοί, Οθωμανοί, Λατίνοι, μισθοφόροι τύπου Αλάριχου κ.ά.), είτε μιας «βελούδινης αλλ ασφυκτικής Κατοχής» («Φίλοι», «Συμμάχοι», Γερμανοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Αμερικανοί, ΝΑΤΟϊκοί, Ευρωενωσιακοί, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κ.ά.), είτε, τέλος, κά- 191
193 κιστων Ελλήνων κυβερνητών. Ποτέ δεν έσκυψαν το κεφάλι, γιατί καίρια σύνθηματά τους ήταν και παραμένουν: «Μολών λαβέ» και «Ελευθερία ή Θάνατος». Σε όλους αυτούς τους ματωμένους αγώνες του λαού μας οι πνευματικοί μας άνθρωποι βρέθηκαν μαζί του στο ίδιο μετερίζι για λεύτερη ζωή ή θάνατο. Χωρίς να προδίδουν τις ρίζες τους και τα ιδανικά τους, τις ηθικές αξίες και το όραμα για μια παγκόσμια ειρήνη με όλους τους λαούς της Γης αδελφωμένους. Χιλιάδες χιλιάδων Έλληνες ποιητές θυσίασαν ακόμα και τη ζωή τους για μια Ελλάδα που να ανήκει 100% στους Έλληνες, που αποτελούμε τη διαχρονική συνέχεια των αρχαίων μας προγόνων, οι οποίοι με τα έργα τους φώτισαν τον κόσμο. Ανάμεσα στους πολλούς «εχθρούς» της χώρας μας περιλαμβάνεται αναμφισβήτητα κι ένας σύγχρονος, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Χένρι Κίσινγκερ, αξιωματούχος των γνωστών «Διευθυντηρίων» («G7», «G8», «G20», «Λέσχη Μπίλντερμπεργκ»), ο οποίος τη δεκαετία είχε πει (εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 24-25/3/2007, στο ένθετό του «Ριζόχαρτο», τεύχος 1, σελ. 3): «ο Ελληνικός Λαός είναι ατίθασος (=δυσκολοκυβέρνητος) και γι αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί. Εννοώ δηλαδή να πλήξουμε τη Γλώσσα, τη Θρησκεία, τα Πνευματικά και Ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητα να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει. Έτσι ώστε να πάψει να μας παρενοχλεί, στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολής, των τόσο σημαντικών για τα συμφέροντα των ΗΠΑ». Σταθμός για την Ελλάδα από την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους (146 π.χ.) έως και την ήττα των Τούρκων με την Ελληνική Επανάσταση του 1821, για την οποία ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός ( ) ψάλλει: «Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε/ και ξανάλθετε σε μας,/ τα παιδιά σας θελ ιδείτε/ πόσο μοιάζουνε με σας» («Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στίχος 78). Κι εδώ, εκτός από την αυταπάρνηση και τον ηρωισμό ανδρών και γυναικών και των φωτισμένων ηγετών τους, σοβαρότατο ρόλο έπαιξε κι ο «Θούριος» του Ρήγα Βελεστινλή, ο οποίος ήταν ο μεγάλος ποιητής-οδηγητής του σκλαβωμένου λαού μας, παρά τους αφορισμούς και τη στάση των προσκυνημένων. Στις «Ρήσεις» του ο Ρήγας αναφέρει: «Τι σ ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά; Στοχάσου πως σε ψένουν καθ ώραν στη φωτιά. Οι Έλληνες δεν κάνουν ποτέ ειρήνην με ένα εχθρόν, οπού κατακρατεί τον ελληνικόν τόπον». 192
194 Για την απήχηση που είχε ο «Θούριος» του Ρήγα ο Διονύσιος Σολωμός αναφέρει: «Εγαλήνεψε και εχύθει καταχθόνια μια βοή, και του Ρήγα σου απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή. Όλοι οι τόποι σου σ εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά, και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά» («Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στίχοι 18-19). Ο πρώτος Κυβερνήτης της απελευθερωμένης Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας ( ) έπεσε κάτω από τα βόλια ντόπιων προσκυνημένων. Το χρέος προς την πατρίδα κοστίζει, αλλά όλοι μας της το χρωστάμε Κανένας Έλληνας πολίτης και ποιητής δεν συμφώνησε ποτέ με τις εκστρατείες στη Μικρά Ασία και στην Ουκρανία. Οι Έλληνες ποιητές ύμνησαν το έπος του ΟΧΙ στις 28 Οκτώβρη 1940 και των ηρωικών μαχητών μας στα αλβανικά βουνά κατά των εισβολέων Ιταλών φασιστών. Ύμνησαν, επίσης, το άλλο έπος της Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού Λαού κατά της τριπλής κατοχής του από τη Χιτλερική Γερμανία, τη Φασιστική Ιταλία και τη Φασιστική Βουλγαρία. Οι πνευματικοί μας άνθρωποι είπαν όχι στον Ελληνικό Εμφύλιο, στις εκτελέσεις αγωνιστών και στα χιτλερικής έμπνευσης ξερονήσια με τις χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους. Πολλοί Έλληνες του Λόγου, της Τέχνης και του Πολιτισμού πέρασαν από την τιμημένη Εθνική Αντίσταση και τα ξερονήσια. Οι