Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Τομέας Αρχαιολογίας Αρχαιολογία Σπηλαίων και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών Το παράδειγμα των σπηλαίων στο νομό Καστοριάς Μεταπτυχιακή Διατριβή: Κωνσταντίνος Προκόπιος Τρίμμης Επιβλέπων Καθηγητής : Κώστας Κωτσάκης Θεσσαλονίκη 2013
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Μεταπτυχιακή Διατριβή: Κωνσταντίνος Προκόπιος Τρίμμης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013
Επιβλέπων Καθηγητής: Κώστας Κωτσάκης ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Α. Π. Θ. ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Μεταπτυχιακή Διατριβή: Κωνσταντίνος Προκόπιος Τρίμμης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Μεταπτυχιακή Διατριβή Κωνσταντίνος Προκόπιος Τρίμμης Υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης Εξεταστική Επιτροπή Κώστας Κωτσάκης: Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Α.Π.Θ. Νίκος Ευστρατίου: Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Α.Π.Θ. Σεβαστή Τριανταφύλλου: Λέκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.
Περιεχόμενα Πρόλογος 2 1. Εισαγωγή 5 2. Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών και η σχέση τους με την αρχαιολογία και τη σπηλαιολογία.22 3. Χαρτογραφώντας στο σκοτάδι. Τεχνικές και προβληματική της αποτύπωσης των σπηλαίων και των ευρημάτων σε αυτά 37 4.Το εξερευνητικό πρόγραμμα Καστοριάς..50 5. Μεθοδολογία και τεχνικές της έρευνας...58 6. Κατάλογοι σπηλαιομορφών.71 7. Επεξεργασία και συσχετισμοί των δεδομένων 83 Επίλογος...91 Βιβλιογραφία 92 Παραρτήματα: Ι. Γραφήματα- πίνακες ΙΙ. Χάρτες γενικοί ΙΙΙα. Φωτογραφίες. Άνθρωποι- σπήλαια IIIβ. Φωτογραφίες. Ευρήματα. IV. Χάρτες σπηλαίων Υπόμνημα Χαρτών.
Στον Λευτέρη Ζάρπα και στον Θανάση Λέκκα, που πολύ θα ήθελα να διάβαζαν αυτή την εργασία.
Πρόλογος Η διαδικασία της συγγραφής μίας μεταπτυχιακής εργασίας είναι από μόνη της μία πρόκληση. Ο όγκος του υλικού που πρέπει να αποδοθεί, σε συνδυασμό με τη μεθοδολογία που πρέπει να ακολουθηθεί και την απειρία του συγγραφέα, συνθέτουν ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Αυτό το πρόβλημα εντείνετε όταν έρχονται να προστεθούν οι δυσκολίες μιας έρευνας πεδίου. Αντιμέτωπος με τα παραπάνω βρέθηκα και εγώ κατά τη διάρκεια της έρευνας για τη διπλωματική μου εργασία. Η ολοκλήρωση της έρευνας θα ήταν αδύνατη χωρίς τη βοήθεια, τις συμβουλές και τη στήριξη ορισμένων ανθρώπων, τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω από τη θέση αυτή. Πρωτίστως θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή μου κύριο Κώστα Κωτσάκη για τις συμβουλές, την αυστηρή κριτική αλλά και τη βοήθεια που προσέφερε όποτε αυτή κι αν χρειάστηκε. Ακόμη τον ευχαριστώ για τις γνώσεις και την οπτική της ερμηνείας των αρχαιολογικών δεδομένων που μoυ μετέδωσε, μέσα από τα μαθήματα και τις συζητήσεις που κατά καιρούς είχαμε. Από το διδακτικό προσωπικό θα ήθελα ακόμη να ευχαριστήσω δύο ανθρώπους, που μπορεί να μην είχαν άμεση σχέση με τη διπλωματική μου, ωστόσο μοιραστήκαμε τα προβλήματα που προέκυπταν και με συμβούλεψαν σε διάφορα στάδια επεξεργασίας και ερμηνείας των δεδομένων. Αυτοί είναι ο αναπληρωτής καθηγητής της βυζαντινής αρχαιολογίας του Α.Π.Θ κ. Θανάσης Σέμογλου, και η διδάσκουσα της προϊστορικής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας κα. Κατερίνα Τρανταλίδου. Στην κα. Τρανταλίδου οφείλω ειδική μνεία μιας και τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι η δασκάλα μου όσον αφορά την αρχαιολογία σπηλαίων. Όσο μοναχική είναι η επεξεργασία των δεδομένων, τόσο ομαδική είναι και η διαδικασία συλλογής τους, δηλαδή η έρευνα πεδίου. Ειδικά στα σπήλαια για την εξερεύνηση, αποτύπωση και συλλογή των δεδομένων απαιτείται μια ομάδα έμπειρη, με κατάλληλο εξοπλισμό και θέληση. Γι αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους σπηλαιοσυντρόφους που μοιράστηκαν μαζί μου για έναν περίπου χρόνο, το σκοτάδι, την υγρασία και τα τεχνικά ζητήματα της έρευνας στην Καστοριά. Αναλυτικά αυτοί είναι. Ο Ηρακλής Καλογερόπουλος, η Διονυσία Δημητράκη, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, η Γεωργία Καραδήμου, η Κωνσταντίνα Καλογήρου, ο Γιώργος Λαζαρίδης, η Πέλη Φιλιππάτου, ο Ivan Drnic και η Αφροδίτη Καρδαμάκη. 2
Από αυτούς αξίζει να ξεχωρίσω τον γεωλόγο Γιώργο Λαζαρίδη και την φοιτήτρια γεωλογίας Γεωργία Καραδήμου. Ό,τι γεωλογικά στοιχεία αναφέρονται στην παρούσα εργασία προέκυψαν είτε από δικές τους παρατηρήσεις, είτε από δικές μου μέσω των ιδιαίτερων μαθημάτων γεωλογίας που αυτοί μου παρέδωσαν. Ακόμη ευχαριστώ τον Γ. Λαζαρίδη τόσο για την σπηλαιολογική βιβλιογραφία που μου προμήθευσε όσο και για την στήριξη που παρείχε στο εξερευνητικό πρόγραμμα Καστοριάς, από τη θέση του προέδρου του Τοπικού Τμήματος Βόρειας Ελλάδας της Ελληνική Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Για την επεξεργασία των πρωτογενών δεδομένων, τη βοήθεια στο σχεδιασμό των χαρτών και του Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών (ΣΓΠ) οφείλω να ευχαριστήσω τη φίλη, και χρόνια συνεργάτη, Πέλη Φιλιππάτου. Για τα ιδιαίτερα μαθήματα φωτογραφίας σπηλαίων, τις καίριες παρατηρήσεις του και την γενικότερη στήριξη, θα ήθελα να ευχαριστήσω το σπηλαιολόγο και φωτογράφο σπηλαίων, Φάνη Έλληνα. Για τις βιολογικές παρατηρήσεις, την επίδραση του ανθρώπου στο σπηλαιοπεριβάλλον, αλλά και την επίδραση των υπόλοιπων έμβιων οργανισμών στη διαμόρφωση των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, οφείλω να ευχαριστήσω τους βιολόγους Αφροδίτη Καρδαμάκη και Παναγιώτη Γεωργιακάκη από το Τοπικό Τμήμα Κρήτης της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Τέλος, για το σχεδιασμό του εξωφύλλου και τη γενικότερη στήριξη και βοήθεια στις τελευταίες λεπτομέρειες αυτής της εργασίας θα ήθελα να ευχαριστήσω την Γεωργία Βαρβαρήγου και την Σεραφείνα Μαγκλάρα. Η αποτυχία αυτής της έρευνας θα ήταν βέβαιη, αν δεν την είχαν αγκαλιάσει άνθρωποι από την Καστοριά και το Άργος Ορεστικό. Γι αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω το Εθελοντικό Τμήμα Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Τ.Α.Κ.) Καστοριάς και την ομάδα «Cyberotsarka» (www.cyberotsarka.gr) για την κάθε είδους βοήθεια που προσέφεραν. Βοήθεια σχετικά με τη φιλοξενία, τις μετακινήσεις αλλά και την έρευνα πεδίου. Ξεχωριστά θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πάνο Τζώρτζη και τον Τάσο Γερονίκο. Η συμπαράσταση και η βοήθεια από μέρος τους καθ όλη τη διάρκεια των ερευνών υπήρξε καθοριστική για την επιτυχία τους. Όλη αυτή η προσπάθεια δεν θα είχε νόημα αν δεν την είχαν στηρίξει με κάθε δυνατό τρόπο οι γονείς μου Κική και Βασίλης Τρίμμης. Για όσα προσέφεραν, όλα αυτά τα χρόνια, στο όνειρο της παρεξηγημένης αρχαιολογίας, τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. 3
Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τη συνοδοιπόρο μου Κωνσταντίνα Καλογήρου. Η οποία ανέχθηκε και υπέμεινε όλη τη διαδικασία της έρευνας πεδίου και της συγγραφής, ενώ ταυτόχρονα προσέφερε κάθε δυνατή βοήθεια, εξασφαλίζοντας πολλές φορές την κατάλληλη ηρεμία που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος αυτού. 4
Εισαγωγή...Καμιά πενηνταριά από τους πιθηκανθρώπους αυτούς κατοικούσαν μέσα σε σπηλιές βαλμένες αραδιαστά πάνω σε μια πλαγιά, ψηλότερα από μια καμένη από τον ήλιο κοιλάδα. Κάτω κυλούσε ένα ρυάκι που το τροφοδοτούσαν τα χιόνια των βουνών. Την κακή εποχή το ρυάκι ξεραινόταν τελείως και η φυλή διψούσε... Άρθουρ Κλαρκ- 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος 1.1 Σκοπός και στόχος. Σκοπός της παρούσας εργασίας δεν είναι να αποτελέσει ένα εγχειρίδιο για την αρχαιολογία σπηλαίων. Ούτε προσδοκά να χαράξει νέα πορεία ή να προτείνει νέες μεθοδολογίες σχετικά με την αρχαιολογική έρευνα των σπηλαίων. Αντίθετα σκοπός είναι να συνοψίσει τα μέχρι τώρα υπάρχοντα δεδομένα, έτσι ώστε σκιαγραφηθεί το σπήλαιο και τα χαρακτηριστικά του ως κομμάτι του αρχαιολογικού υλικού και αναπόσπαστο μέρος της αρχαιολογικής σκέψης. Στόχος δε, είναι να γίνει μία σύνδεση των τεχνικών και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται από όλες της επιστήμες που περικλείονται στον όρο σπηλαιολογία, ώστε να παρουσιαστεί ένα «εργαλείο» του οποίου η εφαρμογή θα άπτεται σε κάθε φάση της αρχαιολογικής έρευνας ενός σπηλαίου. Τέλος σκοπός είναι να αναδειχθεί το σπήλαιο ως ένα βασικό πεδίο αρχαιολογικής δράσης. Πεδίο που χρίζει έρευνας με ειδικά χαρακτηριστικά, τυποποιημένη μεθοδολογία και στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο. 1.2 Το σπήλαιο. Ο ορισμός και η ανθρωπολογική του διάσταση. Η έννοια «σπήλαιο», από το γεωλογικό της ορισμό ακόμη, επιδέχεται ανθρωπολογικής ερμηνείας. Σύμφωνα με τον σύντομο ορισμό, σπήλαιο για τη φυσική γεωγραφία είναι κάθε φυσικό έγκοιλο στην επιφάνεια της γης στο εσωτερικό του οποίου χωράει να μπει άνθρωπος (Bogli 1978). Από τον ορισμό και μόνο, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι το σπήλαιο είναι μέγεθος ανθρωποκεντρικό και άρα ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος. Άπαξ και ένα έγκοιλο ονομαστεί «σπήλαιο» θα πει ότι το εσωτερικό του το έχει επισκεφτεί άνθρωπος. Οπότε και η ανθρωπολογική 5
διάσταση του εγκοίλου, ξεκινάει ταυτόχρονα από τη στιγμή της επίσκεψής του από τον άνθρωπο. Όταν λοιπόν για παράδειγμα έχουμε έναν αριθμό καταγεγραμμένων εγκοίλων, ως σπήλαια. σε ένα τόπο, τότε αυτόματα έχουμε και έναν αριθμό καταγραφών κάποιων ανθρωπογενών δράσεων, που οδήγησαν το κάθε έγκοιλο να χαρακτηριστεί «σπήλαιο». Εκτός από την ανθρωποκεντρικότητα του σύντομου ορισμού, και ο αναλυτικός γεωλογικός ορισμός του σπηλαίου, έχει άμεση σχέση με τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν τη χρήση του σπηλαιοπεριβάλλοντος από τον άνθρωπο. Έναν από τους πληρέστερους ορισμούς για το σπήλαιο έχει δώσει ο Ι. Ιωάννου (2000: 104) : «Σπήλαιον, από τη λέξη σπήλυγξ. Η σημασία της λέξης είναι για τη δήλωση υπόγειου χώρου με φυσική διαμόρφωση, ποικίλου μεγέθους και σχήματος, κενού ή που να περιέχει κατά τόπους νερό, που συνδέεται με την επιφάνεια του εδάφους από οπήείσοδο ή και όταν δεν έχει διέξοδο και είναι αφανές να γίνεται γνωστό μετά από κατολίσθηση, διάβρωση κλπ ή από εκτέλεση τεχνητού έργου, Σπήλαια θεωρούμε και τις κοιλότητες που οφείλονται στην επενέργεια των αερίων των ηφαιστείων που είναι εγκλεισμένα στο ανεκχυνόμενο υλικό, όταν δηλαδή κατά τη συστολή του ρευστού μάγματος γίνεται διαφυγή αερίων οπότε μένουν κοιλότητες-σπήλαια. Σεβαστών διαστάσεων κοιλότητες στα πετρώματα σχηματίζονται και από την επενέργεια του ανέμου, τα λεγόμενα "αιολικά" σπήλαια. Σπήλαια γίνονται και από τις μεταπτώσεις ή πτυχώσεις των πετρωμάτων και σεισμούς, τα λεγόμενα "τεκτονικά". Οι πτώσεις τεράστιων βράχων, κυρίως στα ριζά των γκρεμνών, με το κενό που αφήνουν στο χώρο μεταξύ τους με τον γκρεμνό, δημιουργούν τα "κλαστικά" σπήλαια.[ ]» Αυτό που προκύπτει από τον ορισμό του Ιωάννου είναι η ποικιλομορφία που μπορούν να έχουν τα σπήλαια. Αυτή η ποικιλομορφία φαίνεται να επηρεάζει την χρήση των σπηλαίων από τον άνθρωπο. Το συγκεκριμένο δεν έχει γίνει σαφές ακόμη στη βιβλιογραφία (Guy Straus 1990) (Renfrew & Bahn 2001 1 ). Ωστόσο αρκετοί ερευνητές, σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη και σε διαφορετικές αρχαιολογικές περιόδους, έχουν αρχίσει να παρατηρούν διαφοροποίηση στις χρήσεις των σπηλαίων 1 Χρησιμοποιήθηκε η ελληνική έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Καρδαμίτσα. 6
βάσει των γεωλογικών τους χαρακτηριστικών (Σάμψων 2007, Heydari 2007, Grube 2008). Με αυτό όμως θα ασχοληθούμε συστηματικά στη συνέχεια. Η ποικιλομορφία αυτή των σπηλαίων είναι πραγματική και παρατηρήσιμη. Αξίζει όμως να σημειωθεί πως πάνω από το 90% του συνολικού αριθμού των σπηλαίων του πλανήτη αναπτύσσονται σε ασβεστολίθους και μόνο το υπόλοιπο 10% στις άλλες κατηγορίες πετρωμάτων (Παπαδοπούλου 2007, Veress 2010). Κατ επέκταση λοιπόν το ενδιαφέρον της έρευνας συγκεντρώνεται στα ασβεστολιθικά σπήλαια. Οποιαδήποτε άλλη περίπτωση σπηλαιογενεσης σε άλλο πέτρωμα, θεωρείται σπάνια και εξετάζεται σαν ξεχωριστή περίπτωση. Στην Ελλάδα αυτό είναι ακόμη ποιο έντονο μιας και το ποσοστό σπηλαίων που αναπτύσσονται σε ανθρακικά πετρώματα αγγίζει το 98% του συνόλου (Μουντράκης 1985). 1.3 Το σπήλαιο ως μέρος του τοπίου. Γεωλογικές και αρχαιολογικές προσεγγίσεις. Το τοπίο, ως έννοια αλλά και ως διακριτός παράγοντας, από πολύ νωρίς ενσωματώθηκε στην αρχαιολογική σκέψη. Ήδη από το 19 ο αιω. ο Σουηδός Jens Worsaae, παρατήρησε ότι τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορούν να ερμηνευτούν, μόνο μέσω της σχέσης τους με το περιβάλλον της περιόδου, όπου αυτά ανήκουν (Shaw & Jameson 1999). Πραγματική έμφαση όμως στην αρχαιολογία του τοπίου (Landscape archaeology) δόθηκε με την θεωρητική στροφή της Νέας Αρχαιολογίας. Για πρώτη φορά το τοπίο, ως χώρος «φιλοξενίας» των ανθρώπινων δραστηριοτήτων ενσωματώνεται στις αρχαιολογικές ερμηνευτικές προσπάθειες (Binford 1962).Ταυτόχρονα με την αρχαιολογική διάσταση του τοπίου, η Νέα αρχαιολογία, τόνισε και την αρχαιολογική διάσταση του περιβάλλοντος. Το περιβάλλον μάλιστα, για τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις τις εποχής θεωρούνταν ο καταλυτικός παράγοντας σχηματισμού, μορφοποίησης, μεταβολής και τελικά εξέλιξης των ανθρωπίνων κοινωνιών (Binford 1962, Evans 1978). Αναλύοντας τις έννοιες στην διάσταση του σπηλαίου, σύμφωνα με τον ορισμό του τοπίου, αλλά και της επιστήμης που ασχολείται με τη μελέτη του στο επίπεδο των φυσικών χαρακτηριστικών, της φυσικής γεωγραφίας, τοπίο είναι το σύνολο του υλικού και άυλου περιβάλλοντος όπως αυτό το αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος 2. Το 2 Βιβλιογραφική αναφορά από την διαδικτυακή έκδοση του Webster s Dictionary του πανεπιστημίου του Chicago: http://machaut.uchicago.edu/?resource=webster%27s&word=landscape&use1913=on&use1828=on 7
σπήλαιο γεωλογικά ανήκει στο τμήμα του τοπίου που αναφέρεται στο υλικό περιβάλλον. Ως εξ ορισμού, αναπόσπαστο κομμάτι της γης, είναι τμήμα του φυσικού κόσμου και διέπεται από τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν τις μεταβολές τoυ πλανήτη (Κλαψόπουλος 1998). Η σημασία που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά του σπηλαίου, ως αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου, για την αρχαιολογική έρευνα των σπηλαίων, θα αναλυθεί στη συνέχεια. Αυτό όμως που αυτόματα προκύπτει και αξίζει να σημειωθεί είναι ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά που μορφοποιούν ουσιαστικά το σπήλαιο κατ επέκταση επηρεάζουν και τις ανθρωπογενείς χρήσεις αυτού. Το πώς και το σε ποιο βαθμό αναπτύσσεται αυτή η επιρροή θα εξεταστεί στο κυρίως μέρος της εργασίας όταν θα γίνει μία προσπάθεια να συνδυαστούν τα γεωλογικά χαρακτηριστικά με την επιφανειακή αρχαιολογική εικόνα δέκα σπηλαίων της Καστοριάς. Σχετικά τώρα με την αρχαιολογική διάσταση του τοπίου, όπως αυτό σημειώθηκε και στην αρχή του υποκεφαλαίου, το τοπίο ως αρχαιολογική έννοια συγκεκριμενοποιήθηκε στην αρχή του δεύτερου μισού του 20 ου αιώνα με την εμφάνιση στα αρχαιολογία των ερμηνευτικών προσεγγίσεων της Νέας Αρχαιολογίας. Αν και δεν είναι κατάλληλο σημείο για προσεγγίσεις στην ιστορία της θεωρίας της αρχαιολογίας, αξίζει να δούμε τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις για το τοπίο των Higgs, Diamant και O Shea. Οι προσεγγίσεις που επιχειρούν και οι τρεις, διαπνεόμενες από τις θεωρητικές προσεγγίσεις της εποχής, διαμόρφωσαν ουσιαστικά το κυρίαρχο μοντέλο για την ερμηνεία των ανθρωπογενών χρήσεων στα σπήλαια. Ο Higgs (1970) με την θεωρία του Site Catchment Analysis, που αναπτύσσει την ποσοτική ανάλυση των οικονομικών δυνατοτήτων του εδάφους και κατ επέκταση του ευρύτερου περιβάλλοντος μίας αρχαιολογικής θέσης, αποδίδει στο τοπίο μια καθαρά οικονομική διάσταση, δίνοντάς του το ρόλο, του θεάτρου των ανθρώπινων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η θεωρία του Diamant (1974) αναγνωρίζει τα σπήλαια ως μέρος του αρχαιολογικού τοπίου και προσπαθεί να ερμηνεύσει τις αυξομειώσεις στη χρήση των σπηλαίων ανά αρχαιολογική εποχή, βάση των κλιματολογικών μεταβολών και φαινομένων. Τέλος η θεωρεία του O Shea (1981) περί κοινωνικής αποθήκευσης (social storage), έρχεται να αποδώσει στο τοπίο ένα ρόλο διακοινοτικότητας στο συνολικό χρόνο χρήσης του από τον άνθρωπο. Όλες οι παραπάνω ερμηνευτικές προσεγγίσεις κυριάρχησαν σε κάθε προσπάθεια ερμηνείας του ρόλου του σπηλαίου για την ανθρώπινη κοινωνία. Επίσης αυτές καθώς και οι θεωρίες που ακολούθησαν, παγίωσαν μία αντίληψη, ότι το 8
σπήλαιο είναι ένας χώρος παθητικός, που κατά περιόδους χρησιμοποιούνταν από τον άνθρωπο για να καλύψει κάποιες παραγωγικές- οικονομικές ανάγκες που δημιουργούνταν 3. Η αμφισβήτηση αυτής της παθητικότητας του τοπίου, στο ρόλο που έπαιζε στις ανθρώπινες κοινωνίες επήλθε ως φυσικό επακόλουθο των αλλαγών που έφερε στην αρχαιολογική σκέψη η εμφάνιση των ερμηνευτικών προσεγγίσεων της μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας. Η μετάθεση του ενδιαφέροντος της αρχαιολογικής ερμηνείας από το επίπεδο της κοινωνίας- οικονομίας στο επίπεδο του ατόμου, ουσιαστικά απάλλαξε το φυσικό περιβάλλον από το ρόλο του παθητικού δέκτη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, και το ανέδειξε στο ρόλο του συνδιαμορφωτή (Ingold 1993). Από τις αρχές του 1990 ωστόσο και εξής, οι φαινομενολογικές προσεγγίσεις που άρχισαν να επηρεάζουν αρχαιολογικές ερμηνείες, ανέδειξαν το τοπίο σε καίριο παράγοντα σχηματισμού των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Το τοπίο φαίνεται να «αγκαλιάζει» κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα (Ingold 1993). Ο άνθρωπος δεν είναι το πια το κέντρο της αρχαιολογικής ερμηνείας. Η καρτεσιανή αντίληψη του ανθρώπου- πανδέκτη, αλλάζει και ο άνθρωπος γίνεται λειτουργικό στοιχείο του φυσικού κόσμου. Ο κόσμος ως σύνολο διαμορφώνει τον άνθρωπο και διαμορφώνεται από αυτόν. Το τοπίο γίνεται μέρος της κοινωνικής διάστασης του ανθρώπου (Ingold 1993, David & Thomas 2008). Επιστρέφοντας στο θέμα του σπηλαίου, η αλήθεια σύμφωνα με τη θέση του στην ερμηνευτική προσέγγιση της αρχαιολογίας του τοπίου, πρέπει να βρίσκεται κάπου στη μέση. Η οικονομική διάσταση του σπηλαίου στην πολιτισμική ιστορία είναι αδιαμφισβήτητη και πολλάκις έχει τονιστεί από τους ερευνητές (Στρατούλη 1992) 4. Το σπήλαιο είναι χώρος σταβλισμού ζώων, εγκατάστασης, ανθρώπων, μεταποίησης προϊόντων, αποθήκευσης, ιδεολογικής έκφρασης κ.λ.π.. Το ζήτημα είναι να μην θεωρούμε το σπήλαιο ως έναν παθητικό χώρο δράσης των ανθρώπων. Αλλά έναν χώρο που με τη δυναμική του διαμορφώνει και τις δράσεις αυτές καθ αυτές αλλά και τις πιθανές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χρήσεων και των πρακτικών. 3 Αναλύοντας περαιτέρω την παθητικότητα του σπηλαίου, διαφαίνεται μία αντίληψη, να μην γίνεται μέρος της συζήτησης το κατά πόσο το σπήλαιο ως φυσικός χώρος με διακριτά χαρακτηριστικά, συμμετέχει στην διαμόρφωση των δραστηριοτήτων που γίνονταν στο εσωτερικό του. 4 Η Στρατούλη στο συγκεκριμένο άρθρο συγκεντρώνει αρκετές απόψεις ερευνητών γύρω από το υπό συζήτηση θέμα. 9
Οι ιδέες αυτές έχουν αρχίσει να βρίσκουν έδαφος μεταξύ των αρχαιολόγων που ασχολούνται με τις χρήσεις και τους χρήστες των σπηλαίων (βλ. και Heydari 2007, Mlekuz 2011 ). Δεν έχουν αποτελέσει ποτέ όμως την κυρίως προβληματική μιας έρευνας πεδίου. Δηλαδή να γίνει ένα ερευνητικό πρόγραμμα σε σπήλαια με αρχαιολογικά ευρήματα, με σκοπό να διασαφηνιστεί δειγματοληπτικά αν και εφ όσον οι χρήσεις επηρεάζονται από τα γεωλογικά και βιολογικά χαρακτηρίστηκα του σπηλαιοπεριβάλλοντος. 1.4 Το σπήλαιο ως χώρος. Γεωλογικές, βιολογικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις. Μιλώντας για σπηλαιοπεριβάλλον, το σπήλαιο, εκτός από ένα κομμάτι του τοπίου και του φυσικού περιβάλλοντος, είναι και ένας κλειστός, με συγκεκριμένα όρια χώρος, ο οποίος έχει διακριτά χαρακτηριστικά και διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες (Bogli 1978). Αυτό που η αρχαιολογική έρευνα, κατά περιπτώσεις, ξεχνά, είναι το χαρακτηριστικό του κλειστού χώρου. Αντίθετα το αντιμετωπίζει ως μια ανοιχτή θέση. Αυτή η μη διάκριση του σπηλαίου σε κάτι ξεχωριστό πολλές φορές οδηγεί τις αρχαιολογικές έρευνες σε σπήλαια, σε λανθασμένες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Πριν περάσουμε όμως στην αρχαιολογική διάσταση του εσωτερικού του σπηλαίου, αξίζει να δούμε τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν και μετασχηματίζουν το σπηλαιοπεριβάλλον. Τα χαρακτηριστικά αυτά άπτονται της γεωλογίας και της βιολογίας. Στον γεωλογικό όρο «σπήλαιο» συμπεριλαμβάνονται, όπως σημειώθηκε και στην αρχή του κειμένου, έγκοιλα τα οποία κυμαίνονται από πολύ μικρές έως πολύ μεγάλες διαστάσεις. Ενδεικτικά το βάθος ενός σπηλαίου είναι δυνατόν να είναι είτε 50 εκατοστά είτε μερικές χιλιάδες μέτρα. Ο τόσο γενικός ορισμός του σπηλαίου παρουσιάζει ένα σημαντικό σφάλμα, που μπορεί όσον αφορά τη γεωλογία να μην επηρεάζει την έρευνα, αλλά στο πεδίο της αρχαιολογίας περιπλέκει τα δεδομένα και δυσκολεύει τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Το σφάλμα αυτό επισημαίνεται στο ποσοστό φωτοκάλυψης του χώρου και επηρεασμού αυτού από τις εξωτερικές περιβαλλοντικές συνθήκες, ανά μέγεθος σπηλαίου. Αναλυτικότερα ένα πολύ μικρό έγκοιλο ουσιαστικά είναι εύφωτο καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας, ενώ σε αυτό δεν δημιουργούνται οι μικρο-περιβαλλοντολογικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν ένα μεγαλύτερο υπόγειο χώρο. Οπότε προφανώς και είναι πιο εύχρηστο για τον άνθρωπο, 10
αν και δεν παρουσιάζει τα φυσικά πλεονεκτήματα του κλειστού υπόγειου χώρου (ασφάλεια, χαμηλή θερμοκρασία, υψηλή υγρασία, εύκολος έλεγχος του χώρου, απόκρυψη). Η ανάγκη για διαφοροποίηση έδωσε τον, σχεδόν εμπειρικό, ορισμό της «βραχοσκεπής». Βραχοσκεπή χαρακτηρίζεται είτε όποιο έγκοιλο έχει βάθος μικρότερο των δέκα μέτρων, είτε όποιο έγκοιλο είναι εύφωτο στο σύνολό του καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας, είτε το έγκοιλο εκείνο του οποίου οι πλευρές είναι ανοικτές (έγκοιλο δηλαδή που σχηματίζεται από έξαρμα του πετρώματος) (Goudie 2005). Αξίζει να σημειωθεί ότι εν συνεχεία στο παρόν κείμενο κάθε φορά η λέξη σπήλαιο θα αναφέρεται σε οποιοδήποτε φυσικό έγκοιλο πέρα του ορισμού της βραχοσκεπής. Δηλαδή σε έγκοιλα μεγαλύτερα των δέκα μέτρων βάθους, με τουλάχιστον μία ζώνη 1μ. άφωτης καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας και με όλες τις πλευρές καλυμμένες από φυσικό πέτρωμα εκτός προφανώς των εισόδων. Ως γεωλογικός σχηματισμός το σπήλαιο είναι ένα «ζωντανό σύστημα» ο οποίος εξουσιάζεται από τις δυνάμεις του νερού και της γης. Γι αυτό υπάγεται ουσιαστικά στις κατευθύνσεις της υδρογεωλογίας, της γεωχημείας και της τεκτονικής (Bogli 1978). Γεωλογικά στα σπήλαια συντελούνται δύο βασικές διεργασίες. Η σπηλαιογένεση και η σπηλαιοαπόθεση (Farrand 2001). Και οι δύο επηρεάζουν τόσο την αποθετική όσο και τη μεταποθετική διαδικασία στο χώρο του σπηλαίου (Stratford 2011). Με τον όρο σπηλαιογένεση εννοούμε το σύνολο των φυσικοχημικών και βιολογικών φαινομένων που γίνονται η αιτία της δημιουργίας του πρώτου μικρού εγκοίλου μέσα σε ένα πέτρωμα, το οποίο με την πάροδο του χρόνου θα εξελιχθεί σε σπήλαιο (Γιαννόπουλος 2000:16). Ήδη από το 1726 άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες σπηλαιογενετικές θεωρίες (Γιαννόπουλος 2000:17). Σκοπός όλων αυτών των θεωριών ήταν να δώσουν μια εξήγηση για την γένεση και την εξέλιξη κυρίως του καρστικού φαινομένου. Του φαινομένου δηλαδή της διάβρωσης των ανθρακικών πετρωμάτων. Η ύπαρξη μιας διάβρωσης από ανάμειξη υδάτων με διαφορετική διαλυτότητα (Bogli 1964) για πρώτη φορά μας δίνει την λύση στο πρόβλημα της δημιουργίας των σπηλαίων στον ασβεστόλιθο. Όλες οι άλλες θεωρίες πρέπει να μελετώνται με βάση πάντα αυτή την θεωρία, καθώς επίσης λαμβάνοντας υπ' όψιν και τον διαφορετικό χώρο που βρίσκεται κάθε σπήλαιο. Σε γενικές γραμμές μια θεωρία δεν μπορεί να εξηγήσει όλα τα σπηλαιογενετικά φαινόμενα, δεδομένου ότι υπεισέρχονται παρά πολλοί παράγοντες 11
διαφορετικής φύσης και οι οποίοι δεν είναι σταθεροί κατά την διάρκεια του χρόνου, επηρεάζοντας κατά ανώμαλο τρόπο την καρστική μορφογένεση. Μερικοί από αυτούς τους παράγοντες είναι η ατμόσφαιρα, η επιφανειακή βλάστηση, το είδος του πετρώματος, το νερό κ.λ.π. Στην φύση βεβαίως τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα, διότι εκτός από τους παράγοντες και τις μεταβολές τους κατά την διάρκεια του χρόνου, υπάρχει και μια αλληλοεπίδραση μεταξύ τους, που κάνει όλη την σπηλαιογενετική διαδικασία τρομερά πολύπλοκη (Γιαννόπουλος 2000:17). Τα έγκοιλα που δημιουργούνται αυτά μπορεί να είναι «τυφλά», δηλαδή να μην έχουν είσοδο από την επιφάνεια της γης, μπορεί όμως και να επικοινωνούν με την επιφάνεια της γης, οπότε σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για σπήλαια και εν δυνάμει σπήλαια. Η σπηλαιογενετική διαδικασία επιβραδύνεται ή επιταχύνεται λόγω τις διαφοροποίησης της έντασης των παραμέτρων της, αλλά μολαταύτα συνήθως συνεχίζεται εις στο διηνεκές (Γιαννόπουλος 2000). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα χαρακτηριστικά που δημιουργούν ένα σπήλαιο να επηρεάζουν τόσο την χρήση του από τον άνθρωπο, όσο και να επενεργούν στις μεταποθετικές διεργασίες. Ο βαθμός που αυτό συμβαίνει κατά περίπτωση αλλάζει. Αναλυτικότερα το πόσο η σπηλαιογενετική διαδικασία επηρεάζει την ανθρωπογενή αποθετική διαδικασία θα εξεταστεί στην συνέχεια, με αφορμή το παράδειγμα των σπηλαίων του νομού Καστοριάς. Ολοκληρώνοντας σχετικά με τη σπηλαιογένεση, όπως προαναφέρθηκε, αν και η πεποίθηση ότι η διαδικασία αυτή επιδρά στις ανθρώπινες χρήσεις, είναι κοινή μεταξύ των περισσότερων αρχαιολόγων, ακόμη δεν έχει εξεταστεί αναλυτικά και σε μεγάλο βαθμό η επίδρασή της (Heydari 2007) (Grube 2008). Η σπηλαιοαπόθεση είναι το άμεσο επακόλουθο της σπηλαιογένεσης. Η αποθετική διαδικασία σε ένα σπήλαιο είναι εξίσου πολύπλοκη και άπτεται πολλών διαφορετικών παραγόντων. Βιολογικά έχει άμεση σχέση με τα οργανικά υλικά τα οποία αποτίθενται στο σπήλαιο λόγω της σπηλαιόβιας πανίδας και χλωρίδας. Αρχαιολογικά η απόθεση είναι συνυφασμένη με τα κατάλοιπα των ανθρωπογενών δράσεων που λαμβάνουν χώρα στο σπήλαιο. Γεωλογικά η αποθετική διαδικασία άπτεται ουσιαστικά των διαφόρων τύπων ιζημάτων που αρχίζουν να επικάθονται στο έγκοιλο αμέσως μετά την αρχική διάνοιξή του. Ως γενικός κανόνας η διαδικασία αυτή επιταχύνεται μόλις αρχίσει να επιβραδύνεται η διαδικασία της σπηλαιογένεσης (Γιαννόπουλος 2000). Σημαντικότερο όλων από τα φαινόμενα τις απόθεσης θα μπορούσε να θεωρηθεί το φαινόμενο της απόθεσης ανθρακικού ασβεστίου που 12
