ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ I ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ. τ. I: Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης
|
|
- Ποσειδώνιος Λαγός
- 7 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 Τομέας Ιδιωτικού Δικαίου Κωνσταντίνος Σ. Μπότσαρης Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ Παναγιώτης Σ. Γιαννόπουλος Λέκτορας Νομικής Σχολής ΔΠΘ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ I ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ τ. I: Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης Ακ. έτος
2 Μότσαρης/Γιαννόττουλος 2
3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 Εισαγωγή Η δίκη ως έννομη σχέση Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης Προϋποθέσεις που αφορούν στο δικαστήριο Προϋποθέσεις που αφορούν στους διαδίκους Προϋποθέσεις που αφορούν στο αντικείμενο της δίκης Ειδικές διαδικαστικές προϋποθέσεις Διαδικαστικά κωλύματα Έρευνα διαδικαστικών προϋποθέσεων και διαδικαστικών κωλυμάτων Συνέπειες ελλείψεως των διαδικαστικών προϋποθέσεων Προϋποθέσεις παραδεκτού της συζητήσεως 8 2 Η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων Έννοια δικαιοδοσίας - διακρίσεις Ιδιωτικές διαφορές (1 περ. α' ΚΠολΔ) Έννοια και στοιχεία ιδιωτικής διαφοράς Διάκριση ιδιωτικών διαφορών από τις διοικητικές Αμφισβητούμενες περιπτώσεις υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων Διοικητικές διαφορές (1 περ. δ) Υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (1 περ. β) Υποθέσεις δημοσίου«δρκ8ί?>0{*?τερ. γ) Σχέσεις της πολιτι^ς δ^ρ^ίά^με τις υπόλοιπες Σχέση πολιτικές -^i^g^k δικαιοδοσίας Σχέση πολιτικής 4ττθΜ^^^κα ρδοσίας 15 3 Διεθνής δικαιοδοσία των ^$ίκω^γ >ικα τηρίων Έννοια - διακρίσε^ΐψί Κριτήριο καθορισμοίί>δ}εθνούς-^καιοδοσίας: αρχή της εδαφικότητας Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας Η διεθνής δικαιοδοσία στο κοινοτικό δίκαιο Σύμβαση Βρυξελλών του 1968/1978/ Κανονισμός Βρυξέλλες Γενικά χαρακτηριστικά του ΚανΒρ Πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρ I και βασικά χαρακτηριστικά του Πεδίο εφαρμογής Κανονισμού 2201/ Πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 4/ Ετεροδικία 23 4 Αρμοδιότητα Έννοια Λειτουργική και καθ' ύλην αρμοδιότητα Λειτουργική αρμοδιότητα Ο κανόνας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας Καθ' ύλην αρμοδιότητα των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων Συνήθης λόγω ποσού αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου και του μονομελούς πρωτοδικείου Υπολογισμός της οικονομικής αξίας του αντικειμένου της δίκης Αντικείμενο υπολογισμού Κρίσιμος χρόνος υπολογισμού Θέματα αποδείξεως Ειδικές ρυθμίσεις για τα εμπράγματα δικαιώματα και διαρκείς ενοχικές σχέσεις 28 Μότσαρης/Γιαννόουλος 3
4 4.6 Εξαιρετική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου Αγροτικές διαφορές (15 αριθ. 1,2,4,6,13) Διαφορές γειτονικού δικαίου (15 αριθ. 3) Διαφορές από αμοιβές για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών (15 αριθ. 7-9,11, 12) Ενδοσωματειακές διαφορές Εξαιρετική αρμοδιότητα ειρηνοδικείου σε υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας Εξαιρετική αρμοδιότητα ειρηνοδικείου για την εγγραφή συναινετικών προσημειώσεων υποθήκης Εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου Εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αποκλειστική αρμοδιότητα μονομελούς πρωτοδικείου Αρμοδιότητα μονομελούς πρωτοδικείου ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου Καθ' ύλην αρμοδιότητα πολυμελούς πρωτοδικείου Καθ' ύλην αρμοδιότητα εφετείου Αρμοδιότητα Αρείου Πάγου 37 5 Η κατά τόπον αρμοδιότητα Έννοια και διακρίσεις Γενικές δωσιδικίες Κατοικία ή διαμονή εναγομένου Διαμονή εναγομένου Έδρα νομικών προσώπων Έλληνες υπάλληλρν^<! Αόμήνοι στην αλλοδαπή Δικηγόροι και Δημόσιοι υπά$ληλ ^ι ^^^^τιο^ικοί εν ενεργεία Η γενική κατά τόπον δ^μ^^^^ι ego πλαίσιο του ΚανΒρ I Ειδικές δωσιδικίες.... * Διακρίσεις Αποκλειστικές ειδι^ δωσιδ^ες Άλλες αποκλειστικές δικαιοδοτικές βάσεις στα όρια του Συντρέχουσες ειδικές δωσιδικίες...r.48 Δικαίωμα επιλογής μεταξύ των περισσότερων αρμόδιων δικαστηρίων Παρέκταση της κατά τόπον αρμοδιότητας Εσωτερικό δίκαιο Συμφωνίες παρεκτάσεως υπό τον ΚανΒρ I 58 7 Πρόσθετες δικαιοδοτικές βάσεις στο πλαίσιο του Κανονισμού Βρυξέλλες I Υποθέσεις ασφαλίσεων Υποθέσεις καταναλωτών Εργατικές διαφορές 61 8 Έρευνα της αρμοδιότητας και συνέπειες αναρμοδιότητας Αυτεπάγγελτη έρευνα αρμοδιότητας Συνέπειες αναρμοδιότητας: παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο Έννομες συνέπειες της αποφάσεως περί παραπομπής 63 9 Ικανότητα δικαστικής παράστασης και δικολογείν των διαδίκων Έννοια διαδίκου Ικανότητα διαδίκου Ικανότητα δικαστικής παραστάσεως Νομιμοποίηση Έννομο συμφέρον Δικαστική πληρεξουσιότητα - ικανότητα του δικολογείν 70 Μότσαρης/Γιαννόουλος 4
5 1 Εισαγωγή 1.1 Η δίκη ως έννομη σγέση Η θεώρηση του θεσμού της δίκης μπορεί να γίνει, κατ' αρχήν, από την οπτική γωνία της διαδικασίας. Ως τέτοια νοείται το σύνολο των διαδικαστικών πράξεων των διαδίκων και του δικαστηρίου, που κατευθύνονται στην επίτευξη του σκοπού της δίκης, στην παροχή δηλαδή της ζητούμενης έννομης προστασίας. Παράλληλα, με την έναρξη της διαδικασίας, αναπτύσσονται μεταξύ των μετεχόντων σ' αυτή μια σειρά από δικονομικές έννομες σχέσεις, σχέσεις, δηλαδή, που οφείλουν τη γέννηση τους στην ίδια τη δυναμική της διαδικασίας και όχι στη μεταξύ των μετεχόντων ύπαρξη κάποιου ουσιαστικού δικαίου δεσμού. Το σύνολο των έννομων αυτών σχέσεων, που δημιουργούνται μεταξύ των υποκειμένων της διαδικασίας, συγκροτεί την έννομη σχέση της δίκης. Υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης είναι το δικαστήριο και οι δύο διάδικοι (ενάγων, εναγόμενος). Οι διάδικοι έχουν την αξίωση να υποβάλλουν στο πλαίσιο του νόμου τα αιτήματα τους και να υπερασπισθούν τις απόψεις τους. Το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να τις ακούσει, να εκτιμήσει τους ισχυρισμούς τους και να απαντήσει, εκδίδοντας απόφαση διαφορετικά αρνησιδικεί. Έναντι του δικαστηρίου έχουν όμως και οι διάδικο^ι^^ριμένες δικονομικές υποχρεώσεις, π.χ. να επιχειρούν καλόπιστα τις δ^αβιρ^^ές φράξεις (116 1 ). Κατά κανόνα οι διαδικαστικές πράξεις του διαδ^ου/^^^^ν^αποδέκτη τον αντίδικο αλλά το δικαστήριο. Ωστόσο, στο πλαίσιο^ δικαιώματα και υποχρεώσεις εξυφαίνονται και μεταξύ των δι^δίιφ^π^ψπ.β η υποχρέωση καταβολής των δικαστικών εξόδων (176 επ.), η είτιδ^ιξεως εγγράφων (450 επ.) κ.λπ. Η δίκη, συνεπώς, παριστά έννομη &κέί?η' τριμερή (ή πολυμερή αν διευρυνθεί με παρέμβαση τρίτου), δημοσίου δικαίου στην οποία τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις συνδέουν και τους τρεις φορείς της δίκης (δικαστή, ενάγοντα, εναγόμενο) ανά ζεύγη. 1.2 Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις Tnc δίκης Ο νομοθέτης εξαρτά την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας από την πλήρωση σειράς προϋποθέσεων, οι οποίες αποκαλούνται «διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης». Η δικαστική διάγνωση διέρχεται, πράγματι, δύο αλληλοδιάδοχες φάσεις. Το πολιτικό δικαστήριο ερευνά πρώτα το παραδεκτό της αιτήσεως δικαστικής προστασίας και μόνον όταν διαπιστώσει τη συνδρομή όλων των αναγκαίων διαδικαστικών προϋποθέσεων, εισέρχεται στην έρευνα της ουσιαστικής της βασιμότητας. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις σκοπεύουν γενικότερα να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας. Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται, οι προϋποθέσεις αυτές «θεσπίζονται από το νόμο, γιατί αποτελούν αφηρημένες εγγυήσεις ορθής δικαστικής αποφάσεως: π.χ. η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως εξασφαλίζει την υπεύθυνη και η νομιμοποίηση την «αρμόδια» προβολή των ισχυρισμών του διαδίκου». Παράλληλα, κάθε μεμονωμένη 1 Αναφορές σε άρθρα στη συνέχεια του κειμένου χωρίς περαιτέρω αναφορά νομοθετικού κειμένου, αφορούν παραπομπή σε άρθρα του ΚΠολΔ. Μττότσαρης/Γιαννόουλος 5
6 προϋπόθεση υπηρετεί και δικούς της σκοπούς. Έτσι η αγωγή π.χ. πρέπει να είναι ορισμένη (216 I) προκειμένου να εξασφαλίσει ασφαλή βάση τόσο για το δικαστήριο σχετικά με το αντικείμενο που θα δικάσει όσο και για το διάδικο, που πρέπει να γνωρίζει το αντικείμενο της αντιδικίας. Σεβασμός και των άλλων δικαιοδοτικών τάξεων επιτυγχάνεται με την καθιέρωση της προϋποθέσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας. Οι προϋποθέσεις της ελλείψεως εκκρεμοδικίας και δεδικασμένου αποσκοπούν πρωτίστως στην αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και στην εξοικονόμηση δικαστικού μόχθου, η προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος προφυλάσσει το δικαστήριο από άσκοπες και προπετείς αιτήσεις κ.λπ. Συστηματικά οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα αν αφορούν στο δικαστήριο, στους διαδίκους ή στο αντικείμενο της δίκης Προϋποθέσεις που αφορούν στο δικαστήριο Στις προϋποθέσεις που αφορούν στο δικαστήριο υπάγονται η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (1, 2, 4), η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων (3, 4, 612, ΚανΒρ I, 2-10 Κανονισμού 2201/2003), η καθ' ύλη (14-17, 18 αριθ. 1, 20, 46 εδ. α', 2) και κατά τόπον αρμοδιότητα (22-44, 46 εδ. α', 2) καθώς και η λειτουργική (12, 18 αριθ. 2, 19, 20 I, 21). Δεν ανήκει στις διαδικαστικές προϋποθέσεις η νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου καθώς και η παράλειψη συμπράξεως του δικαστή, του οποίοκκεγι* AUwin εξαίρεση (52 επ.). * olsm, % Προϋποθέσεις που αφορού ^^^ρ^(θ(κους ο- Q Στις προϋποθέσεις που (^(^pv 1 τους δμϋδίκους υπάγονται: η ύπαρξη και ικανότητα διαδίκου (62), η ι κα ν#τ ) Γκα^ΐΐκ ή ς παραστάσεως και η νόμιμη παράσταση του ενδεχόμενου εκπροσώπου (63-64), καθώς και η νομιμοποίηση. Δεν ανήκει στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης η ικανότητα προς το δικολογείν, αφού, όπως ήδη τονίσθηκε, η έλλειψη της δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της αγωγής, αλλά οδηγεί συνήθως στην ερημοδικία του διαδίκου που παρίσταται χωρίς δικηγόρο, γεγονός που δεν εμποδίζει βέβαια την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας Προϋποθέσεις που αφορούν στο αντικείμενο της δίκης Στις προϋποθέσεις που αφορούν στο αντικείμενο της δίκης υπάγονται: Η εγκυρότητα και τα αναγκαία στοιχεία του εισαγωγικού δικογράφου, λ.χ. της αγωγής (215, 216 1), η έλλειψη εκκρεμοδικίας (222), η έλλειψη δεδικασμένου ( ) και το έννομο συμφέρον (68, 71) Ειδικές διαδικαστικές προϋποθέσεις Ειδικές προϋποθέσεις διατυπώνονται ως προς ορισμένες μορφές δικαστικής προστασίας, λ.χ. ως προς τις αγωγές που επιδιώκουν την παροχή προληπτικής δικαστικής προστασίας (69), ως προς την ανταγωγή (34, 268), ως προς τις Μότσαρης/Γιαννόουλος 6
7 εμπράγματες αγωγές που αφορούν ακίνητα, που απαιτείται η εγγραφή τους σ' ένα μήνα από την κατάθεση τους στα βιβλία διεκδικήσεων (220). 1.3 Διαδικαστικά κωλύματα Εκτός από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, ο νόμος θέτει και άλλα προαπαιτούμενα, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Πρόκειται για τα διαδικαστικά κωλύματα (263), τα οποία έχουν ταχθεί προς το συμφέρον του εναγομένου και γι' αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα, όπως οι διαδικαστικές προϋποθέσεις, αλλά ύστερα από σχετική ένσταση, η οποία, υπό τη νέα εκδοχή του άρθρ. 263 μετά την ισχύ του Ν. 2915/2001, θα πρέπει να υποβάλλεται με τις προτάσεις εντός της προβλεπόμενης γγ αυτές νόμιμης προθεσμίας. Το σπουδαιότερο από τα διαδικαστικά κωλύματα είναι αυτό της υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία (263 στ. β', 264). Σημαντική πρακτική σημασία εμφανίζουν όμως και τα υπόλοιπα: της μη καταβολής της εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδα, που ενδεχομένως επιβλήθηκε από το δικαστήριο στον αιτούντα δικαστική προστασία διάδικο (263 στ. γ', 169, 171, 172) της μη καταβολής της δικαστικής δαπάνης της προηγούμενης δίκης, αν ο ενάγων, που είχε ανακαλέσει προηγουμένως αγωγή του κατά του αυτού εναγομένου, θελήσει να επανέλθει (263 στ. δ', 295 2), της μη παρελεύσεως ακόμη της προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομιάς για τον κληρονόμο, που ενάγεται για απαίτηση κατά της κληρονομιάς (263 ε, 265, βλ. και ΑΚ 1847, παρόδου ακόμη της προθεσμίας εμφανίσεως των προσεπικληθέντων Ομοδίκων ή του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή (263 στ. σ, άρθρ. 266). Στις δικονομικές ενστάσεις του άρθρ. 263 <είνη της ελλείψεως γενικής ή συντρέχουσας ειδικής νόμιμης δωσιδ ρ*: Η κ^τά^όπον αρμοδιότητα δεν εξετάζεται, βέβαια, κατ' ένσταση κι έτσι η διατυ*^η;"?ού ά0$ρ. 263 στ. α' θα μπορούσε ίσως να φανεί αντιφατική. Όμως, εκείνο που ρυθμίζεται από τη διάταξη αυτή δεν είναι γενικά η αρμοδιότητα αλλά η έλλειψη γενικής ή ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας, διαφορετικά επέρχεται σιωπηρή παρέκταση (42) που θα ερευνηθεί αυτεπάγγελτα. Η έγκαιρη ένσταση του εναγομένου απαιτείται, επομένως, για την αποτροπή της σιωπηρής παρεκτάσεως. 1.4 Έρευνα διαδικαστικών προϋποθέσεων και διαδικαστικών κωλυμάτων Η έρευνα των διαδικαστικών κωλυμάτων χωρεί μόνον κατ' ένσταση, ενώ η έρευνα όλων των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης χωρεί όχι μόνον κατ' ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως (73). Η αυτεπάγγελτη έρευνα δεν πρέπει να συγχέεται με την ανακριτική αρχή. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι το δικαστήριο μεριμνά ex officio για την είσοδο στη δίκη των πραγματικών γεγονότων και για την προσαγωγή των κατάλληλων αποδεικτικών μέσων (το καθήκον αυτό το επωμίζονται αποκλειστικά οι διάδικοι), αλλά ότι δεν δεσμεύεται κατά την έρευνα των πραγματικών περιστατικών από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. από τυχόν ομολογία). Κατά γενικό δικονομικό κανόνα, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις (θετικές και αρνητικές) πρέπει να συντρέχουν κατά τη διενέργεια της πράξεως, για το έγκυρο της οποίας απαιτούνται. Η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων ελέγχεται εν τέλει σε κάθε στάση της δίκης (73). Μότσαρης/Γιαννόττουλος 7
8 Αν διαπιστώνεται ότι κάποια διαδικαστική προϋπόθεση απουσιάζει ή παραμένει αδιευκρίνιστο αν αυτή συντρέχει, τότε, η αγωγή, απορρίπτεται κατά κανόνα για τυπικούς λόγους, δηλαδή ως απαράδεκτη, χωρίς λοιπόν έρευνα της ουσιαστικής της βασιμότητας. Η διάκριση παραδεκτού και βασίμου επιβάλλεται όχι μόνο για λόγους συστηματικούς που διευκολύνουν τη διαδικασία, αλλά και για λόγους ουσιαστικούς (ασφάλεια δικαίου κ.λπ.). Καθώς η έρευνα του παραδεκτού προηγείται πάντοτε του βασίμου της αγωγής, το δικαστήριο δεν πρέπει να σπεύδει στην απόρριψη ακόμη και προδήλως αβάσιμης αγωγής, εφόσον εκκρεμεί η έρευνα του παραδεκτού της. Πρόβλημα ανακύπτει όταν αμφισβητείται η ύπαρξη περισσότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων. Σειρά προτεραιότητας στην έρευνα των διαδικαστικών προϋποθέσεων δεν προβλέπεται στο νόμο. Στην πράξη τα δικαστήρια ερευνούν συνήθως πρώτα εκείνη την προϋπόθεση που διαπιστώνεται ταχύτερα και ευκολότερα. Προτείνεται πάντως και η ακόλουθη σειρά: κατ' αρχήν πρέπει να ελέγχεται η νομότυπη άσκηση της αγωγής έπειτα οι προϋποθέσεις που αφορούν στο δικαστήριο με την ακόλουθη σειρά: δικαιοδοσία, διεθνής δικαιοδοσία, καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα. Έπειτα, θα πρέπει να ερευνώνται οι προϋποθέσεις που αφορούν στους διαδίκους, οι προϋποθέσεις που αφορούν στο αντικείμενο και τέλος τα διαδικαστικά κωλύματα. Για μεθοδολογικούς λόγους η σειρά αυτή ακολουθείται στις παρούσες σημειώσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη της ύλης. 1.5 Συνέπειες ελλείψεως των δ ι αδ ^ασ τ^ ών προϋποθέσεων Σε περίπτωση ελλείψεως διαδικαστικής προϋποθέσεως, το δικόγραφο ή διαδικαστική υς απαράδεκτη. Σε ορισμένες περιπτώσεις πάντως, ο νόμος κοθιε^^ιι ηπίδτε^ες συνέπειες. Έτσι, η έλλειψη της καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμοδιότητ& ρεν-ϋυν^άγεται το απαράδεκτο της σχετικής αγωγής, αλλά την παραπομπή της υποθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο (46). Η ύπαρξη, επίσης, εκκρεμοδικίας δεν οδηγεί στην άμεση απόρριψη της (νέας) αγωγής, αλλά στην αναστολή της εκδικάσεως της μέχρι περατώσεως της πρώτης δίκης (222 1). Δυνατότητα θεραπείας ορισμένων τυπικών ελλείψεων προβλέπεται στα άρθρα 67 1, Προϋποθέσεις παραδεκτού της συζητήσεως Από τις διαδικαστικές πρέπει να διακρίνονται σαφώς οι προϋποθέσεις, που εμποδίζουν απλώς τη συζήτηση της αγωγής (συνήθως αταξίες περί την κλήτευση). Το απαράδεκτο της συζητήσεως συνιστά μορφή προσωρινού απαραδέκτου, του οποίου ο έλεγχος προηγείται πάντοτε του ελέγχου του παραδεκτού της αγωγής. Η δραστικότητα του απαραδέκτου της συζητήσεως της αγωγής είναι βέβαια σαφώς ηπιότερης εντάσεως από εκείνη του απαραδέκτου της ίδιας της αγωγής. Όταν το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, δεν εκδίδει οριστική απόφαση που καταλύει την εκκρεμοδικία (όπως συμβαίνει όταν απορρίπτει ως απαράδεκτη την ίδια την αγωγή), αλλά μη οριστική απόφαση. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις και τα διαδικαστικά κωλύματα συνθέτουν το δικονομικό αντικείμενο της δίκης. Η έρευνα του δικονομικού αντικειμένου αποβαίνει αναγκαία, ώστε το δικαστήριο να προχωρήσει στην κατ' ουσία έρευνα της διαφοράς. Μότσαρης/Γιαννόουλος 8
9 2 Η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων 2.1 Έννοια δικαιοδοσίας - διακρίσεις Δικαιοδοσία καλείται η εξουσία της πολιτείας να παρέχει έννομη προστασία. Η εξουσία αυτή ανατίθεται στα δικαστήρια. Ο όρος δικαιοδοσία χρησιμοποιείται υπό δύο έννοιες: υπό τη στενή, που περιορίζεται στη stricto sensu απονομή της δικαιοσύνης και υπό την ευρεία, που συμπεριλαμβάνει και τη διοίκηση της δικαιοσύνης. Η δικαιοδοσία υπό την στενή του όρου έννοια, διακρίνεται περαιτέρω με κριτήριο τον κλάδο του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο αφορά η δικαιοδοτική επέμβαση, σε πολιτική ή αστική, διοικητική, ποινική, εκκλησιαστική, αντίστοιχα δε και τα δικαστήρια διακρίνονται σε πολιτικά, διοικητικά, ποινικά κ.ο.κ. Με κριτήριο τη φύση των υπαγόμενων υποθέσεων, αλλά και το χαρακτήρα της δικαστικής επεμβάσεως, η δικαιοδοσία διακρίνεται σε αμφισβητούμενη και εκούσια, ενώ με κριτήριο τον εθνικό ή υπερεθνικό ή διαπολιτειακό αντίστοιχα χαρακτήρα των διαφορών, που υπάγονται στη δικαιοδοτική εξουσία ενός κράτους, η δικαιοδοσία διακρίνεται σε εσωτερική και διεθνή. Στον ΚΠολΔ η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων οριοθετείται στα άρθρα 1 και 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό και με το άρθρο 94 Συντ. Κατά το άρθρο 1 στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται α) Οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σ 1 αυτά, γ) οι υποθέσεις δημόσιου δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά. Ειδικότερα: 2.2 Ιδιωτικές διαφορές (1 περ^^ολδ^ ** Έννοια και στοιχεία ιδιωτικής διαφοράς Ως ιδιωτικού δικαίου διαφορές χαρακτηρίζονται οι έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου, που έχουν διαταραχθεί και χρήζουν δικαστικής προστασίας. Όταν διαμορφώνεται πραγματική κατάσταση, που δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του ιδιωτικού δικαιώματος, προκύπτει ιδιωτικού δικαίου διαφορά, η οποία επιλύεται αυθεντικά (δηλαδή με δύναμη δεδικασμένου) από τα πολιτικά δικαστήρια 9. Για την έννοια της διαφοράς αρκεί αντικειμενική δυσαρμονία μεταξύ του περιεχομένου του δικαιώματος προς την πραγματική κατάσταση. Υφίσταται έτσι διαφορά και όταν ο εναγόμενος αναγνωρίζει την υποχρέωσή του, αλλά αδυνατεί λ.χ. να την εκπληρώσει. Η έριδα ή η αμφισβήτηση προκαλεί μεν πάντοτε διαφορά, δεν ανήκει, ωστόσο, στα απαραίτητα στοιχεία της διαφοράς. Απαραίτητο στοιχείο για την έννοια της διαφοράς είναι και η ύπαρξη της κατά τα ανωτέρω ανωμαλίας δικαίου στις σχέσεις δύο τουλάχιστον προσώπων. Στοιχείο τέλος της (ιδιωτικής) διαφοράς είναι και η προσφυγή στα δικαιοδοτικά όργανα της πολιτείας. Αν ο βλαπτόμενος εφησυχάσει, δεν δημιουργείται διαφορά. Η φύση της διαφοράς προσδιορίζει και τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας ως εκ τούτου τα πολιτικά δικαστήρια μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα αποκλειστικά ως προς διαφορές και υποθέσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους. Μττότσαρης/αννόττουλος 9
10 2.2.2 Διάκριση ιδιωτικών διαφορών από τις διοικητικές Κατά ρητή πρόβλεψη του Συντάγματος (94 2 Συντ.) οι ιδιωτικές διαφορές εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Δεδομένου του συνταγματικού υπόβαθρου της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων αποκλείεται κατ' αρχήν η αφαίρεση από την ύλη τους, ιδιωτικών διαφορών και η υπαγωγής τους σε δικαιοδοτικά όργανα άλλων κλάδων ή κατά μείζονα λόγο, σε διοικητικά όργανα. Κατ' εξαίρεση για λόγους ενότητας της νομολογίας προβλέφθηκε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 (94 3 Συντ) η παροχή δυνατότητας στον κοινό νομοθέτη να αναθέτει την εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια και αντιστρόφως. Ο νομοθέτης έκανε πρόσφατα χρήση της διακριτικής ευχέρειας αυτής, υπάγοντας στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όλες τις διαφορές που αφορούσαν αποζημίωση οποιασδήποτε μορφής για ζημίες που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο, ακόμη και όταν αυτές είχαν προκληθεί από όχημα του Δημοσίου ή ΟΤΑ (48 1 Ν. 3900/2010). Όταν η διατάραξη αφορά έννομες σχέσεις αποκλειστικά μεταξύ ιδιωτών, ο χαρακτηρισμός της διαφοράς ως ιδιωτικής αποτελεί μονόδρομο. Όταν όμως στην κλονισθείσα έννομη σχέση συμμετέχει το Δημόσιο ή άλλο ν.π.δ.δ. τα πράγματα περιπλέκονται. Η δημόσια διοίκηση συνάπτει συμβάσεις με τους διοικουμένους, που δεν θα διέφεραν σε τίποτε από τις καταρτιζόμενες μεταξύ ιδιωτών, ενώ στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα λειτουργούν ακόμη οργανισμοί κοινής ωφέλειας με τη μορφή ν.π.ι.δ., δημόσιες δηλαδή επιχειρήσεις, που δρουν με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Θα χαρακτηρισθούν ως ιδιωτικές οι διαφορές που ανακύπτουν από τη δράση αυτή της δημόσιας διοικήσεως ή θα παραμείνουν στον κύκλο των διοικητικών διαφορών. Αν και η διάκριση ιδιωτικών - διοικητικών διαφορών εδράζεται προεχόντως στο άρθρο 94 Συντ, το Σύνταγμα δεν παρέχει νομοθετικό ορισμό της ιδιωτικής ή διοικητικής διαφοράς. Η αναζήτηση ασφαλούς χαρακτηριστικού γνωρίσματος εξακολουθεί να στασιάζεται τόσο στην επιστήμη, όσο και στη νομολογία. Το ΣτΕ προκρίνει το χαρακτηρισμό της διαφοράς ως διοικητικής όταν προκύπτει μεταξύ της πολιτείας ή ενός ν.π.δ.δ. και του διοικουμένου, από πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια διοικητικού οργάνου, που συναρτάται με την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Αντίθετα, ο Άρειος Πάγος και τα πολιτικά δικαστήρια, δίνουν έμφαση στο στοιχείο της δημόσιας εξουσίας μόνον όταν το διοικητικό όργανο δρα στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιώντας την ειδική, κατά νόμον υπερέχουσα, θέση του έναντι των άλλων υποκειμένων Αμφισβητούμενες περιπτώσεις υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων γνώμη, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων οι ακόλουθες κυριότερες διαφιλονικούμενες περιπτώσεις Διοικητικές συμβάσεις Οι διαφορές από συμβάσεις έργου, όταν κύριος του έργου είναι ν.π.ι.δ., έστω και αν αυτό είναι δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση ή ανήκει στο Δημόσιο και και οι διαφορές που προέρχονται από σύμβαση μεταξύ ν.π.δ.δ. και ιδιώτη, έστω και αν αυτή διέπεται από τη νομοθεσία εκτελέσεως δημόσιων έργων, υπό τον όρο ότι το έργο δεν προορίζεται να εξυπηρετήσει δημόσιο σκοπό. Μττότσαρης/αννόττουλος 10
11 Διοικητική εκτέλεση Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, υπάγονται και διαφορές που απορρέουν από την εκτέλεση υπέρ του Δημοσίου κατά τον ΚΕΔΕ, όταν η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο εκτελεστός τίτλος του Δημοσίου υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο (μισθώματα, δάνειο, κατάπτωση εγγυήσεως και αντίστοιχες προσαυξήσεις). Όταν ο τίτλος εκτελέσεως του Δημοσίου στηρίζεται σε απαιτήσεις αναγόμενες τόσο στο ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο δίκαιο, η δικαιοδοσία καθορίζεται από την προέχουσα στον τίτλο απαίτηση, δηλαδή από εκείνη που υπερτερεί ποσοτικώς. Στα πολιτικά δικαστήρια δικάζεται ακόμη και η ανακοπή του τρίτου ιδιώτη, που διαφιλονικεί κατά το άρθρ. 74 ΚΕΔΕ δικαίωμα κυριότητας σε ακίνητο, το οποίο κατασχέθηκε από το Δημόσιο, έστω και για δημοσίου δικαίου αξιώσεις του. Τέλος, όταν το Δημόσιο αναγγέλλεται σε εκτέλεση που επισπεύδεται κατά τους κανόνες του ΚΠολΔ, έστω και για απαίτηση του απορρέουσα από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, τα ένδικα βοηθήματα των ανακοπών κατά του πίνακα κατάταξης υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ανεξάρτητα από το κατά πόσον ασκούνται από το Δημόσιο κατά τρίτου, ιδιώτη δανειστή ή αντιστρόφως Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής ϊ η t. Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται και οι διαφορές από την έκδοση των πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, αποζημιώσεως για αυθαίρετη χρήση δημόσιου κτήματος. - CJ^W Αστική ευθύνη του κράτους^ί* γ * Τις διαφορές οι οποίες αφορούν στην ευθύνη του κράτους, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ. από πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων τους, που δεν σχετίζονται με την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας καθώς και οι αγωγές του άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ, σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται (κατ' εξαίρεση) η ευθεία εναγωγή του υπαλλήλου για παράνομη πράξη που τέλεσε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ζημίες που προκαλούνται από αυτοκίνητα που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε ΟΤΑ υπάγονται μετά την τροποποίηση του άρθρου 48 Ν. 3900/2010 αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων Υπαλληλικές και ασφαλιστικές διαφορές Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται: α) οι διαφορές που προέρχονται από πράξεις διορισμού ή απολύσεως οργάνων ν.π.ι.δ. του δημόσιου τομέα β) οι διαφορές από πράξεις των οργάνων διοικήσεως των ν.π.ι.δ. του δημόσιου τομέα, που αφορούν στην πρόσληψη, στην επαναπρόσληψη ή στην εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού τους γ) διαφορές που σχετίζονται με την πρόσληψη, την υπηρεσιακή κατάσταση, τις αποδοχές ή άλλες παροχές, τη χορήγηση επιδομάτων, την απόλυση, καταγγελία κ.λπ. του προσωπικού με (έστω άκυρη) σχέση ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ. Μότσαρης/Γιαννόουλος 11
12 Επίσης υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και οι διαφορές μεταξύ ασφαλισμένων και του φορέα κοινωνικής ασφάλισης, όταν ο τελευταίος είναι οργανωμένος ως ν.π.ι.δ Διαφορές από την ιδιωτική συναλλακτική δράση του δημοσίου Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται και οι διαφορές που απορρέουν από τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και των άλλων ν.π.δ.δ. καθώς και οι αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά του Δημοσίου από έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου. 2.3 Διοικητικές διαφορές (1 περ. δ) Μετά τη μεταφορά όλων των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα πολιτικά και τα ειδικά δικαστήρια στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια δυνάμει του ν. 1406/1983, δεν υφίστανται περιθώρια στα πολιτικά δικαστήρια να δικάσουν διοικητικές διαφορές. Παραμένουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων: (α) οι αγωγές αναγνωρίσεως δικαιούχων και (β) ο καθορισμός τιμής μονάδας αποζημιώσεως επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Τέλος, στα πολιτικά δικαστήρια μπορούν να ανατεθούν και αρμοδιότητες διοικητικής φύσεως (Συντ. 94 4), μετά δε την πρόσφατη συνταγματική μεταρρύθμιση η ανάθεση αυτή δεν περιορίζεται στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, αλλά και στις υποθέσεις,ντ?ου/σχετίζονται με τη λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοικήσεως προςίτίς &^Ε^ικεφ αποφάσεις (Συντ. 94 4). 2.4 Υποθέσεις εκούσιας 5iKcdDo5c Η δικαιοδοτική επέμβαση ^ώ^πολιτικιών*δικαστηρίων προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών αποκαλείται - liscfmpa πάντως - αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Από τη μορφή αυτή δικαιοδοσίας διακρίνεται η εκούσια δικαιοδοσία. Κατ' επιταγή και του Συντάγματος (Συντ 94 2), στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ανήκει και η εκδίκαση των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας που ανατίθενται σ' αυτά με ειδικό νόμο (1 στ. β). Προβλέπεται μάλιστα για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών και ένα είδος ειδικής διαδικασίας ( ), που διακρίνεται αισθητά τόσο ως προς τα δομικά της στοιχεία όσο και ως προς τα συνεπαγόμενα αποτελέσματα από την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Στην ειδική αυτή διαδικασία υπάγονται, κατ' αρχήν, οι διαφορές που απαριθμούνται στα άρθρ Και άλλες ωστόσο διατάξεις του ΚΠολΔ, του ΑΚ ή ειδικών νόμων παραπέμπουν την εκδίκαση συγκεκριμένων υποθέσεων στη διαδικασία αυτή. Λόγω μάλιστα της ελαστικότητας και της ευελιξίας της, ο νομοθέτης εμπιστεύεται στην ίδια και περιπτώσεις που δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, λ.χ. ορισμένες από τις πτωχευτικές υποθέσεις (ΕισΝ 44). Η εκδίκαση λοιπόν μιας υποθέσεως με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν σημαίνει κιόλας ότι είναι όντως υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας. Είναι επομένως επιτακτική η ανάγκη ανευρέσεως ενιαίου κριτηρίου για το χαρακτηρισμό μιας υποθέσεως ως εκούσιας δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι ενίοτε και ο νόμος δεν διευκρινίζει, αν συγκεκριμένη υπόθεση δικάζεται με τους κανόνες της αμφισβητούμενης ή της εκούσιας δικαιοδοσίας. Σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του καθηγητή Μητσόπουλου ως εκούσια χαρακτηρίζεται η αναγνωριζόμενη στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια εξουσία να παρέχουν στο πλαίσιο καθοριστικής λειτουργίας δικαίου ένδικη προστασία, χωρίς την ύπαρξη προϋφιστάμενης διαφοράς, με πράξεις διαπλαστικής ή διαπιστωτικής υφής, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση Μότσαρης/αννόττουλος 12
13 ή στην προστασία ιδιωτικών συμφερόντων. Πρόκειται λοιπόν για υποθέσεις από τις οποίες απουσιάζει το στοιχείο της διαφοράς, το δε δικαστήριο δεν προβαίνει σε αυθεντική διάγνωση προσβαλλόμενου δικαιώματος, δεν ελέγχει εκ των υστέρων τη νομιμότητα προγενέστερης συμπεριφοράς προσώπων, επιβάλλοντας τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αλλά δρα συνήθως προληπτικά και ρυθμιστικά, λαμβάνοντας μέτρα πρόνοιας. Κινείται επομένως ο μηχανισμός της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας στο μεταίχμιο δικαιοδοτικής και διοικητικής λειτουργίας. Η καθιέρωση της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας υπαγορεύεται από την ανάγκη να περιβληθούν τον μανδύα και τις εγγυήσεις της δικαστικής κρίσεως ορισμένες σημαντικές και γενικότερου συμφέροντος υποθέσεις. Ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί πάντως να αναθέτει κατά το δοκούν τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας στη διοικητική λειτουργία. Εφόσον η απαιτούμενη διαπλαστική, κυρίως, ενέργεια συναρτάται άμεσα με τη δημιουργία έννομης σχέσεως ή δημιουργεί τους όρους ασκήσεως ή προστασίας ιδιωτικού δικαιώματος, λ.χ. θέση προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, κήρυξη σε αφάνεια, παροχή κληρονομητηρίου, παραπομπή της στην αρμοδιότητα της διοικήσεως δύσκολα θα συμβιβαζόταν με το Σύνταγμα76. Αντίθετα, η υπαγωγή στη διοικητική λειτουργία υποθέσεων διαπιστωτικού απλώς χαρακτήρα, όπως λ.χ. η βεβαίωση γεγονότος με σκοπό τη σύνταξη ληξιαρχικής πράξεως (782) μπορεί να γίνει χωρίς προβλήματα. Και οι αποφάσεις που εκδίδονται στην εκούσια δικαιοδοσία δεν έχουν αμιγή δικαιοδοτικό χαρακτήρα, αφού ο δικαστής, δρώντας απλώς προληπτικά προς διάπλαση συνήθως έννομων καταστάσεων, δεν επιλύει διαφορά μεταξύ των υποκειμένων της επίδικης έννομης σχέσεως. Η αυθεντική, μετά δυνάμεως δεδικασμένου διάγνωση ιδιωτικών δικαιωμάτων του αιτούντος είναι άγνωστη στη σφαίρα της εκούσιας δικαιοδοσίας.<α$> ιη όταν η εκδιδόμενη εδώ απόφαση διαπλάσσει μια νομική κατάστας^ι, ja^^^iy %τέρχεται ως συνέπεια ασκήσεως διαπλαστικού δικαιώματος και ς^νετ^ί^^^αν^θεση προς ό,τι συμβαίνει με τις συνήθεις διαπλαστικές αποφάσεισ>ΐ^^ ρσ( ρτούμενης δικαιοδοσίας - δεν προϋποθέτει προηγούμενη δ&μεσρ^1δκ^'νωβη του κρίσιμου διαπλαστικού δικαιώματος. Η δεσμευτικότητα τ^^ττόφάσίων^εκούσιας δικαιοδοσίας εξαντλείται στο αξίωμα non bis in idem (778),*<*δ^νάΐΌύννδι ίδιες να αναπτύξουν τη λεγόμενη θετική ενέργεια του ουσιαστικού δεδικασμένου και δεν είναι έτσι σε θέση να δεσμεύσουν με την κρίση τους τα δικαστήρια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Και αν ακόμη η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας εξελιχθεί σε αντιδικία, αμφισβητηθεί λ.χ. το κληρονομικό δικαίωμα του αιτούντος την έκδοση κληρονομητηρίου, δεν μεταμορφώνεται σε αμφισβητούμενη, η δε παρεμπίπτουσα αυτή κρίση για το εριδόμενο κληρονομικό δικαίωμα δεν ανυψώνεται σε δεδικασμένο υπό τους όρους του άρθρ Υποθέσεις δημοσίου δικαίου (1 περ. ν) Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται τέλος και οι υποθέσεις δημοσίου δικαίου, που ανατίθενται σ' αυτά με ειδικό νόμο (Συντ 94 4). Οι υποθέσεις δημοσίου δικαίου αντιδιαστέλλονται προς τις διοικητικές διαφορές όπως ακριβώς αντιδιαστέλλονται οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας από τις ιδιωτικές διαφορές. Πρόκειται κι εδώ για μέτρα εκούσιας δικαιοδοσίας, που αφορούν όμως όχι σε ιδιωτικού αλλά σε δημοσίου δικαίου δικαιώματα. Παραπέμπονται με ειδικό νόμο, έτσι, στα πολιτικά δικαστήρια, επειδή παρέχουν περισσότερες εγγυήσεις αμεροληψίας, εκλογικής φύσεως υποθέσεις, ανακήρυξη συνδυασμών και υποψηφίων δημοτικών και κοινοτικών εκλογών, θεώρηση εκλογικών καταλόγων, επικύρωση εκλογικού αποτελέσματος κ.λπ.. Είναι προφανές ότι τα πολιτικά δικαστήρια εν προκειμένω διεκπεραιώνουν απλώς διοικητικής φύσεως υποθέσεις και δεν διαγιγνώσκουν δεσμευτικά έννομες σχέσεις διοικητικού δικαίου, δεν δικαιοδοτούν. Η εκδίκαση των υποθέσεων χωρεί λοιπόν κατά βάση με τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας. Μότσαρης/Γιαννόουλος 13