πνευματικοί μας άνθρωποι στιγμάτισαν τη Σουηδική Ακαδημία για τη μη απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας σε δύο άλλοτε Προέδρους της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών: τον Άγγελο Σικελιανό ( ) από και και τον Νίκο Καζαντζάκη από για την εξυπηρέτηση άθλιων «πολιτικών σκοπιμοτήτων» κάποιων ντόπιων προσκυνημένων Οι Έλληνες πολίτες και ποιητές δεν ρωτήθηκαν ποτέ μέσω τίμιων δημοψηφισμάτων αν θέλουν ή δεν θέλουν να υπαχθεί η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, να εγκατασταθούν στον τόπο μας ξένες στρατιωτικές βάσεις, να πολεμήσουν Έλληνες στρατιώτες στην Κορέα! Ούτε έγιναν έντιμα και δίκαια δημοψηφίσματα για την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), για την αποδοχή της «Συνθήκης του Μάαστριχ», για την υπαγωγή της στη «Ζώνη του», για την αποστολή Ελλήνων στρατιωτών σε πολεμικά θέατρα στο εξωτερικό, για την «υπαγωγή» της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κλπ.. Η Ελληνική Γλώσσα πλήττεται με τις εγκληματικές αλλαγές στην Παιδεία και με την ανθελληνική μεδόδευση «εκλατινισμού» της («Greeklish»), την οποία στιγμάτισε με διακήρυξή της η Ακαδημία Αθηνών. Είναι απίστευτο (!) ότι υπεύθυνοι ορισμένων ναών της Παναγίας επέτρεψαν το 15αύγουστο του
195 τα μηνύματα τιμής προς τη Μεγαλόχαρη στο Διαδίκτυο (Internet) να είναι γραμμένα με λατινικούς χαρακτήρες κι όχι με ελληνικούς! Κρίμα! Ανάλογα, ωστόσο, σοβαρά πλήγματα δέχεται η Ελληνική Γλώσσα και από τις καθ όλα απαράδεκτες ξενόγλωσσες επιγραφές καταστημάτων και εταιριών, ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και εκπομπών, εφημερίδων και περιοδικών, διαφημιστικών φυλλαδίων και ελληνικών προϊόντων. Αρχαιολογικά ευρήματα ξαναθάβονται! Κι ας λέει ο Έλληνας Νομπελίστας (1979) ποιητής Οδυσσέας Ελύτης ( ): «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική,/ το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές/ του Ομήρου». Πριν από δυο χιλιετίες ο Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας και συγγραφέας Μάρκος Τίλιος Κικέρων ( π.χ.) έλεγε: «Αν μιλούσαν οι Θεοί θα χρησιμοποιούσαν την Ελληνική Γλώσσα». Αλλά κι ο Ιρλανδός συγγραφέας Μπέρναντ Σο ( ) έχει πει: «Αν εις την βιβλιοθήκη του σπιτιού σας δεν έχετε τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τότε μένετε εις ένα σπίτι δίχως φως Όποιο σπίτι δεν έχει μέσα του την αρχαία ελληνική γραμματεία, δεν έχει στέγη». Μιλώντας ο Άγγελος Σικελιανός το 1947, στο «Διεθνές Συνέδριο για μια Παγκόσμια Ομοσπονδιακή Οργάνωση», στο Μοντρέ της Ελβετίας, είχε υπογραμμίσει: «σας προτείνω σήμερα ως διεθνή γλώσσα της Ομοσπονδίας τη Νεοελληνική, που είναι η αληθινή θυγατέρα και η νόμιμη κληρονόμος της αρχαίας (Ελληνικής Γλώσσας), από την οποίαν όλοι οι πολιτισμένοι λαοί άντλησαν, ως από πηγή των πηγών, το αληθινό νόημα του ανθρώπινου πολιτισμού στο σύνολό του». Τέτοιο είναι το χρέος των Ελλήνων Ποιητών 194
196 Αργύρης Χατζηνάκης Γι αυτό σου λέω... μη σβήσεις έτσι απλά μ ένα «κλικ» το φως. Παραμονεύει ο φωτογράφος και ληξίαρχος χρόνος του ματαιόδοξου ειδώλου μας, για να εμφανίσει στο θάλαμο της νύχτας εφηβικές, ντροπαλές, ανείπωτες προκηρύξεις και ορφανά αποτυπώματα από απρόσεκτες χειρονομίες που ίσως κάποτε, αργά ή νωρίς, ταυτοποιηθούν με τις πόζες του άγουρου γυμνού πορτρέτου μας στη μία μετά την άλλη αλωθείσες γιάφκες της επικηρυγμένης ένοχης αθωότητάς μας... Γι αυτό σου λέω μη σβήσεις έτσι απλά μ ένα «κλικ» το φως. Με τη σφεντόνα μονάχα εκείνη αν θέλεις και με θυμό, σημάδεψε όπως και τότε, έτσι απλά, και σπάσε τη λάμπα. Καληνύχτα Το μπουγάζι Γκρεμίστηκαν τα τελευταία κάστρα, δε βλέπω πια στα όνειρα μου άστρα, αγώνες, όρκοι και ξενύχτια, μόνο τα σχισμένα δίχτυα μείναν πια, σπασμένο το ψηλό κατάρτι, μέχρι πού να πας στο χάρτη με κουπιά; Σαπίσαν στο καράβι μου τα ξύλα και λιώνει στη στεριά από τη ζήλια -καρδιά, το μυστικό μας δείπνο ασ το, πάω νωρίς για ύπνο μια βραδιά-, σχισμένα τα πανιά και μπάζει πάντα εκείνο το μπουγάζι στο βοριά. Δώσε μου, καρδιά, κουράγιο και θα βρω ξανά καρνάγιο, μη σε νοιάζει, δώσε μου, καρδιά, κουράγιο, στους κουρσάρους το μουράγιο δεν ταιριάζει. 195