προέρχεται από τη διάλυση των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Το ανθρακικό ασβέστιο δημιουργεί τα γνωστά σπηλαιοθέματα. Η ποικιλία των σπηλαιοθεμάτων είναι μεγάλη. Πιο γνωστοί τύποι είναι ο σταλαγμίτης και ο σταλακτίτης, αν και για την αρχαιολογική έρευνα των σπηλαίων σημαντικότερο ρόλο φαίνεται να παίζουν οι ροομορφές τύπου κρούστας οι οποίες είναι δυνατόν να επικαλύψουν ολόκληρες επιφάνειες με αποτέλεσμα να μπερδέψουν τον ερευνητή, οποίος νομίζει ότι αντιμετωπίζει φυσικό πέτρωμα (Stratford 2011). Γενικότερα, η πολυπλοκότητα, η ανακολουθία και οι σχέσεις των ιζημάτων αποτελούν ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα για την αρχαιολογική έρευνα στα σπήλαια (Farrand 2001). Συνοψίζοντας, το σπήλαιο αποτελεί έναν εξαιρετικά δυναμικό γεωλογικά χώρο, με εντονότερους ρυθμούς μεταβλητότητας σε σχέση με τα υπόλοιπα γεωλογικά περιβάλλοντα (Farrand 2001). Αυτή η μεταβλητότητα αυξάνει γεωμετρικά και τη δυσκολία του ως πεδίο αρχαιολογικής έρευνας. Ως βιολογικός χώρος το σπήλαιο είναι ένα διακριτό, σε σχέση με τα υπόλοιπα, μικροπεριβάλλον με σταθερά και διακριτά χαρακτηριστικά. Τα βασικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά του σπηλαίου είναι το καθολικό ή σχεδόν καθολικό σκότος που επικρατεί στο εσωτερικό του. Οι μικρές διακυμάνσεις στη θερμοκρασία μεταξύ των εποχών και η υψηλή υγρασία (Culver & Pipan 2009). Αυτοί οι παράγοντες βοηθούν την ανάπτυξη ιδιαίτερης πανίδας και χλωρίδας η οποία ονομάζεται σπηλαιόβια. Αναφορικά με την πανίδα των σπηλαίων αυτή χωρίζεται σε τρεις μεγάλες γενικές κατηγορίες. Τα τρωγλόξενα είδη, τα τρωγλόφιλα είδη και τα τρωγλόβια είδη (Culver & Pipan 2009). Τρωγλόξενα είναι τα είδη της πανίδας που διαβιούν εκτός του σπηλαίου αλλά το επισκέπτονται για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Τρωγλόξενο θεωρείται και ο άνθρωπος. Τρωγλόφιλα είναι τα είδη εκείνα που μοιράζουν το βίο τους μεταξύ του σπηλαίου και του εξωτερικού χώρου. Χαρακτηριστικότερο είδος είναι οι νυχτερίδες, οι οποίες φωλιάζουν στα σπήλαια αλλά βγαίνουν έξω από αυτά για να τραφούν. Τρωγλόβια είναι τα είδη που ζουν όλο τους το βίο στο εσωτερικό του σπηλαίου, συνήθως στην άφωτη ζώνη. Λόγω τις έλλειψης φωτός συνήθως είναι λευκά ή διάφανα και τυφλά ή με περιορισμένη όραση. Το πιο γνωστό από τα τρωγλόβια είδη είναι η σαλαμάνδρα Proteus Anguinus η οποία εντοπίζεται κυρίως στα σπήλαια τις Δαλματίας και της Σλοβενίας. Τα είδη της πανίδας των σπηλαίων επηρεάζουν με το δικό τους τρόπο τη διαμόρφωση των ανθρωπογενών χρήσεων αλλά και την μεταποθετική διαδικασία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι συγκεντρώσεις γουανό (κοπράνων νυχτερίδων) 13
οι οποίες μεταποθετικά, λόγω της όσμωσης του αζώτου, διαβρώνουν και καταστρέφουν τα κεραμικά υλικά και τις πιθανές κατασκευές από άργιλο οι οποίες μπορεί να υπάρχουν σε σπήλαια (Shahack- Gross et all 2004). Οι αποθέσεις γουανόκαι κατ επέκταση οι πληθυσμοί νυχτερίδων μέσα στο σπήλαιο- φαίνεται να επιδρούν και στην αποθετική διαδικασία, αν και δεν έχουμε σαφή ενδείξεις γι αυτό (Shahack- Gross et all 2004). Μολαταύτα, ως παράδειγμα, έχει καταγραφεί εθνογραφικά, το γεγονός οι βοσκοί να αποφεύγουν τους χώρους του σπηλαίου με πληθυσμούς νυχτερίδων, τόσο για λόγους δεισιδαιμονίας, όσο και από το φόβο να μην καταναλώσουν τα ζώα το γουανό και μολυνθούν από ασθένειες 5. Ολοκληρώνοντας την σύντομη εξέταση του σπηλαίου ως διακριτό, κλειστό, χώρο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αξίζει να δούμε πως αυτό το αντιλαμβάνονταν στο παρελθόν, και συνεχίζει να το αντιλαμβάνεται, ο άνθρωπος. Το απόλυτο, ή σχεδόν απόλυτο σκοτάδι που επικρατεί στο εσωτερικό των σπηλαίων, η έντονη υγρασία στο εσωτερικό τους, η σταθερή θερμοκρασία, η σταγονορροή, τα σπηλαιοθέματα, καθώς και η ασυνήθιστη πανίδα και χλωρίδα του σπηλαίου, φαίνεται να επηρεάζουν τον άνθρωπο και τον τρόπο που αυτός αντιλαμβάνεται στον χώρο του σπηλαίου (David 2004). Το σπήλαιο κατ επέκταση, αποκτά για τον άνθρωπο ένα υπερβατικό νόημα ως κάτι εκτός και πέρα από τον συνηθισμένο κόσμο που μας περιβάλει, πράγμα το οποίο το προάγει ως χώρο ιδεολογικής έκφρασης (Ustinova 2009). Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό διαχρονικό και διαπολιτισμικό. Από την παλαιολιθική τέχνη των σπηλαίων, μέχρι της ιερές cenote των Μάγιας και από τα εν σπηλαίω Μινωικά Ιερά στα βυζαντινά ασκητήρια και ξωκλήσια Μολαταύτα, ο άνθρωπος, δεν αντιλαμβάνεται το σπήλαιο μόνο ως χώρο ιδεολογικής έκφρασης. Αντίθετα η ανάγκη εξασφάλισης συγκεκριμένων αγαθών που υπήρχαν στο εσωτερικό του (π.χ. νερού), καθώς και η επιθυμία εκμετάλλευσης των φυσικών του χαρακτηριστικών (υγρασία, σκότος, σταθερή θερμοκρασία κ.τ.λ.) οδηγούν τον άνθρωπο στο εσωτερικό του σπηλαίου ώστε να το χρησιμοποιήσει και για πρακτικές του ανάγκες (αποθήκευση, σταβλισμό, καταφύγιο κ.τ.λ.) (Bergsvik & Skeates 2011, Tomkins 2009). 5 Η καταγραφή των παραπάνω πρακτικών, έγινε σε δύο περιοχές της ορεινής Κρήτης, στο Μαλάκι Ρεθύμνου και στην Ψαρρή κορυφή των Χανίων, όπου οι σύγχρονοι βοσκοί που χρησιμοποιούν τα σπήλαια, παρέθεσαν της πληροφορίες σε μέλη των αποστολών Μαλάκι 2008 και Ψαρρή 2009 της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Τα αποτελέσματα των εθνογραφικών ερευνών στις περιοχές αυτές είναι υπό έκδοση. 14
Ολοκληρώνοντας, αυτό που μένει ως συμπέρασμα είναι ότι το σπήλαιο ως χώρος, με συγκεκριμένα και διακριτά χαρακτηριστικά, χρησιμοποιείται μεν από τον άνθρωπο αλλά και επηρεάζει αυτήν τη χρήση. Μορφοποιείται από τον άνθρωπο αλλά και μορφοποιεί τα χαρακτηριστικά των ανθρωπογενών δράσεων. Σκιαγραφείται δηλαδή μια σχέση διαδραστική και δυναμική, η οποία για να ερμηνευτεί απαιτεί μια πλήρη αντιμετώπιση της έννοιας «σπήλαιο». 1.5 Το σπήλαιο ως τμήμα του αρχαιολογικού υλικού. Μετά τον ορισμό της λέξης «σπήλαιο», και τη συνοπτική παράθεση των χαρακτηριστικών που αυτή η λέξη περιλαμβάνει, αξίζει να σκιαγραφηθούν οι λόγοι που κάνουν το σπήλαιο τμήμα της αρχαιολογικής σκέψης και έρευνας. Ο άνθρωπος, βάση των ευρημάτων, από την πρώτη στιγμή που παρατηρούνται ίχνη του στην γη, φαίνεται να χρησιμοποιεί φυσικά μικρά έγκοιλα, εισόδους σπηλαίων και βραχοσκεπές, για προσωρινά καταφύγια (Guy Straus 1990). Είναι πλέον αποδεκτό στην έρευνα ότι ο άνθρωπος εισέρχεται και χρησιμοποιεί το εσωτερικό του σπηλαίου μόνο από την ανώτερη παλαιολιθική και μετά (Guy Straus 1990). Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολλοί, αλλά μπορούν να οργανωθούν πάνω σε δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος άξονας έχει να κάνει με την γενικότερη πολιτισμική και ιδεολογική πολυπλοκότητα που αρχίζει να παρουσιάζει το ανθρώπινο είδος από την εποχή του Homo Sapiens Neaderthalensis και μετά (David 2004). Οι ανάγκες των πιο σύνθετων κοινωνικών ομάδων που δημιουργούνται από αυτή την περίοδο και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας, οδηγούν τον άνθρωπο να αναζητήσει πιο πολύπλοκους τόπους συλλογικής και ατομικής έκφρασης και, συμβολικής, επικοινωνίας. Άμεσο επακόλουθο αυτής της πολυπλοκότητας ήταν η άνθηση των τρόπων έκφρασης που σήμερα ονομάζουμε «τέχνη» (David 2004). Μέσα σε αυτό το σύνολο ο άνθρωπος επισκέπτεται τα σκοτεινά τμήματα των σπηλαίων αναζητώντας την διαφορετική και πολύπλοκη έκφραση. Ο δεύτερος άξονας περιλαμβάνει το αναγκαίο τεχνολογικό επίπεδο που χρειάζεται ο χρήστης του σπηλαίου για να μπορέσει να επιβιώσει και να υλοποιήσει την ανάγκη της έκφρασης (Guy Straus 1990). Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η αναγκαιότητα της ύπαρξης φορητών πηγών φωτισμού, ελεγχόμενης φλόγας, για την 15
παραμονή στα στενά περάσματα της Αλταμίρα. Σημεία που ο άνθρωπος επισκέφθηκε γύρω στο 30.000 π.χ για να ζωγραφίσει 6. Σταδιακά ο άνθρωπος εξελισσόμενος, τόσο βιολογικά αλλά κυρίως πολιτισμικά- κοινωνικά, εντείνει τη χρήση των σπηλαίων και αυξάνει την ποικιλία των χρήσεων στο επίπεδο των πολλαπλών χρήσεων που συζητήθηκε πιο πάνω. Η μεγάλη επανάσταση στη χρήση των σπηλαίων έρχεται αναμφίβολα κατά τη νεολιθική περίοδο, αν και όχι ταυτόχρονα σε όλη την περιοχή της Μεσογείου. Για παράδειγμα ενώ άνθηση της σπηλαιοχρήσης στην Αδριατική και στα Βαλκάνια έχουμε στη Μέση Νεολιθική (ΜΝ) (Drnic 2010), στο χώρο του Αιγαίου αυτό συμβαίνει μόλις στην Νεότερη Νεολιθική (ΝΝ) και μάλιστα στην τελική της φάση (Trimmis & Elezi 2012). Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως η χρήση των σπηλαίων από τον άνθρωπο είναι ένα φαινόμενο πανανθρώπινο και διαχρονικό. Δεν έχει σημασία να επαναληφθούν τα παραδείγματα. Έχει όμως αξία να σημειωθεί ότι από την Ανώτερη Παλαιολιθική έως και σήμερα ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τα σπήλαια για τους ίδιους λόγους με παρεμφερείς τρόπους. Για παράδειγμα τα δάπεδα πακτωμένης αργίλου της νεολιθικής μετεξελίχθησαν σε στρώσεις σκυροδέματος, χωρίς όμως να αλλάζει η ανάγκη της επίστρωσης του εσωτερικού χώρου του σπηλαίου με ένα υλικό που στο τέλος θα προσφέρει ένα σταθερό δάπεδο για την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο σπήλαιο. Συνοψίζοντας ουσιαστικά όλο το πρώτο κεφάλαιο, αυτό που καταδεικνύεται είναι η θέση του σπηλαίου στην ανθρώπινη πολιτισμική, κοινωνική και ιδεολογική έκφραση. Για πάνω από 50.000 χρόνια το σπήλαιο ήταν και παραμένει σημαντικό κομμάτι σχεδόν κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο άνθρωπος φαίνεται να δραστηριοποιείται σε αυτό με συγκεκριμένους τρόπους και για συγκεκριμένους σκοπούς. Γι αυτό το λόγο το σπήλαιο πρέπει να διαθέτει και συγκεκριμένη θέση στις επιστήμες που μελετούν αυτούς τους τομείς της ανθρώπινης δράσης διαχρονικά όπως είναι η κοινωνική ανθρωπολογία, εθνολογία, η πολιτισμική ιστορία και φυσικά η αρχαιολογία. Αναφορικά με την αρχαιολογική διάσταση του σπηλαίου, εάν αποδεχτούμε ότι η αρχαιολογία μελετά τον άνθρωπο μέσω του υλικού πολιτισμού του και ότι το φυσικό περιβάλλον δεν είναι απλά ο καμβάς της ανθρώπινης δράσης, τότε προκύπτει ότι το σπήλαιο είναι κάτι παραπάνω από μια ακόμη φυσική γεωμορφή που 6 Πηγή: http://museodealtamira.mcu.es/. Η επίσημη ιστοσελίδα του Μουσείου της Αλταμίρα. 16
ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται. Όπως σκιαγραφήθηκε από τα ανωτέρω αλλά και όπως θα καταδειχθεί και στη συνέχεια, το ίδιο το σπήλαιο σαν κομμάτι της γης επηρεάζει και επηρεάζεται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Κατ επέκταση το σπήλαιο γίνεται μέρος του υλικού πολιτισμού. Διαμορφώνεται από τον άνθρωπο σαν οποιοδήποτε άλλο φυσικό αντικείμενο έτσι ώστε να ικανοποιήσει μέρος των αναγκών του, αλλά και ως ένα βαθμό επιβάλει περισσότερο από τα άλλα φυσικά περιβάλλοντα, τον τρόπο και τα χαρακτηριστικά της κάθε διαμόρφωσης. 1.6 Από το παρελθόν στο μέλλον. Το σπήλαιο ως κομμάτι της αρχαιολογικής έρευνας...ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς μπορούσε να έχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει την πατρίδα με τις ελιές της, τ' ακρογιάλια της, τα βάσανά της, με τα καΐκια της... Γ. Ρίτσος- Αποχαιρετισμός στο Γρηγόρη Αυξεντίου 1.6.α Oι απαρχές. Ήταν αρχές του 18 ου αιώνα όταν ο άνθρωπος άρχισε να αναζητά την καταγωγή του πέρα από τις μεσαιωνικές θεωρίες της Εκκλησίας, που πρέσβευε ότι ο άνθρωπος προέρχεται απ ευθείας από το αρχέγονο ζεύγος του Αδάμ και της Εύας (Pettit & White 2010). Την περίοδο εκείνη οι εξελικτικές θεωρίες των Darwin και Wallace άρχισαν να επηρεάζουν την ανθρωπολογική σκέψη και να εγείρουν αέναες συζητήσεις στη Βικτωριανή Αγγλία (Pettit & White 2010). Στις συζητήσεις αυτές ήρθαν να συνδράμουν και οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις της περιόδου και κυρίως τα αντικείμενα που αποκαλύφθηκαν από τις ανασκαφές στο σπήλαιο του Kent (Kent s Cavern) στην Αγγλία (Pettit & White 2010). Τα εργαλεία που αποκαλύφθηκαν στο σπήλαιο από τις ανασκαφές του MacEnery αρχικά και των Buckland και Cuvie στη συνέχεια, ουσιαστικά πιστοποιούσαν την ύπαρξη ενός πρωτόγονου ανθρώπου ο οποίος ήταν πέρα από τα δεδομένα της Αγίας Γραφής. Δημιουργήθηκε λοιπόν σταδιακά το μοντέλο του «Caveman», του ανθρώπου 17
των σπηλαίων (Pettit & White 2010). Σκιαγραφήθηκε δηλαδή η φιγούρα ενός «άγριου» και «πρωτόγονου» ανθρώπου ο οποίος κατοικούσε στα σπήλαια και χρησιμοποιούσε λίθινα εργαλεία. Το μοτίβο αυτό προς τα τέλη του 19 ου αιώνα ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με την ανακάλυψη των παλαιολιθικών θέσεων στα σπήλαια της νότιας Γαλλίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σπήλαιο του Kent από τον επόμενο ανασκαφέα του τον γεωλόγο William Pengelly, οργανώθηκε για πρώτη φορά, το 1860, σύστημα οργάνωσης του ανασκαφικού χώρου σε οριοθετημένες ανασκαφικές ενότητες. Οι ανασκαφικές ενότητες του Pengelly ονομάζονταν «Πρίσματα» και είχαν συγκεκριμένες διαστάσεις 1ft x 1ft x 3ft. Κάθε πρίσμα χαρακτηρίζονταν από ένα μοναδικό αριθμό οποίος δίνονταν με συνδυασμό γραμμάτων και αριθμών (Pettit & White 2010). Ο Pengelly αναγκάστηκε από τα ιζήματα του σπηλαίου, που δεν ακολουθούσαν κάποια συγκεκριμένη λογική ακολουθία, να εφεύρει το σύστημα του, το οποίο του επέτρεπε στο τέλος της ανασκαφής να γνωρίζει που και πότε αποκαλύφθηκε το κάθε αντικείμενο. Από την περίοδο αυτή λοιπόν, το σπήλαιο αποκτά θέση στην αρχαιολογική έρευνα και στην ανθρωπολογική σκέψη. Τα επόμενα χρόνια τα σπήλαια θα μονοπωλήσουν τις έρευνες γύρω από τον αρχέγονο άνθρωπο και θα γίνουν το βασικό θέατρο έρευνας για την παλαιολιθική αρχαιολογία. 1.6.β Η αρχαιολογική έρευνα των σπηλαίων στην Ελλάδα. Μια σύντομη ιστοριογραφική προσέγγιση. Η πρώτη καταγεγραμμένη αρχαιολογική έρευνα σε σπήλαιο στην Ελλάδα έγινε στο σπήλαιο του Πανός στην Αθήνα, το διάστημα 1842-1844 από τον Κ. Πιττάκη, υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Τα αποτελέσματα αυτής της ανασκαφής δημοσιεύτηκαν στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 7. Ο επόμενος σταθμός της αρχαιολογικής έρευνας σε σπήλαια στην Ελλάδα, έρχεται το διάστημα 1925-1940 όταν ο αυστριακός γιατρός και ανθρωπολόγος Α. Markovic (1897-1941), περιηγείται σε όλες σχεδόν της περιοχές της νοτίου Ελλάδας και πραγματοποιεί σπηλαιολογικές και προϊστορικές έρευνές (Ιωάννου 2000β:14). Ο Μάρκοβιτς σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα την 28η Οκτωβρίου 1941 με αποτέλεσμα το 7 Πηγή: www.archetai.gr. Η επίσημη ιστοσελίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. 18
υλικό των ερευνών του να μην δημοσιευτεί ποτέ. Ο ίδιος όμως είχε καταθέσει όλο το αρχείο του στο Ανθρωπολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ιωάννου 2000β:14). Για πάνω από 50 χρόνια το αρχείο του Μάρκοβιτς ήταν χαμένο. Τμήματά του ανακαλύφθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 από καθηγητές της ιατρικής σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών 8, αλλά μέχρι το 2000 δεν είχε προχωρήσει η μελέτη του (Ιωάννου 2000β:14). Η έλλειψη δημοσίευσης του συνόλου των παρατηρήσεών του για τα 4000 ελληνικά σπήλαια, για τα οποία είχε συλλέξει στοιχεία, στερεί από χρήσιμες πληροφορίες την σπηλαιολογική έρευνα. Μολαταύτα τα δεδομένα για την αρχαιολογική έρευνα των σπηλαίων στην Ελλάδα δεν αλλάζουν παρά μόνο μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αλλαγή αυτή συνδέεται με δύο επιστημονικά προγράμματα. Τις ανασκαφές της Αμερικάνικης Αρχαιολογικής Σχολής και του πανεπιστημίου της Indiana στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας (βλ. Jacobsen 1969) και τις συστηματικές έρευνες του Paul Faure στα Μινωικά σπήλαια της Κρήτης (βλ. Faur 1994). Με τις δύο αυτές έρευνες και τα σημαντικά τους αποτελέσματα τα σπήλαια εισέρχονται με νέα δυναμική στην αρχαιολογική συζήτηση για την αιγιακή προϊστορία. Τα δεδομένα αρχίζουν να αλλάζουν στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία μέχρι τότε, στα 20 χρόνια δράσης της είχε καταφέρει να καταγράψει περίπου 6.500 σπήλαια στον Ελληνικό χώρο τα περισσότερα από αυτά στην Κρήτη (Ιωάννου 2000β). Η επιτακτική ανάγκη για την προστασία και μελέτη των σπηλαίων αυτών οδήγησε στην ίδρυση της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας- Σπηλαιολογίας (ΕΠΣ) από το Υπουργείο Πολιτισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η ίδρυση της ΕΠΣ είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση των αρχαιολογικών ερευνών στα σπήλαια της χώρας. Ολοκληρώνοντας, μέχρι σήμερα στην Ελλάδα έχουν ερευνηθεί αρχαιολογικά περίπου 100 σπήλαια με τα 30 από αυτά να είναι επαρκώς δημοσιευμένα 9. Στην Μακεδονία, στην οποία επικεντρώνεται και η παρούσα εργασία, μόλις 4 σπήλαια έχουν συστηματικά ερευνηθεί αρχαιολογικά 10. Αν υπολογίσει κανείς πως πλέον οι 8 Ο εντοπισμός μέρους του αρχείου του Markovic έγινε από τα μέλη του Ανθρωπολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Κ. Μερδενισιάνο. 9 Μια σύνοψη των σπηλαίων που έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδας υπάρχει στο Trantalidoy, K., Belegrinoy, E. and Andreasen, N. 2010. Pastoral societies in southern Balkan peninsula: the evidence from caves occupied during the Neolithic and Chalcolithic era. In ANODOS, studies of ancient world vol. 10 p. 321-334 Tvarna. 10 Βλ. σημ. 9 19
καταγεγραμμένες σπηλαιομορφές στην Ελλάδας ξεπερνούν τις 11.000 11 είναι εύκολα κατανοητό το κενό έρευνας που υπάρχει. 1.6.γ Η αρχαιολογία σπηλαίων στον 21 ο αιώνα. Ο τρόπος και η μεθοδολογία που ακολουθούσαν οι αρχαιολόγοι στην ανασκαφή ενός σπηλαίου είχε άμεση σχέση με τις αρχαιολογικές θεωρίες που επικρατούσαν την κάθε περίοδο. Όπως αναφέρθηκε στο πρώτο κεφάλαιο το σπήλαιο εξ αρχής ακολούθησε τις θεωρητικές προσεγγίσεις αναφορικά με το τοπίο. Το σπήλαιο στην αρχαιολογική σκέψη έλαβε τη θέση ενός παθητικού «χώρου» στον οποίο οι άνθρωποι δρούσαν και τον χρησιμοποιούσαν για να καλύψουν διάφορες ανάγκες τους (στέγαση, αποθήκευση, λατρεία κ.α.). Όταν στα τέλη του 20 ου αιώνα η αρχαιολογική αντίληψη για το τοπίο άρχισε να μεταστρέφεται, αναδεικνύοντας την κοινωνική διάσταση αυτού (βλ. Ingold 1993), η θέση του σπηλαίου στην αρχαιολογική σκέψη μεταβλήθηκε επίσης. Το σπήλαιο σταδιακά έπαψε να αντιμετωπίζεται απλά ως χώρος δράσης ανθρώπινων ομάδων. Αντίθετα οι αρχαιολόγοι προσπάθησαν να προσεγγίσουν την κοινωνική του διάσταση (Tomkins 2009, Mlekuz 2011). Δηλαδή το πώς το σπήλαιο λειτουργούσε στην εκάστοτε ανθρώπινη κοινωνία και ποια η θέση του, ποιος ο ρόλος του, σε αυτή. Το άλλο στοιχείο που άλλαξε την μορφή της αρχαιολογίας σπηλαίων στον 21 ο αιώνα ήταν η πρόοδος της τεχνολογίας, τόσο στο επίπεδο της αρχαιολογικής έρευνας όσο και στο τεχνικό επίπεδο της έρευνας σε κάθε σπήλαιο. Μεθοδολογικά η αρχαιολογία σπηλαίων άρχισε να αναπτύσσεται πάνω στη βάση της ιζηματολογίας, μικρομορφολογίας. Η ανάπτυξη αυτών των δύο κλάδων και η ενσωμάτωσή τους στην αρχαιολογική έρευνα, προσέφεραν ένα σημαντικό εργαλείο για τον έλεγχο και την ερμηνεία των δυσερμήνευτων επιχώσεων που συνήθως παρουσιάζουν τα σπήλαια (Stratford 2011). Μολαταύτα σημαντικά βήματα προς μια καλύτερη διαχείριση των αρχαιολογικών πληροφοριών σε ένα σπήλαιο, έγιναν μόνο μετά την καθιέρωση των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ) στην αρχαιολογική έρευνα αυτών (Stratford 2011:112). Τα ΣΓΠ μπόρεσαν να προσφέρουν στην αρχαιολογία σπηλαίων τη δυνατότητα να ποσοτικοποιεί, να παραμετροποιεί και να ελέγχει τα αρχαιολογικά 11 Πηγή: Αρχείο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. 20
δεδομένα, που επηρεάζονται από τις έντονες αποθετικές και μεταποθετικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε ένα σπήλαιο. Πέρα από τις απλές εφαρμογές των ΣΓΠ αξίζει να σημειωθεί πως πραγματικά πολύτιμα για την αρχαιολογική έρευνα σπηλαίων θα ήταν η εφαρμογή των προγραμμάτων συνολικής διαχείρισης αρχαιολογικού περιβάλλοντος, όπως αυτό που σχεδιάστηκε για τη διαχείριση των ανασκαφικών δεδομένων στο αρχαιολογικό πρόγραμμα Παλιαμπέλων Κολινδρού (Katsianis κ.α. 2008). Τα χαρακτηριστικά και η λειτουργία των ΣΓΠ θα αναπτυχθούν στο επόμενο κεφάλαιο. Επιπροσθέτως θα σκιαγραφηθεί η σχέση τους με την αρχαιολογία γενικότερα,την αρχαιολογία σπηλαίων ειδικότερα, αλλά και οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις και τεχνικές λεπτομέρειες που άπτονται της εφαρμογής τους σε μια αρχαιολογική έρευνα σε σπήλαιο. Ολοκληρώνοντας, καίριο βήμα για την περαιτέρω ανάπτυξη της αρχαιολογίας σπηλαίων αποτέλεσε η γενικότερη η ανάπτυξη της τεχνολογίας στα όργανα και στα προγράμματα χαρτογράφησης των σπηλαίων καθώς και η ανάπτυξη της αρχαιομετρίας σε μεθόδους χρονολόγησης ιζημάτων και ασβεστικού υλικού (Stratford 2011:111). 21
2. Τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών και η σχέση τους με την αρχαιολογία και την σπηλαιολογία....ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα. οδεύω σ' ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα. Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό βάραθρο, μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο... Ν. Καζαντζάκης- Ασκητική 2.1 Τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ) Η δημιουργία των ΣΓΠ οφείλεται στην επιστήμη της Γεωγραφίας. Σχεδιάστηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 στον Καναδά ως προγράμματα διαχείρισης φυσικών πόρων (Κατσιάνης 2009:135). Λόγω των ελάχιστων υπολογιστών της περιόδου, αλλά και του μη επαρκώς αναπτυγμένου λογισμικού, τα ΣΓΠ χρησιμοποιήθηκαν μόνο από κρατικά ιδρύματα (Κατσιάνης 2009:135). Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 70 και μετά η χρήση τους άρχισε να διαδίδεται ταυτόχρονα με την ανάπτυξη των υπολογιστών. Σταδιακά η ανάπτυξη εμπορικών πακέτων και η γενικότερη πρόοδος της τεχνολογίας, έφεραν τα ΣΓΠ να χρησιμοποιούνται ευρέως τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιων τομέα για την τεκμηρίωση και ερμηνεία κάθε είδους γεωγραφικού φαινομένου (Κατσιάνης 2009:135). Το Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ), (Geographic Information System, GIS) είναι σύστημα διαχείρισης χωρικών δεδομένων (spatial data) και συσχετισμένων ιδιοτήτων (Goudie et all 1994:227). Στην πιο αυστηρή μορφή του είναι ένα ψηφιακό σύστημα, ικανό να ενσωματώσει, αποθηκεύσει, προσαρμόσει, αναλύσει και παρουσιάσει γεωγραφικά συσχετισμένες πληροφορίες. Σε πιο γενική μορφή, ένα ΣΓΠ είναι ένα εργαλείο "έξυπνου χάρτη", το οποίο επιτρέπει στους χρήστες του να αποτυπώσουν μια περίληψη του πραγματικού κόσμου, να δημιουργήσουν διαδραστικά ερωτήσεις χωρικού ή περιγραφικού χαρακτήρα (αναζητήσεις δημιουργούμενες από τον χρήστη), να αναλύσουν τα χωρικά δεδομένα, να τα προσαρμόσουν και να τα αποδώσουν σε αναλογικά μέσα (εκτυπώσεις χαρτών και διαγραμμάτων) ή σε ψηφιακά μέσα (Chrisman 2002:178). 22
Τα συστήματα ΣΓΠ αποτυπώνουν χωρικά δεδομένα σε γεωγραφικό ή χαρτογραφικό ή καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων (Marble 1990:20). Βασικό χαρακτηριστικό των ΣΓΠ είναι ότι τα χωρικά δεδομένα συνδέονται και με περιγραφικά δεδομένα, π.χ. μια ομάδα σημείων που αναπαριστούν θέσεις πόλεων συνδέεται με ένα πίνακα όπου κάθε εγγραφή εκτός από τη θέση περιέχει πληροφορίες όπως ονομασία, πληθυσμός κλπ. Τα ΣΓΠ είναι πληροφοριακά συστήματα (Information Systems) που παρέχουν την δυνατότητα συλλογής, διαχείρισης, αποθήκευσης, επεξεργασίας, ανάλυσης και οπτικοποίησης, σε ψηφιακό περιβάλλον, των δεδομένων που σχετίζονται με τον χώρο (Goudie et all 1994:227). Τα δεδομένα αυτά συνήθως λέγονται γεωγραφικά ή χαρτογραφικά ή χωρικά και μπορεί να συσχετίζονται με μια σειρά από περιγραφικά δεδομένα τα οποία και τα χαρακτηρίζουν μοναδικά (Chrisman 2002:178). Η χαρακτηριστική δυνατότητα που παρέχουν τα ΣΓΠ είναι αυτή της σύνδεσης της χωρικής με την περιγραφική πληροφορία (η οποία δεν έχει από μόνη της χωρική υπόσταση). Η τεχνολογία που χρησιμοποιείται για την λειτουργία αυτή βασίζεται είτε (Won 1990): Στο σχεσιακό (relational) μοντέλο δεδομένων, όπου τα περιγραφικά δεδομένα πινακοποιούνται χωριστά και αργότερα συσχετίζονται με τα χωρικά δεδομένα μέσω κάποιων μοναδικών τιμών που είναι κοινές και στα δύο είδη δεδομένων. Στο αντικειμενοστραφές (object-oriented) μοντέλο δεδομένων, όπου τόσο τα χωρικά όσο και τα περιγραφικά δεδομένα συγχωνεύονται σε αντικείμενα, τα οποία μπορεί να μοντελοποιούν κάποια άλλα αντικείμενα με φυσική υπόσταση. Το αντικειμενοστραφές μοντέλο τείνει να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο σε εφαρμογές ΣΓΠ εξαιτίας των αυξημένων δυνατοτήτων του σε σχέση με το σχεσιακό μοντέλο, καθώς και της δυνατότητας που παρέχει για την εύκολη και απλοποιημένη μοντελοποίηση σύνθετων φυσικών φαινομένων και αντικειμένων με χωρική διάσταση (Won 1990). 2.1.α Λειτουργίες και χαρακτηριστικά των ΣΓΠ Τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών χαρακτηρίζονται γενικά σε τέσσερις βασικές λειτουργίες (από Καρανικόλας 2007:7) Εισαγωγή 23
Διαχείριση Ανάλυση Παρουσίαση Οι τύποι γεωγραφικών δεδομένων στους οποίους αναφέρονται αυτές οι τέσσερις λειτουργίες είναι ταξινομημένοι σε τρεις βασικές κατηγορίες: σε χωρικά δεδομένα, περιγραφικά δεδομένα και δεδομένα γραφικών (Καρανικόλας 2007:7). Αναλυτικότερα, τα χωρικά δεδομένα (geometry data) περιγράφουν γεωγραφικά χαρακτηριστικά στον πραγματικό κόσμο όσον αφορά τη μορφή τους αλλά και τη σχέση μεταξύ τους (Καρανικόλας 2007:7). Δηλαδή περιγράφουν τη σχέση σημείων, γραμμών ή περιοχών σε ψηφιακή μορφή με τον πραγματικό κόσμο, μέσω της ενσωμάτωσης τους σε ένα σύστημα αναφοράς συντεταγμένων. Τα χωρικά δεδομένα μπορούν να είναι διαθέσιμα ως ψηφιακά δεδομένα σε ψηφιδωτή μορφή (raster) ή σε διανυσματική μορφή (πολύγωνα, γραμμές, σημεία) (Καρανικόλας 2007:7) Τα ψηφιακά δεδομένα σε ψηφιδωτή μορφή (raster) είναι δεδομένα που απεικονίζουν μια έκταση στο έδαφος, τα οποία είναι δομημένα σε έναν πίνακα που τα δεδομένα του είναι ψηφίδες. Κάθε ψηφίδα έχει μια τιμή η οποία αντιπροσωπεύει κάποιο φαινόμενο, όπως ένα χρώμα, η την τιμή μιας θερμοκρασίας. Η οργάνωση των χωρικών δεδομένων σε ψηφιδωτή μορφή επιτρέπει την εφαρμογή και την ανάλυση δεδομένων τηλεπισκόπησης, αεροφωτογραφιών και δορυφορικών εικόνων. Μειονεκτήματα των raster ψηφιακών δεδομένων είναι οι μεγάλες απαιτήσεις σε μνήμη και σε υπολογιστική ισχύ για την επεξεργασία τους και η αδυναμία απόδοσης σχέσεων γειτνίασης μεταξύ των γεωγραφικών χαρακτηριστικών που αποδίδονται (Καρανικόλας 2007:7). Τα ψηφιακά δεδομένα σε διανυσματική μορφή (vector data) χρησιμοποιούνται την απόδοση γεωγραφικών χαρακτηριστικών με τη χρήση σημείων για σημειακά γεωγραφικά χαρακτηριστικά, γραμμών για γραμμικά και πολυγώνων για επιφάνεια (Καρανικόλας 2007:8). Τα σημεία που αποτελούν τα σημεία τις γραμμές και τα πολύγωνα καταχωρίζονται στα ψηφιακά δεδομένα διανυσματικής μορφής με το ζεύγος των συντεταγμένων τους σε ένα σαφώς ορισμένο γεωγραφικό σύστημα αναφοράς. Κάθε αντικείμενο στη διανυσματική μορφή που αντιπροσωπεύει ένα γεωγραφικό χαρακτηριστικό μπορεί να συσχετιστεί με περιγραφική πληροφορία (Καρανικόλας 2007:8). Σε σύγκριση με τα raster ψηφιακά δεδομένα, τα διανυσματικά δεδομένα χαρακτηρίζονται από τις χαμηλές συγκριτικά απαιτήσεις σε μνήμη και την 24