14 Λαμβάνονται κατ' ουσία διοικητικά μέτρα, που περιβάλλονται τον τύπο απλώς της δικαστικής αποφάσεως. 2.6 Σχέσεις τγκ πολιτικής δικαιοδοσίας με τις υπόλοιπες Σχέση πολιτικής - διοικητικής δικαιοδοσίας Αγωγές και λοιπά ένδικα βοηθήματα που ασκούνται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για αντικείμενο που δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του, δεν παραπέμπονται αλλά απορρίπτονται σε κάθε περίπτωση ως απαράδεκτα. Αν η έλλειψη δικαιοδοσίας διαλάθει της προσοχής του δικαστηρίου και εκδοθεί παρά ταύτα απόφαση, η τελευταία θεωρείται ανυπόστατη (313 1 στ. β'). Η ρύθμιση για τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων είναι δημόσιας τάξεως. Κατ' αποτέλεσμα δεν μπορεί να παραμερισθεί με συμφωνία των μερών. Η παράβαση της θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως, ανεξάρτητα μάλιστα από το κατά πόσον ο διάδικος είχε προτείνει την έλλειψη δικαιοδοσίας ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας (562 2). Δεδομένου ότι η διάκριση μεταξύ της δικαιοδοσίας των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων δεν είναι πάντοτε σαφής, ο νομοθέτης προβλέπει (άρθρο 9 4 Ν. 1649/1986) ότι αν το ένδικο βοήθημα απορριφθεί για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και ασκηθεί ξανά στο δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών «την/πίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής αποφάσεως στον ενδιαφερόμενο, θεα^^^^ατά πλάσμα δικαίου, ως προς όλες τις συνέπειές του, ότι ασκήθηκε καώ τ^^^^^σί^σεως εκείνου που απορρίφθηκε. Κατοχυρώνονται έτσι όλες οι έν^ομκ^χ^^^^ς, %ου συνεπάγεται η άσκηση ενός ενδίκου βοηθήματος λ.χ. της δια^οττ^ϊ^^^γφφής, ώστε να μην αναγκάζεται ο ενάγων να καταφεύγει συγχρόνωςκο^^υς δψ'ο ξ^καιοδοτικούς κλάδους. Για προφανείς πρακτικούςν^υς επιτ^έπεται, κατά παρέκκλιση του κανόνα της απαγορεύσεως αμοιβαίας επεμρασεως της μιας δικαιοδοσίας στα έργα της άλλης, η παρεμπίπτουσα έρευνα ζητημάτων που ανήκουν στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 2). Π.χ. σε εμπράγματη διαφορά όπου το δικαίωμα κυριότητας του διαδίκου απορρέει από πράξη εφαρμογής, το δικαστήριο μπορεί να ελέγξει παρεμπιπτόντως το κύρος της πράξεως εφαρμογής, αν το τελευταίο εμφανίζεται αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς. Στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου αυτού τα πολιτικά δικαστήρια μπορούν να ελέγξουν π.χ. την αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου, την παράβαση ουσιώδους τύπου, την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, την έκδοση διοικητικής πράξεως καθ' υπέρβαση εξουσίας και βεβαίως τη συνταγματικότητα διοικητικής ρύθμισης ή πράξης κ.ο.κ. Μπορεί να ελεγχθεί ακόμη στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου αυτού, η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου στο βαθμό που κατά την εξάσκηση της στοιχειοθετείται υπέρβαση των άκρων ορίων της, ώστε να συντρέχει τελικά, κατάχρηση δικαιώματος. Αντίθετα, τα πολιτικά δικαστήρια δεν μπορούν στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου αυτού να υπεισέλθουν στην ουσιαστική κρίση των διοικητικών οργάνων, ως προς την ύπαρξη ή όχι των πραγματικών προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου, εκτός αν η ελεγχόμενη παρανομία της διοικήσεως συνίσταται σε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, οπότε μπορούν να εξετασθούν και τα πραγματικά γεγονότα, υπό τα οποία υποχρεούταν η διοίκηση να εκδώσει την παραληφθείσα πράξη. Δεν αποκλείεται, κατά τη μάλλον κρατούσα γνώμη, ο παρεμπίπτων έλεγχος της διοικητικής πράξης, εκ του λόγου ότι έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκηση ενδίκων βοηθημάτων στα διοικητικά δικαστήρια. Ο παρεμπίπτων έλεγχος αποκλείεται, όταν αυτό ορίζεται από ειδική διάταξη νόμου ή όταν για το κύρος της επίμαχης διοικητικής πράξεως έχουν ήδη αποφανθεί με Μότσαρης/Γιαννόουλος 14
15 δύναμη δεδικασμένου τα διοικητικά δικαστήρια (196 ΚΔΔικ). Οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων οι οποίες κρίνουν διοικητικής φύσεως ζητήματα, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, παράγουν δεδικασμένο erga omnes που δεσμεύει και τα πολιτικά δικαστήρια. Αντίθετα, οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων δεν παράγουν δέσμευση για τα πολιτικά δικαστήρια, όταν εξετάζουν παρεμπιπτόντως ζητήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (π.χ. την ύπαρξη ή το κύρος γάμου στο πλαίσιο συνταξιοδοτικής διαφοράς). Ούτε, όμως, οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων σχετικά με τα ζητήματα ιδιωτικού δικαίου δεσμεύουν κατά κανόνα με το δεδικασμένο τους τα διοικητικά δικαστήρια, στα οποία τα ίδια ζητήματα εμφανίζονται ως προδικαστικά. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ενόψει του διαπλαστικού αντικειμένου της πολιτικής δίκης, προβλέπεται ρητά ότι το δεδικασμένο ισχύει έναντι όλων (erga omnes) όπως π.χ. στην περίπτωση των άρθρ. 613 και 618. Στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται εξουσίας προς ακύρωση της διοικητικής πράξης ή ακόμη και αναγνώρισης της ακυρότητας των. Αν διαπιστωθεί, όμως, η ακυρότητα αυτών τότε αποφαίνονται επί του κυρίου αντικειμένου χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διοικητική πράξη που ελέγχθηκε παρεμπιπτόντως. Η σχετική κρίση του πολιτικού δικαστηρίου δεν καταλαμβάνεται από δεδικασμένο, ούτε ως προδικαστικό ζήτημα (άρθρ. 331) καθώς το δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας ως προς το παρεμπιπτόντως κριθέν ζήτημα Σχέση πολιτικής - ποινικής δικαιοδοσίας Οι αποφάσεις των ποινικώ^ δεσμεύουν πλέον τα πολιτικά δικαστήρια και αντιστρόφως. Ε$ού^ιφ ^ο<$σεις των ποινικών δικαστηρίων λαμβάνονται υπόψη στο πλαφιο Λΐ^ΐκ^κήδ δίκης ως δικαστικά τεκμήρια συνεκτιμώμενες με το λοιπό απο8εικ ρ ^Λΐκ ψ Κατ' εξαίρεση των ανωτίρώ*^ ποινίικρ* διασταυρώνεται με την πολιτική δικαιοδοσία, ως προς την πολιτική*'βγωγη, π&υ αφορά αξιώσεις αποζημιώσεως ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΚΠΔ 63 επ.). Αν και ογ αξιώσεις για τις οποίες ασκείται η πολιτική αγωγή, μπορούν να ασκηθούν και ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, είναι δυνατή η εισαγωγή τους και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 63 επ. ΚΠΔ. Η απόφαση που εκδίδεται από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου επί της πολιτικής αγωγής παράγει δεδικασμένο, δεσμευτικό για τα πολιτικά δικαστήρια (ΚΠΠΔ 67 1), όχι όμως και για τους λοιπούς ενδεχομένως συνυπόχρεους, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 486 ΑΚ το δεδικασμένο δρα υποκειμενικά. Όταν η έκβαση εκκρεμούς ποινικής δίκης μπορεί να επηρεάσει τη διάγνωση της ιδιωτικού δικαίου διαφοράς (π.χ. επί πλαστογραφίας αξιογράφου) το πολιτικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει ακόμη και αυτεπαγγέλτως την αναστολή της δίκης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 250). 3 Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων 3.1 Έννοια - διακρίσεις Στη δικαιοδοσία των ημεδαπών πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται, κατ' αρχήν, όλες οι εσωτερικές υποθέσεις, που δεν έχουν κανένα σημείο επαφής με ξένη πολιτεία. Αντίθετα, στην περίπτωση των διαφορών που συνδέονται με περισσότερες έννομες τάξεις ανακύπτει εύλογα το πρόβλημα της οριοθετήσεως της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων έναντι των αλλοδαπών. Το ποσοστό της δικαιοδοσίας Μττότσαρης/Γιαννόττουλος 15
16 κάθε πολιτείας επί των διεθνών διαφορών ορίζει επομένως τη διεθνή του δικαιοδοσία. Η σημασία της οριοθέτησης της διεθνούς δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων ανακύπτει διττώς, τόσο κατά το στάδιο της εκδίκασης διαφοράς ή υπόθεσης με στοιχεία αλλοδαπότητας, όσο και κατά το χρόνο που τίθεται ζήτημα αναγνώρισης των αποτελεσμάτων αλλοδαπής αποφάσεως στην ημεδαπή έννομη τάξη ή κήρυξης της εκτελεστής (323, 905), οπότε τίθεται το ζήτημα αν το αλλοδαπό δικαστήριο που εξέδωσε την αλλοδαπή απόφαση είχε πράγματι δικαιοδοσία, ώστε να επιληφθεί της διαφοράς, υπό το πρίσμα της ημεδαπής έννομης τάξεως. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται λόγος για άμεση διεθνή δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη για έμμεση. Η άμεση διεθνής δικαιοδοσία αφορά στην εξουσία των δικαστηρίων της ημεδαπής πολιτείας να επιληφθούν συγκεκριμένης διεθνούς διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον τους, ενώ η έμμεση στην εξουσία των δικαστηρίων αλλοδαπής πολιτείας να επιληφθούν ορισμένης διεθνούς διαφοράς υπό το πρίσμα της εσωτερικής έννομης τάξεως (323 αριθ. 2). Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται στα άρθρα 3 και 4. Όπως θα αναπτυχθεί στις επόμενες ενότητες, η ρύθμιση τους συνδυάζεται με την επισκόπηση των διατάξεων περί κατά τόπον αρμοδιότητας (22-40). Σχετική, είναι ακόμη και η ρύθμιση της παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας (42-44) καθώς η τελευταία μπορεί να θεμελιώσει ή αποκλείσει, ανάλογα, και τη διεθνή δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων. Παράλληλα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ρυθμίσεις διεθνούς δικαιοδοσίας εισάγονται και με μια σειρά από νομοθετήματα δικονομικού διεθνούς δικαίου Κοινοτικής προελεύσεως. Το σημαντικότερο εξ αυτών είναι ο Κανονισμός 44/2001 (ΚανΒρ I), ο οποίος ρυθμίζει^π^ξί^λων θεμάτων) τη διεθνή δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές διαφορές? επίσης οι Κανονισμοί 2201/2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία σε ζητή^ατ<^δ^^^^κα > 4/2009 ως προς τη διατροφή. Οι εν λόγω κοινοτικοί του πεδίου εφαρμογής τους θέτουν εκποδών τις διατάξεις tou. Κ^^^Σΐ^ρισμένες περιπτώσεις οι κανόνες του ΚανΒρ I περιορίζονται στη ρύβ^ισί^ττής διρνρύς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια ορισμένου κράτους (π.χ. αρθρ. 2, 5%6 9 1 qtf α' και γ', , 19 1 και 20 1 ΚανΒρ I). Στις περιπτώσεις αυτές η εμβέλεια της ρυθμίσεως του Κανονισμού εξαντλείται στο πεδίο της διεθνούς δικαιοδοσίας, ενώ η κατά τόπον αρμοδιότητα κρίνεται κατά τις διατάξεις του εθνικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή είναι νοητό η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να στοιχειοθετείται επί τη βάση του συνδέσμου της κατοικίας του εναγομένου, αλλά εξ απόψεως τοπικής αρμοδιότητος η αγωγή να είναι δυνατόν να ασκηθεί όχι κατ' ανάγκη στον τόπο αυτό, αλλά σέ δικαστήριο η τοπική αρμοδιότητα του οποίου θεμελιώνεται επί τη βάση άλλου συνδέσμου των άρθρων 22 επ ΚΠολΔ όπως π.χ. του τόπου καταρτίσεως της σύμβασης. Σε άλλες περιπτώσεις οι κανόνες του Κ. 44/2001 προσνέμουν δικαιοδοσία σε συγκεκριμένο δικαστήριο (π.χ. άρθρα 6 2-4, 7, 11 1 και 3) ή στα δικαστήρια συγκεκριμένου τόπου (άρθρο 5 1-5, 6 1, 9 1 στ. β', 10, 11, 16 1 και 19 2 ΚανΒρ I). Στις περιπτώσεις αυτές ο ΚανΒρ I ρυθμίζει εκτός από τη διεθνή δικαιοδοσία και την κατά τόπον αρμοδιότητα. 3.2 Κριτήριο καθορισμού διεθνούς δικαιοδοσίας: αρχή της εδαφίκότητας Στο εύρος του πεδίου εφαρμογής του, το εθνικό δικονομικό δίκαιο ρυθμίζει τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων με βάση την αρχή της εδαφικότητας και κατά το σύστημα της συνισταμένης (άρθρ. 3). Σύμφωνα με το άρθρο 3 «Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου». Ως εκ τούτου υπό την προκείμενη ρύθμιση, η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται ως συνισταμένη των κατά τόπον αρμοδιοτήτων και στοιχειοθετείται κατά Μότσαρης/Γιαννόττουλος 16
17 τόπον αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου κατά τα άρθρ Αν δεν συντρέχει κατά τόπον αρμοδιότητα κάποιου ελληνικού δικαστηρίου, η διαφορά δεν υπάγεται στην διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Αν συντρέχει αποκλειστική δωσιδικία αλλοδαπού δικαστηρίου με βάση το ελληνικό δίκαιο, τότε η ενδεχόμενη παράλληλη στοιχειοθέτηση άλλων γενικών ή συντρεχουσών ειδικών δωσιδικιών είναι αδιάφορη (π.χ. διαφορά για ακίνητο κείμενο στην αλλοδαπή, όπου ο εναγόμενος έχει κατοικία στην Ελλάδα). Κατ' εξαίρεση στις γαμικές διαφορές (592 επ) και τις διαφορές από σχέσεις γονέων και τέκνων (614 επ), ο ίδιος ο νόμος ορίζει ότι η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων μπορεί να θεμελιωθεί και στο σύνδεσμο της ιθαγένειας (612, 622, αντίστοιχα). Επιπλέον, σε όλως ακραίες περιστάσεις, καταφάσκεται η δυνατότητα θεμελίωσης της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων και εκ λόγων «δημοσίας τάξεως». Αυτό μπορεί να συμβεί: (α) όταν με βάση τους ημεδαπούς κανόνες ρύθμισης της κατά τόπον αρμοδιότητας η διαφορά εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου, το οποίο όμως κατά το οικείο δικονομικό του δίκαιο, στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της διαφοράς, (β) όταν οι ημεδαποί κανόνες περί κατά τόπον αρμοδιότητας υποδεικνύουν ως αρμόδια τα δικαστήρια πολιτείας μη συντεταγμένης, στην οποία έχουν καταλυθεί οι βασικοί δικαιοπολιτικοί θεσμοί λόγω πολέμου, εμφυλίων ταραχών ή άλλων ανάλογων περιστάσεων, (γ) όταν οι ημεδαποί κανόνες περί κατά τόπον αρμοδιότητας υποδεικνύουν ως αποκλειστικά αρμόδια τα δικαστήρια πολιτείας, η απόφαση των οποίων, εντούτοις διαγράφεται ως βέβαιο ότι δεν μπορέσει να αναγνωρισθεί τελικά στην Ελλάδα (π.χ. επειδή το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο του κράτους αυτού περιλαμβάνει διατάξεις εξ ορισμού,στην ημεδαπή δημόσια τάξη). Στις περιπτώσεις αυτές, οι οποίες έχςθν Λ$ ρ^ο\όλως εξαιρετικό χαρακτήρα, είναι νοητή η θεμελίωση της διεθνούς δ^ά^^^ τφν ελληνικών δικαστηρίων, κατά παρέκκλιση της ρύθμισης της τίατ^τ^ρ^ωμο^ιότητας και αποκλειστικά προς αποτροπή του κινδύνου αρνησιδικία ^^ * 3.3 Παρέκταση διεθνούς δικαιοδ-ασίας ~ V* Οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να συνομολογήσουν συμβατικά ρήτρα παρεκτάσεως δικαιοδοσίας με την οποία είτε να θεμελιώνεται η δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, αν και αυτά είναι αναρμόδια, είτε αντιστρόφως να αποκλείεται η αρμοδιότητα τους, καίτοι αυτά είναι κατ' αρχήν κατά τόπον αρμόδια με βάση τα άρθρα ΚΠολΔ. Η συμβατική ρήτρα καταρτίζεται υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων και αν η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρ I, υπό τους όρους του άρθρου 23 ΚανΒρ I. Η σχετική συμφωνία είναι δικονομική και κατ' αρχήν άτυπη. Έγγραφος τύπος επιβάλλεται, όταν πρόκειται για μελλοντικές διαφορές (43). Η άτυπη συμφωνία μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Ρητή πρέπει να είναι η συμφωνία, όταν για την επίδικη διαφορά προβλέπεται αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της ελληνικής πολιτείας. Σιωπηρή συμφωνία τεκμαίρεται από την παράσταση του εναγομένου στη συζήτηση και τη μη έγκαιρη εκ μέρους του προβολή με τις προτάσεις της ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Η συμφωνία παρεκτάσεως δημιουργεί εν αμφιβολία αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, πρέπει δε να αφορά πρωτοβάθμια δικαστήρια, ενώ δεν μπορεί να αφορά ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό (4. I), ούτε διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Ρήτρα παρεκτάσεως, που αφορά διαφορές από σύμβαση, περιλαμβάνει κατά κανόνα και τις συναφείς (ιδίως μάλιστα τις συρρέουσες με τη δικαιοπρακτική) αδικοπρακτικές αξιώσεις. Μότσαρης/Γιαννόουλος 17
18 Οι διάδικοι έχουν την εξουσία όχι μόνον να θεμελιώνουν συμβατικά τη διεθνή δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων (prorogatio), αλλά με τους ίδιους κατά βάση όρους και να την καταλύουν (derogatio). Ρητή δήλωση αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων δεν είναι κι εδώ, κατ' αρχήν, απαραίτητη (3 I, 42 I). Αν η συμφωνία αφορά μέλλουσες διαφορές πρέπει να είναι έγγραφη και να αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές (3 I, 43). Απαραίτητο στοιχείο για το κύρος της συμφωνίας είναι κατ' αρχήν ο σαφής καθορισμός του συγκεκριμένου κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου, που μπορεί ωστόσο να συνάγεται και με βάση τα άρθρ. 173 και 200 ΑΚ. Έγκυρη είναι πάντως η ρήτρα ότι το δικαστήριο αυτό θα προκύπτει σύμφωνα με τους κανόνες του συγκεκριμένου αλλοδαπού δικονομικού δικαίου, ακόμη δε και όταν απονέμεται δικαιοδοσία γενικά στα δικαστήρια συγκεκριμένου κράτους, οπότε όμως ο καθορισμός του αρμόδιου κατά τόπο δικαστηρίου δεν θα χωρήσει κατ' επιλογή του ενάγοντος, αλλά κατά τους δικονομικούς κανόνες του δικαστηρίου της παρεκτάσεως. Η συμφωνία αποκλεισμού, δεν είναι έγκυρη όταν είναι αδύνατη η προσφυγή στα ξένα δικαστήρια και επιφέρει αρνησιδικία, ιδίως δε: α) όταν τα επιλεγέντα δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία κατά τη νομοθεσία της αλλοδαπής πολιτείας- β) όταν η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου δεν αναγνωρίζεται στην Ελλάδα (323, 905 3) γ) όταν πρόκειται για διαφορές, που εμπίπτουν αποκλειστικά στη διεθνή δικαιοδοσία ημεδαπών δικαστηρίων (29) δ) όταν αποκλείει την εναντίωση σε αναγκαστική εκτέλεση ή τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για αντικείμενα ή πρόσωπα που βρίσκονται στην ημεδαπή- ε) όταν οι σχετικές διαφορές δεν έχουν αντικείμενο περιουσιακό (3 1, 42 1) και στ) όταν θίγονται μ' αυτή η δημόσια τάξη ή η αρχή της κυριαρχίας. Δεν είναι άκυρη η ρήτρα αποκλεισμού απλώς λόγω άγνοιας της γλώσσας στην οποία έχει γραφεί. Το κύρος, ο τύπος και ^ ft^v συμφωνιών παρεκτάσεως και αποκλεισμού της διεθνούς δικα^δο^ίο^^^^/τ^ κατά την εκάστοτε lex fori. Αν υφίσταται σώρευση περισσότερω^α^τ^κα, ^ διεθνής δικαιοδοσία κρίνεται χωριστά για καθένα, αντικειμενικά Κ4 Κουρ&ά, προβαλλόμενο αίτημα και αν για κάποιο ελλείπει η διεθνής δικαιοδδ ίΐι Β^ορρίψετρι ως προς αυτό η αγωγή. Η έλλειψη διεθνούς δικαιοδ&ρίβς Λ ΐρευν&ται αυτεπαγγέλτως μόνον, όταν ο εναγόμενος ερημοδικεί. Αν ο εναγόμενος παρίσταται και δεν προβάλλει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας στοιχειοθετείται σιωπηρή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας εκτός αν η διαφορά αφορά ακίνητο που βρίσκεται στο εξωτερικό ή το αντικείμενο της δίκης δεν είναι περιουσιακό ή αν ο νόμος προβλέπει αποκλειστική αρμοδιότητα (4, 42, 44). Αν διαπιστωθεί, αυτεπαγγέλτως ή μετά από προβολή ενστάσεως του εναγόμενου, ότι τα ελληνικά δικαστήρια στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αντίθετα απ' ότι ισχύει στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, αν εκδοθεί τελικά απόφαση κατά παράβαση των διατάξεων περί διεθνούς δικαιοδοσίας, αυτή δεν είναι ανυπόστατη. Ανυπόστατη καθίσταται η απόφαση, κατ' εξαίρεση, μόνον αν έχει εκδοθεί κατά παράβαση του προνομίου της ετεροδικίας (313 1 στ. ε'). 3.4 Η διεθνής δικαιοδοσία στο κοινοτικό δίκαιο Σύμβαση Βρυξελλών του 1968/1978/1988 Ήδη κατά τα πρώτα στάδια της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως διαπιστώθηκε ότι η αποτελεσματικότητα των τεσσάρων θεμελιωδών κοινοτικών ελευθεριών (ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων), επέβαλε την ενοποίηση των κανόνων της διεθνούς δικαιοδοσίας και Μττότσαρης/Γιαννόττουλος 18
19 αναγνωρίσεως/εκτελέσεως αποφάσεων στο εσωτερικό της Κοινότητα. Προς τούτο κρίθηκε σκόπιμη η προαγωγή της απρόσκοπτης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων, με την εισαγωγή απλουστευμένων διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεσή τους, αλλά και η ενοποίηση των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας στο εσωτερικό της Κοινότητας με τη θεσμοθέτηση ενιαίων και ομοιόμορφων κανόνων ως προς την οριοθέτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε μέσω της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές διαφορές μεταξύ των έξη αρχικών κρατών μελών της Ε.Ε. (Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Βέλγιο, Ιταλία, Ο.Δ. Γερμανίας). Το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της ΣυμΒρ διευρύνθηκε διαδοχικά το 1978, 1982 και 1988 ακολουθώντας τις αντίστοιχες διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Κατά την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, Δανίας κ.λπ. το 1978 και Πορτογαλίας και Ισπανίας, το 1988, επήλθαν και τροποποιήσεις του αρχικού συμβατικού κειμένου, είτε επί σκοπώ προσαρμογής στις ιδιαιτερότητες του δικαιϊκού συστήματος των προσχωρησάντων κρατών, είτε για την αντιμετώπιση κενών ή αδυναμιών του αρχικού κειμένου που είχαν διαπιστωθεί στο μεταξύ. Η Ελλάδα προσχώρησε στη ΣυμΒρ το 1982 και την επικύρωσε με το Ν. 1814/1988. Λόγω της αξιόλογης επιτυχίας της ΣυμΒρ, ακολούθησε το 1988 μια ανάλογη σύμβαση (Σύμβαση του Λουγκάνο, ), η οποία ακολουθώντας σχεδόν απόλυτα το πρότυπο της ΣυμΒρ, ρύθμισε τα ίδια ζητήματα στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αφενός και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ, τα κυριότερα μέλη της οποίας σήμερα παραμένουν η Νορβηγία και Ελβετία). ο '*y Κανονισμός ΒρυξέλλεςJP* Η β-, ^ ^ Μετά την Συνθήκη του Άμϋτε ρ^ κάηίην νταξη του τομέα της συνεργασίας σε θέματα δικαιοσύνης στη ρυθμι%ιι^ρμοδιότητα της Ε.Ε. κατέστη πλέον εφικτή η ενοποίηση των κανόνων δικονοϊ3ίκού : διεθνούς δικαίου μέσω πράξεων του παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό η ΣυμΒρ αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 44/2001, ενώ ακολούθησαν μια σειρά από νομοθετήματα δικονομικού διεθνούς δικαίου που ρύθμιζαν τη διεθνή δικαιοδοσία και ενδοκοινοτική κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων σε ειδικότερα θέματα [Κανονισμοί 1346/2000 (πτώχευση), 1347/2000 και στη συνέχεια 2201/2003 (διαζύγιο), 4/2009 (διατροφή)] Γενικά χαρακτηριστικά του ΚανΒρ I Ως παράγωγο κοινοτικό δίκαιο ο ΚανΒρ I (καθώς και οι λοιποί αντίστοιχοι Κανονισμοί) θέτουν εκποδών κάθε ρύθμιση του εθνικού δικαίου, ανεξάρτητα από το κατά πόσον είναι αντίθετη, όμοια ή συναφής. Ως εκ τούτου αποκλείεται παράλληλη (σωρευτική) επίκληση των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου. Ακριβώς λόγω της κοινοτικής του προέλευσης, οι ρυθμίσεις του ΚανΒρ I (αλλά και των λοιπών Κανονισμών), πρέπει να ερμηνεύονται κατά κανόνα ομοιόμορφα, αυτόνομα και ενόψει της κοινοτικής τους προελεύσεως. Έννοιες όπως π.χ. η συμβατική ενοχή, ο τόπος εκπλήρωσης της συμβάσεως, ο καταναλωτής, η αδικοπραξία και η οιονεί αδικοπραξία που απαντώνται σε σειρά ρυθμίσεων του Κανονισμού, δεν είναι αυτονόητο ότι προσλαμβάνουν το ίδιο εννοιολογικό περιεχόμενο στα δίκαια των κρατών μελών της Ε.Ε. Αντιθέτως, είναι καθ' όλα νοητό και σύνηθες, αφενός να καταγράφονται αποκλίσεις τόσο στο επίπεδο της εννοιολογικής οριοθετήσεως έκαστης (π.χ. ποιο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής) αλλά και στον κατ' ιδίαν χαρακτηρισμό συγκεκριμένων βιοτικών Μότσαρης/Γιαννόουλος 19
20 σχέσεων (π.χ. αυτό που για το δίκαιο ενός κράτους μέλους της Ε. Ε. θεωρείται ενοχή από σύμβαση μπορεί να θεωρείται ενοχή εκ του νόμου σε κάποιο άλλο). Δεδομένου ότι ο ΚανΒρ I προορίζεται για ομοιόμορφη εφαρμογή σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια, η ομοιομορφία και η ενοποίηση του δικαίου στην οποία αποβλέπει δεν μπορούν να υποσκάπτονται από την διάφορη ερμηνευτική απόδοση που ενδεχομένως προσλαμβάνουν οι διάφοροι όροι των επιμέρους ρυθμίσεων του. Το ΔΕΚ προκρίνει επομένως κατά κανόνα την ομοιόμορφη και αυτόνομη ερμηνεία των ρυθμίσεων του ΚανΒρ I. Στο πλαίσιο της αυτόνομης ερμηνείας αναζητείται κατ' αρχήν η βούληση του ιστορικού κοινοτικού νομοθέτη, όπως αυτή αποδίδεται στις Προπαρασκευαστικές εργασίες του Κανονισμού και στο Προοίμιο του. Το ίδιο ισχύει και ως προς στις Προπαρασκευαστικές Εργασίες της προϊσχύσασας ΣυμΒρ, ως προς εκείνες τις διατάξεις του ΚανΒρ I που δεν αποκλίνουν από την προϊσχύσασα ρύθμιση. Σε όσες περιπτώσεις οι Προπαρασκευαστικές εργασίες δεν παρέχουν ερμηνευτικές ενδείξεις επιβάλλεται η ερμηνευτική προσέγγιση υπό το πρίσμα του σκοπού του κοινοτικού νομοθέτη και με σημείο αναφοράς προεχόντως στην κοινοτική έννομη τάξη, άλλως τις δικαιϊκές αρχές των κρατών μελών. Έτσι π.χ. για την εννοιολογική οριοθέτηση του καταναλωτή στον ΚανΒρ I, μπορεί να χρησιμοποιηθούν οι ορισμοί άλλων κοινοτικής προέλευσης νομοθετικών κειμένων. Προσφυγή σε ορισμένο εθνικό δίκαιο για την ερμηνεία των ρυθμίσεων του ΚανΒρ I, επιτρέπεται μόνον στις περιπτώσεις που ο ΚανΒρ I παραπέμπει ρητά στο δίκαιο αυτό (π.χ. άρθρα 59 και 60 ΚανΒρ I, ως προς τη ρύθμιση της κατοικίας ή έδρας) ή στις περιπτώσεις εκείνες που από την αναδρομή στις Προπαρασκευαστικές εργασίες συνάγεται σαφώς ότι ο κοινοτικός νομοθέτης απέβλεπε σε συγκεκριμένες εθνικές ρυθμίσεις (π.χ. ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής στο άρθρο 5 1 στ. α' εντοπίζεται σύμφωνα με το εθνικό δ^& ε τφι5ι!φτοίου οι διατάξεις είναι εφαρμοστέες για την ουσία της διαφοράς) Πεδίο εφαρμογής του Κ ικα χαρακτηριστικά του Το ουσιαστικό πεδίο εφ ρ I εντοπίζεται στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις (άρθρ. 1 1 ΚανΒρ I), που προσεγγίζονται με αυτόνομη ερμηνεία και αντιδιαστέλλονται από τις υποθέσεις δημοσίου δικαίου με ουσιαστικά και όχι οργανικά κριτήρια (αντίθετα από την ερμηνευτική λύση που προκρίνει η νομολογία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων ως προς στη ρύθμιση της εσωτερικής δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων). Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρ I οι διαφορές, που αφορούν στην προσωπική κατάσταση και στην ικανότητα των φυσικών προσώπων, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, οι κληρονομικές σχέσεις, όπως και οι πτωχεύσεις, οι πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες, η κοινωνική ασφάλιση και η διαιτησία (άρθρ. 1 2 ΚανΒρ I). Προϋπόθεση εφαρμογής του ΚανΒρ I αποτελεί η διαφορά (α) να έχει στοιχεία αλλοδαπότητας- (β) ο εναγόμενος να έχει κατοικία ή έδρα (αν είναι νομικό πρόσωπο) στο έδαφος Κράτους Μέλους. Ειδικά, στις περιπτώσεις ασφαλίσεων, καταναλωτών και ατομικών συμβάσεων εργασίας αρκεί και η ύπαρξη υποκαταστήματος, πρακτορείου ή άλλης εγκαταστάσεως. Αν ο εναγόμενος δεν κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους, ο ΚανΒρ I δεν εφαρμόζεται παρά μόνον, όταν συντρέχει κάποια από τις αποκλειστικές δικαιοδοτικές βάσεις του άρθρου 22 ΚανΒρ I (ακινήτων, εκτελέσεως κ.λπ.) ή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 23 ΚανΒρ I. Οι ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας (5-18 ΚανΒρ I) δεν διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρ I. Οι τελευταίες αυτές ρυθμίσεις ισχύουν για πρόσωπα, που κατοικούν σ' ένα κράτος μέλος, ως προς αγωγές όμως που ασκούνται σε άλλο κράτος μέλος. Η κατοικία του ενάγοντος και των άλλων διαδίκων παραμένει κατ' αρχήν αδιάφορη. Ο ΚανΒρ I εφαρμόζεται κατά κανόνα και όταν ο ενάγων κατοικεί σε τρίτο Μότσαρης/Γιαννόουλος 20
21 κράτος όχι όμως και όταν η θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας εξαρτάται από την κατοικία του ενάγοντος. Ο ΚανΒρ I δεν εφαρμόζεται σε αμιγώς εσωτερικές υποθέσεις. Το στοιχείο της αλλοδαπότητας συντρέχει πάντως και α) όταν ο ένας διάδικος κατοικεί σε συγκεκριμένο κράτος μέλος και ο άλλος σε άλλο κράτος μέλος ή σε ένα τρίτο κράτοςβ) όταν ο ενάγων και ο εναγόμενος κατοικούν στο ίδιο κράτος και η υπόθεση περιέχει σημεία επαφής με ένα άλλο κράτος μέλος ή και με τρίτο κράτος. Στο πλαίσιο του ΚανΒρ I, όπως άλλωστε και στο πλαίσιο των ΣυμΒρ και ΣυμβΛουγκ, η διεθνής δικαιοδοσία οριοθετείται με βάση την κατοικία και όχι την ιθαγένεια. Σύμφωνα με τον βασικό κανόνα του άρθρου 2 I ΚανΒρ I «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους». Οι αλλοδαποί και ανιθαγενείς, που κατοικούν στο έδαφος κράτους μέλους, εξομοιώνονται περαιτέρω και θετικά με τους ημεδαπούς. Πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρ I μπορούν να εναχθούν σε άλλο κράτος μέλος πέραν αυτού του τόπου της κατοικίας ή έδρας τους, αν συντρέχει κάποια από τις ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις των άρθρων 5-24 ΚανΒρ I. Ο ΚανΒρ I ανέχεται και ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις, σπουδαιότερες των οποίων είναι εκείνες: του τόπου εκπληρώσεως της παροχής, της αδικοπραξίας, του υποκαταστήματος, του τόπου της τοποθεσίας του ακινήτου, της παρεκτάσεως. Έναντι των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρ I, όχι όμως και έναντι προσώπων που κατοικούν ή έχουν έδρα εκτός της Ε.Ε, αποκλείονται η θεμελίωση της δικαιοδοσίας με βάση υπέρμετρες ή εξεζητημένες δικαιοδοτικές βάσεις που προβλέπουν τα εθνικά δικονομικά δίκαια (όπως π.χ. η δωσιδικία της περιουσίας ή του επίφ*λ Ε (Μ»Κ ΐμένου που προβλέπει το άρθρο 40 ΚΠολΔ) Πεδίο εφαρμογής Στο πεδίο εφαρμογής τογ, ^^νισμ^>2201/2003 εμπίπτουν (1 1-2 Κανονισμού 2201/2003), το διαζύγιο) τό δικδστικό χωρισμό ή την ακύρωση του γάμου των συζύγων, η ανάθεση, άσκηση, ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Μεταξύ των υποθέσεων γονικής μέριμνας που εμπίπουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 2201/2003 περιλαμβάνονται ιδίως α) το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας- β) η επιτροπεία, η κηδεμονία και οι ανάλογοι θεσμοί- γ) ο διορισμός και τα καθήκοντα προσώπων ή οργανώσεων στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου ή η διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπησή του ή η φροντίδα του- δ) η τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα- ε) τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του. Αντίθετα, από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 2201/2003 αποκλείονται (1 3 Κανονισμού 2201/2003): α) η αναγνώριση και προσβολή της πατρότητας- β) η υιοθεσία, τα προπαρασκευαστικά της μέτρα, η λύση της υιοθεσίας και η ακύρωση της υιοθεσίας-γ) διαφορές για το επώνυμο και όνομα του τέκνου, δ) η χειραφεσία ανηλίκου, ε) οι υποχρεώσεις διατροφής (ήδη ρυθμίζονται από τον Κανονισμό 4/2009, παλαιότερα από το άρθρο 5 2 ΚανΒρ I) στ) το καταπίστευμα (trust) και κληρονομιές- ζ) στα μέτρα που λαμβάνονται ως αποτέλεσμα ποινικών αδικημάτων που διαπράχθηκαν από παιδιά. Ο Κανονισμός 2201/2003 αντικατέστησε τον προϊσχύσαντα 1347/2000. Μττότσαρης/Γαννόττουλος 21 Σημειώσεις Α