197 Κώστας Χελμός Δώσαμε και το φεγγάρι αντιπαροχή Βουίζει αυτή η πόλη σαν τη σφαίρα, οι άνθρωποι δε λένε καλημέρα, οι μέρες βιαστικές περνάνε και οι νύχτες μάς γερνάνε με καρμπόν, τα πρόσωπα, τα λόγια ίδια και κουρέλια και στολίδια με κραγιόν. Με πνίγει αυτή η πόλη, με σκοτώνει, γκρεμίστηκαν τα κάστρα στο μπαλκόνι, σε διπλανά κλουβάκια ζούμε κι ονειρεύομαι να βγούμε μια βραδιά, να βρούμε τις χαμένες ρούγες, κάποτε είχαμε φτερούγες, βρε παιδιά. Όλοι ρίξαμε ένα βόλι και δεν έχει αυτή η πόλη πια καρδιά, δώσαμε και το φεγγάρι αντιπαροχή να πάρει, μα δεν είναι οικόπεδο του ανθρώπου η αγκαλιά. Το ποτάμι Μοιάζω με το ποτάμι που διασχίζει την πόλη μας και κουβαλάω αποτσίγαρα και χαρτιά από σουβλάκια. Κουβαλάω πλαστικά μπουκάλια και μοναξιά. Πολύ μοναξιά. Λοιπόν, εγώ το ποτάμι, εγώ η μοναξιά, εγώ η μαργαρίτα που τη μαδάς και δεν σου βγαίνει, εγώ η ζωή που ταξιδεύει οργιές κάτω από τη θάλασσα. 196
198 Είμαι Είμαι η παρέα της ταβέρνας στη γειτονιά μας. Είμαι ο δικός σας όρκος και των άλλων, ο λυγμός του πληγωμένου τριαντάφυλλου, το περιστέρι της ειρήνης και το ψιμύθιο. Είμαι ένα δάσος από χέρια υψωμένα που μουντζώνουν τη βουλή και τους πολιτικούς. Είμαι τα φύλλα της πρωινής εφημερίδας που καίγονται στη φτωχική καμαρούλα να ζεσταθούν τα μικρά παιδιά που κρυώνουν. Είμαι η ψαλμωδία της μικτής χορωδίας, η οκτάβα που ανθίζει στο στήθος σας. Είμαι αυτό που εσείς θέλετε να είμαι. Η Ελλάδα, ο Έλληνας με καρδιά την Αθήνα. Απορία Ρωτήσαμε. Όμως απάντηση δεν πήραμε. Γιατί ο κύριος βγήκε μεσάνυχτα στο μπαλκόνι και πέταξε στο δρόμο τα λουλούδια ακριβώς όπως πετάμε ένα άδειο πακέτο τσιγάρων ή μία λέξη που σε πνίγει και θέλεις να την ξεφορτωθείς. Τι φρέσκα τα λουλούδια! Τι ζωντανά τα χρώματα! Ίδια με τα γράμματα που γράφαμε στην αγαπημένη. Παράξενος ο κόσμος που βρίσκεται γύρω μας, μπαίνει γερασμένος στο φωτογραφείο και βγαίνει νέος. Αλλάζει χρώματα και σχήματα Σαν τη θάλασσα και σαν τον καιρό. Όμως ο κύριος γιατί πέταξε τα λουλούδια στο δρόμο. Τα χέρια σου Απόψε τα χέρια σου είχαν μια παράξενη κίνηση. Έμοιαζε σαν αποχαιρετισμός ή σα να ζητούσαν Να κλείσω καλύτερα την κλειστή μας πόρτα. 197
199 Παναγιώτα Χριστοπούλου - Ζαλώνη Άτιτλο Φοβόμουν μη μου φύγεις και μισούσα τα τρένα. Φοβόμουν τις στιγμές μας μην τις τσαλαπατήσει άγριο θεριό και μισούσα τα άγρια θεριά. Φοβόμουν μη μας κόψουν στον χορό και συνεχίσεις δίχως το μαντήλι μου και μένα. Μα, αγαπούσα τον χορό! Άτιτλο Σ ορυχεία αισθημάτων καταλάγιασαν τα σφυροκοπήματα, σταμάτησαν οι εργάτες της αγάπης. «Απεργούμε», είπαν Πίνουν τώρα καφέ πικρό τεμπελιάζοντας στην πλατεία, Ανίας και Κενότητας γωνία, κάτω απ το μεγάλο δέντρο με τα νεκρά φύλλα Πτώση στο χρηματιστήριο Τα χασα όλα, παρ εκτός γιομάτο ένα συρτάρι αναμνήσεις, τα δυο μου χέρια και το κλειδί του συρταριού. 198
200 Δίψα Σου ζήτησα μια φίλεψη σε κούπα θαλασσί «Δεν έχω κούπα» είπες Κι έμεινε στο στόμα μου η δίψα, την ώρα που τ αστέρια αγαπιόντουσαν στον Ουρανό. Άμα φωνάξω με δύναμη: Μάναααα Λέτε ν ακουστώ ως τον Παράδεισο; Το πνεύμα δεν έχει αρθριτικά. Σκληρά δουλεύει ως το Τέλος. Τους τρόμαξαν και σκόρπισαν Χρησμός καθορισθείς επάνω στο γραφείο μιας στιγμής, επιπροσθέτως κανόνες λογικής κι άφθαρτοι νόμοι ασαφείς γραμμένοι στο μαυροσέλιδο της Μοίρας τους βιβλίο. Τους τρόμαξαν και πήρανε τον δρόμο της φυγής. Τι περιμένανε οι αφελείς; 199
201 Άδεια Πόλη Σκοτεινιάζει η αισθηματικότητά μου. Λιώνει σαν σπίθα, προειδοποιώντας πως φθάνω, στης «απάθειας» την Πόλη. Τρελή, μισοχαμένη γυναίκα, να ζω γράφοντας στίχους, στους γυμνούς τοίχους, της σκοτεινής κατοικίας που μου προσφέρθηκε, στην άδεια Πόλη της «Απάθειας». Ο δρόμος που πήρα Η αναζήτησή μου ήταν ουτοπία! Τα βήματά μου σε δρόμο, δίχως καθοδήγηση καμία. Μόνο πυράκανθα στις όχθες του εξόχως αρωματισμένα. (Αυτά με τρέλαναν ) Τι ζήτησα η έρημη οϊμένα; Λίγες μονάχα δέσμες φωτός γλυκού. Λίγες μονάχα λέξεις χρώματος γλαυκού. Αρπίσματα ζήτησα ιερά τις χορδές της ζωής μου να γυρίζουν. Ήταν πολλά; Σεις θα μου πείτε. Α, ξέχασα, και μία τελευταία μετάληψη, ζήτησα. 200