χαμηλότερη υπολογιστική ισχύ που απαιτείται για την επεξεργασία τους (Καρανικόλας 2007:8). Τα περιγραφικά δεδομένα (attribute data) είναι πληροφορίες, οι οποίες σχετίζονται με τα χωρικά δεδομένα. Σε συστήματα ΣΓΠ αποθηκεύονται συνήθως σε ένα σύστημα βάσης δεδομένων (DBMS) που συνδέεται με την εφαρμογή ΣΓΠ (Καρανικόλας 2007:9). Ολοκληρώνοντας, αναφορικά με την απόδοση των διαστάσεων σε ένα ΣΓΠ, τα χωρικά δεδομένα είναι συνήθως διαθέσιμα ως μονοδιάστατα, δισδιάστατα (2D) ή δυόμισι διαστάσεων (2.5D). Ως 2.5D χαρακτηρίζονται τα δεδομένα όταν υπάρχει και τρίτη παράμετρος (π.χ. υψόμετρο) (Καρανικόλας 2007:9). 2.1.β Προγράμματα δημιουργίας ΣΓΠ. Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή του κεφαλαίου αρχικά ψηφιακά Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών μπορούσαν αν δημιουργήσουν μόνο κυβερνητικά εργαστήρια και ερευνητικά κέντρα λόγω της περιορισμένης διάδοσης της τεχνολογίας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα εμπορικά πακέτα ΣΓΠ (Κατσιάνης 2009:135). Η διάδοση και ανάπτυξη των συγκεκριμένων εμπορικών πακέτων ήταν και είναι ανάλογη της διάδοσης και της ανάπτυξης της ψηφιακής τεχνολογίας. Σήμερα υπάρχουν δεκάδες εμπορικά πακέτα που υποστηρίζουν την ανάπτυξη και το σχεδιασμό εφαρμογών ΣΓΠ. Τα πακέτα αυτά διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Τα Λογισμικά Κλειστού Κώδικα (ΛΚΚ) και τα Λογισμικά Ανοικτού Κώδικα (ΛΑΚ) ή αλλιώς Ελεύθερα Λογισμικά. Τα ΛΚΚ αποτελούν εμπορικά πακέτα που εκδίδονται από συγκεκριμένες εταιρίες και προωθούνται στην αγορά ως εκτελέσιμα αρχεία. (.exe). Ο χρήστης δεν έχει την δυνατότητα να επέμβει και να μορφοποιήσει/ αναπτύξει περαιτέρω το λογισμικό (Καρανικόλας 2007:1). Στη αγορά των προγραμμάτων για ΣΓΠ, το μερίδιο του λέοντος κατέχει το πακέτο με την εμπορική ονομασία ARC GIS. Τα βασικά πλεονεκτήματα των ΛΚΚ είναι η υποστήριξη της εταιρίας σε οποιοδήποτε ζήτημα προκύψει κατά τη χρήση του αρχείου καθώς και η ισχυρή εμπορική επωνυμία (Brand Name) που συνοδεύει το προϊόν. Το συνακόλουθο της ισχυρής εμπορικής επωνυμίας είναι η εξασφάλιση του επιπέδου του παρεχόμενου προϊόντος με διεθνή πιστοποιημένα πρότυπα. Το βασικό 25
μειονέκτημα των ΛΚΚ είναι το μεγάλο τους κόστος και η ανελαστικότητά τους όσον αφορά ζητήματα ανάπτυξης. Στον αντίποδα τα ΛΑΚ είναι πακέτα που τόσο το εκτελέσιμο αρχείο τους, όσο και η κωδικοποίησή τους, βρίσκονται ελεύθερα στο διαδίκτυο. Αναπτύσσονται από ένα δίκτυο χρηστών στο οποίο μπορεί να συμμετάσχει ο καθένας που έχει τις σχετικές γνώσεις (Καρανικόλας 2007:1). Σε παρεχόμενες υπηρεσίες όχι μόνο δεν υστερούν των ΛΚΚ αλλά αντίθετα πολλές φορές οι επιλογές που παρέχουν στο χρήστη είναι πολύ μεγαλύτερες. Για το λόγο αυτό συχνά προτιμούνται από επαγγελματίες και προγραμματιστές. Ένα ακόμη βασικό πλεονέκτημά τους είναι το μηδενικό κόστος. Κύρια μειονεκτήματα των ΛΑΚ είναι η έλλειψη πιστοποίησης από κάποιο παγκόσμιο πρότυπο καθώς και η έλλειψη υποστήριξης από κάποιον συγκεκριμένο πάροχο. Μολαταύτα το δεύτερο μειονέκτημα μετριάζεται, μιας και συνήθως η κοινότητα των χρηστών παρέχει συνολικά υποστήριξη, σε όποιον τη χρειάζεται, μέσα από υπηρεσίες και ιστοχώρους κοινωνικής δικτύωσης. Αναφορικά με τα Λογισμικά Ανοικτού Κώδικα που προσφέρουν εφαρμογές ΣΓΠ, ποιο δημοφιλή είναι τα πακέτα με την ονομασία GRASS GIS και QUANTUM GIS (Καρανικόλας 2007:2). 2.2 Παραμετροποίηση Τα ΣΓΠ βασίζονται στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τριών μεταβλητών. Του Χώρου (Χ) του Χρόνου (Χρ) και των Δεδομένων (Data) (D) (Arroyo Bishop & Lantada Zarzasa 1995:49). Θα λέγαμε δηλαδή ότι για τον σχεδιασμό ενός ΣΓΠ ισχύει η σχέση: ΣΓΠ = D / Η αρχαιολογία παραδοσιακά στηρίζεται στις ίδιες τρεις μεταβλητές και τις μεταξύ τους σχέσεις. Η έννοια της παραμέτρου του χρόνου στην αρχαιολογία είναι σχετική και αφηρημένη. Η αρχαιολογία θεμελιώθηκε πάνω στην χρονική αλληλουχία πολιτισμικών ομάδων και κοινωνικών συνόλων. Πολλές φορές αυτή η χρονική αλληλουχία είναι μια αυθαίρετη έννοια που κατασκευάζεται από τους ερευνητές για να διευκολυνθούν στην απόδοση του χρόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί 26
το σύστημα των τριών εποχών (Trigger 2005) 12. Η έννοια του χώρου είναι συγκεκριμένη. Σε κάθε πολιτισμική ομάδα/ κοινωνικό σύνολο αντιστοιχεί ένας συγκεκριμένος χώρος. Για κάθε κομμάτι υλικού πολιτισμού που μελετά η αρχαιολογία υπάρχει και το αντίστοιχο σημείο που αυτό εντοπίστηκε. Η χωρική ανάλυση λοιπόν των δεδομένων (spatial analysis) και τα μοντέλα κατανομής τους, με άξονες το χώρο και τον χρόνο στους οποίους ανήκουν αποτελούν δομικά στοιχεία της αρχαιολογικής σκέψης. Αντίστοιχα και στην Σπηλαιολογία ως φυσική επιστήμη (είτε αναφερόμαστε στην γεωλογία σπηλαίων είτε στη βιοσπηλαιολογία) τόσο η έννοια του χώρου όπου επισημαίνεται κάθε φορά το στοιχείο που καταγράφεται, όσο και η έννοια του χρόνου στον οποίο αυτό σχηματίστηκε/διαμορφώθηκε καταγράφηκε αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια κάθε μεθοδολογικής σκέψης. Ας το δούμε όμως αναλυτικότερα. 2.2.α Χώρος, χρόνος, ΣΓΠ και αρχαιολογία. Η ανάπτυξη των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών στην αρχαιολογία, είναι στενά συνδεδεμένη με τις έννοιες του χώρου και του χρόνου που αναδύονται μέσα από θεωρητικές προσεγγίσεις από τις απαρχές ακόμη της αρχαιολογίας (Torres 2006:2). Ήδη από τα τέλη του 19 ου και τις αρχές του 20 ου αιώνα, η νεαρή τότε αρχαιολογία χρησιμοποίησε τους όρους «χρόνος» και «χώρος» για να ερμηνεύσει την πολιτισμική ιστορία των κοινωνιών (Torres 2006:2). Σύμφωνα με τις θεωρίες της πολιτισμικής προσέγγισης στην αρχαιολογία οι έννοιες της χρονικής ακολουθίας, της χωρικής εγγύτητας και των όμοιων καταλοίπων υλικού πολιτισμού, ήταν σημαντικές για να εξηγήσουν επικαλύψεις, σχέσεις, συγγένειες, ανισότητες ή ακολουθίες πολιτισμικών ομάδων (Aldenderfer 1996, Wheatly & Gillings 2002). Η χωρική απεικόνιση των πολιτισμικών ομάδων κατά την περίοδο αυτή βασίστηκε σε βασικές μορφές οπτικής αναπαράστασης οι οποίες αποτελούνταν κυρίως από χάρτες και ένα ξεχωριστό πίνακα συστήματος για πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά (Torres 2006:2). Τα στοιχεία αυτά αναφέρονταν συνήθως στο χάρτη με την παρουσία ή την απουσία ενός συγκεκριμένου γνωρίσματος κάθε δεδομένης πολιτισμικής ομάδας. Η αναγραφή τους 12 Χρησιμοποιήθηκε η Ελληνική Έκδοση του βιβλίου. 27
στο χάρτη πολλές φορές δεν είχε άμεση συνάφεια με τη χωρική πληροφορία. Με την εξέταση των πινάκων και των καταλόγων και τη γραφική/ σχηματική απεικόνισή τους στο χάρτη, τα χαρακτηριστικά της κάθε πολιτισμικής ομάδας μπορούσαν να παρακολουθούνται τόσο χωρικά/ χρονικά όσο και σε σχέση με την αλληλεπίδρασή τους με άλλες πολιτισμικές ομάδες (Aldenderfer 1996). Προφανώς και όλη η επεξεργασία των δεδομένων και ο σχεδιασμός του χάρτη γίνονταν χειρόγραφα. Η ανάπτυξη της οικολογικής ανθρωπολογίας στα τέλη της δεκαετίας του 1940, και μέσα από τη δεκαετία του 1950, είχε τεράστια επίδραση στην χωρική σκέψη στην ανθρωπολογία και την αρχαιολογία. Υποστηριζόμενη από τον Julian Steward, η πολιτιστική οικολογία κατά κύριο λόγο αναφέρονταν στο πώς οι άνθρωποι προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους και τον αναπτυξιακό αντίκτυπο είχαν οι προσαρμογές αυτές για τον πολιτισμό (Steward 1955). Κατά τον Steward, οι προσαρμογές αυτές αντικατοπτρίζονται στην τεχνολογία και τις "παραγωγικές στρατηγικές". Μεθοδολογικά ο Steward πρότεινε την εξέταση 1) της αλληλεξάρτησης μεταξύ της παραγωγής της τεχνολογίας και του περιβάλλοντος, 2) των προτύπων συμπεριφοράς που σχετίζονται με την περιβαλλοντική εκμετάλλευση και 3) του βαθμού στον οποίο επωφελείς συμπεριφορές επηρεάζουν άλλες πτυχές της κοινωνίας (Steward 1955). Σύμφωνα με τις απόψεις της οικολογικής ανθρωπολογίας οι αναπτυξιακές τροχιές των κοινωνιών καθορίζονται από τις ανθρωπογενείς χρήσεις των διαθέσιμων φυσικών πόρων μέσα σε ένα οικοσύστημα. Τα οικοσυστήματα έχουν χωροταξική σημασία 13. Βασική μεταβλητή των οικοσυστημάτων είναι ο βαθμός και ο ρυθμός που αλληλεπιδρούν με τον ανθρώπινο παράγοντα (Steward 1955). Ωστόσο, παρ όλη τη σύνδεση ανάμεσα στους ανθρώπους και στο φυσικό περιβάλλον, η εφαρμογή των εννοιών αυτών εξακολουθεί να περιορίζεται σε μικρής χρονικής κλίμακας ανθρωπολογικά φαινόμενα. Στην οικολογική ανθρωπολογία οι πληροφοριακοί χάρτες χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για να καταδείξουν τις σχέσεις ανθρώπου / περιβάλλοντος. Μολαταύτα ο χάρτης λειτούργησε περισσότερο αναφορικά με την οπτικοποίηση των δεδομένων παρά για την ποσοτική ανάλυσή τους (Aldenderfer 1996). Η έρευνα της σχέσης ανθρώπου/ φυσικού περιβάλλοντος αποκτά νέα διάσταση στα τέλη της δεκαετία του 1960 με την εμφάνιση της «Νέας Αρχαιολογίας». Η Νέα Αρχαιολογία έδωσε έμφαση σε μια προσπάθεια 13 Αναλυτικότερα ένα οικοσύστημα διαμορφώνεται από το περιβάλλον που το φιλοξενεί αλλά και προσδίδει σε αυτό διακριτά χαραλτηριστικά. 28
επιστημονικής εξήγησης του παρελθόντος, η οποία επικεντρώθηκε σε ποσοτικές μεθόδους και, ιδίως, υποθετικο-παραγωγικούς συλλογισμούς στο μοτίβο των θετικών επιστημών (Binford 1962; 1968, Wheatley & Gillings 2002:7). Ως αποτέλεσμα της «Νέας Αρχαιολογίας» οι ερευνητές άρχισαν να διερευνούν και άλλους κλάδους (π.χ. γεωγραφία, οικονομία) για τις μεθόδους και τις ιδέες τους αναφορικά με τη χωρική ανάλυση. Από τις ιδέες και τις μεθόδους που παρέχονται από άλλους τομείς έρευνας, όπως η πολιτιστική γεωγραφία, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στην οικολογική ανθρωπολογία, η έννοια του χώρου και της χωρικής ανάλυσης έγινε αναπόσπαστο κομμάτι πια της ανανεωμένης ανθρωπολογικής και αρχαιολογικής σκέψης (Aldenderfer 1996:7) Σταδιακά όλο και περισσότεροι αρχαιολόγοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μεθόδους χωρικής ανάλυσης και εφαρμογές κατανομών ευρημάτων στο χώρο/ χρόνο σε μια προσπάθειά τους να εξηγήσουν το παρελθόν. Αυτή η στροφή προς τη χωρική ανάλυση οδήγησε, στα μέσα της δεκαετίας του 70, την αρχαιολογία να εξαρτάται σχεδόν απόλυτα σε μεθοδολογικό υπόβαθρο από την ποσοτικοποίηση των δεδομένων και την κατανομή τους στο χώρο (Clarke 1977, Flannery 1976, Hodder & Orton 1976). Η χρήση αυτών των τεχνικών συνήθως επικεντρώνεται στη δημιουργία των στατιστικών σχέσεων μεταξύ των πολιτιστικών χαρακτηριστικών/αντικειμένων και το φυσικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα με αυτές τις εξελίξεις στη χωρική σκέψη, ακολούθησαν και οι εξελίξεις στην πληροφορική και την τεχνολογία. Για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στις αρχές του 80 άρχισαν να χρησιμοποιούνται εξειδικευμένα χαρτογραφικά λογισμικά για την απεικόνιση και ανάλυση αρχαιολογικών δεδομένων (Wheatley & Gillings 2002:18). Οι πρώτες προσπάθειες ανάπτυξης μοντέλων κατανομών ευρημάτων με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας, άρχισαν με την απόδοση της πυκνότητας των υλικών σε μια δεδομένη επιφάνεια, στην οποία Ψηφιακά Μοντέλα Εδάφους (DEMs) μερικές φορές χρησιμοποιούνταν για να αναπαραστήσουν οπτικά το μοντέλο που προκύπτει από τις κατανομές (Kavmme 1983; Wheatley & Gillings 2002:18). Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι μέχρι την εμφάνιση των εξειδικευμένων χαρτογραφικών λογισμικών, η χωρική ανάλυση της δεκαετίας του 1970 ήταν ουσιαστικά απόδοση ποσοτικής ανάλυσης, στην οποία στατιστικές σχέσεις εκπροσωπούνταν μαθηματικά χωρίς την οπτικοποίηση σε χάρτη. Οι όποιοι χάρτες 29
σχεδιάζονταν βασικά με το χέρι και χρησιμοποιούνταν κυρίως για περιγραφικούς σκοπούς. Η έννοια του χώρου στην αρχαιολογία (και γενικότερα στην ανθρωπολογία), μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 80, θεωρούνταν ως το ουδέτερο φόντο πάνω στο οποίο λάμβανε χώρα κάθε ανθρωπογενείς δραστηριότητα (Ingold 2000, Tuan 1977). Ωστόσο από τα τέλη αυτής της δεκαετίας η παραπάνω άποψη άρχισε να επικρίνεται. Η αλλαγή στη θεώρηση του ρόλου του φυσικού περιβάλλοντος σχετίζεται τόσο με την ανάδυση των φαινομενολογικών αντιλήψεων στην αρχαιολογία όσο και με την αυξανόμενη σημασία της έννοιας του συγκεκριμένου (Bradley 1998, 2000, Hodder 1986, Scarre 2002, Tilley 1994). Σύμφωνα με τις παραπάνω θεωρήσεις, ο χώρος είναι διαποτισμένος με την κοινωνική έννοια η οποία ενσωματώνεται στην πολιτισμική δράση (Ingold 2000). Αναλυτικότερα ο άνθρωπος κατοικώντας και δρώντας στον κόσμο αλληλεπιδρά με το φυσικό περιβάλλον, το σχηματίζει και σχηματίζεται από αυτό. Ο «χώρος» μέσω της ανθρώπινης εμπειρίας μετασχηματίζεται σε «κοινωνικό χώρο» (Ingold 2000, Wheatley & Gillings 2002:8). Σταδιακά τα ΣΓΠ χρησιμοποιήθηκαν με πολλούς τρόπους για να διερευνήσουν και τις γνωστικές και τις βιωματικές αποδόσεις της έννοιας «χώρος». Τα ΣΓΠ σταδιακά μπαίνουν στο επίκεντρο της αρχαιολογικής διαδικασίας ως τα μέσα που μπορούν τόσο να ποσοτικοποιήσουν το τοπίο όσο και να συσχετίσουν με αυτό την ανθρώπινη εμπειρία και τις αισθήσεις (Wheatley & Gillings 2002). 2.2.β Χώρος, χρόνος, ΣΓΠ, γεωλογία σπηλαίων και βιοσπηλαιολογία. Εξαιρώντας την ανθρωπολογική/ αρχαιολογική διάσταση του σπηλαίου προς το παρόν, έχει ενδιαφέρον να σκιαγραφηθεί η σχέση του Χώρου/ Χρόνου, των ΣΓΠ και των σπηλαίων ως φυσικό περιβάλλον, δηλαδή ως γεωλογικός σχηματισμός και διακριτό βιολογικό σύνολο. Και σε αυτές τις προσεγγίσεις, η σχέση δεδομένων με το χώρο και το χρόνο και το παραμένει θεμελιώδης. Από την αρχή της γεωλογίας σπηλαίων, πάνω στους χειρόγραφους χάρτες, αναφέρονται τα σημαντικότερα γεωλογικά φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο σπήλαιο 14. Τέτοια φαινόμενα για παράδειγμα είναι τα ίχνη σπηλαιογένεσης και 14 Στην Ελλάδα η πρώτη προσπάθεια παράθεσης συγκεκριμένων συμβόλων για την απεικόνιση γεωλογικών φαινομένων σε χάρτη σπηλαίου, καταγράφεται το 1951 σε ένα δισέλιδο ανώνυμου συγγραφέα, στον δεύτερο τεύχος του Δελτίου της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας (Ανώνυμου 30
σπηλαιοαπόθεσης που εντοπίζονται στο σπήλαιο, αποθέσεις ιζημάτων, ροές νερού κ.τ.λ. (Bogli 1978). Εκτός από το σημείο όπου παρατηρούνται τα φαινόμενα, μείζονα σημασία για την γεωλογία των σπηλαίων έχει και ο ρυθμός με τον οποίο αυτά εκδηλώνονται, εξελίσσονται και μετασχηματίζονται (Fairbriadge 1968:1051). Τα ΣΓΠ έδωσαν στην γεωλογία σπηλαίων ένα σημαντικότατο εργαλείο τόσο για την ποσοτικοποίηση και οπτικοποίηση των φαινομένων αυτών, όσο και για την καταγραφή, εξήγηση και ερμηνεία τους. Σήμερα εφαρμογές ΣΓΠ χρησιμοποιούνται σχεδόν σε κάθε προσπάθεια καταγραφής, εξερεύνησης, μελέτης, προστασίας και ανάδειξης σπηλαίων σε παγκόσμια κλίμακα (Veni 1994;1997). Βασικό ερευνητικό ζήτημα και κύριο μέρος της προβληματικής για τα γεωλογικά ΣΓΠ σε σπήλαια παραμένει το ζήτημα της χαρτογράφησης (αποτύπωσης) των σπηλαίων (Veni 1997). Το ζήτημα αυτό θα το συζητήσουμε στο κεφάλαιο 5, γιατί αν και δεν έχει απασχολήσει στον ίδιο βαθμό τις αρχαιολογικές εφαρμογές ΣΓΠ σε σπήλαια, παραμένει το κυρίαρχο ζήτημα για την ανάπτυξη και την λειτουργία ενός ΣΓΠ στην έρευνα των σπηλαίων. Ολοκληρώνοντας τη σχέση χώρου, χρόνου, ΣΓΠ και σπηλαιολογικής έρευνας, οι εφαρμογές ΣΓΠ στην βιολογική έρευνα των σπηλαίων είναι αυτές οι οποίες καθυστέρησαν περισσότερο να αναπτυχθούν (Addison 2006). Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν για να οπτικοποιήσουν σημεία δειγματοληψίας ή και σημεία όπου συγκεντρώνονταν πληθυσμοί ζώων (νυχτερίδων για παράδειγμα). Σήμερα τα ΣΓΠ χρησιμοποιούνται και από τη βιοσπηλαιολογία για τους ίδιους λόγους ποσοτικοποίησης, ανάλυσης, οπτικοποίησης και συνολικής διαχείρισης δεδομένων (Addison 2006). 2.3 Τα ΣΓΠ ως εργαλεία της σύγχρονης αρχαιολογίας. Συνοψίζοντας, τα ΣΓΠ στην αρχαιολογία έχουν πολλές διαφορετικές εφαρμογές. Οι εφαρμογές αυτές, που έχουν αναλυθεί μέσα από πλήθος μεθοδολογικών προσεγγίσεων, βασίζονται στη ικανότητα του λογισμικού των ΣΓΠ για την εκτέλεση ειδικών καθηκόντων για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων. Εν κατακλείδι, η ανάπτυξη της πρακτικής των ΣΓΠ στην αρχαιολογία έχει οδηγηθεί από τις θεωρητικές κατευθύνσεις στην ανθρωπολογία και την αρχαιολογία 1951. Σύμβολα δια την σχεδίαση των σπηλαίων Δελτίον της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Τόμος 1 τεύχος 2 σελ. 56-57). 31
καθώς και από τις προόδους της τεχνολογίας και την αύξηση της διαθεσιμότητας της κατά τα τελευταία 20 χρόνια. Και παρόλο που ένα μεγάλο μέρος των τρεχουσών αρχαιολογικών εφαρμογών των ΣΓΠ συνεχίζει απλά να ασχολείται με την οπτικοποίηση και ποσοτικοποίηση των αρχαιολογικών δεδομένων, τα ΣΓΠ χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο ως εργαλεία για την μελέτη και ερμηνεία των σχέσεων που αναπτύσσει το κάθε κοινωνικό σύνολο με το περιβάλλον (Torres 2006). Στο πλαίσιο αυτής της ιδέας για μια διαδραστική σχέση ανθρώπου- περιβάλλοντος, που μπορεί να μελετηθεί μέσω των ΣΓΠ, οργανώθηκε και η μελέτη σε σπήλαια του νομού Καστοριάς, που θα παρουσιαστεί στη συνέχεια. 2.4 Τα ΣΓΠ και η αρχαιολογία Σπηλαίων. Εφαρμογές και προβληματισμοί. Αν μπορούσαμε να διεισδύσουμε με την όραση και να δούμε το εσωτερικό της γης, από πόλο σε πόλο, από τα πόδια μας ως τους αντίποδες, με τρόμο θα διακρίναμε μια μάζα διάτρητη από πελώριες σχισμές και σπηλιές. Ουμπέρτο Έκο- Το εκκρεμές του Φουκώ 2.4.α Εφαρμογές, Μεθοδολογίες και προβληματική των εφαρμογών ΣΓΠ στην αρχαιολογία σπηλαίων. Όπως προκύπτει και από τα προηγούμενα κεφάλαια, αλλά και όπως έχει καταγραφεί στη βιβλιογραφία (Stratford 2011), λόγω της πολυπλοκότητας που παρουσιάζει το σπήλαιο ως μέρος του αρχαιολογικού υλικού, τα ΣΓΠ θα μπορούσαν να είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για την διαχείριση, ανάλυση, μελέτη, ερμηνεία και παρουσίαση των δεδομένων μιας αρχαιολογικής έρευνας σε σπήλαιο. Επιπροσθέτως λόγω του σκότους που επικρατεί στο εσωτερικό του σπηλαίου, σε μεγάλους θαλάμους είναι απίθανο ο ερευνητής να μπορεί στο πεδίο να έχει μια συνολική θεώρηση του υπό εξέταση χώρου. Βλέπει «όσο φτάνουν τα φώτα του» σε μια περιορισμένη συνήθως γωνία. Τα ΣΓΠ δίνουν τη δυνατότητα στον ερευνητή να εποπτεύει στην οθόνη του υπολογιστή του το χώρο ως σύνολο. Μολαταύτα αυτή η πολυπλοκότητα του σπηλαίου, καθώς και οι ακραίες συνθήκες που επικρατούν στο εσωτερικό τους, έχουν εμποδίσει τη διάδοση των εφαρμογών ΣΓΠ στην αρχαιολογία σπηλαίων (Moyes 2002: 9). 32
Αναλυτικότερα, παρ όλο που οι αρχαιολόγοι που διεξάγουν έρευνες σε σπηλιές έχουν χρησιμοποιήσει, σε συγκεκριμένους θαλάμους και χώρους σπηλαίων, απλές εφαρμογές ΣΓΠ, είναι πρακτικά απίθανο σε ένα πολύπλοκο σπήλαιο να δημιουργηθεί μια δισδιάστατη απεικόνιση του χώρου με τα ευρήματα γεωαναφερμένα σε αυτόν. Ο λόγος είναι, είτε ότι τα ευρήματα βρίσκονται σε θαλάμους και σήραγγες που αλληλεπικαλύπτονται ως επίπεδα, είτε ότι πολλές φορές έχουμε υλικό το οποίο έχει αποτεθεί ή από τον άνθρωπο ή από το νερό σε φυσικά έγκοιλα, «πατάρια» και διαφορετικά επίπεδα, όλα στον ίδιο θάλαμο. Έτσι ουσιαστικά καταγράφεται μια επιφανειακή κατανομή ευρημάτων η οποία στο ίδιο χρονικό πλαίσιο δεν είναι μόνο οριζόντια αλλά και κάθετη (Moyes 2002). Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν όλοι όσοι ερευνούν και μελετούν σπήλαια σε πεδία άλλων επιστημών όπως η γεωλογία και η βιολογία. Ακόμη και όσοι θέλουν απλά να τα αποτυπώσουν. Η λύση του ζητήματος αυτού είναι ακόμη υπό συζήτηση. Προτείνονται διάφορες μεθοδολογίες και τεχνικές, καμία όμως μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Επιπλέον αξίζει να σημειωθεί πως κανένα πακέτο ΣΓΠ είτε ΛΚΚ είτε ΛΑΚ δεν περιλαμβάνει εφαρμογές που μπορούν να διαχειριστούν αυτό το πρόβλημα. Θεωρητικά το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί με δημιουργία ξεχωριστού «χάρτη» για κάθε επίπεδο αναφοράς και παρουσίαση αυτού του χάρτη σε κοινό πρόγραμμα. Εν συνεχεία μπορούν οι χάρτες να παρουσιαστούν με τον ένα να επικαλύπτει τον άλλο. Εάν τα ευρήματα αναφέρονται σε ενιαίο σύστημα συντεταγμένων, μπορούν να γίνουν συσχετισμοί και αναλύσεις. Ωστόσο, δεν είναι η ιδανική λύση, διότι δεν είναι εφικτό να διατηρηθούν οι χωρικές σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων, δεδομένου ότι η μέθοδος αυτή αναγκάζει το χρήστη να κάνει αυθαίρετες διακρίσεις ως προς το πού μπορεί να «κόψει» τον χώρο σε επίπεδα (Moyes 2002:11). Προκειμένου να διευκολυνθεί η ποσοτική ανάλυση, θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν προβολές χάρτη των αλληλεπικαλυπτόμενων περιοχών στο ίδιο αρχείο, αλλά κάτι τέτοιο θα επηρεάσει αρνητικά την απεικόνιση (Moyes 2002:11). Οι προτάσεις αυτές ενώ σαν ιδέες θεωρητικά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, στην αρχαιολογία είναι μη εφαρμόσιμες γιατί αλλοιώνουν τις χωρικές σχέσεις των αντικειμένων και παραμορφώνουν τις απεικονίσεις τους. Οι αρχαιολόγοι για να επιλύσουν τα παραπάνω προβλήματα στράφηκαν προς δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι η δημιουργία στο εσωτερικό των σπηλαίων Ψηφιακών Μοντέλων Εδάφους (DEM) (Moyes 2002) και η δεύτερη της αποτύπωση 33
του σπηλαίου και των ευρημάτων με χρήση Laser Scan (Brown et all 2001). Σε μικρά σπήλαια και βραχοσκεπές και οι δύο μέθοδοι παρουσίασαν άριστα αποτελέσματα. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με την εφαρμογή τους σε μεγαλύτερα σπήλαια (Stratford 2011). Οι λόγοι που οι δύο τελευταίες μέθοδοι δεν έδωσαν ικανοποιητικά αποτελέσματα σε μεγάλα σπήλαια, παρά το κόστος τους, άπτονται των γενικότερων δυσκολιών που παρουσιάζει η αποτύπωση σπηλαίου. Γι αυτό το λόγο το ζήτημα της αποτύπωσης των σπηλαίων και των ευρημάτων σε αυτά, θα αναλυθεί εκτενώς στο επόμενο κεφάλαιο. Μολαταύτα τα ΣΓΠ παραμένουν αξιόπιστα εργαλεία για χωρικές αναλύσεις και συνολική διαχείριση δεδομένων για τις περισσότερες σπηλαιομορφές. Το ζήτημα των ευρημάτων σε κάθετη κατανομή σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να επιλυθεί απλά με ξεχωριστή εισαγωγή των ευρημάτων αυτών στο σύστημα και την προϋπόθεση ο ερευνητής να έχει προνοήσει να εισάγει ως παράμετρο το θετικό «ύψος» που έχουν αυτά τα αντικείμενα σε σχέση με το οριζόντιο βασικό επίπεδο του δαπέδου του σπηλαίου. Ωστόσο η ανάπτυξή τους αντιμετωπίζει και πολλαπλά τεχνικά ζητήματα, ειδικά όσον αφορά μεγαλύτερες μορφές από μια μεγάλη βραχοσκεπή ή ένα σπήλαιο με έναν μόνο μεγάλο ευρύχωρο θάλαμο. Στην περίπτωση των σπηλαίων της Καστοριάς, τα οποία θα εξεταστούν στη συνέχεια, η μορφολογία των σπηλαίων ήταν τέτοια, η οποία επέτρεψε την ανάπτυξη απλών εφαρμογών ΣΓΠ. Μόνο σε ένα σπήλαιο, αυτό των Νερών στο Καστανόφυτο Καστοριάς, καταγράφηκαν επιφανειακά ευρήματα σε πολλαπλά επίπεδα. Το πώς αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα στην συγκεκριμένη περίπτωση, θα εξεταστεί στη συνέχεια. Αναλύοντας εκτενέστερα τα τεχνικά ζητήματα που άπτονται τις ανάπτυξης των ΣΓΠ σε αρχαιολογικές θέσεις σε σπήλαια, προκύπτουν πάλι οι γενικότερες δυσκολίες αναφορικά με την μεθοδολογία και τις τεχνικές αποτύπωσης των σπηλαίων. Για την ανάπτυξη των ΣΓΠ σε ανοικτές θέσεις τα δεδομένα συλλέγονται πλέον με γεωδαιτικούς σταθμούς και στη συνέχεια μεταφορτώνονται απευθείας στα προγράμματα επεξεργασίας των μετρήσεων, που λειτουργούν σε συνδυασμό με το πρόγραμμα ανάπτυξης του ΣΓΠ. Στα μεγέθη των σπηλαίων που συζητάει η παρούσα εργασία η χρήση γεωδαιτικών σταθμών είναι απαγορευτική για ένα πλήθος λόγων. Αρχικά η σχεδόν ακραία υγρασία (που σε αρκετές περιπτώσεις αγγίζει το 99%), επηρεάζει τους γεωδαιτικούς σταθμούς και σε πολλές περιπτώσεις τους κάνεις να 34
δυσλειτουργούν. Η σταγονορροή ή και το ρέον πολλές φορές νερό, απειλούν να καταστρέψουν το όργανο. Επιπροσθέτως σε περιπτώσεις στενών περασμάτων ή πολύ χαμηλών αιθουσών ο γεωδαιτικός σταθμός δεν είναι εφικτό να στηθεί σε τρίποδο και να καθετοποιηθεί. Τέλος οι υπερβολικά πολλές αλλαγές θέσης στις οποίες υποβάλλεται ο γεωδαιτικός σταθμός στις περισσότερες των περιπτώσεων ελαχιστοποιούν το πλεονέκτημά του στη μεγάλη ακρίβεια των μετρήσεων 15. Γι αυτούς του λόγους και έχει απορριφτεί η χρήση του σε μεγάλα ή πολύπλοκα σπήλαια (Moyes 2002). Μέχρι και τις αρχές του 2011 στην αρχαιολογική βιβλιογραφία ο μόνος τρόπος αποτύπωσης σπηλαίου και των ευρημάτων σε αυτά 16 που παρουσιάζονταν ήταν ο παραδοσιακός με πυξίδα και μετροταινία (βλ. Stratford 2011). Σε αυτή την περίπτωση οι μετρήσεις καταγράφονται χειρόγραφα και μεταφέρονται στη βάση δεδομένων. Το ποσοστό λάθους σε αυτή την περίπτωση είναι μεγάλο, αν και τα αποτελέσματα όπου αυτή η μέθοδος εφαρμόστηκε ήταν ιδιαιτέρως ικανοποιητικά (Pratt 1998; Moyes 1998, 2001, 2002, Stratford 2011). 2.4.β Νέες ιδέες σε παλιά δεδομένα. Μολαταύτα η τεχνολογία έχει εξελιχθεί αρκετά. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αξιόπιστες λύσεις αποτύπωσης σπηλαίων, με χαμηλότερο κόστος από τους γεωδαιτικούς σταθμούς, ποιο εύχρηστες, χωρίς προβλήματα προσαρμογής στο σπηλαιοπεριβάλλον και με μεγάλη ακρίβεια μετρήσεων αν ακολουθηθεί η σωστή μεθοδολογία. Τα όργανα και τις τεχνικές αυτές θα παρουσιαστούν στο επόμενο κεφάλαιο. Αυτό που έχει αλλάξει ωστόσο είναι η οπτική της ολιστικής πλέον θεώρησης του σπηλαίου. Στην επεξεργασία της χωρικής ανάλυσης των δεδομένων τα γεωλογικά στοιχεία του σπηλαίου συμπεριλαμβάνονται εξίσου, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των χρήσεων καθώς και των τρόπων διαμόρφωσης του σπηλαιοπεριβάλλοντος από τον άνθρωπο. Σε εφαρμογές ΣΓΠ με αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο σε αρχαιολογικές θέσεις σε σπήλαια, κυρίως στην Μέση Αμερική, αποδείχθηκε ότι τα ΣΓΠ έχουν συντριπτικά πλεονεκτήματα όσον αφορά προσπάθειες 15 Πάνω στο ζήτημα της ακρίβειας, όπως θα παρουσιαστεί και στο επόμενο κεφάλαιο, την διαφορά στο σπήλαιο δεν την κάνουν τα όργανα αλλά η μεθοδολογία. 16 Αξίζει να σημειωθεί ότι όπου στο κείμενο αναφέρονται «ευρήματα» εννοούνται επιφανειακά ευρήματα. Τα ανασκαφικά ευρήματα όπου αναφέρονται χαρακτηρίζονται. 35