22 3.4.6 Πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 4/2009 Ο εν λόγω Κανονισμός εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας. Πριν την έναρξη ισχύος του ( ) τα αντίστοιχα ζητήματα ρυθμιζόταν από το άρθρο 5 2 ΚανΒρ I. Ο Κανονισμός 4/2009 αποβλέπει να διευκολύνει την είσπραξη των αξιώσεων διατροφής. Προβλέπει πλειάδα γενικών και ειδικών βάσεων δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, οι αξιώσεις διατροφής που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού μπορούν να εισαχθούν (άρθρα 3 και 6 Κανονισμού 4/2009): α) στο δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου, β) στο δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής, γ) στο δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιο του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η δικαιοδοσία αυτή βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων, δ) στο δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιο του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με τη γονική μέριμνα, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η διεθνής δικαιοδοσία βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων, ε) στο δικαστήριο της κοινής ιθαγένειας των συζύγων. Οι εν λόγω δικαιοδοτικές βάσεις προβλέπονται διαζευκτικά με αποτέλεσμα η τελική επιλογή να εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του ενάγοντα. η ψ η± Πέραν των ανωτέρω δικαιοδόχων ρήσεων καθώς και της δωσιδικίας της παρεκτάσεως για την οποία γίνε^ι Α^^^θιίφ. κατωτέρω, ο Κανονισμός 4/2009 προβλέπει ως ειδική δικαιοδοτικ^βά^:^^^ α\4)μετώπιση εξαιρετικών συνθηκών την «αναγκαιότητα» (forum ηφθβ^^^&άβθρο 7 του Κανονισμού 4/2009 προβλέπει ειδικότερα ότι «Όταν*αΥ ^^κα ήρ^ κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων^, 5 και^-, τα δικαστήρια κράτους μέλους μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσει να'έπιλοίμβάνονται της διαφοράς, εφόσον δεν είναι ευλόγως δυνατή ή είναι ανέφικτη η έναρξη ή η διεξαγωγή διαδικασίας σε τρίτο κράτος με το οποίο η διαφορά παρουσιάζει στενό σύνδεσμο. Πρέπει να υπάρχει επαρκής σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου». Παράλληλα με τις παραπάνω δικαιοδοτικές βάσεις οι διάδικοι μπορούν να καταρτίσουν συμφωνία παρεκτάσεως υπέρ κάποιου από τα ακόλουθα δικαστήρια: α) του δικαστηρίου της συνήθους διαμονής ένας εκ των διαδίκων, β) του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων του κράτους μέλους της ιθαγενείας ενός των διαδίκων (4 Κανονισμού 4/2009). Ειδικά για απαιτήσεις διατροφής μεταξύ συζύγων ή πρώην συζύγων, μπορεί να συνομολογηθεί έγκυρη ρήτρα παρεκτάσεως υπέρ του αρμόδιου για τις γαμικές διαφορές μεταξύ των συζύγων δικαστηρίου καθώς και των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο είχαν την τελευταία κοινή συνήθη διαμονή τους για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους. Οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα σημεία α), β) ή γ) πρέπει να πληρούνται κατά τη σύναψη της συμφωνίας παρεκτάσεως αρμοδιότητας ή όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της διαφοράς. Η συμφωνία παρεκτάσεως κατά τον Κανονισμό 4/2009 πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως και καθιερώνει αποκλειστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επιλέγουν οι διάδικοι, εκτός εάν οι διάδικοι συμφωνήσουν άλλως. Αν πάντως ο εναγόμενος παρασταθεί στη συζήτηση της αγωγής χωρίς να επικαλεσθεί την έλλειψη δικαιοδοσίας συνάγεται σιωπηρή παρέκταση δικαιοδοσίας (5 Κανονισμού 4/2009). Μότσαρης/Γιαννόττουλος 22
23 Σε κάθε περίπτωση, αποκλείεται η κατάρτιση συμφωνίας παρεκτάσεως για την επίλυση διαφοράς που αφορά υποχρέωση διατροφής έναντι ανηλίκου ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών (4 3 Κανονισμού 4/2009). 3.5 Ετεροδικία Στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων υπόκειται κατ' αρχήν κάθε πρόσωπο, ημεδαπός ή αλλοδαπός. Εξαιρούνται ωστόσο οι αλλοδαποί που απολαμβάνουν ετεροδικίας (3 2). Τα κατ' ιδίαν πρόσωπα που μετέχουν του προνομίου καθορίζονται σύμφωνα με τις Συμβάσεις της Βιέννης της «περί των διπλωματικών σχέσεων» και της «επί των προξενικών σχέσεων». Συνοπτικά είναι: α) Οι αρχηγοί των διπλωματικών αποστολών ξένων κρατών, όπως και τα άλλα μέλη τους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αναγγέλθηκαν στο κράτος διαπιστεύσεώς τους, τα συγκατοικούντα με το διπλωματικό προσωπικό μέλη των οικογενειών τους, όπως και τα μέλη του διοικητικού και τεχνικού προσωπικού της αποστολής- β) οι προξενικοί λειτουργοί και οι ειδικοί προξενικοί υπάλληλοι σχετικά με τις πράξεις που τελέσθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Με ειδικούς νόμους το προνόμιο της ετεροδικίας επεκτάθηκε και σε άλλα πρόσωπα ή διεθνείς οργανισμούς, προπαντός των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αναγκαίο όρο για την εφαρμογή των ρυθμίσεων περί ετεροδικίας αποτελεί ο διπλωματικός εκπρόσωπος του αλλοδαπού κράτους να μην έχει ελληνική ιθαγένεια: αποκλείεται σε κάθε περίπτωση η του προνομίου της ετεροδικίας σε ημεδαπούς. 0 Προνόμιο ετεροδικίας ανα^νω^^^^^ τ%αίσιο γενικής αρχής του δημοσίου διεθνούς δικαίου και στις ξένες^πο^^^^^τρθς τις θεωρούμενες, με βάση το ελληνικό δίκαιο, κυριαρχικές τουφ πρ ^Μ{^^ιρβπί), όχι ως προς τις πράξεις, που αφορούν στη διαχείριση της ιδι^τιι^ρ^υς^εριβυσίας (jure gestionis) ή γενικώς προέρχονται από ιδιωτικού δι^ίοΰ" ρχέΰεις* και δραστηριότητες. Προνόμιο ετεροδικίας απολαμβάνουν επίσης μ^βά'ση τις^ενικές αρχές του δημοσίου διεθνούς δικαίου και οι αρχηγοί κρατών. Το προνόμιο της ετεροδικίας αργεί προκειμένου: α) για διαφορές από ακίνητα κείμενα στην Ελλάδα (3 2) εκτός αν τα ακίνητα αυτά παραχωρήθηκαν για την εξυπηρέτηση των σκοπών της διπλωματικής αποστολής- β) όταν υφίσταται ρητή (έγγραφη) παραίτηση από το προνόμιο εκ μέρους του κράτους αποστολής του αλλοδαπού διπλωμάτη- γ) όταν ο ετεροδικών άσκησε αγωγή ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, οπότε ο εναγόμενος ασκεί παραδεκτά συναφή ανταγωγή. Η αγωγή που στρέφεται κατά προσώπου το οποίο απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η ετεροδικία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Μόνη η παράλειψη προβολής της από τον εναγόμενο δεν αίρει τη ετεροδικία: απαιτείται αντίθετα ρητή και έγγραφη παραίτηση από το προνόμιο ώστε να μπορεί το ελληνικό δικαστήριο να εισέλθει στην ουσία της διαφοράς. Αν παρά ταύτα εκδοθεί απόφαση σε βάρος αλλοδαπού, που απολαμβάνει το προνόμιο της ετεροδικίας η τελευταία θα είναι ανυπόστατη (313 1 στ. ε') αν το δικαστήριο παρέβλεψε την ετεροδικία, ενώ αν το δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμούς περί ετεροδικίας, τότε, η απόφασή του παράγει τις έννομες συνέπειές της, πλην όμως μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα. Μότσαρης/Γιαννόουλος 23
24 4 Αρμοδιότητα 4.1 Έννοια Η αρμοδιότητα αποτελεί υποκειμένη της δικαιοδοσίας έννοια. Ως αρμοδιότητα νοείται το ποσοστό της δικαιοδοσίας και διακρίνεται σε αρμοδιότητα καθ' ύλη, κατά τόπον και κατά λειτουργία. Οι κατ' ιδίαν ρυθμίσεις της αρμοδιότητας αποβλέπουν στον ορθολογικό επιμερισμό της δικαιοδοσίας μεταξύ των πλειόνων ειδών πολιτικών δικαστηρίων διαφορετικών βαθμίδων καθώς και μεταξύ των πλειόνων δικαστηρίων της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας, με βάση κριτήρια γεωγραφικά, οικονομικά και σχετιζόμενα με τη σοβαρότητα των εκδικαζόμενων διαφορών. Η κατανομή αυτή υπακούει σε τελολογικές σκοπιμότητες (προστασία εναγομένου, εγγύτητα του δικαστηρίου με την υπόθεση) γίνεται δε με μέτρα που ισχύουν πριν αρχίσει η συγκεκριμένη δίκη (Συντ 1) και δεν επιτρέπεται να μεταβληθούν για όσο διάστημα αυτή εκκρεμεί (45, στ. β'). 4.2 Λειτουργική και καθ' ύλην αρμοδιότητα Καθ' ύλη αρμοδιότητα καλείται το ποσοστό της δικαιοδοσίας που ανήκει σε ορισμένο είδος δικαστηρίου. Κατά τόπον αρμοδιότητα καλείται το ποσοστό της καθ' ύλην αρμοδιότητας, που ανήκει σε τοπικώς ορισμένο δικαστήριο. Κατά λειτουργία (ή λειτουργική) αρμοδιότητα χαρακτηρίζεται η εξουσία κάθε επιμέρους δικαστηρίου ή δικαστικού υπαλλήλου στο πλαίσιο κρί^ι^τ^ ίδιας διαφοράς Λειτουργική αρμοδιότητ0* Η λειτουργική αρμοδιό ρτώ^δκ^^ρ«ι ^περαιτέρω σε οριζόντια, όταν εξειδικεύει το εκάστοτε αρμόδιο για η $^έργε ά τθϋν κατ' ιδίαν πράξεων όργανο, λ.χ. ο γραμματέας για τη σύνταξη τω\^ρό&σικών^2ΐ»6) και σε κάθετη, όταν προβλέπει την κατανομή ρόλων μεταξύ των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και των δικαστηρίων των ενδίκων μέσων. Βάθρο της κάθετης κατατμήσεως της λειτουργικής αρμοδιότητας αποτελεί ο κανόνας τών δύο βαθμών δικαιοδοσίας (12) Ο κανόνας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας Το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων (και κατ' επέκταση η πρόσβαση σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας) δεν κατοχυρώνεται στο πλαίσιο του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας (Συντ. 20) ή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (6 1 ΕΣΔΑ). Κατά κανόνα, ωστόσο, το δικονομικό μας δίκαιο επιτρέπει την άσκηση ενδίκων μέσων. Μετά την οριστική κρίση της διαφοράς από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προβλέπεται προσφυγή μέσω του ενδίκου μέσου της εφέσεως και σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που επανεξετάζει τη διαφορά τόσο ως προς το νομικό όσο και ως προς το πραγματικό της σκέλος (πρβλ. για εξαιρέσεις: άρθρ. 512, , 699 κ.λπ.). Δεν προσβάλλονται με έφεση αποφάσεις που έκριναν σε δεύτερο βαθμό. Τα πρωτοβάθμια και τα δευτεροβάθμια δικαστήρια απαρτίζουν έτσι τους δύο δικαιοδοτικούς βαθμούς. Με την καθιέρωση και δεύτερου πλήρους δικαιοδοτικού βαθμού η υπόθεση κρίνεται και από ανώτερους δικαστές, που διαθέτουν κατά τεκμήριο πληρέστερες εγγυήσεις ορθοδικίας, μειώνονται οι πιθανότητες αποτυχίας της δικαστικής κρίσεως. Μότσαρης/Γιαννόττουλος 24
25 Η υπέρβαση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας απαγορεύεται ρητά (12 2). Ως εκ τούτου δεν μπορεί να εισαχθεί απευθείας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κύρια και αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας. Οι διάδικοι δικαιούνται να παραιτηθούν από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων αποκλείοντας την πρόσβαση στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ακόμη και πριν την έναρξη της δίκης. Αντίθετα, παράκαμψη του πρώτου βαθμού δεν είναι δυνατή ούτε συναινετικά, καθώς η ρύθμιση του άρθρου 12 2 είναι δημοσίας τάξεως. Παραβάσεις του κανόνα του άρθρου 12 2 ελέγχονται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Διάφορο ζήτημα αποτελεί αν σε ορισμένες περιπτώσεις παραδεκτώς εισάγονται το πρώτον ενώπιον του Εφετείου ένδικα βοηθήματα, ενόψει ρητών νομοθετικών ρυθμίσεων που προβλέπουν ρητά την καθ' ύλην αρμοδιότητα του τελευταίου (βλ. αναλυτικώς κατωτ ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο επιλαμβάνεται ως λειτουργικώς πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατ' αποτέλεσμα αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας. Επομένως δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα υπερβάσεως του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αλλά εξαιρέσεως από τον κανόνα του επιτρεπτού της ασκήσεως εφέσεως. 4.3 Καθ' ύλην αρμοδιότητα των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων Ο ΚΠολΔ γνωρίζει τριών ειδών πρωτοβάθμια δικαστήρια: τα ειρηνοδικεία, τα μονομελή πρωτοδικεία και τα πολυμελή πρωτοδικεία (13). Μεταξύ των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων οι υποθέσεις κατανέμονται με γνώμονα τη σπουδαιότητα του αντικειμένου της διαφοράς, που εξαρτάται είτε από την αξία του είτε από τη φύση ή από τη δυσχέρ^κ δι^ώσεως ή από την ανάγκη γρήγορης εξομαλύνσεώς της. Η διάρθρωση αρμοδιότητας υλοποιείται μέσω γενικών, αφηρημένων και προκα@ορι^^^«^ί\/^/ων, κατ' επιταγήν της αρχής του νόμιμου δικαστή (Συντ 8 1). Συμβατική παρέκταση καθ'^ύλώ c^^^^tc^ δεν είναι νοητή. Η αρμοδιότητα των δικαστηρίων και του Ακυρωτικού προκύπτει άνευ ετέρου από τη^ότ^μοδιότήτ^ του δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση προσβάλλεται με ένδικο μέ ά' ' ^ Μετά τις εκτεταμένες τροποποιήσεις του Ν. 3994/2011, το μονομελές πρωτοδικείο δικάζει ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς του (17 Α), το μονομελές εφετείο δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων της περιφερείας του και το τριμελές εφετείο δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς του (19). Υπό το ισχύον δικονομικό δίκαιο δεν προβλέπεται πλέον αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. 4.4 Συνήθης λόνω ποσού αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου και του μονομελούς πρωτοδικείου Η καθ' ύλη αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων διακρίνεται σε συνήθη, λόγω ποσού (άρθρ. 141) και σε εξαιρετική, ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς (15, 16, 17). Στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται οι διαφορές για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα ειρηνοδικεία ή τα μονομελή πρωτοδικεία. Οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα υπάγονται στα ειρηνοδικεία μεν, όταν η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει τα ευρώ, στα μονομελή δε πρωτοδικεία όταν η αξία αυτή είναι ανώτερη των ευρώ και δεν υπερβαίνει τα ευρώ. Οι διαφορές με αντικείμενο αξίας άνω των ευρώ υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων, υπό τον πρόσθετο Μττότσαρης/αννόττουλος 25
26 πάντως όρο ότι δεν περιλαμβάνονται στην ανεξαρτήτως ποσού αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων ή των μονομελών πρωτοδικείων (15, 16, 17). Ως προς τις μισθωτικές διαφορές (εμπορικές, κατοικίας κ.λπ.), κύριες ή παρεπόμενες, όπως επίσης και οι διαφορές του άρθρ. 601 ΑΚ, κρίσιμο είναι το ύψος του συμφωνημένου μηνιαίου μισθώματος (ανεξάρτητα από τον αριθμό των μισθωτών ή εκμισθωτών ή αν το μίσθωμα εισπράττεται διαιρετώς ή αδιαιρέτως). Στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου οι ανωτέρω διαφορές, εφόσον το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα 600 ευρώ, έστω και αν το ύψος του αντικειμένου της διαφοράς ξεπερνά τα ευρώ (14 1 στ. β'). Αν το μηνιαίο μίσθωμα υπερβαίνει τα 600 ευρώ, αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο. Σε εποχιακές συμβάσεις, όταν το μίσθωμα καταβάλλεται ως ετήσιο για ολόκληρη την περίοδο, το ύψος του μηνιαίου μισθώματος προσδιορίζεται με βάση τους μήνες που χρησιμοποιείται το μίσθιο και όχι με βάση τους μήνες ολόκληρου του έτους. 4.5 Υπολογισμός Tnc οικονομικής αξίας του αντικειμένου της δίκης Για την οικονομική αξία του αντικειμένου της δίκης, η οποία είναι κρίσιμη ως προς στην εύρεση της καθ' ύλην συνήθους αρμοδιότητας, εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις των άρθρων Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της δίκης είναι ο της ασκήσεως της αγωγής. Μεταγενέστερες υποτιμήσεις ή ανατιμήσεις της αξίας του παρίστανται αδιάφορες. Με βάση τους κανόνες αυτούς,^ λ^ζεται η αξία του αντικειμένου της δίκης και σε μια σειρά από άλλες όπου η αξία του αντικειμένου παρουσιάζεται απαραίτητη για τη^ δικονομικών κανόνων. Έτσι με βάση τα άρθρα 7-11 θα βρεθείς της δίκης προκειμένου να διαπιστωθεί αν η αγωγή εμπίπτ» στ^τ^^!ιρμλ)γής των ειδικών διατάξεων περί μικροδιαφορών (466), αν μπορεί^α ρβληί έί μκ έφεση (512). Επίσης οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και για τον υ1φλό ^σμό -λ)(^δικαστικού ενσήμου, ως προς τον περιορισμό του επιτρεπτού της μαρίϋρίκής απόδειξης, τον καθορισμό της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου (100, 107 ΚΔικ) Αντικείμενο υπολογισμού Κρίσιμο κατ' αρχήν είναι το αίτημα της αγωγής (9.1), ακόμη και όταν ζητείται καταβολή υπολοίπου μεγαλύτερης απαιτήσεως ή επιδιώκεται καταψήφιση μέρους της απαιτήσεως. Η καθ' ύλην αρμοδιότητα που στοιχειοθετήθηκε με βάση το αρχικό αίτημα της αγωγής δεν επηρεάζεται, αν η αρχική απαίτηση περιορίσθηκε εν μέρει συνεπεία καταβολής ή συμψηφισμού ή ακόμη και ως αποτέλεσμα μεταγενέστερης παραίτησης από το δικόγραφο ή δικαίωμα. Λαμβάνεται υπόψη το κύριο αίτημα της αγωγής. Παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς (φυσικούς ή πολιτικούς), τόκους (υπερημερίας, νόμιμους, συμβατικούς) και για δικαστικά έξοδα δεν συνυπολογίζονται (9.2). Άλλες παρεπόμενες αξιώσεις, λ.χ. το χαρτόσημο που οφείλεται στο μίσθωμα, αθροίζονται. Κατ' εξαίρεση οι τόκοι, καρποί και έξοδα λαμβάνονται υπόψη, εφόσον ζητούνται αυτοτελώς, δηλαδή όχι από κοινού με την κύρια απαίτηση και δεν τελούν σε σχέση ουσιαστικής εξαρτήσεως από τις ζητούμενες άλλες απαιτήσεις Αντικειμενικά σύνθετες δίκες Στις αντικειμενικά σύνθετες δίκες (αν δηλαδή με την αγωγή επιδιώκεται η επιδίκαση περισσότερων αξιώσεων του ενάγοντος κατά του εναγόμενου), ο τρόπος υπολογισμού εξαρτάται από το χαρακτήρα της σωρεύσεως των περισσότερων Μότσαρης/Γιαννόουλος 26
27 απαιτήσεων. Επί αντικειμενικής σωρεύσεως περισσότερων αιτημάτων στην ίδια αγωγή (218) γίνεται συνυπολογισμός (9.3), έστω και αν οι αξιώσεις στις οποίες στηρίζονται δεν είναι συναφείς ή προέρχονται από διαφορετική έννομη σχέση ή αιτία. Δεν χωρεί βεβαίως συνυπολογισμός σωρευόμενων αξιώσεων, όταν μια απ' αυτές εμπίπτει στην εξαιρετική καθ' ύλην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου (15) ή του μονομελούς (16, 17) πρωτοδικείου ή δεν αποτιμάται σε χρήμα, οπότε το δικαστήριο εξετάζει την αρμοδιότητά του αυτοτελώς ως προς κάθε μία ερευνώμενη αξίωση. Δεν ασκεί επιρροή στην αρμοδιότητα η άσκηση κύριας παρεμβάσεως ή η προβολή ενστάσεως συμψηφισμού. Στην επικουρική σώρευση (όταν δηλαδή ζητείται η επιδίκαση του α' ποσού και επικουρικώς του β') η καθ' ύλην αρμοδιότητα προσδιορίζεται με βάση το κατ' αξίαν ανώτερο αίτημα (κύριο ή επικουρικό). Επί διαζευκτικής αντικειμενικής σωρεύσεως (όταν δηλαδή ζητείται η επιδίκαση είτε του α' ποσού, πράγματος κλπ, είτε του β') κρίσιμη πρέπει να θεωρηθεί κάθε μία από τις ζητούμενες διαζευκτικές παροχές χωριστά και επί διαφοράς δικαστηρίου αρμόδιο είναι το ανώτερο Υποκειμενικά σύνθετες δίκες (ομοδικία) Σε υποκειμενικά σύνθετες δίκες (ομοδικία), ο τρόπος υπολογισμού εξαρτάται από το διαιρετό ή το αδιαίρετο του επίδικου δικαιώματος. Αν πρόκειται για αδιαίρετο δικαίωμα (π.χ. εναγωγή πλειόνων για την απόδοση πράγματος που κατέχουν από κοινού, άσκηση αρνητική αγωγής κατά την ΑΚ 1108 εναντίον περισσοτέρων, όταν^σκείται αγωγή διαταράξεως νομής υπό πλειόνων ή κατά πλειόνων), δηλαδή^fb^kafeiaa που δεν επιδέχεται κτήση, άσκηση ή απώλεια κατ' ιδανικά μέρη, αξία ολόκληρου του δικαιώματος. Αν πρόκειται για διαιρετό δικαί^μαλλ^^^^χι ^πόψη το ποσό που ζητεί κάθε ενάγων ή που ζητείται από κάθζεν^δ^^^αφ^ρως αν αμφισβητείται η ύπαρξη της όλης απαιτήσεως ή αν η σ^τι^^^άίτίψη ^ηγάζει από την ίδια ιστορική και νομική αιτία ή αν η σχέση των φαϋίκών είναι^αυτή της απλής ή της αναγκαίας ομοδικίας. Ι - "' -ν Σε περίπτωση άνισων απαιτήσεων η αρμοδιότητα καθορίζεται από τη μεγαλύτερη. Ο ανωτέρω τρόπος υπολογισμού χωρεί επί αναγνωριστικής αγωγής, που ασκείται από περισσότερους συγκυρίους, επί αγωγής παροχής διόδου (ΑΚ 1012), επί αγωγής περί κλήρου (ΑΚ 1871), επί αγωγής περί καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως (949), επί αξιώσεως χρηματικής αποζημιώσεως, επί διεκδικητικής αγωγής που ασκείται από περισσότερους συγκυρίους καθώς και επί αγωγής αποδόσεως της νομής και επί αρνητικής αγωγής. Σε περίπτωση συρροής ενεργητικής και παθητικής ομοδικίας (δηλαδή αν περισσότεροι ενάγοντες ενάγουν περισσότερους εναγόμενους) επί διαιρετών παροχών ο υπολογισμός χωρεί με βάση το αίτημα κάθε ενάγοντος έναντι κάθε εναγομένου. Έτσι η αξία της διαφοράς προκύπτει μετά από διαίρεση της αξίας του πράγματος με τον αριθμό των εναγόντων και αφού ακολουθήσει περαιτέρω διαίρεση του προκύψαντος πηλίκου με τον αριθμό των εναγομένων Ειδικές περιπτώσεις Αν ζητείται η καταβολή περιοδικών παροχών η καθ' ύλην αρμοδιότητα προσδιορίζεται κατ' αρχήν με βάση το ζητούμενο ποσό, εκτός αν ζητείται διάγνωση της όλης έννομης σχέσεως, οπότε εφαρμόζεται το άρθρ. 11 αριθ. 7. Επί αγωγής εναντίον ενώσεως προσώπων, που στερείται νομικής προσωπικότητας, η αρμοδιότητα καθορίζεται σε κάθε περίπτωση από την αξία του συνόλου του αιτήματος. Επί αγωγής διανομής κρίσιμη είναι η συνολική αξία του διανεμητέου Μότσαρης/Γιανόουλος 27
28 αντικειμένου, ασχέτως της υπάρξεως ενεργητικής ή παθητικής ομοδικίας. Επί αγωγής λογοδοσίας η αρμοδιότητα καθορίζεται από το αιτούμενο ποσό, ενώ αν δεν ζητείται κατάλοιπο, αρμόδιο είναι το πολυμελές πρωτοδικείο (18) Κρίσιμος χρόνος υπολογισμού Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της δίκης είναι ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής (10), δηλαδή της καταθέσεως του δικογράφου της (215 1, 221 1). Μεταγενέστερες ανατιμήσεις ή υποτιμήσεις, όπως και η περιέλευση του επίδικου αντικειμένου σε περισσότερα πρόσωπα δεν ασκούν επιρροή. Κατά την κρατούσα γνώμη δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε ο νομότυπος περιορισμός του αιτήματος (295 1) Θέματα αποδείξεως Ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς γίνεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, το οποίο κατ' αρχήν βασίζεται στην αποτίμηση του ενάγοντος. Κατά την εκτίμηση της αξίας του αντικειμένου της δίκης, ο δικαστής δεν δεσμεύεται κατ' αρχήν από τους κανόνες του παραδεκτού και της αποδεικτικής δυνάμεως των αποδεικτικών μέσων Ειδικές ρυθμίσεις για τα εμπρ^γ^ςρα δικαιώματα και διαρκείς ενοχικές σχέσεις. * * ν» Παράλληλα με τη γενική ^ύθ^ιι^^ρ^ρρ^υ 9, προβλέπεται ειδική ρύθμιση για τον υπολογισμό της αξίας τβυ ώτμ^ί^ψ τηξ δίκης, ως προς τα εμπράγματα δικαιώματα (11 αριθ. 1-4) σε εκεί&ς $$φαφο(ψύν >οι\ς μικτές αγωγές (11 αριθ. 5) και σ' εκείνες που αφορούν στις διαρκή, Τ^ίως ε\/(^κ!ς σχέσεις (11 αριθ. 6-7) Εμπράγματα δικαιώματα Προκειμένου για αγωγή που αφορά στην νομή ή στην κυριότητα, κρίσιμη είναι η αξία του πράγματος, ενώ η αξία της ψιλής κυριότητας υπολογίζεται στο μισό της αξίας αυτής (11 αριθ. 1). Στο μισό υπολογίζεται και η επικαρπία, όπως γενικά και κάθε προσωπική δουλεία, δηλαδή η οίκηση (ΑΚ 1183) ή οι περιορισμένες προσωπικές δουλείες (ΑΚ 1188), ανεξάρτητα μάλιστα από τη διάρκειά τους (11 αριθ. 4). Ως αξία του πράγματος νοείται η αγοραία αξία, ακόμη και όταν ισχύει το σύστημα των αντικειμενικών αξιών. Στις πραγματικές δουλείες κρίσιμη είναι η αξία που έχει η δουλεία για το δεσπόζον κτήμα, εκτός αν η μείωση της αξίας του δουλεύοντος λόγω της πραγματικής δουλείας είναι μεγαλύτερη, οπότε λαμβάνεται αυτή υπόψη (11 αριθ. 3). Απόπειρες εφαρμογής του άρθρ. 11 αριθ. 3 όχι μόνον στις πραγματικές δουλείες διόδου, αλλά και σε κάθε αγωγή παροχής διόδου (ΑΚ 1012), όπως και γενικά σε κάθε περιορισμό της κυριότητας που μοιάζει με πραγματική δουλεία, λ.χ. στην κατ' άρθρ ΑΚ επιδίκαση της κυριότητας, δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Σε κάθε είδους ασφάλεια, είτε εμπράγματη (ενέχυρο, υποθήκη) είτε ενοχική (εγγύηση), κρίσιμη είναι η ασφαλιζόμενη απαίτηση, η αξία της οποίας και λαμβάνεται υπόψη. Υπερισχύει όμως τυχόν μικρότερη αξία του πράγματος που δόθηκε σε ασφάλεια (11 αριθ. 2), αφού αυτό αποτελεί τελικά το αντικείμενο της δίκης. Μπότσαρης/Παννόπουλος 28
29 Μικτές αγωγές Στην κατ' εξοχήν μικτή αγωγή που είναι η αγωγή διανομής, κρίσιμη είναι πάντοτε (και όταν υφίσταται ενεργητική ή παθητική ομοδικία) η συνολική αξία και όχι η μερίδα του ενάγοντος ή του εναγομένου, ακόμη και όταν η διανομή αφορά μεμονωμένο κληρονομιαίο ακίνητο Διαρκείς έννομες σχέσεις Αν η επίδικη διαφορά αφορά στην ύπαρξη, στη διάρκεια, στην εκτέλεση ή στην ακυρότητα της συμβάσεως μισθώσεως, όταν δηλαδή το αντικείμενο της δίκης είναι αυτή η ίδια η έννομη σχέση της μισθώσεως και όχι συγκεκριμένες περιοδικές παροχές που πηγάζουν απ' αυτή, κρίσιμο είναι το μίσθωμα ενός έτους, εκτός αν η διάρκεια της μισθώσεως είναι μικρότερη του έτους, οπότε λαμβάνεται υπόψη το ποσό του μισθώματος για το χρονικό αυτό διάστημα (11 αριθ. 6). Στη ρύθμιση αυτή υπάγεται η αγωγή αναγνωρίσεως υποχρεώσεως καταβολής (αορίστως) μισθωμάτων, όχι όμως και η αγωγή που επιδιώκει την καταψήφιση ορισμένων μισθωμάτων συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (για την οποία η υλική αρμοδιότητα ρυθμίζεται σύμφωνα με το άρθρο 14 1). Ως προς τις διαρκείς έννομες σχέσεις από τις οποίες πηγάζουν περιοδικές παροχές (λ.χ. αξιώσεις διατροφής, μισθών, συντάξεων, τόκων κ.λπ.) και υπό την προϋπόθεση ότι αντικείμενο της σχετικής δίκης είναι η έννομη σχέση καθεαυτήν, γίνεται διάκριση μεταξύ ορισμένης κα^^^της διάρκειάς της. Όταν η διάρκεια της έννομης σχέσεως είναι εκ των προ^ο^^θορί^μένη, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των μελλοντικών παροχών, με ^νώτ^^^ω^όριο το δεκαπλάσιο της ετήσιας παροχής (11 αριθ. 7). Όταν όμο η^ι^^μν δίναι ορισμένη, λαμβάνεται υπόψη το δεκαπλάσιο μεν της ετήσιας πβρο^ρς^^^ιαιββέβαιη η επέλευση του γεγονότος από το οποίο εξαρτάται η παφη ^^παρ^ή^ και αβέβαιος ο χρόνος της, το εικοσαπλάσιο δε της ετήσιας π&^ό^ης, ότά\^πρόκειται για περιοδική παροχή απεριόριστης διάρκειας. * * *''"' + Όταν το αίτημα της αγωγής αφορά συγκεκριμένες περιοδικές παροχές, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου καθορίζεται κατ' αρχήν από την αξία των ζητούμενων παροχών. Αν όμως, με την αγωγή ζητείται συγχρόνως η διάγνωση της αμφισβητούμενης και αυτής από τον εναγόμενο βασικής έννομης σχέσεως από την οποία πηγάζουν, η αξία κρίνεται από το δεκαπλάσιο ή εικοσαπλάσιο της ετήσιας παροχής κατά τις διακρίσεις του άρθρ. 11 αριθ Εξαιρετική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου Εκτός από τις υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων λόγω ποσού, η υλική αρμοδιότητα τους περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το οικονομικό αντικείμενο της δίκης, τις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 15. Οι εν λόγω διαφορές δικάζονται από το ειρηνοδικείο ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της δίκης κατά τα άρθρα 7-11 εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Μονομελούς ή Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγροτικές διαφορές (15 αριθ. 1, 2, 4, 6,13) Σ' αυτές καταλέγονται: I. Οι διαφορές από επίμορτη αγροληψία (όχι από μίσθωση αγροτικού κτήματος), που αφορούν στην παράδοση (από τον εκμισθωτή στον μισθωτή) της χρήσεως του μισθίου ή στην απόδοσή του (από τον μισθωτή στον εκμισθωτή), για Μττότσαρης/αννόττουλος 29
30 οποιονδήποτε λόγο, ανεξάρτητα από το ύψος του καταβαλλόμενου μισθώματος. Κάθε άλλη διαφορά από τη σχέση αυτή (λ.χ. καταβολής μισθωμάτων, διανομής καρπών) υπάγεται στη συνήθη αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, αν το μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα 600 ευρώ και στα μονομελή πρωτοδικεία, αν το μηνιαίο μίσθωμα ξεπερνά το ποσό αυτό. II. Οι διαφορές που αναφέρονται σε ζημίες δέντρων, κλημάτων, καρπών, σπαρτών, ριζών και γενικά φυτών (15 αριθ. 2), που προκαλούνται από οποιαδήποτε αιτία (βοσκή ζώων, τεχνική ή ανθρώπινη ενέργεια, παράλειψη κ.λπ.). Η ρύθμιση του νόμου αφορά σε αγροκτήματα (όχι σε αστικά ακίνητα), αλλά και σε κάθε είδους φυτείες, φυτώρια, φυτά ή λουλούδια θερμοκηπίων κ.λπ., δεν έχει δε σημασία αν η σχετική αγωγή αποζημιώσεως στηρίζεται σε υποκειμενική ή αντικειμενική ευθύνη, σε δόλο ή αμέλεια, σε ευθύνη συμβατική ή από αδικοπραξία. III. Οι διαφορές, οι οποίες αφορούν στον καθορισμό των αποστάσεων, που επιβάλλουν οι νόμοι και οι κανονισμοί ή οι επιτόπιες συνήθειες για το φύτεμα δέντρων ή φυτειών ή για την ανέγερση φραχτών ή για τη διάνοιξη τάφρων (15 αριθ. 4). Δεν καλύπτονται οι συναφείς αγωγές αποζημιώσεως. IV. Οι διαφορές, που αφορούν στην παρεμπόδιση της ελεύθερης χρήσεως οδών και ατραπών καθώς και στις ζημίες που προκαλούνται από την παρεμπόδιση αυτή (15 αριθ. 5). V. Οι διαφορές που αφορούν αποκλειστικά στη χρήση ή στην παρεμπόδιση της χρήσεως του τρεχούμενου νερού, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα του ως κοινόχρηστου ή ιδιωτικού. Αν η διαφορά αφορά στα δικαιώματα υδατικής κυριότητας ή δουλείας δεν υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. VI. Οι διαφορές που προκύπτουν από την πώληση ζώων, εξαιτίας πραγματικών (όχι νομικών) ελαττωμφ &$!^λλ ίψεως συμφωνημένων ιδιοτήτων Διαφορές γειτονικού διικχίο^^^^ρ^) Στην αποκλειστική αρμοδί^τή^ίου ειρηνοδικείου εμπίπτουν διαφορές που απορρέουν από τους περισσότε^αυς^ιΐεριοΐ&ισμούς της κυριότητας, είτε αυτοί αφορούν σε αστικά είτε σε αγροτικά ακίνητα με κυριότερες αυτές των άρθρ , και ΑΚ. Από το πεδίο των περιορισμών της κυριότητας εξαιρούνται της εφαρμογής του άρθρ. 15 αριθ. 3 η ανοικοδόμηση σε γειτονικό ακίνητο (ΑΚ ), όπου η αρμοδιότητα κρίνεται με βάση το ύψος της επιδιωκόμενης αποζημιώσεως, η υποχρέωση παροχής διόδου (ΑΚ ), όπου κρίσιμο είναι επίσης το ύψος της ανάλογης αποζημιώσεως (ΑΚ 1012), που πρέπει να καταβληθεί στον ιδιοκτήτη του βαρυνόμενου ακινήτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη περισσότερων εναγόντων ή εναγομένων και, τέλος, το διαχώρισμα μεταξύ συνεχόμενων ακινήτων (ΑΚ ). Η αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις αποζημιώσεως, που προκύπτουν από την παράβασή του Διαφορές από αμοιβές για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών (15 αριθ. 7-9,11,12) Στην ομάδα αυτή κατατάσσονται ορισμένες απλές διαφορές, που προέρχονται από τον τριτογενή τομέα της οικονομίας (παροχή ξενοδοχειακών και μεταφορικών υπηρεσιών) και διαφορές ως προς αμοιβές, δικαιώματα και έξοδα ορισμένων βοηθητικών προσώπων απονομής της δικαιοσύνης. Το ειρηνοδικείο δικάζει έτσι, ανεξαρτήτως ποσού, τις απαιτήσεις των πελατών κατά του ξενοδόχου για κάθε βλάβη, καταστροφή ή αφαίρεση των Μττότσαρης/Γιαννόττουλος 30
31 πραγμάτων, που μετέφεραν στο ξενοδοχείο (ΑΚ ) καθώς και τις διαφορές από το νόμιμο ενέχυρο του ξενοδόχου (ΑΚ 838) στα εισκομισθέντα (15 αριθ. 7). Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται και σε όσους διατηρούν αποθήκες, σταθμούς αυτοκινήτων κ.λπ. Δεν εφαρμόζεται όμως σε αγωγές πελάτη κατά ξενοδόχου βάσει αδικοπρακτικής ευθύνης του τελευταίου με αφορμή τη μίσθωση. Στο ειρηνοδικείο στεγάζονται και οι απαιτήσεις του ξενοδόχου κατά των πελατών του για τις υπηρεσίες που τους προσέφερε (15 αριθ. 8), οι απαιτήσεις των μεταφορέων και πρακτόρων από σύμβαση μεταφοράς προσώπων (όχι πραγμάτων), όχι όμως και τις υποχρεώσεις αυτών ούτε και τις αξιώσεις από αδικοπραξία, που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ή επ' ευκαιρία της μεταφοράς (15 αριθ. 9), οι απαιτήσεις των δικηγόρων για τις αμοιβές και τα έξοδά τους για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε ειρηνοδικείο ή πταισματοδικείο (15 αριθ. 11). Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις για τη συγκεκριμένη κατηγορία αξιώσεων στοιχειοθετείται η εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου (16 αριθ. 7). Στο ειρηνοδικείο υπάγονται (15 αριθ. 12), τέλος, και οι διαφορές που αφορούν δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή έξοδα μαρτύρων, που εξετάσθηκαν σε οποιοδήποτε δικαστήριο (393 επ.) ή σε διαιτητές (888), όπως και οι διαφορές που αφορούν δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή έξοδα των διερμηνέων (252,253), των μεσεγγυούχων44 και των φυλάκων (716, 726,793, 827 3, 829, 833, 943 3, 956, 984 3, 996, ) Ενδοσωματειακές διαφορές S Ε f > Στην εξαιρετική αρμοδιότητα τ ^^ν^δίκείου υπάγονται ακόμη οι απαιτήσεις των σωματείων και των συνεταιρίί^ω^^^ων^ελών τους, ή των καθολικών τους διαδόχων, αλλά μόνον ως προςί"τη\^^^^η Ίισφορά τους, επιπλέον δε και οι απαιτήσεις των μελών ή των κβθομ^^^^ιδις^όχων κατά των σωματείων και συνεταιρισμών για χρηματική ή^λ^ί^ροχι^ αριθ. 10). Η αρμοδιότητα αυτή προϋποθέτει σωματεία και συνετ^όι&ϊόύς που^εδρεύουν στην Ελλάδα και έχουν συσταθεί κατά το ελληνικό δίκαιο. ι - ν Εξαιρετική αρμοδιότητα ειρηνοδικείου σε υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Με την πρόσφατη τροποποίηση του Ν. 4055/2012, διευρύνθηκε εντυπωσιακά η υλική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, ώστε να καταλαμβάνονται πλέον όλες οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας εκτός από: (α) την πτώχευση (άρθρ. 4 Ν. 3588/2077) (β) τις υποθέσεις που αφορούν τη διόρθωση κτηματολογικών εγγράφων- (γ) το συναινετικό διαζύγιο- (δ) την κήρυξη αλλοδαπού τίτλου εκτελεστού (ΚΠολΔ 905) (ε) τη νεοπροβλεφθείσα ανακοπή κατά της διαταγής του Ειρηνοδίκη περί σύστασης σωματείου κατ' άρθρ. ΑΚ 81 επ. & ΚΠολΔ 787 (άρθρ & 20 Ν. 4055/ ΕισΝΚΠολΔ 3 4 & ΚΠολΔ 740). Η ισχύς των τροποποιήσεων αυτών, οι οποίες καταλαμβάνουν δεκάδες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, τόσο εκ των αναφερόμενων στα άρθρα 782 επ ΚΠολΔ, όσο και από ειδικούς νόμους, μετατέθηκε με τον πρόσφατο Ν. 4077/2012 για την Εξαιρετική αρμοδιότητα ειρηνοδικείου για την εγγραφή συναινετικών προσημειώσεων υποθήκης. Με την πρόσφατη τροποποίηση του Ν. 4055/2012 προβλέφθηκε η αποκλειστική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου για την εγγραφή των συναινετικών προσημειώσεων υποθήκης (683 3). Η νέα ρύθμιση καταλαμβάνει αποκλειστικά και Μττότσαρης/Για ννόττο υλος 31