202 Λένια Χριστοφόρου (Κρυσταλλία Χρ. Σταματοπούλου) Υποψίας διαστάσεις Στις αποσκευές μου μέσα όλο και τις σκαλίζω εκεί πού χω συνάξει κάθε λογής μαζώματα ανάκατα ριγμένα κι όμως πάντα σε μένα άρεσε η ιεράρχηση, η τάξη θα πρέπει ίσως να σπαταλήσω χρόνο να βάλω μια σειρά σ αυτήν την αταξία κι εγώ χρόνο δεν έχω ανακάλυψα ένα μικρό παράξενο αντικείμενο. Ένα τόσο δα απομεινάρι από κάτι. Ένα θλιβερό κατάλοιπο κουρνιασμένο στη μοναξιά του ρημαγμένο, αγνώριστο, βυθισμένο στην εγκατάλειψη αφημένο στην τύχη του. Ένα θραύσμα. Αποσκευές θα λέω από δω και πέρα τα φυλαγμένα χρόνια τώρα ενθυμήματά μου Έχω σ εκκρεμότητα άλλως τε ένα ταξίδι ιδιαίτερο και νοιάζομαι για τα υπάρχοντά μου μην τύχει και μου λείψει τίποτα απ ό,τι αγαπώ. Δοκιμασία η όψη του για μένα. Ζητούσε κάτι το μικρό μου θραύσμα; Αναγνώριση; Αποδοχή; Κι ας είναι τόσο δα τώρα που βγήκε απ το σκοτάδι; Ευθύνης μοιρασιά για τον εγκλεισμό του; Δικιωμό; Από γυαλί δεν έμοιαζε να είναι. Ούτε κι από πηλό λογάριαζες πως ήτανε πλασμένο. Πώς κι έτσι το βάφτισα θραύσμα τόσο βιαστικά δεν το κατάλαβα. Ας είναι. Θραύσμα θα το αποκαλώ. 201
203 Το σχήμα του ακαθόριστο. Το χρώμα του απροσδιόριστο. Η υφή του απρόθυμη να με συντρέξει. Σαν νά φταιξα εγώ για την ταπείνωσή του. Εγώ που δεν προστάτευσα την ακεραιότητά του. Εγώ που δεν επρόλαβα τον χαλασμό τον ανελέητο θρυμματισμό του. Βάλθηκα να επεξεργαστώ το εύρημα μήπως αναγνωρίσω την προέλευσή του. Να μάθω, να μου πει, να μου θυμίσει εκείνο τι ήτανε όταν ακόμα χτες είχε δικό του όνομα οντότητα, αυτονομία, αποστολή συγκεκριμένη, προορισμό. Μπορεί και χρέος. Ποια αιτία το αποκόλλησε απ την ολότητά του. Κάποτε σίγουρα δεν μπορεί, ατόφιο θα ταν κάτι. Εμμονή κι αυτή! Να γίνει έγνοια μου ένα ελάχιστο ένα τόσο δα μικρό αντικείμενο ντελικάτο, απρόσωπο, μυστηριώδες λες και ήταν από ματωμένα χέρια σκλάβων αμύθητης αξίας εξωρυχθέν πολύτιμο πετράδι. Μιας εύνοιας χάρισμα αναπάντεχο για να χω λόγους τάχα να επαίρομαι για τη μοναδικότητά του. Εγώ θραύσμα ωστόσο θα το λέω. Αγνοημένο βουβό κι ασήμαντο ώς τώρα να θέλω να μου αποκαλύψει τον σκοπό της ύπαρξής του, που μια ώρα ίσως δύσκολη το ανέσυρα εντελώς τυχαία μέσα από νά το πάλι τις αποσκευές μου που... όλο και τις σκαλίζω. Άραγε επιθυμεί να μιλήσει να ομολογήσει, να μαρτυρήσει χωρίς ενδοιασμούς και φόβο αν ο διαμελισμός από το όλον του υπήρξε βίαιος τραχύς, απρόσμενος, αιφνίδιος; 202
204 Αν η αλλοίωσή του απ του καιρού το πέρασμα ήταν ανώδυνη; Μήπως μαζί μου θύμωσε που έτσι ξαφνικά τάραξα τη γαλήνη του; Που έγινα αδιάκριτη και πάει ο κόπος μου χαμένος; Μήπως μια υποψία είναι αυτή μου φανερώσει ετούτη δώ την ώρα τα επτασφράγιστα εκείνα μυστικά του Αναπόφευκτου για να πλήξει την περιέργειά μου; Μήπως στο συμπαγές του σώμα όσο ακόμα του έχει απομείνει κρύβει χαράγματα συμβολικά που εγώ τώρα που λιγόστεψε το φως μου να διακρίνω δεν μπορώ; Μήπως... μήπως... Φτάνει! Δεν με νοιάζει πια τι ήτανε προτού να γίνει θραύσμα. Ποιος ήτανε ο ένοχος του τότε. Είναι κομμάτι μου και δεν θα το πετάξω. Θα το φυλακίσω όμως ξανά μές στις αποσκευές μου. Να νιώσω ασφαλής. Απροκάλυπτο, μικρόψυχο, ευτελές προσκύνημα στις αυταπάτες Να μείνει εκεί για πάντα σιωπηλό. Είναι κομμάτι μου και δεν θα το πετάξω. Πονάνε οι απώλειες. 203
205 Τάσσος 204
206 Βάσω Κατράκη 205
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει
Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μουσική..............................................11 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΓΧΟΡΔΟ Η αρχοντοπούλα κι ο ταξιδευτής........................15 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΟΥΣΤΟ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ (Αόρατος) ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε στη γη γεννήθηκε το Όνειρο. Το όνομά του δεν ήταν έτσι, όμως επειδή συνεχώς ονειρευόταν, όλοι το φώναζαν Όνειρο. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν σαν
Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,
Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ όνομά της ήταν Μαραλά. Κανένας δεν
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»
ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011
ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη
ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 [3] Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αφιερωμένο στον πατέρα μου Αλκιβιάδη Copyright
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο
4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.
Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»
Ο εγωιστής γίγαντας Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» 2010-2011 Κάθε απόγευμα μετά από το σχολείο τα παιδιά πήγαιναν για να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.
Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση
Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης Στάλες Ποίηση ΣΤΑΛΕΣ Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Σχέδιο βιβλίου: Λαμπρινή Βασιλείου-Γεώργα
μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Δύο Σε μια σπουδαία αρχαία πόλη που την έλεγαν Ουρούκ, ζούσε ένας νεαρός βασιλιάς, ο Γκιλγκαμές. Πατέρας του Γκιλγκαμές ήταν ο βασιλιάς Λουγκαλμπάντα και μητέρα του η
ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό
http://hallofpeople.com/gr/bio/roumi.php ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ Επιλεγμένα ποιήματα γλυκαίνει καθετί πικρό το χάλκινο γίνεται χρυσό το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό οι νεκροί θα αναστηθούν
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Να γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών είμαστε μες στο δικό μας κόσμο Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει Τα πιο
Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ἤ 01ο (01-52) 01-05 Ὁ Λόγος εἶναι Θεὸς καὶ ημιουργὸς τῶν πάντων Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ ἦταν Θεὸς ὁ Λόγος. Αὐτὸς ἦταν στὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα.
Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο
Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Ο Ηλίας ανεβαίνει Ψηλά Ψηλότερα Κάθε Μάρτιο, σε μια Χώρα Κοντινή, γινόταν μια Γιορτή! Η Γιορτή των Χαρταετών. Για πρώτη φορά,
ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.
Α ομάδα ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΜΕΡΑ Ευλογημένη τρεις φορές Του Οκτώβρη αυτή η μέρα, Που διώξανε τους Ιταλούς Απ την Ελλάδα πέρα. Ευλογημένος ο λαός που απάντησε το όχι ευλογημένος ο στρατός που με τη ξιφολόγχη, πάνω στην
Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής
Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η
ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ
ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ Μη µου µιλάς γι' αυτά που ξεχνάω Μη µε ρωτάς για καλά κρυµµένα µυστικά Και µε κοιτάς... και σε κοιτώ... Κι είναι η στιγµή που δεν µπορεί να βγεί απ' το µυαλό Φυσάει... Κι είναι
ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ (Γ ΤΑΞΗ) ΟΝΟΜΑ; ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΜΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ (ρήμα) Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: ΜΕ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΟΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΘΕΛΕΙΣ Βρέχει.
Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37
Περιεχόμενα Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό............. 11 Αν έχεις τύχη..................................... 21 Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς............... 37 7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda:7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda
T: Έλενα Περικλέους
T: 7000 0090 www.greendot.com.cy Έλενα Περικλέους Ο πρασινομπαλίτσας επιστρέφει... γιατί τα παραμύθια λένε πάντα την ΑΛΗΘΕΙΑ Συγγραφή: Έλενα Περικλέους Εποπτεία: Άρτεμις Παλαιογιάννη / Σάκης Θεοδοσίου
Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού
Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού Μακρυνίτσα 2013 Ύµνος της οµάδας της Προσευχής Όµορφη ώρα στο προσευχητάρι αηδόνια, τζιτζίκια και
ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:
ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: 2007-2008 Τάξη: Γ 3 Όνομα: Η μύτη μου είναι μεγάλη. Όχι μόνο μεγάλη, είναι και στραβή. Τα παιδιά στο νηπιαγωγείο με λένε Μυτόγκα. Μα η δασκάλα τα μαλώνει: Δεν
Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius
Μάρτιος 2011 Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΜΑΝΩΛΗ Πολύ παλιά, αιώνες πριν, ο Negru Voda, ο κυβερνήτης της Ρουμανίας, ήθελε να χτίσει ένα μοναστήρι
Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.
Το μαγικό βιβλίο Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια γοργόνα μέσα στα καταγάλανα νερά. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και γίνομαι
ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ Πήγα στην αγορά με τα πουλιά Κι αγόρασα πουλιά Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα λουλούδια Κι αγόρασα λουλούδια Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα σιδερικά
Το παραμύθι της αγάπης
Το παραμύθι της αγάπης Μια φορά και ένα καιρό, μια βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα παιδί τόσο άσχημο που σχεδόν δεν έμοιαζε για άνθρωποs. Μια μάγισσα που βρέθηκε σιμά στη βασίλισσα την παρηγόρησε με τούτα
Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου
Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου Μακρυνίτσα 2008 Ύµνος της οµάδας των Αρχαγγέλων Στον κόσµο που όλοι νιώθουν µοναξιά Η Αγάπη Του υπάρχει και ελπίζω Κι αν έφυγα
Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων
Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Το τελευταίο όνειρο της γέρικης βελανιδιάς Κάπου σε κάποιο δάσος, εκεί στον λόφο που βρίσκονταν κοντά σε μια πλατιά
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»
4 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2015-2016 2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» «Πρόσεχε τι πετάς, είναι η
Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Το ημερολόγιο: «ημέρα της αποχώρησης Αγαπημένο μου
Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.