ερμηνείας του σπηλαίου στο πλαίσιο που παρουσιάστηκε στα πρώτα κεφάλαια (MacLeod & Puleston 1978; Moyes 2001, 2002). Στο πλαίσιο δηλαδή ενός χώρου που αλληλεπιδρά με τον άνθρωπο, διαμορφώνει τις χρήσεις και φυσικά διαμορφώνεται από αυτές. Αναλύοντας τα δεδομένα της εφαρμογής ΣΓΠ σε αρχαιολογικές θέσεις σε σπήλαια, αυτό που ακόμη ενυπάρχει μόνο ως ιδέα, έγινε μια προσπάθεια να εφαρμοστεί σε σπήλαια του νομού Καστοριάς. Μια καταγραφή των χαρακτηριστικών των σπηλαίων σε ένα σύστημα ΣΓΠ και μια προσπάθεια ερμηνείας των δεδομένων μέσα από το πρίσμα του «που» και «πως» κατανέμονται στο χώρο. 36
3. Χαρτογραφώντας στο σκοτάδι. Μέθοδοι, τεχνικές και προβληματική της αποτύπωσης των σπηλαίων και των ευρημάτων σε αυτά. Προχωρούσε ο δον Κιχώτης, ενώ φώναζε να του αφήνουν σκοινί κι άλλο σκοινί, κι εκείνοι του τ' άφηναν λίγο-λίγο κι όταν οι φωνές που βγαίναν απ' τη σπηλιά πάψαν ν' ακούγονται, του 'χαν ήδη αφήσει και τις εκατό οργιές του σκοινιού, οπόταν σκέφτηκαν πως θα 'πρεπε ν' αρχίσουν να τον ανεβάζουν, μιας και δεν είχαν να του αφήσουν άλλο. Μιγκέλ Θερβάντες- Δον Κιχώτης 3.1 Η χαρτογράφηση σπηλαίων. Ορισμοί, μεθοδολογία και τεχνικές Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δ. Καραδημητρίου, εισηγητής χαρτογράφησης της Ε.Σ.Ε., η επιτυχία μιας αποτύπωσης σπηλαίου εξαρτάται από τα τρία «χ». Χρόνος, Χέρια, Χρήμα. Όσο περισσότερο από τα τρία παραπάνω συστατικά διαθέτει η ομάδα τόσο καλύτερο και ακριβέστερο είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Στις τρεις αυτές παραμέτρους είναι υποχρεωτικό να προστεθεί μία ακόμη: Η μεθοδολογία. Πριν την περαιτέρω ανάλυση των παραπάνω είναι απαραίτητο να οριστεί η αποτύπωση σπηλαίου και τα χαρακτηριστικά της. Η αποτύπωση σπηλαίου απαντάται στη βιβλιογραφία με δύο ορισμούς. Είτε ως αποτύπωση (survey) είτε ως χαρτογράφηση (mapping) (Judson 1974). Αποδεκτοί είναι εξίσου και οι δύο όροι. Στην παρούσα εργασία μιας και πραγματεύεται αρχαιολογικά δεδομένα θα χρησιμοποιηθεί ο όρος χαρτογράφηση, λόγω του ότι στην αρχαιολογική έρευνα ως «survey» χαρακτηρίζεται η επιφανειακή έρευνα ενός πεδίου. Βασικό πρόβλημα για την επιτυχία και την ακρίβεια μιας χαρτογράφησης είναι το ίδιο το σπήλαιο. Η πολυπλοκότητα του χώρου δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να αντιληφθεί εύκολα το πραγματικό μέγεθος των διαστάσεων. Μολαταύτα τόσο η διαδικασία της εξερεύνησης των σπηλαίων όσο και η συστηματική μελέτη αυτών προϋποθέτει την ύπαρξη λεπτομερούς και αξιόπιστου υπόβαθρου σε κατάλληλη μορφή και κλίμακα, η οποία να ικανοποιεί όλα τα γνωστικά αντικείμενα (Δογγούρης κ.α., 1986, Παγουνης κ.α.., 2004, Καλογερόπουλος κ.α. 2008). 37
Η διαδικασία της χαρτογράφησης δυσχεραίνεται από ποικίλους παράγοντες, εκ των οποίων οι δύο επικρατέστεροι είναι, πρώτον ότι ο χαρτογράφος δεν βρίσκεται πάντα σε ιδανικές συνθήκες, λόγω του ιδιαίτερου περιβάλλοντος που χαρακτηρίζεται από σκότος, υγρασία, κρύο κ.τ.λ. (Δογγούρης κ.α.., 1986), με αποτέλεσμα η χαρτογράφηση να γίνεται επίπονη και δεύτερον η πολυπλοκότητα του σπηλαίου η οποία καθιστά αναγκαία την αποτύπωση σημείων που βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικά επίπεδα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απαιτείται η καταγραφή στοιχείων για ένα τρισδιάστατο χώρο. Με την παραδοσιακή μέθοδο χαρτογράφησης το πρώτο στάδιο απαιτεί τη συλλογή των δεδομένων για το χάρτη, δηλαδή τις μετρήσεις από μια ομάδα χαρτογράφησης. Αυτή απαρτίζεται από 3 4 άτομα για την καλύτερη εκμετάλλευση του χρόνου, ειδικά σε μεγάλα σπήλαια, αν και μια ομάδα των 2 ατόμων έχει καλύτερη συνεργασία (Judson 1974). Ο επικεφαλής της ομάδας καθορίζει που θα είναι οι σταθμοί για τις μετρήσεις, καταγράφει στο ημερολόγιο τα δεδομένα κάνοντας σκίτσα του σπηλαίου και συνήθως είναι αυτός που σχεδιάζει το χάρτη καθώς γι αυτόν είναι πιο εύκολο να διαβάσει τις σημειώσεις του ημερολογίου. Τα υπόλοιπα μέλη χειρίζονται τα όργανα και αναγγέλλουν τις ενδείξεις στον επικεφαλής (Σαββαϊδης κ.α, 2007) Ο χειρισμός των οργάνων αφορά τη μέτρηση με μετροταινία της απόστασης από το σταθμό στο εκάστοτε σημείο 17, καθώς και τη μέτρηση της γωνίας που σχηματίζεται μεταξύ του σταθμού, του σημείου και του μαγνητικού βορρά (Αζιμούθιο). Η διαδικασία της χαρτογράφησης ξεκινά με τον καθορισμό ενός σημείου-σταθμού (το οποίο είτε έχει καθορισμένες συντεταγμένες σύμφωνα με ένα σύστημα αναφοράς είτε όχι). Όλοι οι επόμενοι σταθμοί ορίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να περιγράφεται το σχήμα του σπηλαίου. Για κάθε επόμενο σταθμό μετριέται και καταγράφεται η απόστασή του από τον προηγούμενο, το αζιμούθιο και η υψομετρική διαφορά (δηλαδή, η κλίση). Με αυτά τα στοιχεία μπορούν να σχεδιαστούν οι σταθμοί υπό κάποια κλίμακα και προσανατολισμένα στο χαρτί. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται για όσους σταθμούς είναι απαραίτητο. Πλέον, όπως θα σκιαγραφηθεί στη συνέχεια, η διαδικασία χαρτογράφησης μετά το 2008 τείνει να 17 Σταθμός είναι το κεντρικό σημείο όπου το όργανο μετράει τα υπόλοιπα σημεία. Ο σταθμός σε μία χαρτογράφηση μπορεί να είναι από ένας έως άπειροι, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει αποτύπωση χωρίς τουλάχιστον έναν σταθμό. Ο σταθμός μπορεί να οριστεί αυθαίρετα από την ομάδα αποτύπωσης ή να είναι ένα σταθερό σημείο ενταγμένο σε ένα γενικότερο γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς. 38
απλοποιηθεί μιας και κατασκευάζονται όργανα τα οποία συγκεντρώνουν τις ιδιότητες πυξίδας, κλισίμετρου και αποστασιόμετρου σε ένα. Οι μετρήσεις μεταξύ των σταθμών που γίνονται για τη συλλογή των απαραίτητων δεδομένων δημιουργούν μια γραμμή μέσα στο σπήλαιο που ονομάζεται όδευση. Οι οδεύσεις μπορεί να είναι ανοικτές ή κλειστές. Στην κλειστή όδευση η αρχή και το τέλος της συμπίπτουν, ενώ στην ανοικτή όχι (Καλογερόπουλος κ.α. 2008). Η πρώτη προσφέρει μεγαλύτερη ακρίβεια στη χαρτογράφηση καθώς δίνεται η δυνατότητα στο χαρτογράφο να αναγνωρίσει πιθανά λάθη (Dasher 1994). Αυτό όμως δεν είναι αποτελεί πανάκια, μιας και με την σωστή επαλήθευση των αποστάσεων μεταξύ των σταθμών, τα μειονεκτίματα της ανοικτής όδευσης μπορεί να ελαχιστοποιηθούν (Γαζέας & Φιλιππάτου 2008) Γενικότερα οι οδεύσεις που εφαρμόζονται στην χαρτογράφηση σπηλαίων μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τέσσερα είδη: την κεντρική, την ακτινωτή, την κυκλική και την ζικ-ζακ τα οποία χρησιμοποιούνται ανάλογα με το σχήμα και μέγεθος του χώρου που πρέπει να καταγραφεί (Καλογερόπουλος κ.α. 2008). Στην κεντρική όδευση δημιουργείται μία κεντρική γραμμή από σταθμούς στη μέση του χώρου, από τους οποίους μετράται η απόσταση των τοιχωμάτων εκατέρωθεν (Judson 1974). Οι μετρήσεις στα πλάγια γίνονται πάντα μετρώντας αζιμούθιο. Όταν η μορφολογία του σπηλαίου το επιτρέπει, η κεντρική γραμμή της όδευσης μπορεί να βρίσκεται στη μία πλευρά του περάσματος και από τους σταθμούς να γίνονται μετρήσεις μόνο προς το ένα τοίχωμα (Dasher 1994). Σε ειδικές περιπτώσεις η κεντρική γραμμή είναι ευθεία και από σημεία της ευθείας μετρώνται κάθετα οι αποστάσεις των τοιχωμάτων εκατέρωθεν, χωρίς να χρειάζεται για αυτές τις μετρήσεις αζιμούθιο (Σαββαΐδης κ.α. 2007). Στην περίπτωση ενός στενού περάσματος οι μετρήσεις μπορεί να γίνονται εναλλάξ από τη μία πλευρά του περάσματος στην άλλη, σχηματίζοντας έτσι μία ζικ-ζακ τροχιά. Με αυτόν τον τρόπο καθορίζουμε καλύτερα κάθε τοίχωμα του σπηλαίου. Αρκετοί χαρτογράφοι πιστεύουν πως με αυτήν την όδευση αλλοιώνεται το μήκος του σπηλαίου αν και αυτή η τεχνική θα δώσει περισσότερες πληροφορίες στο τελικό σχέδιο (Dasher, 1994). Στην ακτινωτή όδευση γίνονται μετρήσεις από ένα σταθμό, σε κεντρικό σημείο του σπηλαίου (ή θαλάμου),προς τα όρια του χώρου που χαρτογραφείται. Οι διαδοχικοί σταθμοί είναι ακτινωτά διατεταγμένοι ως προς τον κεντρικό σταθμό. Η ακτινωτή όδευση χρησιμοποιείται στις αίθουσες όπου ο χώρος τείνει να γίνει κυκλικός και έτσι το κεντρικό σημείο είναι ορατό από όλους τους σταθμούς. Στην Κυκλική όδευση οι μετρήσεις γίνονται περιμετρικά, ακολουθώντας τα όρια του χώρου που 39
χαρτογραφείται. Σε αυτήν την περίπτωση το σχήμα της όδευσης ταυτίζεται με το σχήμα του χώρου που χαρτογραφείται. Η κυκλική όδευση χρησιμοποιείται κυρίως σε αίθουσες που έχουν περίπου κυκλικό σχήμα. Αυτό διευκολύνει το κλείσιμο της όδευσης παίρνοντας μετρήσεις από τον τελευταίο σταθμό στον πρώτο. Έτσι, κατά τη διάρκεια της σχεδίασης γίνονται ευδιάκριτα τα πιθανά λάθη (Dasher 1994). Το ζήτημα που προκύπτει είναι αν υπάρχει μία όδευση η οποία να υπερτερεί των άλλων ως προς την ακρίβεια απόδοσης του χώρου που είναι προς χαρτογράφηση. Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα το 2008 ομάδα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Τοπικό Τμήμα Βόρειας Ελλάδας της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας έλεγξε πειραματικά την ακρίβεια τον οδεύσεων αποτυπώνοντας και με τις τέσσερις μεθόδους ένα αμφιθέατρο της Σχολής Θετικών Επιστημών και ο προθάλαμός του (Καλογερόπουλος κ.α. 2008). Για τις μετρήσεις χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια όργανα. Πυξίδα SUUNTO και το ηλεκτρονικό τηλέμετρο/κλισίμετρο του τμήματος γεωλογίας εφαρμοσμένο σε τρίποδο. Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα των οδεύσεων με τα αρχιτεκτονικά σχέδια τις αίθουσας αποδείχτηκε ότι την υψηλότερη ακρίβεια στην απόδοση του χώρου είχε η ακτινωτή όδευση και τη μικρότερη η ζικ- ζακ. (Καλογερόπουλος κ.α. 2008). Από την σύγκριση οδεύσεων του 2008 προέκυψαν ορισμένα βασικά συμπεράσματα. Πρώτον ότι χάρτες με διαφορετική μεθοδολογία δεν είναι άμεσα συγκρίσιμοι μεταξύ τους. Δεύτερον η ακριβέστερη μέθοδος για αποτύπωση χαρακτηριστικών του σπηλαίου είναι η ακτινωτή, διότι τα σημεία εξαρτώνται από έναν σταθερό σταθμό. Τέλος στην ακτινωτή όδευση η μεταφορά σφάλματος είναι η ελάχιστη, ενώ εάν επαληθευτεί η μεταφορά σταθμού με μεθόδους τριγωνισμού και επανάληψης των μετρήσεων το σφάλμα τίνει στο μηδέν (βλ. Γαζέας & Φιλιππάτου 2008). Όσον αφορά σπήλαια με αρχαιολογικά ευρήματα στη βιβλιογραφία προτείνεται η εφαρμογή μίας ενιαίας μεθόδου για αποτύπωση σπηλαίων. Όργανα όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ακρίβειας και περιορισμός των σταθμών στο ελάχιστο (Δερμιτζάκης & Δικαιούλια 1982,.Δογγούρης κ.α. 1986) Ολοκληρώνοντας αυτό που γίνεται σαφές από τα προαναφερθέντα είναι ότι η ακρίβεια στην αποτύπωση των σπηλαίων και των χαρακτηριστικών τους δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ποιότητας των οργάνων, αλλά κυρίως μέσω της σωστής μεθοδολογίας και της εμπειρίας της ομάδας χαρτογράφησης. 40
3.2 Σφάλματα. Έχει παρατηρηθεί στην χαρτογράφηση σπηλαίων ότι το ποσοστό σφαλμάτων είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από κάθε άλλη προσπάθεια αποτύπωσης οποιουδήποτε άλλου πεδίου (Tarsoly 2006). Στην περίπτωση που στόχος της αποτύπωσης του σπηλαίου είναι η εξέταση της χωρικής κατανομής και των χωρικών σχέσεων των χαρακτηριστικών του, βασικό στάδιο της όλης διαδικασίας είναι η πρόβλεψη και η διόρθωση των σφαλμάτων (Tarsoly 2006). Τα σφάλματα κατά τη διάρκεια της χαρτογράφησης είναι αυτά που αλλάζουν το αποτέλεσμα αποκλίνοντάς το από την πραγματικότητα. Τα σφάλματα μπορούν να ομαδοποιηθούν σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Τυχαία σφάλματα, σφάλμα λόγω απόκλισης από την ευθυγραμμία, σφάλμα λόγω απόκλισης από την οριζόντια θέση, σφάλμα λόγω λανθασμένης καταγραφής αναγνώσεων (Σαββαΐδης κ.α. 2007). Ακόμη, συστηματικά σφάλματα από διαφορές στο όργανο λόγω κατασκευής. Σφάλμα λόγω διαφοράς από το πρότυπο, σφάλματα λόγω μη κατάλληλης τάσης που εφαρμόζεται στα άκρα της μετροταινίας κατά τη μέτρηση, σφάλμα λόγω βέλους κάμψης που οφείλεται στο βάρος της μετροταινίας (Καλογερόπουλος κ.α. 2008). Όλα τα παραπάνω σφάλματα μπορούν να προβλεφθούν σε πολλές περιπτώσεις αν ληφθούν υπ όψιν πριν την έναρξη της αποτύπωσης. Επιπροσθέτως και όπως θα φανεί στο επόμενο υποκεφάλαιο, χρησιμοποιώντας όργανα νεώτερης τεχνολογίας ουσιαστικά εκμηδενίζονται τα λάθη από τη χρήση αναλογικής πυξίδας/ κλισίμετρου και μετροταινίας. Τα σφάλματα που είναι δύσκολο να προβλεφθούν είναι τα σφάλματα που σχετίζονται με το ανθρώπινο λάθος του ερευνητή. Είναι απρόβλεπτα και είναι αποτέλεσμα απειρίας ή υπερβολικής κόπωσης, υποθερμίας, σκότους και δυσκολίας προσαρμογής στο χώρο. Ως ένα σημείο τα νεώτερα όργανα χαρτογράφησης και τα προγράμματα ανάλυσης μετρήσεων περιορίζουν την ανθρώπινη παρέμβαση. Μολαταύτα, ακόμη τα προγράμματα αυτά είναι υπό ανάπτυξη και δεν θεωρούνται τελείως αυτοματοποιημένα. Βασικός χειριστής τους παραμένει ο άνθρωπος. Όλα τα παραπάνω σφάλματα έχουν ως αποτέλεσμα διαφορετικές χαρτογραφήσεις του ίδιου σπηλαίου να δίνουν αποτελέσματα με μικρές ή ασήμαντες διαφορές μεταξύ τους (Καλογερόπουλος κ.α. 2008). Και πάλι βέβαια με τη χρήση νέων τεχνολογιών και λογισμικών οι διαφορές αυτές εξαλείφονται, αρκεί στις 41
επόμενες χαρτογραφήσεις να χρησιμοποιούνται οι σταθμοί και τα σημεία που χρησιμοποιήθηκαν και στην πρώτη. 3.3 Όργανα χαρτογράφησης. Όταν η παράδοση συναντά την τεχνολογία. Τα όργανα που χρησιμοποιούνται ευρέως είναι η μετροταινία και το τηλέμετρο/ αποστασιόμετρο για τη μέτρηση απόστασης, η πυξίδα για τη μέτρηση του αζιμούθιου και το κλισίμετρο για την κλίση του εδάφους (Tasroly 2006). Η μετροταινία είναι το κυριότερο όργανο άμεσης μέτρησης μηκών. Κατασκευάζονται από διάφορα υλικά (μεταλλικές πλαστικές και λινές ή πλαστικές) και τα μήκη τους συνήθως είναι 20, 25, 30 και 50 m. Η ακρίβεια που προσφέρουν είναι περίπου 2-3cm / 100m με κανονική δύναμη έλξης που αναγράφεται πάνω στη μετροταινία και θερμοκρασία 20 C (Καλογερόπουλος κ.α. 2008). Η ακρίβεια μπορεί να αυξηθεί έως και το δέκατο του χιλιοστού με τη χρήση αποστασιόμετρων.. Η απόσταση μετράται με στόχευση του σημείου από το σταθμό. Για την ελαχιστοποίηση του σφάλματος το αποστασιόμετρο μπορεί να λειτουργεί και από τρίποδο. Το γεγονός ότι το αποστασιόμετρο είναι πολύ πιο μικρό σε διαστάσεις και ελαφρύ από το γεωδαιτικό σταθμό, αυτομάτως κάνει και το τρίποδό του να είναι πολύ πιο μικρό και ουσιαστικά να μπορεί να δουλέψει σε κάθε σημείο του σπηλαίου. Μεγαλύτερη ακρίβεια τέλος επιτυγχάνεται με τη χρήση αποστασιόμετρων Laser έναντι των αποστασιόμετρων που λειτουργούν με υπέρηχους (Καλογερόπουλος κ.α. 2008). Για τη μέτρηση του αζιμούθιου χρησιμοποιούνται πυξίδες. Ο κύκλος των πυξίδων υποδιαιρείται με τέσσερις τρόπους. Ο πρώτος είναι από 0 μέχρι 360 βαθμούς (μοίρες) και δίνει την απόλυτη γωνία (δεξιόστροφη) με το βορρά που ονομάζεται αζιμούθιο. Ο δεύτερος αποτελείται από τέσσερα τεταρτοκύκλια των 90 βαθμών νοτιοανατολικό, νοτιοδυτικό, βορειανατολικό, βορειοδυτικό. Ο τρίτος χωρίζεται σε 6400 mils και χρησιμοποιείται για στρατιωτικούς σκοπούς. Ο τέταρτος υποδιαιρείται σε 400 βαθμούς grads. Αυτός διευκολύνει τη σύγκριση οπίσθιας σκόπευσης (Dasher 1994). Στην παρούσα εργασία θα διατηρηθεί η υποδιαίρεση σε μοίρες. Μία αναλογική πυξίδα με προσοφθάλμιο με έμπειρο χειριστή μπορεί να επιτύχει ακρίβεια ± 1 μοίρας. Καλύτερη λύση είναι η ψηφιακή πυξίδα. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατόν να επιτευχθεί ακρίβεια μέχρι και δεύτερο λεπτό της μοίρας. 42
Απαραίτητο στοιχείο της χαρτογράφησης είναι και η μέτρηση κλίσης του εδάφους προκειμένου να υπολογιστούν οι υψομετρικές διαφορές. Το όργανο που καταγράφει τις κλίσεις είναι το κλισίμετρο. Τα απλά κλισίμετρα αποτελούνται από ένα μοιρογνωμόνιο και ένα νήμα στάθμης και μπορεί να βρίσκονται μαζί με την πυξίδα. Τα αναλογικά κλισίμετρα υψηλής ακρίβειας μπορεί να επιτύχουν ακρίβεια μέχρι ± 1 μοίρα. Και σε αυτή την περίπτωση με χρήση ψηφιακών κλισίμετρων η ακρίβεια αυξάνεται στο δεύτερο λεπτό. Η γεωμετρική χωροστάθμιση είναι μία ακόμη μέθοδος υψομετρίας, αλλά οι ισχυρές κλίσεις κάνουν αδύνατη την εφαρμογή της (Δογγούρης κ.α. 1986). Ακόμη, ομάδες Ρώσων γεωλόγων πειραματίζονται τα τελευταία χρόνια (από το 2004) με μια μέθοδο μέτρησης κλίσεων σε σπήλαια με χρήση αλτίμετρων. Τα αποτελέσματα αυτής της μεθόδου δεν έχουν ακόμη ανακοινωθεί. Τα τελευταία χρόνια έχουν παρουσιαστεί στην αγορά αποστασιόμετρα (όπως το Leica Disto ) στα οποία μπορεί να ενσωματωθεί ψηφιακή πυξίδα και κλισίμετρο. Τα όργανα αυτά έφεραν επανάσταση στην χαρτογράφηση των σπηλαίων. Μείωσαν τα μέλη της ομάδας χαρτογράφησης, αύξησαν τον χρόνο απόδοσης και ουσιαστικά εκτίναξαν την επίτευξη ακρίβειας στις μετρήσεις, ειδικά όταν λειτουργούν τοποθετημένα σε τρίποδο και στοχεύουν σε ανακλαστήρα. Τα όργανα αυτά παρουσιάζουν και ένα ακόμη συγκριτικό πλεονέκτημα. Μπορούν με τη χρήση βιομηχανικού προτύπου για ασύρματα προσωπικά δίκτυα υπολογιστών (Bluetooth) να αποστείλουν τα δεδομένα είτε σε φορητούς υπολογιστές είτε σε υπολογιστές παλάμης. Οι υπολογιστές αυτοί εφοδιασμένοι με κατάλληλα προγράμματα, όπως το AURIGA και το POCKET TOPO που θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, προχωρούν στην άμεση ανάλυση των μετρήσεων χωρίς την ανθρώπινη παρεμβολή. Αυτό έχει τον άμεσο περιορισμό του ανθρώπινου σφάλματος κατά τη μεταγραφή των μετρήσεων. Τέτοια συστήματα χρησιμοποιήθηκαν και στην παρούσα εργασία. 3.4 Προγράμματα ανάλυσης μετρήσεων και η σχέση τους με τις εφαρμογές ΣΓΠ σε σπήλαια 18. 18 Για τη συγκεκριμένη παράγραφο αντλήθηκαν πληροφορίες και από τις ιστοσελίδες paperless.bheeb.ch/ therion.speleo.sk/ και www.speleo.qc.ca/auriga/. 43
Οι πρώτοι κώδικες για λογισμικό το οποίο θα αναλύει τις μετρήσεις σε σπήλαια και θα υποστηρίζει τη διαδικασία της χαρτογράφησης γράφτηκαν πριν από 30 περίπου χρόνια στις Η.Π.Α.. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι κώδικες αυτοί αναπτύχθηκαν από ένα μόνο άτομο, συνήθως ερασιτέχνη σπηλαιολόγο, ο οποίος τους διέθετε εν συνεχεία στη σπηλαιολογική κοινότητα. Το πρώτο λογισμικό το οποίο ήταν λειτουργικό και αρκετά εύχρηστο ώστε να διαδοθεί ευρέως ήταν το Survey Manipulation and Plotting System (SMAPS) το οποίο αναπτύχθηκε από τον Doug Dotson στις Η.Π.Α. στις αρχές του 1990 (Dotson 2002). To SMAPS σχεδιάστηκε σε MS- DOS περιβάλλον. Η οργάνωσή του ήταν κλαδική και προσπαθούσε να συμπεριλάβει και να αντιμετωπίσει όλες τις πτυχές τις έρευνας σε σπήλαιο καθώς και της διαχείρισης του χώρου και των χαρακτηριστικών του. Στην κλαδική μορφή του προγράμματος τα αρχεία ταξινομούνταν με βάση την χρονική σειρά της έρευνας και της χρονικής ακολουθίας των ειδικών χαρακτηριστικών. Επίσης υπήρχε η δυνατότητα να προστεθούν στοιχεί γεωγραφικής αναφοράς του χαρακτηριστικού που καταγράφονταν, με τη μορφή διανυσματικών αποστάσεων από έναν σταθμό της χαρτογράφησης. Στις νεότερες εκδόσεις του SMAPS, ο Dotson, δημιούργησε και μια επιλογή σύνδεσης του λογισμικού με λογισμικά ΣΓΠ. Τα ΣΓΠ έδιναν στο SMAPS τη δυνατότητα, να προσθέτονται άμεσα γεωαναφερμένα δεδομένα στη χαρτογράφηση, σε σύνδεση με διεθνή συστήματα συντεταγμένων, με συνοδευτικό παράθυρο για αναγραφή πληροφοριών επί του σημείου. Τέλος το SMAPS σε αυτήν την έκδοσή του παρείχε στον ερευνητή τη δυνατότητα να εκτυπώνει την εργασία του γεωαναφερμένη, ενώ έδινε και την δυνατότητα της δημιουργίας χωριστών αρχείων ανά χαρακτηριστικό εύρημα και χαρτογράφηση. Η επόμενη σημαντική προσπάθεια για τη δημιουργία λογισμικού που να διευκολύνει την διαχείριση και ανάλυση των μετρήσεων σε σπηλαιολογικές έρευνες ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 από τον David McKenzie. Ο McKenzie συνέχισε την ανάπτυξη του λογισμικού για περίπου 25 χρόνια (McKenzie 2006). Το λογισμικό αναπτύχθηκε σε γλώσσα C++ για μικρο-υπολογιστές της δεκαετίας του 80. Αργότερα μορφοποιήθηκε κατάλληλα για να προσαρμοστεί στην πλατφόρμα των Windows 94. Για τα Windows ήρε και το εμπορικό όνομα που θα το συνοδεύει έκτοτε «WALLS» Το συγκεκριμένο λογισμικό αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως εφαρμογή σε έρευνες σπηλαίων στην Λατινική Αμερική και το Μεξικό. Και το WALLS ακολούθησε κλαδική οργάνωση των αρχείων δεδομένων. Επίσης το 44
WALLS χρησιμοποιεί και μια προσαρμοσμένη βάση δεδομένων για την αποθήκευση των χωρικών πληροφοριών. To WALLS έδινε τη δυνατότητα στο χρήστη να αποθηκεύει επίσης κείμενο πληροφοριών, σε μορφή σημειώσεων, για κάποιο σημείο ενδιαφέροντος. Επιπροσθέτως παρείχε τη δυνατότητα να σημειώνονται ευρύτερες περιοχές μέσα στο σπήλαιο οι οποίες είχαν για τον ερευνητή κάποιο ενδιαφέρον. Στα μέσα της δεκαετίας του 90 ο McKenzie συνεργάστηκε με την ESRI προσπαθώντας να παρέχει στους ερευνητές των σπηλαίων ένα intra-site ΣΓΠ. Στο πλαίσιο λοιπόν της συνεργασίας αυτής δημιουργήθηκε μια ειδική προσθήκη στο ArcGIS της ESRI το οποίο ενσωμάτωνε τα στοιχεία του WALLS σε περίπτωση που ο χρήστης ήθελε να χρησιμοποιήσει το ArcGIS για την ανάλυση δεδομένων από σπήλαια (McKenzie 2006). Η συγκεκριμένη εφαρμογή αν και παρουσίασε για πρώτη φορά ολοκληρωμένη πλατφόρμα ΣΓΠ για εφαρμογές σε περιβάλλον σπηλαίου, δεν μπόρεσε να λύσει τα δεδομένα τεχνικά και μεθοδολογικά προβλήματα της εφαρμογής ΣΓΠ σε σπήλαια. Μπόρεσε όμως να δώσει στους ερευνητές των σπηλαίων ένα καινούριο γραφικό εργαλείο. Το επόμενο χρονολογικά λογισμικό που αναπτύχθηκε για την επεξεργασία δεδομένων χαρτογράφησης σπηλαίων, είναι το πρόγραμμα COMPASS το οποίο, όπως και τα προηγούμενα; Αναπτύχτηκε στις Η.Π.Α. Το COMPASS δεν διαφέρει αισθητά από το WALLS. Η βάση δεδομένων του COMPASS ονομάζεται CaveBase και λειτουργεί παρόμοια με την βάση δεδομένων του WALSS. Επιπροσθέτως και τα δύο προγράμματα συνεργάζονται με την ESRI και παρέχουν τις πληροφορίες για τα σπήλαια στο περιβάλλον του ArcGIS σε μορφή 3D shapefiles (Dotson 2002). Στην Ευρώπη, τα πρώτα λογισμικά ανάλυσης και παρουσίασης δεδομένων χαρτογράφησης σπηλαίων, εμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και σήμερα ως επί το πλείστον είναι εκείνα τα λογισμικά που χρησιμοποιούνται ευρέως για τις σπηλαιολογικές έρευνες. Τα δύο γνωστότερα και ευρέως χρησιμοποιούμενα είναι το THERION digital cave maps και το VISUAL TOPO. Το THERION είναι θεωρείτε από πολλούς το πλέον ολοκληρωμένο λογισμικό ανάλυσης μετρήσεων για σπήλαια. Μολαταύτα λόγω του ότι είναι σχετικά δύσχρηστο, ενώ ταυτόχρονα η βάση χωρικών δεδομένων του είναι περιορισμένων δυνατοτήτων, δεν βρήκε ιδιαίτερες εφαρμογές στην επιστημονική έρευνα σπηλαίων. Αντίθετα το VISUAL TOPO με το αρκετά πιο εύχρηστο περιβάλλον εργασίας που παρέχει, την απλή και εύχρηστη βάση δεδομένων του και το γεγονός ότι προσφέρει άμεση εφαρμογή στοιχείων ΣΓΠ στην 45
χαρτογράφηση το κατέστησαν την πιο δημοφιλή εφαρμογή μεταξύ των ερευνητών (Αδαμόπουλος 2002). Στην παρούσα εργασία το πρόγραμμα που χρησιμοποιήθηκε ήταν το VISUAL TOPO. Για το λόγο αυτό, το συγκεκριμένο πρόγραμμα και οι δυνατότητές του θα παρουσιαστούν σε ξεχωριστή παράγραφο. Πριν ολοκληρωθεί η αναφορά στα λογισμικά επεξεργασίας δεδομένων χαρτογράφησης αξίζει να γίνει μια σύντομη παρουσίαση των AURIGA και POCKET TOPO τα οποία και αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο. Και τα δύο αυτά προγράμματα αναπτύχθηκαν για να συνεργάζονται με τα νέα όργανα χαρτογράφησης (αποστασιόμετρα). Η όλη λογική των προγραμμάτων αυτών είναι να περνά ο χρήστης είτε χειροκίνητα είτε ασύρματα, απευθείας τα δεδομένα από το όργανο σε κάποιο υπολογιστή παλάμης (palm top) ή φορητό υπολογιστή (net book), χωρίς να μεσολαβεί καταγραφή των δεδομένων σε χαρτί. Η μέθοδος αυτή, με το χαρακτηριστικό όνομα «χαρτογράφηση χωρίς χαρτί» (paperless mapping,) ουσιαστικά αυξάνει την ταχύτητα αποτύπωσης, ελαχιστοποιεί τα σφάλματα, μεγαλώνει την ακρίβεια στις μετρήσεις. Τα δεδομένα και από το AURIGA και από το POCKET TOPO μετά μπορούν να εξαχθούν απευθείας σε προγράμματα ανάλυσης μετρήσεων όπως αυτά που αναφέρθηκαν προηγουμένως. 3.5 Το VISUAL TOPO Tο VISUAL TOPO δημιουργήθηκε από το Γάλλο σπηλαιολόγο και προγραμματιστή Eric David το 1993. Σήμερα κυκλοφορεί η έκδοση 5.04 σε επτά γλώσσες. Ελληνικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Ισπανικά, Καταλανικά, Ιταλικά και Βουλγάρικα. Το πρόγραμμα διατίθεται ελεύθερα από το διαδίκτυο αλλά δεν είναι Λογισμικό Ανοικτού Κώδικα 19. Οι μετρήσεις μπορούν αν εισαχθούν στο VISUAL TOPO με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι χειροκίνητα, με αντιγραφή των σημειώσεων που έχουν κρατηθεί στο σπήλαιο. Ο δεύτερος τρόπος είναι να γίνει απευθείας εξαγωγή των μετρήσεων από κάποιο από τα AURIGA και POCKET TOPO, σε περίπτωση βεβαίως που αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί στο σπήλαιο. Η δεύτερη μέθοδος σαφώς και πλεονεκτεί της πρώτης σε ταχύτητα, ακρίβεια και περιορισμό σφάλματος στη χαρτογράφηση. 19 Οι πληροφορίες είναι από την ιστοσελίδα του προγράμματος www.vtopo.free.fr. 46
Το VISUAL TOPO αναλύει τις μετρήσεις που συλλέγονται από το σπήλαιο και αποδίδει τα σημεία με γεωγραφικές συντεταγμένες. Οι συντεταγμένες που αποδίδει το πρόγραμμα είναι εξαρτημένες είτε από κάποιο γενικότερο σύστημα συντεταγμένων είτε από κάποιο τοπικό κάναβο που έχει δημιουργήσει ο χρήστης. Η διαφορά έγκειται στο εάν θα δοθούν συντεταγμένες στο σημείο όπου θα αρχίσει η χαρτογράφηση ή θα θεωρηθεί το σημείο αυτό ως σημείο χ=0, ψ=0, z=0 για τον τοπικό κάναβο. Το πρόγραμμα δουλεύει με ανάλυση ανυσμάτων μεταξύ σημείων και σταθμών. Στο ίδιο το περιβάλλον εργασίας του προγράμματος μπορεί κανείς να προσθέσει χωρική πληροφορία, απλά επιλέγοντας ένα σημείο/ σταθμό. Στο παράθυρο που ανοίγει ο χρήστης μπορεί να προσθέσει κείμενο, φωτογραφία ή άλλη δίοδο (link) που αναφέρονται στη συγκεκριμένη χωρική ενότητα. Κατ αυτόν τον τρόπο η πληροφορία αποκτά χωρική οντότητα σε μια μορφή απλής εφαρμογής ΣΓΠ. Επιπροσθέτως το VISUAL TOPO έχει τη δυνατότητα να εξάγει δεδομένα τόσο στο ArcGIS όσο και στο Quantum GIS. 3.6 Δημιουργώντας το χάρτη και αναφέροντας τα χαρακτηριστικά. Ολοκληρώνοντας την ανάλυση των μετρήσεων και την ανάπτυξη των σταθμών και των σημείων αυτό που μένει είναι το σχεδιαστικό κομμάτι. Σε απλές εφαρμογές χαρτογράφησης σπηλαίων το κομμάτι αυτό μπορεί να γίνει «με το χέρι» σε μορφή σκαριφήματος. Σε άλλες περιπτώσεις η τελική σχεδίαση μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε σχεδιαστικό πρόγραμμα τύπου CAD. Στην περίπτωση που στον χάρτη χρειάζονται να αναφερθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του σπηλαίου, όπως διάκοσμος, στοιχεία υδρογεωλογίας, κατασκευές, ευρήματα κ.τ.λ. η αναφορά μπορεί να γίνει είτε με την απευθείας σχεδίαση των στοιχείων στο χάρτη είτε με τη δημιουργία ενός ΣΓΠ. Στην περίπτωση των ΣΓΠ ο χάρτης μεταφορτώνεται στο πρόγραμμα ανάπτυξης του ΣΓΠ είτε σε διανυσματική μορφή είτε σε μορφή ψηφιδωτού. Στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά εισάγονται βάση τις γεωαναφοράς τους είτε σε τοπικό είτε σε ευρύτερο σύστημα συντεταγμένων. Τα βασικά στοιχεία που πρέπει να αναφέρει ο χάρτης είναι αυτά που πρέπει να αναφέρει οποιαδήποτε άλλη αποτύπωση. Δηλαδή κλίμακα, υπόμνημα, βορρά όνομα δημιουργού, ομάδα χαρτογράφησης, όργανα χαρτογράφησης, πρόγραμμα ανάλυσης μετρήσεων και ημερομηνία. 47