32 μόνον τις εξ αρχής, συναινετικές προσημειώσεις υποθήκης, που παρέχονται ως εξασφάλιση του πιστωτή στο πλαίσιο προσυμφωνημένων, τραπεζικών κατά κανόνα συναλλαγών. Το ύψος της ασφαλιστέας αξιώσεως ή η αξία του ακινήτου επί του οποίου εγγράφεται η προσημείωση δεν παρουσιάζονται κρίσιμες. Στις λοιπές περιπτώσεις προσημειώσεων υποθήκης η αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου θεμελιώνεται μόνον όταν η ασφαλιστέα απαίτηση εμπίπτει στην υλική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. Στις λοιπές περιπτώσεις αρμόδιο παραμένει το μονομελές πρωτοδικείο. 4.7 Εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου Η εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείο ρυθμίζεται στα άρθρα 16 και 17. Μεταξύ των δύο ρυθμίσεων καταγράφεται η ακόλουθη διαφορά. Η εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 16 θεσπίζεται σε βάρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και μόνον, όχι όμως και σε βάρος του Ειρηνοδικείου. Ως εκ τούτου αν το οικονομικό αντικείμενο της δίκης υπολείπεται του ποσού των , τότε υπάγονται με βάση το άρθρο 14 1 στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. Αντίθετα, ως προς τις διαφορές του άρθρου 17, η αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου καθιερώνεται έναντι τόσο του ειρηνοδικείου, όσο και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για «αποκλειστική αρμοδιότητα» Εξαιρετική αρμοδιότητα^υπρωτοδικείου Στην εξαιρετική αρμοδιόΐΐ τα^9#μό^έλα(ρς πρωτοδικείου υπό την πρώτη εκδοχή υπάγονται οι ακόλουθες arac^pst (άρθρ. JK3), υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι η αξία του αντικειμένου τους υπ^ρ^νει τά Ϊ κ5θ0 ευρώ Μισθωτικές διαφορές (16 αριθ. 1) Το μονομελές πρωτοδικείο καθίσταται αρμόδιο για όλες γενικά τις διαφορές από τη μίσθωση πράγματος, αγροτικού κτήματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη αγροληψία, εφόσον δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. Ως μισθωτική διαφορά θα πρέπει κατά τα ανωτέρω να θεωρηθεί κάθε διαφορά που έχει ως αναγκαία ιστορική αιτία τη σύμβαση μισθώσεως, ασχέτως ομαλής ή ανώμαλης εξελίξεώς της. Δεν υπάγονται εδώ διαφορές από μικτές συμβάσεις, έστω και αν αυτές συνδυάζουν και στοιχεία μισθώσεως (π.χ. leasing, συμβάσεις allotment, συμβάσεις κατασκευής και μίσθωσης, τύπου built to suit lease κ.α.) Εργατικές διαφορές (16 αριθ. 2, 3, 5 και 4) Υπάγονται εδώ οι διαφορές που πηγάζουν από σύμβαση (έστω και άκυρη) εξαρτημένης εργασίας, είτε απορρέουν από την ίδια τη σύμβαση είτε από τις διαπραγματεύσεις, είτε από αδικαιολόγητο πλουτισμό, είτε από αδικοπραξία, που έχουν ως βάση σχέση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Κρίσιμη είναι η διερεύνηση της συνδρομής των εννοιολογικών στοιχείων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Εξαρτημένη εργασία υφίσταται, όταν ο εργοδότης καθορίζει δεσμευτικά τον τόπο, τρόπο, χρόνο και την έκταση παροχής της εργασίας, ο δε Μττότσαρης/αννόττουλος 32
33 εργαζόμενος υποχρεώνεται σε συμμόρφωση προς τις σχετικές οδηγίες και εντολές του. Εκτός από τις διαφορές που προκύπτουν από τη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπάγονται εδώ και διαφορές που έχουν ως βάση άλλη αυτοτελή αιτία, η οποία όμως γεννήθηκε με αφορμή την παροχή της εργασίας και τελεί σε συνάρτηση προς αυτή. Υπάγονται εδώ και διαφορές μεταξύ των διαδόχων ακόμη και ειδικών του μισθωτού ή του εργοδότη καθώς και διαφορές μεταξύ των από κοινού εργαζομένων στον ίδιο εργοδότη (16 αριθ. 3). Αμφισβητείται αν η εμβέλεια της προκείμενης ρυθμίσεως καταλαμβάνει μόνον ομάδες εργαζομένων που συνδέονται με ομαδική κοινή σύμβαση (π.χ. μέλη θιάσου) με τον εργοδότη ή αν εκτείνεται σε μισθωτούς απασχολούμενους στην ίδια επιχείρηση και μέσω αυτοτελών συμβάσεων. Μάλλον κρατούσα είναι η πρώτη άποψη, παρατηρείται όμως ορθά ότι η ερμηνεία αυτή αποδεικνύεται στην πράξη συχνά ανεπιεικής. Στην εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου υπάγονται ακόμη και οι διαφορές επαγγελματιών και βιοτεχνών μεταξύ τους καθώς και οι διαφορές μεταξύ αυτών και των πελατών τους από την παροχή εργασίας ή ειδών που κατασκευάσθηκαν από τους ίδιους (16 αριθ. 4). Η ρύθμιση αφορά διαφορές μεταξύ ατομικών ή μικρών βιοτεχνικών επιχειρήσεων που κατασκευάζουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους και όχι διαφορές μεταξύ οργανωμένων επιχειρήσεων και των πελατών τους. Κρίσιμη είναι η μικρή έκταση του οργανωτικού κεφαλαίου και της επαγγελματικής δραστηριότητας. Ως εργασία νοείται εδώ όχι η εξαρτημένη αλλά η ανεξάρτητη. Τα παρεχόμενα είδη πρέπει να κατασκευάζονται από τον επαγγελματία ή τον βιοτέχνη με προσωπική συμβολή (ράπτης, οδοντοτεχνίτης, υποδηματοποιός, επιδιορθωτής, φανοποιός, επισκευαστής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, τηλεοράσεων, ηλεκτρονικών υπολογιρ«κμ R.&n^.), έστω και με τη συνδρομή βοηθών, και όχι απλώς να μεταπωλούνται? στην προκείμενη ρύθμιση και απαιτήσεις από αδικοπραξία, ε(ββσοι φ ^^^νδ ρνται με την κύρια σχέση μεταξύ επαγγελματία ή βιοτέχνη και πελάτη φ Τέλος, στο μονομελές πρωτφ ^ν ειμ γον*αι οι διαφορές που αφορούν στο κύρος και στην έκταση ισχύος τω^σόμγγικών συμβάσεων εργασίας ή των σχετικών διαιτητικών αποφάσεων είναι ιδιωτι*$ς1ι< αγ επιλύονται κατά βάση από το μονομελές πρωτοδικείο (16 αριθ. 5), έστω και αν γεννώνται και μεταξύ προσώπων, που υπάγονται στους κανόνες του συλλογικού εργατικού δικαίου και τρίτων, έχουν δε ως βάση τόσο τους ενοχικούς όσο και τους κανονιστικούς όρους των συλλογικών ρυθμίσεων Ασφαλιστικές διαφορές (16 αριθ. 6, 9) Οι ασφαλιστικές διαφορές εξακολουθούν να δικάζονται από τα πολιτικά δικαστήρια και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 702/ , όταν ο φορέας ασφαλίσεως δεν είναι ν.π.δ.δ., αλλά ταμείο ή οργανισμός που αποτελεί ν.π.ι.δ. (16 αριθ. 6). Παράλληλα, στην εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου υπάγονται και οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου για κάθε είδος ιδιωτικής ασφαλίσεως (ζωής, κλοπής, φωτιάς κ.λπ.), που αφορούν αποκλειστικά στον καθορισμό του ποσοστού και στην καταβολή του ασφαλίστρου (16 αριθ. 9) Απαιτήσεις αμοιβών και εξόδων ελεύθερων επαγγελματιών, προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα κ.λπ. Μότσαρης/αννόττουλος 33
34 Στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου υπάγονται οι διαφορές από αμοιβές, αποζημιώσεις και έξοδα δικηγόρων, που δεν υπάγονται στη συνήθη και εξαιρετική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου (16 αριθ. 7). Αυτό συμβαίνει, όταν η αξία του αντικειμένου της δίκης υπερβαίνει τα ευρώ ή πρόκειται για οφειλόμενες αμοιβές, έξοδα κ.λπ. από δικηγορικές υπηρεσίες, που δεν παρασχέθηκαν σε ειρηνοδικείο ή σε πταισματοδικείο. Υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι η διαφορά από αμοιβές, αποζημιώσεις κ.λπ. προέρχεται από συναφείς προς την άσκηση του επαγγέλματος τους υπηρεσίες, υπάγονται στην ανωτέρω αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και οι συμβολαιογράφοι, οι πάσης φύσεως μηχανικοί και υπομηχανικοί, οι πάσης φύσεως ιατροί και οδοντίατροι, οι κτηνίατροι, οι διπλωματούχες μαίες, οι χημικοί και οι μεσίτες, όταν έχουν διορισθεί νομίμως. Ο τρόπος καθορισμού της αμοιβής (ελάχιστες νόμιμες ή συμβατικές) δεν ενδιαφέρει. Η εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου περιλαμβάνει ακόμη: τις διαφορές που αφορούν στις αμοιβές, στις αποζημιώσεις των οπωσδήποτε (κατ' αρχήν) διορισθέντων πραγματογνωμόνων ( ), των διαιτητών πραγματογνωμόνων και των εκτιμητών ή των καθολικών τους διαδόχων. Δεν εμπίπτουν εδώ αξιώσεις ιδιωτών τεχνικών συμβούλων των διαδίκων δεδομένου ότι όρο για την εφαρμογή της προκείμενης ρυθμίσεως αποτελεί ο διορισμός του πραγματογνώμονα από το δικαστήριο. Εντούτοις, κατά κανόνα και οι απαιτήσεις των ιδιωτών τεχνικών συμβούλων θα υπάγονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείο, εξαιτίας της ιδιότητας τους ως ελεύθερων επαγγελματιών (γιατροί, μηχανικοί κ.ο.κ.). Τέλος, στην εξαιρετική αρμοδ^άΐφιλόβ^μονομελούς πρωτοδικείου υπάγονται και οι διαφορές που αφορούν διαιτητών, εκτελεστών διαθηκών, διαχειριστών σε ιδιοκτησία κατ^ορι((^^^δια^ειριστών που διορίσθηκαν από δικαστική αρχή, εκκαθαριστών εταιοΐίϊίν^^^ωΐών προσώπων ή κληρονομιών (16 αριθ. 8). * W * ο ftps? 7 Α * "'Τ ~ I ο* Αυτοκινητικές διαφορές (16 αριθ. 12) Στην προκείμενη περίπτωση εμπίπτουν όλες οι απαιτήσεις αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως από ζημίες προσώπων ή πραγμάτων, που οφείλονται στη λειτουργία του αυτοκινήτου, ανεξάρτητα αν θεμελιώνονται σε υποκειμενική ή αντικειμενική ευθύνη του υπόχρεου. Καλύπτονται και οι διαφορές μεταξύ ασφαλιστικής εταιρίας και ασφαλισμένου ή των διαδόχων του για κάθε ασφάλιση του αυτοκινήτου και όχι μόνον ως προς την κύρια απαίτηση από την ασφάλιση, καθώς και η ευθεία αξίωση του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή του αυτοκινήτου (άρθρ Ν. 489/1976) Διαφορές από την προσβολή νομής ή κατοχής (16 αριθ. 13) Στην εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου εντάσσονται και οι διαφορές από προσβολή της νομής ή κατοχής κινητών ή ακινήτων (16 αριθ. 13). Η ρύθμιση αφορά τις αγωγές των άρθρ. 987, 989 και 997 ΑΚ. Αμφίβολο είναι αν μπορούν να ενταχθούν εδώ και οι ενδεχόμενες αξιώσεις αποζημιώσεως των άρθρ , ΑΚ καθώς και οι αγωγές απόδοσης της νομής κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Μότσαρης/Γιαννόουλος 34
35 4.7.2 Αποκλειστική αρμοδιότητα μονομελούς πρωτοδικείου Αντίθετα από τις διαφορές του άρθρου 16, οι ρυθμιζόμενες από το άρθρο 17 περιπτώσεις παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα ότι η αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου καθιδρύεται τόσο έναντι του ειρηνοδικείου, όσο και έναντι του πολυμελούς πρωτοδικείου Διαφορές οικογενειακού δικαίου (17 αριθ. 1) Εδώ εμπίπτουν οι ακόλουθες κατηγορίες διαφορών: I. Οι διαφορές που αφορούν το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου, την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του γάμου, τις σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου. Η ρύθμιση προστέθηκε με το άρθρο 6 5 Ν. 4055/2012. Παλαιότερα, οι διαφορές αυτές (εκτός από το συναινετικό διαζύγιο) υπαγόταν στην αρμοδιότητα του πολυμελούς. II. Οι διαφορές του άρθρου Ειδικότερα εδώ εμπίπτουν οι διαφορές την προσβολή της πατρότητας ή μητρότητας, οι διαφορές που αφορούν την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει σχέση γονέα και τέκνου ή γονική μέριμνα, την αναγνώριση της πατρότητας τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη η εκούσια αναγνώριση ενός τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του ή η εξομοίωσή του με τέκνο γεννημένο σε γάμο λόγω επιγενόμενου γάμου των γονέων τβΐ* )() ^αθώς και την προσβολή εκούσιας αναγνωρίσεως, την αναγνώριση ojj ΐ)πάρ ΐ ί^ν υπάρχει υιοθεσία ή τη λύση της, την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δ ν υ^^^^ιτ^ρπεία. Και η συγκεκριμένη ομάδα διαφορών μεταφέρθηκε στην α^μο^τ^^ ^ μονομελούς πρωτοδικείου με την τροποποίηση του Ν. 4055/2012. β. ^T^W^^ & ί.υλν- {ν "β ο ] Α III. Οι διαφορές του άρθρ. 681 Β. Β^ώ^εριλαμ βάφονται: η συνεισφορά των συζύγων (ΑΚ 1389) η διατροφή που οφείλεται Ήόγω γδμου (ΑΚ 1390), λόγω διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως (ΑΚ ), λόγω ακυρώσεως ακύρου (ΑΚ 1383 II) ή ακυρώσιμου γάμου (ΑΚ 1384), λόγω διαζυγίου (ΑΚ ) ή συγγένειας (ΑΚ ) οι δαπάνες τοκετού και διατροφής άγαμης μητέρας (ΑΚ 1503 Ι) οι δαπάνες διατροφής της εγκύου μητέρας από την κληρονομική μερίδα που έχει επαχθεί στο κυοφορούμενο (ΑΚ 1867). Δεν υπάγονται εδώ οι διαφορές διατροφής από δικαιοπραξία, όταν δεν ρυθμίζουν υποχρέωση διατροφής εκ του νόμου ή από διάταξη τελευταίας βουλήσεως, ούτε η διατροφή του τέκνου λόγω θανάτου του γονέα συνεπεία ατυχήματος. IV. Οι διαφορές από την άσκηση της γονικής μέριμνας κατά τη διάρκεια του γάμου (ΑΚ , , 1532, 1533, 1535), η ρύθμισή της σε περίπτωση διαστάσεως, διαζυγίου κ.λπ., η διαφωνία των γονέων κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας (ΑΚ 1512), καθώς και η επικοινωνία των γονέων και των υπόλοιπων ανιόντων με το τέκνο (ΑΚ 1520). V. Οι διαφορές που αφορούν στη ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τον χρόνο διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως (ΑΚ 1393) και η κατανομή των κινητών μεταξύ συζύγων κατά τον χρόνο της διαστάσεως (ΑΚ ). Υπάγονται εδώ η αγωγή από το άρθρ ΑΚ, η αγωγή από τα άρθρ εδ. β' και 1395 ΑΚ, όπως και η αγωγή αποδόσεως τέκνου, σε περίπτωση διαζυγίου, κατά του συζύγου που το κατακρατεί παράνομα. Μότσαρης/Γιαννόουλος 35
36 Διαφορές από τη σχέση της κατ' όροφον ιδιοκτησίας Εδώ εμπίπτουν οι διαφορές από τη σχέση της οροφοκτησίας του Ν. 3741/1929, αλλά και από τη σχέση κάθετης ιδιοκτησίας επί υφισταμένου πάντοτε οικοδομήματος, που ανακύπτουν είτε μεταξύ των επί μέρους κυρίων είτε μεταξύ του διαχειριστή και των επί μέρους κυρίων, λ.χ διαφορές από το γειτονικό δίκαιο, από οικοδομική μεταβολή παρά τον κανονισμό, από τη χρήση κοινόχρηστων χώρων, οικοδομής. Δεν υπάγονται εδώ οι αγωγές μεταξύ κυρίων (ή του διαχειριστή) και τρίτων, όπως είναι ο μισθωτής ή ο θυρωρός, έστω και αν ανάγονται στην εφαρμογή του Ν. 3741/ Διαφορές που αφορούν στην ακύρωση αποφάσεων γενικής συνελεύσεως σωματείων ή συνεταιρισμών Εδώ εμπίπτουν οι διαφορές, που αφορούν στην ακύρωση αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως σωματείων ή συνεταιρισμών (17 αριθ. 3). Το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης καταλαμβάνει και αγωγές για την ακύρωση αποφάσεων δευτεροβάθμιων ή τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, γ.σ. εργατικού κέντρου, γ.σ. οικοδομικών συνεταιρισμών και ενώσεων συνεταιρισμών. Εφαρμόζεται αναλόγως και για την προσβολή αποφάσεων διοικητικού συμβουλίου σωματείου ή συνεταιρισμού, εφορευτικής επιτροπής καθώς και αποφάσεων γ.σ. συνιδιοκτητών πολυκατοικίας. ******** Αρμοδιότητα μονομε^ού<τ^^^ ^ο5ικείου ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Α ο Με το Ν. 4055/2012 πρ βλ^^ κε #Χέο^η αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου ως δευτεροβάθμιου ^ά^τηρίου!^τ$ μονομελές πρωτοδικείο δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των* ειρηνοδικείων της περιφέρειας τους (17 Α). Σύμφωνα με το άρθρο 17 Α, στην περίπτωση αυτή το μονομελές πρωτοδικείο, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο συγκροτείται υποχρεωτικά από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτού ως παρέδρου πρωτοδικείου και, σε περίπτωση που δεν υπηρετούν πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν, από τον αρχαιότερο κατά διορισμό πρωτοδίκη. Η ρύθμιση αυτή αποβλέπει στη διασφάλιση των εχεγγύων που πρέπει να περιβάλλουν τη δευτεροβάθμια δίκη και ιδίως να διασφαλίσει ότι η υπόθεση θα εκδικασθεί από δικαστή που να διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία. Παράβαση της διάταξης αυτής για τη συγκρότηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου στην προκείμενη περίπτωση ελέγχεται αναιρετικά στο πλαίσιο του αναιρετικού λόγου του άρθρου (μη νόμιμη σύνθεση) Καθ' ύλην αρμοδιότητα πολυμελούς πρωτοδικείου Στα πολυμελή πρωτοδικεία αναγνωρίζεται γενική αρμοδιότητα προς εκδίκαση όλων των διαφορών για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα ειρηνοδικεία και τα μονομελή πρωτοδικεία. Υπάγονται συνεπώς εδώ: Όλες οι αποτιμητές σε χρήμα διαφορές των οποίων το αντικείμενο υπερβαίνει τα ευρώ και δεν έχουν υπαχθεί στην εξαιρετική αρμοδιότητα ούτε του ειρηνοδικείου (15) ούτε του μονομελούς πρωτοδικείου (16, 17) και όλες οι διαφορές που δεν μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα. Μότσαρης/Γιαννόττουλος 36
37 Μεταξύ άλλων οι αγωγές εδώ εμπίπτουν π.χ. αγωγές επιδείξεως εγγράφου κατά το άρθρ. 902 ΑΚ, παραλείψεως (ΑΚ 57-60), ακυρότητας διαθήκης, λογοδοσίας, εκτός αν ζητείται και ορισμένο κατάλοιπο, ακυρότητας συμβάσεως ως εικονικής, αναγνωρίσεως ανυπαρξίας δικαστικής αποφάσεως (313 3), διαζυγίου, κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου κ.λπ. (ΕισΝΚΠολΔ 73 I). Στο πολυμελές πρωτοδικείο εισάγεται κατά την κρατούσα γνώμη και η αρνητική αγωγή. Αμφισβητείται η ρύθμιση της υλικής αρμοδιότητας για την αγωγή καταδολιευτικής διαρρήξεως. Κατά μία άποψη προτείνεται ότι οι εν λόγω αγωγές εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου, ως μη αποτιμητές ενώ κατ' άλλη ερμηνευτική εκδοχή η αρμοδιότητα ρυθμίζεται σύμφωνα με την οικονομική αξία του αντικειμένου του οποίου ζητείται η διάρρηξη. Μετά την τροποποίηση του Ν. 4055/2012, το πολυμελές πρωτοδικείο δεν λειτουργεί πλέον ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο Καθ' ύλην αρμοδιότητα εφετείου Το εφετείο αποτελεί το κατ' εξοχήν δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών και μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς του (19). Με την τροποποίηση του Ν. 4055/2012 προβλέφθηκε για πρώτη φορά η λειτουργία μονομελούς σύνθεσης του Εφετείου η οποία δικάζει τις εφέσεις κατά των μονομελών πρωτοδικείων της περιφερείας του. Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του Πολυμελούς Πρω^^κείου εισάγονται στην τριμελή σύνθεση, όπως και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο.^* Κατ' εξαίρεση τα εφετεία δικ^^^α1ν επιταγή και ειδικών νόμων ως πρωτοβάθμια δικαστήρια τις αγω^έςα^^φ^ύ^,την αναγνώριση της ακυρότητας, τις διαφορές που προκύπτουν κατασκευής δημόσιου έργου και εξακολουθούν να υπάγονται με*ά JpgfT l4f6/1j83 στα πολιτικά δικαστήρια, τις διαφορές από συμβάσεις εκπονι^ωφγελετ^ν^κκιιτά τον ν. 716/1977, τις διαφορές για οριστικό προσδιορισμό αποζημι&^δως'λόγώ αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, την άρση αμφισβητήσεως ως προς την ερμηνεία δικαιοπραξιών και ιδίως διαθήκης υπό τους όρους του άρθρ Επίσης στο εφετείο εισάγεται το πρώτον η αγωγή ακυρώσεως διαιτητικής αποφάσεως ( ), η αγωγή αναγνωρίσεως της ανυπαρξίας διαιτητικής αποφάσεως (901), το «ένδικο μέσο» (κατ' ουσίαν «προσφυγή» με χαρακτήρα ανακοπής) του άρθρου 43 ΚανΒρ I κατά της πράξεως που κήρυξε εκτελεστή την αλλοδαπή δικαστική απόφαση. Ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο δικάζει το Εφετείο και σε περίπτωση ασκήσεως κύριας παρεμβάσεως το πρώτον ενώπιον του ή σε περίπτωση ασκήσεως τριτανακοπής κατ' αυτού Αρμοδιότητα Αρείου Πάγου Ο Άρειος Πάγος δικάζει τις αναιρέσεις κατά των αποφάσεων οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου (20). Ο ίδιος ελέγχει το νομικό μέρος της υποθέσεως και δεν αποτελεί δικαστήριο τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας. Όπως συνήθως λέγεται δικάζει την (προσβαλλόμενη) απόφαση και όχι την υπόθεση. Σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η αναίρεση, η περαιτέρω διαδικαστική πορεία της υποθέσεως εξαρτάται από το λόγο για τον οποίο έγινε δεκτή η αναίρεση (βλ. άρθρ. 580). Έτσι αν η απόφαση αναιρεθεί για υπέρβαση δικαιοδοσίας τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαίωμα να ασχοληθούν πια με την υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή αναιρείται και η πρωτόδικη απόφαση που έχει τυχόν επικυρωθεί με την Μότσαρης/αννόττουλος 37
38 απόφαση που αναιρέθηκε, εφόσον και αυτή ενέχει υπέρβαση δικαιοδοσίας. Αν η αναιρεσιβαλλόμενη αναιρεθεί για παράβαση των διατάξεων περί καθ' ύλην αρμοδιότητας, η υπόθεση παραπέμπεται στο δικαστήριο που κρίνει αρμόδιο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος (μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4055/2012) έχει διακριτική ευχέρεια, αλλά όχι υποχρέωση να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκαση της, ιδίως αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση ή να παραπέμπει την υπόθεση στο Δ' Τμήμα το οποίο κατά τον Κανονισμό ορίζεται ως αρμόδιο για την αναδίκαση υποθέσεων στην ουσία της διαφοράς. Αν η απόφαση αναιρεθεί για κάποιον από τους λόγους των αρ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, ο Άρειος Πάγος μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για παραπέρα εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε. Υποχρεωτική διακράτηση της υποθέσεως στον Άρειο Πάγο προβλέπεται στην περίπτωση που αναιρείται για δεύτερη φορά απόφαση του δικαστηρίου στο οποίο εισήχθη μετ' αναίρεση η υπόθεση (580 3 εδ. τελ.). Κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των Ν. 2172/1993 και 4055/2012 οι υποθέσεις παραπέμπονταν μετ' αναίρεση υποχρεωτικά στα δικαστήρια της ουσίας. Στην αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου ανήκουν επίσης και οι αιτήσεις για καθορισμό δικαστηρίου, στην ακραία περίπτωση που δεν υπάρχει πια το δικαστήριο που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη με ένδικο μέσο απόφαση (20 2). 5 Η κατά τόπον αρμοδιότητα 5.1 Έννοια και διακρίσεις 0 Ως κατά τόπον αρμοδιότητ^ν^^^^ο ^τοσοστό της δικαιοδοσίας που αντιστοιχεί σε έκαστο εκ των δίιψστηρίων της ίδιας βαθμίδας υλικής αρμοδιότητας. Η κατά τόπον αρ^β^ΐητα ταμτίξ ται εννοιολογικά με τη δωσιδικία (forum). - V* Η κατά τόπον αρμοδιότητα ή δωσιδικία διακρίνεται κατ' αρχήν σε νόμιμη, που καθορίζεται από το νόμο (22-40), σε αιρετή ή κατά παρέκταση, που απορρέει από τη ρητή ή σιωπηρή βούληση των διαδίκων (42-44) και σε δοτή ή εκ δικαστικής αποφάσεως, που πηγάζει από απόφαση άλλου δικαστηρίου, όπως συμβαίνει στην παραπομπή λόγω αδυναμίας συγκροτήσεως δικαστηρίου (50) και στην παραπομπή από αναρμόδιο σε αρμόδιο δικαστήριο (46). Με βάση το εύρος των υπαγόμενων εκάστοτε διαφορών οι δωσιδικίες διακρίνονται σε γενικές και ειδικές. Οι ειδικές δωσιδικίες διακρίνονται περαιτέρω σε συντρέχουσες και αποκλειστικές. Γενική δωσιδικία ενός προσώπου ορίζεται εκείνη στην οποία υπάγονται όλες κατ' αρχήν οι αγωγές που στρέφονται εναντίον του, εκτός από εκείνες για τις οποίες προβλέπεται ειδική αποκλειστική δωσιδικία. Ειδική είναι κάθε δωσιδικία που δεν είναι γενική. Κάθε ειδική δωσιδικία έχει συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής. Μπορεί δηλαδή να εφαρμοσθεί μόνον επί συγκεκριμένων διαφορών και υποθέσεων. Για τη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών και υποθέσεων, ο νομοθέτης ανάγει ένα εκ των βιοτικών περιστατικών που συνδέουν τη διαφορά με ορισμένο τόπο σε κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να εγκαθιδρυθεί η κατά τόπο αρμοδιότητα των δικαστηρίων ορισμένου τόπου (σύνδεσμος). Επειδή, οι ειδικές δωσιδικίες εισάγουν εξαιρέσεις από τον κανόνα της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου (ή τις ανάλογες που προβλέπει ο ΚΠολΔ), πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Λόγω του εξαιρετικού τους χαρακτήρα, δεν είναι νοητή η αναλογική εφαρμογής τους. Άλλωστε κενό δικαίου δεν είναι νοητό στο πεδίο της κατά τόπον αρμοδιότητας: κάθε διαφορά που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής Μότσαρης/Γιαννόουλος 38
39 ειδικής δωσιδικίας καταλαμβάνεται από τη γενική δωσιδικία που ισχύει για το πρόσωπο του εναγόμενου. Οι ειδικές δωσιδικίες διακρίνονται περαιτέρω σε αποκλειστικές και συντρέχουσες. Οι αποκλειστικές ειδικές δωσιδικίες παραμερίζουν τη γενική δωσιδικία, αλλά και τις συντρέχουσες ειδικές. Διαφορά που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ειδικής αποκλειστικής δωσιδικίας μπορεί να εισαχθεί μόνον στο δικαστήριο της συγκεκριμένης δωσιδικίας (π.χ. αν ορισμένη διαφορά αφορά ακίνητα, τότε μπορεί να εισαχθεί μόνον στο δικαστήριο της τοποθεσίας του ακινήτου). Ιδιαίτερα προβλήματα ανακύπτουν, όταν συμβαίνει να στοιχειοθετούνται παράλληλα πλείονες αποκλειστικές δωσιδικίες στην ίδια διαφορά (π.χ. διαφορά που αφορά κληρονομιαίο ακίνητο). Η σύγκρουση αίρεται με βάση μεθοδολογικά κριτήρια ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκει σε μια έκαστη περίπτωση ειδικής αποκλειστικής δωσιδικίας ο νομοθέτης. Τα κατ' ιδίαν ανακύπτοντα ζητήματα εξετάζονται στη συνέχεια του κειμένου. Οι συντρέχουσες ειδικές δωσιδικίες δεν θίγουν τη γενική δωσιδικία και συμπορεύονται μ' αυτήν. Διευρύνουν απλώς το δικαίωμα επιλογής του ενάγοντος, που μπορεί έτσι να επιλέξει τη γενική ή την ειδική δωσιδικία για την άσκηση της αγωγής του. 5.2 Γενικές δωσιδικίες Η καθιέρωση των γενικών δωσιδικιών οφείλεται στην ανάγκη να υπάρχει πάντοτε δικαστήριο αρμόδιο για την εκδίκαση μιας διαφοράς και να αποκλεισθεί έτσι η πιθανότητα αρνησιδικίας.. Ν ε η r Ν <υ ί Κατοικία ή διαμονή ενα ομ# ο... *, "TO» Κανόνας είναι οτι η αγωγη^ρέειται [στα* δικαστήρια της περιφέρειας της κατοικίας του εναγομένου (22) και1^ ερίτττωφ^ελλείψεως κατοικίας στο δικαστήριο του τόπου της διαμονής του (23 2). Η επιφύλαξη αντίθετου ορισμού από το νόμο (22) σημαίνει ότι η γενική δωσιδικία μπορεί να θεμελιώνεται και σε διαφορετικό σύνδεσμο από εκείνον της κατοικίας του εναγομένου αφενός και αφετέρου ότι για ορισμένες διαφορές μπορούν να θεσπισθούν ειδικές δωσιδικίες. Η καθιέρωση του κανόνα actor sequitur forum rei, παρά το γεγονός ότι ευνοεί τον εναγόμενο δικαιολογείται από σταθμίσεις προστασίας του ανύποπτου διαδίκου από ενδεχόμενη άσκηση σε βάρος του απαράδεκτης ή αβάσιμης αγωγής καθώς και ως αντιστάθμιση στην απεριόριστη δυνατότητα του ενάγοντος να επιλέγει πού, πότε και πώς θα επιτεθεί. Η κατοικία καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρ ΑΚ. Ως τέτοια νοείται ο τόπος τον οποίο ο ενδιαφερόμενος έχει καταστήσει μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του. Εννοιολογικά η απόκτηση κατοικίας απαιτεί κατά το άρθρο 51 ΑΚ τη συνδρομή δύο στοιχείων: υλική εγκατάσταση, που εκδηλώνεται με τη βιοτική παραμονή, την επαγγελματική ή κοινωνική δραστηριότητα σε ορισμένο τόπο (corpus) και ψυχική διάθεση μόνιμης εγκαταστάσεως (animus). Η συνύπαρξη αμφότερων των ανωτέρω στοιχείων είναι απαραίτητη για την έννοια της κατοικίας. Η συνδρομή του corpus στοιχειοθετεί την έννοια της διαμονής, ενώ η ύπαρξη μόνον του πνευματικού στοιχείου δεν επιφέρει έννομες συνέπειες. Η προσωρινή έλλειψη ενός εκ των δύο στοιχείων λ.χ. για λόγους ασθένειας, ταξιδιού κ.λπ. δεν αναιρεί την ύπαρξη κατοικίας. Το δίκαιο μας αποκλείει την πολλαπλή κατοικία (ΑΚ 51). Επιτρέπεται όμως παράλληλη ειδική κατοικία στον τόπο ασκήσεως του επαγγέλματος (ΑΚ 51). Για τις διαφορές από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας συντρέχουν, τότε, παράλληλα τα δικαστήρια και της γενικής (22) και της ειδικής εμπορικής κατοικίας (23 2). Η κατοικία που αποκτήθηκε διατηρείται, ωσότου αποκτηθεί νέα (ΑΚ 52). Ο Μττότσαρης/αννόουλος 39
40 κανόνας αυτός εφαρμόζεται από τη σκοπιά του ελληνικού δικαίου ανεξάρτητα από κρατικά σύνορα. Η κατοικία αποκτάται κατ' αρχήν εκούσια. Νόμιμη κατοικία έχουν όσοι ασκούν ισόβια δημόσια υπηρεσία (ΑΚ 54), ιδίως οι δικαστικοί λειτουργοί και οι μητροπολίτες, όχι όμως και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Νόμιμη κατοικία έχουν επίσης οι ανήλικοι, που τελούν υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία (ΑΚ 56 ) και έχουν κατοικία την κατοικία των γονέων τους ή, αντίστοιχα, του επιτρόπου τους, καθώς και τα πρόσωπα που τελούν υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1666, 1676 αριθ. 1) και έχουν κατοικία αυτή του δικαστικού συμπαραστάτη τους (ΑΚ 56). Η γυναίκα δεν έχει πλέον νόμιμη κατοικία. Τα θετά τέκνα έχουν νόμιμη κατοικία αυτή των θετών γονέων (ΑΚ 1566), τα εκτός γάμου γεννηθέντα την κατοικία της μητέρας τους πριν από την αναγνώριση (ΑΚ 1515), μετά δε την αναγνώριση, υπό προϋποθέσεις, την κατοικία του πατέρα τους (ΑΚ 1515) Διαμονή εναγομένου Εφόσον ο εναγόμενος στερείται κατοικίας στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή η δωσιδικεί στον τόπο διαμονής του (23 1). Το ίδιο συμβαίνει και όταν υφίσταται μεν οπουδήποτε κατοικία, είναι όμως αδύνατη η απόδειξή της (ΑΚ 53). Απλή άγνοια (έστω και καλόπιστη) της κατοικίας του εναγομένου δεν αρκεί. Όπως ήδη ειπώθηκε, η διαμονή έχει την έννοια της προσωρινής εγκαταστάσεως, απουσιάζει συνεπώς επ' αυτής το βουλητικό στοιχείο της μονιμότερες εγκαταστάσεως. Εφόσον και η διαμονή του εναγομένου είναι άγνωστη, ο^ t^g^tf \*ος δωσιδικεί στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου, είχε κατοικία του στην Ελλάδα και αν δεν είχε κατοικία, την τελευταία διαμονΰ τ^^^ 1) Αν ουδέποτε υπήρξε γνωστή κατοικία και διαμονή του εναγομφου^5^^^ίον%ται νόμιμη γενική δωσιδικία. Η ύπαρξη της κατοικίας Α διμ^ίς τ εναγομένου κρίνεται κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής, υπό την^^τόθεσ,η βέβαια ότι μεσολάβησε και επίδοση της αγωγής αυτής (221 1). **> I ~ ν Σε περίπτωση αμφισβήτησης το βάρος της αποδείξεως για την ύπαρξη διαμονής το φέρει ο ενάγων Έδρα νομικών προσώπων Τα νομικά πρόσωπα και οι ενώσεις προσώπων, που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, αλλά διαθέτουν ικανότητα διαδίκου (62), ενάγονται στο δικαστήριο της έδρας τους (25 2). Κρίσιμη για τα ν.π.δ.δ. είναι η έδρα που ορίζεται στον ιδρυτικό τους νόμο. Ως προς τα ν.π.ι.δ. που εδρεύουν στην Ελλάδα είναι η καταστατική τους έδρα, η έδρα δηλαδή που αναγράφεται στο καταστατικό. Καθοριστική δεν είναι όμως η τυπικά αναγραφόμενη στο καταστατικό, αλλά η πραγματική έδρα, που συμπίπτει με τον τόπο όπου λειτουργεί η διοίκηση του νομικού προσώπου. Παράλληλα προς τη βασική τους έδρα, τα νομικά πρόσωπα μπορούν να διαθέτουν και ειδικές έδρες (25 2 σε συνδ. με 23 2). Με το Ν. 4055/2012 προβλέφθηκε ρητά ότι εφόσον το νομικό πρόσωπο διατηρεί υποκαταστήματα η διαφορά εισάγεται παραδεκτά και στα δικαστήρια του τόπου όπου λειτουργεί το υποκατάστημα, εφόσον η διαφορά ανακύπτει από τη συναλλακτική δραστηριότητα του υποκαταστήματος. Οίκοθεν νοείται ότι στην περίπτωση αυτή η αγωγή στρέφεται κατά του νομικού προσώπου και όχι κατά του υποκαταστήματος το οποίο στερείται αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας. Μττότσαρης/Γιαννόουλος 40
41 Το Δημόσιο δεν έχει από άποψη δωσιδικίας ενιαία έδρα (25 I). Ενάγεται κατ' αρχήν στην Αθήνα, όπου έχει την έδρα του ο υπουργός των οικονομικών. Αν όμως στη διαφορά εμπλέκεται άλλο εκπροσωπούσα το Δημόσιο αρχή, όπως π.χ. ο διευθυντής του δημόσιου ταμείου για διαφορές από τον ΚΕΔΕ, ο οικονομικός έφορος κατά τον δασικό κώδικα, ο γενικός γραμματέας περιφέρειας στις απαλλοτριωτικές δίκες, τότε δωσιδικεί στην έδρα της εκπροσωπούσας αρχής, υπό τον όρο ότι και η διαφορά έχει ανακύψει στην περιφέρεια αυτή Έλληνες υπάλληλοι διορισμένοι στην αλλοδαπή Έλληνες που απολαμβάνουν του προνομίου της ετεροδικίας (στον τόπο υπηρεσίας τους και όχι στην ελληνική επικράτεια), δηλαδή διπλωματικοί και προξενικοί υπάλληλοι καθώς και τα λοιπά εξομοιούμενα προς αυτούς πρόσωπα, όπως επίσης και κρατικοί υπάλληλοι που υπηρετούν στο εξωτερικό (προξενικοί λιμενάρχες, εμπορικοί ακόλουθοι, υπάλληλοι πρεσβειών, εκπαιδευτικοί λειτουργοί στο εξωτερικό, στρατιωτικοί που υπηρετούν σε μονάδες του NATO, υπάλληλοι που απασχολούνται σε υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως) δωσιδικούν στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου κατοικούσαν πριν από την αποστολή τους, στα δικαστήρια της πρωτεύουσας του κράτους (24). Η ρύθμιση καταλαμβάνει τη σύζυγο (ή τον σύζυγο) και τα τέκνα των υπαλλήλων, εφόσον όμως αυτοί δεν έχουν αποκτήσει εκουσίως δική τους, αυτοτελή κατοικία είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό. Η δωσιδικία των διορισμένων στην αλλοδαπή ελλήνων υπαλλήλων είναι αποκλειστική και παραμερίζει το σύνδε^ψ^ της τωρινής κατοικίας. Αντίθετα, τίθεται εκποδών όταν συρρέει με αποκλεκχτι^ε^^ιίίι^ές δωσιδικίες, όπως η δωσιδικία του ακινήτου ή της κληρονομιάς. /^p^k. * Δεδομένης της ειδικότητας Ας'^^^ο^ του πεδίου εφαρμογής της, η ρύθμιση δεν μπορεί να εφαρμοσ εί τους μη έχοντες (πλέον) κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα ημεδαπούς. * Λ Ο f^ir I - ~ V»* Δικηγόροι και συμβολαιογράφοι Οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι δωσιδικούν στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου ασκούν τα καθήκοντά τους (26). Η προνομιακή μεταχείριση των προσώπων αυτών οφείλεται στην επιθυμία του νομοθέτη να αποφεύγονται οι μετακινήσεις τους, που θα παρεμπόδιζαν την άσκηση του λειτουργήματος τους, αλλά έμμεσα και την ίδια την απονομή της δικαιοσύνης. Στη ρύθμιση υπάγονται όλες οι διαφορές των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων και όχι μόνον αυτές που προκύπτουν από την άσκηση του λειτουργήματος τους. Η προκείμενη δωσιδικία υπερισχύει της γενικής δωσιδικίας του άρθρου 22, ισχύει παράλληλα προς τις ειδικές συντρέχουσες δωσιδικίες και εκτοπίζεται από τις αποκλειστικές ειδικές δωσιδικίες Δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί εν ενεργεία. Δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί εν ενεργεία δεν έχουν μόνιμη κατοικία και υπόκεινται σε συχνές μεταθέσεις. Για να μην αναγκάζονται λόγω των δικών σε συνεχείς μετακινήσεις που δυσχεραίνουν την εκτέλεση των καθηκόντων τους προς βλάβη του κοινωνικού συνόλου, καθιερώθηκε από τον νόμο γενική, συντρέχουσα προς εκείνη της κατοικίας τους (22), δωσιδικία στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου υπηρετούν (32). Η δωσιδικία αφορά όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, Μότσαρης/Γιαννόττουλος 41