Αποστόλη Λαμπρινή (brines39@ymail.com) ΔΥΝΑΜΗ ΨΥΧΗΣ Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Θα σε χτυπάνε, θα σε πονάνε,
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Λέγε-λέγε λόγια Λέγε-λέγε λόγια, - πώς να σου το πω - όταν σε ακούω κόβομαι στα δυό! Λέγε-λέγε κι άλλα, λέγε ως την αυγή, 1 / 17 όνειρα μεγάλα κάνουν οι
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Κωνσταντίνα Τσαφαρά Αγαπημένο μου ημερολόγιο, Πάνε δέκα χρόνια που λείπει ο σύζυγός μου, ο Οδυσσέας. Τον γιο του τον άφησε μωρό και τώρα έχει γίνει πια ολόκληρος άντρας και
ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.
ιστορίες της 17 ιστορίες της Πρωτοχρονιάς Παραμύθια: Βαλερί Κλες, Έμιλι-Ζιλί Σαρμπονιέ, Λόρα Μιγιό, Ροζέ-Πιερ Μπρεμό, Μονίκ Σκουαρσιαφικό, Καλουάν, Ιμπέρ Μασουρέλ, Ζαν Ταμπονί-Μισεράτσι, Πολ Νέισκενς,
ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ
Πέρος Ζαχαρίας Ζαχαρίας Πέρος ψευδώνυμο, του σπουδαστή της Αντιρύπανσης Ζαχαρία Περογαμβράκη. Στην Κοζάνη ασχολήθηκε με το Θέατρο σαν ερασιτέχνης ηθοποιός σε αρκετές παραστάσεις, συμμετείχε σε μία ταινία
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ Ευτυχής που ποθεί και που νοιάζεται Την πατρική γη να φυλάξει, Το γενέθλιο αγέρι, Στο χώμα του να ανασαίνει Που με γάλα ή ξερό ψωμί τρέφεται Και στους φίλους του πάει στολισμένος
Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία
Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Πικρίδου-Λούκα. 2014 Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε
ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ
ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ 1 Πάλης ξεκίνηµα Πάλης ξεκίνηµα νέοι αγώνες οδηγοί της ελπίδας Όχι άλλα δάκρυα κλείσαν οι τάφοι λευτεριάς λίπασµα Λουλούδι φωτιάς βγαίνει στους τάφους µήνυµα στέλνουν Απάντηση
ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr
ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια
Τα παραμύθια της τάξης μας!
Τα παραμύθια της τάξης μας! ΟΙ λέξεις κλειδιά: Καρδιά, γοργόνα, ομορφιά, πυξίδα, χώρα, πεταλούδα, ανηφόρα, θάλασσα, φάλαινα Μας βοήθησαν να φτιάξουμε αυτά τα παραμύθια! «Χρυσαφένια χώρα» Μια φορά κι έναν
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Δεν είσαι εδώ Τα φώτα πέφταν στην πλατεία, η πόλις ένα σκηνικό και δεν είσαι δώ! Κρατάω μια φωτογραφία στην τσέπη μου σαν φυλακτό και δεν είσαι δώ! Στους
Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.
Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: 1953 Αριθμός δίσκου: Kal-301 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=9248 Απόψε μες, απόψε μες στο καπηλειό που τα μπουζού-, που τα μπουζούκια
Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''
1 2 Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 3 Τα λουλούδια χωρίς όνομα, τα έχει ο καθένας από μας, αλλά δεν το ξέρουμε. Δεν μας μαθαίνουν τίποτα και ψάχνουμε μόνοι μας άσκοπα να βρούμε κάτι, για να
Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑΣ ΠΑΡΕΑΣ ΠΑΙΔΙΩΝ Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι. Αμέσως χάρηκαν πολύ, αλλά κι απογοητεύτηκαν ταυτόχρονα όταν έμαθαν ότι θα ήταν ένα
ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι
ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ Α 1 2017-2018 6 ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου Περιλήψεις βιβλίων που έχουν διαβάσει τα παιδιά από τη σειρά «μικρές καληνύχτες». Η Τρίτη μάγισσα Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι Μου έκανε εντύπωση
Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας
ΘΥΜΑΜΑΙ; Πρόσωπα Ήρωας: Λούκας Αφηγητής 1: Φράνσις Παιδί 1: Ματθαίος Παιδί 2: Αιµίλιος Βασίλης (αγόρι):δηµήτρης Ελένη (κορίτσι): Αιµιλία Ήλιος: Περικλής Θάλασσα: Θεοδώρα 2 ΘΥΜΑΜΑΙ; CD 1 Ήχος Θάλασσας Bίντεο
Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά
1 Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά με τη μουσούδα μου στο πρόσωπό της, τόσο όσο χρειαζόταν
Kangourou Greek Competition 2014
Thales Foundation Cyprus P.O. Box 28959, CY2084 Acropolis, Nicosia, Cyprus Kangourou Greek Competition 2014 Level 3 4 Γ - Δ Δημοτικού 15 Νοεμβρίου/November 2014 10:00 11:15 Ερωτήσεις 1 12 = 3 βαθμοί η
«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»
«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ» ΤΑΞΗ Γ1 2 ο Δ Σ ΓΕΡΑΚΑ ΔΑΣΚ:Αθ.Κέλλη ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Κατά τη διάρκεια της περσινής σχολικής χρονιάς η τάξη μας ασχολήθηκε με την ανάγνωση και επεξεργασία λογοτεχνικών βιβλίων
Μια φορά κι έναν καιρό
Χριστουγεννιάτικο παραμύθι; Μια φορά κι έναν καιρό Αλλά μήπως δεν ήταν μια φορά κι έναν καιρό, μα μόλις χτες; Ή μήπως όλα αυτά που θα σας αφηγηθώ γίνανε πριν από λίγα μόνο χρόνια; Τι να σας πω κι εγώ;
Η γυναίκα με τα χέρια από φως
ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια
Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.