Σχετικά με το υπόμνημα, για την απόδοση των χαρακτηριστικών των σπηλαίων 20 έχουν προταθεί διάφοροι συμβολισμοί. Αυτοί που χρησιμοποιούνται σε ευρύτερη κλίμακα είναι δύο. Τα σύμβολα χαρτογράφησης της Εθνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας των Η.Π.Α. (N.S.S. U.S.A.) και τα σύμβολα χαρτογράφησης της Διεθνούς Σπηλαιολογικής Ομοσπονδίας (U.I.S.) (Dasher 1994). Στους χάρτες της παρούσας εργασίας όπως θα σημειωθεί και στη συνέχεια επιλέχθηκαν τα σύμβολα χαρτογράφησης της U.I.S. για το λόγο ότι κυκλοφορούν σε Ελληνική μετάφραση και θεωρούνται ως ο επίσημος χαρτογραφικός συμβολισμός για τη χώρα. 3.7 Θέτοντας τα ερωτήματα. Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μια σύνοψη των προαναφερθέντων για να σκιαγραφηθούν τα σημεία όπου έχει φτάσει η έρευνα καθώς και τα ερωτήματα που μένει ακόμη να απαντηθούν. Θεωρητικά, το σπήλαιο πλέον αντιμετωπίζεται από την αρχαιολογία συνολικά. Ως ένας χώρος που το περιβάλλον αλληλεπιδρά με τον άνθρωπο εντονότερα από τις ανοιχτές θέσεις. Το σπήλαιο είναι κοινωνικός χώρος η κοινωνική διάσταση του οποίου διαμορφώνεται τόσο από τον άνθρωπο και από τη φύση. Βάση αυτών των θεωριών επιβάλλεται στην αρχαιολογική έρευνα του σπηλαίου να καταγράφει σε συνδυασμό με τα πολιτισμικά ευρήματα και τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου. Επίσης σημαντικό είναι η καταγραφή των συσχετισμών των δύο παραπάνω κατηγοριών ούτος ώστε να ολοκληρωθούν τα συμφραζόμενα. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν είναι: υπάρχει τέτοια μεθοδολογία που θα επιτρέπει την ταυτόχρονη καταγραφή και συσχέτιση των παραπάνω κατηγοριών δεδομένων; Μέχρι σήμερα οι μόνες τεχνικές οι οποίες, σε επίπεδο επιφανειακής έρευνας, προσφέρουν τέτοιες δυνατότητες είναι τα ΣΓΠ και οι μέθοδοι χωρικής ανάλυσης των ευρημάτων. Το δεύτερο ερώτημα που τίθεται είναι: υπάρχουν τεχνικές, μεθοδολογίες και όργανα που να μπορούν να βελτιώσουν την απόδοση και την ακρίβεια των τεχνικών αποτύπωσης ευρημάτων που έχουν προταθεί μέχρι σήμερα; Η απάντηση είναι θετική. 20 Ως χαρακτηρίστηκα των σπηλαίων θεωρούνται όλα τα γεωλογικά, βιολογικά και πολιτισμικά γνωρίσματά τους. Αναλυτικότερα στον πίνακα συμβόλων χαρτογράφησης της U.I.S. ο οποίος παρατίθεται στο τέλος του τόμου. 48
Η τεχνολογία έχει πλέον ελαχιστοποιήσει το σφάλμα στα όργανα μέτρησης στο χώρο του σπηλαίου. Η τρίτη ερώτηση αφορά την μεθοδολογία χαρτογράφησης: έχει προταθεί μεθοδολογία που να ελαχιστοποιεί το σφάλμα; Και σε αυτό το ερώτημα η απάντηση είναι θετική. Μετά το 2005 έλεγχοι μεταξύ των μεθοδολογιών αποτύπωσης σπηλαίων έχουν προτείνει αυτές με το ελάχιστο σφάλμα. Ο ερευνητής πλέον έχει τη δυνατότητα της επιλογής γνωρίζοντας το ποσοστό σφάλματος που έχει η μεθοδολογία αποτύπωσης που ακολουθεί. Το τέταρτο ερώτημα έχει να κάνει με τη γενικότερη προβληματική της εφαρμογής των ΣΓΠ σε μεγάλα σπήλαια: υπάρχει η μεθοδολογία που να επιτρέπει στα ΣΓΠ να περιλαμβάνουν και κάθετες και οριζόντιες κατανομές ευρημάτων στο ίδιο θεωρητικά επίπεδο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρνητική. Μπορεί ακόμη τα λογισμικά να μην παρέχουν αυτήν την δυνατότητα, μολαταύτα θεωρητικά το πρόβλημα όταν είναι σε μικρή κλίμακα μπορεί να διορθωθεί. Η πρακτική εφαρμογή των θεωριών αυτών είναι ακόμη υπό συζήτηση. Ολοκληρώνοντας, το βασικό ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι εάν στο πλαίσιο μιας επιφανειακής αρχαιολογικής έρευνας όλα τα παραπάνω μπορούν να εφαρμοστούν συνολικά. Αν είναι δηλαδή εφικτή μία συνολική μελέτη των ανθρωπογενών δράσεων ενός ή περισσότερων σπηλαίων, με χρήση ΣΓΠ και χωρικής ανάλυσης, έχοντας ως βασικά δεδομένα, επιφανειακά ευρήματα και γεωλογικά χαρακτηριστικά. Αν και το ερώτημα αυτό έχει εξεταστεί το 2002 από τον Η. Moyes (Moyes 2002) στην Ευρώπη δεν έχει γίνει ανάλογη προσπάθεια. Επίσης ουδέποτε μέχρι σήμερα έχουν δοκιμαστεί σε αρχαιολογική έρευνα τα καινούρια λογισμικά χαρτογράφησης, οι καινούριες μεθοδολογικές προσεγγίσεις, οι καινούριες τεχνικές και τα καινούρια όργανα που άπτονται της αποτύπωσης σπηλαίων. 49
4. Το εξερευνητικό πρόγραμμα Καστοριάς Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες,[...]. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ' εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες [...] βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά [...]. Φώτης Κόντογλου- Χριστούγεννα στη Σπηλιά 4.1 Εισαγωγικά Σε μια προσπάθεια ελέγχου και απάντησης στα ερωτήματα που τέθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, έγινε μια προσπάθεια να εφαρμοστούν, σε σπήλαια που εντοπίστηκαν και εξερευνήθηκαν από το Εξερευνητικό Πρόγραμμα Καστοριάς, οι θεωρίες, οι μεθοδολογίες και οι τεχνικές οι οποίες παρουσιάστηκαν στα κεφάλαια 1, 4 και 5. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα, εντάσσετε στον ευρύτερο ερευνητικό προγραμματισμό του Τοπικού Τμήματος Βόρειας Ελλάδας της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας (Το.Τ.Β.Ε. Ε.Σ.Ε.) από το 2009 και στόχο του έχει την καταγραφή και εξερεύνηση των σπηλαιομορφών της περιοχής του τέως νομού Καστοριάς. 4.2 Τα δεδομένα μέχρι το 2009. Η σπηλαιολογική έρευνα στην Καστοριά και γενικότερα στη Δυτική Μακεδονία μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Η μεγάλη απόσταση από την Αθήνα, στην οποία έδρευε η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία (Ε.Σ.Ε.), απόσταση η οποία μεγάλωνε λόγω του άσχημου οδικού δικτύου της εποχής, άφηνε αυτές τις περιοχές της χώρας εκτός των εξερευνητικών πλάνων των σπηλαιολόγων 21. Οι μόνες έρευνες που είχαν λάβει χώρα στην Καστοριά ήταν οι 21 Να σημειωθεί εδώ ότι μέχρι το 1981 στην Ελλάδα, ο μόνος φορέας που είχε ως μοναδικό ερευνητικό πεδίο τα σπήλαια ήταν η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία. Το 1981 ιδρύεται αρχικά η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας Σπηλαιολογίας και το 1982 ακολουθεί η ίδρυση του Σπηλαιολογικού 50
έρευνες στο σπήλαιο του Δράκου το 1963 και το 1968 από την Ε.Σ.Ε. κατόπιν προσκλήσεως των τοπικών αρχών οι οποίες είχαν καταλάβει το τουριστικό ενδιαφέρον του σπηλαίου (Ζερβουδάκης 1964; Παλληκαρόπουλος 1969). Επίσης σώζονται αναφορές για επίσκεψη σε σπήλαια της Καστοριάς κάποιου Σουηδού εν ονόματι Linberg το 1954 (Παλληκαρόπουλος 1970:47). Το ποια σπήλαια επισκέφτηκε, για ποιο λόγο και με ποιο σκοπό, παραμένει δισεπίλυτο μυστήριο. Γενικότερα μέχρι το 2009 στο αρχείο της Ε.Σ.Ε καταγράφονται 13 σπηλαιομορφές 22. Είναι οι καταγραφές με Αριθμό Σπηλαιολογικού Μητρώου (Α.Σ.Μ.) και όνομα: 531 Δράκου, 731 Μαυρότισσας, 732 Γκολουπίντσα, 971 Γουλιανών, 1320 Γάβρου, 3460 Χρυσοπηγής, 3620 Παταράγκος, 3911 Αγία Τριάδα Γέρμας, 3912 Τρύπα του Παπά Βογατσικού, 4408 Καστοριάς, 4419 Μπερίκι, 4420 Άνω Λόβκα ή Βινιέκη και 4421 Ντούχλο Δενδροχωρίου (αρχείο Ε.Σ.Ε.). Όλα περιγράφονται στο αρχείο ως σπήλαια, πλην της Χρυσοπηγής η οποία αναφέρεται ως «στέγαστρο/βραχοσκεπή». Από τα παραπάνω, εκτός του σπηλαίου του Δράκου, μόνο το Σπήλαιο του Παταράγκου έχει δημοσιευτεί στο «Δελτίο» της Ε.Σ.Ε. του 1970 (Παλληκαρόπουλος 1970). Επιπροσθέτως στο τοπικό αρχείο που διατηρεί το Το.Τ.Β.Ε. στη Θεσσαλονίκη, καταγράφηκε το 2005 το σπήλαιο των Νερών στην περιοχή του χωριού Καστανόφυτο Καστοριάς (αρχείο Το.Τ.Β.Ε. Ε.Σ.Ε). Το σπήλαιο επισκέφτηκε την ίδια χρονιά ομάδα σπηλαιολόγων του Τμήματος με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια παλαιοντολογίας κα. Ευαγγελία Τσουκαλά. Από εκείνη την έρευνα διαπιστώθηκε ότι το σπήλαιο παρουσιάζει σημαντικό γεωλογικό ενδιαφέρον, ενώ ταυτόχρονα ήταν πλέον το δεύτερο μεγαλύτερο καταγεγραμμένο σπήλαιο του Νομού, με μήκος που ξεπερνούσε τα 300μ.. Η αποστολή εκείνη δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την εξερεύνηση του Σπηλαίου, ενώ δεν προχώρησε και σε αποτύπωση του χώρου ή άλλου είδους μελέτη. 4.3 Ιστορικό του Προγράμματος και χρονικό των ερευνών. Αυτά ήταν τα δεδομένα έως και τις αρχές του 2009. Την περίοδο εκείνη η ομάδα cyberotsarka (www.cyberotsarka.gr) από την Καστοριά ήρθε σε επαφή με τον τότε Ελληνικού Εξερευνητικού Ομίλου (ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο.). Και οι δύο φορείς στελεχώθηκαν από στελέχη της Ε.Σ.Ε. τα πρώτα χρόνια λειτουργίας τους (σχ. Ιωάννου 2000). 22 Πηγή έγγραφα από το Αρχείο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Σίνα 32 Αθήνα. 51
Γενικό γραμματέα της Ε.Σ.Ε. Φ. Έλληνα, για να τον ενημερώσει ότι εντόπισε στην περιοχή των ορεινών όγκων των Οντρίων βάραθρα και σπήλαια. Η ομάδα cyberotsarka είναι μία ομάδα φυσιολατρών από το Άργος Ορεστικό Καστοριάς 23, η οποία καταγράφει και δημοσιεύει στον διαδικτυακό της τόπο, πληροφορίες για πολιτισμικά και φυσικά μνημεία της ευρύτερης περιοχής του νομού Καστοριάς. Ο Φ. Έλληνας ήρθε σε επαφή με το μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Το.Τ.Β.Ε. της Ε.Σ.Ε. Η. Καλογερόπουλο και μαζί με την Π. Φιλιππάτου και τον γράφοντα διοργάνωσαν το τριήμερο του Αγ. Πνεύματος του 2009 (5-8/6) κοινή αποστολή στην Καστοριά. Την ομάδα πλαισίωναν άτομα από το Εθελοντικό Τμήμα Αντιμετώπισης Καταστροφών (Ε.Τ.Α.Κ.) Καστοριάς και τη Cyberotsarka. Η αποστολή εκείνη εντόπισε 8 βάραθρα στον ορεινό όγκο των Οντρίων, εξερεύνησε το σπήλαιο Τρύπα του Βλάχου ή Κωστάκη επίσης στα Όντρια και ολοκλήρωσε την εξερεύνηση του σπηλαίου των Νερών στο Καστανόφυτο Καστοριάς. Το σπήλαιο των Νερών πλέον αποδείχτηκε ότι έχει συνολικό μήκος άνω των 500 μέτρων και ότι παρουσιάζει έντονο, εκτός από γεωλογικό, και πολιτισμικό ενδιαφέρον. Από την αποστολή του 2009 σκιαγραφήθηκε ο σπηλαιολογικός πλούτος της περιοχής της Καστοριάς και αποφασίστηκε να θεσμοθετηθεί, το Εξερευνητικό Πρόγραμμα Καστοριάς. Στο πλαίσιο του προγράμματος, εκτός από νέες εξερευνήσεις, έγινε μια προσπάθεια εντοπισμού και ταύτισης των καταγραφών που υπήρχαν στο αρχείο της Ε.Σ.Ε. και αναφέρθηκαν προηγουμένως. Δυστυχώς μέχρι σήμερα τα μόνο σπήλαια που έχουν ταυτοποιηθεί είναι τα σπήλαια Παταράγκου, Γκολουπίντσας και Αγ. Τριάδας Γέρμα. Η πρώτη, οργανωμένη από το Το.Τ.Β.Ε. πλέον, εξόρμηση έγινε το διάστημα 26-29/10/2009. Στην αποστολή συμμετείχαν τα μέλη του Το.Τ.Β.Ε. Καλογερόπουλος Ηρακλής, Καλαμπούκας Κωνσταντίνος. Κυρκιμτζή Ισμήνη, Τρίμμης Κωνσταντίνος και Καλογήρου Κωνσταντίνα. Την ομάδα και αυτή τη φορά πλαισίωναν μέλη του Ε.Τ.Α.Κ. και της Cyberotsarka. Κατά τη διάρκεια της αποστολής αυτής εξερευνήθηκαν και χαρτογραφήθηκαν τα σπήλαια Παταράγκου, Πέτρας, Αγ. Νικολάου Καστοριάς και Ντούχλος στο Δισπηλιό. Η δεύτερη εξόρμηση στην περιοχή έγινε 5-8/1/2011. Στην αποστολή συμμετείχαν τα μέλη του Το.Τ.Β.Ε. Τρίμμης Κωνσταντίνος και Καλογήρου 23 Πηγή: www.cyberotsarka.gr 52
Κωνσταντίνα, το μέλος του Τμήματος Κρήτης της Ε.Σ.Ε. Αφροδίτη Καρδαμάκη καθώς και μέλη του Ε.Τ.Α.Κ.. Εξερευνήθηκαν τα σπήλαια Γκολουπίντσα και η σπηλιά στο Νοσοκομείο. Στο σημείο αυτό στις αρχές του 2011 αποφασίστηκε, στα πλαίσια της παρούσης μεταπτυχιακής εργασίας, να αλλάξει ο χαρακτήρας του προγράμματος και από απλώς εξερευνητικό πρόγραμμα να μετατραπεί σε πρόγραμμα καταγραφής και μελέτης των επιφανειακών δεδομένων που υποδηλώνουν ανθρωπογενείς χρήσεις στα σπήλαια της περιοχής της Καστοριάς. Ταυτόχρονα να γίνει μια προσπάθεια καταγραφής των φυσικών χαρακτηριστικών των σπηλαίων και σύνδεσης αυτών με τα κατάλοιπα των χρήσεων. Ακόμη οργανώθηκε η γεωλογική μελέτη του σπηλαίου των Νερών με σκοπό την μελλοντική γεωλογική δημοσίευση αυτού 24. Το Το.Τ.Β.Ε. λοιπόν επανήλθε οργανωμένα στην Καστοριά το διάστημα 14-17/4/2011. Στην αποστολή συμμετείχαν τα μέλη του Το.Τ.Β.Ε. Παπαϊωάννου Γιάννης, Καραδήμου Γεωργία, Δημητράκη Διονυσία, Καλογερόπουλος Ηρακλής, Καλογήρου Κωνσταντίνα και Τρίμμης Κωνσταντίνος. Η αποστολή ολοκλήρωσε την αποτύπωση του σπηλαίου Γκολουπίντσα και εξερεύνησε το σπήλαιο Ντιμνίτσα στη Δαμασκηνιά. Επίσης, λόγω των νέων δεδομένων η ομάδα επισκέφτηκε ξανά τα σπήλαια Παταράγκου και Πέτρας. Η επόμενη επίσκεψη στην Καστοριά έγινε το τριήμερο 16-19/6/2011. Στην αποστολή συμμετείχαν τα μέλη του Το.Τ.Β.Ε. Τρίμμης Κωνσταντίνος, Καραδήμου Γεωργία και Παπαϊωάννου Γιάννης. Η ομάδα εξερεύνησε τα σπήλαια Αγ. Τριάδας και το σπήλαιο Αλευράδες, ενώ επισκέφτηκε ξανά το σπήλαιο Αγ. Νικολάου Καστοριάς. Στη συνέχεια, στις 11/9/2011, εξερευνήθηκε και χαρτογραφήθηκε το σπήλαιο «Νοσοκομείο Ανταρτών» στον Γράμμο από τα μέλη του Το.Τ.Β.Ε Τρίμμη Κωνσταντίνο και Καλογήρου Κωνσταντίνα με συνοδεία μελών του Ε.Τ.Α.Κ. Καστοριάς Το Το.Τ.Β.Ε. επισκέπτεται ξανά την Καστοριά το τριήμερο των Θεοφανείων του 2012 (5-7/1). Τα μέλη του Το.Τ.Β.Ε. της Ε.Σ.Ε Τρίμμης Κωνσταντίνος, Καραδήμου Γεωργία και Γιάννης Παπαιωάννου μαζί με τον αρχαιολόγο του μουσείου του Ζάγκρεμπ Ivan Drnic επισκέφτηκαν το σπήλαιο των Νερών στο 24 Η μεθοδολογία και οι τεχνικές που ακολουθήθηκαν παρουσιάζονται στο επόμενο κεφάλαιο (5), ενώ τα σπήλαια, αναλυτικά, στο κεφάλαιο 6. 53
Καστανόφυτο με σκοπό να χαρτογραφήσουν και να φωτογραφήσουν τους πρώτους θαλάμους του σπηλαίου που παρουσιάζουν ερευνητικό ενδιαφέρον. Συνολικά χαρτογραφήθηκαν σε μία μέρα τα πρώτα 130μ. του σπηλαίου. Η έρευνα ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2012. Το διάστημα 21-24 Ιουνίου την Καστοριά επισκέφθηκαν 11 μέλη του Το.Τ.Β.Ε. με σκοπό την ολοκλήρωση της χαρτογράφησης και μελέτης του σπηλαίου των Νερών. Χαρτογραφήθηκαν συνολικά 480μ. σπηλαίου ενώ προέκυψαν σημαντικά δεδομένα σχετικά με τη γεωλογία και τις ανθρωπογενείς χρήσεις του σπηλαίου. Το Εξερευνητικό Πρόγραμμα Καστοριάς στη δεύτερη φάση του, έθεσε αρχικούς στόχους την έρευνα στους ορεινούς όγκους του Γράμμου και του Βιτσίου. Δύο περιοχές όπου η αρχαιολογική έρευνα είναι ανύπαρκτη. Μολαταύτα, τα μη εκκαθαρισμένα ναρκοπέδια, η απουσία αξιόπιστων οδηγών και το δύσβατο της περιοχής ανάγκασαν τα μέλη του προγράμματος να επαναπροσδιορίσουν τους στόχους τους. Εν τέλει μελετήθηκαν σπήλαια στον λόφο του Αγ. Αθανασίου Καστοριάς, στα νότια παράλια της λίμνης, πλησίον του Δισπηλιού, στον ορεινό όγκο Παλιοκκλήσι και στην περιοχή των Καστανοχωρίων (εικ. 1). Στο Γράμμο εντοπίστηκε και μελετήθηκε μόνο ένα σπήλαιο, αυτό το οποίο χρησιμοποιούνταν ως νοσοκομείο από το Δημοκρατικό Στρατό την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Από την αρχή των εξερευνήσεων στην Καστοριά οι έρευνες δεν συμπεριέλαβαν το σπήλαιο του Δράκου, το οποίο αν και όχι ολοκληρωτικά εξερευνημένο και μελετημένο, έχει πλέον αξιοποιηθεί και η διαχείρισή του ανήκει σε εταιρεία του Δήμου της πόλης. Συνολικά και στις δύο φάσεις του το πρόγραμμα κατέγραψε 23 σπηλαιομορφές. Από αυτές, για την παρούσα εργασία μελετήθηκαν οι 10. 4.4 Οι ανθρωπογενείς χρήσεις των σπηλαίων της Καστοριά, όπως καταγράφονταν μέχρι το 2009. Μέχρι και το 2009, οπότε και ξεκίνησε η έρευνα στα σπήλαια της Καστοριάς, τα δημοσιευμένα δεδομένα για ανθρωπογενείς χρήσεις στα σπήλαια του νομού, αν και λίγα και αποσπασματικά, δίνουν μία σχετικά καλή εικόνα. 54
Το καλύτερα μελετημένο και δημοσιευμένο σπήλαιο στο νομό, είναι αυτό των Πηγών Κορομηλιάς 25. Το σπήλαιο βρίσκεται στην βόρεια πλευρά του φαραγγιού που διασχίζει ο Ποταμός Λειβαδοπόταμος (Λαδοπόταμος). Διανοίγεται σε στρώματα επαφής ασβεστόλιθου και δολομιτικού ασβεστόλιθου με χρώμα ανοιχτότεφροτεφρό 26. Η δημιουργία του οφείλεται σε συνδυασμό τεκτονικών- καρστικών διαδικασιών και διάβρωσης, όταν ο πυθμένας του φαραγγιού ήταν στο ύψος της εισόδου του σπηλαίου (Τρανταλίδου κ.α. 2005). Μορφολογικά το σπήλαιο αποτελείται από έναν ενιαίο ουσιαστικά θάλαμο με μέγιστες διαστάσεις περί τα 25μ. μήκος και 10μ. πλάτος. Στο βάθος του θαλάμου (23μ. περίπου από την είσοδο) υπάρχει μία ασβεστολιθική κολώνα η οποία είναι και το μόνο χαρακτηριστικό σημείο στο εσωτερικού του σπηλαίου. Τέλος στα βόρεια και στα δυτικά τοιχώματα του σπηλαίου υπάρχουν καρστικοί αγωγοί οι οποίοι και βοηθούν στην απορροή των νερών. Η πρώτη ανασκαφική προσπάθεια στο σπήλαιο έγινε το 2000 από τους Χ. Τσούγγαρη και Θ. Αθανασίου οι οποίοι έκαναν δύο δοκιμαστικές τομές. Την έρευνα συνέχισε η Κ. Τρανταλίδου η οποία και ανέσκαψε συστηματικά τη σπηλιά τα έτη 2003, 2004, 2007 και 2008 (Trantalidou κ.α. 2010). Το σπήλαιο παρουσίασε ευρήματα που χρονολογούνται από τις αρχές της 5 ης χιλιετίας ως και τον 11 ο μ.χ. αιώνα, με μεγάλα χρονολογικά κενά στη χρήση του. Σχετικά με τις νεολιθικές φάσεις του σπηλαίου, η Μεγάλη σπηλιά Κορομηλιάς ήταν ένα σπήλαιο που χρησιμοποιούνταν εποχιακά, πιθανόν από κτηνοτροφικές ως επί το πλείστον ομάδες, που μετακινούνταν από την λεκάνη του Αλιάκμονα προς την περιοχή της λεκάνης της Κορυτσάς και τανάπαλιν (Τρανταλίδου κ.α. 2005, 2010). Το σπήλαιο χρησιμοποιούνταν τόσο για το σταβλισμό των ζώων όσο και για την φιλοξενία των ανθρώπων, οι οποίοι φαίνεται να μετέφεραν μαζί τους και όλη την οικοσκευή τους. Παρόμοιες πρακτικές εμφανίζονται και στις επιχώσεις των ιστορικών χρόνων (Trantalidou et all. 2010). Στη σπηλιά εντοπίζονται τρεις διακριτές φάσεις χρήσης που χρονολογούνται στη νεότερη Νεολιθική. Μία των αρχών της 5ης χιλιετίας π.χ. (φάση Ι), μία στο β μισό της 5ης χιλιετίας π.χ. (φάση ΙΙ) και μία νεότερη (φάση ΙΙΙ) στις αρχές της 4 ης χιλιετίας π.χ. Το σπήλαιο παρουσίασε επίσης ελάχιστα όστρακα και ένα 25 Το σπήλαιο είναι γνωστό και με τα ονόματα Μεγάλη Σπηλιά Κορομηλιάς ή Σπήλαιο του Ερημίτη (Τρανταλίδου κ.α., 2005). 26 Πληροφορία από το Γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ φύλλο Κορυτσάς/Μεσοποταμίας. 55
χρονολογημένο δείγμα άνθρακα της Ύστερης εποχής του Χαλκού- Πρώιμη εποχή Σιδήρου (περί το 1.200 π.χ.) (Τρανταλίδου κ.α. 2005). Με την αφαίρεση του επιφανειακού στρώματος εντοπίστηκαν όστρακα του 11 ου 56 αιώνα τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως κεραμεική του εργαστηρίου της Βέροιας (Τρανταλίδου κ.α. 2005). Τέλος στο επιφανειακό υλικό περισυλλέχθηκαν και αρκετά όστρακα (30-40) από κεραμικά σκεύη της οθωμανικής περιόδου και από σκεύη που ήταν σε χρήση ακόμη και στο δεύτερο μισό του 20 ου αι 27. Εκτός από το σπήλαιο της Κορομηλιάς δεν υπάρχει άλλο έγκοιλο στην περιοχή του νομού, με δημοσιευμένα ίχνη χρήσης από την προϊστορία. Τα υπόλοιπα σπήλαια με χρήσεις που έχουν δημοσιευτεί σχετίζονται κυρίως με τις περιόδους από τον 12 ο μ.χ. αιώνα έως και σήμερα. Δυστυχώς πληροφορίες για αυτά τα σπήλαια βρίσκονται κυρίως σε ιστοσελίδες και ιστολόγια ή σε μικρές τοπικές εκδόσεις και εφημερίδες. Μετά από μια σύντομη έρευνα, τα σπήλαια που έχουν δημοσιευτεί είναι (με χρονολογική σειρά από αυτό που παρουσιάζει τις παλαιότερες χρήσεις προς το νεώτερο): Το ασκηταριό Κορομηλιάς 28, ο ναός σε σπήλαιο στη Βέργα, ο Αγ. Νικόλαος ο Κρεμαστός στους Αμπελόκηπους και ο ναός του Αγ. Νικολάου στο Δισπηλιό 29. Όλα τα παραπάνω σπήλαια είναι μικρά έγκοιλα που στο εσωτερικό τους φιλοξενούν ναΐσκους ή εικονοστάσια (στην περίπτωση του Αγ. Νικολάου Δισπηλιού). Δυστυχώς δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ασφάλεια οι διαμορφώσεις και οι κατασκευές στο εσωτερικό τους, μιας και δεν έχουν μελετηθεί τα σπήλαια συστηματικά. Μολαταύτα παραμένουν ένα ενδιαφέρον σύνολο που καταδεικνύει τον χαρακτήρα και τη διάδοση που είχε η χρήση των σπηλαίων από τον άνθρωπο στην περιοχή της Καστοριάς. Η τελευταία δημοσιευμένη πληροφορία, που συλλέχθηκε από το πρόγραμμα, σχετικά με ανθρωπογενείς χρήσεις σε σπήλαιο της Καστοριάς, εντοπίζεται στην δημοσίευση του σπηλαίου του Παταράγκου, από τον Παλληκαρόπουλο το 1970. Ο Παλληκαρόπουλος αναφέρει ότι συλλέχθηκαν από το σπήλαιο «αντικείμενα», για να χρονολογηθούν και να προσδιοριστεί η χρήση του σπηλαίου (1970:49). Δυστυχώς δεν αναφέρει τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης ούτε και που κατέληξε αυτό το υλικό. 27 Η συγκεκριμένη πληροφορία δεν έχει βιβλιογραφηθεί ακόμη. Η κεραμεική αυτή μελετάται αυτήν την περίοδο και επίκειται η δημοσίευσή της. 28 Πηγή: http://istorikakastorias.blogspot.co.uk και http://www.sentra.com.gr 29 Πηγή για όλα τα σπήλαια: http://www.cyberotsarka.gr
Συνοψίζοντας από αποσπασματικές πληροφορίες που βρίσκονται διάσπαρτες σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσο, σε συνδυασμό με τις δημοσιεύσεις της ανασκαφής της Κορομηλιάς, προκύπτει μια ποικιλία χρήσεων στις σπηλαιομορφές της περιοχής. Χρήσεις που καλύπτουν μια μεγάλη περίοδο, από την 5 η χιλιετία ως σήμερα, και αφορούν ποικίλες εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας, από κτηνοτροφική παραγωγή έως λατρεία. 4.5 Η ώρα των αριθμών. Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του Εξερευνητικού Προγράμματος Καστοριάς αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά στα ειδικότερα αριθμητικά στοιχεία που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του προγράμματος. Στις έρευνες στην Καστοριά τα μέλη των εξερευνητικών ομάδων κατέγραψαν πληροφορίες για πάνω από 45 σπήλαια ενώ επισκέφτηκαν και εξερεύνησαν 23 από αυτά. Στις έρευνες εκτός από τους σπηλαιολόγους, γεωλόγους, αρχαιολόγους και βιολόγους συμμετείχαν και 32 άλλα άτομα από την περιοχή της Καστοριάς, σχεδόν στο σύνολό τους μέλη είτε του Ε.Τ.Α.Κ. είτε της cyberotsarka. Συνολικά στην Καστοριά μέχρι σήμερα δαπανήθηκαν 37 ημέρες για έρευνα, ενώ οι ομάδες πέρασαν πάνω από 320 ώρες υπογείως. Εκτός της παρούσης εργασίας από την έρευνα προέκυψαν έως ήμερα μία πρόδρομη αναφορά η οποία είναι υπό έκδοση στο Δελτίο της Ε.Σ.Ε. 30, μία παρουσίαση στο 5 ο Eurospeleoforum του 2011 το οποίο έγινε στην Marbella της Ανδαλουσίας 31 και ακόμη μία παρουσίαση στο 6 ο Eurospeleoforum του 2012 (Eurospeleoforum/ Speleodiversity 2012) 32. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα δεν έλαβε κανενός είδους χρηματοδότηση. Όλα τα έξοδα καλύφθηκαν από τα μέλη των ομάδων εξερεύνησης. 30 Τρίμμης Κ. & Καραδήμου Γ. 31 Τρίμμης Κ. & Καραδήμου Γ. 32 Καραδήμου Γ. και Τρίμμης Κ. 57
5. Μεθοδολογία και τεχνικές της έρευνας. Οι περισσότερες από τις σφαίρες αυτές χτυπούν πάνω στο βράχο, γύρω από το στόμιο. Μια όμως μπαίνει στη σπηλιά και αποσπά... από το χέρι του Σπίθα ένα ιταλικό φρατζολάκι, που το αδιάκοπα πεινασμένο παιδί ετοιμαζόταν να χώσει στο στόμα του! - Μανούλα μου! κάνει ο Σπίθας αγριεμένος. Το ψωμί! Ποιος μου έκλεψε το ψωμί; Στέλιος Ανεμοδουράς- Ο μικρός Ήρως 5.1 Γενική καταγραφή των σπηλαίων και των φυσικών τους χαρακτηριστικών. Αρχικό πρόβλημα της έρευνας ήταν ότι δεν υπήρχε στη βιβλιογραφία κάποιος βασικό κανόνας για τη μεθοδολογία καταγραφής του ίδιου του σπηλαίου ως πολύπλοκη γεωμορφή. Αποφασίστηκε λοιπόν στο Εξερευνητικό Πρόγραμμα Καστοριάς να χρησιμοποιηθεί ως βασικό μέσο καταγραφής των σπηλαίων η φόρμα καταγραφής σπηλαίου που είχε δημιουργηθεί για τις ανάγκες του Σπηλαιολογικού Προγράμματος Κυθήρων. Βασικός στόχος της φόρμας είναι να καταγραφούν τα βασικά στοιχεία κάθε σπηλαίου, τα οποία με μια πρώτη ανάγνωση θα βοηθούν τον ερευνητή να αποσαφηνίσει τα κύρια χαρακτηριστικά της κάθε σπηλαιομορφής. Η φόρμα δημιουργήθηκε στο πρόγραμμα Microsoft Excel και περιλαμβάνει στην πρώτη σελίδα κελιά για να αναγραφούν: Το όνομα του σπηλαίου, η ημερομηνία εξερεύνησης, ο τύπος του σπηλαίου βάση του άξονα ανάπτυξής του (οριζόντιο, κάθετο/βάραθρο), το υψόμετρο και το στίγμα της εισόδου του, αν το σπήλαιο παρουσιάζει παλαιοντολογικά, αρχαιολογικά ή σύγχρονα κατάλοιπα, αν έχει σκουπίδια, χώρο για μια σύντομη περιγραφή του σπηλαίου και τέλος πεδίο για περιγραφή του σπηλαιοδιακόσμου. Στη δεύτερη σελίδα δημιουργήθηκαν πεδία στα οποία καταγράφονται: τα κατά χώραν ευρήματα του σπηλαίου καθώς και τα σημεία εξάρτησής τους από την χαρτογράφηση, τα ονόματα των μελών της ομάδας εξερεύνησης, τα ονόματα των μελών της ομάδας χαρτογράφησης και τα όργανα χαρτογράφησης. Επίσης υπάρχει πεδίο για αναγραφή λοιπών σχολίων και τέλος πεδίο για την αναγραφή του ονόματος του συντάκτη της φόρμας (Τρίμμης & Φιλιππάτου 2011). 58
Η φόρμα καταγραφής βοήθησε πάρα πολύ όσον αφορά την οργάνωση, τον συντονισμό και τη σαφήνεια των στοιχείων που συλλέγονταν από τις ομάδες. Μολαταύτα, η τελική μορφοποίησή της είναι υπό εξέλιξη και πολλά ζητήματα είναι ακόμη ανοικτά για συζήτηση. Στην μελέτη των 10 σπηλαίων για τα επιφανειακά κατάλοιπα ανθρωπογενών χρήσεων, που παρουσιάζονται σε αυτή την εργασία, το τμήμα της φόρμα που αναφέρθηκε πιο πάνω και αφορά την καταγραφή των επιφανειακών ευρημάτων έμεινε κενό. Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε καινούρια φόρμα η οποία θα παρουσιαστεί στη συνέχεια. 5.2 Βασικά ερευνητικά ερωτήματα και η επιφανειακή έρευνα. Στόχοι και μεθοδολογίες. 5.2.α Βασικά ερευνητικά ερωτήματα. Στόχοι. Μόλις τα τελευταία χρόνια (και για την ακρίβεια μετά το 2005) η αρχαιολογία σπηλαίων άρχισε να αποκτά διακριτό χαρακτήρα και συγκεκριμένα ερευνητικά ερωτήματα τα οποία την κάνουν να ξεχωρίζει από τις άλλες κατευθύνσεις της αρχαιολογίας. Οι δημοσιεύσεις του «Encyclopedia of Caves and karst Studies» το 2005 33 και του «Caves in Context» το 2011 34, σκιαγράφησαν την αρχαιολογία του σπηλαίου τόσο ως ένα διακριτό κομμάτι της αρχαιολογικής έρευνας, όσο και ένα διακριτό τομέα της έρευνας των σπηλαίων. Τα τρέχοντα ερευνητικά ερωτήματα σε γενικές γραμμές προσπαθούν να διερευνήσουν τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον του σπηλαίου, καθώς και το πώς ο άνθρωπος διαχειρίζονταν το σπήλαιο, πως αξιοποιούσε τα χαρακτηριστικά του και πως έλυνε τα πρακτικά προβλήματα επιβίωσης σε αυτό (Bergsvik & Skeates 2011). Με επιρροές από την τρέχουσα διεθνή συζήτηση οι βασικοί στόχοι του προγράμματος της Καστοριάς ήταν πρώτον η καταγραφή των επιφανειακών 33 Gunn, J. 2005 (editor). Encyclopedia of Caves and Karst Science. New York. Για παράδειγμα η «Encyclopedia of Caves» που δημοσιεύτηκε το 2004 στην Οξφόρδη περιέχει ελάχιστες και αποσπασματικές αναφορές στην αρχαιολογία σπηλαίων (Cave archaeology) ενώ δεν υπάρχει καν ξεχωριστό λήμμα. 34 Bergsvik, K. A. & Skeates, R. (editors) 2011. Caves in Context, the cultural significance of Caves and Rockshelters in Europe. 59