42 ανεξάρτητα αν είναι μόνιμοι, έκτακτοι, με σύμβαση ορισμένου ή αόριστου χρόνου, ωρομίσθιοι κ.ο.κ. Στην έννοια των στρατιωτικών, υπάγονται όλοι οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, στα σώματα ασφαλείας, στο λιμενικό σώμα και στην πυροσβεστική υπηρεσία, ανεξαρτήτως βαθμού, άρα και οι απλοί στρατιώτες που υπηρετούν τη θητεία τους, οι εθελοντές και οι πενταετούς θητείας οπλίτες. 5.3 Η γενική κατά τόπον αρμοδιότητα στο πλαίσιο του ΚανΒρ I Η κατοικία του εναγομένου καθορίζεται ως βάση γενικής δικαιοδοσίας και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (άρθρ. 2 1 ΚανΒρ I). Ο ΚανΒρ I δεν προσδιορίζει αυτόνομα την έννοια της κατοικίας- προβλέπει απλώς κοινούς κανόνες συγκρούσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο, με βάση το οποίο και θα διαπιστωθεί η ύπαρξή της. Ακολουθείται συγκεκριμένα το σύστημα της εδαφικότητας, σύμφωνα δε με αυτό η ύπαρξη κατοικίας σε κάθε κράτος μέλος κρίνεται με βάση το εσωτερικό του δίκαιο. Για να διαπιστώσει επομένως ο δικαστής του forum, αν κάποιος διάδικος (όχι κατ' ανάγκη ο εναγόμενος) κατοικεί στο κράτος μέλος όπου ασκήθηκε η αγωγή, εφαρμόζει το εσωτερικό του δίκαιο (άρθρ ΚανΒρ I). Αντίθετα προς τον καθορισμό της κατοικίας, η έδρα των εταιριών και νομικών προσώπων καθορίζεται πλέον, μετά τη θέση σε ισχύ του ΚανΒρ I, με αυτόνομα κριτήρια (60 ΚανΒρ I). Χρησιμοποιούνται τρία κριτήρια που τίθενται διαζευκτικά (εναλλακτικά) και όχι επικουρικά. Για τον καθορισμό της έδρας εταιρίας ή νομικού προσώπου κρίσιμος είναι: ή ο τόπο^ βρίσκεται η καταστατική (ονομαστική) έδρα, ή ο τόπος όπου λειτουργεί ι^,ι&^ιρίοίκηση, που εκφράζει τη βούληση και διευθύνει την επιχειρηματική (έδρα των οργάνων), ή ο τόπος όπου βρίσκεται η κύρια εγκατάσλση^τ^^^^ή έδρα). Γνωστή είναι και η δωσι^κί$ί ίί υποκαταστήματος και στο πλαίσιο του 1 ΚανΒρ I (5 5 ΚανΒρ I). Το υτι^άυαστημα ορίζεται στο πλαίσιο της αυτόνομης ερμηνείας που ορίζει το ΔΕΚ «ως έ\& κέντρο Επιχειρηματικής δραστηριότητας, που εμφανίζεται διαρκώς προς τα έξω ως η προέκταση της μητρικής επιχειρήσεως» (ενίοτε χρησιμοποιούνται υπό το ίδιο πνεύμα και οι όροι πρακτορείο ή εγκατάσταση). Δεν αποτελεί φυσικά «υποκατάστημα» ο εμπορικός αντιπρόσωπος η διανομέας αλλοδαπής επιχειρήσεως. Στο πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως εμπίπτουν διαφορές που αναφέρονται τόσο στην εσωτερική διαχείριση του υποκαταστήματος όσο και στην εξωτερική του λειτουργία, δηλαδή στις σχέσεις του με τρίτους. Η νομική βάση των επίδικων αξιώσεων δεν είναι κρίσιμη. 5.4 Ειδικές δωσιδικίες Διακρίσεις Με τη θέσπιση των ειδικών δωσιδικιών ο ΚΠολΔ αποβλέπει προεχόντως να διευκολύνει την πρόσβαση των διαδίκων στη δικαιοσύνη (κατά κανόνα του ενάγοντος) ή στη διευκόλυνση των διαδίκων στη συλλογή των αποδείξεων. Οι ειδικές δωσιδικίες διακρίνονται σε αποκλειστικές και συντρέχουσες. Αποκλειστικές είναι οι δωσιδικίες που παραγκωνίζουν κάθε άλλη γενική ή ειδική δωσιδικία. Αντίθετα, οι συντρέχουσες συρρέουν με τη γενική δωσιδικία, αλλά και τις λοιπές συρρέουσες, συντρέχουσες ειδικές δωσιδικίες. Στην περίπτωση αυτή η διαφορά μπορεί να Μότσαρης/Γιαννόουλος 42
43 εισαχθεί, κατ' επιλογή του ενάγοντος, είτε στο δικαστήριο της ειδικής είτε της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου Αποκλειστικές ειδικές δωσιδικίες Οι αποκλειστικές δωσιδικίες είναι οι ακόλουθες κατά τη σειρά που αναφέρονται στο νόμο Δωσιδικία των εταιρικών διαφορών (forum societatis) Η εν λόγω δωσιδικία (27) αποβλέπει στη διευκόλυνση της εταιρικής δραστηριότητας και της συλλογής των αποδείξεων. Το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως καταλαμβάνει όλες τις εταιρίες (ακόμη και μορφώματα που δεν αποκτούν νομική προσωπικότητα, όπως π.χ. η αφανής εταιρία), ενώσεις προσώπων προς επιδίωξη σκοπού που δεν αποτελούν σωματεία, συνεταιρισμούς, συμπλοιοκτησία. Αντίθετα, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως τα σωματεία. Οι υπαγόμενες διαφορές διακρίνονται σε δύο ομάδες (27 1 και 2 αντίστοιχα). Οι διαφορές της 1, μπορούν να εισαχθούν στα δικαστήρια του τόπου της έδρας της εταιρίας χωρίς χρονικούς περιορισμούς, ενώ οι διαφορές της 2 υπό τον όρο της εγέρσεως της αγωγής εντός δύο ετών από την περάτωση της εταιρικής διανομής..^««π,.., Στην πρώτη κατηγορία εmijiffto^^vo^jiκα: οι διάφορες από την εταιρική σχέση μεταξύ εταιρίας και εταίρω^, τ^ς εταιρίας για καταβολή εισφοράς, ΑΚ 742, 743- για την παράλειψη^ρό^^&β^ντ<κειται στο σκοπό της εταιρίας, ΑΚ 747- αγωγή του εταίρου κατά τη^ετα^^^^νορή κερδών, ΑΚ ) ή μεταξύ των εταίρων, αλλά λόγω παρ^ά^^'τω^ετο^ικών υποχρεώσεων και όχι σε αναφορά με άλλη σύμβαση ή αδίλοττρίάξία κ.λτ^* ιδίως λοιπόν οι διαφορές από τα άρθρ. 743, 746, 747, 752, 754 2, 795/ 758, 7βθ I, 761, 762, 766,767,770,771 ΑΚ. Στη δεύτερη κατηγορία εμπίπτουν οι διαφορές μεταξύ των εταίρων που αφορούν στη διανομή της εταιρικής περιουσίας και ανακύπτουν μετά τη λύση και εκκαθάριση της εταιρίας (ΑΚ 777), λ.χ. οι αγωγές ακυρότητας ή ακυρώσεως της διανομής, αποδόσεως των αυτουσίως εισφερθέντων κατά χρήση πραγμάτων Η δωσιδικία του άρθρου 27 δεν καταλαμβάνει αξιώσεις τρίτων κατά της εταιρίας ή της εταιρίας κατά τρίτων, αγωγές του διαχειριστή (εφόσον δεν έχει ιδιότητα εταίρου κατά των εταίρων) και αντιστρόφως. Η δωσιδικία του άρθρου 27 υποχωρεί έναντι των άλλων αποκλειστικών δωσιδικιών των άρθρ. 28, 29, 30 και 31, εκτοπίζει όμως τις γενικές και συντρέχουσες ειδικές. Στον ΚανΒρ I, η δωσιδικία της έδρας ρυθμίζεται στο άρθρ. 22 περ. 2 ΚανΒρ I. Η ρύθμιση του άρθρου 1 ΚανΒρ I περιορίζεται σε διαφορές που αφορούν σε θέματα κύρους, ακυρότητας ή λύσεως εταιριών ή κύρους αποφάσεων των οργάνων τους και στα όρια της Κοινότητας. Επομένως, η αντίστοιχη κοινοτική ρύθμιση είναι στενότερη και δεν χωρεί περιθώριο διευρύνσεως του πεδίου εφαρμογής της με επίκληση ανάλογης ερμηνείας. Οι διαφορές που εκφεύγουν από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 στ. 2 ΚανΒρ I εισάγονται στο δικαστήριο της κατοικίας του εναγομένου ή ενώπιον άλλου δικαστηρίου του οποίου η δικαιοδοσία θεμελιώνεται με βάση, άλλη ειδική δικαιοδοτική βάση. Μπότσα ρης/για ν νόπουλος 43
44 Δωσιδικία διαχειρίσεως με δικαστική εντολή (forum gestae administrationis ex decreto judicis) Η δωσιδικία του άρθρου 28 εισάγει αποκλειστική αρμοδιότητα για τις διαφορές που αφορούν σε διαχείριση διεξαγόμενη είτε κατ' εντολή δικαστηρίου λ.χ. διαχείριση του δικαστικού συμπαραστάτη (ΑΚ 1667, 1682), του επιμελητή ενηλίκου (ΑΚ 1689), του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς (ΑΚ 1865), του μεσεγγυούχου κατασχεθέντος (956 5, 996 1) κ.λπ. είτε και άλλης δικαστικής αρχής, λ.χ. του εισαγγελέα πρωτοδικών για τον διορισμό προσωρινού κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς. Το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως καταλαμβάνει εξίσου αξιώσεις του κυρίου των υποθέσεων κατά του διαχειριστή για απόκτηση των κτηθέντων ή για αποζημίωση ή για λογοδοσία, όσο και του διαχειριστή κατά του κυρίου των υποθέσεων. Αποκλείονται του πεδίου εφαρμογής της ρυθμίσεως αγωγές τρίτων κατά του διαχειριστή και αντιστρόφως. Αν η αξίωση εμπίπτει στην υλική αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου από εκείνο που πάρεσχε την εντολή διαχειρίσεως αρμόδιο το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει αυτή την έδρα της (π.χ. ορισμός προσωρινής διοικήσεως από το μονομελές πρωτοδικείο, ενώ η διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου). Η δωσιδικία διατηρείται και μετά τη λήξη της διαχειρίσεως. Γίνεται δεκτό κατά τη μάλλον κρατούσα γνώμη ότι η δωσιδικία του άρθρου 28 εκτοπίζει τις λοιπές αποκλειστικές δωσιδικίες Δωσιδικία της τοποθεσίας TX^^^^preu (forum rei sitae) Αποκλειστική δωσιδικία ττροββτ^^^^γιορτις αγωγές που αφορούν ακίνητα (29). Η δωσιδικία καθιερώθηκε π<ρος^ιδ^ο?^^η τ^ς συλλογής των αποδείξεων. Στη δωσιδικία του άρθρου ^ ρμπίτψ'ου^? (α) αγωγές που αφορούν την προστασία εμπραγμάτων δικαιωμάτων,* ανεξ^ιρ^τα από τη μορφή της αιτούμενης ένδικης προστασίας (αναγνωριστική,*κατ'αψηφβττική, διαπλαστική αγωγή). Λ.χ. εδώ εμπίπτουν η διεκδικητική αγωγή (ΑΚ 1094), η αρνητική (ΑΚ 1108) και η πουβλικιανή (ΑΚ 1112), οι καθοριστικές του περιεχομένου της κυριότητας αγωγές από το γειτονικό δίκαιο (ΑΚ 1003 επ.), οι αγωγές προστασίας της συγκυριότητας, οι αγωγές προστασίας των πραγματικών ή προσωπικών δουλειών (ΑΚ , 1173, 1187, 1191) και κατά την κρατούσα γνώμη και η αγωγή εξαλείψεως υποθήκης, (β) Αγωγές που αφορούν ακίνητα και έχουν ως αντικείμενο την προστασία του νομέα ή οιονεί νομέα σε περίπτωση αποβολής ή διαταράξεως (ΑΚ 987, 989, 996, 998) ή την έναντι τρίτων προστασία του κατόχου (ΑΚ 997). Υπάγεται εδώ μάλλον και η με βάση το άρθρο 904 ΑΚ (ενοχική) αγωγή αποδόσεως της νομής (condictio possessionis). (γ) Μικτές αγωγές διανομής κοινού πράγματος (ΑΚ 799, 1113) και κανονισμού ορίων (ΑΚ 1020), όπως είναι η αγωγή που αφορά στη διανομή ενός ακινήτου εκ της κληρονομιάς ή και περισσότερων ακόμη ακινήτων, η κοινωνία στα οποία δημιουργήθηκε εν μέρει από κληρονομική επαγωγή και κατά το υπόλοιπο μέρος από δικαιοπραξία εν ζωή. (δ) αγωγές που αφορούν ενοχικές αξιώσεις που απορρέουν από μίσθωση ακινήτου. Συνεπέστερο είναι να γίνει δεκτό ότι εμπίπτει ακόμη στο πεδίο εφαρμογής της προκείμενης δωσιδικίας και η αγωγή καταδολιευτικής διαρρήξεως. Εξαιρούνται αντίθετα του πεδίου εφαρμογής της προκείμενης ρυθμίσεως η αγωγή αναγνωρίσεως του κύρους ή της ακυρότητας εμπράγματης δικαιοπραξίας σε ακίνητο, η αγωγή του αγοραστή κατά του πωλητή ακινήτου για μεταβίβαση της κυριότητας και παράδοση του ακινήτου (ΑΚ 513), η αγωγή του κυρίου κατά του διοικητή αλλότριων για απόδοση του ακινήτου, που προέκυψε από τη διοίκηση (ΑΚ Μττότσαρης/Γιαννόττουλος 44
45 734), η αγωγή για καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως (949), ακόμη και όταν σωρεύεται σ' αυτήν αξίωση για παράδοση του ακινήτου. Δεδομένου ότι το άρθρο 29 αναφέρεται μόνον σε «ακίνητα», δεν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 29 επί κινητών. Επομένως εμπράγματες αγωγές που αφορούν κινητά πράγματα εισάγονται στα δικαστήρια της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου. Αν το ακίνητο κείται στην περιφέρεια περισσότερων δικαστηρίων, αρμόδια καθίστανται όλα τα δικαστήρια στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται τμήμα του ακινήτου, οπότε ο ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής (29 2). Η δωσιδικία του αδρανοποιεί επίσης το προνόμιο της ετεροδικίας (3 2). Στασιάζεται η σχέση της προκείμενης δωσιδικίας με τις λοιπές ειδικές αποκλειστικές δωσιδικίες. Η μάλλον κρατούσα γνώμη δέχεται ότι η δωσιδικία του άρθρου 29 υποχωρεί έναντι των δωσιδικιών της κληρονομιάς, της παρεκτάσεως, της συνάφειας και της διαχειρίσεως κατόπιν δικαστικής εντολής. Αν πάντως επιδιώκεται η διανομή ορισμένου κοινού ακινήτου κληρονομιαίου ακινήτου τότε εφαρμόζεται το άρθρο 29 αντί του 30, εκτός αν το ακίνητο αυτό αποτελεί την όλη κληρονομιά Σύμφωνα με μια, αμφιλεγόμενη πάντως, άποψη, υποχωρεί έναντι όλων των άλλων αποκλειστικών δωσιδικιών, οπωσδήποτε πάντως έναντι της δωσιδικίας της κληρονομιάς, της κατά παρέκταση αρμοδιότητας όταν ιδρύεται αποκλειστική δωσιδικία, μάλλον δε και έναντι της διαχειρίσεως κατόπιν δικαστικής εντολής (28) καθώς και της συνάφειας (31). Αν η ένδικη διαφορά αφορά περισσότερα ακίνητα κείμενα σε πλείονες περιφέρειες και υφίσταται μεταξύ των ιδίων προσώπων ομοδικία, η αγωγή μπορεί να ασκηθεί σε οποιοδήποτε από τα δικαστήρια των οποίων η αρμοδιότητα στοιχειοθετείται με βάση το άρθρο Ι^φ'ψΐχμπό τον όρο ότι η ιστορική και νομική βάση της αξιώσεως είναι κοινή για,θλο^^^^νίατιΐί,. κ k ^te^s ** Η δωσιδικία του ακινήτου ο^ν^^β^ 1. * yf * Αποκλειστική βάση δικα?^σ<^ς ιδρύε* η τοποθεσία του ακινήτου και σύμφωνα με τον ΚανΒρ I (22 ση ί>ΐ!)ί*το Δ0< ερμηνεύει κατ' αρχήν τις έννοιες ακίνητο και εμπράγματο δικαίωμα με αυτόνομα κριτήρια και πάντως στενά. Δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 σημ. 1 η αγωγή καταδολιευτικής διαρρήξεως, η αγωγή αποζημιώσεως για χρήση οικίας μετά την ακύρωση μεταβιβάσεως της κυριότητας, η αναγνωριστική αγωγή περί μη καταρτίσεως ενοχικής συμβάσεως και ανυπαρξίας της απαιτήσεως του ενάγοντος, έστω και αν εγγράφηκε προσημείωση, τραπείσα σε υποθήκη, για την εξασφάλιση της απαιτήσεως. Επίσης, δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 1 ΚανΒρ I μικτές συμβάσεις, όπως οι ξενοδοχειακές συμβάσεις. Αντίθετα, υπάγονται οι διαφορές που αφορούν σε κάθε είδους και μορφής μίσθωση (ή υπομίσθωση), σύμβαση χρονομεριστικής μισθώσεως (time-sharing), όχι όμως διαφορές που μόνον έμμεσα συνδέονται με τη χρησιμοποίηση του μισθίου. Για τις βραχυχρόνιες, μέχρι έξι (6) μηνών, μισθώσεις εξοχικών κατοικιών καθιερώνεται συντρέχουσα δωσιδικία στο δικαστήριο της κατοικίας του εναγομένου εφόσον: α) ο μισθωτής είναι φυσικό πρόσωπο και β) ο ιδιοκτήτης και ο μισθωτής να κατοικούν στο ίδιο συμβαλλόμενο κράτος. Προκειμένου για διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Καν Bp I, η ρύθμιση του άρθρου 22 σημ. 1 δεν μπορεί να παρακαμφθεί με συμφωνία παρεκτάσεως (αντίθετα, απ' ότι ισχύει στο εθνικό δικονομικό δίκαιο), αλλά ούτε και μέσω σιωπηρής συμφωνίας παρεκτάσεως. Το άρθρ. 22 ΚανΒρ I απονέμει μόνο διεθνή δικαιοδοσία, όχι και κατά τόπον αρμοδιότητα (υποδεικνύει δηλάδη, λ.χ. ως αρμόδια τα ελληνικά δικαστήρια, όχι όμως και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου). Η κατά τόπον αρμοδιότητα θα κριθεί δηλαδή περαιτέρω σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιο. Μότσαρης/Γιαννόουλος 45
46 Δωσιδικία της κληρονομιάς (forum hereditatis) Στο πεδίο εφαρμογής της προκείμενης αποκλειστικής δωσιδικίας (30) υπάγονται μόνον κληρονομικές (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου) διαφορές. Καταλαμβάνει κάθε κληρονόμο, ακόμη και τον εξ απογραφής ή το Δημόσιο. Η δωσιδικία της κληρονομιάς αποβλέπει στην διευκόλυνση της συλλογής των αποδείξεων και την συγκέντρωση του συνόλου των κληρονομικών διαφορών στον ίδιο τόπο. Οι διαφορές που καταλαμβάνονται από το άρθρο 30, διακρίνονται περαιτέρω σε δύο ενότητες. Ως προς τις διαφορές της πρώτης ομάδας δεν τάσσονται χρονικοί περιορισμοί. Εδώ εμπίπτουν: διαφορές που αφορούν: (α) αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος από τον νόμο ή από διαθήκη, λ.χ. η αγωγή αναγνωρίσεως του κύρους ή της ακυρότητας της διαθήκης, η αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης, η αγωγή αναγνωρίσεως του ενάγοντος ως κληρονόμου επί δήλου πράγματος, η αρνητική αναγνωριστική αγωγή ότι ο εναγόμενος δεν έχει κληρονομικό δικαίωμα, η κήρυξη της αναξιότητας κληρονόμου κ.ά. (β) διανομή ολόκληρης της κληρονομιάς και όχι ορισμένου κοινού ακινήτου, ακόμη και αν το τελευταίο αποκτήθηκε με βάση τίτλο κληρονομιάς, (εφαρμόζεται τότε το άρθρ. 29), εκτός, βέβαια, αν το ακίνητο αυτό αποτελεί την όλη κληρονομιά- (γ) απαιτήσεις του κληρονόμου κατά του νομέα ή κατόχου της κληρονομιάς, δηλαδή τόσο την αγωγή περί κλήρου (ΑΚ 1871) όσο και τις ειδικές αγωγές του κληρονόμου ως κληρονόμου κατά του νεμομένου pro herede ή και pro possessore (δ) απαιτήσεις από κληροδοσίες, ανεξάρτητα μάλιστα από τον ενοχικό ή εμπράγματο χαρακτήρα τους, καθώς και απαιτήσεις από άλλες διατάξεις αιτία θανάτου, (ε) απαιτήσεις εναντίον ^ ^λεστών διαθήκης για την εκτέλεση των διατάξεών της αλλά και για λογοδοσίδ»^^^ Οι διαφορές της δεύτερη^ o^^^^mo^ovtai στο πεδίο εφαρμογής της προκείμενης δωσιδικίας υπό τον.πεωο^^^^ι ασκηθούν εντός διετίας από το θάνατο του κληρονομουμένου. 30 εμπίπτουν αξιώσεις των κληρονόμων μεταξύ τους, ως Ttovjp^vb or^voy^q της κληρονομιάς, οι ενοχικές αξιώσεις τρίτων είτε από χρέη του «λ μ ουμέ^ου προς αυτούς είτε από χρέος της κληρονομιάς. *> ^ Οι διαφορές του άρθρου 30 υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου είχε την κατοικία του ο κληρονομούμενος όταν πέθανε και αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του. Αν ο κληρονομούμενος ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, τότε εφαρμόζονται οι ορισμοί και του τελευταίου. Εάν ο κληρονομούμενος (ημεδαπός ή αλλοδαπός αδιάφορο) είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του ή, εν ελλείψει κατοικίας τη διαμονή του στην αλλοδαπή, αποκλείεται η δωσιδικία των ελληνικών δικαστηρίων, έστω και αν υφίσταται κληρονομιαία περιουσία (ακόμη και ακίνητα) στην Ελλάδα. Αντιστρόφως, η εγκαθιδρυόμενη δωσιδικία δυνάμει του άρθρο 30, όταν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στην Ελλάδα, καταλαμβάνει και τα ακίνητα της κληρονομιάς που βρίσκονται στην αλλοδαπή. Η αποκλειστική δωσιδικία της κληρονομιάς υποχωρεί, έναντι των αποκλειστικών δωσιδικιών της διαχειρίσεως κατόπιν δικαστικής εντολής (28) και της συνάφειας (31) και κατισχύει των υπολοίπων αποκλειστικών δωσιδικιών. Αντίστοιχη δικαιοδοτική βάση δεν απαντάται στο ΚανΒρ I, γιατί οι κληρονομικές σχέσεις εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του Δωσιδικία της συνάφειας (forum connexitatis) Με την αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας (31) ο νομοθέτης αποβλέπει στην προαγωγή της οικονομίας της δίκης και στην αποτροπή του κινδύνου εκδόσεως Μττότσαρης/αννόττουλος 46
47 αντιφατικών αποφάσεων. Προϋποθέτει είτε σχέση κυρίου και παρεπομένου μεταξύ των δύο δικών (31 1-2) είτε ύπαρξη δεσμού συνάφειας μεταξύ δύο κύριων δικών (31 3). Στην αρμοδιότητα έτσι του δικαστηρίου της κύριας δίκης εισάγονται και οι παρεπόμενες προς αυτήν δίκες, που δημιουργούνται δυνάμει δικονομικής κυρίως, ενίοτε όμως και ουσιαστικής συναρτήσεως. Παρεπόμενες δίκες, που συναρτώνται ή προκύπτουν από την κύρια δίκη ανοίγουν ενδεικτικά: οι παρεμπίπτουσες αγωγές λ.χ. για τους τόκους ή καρπούς, που καθίστανται απαιτητοί κατά τη διάρκεια της δίκης, για αύξηση διατροφής κατά τη διάρκεια της δίκης, για αναπροσαρμογή εν γένει της επίδικης αξιώσεως, λόγω αυξήσεως της τρέχουσας αξίας του προσβληθέντος αγαθού, για αξίωση επιδείξεως εγγράφου, για αξίωση λογοδοσίας- οι αγωγές της δικονομικής εγγυήσεως- οι παρεμβάσεις τρίτων. Η εφαρμογή της ρυθμίσεως του άρθρ. 31 προϋποθέτει εκκρεμή κύρια δίκη. Στο πεδίο εφαρμογής της προκείμενης δωσιδικίας εμπίπτουν και κύριες δίκες συναφείς μεταξύ τους (31 2), οι οποίες αν εξελίσσονταν χωριστά θα οδηγούσαν ενδεχομένως σε ασυμβίβαστα μεταξύ τους αποτελέσματα. Γίνεται δεκτό ότι είναι συναφείς οι περισσότερες κύριες αγωγές όταν: (α) τα δικαιώματα που απαρτίζουν τα αντικείμενα των περισσότερων δικών εντάσσονται στην ίδια έννομη σχέση β) όταν τα αντικείμενα δίκης των περισσότερων δικών συνδέονται με το δεσμό της προδικαστικότητας, λ.χ. αγωγή αναγνωρίσεως τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του και αγωγή διατροφής του- γ) όταν τα δικαιώματα που συνιστούν τα αντικείμενα των περισσότερων δικών, απορρέουν από το αυτό βιοτικό συμβάν, λ.χ. αντίθετες αγωγές από αυτοκινητικό ατύχημα- δ) όταν οι δίκες αφορούν στο ίδιο αντικείμενο, λ.χ. αντίθετες αγωγές κυριότητας που αφορούν στο ίδιο ακίνητο, αγωγή αναγνωρίσεως κυριότητας πλοίου και αγωγή αναγνωρίσεως ναυτικής υποθήκης, αγωγή επιμέλειας τέκνου και διατρ<^^ dlfay. Δεν απαιτείται φυσικά να υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής Ν <&ιτ?^ ^ρμ^ου ότι στην περίπτωση αυτή, ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών ^Γτο α^^^&οτ^έπεται μέσω της ρυθμίσεως της εκκρεμοδικίας. * Aflpipp «Δεν είναι απαραίτητη, τμήρης ταυτότητα των διαδίκων. Επομένως, δεν αποκλείεται να δίκη Τρίτου προσώπου με τη δίκη των κύριων διαδίκων. Χ """ ν Η δωσιδικία της συνάφειας δεν επηρεάζει μόνον την κατά τόπο, αλλά και την καθ' ύλη αρμοδιότητα: αν υφίσταται σχέση κυρίου και παρεπομένου, κάμπτεται υπέρ της κύριας δίκης όχι μόνον η κατά τόπο, αλλά και η καθ 1 ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου της παρεπόμενης δίκης, αφού στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης υπάγονται και οι παρεπόμενες δίκες, που ανήκουν στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου (31 2). Όταν το χρονικά δεύτερο δικαστήριο είναι ιεραρχικά ανώτερο από το πρώτο επιληφθέν, η αποκλειστική αρμοδιότητα μεταβαίνει, κατά την επικρατούσα γνώμη, στο ανώτερο, στο οποίο και παραπέμπεται (46) για συνεκδίκαση η υπόθεση που εκκρεμεί στο κατώτερο δικαστήριο. Η δωσιδικία της συνάφειας δεν λειτουργεί, όταν το αντικείμενο της συναφούς αγωγής υπάγεται σε διαφορετική διαδικασία καθώς και όταν η κύρια αγωγή εκκρεμεί σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αντίθετα, οι παρεμπίπτουσες αγωγές μπορούν να εισαχθούν απευθείας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφόσον το επιτρέπει ο νόμος, όπως συμβαίνει λ.χ. με την κύρια (79) ή την πρόσθετη παρέμβαση (80) καθώς και με τις παρεμπίπτουσες αγωγές που δεν περιέχουν αυτοτελή αίτηση (283 2). Η δωσιδικία της συνάφειας κατισχύει των περισσότερων αποκλειστικών δωσιδικιών. Στασιάζεται η άρση της συγκρούσεώς της με τις δωσιδικίες λόγω παρεκτάσεως και διαχειρίσεως κατόπιν δικαστικής εντολής (28). Η συνάφεια διαμορφώνεται στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως όχι ως βάση διεθνούς δικαιοδοσίας, που έλκει στο πρώτο επιληφθέν δικαστήριο τις άλλες συναφείς αγωγές, αλλά ως λόγος δυνητικής αναστολής της εκδικάσεως της συναφούς μεταγενέστερης αγωγής (28 ΚανΒρ I). Μότσαρης/Γιαννόττουλος 47
48 Άλλες αποκλειστικές δικαιοδοτικές βάσεις στα όρια του ΚανΒρ I Εκτός από τις βάσεις της τοποθεσίας του ακινήτου και της έδρας εταιριών ή νομικών προσώπων για τις οποίες έγινε λόγος ανωτέρω, ο ΚανΒρ I γνωρίζει και τις ακόλουθες αποκλειστικές βάσεις: (α) τη δωσιδικία των καταχωρίσεων σε δημόσια βιβλία (22 σημ. 3 ΚανΒρ I) (β) τη δωσιδικία της καταχωρίσεως των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σημάτων κ.λπ. (άρθρ. 22 σημ. 4 ΚανΒρ Ι) (γ) τη δωσιδικία της αναγκαστικής εκτελέσεως (άρθρ. 22 σημ. 5 ΚανΒρ I) Συντρέχουσες ειδικές δωσιδικίες Οι συντρέχουσες ειδικές δωσιδικίες παρέχουν στον ενάγοντα το δικαίωμα εναγωγής όχι μόνον στο δικαστήριο της νόμιμης γενικής δωσιδικίας του εναγομένου αλλά και στο δικαστήριο της ειδικής δωσιδικίας. Συντρέχουσες δωσιδικίες κατά τον ΚΠολΔ και τον Κανονισμό Βρυξέλλες I είναι οι ακόλουθες: Δωσιδικία της δικαιοπραξίας (forum negotii) Εσωτερικό δίκαιο Με το άρθρο 33 εισάγεται «ειοι^^^γτρέ^ουσα δωσιδικία που ρυθμίζει την κατά τόπον αρμοδιότητα στις απορρέουν από δικαιοπραξία. Η εισαγωγή ειδικής δωσιδικίας εν too^^^w <?πόβλέπει στην προστασία της ασφάλειας δικαίου και μέσω αυτ^ς (^g^i'u^pvcf) των συναλλαγών, αλλά και στη συλλογή και διεξαγωγή των αποδβκ^ρρ? j" Κατ' εφαρμογή του άρθροί^ Jjfy,οι αγ^ές που αφορούν τη δικαιοπραξία μπορούν να εισαχθούν είτε στα δικαστήρια του τόπου καταρτίσεως όσο και τον τόπο εκπληρώσεως της παροχής. Στη δωσιδικία της δικαιοπραξίας υπάγονται διαφορές που αφορούν: α) την ύπαρξη ή β) το κύρος της δικαιοπραξίας εν ζωή και γ) όλα τα δικαιώματα, που πηγάζουν απ' αυτή. Η φύση της δικαιοπραξίας ως αστικής ή εμπορικής, ή ο χαρακτήρας της ως μονομερούς (λ.χ. προκήρυξη), διμερούς (σύμβαση) ή πολυμερούς (λ.χ. συνδικαιοπραξία) δεν ενδιαφέρει. Αδιάφορο παραμένει, αν η επίδικη σύμβαση είναι ενοχική, εμπράγματη ή οικογενειακή, ακόμη δε και κληρονομική, εφόσον δεν έχει γίνει αιτία θανάτου. Εισάγονται λοιπόν στη δωσιδικία της δικαιοπραξίας, κατά τα ανωτέρω, οι αγωγές αναγνωρίσεως της υπάρξεως ή ανυπαρξίας, του κύρους ή της ακυρότητας δικαιοπραξίας, έστω και αν αφορά ακίνητα, οι αγωγές ακυρώσεως δικαιοπραξίας, οι αγωγές με τις οποίες ασκούνται δικαιώματα, απορρέοντα από τη δικαιοπραξία και γενικά κάθε αξίωση για κύρια ή παρεπόμενη (λ.χ. καταβολή ποινικής ρήτρας) παροχή. Επιπλέον κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 33, υπάγονται στη δωσιδικία της δικαιοπραξίας και η αξίωση καταβολής αρνητικού διαφέροντος (ΑΚ 132, 145, 153, 171 2) και για την αξίωση αποζημιώσεως λόγω πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις (ΑΚ 198). Ανάλογα θα πρέπει να εφαρμοσθεί η ανωτέρω δωσιδικία και για την εκ του νόμου αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού, εφόσον όμως συναρτάται με προϋπάρχουσα σύμβαση, όπως συμβαίνει με την αγωγή για απόδοση του τιμήματος, που είχε καταβληθεί δυνάμει άκυρης συμβάσεως. Κατά την κρατούσα στη νομολογία γνώμη (με επιφυλάξεις της θεωρίας πάντως), εμπίπτουν επίσης εδώ διαφορές, που αφορούν δικαιώματα απορρέοντα από το γάμο, ιδίως δε της διατροφής ακόμη και μεταξύ ανιόντων και κατιόντων ή αδελφών (ΑΚ ). Μότσαρης/Γιαννόουλος 48
49 Αποκλείονται του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 33, διαφορές από δικαιοπραξίες αιτία θανάτου και ενοχές εκ του νόμου, εφόσον είναι άσχετες προς τη λειτουργία δικαιοπραξίας, όπως είναι λ.χ. οι ενοχές από τα άρθρ. 736, 1063 ΑΚ και η αξίωση του δανειστή κατά του τρίτου, που απέκτησε την περιουσία ή την επιχείρηση του οφειλέτη του (ΑΚ 479). Η δωσιδικία της δικαιοπραξίας συντρέχει, ανεξάρτητα αν αμφισβητείται ή όχι η κατάρτιση της δικαιοπραξίας και ανεξάρτητα αν οι διαφορές ανακύπτουν ανάμεσα στα πρόσωπα που κατάρτισαν τη δικαιοπραξία ή και ανάμεσα στους διαδόχους τους. Νομιμοποιείται στην επίκληση της και ο πλαγιαστικώς ενάγων δανειστής (72). Για τη θεμελίωσή της, εξάλλου, αρκεί ο ισχυρισμός ότι πρόκειται για διαφορά, που αφορά καταρτισμένη δικαιοπραξία εν ζωή. Αν αποδειχθεί τελικά ότι η δικαιοπραξία δεν καταρτίσθηκε, η αγωγή δεν παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο (46), αλλά απορρίπτεται για ουσιαστικούς λόγους Τόπος καταρτίσεως της δικαιοπραξίας Προκειμένου για συμβάσεις εξ αποστάσεως, ο τόπος καταρτίσεως της δικαιοπραξίας εφαρμόζεται, κατά την ορθότερη γνώμη σύμφωνα με τις αρχές των άρθρων 167, 192 ΑΚ. Κρίσιμος επομένως είναι, ως προς τις μονομερείς δικαιοπραξίες, ο τόπος όπου περιήλθε η δήλωση βουλήσεως στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, και ως προς στις συμβάσεις, όπου περιήλθε στον προτείνοντα η αποδοχή της προτάσεως. Κατά συνέπεια αν μια εταιρία με έδρα στις ΗΠΑ αποστείλει οικονομική προσφορά σε Έλληνα αντισυ^λλόμενο και ο τελευταίος την αποδεχθεί, τόπος κατάρτισης λογίζονται οι ΜΛ^όίτδβ^ και περιέρχεται εις γνώσιν του προτείνοντος η αποδοχή της μεσολαβήσει αντιπρόταση του παραλήπτη, τότε αυτή ισχύει ωςα/έα^^^^αι^ε περίπτωση αποδοχής της από τον αντισυμβαλλόμενο θα λογίφαΐλρτ^α^κααει καταρτίσθηκε στον τόπο όπου περιήλθε η αποδοχή της αντιπρο^σβ^^τονόντι^ροτείνοντα. Ειδικά, προκειμένου για πΐφ-ώίκόύς τίιλ^ς τόπος καταρτίσεως είναι εκείνος, όπου τέθηκε η επί του τίτλου υπογραφή-του οφιλέτη, για τον αποδέκτη, λοιπόν, της συναλλαγματικής, ο τόπος της αποδοχής της, για τον οπισθογράφο ο τόπος οπισθογραφήσεως του αξιογράφου. Πότε λογίζεται ότι ολοκληρώθηκε η κατάρτιση της συμβάσεως εξαρτάται από το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο. Έτσι, π.χ. ακόμη και αν έχει επέλθει άτυπη προφορική συμφωνία προκειμένου για συναλλαγή που υποβάλλεται από το νόμο ή τα μέρη σε έγγραφο τύπο, θα πρέπει να υπογραφεί η έγγραφη συμφωνία από τα μέρη για να γίνει δεκτό ότι χώρησε κατάρτιση της σύμβασης. Στην τελευταία περίπτωση κρίσιμος θα είναι ο τόπος της υπογραφής της σύμβασης από τον παραλήπτη της έγγραφης πρότασης και όχι ο τόπος στον οποίο πληροφορήθηκε ο προτείνων την αποδοχή της άτυπης, προηγηθείσας προτάσεώς του Τόπος εκπληρώσεως της παροχής Ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής αποτελεί το δεύτερο σύνδεσμο για τη θεμελίωση της αρμοδιότητας στις διαφορές που προκύπτουν από δικαιοπραξία. Ο τόπος αυτός καθορίζεται συχνά από ειδικές διατάξεις. Αν δεν υπάρχει ειδική διάταξη, κρίσιμη είναι κατ' αρχήν η βούληση των δικαιοπρακτούντων, η οποία ενδέχεται να είναι ρητή ή σιωπηρή και πάντως άτυπη. Αν και τότε δεν προκύπτει ο τόπος εκπληρώσεως, καθορίζεται αυτός επικουρικά από τις περιστάσεις και, τέλος, απευθείας από τον νόμο (ΑΚ ): η παροχή είναι εκπληρωτέα στην κατοικία (επί νομικών προσώπων, έδρα) του οφειλέτη κατά τη γένεση της ενοχής (χρέος άρσιμο), εκτός αν είναι χρηματική, οπότε καταβάλλεται στην κατοικία (επί νομικών Μττότσαρης/Γαννόττουλος 49
50 προσώπων, έδρα), που έχει ο δανειστής κατά το χρόνο της καταβολής (χρέος κομίσιμο- ΑΚ 321), προκειμένου δε περί επίδικης χρηματικής οφειλής κατά τον χρόνο της εκκρεμοδικίας. Κατά τα λοιπά, στο πλαίσιο του άρθρου 33 ΚΠολΔ κρίσιμος δεν είναι ο τόπος εκπληρώσεως της συμβάσεως εν γένει, αλλά της επίδικης υποχρεώσεως, στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις συνεπώς ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής του εκάστοτε υποχρέου (πρβλ. αντιθέτως, ως προς στην αντίστοιχη ρύθμιση του ΚανΒρ I στη συνέχεια της παρούσας ενότητας). Αν π.χ. επί πωλήσεως εμπορευμάτων του κατοίκου Αθηνών πωλητή Α, στον κάτοικο Θεσσαλονίκης αγοραστή Β, δεν προκύπτει συμφωνία για τον τόπο εκπληρώσεως των εκατέρωθεν παροχών, τότε, ο αγοραστής ενάγει τον πωλητή για την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του για μεταβίβαση του πωληθέντος στην Αθήνα (χρέος άρσιμο), ο δε πωλητής ενάγει τον αγοραστή για την καταβολή του τιμήματος επίσης στην Αθήνα (χρέος κομίσιμο). Ειδικά στη σύμβαση εργασίας προβλέπεται και συντρέχουσα δωσιδικία του τόπου, όπου παρέχει την εργασία του ο εργαζόμενος (664) Η δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της παροχής υπό τον ΚανΒρ I (5 1 ΚανΒρ I). Ανάλογη βάση δικαιοδοσίας προβλέπεται και στον ΚανΒρ I (5 1 ΚανΒρ I), όπου επίσης διορθώνεται ως ειδική και συντρέχουσα. Διαφέρει όμως η εκεί ρύθμιση από το άρθρο 33, κατά τα ακόλουθα: (α) στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 1 ΚανΒρ I, εμπίπτουν μόνο διαφορές οστό σύμβαση και όχι από μονομερείς δικαιοπραξίες, (β) κατά τον Καν^'^^^ι&λιώνεται η δικαιοδοσία μόνον των δικαστηρίων του τόπου εκπλήρω<^ς^^^^ο^ς και όχι και των δικαστηρίων του τόπου κατάρτισης της σύμβασης^ Α^φϊΜ Σύμφωνα με το άρθρο 5 ^Κ^ρ^ρυ 44/2001 «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτου<^έ >ξ^ ίπο(^ί vgr εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1 α) ως προς διαφορές εκ συμβα^άκ^ένώπιρ^ου δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπλ^ροίθεί η Ιταροχή- β) για τους σκοπούς της εφαρμογής παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: - εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους, όπου, δυνάμει της συμβάσεως, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,- εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου δυνάμει της συμβάσεως έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών». Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 5 1 στ. α' Κανονισμού 44/2001 (όπως και υπό το προϊσχύσαν άρθρο 5 1 ΣΒρυξ) γίνεται δεκτό, ότι ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής προσδιορίζεται κατά το εφαρμοστέο δίκαιο, σύμφωνα με τους κανόνες σύγκρουσης του forum. Κατ' εξαίρεση που έχει εισαχθεί με τον Κανονισμό 44/2001 (άρθρο 5 1 στ. Β εδ. α'), όταν η σύμβαση αφορά σε πώληση εμπορευμάτων, ως τόπος εκτελέσεως της συμβάσεως ορίζεται ο τόπος όπου δυνάμει αυτής έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων, ενώ αν η σύμβαση αφορά σε παροχή υπηρεσιών, ως τόπος εκπλήρωσης της συμβάσεως νοείται ο τόπος στον οποίο πρόκειται να παρασχεθούν οι υπηρεσίες. Σημειωτέον είναι στην παρούσα θέση ότι για τις ανάγκες ερμηνείας του άρθρου 5 1 στ. β', ο όρος «υπηρεσίες» πρέπει να ερμηνεύεται αυτόνομα, με ευρύ πνεύμα καταλαμβάνονται κατ' αυτό τον τρόπο κάθε δραστηριότητα που παρέχεται για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του αντισυμβαλλομένου, συνεκτιμώντας και το ερμηνευτικό περιεχόμενο των άρθρων ΣυνθΕΟΚ. Κατά τα λοιπά, εφόσον πρόκειται για την πώληση αγαθών, ο τόπος θα είναι εκείνος όπου δυνάμει της συμβάσεως έγινε ή όφειλε να γίνει η παράδοση των αγαθών. Εφόσον πρόκειται για την παροχή υπηρεσιών, ο τόπος θα είναι εκείνος, πάντα δυνάμει της συμβάσεως, Μότσαρης/αννόττουλος 50