Αιγαίο πέλαγος Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό. Και διάσπαρτα ήταν τα νησιά μέσα σε βαθύ γαλάζιο και τα σπίτια πλασμένα από το χέρι του
Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν
Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν άνδρα που τον έλεγαν Ιωσήφ. Οι γονείς της, ο Ιωακείμ και
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ! Δ ΤΑΞΗ 3 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΙΣΩΝΙΑΣ ΣΕΣΚΛΟΥ Όλοι χρειαζόμαστε τη βοήθεια όλων Μια φορά κι έναν καιρό, μια
Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα
Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ Συγγραφέας: Μαρία Παπαδοπούλου Στην πλαγιά ενός βουνού, μπροστά από μια μεγάλη φουντωτή βελανιδιά, ζούσε ένα μικρό λουλούδι. Ηλιάνθη ήταν το όνομά της και της ταίριαζε πολύ γιατί τα πέταλά
κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος
14 Φτάνοντας λοιπόν ο Νικήτας σε μια από τις γειτονικές χώρες, εντυπωσιάστηκε από τον πλούτο και την ομορφιά της. Πολλά ποτάμια τη διέσχιζαν και πυκνά δάση κάλυπταν τα βουνά της, ενώ τα χωράφια ήταν εύφορα
Κατερίνα Κατράκη. Παράθυρο. Ποίηση
Κατερίνα Κατράκη Παράθυρο Ποίηση ΠΑΡΑΘΥΡΟ Κατερίνα Κατράκη Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Χαρακτικό εξωφύλλου - Προμετωπίδα: Βάσω Κατράκη Σχεδιασμός
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις µικρές γοργόνες και ήταν πολύ ευτυχισµένος. Όµως, ήταν
Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας Πιστοποίηση Επάρκειας της Ελληνομάθειας 18 Ιανουαρίου 2013 A2 Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου Διάρκεια Εξέτασης 30 λεπτά Διάρκεια Εξέτασης 30 λεπτά Ερώτημα 1 (7 μονάδες) Διαβάζετε
Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού
Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού Μακρυνίτσα 2009 Ύμνος της ομάδας «Στη σκέπη της Παναγίας» Απ τα νησιά τα ιερά στην Πάτμο φτάνω ταπεινά απ τα νησιά όλης της γης ακτίνες ρίξε
ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά
ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Τρίγωνα, κάλαντα, σκόρπισαν παντού κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού, τρίγωνα κάλαντα μες στη γειτονιά ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά Άστρο φωτεινό, θα βγει γιορτινό μήνυμα
Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.
Τάξη: Γ Τμήμα: 2ο Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Θέμα :Τι θέλω να αλλάξει στον κόσμο το 2011. Το έτος 2010 έγιναν πολλές καταστροφές στον κόσμο.
VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.
VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Βιβλίου: Στις ράγες της μνήμης Συγγραφέας: Ιωάννης
Τζιορντάνο Μπρούνο
http://hallofpeople.com/gr/bio/bruno.php Τζιορντάνο Μπρούνο Αποσπάσματα από έργα του (Την εποχή που εκκλησία και επιστήμη θεωρούσε υποδεέστερο το γυναικείο φύλο, ο Μπρούνο έγραψε): Εξετάστε λίγο την αλήθεια,
Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά
Ελάτε να ζήσουμε τα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Χριστούγεννα (μέσα από ιστορίες και χριστουγεννιάτικα παιχνίδια) 1 Στόχοι: Μέσα από διάφορες
ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.
ΣΤΡΑΓΓιΣΜΑ ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ, ΠΟΥ ΕΣΥ Κι Η ΑΔΕΛΦΗ ΣΟΥ ΛΕιΠΑΤΕ, ΤΗΣ ΤΑ 'ΠΑ ΟΛΑ. ΜΕ ΑΚΟΥΓΕ ΣΟΒΑΡΗ.
Copyright Φεβρουάριος 2016
ΣΤΙΓΜΕΣ Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής
Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης
ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΦΕΥΡΕΤΕΣ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Αϊνστάιν Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης Περιεχόµενα Κεφάλαιο 1:...3 Κεφάλαιο
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας
Ένα μωρό που το πέταξαν, γιατί κάποιος χρησμός έλεγε ότι μεγαλώνοντας θα σκοτώσει τον πατέρα του, έγινε μετά από χρόνια ο βασιλιάς της Θήβας, Οιδίποδας. Χωρίς να φταίει, έφερε καταστροφή, και το χειρότερο,
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)
http://hallofpeople.com/gr/bio/saxtouris.php ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) Ομορφιά Ράντισε την ασκήμια μ ομορφιά πήρε μια κιθάρα πήρε ένα ποτάμι πλάι πλάι Τραγουδώντας
Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018
Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 by Rena Mavridou Αγαπητή Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη, πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή
Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.