ευρημάτων των σπηλαίων, ώστε να προσδιοριστούν οι εποχές χρήσης του εκάστοτε σπηλαίου, το μέγεθος των θέσεων μέσα σε αυτά, καθώς και η ένταση, των χρήσεων σε αυτά ανά εποχή. Εν συνεχεία, δεύτερος στόχος του προγράμματος ήταν η διερεύνηση των χρήσεων του χώρου του σπηλαίου ανά ζώνη φωτός και ανά γεωμορφολογική επιφάνεια. Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή το εσωτερικό του σπηλαίου χωρίζεται σε τρεις βασικές ζώνες ανάλογα με το πόσο αυτές φωτίζονται από το ηλιακό φως. Κατ αυτόν τον τρόπο υπάρχει η εύφωτη ζώνη, η ζώνη του ημίφωτος και η άφωτη ζώνη (Wood 2005). Οι βασική διαφορά μεταξύ των ζωνών ( που ενδιαφέρει και την αρχαιολογική έρευνα) είναι οι μικροκλιματικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε ζώνη. Έτσι το μικροπεριβάλλον της εύφωτης ζώνης επηρεάζεται άμεσα από τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στο εξωτερικό του σπηλαίου. Αντίθετα οι ζώνη του ημίφωτος παρουσιάζει μικρότερες διαφορές στα μικροκλιματολογικά χαρακτηριστικά μεταξύ των εποχών, η δε άφωτη ελάχιστες. Ταυτόχρονα λόγω της έλλειψης φωτός, της αυξανόμενης υγρασίας, και της παρουσίας τρωγλόβιων και τρωγλόφιλων οργανισμών όσο βαθύτερα προχωρά ο άνθρωπος στο σπήλαιο τόσο ποιο απαιτητική γίνεται και η διαδικασία επιβίωσης. Το πώς διαχειρίζεται ο άνθρωπος της ζώνες αυτές μπορεί να μας δώσει ενδείξεις για τους λόγους που ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τα σπήλαια σε κάθε εποχή 35. 5.2.β Επιφανειακή έρευνα. Μεθοδολογίες. Ωε μέσο για την εξέταση των παραπάνω ερωτημάτων στην περίπτωση του Εξερευνητικού Προγράμματος Καστοριάς επιλέχθηκε η μεθοδολογία της Επιφανειακής Έρευνας (Survey). Η επιφανειακή έρευνα σαν διαδικασία μπορεί να περιγραφεί ως η συστηματική καταγραφή, με συγκεκριμένη μεθοδολογία και τεχνική των επιφανειακών ευρημάτων που υπάρχουν σε μία συγκεκριμένη περιοχή (Banning, 2002). Κατά περίπτωση η Επιφανειακή Έρευνα μιας περιοχής είναι είτε δειγματοληπτική (sampling research), όπου καταγράφονται τα ευρήματα ενός μέρους 35 Σχετικό παράδειγμα αποτελεί η θεωρία που αναφέρθηκε στην εισαγωγή και προτείνει ότι ο άνθρωπος στην Νεολιθική περίοδο στη Βαλκανική χρησιμοποιεί τα σκοτεινά, υγρά και με σταθερή θερμοκρασία τμήματα των σπηλαίων για αποθήκευση ενώ τα εύφωτα και ποιο ξηρά για εγκατάσταση- καταφύγιο. Κατ επέκταση θα πρέπει να μπορεί να σκιαγραφηθεί μια διαφορά στην χωρική ένταση της χρήσης (βάση της ζώνης φωτεινότητας) για να υποστηρίξει ένας ερευνητής ότι στην περίπτωση που εξετάζει η παραπάνω θεωρία ισχύει. 60
της περιοχής, είτε καθολική (total research), όπου καταγράφονται όλα τα ευρήματα που παρουσιάζει μια περιοχή στο σύνολό της (Banning 2002). Βασική προβληματική της επιφανειακής έρευνας μιας ανοικτής θέσης είναι να προσδιοριστούν τα όρια της περιοχής που εξετάζεται (Banning 2002, Fagan 1996). Στην περίπτωση όμως της επιφανειακής έρευνας μέσα σε ένα σπήλαιο αυτό το πρόβλημα λύνεται μιας και η υπό εξέταση περιοχή (το σπήλαιο) έχει συγκεκριμένα φυσικά όρια (Moyes & Awe 1998). Μολαταύτα, σε περίπτωση που το σπήλαιο είναι αχανές και η περιοχή που παρουσιάζει τα αρχαιολογικά ευρήματα συγκεκριμένη, υπάρχει η δυνατότητα ο ερευνητής να επικεντρώσει την έρευνα μόνο στο συγκεκριμένο τμήμα του σπηλαίου. Στην περίπτωση της Καστοριάς κάθε σπήλαιο θεωρήθηκε μια εν δυνάμει θέση, εξετάστηκε συνολικά και καθολικά. Τα μέλη των ομάδων περπατούσαν 36 το σπήλαιο με απόσταση κατά προσέγγιση ενός μέτρου μεταξύ τους και με γενική διεύθυνση όχι το Βορρά αλλά τον άξονα ανάπτυξης του σπηλαίου. Για να διευκολυνθεί η έρευνα ο άξονας του σπηλαίου σηματοδοτούνταν με μετροταινία που αναπτύσσονταν κατά μήκος αυτού. Στην επιφανειακή έρευνα υπάρχουν δύο μεθοδολογίες εξέτασης των ευρημάτων. Η μέθοδος της συλλογής αυτών και συνέχιση μελέτης στο εργαστήριο (collective methodology) και η μέθοδος της καταγραφής των ευρημάτων κατά χώραν, χωρίς την απομάκρυνσή τους από το πεδίο (non-collective methodology) (Banning 2002 σελ. 208). Στην περίπτωση της έρευνας στην Καστοριά επιλέχθηκε να μη συλλεχθούν τα ευρήματα για τους εξής λόγους: Πρώτον, να μη διαταραχθεί το περιβάλλον του σπηλαίου και να διασφαλιστεί η πολιτισμική εικόνα του χώρου. Ένας από τους παράπλευρους στόχους εαυτής της εργασίας είναι να προταθούν ερευνητικές μέθοδοι οι οποίες θα ελαχιστοποιούσαν τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στο εύθραυστο περιβάλλον του σπηλαίου. Δεύτερον, το γεγονός ότι η παρούσα εργασία είχε στόχο τις κατανομές ευρημάτων και τα ΣΓΠ και όχι την κεραμεική των σπηλαίων της Καστοριάς, μιας συλλογή ευρημάτων θα συγκέντρωνε ένα υλικό του οποίου η περαιτέρω μελέτη θα ήταν ασαφής και δύσκολη. Σε περίπτωση που επιλέγονταν μια διαδικασία συλλογής των δεδομένων θα έπρεπε να εξασφαλιστεί και η παρουσία ενός ειδικού επί της κεραμεικής. Τέλος η διαδικασία αδειοδότησης για 36 Το «περπατούσαν» όσον αφορά μια έρευνα σε σπήλαιο είναι σχετικό. Ουσιαστικά τα μέλη των ομάδων, διέσχιζαν το σπήλαιο, άλλοτε περπατώντας άλλοτε έρποντας και άλλοτε γλιστρώντας ανάμεσα από πεσμένους βράχους και στενά περάσματα. Δεν έλλειψε και η περίπτωση του Σπηλαίου των Νερών στο Καστανόφυτο όπου για να περαστούν κάποια τμήματα του σπηλαίου χρειάστηκαν φόρμες κατάδυσης και κολύμπι. 61
μια τέτοια έρευνα ξεπερνούσε τους στόχους και τα χρονικά περιθώρια μιας μεταπτυχιακής εργασίας. Στην περίπτωση αυτή της (μη συλλογής των ευρημάτων) σημαντικό ρόλο παίζει η εξαντλητική τεκμηρίωση της θέσης και της κατανομής των ευρημάτων στο χώρο ώστε να μπορέσει να δώσει η έρευνα αξιόπιστα αποτελέσματα. Σημαντική επίσης είναι η φωτογράφηση των ευρημάτων in situ και η αποτύπωση συγκεντρώσεων ευρημάτων υπό κλίμακα (Banning 2002) 37. Βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες, που επηρεάζουν τα αποτελέσματα μιας επιφανειακής έρευνας, είναι, η διάβρωση και μετατόπιση των ευρημάτων και των εδαφών από το νερό, η ανάμειξη των ευρημάτων από βιολογικούς παράγοντες (bioturbation) όπως οι κινήσεις των διαφόρων ζώων, η διάβρωση- παραμόρφωση των ευρημάτων από χημικούς ή μηχανικούς παράγοντες και τέλος η κόπωση της ομάδας έρευνας 38 (Banning 2002, Fagan 1996). Σε περιβάλλον σπηλαίου αυτοί οι παράγοντες ενισχύονται. Το νερό, είτε σε μορφή σταγονορροής είτε σε ρέουσα μορφή είναι πάντα παρρόν και σε κάποιες περιπτώσεις διαμορφώνει το χώρο. Οι χημικοί παράγοντες ενισχύονται από τα όξινα περιττώματα των νυχτερίδων (γουανό) τα οποία διαβρώνουν τον πηλό με μεγάλη ταχύτητα, ενώ η αποδοτικότητα και η ακρίβεια της ομάδας επηρεάζεται από τις ακραίες μικροπεριβαλλοντικές συνθήκες του χώρου (σκότος, υγρασία, στενότητα) οι οποίες οδηγούν πολύ συχνά σε αισθήματα ψυχικής (κλειστοφοβία, αποπροσανατολισμός) και σωματικής κόπωσης (υποθερμία, μυϊκοί πόνοι) (Moyes & Awe 1998). Εκτός των παραπάνω παραγόντων στο σπήλαιο υπάρχει και ένας ακόμη παράγοντας που δυσχεραίνει την επιφανειακή έρευνα, τόσο κατά την διάρκεια της όσο και κατά την μετέπειτα διαδικασία επεξεργασίας των δεδομένων. Αυτός είναι ο παράγοντας της σπηλαιοαπόθεσης. Το σταλαγμιτικό υλικό που υπάρχει παντού στο 37 Στην έρευνα στην Καστοριά τόσο η φωτογράφηση των ευρημάτων in situ όσο και η αποτύπωση των συγκεντρώσεων δεν ήταν συστηματική και πάντα επιτυχημένη, λόγο της έλλειψης διαθέσιμου χρόνου στο πεδίο και της απειρίας των μελών της ομάδας στη φωτογράφηση σε συνθήκες σπηλαίου. Ωστόσο όπου ήταν εφικτό τα ευρήματα φωτογραφίζονταν και οι συγκεντρώσεις αποτυπώνονταν. Δείγματα φωτογραφιών και σχεδίων συμπεριλαμβάνονται στα παραρτήματα της εργασίας. 38 Σχετικά με την αποδοτικότητα της ομάδας έρευνας. Η αποδοτικότητα είναι ένας παράγοντας που στατιστικά μπορεί να υπολογιστεί και κατ επέκταση να προβλεφτεί από τον επικεφαλής της έρευνας. Μολαταύτα επειδή οι παράγοντες κόπωσης, ορατότητας, περιβαλλοντικών συνθηκών αλλάζουν όταν μιλάμε για περιβάλλον σπηλαίου και τείνουν πολλές φορές σε ακραία μεγέθη (π.χ. σκότος, απόλυτη υγρασία) οι υπάρχουσες εξισώσεις είναι άχρηστες. Αξίζει λοιπόν να γίνουν μελέτες πάνω σε αυτό το ζήτημα. Σαν ιδέα ήταν ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν την έρευνα στην Καστοριά, ο διαθέσιμος όμως χρόνος και ο σκοπός της εργασίας δεν άφηναν περιθώρια για την ανάπτυξη στατιστικών εξισώσεων μέτρησης της αποδοτικότητας της ομάδας έρευνας σε περιβάλλον σπηλαίου. 62
σπήλαιο σχηματίζει σπηλαιοθέματα και κρούστες, τα οποία καλύπτουν περιοχές με επιχώσεις και ευρήματα, διαμορφώνουν επιφάνειες, αλλοιώνουν τα ευρήματα αυτά καθ αυτά και δυσχεραίνουν την προσπέλαση του χώρου από τους ερευνητές. Σε κάθε περίπτωση τα όρια αυτών των επιφανειών πρέπει να καταγράφονται. Κατά περίπτωση πρέπει να συλλέγονται και δείγματα από το σταλαγμιτικό υλικό, ώστε να προσδιορίζεται η χρονολογία του, ο τρόπος απόθεσης και ο ρυθμό μεταβολής της μορφολογίας του χώρου (Moyes 2002). 5.3 Ειδική καταγραφή σπηλαίων και των επιφανειακών τους ευρημάτων. Για την καταγραφή των δέκα σπηλαίων και των ευρημάτων που προέκυψαν από το δεύτερο επίπεδο έρευνας στα σπήλαια της Καστοριάς δημιουργήθηκε φόρμα καταγραφής σπηλαίων που συγκέντρωνε όλες τις σχετικές πληροφορίες. Η φόρμα σχεδιάστηκε στο πρόγραμμα Microsoft Excel 2007 και η πρώτη της σελίδα περιλάμβανε πληροφορίες για το όνομα και τη θέση του σπηλαίου, κελί για το στίγμα εισόδου, κελιά για τα όργανα χαρτογράφησης, την ομάδα έρευνας, την ημερομηνία και τις καιρικές συνθήκες. Επίσης στην πρώτη σελίδα περιλαμβάνονταν κελιά για: Υγρασία περιβάλλοντος, τη θερμοκρασία περιβάλλοντος, το στίγμα εισόδου σε WGS 84, το υψόμετρο εισόδου, το συνολικό εμβαδόν σπηλαίου, τη μέση υγρασία σπηλαίου, τη μέση θερμοκρασία σπηλαίου, το ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή, το ποσοστό ελεύθερης επιφάνειας δαπέδου, την παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου καθώς και κελιά για το εμβαδόν κάθε κατηγορίας επιφανειών (γεωλογικό υπόβαθρο- βράχος, ιζήματα, σταλαγμιτικές κρούστες. Από την δεύτερη σελίδα της φόρμας υπήρχαν κελιά για την καταγραφή των ευρημάτων. Μπορούσαν να προστεθούν όσες σελίδες χρειάζονταν ανάλογα με το πλήθος των ευρημάτων κάθε σπηλαίου. Οι σελίδες του καταλόγου των ευρημάτων είχαν οριζόντιο προσανατολισμό. Κάθε εύρημα καταλάμβανε μία σειρά κελιών. Για κάθε εύρημα καταγράφονταν: Ο αύξων αριθμός του ευρήματος, ο τύπος του ευρήματος (αδιάγνωστο, όστρακο κεραμεικής, ολόκληρο αγγείο, κεραμίδα, άλλο εύρημα), τεχνολογικά χαρακτηριστικά ( χειροποίητη κεραμεική, τροχήλατη κεραμεική, τροχήλατη εφυαλωμένη), χρονολόγηση (Νεολιθική, εποχή Χαλκού, εποχή Σιδήρου, Μεσαιωνικό, Οθωμανικό, Σύγχρονο, αδιάγνωστο), επιφάνεια έδρασης ευρήματος (γεωλογικό υπόβαθροβράχος, ιζήματα, σταλαγμιτικές κρούστες), μεταποθετικά χαρακτηριστικά ( 63
αποστρογγυλεμένο, διαβρωμένο από γουανό, διαβρωμένο από τα άλατα, με επικάλυψη ιζήματος, ενσωματωμένο σε σταλαγμιτική κρούστα). Οι κατάλογοι εν συνεχεία μεταφορτώθηκαν στο Excel όπου, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, έγινε η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων. 5.4 Τεχνική χαρτογράφησης των σπηλαίων και αναφοράς των επιφανειακών ευρημάτων. Η ανάλυση των τεχνικών χαρτογράφησης και αποτύπωσης των ευρημάτων έγινε σε προηγούμενα κεφάλαια αυτής της εργασίας. Στην συγκεκριμένη παράγραφο θα γίνει μιας προσπάθεια αυτές οι τεχνικές να συνοψισθούν και να παρουσιαστούν αναλυτικά οι ενέργειες που έγιναν σε κάθε σπήλαιο. Αρχικά εκτός σπηλαίου μετρήθηκε σταθερό σημείο, το οποίο θεωρήθηκε σημείο x=0, y=0, z=0 για τον τοπικό κάναβο του σπηλαίου, την αποτύπωσή του και την καταγραφή των ευρημάτων σε αυτό. Η μέτρηση του σημείου αυτού έγινε με φορητή συσκευή Παγκόσμιου Συστήματος Θεσιθεσίας (GPS- Global Positioning System) της εταιρείας Garmin (μοντέλο e-trex venture) σε Παγκόσμιο Σύστημα Αναφοράς του 1984 (datum= WGS 84). Το WGS 84 επιλέχθηκε έναντι του Εθνικού Γεωδαιτικού Συστήματος Αναφοράς του 1987 (ΕΓΣΑ 87), λόγω τις μεγαλύτερης ακρίβειας μέτρησης θέσης που προσφέρει στης φορητές συσκευές GPS. Η κάθε μέτρηση μπορεί μέσω ειδικών μετατροπέων να εξαχθεί σε ΕΓΣΑ 87, σε περίπτωση που το απαιτεί η έρευνα. Τα δεδομένα πάλι από το εσωτερικό του σπηλαίου μπορούν και αυτά με τις σχετικές αναγωγές να μετατραπούν σε οποιοδήποτε άλλο παγκόσμιο ή εθνικό σύστημα αναφοράς. Για την αποτύπωση του σπηλαίου και την καταγραφή των ευρημάτων χρησιμοποιήθηκαν τα όγρανα χαρτογράφησης Leica DISTO (με την μετατροπή του Ηeeb ώστε να μπορεί το όργανο να μετρά γωνία και κλίση) 39, υπολογιστής παλάμης (PDA personal digital assistance) Palm T με λειτουργικό σύστημα Palm OS, φορητός υπολογιστής της Acer 10 ιντσών για χρήση στο σπήλαιο με λειτουργικό Windows P, μετροταινία 30μ και πυξίδες Konnus με μηχανικό κλισίμετρο και SUUNTO tandem με αναλογικό κλισίμετρο. Βάσης της θεωρίας χαρτογράφησης που αναπτύχθηκε σε προηγούμενα κεφάλαια, ως πρώτος σταθμός χαρτογράφησης χαρακτηρίστηκε το σημείο χ=0,y=0, 39 Γενικά στοιχεία για το όργανο στην ιστοσελίδα της Leica http://www.leica-geosystems.com και του Heeb http://paperless.bheeb.ch/. 64
z=0 που είχε μετρηθεί εκτός σπηλαίου. Από αυτόν το σταθμό 0 ξεκινούσε η όδευση. Για την μεγαλύτερη ακρίβεια επιλέχθηκε η ακτινωτή σκόπευση των σημείων από τους σταθμούς ενώ η αλληλεξάρτηση των σταθμών έγινε με αντιστρεπτές μετρήσεις με τον προηγούμενο σταθμό. Όπου δύο σταθμοί ήταν ορατοί με τον τρίτο τότε επιλέγονταν η μέθοδος του τριγωνισμού. Μολαταύτα αυτό σπάνια συμβαίνει σε ένα σπήλαιο λόγω της μορφολογίας του χώρου. Γενικότερα βασική ιδέα για τον περιορισμό των σφαλμάτων ήταν η χρήση όσο το δυνατόν λιγότερων σταθμών. Όπου χρειάζονταν να αναπτυχθεί άξονας, ως άξονας αναπτύσσονταν η μετροταινία. Πάνω σε αυτή επιλέγονταν οι σταθμοί χαρτογράφησης. Με τη μέθοδο αυτή αποτυπώθηκε το σπήλαιο Ντιμνίτσα και τμήματα των σπηλαίων Παταράγκου, Καστανόφυτου και Γκολουπίντσας 40. Οι μετρήσεις από το όργανο μεταβιβάζονταν ασύρματα με τη χρήση Bluetooth στον υπολογιστή παλάμης και από εκεί στον φορητό υπολογιστή με την ίδια τεχνολογία. Οπότε περιορίζονταν τα σφάλματα λόγω του ανθρώπινου λάθους και επιταχύνονταν ταυτόχρονα η διαδικασία επεξεργασίας των δεδομένων. Πολλές μετρήσεις επιβεβαιώνονταν με τη χρήση των πυξίδων. Στα πλημυρισμένα τμήμα του σπηλαίου των Νερών στο Καστανόφυτο, λόγω των νερών και της υψηλής υγρασίας επιλέχθηκε η καταγραφή των δεδομένων να γίνει χειρόγραφα μιας και σε αντίθετη περίπτωση, η καταστροφή των συσκευών από το νερό ήταν σχεδόν βέβαιη. Η τεχνική της αποτύπωσης των ευρημάτων ήταν εξίσου απλή. Για κάθε εύρημα που επισημαίνονταν σε έναν χώρο τοποθετούνταν ανακλαστική ένδειξη. Για κάθε ένδειξη μετρούνταν σημείο, εξαρτώμενο από συγκεκριμένο σταθμό. Ο αριθμός του σημείου αντιγράφονταν στην φόρμα καταγραφής ευρημάτων μαζί με τα σχόλια για το εύρημα. Επίσης στο περιβάλλον του visual topo καταγράφονταν στο παράθυρο «σχόλια» (comments) του συγκεκριμένου σημείου, μια σύντομη περίληψη των χαρακτηριστικών του ευρήματος. Στην συνέχεια αν υπήρχε για το εύρημα φωτογραφία προσθέτονταν και αυτή. Σαν αποτέλεσμα από το VISUAL TOPO εξάγονταν ένα πλέγμα σημείων ανεπτυγμένα στο επίπεδο και εξαρτημένα από τους σταθμούς. Ταυτόχρονα υπήρχε και ένας πίνακας με τα x,y,z του κάθε σημείου. Μιας και το VISUAL TOPO δεν προσφέρει σχεδιαστική εφαρμογή η σχεδίαση του σπηλαίου έγινε στο σχεδιαστικό 40 Η θεωρία υποστηρίζει ότι σε περιπτώσεις διαδρόμων μέσα στο σπήλαιο ασφαλέστερη είναι η χρήση άξονα, ενώ σε περιπτώσεις θαλάμων η χρήση ακτινωτής όδευσης (Καλογερόπουλος κ.α. 2008). Στην περίπτωση που εξετάζεται εδώ αυτή η θεωρητική προσέγγιση δεν ακολουθήθηκε πάντοτε στην πράξη. 65
πρόγραμμα ara pro designer με την τελική επεξεργασία στο, επίσης σχεδιαστικό, πρόγραμμα inkscape. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενη παράγραφο για τον υπομνηματισμό των σχεδίων χρησιμοποιήθηκε ο οδηγός συμβολισμού χαρτογράφησης σπηλαίων της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Σπηλαιολογίας (UIS) της οποίας η Ελλάδας είναι μέλος 41. Για τα ευρήματα αναπτύχθηκε χρωματικό υπόμνημα, με διαφορετικά χρώματα για κάθε κατηγορία ευρημάτων. Αναλυτικότερα κάθε σημείο με εύρημα σημειώνεται με «Χ» αν είναι όστρακο κεραμεικής και με «Ο» αν μιλάμε για άλλο χαρακτηριστικό εύρημα. Τα «Ο» συνοδεύονται από έναν αριθμό δείκτη που είναι ο αύξων αριθμός για τον κατάλογο των χαρακτηριστικών ευρημάτων. Τα σημεία «Χ» χαρακτηρίζονται με διαφορετικό χρώμα βάση της κατηγορίας των οστράκων. Κατ αυτόν τον τρόπο με κόκκινο συμβολίζονται τα όστρακα χειροποίητης κεραμεικής και με μπλε της τροχήλατης. Με κίτρινο συμβολίζονται τα τμήματα κεραμίδων οθωμανικού τύπου και με πράσινο τα όστρακα εφυαλωμένης κεραμεικής. 5.5 Βάσεις δεδομένων. Για τους σκοπούς της έρευνας στην Καστοριά χρησιμοποιήθηκαν τρεις διαφορετικές βάσεις δεδομένων. Μία για τη γενική καταγραφή των σπηλαίων και των χαρακτηριστικών τους, μία για την ειδική καταγραφή των σπηλαίων και μία για την καταγραφή των ευρημάτων. Η βάση δεδομένων που χρησιμοποιήθηκε για την γενική καταγραφή των σπηλαίων ήταν η βάση SPELEOBASE η οποία διατίθεται στο διαδίκτυο αλλά δεν είναι Λογισμικό Ανοικτού Κώδικα (ΛΑΚ). Η SPELEOBASE 42 δημιουργήθηκε από τον Βέλγο Paul De Bie και ουσιαστικά είναι ένα πρόγραμμα αποθήκευσης και οργάνωσης σπηλαιολογικού αρχείου. Στην SPELEOBASE κάθε καταγραφή σπηλαίου περιέχει πάνω από 50 διαφορετικά πεδία αναφορικά με το σπήλαιο, από το «όνομα και περιοχή» έως πεδία για βιβλιογραφικές αναφορές. Κάθε καταγραφή σπηλαίου μπορεί να επιλεχθεί, να καταλογογραφηθεί ή να συσχετιστεί με άλλες καταγραφές μέσα από ένα πλήθος 30 41 Αναλυτικά όλοι οι πίνακες με το υπόμνημα παρατίθενται σε παράρτημα (ΙV) στο τέλος της παρούσας εργασίας. 42 Τα στοιχεία για την βάση δεδομένων SPELEOBASE που παρουσιάζονται εδώ αλιεύθηκαν από την επίσημη ιστοσελίδα του προγράμματος http://www.scavalon.be. 66
διαφορετικών επιλογών- φίλτρων. Για κάθε σπήλαιο επίσης, είναι δυνατό να προστεθούν αρχεία εγγράφων, χαρτογραφήσεων ή φωτογραφιών. Τέλος, τα αρχεία των καταγραφών των σπηλαίων μπορούν να εκτυπωθούν, να σταλούν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, να ανταλλαχθούν με άλλους χρήστες του προγράμματος, αλλά και να εξαχθούν σε συστήματα ΓΣΠ. Για την ειδική καταγραφή των σπηλαίων σχεδιάστηκε μία βάση εξ αρχής σε Microsoft Access Vista, η οποία περιελάμβανε όλα τα στοιχεία της φόρμας της ειδικής καταγραφής. Δηλαδή πεδία για: α) Ημερομηνία επίσκεψης, β) Καιρός, γ) Υγρασία περιβάλλοντος, δ) Θερμοκρασία Περιβάλλοντος, ε) Στίγμα εισόδου σε WGS 84, στ) Υψόμετρο εισόδου, ζ) Εμβαδόν σπηλαίου, η) Μέση υγρασία σπηλαίου, θ) Μέση θερμοκρασία σπηλαίου, ι) Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή 43, ια) Ποσοστό ελεύθερης επιφάνειας δαπέδου ιβ) Παρουσία γλυκού νερού. Τα γενικά στοιχεία του σπηλαίου δεν καταγράφθηκαν σε αυτή τη βάση δεδομένων μιας και τα κάλυπτε η SPELEOBASE. Για τα ευρήματα που καταγράφθηκαν στο εσωτερικό των σπηλαίων δημιουργήθηκε ξεχωριστή βάση δεδομένων σε πρόγραμμα Microsoft Excel. Για την βάση των ευρημάτων δεν επιλέχθηκε το περιβάλλον της Access και ο λόγος είχε να κάνει με την μετέπειτα επεξεργασία των δεδομένων. Η στατιστική επεξεργασία των ευρημάτων, όπως θα παρουσιαστεί στη συνέχεια, έγινε με τη βοήθεια του υπολογιστικού προγράμματος Excel και όχι με τη χρήση κάποιου αμιγώς στατιστικού προγράμματος, όπως το, πολύ συνηθισμένο γι αυτές τις περιπτώσεις SPSS. Η επιλογή έγινε συνειδητά μιας και δεν υπήρχε η απαιτούμενη γνώση και εμπειρία στη χρήση του SPSS. Αντίθετα το Excel για της απλές εφαρμογές στατιστικής που εφαρμόστηκαν στην παρούσα έρευνα ήταν σαφέστατα πιο φιλικό προς το χρήστη. Οπότε κατ επέκταση η χρήση του Excel και για την καταλογογράφηση των ευρημάτων ουσιαστικά εξασφάλιζε χρόνο και ευκολία στη μελέτη των δεδομένων. Ο κατάλογος λοιπόν των ευρημάτων περιλάμβανε τα εξής κελιά: α) όνομα σπηλαίου, β) αύξον αριθμός ευρήματος, γ) χαρακτηρισμός ευρήματος (όστρακο κεραμεικής, οστέινο εργαλείο, λίθινο εργαλείο, άλλο αντικείμενο), δ) χαρακτηρισμός για την επιλογή «άλλο αντικείμενο», ε) κατασκευαστική διαφοροποίηση κεραμεικής (τροχήλατη, χειροποίητη, αδιάγνωστη), στ) τμήμα αγγείου (βάση, σώμα, χείλος, 43 Ο έλεγχος της φωτοκάλυψης μιας περιοχής στο εσωτερικό του σπηλαίου έγινε με τη χρήση ψηφιακού φωτόμετρου L-101,με εύρος μέτρησης 0-50.000 LU. Εύφωτη χαρακτηρίζονταν η ζώνη του σπηλαίου με φωτεινότητα που απέκλινε έως 10% από τη φωτεινότητα του εξωτερικού χώρου. 67
λαβή), ζ) χρονολόγηση κατά εποχή, η) μεταποθετικά (επίδραση νερού, γουανό, ιζήματος), θ) λοιπά χαρακτηριστικά. Ο κατάλογος με τη χρήση των συγκεκριμένων φίλτρων εκτελεί κατ αυτόν τον τρόπο χρέη βάσης δεδομένων και η στατιστική επεξεργασία γίνεται άμεσα στο ίδιο προγραμματιστικό περιβάλλον. 5.6 Τεκμηριώνοντας την έρευνα. Φωτογράφηση των σπηλαίων και των ευρημάτων. Αν και αρχική ιδέα της παρούσας έρευνας ήταν να φωτογραφηθούν όσα όστρακα κεραμεικής και κατάλοιπα ανθρωπογενών χρήσεων εντοπίζονταν στα σπήλαια, αυτό εν τέλει δεν ήταν δυνατό για διάφορους λόγους. Οι κύριοι όμως λόγοι ήταν δύο. Η έλλειψη χρόνου στο πεδίο και η έλλειψη γνώσεων, πείρας και εξοπλισμού στην φωτογράφηση σπηλαίων. Το βασικό πρόβλημα τις φωτογράφησης σπηλαίων είναι το ίδιο το σπήλαιο. Η φωτογραφία χρειάζεται φως ενώ μέσα στο σπήλαιο επικρατεί είτε απόλυτο σκοτάδι είτε ημίφως, ανάλογα με το μέγεθός του και το μέγεθος της εισόδου του. Αυτό έχει ως συνέπεια για κάθε φωτογραφία να απαιτείται η χρήση τεχνητού φωτισμού. Μερικά ακόμη στοιχεία που δυσχεραίνουν την λήψη φωτογραφιών στα σπήλαια είναι οι έντονες συνθήκες υγρασίας και η ανακλαστικότητα των τοιχωμάτων. Αυτά έχουν ως συνέπεια την αχρήστευση των αυτοματισμών που διαθέτουν οι φωτογραφικοί εξοπλισμοί (Έλληνας 2006).Η λήψη ικανοποιητικών φωτογραφιών λοιπόν σε περιβάλλον σπηλαίου, απαιτεί καλό εξοπλισμό, συνδυασμένη προσπάθεια από έμπειρη ομάδα καθώς και πεπειραμένο φωτογράφο-επικεφαλή. Το ποιο σημαντικό στοιχείο για την πετυχημένη φωτογράφηση στο σπήλαιο είναι η σωστή τοποθέτηση επαρκών φωτιστικών πηγών. Οι φωτιστικές πηγές συνήθως είναι είτε «φλας» είτε σταθερά φωτιστικά σώματα που λειτουργούν με μπαταρίες. Εκτός από τις πηγές φωτισμού στην φωτογράφηση σπηλαίων απαιτείται πάντα χρήση τρίποδου, μιας και η φωτογράφηση γίνεται με ανοικτό διάφραγμα και μεγάλους χρόνους έκθεσης (Έλληνας 2006). Στην περίπτωση της Καστοριάς, χρησιμοποιήθηκε για την φωτογράφηση των ευρημάτων και των σπηλαίων μία ψηφιακή φωτογραφική μηχανή Cannon EOS 400D με φακό 18mm-55mm. Η ομάδες διέθεταν 4 ανεξάρτητα φλας χωρίς δυνατότητα ασύρματης φωτομέτρησης και συνεργασίας με τη μηχανή. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την απειρία του φωτογράφου είχαν ως αποτέλεσμα να απαιτούνται 68
πολλές ώρες για τη λήψη μερικών αξιοπρεπών φωτογραφιών. Κατ επέκταση η φωτογραφική τεκμηρίωση της έρευνας δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή. Από την εμπειρία όμως της προσπάθειας αυτής, έχει βγει το συμπέρασμα ότι σε κάθε σπηλαιολογική έρευνα πρέπει να συμμετέχει έμπειρος φωτογράφος με κατάλληλο εξοπλισμό για τη βέλτιστη φωτογραφική τεκμηρίωση των μελετών. 5.7 Ανάπτυξη ΣΓΠ και επεξεργασία δεδομένων. Για την συγκεκριμένη έρευνα το λογισμικό που επιλέχθηκε για την ανάπτυξη του ΓΣΠ ήταν το ΛΑΚ Grass- Quantum GIS. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα επιλέχθηκε για το ποιο φιλικό προς το χρήστη προγραμματιστικό του περιβάλλον και την ελεύθερη διάθεση του στο διαδίκτυο. Για τους σκοπούς την παρούσας απλής εφαρμογής ΓΣΠ δεν υστερεί σε παροχές προς το χρήστη σε σχέση με τα ΛΚΚ όπως το Arc GIS της ESRI. Οι αποτυπώσεις των σπηλαίων σε ολοκληρωμένη μορφή μεταφορτώθηκαν στο ΓΣΠ σε μορφή raster, για να αποτελέσουν το χαρτογραφικό υπόβαθρο του ΓΣΠ. Στην συνέχεια εξήχθηκαν σε διαφορετικό επίπεδο (layer) τα σημεία (χ,y.z) των ευρημάτων, απευθείας από το Visual Topo με τη χρήση της ειδικής επέκτασης του προγράμματος. Και το layer το σημείων μεταφορτώθηκε στο ΓΣΠ σε μορφή raster δεδομένων. Τα δύο επίπεδα προσανατολίστηκαν χειροκίνητα στο πρόγραμμα. Για την επεξεργασία των ευρημάτων επιλέχθηκε να γίνουν τέσσερεις βασικές στατιστικές και χωρικές αναλύσεις για κάθε σπήλαιο. Μία δηλαδή για κάθε βασική ερευνητική ερώτηση, όπως αυτές τέθηκαν στην παράγραφο 8.2. Η πρώτη βασική ανάλυση έχει να κάνει με την ποσοστό των οστράκων της κεραμεικής βάση της τεχνικής κατασκευής τους (χειροποίητη κεραμεική, τροχήλατη, εφυαλωμένη). Η δεύτερη ανάλυση έχει να κάνει με την πυκνότητα των ευρημάτων σε σχέση με το εμβαδόν του σπηλαίου, σε μια προσπάθεια να υπολογιστεί ο χώρος του σπηλαίου που ήταν σε χρήση ή ακόμη, και να εντοπιστούν συγκεκριμένες θέσεις μέσα στο σπήλαιο με εντονότερη χρήση σε σχέση με τις άλλες. Τρίτη ανάλυση είναι η κατανομή των ευρημάτων βάση της ζώνης φωτεινότητας του σπηλαίου (εύφωτη, ημίφωτος, άφωτη) με σκοπό να προσδιοριστεί εάν υπάρχει κάποια ζώνη φωτός η οποία να χρησιμοποιείται εντατικότερα από τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα με την Τρίτη ανάλυση φαίνεται και η κατανομή των ευρημάτων βάση του αναπτύγματος του σπηλαίου και η απόσταση των ευρημάτων από την είσοδο. Τέταρτη και τελευταία ανάλυση έγινε για 69
να προσδιοριστεί το ποσοστό των ευρημάτων που κατανέμονταν στις τρεις βασικές ομάδες επιφανειών που συναντώνται στο σπήλαιο (γεωλογικό υπόβαθρο- βράχος, ιζήματα, σταλαγμιτικές κρούστες). Σχετικά με τον προσδιορισμό της πυκνότητας, στην περίπτωση αυτή ακολουθήθηκε η σχέση πυκνότητα (ρ) = εμβαδόν περιοχής δεδομένων (Ε) ανά αριθμό ευρημάτων (D). ρ = D E Στην περίπτωση του προσδιορισμού της πυκνότητας ανά ομάδα επιφανειών η εξίσωση παραμένει ίδια μόνο που εδώ στον αριθμητή τοποθετείται το εμβαδόν που καταλαμβάνει η κάθε επιφάνεια. Συνεπώς το κλάσμα διαμορφώνεται ως: ρ= Ev/ D όπου το ν είναι γεωλογικό υπόβαθρο (γυ), ιζήματα (ι) ή οι σταλαγμιτικές κρούστες (σκ). Βασικός στόχος αυτής της εξίσωσης είναι να γίνει μια προσπάθεια να αναδειχθεί αν υπήρχε προτίμηση στη χρήση μιας συγκεκριμένης επιφάνειας και εάν ναι, ποια επιφάνεια είναι αυτή. Εν συνεχεία τα δεδομένα συγκρίθηκαν σε επίπεδο περιοχής μεταξύ των σπηλαίων και εκμαιεύτηκαν ορισμένα γενικά συμπεράσματα. 70
6. Κατάλογοι Σπηλαιομορφών. Το εσωτερικό της σπηλιάς ήταν ντουμανιασμένο. Σ' ένα τραπέζι καθόταν ο Πάμπλο, τρεις άγνωστοι κι ο Ραφαήλ. Ένα κερί, που ήταν τοποθετημένο πάνω σ' ένα μπουκάλι, σκόρπιζε στη σπηλιά το αδύναμο φως του. Οι σκιές των ανθρώπων έπαιζαν πάνω στο βράχο. Έρνεστ Χέμινγουεϊ- Για ποιον χτυπά η Καμπάνα 6.1. Γενικός Κατάλογος Σπηλαιομορφών. Στο Γενικό Κατάλογο (ΓΚ) θα παρουσιαστούν συνοπτικά τα 23 σπήλαια που οι ομάδες εξερεύνησης επισκέφθηκαν και κατέγραψαν στα τέσσερα χρόνια του σπηλαιολογικού προγράμματος Καστοριάς, χωρίς να χαρτογραφήσουν τα ίχνη ανθρωπογενών χρήσεων σε αυτά. Στον συγκεκριμένο κατάλογο, παρουσιάζονται τα σπήλαια με το όνομά τους, μια σύντομη περιγραφή τους, μια σύντομη αναφορά στη γεωλογίας τους, καθώς και γενικές παρατηρήσεις που έγιναν από τα μέλη των ομάδων εξερεύνησης. Όπως προαναφέρθηκε, τα στοιχεία των παρακάτω σπηλαίων (μαζί και το ακριβές στίγμα των εισόδων τους) συνοψίζονται στον πίνακα 1. α) Σπήλαιο Αλευράδων Το σπήλαιο Αλευράδες βρίσκεται στη νότια όχθη της χερσονήσου της Καστοριάς. Αναπτύσσεται σε ασβεστόλιθους ηλικίας Μέσου Ανώτερου Λιάσιου στην Πελαγονική Ζώνη 44. Αποτελείται από έναν θάλαμο, όπου στα τοιχώματα έχει αποτεθεί αρκετό ανθρακικό ασβέστιο, ενώ στο δάπεδο παρατηρούνται αργιλοπηλώδη ιζήματα. Στο εσωτερικό του εμφανίζονται περιττώματα από αιγοπρόβατα και νυχτερίδες. Τέλος, εμφανίζει ίχνη χρήσης τόσο της Νεολιθικής όσο και της Οθωμανικής περιόδου. 44 Φύλλο χάρτη ΙΓΜΕ 108 «Καστοριά». 71