51 όπου έγινε ή όφειλε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών. Ο ανωτέρω «πραγματιστικός» καθορισμός του τόπου εκτέλεσης, ο οποίος βασίζεται σε εντελώς αντικειμενικά κριτήρια, εφαρμόζεται όποια και αν είναι η επίδικη υποχρέωση, συμπεριλαμβανομένης και της υποχρεώσεως που συνίσταται στην καταβολή του χρηματικού αντιτίμου της συμβάσεως, ακόμη και όταν η αγωγή αφορά περισσότερες υποχρεώσεις, ενώ ρητά αναγνωρίζεται πάντως η δυνατότητα παρεκκλίσεως από τον κανόνα αυτό μέσω ρητής συμφωνίας για τον τόπο εκτελέσεως της παροχής. Η έννοια της συμβατικής αξιώσεως κατά το ΔΕΚ, πρέπει να ερμηνεύεται αυτόνομα και καταλαμβάνει όλες τις διαφορές που προέρχονται από τη λειτουργία της συμβάσεως, έστω και αν αμφισβητείται από τα μέρη η ίδια η κατάρτισή της. Περιλαμβάνονται όχι μόνον οι άμεσες συμβατικές υποχρεώσεις προς παροχή, αλλά και οι υποχρεώσεις που συνιστούν κύρωση για τη μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρεώσεως (λ.χ. αποζημίωση για μη εκπλήρωση, απόδοση παροχής συνεπεία υπαναχωρήσεως) όπως επίσης και παρεπόμενες συμβατικές υποχρεώσεις (λ.χ. ποινική ρήτρα) ή βοηθητικές αξιώσεις (λ.χ. προς παροχή πληροφοριών). Ακόμη και ενοχές που έχουν ως αντικείμενο την καταβολή χρηματικού ποσού και απορρέουν από την υφιστάμενη μεταξύ ενός σωματείου και των μελών του σχέση, εμπίπτουν στην κατηγορία των συμβατικών ενοχών. Στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 1 ΚανΒρ I, εμπίπτουν ακόμη οι οιονεί δικαιοπρακτικές ενοχές για αρνητικό διαφέρον, όχι όμως και οι αξιώσεις από πταίσμα κατά τις διαπραγματεύσεις, τις οποίες πρόσφατα το ΔΕΚ κατέταξε στις ενοχές από αδικοπραξία (5 3 ΚανΒρ I). Τόσο υπό την ισχύ του ΚανΒρ I, όσο και υπό την ισχύ της ΣυμΒρ νωρίτερα στασιάζονταν κατά πόσον η κρίσιμη παροχή για την οριοθέτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να θεωρηθεί ή ΐ^Ιδίβνή η κύρια ή χαρακτηριστική παροχή που απορρέει από τη σύμβαση.ifi^^^^c ^μοθέτης προσπάθησε να άρει το πρόβλημα εισάγοντας με τον KcjfBpl ^^^^μι^ρ ως προς τις δύο συνηθέστερες μορφές συμβάσεων (συμβάσεις και συμβάσεις πωλήσεως) στην οποία προκρίνεται η λυση«^^νχ^ίκτηριστικής παροχής. Στις λοιπές περιπτώσεις μάλλον κρατεί η ερ 5^,ν ^ή εκςοχ^της επίδικης παροχής, αν και όχι χωρίς ισχυρό επιστημονικό αντίλογο*"""v* Αν η αναλαμβανόμενη συμβατική παροχή συνίσταται σε παράλειψη, χωρίς να συνάγεται συγκεκριμένος τόπος εκπληρώσεως από τη σύμβαση, το ΔΕΚ δέχεται ότι αυτοαναιρείται η εμβέλεια της προκείμενης βάσης δικαιοδοσίας και επανερχόμαστε στον κανόνα της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Με εξαίρεση τις συμβάσεις πώλησης και παροχής υπηρεσιών, στις λοιπές περιπτώσεις ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής εντοπίζεται με βάση τις αρχές του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου. Αν, οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, θα εφαρμοσθούν και εδώ τα άρθρα ΑΚ Δωσιδικία της ανταγωγής (forum reconventionis) Η δωσιδικία της ανταγωγής είναι αποκλειστική, υπό την έννοια ότι οι ανταγωγικώς ασκούμενες αξιώσεις εισάγονται καθεαυτές υποχρεωτικά στο δικαστήριο της κύριας αγωγής, στην ουσία όμως συντρέχουσα, αφού ο εναγόμενος μπορεί να προτιμήσει την οδό της αυτοτελούς αγωγής, που θα εισαχθεί στο δικαστήριο της γενικής ή άλλης ειδικής δωσιδικίας. Για τη θεμελίωση της δωσιδικίας της ανταγωγής πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) εκκρεμοδικία της κύριας αγωγής- β) νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της ανταγωγής (268)- γ) ύπαρξη δικαιοδοσίας και καθ' ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου προς εκδίκαση της αγωγής, την έλλειψη των οποίων δεν μπορεί ν' αναπληρώσει η αρμοδίως εισαχθείσα Μότσαρης/Γιαννόουλος 51
52 ανταγωγή δ) η εισαγόμενη με την ανταγωγή διαφορά να υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης ή και κατωτέρου- ε) ταυτότητα διαδικασίας (268 3), ώστε, αν η αγωγή δικάζεται με την τακτική, να μη μπορεί να εισαχθεί ανταγωγή δικαζόμενη με ειδική διαδικασία, ή, σύμφωνα με μια εκδοχή, και με τις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών- στ) να μην εκκρεμεί το δια της ανταγωγής ασκούμενο δικαίωμα σε άλλο δικαστήριο (στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο κωλύεται να εισέλθει στην εξέτασή της λόγω της εκκρεμοδικίας)- και ζ) να μην απαγορεύεται η άσκηση ανταγωγής από το νόμο (λ.χ. 641). Σύμφωνα με μια γνώμη παραμένει αδιάφορο, αν η ανταγωγή ως κύρια αγωγή θα υπαγόταν σε αποκλειστική ή συντρέχουσα δωσιδικία. Αν όμως η αποκλειστική δωσιδικία δημιουργείται από συμφωνία παρεκτάσεως, ορθότερο είναι να υποχωρεί η δωσιδικία της ανταγωγής. Η δωσιδικία της ανταγωγής διατηρείται και όταν η κύρια αγωγή απορρίπτεται για ουσιαστικούς ή, κατά την ορθότερη γνώμη, και για τυπικούς λόγους, όπως επίσης αν μεσολαβήσει ανάκληση ή παραίτηση από την κύρια αγωγή, οπότε ερευνάται η ανταγωγή που ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο, όχι όμως και αυτή που έχει ασκηθεί με τις προτάσεις, ακόμη και όταν οι προτάσεις αυτές έχουν επιδοθεί κατά νόμον στον ενάγοντα-αντεναγόμενο Η δωσιδικία της ανταγωγής στον ΚανΒρ I. Αντίθετα από το εσωτερικό δίκαιο, η δωσιδικία της ανταγωγής στον ΚανΒρ I, προϋποθέτει την ύπαρξη ουσιαστικού δεσμού μεταξύ αγωγής και ανταγωγής στενότερου μάλιστα της συνάφειας. Μ^^ν ανταγωγές, που βασίζονται στην ίδια σύμβαση ή στα ίδια πραγματικά περι&τόρ^^ενιαίο βιοτικό συμβάν), με εκείνα της αγωγής μπορεί να θεμελιώσουν τρ^διι^^ ^ ΐ&ση του άρθρ. 6 σημείο 3 ΚανΒρ I. Αν δεν συντρέχει οποιασδήποτεφορ^ί^^^ει^εταξύ αγωγής και ανταγωγής, η άσκηση της ανταγωγής επιτρέπ αι ^ν^^^με^ιώνεται σε αυτοτελή δικαιοδοτική βάση ή αν ο ενάγων-αντεναγόμ*νο&^ασμ δίκη χωρίς να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία της ανταγωγή^ττ^τε θεμεκι^νεται σιωπηρή παρέκταση. Διεθνής δικαιοδοσία για την^εκοίκύση τής ανταγωγής από το δικαστήριο της αγωγής αναγνωρίζεται και από τον ΚανΒρ II (άρθρ. 5) επί γαμικών διαφορών Δωσιδικία αδικήματος (forum delicti) Η ειδική δωσιδικία του αδικήματος (35) καθιερώθηκε για τη διευκόλυνση βασικά της συλλογής των αποδείξεων, ενέχει όμως και πρόσθετη αποδοκιμασία της άδικης πράξεως καθώς απαλλάσσει τον παθόντα από τη δυσάρεστη αναζήτηση του εναγομένου στον τόπο της γενικής νόμιμης δωσιδικίας του. Μέχρι την τροποποίηση του Ν. 4055/2012 το πεδίο εφαρμογής της προκείμενης διατάξεως περιοριζόταν σε αξιώσεις που απέρρεαν από ποινικά αδικήματα και μόνον, αποκλείοντας την απλή αστική αδικοπραξία (στο βαθμό που δεν στοιχειοθετούσε ταυτόχρονα και ποινικό αδίκημα). Η ρύθμιση αυτή προκαλούσε αξιόλογα προβλήματα στην πράξη, ως προς τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα χωρίς σωματικές βλάβες, δεδομένου ότι η φθορά ξένης ιδιοκτησίας εξ αμελείας δεν στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα. Το πρόβλημα επιχείρησε αρχικά να ρυθμίσει ο νομοθέτης εισάγοντας το άρθρο 40 Α, το οποίο προέβλεπε δωσιδικία του τόπου όπου συντελέσθηκε το ατύχημα επί αυτοκινητιστικών ατυχημάτων. Με το Ν. 4055/2012 καταργήθηκε το άρθρο 40 Α και διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 35, ώστε να καταλαμβάνει πλέον και αξιώσεις από απλή αστική αδικοπραξία. Μότσαρης/Γιαννόουλος 52
53 Οι αξιώσεις θα πρέπει να απορρέουν από αστική αδικοπραξία, ενώ μεταξύ ζημιογόνου πράξεως και ζημίας θα πρέπει να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια. Στο πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως υπάγονται όχι μόνον ο δράστης και το θύμα της αδικοπραξίας αλλά επιπροσθέτως και ο προστήσας (922 ΑΚ), ο ασφαλιστής του δράστη και κάθε άλλος αστικώς υπεύθυνος. Το αίτημα της σχετικής αγωγής παραμένει αδιάφορο. Μπορεί να συνίσταται στην καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως, σε παράλειψη ή άρση της προσβολής, σε καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, σε απόδοση πράγματος, σε ακύρωση δικαιοπραξίας που καταρτίσθηκε συνεπεία απάτης ή απειλής. Ως αρμόδιο δικαστήριο ορίζεται εκείνο, στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Ο τόπος τελέσεως της αξιόποινης πράξεως καθορίζεται από το άρθρ. 16 ΠΚ, κατά το οποίο λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον ο τόπος όπου ο υπαίτιος προέβη εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά και ο τόπος όπου επήλθε ή σε περίπτωση απόπειρας έπρεπε κατά την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Επί αδικημάτων διά του τύπου, τηλεοράσεως κ.λπ. γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι τόπος τελέσεως είναι και κάθε τόπος, όπου κυκλοφόρησε το επιλήψιμο έντυπο ή μεταδόθηκε η σχετική εκπομπή κ.λπ. Σε περίπτωση τοπικής αποκλίσεως μεταξύ αξιόποινης συμπεριφοράς και αξιοποίνου αποτελέσματος καθίστανται αρμόδια τα δικαστήρια και των δύο τόπων Η δωσιδικία του αδικήματος κατά τον ΚανΒρ I Σύμφωνα με το άρθρο 5 ^3 οιιαγωγές που αφορούν ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξίαασιρ^^μι ε^πιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συββείμ'^ρέ^κ) γεγονός. Η έννοια της αδικοπραξίας, ο άγ ς ερμηνείας και εφαρμογής της παραπάνω ρυθμίσεως ερμηνεύετα^,ρ^ΐττόνο^α κριτήρια και ευρύτητα: περιλαμβάνει κάθε απαίτηση με την οποία τίθεταγφίτημα ευθυνης του εναγομένου και δεν αφορά διαφορές από τη σύμβαση. Εμπίπτουν έτσι αξιώσεις αποζημιώσεως από εξωσυμβατικό αδίκημα, ιδίως από αυτοκινητικά ατυχήματα, περιπτώσεις ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, αξιώσεις από ζημίες προκαλούμενες στο περιβάλλον, αξιώσεις από αθέμιτο ανταγωνισμό, αξιώσεις από προσβολές άυλων αγαθών ή από προσβολές στην προσωπικότητα, αξιώσεις από αδικήματα τύπου, αξιώσεις από διακινδύνευση, αξιώσεις από άδικη εκτέλεση, αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού που προέρχονται από αδικοπρακτική συμπεριφορά, αξιώσεις από παροχή εσφαλμένων πληροφοριών εκ μέρους τράπεζας, όπως και αξιώσεις από πταίσμα περί τις διαπραγματεύσεις, ενώ το χαρακτήρα αγωγής από αδικοπραξία απολαμβάνει και η συλλογική αγωγή της ενώσεως καταναλωτών, που αποσκοπεί στην απαγόρευση χρήσεως εκ μέρους εμπόρου καταχρηστικών ρητρών. Δεν θεωρείται αγωγή εξ αδικοπραξίας η παυλιανή αγωγή. Ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ερμηνεύεται με κοινοτικά κριτήρια. Ως τόπος επελεύσεως της ζημίας νοείται τόσο ο τόπος όπου έλαβε χώρα το γεγονός, που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας, όσο και ο τόπος όπου η παράνομη επέμβαση στο προστατευτέο έννομο αγαθό. Ως τόπος τελέσεως του αδικήματος νοείται κάθε τόπος όπου εκδηλώθηκε ή απειλείται να εκδηλωθεί η συμπεριφορά, που εκπληρώνει τη νομοτυπική μορφή της αδικοπραξίας. Ως τόπος που επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα θα πρέπει εξάλλου να χαρακτηρισθεί ο τόπος όπου επήλθε η παράνομη επέμβαση στο προστατευτέο έννομο αγαθό. Ο τόπος αυτός δεν πρέπει να συγχέεται με τον τόπο επαγωγής της ζημίας, τον τόπο δηλαδή όπου επέδρασε αρνητικά στην περιουσία του παθόντος η παράνομη προσβολή του έννομου αγαθού. Ο τόπος επαγωγής της ζημίας δεν αρκεί για τη θεμελίωση αρμοδιότητας και διεθνούς Μότσαρης/Γιαννόουλος 53
54 δικαιοδοσίας. Διαφορετικά, ο παθών θα μπορούσε να δημιουργεί επ' άπειρον fora delicti και ουσιαστικά να αχρηστεύσει το σύστημα προστασίας του εναγομένου. Κρίσιμος έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ο τόπος όπου εμφανίσθηκε η πρώτη σοβαρή υλική εκδήλωση της ζημίας, εκεί όπου επήλθε η πρωταρχική ζημία, η οποία στα αυτοκινητικά ατυχήματα θα συμπίπτει ασφαλώς με τον τόπο όπου συνέβη το ατύχημα. Στα αδικήματα του τύπου τόπος μεν τελέσεως του αδικήματος θα πρέπει να θεωρείται ο τόπος εγκαταστάσεως του εκδότη του επιλήψιμου δημοσιεύματος ή του παραγωγού της επιλήψιμης εκπομπής, τόπος δε επελεύσεως του ζημιογόνου αποτελέσματος ο τόπος (ή οι τόποι) που κυκλοφόρησε το έντυπο ή μεταδόθηκε ή λήφθηκε η εκπομπή. Το ΔΕΚ έκρινε παλαιότερα ότι ο παθών του δυσφημιστικού δημοσιεύματος, αν μεν προσφύγει στον τόπο εγκαταστάσεως του εκδότη, μπορεί να ζητήσει την αποκατάσταση του συνόλου της ζημίας του, ενώ αν προσφύγει στον τόπο κυκλοφορίας του δημοσιεύματος επιδικάζεται αποζημίωση μόνο για τη ζημία που υπέστη ο ίδιος λόγω της κυκλοφορίας του δυσφημιστικού δημοσιεύματος εντός του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου. Η ερμηνευτική αυτή λύση έχει αποτελέσει πάντως αντικείμενο ισχυρής κριτικής από τη θεωρία Δωσιδικία της διαχειρίσεως χωρίς δικαστική εντολή (forum gestae administrationls ex causis variis) Σε αντίθεση προς τη διαχείρι«*ι απ)1^^ικαστικής εντολής (28), η δωσιδικία της διαχειρίσεως χωρίς δικαστική ε^^^^β) *ιναι συντρέχουσα και μπορεί να προέλθει είτε από σύμβαση (λ.χ? εταιρία, ΑΚ 749, 751- μίσθωση έργου, ΑΚ 685 I), είτε από διφήκ^ν^ ^^ς Λ διαθήκης, ΑΚ 2017, 2020), είτε απευθείας από το νόμο (γονείς, ΑΚ ^23^1526, 1529, επίτροπος, ΑΚ 1603, 1616, διοικητής αλ^&ν ΑΚ ). Και στην προκείμενη δωσιδικία εμπίπτουν όλες οι διαφορές) πόυ 0cf* υπάγονταν στη δωσιδικία του άρθρ. 28, αν η διαχείριση διεξαγόταν κατόπιν δικαστικής εντολής. Αρμόδιο δικαστήριο για τις ανωτέρω διαφορές είναι και το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έλαβαν χώρα οι πράξεις του διαχειριστή. Ο τόπος όπου βρίσκεται η υπό διαχείριση περιουσία ή ο τόπος όπου θα έπρεπε να γίνει η διαχείριση δεν ασκούν επιρροή. Η δωσιδικία της διαχειρίσεως χωρίς δικαστική εντολή θεσπίσθηκε προς διευκόλυνση της διεξαγωγής και συλλογής των αποδείξεων. Διατηρείται και μετά το πέρας της διαχειρίσεως, εφόσον ασκηθούν μεταγενέστερα οι αξιώσεις που απορρέουν από αυτή Δωσιδικία της ομοδικίας Σε περίπτωση παθητικής ομοδικίας πλείονες εναγόμενοι μπορούν να εναχθούν ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για έναν ή μερικούς από αυτούς σύμφωνα με το άρθρο Η συντρέχουσα δωσιδικία από προσωπική αιτία επιτρέπει την εναγωγή των περισσότερων απλών ή αναγκαίων ομοδίκων αδιακρίτως και στο δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας έκαστου εξ αυτών. Υποστηρίζεται, αν και όχι χωρίς ισχυρό αντίλογο, ότι αρκεί και η θεμελίωση ορισμένης ειδικής δωσιδικίας στο πρόσωπο οποιουδήποτε των ομοδίκων. Αν συντρέχει στο πρόσωπο κάποιου από τους ομοδίκους αποκλειστική δωσιδικία καταγράφεται διχογνωμία. Υποστηρίζονται με ισχυρά ερμηνευτικά Μττότσαρης/Γαννόττουλος 54
55 επιχειρήματα, τόσο η ερμηνευτική εκδοχή ότι θα πρέπει και οι λοιποί ομόδικοι να εναχθούν στο δικαστήριο της αποκλειστικής δωσιδικίας του ομοδίκου τους στο πρόσωπο του οποίου στοιχειοθετείται η αποκλειστική δωσιδικία, όσο και η εκδοχή ότι επί απλής μεν ομοδικίας ματαιώνεται η δυνατότητα κοινής εναγωγής όλων των ομοδίκων (εκτός αν στοιχειοθετείται η κατά τόπον αρμοδιότητα του, αυτοτελώς με βάση άλλες δωσιδικίες), ενώ επί αναγκαίας παρίσταται υποχρεωτική η κοινή εναγωγή όλων των ομοδίκων στο δικαστήριο της αποκλειστικής δωσιδικίας του ενός εκ των ομοδίκων. Ανάλογη διχογνωμία καταγράφεται και στην περίπτωση που ένας ή ορισμένοι ομόδικοι καταλαμβάνονται από το πεδίο εφαρμογής συμφωνίας παρεκτάσεως. Συνεπέστερο στην προκείμενη περίπτωση είναι να γίνει δεκτό ότι επί απλής ομοδικίας, ο μεν εναγόμενος στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει η παρέκταση αρμοδιότητας δύναται να εναχθεί αποκλειστικά στο δικαστήριο της παρεκτάσεως, οι δε λοιποί ομόδικοι μπορούν να εναχθούν από κοινού, εφόσον στοιχειοθετείται η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτοτελώς στο πρόσωπο εκάστου εξ αυτών (ή και ενός μόνον των περισσοτέρων εναγομένων, δεδομένου ότι οι λοιποί μπορούν να εφελκυσθούν και κατ' εφαρμογή του άρθρου 37 1). Επί αναγκαίας ομοδικίας, ο μεν αναγκαίος ομόδικος που καταλαμβάνεται από το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας παρεκτάσεως μπορεί να εναχθεί μόνον στο αρμόδιο δυνάμει της παρεκτάσεως δικαστήριο, οι δε λοιποί αναγκαίοι ομόδικοι, θα πρέπει να εναχθούν και αυτοί στο ίδιο δικαστήριο, λόγω του υποχρεωτικού της κοινής εναγωγής. Και εν προκειμένω υποστηρίζονται πάντως αποκλίνουσες θέσεις με ισχυρή επιστημονική επιχειρηματολογία. Δεν εφαρμόζεται η δωσιδικία των ομοδίκων, όταν εν γνώσει του ενάγοντος συνενάγεται πρόσωπο, προκειμένους^ι8τ (σ>γρατηγηθεί το άρθρ Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της^δμς^^^^α^ύεται η δωσιδικία της ταυτότητας του δικαίου και διατάσσεται χωρι^μός^(ι^^^ρά^ων. Ειδική βάση διεθνούς δικαιοφβ^ προβλέπεται για τους ομοδίκους και κατά το άρθρο 6 1 ΚανΒρ I. Η εν λόγ& ω^τόρο είναι σαφώς πιο περιοριστική σε σύγκριση με το άρθρο 37 1 ΚΠόν^ α έναγ^γή των ομοδίκων περιορίζεται εδώ μόνο στο δικαστήριο της κατοικίας ενός από τους ομοδίκους και όχι σε δικαστήρια της ειδικής δωσιδικίας και αφορά μόνον κατοίκους κράτους μέλους της Ε.Ε. Περαιτέρω προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 6 1 ΚανΒρ αποτελεί να υπάρχει μεταξύ των σωρευόμενων αγωγών τόσο στενή συνάφεια, ώστε να ενδείκνυται η συνεκδίκασή τους, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Και στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει η δικαιοδοτική αυτή βάση, όταν μοναδικός σκοπός της κοινής εναγωγής υπήρξε η πρόθεση απομακρύνσεως του συγκεκριμένου εναγομένου από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους κατοικίας του. Αν ενάγονται περισσότεροι ομόδικοι, ορισμένοι εκ των οποίων έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος της Ε.Ε. και οι λοιποί όχι, η δικαιοδοσία του δικαστηρίου θα κριθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 1, ως προς τους έχοντες κατοικία στην Ε.Ε. και με βάση τις διατάξεις του ΚΠολΔ για τους λοιπούς. Η εφέλκυση των τελευταίων στο δικαστήριο του οποίου η δικαιοδοσία θεμελιώνεται με βάση το άρθρο 6 1 ΚανΒρ, στη βάση της επικλήσεως του άρθρου 37 1 δεν μπορεί να αποκλεισθεί στην περίπτωση αυτή Δωσιδικία μακρύτερης διαμονής Το άρθρο 38, εισάγει ειδική, συντρέχουσα δωσιδικία εφαρμοζόμενη επί περιουσιακών διαφορών μόνον που αφορά π.χ. φοιτητές, ιδιωτικούς υπαλλήλους, εμπορικούς αντιπροσώπους, ηθοποιούς κ.ο.κ. Συντρέχει, όταν κατά την κρίση του Μττότσαρπς/Γ ιαννόπουλος 55
56 δικαστηρίου υφίσταται διαμονή μακρύτερης διάρκειας, έστω και διακοπτόμενη, που επιβάλλεται από ειδικές συνθήκες. Απλή διέλευση ή διανυκτέρευση ή διαμονή για μερικές μόνον εβδομάδες δεν αρκεί Δωσιδικία των γαμικών διαφορών (forum matrimonii) και δωσιδικία της διατροφής. Σύμφωνα με το άρθρο 39, γαμικές διαφορές (592) μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων. Ο νόμος αρκείται στο πραγματικό στοιχείο της διαμονής και δεν απαιτεί τη συνδρομή της νομικής έννοιας της κατοικίας. Μολονότι δεν απαιτείται μόνιμη διαμονή, η προσωρινή απλώς παραμονή ή ολιγοήμερη επίσκεψη δεν αρκεί. Απαιτείται διαρκέστερη, με πρόθεση συμβιώσεως διαμονή (εκούσια ή και ακούσια, π.χ. λόγω φυλακίσεως), που κρίνεται πάντοτε από τον δικαστή. Βραχυχρόνιες απουσίες παραμένουν αδιάφορες. Αν δεν υφίσταται αρμοδιότητα, κατά τα ανωτέρω, αποκτούν αρμοδιότητα τα δικαστήρια της πρωτεύουσας του κράτους, αν και οι δύο ή ο ένας τουλάχιστον από τους συζύγους είναι ή ήταν κατά την τέλεση του γάμου έλληνας (612). Κατά την πρόσφατη τροποποίηση του Ν. 4055/2012 προστέθηκε το άρθρο 39 Α σύμφωνα με το οποίο αξιώσεις διατροφής μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου έχει την κατοικία του ή τη διαμονή του ο δικαιούχος της διατροφής. Ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις tylb,^ριίθμιση των θεμάτων που αφορούν το διαζύγιο, τη γονική μέριμνα και τ^ δι» φ% ΐσο0/ουν οι Κανονισμοί 2201/2003 και 4/ Μ ο <* α Λί'^τ Δωσιδικίες της περι8φ $( Γ καιj, του επίδικου αντικειμένου (fora bonorum) Με το άρθρο 40 καθιερώνονται ουσιαστικά δύο δωσιδικίες: η δωσιδικία της περιουσίας και η δωσιδικία του επίδικου αντικειμένου. Η ρύθμιση λειτουργεί κυρίως ως κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας, αφού αναφέρεται σε πρόσωπα χωρίς κατοικία στην Ελλάδα, και μόνον επιπροσθέτως ως κανόνας ειδικής κατά τόπον αρμοδιότητας. Αμφότερες οι ανωτέρω δωσιδικίες καθιερώθηκαν για να διευκολύνουν τις διεθνείς συναλλαγές και για να εξυπηρετήσουν συγχρόνως την εισαγωγή εγχώριων δικών εναντίον αλλοδαπών. Συντρέχουν με άλλη τυχόν ειδική ή γενική (εκτός από την κατοικία) δωσιδικία και παραγκωνίζονται, όταν η διαφορά υπάγεται (και δυνάμει ρήτρας παρεκτάσεως) στην αποκλειστική κατά τόπον αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου είτε της ημεδαπής είτε της αλλοδαπής. Τα περιουσιακά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρ. 40 θα πρέπει να έχουν αυτοτελή συναλλακτική αξία. Συνεπώς, δεν πληρούν την προϋπόθεση αυτή προσωπικές φωτογραφίες, επιστολές, ενδύματα και αθλητική περιβολή, αξιώσεις παροχής πληροφοριών, το δικαίωμα λήψεως έγγραφης εξοφλητικής αποδείξεως κ.λπ. Δόλια δημιουργία περιουσίας, εμποδίζει τη θεμελίωση της δωσιδικίας της περιουσίας. Τα περιουσιακά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρ. 40 πρέπει να αποδεικνύουν ορισμένη συναλλακτική επαφή του εναγομένου με τον τόπο εναγωγής του. Δεν θεμελιώνεται η δωσιδικία της περιουσίας, όταν ποσότητα σιτηρών του εναγομένου εκφορτώθηκε τυχαία στην Ελλάδα, χωρίς να παραληφθεί από τον ίδιο. Μττότσαρης/Γιαννόουλος 56
57 Ως περιουσία θεωρούνται και χρηματικές απαιτήσεις του εναγομένου κατά τρίτου, που μπορούν μάλιστα να τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, αρκεί να έχουν γεννηθεί. Στη δωσιδικία του επίδικου αντικειμένου εμπίπτουν όλα τα πράγματα και δικαιώματα, καθώς και μη χρηματικές αξιώσεις κατά τρίτου, λ.χ. αξίωση μεταβιβάσεως του πράγματος με βάση προσύμφωνο. Η αξία του αντικειμένου είναι εδώ απολύτως αδιάφορη- το αντικείμενο μπορεί να οδηγηθεί στη δίκη με καταψηφιστική ή αναγνωριστική αγωγή, που δεν αποκλείεται να είναι και αρνητική. Αποκλείεται κατά ρητή πρόβλεψη του ΚανΒρ I, η θεμελίωση της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων κατά κατοίκου κράτους μέλους της Ε.Ε. με βάση το άρθρο 40 ΚΠολΔ. Δικαίωμα επιλογής μεταξύ των περισσότερων αρμόδιων δικαστηρίων Σε αντιστάθμισμα της κατ' άρθρ. 22 εύνοιας προς τον εναγόμενο ο νόμος παρέχει και στον ενάγοντα το δικαίωμα να επιλέξει ελεύθερα, μεταξύ των συντρεχόντων αρμόδιων κατά τόπον δικαστηρίων, εκείνο στο οποίο θα ασκήσει τελικά την αγωγή του. Το δικαίωμα επιλογής ασκείται με την κατάθεση της αγωγής (41). 6 Παρέκταση της κατά τόπον αρμοδιότητας 6.1 Εσωτερικό δίκαιο * Η συμφωνία με την οηρία^γΐί^^^^ κ#τά τόπο αναρμόδιο καθίσταται αρμόδιο ονομάζεται, όπως 8ίδα& ^α^<τα5η (prorogatio). Οι συμφωνίες παρεκτάσεως είναι έγκυρες μόν^γ^ν αφρρσυν: α) μεταβολή της κατά τόπον αρμοδιότητας ίσων και ομοειδών ΐβκτίκών (cftf ειδικών) δικαστηρίων του πρώτου βαθμού και β) διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Δεν χωρεί επομένως παρέκταση της καθ' ύλην αρμοδιότητας, της. κατά λειτουργίαν αρμοδιότητας, του είδους της διαδικασίας, της εσωτερικής δικαιοδοσίας, του τμήματος ή της συνθέσεως του δικαστηρίου. Απαγορεύεται επίσης η συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς απευθείας στον δεύτερο βαθμό. Δεν επιτρέπεται, περαιτέρω, παρέκταση για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό χαρακτήρα, λ.χ. γαμικές διαφορές ούτε για υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (740 II). Δυνατή θεωρείται η σχετική συμφωνία, πάντως, ως προς την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, στα ασφαλιστικά μέτρα και στην αναγκαστική εκτέλεση. Η συμφωνία παρεκτάσεως μπορεί να συνάπτεται όχι μόνον κατά, αλλά και πριν από την έναρξη της δίκης, συνήθως με σχετική ρήτρα στη σύμβαση ουσιαστικού δικαίου. Ερμηνεύεται δε με βάση τις αρχές των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ. Οι συμβαλλόμενοι πάντως μπορεί να επιλέξουν και δικαστήριο, που δεν έχει οποιοδήποτε σύνδεσμο με το υποκείμενο ή το αντικείμενο της διαφοράς. Έγκυρη είναι κατ' αρχήν η συμφωνία παρεκτάσεως στις εργατικές διαφορές καθώς και στις υποθέσεις ασφαλίσεων και καταναλωτών. Μπορούν πάντως στη συγκεκριμένη περίπτωση να θεωρηθούν άκυρες οι ρήτρες αυτές, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η συμφωνία παρεκτάσεως είναι κατ' αρχήν άτυπη μπορεί δε να είναι και σιωπηρή. Σιωπηρή συμφωνία μπορεί να συναχθεί από την όλη συμπεριφορά του προσώπου και το σύνολο των πραγματικών περιστατικών. Τεκμαίρεται πάντως και μάλιστα αμαχήτως ότι υπάρχει, όταν ο εναγόμενος παρίσταται στη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα ένσταση αναρμοδιότητας. Με σιωπηρή συμφωνία παρεκτάσεως ισοδυναμεί και η άσκηση (μη επικουρικής) ανταγωγής. Μότσαρης/Γιαννόουλος 57
58 Δεν αρκεί σιωπηρή αλλά απαιτείται ρητή συμφωνία παρεκτάσεως, όταν καταργείται αποκλειστική δωσιδικία. Άτυπη είναι η συμφωνία παρεκτάσεως, όταν αφορά υφιστάμενες διαφορές, ακόμη και όταν η επίδικη ουσιαστική έννομη σχέση υπόκειται σε ορισμένο τύπο. Αν όμως οι διαφορές δεν έχουν γεννηθεί, η σχετική συμφωνία είναι έγκυρη (43) μόνον αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προκύψουν οι διαφορές. Αμφισβητήθηκε πρόσφατα, αν η ρητή συμφωνία παρεκτάσεως για τις μελλοντικές από ορισμένη συμβατική σχέση διαφορές καταλαμβάνει μόνον τις συναφείς διαγνωστικές δίκες ή και τις δίκες της αναγκαστικής εκτελέσεως. Συνεπέστερη είναι εν προκειμένω η καταφατική εκδοχή. Η ρήτρα παρεκτάσεως δεσμεύει και τους διαδόχους των αρχικών συμβαλλομένων, ακόμη και τους ειδικούς, λ.χ, τον εκδοχέα της απαιτήσεως, τον ασφαλιστή που κατέβαλε το ασφάλισμα και υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ασφαλισμένου, τον ασφαλισμένο τρίτο, τον κομιστή εξ οπισθογραφήσεως, τον παραλήπτη και κάθε κομιστή της φορτωτικής, κ.λ.π. Εν αμφιβολία η ρήτρα παρεκτάσεως έχει αποκλειστικό χαρακτήρα (44), ο οποίος ισχύει ακόμη και για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Το δικαστήριο που συμφωνήθηκε ως αρμόδιο (42, 43). Θεωρείται συντρέχουσα η δυνάμέι ρήτρας παρεκτάσεως δωσιδικία, αν ο εναγόμενος δεν αμφισβητήσει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου της γενικής, ή άλλης ειδικής δωσιδικίας, όπου εισήχθη η διαφορά. 6.2 Συμφωνίες παρεκτάσεως υπό τον ΚανΒρ I Η διεθνής δικαιοδοσία Toy *oikfptqpid^ μπορεί να θεμελιωθεί σε ρήτρα παρεκτάσεως και στο πλαίσιο τοι^καχ^^ρ^^ά^βρ I). Για την εφαρμογή του άρθρ. α)ρθα πρέπει ένας τουλάχιστον από τους συμβαλλόμενους (ανεξάρτητα ^ν^^τ^^ίνα» ο ενάγων ή ο εναγόμενος) να κατοικεί σε κράτος μέλος της Ενέσεως και β) η συμφωνία θα πρέπει να απονέμει διεθνή δικαιοδοσία σ^δΐίφστηριο βάτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ρήτρες παρεκτάσεως ποιροεν πληγούν τους παραπάνω όρους δεν είναι άκυρες, αλλά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων ΚΠολΔ. Και υπό το άρθρο 23 ΚανΒρ I επιτρέπεται η επιλογή ακόμη και δικαστηρίου, που δεν συνδέεται οπωσδήποτε με την υπόθεση ή περισσότερων δικαστηρίων ή δικαστηρίων περισσότερων χωρών. Έγκυρη κρίθηκε ακόμη και ρήτρα, που προέβλεπε εναγωγή κάθε συμβαλλόμενου στα δικαστήρια της χώρας του. Οι συμφωνίες παρεκτάσεως πρέπει να αναφέρονται σε ορισμένη έννομη σχέση, μπορούν δε να αφορούν τόσο παρούσες όσο και μελλοντικές (περιουσιακές) διαφορές. Αμφισβητείται κατά πόσον αξίωση από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία δεν επιτρέπεται να γίνει αντικείμενο συμφωνίας παρεκτάσεως, αφού προ της αδικοπραξίας δεν είναι γεγενημένη η έννομη σχέση, που αποτελεί τον παραγωγικό λόγο της αξιώσεως. Σε κάθε περίπτωση αξιώσεις από αδικοπραξία υπάγονται κατ' αρχήν στην έννοια της έννομης σχέσεως για τη σύμβαση, ιδίως όταν η αδικοπραξία συνιστά παράλληλα και αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων. Επομένως, όταν συρρέουν αξιώσεις από αδικοπραξία με ενδοσυμβατικές παραβάσεις επιτρέπεται η εισαγωγή και των πρώτων στο δικαστήριο της παρεκτάσεως. Από άποψη υποκειμενικών ορίων η συμφωνία παρεκτάσεως δεσμεύει κατ' αρχήν τα συμβαλλόμενα μέρη. Έγκυρα όμως επικαλείται τη ρήτρα παρεκτάσεως και ο υπέρ ου η ασφάλιση τρίτος, ενώ δεσμεύεται απ' αυτήν και ο κομιστής της φορτωτικής. Ο ΚανΒρ I προβλέπει τέσσερις τρόπους έγκυρης καταρτίσεως της συμφωνίας παρεκτάσεως: α) Εγγράφως. Ο έγγραφος τύπος προσδιορίζεται αυτόνομα. Έγγραφη συμφωνία υφίσταται όχι μόνον όταν το ίδιο έγγραφο υπογράφεται από κοινού και από τα δύο μέρη, αλλά και όταν η συμφωνία αυτή αποτυπώνεται σε διαφορετικά Μττότσαρης/Γιαννόττουλος 58
59 έγγραφα. Αρκεί να προκύπτει σαφώς ότι τα δύο έγγραφα αφορούν στην ίδια έννομη σχέση. Την προϋπόθεση του έγγραφου τύπου πληροί και κάθε διαβίβαση μέσω της ηλεκτρονικής οδού, που επιτρέπει μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας. Έγκυρη συμφωνία παρεκτάσεως συντελείται και με παραπομπή σε έγγραφους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ), ακόμη και ξενόγλωσσους, β) Προφορικώς, αν επακολουθήσει έγγραφη επιβεβαίωση, γ) Υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, δ) Στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες, τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, και είναι ευρέως γνωστές σ' αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα, τηρούμενες τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. Η γνώση μιας συνήθειας πρέπει να εκτιμάται σε αναφορά προς τους αρχικούς συμβαλλόμενους στη συμφωνία παρεκτάσεως. Οι προϋποθέσεις στις οποίες υπάγει το άρθρ. 23 ΚανΒρ i το κύρος των ρητρών παρεκτάσεως ερμηνεύονται στενά. Η συμφωνία παρεκτάσεως καθιστά το υποδεικνυόμενο δικαστήριο αποκλειστικά αρμόδιο για την υπόθεση, εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά (άρθρ ΚανΒρ I) ή αν ο εναγόμενος παραστεί ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου και δεν αμφισβητήσει τη διεθνή του δικαιοδοσία (άρθρ. 24 ΚανΒρ I). 7 Πρόσθετες δικαιοδοτικές βάσεις στο πλαίσιο του Κανονισμού Βρυξέλλες I Ο ΚανΒρ I και οι ΣυμΒρ κ<» Aj^^mjop^ouv ορισμένες βάσεις δωσιδικίας, που δεν απαντούν στο εσωτερικό οι οποίες θεσπίσθηκαν ενόψει σταθμίσεων προστασίας ευτώθώ^ (ασφαλισμένων, καταναλωτών, μισθωτοί). Ο ΚανΒρ I θεσπίζ^ ε^,^ρ^αυφνομες και προνομιακές για τα ανωτέρω πρόσωπα δικαιοδοτικές για τνς ^αφορές που ανακύπτουν από τις συμβάσεις, που συνάπτουν, αντίδια» με ^βυς ασφαλιστές, επαγγελματίες και εργοδότες. Στις διαφορές αυτές η διεθνής δικαιοδοσία δεν μπορεί να στηρίζεται στα άρθρ. 2, 5 ή 6 του Κανονισμού. Προϋποτίθεται βέβαια πάντοτε κατοικία του εναγομένου σε έδαφος κράτους μέλους, ενώ παραμένει κι εδώ αδιάφορη η κατοικία του ενάγοντος. Η δικονομική προστασία των ανωτέρω προσώπων επιτυγχάνεται: α) με την καθιέρωση βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια της κατοικίας τους, αν μεν αυτά είναι ενάγοντες, προαιρετικά, αν δε είναι εναγόμενοι, υποχρεωτικά- β) με τον ουσιώδη περιορισμό των συμφωνιών παρεκτάσεως- και γ) με αποκλεισμό της αναγνωρίσεως της σχετικής αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος, αν παραβιάσθηκαν οι σχετικές διατάξεις διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρ. 35 ΚανΒρ I). 7.1 Υποθέσεις ασφαλίσεων Η διεθνής δικαιοδοσία στις υποθέσεις ασφαλίσεων ρυθμίζεται διεξοδικά στα άρθρ ΚανΒρ I. Η έννοια του όρου ασφαλιστικές διαφορές ερμηνεύεται αυτόνομα και καταλαμβάνει την ιδιωτική ασφάλιση, δεδομένου ότι οι διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως (άρθρ. 1 II γ ΚανΒρ I) εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του ΚανΒρ I. Δεν εμπίπτουν εδώ, ακόμη: η αντασφάλιση, αφού αυτή συνάπτεται αποκλειστικά μεταξύ ασφαλιστικών εταιριών, η αναγωγή του ασφαλιστή κατά του ζημιώσαντος. Ο ασφαλιστής, που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί κατ' επιλογήν του αντιδίκου του: α) στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του, β) στο δικαστήριο της κατοικίας του ενάγοντος, ο οποίος μπορεί να Μότσαρης/Γιαννόουλος 59 Σημειώσεις Α
60 είναι ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος της ασφαλίσεως. Κρίσιμος για τον καθορισμό της κατοικίας είναι ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής. Επί συνασφαλίσεως η αγωγή μπορεί να ασκηθεί και στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει εναχθεί ο κύριος ασφαλιστής, ενώ επί υποθέσεων ασφαλίσεως αστικής ευθύνης ή ακινήτων ιδρύεται (άρθρ. 10 ΚανΒρ I) πρόσθετη συντρέχουσα δικαιοδοτική βάση κατά του ασφαλιστή στον τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Τα άρθρ ΚανΒρ I εφαρμόζονται και ως προς την ευθεία αγωγή του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφόσον η αγωγή αυτή επιτρέπεται κατά το εφαρμοστέο δίκαιο που καλείται κατά τους κανόνες συγκρούσεως του forum. Οι αγωγές του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου συγκεντρώνονται υποχρεωτικά (άρθρ. 12 I ΚανΒρ I) στα δικαστήρια του κράτους μέλους, στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος (αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ασφαλισμένος, ο δικαιούχος τρίτος της ασφαλίσεως). Ο κανόνας της συγκεντρώσεως των αγωγών του ασφαλιστή στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του εναγομένου μπορεί να παρακαμφθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εκ των οποίων οι κυριότερες είναι οι επόμενες: α) όταν ο εναγόμενος με ευθεία αγωγή ασφαλιστής προσεπικαλεί στο ίδιο δικαστήριο τον αντισυμβαλλόμενο ή τον ασφαλισμένο, ακόμη και αν ο τελευταίος δεν κατοικεί στο κράτος όπου το δικαστήριο έχει την έδρα του- β) όταν ο εναγόμενος ασφαλιστής ασκεί στο ίδιο δικαστήριο ανταγωγή (άρθρ ΚανΒρ I), ακόμη και αν ο ενάγων δεν κατοικεί στο ίδιο κράτος. Περιορισμοί εισάγονται περαιτέρω και ως προς την ελευθερία των συμβαλλομένων να καταρτίσουν συμφωνίες παρεκτάσεως υπό τον όρο ότι (13 ΚανΒρ I): α) είναι μεταγενέστερες^ «τι^^ίνίέρεως της διαφοράς, δηλαδή αφού εκδηλωθεί διαφωνία και αρχίσοι^ ο^ ^Ες^νέργειες του δικαστηρίου ή των διαδίκων για την προώθηση της ^κη^(^^^^τιτ^έπουν στην ασθενέστερη πλευρά (αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή ^λ^ρ^φτρ^σφύγει και σε άλλα δικαστήρια, πέραν εκείνων που αναφέρονται^τα«ώ ΚανΒρ Ι- γ) όταν παραπέμπουν στα δικαστήρια του τόπου όπου υπήί^^β^ή.καριι^α ή συνήθης διαμονή αμφότερων των πλευρών κατά το χρόνο καταρϊφ^ς-ύής <$6μ βάσεως- δ) όταν συνάπτονται από αντισυμβαλλόμενο που δεν έχει κατοικία σε κράτος μέλος- ε) όταν αφορούν στη «μεγάλη ασφάλιση» ή «ασφάλιση μεγάλων κινδύνων», ιδίως δηλαδή περιπτώσεις θαλάσσιας και αεροπορικής ασφαλίσεως. 7.2 Υποθέσεις καταναλωτών Ως καταναλωτής νοείται το πρόσωπο που συμβάλλεται για σκοπό ο οποίος είναι ξένος προς κάθε είδους επαγγελματική δραστηριότητα. Όπως έκρινε το ΔΕΚ, τα σχετικά δικαιοδοτικά προνόμια αφορούν μόνον τον ιδιώτη τελικό καταναλωτή, ο οποίος δεν εμπλέκεται σε εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες. Η έννοια του καταναλωτή κρίνεται πάντοτε με βάση τη φύση και το σκοπό της συγκεκριμένης συμβάσεως, ώστε και ο δικηγόρος που αγοράζει λ.χ. υπολογιστή για το δικηγορικό του γραφείο να μην εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της ρυθμίσεως. Αμφίβολο είναι αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καταναλωτής και νομικό πρόσωπο, Καταναλωτές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ίσως και οι μικροί επενδυτές χρηματοοικονομικών προϊόντων, όχι όμως και οι εκ συστήματος μετερχόμενοι χρηματιστηριακές συναλλαγές επί σκοπώ κερδοσκοπίας και με κίνηση σημαντικών κεφαλαίων, έστω και αν αυτοί εμφανίζονται να λειτουργούν τύποις ως απλοί επενδυτές. Ο μηχανισμός προστασίας του καταναλωτή είναι επίσης διπλός: Εγκαθιδρύεται βάση διεθνούς δικαιοδοσίας ευνοϊκή για τον ίδιο, ενώ παράλληλα θεσπίζεται και περιορισμένη δυνατότητα παρεκτάσεώς της. Ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή ενάγεται είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας Μότσαρης/Γιαννόουλος 60