Το σπίτι μου Ένα σπίτι θα χτίσω στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί. Ένα σπίτι θα χτίσω μακριά στην θάλασσα να σου το κύμα που θα
«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»
«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ τι πιστεύω για την εξαφάνιση, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο. Όχι,
Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος
Ιστορίες που ζεις δυνατά Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος Στο τώρα Έχω δώσει τόσες υποσχέσεις που νομίζω ότι έχω χάσει το μέτρημα. Δεν είναι που λέω ψέματα όταν δεν τις τηρώ, είναι
Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά
Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Πριν πολλά χρόνια, ζούσε σε μια πόλη της Ναζαρέτ μια νέα και καλή γυναίκα που την
Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας
Έρικα Τζαγκαράκη Τα Ηλιοβασιλέματα της μικρής Σταματίας στην μικρη Ριτζάκη Σταματία-Σπυριδούλα Τα Ηλιοβασιλέματα της μικρής Σταματίας ISBN: 978-618-81493-0-4 Έρικα Τζαγκαράκη Θεσσαλονίκη 2014 Έρικα Τζαγκαράκη
Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη
Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη Επιμέλεια εργασίας: Παναγιώτης Γιαννόπουλος Περιεχόμενα Ερώτηση 1 η : σελ. 3-6 Ερώτηση 2 η : σελ. 7-9 Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 2 Ερώτηση 1 η Η συγγραφέας
«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»
ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 «Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» (Πόντος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια
Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη
Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού Σχολείο Ετος: 2013-2014 Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη γιαγιά μου Όνομα Μαθήτριας: Νικολέττα Χρίστου Τάξη: Γ 4 Όνομα Καθηγήτριας: Σταυρούλας Ιωάννου Λεμεσός
Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη
Συγγραφέας Ραφαέλα Ρουσσάκη Εικονογράφηση Αμαλία Βεργετάκη Γεωργία Καμπιτάκη Γωγώ Μουλιανάκη Ζαίρα Γαραζανάκη Κατερίνα Τσατσαράκη Μαρία Κυρικλάκη Μαριτίνα Σταματάκη Φιλία Πανδερμαράκη Χριστίνα Κλωνάρη
ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)
http://hallofpeople.com/gr.php?user=κοέν%20λέοναρντ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ Στίχοι τραγουδιών του Από το http://lyricstranslate.com/el/leonard-cohen-lyrics.html (Ain t no cure for love) Σε αγαπούσα για πολύ, πολύ
Σελίδα 1 Σελίδα 2 Το παρόν έργο είναι πνευματική ιδιοκτησία της συγγραφέα και προστατεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου 2121/1993 και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν και
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: 1. Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) 2. Αφηγητής 2 3. Αφηγητής 3 4. Παπα-Λάζαρος 5. Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) 6. Παιδί 2 7. Παιδί 3 8. Παιδί 4 9. Παιδί 5 10. Μητέρα
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr
1 ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΙΝΔΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ 2016 και τη Δράση Saferinternet.gr Τα δύο ποιήματα που επιλέχθηκαν και στάλθηκαν στη δράση Στο διαδίκτυο Στο διαδίκτυο αν
Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του
Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό ψαροχώρι, ένας ψαράς πήγαινε κάθε βράδυ στη θάλασσα και έριχνε τα δίχτυα του στο νερό. Όταν ο άνεμος φυσούσε από τη στεριά,
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μπήκα στο χωριό, νύχτωνε πια, οι πόρτες όλες σφαλιχτές, μες στις αυλές τα σκυλιά μυρίστηκαν
Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15
ΜΑΘΗΜΑ 3ο Γένεσις 4,1-15 Κάιν καί Ἄβελ Σέ κάποιους ναούς -ἴσως τό ἔχετε δεῖ- εἶναι ζωγραφισμένο πάνω ἀπό τήν Ὡραία Πύλη ἕνα μεγάλο μάτι. Ξέρετε γιατί; Γιά νά μᾶς θυμίζει μιά μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι ὁ Θεός
Έρωτας στην Κασπία θάλασσα
1 Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 3 Mona Perises ISBN: Email: monaperises@yahoo.com 4 Mona Perises Έρωτας στην Κασπία θάλασσα Μυθιστόρημα - Μέρος δεύτερο Mona Perises Ελλάδα Ιράν/Περσία Ελλάδα 5 Τι είναι η
ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ
Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ Μαρία Αγγελίδου ΤΑΞΙ ΙΑ Σ ΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή EK ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΞΙ ΙΑ ΣΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΚΑΙ
Ξεκίνησα τεχνοκράτισσα... Να υπολογίζω νούμερα και αριθμούς... Τα πάντα να είναι λογική και υπολογισμοί... Αυτά συνήθως φέρνουν και απαισιοδοξία.
Λίγα λόγια... Ξεκίνησα τεχνοκράτισσα... Να υπολογίζω νούμερα και αριθμούς... Τα πάντα να είναι λογική και υπολογισμοί... Αυτά συνήθως φέρνουν και απαισιοδοξία. Στην πορεία άρχισα να αλλάζω. Όχι πώς δεν
Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.
Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Κάθεται στο παράθυρο του δωματίου της και σκέφτεται, στεναχωρημένη τους παλιούς της φίλους και συμμαθητές.
Αγγελική Δαρλάση. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Αγγελική Δαρλάση Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΦΤΕΡΑ Αγγελική Δαρλάση Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή Διόρθωση: Αντωνία Κιλεσσοπούλου 2010, Εκδόσεις Κυριάκος Παπαδόπουλος
ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
12 o Δημ. Σχ. Αθηνών Τάξη Δ 7/4/2014 ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ Α. ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ Β. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ 1. 2. Συμπληρώνω τα κενά με Παρακείμενο ή Υπερσυντέλικο: Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι... (αναπτύσσω)
Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό
Ημερομηνία 9/6/2016 Μέσο Συντάκτης Link http://plusmag.gr/ Αλεξάνδρα Παναγοπούλου http://plusmag.gr/article/%cf%84%ce%b1%ce%bd_%cf%86%ce%b5%ce%b3%ce%bf%cf %85%CE%BD_%CF%84%CE%B1_%CF%83%CE%BD%CE%BD%CE%B5%CF%86%CE%B1_%CE%B
ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.
ΕΙΝΑΙ ΑΤΥΧΙΑ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Νούρου Εγώ Κουάμι ο αδερφός μου Ράζακ ένας φίλος που συναντήσαμε στον δρόμο Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για
ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake)
http://hallofpeople.com/gr/bio/ουίλιαμ-μπλέηκ.php ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake) ΟΙ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ (επιλεγμένες) Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης (The Marriage of Heaven and Hell, 1793), έργο
Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...
Ο γιος του ψαρά κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... ια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς που δεν είχε παιδιά. Κάποια μέρα, εκεί που πήγαινε με