β) Σπήλαιο Αγίας Τριάδας Μικρό Το σπήλαιο βρίσκεται στον ορεινό όγκο Παλαιοκκλήσι νοτιοδυτικά του χωριού Γέρμας και σε απόσταση 45 λεπτών πεζοπορίας από αυτό. Αναπτύσσεται σε ασβεστόλιθους ηλικίας περιόδων Τριαδικού Μέσου Ιουρασικού 45. Αποτελείται από έναν θάλαμο το δάπεδο του οποίου είναι καλυμμένο με μαλακά ιζήματα και γουανό. Από το σπήλαιο απουσίαζαν ίχνη ανθρωπογενών χρήσεων. γ) Σπήλαιο Αγίας Τριάδας Μεγάλο Το σπήλαιο βρίσκεται στον ορεινό όγκο Παλαιοκκλήσι νοτιοδυτικά του χωριού Γέρμας.σε από σταση 70 μέτρων από το όμορο σπήλαιο «Αγίας Τριάδας μικρό (β)». Αναπτύσσεται σε ασβεστόλιθους ηλικίας περιόδων Τριαδικού Μέσου Ιουρασικού 46. Πιθανώς δημιουργήθηκε από κατείσδυση νερού μέσω διακλάσεων. Σε απόσταση 12 μέτρων από την είσοδο, υπάρχει ιερό το οποίο είναι αφιερωμένο στη Αγία Τριάδα. Το σπήλαιο αποτελείται από έναν διάδρομο με διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ και συνολικό μήκος 38 μέτρα. Παρατηρήθηκαν αρκετές νυχτερίδες, σπηλαιοδιάκοσμος (Σταλακτίτες, σταλαγμίτες, κολώνες, καθώς και ιζήματα στο δάπεδο. Επιπλέον, το σπήλαιο εμφανίζει ίχνη ανθρωπογενούς χρήσης τόσο της Νεολιθικής και της εποχής του Χαλκού, όσο και Βυζαντινά, Οθωμανικά και σύγχρονα. δ) Σπήλαιο Ντιμνίτσας Το σπήλαιο Ντιμνίτσα βρίσκεται ανατολικά του χωριού Δαμασκηνιά Κοζάνης. Αναπτύσσεται σε μάργες της περιόδου του Μειοκαίνου του σχηματισμού Όρλια 47 και είναι αποτέλεσμα διέλευσης υπόγειου ποταμού. Στα τοιχώματά του βρέθηκαν απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων και εχινόδερμων. Η ανάπτυξή του διαδρόμου έχει συνολικό μήκος 65 μέτρα και διεύθυνση ΝΑ-ΒΔ. ε) Σπήλαιο Γκολουπίντσας 45 Φύλλο χάρτη ΙΓΜΕ 31 «Άργος Ορεστικό» 46 ο.π. σημ. 30 47 Φύλλο χάρτη ΙΓΜΕ 168 «Νεστόριον» 72
Το σπήλαιο Γκολουπίντσα βρίσκεται στην ανατολική όχθη της χερσονήσου της Καστοριάς. Αναπτύσσεται σε ασβεστόλιθους ηλικίας Μέσου Ανώτερου Λιάσιου στην Πελαγονική Ζώνη 48. Αποτελείται από μία κύρια αίθουσα, η οποία επικοινωνεί από δύο διαφορετικές εισόδους με μία δεύτερη, στο βάθος της οποίας υπάρχει λιμνάζον νερό. Η στάθμη αυτού, φαίνεται να επικοινωνεί με τη λίμνη Ορεστιάδα και να επηρεάζεται από τη στάθμης αυτής. Στο σπήλαιο παρατηρούνται ίχνη ανθρωπογενούς χρήσης της Οθωμανικής περιόδου καθώς και σύγχρονα. στ) Σπήλαιο των Νερών Το σπήλαιο των Νερών βρίσκεται νοτιοδυτικά του χωριού Καστανόφυτου. Αναπτύσσεται σε μάργες της περιόδου του Μειοκαίνου 49 και η σπηλαιογέννεση είναι αποτέλεσμα διέλευσης υπόγειου ποταμού. Το σπήλαιο έχει τρεις εισόδους. Το δάπεδο καλύπτεται εξ ολοκλήρου από ιζήματα, κυρίως άμμους και διαθέτει σπηλαιοδιάκοσμο. Η ροή του ποταμού αυξομειώνεται ανάλογα με την εποχή. Κατά διαστήματα μεσολαβούν ευρύχωροι θάλαμοι. Ο διάκοσμος εντοπίζονται στους τρεις πρώτους θαλάμους του σπηλαίου. Στους ίδιους χώρους εντοπίζονται και διάσπαρτα ευρήματα διαφόρων εποχών. Το συνολικό μήκος του σπηλαίου είναι περί τα 500μ.. ζ) Σπήλαιο Αγίου Νικολάου Το σπήλαιο του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στη νότια- νοτιοανατολική όχθη της χερσονήσου της Καστοριάς. Αναπτύσσεται σε ασβεστόλιθους ηλικίας Μέσου Ανώτερου Λιάσιου στην Πελαγονική Ζώνη 50. Αποτελείται από μία διάκλαση της οποίας το πλάτος, σε όλο το μήκος του σπηλαίου, κυμαίνεται από 0.60 έως 5μ.. Στο σπήλαιο καταλήγει σε τμήμα το οποίο εποχιακά είναι πληρωμένο από το νερό της λίμνης. Πίσω από αυτό το «σιφώνι» το σπήλαιο πιθανώς να συνεχίζει. Υπάρχει δε η υποψία ότι συνδέεται με το όμορο σπήλαιο του Δράκου. Στην είσοδο του σπηλαίου 48 ο.π σημ. 29 49 ο.π. σημ. 32 50 ο.π. σημ. 29 73
παρατηρήθηκαν τμήματα από οθωμανικές κεραμίδες, καθώς και μερικά (5-7) αδιάγνωστα όστρακα κεραμεικής. η) Σπήλαιο Παταράγκου Το σπήλαιο Παταράγκου βρίσκεται στη νότια πλαγιά του λόφου της Καστοριάς. Αναπτύσσεται σε ασβεστόλιθους ηλικίας Μέσου Ανώτερου Λιάσιου στην Πελαγονική Ζώνη 51. Αποτελείται από έναν κεντρικό θάλαμο και τρεις περιφερειακούς μικρότερους. Ο κεντρικός θάλαμος παρουσιάζει σημαντικές συγκεντρώσεις γουανό, οι οποίες καθιστούν αδύνατη την επιφανειακή έρευνα σε αυτό το χώρο. Μολαταύτα στους τρεις περιφερειακούς θαλάμους εντοπίστηκαν αρκετά όστρακα (60-70) κεραμεικής διάσπαρτα, τα περισσότερα από αυτά δυστυχώς αδιάγνωστα. θ) Σπήλαιο στο Νοσοκομείο Το σπήλαιο στο Νοσοκομείο βρίσκεται στη νότια όχθη της χερσονήσου της Καστοριάς. Αναπτύσσεται σε ασβεστόλιθους ηλικίας Μέσου Ανώτερου Λιάσιου στην Πελαγονική Ζώνη 52. Το σπήλαιο του Νοσοκομείου αποτελείται από ένα μικρό θάλαμο, με έντονο διάκοσμο. Στην είσοδό του παρατηρήθηκαν πάρα πολλά σκουπίδια. ι) Σπήλαιο Ντούχλου Το σπήλαιο Ντούχλος βρίσκεται στη νότια όχθη της λίμνης της Καστοριάς στο χωριό Δισπηλιό. Αναπτύσσεται σε ασβεστόλιθους ηλικίας περιόδων Τριαδικού Μέσου Ιουρασικού 53. Ο Ντούχλος είναι ουσιαστικά μία διαμπερής βραχοσκεπή. Στο εσωτερικό της υπάρχει μικρό εικονοστάσι- παρεκκλήσιο, αφιερωμένο στον Αγ. Νικόλαο. Από τις δύο εισόδους της βραχοσκεπής αυτής, πήρε το όνομά του το χωριό. Στο εσωτερικό της βραχοσκεπής δεν εντοπίστηκαν καθόλου όστρακα κεραμεικής. 51 ο.π. σημ. 29 52 ο.π. σημ. 29 53 ο.π. σημ. 30 74
ια) Σπήλαιο Νοσοκομείο Ανταρτών Το σπήλαιο Νοσοκομείο Ανταρτών βρίσκεται κοντά στην περιοχή Λιανοτόπι στον Γράμμο. Αναπτύσσεται σε ασβεστόλιθους του Ανώτερου Κρητιδικού στην Υποπελαγονική Ζώνη 54. Το σπήλαιο αυτό χρησιμοποιήθηκε από τον Δημοκρατικό Στρατό κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου ως ορεινό νοσοκομείο. Στο εσωτερικό του υπάρχουν ακόμα σιδερένια κιγκλιδώματα από κλίνες της εποχής εκείνης. Η έντονη χρήση του σπηλαίου από τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια του πολέμου πιθανών εξηγεί την απουσία άλλων επιφανειακών ευρημάτων. Ωστόσο σε δύο λάκκους σύγχρονων λαθρανασκαφών εντοπίστηκαν αδιάγνωστα όστρακα χειροποίητης κεραμεικής. ιβ) Σπήλαιο Βουβουζέλα Το σπήλαιο Βουβουζέλα βρίσκεται δυτικά του χωριού Γάβρος Καστοριάς. Είναι ένα κατακόρυφο βάραθρο μέγιστου βάθους 15 μ. χωρίς άλλο θάλαμο. Το βάραθρο στερείται διακόσμου. Ονομάστηκε «βουβουζέλα» από τις ομάδες εξερεύνησης. Το τοπικό όνομα του σπηλαίου αγνοείται. ιγ) Σπήλαιο Πέτρας Το σπήλαιο Πέτρα βρίσκεται στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης της Καστοριάς στο Δισπηλιό. Αναπτύσσεται σε οφειολίθους του Ανώτερου Ιουρασικού στην Υποπελαγονική Ζώνη 55. Η είσοδός του διανοίχθηκε κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα από μικρό λατομείο που λειτουργούσε στις όχθες της λίμνη Ορεστιάδας. Ουσιαστικά πρόκειται για τρία στενά περάσματα - καρστικούς αγωγούς που ενώνονται πριν την είσοδο του σπηλαίου σχηματίζοντας ένα μικρό θάλαμο. Στο σπήλαιο δεν εντοπίστηκαν ίχνη χρήσης από τον άνθρωπο. ιδ, ιε, ιζ, ιη, ιθ, κ, κα, κβ) Σπήλαια στα Όντρια 54 Φύλλο χάρτη ΙΓΜΕ 244 «Χιονιάδες Γράμμος» 55 ο.π. σημ. 30 75
Τα σπήλαια στην περιοχή Όντρια αναπτύσσονται σε υφαλογενείς ασβεστολίθους του Βουρδιγάλιου 56. Tα σπήλαια αυτά είναι βάραθρα, τα οποία αναπτύσσονται κάθετα σε μορφή «σωλήνα», και το μέγιστο βάθος των οποίων δεν ξεπερνά τα 22μ.. Δεν παρουσιάζουν κάποιο διάκοσμο, αποικίες νυχτερίδων ή ίχνη χρήσης από τον άνθρωπο. κγ) Σπήλαιο Τρύπα του Βλάχου ή Σπηλιά του Κωστάκη Το σπήλαιο βρίσκεται στην περιοχή Όντρια και αναπτύσσεται σε υφαλογενείς ασβεστολίθους του Βουρδιγάλιου 57. Το σπήλαιο αποτελείται από έναν οριζόντιο διάδρομο μέγιστου μήκους περίπου 60μ. Το εσωτερικό του σπηλαίου είναι φτωχό σε διάκοσμο ενώ απουσιάζουν πλήρως ενδείξεις ανθρωπογενών χρήσεων. Μολαταύτα, οι κάτοικοι του χωριού Ζώνη, ενημέρωσαν τις ομάδες εξερεύνησης ότι στο συγκεκριμένο σπήλαιο, βοσκοί έκρυβαν τα κοπάδια τους για να τα προστατέψουν από ζωοκλοπές. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, οι σπηλαιολογικές έρευνες στην Καστοριά σκιαγραφούν ένα πεδίο πλούσιο και ενδιαφέρον τόσο από την πλευρά της εξερευνητικής σπηλαιολογίας όσο και από την πλευρά των επιστημών που σχετίζονται με τα σπήλαια. Στο νομό Καστοριάς οι συγκεντρώσεις των ασβεστόλιθων δεν καταγράφονται στους μεγάλους ορεινούς όγκους του νομού, αλλά σε μικρότερα βουνά όπως το Παλαιοκκλήσι, τα Όντρια και ο λόφος του Αγ. Αθανασίου. Αυτές είναι οι περιοχές που παρατηρείται η μεγαλύτερη πυκνότητα σε σπήλαια, τόσο οριζόντιας όσο και κατακόρυφης ανάπτυξης, ενώ σε έναν από αυτούς τους ορεινούς όγκους δημιουργήθηκε και το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα σπήλαιο του νομού, το σπήλαιο του Δράκου. Μολαταύτα αξιοσημείωτη είναι και η σπηλαιογένεση που παρατηρείται σε πετρώματα που δεν είναι ασβεστόλιθοι, όπως οι μάργες και οι ψαμμίτες. Οι σπηλαιομορφές που παρατηρούνται συνήθως σε τέτοιου είδους πετρώματα είναι μικρού μεγέθους. Στην ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς όμως, το δεύτερο μεγαλύτερο σπήλαιο του νομού έχει διανοιχθεί σε τέτοια πετρώματα (Καστανόφυτο) ενώ και ένα ακόμη σπήλαιο, αυτό της Δαμασκηνιάς, έχει παρόμοια χαρακτηριστικά 56 ο.π. σημ. 32 57 ο.π. σημ. 32 76
σπηλαιογένεσης 58. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με σπήλαια των οποίων ο σχηματισμός οφείλεται σε υπόγεια ποτάμια. Το Καστανόφυτο είναι εν ενεργεία υπόγειο ποτάμι ενώ στην περίπτωση της Δαμασκηνιάς η κοίτη έχει ανέβει ψηλότερα και πλέον ο ρους υπέρκειται του σπηλαίου. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των σπηλαίων της περιοχής της Καστοριάς είναι η χρήση τους από των άνθρωπο σε διάφορες περιόδους. Από τα 23 σπήλαια που επισκέφτηκαν οι ομάδες εξερεύνησης τα 9 παρουσιάζουν ανθρωπογενείς χρήσεις σε διάφορες περιόδους. Από την απλή αυτοψία στα σπήλαια, αξιοσημείωτη είναι οι απουσία ευρημάτων που να αντιπροσωπεύουν τις περιόδους από την ύστερη εποχή του χαλκού έως και τη μέση Βυζαντινή (1.200 π.χ- 8 ος μ.χ. αιω.). Η απουσία βέβαια αυτή δεν πρέπει να θεωρείται βέβαιη λόγω του μη συστηματικού χαρακτήρα της έρευνας. Από τον Γενικό Κατάλογο των σπηλαίων που έχουν εξερευνηθεί στην περιοχή της Καστοριάς, από το Το.Τ.Β.Ε. της Ε.Σ.Ε. έγινε μια επιλογή 10 σπηλαίων για να ερευνηθούν συστηματικότερα τα επιφανειακά κατάλοιπα ανθρωπογενών δράσεων σε αυτά. Τα σπήλαια αυτά παρατίθενται στη συνέχεια σε ειδικό κατάλογο, μαζί με τα στοιχεία που συλλέχτηκαν για αυτά τα σπήλαια μετά τη διεξοδικότερη μελέτη τους. Τα δεδομένα αυτών των σπηλαίων παρουσιάζονται στον πίνακα 2. 6.2 Ειδικός Κατάλογος Σπηλαίων. Στον Ειδικό Κατάλογο (ΕΚ) καταγράφονται τα δέκα σπήλαια τα οποία επιλέχθηκαν για περαιτέρω μελέτη των ενδείξεων ανθρωπογενών χρήσεων σε αυτά. Επίσης παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα και αφορούν το ίδιο το σπήλαιο, όπως μέση θερμοκρασία, υγρασία, γεωλογικές παρατηρήσεις, μορφή εισόδου, εμβαδόν ελεύθερου χώρου. Οι δέκα σπηλαιομορφές που επιλέχθηκαν για την παρούσα έρευνα επιλέχθηκαν με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία σε γενικές γραμμές έχουν συζητηθεί σε προηγούμενα κεφάλαια. Ο πρώτος διαχωρισμός ήταν μορφολογικός. Επιλέχθηκαν σπηλαιομορφές παρόμοιας ανάπτυξης και μορφολογίας. Έτσι από την 58 Αξίζει εδώ να σημειωθεί, πως την στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο, το Καστανόφυτο, είναι πλέον αποδεδειγμένα το μεγαλύτερο ψευδοκαρστικό σπήλαιο στην Ελλάδα και ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Με τον όρο ψευδοκαρστ, αναφερόμαστε σε γεωμορφές που έχουν δημιουργηθεί από τη διάβρωση των πετρωμάτων από νερό, χωρίς όμως αυτά τα πετρώματα να είναι ασβεστόλιθοι. 77
έρευνα απορρίφθηκαν τα σπήλαια κάθετης ανάπτυξης (βάραθρα) και οι βραχοσκεπές. Σε δεύτερη φάση επιλέχθηκαν τα σπήλαια με ευκολία στην πρόσβαση. Για τον λόγο αυτό απορρίφθηκε το σπήλαιο του Βλάχου, μιας και για την προσέγγισή του χρειάζονταν περίπου δύο ώρες πεζοπορίας. Σε τρίτο επίπεδο επιλέχθηκαν σπήλαια στα οποία οι ομάδες εξερεύνησης είχαν αναφέρει κατάλοιπα ανθρωπογενών χρήσεων. Μολαταύτα, η αναφορά τον ομάδων εξερεύνησης δεν θεωρήθηκε πανάκεια, μιας και κατά τη διάρκεια της εξερεύνησης δεν συμμετείχαν πάντα αρχαιολόγοι, ούτε γίνονταν συστηματικώς έλεγχος του χώρου του σπηλαίου. Για τους λόγους αυτούς σπήλαια όπως, Πέτρας και Αγ. Τριάδας Μικρό συμπεριλήφθηκαν στην δεύτερη φάση της μελέτης. Τέλος η Σπηλιά στο Νοσοκομείο απορρίφθηκε από την έρευνα τόσο για το πολύ μικρό της μέγεθος όσο και γιατί δεν παρουσιάζει καθόλου ελεύθερο χώρο για δραστηριότητες 59. Τα σπήλαια είναι τα εξής 60 : α) Σπήλαιο Αλευράδων Ημερομηνία επίσκεψης: 17.6.2011 Καιρός: Αίθριος Υγρασία περιβάλλοντος: 67% Θερμοκρασία Περιβάλλοντος: 24 C Στίγμα: Ν 40 30 18.32 Ε 21 16 58.44 Υψόμετρο: 642μ. Εμβαδόν σπηλαίου: 156.86 m² Μέση υγρασία σπηλαίου: 89% Μέση θερμοκρασία σπηλαίου: 19 o C Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή: 31% Παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου: ΟΧΙ β) Σπήλαιο Αγίας Τριάδας Μικρό 59 Το δάπεδο της σπηλιάς είναι γεμάτο με σταλαγμίτες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν καθόλου ελεύθερες επιφάνειες για χρήση. 60 Στην αρίθμηση των σπηλαίων διατηρήθηκε ο αριθμός που αυτά είχαν στο ΓΚ. 78
Ημερομηνία επίσκεψης: 16.6.2011 Καιρός: Αίθριος Υγρασία περιβάλλοντος: 61% Θερμοκρασία Περιβάλλοντος: 24 C Στίγμα: Ν 40 25 52.28 Ε 21 24 53.00 Υψόμετρο: 1088μ. Εμβαδόν σπηλαίου: 53 m 2 Μέση υγρασία σπηλαίου: 78% Μέση θερμοκρασία σπηλαίου: 18 o C Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή: 51% Παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου: ΟΧΙ γ) Σπήλαιο Αγίας Τριάδας Μεγάλο Ημερομηνία επίσκεψης: 16.6.2011 Καιρός: Αίθριος Υγρασία περιβάλλοντος: 61% Θερμοκρασία Περιβάλλοντος: 24 o C Στίγμα: Ν 40 25 52.56 Ε 21 24 53.00 Υψόμετρο: 1080μ. Εμβαδόν σπηλαίου: 110.9 m² Μέση υγρασία σπηλαίου: 87% Μέση θερμοκρασία σπηλαίου: 16 o C Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή: 5% Παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου: ΝΑΙ δ) Σπήλαιο Ντιμνίτσα, Δαμασκηνιάς. Ημερομηνία επίσκεψης: 15.4.2011 Καιρός: Συννεφιά, ασθενής βροχόπτωση Υγρασία περιβάλλοντος: 79% Θερμοκρασία Περιβάλλοντος: 14 C 79
Στίγμα: Ν 40 20 16.22 Ε 21 12 32.02 Υψόμετρο: 834μ. Εμβαδόν σπηλαίου: 135.68 m² Μέση υγρασία σπηλαίου: 76% Μέση θερμοκρασία σπηλαίου: 18 o C Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή: 14% Παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου: ΟΧΙ ε) Σπήλαιο Γκολουπίντσας Ημερομηνία επίσκεψης: 16.4.2011 Καιρός: Αίθριος Υγρασία περιβάλλοντος: 81% Θερμοκρασία Περιβάλλοντος: 12 C Στίγμα: Ν 40 30 44.32 Ε 21 17 38.59 Υψόμετρο: 639μ. Εμβαδόν σπηλαίου: 267.42 m² Μέση υγρασία σπηλαίου: 88% Μέση θερμοκρασία σπηλαίου: 17 C Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή: 32% Παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου: ΝΑΙ στ) Σπήλαιο των Νερών Ημερομηνία επίσκεψης: 5-6.1.2012 και 21.6.2012 Καιρός: Ισχυρή χιονόπτωση (πρώτη επίσκεψη) Αίθριος (δεύτερη επίσκεψη) Υγρασία περιβάλλοντος: 99% / 62% Θερμοκρασία Περιβάλλοντος: 0 C / 23 C Στίγμα: Ν 40 21 21.46 Ε 21 09 32.54 Υψόμετρο: 1107μ. Εμβαδόν σπηλαίου: 5.146,34 m 2 80
Μέση υγρασία σπηλαίου: 88 97% Μέση θερμοκρασία σπηλαίου: 14 C Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή: > 1% Παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου: ΝΑΙ ζ) Σπήλαιο Αγίου Νικολάου Ημερομηνία επίσκεψης: 19.6.2011 Καιρός: Ασθενής βροχόπτωση Υγρασία περιβάλλοντος: 89% Θερμοκρασία Περιβάλλοντος: 22 C Στίγμα: Ν 40 30 18.94 Ε 21 17 08.80 Υψόμετρο: 634μ. Εμβαδόν σπηλαίου: 88.57 m 2 Μέση υγρασία σπηλαίου: 92% Μέση θερμοκρασία σπηλαίου: 16 C Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή: 5% Παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου: ΝΑΙ η) Σπήλαιο Παταράγκου Ημερομηνία επίσκεψης: 17.4.2011 Καιρός: Αίθριος Υγρασία περιβάλλοντος: 79% Θερμοκρασία Περιβάλλοντος: 14 C Στίγμα: Ν 40 30 55.46 Ε 21 16 52.36 Υψόμετρο: 832μ. Εμβαδόν σπηλαίου: 357.67m 2 Μέση υγρασία σπηλαίου: 86% Μέση θερμοκρασία σπηλαίου: 17 C Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή: 9% Παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου: ΟΧΙ 81
ια) Σπήλαιο Νοσοκομείο Ανταρτών Ημερομηνία επίσκεψης: 11.9.2011 Καιρός: Αίθριος Υγρασία περιβάλλοντος: 69% Θερμοκρασία Περιβάλλοντος: 23 C Στίγμα: Ν 40 24 22.03 Ε 20 51 53.99 Υψόμετρο: 1405μ. Εμβαδόν σπηλαίου: 354.68 m 2 Μέση υγρασία σπηλαίου: 78% Μέση θερμοκρασία σπηλαίου: 20 C Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή: 42% Παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου: ΟΧΙ ιγ) Σπήλαιο Πέτρας Ημερομηνία επίσκεψης: 17.1.2011 Καιρός: Ασθενής Βροχόπτωση Υγρασία περιβάλλοντος: 79% Θερμοκρασία Περιβάλλοντος: 14 C Στίγμα: Ν 40 30 12.00 Ε 21 15 37.26 Υψόμετρο: 649μ. Εμβαδόν σπηλαίου: 45.34m 2 Μέση υγρασία σπηλαίου: 88% Μέση θερμοκρασία σπηλαίου: 14 C Ποσοστό φωτοκάλυψης χώρου την 12 η μεσημβρινή: 67% Παρουσία γλυκού νερού στο εσωτερικό του σπηλαίου: ΟΧΙ 82
7. Επεξεργασία και συσχετισμοί των δεδομένων Γύρω της η σπηλιά, όλη από καθρέφτες, έφεγγε. Ποτάμια από διαμάντια και λευκά μαργαριτάρια κυλούσαν ανάμεσα στους σταλακτίτες του θόλου και, μέσα σ' αυτή τη διαφάνεια, μέσα σ' αυτό το κρυστάλλινο νερό που φωτιζόταν από μια πλατιά δέσμη φωτός, η Νανά με το χιονάτο δέρμα της και τα πυρόξανθα μαλλιά της έμοιαζε με ήλιο. Εμίλ Ζολά- Νανά Σε 10 σπήλαια που μελετήθηκαν σε δευτερογενές επίπεδο καταγράφηκαν συνολικά 573 όστρακα κεραμεικής, 1 σφονδύλι, 15 μεταλλικά αντικείμενα, όλα τμήματα από καντήλες της σύγχρονης εποχής στο σπήλαιο Αγ. Τριάδας Γέρμας, και πάνω από 120 αντικείμενα- σκουπίδια πρόσφατων χρόνων στο σύνολό τους στα σπήλαια Γκολουπίντσα, Παταράγκος και Καστανόφυτο. Από τα 573 όστρακα τα 224 αφορούν τμήματα χειροποίητων αγγείων, τα 196 είναι όστρακα τροχήλατης κεραμεικής, τα 104 αδιάγνωστα και τα 49 τμήματα οθωμανικών κεραμίδων. Από τα 224 όστρακα χειροποίητης κεραμεικής μόνο 6 λαβές από το σπήλαιο των Νερών και άλλες 4 από το σπήλαιο της Δαμασκηνιάς μπορούν με ασφάλεια να χρονολογηθούν στη Νεολιθική περίοδο. Επίσης μόνο 2 λαβές από το σπήλαιο της Αγ. Τριάδας στο Γέρμας μπορούν να χρονολογηθούν στην Ύστερη Εποχής του Χαλκού (ΥΕΧ)- Πρώιμη εποχή του Σιδήρου (ΠΕΣ) 61. Όλα τα υπόλοιπα όστρακα αποτελούν πολύ μικρά τμήματα (1-5 εκ) του σώματος των αγγείων με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατη η περαιτέρω χρονολόγησή τους. Όσον αφορά την χρονολόγηση της τροχήλατης κεραμεικής, το σύνολο σχεδόν των οστράκων ήταν τμήματα από το σώμα αγγείων που δεν είχαν υποστεί εφυάλωση ή άλλη επεξεργασία (μέγεθος και πάλι μικρότερο των 5 εκ. ανά όστρακο). Μόλις 14 όστρακα από το σπήλαιο Αγ. Τριάδας Γέρμα, όλα στην περιοχή Νότια από το Ιερό του Ναού, ήταν εσωτερικά εφυαλωμένα με πράσινο χρώμα πάνω στο οποίο υπήρχε διακόσμηση από κίτρινα γεωμετρικά σχέδια. Η εφυάλωση των οστράκων είναι όμοια 61 Η χρονολόγηση των λαβών και στις δύο περιπτώσεις έγινε in situ. Μολαταύτα τη χρονολόγηση επιβεβαίωσε από φωτογραφίες ο καθ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Στέλιος Ανδρέου και ο μεταπτυχιακός φοιτητής Αρχαιολογίας ΑΠΘ Γκαζμέντ Ελέζι. 83
με ορισμένα όστρακα από το σπήλαιο της Κορομηλιάς Καστοριάς, τα οποία και χρονολογήθηκαν στον 12 μ.χ. αιώ (Tranatlidou et all. 2010) 62. Αναφορικά με τα αδιάγνωστα όστρακα, τα περισσότερα από αυτά εντοπίστηκαν στα σπήλαια Παταράγκου και Νερών, σύνολο 90 από τα 104. Αυτό δικαιολογείται μιας και σε αυτά τα δύο σπήλαια παρατηρούνται ποιο έντονοι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα αρχαιολογικά ευρήματα (γουανό, παρουσία νερού και σπηλαιοαπόθεση). Όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στο γράφημα 9, στο σύνολο των αδιάγνωστων ευρημάτων πάνω από τα μισά (52%) έχουν επηρεαστεί από το νερό, ενώ αυτό που ξενίζει είναι ότι δεύτερος πιο σημαντικός παράγοντας (22%) είναι η επίδραση του γουανό. Το σπήλαιο με τη μεγαλύτερη πυκνότητα ευρημάτων χειροποίητης και τροχήλατης κεραμεικής, ανά τετραγωνικό μέτρο, είναι το σπήλαιο της Αγ. Τριάδας Γέρμα (πίνακας Β.1). Το συγκεκριμένο σπήλαιο αναμένονταν να είναι το πρώτο σε πυκνότητα ευρημάτων τροχήλατης κεραμεικής, μιας και είναι διαμορφωμένο σε Ναό, ο οποίος χρησιμοποιείται τακτικά, ως προσκύνημα από τους κατοίκους του χωριού τουλάχιστον τα τελευταία 200 χρόνια 63. Μολαταύτα εντυπωσιακή παραμένει η πυκνότητα ευρημάτων χειροποίητης κεραμεικής, η οποία με 1.02/m 2 όστρακα κεραμεικής είναι σχεδόν υπερδιπλάσια από το μέσο όρο των υπολοίπων σπηλαίων (μ.ο. 0.39/m 2 ). Όσον αφορά τις πυκνότητες των ευρημάτων, μια ξεχωριστή κατηγορία αποτελεί το σπήλαιο των Νερών στο Καστανόφυτο. Το συγκεκριμένο σπήλαιο ως σύνολο παρουσιάζει πολύ μικρή πυκνότητα ευρημάτων μιας και έχει εμβαδόν πάνω από 5.000 m 2, ενώ εμφανίζει 157 όστρακα κεραμεικής. Μολαταύτα το σύνολο των οστράκων είναι συγκεντρωμένο σε μια περιοχή περί τα 70μ. απόσταση από τις εισόδους του σπηλαίου σε μια καμπή της κοίτης του υπόγειου ποταμού. Ενδεικτικά η μέτρηση της πυκνότητας στον πυρήνα εκείνης της περιοχής ξεπερνάει το 1.40/m 2. Βασικός στόχος της έρευνας ήταν να γίνει μια προσπάθεια να σκιαγραφεί ο τρόπος που ο άνθρωπος διαχειρίζονταν (και διαχειρίζεται) τα ειδικά μικροπεριβαλλοντικά χαρακτηριστικά του σπηλαίου. Αν και τελικά δεν έγινε εφικτό να εξεταστούν στοιχεία όπως η υγρασία, οι αποθέσεις του σταλαγμιτικού υλικού κ.α. έγινε μια προσπάθεια να εξεταστεί το πώς ο άνθρωπος διαχειρίζεται τις τρεις ζώνες φωτεινότητας του σπηλαίου. Στα τέσσερα σπήλαια που αυτή η παράμετρος τέθηκε 62 Αναλυτικά για τις κατανομές των ευρημάτων 63 Προφορική πληροφορία από κατοίκους του χωριού Γέρμας, οι οποίοι ρωτήθηκαν σχετικά την ημέρα τις επίσκεψης. 84
υπό εξέταση (Αγ. Τριάδα Μεγάλο, Γκολουπίντσα, Αλευράδες, Δαμασκηνιά) τα όστρακα χειροποίητης κεραμεικής βρέθηκαν να κατανέμονται κατά πλειοψηφία στην ζώνη του ημίφωτος και στην άφωτη. Στην περίπτωση της τροχήλατης κεραμεικής οι κατανομές καλύπτουν την κυρίως την εύφωτη και τη ζώνη του ημίφωτος. Εδώ αξίζει να σημειωθούν οι περιπτώσεις του Παταράγκου και του Καστανόφυτου όπου το σύνολο της κεραμεικής κατανέμεται στην άφωτη ζώνη 64. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει κάποια τάση να χρησιμοποιούνται σπήλαια με κάποιο διακριτό γεωλογικό χαρακτηριστικό, όπως η παρουσία γλυκού νερού, τα σπηλαιοθέματα και το είδος πετρώματος όπου αναπτύσσεται το σπήλαιο. 7.1 Συζήτηση Ένα χέρι τινάχτηκε μέσα από τον αέρα και σφήνωσε στη φούχτα μου ένα δαδί αναμμένο. Κατάλαβα την προσταγή έκαμα το σταυρό μου, τρύπωξα μέσα στη σπηλιά. Ν. Καζαντζάκης- Αναφορά στον Γκρέκο 7.1.α Ειδική συζήτηση- Οι ενδείξεις χρήσεων των σπηλαίων της Καστοριάς. Η Καστοριά δεν στάθηκε γενναιόδωρη στα πλαίσια της έρευνας. Το υλικό ήταν κατά βάση κακής ποιότητας και δύσκολο να χαρακτηριστεί in situ. Εκτός από την ποιότητα του υλικού και η ποσότητα αυτού δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Μόλις 573 όστρακα κεραμεικής για ένα σύνολο 10 σπηλαίων ή 6.618,52 m 2. Λιγότερο από 0.09 ευρήματα ανά τετραγωνικό μέτρο. Μολαταύτα, από τα δεδομένα που συλλέχτηκαν μπορούν να βγουν ορισμένα συμπεράσματα για τις χρήσεις των σπηλαίων στην Καστοριά. Τα πρώτο αξιοσημείωτο δεδομένο έχει να κάνει με τον δείκτη (ή πιθανότητα) χρήσης 65 των σπηλαίων της Καστοριάς. Από τα 23 καταγεγραμμένα σπήλαια του νομού μελετήθηκαν για τις ενδείξεις χρήσης τους τα 10 από αυτά. Αν θεωρήσουμε αυτά τα δέκα σπήλαια στατιστικό δείγμα, από τα δέκα τα 8 εμφάνισαν πάνω από 3 64 Σχετικά διαγράμματα στο παράρτημα Ι. 65 Η πιθανότητα υπολογίζεται με τον τύπο P(a)= N(a)/ N(d).Όπου Ν(α) το πλήθος των ευνοϊκών περιπτώσεων και Ν(d) το πλήθος των δυνατών περιπτώσεων. 85
αντικείμενα που σχετίζονται με ανθρώπινη δραστηριότητα. Ειδικότερα και σε επίπεδο κατηγοριών κεραμεικής η πιθανότητα εύρεσης, σε ένα τυχαίο σπήλαιο στην περιοχή της Καστοριάς, χειροποίητης κεραμεικής ανέρχεται στο 39%, τροχήλατης κεραμεικής 34% και αδιάγνωστων οστράκων 18%. Αναπαριστώντας γραφικά αυτές τις πιθανότητες σύμφωνα με τα διαγράμματα Ven, παρουσιάζεται το εξής σχήμα: τροχήλατη κεραμεική χειροποίητη κεραμεική αδιάγνωστα Ερμηνεύοντας το παραπάνω διάγραμμα, οι τρεις κατηγορίες είναι αλληλένδετες μεταξύ τους στην περίπτωση της Καστοριάς και σπάνια εντοπίζεται μία θέση χωρίς ευρήματα από κάποια από τις τρεις κατηγορίες. Συγκεκριμένα δε, η κατηγορία των αδιάγνωστων είναι σχεδόν απίθανο να εντοπιστεί σε μία θέση αυτόνομη. Κατ επέκταση των παραπάνω, στην Καστοριά παρατηρούνται σπήλαιαθέσεις με έντονη ιστορικότητα και συνεχή χρήση από την προϊστορία ως και τη σύγχρονη εποχή, όπως για παράδειγμα το σπήλαιο της Αγ. Τριάδας Γέρμα. Μολονότι όμως, εμφανίζονται πολλά σπήλαια με ενδείξεις χρήσεων, και με υψηλή πιθανότητα χρήσης, δεν εντοπίζονται σημαντικοί αριθμοί επιφανειακών ευρημάτων. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί λόγω των έντονων μεταποθετικών φαινομένων, τα οποία παρατηρήθηκαν σε όλα τα σπήλαια. Το ρέων νερό, η σπηλαιοποθετική διαδικασία, η διάβρωση των πετρωμάτων, το γουανό αλλά και η συνεχής χρήση του χώρου από των άνθρωπο δια μέσου των αιώνων είναι παράγοντες οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενα κομμάτια αυτής της εργασίας αλλοιώνουν την επιφανειακή εικόνα των ευρημάτων σε κάθε σπήλαιο. Σε ειδικότερο επίπεδο η επιφανειακή έρευνα στα σπήλαια της Καστοριάς, εντόπισε δύο σπήλαια τα οποία και παρουσιάζουν σημαντικό αρχαιολογικό 86
ενδιαφέρον και ενδεχομένως θα αποτελούσαν πρόσφορο πεδίο και περεταίρω μελέτη. Αυτά είναι τα σπήλαια Αγ. Τριάδα Γέρμας και Σπήλαιο των Νερών στο Καστανόφυτο. Το κάθε ένα από αυτά τα σπήλαια αποτελεί και μία διαφορετική περίπτωση. Το σπήλαιο της Αγ. Τριάδας, είναι ένα σχετικά μικρό σπήλαιο (εμβαδόν μόλις 110,9 m 2 ), το οποίο όμως εμφανίζει χρήσεις που χρονολογούνται με ασφάλεια από την ΥΕΧ-ΠΕΣ ως και σήμερα. Ο χώρος χρησιμοποιείται συνολικά από τον άνθρωπο, χωρίς κάποια συγκεκριμένη χωρική προτίμηση. Ιδιαίτερη πυκνότητα (πάνω από 1,5/m 2 ) παρουσιάζουν τα ευρήματα στο μέσον περίπου του σπηλαίου, αλλά αυτό μάλλον εξηγείται από το γεγονός, ότι αυτό το τμήμα είναι και το ποιο ευρύχωρο του σπηλαίου. Το Καστανόφυτο αντίθετα είναι ένα μεγάλο σπήλαιο (περί τα 480μ. μήκος πάνω από 5.000 τετραγωνικά μέτρα εμβαδόν) το οποίο έχει το διακριτό χαρακτηριστικό να είναι ένα υπόγειο ποτάμι, που ακόμη και σήμερα έχει συνεχή ροή όλο το έτος. Οι ενδείξεις χρήσεις του χώρου περιορίζονται μόνο σε μία αναβαθμίδα περίπου 28 m 2 στη ΒΔ πλευρά της κοίτης και σε απόσταση 70 περίπου μέτρων από την είσοδο. Η αναβαθμίδα βρίσκεται περί το 1.20 m ψηλότερα από τον άξονα της κοίτης και ένα μεγάλο τμήμα της (48%) καλύπτεται από σταλαγμιτική κρούστα πάχους 3-5 cm 66. Η ροή του ποταμού διαβρώνει την αναβαθμίδα με αποτέλεσμα τη διασπορά των ευρημάτων για τα επόμενα 50 περίπου μέτρα σε όλο το μήκος της κοίτης. Αν και χωρίς περαιτέρω εξέταση της θέσης και μελέτη της κεραμεικής, είναι δύσκολο να συζητηθεί ο χαρακτήρας της εγκατάστασης. Μολαταύτα, δεν είναι η μοναδική περίπτωση στον Ελλαδικό χώρο που παρατηρείται εγκατάσταση σε αναβαθμίδα όχθης υπόγειου ποταμού. Στο Σπήλαιο του Μααρά (ή Πηγές του Αγγίτη) στη Δράμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε ανασκαφεί μια παρόμοια θέση της Νεολιθικής (Τρανταλίδου κ.α. 2007a, 2007b). Στην περίπτωση του Μααρά, η ανασκαφή του σπηλαίου και η μετέπειτα μελέτη της κεραμεική, οδήγησαν τους ερευνητές να χαρακτηρίσουν τη θέση ως τόπο περιστασιακής εγκατάστασης κυνηγών ή νομάδων βοσκών. Επίσης σε μια δεύτερη φάση το σπήλαιο πιθανώς να είχε χρησιμοποιηθεί για αποθήκευση (Τρανταλίδου κ.α. 2007a, 2007b). Σε κάθε περίπτωση θεωρείται ότι οι άνθρωποι προσέγγισαν το σπήλαιο με βασικό στόχο να 66 Σχετικές εικόνες στο παράρτημα 3. 87
εκμεταλλευτούν τα φυσικά του πλεονεκτήματα. Απόκρυψη και τρεχούμενο νερό (Τρανταλίδου κ.α 2007b). Το Καστανόφυτο, αν και σαν θέση είναι κατά πολύ μικρότερη του Μααρά, παρουσιάζει μορφολογικές ομοιότητες, όπως το υπόγειο ποτάμι και η δύσκολα ορατή είσοδος. Η βασική μορφολογική διαφορά είναι ότι η θέση στον Αγγίτη είναι στην εύφωτη ζώνη του σπηλαίου ενώ του Καστανόφυτου στην άφωτη 67. Μία ακόμη διαπίστωση για τις χρήσεις των σπηλαίων στην Καστοριά έχει να κάνει με την προτίμηση που φαίνεται να δείχνουν οι άνθρωποι κατά την προϊστορία, στις λιγότερο φωτεινές περιοχές του σπηλαίου. Οι λιγότερο φωτεινές περιοχές του σπηλαίου είναι και οι πλέον απομακρυσμένες από την είσοδο. Εκεί αναπτύσσονται τα διακριτά χαρακτηριστικά του μικροπειβάλλοντος των σπηλαίων που τα καθιστούν ένα αφιλόξενο αλλά και χρήσιμο για κάποιες περιπτώσεις περιβάλλον. Οι έντονες ενδείξεις χρήσεις των ζωνών αυτών πιθανώς να υποδηλώνουν μία συνειδητή επιλογή των ανθρώπων της εποχής για συστηματική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων του σπηλαίου. Στην περίπτωση αυτή σκιαγραφούνται κοινωνικές ομάδες οι οποίες είχαν γνώση των χαρακτηριστικών του χώρου και είχαν αναπτύξει στρατηγικές τόσο για την αξιοποίησή του όσο και για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που αυτός έχει. Δυστυχώς η μη περαιτέρω μελέτη των κεραμεικών συνόλων, δεν δίνει τη δυνατότητα να σκιαγραφηθεί ο χαρακτήρας αυτών των χρήσεων και ο τρόπος που οι άνθρωποι έρχονταν σε «συνδιαλλαγή» με το φυσικό περιβάλλον. 7.1.β Γενική συζήτηση- ΣΓΠ, επιφανειακή έρευνα και αρχαιολογία σπηλαίων. Η συνεισφορά των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών στην σύγχρονη Αρχαιολογία πλέον δεν αποτελεί θέμα για συζήτηση. Οι κατανομές στον ευρημάτων στο χώρο είναι ένα ερώτημα που απασχολεί κάθε ερευνητή, κάθε θέσης και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ερευνητικής διαδικασίας. Στην περίπτωση των ανασκαφών σε σπήλαια παρ όλη την πρόοδο της τεχνολογίας η κατάσταση δεν είναι η ίδια. Δεν υπάρχουν ακόμη εγχειρίδια για την αρχαιολογία σπηλαίων, μολονότι αποτελεί τεχνικά, μεθοδολογικά αλλά και ερμηνευτικά έναν διαφορετικό κλάδο της αρχαιολογίας. Δεν υπάρχει καλή 67 Εκτός της περίπτωσης του Μααρά, δεν είναι σπάνιες στην παγκόσμια βιβλιογραφία οι θέσεις σε κοίτες υπόγειων ποταμών. Ποιο γνωστή από αυτές είναι η νεολιθική εγκατάσταση στα Σπήλαια Han στη Βαλωνία, αλλά σημαντικότερη για την περιοχή μας είναι η θέση στο σπήλαιο Potpece στη Σερβία (γενικά για το σπήλαιο: Klickovic, 2010. Turisticke Pecine Srbije. Belgrade). 88
επικοινωνία και συχνές συναντήσεις μεταξύ των αρχαιολόγων που ενδιαφέρονται για τα σπήλαια και δουλεύουν σε αυτά. Τέλος δεν υπάρχει καλή επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ των αρχαιολόγων και των υπόλοιπων επιστημονικών κλάδων που ασχολούνται με την έρευνα του μικροπεριβάλλοντος των σπηλαίων, όπως είναι η Γεωλογία και η Βιολογία. Στον 21 ο αιώνα και με την εξέλιξη της τεχνολογίας των επικοινωνιών και της πληροφόρησης αυτά είναι κενά τα οποία πρέπει σταδιακά να καλυφθούν και να ξεπεραστούν. Ειδικότερα όσον αφορά τα ΣΓΠ, λόγων των μεγάλων τεχνικών δυσκολιών, η αρχαιολογία σπηλαίων δεν τα έχει εγκολπώσει, ούτε και αποτελούν ερευνητικό εργαλείο με συγκεκριμένη μεθοδολογία και τεχνική εφαρμογής. Ο εκάστοτε ερευνητής προσπαθεί να δοκιμάσει διαφορετικές προσεγγίσεις και τεχνικές. Η λύση στο πρόβλημα έρχεται μόνο μέσα από προσπάθειες συνολικής εξέτασης του προβλήματος. Αρχικά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι και στην περίπτωση των σπηλαίων μπορεί να γίνει έρευνα σε μεγαλοκλίμακα η οποία να δίνει γενικές απαντήσεις για τις χρήσεις των σπηλαίων σε μια συγκεκριμένη γεωγραφικά περιοχή. Όπως και στην επιφανειακή έρευνα ανοικτών θέσεων η επιφανειακή έρευνα βοηθά εκτός από τον εντοπισμό νέων θέσεων για ανασκαφή, στην καλύτερη κατανόηση της συνολικής τοπογραφίας μιας ευρύτερης περιοχής κατά τη διάρκεια μίας πολιτισμικής εποχής, στην κατανόηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συσχετισμών μεταξύ των θέσεων και τέλος στην σκιαγράφηση στο χάρτη δικτύων επικοινωνίας μεταξύ των πολιτισμικών ομάδων της εκάστοτε περιόδου. Για να γίνουν όλα τα παραπάνω πραγματικότητα και για να μπουν και τα σπήλαια μέσα στην έρευνα των μεγάλων περιοχών είναι απόλυτη ανάγκη οι εφαρμογές των ΣΓΠ στα σπήλαια και η επιφανειακή έρευνα σε αυτά, να αποκτήσει συγκεκριμένη μεθοδολογία και συγκεκριμένες τεχνικές, ώστε τα αποτελέσματα να είναι αξιόπιστα και συγκρίσιμα με αυτά των ανοικτών θέσεων. Μολαταύτα, με εξαίρεση ορισμένα άρθρα 68, οι προσπάθειες είναι ελάχιστες προς αυτήν την κατεύθυνση. Από τη συνολική επισκόπηση της βιβλιογραφίας (μέχρι τις αρχές του 2012) για τις ανάγκες αυτής της εργασίας, αυτό που προκύπτει είναι ότι υπάρχει ένα κενό 68 Τα άρθρα αυτά, όπως του Moyes (1998, 2000, 2001, 2002) και Stratford (2011) αναφέρονται και συζητούνται σε προηγούμενα κεφάλαια της παρούσης εργασίας. 89
έρευνας, συνεδρίων, ανακοινώσεων και δημοσιεύσεων στο κομμάτι των εφαρμογών των ΣΓΠ στην αρχαιολογία σπηλαίων. Αυτό το κενό μπορεί να καλυφθεί μιας και υπάρχει η εμπειρία, η τεχνολογία και το θεωρητικό υπόβαθρο για να αναπτυχθεί η έρευνα προς αυτήν την κατεύθυνση. 90
Επίλογος And the vision that was planted in my brain, still remains. Within the sound of silence Simon and Garfunkel Ολοκληρώνοντας την περιπλάνηση στην αρχαιολογική έρευνα των σπηλαίων, μέσα από το πρίσμα των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, αυτό που σίγουρα γίνεται φανερό είναι το πόσο ελλειπή είναι τα στοιχεία για την αρχαιολογία σπηλαίων και πόσα περιθώρια ανάπτυξης ακόμη υπάρχουν. Στο γεωγραφικό πλαίσιο της Μακεδονίας από τις 250 καταγεγραμμένες σπηλαιομορφές 69 που υπάρχουν στην περιοχή, περίπου για τις 40 έχουμε δημοσιευμένες πληροφορίες για το αρχαιολογικό τους ενδιαφέρον, ενώ μόλις τρεις (Κορομηλιά Καστοριάς, Ανταρτών Πέλλας και Καταρρακτών Σερρών) έχουν ερευνηθεί συστηματικά. Οι ολοκληρωμένες λύσεις στα ΣΓΠ και στη χαρτογράφηση σπηλαίων, που τώρα πλέον είναι διαθέσιμες με μικρό κόστος, μπορούν να αποτελέσουν τη λύση στο κενό έρευνας που υπάρχει. Εκτός από την κάλυψη του κενού οι έρευνες μεγάλης κλίμακας δίνουν τη δυνατότητα να σκιαγραφηθούν και να συσχετιστούν οι χρήσεις των σπηλαίων στην περιοχή αυτή με το τόσο μεγάλο γεωγραφικό εύρος και την ποικιλομορφία στο ανάγλυφο. Η Καστοριά και η παρούσα εργασία ήταν ένα μικρής κλίμακας πείραμα το οποίο προσπάθησε να δείξει ότι τα ΣΓΠ παρέχουν τέτοιες δυνατότητες και ότι τέτοιου τύπου εφαρμογές προάγουν την αρχαιολογική έρευνα. Πλέον είναι απόφαση του κάθε ερευνητή η μέθοδος που θα επιλέξει και οι τεχνικές που θα εφαρμόσει. Τα στοιχεία των πολιτισμών που κρύβονται στα σκοτάδια των σπηλαίων και καλύπτονται από τη μυρωδιά του γουανό μας περιμένουν. 69 Κατάλογος καταγραφών αρχείου Τοπικού Τμήματος Βόρειας Ελλάδας της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. 91
Βιβλιογραφία. Αδαμόπουλος, Κ., 2002. Ελληνικός οδηγός χρήσης του Visual Topo. Αθήνα: Σ.Ε.Λ.Α.Σ. Aldenderfer, M. & Herbert M., ed., 1996. Anthropology, Space, and Geographic Information Systems. Oxford: Oxford University Press. Arroyo Bishop, D. & Lantada Zarzasa, M., 1995. To be or not to be: Will an objectspace- time GIS/AIS become a scientific reality or end up an archaeological entity? In Lock, G. and Sancic, Z. eds. 1995. Archaeology and Geographical Information Systems. London: Taylor & Francis, pp43-53. Banning, E. B., 2002. Archaeological Survey. New York: Kluwer Academic Press. Bergsvik, K. A. and Skeates, R., eds. 2011. Caves in Context. The Cultural Significance and Rockshelters in Europe. Oxford: Oxbow. Binford, L., 1962. Archaeology as anthropology. American Antiquity, 28, pp. 217-225. Binford, L., 1968. Some Comments on Historical versus Processual Archaeology. Southwestern Journal of Anthropolog, 24, pp. 267-275. Bogli, A., 1964. La corrosion par melange des eaux. International Journal of Speleology, 1, pp. 61-70. Bogli, A., 1978. Karsthydrographie und physisch spelaologie. Berlin: Springer- Verlag. Bradley, R., 1998. Ruined Buildings, Ruined Stones: Enclosures, Tombs and Natural Places in the Neolithic of Southwest England. World Archaeology. 30(1), pp. 13-22. Bradley, R., 1998. An Archaeology of Natural Places. London: Routledge. Brown, K. A. R., Chalmers, A., Sailgol, T., Green, C., and d Errico, F., 2001. An Automated Laser Scan Survey of the Upper Palaeolithic Rock Shelter of Cap Blanc. Journal of Archaeological Science, 28, pp. 283-289. Chisman, N., 2002. What does GIS mean? Transactions in GIS. 3(2) pp. 175-186. Clarke, D., 1977. Spatial archaeology. London: Academic Press. Coulver, D. & Pipan, T., 2009. The biology of the caves and other subterranean habitats. Oxford: University Press. Dasher, G. R.. 1994. On Station. A complete handbook for surveying and mapping caves. Huntsville: National Speleological Society. 92
David, B. and Thomas, J., eds. 2008. Handbook of Landscape archaeology. Walnut Creek: Left Coast Pres. David, L. W., 2004. The mind in in the cave. London: Thames&Hudson. ερμιτζάκης, Μ.. & Γεωργιάδου- ικαιούλια, Ε., 1982. Τρόποι υπολογισμού και μετρήσεως των παραμέτρων αναπτύξεως των σπηλαίων. ελτίο Ελληνική Σπαηλαιολογική Εταιρεία, 18 σσ. 391-410. Diamant, S., 1974. The late village farming stage in Southern Greece. Ph. D. University of Pennsylvania. ογγούρης, Σ. Ν., Μακρής, Γ. Ν. & Μπαλοδήμος,.., 1986. Αποτυπώσεις σπηλαίων. Πρακτικά Συνεδρίου: σύγχρονες μέθοδοι αποτύπωσης και τεκμηρίωσης μνημείων και αρχαιολογικών χώρων, σσ. 188-221. Drnic, I., (in press) Archaeology of the Croatian Caves. Lebanon: 9 th Speleological Conference of the Eastern Mediterranean. Έλληνας, Θ., 2006. Εισαγωγή στην σπηλαιολογική φωτογραφία. Αθήνα: Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία. Evans, J. G., 1978. Introduction to environmental archaeology. New York: Cornell University Press. Fairbriadge, R., ed. 1968. The Encyclopedia of Geomorphology. New York: Van Nostrand Reinhold. Farrand, W. R., 2001. Archaeological Sediments in Rockshelters and Caves. In J. K. Stein & W. R. Farrand eds., Sediments in Archaeological Context, Salt Lake City: The University of Utah Press, pp. 29-66. Faure, P., 1994. Cavernes sacrées de la Crète antique. Cretan Studies, 4, pp. 77-83. Flannery, K., 1976. The Early Mesoamerican Village. New York: Academic Press. Γαζέας, Κ. και Φιλιππάτου Π., 2008. Εργαστήρι Χαρτογράφησης Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας [online] Διαθέσημο στο : <http://www.ese.edu.gr/media/seminars/sem_notes/hartografisi/keratea_results.pdf> [Επίσκεψη σελίδας 20 Μαΐου 2012] Γιαννόπουλος, Β., 2000. Συμβολή στη μελέτη σύγχρονων και παλαιών περιβαλλόντων των πλέον σημαντικών ελληνικών σπηλαίων. Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Goudie, A., Atkinson, B., Gregory, K., Sinnons, I., Stoddart, D. and Sugden, D., eds, 1994. The encyclopedic dictionary of Physical Geography. Oxford: Blackwell. Goudie, A., ed. 2005. Encyclopedia of Geomorphology. Oxford: Routledge. 93
Grube, N., 2000. Maya Divine kings of the rain forest. Cologne: Konemann. Guy Straus, L., 1990. Underground archaeology. Perspectives on caves and rockshelters. Archaeological Method and Theory, 2, pp. 255-291. Heydari, S., 2007. The impact of geology and geomorphology on cave and rockeshelter archaeological site formation, preservation and distribution in the Zagros mountains of Iran. Geoarchaeology International Journal, 22(6), pp. 653-659. Howes, C., 1997. Images Below, Cardiff: Wild Places Publishing. Hodder, I. & Clive, O., 1976. Spatial analysis in archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Hodder, I., 1986. Reading to the Past. Current approaches to interpretation in archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Ingold, T., 1993. The temporality of the landscape. World Archaeology, 25, pp. 152-174. Ingold, T., 2000. The Perception of the Environment: Essays on Livelihood, Dwelling and Skill. London: Routledge. Ιωάννου, Ι., 2000. Λεξιλόγιο γεωγραφικών και σπηλαιολογικών μορφών. Αθήνα: Κωστέα Γείτονα. Ιωάννου, I., 2000β Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία 1950 2000. Το ιστορικό της από σημειώσεις. Δελτίο Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, 22, σσ. 13-52. Jacobsen, T. W., 1969. Excavations at Porto Cheli and vicinity, preliminary report II: the Franchthi Cave. Hesperia, 38, pp. 343 81. Καλογερόπουλος, Η., Λαζαρίδης, Γ. και Τσεκούρα, Αικ. (υπό έκδοση). Μεθοδολογία Χαρτογράφησης Σπηλαίων: Συγκρίσεις Οδεύσεων. Ρέθυμνο: 4ο Παγκρήτιο Σπηλαιολογικό Συμπόσιο. Καραλή, Λ., 2005. Περιβαλλοντική αρχαιολογία. Αθήνα: Καρδαμίτσα. Καρανικόλας, Ν., 2007. Ελεύθερα λογισμικά GIS. GRASS και QGIS. Εγχειρίδια χρήσης. Σέρρες: Τμήμα Εκδόσεων ΤΕΙ Σερρών. Κατσιάνης, Μ., 2009. Ανασκαφική Μεθοδολογία και σχεδιασμός συστήματος για τη διαχείριση αρχαιολογικών τεκμηρίων. Διδακτορική Διατριβή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Κλαψόπουλος, Ι., 1998. Εισαγωγή στη φυσική γεωγραφία. Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Kohler, T., Kresl, J., Van West, C., Carr, E and Wilshusen, R., 2000. Be there then: A modeling approach to settlement determinants and spatial efficiency among late 94
ancestral Pueblo populations of the Mesa Verde region, U. S. Southwest. In T. A. Kohler and G. J. Gumerman, eds. 2000. Dynamics in Human and Primate Societies: Agent-Based Modeling of Social and Spatial Processes. New York and Oxford: Oxford University Press. Kvamme, K.L., 1983. Computer Processing Techniques for Regional Modeling of Archaeological Site Locations. Advances in Computer Archaeology, 1, pp. 26-52. MacLeod, B. & Puleston, D., 1978. Pathways into darkness: The search for the road to ibalba. In Robertson, M.G. & Jeffers, D.C., ed., 1978, Tercera Mesa Redonda de Palenque, Monterey Hearld Peters, 4, pp. 71-77. Marble, D. F., 1990. Geographic Information Systems: An overview. In Peuquet D. and Marble D. eds. 1990, Basic Readings in GIS. London: Taylor & Francis. Mlekuz, D., 2011. What bodies can do? Bodies and caves in the Karst Neolithic. Documenta Praehistorica.38, pp. 1-11. Μουντράκης, Δ., 1985. Γεωλογία της Ελλάδας. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Moyes, H. & Awe, J. 1998. Spatial analysis of artifacts in the main chamber of Actun Tunichil Muknal, Belize: Preliminary results. In Awe, J., ed., 1998, The Western Belize Regional Cave Project: A report of the 1997 field season: Department of Anthropology Occasional Paper No. 1, Durham: University of New Hampshire. Moyes, H. & Awe, J., 2000. Spatial analysis of an ancient cave site, ArcUser, 3(4) pp. 64-68. Moyes, H., 2001. The cave as a cosmogram: The use of GIS in an intrasite spatial analysis of the main chamber of Actun Tunichil Muknal. A Maya ceremonial cave in western Belize. M.A. thesis, Florida Atlantic University. Moyes, H., 2002. The Use of GIS in the Spatial Analysis of Archaeological Cave Site. Journal of Caves and Karst studies, 64, pp. 9-16. O Shea, J., 1981. Coping with scarcity. Exchange and social storage. In A. Sheridan and G. N. Bailey eds, Economic Archaeology. BAR 96 pp. 167-183. Παγούνης Β., Καλυκάκης Σ., Μπίζα Π. & Παπαδόπουλος, Χ., 2004. Η χρήση της τρισδιάστατης σάρωσης ως μεθοδολογία στην αποτύπωση σπηλαίων. Εφαρμογή στο σπήλαιο Αγ. Γεωργίου Κιλκίς., Στο 10ο διεθνές συνέδριο της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας Θεσσαλονίκη 15-17 Απριλίου 2004, ελτίο Ελληνική Γεωλογική Εταιρεία, 36(3), σσ. 1244-1251. Παλληκαρόπουλος, Κ. 1969. Σπήλαιον Δράκου- Καστοριάς, Δελτίο Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία 10(4), σσ. 58-67. Παλληκαρόπουλος, Κ., 1970 Σπήλαιον η τρύπα του Παταράγκου Καστοριάς, Δελτίο Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, 10(6), σσ. 47-49. 95
Παπαδοπούλου, Κ., 2007. Καρστικά φαινόμενα και γένεση σπηλαίων. Αθήνα: Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία. Pettitt, Β., & White, M., 2010. Cave men: stone tools, Victorian science, and the primitive mind of deep time. Notes and records of the Royal Society [online] Διαθέσιμο στο < http://rsnr.royalsocietypublishing.org/content/65/1/25.full> [Επίσκεψη σελίδας 12 Μαΐου 2012]. Pratt, M., 1998. Mapping underground treasure. ArcUser, July-Sept Issue, pp. 60-62. Renfrew, C. & Bahn, P., 2001. Αρχαιολογία. Θεωρίες μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές. Αθήνα: Καρδαμίτσα. Σαββαΐδης, Π., Υφαντής, Ι. & Λακάκης, Κ., 2007. Τοπογραφία και θεματική χαρτογραφία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ανέκδοτο. Σάμψων, Α. 2007. Προϊστορική αρχαιολογία της Μεσογείου. Αθήνα: Καρδαμίτσα. Scarre, C., 2002. Introduction: Situating Monuments: The Dialogue Between Built Form and Landform in Atlantic Europe. In: C. Scarre, ed. 2002. Monuments and Landscape in Atlantic Europe: Perception and Society During the Neolithic and Early Bronze Age. London: Routledge, pp. 1-14. Shahck Gross, R., Beyna, F., Karkanas, P. and Weiner, S., 2004. Bat guano and preservation of archaeological remains in cave sites. Journal of Archaeological Science, 31(9), pp. 1259-1272. Shaw, I. and Jameson, R. eds, 1999. A dictionary of archaeology. Oxford: Blackwell. Steward, J., 1955. Theory of Culture Change: The Methodology of Multilinear Evolution. Urbana: University of Illinois Press. Στρατούλη, Γ., 1998. Η αναγνώριση των χρήσεων των σπηλαίων στη Νεολιθική Ελλάδα. Εμπειρικές και διεπιστημονικές προσεγγίσεις. Στο Α πανελλήνιο σπηλαιολογικό συνέδριο «Άνθρωπος και σπηλαιοπεριβάλλον» 26-29 Νοεμβρίου 1992, Αθήνα, σσ. 59-63. Stratford, D., 2011. Cave excavation. Some methodological and interpretive considerations. Cave and Karst science, 38(3), pp. 111-116. Tarsoly, P., 2006. Cave Information System. Shaping the shape. III FIG congress, GIS Applications, Spring Issues, pp.1-19. Tilley, C., 1994. A Phenomenology of Landscape: Places, Paths and Monuments. Oxford: Berg. Tomkins, P. 2009. Domesticity By Default. Ritual, Ritualization and Cave-Use in the Neolithic Aegean. Oxford Journal of Archaeology, 28, pp. 125-153. 96
Torres, J., 2006. Geogephical Information Systems (GIS) modeling in archaeological research context. Florida: University Florida Press. Τρανταλίδου, Κ., Καρκάνας, Π., Μπελεγρίνου, Ε. και Χατζηθεοδώρου, Θ. 2007, Σπήλαιο σε μια σημαντική δίοδο της Δυτικής Μακεδονίας στο φαράγγι του Λειβαδοπόταμου. Πρώτηπαρουσίαση. ΑΕΜΘ 19 (2005)σ. 579-594. Τρανταλίδου, Κ. Σκαρακάκη, Β. και Καρά, Ε. 2007. Πηγές του Αγγίτη στη Λεκάνη της Δράμας. Τα κεραμικά σύνολα από το εσωτερικό του σπηλαίου. Α.Α.Α. 39 (2006), σελ. 107-138. Τρανταλίδου, Κ. Σκαρακάκη, Β. και Ντίνου, Μ. 2007. Στρατηγικές επιβίωσης κατά την 4 η χιλιετία: Στοιχεία από την εγκατάσταση στην ανατολική όχθη του Αγγίτη. Α.Ε.Μ.Θ., 19. σσ. 45-80. Trantalidou, K., Belegrinou, E. and Andreasen, N. 2010. Pastoral societies in southern Balkan peninsula: the evidence from caves occupied during the Neolithic and Chalcolithic era, ANODOS, studies of ancient world, 10, pp. 321-334. Trigger, B., 2005. Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Τρίμμης Π. Κ. & Φιλιππάτου, Π. επιμ, 2011. Σπηλαιολογικό Πρόγραμμα Κυθήρων. Πρόδρομη αναφορά 2008-2011. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Αρχείου Το.Τ.Β.Ε. Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία. Τσιπίδης, Σ., 2009. Γεω-οπτικοποίηση χωροχρονικών αρχαιολογικών δεδομένων. Διδακτορική Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Tuan, Y., 1977. SpaceandPlace: The Perspective of Experience. Minneapolis: University of Minnesota Press. Ustinova, Y., 2009. Cave experiences and Ancient Greek oracles. Time and Mind. 2(3), pp. 265-286. Veni, G., 1994. Geologic controls on cave development and the distribution of endemic cave fauna in the San Antonio, Texas, region. Report for Texas Parks and Wildlife department and U.S. Fish and Wildlife Service 99 Veni, G. 1997. The effects of aridity and topography on limestone cave development. In Proceedings of the 12th International Congress of Speleology, International Union of Speleology, pp. 373-376. Veress, M., 2010. Karst Environments. Karren formation in high Mountains. London: Springer. Vita- Fintzi, C. and Higgs, E. S. 1970. Prehistoric economy in the Mount Carmel area of Palestine. Site catchment analysis. Proceedings Prehistoric Society, 36, pp. 1-37. Wheatley, D., & Gillings, M. 2002. Spatial Technology and Archaeology: The Archaeological Applications of GIS. London and New York : Taylor & Francis. 97
Won, K., 1990. Object- oriented Databases. Definition and research directions. IEEE transactions on Knowledge and Data Engineering 2(3), pp. 327-341. Wood, P., 2005. Subterranean Ecology. In Gunn, J. ed. 2005, Encyclopedia of Caves and Karst science. New York: Routledge. Wools-Cobb, D., 2003. Cave Photography Getting Started. In: 4th Biennial Conference of the Australian Speleological Federation. Sydney: Australian Speleological Federation. Ζερβουδάκης, Τζ., 1964. Σπήλαιον Καστοριάς (ή Δράκου), Δελτίο Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, 7, σσ. 146-152. Ηλεκτρονικές πηγές και Ιστοσελίδες www.archetai.gr : Η επίσημη ιστοσελίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. www.cyberotsarka.gr : Φυσιολατρική σελίδα από το Άργος Ορεστικό. www.esetotve.com : Η ιστοσελίδα του Τοπικού Τμήματος Βόρειας Ελλάδας της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. istorikakastorias.blogspot.co.uk: Ιστολόγιο με πολιτισμικά στοιχεία της Καστοριάς http://www.leica-geosystems.com: Η ιστοσελίδα της Ελβετικής εταιρίας γεωδαιτικών και τοπογραφικών οργάνων και εφαρμογών LeicaGeosystems. machaut.uchicago.edu: Διαδικτυακή έκδοση του Webster sdictionary του πανεπιστημίου του Chicago. museodealtamira.mcu.es/ : Η επίσημη ιστοσελίδα του Μουσείου της Αλταμίρα. paperless.bheeb.ch/ : Η ιστοσελίδα του προγράμματος χαρτογράφησης σπηλαίων PocketTopo. www.scavalon.be :Η ιστοσελίδα του προγράμματος αποθήκευσης και οργάνωσης σπηλαιολογικού αρχείου Speleobase. www.sentra.com.gr: Η επίσημη ιστοσελίδα της καθημερινής εφημερίδας της Καστοριάς «Σέντρα». www.speleo.qc.ca/auriga/: Η ιστοσελίδα του προγράμματος χαρτογράφησης σπηλαίων auriga. therion.speleo.sk/ : Η ιστοσελίδα του προγράμματος χαρτογράφησης σπηλαίων Therion vtopo.free.fr/ : Η ιστοσελίδα του προγράμματος χαρτογράφησης σπηλαίων visualtopo. 98
www.yppot.gr : Η επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού. Άλλες πηγές Έγγραφα από το αρχείο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας (ΕΣΕ). Έγγραφα από το αρχείο του Τοπικού Τμήματος Βόρειας Ελλάδας της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας (ΕΣΕ ΤοΤΒΕ). Φύλλα χαρτών γεωλογικού υποβάθρου περιοχής Καστοριάς. Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ). 99
Παράρτημα Ι Γραφήματα 100
Α. Γραφήματα κατανομής ευρημάτων βάση της τεχνολογίας κατασκευής τους. 1. Συγκεντρωτικό γράφημα κατανομής οστράκων ανά τεχνολογία κατασκευής. 18% 9% 39% χειροποίητη κεραμεική τροχήλατη κεραμεική 34% αδιάγνωστα/ αποστρογγυλεμένα οθωμανικές κεραμίδες 2. Γράφημα ευρημάτων από το σπήλαιο των Αλευράδων Αλευράδες χειροποίητη κεραμεική τροχήλατη κεραμεική οθωμανικές κεραμίδες 29% 62% 9% 101
3. Γράφημα ευρημάτων από το σπήλαιο του Παταράγκου Παταράγκου χειροποίητη κεραμεική αδιάγνωστα/ αποστρογγυλεμένα τροχήλατη κεραμεική 22% 61% 17% 4. Γράφημα ευρημάτων από το σπήλαιο της Γκολουπίντσας Γκολουπίντσα χειροποίητη κεραμεική τροχήλατη κεραμεική 42% 58% 102
5. Γράφημα ευρημάτων από το σπήλαιο του Καστανόφυτου Καστανόφυτο χειροποίητη κεραμεική αδιάγνωστα/ αποστρογγυλεμένα τροχήλατη κεραμεική 32% 40% 28% 6. Γράφημα ευρημάτων από το σπήλαιο Αγ. Νικολάου Αγ. Νικολάου τροχήλατη κεραμεική οθωμανικές κεραμίδες 35% 65% 103
7. Γράφημα ευρημάτων από το σπήλαιο Δαμασκηνιά Κοζάνης Δαμασκηνιά Κοζάνης χειροποίητη κεραμεική αδιάγνωστα/ αποστρογγυλεμένα τροχήλατη κεραμεική 20% 29% 51% 8. Γράφημα ευρημάτων από το σπήλαιο Αγ. Τριάδος Γέρμας Αγ. Τριάδα Γέρμας χειροποίητη κεραμεική τροχήλατη κεραμεική 47% 53% 104
9. Γράφημα περιπτώσεων διάβρωσης στα αδιάγνωστα ευρήματα. Σύνολο Σπηλαίων σταλαγμιτικό υλικό γουανό διάβρωση από νερό άλλος παράγοντας 10% 17% 21% 52% Β. Γραφήματα κατανομής ευρημάτων ανά ζώνη φωτεινότητας. Β.1 Γκολουπίντσα Γκολουπίντσα 25 20 15 10 χειροποίητη τροχήλατη 5 0 εύφωτη ζώνη ζώνη ημίφους άφωτη ζώνη 105
Β.2 Αγ. Τριάδα Γέρμας μεγάλο Αγ. Τριάδα Γέρμας 35 30 25 20 15 10 5 0 εύφωτη ζώνη ζώνη ημίφους άφωτη ζώνη χειροποίητη τροχήλατη Β.3 Αλευράδες Αλευράδες 14 12 10 8 6 4 2 0 εύφωτη ζώνη ζώνη ημίφους άφωτη ζώνη χειροποίητη τροχήλατη 106
Β.4 Δαμασκηνιά Δαμασκηνιά Κοζάνης 20 15 10 χειροποίητη τροχήλατη 5 0 εύφωτη ζώνη ζώνη ημίφους άφωτη ζώνη Γ. Πυκνότητες χειροποίητης κεραμεικής ανά σπήλαιο. Εμβαδόν Συνολική Σπήλαιο συνολικό Πυκνότητα / Ζώνη Φωτεινότητας πυκνότητα Εύφωτη Ημίφωτος Άφωτη Παταράγκος 357,67 m 2 Ανταρτών 354,68 m 2 Γκολουπίντσα 267,42 m² 0.00 0.26/m² 0.01 / m² 0.21/ m² Αλευράδες 156,86 m² 0.00 0.15/ m² 0.16/ m² 0.15/ m² Καστανόφυτο 5.146,34 Δαμασκηνιά 135,68 m² 0.22/ m² 0.39/m² 0.15/m ² 0.53/ m² Αγ. Τριάδα 110,9 m² 0.86/ m² 1.92/m² 0.25/ m ² 1.02/ m² Αγ. Νικολάου 88,57 m 2 107