61 του, είτε ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή. Αντίθετα, ο ίδιος ο καταναλωτής ενάγεται μόνον στον τόπο της κατοικίας του. Το δικαίωμα ασκήσεως ανταγωγής συναφούς προς την εκκρεμούσα κύρια αγωγή δεν παραβλάπτεται. Αν λοιπόν ο καταναλωτής ασκήσει αγωγή στο κράτος της κατοικίας του αντισυμβαλλομένου του, παραδεκτά ο τελευταίος ασκεί στο ίδιο δικαστήριο ανταγωγή, η οποία ως κύρια αγωγή θα έπρεπε να ασκηθεί στο κράτος της κατοικίας του καταναλωτή. Ανεπίτρεπτες θεωρούνται κατ' αρχήν και οι συμφωνίες παρεκτάσεως, όταν περιορίζουν τις δυνατότητες επιλογής του καταναλωτή. Υπό το πρίσμα αυτό ρήτρες παρεκτάσεως σε σύμβαση καταναλωτών μπορεί να ορθοποδήσουν (άρθρ. 17 ΚανΒρ I): α) όταν είναι μεταγενέστερες από τη γένεση της διαφοράς- β) όταν διανοίγουν στον καταναλωτή ευρύτερες δυνατότητες επιλογής δικαστηρίων- και γ) όταν αναθέτουν την υπόθεση σε δικαστήριο κράτους μέλους της κοινής κατοικίας ή της κοινής, συνήθους διαμονής των συμβαλλομένων κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, εκτός αν το δίκαιο αυτού του κράτους απαγορεύει τέτοιες συμφωνίες. 7.3 Εργατικές διαφορές Ο ΚανΒρ I αφιέρωσε ειδικό τμήμα (5 ) για τις εργατικές διαφορές, κατά τρόπο ανάλογο προς τον ακολουθούμενο για τις υποθέσεις ασφαλίσεων και καταναλωτών. Η ρύθμιση εφαρμόζεται σε διαφορές που απορρέουν από ατομικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Η έννοια της συμβάσεως εργασίας ερμηνεύεται αυτόνομα. Ο εργοδότης ενάγεται ενώπιον των δικςρτϋΐρί^ του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ή ενώπιον των δικαρτ^ώ^^ου^που όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του ή εκτε^ύα^^^^^ις %)ν εργασία του. Αν η εργασία δεν εκτελείται στην ίδια πάντοτε χώρα,^^^^μηςρμπορεί να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου όπου είναι ή ήταν» εγκώτε%ίρ^' η επιχείρηση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (19 ΚανΒρ I). %? Για να κριθεί ο συνήθης τό^ς^κτξλέσέΐα^της εργασίας, όταν ο εργαζόμενος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του σ^ περισσότερα κράτη μέλη, λαμβάνεται υπόψη ολόκληρη η διάρκεια της σχέσεως εργασίας, εκτός αν το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς εμφύνίζει στενότερο σύνδεσμο με άλλο τόπο εργασίας. Κρίσιμος θα πρέπει να θεωρείται πάντοτε ο τόπος όπου ή απ' όπου, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, εκπληρώνει ο εργαζόμενος στην πράξη, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη. Ελλείψει άλλων κριτηρίων, κρίσιμος τόπος είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας του. Δωσιδικία θεμελιώνει πάντως και ο τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελούσε συνήθως την εργασία του στην τελευταία φάση της σχέσεως εργασίας. Η ύπαρξη του συνήθους τόπου παροχής εργασίας δεν ανατρέπεται από την πρόσκαιρη αποστολή του εργαζομένου σε άλλο κράτος, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του εργοδότη. Αν τα ανωτέρω κριτήρια που καθόρισε το ΔΕΚ δεν επιτρέπουν στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίζει τον συνήθη τόπο εργασίας, ο εργαζόμενος δύναται να εναγάγει τον εργοδότη του επιλεκτικώς είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως που τον προσέλαβε (άρθρ ΚανΒρ I) είτε ενώπιον των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κατοικία του εργοδότη (άρθρ. 2 ΚανΒρ I). Το δικαστήριο του τόπου της επιχειρήσεως, που προσέλαβε τον εργαζόμενο, είναι αρμόδιο και όταν ο τελευταίος δεν εκτελεί ή δεν εκτελούσε συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντοτε χώρα (άρθρ ΚανΒρ I). Ο εργοδότης στρέφεται κατά του εργαζομένου αποκλειστικά ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας του εργαζομένου (άρθρ. 20 I ΚανΒρ I). Μότσαρης/Γιαννόουλος 61
62 Η δυνατότητα ασκήσεως ανταγωγής στο δικαστήριο που δικάζει την αγωγή παραμένει (άρθρ. 20 II ΚανΒρ I). 8 Έρευνα της αρμοδιότητας και συνέπειες αναρμοδιότητας 8.1 Αυτεπάγγελτη έρευνα αρμοδιότητας Η αρμοδιότητα συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, κρίνεται, επομένως, από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συμπεριφορά των διαδίκων. Αυτό ισχύει ανεξαίρετα για την αρμοδιότητα καθ' ύλη και κατά λειτουργία. Ως προς την κατά τόπο αρμοδιότητα αυτεπάγγελτη έρευνα χωρεί όμως μόνον, όταν δεν επιτρέπεται σιωπηρή παρέκταση (42 2, 263 στ. α), δηλαδή, μόνον όταν απουσιάζει ο εναγόμενος ή παρίσταται μεν χωρίς αντιρρήσεις ως προς την αρμοδιότητα, παραβιάζεται όμως αποκλειστική δωσιδικία. Προκειμένου να καθορίσει την αρμοδιότητά του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη κατ' αρχήν το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της αρμοδιότητας κρίνεται όμως με βάση τα δεδομένα που υπήρχαν κατά τον χρόνο της ασκήσεως της αγωγής. Γι' αυτό η καθ' ύλην αρμοδιότητα μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά και στο εφετείο ως αφορώσα δε και στη δημόσια τάξη και ενώπιον του Αρείου Πάγου, εφόσον έγινε έγκαιρη επίκληση των στοιχείων που τη στηρίζουν ή προκύπτει η αναρμοδιότητα σαφώς από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης. Κρίσιμος για τον καθορισμό της αρμοδιότητας είναι, συγκεκριμένα, ο χρόνος της καταθέσεως της αγωγής, εφόσο^* ^&ίλούθησε και επίδοσή της. Αν κατά τον χρόνο αυτό υπήρχε αρμοδιότητος όλη τη διάρκεια της δίκης (45). Οποιαδήποτε μεταγενέστερη ytta^^^^^ α κεί επιρροή. Αμετάβλητο της αρμοδιότητας δεν σημαίνει καπ αναρμοδιότητας. Αν το αρχικά αναρμόδιο δικαστήριο κατέστη * με ^ν ' κηβη της αγωγής (ακόμη και διά παρεκτάσεως) και εξακολουθεί vf^df pkatq τη ^υζήτησή της αρμόδιο, δικάζει την αγωγή κανονικά. Η εκ μέρους τ^ινάγόμέγδυ αμφισβήτηση της αρμοδιότητας συνιστά άρνηση, το βάρος της συνδρομής της το έχει συνεπώς ο ενάγων. 8.2 Συνέπειες αναρμοδιότητας: παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο Όταν το δικαστήριο διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του δεν απορρίπτει την αγωγή, όπως συμβαίνει συνήθως με τις άλλες διαδικαστικές προϋποθέσεις, αλλά αφού καθορίσει στην απόφασή του θετικά και συγκεκριμένα, το κατά την κρίση του αρμόδιο δικαστήριο, παραπέμπει σ' αυτό την υπόθεση. Αν το δικαστήριο είναι αναρμόδιο για την κύρια μόνο βάση της αγωγής, αλλά αρμόδιο για την επικουρική, παραπέμπει τη διαφορά στο δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα για την κύρια βάση και αναβάλλει τη συζήτηση της επικουρικής. Αν το δικαστήριο είναι καθ' ύλην αρμόδιο για τη μία από τις σωρευόμενες αξιώσεις, κρατά την υπόθεση για την οποία είναι αρμόδιο και παραπέμπει τις υπόλοιπες για τις οποίες είναι αναρμόδιο. Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο θα παραπεμφθεί η υπόθεση κρίνεται με γνώμονα τον χρόνο της συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η περί παραπομπής απόφαση. Παραπομπή δεν διατάσσεται μόνον επί αναρμοδιότητος καθ' ύλη ή κατά τόπον, αλλά και όταν το δικαστήριο στερείται λειτουργικής αρμοδιότητας. Η ρύθμιση εφαρμόζεται επίσης στο επίπεδο των ενδίκων μέσων, στο πλαίσιο των ασφαλιστικών μέτρων, της εκούσιας δικαιοδοσίας κ.λπ.. Δεν εφαρμόζεται επί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, επί εκδικάσεως της υποθέσεως από τμήμα διάφορο εκείνου στο οποίο Μότσαρης/αννόττουλος 62
63 υπάγεται κατά τον εσωτερικό κανονισμό του δικαστηρίου και επί αναρμοδιότητας προς έκδοση διαταγής πληρωμής. 8.3 Έννομες συνέπειες τικ αποφάσεως περί παραπομπής Σε περίπτωση παραπομπής διατηρούνται οι συνέπειες της ασκήσεως της αγωγής, τόσο οι δικονομικές, όσο και οι ουσιαστικές. Αν και δεν καταργεί την εκκρεμοδικία, η απόφαση περί παραπομπής θεωρείται οριστική. Απεκδύει έτσι το δικαστή που την εξέδωσε από κάθε εξουσία επί της δικαζόμενης διαφοράς, περιέχει διάταξη για τη δικαστική δαπάνη, δεν ανακαλείται, η κλήση για συζήτηση στο αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να επιδοθεί στο δικηγόρο, ο οποίος παραστάθηκε στο αναρμόδιο δικαστήριο. Επίσης, τα καταβληθέντα τέλη δικαστικού ενσήμου δεν επιστρέφονται και χρησιμοποιούνται στο δικαστήριο της παραπομπής. Η απόφαση περί παραπομπής, μετά την καθ' οιονδήποτε τρόπο επερχόμενη τελεσιδικία της παράγει δέσμευση τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος όσο και ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στο οποίο παραπέμφθηκε η αγωγή (46.2). Η εκ μέρους του ενάγοντος εισαγωγή της υποθέσεως για συζήτηση στο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, και η παράστασή του κατά τη συζήτησή της συνιστά μεν αποδοχή της αποφάσεως περί παραπομπής, εφόσον ο ίδιος δεν άσκησε έφεση, η απόφαση όμως αυτή δεν καθίσταται τελεσίδικη, αν ο εναγόμενος έχει ακόμη δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως. Η συζήτηση στο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, θεωρείται πρώτη. Η υπόθεση εισάγεται εκεί με cgi^q κ^ση, και αν ακόμη η περί παραπομπής απόφαση δεν καθορίζει το αρμ^ο^^ττή'βίο. Δεν απαιτείται έτσι ούτε νέα κατάθεση της αγωγής ούτε επίδοξη αποφάσεως στον αντίδικο. Η απόφαση περί παραπ5μπ^.^^^^ι <9ε ένδικα μέσα, ακόμη και όταν η παραπομπή γίνεται από κατώτερο σαχ^^^ικα&τήριο. Ο I Α 4,. ί Υ-> -"" * Μότσαρης/Γιαννόουλος 63
64 9 Ικανότητα δικαστικής παράστασης και δικολογείν των διαδίκων. 9.1 Έννοια διαδίκου. Η έννοια του διαδίκου προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας με τυπικά κριτήρια (τυπική έννοια διαδίκου). Διάδικος είναι αυτός που ζητά για λογαριασμό του δικαστική προστασία καθώς και εκείνος εναντίον του οποίου ζητείται η προστασία αυτή. Κρίσιμο για την κτήση της ιδιότητος του διαδίκου είναι το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και το κατά πόσον ορισμένο πρόσωπο κατονομάζεται εκεί ως διάδικος. Η δικονομική ιδιότητα του διαδίκου είναι ανεξάρτητη από την ουσιαστικού δικαίου επίδικη έννομη σχέση. Κατά πόσον ο ενάγων είναι στην πραγματικότητα δικαιούχος της επίδικης αξιώσεως και ο εναγόμενος ο αληθής υπόχρεος αυτής (ουσιαστική έννοια του διαδίκου), παραμένει για τη δικονομική τους θέση αδιάφορο. Αν και κατά κανόνα ο ενάγων θα πρέπει να είναι (ή να επικαλείται ότι είναι) ο δικαιούχος της επίδικης αξιώσεως ή ο φορέας του επίδικου δικαιώματος, αυτό δεν είναι πάντοτε αναγκαίο. Νοητή είναι και η περίπτωση, στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπεται από το δικονομικό ή ουσιαστικό δίκαιο [π.χ. ο σύνδικος της πτωχεύσεως, ο εκκαθαριστής της κληρονομιάς, ο πλαγιαστικώς ενάγων (72), ο εισαγγελέας στη δίκη για ακύρωση του γάμου (ΑΚ 1378, ΚΠολΔ 607)], Of^qy^yo πρόσωπο να διεξάγει τη δίκη «ιδίω ονόματι» για αλλότρια ουσιαστικά δικίϊί^^μ ^μίιιδικαιούχος διάδικος). Ως εκ τούτου υπό το τυπικό κ^^^ρ^οταδικος θα πρέπει να επικαλείται ότι τυγχάνει δικαιούχος της επίδικης r$> τουλάχιστον ότι έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης στο όνομάιου^:^^^' Στο πλαίσιο της αμφισβηΐρύ^^^' δικαιοδοσίας (αντίθετα, απ' ότι συμβαίνει στην εκουσία δικαιοδοσία) η διεξαγωγή της.οίκ?ϊς προϋποθέτει δύο (τουλάχιστον) διαδίκους, οι οποίοι πρέπει να είναι 1*ρόσωπα"*οιαφορετικά μεταξύ τους. Αν κατά τη διάρκεια της δίκης, συμπέσουν οι ιδιότητες ενάγοντος και εναγομένου ως αποτέλεσμα της διαδοχής (καθολικής ή ειδικής) η δίκη καταργείται αυτοδικαίως. Αν από την πλευρά του ενάγοντος ή του εναγομενου εμφανίζονται περισσότερα πρόσωπα, τότε γίνεται λόγος για ομοδικία (ενεργητική ή παθητική αντίστοιχα). Επί ποινή απαραδέκτου, οι διάδικοι πρέπει να είναι πρόσωπα υπαρκτά, ενώ η τυχόν εκδοθείσα απόφαση σε δίκη, όπου μετέχει ως διάδικος ανύπαρκτο πρόσωπο θα είναι ανυπόστατη. Το δικόγραφο θα πρέπει να εξατομικεύει το πρόσωπο του διαδίκου περιλαμβάνοντας τα στοιχεία των άρθρ. 118 και 119. Επί εσφαλμένης ή ανακριβούς αναγραφής πάντως χωρεί διόρθωση, αν δεν προκύπτει αμφιβολία για την ταυτότητα του διαδίκου. Π.χ. έχει γίνει δεκτό ότι μπορεί να διορθωθεί επιτρεπτά η εσφαλμένη η ελλιπής αναγραφή της εταιρικής επωνυμίας, του εταιρικού τύπου, η εκ παραδρομής μη αναγραφή της θέσης της εταιρίας υπό εκκαθάριση, ορθογραφικά σφάλματα περί την αναγραφή του ονόματος του διαδίκου κ.λπ. 9.2 Ικανότητα διαδίκου Ως ικανότητα διαδίκου ορίζεται η ικανότητα δηλαδή να είναι κανείς υποκείμενο της έννομης σχέσεως της δίκης. Κατά πόσον ορισμένο πρόσωπο έχει ικανότητα διαδίκου κρίνεται κατ'αρχήν με βάση τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου σε συνδυασμό και με το άρθρο 62 ΚΠολΔ. Μότσαρης/Γιαννόουλος 64
65 Τα φυσικά πρόσωπα εξοπλίζονται με ικανότητα διαδίκου εφόσον κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου έχουν ικανότητα δικαίου, δηλαδή την ικανότητα να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (62). Διάδικος, συνεπώς, μπορεί να είναι κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτως ηλικίας, ο κυοφορούμενος υπό την προϋπόθεση ότι θα γεννηθεί ζωντανός καθώς και κάθε νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, ιδιωτικού ή και δημοσίου δικαίου. Τα υποκαταστήματα των εταιριών δεν έχουν ικανότητα δικαίου. Τα φυσικά πρόσωπα διατηρούν την ικανότητα διαδίκου ως τον θάνατο τους. Τα νομικά πρόσωπα μπορούν να είναι διάδικοι και μετά τη λύση τους, εφόσον τελούν υπό εκκαθάριση ή ακόμη και μετά το πέρας της εκκαθαρίσεως αν επιβιώνει ορισμένη εκκρεμότητά τους (χρέος, απαίτηση). Τα μέλη εταιριών δεν μπορούν να ασκήσουν ατομικώς τα δικαιώματα που ανήκουν στο νομικό πρόσωπο της εταιρίας, ακόμη και όταν το εκπροσωπούν. Πέρα από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα ικανότητα διαδίκου αναγνωρίζεται (62 in fine) και σε ενώσεις προσώπων προς επιδίωξη σκοπού, που δεν αποτελούν σωματείο (λ.χ. σωματεία που δεν έχουν ακόμη αναγνωρισθεί, ομάδα συνιδιοκτητών πολυκατοικίας, η κοινοπραξία εταιριών, η αφανής εταιρία, η συμπλοιοκτησία, η ΟΕ για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας, τα πολιτικά κόμματα, οι άτυποι φοιτητικοί σύλλογοι, τα καλλιτεχνικά συγκροτήματα) όπως και σε εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα (λ.χ. αστικές εταιρίες, ΑΚ 741) παρά το γεγονός ότι κατά το ουσιαστικό δίκαιο στερούνται ικανότητας δικαίου. Δεν συνιστούν ενώσεις του άρθρ. 62, οι ειδικοί λογαριασμοί που συνιστώνται με ΣΣΕ ή στο πλαίσιο ασφαλιστικών οργανισμών κ.λπ., το ίδρυμα πριν από την έγκρισή του με π.δ. (ΑΚ 108), τα υποκαταστήματα. Υπό προϋποθέσεις μπορεί να ενταχθεί εδώ και η ομάδα κοινωνών, αν ενεργούν ως εν τοις<«,ΐτβ^/ [ι6σ> ένωση προσώπων προς επιδίωξη κοινού σκοπού. \ Οι στερούμενες νομιι^ς ^τ^^^^ότψ-ας ενώσεις του άρθρ. 62 εκπροσωπούνται στη δίκη από jto χωρίς να απαιτείται μνεία των ονομάτων των μελών τους στη\&αγρ/^χρ1ψ' να»γίνεται μνεία της επωνυμίας της συγκεκριμένης ενώσεως, κατά Tp^if&rtfou yqi Ufl δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της και αναφορά στην αγί^η ότι αυτ^εκπροσωπείται νόμιμα. Υποκείμενα της δίκης είναι όχι τα κατ' ιδίαν μέλη της ενώσεως, αλλά η ένωση καθεαυτή. Το δεδικασμένο της εκδοθησόμενης αποφάσεως όμως καταλαμβάνει και τα κατ' ιδίαν μέλη της ενώσεως (329). Η ρύθμιση αποβλέπει στη διευκόλυνση της ασκήσεως αγωγής υπέρ ή εναντίον προσώπων, των οποίων ο αριθμός είναι συνήθως μεγάλος και δυσεξακρίβωτος. Η δυνατότητα ασκήσεως ορισμένου δικαιώματος από την ένωση προσώπων του άρθρου 62 ΚΠολΔ, πάντως δεν αποκλείει τη δυνατότητα των μεμονωμένων μελών της, να ασκήσουν τα ίδια δικαιώματα και ατομικά (αντίθετα απ' ότι ισχύει προκειμένου για τις εταιρίες). Αυτονόητο είναι ότι προκειμένου να έχει ικανότητα διαδίκου η ένωση προσώπων, προϋποτίθεται ότι μέλη της έχουν ικανότητα δικαίου. Ως προς τα αλλοδαπά πρόσωπα το κατά πόσον αυτά διαθέτουν ικανότητα διαδίκου κρίνεται κατά το δίκαιο της ιθαγένειας (ΑΚ 5) και προκειμένου για νομικά πρόσωπα κατά το δίκαιο της έδρας (ΑΚ 10). Κρίσιμη είναι η πραγματική έδρα του νομικού προσώπου, προκειμένου για νομικά πρόσωπα που έχουν εγκατάσταση στην αλλοδαπή. Ειδικά για ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, η ικανότητα αυτή κρίνεται με βάση το άρθρ. 62 ΚΠολΔ, ακόμη και για ενώσεις προσώπων που εδρεύουν στην αλλοδαπή. Η ικανότητα διαδίκου, συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αλλά και κάθε διαδικαστικής πράξεως ξεχωριστά. Ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης. Η έλλειψη της συνεπάγεται την κήρυξη απαράδεκτης της αγωγής ή της διαδικαστικής πράξεως. Ελλείψεις της ικανότητας διαδίκου μπορούν να θεραπευθούν πάντως κατόπιν εγκρίσεως, που χωρεί και σιωπηρά και αναδρομικά. Μότσαρης/Γιαννόουλος 65
66 9.3 Ικανότητα δικαστικής παραστάσεως Ως ικανότητα δικαστικής παραστάσεως νοείται η ικανότητα να παρίσταται κανείς στο δικαστήριο και να επιχειρεί τις απαρτίζουσες τη δίκη διαδικαστικές πράξεις «ιδίω ονόματι» (63 1). Η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως αποτελεί το δικονομικό αντίκρυσμα της ικανότητας προς δικαιοπραξία και ρυθμίζεται με βάση την ικανότητα αυτή (ΑΚ ). Ικανότητα δικαστικής παραστάσεως διαθέτει όποιος έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Πρόσωπα με περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα (ΑΚ 129) έχουν ανάλογα περιορισμένη ικανότητα δικαστικής παραστάσεως και μπορούν να παρίστανται στο δικαστήριο, εφόσον κατά το ουσιαστικό δίκαιο η διαφορά απορρέει από τον κύκλο των υποθέσεων για τις οποίες διαθέτουν δικαιοπρακτική ικανότητα. Π.χ. ο ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του και έχει επομένως ικανότητα συνάψεως έγκυρης συμβάσεως εργασίας, έχει ικανότητα δικαστικής παραστάσεως, όταν ασκεί αγωγή για απαιτήσεις που προέρχονται από την παροχή της εργασίας του (ΑΚ 136). Ικανότητα δικαστικής παραστάσεως έχει επίσης ο ανήλικος που τέλεσε γάμο και οι τελούντες υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση στις δίκες των γαμικών διαφορών (598) και των διαφορών που αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων (614 1). Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση που απειλείται κίνδυνος από την αναβολή, ικανότητα δικαστικής παραστάσεως έχουν και οι ανίκανοι προς δικαιοπραξία (63 2). Η εκπροσώπηση των προσώπων που στερούνται ικανότητας δικαστικής παραστάσεως κρίνεται κατά το ουσια^^οόη^^αιο. Ο εκπρόσωπος του ανίκανου για δικαστική παράσταση πρέπει να ^ijygjck ίΐ^νότητα για δικαστική παράσταση. Εκπρόσωπος του ανίκανου για ξτκαο^^^^^^ρση είναι το πρόσωπο που κατά νόμο τον εκπροσωπεί στις συναλλ# ^^^^)ρί&μός «εκούσιου» αντιπροσώπου από πρόσωπο που διαθέτει ικανότώά^ Ρ^ 'στ?κή παράσταση ή και ανίκανο για δικαστική παράσταση δεν είνα^νρ^^ καθ^ς jq ρύθμιση του άρθρου 63 είναι δημοσίας τάξεως (εξαίρεση: μικροδιαφορές 472.\ 665 1). Διάδικος παραμένει πάντοτε & εκπροσωπούμενος, που είναι και ο μόνος που καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο της αποφάσεως. Ο ανήλικος εκπροσωπείται και από τους δύο γονείς του (ΑΚ ) και σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, από το γονέα που έχει την επιμέλεια και αν δεν την έχει κανείς, από εκείνον που διαμένει το τέκνο. Το ανήλικο τέκνο, που γεννήθηκε εκτός γάμου εκπροσωπείται κατ' αρχήν από τη μητέρα του (ΑΚ ) και κατ' εξαίρεση από αμφότερους τους γονείς (ΑΚ 1515). Οι γονείς διεξάγουν τις δίκες του ανηλίκου χωρίς περιορισμό, εκτός αν πρόκειται να συνάψουν δικαστικό συμβιβασμό (293) ή συμφωνία διαιτησίας, οπότε χρειάζονται άδεια του δικαστηρίου (797). Ο ανήλικος που τελεί υπό επιτροπεία εκπροσωπείται από τον επίτροπο (ΑΚ 1603), για την άσκηση όμως των αγωγών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1621 ΑΚ απαιτείται άδεια του εποπτικού συμβουλίου και για τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού άδεια του δικαστηρίου (ΑΚ 1624). Στις περιπτώσεις που ο νόμος το ορίζει ρητά ο ανήλικος εκπροσωπείται από ειδικό (ΑΚ 1517, 1594, 1628) ή από προσωρινό επίτροπο (ΑΚ 1601). Οι υπό δικαστικοί συμπαράσταση τελούντες εκπροσωπούνται από το δικαστικό τους συμπαραστάτη. Τα νομικά πρόσωπα και οι ενώσεις του άρθρ. 62 παρίστανται στο δικαστήριο με τους νόμιμους (προκειμένου για νπδδ) ή τους καταστατικούς εκπροσώπους τους (προκειμένου για νπιδ), ενώ οι ενώσεις του άρθρ. 62 με τα πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους. Αν δεν υφίσταται διάταξη που να προβλέπει την παράσταση των ανικάνων προς το παρίστασθαι, των νομικών προσώπων και των ενώσεων που στερούνται νομικής προσωπικότητας, η Μότσαρης/αννόουλος 66
67 αντιπροσώπευση επιχειρείται από τα πρόσωπα που τα αντιπροσωπεύουν στις συναλλακτικές τους σχέσεις (64 4). Οι προσωπικές εταιρίες του εμπορικού δικαίου εκπροσωπούνται από όλους μαζί τους ομόρρυθμους εταίρους, εκτός αν έχει ορισθεί διαχειριστής (ΑΚ 748) και κατά το στάδιο της εκκαθάρισης από όλους τους εκκαθαριστές που δρουν από κοινού, εκτός αν ορίζεται άλλως στο καταστατικό ή συντρέχει κατεπείγον, οπότε εκπροσωπούνται και από ορισμένους μόνο. Η ΑΕ εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο, αν δεν ορίζεται άλλως στο καταστατικό και όταν τελεί υπό εκκαθάριση, από τους εκκαθαριστές. Το Δημόσιο εκπροσωπείται κατά κανόνα από τον υπουργό των οικονομικών, δεν αποκλείεται όμως, σε συγκεκριμένες διαφορές, η εκπροσώπησή του να γίνεται από άλλα πρόσωπα. Για τη διεξαγωγή δίκης από τον αντιπρόσωπο του ανικάνου ή από τον εκπρόσωπο του νομικού προσώπου, ο νόμος αξιώνει συχνά προηγούμενη άδεια ή εξουσιοδότηση ορισμένης αρχής, απόφαση δικαστηρίου κ.λπ. Αν η άδεια αυτή δοθεί χωρίς περιορισμό, καλύπτει και τις πράξεις που οδηγούν σε διάθεση του δικαιώματος (λ.χ. ομολογία, συμψηφισμός), οι οποίες, αν γινόταν εξώδικα, θα χρειάζονταν οπωσδήποτε εξουσιοδότηση (65 1). Ειδικά για την κατάρτιση συμβιβασμού, αποδοχής, παραιτήσεως από το δικαίωμα της αγωγής και τη συμφωνία για διαιτησία απαιτείται ειδική εξουσιοδότηση (65 2), επί ποινή αυτοδίκαιης (159 στ. 1) ακυρότητας. Προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 65 2 αποτελεί πάντως ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου να ενεργεί ως εντολοδόχος και πληρεξούσιος, πράξη που αποφασίσθηκε από το όργανο διοικήσεως του νομικού προσώπου. Εκφεύγει αντίθετα, των ορισμών του άρθρου 65 2 η περίπτωση καθ' ην οι πράξεις αυτές ενεργούνται απευθείας από τρ^^έκ/οτ/ου νομικού προσώπου ως νομίμου εκπροσώπου του τελευταίου. /^^Ι^ν % Σε κάθε περίπτωση παν^υρ^ι^^^^οσ^ της ειδικής εξουσιοδότησης δεν απαιτείται εφόσον συνάγεται τρς έγγραφης εξουσιοδοτήσεως. Η έλλειψή της πάντως μπορεί να καλυφ^^αι ^^μεταγενέστερη έγκριση. Η ικανότητα δικαστικής π^^^&εωςίαλ^δαπών κρίνεται κατ' αρχήν κατά το δίκαιο της ιθαγένειας ή της πραγματικής έδρ&ς του νομικού προσώπου, κατά το οποίο ορίζονται και τα πρόσωπα που εκπροσωπούν το διάδικο. Ακόμη, όμως και (φυσικά ή νομικά) πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομικά πρόσωπα που στερούνται κατά το δίκαιο της ιθαγένειας ή της έδρας την ικανότητα δικαστικής παραστάσεως θεωρούνται ικανοί προς δικαστική παράσταση, αν έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης κατά το ελληνικό δίκαιο (66). Αν ο αλλοδαπός στερείται ικανότητα δικαστικής παραστάσεως τόσο κατά το ημεδαπό όσο και κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, τότε με βάση το τελευταίο θα κριθεί ποιό πρόσωπο και με ποιές διατυπώσεις θα πρέπει να τον εκπροσωπήσει. Η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση και ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, όταν δε απουσιάζει, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Διαδικαστικές πράξεις, που ενεργούνται χωρίς την ύπαρξη της ικανότητας αυτής είναι άκυρες. Το ελάττωμα μπορεί πάντως να θεραπευθεί και με μεταγενέστερη σιωπηρή έγκριση. Ελλείψεις που ανάγονται αποκλειστικά στη δικαστική παράσταση, στη νόμιμη εκπροσώπηση και στην απαιτούμενη για τη διεξαγωγή της δίκης άδεια ή εξουσιοδότηση, μπορούν να θεραπευθούν με πρωτοβουλία του δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 67. Αν οι ελλείψεις συμπληρωθούν, ισχυροποιούνται αναδρομικά οι διαδικαστικές πράξεις, που στο μεταξύ επιχειρήθηκαν. Αν η συμπλήρωση των ελλείψεων είναι αδύνατη ή πέρασε η ταχθείσα προθεσμία, τότε, το δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της υποθέσεως (67 2), οι επιχειρηθείσες πράξεις αποβαίνουν άκυρες ή η αγωγή που ασκήθηκε από πρόσωπο που στερούταν ικανότητας δικαστικής παραστάσεως, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αν η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως έλειπε κατά την άσκηση της αγωγής, εφέσεως κ.λπ., υπάρχει όμως κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η Μότσαρης/Γιαννόττουλος 67
68 διαδικασία προχωρεί ομαλώς, εφόσον ο ίδιος εγκρίνει τη διεξαγωγή της δίκης. Στην αντίστροφη περίπτωση (αν υπήρχε κατά την άσκηση της αγωγής αλλά δεν υπάρχει κατά τη συζήτηση, επέρχεται βίαιη διακοπή της δίκης: 286). Ειδικά για τον ανήλικο, γίνεται δεκτό ότι με την ενηλικίωση του ανηλίκου παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του νόμιμου αντιπροσώπου και η δίκη συνεχίζεται πλέον από τον ενηλικιωθέντα χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης κατ' άρθρ Νομιμοποίηση Με τη διαδικαστική προϋπόθεση της νομιμοποιήσεως καθορίζονται ακριβώς τα πρόσωπα, που δικαιούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση να διεξάγουν ορισμένη δίκη. Καθώς η νομιμοποίηση ορίζεται ως η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, διακρίνεται από την ικανότητα διαδίκου και δικαστικής παραστάσεως, που καθορίζονται με βάση ιδιότητες του προσώπου και αναφέρονται αφηρημένα στη διεξαγωγή κάθε δίκης. Βασική διάταξη για τη νομιμοποίηση δεν απαντάται στον ισχύοντα ΚΠολΔ, επειδή τα σχετικά μ' αυτή ζητήματα συναρτώνται κυρίως με το ουσιαστικό δίκαιο. Η νομιμοποίηση διακρίνεται περαιτέρω σε κατά κανόνα και κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση. Η εξουσία διεξαγωγής της δίκης ανήκει κατά κανόνα στον φορέα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσεως. Ποιοί είναι φορείς της έννομης αυτής σχέσεως κρίνεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο: ο φερόμενος ως δικαιούχος κατά το ουσιαστικό δίκαιο νομιμοποιείται και εν^3γητικά στην άσκηση του συγκεκριμένου ένδικου βοηθήματος. Αντίστοιχα, ο^(βζρομ νος από το ουσιαστικό δίκαιο ως υπόχρεος νομιμοποιείται παθητική σ^^^^^>υιεναγομένου. Για τη θεμελίωση της κατά κανόνα νομιμοποιήσεως του ενάγοντος ότι ο ίδιος είναι φορέας του επίδικου δικαιώματφξ της αντίστοιχης υποχρεώσεως. Αδιάφορο είναι αντίθετα, αν ο πράγματι ο δικαιούχος ή ο εναγόμενος, πράγματι ο υπόχρεος. Αν τελική αποδειχθεί ρτι ο ενάγων δεν είναι ο νόμιμος δικαιούχος η αγωγή απορρίπτεται έυοία αβασιμη, με αντίστοιχη διαφοροποίηση ως προς το αντικείμενο του παραγόμενου δεδικασμένου. Η αμφισβήτηση του δικαιώματος του ενάγοντος εκ μέρους του εναγομένου δεν αποτελεί ένσταση, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής. Εκτός από τα υποκείμενα του επίδικου δικαιώματος σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης σε ορισμένα πρόσωπα, μολονότι αυτά δεν ισχυρίζονται ότι είναι φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσεως (κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση). Πρόκειται για τις περιπτώσεις των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων. Εδώ υπάγονται μεταξύ άλλων: ο πλαγιαστικώς ενάγων (72), ο διάδικος που διέθεσε το επίδικο αντικείμενο κατά τη διάρκεια της δίκης (225), ο σύνδικος της πτωχεύσεως, ο εκκαθαριστής της κληρονομιάς (ΑΚ 1914), ο συγκύριος όταν ασκεί τα δικαιώματα για την προστασία ολόκληρου του πράγματος κατά το άρθρο 1116 ΑΚ κ.α. Η νομιμοποίηση των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων είναι συνήθως αποκλειστική, ενίοτε όμως και συντρέχουσα με τη νομιμοποίηση των φορέων του δικαιώματος ή υποχρεώσεως. Κύρια συντρέχουσα νομιμοποίηση μη δικαιούχου διαδίκου εισάγεται στην περίπτωση της πλαγιαστικής αγωγής, στο πλαίσιο της οποίας, οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία, ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους, πλην εκείνων που συνδέονται με το πρόσωπο του, εφόσον αυτός δεν τα ασκεί. Ο ενάγων ζητά εδώ στο όνομά του δικαστική προστασία όχι για δικό του δικαίωμα, αλλά για δικαίωμα του οφειλέτη του, ο οποίος αμελεί να το ασκήσει. Η πλαγιαστική αγωγή χωρεί με τη μορφή της καταψηφιστικής και διαπλαστικής (λ.χ. διανομής) αγωγής όσο και με τη μορφή της θετικής ή αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής. Μότσαρης/Γιαννόουλος 68
69 Πλαγιαστικά μπορεί να ασκηθεί και αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, η αίτηση στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως επίσης η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Αίτημα της πλαγιαστικής αγωγής είναι η καταβολή της παροχής όχι στον ενάγοντα, αλλά στον οφειλέτη του ενάγοντος. Τα στοιχεία της νομιμοποιήσεως, ενεργητικής και παθητικής, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής, όταν πρόκειται για την κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση ή όταν έχει χωρήσει διαδοχή ή άλλη μεταβολή στα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσεως. Η νομιμοποίηση (ενεργητική και παθητική, κατά κανόνα ή κατ' εξαίρεση) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της όλης δίκης. Η συνδρομή της ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης. Αν διαπιστωθεί η έλλειψη της η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. 11 Έννομο συμφέρον Ενώ η νομιμοποίηση καθορίζει τα πρόσωπα, που έχουν εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα, το έννομο συμφέρον (68) τεκμηριώνει την ανάγκη δικαστικής επιδιώξεως αυτού. Ως διαδικαστική προϋπόθεση πάντως το έννομο συμφέρον αποβλέπει στον περιορισμό της παροχής έννομης προστασίας σ' εκείνες μόνο τις περιπτώσεις, στις οποίες η δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί είναι ικανή να συμβάλει στην κατοχύρωση των ουσιαστικών δικαιωμ^τ^ του αιτούντος τη δικαστική προστασία, ταυτόχρονα όμως στη διασφάλιση κ&ι^^νά^ίφ/ σκοπών που επιδιώκει η πολιτική δίκη. * Το έννομο συμφέρον σϋ^τρ^^δ^^μ^ την επιχειρούμενη διαδικαστική πράξη προάγεται ο σκοπός δηλαδή η ζητούμενη δικαστική προστασία κρίνεται ικανή να στη$ τφοστασία των ιδιωτικού δικαίου δικαιωμάτων του προσφεύγοντος^αγ^τόχρονολ-στην πραγμάτωση του δικαίου και στην αποκατάσταση της κοινωνικής^ιρηνης. 1- Από τη διατύπωση του άρθρ. 68 προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι ατομικό, έννομο και επιπλέον άμεσο. Ειδικότερα: (α) ατομικό: το έννομο συμφέρον υπαγορεύεται πρωταρχικά από το ιδιωτικό συμφέρον, γι' αυτό και πρέπει να είναι ατομικό (προσωπικό), να αφορά δηλαδή ουσιαστικά δικαιώματα του διαδίκου. Με τη συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη πρέπει ο προσφεύγων να επιδιώκει κάποιο αναγνωριζόμενο από τον νόμο προσωπικό όφελος, οικονομικό, άλλου περιεχομένου υλικό ή και απλώς ηθικό (β) έννομο: Δεν θεωρείται έννομο το συμφέρον όταν δεν είναι άξιο δικαστικής προστασίας (όταν δηλαδή η διαδικασία προκαλείται από καθαρώς εγωιστικά κίνητρα, που δεν κατατείνουν στην παροχή δικαστικής προστασίας ή συγκαλύπτουν προθέσεις και σκοπούς αποδοκιμαζόμένους από την έννομη τάξη) ή όταν δεν συντρέχουν λόγοι διασφαλίσεως της ηθικής κ.λπ. προσωπικότητας του ενάγοντος κ.ο.κ. β) όταν η δικαστική προστασία δεν είναι αναγκαία με τη μορφή της διαδικαστικής πράξεως που επιλέχθηκε, αφού προβλέπεται από το δίκαιο άλλη εναλλακτική δικαστική ή εξώδικη οδός, η οποία οδηγεί ασφαλώς στην επίτευξη του ίδιου σκοπού με απλούστερο, φθηνότερο, ταχύτερο, ασφαλέστερο ή και αποτελεσματικότερο τρόπο- (γ) άμεσο: το έννομο συμφέρον πρέπει να αναφέρεται σε υπαρκτές και όχι σε υποθετικές έννομες σχέσεις και επιπλέον η ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας να είναι ενεστώσα, να αφορά επομένως έννομες σχέσεις του παρόντος και όχι απλώς μέλλουσες ή ενδεχόμενες. Μότσαρης/Γιαννόουλος 69
70 Το έννομο συμφέρον αποτελεί κι αυτό διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, που κινείται πάντως στο μεταίχμιο του παραδεκτού και της νομικής βασιμότητας της αγωγής, γι' αυτό και ερευνάται σε κάθε στάση της δίκης. Με εξαίρεση την περίπτωση της αναγνωριστικής αγωγής του δικογράφου της πρόσθετης παρεμβάσεως, όπου απαιτείται ειδικώς η επίκληση των θεμελιωτικών του εννόμου συμφέροντος περιστατικών στο δικόγραφο, στις λοιπές περιπτώσεις, τα θεμελιωτικά του συμφέροντος περιστατικά μπορούν να προταθούν και με τις προτάσεις. Όπως συμβαίνει με όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξή τους είναι ο χρόνος της συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση. Η έλλειψη εννόμου συμφέροντος οδηγεί στην απόρριψη της σχετικής διαδικαστικής πράξεως ως απαράδεκτης. 12 Δικαστική πληρεξουσιότητα - ικανότητα του δικολογείν Διακριτή διαδικαστική προϋπόθεση στοιχειοθετεί η ικανότητα προς το δικολογείν, η ικανότητα δηλαδή της γραπτής και προφορικής επικοινωνίας με το συγκεκριμένο δικαστήριο (jus postulandi). Ο διάδικος (ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος του) μπορεί να παραστεί στο δικαστήριο αυτοπροσώπως μόνον, αν είναι εν ενεργεία δικηγόρος. Αλλιώς υποχρεούται να παρίσταται και να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις μετά ή δια δικηγόρου, διορισμένου μάλιστα στο συγκεκριμένο δικαστήριο. Ο διάδικος δεν μπορεί συνεπώς να παραστεί σε ανώ^ερ^ δικαστήριο με δικηγόρο διορισμένο σε κατώτερο. Επί σειρά ετών, στις uitcfe^i^-fu^j υπάγονταν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων απαγορευ4ία^^^&ί τιαράσταση με δικηγόρο διορισμένο σε άλλη περιφέρεια. Οι σχετικοί τ^ριορ^^^^θη^ιν με το Ν. 3919/2011. Το έγγραφο της πληρε^υς^^^^^ρπ&ι να αναφέρει τα ονόματα των πληρεξουσίων (96 1). Αν ορί ο\^^^ερισρότ^ροι πληρεξούσιοι, δικαιούνται να εκπροσωπούν τον διάδικο ή όλοιψα^άπό κοινού ή και ο καθένας ξεχωριστά (95), εκτός αν έχει κοινοποιηθεί προ f-στον αντίδικο σχετικό έγγραφο. Χορήγηση μεταπληρεξουσιότητας επιτρέπεται μόνον εφόσον επιτραπεί από το διάδικο. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά όλες τις δίκες του εντολέα και όλες τις διαδικαστικές πράξεις κάθε δίκης (γενική πληρεξουσιότητα) είτε ορισμένη μόνο δίκη ή δίκες και όλες τις σχετικές μ' αυτή (αυτές) διαδικαστικές πράξεις (μερική πληρεξουσιότητα) είτε ορισμένες διαδικαστικές πράξεις (ειδική πληρεξουσιότητα). Στο πλαίσιο της γενικής δικαστικής πληρεξουσιότητας, ο πληρεξούσιος μπορεί να επιχειρεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις, που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης: να ασκεί αγωγές, ανταγωγές, παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και ένδικα μέσανα υποβάλει αιτήματα, να προβάλλει ενστάσεις, να παραιτείται από τα δικόγραφα της αγωγής ή των ενδίκων μέσων, να ζητεί τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση, να εξετάζει μάρτυρες, να προβαίνει σε ομολογίες, οπότε όμως ο συμπαριστάμενος διάδικος μπορεί να τις ανακαλεί αμέσως (99), να αρνείται τη γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, να προσβάλλει έγγραφο ως πλαστό, εφόσον έχει υποβληθεί μήνυση αρμοδίως, να υποβάλλει αιτήσεις εξαιρέσεως. Η δικαστική πληρεξουσιότητα δεν παρέχει πάντως στο δικηγόρο το δικαίωμα να εισπράξει την ένδικη παροχή. Αν λάβει εντούτοις χώρα καταβολή σε πληρεξούσιο που δεν έχει ειδική πληρεξουσιότητα προς είσπραξη, ο οφειλέτης δεν ελευθερώνεται. Περιορισμοί της γενικής πληρεξουσιότητας που τάσσονται από τον εντολέα (λ.χ. ότι ο πληρεξούσιος δεν θα μπορεί να ασκήσει ένδικα μέσα) ισχύουν όταν δηλώνονται ρητώς κατά τη χορήγηση της πληρεξουσιότητας (97 2) και δεν προσκρούουν στην αξιοπρέπεια του δικηγόρου. Η γενική πληρεξουσιότητα παύει αυτοδικαίως μετά την παρέλευση πενταετίας από τη χορήγησή της (97 3). Μότσαρης/Γιαννόουλος 70
71 Από την εξουσία του γενικού δικαστικού πληρεξουσίου εξαιρούνται οι ακόλουθες πράξεις για τις οποίες απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα (98): α) για την παραίτηση από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή (296) ή από το δικαίωμα (όχι από το δικόγραφο) ασκήσεως ενδίκου μέσου καθώς και για την αποδοχή της αποφάσεως- β) για την αποδοχή της αγωγής (όχι και για την ομολογία) ή του ενδίκου μέσου- γ) για την κατάρτιση δικαστικού συμβιβασμού- δ) για τη συνομολόγηση ή τροποποίηση διαιτητικής συμφωνίας- ε) για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού, ακόμη και όταν δεν κατονομάζεται ο πλαστογράφος, εκτός αν έχει ήδη ασκηθεί μήνυση ή αν το αδίκημα παραγράφηκε (οπότε αρκεί και γενική πληρεξουσιότητα) στ) για την άσκηση αγωγής κακοδικίας, ζ) για τη συμμετοχή σε δίκη γαμικών διαφορών (592 1) ή σε δίκη διαφορών γονέων και τέκνων (614 1). Διαδικαστικές πράξεις οι οποίες επιχειρούνται από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του δικηγόρου είναι άκυρες ανεξαρτήτως βλάβης. Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται η παράσταση των διαδίκων χωρίς δικηγόρο στο ειρηνοδικείο, στις δίκες των ασφαλιστικών μέτρων καθώς και όταν η μη άμεση ανεύρεση δικηγόρου και η αναβολή της επιχειρήσεως συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξεως θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα του διαδίκου. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις (δυσχέρεια χειρισμού της υποθέσεως κ.λπ.), να υποχρεώσει τον διάδικο σε πρόσληψη δικηγόρου. Αυτοπρόσωπη παράσταση, αλλά και δυνατότητα εκπροσωπήσεως από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του δικηγόρου επιτρέπεται στη διαδικασία των μικροδιαφορών (472) καθώς και κατά την πρωτοβάθμια (όχι όμως ενώπιον του Εφετείου) εκδίκαση των εργατικών διαφορών (665), των αμοιβών από την παροχή εργασίας (679 1) και στις αυτοκινητικές διαφορές. Η παροχή της δικαστικής τ^^ί$ό ιρτητας αποτελεί αμιγή διαδικαστική πράξη και αξιώνει την τήρηση Παλαιότερα, υποβαλλόταν αποκλειστικά σε συμβολαιογραφικό ^τ^^^ερτδρισμένες εξαιρέσεις). Μετά το Ν. 3994/2011 αρκεί πλέον η χορήγγ ση.^^^ώικ9 έγγραφο στο οποίο βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του*εν^ρίς Iff αττό δημόσια αρχή, είτε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο. Η υπο^είΐίτκή τήρηα^ του συμβολαιογραφικού τύπου περιορίζεται πλέον μόνον στην ενώτίιρν του Aptfbu Πάγου δίκη. Ακυρότητες των διαδικαστικών πράξεων λόγω διενεργήσεώς τους από πρόσωπο που στερούνταν πληρεξουσιότητας θεραπεύονται με μεταγενέστερη έγκριση εκ μέρους εκείνου για τον οποίο ενήργησε ο πληρεξούσιος. Η έγκριση θεραπεύει την έλλειψη και γενικής πληρεξουσιότητας. Η έγκριση συνάγεται και από την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στο ακροατήριο και το διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου προς εκπροσώπησή του. Ο έλεγχος συνδρομής ή και της υπερβάσεως της πληρεξουσιότητας (ακόμη και όταν η παράσταση με δικηγόρο δεν είναι υποχρεωτική) επιχειρείται αυτεπαγγέλτως και σε κάθε στάση της δίκης (104). Για πρώτη φορά, πάντως, η σχετική έρευνα λαμβάνει χώρα κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο. Για τις πράξεις που έγιναν προηγουμένως τεκμαίρεται ότι υπάρχει, υπό την αίρεση όμως ότι θα αποδειχθεί η νομότυπη (96) χορήγησή της κατά τη συζήτηση. Στην δικαστηριακή πρακτική πάντως το δικαστήριο επιλαμβάνεται του ελέγχου της δικαστικής πληρεξουσιότητας, μόνον μετά από ένσταση του αντιδίκου. Στο πλαίσιο του επαγγελματικού δικαίου των δικηγόρων η απροειδοποίητη προβολή ενστάσεως ελλείψεως πληρεξουσιότητας συνιστά πειθαρχικό αδίκημα κατά τον Κώδικα Δεοντολογίας. Αν διαπιστωθεί έλλειψη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια (αλλά όχι και υποχρέωση) να τάξει με (μη οριστική) απόφασή του σύντομη προθεσμία στον εμφανιζόμενο ως πληρεξούσιο προς απόδειξη της πληρεξουσιότητάς του, επιτρέποντας παράλληλα στον ίδιο να μετέχει προσωρινά στη δίκη και αναβάλλοντας απλώς την έκδοση και οριστικής αποφάσεως, ωσότου συμπληρωθεί η έλλειψη ή περάσει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία. Μότσαρης/αννόουλος 71
Νομική Σχολή ΔΠΘ Τομέας Ιδιωτικού Δικαίου
Νομική Σχολή ΔΠΘ Τομέας Ιδιωτικού Δικαίου ` Κωνσταντίνος Σ. Μπότσαρης Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ Παναγιώτης Σ. Γιαννόπουλος Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική
Ν. 2522/8-9-97 (ΦΕΚ-178 Α') : Δικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συμβάσεως δημόσιων έργων, κρατικών προμηθειών και υπηρεσιών σύμφωνα με την οδηγία 89/665 ΕΟΚ 'Αρθρο 1 : Πεδίο
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Α. Έννοια Β. Πηγές. 2. ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ Α. Έννοια και διακρίσεις Β. Διακρίσεις και σύνθεση πολιτικών δικαστηρίων Γ. Χρόνος απονομής της δικαιοσύνης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική αποστολή... 1 1.1. Έννοια 1 1.2. Κλάδοι 1 1.3. Έννοια Πολιτικής Δικονομίας 2 1.4. Λειτουργική αποστολή... 2 2. Οι κανόνες της Πολιτικής
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12
+ Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :0 ΦΕΚ Α` ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ. 2735 Διεθνής Εμπορική Διαιτησία. Αρθρο
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 3 ο Μάθημα Διάγραμμα Παράδοσης ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ 1. Έννοια Δικαιώματος Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων
ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.
«Άσκηση ενδίκων μέσων» ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ Γενικό Έγγραφο: Ε40/338/27-10-06 ΣΧΕΤ. : Το με αριθ. 15176/19-10-06 έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. Σας διαβιβάζουμε το ανωτέρω
Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία
Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία ΕΝ ΙΚΑ ΜΕΣΑ, ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Οι δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται σε αιτήσεις διόρθωσης ουσιαστικών
Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)
Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173) Ψηφίστηκε προ ολίγων ημερών από τη Βουλή ο νέος νόμος 3886/2010 σε σχέση με την
Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη
Σύνοψη περιεχομένων Συντομογραφίες... XVII Γενική βιβλιογραφία... XXIII Ι. Ελληνικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο... XXIII ΙΙ. Αλλοδαπό διοικητικό δικονομικό δίκαιο...xxviii Παραπομπές στην νομοθεσία και
Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση ΠΗΓΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Γεώργιος Κ. Πατρίκιος, Δικηγόρος, LL.M., Υπ. Δ.Ν. Η ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΕ Η έννομη προστασία
Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999
ΟλΑΠ 18/1999 Παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Ευθύνη δικηγόρου για ζημία πελάτη. - Η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών δεν υπάγεται στο ν. 2251/1994. Η ευθύνη των δικηγόρων για ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή
ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014
ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014 Κεφάλαιο πρώτο: ΙΙ. Η διοίκηση, ΙΙΙ. Το διοικητικό δίκαιο (σελ. 16 25) Σκοπός των ως
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 7 Συντομογραφίες... 9 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Εισαγωγικά
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος... 7 Συντομογραφίες... 9 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Εισαγωγικά 1. Έννοια και φύση ασφαλιστικών μέτρων... 33 Α. Γενικά... 33 Β. Συνταγματική κατοχύρωση... 34 Γ. Ασφαλιστικά
Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο Αναγκαστική απαλλοτρίωση Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Σχολής Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται
Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002
ΠολΠρωτΑθ 528/2002 Προστασία καταναλωτή. Προστασία προσωπικών δεδομένων. Τράπεζες. Συλλογική αγωγή. Ενώσεις καταναλωτών. Νομιμοποίηση. (..) Ι. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των αρ. 4 παρ. 2, 6, 12 παρ.
ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016
ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016 Ευθύνη του Δημοσίου Έννοια ευθύνης του Δημοσίου υποχρέωση του Δημοσίου, των ΟΤΑ, των ΝΠΔΔ, να αποζημιώσουν τρίτα πρόσωπα για ζημίες που έχουν
ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)
ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης) Πρόεδρος: Μ. Τατσέλου Δικηγόρος: Α. Αγγελίδης Το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής ή η επικύρωση της
Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006
Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006 Θέμα 2 ον : Η δικαστική λειτουργία αποτελεί μία από τις τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες του κράτους.
Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα : Συνταγµατικό ίκαιο Καθηγητής:
Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:
ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ. 2522 ικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συµβάσεως δηµόσιων έργων, κρατικών προµηθειών και υπηρεσιών σύµφωνα µε την οδηγία 89/665 Ε.Ο.Κ. Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η
Προς: Υπόψη: Θέμα: Περιφέρεια Ιονίων Νήσων κ. Αικ. Λαγού Άσκηση ενδίκων μέσων Τέθηκαν υπόψη μου οι υπ αρ. 76/2013 και 161/2014 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και του Εφετείου Κέρκυρας, επί των οποίων
ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017
Άρθρο 127,345 1 και 379 7,8 Ν.4412/16 όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθ. 50 Ν.4446/16, το άρθ. 54 παρ. 2 Ν.4465/17 και το αρθ. 47 παρ. 17 Ν.4472/17. ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ Από 26/6/2017 Ένσταση άρθρου 127 Ν.4412/16
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Γεώργιος Κ. Πατρίκιος, Δικηγόρος, Μ.Δ.Ε., Υπ. Δ.Ν ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΟΚΙΜΩΝ ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΟΥ 2011 ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α) Πηγες Διοικητικου Δικαιου Ως πηγή διοικητικού
Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος
Πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής από δασική έκταση και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου: παρατηρήσεις επί της απόφασης 27/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου Administrative eviction act
Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ
Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ ΕΦΕΣΗ Α ΑΙΤΗΜΑ. Παραίτηση 206. Όχι μεταβολή της βάσης της αγωγής 209. ΑΝΑΣΤΟΛΗ εφεσιβληθείσας απόφασης 107, 137. ΑΝΕΚΚΛΗΤΕΣ αποφάσεις. Μη προσβαλλόμενες με ένδικα μέσα και
Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας
Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας Αφορμή για την παρούσα μελέτη έδωσε η συνεχής προσπάθεια του ιστορικού νομοθέτη για επίτευξη της αρχής της αμεσότητας από την ισχύ του ΚΠολ μέχρι
Δημοσιονομικό Δίκαιο ΠΜΣ Τα δημόσια έσοδα. Ανδρέας Τσουρουφλής
Δημοσιονομικό Δίκαιο ΠΜΣ 2018-2019 Τα δημόσια έσοδα Ανδρέας Τσουρουφλής 19.11.2018 Δημόσια έσοδα 2 Είσπραξη των δημοσίων εσόδων Όργανα είσπραξης του Δημοσίου Δ.Ο.Υ. Τελωνεία Λοιπά όργανα είσπραξης του
Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου
Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου 06.04.2017 Ά. 25 ΚΔΔ Έννοια Προβλέπεται από ειδικές διατάξεις (όργανα προθεσμία) τυπική προσφυγή Ασκείται κατά εκτελεστών
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων 2011/0059(CNS) 24.9.2012 ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ 108-120 Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE494.578v01-00) σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο
Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο Έννομη προστασία κατά το προσυμβατικό στάδιο των δημόσιων συμβάσεων Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Σχολής Α.Π.Θ. Άδειες
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρα Σελ. Κεφάλαιο Α. Δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων 1-6 1 Κεφάλαιο Β. Προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της δίκης 7-11 2 Κεφάλαιο Γ. Καθ ύλην
Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ
Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ Μία πρώτη αποτίμηση της ως τώρα νομολογίας Δημήτρης Σ. Νικηφόρος ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης (ΑΠΘ)
ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου
ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ.. (α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 632 παρ.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ο διαγωνισμός της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης προϋποθέτει, ως γνωστόν, συνδυασμό συνδυαστικής γνώσης της εξεταστέας ύλης και θεμάτων πολιτικής και οικονομικής επικαιρότητας. Tα Πανεπιστημιακά Φροντιστήρια
ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου»
1 ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου» Ρένα Κουκούτση, Δικηγόρος, Υποδιευθύντρια Νομικής Διεύθυνσης, ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ Α ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ Αριθ. περιθ. 1-11 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά 1-4 2. Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως 5-7 3. Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α 4. Αρχές της
Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010
ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΛΟΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ --------------------- Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. 2. Ερμηνεία. ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16
+ Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :15 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4 Αρθρο 15 Διορισμός
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.
ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση, η οποία προέρχεται από διαφορά δημοσίου δικαίου, όπως είναι και οι διαφορές από την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 Σελ. Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 1. Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων επί αυτοκινητικού ατυχήματος, στο οποίο ενεπλάκη αυτοκίνητο του δημοσίου [Παρατηρήσεις υπό ΕφΘεσ 2013/1994]... 17 2.
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
vii ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Eισαγωγή-Η έννοια της Ποινικής Δικονομίας... 1 2. Η πρακτική σημασία της διάκρισης μεταξύ ποινικού δικαίου και ποινικής δικονομίας... 3 ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Οι πηγές της Ποινικής
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.» ----------. ---------- Άρθρο 1 Δικαιούμενοι στην άσκηση
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, 21.7.2015 Ν. 131(Ι)/2015 131(I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015 Προοίμιο. Για σκοπούς, μεταξύ άλλων, εναρμόνισης με Επίσημη
Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη
Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση... ΧΙΙ Πρόλογος στο τεύχος Ια της πρώτης έκδοσης... XΙΙΙ
ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Ακυρωτικές διαφορές
ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ακυρωτικές διαφορές Ανδρέας Τσουρουφλής Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Ακυρωτικές διαφορές Διάκριση
Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»
Nόµος 3994/2011 «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης» 2 Αρµοδιότητα δικαστηρίων Ειρηνοδικείο: µέχρι 20.000 Ευρώ, Μισθώσεις µέχρι 600 Ευρώ Μικροδιαφορές: µέχρι 5.000 Ευρώ Μονοµελές
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων. 1.1.Χαρακτηριστικά του Δικαίου Ετερόνομοι κανόνες
Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 13 η : Δικαίωμα δικαστικής προστασίας Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 25/09/2015 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 3950 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71
της δίωξης ή στην αθώωση.
Το τεκμήριο της αθωότητας μετά την αθώωση - Η επεκτατική εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης ------------------------------ Το τεκμήριο της αθωότητας, όπως διατυπώθηκε στο
ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Διεθνείς Πτωχεύσεις
ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Διεθνείς Πτωχεύσεις Δρ Ιωάννης Κυρ. Σωμαράκης Εαρινό εξάμηνο 2017 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Νομική Σχολή Επιστ. Υπεύθυνος: Καθηγητής Χ. Π. Παμπούκης ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ
PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ
ConseilUE EΥΡΩΠΑÏΚΗΕΝΩΣΗ ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Βρυξέλλες,15Ιουλίου1998(20.07) (OR.D) 9755/98 PUBLIC LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ της Προεδρίας Θέμα: Σύμβαση"ΡώμηΙ" ΡΩΜΗΙ Στόχοςτουπαρόντοςεγγράφουείναιναπροσφέρειμιαόσοτοδυνατόνσαφέστερηκαισυνεκτικότερηβάσηγιατις
Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ
Α.Δ.Α.: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΙΓΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Πειραιάς, 19.07.2017 Αρ. Πρωτ.: 42675 Ταχ. Δ/νση: Ακτή Μιαούλη & Μ. Μπότσαρη
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Βρυξέλλες, 23.2.2009 COM(2009)81 τελικό 2009/0023 (CNS) C6-0101/09 Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη σύναψη εκ µέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας του πρωτοκόλλου σχετικά
14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης
14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης Υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης στο Στρασβούργο
Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.
Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό,
Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015
Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015 Ι. Βιβλίο πρώτο: Γενικές διατάξεις. Άρθρο 47 2 ΚΠολΔ: Δεν προσβάλλεται πλέον με ένδικο μέσο απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ' J γ Αριθμός απόφασης V* > 3 3 0 /2014 ^ 1 r ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης
Σελίδα 1 από 5. Τ
Σελίδα 1 από 5 ΔΕΟ 10 ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ- ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΤΟΜΟΙ Α & Α1 & Β ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ 1. Τι είναι κράτος; Κράτος: είναι η διαρκής σε νομικό πρόσωπο οργάνωση λαού
Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ. 1-225 ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία
Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ. 1-225 ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία Πέτρος Αλικάκος Πρωτοδίκης, Δρ.Ν. Άρθρο 17 Προσαρμόζεται ως προς τις οικογενειακές
Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων
Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων Είδος διαδικασίας Τακτική διαδικασία Ειδική διαδικασία Δικαστήριο Ειρηνοδικείο Μονομελές Πρωτοδικείο Μονομελές Πρωτοδικείο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πολυμελές Πρωτοδικείο
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :30. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4. Αρθρο :31. Αρθρο 30.
+ Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :30 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1 Αρθρο 30 Συμβιβασμός
Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1
Περιεχόμενα Τεκμήριο νομιμότητας... 2 Διοικητικός καταναγκασμός... 2 Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας... 2 Σύνθετη διοικητική ενέργεια:... 3 Αρχή της νομιμότητας της διοίκησης.... 3 Αρχή της υπεροχής
Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας
Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας Π. Λαζαράτος Γ. Δελλής Α. Τσουρουφλής 29/10/2018 Διοικητικές διαφορές ουσίας Ένδικο βοήθημα Ζητείται η άσκηση ουσιαστικού ελέγχου μιας διοικητικής πράξης
ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου
ΠΟΡΙΣΜΑ (Ν. 3094/2003 Συνήγορος του Πολίτη και άλλες διατάξεις, Άρθρο 3 5) ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου Συνήγορος του Πολίτη: Ανδρέας
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Όπως αναφέρεται στην από 19 Οκτωβρίου 2010, προς την Βουλή των Ελλήνων, Έκθεση της Ειδικής Μόνιμης
Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της
Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Περίληψη Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της νομιμότητας - Αρχή της χρηστής διοίκησης - Αρχή της ασφάλειας του δικαίου
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του
ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» Αθήνα, 8-10-2012 Με άρθρο στο
Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.
Απόφαση 315 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 315/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα
Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας
Πέτρος Αλικάκος Δρ. Ν., Πρόεδρος Πρωτοδικών Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ Εννοιολογικός προσδιορισμός αναγκαίας ομοδικίας η ενιαία ρύθμιση ως αποκλειστική
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Συντομογραφίες... 19 Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Α. ΕΝΝΟΙΑ - ΠΗΓΕΣ... 21 Β. ΙΚΑΙΟ ΟΣΙΑ... 24 1. Έννοια - ιακρίσεις... 24 2. Περιεχόμενο... 24 3. ιεθνής δικαιοδοσία... 29 4. Ετεροδικία... 30 5. Βαθμοί δικαιοδοσίας...
Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών
Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Γεώργιος Κ. Παυλόπουλος, Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Παν/μίου Αθηνών Η αρχή της Διάκρισης των Λειτουργιών
669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( 597917) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( 597917) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Εννοια και περιεχόμενο. Θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη περιορισμών και προϋποθέσεων
Η δικαστική προστασία στις δημόσιες συμβάσεις έργων κατά το στάδιο της ανάθεσης και κατά το στάδιο της εκτέλεσής τους
Παναγιώτης Σκουρής, δκηγόρος, δν Η δικαστική προστασία στις δημόσιες συμβάσεις έργων κατά το στάδιο της ανάθεσης και κατά το στάδιο της εκτέλεσής τους Εισαγωγή Το ζήτημα της δικαστικής προστασίας είναι
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,
Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493, 25.2.2015 Ν. 23(Ι)/2015 23(Ι)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΑΝ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ YΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ
ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013
ΣΧΕΔΙΟ Αποστολή με fax & e-mail ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ Ταχ. Δ/νση: Σταδίου 27 Ταχ. Κώδικας:101 83 ΑΘΗΝΑ Πληροφορίες:
Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 27-02-2014 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/27-02-2014 Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014 Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος, στην
ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα Τηλέφωνο : 210 9569815 ΦΑΞ : 210
Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 14.12.2016 COM(2016) 798 final 2016/0399 (COD) Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την προσαρμογή διαφόρων νομικών πράξεων στον τομέα της
Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.
Διοικητικές προσφυγές Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως εικόνες,
Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
22.3.2016 L 75/3 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗ για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές η εμπορικές υποθέσεις (συνήφθη στις 15 Νοεμβρίου 1965) ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ
Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου. Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα «Συνταγµατικό ίκαιο», 2003
ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.
Νοµική Υπηρεσία ΣΑΤΕ Σταµάτης Σ. Σταµόπουλος, ικηγόρος, Νοµικός Σύµβουλος ΣΑΤΕ Αθήνα, 25.1.2016 ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 1.6.17 Αριθμός απόφασης: 3174 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α1 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα Τηλέφωνο : 2131604534
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο γνωμοδότησης Evelyne Gebhardt (PE v01-00)
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων 26.6.2012 2011/0059(CNS) ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ 26-38 Σχέδιο γνωμοδότησης Evelyne Gebhardt (PE473.957v01-00) σχετικά
ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1
ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ - ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Τακτική διαδικασία όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων
ΔΙΚΑΙΟ ΗΜΕΔΑΠΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ 4072/2012. Επιμέλεια: Αλέξανδρος Μάρης
ΔΙΚΑΙΟ ΗΜΕΔΑΠΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ 4072/2012 Επιμέλεια: Αλέξανδρος Μάρης Εισαγωγή Έννοια κάθε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων
ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα 01/03/2016 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 675 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 -
Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015
Αθήνα, 05-02-2015 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/05-02-2015 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015 Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος στην
ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015
ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015 «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις
ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ CONV/JUD/el 1 ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΑ για
ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.
ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ. ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ: «ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ» 15-16 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018 ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΝΑΚΟΥ, ΕΦΕΤΗΣ. ΘΕΜΑ:
EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 24 Απριλίου 2014 (OR. en) 2013/0268 (COD) PE-CONS 30/14 JUSTCIV 32 PI 17 CODEC 339
EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Βρυξέλλες, 24 Απριλίου 2014 (OR. en) 2013/0268 (COD) PE-CONS 30/14 JUSTCIV 32 PI 17 CODEC 339 ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Θέμα: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι. Ενοποίηση του ευρωπαϊκού δικαίου.. 1 1. Ο εθνικός χαρακτήρας του αστικού δικαίου 1 2. Προώθηση της ενοποιήσεως μέσω της Ευρωπαϊκής Ενώσεως...
TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ
TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ Συγγραφέας: ΜΑΡΙΑ ΦΛΩΡΟΥ 1. Mε αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε τον Οκτώβριο του 2009 ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επιδιώχθηκε
ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10
ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10 Θανάσης Κυριακόπουλος, Δικηγόρος, MBA, Εταίρος στη Δικηγορική Εταιρεία Κελεμένης & Συνεργάτες Άσκηση προσφυγής σε φορολογικές διαφορές μετά τους Ν 4152/2013 και Ν 4174/2013 Θανάσης
ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων 11.11.2011 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο και την αναγνώριση
31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important
Avis juridique important 31987L0344 Οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1987 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας